Professional Documents
Culture Documents
Andrej Kalaš
Ο Πύρρων
Ευδαίμων φιλόσοφος χωρίς αξίες
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2017
Αυτό το βιβλίο συγχρηματοδοτήθηκε από το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ιωάννη Χους
με έδρα την Μπρατισλάβα (αρ. προγράμματος: CI 2005/2) καθώς και από τα εξής
επιστημονικά-ερευνητικά προγράμματα της Σλοβακικής Δημοκρατίας: VEGA
1/0416/15: Vznik, formovanie a premeny významu pojmu fronésis v antickej filozofii,
VEGA 1/0017/17: Aischinés a sókratovský dialóg. Ευχαριστώ πολύ και για τη χρηματι-
κή υποστήριξη από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπρατισλάβας
(αρ. του προγράμματος FG03/2014).
The manuscript has been approved for publication by the publisher upon the evaluation of
two anonymous reviewers.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Eκδόσεις Liberal Books
Γράμμου 28, Ζωγράφου, 157 73 Aθήνα
Tηλ.: 210-64.50.048, Fax: 210-64.49.924
www.liberalbooks.gr, e-mail: liberalbks@gmail.com
ISBN: 978-9925-553-04-4
Πρόλογος .......................................................................................................................... 13
λαδή τη ζωή του που την έζησε με έναν τρόπο φιλοσοφικό), προανήγγειλε
πολλές θέσεις της μεταγενέστερης ελληνιστικής φιλοσοφίας. Ο μοναχικός
τρόπος ζωής του στη μακρινή Ήλιδα, η απομάκρυνσή του από τη θορυβώδη
ζωή των πολυτάραχων Αθηνών, η συνειδητή και σκόπιμη αποχή από την
πνευματική ζωή της εποχής του αλλά και από τους υπόλοιπους φιλοσόφους,
και, τέλος, η περιφρόνησή του προς αυτούς, διαγράφουν σε αδρές γραμμές
και πολύ έντονα μία καινούργια εικόνα του φιλοσόφου, του ελληνιστικού σο-
φού. Κεντρικό φιλοσοφικό θέμα γι’ αυτόν ήταν η αναζήτηση της ευδαιμονί-
ας της ζωής και ενός ωφελιμότερου «modus vivendi», με σκοπό την αντιμετώ-
πιση όλων των αντιξοοτήτων της ανθρώπινης μοίρας.
Στο βιβλίο αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα πόσο
μεγάλο ήταν το τίμημα το οποίο ο Πύρρων ήταν πρόθυμος να καταβάλει στο
βωμό της δικής του ευδαιμονίας. Το τίμημα φαίνεται να ήταν πολύ υψηλό:
κατά μία ακραία ερμηνεία, ο Πύρρων ήταν πρόθυμος όχι μόνο να εγκατα-
λείψει οποιαδήποτε απαίτηση προς απόκτηση γνώσης, αλλά και να αφαιρέ-
σει, με ριζοσπαστικό τρόπο, από τα ίδια τα πράγματα τη δυνατότητα να γί-
νουν γνωστά, με την πεποίθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο αγνωστικισμός (στο
πεδίο της γνώσης και της αξιολόγησης) θα μας οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Αυτήν την τόσο ριζοσπαστική θεωρία της ασυγκινησίας (ἀταραξία) και της
ψυχραιμίας (ἀοχλησία) πολλοί από τους μεταγενέστερους Ελληνιστικούς φι-
λοσόφους την αποδοκίμασαν με μεγάλη περιφρόνηση, ενώ οι Ακαδημαϊ-
κοί σκεπτικοί και ιδιαίτερα οι Νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι την εξέλαβαν σαν
πρόκληση να επεξεργαστούν ξανά και να επανερμηνεύσουν τις αρχικές από-
ψεις του Πύρρωνα.
Σκοπός μας θα είναι αφ’ ενός να αποσαφηνίσουμε τον τρόπο της επιχει-
ρηματολογίας του Πύρρωνα και, ιδιαίτερα, τη δική του φιλοσοφική θεώρη-
ση της ζωής (με τέτοιο τρόπο, που να τη «ζήσουμε» κι εμείς οι ίδιοι μαζί με
αυτόν), αφ’ ετέρου να δείξουμε ότι αυτή η αντίληψη για την ευδαιμονία φαί-
νεται αλλότρια προς την αρχαία ελληνική σκέψη ή ασύμβατη τουλάχιστον
με αυτήν. Για την επίτευξη αυτών των δύο βασικών και, κατά κάποιο τρόπο,
ακόμη και αντίθετων σκοπών του βιβλίου μας, θα παρουσιάσουμε διάφορες
αντιλήψεις για τη φιλοσοφική κληρονομιά του Πύρρωνα από την αρχαιότη-
τα, καθώς και μερικές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες του. Για να καταλά-
βουμε σωστά την πλούσια φιλοσοφική συζήτηση την οποία προκάλεσε ο
Πύρρων αλλά και να εκτιμήσουμε, με αντικειμενικό τρόπο, την υποδοχή του
φιλοσοφικού του μηνύματος από τις ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές, θα
εκθέσουμε την πλούσια συζήτηση που έλαβε χώρα ανάμεσα στις ελληνιστι-
κές σχολές και είχε ως θέμα τον προβληματισμό για την ανθρώπινη γνώση,
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15
πράξη και ευδαιμονία. Κυρίαρχη θεωρία σ’ αυτές τις συζητήσεις, τόσο από
την πλευρά της ορολογικής ακρίβειας όσο και από εκείνη της λεπτομερούς
επιχειρηματολογίας, υπήρξε αναμφισβήτητα ο στωικισμός. Κατά συνέπεια,
στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας θα εξηγήσουμε, εν συντομία, τη
στωική θεωρία της ανθρώπινης πράξης, η οποία και αποτελούσε τη βάση της
δριμείας κριτικής που ασκούσε ο Κικέρων στην πυρρώνεια θεωρία περί της
αξιολογικής εκκένωσης του σκεπτικού σοφού.
Σε καμιά περίπτωση δεν θέτουμε ως στόχο της μελέτης αυτής να κρίνουμε
εάν είναι σωστή και εάν αξίζει να εφαρμοστεί στη ζωή η οδηγία που μας πα-
ρέδωσε ο Πύρρων για την επίτευξη της ευδαιμονίας, ένας σκοπός ανέκαθεν
επιδιωκόμενος από τους αρχαίους φιλοσόφους. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του
ιστορικού της φιλοσοφίας. Ωστόσο, σχετικά με το ερώτημα αυτό θα μπορού-
σε ίσως να τοποθετηθεί –αν θέλει και επιθυμεί βεβαίως– ο αναγνώστης του
βιβλίου αυτού, και αυτό επί τη βάσει του διασωθέντος πρωτότυπου υλικού,
των ίδιων δηλαδή των πυρρώνειων αποσπασμάτων. Ο στόχος μας είναι πολύ
πιο συγκεκριμένος: με βάση τη διεξοδική ανάλυση όλων των σωζόμενων για
τον Πύρρωνα αρχαίων κειμένων και την κριτική αξιολόγηση των προσιτών
σ’ εμάς αρχαίων και σύγχρονων ερμηνειών, να παρουσιάσουμε τη φιλοσοφι-
κή στάση του Πύρρωνα εντοπίζοντας τον ρόλο του στην ιστορία της αρχαί-
ας φιλοσοφίας.
Andrej Kalaš
Αθήνα, Ιούνιος 2016
Σημείωση σχετικά με τις εκδόσεις και μεταφράσεις: Στο βιβλίο παρουσιάζονται τα πρωτότυ-
πα ελληνικά και λατινικά κείμενα με βάση τις πιο καινούργιες κριτικές εκδόσεις, τις οποίες εί-
χαμε στη διάθεσή μας και οι οποίες αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Αν δεν σημειώνεται αλ-
λιώς, τα αρχαία κείμενα συνοδεύονται με τη δική μας νεοελληνική μετάφραση. Τα ποιητικά
κείμενα μεταφράζονται σε πεζό λόγο.
Εισαγωγή
1. Ας αναφέρουμε μόνο τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, τον πιο «σκεπτικό» ίσως προσω-
κρατικό φιλόσοφο, ο οποίος στο απόσπασμα DK 21 B 34 λέει: «δόκος δ᾿ἐπὶ πᾶσι τέτυκται» («η
απάτη υπάρχει σε όλα τα πράγματα»). Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι ο Τίμων ο Φλιάσιος,
μαθητής και «κήρυκας» του Πύρρωνα, έκανε τον Ξενοφάνη τον ομιλητή και κύριο πρόσωπο
του έργου του με τίτλο «Σίλλοι». Στο ποίημα αυτό, ο Τίμων ασκεί αυστηρή κριτική και διακω-
μωδεί όλους τους προηγούμενους μη σκεπτικούς φιλοσόφους (Diogenes Laertius, Vitae, IX,111).
Για τους υπόλοιπους προπυρρώνειους σκεπτικούς θα κάνουμε ακόμη λόγο, όπου είναι
απαραίτητο και πάντα σε συνάφεια με τον πρώιμο πυρρωνισμό.
2. Είναι οριακά δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβέστερες ιστορικές-φιλοσοφικές
σχέσεις μεταξύ των δύο μορφών του ελληνιστικού σκεπτικισμού. Φαίνεται πολύ πιθανόν ότι
εκείνοι οι φιλόσοφοι που πολύ συχνά (εσφαλμένα όμως) αποκαλούνται από τη σύγχρονη
έρευνα «νεοπυρρώνειοι», ανανεώνοντας στον 1ο αι. π.Χ. τη σκεπτική φιλοσοφία πέραν της
πλατωνικής Ακαδημίας (π.χ. ο Αινησίδημος), παραιτούνται μάλλον από την ακαδημαϊκή μορ-
φή του σκεπτικισμού, προσπαθώντας να ανασυστήσουν και να συνεχίσουν το έργο του Πύρ-
ρωνα του ιδίου. Οι νεοπυρρώνειοι ενοχοποίησαν τους ακαδημαϊκούς σκεπτικιστές για κάποιο
«μεταδογματισμό» (αυτό τον όρο χρησιμοποιεί ο Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of
Hellenistic Epistemology, σελ. 233), επειδή πίστευαν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Ένας γνήσιος
σκεπτικιστής (σκέπτομαι = αναζητώ, παρακολουθώ, σκέφτομαι, διερευνώ) δεν πρέπει να εί-
ναι σίγουρος ούτε και σχετικά με αυτήν την ίδια την άρνηση της γνώσης, αλλά ο ρόλος του εί-
ναι και εδώ να συνεχίσει την αναζήτηση (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1–3; I,226; Gellius, Noc-
tes Att. XI,5,1–8, απόσπ. 56 Caizzi). Σε παρόμοια συμπεράσματα σχετικά με τον δογματικό χα-
ρακτήρα του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού σε αντιδιαστολή με τον νεοπυρρωνισμό καταλήγει
18 Ο Πύρρων
4. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 241, υποσημ.
36. Σχετικά με τις διάφορες ερμηνείες του Πύρρωνα βλ. επίσης: Bett, R.: Aristocles on Timon on
Pyrrho, σελ. 137 - 138, όπου αναφέρεται και η βιβλιογραφία περαιτέρω μελετών που ασχολού-
νται με αυτές.
5. Τα πυρρώνεια αποσπάσματα συγκέντρωσε, μετέφρασε στα ιταλικά και συμπλήρωσε με
εκτενές υπόμνημα η μελετήτρια F. Caizzi (Caizzi, F.: Pirrone Testimonianze). Το έργο της αποτε-
λεί και πολύ χρήσιμη αφετηρία για τη μελέτη της ιστορίας διάφορων ερμηνειών και της πυρ-
ρώνειας έρευνας έως το 1980 εν γένει. Για τη μελέτη των διασωθέντων αποσπασμάτων του Τί-
μωνα του Φλιασίου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει κυρίως η συλλογή των Lloyd-Jones, H. –
Parsons, P.: Supplementum Hellenisticum, Berlin, 1981, καθώς και η παλαιότερη εργασία Poeta-
rum Philosophorum Fragmenta. Όπου είναι απαραίτητο και δυνατόν συμπληρώνουμε, χάριν
ακριβείας, και τον αριθμό του εν λόγω αποσπάσματος από τη συλλογή της Decleva Caizzi, ση-
μειώνοντας «Caizzi». Χρησιμοποιώντας τις πιο πάνω αναφερθείσες κριτικές εκδόσεις ως κύ-
ρια αφετηρία για τη μελέτη μας, ωφεληθήκαμε παράλληλα πάρα πολύ και από τη χρήση της
βάσης δεδομένων «Musaios», λογισμικό, το οποίο χρησιμοποιήσαμε ως μία ιδανική ηλεκτρονι-
κή πηγή αρχαίων κειμένων. Ο «Musaios» υπήρξε πολύ ωφέλιμος και στην περίπτωση μερικών
άλλων κειμένων, τα οποία δεν μας ήταν αλλιώς προσιτά. Τα πλήρη βιβλιογραφικά σημειώμα-
τα όλων των κριτικών εκδόσεων αναφέρονται στην ειδική βιβλιογραφία στο τέλος αυτού του
βιβλίου.
20 Ο Πύρρων
χνά παρομοιάζεται με τον Σωκράτη.6 Παρά το γεγονός ότι κανένας από τους
δύο δεν άφησε πίσω του κάποιο γραπτό φιλοσοφικό έργο, και οι δυο τους
επηρέασαν ιδιαίτερα τις μεταγενέστερες γενιές, τόσο με την πρωτότυπη προ-
σωπικότητά τους όσο και με την ίδια τους τη ζωή, την οποία και διήγαγαν με
έναν τρόπο κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό. Αν και διέφεραν στο ότι ο Πύρρων –σε
αντιδιαστολή με τον Σωκράτη– υπήρξε μία μοναχική προσωπικότητα, συμ-
μερίζονταν και οι δυο τους το γεγονός ότι τη δημιουργία της φιλοσοφικής
θεωρίας ή του φιλοσοφικού τους συστήματος την άφησαν αποκλειστικά
στους οπαδούς και τους διαδόχους τους. Επομένως, δεν είναι καθόλου περί-
εργο ότι πολύ συχνά οι μεταγενέστερες γενιές ερμήνευαν τόσο διαφορετικά
το φιλοσοφικό μήνυμα του Πύρρωνα, και ότι ήδη από την αρχαιότητα η δι-
δασκαλία του ερμηνεύτηκε με τόσο ποικίλο τρόπο.7
Σε ποιον τομέα της ελληνιστικής σκέψης, λοιπόν, άσκησε ο Πύρρων τη
μεγαλύτερη επίδραση; Παρά το πλήθος των ερμηνειών της προσωπικότητάς
του, ο πιο επηρεασμένος τομέας από αυτόν τον ίδιο φαίνεται πως ήταν η ελ-
ληνιστική γνωσιολογία, και αυτό όχι μόνο σχετικά με τον ίδιο τον (νεο)πυρ-
ρωνισμό και τη σκεπτική Ακαδημία, αλλά και στις δογματικές φιλοσοφικές
σχολές.8 Ο J. Brunschwig9 κάνει λόγο, σχετικά με την επίδραση του Πύρρω-
να, επιπλέον για κάποια «γνωσιολογική στροφή» (epistemological turn), με την
***
12. Striker, G.: The Problem of the criterion, σελ. 150; πρβλ. και την παρόμοια στάση που κρά-
τησε ο Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 291 - 292.
13. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 229.
14. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,4, απόσπ. 28 Caizzi; IX,68,5-69,12, πρβλ. απόσπ. 37, 38,
39A Caizzi.
15. Ό.π. IX,64,4-8, απόσπ. 28 Caizzi. Βλ. κεφάλαιο 3.1 παρακάτω και ιδιαιτέρως την υπο-
σημ. 130.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23
του, Τίμωνα του Φλιάσιου (315 – 225 π.Χ.), δεν αναδείχτηκε ως ανεξάρτητη
φιλοσοφική σχολή. Η πυρρώνεια συνταγή για την ευδαιμονία –τόσο η θεω-
ρητική όσο και η πρακτική– σίγουρα έμοιαζε στις κατοπινές γενιές υπερβο-
λικά ριζοσπαστική και αυστηρή για να μπορέσει να εφαρμοστεί και στην
πραγματικότητα.
Γι’ αυτό ο σκεπτικισμός, κατά παράδοξο τρόπο, καλλιεργήθηκε εκεί όπου
δύσκολα θα τον αναζητούσε κανείς, δηλαδή πίσω από τις πόρτες της έως τό-
τε πολύ «δογματικής» πλατωνικής Ακαδημίας. Η σκεπτική περίοδος αυτού
του ιδρύματος χαρακτηρίστηκε αργότερα ως «μέση» (βλ. Αρκεσίλαος) και
«νέα» (βλ. Καρνεάδης) Ακαδημία.16 Κεντρικό θέμα για τον ακαδημαϊκό σκε-
πτικισμό αποτελεί η φιλοσοφική κυρίως πολεμική απέναντι στις δογματικές
φιλοσοφικές σχολές, δηλαδή απέναντι στον επικουρισμό, και ιδιαιτέρως απέ-
ναντι στον πρώιμο στωικισμό. Από αυτήν την ενδιαφέρουσα διανοητική
άμιλλα, ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός έβγαινε όμως, σιγά σιγά, ηττημένος
από τον στωικισμό με αποτέλεσμα να παίρνει διάφορες μορφές ηπιότερων
εκδοχών του σκεπτικισμού (όπως στον Φίλωνα τον Λαρισαίο, 2ος π.Χ. αι.) ή,
αργότερα, εκείνες του εκλεκτισμού, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον
στωικισμό (Αντίοχος ο Ασκαλώνιος, 1ος π.Χ. αι.).
Κεντρικό φιλοσοφικό θέμα του Αρκεσίλαου του Πιταναίου, εκτός από τη
μετέπειτα πολεμική ενάντια στη σκεπτική γνωσιολογία, υπήρξε, πρώτα, το να
υπερασπίσει την ιστορική-φιλοσοφική συνέχεια της Ακαδημίας, και αυτό τη
στιγμή ακριβώς που αυτή η τελευταία απέκλινε σημαντικά από τον δογματι-
σμό του Πλάτωνα και όδευε προς τον σκεπτικισμό. Ποια ήταν αυτή η νέα
σκεπτική στάση, την οποία κράτησε η μέση Ακαδημία του Αρκεσίλαου; Η
ουσία της πεποίθησης των Ακαδημαϊκών σχετικά με την αδυναμία της γνώ-
σης του κόσμου (η στωική ἀκαταληψία «ακατανοησία», «αδυναμία της κα-
τανόησης», «αδυναμία της αντίληψης»), έγκειται, κατά τον Κικέρωνα, στο
ότι δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε ούτε εκείνην τη σωκρατική αλήθεια
που λέει ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα. Από αυτό έπεται –τουλάχιστον από την
οπτική του Αρκεσίλαου, ο οποίος και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια
για να αποφύγει την εικασία (δοξασία, πεποίθηση) (δόξα, λατ. opinio), η οποία
εξάλλου αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επίτευξη της ευδαιμονί-
ας, τόσο για τους στωικούς όσο και για τους σκεπτικούς17– η στάση της ριζι-
16. Τις ελληνικές και τις λατινικές πηγές που αναφέρονται στη σκεπτική Ακαδημία τις συ-
γκέντρωσε και εμπλούτισε με τη βιβλιογραφία, τα ευρετήρια και την εξήγησή του ο H. J. Met-
te στα δύο εκτενή του άρθρα Zwei Akademiker heute: Krantor von Soloi und Arkesilaos von Pita-
ne× Weitere Akademiker heute: Von Lakydes bis zu Kleitomachos.
17. Πρβλ. Cicero, Acad. pr. (Lucullus) 77,2–77,5; Sextus Empiricus, Adv. math. VII,156,1–
VII,158,1.
24 Ο Πύρρων
18. Cicero, Acad. post. 1,46,1-1,46,10; βλ. ακόμη Cicero, Acad. pr. (Lucullus), 28,1-29,11, όπου η
στάση αυτή προσάπτεται στον Καρνεάδη και αυτό στο πλαίσιο της πολεμικής ενάντια στον
στωικό Αντίπατρο και στον εκλεκτικιστή Αντίοχο.
19. Για περαιτέρω εξηγήσεις του υπερβολικού ζήλου που επέδειξε ο Αρκεσίλαος στην
προπάθειά του να ανισχνεύσει σκεπτικές τάσεις στη δική του ακαδημαϊκή γενεαλογία βλ. επί-
σης την υποσημείωση 160.
20. Cicero, Acad. post. 1,44,1-1,44,5; ό.π., 1,45,1 - 1,45,3.
21. Ό.π., 1,46,1-1,46,9.
22. Ό.π., 1,44,6-1,45,1.
23. Diogenes Laertius, Vitae, IV,28,2-IV,28,8; Cicero, Acad. post. 1,45,12-1,46,2; Cicero, De fin.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25
2,2,3-2,2,11.
24. Όπως θα προκύψει από τη σύντομη παρουσίαση της στωικής φυσικής και της γνωσιο-
λογίας στο κεφάλαιο 6.6, πρόκειται για μία ιδιαίτερη εντύπωση που είναι σε θέση να «κατα-
λαμβάνει», να συλλαμβάνει δηλαδή, την αλήθεια. Αυτό επιτυγχάνεται γιατί η αντιληπτική
εντύπωση, χάρη στη σαφήνειά της και εξαιτίας της εσωτερικής γνωστικής της αξίας, μας κά-
νει να συναινέσουμε σε αληθείς γνώσεις (σε συγκεκριμένες δηλαδή «προτάσεις» ή «κρίσεις»),
εμπλουτίζοντας έτσι το σύστημα των αληθών μας γνώσεων.
25. Π.χ. Cicero, Acad. pr. (Lucullus) 77,5-78,1. Από την οπτική της επιχειρηματολογίας του
Αρκεσίλαου καίρια φαίνεται να είναι προπαντός η τελευταία πρόταση του παρατεθέντος χω-
ρίου: incubuit (sc. Arcesilas) autem in eas disputationes ut doceret nullum tale esse visum a vero ut
non eiusdem modi etiam a falso possit esse (Ο Αρκεσίλαος καταπιάστηκε ιδιαίτερα με αυτού του
είδους την επιχειρηματολογία να διδάξει, δηλαδή, ότι καμία εντύπωση προερχόμενη από το
αληθινό και το υπαρκτό δεν έχει τέτοιου είδους χαρακτήρα, ώστε να μην είναι δυνατόν να
προκύψει και μία άλλη, του ίδιου τύπου, από το μη αληθινό και το μη υπαρκτό; βλ. ό.π. 77,18-
78,1). Πρβλ. επίσης Sextus Empiricus, Adv. math. VII,252,9-VII,252,11.
26. Ό.π., VII,252,1-VII,252,9.
26 Ο Πύρρων
υπάρχει στ’ αλήθεια. Γι’ αυτό, κατά τούς στωικούς, όσοι γνωρίζουν κάτι διά
μέσου της αντιληπτικής εντύπωσης, πρέπει να προσέχουν (ἐπιβάλλειν) όλα
τα γνωρίσματα των εκτός αντικειμένων.27
Από την άλλη, οι ακαδημαϊκοί σκεπτικοί με ένα πλήθος προτυποποιημέ-
νων γνωσιολογικών «περιστατικών» τόσο από την καθημερινή ζωή όσο και
από τη μυθολογία, παρουσιάζουν διάφορες περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει
πραγματική σύγχυση της μη αντιληπτικής εντύπωσης με την αντιληπτική και
αντίστροφα. Η απόλυτη ομοιότητα (ἀπαραλλαξία) αυτού του είδους των
εντυπώσεων εξηγείται, κατά τους ακαδημαϊκούς, με το γεγονός ότι αυτές εί-
ναι σε ίσο βαθμό σαφείς και ευκρινείς (ἐπ᾿ ἴσης ἐναργεῖς καὶ πληκτικαί),
πράγμα που συνάγεται από το ότι αυτές συνδέονται με τις ίδιες ενέργειες
που ακολουθούν τη λήψη τους, κάτι που μπορεί να συναχθεί και από τον
εξωτερικό κόσμο. Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, επί τη βάσει της εξωτερικής
συμπεριφοράς των ανθρώπων μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα
ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι λαμβάνουν κάποια εντύπωση, την οποία θεω-
ρούν ως αντιληπτική, ενώ αυτή είναι ψεύτικη.28
Άλλο ένα παράδειγμα για τη στωική-ακαδημαϊκή διαμάχη και ταυτόχρο-
να άλλη μία απόδειξη του πόσο είχε αυξηθεί η ανάγκη των ακαδημαϊκών να
βρουν κάποιο κριτήριο της πρακτικής ζωής (βλ. ιδιαιτέρως παρακάτω σχετι-
κά με τον Καρνεάδη), αποτελεί η εξής επιχειρηματολογία του Αρκεσίλαου.
Αυτός υποστηρίζει ότι για την ανθρώπινη δράση δεν χρειάζεται καμία συ-
ναίνεση (συγκατάθεσις, προστίθεσθαι, assensus) στην εντύπωση29 που λαμ-
βάνει ο άνθρωπος. Εκείνη που «ξεκινάει» τη δράση του είναι η εντύπωση
αυτή καθαυτή.30 Η έννοια της συναίνεσης για τους σκεπτικούς αποτελεί έναν
εντελώς ανεπιθύμητο «κρίκο» στη στωική θεωρία της ανθρώπινης απόφα-
σης και δράσης, παρά το γεγονός ότι τον όρο αυτό χρησιμοποιούσαν πολύ
συχνά και οι σκεπτικοί στα επιχειρήματά τους. Για ποιο λόγο; Διότι η συναί-
νεση αποτελεί, θα λέγαμε, το σημαντικότερο θεωρητικό στοιχείο της θετικής
γνωσιολογίας: χάρη σε αυτήν, οι προτάσεις (κρίσεις), που συνάγονται από
τις εντυπώσεις, εντάσσονται στο σύνολο του γνωστικού συστήματος, που συ-
ται, κυρίως, για την προαναφερθείσα επιχειρηματολογία και για τις «δύο
πλευρές ενός ζητήματος» (in utramque partem, ἡ εἰς ἑκάτερα ἐπιχείρησις), η
οποία είχε σκοπό την ανατροπή εναλλακτικών (συχνά και αντίθετων) από-
ψεων σχετικά με κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα,33 φθάνοντας έτσι στην ανα-
στολή της κρίσεως (ἐποχή). Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ο Καρνεάδης
πολλές φορές «υιοθέτησε» κάποια φιλοσοφική θέση, όχι όμως γιατί ήταν
πραγματικά πεπεισμένος για την αλήθεια της, αλλά μόνο και μόνο για να την
υποστηρίξει επιχειρηματολογικά, και με σκοπό να ασκήσει φιλοσοφική πο-
λεμική ενάντια στους αντιπάλους του.34 Υποδειγματική περίπτωση αυτού
του είδους της επιχειρηματολογικής πρακτικής αποτελεί η σειρά από διαλέ-
ξεις, τις οποίες έδωσε αυτός ο φιλόσοφος κατά τη διαμονή του στη Ρώμη,
όπου και παρουσίασε δημόσια μερικά αντίθετα επιχειρήματα υπέρ και κατά
της δικαιοσύνης.35
Η φιλοσοφική μέθοδος του Καρνεάδη συνιστά βάσιμη ένδειξη ότι η σκε-
πτική Ακαδημία ασκούνταν ολοένα και περισσότερο στο εν λόγω διανοητι-
κό αγώνισμα με κανόνες, τους οποίους είχαν καθορίσει οι δογματικοί, οι
στωικοί κυρίως.36 Η πιο πάνω σκιαγραφημένη σκεπτική στρατηγική, η οποία
εφαρμόστηκε στις απαρχές της ελληνιστικής εποχής, και που ήταν βεβαίως
αποτελεσματική, λόγω της ορολογικής και της θεωρητικής ακρίβειας του
στωικού συστήματος, απέβη τελικά κρίσιμη για την Ακαδημία. Και αυτό για-
τί στον συγκεκριμένο διανοητικό αγώνα –όπως έχει προαναφερθεί– ολοένα
και περισσότερο ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός γνώριζε την ήττα επιχειρημα-
τολογικά από τον στωικισμό, παίρνοντας σταδιακά τη μορφή ενός εκλεκτι-
σμού, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον στωικισμό (Αντίοχος ο Ασκα-
λονίτης, 1ος π.Χ. αι.).
Στην εξήγηση που θα ακολουθήσει, για να γίνει πιο φανερή η προανα-
φερθείσα εξέλιξη στην Ακαδημία, καθώς και το πόσο «πρόθυμη» ήταν αυτή
η σχολή να τροποποιεί τη φιλοσοφική της διδασκαλία, θα δείξουμε τον τρό-
πο με τον οποιο άλλαζε η φιλοσοφική στάση του Καρνεάδη απέναντι στο
ερώτημα της ύπαρξης και του χαρακτήρα του κριτηρίου που πρέπει να εφαρ-
μόζει κανείς στη ζωή του, προκειμένου να αποκτήσει την ευδαιμονία. Οι σω-
33. Επρόκειτο για τα ερωτήματα, π.χ., περί του χαρακτήρος του ύψιστου αγαθού (Cicero,
De fin. 5,16–20), της μαντικής (Cicero, De div. 2,9–12) ή της δικαιοσύνης και της αδικίας (Galé-
mos, De opt. doctr. 1,40,1–7; βλ. κεφάλαιο 6.1).
34. Π.χ. Cicero, De fin. V,20,5–6. Βλ. επίσης την υποσημ. 43.
35. Lactantius, Div. instit. 5,14,3–5; Epit. 50,8. Βλ. το κεφ. 6.1.
36. Στο κεφ. 6.6 θα δείξουμε ότι στωικές σε χαρακτήρα υπήρξαν και εκείνες οι φιλοσοφι-
κές θέσεις του Κικέρωνα, οι οποίες τον οδήγησαν στην κριτική του Πύρρωνα. Και αυτό γιατί,
όπως είναι φανερό, ο Κικέρων ήταν τόσο αφοσιωμένος οπαδός του ακαδημαϊκού σκεπτικι-
σμού όσο και θαυμαστής του στωικού συστήματος.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29
ζόμενες πηγές μάς πληροφορούν ότι ο Καρνεάδης, παρά το γεγονός ότι είχε
καταλήξει, κατά τις επιχειρηματολογικές διαμάχες του με τους δογματικούς,
στους ισχυρισμούς περί της ανυπαρξίας του κριτηρίου, ο ίδιος, ωστόσο, αι-
σθάνθηκε την ανάγκη να εισαγάγει στη φιλοσοφία του κάποιο ηθικό κριτη-
ρίο, τέτοιο που να είναι χρήσιμο στις αποφάσεις, οι οποίες σχετίζονται με τον
βίο μας.37 Η σκεπτική θεωρία του Καρνεάδη, πολύ ριζοσπαστική πιθανότα-
τα στις απαρχές της σταδιοδρομίας του, άρχισε να παίρνει –τόσο η ίδια και
από μόνη της όσο και υπό την επίδραση της στωικής κριτικής για την αδρά-
νεια (ἀπραξία, ἀνενεργησία)– σταδιακά και κατ’ ανάγκην, μία πιο ήπια μορ-
φή του σκεπτικισμού, οδεύοντας έτσι σε υποχωρήσεις ως προς τον δογματι-
σμό, τουλάχιστον στον τομέα της ηθικής.
Συνεπώς, ο ίδιος ο Καρνεάδης, κατά τον δοξογράφο μας, αναγκάστηκε
να εισαγάγει τα εξής τρία συνακόλουθα και αλληλοσυνδεόμενα κριτήρια
της πρακτικής απόφασης και δράσης: την πειστική εντύπωση (πιθανή φα-
ντασία), την πειστική και συνάμα ανενόχλητη εντύπωση (ἀπερίσπαστος φα-
ντασία) και, τέλος, την εντύπωση η οποία εκτός του ότι είναι πειστική και
ανενόχλητη είναι και διερευνημένη (περιοδευμένη φαντασία).38 Σε τι, λοι-
πόν, βασίζονται αυτά τα κριτήρια του Καρνεάδη, των οποίων η γνωσιολογι-
κή και ηθική αξία αυξάνεται39 ακριβώς με τη σειρά ακολουθίας που έχουμε
αναφέρει; Η πειστική εντύπωση είναι εκείνη που φαίνεται να είναι αληθής.40
Ανενόχλητη είναι εκείνη που όχι μόνον φαίνεται να είναι αληθής, αλλά και
δεν ενοχλείται από καμία άλλη συνδεδεμένη με αυτήν εντύπωση.41 Τέλος, δι-
ερευνημένη θεωρείται εκείνη που, εκτός από τα δύο προαναφερθέντα γνω-
ρίσματα, πληροί και το ότι η αλήθεια της επιβεβαιώνεται από τη λεπτομερή
επιστημονική εξέταση.42 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι κανένα από
τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν θεωρούσε ο Καρνεάδης τελική λύση στο
πρόβλημα της αναζήτησης του κατάλληλου κριτηρίου της ζωής. Συνεπώς,
όλα τα κριτήρια που προτείνει είναι μόνο πρόσκαιρα, καθότι είναι ανοιχτά
σε περαιτέρω αναζήτηση και επιτρέπουν την επ’ αόριστον τελειοποίησή τους
με σκοπό να αντικατασταθούν από άλλα καλύτερα.43
Μεγάλη αναβίωση του σκεπτικισμού, έξω από τις πύλες της Ακαδημίας,
έφερε μόνο στον 1ο π.Χ. αι. ο Αινησίδημος. Αυτός ο φιλόσοφος απορρίπτει
συνειδητά τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που ήταν αρκετά επηρεσμένος από
τον στωικισμό, και αναζητά το πνευματικό του εφαλτήριο πολύ βαθιά μέσα
στους αιώνες της αρχαίας φιλοσοφίας που προηγήθηκαν. Ως ιδανικό, φιλο-
σοφικό και ανθρώπινο θέτει για τον εαυτό του τον προ πολλού ξεχασμένο
Πύρρωνα τον Ηλείο, θεμελιώνοντας την καινούργια φιλοσοφική του σχολή,
η οποία και πολύ σύντομα πήρε το όνομα «σχολή “πυρρώνειων” φιλοσό-
φων». Ένας από τους οπαδούς του Αινησίδημου ήταν ο Αγρίππας (1ος - 2ος
μ. Χ. αι.), για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ότι συ-
γκρότησε τη θεωρία των πέντε τρόπων (βλ. παρακάτω). Η σημαντικότερη
δοξογραφική προσωπικότητα της μεταγενέστερης αρχαιότητας είναι για
εμάς ο Σέξτος Εμπειρικός (2ος - 3ος μ.Χ. αι.), πιθανότατα γιατρός της εμπει-
τις συγκεκριμένες του προτάσεις για πρακτικά κριτήρια μόνον ως επιχειρηματολογικές στά-
σεις, που έπρεπε να υιοθετήσει κανείς κατά τη διαμάχη ενάντια στους στωικούς, και όχι ως
αληθινά κριτήρια, εφαρμόσιμα και στη ζωή. Ο εν λόγω ερευνητής προβάλλει μερικά επιχειρή-
ματα υπέρ αυτής της υπόθεσης, κάνοντας λόγο και για το ότι η εν προκειμένω εξήγηση των
κριτηρίων του Καρνεάδη αναφέρεται στο έργο του Σέξτου Εμπειρικού, σε ένα χωρίο παρατε-
θέν από το έργο του Αντίοχου του Ασκαλονίτη, ενός αντιπροσώπου της κατοπινής εκλεκτικι-
στικής Ακαδημίας, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον στωικισμό. Και ακριβώς αυτός
υπήρξε, κατά τον A. Bailey, ο λόγος που ο Αντίοχος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προ-
κειμένου να παρουσιάσει τη θεωρία του Καρνεάδη ως όσο το δυνατόν λιγότερο «σκεπτική»,
πλησιάζοντάς την έτσι πιο πολύ στους στωικούς (Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean
Scepticism, σελ. 65 – 66). Αν η πιο πάνω υπόθεση ήταν πράγματι ιστορικά αληθής, δικαίως θα
ρωτούσαμε γιατί ο Σέξτος τοποθέτησε το τμήμα το αφιερωμένο στις «θετικές» απόψεις της
φιλοσοφίας του Καρνεάδη αμέσως μετά την εξήγησή για την ανατροπή του Καρνεάδη της
ύπαρξης του κριτηρίου (Sextus, Adv. math VII,159,1–VII,165,6). Αν δεν υποφέρει το κείμενο
του Σέξτου από λογική ανακολουθία, πιθανότερη, από χρονολογικής απόψεως, θα ήταν η
υπόθεση ότι ο Καρνεάδης άλλαξε τη φιλοσοφική του στάση κατά τη διάρκεια της σταδιοδρο-
μίας του. Όσον αφορά στα παραπάνω, προκύπτει και το εξής σχεδόν ανεπίλυτο –θα λέγαμε–
πρόβλημα: πρέπει στ’ αλήθεια να δίνει ο σοφός του Καρνεάδη τη συναίνεσή του στην πεποί-
θηση (δόξα), ακολουθώντας την και στη ζωή του, ή ακόμα και αυτήν τη στάση την είχε «υιο-
θετήσει» ο Καρνεάδης ως αποτελεσματικό μόνον όπλο για τη φιλοσοφική πολεμική του απέ-
ναντι στους στωικούς; Σημειώνουμε ότι τη δεύτερη από τις παραπάνω απόψεις υπερασπίζε-
ται, π.χ., η μελετήτρια Striker, G.: Sceptical Strategies, σελ. 76, 81 – 83). Παρά το γεγονός ότι ο
Κικέρων εμπιστεύεται τη δεύτερη μάλλον εκδοχή, που υποστηρίζεται και από τον Κλειτόμα-
χο (Cicero, Acad. pr. [Lucullus] 78,1–7 ), και όχι την πρώτη, υποστηριζόμενη αυτή από τον Φίλω-
να (ό.π. 148,6–11), παραμένει, ωστόσο, σίγουρο ότι αν εκλάβουμε τα εν λόγω κριτήρια του
Καρνεάδη ως όντως δικά του (βλ. π.χ. Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 96 – 97; Stough,
Ch., L.: Greek Skepticism, σελ. 50), θα πρέπει να υιοθετήσουμε και την άποψη του Φίλωνα. Μία
ιδιάζουσα λύση προσφέρει στο πρόβλημα ο M. Schofield, ο οποίος θεωρεί ότι ο Καρνεάδης,
απορρίπτοντας κάθε είδους συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην εντύπωση και στη δράση, δεν είχε
ανάγκη από καμία θεωρία ούτε συναίνεσης, ούτε πεποίθησης (δόξα), ούτε κριτηρίου (βλ. την
υποσημ. 31).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 31
44. Το φιλοσοφικό έργο του Σέξτου Εμπειρικού έχει διασωθεί, με εξαίρεση μόνον ένα χα-
μένο ιατρικό σύγγραμμα, σχεδόν ολόκληρο. Κάποιου είδους σύνοψη των σκεπτικών φιλοσο-
φικών απόψεων του νεοπυρρωνισμού αποτελεί το έργο του με τίτλο Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις
(«Η σκιαγράφηση του πυρρωνισμού», Ι – ΙΙΙ). Το σύγγραμμα αυτό μεταφράστηκε και στα
σλοβακικά από τον καθηγητή της κλασικής φιλολογίας Julius Špaňár υπό τον τίτλο Základy py-
rrhónskej skepsy («Τα στοιχειώδη της πυρρώνειας σκέψης»). Το Β´ και το Γ´ βιβλίο αυτού του
έργου αντιστοιχούν ουσιαστικά σε μία αναλυτικότερη έκθεση του Σέξτου, που λαμβάνει χώ-
ρα στο έργο του Πρός μαθηματικούς (λατινικά αναφερόμενο ως Adversus mathematicos, VII–
XI). Πρόκειται για ένα πολεμικό σύγγραμμα, στο οποίο ο Σέξτος εστιάζει την επιχειρηματoλο-
γία του εναντίον των δογματικών (κυρίως των στωικών) απόψεων στον χώρο της γνωσιολογί-
ας και της λογικής (Πρὸς λογικούς = Adversus mathematicos VII – VIII), της φυσικής (Πρὸς
φυσικούς = Adversus mathematicos IX – X) και, τελευταία, σε εκείνον της ηθικής (Πρὸς ἠθικούς
= Adversus mathematicos XI). Παρά το γεγονός ότι ο Τσέχος ερευνητής Karel Janáček έχει απο-
δείξει ότι το έργο Adversus mathematicos VII – XI δεν είναι ολοκληρωμένο (βλ. Janáček, K.: Die
Hauptschrift des Sextus Empiricus als Torso erhalten?, σελ. 271 – 277), το σύγγραμμα αυτό –μαζί
με το έργο Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις– εξακολουθεί να παραμένει μία από τις σημαντικότερες
πηγές της γνώσης μας για την αρχαία σκέψη. Το σύγγραμμα του Σέξτου, αναφερόμενο ως Ad-
versus mathematicos I–VI, αποτελεί μία σκεπτική έκθεση του συστήματος των εφτά ελευθέριων
τεχνών, το οποίο, ήδη από εκείνη την περίοδο, έπαιρνε σταδιακά την τελική του μορφή.
45. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,7,1–I,7,8; Diogenes Laertius, Vitae, IX,69,12–IX,70,5, απόσπ.
39A Caizzi.
32 Ο Πύρρων
νουν καθαρά τις απόψεις του ιστορικού Πύρρωνα από τις δικές τους.46 Συ-
νεπώς, στο βιβλίο μας θέτουμε ως στόχο –εκτός των άλλων– να διακρίνουμε,
όσο το δυνατόν ακριβέστερα, τις φιλοσοφικές απόψεις του ιστορικού Πύρ-
ρωνα από εκείνες που θα υιοθετήσει πολύ αργότερα ο μεταγενέστερος νεο-
πυρρωνισμός. Στον μεταγενέστερο νεοπυρρωνισμό, η φιλοσοφία του Πύρ-
ρωνα αντικατοπτρίζεται σαν σε παραμορφωτικό καθρέπτη, που μας δίνει
μία αλλοιωμένη και –ως προς το σημείο της ιστορικής-φιλοσοφικής αξιοπι-
στίας τουλάχιστον– λανθασμένη εικόνα του.
Ίσως το πιο γνωστό μέρος της διδασκαλίας του νεοπυρρωνισμού να
αποτελεί η αποκαλούμενη θεωρία των δέκα τρόπων.47 Πρώτος τη διατύπω-
σε ο προαναφερθείς Αινησίδημος με το να συγκεντρώσει τα δέκα σκεπτικά
επιχειρήματα κατά της ύπαρξης της γνώσης. Όλα αυτά έχουν σκοπό να δεί-
ξουν την ύπαρξη λογικών αντιφάσεων στον χώρο των φαινομένων και με
αυτόν τον τρόπο να μας οδηγήσουν στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή). Τα
συγκεκριμένα δέκα επιχειρήματα μας πείθουν πως μόλις ένα σύμπλεγμα φαι-
νομένων μας οδηγήσει στη μία αντίληψη, προκύπτει στην αισθητηριακή επο-
πτεία μας άλλο σύμπλεγμα φαινομένων, το οποίο μας οδηγεί –επί τη βάσει
ισοσθενών επιχειρημάτων (ἰσοσθένεια)– σε άλλη αντίληψη, εξίσου έγκυρη,
διαμετρικά όμως αντίθετη. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην πεποίθηση,
πως, αν τα αισθητηριακά δεδομένα συγκλίνουν, εμείς κατατείνουμε στο να
θεωρούμε αληθινό ό,τι αυτά μας λένε. Ο Αινησίδημος, όμως, προσπάθησε
να αποδείξει πως οι ίδιοι «τρόποι» (λογικά επιχειρήματα, συλλογισμοί), μέσω
των οποίων πειθόμαστε επί τη βάσει όσων μας λένε τα πράγματα, είναι εξί-
σου ικανοί και να μας αφαιρέσουν την ίδια μας την πεποίθηση για τα πράγ-
ματα.48
Οι δύο μαρτυρίες του Σέξτου Εμπειρικού και του Διογένη Λαέρτιου,49 οι
46. Όπου τα αρχαία κείμενα εννοούν τους «νεοπυρρώνειους» φιλοσόφους και τη φιλοσο-
φία τους, κατά κανόνα βρίσκουμε το επίθετο πυρρώνειος. Η λέξη αυτή, όμως, μας παρασύρει
στη σύγχυση ή ακόμα και στην εντελώς λανθασμένη ταύτιση της φιλοσοφίας του Πύρρωνα
με τον κατοπινότερο νεοπυρρωνισμό. Αυτού του είδους τη λανθασμένη και από ιστορική-
φιλοσοφική άποψη απόλυτα αστήρικτη ερμηνεία του αρχαίου όρου «πυρρώνειος» την ανα-
φέρει και ο LSJ: “of Pyrrho the Sceptic” (βλ. s.v. πυρρώνειος).
47. Η λέξη «τρόπος» στην αρχαία ελληνική σημαίνει: περιστροφή, τρόπος (συλλογισμού,
επιχειρήματος), έθιμο, χαρακτήρας (LSJ, s.v. τρόπος).
48. Diogenes Laertius, Vitae, IX,78,1–IX,79,2. Πρβλ. επίσης την εξής πιο σύντομη έκθεση της
λειτουργίας των τρόπων του Αινησίδημου από τον Σέξτο: εἰ οὖν διάφοροι γίνονται αἱ
φαντασίαι παρὰ τὴν τῶν ζῴων ἐξαλλαγήν, ἃς ἐπικρῖναι ἀμήχανόν ἐστιν, ἐπέχειν ἀνάγκη περὶ
τῶν ἐκτὸς ὑποκειμένων («Αν λόγω της ποικιλίας των ζωντανών όντων οι εντυπώσεις διαφέ-
ρουν η μία από την άλλη, και δεν μπορεί να τις διακρίνει κανείς, πρέπει να αναστείλουμε την
κρίση μας για τα εξωτερικά αντικείμενα», βλ. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,61,6–I,61,8).
49. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,36–I,163; Diogenes Laertius, Vitae, IX,79–IX,88.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 33
οποίες αφορούν στο σύστημα των δέκα50 τρόπων του Αινησίδημου, μπορούν
να συνδυαστούν και να εκφραστούν με τρόπο περιληπτικό ως εξής:
1. Ο πρώτος τρόπος είναι το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο τα ίδια
αντικείμενα δεν προκαλούν τις ίδιες εντυπώσεις στα διάφορα ζω-
ντανά όντα.
2. Ο δεύτερος τρόπος υποστηρίζει ότι οι εντυπώσεις διαφέρουν εξαιτί-
ας της διαφοράς των ανθρώπων.
3. Ο τρίτος τρόπος αποδεικνύει ότι στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή)
οδηγεί η διαφορά που υπάρχει στα αισθητήρια όργανα του ίδιου
του ανθρώπου.
4. Ο τέταρτος τρόπος δείχνει τη διαφορά των φαινομένων στο πλαίσιο
ενός και του αυτού αισθητηρίου, εξαιτίας καταστάσεων και διαθέ-
σεων στις οποίες βρίσκεται το γνωστικό υποκείμενο.
5. Ο πέμπτος τρόπος αποδεικνύει την ύπαρξη αντιφάσεων στον χώρο
των φαινομένων, εξαιτίας της διαφοράς στις θέσεις, στις αποστά-
σεις και στους τόπους.
6. Ο έκτος τρόπος υποστηρίζει ότι το εκάστοτε αντικείμενο δεν γίνεται
αισθητό μεμονωμένο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά πάντοτε συνδεδεμένο
με κάτι άλλο, και έτσι επιδρά στην αίσθηση με διαφορετικό τρόπο
κάθε φορά.
7. Ο έβδομος τρόπος αναφέρεται στη διαφορετική αντίληψη των πραγ-
μάτων εξαιτίας της διαφορετικής ποσότητας και σύστασής τους.
8. Ο όγδοος τρόπος δηλώνει ότι η διαφορά μεταξύ των φαινομένων
προκύπτει από την εν γένει σχετικότητα σε κάθε είδους αίσθηση.
9. Ο ένατος τρόπος αποδεικνύει ότι τα φαινόμενα επιδρούν σε μας δια-
φορετικά και πολλές φορές αντιφατικά λόγω της διαφορετικής συ-
χνότητας και σπανιότητας αυτού που γίνεται αντιληπτό.
10. Ο δέκατος τρόπος υποστηρίζει ότι αντιφάσεις στα φαινόμενα προκύ-
πτουν ως αποτέλεσμα των διαφορών στη ζωή, τα έθιμα και τους νό-
μους των ανθρώπων.
50. Για τον αριθμό των τρόπων του Αινησίδημου καθώς και για μερικά άλλα χαρακτηρι-
στικά τους βλ. την υποσημ. 331.
34 Ο Πύρρων
τη μέθοδο της απόδειξης. Κατά τον Αγρίππα, στην αναστολή της κρίσεως
(ἐποχή) μας οδηγούν οι εξής τρόποι: 1. οι διαφοροποιήσεις και οι ασυμφωνί-
ες (διαφωνία) στις απόψεις των φιλοσόφων και στη ζωή, 2. η «αναδρομή στο
άπειρο» (ὁ εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων sc. τρόπος) κατά τη διαδικασία της αναγω-
γής των υποθέσεων, 3. η εν γένει σχετικότητα (πρός τι) οποιασδήποτε γνώ-
σης, 4. το γεγονός ότι καμιά λογική υπόθεση (ὑπόθεσις) δεν εξηγείται επαρ-
κώς από τον εαυτό της, 5. η αναφορά στο γεγονός ότι και αυτό που αποδει-
κνύει πρέπει να αποδειχθεί από εκείνο που αποδεικνύεται και αντιστρόφως
– ο τρόπος της αμοιβαιότητας (ὁ δι᾿ ἀλλήλων τρόπος).51
Αν, άρα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την εσωτερική φύση των πραγ-
μάτων,52 τον ρόλο του κριτηρίου για την πρακτική απόφαση και τη δράση
του ανθρώπου τον αναλαμβάνει στον νεοπυρρωνισμό το φαινόμενο (φαινό
μενον). Το κριτήριο αυτό αποτελεί για τους νεοπυρρώνειους έναν κάποιο
συμβιβασμό ανάμεσα στις ακραίες απαιτήσεις του Πύρρωνα, ο οποίος υπε-
ράσπιζε με πάθος την απόλυτη παραίτηση από κάθε γνωσιολογικό και αξιο-
λογικό κριτήριο, προκειμένου να αποκτήσει την πλήρη ευδαιμονία, και στην
ανάγκη να δοθεί ακριβώς αυτού του είδους το κριτήριο στα χέρια του Ρω-
μαίου πολίτη, πρακτικού ανθρώπου που σύντομα έπρεπε να γίνει διοικητής
της μεγαλύτερης επικράτειας του τότε κόσμου (vita activa). Δεν πρόκειται,
συνεπώς, για κριτήριο, που θα είχε σκοπό να μας πληροφορεί σχετικά με την
ύπαρξη και μη των εξωτερικών υλικών αντικειμένων, αλλά προπαντός για
ένα κριτήριο, επί τη βάσει του οποίου θα πορευόμασταν στη ζωή μας ανα-
λαμβάνοντας κάποια πράγματα και αποφεύγοντας κάποια άλλα. Οι νεοπυρ-
51. Συνοπτικό κατάλογο, που παρουσιάζει με συντομία τους τρόπους του Αγρίππα, βρί-
σκουμε στο χωρίο Diogenes Laertius, Vitae, IX,88–IX,89, ενώ αναλυτικότερη εξήγηση του θέμα-
τος μας δίνει ο Σέξτος Εμπειρικός (Pyrrh. hyp. I,164–177).
52. Αξιοπρόσεκτο γνώρισμα της νεοπυρρώνειας θεωρίας των τρόπων είναι ότι ο Σέξτος
προσέχει πάρα πολύ να μην ξαναπέσει στον ίδιο (μετα)δογματισμό, τον οποίο και καταπολε-
μά. Αυτό συμβαίνει γιατί η κεντρική σκεπτική θέση που λέει ότι ενάντια σε κάθε δογματικό
επιχείρημα (λόγος) αντιτίθεται άλλο δογματικό επιχείρημα ισοδύναμο ως προς την αξιοπιστία
και μη, δεν παρουσιάζεται από αυτόν ως δογματικός ισχυρισμός (δογματικὴ προφορά) παρά
μόνον ως μία πληροφόρηση (αναφορά) για την (εσωτερική) στάση του ανθρώπου (ἀνθρωπείου
πάθους ἀπαγγελία). Αυτήν την εσωτερική στάση του εαυτού, απλώς τη «βιώνει» το συγκεκρι-
μένο γνωστικό υποκείμενο, την αντιλαμβάνεται ως ένα από πάρα πολλά λοιπά φαινόμενα, τα
οποία και συνιστούν στον νεοπυρρωνισμό το βασικό κριτήριο της γνώσης και της πρακτικής
απόφασης (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,203,1–I,204,2; πρβλ. επίσης Diogenes Laertius, Vitae,
IX,102,5–IX,104,5). Όσον αφορά αυτό το θέμα, ο ερευνητής P. De Lacy επισημαίνει, ευστόχως,
ότι οι νεοπυρρώνειες σκεπτικές διατυπώσεις μας δίνουν απλά και μόνον κάποια πληροφορία
για τον ίδιο τον σκεπτικό, και, κατά συνέπεια, ούτε δηλώνουν ούτε αρνούνται τίποτε το εξω-
τερικό, παρά μόνον επισημαίνουν στο γνωστικό υποκείμενο ότι δεν είναι σε θέση να συμφω-
νήσει περισσότερο με τη μία εναλλακτική πρόταση παρά με την άλλη (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον
and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 70).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 35
53. Αυτός θα γίνει βάση της αποκαλούμενης φαινομεναλιστικής ερμηνείας του Πύρρωνα,
βλ. το κεφάλαιο 5.6, όπου αναφέρεται και η ακριβής έννοια (ορισμός) που αποδίδουμε στον
όρο «φαινομεναλισμός».
54. Με αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό χαρακτηρίζουμε, στα εδώ συμφραζόμενα, απλά
και μόνο ό,τι αναφέρεται στα φαινόμενα και όχι κάτι «απατηλό», «ψευδές» ή «επιφανειακό»,
όπως χρησιμοποιείται η λέξη στην καθομιλουμένη ελληνική (πρβλ. το οικείο λήμμα του Λεξι-
κού της κοινής νεοελληνικής).
55. Burnyeat, M., F.: Can the Sceptic Live his Scepticism?, σελ. 34 – 35.
36 Ο Πύρρων
εμάς (ἀνάγκῃ παθῶν). Το τρίτο αφορά στις κοινωνικές συμβάσεις, στα ήθη
και στα έθιμα (νόμοι καὶ ἔθη)56 και το τέταρτο στη διδασκαλία των επιστη-
μών και των τεχνών (διδασκαλία τεχνῶν).57 Το ότι με το «φαινόμενο» ως
κριτήριο ο Σέξτος εννοεί πράγματι και την αναφερθείσα συλλογιστική ικα-
νότητα του ανθρώπου υποδηλώνεται και από άλλα χωρία του έργου του,
στα οποία αρκετά συχνά απαντάει η έκφραση «αυτά που γίνονται φανερά
(«προσπέφτουν στα αισθητήρια») με λογικό τρόπο».58
Σε αυτό το σημείο δεν θα εξηγήσουμε λεπτομερώς τη νεοπυρρώνεια θεω-
ρία της απόφασης και της δράσης, τη διασκορπισμένη σε πολλά χωρία του
έργου του Σέξτου, πράγμα που συνεπάγεται ότι η επακριβής ανασύστασή
της είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Βέβαιο, ωστόσο, παραμένει ότι αυτή η θεωρία,
ή μάλλον κάποιου είδους γενική ιδέα, υπαινικτικά παρούσα στα συγγράμμα-
τα του Σέξτου, για το πώς τελικά ο άνθρωπος καταλήγει να αποφασίζει και
να δρα, ήταν επηρεασμένη από τους στωικούς. Κατά συνέπεια, η λογική δύ-
ναμη του ανθρώπου, την οποία ο νεοπυρρωνισμός υποστήριζε τόσο έντονα
(βλ. παραπάνω), είναι εκείνη που καθορίζει αποφασιστικά τη μακρά και αρ-
κετά σύνθετη πορεία, την αποτελούμενη από πολλά ψυχολογικά-γνωσιολο
γικά γεγονότα, τα οποία ξεκινούν από το φαινόμενο και καταλήγουν στη συ-
γκεκριμένη, εκάστοτε, απόφαση του ανθρώπου.
Το δεύτερο, «θεωρητικό», από τα προαναφερθέντα πεδία εφαρμογής του
νεοπυρρώνειου κριτηρίου, είναι η θεωρητική αναθεώρηση των θεμελιωδών
αρχών των επιστημών. Οι νεοπυρρώνειοι αποτέλεσαν πολύ σημαντικό μέρος
των ελληνιστικών συζητήσεων για τον χαρακτήρα της ιατρικής. Σε αυτή την
επιστήμη, ήδη από αρκετά νωρίς (δεύτερο μισό του 3ου π.Χ. αι.)59 είχαν κα-
είναι η αρχή που συνίσταται στην ιδέα ότι μόνο εκείνες οι επιστήμες οι οποίες
περιορίζονται στον χώρο των φαινομένων είναι βάσιμες, ενώ όλες αυτές που
αποπειρώνται να πουν οτιδήποτε για την εσωτερική φύση των πραγμάτων, η
οποία και υποτίθεται πως κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, χάνουν κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα.62 Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες επιστήμες
δεν υπάγονται με κανέναν τρόπο στην αρμοδιότητα της γνωσιολογίας. Θεω-
ρητικό σημείο εκκίνησης αυτής της θέσης αποτελεί η διάκριση των ενδείξεων
(σημεῖον) σε δύο τύπους – σε υπενθυμιστικές (ὑπομνηστικόν) και δηλωτικές
(ἐνδεικτικόν) ενδείξεις. Πρόκειται για μία αρκετά παλιά σημασιολογική θεω-
ρία, η οποία όμως, κατά τον G. Cambiano, δεν θα πρέπει να έλκει την καταγω-
γή της από κάποια προηγούμενη φιλοσοφική σχολή, αλλά ενδέχεται να την
είχε παραλάβει ο ιατρικός εμπειρισμός από «εσωτερικές» πηγές της ελληνικής
ιατρικής· για την ακρίβεια από τα ιπποκράτεια συγγράμματα.63 Οι στωικοί
ενέταξαν την πιο πάνω διαίρεση των ενδείξεων στη σημασιολογία τους, ενώ
οι σκεπτικοί αφομοίωσαν αυτήν τη θεωρία, χρησιμοποιώντας την με αποτελε-
σματικό τρόπο για τους δικούς τους επιχειρηματολογικούς σκοπούς. Προκει-
μένου να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στα παραπάνω δύο είδη των εν-
δείξεων, θα εξηγήσουμε πρωταρχικά, και με συνοπτικό τρόπο, πώς λειτουρ-
γεί η ένδειξη στη γνωστική διαδικασία και θα κάνουμε λόγο για τη στωική
υποδιαίρεση του πεδίου των αφανών (ἄδηλον).
Η ένδειξη (σημεῖον), σύμφωνα με τις αναλύσεις του F. Gahér, είναι ένα
αξίωμα (= σημασία της πρότασης), η οποία στη γλώσσα συνηθίζεται να εκ-
64. Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 175 – 176. Βλ. ιδι-
αιτέρως το σαφές διάγραμμα, διαμέσου του οποίου ο F. Gahér εκφράζει την απλή διαγνωστι-
κή διαδικασία, κατά την οποία εντοπίζεται η πνευμονία του Σωκράτη (ό.π. σελ. 175). Πολύ
αξιόπιστα είναι τα επιχειρήματα του συγκεκριμένου ερευνητή, με τα οποία διακρίνεται, εννοι-
ολογικά, η στωική ένδειξη (σημεῖον) από το σημείο (σημαῖνον). Πρόκειται για μία καθοριστι-
κής σημασίας διάκριση στον χώρο της στωικής σημασιολογίας και γνωσιολογίας, στην οποία
δεν δίνουν σημασία, αν δεν την αγνοούν απολύτως, πολλοί ερευνητές και μεταφραστές (με
εξαίρεση, π.χ. την I. Dambska; Przeciw logikom). Πρβλ. Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z po-
hľadu intenzionálnej logiky, σελ. 167 – 177).
65. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. II,97,1–II,99,1; Sextus Empiricus, Adv. math. VIII,145,1–
VIII,148,1. Επισημαίνουμε ότι ολόκληρη η τρίτη παραπάνω κατηγορία των αφανών της στωι-
κής φιλοσοφίας (τὰ πρὸς καιρὸν ἄδηλα) υπάγεται πλήρως στον χώρο των «φαινομενικών»
(για τη σημασία με την οποία χρησιμοποιούμε αυτήν τη λέξη βλ. την υποσημ. 54) του νεοπυρ-
40 Ο Πύρρων
Για να διακρίνουμε τα δύο πιο πάνω είδη των ενδείξεων, πρέπει να εστιά-
σουμε την προσοχή μας στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία των αφανών.
Και αυτό γιατί η πρώτη κατηγορία που περιέχει τα απολύτως αφανή δεν επι-
δέχεται –καθώς και στην περίπτωση των πραγμάτων που είναι εντελώς φα-
νερά (τὰ ἐναργῆ)– καμία ένδειξη. Και αυτό γιατί τα μεν πρώτα υπάρχουν πέ-
ρα από κάθε αντίληψη (κατάληψις) –τόσο διανοητική όσο και αισθητηρια-
κή– τα δε δεύτερα, γιατί είναι αυτά τα ίδια που προσπίπτουν (ἐξ αὑτῶν
προσπίπτει) στα αισθητήριά μας και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να τα
γνωρίσουμε. 66 Κατά συνέπεια, για τη γνώση των υπόλοιπων δύο ειδών των
αφανών δεν απομένουν παρά τα δύο προαναφερθέντα είδη ενδείξεων: τα
από τη φύση αφανή γίνονται γνωστά διαμέσου των δηλωτικών ενδείξεων,
ενώ τα επί του παρόντος αφανή, διαμέσου των υπενθυμιστικών. Πώς, λοι-
πόν, λειτουργεί η γνωστική διαδικασία σε καθεμία από αυτές τις δύο περι-
πτώσεις;
Η υπενθυμιστική ένδειξη (ὑπομνηστικόν σημεῖον), η οποία είναι και η μο-
ναδική που αναγνωρίζουν οι νεοπυρρώνειοι, μη επιτρέποντας να υπάρχει
καμία άλλη, δεν ξεπερνά, στην ουσία, τα όρια των πραγμάτων που είναι προ-
σιτά σε εμάς, με άμεσο τρόπο, από τα φαινομενα.67 Πρόκειται για την ένδει-
ξη (π.χ. καπνός), που την έχουμε παρακολουθήσει προηγουμένως πολλές φο-
ρές σε συνδυασμό με κάτι άλλο (π.χ. φωτιά), το οποίο αποτελεί το «αντικεί-
μενο» της εν λόγω ένδειξης (σημειωτόν). Κάθε φορά που η φωτιά δεν είναι
φανερή, λόγω μιας κάποιας σύμπτωσης γεγονότων και περιστάσεων (πρὸς
καιρόν), συλλογιζόμαστε εύκολα όσον αφορά στην ύπαρξή της επί τη βάσει
της ένδειξης, τον καπνό, η οποία σαν να μας την «υπενθυμίζει» (ὑπομνη-
στικόν, ὑπομιμνήσκω, “θυμίζω”, “υπενθυμίζω”). Ανάλογα συλλογιζόμαστε
(για την ακρίβεια ἀνανεούμεθα «φρεσκάρουμε», «ανανεώνουμε στη μνήμη
μας») όσον αφορά στο χτύπημα από την ένδειξη της ουλής ή όσον αφορά
τον επικείμενο θάνατο από το τραύμα της καρδιάς.68
Σε αντιδιαστολή με τον προηγούμενο τύπο ένδειξης, η δηλωτική ένδειξη
(ἐνδεικτικὸν σημεῖον) που χρησιμοποιείται στους συλλογισμούς τους σχετι-
ρωνισμού. Αυτός ο χώρος –όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια– θα αποτελέσει μοναδικό «πε-
δίο δράσης» του νεοπυρρώνειου φαινομεναλισμού τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην
επιστημονική έρευνα.
66. Sextus Empiricus, Adv. math. VIII,148,4–VIII,150,1
67. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ένδειξη είναι το φαινόμενο το ίδιο, το αίσθημα. Πρόκειται
για ένα αξίωμα (σημασία πρότασης, βλ. παραπάνω), το οποίο φέρνει κάποια πληροφορία για
το εν προκειμένω αντικείμενο που είναι προσιτό σε εμάς με άμεσο τρόπο στον «φαινομενικό»
κόσμο: π.χ. «Ο καπνός γίνεται αισθητός», «Επάνω στο σώμα του Σωκράτη βρίσκεται ουλή»,
«Η καρδιά του πολεμιστή τραυματίστηκε από δόρυ».
68. Ό.π., VIII,152–153.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 41
78. Diogenes Laertius, Vitae, I,16, απόσπ. 43 Caizzi; IX,102, απόσπ. 44 Caizzi; Αριστοκλής
στον Ευσέβιο, Praep. evang. XIV,18,2, απόσπ. 53 Caizzi.
79. Sextus Empiricus, Adv. math. I,282,1–2, απόσπ. 21 Caizzi.
80. Ωστόσο, ο Αριστοκλής στον Ευσέβιο (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XI-
V,18,27,5–28,1, απόσπ. 23 Caizzi), κατεχόμενος προφανώς από εχθρική προς αυτόν διάθεση,
γράφει ότι ο Πύρρων ντύθηκε έπειτα στην αλαζονεία (τῦφος), και ενώ ο ίδιος έλεγε ότι δεν εί-
ναι αλαζόνας (ἄτυφος), δεν άφησε τίποτε σε γραπτή μορφή (αὐτὸς δ᾿ ὕστερον τοῦτον τὸν
τῦφον περιβαλλόμενος καὶ καλῶν ἄτυφον ἑαυτὸν οὐδὲν ἐν γραφῇ κατέλιπεν). Είναι παράδο-
ξο το γεγονός ότι ο μαθητής του Πύρρωνα, Τίμων ο Φλιάσιος, κατηγορούσε ιδιαίτερα και πο-
λύ συχνά για την εν λόγω αλαζονεία, ή έπαρση (τῦφος), και τους λοιπούς, δηλαδή τους «μη
σκεπτικούς» φιλοσόφους (βλ. παρακάτω).
44 Ο Πύρρων
ναι ακόμη χειρότερη από εκείνη του Σωκράτη, όπου έχουμε τουλάχιστον το
έργο του Ξενοφώντα ως έλεγχο των όσων γράφει ο Πλάτων.81 Στο εξής, θα
αναφέρουμε τις σημαντικότερες πηγές για την έρευνα του πρώιμου πυρρω-
νισμού, θα αξιολογήσουμε με σύντομο τρόπο την ιστορική-φιλοσοφική αξία
τους και –αν είναι δυνατόν– θα σκιαγραφήσουμε τις απόψεις των σημαντι-
κότερων ερευνητών σχετικά με αυτές.
Πηγές που πλησιάζουν χρονικά πιο πολύ στην εποχή του Πύρρωνα και
που είναι, ωστόσο, αρκετά άνισες ως προς την ιστορική αξία τους, είναι ο Τί-
μων ο Φλιάσιος (325–235 π.Χ.), επικός ποιητής και αφοσιωμένος μαθητής
του, και ο Αντίγονος ο Καρύστιος, βιογράφος που συνέγραψε το άκρως δη-
μοφιλές βιογραφικό έργο του γύρω στο 225 π.Χ., περίπου 50 χρόνια δηλαδή
μετά τον θάνατο του Πύρρωνα.82 Εκτός από τους δύο αυτούς σημαντικότε-
ρους σύγχρονους της εποχής του Πύρρωνα, πρέπει να αναφερθούν ακόμη ο
Φίλων ο Αθηναίος και ο Ερατοσθένης, τους οποίους αναφέρει ο Διογένης ο
Λαέρτιος ως πηγές πληροφορίας για τον Πύρρωνα.83
Ο Αντίγονος ο Καρύστιος υπήρξε, κατά τη γνώμη του Wilamowitz-
Moellendorff, την οποία είχαν υιοθετήσει πολλοί παλαιότεροι ερευνητές,84 πη-
γή για σχεδόν ολόκληρο το μεταγενέστερο βιογραφικό υλικό για τον Πύρ-
ρωνα. Σ’ αυτήν την άποψη, αντιτάχθηκε ο A. A. Long, με τον πλέον έντονο
ίσως τρόπο. Στη μελέτη του ισχυρίζεται ότι «κατά πάσα πιθανότητα ο Αντί-
γονος ο Καρύστιος και οι υπόλοιποι βιογράφοι του Πύρρωνα αντλούσαν
πληροφορίες κατ’ εξοχήν από τα συγγράμματα του Τίμωνα, στολίζοντάς τα
με αληθινές όσο και πλαστές ιστορίες. Έτσι κάπως απέδιδαν τον χαρακτήρα
του Πύρρωνα.85 Αν και υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες απόψεις
ένα πλήθος από συμβιβαστικές ερευνητικές προσεγγίσεις,86 στο εξής θα πα-
(Pyrrho and India, σελ. 88). Η στάση του συμβαδίζει πλήρως με το γεγονός ότι στηρίζει σε μεγά-
λο βαθμό την αποκαλούμενη ανατολίτικη ερμηνεία (βλ. κεφ. 3.3 και 4.5) επί τη βάσει των βιο-
γραφικών αναφορών περί των επιδράσεων της Ανατολής όχι μόνο στον Πύρρωνα, αλλά και
στους άλλους φιλοσόφους (ό.π., σσ. 89 – 90). Διεξοδική σύνοψη των στάσεων που κρατούν
ερευνητές σε σχέση με το συζητούμενο ερώτημα δίνει με πολλή σαφήνεια ο W. Görler (Görler,
W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 773).
87. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 8.
88. Diogenes Laertius, Vitae, IX,112,5–6.
89. Ωστόσο, πρβλ. την ασαφή πληροφορία από τον Αριστοκλή στον Ευσέβιο πως ο Αντί-
γονος ο Καρύστιος ζούσε την ίδια εποχή με τον Πύρρωνα (κατὰ τοὺς αὐτοὺς γενόμενος
χρόνους; Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,26,2).
46 Ο Πύρρων
90. Ο Σέξτος, ήδη στην αρχή της ανατροπής του των γεωμετρών, αναφέρει ότι με το ερώ-
τημα της αναγωγής των θεμελιωδών αρχών της γεωμετρίας στη βάση της υπόθεσης ασχολή-
θηκε ήδη ο Τίμων (Sextus Empiricus, Adv. math. III,1,1–III,3,1). Ο Σέξτος εξάλλου, σε άλλα δύο
χωρία, κάνει, για σκοπούς επιχειρηματολογίας, παραπομπή στη γνώμη του Τίμωνα, ότι σε
αδιαίρετο χρόνο δεν υπάρχει τίποτα το διαιρετό, όπως π.χ. η γέννηση, η φθορά και τα παρό-
μοια (ό.π., X,197, 6–8; VI,66,5–7).
91. Ο A. A. Long στο αξιόλογο άρθρο του για τον Τίμωνα υποδηλώνει τις ομοιότητες ανά-
μεσα στην τεχνική της διακωμώδησης των ομηρικών επών από τον Τίμωνα και την αντίστοιχη
κυνική πρακτική στα σωζόμενα αποσπάσματα του Κράτητος του Θηβαίου (Timon of Phlius:
Pyrrhonist and Satirist, σελ. 74 – 5). Ωστόσο, οι αναλύσεις από τον V. Suvák των ομηρικών ερμη-
νειών του Αντισθένη, που σώζονται στα έργα του Αίας και Οδυσσεύς, (Suvák, V.: Antistenove
výklady Homéra v kontexte sokratiky, σελ. 94 – 108) αποδεικνύουν ότι η τεχνική της διακωμώδη-
σης των ομηρικών επών του Τίμωνα θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στο περιβάλ-
λον των διανοούμενων του 4ου π.Χ. αι. Γι’ αυτό, αυτή καθαυτή η τεχνική του Τίμωνα δεν συ-
νεπάγεται απαραιτήτως κάποια σχέση του με τον κυνισμό. Επιπλέον, οι περισσότεροι ερευνη-
τές θεωρούν ότι ως ιστορικό ιδρυτή του κυνισμού εξέλαβε τον Αντισθένη μόνον η μεταγενέ-
στερη δοξογραφική παράδοση.
92. Πρβλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,111,3–IX,112,4.
93. Ο τίτλος αυτής της ελεγείας υπήρξε αντικείμενο διένεξης διάφορων ερευνητών. Οι
Lloyd-Jones και Parsons ερμηνεύουν τη λέξη Ινδαλμοί ως «δόξαι» ή «φαινόμενα», δηλαδή «πί-
στη», «πεποίθηση», «απάτες», «φαινομενικός κόσμος» στη νεοελληνική (Supplementum Helle-
nisticum, σελ. 392). Ο W. Görler (Pyrrhon aus Elis, σσ.764–765) αντιτάσσεται στην παλαιότερη
άποψη, κατά την οποία ο εν προκειμένω υποτιμητικός τίτλος κατευθύνεται από τον Τίμωνα
ενάντια στις γνώμες των φιλοσόφων που αυτός χλευάζει: τα αποσπάσματα του συγγράμμα-
τος δεν μας παρέχουν κατ’ αυτόν καμία στήριξη για αυτού του είδους την υπόθεση. Ο Görler
θεωρεί ότι ο τίτλος προέρχεται από συχνές παραλλαγές ομηρικών στίχων της Οδύσσειας: οι
φιλοσοφικές απόψεις του Πύρρωνα, όπως τις αποδίδει ο Τίμων, βρίσκονται κάπου στο ενδιά-
μεσο της αλήθειας και της απάτης, όπως και ο διάλογος του Οδυσσέα με την Πηνελόπη
(Homerus, Od. XIX), στον οποίο ο Οδυσσέας, μεταμφιεσμένος ο ίδιος σε επαίτη, της προαναγ-
γέλλει τον ερχομό του. Κατά τον Görler, ο Τίμων με την τοποθέτηση των διδαγμάτων του
Πύρρωνα μεταξύ της αλήθειας και της μη αλήθειας αντιμετωπίζει το φιλοσοφικό πρόβλημα
της αυτοαναίρεσης του σκεπτικισμού (“Selbsteinschluss”; Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 765).
Κατά τη γνώμη μας, η εξήγηση του τίτλου Ἰνδαλμοί από αυτόν τον ερευνητή –έστω και αν
Η ΑΞΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΠΗΓΩΝ 47
μπορεί να φανεί στον σύγχρονο αναγνώστη κάπως περίπλοκη– είναι πολύ ευλογοφανής, ιδι-
αιτέρως γιατί οι παραλλαγές ομηρικών στίχων ήταν μία πολύ γνωστή και διαδεδομένη πρα-
κτική στη σύγχρονη με τον Τίμωνα γραμματεία (βλ. επίσης την υποσημ. 91).
94. Περιπατητικός, γύρω στον 1ο π.Χ. αι.
95. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,2–4, απόσπ. 53 Caizzi.
96. Σχετικώς ο J. Brunschwig εκφράζει τις εξής δύο αμφιβολίες: 1. Το επιχείρημα, που βα-
σίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο Πύθων υπήρξε πεζό έργο, είναι αστήρικτο δεδομένου
ότι, κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο, το πεζό έργο του Τίμωνα είχε περίπου 20.000 στίχους
(ἔπη; βλ. Vitae, IX,111,1–2), 2. Ολόκληρη η εξήγηση του Αριστοκλή έχει τον χαρακτήρα μιας
σύνοψης (κεφάλαια) και γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να μιλάμε εδώ για κανένα συγκεκριμένο
«πρότυπο» (με όλη τη σημασία της λέξης) που μπορεί να είχε, για ένα συγκεκριμένο δηλαδή
χωρίο στον Τίμωνα, που θα αντιστοιχούσε σε εκείνο του Αριστοκλή (Once Again on Eusebius
on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 193).
97. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 9.
98. Ό.π. , σελ. 10.
48 Ο Πύρρων
101. Στην παρακάτω ερμηνεία –αν δεν αναφέρεται αλλιώς– θα στηριχτούμε στο κείμενο
του Διογένη (Diogenes Laertius, Vitae, IX,61 ff., απόσπ. 1A Caizzi).
102. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,9–63,1, απόσπ. 10 Caizzi). Κατά τον A. A. Long, ωστόσο,
η μικρή καλλιτεχνική αξία του πίνακα δεν συνάγεται με βεβαιότητα από το κείμενο του Διο-
γένη. Ο συγκεκριμένος ερευνητής δεν προτείνει ως μετάφραση της έκφρασης μετρίως το «λι-
τά», «απλά», «χωρίς καλλιτεχνική αξία» (με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύουν το χωρίο: ο Okál
[Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, II, σελ. 150], ο Kolář [Díogenes Laertios: Životy, názo-
ry a výroky, σελ. 368] και ο Hicks [Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 475]),
αλλά το αγγλικό well proportioned («σε σωστή αναλογία, σε σωστή ισορροπία, σύμμετρος»).
Επιπλέον, ο Long παραπέμπει σε αντίστοιχη χρήση της έκφρασης μετρίως ἔχειν («να είναι σε
50 Ο Πύρρων
σωστή αναλογία, σε καλή κατάσταση») από τον Πλάτωνα (Tht. 191d1; Long, A., A. – Sedley, D.,
N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 3). Ο Σέξτος Εμπειρικός υπαινίσσεται κάποιο συσχετι-
σμό ανάμεσα στη ζωγραφική τέχνη του Πύρρωνα και στη σκεπτική τοποθέτησή του, αναφέ-
ροντας ότι ο δάσκαλος του Πύρρωνα Ανάξαρχος και ο Μόνιμος, σκεπτικός που είχε πολύ
έντονη συνάφεια με τον κυνισμό, παρομοίασαν τα πράγματα με τη σκηνική ζωγραφική
(σκηνογραφίᾳ ἀπείκασαν τὰ ὄντα), θεωρώντας ότι μοιάζουν με εικόνες που έρχονται σ’ εμάς
στα όνειρα και σε κατάσταση της παραφροσύνης (κατὰ μανίαν καὶ ὕπνους προσπίπτουσιν;
Sextus Empiricus, Adv. math. VII,87–88).
103. Για ενδεχόμενη επιρροή αυτών των Μεγαριτών φιλοσόφων στον Πύρρωνα θα μιλή-
σουμε στο κεφ. 3.2.
104. Για την επιρροή του σκεπτικού ατομιστή Ανάξαρχου στον Πύρρωνα –ιδιαιτέρως
στον χώρο της ηθικής– θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στο κεφ. 3.1.
105. Για τους γυμνοσοφιστές σχετικά με την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου στην Ανατο-
λή γράφει ο Πλούταρχος (Plutarchus, Alex. 64).
106. Σε ενδείξεις που μαρτυρούν υπέρ ή κατά της υπόθεσης σχετικά με την επιρροή της
Ανατολής στη σκέψη του Πύρρωνα, θα αναφερθούμε επιπλέον, όταν ασχοληθούμε με την
αποκαλούμενη ανατολίτικη ερμηνεία ενός από τα σημαντικότερα χωρία των πηγών μας, στα
μέρη 3.3 και 4.5.
107. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,8–10, απόσπ. 11 Caizzi.
108. Pausanias, Descript. Graec. VI,24,5,6–9, απόσπ. 12 Caizzi.
109. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,7–8, απόσπ. 9 Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 51
χρονική απόστασή του από τον Πύρρωνα– για περισσότερους του ενός λό-
γους δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης από τους ιστορικούς της φιλοσοφί-
ας.115 Φαίνεται ότι η εικόνα του Πύρρωνα, τον οποίον και παρουσιάζει να
συγκρούεται με τα γύρω αντικείμενα, αποτελεί ένα ακραίο και «δυσμενές»
συμπέρασμα που και αυτό μπορεί να συναχτεί από τον ακραίο αγνωστικι-
σμό του στο πεδίο της αισθητηριακής αντίληψης.116 Η πληροφορία του Αι-
νησίδημου, από τη άλλη, ότι ο Πύρρων ενεργούσε πολύ φρόνιμα εν γένει, έλ-
κει την καταγωγή της –σε αντιδιαστολή με εκείνη του Αντίγονου– αρχικά
από τον Τίμωνα,117 ο οποίος (όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος) προ-
σθέτει ότι ο Πύρρων δεν απέκλινε ποτέ από τη συνηθισμένη συμπεριφορά
των ανθρώπων (μὴ ἐκβεβηκέναι τὴν συνήθειαν).118 Το πώς εκτιμήθηκε ο
Πύρρων από τους συμπατριώτες του υποδηλώνεται και από μερικά χωρία
στο έργο του Διογένη, όπου αναφέρεται η προσαγόρευσή του σε αρχιερέα,
και η κατάργηση των φόρων στην Ήλιδα προς τιμήν του, καθώς και από
αποσπάσματα στο σύγγραμμα του Παυσανία, ο οποίος αναφέρει κάποιον
ανδριάντα του στην Ήλιδα και το μνήμα του που βρισκόταν εκτός της πό-
λης, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Πέτρα119. Πολύ δύσκολα θα καταλαβαί-
ναμε το γεγονός ότι οι Ηλείοι πολίτες προσέφεραν τόσες δημόσιες τιμητικές
διακρίσεις στον Πύρρωνα, αν πράγματι αυτός συμπεριφερόταν τόσο παρά-
ξενα, όπως αποδίδει ο Αντίγονος ο Καρύστιος. Μολονότι η συγκεκριμένη
πληροφορία από τον Αντίγονο δεν μας παρέχει καμία ούτε πραγματική ούτε
«γνήσια» εικόνα της συμπεριφοράς του Πύρρωνα, στο κεφ. 6.4 θα επιχειρή-
σουμε να την επανερμηνεύσουμε ως μία υπερβολική και στο έπακρο «λογο-
τεχνική» μαρτυρία περί της αδιαφορίας του Πύρρωνος απέναντι στην καθη-
μερινή ζωή.
Περαιτέρω βιογραφικά ανέκδοτα, ένα μέρος των οποίων θα αναφέρουμε
στη συνέχεια, έχουν ως θέμα κυρίως τον ακλόνητο ηθικό χαρακτήρα αυτού
του φιλοσόφου, φανερώνοντας έτσι την ηθική του θέση περί της ασυγκινησί-
115. Αναλυτικότερα για τον Αντίγονο τον Καρύστιο και την αξιοπιστία του ως πηγής για
την ανασύσταση της εικόνας του Πύρρωνα βλ. το κεφ. 1.
116. Ακόμη και ο προαναφερθείς Wilamowitz-Moellendorf –έστω και αν αξιολογεί θετικά,
σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, τον Αντίγονο τον Καρύστιο ως βιογράφο για τον πρώιμο
πυρρωνισμό (βλ. παραπάνω)– υποδηλώνει ότι θα πρέπει να επιφυλασσόμαστε, αξιολογώντας
την πληροφορία αυτή: «λόγω της υπερβολής δεν θεωρείται ο Αντίγονος (εδώ) ως μία αξιόπι-
στη αυθεντία» (Antigonos von Karystos, σελ. 36).
117. Τη σύγκριση της αξιοπιστίας του, ως ιστορικής πηγής, με αυτήν του Αντιγόνου βλ.
στο κεφ. 1.
118. Diogenes Laertius, Vitae, IX,105,6–7, απόσπ. 55 Caizzi.
119. Ό.π., IX,64,8–10, απόσπ. 11 Caizzi; Pausanias, Descript. Graec. VI,24,5,9–11, απόσπ. 12
Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 53
120. Πρβλ. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1–5, απόσπ. 53 Caizzi (για την
ανάλυση και τη μετάφραση αυτού του αποσπάσματος καθοριστικής σημασίας για την έρευνα
σχετικά με τον Πύρρωνα βλ. το κεφ. 5.1). Η ηθική διδασκαλία περί της ασυγκινησίας
(ἀταραξία) αποτελεί τον πυρήνα της αποκαλούμενης ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα (πιο
λεπτομερώς στο κεφ. 5.5). Αυτή τονίζει ότι η ηθική στάση υπήρξε το κύριο και στην ουσία το
μοναδικό ζήτημα ουσιαστικής σημασίας για τον Πύρρωνα.
121. Ο J. Brunschwig (Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 249),
ενθουσιώδης υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα, θεωρεί ότι οι πρώιμοι στωικοί
και ο Επίκουρος, ενώ συγκρούονταν σφοδρά με τη σκεπτική Ακαδημία, δεν έβρισκαν κανένα
ενδιαφέρον στο να επιτίθενται κατά του σκεπτικισμού του Πύρρωνα, διότι τον θεωρούσαν
«ηθικολόγο δογματικό». Αυτό συνεπάγεται –ας προσθέσουμε– ότι θα πρέπει να τους φάνταζε
σαν ένας συνάδελφός τους – τουλάχιστον στον χώρο της ηθικής. Δογματική απόχρωση της
ηθικής διδασκαλίας του Πύρρωνα, όπως τον αποδίδει ο Τίμων, γίνεται φανερή στον εξής
στίχο του: «λόγο αλήθειας έχοντας ως σωστό κριτήριο» (μῦθον ἀληθείης ὀρθὸν ἔχων κανόνα;
Adv. math. XI,20,6, απόσπ. 62 Caizzi). Και ο R. Bett, στηριζόμενος σε πολλές ακραίες στάσεις
του Πύρρωνα απέναντι στην απόλυτη αδυναμία της γνώσης, και χρησιμοποιώντας την
ορολογία του Σέξτου, δηλώνει ότι ο Πύρρων θα άξιζε περισσότερο να λεγόταν «δογματικός»
παρά «σκεπτικός» (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 4). Για την απόδειξη αυτής της
υπόθεσης, αφιερώνεται στο βιβλίο του ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το οποίο ονομάζεται
ευστόχως Pyrrho the Non-Sceptic (ό.π. σελ. 14 – 62). Τον (ηθικολογικό) δογματισμό του
Πύρρωνα προσδιορίζει με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια και ο M. F. Burnyeat (Tranquillity
without a Stop: Timon, frag. 68, σελ. 91).
122. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,1–2, απόσπ. 10; ό.π., IX,66,1–6, απόσπ. 14 Caizzi.
123. Η έκφραση τὸ κατάστημα, σύμφωνα με το οικείο λήμμα του LSJ (s.v. κατάστημα),
μπορεί να δηλώνει μία κατάσταση ανθρώπου, τόσο ψυχική όσο και σωματική. Λαμβάνοντας
υπόψη όσα δηλώνονται στην αμέσως επόμενη δευτερεύουσα αποτελεσματική πρόταση
(ὥστε...), προτιμάμε την πρώτη ερμηνευτική δυνατότητα («... στην ίδια ψυχική κατάσταση»).
Αυτού του είδους την ερμηνεία ακολουθούν και οι προσιτές σε εμάς αγγλικές μεταφράσεις
του χωρίου από τον Hicks (Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 477) και
54 Ο Πύρρων
διάρκεια της ομιλίας του, αυτός ολοκλήρωνε την εξήγησή του μόνος του.
Όταν τον έπιασαν κάποια φορά να μιλά με τον εαυτό του και ρώτησαν για
ποιο λόγο το κάνει αυτό, απάντησε ότι με τέτοιο τρόπο ασκείται στο να είναι
καλός (μελετᾶν χρηστὸς εἶναι).124
Στον Διογένη τον Λαέρτιο διαβάζουμε επίσης πως, όταν στον Πύρρωνα
είχε κάνει επίθεση ένας σκύλος και αυτός φοβήθηκε πολύ, ο φιλόσοφος απά-
ντησε σε εκείνον που τον επέπληξε για την αντίδρασή του, ότι είναι πολύ δύ-
σκολο να απαλλαγεί κανείς εντελώς από τις ανθρώπινες συνήθειες (κυριολε-
κτικά «να γυμνωθεί από τον άνθρωπο»). Ο Πύρρων, σύμφωνα με τον συγκε-
κριμένο δοξογράφο, πρόσθεσε ότι τα προβλήματα της ζωής (τὰ πράγματα)
τα αντιμετωπίζει πρωτίστως –και σε όσον το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό– με
τη δράση του (τοῖς ἔργοις) και έπειτα, αν εκείνο δεν ήταν δυνατόν, διαμέ-
σου, τουλάχιστον, του νου του (τῷ λόγῳ).125 Η έμφαση στο πρώτο σκέλος
της παραπάνω δυάδας «τοῖς ἔργοις - τῷ λόγῳ» υποδηλώνει ότι ο Πύρρων
έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στις φιλοσοφικές στάσεις που εκδηλώνονταν
στη «βιοτική» περισσότερο πρακτική, ή, θα λέγαμε, στη «βιωμένη» φιλοσο-
φία, παρά στον θεωρητικό στοχασμό. Ωστόσο –όπως γίνεται σαφές και από
τον εν προκειμένω ισχυρισμό του– ο Πύρρων δεν αρνήθηκε εντελώς τον δεύ-
τερο τρόπο της βιοτικής στρατηγείας. Σύμφωνα με τον A. A. Long, παράδειγ-
μα για τον πρώτο τρόπο αντιμετώπισης δυσμενών περιστάσεων από τον
Πύρρωνα (τοῖς ἔργοις) αποτελεί η στάση που κράτησε αυτός στην περίστα-
ση, που περιγράφεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο στο παρακάτω χωρίο:
Ενώ του έκαναν επάλειψη σε ένα έλκος με κάποια αντισηπτικά φάρμακα,
καυτηριάζοντας και κόβοντας το έλκος βαθιά, αυτός δεν κίνησε ούτε το
φρύδι του.126 Η δεύτερη –«θεωρητική»– στρατηγεία μάχης κατά των δυσμε-
νών βιοτικών περιστάσεων αποτελείται –σύμφωνα με τον εν λόγω ερευνητή,
A. A. Long– από τον θεωρητικό στοχασμό περί της απόλυτης δυσδιακρισίας
όλων εκείνων που συναντάμε στον βίο μας.127 Προσθέτουμε ότι η στάση αυ-
τον A. A. Long (Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 13). Αντίθετα, ο
Τσέχος A. Kolář (Díogenés Laertios: Životy, názory a výroky, σελ. 368) και ο Σλοβάκος M. Okál
(Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, II, σελ. 150) προτιμούν τη δεύτερη αναφερθείσα ερ-
μηνεία «... τη ίδια στάση και φυσιογνωμία του προσώπου» (“ten istý postoj a výraz tváre”).
124. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,1–2.
125. Ό.π., IX,66,8–11, απόσπ. 15A Caizzi. Το ανέκδοτο για την επίθεση που δέχθηκε ο Πύρ-
ρων από έναν σκύλο απαντά, σε ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή, και στον Ευσέβιο (Praep.
evang. XIV,18,26,2–26,5).
126. Diogenes Laertius, Vitae, IX,67,1–3, απόσπ. 16 Caizzi.
127. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 4. Πρβλ. επίσης π.χ.:
Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–5, απόσπ. 64 Caizzi; Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–11,
απόσπ. A1 Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 55
τή συνίσταται κατά βάση στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) ή –στη συγκε-
κριμένη περίπτωση– στην παύσιν της κρίσεως περί του τι είναι από τη φύση
του (φύσει) καλό ή κακό. Και αυτό γιατί, αν θεωρήσουμε ατύχημα αυτό που
θα μας χτυπήσει απλά και μόνο ως «συμβατικό» κακό, δηλαδή ως κάτι χα-
ρακτηριζόμενο έτσι αποκλειστικά και μόνο επί τη βάσει των κοινωνικών
συμβάσεων (νόμῳ), το συγκεκριμένο περιστατικό δεν θα είναι σε θέση να
απειλήσει την ασυγκινησία μας. Είναι σαφές ότι αυτού του είδους ο θεωρη-
τικός στοχασμός (τῷ λόγῳ) δεν μπορεί να αμφισβητήσει την (ηθική) ερμη-
νεία που αντιλαμβάνεται τον Πύρρωνα ως έναν στοχαστή κατεξοχήν ηθικού
χαρακτήρα.
3
δεση του σκεπτικισμού με τον ατομισμό είναι ασύμμετρη ή, τουλάχιστον, προκαλεί κάποιου
είδους ένταση, επειδή ο ατομισμός ο ίδιος, σε οποιαδήποτε μορφή του, προϋποθέτει πάντοτε
ορισμένο βαθμό «δογματικής» γνώσης. Στο εξής, θα συζητήσουμε ορισμένα σκεπτικά στοι-
χεία μέσα στις θεωρίες των εν λόγω στοχαστών, αντιπροσώπων αυτής της ενδιαφέρουσας
σχολής της ελληνικής σκέψης.
130. Ο Ναυσιφάνης υπήρξε ακόμη σκεπτικός ατομιστής: από τα πράγματα που φαίνονται
να υπάρχουν, δεν υπάρχει τίποτε που να υπάρχει περισσότερο από το να μην υπάρχει. Βλ. Se-
neca, Ep. 88,43 (DK 75B4): Nausiphanes ait ex his quae videntur esse nihil magis esse quam non esse.
Ενώ θαύμαζε πολύ την ψυχική κατάσταση που είχε κατακτήσει ο Πύρρων, κράτησε τη δική
του φιλοσοφική διδασκαλία. Συχνά, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, του έκανε
ερωτήσεις για τον Πύρρωνα ο μαθητής του ο Επίκουρος (Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,4–8,
απόσπ. 28 Caizzi).
131. Aristoteles, Met. 1009b7–12 (DK 68A112): ἔτι δὲ καὶ πολλοῖς τῶν ἄλλων ζῴων τἀναντία
[περὶ τῶν αὐτῶν] φαίνεσθαι καὶ ἡμῖν, καὶ αὐτῷ δὲ ἑκάστῳ πρὸς αὑτὸν οὐ ταὐτὰ κατὰ τὴν
αἴσθησιν ἀεὶ δοκεῖν. ποῖα οὖν τούτων ἀληθῆ ἢ ψευδῆ, ἄδηλον· οὐθὲν γὰρ μᾶλλον τάδε ἢ τάδε
ἀληθῆ, ἀλλ‘ ὁμοίως. διὸ Δημόκριτός γέ φησιν ἤτοι οὐθὲν εἶναι ἀληθὲς ἢ ἡμῖν γ᾿ ἄδηλον.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 59
132. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,135,2–7 (DK 68B9): …τούτων λέγει μηδὲν φαίνεσθαι
κατ᾿ ἀλήθειαν, ἀλλὰ μόνον κατὰ δόξαν, ἀληθὲς δὲ ἐν τοῖς οὖσιν ὑπάρχειν τὸ ἀτόμους εἶναι
καὶ κενόν· νόμωι γάρ φησι γλυκύ, [καὶ] νόμωι πικρόν, νόμωι θερμόν, νόμωι ψυχρόν, νόμωι
χροιή, ἐτεῆι δὲ ἄτομα καὶ κενόν («[Ο Δημόκριτος] υποστηρίζει ότι… τίποτε από εκείνα [ήτοι
αυτά που ανήκουν στον αισθητικό χώρο] δεν εμφανίζεται σύμφωνα με την αλήθεια, παρά
μόνον σύμφωνα με την πεποίθηση, ενώ αληθές καθίσταται στα πράγματα μόνον το γεγονός
ότι υπάρχουν τα άτομα και το κενό: γιατί αυτός [ήτοι ο Δημόκριτος] λέει ότι το γλυκό, το
πικρό, το ζεστό, το κρύο, το χρώμα υπάρχουν μόνον συμβατικά, ενώ στ’ αλήθεια υπάρχουν
μόνον τα άτομα και το κενό»).
133. Ό.π., VII,138,2–139,2 (DK 68B11): ...δύο φησὶν εἶναι γνώσεις· τὴν μὲν διὰ τῶν
αἰσθήσεων τὴν δὲ διὰ τῆς διανοίας, ὧν τὴν μὲν διὰ τῆς διανοίας γνησίην καλεῖ προσμαρτυρῶν
αὐτῆι τὸ πιστὸν εἰς ἀληθείας κρίσιν, τὴν δὲ διὰ τῶν αἰσθήσεων σκοτίην ὀνομάζει ἀφαιρούμενος
αὐτῆς τὸ πρὸς διάγνωσιν τοῦ ἀληθοῦς ἀπλανές. λέγει δὲ κατὰ λέξιν· γνώμης δὲ δύο εἰσὶν
ἰδέαι, ἡ μὲν γνησίη, ἡ δὲ σκοτίη…
134. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,27,3–5, απόσπ. 23: …τοῖς Δημοκρίτου
βιβλίοις ἐντυχὼν χρηστὸν μὲν οὐδὲν οὔτε εὗρεν οὔτε ἔγραψεν, κακῶς δὲ πάντας εἶπε καὶ
θεοὺς καὶ ἀνθρώπους...
135. Αυτού του είδους οι αξιολογήσεις, όπως τις διατύπωσε ο Αριστοκλής σχετικά με την
επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα, πρέπει πάντοτε να αξιολογούνται με κριτήριο τη
στάση που είχε κρατήσει ο εν λόγω δοξογράφος απέναντι στον φιλόσοφο για τον οποίο γρά-
φει. Κατά τον A. A. Long, ο Αριστοκλής ήταν κατ’ εξοχήν εχθρικά διατεθειμένος απέναντι σε
εκείνους τους φιλοσόφους, για τους οποίους ο Ευσέβιος αντλεί πληροφορίες από το έργο του
(Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6), πράγμα που δεν θα πρέπει
60 Ο Πύρρων
να μας εκπλήξει καθόλου. Ο εν λόγω χριστιανός συγγραφέας, στο 14ο κεφάλαιο του εν προ-
κειμένω έργου του, είχε σκοπό να αντιπαραθέσει τη διένεξη ανάμεσα στους Έλληνες –λέξη
που τότε σήμαινε «παγανιστές»– φιλοσόφους στη λογική και δογματική ακολουθία της σκέ-
ψης των Εβραίων. Βλ. Eusebios z Caezarey, Praep. evang. XIV,2,6,2–7,1: πρὸς ἅπαντας δὲ ὁμοῦ
τοῖς σφετέροις αὐτῶν βέλεσι τὸν κατ‘ αὐτῶν ἀντιθήσομεν ἔλεγχον («όλους αυτούς μαζί θα
τους αναιρέσουμε με τα ίδια τους τα όπλα»).
136. Diogenes Laertius, Vitae, IX,67,5–6.
137. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 236.
138. Και ο R. J. Hankinson, άλλος υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα (βλ. κεφ.
5.5), τοποθετεί την ενδεχόμενη επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα στο πεδίο της ηθι-
κής κυρίως, όπου και ήταν δυνατόν να υιοθέτησε ο Πύρρων και μερικές από τις «ηθικές» κα-
τηγορίες που είχε διαπραγματευτεί ο Δημόκριτος, όπως την ἀθαμβία («απαλλαγή από τον φό-
βο, την κατάπληξη και τον τρόμο») και την εὐθυμία («χαρά», «ευχαρίστηση», «ικανοποίη-
ση»); βλ. DK 68A169 (Cicero, De fin. V,87,19–88,1); βλ.: Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ.53;
υποσημ. 5, σελ. 322. Ίσως, δεν είναι εντελώς τυχαίο ούτε το γεγονός ότι εκείνος που χαρακτη-
ρίζει τις παραπάνω ηθικές κατηγορίες του Δημόκριτου ως ψυχική κατάσταση του ανθρώπου
που έχει απαλλαχτεί από τον φόβο (animus terrore liber) να υπήρξε ο ίδιος ο Κικέρων, ο σημα-
ντικότερος υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα κατά την αρχαιότητα (βλ. DK
68A169 [Cicero, De fin. V,87,20–88,1]). Η επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα φαίνεται
πιθανή και υπό το πρίσμα του γεγονότος, σύμφωνα πάντα με τη γνώμη του A. Bailey, ότι ο Τί-
μων επαινεί τον πατέρα του ατομισμού στο έργο του Σίλλοι («οι Χλευασμοί»): Diogenes Laer-
tius, Vitae, IX,40,13–14; βλ. Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 23, υποσημ. 3.
139. Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει: «Ο Μητρόδωρος, όπως λένε, υπήρξε μαθητής του Νεσσά
του Χίου (ήτοι του μαθητή του Δημόκριτου; σημείωση του Α. Κ.), κατ’ άλλους δε, ωστόσο,
μαθητής του Δημόκριτου» (Δημοκρίτου φασὶν ἀκοῦσαι; βλ. Diogenes Laertius, Vitae,
IX,58,3–4).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 61
δυάζει, κατά κάποιο τρόπο, δύο από τα στοιχεία εκείνα του σκεπτικού ατο-
μισμού που έκαναν το ρεύμα τόσο ασταθές και προβληματικό. Πρόκειται
για τις εξής δύο πολύ ασύμβατες φιλοσοφικές στάσεις: τον ακραίο σκεπτικι-
σμό από τη μία, και τη δογματική ατομιστική διδασκαλία από την άλλη.
Η προσέγγιση των φιλοσοφικών ζητημάτων140 αυτού του φιλοσόφου φα-
νερώνεται αφενός μεν σε ένα πλήθος από σωζόμενα αποσπάσματα στα οποία
αυτός ασχολείται με την εξήγηση των μετεωρολογικών και ουράνιων φαινο-
μένων,141 αφετέρου δε σε εκείνα τα αποσπάσματα, όπου δηλώνει και υπερα-
σπίζεται τις βασικές αρχές του ατομισμού. Π.χ. ο Θεόφραστος υποστηρίζει
ότι ο Μητρόδωρος ο Χίος καθορίζει τις ίδιες σχεδόν θεμελιώδεις αρχές του
φιλοσοφικού συστήματος με εκείνες του Δημόκριτου: γιατί το «μεστό» (τὸ
πλῆρες) και το «άδειο» (τὸ κενόν) –κατά την του Θεοφράστου εξήγηση– ο
Μητρόδωρος τα θεωρεί πρώτα αίτια, από τα οποία το πρώτο είναι το υπάρ-
χον (ὄν) και το δεύτερο το μη υπάρχον (μὴ ὄν). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και
ο αμέσως επόμενος ισχυρισμός αυτού του δοξογράφου που λέει ότι όσον
αφορά στα υπόλοιπα ζητήματα ο Μητρόδωρος ο Χίος εφαρμόζει τη δική
του ερευνητική μέθοδο (ἰδίαν μέθοδον).142 Καθίσταται πολύ πιθανό ότι ο δο-
ξογράφος εννοεί εδώ τον σκεπτικισμό του Μητρόδωρου.
Η σκεπτική θεωρία αυτού του φιλοσόφου, αρκετά ακραία σκεπτική στά-
ση απέναντι στον κόσμο, έχει διασωθεί σχετικά καλά, έστω και σε ελαφρώς
διαφοροποιημένες εκδοχές, από περισσότερους του ενός δοξογράφους.143
Αποτελεί, όπως έχουμε ήδη πει, τον δεύτερο και κάπως αντίθετο προς τις
δογματικές του απόψεις πόλο της φιλοσοφίας του. Ίσως την πιο αξιόπιστη
εκδοχή της σκεπτικής άποψης του φιλοσόφου αυτού αποτελεί η πληροφορία
που απαντά στον Ευσέβειο, σύμφωνα με τον οποίο ο Μητρόδωρος στην αρ-
χή του έργου του Περὶ φύσεως λέει: «Κανένας από εμάς δεν γνωρίζει τίποτε,
ούτε και αυτό το ίδιο αν γνωρίζουμε ή όχι· γιατί δεν γνωρίζουμε ούτε και
αυτό καθαυτό το γεγονός του ότι γνωρίζουμε και του ότι δεν γνωρίζουμε,
140. Ο όρος «δογματικός» χρησιμοποιείται στο βιβλίο αυτό με τη σημασία του επιθέτου
που μπορεί να χαρακτηρίσει κάθε φιλοσοφική προσέγγιση, η οποία προσφέρει «θετικές» ή
«καταφατικές» γνώσεις περί του κόσμου και όχι εκείνην η οποία δεν είναι διατεθειμένη να δε-
χτεί καμία αντίρρηση από τυχόν «ιδεολογικό» αντίπαλό της.
141. DK 70A9–21. Π.χ. στο απόσπ. 70A9 (Aetius II,17,1) αποδίδεται στον Μητρόδωρο η
άποψη ότι όλοι οι απλανείς αστέρες φωτίζονται από τον ήλιο (ἅπαντας τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας
ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι).
142. DK 70A3 (Theophrastus, Phys. Opin απόσπ. 8 [Simplicius, In Arist. Phys. IX,28,27–30]):
καὶ Μ. δὲ ὁ Χῖος ἀρχὰς σχεδόν τι τὰς αὐτὰς τοῖς περὶ Δημόκριτον ποιεῖ, τὸ πλῆρες καὶ τὸ
κενὸν τὰς πρώτας αἰτίας ὑποθέμενος, ὧν τὸ μὲν ὄν, τὸ δὲ μὴ ὂν εἶναι· περὶ δὲ τῶν ἄλλων ἰδίαν
τινὰ ποιεῖται τὴν μέθοδον.
143. Diogenes Laertius, Vitae, IX,58; DK 70A23 (Epiphanius, Adv. haer. III,2,9 [Diels 590,35]);
DK 70A25; DK 70B1 (Cicero, Acad. pr. [Lucullus] 73).
62 Ο Πύρρων
144. DK 70B1 (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,19,8): Οὐδεὶς ἡμῶν οὐδὲν οἶδεν,
οὐδ᾿ αὐτὸ τοῦτο, πότερον οἴδαμεν ἢ οὐκ οἴδαμεν <οὐδ‘ αὐτὸ τὸ μὴ εἰδέναι καὶ τὸ εἰδέναι
οἴδαμεν (ὅτι ἔστιν) οὐδ‘ ὅλως πότερον ἔστι τι ἢ οὐκ ἔστιν>... Στο ίδιο απόσπασμα, DK 70B1
(Cicero, Acad. pr. {Lucullus}, 73), βρίσκουμε και την λατινική απόδοση αυτού του κειμένου του
Μητρόδωρου: nego, inquit, scire nos sciamusne aliquid an nihil sciamus, ne id ipsum quidem nescire
aut scire scire nos, nec omnino sitne aliquid an nihil sit. Το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό κείμενο,
για το οποίο γίνεται λόγος στην παρένθεση, το έχουν ανασυστήσει, όπως διαβάζουμε στο κρι-
τικό υπόμνημα, ο Diels και ο Friedländer επί τη βάσει του σωζόμενου κειμένου του Κικερώνα;
βλ. H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, II, σελ. 234.
145. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 237 – 238.
146. Για την «αυτοαναιρετική» δύναμη κάθε ακραίου ισχυρισμού περί της αδυναμίας της
γνώσης μάς προειδοποιεί ο Λουκρήτιος (De rerum nat. IV,469–470): Denique nil sciri siquis putat,
id quoque nescit// an scri possit, quoniam nil scire fatetur. («Τέλος, αν κανείς θεωρεί ότι δεν γνωρί-
ζει τίποτε, δεν γνωρίζει ούτε εκείνο το αν μπορεί να γνωρίζει κάτι, καθότι ο ίδιος ισχυρίζεται
ότι δεν γνωρίζει τίποτε», πεζή απόδοση στη νεοελληνική από τον A. K.).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 63
χος ο Αβδηρίτης, δάσκαλος του Πύρρωνα, ο οποίος συμμετείχε μαζί του στη
στρατιωτική εκστρατεία του Αλέξανδρου του Μεγάλου στην Ανατολή.147
Ατομιστικά και σκεπτικά στοιχεία της φιλοσοφίας του μόνο με δυσκολία
μπορούν να εντοπιστούν στα σωζόμενα αποσπάσματα. Ο Σέξτος αναφέρει
ότι, σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ο Ανάξαρχος, μαζί με τους μαθητές
τού Μητρόδωρου και με τον Μόνιμο ανήκε σε εκείνους οι οποίοι είχαν αναι-
ρέσει το κριτήριο.148 Με το επάγγελμα του ζωγράφου, το οποίο άσκησε ο
Πύρρων, συσχετίζεται συνήθως και μία άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία
από το αμέσως επόμενο χωρίο του Σέξτου. Αυτός αναφέρει ότι ο Ανάξαρ-
χος και ο Μόνιμος αναίρεσαν το κριτήριο επειδή τοποθέτησαν στην ίδια μοί-
ρα τα υπάρχοντα πράγματα149 με τα δημιουργήματα της τέχνης του σκηνι-
κού διάκοσμου (σκηνογραφίᾳ), θεωρώντας ότι είναι παρόμοια με εικόνες
που έρχονται σ’ εμάς (τοῖς προσπίπτουσιν) στη διάρκεια του ύπνου (κατὰ
ὕπνους), και στην κατάσταση της παραφροσύνης (κατὰ μανίαν).150
Φαίνεται ότι ο Ανάξαρχος επηρέασε τον Πύρρωνα κυρίως στο πεδίο της
ηθικής,151 και, για την ακρίβεια, σε μεγαλύτερο βαθμό τον επηρέασε με την
ακλόνητη ηθική του στάση, η οποία είχε γίνει προφανής, κατά τον Διογένη
τον Λαέρτιο, κυρίως την ώρα του θανάτου του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος ανα-
φέρει ότι ο Ανάξαρχος, βαλμένος σε ένα μεγάλο γουδί και ενώ τον χτυπούσε
147. Ο Ανάξαρχος, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, έγραψε επίσης και το σύγ-
γραμμα Περὶ βασιλείας («Περί του βασιλικού αξιώματος»), όπου, σύμφωνα με τα σωζόμενα
αποσπάσματα (DK 72B1–2), εξέτασε τα θέματα που αφορούσαν στις πρακτικές σχέσεις μετα-
ξύ των σοφών και των δυναστών. Οι πληροφορίες για τη σχέση του με τον Μ. Αλέξανδρο εί-
ναι αντιφατικές. Σε ορισμένα χωρία αναφέρεται ότι αντιτάχθηκε ειρωνικά στην προσπάθεια
του Αλέξανδρου να ανακηρυχτεί σε θεό (Diogenes Laertius, Vitae, IX,60), ενώ αλλού διαβάζου-
με ότι τον κολάκευε (ό.π., IX,63; IX,60). Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο πέθανε ο Ανάξαρχος,
αν βεβαίως αληθεύουν οι σωζόμενες πηγές, θα πρέπει να υποστήριζε την πρώτη από τις πα-
ραπάνω εκδοχές.
148. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,87,6–88,1
149. Ο Brunschwig σημειώνει πως δεδομένου ότι ακριβώς παραπάνω αναφέρεται στο κεί-
μενο ο Μόνιμος, κυνικός που είχε πολυ έντονη συνάφεια με τον σκεπτικισμό, καταλληλότερο
θα ήταν να ερμηνεύσουμε τη φράση τὰ ὄντα όχι ως αντικείμενα του φυσικού κόσμου, αλλά
ως «πράγματα» που αφορούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά και την ανθρώπινη δράση βλ.
Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 240. Για τη συνάφεια
που είχε με τον σκεπτικισμό ο κυνικός Μόνιμος ο Συρακούσιος, μαθητής του Διογένη της Συ-
νώπης και του Κράτη του Θηβαίου, κάνει λόγο και ο Σέξτος Εμπειρικός (Adv. math. VIII,5,3–
6,1): τάχα δὲ καὶ Μόνιμος ὁ κύων <ήτοι μηθὲν εἶναί φησιν ἀληθές>, τῦφον εἰπὼν τὰ πάντα
(«... ίσως και ο Μόνιμος, κυνικός φιλόσοφος, ισχυρίζεται ότι τίποτε δεν είναι αληθινό, τα πά-
ντα αποκαλώντας απάτη και γοητεία»).
150. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,88,3–5. Τη σημασία και την επιχειρηματολογική δομή
αυτής της μεταφοράς της σκηνικής ζωγραφικής συζητά ο R. J. Hankinson (The Sceptics, σελ. 54
– 55).
151. Diogenes Laertius, Vitae, IX,58; IX,61, απόσπ. 1A Caizzi.
64 Ο Πύρρων
157. Ό.π., IX,61,3, απόσπ. 1A Caizzi. Η έκφραση (ἤκουσε) Βρύσωνος τοῦ Στίλπωνος μπο-
ρεί πράγματι να δηλώνει τόσο τη διαδοχή πατέρα-γιου όσο και εκείνην του δασκάλου-μαθητή.
Υπενθυμίζουμε ότι η μεγαρική λογική σχολή, όπου ανήκε και ο αναφερθείς Στίλπων ο Μεγα-
ρεύς, έδινε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι οι ρίζες της ανάγονται μέχρι και το Σωκράτη. Αυ-
τός υπήρξε και ο λόγος που η συγκεκριμένη σχολή συγκαταλέγεται συνήθως, μαζί με την Κυ-
νική, την Κυρηναϊκή και την Ηλειακο-Ερετριακή σχολή, στις αποκαλούμενες «μικρές» σω-
κρατικές σχολές.
158. Suda, σ.829,23–26.
159. Αναλυτικότερα για αυτόν βλ. στην Εισαγωγή. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πυρ-
ρώνειους και στους ακαδημαϊκούς σκεπτικούς είχε καταλήξει και σε προσωπικά υβρεολόγια.
66 Ο Πύρρων
Στη δοξογραφία σώζονται πληροφορίες για την επίθεση που εξαπέλυσε ο Τίμων κατά του
Αρκεσίλαου, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως αφορμή την αναφερθείσα φιλοσο-
φική διένεξη. Ο Τίμων αναφέρει ότι ο Αρκεσίλαος αρεσκόταν στον όχλο (ὀχλοάρεσκος,
φίλοχλος = «που του αρέσει ο όχλος, ο συρφετός»). Σε κάποιους στίχους τον παρομοιάζει με
την κουκουβάγια, τριγύρω από την οποία στέκονται οι έκθαμβοι σπίνοι και στην οποία μι-
λούν με λόγια γεμάτα κατάπληξη (Diogenes Laertius, Vitae, IV,42,4–10). Από την πλευρά του
Τίμωνα, είχαν κατά πάσα πιθανότητα εκτοξευτεί και άλλες επιθέσεις εναντίον του Αρκεσίλα-
ου, οι οποίες προσπαθούσαν να αναδείξουν τον μη πρωτότυπο χαρακτήρα των έργων του,
και, επιπλέον, κάποιου είδους λογοκλοπή του σκεπτικισμού του: π.χ. ο «ανορθόδοξος» στωι-
κός Αρίστων ο Χίος περιγράφει εν είδει ομηρικής παρωδίας τον Αρκεσίλαο ως ένα μυθολογι-
κό τέρας που αποτελείται από τον Πλάτωνα μπροστά, τον Πύρρωνα πίσω και τον Διόδωρο
στη μέση (ό.π. IV,33,4, απόσπ. 32 Caizzi). Ωστόσο, πιθανολογείται ότι η έχθρα του Τίμωνα εξα-
φανίστηκε αμέσως μόλις ο Αρκεσίλαος έπαψε να είναι απειλή στο «επαγγελματικό» πεδίο.
Μετά τον θάνατό του, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Τίμων επαίνεσε τον ίδιο τον
Αρκεσίλαο στο έργο του με τίτλο Ἀρκεσιλάου περίδειπνον («νεκρικό δείπνο του Αρκρσίλα-
ου») βλ. ό.π., IX,115,3–5.
160. Βλ. Kalaš, A.: Sokratovské zdôvodnenie skeptického obratu Strednej akadémie, σελ. 122 –
128. Την απορρητική μέθοδο των διαλόγων του Σωκράτη στους πρώιμους πλατωνικούς δια-
λόγους μάς θυμίζει και ο τρόπος της φιλοσοφίας, που αποδίδει στον Αρκεσίλαο ο Διογένης ο
Λαέρτιος. Λέει δηλαδή ότι ο Αρκεσίλαος ήταν ο πρώτος που επιχειρηματολογούσε διαλεκτι-
κά και για τις δύο πλευρές ενός ζητήματος (εἰς ἑκάτερον ἐπεχείρησε) και ήταν επίσης ο πρώ-
τος που κλόνισε τη φιλοσοφική μέθοδο (λόγον ἐκίνησε) την οποία είχε κληρονομήσει από μία
παράδοση που ανάγεται μέχρι τον Πλάτωνα και που, διαμέσου ερωτήσεων και απαντήσεων,
την κατέστησε πιο εριστική (ἐποίησε δι᾿ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως ἐριστικώτερον)· ό.π.,
IV,28,4–7). Ο A. A. Long, σχετικά με το θέμα αυτό, σημειώνει ότι ο Αρκεσίλαος είχε επηρεαστεί
πολύ περισσότερο από τη σωκρατική μέθοδο παρά από την «θετική» φιλοσοφία του Πλάτω-
να (Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 89). Κατά τη γνώμη του P. De Lacy, ο υπερβολικός
ζήλος στην αναζήτηση των σκεπτικών προγόνων στην όποια φιλοσοφική γενεαλογία υπήρξε
μάλλον γνώρισμα της σκεπτικής Ακαδημίας παρά του (νεο)πυρρώνειου σκεπτικισμού. Τη βα-
σική αιτία αυτής της απόπειρας του Αρκεσίλαου την εντοπίζει ο εν λόγω ερευνητής στον αγώ-
να του να καθιερωθεί μέσα στο ελληνιστικό σκεπτικό ρεύμα, αντιμετωπίζοντας τον κύριό του
μη Έλληνα αντίπαλο, τον Κύπριο, στωικό Ζήνωνα, βλ.: De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity,
σελ. 234.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 67
O A. A. Long θεωρεί πως το ότι ο Πύρρων (360-270 π.Χ. αι.) ήταν περίπου
της ίδιας ηλικίας με τον Στίλπωνα (360-280 π.Χ. αι.),161 καθιστά πολύ αμφί-
βολη την πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου ότι ο Πύρρων υπήρξε μα-
θητής του Βρύσωνα, του γιου (ή του «μαθητή») του Στίλπωνα,162 τον αναφε-
ρόμενο από τις πηγές ως πρώτο δάσκαλο του Τίμωνα.163 Εξαιτίας αυτής της
χρονολογικής διευκρίνισης, δεν είναι λογικό, σύμφωνα με τον R. Bett, να πι-
στέψουμε στην εν λόγω πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου για τον Βρύ-
σωνα ως έναν υποτιθέμενο δάσκαλο του Πύρρωνα, ούτε στην από τον
Nietzsche προτεινόμενη διόρθωση του εν λόγω χωρίου, το οποίο πολλοί θεω-
ρούν παρεφθαρμένο, και η οποία αντικαθιστά το ἤκουσε Βρύσωνος τοῦ
Στίλπωνος με το ἤκουσε Βρύσωνος ἢ Στίλπωνος, τ.ε. «υπήρξε μαθητής του
Βρύσωνος ή του Στίλπωνος».164 Η ερευνήτρια T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, με
ακλόνητη πεποίθηση για την επίδραση των Μεγαριτών φιλοσόφων στον
Πύρρωνα, ταυτίζει τον μυστηριώδη δάσκαλο του Πύρρωνα, τον Βρύσωνα,
με τον ομώνυμο μαθητή του Σωκράτη ή –πιθανότερα– με κάποιο μαθητή του
Ευκλείδη του Μεγαρέως, μαθητή του Σωκράτη, όπως μας πληροφορεί το
βυζαντινό λεξικό Σούδα.165 Ο K. Döring, ωστόσο, στη μελέτη του για τους
Μεγαρίτες,166 ασχολείται λεπτομερώς με τις ασάφειες τις σχετικές με την
ταύτιση και την χρονολόγηση του Βρύσωνα. Ο συγκεκριμένος ερευνητής θε-
ωρεί πιθανό ότι πρόκειται εδώ για κάποιο Βρύσωνα που θα πρέπει να τοπο-
θετηθεί χρονολογικά ήδη στα τέλη του 5ου και στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ.
αι., ο οποίος, ωστόσο, δεν είχε καμία σχέση ούτε με τον Σωκράτη, ούτε με
τους Μεγαρίτες φιλοσόφους. Επομένως, η προφανώς ψευδής πληροφορία
του Διογένη που λέει ότι ο Βρύσων υπήρξε μαθητής του Στίλπωνα θα μπο-
ρούσε να εξηγηθεί είτε επί τη βάσει της παραφθοράς του εν λόγω χωρίου εί-
161. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 1. Βλ. επίσης μία άλλη
και πιο αναλυτική τοποθέτηση του A. A. Long στη μελέτη: Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrho-
nist and Satirist, σελ. 73, και, ιδιαιτέρως, το επιφυλακτικό συμπέρασμα αυτού του ερευνητή πε-
ρί της υποτιθέμενης επίδρασης του Βρύσωνα στον Πύρρωνα (ό.π., σελ. 87, υποσημ. 46). Το
παραπάνω χρονολογικό επιχείρημα, με το οποίο αποκλείεται ο Πύρρων να είχε ως δάσκαλο
κάποιον μαθητή του Στίλπωνα, χρησιμοποιεί και η T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά (Έννοια της
Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ. 278).
162. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,3, απόσπ. 1A Caizzi.
163. Diogenes Laertius, Vitae, IX,109,5.
164. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 1, υποσημ. 1.
165. T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ.
278-279. Πρβλ. Suda, σ,829,35-37: τινὲς δὲ Βρύσωνα οὐ Σωκράτους, ἀλλ᾿ Εὐκλείδου ἀκροατὴν
γράφουσι· τούτου δὲ καὶ Πύρρων ἠκροάσατο, ἀφ‘ οὗπερ οἱ Πυρρώνειοι προσαγορευόμενοι·
(«Κάποιοι γράφουν ότι ο Βρύσων υπήρξε μαθητής όχι του Σωκράτη, αλλά του Ευκλείδη˙ τα
μαθήματα τούτου παρακολουθούσε και ο Πύρρων, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι
Πυρρώνειοι φιλόσοφοι»).
166. Döring, K.: Die Megariker – Kommentierte Sammlung der Testimonien, σελ. 157-163.
68 Ο Πύρρων
167. Ο Τίμων, κατά συνέπεια, ενδέχεται να βρίσκεται στις απαρχές μιας δοξογραφικής
παράδοσης, η οποία προσπαθεί να προσδώσει στις σκεπτικές απόψεις του Πύρρωνα μία σω-
κρατική διάσταση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο ίδιος ο Τίμων δεν
είχε ακόμη χαρακτηρίσει τον Βρύσωνα, τον μαθητή του Στίλπωνα, ως δάσκαλο του Πύρρω-
να.
168. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 243.
169. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,1–3, απόσπ. 28 Caizzi. Ο εν προκειμένω ισχυρισμός έχει
στην αρχαία ελληνική την εξής μορφή: ἔν τε ταῖς ζητήσεσιν ὑπ‘ οὐδενὸς κατεφρονεῖτο διὰ τὸ
<καὶ δι>εξοδικῶς λέγειν καὶ πρὸς ἐρώτησιν. Η προτεινόμενή μας μετάφραση, η οποία υπο-
στηρίζει τον «μη διαλεκτικό» χαρακτήρα της φιλοσοφικής εξήγησης του Πύρρωνα, προϋπο-
θέτει την απόρριψη της διόρθωσης <καὶ δι>εξοδικῶς. Αν την είχαμε αποδεχτεί, η μετάφραση
θα έπρεπε να ήταν ως εξής: «Σχετικά με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις δεν περιφρονού-
νταν από κανέναν, διότι κατάφερε εξίσου καλά να μιλά διεξοδικώς, όσο και να απαντά σε
όποιο ερώτημα του έθεταν». Την πρώτη μεταφραστικο-ερμηνευτική εκδοχή, η διόρθωση της
οποίας κατά τη γνώμη μας δεν συμβαδίζει με τα ευρύτερα συμφραζόμενα του χωρίου, υπο-
στηρίζουν η Decleva Caizzi (Caizzi, σελ. 28), ο J. Brunschwig (Introduction. The Beginnings of Hel-
lenistic Epistemology, σελ. 243, υποσημ. 42) και ο M. Okál (Diogenes Laertios: Životy slávnych filo-
zofov, II, σελ. 150). Τη δεύτερη εκδοχή, την προτιμούν ο A. A. Long (The Hellenistic Philosophers,
I, σελ. 13), ο Kolář (Díogenes Laertios: Životy, názory a výroky, σελ. 369) και ο Hicks (Diogenes
Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 477).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 69
170. Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει για τον Τίμωνα τα εξής: «Και ως εκ τούτου λέει για εκεί-
νον (ήτοι τον Ευκλείδη) τα εξής, περιφρονώντας ταυτόχρονα και τους υπόλοιπους σωκρατι-
κούς φιλοσόφους: «Na všetkých tárajov kašlem, mne záležať nebude nikdy // ani na iných, aj Faidón
dajaký vzduchom mi bude.// Rovnako Eukleidés, šibal, čo spôsobil megarským škriepku.» (σλοβακι-
κή μετάφραση του A. Kalaš κατά μίμηση του εξαμετρικού ρυθμού των στίχων του Τίμωνα)
«…εγώ δε νοιάζομαι καθόλου για αυτούς τους πολυλογάδες, ούτε για κανέναν άλλο, ούτε
καν για τον Φαίδωνα, ποιον χαρακτήρα είχε, ούτε καν για τον καβγατζή Ευκλείδη, ο οποίος
έκανε τους Μεγαρίτες φιλοσόφους να καβγαδίζουν έξαλλα (πεζή μετάφραση του A. Kalaš
στη νεοελληνική των εξής αρχαιοελληνικών εξαμέτρων: ἀλλ᾿ οὔ μοι τούτων φλεδόνων μέλει,
οὐδὲ γὰρ ἄλλου // οὐδενός, οὐ Φαίδωνος ὅτις γένετ᾿ , οὐδ᾿ ἐριδάντεω // Εὐκλείδεω,
Μεγαρεῦσιν ὃς ἔμβαλε λύσσαν ἐρισμοῦ. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, II,107,8–10).
171. Πειστικά επιχειρήματα για την παρουσία των (ιδιαιτέρως ηθικών) απόψεων του Στίλ-
πωνα, τόσο στη φιλοσοφία του Τίμωνα, όπου θα πρέπει να διατυπώνονται με έμμεσο τρόπο,
όσο και στην εικόνα που έφτιαξε αυτός ο σιλλογράφος για τον Πύρρωνα, παρουσιάζει ο A. A.
Long. Ο εν λόγω ερευνητής ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του με τα εξής λόγια: «Είχα
την πρόθεση να υποδηλώσω... ότι ο Τίμων θεωρούσε χρήσιμο να εγκωμιάζει τον Πύρρωνα
μεταξύ άλλων και για τα προσόντα που παρουσίαζαν μεγάλη συνάφεια με εκείνα του Στίλπω-
να» (Timon of Phlius. Pyrrhonist and Satirist, σελ. 73.)
172. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 234.
70 Ο Πύρρων
3.3 Η επιρροή που άσκησε η ανατολική σοφία στον Πύρρωνα και τον
Ανάξαρχο κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία.
173. Βλ. επίσης και τη βιογραφία του Πύρρωνα στο κεφ. 2. Για τη συνάντηση του Πύρρω-
να με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές και τους μάγους γράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος (Vitae, IX,61,
απόσπ. 1A Caizzi). Αυτός συσχετίζει τη συνάντηση αυτή με το γεγονός ότι ο Πύρρων εισήγαγε
τη φιλοσοφία της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή) καθώς και εκείνη της ακατανοησίας
(ἀκαταληψία: κυριολεκτικά η λέξη αυτή σημαίνει «αδυναμία του γνωστικού κρατήματος,
πιασίματος»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά η περιγραφή του Πλούταρχου που έχει ως
θέμα τη συνάντηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τους Ινδούς σοφούς (σοφισταί), μεταξύ
των οποίων ήταν και κάποιος Κάλανος, ο οποίος αυτοθυσιάστηκε σύμφωνα με τα πάτρια ήθη
των ντόπιων σοφών (τῷ πατρίῳ νόμῳ τῶν ἐκεῖ σοφιστῶν) επάνω σε μία νεκρική πυρά, χωρίς
να κινηθεί στο ελάχιστο σε σχέση με τη φλόγα, όταν αυτή πλησίαζε καταπάνω του (Plutarchos,
Alex. 69,7). Παρομοίως, και ο Κικέρων στις Τουσκουλανές Διατριβές αναφέρει ότι αυτοί που
θεωρούνται στην Ινδία σοφοί (sapientes) ζουν γυμνοί και υπομένουν χωρίς κανέναν πόνο τα
χιόνια και το μεγάλο κρύο του Καυκάσου. Όταν αυτοί οι άνδρες –όπως μνημονεύει ο Κικέ-
ρων– παραδοθούν στις φλόγες, θα κατακαούν χωρίς κανέναν απολύτως στεναγμό (Tusc. disp.
V,77). Όπως αναφέρει ο μεταφραστής J. E. King στην υποσημείωση που αφορά στο συγκεκρι-
μένο χωρίο, πρόκειται εδώ για την περιγραφή του τέλους της ζωής των βραχμάνων, οι οποίοι
πριν πεθάνουν γίνονται ερημίτες και επαίτες. (Cicero, Tusculan Disputations, εκδότης J. Hender-
son, editor emeritus G. P. Goold, μετάφραση J. E. King, Cambridge [Mass.] 1927; 2001, σελ. 504,
υποσημ. 2). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η αναφορά του Κικέρωνα στον Καύκασο σχετικά με την
περιγραφή της ζωής των Ινδών σοφών δεν δηλώνει αναγκαστικά και μία δραματική άγνοια,
όσον αφορά στη γεωγραφία του τότε γνωστού κόσμου. Τέτοιου είδους συγχύσεις ως προς τη
γεωγραφική εντόπιση αυτής της οροσειράς, που σίγουρα ήταν ήδη από τα χρόνια εκείνα γνω-
στή και σημαντική από μυθολογικής τουλάχιστον άποψης (π.χ. ως τόπος τιμωρίας του Προ-
μηθέα), εμφανιζόταν στην αρχαιότητα αρκετά συχνά. Τον Καύκασο τον μπέρδευαν οι αρχαί-
οι πολύ συχνά με την οροσειρά των Ουραλίων ή με εκείνη του Χίντου Κους, που εκτείνεται
έως και τα σύνορα της τότε Ινδίας (The Oxford Classical Dictionary, s. v. Caucasus).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 71
174. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 243. Από τα
δύο αναφερθέντα πεδία της υποτιθέμενης επιρροής της Ανατολής στον Πύρρωνα διαλέγει
και υποστηρίζει εκείνο της πρακτικής αλληλεπίδρασης και ο ενθουσιώδης υπέρμαχος της
ανατολίτικης ερμηνείας E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 88).
175. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244; Caizzi,
σελ. 139 – 140. Στον παγκοσμιοποιημένο άλλωστε ελληνιστικό κόσμο ήταν πολύ περισσότερο
οι ανατολίτες εκείνοι που προσαρμόζονταν γλωσσικά στους Έλληνες παρά το αντίστροφο.
Την πατροπαράδοτη προκατάληψη των Ελλήνων απέναντι στις «βαρβαρικές» γλώσσες, την
υποδηλώνει και η τότε παρετυμολόγηση της λέξης «βάρβαρος». Αυτή, εντελώς εσφαλμένα
βεβαίως, ετυμολογείτο από την ηχομιμητική λέξη «βαρβάρ», έναν ήχο, «με τον οποίο απέδω-
σαν οι αρχαίοι Έλληνες το ακατανόητο για αυτούς άκουσμα από τις γλώσσες άλλων λαών»
(βλ. το οικείο λήμμα του γνωστού λεξικού του Μπανπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας, σελ. 346). Πολιτιστικοί θεσμοί που συνέβαλαν σημαντικά και με συστηματικό τρό-
πο στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις «βαρβαρικές» περιοχές υπήρξαν το ελληνικό γυ-
μνάσιο και το θέατρο.
176. Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 80; παρομοίως και ο Bailey, A.: Sextus Empiricus
and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 22.
72 Ο Πύρρων
177. Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 76.
178. Π.χ. Cicero, De off. I,6.
179. Diogenes Laertius, Vitae, II,118,4–11; βλ. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Phi-
losophers, II, σελ. 12.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 73
τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων ταῦτα νόμῳ κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα («Κα-
τά τη γνώμη του Τίμωνα, τίποτε δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλ-
λά τα κρίνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές τους»).
183. Εικάζεται ότι η αξιολογική κλίμακα του Πύρρωνa είναι ακόμη πιο «φτωχή» και από
εκείνην των κυνικών. Οι τελευταίοι, μαζί με τον Αρίστωνα το Χίο, ανορθόδοξο στωικό, που
είχε πολύ μεγάλη συνάφεια με τον κυνισμό, σε αντιδιαστολή με τον Πύρρωνα, δεν συμπεριέ-
λαβαν στον αξιολογικό μηδενισμό τους μία τουλάχιστον απλή και απέριττη - ως προς το περι-
εχόμενό της - κυνική αρετή (ἀρετή), τοποθετώντας την εκτός του χώρου των δυσδιάκριτων
(τὰ ἀδιάφορα). Σχετικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτής της κυνικής αρετής και τον
τρόπο του εναρμονισμού του στωικισμού με την κυνική πνευματική κληρονομιά βλ. την μελέ-
τη μας: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 405 – 430.
184. Κατά τη γνώμη του A. A. Long, όπως διαβάζουμε στο υπόμνημά του, η έκφραση virtus
(«αρετή»), την οποία ο συγκεκριμένος ερευνητής θεωρεί αναχρονισμό σε αυτό το χωρίο, πρέ-
πει να ερμηνευτεί ως πυρρώνεια ασυγκινησία (ἀταραξία). (The Hellenistic Philosophers, II, σελ.
12).
185. Cicero, De fin. IV,43,3–4, απόσπ. 69C Caizzi: ... virtute constituta nihil omnino, quod appeti-
tum sit, (sc. Pyrrho) relinquat. Για την παρόρμηση (ὁρμή, lat. appetitus) θα μιλήσουμε αναλυτικό-
τερα στο κεφάλαιο 6.6.
186. Cicero, De fin. II,43,5–9, απόσπ. 69B: ...dum enim in una virtute sic omnia esse voluerunt, ut
eam rerum selectione exspoliarent nec ei quicquam, aut unde oriretur, darent, aut ubi niteretur, virtu-
tem ipsam, quam amplexabantur, sustulerunt.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 75
187. Πρβλ. Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–6, απόσπ. 64 Caizzi: μόνως οὖν ἔσται
φυγεῖν ταύτην (sc. ὄχλησιν), εἰ ὑποδείξαιμεν τῷ ταραττομένῳ κατὰ τὴν τοῦ κακοῦ φυγὴν ἢ
κατὰ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δίωξιν, ὅτι οὔτε ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων
ταῦτα νόμῳ κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα. («Την ψυχική ταραχή δεν θα μπορέσει να αποφύγει
κανείς απ’ όλους όσοι κλονίζονται, αποφεύγοντας τα κακά της ζωής και επιδιώκοντας τα κα-
λά της, με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο αν του δείξουμε, ότι “τίποτε δεν είναι ούτε καλό
ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλλά τα κρίνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατι-
κότητές τους”, όπως θεωρεί ο Τίμων»· πεζή απόδοση του εξάμετρου στη νεοελληνική από τον
A. K.). Σχετικά, πρβλ. επίσης το χωρίο Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1–5, fr. 53,
απόσπασμα καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του Πύρρωνα. Ο A. A. Long αναφέρει
ότι στους χρόνους του Κικερώνα οι όροι ἀπάθεια και ἀταραξία χρησιμοποιούνταν κατ’ ουσί-
αν ως ταυτόσημοι (The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 12).
188. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,1–4, zl. 10 Caizzi: ἐκπατεῖν τε αὐτὸν καὶ ἐρημάζειν,
σπανίως ποτ‘ ἐπιφαινόμενον τοῖς οἴκοι. τοῦτο δὲ ποιεῖν ἀκούσαντα ᾿Ινδοῦ τινος ὀνειδίζοντος
᾿Αναξάρχῳ ὡς οὐκ ἂν ἕτερόν τινα διδάξαι οὗτος ἀγαθόν, αὐτὸς αὐλὰς βασιλικὰς
θεραπεύων.
189. T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά: Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ.
279.
190. Flintoff, E.: Pyrrho and India, σελ. 98 – 99.
76 Ο Πύρρων
191. Ευγνωμονώ τον συνάδελφο Jozef Petrželka για την παρατήρηση ότι η λέξη «ἐπιθυμία»
δεν δηλώνει, σε αυτά τα συμφραζόμενα, την «σαρκική επιθυμία», όπως συμβαίνει στη φιλο-
σοφία του Πλάτωνα, αλλά οτιδήποτε μας παρακινεί στη δράση.
192. Athenaeus VIII,337A, απόσπ. 65 Caizzi: ... Τίμων ἔφη · πάντων μὲν πρωτίστα κακῶν
ἐπιθυμία ἐστί.
193. Sextus Empiricus, Adv. math. XI,164,5, απόσπ. 66 Caizzi.
4
194. Αυτές που απαντούν συχνότατα στις πηγές μας είναι οι εξής εκφράσεις: ἐποχή («ανα-
στολή της κρίσεως»), ἀκαταληψία («ακατανοησία», «αδυναμία της κατανόησης», «αδυναμία
της αντίληψης»), οὐ μᾶλλον ἤ («όχι περισσότερο από»), ἀρρησία («μη εκφώνηση ισχυρισμών»,
«μη εκφορά προτάσεων»), ἀφασία («σιωπή»), οὐδέν ὁρίζειν («το να μην προσδιορίζουμε τίπο-
τε»), ἀπροπτωσία («το να μην κρίνουμε εσπευσμένα», «επιφυλακτικότητα στη διαδικασία της
κρίσεως»), ἰσοσθένεια («ισοδυναμία», «ίση ισχύς –κύρος– αντίθετων επιχειρημάτων»).
195. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 237.
196. Την έκφραση μᾶλλον… ἤ την συναντάμε και στη στωική λογική σχετικά με την κατη-
γοροποίηση των σύνθετων αξιωμάτων επί τη βάσει των συνδέσμων που χρησιμοποιούνται σε
78 Ο Πύρρων
4.1 Πιθανή διαφορά στη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον («όχι περισ-
σότερο») στον Πύρρωνα και στον Σέξτο.
Η σκιαγράφηση της πιθανής διαφοράς στη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον
στον Πύρρωνα και στον Σέξτο Εμπειρικό θα αποτελέσει την πρώτη φάση
της πορείας μας προς την πλήρη κατανόηση της χρήσης αυτής της έκφρασης
στη φιλοσοφία του Πύρρωνα. Το ότι η εξέταση αυτής της ενότητας αρχίζει
ακριβώς με την παραπάνω σύγκριση καθιστάται εύλογο για δύο τουλάχι-
στον λόγους. Πρώτον, επειδή στο μέρος εκείνο του έργου του Σέξτου που
αυτά (Diogenes Laertius, Vitae, VII,71,1–VII,75,3). Ο F. Gahér –αρκετά καινοτόμος από την άπο-
ψη της φιλοσοφικής ορολογίας– ονομάζει τα στωικά αξιώματα που εμπεριέχουν τον σύνδε-
σμο μᾶλλον (ἧττον)… ἤ («περισσότερο [λιγότερο]… από») ως «συγκριτικά» (Stoická sématika
a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 65), παρά το γεγονός ότι στο εν προκειμένω αρχαίο
χωρίο απαντούν μόνο οι εξής περιφραστικές εκφράσεις: ἀξίωμα διασαφοὺν τὸ μᾶλλον («αξί-
ωμα που δηλώνει σαφώς το “μάλλον”»); σύνδεσμος διασαφοὺν τὸ μᾶλλον («σύνδεσμος που
δηλώνει σαφώς το “μάλλον”»). Αξιόλογη ανάλυση της φιλοσοφικής σημασίας των χωρίων
που περιέχουν την έκφραση μᾶλλον/ ἧττον στα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα δίνει η ερευνή-
τρια I. Sluiter, στηρίζοντας τα συμπεράσματά της σε φιλολογικά κυρίως επιχειρήματα (On Η
ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ ). Δυστυχώς, η εν προκειμένω
μελέτη δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την προβληματική των εμφανίσεων της συγκεκρι-
μένης φράσης ύστερα από αρνητικό μόριο (οὐ μᾶλλον), παρά μόνον εν σχέσει με την αντιπα-
ράθεση της στωικής και της σκεπτικής χρήσης της ίδιας έκφρασης (βλ. το συμπέρασμα του
κεφαλαίου 6.6). Το άρθρο του De Lacy, ο οποίος παρουσιάζει την ιστορία της χρήσης της φρά-
σης στην ελληνική φιλοσοφική γραμματεία (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of An-
cient Scepticism), είναι χρήσιμο, από την άλλη, για την εξέταση της κριτικής που ο Αριστοτέλης
άσκησε στη Μεταφυσική του σε όσες φιλοσοφικές στάσεις βασίζονται στο οὐ μᾶλλον (βλ.
σχετικά παρακάτω την παρέκβαση Α τη σχετική με τον Αριστοτέλη). Ωστόσο, όσον αφορά
στην ανάλυση του εν λόγω προβλήματος στον Πύρρωνα, ο ερευνητής στο συγκεκριμένο άρ-
θρο περιορίζεται σε μερικές μόνον και σύντομες παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα (Oὐ
μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 64).
197. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,2,3–4, απόσπ. 53 Caizzi.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 79
και στο ίδιο το απόσπασμα του Αριστοκλή, το σωζόμενο στο έργο του Ευσε-
βίου, το οποίο και θα συζητηθεί πλήρως αργότερα, η εν λόγω έκφραση συ-
σχετίζεται άμεσα με τις αγνωστικιστικές θέσεις που υιοθετεί το γνωστικό
υποκείμενο και εκφράζονται στο συγκεκριμένο χωρίο με πολλαπλές αρνητι-
κές (αποφατικές) κατηγορήσεις, οι οποίες εξάλλου ήταν τόσο συχνές και
προσφιλείς στον Πύρρωνα: …πρέπει να είμαστε χωρίς άποψη (ἀδόξαστους
εἶναι), να μην κατατείνουμε σε καμία πλευρά (ἀκλινεῖς εἶναι) και να είμαστε
ασάλευτοι όσον αφορά αυτά τα ζητήματα (ἀκράδαντους εἶναι).201
Σε τι, λοιπόν, έγκειται η διαφορά ανάμεσα στη χρήση της έκφρασης οὐ
μᾶλλον στον Πύρρωνα και στους νεοπυρρώνειους; Η βασική διαφορά, κατά
τις πηγές μας, βασίζεται στο γεγονός ότι η χρήση της στον Πύρρωνα πλησιά-
ζει μάλλον στην καθομιλουμένη, «μη φιλοσοφική» γλώσσα και παρουσιάζει
κάποια γνωρίσματα «δογματισμού»,202 ενώ στον Σέξτο η σημασία της είναι
μάλλον «ειδικού» χαρακτήρα και δίνεται μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα στη
σχετικότητα της ισχύος της ίδιας της σκεπτικής αρχής. Ως απόδειξη των πα-
ραπάνω υποθέσεων παραθέτουμε το σχετικό χωρίο του Σέξτου:
δηλοῖ δὲ τὸ ‘οὐ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε’ καὶ πάθος ἡμέτερον, καθ᾿ ὃ διὰ τὴν
ἰσοσθένειαν τῶν ἀντικειμένων πραγμάτων εἰς ἀρρεψίαν καταλήγομεν,
201. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,4 –5, απόσπ. 53 Caizzi. Όπως θα διευ-
κρινίσουμε στο κεφάλαιο 4.4, το επίθετο που αναφέρεται εδώ ως τελευταίο δεν το ερμηνεύου-
με με τη σημασία της ηθικής ασυγκινησίας, αλλά με αυτήν της σταθερότητας της ακραίας
γνωσιολογικής στάσης του φιλοσόφου που δηλώνεται με τα δύο επίθετα που προηγούνται.
Την ερμηνεία αυτή προσπαθεί να αποδώσει και η νεοελληνική μας μετάφραση του χωρίου με
τα λόγια «να είμαστε ασάλευτοι όσον αφορά σε αυτά τα ζητήματα», πράγμα που την καθιστά
λιγότερο αμφίσημη σε σχέση με το αρχαίο κείμενο (ἀκράδαντος).
202. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραδίδει ότι ο Πύρρων, κατά τον Νουμήνιο, υιοθέτησε ακό-
μα και δογματικές στάσεις (δογματίσαι; Vitae, IX,68,4–5, απόσπ. 42 Caizzi). Ωστόσο, λίγο πα-
ρακάτω, ο δοξογράφος παραδίδει την αντίθετη άποψη, ότι, δηλαδή, ο Πύρρων δεν κρατούσε
καμία «θετική» θεωρία (δόγμα; Vitae, IX,70,11). Η Decleva Caizzi συσχετίζει τη δεύτερη πληρο-
φορία με τις κατοπινότερες προσπάθειες των σκεπτικών, οι οποίοι αρνήθηκαν να κατηγορο-
ποιήσουν το σκεπτικό ρεύμα ως «σχολή» (π.χ. Vitae, I,20,1–I,20,8; Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp.
1,16–17; βλ: Caizzi, σελ. 203 – 204). Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ούτε η
πρώτη αναφορά αποτελεί κάποια αξιόπιστη απόδειξη υπέρ του υποτιθέμενου «δογματισμού»
του ιστορικού Πύρρωνα. Στο υπόμνημα περί της πρώτης παραπάνω μαρτυρίας, η εν λόγω
ερευνήτρια μεταφέρει στον αναγνώστη την πλούσια συζήτηση των ερευνητών σχετικά με τον
προσδιορισμό της ταυτότητας αυτού που φέρεται στον Διογένη ως Νουμήνιος. Η ίδια ερευνή-
τρια στηρίζει με επιχειρήματα τη σχετική υπόθεση ότι δεν πρόκειται εδώ για τον Νουμήνιο
τον Απαμέα, τον αντιπρόσωπο του μέσου πλατωνισμού, αλλά για έναν σύγχρονο του Πύρρω-
να, σκεπτικό, ο οποίος υπερασπιζόταν τον Πύρρωνα ενάντια στους επικούρειους, που είχαν
προβάλει την αντίρρηση ότι ο σοφός θα έπρεπε να έχει μία θετική διδασκαλία (δογματίζειν;
Diogenes Laertius, Vitae, X,121b,10; βλ.: Caizzi, s. 204 – 205). Ο M. R. Stopper, αντίθετα, υποστη-
ρίζει ότι οι ασάφειες οι σχετικές με τη μαρτυρία του Νουμήνιου είναι τόσο πολλές, που δεν εί-
μαστε σε θέση να εξαγάγουμε από αυτήν τίποτε το αξιόπιστο περί της διδασκαλίας του Πύρ-
ρωνα (Schizzi Pirroniani, σελ. 270).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 81
204. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 31.
205. Diogenes Laertius, Vitae, IX,75,4–5: Οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα.
206. Ό.π., IX,75,2–3: Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης. Η πρόταση δηλώ-
νει «θετικά», ότι ο πειρατής είναι εξίσου κακός με τον ψεύτη, πρόκειται, δηλαδή, εδώ για τη
σύζευξη δύο θετικών ισχυρισμών.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 83
προτάσεις, κρύβεται μία άρνηση – για την ακρίβεια, διαμέσου του αρνητι-
κού χαρακτήρα του κατηγορουμένου, ιδιότητας που του προσδίδει το στε-
ρητικό (αρνητικό) μόριο «-α», που συνδέεται με το δεύτερο συνθετικό της
εν προκειμένω λέξης: τα πράγματα είναι εντελώς δυσδιάκριτα (ἀδιάφορα),
ακαταμέτρητα (ἀστάθμητα) και απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα), δεν πρέπει να
πιστεύουμε ούτε στις απόψεις μας ούτε στις αισθήσεις μας (μηδὲ πιστεύειν
αὐταῖς δεῖ), πρέπει να είμαστε χωρίς άποψη, να μην κατατείνουμε σε ουδε-
μία πλευρά και να είμαστε ασάλευτοι όσον αφορά αυτά τα ζητήματα
(ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ ἀκραδάντους εἶναι...)209 Επομένως, μπορούμε
κατά πάσα πιθανότητα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η έκφραση οὐ
μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον ισοδυναμεί, στη φιλοσοφία του Πύρρω-
να, με τη σύζευξη των δύο «αρνήσεων» οὔτε τόδε οὔτε τόδε εἶναι ἕκαστον210
με την επισήμανση ότι πιθανότατα δεν πρόκειται εδώ για την «απλή» λογική
άρνηση, αλλά για ορισμένη ενέργεια της (γνωσιολογικής) αναίρεσης, η
οποία θα εξακριβωθεί αργότερα.
Σύμφωνα με το συμπέρασμα αυτό πρέπει να ερμηνεύσουμε και τον ρητό
ορισμό της πυρρώνειας έκφρασης «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον), τον οποίο
παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος. Αναφέρει ο Διογένης ότι η συγκεκριμένη
έκφραση –όπως λέει ο Τίμων στο έργο του Πύθων– σημαίνει (ἡ φωνὴ ση-
μαίνει) ότι δεν πρέπει να προσδιορίζουμε τίποτε (μηδὲν ὁρίζειν), αλλά, αντι-
θέτως, πρέπει να διατυπώνουμε τη διαφωνία μας σε όλα (ἀπροσθετεῖν). Αν
ο A. A. Long211 μας συμβουλεύει να ερμηνεύσουμε την έκφραση ἀπροσθε-
αρχαίο κείμενο χρησιμοποιείται η διάζευξη (ἤ), ολόκληρη η σύνθετη πρόταση μπορεί να δια-
τυπωθεί ως μία άρνηση, non (p v q), που ισοδυναμεί, πάλι, με τη σύζευξη των δύο αρνήσεων,
την οποία αποδίδει και η δική μας νεοελληνική μετάφραση. Η σύζευξη των δύο (ή μάλλον πε-
ρισσότερων ή και πολλαπλών) αρνήσεων αποτελεί, όπως έχει ήδη ειπωθεί, έναν πολύ συνήθη
εκφραστικό τρόπο του Πύρρωνα. Οι προτάσεις p (ἀληθεύειν = «να λέω αλήθεια») και q
(ψεύδεσθαι = «να λέω ψέμματα») είναι αντιφατικές από λογικής απόψεως, τ.ε. έχουν αντίθε-
τες τιμές αλήθειας. Αν, δηλαδή, όντως εφάρμοζε σε αυτές ο Πύρρων κάποια «άρνηση», απο-
κλείεται να είχε κατά νου την «απλή» λογική άρνηση, κι αυτό γιατί τέτοιου είδους άρνηση δεν
θα άλλαζε καθόλου τη σημασία της σύνθετης πρότασης.
209. Ό.π., XIV,18,3,1–5, απόσπ. 53 Caizzi.
210. Η σημασία της σύζευξης των δύο αρνήσεων, που δηλώνεται από τον Πύρρωνα στην
έκφραση οὐ γὰρ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον στον Διογένη τον Λαέρτιο (Vitae, IX,61,11,
απόσπ. 1A Caizzi), υποδηλώνεται και στη νεοελληνική απόδοση του χωρίου από την K. L.
Georgoula: διότι περὶ ἑκάστου πράγματος δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι εἶναι τοῦτο καὶ (…δη-
λαδή «δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι», σημείωση του συγγραφέα) ὄχι τοῦτο. Ιστορία της
Ελληνικής Φιλοσοφίας, σελ. 444). Η συχνή χρήση της άρνησης και των αρνητικών εκφράσε-
ων για την έκφραση των θεωρητικών στάσεων από τον Πύρρωνα αποτελεί για τους υπερα-
σπιστές της ανατολίτικης ερμηνείας σημαντικό τεκμήριο ως προς την ενίσχυση της υπόθεσης
σχετικά με τη σύνδεσή του με την ανατολική σκέψη (βλ. ιδιαιτέρως το κεφάλαιο 4.5 και
την υποσημ. 295).
211. Diogenes Laertius, Vitae, IX,76,4–5, απόσπ. 54 Caizzi: σημαίνει οὖν ἡ φωνή, καθά φησι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 85
τεῖν του εν λόγω χωρίου με τη σημασία της άρνησης της στωικής συναίνε-
σης (συγκατάθεσις), δηλαδή με τη σημασία της μεταγενέστερης «αναστολής
της κρίσεως» (ἐποχή),212 μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον παραπάνω
ερευνητή, μόνον εάν με την «άρνηση της στωικής συναίνεσης» εννοήσουμε
ούτε τη νεοπυρρώνεια αναστολή της κρίσεως, δηλαδή τον δισταγμό και την
παραίτηση από την κλίση προς τη μία ή την άλλη (αντίθετη) εκδοχή της πρό-
τασης (όπως συμβαίνει στον Σέξτο), ούτε την απλή λογική άρνηση, η οποία
αλλάζει την τιμή αλήθειας της εκάστοτε πρότασης στην αντίθετή της, αλλά
να εννοήσουμε σε αυτήν μία ορισμένη ενέργεια αναίρεσης, «άρνησης», η
οποία ισοδυναμεί με την ακραία απόρριψη της «νομιμότητας» της ίδιας της
γνώσης. 213
Για να ολοκληρώσουμε τις προκαταρκτικές μας εξακριβώσεις της σημα-
σίας της έκφρασης οὐ μᾶλλον στη φιλοσοφία του Πύρρωνα, ας αναφερθεί
και ας αξιολογηθεί ακόμη ένα χωρίο του Διογένη του Λαέρτιου, το οποίο
θα ενισχύσει την εύλογη (θεωρούμε) υπόθεσή μας σχετικά με το ότι ο Πύρ-
ρων χρησιμοποιούσε χωρίς καμία δυσκολία στους ισχυρισμούς του ένα εί-
δος άρνησης ή ακριβέστερα «αναίρεσης», με τη μορφή κάποιας αρνητικής
έκφρασης ή στερητικού μορίου, τη σημασία της οποίας δεν έχουμε ακόμη
καὶ Τίμων ἐν τῷ Πύθωνι, τὸ μηδὲν ὁρίζειν, ἀλλ᾿ ἀπροσθετεῖν. Ο τύπος ἀπροσθετεῖν είναι το
άπαξ λεγόμενον (LSJ, βλ. το λήμμα ἀπροσθετέω) και, κατά τη γνώμη του A. A. Long, αποτελεί
την άρνηση της κοινής και πιο συνήθους λέξης προστίθεσθαι (= «συμφωνώ», «ψηφίζω υπέρ»).
Ο συγκεκριμένος ερευνητής θεωρεί ότι το ρήμα προστίθεσθαι και το αντίστοιχο ουσιαστικό
πρόσθεσις («συναίνεση», «υπερψήφιση») απαντούν στα σκεπτικά κείμενα ως ταυτόσημα των
στωικών τεχνικών όρων συγκατατίθεσθαι και συγκατάθεσις, δηλώνοντας έτσι τη στωική συ-
ναίνεση σε προτασιακό επίπεδο. Το γεγονός ότι ο Τίμων προτιμά τον τύπο ἀπροσθετεῖν παρά
το ἐπέχειν, υπαινίσσεται πιθανότατα, και σύμφωνα με τον A. A. Long, την ανυπαρξία οποιασ-
δήποτε σταθερής σκεπτικής ορολογίας στην εποχή του πρώιμου πυρρωνισμού (The Hellenistic
Philosophers, II, σελ. 7). Για την παρόρμηση (ὁρμή) και τη συναίνεση (συγκατάθεσις) στη στω-
ική φιλοσοφία βλ. Kalaš, A.: Úloha pudu a súhlasu v stoickej epistemológii, σελ. 163 – 180.
212. Ο A. A. Long θεωρεί ότι η χρήση των φιλοσοφικών όρων ἐποχή και ἀκαταληψία από
τον Διογένη τον Λαέρτιο (Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,7), όταν γίνεται σχετικά με τον σκεπτι-
κισμό του Πύρρωνα, αποτελεί αναχρονισμό: κατά τη γνώμη αυτού του ερευνητή, οι εν λόγω
όροι χρονολογούνται μόνο από την εποχή του Ζήνωνα και του Αρκεσίλαου και εξής (Long,
A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 2). Και ο P. De Lacy αμφιβάλλει σοβα-
ρά για το αν ο φιλοσοφικός όρος ἐποχή εχρησιμοποιείτο ήδη από τον ιστορικό Πύρρωνα, ιδι-
αιτέρως επειδή δεν απαντάται πουθενά στα σωζόμενα αποσπάσματα του Τίμωνα. Ο εν λόγω
ερευνητής θεωρεί ότι και η ονομασία ἀκαταληψία εμφανίζεται μόνον από την εποχή της ακα-
δημαϊκής επίθεσης στη στωική θεωρία της αντίληψης και μετά (κατάληψις = «διανοητική σύλ-
ληψη»); βλ. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 237; παρόμοια άποψη πρβλ. και στο άρθρο
του E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 108, υποσημ. 26).
213. Η βάσιμη αυτή υπόθεση, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, θα διευκρινιστεί αναλυτικότε-
ρα στη συνέχεια: κυρίως στο πλαίσιο της λεπτομερούς εξήγησης της τρίτης ερμηνείας της πυρ-
ρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον στο κεφάλαιο 4.4: βλ. την υποσημ. 285 και κυρίως το αντίστοιχο
κείμενο αμέσως πριν από αυτήν.
86 Ο Πύρρων
214. Πρόκειται για το χωρίο Diogenes Laertius, Vitae, IX,76,2–4, απόσπ. 54 Caizzi. Ο Διογέ-
νης ο Λαέρτιος προειδοποιεί εδώ για το «αυτοαναιρετικό» ή μάλλον «αυτοκαταστροφικό»
επιχείρημα του σκεπτικισμού, το οποίο ήθελε να αντιμετωπίσει ήδη ο σκεπτικός ατομιστής
Μητρόδωρος ο Χίος, βλ. το κεφάλαιο 3.1.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 87
215. S.v. μάλα II, 5–6. Ο αντίστοιχος λατινικός συνδυασμός non magis (plus) quam εκφράζει,
κατά τη γνώμη του J. Špaňár, είτε –σε αρνητικά συμφραζόμενα– την άρνηση και των δύο σχε-
τικών προτάσεων (σε νεοελληνική μετάφραση: «ακριβώς τόσο λίγο… όσο και…») είτε την κα-
τάφαση και των δύο («ακριβώς τόσο πολύ… όσο και…»). Ο καθηγητής J. Špaňár όμως δεν πα-
ραθέτει στη Γραμματική του κανένα χωρίο ως παράδειγμα της πρώτης χρήσης, η οποία και
συμπίπτει με τη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα, παρά μόνον της δεύτερης:
non magis me meae excruciant miseriae quam tuae («Τα βάσανά μου με ταλαιπωρούν όχι λιγότε-
ρο από τα δικά σου»); βλ. J. Špaňár – J. Horecký, Latinská gramatika, σελ. 269.
216. Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 2753.
217. Ο Σέξτος ο ίδιος μνημονεύει τη δυνατότητα η άρνηση οὐ στον συνδυασμό οὐ μᾶλλον
να εκφραστεί διαμέσου του ερωτηματικού μορίου τί (μᾶλλον), το οποίο ισοδυναμεί με το «πιο
ρητό» διὰ τί. (βλ. Pyrrh. hyp. I,189).
218. Παρόμοιες πλεονάζουσες αρνήσεις βρίσκουμε και στα παρακάτω παρατιθέμενα χω-
ρία από τον Ξενοφώντα (Hell. VI,3,15,4–VI,3,16,1) και τον Ηρόδοτο (Hist. IV,118,12–14;
VII,16,26–30).
88 Ο Πύρρων
Από λογικής απόψεως, ο Δημοσθένης λέει στους ακροατές του ότι η εκδίκη-
σή τους κατά του Πολυκλή δεν θα έχει σε μεγαλύτερο βαθμό ως κίνητρο τις
δικές του υποθέσεις παρά τις δικές τους, δηλαδή ότι τα δικά τους συμφέρο-
ντα δικαιολογούν την εκδίκηση εξίσου ή και περισσότερο από τα δικά του.
Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται εδώ για μία σύζευξη των δύο «θετικών»
ισχυρισμών, από τους οποίους ο ένας υποδηλώνει ισχυρότερο κίνητρο εκδί-
κησης εναντίον του Πολυκλή σε σχέση με τον άλλον: 1. Η εκδίκηση θα γίνει
εξαιτίας των δικών μου υποθέσεων 2. Η εκδίκηση θα γίνει εξαιτίας των δι-
κών σας υποθέσεων (σε βαθμό ίσο ή ακόμη μεγαλύτερο) παρά εξαιτίας των
δικών μου. Σε αυτήν τη χρήση της φράσης οὐ μᾶλλον, δηλαδή, μπορούμε να
εντοπίσουμε τον εκφραστικό τρόπο που χαρακτηρίζεται από τον Διογένη
τον Λαέρτιο ως «θετική» δήλωση (θετικῶς) με παράδειγμα την πρόταση: «Ο
πειρατής δεν είναι καθόλου πιο κακός από τον ψεύτης».219 Σε αντίθεση,
όμως, με τη χρήση του Δημοσθένη, ο Διογένης ερμηνεύει αυτόν τον εκφρα-
στικό τρόπο μάλλον ως μία σύζευξη δύο «ισοδύναμων» προτάσεων σχετι-
κών με την ίση μοχθηρία του πειρατή και του ψεύτη, παρά ως δήλωση του
ότι ο πειράτης είναι εξίσου κακός ή ακόμη και λιγότερο κακός από τον ψεύ-
τη. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από την παρατήρηση του Διογένη: «Η
φράση Οὐδὲν μᾶλλον χρησιμοποιείται και με θετικό τρόπο (θετικῶς), σαν να
ήταν κάποια πράγματα όμοια (ισοδύναμα)».220 Γίνεται φανερό ότι η «θετι-
κή» χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον επικρατεί και σε άλλα χωρία της μη φι-
λοσοφικής γραμματείας:
τῇ τε γὰρ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο (sc. ναυμαχία), ὥσπερ ἴστε, καὶ
οὐχὶ ἐς ναυμαχίαν μᾶλλον ἢ ἐπὶ στρατείαν ἐπλέομεν...
«Και από την πλευρά της προετοιμασίας ήταν ελλιπής η ναυμαχία,
όπως γνωρίζετε, και αποπλεύσαμε όχι τόσο για ναυμαχία παρά για κα-
τά ξηράν εκστρατεία».
(Thúkydidés, Hist. II,87,2,1–3)
Παρά το γεγονός ότι δεν εντοπίζονται τόσο εύκολα στον ισχυρισμό του Θου-
219. Diogenes Laertius, Vitae, IX,75,2–3: Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης.
Όπως είχαμε ήδη επισημάνει στην υποσημ. 206, η συγκεκριμένη πρόταση δεν ισοδυναμεί με
τίποτε άλλο παρά μόνο με τη σύζευξη των εξής δύο θετικών προτάσεων: 1. Ο πειρατής είναι
κακός, 2. Ο ψεύτης είναι εξίσου κακός με τον πειρατή.
220. Ό.π., IX,75,1–3: λέγεται δὲ τὸ Οὐδὲν μᾶλλον καὶ θετικῶς, ὡς ὁμοίων τινῶν ὄντων·
οἷον, Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης. Η απόδοση του Hicks (Diogenes La-
ertius, Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 489) στα αγγλικά είναι ακόμη πιο κατηγορηματική:
“But ‘Not more (one thing than another)’ can also be taken positively, indicating that two things are
alike; for example ‘The pirate is no more wicked than the liar.’”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 89
221. Υποθετικά, ο Σέξτος, με τη φράση «...αποπλεύσαμε όχι περισσότερο για ναυμαχία πα-
ρά για χερσαία εκστρατεία» θα εννοούσε πιθανότατα το εξής: «Δεν ξέρω, αν αποπλεύσαμε
μάλλον για θαλάσσια ή για χερσαία εκστρατεία». Ο Πύρρων, πάλι, θα εξέφραζε με τα ίδια
λόγια το εξής νόημα: «Δεν αποπλεύσαμε για θαλάσσια, ούτε για χερσαία εκστρατεία».
90 Ο Πύρρων
Χορός: Πάω με τη γνώμη σου και φοβάμαι μήπως ήρθε καμιά χτυπιά
από θεό. Και πώς αλλιώς, αφού τώρα, που γλύτωσε από την αρρώστια,
δεν χαίρεται καθόλου περισσότερο από τότε που ήταν άρρωστος;222
(Sophocles, Ai. 271–280, τροποποιημένη μετάφραση του Παναγή Λορεν
τζάτου, Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου «Εστία» 1932)
Η τραγωδία Αίας του Σοφοκλή παρουσιάζει την τραγική τύχη του Έλληνα
ήρωα Αίαντα κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αίας ήθελε να σκοτώσει τους συ-
μπολεμιστές του, εξοργισμένος από το γεγονός ότι την πανοπλία του νεκρού
Αχιλλέα την είχει πάρει ο Οδυσσέας και όχι αυτός. Στην κατάσταση, όμως,
της παραφροσύνης που έστειλαν επάνω του οι θεοί δεν σκότωσε παρά μόνο
τα κτήνη. Στη συνέχεια, όταν συνήλθε από την τρέλα, μετάνιωσε πολύ για
ό,τι είχε πράξει. Συνειδητοποίησε την ενοχή του και αυτοκτόνησε. Στο ανω-
τέρω παρατεθέν χωρίο συγκρίνεται από τη σύζυγο του Αίαντα, την Τέκμησ-
σα, η κατάστασή του στο διάστημα της παραφροσύνης με αυτη μετά την τρέ-
λα: όταν η «αρρώστια» υποχώρησε, δεν χαιρόταν καθόλου περισσότερο από
τότε που ήταν άρρωστος. Από τα λόγια της Τέκμησσας συνάγεται ότι ο Αίας
στο διάστημα της παραφροσύνης χαιρόταν, ενώ ένιωθε μεγάλη λύπη από
την ώρα που η τρέλα υποχώρησε. Γίνεται φανερό, επομένως, ότι ο Σοφοκλής
με τη φράση μηδέν τι μᾶλλον ἢ εξέφρασε, λίγο έως πολύ, παρόμοια σημασία
με αυτές που συναντάμε στα παραπάνω χωρία του Δημοσθένη και του Θου-
κυδίδη. Αντιθέτως προς αυτά, το συγκεκριμένο χωρίο θα μπορούσε να απο-
δοθεί με σύζευξη από δύο προτάσεις, τη μία θετική και την άλλη αρνητική:
«ο Αίας κατά την αρρώστια χαιρόταν» και «ο Αίας μετά την αρρώστια δεν
χαιρόταν (ή «χαιρόταν λιγότερο»)». Ως παράδειγμα εκφραστικού τρόπου
ίδιου με αυτόν του Σοφοκλή, ας αναφερθεί ακόμη ένα χωρίο από τα Ελληνι-
κά του Ξενοφώντα. Η πρόταση που εισάγεται με τη φράση οὐ μᾶλλον δηλα-
δή το να περιμένουμε (ἀναμένειν), εκφράζει τη λιγότερο προτιμώμενη (δη-
λαδή την απορριπτόμενη) εναλλακτική δράση, ενώ προτιμάται η δεύτερη
προτεινόμενη δυνατότητα, δηλαδή το να κάνουμε ειρήνη (τὴν εἰρήνην
ποιήσασθαι). Δεν πρόκειται εδώ, δηλαδή, για την απόρριψη και των δύο
εναλλακτικών δράσεων (όπως συμβαίνει στον Πύρρωνα), αλλά για την προ-
τίμηση της μιας από τις δύο δυνατότητες που απαντούν δεξιά και αριστερά
της φράσεως οὐ μᾶλλον ἤ:
τί οὖν δεῖ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀναμένειν, ἕως ἂν ὑπὸ πλήθους κακῶν
ἀπείπωμεν, μᾶλλον ἢ οὐχ ὡς τάχιστα πρίν τι ἀνήκεστον γενέσθαι τὴν
εἰρήνην ποιήσασθαι;
222. Το ιαμβικό μέτρο της αρχαίας τραγωδίας το αποδίδουμε στα νέα ελληνικά με πεζό
λόγο κυρίως γιατί διευκολύνεται έτσι η φιλοσοφική ανάλυση του κειμένου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 91
223. Το πλεονάζον οὐ μετά το ἤ σύμφωνα με την εξήγηση του Smyth (Greek Grammar, §
2753, βλ. την αρχή του κεφαλαίου 4.2) δεν το μεταφράζουμε.
224. Σύμφωνοι με τον Smyth και πάλι, παραλείπουμε το πλεονάζον οὐ μετά το ἤ.
92 Ο Πύρρων
Παρομοίως, και εδώ, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και τις δύο χρήσεις της
φράσης οὐ μᾶλλον ως δύο ζεύγη συζεύξεων που εκφράζουν ίσο βαθμό πι-
θανότητας εμφάνισης του ονείρου σε διάφορες περιστάσεις: Ι) 1. Το όνειρο
πρέπει να εμφανιστεί, όταν βάλω επάνω μου την ενδυμασία σου. 2. Το όνει-
ρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν βάλω επάνω μου την ενδυμασία μου, με ίση
ακριβώς πιθανότητα με το να εμφανιστεί με τη δική σου ενδυμασία επάνω
μου. II) 1. Το όνειρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν πλαγιάσω στο κρεβάτι σου.
2. Το όνειρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν πλαγιάσω στο κρεβάτι μου με ίση πι-
θανότητα με το να εμφανιστεί σ’ εμένα πλαγιασμένο στο δικό σου.
Η «αρνητική», αντιθέτως, χρήση της φράσης οὐ μᾶλλον, δεν απαντά που-
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 93
θενά στα μη φιλοσοφικά κείμενα εκτός από ένα χωρίο του Ξενοφώντα. Πρό-
κειται για την ίδια ακριβώς χρήση τής εν λόγω έκφρασης με εκείνην του
Πύρρωνα. Στο συγκεκριμένο χωρίο από τον Οικονομικό του Ξενοφώντα, ο
Σωκράτης απαντά σε ερώτηση του Κριτόβουλου σχετική με το αν θα τον εν-
θάρρυνε να εξημερώνει (πωλοδαμνεῖν) τα άλογα, ότι θα τον ενθάρρυνε να
το κάνει όχι περισσότερο από το να αγοράζει νεαρούς δούλους και να τους
κάνει αγρότες. Ο Σωκράτης δηλώνει προφανώς με αυτόν τον τρόπο ότι δεν
τον παροτρύνει ούτε να κάνει το πρώτο ούτε το δεύτερο:
Πωλοδαμνεῖν με κελεύεις, ὦ Σώκρατες; Οὐ μὰ Δί᾿ οὐδέν τι μᾶλλον ἢ
καὶ γεωργοὺς ἐκ παιδίων ὠνούμενον κατασκευάζειν ...
«Εσύ, Σωκράτη, με παροτρύνεις να εξημερώνω άλογα;» «Καθόλου...
όχι περισσσότερο από το να κάνεις αγρότες δούλους, που θα έχεις αγο-
ράσει».
(Xenophon, Oec. III,10,1–3)
σε μία θετική και μία αρνητική πρόταση, που είναι συνδεδεμένες με σύζευξη
(Σοφοκλής), είτε, τέλος, σε μία πρόταση που εκφράζει την προτιμώμενη και
σε μία άλλη που εκφράζει την απορριπτόμενη εκδοχή μιας συμπεριφοράς
(στα Ελληνικά του Ξενοφώντα). Τον «αρνητικό» τρόπο της χρήσης της έκ-
φρασης οὐ μᾶλλον, χαρακτηριστικό για τον Πύρρωνα, ο οποίος έτσι και αρ-
νείται και τις δύο συνδεδεμένες προτάσεις, τον έχουμε εντοπίσει, σε ένα αρ-
κετά πάντως περιορισμένο δείγμα των υπό εξέταση κειμένων, μόνο σε ένα
χωρίο του Οικονομικού του Ξενοφώντα.228
235. Για την προβληματική της διάκρισης του σημείου (σημαῖνον) από την ένδειξη (ση-
μεῖον) βλ. την Εισαγωγή και ιδιαιτέρως την υποσημ. 64.
98 Ο Πύρρων
236. Για να ερμηνευτεί το κείμενο ούτως ωστε να εκφράζει το νόημα της αναστολής της
κρίσεως (ἐπέχειν) και της εντολής να μην προσδιορίζουμε τίποτε (ἀοριστεῖν), η σύζευξη των
δύο αρνήσεων οὔτε –οὔτε θα πρέπει να εφαρμοστεί στο ζεύγος των ρημάτων λέγοντας– λέγο-
ντας, πράγμα που γίνεται φανερό από το ότι στο ελληνικό κείμενο απαντά το φαινόμενο της
έλλειψης: ο Σέξτος, μετά τη φράση οὔτε τὸ μὴ εἶναι παρέλειψε να αναφέρει το ρήμα λέγοντας.
Ως εκ τούτου, κατά την ερμηνεία μας, ο Σέξτος στο συγκεκριμένο χωρίο λέει ότι όσον αφορά
στο ερώτημα της ύπαρξης (ανυπαρξίας) του σημείου πρέπει να σιωπούμε.
237. Προκειμένου να μην καταλήξουμε στον ακαδημαϊκό δογματισμό, τον οποίο ο Σέξτος
απορρίπτει εντελώς, τη στιγμή που ο ιστορικός Πύρρων βρισκόταν πολύ κοντά του, δεν μπο-
ρούμε να μεταφράσουμε την έκφραση μετὰ ἀσφαλείας ως «με βεβαιότητα» ή «σίγουρα» αλλά
ως «με κάθε επιφύλαξη» (βλ. LSJ, s.v. ἀσφάλεια 3).
238. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. II,180,1–181,1; ό.π., Adv. math. VIII,327–328; ό.π., Pyrrh.
hyp. II,192,5–9.
239. Ό.π., III,29,1–9
240. Ό.π., III,65,1–66,1
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 99
στη χρήση του Σέξτου– χρησιμοποίησαν την εν λόγω έκφραση μόνο οι δύο
«μη φιλόσοφοι» συγγραφείς. Αυτοί ήταν ο Ηρόδοτος, που συγκρίνει τις δύο
πιθανότητες της επίθεσης του Πέρση βασιλιά,242 και ο Διογένης ο Λαέρτιος,
που δηλώνει την ίση κακία του πειράτη και του ψεύτη.243
Σχεδόν όλες οι έως τώρα παρατεθείσες εμφανείσεις του οὐ μᾶλλον στο
Σέξτο προέρχονται από το σύγγραμμά του «Η σκιαγράφηση του πυρρωνι-
σμού». Προκειμένου να ολοκληρώσουμε την επαλήθευση της υπόθεσης που
διατυπώσαμε σχετικά με το ότι ο ίδιος ο Σέξτος είναι εκείνος που αρκετά συ-
χνά αποκλίνει από εκείνη τη χρήση του οὐ μᾶλλον που ο ίδιος προσδιόρισε
ως «κανονική» στον νεοπυρρωνισμό, δεν θα παραθέσουμε από εδώ και στο
εξής τώρα ολόκληρα τα εν προκειμένω χωρία αλλά μόνο μία περιληπτική
σύνοψη με τη μορφή του παρακάτω πίνακα:
Χωρίο
Σημασία της έκφρασης
από το έργο Φιλοσοφικό περιεχόμενο
οὐ μᾶλλον
Sextus Empiricus, (όσο το δυνατόν συντομότερο)
(ή των εκδοχών της )
Adv. math.
Αν ένας ισχυρισμός αντιπαρατίθεται Ίσος βαθμός της ιδιότητας
χωρίς καμία απόδειξη σε άλλον αντίθε- (πειστικότητας) των δύο ισχυ-
VII,315 το ως προς τον πρώτο, ο δεύτερος δεν ρισμών, απ’ όπου και προκύ-
είναι περισσότερο πειστικός από τον πτει η αναστολή της κρίσεως
πρώτο. για αυτούς.
Ίσος βαθμός της ιδιότητας
Αν ένας φιλόσοφος έχει πολλούς οπα- (αξιοπιστίας) δύο φιλοσόφων,
δούς, καθόλου δεν είναι περισσότερο σχετικά με τους οποίους δεν εί-
VII,328
αξιόπιστος από κάποιον άλλον που έχει μαστε σε θέση να αποφασίσου-
ίσο με αυτόν αριθμό οπαδών. με (αναστέλλουμε την κρίση)
ποιος είναι ο καλύτερος.
Πιθανότατα, πρόκειται εδώ για
Αν η αλήθεια είναι σχετικού χαρακτή-
τη σύζευξη δύο αρνήσεων: η
ρα, τότε το ίδιο καθίσταται συγχρόνως
αλήθεια που είναι σχετικού χα-
VIII,39 αληθές και ψευδές. Τότε, όμως, δεν θα
ρακτήρα δεν μπορεί να είναι
είναι περισσότερο αληθές από ψευδές
ούτε αληθής ούτε ψευδής (μη
και ως εκ τούτου, δεν θα είναι αληθές.
νεοπυρρώνεια χρήση).
Αν θέλουμε άκριτα και χωρίς συζήτη-
ση να συναινέσουμε σε κάποιο κριτή-
ριο, κατά πόσο θα συναινέσουμε περισ- Αναστολή της συναίνεσης όσον
VIII,120 σότερο στο ένα παρά στο άλλο; Η κα- αφορά στο ένα καθώς και στο
τάσταση είναι παρόμοια με αυτήν που άλλο κριτήριο.
αναστέλλουμε τη συναίνεση εξαιτίας
κάποιας λογικής αντίφασης.
Πιθανότατα, υπογραμμίζεται
εδώ ότι αν η ρητορική επιχει-
ρηματολογεί υπέρ της αναλή-
θειας, θα επικρατήσει ο χαρα-
κτηρισμός της ως της τέχνης
που τείνει προς το απίθανο πα-
ρά προς το πιθανό. Ως εκ τού-
του, η φράση οὐ μᾶλλον εκ-
Αν η ρητορική προβάλλει επιχειρήματα φράζει εδώ άνισο βαθμό ισχύ-
για την υποστήριξη της αντίθετης πλευ- ος των δύο ιδιοτήτων της ρητο-
ράς σε μία διαμάχη, δεν θα ακολουθή- ρικής, δηλαδή δηλώνει τη σύ-
II,70,4–71, 1
σει περισσότερο αυτή την πλευρά, που γκρισή τους. Επομένως, έχουμε
είναι πιθανή, παρά αυτήν που είναι απί- να κάνουμε με τη μη «φιλοσο-
θανη. φική» χρήση της έκφρασης.
Πρβλ. τις εξής παρόμοιες χρή-
σεις της έκφρασης τις αναφερ-
θείσες στο κεφάλαιο 4.2:
Demosthenes, Contra Polyclem
[Sp.],66,1–2; Thúkydidés, Hist.
II,87,2,1–3; Sophocles, Ai. 271–
280; Xenophon, Hell. VI,3,15,4–
VI,3,16,1.
4.4 Oὐ μᾶλλον στο απόσπασμα του Αριστοκλή: Όλες οι δυνατές ερμη-
νείες φαίνεται ότι προϋποθέτουν ότι ο Πύρρων ήταν απόλυτα πε-
πεισμένος για την απροσδιόριστη φύση των πραγμάτων.
244. Με παρόμοιο τρόπο επιχειρηματολογεί και ο ίδιος ο Σέξτος (Pyrrh. hyp. I,190,1–191,1;
βλ. το κεφ. 4.1). Η ιδέα της μετάβασης από τη σύγκριση στην αναστολή της κρίσεως εκφράζε-
ται ρητά στις τρεις από τον συνολικό αριθμό των 19 «κανονικών» νεοπυρρώνειων χρήσεων
του οὐ μᾶλλον, τις οποίες βρήκαμε στο έργο του Σέξτου: (Adv. math. VII,315; VII,328; XI,173,2–
175,4 ); πρβλ. τον πίνακα χρήσεων και τη «στατιστική» αξιολόγηση, που τον ακολουθεί αμέ-
σως παρακάτω.
245. Έτσι συμβαίνει π.χ. με την πρόταση: «Δεν είμαι εκατομμυριούχος περισσότερο παρά
εξωγήινος».
246. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,5–4,1, απόσπ. 53 Caizzi. Στην εξήγηση
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 107
μηνείες του εν λόγω χωρίου, από τις οποίες την πρώτη και την τρίτη τις θεω-
ρούμε ιστορικά πιθανότερες. Στο εξής, θα γίνει σαφές ότι οι συγκεκριμένες
ερμηνείες συμβαδίζουν καλύτερα με την προτεινόμενη σημασία της έκφρα-
σης οὐ μᾶλλον ως σύζευξης δύο αρνήσεων, οι οποίες δε φέρουν μία ιδιαίτε-
ρη σημασία, προσιδιάζουσα ιδιαιτέρως στη σκέψη του Πύρρωνα (βλ. κεφ.
4.1). Η εξέταση των σημαντικότερων χωρίων από το απόσπασμα του Ευσέ-
βιου θα μας βοηθήσει, στη συνέχεια, να διευκρινίσουμε ακόμη πιο αναλυτι-
κά τον χαρακτήρα αυτής της ενέργειας της «άρνησης», ή μάλλον της «αναί-
ρεσης» οποιωνδήποτε ισχυρισμών, που είναι καθοριστικής σημασίας για τη
σωστή ερμηνεία του Πύρρωνα. Επομένως, ο Πύρρων θα παρουσιαστεί σε
εμας, και μάλιστα με τρόπο που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση, ως ο φι-
λόσοφος που υιοθέτησε μία πολύ «δογματική» φιλοσοφική θέση, και ακριβέ-
στερα μία κάποιου είδους «θετική» γνωσιολογική στάση ως προς την –κατ’
αυτόν– απροσδιόριστη και εντελώς άγνωστη φύση των πραγμάτων. Παρά
το γεγονός ότι σε παράθεση και λεπτομερή εξέταση ολόκληρου του αποσπά-
σματος του Αριστοκλή θα προβούμε στο κεφάλαιο 5 της πραγματείας μας,
θα πρέπει να παραβιάσουμε τη «φυσιολογική» ακολουθία της ερμηνείας
προκειμένου να παραθέσουμε ήδη από τώρα εκείνο το μέρος του συγκεκρι-
μένου χωρίου, στο οποίο και πληροφορούμαστε σχετικά με τον τρόπο που ο
Πύρρων στεκόταν απέναντι στα πράγματα. Το παρακάτω χωρίο βρίσκεται
ακριβώς πριν από τη σύνθετη συντακτική δομή με το οὐ μᾶλλον, με την
οποία θα ασχοληθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια:
τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα καὶ
ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε
τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν μηδὲ πιστεύειν αὐταῖς
δεῖν, ἀλλ᾿ ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ ἀκραδάντους εἶναι...
«Αυτός (δηλαδή ο Πύρρων) λέει, όπως αναφέρει εκείνος (δηλαδή ο Τί-
μων), ότι τα πράγματα είναι εξίσου δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα,
απροσδιόριστα. Γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε
αληθεύουν ούτε ψεύδονται. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τις εμπιστευόμαστε,
αλλά πρέπει να είμαστε χωρίς πεποίθηση, αμερόληπτοι και ασάλευτοι
όσον αφορά σε αυτά τα ζητήματα».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,2–5, απόσπ. 53 Caizzi)
του προβλήματος θα ακολουθήσουμε εν μέρει την ανάλυση του Brunschwig, στην οποία, όμως,
όπου χρειαστεί, θα ασκούμε και κριτική (Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenis-
tic Epistemology, σελ. 244 – 245). Το απόσπασμα του Αριστοκλή θα παρατεθεί σε ολόκληρη τη
μορφή του, μαζί με τη νεοελληνική μετάφραση και τις σχετικές ερμηνείες του, στο κεφάλαιο 5.
108 Ο Πύρρων
αυτές δεν είναι ούτε καν αναληθείς (έστω και αν φαίνονται αληθείς), δεν θα
μπορέσουμε να αποφύγουμε την πλάνη με κανέναν άλλο τρόπο παρα μόνο
αν τις απορρίψουμε εντελώς».247 Το δεύτερο επίθετο ἀκλινής, δηλαδή το να
μην κατατείνει κανείς σε καμία πλευρά ή, αλλιώς, το να είναι «αμερόλη-
πτος», δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μόνο την περαιτέρω ανάπτυξη του
προηγούμενου χαρακτηριστικού ως προς εκείνη την («τεχνική») πτυχή της
γνώσης, που η κατοπινότερη φιλοσοφία θα την ονομάσει «συναίνεση» (συ-
γκατάθεσις, λατ. assensus, βλ. το κεφ. 6.6). Όπως είχαμε εξηγήσει στο κεφ.
4.1, η ενέργεια της μη συναίνεσης στον Πύρρωνα (ἀπροσθετεῖν, μηδὲν
ὁρίζειν, βλ. κυρίως την υποσημ. 211) δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη νεοπυρ-
ρώνεια ἐποχή, η οποία και δηλώνει την αμφιβολία και τον δισταγμό του σκε-
πτικού σοφού, όταν αυτός δεν αποφασίζει σε ποια από τις δύο αντίθετες
προτάσεις πρέπει να συναινέσει. Για ποιο λόγο; Γιατί καμία από τις δύο υπό
εξέταση προτάσεις δεν διαθέτει στον Πύρρωνα την παραμικρή γνωσιολογι-
κή αρμοδιότητα. Και οι δύο προτάσεις είναι από την πλευρά της γνώσης
«άχρηστες» εξίσου και εντελώς, και αυτό γιατί το ίδιο το γνωστικό αντικεί-
μενο στο οποίο αυτές αναφέρονται βρίσκεται εκτός του χώρου του επιστη-
τού. Παρά το γεγονός ότι το τρίτο επίθετο ἀκράδαντος που μεταφράζουμε
247. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 30. Αντιθέτως, ο M. R. Stopper υπο-
θέτει ότι ο Πύρρων αναγνώριζε τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την αναλήθεια, ερμη-
νευτική άποψη που συμβαδίζει πλήρως με τη γνωσιολογική ερμηνεία, την οποία πρεσβεύει ο
συγκεκριμένος ερευνητής (βλ. το κεφ. 5.4): «Θεωρώ ότι ο Πύρρων δεν λέει εδώ ότι “οι αισθή-
σεις μας ουδέποτε αληθεύουν ούτε ψεύδονται”, αλλά ότι “οι αισθήσεις μας ούτε λένε συνεχώς
αλήθεια ούτε λένε συνεχώς ψέματα”» (Schizzi Pirroniani, σελ. 292). Παρόμοια άποψη υιοθέτη-
σε και ο T. Brennan, άλλος ένας υποστηρικτής της γνωσιολογικής ερμηνείας. Αυτός ο τελευ-
ταίος αποδεικνύει ότι η ίδια η (αρχική) δομή του χωρίου του Αριστοκλή, την οποία και ανα-
συστήνει ο ίδιος, υποστηρίζει την υπόθεση σχετικά με το ότι η λέξη ἀληθεύειν σημαίνει εδώ
«συνεχώς, αξιόπιστα λέω αλήθεια» (Pyrrho on the Criterion, σελ. 426 – 430). Ο συγκεκριμένος
ερευνητής αφιερώνει στην ανάλυση του προβλήματος αυτού ένα ολόκληρο μικρό «φιλολογι-
κό» κεφάλαιο, αναφέροντας και τις παρόμοιες χρήσεις (σημασίες) της λέξης ἀληθεύειν σε άλ-
λα συμφραζόμενα (ό.π., σελ. 430–432). Αποκλείεται, ωστόσο, να συναινέσουμε ούτε με τη
γνώμη του Stopper, ο οποίος δεν την υποστηρίζει με καμία επιχειρηματολογία, ούτε με εκείνην
που ο Brennan προσπαθεί να αποδείξει φιλολογικά. Και αυτό, γιατί και οι δύο ερμηνείες περι-
ορίζουν τη στάση του Πύρρωνα σε έναν πολύ αδύναμο, αυτοκατανόητο και «ασήμαντο» για
τον ίδιον ισχυρισμό: «Δεν είναι αλήθεια ότι οι αισθήσεις συνεχώς λένε αλήθεια, αλλά ούτε ότι
ο νους λέει συνεχώς αλήθεια. Κάποτε αληθεύει ο νους και ψεύδονται οι αισθήσεις, κάποτε,
όμως, το αντίθετο συμβαίνει». Σχεδόν όλα όσα έχουμε μάθει έως τώρα, για την ακραία και
σκανδαλιστική προσωπικότητα του Πύρρωνα, έρχονται σε σφοδρή αντίφαση με το να εκφρά-
ζει αυτός ακριβώς ο φιλόσοφος τέτοιου είδους απλοϊκές και αφελείς απόψεις. Για να αποδο-
θούν στον Πύρρωνα τόσο απίθανες και προβληματικές προτασιακές διαθέσεις, δεν αρκεί
απλά και μόνο το να παραθέσει κανείς τις παρόμοιες χρήσεις του ρήματος ἀληθεύειν σε άλλα
χωρία της ελληνικής γραμματείας, όπως το κάνει ο T. Brennan. Περαιτέρω εύλογα επιχειρήμα-
τα εναντίον του M. R. Stopper και του T. Brennan αναφέρει ο S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Undeci-
dable Nature, σελ. 272–273).
110 Ο Πύρρων
248. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 30.
249. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1–3
250. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,5–4,1, zl. 53 Caizzi.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 111
από δεν είναι (Α1), ή ότι δεν είναι και δεν είναι περισσότερο από ούτε
είναι ούτε δεν είναι (Α2)». 251
251. Τον αρχαιοελληνικό σύνθετο αρνητικό σύνδεσμο οὔτε… οὔτε, που ενίοτε λέγεται και
«διπλή άρνηση», τον αποκαλούμε στο βιβλίο μας πιο ρητά και κατάλληλα «σύζευξη των δύο
αρνήσεων» (βλ. την υποσημ. 252). Το αρχαίο οὔτε… οὔτε μεταφράζουμε με το αντίστοιχο νε-
οελληνικό «ούτε… ούτε…», δηλαδή με τον σύνδεσμο που (αντίθετα π.χ. με το ανάλογο σλο-
βακικό «ani… ani…») δεν χρειάζεται πλέον καμία άλλη (πρόσθετη) άρνηση, γεγονός που κά-
νει τη νεοελληνική μετάφραση πολύ πιο απλή.
112 Ο Πύρρων
εναλλακτικούς τρόπους: ότι δεν ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι δεν ισχύ-
ει ότι δεν είναι, ή (κατά το δεύτερο τρόπο) ότι δεν ισχύει ότι και είναι
και δεν είναι, καθώς και ότι δεν ισχύει ότι ούτε είναι, ούτε δεν είναι».
252. Αυτός ο σύνθετος λογικός σύνδεσμος που εκφράζει τη σύζευξη των δύο αρνήσεων
(«ούτε... ούτε...») αποκαλείται συνήθως στη λογική ορολογία «αντιδιάζευξη» («antidisjunction»
στα αγγλικά) και σημειώνεται με το σύμβολο /\/\. Η ονομασία αυτή προέρχεται προφανώς από
το γεγονός ότι η σημασιολογική δύναμη που φέρει ο σύνδεσμος μπορεί να εκφραστεί και με
άλλους συνδέσμους, για την ακρίβεια, με την άρνηση και τη διάζευξη – non (p\/q). Σημειώνου-
με ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με τον ίσως πιο άγνωστο λογικό σύνδεσμο, η χρήση του οποίου
είναι αρκετά περιορισμένη.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 113
253. Αυτή την τεράστια προσπάθεια του Πύρρωνα να απορρίψει κάθε ανθρώπινη απόπει-
ρα γνώσης την είχαμε εξετάσει λεπτομερώς στο τέλος του κεφ. 4.1. Αξίζει να σημειώσουμε ότι
την εν λόγω καθολική απόρριψη της γνώσης την υποστηρίζουν στον Πύρρωνα και οι εξής
δύο μαρτυρίες από τον Διογένη και τον Ιππολύτο: Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,9–10, απόσπ.
1A Caizzi: ...μηδὲν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ («τίποτε δεν είναι κατά την αλήθεια [στην πραγματικότη-
τα]»); Hippolytus, Philos. 1, 23, απόσπ. 82 Caizzi: οὐδὲν γὰρ εἶναι οὔτε τῶν νοητῶν οὔτε τῶν
αἰσθητῶν ἀληθές («γιατί τίποτε δεν είναι αληθές, ούτε από τα πράγματα τα αντιληπτά με νόη-
ση, ούτε από τα πράγματα τα αντιληπτά από τις αισθήσεις». Και στις δύο μαρτυρίες, όμως,
την έκφραση «αληθές» πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως «γνωσιολογικά αρμόδιο».
114 Ο Πύρρων
254. Τη νεοπυρρώνεια πρακτική της εξαγωγής της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή) από τις
αντιθέσεις στον χώρο των φαινομένων την παρουσιάζει με ενδεικτικό τρόπο η νεοπυρρώνεια
θεωρία των τρόπων (βλ. Εισαγωγή). Αν, συνεπώς, ο Πύρρων κατέληγε στις ακραίες του αγνω-
στικιστικές του στάσεις επί τη βάσει της παρατήρησης των αντιθέσεων στα φαινόμενα, το φι-
λοσοφικό σύστημά του θα έπρεπε να υποφέρει από την εξής λογική ανακολουθία – τόσο οι
αισθήσεις (δηλαδή όλα τα φαινόμενα τα οποία και έπρεπε να υπόκεινται ως βάση του υποτι-
θέμενου φαινομεναλισμού του Πύρρωνα) όσο και η νόησή μας δεν αξίζουν κατά τον Πύρρω-
να καμία γνωσιολογική εμπιστοσύνη. Ως εκ τούτου, δεν στέκει και αντιβαίνει εντελώς στις
ιστορικές πηγές η προσπάθεια του Svavarsson, ο οποίος θέλει να αποδώσει την εν λόγω νεο-
πυρρώνεια πρακτική στον ιστορικό Πύρρωνα τον Ηλείο (για τις λεπτομέρειες βλ. την υποσημ.
368). Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Svavarsson, παραδόξως, στην κριτική του βιβλί-
ου του Bett, αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας, ο κατά τα άλλα ενθουσιώδης υποστηρικτής της
διάκρισης του Πύρρωνα από τον νεοπυρρωνισμό, υποπίπτει και ο ίδιος ενίοτε στις νεοπυρρώ-
νειες ερμηνευτικές πρακτικές (Svavarsson, S., H.: [review]: Bett, R., Pyrrho, His Antecedents, and
His Legacy, σελ. 3 – 4).
255. Π.χ. σε ένα χωρίο από το έργο του Σέξτου Εμπειρικού (Adv. math. XI, 20, απόσπ. 60
Caizzi) ο Τίμων λέει για τον Πύρρωνα ότι είχε ως ορθό κριτήριο τον λόγο της αλήθειας (μῦθον
ἀληθείης ὀρθὸν ἔχων κανόνα) και αμέσως παρακάτω αποδίδει στον δάσκαλό του τον ισχυρι-
σμό ότι η φύση του θείου και του καλού πάντοτε υπόκειται ως βάση της πιο δίκαιης ζωής του
άνδρα (ὡς ἡ τοῦ θείου τε φύσις καὶ τἀγαθοῦ αἰεὶ // ἐξ ὧν ἰσότατος γίνεται ἀνδρί βίος). Καθί-
σταται πολύ πιθανό ότι ο Πύρρων με τις απαντήσεις του στα τρία ερωτήματα της ευδαίμονος
ζωής θέλει ακριβώς να μας κάνει συμμέτοχους σε τουλάχιστον ένα μέρος από τη θεία του φύ-
ση (ἡ τοῦ θείου φύσις), η οποία επηρεάζει τόσο καθοριστικά τη ζωή του ανθρώπου. Αξίζει να
σημειωθεί ότι εντελώς λανθασμένα, κατά τη γνώμη μας, ερμηνεύει το τελευταίο παρατεθέν
χωρίο ο Svavarsson, ο οποίος αντιλαμβάνεται το νόημα του κειμένου ως την έκφραση μιας
ψευδαίσθησης, την οποία ο Πύρρων διατυπώνει συνειδητά (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ. 250
ff.; λεπτομερώς Stough, Ch., L.: Greek Skepticism, σελ. 26· μία εύλογη λύση του προβλήμματος
προτείνει ο M. F. Burnyeat – Tranquility without a stop: Timon, frag. 68, σελ. 88 – 89). Στη γνώμη
του Svavarsson αντιβαίνει καταρχήν το γεγονός ότι η λέξη μῦθος μέσα στο επικό έργο του Τί-
μωνα δεν πρέπει να έχει κάποια σημασία αντίθετη με τη λέξη λόγος , και στη συνέχεια αντι-
βαίνει και το ότι η υπό συζήτηση ερμηνεία του Svavarsson έρχεται σε σύγκρουση με τα άλλα
χωρία, όπου ο Τίμων αποδίδει στον Πύρρωνα τον θεϊκό χαρακτήρα επειδή αυτός απελευθε-
ρώθηκε πλήρως από τη δουλεία στις πεποιθήσεις του όχλου (Diogenes Laertius, Vitae, IX,65,1–3),
υπογραμμίζοντας τον θείο τρόπο της ζωής του, η οποία μοιάζει έτσι με εκείνη του θεού του
Ήλιου (Sextus Empiricus, Adv. math. I,305,1–5, fr. 61 D Caizzi). Για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι
απέναντι στον S. H. Svavarsson, ας παρατεθεί η αγγλική μετάφραση του χωρίου που προτείνει
ο συγκεκριμένος ερευνητής: “Having a correct yardstick of truth, I will relate a fiction, as it evi-
dently is to me, that the nature of the divine and the good [exists] forever, and from these life becomes
most equable for man.” (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ. 250).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 115
256. Δεν γνωρίζουμε αν ο Πύρρων (και αν πράγματι αυτός υπήρξε ο συγγραφέας του κει-
μένου) είχε τέτοια γνώση της λογικής, ώστε να συνειδητοποιήσει, από λογικής απόψεως, ότι η
παράβαση του νόμου της μη αντίφασης καθιστά κάθε γνώση αδύνατη. Στο σύστημα της τυπι-
κής λογικής από τη λογική αντίφαση p /\ non p εξάγεται οποιαδήποτε άλλη πρόταση.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 117
σής της, αντιβαίνει το γεγονός ότι στα μέρη Β2 και Β3 ο συγγραφέας δέχεται
ότι για κάθε πράγμα μπορούμε να διατυπώσουμε μία ή και δύο (στη περί-
πτωση που τα μέρη Β2 και Β3 συνδέονται με χαλαρή διάζευξη) προτάσεις,
έστω και αν εμπεριέχονται σοβαρές λογικές αντιφάσεις στις ίδιες προτάσεις.
Ο Brunschwig προβάλλει σχετικά και την αντίρρηση ότι κάποιο πρόβλημα
στην εν λόγω ερμηνεία του οὐ μᾶλλον προκύπτει από το γεγονός ότι ο Πύρ-
ρων τονίζει ιδιαιτέρως στο τέλος του αποσπάσματος του Αριστοκλή τη στά-
ση της σιωπής (ἀφασία), η οποία και προηγείται της ασυγκινησίας (ἀτα-
ραξία) που ακολουθεί, πάλι, όσους τηρούν τη γνωσιολογική στάση τη συνδε-
δεμένη με το οὐ μᾶλλον απέναντι στα πραγματα του κόσμου.257 Σύμφωνα με
τη γνώμη του συγκεκριμένου μελετητή, είναι η ίδια η στάση της σιωπής
(ἀφασία) που αποκλείει το να διατυπώνουμε τέτοιου είδους αντιφατικές συ-
ζεύξεις, όπως αυτές που απαντούν στα μέρη Β2 και Β3, και για τον λόγο αυ-
τό, αποκλείεται ακόμα περισσότερο (κατά μείζονα λόγο) η διατύπωση των
απομονωμένων συστατικών στοιχείων τους, δηλαδή των εν μέρει «απλών»
προτάσεων που συνδέονται με τις συζεύξεις.258
Σε ό,τι αφορά την πρώτη αναφερθείσα αντίρρηση, ο χαρακτήρας της φαί-
νεται να είναι γενικότερος, διότι αφορά ακόμα και την ερμηνευτική εκδοχή
Α. Σε αυτήν, όμως, κατ’ αντιδιαστολή προς την ερμηνεία Β, δεν συνδέονται
με το διαζευκτικό σύνδεσμο (ἤ) και οι τρεις, παρά μόνο οι δύο δυνατότητες
εκείνων που μπορούμε να λέμε για τα πράγματα. Ως εκ τούτου, θα υπόκειντο
και τα δύο μέρη Β2 και Β3 σε (αυτο)αναίρεση, στη διαδικασία, δηλαδή, η
οποία καταργεί κάθε γνωσιολογική αρμοδιότητα οποιασδήποτε προτάσης
και δηλώνεται από το μέρος Β1 και ίσως και από τα ίδια τα μέρη Β2 και Β3
(βλ. την υποσημείωση 256). Τη λύση αυτού του σοβαρού προβλήματος την
έχουμε ήδη σκιαγραφήσει σχετικά με την εξήγηση της ερμηνείας Α. Εκεί, επί
τη βάσει των αρχαίων πηγών, είχαμε αποδείξει ότι ο Πύρρων αντιλαμβανό-
ταν τον ισχυρισμό του σχετικά με το τι μπορούμε να λέμε για τα πράγματα
(ακριβέστερα, δύο [ερμηνεία Α] ή τρεις προτάσεις [ερμηνεία Β]) ως σωζόμε-
νο από τη σφαίρα της πεποίθησης (δόξα) και, αντιθέτως με αυτήν, ως κάτι
που θα πρέπει να ανήκει στη σφαίρα μάλλον της υπεράνθρωπης σοφίας του
θείου, στοιχείου που το εξυμνεί στην περιγραφή της εξαιρετικής προσωπικό-
τητας του Πύρρωνα ο μαθητής του Τίμων. Έτσι, το κύρος του πρώτου αντε-
πιχειρήματος κατά της ερμηνείας Β έχει μειωθεί σημαντικά. Εναντίον της
δεύτερης αντίρρησης του Brunschwig φαίνεται κατάλληλο να αναφερθεί το
257. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,4, απόσπ. 53 Caizzi: …διακειμένοις οὕτω
περιέσεσθαι Τίμων φησὶ πρῶτον μὲν ἀφασίαν, ἔπειτα δ᾿ ἀταραξίαν...
258. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 245.
118 Ο Πύρρων
επιχείρημα του R. Bett, ο οποίος θεωρεί ότι η έκφραση ἀφασία στο κείμενο
του Αριστοκλή δεν δηλώνει την πραγματική σιωπή της ανθρώπινης ομιλίας,
αλλά μάλλον τον θαυμασμό ή τον διανοητικό «ίλιγγο», 259 από τον οποίο
υποφέρει ο άνθρωπος μέχρι και την ώρα που θα συνηθίσει στην καινούργια
και καταπληκτική γνωσιολογική στάση.260 Η λύση του R. Bett υποστηρίζει
και τη δική μας υπόθεση για τη θεία προέλευση των εκφορών του Πύρρωνα.
Και αυτό, γιατί ο «θαυμασμός» και ο «διανοητικός ίλιγγος», για τους οποί-
ους κάνει λόγο ο R. Bett, πολύ εύλογα μπορεί να ερμηνευτούν, υπό το πρίσμα
της αρχαίας θρησκείας, ως ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση που εμπνέεται
στον άνθρωπο από την υπεράνθρωπη σοφία του θείου και που στη φιλοσο-
φία του Πύρρωνα δηλώνεται επακριβώς με τη σύνθετη συντακτική δομή του
οὐ μᾶλλον. Η συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση υπήρξε, κατά πάσα πι-
θανότητα, κάτι πολύ γνωστό και σύνηθες στον αρχαίο άνθρωπο, επειδή σί-
γουρα του θύμιζε την κατανυκτική ατμόσφαιρα και τη σιγή ευλάβειας που,
όπως είναι γνωστό, αναπόφευκτα έπρεπε να συνοδεύουν κάθε τέλεση θυσί-
ας στην αρχαιότητα.261 Οι σύγχρονοι του Πύρρωνα έπρεπε σχεδόν καθημε-
ρινά να βίωναν τέτοιου είδους ψυχικές διαθέσεις όχι μόνο στην ιδιωτική αλ-
λά κυρίως στη δημόσια ζωή τους. Επομένως, υπό το πρίσμα των πολιτισμι-
κών αυτών διευκρινίσεων η αντίρρηση του Brunschwig –η δεύτερη αναφερ-
θείσα– χάνει ακόμη περισσότερο την ισχύ της.
***
259. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 38, υποσημ. 46. Ο ερευνητής αυτός
παραπέμπει τον αναγνώστη σε άλλες παρόμοιες χρήσεις της λέξης ἀφασία στα μη φιλοσοφικά
κείμενα, όπου η λέξη φέρει την σημασία “speechlessnes caused by fear or perplexity”, όπως μα-
θαίνουμε στο οικείο λήμμα του LSJ (s.v. ἀφασία): Euripides, Hel. 549; Ο.π., Iph. Aul. 837; Aristo-
phanes, Eccl. 904; Plato, Leg. 636e5; Ό.π., Philb. 21d4.
260. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 38
261. Πρβλ. την αρχή του Γ´ βιβλίου των Ωδών του Ορατίου, το οποίο αφιερώνεται στην
ηθική και τη θρησκευτική αναγέννηση του ρωμαϊκού λαού και όπου ο ποιητής, εμφανιζόμε-
νος ως ιερέας των Μουσών, απευθύνεται στη ρωμαϊκή νεολαία με τα εξής λόγια: favete linguis
(Horatius, Carm. III, 1–4; gr. εὐφημεῖτε «σιωπάτε με ευλάβεια»; πρβλ. και την λέξη θάμβος «φό-
βος», «κατάνυξη»), λόγια, τα οποία εκφωνούσε ο Ρωμαίος ραβδούχος (λατ. lictor) στην αρχή
της τέλεσης της θυσίας. Τα συμπεράσματα της μελέτης του U. Wollner, τα οποία τεκμηριώνουν
με θελκτικό τρόπο πολύ στενές σχέσεις και αμοιβαίες εμπνεύσεις μεταξύ της θρησκευτικής
σκέψης της τότε εποχής και ακόμη και του «αθεϊστικού» ρωμαϊκού επικουρισμού, εκ νέου και
επανειλημμένα μας διαβεβαιώνουν ότι στον αρχαίο κόσμο οι σφαίρες του κοσμικού και του
ιερού δεν ήταν ποτέ χωρισμένες (Lucretius a problematika religio, σελ. 25).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 119
262. Ο M. R. Stopper ανατρέπει με εμβριθή τρόπο την άποψη ότι πρόκειται εδώ για κά-
ποιους Μεγαρίτες δασκάλους του Πύρρωνα (βλ. το κεφ. 3.2). Ο συγκεκριμένος ερευνητής κα-
ταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι εντελώς αδύνατη για εμάς η ιστορικη-φιλοσοφική ταύτιση
των αντιπάλων του Αριστοτέλη στο Δ´ βιβλίο των Μετά τα Φυσικά (Schizzi Pirroniani, σελ. 266
– 268).
263. Ο P. De Lacy επιχειρηματολογεί εν προκειμένω ότι ο Αλέξανδρος, σε αντιδιαστολή με
τον Αριστοτέλη, συνηθίζει να χρησιμοποιεί τον σύνδεσμο αυτό με άρθρο. (De Lacy, P.: Oὐ
μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 64). Τη μελέτη του De Lacy την χρησιμο-
ποίησαμε, όπως και θα γίνει σαφές στο παρόν κεφάλαιο, ως κατάλληλο σημείο εκκίνησης για
την κριτική ανασύσταση της (αρνητικής) άποψης, που υιοθέτησε ο Αριστοτέλης απέναντι στη
χρήση του οὐ μᾶλλον, (ό.π. σσ. 61 – 64).
120 Ο Πύρρων
264. Για την έρευνα των χωρίων της περιπατητικής γραμματείας, στα οποία απαντά η έκ-
φραση μᾶλλον/ἧττον ἤ, καθίσταται σημαντικό και το αναφερθέν άρθρο της I. Sluiter (βλ. την
υποσημ. 196). Η μελετήτρια αυτή εξετάζει λεπτομερώς τη χρήση της συγκεκριμένης έκφρασης
στα Τοπικά, καθώς και στο έργο του Θεόφραστου (Sluiter, I.: On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Pro-
positions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ, σελ. 51 – 54). Ο V. Marko πάλι ασχολείται με την εν προ-
κειμένω προβληματική στο πλαίσιο της λογικής ανάλυσης της περίφημης περίπτωσης της ναυ-
μαχίας από το 9ο κεφ. του Περί Ερμηνείας (Marko, V.: Vreme, objašnjenie, modalnost, σσ. 191 –
270).
265. Αριστοτέλης, ΜτΦ, Κ,1062a,31–1062b,2.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 121
266. Βλ. το κεφ. 4.1 και την υποσημ. 206. Πρβλ. επίσης το χωρίο Αριστοτέλης, ΜτΦ.
1012a24–28, όπου, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά και κατηγορηματικά το οὐ μᾶλλον, ο
Αριστοτέλης υποδηλώνει ότι είναι πιθανό να εξαγάγει κανείς από τη φιλοσοφική θέση του
Αναξαγόρα –και κατ’ αντιδιαστολή προς εκείνην του Ηράκλειτου– την άρνηση της οιασδή-
ποτε πρότασης (άρα και λογικά αντιφατικής) για τα πράγματα του κόσμου. Σημειώνουμε ότι
πρόκειται εδώ για τη σημασία, με την οποία χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης την έκφραση οὐ
μᾶλλον στο πρώτο παρατεθέν χωρίο των Μετά τα Φυσικά (Αριστοτέλης, ΜτΦ. Κ,1062b,1–7).
122 Ο Πύρρων
Γίνεται φανερό και στα δύο αυτά χωρία ότι η όποια φιλοσοφική θέση είναι
συνδεδεμένη –είτε ρητά (το δεύτερο απόσπασμα) είτε υπαινικτικά (το πρώτο
απόσπασμα)267– με το οὐ μᾶλλον επιφέρει, κατά τον Σταγειρίτη, την αδυνα-
μία της γνώσης της εσωτερικής φύσης των πραγμάτων και, κατά συνέπεια,
την αδυναμία παραγωγής αποτελεσματικών και «λογικών» αποφάσεων στην
πρακτική ζωή. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο κάθε άνθρωπος κάτι αποφεύγει
και κάτι επιδιώκει στη ζωή του (τὰ μὲν εὐλαβούμενος τὰ δ᾿ οὐ), απ’ όπου γί-
νεται σαφές ότι όλοι οι άνθρωποι υιοθετούν εν προκειμένω μία αναμφίβολη
στάση (ὑπολαμβάνουσιν ἔχειν ἁπλῶς) – αν όχι σχετικά με όλα τα πράγματα
της ζωής, τουλάχιστον σχετικά με εκείνα, τα οποία αξιολογούνται από αυ-
τούς ως «καλύτερα» ή ως «χειρότερα».268 Ο μεγάλος σχολιαστής του Αρι-
στοτέλη, Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, σχολιάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο
των Μετά τα Φυφικά, κάνει και πάλι269 λόγο για το πρόβλημα της ασυμβα-
τότητας του οὐ μᾶλλον με την καθημερινή ζωή του ανθρώπου:270
πάντας φησὶ καὶ τοὺς λέγοντας ἐπὶ παντὸς τὸ οὐδὲν μᾶλλον καὶ συνα-
ληθεύειν τιθεμένους τὴν ἀντίφασιν ἐν ταῖς ὑπολήψεσιν ἔχειν ἁπλῶς, εἰ
καὶ μὴ περὶ πάντα, ἀλλὰ περὶ τὰ βελτίω καὶ χείρω καὶ συμφέροντα καὶ
ἀσύμφορα καὶ ὅλως τὰ πρακτά.
«Λέει <ο Αριστοτέλης> ότι και αυτοί, οι οποίοι εκφέρουν σε σχέση με
όλα τα πράγματα τη φράση οὐδὲν μᾶλλον και ισχυρίζονται ότι και οι
δύο αντιφάσεις αληθεύουν, ότι ακόμη και αυτοί υιοθετούν μία στάση
απλή και μονοσήμαντη, αν και όχι σε όλα, σίγουρα τουλάχιστον όσον
αφορά τα πράγματα που αξιολογούνται ως καλύτερα και χειρότερα,
267. Ρητά συνδέει το παράδειγμα το σχετικό με το άλμα μέσα στο πηγάδι (ή χαράδρα) με
την έκφραση οὐ μᾶλλον μόνον ο μεταγενέστερος σχολιαστής του Αριστοτέλη, Αλέξανδρος ο
Αφροδισιεύς: η (φιλοσοφική) στάση που εμπεριέχει την άποψη ότι το να μην πηδήσουμε είναι
κάτι καλό, ενώ το να πηδήσουμε είναι κάτι κακό και ότι οι δύο περιπτώσεις δεν είναι καθόλου
ισοδύναμες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις τους στην πρακτική ζωή, «ανασκευά-
ζει τη θέση ότι το πράγμα δεν έχει έτσι περισσότερο από όχι έτσι» (…ἥ τις ὑπόληψις ἀναιρεῖ
τὸ οὐδὲν μᾶλλον οὕτως ἢ οὐχ οὕτως ἔχειν τὸ πρᾶγμα; βλ. Alexander Aphrodisiensis, In Arist.
Met. 299,9–299,15).
268. Αριστοτέλης, ΜτΦ, Ε,1008b,24–1008b,27.
269. Βλ. την υποσημ. 267.
270. Αντιθέτως, πιο αποδεκτή θα ήταν για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφική θέση η συνδεδε-
μένη με την έκφραση μᾶλλον καὶ ἧττον (βλ. Αριστοτέλης, ΜτΦ. Ε,1008b,32–1008b,33). Η συ-
γκεκριμένη προβληματική δεν αποτελεί, ωστόσο, αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Για μία
σύντομη παρατήρηση σχετικά με την προβληματική του μᾶλλον/ἧττον ἤ στη φιλοσοφία
των στωικών, δες στο τέλος του κεφ. 6.6.
124 Ο Πύρρων
Μετά τη διερεύνηση του τρόπου χρήσης της έκφρασης οὐ μᾶλλον στα Μετά
τα Φυσικά του Αριστοτέλη, θα προβούμε στην εξήγηση και κριτική αξιολό-
γηση της προαναφερθείσας υπόθεσής μας ότι ο Πύρρων είχε επηρεαστεί από
τις ιδέες του Σταγειρίτη. Επισημαίνουμε εδώ ότι το ερώτημα της αλληλεπί-
δρασης του Πύρρωνα και του Αριστοτέλη αποτελεί ιστορικό θέμα συζητη-
μένο εν εκτάσει από διάφορους ερευνητές και που δεν έχει διευθετηθεί ικα-
νοποιητικά μέχρι στιγμής. Από το πλήθος διάφορων ερμηνευτικών προτάσε-
ων,271 θα παρουσιάσουμε και θα αξιολογήσουμε κριτικά μόνο τη λύση του
Brunschwig. Κατά την άποψη του παραπάνω μελετητή, ο Πύρρων ήθελε με
τη διατύπωση της έκφρασης οὐ μᾶλλον, η οποία και ενδέχεται να δηλώνει
στη φιλοσοφία του και την απόρριψη του νόμου της μη αντίφασης (ακριβέ-
στερα, κατά την ερμηνεία Β), να αποδείξει στον Αριστοτέλη ότι ο ίδιος κα-
272. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244.
273. Την έκφραση οὐθὲν γὰρ λέγει δεν μπορούμε να την μεταφράσουμε ως «γιατί τίποτε
δεν λέει». Τα ίδια τα συμφραζόμενα του χωρίου επαληθεύουν την αυθεντία του LSJ (s. v. λέγω
III,6), όπου αναφέρεται ότι η φράση οὐδέν λέγω σημαίνει «λέω ανοησίες».
274. Το αντικείμενο, για το οποίο κάνει λόγο ο αρνητής του νόμου της μη αντίφασης, έχει
παραλειφθεί στο αρχαίο κείμενο. Επομένως, μπορούμε είτε να μην το εκφράσουμε ούτε στη
μετάφραση είτε να συμπληρώσουμε στο κείμενο αόριστες εκφράσεις, όπως «πράγμα» ή «κά-
τι».
275. Από το επόμενο μέρος της πρότασης και μετά γίνεται φανερό ότι η άρνηση αναφέρε-
ται μόνο στον ισχυρισμό Δ2, που αποτελείται από τη σύζευξη των δύο αντιφατικών προτάσε-
ων. Σε αυτές πρέπει να αναφέρεται και η έκφραση ταῦτα ἄμφω του αρχαίου κειμένου.
276. Τίποτε στο αρχαίο κείμενο δεν αντιστοιχεί στην έκφραση «λέγοντας». Οι «πλατειά-
ζουσες» μεταφράσεις που προτείνουμε βασίζονται στα ευρύτερα συμφραζόμενα των χωρίων
του Αριστοτέλη, το ύφος του οποίου χαρακτηρίζεται συνήθως ως επιστημονικό, λιτό, κάποτε
ακόμη και ως «ξερό».
126 Ο Πύρρων
277. Την εν λόγω μετάφραση του Brunschwig θα την βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης
στο εξής έργο του ερευνητή: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 245.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 127
τοποθέτηση του εν λόγω αρνητικού στοιχείου: “For he says neither ‘yes’ nor
‘no’ ”. Εντελώς παρόμοιο νόημα δίνει και η γερμανική μετάφραση του H.
Bonitz: “…er sagt weder, dass sich etwas so, noch, dass es sich nicht so verhalte”,
ενώ από την τσεχική δεν καθίσταται σαφές το ποια από τις δύο ερμηνευτικές
εκδοχές προτιμά ο μεταφραστης A. Kříž: “Nepraví totiž, že je tomu tak a tak,
ani, že tomu tak a tak není ”.278
Από την παραπάνω παρέκβαση στον Αριστοτέλη καθίσται πιθανό ότι ο
Πύρρων επηρεάστηκε στη διατύπωση των ιδεών του από τις σκέψεις που ο
Αριστοτέλης είχε καταγράψει στα Μετά τα Φυσικά του. Ωστόσο, δεν μπο-
ρούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι απαραίτητη προυπόθεση της ιστορικής
αλήθειας των παρατεθεισών υποθέσεων αποτελεί τόσο η ιστορική επαφή του
Πύρρωνα με το έργο του Αριστοτέλη όσο και η ιστορική ορθότητα της ερμη-
νείας Β. Άλλωστε, μόνο προς το τέλος του κεφ. 4.4 θα γίνει σαφές το ποια
πλεονεκτήματα διαθέτει η ερμηνεία Γ συγκριτικά με την ερμηνεία Β.
278. Βλ.: Aristotle, Metaphysics, σελ. 179; Aristoteles, Metaphysik Bücher I (A) – VI (E), σελ.
151; Aristoteles, Metafysika, σελ. 110.
279. Γνωστός αρχαίος ρήτορας που έζησε στο μεταίχμιο του 1ου και του 2ου μ.Χ. αι. και
εξεδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πυρρωνισμό και τη Νέα Ακαδημία.
128 Ο Πύρρων
όποιος δεν εκφέρει τις κρίσεις του χωρίς φειδώ, θα πρέπει να χρησιμο-
ποιεί τα ίδια λόγια, που, όπως λένε, χρησιμοποίησε ο δημιουργός αυτής
της φιλοσοφίας Πύρρων: αυτό το πράγμα δεν είναι κατά τέτοιο τρόπο
περισσότερο από κατά εκείνον τον τρόπο ή δεν είναι ούτε κατά τέτοιο
τρόπο ούτε κατά εκείνον τον τρόπο. Και αυτό γιατί αυτοί (δηλαδή οι
σκεπτικοί) πρεσβεύουν ότι τα κριτήρια και οι αληθινές ιδιότητες του
όποιου πράγματος δεν γνωρίζονται με τον νου, ούτε γίνονται αντιλη-
πτά με τις αισθήσεις, πράγμα που προσπαθούν να το διδάξουν και να
το καταδείξουν με πολλούς τρόπους».
(Favorinus apud Gellium, Noctes Att. XI,5,3,1–5,1, απόσπ. 56 Caizzi).
***
Τέλος, μπορούμε εδώ να επανέλθουμε στην τρίτη μεταφραστική-ερμηνευτική
εκδοχή του κειμένου του Πύρρωνα, την οποία και ονομάσαμε ερμηνεία Γ.
Κατά την ερμηνεία μας, θα πρέπει να λάβουμε επιπλέον υπόψη μας –όπως
εξάλλου είχαμε ήδη επισημάνει– και το ότι η αρχαιοελληνική λέξη ἤ, σύμφω-
να με τη δεύτερη και την τρίτη της χρήση στο κείμενο, χρησιμοποιείται με τη
σημασία της σύγκρισης «από», «παρά», καθώς και το ότι πριν από καθεμία
από τις δύο χρήσεις απαντά το φαινόμενο της έλλειψης, παράλειψης δηλαδή
της έκφρασης «για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο... »
(περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν), η οποία βρίσκεται στην
αρχή της όλης πρότασης. Επίσης, θα πρέπει να υποθέσουμε και το ότι οι με
τον παραπάνω τρόπο ανασυστημένες τρεις προτάσεις, Γ1, Γ2 και Γ3, οι οποί-
ες και έχουν ως σημασιολογικό κέντρο τους τον συνδυασμό οὐ μᾶλλον… ἤ,
συνδέονται με το αποκαλούμενο «ασύνδετο». Αυτό αποτελεί σχήμα λόγου,
κατά το οποίο παραθέτουμε περισσότερα του ενός (δύο, συχνότερα τρία ή
περισσότερα) όμοια μέλη του ελληνικού ή του λατινικού κειμένου (λέξεις,
προτάσεις), χωρίς να βάζουμε συνδέσμους μεταξύ τους. Πρόκειται για εκ-
φραστικό τρόπο, ο οποίος ισοδυναμεί, από λογικής απόψεως, με πολλαπλή
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 131
283. Τα μέλη της σειράς που αποτελείται από περισσότερα από δύο στοιχεία (επίθετα, κα-
τηγορούμενα, προτάσεις κ.λπ.) συνδέονται στην αρχαία ελληνική είτε με το πολυσύνδετο (κα-
τα κανόνα πρόκειται για την επανάληψη του συνδέσμου καί; Smyth, H., W.: Greek Grammar, §
3043) είτε με το ασύνδετο (ό.π., § 1033; § 2165 – 2167; § 3016). Ο Smyth ορίζει το ασύνδετο ως
εξής: «οι δύο ή περισσότερες από δύο προτάσεις (λέξεις), ανεξάρτητες ως προς τη μορφή και
το εννοιολογικό περιεχόμενο, παρατεθείσες ωστόσο η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς να χρησιμο-
ποιούνται σύνδεσμοι ανάμεσά τους, ονομάζονται ασύνδετες… και το σχετικό φαινόμενο ανυ-
παρξίας συνδέσμων σε πρόταση αποκαλείται «ασύνδετο» (ό.π., σελ. 484 [§ 2165]). Την ύπαρξη
του ασύνδετου στο κείμενο του Πύρρωνα την υποστηρίζουν και τα εξής σημεία: 1. Τρεις φο-
ρές χρησιμοποιείται στο κείμενο η συγκριτική λεξούλα ἤ, εκφραστικός τρόπος που δηλώνει
επανάληψη (η “anaphora” όπως την αποκαλεί ο Smith) και που είναι ενδεικτικός του ασύνδε-
του (ό.π., § 2167c), 2. Ο Πύρρων με το ασύνδετό του πιθανόν να προσπαθεί να εκφράσει τη
συναισθηματική συγκίνηση, τη ζωντάνια και την έντονη εντύπωση που ασκεί στον άνθρωπο
το γεγονός της αποκάλυψης της «ανώτερης» αλήθειας (πρβλ. το λεγόμενο ρητορικό ασύνδε-
το; ό.π. § 2165a), 3. Με το παραπάνω στοιχείο επανάληψης (“anaphora” του Smith) το συναι-
σθηματικό περιεχόμενο του κειμένου γίνεται ακόμη πιο έντονο (ibidem, § 2166). Συμπληρώ-
νουμε επίσης ότι η αναφερθείσα συναισθηματική συγκίνηση ταυτίζεται πιθανότατα με τον δι-
ανοητικό ίλιγγο, ο οποίος και έχει στον Πύρρωνα πολύ έντονη θρησκευτική απόχρωση και
σχετίζεται με την απόκτηση της ανώτερης γνώσης του θείου.
132 Ο Πύρρων
Η μεν πρώτη εκδοχή είναι ίσως πιο απλή και δεν δυσκολεύει την κατανόηση
του κειμένου με τη σύνθετη συντακτική δομή της πρότασης, η δε δεύτερη εί-
ναι πιο κατηγορηματική και καταλληλότερη ίσως για τον αναγνώστη που δι-
αθέτει αναλυτική σκέψη και ερευνητικό νου. Εντούτοις, ας εστιάσουμε την
προσοχή μας στο ερώτημα του φιλοσοφικού νοήματος της ερμηνείας Γ του
κειμένου του Πύρρωνα.
Τη συγκεκριμένη μεταφραστική-ερμηνευτική εκδοχή την ονομάζουμε και
γνωσιολογική κατ’ αντιδιοστολή προς την ερμηνεία Β, η οποία φέρει και την
ονομασία λογική και έχει ήδη λεπτομερώς εξεταστεί. Ο προσδιορισμός «γνω-
σιολογική» οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πύρρων και από τις τρεις προτεινό-
μενες εκδοχές εκφράζει εδώ πιο πολύ την πρόθεσή του να απορρίψει κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα οποιασδήποτε πρότασης. Το μέρος Γ1 που ισο-
δυναμεί ως προς τη σημασιολογική του ισχύ με τα αντίστοιχα μέρη Α1 και
Β1 των υπόλοιπων δύο εκδοχών, εκφράζει την αναφερθείσα αγνωστικιστική
γνωσιολογική στάση του Πύρρωνα, η οποία έγκειται στο ότι για κανένα
πράγμα δεν μπορούμε να εκφέρουμε καμία θετική, αλλά ούτε καν μία αρνη-
τική κρίση, αντίθετη λογικά με την τελευταία. Ακόμη πιο φανερός γίνεται ο
ακραίος αγνωστικισμός του Πύρρωνα στα μέρη Γ2 και Γ3, στα οποία αναφέ-
ρεται ότι είναι εντελώς άτοπο από γνωσιολογικής απόψεως όχι μόνο το να
διατυπωθεί κάποια απλή, αλλά και οποιαδήποτε σύνθετη πρόταση. Από τα
δύο μέρη αυτά τα οποία και εμπεριέχουν σοβαρές λογικές αντιφάσεις, το Γ2
αποτελεί τη σύζευξη δύο αντιφατικών προτάσεων, ενώ το Γ3 τη σύζευξη δύο
αρνήσεων, και μάλιστα ακριβώς εκείνων των (αντιφατικών) προτάσεων που
284. Πρβλ. τη μετάφραση της μελετήτριας Ch. Stough η οποία και είναι, κατ’ αντιδιαστολή
προς τη δική μας, κάπως συντομότερη: “ …that it no more is than is not, than both is and is not,
than neither is nor is not” (Greek Skepticism, σελ. 17; σε ό,τι αφορά την ερμηνεία που προτείνει η
συγκεκριμένη μελετήτρια, βλ. ό.π. σελ. 26 – 28).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 133
προέρχονται από το Γ2. Ακριβώς αυτό είναι και το φιλοσοφικό νόημα της
φράσης οὐ μᾶλλον στο σύνθετο κείμενο του Πύρρωνα, αν όντως ισχύει η ερ-
μηνεία Γ. Το οὐ μᾶλλον δηλώνει εδώ, σύμφωνα με τα πορίσματα που προκύ-
πτουν από τη συγκεκριμένη ερμηνεία, την ενέργεια ισχυρής «άρνησης» ή,
αλλιώς, ανατροπής και των δύο προτάσεων που συνδέονται με τη φράση αυ-
τή. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που ο Πύρρων, χρησιμοποιώντας την έκ-
φραση οὐ μᾶλλον με την ιδιαίτερη αυτή σημασία, κατάφερε, διαμέσου βε-
βαίως της σύνθετης συντακτική δομής του κειμένου, να «αρνηθεί» σταδιακά
την απλή πρόταση, την άρνησή της, τη σύζευξη αυτών των δύο (αντιφατι-
κών) προτάσεων και, τέλος, και τη σύζευξη δύο αρνήσεων, η οποία και εφαρ-
μόζεται στις ίδιες αυτές δύο (αντιφατικές) προτάσεις. Υπενθυμίζουμε και
πάλι εδώ ότι η εν λόγω «άρνηση», την οποία και εφαρμόζει ο Πύρρων σε
οποιαδήποτε πρόταση για τα πράγματα του κόσμου, καθώς και στη λογική
άρνησή της, δεν έχει καθόλου λογικό χαρακτήρα. Και αυτό, γιατί η «απλή»
–δηλαδή η λογική– άρνηση θα είχε αλλάξει την τιμή αλήθειας της πρότασης,
στην οποία εφαρμόζεται, στην αντίθετή της, με αποτέλεσμα η πρόταση που
ήταν αρχικά αναληθής να γίνει αληθής και αντιστρόφως. Αυτός, φυσικά,
δεν ήταν ο σκοπός που είχε ο Πύρρων διατυπώνοντας τη σύνθετη πρόταση
με το οὐ μᾶλλον. Διαφορετικά, δεν θα ήταν σε θέση να απορρίψει τη γνωσι-
ολογική αρμοδιότητα της όποιας κρίσης για τον κόσμο και τελικά να απορ-
ρίψει τη δυνατότητα γνώσης εν γένει. Συνεπώς, ο Πύρρων δεν θέλει με την
ιδιαίτερή του «άρνηση» (θα λέγαμε πιο κατάλληλα με την «ανατροπή», την
«ανασκευή», ή την «απόρριψη»), την οποία και εφαρμόζει σε διάφορες προ-
τάσεις, να πει τίποτε άλλο παρά το ότι όλες οι προτάσεις αυτές, όσο σύνθετες
και αν είναι, και όσο πολλές αντιφάσεις και αν εμπεριέχουν, είναι εντελώς
άτοπες, άσχετες και γνωσιολογικά εντελώς αναρμόδιες.285
Καθίσταται δύσκολο να αποφασίσουμε σχετικά με το αν ο Πύρρων της
ερμηνείας Γ είχε όντως σκοπό να απορρίψει με τον σύντομο ισχυρισμό του
και τον νόμο της μη αντίφασης, κάτι που εξάλλου αποτελούσε και τον πυρή-
να της ερμηνείας Β, την οποία και ως εκ τούτου ονομάσαμε «λογική». Έστω
και αν δεν αποκλείεται η παραπάνω υπόθεση –και μάλιστα θα έβρισκε πολύ
πιθανόν στήριγμα στις πολλαπλές λογικές αντιφάσεις στα μέρη Γ2 και Γ3–
πιθανότερη, ωστόσο, φαίνεται η υπόθεση σχετικά με το ότι ο Πύρρων είχε
εδώ ως κύριο στόχο να δηλώσει τον ακραίο του αγνωστικισμό, απορρίπτο-
285. Αξίζει να παρατεθεί στα αγγλικά η διατύπωση του R. Bett, ο οποίος δηλώνει πολύ εύ-
στοχα τη φιλοσοφική σημασία του οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα με τα εξής λόγια: “To say that
each thing οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν must, therefore, mean that for each think, the alternative ἐστι
is no more the case than the alternative οὐκ ἔστι – and vice versa…” (Aristocles on Timon on Pyrrho,
σελ. 158 – 159).
134 Ο Πύρρων
ντας εν γένει κάθε δυνατότητα για γνώση. Το νόημα αυτό δηλώνεται από
τον Πύρρωνα διαμέσου των τριών με «ασύνδετο» συνδεδεμένων προτάσε-
ων, οι οποίες έχουν ως συντακτικό κέντρο τους την έκφραση οὐ μᾶλλον… ἤ.
Τα πειστικά επιχειρήματα που έχουμε προβάλει στο παρόν κεφάλαιο κατα-
δεικνύουν ότι οι τρεις προτάσεις συνιστούν τρεις συζεύξεις δύο «αρνήσε-
ων», που εφαρμόζονται σε διάφορες απλές και σύνθετες, θετικές και αρνητι-
κές προτάσεις, ως εξής:
«Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι
δεν ισχύει ότι δεν είναι… πρέπει να λέμε ότι δεν ισχύει ότι είναι καθώς
και ότι δεν ισχύει ότι και είναι και δεν είναι… πρέπει να λέμε ότι δεν
ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι δεν ισχύει ότι ούτε είναι ούτε δεν είναι».
Την ορθότητα της ερμηνείας Γ του κειμένου του Πύρρωνα την υποστηρί-
ζουν όλα τα επιχειρήματα, τα οποία έχουν έως τώρα προβληθεί για την υπο-
στήριξη της υπόθεσης σχετικά με τον ακραίο και «δογματικό» χαρακτήρα
του αγνωστικισμού του. Οι τρεις προτάσεις Γ1, Γ2 και Γ3, παρατεθείσες η
μία δίπλα στην άλλη και συνδεδεμένες με το σχήμα «ασύνδετο», αντέχουν
και στο σκεπτικό επιχείρημα της αυτοαναίρεσης, επειδή αποτελούν –όπως
συνέβη και με τις υπόλοιπες ερμηνείες– ένα μέρος της ανώτατης αλήθειας,
της θείας σοφίας, για την οποία εγκωμιάζει τον Πύρρωνα ο Τίμων (βλ. κυρί-
ως την υποσημ. 255). Πέραν τούτου, οι τρεις προτάσεις ούτε αντιβαίνουν στη
σιγή (ἀφασία), για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω και στο συγκεκριμένο
χωρίο. Και αυτό, γιατί ακόμα και στο πλαίσιο της ερμηνείας Γ μπορούμε να
ερμηνεύσουμε τη σιωπή του σοφού ως τον διανοητικό ίλιγγο που συνοδεύει
την αφομοίωση της υπεράνθρωπης και θείας σοφίας του Πύρρωνα. Η συ-
ναισθηματική συγκίνηση που σχετίζεται με τον παραπάνω διανοητικό ίλιγγο
εκφράζεται εδώ πολύ πετυχημένα με το στοιχείο της επανάληψης, το οποίο
εμπεριέχεται στον λόγο του Πύρρωνα εξαιτίας του ασύνδετου,286 που βρί-
σκεται αμέσως πριν από την αναφορά του Πύρρωνα στην αποχή από τον λό-
γο (ἀφασία). Αν η υπόθεση αυτή είναι όντως σωστή, ο Πύρρων διακρίνεται
εδώ όχι μόνο ως ένας πρωτοποριακός στοχαστής αλλά και ως ένας ξεχωρι-
στός στιλίστας.
Ωστόσο, μερικές αντιρρήσεις μπορούν να προκύψουν και εναντίον της
ερμηνείας Γ. Την κατανόησή της την εμποδίζει προπαντός η κάπως περίπλο-
κη συντακτική δομή της σχετικής μετάφρασης, πράγμα που σίγουρα συμβαί-
νει εξαιτίας των συχνών φαινομένων έλλειψης στα μέρη Γ2 και Γ3, καθώς
286. Την υπόθεση αυτή την υποστηρίζουν τα γραμματικά επιχειρήματα, τα οποία αναφέ-
ρονται στην υποσημ. 283.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 135
και των πολλαπλών αρνήσεων στο μέρος Γ3. Παρά τις ανωμαλίες αυτές, οι
οποίες και είναι γλωσσικού μάλλον χαρακτήρα, το κείμενο του Πύρρωνα
δεν παραβιάζει, κατά τη γνώμη μας, τα όρια και τις αρχές της αρχαιοελληνι-
κής γραμματικής. Επιπλέον, παρουσιάσαμε και μερικές «απλοποιημένες» νε-
οελληνικές μεταφράσεις, διαμέσου των οποίων θελήσαμε να τονίσουμε τον
υφολογικό ρόλο του ασύνδετου και της επανάληψης, η οποία προκύπτει από
αυτό. Είναι πολύ πιθανόν, η ίδια η σύνθετη και κάπως περίπλοκη μετάφρα-
ση να είναι εκείνη που αποτρέπει ερευνητές από το να ενστερνιστούν την ερ-
μηνεία Γ. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ερευνητές και μετα-
φραστές αποφεύγουν την ερμηνεία Γ και προτιμούν τη Β, πράγμα που έχει
ως αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα ερμηνευτικού χαρακτήρα.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι απόλυτη προτεραιότητα δεν αξίζει σε καμία
από τις τρεις προτεινόμενες ερμηνευτικές λύσεις του υπό συζήτησιν πυρρώ-
νειου χωρίου. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο και οι τρεις ερμηνευτικές προτά-
σεις αποδίδουν, σε αδρές γραμμές, το πιθανό φιλοσοφικό νόημα της διδα-
σκαλίας του Πύρρωνα. Ο ακραίος αγνωστικισμός του καθίσταται σίγουρα
σαφέστερος από τη (γνωσιολογική) ερμηνεία Γ, ερμηνευτική λύση που όμως
επιβαρύνει τον αναγνώστη με την αρκετά περίπλοκη συντακτική δομή της
μετάφρασης (ελλείψεις, ασύνδετα, επαναλήψεις), πράγμα που βεβαίως και
αποτρέπει πολλούς ερμηνευτές από την υιοθέτησή της.287 Η λογική ερμηνεία
Β, από την άλλη, τους προσελκύει με την απλή συντακτική της δομή,288 ενώ
όμως η ίδια δεν δηλώνει με ικανοποιητικό τρόπο τον ακραίο αγνωστικισμό,
287. Μόνο ο Brunschwig προτείνει μία μετάφραση που συμβαδίζει πλήρως με την ερμηνεία
Γ. (Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244). Υπαινικτικά προτιμά την
μεταφραστική εκδοχή Γ και ο P. De Lacy (Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism,
σελ. 69). Ο συγκεκριμένος ερευνητής, ωστόσο, δεν παραθέτει πουθενά στο αξιόλογο άρθρο
του κάποια θεωρητική ανάλυση της χρήσης του οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα. Ο R. Bett, ο οποί-
ος και καταλήγει, σχετικά με την ερμηνεία Γ, σε πορίσματα που μοιάζουν πολύ με τα δικά
μας, αναφέρει ότι ο Πύρρων είχε εδώ ως στόχο να ανατρέψει τη γνωσιολογική αρμοδιότητα
και των εξής τεσσάρων παρακάτω δυνατοτήτων: p; non p; p/\ non p; p/\/\non p. Εντούτοις, αρ-
κείται ο συγκεκριμένος ερευνητής στη μετάφραση τη σχετική με την ερμηνεία Β, και, ως εκ
τούτου, ούτε αναλύει το κείμενο από φιλολογικής απόψεως ούτε συμπληρώνει τις σχετικές
παραλείψεις που σχετίζονται με το ασύνδετο, πράγμα που θεωρούμε μεγάλο μειονέκτημα σε
σχέση με τις δικές μας προτάσεις (Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 160 – 161). Και ο
R. J. Hankinson φαίνεται να υποστηρίζει την ερμηνεία Γ, προσαρμόζοντας σε αυτήν και τη δι-
κή του μετάφραση. Ούτε αυτός όμως συμπληρώνει στη δική του μετάφραση τις ελλείψεις του
κειμένου, ούτε συζητά τη φιλολογική πτυχή του προβλήματος : “...it no more is than is not, or
than it both is and is not, or than it neither is nor is not” (The Sceptics, σελ. 60). Η κομψή μετάφρα-
ση της μελετήτριας Ch. Stough, η οποία και συμβαδίζει γενικά με την ερμηνεία Γ, έχει παρατε-
θεί στην υποσημ. 284.
288. Βλ. τις μεταφράσεις του A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 15), της Decleva
Caizzi (Caizzi, σελ. 104) και του Görler (Pyrrhon aus Elis, σελ. 737).
136 Ο Πύρρων
που αποτελεί σίγουρα ζήτημα μείζονος σημασίας για τον Πύρρωνα. Σημα-
ντική ερμηνευτική αξία έχει και η ερμηνεία Α, την οποία και θεωρούμε δική
μας πρωτότυπη συμβολή στη σύγχρονη πυρρώνεια έρευνα.289 Κατά την τελι-
κή αξιολόγηση, όμως, όλων των τριών ερμηνειών υπερέχει αναμφισβήτητα η
εκδοχή Γ, η οποία συν τοις άλλοις, ικανοποιεί και έναν κλασικό φιλόλογο με
τα πιθανά γραμματικά επιχειρήματα που σχετίζονται με τον ρόλο του ασύν-
δετου. Παρ’ όλα αυτά, αξιοπρόσεκτη παραμένει και η ερμηνεία Α, η ευρι-
σκόμενη, ως προς την ιστορική της αληθοφάνεια, κάπου ανάμεσα στην ερ-
μηνεία Α και Γ.
289. Για τη δυνατότητα τέτοιου είδους μετάφρασης κάνει λόγο, σε μία μικρή αλλά σχεδόν
απαρατήρητη υποσημείωση, μόνον ο S. H. Svavarsson: “a thing is no more than is not, or is (no
more) both than neither”. Την ιδέα όμως αυτή δεν την αναπτύσσει περαιτέρω στη συνέχεια ο συ-
γκεκριμένος ερευνητής. (Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 277 – 8, υποσημ. 49).
290. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244.
291. Πρβλ. την εκτενέστερη εξήγηση για την επιρροή της ινδικής σοφίας στον Πύρρωνα
από το κεφ. 3.3. Εκεί ασχοληθήκαμε κυρίως με την πιθανότητα της πρακτικής επιρροής της
ινδικής κοσμοθεωρίας στη σκέψη του Πύρρωνα. Εκεί έγινε λόγος προπάντων για το πρακτι-
κό επίπεδο της υποτιθέμενης αλληλεπίδρασης, θέμα που βεβαίως είναι περισσότερο προσιτό
σε έναν ερευνητή από όσο είναι οι εξεζητημένες και θεωρητικού χαρακτήρα αναλύσεις του
παρόντος κεφαλαίου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 137
χεία τα οποία, κατ’ αυτούς, μαρτυρούν την επιρροή της ανατολικής σκέψης
στον Πύρρωνα, σε θεωρητικό μάλιστα επίπεδο.292 Παρά το γεγονός ότι ούτε
θα συζητηθούν ούτε θα αξιολογηθούν στο εξής οι διάφορες απόψεις των
ερευνητών που τοποθετήθηκαν επί του θέματος, ας αναφερθεί μία τουλάχι-
στον ενδιαφέρουσα υπόθεση του J. Brunschwig. Ο ερευνητής αυτός θεωρεί
ότι η ίδια η συντακτική δομή του εν λόγω κειμένου του Πύρρωνα –βεβαίως,
αν αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της γνωσιολογικής ερμηνείας Γ– επιδει-
κνύει ένα επιχειρηματολογικό πρότυπο, το οποίο χρησιμοποιούταν συχνά
από ορισμένους Ινδούς φιλοσόφους. Αυτοί, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο
ερευνητή, θέτοντας κάποια φιλοσοφικά ερωτήματα, προσπαθούσαν να κα-
ταδείξουν –διαμέσου σταδιακών και αλληλοσυνδεόμενων φάσεων– ότι αυ-
τά είναι μη αποφάνσιμα. Το εν λόγω επιχειρηματολογικό πρότυπο της ινδι-
κής φιλοσοφίας είχε, απ’ ό,τι αναφέρει ο J. Brunschwig, μία τετραμερή δομή
υπό τη μορφή του εξής τετραλήμματος: ο κόσμος είναι αιώνιος (1) ή δεν εί-
ναι αιώνιος (2) ή και είναι αιώνιος και δεν είναι αιώνιος (3) ή ούτε είναι αιώ-
νιος ούτε δεν είναι αιώνιος (4).293 Τα τέσσερα μέρη του ανατολίτικου συλλο-
292. Για μία χρήσιμη σύνοψη τοποθετήσεων διάφορων ερευνητών επί του θέματος, δες το
βιβλίο του Görler (Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 753): την ανατολική ερμηνεία την υιοθέτη-
σαν ήδη από τον 19ο αιώνα ο V. Brochard (Les Sceptiques grecs, σελ. 53) και ο L. Campbell (Les
Sceptiques grecs, σελ. 112); κατά τον 20ο αιώνα, της έδωσε νέα ζωή ο A. Frenkian (1957), ενώ
μετέπειτα την ανέπτυξαν ο M. Piantelli (1978) και ο E. Flintoff (Pyrrho and India). Ο M. R. Stop-
per (Schizzi Pirroniani) προσπάθησε να εντοπίσει τη λογική δομή του ινδικού τετραλήμματος
στο πυρρώνειο κείμενο, εφαρμόζοντας σε αυτό τη λογική ερμηνεία (Β) (για τις λεπτομέρειες,
βλ. την υποσημ. 300). Αρκετά πιθανή φαίνεται, σχετικά, και η υπόθεση ότι ο Δημόκριτος ήταν
αυτός, από τον οποίο ο Πύρρων παρέλαβε –διαμέσου βεβαίως του ατομιστή διδασκάλου του
Ανάξαρχου– τη χρήση του οὐ μᾶλλον. Ωστόσο, αυτή καθαυτή η υπόθεση ούτε αποκλείει τη
δυνατότητα της επιρροής της Ινδίας στον Πύρρωνα ούτε μαρτυρεί τη «σκεπτική» χρήση του
οὐ μάλλον από τον Πύρρωνα: ο P. De Lacy προβάλλει πειστικά επιχειρήματα, για να υποστη-
ρίξει ότι ο Δημόκριτος συνέβαλε όντως σημαντικά στη διάδοση της συγκεκριμένης φράσης
στην ελληνική σκέψη, ενώ όμως ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη φράση οὐ μᾶλλον για
γνωσιολογικούς και σκεπτικούς σκοπούς (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient
Scepticism, σελ. 59 – 60).
293. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244. Σύμφω-
να με τον E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 106, υποσημ. 13), ο πρώτος που προ πολλού ήδη δι-
ατύπωσε την υπόθεση περί της ινδικής προελεύσεως της τετραλημματικής δομής του πυρρώ-
νειου κειμένου ήταν ο A. Frenkian (Scepticismul grec si filozofia indiana. Bucharest, 1957). Ωστό-
σο, ως κατάλληλη αφορμή για την παρούσα εξήγηση, δεν μας χρησίμευσαν ούτε η μελέτη του
A. Frenkian ούτε εκείνη του Flintoff, αλλά η σκιαγράφηση του προβλήματος, την οποία παρα-
θέτει ο Brunschwig. Αυτό συνέβη για τους εξής δύο λόγους: πρώτον, γιατί η παλαιότερη μελέ-
τη του Frenkian στη ρουμανική μας ήταν απρόσιτη, και δεύτερον, γιατί την αγγλική μετάφρα-
ση του Brunschwig (βλ. παραπάνω) τη θεωρούμε πολύ πιο ενδεικτική του φιλοσοφικού νοήμα-
τος του πυρρώνειου κειμένου σε σχέση με εκείνη του E. Flintoff: “We must not say about any one
thing (1) that it is or (2) that it is not or (2) that it is not or (3) that it is and is not or (4) that it neither is
nor is not” (Pyrrho and India, σελ. 92).
138 Ο Πύρρων
γισμού αντιστοιχούν στα εξής τέσσερα μέρη της μετάφρασης του κειμένου,
την οποία προτείνει ο ίδιος Brunschwig:
“Of each thing you must not say ‘it is’ (Γ1) rather than ‘it is not’ (Γ2), nor
rather than ‘it both is and is not’ (Γ3) nor rather than ‘it neither is nor is not’
(Γ4).”
294. Το “nor” που επαναλαμβάνεται στην αγγλική μετάφραση δύο φορές (“nor – nor”) είναι
ελλειπτικό, δηλαδή, δηλώνει το “nor you must say ‘it is’…”.
295. Flintoff, E.: Pyrrho and India, σελ. 93. Περαιτέρω παραδείγματα της χρήσης του τετρα-
λήμματος από τον αρχαίο Ινδό στοχαστή Saňjaya, αναφέρονται στη μελέτη του Flintoff στην
σελ. 103. Αυτός ο ερευνητής χαρακτηρίζει ως κατ’ εξοχήν ενδεικτικό της ανατολικής επίδρα-
σης το γεγονός ότι ο Πύρρων χρησιμοποιεί πολύ συχνά τις αρνήσεις, έναν εκφραστικό τρόπο
δηλαδή που ο εν λόγω ερευνητής εντοπίζει σε πολλά χωρία της ινδικής γραμματείας, τα οποία,
όμως, παραθέτει στηριζόμενος σε διάφορες μελέτες ανατολιστών (ό.π. σελ. 96 – 97). Συνεπώς,
και τα παραπάνω πορίσματα επιβεβαιώνουν την ορθότητα των υποθέσεών μας των σχετικών
με τη σημασία της έκφρασης οὐ μᾶλλον… ἤ ως σύζευξη δύο αρνήσεων όχι λογικού αλλά γνω-
σιολογικού μάλλον χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, ενισχύονται με έμμεσο τρόπο και όσα συμπε-
ράσματα διατυπώσαμε σχετικά με την ερμηνεία του αποσπάσματος του Αριστοκλή εν γένει
(βλ. το κεφ. 4.4).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 139
φέρει κατά την πρώτη του αντίρρηση, η οποία και συμβαδίζει πλήρως με την
προτιμώμενη από αυτόν ηθική ερμηνεία296 του Πύρρωνα, ότι τα περισσότερα
παραδείγματα για το ινδικό τετράλημμα τα ευρισκόμενα στη μελέτη του
Flintoff297 ανήκουν αποκλειστικά στο πεδίο της κοσμολογίας και της μεταφυ-
σικής (βλ. παραπάνω). Το γεγονός αυτό, όμως, έρχεται, κατά τον R. J.
Hankinson, σε σφοδρή σύγκρουση με τα ενδιαφέροντα του Πύρρωνα, τα οποία
ανήκουν κατ’ εξοχήν στο χώρο της ηθικής. 298 Το εν λόγω επιχείρημα του
Hankinson θα είχε σίγουρα κάποιο επιστημονικό βάρος, αν ήταν όντως ιστορι-
κά αληθινή η ηθική ερμηνεία, την οποία και υποστηρίζει ο ερευνητής αυτός.
Από την άλλη, έστω και αν το ινδικό τετράλημμα χρησιμοποιούταν από Ιν-
δούς φιλοσόφους στο πεδίο κυρίως της κοσμολογίας και της φυσικής, πολύ
πιθανόν ο Πύρρων να το είχε εφαρμόσει –ως τυπική λογική δομή της σκέψης
του– και κατά τη διατύπωση του δικού του φιλοσοφικού ηθικού πιστεύω.
Στο δεύτερο επιχείρημα του ο Hankinson αναφέρει ότι το κατά κάποιους
ανατολίτικο τετράλημμα, το οποίο και εντοπίσαμε στο κείμενο του Πύρρω-
να, προϋπήρχε στην ελληνική σκέψη, πριν ακόμη ο Πύρρων επιστρέψει από
την Ινδία. Κατά τον Hankinson, την υπό συζήτηση συντακτική δομή έχει π.χ.
το χωρίο από τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη,299 με το οποίο και ασχο-
ληθήκαμε λεπτομερώς στο κεφάλαιο Πρώτη παρέκβαση στον Αριστοτέλη,
όπου και σαφώς καταδείξαμε την ύπαρξη κοινών στοιχείων ανάμεσα στα
δύο κείμενα. Σύμφωνα με την ερμηνεία μας, έχει καταστεί σαφές ακόμα και
ότι το χωρίο του Αριστοτέλη επιδεικνύει όντως ορισμένη λογική δομή που
ενυπάρχει στο κείμενο του Πύρρωνα – όχι όμως στη μετάφρασή του τη στη-
ριζόμενη στην ερμηνεία Γ (την οποία και χρησιμοποιεί, φυσικά, ο R. J.
Hankinson συζητώντας για την «ινδική» επιρροή), αλλά σε εκείνη, της οποίας
ως βάση υπόκειται η ερμηνεία Β, στην οποία, ωστόσο, δεν βρίσκουμε κανένα
ινδικό τετράλημμα.300 Έστω και αν υπάρχουν στο κείμενο του Αριστοτέλη
τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία του ινδικού τετραλήμματος, δεν θα μπορέ-
305. Eusebios z Caesarey, Praep. evang. XIV,2,6,2–7,1: πρὸς ἅπαντας δὲ ὁμοῦ τοῖς σφετέροις
αὐτῶν βέλεσι τὸν κατ᾿ αὐτῶν ἀντιθήσομεν ἔλεγχον («όλους αυτούς θα τους ανατρέψουμε μα-
ζί, χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα όπλα»). Η παραπάνω μέθοδος, με την οποία αναιρούνται
φιλοσοφικές θεωρίες επί τη βάσει του ότι εντοπίζονται σε αυτές λογικές ανακολουθίες, υπήρ-
ξε ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στον νεοπυρρώνειο σκεπτικισμό. Στην
παρακάτω ανάλυση θα γίνει φανερό ότι ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα βασιζόταν, κατά πάσα
πιθανότητα, σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι μεταγενέστεροι, ωστόσο, σκεπτικιστές απέδι-
δαν συχνά τέτοιου είδους απόψεις στον ίδιο τον ιστορικό Πύρρωνα, πρβλ. τα λόγια του Διο-
γένη του Λαέρτιου: «Ο Αινησίδημος στο πρώτο βιβλίο των Πυρρώνειων λόγων του αναφέρει
ότι ο Πύρρων δεν όριζε τίποτε με δογματικό τρόπο, για να μην προκύψει λογική ανακολου-
θία, ενώ ακολουθούσε τα φαινόμενα» (Vitae, IX,106,1–3).
306. Eusebios z Caesarey, Praep. evang. XIV,16,13–21,7.
307. Ο J. Brunschwig είναι πεπεισμένος ότι ο Ευσέβιος παραθέτει κατευθείαν από τα συγ-
γράμματα του Αριστοκλή, τα οποία φαίνεται να του ήταν, όπως θεωρεί ο ερευνητής αυτός,
άμεσα προσιτά (Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 191). Αλλά και ο
ίδιος ο Ευσέβιος στο χωρίο αμέσως πριν από την εξήγησή του περί της φιλοσοφίας του Πύρ-
ρωνα, αναφέρει ότι όσα γράφει, μπορεί όποιος θέλει να τα βρει στο έργο του Αριστοκλή, δη-
λαδή ένα σύγγραμμα που και ο ίδιος είχε σίγουρα στα χέρια του και από το οποίο παρέθετε
κυριολεκτικά (…μαθεῖν πάρεστιν ἀπὸ τοῦ δηλωθέντος συγγράμματος ὧδέ πη πρὸς λέξιν
ἔχοντος; Eusebios z Caesarey, Praep. evang. XIV,17,10,8–9). Ο T. Brennan, από την άλλη, προ-
σπάθησε να ανασυστήσει την αρχική δομή καθώς και τη διάταξη της εξήγησης του Αριστο-
κλή, από την οποία και αντλεί τις ιστορικές πληροφορίες για τον Πύρρωνα ο Ευσέβιος (Py-
rrho on Criterion, σελ. 426 – 430).
308. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 5. Σημαντικό ρόλο για
την ιστορική-φιλοσοφική αξιοπιστία του συγκεκριμένου έργου παίζει και το γεγονός ότι η
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 145
συγγραφή του χρονολογείται από τον όψιμο 1ο π.Χ. αι., δηλαδή από μία εποχή, που προηγεί-
ται εκείνης, κατά την οποία ο Πύρρων επανερμηνεύεται στο έργο του Σέξτου Εμπειρικού. Η
χρονολόγηση του συγκεκριμένου έργου συνάγεται από τα λόγια του ίδιου του Αριστοκλή, ο
οποίος αναφέρει ότι «...την πυρρώνεια διδασκαλία για πολύ καιρό δεν την ελάμβανε υπόψη
κανείς, ωσάν να μην υπήρχε καν. Τελευταία («χθές ή προχθές»; ἐχθὲς καὶ πρώην) όμως, την
ανοησία αυτή άρχισε να την ξαναζωντανεύει (ἀναζωπυρεῖν) στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου
ο Αινησίδημος» (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,29,1–3, απόσπ. 48A Caizzi). Ας
σημειωθεί, σχετικά, ότι ο Αινησίδημος χρονολογείται με αξιοπιστία στο δεύτερο μισό του 1ου
π.Χ. αι., ακριβέστερα γύρω στα 40 π.Χ. (Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 15;
για ασήμαντες ως προς το θέμα μας διαφοροποιήσεις στη χρονολόγηση του Αριστοκλή, πρβλ.
Brunschwig, J.: Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 190; R. Rett, Aris-
tocles on Timon on Pyrrho, σελ. 142, υποσημ. 19).
309. Encyclopedia of Classical Philosophy, s. v. Aristocles.
310. Πρβλ. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6.
311. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 16. Πιο αναλυτικά πραγματεύεται
ο R. Bett το θέμα της αξιοπιστίας του Αριστοκλή σε μία άλλη του μελέτη, όπου και τεκμηριώ-
νει τη θέση του επί τη βάσει των σωζόμενων πηγών (βλ. Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 175
– 180).
146 Ο Πύρρων
τοῖς οὕτως ἔχουσι. τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿
ἴσης ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς
αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν
μηδὲ πιστεύειν αὐταῖς δεῖν, ἀλλ᾿ ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ
ἀκραδάντους εἶναι, περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ
οὐκ ἔστιν ἢ καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν ἢ οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν. τοῖς
μέντοι γε διακειμένοις οὕτω περιέσεσθαι Τίμων φησὶ πρῶτον μὲν
ἀφασίαν, ἔπειτα δ᾿ ἀταραξίαν, Αἰνησίδημος δ᾿ ἡδονήν ...
312. Με τη λεγόμενη γνωσιολογική στροφή, η οποία και έλαβε χώρα στις απαρχές της ελ-
ληνιστικής εποχής, κατά την οποία τίθεται όχι μόνο το ερώτημα με ποιο τρόπο πραγματοποι-
είται η ανθρώπινη γνώση, αλλά –κατ’ αντιδιαστολή προς την προηγούμενη εποχή– και το ερώ-
τημα αν η γνώση είναι δυνατή, είχαμε αρκετά ασχοληθεί στην αρχή της πραγματείας μας (βλ.
ιδιαιτέρως τις υποσημ. 9 – 13 και το αντίστοιχο κείμενο). Στην υποσημ. 11 αναλύσαμε, σχετι-
κά, και ορισμένα φιλολογικά γνωρίσματα του παρόντος χωρίου του Ευσέβιου. Από φιλολογι-
κής απόψεως, αξιοπρόσεκτη καθίσταται η συντακτική μορφή της εν λόγω υποθετικής σύνθε-
της πρότασης, η οποία και αναφέρει ότι είναι δυνατόν να μην γνωρίζουμε τίποτε. Από το εί-
δος του υπό συζήτηση υποθετικού λόγου (πραγματικό) γίνεται φανερό ότι η δυνατότητα της
ανυπαρξίας της γνώσης θεωρείται εδώ ως κάτι πολύ πιθανό. Επομένως, πολύ επίκαιρο καθί-
σταται το ζήτημα περί της (αν)υπαρξίας της γνώσης καθαυτής, και άρα θα πρέπει να εξετα-
στεί πολύ προσεκτικά. Μία λανθασμένη ερμηνεία θα μπορούσε ίσως να προκύψει από την
επισήμανση της χρήσης του παρακειμένου πεφύκαμεν («είμαστε από την φύση μας») στο πρώ-
το μέρος («υπόθεση») του εν λόγω υποθετικού λόγου. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, κάποιος ανα-
γνώστης να εκλάβει την υπόθεση «εἰ γὰρ αὖ μηδὲν πεφύκαμεν γνωρίζειν...» όχι ως πραγματι-
κού («γιατί αν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τίποτε») (ορθό) αλλά ως μη πραγματικού
τύπου («γιατί αν δεν ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε τίποτε») (λάθος). Ωστόσο, από φιλολο-
γικής απόψεως, αποκλείεται ενετελώς το πρώτο μέρος του εν προκειμένω υποθετικού λόγου
να εκφράζει το μη πραγματικό, κάτι που σαφώς αποδεικνύεται από την Griechische Gramma-
tik των ερευνητών E. Bornemann και E. Risch, στην οποία διαβάζουμε ότι ο χρόνος του ρήμα-
τος στην υπόθεση του είδους του υποθετικού λόγου που αποκαλείται «μη πραγματικό», πρέ-
πει πάντα να έχει αύξηση (δηλαδή να είναι παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος; βλ. Bor-
nemann, E. – Risch, E.: Griechische Grammatik, σελ. 293).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 147
5.2 Το χωρίο του Ευσέβιου αποτελεί μία αρκετά αξιόπιστη μαρτυρία,
παρά την ύπαρξη ορισμένων δοξογραφικών «μεσολαβητών» του.
Την ιστορική-φιλοσοφική αξία του εν λόγω αποσπάσματος μπορούμε να την
προσδιορίσουμε εξετάζοντας τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς τα εξής
δυο σημεία: πρώτον, ως προς τη σχέση ανάμεσα στον Τίμωνα και στον Πύρ-
ρωνα, δεύτερον, ως προς την άποψη την οποία υιοθέτησε απέναντι στον
πρώιμο Πυρρωνισμό ο ιστορικός της φιλοσοφίας Αριστοκλής. Η σχέση Ευ-
σέβιου και Αριστοκλή, από την άλλη, δεν χρειάζεται εν προκειμένω ιδιαίτε-
ρη επιστημονική προσοχή, επειδή η άποψη του Ευσέβιου ως προς την πηγή
των πληροφοριών του υπήρξε, λαμβάνοντας υπόψη τους απολογητικούς του
σκοπούς, εντελώς «πραγματιστική» και «αντικειμενική», όπως έχουμε ήδη
τονίσει στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Το πρώτο αναφερθέν σημείο αφορά το ερώτημα κατά πόσο εκφράζει ο
Τίμων –τον οποίο και παραθέτει ο Αριστοκλής στο απόσπασμα του Ευσέβι-
ου– τις δικές του απόψεις και κατά πόσο εκφράζει τις απόψεις του Πύρρω-
να. Παρά το γεγονός ότι το ερώτημα που αφορά την πρόσληψη της διδα-
σκαλίας του Πύρρωνα από τον Τίμωνα είναι δύσκολο και, λόγω ανυπαρξίας
σχετικών πηγών, ίσως και μη απαντήσιμο,318 αξίζει να προβάλουμε και να
αξιολογήσουμε κριτικώς στο εξής μερικά επιχειρήματα αναφορικά με το θέ-
μα. Προπαντός, γίνεται φανερό ότι ο Τίμων αναγκάστηκε κατ’ ουσίαν να
επανερμηνεύσει τη διδασκαλία του Πύρρωνα, και αυτό γιατί ο ίδιος ανέπτυ-
ξε τη φιλοσοφία του στο διαφορετικό ήδη πνευματικό περιβάλλον της ελλη-
νιστικής εποχής, κατά την οποία και αναπτύσσονται οι σημαντικότερες ελ-
ληνιστικές φιλοσοφικές σχολές,319 πράγμα που την κάνει, συγκριτικά με την
εποχή του Πύρρωνα, πολύ πιο ανταγωνιστική. Την υπόθεση σχετικά με το
ότι ο Τίμων όντως επανερμήνευσε τη διδασκαλία του Πύρρωνα την υποστη-
ρίζει και το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική προ-
σωπικότητα, και, ως εκ τούτου, ήταν ακριβώς ο Τίμων αυτός που κατάλαβε
καλύτερα ποια στοιχεία της διδασκαλίας του Πύρρωνα να χρειάζονταν πι-
θανόν κάποια τροποποίηση, διόρθωση ή ακόμη και επανερμηνεία.320
Παρ’ όλα αυτά, ο A. Bailey δηλώνει ότι ο Τίμων είχε αφομοιώσει πλήρως
τις φιλοσοφικές ιδέες του δασκάλου του, και αυτό γιατί ο ίδιος έζησε πολλά
χρόνια στην Ήλιδα,321 δίπλα στον Πύρρωνα, και έπρεπε, κατά συνέπεια, να
γνωρίζει πολύ καλά τη φιλοσοφία του πολυαγαπημένου του δασκάλου.322
Ωστόσο, από το γεγονός του ο Τίμων γνώριζε όντως καλά τη διδασκαλία
318. Τα επιχειρήματα για την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με τη μεγαλύτερη ιστορι-
κή-φιλοσοφική αξιοπιστία του Τίμωνα σε σχέση με εκείνη του Αντιγόνου του Καρύστιου, τα
είχαμε συνοψίσει στο 1ο κεφάλαιο.
319. Για την αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ του Τίμωνα (325 – 235 π.Χ. αι.) και του ιδρυτή
της σκεπτικής Ακαδημίας Αρκεσίλαου (316/315 – 241/240 π.Χ. αι.), βλ. την υποσημ. 159 και το
αντίστοιχο κυρίως κείμενο.
320. Για τη συμμετοχή του Πύρρωνα στις τότε φιλοσοφικές συζητήσεις βλ. την υποσημ.
90.
321. Diogenes Laertius, Vitae, IX,109,6–8.
322. Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 26.
150 Ο Πύρρων
του Πύρρωνος, δεν έπεται αυτόματα και ότι ο ίδιος δεν θα ήθελε ποτέ να αλ-
λάξει ή να επανερμηνεύσει τη θεωρία αυτή, και μάλιστα υπό το πρίσμα των
δικών του φιλοσοφικών απόψεων. Ιστορικά παραδείγματα τέτοιου είδους
επανερμηνείας της φιλοσοφίας του δασκάλου από τον μαθητή του αποτε-
λούν η δυάδα Αριστοτέλης-Πλάτων ή εκείνη Πλάτων-Σωκράτης. Πολύ πιο
τεκμηριωμένη και, σχετικά με όσα έχουν ειπωθεί, πιθανότερη, φαίνεται η
άποψη του Brunschwig, ο οποίος θεωρεί ότι ο Τίμων εμπλούτισε τη διδασκα-
λία του Πύρρωνα –η οποία ήταν, κατά τη γνώμη του, αμιγώς ηθικού χαρα-
κτήρα– με τη σκεπτική γνωσιολογία, την οποία και δεν είχε αναπτύξει καθό-
λου ο Πύρρων. Σύμφωνα με τον ερευνητή αυτόν, όλα τα υπό συζήτησιν πυρ-
ρώνεια χωρία τα σχετιζόμενα με τη γνωσιολογία ανάγονται στον Τίμωνα και
όχι στον Πύρρωνα.323 Ενδιαφέρουσα φαίνεται να είναι και μία άλλη υπόθε-
ση του συγκεκριμένου ερευνητή, κατά την οποία ο Τίμων εμπλούτισε τη φι-
λοσοφική εικόνα του Πύρρωνα με γνωσιολογικά στοιχεία, σκοπεύοντας να
εξασθενίσει το κύρος και τη φιλοσοφική καινοτομία του Αρκεσίλαου, κορυ-
φαίου εκπροσώπου της σκεπτικής Ακαδημίας, και αυτό ακριβώς την εποχή,
κατά την οποία υπήρχαν σε επίπεδο γνωσιολογίας σοβαρές θεωρητικές δια-
μάχες μεταξύ των ελληνιστικών σχολών.324
Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί, με τους οποίους ο J. Brunschwig θεμελι-
ώνει αρκετά ικανοποιητικά την αλήθεια της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα,
στηρίζονται σε μία λεπτομερή συντακτική ανάλυση του πυρρώνειου κειμέ-
νου, όπως το παρουσιάζει ο εν λόγω ερευνητής. Επειδή δεν θέλουμε να επι-
βαρύνουμε υπερβολικά τον αναγνώστη με όλες τις λεπτομέρειες της συγκε-
κριμένης ανάλυσης,325 ας αναφερθεί εδώ μόνο ότι η συντακτική δομή του
χωρίου επιφέρει, κατά τα πορίσματα του ερευνητή, μερικές και σοβαρές αμ-
φιβολίες σχετικά με το κατά πόσο δηλώνονται εδώ φιλοσοφικές απόψεις του
ιστορικού Πύρρωνα. Ως εκ τούτου, μόνο ένα μέρος του κειμένου του Ευσέ-
βιου αποδίδεται αναμφισβήτατα από τον συγγραφέα (ή, ακριβέστερα, από
περισσότερους του ενός «ενδιάμεσους» φορείς του) στον ίδιο τον Πύρρωνα,
και αυτό είναι το χωρίο σχετικά με τον ισχυρισμό ότι τα πράγματα είναι εξί-
σου δυσδιάκριτα (ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα), ακαταμέτρητα (ἀστάθμητα) και
απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα). Αυτό γιατί δεν υπάρχει στο κείμενο κάποιος
άλλος ισχυρισμός από τον παραπάνω, του οποίου να έχει άμεσα προηγηθεί η
κύρια πρόταση «ο Τίμων λέει ότι ο Πύρρων δηλώνει...» (φησιν αὐτὸν ἀπο-
323. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 247 – 248.
324. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 206 – 207.
325. Για τη λεπτομερή φιλολοφική ανάλυση του συγκεκριμένου προβλήματος, βλ. την υπο-
σημ. 314.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 151
φαίνειν), η οποία είναι σχεδόν αδύνατο, για συντακτικούς λόγους, όπως λέει
ο Brunschwig, να έχει παραλειφτεί, όταν μάλιστα η θέση της θα ήταν μπρο-
στά από τους άλλους γνωσιολογικούς ισχυρισμούς του χωρίου. Ωστόσο, ορι-
σμένα από τα φιλολογικά επιχειρήματα, που αναφέρει ο Brunschwig στην
εξειδικευμένη μελέτη του και τα οποία –κατά τα λόγια του ίδιου– είχαν επι-
βεβαιβαιωθεί και από ορισμένους φιλολόγους,326 έχουν μάλλον βοηθητικό
και «συμπληρωματικό» χαρακτήρα.327 Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που
πολλοί ερευνητές δεν αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία και τη γνησιότητα κα-
μίας από τις πληροφορίες που έχουν διασωθεί για τη φιλοσοφία του Πύρρω-
να στο εν λόγω χωρίο.328 Εντούτοις, κατά τη γνώμη μας, το ερώτημα που τί-
θεται εδώ παραμένει εν πολλοίς άλυτο· ιδιαιτέρως, λόγω ανυπαρξίας περαι-
τέρω πηγών.
Το δεύτερο ερώτημα που έχουμε σκιαγραφήσει στην αρχή του παρόντος
κεφαλαίου, αναφέρεται στο κατά πόσο το εν λόγω απόσπασμα είχε επηρεα-
στεί από τον νεοπυρρωνισμό, τη σκεπτική φιλοσοφία, την οποία και άρχισε
να καλλιεργεί εκτός των πυλών της Ακαδημίας ο Αινησίδημος (πιθανότατα
γύρω στον 1ο μ.Χ. αι.) και που κορυφώνεται με το έργο του Σέξτου Εμπειρι-
κού (γύρω στον 2ο μ.Χ. αι.). Κατά τη γνώμη του A. A. Long, ένας μικρός βαθ-
μός επίδρασης του κατοπινού σκεπτικισμού στο συγκεκριμένο χωρίο του Ευ-
σέβιου μπορεί να συναχθεί και από το γεγονός ότι απαντούν σε αυτό προελ-
ληνιστικές λέξεις, όπως οι εκφράσεις ἀστάθμητος, («ακαταμέτρητος»),
ἀκλινής («αμερόληπτος») και ἀκράδαντος («ασάλευτος», «αμετακίνητος»),
τις οποίες και δεν βρίσκουμε στις συγγραφές του Σέξτου. Ο συγκεκριμένος
ερευνητής υποστηρίζει την εν λόγω υπόθεση επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων,
και ότι στο απόσπασμα του Ευσέβιου δεν χρησιμοποιούνται οι «προτυποποι-
ημένοι» φιλοσοφικοί όροι, τόσο συχνοί κατά την κατοπινή εποχή, όπως ήταν
ο όρος ἐποχή («αναστολή της κρίσεως», βλ. την υποσημ. 315) και ο όρος
φαινόμενον.329 Προσθέτουμε εδώ ότι οι εν λόγω φιλοσοφικοί όροι δημιουρ-
γήθηκαν και άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τους φιλοσόφους μόνο από
τα χρόνια της έντονης στωικο-ακαδημαϊκής διαμάχης. Μία πολύ λίγη, αν βέ-
βαια υπάρχει, επίδραση του μεταγενέστερου σκεπτικισμού στο απόσπασμα
του Ευσέβιου μαρτυρείται και από το γεγονός ότι ακόμα και αν ο δοξογρά-
φος κάνει λόγο στο τέλος του εν λόγω χωρίου για τον Αινησίδημο, οι πληρο-
φορίες που δίνει για αυτόν είναι σε μεγάλο βαθμό ανακριβείς, πράγμα που
326. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 195.
327. Βλ. και πάλι την υποσημ. 314 και κυρίως το τέλος της.
328. Π.χ. Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 143, υποσημ. 22.
329. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6.
152 Ο Πύρρων
330. Eusebios, Praep. evang. 14,18,11: ...ὁπόταν γε μὴν Αἰνεσίδημος ἐν τῇ ῾Υποτυπώσει τοὺς
ἐννέα διεξίῃ τρόπους… («…όταν ο Αινησίδημος στη Σκιαγράφησή του εξηγεί τους εννέα τρό-
πους». Οι τρόποι στον σκεπτικισμό αποτελούν ενδείξεις ενός συγκεκριμένου είδους, τέτοιου
που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η γνώση είναι αδύνατη: τους δέκα τρόπους τους αποδι-
δόμενους στον Αινησίδημο αναφέρουν ο Σέξτος (Pyrrh. hyp. I,31–163) και ο Διογένης (Vitae,
IX,79–88), ενώ οι ίδιοι δοξογράφοι κάνουν λόγο και για τους πέντε τρόπους που αποδίδονται
στον Αγρίππα (Pyrrh. hyp. I,164–186d; Vitae, IX,88–89). Οι δέκα τρόποι του Αινησίδημου είναι
δυνατόν να συγκεφαλαιωθούν και να υπαχθούν στις εξής τρεις γενικότερες κατηγορίες (ή
«τρόπους»): 1. ο τρόπος που έγκειται στην οπτική εκείνου που κρίνει (ὁ ἀπὸ τοῦ κρίνοντος), 2.
ο τρόπος που έγκειται στην οπτική εκείνου που κρίνεται, 3. ο τρόπος που έγκειται και στις δύο
προαναφερθείσες οπτικές (ὁ ἐξ ἀμφοῖν). Και οι δέκα τρόποι υπάγονται στον μοναδικό τρόπο
της σχέσης (ὁ πρός τι), ο οποίος και είναι ο γενικότερος τρόπος (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,
38,39). Με τους νεοπυρρώνειους τρόπους είχαμε ασχοληθεί γενικότερα και στο πλαίσιο της
σύντομής μας σκιαγράφησης της ιστορίας του αρχαίου σκεπτικισμού στην Εισαγωγή.
331. Τη συγκεκριμένη άποψη την υιοθέτησαν και οι A. A. Long και M. R. Stopper, οι οποίοι
και μεταφέρουν στον αναγνώστη μία πλούσια συζήτηση σχετικά με το θέμα (Long, A., A.: Ti-
mon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 83, υποσημ. 6; Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ.
271; ό.π., σελ. 291, υποσημ. 38).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 153
τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα καὶ
ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε
τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι.
«Αυτός (δηλαδή ο Πύρρων) λέει, όπως αναφέρει εκείνος (δηλαδή ο Τί-
μων), ότι τα πράγματα είναι εξίσου δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα,
απροσδιόριστα. Γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε
αληθεύουν ούτε ψεύδονται».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,1–4, απόσπ. 53 Caizzi)
332. Ο R. Bett, ενθουσιώδης υποστηρικτής της μεταφυσικής ερμηνείας του Πύρρωνα (για
την κριτική της δομής του επιχειρήματός του βλ. τη μελέτη του T. Brennan:Pyrrho on the Crite-
rion, σελ. 417 – 426; πρβλ. σχετικά και την υποσημ. 247), προσπαθώντας να αποφύγει ακόμη
και τα ελάχιστα στοιχεία της γνωσιολογικής ερμηνείας στην ανάλυσή του, θεωρεί λανθασμέ-
να ότι η μετάφρασή μας «ακαταμέτρητα» (αγγ. “unmeasurable”) συνεπάγεται αναγκαστικά
και το ότι το συγκεκριμένο γνώρισμα έρχεται ως επακόλουθο της αδυναμίας γνώσης από την
πλευρά του γνωστικού υποκειμένου, πράγμα που αποτελεί, κατ’ αυτόν, κάποιο στοιχείο της
γνωσιολογικής ερμηνείας στην ερμηνεία του χωρίου (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy,
σελ. 19). Ωστόσο, η νεοελληνική απόδοση, την οποία και προτείνουμε στην ανάλυσή μας, ανα-
φέρεται αποκλειστικά στην ακαταμέτρητη, δηλαδή άγνωστη, φύση των ίδιων των πραγμάτων
του κόσμου, η οποία και είναι εντελώς ανεξάρτητη από τις όποιες γνωστικές δυνατότητές
μας.
333. Η ερμηνευτική στάση, την οποία υιοθέτησε η Decleva Caizzi, πλησιάζει αρκετά στη
μεταφυσική ερμηνεία. Η μελετήτρια αυτή διακρίνει πολύ εύστοχα τη δική της προσέγγιση
από τη φαινομεναλιστική ερμηνεία (βλ. το κεφ. 5.6): «Τα λόγια του Τίμωνα (συγκεκριμένα, ο
χαρακτηρισμός των πραγμάτων ως ἀδιάφορα, ἀστάθμητα, ἀνεπίκριτα) δεν αναφέρονται
στον διχασμό ανάμεσα στην πραγματικότητα, η οποία και παραμένει άγνωστη, και στον κό-
σμο των φαινομένων, τα οποία και μας πληροφορούν για το πώς ένα πράγμα παρουσιάζεται
στον χώρο των αισθήσεων, αλλά συνεπάγονται την άρνηση της έννοιας φύσις ( «φύση των
πραγμάτων») και του τόδε τι («κάτι εδώ», «ατομικό πράγμα»)… απ’ όπου συνάγεται εν τέλει
το ότι μετά την απόρριψη της έννοιας τέτοιου είδους όντος, που θα μπορούσε να προσδιορι-
154 Ο Πύρρων
επιβεβαιώνεται και από το ότι η συγκεκριμένη φύση του κόσμου δεν επιδέ-
χεται καμία δυνατότητα γνώσης, και αυτό όχι μόνο στην περίπτωση των αν-
θρώπων αλλά, υποθετικά, και σε εκείνη των θεϊκών οντοτήτων, οι οποίες και
μπορούν να βλέπουν τα πάντα όπως είναι στην πραγματικότητα.334
Στο σημείο αυτό, ας εστιάσουμε την προσοχή μας, έστω και για λίγο, στις
οντολογικές προκείμενες, από τις οποίες προκύπτουν τα παραπάνω αγνω-
στικιστικά συμπεράσματα του Πύρρωνα. Η επιχειρηματολογία του ξεκινά
από την πρόταση ότι τα πράγματα είναι εξίσου (ἐπ᾿ ἴσης) δυσδιάκριτα, ακα-
ταμέτρητα και απροσδιόριστα. Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε σω-
στά την τόσο εμφατική στο κείμενο έκφραση ἐπ᾿ ἴσης; Είμαστε πεπεισμένοι
ότι λανθασμένα η μελετήτρια Declevy Caizzi εικάζει335 ότι ο Πύρρων χρησι-
μοποιούσε τον συγκεκριμένο όρο με νεοπυρρώνειο τρόπο, προκειμένου δη-
λαδή να φτάσει στην ἀντιλογία, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αντι-
φάσεις στα επιχειρηματα, τα οποία και έχουν ίση γνωσιολογική ισχύ
(ἰσοσθένεια).336 Ωστόσο, αποκλείεται εντελώς ο Πύρρων να είχε υιοθετήσει
στη φιλοσοφία του μία τέτοιου είδους χρήση της εν λόγω έκφρασης. Αυτός,
όπως έχουμε ήδη καταδείξει, δεν είχε ποτέ σκοπό να καταλήξει στην ανακά-
λυψη των αντιφάσεων ανάμεσα στους «θετικούς», «καταφατικούς» ισχυρι-
σμούς περί των πραγμάτων, και να φτάσει, με τον τρόπο αυτό, ακριβέστερα,
στεί, τα πάντα περιορίζονται στο φαινόμενο, που είναι κάτι που δεν επιδέχεται διάκριση ανά-
μεσα στην αλήθεια και στην αναλήθεια» (Caizzi, σελ. 226 – 227). Επισημαίνουμε ότι η παραπά-
νω ερμηνεία της Decleva Caizzi πλησιάζει σημαντικά στη μηδενιστική ερμηνεία του Πύρρωνα
(βλ. την υποσημ. 4 και το αντίστοιχο κυρίως κείμενο), η οποία και χρησιμοποιεί την έννοια
«καθαρό φαινόμενο», κάτι που από πίσω του δεν υπάρχει απολύτως τίποτε (για την ανατροπή
της συγκεκριμένης θεωρίας βλ. τις εξής μελέτες: Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aris-
tocles on Timon on Pyrrho, σελ. 197; Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 740).
334. Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 19. Εξαντλητικό κατάλογο των ερευνητών
που υιοθέτησαν τη μεταφυσική ερμηνεία, καθώς και τη συνδεδεμένη με αυτήν «αντικειμενι-
κή» ερμηνεία των πυρρώνειων επιθέτων που χαρακτηρίζουν τα πράγματα, βλ. στη μελέτη του
S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 271, υποσημ. 34).
335. Caizzi, σελ. 223.
336. Βλ. π.χ. την υποσημ. 305 και την ακόλουθη εξήγηση. Μία ιδέα για το πώς χρησιμοποι-
ούσαν οι νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι την έκφραση ἐπ᾿ ἴσης, η οποία και έγινε, με το πέρασμα
του χρόνου, φιλοσοφικός όρος (Caizzi, σελ. 223), μας δίνει ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποι-
ούσε τις λέξεις ἴσος, ἰσότης και άλλες στα συγγράμματά του ο Σέξτος, θέμα για το οποίο πλη-
ροφορούμαστε επαρκώς από τους Indices του Janáček (Janáček, K.: Sexti Empirici Indices, s. v.
ἴσος, ἰσότης). Δεν χρειάζεται καμία λεπτομερής ανάλυση των χωρίων, τα οποία αναφέρονται
στο πολύτιμο βιβλίο του Janáček, για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμέ-
νοι όροι χρησιμοποιούνται από τον Σέξτο κυρίως σε σχέση με την αποκαλούμενη θεωρία τρό-
πων. Αυτή πρεσβεύει ότι ο κόσμος των φαινομένων μάς πείθει ότι σε κάθε δογματικό επιχεί-
ρημα (λόγος) μπορεί να αντιπαρατεθεί ένα άλλο δογματικό επιχείρημα, ίσο ως προς την πει-
στικότητα και μη με το πρώτο (ἴσος κατὰ πίστιν καὶ ἀπιστίαν – Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp.
I,203,2–5), πράγμα που τελικά μας οδηγεί στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 155
337. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 28. Ο συγκεκριμένος ερευνητής, σε
μία άλλη μελέτη του, ανατρέπει διάφορες ερμηνείες των ερευνητών που ασχολήθηκαν με την
ανάλυση της εν λόγω έκφρασης. Εκτός από κάποιες άλλες θεωρίες ανατρέπει και μία «εξεζη-
τημένη» στο έπακρο υπόθεση του Ausland, ο οποίος προσπάθησε να συσχετίσει ιστορικά τον
Πύρρωνα με τον Αρίστωνα τον Χίο εξαιτίας παρόμοιας χρήσης της έκφρασης ἐπ᾿ ἴσης (βλ.
την υποσημ. 363; βλ. Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 144–149).
338. Όπως π.χ. ο Δημόκριτος, ο οποίος σε πολλά αποσπάσματά του αρνείται να αποδώσει
κάποια γνωστική αρμοδιότητα στις αισθήσεις (DK 68A112 [Aristoteles. Met. Γ 5, 1009b7], DK
68B9, DK 68B11 [Sextos VII,138]). Σε ένα χωρίο υποδηλώνει με αυτά που λέει τη δυνατότητα
να μην είναι τίποτε αληθές (ἤτοι οὐθὲν εἶναι ἀληθὲς), ενώ στη συνέχεια δέχεται ότι αυτά είναι
μόνο για εμάς αφανή (ἢ ἡμῖν γ᾿ ἄδηλον – DK 68A112 [Aristoteles, Met. Γ 5,1009b7]). Ωστόσο, η
ενθουσιώδης προσπάθεια του Δημόκριτου να βρει τα αληθινά αίτια των γεγονότων υποστη-
ρίζει αναμφισβήτητα την τελευταία δυνατότητα. Πρβλ. την εξήγηση για τον σκεπτικισμό του
Δημόκριτου στο κεφ. 3.1.
156 Ο Πύρρων
339. Βλ. π.χ. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,159,1–160,1: ὁ δὲ Καρνεάδης οὐ μόνον τοῖς
Στωικοῖς ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς πρὸ αὐτοῦ ἀντιδιετάσσετο περὶ τοῦ κριτηρίου… καὶ δὴ πρῶτος
μὲν αὐτῷ καὶ κοινὸς πρὸς πάντας ἐστὶ λόγος καθ᾿ ὃν παρίσταται ὅτι οὐδέν ἐστιν ἁπλῶς
ἀληθείας κριτήριον, οὐ λόγος, οὐκ αἴσθησις, οὐ φαντασία, οὐκ ἄλλο τι τῶν ὄντων· πάντα γὰρ
ταῦτα συλλήβδην διαψεύδεται ἡμᾶς. («ο Καρνεάδης αντιστεκόταν, σε ό,τι αφορά το ερώτη-
μα περί του κριτηρίου, όχι μόνο στους στωικούς αλλά και σε όλους τους φιλοσόφους που
προηγήθηκαν από αυτόν. Το πρώτο του επιχείρημα, το οποίο και χρησιμοποιούσε εναντίον
όλων των αντιπάλων του εν γένει, είναι εκείνο, σύμφωνα με το οποίο συνάγεται ότι απολύτως
τίποτε δεν συνιστά κριτήριο αλήθειας, ούτε ο νους, ούτε η αισθητηριακή αντίληψη, ούτε η
εντύπωση, ούτε οποιοδήποτε άλλο από τα υπάρχοντα. Και αυτό, γιατί όλα αυτά μαζί μας
απατούν»).
340. Συν τοις άλλοις, τη συγκεκριμένη άποψη του Αινησίδημου την αποδίδει ο Διογένης ο
Λαέρτιος λανθασμένα στον ίδιο τον Πύρρωνα (Vitae, IX,106,1–3, απόσπ. 8 Caizzi).
341. Zeller, E.: Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung, teil 3, vol. 1,
σελ. 501. Υπενθυμίζουμε στον αναγνώστη ότι με τη λέξη «διόρθωση» (λατ. conjectura, ενίοτε
χρησιμοποιείται και ο όρος emendatio) εννοούμε στην κειμενική κριτική, την ενέργεια, μέσω
της οποίας προσπαθούμε, κατά κανόνα επί τη βάσει του νοήματος και της λογικής ακολουθί-
ας του συγκεκριμένου χωρίου, να «μαντέψουμε» (λατ. conicere) την αρχική μορφή του. Οι δι-
ορθώσεις υπήρξαν ιδιαιτέρως δημοφιλείς μέθοδοι των φιλολόγων του 19ου αιώνα, οι οποίοι
και είχαν πολύ καλή γνώση των κλασικών γλωσσών. Οι συγκεκριμένοι φιλόλογοι είχαν κατα-
λήξει, επί τη βάσει των διορθώσεων, σε πολλές ερευνητικές λύσεις, οι οποίες και επαληθεύτη-
καν πολύ αργότερα διαμέσου πιο «επιστημονικών» μεθόδων (π.χ. στον χώρο της παπυρολογί-
ας ή σε εκείνο της έρευνας των παλίμψηστων).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 157
όχι ως διὰ τοῦτο («γι’ αυτό», «λόγω εκείνου, που προηγείται»342), αλλά ως
διὰ τό («για τούτο», «λόγω τούτου, δηλαδή εκείνου που στο κείμενο ακολου-
θεί»). Από απόψεως κειμενικής κριτικής, η εν λόγω διόρθωση δεν είναι κα-
θόλου απίθανη. Και αυτό, διότι η έκφραση διὰ τοῦτο βρίσκεται σίγουρα
στον επόμενο στίχο, και ο αντιγραφέας ενδέχεται να είχε αντικαταστήσει το
αρχικό «διὰ τό» με το «διὰ τοῦτο». Υιοθετώντας την παραπάνω φιλολογική
διόρθωση, η οποία και ανασυστήνει, κατά πολλούς υποστηρικτές της, την
αρχική μορφή του χειρογράφου, καταλήγουμε στη γνωσιολογική ερμηνεία
του αποσπάσματος του Ευσέβιου. 343 Κατ’ αυτην, η οντολογική φύση των
πραγμάτων (το να είναι αυτά δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα και απροσδιόρι-
στα) δεν αποτελεί το αίτιο (πρβλ. τη μεταφυσική ερμηνεία), αλλά το αποτέ-
λεσμα ότι οι αισθήσεις μας και οι πεποίθησεις μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύ-
δονται. Συνεπώς, η γνωστική μας αναρμοδιότητα αποτελεί την πρωταρχική
πραγματικότητα, απ’ όπου και συνάγεται ότι τα πράγματα του κόσμου είναι
εντελώς απροσδιόριστα.
Στην παραπάνω γνωσιολογική ερμηνεία του Πύρρωνα, και ιδιαιτέρως
στη γνώμη του Stopper, ο οποίος υπήρξε και από τους κατεξοχήν υποστηρι-
342. Ως βάση της συγκεκριμένης ερμηνείας υπόκειται ο συντακτικός κανόνας που λέει ότι
η έκφραση οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός εδώ) αναφέρεται στο μέρος του κειμένου που προη-
γείται αμέσως (Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 1245). Ο R. Bett εξετάζει κριτικά και μερικά
υποθετικά επιχειρήματα, κυρίως γραμματικού χαρακτήρα, τα οποία θα μπορούσε να τα χρη-
σιμοποιήσει κανείς για την υποστήριξη της εν λόγω διόρθωσης (Aristocles on Timon on Pyrrho,
σελ. 142). Άλλωστε, αν ο συγκεκριμένος ερευνητής μελετούσε πιο αναλυτικά τους σχετικούς
γραμματικούς κανόνες που αναφέρονται στην Greek Grammar του Smyth (§ 2722 – 2727), την
οποία και ο ίδιος επικαλείται, σίγουρα δεν θα είχε ανάγκη να δικαιολογήσει τη χρήση της άρ-
νησης μήτε… μήτε (γεγονός που συνηγορεί υπέρ της διόρθωσης) ως μία απόκλιση από τον
κλασικό συντακτικό κανόνα στον μη κλασικό συγγραφέα Αριστοκλή (1ος π.Χ. αι.), αλλά ως
ένα υφολογικό μέσο, με το οποίο προσδίδεται μεγαλύτερη βεβαιότητα και πειστικότητα στο
συγκεκριμένο φιλοσοφικό κείμενο (βλ. κυρίως Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 2725).
343. Με τη διόρθωση του Zeller συμφώνησαν και άλλοι ερευνητές, οι οποίο και είχαν στην
πλειονότητά τους ερμηνεύσει τον Πύρρωνα γνωσιολογικά: ο M. R. Stopper (Schizzi Pirroniani,
σελ. 292 – 3, υποσημ. 53), η J. Annas (The morality of Happiness, σελ. 203) και ο T. Brennan (Py-
rrho on the Criterion, σελ. 432 – 3). Ο Bett αναλύει λεποτομερώς τα επιχειρήματα υπέρ και κατά
της διόρθωσης, κατατείνοντας τελικά στην αποδοχή της μεταφυσικής ερμηνείας του κειμέ-
νου, και χωρίς κάποια διόρθωση (Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 25 – 27).
Ιδιαίτερη κατηγορία ερευνητών αποτελούν εκείνοι, οι οποίοι απορρίπτουν από τη μία τη δι-
όρθωση του Zeller, τονίζουν, όμως, από την άλλη την υποκειμενική και γνωσιολογική από-
χρωση των γνωρισμάτων που αποδίδει ο Πύρρων στα πράγματα (Stough, Ch.: Greek Skepti-
cism, σελ. 17 – 19; Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 81 – 82). Ωστόσο, μία τέτοιου είδους
προσέγγιση φαίνεται να είναι αστήρικτη, και αυτό επειδή το να προϋποθέτουμε κάποια (υπο-
κειμενικά) απροσδιόριστη φύση των πραγμάτων συνεπάγεται το να αναγνωρίζουμε –έστω
και ελάχιστες– γνωσιολογικές διακρίσεις, από τις οποίες δεν θα ήταν πια δυνατόν να εξα-
χθούν οι ακραίες αρνητικές γνωσιολογικές θέσεις του Πύρρωνα, όπως εκδηλώνονται στο
αμέσως ακόλουθο πυρρώνειο κείμενο.
158 Ο Πύρρων
344. O M. R. Stopper είναι, κατ’ ουσίαν, οπαδός της φαινομεναλιστικής ερμηνείας, η οποία
και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερη περίπτωση της γνωσιολογικής ερμηνείας (βλ. την
σχετική μας εξήγηση στο κεφ. 5.6).
345. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 196.
346. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 21 – 22.
347. T. Brennan, Pyrrho on the Criterion, σελ. 432.
348. Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ. 275. Ας ρωτήσουμε τον M. R. Stopper, σχετικά με
το ανάθεμα που απαγγέλλει εναντίον των όποιων τυχόν σύγχρονων ερμηνειών του Πύρρωνα,
γιατί –δεδομένου ότι ο ίδιος τονίζει ιδιαιτέρως το πνεύμα της «αρχαιότητας» στις όποιες ερ-
μηνείες του Πύρρωνα– προτιμά με τέτοια εμμονή μία συγκεκριμένη από τις ευάριθμες ιστορι-
κά σωζόμενες αρχαίες ερμηνείες του Πύρρωνα. Και αυτό γιατί έναντι της εν λόγω φαινομε-
ναλιστικής ερμηνείας (κεφ. 5.6), την οποία και τόσο σθεναρά προωθούσε ο νεοπυρρωνισμός,
υπήρχε, στην αρχαιότητα τουλάχιστον, μία πολύ αξιόλογη εναλλακτική – συγκεκριμένα, η
ηθική ερμηνεία. Την τελευταία την είχε, κατά πάσα πιθανότητα, υιοθετήσει ένα πλήθος αρ-
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 159
Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις, τις οποίες και έχουμε διατυπώσει σχετικά
με τη γνωσιολογική ερμηνεία του Πύρρωνα, αποτολμούμε να θέσουμε εν
προκειμένω ένα ερώτημα, το οποίο θα είναι –ως προς τη δική μας ερμηνευτι-
κή στάση βεβαίως– θεωρητικού μάλλον χαρακτήρα. Ακριβέστερα, αξίζει να
τεθεί το ερώτημα μήπως θα υπήρχε κάποια διαφορά ανάμεσα στον Σέξτο
και στον Πύρρωνα, στην περίπτωση που η γνωσιολογική ερμηνεία θα ήταν
όντως ιστορικά ορθή. Η διαφορά έγκειται, πιθανότατα, σε εκείνο που ο Σέξ-
τος αναφέρει στην αρχή του συγγράμματός του «Σκιαγράφηση του πυρρω-
νισμού» και χαρακτηρίζει ως διαφορά ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη
ομάδα εκείνων που ασχολούνται με τη φιλοσοφία (οἱ κατὰ φιλοσοφίαν ζη-
τούμενοι): οι πρώτοι πρεσβεύουν ότι την αλήθεια την έχουν ήδη βρει (οι στω-
ικοί, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος), οι δεύτεροι αρνούνται ότι η αλήθεια εί-
ναι δυνατόν ποτέ να βρεθεί (οι ακαδημαϊκοί) και, τέλος, οι τρίτοι την αναζη-
τούν ακόμη (οι σκεπτικοί, δηλαδή οι νεοπυρρώνειοι).349 Η «δογματική» στά-
ση που είχε υιοθετήσει ο Πύρρων σχετικά με τη φύση των πραγμάτων, τα
οποία, χωρίς καμία αμφιβολία, τα θεωρεί απροσδιόριστα λόγω της δικής μας
γνωστικής αναρμοδιότητας, πλησιάζει αρκετά (ως προς το εννοιολογικό πε-
ριεχόμενο τουλάχιστον) στην ανάλογη στάση του Σέξτου. Διαφέρει, όμως,
σημαντικά από αυτήν σε ό,τι αφορά τη νεοπυρρώνεια πρακτική της καθολι-
κής επιφύλαξης και του δισταγμού, κάτι που δεν συναντούμε καθόλου στον
«δογματικό» σκεπτικισμό του Πύρρωνα. Η συγκεκριμένη διαφορά έγκειται
ακριβώς σε εκείνο που ο Σέξτος χαρακτηρίζει ως διακριτικό γνώρισμα ανά-
μεσα στη δική του διδασκαλία και σ’ εκείνη της Ακαδημίας (δηλαδή του Αρ-
κεσιλάου): «Εμείς λέμε αυτά επί τη βάση εκείνων που μας παρουσιάζονται
με μορφή φαινομένου και όχι ανεπιφύλακτα, εκείνος, όμως, τα λέει ως προς
τη φύση των πραγμάτων».350
Είναι ακριβώς η παραπάνω «δογματική» φιλοσοφική στάση του Πύρρω-
να –η οποία, συν τοις άλλοις, οδηγεί στην ανεπιφύλακτη συνεπαγωγή είτε
χαίων δοξογράφων, οι οποίοι και δεν ήταν επηρεασμένοι, ή και «χειραγωγημένοι» –θα λέγα-
με– από τις νεοπυρρώνειες θέσεις. Στις προσπάθειες διάφορων μελετητών, οι οποίοι ήθελαν
να ερμηνεύσουν τον Πύρρωνα με φαινομεναλιστικό τρόπο, αντιστάθηκε σθεναρά π.χ., ο A.
Bailey (Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 27). Ο ίδιος αποδεικνύει ότι ανάμεσα
στον Πύρρωνα και στους νεοπυρρώνειους φιλοσόφους υπήρξε μια μεγάλη –τόσο χρονική όσο
και φιλοσοφική– ρήξη (ό.π., σσ. 30 – 37).
349. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1,1–4,1
350. Ό.π., I,233,3 – 5, απόσπ.. 35 Caizzi: ὅτι ἡμεῖς μὲν κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ταῦτα
λέγομεν καὶ οὐ διαβεβαιωτικῶς, ἐκεῖνος δὲ ὡς πρὸς τὴν φύσιν… Για τα «δογματικά» στοιχεία
στη διδασκαλία του Πύρρωνα (κυρίως στο επίπεδο της ηθικής), βλ. και την υποσημ. 121, κα-
θώς και το επόμενο κεφάλαιο 5.5, το οποίο και αφιερώνεται στην ηθική ερμηνεία του Πύρρω-
να.
160 Ο Πύρρων
της άγνωστης φύσης των πραγμάτων (μεταφυσική ερμηνεία) είτε της δικής
μας γνωστικής αναρμοδιότητας (γνωσιολογική ερμηνεία)– αυτή που πολύ
πιθανόν και να αποτελεί τον σοβαρότερο λόγο για τον οποίο ο σκεπτικισμός
του Πύρρωνα απειλείται από την αυτοαναίρεση.351 Αν και με το σοβαρό
πρόβλημα της αυτοαναφοράς των σκεπτικών ισχυρισμών έχουμε ήδη ασχο-
ληθεί αρκετές φορές στην πραγματεία μας, θεωρούμε ότι και σε αυτό το ση-
μείο το θέμα αξίζει ακόμα την προσοχή μας, ιδιαιτέρως διότι είναι τόσο επί-
καιρο στα συμφραζόμενα της μεταφυσικής, όσο είναι και σε εκείνα της γνω-
σιολογικής ερμηνείας. Πώς μπορεί, δηλαδή, ο Πύρρων, με τόσο μεγάλη αυ-
τοπεποίθηση και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, να δηλώνει το οτιδήποτε
σχετικά με την κατεξοχήν άγνωστη φύση των πραγμάτων, δεδομένου ότι
από τον ίδιο αυτό ισχυρισμό συνάγεται μία εντελώς ακραία απόρριψη κάθε
δυνατότητας προς γνώση, πράγμα που, πάλι, συνεπάγεται με τη σειρά του
ότι αδυνατούμε να γνωρίζουμε οτιδήποτε για την ίδια τη φύση των πραγμά-
των; Πώς είναι, δηλαδή, δυνατόν να εκφέρει κανείς κρίσεις για τη φύση των
πραγμάτων, διεκδικώντας την απόλυτη αλήθεια των κρίσεων αυτών, και να
αρνείται ταυτόχρονα να αποδώσει στις αισθήσεις και στις πεποιθήσεις οιαν-
δήποτε συμμετοχή σε γνωσιολογικές κατηγορίες, όπως είναι η «αλήθεια», ή
η «αναλήθεια»;
Στο σημείο αυτό, αξίζει να παρουσιάσουμε και να εξετάσουμε κριτικά
τρία συγκεκριμένα επιχειρήματα του Bett, με τα οποία ο ίδιος προσπαθεί να
διασώσει τη φιλοσοφία του Πύρρωνα από την αυτοαναιρετική ισχύ του σκε-
πτικισμού του. Ο συγκεκριμένος ερευνητής επισημαίνει ότι ο ίδιος ο ισχυρι-
σμός για τη φύση των πραγμάτων, καθώς και εκείνος για τον γνωσιολογικό
χαρακτήρα των γνωστικών μας δυνατοτήτων συνιστούν στη φιλοσοφία του
Πύρρωνα κρίσεις ιδιάζουσας υφής, ακριβέστερα «μεταϊσχυρισμούς», που
«απαλλάσσονται από την εμβέλεια της δικής τους ισχύος».352 Τη θέση αυτή
τη θεμελιώνει πάνω στα εξής τρία επιχειρήματα: 1. η έκφραση που δηλώνει
εδώ τα πράγματα του κόσμου (πράγματα), η φύση των οποίων και χαρακτη-
ρίζεται ως άγνωστη, δήλωνε στην καθομιλουμένη της εποχής πολύ συγκε-
κριμένα και «κοινά» πράγματα και ιδιότητες του κόσμου γύρω μας. Ως εκ
τούτου, δεν υπάγονται στη συγκεκριμένη έννοια –ας συμπληρώσουμε την
351. Ο R. J. Hankinson ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για την υποστήριξη της
υπόθεσης σχετικά με το ότι ο Πύρρων συνειδητοποιούσε αυτό το πρόβλημα και, κατά μείζο-
να λόγο, προσπαθούσε να το επιλύσει. Επομένως, το ερώτημα της αυτοαναίρεσης του πυρρώ-
νειου σκεπτικισμού αποτελεί για τον R. J. Hankinson θέμα καθαρά ακαδημαϊκής συζήτησης,
στο οποίο και προσφέρει ανιστορικές και θεωρητικού χαρακτήρα μόνον απαντήσεις (Hankin-
son, R., J.: Sceptics, σελ. 62).
352. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 24
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 161
355. Maccoll, N.: The Greek Sceptics from Pyrrho to Sextus, σελ. 12 – 31 (μία εύλογη ηθικού
χαρακτήρα σκιαγράφηση της ιστορικής εικόνας του Πύρρωνα ήδη από τον 19ο αιώνα); Aus-
land, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 359 – 434; Stough, Ch.: Greek Skep-
ticism, σελ. 16 – 34; Burnyeat, M., F.: Tranquillity without a Stop: Timon, frag. 68, βλ. ιδιαιτέρως τα
συμπεράσματα στις σελ. 91 – 92; Hankinson, R., J.: The Sceptics, βλ. ιδιαιτέρως το 4ο κεφάλαιο.
Κατά τον R. J. Hankinson «ο Πύρρων πρότεινε μία σκεπτική φιλοσοφία της ζωής… τα ενδια-
φέροντά του υπήρξαν καθαρά πρακτικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν επεδίωκε ούτε την ελά-
χιστη συμμετοχή στις θεωρητικές διαμάχες των δογματικών» (Cause and Explanation in Ancient
Greek Thought, σελ. 268). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άρθρο του Brunschwig
(Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 198 – 199), στο οποίο ασκεί κριτι-
κή στην κατά τη γνώμη του ανεπαρκή επιχειρηματολογία του Ausland. Ο τελευταίος, στηριζό-
μενος σε μία εξεζητημένα θεωρητικού χαρακτήρα ανάλυση ενός κειμένου του Διογένη του
Λαέρτιου (Vitae IX 92–4), προσπάθησε να εξηγήσει πώς ήταν δυνατόν ο Πύρρων να έχει κα-
ταλήξει επί τη βάσει της φύσης των πραγμάτων στην πλήρη αδιαφορία στο πεδίο της ηθικής
(Ausland, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 407 – 428). Για περαιτέρω
κριτική της συγκεκριμένης πρότασης βλ. επίσης: Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 154
– 155, υποσημ. 49.
356. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 248.
357. Ό.π., σελ. 248.
358. Βλ. την εξήγηση στην υποσημ. 314.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 163
359. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 194.
360. Ωστόσο, τα επιχειρήματα του Brunschwig φαίνονται να είναι, από πολλές πλευρές,
υπερβολικά εξεζητημένα και στηριζόμενα στις εξής προβληματικές προκείμενες: 1. Ο Τίμων,
κατά τον συγκεκριμένο μελετητή, διεύρυνε την πυρρώνεια αντίληψη του όρου πράγματα, ού-
τως ώστε η εμβέλειά του να καλύπτει όχι μόνον τα πράγματα και τις καταστάσεις του εξωτε-
ρικού κόσμου αλλά και τις αισθήσεις και τις πεποιθήσεις του ανθρώπου. 2. Αν, άρα, οι αν-
θρώπινες αισθήσεις και πεποιθήσεις γίνονται αντιληπτές με αυτόν τον τρόπο, ο Τίμων ενδέχε-
ται να έχει αποδώσει σε αυτές και τον χαρακτηριστικό της «αδιαφορίας», και αυτό με την έν-
νοια ότι δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς (Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on
Pyrrho, σσ. 199 – 202). Επισημαίνουμε ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική λύση προϋποθέτει μία
τόσο σοβαρή ρήξη ανάμεσα στις απόψεις του Πύρρωνα και σε εκείνες του πιστού του μαθητή
Τίμωνα, που δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να τεκμηριωθεί από τις υπόλοιπες σωζόμενες πη-
γές. Ακριβώς αυτό συνειδητοποιεί και ο ίδιος J. Brunschwig στο δεύτερο μέρος της εν λόγω με-
λέτης, όπου και αναζητά μία πιθανή μορφή της σχέσης ανάμεσα στους δύο αρχαίους φιλοσό-
φους, έχοντας ως στόχο να επιλύσει τα ερωτήματα που του έχουν προκύψει στο μεταξύ (ό.π.,
σελ. 202 – 211).
361. Hankinson, R., J.: Sceptics, σελ. 66.
164 Ο Πύρρων
362. “That cake looks good to eat”; “The bed looks comfortable”. Βλ.: ό.π., σελ. 66 – 67.
363. Cicero, De off. I,6, απόσπ. 69H Caizzi. Ο H. Ausland εικάζει ότι η συγγένεια ανάμεσα
στις απόψεις του Πύρρωνα και σε εκείνες του Αρίστωνα του Χίου φανερώνεται στον τρόπο
με τον οποίο ο Πύρρων απάντησε στο πρώτο ερώτημα περί της ευδαίμονος ζωής (βλ. το 5ο
κεφ.) Πρόκειται για τη φράση ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα («εξίσου δυσδιάκριτα»), χαρακτηριστικό
της φύσης των πραγμάτων, που και συμπίπτει εννοιολογικά, κατά τον H. Ausland, με το στοι-
χείο που εφάρμοσε ο Αρίστων στα στωικά «αδιάφορα», χαρακτηρίζοντάς τα –από αξιολογι-
κής απόψεως– ως εντελώς δυσδιάκριτα (βλ. την υποσημ. 421) (Ausland, H.: On the Moral Origin
of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 387 – 388). Ως εξεζητημένη και αστήρικτη χαρακτηρίζει τη
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 165
γενική και θεωρητικά αδόκιμη. Στην περίπτωση του Πύρρωνα πρόκειται για
μία ισχυρή έκκληση για απόλυτη απόρριψη κάθε είδους γνώσης, στην περί-
πτωση των κυνικών έχουμε να κάνουμε με μία φιλοσοφική νουθεσία που δεν
έχει ακόμα κανένα σοβαρότερο θεωρητικό υπόβαθρο, προκειμένου να ενερ-
γούμε σύμφωνα με την αρετή και να επανέλθουμε στη φύση.365
Συνεπώς, αν πράγματι επρόκειτο ο μεταγενέστερος σκεπτικισμός να συ-
νεχίσει, με κάποιο τρόπο, τη φιλοσοφία του Πύρρωνα ή να επικαλείται –για
λόγους προβολής τουλάχιστον– το όνομά του, η φιλοσοφία του θα έπρεπε να
επανερμηνευτεί ριζικά. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η φιλοσοφία του
Πύρρωνα υπήρξε –υπό το πρίσμα, βεβαίως, της ηθικής κυρίως ερμηνείας–
μία πρόχειρη μόνο και θεωρητικά αμελέτητη φιλοσοφική έκκληση για την
απόρριψη κάθε είδους γνώσης με σκοπό την απόκτηση της ευδαιμονίας.366
Εικάζεται ότι το μεγάλο αυτό έργο της επανερμηνείας του Πύρρωνα το είχε
αναλάβει ήδη ο Τίμων, ενώ πολύ πιο εντατικά μόνον αργότερα καταπιάστη-
καν με αυτό οι νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι. Ήταν ακριβώς οι τελευταίοι εκεί-
νοι που δημιούργησαν την αποκαλούμενη φαινομεναλιστική ερμηνεία, με
την οποία και θα ασχοληθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
365. Βλ.: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 409 – 410. Πρόκειται για μία παραδοσι-
ακή άποψη των σύγχρονων ερευνητών για τον κυνισμό, οι οποίοι –κατά τη γνώμη του Suvák–
από την οπτική της σύγχρονης διάκρισης ανάμεσα στο θεωρητικό και στο πρακτικό υπογραμ-
μίζουν «την ανυπαρξία του θεωρητικού πλαισίου κατά την “πρακτική” πραγματοποίηση της
κυνικής ζωής». Tην ίδια άποψη όμως ο ίδιος ερευνητής την αμφισβητεί στη συνέχεια ως εξής:
«οι κυνικές πρακτικές δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποτελεσματικές χωρίς ορισμένες εξηγή-
σεις, γιατί χωρίς αυτές οι κυνικοί δεν θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τη ριζική τους στάση
απέναντι στη συμβατική ηθική της εποχής, ούτως ώστε να αποκτήσουν μία κατάλληλη αφετη-
ρία για την αναζήτηση του κυνικού τρόπου ζωής. Επιπλέον, η σύγχρονη διάκριση ανάμεσα
στο θεωρητικό και στο πρακτικό θα είχε εξαιρετικά δύσκολα βρει ένα πρότυπο στην αρχαιό-
τητα, όπου ο φιλοσοφικός στοχασμός συνδεόταν πάντοτε με κάποιο τρόπο με το ερώτημα
πώς πρέπει να ρυθμίζουμε τον βίο μας». Βλ. Suvák, V.: Kynizmus: etika bez morálky, σελ. 115.
366. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι μία ανάλογη ιστορική-φιλοσοφική εξέλιξη έλαβε
χώρα και στη στωική σχολή αναφορικά με τον κυνισμό της εποχής. Αν οι στωικοί θέλησαν
όντως να κερδίσουν στον ελληνιστικό φιλοσοφικό αγώνα, ο οποίος και γινόταν ολοένα και
σκληρότερος, έπρεπε να προσδώσουν στην κυνική έκκληση για μία ζωή σύμφωνη με τη φύση
(κατὰ φύσιν ζῆν) κάποιο πιο συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο. Τον σκοπό αυτόν τον
πέτυχαν καθιστώντας τη φυσική βασικό όργανο για την απόκτηση της γνώσης περί φύσεως,
συνδέοντάς την πολύ στενά με την ηθική. Η σημασία της φυσικής στον στωικισμό, όπως εξάλ-
λου αναφέρουμε σε κάποιο άρθρο μας, έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι με τη μελέτη της φύ-
σης φτάνουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια πράγματα και ποιος τρόπος συμπεριφοράς
του ανθρώπου συμβαδίζουν με τη φύση (κατὰ φύσιν) και, από την άλλη, τι έρχεται σε αντίφα-
ση με αυτήν (παρὰ φύσιν)…; βλ.: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 415.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 167
σέγγιση με έντονη νεοπυρρώνεια απόχρωση, βλ. και στο βιβλίο της μελετήτριας J. Annas (The
Morality of Happiness, σελ. 204 – 5).
369. Με τη σύγκριση της ιστορικής-φιλοσοφικής αξιοπιστίας των δύο δοξογραφικών πη-
γών είχαμε ασχοληθεί στο 1ο κεφάλαιο.
370. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,1–5, απόσπ. 6 Caizzi. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη αναφέ-
ρει (βλ. την υποσημ. 116), πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί κατά την αξιολόγηση αυτής
της μαρτυρίας.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 169
πυρρώνειου φαινομένου στην ερμηνεία του Τίμωνα; Η Ch. Stough, μία από
τους υποστηρικτές της φαινομεναλιστικής ερμηνείας, προτείνει να ερμηνεύ-
σουμε τον αρχαιοελληνικό ρηματικό τύπο σθένει («έχει μεγάλη ισχύ», «κυ-
βερνά»), τον ευρισκόμενο στο εξάμετρο του Τίμωνα, με την έννοια του ότι
το φαινόμενο νικά το υποκείμενο της αισθητηριακης αντίληψης, ούτως ώστε
να το εμποδίζει να αντιληφτεί ορθώς το πραγματικό αντικείμενο γνώσης και
να εκλάβει τον κόσμο με τρόπο αντικειμενικό. Επομένως, το φαινόμενο αφή-
νει στην ανθρώπινη γνώση αποκλειστικά και μόνο τη φαινομενική πτυχή του
κόσμου.374 Η συγκεκριμένη, όμως, φαινομεναλιστική ερμηνεία του ίδιου του
Πύρρωνα καθίσταται, κατά τη γνώμη μας, από ιστορικής απόψεως, εντελώς
αστήρικτη. Και αυτό, κυρίως γιατί στο απόσπασμα του Αριστοκλή, στη ση-
μαντικότερη δηλαδή πηγή μας σχετικά με την ιστορική ανασύσταση του
Πύρρωνα, δεν γίνεται λόγος για το παραμικρό που θα μπορούσε να μαρτυ-
ρήσει υπέρ της υπόθεσης σχετικά με τον δήθεν φαινομεναλισμό του Πύρρω-
να. Συνεπώς, πιθανότερη φαίνεται να είναι η υπόθεση ότι ο εν λόγω φαινο-
μεναλισμός είχε ήδη γεννηθεί όσο ακόμα ζούσε ο Τίμων. Και όντως ήταν ο
τελευταίος που με το να υπογραμμίζει τη σημασία των φαινομένων αντιμε-
τώπιζε την τυπική αντεπιχειρηματολογία των μη σκεπτικών, οι οποίοι συχνά
ισχυρίζονταν ότι ο σκεπτικός, με τις ακραίες θεωρητικές στάσεις του, κατα-
δικάζει τον εαυτό του να ζει σε πλήρη αδράνεια. Με την προταθείσα υπόθε-
ση συμφωνεί και η Decleva Caizzi, η οποία επισημαίνει ότι ο Πύρρων δημι-
ούργησε τη φιλοσοφία του πριν ακόμη ξεσπάσει η οξεία πολεμική ανάμεσα
στις ελληνιστικές σχολές. Ως εκ τούτου, η θετική αξιολόγηση του φαινομέ-
νου, η οποία και εμφανίστηκε μόνο αργότερα ως σκεπτική απάντηση στη με-
ταγενέστερη στωική κριτική της βιοτικής αδράνειας των σκεπτικών,375 απο-
κλείεται να υπήρχε ήδη στη φιλοσοφία του Πύρρωνα. Με την παραπάνω
κρίση της Decleva Caizzi υποδηλώνεται ότι ο Πύρρων δεν αισθάνθηκε ποτέ
πτε, κάτι που συν τοις άλλοις αγνοούν πολλοί ερευνητές και μεταφραστές. Υπό το πρίσμα των
παραπάνω δύο μετρικών επιχειρημάτων φαίνεται άχρηστη και όλη η κάπως περίπλοκη συζή-
τηση, την οποία παραθέτει επί του θέματος ο S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ.
248 – 250). Ας αναφερθούν και άλλες μεταφραστικές εναλλακτικές, από τις οποίες εκείνη που
συμβαδίζει πιο πολύ με τη δική μας νεοελληνική απόδοση είναι η πρώτη: “Verily I will relate
each fact as to me it appeareth; standard exact of truth having in my speech” (μετάφραση του R. G.
Bury, In: Sextus Empiricus, Against the Physicists, Against the Ethicists, σελ. 395); “Come, I will spe-
ak a word of truth, as it appears to me to be, who have a correct yardstick” (μετάφραση του A. A.
Long, In: Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 19); για τη μετάφραση
του S. H. Svavarsson, βλ. την υποσημείωση 255.
374. Stough, Ch.: Greek Skepticism, σελ. 24.
375. Plutarchus, Adv. Col. 1122a9–11; Cicero, Acad. pr. [Lucullus], 31,10–15; Diogenes Laertius,
Vitae, IX,107,2–6; Sextus Empiricus, Adv. math. XI,162–164, απόσπ. 66 Caizzi; βλ. επίσης το κεφά-
λαιο 6.2.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 171
κατά τη διάρκεια της ζωής του την ανάγκη να τονίσει τη φιλοσοφική σημα-
σία των φαινομένων, ενώ, αργότερα, η εφαρμογή της συγκεκριμένης φιλο-
σοφικής στρατηγικής έγινε για τον Τίμωνα απαραίτητη, και αυτό λόγω της
οξείας κριτικής, την οποία ασκούσαν στον σκεπτικισμό οι στωικοί. Η παρα-
πάνω μελετήτρια υποστηρίζει επίσης ότι ο Πύρρων δεν θα μπορούσε ποτέ να
έχει έρθει σε επαφή με τους στωικούς, απλά και μόνο για χρονολογικούς λό-
γους. Επιπλέον, η Decleva Caizzi υπενθυμίζει και την παράξενη πληροφορία
του Αντίγονου, κατά τον οποίο ο Πύρρων συγκρουόταν με τα γύρω αντικέι-
μενα ακριβώς λόγω της δυσπιστίας του για τα φαινόμενα.376
Σε σφοδρή σύγκρουση με την αναφερθείσα εικόνα του παράξενου σοφού
Πύρρωνα, η οποία, όπως έχει ήδη ειπωθεί, υπήρξε εντελώς «άχρηστη» για
τους νεοπυρρώνειους φιλοσόφους, έρχεται και ένα χωρίο από το σύγγραμμα
του Διογένη του Λαέρτιου. Λέγεται εκεί ότι ο Πύρρων, όπως αναφέρει ο Αι-
νησίδημος, παρ’ όλο που φιλοσοφούσε σύμφωνα με την αρχή της αναστολής
της κρίσεως (κατὰ τὸν τῆς ἐποχῆς λόγον φιλοσοφεῖν), ενεργούσε εν γένει με
μεγάλη σύνεση (μὴ μέντοι γ᾿ ἀπροοράτως ἕκαστα πράττειν).377 Το γεγονός
ότι το φαινόμενο παίζει στη νεοπυρρώνεια φαινομεναλιστική ερμηνεία το
ρόλο του κριτηρίου της ηθικής συμπεριφοράς, τεκμηριώνεται και επί τη βά-
σει άλλου ενός χωρίου στο έργο του Διογένη του Λαέρτιου. Εκεί λέγεται ότι
ο Πύρρων, όπως αναφέρει ο Αινησίδημος στο πρώτο βιβλίο των «Πυρρώνει-
ων λόγων», ακολουθούσε τα φαινόμενα (φαινομένοις ἀκολουθεῖν).378 Παρά
το γεγονός ότι η πραγματεία μας δεν έχει ως ιδιαίτερο θέμα τον νεοπυρρωνι-
σμό, ας παρατεθεί στο σημείο αυτό ένα ακόμη χωρίο του Διογένη του Λαέρ-
τιου, στο οποίο περιγράφεται η εν λόγω φαινομεναλιστική στάση των μετα-
γενέστερων σκεπτικών, την οποία και οι ίδιοι προσπαθούσαν να παρουσιά-
σουν ως γνήσιο στοιχείο της φιλοσοφίας του αγαπημένου διδασκάλου τους
Πύρρωνα. Εναντίον της στωικής κριτικής, κατά την οποία ο σκεπτικισμός
αναιρεί την ίδια τη ζωή αναιρώντας όλα όσα τη συνιστούν, οι σκεπτικοί υπε-
ρασπίζουν τις θέσεις τους ως εξής:379
384. Κλασικό πρότυπο φιλοσόφου που συνδέει με άρρηκτους δεσμούς τη σφαίρα της ηθι-
κής συμπεριφοράς του ανθρώπου με την αληθινή γνώση είναι ο Σωκράτης των πρώιμων πλα-
τωνικών διαλόγων. Αυτός πρεσβεύει ότι κανείς δεν αμαρτάνει με τη θέλησή του παρά μονάχα
λόγω της ανεπάρκειας της γνώσης του, πρβλ. Plato, Prot. 345d9–345e4: ἐγὼ γὰρ σχεδόν τι οἶμαι
τοῦτο, ὅτι οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀνδρῶν ἡγεῖται οὐδένα ἀνθρώπων ἑκόντα ἐξαμαρτάνειν οὐδὲ
αἰσχρά τε καὶ κακὰ ἑκόντα ἐργάζεσθαι, ἀλλ᾿ εὖ ἴσασιν ὅτι πάντες οἱ τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ κακὰ
ποιοῦντες ἄκοντες ποιοῦσιν («Και αυτό, γιατί εγώ σχεδόν σίγουρα γνωρίζω ότι καθένας από
τους σοφούς άνδρες είναι της γνώμης ότι κανείς ούτε αμαρτάνει ούτε διαπράττει αισχρές και
άσχημες πράξεις με τη θέλησή του. Απεναντίας, οι σοφοί γνωρίζουν καλά ότι όσοι διαπράτ-
τουν τις αισχρές και τις άσχημες πράξεις, το κάνουν αυτό παρά τη θέλησή τους»). Την ίδια
άποψη, ταύτιση δηλαδή της έννοιας «αρετή» με την έννοια «επιστήμη» (ή, επί τούτου και ταυ-
τόσημα, «σοφία») εκφράζει ο Σωκράτης και σε ένα χωρίο του Ξενοφώντα (Mem. III,9,4,1):
Σοφίαν δὲ καὶ σωφροσύνην οὐ διώριζεν... («Δεν διέκρινε [δηλαδή ο Σωκράτης] τη σοφία από
τη σωφροσύνη»; πρβλ. επίσης ό.π. III,9,5,1–2: ἔφη δὲ καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν
ἀρετὴν σοφίαν εἶναι. («Είπε ότι και η δικαιοσύνη, καθώς και κάθε άλλη αρετή, είναι σοφία»).
385. Τη φράση «αξιολογική εκκένωση» και τα παράγωγά της δεν τη χρησιμοποιούμε εδώ
176 Ο Πύρρων
πτικού σοφού, από τη ριζική απόρριψη κάθε δυνατότητας προς γνώση. Στη
συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να αποφασίσουμε σχετικά με το ερώτημα αν
είναι δυνατόν να ζει κανείς μία ζωή χωρίς αξιολογική κλίμακα. Συνεπώς,
παραθέτοντας κάποια περιστατικά από τη βιογραφία του Πύρρωνα, θα δώ-
σουμε απάντηση και στο ερώτημα αν είναι δυνατόν η ζωή χωρίς αξίες να εί-
ναι ευδαίμων. Ήδη, στο κεφάλαιο 5.6, είχαμε υποδηλώσει ότι το εν λόγω
πρόγραμμα της «αξιολογικά εκκενωμένης» ευδαιμονίας αποδείχτηκε για
τους μεταγενέστερους οπαδούς και τους διαδόχους του Πύρρωνα ανεφάρ-
μοστο και ότι τον ρόλο του κριτηρίου της ανθρώπινης δράσης και απόφασης
τον ανέλαβε στον νεοπυρρωνισμό το φαινόμενο. Τέλος, θα μεταφέρουμε
στον αναγνώστη την πλούσια κριτική, την οποία ασκούσαν στη φιλοσοφία
του Πύρρωνα εκείνοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι και δοξογράφοι (π.χ. ο Κικέ-
ρων), οι οποίοι είχαν κρατήσει τις προαναφερθείσες «παραδοσιακές» στά-
σεις της αρχαίας φιλοσοφίας, γεμίζοντας τη σφαίρα των ανθρώπινων αξιών
με ένα συγκεκριμένο «θετικό» φιλοσοφικό περιεχόμενο, όπως ήταν αυτό που
θεμελιωνόταν πάνω στην (ανθρώπινη) φύση (κατὰ φύσιν) ή (και) στη διανο-
ητική αντίληψη (λόγος). Αναφορικά με την κριτική που ασκούσε ο Κικέρων
στην πρόταση του Πύρρωνα για τη ριζική αξιολογική εκκένωση του σκεπτι-
κού σοφού, θα συζητηθεί, με σύντομο αν μη τι άλλο τρόπο, και η στωική θε-
ωρία της παρόρμησης (ὁρμή). Ο όρος αυτός δηλώνει τη βασική κινητική δύ-
ναμη στο άνθρωπο· κάποια έντονη δηλαδή εσωτερική τάση, η οποία τον οδη-
γεί στην εκτέλεση όλων των ενεργειών που σχετίζονται με την ανθρώπινη
γνώση, την απόφαση και τη δράση.
με την υποτιμητική έννοια, την οποία πολλές φορές μπορεί να έχει στα νέα ελληνικά. Επομέ-
νως, η συγκεκριμένη φράση δεν παραπέμπει σε έναν αναίσθητο ή αμμοραλιστή χωρίς ηθικές
αξίες άνθρωπο. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Πύρρωνα δηλώνει τον ιδεώδη πυρρώνειο
σοφό, ο οποίος δεν προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις και ως εκ τούτου αποκτά πολύ μεγάλη
ευτυχία.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 177
386. Για τη μεταφυσική ερμηνεία, πρβλ. το κεφάλαιο 5.3. Η σημασία και ο τρόπος, με τον
οποίο χρησιμοποιούμε εδώ τους όρους «(ριζικός) σκεπτικισμός», «αγνωστικισμός», «γνωστι-
κός μηδενισμός» και «αξιολογικός μηδενισμός», δεν έχουν καμία συνάφεια με κάποια συγκε-
κριμένη ιστορική-φιλοσοφική διδασκαλία και η έννοια των εν λόγω όρων, γίνεται, τις περισ-
σότερες φορές, ολοφάνερη από τα συμφραζόμενα. Συνεπώς, με τον όρο «μηδενισμός» (γνω-
στικός, αξιολογικός) εννοούμε την ακραία στάση την οποία κρατά εκείνος που αρνείται κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα ή ακόμη και την ίδια την ύπαρξη οιωνδήποτε αληθών προτάσεων
και ηθικών αξιών.
178 Ο Πύρρων
387. Όπως είχαμε ήδη αναφέρει (βλ. την υποσημ. 279), πρόκειται για έναν γνωστό αρχαίο
συγγραφέα, ο οποίος έζησε στο τέλος του 1ου και στην αρχή του 2ου μ. Χ. αι. και ο οποίος εν-
διαφερόταν για τον πυρρωνισμό και τη Νέα Ακαδημία.
388. Lactantius, Div. instit. 5,14,3–5; Epit. 50,8: ...sed idem disputationem suam postridie contra-
ria disputatione subvertit et iustitiam quam pridie laudaverit sustulit, non quidem philosophi gravita-
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 179
ρίζουμε για τον Πύρρωνα, καθίσταται κατ’ εξοχήν απίθανο ο Πύρρων, μία
εν πολλοίς ιδιόρρυθμη, ταυτόχρονα όμως επιβλητική και σεβαστή φιλοσοφι-
κή προσωπικότητα, ένας κήρηκας που ανάγγελλε με παθητικό τρόπο την θεϊ
κή του σοφία σ’ όλο τον κόσμο, να προέβαλε αμφίσημα επιχειρήματα υπέρ
και κατά κάποιας θέσης. Και αυτό γιατί ο Πύρρων πρέσβευε τις φιλοσοφι-
κές και πνευματικές του στάσεις με απλό, ξεκάθαρο και ολοφάνερο τρόπο
και έτσι δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να χρησιμοποιήσει αμφίσημα επι-
χειρήματα, ούτε να εφάρμοσει σοφιστικές μεθόδους στις φιλοσοφικές του
συζητήσεις.
Ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα, που έχουμε εντοπίσει με ακρίβεια, επί τη
βάσει των σωζόμενων πηγών, στο επίπεδο της γνώσης των υλικών αντικειμέ-
νων του κόσμου (πράγματα), πρέπει να συνδεθεί, με κάποιο τρόπο, και με
την πυρρώνεια απόρριψη κάθε δυνατότητας γνώσης των ηθικών αξιών. Οι
σωζόμενες πηγές αναφέρουν μόνο ότι ο Πύρρων αμφισβήτησε τη «φυσική»
προέλευση και τη «φυσική» θεμελίωση (τῇ ἀληθείᾳ, φύσει κατά αντιδιαστο-
λή προς νόμῳ, ἔθει) οιωνδήποτε ηθικών αξιών που διέπουν την ανθρώπινη
δράση:
οὐδὲν γὰρ ἔφασκεν οὔτε καλὸν οὔτ᾿ αἰσχρὸν οὔτε δίκαιον οὔτ᾿ ἄδικον·
καὶ ὁμοίως ἐπὶ πάντων μηδὲν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ, νόμῳ δὲ καὶ ἔθει πάντα
τοὺς ἀνθρώπους πράττειν...
«Υποστήριζε (δηλαδή ο Πύρρων) ότι τίποτε δεν είναι ούτε όμορφο, ού-
τε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε άδικο και παρομοίως τίποτε εν γένει δεν
έγκειται στην αλήθεια, αλλά τα πάντα τα κάνουν οι άνθρωποι σύμφω-
να με τις συμβάσεις και τη συνήθειά τους».
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi)
te, cuius firma et stabilis debet esse sententia, sed quasi oratorio exercitii genere in utramque partem
disserendi . ... non quia vituperandam esse iustitiam sentiebat, sed ut illos defensores eius (sc. Plato-
nem et Aristotelem) ostenderet nihil certi, nihil firmi de iustitia disputare.; βλ. Long, A., A. – Sedley,
D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 439. Εντελώς διαφορετική φιλοσοφική προσέγγιση,
με στόχο να καταδείξουν ότι ο κόσμος είναι άγνωστος, εφάρμοσαν οι νεοπυρρώνειοι φιλόσο-
φοι. Τη μέθοδό τους συγκρίνει με εκείνη του σκεπτικού ακαδημαϊκού Αρκεσίλαου ο νεοπυρ-
ρώνειος φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι τα
δύο φιλοσοφικά ρεύματα σχεδόν ταυτίζονται, υπάρχει μεταξύ τους κάποια διαφορά, ακριβέ-
στερα το ότι οι νεοπυρρώνειοι φτάνουν στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) επί τη βάσει εκεί-
νων που μας παρουσιάζονται σε μορφή φαινομένου (κατὰ τὸ φαινόμενον), όχι όμως με ανεπι-
φύλακτο τρόπο (διαβεβαιωτικῶς) και όχι ως προς τη φύση των πραγμάτων (ὡς πρὸς τὴν
φύσιν), όπως ακριβώς το κάνει η σκεπτική Ακαδημία; Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,233,3–5
(για το σχετικό αρχαιοελληνικό κείμενο βλ. την υποσημ. 350). Υπενθυμίζουμε ότι είναι ακρι-
βώς το φαινόμενο το στοιχείο εκείνο που ανέδειξαν οι νεοπυρρώνειοι (Αινησίδημος) ως το
σημαντικότερο κριτήριο της δράσης, καθώς και της θεωρητικής γνώσης. Πρβλ. σχετικά και
τη φαινομεναλιστική ερμηνεία του Πύρρωνα (κεφ. 5.6), την οποία και συγκρότησαν οι νεο-
πυρρώνειοι.
180 Ο Πύρρων
…ὅτι οὔτε ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων
ταῦτα νόμῳ389 κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα.
« …ότι τίποτε δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του,
αλλά τα κρίνουν αυτά οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές
τους, όπως θεωρεί ο Τίμων».
(Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,4–6, zl. 64 Caizzi)
389. Αποδεχόμαστε εδώ τη φιλολογική διόρθωση του Hirzel, ο οποίος απορρίπτει την
εναλλακτική νόῳ («με το νου», «με τη διάνοια»), την οποία βρίσκουμε στις υπόλοιπες κριτικές
εκδόσεις. Η εν λόγω πρόταση του Hirzel, ο οποίος και προσπαθεί να αποκαταστήσει το πρω-
ταρχικό κείμενο του συγκεκριμένου στίχου, φαίνεται αρκετά εύλογη και ιστορικά αληθοφα-
νής, εκτός των άλλων γιατί στο συγκεκριμένο χωρίο λανθάνει μία σημαντική αναλογία με ένα
χωρίο του Διογένη του Λαέρτιου, όπου χρησιμοποιείται η ίδια έκφραση νόμος σε πολύ παρό-
μοια συμφραζόμενα (Vitae, IX,61,10, απόσπ. 1A Caizzi; βλ. παραπάνω).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 181
6.2 Ο αξιολογικός μηδενισμός αποτελεί για τον άνθρωπο την πηγή της
μεγαλύτερης ευτυχίας με τη μορφή της ασυγκινησίας. Η επιθυμία
συνιστά το μεγαλύτερο κακό.
Στο εξής θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε πώς σχετίζεται η αναφερθείσα
αξιολογική εκκένωση του πυρρώνειου σοφού με εκείνη την παράξενη ευτυ-
χία (εὐδαιμονία), την οποία αποκτά αυτός υπό τη μορφή της ασυγκινησίας
(ἀταραξία). Επί τη βάσει όλων των σχετικών διαθέσιμων σ’ εμάς πηγών, φαί-
νεται πολύ πιθανό ο ίδιος ο ιστορικός Πύρρων να μην είχε εξετάσει λεπτομε-
ρώς και σε θεωρητικό επίπεδο τη σχέση ανάμεσα στις αξίες (ακριβέστερα την
απόρριψή τους) και στην ανθρώπινη δράση. Ωστόσο, η λύση του συγκεκρι-
μένου προβλήματος, την οποία είχε προσφέρει ο Πύρρων, αποτελούσε αντι-
κείμενο μιας πλούσιας θεωρητικής συζήτησης, η οποία και έλαβε χώρα αργό-
τερα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και αυτό στο ορολογικό πλαίσιο της
κατοπινής και πιο «αναπτυγμένης» ελληνιστικής φιλοσοφίας. Οι θεμελιώδεις
έννοιες αυτής της ελληνιστικής συζήτησης, η οποία εξάλλου είχε ως θέμα τη
γνώση, τις αξίες και τη σχέση τους με την (ελεύθερη) ανθρώπινη δράση,
υπήρξαν, ακόμη και στο έδαφος της σκεπτικής Ακαδημίας και του επικουρι-
σμού, οι στωικές έννοιες της «παρόρμησης» (ὁρμή) και της «συναίνεσης» (συ-
γκατάθεσις).390 Πριν προβούμε σε μία σύντομη ερμηνεία των συγκεκριμένων
στωικών όρων και ασχοληθούμε με το ερώτημα πώς γίνεται αντιληπτή η στά-
ση του Πύρρωνα από τη φιλοσοφική οπτική των στωικών, θα προσπαθήσου-
με να εικάσουμε –επί τη βάσει των ενδείξεων που διαθέτουμε– το πώς, κατά
πάσα πιθανότητα, αντιλαμβάνεται ο Πύρρων τη σχέση ανάμεσα στις αξίες (ή
καλύτερα στην άρνησή τους) και στην ανθρώπινη δράση.
Ως κατάλληλη αφετηρία για την ερμηνεία μας θα έχουμε εκείνες τις δια-
τυπώσεις του Πύρρωνα, στις οποίες ο ίδιος υποδηλώνει ότι το ηθικό ιδανικό
το αποκτά κανείς, όταν οι βιοτικές του αποφάσεις δεν υπόκεινται σε κανένα
αξιολογικό κριτήριο:
παγκάλως δὲ καὶ ὁ Τίμων ἔφη· πάντων μὲν πρώτιστα κακῶν ἐπιθυμίη
ἐστί.
«Με τον πιο σωστό τρόπο, το εξέφρασε ο Πύρρων: η επιθυμία συνιστά
το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά». 391
(Athenaeus VIII,337,A; in: απόσπ. 65 Caizzi)
Στο παρακάτω παρατεθέν απόσπασμα, όπου εξάλλου βρίσκουμε μια από τις
πιο σημαντικές για μας αρχές του Πύρρωνα, αναφέρονται από τον Σέξτο
δυο επιχειρήματα, τα οποία μπορούν πιθανόν να εφαρμοστούν εναντίον του
σκεπτικού εκείνου, ο οποίος εφαρμόζει στη ζωή του με εμβριθή τρόπο την
αρχή της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή). Η πρώτη αντίρρηση συνίσταται
στο γεγονός ότι ο σκεπτικός, εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη αρχή, υποπί-
πτει στην αδράνεια (ἀνενεργησία), ενώ η δεύτερη έγκειται στην κατηγορία
ότι τέτοιου είδους άνθρωπος, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, φτάνει
σε αδιέξοδο (ἀπέμφασις). Κατά την πρώτη αντίρρηση, ο συγκεκριμένος άν-
θρωπος απορρίπτει την ίδια τη ζωή, και αυτό γιατί ούτε αποφεύγει ούτε απο-
φασίζει για κάτι στη ζωή του, η οποία όμως δεν αποτελείται από τίποτε άλλο
παρά από αποφάσεις και αρνήσεις. Στο δεύτερο αναφερθέν αντεπιχείρημα,
γίνεται και πάλι λόγος για την παραπάνω σημαντικότερη αρχή του πυρρώ-
νειου σοφού: «τίποτε δε θα αποφεύγει ούτε θα αποφασίζει για κάτι» (ἀφυγὴς
καὶ ἀναίρετος ἔσται). Η πλήρης πραγματοποίησή της σε κάθε περίσταση της
ζωής είναι αδύνατη, επειδή ακόμα και ο σκεπτικός σοφός, στην προσπάθειά
του να εφαρμόζει με εμβριβή τρόπο την αρχή της αναστολής της κρίσεως
(ἐποχή), φτάνει κατ’ ανάγκην σε αδιέξοδο. Αυτό θα γίνει –κατά τους αντι-
πάλους του σκεπτικισμού– στην περίπτωση που ο ίδιος βρεθεί υπό την εξου-
σία ενός αμείλικτου τυράννου, ο οποίος θα τον αναγκάσει να διαλέξει, παρά
τη θέλησή του σοφού, το ένα από τα εξής δύο: είτε να εκτελέσει κάποια απαί-
σια εντολή του τύραννου είτε να πεθάνει:
ὅθεν καὶ καταφρονεῖν ἀναγκαῖον τῶν εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περι-
κλείεσθαι νομιζόντων ἢ εἰς ἀπέμφασιν, καὶ εἰς ἀνενεργησίαν μέν, ὅτι
τοῦ βίου παντὸς ἐν αἱρέσεσι καὶ φυγαῖς ὄντος ὁ μήτε αἱρούμενός τι
μήτε φύγων δυνάμει τὸν βίον ἀρνεῖται καί τινος φυτοῦ τρόπον ἐπεῖχεν,
εἰς ἀπέμφασιν δέ, ὅτι ὑπὸ τυράννῳ ποτὲ γενόμενος καὶ τῶν ἀρρήτων τι
ποιεῖν ἀναγκαζόμενος ἢ οὐχ ὑπομενεῖ τὸ προσταττόμενον, ἀλλ᾿ ἑκούσι-
ον ἑλεῖται θάνατον, ἢ φεύγων τὰς βασάνους ποιήσει τὸ κελευόμενον,
οὕτω τε οὐκέτι “ἀφυγὴς καὶ ἀναίρετος ἔσται” κατὰ τὸν Τίμωνα, ἀλλὰ
τὸ μὲν ἑλεῖται, τοῦ δ᾿ ἀποστήσεται, ὅπερ ἦν τῶν μετὰ πείσματος κατει-
ληφότων τὸ φευκτόν τι εἶναι καὶ αἱρετόν.
«Γι’ αυτό πρέπει να περιφρονούμε και εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι
αυτός (δηλαδή ο σκεπτικός) περιορίζεται στην απραξία ή ότι φτάνει σε
αδιέξοδο. Όσον αφορά την απραξία, αναφέρουν ότι εκείνος, ο οποίος
ούτε παίρνει καμία απόφαση ούτε αποφεύγει τίποτε, παραμένει σε μία
στάση που μοιάζει με εκείνη κάποιου φυτού και έτσι απορρίπτει όντως
την ίδια τη ζωή, επειδή αυτή, στο σύνολό της, έγκειται σε αποφάσεις
και σε αρνήσεις. Όσον αφορά στο αδιέξοδο, αναφέρουν ότι αν βρεθεί
υπό την εξουσία ενός τύραννου και αναγκαστεί να κάνει κάτι το αι-
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 183
σχρό, τότε, είτε δεν θα εκτελέσει την εντολή αυτή και θα πεθάνει εθελο-
ντικά, είτε θα εκτελέσει την εντολή και θα αποφύγει τα βασανιστήρια
του τύραννου. Έτσι, όμως, δεν θα είναι πια «χωρίς άρνηση και χωρίς
επιλογή», όπως πρεσβεύει ο Τίμων, αλλά το ένα θα το αποδεχτεί και το
άλλο θα το απορρίψει. Ακριβώς αυτή ήταν και η στάση εκείνων, οι
οποίοι υποστήριζαν, με πεισματικό τρόπο, ότι στη ζωή μας κάτι πρέπει
να αποφεύγεται και κάτι άλλο να γίνεται δεκτό».
(Sextus Empiricus, Adv. math. XI,162,1–165,1, απόσπ. 66 Caizzi).
392. Στην ακόλουθη ερμηνεία, θα γίνει φανερό ότι η πυρρώνεια επιθυμία (ἐπιθυμία) θα
μπορούσε να ταυτιστεί και με την «παρόρμηση» (ὁρμή) της κατοπινής στωικής ορολογίας, στο
πλαίσιο της οποίας, συν τοις άλλοις, ασκούνταν ολόκληρη η μεταγενέστερη κριτική της πυρ-
ρώνειας συνθήκης για την απόκτηση της ευδαιμονίας.
393. Εννοείται: ὄχλησιν («την ψυχική ταραχή»).
184 Ο Πύρρων
394. Το παρατεθειμένο μέσα στο κείμενο πεντάμετρο αποτελεί το δεύτερο μέρος κάποιου
ελεγειακού διστίχου, που προέρχεται, κατά τον A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, II, σελ.
8), από το έργο του Τίμωνα Ἰνδαλμοί («Απάτες»), το μόνο σύγγραμμα του Πύρρωνα που
γνωρίζουμε ότι είχε ελεγειακή μορφή.
395. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,6, απόσπ. 1 Caizzi.
396. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,4–5, απόσπ. 10 Caizzi: ...ἀεί τ᾿ εἶναι ἐν τῷ αὐτῷ κατα
στήματι.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 185
397. Ας υπενθυμίσουμε ότι η τελεολογία (τέλος = «σκοπός», «στόχος», απ’ όπου «τελεολο-
γική εξήγηση», «τελεολογία») είναι εκείνη η εξήγηση του κόσμου και της ανθρώπινης δράσης,
η οποία ερμηνεύει όλα τα γεγονότα στον κόσμο ως πραγματοποίηση κάποιου σκοπού. Αυτός
αποτελεί τη δύναμη, η οποία οδηγεί κάθε γεγονός στην ολοκλήρωσή του.
186 Ο Πύρρων
Στο πρώτο χωρίο, ο Αριστοτέλης λέει ότι κάθε πρακτική καθώς και κάθε θε-
ωρητική ενέργειά μας τείνει προς κάποιο στόχο (τέλος) που ταυτίζεται με το
αγαθό. Αυτό, συνεπώς, συνιστά τον υπέρτατο στόχο, προς τον οποίο τείνουν
400. Και σε πολλά άλλα χωρία των συγγραμμάτων του, ταυτίζει ο Αριστοτέλης τον σκοπό
(τέλος) με το αγαθό (τὸ ἀγαθόν); Aristoteles, Phys. II,195a23–25; Met. IV,1013b25–27. Στο Λ´ βι-
βλίο των Μετά τα Φυσικά (XII,1072a34–1072b4), ο Αριστοτέλης ταυτίζει με το ανώτερο αγα-
θό και με αυτό που επιλέγεται για χάρη του ίδιου (τὸ δι᾿ αὑτὸ αἱρετὸν), ακόμη και τον αριστο-
τέλειο Θεό (θεός), τον οποίο και εκλαμβάνει ο μεγάλος στοχαστής ως αντικείμενο αγάπης και
ως πηγή και αφετηρία της κίνησης για άλλα όντα, τα οποία, κινούμενα από τον Θεό, κινούν
και περαιτέρω όντα (κινεῖ δὴ ὡς ἐρώμενον, κινούμενα δὲ τἆλλα κινεῖ). Τον παραπάνω τελεο-
λογικό χαρακτήρα των φυσικών γεγονότων του κόσμου, τον αποδεικνύει ο Αριστοτέλης όχι
μόνον υπό το πρίσμα της απόλυτης οπτικής του Θεού, ως του πρώτου ακίνητου κινούντος,
αλλά και σε αμέτρητα χωρία των βιολογικών του συγγραμμάτων. Βλ. π.χ. Phys. II,199a25–26:
τὰ φύλλα τῆς τοῦ καρποῦ ἕνεκα σκέπης («τα φύλλα των δένδρων χρησιμεύουν για την προ-
στασία των καρπών»).
188 Ο Πύρρων
401. Τη σύγκριση ανάμεσα στον Αντίγονο τον Καρύστιο και στον Τίμωνα τον Φλιάσιο
σχετικά με την ιστορική αξία τους ως πηγές για την ανασύσταση της εικόνας του ιστορικού
Πύρρωνα την είχαμε παρουσιάσει στο 1ο κεφάλαιο. Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι από τις ανα-
λύσεις μας, καθώς και από τις απόψεις διάφορων ερευνητών συμπεραίνεται ότι ούτε η μικρή
χρονική απόσταση μεταξύ του Αντίγονου και του Πύρρωνα δεν εξασφαλίζει αρκετή ιστορι-
κή-φιλοσοφική αξιοπιστία όσον αφορά στις πληροφορίες του Αντίγονου.
402. Βλ. ιδιαιτέρως την υποσημ. 116.
403. ὅλως κατά τον Cobet: ὅσα codd.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 189
γονου του Καρύστιου, που οι μαθητές του πρόσεχαν πολύ τον Πύρρω-
να και τον ακολουθούσαν παντού».
(Διογένους Λαέρτιου, Βίοι Φιλοσόφων, IX,62,1–5, απόσπ. 6 Caizzi)
Ας θυμηθούμε εδώ ότι στο τέλος του 2ου κεφ. είχαμε εντοπίσει δύο στρατη-
γικές επιβίωσης για τον ανθρώπο που αντιμετωπίζει μεγάλες ταλαιπωρίες
και βάσανα στη ζωή του (τὰ πράγματα). Η πρώτη μπορεί να εφαρμοστεί στη
ζωή διαμέσου της εξωτερικής συμπεριφοράς του ανθρώπου (τοῖς ἔργοις),
όπως είναι η σύγκρουση με τα γύρω αντικείμενα, η αντοχή στον σωματικό
πόνο και η απουσία του φόβου. Η δεύτερη στρατηγική πραγματοποιείται
στο πεδίο της εσωτερικής στάσης, την οποία υιοθετεί ο άνθρωπος απέναντι
στο κακό που του συμβαίνει. Συνεπώς, τη δυσάρεστη κατάσταση την αντιμε-
τωπίζει εδώ ο άνθρωπος διαμέσου της νόησής του (τῷ λόγῳ), αποδοκιμάζο-
ντας κάθε είδους αξιολογική διάκριση ανάμεσα στο όμορφο και το άσχημο,
καθώς και ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο.408
407. Ο E. Flintoff υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους ικανότητα του ανθρώπου να ελέγξει τον
σωματικό πόνο διαμέσου της διάνοιάς του, αναμφισβήτητα αποτελεί ένα στοιχείο χαρακτηρι-
στικό για την ινδική γιόγκα, πράγμα που –κατά τον συγκεκριμένο ερευνητή– και πάλι μαρτυ-
ρεί υπέρ της ινδικής προέλευσης της σκέψης του Πύρρωνα (Pyrrho and India, σελ. 98).
408. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 191
409. Ο δοξογράφος Διογένης ο Λαέρτιος, μετά την εξήγηση της πυρρώνειας διδασκαλίας
περί της αξιολογικής αδιαφορίας, προσθέτει τα εξής: ἀκόλουθος δ᾿ ἦν καὶ τῷ βίῳ («… έζησε
τη ζωή του σύμφωνα με τη φιλοσοφική διδασκαλία του», ibidem, IX,62,1, απόσπ. 6 Caizzi).
410. Η εναλλακτική μετάφραση «συνάντησα» που προτείνουμε για το αρχαιοελληνικό
εἶδον (σημασία που εξάλλου αναφέρεται και στο οικείο λήμμα του λεξικού LSJ, s.v. εἴδω A1b)
ταιριάζει καλύτερα στα συμφραζόμενα των στίχων, τα οποία απευθύνει ο αφοσιωμένος μα-
θητής Τίμων στον πολυαγαπημένο του διδάσκαλο, από την εκδοχή «είδα», που είναι όμως
εξίσου πιθανή. Με την πρώτη μεταφραστική εκδοχή εκφράζεται καλύτερα, κατά τη γνώμη
μας, το γεγονός ότι η εν προκειμένω συνάντηση υπήρξε όντως καθοριστικής σημασίας για
όλη τη ζωή του Τίμωνα. Κατά της προταθείσας μετάφρασης δεν συνάδει το γεγονός ότι ο Τί-
μων, κατά την άποψη του A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 9), διακωμωδεί εδώ
τη συνάντηση του Οδυσσέα με τους νεκρούς (νέκυια) στη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Για μία
ανάλογη συνάντηση του στωικού Ζήνωνα με τον κυνικό Κράτητα μετά το ναυάγιο του εμπο-
ρικού του πλοίου κοντά στον Πειραιά, βλ. Diogenes Laertius, Vitae, VII,2,7–3,3 (SVF I 1).
411. Η ερμηνεία μας προϋποθέτει ότι η αρχαία φράση ἐκ παθέων δηλώνει όλα τα πάθη,
συναισθήματα και κίνητρα, που συνιστούν την πηγή του δυναμισμού και την αφορμή για όλες
τις διαδικασίες της ανθρώπινης βούλησης και δράσης. Αργότερα, στη στωική ορολογία, θα
αντιστοιχήσει στην έκφραση πάθος ο τεχνικός όρος ὁρμή («παρόρμηση»; βλ. ιδιαιτέρως την
192 Ο Πύρρων
εξήγηση στο κεφάλαιο 6.6). Είναι ακριβώς οι ανθρώπινες προκαταλήψεις (δόξα), ένα είδος
δηλαδή της μη αυθεντικής γνώσης, που αποτελούν τα κίνητρα για τις αποφάσεις και τη δρά-
ση των ανόητων ανθρώπων, για τους οποίους κάνει λόγο και στους οποίους ασκεί δριμεία
κριτική ο Τίμων. Και αυτό γιατί σε όλη σχεδόν την ελληνιστική ηθική ισχύει η αρχή ότι η ανε-
παρκής ή, εναλλακτικά, μη αυθεντική γνώση (δόξα) αποτελεί το κύριο αίτιο της ανθρώπινης
δυστυχίας (κακοδαιμονία).
412. Ο R. Bett ερμηνεύει την έκφραση νομοθήκη ως «κάθε είδους απόπειρα να αποδοθεί
οιονδήποτε οριστικό και σταθερό χαρακτηριστικό στα πράγματα». Ο συγκεκριμένος ερευνη-
τής παραπέμπει στην παρόμοια λέξη νομοθεσία στον Επίκουρο, ο οποίος τη χρησιμοποίησε,
κατ’ αυτόν, με τη σημασία των «αυθαίρετων ισχυρισμών για τον εξωτερικό κόσμο που υπερ-
βαίνουν τα όρια κάθε εμπειρίας» (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 50 – 51). Ο Επί-
κουρος, στο υπό συζήτηση χωρίο της Επιστολής προς Πυθοκλέα, η οποία και διασώθηκε ακέ-
ραιη στο έργο του Διογένη τον Λαέρτιου, γράφει ως εξής (Vitae, X,86,9): Οὐ γὰρ κατὰ
ἀξιώματα κενὰ καὶ νομοθεσίας φυσιολογητέον... («Η έρευνα της φύσης δεν πρέπει να γίνεται
επί τη βάσει των αστήρικτων αποφάσεων και της αυθαίρετης νομοθεσίας που αφορούν τον
χώρο της φύσης»). Για την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με την αναλογία, την οποία
εντοπίζει ο Bett, ανάμεσα στην επική πυρρώνεια λέξη νομοθήκη και στον πεζό τύπο νομο-
θεσία του Επίκουρου, ας αναφερθεί η πληροφορία που διαβάζουμε στο οικείο λήμμα του LSJ
(s.v. νομοθήκη): η λέξη νομοθήκη είναι ποιητικός τύπος που φέρει την ίδια σημασία με τη λέξη
νομοθεσία, που απαντά σε πεζά κείμενα.
413. Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 76.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 193
414. Η νεοελληνική λέξη «ψυχραιμία» αποδίδει, κατά τη γνώμη μας, με τον καλύτερο τρό-
πο την έννοια της λέξης ἀπραγμοσύνη, την οποία χρησιμοποίησε ο Τίμων με τη σημασία «fre-
edom from involvement in affairs, tranquillity» (LSJ, s.v. ἀπραγμοσύνη). Ο φλεγματικός χαρακτή-
ρας του Πύρρωνα παρουσιάζει έντονη αντίθεση με την πολυπραγμοσύνη των σοφιστών, τους
οποίους και προσφωνεί ο Τίμων, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, στην αρχή του έρ-
γου του «Χλευασμοί», με κάποια λόγια που αποτελούν ουσιαστικά διακωμώδηση ενός ομηρι-
κού στίχου (Homerus, Il. II,484): ἔσπετε νῦν μοι ὅσοι πολυπράγμονές ἐστε σοφισταί («πέστε
μου, τώρα, όσοι είστε πολυάσχολοι σοφιστές»); βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,112,4. Αξίζει να
σημειωθεί εν προκειμένω ότι ακατάλληλη φαίνεται να είναι η νεοελληνική απόδοση του πα-
ραπάνω στίχου, την οποία προτείνει ο Αθανάσιος Α. Τσακνάκης: «Ελάτε σ’ εμένα, τώρα, όσοι
είστε… », πρβλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων Πύρρων και Τίμων, Ξάνθη, www.24gram-
mata.com, 2011.
415. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 10. Αυτός ο ερευνητής
υιοθέτησε την παλαιά γνώμη του Diels (Poetarum Philosophorum Fragmenta, απόσπ. 48) και ως
εκ τούτου μετέφρασε την έκφραση αὔρα με τη λέξη «άνεμος». Συνεπώς, το τελευταίο εξάμε-
τρο του παρατεθέντος χωρίου το εκλαμβάνει, ο συγκεκριμένος ερευνητής, ως απόρριψη κο-
σμογονικών ερευνών αυτού του είδους, με τις οποίες για πρώτη φορά είχε ασχοληθεί ο Ανα-
ξίμανδρος ο Μιλήσιος: ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι...
194 Ο Πύρρων
(«Στα ίδια, στα οποία οφείλεται η γέννηση των πραγμάτων, οφείλεται και η φθορά τους...»);
βλ. Simplicius, In Arist. Phys. 24,18–19 (πρβ. A9); DK 12B1.
416. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές, στο λατινικό τους υπόμνημα, σχολιάζουν το εν λόγω
χωρίο ως εξής: «αὖραι potius de auris inter philosophos Graecos popularibus...» («ο τύπος αὖραι
μάλλον δηλώνει τα φιλοσοφικά ρεύματα που υπήρξαν δημοφιλή στους Έλληνες φιλοσό-
φους»); βλ. Lloyd-Jones, H. – Parsons, P.: Supplementum, σελ. 385. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ερευ-
νητές, ερμηνεύοντας το κείμενο με αυτόν τον τρόπο, αποδέχονται στο δεύτερο στίχο τη διόρ-
θωση του Wilamowitz ἑκάστη αντί του ἕκαστα. Η σχετική νεοελληνική απόδοση του χωρίου
θα ήταν η εξής: «Δεν σε ενδιέφερε να ασχοληθείς ούτε με το ποια πνευματικά ρεύματα κατα-
κυριεύουν την Ελλάδα, ούτε με το από πού και προς τα πού στοχεύει το καθένα από αυτά».
417. Για το γεγονός ότι ο Πύρρων δεν είχε απορρίψει εντελώς μία τέτοιου είδους αντιμε-
τώπιση των αντίξοων περιστάσεων της ζωής, βλ. ιδιαιτέρως το τέλος του κεφαλαίου 2, καθώς
και το κεφάλαιο 6.4.
418. Στο συγκεκριμένο μέρος του αρχαιοελληνικού κειμένου αποδεχόμαστε τη διόρθωση
της Decleva Caizzi, η οποία το ασαφές ἀνήρ ὅτ᾿ ἄγεις της χειρόγραφης παράδοσης αλλάζει σε
ἀνὴρ διάγεις, ενώ τη λέξη ἀνὴρ την αντιλαμβάνεται ως παράθεση («μόνον άνδρας, θνητός
άνθρωπος» ήτοι «είσαι εσύ»).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 195
419. Την έκφραση κατὰ ταὐτά τη μεταφράζουμε με τις λέξεις «στην ίδια κατάσταση», ερ-
μηνευτική λύση η πιθανότητα της οποίας ενισχύεται ιδιαιτέρως από τη μαρτυρία του Διογένη
του Λαέρτιου (Vitae, IX,63,4–6, απόσπ. 10 Caizzi), στην οποία αναφέρεται ότι ο Πύρρων βρι-
σκόταν πάντοτε στην ίδια ψυχική κατάσταση (ἐν τῷ αὐτῷ καταστήματι). Για τους λόγους που
κάνουν εδώ πιο κατάλληλη τη χρήση του επιθέτου «ψυχική» αντί της λέξης «σωματική» (ήτοι
«κατάσταση») βλ. την υποσημείωση 123.
420. Στη Σλοβακία ασχολήθηκε με τη στωική φυσική και τη γνωσιολογία (ιδιαιτέρως με τη
λογική) ο F. Gahér, πρβλ. κυρίως τις εξής μελέτες του: Princípy stoickej fyziky I. Kozmos ako dyna-
mické univerzum; Princípy stoickej fyziky II. Identita a zmena telies; Stoická sémantika a logika z po-
hľadu intenzionálnej logiky.
196 Ο Πύρρων
421. Ο ρόλος της παρόρμησης στον στωικισμό είναι καθοριστικός και ως προς τη διαίρεση
του χώρου των αδιάφορων. Η συγκεκριμένη σφαίρα των «δυσδιακρίτων» πραγμάτων (τὰ
ἀδιάφορα) εκλαμβάνεται εδώ ως ο πολύ ευρύς χώρος των πραγμάτων και καταστάσεων που
θεωρούνται «συμβατικά» αγαθά (π.χ. υγεία, οικογένεια, σταδιοδρομία, καλή φήμη, περιου-
σία, υπόληψη στην κοινωνία). Αρχικά, οι στωικοί αποδοκίμαζαν πολύ έντονα ολόκληρο τον
χώρο των αδιάφορων και αρνούνταν να αποδώσουν την παραμικρή αξία (ἀξία) σε αυτά. Αρ-
γότερα, όμως, πιθανότατα και επηρεασμένοι από τη δριμεία κριτική των αντιπάλων τους,
υποδιαίρεσαν τη συγκεκριμένη σφαίρα στα επιθυμητά (τὰ προηγμένα) και τα ανεπιθύμητα
(τὰ ἀποπροηγμένα ). Τα πρώτα, όπως πρεσβεύουν οι κατοπινοί στωικοί, εναρμονίζονται με τη
φύση (κατὰ φύσιν), διαθέτουν όμως μικρή μόνο αξία (ἀξία), και γι’ αυτόν τον λόγο προκα-
λούν σε μας μικρή μόνο παρόρμηση (ὁρμή). Τα δεύτερα, αντιθέτως, παρουσιάζουν αντίθεση
με τη φύση (παρὰ φύσιν), διαθέτουν μικρή αρνητική αξία (ἀπαξία) και προκαλούν σε μας την
αντίθετη παρόρμηση (ἀφορμή). Υπενθυμίζουμε ότι ο μεταγενέστερος στωικός σοφός διακρί-
νει ανάμεσα στα επιθυμητά και στα ανεπιθύμητα και επιλέγει τα πρώτα, παρά το γεγονός ότι
ούτε αυτά ούτε εκείνα επηρεάζουν την απόλυτη ψυχική γαλήνη του (…ἀδιάφορον εἶναι τὸ
μήτε πρὸς εὐδαιμονίαν μήτε πρὸς κακοδαιμονίαν συμβαλλόμενον [το αδιάφορο είναι εκείνο
που δεν συμβάλλει ούτε στην ευδαιμονία ούτε στη δυστυχία του ανθρώπου]; Sextus Empiricus,
Pyrrh. hyp. III,177,11–12).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 197
422. Συμπληρώνουμε εδώ την έκφραση «στην ψυχή», που εύκολα εννοείται από τα συμ-
φραζόμενα ολόκληρου του στωικού αποσπάσματος. Σε αμέσως παραπάνω χωρίο του παρα-
τεθέντος αποσπάσματος παρουσιάζεται η στωική θεωρία της εντύπωσης, η οποία εξάλλου
και αναφέρεται, σε άλλες σωζόμενες πηγές, και ως «θεωρία της αποτύπωσης». Αυτή ισχυρίζε-
ται ότι κάθε εντύπωση είναι, κατ’ ουσίαν, αποτύπωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια της
ψυχής από το αντικείμενο που γίνεται αντιληπτο με το σχετικό αισθητήριο (φαντασία δέ ἐστι
τύπωσις ἐν ψυχῇ). Για τη μεταγενέστερη –θεωρητικά πιο επεξεργασμένη και «αναβαθμισμέ-
νη»– στωική θεωρία της εντύπωσης, η οποία και εκλαμβάνεται εδώ ως αλλαγή (με την ευρύτε-
ρη έννοια της λέξης) της κατάστασης της ψυχής (ἀλλοίωσις), καθώς και για τα πλεονεκτήμα-
τά της θεωρίας αυτής συγκριτικά με την προηγούμενη, βλ. την εξής μελέτη μας: Kalaš, A.: Ele-
menty stoickej epistemológie, σελ. 294 – 306.
423. Με την έκφραση «σωστή κατάσταση της ψυχής» (οἰκείως… διέθηκε) πιθανότατα να
εννοεί εδώ ο δοξογράφος εκείνη την κατάσταση της ψυχής, στην οποία αυτή καταλήγει μετά
την πρόσληψη της αντιληπτικής εντύπωσης (καταληπτικὴ φαντασία). Σχετικά με αυτήν, πρβλ.
την εξήγηση του αμέσως παρακάτω κυρίως κειμένου.
424. Για τις τρεις ικανότητες, λόγω των οποίων υπερέχει η στωική ζωική «ψυχή» (ψυχή με
τη στενή έννοια της λέξης ορίζεται στον στωικισμό ως το μέρος του παγκόσμιου πνεύματος
που ανήκει στα ζώα) έναντι της φυτικής «φύσης» (φύσις, ανάλογο δηλαδή μέρος του παγκό-
σμιου πνεύματος που ανήκει στα φυτά), κάνει λόγο ο Φίλων, συγγραφέας του εν προκειμένω
στωικού αποσπάσματος, στην αρχή της § 41: η αίσθηση (αἴσθησις), η εντύπωση (φαντασία)
και η παρόρμηση (ὁρμή).
425. Stobaeus, Ecl. II,86,17 (SVF III 169).
198 Ο Πύρρων
(ἐπί τι ἢ ἀπό του)426 Ήδη, από αυτές τις μαρτυρίες εικάζεται ότι η στωική
παρόρμηση αποτελεί πολύ σημαντική κινητήρια δύναμη, που οδηγεί τον άν-
θρωπο σε κάθε είδους δράση, σε σκόπιμες ενέργειες και στην επιδίωξη κάθε
πρόθεσής του εν γένει. Επομένως, η παρόρμηση διαδραματίζει, κατά τους
στωικούς, καθοριστικό ρόλο πρωτίστως στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης.
Το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό της στωικής παρόρμησης και ο
σχετικός ρόλος της, που προηγείται εξάλλου –ως προς τη χρονολογική του-
λάχιστον σειρά των σωματικών427 διαδικασιών– του ρόλου που έχει στην αν-
θρώπινη δράση είναι το ότι συμμετέχει σημαντικά και στις διαδικασίες που
αφορούν την ανθρώπινη γνώση. Η παρόρμηση (ὁρμή) ενεργεί στην ανθρώ-
πινη ψυχή, ούτως ώστε ο συγκεκριμένος άνθρωπος να δώσει τη συγκατάθε-
σή του (συγκατάθεσις, lat. assensus) στην πρόταση (ακριβέστερα, στην έν-
νοια της), η οποία έχει εξαχθεί από την αντιληπτική –στην περίπτωση της
αληθινής γνώσης– εντύπωση, την οποία αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος με τη
διάνοιά του. Η αντιληπτική εντύπωση αποτελεί το βασικό στωικό κριτήριο
της αληθινής γνώσης, διότι προκαλεί, λόγω των ιδιαίτερων γνωρισμάτων
της, την εν λόγω παρόρμηση. Αυτή, όπως έχει ήδη ειπωθεί, εξασφαλίζει το
να ενταχθεί (ή, εναλλακτικά, να «ενσωματωθεί») η συγκεκριμένη (βεβαίως
αληθινή) γνώση σε ολόκληρο το σύνολο των αληθινών γνώσεων, και αυτό
γιατί θα δοθεί στη συγκεκριμένη γνώση η συγκατάθεση από τη διάνοια του
ανθρώπου. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μόνο με την προϋπόθεση
ότι η αντιληπτική εντύπωση έχει ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα· για την
ακρίβεια, πρέπει να είναι ξεκάθαρη και ευδιάκριτη (τρανὴς καὶ ἔκτυπος), να
προέρχεται από κάποιο πραγματικό αντικείμενο (ἀπὸ ὑπάρχοντος) και να εί-
ναι διαμορφωμένη σύμφωνα με αυτό (κατ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπάρχον).428 Συνεπώς,
«αντιληπτική» ονομάζεται μόνο η εντύπωση που μας οδηγεί στη διαδικασία
της «κατάληψης», της διανοητικής δηλαδή σύλληψης των αληθινών γνώσε-
ων. Στη δημιουργία του όλου συστήματος από τις γνώσεις αυτές («αξιώμα-
τα» στη στωική ορολογία) συμβάλλει πρωτίστως η λογική ενέργεια του κυρι-
αρχικού μέρους της ψυχής (ἡγεμονικόν). Οι αισθητηριακές εντυπώσεις –σε
περίπτωση, βεβαίως, που και αυτές είναι αντιληπτικές– συμβάλλουν στη συ-
γκεκριμένη διαδικασία μόνο σε περιορισμένο βαθμό, ως τα προκαταρκτικά
αίτιά της. Γι’ αυτό και είναι αστήρικτες όλες οι κατεξοχήν αισθησιοκρατικές
ερμηνείες, οι οποίες περιορίζουν τη στωική αντιληπτική εντύπωση σε έναν
μόνο τύπο της: στην αισθητηριακή εντύπωση.429 Και για τους παραπάνω δύο
ρόλους της στωικής παρόρμησης –για τη συγκατάθεση δηλαδή στο πεδίο της
γνώσης, καθώς και για την ίδια την δράση– κάνει λόγο ο Κικέρων στο εξής
χωρίο από το έργο του Περί μοίρας (De fato):
at si causa adpetitus non est sita in nobis, ne ipse quidem adpetitus est in
nostra potestate; quod si ita est, ne illa quidem, quae adpetitu efficiuntur, sunt
in nobis; non sunt igitur neque adsensiones neque actiones in nostra
potestate.
«Αλλά αν το αίτιο της παρόρμησης δεν βρίσκεται σε εμάς, ούτε η ίδια η
παρόρμηση τοποθετείται μέσα στις δυνατότητές μας. Τότε, όμως, δεν
βρίσκονται μέσα σε μας ούτε εκείνα, τα οποία έχει η παρόρμηση ως
αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, δεν τοποθετούνται μέσα στις δυνατότη-
τές μας ούτε οι συγκαταθέσεις μας ούτε οι ενέργειές μας».
(Cicero, De fato, 40,10–16 [SVF II 974])
Πολύ σημαντικό για τη σωστή ερμηνεία του παρατεθέντος χωρίου, καθώς
και ενδεικτικό της στωικής προέλευσής του είναι το γεγονός ότι ο Σλοβάκος
ερευνητής M. Okál πολύ εύστοχα είχε εντάξει αυτό το χωρίο στη συλλογή
του από επιλεγμένα στωικά αποσπάσματα, μεταφρασμένα στα σλοβακικά,430
παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο χωρίο δεν βρίσκεται στη «δόκιμη» συλ-
429. Π.χ. η μελετήτρια J. Annas υποστηρίζει ότι οι στωικοί δεν προνόησαν για την ύπαρξη
ενός ιδιαίτερου χώρου για την «καθαρή» νόηση και δεν την ξεχώριζαν από την αισθητηριακή
αντίληψη, διότι, σύμφωνα μ’ αυτήν, όλη η νόηση εξάγεται στον στωικισμο από την αισθητη-
ριακή εμπειρία ή, εναλλακτικά, από τη διανοητική επεξεργασία της (Hellenistic Philosophy of
Mind, σελ. 86). Για τις ορθολογικές ερμηνείες του στωικισμού πρβλ. τις εξής μελέτες: F. H. San-
dbach (The Stoics, σελ. 86 – 90)· I. Dambska (Sextus Empirykus, Przeciw logikom, σελ. 285, υποσημ.
78)· M. Okál (Zlomky starých stoikov, σελ. 442, υποσημ. 13)· Kalaš, A.: Kataleptická fantázia v stoic-
kej epistemológii, σελ. 363 – 369· F. Gahér, Stoici o ľudskej prirodzenosti, σελ. 76. Στο σημείο αυτό,
δεν μπορώ να παραλείψω μία ευνοϊκή παρατήρηση του František Gahér, ο οποίος σε κάποια
συζήτηση πρότεινε να μεταφράζουμε στα σλοβακικά τον στωικό όρο καταληπτικὴ φαντασία
ως “kataleptická fantázia” («καταληπτική φαντασία») ή ως “uchopujúca fantázia” («συλληπτική
φαντασία»), ούτως ώστε να διατηρηθεί η ελληνική λέξη «φαντασία» και μέσα στη σλοβακική
απόδοση του όρου. Ακριβώς με αυτήν τη μετάφραση, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, κατά
τη γνώμη του František Gahér, κάθε αισθησιοκρατική παρερμηνεία του όρου.
430. Zlomky starých stoikov, σελ. 249.
200 Ο Πύρρων
λογή του Arnim. Ο ίδιος ο ερευνητής σε εκείνο ακριβώς το σημείο του απο-
σπάσματος, όπου θα έπρεπε να ακολουθήσει το από τον M. Okál παρατεθέν
κείμενο, γράφει: Sequitur Arcesilai, ni fallor, contra Zenonen et Cleanthem
disputatio.431 Με αυτόν τον τρόπο, υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο μικρό
κείμενο φανερώνει, κατά τη γνώμη του, όχι τόσο στωικές φιλοσοφικές στά-
σεις, αλλά μάλλον τη σκεπτική τους κριτική. Παρά το γεγονός ότι συμφω-
νούμε με την παρατήρηση του Arnim για τον σκεπτικό χαρακτήρα του χωρί-
ου, ισχυριζόμαστε ότι ο Κικέρων εκφράζει εδώ πολύ πετυχημένα και μία
στωική στάση, στην οποία ο ίδιος ταυτόχρονα ασκεί και κριτική: η παρόρμη-
ση (appetitus) έχει στη στωική θεωρία ως αποτελέσματα τη συγκατάθεση
(assensus) καθώς και τη δράση (actiones). Ο Κικέρων δεν μπορούσε παρά να
γνωρίζει καλά την ορολογία και τον τρόπο της επιχειρηματολογίας των στω-
ικών, επειδή ο ίδιος ήταν ευνοϊκά προσκείμενος απέναντι στη γνωσιολογία
των ακαδημαϊκών σκεπτικών, η οποία ήταν χτισμένη με στωικά υλικά. Η
σκεπτική κριτική του Κικέρωνα βασίζεται εδώ στο ότι, αν δεχτούμε τη στωι-
κή ιδέα της απόλυτης αιτιοκρατίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι
απόλυτα καθορίζεται όχι μόνο η παρόρμηση, αλλά και τα αποτελέσματά της,
η συγκατάθεση δηλαδή και η δράση. Συνεπώς, ελεύθερος δεν μπορεί να εί-
ναι, κατά τους σκεπτικούς αντιπάλους του στωικισμού, ούτε ο ίδιος ο στωι-
κός σοφός.
Και στο ακόλουθο απόσπασμα γίνεται λόγος για τον ρόλο της παρόρμη-
σης στο πεδίο της δράσης. Και εδώ πληροφορούμαστε ότι αυτή αποτελεί τη
βασική κινητήρια δύναμη της δράσης, διότι κινεί και παροτρύνει τον άνθρω-
πο σε ενέργειες. Όλη η διαδικασία ξεκινά από το ότι το αντικείμενο, που γί-
νεται αντιληπτό με την όραση (visum), προκαλεί σε εμάς την παρόρμηση
(appetitus, ὁρμή), η οποία, στη συνέχεια, μας παρακινεί στη σχετική ενέργεια
(qua ad agendum impellimur). Από το εν λόγω χωρίο του Κικέρωνα μπορούμε
να εικάσουμε ότι η «ένταση», η «ισχύς», καθώς και η «πειστικότητα» της
δράσης μας εξαρτώνται από το αν η εντύπωση που τις έχει προκαλέσει είναι
σύμφωνη με τη φύση (accomodatum naturae) ή αποξενωμένη από αυτήν
(alienum):432
431. SVF II, σελ. 282: «Ακολουθεί, αν δεν λαθεύω, η πολεμική του Αρκεσίλαου με τον Ζή-
νωνα και τον Κλεάνθη».
432. Τα δύο χαρακτηριστικά (accomodatum naturae, alienum), τα οποία ο Κικέρων αποδίδει
εδώ στην εντύπωση, αντιστοιχούν, πιθανότατα, στους δύο τρόπους, με τους οποίους επιδρά
στην ψυχή (διέθηκε τὴν ψυχήν) το εξωτερικό αντικείμενο που προκαλεί την εντύπωση, στον
σωστό (οἰκείως), δηλαδή, και στον «διαφορετικό» (από τον σωστό) (ἑτέρως) τρόπο, αντίστοι-
χα, πράγμα που μαρτυρείται στο πιο πάνω απόσπασμα του Φίλωνα του Αλεξανδρέα, Quod
deus sit immut. 44,1–4 (SVF II 458). Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται απλώς για την αντιληπτι-
κή εντύπωση, η οποία όντως και διαδραματίζει πολύ καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες της
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 201
Atque etiam illud perspicuum est, constitui necesse esse initium, quod sapien-
tia cum quid agere incipiat sequatur, idque initium esse naturae accommoda-
tum. Nam aliter adpetitio (eam enim volumus esse ὁρμήν) qua ad agendum
impellimur et id adpetimus quod est visum moveri non potest. illud autem,
quod movet, prius oportet videri eique credi; quod fieri non potest, si id quod
visum erit discerni non poterit a falso. quomodo autem moveri animus ad
adpetendum potest, si id quod videtur non percipitur accomodatumne naturae
sit an alienum?
«Έχει καταστεί σαφές ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί κάποια αφετη-
ριακή αρχή, ούτως ώστε να την ακολουθήσει η σοφία, όταν αρχίζει να
κάνει κάτι. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η αρχή πρέπει να είναι εναρμο-
νισμένη με τη φύση. Και αυτό γιατί, ειδάλλως, δεν θα μπορούσε να τε-
θεί σε κίνηση η παρόρμηση (έτσι θέλουμε να αποδοθεί στη γλώσσα μας
ο όρος ὁρμή), η οποία μας παρακινεί σε δράση και προκαλεί σε εμάς
την επιθυμία να επιδιώκουμε αυτό που έχουμε δει. Ωστόσο, αυτό που
κινεί, πρέπει να ιδωθεί και να πιστέψουμε σε αυτό πρώτα,433 πράγμα
που δεν θα καταστεί δυνατόν, αν εκείνο που θα έχει δει κανείς, δεν θα
μπορέσει και να το διακρίνει από την αναλήθεια. Πώς, δηλαδή, ο νους
θα μπορούσε να τεθεί σε παρόρμηση, αν ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση
να αποφασίσει αν εκείνο που αντιλαμβάνεται με την όρασή του είναι
σύμφωνο με τη φύση ή αποξενωμένο από αυτήν;»
(Cicero, Acad. pr. {Lucullus} 24,7–25,6 [SVF II,116])
βούλησης και της δράσης. Η ικανότητα της εντύπωσης για να παρακινήσει τον άνθρωπο στην
εκτέλεση μιας ενέργειας εξαρτάται από το αν μπορεί να εξαχθεί από αυτήν μία «κανονιστική»
(όχι περιγραφική) πρόταση, η οποία θα δηλώνει την επιδιωκόμενη από τον συγκεκριμένο άν-
θρωπο συμπεριφορά. Η εν λόγω κινητήρια δύναμη της εντύπωσης, εκείνης δηλαδή που γίνε-
ται αντιληπτή, αυξάνεται σημαντικά, αν η δράση, στην οποία παρακινείται ο άνθρωπος, εναρ-
μονίζεται με τη φύση του κόσμου και είναι σύμφωνη με ένα αξιολογικό σύστημα με καθολική
ισχύ. Υπενθυμίζουμε ότι το στωικό αξιολογικό σύστημα έχει ως βάση τη ζωή σύμφωνα με τη
φύση (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, κατὰ φύσιν ζῆν), όπως υποδηλώνει και το εν λόγω από-
σπασμα του Κικέρωνα.
433. Τα συγκεκριμένα λόγια του Κικέρωνα πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως εξής: το ρήμα
credere («το να πιστέψει κανείς σε κάτι») δεν έχει ως αντικείμενο την αισθητηριακή εντύπωση,
αλλά δηλώνει τη διαδικασία της συναίνεσης (assensus, συγκατάθεσις), την οποία δίνουμε σε
ορισμένο τρόπο δράσης, που έχει εξαχθεί από την εν λόγω εντύπωση (βλ. την υποσημ. 432).
434. Philo Alexandrinus, Leg. alleg. I,30,4 (SVF II 844).
202 Ο Πύρρων
435. Ο M. R. Stopper θεωρεί ότι το κείμενο του Κικέρωνα, το οποίο και παραθέτουμε αμέ-
σως παρακάτω, είναι υπερβολικά σύντομο, ούτως ώστε να μπορεί να διαθέτει την απαραίτη-
τη δοξογραφική ακρίβεια (Schizzi Pirroniani, σελ. 270). Ωστόσο, το κείμενο αυτό θα χρησιμο-
ποιηθεί στην ερμηνεία μας ως κατάλληλη αφετηρία για τη συζήτηση σχετικά με το πώς αντι-
λαμβανόταν τον Πύρρωνα ο Κικέρων, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της
αρχαιότητας και ένας από τους σπάνιους αρχαίους γνώστες του στωικισμού, που δεν ήταν
επηρεασμένοι και από τον νεοπυρρωνισμό.
436. Ανορθόδοξος στωικός που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον κυνισμό, μαθητής του
Ζήνωνα.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 203
Itaque mihi videntur omnes quidem illi errasse, qui finem bonorum esse
dixerunt honeste vivere, sed alius alio magis, Pyrrho scilicet maxime, qui
virtute constututa nihil omnino, quod appetendum sit, relinquat...
«Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μου φαίνεται ότι όντως
λάθευαν όσοι χαρακτήρισαν την ενάρετη ζωή ως το ύψιστο όριο των
καλών,437 αλλά ο ένας σε μεγαλύτερο βαθμό από τον άλλον, πιο πολύ
μάλιστα ο Πύρρων, ο οποίος όταν είχε καθορίσει την αρετή δεν άφησε
καθόλου χώρο για κάτι που θα αποτελούσε αντικείμενο της παρόρμη-
σης».
(Cicero, De fin. IV,43,1–5, απόσπ. 69C Caizzi).
Ο πυρήνας της κριτικής του Κικέρωνα, η οποία και εδώ αναμφισβήτητα στη-
ρίζεται στις στωικές θέσεις, συνίσταται στο ότι, για τον Κικέρωνα τουλάχι-
στον, είναι εντελώς απαράδεκτο ο Πύρρων να έχει ξεριζώσει τον άνθρωπο
από ολόκληρο τον χώρο των αξιών, να έχει αφαιρέσει από την ψυχή του την
αξιολογική κλίμακα, τον πιο καθοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης συ-
μπεριφοράς, με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Η αξιολογική κλίμακα του
στωικού σοφού αποτελείται από τις «λογικές» ή «διανοητικές» ηθικές αξίες,
τις οποίες και εξάγει η στωική ηθική από τους φυσικούς κανόνες. Αυτοί εί-
ναι που διέπουν ολόκληρο τον φυσικό χώρο και αποτελούν το αντικείμενο
έρευνας της φυσικής. Ο ρόλος της στωικής ηθικής έγκειται στο ότι αποφασί-
ζει σχετικά με το αν η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ανθρώπου εναρμονί-
ζεται ή όχι με τους προαναφερθέντες «φυσικούς» κανόνες και αξίες του κό-
σμου, πράγμα που κάνει τα παραπάνω «εφαρμόσιμα» στο πεδίο της ανθρώ-
πινης δράσης.438 Ο άνθρωπος, από την οπτική τής στο έπακρο επεξεργασμέ-
437. Πρόκειται για την κριτική των φιλοσοφικών στάσεων, τις οποίες κρατούσαν ο Πύρ-
ρων και ο προαναφερθείς Αρίστων ο Χίος. Ο Κικέρων ασκεί κριτική σε αυτούς, επειδή παρά
το γεγονός ότι και οι δύο τους επιδίωκαν με τόσο πάθος την αρετή, υπογραμμίζοντας τη ση-
μασία της στην ενάρετη ζωή, δεν κατάφεραν πράγματι να της δώσουν κάποιο αξιόλογο φιλο-
σοφικό περιεχόμενο.
438. Gahér, F.: Stoici o ľudskej prirodzenosti, σελ. 76. Η μελετήτρια I. Sluiter, διαπραγματευό-
μενη από λογική σκοπιά τη χρήση της έκφρασης μᾶλλον/ἦττον ἤ στους στωικούς, καταλήγει
σε καταπληκτικά, όχι όμως και σε απροσδόκητα, συμπεράσματα. Κατά τη συγκεκριμένη με-
λετήτρια, το κύριο πεδίο εφαρμογής του λογικού αυτού συνδυασμού υπήρξε ακριβώς ο χώ-
ρος της απόφασης και, γενικότερα, αυτός της ηθικής. Οι στωικοί έπρεπε να υπερασπίζουν
εδώ –σε αντιδιαστολή με τη σκεπτική αδιαφορία– την εκφραζόμενη διαμέσου της φράσης οὐ
μᾶλλον, μεγαλύτερη (ή, εναλλακτικά, και μικρότερη) «επιλεκτική» αξία (ἀξία ἐκλεκτική) των
πραγμάτων του κόσμου, κάτι που γίνονταν, κατά την I. Sluiter τουλάχιστον, ακριβώς διαμέ-
σου του λογικού συνδυασμού μᾶλλον/ἦττον ἤ (βλ. On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions con-
taining ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ, σελ. 59 – 62, passim). Απ’ όπου θα μπορούσαμε να καταλήξουμε
στο συμπέρασμα ότι, ενώ το κύριο όπλο που χρησιμοποιούσε ο σκεπτικισμός ενάντια στον
στωικό δογματισμό υπήρξε η φράση οὐ μᾶλλον ἤ, εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι στωικοί
204 Ο Πύρρων
ενάντια στους σκεπτικούς υπήρξε η ίδια έκφραση με την παράλειψη όμως της άρνησης οὐ.
Επίλογος
ALEXANDER Aphrodisiensis
De fato De fato
In Arist. Met. In Aristotelis Metaphysica commentaria
ARISTOPHANES
Eccl. Ecclesiazusae
ARISTOTELES
Eth. Nic. Ethica Nicomachea
Met. Metaphysica
Phys. Physica
AULUS GELLIUS
Noctes Att. Noctes Atticae
CICERO
Acad. post. Academica posteriora
Acad. pr. (Lucullus) Academica priora
De div. De divinatione
De fato De fato
De fin. De finibus bonorum et malorum
De off. De officiis
Tusc. disp. Tusculanae disputationes
DEMOSTHENES
Contra Polyclem [Sp.] Contra Polyclem oratio [Sp.]
214 Ο Πύρρων
DIOGENES LAERTIUS
Vitae Diogenis Laertii Vitae philosophorum
EPIPHANIUS
Adv. haer. Adversus haereses
EURIPIDES
Hel. Helena
Iph. Aul. Iphigenia Aulidensis
Eusebius Caesariensis
Praep. evang. Praeparatio evangelica
PHILO Alexandrinus
Leg. alleg. Legum allegoriae
Quod deus sit immut. Quod deus sit immutabilis
GALENUS
De opt. doctr. De optima doctrina
De sectis De sectis ad eos qui introducuntur
In Hippocr. Prognost. In Hippocratis prognosticum commentaria
HERODOTUS
Hist. Historiae
HIPPOLYTUS
Philos. Philosophumena (= Adversus haereses I)
HOMERUS
Il. Ilias
HORATIUS
Carm. Carmina
CLEMENS ALEXANDRINUS
Strom. Stromateis
LACTANTIUS
Div. instit. Divinae institutiones
Epit. Epitome divinarum institutionum
LUCRETIUS
De rerum nat. De rerum natura
PAUSANIAS
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 215
PLATO
Leg. Leges
Philb. Philebus
Prot. Protagoras
PLUTARCHUS
Alex. Alexander
Adv. Col. Adversus Coloten
SENECA
Ep. Ad Lucilium epistulae morales
SEXTUS EMPIRICUS
Adv. math. Adversus Mathematicos
Pyrrh. hyp. Pyrrhoneae hypotyposes
SIMPLICIUS
In Arist. Phys. In Aristotelis Physica
SOPHOCLES
Ai. Aiax
STOBAEUS
Ecl. Eclogae physicae et ethicae
SUDA LEXICON
Suda Suidae lexicon
THEOPHRASTUS
Phys. Opin. Physicorum opiniones
THUCYDIDES
Hist. Historiae
XENOPHON
Hell. Hellenica (Historia Graeca)
Oec. Oeconomicus
Mem. Memorabilia
Βιβλιογραφία
Εκδόσεις
ALEXANDER Aphrodisiensis: De fato. Ed. I. Bruns. Berlin, 1892.
ALEXANDER Aphrodisiensis: In Aristotelis metaphysica commentaria. Ed. M.
Hayduck. Berlin, 1891.
ARISTOPHANES: Ecclesiazusae. Ed. R. G. Ussher. Oxford, 1973.
ARISTOTELES: Ethica Nicomachea. Ed. I. Bywater. Oxford, 1894, 1962.
ARISTOTELES: Metaphysics, I – II. Ed. W. D. Ross. Oxford, 1924, 1970.
ARISTOTELES: Physica. Ed. W. D. Ross. Oxford, 1950, 1966.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Academica priora siue Lucullus. Ed. O. Plasberg. Leipzig,
1922.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Academica posteriora (fragmentum maximum). Ed. O.
Plasberg. Leipzig, 1922.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De divinatione. Ed. R. Giomini. Leipzig, 1975.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De fato. Ed. R. Giomini. Leipzig, 1975.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De finibus bonorum et malorum. Ed. Th. Schiche.
Leipzig, 1915.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De officiis. Ed. C. Atzert. Leipzig, 1963.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Tusculanae disputationes. Ed. M. Pohlenz. Leipzig,
1918.
DEMOSTHENES: Contra Polyclem [Sp.]. Ed. W. Rennie. Oxford, 1931.
DIOGENES LAERTIUS: Vitae philosophorum, I–II. Ed. H. S. Long. Oxford, 1964, 1966.
EURIPIDES: Helena. In: Euripidis fabulae, III. Ed. G. Murray. Oxford, 1902, 1966.
EURIPIDES: Iphigenia Aulidensis. In: Euripidis fabulae, III. Ed. G. Murray. Oxford, 1902,
1966.
Eusebius Caesariensis: Die Praeparatio evangelica. In: Eusebius Werke, VIII. Ed.
K. Mras. Berlin, 1954.
PHILO Alexandrinus: Legum allegoriarum. In: Philonis Alexandrini opera quae su-
persunt. Vol. 1. Ed. L. Cohn. Berlin, 1896, 1962.
218 Ο Πύρρων
PHILO Alexandrinus: Quod deus sit immutabilis. In: Philonis Alexandrini opera quae
supersunt, II. Ed. P. Wendland. Berlin, 1897, 1962.
GALENUS: De optima doctrina. In: Claudii Galeni Pergameni scripta minora, I. Ed. J.
Marquardt. Leipzig, 1884; Amsterdam 1967.
GALENUS: De sectis ad eos qui introducuntur. In: Claudii Galeni Pergameni scripta
minora, III. Ed. J. Marquardt, I. Müller, G. Helmreich. Leipzig, 1893; Amsterdam 1967.
GELLIUS (Aulus Gellius): Noctes Atticae. Ed. C. Hosius. Leipzig, 1903.
HERODOTUS: Histoires. Ed. Ph. – E. Legrand. Paris, 1954, 1968.
HOMERUS: Ilias. Ed. T. W. Allen. Oxford, 1931.
HORATIUS: Carmina. Ed. D. R. S. Bailey. Leipzig, 19953.
CLEMENS ALEXANDRINUS: Stromata. Ed. O. Stählin – L. Früchtel – U. Treu. Berlin,
1960, 1970.
LUCRETIUS (Titus Lucretius Carus): De rerum natura. Ed. J. Martin. Leipzig, 1969.
PAUSANIAS: Graeciae descriptio, I–III. Ed. F. Spiro. Leipzig, 1903; Stuttgart 1967.
PLATO: Opera, I–V. Ed. J. Burnet. Oxford, 1904–1914.
PLUTARCHUS: Moralia. Ed. R. Westman. Leipzig, 1959.
PLUTARCHUS: Vitae parallelae. Ed. K. Ziegler. Leipzig, 19682.
SEXTUS EMPIRICUS: Sexti Empirici opera, I–III. Ed. H. Mutschmann – J. Mau. Leipzig,
1912 – 1914.
SOPHOCLES: Ajax. Ed. A. Dain – P. Mazon. Paris, 1958; 1968.
Suidae lexicon, I–IV. Ed. A. Adler. Leipzig, 1928; Stuttgart, 1971.
THUCYDIDES: Historiae, I–II. Ed. H. S. Jones – J. E. Powell. Oxford, 1942.
XENOPHON: Hellenica. In: Xenophontis opera omnia, I. Ed. E. C. Marchant. Oxford, 1900,
1968.
XENOPHON: Memorabilia. In: Xenophontis opera omnia, II. Ed. E. C. Marchant. Oxford,
1921, 1971.
XENOPHON: Oeconomicus. In: Xenophontis opera omnia, II. Ed. E. C. Marchant. Oxford,
1921, 1971.
Döring, K.: Die Megariker: kommentierte Sammlung der Testimonien. Amsterdam, 1972.
Lloyd-Jones, H. – Parsons, P.: Supplementum Hellenisticum. Berlin, 1981.
Long, A. A. – Sedley, D. N.: The Hellenistic Philosophers, I – II. Cambridge, 1987.
Poetarum Philosophorum Fragmenta. Ed. H. Diels. Berlin, 1901.
Stoicorum veterum fragmenta, I – IV. Ed. Ioannes ab Arnim. Lipsiae, 1921 – 1923 (συντο-
μογραφία SVF).
Μεταφράσεις
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια, 1 – 2. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημήτριος
Λυπουρλής. Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2006.
Aristoteles: Metafysika. Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια A. Kříž. Praha, 1946.
Aristoteles: Metaphysik Bücher I (A) – VI (E). Ed. W. Christ, translation H. Bonitz. Hamburg,
1980.
Aristotle: Metaphysics, I – II. Translation H. Tredennick. Cambridge – London, 1933, 1989.
Cicero: Tusculan Disputations. Ed. J. Henderson, editor emeritus G. P. Goold, translation J.
E. King. Cambridge (Mass.), 1927, 2001.
Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, I – II. Ed. J. Henderson, editor emeritus
D. P. Goold, translation R. D. Hicks. Cambridge (Mass.), 1925, 2000.
Díogenés Laertios: Životy, názory a výroky proslulých filosofů. Μετάφραση A. Kolář.
Praha, 1964; Pelhřimov, 1995.
Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, I – II. Μετάφραση M. Okál. Bratislava,
1954.
Platón: Prótagoras. Μετάφραση Fr. Novotný. Praha, 1992.2
Σέξτος Εμπειρικός: Πυρρωνειες Υποτυπώσεις, Α, Β. Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπού-
λου-Βαλαλά, μετάφραση – σημειώσεις: Στυλιανός Δημόπουλος. Εκδόσεις Ζή-
τρος. Θεσσαλονίκη, 2002.
Sextus Empiricus: Against the Physicists. Against the Ethicists. Ed. D. P. Goold, translation
R. G. Bury. Cambridge (Mass.), 1936, 1997.
Sextus Empiricus: Outlines of Pyrrhonism. Ed. J. Henderson, editor emeritus D. P. Goold,
prel. R. G. Bury. Cambridge (Mass.), 1933, 2000.
Sextus Empiricus: Základy pyrrhónskej skepsy. Μετάφραση J. Špaňár. Bratislava, 1984.
Texty k ranému pyrrhónizmu. Μετάφραση A. Kalaš. In: Ostium, έτος 3, αρ. 3, 2007; URL:
http://www.ostium.sk, s. 1 – 13.
Sextus Empirykus: Przeciw logikom. Μετάφραση I. Dambska. Warszava, 1970.
220 Ο Πύρρων
Ερμηνευτικές μελέτες
Andriopoulos, D., Z.: Ch. L. Stough, Greek Scepticism, Berkeley and Los Angeles, 1969
(review). In: Philosophy and Phenomenological Research, έτος. 32, αρ. 3, 1972, σελ.
417 – 419.
Annas, J.: The Morality of Happiness. New York, 1993.
Annas, J.: Hellenistic Philosophy of Mind. Berkeley and Los Angeles, 1992.
Ausland, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy. In: Elenchos, αρ. 10, 1989,
σελ. 359 – 434.
Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism. Oxford, 2002.
Bett, R.: Pyrrho, His Antecedents, and His Legacy. Oxford, 2000.
Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho: The Text, Its Logic and its Credibility. In: Oxford
Studies in Ancient Philosophy, αρ. 12, 1994, σελ. 137 – 181.
Bornemann, E. – Risch, E.: Griechische Grammatik. Frankfurt a. M., 1978.
Brennan, T.: Pyrrho on the Criterion. In: Ancient Philosophy, αρ. 18, 1998, σελ. 417 – 433.
Brochard, V.: Les Sceptiques grecs. Paris, 1887.
Burnyeat, M., F.: Tranquillity without a Stop: Timon, frag. 68. In: The Classical Quarterly,
XXX, 1980, σελ. 86 – 93.
Burnyeat, M., F.: Can the Sceptic Live his Scepticism? In: Schofield, M. – Burnyeat, M. –
Barnes, J. (ed.): Doubt and Dogmatism. Studies in Hellenistic Epistemology. Oxford,
1980, σελ. 20 – 53.
Brunschwig, J.: Introduction: the Beginnings of Hellenistic Epistemology. In: Algra, K.
–Mansfeld, J. – Schofield, M. (ed.): The Cambridge History of Hellenistic Philosophy.
Cambridge, 1999.
Brunschwig, J.: Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho. In: Brunschwig,
J.: Papers in Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1994.
Cambiano, G.: Philosophy, science and medicine. In: Algra, K. – Mansfeld, J. – Schofield,
M. (ed.): The Cambridge History of Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1999.
Campbell, L.: V. Brochard, Les Sceptiques grecs, Paris, 1887 (review). In: The Classical
Review, έτος II, αρ. 4, 1888, σελ. 111 – 113.
De Lacy, P.: Skepticism in Antiquity. In: The Dictionary of the History of Ideas: Studies of
Selected Pivotal Ideas, IV. Ed. P. P. Wiener. New York, 1973 – 7, σελ. 234 – 240.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 221
De Lacy, P.: Οὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism. In: Phronesis, 3, 1958,
σελ. 59 – 71.
Encyclopedia of Classical Philosophy. Ed. D. J. Zeyl. Westport, 1997.
Flintoff, E.: Pyrrho and India. In: Phronesis, τόμος 25, 1980, σελ. 88 – 108.
Fumerton, R.: Phenomenalism. In: Routledge Encyclopedia of Philosophy, VII. Ed. E. Craig.
London and New York, 1998, pp. 330 – 333.
Gahér, F.: Stoici o ľudskej prirodzenosti. In: Anthropos, έτος 1, αρ. 1, 2004, σελ. 73 – 76.
Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky. Bratislava, 2006.2
Gahér, F.: Princípy stoickej fyziky I. Kozmos ako dynamické kontinuum. In: Organon F,
έτος 4, αρ. 3, 1997, σελ. 215 – 245.
Gahér, F.: Princípy stoickej fyziky II. Identita a zmena telies. In: Organon F, έτος 5, αρ. 1,
1998, σελ. 1 – 30.
Georgoulis, K, D.: Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Αθήνα, 1975, 2007.5
Glare, P., G., W.: Oxford Latin Dictionary. Oxford, 1982.
Görler, W.: Pyrrhon aus Elis. In: Grundriss der Geschichte der Philosophie. Die Philosophie
der Antike, IV: Die Hellenistische Philosohie. Ed. H. Flashar. Basel, 1994, σελ. 732 –
759.
Hankinson, R. J.: The Sceptics. London, 1995.
Hankinson, R. J.: Cause and Explanation in Ancient Greek Thought. Oxford, 1998.
Janáček, K.: Sexti Empirici Indices. Firenze, 2000.
Janáček, K.: Die Hauptschrift des Sextus Empiricus als Torso erhalten? In: Philologus 107,
1963, σελ. 271 – 7.
Kalaš, A.: Elementy stoickej epistemológie. In: Filozofia, έτος 55, αρ. 4, 2000, σελ. 294 –
306.
Kalaš, A.: Kataleptická fantázia v stoickej epistemológii. In: Filozofia, έτος 56, αρ. 6, 2001,
σελ. 363 – 381.
Kalaš, A.: Sokratovské zdôvodnenie skeptického obratu strednej Akadémie. In: Minulé
a súčasné podoby filozofickej reflexie človeka. Banská Bystrica, 2006, σελ. 122 – 128.
Kalaš, A.: Úloha pudu a súhlasu v stoickej epistemológii. In: Filozofia, έτος 57, αρ. 3, 2002,
σελ. 163 – 180.
Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus. In: Filozofia, έτος 57, αρ. 6, 2002, σελ. 405 –
430.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Συλλογικό έργο. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπου-
δών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Θεσσαλονίκη, 2009.
Liddell, H., G. – Scott, R. – Jones, H., S.: Greek-English Lexicon. Oxford, 19969.
222 Ο Πύρρων
Long, A., A.: Hellenistic Philosophy. London, 1974 (στα τσεχικά: Hellénistická filosofie.
Μετάφραση P. Kolev. Praha, 2003).
Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist. In: Proceedings of the Cambridge
Philological Society. N. S. 24, 1978, σελ. 68 – 91.
Maccoll, N.: The Greek Sceptics from Pyrrho to Sextus. London and Cambridge, 1869.
Marko, V.: Vreme, objašnjenje, modalnost. Novi Sad, 2004.
Mette, H.: Zwei Akademiker heute: Krantor von Soloi und Arkesilaos von Pitane. In:
Lustrum, έτος 26, 1984, σελ. 7 – 94.
Mette, H.: Weitere Akademiker heute: von Lakydes bis zu Kleitomachos. In: Lustrum, έτος
27, 1985, σελ. 39 – 148.
Hankinson, R. J.: Hellenistic medical epistemology. In: Routledge Encyclopedia of
Philosophy, zv. IV. Ed. E. Craig. London and New York, 1998, σελ. 333 – 335.
Pentzopoulou-Valala, T.: Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς. Θεσσα-
λονίκη, 1975.
Pentzopoulou-Valala, T.: Εισαγωγή στην Φιλοσοφία. Ο Αρχαίος Σκεπτικισμός (μαθή-
ματα οντολογίας και γνωσιολογίας). Θεσσαλονίκη – Αθήνα, 1996.
Sandbach, F., H.: The Stoics. London, 1994.
Schofield, M.: Academic epistemology. In: Algra, K. – Mansfeld, J. – Schofield, M. (eds.):
The Cambridge History of Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1999.
Sluiter, I.: On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ.
In: Mnemosyne, τόμος 41, αρ. 1 – 2, 1988, σελ. 46 – 66.
Smyth, H., W.: Greek Grammar. Ed. G. M. Messing. Harvard, 1957.
Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani. In: Phronesis, τόμος 28, 1983, σελ. 265 – 297.
Stough, Ch., L.: Greek Scepticism. Berkeley and Los Angeles, 1969.
Striker, G.: Sceptical Strategies. In: Schofield, M. – Burnyeat, M. – Barnes, J. (eds.): Doubt
and Dogmatism. Studies in Hellenistic Epistemology. Oxford, 1980, σελ. 54 – 83.
Striker, G.: The Problem of the criterion. In: Striker, G.: Essays on Hellenistic Epistemology
and Ethics. Cambridge, 1996, σελ. 150 – 168.
Suvák, V.: Antistenove výklady Homéra v kontexte sokratiky. In: Sokratika: Štyri štúdie k
sókratovskej tradícii myslenia. Prešov, 2007, σελ. 84 – 111.
Suvák, V.: Kynizmus: etika bez morálky. In: Sokratika: Štyri štúdie k sókratovskej tradícii
myslenia. Prešov, 2007, σελ. 112 – 147.
Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Undecidable Nature. In: Oxford Studies in Ancient Philosophy,
τόμος 27, 2004, σελ. 249 – 295.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 223
Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Dogmatic Nature. In: Classical Quarterly, έτος 52, αρ. 1, 2002,
σελ. 248 – 256.
Svavarsson, S., H.: Richard Bett, Pyrrho, His Antecedents, and His Legacy. Oxford, 2000
(review). In: Bryn Mawr Classical Review 2001.11.16, σελ. 1 – 8.
Špaňár, J. – Horecký, J.: Latinská gramatika. Bratislava, 1960, 1993.
The Oxford Classical Dictionary. Ed. S. Hornblower – A. Spawforth. Oxford, 2000.
Všeobecná encyklopedie UNIVERSUM. Praha, 2001.
Zeller, E.: Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung. Leipzig,
1909.
Wilamowitz-Moellendorff, U.: Antigonos von Karystos. Berlin – Zürich, 19652 (αρχικά
Philologische Untersuchungen, 4. Berlin, 1881).
Wollner, U.: Lucretius a problematika religio. In: Kalaš, A. – Wollner, U.: Titus Lucretius
Carus: De rerum natura (latinsko-slovenský slovník). Bratislava, 2008, σελ. 5 – 27.