You are on page 1of 224

Ο Πύρρων – ευδαίμων φιλόσοφος χωρίς αξίες

Andrej Kalaš

Ο Πύρρων
Ευδαίμων φιλόσοφος χωρίς αξίες

ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2017
Αυτό το βιβλίο συγχρηματοδοτήθηκε από το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ιωάννη Χους
με έδρα την Μπρατισλάβα (αρ. προγράμματος: CI 2005/2) καθώς και από τα εξής
επιστημονικά-ερευνητικά προγράμματα της Σλοβακικής Δημοκρατίας: VEGA
1/0416/15: Vznik, formovanie a premeny významu pojmu fronésis v antickej filozofii,
VEGA 1/0017/17: Aischinés a sókratovský dialóg. Ευχαριστώ πολύ και για τη χρηματι-
κή υποστήριξη από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπρατισλάβας
(αρ. του προγράμματος FG03/2014).

The manuscript has been approved for publication by the publisher upon the evaluation of
two anonymous reviewers.

Copyright ©2017: Andrej Kalaš και Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κύπρου.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Eκδόσεις Liberal Books
Γράμμου 28, Ζωγράφου, 157 73 Aθήνα
Tηλ.: 210-64.50.048, Fax: 210-64.49.924
www.liberalbooks.gr, e-mail: liberalbks@gmail.com

Γλωσσική Επιμέλεια: Μαρίνα Σταμέλου

Hλεκτρονικά Mέσα Παραγωγής: Cosmosware, Aμαρυλλίδος 31, Aγ. Παρασκευή,


153 41 Aθήνα, Tηλ.: 210 6013922, Fax: 210 6002496, e-mail: cosmosware@ath.forthnet.gr

ISBN: 978-9925-553-04-4

Όλα τα δικαιώματα ανήκουν στους ιδιοκτήτες του copyright και απαγορεύεται


χωρίς τη γραπτή άδειά τους να αναπαραχθεί ολόκληρο το έργο ή μέρος του, με
οποιοδήποτε μέσο.
Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται
σε όλους εκείνους τους Έλληνες φίλους μου,
οι οποίοι με βοήθησαν σημαντικά στην ετοιμασία του έργου,
ιδιαίτερα στον Δούκα Καπάνταη, τον Δημόκριτο Καλτσά,
τον Ιωάννη Χριστοδούλου, τη Σοφία Χατζηγιαννάκη
και άλλους.
Περιεχόμενα

Πρόλογος .......................................................................................................................... 13

Εισαγωγή: Πύρρων – O πρώτος ελληνιστικός στοχαστής.


Σκιαγράφηση της ιστορίας του ελληνιστικού σκεπτικισμού. ............................. 17

1. Η αξία και ο χαρακτήρας των σωζόμενων πηγών,


η έρευνα του πυρρωνισμού. .................................................................................... 43

2. Η προσωπικότητα του Πύρρωνα του Ηλείου ως φιλοσόφου


και η «φιλοσοφική» βιογραφία του. ...................................................................... 49

3. Οι πηγές του πρώιμου πυρρωνισμού – Η φιλοσοφική γενεαλογία


του Πύρρωνα. ........................................................................................................... 57
3.1 Η σειρά διαδοχής του σκεπτικού ατομισμού και η επίδραση
του Ανάξαρχου στον Πύρρωνα. . .................................................................... 57
3.2 Η σύνδεση του Πύρρωνα με τη σωκρατική φιλοσοφική παράδοση:
η υποτιθέμενη επίδραση από τους Μεγαρίτες φιλοσόφους. ........................ 65
3.3 Η επιρροή που άσκησε η ανατολική σοφία στον Πύρρωνα και τον
Ανάξαρχο κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. ............. 70

4. Ερμηνεία της πυρρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον («όχι περισσότερο»). ............ 77


4.1 Πιθανή διαφορά στη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον
(«όχι περισσότερο») στον Πύρρωνα και στον Σέξτο. . .................................. 78
4.2 Η χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στα ελληνικά
μη φιλοσοφικά κείμενα. . ................................................................................... 87
4.3 Η ανάλυση των σωζόμενων χρήσεων της σκεπτικής έκφρασης
οὐ μᾶλλον στα έργα του Σέξτου. . .................................................................... 94
4.4 Oὐ μᾶλλον στο απόσπασμα του Αριστοκλή: Όλες οι δυνατές
ερμηνείες φαίνεται ότι προϋποθέτουν ότι ο Πύρρων ήταν απόλυτα
πεπεισμένος για την απροσδιόριστη φύση των πραγμάτων. ...................... 106
Πρώτη παρέκβαση στον Αριστοτέλη: η χρήση του οὐ μᾶλλον στα
Μετά τα Φυσικά. Ο Πύρρων της ερμηνείας Β ίσως να αντιδρά
στην αριστοτέλεια ειρωνεία από το Δ´ βιβλίο των Μεταφυσικών. . ................ 119
10 Ο Πύρρων

Δεύτερη παρέκβαση στον Γέλλιο: Η εκδοχή του οὐ μᾶλλον, που ο Γέλλιος


αποδίδει στον Πύρρωνα, πιθανόν να είναι συμβατή με την ερμηνεία Β. ...... 127
4.5 Είναι πιθανόν ο Πύρρων να έχει χρησιμοποιήσει κάποιο
επιχειρηματολογικό πρότυπο της ινδικής φιλοσοφίας
κατά τη διατύπωση του οὐ μᾶλλον της ερμηνείας Γ. .................................. 136

5. Τα τρία ερωτήματα της ευδαίμονος ζωής: η μεταφυσική, η γνωσιολογική,


η ηθική και η φαινομεναλιστική ερμηνεία του Πύρρωνα. ............................... 143
5.1 Ο απολογητής Ευσέβιος παραθέτει χωρία από το ιστορικό-φιλοσοφικό
έργο του Αριστοκλή, με σκοπό την καταπολέμηση της παγανιστικής
σοφίας. ............................................................................................................... 144
5.2 Το χωρίο του Ευσέβιου αποτελεί μία αρκετά αξιόπιστη μαρτυρία,
παρά την ύπαρξη ορισμένων δοξογραφικών «μεσολαβητών» του. . ........ 148
5.3 Η μεταφυσική ερμηνεία: Η ίδια η απροσδιόριστη φύση
των πραγμάτων προκαλεί την αδυναμία της γνώσης. ................................ 152
5.4 Η γνωσιολογική ερμηνεία: O κόσμος δεν είναι δυνατόν να γνωρισθεί
λόγω της ανεπάρκειας των γνωστικών μας δυνατοτήτων. Μία εκ νέου
εξέταση του προβλήματος της αυτοαναίρεσης. ........................................... 156
5.5 Η ηθική ερμηνεία: O Πύρρων υπήρξε φιλόσοφος που αναζητούσε
οδηγίες για την ευδαίμονα ζωή, ενώ δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη
γνωσιολογία. ..................................................................................................... 162
5.6 Κατά τη φαινομεναλιστική ερμηνεία, θα πρέπει να οδηγούμαστε,
στην πρακτική ζωή τουλάχιστον, επί τη βάσει των φαινομένων,
ενώ η εσωτερική φύση των πραγμάτων παραμένει άγνωστη. ................... 167

6. Μήπως είναι συμβατή η (ευδαίμων) ζωή με τη ριζική απόρριψη


της γνώσης; ............................................................................................................. 175
6.1 Ο ριζικός γνωστικός σκεπτικισμός του Πύρρωνα συνδέεται με τον
αξιολογικό σκεπτικισμό. Διαφορετική προσέγγιση των ακαδημαϊκών
στην προβληματική της αδυναμίας γνώσης. ................................................ 176
6.2 Ο αξιολογικός μηδενισμός αποτελεί για τον άνθρωπο την πηγή της
μεγαλύτερης ευτυχίας με τη μορφή της ασυγκινησίας.
Η επιθυμία συνιστά το μεγαλύτερο κακό. .................................................... 181
6.3 Η άποψη του Πύρρωνα σχετικά με την απόκτηση της ευδαιμονίας
έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση με την τελεολογική ερμηνεία
του κόσμου, που κυριαρχούσε στην ελληνική φιλοσοφία. ......................... 185
6.4 Η αξιολογική αδιαφορία του Πύρρωνα φανερωνόταν με την
ασυγκινησία και τον παράξενο τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε
τις δύσκολες στιγμές της ζωής του. ............................................................... 188
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 11

6.5 Η αξιολογική εκκένωση οδήγησε τον Πύρρωνα στην περιφρόνηση


των άλλων ανθρώπων, των φιλοσόφων και της τότε πνευματικής
ζωής εν γένει. .................................................................................................... 191
6.6 Η κριτική της πυρρώνειας θεωρίας της ευδαιμονίας ασκούνταν
από την οπτική της στωικής επιχειρηματολογίας:
Ο Πύρρων αφαίρεσε από την ανθρώπινη ψυχή την κινητική της
δύναμη (ὁρμή - «παρόρμηση»). ...................................................................... 195

Επίλογος .......................................................................................................................... 205

Ευρετήριο και εξηγήσεις όρων .................................................................................... 209

Συντομογραφίες ............................................................................................................. 213

Βιβλιογραφία .................................................................................................................. 217


Πρόλογος

μόνως οὖν ἔσται φυγεῖν ταύτην (sc. ὄχλησιν), εἰ ὑποδείξαι-


μεν τῷ ταραττομένῳ κατὰ τὴν τοῦ κακοῦ φυγὴν ἢ κατὰ
τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δίωξιν, ὅτι οὔτε ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε
κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων ταῦτα νόμῳ κέκριται, κατὰ
τὸν Τίμωνα.
«Την ψυχική ταραχή δεν θα μπορέσει να αποφύγει κανείς
απ’ όλους όσοι κλονίζονται αποφεύγοντας τα κακά της
ζωής και επιδιώκοντας τα καλά της, με κανέναν άλλο τρό-
πο παρά μόνον αν του δείξουμε, ότι τίποτε δεν είναι ούτε
καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλλά τα κρί-
νουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές τους,
όπως θεωρεί ο Τίμων».
Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–6 (απόσπ. 64 Caizzi)

Π αρά το γεγονός ότι, ειδικά σ’ αυτό το χωρίο, ο Σέξτος Εμπειρικός


δεν αποδίδει ρητώς την προαναφερθείσα οδηγία για την ευδαίμονα
ζωή στον ίδιο τον Πύρρωνα τον Ηλείο, το κείμενο αναμφισβήτητα δηλώνει
μία από τις βασικότερες ιδέες του δικού μας φιλοσόφου, η οποία ενέπνεε αλ-
λά και προκαλούσε τις μεταγενέστερες γενιές τόσο των σκεπτικών όσο και
των δογματικών. Το ότι αποκαλέσαμε τον Πύρρωνα με τη γεμάτη οικειότη-
τα έκφραση «δικό μας φιλόσοφο», υποδηλώνει ότι αυτός ο φιλόσοφος συνι-
στά το κύριο θέμα της μελέτης μας. Η ενασχόλησή μας με τον Πύρρωνα εί-
ναι πλήρως δικαιολογημένη, αφού τον θεωρούμε βασικό σημείο αναφοράς
ολόκληρης της εποχής που ονομάζεται «πρώιμος πυρρωνισμός». Σε αυτήν,
βεβαίως, ανήκει και ο Τίμων ο Αθηναίος, μαθητής και ακλόνητος ταυτόχρο-
να κήρυκας των ιδεών του δασκάλου του, χωρίς τη συμβολή του οποίου –τη
συμβολή του δηλαδή ως ιστορική πηγή– η ανασύσταση της διδασκαλίας του
Πύρρωνα θα ήταν ανέφικτη. Όπως φαίνεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου,
ο Πύρρων και ο Τίμων αποτελούσαν στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας
ένα αδιαίρετο ζευγάρι.
Ο Πύρρων βρίσκεται στο κατώφλι της ελληνιστικής περιόδου. Με τη φι-
λοσοφική του στάση, ή μάλλον με τη βιωμένη του φιλοσοφία (με την ίδια δη-
14 Ο Πύρρων

λαδή τη ζωή του που την έζησε με έναν τρόπο φιλοσοφικό), προανήγγειλε
πολλές θέσεις της μεταγενέστερης ελληνιστικής φιλοσοφίας. Ο μοναχικός
τρόπος ζωής του στη μακρινή Ήλιδα, η απομάκρυνσή του από τη θορυβώδη
ζωή των πολυτάραχων Αθηνών, η συνειδητή και σκόπιμη αποχή από την
πνευματική ζωή της εποχής του αλλά και από τους υπόλοιπους φιλοσόφους,
και, τέλος, η περιφρόνησή του προς αυτούς, διαγράφουν σε αδρές γραμμές
και πολύ έντονα μία καινούργια εικόνα του φιλοσόφου, του ελληνιστικού σο-
φού. Κεντρικό φιλοσοφικό θέμα γι’ αυτόν ήταν η αναζήτηση της ευδαιμονί-
ας της ζωής και ενός ωφελιμότερου «modus vivendi», με σκοπό την αντιμετώ-
πιση όλων των αντιξοοτήτων της ανθρώπινης μοίρας.
Στο βιβλίο αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα πόσο
μεγάλο ήταν το τίμημα το οποίο ο Πύρρων ήταν πρόθυμος να καταβάλει στο
βωμό της δικής του ευδαιμονίας. Το τίμημα φαίνεται να ήταν πολύ υψηλό:
κατά μία ακραία ερμηνεία, ο Πύρρων ήταν πρόθυμος όχι μόνο να εγκατα-
λείψει οποιαδήποτε απαίτηση προς απόκτηση γνώσης, αλλά και να αφαιρέ-
σει, με ριζοσπαστικό τρόπο, από τα ίδια τα πράγματα τη δυνατότητα να γί-
νουν γνωστά, με την πεποίθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο αγνωστικισμός (στο
πεδίο της γνώσης και της αξιολόγησης) θα μας οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Αυτήν την τόσο ριζοσπαστική θεωρία της ασυγκινησίας (ἀταραξία) και της
ψυχραιμίας (ἀοχλησία) πολλοί από τους μεταγενέστερους Ελληνιστικούς φι-
λοσόφους την αποδοκίμασαν με μεγάλη περιφρόνηση, ενώ οι Ακαδημαϊ-
κοί  σκεπτικοί και ιδιαίτερα οι Νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι την εξέλαβαν σαν
πρόκληση να επεξεργαστούν ξανά και να επανερμηνεύσουν τις αρχικές από-
ψεις του Πύρρωνα.
Σκοπός μας θα είναι αφ’ ενός να αποσαφηνίσουμε τον τρόπο της επιχει-
ρηματολογίας του Πύρρωνα και, ιδιαίτερα, τη δική του φιλοσοφική θεώρη-
ση της ζωής (με τέτοιο τρόπο, που να τη «ζήσουμε» κι εμείς οι ίδιοι μαζί με
αυτόν), αφ’ ετέρου να δείξουμε ότι αυτή η αντίληψη για την ευδαιμονία φαί-
νεται αλλότρια προς την αρχαία ελληνική σκέψη ή ασύμβατη τουλάχιστον
με αυτήν. Για την επίτευξη αυτών των δύο βασικών και, κατά κάποιο τρόπο,
ακόμη και αντίθετων σκοπών του βιβλίου μας, θα παρουσιάσουμε διάφορες
αντιλήψεις για τη φιλοσοφική κληρονομιά του Πύρρωνα από την αρχαιότη-
τα, καθώς και μερικές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες του. Για να καταλά-
βουμε σωστά την πλούσια φιλοσοφική συζήτηση την οποία προκάλεσε ο
Πύρρων αλλά και να εκτιμήσουμε, με αντικειμενικό τρόπο, την υποδοχή του
φιλοσοφικού του μηνύματος από τις ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές, θα
εκθέσουμε την πλούσια συζήτηση που έλαβε χώρα ανάμεσα στις ελληνιστι-
κές σχολές και είχε ως θέμα τον προβληματισμό για την ανθρώπινη γνώση,
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15

πράξη και ευδαιμονία. Κυρίαρχη θεωρία σ’ αυτές τις συζητήσεις, τόσο από
την πλευρά της ορολογικής ακρίβειας όσο και από εκείνη της λεπτομερούς
επιχειρηματολογίας, υπήρξε αναμφισβήτητα ο στωικισμός. Κατά συνέπεια,
στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας θα εξηγήσουμε, εν συντομία, τη
στωική θεωρία της ανθρώπινης πράξης, η οποία και αποτελούσε τη βάση της
δριμείας κριτικής που ασκούσε ο Κικέρων στην πυρρώνεια θεωρία περί της
αξιολογικής εκκένωσης του σκεπτικού σοφού.
Σε καμιά περίπτωση δεν θέτουμε ως στόχο της μελέτης αυτής να κρίνουμε
εάν είναι σωστή και εάν αξίζει να εφαρμοστεί στη ζωή η οδηγία που μας πα-
ρέδωσε ο Πύρρων για την επίτευξη της ευδαιμονίας, ένας σκοπός ανέκαθεν
επιδιωκόμενος από τους αρχαίους φιλοσόφους. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του
ιστορικού της φιλοσοφίας. Ωστόσο, σχετικά με το ερώτημα αυτό θα μπορού-
σε ίσως να τοποθετηθεί –αν θέλει και επιθυμεί βεβαίως– ο αναγνώστης του
βιβλίου αυτού, και αυτό επί τη βάσει του διασωθέντος πρωτότυπου υλικού,
των ίδιων δηλαδή των πυρρώνειων αποσπασμάτων. Ο στόχος μας είναι πολύ
πιο συγκεκριμένος: με βάση τη διεξοδική ανάλυση όλων των σωζόμενων για
τον Πύρρωνα αρχαίων κειμένων και την κριτική αξιολόγηση των προσιτών
σ’ εμάς αρχαίων και σύγχρονων ερμηνειών, να παρουσιάσουμε τη φιλοσοφι-
κή στάση του Πύρρωνα εντοπίζοντας τον ρόλο του στην ιστορία της αρχαί-
ας φιλοσοφίας.
Andrej Kalaš
Αθήνα, Ιούνιος 2016

Σημείωση σχετικά με τις εκδόσεις και μεταφράσεις: Στο βιβλίο παρουσιάζονται τα πρωτότυ-
πα ελληνικά και λατινικά κείμενα με βάση τις πιο καινούργιες κριτικές εκδόσεις, τις οποίες εί-
χαμε στη διάθεσή μας και οι οποίες αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Αν δεν σημειώνεται αλ-
λιώς, τα αρχαία κείμενα συνοδεύονται με τη δική μας νεοελληνική μετάφραση. Τα ποιητικά
κείμενα μεταφράζονται σε πεζό λόγο.
Εισαγωγή

Πύρρων – Ο πρώτος ελληνιστικός στοχαστής.


Σκιαγράφηση της ιστορίας του ελληνιστικού σκεπτικισμού.

Τ ο να ανιχνεύσει κανείς τις αρχές του ελληνικού σκεπτικισμού


δεν είναι καθόλου εύκολο. Απαρχές του σκεπτικισμού βρίσκουμε ήδη
στην προσωκρατική φιλοσοφία,1 στους σοφιστές και στους αρχαίους κυνι-
κούς. Στο βιβλίο αυτό, εκτός των άλλων, θα προσπαθήσουμε να παρουσιά-
σουμε και ορισμένα ιστορικά-φιλοσοφικά καθώς και πολιτισμικά γεγονότα
που συνδέουν τον Πύρρωνα τον Ηλείο με τη γέννηση του ελληνιστικού σκε-
πτικισμού. Ο σκεπτικισμός διαμορφώνεται για πρώτη φορά ως ένα σχετικά
ξεκάθαρο φιλοσοφικό ρεύμα μόνο στην ελληνιστική εποχή – έστω και στη
διχοτομική μορφή του πυρρωνισμού και της σκεπτικής Ακαδημίας.2 Και δι-

1. Ας αναφέρουμε μόνο τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, τον πιο «σκεπτικό» ίσως προσω-
κρατικό φιλόσοφο, ο οποίος στο απόσπασμα DK 21 B 34 λέει: «δόκος δ᾿ἐπὶ πᾶσι τέτυκται» («η
απάτη υπάρχει σε όλα τα πράγματα»). Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι ο Τίμων ο Φλιάσιος,
μαθητής και «κήρυκας» του Πύρρωνα, έκανε τον Ξενοφάνη τον ομιλητή και κύριο πρόσωπο
του έργου του με τίτλο «Σίλλοι». Στο ποίημα αυτό, ο Τίμων ασκεί αυστηρή κριτική και διακω-
μωδεί όλους τους προηγούμενους μη σκεπτικούς φιλοσόφους (Diogenes Laertius, Vitae, IX,111).
Για τους υπόλοιπους προπυρρώνειους σκεπτικούς θα κάνουμε ακόμη λόγο, όπου είναι
απαραίτητο και πάντα σε συνάφεια με τον πρώιμο πυρρωνισμό.
2. Είναι οριακά δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβέστερες ιστορικές-φιλοσοφικές
σχέσεις μεταξύ των δύο μορφών του ελληνιστικού σκεπτικισμού. Φαίνεται πολύ πιθανόν ότι
εκείνοι οι φιλόσοφοι που πολύ συχνά (εσφαλμένα όμως) αποκαλούνται από τη σύγχρονη
έρευνα «νεοπυρρώνειοι», ανανεώνοντας στον 1ο αι. π.Χ. τη σκεπτική φιλοσοφία πέραν της
πλατωνικής Ακαδημίας (π.χ. ο Αινησίδημος), παραιτούνται μάλλον από την ακαδημαϊκή μορ-
φή του σκεπτικισμού, προσπαθώντας να ανασυστήσουν και να συνεχίσουν το έργο του Πύρ-
ρωνα του ιδίου. Οι νεοπυρρώνειοι ενοχοποίησαν τους ακαδημαϊκούς σκεπτικιστές για κάποιο
«μεταδογματισμό» (αυτό τον όρο χρησιμοποιεί ο Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of
Hellenistic Epistemology, σελ. 233), επειδή πίστευαν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Ένας γνήσιος
σκεπτικιστής (σκέπτομαι = αναζητώ, παρακολουθώ, σκέφτομαι, διερευνώ) δεν πρέπει να εί-
ναι σίγουρος ούτε και σχετικά με αυτήν την ίδια την άρνηση της γνώσης, αλλά ο ρόλος του εί-
ναι και εδώ να συνεχίσει την αναζήτηση (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1–3; I,226; Gellius, Noc-
tes Att. XI,5,1–8, απόσπ. 56 Caizzi). Σε παρόμοια συμπεράσματα σχετικά με τον δογματικό χα-
ρακτήρα του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού σε αντιδιαστολή με τον νεοπυρρωνισμό καταλήγει
18 Ο Πύρρων

αμορφώνεται ως τέτοιος με σκοπό να δημιουργήσει, με συστηματικό τρόπο,


φιλοσοφικά επιχειρήματα εναντίον της δυνατότητας της γνώσης.
Αυτό που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το φιλοσοφικό έργο και η
σχεδόν «μυθική» προσωπικότητα του παλαιότερου και στην ουσία πρώτου
ελληνιστικού φιλοσόφου, του Πύρρωνα του Ηλείου (365 [πιθανόν έως και
360] – 275 [270] π.Χ. αι. κατά τον Bett).3 Θα δείξουμε προπάντων ότι η ιστο-
ρική προσωπικότητα αυτού του φιλοσόφου, καθώς και «ακριβέστερα» δόγ-
ματα της φιλοσοφίας του κρύβονται κατά το πλείστον πίσω από τις μυθικές
και πολύ συχνά ακόμα και πλαστές ερμηνείες των ελληνιστικών βιογράφων
και δοξογράφων. Το γεγονός αυτό, το οποίο και οφείλεται στο ότι ο ίδιος ο
Πύρρων δεν άφησε κανένα φιλοσοφικό σύγγραμμα, είχε ως αποτέλεσμα να
έχουν διατυπωθεί πολλές αρχαίες καθώς και σύγχρονες ερμηνείες του πρώι-
μου πυρρωνισμού.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ιστορικής-φιλοσοφικής μελέτης μας, η σύν-
θετη δομή της εξήγησής μας, καθώς και η ανάγκη για μία ιδιαίτερη μέθοδο
προσέγγισης στο εν προκειμένω θέμα, θα γίνουν αντιληπτά από τον εξής κα-
τάλογο των οχτώ υπαρκτών σύγχρονων και αρχαίων ερμηνειών του πρώι-
μου πυρρωνισμού. Τη συγκεκριμένη λίστα, την οποία παραθέτει ο ερευνητής
J. Brunschwig, την παρουσιάζουμε σκόπιμα στον αναγνώστη πριν ακόμη μυ-
ηθεί στα μυστικά της πυρρώνειας φιλοσοφίας. Τα γνωρίσματα των σχετικών
ερμηνειών τα αναφέρουμε, σκόπιμα επίσης, με τρόπο σύντομο, ή μάλλον
υπαινικτικό, για να μην αφαιρέσουμε από τον αξιότιμο αναγνώστη τη χαρά
που θα προκύψει από την ανακάλυψή τους:
1. Η γνωσιολογική-φαινομεναλιστική ερμηνεία: Η πιο διαδεδομένη ερμη-
νεία του Πύρρωνα, η οποία κυριαρχεί από την αρχαιότητα μέχρι και
σήμερα.
2. Η διαλεκτική-εγελιανιστική ερμηνεία.
3. Η επιστημονική ερμηνεία: Ο Πύρρων αντιμετωπίζεται εδώ σαν εμπειρι-
κός στοχαστής, όπως μεταγενέστερα και οι σκεπτικοί γιατροί.
4. Η πρακτική-ηθική ερμηνεία: Ο κύριος αντίπαλος της 1ης ερμηνείας,
παρουσιάζει τον Πύρρωνα αποκλειστικά και μόνο σαν ηθικό στοχαστή
που εισάγει την ηθική της ασυγκινησίας (ἀταραξία), η οποία βασίζεται
στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) και στην αναισθησία (ἀπάθεια).
Στην αρχαιότητα, την υιοθέτησε ο Κικέρων, ο οποίος συνδέει τον Πύρ-
ρωνα με τον Αρίστωνα, έναν στωικό-αποστάτη με ισχυρή τάση προς
τον κυνισμό, και με τον ανορθόδοξο στωικό Ήριλλο.

και η Τ. Πεντζοπούλου Βαλαλά (Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Ο Αρχαίος Σκεπτικισμός, σελ.


224 - 227).
3. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19

5. Η μεταφυσική ερμηνεία: Πρόκειται για μία ριζοσπαστική ερμηνεία, κα-


τά την οποία ο Πύρρων είχε συναγάγει την αδυναμία της γνώσης από
την ίδια την οντολογική φύση των πραγμάτων. Και αυτή η ερμηνεία
συνιστά πολύ σπουδαίο αντίπαλο της 1ης ερμηνείας.
6. Η αντιμεταφυσική-μηδενιστική ερμηνεία: Πίσω από τον κόσμο των
φαινομένων, κατά τον Πύρρωνα, βρίσκεται το απόλυτο μηδέν.
7. Η ανατολίτικη ερμηνεία: Μέσα στον πυρρώνειο σκεπτικισμό αναζητά
και εντοπίζει τους επηρεασμούς της σκέψης των Ινδών μάγων και γυ-
μνοσοφιστών. Με αυτούς –ενδεχομένως– ήρθε σε επαφή ο Πύρρων κα-
τά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, όπου συ-
νόδευε τον δάσκαλό του, τον Ανάξαρχο.
8. Η λογοτεχνική ερμηνεία: Εκλαμβάνει τον Πύρρωνα ως ένα μέρος της
ανεκδοτολογικής παράδοσης και της αρχαίας βιογραφικής δοξογραφί-
ας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα
αυτού του λογοτεχνικού είδους.4

Παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητα και η διδασκαλία του Πύρρωνα του


Ηλείου παραμένουν για εμάς καλυμμένες σε μεγάλο βαθμό με πέπλο μυστη-
ρίου, η επιστημονική ενασχόληση με τη φιλοσοφία του και η ανασύστασή
της με βάση τα διασωθέντα αποσπάσματα5 είναι πολύ σημαντική. Και αυτό,
ιδιαίτερα, γιατί ο Πύρρων υπήρξε μία καθοριστικής σημασίας φιλοσοφική
προσωπικότητα, η οποία, στις απαρχές της ελληνιστικής εποχής, καθόρισε
πολύ έντονα ολόκληρο τον χαρακτήρα της. Η προσωπικότητά του πολύ συ-

4. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 241, υποσημ.
36. Σχετικά με τις διάφορες ερμηνείες του Πύρρωνα βλ. επίσης: Bett, R.: Aristocles on Timon on
Pyrrho, σελ. 137 - 138, όπου αναφέρεται και η βιβλιογραφία περαιτέρω μελετών που ασχολού-
νται με αυτές.
5. Τα πυρρώνεια αποσπάσματα συγκέντρωσε, μετέφρασε στα ιταλικά και συμπλήρωσε με
εκτενές υπόμνημα η μελετήτρια F. Caizzi (Caizzi, F.: Pirrone Testimonianze). Το έργο της αποτε-
λεί και πολύ χρήσιμη αφετηρία για τη μελέτη της ιστορίας διάφορων ερμηνειών και της πυρ-
ρώνειας έρευνας έως το 1980 εν γένει. Για τη μελέτη των διασωθέντων αποσπασμάτων του Τί-
μωνα του Φλιασίου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει κυρίως η συλλογή των Lloyd-Jones, H. –
Parsons, P.: Supplementum Hellenisticum, Berlin, 1981, καθώς και η παλαιότερη εργασία Poeta-
rum Philosophorum Fragmenta. Όπου είναι απαραίτητο και δυνατόν συμπληρώνουμε, χάριν
ακριβείας, και τον αριθμό του εν λόγω αποσπάσματος από τη συλλογή της Decleva Caizzi, ση-
μειώνοντας «Caizzi». Χρησιμοποιώντας τις πιο πάνω αναφερθείσες κριτικές εκδόσεις ως κύ-
ρια αφετηρία για τη μελέτη μας, ωφεληθήκαμε παράλληλα πάρα πολύ και από τη χρήση της
βάσης δεδομένων «Musaios», λογισμικό, το οποίο χρησιμοποιήσαμε ως μία ιδανική ηλεκτρονι-
κή πηγή αρχαίων κειμένων. Ο «Musaios» υπήρξε πολύ ωφέλιμος και στην περίπτωση μερικών
άλλων κειμένων, τα οποία δεν μας ήταν αλλιώς προσιτά. Τα πλήρη βιβλιογραφικά σημειώμα-
τα όλων των κριτικών εκδόσεων αναφέρονται στην ειδική βιβλιογραφία στο τέλος αυτού του
βιβλίου.
20 Ο Πύρρων

χνά παρομοιάζεται με τον Σωκράτη.6 Παρά το γεγονός ότι κανένας από τους
δύο δεν άφησε πίσω του κάποιο γραπτό φιλοσοφικό έργο, και οι δυο τους
επηρέασαν ιδιαίτερα τις μεταγενέστερες γενιές, τόσο με την πρωτότυπη προ-
σωπικότητά τους όσο και με την ίδια τους τη ζωή, την οποία και διήγαγαν με
έναν τρόπο κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό. Αν και διέφεραν στο ότι ο Πύρρων –σε
αντιδιαστολή με τον Σωκράτη– υπήρξε μία μοναχική προσωπικότητα, συμ-
μερίζονταν και οι δυο τους το γεγονός ότι τη δημιουργία της φιλοσοφικής
θεωρίας ή του φιλοσοφικού τους συστήματος την άφησαν αποκλειστικά
στους οπαδούς και τους διαδόχους τους. Επομένως, δεν είναι καθόλου περί-
εργο ότι πολύ συχνά οι μεταγενέστερες γενιές ερμήνευαν τόσο διαφορετικά
το φιλοσοφικό μήνυμα του Πύρρωνα, και ότι ήδη από την αρχαιότητα η δι-
δασκαλία του ερμηνεύτηκε με τόσο ποικίλο τρόπο.7
Σε ποιον τομέα της ελληνιστικής σκέψης, λοιπόν, άσκησε ο Πύρρων τη
μεγαλύτερη επίδραση; Παρά το πλήθος των ερμηνειών της προσωπικότητάς
του, ο πιο επηρεασμένος τομέας από αυτόν τον ίδιο φαίνεται πως ήταν η ελ-
ληνιστική γνωσιολογία, και αυτό όχι μόνο σχετικά με τον ίδιο τον (νεο)πυρ-
ρωνισμό και τη σκεπτική Ακαδημία, αλλά και στις δογματικές φιλοσοφικές
σχολές.8 Ο J. Brunschwig9 κάνει λόγο, σχετικά με την επίδραση του Πύρρω-
να, επιπλέον για κάποια «γνωσιολογική στροφή» (epistemological turn), με την

6. Ο A. A. Long ισχυρίζεται ότι ο Πύρρων κατείχε σε σχέση με τους ελληνιστικούς φιλοσό-


φους μία θέση που είναι, σε πολλά γνωρίσματα, ανάλογη με εκείνη που είχε ο Σωκράτης σε
σχέση με τη φιλοσοφία του 4ου π.Χ. αι. (Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philoso-
phers, I, σελ. 16).
7. Στα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου μας, θα αναλύσουμε λεπτομερώς και θα αξιολογή-
σουμε κριτικά ως εκλεκτές και σπουδαιότερες τις εξής πέντε ερμηνείες του Πύρρωνα: τη με-
ταφυσική (κεφ. 5.3), τη γνωσιολογική (κεφ. 5.4), την ηθική (κεφ. 5.5), τη φαινομεναλιστική
(κεφ. 5.6) και την ανατολίτικη (κεφ. 3.3 και κεφ. 4.5). Όπως γίνεται φανερό, τη γνωσιολογική-
φαινομεναλιστική ερμηνεία, από τον κατάλογο του Brunschwig (βλ. παραπάνω), την έχουμε
διαιρέσει σε δύο διαφορετικές –αν και, τουλάχιστον σε μερικά σημεία, πολύ παρόμοιες– προ-
σεγγίσεις.
8. Ο Σέξτος Εμπειρικός υποδιαιρεί τις ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές –ή μάλλον τις φι-
λοσοφικές σχολές γενικά– σε τρία είδη, με κριτήριο πάντα το πώς απαντούν στο ερώτημα πε-
ρί της αλήθειας: «Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καί στην περίπτωση των αντικειμένων
έρευνας της φιλοσοφίας, άλλοι είπαν ότι έχουν βρει την αλήθεια, άλλοι έφθασαν στο συμπέ-
ρασμα ότι η αλήθεια δεν είναι δυνατόν να γίνει καταληπτή, και άλλοι συνεχίζουν την έρευ-
να», σε μετάφραση του Στυλιανού Δημόπουλου («διόπερ ἴσως καὶ ἐπὶ τῶν κατὰ φιλοσοφίαν
ζητουμένων οἱ μὲν εὑρηκέναι τὸ ἀληθὲς ἔφασαν, οἱ δ᾿ ἀπεφήναντο μὴ δυνατὸν εἶναι τοῦτο
καταληφθῆναι, οἱ δὲ ἔτι ζητοῦσιν» βλ. Pyrrh. hyp. I,3-4). Στο αμέσως επόμενο χωρίο ο Σέξτος
αποκαλεί την πρώτη ομάδα δογματικούς (ο Αριστοτέλης μαζί με τους περιπατητικούς, ο Επί-
κουρος και οι στωικοί), τη δεύτερη Ακαδημαϊκούς (ο Κλειτόμαχος, ο Καρνεάδης) και την τρί-
τη σκεπτικούς. Για τον μεταδογματισμό της μέσης και της νέας Ακαδημίας, τον οποίο και
υπαινίσσεται ο Σέξτος στα πιο πάνω αναφερθέντα χωρία του, βλ. την υποσημείωση 2.
9. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 229 - 232.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21

οποία και αρχίζει η ελληνιστική γνωσιολογία και η ίδια η ελληνιστική φιλο-


σοφία. Αυτός ο ερευνητής θεωρεί ότι για πρώτη φορά γεννιέται η γνωσιολο-
γία μόνο στην ελληνιστική εποχή, για την ακρίβεια ο επιστημονικός κλάδος
που είναι άξιος της ονομασίας αυτής, η συστηματική δηλαδή αναθεώρηση
των δυνατοτήτων και των ορίων της γνώσης, καθώς και των κριτηρίων και
εργαλείων της. Η γέννηση αυτού του είδους της σοβαρής φιλοσοφικής επι-
στήμης, ερμηνεύεται, ως επί το πλείστον, ως μία ανταπόκριση στη ριζοσπα-
στική σκεπτική πρόκληση, ή μάλλον στον κλυδωνισμό που είχε επιφέρει ο
Πύρρων στη φιλοσοφία. Αυτός ο φιλόσοφος –όπως θεωρεί ο Brunschwig και
αποδεικνύουν και μερικές ριζοσπαστικές ερμηνείες που παρουσιάζονται στο
βιβλίο αυτό– διατάραξε σοβαρά τις γνωσιολογικές βεβαιότητες της έως τότε
φιλοσοφίας, εκδιώκοντάς την από έναν τόπο που έμοιαζε σαν τον «παράδει-
σο της γνωσιολογικής αγνότητας».10 Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ελληνιστική
γνωσιολογία δεν ασχολείται πλέον με το να ορίσει τη φύση της γνώσης ή να
διερευνήσει τον μηχανισμό της μετάδοσης των αισθητηριακών δεδομένων ή
της δημιουργίας της διανοητικής αντίληψης, αλλά με το να «νομιμοποιήσει»
την ύπαρξη της γνώσης αυτής καθαυτής. Την επικαιρότητα και τον επείγο-
ντα χαρακτήρα αυτής της πρόκλησης την συνειδητοποιεί πλήρως ο Αριστο-
κλής (κατά προσέγγιση τον 1ο με 2ο π.Χ. αι.), ένας περιπατητικός ιστορικός
της φιλοσοφίας, ο οποίος αρχίζει την έκθεση της φιλοσοφίας του Πύρρωνα
με τα εξής λόγια: «Πριν από οτιδήποτε άλλο είναι απαραίτητο να διερευνή-
σουμε την ίδια την ικανότητά μας να γνωρίζουμε κάτι· γιατί, αν πράγματι
δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τίποτε, δεν αξίζει τον κόπο καμία άλλη
διερεύνηση».11 Αυτήν τη γνωσιολογική στροφή θα μπορούσαμε να τη χαρα-
κτηρίσουμε σωστά ως αλλαγή αυτού τούτου του βασικού ερωτήματος της

10. Ό.π., σελ. 229.


11. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1,1–2,1, fr. 53 Caizzi:᾿Αναγκαίως δ᾿ ἔχει
πρὸ παντὸς διασκέψασθαι περὶ τῆς ἡμῶν αὐτῶν γνώσεως· εἰ γὰρ αὖ μηδὲν πεφύκαμεν
γνωρίζειν, οὐδὲν ἔτι δεῖ περὶ τῶν ἄλλων σκοπεῖν. Στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο, στη θέση
του νεοελληνικού «την ίδια την ικανότητά μας να γνωρίζουμε κάτι» απαντά μονάχα η μονο-
λεκτική φράση γνῶσις (= «διαδικασία της γνώσης», «διερεύνηση», «γνώση», «ανώτερη –εσω-
τερική– γνώση», «τρόποι της γνώσης»; βλ. LSJ, s. v. γνῶσις). Στηριζόμενοι στα συμφραζόμενα
του χωρίου, όμως, πρέπει να αποδώσουμε στη λέξη γνῶσις ευρύτερη (pregnant) σημασία «η
ικανότητα της γνώσης, η ικανότητά μας να γνωρίζουμε κάτι». Αυτό επιβεβαιώνεται και από
την αμέσως επόμενη πρόταση, η οποία αναγνωρίζει τη δυνατότητα του να μην είμαστε σε θέ-
ση («δεν είναι στη φύση μας») να γνωρίζουμε τίποτε (μηδὲν πεφύκαμεν γνωρίζειν). Αυτό εί-
ναι που λαμβάνουν υπόψη τους και οι εξής προσιτές αγγλικές μεταφράσεις: “It is supremely
necessary to investigate our own capacity for knowledge” (βλ. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hel-
lenistic Philosophers, I, σελ. 14); “It is necessary to examine first of all our capacity for knowledge”
(βλ. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 246).
22 Ο Πύρρων

γνωσιολογίας. Η G. Striker υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας της φιλοσοφικής


ορολογίας, την οποία χρησιμοποιούσε προς το τέλος του 4ου π.Χ. αι. ο Επι-
κούρος και ο στωικός Ζήνων, υπαινίσσεται τη μετακίνηση του φιλοσοφικού
ενδιαφέροντος από το ερώτημα «Ποια είναι η φύση της γνώσης;» προς το
ερώτημα «Υπάρχει καμία γνώση;» Το μεν πρώτο ερώτημα συμπεριλαμβάνει
την υπόθεση ότι η γνώση υπάρχει στ’ αλήθεια, το δεύτερο καθόλου.12 Ας συ-
μπληρώσουμε εδώ ότι ο νέος προβληματισμός και η νέα θεματική της γνωσι-
ολογίας είχαν, βεβαίως, σοβαρές επιπτώσεις και στους υπόλοιπους τομείς
της φιλοσοφίας. Ο J. Brunschwig εξέφρασε την ιδέα αυτήν επί τη βάσει της
παρακάτω παραβολής με ζωντανό και πράγματι παθητικό τρόπο ως εξής:
Ύστερα από τον θάνατο του Αριστοτέλη… το δηλητήριο της αμφιβολίας,
φτυσμένο από το φίδι του πυρρωνισμού, ανάγκαζε οποιονδήποτε μεταγενέ-
στερο φιλόσοφο, ο οποίος δεν είχε «τρωθεί» από αυτό, να βγάζει το νεοδογ-
ματικό του ψωμί με τον ιδρώτα του προσώπου του.13

***

Έπειτα από την παραπάνω υπαινικτική και σκόπιμα κάπως «αινιγματική»


παρουσίαση μερικών γνωρισμάτων της μελέτης μας, και έχοντας σκοπό να
κινήσουμε την περιέργεια του αναγνώστη, θα μας απασχολήσει το ερώτημα
τι συνέβαινε μετά τον θάνατο του Πύρρωνα. Γιατί είναι αδύνατον να απο-
καλύψουμε την όσο το δυνατόν ακριβέστερη εικόνα του Πύρρωνα χωρίς να
γνωρίζουμε πώς τον αντιμετώπισαν οι σύγχρονοί του και πώς έγινε αντιλη-
πτός από τις μεταγενέστερες γενιές. Ταυτόχρονα, η εξήγησή μας θα αποτε-
λέσει και μία σύντομη ιστορία του αρχαίου σκεπτικισμού, ή μάλλον μία ιστο-
ρική συγκεφαλαίωσή του, που θα μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε και να
εντάξουμε τη φιλοσοφική προσωπικότητα και το έργο του Πύρρωνα στην
ελληνική σκέψη.
Ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα μετά τον θάνατό του, παρά το πλήθος των
θιασωτών (ο Ναυσιφάνης από την Τέω, ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ο Ευρύλο-
χος, ο Φίλων ο Αθηναίος και άλλοι)14 και των θαυμαστών του (π.χ. ο Επί-
κουρος)15 και παρά τη δημιουργική συγγραφική δραστηριότητα του μαθητή

12. Striker, G.: The Problem of the criterion, σελ. 150; πρβλ. και την παρόμοια στάση που κρά-
τησε ο Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 291 - 292.
13. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 229.
14. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,4, απόσπ. 28 Caizzi; IX,68,5-69,12, πρβλ. απόσπ. 37, 38,
39A Caizzi.
15. Ό.π. IX,64,4-8, απόσπ. 28 Caizzi. Βλ. κεφάλαιο 3.1 παρακάτω και ιδιαιτέρως την υπο-
σημ. 130.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

του, Τίμωνα του Φλιάσιου (315 – 225 π.Χ.), δεν αναδείχτηκε ως ανεξάρτητη
φιλοσοφική σχολή. Η πυρρώνεια συνταγή για την ευδαιμονία –τόσο η θεω-
ρητική όσο και η πρακτική– σίγουρα έμοιαζε στις κατοπινές γενιές υπερβο-
λικά ριζοσπαστική και αυστηρή για να μπορέσει να εφαρμοστεί και στην
πραγματικότητα.
Γι’ αυτό ο σκεπτικισμός, κατά παράδοξο τρόπο, καλλιεργήθηκε εκεί όπου
δύσκολα θα τον αναζητούσε κανείς, δηλαδή πίσω από τις πόρτες της έως τό-
τε πολύ «δογματικής» πλατωνικής Ακαδημίας. Η σκεπτική περίοδος αυτού
του ιδρύματος χαρακτηρίστηκε αργότερα ως «μέση» (βλ. Αρκεσίλαος) και
«νέα» (βλ. Καρνεάδης) Ακαδημία.16 Κεντρικό θέμα για τον ακαδημαϊκό σκε-
πτικισμό αποτελεί η φιλοσοφική κυρίως πολεμική απέναντι στις δογματικές
φιλοσοφικές σχολές, δηλαδή απέναντι στον επικουρισμό, και ιδιαιτέρως απέ-
ναντι στον πρώιμο στωικισμό. Από αυτήν την ενδιαφέρουσα διανοητική
άμιλλα, ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός έβγαινε όμως, σιγά σιγά, ηττημένος
από τον στωικισμό με αποτέλεσμα να παίρνει διάφορες μορφές ηπιότερων
εκδοχών του σκεπτικισμού (όπως στον Φίλωνα τον Λαρισαίο, 2ος π.Χ. αι.) ή,
αργότερα, εκείνες του εκλεκτισμού, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον
στωικισμό (Αντίοχος ο Ασκαλώνιος, 1ος π.Χ. αι.).
Κεντρικό φιλοσοφικό θέμα του Αρκεσίλαου του Πιταναίου, εκτός από τη
μετέπειτα πολεμική ενάντια στη σκεπτική γνωσιολογία, υπήρξε, πρώτα, το να
υπερασπίσει την ιστορική-φιλοσοφική συνέχεια της Ακαδημίας, και αυτό τη
στιγμή ακριβώς που αυτή η τελευταία απέκλινε σημαντικά από τον δογματι-
σμό του Πλάτωνα και όδευε προς τον σκεπτικισμό. Ποια ήταν αυτή η νέα
σκεπτική στάση, την οποία κράτησε η μέση Ακαδημία του Αρκεσίλαου; Η
ουσία της πεποίθησης των Ακαδημαϊκών σχετικά με την αδυναμία της γνώ-
σης του κόσμου (η στωική ἀκαταληψία «ακατανοησία», «αδυναμία της κα-
τανόησης», «αδυναμία της αντίληψης»), έγκειται, κατά τον Κικέρωνα, στο
ότι δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε ούτε εκείνην τη σωκρατική αλήθεια
που λέει ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα. Από αυτό έπεται –τουλάχιστον από την
οπτική του Αρκεσίλαου, ο οποίος και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια
για να αποφύγει την εικασία (δοξασία, πεποίθηση) (δόξα, λατ. opinio), η οποία
εξάλλου αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επίτευξη της ευδαιμονί-
ας, τόσο για τους στωικούς όσο και για τους σκεπτικούς17– η στάση της ριζι-

16. Τις ελληνικές και τις λατινικές πηγές που αναφέρονται στη σκεπτική Ακαδημία τις συ-
γκέντρωσε και εμπλούτισε με τη βιβλιογραφία, τα ευρετήρια και την εξήγησή του ο H. J. Met-
te στα δύο εκτενή του άρθρα Zwei Akademiker heute: Krantor von Soloi und Arkesilaos von Pita-
ne× Weitere Akademiker heute: Von Lakydes bis zu Kleitomachos.
17. Πρβλ. Cicero, Acad. pr. (Lucullus) 77,2–77,5; Sextus Empiricus, Adv. math. VII,156,1–
VII,158,1.
24 Ο Πύρρων

κής αναστολής της συναίνεσης σε οτιδήποτε (nihil profiteri, affirmare, assensione


approbare), δηλαδή η στάση της αναστολής της κρίσεως (cohibere, ἐποχή).18
Από την παραπάνω σύντομη παρουσίαση της γνωσιολογικής στάσης του
Αρκεσίλαου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκο-
λο γι’ αυτόν να δικαιολογήσει επαρκώς την αναφερθείσα ραγδαία αλλαγή
του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος της Ακαδημίας. Ο Αρκεσίλαος, ο μεγαλύ-
τερος μεταρρυθμιστής της φιλοσοφικής δραστηριότητας της Ακαδημίας σε
όλη τη μακροχρόνια ιστορία της, εφάρμοσε εδώ μία πολύ δόκιμη πρακτική,
που είχαν συνηθίσει να χρησιμοποιούν οι αρχαίοι φιλόσοφοι για να δικαιο-
λογήσουν κάποια μεταστροφή στο φιλοσοφικό ενδιαφέρον τους. Ο φιλόσο-
φος, που προτίθεται να επιφέρει μία τέτοια αλλαγή, αναζητεί και βρίσκει
στην ιστορία της δικής του σχολής –ή τουλάχιστον σε πολύ κοντινό πνευμα-
τικό περιβάλλον της– ορισμένες φιλοσοφικές προσωπικότητες, οι οποίες να
είναι γενικά αναγνωρισμένες και να υποστηρίζουν φιλοσοφικές στάσεις που
αντιστοιχούν στις επιδιωκόμενες καινοτομίες του.19 Συνεπώς, ο Αρκεσίλαος
υποστηρίζει με ζήλο ότι ο πρώτος γνήσιος σκεπτικός υπήρξε ο ίδιος ο Σω-
κράτης, ο οποίος και βρισκόταν –κατ’ αυτόν– στις απαρχές (ή μάλλον στο
ίδιο το κατώφλι) της Ακαδημίας,20 καθώς και στη συνέχεια ο Πλάτων, στα
βιβλία του οποίου –κατά τον Αρκεσίλαο– τίποτα δεν καταφάσκεται, μολο-
νότι προβάλλονται πολλά επιχειρήματα και για τις δύο πλευρές ενός ζητήμα-
τος και τα πάντα υποβάλλονται σε συζήτηση χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει
κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα.21 Επιπλέον, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγό-
ρας, ο Εμπεδοκλής και όλοι σχεδόν οι παλιοί φιλόσοφοι αναγνωρίζονται
από τον Αρκεσίλαο ως σκεπτικοί, επειδή υποστήριζαν ότι τίποτε δεν γνωρί-
ζεται και τίποτα δεν γίνεται αντιληπτό ούτε κατανοητό...22 Οι πηγές μάς πλη-
ροφορούν ότι η μέθοδος, με την οποία ο Αρκεσίλαος ανασκευάζει τη γνώση,
περιλαμβάνει, εκτός από την ανατροπή της στωικής γνωσιολογίας (βλ. παρα-
κάτω), και την επιχειρηματολογία και για τις δυο πλευρές ενός ζητήματος
(εἰς ἐκάτερον ἐπιχειρεῖν), η οποία τον οδηγεί σε αντιφάσεις (ἐναντιότητες)
και, επομένως, στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή).23

18. Cicero, Acad. post. 1,46,1-1,46,10; βλ. ακόμη Cicero, Acad. pr. (Lucullus), 28,1-29,11, όπου η
στάση αυτή προσάπτεται στον Καρνεάδη και αυτό στο πλαίσιο της πολεμικής ενάντια στον
στωικό Αντίπατρο και στον εκλεκτικιστή Αντίοχο.
19. Για περαιτέρω εξηγήσεις του υπερβολικού ζήλου που επέδειξε ο Αρκεσίλαος στην
προπάθειά του να ανισχνεύσει σκεπτικές τάσεις στη δική του ακαδημαϊκή γενεαλογία βλ. επί-
σης την υποσημείωση 160.
20. Cicero, Acad. post. 1,44,1-1,44,5; ό.π., 1,45,1 - 1,45,3.
21. Ό.π., 1,46,1-1,46,9.
22. Ό.π., 1,44,6-1,45,1.
23. Diogenes Laertius, Vitae, IV,28,2-IV,28,8; Cicero, Acad. post. 1,45,12-1,46,2; Cicero, De fin.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25

Κεντρικό θέμα του πνευματικού αγώνα ανάμεσα στον Αρκεσίλαο και


στους στωικούς συνιστά η διαμάχη για την ύπαρξη της αντιληπτικής εντύ-
πωσης (καταληπτικὴ φαντασία) και σχετικά με το ερώτημα αν είναι δυνατόν
να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Η αντιληπτική εντύπωση αποτελεί το βασι-
κό στωικό κριτήριο της γνώσης, της απόφασης και της ανθρώπινης δράσης.24
Ο Αρκεσίλαος προσπαθούσε να αποδείξει πως σε κάθε στωική αντιληπτική
εντύπωση μπορεί να βρεθεί μία άλλη, εξωτερικά απαράλλακτη (χωρίς καμία
αισθητική διαφορά), αλλά μη αντιληπτική (ἀκαταληπτική) εντύπωση, μία
εντύπωση δηλαδή μη προερχόμενη από κάποιο πραγματικό αντικείμενο ή μη
δημιουργημένη επί τη βάσει εκείνου.25 Οι στωικοί, σύμφωνα με τις σωζόμε-
νες πηγές, ανταπάντησαν στην ακαδημαϊκή κριτική συμπληρώνοντας τον
ορισμό της αντιληπτικής εντύπωσης με ακόμα ένα γνώρισμα: «...η οποία δεν
θα γινόταν από το μη υπαρκτό». Οι στωικοί, δηλαδή, επιμένουν ότι στην πε-
ρίπτωση της «γνήσιας» αντιληπτικής εντύπωσης δεν μπορεί ποτέ να προκύ-
ψει εκείνο το ιδιαίτερο γνωσιολογικό περιστατικό, που αναφέρουν οι ακα-
δημαϊκοί. Επισημαίνουν επίσης ότι η αντιληπτική εντύπωση είναι, για έναν
αληθινό στωικό βεβαίως, τόσο ιδιαίτερη και μοναδική σε χαρακτήρα που
δεν μπορεί να την μπερδέψει κανείς ούτε να την αντικαταστήσει με καμία
άλλη μη αντιληπτική εντύπωση.26 Σε τι έγκειται αυτή η ιδιαιτερότητά της;
Έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη δημιουργία αυτής της εντύπωσης στο κυ-
ριαρχικό μέρος της ψυχής του λογικού ανθρώπου (ἡγεμονικόν), αποτυπώνο-
νται επάνω της με έναν τρόπο που ταιριάζει σε ειδικό (τεχνικῶς = «σύμφωνα
με τις αρχές της τέχνης») όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (ἰδιώματα)
του εξωτερικά παρουσιαζόμενου αντικειμένου (φανταστόν), και επομένως,
καταγράφεται εδώ επίσης και ότι το συγκεκριμένο εξωτερικό αντικείμενο

2,2,3-2,2,11.
24. Όπως θα προκύψει από τη σύντομη παρουσίαση της στωικής φυσικής και της γνωσιο-
λογίας στο κεφάλαιο 6.6, πρόκειται για μία ιδιαίτερη εντύπωση που είναι σε θέση να «κατα-
λαμβάνει», να συλλαμβάνει δηλαδή, την αλήθεια. Αυτό επιτυγχάνεται γιατί η αντιληπτική
εντύπωση, χάρη στη σαφήνειά της και εξαιτίας της εσωτερικής γνωστικής της αξίας, μας κά-
νει να συναινέσουμε σε αληθείς γνώσεις (σε συγκεκριμένες δηλαδή «προτάσεις» ή «κρίσεις»),
εμπλουτίζοντας έτσι το σύστημα των αληθών μας γνώσεων.
25. Π.χ. Cicero, Acad. pr. (Lucullus) 77,5-78,1. Από την οπτική της επιχειρηματολογίας του
Αρκεσίλαου καίρια φαίνεται να είναι προπαντός η τελευταία πρόταση του παρατεθέντος χω-
ρίου: incubuit (sc. Arcesilas) autem in eas disputationes ut doceret nullum tale esse visum a vero ut
non eiusdem modi etiam a falso possit esse (Ο Αρκεσίλαος καταπιάστηκε ιδιαίτερα με αυτού του
είδους την επιχειρηματολογία να διδάξει, δηλαδή, ότι καμία εντύπωση προερχόμενη από το
αληθινό και το υπαρκτό δεν έχει τέτοιου είδους χαρακτήρα, ώστε να μην είναι δυνατόν να
προκύψει και μία άλλη, του ίδιου τύπου, από το μη αληθινό και το μη υπαρκτό; βλ. ό.π. 77,18-
78,1). Πρβλ. επίσης Sextus Empiricus, Adv. math. VII,252,9-VII,252,11.
26. Ό.π., VII,252,1-VII,252,9.
26 Ο Πύρρων

υπάρχει στ’ αλήθεια. Γι’ αυτό, κατά τούς στωικούς, όσοι γνωρίζουν κάτι διά
μέσου της αντιληπτικής εντύπωσης, πρέπει να προσέχουν (ἐπιβάλλειν) όλα
τα γνωρίσματα των εκτός αντικειμένων.27
Από την άλλη, οι ακαδημαϊκοί σκεπτικοί με ένα πλήθος προτυποποιημέ-
νων γνωσιολογικών «περιστατικών» τόσο από την καθημερινή ζωή όσο και
από τη μυθολογία, παρουσιάζουν διάφορες περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει
πραγματική σύγχυση της μη αντιληπτικής εντύπωσης με την αντιληπτική και
αντίστροφα. Η απόλυτη ομοιότητα (ἀπαραλλαξία) αυτού του είδους των
εντυπώσεων εξηγείται, κατά τους ακαδημαϊκούς, με το γεγονός ότι αυτές εί-
ναι σε ίσο βαθμό σαφείς και ευκρινείς (ἐπ᾿ ἴσης ἐναργεῖς καὶ πληκτικαί),
πράγμα που συνάγεται από το ότι αυτές συνδέονται με τις ίδιες ενέργειες
που ακολουθούν τη λήψη τους, κάτι που μπορεί να συναχθεί και από τον
εξωτερικό κόσμο. Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, επί τη βάσει της εξωτερικής
συμπεριφοράς των ανθρώπων μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα
ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι λαμβάνουν κάποια εντύπωση, την οποία θεω-
ρούν ως αντιληπτική, ενώ αυτή είναι ψεύτικη.28
Άλλο ένα παράδειγμα για τη στωική-ακαδημαϊκή διαμάχη και ταυτόχρο-
να άλλη μία απόδειξη του πόσο είχε αυξηθεί η ανάγκη των ακαδημαϊκών να
βρουν κάποιο κριτήριο της πρακτικής ζωής (βλ. ιδιαιτέρως παρακάτω σχετι-
κά με τον Καρνεάδη), αποτελεί η εξής επιχειρηματολογία του Αρκεσίλαου.
Αυτός υποστηρίζει ότι για την ανθρώπινη δράση δεν χρειάζεται καμία συ-
ναίνεση (συγκατάθεσις, προστίθεσθαι, assensus) στην εντύπωση29 που λαμ-
βάνει ο άνθρωπος. Εκείνη που «ξεκινάει» τη δράση του είναι η εντύπωση
αυτή καθαυτή.30 Η έννοια της συναίνεσης για τους σκεπτικούς αποτελεί έναν
εντελώς ανεπιθύμητο «κρίκο» στη στωική θεωρία της ανθρώπινης απόφα-
σης και δράσης, παρά το γεγονός ότι τον όρο αυτό χρησιμοποιούσαν πολύ
συχνά και οι σκεπτικοί στα επιχειρήματά τους. Για ποιο λόγο; Διότι η συναί-
νεση αποτελεί, θα λέγαμε, το σημαντικότερο θεωρητικό στοιχείο της θετικής
γνωσιολογίας: χάρη σε αυτήν, οι προτάσεις (κρίσεις), που συνάγονται από
τις εντυπώσεις, εντάσσονται στο σύνολο του γνωστικού συστήματος, που συ-

27. Ό.π., VII,250,1-VII,252,1.


28. Ό.π. VII,403,1-VII,403,4.
29. Για την ακρίβεια, πρόκειται για τη συναίνεση στην πρόταση, την οποία έχει συναγάγει
η λογική δύναμή μας από τη σχετική εντύπωση.
30. Και εδώ η ακαδημαϊκή «απολογητική» χρησιμοποιεί το εννοιολογικό πλαίσιο της στω-
ικής φιλοσοφίας. Κατά τους στωικούς, η ανθρώπινη δράση προϋποθέτει τις εξής τρεις φάσεις,
που ακολουθούν η μία την άλλη: τη λήψη της εντύπωσης (φαντασία), τη συναίνεση (συ-
γκατάθεσις) στην πρόταση (κρίση), που συνάγεται από την πρώτη και, τελευταία, την παρόρ-
μηση (ὁρμή), η οποία μας παρακινεί στη συγκεκριμένη δράση. Επομένως, η δράση αυτή έχει
ως αποτέλεσμα η παραπάνω αναφερθείσα πρόταση (κρίση) να γίνει αληθής.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27

νιστά τη «δογματική» εικόνα του στωικού σύμπαντος. Κατά τους σκεπτι-


κούς, ωστόσο, για να δημιουργηθεί η παρόρμηση (ὁρμή), η οποία, σύμφωνα
με τον Πλούταρχο, έχει αρνηθεί να γίνει συναίνεση (συγκατάθεσις) και ως
εκ τούτου δεν επέτρεψε την αποδοχή (πρόσθεσις), αρκεί η λήψη της σχετικής
εξωτερικής εντύπωσης. Από αυτήν, στη συνέχεια, γεννιέται η πιο πάνω ανα-
φερθείσα παρόρμηση, που από μόνη της (ἐξ ἑαυτῆς) –χωρίς καμία δηλαδή
συναίνεση– οδηγεί τον άνθρωπο στην ανάλογη δράση.31 Άλλη μία λύση που
προτείνει ο Αρκεσίλαος σχετικά με το ερώτημα πώς πρέπει να ζούμε (ἡ τοῦ
βίου διεξαγωγή), εφαρμόζοντας πλήρως την αναστολή της κρίσεως (ἐποχή),
αποτελεί η πρότασή του να βαδίζουμε με κριτήριο ό,τι είναι βάσιμο (εὔλο-
γον). Ακριβώς αυτό είναι, κατά τον Αρκεσίλαο, το επιδιωκόμενο κριτήριο
από το οποίο εξαρτάται η αξιοπιστία (πίστις) της ευδαιμονίας, η οποία και
αποτελεί τον στόχο της ζωής του ανθρώπου.32
Ο Καρνεάδης (214 – 129 π.Χ. αι.), ο οποίος απείχε χρονικά από τον Αρκε-
σίλαο μόνο μερικές δεκαετίες, κατά τις οποίες και έλαβαν χώρα οι προανα-
φερθείσες θεωρητικές διαμάχες ανάμεσα στις ελληνιστικές σχολές, ανέπτυξε
και τελειοποίησε σημαντικά τη σκεπτική μέθοδο του Αρκεσίλαου. Πρόκει-

31. Plutarchus, Adv. Col. 1122A,9–1122B,3; 1122C,1–1122D,5. Ο M. Schofield προβάλλει διά-


φορα επιχειρήματα για την υποστήριξη της υπόθεσης ότι η θεωρία αυτή υπήρξε δημιούργημα
μονάχα των κατοπινών ακαδημαϊκών σκεπτικών, του Καρνεάδη ή του Κλειτόμαχου (Acade-
mic epistemology, σελ. 332; 337, βλ. την υποσημ. 39). Η μελετήτρια G. Striker αποδίδει την πα-
τρότητα του συγκεκριμένου επιχειρήματος στον Αρκεσίλαο, ενώ διατυπώνει τη γνώμη ότι
πρόκειται εδώ μόνον για έναν διαλεκτικό συλλογισμό κατά των στωικών. Έτσι, όπως εικάζει
η G. Striker, η πρόταση του Αρκεσίλαου δεν θα πρέπει να ήταν κάποια συνειδητή απάντηση
αυτού του φιλοσόφου στο ερώτημα της συνύπαρξης της ανθρώπινης δράσης και της αναστο-
λής της κρίσεως (Sceptical Strategies, σελ. 68 – 69).
32. Sextus, Adv. math. VII,158,1–VII,158,12. Δυστυχώς, στα διασωθέντα σκεπτικά κείμενα
και αποσπάσματα δεν βρίσκουμε κανένα πρακτικό παράδειγμα για τις αποφάσεις που σχετί-
ζονται με τον βίο μας και που στηρίζονται στο εὔλογον. Ωστόσο, στον στωικό ορισμό της συ-
γκεκριμένης έννοιας διαβάζουμε ότι η βάσιμη πρόταση (κρίση) (εὔλογον ἀξίωμα) είναι εκείνη
η κρίση που έχει περισσότερους του ενός λόγους (αίτια) (πλείονας ἀφορμὰς) για να είναι αλη-
θής, π.χ. «Αύριο θα ζω» (Diogenes Laertius, Vitae,VII,76,1–VII,76,2 = SVF II 201). Ο Αρκεσίλα-
ος, υιοθετώντας αυτήν τη στωική έννοια, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να κανονίσει το αυ-
ριανό του πρόγραμμα, λαμβάνοντας υπόψη του την πρόταση «Αύριο θα ζω», ούτως ώστε να
μην του λείψει π.χ. η συνήθης ανατροπή του στωικού δογματισμού, η οποία θα τον απασχο-
λούσε κάθε βράδυ. Σχετικά, ο M. R. Stopper παρουσιάζει μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για το
αν το πρακτικό κριτήριο (εὔλογον) του Αρκεσίλαου υπήρξε αυθεντική και «θετική» ακαδη-
μαϊκή θεωρία, ή μόνον ένα μη αυθεντικό «πλάσμα» διαλεκτικού χαρακτήρα, που συγκρότησε
αυτός ο φιλόσοφος για να αντιμετωπίσει τους στωικούς (Schizzi Pirroniani, σελ. 275 – 278).
Πρβλ. τα επιχειρήματα του M. Schofield, ο οποίος θεωρεί πιο πιθανή την πρώτη αναφερθεία
δυνατότητα (Academic epistemology, σελ. 333), καθώς και την αντίθετη γνώμη της μελετήτριας
G. Striker, η οποία εκλαμβάνει τον συγκεκριμένο συλλογισμό του Αρκεσίλαου σαν μία παρω-
δία της στωικής θεωρίας (Sceptical Strategies, σελ. 65 – 66).
28 Ο Πύρρων

ται, κυρίως, για την προαναφερθείσα επιχειρηματολογία και για τις «δύο
πλευρές ενός ζητήματος» (in utramque partem, ἡ εἰς ἑκάτερα ἐπιχείρησις), η
οποία είχε σκοπό την ανατροπή εναλλακτικών (συχνά και αντίθετων) από-
ψεων σχετικά με κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα,33 φθάνοντας έτσι στην ανα-
στολή της κρίσεως (ἐποχή). Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ο Καρνεάδης
πολλές φορές «υιοθέτησε» κάποια φιλοσοφική θέση, όχι όμως γιατί ήταν
πραγματικά πεπεισμένος για την αλήθεια της, αλλά μόνο και μόνο για να την
υποστηρίξει επιχειρηματολογικά, και με σκοπό να ασκήσει φιλοσοφική πο-
λεμική ενάντια στους αντιπάλους του.34 Υποδειγματική περίπτωση αυτού
του είδους της επιχειρηματολογικής πρακτικής αποτελεί η σειρά από διαλέ-
ξεις, τις οποίες έδωσε αυτός ο φιλόσοφος κατά τη διαμονή του στη Ρώμη,
όπου και παρουσίασε δημόσια μερικά αντίθετα επιχειρήματα υπέρ και κατά
της δικαιοσύνης.35
Η φιλοσοφική μέθοδος του Καρνεάδη συνιστά βάσιμη ένδειξη ότι η σκε-
πτική Ακαδημία ασκούνταν ολοένα και περισσότερο στο εν λόγω διανοητι-
κό αγώνισμα με κανόνες, τους οποίους είχαν καθορίσει οι δογματικοί, οι
στωικοί κυρίως.36 Η πιο πάνω σκιαγραφημένη σκεπτική στρατηγική, η οποία
εφαρμόστηκε στις απαρχές της ελληνιστικής εποχής, και που ήταν βεβαίως
αποτελεσματική, λόγω της ορολογικής και της θεωρητικής ακρίβειας του
στωικού συστήματος, απέβη τελικά κρίσιμη για την Ακαδημία. Και αυτό για-
τί στον συγκεκριμένο διανοητικό αγώνα –όπως έχει προαναφερθεί– ολοένα
και περισσότερο ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός γνώριζε την ήττα επιχειρημα-
τολογικά από τον στωικισμό, παίρνοντας σταδιακά τη μορφή ενός εκλεκτι-
σμού, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον στωικισμό (Αντίοχος ο Ασκα-
λονίτης, 1ος π.Χ. αι.).
Στην εξήγηση που θα ακολουθήσει, για να γίνει πιο φανερή η προανα-
φερθείσα εξέλιξη στην Ακαδημία, καθώς και το πόσο «πρόθυμη» ήταν αυτή
η σχολή να τροποποιεί τη φιλοσοφική της διδασκαλία, θα δείξουμε τον τρό-
πο με τον οποιο άλλαζε η φιλοσοφική στάση του Καρνεάδη απέναντι στο
ερώτημα της ύπαρξης και του χαρακτήρα του κριτηρίου που πρέπει να εφαρ-
μόζει κανείς στη ζωή του, προκειμένου να αποκτήσει την ευδαιμονία. Οι σω-

33. Επρόκειτο για τα ερωτήματα, π.χ., περί του χαρακτήρος του ύψιστου αγαθού (Cicero,
De fin. 5,16–20), της μαντικής (Cicero, De div. 2,9–12) ή της δικαιοσύνης και της αδικίας (Galé-
mos, De opt. doctr. 1,40,1–7; βλ. κεφάλαιο 6.1).
34. Π.χ. Cicero, De fin. V,20,5–6. Βλ. επίσης την υποσημ. 43.
35. Lactantius, Div. instit. 5,14,3–5;  Epit. 50,8. Βλ. το κεφ. 6.1.
36. Στο κεφ. 6.6  θα δείξουμε ότι στωικές σε χαρακτήρα υπήρξαν και εκείνες οι φιλοσοφι-
κές θέσεις του Κικέρωνα, οι οποίες τον οδήγησαν στην κριτική του Πύρρωνα. Και αυτό γιατί,
όπως είναι φανερό, ο Κικέρων ήταν τόσο αφοσιωμένος οπαδός του ακαδημαϊκού σκεπτικι-
σμού όσο και θαυμαστής του στωικού συστήματος.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29

ζόμενες πηγές μάς πληροφορούν ότι ο Καρνεάδης, παρά το γεγονός ότι είχε
καταλήξει, κατά τις επιχειρηματολογικές διαμάχες του με τους δογματικούς,
στους ισχυρισμούς περί της ανυπαρξίας του κριτηρίου, ο ίδιος, ωστόσο, αι-
σθάνθηκε την ανάγκη να εισαγάγει στη φιλοσοφία του κάποιο ηθικό κριτη-
ρίο, τέτοιο που να είναι χρήσιμο στις αποφάσεις, οι οποίες σχετίζονται με τον
βίο μας.37 Η σκεπτική θεωρία του Καρνεάδη, πολύ ριζοσπαστική πιθανότα-
τα στις απαρχές της σταδιοδρομίας του, άρχισε να παίρνει –τόσο η ίδια και
από μόνη της όσο και υπό την επίδραση της στωικής κριτικής για την αδρά-
νεια (ἀπραξία, ἀνενεργησία)– σταδιακά και κατ’ ανάγκην, μία πιο ήπια μορ-
φή του σκεπτικισμού, οδεύοντας έτσι σε υποχωρήσεις ως προς τον δογματι-
σμό, τουλάχιστον στον τομέα της ηθικής.
Συνεπώς, ο ίδιος ο Καρνεάδης, κατά τον δοξογράφο μας, αναγκάστηκε
να εισαγάγει τα εξής τρία συνακόλουθα και αλληλοσυνδεόμενα κριτήρια
της πρακτικής απόφασης και δράσης: την πειστική εντύπωση (πιθανή φα-
ντασία), την πειστική και συνάμα ανενόχλητη εντύπωση (ἀπερίσπαστος φα-
ντασία) και, τέλος, την εντύπωση η οποία εκτός του ότι είναι πειστική και
ανενόχλητη είναι και διερευνημένη (περιοδευμένη φαντασία).38 Σε τι, λοι-
πόν, βασίζονται αυτά τα κριτήρια του Καρνεάδη, των οποίων η γνωσιολογι-
κή και ηθική αξία αυξάνεται39 ακριβώς με τη σειρά ακολουθίας που έχουμε
αναφέρει; Η πειστική εντύπωση είναι εκείνη που φαίνεται να είναι αληθής.40
Ανενόχλητη είναι εκείνη που όχι μόνον φαίνεται να είναι αληθής, αλλά και
δεν ενοχλείται από καμία άλλη συνδεδεμένη με αυτήν εντύπωση.41 Τέλος, δι-
ερευνημένη θεωρείται εκείνη που, εκτός από τα δύο προαναφερθέντα γνω-
ρίσματα, πληροί και το ότι η αλήθεια της επιβεβαιώνεται από τη λεπτομερή
επιστημονική εξέταση.42 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι κανένα από
τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν θεωρούσε ο Καρνεάδης τελική λύση στο
πρόβλημα της αναζήτησης του κατάλληλου κριτηρίου της ζωής. Συνεπώς,
όλα τα κριτήρια που προτείνει είναι μόνο πρόσκαιρα, καθότι είναι ανοιχτά
σε περαιτέρω αναζήτηση και επιτρέπουν την επ’ αόριστον τελειοποίησή τους
με σκοπό να αντικατασταθούν από άλλα καλύτερα.43

37. Sextus, Adv. math VII,166,1–VII,166,5.


38. Ό.π., VII,166,5–VII,167,1.
39. Ό.π., VII,184,1–VII,184,12.
40. Ό.π., VII,168,3–VII,170,3
41. Ό.π., VII,175,8–VII,179,1
42. Ό.π., VII,181,5–VII,183,5
43. Πρβλ., για παράδειγμα: ό.π. VII,173,3–VII,174,1; ό.π. VII,175,1–VII,175,7; Cicero, Acad.
pr. [Lucullus] 148,6–11. Ο A. Bailey, ωστόσο, εικάζει ότι ο Καρνεάδης δεν είχε εγκαταλείψει
στην ουσία ποτέ την αυστηρή θέση του Αρκεσίλαου περί της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή).
Επομένως, σύμφωνα με τον παραπάνω ερευνητή, ο ίδιος ο σκεπτικός Καρνεάδης εκλάμβανε
30 Ο Πύρρων

Μεγάλη αναβίωση του σκεπτικισμού, έξω από τις πύλες της Ακαδημίας,
έφερε μόνο στον 1ο π.Χ. αι. ο Αινησίδημος. Αυτός ο φιλόσοφος απορρίπτει
συνειδητά τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που ήταν αρκετά επηρεσμένος από
τον στωικισμό, και αναζητά το πνευματικό του εφαλτήριο πολύ βαθιά μέσα
στους αιώνες της αρχαίας φιλοσοφίας που προηγήθηκαν. Ως ιδανικό, φιλο-
σοφικό και ανθρώπινο θέτει για τον εαυτό του τον προ πολλού ξεχασμένο
Πύρρωνα τον Ηλείο, θεμελιώνοντας την καινούργια φιλοσοφική του σχολή,
η οποία και πολύ σύντομα πήρε το όνομα «σχολή “πυρρώνειων” φιλοσό-
φων». Ένας από τους οπαδούς του Αινησίδημου ήταν ο Αγρίππας (1ος - 2ος
μ. Χ. αι.), για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ότι συ-
γκρότησε τη θεωρία των πέντε τρόπων (βλ. παρακάτω). Η σημαντικότερη
δοξογραφική προσωπικότητα της μεταγενέστερης αρχαιότητας είναι για
εμάς ο Σέξτος Εμπειρικός (2ος - 3ος μ.Χ. αι.), πιθανότατα γιατρός της εμπει-

τις συγκεκριμένες του προτάσεις για πρακτικά κριτήρια μόνον ως επιχειρηματολογικές στά-
σεις, που έπρεπε να υιοθετήσει κανείς κατά τη διαμάχη ενάντια στους στωικούς, και όχι ως
αληθινά κριτήρια, εφαρμόσιμα και στη ζωή. Ο εν λόγω ερευνητής προβάλλει μερικά επιχειρή-
ματα υπέρ αυτής της υπόθεσης, κάνοντας λόγο και για το ότι η εν προκειμένω εξήγηση των
κριτηρίων του Καρνεάδη αναφέρεται στο έργο του Σέξτου Εμπειρικού, σε ένα χωρίο παρατε-
θέν από το έργο του Αντίοχου του Ασκαλονίτη, ενός αντιπροσώπου της κατοπινής εκλεκτικι-
στικής Ακαδημίας, που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον στωικισμό. Και ακριβώς αυτός
υπήρξε, κατά τον A. Bailey, ο λόγος που ο Αντίοχος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προ-
κειμένου να παρουσιάσει τη θεωρία του Καρνεάδη ως όσο το δυνατόν λιγότερο «σκεπτική»,
πλησιάζοντάς την έτσι πιο πολύ στους στωικούς (Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean
Scepticism, σελ. 65 – 66). Αν η πιο πάνω υπόθεση ήταν πράγματι ιστορικά αληθής, δικαίως θα
ρωτούσαμε γιατί ο Σέξτος τοποθέτησε το τμήμα το αφιερωμένο στις «θετικές» απόψεις της
φιλοσοφίας του Καρνεάδη αμέσως μετά την εξήγησή για την ανατροπή του Καρνεάδη της
ύπαρξης του κριτηρίου (Sextus, Adv. math VII,159,1–VII,165,6). Αν δεν υποφέρει το κείμενο
του Σέξτου από λογική ανακολουθία, πιθανότερη, από χρονολογικής απόψεως, θα ήταν η
υπόθεση ότι ο Καρνεάδης άλλαξε τη φιλοσοφική του στάση κατά τη διάρκεια της σταδιοδρο-
μίας του. Όσον αφορά στα παραπάνω, προκύπτει και το εξής σχεδόν ανεπίλυτο –θα λέγαμε–
πρόβλημα: πρέπει στ’ αλήθεια να δίνει ο σοφός του Καρνεάδη τη συναίνεσή του στην πεποί-
θηση (δόξα), ακολουθώντας την και στη ζωή του, ή ακόμα και αυτήν τη στάση την είχε «υιο-
θετήσει» ο Καρνεάδης ως αποτελεσματικό μόνον όπλο για τη φιλοσοφική πολεμική του απέ-
ναντι στους στωικούς; Σημειώνουμε ότι τη δεύτερη από τις παραπάνω απόψεις υπερασπίζε-
ται, π.χ., η μελετήτρια Striker, G.: Sceptical Strategies, σελ. 76, 81 – 83). Παρά το γεγονός ότι ο
Κικέρων εμπιστεύεται τη δεύτερη μάλλον εκδοχή, που υποστηρίζεται και από τον Κλειτόμα-
χο (Cicero, Acad. pr. [Lucullus] 78,1–7 ), και όχι την πρώτη, υποστηριζόμενη αυτή από τον Φίλω-
να (ό.π. 148,6–11), παραμένει, ωστόσο, σίγουρο ότι αν εκλάβουμε τα εν λόγω κριτήρια του
Καρνεάδη ως όντως δικά του (βλ. π.χ. Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 96 – 97; Stough,
Ch., L.: Greek Skepticism, σελ. 50), θα πρέπει να υιοθετήσουμε και την άποψη του Φίλωνα. Μία
ιδιάζουσα λύση προσφέρει στο πρόβλημα ο M. Schofield, ο οποίος θεωρεί ότι ο Καρνεάδης,
απορρίπτοντας κάθε είδους συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην εντύπωση και στη δράση, δεν είχε
ανάγκη από καμία θεωρία ούτε συναίνεσης, ούτε πεποίθησης (δόξα), ούτε κριτηρίου (βλ. την
υποσημ. 31).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 31

ρικής ιατρικής σχολής, το έργο44 του οποίου αποτελεί πηγή ανυπολόγιστης


αξίας για τη μελέτη της αρχαίας φιλοσοφίας.
Για την τρίτη φάση του ελληνικού σκεπτικισμού βρίσκουμε στις πη-
γές διάφορες ονομασίες. Μερικές από αυτές έχουν γενικό σκοπό να υποδεί-
ξουν την κατεύθυνση της σχολής όσον αφορά στα φιλοσοφικά της ενδιαφέ-
ροντά: ζητητική = «που αναζητά την αλήθεια», ἐφεκτική = «που αναστέλλει
την κρίση», ἀπορητική = «που αμφιβάλλει ή θέτει άλυτα ερωτήματα», σκε-
πτική = «που σκέφτεται και αναζητά ακατάπαυστα, αλλά δεν καταλήγει σε
κανένα συμπέρασμα». Στα σωζόμενα κείμενα απαντά, ως επί το πλείστον, η
προσωνυμία «ὁ Πυρρώνειος, οἱ Πυρρώνειοι», με την οποία υπογραμμίζεται
η επιδιωκόμενη στενή σχέση των συγκεκριμένων φιλοσόφων με τον Πύρρω-
να.45 Στο βιβλίο μας, ωστόσο, προτιμάμε τη σύγχρονη επονομασία της συ-
γκεκριμένης περιόδου του αρχαίου σκεπτικισμού: «νεοπυρρωνισμός». Παρά
το γεγονός ότι η ονομασία αυτή και τα παράγωγά της δεν απαντούν στα αρ-
χαία κείμενα, με τον όρο αυτό εκφράζεται πολύ καθαρά η σημαντική διαφο-
ρά ανάμεσα στον ιστορικό Πύρρωνα και στους μεταγενέστερους –στην όψι-
μη αρχαιότητα– οπαδούς του. Πρόκειται για μία καθοριστικής σημασίας
ιστορική-φιλοσοφική διαφορά, την οποία δεν βλέπουν ούτε αναγνωρίζουν
πολλοί ερευτητές και συγγραφείς –τόσο σύγχρονοι όσο και αυτοί που έζη-
σαν στην όψιμη αρχαιότητα (κυρίως οι ίδιοι οι νεοπυρρώνειοι). Ιδιαίτερα
αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση –ή μάλλον και δεν ήθελαν– να διακρί-

44. Το φιλοσοφικό έργο του Σέξτου Εμπειρικού έχει διασωθεί, με εξαίρεση μόνον ένα χα-
μένο ιατρικό σύγγραμμα, σχεδόν ολόκληρο. Κάποιου είδους σύνοψη των σκεπτικών φιλοσο-
φικών απόψεων του νεοπυρρωνισμού αποτελεί το έργο του με τίτλο Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις
(«Η σκιαγράφηση του πυρρωνισμού», Ι – ΙΙΙ). Το σύγγραμμα αυτό μεταφράστηκε και στα
σλοβακικά από τον καθηγητή της κλασικής φιλολογίας Julius Špaňár υπό τον τίτλο Základy py-
rrhónskej skepsy («Τα στοιχειώδη της πυρρώνειας σκέψης»). Το Β´ και το Γ´ βιβλίο αυτού του
έργου αντιστοιχούν ουσιαστικά σε μία αναλυτικότερη έκθεση του Σέξτου, που λαμβάνει χώ-
ρα στο έργο του Πρός μαθηματικούς (λατινικά αναφερόμενο ως Adversus mathematicos, VII–
XI). Πρόκειται για ένα πολεμικό σύγγραμμα, στο οποίο ο Σέξτος εστιάζει την επιχειρηματoλο-
γία του εναντίον των δογματικών (κυρίως των στωικών) απόψεων στον χώρο της γνωσιολογί-
ας και της λογικής (Πρὸς λογικούς = Adversus mathematicos VII – VIII), της φυσικής (Πρὸς
φυσικούς = Adversus mathematicos IX – X) και, τελευταία, σε εκείνον της ηθικής (Πρὸς ἠθικούς
= Adversus mathematicos XI). Παρά το γεγονός ότι ο Τσέχος ερευνητής Karel Janáček έχει απο-
δείξει ότι το έργο Adversus mathematicos VII – XI δεν είναι ολοκληρωμένο (βλ. Janáček, K.: Die
Hauptschrift des Sextus Empiricus als Torso erhalten?, σελ. 271 – 277), το σύγγραμμα αυτό –μαζί
με το έργο Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις– εξακολουθεί να παραμένει μία από τις σημαντικότερες
πηγές της γνώσης μας για την αρχαία σκέψη. Το σύγγραμμα του Σέξτου, αναφερόμενο ως Ad-
versus mathematicos I–VI, αποτελεί μία σκεπτική έκθεση του συστήματος των εφτά ελευθέριων
τεχνών, το οποίο, ήδη από εκείνη την περίοδο, έπαιρνε σταδιακά την τελική του μορφή.
45. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,7,1–I,7,8; Diogenes Laertius, Vitae, IX,69,12–IX,70,5, απόσπ.
39A Caizzi.
32 Ο Πύρρων

νουν καθαρά τις απόψεις του ιστορικού Πύρρωνα από τις δικές τους.46 Συ-
νεπώς, στο βιβλίο μας θέτουμε ως στόχο –εκτός των άλλων– να διακρίνουμε,
όσο το δυνατόν ακριβέστερα, τις φιλοσοφικές απόψεις του ιστορικού Πύρ-
ρωνα από εκείνες που θα υιοθετήσει πολύ αργότερα ο μεταγενέστερος νεο-
πυρρωνισμός. Στον μεταγενέστερο νεοπυρρωνισμό, η φιλοσοφία του Πύρ-
ρωνα αντικατοπτρίζεται σαν σε παραμορφωτικό καθρέπτη, που μας δίνει
μία αλλοιωμένη και –ως προς το σημείο της ιστορικής-φιλοσοφικής αξιοπι-
στίας τουλάχιστον– λανθασμένη εικόνα του.
Ίσως το πιο γνωστό μέρος της διδασκαλίας του νεοπυρρωνισμού να
αποτελεί η αποκαλούμενη θεωρία των δέκα τρόπων.47 Πρώτος τη διατύπω-
σε ο προαναφερθείς Αινησίδημος με το να συγκεντρώσει τα δέκα σκεπτικά
επιχειρήματα κατά της ύπαρξης της γνώσης. Όλα αυτά έχουν σκοπό να δεί-
ξουν την ύπαρξη λογικών αντιφάσεων στον χώρο των φαινομένων και με
αυτόν τον τρόπο να μας οδηγήσουν στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή). Τα
συγκεκριμένα δέκα επιχειρήματα μας πείθουν πως μόλις ένα σύμπλεγμα φαι-
νομένων μας οδηγήσει στη μία αντίληψη, προκύπτει στην αισθητηριακή επο-
πτεία μας άλλο σύμπλεγμα φαινομένων, το οποίο μας οδηγεί –επί τη βάσει
ισοσθενών επιχειρημάτων (ἰσοσθένεια)– σε άλλη αντίληψη, εξίσου έγκυρη,
διαμετρικά όμως αντίθετη. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην πεποίθηση,
πως, αν τα αισθητηριακά δεδομένα συγκλίνουν, εμείς κατατείνουμε στο να
θεωρούμε αληθινό ό,τι αυτά μας λένε. Ο Αινησίδημος, όμως, προσπάθησε
να αποδείξει πως οι ίδιοι «τρόποι» (λογικά επιχειρήματα, συλλογισμοί), μέσω
των οποίων πειθόμαστε επί τη βάσει όσων μας λένε τα πράγματα, είναι εξί-
σου ικανοί και να μας αφαιρέσουν την ίδια μας την πεποίθηση για τα πράγ-
ματα.48
Οι δύο μαρτυρίες του Σέξτου Εμπειρικού και του Διογένη Λαέρτιου,49 οι

46. Όπου τα αρχαία κείμενα εννοούν τους «νεοπυρρώνειους» φιλοσόφους και τη φιλοσο-
φία τους, κατά κανόνα βρίσκουμε το επίθετο πυρρώνειος. Η λέξη αυτή, όμως, μας παρασύρει
στη σύγχυση ή ακόμα και στην εντελώς λανθασμένη ταύτιση της φιλοσοφίας του Πύρρωνα
με τον κατοπινότερο νεοπυρρωνισμό. Αυτού του είδους τη λανθασμένη και από ιστορική-
φιλοσοφική άποψη απόλυτα αστήρικτη ερμηνεία του αρχαίου όρου «πυρρώνειος» την ανα-
φέρει και ο LSJ: “of Pyrrho the Sceptic” (βλ. s.v. πυρρώνειος).
47. Η λέξη «τρόπος» στην αρχαία ελληνική σημαίνει: περιστροφή, τρόπος (συλλογισμού,
επιχειρήματος), έθιμο, χαρακτήρας (LSJ, s.v. τρόπος).
48. Diogenes Laertius, Vitae, IX,78,1–IX,79,2. Πρβλ. επίσης την εξής πιο σύντομη έκθεση της
λειτουργίας των τρόπων του Αινησίδημου από τον Σέξτο: εἰ οὖν διάφοροι γίνονται αἱ
φαντασίαι παρὰ τὴν τῶν ζῴων ἐξαλλαγήν, ἃς ἐπικρῖναι ἀμήχανόν ἐστιν, ἐπέχειν ἀνάγκη περὶ
τῶν ἐκτὸς ὑποκειμένων («Αν λόγω της ποικιλίας των ζωντανών όντων οι εντυπώσεις διαφέ-
ρουν η μία από την άλλη, και δεν μπορεί να τις διακρίνει κανείς, πρέπει να αναστείλουμε την
κρίση μας για τα εξωτερικά αντικείμενα», βλ. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,61,6–I,61,8).
49. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,36–I,163; Diogenes Laertius, Vitae, IX,79–IX,88.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 33

οποίες αφορούν στο σύστημα των δέκα50 τρόπων του Αινησίδημου, μπορούν
να συνδυαστούν και να εκφραστούν με τρόπο περιληπτικό ως εξής:
1. Ο πρώτος τρόπος είναι το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο τα ίδια
αντικείμενα δεν προκαλούν τις ίδιες εντυπώσεις στα διάφορα ζω-
ντανά όντα.
2. Ο δεύτερος τρόπος υποστηρίζει ότι οι εντυπώσεις διαφέρουν εξαιτί-
ας της διαφοράς των ανθρώπων.
3. Ο τρίτος τρόπος αποδεικνύει ότι στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή)
οδηγεί η διαφορά που υπάρχει στα αισθητήρια όργανα του ίδιου
του ανθρώπου.
4. Ο τέταρτος τρόπος δείχνει τη διαφορά των φαινομένων στο πλαίσιο
ενός και του αυτού αισθητηρίου, εξαιτίας καταστάσεων και διαθέ-
σεων στις οποίες βρίσκεται το γνωστικό υποκείμενο.
5. Ο πέμπτος τρόπος αποδεικνύει την ύπαρξη αντιφάσεων στον χώρο
των φαινομένων, εξαιτίας της διαφοράς στις θέσεις, στις αποστά-
σεις και στους τόπους.
6. Ο έκτος τρόπος υποστηρίζει ότι το εκάστοτε αντικείμενο δεν γίνεται
αισθητό μεμονωμένο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά πάντοτε συνδεδεμένο
με κάτι άλλο, και έτσι επιδρά στην αίσθηση με διαφορετικό τρόπο
κάθε φορά.
7. Ο έβδομος τρόπος αναφέρεται στη διαφορετική αντίληψη των πραγ-
μάτων εξαιτίας της διαφορετικής ποσότητας και σύστασής τους.
8. Ο όγδοος τρόπος δηλώνει ότι η διαφορά μεταξύ των φαινομένων
προκύπτει από την εν γένει σχετικότητα σε κάθε είδους αίσθηση.
9. Ο ένατος τρόπος αποδεικνύει ότι τα φαινόμενα επιδρούν σε μας δια-
φορετικά και πολλές φορές αντιφατικά λόγω της διαφορετικής συ-
χνότητας και σπανιότητας αυτού που γίνεται αντιληπτό.
10. Ο δέκατος τρόπος υποστηρίζει ότι αντιφάσεις στα φαινόμενα προκύ-
πτουν ως αποτέλεσμα των διαφορών στη ζωή, τα έθιμα και τους νό-
μους των ανθρώπων.

Στη συνέχεια, ο Αγρίππας διεύρυνε σημαντικά την προβληματική των δέκα


τρόπων του Αινησίδημου. Οι πέντε τρόποι που διατύπωσε δεν καλύπτουν
μόνο το θέμα της αντιφατικότητας στον χώρο των φαινομένων, αλλά διαμέ-
σου αυτών ο Αγρίππας θέτει το ερώτημα σχετικά με τις βασικές μεθόδους
της δημιουργίας των δογματικών φιλοσοφικών συστημάτων και ιδιαιτέρως

50. Για τον αριθμό των τρόπων του Αινησίδημου καθώς και για μερικά άλλα χαρακτηρι-
στικά τους βλ. την υποσημ. 331.
34 Ο Πύρρων

τη μέθοδο της απόδειξης. Κατά τον Αγρίππα, στην αναστολή της κρίσεως
(ἐποχή) μας οδηγούν οι εξής τρόποι: 1. οι διαφοροποιήσεις και οι ασυμφωνί-
ες (διαφωνία) στις απόψεις των φιλοσόφων και στη ζωή, 2. η «αναδρομή στο
άπειρο» (ὁ εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων sc. τρόπος) κατά τη διαδικασία της αναγω-
γής των υποθέσεων, 3. η εν γένει σχετικότητα (πρός τι) οποιασδήποτε γνώ-
σης, 4. το γεγονός ότι καμιά λογική υπόθεση (ὑπόθεσις) δεν εξηγείται επαρ-
κώς από τον εαυτό της, 5. η αναφορά στο γεγονός ότι και αυτό που αποδει-
κνύει πρέπει να αποδειχθεί από εκείνο που αποδεικνύεται και αντιστρόφως
– ο τρόπος της αμοιβαιότητας (ὁ δι᾿ ἀλλήλων τρόπος).51
Αν, άρα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την εσωτερική φύση των πραγ-
μάτων,52 τον ρόλο του κριτηρίου για την πρακτική απόφαση και τη δράση
του ανθρώπου τον αναλαμβάνει στον νεοπυρρωνισμό το φαινόμενο (φαι­νό­
μενον). Το κριτήριο αυτό αποτελεί για τους νεοπυρρώνειους έναν κάποιο
συμβιβασμό ανάμεσα στις ακραίες απαιτήσεις του Πύρρωνα, ο οποίος υπε-
ράσπιζε με πάθος την απόλυτη παραίτηση από κάθε γνωσιολογικό και αξιο-
λογικό κριτήριο, προκειμένου να αποκτήσει την πλήρη ευδαιμονία, και στην
ανάγκη να δοθεί ακριβώς αυτού του είδους το κριτήριο στα χέρια του Ρω-
μαίου πολίτη, πρακτικού ανθρώπου που σύντομα έπρεπε να γίνει διοικητής
της μεγαλύτερης επικράτειας του τότε κόσμου (vita activa). Δεν πρόκειται,
συνεπώς, για κριτήριο, που θα είχε σκοπό να μας πληροφορεί σχετικά με την
ύπαρξη και μη των εξωτερικών υλικών αντικειμένων, αλλά προπαντός για
ένα κριτήριο, επί τη βάσει του οποίου θα πορευόμασταν στη ζωή μας ανα-
λαμβάνοντας κάποια πράγματα και αποφεύγοντας κάποια άλλα. Οι νεοπυρ-

51. Συνοπτικό κατάλογο, που παρουσιάζει με συντομία τους τρόπους του Αγρίππα, βρί-
σκουμε στο χωρίο Diogenes Laertius, Vitae, IX,88–IX,89, ενώ αναλυτικότερη εξήγηση του θέμα-
τος μας δίνει ο Σέξτος Εμπειρικός (Pyrrh. hyp. I,164–177).
52. Αξιοπρόσεκτο γνώρισμα της νεοπυρρώνειας θεωρίας των τρόπων είναι ότι ο Σέξτος
προσέχει πάρα πολύ να μην ξαναπέσει στον ίδιο (μετα)δογματισμό, τον οποίο και καταπολε-
μά. Αυτό συμβαίνει γιατί η κεντρική σκεπτική θέση που λέει ότι ενάντια σε κάθε δογματικό
επιχείρημα (λόγος) αντιτίθεται άλλο δογματικό επιχείρημα ισοδύναμο ως προς την αξιοπιστία
και μη, δεν παρουσιάζεται από αυτόν ως δογματικός ισχυρισμός (δογματικὴ προφορά) παρά
μόνον ως μία πληροφόρηση (αναφορά) για την (εσωτερική) στάση του ανθρώπου (ἀνθρωπείου
πάθους ἀπαγγελία). Αυτήν την εσωτερική στάση του εαυτού, απλώς τη «βιώνει» το συγκεκρι-
μένο γνωστικό υποκείμενο, την αντιλαμβάνεται ως ένα από πάρα πολλά λοιπά φαινόμενα, τα
οποία και συνιστούν στον νεοπυρρωνισμό το βασικό κριτήριο της γνώσης και της πρακτικής
απόφασης (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,203,1–I,204,2; πρβλ. επίσης Diogenes Laertius, Vitae,
IX,102,5–IX,104,5). Όσον αφορά αυτό το θέμα, ο ερευνητής P. De Lacy επισημαίνει, ευστόχως,
ότι οι νεοπυρρώνειες σκεπτικές διατυπώσεις μας δίνουν απλά και μόνον κάποια πληροφορία
για τον ίδιο τον σκεπτικό, και, κατά συνέπεια, ούτε δηλώνουν ούτε αρνούνται τίποτε το εξω-
τερικό, παρά μόνον επισημαίνουν στο γνωστικό υποκείμενο ότι δεν είναι σε θέση να συμφω-
νήσει περισσότερο με τη μία εναλλακτική πρόταση παρά με την άλλη (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον
and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 70).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 35

ρώνειοι φιλόσοφοι καθόρισαν ως κριτήριο το φαινόμενο, ακριβέστερα την


εντύπωση, εξαιτίας του ότι η τελευταία αποτελεί κάτι που δεν υπόκειται σε
καμία αμφισβήτηση (ἀζήτητος), καθότι βασίζεται σε μη εκούσιο αίσθημα
(ἀβούλητον πάθος). Πώς λοιπόν κατάφερε ο νεοπυρρωνισμός να εφαρμόσει
στη ζωή, καθώς και στη θεωρία, αυτή την πολύ γενική αρχή, την αρχή δηλα-
δή του να ζούμε σύμφωνα με τα φαινόμενα;
Γίνεται φανερό ότι ο νεοπυρρώνειος φαινομεναλισμός53 είχε δύο μεγάλα
πεδία εφαρμογής. Το πρώτο υπήρξε η δράση και, γενικότερα, ο πρακτικός
βίος του ανθρώπου, το δεύτερο, ο χώρος των επιστημών, και ιδιαιτέρως της
ιατρικής. Αν λοιπόν πρέπει να δρούμε σε αυτούς τους χώρους, επί τη βάσει
των φαινομένων, τίθεται το ερώτημα αν πρόκειται εδώ για φαινόμενα περιο-
ρισμένα αποκλειστικά και μόνο στην αισθητηριακή αντίληψη ή αν εμπλέκε-
ται στο εν λόγω κριτήριο και η διανοητική μας αντίληψη και, γενικώς, η όλη
λογική μας δύναμη, με τέτοιο δε τρόπο που να διέπει τόσο τη ζωή μας εν γέ-
νει όσο και την επιστημονική μας έρευνα. Γίνεται ολοφάνερο ότι ο νεοπυρ-
ρωνισμός, ο οποίος καθημερινά αντιμετώπιζε τους όχι ανυπόληπτους στωι-
κούς αντιπάλους του με τη λεπτομερέστατα επεξεργασμένη στωική θεωρία
της απόφασης και της δράσης, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να προ-
σέλθει σε αυτήν τη θεωρητική διαμάχη υποστηρίζοντας την πρώτη άκριτη
και αισθησιοκρατική ερμηνεία του φαινομενικού54 κριτηρίου. Ο ερευνητής
Burnyeat55 συμμερίζεται την άποψη εκείνων, οι οποίοι δεν περιορίζουν το νε-
οπυρρώνειο φαινομενικό κριτήριο στον χώρο της αμιγούς αισθησιοκρατίας,
αλλά αποδίδουν σε αυτό ακόμα και τη συλλογιστική μας ικανότητα. Το γε-
γονός αυτό υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία του Σέξτου Εμπειρικού, ο
οποίος διεξέρχεται αναλυτικότερα το εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω
σκεπτικού κριτηρίου επί τη βάσει των εξής τεσσάρων χαρακτηριστικών του:
Το πρώτο έγκειται στην αρχή, σύμφωνα με την οποία ο σκεπτικός πρέπει να
ακολουθήσει την καθοδήγηση της φύσης (ὑφηγήσει μὲν φυσικῇ), η οποία
μας έκανε όντα από τη φύση τους (φυσικῶς) ικανά τόσο για την αισθητηρια-
κή εμπειρία όσο και για τη διανοητική αντίληψη (αἰσθητικοὶ καὶ νοητικοί).
Το δεύτερο αναφέρεται στην κατ’ ανάγκη επίδραση των αισθημάτων σε

53. Αυτός θα γίνει βάση της αποκαλούμενης φαινομεναλιστικής ερμηνείας του Πύρρωνα,
βλ. το κεφάλαιο 5.6, όπου αναφέρεται και η ακριβής έννοια (ορισμός) που αποδίδουμε στον
όρο «φαινομεναλισμός».
54. Με αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό χαρακτηρίζουμε, στα εδώ συμφραζόμενα, απλά
και μόνο ό,τι αναφέρεται στα φαινόμενα και όχι κάτι «απατηλό», «ψευδές» ή «επιφανειακό»,
όπως χρησιμοποιείται η λέξη στην καθομιλουμένη ελληνική (πρβλ. το οικείο λήμμα του Λεξι-
κού της κοινής νεοελληνικής).
55. Burnyeat, M., F.: Can the Sceptic Live his Scepticism?, σελ. 34 – 35.
36 Ο Πύρρων

εμάς (ἀνάγκῃ παθῶν). Το τρίτο αφορά στις κοινωνικές συμβάσεις, στα ήθη
και στα έθιμα (νόμοι καὶ ἔθη)56 και το τέταρτο στη διδασκαλία των επιστη-
μών και των τεχνών (διδασκαλία τεχνῶν).57 Το ότι με το «φαινόμενο» ως
κριτήριο ο Σέξτος εννοεί πράγματι και την αναφερθείσα συλλογιστική ικα-
νότητα του ανθρώπου υποδηλώνεται και από άλλα χωρία του έργου του,
στα οποία αρκετά συχνά απαντάει η έκφραση «αυτά που γίνονται φανερά
(«προσπέφτουν στα αισθητήρια») με λογικό τρόπο».58
Σε αυτό το σημείο δεν θα εξηγήσουμε λεπτομερώς τη νεοπυρρώνεια θεω-
ρία της απόφασης και της δράσης, τη διασκορπισμένη σε πολλά χωρία του
έργου του Σέξτου, πράγμα που συνεπάγεται ότι η επακριβής ανασύστασή
της είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Βέβαιο, ωστόσο, παραμένει ότι αυτή η θεωρία,
ή μάλλον κάποιου είδους γενική ιδέα, υπαινικτικά παρούσα στα συγγράμμα-
τα του Σέξτου, για το πώς τελικά ο άνθρωπος καταλήγει να αποφασίζει και
να δρα, ήταν επηρεασμένη από τους στωικούς. Κατά συνέπεια, η λογική δύ-
ναμη του ανθρώπου, την οποία ο νεοπυρρωνισμός υποστήριζε τόσο έντονα
(βλ. παραπάνω), είναι εκείνη που καθορίζει αποφασιστικά τη μακρά και αρ-
κετά σύνθετη πορεία, την αποτελούμενη από πολλά ψυχολογικά-γνωσιολο­
γικά γεγονότα, τα οποία ξεκινούν από το φαινόμενο και καταλήγουν στη συ-
γκεκριμένη, εκάστοτε, απόφαση του ανθρώπου.
Το δεύτερο, «θεωρητικό», από τα προαναφερθέντα πεδία εφαρμογής του
νεοπυρρώνειου κριτηρίου, είναι η θεωρητική αναθεώρηση των θεμελιωδών
αρχών των επιστημών. Οι νεοπυρρώνειοι αποτέλεσαν πολύ σημαντικό μέρος
των ελληνιστικών συζητήσεων για τον χαρακτήρα της ιατρικής. Σε αυτή την
επιστήμη, ήδη από αρκετά νωρίς (δεύτερο μισό του 3ου π.Χ. αι.)59 είχαν κα-

56. Βλ. την υποσημ. 372.


57. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,23,3–I,24,7.
58. …κατ᾿ αἴσθησιν ἢ διάνοιαν προσπιπτόντων («αυτά που προσπίπτουν επί τη βάσει της
αισθητηριακής εμπειρίας ή του νου»; βλ. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,25,7); ...τὰ ...
ὑποπίπτοντα ταῖς τε αἰσθήσεσι καὶ τῇ διανοίᾳ («αυτά που προσπίπτουν τόσο στα αισθητήρια,
όσο και στο νου»; βλ. ό.π. VIII,141,3–VIII,141,4). Φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο Σέξτος, διευρύ-
νοντας με τέτοιον τρόπο το περιεχόμενο της έννοιας «φαινόμενον», ούτως ώστε να συμπερι-
λάβει και τα «λογικά φαινόμενα», είχε εμπνευστεί από τον στωικισμό, ο οποίος και δημιούρ-
γησε μία κατ’ εξοχήν ορθολογιστική θεωρία, τόσο στον χώρο της γνωσιολογίας όσο και της
φυσικής. Πρβλ., σχετικά, το χωρίο Alexander Aphrodisiensis, De fato 186,9–186,10, όπου αναφέ-
ρεται ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει στον στωικισμό το κυρίαρχο μέρος της ψυχής
(ἡγεμονικόν) στη δημιουργία των αντιληπτικών (λογικών) εντυπώσεων.
59. Σχετικά με τη χρονολόγηση αυτής της έναρξης βλ. Cambiano, G.: Philosophy, science and
medicine, σελ. 604 – 605, υποσημ. 33. Ο ερευνητής G. Cambiano θεωρεί ότι η κοινή κατά το μάλ-
λον ονομασία «οι ορθολογιστές ιατροί» και η μεγάλη γενίκευση, την οποία κατ’ ανάγκη εμπε-
ριέχει, προκαλεί σοβαρά προβλήματα, διότι παραβλέπει συχνά τις σημαντικές διαφοροποιή-
σεις μεταξύ των αρχαίων ιατρών, οι οποίοι και ονομάζονταν έτσι (στην αρχαιότητα ιδιαιτέ-
ρως), για πρακτικούς κυρίως λόγους, ακριβέστερα λόγω της απλοποίησης της δογματικής πο-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 37

θιερωθεί δύο αντίπαλα μεθοδολογικά ρεύματα: οι ορθολογιστές γιατροί (λο-


γικοὶ ἰατροί) από τη μία, και οι εμπειριστές (ή «μεθοδιστές») γιατροί (ἐμπειρι-
κοί, μεθοδικοί) από την άλλη. Η διαμάχη τους αντικατοπτρίζει σε μεγάλο
βαθμό την επιχειρηματολογική άμιλλα μεταξύ των στωικών και των σκεπτι-
κών στον χώρο της γνωσιολογίας και της σημαντικής. Στην εξήγηση που θα
δώσουμε στη συνέχεια θα περιοριστούμε στη βασική παρουσίαση των δύο
ρευμάτων της ιατρικής, και θα σκιαγραφήσουμε τον φιλοσοφικό συσχετισμό
μεταξύ των εμπειριστών γιατρών και των νεοπυρρώνειων φιλοσόφων. Με
αυτόν τον τρόπο, θα καταλάβουμε πιο εύκολα για ποιο λόγο η φαινομεναλι-
στική ερμηνεία του Πύρρωνα ήταν τόσο σημαντική για τους νεοπυρρώνει-
ους.
Οι ορθολογιστές γιατροί κατά τον F. Gahér εξηγούσαν όλες τις ασθένειες
επί τη βάσει των φυσικών τους αιτίων και ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος
που θεωρούσαν ότι θεραπεύονται με φυσικό τρόπο. Οι γιατροί αυτοί, έχο-
ντας ως αφετηρία τις θεωρητικές υποθέσεις για τις εμφανίσεις των άδηλων
ασθενειών, προσπαθούσαν συλλογιστικά –από τις εμπειρικά γνωριζόμενες
ενδείξεις– να καταλήξουν τόσο στη διάγνωση της ασθένειας όσο και στον
ακριβή προσδιορισμό του αιτίου της. Επί τη βάσει των θεωρητικών υποθέσε-
ων για την επίδραση διάφορων ουσιών στη συνεκτικότητα της υλικού χαρα-
κτήρα ψυχής, και λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και τη συγκεκριμένη
εκάστοτε διάγνωση, κατέληγαν στη θεραπεία, η οποία, συνεπώς, πήγαζε από
μία ιδιάζουσα φιλοσοφία της φύσης. Στο άλλο άκρο αυτής της θεωρητικής
διαμάχης, βρίσκουμε τους «εμπειριστές γιατρούς». Αυτοί υποστήριζαν ότι η
ιατρική πρέπει να εξετάζει τα συμπτώματα των αρρωστιών, τα οποία και
αντιλαμβανόμαστε με άμεσο τρόπο, επί τη βάσει της αισθητηριακής εποπτεί-
ας μας, και καθόλου δεν πρέπει να αναγάγει αυτά τα εμπειρικά δεδομένα σε
περαιτέρω αίτια που είναι άδηλα και εμπειρικώς άγνωστα.60
Θεμελιώδης νεοπυρρώνεια αρχή, η οποία αποτελεί και σημείο προσέγγι-
σης του Σέξτου στην ιατρική σχολή των εμπειριστών (ή μάλλον μεθοδιστών),61

λεμικής (ό.π. σελ. 605).


60. Gahér, F.: Stoická sématika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 174. Βλ. επίσης την
υποσημ. 62.
61. Καθίσταται πολύ πιθανό ότι ο Σέξτος, παρά το όνομά του, ανήκε μάλλον στους μεθο-
διστές ιατρούς. Ο Σέξτος επαινεί αυτή την επιστημονική κατεύθυνση της ιατρικής (ἡ μέθοδος
αἵρεσις) και συνιστά στον σκεπτικό να την υιοθετήσει, διότι, όπως λέει ο δοξογράφος, αυτή
είναι η μόνη από τις ιατρικές σχολές που δεν βιάζεται (προπετεύεσθαι) με το να λέει κάτι
εσπευσμένα περί των αφανών και δεν αποτολμά να πει, αν είναι κάτι επιστητό ή όχι, αλλά
ακολουθεί μάλλον τα φαινόμενα, από τα οποία και εκλέγει ό,τι φαίνεται ωφέλιμο σύμφωνα
με τον τρόπο των σκεπτικών. Αντίθετα, η εμπειριστική ιατρική (ἡ ἐμπειρία αἵρεσις) είναι, κα-
τά τον Σέξτο, ακατάλληλη για τον σκεπτικό, διότι δηλώνει με βεβαιότητα ότι τα αφανή δεν
38 Ο Πύρρων

είναι η αρχή που συνίσταται στην ιδέα ότι μόνο εκείνες οι επιστήμες οι οποίες
περιορίζονται στον χώρο των φαινομένων είναι βάσιμες, ενώ όλες αυτές που
αποπειρώνται να πουν οτιδήποτε για την εσωτερική φύση των πραγμάτων, η
οποία και υποτίθεται πως κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, χάνουν κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα.62 Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες επιστήμες
δεν υπάγονται με κανέναν τρόπο στην αρμοδιότητα της γνωσιολογίας. Θεω-
ρητικό σημείο εκκίνησης αυτής της θέσης αποτελεί η διάκριση των ενδείξεων
(σημεῖον) σε δύο τύπους – σε υπενθυμιστικές (ὑπομνηστικόν) και δηλωτικές
(ἐνδεικτικόν) ενδείξεις. Πρόκειται για μία αρκετά παλιά σημασιολογική θεω-
ρία, η οποία όμως, κατά τον G. Cambiano, δεν θα πρέπει να έλκει την καταγω-
γή της από κάποια προηγούμενη φιλοσοφική σχολή, αλλά ενδέχεται να την
είχε παραλάβει ο ιατρικός εμπειρισμός από «εσωτερικές» πηγές της ελληνικής
ιατρικής· για την ακρίβεια από τα ιπποκράτεια συγγράμματα.63 Οι στωικοί
ενέταξαν την πιο πάνω διαίρεση των ενδείξεων στη σημασιολογία τους, ενώ
οι σκεπτικοί αφομοίωσαν αυτήν τη θεωρία, χρησιμοποιώντας την με αποτελε-
σματικό τρόπο για τους δικούς τους επιχειρηματολογικούς σκοπούς. Προκει-
μένου να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στα παραπάνω δύο είδη των εν-
δείξεων, θα εξηγήσουμε πρωταρχικά, και με συνοπτικό τρόπο, πώς λειτουρ-
γεί η ένδειξη στη γνωστική διαδικασία και θα κάνουμε λόγο για τη στωική
υποδιαίρεση του πεδίου των αφανών (ἄδηλον).
Η ένδειξη (σημεῖον), σύμφωνα με τις αναλύσεις του F. Gahér, είναι ένα
αξίωμα (= σημασία της πρότασης), η οποία στη γλώσσα συνηθίζεται να εκ-

γνωρίζονται (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,236,1–137,6). Αυτή η γνωσιολογική διάκριση


(πρβλ. την υποσημ. 8) υποστηρίζει προφανώς τη γνώμη πολλών ερευνητών (π.χ. του L. Edelste-
in), ότι οι εμπειριστές υπόκειντο περισσότερο σε επηρεασμό από τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό,
ενώ οι μεθοδιστές από τον σκεπτικισμό του Αινησίδημου (βλ. De Lacy, P.: Scepticism in Antiqui-
ty, σελ. 240).
62. Ο R. J. Hankinson έχει αναγάγει αυτήν τη θεμελιώδη μεθοδολογική αρχή ακόμη και
στους «προεμπειριστικούς» ιατρούς, στον Δημοκλή τον Καρύστιο (γύρω στο 325 π.Χ.) και κυ-
ρίως τον Ηρόφιλο από τη Χαλκηδόνα (γύρω στα 325-255 π.Χ.), τους οποίους αποκαλεί «εμπει-
ριστές», γράφοντάς τους με μικρό «ε» στην αρχή, γιατί ήδη αυτοί οι στοχαστές έδιναν έμφαση
στις παρακολουθήσεις και αντιμετώπιζαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα κάθε αιτιολογική εξή-
γηση. Οι «ολοκληρωμένοι» εμπειριστές ιατροί, όπως τους αποκαλεί ο εν λόγω ερευνητής, (π.χ.
ο Φίλινος ο Κώας [γύρω στο 250 π.Χ.] και ο Σεραπίων [γύρω στο 225 π.Χ.]) διαφέρουν σημα-
ντικά από τους παραπάνω προδρόμους τους και διακρίνονται, ιδιαιτέρως σε σχέση με τους
ορθολογιστές ιατρούς (π.χ. ο Ασκληπιάδης ο εκ Βιθυνίας [γύρω στο 125 π.Χ.]), για το γεγονός
ότι απορρίπτουν εξολοκλήρου κάθε ιδέα της αιτιολογικής εξήγησης σε οποιαδήποτε (έστω
και πολύ περιορισμένη) μορφή της (Hankinson, R., J.: Cause and Explanation in Ancient Greek
Thought, σελ. 295–307). Ο G. Cambiano, ωστόσο, θεωρεί ότι ο ιατρικός εμπειρισμός έλκει την
καταγωγή του τόσο από την ιατρική (η ιπποκράτεια παράδοση) όσο και από τη μη ιατρική
παράδοση (επιστήμονες ιστορικοί, Πλάτων και –κατ’ εξοχήν– Αριστοτέλης)· βλ. Philosophy,
science and medicine, σελ. 607.
63. Ό.π., σελ. 612. Βλ. επίσης: Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ. 295, υποσημ. 76.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 39

φράζεται ως μία συνθήκη συνεπαγωγής («Ο Σωκράτης έχει πυρετό»), δηλώ-


νοντας έτσι κάποια (φανερή) κατάσταση πραγμάτων (άνοδος της θερμοκρα-
σίας του σώματος του Σωκράτη). Επί τη βάσει της ένδειξης (αξίωμα) κατα-
λήγουμε σε κάτι – σε αυτό, του οποίου η εν προκειμένω ένδειξη «είναι ένδεί-
ξη» ή, με άλλα λόγια, σε αυτό, στο οποίο η συγκεκριμένη ένδειξη αναφέρε-
ται. Πρόκειται για μία καινούργια πληροφορία που ήταν έως τώρα αφανής.
Η πληροφορία αυτή εκφράζεται, στο πεδίο της γλώσσας, με τη συνέπεια της
συνεπαγωγής («Ο Σωκράτης έχει πνευμονία»). Η συνέπεια αυτή αναφέρεται
στην έως τώρα άγνωστη κατάσταση πραγμάτων (η πνευμονία του Σωκρά-
τη).64
Οι ενδείξεις, συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ούτως ώστε να μας
αποκαλύπτουν τα αφανή. Επί τη βάσει ενός χωρίου από το έργο του Σέξτου
μπορούμε να καταλήξουμε στη στωική διάκριση του πεδίου των αφανών
στις εξής τρεις υποδιαιρέσεις:
1. Τα απολύτως αφανή (τὰ καθάπαξ ἄδηλα) – είναι αυτά που δεν μπο-
ρεί να τα γνωρίζει ποτέ ο άνθρωπος, π.χ. το αν ο αριθμός των αστε-
ριών είναι μονός ή ζυγός ή το πόσοι είναι οι κόκκοι άμμου στην
Αφρική.
2. Τα από τη φύση αφανή (τὰ φύσει ἄδηλα) – είναι αυτά που δεν γνω-
ρίζονται άμεσα με την αισθητηριακή αντίληψη, αλλά μόνο με έμμε-
σο τρόπο, για την ακρίβεια με βάση κάτι άλλο από τον αισθητικό
χώρο και χρησιμοποιώντας τη συλλογιστική ικανότητα – π.χ. την
ύπαρξη των πόρων στο δέρμα αντιλαμβανόμαστε από την ύπαρξη
του ιδρώτα.
3. Τα επί του παρόντος αφανή (τὰ πρὸς καιρὸν ἄδηλα) – είναι αυτά,
των οποίων η φύση γίνεται φανερή μόνο από κάποιες συγκεκριμέ-
νες (εξωτερικές) περιστάσεις, επί του παρόντος όμως είναι κρυμμέ-
να, π.χ. η πόλη των Αθηνών, όταν δεν βρισκόμαστε στην πόλη αυ-
τή.65

64. Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 175 – 176. Βλ. ιδι-
αιτέρως το σαφές διάγραμμα, διαμέσου του οποίου ο F. Gahér εκφράζει την απλή διαγνωστι-
κή διαδικασία, κατά την οποία εντοπίζεται η πνευμονία του Σωκράτη (ό.π. σελ. 175). Πολύ
αξιόπιστα είναι τα επιχειρήματα του συγκεκριμένου ερευνητή, με τα οποία διακρίνεται, εννοι-
ολογικά, η στωική ένδειξη (σημεῖον) από το σημείο (σημαῖνον). Πρόκειται για μία καθοριστι-
κής σημασίας διάκριση στον χώρο της στωικής σημασιολογίας και γνωσιολογίας, στην οποία
δεν δίνουν σημασία, αν δεν την αγνοούν απολύτως, πολλοί ερευνητές και μεταφραστές (με
εξαίρεση, π.χ. την I. Dambska; Przeciw logikom). Πρβλ. Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z po-
hľadu intenzionálnej logiky, σελ. 167 – 177).
65. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. II,97,1–II,99,1; Sextus Empiricus, Adv. math. VIII,145,1–
VIII,148,1. Επισημαίνουμε ότι ολόκληρη η τρίτη παραπάνω κατηγορία των αφανών της στωι-
κής φιλοσοφίας (τὰ πρὸς καιρὸν ἄδηλα) υπάγεται πλήρως στον χώρο των «φαινομενικών»
(για τη σημασία με την οποία χρησιμοποιούμε αυτήν τη λέξη βλ. την υποσημ. 54) του νεοπυρ-
40 Ο Πύρρων

Για να διακρίνουμε τα δύο πιο πάνω είδη των ενδείξεων, πρέπει να εστιά-
σουμε την προσοχή μας στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία των αφανών.
Και αυτό γιατί η πρώτη κατηγορία που περιέχει τα απολύτως αφανή δεν επι-
δέχεται –καθώς και στην περίπτωση των πραγμάτων που είναι εντελώς φα-
νερά (τὰ ἐναργῆ)– καμία ένδειξη. Και αυτό γιατί τα μεν πρώτα υπάρχουν πέ-
ρα από κάθε αντίληψη (κατάληψις) –τόσο διανοητική όσο και αισθητηρια-
κή– τα δε δεύτερα, γιατί είναι αυτά τα ίδια που προσπίπτουν (ἐξ αὑτῶν
προσπίπτει) στα αισθητήριά μας και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να τα
γνωρίσουμε. 66 Κατά συνέπεια, για τη γνώση των υπόλοιπων δύο ειδών των
αφανών δεν απομένουν παρά τα δύο προαναφερθέντα είδη ενδείξεων: τα
από τη φύση αφανή γίνονται γνωστά διαμέσου των δηλωτικών ενδείξεων,
ενώ τα επί του παρόντος αφανή, διαμέσου των υπενθυμιστικών. Πώς, λοι-
πόν, λειτουργεί η γνωστική διαδικασία σε καθεμία από αυτές τις δύο περι-
πτώσεις;
Η υπενθυμιστική ένδειξη (ὑπομνηστικόν σημεῖον), η οποία είναι και η μο-
ναδική που αναγνωρίζουν οι νεοπυρρώνειοι, μη επιτρέποντας να υπάρχει
καμία άλλη, δεν ξεπερνά, στην ουσία, τα όρια των πραγμάτων που είναι προ-
σιτά σε εμάς, με άμεσο τρόπο, από τα φαινομενα.67 Πρόκειται για την ένδει-
ξη (π.χ. καπνός), που την έχουμε παρακολουθήσει προηγουμένως πολλές φο-
ρές σε συνδυασμό με κάτι άλλο (π.χ. φωτιά), το οποίο αποτελεί το «αντικεί-
μενο» της εν λόγω ένδειξης (σημειωτόν). Κάθε φορά που η φωτιά δεν είναι
φανερή, λόγω μιας κάποιας σύμπτωσης γεγονότων και περιστάσεων (πρὸς
καιρόν), συλλογιζόμαστε εύκολα όσον αφορά στην ύπαρξή της επί τη βάσει
της ένδειξης, τον καπνό, η οποία σαν να μας την «υπενθυμίζει» (ὑπομνη-
στικόν, ὑπομιμνήσκω, “θυμίζω”, “υπενθυμίζω”). Ανάλογα συλλογιζόμαστε
(για την ακρίβεια ἀνανεούμεθα «φρεσκάρουμε», «ανανεώνουμε στη μνήμη
μας») όσον αφορά στο χτύπημα από την ένδειξη της ουλής ή όσον αφορά
τον επικείμενο θάνατο από το τραύμα της καρδιάς.68
Σε αντιδιαστολή με τον προηγούμενο τύπο ένδειξης, η δηλωτική ένδειξη
(ἐνδεικτικὸν σημεῖον) που χρησιμοποιείται στους συλλογισμούς τους σχετι-

ρωνισμού. Αυτός ο χώρος –όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια– θα αποτελέσει μοναδικό «πε-
δίο δράσης» του νεοπυρρώνειου φαινομεναλισμού τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην
επιστημονική έρευνα.
66. Sextus Empiricus, Adv. math. VIII,148,4–VIII,150,1
67. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ένδειξη είναι το φαινόμενο το ίδιο, το αίσθημα. Πρόκειται
για ένα αξίωμα (σημασία πρότασης, βλ. παραπάνω), το οποίο φέρνει κάποια πληροφορία για
το εν προκειμένω αντικείμενο που είναι προσιτό σε εμάς με άμεσο τρόπο στον «φαινομενικό»
κόσμο: π.χ. «Ο καπνός γίνεται αισθητός», «Επάνω στο σώμα του Σωκράτη βρίσκεται ουλή»,
«Η καρδιά του πολεμιστή τραυματίστηκε από δόρυ».
68. Ό.π., VIII,152–153.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 41

κούς με τα από τη φύση αφανή, ουδέποτε παρατηρείται ταυτόχρονα με εκεί-


νο σχετικά με το οποίο συλλογιζόμαστε διαμέσου αυτής (σημειωτόν). Και
αυτό γιατί το αντικείμενο της δηλωτικής ένδειξης είναι απολύτως απρόσιτο
στα αισθητήριά μας (ἀρχῆθεν ἀνυπόπτωτον). Η δηλωτική ένδειξη από την
ίδια τη φύση και δομή της (ἄντικρυς ἐκ τῆς ἴδιας φύσεως καὶ κατασκευῆς)
φωνάζει, σχεδόν (μόνον ουχὶ φωνὴν ἀφιέν), και ακριβώς έτσι υποδηλώνει
(σημαίνει) εκείνο, του οποίου είναι ένδειξη. Και είναι με αυτόν τον τρόπο
που οι ορθολογιστές γιατροί συναγάγουν από την ύπαρξη του ιδρώτα ότι
υπάρχουν αόρατοι πόροι στο δέρμα και, αντίστοιχα, οι δογματικοί φιλόσο-
φοι καταλήγουν επί τη βάσει της κινήσεως του σώματος στο συμπέρασμα ότι
υπάρχει η ψυχή.69
Ο Σέξτος υπογραμμίζει ότι οι νεοπυρρώνειοι, με τη χρήση των υπενθυμι-
στικών ενδείξεων, δεν αναστατώνουν σε καμία περίπτωση την καθημερινή
ζωή ούτε εναντιώνονται στις συνηθισμένες πεποιθήσεις των ανθρώπων.
Ακριβέστερα λέει, ότι αν οι νεοπυρρώνειοι αρνιόντουσαν την ύπαρξη της έν-
δειξης εν γένει –και όχι μόνον ενός είδους της– τότε θα έπρεπε ίσως να ενα-
ντιώνονταν στον ίδιο τον ανθρώπινο βίο και σε όλους τους ανθρώπους.70
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Σέξτος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, ούτως
ώστε η νεοπυρρώνεια εκδοχή του σκεπτικισμού να μπορέσει να εφαρμοστεί
πλήρως στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου και στη ρουτίνα που αυτή περι-
έχει. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι διαμέσου της παραπάνω θεωρίας του
Σέξτου περί της «λειτουργίας» της υπενθυμιστικής ένδειξης γίνεται πιο φα-
νερό, και μάλιστα στο πεδίο της μεθοδολογίας, ποιον ρόλο παίζει ο νεοπυρ-
ρώνειος φαινομεναλισμός τόσο στην πρακτική δράση του ανθρώπου όσο και
στον χώρο της ιατρικής επιστήμης.
Όπως έγινε φανερό πιο πάνω, αυτού του είδους η ιατρική καθόλου δεν
πρέπει να θέτει ως σκοπό την αποκάλυψη των άγνωστων αιτίων των ασθε-
νειών, τα οποία βρίσκονται πέραν της αισθητηριακής εποπτείας του ανθρώ-
που. Και αυτό γιατί οι ασθένειες αυτές, εξεταζόμενες από τη μεθοδολογική
σκοπιά που είχαν υιοθετήσει οι εμπειριστές γιατροί, δεν συνιστούν τίποτε άλ-
λο παρά μόνον σύνολα συμπτωμάτων που αντιβαίνουν στη φυσιολογική κα-
τάσταση του ανθρώπου.71
Η μέθοδος της εμπειριστικής ιατρικής συνίσταται στον αποκαλούμενο
ἐπιλογισμό. Πρόκειται για συλλογισμό που προχωρά από το ένα φαινόμενο
στο άλλο, όταν αυτά είναι τακτικά αλληλοσυνδεδεμένα. Οι εμπειριστές περι-

69. Ό.π., VIII,154–155.


70. Ό.π., VIII,157,1–VIII,157,6
71. Gahér, F.: Stoická sématika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 174.
42 Ο Πύρρων

γράφουν τον επιλογισμό ως συλλογισμό που αναφέρεται αποκλειστικά και


μόνο στα φαινόμενα και που αποσκοπεί στην αποκάλυψη των επί του παρό-
ντος αφανών.72 Αναφέρουν επίσης ότι πρόκειται για εκείνον τον τρόπο της
συλλογιστικής, στον οποίο συναινούν οι πάντες και που είναι κοινός σε
όλους.73 Διαμέσου της συστηματικής καταγραφής πάμπολλων περιπτώσεων
που παρατηρούνται επανειλημμένα από πολλούς γιατρούς (ἐμπειρία,
αὐτοψία), καταλήγουμε σε κάποιον γενικευμένο κανόνα (θεώρημα), ο οποί-
ος θα αποτελέσει ένα αξιόπιστο μέρος της ιατρικής τέχνης. Η συγκέντρωση
ενός πλήθους γενικών κανόνων αυτού του είδους αποτελεί την ιατρική τέ-
χνη και εκείνος που τους έχει συγκεντρώσει ονομάζεται γιατρός.74
Η ορθολογιστική ιατρική, από την άλλη, εφαρμόζει τον αποκαλούμενο
ἀναλογισμό, συλλογιστικό τρόπο, ο οποίος ξεκινά από το φαινόμενο και κα-
ταλήγει στην αντίληψη των αφανών.75 Οι σοβαρές, ωστόσο, αντιφάσεις, στις
οποίες καταλήγει η ορθολογιστική ιατρική, και οι οποίες δεν μπορούν να δι-
ευθετηθούν με κανένα τρόπο, αποδεικνύουν, κατά τους εμπειριστές, ότι πρέ-
πει η συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση να είναι, σε τελική ανάλυση,
αστήρικτη.76 Ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, παρά τις προαναφερθείσες
σοβαρές αντιφάσεις που δημιουργούνταν από την ορθολογιστική σχολή, το
γενονός ότι οι εμπειριστές γιατροί, αντιμετωπίζοντας τις «θετικές» θεωρίες
των αντιπάλων τους, υποχωρούσαν σταδιακά από τις αυστηρές τους αρχι-
κές τοποθετήσεις. Ο R. J. Hankinson θεωρεί ότι πρόκειται εδώ για μία ιστορι-
κή εξέλιξη πολύ ανάλογη με εκείνη που οδήγησε στη σταδιακή αλληλοπρο-
σέγγιση των γνωσιολογικών απόψεων της σκεπτικής Ακαδημίας και εκείνων
του στωικισμού.77 Η πιο πάνω σκιαγράφηση της προβληματικής των ενδεί-
ξεων, καθώς και της εφαρμογής τους τόσο στον βίο όσο και στον χώρο της
επιστήμης θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πιο εύκολα γιατί οι νεοπυρρώ-
νειοι φιλόσοφοι κατέβαλαν τόσες προσπάθειες για να ερμηνεύσουν τον Πύρ-
ρωνα με φαινομεναλιστικό τρόπο, θέμα που θα μας απασχολήσει πιο αναλυ-
τικά στο κεφάλαιο 5.6.

72. Galenus, De sectis, 1,78,1–1,78,3.


73. Galenus, In Hippocr. Prognost. I, 18b,26 (in: SVF II 269)
74. Galenus, De sectis, 1,67,7–1,67,13.
75. Galenus, In Hippocr. Prognost. I, 18b,26 (in: SVF II 269)
76. Galenus, De sectis, 1,78,9–1,79,3.
77. Hankinson, R., J.: Cause and Explanation in Ancient Greek Thought, σελ. 314.
1

Η αξία και ο χαρακτήρας των σωζόμενων πηγών,


η έρευνα του πυρρωνισμού.

Η έρευνα για τη φιλοσοφία του Πύρρωνα προσδιορίζεται από το


γεγονός ότι ο ίδιος ο Πύρρων δεν έγραψε κανένα φιλοσοφικό έργο.78
Αν και ο Σέξτος αναφέρει ότι είχε γράψει κάποιο ποίημα προς τιμήν του
Αλέξανδρου του Μεγάλου, για το οποίο και βραβεύτηκε,79 παραμένει όμως
και έτσι σχεδόν βέβαιο ότι δεν άφησε κανένα φιλοσοφικό έργο. Όπως και
άλλοι σκεπτικοί (Αρκεσίλαος, Καρνεάδης), και αυτός κατά πάσα πιθανότη-
τα ήθελε να αποφύγει την κατηγορία του «δογματισμού» – δηλαδή ότι είχε
υιοθετήσει «θετικές» φιλοσοφικές απόψεις έναντι του κόσμου και του αν-
θρώπου.80
Επομένως, για την ιστορική-φιλοσοφική ανασύσταση της σκέψης τού
Πύρρωνα πρέπει να αρκεστούμε στις πληροφορίες για τη ζωή, το έργο και
τις απόψεις του που σώζονται από άλλους συγγραφείς. Πρόκειται εν γένει
για τους δοξογράφους – σπάνια τους συγχρόνους του και τους οπαδούς του,
συχνότερα δε για διάφορους συγγραφείς οι οποίοι απέχουν σημαντικά από
εκείνον, τόσο χρονικά όσο και φιλοσοφικά. Από τα έργα των μαθητών τού
Πύρρωνα σώζεται –έστω και σε πολύ αποσπασματική μορφή– μόνον εκείνο
του Τίμωνα του Φλιάσιου. Ο W. Görler υποστηρίζει ότι η περίπτωση αυτή εί-

78. Diogenes Laertius, Vitae, I,16, απόσπ. 43 Caizzi; IX,102, απόσπ. 44 Caizzi; Αριστοκλής
στον Ευσέβιο, Praep. evang. XIV,18,2, απόσπ. 53 Caizzi.
79. Sextus Empiricus, Adv. math. I,282,1–2, απόσπ. 21 Caizzi.
80. Ωστόσο, ο Αριστοκλής στον Ευσέβιο (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XI-
V,18,27,5–28,1, απόσπ. 23 Caizzi), κατεχόμενος προφανώς από εχθρική προς αυτόν διάθεση,
γράφει ότι ο Πύρρων ντύθηκε έπειτα στην αλαζονεία (τῦφος), και ενώ ο ίδιος έλεγε ότι δεν εί-
ναι αλαζόνας (ἄτυφος), δεν άφησε τίποτε σε γραπτή μορφή (αὐτὸς δ᾿ ὕστερον τοῦτον τὸν
τῦφον περιβαλλόμενος καὶ καλῶν ἄτυφον ἑαυτὸν οὐδὲν ἐν γραφῇ κατέλιπεν). Είναι παράδο-
ξο το γεγονός ότι ο μαθητής του Πύρρωνα, Τίμων ο Φλιάσιος, κατηγορούσε ιδιαίτερα και πο-
λύ συχνά για την εν λόγω αλαζονεία, ή έπαρση (τῦφος), και τους λοιπούς, δηλαδή τους «μη
σκεπτικούς» φιλοσόφους (βλ. παρακάτω).
44 Ο Πύρρων

ναι ακόμη χειρότερη από εκείνη του Σωκράτη, όπου έχουμε τουλάχιστον το
έργο του Ξενοφώντα ως έλεγχο των όσων γράφει ο Πλάτων.81 Στο εξής, θα
αναφέρουμε τις σημαντικότερες πηγές για την έρευνα του πρώιμου πυρρω-
νισμού, θα αξιολογήσουμε με σύντομο τρόπο την ιστορική-φιλοσοφική αξία
τους και –αν είναι δυνατόν– θα σκιαγραφήσουμε τις απόψεις των σημαντι-
κότερων ερευνητών σχετικά με αυτές.
Πηγές που πλησιάζουν χρονικά πιο πολύ στην εποχή του Πύρρωνα και
που είναι, ωστόσο, αρκετά άνισες ως προς την ιστορική αξία τους, είναι ο Τί-
μων ο Φλιάσιος (325–235 π.Χ.), επικός ποιητής και αφοσιωμένος μαθητής
του, και ο Αντίγονος ο Καρύστιος, βιογράφος που συνέγραψε το άκρως δη-
μοφιλές βιογραφικό έργο του γύρω στο 225 π.Χ., περίπου 50 χρόνια δηλαδή
μετά τον θάνατο του Πύρρωνα.82 Εκτός από τους δύο αυτούς σημαντικότε-
ρους σύγχρονους της εποχής του Πύρρωνα, πρέπει να αναφερθούν ακόμη ο
Φίλων ο Αθηναίος και ο Ερατοσθένης, τους οποίους αναφέρει ο Διογένης ο
Λαέρτιος ως πηγές πληροφορίας για τον Πύρρωνα.83
Ο Αντίγονος ο Καρύστιος υπήρξε, κατά τη γνώμη του Wilamowitz-
Moellendorff, την οποία είχαν υιοθετήσει πολλοί παλαιότεροι ερευνητές,84 πη-
γή για σχεδόν ολόκληρο το μεταγενέστερο βιογραφικό υλικό για τον Πύρ-
ρωνα. Σ’ αυτήν την άποψη, αντιτάχθηκε ο A. A. Long, με τον πλέον έντονο
ίσως τρόπο. Στη μελέτη του ισχυρίζεται ότι «κατά πάσα πιθανότητα ο Αντί-
γονος ο Καρύστιος και οι υπόλοιποι βιογράφοι του Πύρρωνα αντλούσαν
πληροφορίες κατ’ εξοχήν από τα συγγράμματα του Τίμωνα, στολίζοντάς τα
με αληθινές όσο και πλαστές ιστορίες. Έτσι κάπως απέδιδαν τον χαρακτήρα
του Πύρρωνα.85 Αν και υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες απόψεις
ένα πλήθος από συμβιβαστικές ερευνητικές προσεγγίσεις,86 στο εξής θα πα-

81. Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 763.


82. Ό.π., σελ. 733.
83. Diogenes Laertius, Vitae, IX,67,3–7; IX,66,1–3.
84. Wilamowitz-Moeleendorff, U.: Antigonos von Karystos, σελ. 31: «Όσα ουσιώδη γνωρίζου-
με αξιόπιστα για τη ζωή του Πύρρωνα τα οφείλουμε στον Αντίγονο».
85. Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 70.
86. Παρόμοια ακραία στάση υιοθετεί και ο M. R. Stopper. Θεωρεί ότι καμία από τις βιο-
γραφικές πληροφορίες για τον Πύρρωνα δεν πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά, κυρίως λόγω
του ιδιαίτερου χαρακτήρα της αρχαίας βιογραφίας ως λογοτεχνικού είδους. Αυτή, όπως συ-
νεχίζει ο M. R. Stopper, είχε σκοπό τη λογοτεχνική προσωπογραφία (πορτρέτο) και τη ζωηρό-
τητα της αφήγησης. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ο εν προκειμένω ερευνητής καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπεται καμία απολύτως εξαγωγή οποιωνδήποτε φιλοσοφικών
συμπερασμάτων από τις εν λόγω πηγές (Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ. 269 – 270; σελ.
289, υποσημ. 22; πρβλ. τη «λογοτεχνική» ερμηνεία του Πύρρωνα στον σχετικό κατάλογο του
Brunschwig στην Εισαγωγή... του βιβλίου μας). Από την άλλη, υπερβολική εμπιστοσύνη προς
τις βιογραφικές πληροφορίες από τον Διογένη τον Λαέρτιο, συμπεριλαμβανομένης και της
σπουδαιότερης πηγής τους, δηλαδή του Αντίγονου του Καρύστιου, επιδεικνύει ο E. Flintoff
Η ΑΞΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΠΗΓΩΝ 45

ρουσιάσουμε μόνο μερικά στοιχεία, τα οποία –κατά τη γνώμη του R. Bett–


θα έπρεπε να μας επιβάλουν επιφυλακτική αξιολόγηση και βάσιμη δυσπι-
στία ως προς τις βιογραφικές πληροφορίες που προέρχονται από τον Αντί-
γονο τον Καρύστιο.87 Η αναφορά του Διογένη του Λαέρτιου πως ο Τίμων,
σύμφωνα με τον Αντίγονο, πέθανε στην ηλικία των 90 χρόνων,88 συνεπάγε-
ται ότι ο Αντίγονος έζησε πολύ αργότερα ώστε ήταν αδύνατο να γνωρίζει
τον ίδιο τον Πύρρωνα από κοντά.89 Ο κατ’ εξοχήν βιογραφικός χαρακτήρας
των πληροφοριών του Αντίγονου στον Διογένη τον Λαέρτιο, αλλά και στους
άλλους συγγραφείς υποδηλώνει ότι το πρωταρχικό ενδιαφέρον αυτού του
συγγραφέα δεν υπήρξε η φιλοσοφική διδασκαλία, αλλά μάλλον οι συνδεδε-
μένες με τις σκιαγραφούμενες προσωπικότητες «πικάντικες» ιστορίες βιο-
γραφικού περιεχομένου. Μικρότερη πειστικότητα έχουν τα εξής δύο επιχει-
ρήματα του Bett. Το πρώτο υποστηρίζει ότι οι αποδιδόμενοι στον Αντίγονο
Βίοι φιλοσόφων –έργο, από το οποίο αντλούν συχνά οι μεταγενέστερες σω-
ζόμενες πηγές– ανήκουν σε λογοτεχνικό είδος που ανάγεται στον μαθητή
του Αριστοτέλη, Αριστόξενο, και στο οποίο «το δυσμενές κουτσομπολιό παί-
ζει έναν ρόλο τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με αυτό της αληθινής πληρο-
φορίας περί των πράξεων ή της διδασκαλίας». Παρόμοιο είναι και το δεύτε-
ρο επιχείρημα του εν λόγω ερευνητή, ο οποίος θεωρεί ότι το υπερβολικό εν-
διαφέρον του Αντίγονου για τις «πικάντικες» ιστορίες μπορεί να συναχθεί
και από τον χαρακτήρα του σωζόμενου συγγράμματός του Ἱστοριῶν πα-
ραδόξων συναγωγή, έργο που ανήκει στο ελάχιστα αξιόπιστο αρχαίο λογο-
τεχνικό είδος της παραδοξογραφίας.
Ο Τίμων ο Φλιάσιος είναι άξιος πολύ περισσότερης εμπιστοσύνης εκ μέ-
ρους των ιστορικών της φιλοσοφίας. Αυτό συμπεραίνεται ιδιαιτέρως από το
γεγονός ότι υπήρξε όχι μόνο σύγχρονος του Πύρρωνα, αλλά και πιστός μα-
θητής του και γνώριζε σίγουρα πολύ καλά τον τρόπο ζωής και τις φιλοσοφι-
κές απόψεις του. Μερικά χωρία από τον Σέξτο Εμπειρικό μαρτυρούν σαφώς
ότι ο Τίμων, παρά την αφοσίωσή του στον Πύρρωνα, συμμετείχε και στις

(Pyrrho and India, σελ. 88). Η στάση του συμβαδίζει πλήρως με το γεγονός ότι στηρίζει σε μεγά-
λο βαθμό την αποκαλούμενη ανατολίτικη ερμηνεία (βλ. κεφ. 3.3 και 4.5) επί τη βάσει των βιο-
γραφικών αναφορών περί των επιδράσεων της Ανατολής όχι μόνο στον Πύρρωνα, αλλά και
στους άλλους φιλοσόφους (ό.π., σσ. 89 – 90). Διεξοδική σύνοψη των στάσεων που κρατούν
ερευνητές σε σχέση με το συζητούμενο ερώτημα δίνει με πολλή σαφήνεια ο W. Görler (Görler,
W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 773).
87. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 8.
88. Diogenes Laertius, Vitae, IX,112,5–6.
89. Ωστόσο, πρβλ. την ασαφή πληροφορία από τον Αριστοκλή στον Ευσέβιο πως ο Αντί-
γονος ο Καρύστιος ζούσε την ίδια εποχή με τον Πύρρωνα (κατὰ τοὺς αὐτοὺς γενόμενος
χρόνους; Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,26,2).
46 Ο Πύρρων

σύγχρονες φιλοσοφικές συζητήσεις90 και, επομένως, σε αντιδιαστολή με τον


Αντίγονο τον Καρύστιο, ήταν προικισμένος με ένα εξαιρετικό φιλοσοφικό
ταλέντο. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδιζε να περιγράψει υβριστικά στο πιο
γνωστό επικό έργο του Σίλλοι («οι Χλευασμοί») σχεδόν όλους τους άλλους
(μη) σκεπτικούς φιλοσόφους, πράγμα που τον φέρνει πολύ πιο κοντά στους
σύγχρονους κυνικούς.91 Από την αμείλικτη κριτική του εξαίρεσε μόνο λίγους
φιλοσόφους, των οποίων τον (σύμφωνα με τα κριτήριά του πάντα) σκεπτικι-
σμό συμπαθούσε. Εκτός από τον Πύρρωνα, του οποίου εγκώμιο αποτελεί
αυτό καθαυτό το ποίημα, εγκωμιάζει και τον Πρωταγόρα, τον Παρμενίδη,
τον Δημόκριτο και ιδιαιτέρως τον Ξενοφάνη, που είναι και ο πρωταγωνιστής
του έργου.92
Η καλή φήμη του Τίμωνα ως αξιόπιστου δοξογράφου δεν στηρίζεται,
όμως, αποκλειστικά στα επικά του συγγράμματα (Σίλλοι, ᾿Ινδαλμοί 93). Ως

90. Ο Σέξτος, ήδη στην αρχή της ανατροπής του των γεωμετρών, αναφέρει ότι με το ερώ-
τημα της αναγωγής των θεμελιωδών αρχών της γεωμετρίας στη βάση της υπόθεσης ασχολή-
θηκε ήδη ο Τίμων (Sextus Empiricus, Adv. math. III,1,1–III,3,1). Ο Σέξτος εξάλλου, σε άλλα δύο
χωρία, κάνει, για σκοπούς επιχειρηματολογίας, παραπομπή στη γνώμη του Τίμωνα, ότι σε
αδιαίρετο χρόνο δεν υπάρχει τίποτα το διαιρετό, όπως π.χ. η γέννηση, η φθορά και τα παρό-
μοια (ό.π., X,197, 6–8; VI,66,5–7).
91. Ο A. A. Long στο αξιόλογο άρθρο του για τον Τίμωνα υποδηλώνει τις ομοιότητες ανά-
μεσα στην τεχνική της διακωμώδησης των ομηρικών επών από τον Τίμωνα και την αντίστοιχη
κυνική πρακτική στα σωζόμενα αποσπάσματα του Κράτητος του Θηβαίου (Timon of Phlius:
Pyrrhonist and Satirist, σελ. 74 – 5). Ωστόσο, οι αναλύσεις από τον V. Suvák των ομηρικών ερμη-
νειών του Αντισθένη, που σώζονται στα έργα του Αίας και Οδυσσεύς, (Suvák, V.: Antistenove
výklady Homéra v kontexte sokratiky, σελ. 94 – 108) αποδεικνύουν ότι η τεχνική της διακωμώδη-
σης των ομηρικών επών του Τίμωνα θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στο περιβάλ-
λον των διανοούμενων του 4ου π.Χ. αι. Γι’ αυτό, αυτή καθαυτή η τεχνική του Τίμωνα δεν συ-
νεπάγεται απαραιτήτως κάποια σχέση του με τον κυνισμό. Επιπλέον, οι περισσότεροι ερευνη-
τές θεωρούν ότι ως ιστορικό ιδρυτή του κυνισμού εξέλαβε τον Αντισθένη μόνον η μεταγενέ-
στερη δοξογραφική παράδοση.
92. Πρβλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,111,3–IX,112,4.
93. Ο τίτλος αυτής της ελεγείας υπήρξε αντικείμενο διένεξης διάφορων ερευνητών. Οι
Lloyd-Jones και Parsons ερμηνεύουν τη λέξη Ινδαλμοί ως «δόξαι» ή «φαινόμενα», δηλαδή «πί-
στη», «πεποίθηση», «απάτες», «φαινομενικός κόσμος» στη νεοελληνική (Supplementum Helle-
nisticum, σελ. 392). Ο W. Görler (Pyrrhon aus Elis, σσ.764–765) αντιτάσσεται στην παλαιότερη
άποψη, κατά την οποία ο εν προκειμένω υποτιμητικός τίτλος κατευθύνεται από τον Τίμωνα
ενάντια στις γνώμες των φιλοσόφων που αυτός χλευάζει: τα αποσπάσματα του συγγράμμα-
τος δεν μας παρέχουν κατ’ αυτόν καμία στήριξη για αυτού του είδους την υπόθεση. Ο Görler
θεωρεί ότι ο τίτλος προέρχεται από συχνές παραλλαγές ομηρικών στίχων της Οδύσσειας: οι
φιλοσοφικές απόψεις του Πύρρωνα, όπως τις αποδίδει ο Τίμων, βρίσκονται κάπου στο ενδιά-
μεσο της αλήθειας και της απάτης, όπως και ο διάλογος του Οδυσσέα με την Πηνελόπη
(Homerus, Od. XIX), στον οποίο ο Οδυσσέας, μεταμφιεσμένος ο ίδιος σε επαίτη, της προαναγ-
γέλλει τον ερχομό του. Κατά τον Görler, ο Τίμων με την τοποθέτηση των διδαγμάτων του
Πύρρωνα μεταξύ της αλήθειας και της μη αλήθειας αντιμετωπίζει το φιλοσοφικό πρόβλημα
της αυτοαναίρεσης του σκεπτικισμού (“Selbsteinschluss”; Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 765).
Κατά τη γνώμη μας, η εξήγηση του τίτλου Ἰνδαλμοί από αυτόν τον ερευνητή –έστω και αν
Η ΑΞΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΠΗΓΩΝ 47

αξιόπιστη πηγή ιστορικο-φιλοσοφικών πληροφοριών παρουσιάζεται αυτός


ο φιλόσοφος στην πιο σημαντική για εμάς μαρτυρία περί του πρώιμου πυρ-
ρωνισμού, ένα χωρίο Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Αριστοκλή94, το οποίο
παραθέτει ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος95. Αποσκοπώντας στο
να αξιολογήσουμε λεπτομερώς αυτή την πηγή όσον αφορά στην αξιοπιστία
της, καθώς και στο να εκθέσουμε τη φιλοσοφική ερμηνεία της στο 4ο και ιδι-
αιτέρως στο 5ο κεφάλαιο, θα αρκεστούμε εδώ να αναφέρουμε δύο παρατη-
ρήσεις του R. Bett, με σκοπό τουλάχιστον να σκιαγραφήσουμε τη σημασία
αυτού του χωρίου. Σύμφωνα με τον ερευνητή αυτόν, το κείμενο του Αριστο-
κλή αποτελεί, κατά πάσα πιθανότητα, μία σκόπιμη σύνοψη των σημαντικό-
τερων διδαγμάτων που αποδίδει ο μαθητής Τίμων στον δάσκαλό του. Ο R.
Bett εκφράζει την εύλογη υπόθεση ότι η πιθανότερη πηγή, από την οποία
προέρχεται η εν λόγω σύνοψη, είναι το πεζό διαλογικό σύγγραμμα του Τί-
μωνα, Πύθων.96 Το γεγονός ότι πρόκειται εδώ για μία συγκεφαλαίωση κύρι-
ων διδαγμάτων του Πύρρωνα, προερχόμενη από έναν μαθητή του, αποτελεί,
κατά τον εν λόγω ερευνητή, μία σύμπτωση, που συμβάλλει σημαντικότατα
στην «αντικειμενικοποίηση» της πυρρώνειας έρευνας – σε σύγκριση π.χ. με
την απόδοση του Σωκράτη από τον Πλάτωνα ή τον Ξενοφώντα, στα έργα
των οποίων καμία παρόμοια σύνοψη των διδαγμάτων αυτού του φιλοσόφου
δεν υπάρχει.97 Το δεύτερο συμπέρασμα του εν λόγω ερευνητή συνάγεται από
τον χαρακτήρα που έχει ο διάλογος του Τίμωνα Πύθων. Εφόσον πρόκειται
για διάλογο μονάχα δύο προσώπων –του μαθητή Τίμωνα και του διδασκά-
λου Πύρρωνα– φαίνεται απίθανο, κατά τον R. Bett, ο Τίμων να βάζει στο
στόμα του αγαπημένου του δασκάλου δικές του απόψεις.98
Το τελευταίο θέμα που πρέπει να αναφερθεί στη σύντομή μας αξιολόγη-
ση των πηγών για τον πρώιμο πυρρωνισμό συνιστά η σχέση και η σημασία

μπορεί να φανεί στον σύγχρονο αναγνώστη κάπως περίπλοκη– είναι πολύ ευλογοφανής, ιδι-
αιτέρως γιατί οι παραλλαγές ομηρικών στίχων ήταν μία πολύ γνωστή και διαδεδομένη πρα-
κτική στη σύγχρονη με τον Τίμωνα γραμματεία (βλ. επίσης την υποσημ. 91).
94. Περιπατητικός, γύρω στον 1ο π.Χ. αι.
95. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,2–4, απόσπ. 53 Caizzi.
96. Σχετικώς ο J. Brunschwig εκφράζει τις εξής δύο αμφιβολίες: 1. Το επιχείρημα, που βα-
σίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο Πύθων υπήρξε πεζό έργο, είναι αστήρικτο δεδομένου
ότι, κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο, το πεζό έργο του Τίμωνα είχε περίπου 20.000 στίχους
(ἔπη; βλ. Vitae, IX,111,1–2), 2. Ολόκληρη η εξήγηση του Αριστοκλή έχει τον χαρακτήρα μιας
σύνοψης (κεφάλαια) και γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να μιλάμε εδώ για κανένα συγκεκριμένο
«πρότυπο» (με όλη τη σημασία της λέξης) που μπορεί να είχε, για ένα συγκεκριμένο δηλαδή
χωρίο στον Τίμωνα, που θα αντιστοιχούσε σε εκείνο του Αριστοκλή (Once Again on Eusebius
on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 193).
97. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 9.
98. Ό.π. , σελ. 10.
48 Ο Πύρρων

που έχει ο νεοπυρρωνισμός, ιδιαιτέρως το έργο του Σέξτου Πυρρώνειοι ὑπο-


τυπώσεις («Η σκιαγράφηση του πυρρωνισμού»), ως ιστορική-φιλοσοφική
πηγή, για τη γνώση του ιστορικού Πύρρωνα. Πολύ διαδεδομένη –αν και
εντελώς λανθασμένη δυστυχώς– είναι η άποψη ότι η εξήγηση του Σέξτου
στο έργο αυτό, που φέρει και το ίδιο το όνομα του Πύρρωνα, συνιστά μία
άμεση απόδοση ή τουλάχιστον «ανάπτυξη» ή επιχειρηματολογική «ολοκλή-
ρωση» της φιλοσοφικής θεωρίας του ιστορικού Πύρρωνα. Μία τέτοια αξιο-
λόγηση είναι από ιστορική-φιλοσοφική άποψη αστήρικτη, και αυτό για τον
απλό και μόνο λόγο ότι τον Πύρρωνα, που δεν παρέδωσε τα διδάγματά του
στις μεταγενέστερες γενιές σε κανένα σύγγραμμα, χωρίζουν από τον νεοπυρ-
ρωνισμό, ιδρυμένο από τον Αινησίδημο τον 1ο μόλις αιώνα π.Χ., αρκετοί αι-
ώνες εντατικής φιλοσοφικής εξέλιξης της «σκεπτικής ιδέας». Βέβαιο μένει
μόνον το γεγονός ότι ο Πύρρων εξυπηρέτησε τους νεοπυρρώνειους ως μία
χρήσιμη ιδεολογική «ετικέτα», ως μία επιβλητική αυθεντία στον χώρο της
σκεπτικής φιλοσοφίας και –όπως δήλωσε ευστόχως ο W. Görler– δεν έδωσε
στον μεταγενέστερο σκεπτικισμό πολλά περισσότερα από το όνομά του.99
Στην εξήγηση που θα ακολουθήσει θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε ότι
οι νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι μας αποδίδουν έναν ως επί το πλείστον επανερ-
μηνευμένο, μη ιστορικό, Πύρρωνα. Ταυτόχρονα, θα αναφέρουμε, θα κρί-
νουμε, και ενίοτε θα στηλητεύσουμε όσους σύγχρονους ερμηνευτές δεν λαμ-
βάνουν υπόψιν αυτήν τη σημαντική ιστορική-φιλοσοφική διάκριση ανάμεσα
στον ιστορικό Πύρρωνα και στον νεοπυρρωνισμό.
Όσες σύγχρονες ερμηνείες του Πύρρωνα θα αναφέρουμε στην εξήγησή
μας, πρέπει να αξιολογούνται με σημείο αναφοράς τα αρχαία κείμενα. Βασι-
κή και ανεκτίμητη πηγή των πυρρώνειων αποσπασμάτων αποτελεί η προα-
ναφερθείσα συλλογή της Ιταλίδας μελετήτριας F. Decleva Caizzi με τίτλο
Pirrone testimonianze.100 Το παραπάνω σύνολο αρχαίων κειμένων, που περιο-
ρίζονται εξάλλου αποκλειστικά στον ίδιο τον Πύρρωνα και δεν καλύπτουν
την ευρύτερη προβληματική του αρχαίου πυρρωνισμού, θα αποτελέσει γι’
εμάς τη βασικότερη αφετηρία έρευνας.

99. Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 732.


100. Βλ. την υποσημ. 5, όπου αναφέρονται και άλλες πηγές της έρευνάς μας.
2

Η προσωπικότητα του Πύρρωνα του Ηλείου


ως φιλοσόφου, και η «φιλοσοφική» βιογραφία του.

Τ ο να αναφέρουμε κάποια βιογραφικά στοιχεία της προσωπι-


κότητας είναι πολύ πιο σημαντικό στην περίπτωση του Πύρρωνα παρά
των άλλων Ελλήνων φιλοσόφων. Με έναν τρόπο παρόμοιο με τον Σωκράτη
ή τους κυνικούς, πολλές από τις φιλοσοφικές του απόψεις περιλαμβάνονται,
ή μάλλον δηλώνονται, στην ίδια τη ζωή του, όπως άλλωστε θα δούμε πιο συ-
γκεκριμένα στο τέλος αυτού του κεφαλαίου. Για τη σκιαγράφηση μερικών
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας αυτού του φιλοσόφου, τα οποία και
θα χρησιμοποιήσουμε αργότερα στις ερμηνείες των φιλοσοφικών απόψεών
του, θα στηριχτούμε στα παρακάτω χωρία από το άριστα σωζόμενο έργο
τού ίσως πιο γνωστού βιογράφου της αρχαιότητας, του Διογένη του Λαέρτι-
ου.101
O Πύρρων ο Ηλείος, γιος του Πλειστάρχου, υπήρξε (κατά την εξήγηση
του Απολλόδωρου στα Χρονικά), αρχικά ζωγράφος. Σε άλλο χωρίο, ο Διο-
γένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι, κατά τον Αντίγονο τον Καρύστιο, ήταν στην
αρχή ένας άγνωστος και φτωχός ζωγράφος (τὴν ἀρχὴν ἄδοξός τε ἦν καὶ
πένης καὶ ζωγράφος) και ότι στο γυμνάσιο της Ήλιδας είχε διασωθεί κά-
ποιος πίνακάς του με απεικόνιση λαμπαδηφόρων, ο οποίος ήταν μικρής αξί-
ας (λαμπαδιστὰς μετρίως ἔχοντας).102 Παρακολούθησε τη διδασκαλία του

101. Στην παρακάτω ερμηνεία –αν δεν αναφέρεται αλλιώς– θα στηριχτούμε στο κείμενο
του Διογένη (Diogenes Laertius, Vitae, IX,61 ff., απόσπ. 1A Caizzi).
102. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,9–63,1, απόσπ. 10 Caizzi). Κατά τον A. A. Long, ωστόσο,
η μικρή καλλιτεχνική αξία του πίνακα δεν συνάγεται με βεβαιότητα από το κείμενο του Διο-
γένη. Ο συγκεκριμένος ερευνητής δεν προτείνει ως μετάφραση της έκφρασης μετρίως το «λι-
τά», «απλά», «χωρίς καλλιτεχνική αξία» (με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύουν το χωρίο: ο Okál
[Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, II, σελ. 150], ο Kolář [Díogenes Laertios: Životy, názo-
ry a výroky, σελ. 368] και ο Hicks [Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 475]),
αλλά το αγγλικό well proportioned («σε σωστή αναλογία, σε σωστή ισορροπία, σύμμετρος»).
Επιπλέον, ο Long παραπέμπει σε αντίστοιχη χρήση της έκφρασης μετρίως ἔχειν («να είναι σε
50 Ο Πύρρων

Βρύσωνα,103 γιου (ή μαθητή) του Στίλπωνα, και έπειτα του Ανάξαρχου,104


τον οποίο ακολουθούσε παντού, και έτσι συνάντησε στην Ινδία και τους γυ-
μνοσοφιστές («γυμνούς σοφούς»), αλλά και τους μάγους. Ο Διογένης, στη
συνέχεια, αναφέρει ότι η συμμετοχή του Πύρρωνα στη στρατιωτική εκστρα-
τεία του Αλέξανδρου του Μεγάλου105 τον επηρέασε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
να αφομοιώσει τον ευγενέστερο τρόπο της φιλοσοφίας (γενναιότατα φιλο-
σοφῆσαι) και να εισαγάγει κάποιο είδος διδασκαλίας για την ακατανοησία
(ἀκαταληψία) και για την αναστολή της κρίσεως (ἐποχή).106 Μετά την επι-
στροφή του στην Ελλάδα απέκτησε ένα πλήθος οπαδών και μαθητών, από
τους οποίους ξεχώρισε ο Τίμων ο Φλιάσιος, ο οποίος ήταν και ο βασικός κα-
ταγραφέας των ιδεών του. Φαίνεται ότι, παρά τον –κατά πολλούς– παράξε-
νο τρόπο της ζωής του (βλ. παρακάτω), κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβα-
σμό των μεταγενέστερών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι η γενέτειρά
του τον τίμησε καθιστώντας τον αρχιερέα και ότι προς τιμή του εξαίρεσε
τους φιλοσόφους από τη φορολογία.107 Πιθανότερη, ωστόσο, φαίνεται η
πληροφορία από τον Παυσανία, ο οποίος, περιγράφοντας την Ήλιδα, ανα-
φέρει ότι κάτω από κάποια στοά στην πλευρά προς την αγορά στέκεται ο αν-
δριάντας του Πύρρωνα, ενός σοφού άνδρα, ο οποίος δεν είχε καταλήξει σε
καμία βέβαια συναίνεση «εν ουδενί ζητήματι».108 Φέρεται ότι πέθανε σε ηλι-
κία περίπου 90 χρόνων.109
Από ένα πλήθος βιογραφικών ανεκδοτικών ιστοριών που παραδίδει ο
Διογένης ο Λαέρτος θα αναφέρουμε τουλάχιστον αυτές που αφενός μεν

σωστή αναλογία, σε καλή κατάσταση») από τον Πλάτωνα (Tht. 191d1; Long, A., A. – Sedley, D.,
N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 3). Ο Σέξτος Εμπειρικός υπαινίσσεται κάποιο συσχετι-
σμό ανάμεσα στη ζωγραφική τέχνη του Πύρρωνα και στη σκεπτική τοποθέτησή του, αναφέ-
ροντας ότι ο δάσκαλος του Πύρρωνα Ανάξαρχος και ο Μόνιμος, σκεπτικός που είχε πολύ
έντονη συνάφεια με τον κυνισμό, παρομοίασαν τα πράγματα με τη σκηνική ζωγραφική
(σκηνογραφίᾳ ἀπείκασαν τὰ ὄντα), θεωρώντας ότι μοιάζουν με εικόνες που έρχονται σ’ εμάς
στα όνειρα και σε κατάσταση της παραφροσύνης (κατὰ μανίαν καὶ ὕπνους προσπίπτουσιν;
Sextus Empiricus, Adv. math. VII,87–88).
103. Για ενδεχόμενη επιρροή αυτών των Μεγαριτών φιλοσόφων στον Πύρρωνα θα μιλή-
σουμε στο κεφ. 3.2.
104. Για την επιρροή του σκεπτικού ατομιστή Ανάξαρχου στον Πύρρωνα –ιδιαιτέρως
στον χώρο της ηθικής– θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στο κεφ. 3.1.
105. Για τους γυμνοσοφιστές σχετικά με την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου στην Ανατο-
λή γράφει ο Πλούταρχος (Plutarchus, Alex. 64).
106. Σε ενδείξεις που μαρτυρούν υπέρ ή κατά της υπόθεσης σχετικά με την επιρροή της
Ανατολής στη σκέψη του Πύρρωνα, θα αναφερθούμε επιπλέον, όταν ασχοληθούμε με την
αποκαλούμενη ανατολίτικη ερμηνεία ενός από τα σημαντικότερα χωρία των πηγών μας, στα
μέρη 3.3 και 4.5.
107. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,8–10, απόσπ. 11 Caizzi.
108. Pausanias, Descript. Graec. VI,24,5,6–9, απόσπ. 12 Caizzi.
109. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,7–8, απόσπ. 9 Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 51

προσεγγίζουν σ’ εμας την –κατά τις πηγές– παράξενη προσωπικότητα αυτού


του φιλοσόφου, αφετέρου δε θα αποτελέσουν κάποιου είδους αφετηρία για
ποικίλες ερμηνείες του πρώιμου πυρρωνισμού. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γρά-
φει ότι ο Πύρρων έζησε τη ζωή του σύμφωνα με τη φιλοσοφική διδασκαλία
του (ἀκόλουθος δ᾿ ἦν καὶ τῷ βίῳ),110 εννοώντας –κατά πάσα πιθανότητα–
την αρχή, σύμφωνα με την οποία κάθε πράγμα είναι όχι περισσότερο τέτοιο
από εκείνο (οὐ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον).111 Η εφαρμογή τής εν
προκειμένω αρχής στον βίο και στη συμπεριφορά του Πύρρωνα είχε ως απο-
τέλεσμα να μην αποφεύγει απολύτως τίποτε και να μην προφυλάσσεται από
τίποτα. Συνεπώς, συγκρουόταν με οτιδήποτε συναντούσε στον δρόμο του,
π.χ. με άμαξες, γκρεμούς, σκύλους, και δεν επέτρεπε στην αίσθηση να δια-
κρίνει το οτιδήποτε. Αυτός ήταν ο λόγος, όπως λέει ο Αντίγονος ο Καρύστι-
ος, που οι μαθητές του πρόσεχαν πολύ τον Πύρρωνα και τον ακολουθούσαν
παντού.112 Έντονη αντίθεση με την παραπάνω εικόνα του παράξενου φιλο-
σόφου που συγκρούεται με τα γύρω αντικείμενα, αποκλειστικά και μόνο λό-
γω της δυσπιστίας του προς τις αισθήσεις, παρουσιάζει το αμέσως επόμενο
μέρος του κειμένου που παραδίδεται από τον Διογένη. Αυτός αναφέρει ότι,
κατά τον Αινησίδημο, ο Πύρρων, παρά το γεγονός ότι φιλοσοφούσε σύμφω-
να με την αρχή της αναστολής της κρίσεως (κατὰ τὸν τῆς ἐποχῆς λόγον φιλο-
σοφεῖν), ενεργούσε πολύ φρόνιμα εν γένει (μὴ μέντοι γ᾿ ἀπροοράτως ἕκαστα
πράττειν).113
Ποια από τις παραπάνω δύο πληροφορίες έχει άραγε μεγαλύτερη αξιοπι-
στία; Παρά το γεγονός ότι η αναβίωση των ιδεών «του Πύρρωνα» από τον
Αινησίδημο στην Αλεξάνδρεια κατά τον 1ο π.Χ. αι. δεν ήταν, βεβαίως, αυ-
θεντική και ιστορικά ακριβής,114 η πληροφορία του Αντίγονου, υποτιμητική
και σκανδαλιστική σε χαρακτήρα, θα πρέπει να μας προκαλέσει, συγκριτικά
με εκείνη του Αινησίδημου, ακόμη μεγαλύτερες επιφυλάξεις. Ιδιαιτέρως,
γιατί προέρχεται από έναν ελληνιστικό βιογράφο, ο οποίος –παρά τη μικρή

110. Ό.π., IX,62,1, απόσπ. 6 Caizzi.


111. Αυτή την πρωταρχική φράση του πρώιμου πυρρωνισμού θα τη μελετήσουμε και θα
την ερμηνεύσουμε αναλυτικότερα σε περαιτέρω εξήγηση. Η συγκεκριμένη φράση θα μας
απασχολήσει ιδιαιτέρως σχετικά με την πιο εκτενή και πιο σύνθετη εκδοχή της, η οποία έχει
διασωθεί σε ένα πολύ σημαντικό πυρρώνειο απόσπασμα από τον Αριστοκλή (Aristocles apud
Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1–5, απόσπ. 53 Caizzi). Ωστόσο, έως τότε θα πρέπει να αρκε-
στούμε σε μία «πρόχειρη» ερμηνεία της ως αρχής της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή,
ἀπροσθετεῖν), όπως εφαρμόζεται αυτή στο πεδίο της αισθητηριακής γνώσης (πρβλ. ιδιαιτέ-
ρως το χωρίο Diogenes Laertius, Vitae, IX,76, απόσπ. 54 Caizzi, που υποστηρίζει την υπόθεση
αυτή).
112. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,1–5, απόσπ. 6 Caizzi.
113. Ό.π., IX,62,5–7, απόσπ. 7 Caizzi.
114. Για τις λεπτομέρειες βλ. την Εισαγωγή.
52 Ο Πύρρων

χρονική απόστασή του από τον Πύρρωνα– για περισσότερους του ενός λό-
γους δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης από τους ιστορικούς της φιλοσοφί-
ας.115 Φαίνεται ότι η εικόνα του Πύρρωνα, τον οποίον και παρουσιάζει να
συγκρούεται με τα γύρω αντικείμενα, αποτελεί ένα ακραίο και «δυσμενές»
συμπέρασμα που και αυτό μπορεί να συναχτεί από τον ακραίο αγνωστικι-
σμό του στο πεδίο της αισθητηριακής αντίληψης.116 Η πληροφορία του Αι-
νησίδημου, από τη άλλη, ότι ο Πύρρων ενεργούσε πολύ φρόνιμα εν γένει, έλ-
κει την καταγωγή της –σε αντιδιαστολή με εκείνη του Αντίγονου– αρχικά
από τον Τίμωνα,117 ο οποίος (όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος) προ-
σθέτει ότι ο Πύρρων δεν απέκλινε ποτέ από τη συνηθισμένη συμπεριφορά
των ανθρώπων (μὴ ἐκβεβηκέναι τὴν συνήθειαν).118 Το πώς εκτιμήθηκε ο
Πύρρων από τους συμπατριώτες του υποδηλώνεται και από μερικά χωρία
στο έργο του Διογένη, όπου αναφέρεται η προσαγόρευσή του σε αρχιερέα,
και η κατάργηση των φόρων στην Ήλιδα προς τιμήν του, καθώς και από
αποσπάσματα στο σύγγραμμα του Παυσανία, ο οποίος αναφέρει κάποιον
ανδριάντα του στην Ήλιδα και το μνήμα του που βρισκόταν εκτός της πό-
λης, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Πέτρα119. Πολύ δύσκολα θα καταλαβαί-
ναμε το γεγονός ότι οι Ηλείοι πολίτες προσέφεραν τόσες δημόσιες τιμητικές
διακρίσεις στον Πύρρωνα, αν πράγματι αυτός συμπεριφερόταν τόσο παρά-
ξενα, όπως αποδίδει ο Αντίγονος ο Καρύστιος. Μολονότι η συγκεκριμένη
πληροφορία από τον Αντίγονο δεν μας παρέχει καμία ούτε πραγματική ούτε
«γνήσια» εικόνα της συμπεριφοράς του Πύρρωνα, στο κεφ. 6.4 θα επιχειρή-
σουμε να την επανερμηνεύσουμε ως μία υπερβολική και στο έπακρο «λογο-
τεχνική» μαρτυρία περί της αδιαφορίας του Πύρρωνος απέναντι στην καθη-
μερινή ζωή.
Περαιτέρω βιογραφικά ανέκδοτα, ένα μέρος των οποίων θα αναφέρουμε
στη συνέχεια, έχουν ως θέμα κυρίως τον ακλόνητο ηθικό χαρακτήρα αυτού
του φιλοσόφου, φανερώνοντας έτσι την ηθική του θέση περί της ασυγκινησί-

115. Αναλυτικότερα για τον Αντίγονο τον Καρύστιο και την αξιοπιστία του ως πηγής για
την ανασύσταση της εικόνας του Πύρρωνα βλ. το κεφ. 1.
116. Ακόμη και ο προαναφερθείς Wilamowitz-Moellendorf –έστω και αν αξιολογεί θετικά,
σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, τον Αντίγονο τον Καρύστιο ως βιογράφο για τον πρώιμο
πυρρωνισμό (βλ. παραπάνω)– υποδηλώνει ότι θα πρέπει να επιφυλασσόμαστε, αξιολογώντας
την πληροφορία αυτή: «λόγω της υπερβολής δεν θεωρείται ο Αντίγονος (εδώ) ως μία αξιόπι-
στη αυθεντία» (Antigonos von Karystos, σελ. 36).
117. Τη σύγκριση της αξιοπιστίας του, ως ιστορικής πηγής, με αυτήν του Αντιγόνου βλ.
στο κεφ. 1.
118. Diogenes Laertius, Vitae, IX,105,6–7, απόσπ. 55 Caizzi.
119. Ό.π., IX,64,8–10, απόσπ. 11 Caizzi; Pausanias, Descript. Graec. VI,24,5,9–11, απόσπ. 12
Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 53

ας (ἀταραξία), η οποία πηγάζει από την αμέλεια (ἀδιαφορία), δεδομένου ότι


η πρώτη αποτελεί τελικό «καρπό» και το αποτέλεσμα της ακραίας σκεπτικής
στάσης του Πύρρωνα.120 Αυτό το έντονο ηθικό ενδιαφέρον του Πύρρωνα,
που εμφανίζεται τόσο επίμονα στην παρούσα βιογραφική δοξογραφία φαί-
νεται να ήταν και ο λόγος που πολλοί αρχαίοι στοχαστές θεωρούσαν τον
Πύρρωνα όχι τόσο σκεπτικό παρά ηθικολογικό δογματικό.121
Ο Πύρρων, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, έφευγε από την κοι-
νωνία των ανθρώπων (ἐκπατεῖν), ζούσε μέσα στη μοναξιά του (ἐρημάζειν)
και σπάνια μόνο εμφανιζόταν στους οικείους. Μπορεί να υπήρξε η αδερφή
του (η οποία και ήταν μαία) εκείνη, με την οποία διήγε έναν ενάρετο βίο
(εὐσεβῶς) στο κοινό σπίτι τους στην Ήλιδα. Εκεί καθάριζε την οικία, από
εκεί πήγαινε στην αγορά, όπου και πουλούσε κοτόπουλα και γουρουνάκια,
ενώ μία φορά –όπως αναφέρεται στις πηγές– λόγω της «αδιαφορίας» του
(ἀδιαφόρως, ὑπ᾿ ἀδιαφορίας) έλουζε ακόμη και μία γουρούνα.122 Σύμφωνα
με τις σωζόμενες πηγές, βρισκόταν πάντα στην ίδια ψυχική κατάσταση (ἐν
τῷ αὐτῷ καταστήματι)123, ούτως ώστε, αν κάποιος τον εγκατέλειπε κατά τη

120. Πρβλ. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1–5, απόσπ. 53 Caizzi (για την
ανάλυση και τη μετάφραση αυτού του αποσπάσματος καθοριστικής σημασίας για την έρευνα
σχετικά με τον Πύρρωνα βλ. το κεφ. 5.1). Η ηθική διδασκαλία περί της ασυγκινησίας
(ἀταραξία) αποτελεί τον πυρήνα της αποκαλούμενης ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα (πιο
λεπτομερώς στο κεφ. 5.5). Αυτή τονίζει ότι η ηθική στάση υπήρξε το κύριο και στην ουσία το
μοναδικό ζήτημα ουσιαστικής σημασίας για τον Πύρρωνα.
121. Ο J. Brunschwig (Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 249),
ενθουσιώδης υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα, θεωρεί ότι οι πρώιμοι στωικοί
και ο Επίκουρος, ενώ συγκρούονταν σφοδρά με τη σκεπτική Ακαδημία, δεν έβρισκαν κανένα
ενδιαφέρον στο να επιτίθενται κατά του σκεπτικισμού του Πύρρωνα, διότι τον θεωρούσαν
«ηθικολόγο δογματικό». Αυτό συνεπάγεται –ας προσθέσουμε– ότι θα πρέπει να τους φάνταζε
σαν ένας συνάδελφός τους – τουλάχιστον στον χώρο της ηθικής. Δογματική απόχρωση της
ηθικής διδασκαλίας του Πύρρωνα, όπως τον αποδίδει ο Τίμων, γίνεται φανερή στον εξής
στίχο του: «λόγο αλήθειας έχοντας ως σωστό κριτήριο» (μῦθον ἀληθείης ὀρθὸν ἔχων κανόνα;
Adv. math. XI,20,6, απόσπ. 62 Caizzi). Και ο R. Bett, στηριζόμενος σε πολλές ακραίες στάσεις
του Πύρρωνα απέναντι στην απόλυτη αδυναμία της γνώσης, και χρησιμοποιώντας την
ορολογία του Σέξτου, δηλώνει ότι ο Πύρρων θα άξιζε περισσότερο να λεγόταν «δογματικός»
παρά «σκεπτικός» (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 4). Για την απόδειξη αυτής της
υπόθεσης, αφιερώνεται στο βιβλίο του ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το οποίο ονομάζεται
ευστόχως Pyrrho the Non-Sceptic (ό.π. σελ. 14 – 62). Τον (ηθικολογικό) δογματισμό του
Πύρρωνα προσδιορίζει με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια και ο M. F. Burnyeat (Tranquillity
without a Stop: Timon, frag. 68, σελ. 91).
122. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,1–2, απόσπ. 10; ό.π., IX,66,1–6, απόσπ. 14 Caizzi.
123. Η έκφραση τὸ κατάστημα, σύμφωνα με το οικείο λήμμα του LSJ (s.v. κατάστημα),
μπορεί να δηλώνει μία κατάσταση ανθρώπου, τόσο ψυχική όσο και σωματική. Λαμβάνοντας
υπόψη όσα δηλώνονται στην αμέσως επόμενη δευτερεύουσα αποτελεσματική πρόταση
(ὥστε...), προτιμάμε την πρώτη ερμηνευτική δυνατότητα («... στην ίδια ψυχική κατάσταση»).
Αυτού του είδους την ερμηνεία ακολουθούν και οι προσιτές σε εμάς αγγλικές μεταφράσεις
του χωρίου από τον Hicks (Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 477) και
54 Ο Πύρρων

διάρκεια της ομιλίας του, αυτός ολοκλήρωνε την εξήγησή του μόνος του.
Όταν τον έπιασαν κάποια φορά να μιλά με τον εαυτό του και ρώτησαν για
ποιο λόγο το κάνει αυτό, απάντησε ότι με τέτοιο τρόπο ασκείται στο να είναι
καλός (μελετᾶν χρηστὸς εἶναι).124
Στον Διογένη τον Λαέρτιο διαβάζουμε επίσης πως, όταν στον Πύρρωνα
είχε κάνει επίθεση ένας σκύλος και αυτός φοβήθηκε πολύ, ο φιλόσοφος απά-
ντησε σε εκείνον που τον επέπληξε για την αντίδρασή του, ότι είναι πολύ δύ-
σκολο να απαλλαγεί κανείς εντελώς από τις ανθρώπινες συνήθειες (κυριολε-
κτικά «να γυμνωθεί από τον άνθρωπο»). Ο Πύρρων, σύμφωνα με τον συγκε-
κριμένο δοξογράφο, πρόσθεσε ότι τα προβλήματα της ζωής (τὰ πράγματα)
τα αντιμετωπίζει πρωτίστως –και σε όσον το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό– με
τη δράση του (τοῖς ἔργοις) και έπειτα, αν εκείνο δεν ήταν δυνατόν, διαμέ-
σου, τουλάχιστον, του νου του (τῷ λόγῳ).125 Η έμφαση στο πρώτο σκέλος
της παραπάνω δυάδας «τοῖς ἔργοις - τῷ λόγῳ» υποδηλώνει ότι ο Πύρρων
έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στις φιλοσοφικές στάσεις που εκδηλώνονταν
στη «βιοτική» περισσότερο πρακτική, ή, θα λέγαμε, στη «βιωμένη» φιλοσο-
φία, παρά στον θεωρητικό στοχασμό. Ωστόσο –όπως γίνεται σαφές και από
τον εν προκειμένω ισχυρισμό του– ο Πύρρων δεν αρνήθηκε εντελώς τον δεύ-
τερο τρόπο της βιοτικής στρατηγείας. Σύμφωνα με τον A. A. Long, παράδειγ-
μα για τον πρώτο τρόπο αντιμετώπισης δυσμενών περιστάσεων από τον
Πύρρωνα (τοῖς ἔργοις) αποτελεί η στάση που κράτησε αυτός στην περίστα-
ση, που περιγράφεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο στο παρακάτω χωρίο:
Ενώ του έκαναν επάλειψη σε ένα έλκος με κάποια αντισηπτικά φάρμακα,
καυτηριάζοντας και κόβοντας το έλκος βαθιά, αυτός δεν κίνησε ούτε το
φρύδι του.126 Η δεύτερη –«θεωρητική»– στρατηγεία μάχης κατά των δυσμε-
νών βιοτικών περιστάσεων αποτελείται –σύμφωνα με τον εν λόγω ερευνητή,
A. A. Long– από τον θεωρητικό στοχασμό περί της απόλυτης δυσδιακρισίας
όλων εκείνων που συναντάμε στον βίο μας.127 Προσθέτουμε ότι η στάση αυ-

τον A. A. Long (Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 13). Αντίθετα, ο
Τσέχος A. Kolář (Díogenés Laertios: Životy, názory a výroky, σελ. 368) και ο Σλοβάκος M. Okál
(Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, II, σελ. 150) προτιμούν τη δεύτερη αναφερθείσα ερ-
μηνεία «... τη ίδια στάση και φυσιογνωμία του προσώπου» (“ten istý postoj a výraz tváre”).
124. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,1–2.
125. Ό.π., IX,66,8–11, απόσπ. 15A Caizzi. Το ανέκδοτο για την επίθεση που δέχθηκε ο Πύρ-
ρων από έναν σκύλο απαντά, σε ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή, και στον Ευσέβιο (Praep.
evang. XIV,18,26,2–26,5).
126. Diogenes Laertius, Vitae, IX,67,1–3, απόσπ. 16 Caizzi.
127. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 4. Πρβλ. επίσης π.χ.:
Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–5, απόσπ. 64 Caizzi; Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–11,
απόσπ. A1 Caizzi.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΩΝΑ 55

τή συνίσταται κατά βάση στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) ή –στη συγκε-
κριμένη περίπτωση– στην παύσιν της κρίσεως περί του τι είναι από τη φύση
του (φύσει) καλό ή κακό. Και αυτό γιατί, αν θεωρήσουμε ατύχημα αυτό που
θα μας χτυπήσει απλά και μόνο ως «συμβατικό» κακό, δηλαδή ως κάτι χα-
ρακτηριζόμενο έτσι αποκλειστικά και μόνο επί τη βάσει των κοινωνικών
συμβάσεων (νόμῳ), το συγκεκριμένο περιστατικό δεν θα είναι σε θέση να
απειλήσει την ασυγκινησία μας. Είναι σαφές ότι αυτού του είδους ο θεωρη-
τικός στοχασμός (τῷ λόγῳ) δεν μπορεί να αμφισβητήσει την (ηθική) ερμη-
νεία που αντιλαμβάνεται τον Πύρρωνα ως έναν στοχαστή κατεξοχήν ηθικού
χαρακτήρα.
3

Οι πηγές του πρώιμου πυρρωνισμού.


Η φιλοσοφική γενεαλογία του Πύρρωνα.

Π ριν εξετάσουμε αναλυτικότερα τις πιο διαδεδομένες τουλάχι-


στον ερμηνείες του πρώιμου πυρρωνισμού, και στη συνέχεια επιστρέ-
ψουμε και πάλι σε μερικά βιογραφικά χαρακτηριστικά με φιλοσοφικές όμως
υποδηλώσεις της προσωπικότητας του Πύρρωνα, θεωρούμε χρήσιμο να πα-
ρουσιάσουμε μερικά ρεύματα της αρχαίας σκέψης, όπως αυτά αναφέρονται
στα σωζόμενα πυρρώνεια αποσπάσματα, ως φιλοσοφικές πηγές του σκεπτι-
κισμού του ίδιου του Πύρρωνα. Όπως θα γίνει σαφές στην εξήγηση που θα
ακολουθήσει, μερικές φορές η σχέση του Πύρρωνα με τον εν προκειμένω
υποτιθέμενο δάσκαλό του θα πρέπει να ήταν μία αυθαίρετη και μόνο επινό-
ηση των μεταγενέστερων δοξογράφων.

3.1 Η σειρά διαδοχής του σκεπτικού ατομισμού και η επίδραση του


Ανάξαρχου στον Πύρρωνα.
Μία από τις αρκετά συχνά αναφερόμενες «ιδεολογικές» πηγές του σκεπτικι-
σμού του Πύρρωνα είναι η σειρά διαδοχής του αποκαλούμενου «σκεπτικού
ατομισμού». Αυτή ξεκινά με τον Δημόκριτο και, κατά τον Διογένη τον Λα-
έρτιο,128 συνεχίζει ακολουθώντας την εξής σειρά δασκάλου-μαθητή: Μητρό-
δωρος ο Χίος, Διογένης ο Σμυρναίος, Ανάξαρχος. Ο τελευταίος υπήρξε,
σύμφωνα με τις σωζόμενες πηγές, ο δάσκαλος του Πύρρωνα. Φαίνεται ότι η
«καθαρή» διδασκαλία του σκεπτικού ατομισμού κορυφώνεται στη φιλοσο-
φία του Ανάξαρχου, απ’ όπου και διχοτομείται, στη συνέχεια, λόγω των εσω-
τερικών της εντάσεων, σε δύο ρεύματα.129 Αυτά υπήρξαν ο μη ατομιστικός

128. Ό.π., IX,58.


129. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 235. Η σύν-
58 Ο Πύρρων

σκεπτικισμός (με εκπρόσωπο τον Πύρρωνα) και ο μη σκεπτικός ατομισμός


που κορυφώθηκε με το έργο του Επίκουρου, ο οποίος, με τη σειρά του, ακο-
λούθησε τον Ναυσιφάνη, θαυμαστή του Πύρρωνα.130
Σκεπτικά στοιχεία παρόντα μέσα στον ατομισμό του Δημόκριτου ενδέχε-
ται να συσχετιστούν, από ιστορική-φιλοσοφική άποψη, και με την ακραία
απόρριψη της αισθητηριακής πηγής της γνώσης από τους Ελεάτες φιλοσό-
φους. Και αυτό γιατί ο ατομισμός, παραδοσιακά, θεωρείται η άμεση απά-
ντηση στην στο έπακρο προβληματική εικόνα του κόσμου, την οποία είχαν
δημιουργήσει οι Ελεάτες. Από τις όποιες σκεπτικές απόψεις του Δημόκριτου
απέναντι στην αισθητηριακή γνώση θα αναφερθούν στη συνέχεια τουλάχι-
στον αυτές που προκύπτουν από τα εξής τρία αποσπάσματα:
Στο πρώτο απόσπασμα ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Δημόκριτος, στηρι-
ζόμενος στο γεγονός ότι και σε πολλά άλλα ζώα τα ίδια πράγματα φαίνονται
αντίθετα από τον τρόπο που φαίνονται σε εμάς, καθώς και στο γεγονός ότι
ούτε σε κάθε άνθρωπο τα ίδια πράγματα εμφανίζονται πάντοτε κατά τον
ίδιο τρόπο όσον αφορά στην αισθητηριακή αντίληψη, καταλήγει στο συμπέ-
ρασμα ότι καθίσταται άδηλο ποια από αυτά είναι αληθή και ποια ψευδή.
Γιατί τα μεν, όπως συνεχίζει ο Δημόκριτος, είναι όχι περισσότερο αληθή από
τα δε, αλλά, ως προς την αλήθεια, και τα δύο είναι διατεθειμένα κατά τον
ίδιο τρόπο. Αυτός ήταν ο λόγος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, που ο Δημό-
κριτος ισχυρίζεται ότι είτε τίποτε δεν είναι αληθές είτε ακόμα και αν είναι,
για μας τουλάχιστον, παραμένει άδηλο.131 Ο σκεπτικισμός του Δημόκριτου,
όσον αφορά στην αισθητηριακή γνώση, γίνεται φανερός και από το απόσπα-
σμα DK 68B9 του Σέξτου, όπου η αισθητηριακή αντίληψη υποβαθμίζεται στο
επίπεδο της πεποίθησης (κατὰ δόξαν), και στον κόσμο των αισθητηριακών

δεση του σκεπτικισμού με τον ατομισμό είναι ασύμμετρη ή, τουλάχιστον, προκαλεί κάποιου
είδους ένταση, επειδή ο ατομισμός ο ίδιος, σε οποιαδήποτε μορφή του, προϋποθέτει πάντοτε
ορισμένο βαθμό «δογματικής» γνώσης. Στο εξής, θα συζητήσουμε ορισμένα σκεπτικά στοι-
χεία μέσα στις θεωρίες των εν λόγω στοχαστών, αντιπροσώπων αυτής της ενδιαφέρουσας
σχολής της ελληνικής σκέψης.
130. Ο Ναυσιφάνης υπήρξε ακόμη σκεπτικός ατομιστής: από τα πράγματα που φαίνονται
να υπάρχουν, δεν υπάρχει τίποτε που να υπάρχει περισσότερο από το να μην υπάρχει. Βλ. Se-
neca, Ep. 88,43 (DK 75B4): Nausiphanes ait ex his quae videntur esse nihil magis esse quam non esse.
Ενώ θαύμαζε πολύ την ψυχική κατάσταση που είχε κατακτήσει ο Πύρρων, κράτησε τη δική
του φιλοσοφική διδασκαλία. Συχνά, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, του έκανε
ερωτήσεις για τον Πύρρωνα ο μαθητής του ο Επίκουρος (Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,4–8,
απόσπ. 28 Caizzi).
131. Aristoteles, Met. 1009b7–12 (DK 68A112): ἔτι δὲ καὶ πολλοῖς τῶν ἄλλων ζῴων τἀναντία
[περὶ τῶν αὐτῶν] φαίνεσθαι καὶ ἡμῖν, καὶ αὐτῷ δὲ ἑκάστῳ πρὸς αὑτὸν οὐ ταὐτὰ κατὰ τὴν
αἴσθησιν ἀεὶ δοκεῖν. ποῖα οὖν τούτων ἀληθῆ ἢ ψευδῆ, ἄδηλον· οὐθὲν γὰρ μᾶλλον τάδε ἢ τάδε
ἀληθῆ, ἀλλ‘ ὁμοίως. διὸ Δημόκριτός γέ φησιν ἤτοι οὐθὲν εἶναι ἀληθὲς ἢ ἡμῖν γ᾿ ἄδηλον.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 59

ποιοτήτων αποδίδεται μόνο η κατά σύμβαση ύπαρξη.132 Τέλος, ας υπενθυμί-


σουμε το πολύ γνωστό απόσπασμα DK 68B11, όπου ο Σέξτος αναφέρει ότι ο
Δημόκριτος κάνει λόγο για δύο είδη της γνώσης (γνώμης δύο εἰσὶν ἰδέαι): η
πρώτη γνωρίζει διαμέσου των αισθητηρίων (διὰ τῶν αἰσθήσεων), η δεύτερη
διαμέσου του νου (διὰ τῆς διανοίας). Το δεύτερο είδος αποκαλεί ο Δημόκρι-
τος ευγενή (γνησίη) γνώση, αποδίδοντας σε αυτήν μεγάλη αξιοπιστία ως
προς την κρίση της αλήθειας, ενώ το πρώτο είδος χαρακτηρίζεται με το επί-
θετο σκοτεινή (σκοτίη), καθότι αυτού του είδους η γνώση στερείται κάθε βε-
βαιότητας σχετικά με την κρίση της αλήθειας.133
Τα παραπάνω σκεπτικά στοιχεία της σκέψης του Δημόκριτου είχαν αδι-
αμφισβήτητα αξιοποιηθεί με δημιουργικό τρόπο από τους σκεπτικούς ατομι-
στές οι οποίοι τοποθετούνται χρονολογικά ανάμεσα στον Δημόκριτο και τον
Πύρρωνα και που θα εξετάσουμε αργότερα. Ωστόσο, το ερώτημα το οποίο
τίθεται εδώ είναι με ποιο τρόπο και κατά πόσο είχε επηρεαστεί από τον Δη-
μόκριτο ο ίδιος ο Πύρρων. Ο Αριστοκλής, όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός
συγγραφέας Ευσέβιος στο έργο του, λέει ότι όταν ο Πύρρων είχε κατά τύχη
πέσει επάνω στα βιβλία του Δημόκριτου, δεν βρήκε ούτε έγραψε τίποτε το
καλό, αλλά, αντίθετα, κακολόγησε στους πάντες – τόσο τους θεούς όσο και
τους ανθρώπους.134 Χωρίς να επιλύσουμε το ερώτημα αν τα βιβλία του Δη-
μόκριτου είχαν όντως ασκήσει τόσο αρνητική επίδραση στον Πύρρωνα,135

132. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,135,2–7 (DK 68B9): …τούτων λέγει μηδὲν φαίνεσθαι
κατ᾿ ἀλήθειαν, ἀλλὰ μόνον κατὰ δόξαν, ἀληθὲς δὲ ἐν τοῖς οὖσιν ὑπάρχειν τὸ ἀτόμους εἶναι
καὶ κενόν· νόμωι γάρ φησι γλυκύ, [καὶ] νόμωι πικρόν, νόμωι θερμόν, νόμωι ψυχρόν, νόμωι
χροιή, ἐτεῆι δὲ ἄτομα καὶ κενόν («[Ο Δημόκριτος] υποστηρίζει ότι… τίποτε από εκείνα [ήτοι
αυτά που ανήκουν στον αισθητικό χώρο] δεν εμφανίζεται σύμφωνα με την αλήθεια, παρά
μόνον σύμφωνα με την πεποίθηση, ενώ αληθές καθίσταται στα πράγματα μόνον το γεγονός
ότι υπάρχουν τα άτομα και το κενό: γιατί αυτός [ήτοι ο Δημόκριτος] λέει ότι το γλυκό, το
πικρό, το ζεστό, το κρύο, το χρώμα υπάρχουν μόνον συμβατικά, ενώ στ’ αλήθεια υπάρχουν
μόνον τα άτομα και το κενό»).
133. Ό.π., VII,138,2–139,2 (DK 68B11): ...δύο φησὶν εἶναι γνώσεις· τὴν μὲν διὰ τῶν
αἰσθήσεων τὴν δὲ διὰ τῆς διανοίας, ὧν τὴν μὲν διὰ τῆς διανοίας γνησίην καλεῖ προσμαρτυρῶν
αὐτῆι τὸ πιστὸν εἰς ἀληθείας κρίσιν, τὴν δὲ διὰ τῶν αἰσθήσεων σκοτίην ὀνομάζει ἀφαιρούμενος
αὐτῆς τὸ πρὸς διάγνωσιν τοῦ ἀληθοῦς ἀπλανές. λέγει δὲ κατὰ λέξιν· γνώμης δὲ δύο εἰσὶν
ἰδέαι, ἡ μὲν γνησίη, ἡ δὲ σκοτίη…
134. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,27,3–5, απόσπ. 23: …τοῖς Δημοκρίτου
βιβλίοις ἐντυχὼν χρηστὸν μὲν οὐδὲν οὔτε εὗρεν οὔτε ἔγραψεν, κακῶς δὲ πάντας εἶπε καὶ
θεοὺς καὶ ἀνθρώπους...
135. Αυτού του είδους οι αξιολογήσεις, όπως τις διατύπωσε ο Αριστοκλής σχετικά με την
επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα, πρέπει πάντοτε να αξιολογούνται με κριτήριο τη
στάση που είχε κρατήσει ο εν λόγω δοξογράφος απέναντι στον φιλόσοφο για τον οποίο γρά-
φει. Κατά τον A. A. Long, ο Αριστοκλής ήταν κατ’ εξοχήν εχθρικά διατεθειμένος απέναντι σε
εκείνους τους φιλοσόφους, για τους οποίους ο Ευσέβιος αντλεί πληροφορίες από το έργο του
(Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6), πράγμα που δεν θα πρέπει
60 Ο Πύρρων

πολύ ενδιαφέρουσα φαίνεται η γνώμη του Brunschwig. Σύμφωνα με αυτόν, ο


Πύρρων δεν έβλεπε το Δημόκριτο, για τον οποίο και πολύ συχνά έκανε λό-
γο,136 σαν έναν φιλόσοφο ο οποίος θα «θεωρητικολογούσε» για τα ζητήματα
της γνώσης, αλλά, πολύ περισσότερο, σαν ένα «γελαστό» φιλόσοφο που εμ-
βάθυνε στον κόσμο ο οποίος κυβερνιόταν εντελώς από την τύχη και την ανα-
γκαιότητα. Συνεπώς, κατά τον Brunschwig, ο Δημόκριτος δεν φάνταζε στον
Πύρρωνα σαν ένας γνωσιολόγος που θα αμφέβαλλε σχετικά με το κατά πό-
σο ήταν δυνατόν να βρει κανείς την αλήθεια, αλλά πολύ περισσότερο σαν
ένας αμερόληπτος παρατηρητής του κόσμου που δεν είχε κανένα νόημα.137
Ας προσθέσουμε ότι αυτού του είδους η άποψη συμβαδίζει πλήρως με την
ηθική ερμηνεία του Πύρρωνα, με την οποία πολύ έντονη συνάφεια έχει και ο
συγκεριμένος ερευνητής. Όπως είχαμε πει παραπάνω, η ηθική ερμηνεία αντι-
λαμβάνεται τον Πύρρωνα ως έναν ηθικό φιλόσοφο, ειρωνευτή και ως μία εν
γένει ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, αλλά πολύ λιγότερο – αν όχι καθόλου –
ως γνωσιολόγο.138
Ένας ακόμα αντιπρόσωπος του σκεπτικού ατομισμού, για τον οποίον
αξίζει να κάνουμε λόγο εδώ, είναι ο Μητρόδωρος ο Χίος, μαθητής του Δη-
μόκριτου.139 Φαίνεται ότι η αρκετά μυστηριώδης προσωπικότητά του συν-

να μας εκπλήξει καθόλου. Ο εν λόγω χριστιανός συγγραφέας, στο 14ο κεφάλαιο του εν προ-
κειμένω έργου του, είχε σκοπό να αντιπαραθέσει τη διένεξη ανάμεσα στους Έλληνες –λέξη
που τότε σήμαινε «παγανιστές»– φιλοσόφους στη λογική και δογματική ακολουθία της σκέ-
ψης των Εβραίων. Βλ. Eusebios z Caezarey, Praep. evang. XIV,2,6,2–7,1: πρὸς ἅπαντας δὲ ὁμοῦ
τοῖς σφετέροις αὐτῶν βέλεσι τὸν κατ‘ αὐτῶν ἀντιθήσομεν ἔλεγχον («όλους αυτούς μαζί θα
τους αναιρέσουμε με τα ίδια τους τα όπλα»).
136. Diogenes Laertius, Vitae, IX,67,5–6.
137. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 236.
138. Και ο R. J. Hankinson, άλλος υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα (βλ. κεφ.
5.5), τοποθετεί την ενδεχόμενη επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα στο πεδίο της ηθι-
κής κυρίως, όπου και ήταν δυνατόν να υιοθέτησε ο Πύρρων και μερικές από τις «ηθικές» κα-
τηγορίες που είχε διαπραγματευτεί ο Δημόκριτος, όπως την ἀθαμβία («απαλλαγή από τον φό-
βο, την κατάπληξη και τον τρόμο») και την εὐθυμία («χαρά», «ευχαρίστηση», «ικανοποίη-
ση»); βλ. DK 68A169 (Cicero, De fin. V,87,19–88,1); βλ.: Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ.53;
υποσημ. 5, σελ. 322. Ίσως, δεν είναι εντελώς τυχαίο ούτε το γεγονός ότι εκείνος που χαρακτη-
ρίζει τις παραπάνω ηθικές κατηγορίες του Δημόκριτου ως ψυχική κατάσταση του ανθρώπου
που έχει απαλλαχτεί από τον φόβο (animus terrore liber) να υπήρξε ο ίδιος ο Κικέρων, ο σημα-
ντικότερος υπέρμαχος της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα κατά την αρχαιότητα (βλ. DK
68A169 [Cicero, De fin. V,87,20–88,1]). Η επίδραση του Δημόκριτου στον Πύρρωνα φαίνεται
πιθανή και υπό το πρίσμα του γεγονότος, σύμφωνα πάντα με τη γνώμη του A. Bailey, ότι ο Τί-
μων επαινεί τον πατέρα του ατομισμού στο έργο του Σίλλοι («οι Χλευασμοί»): Diogenes Laer-
tius, Vitae, IX,40,13–14; βλ. Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 23, υποσημ. 3.
139. Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει: «Ο Μητρόδωρος, όπως λένε, υπήρξε μαθητής του Νεσσά
του Χίου (ήτοι του μαθητή του Δημόκριτου; σημείωση του Α. Κ.), κατ’ άλλους δε, ωστόσο,
μαθητής του Δημόκριτου» (Δημοκρίτου φασὶν ἀκοῦσαι; βλ. Diogenes Laertius, Vitae,
IX,58,3–4).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 61

δυάζει, κατά κάποιο τρόπο, δύο από τα στοιχεία εκείνα του σκεπτικού ατο-
μισμού που έκαναν το ρεύμα τόσο ασταθές και προβληματικό. Πρόκειται
για τις εξής δύο πολύ ασύμβατες φιλοσοφικές στάσεις: τον ακραίο σκεπτικι-
σμό από τη μία, και τη δογματική ατομιστική διδασκαλία από την άλλη.
Η προσέγγιση των φιλοσοφικών ζητημάτων140 αυτού του φιλοσόφου φα-
νερώνεται αφενός μεν σε ένα πλήθος από σωζόμενα αποσπάσματα στα οποία
αυτός ασχολείται με την εξήγηση των μετεωρολογικών και ουράνιων φαινο-
μένων,141 αφετέρου δε σε εκείνα τα αποσπάσματα, όπου δηλώνει και υπερα-
σπίζεται τις βασικές αρχές του ατομισμού. Π.χ. ο Θεόφραστος υποστηρίζει
ότι ο Μητρόδωρος ο Χίος καθορίζει τις ίδιες σχεδόν θεμελιώδεις αρχές του
φιλοσοφικού συστήματος με εκείνες του Δημόκριτου: γιατί το «μεστό» (τὸ
πλῆρες) και το «άδειο» (τὸ κενόν) –κατά την του Θεοφράστου εξήγηση– ο
Μητρόδωρος τα θεωρεί πρώτα αίτια, από τα οποία το πρώτο είναι το υπάρ-
χον (ὄν) και το δεύτερο το μη υπάρχον (μὴ ὄν). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και
ο αμέσως επόμενος ισχυρισμός αυτού του δοξογράφου που λέει ότι όσον
αφορά στα υπόλοιπα ζητήματα ο Μητρόδωρος ο Χίος εφαρμόζει τη δική
του ερευνητική μέθοδο (ἰδίαν μέθοδον).142 Καθίσταται πολύ πιθανό ότι ο δο-
ξογράφος εννοεί εδώ τον σκεπτικισμό του Μητρόδωρου.
Η σκεπτική θεωρία αυτού του φιλοσόφου, αρκετά ακραία σκεπτική στά-
ση απέναντι στον κόσμο, έχει διασωθεί σχετικά καλά, έστω και σε ελαφρώς
διαφοροποιημένες εκδοχές, από περισσότερους του ενός δοξογράφους.143
Αποτελεί, όπως έχουμε ήδη πει, τον δεύτερο και κάπως αντίθετο προς τις
δογματικές του απόψεις πόλο της φιλοσοφίας του. Ίσως την πιο αξιόπιστη
εκδοχή της σκεπτικής άποψης του φιλοσόφου αυτού αποτελεί η πληροφορία
που απαντά στον Ευσέβειο, σύμφωνα με τον οποίο ο Μητρόδωρος στην αρ-
χή του έργου του Περὶ φύσεως λέει: «Κανένας από εμάς δεν γνωρίζει τίποτε,
ούτε και αυτό το ίδιο αν γνωρίζουμε ή όχι· γιατί δεν γνωρίζουμε ούτε και
αυτό καθαυτό το γεγονός του ότι γνωρίζουμε και του ότι δεν γνωρίζουμε,

140. Ο όρος «δογματικός» χρησιμοποιείται στο βιβλίο αυτό με τη σημασία του επιθέτου
που μπορεί να χαρακτηρίσει κάθε φιλοσοφική προσέγγιση, η οποία προσφέρει «θετικές» ή
«καταφατικές» γνώσεις περί του κόσμου και όχι εκείνην η οποία δεν είναι διατεθειμένη να δε-
χτεί καμία αντίρρηση από τυχόν «ιδεολογικό» αντίπαλό της.
141. DK 70A9–21. Π.χ. στο απόσπ. 70A9 (Aetius II,17,1) αποδίδεται στον Μητρόδωρο η
άποψη ότι όλοι οι απλανείς αστέρες φωτίζονται από τον ήλιο (ἅπαντας τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας
ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι).
142. DK 70A3 (Theophrastus, Phys. Opin απόσπ. 8 [Simplicius, In Arist. Phys. IX,28,27–30]):
καὶ Μ. δὲ ὁ Χῖος ἀρχὰς σχεδόν τι τὰς αὐτὰς τοῖς περὶ Δημόκριτον ποιεῖ, τὸ πλῆρες καὶ τὸ
κενὸν τὰς πρώτας αἰτίας ὑποθέμενος, ὧν τὸ μὲν ὄν, τὸ δὲ μὴ ὂν εἶναι· περὶ δὲ τῶν ἄλλων ἰδίαν
τινὰ ποιεῖται τὴν μέθοδον.
143. Diogenes Laertius, Vitae, IX,58; DK 70A23 (Epiphanius, Adv. haer. III,2,9 [Diels 590,35]);
DK 70A25; DK 70B1 (Cicero, Acad. pr. [Lucullus] 73).
62 Ο Πύρρων

ούτε εν γένει το αν υπάρχει κάτι ή όχι».144 Έστω και αν το συγκεκριμένο αρ-


χαίο κείμενο, καθώς και η αντίστοιχη του λατινική εκδοχή, παρουσιάζει σο-
βαρές δυσκολίες τόσο από την πλευρά της φιλοσοφικής ερμηνείας όσο και
από εκείνη της συντακτικής δομής, βέβαιο ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι
στην περίπτωση αυτής της πρότασης του Μητρόδωρου έχουμε να κάνουμε
με ένα είδος πολύ «πονηρού» και ακραίου σκεπτικισμού. Ο τρόπος αυτός εί-
χε, σύμφωνα με τον Brunschwig,145 έναν τέτοιο βαθμό εκζήτησης που προ-
σπαθούσε να υπερασπιστεί, εκ των προτέρων, τον εαυτόν του αντιμετωπίζο-
ντας την υποτιθέμενη κατηγορία σχετικά με τον αρνητικό μεταδογματισμό,
από τον οποίο και απειλείται κάθε «πρωταρχική» σκεπτική δήλωση. Προ-
σθέτουμε ότι κάθε σκεπτικισμός, άπαξ και διατυπώσει τον ισχυρισμό για την
αδυναμία της γνώσης, στη συνέχεια πρέπει να αντιμετωπίσει την κριτική από
τη μεριά ακριβώς αυτού του ίδιου δογματικού ισχυρισμού περί της απόλυ-
της αδυναμίας της γνώσης. Ο Μητρόδωρος, ωστόσο, επιχείρησε να αντιμε-
τωπίσει την κριτική αυτή, διατυπώνοντας έναν καινούργιο «μεταϊσχυρισμό»
περί της αδυναμίας της γνώσης σχετικά, όμως, με την ίδια την πρόταση που
έκανε λόγο για την αδυναμία της γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, δεν
σώζεται, κατά τη γνώμη μας, ο ακραίος σκεπτικισμός του Μητρόδωρου, διό-
τι η σειρά των εν προκειμένω αυταναιρετικών μεταϊσχυρισμών είναι δυνα-
τόν να συνεχίζεται επ’ άπειρον («η άπειρος αναδρομή»). Συνεπώς, το πρό-
βλημα της αυτοαναφοράς των σκεπτικών ισχυρισμών δεν επιλύεται με αυ-
τόν τον τρόπο, παρά μόνο μετατίθεται για το εκάστοτε επόμενο στάδιο.146
Με το σοβαρό ερώτημα της αυτοαναίρεσης του σκεπτικισμού, έτσι όπως τί-
θεται εδώ, θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα στην εξήγηση που θα ακολουθή-
σει όσον αφορά στη φιλοσοφία του Πύρρωνα.
Ο τελευταίος αντιπρόσωπος του σκεπτικού ατομισμού υπήρξε ο Ανάξαρ-

144. DK 70B1 (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,19,8): Οὐδεὶς ἡμῶν οὐδὲν οἶδεν,
οὐδ᾿ αὐτὸ τοῦτο, πότερον οἴδαμεν ἢ οὐκ οἴδαμεν <οὐδ‘ αὐτὸ τὸ μὴ εἰδέναι καὶ τὸ εἰδέναι
οἴδαμεν (ὅτι ἔστιν) οὐδ‘ ὅλως πότερον ἔστι τι ἢ οὐκ ἔστιν>... Στο ίδιο απόσπασμα, DK 70B1
(Cicero, Acad. pr. {Lucullus}, 73), βρίσκουμε και την λατινική απόδοση αυτού του κειμένου του
Μητρόδωρου: nego, inquit, scire nos sciamusne aliquid an nihil sciamus, ne id ipsum quidem nescire
aut scire scire nos, nec omnino sitne aliquid an nihil sit. Το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό κείμενο,
για το οποίο γίνεται λόγος στην παρένθεση, το έχουν ανασυστήσει, όπως διαβάζουμε στο κρι-
τικό υπόμνημα, ο Diels και ο Friedländer επί τη βάσει του σωζόμενου κειμένου του Κικερώνα;
βλ. H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, II, σελ. 234.
145. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 237 – 238.
146. Για την «αυτοαναιρετική» δύναμη κάθε ακραίου ισχυρισμού περί της αδυναμίας της
γνώσης μάς προειδοποιεί ο Λουκρήτιος (De rerum nat. IV,469–470): Denique nil sciri siquis putat,
id quoque nescit// an scri possit, quoniam nil scire fatetur. («Τέλος, αν κανείς θεωρεί ότι δεν γνωρί-
ζει τίποτε, δεν γνωρίζει ούτε εκείνο το αν μπορεί να γνωρίζει κάτι, καθότι ο ίδιος ισχυρίζεται
ότι δεν γνωρίζει τίποτε», πεζή απόδοση στη νεοελληνική από τον A. K.).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 63

χος ο Αβδηρίτης, δάσκαλος του Πύρρωνα, ο οποίος συμμετείχε μαζί του στη
στρατιωτική εκστρατεία του Αλέξανδρου του Μεγάλου στην Ανατολή.147
Ατομιστικά και σκεπτικά στοιχεία της φιλοσοφίας του μόνο με δυσκολία
μπορούν να εντοπιστούν στα σωζόμενα αποσπάσματα. Ο Σέξτος αναφέρει
ότι, σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ο Ανάξαρχος, μαζί με τους μαθητές
τού Μητρόδωρου και με τον Μόνιμο ανήκε σε εκείνους οι οποίοι είχαν αναι-
ρέσει το κριτήριο.148 Με το επάγγελμα του ζωγράφου, το οποίο άσκησε ο
Πύρρων, συσχετίζεται συνήθως και μία άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία
από το αμέσως επόμενο χωρίο του Σέξτου. Αυτός αναφέρει ότι ο Ανάξαρ-
χος και ο Μόνιμος αναίρεσαν το κριτήριο επειδή τοποθέτησαν στην ίδια μοί-
ρα τα υπάρχοντα πράγματα149 με τα δημιουργήματα της τέχνης του σκηνι-
κού διάκοσμου (σκηνογραφίᾳ), θεωρώντας ότι είναι παρόμοια με εικόνες
που έρχονται σ’ εμάς (τοῖς προσπίπτουσιν) στη διάρκεια του ύπνου (κατὰ
ὕπνους), και στην κατάσταση της παραφροσύνης (κατὰ μανίαν).150
Φαίνεται ότι ο Ανάξαρχος επηρέασε τον Πύρρωνα κυρίως στο πεδίο της
ηθικής,151 και, για την ακρίβεια, σε μεγαλύτερο βαθμό τον επηρέασε με την
ακλόνητη ηθική του στάση, η οποία είχε γίνει προφανής, κατά τον Διογένη
τον Λαέρτιο, κυρίως την ώρα του θανάτου του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος ανα-
φέρει ότι ο Ανάξαρχος, βαλμένος σε ένα μεγάλο γουδί και ενώ τον χτυπούσε

147. Ο Ανάξαρχος, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, έγραψε επίσης και το σύγ-
γραμμα Περὶ βασιλείας («Περί του βασιλικού αξιώματος»), όπου, σύμφωνα με τα σωζόμενα
αποσπάσματα (DK 72B1–2), εξέτασε τα θέματα που αφορούσαν στις πρακτικές σχέσεις μετα-
ξύ των σοφών και των δυναστών. Οι πληροφορίες για τη σχέση του με τον Μ. Αλέξανδρο εί-
ναι αντιφατικές. Σε ορισμένα χωρία αναφέρεται ότι αντιτάχθηκε ειρωνικά στην προσπάθεια
του Αλέξανδρου να ανακηρυχτεί σε θεό (Diogenes Laertius, Vitae, IX,60), ενώ αλλού διαβάζου-
με ότι τον κολάκευε (ό.π., IX,63; IX,60). Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο πέθανε ο Ανάξαρχος,
αν βεβαίως αληθεύουν οι σωζόμενες πηγές, θα πρέπει να υποστήριζε την πρώτη από τις πα-
ραπάνω εκδοχές.
148. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,87,6–88,1
149. Ο Brunschwig σημειώνει πως δεδομένου ότι ακριβώς παραπάνω αναφέρεται στο κεί-
μενο ο Μόνιμος, κυνικός που είχε πολυ έντονη συνάφεια με τον σκεπτικισμό, καταλληλότερο
θα ήταν να ερμηνεύσουμε τη φράση τὰ ὄντα όχι ως αντικείμενα του φυσικού κόσμου, αλλά
ως «πράγματα» που αφορούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά και την ανθρώπινη δράση βλ.
Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 240. Για τη συνάφεια
που είχε με τον σκεπτικισμό ο κυνικός Μόνιμος ο Συρακούσιος, μαθητής του Διογένη της Συ-
νώπης και του Κράτη του Θηβαίου, κάνει λόγο και ο Σέξτος Εμπειρικός (Adv. math. VIII,5,3–
6,1): τάχα δὲ καὶ Μόνιμος ὁ κύων <ήτοι μηθὲν εἶναί φησιν ἀληθές>, τῦφον εἰπὼν τὰ πάντα
(«... ίσως και ο Μόνιμος, κυνικός φιλόσοφος, ισχυρίζεται ότι τίποτε δεν είναι αληθινό, τα πά-
ντα αποκαλώντας απάτη και γοητεία»).
150. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,88,3–5. Τη σημασία και την επιχειρηματολογική δομή
αυτής της μεταφοράς της σκηνικής ζωγραφικής συζητά ο R. J. Hankinson (The Sceptics, σελ. 54
– 55).
151. Diogenes Laertius, Vitae, IX,58; IX,61, απόσπ. 1A Caizzi.
64 Ο Πύρρων

με σιδερένια γουδοχέρια ο Κύπριος τύραννος Νικοκρέοντας, ο οποίος τον


δίωκε εξαιτίας κάποιων ειρωνικών σχολίων, αδιαφορούσε εντελώς για τα
βάσανά του και φώναζε τα εξής περιώνυμα λόγια: «Χτύπα τον θύλακα του
Ανάξαρχου, τον Ανάξαρχο δεν τον χτυπάς». Όταν, στη συνέχεια, ο Νικο-
κρέων διέταξε να του κόψουν τη γλώσσα, ήταν εκείνος ο ίδιος που έσπευσε
να την κόψει με τα δόντια του, όπως παραδίδει ο Διογένης, και κατόπιν την
έφτυσε καταπάνω του.152 Ο R. J. Hankinson σημειώνει ότι τέτοιου είδους πλα-
στές αποδόσεις ηρωικού θανάτου διάφορων φιλοσόφων, όχι βεβαίως αξιό-
πιστες από ιστορική άποψη, ήταν αρκετά διαδεδομένες κατά την αρχαιότη-
τα και αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τον εν λόγω φιλόσοφο ηρωικό
πρότυπο για άλλους.153 Βεβαίως, από κάπου εδώ πηγάζει και η αναισθησία
(ἀπάθεια)154 και η ασυγκινησία (ἀταραξία) του Πύρρωνα. Ο Ανάξαρχος,
όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, επαίνεσε τον Πύρρωνα για την αδι-
αφορία (τὸ ἀδιάφορον) και τη σκληρότητά του (τὸ ἄστοργον)155 ακριβώς
την ώρα που αυτός είχε πέσει μέσα στη λάσπη και ο Πύρρων πέρασε δίπλα
του χωρίς να τον σηκώσει. Λόγω αυτής της αναισθησίας (διὰ τὴν ἀπάθειαν)
και της βιοτικής ευχαρίστησης (διὰ εὐκολίαν τοῦ βίου) ο Ανάξαρχος πήρε το
παρωνύμιο «ο Ευδαίμων» (Εὐδαιμονικός). Ο Διογένης ο Λαέρτιος προσθέ-
τει ότι αυτός είχε επίσης την ικανότητα να συνετίζει εύκολα τους ανθρώπους
(σωφρονίζειν).156 Παρά το γεγονός ότι η πραγματική ιστορική προσωπικότη-
τα του Ανάξαρχου χάνεται στην πληθώρα όλων των δοξογραφικών μύθων
και των σχεδόν μυθικών πληροφοριών, μπορούμε δικαιολογημένα να εικά-
σουμε ότι η επίδραση του Ανάξαρχου στην προσωπικότητα του Πύρρωνα
ήταν πολύ έντονη.

152. Ό.π., IX,59.


153. Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ. 54. Αυτή την πληροφορία για τον θάνατο του Ανά-
ξαρχου δεν την πιστεύει ούτε ο A. Bailey, συσχετίζοντάς την με τη δοξογραφική απόδοση του
ακλυδώνιστου χαρακτήρα του Πύρρωνα (Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 22).
154. Η λέξη «αναισθησία», ως νεοελληνική απόδοση του αρχαίου όρου ἀπάθεια, δεν χρη-
σιμοποιείται εδώ με τη σημασία της έλλειψης των συναισθημάτων ή με εκείνην της αδυναμίας
της αντίδρασης σε εξωτερικές επιδράσεις, δηλαδή ως κάτι το αρνητικό, ελαττωματικό ή και
παθολογικό, πρβλ. την παρόμοια χρήση αυτής της λέξης στην καθομιλουμένη ελληνική στο
οικείο λήμμα του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η συγκε-
κριμένη λέξη στα συμφραζόμενά μας δηλώνει μία σκόπιμη και επιδιωκόμενη αντίσταση στα
εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. σε πόνο, χτυπήματα κ.λπ.), ούτως ώστε να μην διεγερθεί κάποιο
συναίσθημα. Πρόκειται, συνεπώς, για το προσόν του οποίου ο κάτοχος δεν εμφανίζει, και μά-
λιστα σκόπιμα, καμία ευαισθησία στα εξωτερικά ερεθίσματα. Για την παρατήρηση αυτή ευ-
γνωμoνώ τον συνάδελφο Josef Petrželka.
155. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63.
156. Ό.π., IX,60.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 65

3.2 Η σύνδεση του Πύρρωνα με τη σωκρατική φιλοσοφική παράδοση:


η υποτιθέμενη επίδραση από τους Μεγαρίτες φιλοσόφους.
Μία ακόμη πηγή έμπνευσης, ή μάλλον μία κάποιου είδους πνευματική αφε-
τηρία του σκεπτικισμού του Πύρρωνα, αποτέλεσε, σύμφωνα με ορισμένα
πυρρώνεια αποσπάσματα, η Μεγαρική διαλεκτική σχολή των μαθητών του
Σωκράτη. Στο έργο του Διογένη του Λαέρτιου διαβάζουμε πράγματι ότι ο
Πύρρων, όταν ήταν ζωγράφος, μαθήτευε (στην κυριολεξία «άκουγε») στον
Βρύσωνα, γιο (σε εναλλακτική μετάφραση «μαθητή») του Στίλπωνα.157 Μία
σωκρατική απόχρωση προσδίδει στη φιλοσοφική γενεαλογία του Πύρρωνα
και το βυζαντικό λεξικό Σούδα (10ος αι. μ.Χ.), στο οποίο, υπό το λήμμα «Σω-
κράτης», αναφέρεται ότι ο Πύρρων ήρθε σε επαφή με τον Φαίδωνα τον
Ηλείο, συνομιλητή του Σωκράτη, ο οποίος είχε ιδρύσει τη δική του σχολή,
που ονομαζόταν προς τιμήν του «Ηλειακή», έπειτα όμως ονομάστηκε και
«Ερετριακή», προς τιμήν του Μενέδημου από την Ερέτρια.158 Στο εξής, θα
προσπαθήσουμε να συζητήσουμε το ερώτημα, γιατί η δοξογραφία κατέβαλε
τόσες προσπάθεις προκειμένου να αναγάγει τον Πύρρωνα, διαμέσου αυτών
των μικρών διαλεκτικών σωκρατικών σχολών, στον ίδιο τον Σωκράτη, και
έπειτα, να απαντήσουμε στην ερώτηση αν, από ιστορικο-φιλοσοφική άποψη,
είναι βάσιμη η συγκεκριμένη «διαλεκτική» πηγή της διδασκαλίας του Πύρ-
ρωνα.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους δοξογράφους (ιδιαιτέρως τον Τίμωνα) στο
να συνδέσουν την πυρρωνική σκεπτική παράδοση με την επιβλητική προσω-
πικότητα του Σωκράτη συσχετίζονται, κατά πάσα πιθανότητα, με το γεγο-
νός ότι ήδη κατά τη διάρκεια της ζωής του Πύρρωνα, και κυρίως κατά τους
χρόνους της «προώθησης» της φιλοσοφίας του από τον Τίμωνα, υπήρχε με-
γάλη ανάγκη υπεράσπισης της ιστορικής «προτεραιότητας» της πυρρώνειας
παράδοσης του σκεπτικισμού έναντι της παράλληλης ακαδημαϊκής παράδο-
σης με αντιπρόσωπο τον Αρκεσίλαο τον Πιταναίο (316/5 – 241/0), ιδρυτή της
σκεπτικής (Μέσης) Ακαδημίας.159 Πιθανολογείται ότι στις απαρχές της Ακα-

157. Ό.π., IX,61,3, απόσπ. 1A Caizzi. Η έκφραση (ἤκουσε) Βρύσωνος τοῦ Στίλπωνος μπο-
ρεί πράγματι να δηλώνει τόσο τη διαδοχή πατέρα-γιου όσο και εκείνην του δασκάλου-μαθητή.
Υπενθυμίζουμε ότι η μεγαρική λογική σχολή, όπου ανήκε και ο αναφερθείς Στίλπων ο Μεγα-
ρεύς, έδινε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι οι ρίζες της ανάγονται μέχρι και το Σωκράτη. Αυ-
τός υπήρξε και ο λόγος που η συγκεκριμένη σχολή συγκαταλέγεται συνήθως, μαζί με την Κυ-
νική, την Κυρηναϊκή και την Ηλειακο-Ερετριακή σχολή, στις αποκαλούμενες «μικρές» σω-
κρατικές σχολές.
158. Suda, σ.829,23–26.
159. Αναλυτικότερα για αυτόν βλ. στην Εισαγωγή. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πυρ-
ρώνειους και στους ακαδημαϊκούς σκεπτικούς είχε καταλήξει και σε προσωπικά υβρεολόγια.
66 Ο Πύρρων

δημίας ο Σωκράτης υπήρξε μία πολύ σημαντική φιλοσοφική προσωπικότητα


στα μάτια του Αρκεσίλαου, θα λέγαμε κάποιο ιστορικό «σημείο αναφοράς»,
το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, και να τον βοήθησε να δικαιολογήσει «ιδε-
ολογικά» την αναστροφή της διδασκαλίας της δικής του σχολής από τον
δογματικό (ο Πλάτων με την Παλαιά Ακαδημία) στον σκεπτικό χαρακτήρα
(η Μέση και η Νέα Ακαδημία).160
Παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω αφορμές που είχαν οδηγήσει τους δο-
ξογράφους (υπό την ισχυρή μάλιστα επίδραση του Τίμωνα) στην αναζήτηση
σωκρατικών καταβολών όσον αφορά στη φιλοσοφική γενεαλογία του Πύρ-
ρωνα, και αυτό στο ιδιαιτέρως μάλιστα ανταγωνιστικό φιλοσοφικό περιβάλ-
λον της ελληνιστικής περιόδου, ακούγονται μάλλον εύλογες, πρέπει να συζη-
τήσουμε το ερώτημα κατά πόσο ήταν ιστορικά πιθανή η φιλοσοφική επίδρα-
ση της σωκρατικής πάραδοσης στον πυρρώνειο σκεπτικισμό.

Στη δοξογραφία σώζονται πληροφορίες για την επίθεση που εξαπέλυσε ο Τίμων κατά του
Αρκεσίλαου, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως αφορμή την αναφερθείσα φιλοσο-
φική διένεξη. Ο Τίμων αναφέρει ότι ο Αρκεσίλαος αρεσκόταν στον όχλο (ὀχλοάρεσκος,
φίλοχλος = «που του αρέσει ο όχλος, ο συρφετός»). Σε κάποιους στίχους τον παρομοιάζει με
την κουκουβάγια, τριγύρω από την οποία στέκονται οι έκθαμβοι σπίνοι και στην οποία μι-
λούν με λόγια γεμάτα κατάπληξη (Diogenes Laertius, Vitae, IV,42,4–10). Από την πλευρά του
Τίμωνα, είχαν κατά πάσα πιθανότητα εκτοξευτεί και άλλες επιθέσεις εναντίον του Αρκεσίλα-
ου, οι οποίες προσπαθούσαν να αναδείξουν τον μη πρωτότυπο χαρακτήρα των έργων του,
και, επιπλέον, κάποιου είδους λογοκλοπή του σκεπτικισμού του: π.χ. ο «ανορθόδοξος» στωι-
κός Αρίστων ο Χίος περιγράφει εν είδει ομηρικής παρωδίας τον Αρκεσίλαο ως ένα μυθολογι-
κό τέρας που αποτελείται από τον Πλάτωνα μπροστά, τον Πύρρωνα πίσω και τον Διόδωρο
στη μέση (ό.π. IV,33,4, απόσπ. 32 Caizzi). Ωστόσο, πιθανολογείται ότι η έχθρα του Τίμωνα εξα-
φανίστηκε αμέσως μόλις ο Αρκεσίλαος έπαψε να είναι απειλή στο «επαγγελματικό» πεδίο.
Μετά τον θάνατό του, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Τίμων επαίνεσε τον ίδιο τον
Αρκεσίλαο στο έργο του με τίτλο Ἀρκεσιλάου περίδειπνον («νεκρικό δείπνο του Αρκρσίλα-
ου») βλ. ό.π., IX,115,3–5.
160. Βλ. Kalaš, A.: Sokratovské zdôvodnenie skeptického obratu Strednej akadémie, σελ. 122 –
128. Την απορρητική μέθοδο των διαλόγων του Σωκράτη στους πρώιμους πλατωνικούς δια-
λόγους μάς θυμίζει και ο τρόπος της φιλοσοφίας, που αποδίδει στον Αρκεσίλαο ο Διογένης ο
Λαέρτιος. Λέει δηλαδή ότι ο Αρκεσίλαος ήταν ο πρώτος που επιχειρηματολογούσε διαλεκτι-
κά και για τις δύο πλευρές ενός ζητήματος (εἰς ἑκάτερον ἐπεχείρησε) και ήταν επίσης ο πρώ-
τος που κλόνισε τη φιλοσοφική μέθοδο (λόγον ἐκίνησε) την οποία είχε κληρονομήσει από μία
παράδοση που ανάγεται μέχρι τον Πλάτωνα και που, διαμέσου ερωτήσεων και απαντήσεων,
την κατέστησε πιο εριστική (ἐποίησε δι᾿ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως ἐριστικώτερον)· ό.π.,
IV,28,4–7). Ο A. A. Long, σχετικά με το θέμα αυτό, σημειώνει ότι ο Αρκεσίλαος είχε επηρεαστεί
πολύ περισσότερο από τη σωκρατική μέθοδο παρά από την «θετική» φιλοσοφία του Πλάτω-
να (Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 89). Κατά τη γνώμη του P. De Lacy, ο υπερβολικός
ζήλος στην αναζήτηση των σκεπτικών προγόνων στην όποια φιλοσοφική γενεαλογία υπήρξε
μάλλον γνώρισμα της σκεπτικής Ακαδημίας παρά του (νεο)πυρρώνειου σκεπτικισμού. Τη βα-
σική αιτία αυτής της απόπειρας του Αρκεσίλαου την εντοπίζει ο εν λόγω ερευνητής στον αγώ-
να του να καθιερωθεί μέσα στο ελληνιστικό σκεπτικό ρεύμα, αντιμετωπίζοντας τον κύριό του
μη Έλληνα αντίπαλο, τον Κύπριο, στωικό Ζήνωνα, βλ.: De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity,
σελ. 234.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 67

O A. A. Long θεωρεί πως το ότι ο Πύρρων (360-270 π.Χ. αι.) ήταν περίπου
της ίδιας ηλικίας με τον Στίλπωνα (360-280 π.Χ. αι.),161 καθιστά πολύ αμφί-
βολη την πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου ότι ο Πύρρων υπήρξε μα-
θητής του Βρύσωνα, του γιου (ή του «μαθητή») του Στίλπωνα,162 τον αναφε-
ρόμενο από τις πηγές ως πρώτο δάσκαλο του Τίμωνα.163 Εξαιτίας αυτής της
χρονολογικής διευκρίνισης, δεν είναι λογικό, σύμφωνα με τον R. Bett, να πι-
στέψουμε στην εν λόγω πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου για τον Βρύ-
σωνα ως έναν υποτιθέμενο δάσκαλο του Πύρρωνα, ούτε στην από τον
Nietzsche προτεινόμενη διόρθωση του εν λόγω χωρίου, το οποίο πολλοί θεω-
ρούν παρεφθαρμένο, και η οποία αντικαθιστά το ἤκουσε Βρύσωνος τοῦ
Στίλπωνος με το ἤκουσε Βρύσωνος ἢ Στίλπωνος, τ.ε. «υπήρξε μαθητής του
Βρύσωνος ή του Στίλπωνος».164 Η ερευνήτρια T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, με
ακλόνητη πεποίθηση για την επίδραση των Μεγαριτών φιλοσόφων στον
Πύρρωνα, ταυτίζει τον μυστηριώδη δάσκαλο του Πύρρωνα, τον Βρύσωνα,
με τον ομώνυμο μαθητή του Σωκράτη ή –πιθανότερα– με κάποιο μαθητή του
Ευκλείδη του Μεγαρέως, μαθητή του Σωκράτη, όπως μας πληροφορεί το
βυζαντινό λεξικό Σούδα.165 Ο K. Döring, ωστόσο, στη μελέτη του για τους
Μεγαρίτες,166 ασχολείται λεπτομερώς με τις ασάφειες τις σχετικές με την
ταύτιση και την χρονολόγηση του Βρύσωνα. Ο συγκεκριμένος ερευνητής θε-
ωρεί πιθανό ότι πρόκειται εδώ για κάποιο Βρύσωνα που θα πρέπει να τοπο-
θετηθεί χρονολογικά ήδη στα τέλη του 5ου και στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ.
αι., ο οποίος, ωστόσο, δεν είχε καμία σχέση ούτε με τον Σωκράτη, ούτε με
τους Μεγαρίτες φιλοσόφους. Επομένως, η προφανώς ψευδής πληροφορία
του Διογένη που λέει ότι ο Βρύσων υπήρξε μαθητής του Στίλπωνα θα μπο-
ρούσε να εξηγηθεί είτε επί τη βάσει της παραφθοράς του εν λόγω χωρίου εί-

161. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 1. Βλ. επίσης μία άλλη
και πιο αναλυτική τοποθέτηση του A. A. Long στη μελέτη: Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrho-
nist and Satirist, σελ. 73, και, ιδιαιτέρως, το επιφυλακτικό συμπέρασμα αυτού του ερευνητή πε-
ρί της υποτιθέμενης επίδρασης του Βρύσωνα στον Πύρρωνα (ό.π., σελ. 87, υποσημ. 46). Το
παραπάνω χρονολογικό επιχείρημα, με το οποίο αποκλείεται ο Πύρρων να είχε ως δάσκαλο
κάποιον μαθητή του Στίλπωνα, χρησιμοποιεί και η T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά (Έννοια της
Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ. 278).
162. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,3, απόσπ. 1A Caizzi.
163. Diogenes Laertius, Vitae, IX,109,5.
164. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 1, υποσημ. 1.
165. T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ.
278-279. Πρβλ. Suda, σ,829,35-37: τινὲς δὲ Βρύσωνα οὐ Σωκράτους, ἀλλ᾿ Εὐκλείδου ἀκροατὴν
γράφουσι· τούτου δὲ καὶ Πύρρων ἠκροάσατο, ἀφ‘ οὗπερ οἱ Πυρρώνειοι προσαγορευόμενοι·
(«Κάποιοι γράφουν ότι ο Βρύσων υπήρξε μαθητής όχι του Σωκράτη, αλλά του Ευκλείδη˙ τα
μαθήματα τούτου παρακολουθούσε και ο Πύρρων, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι
Πυρρώνειοι φιλόσοφοι»).
166. Döring, K.: Die Megariker – Kommentierte Sammlung der Testimonien, σελ. 157-163.
68 Ο Πύρρων

τε ως ιδεολογική προκατάληψη ορισμένων δοξογράφων που ήθελαν να ει-


σαγάγουν στη γενεαλογία του Πύρρωνα μία σωκρατική καταγωγή.
Ο J. Brunschwig αναφέρει άλλους δύο λόγους κατά της υποτιθέμενης
έντονης επίδρασης της Μεγαρικής σχολής στον Πύρρωνα. Κατά τη γνώμη
του, σημαντικό είναι το γεγονός ότι ακριβώς αυτές οι δοξογραφικές πηγές
που πλησιάζουν περισσότερο από τις υπόλοιπες στην εποχή του Πύρρωνα,
ήτοι ο Τίμων ο Φλιάσιος167 και ο Αντίγονος ο Καρύστιος, δεν κάνουν απο-
λύτως κανένα λόγο για τον Βρύσωνα, τον υποτιθέμενο δηλαδή δάσκαλο
του Πύρρωνα. Ο Brunschwig αναφέρει στη συνέχεια ότι κατά της μεγαρι-
κής επίδρασης στον σκεπτικισμό του Πύρρωνα κάνει λόγο και ο μη σωκρα-
τικός (ή μη διαλεκτικός) τρόπος που ο Πύρρων χρησιμοποιούσε τη γλώσσα
και συζητούσε τα φιλοσοφικά ζητήματα:168 Συχνά, όπως παραδίδει ο Διο-
γένης ο Λαέρτιος, μιλούσε στον εαυτό του (αὑτῷ λαλῶν), προσπαθώντας
με αυτό τον τρόπο να αποκτήσει την αρετή (στην κυριολεξία «να γίνει κα-
λός»). Πάντοτε μάλιστα ολοκλήρωνε την ομιλία του προς εαυτόν, ανεξάρ-
τητα από το αν είχε εγκαταλειφθεί από τους ακροατές του ή όχι. Σχετικά
με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις δεν περιφρονούνταν από κανέναν, δι-
ότι κατάφερνε να απαντά διεξοδικώς (ἐξοδικῶς) σε όποιο ερώτημα του
έθεταν.169 Το δεύτερο από τα παραπάνω επιχειρήματα του Brunschwig
πράγματι πρέπει να ληφθεί υπόψη ιδιαιτέρως, αν ερμηνεύσουμε τη «μη δι-
αλογική» προσέγγιση του Πύρρωνα στη γλώσσα, όπως τη χαρακτηρίζει ο
Brunschwig, ως τον «μη διαλογικό» τρόπο της φιλοσοφίας του εν γένει, γε-

167. Ο Τίμων, κατά συνέπεια, ενδέχεται να βρίσκεται στις απαρχές μιας δοξογραφικής
παράδοσης, η οποία προσπαθεί να προσδώσει στις σκεπτικές απόψεις του Πύρρωνα μία σω-
κρατική διάσταση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο ίδιος ο Τίμων δεν
είχε ακόμη χαρακτηρίσει τον Βρύσωνα, τον μαθητή του Στίλπωνα, ως δάσκαλο του Πύρρω-
να.
168. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 243.
169. Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,1–3, απόσπ. 28 Caizzi. Ο εν προκειμένω ισχυρισμός έχει
στην αρχαία ελληνική την εξής μορφή: ἔν τε ταῖς ζητήσεσιν ὑπ‘ οὐδενὸς κατεφρονεῖτο διὰ τὸ
<καὶ δι>εξοδικῶς λέγειν καὶ πρὸς ἐρώτησιν. Η προτεινόμενή μας μετάφραση, η οποία υπο-
στηρίζει τον «μη διαλεκτικό» χαρακτήρα της φιλοσοφικής εξήγησης του Πύρρωνα, προϋπο-
θέτει την απόρριψη της διόρθωσης <καὶ δι>εξοδικῶς. Αν την είχαμε αποδεχτεί, η μετάφραση
θα έπρεπε να ήταν ως εξής: «Σχετικά με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις δεν περιφρονού-
νταν από κανέναν, διότι κατάφερε εξίσου καλά να μιλά διεξοδικώς, όσο και να απαντά σε
όποιο ερώτημα του έθεταν». Την πρώτη μεταφραστικο-ερμηνευτική εκδοχή, η διόρθωση της
οποίας κατά τη γνώμη μας δεν συμβαδίζει με τα ευρύτερα συμφραζόμενα του χωρίου, υπο-
στηρίζουν η Decleva Caizzi (Caizzi, σελ. 28), ο J. Brunschwig (Introduction. The Beginnings of Hel-
lenistic Epistemology, σελ. 243, υποσημ. 42) και ο M. Okál (Diogenes Laertios: Životy slávnych filo-
zofov, II, σελ. 150). Τη δεύτερη εκδοχή, την προτιμούν ο A. A. Long (The Hellenistic Philosophers,
I, σελ. 13), ο Kolář (Díogenes Laertios: Životy, názory a výroky, σελ. 369) και ο Hicks (Diogenes
Laertius: Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 477).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 69

γονός που τεκμηριώνεται από πολλές δοξογραφικές μαρτυρίες. Υπενθυμί-


ζουμε μόνον ότι ο σωκρατικός διάλογος πάντοτε ήταν διάλογος δύο του-
λάχιστον συνομιλητών και όχι μονόλογος ενός φιλοσόφου, όπως συνέβαινε
στην περίπτωση του Πύρρωνα. Ο τελευταίος ανάμεσα στους λόγους που
ανατρέπουν, κατά τη γνώμη μας, την υπόθεση σχετικά με την επίδραση της
Μεγαρικής σχολής στον Πύρρωνα, είναι το γεγονός ότι ο Τίμων, ο οποίος
υπήρξε και ο πρώτος που άρχισε να συνδέει τον πυρρωνισμό με τη σωκρα-
τική παράδοση, εκφράζεται με μεγάλη περιφρόνηση τόσο για τους Μεγα-
ρίτες φιλοσόφους όσο και για τον διαλεκτικό τρόπο της ίδιας τους της φι-
λοσοφίας, την οποία χαρακτηρίζει ως «μανία καβγάδων» (λύσσα ἐρι-
σμοῦ).170 Άρα, αν ο Τίμων πράγματι γνώριζε κάτι για κάποιο Μεγαρίτη δά-
σκαλο του Πύρρωνα (και αδύνατον να μη γνώριζε κάτι σχετικά με το θέμα
αυτό βρισκόμενος πολύ κοντά του) και αφού σίγουρα εκτιμούσε τον δικό
του δάσκαλο, δεν θα λοιδορούσε ποτέ τους Μεγαρίτες. Άλλωστε, ο ίδιος ο
Τίμων υπήρξε μαθητής του Μεγαρίτη Στίλπωνα, και άρα είχε σίγουρα επη-
ρεαστεί από εκείνον.171 Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, δεν στέκει και η εντε-
λώς «εξεζητημένη» και αβάσιμη άποψη του P. De Lacy, ο οποίος πρεσβεύει
ότι ο Τίμων εξέλαβε συνειδητά τον Βρύσωνα ως δάσκαλο του Πύρρωνα,
και αυτό γιατί στο έργο του Σίλλοι («Χλεασμοί») διέσωσε από τη χλεύη
τους Ελεάτες φιλοσόφους, επειδή ακριβώς έλαβε υπόψη του ότι η Μεγαρι-
κή σχολή, στην οποία ανήκε και ο εν λόγω Βρύσων, είχε επηρεαστεί σημα-
ντικά από αυτούς.172 Σ’ αυτό το σημείο, ίσως θα ήταν ωφέλιμο να ρωτή-
σουμε τον συγκεκριμένο ερευνητή γιατί ο Τίμων –ας υποθέσουμε ότι πραγ-

170. Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει για τον Τίμωνα τα εξής: «Και ως εκ τούτου λέει για εκεί-
νον (ήτοι τον Ευκλείδη) τα εξής, περιφρονώντας ταυτόχρονα και τους υπόλοιπους σωκρατι-
κούς φιλοσόφους: «Na všetkých tárajov kašlem, mne záležať nebude nikdy // ani na iných, aj Faidón
dajaký vzduchom mi bude.// Rovnako Eukleidés, šibal, čo spôsobil megarským škriepku.» (σλοβακι-
κή μετάφραση του A. Kalaš κατά μίμηση του εξαμετρικού ρυθμού των στίχων του Τίμωνα)
«…εγώ δε νοιάζομαι καθόλου για αυτούς τους πολυλογάδες, ούτε για κανέναν άλλο, ούτε
καν για τον Φαίδωνα, ποιον χαρακτήρα είχε, ούτε καν για τον καβγατζή Ευκλείδη, ο οποίος
έκανε τους Μεγαρίτες φιλοσόφους να καβγαδίζουν έξαλλα (πεζή μετάφραση του A. Kalaš
στη νεοελληνική των εξής αρχαιοελληνικών εξαμέτρων: ἀλλ᾿ οὔ μοι τούτων φλεδόνων μέλει,
οὐδὲ γὰρ ἄλλου // οὐδενός, οὐ Φαίδωνος ὅτις γένετ᾿ , οὐδ᾿ ἐριδάντεω // Εὐκλείδεω,
Μεγαρεῦσιν ὃς ἔμβαλε λύσσαν ἐρισμοῦ. Βλ. Diogenes Laertius, Vitae, II,107,8–10).
171. Πειστικά επιχειρήματα για την παρουσία των (ιδιαιτέρως ηθικών) απόψεων του Στίλ-
πωνα, τόσο στη φιλοσοφία του Τίμωνα, όπου θα πρέπει να διατυπώνονται με έμμεσο τρόπο,
όσο και στην εικόνα που έφτιαξε αυτός ο σιλλογράφος για τον Πύρρωνα, παρουσιάζει ο A. A.
Long. Ο εν λόγω ερευνητής ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του με τα εξής λόγια: «Είχα
την πρόθεση να υποδηλώσω... ότι ο Τίμων θεωρούσε χρήσιμο να εγκωμιάζει τον Πύρρωνα
μεταξύ άλλων και για τα προσόντα που παρουσίαζαν μεγάλη συνάφεια με εκείνα του Στίλπω-
να» (Timon of Phlius. Pyrrhonist and Satirist, σελ. 73.)
172. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 234.
70 Ο Πύρρων

ματικά επαινούσε τους Ελεάτες– στηλίτευε, παραδόξως, τους Μεγαρίτες,


οι οποίοι –κατά την υπόθεση του De Lacy– θα πρέπει να ήταν τοποθετημέ-
νοι χρονικά πολύ πιο κοντά στον Πύρρωνα απ’ ό,τι οι μακρινοί πνευματι-
κοί εμπνευστές τους, οι Ελεάτες!

3.3 Η επιρροή που άσκησε η ανατολική σοφία στον Πύρρωνα και τον
Ανάξαρχο κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία.

Ο τελευταίος κλάδος της φιλοσοφικής γενεαλογίας του Πύρρωνα, για τον


οποίο και θα κάνουμε λόγο στην επόμενη ενότητα, αναλύοντας την τριπλή
ερμηνεία της πυρρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον (ιδιαιτέρως στο κεφάλαιο
4.5), συνίσταται στην πολυσυζητημένη ανατολίτικη επιρροή στον σκεπτικι-
σμό του Πύρρωνα. Το ερώτημα που τίθεται και συζητιέται διαρκώς από πολ-
λούς ερευνητές αποτελεί τον πυρήνα της αποκαλούμενης ανατολίτικης ερ-
μηνείας του Πύρρωνα. Κατά τον J. Brunschwig, σχετικά με τη συνάντηση του
Πύρρωνα με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές και μάγους,173 πρέπει να λάβουμε
υπόψη μας την ύπαρξη των εξής δύο διαφορετικών χώρων της ενδεχόμενης

173. Βλ. επίσης και τη βιογραφία του Πύρρωνα στο κεφ. 2. Για τη συνάντηση του Πύρρω-
να με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές και τους μάγους γράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος (Vitae, IX,61,
απόσπ. 1A Caizzi). Αυτός συσχετίζει τη συνάντηση αυτή με το γεγονός ότι ο Πύρρων εισήγαγε
τη φιλοσοφία της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή) καθώς και εκείνη της ακατανοησίας
(ἀκαταληψία: κυριολεκτικά η λέξη αυτή σημαίνει «αδυναμία του γνωστικού κρατήματος,
πιασίματος»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά η περιγραφή του Πλούταρχου που έχει ως
θέμα τη συνάντηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τους Ινδούς σοφούς (σοφισταί), μεταξύ
των οποίων ήταν και κάποιος Κάλανος, ο οποίος αυτοθυσιάστηκε σύμφωνα με τα πάτρια ήθη
των ντόπιων σοφών (τῷ πατρίῳ νόμῳ τῶν ἐκεῖ σοφιστῶν) επάνω σε μία νεκρική πυρά, χωρίς
να κινηθεί στο ελάχιστο σε σχέση με τη φλόγα, όταν αυτή πλησίαζε καταπάνω του (Plutarchos,
Alex. 69,7). Παρομοίως, και ο Κικέρων στις Τουσκουλανές Διατριβές αναφέρει ότι αυτοί που
θεωρούνται στην Ινδία σοφοί (sapientes) ζουν γυμνοί και υπομένουν χωρίς κανέναν πόνο τα
χιόνια και το μεγάλο κρύο του Καυκάσου. Όταν αυτοί οι άνδρες –όπως μνημονεύει ο Κικέ-
ρων– παραδοθούν στις φλόγες, θα κατακαούν χωρίς κανέναν απολύτως στεναγμό (Tusc. disp.
V,77). Όπως αναφέρει ο μεταφραστής J. E. King στην υποσημείωση που αφορά στο συγκεκρι-
μένο χωρίο, πρόκειται εδώ για την περιγραφή του τέλους της ζωής των βραχμάνων, οι οποίοι
πριν πεθάνουν γίνονται ερημίτες και επαίτες. (Cicero, Tusculan Disputations, εκδότης J. Hender-
son, editor emeritus G. P. Goold, μετάφραση J. E. King, Cambridge [Mass.] 1927; 2001, σελ. 504,
υποσημ. 2). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η αναφορά του Κικέρωνα στον Καύκασο σχετικά με την
περιγραφή της ζωής των Ινδών σοφών δεν δηλώνει αναγκαστικά και μία δραματική άγνοια,
όσον αφορά στη γεωγραφία του τότε γνωστού κόσμου. Τέτοιου είδους συγχύσεις ως προς τη
γεωγραφική εντόπιση αυτής της οροσειράς, που σίγουρα ήταν ήδη από τα χρόνια εκείνα γνω-
στή και σημαντική από μυθολογικής τουλάχιστον άποψης (π.χ. ως τόπος τιμωρίας του Προ-
μηθέα), εμφανιζόταν στην αρχαιότητα αρκετά συχνά. Τον Καύκασο τον μπέρδευαν οι αρχαί-
οι πολύ συχνά με την οροσειρά των Ουραλίων ή με εκείνη του Χίντου Κους, που εκτείνεται
έως και τα σύνορα της τότε Ινδίας (The Oxford Classical Dictionary, s. v. Caucasus).
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 71

επιρροής: τον πρώτο αποτελεί το πρακτικό πεδίο των έμπρακτων στάσεων


στη ζωή του Πύρρωνα, ενώ τον δεύτερο εκείνο της θεωρίας.174
Στο θεωρητικό πεδίο της υποτιθέμενης επιρροής πρέπει να ληφθεί υπόψη
ιδιαιτέρως το γεγονός του γλωσσικού φραγμού που χώριζε τους Έλληνες
από τους βαρβάρους. Ο J. Brunschwig σημειώνει σχετικά ότι η πιθανότητα
οποιασδήποτε σημαντικότερης επιρροής από τη μεριά της ινδικής σκέψης
στον Πύρρωνα περιορίζεται αρκετά από τα εμπόδια που υπήρχαν στη «δια-
νοητική» επικοινωνία μεταξύ των Ελλήνων και των Ανατολιτών. Και η
Decleva Caizzi αμφιβάλλει σοβαρά σχετικά με το αν ο Πύρρων πράγματι μπο-
ρούσε να συζητά στις Ινδίες περίπλοκα φιλοσοφικά ερωτήματα διαμέσου
των διερμηνέων που σίγουρα δεν είχαν καμία φιλοσοφική κατάρτιση.175
Ένα μέρος από ερμηνευτές απορρίπτει την πιθανότητα επίδρασης των Ιν-
δών σοφών στον Πύρρωνα επί τη βάσει του γεγονότος ότι τα κατά πολλούς
«ανατολίτικα» στοιχεία στη φιλοσοφία του μπορούν να αποδοθούν σε πνευ-
ματικούς παράγοντες ελληνικής προέλευσης. Για παράδειγμα, ο A. A. Long,
ο οποίος θέτει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την ανατολίτικη επιρροή στον
Πύρρωνα, ισχυρίζεται ότι οι σωζόμενες πηγές καθόλου δεν επιβάλλουν τη
λήψη αυτού του είδους της υπόθεσης. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, πιθα-
νολογείται ότι ο Πύρρων, ως προς τις ασκητικές του στάσεις, βρισκόταν κά-
τω από την επίδραση του σύγχρονου κυνισμού: ο κυνικός Διογένης της Σι-
νώπης (412/403-324/321 π.Χ.) υπήρξε μία γενιά τουλάχιστον μεγαλύτερος
από τον Πύρρωνα (360-270 π.Χ.).176 Ενδιαφέρον έχει και ένα άλλο επιχείρη-
μα, το οποίο παρουσιάζει ο εν λόγω ερευνητής σε άλλη μελέτη του, όπου ση-
μειώνει ότι ο Πύρρων μπορούσε, όπως και οι κυνικοί, «να βλέπει στους φα-

174. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 243. Από τα
δύο αναφερθέντα πεδία της υποτιθέμενης επιρροής της Ανατολής στον Πύρρωνα διαλέγει
και υποστηρίζει εκείνο της πρακτικής αλληλεπίδρασης και ο ενθουσιώδης υπέρμαχος της
ανατολίτικης ερμηνείας E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 88).
175. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244; Caizzi,
σελ. 139 – 140. Στον παγκοσμιοποιημένο άλλωστε ελληνιστικό κόσμο ήταν πολύ περισσότερο
οι ανατολίτες εκείνοι που προσαρμόζονταν γλωσσικά στους Έλληνες παρά το αντίστροφο.
Την πατροπαράδοτη προκατάληψη των Ελλήνων απέναντι στις «βαρβαρικές» γλώσσες, την
υποδηλώνει και η τότε παρετυμολόγηση της λέξης «βάρβαρος». Αυτή, εντελώς εσφαλμένα
βεβαίως, ετυμολογείτο από την ηχομιμητική λέξη «βαρβάρ», έναν ήχο, «με τον οποίο απέδω-
σαν οι αρχαίοι Έλληνες το ακατανόητο για αυτούς άκουσμα από τις γλώσσες άλλων λαών»
(βλ. το οικείο λήμμα του γνωστού λεξικού του Μπανπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας, σελ. 346). Πολιτιστικοί θεσμοί που συνέβαλαν σημαντικά και με συστηματικό τρό-
πο στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις «βαρβαρικές» περιοχές υπήρξαν το ελληνικό γυ-
μνάσιο και το θέατρο.
176. Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 80; παρομοίως και ο Bailey, A.: Sextus Empiricus
and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 22.
72 Ο Πύρρων

κίρηδες εκπροσώπους της δικής του φιλοσοφικής στάσης».177 Ένα επιπλέον


επιχείρημα για την υποστήριξη της στενής συνάφειας της πρακτικής φιλοσο-
φίας του Πύρρωνα με τον σύγχρονο κυνισμό θα μπορούσε να είναι και το
γεγονός ότι πολύ συχνά ο Κικέρων, με υποτιμητικό βεβαίως τρόπο, κάνει
μνεία για τους εξής τρεις «κυνίζοντες» φιλοσόφους, αναφέροντάς τους κάθε
φορά μαζί: ο Αρίστων, στωικός-αποστάτης που είχε πολύ έντονη συνάφεια
με τον κυνισμό, ο Πύρρων και ο ανορθόδοξος στωικός Ήριλλος.178 Την κυ-
νική επιρροή στον πρώιμο πυρρωνισμό, όχι όμως κατευθείαν στον Πύρρω-
να, μαρτυρεί και άλλο γεγονός που μνημονεύει ο A. A. Long. Ο παραπάνω
πρεσβεύει σχετικά ότι για τη διακωμώδηση των Μεγαριτών φιλοσόφων σε
μορφή παρωδίας από τον Τίμωνα χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπο οι σκωπτι-
κοί στίχοι που απευθύνει στον Στίλπωνα ο κυνικός Κράτης και σώζονται στο
έργο του Διογένη.179
Παρά το γεγονός ότι όλα τα αναφερθέντα επιχειρήματα ανατρέπουν την
ιστορική πιθανότητα της πνευματικής επιρροής της Ινδίας στη σκέψη του
Πύρρωνα, στο κεφάλαιο 4.5 θα αποδείξουμε ότι η ανατολίτικη ερμηνεία της
πυρρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον («όχι περισσότερο από…»), που υπήρξε
άλλωστε και καίριας σημασίας για τον Πύρρωνα, αφήνει ανοιχτό το ενδεχό-
μενο ο στοχαστής αυτός να είχε υιοθετήσει από την ινδική φιλοσοφία ένα εί-
δος τετραμερούς συλλογιστικού σχήματος.
Πρότου προβούμε στην ανάλυση της εν λόγω έκφρασης, στην οποία αφι-
ερώνεται ολόκληρη η επόμενη ενότητα, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, μέ-
σω των σωζόμενων αποσπασμάτων, γνωρίσματα της φιλοσοφίας του Πύρ-
ρωνα που θα ήταν δυνατόν να εξηγηθούν επί τη βάσει της επιρροής της Ινδί-
ας, και αυτό στο πρακτικό πεδίο της αλληλεπίδρασης. Δεν έχουμε, ωστόσο,
εδώ στόχο να μελετήσουμε το θέμα της ίδιας της ινδικής σκέψης εις βάθος,
επειδή δεν έχουμε καμία σχετική γνώση των γλωσσών που προϋποθέτει μία
τέτοιου είδους έρευνα. Στο εξής, θα περιοριστούμε στο να παραπέμψουμε σε
μερικές μόνο από τις διασωθείσες πληροφορίες που φέρνουν τη φιλοσοφία
του Πύρρωνα πιο κοντά στις ινδικές πρακτικές, τις σχετιζόμενες κυρίως με
τη νιρβάνα.
Σε πρακτικό επίπεδο, η πνευματική επίδραση της Ανατολής, αν πράγματι
δεχτούμε ότι αυτή υπήρξε, ήταν προφανής από το ότι ο Πύρρων, στην καθη-
μερινή του ζωή, παρουσίαζε μεγάλη τάση προς κάποιου είδους αμέλεια,

177. Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 76.
178. Π.χ. Cicero, De off. I,6.
179. Diogenes Laertius, Vitae, II,118,4–11; βλ. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Phi-
losophers, II, σελ. 12.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 73

αφροντισιά και ασκητική συμπεριφορά εν γένει. Ο ασκητισμός του Πύρρω-


να ίσως και να φανερώνεται κατεξοχήν στις εξής κεντρικές έννοιες της ηθι-
κής του θεωρίας: ἀπάθεια («αναισθησία», «απάθεια»), ἀδιαφορία («αμέ-
λεια», «αδιαφορία»), ἀφασία («σιωπή») και ιδιαιτέρως ἀταραξία («ασυγκι-
νησία», «αταραξία»). Ο πυρρώνειος ασκητισμός αποτελεί κατά κάποιο τρό-
πο το αποτέλεσμα ή μάλλον το τελικό προϊόν και καρπό της σκεπτικής φιλο-
σοφίας του φιλοσόφου, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο –όπως συνέβαινε και με
τον κυνισμό και με τον στωικισμό στις απαρχές της ιστορικής εξέλιξής του–
σε κάποιου είδους παραίτηση. Πρόκειται για τη ριζική αξιολογική παραίτη-
ση από οτιδήποτε αφορά στον βίο, την οποία και ασκούσε ο Πύρρων διαρ-
κώς σε όλη του τη ζωή. Και, κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς αυτή η πα-
ραίτηση που λαμβάνει χώρα στο πρακτικό πεδίο, εκείνη που συνιστά και μία
ψυχική κατάσταση εντελώς παρόμοια με εκείνη της ινδικής νιρβάνας και με
όλες τις ανατολίτικης προέλευσης πρακτικές της «αυτο-αναισθητοποίησης».
Η θέση αυτή υποστηρίζεται και από το οικείο λήμμα «nirvana» της τσεχικής
εγκυκλοπαίδειας Univerzum: «νιρβάνα (στη σανσκριτική γλώσσα “σβέση
φλόγας”, ιερός σκοπός της ινδικής θρησκείας, ιδιαιτέρως του βουδισμού).
Στη χιναγιάνα αποτελεί το σβήσιμο της επιθυμίας για τη ζωή και την απελευ-
θέρωση από το μίσος και την αποτύφλωση, από τα οποία γίνονται οι ενέργει-
ες (κάρμα) που δένουν τον άνθρωπο σε έναν οδυνηρό κύκλο παλιγγενεσίας
(“sansára”); μετά την απελευθέρωση, την οποία μπορεί ο άνθρωπος να απο-
κτήσει ακόμη στην ίδια του την ζωή, ακολουθεί η πλήρης νιρβάνα (παρινιρ-
βάνα)».180
Στον πρώιμο πυρρωνισμό, η απόρριψη της δυνατότητας γνώσης181 κατα-
λήγει στη ραγδαία άρνηση όλων των αξιών των καθορισμένων από τη φύση
(φύσει) και την αλήθεια (τῇ ἀληθείᾳ), καθώς και στη σχετικοποίηση και την
υποβάθμισή τους σε ό,τι έγκειται αποκλειστικά και μόνο στις ανθρώπινες
συμβατικότητες (νόμῳ) και στην ανθρώπινη συνήθεια (ἔθει).182 Επομένως,

180. Všeobecná encyklopedie UNIVERSUM, s. v. nirvána.


181. Την απόρριψη της γνώσης από τον Πύρρωνα την εκφράζουν οι εξής ισχυρισμοί του:
…οὐ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον («κάθε πράγμα είναι όχι περισσότερο τέτοιο από εκεί-
νο»); βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,10–11, απόσπ. 1A Caizzi; διὰ τοῦτο μήτε τὰς αἰσθήσεις
ἡμῶν μήτε τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι («…γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις
μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύδονται»; βλ. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,3–4,
απόσπ. 53 Caizzi.
182. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi: ...οὐδὲν γὰρ ἔφασκεν οὔτε καλὸν
οὔτ᾿ αἰσχρὸν οὔτε δίκαιον οὔτ᾿ ἄδικον· καὶ ὁμοίως ἐπὶ πάντων μηδὲν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ, νόμῳ
δὲ καὶ ἔθει πάντα τοὺς ἀνθρώπους πράττειν. («ο Πύρρων πρέσβευε ότι τίποτε δεν είναι ούτε
όμορφο, ούτε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε άδικο: και παρομοίως τίποτε εν γένει δεν έγκειται
στην αλήθεια, αλλά τα πάντα τα κάνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές τους
και τη συνήθειά τους»). Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,4–6, βλ. 64 Caizzi: ὅτι οὔτε ἀγαθόν
74 Ο Πύρρων

αποτέλεσμα τέτοιου είδους ριζοσπαστικής αποψίλωσης183 της αξιολογικής


κλίμακας υπήρξε το γεγονός του ότι ο Πύρρων κατάργησε, στην ουσία, κάθε
είδους (αξιολογικό) κριτήριο όσον αφορά στην ανθρώπινη απόφαση και
δράση, πράγμα που το επισημαίνει πολύ επικριτικά – και έτσι εξάλλου το
μαρτυρεί και αξιόπιστα – ο Κικέρων, ο οποίος απορρίπτει ταυτόχρονα τόσο
την φιλοσοφία του Αρίστωνα, ανορθόδοξου στωικού, όσο και – με μεγαλύ-
τερη συν τοις άλλοις έμφαση – εκείνη του Πύρρωνα. Αυτός – όπως αναφέρει
ο Κικέρων – όταν καθόρισε την αρετή184 (virtute constituta), δεν άφησε καθό-
λου χώρο για κάτι που θα αποτελούσε αντικείμενο της παρόρμησης (quod
appetendum sit).185 Και αυτό γιατί σε ένα άλλο χωρίο ο Κικέρων λέει ότι οι εν
λόγω φιλόσοφοι (τ.ε. ο Αρίστων και ο Πύρρων) είχαν καταργήσει την αρετή
την ίδια παρά το ότι την επιδίωκαν με τόσο μεγάλη ένταση. Ακριβώς αυτή η
προσπάθειά τους, δηλαδή να επενδύσουν πάνω στην αρετή τα πάντα, είχε,
κατά τη γνώμη του Κικέρωνα, ως αποτέλεσμα το να αφαιρέσουν από την
ίδια την αρετή τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ των πραγμάτων, καθώς και
να της στερήσουν την δυνατότητα να γεννηθεί η ίδια από κάπου ή να στηρι-
χτεί σε κάτι.186
Η αξιολογική παραίτηση κατά τη διαδικασία της απόφασης και δράσης
οδηγεί πράγματι τον άνθρωπο σε μία κατάσταση απομόνωσης από ο,τιδήπο-
τε κείται εκτός· τον οδηγεί στην αμέλεια (ἀδιαφορία) και στην αναισθησία
(ἀπάθεια), ψυχολογικές καταστάσεις που συμβάλλουν σημαντικά στο ηθικό

τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων ταῦτα νόμῳ κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα («Κα-
τά τη γνώμη του Τίμωνα, τίποτε δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλ-
λά τα κρίνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές τους»).
183. Εικάζεται ότι η αξιολογική κλίμακα του Πύρρωνa είναι ακόμη πιο «φτωχή» και από
εκείνην των κυνικών. Οι τελευταίοι, μαζί με τον Αρίστωνα το Χίο, ανορθόδοξο στωικό, που
είχε πολύ μεγάλη συνάφεια με τον κυνισμό, σε αντιδιαστολή με τον Πύρρωνα, δεν συμπεριέ-
λαβαν στον αξιολογικό μηδενισμό τους μία τουλάχιστον απλή και απέριττη - ως προς το περι-
εχόμενό της - κυνική αρετή (ἀρετή), τοποθετώντας την εκτός του χώρου των δυσδιάκριτων
(τὰ ἀδιάφορα). Σχετικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτής της κυνικής αρετής και τον
τρόπο του εναρμονισμού του στωικισμού με την κυνική πνευματική κληρονομιά βλ. την μελέ-
τη μας: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 405 – 430.
184. Κατά τη γνώμη του A. A. Long, όπως διαβάζουμε στο υπόμνημά του, η έκφραση virtus
(«αρετή»), την οποία ο συγκεκριμένος ερευνητής θεωρεί αναχρονισμό σε αυτό το χωρίο, πρέ-
πει να ερμηνευτεί ως πυρρώνεια ασυγκινησία (ἀταραξία). (The Hellenistic Philosophers, II, σελ.
12).
185. Cicero, De fin. IV,43,3–4, απόσπ. 69C Caizzi: ... virtute constituta nihil omnino, quod appeti-
tum sit, (sc. Pyrrho) relinquat. Για την παρόρμηση (ὁρμή, lat. appetitus) θα μιλήσουμε αναλυτικό-
τερα στο κεφάλαιο 6.6.
186. Cicero, De fin. II,43,5–9, απόσπ. 69B: ...dum enim in una virtute sic omnia esse voluerunt, ut
eam rerum selectione exspoliarent nec ei quicquam, aut unde oriretur, darent, aut ubi niteretur, virtu-
tem ipsam, quam amplexabantur, sustulerunt.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΥ 75

ιδεώδες του πυρρώνειου σοφού: την ασυγκινησία (ἀταραξία),187 στάση που


τόσο πολύ πλησιάζει στην αναφερθείσα ινδική νιρβάνα. Η απομόνωση και η
σκόπιμη αγνόηση οποιουδήποτε εξωτερικού παράγοντα φανερώνονται σί-
γουρα και στην κατ’ εξοχήν αντικοινωνική συμπεριφορά του Πύρρωνα,
όπως του αποδίδεται από ένα πλήθος βιογραφικών πληροφοριών που έχου-
με συγκεντρώσει στο κεφάλαιο 2. Για παράδειγμα, ο Πύρρων, όπως παραδί-
δει ο Διογένης ο Λαέρτιος, απέφευγε συστηματικά την κοινωνία των ανθρώ-
πων (ἐκπατεῖν), ζούσε μέσα στη μοναξιά του (ἐρημάζειν) και μονάχα σπάνια
παρουσιαζόταν στους δικούς του. Αυτά δε τα έκανε από τη στιγμή που
άκουσε έναν Ινδό να νουθετεί τον Ανάξαρχο και να του λέει ότι δεν θα είναι
ποτέ σε θέση να διδάξει σε κάποιον το αληθινό αγαθό, αν ο ίδιος συνηθίζει
να επισκέπτεται τις βασιλικές αυλές.188 Ακριβώς αυτή η πληροφορία, που
συσχετίζει τη μοναστική πτυχή της ζωής του Πύρρωνα με τη διδασκαλία
ενός Ινδού στον Ανάξαρχο είναι και εκείνη, που σύμφωνα με την ερευνή-
τρια T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, αποτελεί την πλέον καθοριστικής σημασίας
μαρτυρία γύρω από την επίδραση της Ινδίας στον Πύρρωνα.189 Άλλωστε,
αυτό που παραδίδεται ως ακραία αποστροφή του Πύρρωνα προς την κοινω-
νική ζωή (με την ευρύτερη έννοια της λέξης την εννοούμε εδώ) δεν έχει, κα-
τά τη γνώμη του E. Flintoff, όμοιό του σε ολόκληρο τον τότε ελληνικό πολιτι-
στικό χώρο και, ως εκ τούτου, όπως υποστηρίζει ο συγκεκριμένος ερευνη-
τής, δεν μπορεί να αποδοθεί σε τίποτα άλλο παρά μόνο στην επιρροή του ιν-
δικού πολιτισμικού περιβάλλοντος.190
Χωρίς να έχει εδώ διευθετηθεί οριστικά το ερώτημα για την ανατολίτικη

187. Πρβλ. Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–6, απόσπ. 64 Caizzi: μόνως οὖν ἔσται
φυγεῖν ταύτην (sc. ὄχλησιν), εἰ ὑποδείξαιμεν τῷ ταραττομένῳ κατὰ τὴν τοῦ κακοῦ φυγὴν ἢ
κατὰ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δίωξιν, ὅτι οὔτε ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων
ταῦτα νόμῳ κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα. («Την ψυχική ταραχή δεν θα μπορέσει να αποφύγει
κανείς απ’ όλους όσοι κλονίζονται, αποφεύγοντας τα κακά της ζωής και επιδιώκοντας τα κα-
λά της, με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο αν του δείξουμε, ότι “τίποτε δεν είναι ούτε καλό
ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλλά τα κρίνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατι-
κότητές τους”, όπως θεωρεί ο Τίμων»· πεζή απόδοση του εξάμετρου στη νεοελληνική από τον
A. K.). Σχετικά, πρβλ. επίσης το χωρίο Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1–5, fr. 53,
απόσπασμα καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του Πύρρωνα. Ο A. A. Long αναφέρει
ότι στους χρόνους του Κικερώνα οι όροι ἀπάθεια και ἀταραξία χρησιμοποιούνταν κατ’ ουσί-
αν ως ταυτόσημοι (The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 12).
188. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,1–4, zl. 10 Caizzi: ἐκπατεῖν τε αὐτὸν καὶ ἐρημάζειν,
σπανίως ποτ‘ ἐπιφαινόμενον τοῖς οἴκοι. τοῦτο δὲ ποιεῖν ἀκούσαντα ᾿Ινδοῦ τινος ὀνειδίζοντος
᾿Αναξάρχῳ ὡς οὐκ ἂν ἕτερόν τινα διδάξαι οὗτος ἀγαθόν, αὐτὸς αὐλὰς βασιλικὰς
θεραπεύων.
189. T. Πεντζοπούλου-Βαλαλά: Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς, σελ.
279.
190. Flintoff, E.: Pyrrho and India, σελ. 98 – 99.
76 Ο Πύρρων

προέλευση της πυρρώνειας «απομόνωσης», ας αναφερθούν ωστόσο ακόμη


δύο γεγονότα που θα ήταν δυνατόν να υποβάλουν σε κάποιον την ιδέα της
ανατολίτικης καταγωγής της, ή μάλλον, εκείνη της ταύτισης της πυρρώνειας
απομόνωσης με την ίδια τη νιρβάνα: 1. Σύμφωνα με τον Τίμωνα, την πρώτη
θέση μεταξύ όλων των κακών κατέχει η επιθυμία191 (ἐπιθυμία)192 2. Ο σοφός
ούτε θα αποφεύγει ούτε θα επιλέγει τίποτε (ἀφυγὴς καὶ ἀναίρετος ἔσται).193
Σημειώνουμε ότι η σχέση ανάμεσα στην απόλυτη απόρριψη κάθε είδους γνω-
στικής δυνατότητας και στην ευδαίμονα ζωή θα μας απασχολήσει πιο ανα-
λυτικά, ιδίως στην τελευταία ενότητα του βιβλίου αυτού, που φέρει τον πολύ
ενδεικτικό τίτλο: «Μήπως είναι συμβατή η (ευδαίμων) ζωή με τη ριζική
απόρριψη της γνώσης;»

191. Ευγνωμονώ τον συνάδελφο Jozef Petrželka για την παρατήρηση ότι η λέξη «ἐπιθυμία»
δεν δηλώνει, σε αυτά τα συμφραζόμενα, την «σαρκική επιθυμία», όπως συμβαίνει στη φιλο-
σοφία του Πλάτωνα, αλλά οτιδήποτε μας παρακινεί στη δράση.
192. Athenaeus VIII,337A, απόσπ. 65 Caizzi: ... Τίμων ἔφη · πάντων μὲν πρωτίστα κακῶν
ἐπιθυμία ἐστί.
193. Sextus Empiricus, Adv. math. XI,164,5, απόσπ. 66 Caizzi.
4

Ερμηνεία της πυρρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον


(«όχι περισσότερο»).

Κ αθιστάται πολύ πιθανό ότι ένα από τα βασικά γνωρίσματα του


αρχαίου σκεπτικισμού σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του εξέλιξης εί-
ναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των σκεπτικών για τις σκεπτικές εκφράσεις (αἱ
σκεπτικαί φωναί).194 Αυτού του είδους τα ορολογικά «πρότυπα» προσέδι-
δαν, κατά τη γνώμη του P. De Lacy, στον αρχαίο σκεπτικισμό κάτι σαν την
«ταυτότητά» του και χρησιμοποιούνταν στη θέση των θετικών θεωριών των
δογματικών.195 Ωστόσο, αντικείμενο του βιβλίου αυτού αποτελεί ο Πύρρων
ο Ηλείος, φιλόσοφος που τοποθετείται χρονικά στις απαρχές μιας πλούσιας
και σύνθετης πνευματικής περιπέτειας του πλήθους των προτυποποιημένων
σκεπτικών εκφράσεων. Επειδή δε αυτές παρουσιάζουν μεγαλύτερο ερευνη-
τικό ενδιαφέρον για την κατοπινότερη μάλλον Ακαδημία και τον νεοπυρρω-
νισμό, δεν θα εξετάσουμε στο εξής όλες αυτές που ήταν σε χρήση, αλλά θα
αρκεστούμε σε μερικές που αφορούν άμεσα τους ερευνητικούς σκοπούς
μας.
Μία από τις παραπάνω σκεπτικές εκφράσεις, την οποία κατά πάσα πιθα-
νότητα είχε ήδη υιοθετήσει ο Πύρρων ο Ηλείος, υπήρξε η έκφραση που αρ-
χίζει με τον προσδιορισμό «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον, μία ταυτόσημη
εναλλακτική απόδοση: «όχι σε μεγαλύτερο βαθμό») και που δηλώνει την
έντονα αρνητική στάση του φιλοσόφου απέναντι στην ύπαρξη της γνώσης.196

194. Αυτές που απαντούν συχνότατα στις πηγές μας είναι οι εξής εκφράσεις: ἐποχή («ανα-
στολή της κρίσεως»), ἀκαταληψία («ακατανοησία», «αδυναμία της κατανόησης», «αδυναμία
της αντίληψης»), οὐ μᾶλλον ἤ («όχι περισσότερο από»), ἀρρησία («μη εκφώνηση ισχυρισμών»,
«μη εκφορά προτάσεων»), ἀφασία («σιωπή»), οὐδέν ὁρίζειν («το να μην προσδιορίζουμε τίπο-
τε»), ἀπροπτωσία («το να μην κρίνουμε εσπευσμένα», «επιφυλακτικότητα στη διαδικασία της
κρίσεως»), ἰσοσθένεια («ισοδυναμία», «ίση ισχύς –κύρος– αντίθετων επιχειρημάτων»).
195. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 237.
196. Την έκφραση μᾶλλον… ἤ την συναντάμε και στη στωική λογική σχετικά με την κατη-
γοροποίηση των σύνθετων αξιωμάτων επί τη βάσει των συνδέσμων που χρησιμοποιούνται σε
78 Ο Πύρρων

Προτού αναφερθούν όλες οι δυνατές ερμηνείες και μεταφράσεις εκείνης της


«εκδοχής» της συγκεκριμένης έκφρασης που θα μπορούσε πιο κατάλληλα
να χαρακτηριστεί ως «ολοκληρωμένη» και σώζεται στο σημαντικό απόσπα-
σμα του Αριστοκλή στο έργο του Ευσέβιου,197 θα προσπαθήσουμε –επί τη
βάσει των σωζόμενων δοξογραφικών πηγών (κυρίως αυτών του Διογένη και
του Σέξτου)– να εικάσουμε, προκαταρκτικώς, ποια σημασία είχε η έκφραση
στον Πύρρωνα. Στη συνέχεια, η αναλυτικότερη εξέταση της μαρτυρίας του
Αριστοκλή στο κεφ. 4.4 θα αποτελέσει μία βάση για τον συγκεκριμένο προσ-
διορισμό του νοήματος της έκφρασης οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα, ο οποίος
εκφράζει με αυτήν μία ακραία στάση απόρριψης κάθε δυνατότητας για γνώ-
ση.

4.1 Πιθανή διαφορά στη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον («όχι περισ-
σότερο») στον Πύρρωνα και στον Σέξτο.
Η σκιαγράφηση της πιθανής διαφοράς στη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον
στον Πύρρωνα και στον Σέξτο Εμπειρικό θα αποτελέσει την πρώτη φάση
της πορείας μας προς την πλήρη κατανόηση της χρήσης αυτής της έκφρασης
στη φιλοσοφία του Πύρρωνα. Το ότι η εξέταση αυτής της ενότητας αρχίζει
ακριβώς με την παραπάνω σύγκριση καθιστάται εύλογο για δύο τουλάχι-
στον λόγους. Πρώτον, επειδή στο μέρος εκείνο του έργου του Σέξτου που

αυτά (Diogenes Laertius, Vitae, VII,71,1–VII,75,3). Ο F. Gahér –αρκετά καινοτόμος από την άπο-
ψη της φιλοσοφικής ορολογίας– ονομάζει τα στωικά αξιώματα που εμπεριέχουν τον σύνδε-
σμο μᾶλλον (ἧττον)… ἤ («περισσότερο [λιγότερο]… από») ως «συγκριτικά» (Stoická sématika
a logika z pohľadu intenzionálnej logiky, σελ. 65), παρά το γεγονός ότι στο εν προκειμένω αρχαίο
χωρίο απαντούν μόνο οι εξής περιφραστικές εκφράσεις: ἀξίωμα διασαφοὺν τὸ μᾶλλον («αξί-
ωμα που δηλώνει σαφώς το “μάλλον”»); σύνδεσμος διασαφοὺν τὸ μᾶλλον («σύνδεσμος που
δηλώνει σαφώς το “μάλλον”»). Αξιόλογη ανάλυση της φιλοσοφικής σημασίας των χωρίων
που περιέχουν την έκφραση μᾶλλον/ ἧττον στα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα δίνει η ερευνή-
τρια I. Sluiter, στηρίζοντας τα συμπεράσματά της σε φιλολογικά κυρίως επιχειρήματα (On Η
ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ ). Δυστυχώς, η εν προκειμένω
μελέτη δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την προβληματική των εμφανίσεων της συγκεκρι-
μένης φράσης ύστερα από αρνητικό μόριο (οὐ μᾶλλον), παρά μόνον εν σχέσει με την αντιπα-
ράθεση της στωικής και της σκεπτικής χρήσης της ίδιας έκφρασης (βλ. το συμπέρασμα του
κεφαλαίου 6.6). Το άρθρο του De Lacy, ο οποίος παρουσιάζει την ιστορία της χρήσης της φρά-
σης στην ελληνική φιλοσοφική γραμματεία (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of An-
cient Scepticism), είναι χρήσιμο, από την άλλη, για την εξέταση της κριτικής που ο Αριστοτέλης
άσκησε στη Μεταφυσική του σε όσες φιλοσοφικές στάσεις βασίζονται στο οὐ μᾶλλον (βλ.
σχετικά παρακάτω την παρέκβαση Α τη σχετική με τον Αριστοτέλη). Ωστόσο, όσον αφορά
στην ανάλυση του εν λόγω προβλήματος στον Πύρρωνα, ο ερευνητής στο συγκεκριμένο άρ-
θρο περιορίζεται σε μερικές μόνον και σύντομες παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα (Oὐ
μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 64).
197. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,2,3–4, απόσπ. 53 Caizzi.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 79

έχει διασωθεί ικανοποιητικά σώζονται αρκετές χρήσεις της έκφρασης αυτής


και έτσι έχουμε στα χέρια μας αρκετό και σχετικά αξιόπιστο ερευνητικό υλι-
κό. Δεύτερον, δεδομένου ότι ένας από τους σκοπούς μας είναι να διακρίνου-
με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα από εκείνον του νεοπυρρωνισμού, ο οποί-
ος τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή πολύ συχνά συγχέε-
ται –εσφαλμένα– με τον πρώτο.
Τη νεοπυρρώνεια ερμηνεία της έκφρασης οὐ μᾶλλον την παραδίδει ο Σέξ-
τος Εμπειρικός (Pyrrh. hyp. I,188–191). Υποστηρίζει ότι αυτήν τη λεκτική εκ-
φορά (φωνή) τη χρησιμοποιούμε με έναν τρόπο ελλειπτικό (ἔστι… ἐλλιπής),
κι αυτό γιατί με τα λόγια «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον) εννοούμε στην πραγ-
ματικότητα το «όχι περισσότερο αυτό από εκείνο» (οὐ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε).
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί ο Σέξτος με την παραπάνω αινιγματι-
κή εξήγησή του, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε μία πιο ρητή
διατύπωση της συγκεκριμένης πυρρώνειας φράσης από το έργο του Διογένη
του Λαέρτιου: οὐ γὰρ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον («κανένα πράγμα
δεν είναι περισσότερο τέτοιο από εκείνο» ή «κανένα πράγμα δεν είναι περισ-
σότερο αυτό [το πράγμα] παρά εκείνο [το πράγμα]»).198 Επισημαίνουμε εδώ,
ότι το μόνο για το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε μία πιο σαφή εικόνα
από την παραπάνω αναφορά του Διογένη του Λαέρτιου είναι η «πλήρης»,
δηλαδή «μη ελλειπτική», διατύπωση του οὐ μᾶλλον. Κατά τα άλλα, δεν γνω-
ρίζουμε ακόμη τίποτε ούτε για τη σημασιολογική της βαρύτητα ούτε για την
υποτιθέμενη διαφορά στη χρήση της από τον Πύρρωνα και τους νεοπυρρώ-
νειους. Άρα, το ρήμα που λείπει στην έκφραση είναι το εἶναι με έννοια, πιθα-
νότατα, κατηγορική και όχι υπαρκτική.199 Αυτό μαρτυρείται και πάλι από
τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο οποίος, σε αμέσως επόμενο χωρίο του συγκεκρι-
μένου έργου, διαλέγει και αναφέρει ορισμένα παραδείγματα από τους ισχυ-
ρισμούς του Πύρρωνα, τα οποία περιέχουν το οὐ μᾶλλον και αναμφισβήτητα
είναι κατηγορικού και όχι υπαρκτικού χαρακτήρα: τίποτε δεν είναι ούτε
όμορφο, ούτε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε άδικο και παρομοίως τίποτε εν γένει
δεν έγκειται στην αλήθεια (τῇ ἀληθείᾳ), αλλά τα πάντα τα κάνουν οι άνθρω-
ποι σύμφωνα με τις συμβάσεις (νόμῳ) και τη συνήθειά τους (ἔθει).200 Ακόμη

198. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,10–11, απόσπ. 1A Caizzi.


199. Ο R. Bett αναφέρει σχετικά με την ανάλυση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στη φιλοσοφία
του Πύρρωνα τις τρεις θεωρητικά εξίσου δυνατές σημασίες του ρήματος εἶναι: την υπαρκτι-
κή, την κατηγορική και τελικά τη χρήση της ταυτότητας. Εντούτοις, ο συγκεκριμένος ερευνη-
τής αφήνει το ερώτημα ανοιχτό, υποστηρίζοντας ότι η επίλυση του προβλήματος δεν έχει κα-
μία επίπτωση στη σωστή ερμηνεία της σκέψης του Πύρρωνα (Bett, R.: Aristocles on Timon on
Pyrrho, σελ. 163).
200. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi.
80 Ο Πύρρων

και στο ίδιο το απόσπασμα του Αριστοκλή, το σωζόμενο στο έργο του Ευσε-
βίου, το οποίο και θα συζητηθεί πλήρως αργότερα, η εν λόγω έκφραση συ-
σχετίζεται άμεσα με τις αγνωστικιστικές θέσεις που υιοθετεί το γνωστικό
υποκείμενο και εκφράζονται στο συγκεκριμένο χωρίο με πολλαπλές αρνητι-
κές (αποφατικές) κατηγορήσεις, οι οποίες εξάλλου ήταν τόσο συχνές και
προσφιλείς στον Πύρρωνα: …πρέπει να είμαστε χωρίς άποψη (ἀδόξαστους
εἶναι), να μην κατατείνουμε σε καμία πλευρά (ἀκλινεῖς εἶναι) και να είμαστε
ασάλευτοι όσον αφορά αυτά τα ζητήματα  (ἀκράδαντους εἶναι).201
Σε τι, λοιπόν, έγκειται η διαφορά ανάμεσα στη χρήση της έκφρασης οὐ
μᾶλλον στον Πύρρωνα και στους νεοπυρρώνειους; Η βασική διαφορά, κατά
τις πηγές μας, βασίζεται στο γεγονός ότι η χρήση της στον Πύρρωνα πλησιά-
ζει μάλλον στην καθομιλουμένη, «μη φιλοσοφική» γλώσσα και παρουσιάζει
κάποια γνωρίσματα «δογματισμού»,202 ενώ στον Σέξτο η σημασία της είναι
μάλλον «ειδικού» χαρακτήρα και δίνεται μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα στη
σχετικότητα της ισχύος της ίδιας της σκεπτικής αρχής. Ως απόδειξη των πα-
ραπάνω υποθέσεων παραθέτουμε το σχετικό χωρίο του Σέξτου:
δηλοῖ δὲ τὸ ‘οὐ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε’ καὶ πάθος ἡμέτερον, καθ᾿ ὃ διὰ τὴν
ἰσοσθένειαν τῶν ἀντικειμένων πραγμάτων εἰς ἀρρεψίαν καταλήγομεν,

201. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,4 –5, απόσπ. 53 Caizzi. Όπως θα διευ-
κρινίσουμε στο κεφάλαιο 4.4, το επίθετο που αναφέρεται εδώ ως τελευταίο δεν το ερμηνεύου-
με με τη σημασία της ηθικής ασυγκινησίας, αλλά με αυτήν της σταθερότητας της ακραίας
γνωσιολογικής στάσης του φιλοσόφου που δηλώνεται με τα δύο επίθετα που προηγούνται.
Την ερμηνεία αυτή προσπαθεί να αποδώσει και η νεοελληνική μας μετάφραση του χωρίου με
τα λόγια «να είμαστε ασάλευτοι όσον αφορά σε αυτά τα ζητήματα», πράγμα που την καθιστά
λιγότερο αμφίσημη σε σχέση με το αρχαίο κείμενο (ἀκράδαντος).
202. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραδίδει ότι ο Πύρρων, κατά τον Νουμήνιο, υιοθέτησε ακό-
μα και δογματικές στάσεις (δογματίσαι; Vitae, IX,68,4–5, απόσπ. 42 Caizzi). Ωστόσο, λίγο πα-
ρακάτω, ο δοξογράφος παραδίδει την αντίθετη άποψη, ότι, δηλαδή, ο Πύρρων δεν κρατούσε
καμία «θετική» θεωρία (δόγμα; Vitae, IX,70,11). Η Decleva Caizzi συσχετίζει τη δεύτερη πληρο-
φορία με τις κατοπινότερες προσπάθειες των σκεπτικών, οι οποίοι αρνήθηκαν να κατηγορο-
ποιήσουν το σκεπτικό ρεύμα ως «σχολή» (π.χ. Vitae, I,20,1–I,20,8; Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp.
1,16–17; βλ: Caizzi, σελ. 203 – 204). Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ούτε η
πρώτη αναφορά αποτελεί κάποια αξιόπιστη απόδειξη υπέρ του υποτιθέμενου «δογματισμού»
του ιστορικού Πύρρωνα. Στο υπόμνημα περί της πρώτης παραπάνω μαρτυρίας, η εν λόγω
ερευνήτρια μεταφέρει στον αναγνώστη την πλούσια συζήτηση των ερευνητών σχετικά με τον
προσδιορισμό της ταυτότητας αυτού που φέρεται στον Διογένη ως Νουμήνιος. Η ίδια ερευνή-
τρια στηρίζει με επιχειρήματα τη σχετική υπόθεση ότι δεν πρόκειται εδώ για τον Νουμήνιο
τον Απαμέα, τον αντιπρόσωπο του μέσου πλατωνισμού, αλλά για έναν σύγχρονο του Πύρρω-
να, σκεπτικό, ο οποίος υπερασπιζόταν τον Πύρρωνα ενάντια στους επικούρειους, που είχαν
προβάλει την αντίρρηση ότι ο σοφός θα έπρεπε να έχει μία θετική διδασκαλία (δογματίζειν;
Diogenes Laertius, Vitae, X,121b,10; βλ.: Caizzi, s. 204 – 205). Ο M. R. Stopper, αντίθετα, υποστη-
ρίζει ότι οι ασάφειες οι σχετικές με τη μαρτυρία του Νουμήνιου είναι τόσο πολλές, που δεν εί-
μαστε σε θέση να εξαγάγουμε από αυτήν τίποτε το αξιόπιστο περί της διδασκαλίας του Πύρ-
ρωνα (Schizzi Pirroniani, σελ. 270).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 81

ἰσοσθένειαν μὲν λεγόντων ἡμῶν τὴν <ἰσότητα τὴν> κατὰ τὸ φαινόμε-


νον ἡμῖν πιθανόν, ἀντικείμενα δὲ κοινῶς τὰ μαχόμενα, ἀρρεψίαν δὲ τὴν
πρὸς μηδέτερον συγκατάθεσιν.
Ο ισχυρισμός «Όχι περισσότερο το ένα από το άλλο» δηλώνει την εσω-
τερική μας στάση, κατά την οποία διαμέσου της ισοδυναμίας των αντί-
θετων πραγμάτων φθάνουμε στο να μη κλίνουμε προς τίποτε. «Ισοδυ-
ναμία» αποκαλούμε την ισότητα που αφορά όσα μας φαίνονται πιθα-
νά, ενώ «αντίθετα» πράγματα αποκαλούμε στην καθομιλουμένη εκείνα
που αντικρούονται το ένα με το άλλο και, τελικά, το «να μη κλίνουμε
προς τίποτε» αποκαλούμε τη συναίνεση σε ουδεμία από τις δύο από-
ψεις.
(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,190,1–I,191,1)

Την παραπάνω εξήγηση του Σέξτου μπορούμε εύλογα να την ερμηνεύσουμε


ως μία παρακίνηση προς την αναστολή της κρίσεως (ἐποχή), κάτι που επιση-
μαίνεται ρητώς και στο αμέσως επόμενο χωρίο του κειμένου: την έκφραση οὐ
μᾶλλον τη χρησιμοποιούμε απλώς αντί της πρότασης: δεν ξέρω (απορώ) σε τι
να συναινέσω και σε τι να διαφωνήσω.203 Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο πολύ
σημαντικό καθιστάται εν προκειμένω το ότι στην αμέσως επόμενη εξήγηση
του Σέξτου, που θα παραθέσουμε αμέσως, η αναφερθείσα παραίτηση από
κάθε οριστική γνωσιολογική στάση, θα λέγαμε κάποιου είδους «γνωσιολογι-
κή» αμφιταλάντευση ή μάλλον επιφύλαξη, δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά
και μόνο σε ισοδύναμα αντεπιχειρήματα, όπως αναφέρεται στο πρώτο κείμε-
νο, αλλά και στην ίδια την έκφραση οὐ μᾶλλον. Επομένως, σύμφωνα με τον
Σέξτο, οι νεοπυρρώνειοι χρησιμοποιούν την εν λόγω έκφραση «με αμέλεια»,
«με αφροντισία» (ἀδιαφόρως), πράγμα που στα γνωσιολογικά συμφραζόμε-
να της συζήτησης αυτής πιθανότατα και να σημαίνει ότι αμφιβάλλουν για τη
γνωσιολογική ισχύ της, χρησιμοποιούν δηλαδή τη φράση με τρόπο διαφορε-
τικό από τον συνηθισμένο (καταχρηστικῶς = με κατάχρηση, δηλαδή της
γλώσσας). O Σέξτος θεωρεί ότι εκείνο που χρειάζεται είναι να φανερώνουμε
ό,τι φαίνεται σε εμάς ως φαινόμενο –τα φαινόμενα είναι, κατ’ αυτόν, το βασι-
κό κριτήριο τόσο της ανθρώπινης γνώσης όσο και της δράσης– και με την επι-
σήμανση πάντα ότι παραδόξως ακόμα και απέναντι στην έκφραση οὐ μᾶλλον
–διαμέσου της οποίας πραγματοποιείται η ως ανωτέρω «φανέρωση»– πρέπει
να υιοθετήσουμε την ακραία στάση της γνωσιολογικής αμέλειας. Η στάση
αυτή συνεπάγεται το να διστάζουμε, να αμφιταλαντευόμαστε και να αμφι-
βάλλουμε –βεβαίως, και εδώ σύμφωνα με ό,τι μας παρουσιάζεται ως φαινό-
μενο– για το αν η έκφραση οὐ μᾶλλον είναι αληθής ή ψευδής:

203. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. 1,191,4–5.


82 Ο Πύρρων

πρόκειται <γὰρ> ἡμῖν δηλῶσαι τὸ φαινόμενον ἡμῖν· κατὰ δὲ τὴν φωνὴν


δι᾿ ἧς αὐτὸ δηλοῦμεν ἀδιαφοροῦμεν. κἀκεῖνο δὲ χρὴ γινώσκειν, ὅτι
προφερόμεθα τὴν ‘οὐδὲν μᾶλλον’ φωνὴν οὐ διαβεβαιούμενοι περὶ τοῦ
πάντως ὑπάρχειν αὐτὴν ἀληθῆ καὶ βεβαίαν, ἀλλὰ κατὰ τὸ φαινόμενον
ἡμῖν καὶ περὶ αὐτῆς λέγοντες.
«Το έργο μας είναι να φανερώνουμε αυτό που παρουσιάζεται σε εμάς
ως φαινόμενο. Αλλά όσον αφορά την έκφραση, διαμέσου της οποίας
το φανερώνουμε αυτό, κρατάμε τη στάση της γνωσιολογικής αδιαφο-
ρίας. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι την έκφραση “όχι περισσότε-
ρο” την εκφέρουμε χωρίς να είμαστε εντελώς βέβαιοι για αυτήν ότι εί-
ναι σε κάθε περίπτωση αληθής και αναμφίβολη, και ότι και για αυτήν
κρίνουμε σύμφωνα με ό,τι μας παρουσιάζεται ως φαινόμενο».
(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,191,6–I,191,11)

Αντιθέτως, από τον Πύρρωνα εδώ η έκφραση οὐ μᾶλλον χρησιμοποιείται
με τρόπο που συμβαδίζει μάλλον με την κοινή και συνηθισμένη χρήση της
φράσης αυτής στην καθομιλουμένη γλώσσα παρά με αυτήν που χαρακτηρί-
ζει τη φιλοσοφικο-τεχνική γλώσσα του Σέξτου. Ο R. Bett204 υποστηρίζει ότι
ενδεικτικό παράδειγμα για τη χρήση της συγκεκριμένης φράσης στον Πύρ-
ρωνα αποτελεί η εξής πρόταση που απαντά στο έργο του Διογένη του Λα-
έρτιου: «Η Σκύλλα δεν υπάρχει περισσότερο από τη Χίμαιρα».205 Στον ισχυ-
ρισμό αυτόν θα μπορούσε να προβάλει κανείς την αντίρρηση ότι στο συγκε-
κριμένο χωρίο δεν γίνεται ρητή αναφορά στον Πύρρωνα, παρά μόνο στους
σκεπτικούς – πράγμα που σημαίνει ότι ίσως ο συγγραφέας να είχε κατά νου
τον Πύρρωνα και τον Τίμωνα μαζί. Αυτοί, όπως αναφέρει ο δοξογράφος
παρακάτω, δεν χρησιμοποιούν την έκφραση οὐ μᾶλλον με τη σημασία της
καταφατικής (θετικής) δήλωσης (θετικῶς), όπως συμβαίνει με την πρόταση
«Ο πειρατής δεν είναι καθόλου πιο κακός (οὐδὲν μᾶλλον… κακός) παρά ο
ψέυτης», 206 αλλά με την έννοια της αποφατικής (αρνητικής) δήλωσης (ἀναι-
ρετικῶς), όπως γίνεται στην περίπτωση της πρότασης για τη Σκύλλα και την
Χίμαιρα. Αλλά τι πραγματικά ήθελε να πει ο Πύρρων με την πρόταση σχετι-
κά με τα μυθικά αυτά όντα; Κατ’ αρχάς, υπάρχει η δυνατότητα να ερμηνεύ-
σουμε στο κείμενο του Διογένη τη φράση ἀναιρετικῶς («ανασκευάζοντας»,
«ανατρέποντας», «αρνούμενος») ως μία απλή λογική άρνηση. Ως εκ τούτου,

204. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 31.
205. Diogenes Laertius, Vitae, IX,75,4–5: Οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα.
206. Ό.π., IX,75,2–3: Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης. Η πρόταση δηλώ-
νει «θετικά», ότι ο πειρατής είναι εξίσου κακός με τον ψεύτη, πρόκειται, δηλαδή, εδώ για τη
σύζευξη δύο θετικών ισχυρισμών.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 83

ολόκληρη η πρόταση θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως σύζευξη των εξής


δύο αρνητικών ισχυρισμών: «Δεν είναι αληθές ότι υπάρχει η Σκύλλα» και
«Δεν είναι αληθές ότι υπάρχει η Χίμαιρα». Τότε, όμως, θα έλεγε ο Πύρρων,
κάτι το «θετικό» για τον κόσμο, θα μας έδινε κάποια πληροφορία για την
κατάσταση των πραγμάτων, ακριβέστερα, για τη (φυσική) ανυπαρξία των
μυθικών όντων της Σκύλλας και της Χίμαιρας, πράγμα που ίσως και να
αντέβαινε στον υποτιθέμενο ακραίο σκεπτικισμό του Πύρρωνα. Καταλή-
γουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η σύζευξη των δύο απλών λογικών αρνή-
σεων δεν μπορεί να αποτελέσει, στην πρώτη φάση της έρευνάς μας τουλάχι-
στον, την αναζητούμενη σημασία της έκφρασης οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα.
Ας γνωρίζει ήδη ο αναγνώστης ότι στο κεφάλαιο 4.4 θα γίνει ολοφάνερο ότι
ο Πύρρων δεν αντιλαμβανόταν την ενέργεια της άρνησης, όπως αυτός την
χρησιμοποιούσε (τ.ε. ἀναιρετικῶς), ως μία απλή λογική άρνηση, αλλά ως
ιδιαίτερη ενέργεια της ακραίας απόρριψης καθεμίας γνωσιολογικής ισχύος
της πρότασης, στην οποία είχε εφαρμοστεί η φιλοσοφική «πυρρώνεια» άρ-
νηση.
Τέτοιου είδους συζητήσεις, ωστόσο, ας αναβληθούν για αργότερα. Θα
αρκεστούμε, προς το παρόν, να αναζητήσουμε, στις σωζόμενες πηγές, συ-
γκεκριμένα χωρία που θα μας φανερώσουν το έντονο ενδιαφέρον του Πύρ-
ρωνα στο να χρησιμοποιεί τόσο συχνά το αρνητικό «στοιχείο», την ακριβή
σημασία του οποίου δεν έχουμε ακόμη εντοπίσει παρά μόνο μαντέψει. Την
υπόθεση σχετικά με τη συχνή και ιδιαίτερα προσφιλή χρήση της άρνησης
από τον Πύρρωνα την υποστηρίζουν και οι αναφερθείσες αρνητικές και
–ως προς τη βεβαιότητα και την πειστικότητά τους– «δογματικές» πολλα-
πλές συζεύξεις των αρνήσεων, που αποδίδει στον Πύρρωνα ο Διογένης ο
Λαέρτιος: τίποτε δεν είναι ούτε όμορφο, ούτε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε
άδικο, και παρομοίως τίποτε εν γένει δεν έγκειται στην αλήθεια (τῇ ἀλη-
θείᾳ), αλλά τα πάντα τα κάνουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότη-
τές τους (νόμῳ) και τη συνήθειά τους (ἔθει).207 Στην εξήγηση του Αριστο-
κλή, τη σωζόμενη στο έργο του Ευσέβιου, με την οποία θα ασχοληθούμε λε-
πτομερώς αργότερα, η πολλαπλή, ή μάλλον πολυάριθμη, άρνηση εφαρμόζε-
ται σε μία αρκετά μεγάλη σειρά από ισχυρισμούς, μερικές φορές ακόμη και
σε προτάσεις λογικά αντιφατικές, όπως συμβαίνει π.χ. με τον εξής ισχυρι-
σμό: οι αισθήσεις μας και οι πεποίθησείς μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύδο-
νται.208 Ακόμη και εκεί, όπου ο Πύρρων φαίνεται σαν να διατύπωνε θετικές

207. Ό.π., IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi.


208. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,3–4, απόσπ. 53 Caizzi: …μήτε τὰς
αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. Παρά το γεγονός ότι στο αναφερθέν
84 Ο Πύρρων

προτάσεις, κρύβεται μία άρνηση – για την ακρίβεια, διαμέσου του αρνητι-
κού χαρακτήρα του κατηγορουμένου, ιδιότητας που του προσδίδει το στε-
ρητικό (αρνητικό) μόριο «-α», που συνδέεται με το δεύτερο συνθετικό της
εν προκειμένω λέξης: τα πράγματα είναι εντελώς δυσδιάκριτα (ἀδιάφορα),
ακαταμέτρητα (ἀστάθμητα) και απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα), δεν πρέπει να
πιστεύουμε ούτε στις απόψεις μας ούτε στις αισθήσεις μας (μηδὲ πιστεύειν
αὐταῖς δεῖ), πρέπει να είμαστε χωρίς άποψη, να μην κατατείνουμε σε ουδε-
μία πλευρά και να είμαστε ασάλευτοι όσον αφορά αυτά τα ζητήματα
(ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ ἀκραδάντους εἶναι...)209 Επομένως, μπορούμε
κατά πάσα πιθανότητα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η έκφραση οὐ
μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον ισοδυναμεί, στη φιλοσοφία του Πύρρω-
να, με τη σύζευξη των δύο «αρνήσεων» οὔτε τόδε οὔτε τόδε εἶναι ἕκαστον210
με την επισήμανση ότι πιθανότατα δεν πρόκειται εδώ για την «απλή» λογική
άρνηση, αλλά για ορισμένη ενέργεια της (γνωσιολογικής) αναίρεσης, η
οποία θα εξακριβωθεί αργότερα.
Σύμφωνα με το συμπέρασμα αυτό πρέπει να ερμηνεύσουμε και τον ρητό
ορισμό της πυρρώνειας έκφρασης «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον), τον οποίο
παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος. Αναφέρει ο Διογένης ότι η συγκεκριμένη
έκφραση –όπως λέει ο Τίμων στο έργο του Πύθων– σημαίνει (ἡ φωνὴ ση-
μαίνει) ότι δεν πρέπει να προσδιορίζουμε τίποτε (μηδὲν ὁρίζειν), αλλά, αντι-
θέτως, πρέπει να διατυπώνουμε τη διαφωνία μας σε όλα (ἀπροσθετεῖν). Αν
ο A. A. Long211 μας συμβουλεύει να ερμηνεύσουμε την έκφραση ἀπροσθε-

αρχαίο κείμενο χρησιμοποιείται η διάζευξη (ἤ), ολόκληρη η σύνθετη πρόταση μπορεί να δια-
τυπωθεί ως μία άρνηση, non (p v q), που ισοδυναμεί, πάλι, με τη σύζευξη των δύο αρνήσεων,
την οποία αποδίδει και η δική μας νεοελληνική μετάφραση. Η σύζευξη των δύο (ή μάλλον πε-
ρισσότερων ή και πολλαπλών) αρνήσεων αποτελεί, όπως έχει ήδη ειπωθεί, έναν πολύ συνήθη
εκφραστικό τρόπο του Πύρρωνα. Οι προτάσεις p (ἀληθεύειν = «να λέω αλήθεια») και q
(ψεύδεσθαι = «να λέω ψέμματα») είναι αντιφατικές από λογικής απόψεως, τ.ε. έχουν αντίθε-
τες τιμές αλήθειας. Αν, δηλαδή, όντως εφάρμοζε σε αυτές ο Πύρρων κάποια «άρνηση», απο-
κλείεται να είχε κατά νου την «απλή» λογική άρνηση, κι αυτό γιατί τέτοιου είδους άρνηση δεν
θα άλλαζε καθόλου τη σημασία της σύνθετης πρότασης.
209. Ό.π., XIV,18,3,1–5, απόσπ. 53 Caizzi.
210. Η σημασία της σύζευξης των δύο αρνήσεων, που δηλώνεται από τον Πύρρωνα στην
έκφραση οὐ γὰρ μᾶλλον τόδε ἢ τόδε εἶναι ἕκαστον στον Διογένη τον Λαέρτιο (Vitae, IX,61,11,
απόσπ. 1A Caizzi), υποδηλώνεται και στη νεοελληνική απόδοση του χωρίου από την K. L.
Georgoula: διότι περὶ ἑκάστου πράγματος δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι εἶναι τοῦτο καὶ (…δη-
λαδή «δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι», σημείωση του συγγραφέα) ὄχι τοῦτο. Ιστορία της
Ελληνικής Φιλοσοφίας, σελ. 444). Η συχνή χρήση της άρνησης και των αρνητικών εκφράσε-
ων για την έκφραση των θεωρητικών στάσεων από τον Πύρρωνα αποτελεί για τους υπερα-
σπιστές της ανατολίτικης ερμηνείας σημαντικό τεκμήριο ως προς την ενίσχυση της υπόθεσης
σχετικά με τη σύνδεσή του με την ανατολική σκέψη (βλ. ιδιαιτέρως το κεφάλαιο 4.5 και
την  υποσημ. 295).
211. Diogenes Laertius, Vitae, IX,76,4–5, απόσπ. 54 Caizzi: σημαίνει οὖν ἡ φωνή, καθά φησι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 85

τεῖν του εν λόγω χωρίου με τη σημασία της άρνησης της στωικής συναίνε-
σης (συγκατάθεσις), δηλαδή με τη σημασία της μεταγενέστερης «αναστολής
της κρίσεως» (ἐποχή),212 μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον παραπάνω
ερευνητή, μόνον εάν με την «άρνηση της στωικής συναίνεσης» εννοήσουμε
ούτε τη νεοπυρρώνεια αναστολή της κρίσεως, δηλαδή τον δισταγμό και την
παραίτηση από την κλίση προς τη μία ή την άλλη (αντίθετη) εκδοχή της πρό-
τασης (όπως συμβαίνει στον Σέξτο), ούτε την απλή λογική άρνηση, η οποία
αλλάζει την τιμή αλήθειας της εκάστοτε πρότασης στην αντίθετή της, αλλά
να εννοήσουμε σε αυτήν μία ορισμένη ενέργεια αναίρεσης, «άρνησης», η
οποία ισοδυναμεί με την ακραία απόρριψη της «νομιμότητας» της ίδιας της
γνώσης. 213
Για να ολοκληρώσουμε τις προκαταρκτικές μας εξακριβώσεις της σημα-
σίας της έκφρασης οὐ μᾶλλον στη φιλοσοφία του Πύρρωνα, ας αναφερθεί
και ας αξιολογηθεί ακόμη ένα χωρίο του Διογένη του Λαέρτιου, το οποίο
θα ενισχύσει την εύλογη (θεωρούμε) υπόθεσή μας σχετικά με το ότι ο Πύρ-
ρων χρησιμοποιούσε χωρίς καμία δυσκολία στους ισχυρισμούς του ένα εί-
δος άρνησης ή ακριβέστερα «αναίρεσης», με τη μορφή κάποιας αρνητικής
έκφρασης ή στερητικού μορίου, τη σημασία της οποίας δεν έχουμε ακόμη

καὶ Τίμων ἐν τῷ Πύθωνι, τὸ μηδὲν ὁρίζειν, ἀλλ᾿ ἀπροσθετεῖν. Ο τύπος ἀπροσθετεῖν είναι το
άπαξ λεγόμενον (LSJ, βλ. το λήμμα ἀπροσθετέω) και, κατά τη γνώμη του A. A. Long, αποτελεί
την άρνηση της κοινής και πιο συνήθους λέξης προστίθεσθαι (= «συμφωνώ», «ψηφίζω υπέρ»).
Ο συγκεκριμένος ερευνητής θεωρεί ότι το ρήμα προστίθεσθαι και το αντίστοιχο ουσιαστικό
πρόσθεσις («συναίνεση», «υπερψήφιση») απαντούν στα σκεπτικά κείμενα ως ταυτόσημα των
στωικών τεχνικών όρων συγκατατίθεσθαι και συγκατάθεσις, δηλώνοντας έτσι τη στωική συ-
ναίνεση σε προτασιακό επίπεδο. Το γεγονός ότι ο Τίμων προτιμά τον τύπο ἀπροσθετεῖν παρά
το ἐπέχειν, υπαινίσσεται πιθανότατα, και σύμφωνα με τον A. A. Long, την ανυπαρξία οποιασ-
δήποτε σταθερής σκεπτικής ορολογίας στην εποχή του πρώιμου πυρρωνισμού (The Hellenistic
Philosophers, II, σελ. 7). Για την παρόρμηση (ὁρμή) και τη συναίνεση (συγκατάθεσις) στη στω-
ική φιλοσοφία βλ. Kalaš, A.: Úloha pudu a súhlasu v stoickej epistemológii, σελ. 163 – 180.
212. Ο A. A. Long θεωρεί ότι η χρήση των φιλοσοφικών όρων ἐποχή και ἀκαταληψία από
τον Διογένη τον Λαέρτιο (Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,7), όταν γίνεται σχετικά με τον σκεπτι-
κισμό του Πύρρωνα, αποτελεί αναχρονισμό: κατά τη γνώμη αυτού του ερευνητή, οι εν λόγω
όροι χρονολογούνται μόνο από την εποχή του Ζήνωνα και του Αρκεσίλαου και εξής (Long,
A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 2). Και ο P. De Lacy αμφιβάλλει σοβα-
ρά για το αν ο φιλοσοφικός όρος ἐποχή εχρησιμοποιείτο ήδη από τον ιστορικό Πύρρωνα, ιδι-
αιτέρως επειδή δεν απαντάται πουθενά στα σωζόμενα αποσπάσματα του Τίμωνα. Ο εν λόγω
ερευνητής θεωρεί ότι και η ονομασία ἀκαταληψία εμφανίζεται μόνον από την εποχή της ακα-
δημαϊκής επίθεσης στη στωική θεωρία της αντίληψης και μετά (κατάληψις = «διανοητική σύλ-
ληψη»); βλ. De Lacy, P.: Scepticism in Antiquity, σελ. 237; παρόμοια άποψη πρβλ. και στο άρθρο
του E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 108, υποσημ. 26).
213. Η βάσιμη αυτή υπόθεση, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, θα διευκρινιστεί αναλυτικότε-
ρα στη συνέχεια: κυρίως στο πλαίσιο της λεπτομερούς εξήγησης της τρίτης ερμηνείας της πυρ-
ρώνειας έκφρασης οὐ μᾶλλον στο κεφάλαιο 4.4: βλ. την υποσημ. 285 και κυρίως το αντίστοιχο
κείμενο αμέσως πριν από αυτήν.
86 Ο Πύρρων

προσδιορίσει με ακρίβεια. Προς ενίσχυση της συγκεκριμένης υπόθεσης θα


μπορούσε ίσως να αναφερθεί και το χωρίο του Διογένη, όπου αναφέρεται
πως οι σκεπτικοί με την έκφρασή τους «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον) δεν
αναιρούν μόνον τις άλλες προτάσεις αλλά αμφισβητούν τη γνωσιολογική
ισχύ και της ίδιας αυτής της σκεπτικής προτροπής: διότι όσο όχι περισσότε-
ρο αληθεύει το ότι η πρόνοια υπάρχει παρά το ότι δεν υπάρχει, τόσο και όχι
περισσότερο αληθεύει η έκφραση «όχι περισσότερο» (οὐ μᾶλλον) παρά ψεύ-
δεται.214 Αν η πληροφορία αυτή πράγματι λέει κάτι και για τον Πύρρωνα
τον ίδιο, τότε μάλλον ο Πύρρων θα εφάρμοζε την παραπάνω μέθοδο της
«άρνησης» όχι μόνον στις «κοινές» προτάσεις, αλλά ακόμη και στο σημαντι-
κότερο εκφραστικό μέσο του σκεπτικισμού του, στην έκφραση οὐ μᾶλλον.
Μία τέτοιου είδους ερμηνεία, ωστόσο, θέτει το σοβαρό ζήτημα της διατήρη-
σης ή/και της αυτοαναίρεσης του ίδιου του σκεπτικισμού του Πύρρωνα, ο
οποίος θα έστρεφε εδώ το ισχυρότερό του όπλο, την έκφραση οὐ μᾶλλον,
ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό. Τι θα έμενε, λοιπόν, από το δογματισμό
του Πύρρωνα, αν η αναιρετική του δύναμη είχε στραφεί ενάντια στον ίδιο
της τον εαυτό; Η επίλυση αυτού του σοβαρού ερωτήματος θα μας απασχο-
λήσει κυρίως στο κεφάλαιο 4.4, όπου θα γίνει φανερό ότι τη φιλοσοφική θέ-
ση τη συνδεδεμένη με την έκφραση οὐ μᾶλλον, την παρουσιάζει ο Πύρρων,
κατά πάσα πιθανότητα, ως μία ορισμένη θεία σοφία που σώζεται από τη
σφαίρα της αναιρετικής της δύναμης. Επίσης, θα γίνει φανερό ότι η έκφρα-
ση οὐ μᾶλλον αποκλείεται να καταστεί αυτοαναφορική στο σύστημα του
Πύρρωνα· ειδάλλως η σκεπτική θεωρία του θα είχε πλήρως καταρρεύσει
λόγω της προαναφερθείσας λογικής ανακολουθίας. Τότε, όμως, απειλείται
σοβαρά η ιστορική αξιοπιστία τής εν λόγω αναφοράς του Διογένη του Λα-
έρτιου ως μαρτυρίας για τον ιστορικό Πύρρωνα. Πιθανολογείται, ότι ο Διο-
γένης έχει στον νου του εδώ τους νεοπυρρώνειους φιλοσόφους –ας θυμη-
θούμε ότι απαντά στο αρχαίο κείμενο και η φράση οἱ σκεπτικοί– οι οποίοι
και εξέφραζαν σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα η μη των ίδιων των
σκεπτικών θέσεων (βλ. παραπάνω). Η εν προκειμένω πληροφορία του Διο-
γένη, επομένως, δεν θα μπορέσει να αξιοποιηθεί ως μαρτυρία για τη συνεχή
πρακτική της αναίρεσης της κάθε είδους πρότασης από τον Πύρρωνα.

214. Πρόκειται για το χωρίο Diogenes Laertius, Vitae, IX,76,2–4, απόσπ. 54 Caizzi. Ο Διογέ-
νης ο Λαέρτιος προειδοποιεί εδώ για το «αυτοαναιρετικό» ή μάλλον «αυτοκαταστροφικό»
επιχείρημα του σκεπτικισμού, το οποίο ήθελε να αντιμετωπίσει ήδη ο σκεπτικός ατομιστής
Μητρόδωρος ο Χίος, βλ. το κεφάλαιο 3.1.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 87

4.2 Η χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στα ελληνικά μη φιλοσοφικά


κείμενα.
Προτού περάσουμε στη λεπτομερή ανάλυση της «εκτενούς» εκδοχής της πυρ-
ρώνειας φράσης οὐ μᾶλλον στο απόσπασμα του Αριστοκλή, θα επιχειρήσου-
με να σκιαγραφήσουμε διάφορους συντακτικούς τρόπους χρήσης αυτής της
έκφρασης στα ελληνικά μη φιλοσοφικά κείμενα. Θα μπορέσουμε, επομένως,
να σχηματίσουμε μία –κατά προσέγγιση τουλάχιστον– ικανοποιητική εικόνα
σχετικά με τη χρήση της εν λόγω φράσης στην καθομιλουμένη γλώσσα της
εποχής. Τα προκαταρκτικά μας αυτά συμπεράσματα θα αποτελέσουν, στη
συνέχεια, σημείο εκκίνησης για περαιτέρω αξιολόγηση των πληροφοριών που
αναφέρουν ότι η χρήση της ίδιας έκφρασης στα κείμενα του Σέξτου αντιβαί-
νει στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη ελληνική,
ενώ η χρήση της στη φιλοσοφική γλώσσα του Πύρρωνα συμβαδίζει πλήρως
με τον εκφραστικό τρόπο τής τότε γλώσσας. Η ανάλυσή μας, που δεν έχουμε
σκοπό να γίνει εξαντλητική, στηρίζεται σε σχετικά χωρία αρχαίων συγγραφέ-
ων, στα οποία παραπέμπει το LSJ215 και η Greek Grammar του Smyth.
Ο Smyth στη γραμματική του216 μας πληροφορεί ότι μετά την έκφρα-
ση μᾶλλον ἤ, της οποίας προηγείται άρνηση (ή άρνηση σε μορφή ερώτησης),
217 ακολουθεί το αρνητικό μόριο οὐ, που είναι περιττό.218 Παραθέτει το εξής

χωρίο του Δημοσθένη:


εὖ δ᾿ ἴστε ὅτι οὐ περὶ τῶν ἐμῶν ἰδίων μᾶλλον τιμωρήσεσθε Πολυκλέα ἢ
οὐχ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν...
Να είστε βέβαιοι ότι δεν θα εκδικηθείτε τον Πολυκλή περισσότερο για
τις δικές μου υποθέσεις παρά για εσάς τους ίδιους.
(Demosthenes, Contra Polyclem [Sp.], 66,1–2)

215. S.v. μάλα II, 5–6. Ο αντίστοιχος λατινικός συνδυασμός non magis (plus) quam εκφράζει,
κατά τη γνώμη του J. Špaňár, είτε –σε αρνητικά συμφραζόμενα– την άρνηση και των δύο σχε-
τικών προτάσεων (σε νεοελληνική μετάφραση: «ακριβώς τόσο λίγο… όσο και…») είτε την κα-
τάφαση και των δύο («ακριβώς τόσο πολύ… όσο και…»). Ο καθηγητής J. Špaňár όμως δεν πα-
ραθέτει στη Γραμματική του κανένα χωρίο ως παράδειγμα της πρώτης χρήσης, η οποία και
συμπίπτει με τη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα, παρά μόνον της δεύτερης:
non magis me meae excruciant miseriae quam tuae («Τα βάσανά μου με ταλαιπωρούν όχι λιγότε-
ρο από τα δικά σου»); βλ. J. Špaňár – J. Horecký, Latinská gramatika, σελ. 269.
216. Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 2753.
217. Ο Σέξτος ο ίδιος μνημονεύει τη δυνατότητα η άρνηση οὐ στον συνδυασμό οὐ μᾶλλον
να εκφραστεί διαμέσου του ερωτηματικού μορίου τί (μᾶλλον), το οποίο ισοδυναμεί με το «πιο
ρητό» διὰ τί. (βλ. Pyrrh. hyp. I,189).
218. Παρόμοιες πλεονάζουσες αρνήσεις βρίσκουμε και στα παρακάτω παρατιθέμενα χω-
ρία από τον Ξενοφώντα (Hell. VI,3,15,4–VI,3,16,1) και τον Ηρόδοτο (Hist. IV,118,12–14;
VII,16,26–30).
88 Ο Πύρρων

Από λογικής απόψεως, ο Δημοσθένης λέει στους ακροατές του ότι η εκδίκη-
σή τους κατά του Πολυκλή δεν θα έχει σε μεγαλύτερο βαθμό ως κίνητρο τις
δικές του υποθέσεις παρά τις δικές τους, δηλαδή ότι τα δικά τους συμφέρο-
ντα δικαιολογούν την εκδίκηση εξίσου ή και περισσότερο από τα δικά του.
Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται εδώ για μία σύζευξη των δύο «θετικών»
ισχυρισμών, από τους οποίους ο ένας υποδηλώνει ισχυρότερο κίνητρο εκδί-
κησης εναντίον του Πολυκλή σε σχέση με τον άλλον: 1. Η εκδίκηση θα γίνει
εξαιτίας των δικών μου υποθέσεων 2. Η εκδίκηση θα γίνει εξαιτίας των δι-
κών σας υποθέσεων (σε βαθμό ίσο ή ακόμη μεγαλύτερο) παρά εξαιτίας των
δικών μου. Σε αυτήν τη χρήση της φράσης οὐ μᾶλλον, δηλαδή, μπορούμε να
εντοπίσουμε τον εκφραστικό τρόπο που χαρακτηρίζεται από τον Διογένη
τον Λαέρτιο ως «θετική» δήλωση (θετικῶς) με παράδειγμα την πρόταση: «Ο
πειρατής δεν είναι καθόλου πιο κακός από τον ψεύτης».219 Σε αντίθεση,
όμως, με τη χρήση του Δημοσθένη, ο Διογένης ερμηνεύει αυτόν τον εκφρα-
στικό τρόπο μάλλον ως μία σύζευξη δύο «ισοδύναμων» προτάσεων σχετι-
κών με την ίση μοχθηρία του πειρατή και του ψεύτη, παρά ως δήλωση του
ότι ο πειράτης είναι εξίσου κακός ή ακόμη και λιγότερο κακός από τον ψεύ-
τη. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από την παρατήρηση του Διογένη: «Η
φράση Οὐδὲν μᾶλλον χρησιμοποιείται και με θετικό τρόπο (θετικῶς), σαν να
ήταν κάποια πράγματα όμοια (ισοδύναμα)».220 Γίνεται φανερό ότι η «θετι-
κή» χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον επικρατεί και σε άλλα χωρία της μη φι-
λοσοφικής γραμματείας:
τῇ τε γὰρ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο (sc. ναυμαχία), ὥσπερ ἴστε, καὶ
οὐχὶ ἐς ναυμαχίαν μᾶλλον ἢ ἐπὶ στρατείαν ἐπλέομεν...
«Και από την πλευρά της προετοιμασίας ήταν ελλιπής η ναυμαχία,
όπως γνωρίζετε, και αποπλεύσαμε όχι τόσο για ναυμαχία παρά για κα-
τά ξηράν εκστρατεία».
(Thúkydidés, Hist. II,87,2,1–3)

Παρά το γεγονός ότι δεν εντοπίζονται τόσο εύκολα στον ισχυρισμό του Θου-

219. Diogenes Laertius, Vitae, IX,75,2–3: Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης.
Όπως είχαμε ήδη επισημάνει στην υποσημ. 206, η συγκεκριμένη πρόταση δεν ισοδυναμεί με
τίποτε άλλο παρά μόνο με τη σύζευξη των εξής δύο θετικών προτάσεων: 1. Ο πειρατής είναι
κακός, 2. Ο ψεύτης είναι εξίσου κακός με τον πειρατή.
220. Ό.π., IX,75,1–3: λέγεται δὲ τὸ Οὐδὲν μᾶλλον καὶ θετικῶς, ὡς ὁμοίων τινῶν ὄντων·
οἷον, Οὐδὲν μᾶλλον ὁ πειρατὴς κακός ἐστιν ἢ ὁ ψεύστης. Η απόδοση του Hicks (Diogenes La-
ertius, Lives of Eminent Philosophers, II, σελ. 489) στα αγγλικά είναι ακόμη πιο κατηγορηματική:
“But ‘Not more (one thing than another)’ can also be taken positively, indicating that two things are
alike; for example ‘The pirate is no more wicked than the liar.’”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 89

κυδίδη δύο «θετικές» προτάσεις συνδεδεμένες με σύζευξη, όπως συμβαίνει


στην ανωτέρω περίπτωση του Δημοσθένη, σημαντικό για την εντόπιση της
σημασίας της εν λόγω φράσης οὐ μᾶλλον ἤ καθίσταται το γεγονός ότι συ-
γκρίνονται εδώ οι εξής δύο αντιθετικοί χαρακτηρισμοί της εκστρατείας που
έγινε στη θάλασσα (ἐπλέομεν): 1. η εκστρατεία υπήρξε θαλάσσια, 2. η εκστρα-
τεία υπήρξε χερσαία (στρατεία). Ο Θουκυδίδης θέλει να πει ότι το πρώτο χα-
ρακτηριστικό δεν ισχύει περισσότερο από το δεύτερο. Επομένως, από λογι-
κής απόψεως, και θεωρητικά, το πρώτο χαρακτηριστικό ενδέχεται να ήταν
ίσο, ως προς την πιθανότητά του, με το δεύτερο (ο αναφερόμενος από τον Δι-
ογένη «θετικός» τρόπος έκφρασης) ή –όπως είναι πιο λογικό από τα συμφρα-
ζόμενα– να ήταν ακόμα λιγότερο πιθανό σε σύγκριση με το δεύτερο: αν και η
εκστρατεία γινόταν στη θάλασσα, έμοιαζε περισσότερο με χερσαία επιχείρη-
ση παρά με ναυτική πολεμική επιχείρηση. Κατά συνέπεια, βέβαιο είναι ότι ο
Θουκυδίδης έχει σκοπό να εκφράσει, χρησιμοποιώντας τη φράση οὐ μᾶλλον
ἤ, μία θετική δήλωση για την πολεμική επιχείρηση που έλαβε χώρα στη θά-
λασσα και όχι να εκφράσει την αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) για αυτήν (νε-
οπυρρώνειος εκφραστικός τρόπος), ούτε την άρνηση τόσο του πρώτου όσο
και του δεύτερου χαρακτηριστικού της.221 Ένα άλλο παράδειγμα για τη χρή-
ση της συζητούμενης έκφρασης βρίσκουμε στον Αίαντα του Σοφοκλή:
TE. ῾Ανὴρ ἐκεῖνος, ἡνίκ᾿ ἦν ἐν τῇ νόσῳ,
αὐτὸς μὲν ἥδεθ᾿ οἷσιν εἴχετ᾿ ἐν κακοῖς,
ἡμᾶς δὲ τοὺς φρονοῦντας ἠνία ξυνών·
νῦν δ᾿ ὡς ἔληξε κἀνέπνευσε τῆς νόσου,
κεῖνός τε λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ,
ἡμεῖς θ᾿ ὁμοίως οὐδὲν ἧσσον ἢ πάρος.
῏Αρ᾿ ἔστι ταῦτα δὶς τόσ᾿ ἐξ ἁπλῶν κακά;
ΧΟ: Ξύμφημι δή σοι καὶ δέδοικα μὴ᾿ κ θεοῦ
πληγή τις ἥκῃ. Πῶς γάρ, εἰ πεπαυμένος
μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται;
Τέκμησσα: Εκείνος, όσο ήταν άρρωστος, ο ίδιος χαιρόταν στην κακή
παραφροσύνη του, εμας όμως που ήμασταν στα λογικά μας, μας λυ-
πούσε με την παρουσία του. Τώρα όμως που έπαψε να είναι άρρωστος
και επήρε από την αρρώστια ανάσα, και εκείνος πέρα για πέρα κυνη-
γιέται από λύπη κακή, και εμείς μαζί του το ίδιο σαν και πρώτα. Λοιπόν
δεν είναι αυτά τα κακά διπλά, που στην αρχή ήταν για έναν;

221. Υποθετικά, ο Σέξτος, με τη φράση «...αποπλεύσαμε όχι περισσότερο για ναυμαχία πα-
ρά για χερσαία εκστρατεία» θα εννοούσε πιθανότατα το εξής: «Δεν ξέρω, αν αποπλεύσαμε
μάλλον για θαλάσσια ή για χερσαία εκστρατεία». Ο Πύρρων, πάλι, θα εξέφραζε με τα ίδια
λόγια το εξής νόημα: «Δεν αποπλεύσαμε για θαλάσσια, ούτε για χερσαία εκστρατεία».
90 Ο Πύρρων

Χορός: Πάω με τη γνώμη σου και φοβάμαι μήπως ήρθε καμιά χτυπιά
από θεό. Και πώς αλλιώς, αφού τώρα, που γλύτωσε από την αρρώστια,
δεν χαίρεται καθόλου περισσότερο από τότε που ήταν άρρωστος;222
(Sophocles, Ai. 271–280, τροποποιημένη μετάφραση του Παναγή Λορεν­
τζάτου, Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου «Εστία» 1932)

Η τραγωδία Αίας του Σοφοκλή παρουσιάζει την τραγική τύχη του Έλληνα
ήρωα Αίαντα κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αίας ήθελε να σκοτώσει τους συ-
μπολεμιστές του, εξοργισμένος από το γεγονός ότι την πανοπλία του νεκρού
Αχιλλέα την είχει πάρει ο Οδυσσέας και όχι αυτός. Στην κατάσταση, όμως,
της παραφροσύνης που έστειλαν επάνω του οι θεοί δεν σκότωσε παρά μόνο
τα κτήνη. Στη συνέχεια, όταν συνήλθε από την τρέλα, μετάνιωσε πολύ για
ό,τι είχε πράξει. Συνειδητοποίησε την ενοχή του και αυτοκτόνησε. Στο ανω-
τέρω παρατεθέν χωρίο συγκρίνεται από τη σύζυγο του Αίαντα, την Τέκμησ-
σα, η κατάστασή του στο διάστημα της παραφροσύνης με αυτη μετά την τρέ-
λα: όταν η «αρρώστια» υποχώρησε, δεν χαιρόταν καθόλου περισσότερο από
τότε που ήταν άρρωστος. Από τα λόγια της Τέκμησσας συνάγεται ότι ο Αίας
στο διάστημα της παραφροσύνης χαιρόταν, ενώ ένιωθε μεγάλη λύπη από
την ώρα που η τρέλα υποχώρησε. Γίνεται φανερό, επομένως, ότι ο Σοφοκλής
με τη φράση μηδέν τι μᾶλλον ἢ εξέφρασε, λίγο έως πολύ, παρόμοια σημασία
με αυτές που συναντάμε στα παραπάνω χωρία του Δημοσθένη και του Θου-
κυδίδη. Αντιθέτως προς αυτά, το συγκεκριμένο χωρίο θα μπορούσε να απο-
δοθεί με σύζευξη από δύο προτάσεις, τη μία θετική και την άλλη αρνητική:
«ο Αίας κατά την αρρώστια χαιρόταν» και «ο Αίας μετά την αρρώστια δεν
χαιρόταν (ή «χαιρόταν λιγότερο»)». Ως παράδειγμα εκφραστικού τρόπου
ίδιου με αυτόν του Σοφοκλή, ας αναφερθεί ακόμη ένα χωρίο από τα Ελληνι-
κά του Ξενοφώντα. Η πρόταση που εισάγεται με τη φράση οὐ μᾶλλον δηλα-
δή το να περιμένουμε (ἀναμένειν), εκφράζει τη λιγότερο προτιμώμενη (δη-
λαδή την απορριπτόμενη) εναλλακτική δράση, ενώ προτιμάται η δεύτερη
προτεινόμενη δυνατότητα, δηλαδή το να κάνουμε ειρήνη (τὴν εἰρήνην
ποιήσασθαι). Δεν πρόκειται εδώ, δηλαδή, για την απόρριψη και των δύο
εναλλακτικών δράσεων (όπως συμβαίνει στον Πύρρωνα), αλλά για την προ-
τίμηση της μιας από τις δύο δυνατότητες που απαντούν δεξιά και αριστερά
της φράσεως οὐ μᾶλλον ἤ:
τί οὖν δεῖ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀναμένειν, ἕως ἂν ὑπὸ πλήθους κακῶν
ἀπείπωμεν, μᾶλλον ἢ οὐχ ὡς τάχιστα πρίν τι ἀνήκεστον γενέσθαι τὴν
εἰρήνην ποιήσασθαι;

222. Το ιαμβικό μέτρο της αρχαίας τραγωδίας το αποδίδουμε στα νέα ελληνικά με πεζό
λόγο κυρίως γιατί διευκολύνεται έτσι η φιλοσοφική ανάλυση του κειμένου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 91

«Γιατί περισσότερο πρέπει να περιμένουμε μέχρι την ώρα που θα έχου-


με καταρρεύσει από ένα πλήθος συμφορές, παρά να κάνουμε ειρήνη
όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πριν γίνει κάτι το ανίατο;»
(Xenophon, Hell. VI,3,15,4–VI,3,16,1)

Τα ακόλουθα παραδείγματα από τον Ηρόδοτο είναι ελαφρώς διαφορετικά
από τα προηγούμενα, και, αντιθέτως προς εκείνα, πλησιάζουν σημαντικά
τον «θετικό» εκφραστικό τρόπο (θετικῶς) της χρήσης του οὐ μᾶλλον, που
μνημονεύει ο Διογένης ο Λαέρτιος:
τί γὰρ πάθωμεν μὴ βουλομένων ὑμέων τιμωρέειν; ῾Υμῖν δὲ οὐδὲν ἐπὶ
τούτῳ ἔσται ἐλαφρότερον· ἥκει γὰρ ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ᾿
ἡμέας ἢ οὐ223 καὶ ἐπ᾿ ὑμέας, οὐδέ οἱ καταχρήσει ἡμέας καταστρε-
ψαμένῳ ὑμέων ἀπέχεσθαι.
«Τι συμφορά να αναμένουμε, αν δεν θελήσετε να μας βοηθήσετε; Εσείς,
όμως, σε τέτοια περίπτωση, δεν θα νιώθετε πολύ πιο ξένοιαστοι. Γιατί ο
Πέρσης δεν θα επιτεθεί περισσότερο σε εμάς παρά σε εσάς και δεν θα
αρκεστεί να καταστρέψει εμάς και εσάς να σας αφήσει στην ειρήνη.»
(Herodotus, Hist. IV,118,12–14)

Αυτή η χρήση της φράσης οὐ μᾶλλον πλησιάζει σε μεγαλύτερο βαθμό –σε


σύγκριση με τις άλλες έως τώρα παρατεθείσες– τις μη φιλοσοφικές χρήσεις
της ίδιας έκφρασης, στον θετικό (θετικῶς) εκφραστικό τρόπο που ο Διογέ-
νης ο Λαέρτιος εξηγεί, εφαρμόζοντάς τον στην πρόταση για την ίση μοχθη-
ρία του πειρατή και του ψεύτη. Παρά το γεγονός ότι στο χωρίο του Ηρόδο-
του η έκφραση οὐ μᾶλλον θα μπορούσε να δηλώνει, από άποψη «καθαρής»
λογικής, ότι είναι εξίσου ή και λιγότερο πιθανόν οι Πέρσες να επιτεθούν σε
εμάς παρά σε εσάς, τα συμφραζόμενα επιτρέπουν μόνον την πρώτη εκδοχή.
Αυτή εκφράζεται, όπως γινόταν και προηγουμένως, με τη σύζευξη των εξής
δύο θετικών προτάσεων: οι Πέρσες θα επιτεθούν σε εσάς και οι Πέρσες θα
επιτεθούν σε μας με την ίδια πιθανότητα όπως σε σας. Παρόμοια είναι και η
εξής χρήση του οὐ μᾶλλον σε ένα άλλο χωρίο του Ηρόδοτου:
Ἐπολέμεον γάρ… Μυτιληναῖοί τε καὶ ᾿Αθηναῖοι, οἱ μὲν ἀπαιτέοντες
τὴν χώρην, ᾿Αθηναῖοι δὲ οὔτε συγγινωσκόμενοι ἀποδεικνύντες τε λόγῳ
οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς ᾿Ιλιάδος χώρης ἢ οὐ224 καὶ σφίσι καὶ
τοῖσι ἄλλοισι, ὅσοι ῾Ελλήνων συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς ῾Ελένης
ἁρπαγάς.

223. Το πλεονάζον οὐ μετά το ἤ σύμφωνα με την εξήγηση του Smyth (Greek Grammar, §
2753, βλ. την αρχή του κεφαλαίου 4.2) δεν το μεταφράζουμε.
224. Σύμφωνοι με τον Smyth και πάλι, παραλείπουμε το πλεονάζον οὐ μετά το ἤ.
92 Ο Πύρρων

«Γιατί πολεμούσαν… Μυτιληναίοι και Αθηναίοι: οι πρώτοι ζητούσαν


το έδαφος, οι δεύτεροι, όμως, δεν συμφωνούσαν και προέβαλλαν επι-
χειρήματα ότι οι Αιολείς δεν δικαιούνται περισσότερο ένα μέρος από
τη γη της Τροίας παρά οι ίδιοι (δηλαδή οι Αθηναίοι) και όλοι όσοι από
τους Έλληνες βοήθησαν τον Μενέλαο να εκδικηθεί την απαγωγή της
Ελένης».
(Herodotus, Hist. V,94,8–14)

Και εδώ ο Ηρόδοτος θέλει με τη φράση οὐ μᾶλλον να εκφράσει την ισοδυ-
ναμία των εξής δύο (ή ακόμη και τριών) προτάσεων: 1. Οι Αθηναίοι δικαι-
ούνται ένα μέρος από το έδαφος της Τροίας. 2. Οι υπόλοιποι Έλληνες, όσοι
βοηθούσαν τον Μενέλαο, δικαιούνται ένα μέρος από το έδαφος της Τροίας.
3. Οι Μυτιληναίοι δικαιούνται ένα μέρος από το έδαφος της Τροίας σε ίσο
βαθμό με τους Αθηναίους και τους υπόλοιπους Έλληνες που βοηθούσαν
τον Μενέλαο. Τέλος, και το τελευταίο χωρίο που παραθέτουμε από τον Ηρό-
δοτο και που περιγράφει τη στιγμή που ο Αρτάβανος διερευνά τις ονειρικές
φαντασιώσεις του Ξέρξη, τις σχετικές με την εισβολή στην Ελλάδα, αποτελεί
άλλο ένα παράδειγμα για τη «θετική» σημασία της φράσης οὐ μᾶλλον:
…φανήτω γὰρ δὴ καὶ ἐμοί, ὡς καὶ σοί, διακελευόμενον. Φανῆναι δὲ
οὐδὲν μᾶλλόν μοι ὀφείλει ἔχοντι τὴν σὴν ἐσθῆτα ἢ οὐ καὶ τὴν ἐμήν,
οὐδέ τι μᾶλλον ἐν κοίτῃ τῇ σῇ ἀναπαυομένῳ ἢ οὐ καὶ ἐν τῇ ἐμῇ, εἴ πέρ
γε καὶ ἄλλως ἐθέλει φανῆναι.
«…γιατί ας εμφανιστεί και σ’ εμένα, όπως και σ’ εσένα, με τις εντολές
του. Πρέπει, όμως, να εμφανιστεί σ’ εμένα όχι περισσότερο με την ενδυ-
μασία σου επάνω μου παρά με την ενδυμασία τη δική μου και όχι πε-
ρισσότερο όταν πλαγιάσω στο κρεβάτι σου παρά στο κρεβάτι μου, αν
πράγματι θέλει να εμφανιστεί εν γένει».
(Herodotus, Hist. VII,16,26–30)

Παρομοίως, και εδώ, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και τις δύο χρήσεις της
φράσης οὐ μᾶλλον ως δύο ζεύγη συζεύξεων που εκφράζουν ίσο βαθμό πι-
θανότητας εμφάνισης του ονείρου σε διάφορες περιστάσεις: Ι) 1. Το όνειρο
πρέπει να εμφανιστεί, όταν βάλω επάνω μου την ενδυμασία σου. 2. Το όνει-
ρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν βάλω επάνω μου την ενδυμασία μου, με ίση
ακριβώς πιθανότητα με το να εμφανιστεί με τη δική σου ενδυμασία επάνω
μου. II) 1. Το όνειρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν πλαγιάσω στο κρεβάτι σου.
2. Το όνειρο πρέπει να εμφανιστεί, όταν πλαγιάσω στο κρεβάτι μου με ίση πι-
θανότητα με το να εμφανιστεί σ’ εμένα πλαγιασμένο στο δικό σου.
Η «αρνητική», αντιθέτως, χρήση της φράσης οὐ μᾶλλον, δεν απαντά που-
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 93

θενά στα μη φιλοσοφικά κείμενα εκτός από ένα χωρίο του Ξενοφώντα. Πρό-
κειται για την ίδια ακριβώς χρήση τής εν λόγω έκφρασης με εκείνην του
Πύρρωνα. Στο συγκεκριμένο χωρίο από τον Οικονομικό του Ξενοφώντα, ο
Σωκράτης απαντά σε ερώτηση του Κριτόβουλου σχετική με το αν θα τον εν-
θάρρυνε να εξημερώνει (πωλοδαμνεῖν) τα άλογα, ότι θα τον ενθάρρυνε να
το κάνει όχι περισσότερο από το να αγοράζει νεαρούς δούλους και να τους
κάνει αγρότες. Ο Σωκράτης δηλώνει προφανώς με αυτόν τον τρόπο ότι δεν
τον παροτρύνει ούτε να κάνει το πρώτο ούτε το δεύτερο:
Πωλοδαμνεῖν με κελεύεις, ὦ Σώκρατες; Οὐ μὰ Δί᾿ οὐδέν τι μᾶλλον ἢ
καὶ γεωργοὺς ἐκ παιδίων ὠνούμενον κατασκευάζειν ...
«Εσύ, Σωκράτη, με παροτρύνεις να εξημερώνω άλογα;» «Καθόλου...
όχι περισσσότερο από το να κάνεις αγρότες δούλους, που θα έχεις αγο-
ράσει».
(Xenophon, Oec. III,10,1–3)

Συνοψίζοντας την ανωτέρω ανάλυση της χρήσης της έκφρασης οὐ μᾶλλον


στα μη φιλοσοφικά κείμενα μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικά χρήσιμα
συμπεράσματα. Τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός του Σέξτου, ότι η νεοπυρρώ-
νεια χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον με τη σημασία της αναστολής της κρί-
σεως περί της μιας καθώς και της άλλης πρότασης αντιβαίνει στην καθομι-
λουμένη ελληνική (καταχρηστικῶς).225 Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός
ότι αυτός ο εκφραστικός τρόπος δεν βρίσκεται σε κανένα από τα έως τώρα
παρατεθειμένα χωρία. Τη χρήση που χαρακτηρίζεται από τον Διογένη ως
θετική (θετικῶς) την εντοπίσαμε στην καθαρή της μορφή τρεις φορές στον
Ηρόδοτο.226 Σε αυτές τις περιπτώσεις συνδέονται απλώς δύο ισοδύναμες
προτάσεις με λογική σύζευξη. Παρόμοιες, κατά κάποιο τρόπο, με την παρα-
πάνω αναφερθεία «θετική» χρήση είναι και οι εμφανίσεις που απαντώνται
στα χωρία του Δημοσθένη, του Θουκυδίδη, του Σοφοκλή και στα Ελληνικά
του Ξενοφώντα,227 όπου τη φράση οὐ μᾶλλον, επί τη βάσει των συμφραζομέ-
νων, δεν την ερμηνεύουμε ως «εξίσου» ή «σε ίσο βαθμό», αλλά ως «λιγότε-
ρο». Ως εκ τούτου, καταλήγουμε εδώ είτε σε δύο «θετικές» προτάσεις, των
οποίων η μία δηλώνει χαμηλότερο και η άλλη υψηλότερο βαθμό ισχύος (π.χ.
η σύγκριση των δύο κινήτρων της εκδίκησης στο χωρίο του Δημοσθένη ή
των δύο χαρακτηριστικών της εκστρατείας σε εκείνο του Θουκυδίδη), είτε

225. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,191,1–6.


226. Herodotus, Hist. IV,118,12–14; V,94,8–14; VII,16,26–30.
227. Demosthenes, Contra Polyclem [Sp.], 66,1–2; Thucydides, Hist. II,87,2,1–3; Sofoclés, Ai.
271–280; Xenophon, Hell. VI,3,15,4–VI,3,16,1.
94 Ο Πύρρων

σε μία θετική και μία αρνητική πρόταση, που είναι συνδεδεμένες με σύζευξη
(Σοφοκλής), είτε, τέλος, σε μία πρόταση που εκφράζει την προτιμώμενη και
σε μία άλλη που εκφράζει την απορριπτόμενη εκδοχή μιας συμπεριφοράς
(στα Ελληνικά του Ξενοφώντα). Τον «αρνητικό» τρόπο της χρήσης της έκ-
φρασης οὐ μᾶλλον, χαρακτηριστικό για τον Πύρρωνα, ο οποίος έτσι και αρ-
νείται και τις δύο συνδεδεμένες προτάσεις, τον έχουμε εντοπίσει, σε ένα αρ-
κετά πάντως περιορισμένο δείγμα των υπό εξέταση κειμένων, μόνο σε ένα
χωρίο του Οικονομικού του Ξενοφώντα.228

4.3 Η ανάλυση των σωζόμενων χρήσεων της σκεπτικής έκφρασης οὐ


μᾶλλον στα έργα του Σέξτου.
Στα δύο κεφάλαια που προηγήθηκαν διατυπώσαμε, επί τη βάσει των σωζό-
μενων πηγών (κυρίως του Σέξτου και του Διογένη του Λαέρτιου), μία υπόθε-
ση σχετικά με την ιστορικά πιθανή διαφορά στη χρήση της συγκεκριμένης
έκφρασης από τον Σέξτο και από τον Πύρρωνα, και αυτό ύστερα από εξέτα-
ση της «μη φιλοσοφικής» χρήσης της σε περιορισμένο σύνολο κειμένων από
την αρχαία ελληνική γραμματεία. Πριν ασχοληθούμε λεπτομερώς με την
ανάλυση του πιθανού τρόπου χρήσης της από τον Πύρρωνα, αξίζει τον κόπο
να ελέγξουμε την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Σέξτου,229 ο οποίος αναφέ-
ρει ότι ο ίδιος (ένας αντιπρόσωπος δηλαδή του νεοπυρρωνισμού) χρησιμο-
ποιεί την έκφραση αυτή με τρόπο αντίθετο με τη χρήση της στην τότε καθο-
μιλουμένη, ακριβέστερα τη χρησιμοποιεί στη θέση της ερώτησης ή της ανα-
στολής της κρίσεως. Άλλωστε, ήδη η ανωτέρω ανάλυση που στηρίζεται σε
αρκετά βεβαίως περιορισμένο σύνολο κειμένων από το corpus των αρχαίων
«μη φιλοσοφικών» έργων, έχει αποδείξει την αλήθεια της άποψης του Σέξ-
του, δηλαδή ότι η δική του χρήση της έκφρασης είναι «καταχρηστική»,230
πράγμα που συνάγεται από το γεγονός ότι σε κανένα από τα αναλυόμενα
χωρία δεν απαντά χρήση ούτε καν παρόμοια με αυτήν του Σέξτου, τ.ε. με τη
σημασία της αμφιβολίας ή/και της αναστολής της κρίσεως. Ωστόσο, στην τε-
λική κρίση σχετικά με την αλήθεια του ισχυρισμού του Σέξτου θα καταλή-
ξουμε μόνον έπειτα από μία σφαιρική εξέταση που θα καλύπτει όλες τις εμ-
φανίσεις της φράσης οὐ μᾶλλον στα σωζόμενα συγγράμματα του συγκεκρι-
μένου φιλοσόφου. Καθοδήγηση ανεκτίμητης αξίας στην πορεία αυτή θα μας

228. Xenophon, Oec. III,10,1–3.


229. Βλ. ιδιαιτέρως Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,191,1–6.
230. Το επίρρημα καταχρηστικώς το χρησιμοποιεί στο συγκεκριμένω χωρίο ο ίδιος ο Σέξ-
τος (Pyrrh. hyp. I,191,3) με τη σημασία «με κακή χρήση», «με κατάχρηση» της γλώσσας.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 95

παρέχουν οι Indices του εξαιρετικού Τσέχου ερευνητή Janáček. Στο οικείο


λήμμα οὐ(δὲν) μᾶλλον του συγκεκριμένου έργου αναφέρονται όλες οι εμφα-
νίσεις της έκφρασης στον Σέξτο.231 Στο εξής, θα παρατεθούν όλα τα χωρία
που αναφέρει εν προκριμένω ο Janáček, συμπληρώμενα βεβαίως με τα ευρύ-
τερα συμφραζόμενά τους και με τη δική μας νεοελληνική απόδοση:
ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐν τῷ προφέρεσθαι περὶ τῶν ἀδήλων τὰς σκεπτικὰς φωνάς,
οἷον τὴν ‘οὐδὲν μᾶλλον’ ἢ τὴν ‘οὐδὲν ὁρίζω’ ἤ τινα τῶν ἄλλων περὶ ὧν
ὕστερον λέξομεν δογματίζει. ὁ δὲ σκεπτικὸς τὰς φωνὰς τίθησι ταύτας
οὐχ ὡς πάντως ὑπαρχούσας· ὑπολαμβάνει γὰρ ὅτι, ὥσπερ ἡ ‘πάντα ἐστὶ
ψευδῆ’ φωνὴ μετὰ τῶν ἄλλων καὶ ἑαυτὴν ψευδῆ εἶναι λέγει, καὶ ἡ
‘οὐδέν ἐστιν ἀληθές’ ὁμοίως, οὕτως καὶ ἡ ‘οὐδὲν μᾶλλον’ μετὰ τῶν
ἄλλων καὶ ἑαυτήν φησι μὴ μᾶλλον εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τοῖς ἄλλοις
ἑαυτὴν συμπεριγράφει.
«Αλλά αυτός (δηλαδή ο σκεπτικός) δεν ακολουθεί τον δογματικό τρό-
πο ούτε καν όταν εκφωνεί τις σκεπτικές φωνές σχετικά με τα αφανή
πράγματα, όπως το «όχι περισσότερο», το «δεν προσδιορίζω τίποτα» ή
οποιαδήποτε άλλη από τις εκφράσεις που θα συζητήσουμε αργότερα.
Ο σκεπτικός δεν θέτει αυτές τις διατυπώσεις σαν να είναι διαπαντός
έγκυρες, γιατί συνειδητοποιεί ότι όπως ακριβώς η έκφραση “τα πάντα
είναι ψευδή” εκτός από τα υπόλοιπα δηλώνει και τον εαυτό της ότι εί-
ναι ψευδής, και το ίδιο κάνει και η έκφραση “τίποτα δεν είναι αληθές”,
έτσι και η έκφραση “όχι περισσότερο” (οὐδὲν μᾶλλον), μαζί με τα άλλα
στα οποία αναφέρεται, δηλώνει και για την ίδια ότι δεν είναι περισσό-
τερο αληθής από τα υπόλοιπα και, κατά συνέπεια, μαζί με τα άλλα
αναιρεί και τον εαυτό της».
(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,14,1–11, μετάφραση του συγγραφέα που
έλαβε υπόψη τη νεοελληνική απόδοση του Στυλιανού Δημόπουλου,
Σέξτος ο Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α’, Α’ τόμος, Θεσσα-
λονίκη, Ζήτρος, σελ. 365)

Η αναφορά στο επιχείρημα αυτοαναίρεσης της σκεπτικής φιλοσοφικής θέ-


σης, η οποία και προκύπτει από το ανωτέρω απόσπασμα, εναρμονίζεται σχε-
τικά καλά με τη σημασία της έκφρασης οὐ μᾶλλον ως αναστολής της κρίσε-
ως, όπως την ορίζει ο Σέξτος: όπως και για οτιδήποτε άλλο, έτσι και για την
ίδια τη σκεπτική έκφραση οφείλουμε να αμφιβάλλουμε.232 Ωστόσο, διαφορε-

231. Janáček, K.: Sexti Empirici Indices, s.v. οὐ(δὲν) μᾶλλον.


232. Aς αναφερθεί σχετικά, και από ιστορικης-φιλοσοφικής απόψεως, ότι η προβληματική
της αυτοαναίρεσης των σκεπτικών τύπων υπήρξε επίκαιρο και πολυσυζητημένο θέμα ήδη
από τα χρόνια που προηγήθηκαν του Πύρρωνα (βλ. την υποσημ. 146 και το αντίστοιχο κυρί-
ως κείμενο). Κατά τη γνώμη του P. De Lacy, μετά τον Αριστοτέλη καθοριστικό ρόλο στη χρή-
ση της έκφρασης οὐ μᾶλλον παίζει ο εκφραστικός τρόπος που εισήγαγε και ανέπτυξε ο ίδιος ο
96 Ο Πύρρων

τική σημασία εικάζεται να έχει η εν προκειμένω φράση στο χωρίο που θα


αναφερθεί στο εξής και στο οποίο παίρνει τη μορφή της ερώτησης τί μᾶλλον.
Ο Σέξτος ανατρέπει εδώ την άποψη τη σχετική με το ότι ο σκεπτικισμός οδη-
γεί, κατά κάποιους, στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου, η οποία –όπως θεωρούν
οι οπαδοί της– καταλήγει στο συμπέρασμα περί της συνύπαρξης των αντιθέ-
σεων σε ένα και το ίδιο πράγμα, και αυτό επί τη βάσει του γεγονότος ότι οι
τελευταίες μας «φαίνονται έτσι», πράγμα που συμβαδίζει πλήρως με τη σκε-
πτική θεωρία. Την υποτιθέμενη αυτή συγγένεια του σκεπτικισμού με τη φι-
λοσοφία του Ηράκλειτου, την ανατρέπει ο Σέξτος ισχυριζόμενος ότι το γεγο-
νός ότι εμφανίζονται σε εμάς οι αντιθέσεις συνιστά κοινό στοιχείο και κοινή
αφετηρία όχι μόνο για τον σκεπτικισμό, αλλά και για άλλες φιλοσοφικές θε-
ωρίες και, εν τέλει, για όλους τους ανθρώπους εν γένει.233 Ο Σέξτος ολοκλη-
ρώνει το επιχείρημά του με τη ρητορική ερώτηση, που εισάγεται ακριβώς με
την έκφραση τί μᾶλλον:
διόπερ εἰ μὲν ἀπό τινος τῶν σκεπτικῶς λεγομένων ἐλάμβανον τὸ
τἀναντία περὶ τὸ αὐτὸ ὑποκεῖσθαι, οἷον τοῦ ‘πάντα ἐστὶν ἀκατάληπτα’
ἢ τοῦ ῾οὐδὲν ὁρίζω᾿ ἤ τινος τῶν παραπλησίων, ἴσως ἂν συνῆγον ὃ
λέγουσιν· ἐπεὶ δὲ ἀρχὰς ἔχουσιν οὐ μόνον ἡμῖν ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις φι-
λοσόφοις καὶ τῷ βίῳ ὑποπιπτούσας, τί μᾶλλον τὴν ἡμετέραν ἀγωγὴν ἢ
ἑκάστην τῶν ἄλλων φιλοσοφιῶν ἢ καὶ τὸν βίον ὁδὸν ἐπὶ τὴν ῾Ηρα-
κλείτειον φιλοσοφίαν εἶναι λέγοι τις ἄν, ἐπειδὴ πάντες κοιναῖς ὕλαις
κεχρήμεθα;
«Γιατί αν πράγματι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα234 σχετικά με το
ότι οι αντιθέσεις συνυπάρχουν σε ένα και το αυτό πράγμα επί τη βάσει
κάποιων ισχυρισμών που διατυπώνονται με σκεπτικό τρόπο, όπως από

Σταγειρίτης, αντιμετωπίζοντας τις θεωρίες των (σκεπτικών) αντιπάλων του: ο συγκεκριμένος


τύπος δεν χρησιμοποιείται πλέον μόνον για να δηλώνει τις στάσεις και τις ιδιότητες των αντι-
κειμένων, αλλά εφαρμόζεται και σε προτάσεις με αποτέλεσμα η αναιρετική του ισχύς να μπο-
ρεί να στραφεί και ενάντια στον εαυτό του (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of An-
cient Scepticism, σελ. 62). Για τη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον από τον Αριστοτέλη με στόχο
την αντιμετώπιση των φιλοσοφικών του αντιπάλων, θα κάνουμε λόγο στην Ι. παρέκβαση, που
θα ακολουθήσει παρακάτω.
233. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,210.
234. Επισημαίνουμε ότι η σλοβακική μετάφραση της λέξης ἐλάμβανον, την οποία ο J. Špa-
ňár αποδίδει ως “odstránili” «πήραν», «αφαίρεσαν», είναι λανθασμένη, διότι δεν δίνει κανένα
ικανοποιητικό νόημα στα χωρία (Sextus Empiricus: Základy pyrrhónskej skepsy, σελ. 68). Το ρή-
μα λαμβάνειν δεν σημαίνει εδώ «το να παίρνω», «το να αφαιρώ κάτι», αλλά «το να αντιλη-
φθώ κάτι διανοητικά», «το να συλλάβω κάτι με τη νόησή μου», «το να καταλάβω κάτι» ή
ακόμη «το να συναγάγω κάτι». Αυτή η σημασία της λέξης, η τόσο συνηθισμένη σε φιλοσοφι-
κά συμφραζόμενα, ίσως να είναι πιο έντονα αισθητή στην περίπτωση του στωικού όρου
κατάληψις, που δηλώνει την ενέργεια της διανοητικής αντίληψης (σύλληψης) της αληθούς
γνώσης. Πρβλ. την αγγλική απόδοση του χωρίου από τον R. G. Buryho (Sextus Empiricus: Out-
lines of Pyrrhonism, σελ. 127): “if they have derived”.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 97

το «τα πάντα είναι ακατανόητα» ή το «δεν προσδιορίζω τίποτε» ή


οποιονδήποτε άλλο παρόμοιο ισχυρισμό, ίσως θα μπορούσαν να απο-
δείξουν ό,τι λένε. Επειδή όμως αυτοί χρησιμοποιούν αρχές που υποπί-
πτουν στην αντίληψη όχι μόνο τη δική μας αλλά και των άλλων φιλο-
σόφων και των κοινών ανθρώπων, κατά πόσο θα αποκαλούσε περισσό-
τερο κανείς «πορεία προς τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου» τη δική μας
διδασκαλία παρά κάποια από τις άλλες φιλοσοφίες ή και την ίδια την
ζωή, εφόσον όλοι χρησιμοποιούμε κοινό υλικό;»
(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,211,5–1,212,1; μετάφραση του συγγρα-
φέα που έλαβε υπόψη τη νεοελληνική απόδοση του Στυλιανού Δημο-
πούλου, Σέξτος ο Εμπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις Α´, Β´, Β´ τό-
μος, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, σελ. 561)

Με την παραπάνω χρήση της λεκτικής εκφοράς τί μᾶλλον υποδηλώνει, δη-


λαδή, ο Σέξτος το ότι η σκεπτική φιλοσοφία αποτελεί κατάλληλη αφετηρία
για τη δημιουργία της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου είτε εξίσου είτε ακόμη
και λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία ή και από την ίδια τη ζωή.
Από αυτό συνάγεται, όμως, ότι ο Σέξτος έρχεται εδώ σε σύγκρουση με τη δι-
κή του δήλωση, τη σχετική με το πώς θα χρησιμοποιεί την έκφραση οὐ
μᾶλλον. Επομένως, δεν τη χρησιμοποιεί εδώ με την «ιδιαίτερη» σημασία της
αναστολής της κρίσεως, με τρόπο δηλαδή που θα αντέβαινε στην τότε καθο-
μιλουμένη. Και αυτό γιατί ο Σέξτος δεν θέλει εδώ να μας δηλώσει ότι ούτε ο
ίδιος δεν ξέρει το κατά πόσον ο σκεπτικισμός μάλλον αποτελεί αφετηρία για
την εξαγωγή της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου σε σύγκριση με τα άλλα φιλο-
σοφικά ρεύματα ή και με την ίδια τη ζωή. Αντίθετα, ο Σέξτος λέει για τη φι-
λοσοφία του Ηράκλειτου σχετικά με τον σκεπτικισμό κάτι πιο συγκεκριμένο,
το οποίο και πλησιάζει τη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον που βρίσκεται πιο
κοντά στον τρόπο που χρησιμοποιείται στα μη φιλοσοφικά κείμενα τα εξετα-
ζόμενα στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Ωραίο παράδειγμα για μία «υποδειγματική» νεοπυρρώνεια χρήση της έκ-
φρασης οὐ μᾶλλον αποτελεί το χωρίο, όπου ο Σέξτος, ολοκληρώνοντας την
επιχειρηματολογία του για την ύπαρξη (ανυπαρξία) της ένδειξης,235 καταλή-
γει στο συμπέρασμα ότι το ερώτημα δεν αποφασίζεται:
Πλὴν ἀλλ᾿ οὕτω πιθανῶν καὶ πρὸς τὸ εἶναι σημεῖον καὶ πρὸς τὸ μὴ εἶναι
λόγων φερομένων, οὐ μᾶλλον εἶναι σημεῖον ἢ μὴ εἶναι ῥητέον.
«Πάντως, αφού τα επιχειρήματα και ως προς την ύπαρξη και ως προς
την ανυπαρξία της ένδειξης είναι τόσο πειστικά, δεν μπορούμε να πού-

235. Για την προβληματική της διάκρισης του σημείου (σημαῖνον) από την ένδειξη (ση-
μεῖον) βλ. την Εισαγωγή και ιδιαιτέρως την υποσημ. 64.
98 Ο Πύρρων

με ότι αυτή υπάρχει περισσότερο παρά ότι δεν υπάρχει».


(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. II,133,9 –11)

Εικάζεται ότι παρόμοια σημασία της αναστολής της κρίσεως, ακριβέστερα


του ότι δεν πρέπει να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την
ύπαρξη (ανυπαρξία) της ένδειξης έχει η έκφραση οὐ μᾶλλον και στο εξής
χωρίο του Σέξτου:
τί ἀπολείπεται τῆς καθ᾿ ἑκάτερον μέρος προσπιπτούσης ἰσοσθενείας εἰ
μὴ τὸ ἐπέχειν καὶ ἀοριστεῖν περὶ τοῦ ζητουμένου πράγματος, οὔτε τὸ
εἶναί τι σημεῖον λέγοντας οὔτε τὸ μὴ εἶναι, τὸ δὲ οὐ μᾶλλον εἶναι ἢ μὴ
εἶναι μετὰ ἀσφαλείας προφερομένους;
«Τι άλλο πρέπει να κάνουμε αντιμετωπίζοντας την ισοδυναμία των δύο
πλευρών του εξεταζόμενου αντικειμένου, παρά να υιοθετήσουμε τη
στάση της αναστολής της κρίσεως και να γίνουμε αναποφάσιστοι σχε-
τικά με το συζητούμενο ερώτημα; Τι άλλο παρά να μην ισχυριζόμα-
στε236 ούτε ότι υπάρχει κάποια ένδειξη ούτε ότι δεν υπάρχει, προφέρο-
ντας, αντιθέτως, με κάθε επιφύλαξη237 την έκφραση «δεν υπάρχει πε-
ρισσότερο παρά υπάρχει;»
(Sextus Empiricus, Adv. math. VIII,298,3–7)

Με παρόμοιο τρόπο, καταλήγει ο Σέξτος στο συμπέρασμα της αναστολής


της κρίσεως που δηλώνεται με την έκφραση οὐ μᾶλλον και σε μερικά άλλα
χωρία, όπου γίνεται λόγος για την ύπαρξη (ανυπαρξία) της απόδειξης
(ἀπόδειξις),238 την ύπαρξη (ανυπαρξία) του αιτιακού δεσμού (ὑπόστασις τοῦ
αἰτίου)239 και τελικά για το εάν υπάρχει η κίνηση (κίνησις).240 Όλες αυτές οι
εμφανίσεις του οὐ μᾶλλον αντιστοιχούν στην «κανονική» νεοπυρρώνεια χρή-
ση της εν λόγω έκφρασης, όπως τη χαρακτηρίζει και ο ίδιος ο Σέξτος. Στηρι-

236. Για να ερμηνευτεί το κείμενο ούτως ωστε να εκφράζει το νόημα της αναστολής της
κρίσεως (ἐπέχειν) και της εντολής να μην προσδιορίζουμε τίποτε (ἀοριστεῖν), η σύζευξη των
δύο αρνήσεων οὔτε –οὔτε θα πρέπει να εφαρμοστεί στο ζεύγος των ρημάτων λέγοντας– λέγο-
ντας, πράγμα που γίνεται φανερό από το ότι στο ελληνικό κείμενο απαντά το φαινόμενο της
έλλειψης: ο Σέξτος, μετά τη φράση οὔτε τὸ μὴ εἶναι παρέλειψε να αναφέρει το ρήμα λέγοντας.
Ως εκ τούτου, κατά την ερμηνεία μας, ο Σέξτος στο συγκεκριμένο χωρίο λέει ότι όσον αφορά
στο ερώτημα της ύπαρξης (ανυπαρξίας) του σημείου πρέπει να σιωπούμε.
237. Προκειμένου να μην καταλήξουμε στον ακαδημαϊκό δογματισμό, τον οποίο ο Σέξτος
απορρίπτει εντελώς, τη στιγμή που ο ιστορικός Πύρρων βρισκόταν πολύ κοντά του, δεν μπο-
ρούμε να μεταφράσουμε την έκφραση μετὰ ἀσφαλείας ως «με βεβαιότητα» ή «σίγουρα» αλλά
ως «με κάθε επιφύλαξη» (βλ. LSJ, s.v. ἀσφάλεια 3).
238. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. II,180,1–181,1; ό.π., Adv. math. VIII,327–328; ό.π., Pyrrh.
hyp. II,192,5–9.
239. Ό.π., III,29,1–9
240. Ό.π., III,65,1–66,1
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 99

ζόμενοι στις Indices του K. Janáček, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρα-


σμα ότι στο έργο του Σέξτου Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις («Η σκιαγράφηση
του πυρρωνισμού») απαντώνται μόνο δύο «μη κανονικές» χρήσεις του οὐ
μᾶλλον. Εκτός του ανωτέρω χωρίου, όπου ανατρέπεται η συγγένεια του πυρ-
ρωνισμού με τον ηρακλειτισμό,241 υπάρχει και ακόμα ένα, τελευταίο, χωρίο.
Σε αυτό, η εν λόγω έκφραση χρησιμοποιείται για την περιγραφή των τριών
–εξ ίσου δυνατών– σημασιών του όρου «δυσδιάκριτο» (ἀδιάφορον). Από
αυτές περιγράφονται στο παρακάτω χωρίο οι εξής δύο:
Τὸ δὲ ἀδιάφορόν φασι λέγεσθαι μὲν τριχῶς, καθ᾿ ἕνα μὲν τρόπον πρὸς
ὃ μήτε ὁρμὴ μήτε ἀφορμὴ γίνεται, οἷόν ἐστι τὸ ἀρτίους εἶναι τοὺς
ἀστέρας ἢ τὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τρίχας· καθ᾿ ἕτερον δὲ πρὸς ὃ ὁρμὴ μὲν
ἢ ἀφορμὴ γίνεται, οὐ μᾶλλον δὲ πρὸς τόδε ἢ τόδε, οἷον ἐπὶ δυεῖν τε-
τραδράχμων ἀπαραλλάκτων, ὅταν δέῃ τὸ ἕτερον αὐτῶν αἱρεῖσθαι·
ὁρμὴ μὲν γὰρ γίνεται πρὸς τὸ αἱρεῖσθαι τὸ ἕτερον αὐτῶν, οὐ μᾶλλον δὲ
πρὸς τόδε ἢ τόδε·…
«Ισχυρίζονται ότι το “δυσδιάκριτο” λέγεται κατά τρεις τρόπους. Κατά
τον πρώτον, σχετικά με αυτό, προς το οποίο δεν προκύπτει καμία πα-
ρόρμηση και καμία αντίσταση. Αυτού του είδους είναι π.χ. ο ισχυρι-
σμός ο σχετικός με το ότι ο αριθμός των αστεριών ή εκείνος των μαλ-
λιών στο κεφάλι είναι ζυγός. Κατά τον δεύτερο τρόπο, “δυσδιάκριτο”
λέγεται αυτό, προς το οποίο προκύπτει μεν κάποια παρόρμηση ή κά-
ποια αντίσταση, όχι όμως περισσότερο προς το ένα παρά προς το άλλο,
π.χ. στην περίπτωση που πρέπει να αποφασίσουμε να πάρουμε ένα από
τα δύο εντελώς αδιάκριτα τετράδραχμα. Όντως προκύπτει εδώ κάποια
παρόρμηση να διαλέξουμε ένα από τα δύο, όχι όμως περισσότερο προς
το ένα παρά προς το άλλο…»
(Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. III,177,1–10)

Από το παραπάνω χωρίο γίνεται φανερό ότι ο Σέξτος χρησιμοποίησε εδώ τη


συγκεκριμένη έκφραση με τη συνήθη (όχι νεοπυρρώνεια) σημασία της· παρα
το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε σκεπτικός, δεν σταμάτησε να χρησιμοποιεί την
τότε κοινή γλώσσα. Η λεκτική εκφορά «όχι περισσότερο... παρά...» έχει εδώ
το νόημα της συνήθους σύγκρισης: η παρόρμηση που μας οδηγεί προς το ένα
τετράδραχμο δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη που μας οδηγεί προς το άλλο.
Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα του χωρίου εικάζεται ότι η πρώτη παρόρμη-
ση δεν είναι μικρότερη, αλλά ίση με τη δεύτερη. Επισημαίνουμε ότι από την
ανάλυση του κεφαλαίου που προηγήθηκε προέκυψε το συμπέρασμα ότι με
παρόμοια σημασία της σύγκρισης –δηλαδή με τρόπο που πλησιάζει αρκετά

241. Ό.π., I,211,5–212,1


100 Ο Πύρρων

στη χρήση του Σέξτου– χρησιμοποίησαν την εν λόγω έκφραση μόνο οι δύο
«μη φιλόσοφοι» συγγραφείς. Αυτοί ήταν ο Ηρόδοτος, που συγκρίνει τις δύο
πιθανότητες της επίθεσης του Πέρση βασιλιά,242 και ο Διογένης ο Λαέρτιος,
που δηλώνει την ίση κακία του πειράτη και του ψεύτη.243
Σχεδόν όλες οι έως τώρα παρατεθείσες εμφανείσεις του οὐ μᾶλλον στο
Σέξτο προέρχονται από το σύγγραμμά του «Η σκιαγράφηση του πυρρωνι-
σμού». Προκειμένου να ολοκληρώσουμε την επαλήθευση της υπόθεσης που
διατυπώσαμε σχετικά με το ότι ο ίδιος ο Σέξτος είναι εκείνος που αρκετά συ-
χνά αποκλίνει από εκείνη τη χρήση του οὐ μᾶλλον που ο ίδιος προσδιόρισε
ως «κανονική» στον νεοπυρρωνισμό, δεν θα παραθέσουμε από εδώ και στο
εξής τώρα ολόκληρα τα εν προκειμένω χωρία αλλά μόνο μία περιληπτική
σύνοψη με τη μορφή του παρακάτω πίνακα:

Χωρίο
Σημασία της έκφρασης
από το έργο Φιλοσοφικό περιεχόμενο
οὐ μᾶλλον
Sextus Empiricus, (όσο το δυνατόν συντομότερο)
(ή των εκδοχών της )
Adv. math.
Αν ένας ισχυρισμός αντιπαρατίθεται Ίσος βαθμός της ιδιότητας
χωρίς καμία απόδειξη σε άλλον αντίθε- (πειστικότητας) των δύο ισχυ-
VII,315 το ως προς τον πρώτο, ο δεύτερος δεν ρισμών, απ’ όπου και προκύ-
είναι περισσότερο πειστικός από τον πτει η αναστολή της κρίσεως
πρώτο. για αυτούς.
Ίσος βαθμός της ιδιότητας
Αν ένας φιλόσοφος έχει πολλούς οπα- (αξιοπιστίας) δύο φιλοσόφων,
δούς, καθόλου δεν είναι περισσότερο σχετικά με τους οποίους δεν εί-
VII,328
αξιόπιστος από κάποιον άλλον που έχει μαστε σε θέση να αποφασίσου-
ίσο με αυτόν αριθμό οπαδών. με (αναστέλλουμε την κρίση)
ποιος είναι ο καλύτερος.
Πιθανότατα, πρόκειται εδώ για
Αν η αλήθεια είναι σχετικού χαρακτή-
τη σύζευξη δύο αρνήσεων: η
ρα, τότε το ίδιο καθίσταται συγχρόνως
αλήθεια που είναι σχετικού χα-
VIII,39 αληθές και ψευδές. Τότε, όμως, δεν θα
ρακτήρα δεν μπορεί να είναι
είναι περισσότερο αληθές από ψευδές
ούτε αληθής ούτε ψευδής (μη
και ως εκ τούτου, δεν θα είναι αληθές.
νεοπυρρώνεια χρήση).
Αν θέλουμε άκριτα και χωρίς συζήτη-
ση να συναινέσουμε σε κάποιο κριτή-
ριο, κατά πόσο θα συναινέσουμε περισ- Αναστολή της συναίνεσης όσον
VIII,120 σότερο στο ένα παρά στο άλλο; Η κα- αφορά στο ένα καθώς και στο
τάσταση είναι παρόμοια με αυτήν που άλλο κριτήριο.
αναστέλλουμε τη συναίνεση εξαιτίας
κάποιας λογικής αντίφασης.

242. Herodotus, Hist. IV,118,12–14, βλ. το κεφάλαιο 4.2.


243. Diogenes Laertius, Vitae, IX,75,2–3; βλ. την υποσημ. 206.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 101

Σύζευξη των δύο αρνήσεων


Παράδειγμα από το πεδίο της σημασιο-
στην περίπτωση και των δύο
VIII,201,1–202,2 λογίας. Η λεκτική εκφορά χρησιμοποι-
εμφανίσεων της έκφρασης (μη
ήθηκε εδώ δύο φορές.
νεοπυρρώνεια χρήση).
Αν κάτι είναι ανάμεικτο από το άσπρο
και από το μαύρο χρώμα, δεν είναι πε-
ρισσότερο άσπρο παρά μαύρο. Το πα-
ράδειγμα αυτό εφαρμόζεται στην προ- Σύζευξη των δύο αρνήσεων
VIII,127
βληματική της τιμής αλήθειας της σύ- (μη νεοπυρρώνεια χρήση).
ζευξης που αποτελείται από ένα αλη-
θές και ένα ψευδές μέρος. Ο τύπος χρη-
σιμοποιήθηκε εδώ τρεις φορές.
Η απόδειξη που επιχειρεί να ανατρέψει
την ύπαρξη της ίδιας της απόδειξης
έχει αυτοαναιρετική ισχύ. Αυτού του Σύζευξη των δύο αρνήσεων
VIII,472
είδους η απόδειξη δεν καταδεικνύει πε- (μη νεοπυρρώνεια χρήση).
ρισσότερο παρά ανασκευάζει την
ύπαρξή της.
Εναντίον του Επίκουρου θα μπορού-
σαμε να προβάλουμε την αντίρρηση ότι Αμφιβολία και αναστολή της
επί τη βάσει των ονειρικών παραστάσε- κρίσεως της σχετικής με το εάν
ων των ανθρωπόμορφων εικόνων όντως δημιουργούνται από τις
IX,43–44 (είδωλα) δεν θα μπορούσαν περισσότε- ονειρικές παραστάσεις έννοιες
ρο (πιθανότερα) να δημιουργηθούν οι θεών ή έννοιες ανθρώπινων
έννοιες των θεών παρά αυτές των αν- όντων με σώματα υπερβολικού
θρώπων με σώματα υπερβολικού μεγέ- μεγέθους.
θους.
Η τρίτη άποψη εκφράζει, δια-
Τρεις απόψεις σχετικές με την ύπαρξη μέσου της φράσης μὴ μᾶλλον
του θεού: 1. ο θεός υπάρχει, 2. ο θεός ἤ, την αμφιβολία και την ανα-
IX,50
δεν υπάρχει, 3. ο θεός δεν υπάρχει πε- στολή της κρίσεως σχετικά με
ρισσότερο από δεν υπάρχει. το ερώτημα του αν υπάρχουν
οι θεοί ή όχι.
Οι σκεπτικοί, εξαιτίας της ισοδυναμίας Αμφιβολία, δισταγμός και ανα-
των αντίθετων επιχειρημάτων, δήλω- στολή της κρίσεως σχετικά με
IX,59,1–3
σαν ότι οι θεοί δεν υπάρχουν περισσό- την ύπαρξη (ανυπαρξία) του
τερο από δεν υπάρχουν. θεού.
Ο θεός δεν χρησιμοποιεί τη γλώσσα, δι- Σύζευξη δύο (ή και περισσότε-
ότι δεν μιλάει περισσότερο μία συγκε- ρων) αρνήσεων, οι οποίες αρ-
IX,178–179 κριμένη γλώσσα παρά κάποια άλλη. Η νούνται τις επιμέρους δυνατό-
φράση χρησιμοποιήθηκε εδώ δύο φο- τητες: ο θεός να μιλάει κάποια
ρές. από τις ανθρώπινες γλώσσες.
102 Ο Πύρρων

Οι σκεπτικοί δήλωσαν ότι το αίτιο δεν


υπάρχει περισσότερο από δεν υπάρχει.
Το συμπέρασμα αποδεικνύεται επί τη
βάσει των λεγόμενων in utramque partem Αμφιβολία, αναστολή της κρί-
IX,195 επιχειρημάτων (δηλαδή αυτών μέσω σεως περί της ύπαρξης (ανυ-
των οποίων συνάγονται τα συμπερά- παρξίας) του αιτίου.
σματα και για τις δύο πλευρές ενός ζη-
τήματος). Η έκφραση χρησιμο-
ποιήθηκε εδώ δύο φορές.
Αναξιόπιστος είναι εκείνος που ισχυρί-
Σύζευξη των δύο αρνήσεων, με
ζεται ότι το αίτιο δεν υπάρχει, ενώ ο
την οποία αμφισβητείται τόσο
ίδιος δεν προβάλλει πειστικά επιχειρή-
ο ισχυρισμός για την ύπαρξη
IX,204 ματα προς την υποστήριξη της θέσης
όσο και εκείνος για την ανυ-
του. Από τα λόγια του δεν συνάγεται ο
παρξία του αιτίου, αν δεν δίνο-
συγκεκριμένος ισχυρισμός περισσότερο
νται πειστικά επιχειρήματα.
από εκείνον που είναι αντίθετός του.
Σύζευξη των δύο αρνήσεων, η
Το πρώτο ασώματο ον δεν ασκεί επί- οποία αρνείται και το ότι το
δραση στο δεύτερο (ή δεν αποτελεί το πρώτο ασώματο αποτελεί το
IX,215
αίτιό του) περισσότερο από το δεύτερο αίτιο του δεύτερου και το ότι
στο πρώτο. το δεύτερο αποτελεί το αίτιο
του πρώτου.
Σύζευξη των δύο αρνήσεων, η
Το πρώτο κινούμενο (ακίνητο) δεν εί-
οποία αρνείται και το ότι το
ναι το αίτιο της κίνησης (ακινησίας)
πρώτο κινούμενο (ακίνητο) εί-
του δεύτερου ακίνητου (κινούμενου)
ναι το αίτιο της κίνησης (ακινη-
περισσότερο απ’ ό,τι το δεύτερο για το
IX,228–229 σίας) του δεύτερου ακίνητου
πρώτο. Η έκφραση οὐ (μή) μᾶλλον χρη-
(κινούμενου) και το ότι το δεύ-
σιμοποιήθηκε εδώ τρεις φορές, μία εκ
τερο κινούμενο (ακίνητο) είναι
των οποίων ήταν υπό τη μορφή ερωτή-
το αίτιο της κινήσης (ακινησί-
σεως (τί μᾶλλον;)
ας) του πρώτου.
Το πρώτο μεταξύ δύο πραγμάτων που Σύζευξη των δύο αρνήσεων, η
υπάρχουν ταυτόχρονα δεν συνιστά το οποία αρνείται ότι το πρώτο
αίτιο της ύπαρξης του δεύτερου περισ- που υπάρχει ταυτόχρονα με το
IX,233
σότερο παρά το δεύτερο του πρώτου, το δεύτερο συνιστά το αίτιο της
δεδομένου ότι και τα δύο έχουν την ύπαρξης για το δεύτερο και
ίδια (ταυτόχρονη) ύπαρξη. αντιστρόφως.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 103

Ίσος βαθμός της ιδιότητας


(ακριβέστερα της δραστήριας
συμμετοχής στην αιτιολογική
Η δραστήρια συμβολή στο αποτέλεσμα
διαδικασία) του ενεργητικού
της αιτιολογικής διαδικασίας (ἡ
και του παθητικού στοιχείου
δραστήριος τοῦ ἀποτελέσματος δύνα-
της αιτιολογικής αλληλεπίδρα-
μις) δεν είναι μεγαλύτερη στο ενεργητι-
IX,240,1–243,4 σης. Οι συγκεκριμένες χρήσεις
κό παρά στο παθητικό στοιχείο της αι-
είναι ανάλογες με τα εξής πα-
τιλολογικής διαδικασίας. Η φράση οὐ
ραδείγματα από το κεφ. 4.2:
(μή) μᾶλλον χρησιμοποιήθηκε εδώ δύο
Herodotus, Hist. IV, 118,12–14;
φορές.
Diogenes Laertius, Vitae
IX,75,2–3, Sextus Empiricus,
Pyrrh. hyp. III, 177,6–10.
Το κερί δεν λιώνει με την επίδραση του
Ίσος βαθμός της συμμετοχής
ήλιου περισσότερο απ’ ό,τι με την επί-
IX,251 του ήλιου και του ίδιου του κε-
δραση της ίδιας της φύσης του την ώρα
ριού στο λιώσιμο του κεριού.
που είναι εκτεθειμένο στον ήλιο.
Αν το ενεργητικό και το παθητικό στοι-
χείο ενεργούν μαζί και είναι συνδεδε-
Ίσος βαθμός της ιδιότητας,
μένα, ούτε το ενεργητικό θα είναι πε-
ακριβέστερα της δράσης και
ρισσότερο δραστήριο παρά αδρανές,
της αδράνειας, στο παθητικό
IX,252,1–255,1 ούτε το παθητικό θα είναι περισσότερο
καθώς και στο ενεργητικό στοι-
αδρανές παρά δραστήριο, συμπερά-
χείο της αιτιολογικής αλληλεπί-
σματα που είναι παράλογα. Η έκφραση
δρασης.
οὐ μᾶλλον χρησιμοποιήθηκε εδώ δύο
φορές.
Αμφιβολία για την ύπαρξη και
Η κίνηση δεν υπάρχει περισσότερο πα-
την ανυπαρξία της κίνησης.
ρά δεν υπάρχει. Για την ύπαρξή της
Πρόκειται για τη σκεπτική (νε-
X,45,1–4; X,49,1– 4 μαρτυρούν τα φαινόμενα, για την ανυ-
οπυρρώνεια) χρήση της έκφρα-
παρξία της όμως, το φιλοσοφικό επιχεί-
σης οὐ μᾶλλον, που έχει σκοπό
ρηχημα.
την αναστολή της κρίσεως.
Ίσος βαθμός ισχύος του χαρα-
Δεν αποτελεί περισσότερο ο χρόνος το κτηρισμού του χρόνου ως μέ-
μέτρο της κίνησης και της ακινησίας τρο της κίνησης και της ακινη-
X,179
απ’ ό,τι η κίνηση και η ακινησία αποτε- σίας με αυτόν της κίνησης και
λούν το μέτρο του χρόνου. της ακινησίας ως μέτρο του
χρόνου.
Δεν δικαιούνται τα άτομα να πάρουν Ίσος βαθμός δικαιώματος των
τη θέση των θεμελιωδών αρχών όλων ατόμων και των άλλων (εξίσου
των πραγμάτων λόγω της αιωνιότητάς αιώνιων) θεμελιωδών αρχών
X,254
τους περισσότερο παρά τα άλλα αιώνια να παίζουν τον ρόλο των γενι-
«στοιχεία» που εισάγουν άλλοι φιλόσο- κών αρχών όλων των πραγμά-
φοι. των.
104 Ο Πύρρων

Παρά το γεγονός ότι δύο δυσδιάκριτα Ίσος βαθμός της παρόρμησης ή


πράγματα (τὰ ἀδιάφορα), π.χ. δύο ίσα της αντίστασης που προκαλεί-
νομίσματα, προκαλούν σ’ εμάς κάποια ται από τα δυσδιάκριτα πράγ-
παρόρμηση ή αντίσταση (τ.ε. αντίθετη ματα. Η συγκεκριμένη χρή­ση
XI,59,4–61,1
παρόρμηση), δεν προκαλείται η όποια της έκφρασης είναι πολύ παρό-
από αυτές περισσότερο σχετικά με το μοια με αυτήν που αναφέρθηκε
ένα παρά σχετικά με το άλλο. Η έκφρα- παραπάνω, βλ. Sextus Empiricus,
ση χρησιμοποιήθηκε εδώ δύο φορές. Pyrrh. hyp. III,177,1 –10.
Προς την ευδαίμονα ζωή μάς οδηγεί η
(σκεπτική) πεποίθηση ότι τίποτε από τη Σύζευξη δύο αρνήσεων, η
φύση του (φύσει) δεν αξίζει περισσότε- οποία αρνείται και το ότι κάτι
ρο την έγκριση (αἱρετόν) από την απόρ- από τη φύση του (φύσει) αξίζει
XI, 118
ριψή μας (φευκτόν), καθώς και ότι δεν την έγκριση, και το ότι αξίζει
αξίζει περισσότερο την απόρριψη από την απόρριψή μας (μη νεοπυρ-
την έγκρισή μας. Η έκφραση οὐ μᾶλλον ρώνεια χρήση).
χρησιμοποιήθηκε εδώ δύο φορές.
Σύζευξη των δύο αρνήσεων, η
Τον τύπο οὐ μᾶλλον τον χρησιμοποιού- οποία αρνείται ότι ο πλούτος
XI,146,1–147,5 με, όταν τον πλούτο δεν τον θεωρούμε από τη φύση του είναι κάτι κα-
ούτε φυσικό καλό ούτε φυσικό κακό. λό, καθώς και ότι είναι κάτι κα-
κό (μη νεοπυρρώνεια χρήση).
Πιθανότατα, η φράση δηλώνει
Αν πρόκειται να διαλέξουμε από ένα ίσο βαθμό παρόρμησης προς
πλήθος τεχνών ευδαίμονος ζωής εκείνη την επιλογή μιας εκδοχής της
που είναι ορθή χωρίς κανένα αξιολογι- τέχνης της ευδαίμονος ζωής
κό κριτήριο, καμία από αυτές δεν θα και προς την επιλογή οποιασ-
XI,173,2–175, 4 διαλέγαμε περισσότερο (ίσως με τη ση- δήποτε άλλης. Η συγκεκριμένη
μασία «με μεγαλύτερη παρόρμηση») φράση υπαινίσσεται εδώ την
από κάποια άλλη, πράγμα που ισοδυ- νεοπυρρώνεια αναστολή της
ναμεί με το να θέλει κανείς να τις δια- κρίσεως σχετικά με το ποια εκ-
λέξει όλες, που είναι και αδύνατον. δοχή της τέχνης της ευδαίμο-
νος ζωής είναι η ορθή.
Η σημασία της φράσης δεν
Η σκεπτική φράση οὐδὲν μᾶλλον πα-
I,315,1–316,1 προσδιορίζεται από τα συμ-
ρατίθεται εδώ μόνον σαν παράδειγμα.
φραζόμενα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 105

Πιθανότατα, υπογραμμίζεται
εδώ ότι αν η ρητορική επιχει-
ρηματολογεί υπέρ της αναλή-
θειας, θα επικρατήσει ο χαρα-
κτηρισμός της ως της τέχνης
που τείνει προς το απίθανο πα-
ρά προς το πιθανό. Ως εκ τού-
του, η φράση οὐ μᾶλλον εκ-
Αν η ρητορική προβάλλει επιχειρήματα φράζει εδώ άνισο βαθμό ισχύ-
για την υποστήριξη της αντίθετης πλευ- ος των δύο ιδιοτήτων της ρητο-
ράς σε μία διαμάχη, δεν θα ακολουθή- ρικής, δηλαδή δηλώνει τη σύ-
II,70,4–71, 1
σει περισσότερο αυτή την πλευρά, που γκρισή τους. Επομένως, έχουμε
είναι πιθανή, παρά αυτήν που είναι απί- να κάνουμε με τη μη «φιλοσο-
θανη. φική» χρήση της έκφρασης.
Πρβλ. τις εξής παρόμοιες χρή-
σεις της έκφρασης τις αναφερ-
θείσες στο κεφάλαιο 4.2:
Demosthenes, Contra Polyclem
[Sp.],66,1–2; Thúkydidés, Hist.
II,87,2,1–3; Sophocles, Ai. 271–
280; Xenophon, Hell. VI,3,15,4–
VI,3,16,1.

Επί τη βάσει των παραπάνω παρατεθέντων χωρίων από το έργο Πυρρώνει-


οι ὑποτυπώσεις («Η σκιαγράφηση του πυρρωνισμού») και αυτών που προέρ-
χονται από το έργο «Προς τους μαθηματικούς» και αναφέρονται με συνο-
πτικό τρόπο στον παραπάνω πίνακα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Σέξ-
τος δεν χρησιμοποιεί παντού την έκφραση οὐ μᾶλλον… ἤ… με τη νεοπυρρώ-
νεια σημασία που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως «κανονική» στον νεοπυρρω-
νισμό. Εκτός από εκείνη τη συγκεκριμένη σημασία της αμφιβολίας (ακριβέ-
στερα της αναστολής της κρίσεως) σχετικά με τις ιδιότητες και στο πλαίσιο
των προτάσεων των συνδεδεμένων με τη συγκεκριμένη έκφραση, απαντούν
στο έργο του Σέξτου και πολλές «συνηθισμένες», μη καταχρηστικές δηλαδή,
χρήσεις της. Τα χωρία αυτά καθιστούν τον Σέξτο έναν από τους πολλούς
«κοινούς» χρήστες της τότε ελληνικής, στο σύνολο των οποίων συγκαταλέ-
γονται και οι συγγραφείς των μη φιλοσοφικών κειμένων από το κεφ. 4.2.
Από τον συνολικό αριθμό των 51 χρήσεων στο σωζόμενο έργο του Σέξ-
του, στις 19 περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε η εν λόγω έκφραση (ή διάφορες
ταυτόσημες περιφραστικές εκδοχές της) με τη νεοπυρρώνεια σημασία. Η
αναστολή της κρίσεως εκφράζεται εδώ ρητά και κατηγορηματικά στις 16 πε-
ριπτώσεις, ενώ στις υπόλοιπες 3 περιπτώσεις προκύπτει κατά πάσα πιθανό-
τητα από τη ρητή διατύπωση ίσου βαθμού ισχύος των δύο συγκρινόμενων
μέσω της έκφρασης χαρακτηριστικών (βλ. Adv. math. VII,315; VII,328;
106 Ο Πύρρων

XI,173,2–175,4). Η «καθαρή» σημασία της σύγκρισης (με την ευρύτερη έν-


νοια της λέξης), από την οποία δεν συνάγεται η αναστολή της κρίσεως, κα-
ταδεικνύεται στις 13 χρήσεις. Τις περισσότερες φορές, πρόκειται εδώ για την
έκφραση ίσου βαθμού ισχύος των δύο χαρακτηριστικών, ενώ σε μία μόνο
περίπτωση το ένα χαρακτηριστικό –πιθανότατα– υπερισχύει του άλλου (βλ.
Adv. math. II,70,4–71, 1). Τέτοιου είδους χρήσεις της έκφρασης οὐ μᾶλλον, δη-
λαδή αυτές με τη σημασία της «απλής» σύγκρισης, απαντούσαν πολύ συχνά
στα αρχαία μη φιλοσοφικά κείμενα (βλ. το κεφάλαιο 4.2). Τελικά, σε 19 περι-
πτώσεις ο Σέξτος χρησιμοποίησε τη συζητούμενη έκφραση με τη σημασία
της σύζευξης των δύο αρνήσεων, δηλαδή αρνούμενος και τα δύο μελη τα
συνδεόμενα μέσω της έκφρασης οὐ μᾶλλον… ἤ… .
Ωστόσο, από λογικής απόψεως, είναι η έννοια της σύγκρισης των δύο με-
λών εκείνη που αποτελεί τη βασική και κατά κάποιο τρόπο «αφετηριακή»
σημασία της έκφρασης οὐ μᾶλλον, απ’ όπου εξάγονται τόσο η σημασία της
σύζευξης των δύο αρνήσεων όσο και αυτή της αναστολής της κρίσεως. Η τε-
λευταία προκύπτει από τον ίσο βαθμό ισχύος των δύο συγκρινόμενων χαρα-
κτηριστικών, μεταξύ των οποίων δεν μπορούμε να αποφασίσουμε.244 Η σύ-
ζευξη των δύο αρνήσεων προκύπτει, από την άλλη, στην περίπτωση που το
πρώτο παραβαλλόμενο χαρακτηριστικό δεν ισχύει περισσότερο (δηλαδή
ισχύει εξίσου ή ακόμη και λιγότερο) από το δεύτερο, το οποίο είναι προφα-
νώς αναληθές.245

4.4 Oὐ μᾶλλον στο απόσπασμα του Αριστοκλή: Όλες οι δυνατές ερμη-
νείες φαίνεται ότι προϋποθέτουν ότι ο Πύρρων ήταν απόλυτα πε-
πεισμένος για την απροσδιόριστη φύση των πραγμάτων.

Στην ακόλουθη ερμηνεία μας θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τη ση-


μασία και τον τρόπο χρήσης της έκφρασης οὐ μᾶλλον στην πολύ σύνθετη
συντακτική δομή, με την οποία απαντά στο απόσπασμα του Αριστοκλή στο
έργο του Ευσέβιου.246 Συνολικά, θα προσφέρουμε τρεις εξίσου δυνατές ερ-

244. Με παρόμοιο τρόπο επιχειρηματολογεί και ο ίδιος ο Σέξτος (Pyrrh. hyp. I,190,1–191,1;
βλ. το κεφ. 4.1). Η ιδέα της μετάβασης από τη σύγκριση στην αναστολή της κρίσεως εκφράζε-
ται ρητά στις τρεις από τον συνολικό αριθμό των 19 «κανονικών» νεοπυρρώνειων χρήσεων
του οὐ μᾶλλον, τις οποίες βρήκαμε στο έργο του Σέξτου: (Adv. math. VII,315; VII,328; XI,173,2–
175,4 ); πρβλ. τον πίνακα χρήσεων και τη «στατιστική» αξιολόγηση, που τον ακολουθεί αμέ-
σως παρακάτω.
245. Έτσι συμβαίνει π.χ. με την πρόταση: «Δεν είμαι εκατομμυριούχος περισσότερο παρά
εξωγήινος».
246. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,5–4,1, απόσπ. 53 Caizzi. Στην εξήγηση
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 107

μηνείες του εν λόγω χωρίου, από τις οποίες την πρώτη και την τρίτη τις θεω-
ρούμε ιστορικά πιθανότερες. Στο εξής, θα γίνει σαφές ότι οι συγκεκριμένες
ερμηνείες συμβαδίζουν καλύτερα με την προτεινόμενη σημασία της έκφρα-
σης οὐ μᾶλλον ως σύζευξης δύο αρνήσεων, οι οποίες δε φέρουν μία ιδιαίτε-
ρη σημασία, προσιδιάζουσα ιδιαιτέρως στη σκέψη του Πύρρωνα (βλ. κεφ.
4.1). Η εξέταση των σημαντικότερων χωρίων από το απόσπασμα του Ευσέ-
βιου θα μας βοηθήσει, στη συνέχεια, να διευκρινίσουμε ακόμη πιο αναλυτι-
κά τον χαρακτήρα αυτής της ενέργειας της «άρνησης», ή μάλλον της «αναί-
ρεσης» οποιωνδήποτε ισχυρισμών, που είναι καθοριστικής σημασίας για τη
σωστή ερμηνεία του Πύρρωνα. Επομένως, ο Πύρρων θα παρουσιαστεί σε
εμας, και μάλιστα με τρόπο που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση, ως ο φι-
λόσοφος που υιοθέτησε μία πολύ «δογματική» φιλοσοφική θέση, και ακριβέ-
στερα μία κάποιου είδους «θετική» γνωσιολογική στάση ως προς την –κατ’
αυτόν– απροσδιόριστη και εντελώς άγνωστη φύση των πραγμάτων. Παρά
το γεγονός ότι σε παράθεση και λεπτομερή εξέταση ολόκληρου του αποσπά-
σματος του Αριστοκλή θα προβούμε στο κεφάλαιο 5 της πραγματείας μας,
θα πρέπει να παραβιάσουμε τη «φυσιολογική» ακολουθία της ερμηνείας
προκειμένου να παραθέσουμε ήδη από τώρα εκείνο το μέρος του συγκεκρι-
μένου χωρίου, στο οποίο και πληροφορούμαστε σχετικά με τον τρόπο που ο
Πύρρων στεκόταν απέναντι στα πράγματα. Το παρακάτω χωρίο βρίσκεται
ακριβώς πριν από τη σύνθετη συντακτική δομή με το οὐ μᾶλλον, με την
οποία θα ασχοληθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια:
τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα καὶ
ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε
τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν μηδὲ πιστεύειν αὐταῖς
δεῖν, ἀλλ᾿ ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ ἀκραδάντους εἶναι...
«Αυτός (δηλαδή ο Πύρρων) λέει, όπως αναφέρει εκείνος (δηλαδή ο Τί-
μων), ότι τα πράγματα είναι εξίσου δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα,
απροσδιόριστα. Γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε
αληθεύουν ούτε ψεύδονται. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τις εμπιστευόμαστε,
αλλά πρέπει να είμαστε χωρίς πεποίθηση, αμερόληπτοι και ασάλευτοι
όσον αφορά σε αυτά τα ζητήματα».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,2–5, απόσπ. 53 Caizzi)

του προβλήματος θα ακολουθήσουμε εν μέρει την ανάλυση του Brunschwig, στην οποία, όμως,
όπου χρειαστεί, θα ασκούμε και κριτική (Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenis-
tic Epistemology, σελ. 244 – 245). Το απόσπασμα του Αριστοκλή θα παρατεθεί σε ολόκληρη τη
μορφή του, μαζί με τη νεοελληνική μετάφραση και τις σχετικές ερμηνείες του, στο κεφάλαιο 5.
108 Ο Πύρρων

Το απόσπασμα, από το οποίο προέρχεται το παρατεθέν χωρίο και το οποίο


θεωρείται σημαντικότατο για την ορθή ερμηνεία του πρώιμου πυρρωνισμού,
δίνει απαντήσεις στα εξής τρία βασικά ερωτήματα, στα οποία και εξάλλου
οφείλει να έχει απαντήσει, όποιος θέλει να γίνει ευδαίμων: 1. Ποια είναι τα
πράγματα; 2. Ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντί τους; 3. Τι θα
πρέπει να αναμένουν εκείνοι που κρατούν αυτήν τη στάση; Το παραπάνω
χωρίο παρέχει τις απαντήσεις στο πρώτο και εν μέρει και στο δεύτερο ερώ-
τημα. Ακριβέστερα, ενημερωνόμαστε σχετικά με το ποια γνωσιολογική στά-
ση πρέπει να υιοθετήσουμε απέναντι στη φύση των πραγμάτων, η οποία ταυ-
τόχρονα και προσδιορίζεται.
Ο Πύρρων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πρώτη πρόταση του εν
λόγω χωρίου, καθόλου δεν φαίνεται να ήταν τυπικός «σκεπτικιστής». Και
αυτό γιατί ο νεοπυρρώνειος σκεπτικισμός ήταν ακριβώς εκείνος που πρέ-
σβευε ότι, αν και δεν γνωρίζουμε τίποτε το βέβαιο για την πραγματική φύση
των πραγμάτων, είμαστε ωστόσο σε θέση να μάθουμε, επί τη βάσει των φαι-
νομένων, πώς τα πράγματα φαίνονται σε μας (για τη φαινομεναλιστική ερ-
μηνεία του Πύρρωνα βλ. το κεφ. 5.6). Ωστόσο, ο Πύρρων λέει για τη φύση
των πραγμάτων του κόσμου κάτι που είναι εντελώς οριστικό, υιοθετώντας
έτσι απέναντι σε αυτήν τη φύση μία καθαρή και, ως προς τον χαρακτήρα της
εξάλλου, οντολογική στάση. Για την ακρίβεια, αναφέρει ότι τα πράγματα
του κόσμου είναι, από την πραγματική (εσωτερική) τους φύση, εξίσου δυσδι-
άκριτα, ακαταμέτρητα και απροσδιόριστα. Αυτή η –κατ’ εξοχήν– οντολογι-
κή φύση των πραγμάτων, τα οποία και ενδέχεται να γίνουν αντικείμενα της
γνώσης μας, καθορίζει την απόλυτη γνωστική μας αναρμοδιότητα, που απο-
δίδεται τόσο στη νόηση (δόξαι, «πεποιθήσεις») όσο και στις αισθήσεις μας. Η
γνωσιολογική αυτή αναρμοδιότητα χαρακτηρίζεται από τον Πύρρωνα με τα
τρία επίθετα («χωρίς πεποίθηση», «αμερόληπτοι», «ασάλευτοι»), που περι-
γράφουν ταυτόχρονα και την εσωτερική διάθεση εκείνου που είναι ευδαί-
μων. Τι ακριβώς, λοιπόν, εννοεί ο Πύρρων με αυτά τα τρία επίθετα;
Το πρώτο (ἀδόξαστος) συστήνει σε εμάς να μην κρίνουμε ούτε στο ελάχι-
στο και, ως εκ τούτου, να μην έχουμε καμία πεποίθηση για οποιοδήποτε ζή-
τημα. Έστω και αν συμπεριφερόμασταν έτσι, δεν θα είχαμε ποτέ καταλήξει
στην απόκτηση γνώσης (ανεξάρτητα από το αν θα ήταν αυτή αληθής ή όχι).
Και αυτό, γιατί οι αισθήσεις και οι πεποίθησείς μας ούτε αληθεύουν ούτε
ψεύδονται, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκονται εκτός κάθε πεδίου γνωσιο-
λογικής αρμοδιότητας. Επισημαίνει σχετικά και πολύ εύστοχα ο R. Bett ότι
«αν οι πεποιθήσεις μας ήταν… απλώς αναληθείς, θα μπορούσαμε να τις αλ-
λάξουμε (switch) σε μία σειρά αντίθετων πεποιθήσεων, αλλά εξαιτίας του ότι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 109

αυτές δεν είναι ούτε καν αναληθείς (έστω και αν φαίνονται αληθείς), δεν θα
μπορέσουμε να αποφύγουμε την πλάνη με κανέναν άλλο τρόπο παρα μόνο
αν τις απορρίψουμε εντελώς».247 Το δεύτερο επίθετο ἀκλινής, δηλαδή το να
μην κατατείνει κανείς σε καμία πλευρά ή, αλλιώς, το να είναι «αμερόλη-
πτος», δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μόνο την περαιτέρω ανάπτυξη του
προηγούμενου χαρακτηριστικού ως προς εκείνη την («τεχνική») πτυχή της
γνώσης, που η κατοπινότερη φιλοσοφία θα την ονομάσει «συναίνεση» (συ-
γκατάθεσις, λατ. assensus, βλ. το κεφ. 6.6). Όπως είχαμε εξηγήσει στο κεφ.
4.1, η ενέργεια της μη συναίνεσης στον Πύρρωνα (ἀπροσθετεῖν, μηδὲν
ὁρίζειν, βλ. κυρίως την υποσημ. 211) δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη νεοπυρ-
ρώνεια ἐποχή, η οποία και δηλώνει την αμφιβολία και τον δισταγμό του σκε-
πτικού σοφού, όταν αυτός δεν αποφασίζει σε ποια από τις δύο αντίθετες
προτάσεις πρέπει να συναινέσει. Για ποιο λόγο; Γιατί καμία από τις δύο υπό
εξέταση προτάσεις δεν διαθέτει στον Πύρρωνα την παραμικρή γνωσιολογι-
κή αρμοδιότητα. Και οι δύο προτάσεις είναι από την πλευρά της γνώσης
«άχρηστες» εξίσου και εντελώς, και αυτό γιατί το ίδιο το γνωστικό αντικεί-
μενο στο οποίο αυτές αναφέρονται βρίσκεται εκτός του χώρου του επιστη-
τού. Παρά το γεγονός ότι το τρίτο επίθετο ἀκράδαντος που μεταφράζουμε

247. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 30. Αντιθέτως, ο M. R. Stopper υπο-
θέτει ότι ο Πύρρων αναγνώριζε τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την αναλήθεια, ερμη-
νευτική άποψη που συμβαδίζει πλήρως με τη γνωσιολογική ερμηνεία, την οποία πρεσβεύει ο
συγκεκριμένος ερευνητής (βλ. το κεφ. 5.4): «Θεωρώ ότι ο Πύρρων δεν λέει εδώ ότι “οι αισθή-
σεις μας ουδέποτε αληθεύουν ούτε ψεύδονται”, αλλά ότι “οι αισθήσεις μας ούτε λένε συνεχώς
αλήθεια ούτε λένε συνεχώς ψέματα”» (Schizzi Pirroniani, σελ. 292). Παρόμοια άποψη υιοθέτη-
σε και ο T. Brennan, άλλος ένας υποστηρικτής της γνωσιολογικής ερμηνείας. Αυτός ο τελευ-
ταίος αποδεικνύει ότι η ίδια η (αρχική) δομή του χωρίου του Αριστοκλή, την οποία και ανα-
συστήνει ο ίδιος, υποστηρίζει την υπόθεση σχετικά με το ότι η λέξη ἀληθεύειν σημαίνει εδώ
«συνεχώς, αξιόπιστα λέω αλήθεια» (Pyrrho on the Criterion, σελ. 426 – 430). Ο συγκεκριμένος
ερευνητής αφιερώνει στην ανάλυση του προβλήματος αυτού ένα ολόκληρο μικρό «φιλολογι-
κό» κεφάλαιο, αναφέροντας και τις παρόμοιες χρήσεις (σημασίες) της λέξης ἀληθεύειν σε άλ-
λα συμφραζόμενα (ό.π., σελ. 430–432). Αποκλείεται, ωστόσο, να συναινέσουμε ούτε με τη
γνώμη του Stopper, ο οποίος δεν την υποστηρίζει με καμία επιχειρηματολογία, ούτε με εκείνην
που ο Brennan προσπαθεί να αποδείξει φιλολογικά. Και αυτό, γιατί και οι δύο ερμηνείες περι-
ορίζουν τη στάση του Πύρρωνα σε έναν πολύ αδύναμο, αυτοκατανόητο και «ασήμαντο» για
τον ίδιον ισχυρισμό: «Δεν είναι αλήθεια ότι οι αισθήσεις συνεχώς λένε αλήθεια, αλλά ούτε ότι
ο νους λέει συνεχώς αλήθεια. Κάποτε αληθεύει ο νους και ψεύδονται οι αισθήσεις, κάποτε,
όμως, το αντίθετο συμβαίνει». Σχεδόν όλα όσα έχουμε μάθει έως τώρα, για την ακραία και
σκανδαλιστική προσωπικότητα του Πύρρωνα, έρχονται σε σφοδρή αντίφαση με το να εκφρά-
ζει αυτός ακριβώς ο φιλόσοφος τέτοιου είδους απλοϊκές και αφελείς απόψεις. Για να αποδο-
θούν στον Πύρρωνα τόσο απίθανες και προβληματικές προτασιακές διαθέσεις, δεν αρκεί
απλά και μόνο το να παραθέσει κανείς τις παρόμοιες χρήσεις του ρήματος ἀληθεύειν σε άλλα
χωρία της ελληνικής γραμματείας, όπως το κάνει ο T. Brennan. Περαιτέρω εύλογα επιχειρήμα-
τα εναντίον του M. R. Stopper και του T. Brennan αναφέρει ο S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Undeci-
dable Nature, σελ. 272–273).
110 Ο Πύρρων

περιφραστικά ως «το να είμαστε ασάλευτοι», θα μπορούσε να ερμηνευτεί


και από ηθικής απόψεως, δηλαδή με τη σημασία της «ασυγκινησίας» (ἀτα-
ραξία), προτείνουμε, ωστόσο –και αυτό σύμφωνα με τη γνώμη του R. Bett–248
το συγκεκριμένο επίθετο να ερμηνευτεί γνωσιολογικά, και τούτο διότι για τις
ηθικές συνέπειες της συγκεκριμένης φιλοσοφικής στάσης γίνεται λόγος μόνο
στην απάντηση στο τρίτο ερώτημα. Ο εν λόγω όρος δηλώνει εδώ τη σταθε-
ρή, αναμφίβολη και εσωτερικά αμετακίνητη γνωσιολογική στάση του να μην
υποπίπτει κανείς ποτέ στη διαδικασία της κρίσης. Περιγράφεται εδώ μία φι-
λοσοφική άποψη πολύ παρόμοια με εκείνην –ιδιαιτέρως αν λάβουμε υπόψη
την κατηγοροποίηση των φιλοσοφικών σχολών στο έργο του Σέξτου– που
θα υιοθετήσει αργότερα η σκεπτική Ακαδημία. Οι εκπρόσωποι αυτής της
σχολής, όπως μαρτυρεί ο συγκεκριμένος δοξογράφος, ήταν εντελώς πεπει-
σμένοι ότι την επιδιωκόμενη «αλήθεια» την είχαν ήδη βρει ή, ακριβέστερα,
ήταν πεπεισμένοι για το γεγονός ότι η ίδια αυτή η αλήθεια δεν μπορεί ποτέ
να αποκαλυφτεί.249 Με την επισήμανση, βεβαίως, ότι στον Πύρρωνα ούτε
καν υπάρχει κάτι σαν την αλήθεια.
Όλα αυτά υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η σημασία και ο τρόπος χρήσης
της έκφρασης οὐ μᾶλλον... ἤ στη σύνθετη συντακτική δομή που ακολουθεί
αμέσως μετά το χωρίο που έχει παρατεθεί παραπάνω, καθορίζονται από τη
σημασία των τριών επιθέτων (ἀδόξαστος, ἀκλινής, ἀκράδαντος), τα οποία
και συζητήσαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Το κείμενο του Ευσέβιου
συνεχίζει, λοιπόν, ως εξής:
…περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν ἢ καὶ
ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν ἢ οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν.250

Η πρώτη προτεινόμενη από εμάς ερμηνεία (ας σημειωθεί με το γράμμα Α)


του μικρού αυτού σε έκταση αλλά μεγάλου σε σημασία χωρίου προϋποθέτει
ότι είναι ελλειπτικό – συγκεκριμένα, προϋποθέτει την παράλειψη της έκφρα-
σης οὐ μᾶλλον μετά τη δεύτερη χρήση του συνδέσμου ἤ. Το αρχαίο κείμενο,
συμπληρωμένο με την απούσα φράση σε μαύρο, και μαζί με τη νεοελληνική
μετάφραση, τη σύμφωνη με την εν λόγω ερμηνεία, λαμβάνουν την εξής μορ-
φή:
A: …περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν ἢ οὐ
μᾶλλον καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν ἢ οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν.
«Α: …και για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο

248. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 30.
249. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1–3
250. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,5–4,1, zl. 53 Caizzi.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 111

από δεν είναι (Α1), ή ότι δεν είναι και δεν είναι περισσότερο από ούτε
είναι ούτε δεν είναι (Α2)». 251

Τι πρόβλημα, λοιπόν, επιλύει η ερμηνεία που εντοπίζει μέσα σε αυτό το κεί-


μενο τη συντακτική έλλειψη; Το εξής: Αν η σημασία της έκφρασης οὐ
μᾶλλον… ἤ…, σύμφωνα με τα πορίσματα των τριών προηγούμενων κεφα-
λαίων, είναι όντως σύζευξη των δύο αρνήσεων (οὔτε… οὔτε…), το μικρό αυ-
τό κείμενο μπορεί να ερμηνευτεί ως εμπεριέχον δύο «μεγάλες» αρνήσεις σχε-
τικά με τα πράγματα, που μπορεί να τις διατυπώνει κανείς εναλλακτικά.
Ωστόσο, δεν πρόκειται εδώ για τις «απλές» αρνήσεις της λογικής που αλλά-
ζουν την τιμή αλήθειας μιας συγκεκριμένης πρότασης στην αντίθετή της, αλ-
λά μάλλον για τις «αρνήσεις», ή ακόμα καλύτερα τις αναιρέσεις, μέσω των
οποίων ο Πύρρων εκφράζει μία ακραία απόρριψη κάθε είδους γνωσιολογι-
κής αρμοδιότητας οποιασδήποτε πρότασης για τα πράγματα. Ακριβώς αυ-
τός είναι και ο ρόλος που μάλλον διαδραματίζει στο παρατεθέν χωρίο η «άρ-
νηση» (ή «αρνήσεις»), μέσω των οποίων ο Πύρρων εκφράζει περισσότερο
την εσωτερική διάθεση του σοφού, η οποία και χαρακτηρίζεται με τα τρία
παραπάνω επίθετα (ἀδόξαστος, ἀκλινής, ἀκράδαντος). Ως εκ τούτου, στην
ερμηνεία που θα ακολουθήσει, θα υπενθυμίζουμε διαρκώς στον αναγνώστη
τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα της πυρρώνειας «άρνησης». Αυτό θα γίνε-
ται και με το ότι η συγκεκριμένη λέξη και τα παράγωγά της θα γράφονται σε
εισαγωγικά.
Η συντακτική διαφορά ανάμεσα στις δύο χρήσεις της πυρρώνειας «άρνη-
σης» (οὐ μᾶλλον ἢ), που εντοπίσαμε στην ερμηνεία Α του υπό εξέταση κειμέ-
νου έγκειται στο ότι η μεν πρώτη «αρνείται» μία απλή πρόταση («είναι») μα-
ζί με τη λογική της άρνηση («δεν είναι»), η δε δεύτερη «αρνείται» τη σύζευξη
των δύο (από λογικής απόψεως) αντίθετων προτάσεων («είναι και δεν εί-
ναι»), καθώς και τη σύζευξη των δύο αρνήσεων («ούτε… ούτε»), την εφαρ-
μοσμένη στις ίδιες αυτές προτάσεις («είναι και δεν είναι»). Προκειμένου να
φέρουμε τον αναγνώστη πιο κοντά στο νόημα της σύνθετης δομής του συ-
γκεκριμένου κειμένου, προσφέρουμε σ’ αυτόν την εξής εναλλακτική και πιο
«εύληπτη» μετάφραση του ίδιου χωρίου:
«Α: …και για κάθε πράγμα μπορούμε να λέμε με έναν από τους δύο

251. Τον αρχαιοελληνικό σύνθετο αρνητικό σύνδεσμο οὔτε… οὔτε, που ενίοτε λέγεται και
«διπλή άρνηση», τον αποκαλούμε στο βιβλίο μας πιο ρητά και κατάλληλα «σύζευξη των δύο
αρνήσεων» (βλ. την υποσημ. 252). Το αρχαίο οὔτε… οὔτε μεταφράζουμε με το αντίστοιχο νε-
οελληνικό «ούτε… ούτε…», δηλαδή με τον σύνδεσμο που (αντίθετα π.χ. με το ανάλογο σλο-
βακικό «ani… ani…») δεν χρειάζεται πλέον καμία άλλη (πρόσθετη) άρνηση, γεγονός που κά-
νει τη νεοελληνική μετάφραση πολύ πιο απλή.
112 Ο Πύρρων

εναλλακτικούς τρόπους: ότι δεν ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι δεν ισχύ-
ει ότι δεν είναι, ή (κατά το δεύτερο τρόπο) ότι δεν ισχύει ότι και είναι
και δεν είναι, καθώς και ότι δεν ισχύει ότι ούτε είναι, ούτε δεν είναι».

Και αν η συσσώρευση των αρνητικών μορίων προς το τέλος του κειμένου


φαίνεται υπερβολική ως προς την καθομιλουμένη, στη συμβολική γλώσσα
της τυπικής λογικής όλη η σύνθετη πρόταση θα λάβει την εξής και πιο εύλη-
πτη μορφή:
A: (non p /\ non non p) \/ (non (p /\ non p) /\ non (p/\/\252 non p))

Υπό το πρίσμα της προηγούμενης διαπραγμάτευσης γίνεται ολοφάνερο ότι ο


Πύρρων δεν χρησιμοποιεί τη σύνθετη συντακτική δομή του κειμένου προ-
κειμένου να παρουσιάσει κάποιο κανόνα της λογικής ή προκειμένου να επι-
δείξει τις τεχνικές του ικανότητες. Επιπλέον, και ήδη από το κεφ. 3.2 είχαμε
καταδείξει ότι η σύνδεση του Πύρρωνα με τη Μεγαρική λογική σχολή δεν
υπήρξε τίποτε άλλο παρά επινόηση των κατοπινότερων δοξογράφων, που εί-
χαν σκοπό να συσχετίσουν τον Πύρρωνα με τον Σωκράτη, μία ευρέως δηλα-
δή αναγνωρισμένη και κατ’ εξοχήν υποδειγματική φιλοσοφική μορφή της
αρχαιότητας. Ως εκ τούτου, δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να μεταγρά-
ψουμε την ανωτέρω διατύπωση σε κάποια απλούστερη μορφή, κάτι που, αν
το κάναμε, θα είχαμε σίγουρα εξαλείψει μερικά από το πλήθος των αρνητι-
κών μορίων. Τι ήθελε, λοιπόν, ο Πύρρων να πει με αυτού του είδους τον
ισχυρισμό; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή, οφείλουμε και πάλι να
σκεφτούμε σχετικά με την ακριβή φιλοσοφική σημασία των δύο συζεύξεων
των δύο «αρνήσεων» («ότι δεν ισχύει ότι… καθώς και ότι δεν ισχύει ότι…»
στο παρατεθέν κείμενο του Πύρρωνα, έχοντας στον νου ότι αυτός δεν λαμ-
βάνει υπόψη του τη λογική πτυχή της εκφοράς του.
Όσον αφορά στο ότι η πρώτη σύζευξη των δύο αρνήσεων «αρνείται» την
«απλή» μόνον πρόταση («είναι») και την άρνησή της, ενώ η δεύτερη εφαρμό-
ζεται στις δύο συζεύξεις –τη μία αποτελούμενη από τις δύο (λογικά αντιφα-
τικές) προτάσεις και την άλλη αποτελούμενη από τις αρνήσεις ακριβώς των
ίδιων αυτών προτάσεων– ο Πύρρων, κατά πάσα πιθανότητα, θέλει να πει ότι

252. Αυτός ο σύνθετος λογικός σύνδεσμος που εκφράζει τη σύζευξη των δύο αρνήσεων
(«ούτε... ούτε...») αποκαλείται συνήθως στη λογική ορολογία «αντιδιάζευξη» («antidisjunction»
στα αγγλικά) και σημειώνεται με το σύμβολο /\/\. Η ονομασία αυτή προέρχεται προφανώς από
το γεγονός ότι η σημασιολογική δύναμη που φέρει ο σύνδεσμος μπορεί να εκφραστεί και με
άλλους συνδέσμους, για την ακρίβεια, με την άρνηση και τη διάζευξη – non (p\/q). Σημειώνου-
με ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με τον ίσως πιο άγνωστο λογικό σύνδεσμο, η χρήση του οποίου
είναι αρκετά περιορισμένη.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 113

καμία απολύτως γνωσιολογική αρμοδιότητα δεν έχει όχι μόνο οποιαδήποτε


απλή πρόταση και η άρνησή της, αλλά και οποιαδήποτε σύνθετη πρόταση
(εν προκειμένω η σύζευξη) και οποιαδήποτε σύνθετη πρόταση, αποτελούμε-
νη από τις ίδιες (απλές) προτάσεις, στις οποίες και εφαρμόζεται η λογική άρ-
νηση. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να συναγάγουμε ότι, κατά τη γνώμη
του Πύρρωνα, δεν καθίσταται γνωσιολογικά «νομιμοποιημένη» ή «έγκυρη»
καμία απολύτως πρόταση, ισχυρισμός ή κρίση που διατυπώνεται επί τη βά-
σει των αισθήσεων (αἴσθησις) ή και των πεποιθήσεών μας (δόξα) – ανεξάρ-
τητα από το αν η πρόταση αυτή είναι απλή ή σύνθετη.253
Πολύ εύλογα θα αναρωτηθεί ίσως κανείς γιατί δεν στερείται τη γνωσιο-
λογική της ισχύ και η ίδια η πολύ ακραία γνωσιολογική στάση του Πύρρω-
να, που απορρίπτει κάθε δυνατότητα γνώσης. Τι γνωσιολογική αξία έχουν,
λοιπόν, και όλα τα γνωσιολογικά και ηθικά συμπεράσματα που αναφέρο-
νται ως απαντήσεις του Πύρρωνα στα τρία ερωτήματα της ευδαίμονος ζω-
ής; Σε αυτό το σημείο αντιμετωπίζουμε προφανώς το σοβαρό ζήτημα της
αυτοαναφοράς των σκεπτικών ισχυρισμών, το οποίο είχαμε ήδη σκιαγραφή-
σει, σε αδρές γραμμές, στο τέλος του κεφ. 4.1. Ακριβέστερα, είχαμε εκεί πα-
ρουσιάσει την υπόθεση ότι στο σύστημα του Πύρρωνα –κατ’ αντιδιαστολή
προς τον νεοπυρρωνισμό– η αναιρετική ισχύς της έκφρασης οὐ μᾶλλον δεν
είναι δυνατόν να στραφεί ενάντια στον εαυτό της. Και αυτό, γιατί κάτι τέ-
τοιο αναγκαστικά θα σήμαινε την κατάρρευση ολόκληρης της θεωρίας του
Πύρρωνα. Συνεπώς, η θεμελιώδης θέση του Πύρρωνα για την αδυναμία
γνώσης θα είναι σε θέση να αποκτήσει την αναμφισβήτητη ισχύ και αλήθεια
της, αποκλειστικά και μόνο αν η ίδια γίνει αντιληπτή ως ιδιαίτερος ισχυρι-
σμός που σώζεται από κάθε είδους σκεπτική αμφισβήτηση. Τι προσδίδει, λοι-
πόν, αυτήν την ιδιαίτερη φιλοσοφική διάσταση στην υπό συζήτηση θέση του
Πύρρωνα; Κατά τη γνώμη μας, ο Πύρρων θα μας απαντούσε ότι η συγκε-
κριμένη θέση ούτε ανήκει στη σφαίρα της πεποίθησης (δόξα) ούτε καταλή-
γουμε σε αυτήν μέσω της διατύπωσης των αντιφατικών ισχυρισμών στο πε-
δίο των φαινομένων (αἰσθήσεις), τρόπος, επί τη βάσει του οποίου εξάγονταν
τα σκεπτικά συμπεράσματα από τους κατοπινότερους νεοπυρρώνειους φι-

253. Αυτή την τεράστια προσπάθεια του Πύρρωνα να απορρίψει κάθε ανθρώπινη απόπει-
ρα γνώσης την είχαμε εξετάσει λεπτομερώς στο τέλος του κεφ. 4.1. Αξίζει να σημειώσουμε ότι
την εν λόγω καθολική απόρριψη της γνώσης την υποστηρίζουν στον Πύρρωνα και οι εξής
δύο μαρτυρίες από τον Διογένη και τον Ιππολύτο: Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,9–10, απόσπ.
1A Caizzi: ...μηδὲν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ («τίποτε δεν είναι κατά την αλήθεια [στην πραγματικότη-
τα]»); Hippolytus, Philos. 1, 23, απόσπ. 82 Caizzi: οὐδὲν γὰρ εἶναι οὔτε τῶν νοητῶν οὔτε τῶν
αἰσθητῶν ἀληθές («γιατί τίποτε δεν είναι αληθές, ούτε από τα πράγματα τα αντιληπτά με νόη-
ση, ούτε από τα πράγματα τα αντιληπτά από τις αισθήσεις». Και στις δύο μαρτυρίες, όμως,
την έκφραση «αληθές» πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως «γνωσιολογικά αρμόδιο».
114 Ο Πύρρων

λοσόφους.254 Οι τρεις «δογματικοί» ισχυρισμοί του Πύρρωνα συνιστούν κά-


ποια, θα λέγαμε, «ανώτερη» φιλοσοφική αλήθεια, την οποία ο μαθητής του ο
Τίμων πολύ συχνά την ξεχώριζε από τη σφαίρα της πεποίθησης (δόξα), χα-
ρακτηρίζοντας τον Πύρρωνα με επίθετα που προσέδιδαν σε αυτόν τη διά-
σταση θεότητας.255 Συνεπώς, ο θείος Πύρρων, προφήτης και κήρυκας της
σωτήριας διδασκαλίας για τον άνθρωπο, αναγγέλλει σε αυτόν την αλήθεια
που δεν υπόκειται σε καμία διαδικασία (αυτο)αναίρεσης. Στο εξής, θα επα-
νερχόμαστε περιστασιακά και σε όσα σημεία χρειαστεί στην αναφερθείσα

254. Τη νεοπυρρώνεια πρακτική της εξαγωγής της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή) από τις
αντιθέσεις στον χώρο των φαινομένων την παρουσιάζει με ενδεικτικό τρόπο η νεοπυρρώνεια
θεωρία των τρόπων (βλ. Εισαγωγή). Αν, συνεπώς, ο Πύρρων κατέληγε στις ακραίες του αγνω-
στικιστικές του στάσεις επί τη βάσει της παρατήρησης των αντιθέσεων στα φαινόμενα, το φι-
λοσοφικό σύστημά του θα έπρεπε να υποφέρει από την εξής λογική ανακολουθία – τόσο οι
αισθήσεις (δηλαδή όλα τα φαινόμενα τα οποία και έπρεπε να υπόκεινται ως βάση του υποτι-
θέμενου φαινομεναλισμού του Πύρρωνα) όσο και η νόησή μας δεν αξίζουν κατά τον Πύρρω-
να καμία γνωσιολογική εμπιστοσύνη. Ως εκ τούτου, δεν στέκει και αντιβαίνει εντελώς στις
ιστορικές πηγές η προσπάθεια του Svavarsson, ο οποίος θέλει να αποδώσει την εν λόγω νεο-
πυρρώνεια πρακτική στον ιστορικό Πύρρωνα τον Ηλείο (για τις λεπτομέρειες βλ. την υποσημ.
368). Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Svavarsson, παραδόξως, στην κριτική του βιβλί-
ου του Bett, αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας, ο κατά τα άλλα ενθουσιώδης υποστηρικτής της
διάκρισης του Πύρρωνα από τον νεοπυρρωνισμό, υποπίπτει και ο ίδιος ενίοτε στις νεοπυρρώ-
νειες ερμηνευτικές πρακτικές (Svavarsson, S., H.: [review]: Bett, R., Pyrrho, His Antecedents, and
His Legacy, σελ. 3 – 4).
255. Π.χ. σε ένα χωρίο από το έργο του Σέξτου Εμπειρικού (Adv. math. XI, 20, απόσπ. 60
Caizzi) ο Τίμων λέει για τον Πύρρωνα ότι είχε ως ορθό κριτήριο τον λόγο της αλήθειας (μῦθον
ἀληθείης ὀρθὸν ἔχων κανόνα) και αμέσως παρακάτω αποδίδει στον δάσκαλό του τον ισχυρι-
σμό ότι η φύση του θείου και του καλού πάντοτε υπόκειται ως βάση της πιο δίκαιης ζωής του
άνδρα (ὡς ἡ τοῦ θείου τε φύσις καὶ τἀγαθοῦ αἰεὶ // ἐξ ὧν ἰσότατος γίνεται ἀνδρί βίος). Καθί-
σταται πολύ πιθανό ότι ο Πύρρων με τις απαντήσεις του στα τρία ερωτήματα της ευδαίμονος
ζωής θέλει ακριβώς να μας κάνει συμμέτοχους σε τουλάχιστον ένα μέρος από τη θεία του φύ-
ση (ἡ τοῦ θείου φύσις), η οποία επηρεάζει τόσο καθοριστικά τη ζωή του ανθρώπου. Αξίζει να
σημειωθεί ότι εντελώς λανθασμένα, κατά τη γνώμη μας, ερμηνεύει το τελευταίο παρατεθέν
χωρίο ο Svavarsson, ο οποίος αντιλαμβάνεται το νόημα του κειμένου ως την έκφραση μιας
ψευδαίσθησης, την οποία ο Πύρρων διατυπώνει συνειδητά (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ. 250
ff.; λεπτομερώς Stough, Ch., L.: Greek Skepticism, σελ. 26· μία εύλογη λύση του προβλήμματος
προτείνει ο M. F. Burnyeat – Tranquility without a stop: Timon, frag. 68, σελ. 88 – 89). Στη γνώμη
του Svavarsson αντιβαίνει καταρχήν το γεγονός ότι η λέξη μῦθος μέσα στο επικό έργο του Τί-
μωνα δεν πρέπει να έχει κάποια σημασία αντίθετη με τη λέξη λόγος , και στη συνέχεια αντι-
βαίνει και το ότι η υπό συζήτηση ερμηνεία του Svavarsson έρχεται σε σύγκρουση με τα άλλα
χωρία, όπου ο Τίμων αποδίδει στον Πύρρωνα τον θεϊκό χαρακτήρα επειδή αυτός απελευθε-
ρώθηκε πλήρως από τη δουλεία στις πεποιθήσεις του όχλου (Diogenes Laertius, Vitae, IX,65,1–3),
υπογραμμίζοντας τον θείο τρόπο της ζωής του, η οποία μοιάζει έτσι με εκείνη του θεού του
Ήλιου (Sextus Empiricus, Adv. math. I,305,1–5, fr. 61 D Caizzi). Για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι
απέναντι στον S. H. Svavarsson, ας παρατεθεί η αγγλική μετάφραση του χωρίου που προτείνει
ο συγκεκριμένος ερευνητής: “Having a correct yardstick of truth, I will relate a fiction, as it evi-
dently is to me, that the nature of the divine and the good [exists] forever, and from these life becomes
most equable for man.” (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ. 250).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 115

απλή λύση του σοβαρού προβλήματος της αυτοαναίρεσης του Πύρρωνα.


Ενδιαφέρον θα παρουσιάσουν κυρίως ορισμένα γλωσσικά επιχειρήματα που
θα αναφερθούν σχετικά με την ερμηνεία Γ του εν λόγω κειμένου. Αυτά θα
ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την ιστορική πιθανότητα της συγκεκριμένης
λύσης του προβλήματος της αυτοαναίρεσης στον Πύρρωνα (βλ. ιδιαιτέρως
την υποσημ. 283).
Αυτό που θα μας βοηθήσει στο να αποκαλύψουμε ακόμα δύο ερμηνευτι-
κές εκδοχές (Β και Γ) είναι το να εντοπίσουμε και να διακρίνουμε ακολού-
θως τις δύο εναλλακτικές σημασίες της αρχαιοελληνικής λέξης ἤ στη δεύτε-
ρη και την τρίτη της αναφορά στο κείμενο του Πύρρωνα. Ενώ, δηλαδή, τα
συμφραζόμενα της πρώτης χρήσης, ακριβέστερα η έκφραση οὐ μᾶλλον ἔστιν
ἢ οὐκ ἔστιν, επιτρέπουν μόνο μία σημασία της λέξης ἢ –τη σύγκριση την απο-
διδόμενη με το νεοελληνικό συγκριτικό «παρά»– τα συμφραζόμενα καθώς
και η γραμματική δομή της δεύτερης και της τρίτης χρήσης καθιστούν εξ
ίσου δυνατές τις εξής δύο εναλλακτικές σημασίες: 1. το διαζευκτικό «ή», «εί-
τε» 2. το συγκριτικό «παρά», «από». Έτσι προκύπτουν οι εξής δύο –όχι μό-
νον από γραμματικής απόψεως– εξίσου δυνατές μεταφράσεις, αλλά και ισά-
ριθμες, επίσης εξίσου δυνατές, ερμηνευτικές εκδοχές. Οι παρακάτω αναφερ-
θείσες μεταφράσεις θα αποτελέσουν τη βάση για τις αντίστοιχες ερμηνείες
του εν λόγω χωρίου, τις οποίες θα ονομάσουμε «λογική» (Β) και «γνωσιολο-
γική» (Γ) ερμηνεία:
Β: Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν
είναι (Β1), ή ότι και είναι και δεν είναι (Β2), ή ότι ούτε είναι ούτε δεν εί-
ναι (Β3).
Γ: Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν
είναι (Γ1), μετά, ότι δεν είναι περισσότερο από και είναι και δεν είναι
(Γ2), και, τέλος, ότι δεν είναι περισσότερο από ούτε είναι ούτε δεν είναι
(Γ3).

Η μεταφραστική-ερμηνευτική εκδοχή Β λέει ότι στην περίπτωση που θέλου-


με να γίνουμε ευδαίμονες (βλ. το ίδιο απόσπασμα παραπάνω), για κάθε
πράγμα θα πρέπει να εκφραζόμαστε ούτως ώστε να χρησιμοποιούμε έναν
από τους εξής τρεις εξίσου δυνατούς εκφραστικούς τρόπους: είτε να ισχυρι-
στούμε ότι δεν είναι περισσότερο (οὐ μᾶλλον) από (ἤ) δεν είναι (B1) είτε (ἤ)
να ισχυριστούμε ότι και είναι και δεν είναι (B2), είτε (ἤ), τέλος, να ισχυρι-
στούμε ότι ούτε είναι ούτε δεν είναι (B3). Το πρώτο μέρος (Β1) της τριπλής
αυτής διάζευξης δεν εκφράζει, κατά τη γνώμη μας, τίποτε άλλο παρά την
απόρριψη της γνωσιολογικής αρμοδιότητας οποιασδήποτε πρότασης, καθώς
και της λογικής της άρνησης. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο μέρος της σύν-
116 Ο Πύρρων

θετης πρότασης ισοδυναμεί, ως προς τη φιλοσοφική σημασία του, με το μέ-


ρος Α1 της πρώτης προτεινόμενης ερμηνείας Α. Έτσι, το νόημα του Β1 συμ-
βαδίζει πλήρως και με την οντολογική στάση του Πύρρωνα σχετικά με τη
φύση των πραγμάτων, η οποία και είναι κατ’ αυτόν απροσπέλαστη σ’ εμάς,
καθώς και με τα ακραία γνωσιολογικά συμπεράσματα που προκύπτουν από
τη στάση αυτή και μνημονεύονται στο αμέσως προηγούμενο μέρος του αρ-
χαίου κειμένου (βλ. παραπάνω την εξήγηση τη σχετική με την ερμηνεία Α).
Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα σχετικά με το πώς θα ενταχθούν μέσα σε
αυτά τα ακραία φιλοσοφικά συμφραζόμενα τα μέρη B2 και B3, τα οποία και
αποτελούν ακόμα δύο τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εκφραζόμαστε
για τα πράγματα. Και τα δύο μέρη (B2, B3) αποτελούν σύζευξεις δύο αντι-
φατικών ισχυρισμών (λογική αντίφαση!) Το B3, επιπλέον, αποτελεί τη σύ-
ζευξη των δύο αρνήσεων («ούτε… ούτε…»), των οποίων η πρώτη εφαρμόζε-
ται στη «θετική» πρόταση («είναι») και η δεύτερη στην ίδια πρόταση με άρ-
νηση («δεν είναι»). Αν ισχύει η υπόθεση ότι όλες οι αρνήσεις, οι αναφερθεί-
σες στα μέρη Β2 και Β3, είναι λογικού χαρακτήρα, μία δυνατή και αρκετά
πιθανή ερμηνεία του χωρίου θα ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία ο Πύρ-
ρων θέλησε με τις δύο έντονα αντιφατικές αυτές προτάσεις (Β2, Β3) να αρ-
νηθεί τον νόμο της μη αντίφασης. Και αυτό, γιατί πρόκειται για έναν πολύ
σημαντικό νόμο της λογικής, ο οποίος συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση
της ύπαρξης και της «λειτουργίας» οποιασδήποτε γνώσης256 για τον κόσμο
και τα πράγματα, και την οποία απορρίπτει ο Πύρρων, ταυτίζοντάς την με
την πεποίθηση (δόξα), η οποία και είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με τη
σφαίρα της αισθητηριακής εμπειρίας (αἰσθήσεις). Και οι δύο πηγές της αν-
θρώπινης γνώσης (δόξα, αἰσθήσεις), όπως έχει ήδη ειπωθεί, βρίσκονται κατά
τον Πύρρωνα εκτός κάθε γνωσιολογικής «νομιμοποίησης», επειδή ούτε αλη-
θεύουν ούτε ψεύδονται (μήτε ἀληθεύειν… μήτε ψεύδεσθαι).
Παρά το γεγονός ότι η μεταφραστική εκδοχή Β φαίνεται, σε σύγκριση με
τις πιο σύνθετες και μπορεί, για τον κοινό χρήστη της γλώσσας τουλάχιστον,
πιο «περίπλοκες» εκδοχές Α και Γ, πιο απλή, προβάλλονται ενάντια σε αυτήν
μερικές σοβαρές αντιρρήσεις.
Στον πιθανό «δογματικό» αγνωστικισμό της ερμηνείας Β, τον οποίο εντο-
πίσαμε στο μέρος Β1 και χαρακτηρίσαμε ως απόρριψη κάθε είδους γνωσιο-
λογικής αρμοδιότητας οποιασδήποτε θετικής πρότασης καθώς και της άρνη-

256. Δεν γνωρίζουμε αν ο Πύρρων (και αν πράγματι αυτός υπήρξε ο συγγραφέας του κει-
μένου) είχε τέτοια γνώση της λογικής, ώστε να συνειδητοποιήσει, από λογικής απόψεως, ότι η
παράβαση του νόμου της μη αντίφασης καθιστά κάθε γνώση αδύνατη. Στο σύστημα της τυπι-
κής λογικής από τη λογική αντίφαση p /\ non p εξάγεται οποιαδήποτε άλλη πρόταση.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 117

σής της, αντιβαίνει το γεγονός ότι στα μέρη Β2 και Β3 ο συγγραφέας δέχεται
ότι για κάθε πράγμα μπορούμε να διατυπώσουμε μία ή και δύο (στη περί-
πτωση που τα μέρη Β2 και Β3 συνδέονται με χαλαρή διάζευξη) προτάσεις,
έστω και αν εμπεριέχονται σοβαρές λογικές αντιφάσεις στις ίδιες προτάσεις.
Ο Brunschwig προβάλλει σχετικά και την αντίρρηση ότι κάποιο πρόβλημα
στην εν λόγω ερμηνεία του οὐ μᾶλλον προκύπτει από το γεγονός ότι ο Πύρ-
ρων τονίζει ιδιαιτέρως στο τέλος του αποσπάσματος του Αριστοκλή τη στά-
ση της σιωπής (ἀφασία), η οποία και προηγείται της ασυγκινησίας (ἀτα-
ραξία) που ακολουθεί, πάλι, όσους τηρούν τη γνωσιολογική στάση τη συνδε-
δεμένη με το οὐ μᾶλλον απέναντι στα πραγματα του κόσμου.257 Σύμφωνα με
τη γνώμη του συγκεκριμένου μελετητή, είναι η ίδια η στάση της σιωπής
(ἀφασία) που αποκλείει το να διατυπώνουμε τέτοιου είδους αντιφατικές συ-
ζεύξεις, όπως αυτές που απαντούν στα μέρη Β2 και Β3, και για τον λόγο αυ-
τό, αποκλείεται ακόμα περισσότερο (κατά μείζονα λόγο) η διατύπωση των
απομονωμένων συστατικών στοιχείων τους, δηλαδή των εν μέρει «απλών»
προτάσεων που συνδέονται με τις συζεύξεις.258
Σε ό,τι αφορά την πρώτη αναφερθείσα αντίρρηση, ο χαρακτήρας της φαί-
νεται να είναι γενικότερος, διότι αφορά ακόμα και την ερμηνευτική εκδοχή
Α. Σε αυτήν, όμως, κατ’ αντιδιαστολή προς την ερμηνεία Β, δεν συνδέονται
με το διαζευκτικό σύνδεσμο (ἤ) και οι τρεις, παρά μόνο οι δύο δυνατότητες
εκείνων που μπορούμε να λέμε για τα πράγματα. Ως εκ τούτου, θα υπόκειντο
και τα δύο μέρη Β2 και Β3 σε (αυτο)αναίρεση, στη διαδικασία, δηλαδή, η
οποία καταργεί κάθε γνωσιολογική αρμοδιότητα οποιασδήποτε προτάσης
και δηλώνεται από το μέρος Β1 και ίσως και από τα ίδια τα μέρη Β2 και Β3
(βλ. την υποσημείωση 256). Τη λύση αυτού του σοβαρού προβλήματος την
έχουμε ήδη σκιαγραφήσει σχετικά με την εξήγηση της ερμηνείας Α. Εκεί, επί
τη βάσει των αρχαίων πηγών, είχαμε αποδείξει ότι ο Πύρρων αντιλαμβανό-
ταν τον ισχυρισμό του σχετικά με το τι μπορούμε να λέμε για τα πράγματα
(ακριβέστερα, δύο [ερμηνεία Α] ή τρεις προτάσεις [ερμηνεία Β]) ως σωζόμε-
νο από τη σφαίρα της πεποίθησης (δόξα) και, αντιθέτως με αυτήν, ως κάτι
που θα πρέπει να ανήκει στη σφαίρα μάλλον της υπεράνθρωπης σοφίας του
θείου, στοιχείου που το εξυμνεί στην περιγραφή της εξαιρετικής προσωπικό-
τητας του Πύρρωνα ο μαθητής του Τίμων. Έτσι, το κύρος του πρώτου αντε-
πιχειρήματος κατά της ερμηνείας Β έχει μειωθεί σημαντικά. Εναντίον της
δεύτερης αντίρρησης του Brunschwig φαίνεται κατάλληλο να αναφερθεί το

257. Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,4, απόσπ. 53 Caizzi: …διακειμένοις οὕτω
περιέσεσθαι Τίμων φησὶ πρῶτον μὲν ἀφασίαν, ἔπειτα δ᾿ ἀταραξίαν...
258. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 245.
118 Ο Πύρρων

επιχείρημα του R. Bett, ο οποίος θεωρεί ότι η έκφραση ἀφασία στο κείμενο
του Αριστοκλή δεν δηλώνει την πραγματική σιωπή της ανθρώπινης ομιλίας,
αλλά μάλλον τον θαυμασμό ή τον διανοητικό «ίλιγγο», 259 από τον οποίο
υποφέρει ο άνθρωπος μέχρι και την ώρα που θα συνηθίσει στην καινούργια
και καταπληκτική γνωσιολογική στάση.260 Η λύση του R. Bett υποστηρίζει
και τη δική μας υπόθεση για τη θεία προέλευση των εκφορών του Πύρρωνα.
Και αυτό, γιατί ο «θαυμασμός» και ο «διανοητικός ίλιγγος», για τους οποί-
ους κάνει λόγο ο R. Bett, πολύ εύλογα μπορεί να ερμηνευτούν, υπό το πρίσμα
της αρχαίας θρησκείας, ως ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση που εμπνέεται
στον άνθρωπο από την υπεράνθρωπη σοφία του θείου και που στη φιλοσο-
φία του Πύρρωνα δηλώνεται επακριβώς με τη σύνθετη συντακτική δομή του
οὐ μᾶλλον. Η συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση υπήρξε, κατά πάσα πι-
θανότητα, κάτι πολύ γνωστό και σύνηθες στον αρχαίο άνθρωπο, επειδή σί-
γουρα του θύμιζε την κατανυκτική ατμόσφαιρα και τη σιγή ευλάβειας που,
όπως είναι γνωστό, αναπόφευκτα έπρεπε να συνοδεύουν κάθε τέλεση θυσί-
ας στην αρχαιότητα.261 Οι σύγχρονοι του Πύρρωνα έπρεπε σχεδόν καθημε-
ρινά να βίωναν τέτοιου είδους ψυχικές διαθέσεις όχι μόνο στην ιδιωτική αλ-
λά κυρίως στη δημόσια ζωή τους. Επομένως, υπό το πρίσμα των πολιτισμι-
κών αυτών διευκρινίσεων η αντίρρηση του Brunschwig –η δεύτερη αναφερ-
θείσα– χάνει ακόμη περισσότερο την ισχύ της.

***

259. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 38, υποσημ. 46. Ο ερευνητής αυτός
παραπέμπει τον αναγνώστη σε άλλες παρόμοιες χρήσεις της λέξης ἀφασία στα μη φιλοσοφικά
κείμενα, όπου η λέξη φέρει την σημασία “speechlessnes caused by fear or perplexity”, όπως μα-
θαίνουμε στο οικείο λήμμα του LSJ (s.v. ἀφασία): Euripides, Hel. 549; Ο.π., Iph. Aul. 837; Aristo-
phanes, Eccl. 904; Plato, Leg. 636e5; Ό.π., Philb. 21d4.
260. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 38
261. Πρβλ. την αρχή του Γ´ βιβλίου των Ωδών του Ορατίου, το οποίο αφιερώνεται στην
ηθική και τη θρησκευτική αναγέννηση του ρωμαϊκού λαού και όπου ο ποιητής, εμφανιζόμε-
νος ως ιερέας των Μουσών, απευθύνεται στη ρωμαϊκή νεολαία με τα εξής λόγια: favete linguis
(Horatius, Carm. III, 1–4; gr. εὐφημεῖτε «σιωπάτε με ευλάβεια»; πρβλ. και την λέξη θάμβος «φό-
βος», «κατάνυξη»), λόγια, τα οποία εκφωνούσε ο Ρωμαίος ραβδούχος (λατ. lictor) στην αρχή
της τέλεσης της θυσίας. Τα συμπεράσματα της μελέτης του U. Wollner, τα οποία τεκμηριώνουν
με θελκτικό τρόπο πολύ στενές σχέσεις και αμοιβαίες εμπνεύσεις μεταξύ της θρησκευτικής
σκέψης της τότε εποχής και ακόμη και του «αθεϊστικού» ρωμαϊκού επικουρισμού, εκ νέου και
επανειλημμένα μας διαβεβαιώνουν ότι στον αρχαίο κόσμο οι σφαίρες του κοσμικού και του
ιερού δεν ήταν ποτέ χωρισμένες (Lucretius a problematika religio, σελ. 25).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 119

Πρώτη παρέκβαση στον Αριστοτέλη: η χρήση του οὐ μᾶλλον στα «Με-


τά τα Φυσικά». Ο Πύρρων της ερμηνείας Β ίσως να αντιδρά στην αρι-
στοτέλεια ειρωνεία από το Δ´ βιβλίο των «Μεταφυσικών».
Προτού προβούμε στην ανάλυση της τρίτης ερμηνευτικής εκδοχής του οὐ
μᾶλλον, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, με σύντομο τρόπο, την πο-
λεμική μεταξύ του Αριστοτέλη και εκείνων των στοχαστών, οι οποίοι είχαν,
κατ’ αυτόν, υιοθετήσει τη φιλοσοφική στάση τη συνδεδεμένη με την έκφρα-
ση οὐ μᾶλλον.262 Στο εξής θα καταστεί σαφές ότι από την επιχειρηματολογία
του Αριστοτέλη στα Μετά τα Φυσικά προκύπτει ότι η φιλοσοφική θέση του
οὐ μᾶλλον είναι κατά τον Σταγειρίτη εντελώς αστήρικτη: γνωσιολογικά, από
λογικής απόψεως, στο επίπεδο της ηθικής, καθώς και σε εκείνο της ανθρώπι-
νης δράσης. Επίσης, θα δούμε με ποια σημασία (ή με ποιες σημασίες) χρησι-
μοποιείται η εν λόγω έκφραση στο πλαίσιο της πολεμικής του Αριστοτέλη.
Επομένως, θα αναφερθεί και θα συζητηθεί κριτικά και μία ενδιαφέρουσα
υπόθεση του ερευνητή J. Brunschwig. Ο ερευνητής αυτός υποθέτει ότι ήταν
ακριβώς ο Πύρρων εκείνος που συνειδητά και σκόπιμα αντέδρασε –αν πράγ-
ματι είναι ιστορικά σωστή η ερμηνεία Β– με τη δική του χρήση της έκφρασης
αυτής στην πρόκληση που είχε απευθύνει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσι-
κά εναντίον όσων εκφέρουν τη φράση οὐ μᾶλλον με σκοπό να αρνηθούν τον
νόμο της μη αντίφασης.
Πρώτ’ απ’ όλα όμως, θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε με ποια σημασία
χρησιμοποιείται η φράση οὐ μᾶλλον από τον Αριστοτέλη. Ο P. De Lacy επι-
σημαίνει ότι στα έργα του Σταγειρίτη, κατά αντιδιαστολή προς τον περιπα-
τητικό Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα, η έκφραση δεν απαντά ακόμη ως προ-
τυποποιημένος φιλοσοφικός όρος.263 Ως εκ τούτου, θα περιοριστούμε κατά
την εν συνεχεία εξήγηση στην ανάλυση ορισμένων μόνο σχετικών ως προς
το θέμα μας χρήσεων του οὐ μᾶλλον στα Μετά τα Φυσικά, παραθέτοντας

262. Ο M. R. Stopper ανατρέπει με εμβριθή τρόπο την άποψη ότι πρόκειται εδώ για κά-
ποιους Μεγαρίτες δασκάλους του Πύρρωνα (βλ. το κεφ. 3.2). Ο συγκεκριμένος ερευνητής κα-
ταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι εντελώς αδύνατη για εμάς η ιστορικη-φιλοσοφική ταύτιση
των αντιπάλων του Αριστοτέλη στο Δ´ βιβλίο των Μετά τα Φυσικά (Schizzi Pirroniani, σελ. 266
– 268).
263. Ο P. De Lacy επιχειρηματολογεί εν προκειμένω ότι ο Αλέξανδρος, σε αντιδιαστολή με
τον Αριστοτέλη, συνηθίζει να χρησιμοποιεί τον σύνδεσμο αυτό με άρθρο. (De Lacy, P.: Oὐ
μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 64). Τη μελέτη του De Lacy την χρησιμο-
ποίησαμε, όπως και θα γίνει σαφές στο παρόν κεφάλαιο, ως κατάλληλο σημείο εκκίνησης για
την κριτική ανασύσταση της (αρνητικής) άποψης, που υιοθέτησε ο Αριστοτέλης απέναντι στη
χρήση του οὐ μᾶλλον, (ό.π. σσ. 61 – 64).
120 Ο Πύρρων

περιστασιακά και μερικά χωρία από το Υπόμνημα του Αλεξάνδορου στο


ίδιο έργο του Αριστοτέλη.264
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έκφραση οὐ μᾶλλον ἤ σε συμφραζόμενα
όπου επιχειρεί την ανατροπή της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου, η οποία πα-
ραβαίνει, κατ’ αυτόν, τον νόμο της μη αντίφασης, ισχυριζόμενη ότι το ίδιο
και το αυτό ενδέχεται ταυτόχρονα να είναι και να μην είναι αληθές.265 Η
στάση του Ηράκλειτου, ο οποίος, δήθεν, διατυπώνει ταυτόχρονα δύο αντι-
φατικές προτάσεις ανασκευάζεται από τον Αριστοτέλη ακριβώς στο χωρίο,
όπου χρησιμοποιείται η έκφραση οὐ μᾶλλον:
…λέγω δὲ τὸ ἐνδέχεσθαι τὸ αὐτὸ καθ‘ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν χρόνον εἶναί
τε καὶ μὴ εἶναι· καθάπερ γὰρ καὶ διῃρημένων αὐτῶν οὐδὲν μᾶλλον ἡ
κατάφασις ἢ ἡ ἀπόφασις ἀληθεύεται, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοῦ συναμ-
φοτέρου καὶ τοῦ συμπεπλεγμένου καθάπερ μιᾶς τινὸς καταφάσεως
οὔσης οὐθὲν μᾶλλον <ἢ> ἡ ἀπόφασις [ἢ] τὸ ὅλον ὡς ἐν καταφάσει
τιθέμενον ἀληθεύσεται.
« …εννοώ τη δυνατότητα, το αυτό πράγμα να μπορεί σ’ έναν και τον
αυτόν χρόνο να είναι και να μη είναι. Γιατί όπως στην περίπτωση που
τα δύο μέρη είναι χωριστά και η κατάφαση δεν αληθεύει περισσότερο
από την απόφαση, έτσι και όταν τα δύο μέρη είναι συνδεδεμένα ώστε
να προκύψει ένα σύνολο με τη μορφή μιας κατάφασης, ούτε τότε, δη-
λαδή, το σύνολο υπό τη μορφήν της καταφάσεως θα αληθεύει περισσό-
τερο από την άρνησή του».
(Αριστοτέλης, ΜτΦ, Κ 1062b,1–7)

Κατά πάσα πιθανότητα, το οὐ μᾶλλον φέρει εδώ τη σημασία της σύζευξης


δύο αρνήσεων. Πρόκειται για έναν εκφραστικό τρόπο που μας θυμίζει ιδιαί-
τερα τη χρήση της ίδιας έκφρασης από τον Πύρρωνα. Ο Αριστοτέλης, κατά
τη γνώμη μας, δεν θέλει να πει εδώ τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ούτε η απλή
σύζευξη μιας πρότασης και της άρνησής της (p ∧ όχι- p) έχει κάποια γνωσιο-
λογική αρμοδιότητα, καθότι παραβαίνει τον νόμο της μη αντίφασης, αλλά
ούτε και η «σύνθετη» σύζευξη που λαμβάνει τη μορφή (p ∧ όχι-p) ∧ όχι-(p ∧
όχι-p) έχει οιανδήποτε τέτοια.

264. Για την έρευνα των χωρίων της περιπατητικής γραμματείας, στα οποία απαντά η έκ-
φραση μᾶλλον/ἧττον ἤ, καθίσταται σημαντικό και το αναφερθέν άρθρο της I. Sluiter (βλ. την
υποσημ. 196). Η μελετήτρια αυτή εξετάζει λεπτομερώς τη χρήση της συγκεκριμένης έκφρασης
στα Τοπικά, καθώς και στο έργο του Θεόφραστου (Sluiter, I.: On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Pro-
positions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ, σελ. 51 – 54). Ο V. Marko πάλι ασχολείται με την εν προ-
κειμένω προβληματική στο πλαίσιο της λογικής ανάλυσης της περίφημης περίπτωσης της ναυ-
μαχίας από το 9ο κεφ. του Περί Ερμηνείας (Marko, V.: Vreme, objašnjenie, modalnost, σσ. 191 –
270).
265. Αριστοτέλης, ΜτΦ, Κ,1062a,31–1062b,2.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 121

Με διαφορετική σημασία χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης την έκφραση οὐ


μᾶλλον... ἤ σε ένα άλλο χωρίο των Μετά τα Φυσικά, όπου και ανασκευάζε-
ται η φιλοσοφία του Αναξαγόρα. Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία αυτή εί-
ναι αστήρικτη, διότι από αυτήν προκύπτει η ταυτόχρονη υιοθέτηση δύο αντι-
φατικών προτάσεων, κάτι που ο Αριστοτέλης εκφράζει διαμέσου του οὐ
μᾶλλον… ἤ:
οὔτε δὴ καθ᾿ ῾Ηράκλειτον ἐνδέχεται λέγοντας ἀληθεύειν, οὔτε κατ᾿
᾿Αναξαγόραν· εἰ δὲ μή, συμβήσεται τἀναντία τοῦ αὐτοῦ κατηγορεῖν·
ὅταν γὰρ ἐν παντὶ φῇ παντὸς εἶναι μοῖραν, οὐδὲν μᾶλλον εἶναί φησι
γλυκὺ ἢ πικρὸν ἢ τῶν λοιπῶν ὁποιανοῦν ἐναντιώσεων, εἴπερ ἐν ἅπαντι
πᾶν ὑπάρχει μὴ δυνάμει μόνον ἀλλ᾿ ἐνεργείᾳ καὶ ἀποκεκριμένον.
ὁμοίως δὲ οὐδὲ πάσας ψευδεῖς οὐδ᾿ ἀληθεῖς τὰς φάσεις δυνατὸν εἶναι,
δι᾿ ἄλλα τε πολλὰ τῶν συναχθέντων ἂν δυσχερῶν διὰ ταύτην τὴν θέσιν,
καὶ διότι ψευδῶν μὲν οὐσῶν πασῶν οὐδ᾿ αὐτὸ τοῦτό τις φάσκων ἀλη-
θεύσει, ἀληθῶν δὲ ψευδεῖς εἶναι πάσας λέγων οὐ ψεύσεται.
«Κανείς δεν μπορεί να αληθεύει κατά τη φιλοσοφία του Ηράλειτου,
αλλά ούτε κατά εκείνη του Αναξαγόρα. Στην αντίθετη περίπτωση, θα
προκύψει ότι αποδίδει αντιφατικά κατηγορούμενα στο ίδιο πράγμα.
Γιατί αν ο Αναξαγόρας λέει ότι σε κάθε πράγμα ενυπάρχει μία ποσότη-
τα από κάθε άλλο πράγμα, λέει ότι το πράγμα δεν είναι γλυκό περισσό-
τερο από πικρό ή από οποιαδήποτε άλλη εναντιότητα, αν πράγματι μέ-
σα σε κάθε πράγμα ενυπάρχει κάθε πράγμα, όχι δυνάμει αλλά ενεργεία
και ξεχωρισμένο. Με παρόμοιο τρόπο, ισχύει για όλους τους ισχυρι-
σμούς ότι δεν μπορεί να είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Και αυτό,
εκτός από πολλές άλλες δυσάρεστες συνέπειες αυτής της θέσης, ιδιαιτέ-
ρως γιατί, αν όλοι οι ισχυρισμοί είναι ψευδείς, δεν θα αληθεύει ούτε
αυτός που λέει το παραπάνω. Από την άλλη, αν όλοι οι ισχυρισμοί είναι
αληθείς, δεν θα ψεύδεται ούτε εκείνος που λέει ότι όλοι είναι ψευδείς».
(Αριστοτέτης, ΜτΦ. Κ,1063b,24–35)

Από το παρατεθειμένο χωρίο καθίσταται σαφές ότι ο Αριστοτέλης χρησιμο-


ποιεί εδώ την έκφραση οὐ μᾶλλον με τη σημασία την οποία ο Διογένης ο Λα-
έρτιος χαρακτηρίζει ως θετική (θετικῶς), παραθέτοντας ως παράδειγμα την
πρόταση για την ίση μοχθηρία του πειρατή και του ψεύτη. 266

266. Βλ. το κεφ. 4.1 και την υποσημ. 206. Πρβλ. επίσης το χωρίο Αριστοτέλης, ΜτΦ.
1012a24–28, όπου, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά και κατηγορηματικά το οὐ μᾶλλον, ο
Αριστοτέλης υποδηλώνει ότι είναι πιθανό να εξαγάγει κανείς από τη φιλοσοφική θέση του
Αναξαγόρα –και κατ’ αντιδιαστολή προς εκείνην του Ηράκλειτου– την άρνηση της οιασδή-
ποτε πρότασης (άρα και λογικά αντιφατικής) για τα πράγματα του κόσμου. Σημειώνουμε ότι
πρόκειται εδώ για τη σημασία, με την οποία χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης την έκφραση οὐ
μᾶλλον στο πρώτο παρατεθέν χωρίο των Μετά τα Φυσικά (Αριστοτέλης, ΜτΦ. Κ,1062b,1–7).
122 Ο Πύρρων

Στην εν συνεχεία εξήγηση θα αναφερθούν και άλλες χρήσεις της έκφρα-


σης οὐ μᾶλλον από τον Αριστοτέλη. Έτσι, θα γίνει σαφές το γιατί, για τον
συγκεκριμένο φιλόσοφο, η φιλοσοφική θέση η σχετική με το οὐ μᾶλλον είναι
αστήρικτη. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα δύο χωρία, όπου ο Αριστο-
τέλης υπογραμμίζει την ατοπία των γνωσιολογικών καθώς και των πρακτι-
κών συνεπειών που προκύπτουν από τη φιλοσοφική στάση τη συνδεδεμένη
με το οὐ μᾶλλον. Αυτή, όπως καθίσταται φανερό και από τα έως τώρα πα-
ρατεθέντα χωρία, λίγο πολύ σχετίζεται, στη σκέψη του Αριστοτέλη, με την
παραβίαση και απόρριψη του λογικού νόμου της μη αντίφασης. Το πρώτο
παράδειγμα αφορά την καθημερινή ζωή, ενώ το δεύτερο περιγράφει την πε-
ρίπτωση, όπου κάποιος θεραπεύεται επί τη βάσει των διαιτητικών συμβου-
λών ενός γιατρού:
διὰ τί γὰρ βαδίζει Μέγαράδε ἀλλ᾿ οὐχ ἡσυχάζει, οἰόμενος βαδίζειν
δεῖν; οὐδ᾿ εὐθέως ἕωθεν πορεύεται εἰς φρέαρ ἢ εἰς φάραγγα, ἐὰν τύχῃ,
ἀλλὰ φαίνεται εὐλαβούμενος, ὡς οὐχ ὁμοίως οἰόμενος μὴ ἀγαθὸν εἶναι
τὸ ἐμπεσεῖν καὶ ἀγαθόν;
«Γιατί, δηλαδή, βαδίζει στα Μέγαρα αντί να κάθεται ήσυχος στην οι-
κία του, έχοντας την εντύπωση ότι πηγαίνει εκεί: Ή γιατί δεν θα πηδή-
σει από τα άγρια χαράματα κιόλας σε ένα πηγάδι ή σε μία απόκρημνη
χαράδρα, αν του τύχει η ευκαιρία, αλλά προφανώς προσέχει μήπως το
πάθει, σαν να μη θεωρεί εξίσου καλό και κακό το να πέσει εκεί».
(Aristotelés, Met. IV,1008b,14–17, τροποποιημένη μετάφραση του Ανδρ.
Δαλεζίου, Πάπυρος, Γραφικαί Τέχναι Α.Ε., 1975, Τόμος Πρώτος, σελ.
169).
ἔτι διὰ τί προστάττοντος τοῦ ἰατροῦ τοδὶ τὸ σιτίον προσενέγκασθαι
προσφέρονται; τί γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἄρτος ἐστὶν ἢ οὐκ ἔστιν; ὥστ᾿ οὐθὲν
ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν· νῦν δ᾿ ὡς ἀληθεύοντες περὶ αὐτὸ καὶ
ὄντος τοῦ προσταχθέντος σιτίου τούτου προσφέρονται τοῦτο· καίτοι γ᾿
οὐκ ἔδει μὴ διαμενούσης παγίως μηδεμιᾶς φύσεως ἐν τοῖς αἰσθητοῖς
ἀλλ‘ ἀεὶ πασῶν κινουμένων καὶ ῥεουσῶν.
«Επιπλέον, γιατί καταναλώνουν το συγκεκριμένο φαγητό που ο για-
τρός τους προστάζει να το καταναλώσουν; Γιατί, άρα, αυτό το πράγμα
είναι περισσότερο ψωμί από όχι ψωμί; Αλλά τότε, καθόλου δεν θα διέ-
φερε το να φάγουν από το να μη φάγουν. Αυτοί, όμως, σαν να αλήθευ-
αν ως προς αυτό, λαμβάνουν αυτό που τους προστάζει ο γιατρός σαν
να ήταν πραγματικά ψωμί. Και όμως, δεν θα έπρεπε να συμπεριφέρο-
νται έτσι, αν κατ’ αυτούς δεν υπάρχει στον αισθητό κόσμο καμία αμε-
τάβλητη φύση αλλά, αντιθέτως, όλες οι φύσεις κινούνται σε αιώνια
ροή».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 123

(Αριστοτέλης, ΜτΦ. Κ, 1063a,28–35, τροποποιημένη μετάφραση του


Ανδρ. Δαλεζίου, Πάπυρος, Γραφικαί Τέχναι Α.Ε., 1975, Τόμος Δεύτε-
ρος, σελ. 483)

Γίνεται φανερό και στα δύο αυτά χωρία ότι η όποια φιλοσοφική θέση είναι
συνδεδεμένη –είτε ρητά (το δεύτερο απόσπασμα) είτε υπαινικτικά (το πρώτο
απόσπασμα)267– με το οὐ μᾶλλον επιφέρει, κατά τον Σταγειρίτη, την αδυνα-
μία της γνώσης της εσωτερικής φύσης των πραγμάτων και, κατά συνέπεια,
την αδυναμία παραγωγής αποτελεσματικών και «λογικών» αποφάσεων στην
πρακτική ζωή. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο κάθε άνθρωπος κάτι αποφεύγει
και κάτι επιδιώκει στη ζωή του (τὰ μὲν εὐλαβούμενος τὰ δ᾿ οὐ), απ’ όπου γί-
νεται σαφές ότι όλοι οι άνθρωποι υιοθετούν εν προκειμένω μία αναμφίβολη
στάση (ὑπολαμβάνουσιν ἔχειν ἁπλῶς) – αν όχι σχετικά με όλα τα πράγματα
της ζωής, τουλάχιστον σχετικά με εκείνα, τα οποία αξιολογούνται από αυ-
τούς ως «καλύτερα» ή ως «χειρότερα».268 Ο μεγάλος σχολιαστής του Αρι-
στοτέλη, Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, σχολιάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο
των Μετά τα Φυφικά, κάνει και πάλι269 λόγο για το πρόβλημα της ασυμβα-
τότητας του οὐ μᾶλλον με την καθημερινή ζωή του ανθρώπου:270
πάντας φησὶ καὶ τοὺς λέγοντας ἐπὶ παντὸς τὸ οὐδὲν μᾶλλον καὶ συνα-
ληθεύειν τιθεμένους τὴν ἀντίφασιν ἐν ταῖς ὑπολήψεσιν ἔχειν ἁπλῶς, εἰ
καὶ μὴ περὶ πάντα, ἀλλὰ περὶ τὰ βελτίω καὶ χείρω καὶ συμφέροντα καὶ
ἀσύμφορα καὶ ὅλως τὰ πρακτά.
«Λέει <ο Αριστοτέλης> ότι και αυτοί, οι οποίοι εκφέρουν σε σχέση με
όλα τα πράγματα τη φράση οὐδὲν μᾶλλον και ισχυρίζονται ότι και οι
δύο αντιφάσεις αληθεύουν, ότι ακόμη και αυτοί υιοθετούν μία στάση
απλή και μονοσήμαντη, αν και όχι σε όλα, σίγουρα τουλάχιστον όσον
αφορά τα πράγματα που αξιολογούνται ως καλύτερα και χειρότερα,

267. Ρητά συνδέει το παράδειγμα το σχετικό με το άλμα μέσα στο πηγάδι (ή χαράδρα) με
την έκφραση οὐ μᾶλλον μόνον ο μεταγενέστερος σχολιαστής του Αριστοτέλη, Αλέξανδρος ο
Αφροδισιεύς: η (φιλοσοφική) στάση που εμπεριέχει την άποψη ότι το να μην πηδήσουμε είναι
κάτι καλό, ενώ το να πηδήσουμε είναι κάτι κακό και ότι οι δύο περιπτώσεις δεν είναι καθόλου
ισοδύναμες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις τους στην πρακτική ζωή, «ανασκευά-
ζει τη θέση ότι το πράγμα δεν έχει έτσι περισσότερο από όχι έτσι» (…ἥ τις ὑπόληψις ἀναιρεῖ
τὸ οὐδὲν μᾶλλον οὕτως ἢ οὐχ οὕτως ἔχειν τὸ πρᾶγμα; βλ. Alexander Aphrodisiensis, In Arist.
Met. 299,9–299,15).
268. Αριστοτέλης, ΜτΦ, Ε,1008b,24–1008b,27.
269. Βλ. την υποσημ. 267.
270. Αντιθέτως, πιο αποδεκτή θα ήταν για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφική θέση η συνδεδε-
μένη με την έκφραση μᾶλλον καὶ ἧττον (βλ. Αριστοτέλης, ΜτΦ. Ε,1008b,32–1008b,33). Η συ-
γκεκριμένη προβληματική δεν αποτελεί, ωστόσο, αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Για μία
σύντομη παρατήρηση σχετικά με την προβληματική του μᾶλλον/ἧττον ἤ στη φιλοσοφία
των  στωικών, δες στο τέλος του κεφ. 6.6.
124 Ο Πύρρων

ως συμφέροντα και ασύμφορα, και γενικώς στις περιστάσεις που αφο-


ρούν τη σφαίρα της πρακτικής δράσης του ανθρώπου».
(Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, In Arist. Met. 299,30–299,33)

Μετά τη διερεύνηση του τρόπου χρήσης της έκφρασης οὐ μᾶλλον στα Μετά
τα Φυσικά του Αριστοτέλη, θα προβούμε στην εξήγηση και κριτική αξιολό-
γηση της προαναφερθείσας υπόθεσής μας ότι ο Πύρρων είχε επηρεαστεί από
τις ιδέες του Σταγειρίτη. Επισημαίνουμε εδώ ότι το ερώτημα της αλληλεπί-
δρασης του Πύρρωνα και του Αριστοτέλη αποτελεί ιστορικό θέμα συζητη-
μένο εν εκτάσει από διάφορους ερευνητές και που δεν έχει διευθετηθεί ικα-
νοποιητικά μέχρι στιγμής. Από το πλήθος διάφορων ερμηνευτικών προτάσε-
ων,271 θα παρουσιάσουμε και θα αξιολογήσουμε κριτικά μόνο τη λύση του
Brunschwig. Κατά την άποψη του παραπάνω μελετητή, ο Πύρρων ήθελε με
τη διατύπωση της έκφρασης οὐ μᾶλλον, η οποία και ενδέχεται να δηλώνει
στη φιλοσοφία του και την απόρριψη του νόμου της μη αντίφασης (ακριβέ-
στερα, κατά την ερμηνεία Β), να αποδείξει στον Αριστοτέλη ότι ο ίδιος κα-

271. Ο P. De Lacy παρατηρεί –δυστυχώς, χωρίς να προβάλλει και σχετικά επιχειρήματα–


ότι είναι εξ ίσου δυνατόν, από χρονολογικής απόψεως, ο Πύρρων, σύγχρονος του Αριστοτέ-
λη, αν και νεότερος στην ηλικία, να είχε επηρεάσει ως προς τη χρήση του οὐ μᾶλλον τον Στα-
γειρίτη (Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism, σελ. 64, υποσημ. 1). Η συγκεκριμέ-
νη υπόθεση θα πρέπει, βεβαίως, να υποβληθεί σε κριτική εξέταση, και αυτό όχι μόνον από
χρονολογικής απόψεως (ο Αριστοτέλης υπήρξε 20 χρόνια περίπου μεγαλύτερος του Πύρρω-
να), αλλά και από την άποψη του τρόπου ζωής που υιοθέτησε ο Πύρρων, ο οποίος και έζησε
στη μοναξιά και μακριά από την Αθήνα (βλ. το κεφ. 2.). Πέραν τούτου, αξιοπρόσεκτο καθί-
σταται εδώ και το γενονός ότι ο Πύρρων είτε αγνοούσε είτε περιφρονούσε εντελώς τα όποια
φιλοσοφικά και πνευματικά πράγματα της εποχής του (βλ. το κεφ. 6.5). Ο ερευνητής N. Mac-
coll (The Greek Sceptics from Pyrrho to Sextus, σελ. 26 – 29), ήδη από τον 19ο αιώνα, χαρακτηρί-
ζει πολύ εύλογα ως περιορισμένες τις όποιες πιθανότητες ο ιστορικός Πύρρων να έχει επηρε-
άσει και να έχει επηρεαστεί (από) τους σύγχρονούς του. Ο R. Bett υποστηρίζει, σχετικά, ότι
αυτή καθαυτή η υπόθεση ως προς την επιρροή του Πύρρωνα στον Αριστοτέλη είναι αστήρι-
κτη, και αυτό απλά και μόνο για χρονολογικούς λόγους, αν πράγματι αληθεύουν οι ιστορικές
πηγές που αναφέρουν ότι ο Πύρρων παρήγαγε τη φιλοσοφία του μόνο μετά την επιστροφή
του από την Ινδία, την οποία και είχει επισκεφτεί ακολουθώντας τον Μέγα Αλέξανδρο. (Aris-
tocles on Timon on Pyrrho, σελ. 161, υποσημ. 68). Και ο R. W. Stopper μαζί με τον S. H. Svavars-
son υιοθέτησαν την άποψη ότι ο Πύρρων δεν μπορούσε να επηρεάσει τον Αριστοτέλη για λό-
γους χρονολογικούς (Schizzi Pirroniani, σελ. 266; Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 290, υποσημ.
78). Ο προαναφερθείς R. W. Stopper ανατρέπει επιπλέον και την υπόθεση σχετικά με το ότι ο
Πύρρων –ένας τύπος μοναχικός και ένας φιλόσοφος κατ’ εξοχήν εκκεντρικός– θα είχε ποτέ
βρεθεί στη βιβλιοθήκη του Λυκείου και ότι θα είχε βρει τη συγκεκριμένη σελίδα των Μετά τα
Φυσικά του Αριστοτέλη. Ο ίδιος ερευνητής θεωρεί πιθανό ότι τα μέρη του αποσπάσματος του
Αριστοκλή, τα οποία αντιστοιχούν ως προς τη συντακτική δομή σε εκείνα του Αριστοτέλη, τα
έχει προσθέσει στο κείμενο ο περιπατητικός Αριστοκλής πολύ αργότερα (ό.π. σελ. 273). Πιθα-
νή είναι και η υπόθεση ότι οι συγκεκριμένες διατυπώσεις του Αριστοτέλη δεν είχαν επηρεάσει
τον (ιστορικό) Πύρρωνα, αλλά μόνο τον μετέπεια καταγραφέα των ιδεών του Τίμωνα (Sva-
varsson, S., H.: Pyrrho‘s Undecidable Nature, σελ. 291).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 125

ταφέρνει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται στη ζωή του με εκείνον ακρι-


βώς τον τρόπο που ο μεγάλος στοχαστής είχε χαρακτηρίσει ως εντελώς αδύ-
νατο.272 Ο Brunschwig υποστηρίζει την υπόθεσή του ότι η χρήση του οὐ
μᾶλλον από τον Πύρρωνα αποτελεί άμεση αντίδραση εκ μέρους του στους
ισχυρισμούς του Αριστοτέλη στο Δ´ βιβλίο των Μετά τα Φυσικά, καταδει-
κνύοντας την αναλογία όσον αφορά τη δομή καθώς και τη σύνταξη ανάμε-
σα στο κειμένο του Πύρρωνα και εκείνο του Αριστοτέλη:
ἅμα δὲ φανερὸν ὅτι περὶ οὐδενὸς ἐστι πρὸς τοῦτον ἡ σκέψις· οὐθὲν γὰρ
λέγει. Οὔτε γὰρ οὕτως οὔτ᾿ οὐχ οὕτως λέγει, ἀλλ᾿ οὕτως τε καὶ οὐχ
οὕτως· καὶ πάλιν γε ταῦτα ἀπόφησιν ἄμφω, ὅτι οὔθ᾿ οὕτως οὔτε οὐχ
οὕτως· εἰ γὰρ μή, ἤδη ἄν τι εἴη ὡρισμένον.
«Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι με τέτοιου είδους άνθρωπο η συζήτηση
δεν γίνεται απολύτως για τίποτα, διότι δεν λέει τίποτε παρά μόνον ανο-
ησίες.273 Και αυτό, γιατί λέει ότι το πράγμα274 δεν είναι ούτε έτσι ούτε
όχι έτσι (Δ1), αλλά ότι είναι και έτσι και όχι έτσι (Δ2). Ύστερα, ωστόσο,
θα αρνηθεί και τους δύο ισχυρισμούς275 λέγοντας276 ότι το πράγμα δεν
είναι ούτε έτσι ούτε όχι έτσι (Δ3). Επειδή αν δεν είχε αυτήν τη στάση,
θα υπήρχε ήδη κάτι το ορισμένο».
(Αριστοτέλης, Μτφ, Γ ,1008a30–4)

Συγκρίνοντας το κείμενο του Αριστοτέλη με τη μετάφραση του εν λόγω χω-


ρίου του Πύρρωνα, η οποία και υπόκειται ως βάση της ερμηνείας Β, μπο-
ρούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η προφανής αναλογία ως προς
τη συντακτική δομή προκύπτει κυρίως ανάμεσα στο μέρος Β2 και στο μέρος
Δ2 και επίσης ανάμεσα στο μέρος Β3 και στο μέρος Δ3. Από λογικής απόψε-
ως, μπορούμε να διαπιστώσουμε μία αντίστοιχη αναλογία δομής μεταξύ των
μερών Δ1 και Β3. Και τα δύο αυτά μέρη αποτελούν τη σύζευξη των δύο αρ-

272. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244.
273. Την έκφραση οὐθὲν γὰρ λέγει δεν μπορούμε να την μεταφράσουμε ως «γιατί τίποτε
δεν λέει». Τα ίδια τα συμφραζόμενα του χωρίου επαληθεύουν την αυθεντία του LSJ (s. v. λέγω
III,6), όπου αναφέρεται ότι η φράση οὐδέν λέγω σημαίνει «λέω ανοησίες».
274. Το αντικείμενο, για το οποίο κάνει λόγο ο αρνητής του νόμου της μη αντίφασης, έχει
παραλειφθεί στο αρχαίο κείμενο. Επομένως, μπορούμε είτε να μην το εκφράσουμε ούτε στη
μετάφραση είτε να συμπληρώσουμε στο κείμενο αόριστες εκφράσεις, όπως «πράγμα» ή «κά-
τι».
275. Από το επόμενο μέρος της πρότασης και μετά γίνεται φανερό ότι η άρνηση αναφέρε-
ται μόνο στον ισχυρισμό Δ2, που αποτελείται από τη σύζευξη των δύο αντιφατικών προτάσε-
ων. Σε αυτές πρέπει να αναφέρεται και η έκφραση ταῦτα ἄμφω του αρχαίου κειμένου.
276. Τίποτε στο αρχαίο κείμενο δεν αντιστοιχεί στην έκφραση «λέγοντας». Οι «πλατειά-
ζουσες» μεταφράσεις που προτείνουμε βασίζονται στα ευρύτερα συμφραζόμενα των χωρίων
του Αριστοτέλη, το ύφος του οποίου χαρακτηρίζεται συνήθως ως επιστημονικό, λιτό, κάποτε
ακόμη και ως «ξερό».
126 Ο Πύρρων

νήσεων που εφαρμόζονται στις δύο προτάσεις από τη σύζευξη Β2. Ως εκ


τούτου, τα μέρη Δ1 και Δ3 του αριστοτέλειου χωρίου είναι ισοδύναμα.
Ας εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας στο γεγονός ότι ο Αριστοτέλης κά-
νει λόγο εδώ για τις τρεις δυνατότητες συνολικά να μιλά για τα πράγματα
του κόσμου εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος απορρίπτει τον νόμο της μη αντί-
φασης. Συνεπώς, ένας τέτοιου είδους άνθρωπος, τον οποίο και περιγελά ο
μεγάλος φιλόσοφος, δεν σιωπά. Όπως και ο Πυρρώνειος σοφός της Β ερμη-
νείας, και αυτός κάτι λέει – για την ακρίβεια και κατά τον Σταγειρίτη κάτι
λέει, αλλά λέει όλο ανοησίες. Ακριβώς αυτό αποτελεί ένα σημαντικό κοινό
στοιχείο του αριστοτέλειου και του πυρρώνειου κειμένου που, βεβαίως, ερ-
μηνεύεται και μεταφράζεται εδώ σύμφωνα με την ερμηνεία Β. Έτσι, βρί-
σκουμε άλλη μία ένδειξη σχετικά με το ότι το κείμενο του Πύρρωνα ίσως να
είχε εμπνευστεί από εκείνο του Αριστοτέλη.
Τέλος, δεν χάνουμε την ευκαιρία να εκφράσουμε μία κριτική παρατήρη-
ση σχετικά με τον τρόπο που ο Brunschwig μεταφράζει το μέρος Δ1. Η μετά-
φρασή του θα μπορούσε πολύ εύκολα να δημιουργήσει την εντύπωση, και
αυτό ιδιαιτέρως σε έναν άπειρο αναγνώστη, ότι ο αρνητής του νόμου της μη
αντίφασης σιωπά. Ο Brunschwig μεταφράζει το υπό συζήτησιν χωρίο, ούτως
ώστε το αρνητικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού συνδυασμού οὔτε... οὔτε να
έχει μεταφερθεί στο κύριο ρήμα της πρότασης (λέγει): “he does not say thus or
not thus”. Αυτό συνεπάγεται, όμως, ότι από τον καταφατικό ισχυρισμό της
σύζευξης των δύο αρνήσεων των εφαρμοσμένων στις αντιφατικές προτάσεις
(λέει ότι… ούτε p ούτε όχι-p) γίνεται ένας αποφατικός ισχυρισμός, που αρ-
νείται την ίδια την (καταφατική) σύζευξη των δύο αντιφατικών προτάσεων
(δεν λέει… ότι p και όχι-p). Έτσι όμως, και από την αγγλική μετάφραση του
χωρίου, θα ήταν πιθανό, ένας άπειρος αναγνώστης να συναγάγει ότι ο περί-
εργος άνθρωπος, για τον οποίο γίνεται λόγος εδώ, δεν εκφέρει την εν προ-
κειμένω σύζευξη καθόλου, αλλά απλώς σιωπά, πράγμα που σίγουρα δεν θέ-
λει να πει ο Αριστοτέλης με τη συγκεκριμένη διατύπωση. Αυτού του είδους η
ερμηνεία, όμως, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με την υποτιθέμενη αναλογία
του χωρίου με εκείνο του Πύρρωνα, όσο και με τα συμφραζόμενα του ίδιου
του χωρίου του Αριστοτέλη. Πέραν τούτου, η έκφραση οὐθὲν λέγειν δεν ση-
μαίνει στα αρχαία «δεν λέω τίποτε», αλλά «λέω ανοησίες» ή «λέω ψέματα»,
«ψεύδομαι».277 Χάριν της συγκρίσεως, ας αναφερθεί και η αγγλική μετά-
φραση του H. Tredennick, ο οποίος υιοθέτησε την ερμηνευτική προσέγγιση
που συμβαδίζει πλήρως με τη δική μας άποψη σχετικά με τον ρόλο και την

277. Την εν λόγω μετάφραση του Brunschwig θα την βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης
στο εξής έργο του ερευνητή: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 245.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 127

τοποθέτηση του εν λόγω αρνητικού στοιχείου: “For he says neither ‘yes’ nor
‘no’ ”. Εντελώς παρόμοιο νόημα δίνει και η γερμανική μετάφραση του H.
Bonitz: “…er sagt weder, dass sich etwas so, noch, dass es sich nicht so verhalte”,
ενώ από την τσεχική δεν καθίσταται σαφές το ποια από τις δύο ερμηνευτικές
εκδοχές προτιμά ο μεταφραστης A. Kříž: “Nepraví totiž, že je tomu tak a tak,
ani, že tomu tak a tak není ”.278
Από την παραπάνω παρέκβαση στον Αριστοτέλη καθίσται πιθανό ότι ο
Πύρρων επηρεάστηκε στη διατύπωση των ιδεών του από τις σκέψεις που ο
Αριστοτέλης είχε καταγράψει στα Μετά τα Φυσικά του. Ωστόσο, δεν μπο-
ρούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι απαραίτητη προυπόθεση της ιστορικής
αλήθειας των παρατεθεισών υποθέσεων αποτελεί τόσο η ιστορική επαφή του
Πύρρωνα με το έργο του Αριστοτέλη όσο και η ιστορική ορθότητα της ερμη-
νείας Β. Άλλωστε, μόνο προς το τέλος του κεφ. 4.4 θα γίνει σαφές το ποια
πλεονεκτήματα διαθέτει η ερμηνεία Γ συγκριτικά με την ερμηνεία Β.

Δεύτερη παρέκβαση στον Γέλλιο: H εκδοχή του οὐ μᾶλλον, που ο Γέλ-


λιος αποδίδει στον Πύρρωνα, πιθανόν να είναι συμβατή με την ερμη-
νεία Β.
Στο σημείο αυτό, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη μαρτυρία του Γέλλιου,
στην οποία γίνεται λόγος και για τη χρήση της έκφρασης οὐ μᾶλλον στον
Πύρρωνα. Ωστόσο, το συγκεκριμένο χωρίο, το οποίο συγκαταλέγεται, υπό
τον αριθμό 56, στη συλλογή των κειμένων του Πύρρωνα, δεν μας δίνει πολ-
λές πληροφορίες για την ίδια τη φιλοσοφία του στοχαστή. Ο Γέλλιος παρα-
πέμπει εδώ στη διδασκαλία του Φαβωρίνου,279 ρήτορα και μεγάλου θαυμα-
στή του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού. Στο πλαίσιο της προφανώς νεοπυρρώ-
νειας εξήγησης για τους σκεπτικιστές (τον όρο σκεπτικοί τον μεταφράζει ο
συγγραφέας στα λατινικά ως quaesitores, consideratores, δηλ. «αυτοί που ανα-
ζητούν, συλλογίζονται, σκέπτονται») εμφανίζεται ξαφνικά και εντελώς
απροσδόκητα το όνομα του Πύρρωνα. Η γενική περιγραφή μερικών αρκετά
γνωστών αρχών του νεοπυρρωνισμού, η οποία δεν είναι και πολύ περιεκτι-
κή, έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του Γέλλιου, ο οποίος πρεσβεύει
ότι η πατρότητα αυτής της φιλοσοφίας εντοπίζεται στον Πύρρωνα. Και η με-
λετήτρια Decleva Caizzi υποστηρίζει στο σχετικό με το χωρίο υπόμνημα ότι

278. Βλ.: Aristotle, Metaphysics, σελ. 179; Aristoteles, Metaphysik Bücher I (A) – VI (E), σελ.
151; Aristoteles, Metafysika, σελ. 110.
279. Γνωστός αρχαίος ρήτορας που έζησε στο μεταίχμιο του 1ου και του 2ου μ.Χ. αι. και
εξεδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πυρρωνισμό και τη Νέα Ακαδημία.
128 Ο Πύρρων

το μόνο μέρος ολόκληρου του αποσπάσματος, το οποίο και αναφέρεται κά-


πως στον Πύρρωνα, είναι η έκφραση οὐ μᾶλλον.280 Επισημαίνουμε ότι ο Γέλ-
λιος γράφει το οὐ μᾶλλον με ελληνικά γράμματα, με τρόπο δηλαδή που ίσως
να επεδίωκε να προσδώσει στην εξήγησή του μεγαλύτερη αξιοπιστία. Παρα-
θέτουμε στη συνέχεια ένα εκτεταμένο τμήμα του κειμένου του Γέλλιου, προ-
κειμένου να γίνει σαφές ότι εμπεριέχονται σε αυτό πολλά στοιχεία του νεο-
πυρρωνισμού:
Nihil enim decernunt, nihil constituunt, sed in quaerendo semper consideran-
doque sunt, quidnam sit omnium rerum, de quo decerni constituique possit.
Ac ne uidere quoque plane quicquam neque audire sese putant, sed ita pati ad-
ficique, quasi uideant uel audiant, eaque ipsa, quae adfectiones istas in sese ef-
ficiant, qualia et cuiusmodi sint, cunctantur atque insistunt, omniumque rerum
fidem ueritatemque mixtis confusisque signis ueri atque falsi ita inprensibilem
uideri aiunt, ut, quisquis homo est non praeceps neque iudicii sui prodigus, his
uti uerbis debeat, quibus auctorem philosophiae istius Pyrronem esse usum
tradunt: οὐ μᾶλλον οὕτως ἔχει τόδε ἢ ἐκείνως ἢ οὐθετέρως. Indicia enim
rei cuiusque et sinceras proprietates negant posse nosci et percipi, idque ipsum
docere atque ostendere multis modis conantur.
«Γιατί αυτοί (δηλαδή οι σκεπτικοί) τίποτε δεν αποφασίζουν, ούτε προσ-
διορίζουν, αλλά αναζητούν και σκέπτονται συνεχώς για το τι υπάρχει
στα πράγματα του κόσμου που θα μπορούσε να αποφασιστεί και προσ-
διοριστεί. Κατά τη γνώμη τους, δεν βλέπουν ούτε ακούνε με όλη τη ση-
μασία της λέξης, αλλά ισχυρίζονται ότι έτσι υπόκεινται και εκτίθενται
σε εξωτερικά ερεθίσματα σαν να βλέπουν και να ακούνε. Μεγάλη αμ-
φιβολία έχουν ως εκ τούτου και αναστέλλουν την κρίση τους σχετικά
με το ποια είναι τα πράγματα καθαυτά που τους προκαλούν αυτά τα
ερεθίσματα.281 Επειδή, όπως αυτοί πρεσβεύουν, οι ενδείξεις282 που οδη-
γούν στην αλήθεια και μη, προκαλούν σ’ εμάς μεγάλη σύγχυση, η αλή-
θεια περί όλων των πραγμάτων φαίνεται σε αυτούς να είναι κατ’ εξο-
χήν αμφίβολη και τους φαίνεται εντελώς αδύνατο να την αποκτήσει
κανείς. Ως εκ τούτου, όποιος δρα με επιφύλαξη και όχι εσπευσμένα και

280. Caizzi, σελ. 242.


281. Τη λατινική έκφραση insistere με τη σημασία του «να σταματώ» (βλ. OLD, s.v. insistere,
5b), την ερμηνεύουμε εδώ ως τη (νεοπυρρώνεια) αναστολή της κρίσεως (ἐπέχειν, ἐποχή), και
αυτό γιατί στην αμέσως επόμενη πρόταση δηλώνεται ακριβώς η μεγάλη ανεπάρκεια κάθε κρι-
τηρίου της αληθινής γνώσης. Εντούτοις, ο Πύρρων, απ’ όσο γνωρίζουμε από τις σωζόμενες
πηγές, πουθενά δεν εφαρμόζει τέτοιου είδους «αναστολή της κρίσεως» όσον αφορά στη δια-
δικασία κρίσεως περί των ίδιων των πραγμάτων του κόσμου αυτών καθαυτών, για τα οποία
κάνει εδώ λόγο ο Γέλλιος (ipsa, quae adfectiones istas ... efficiant).
282. Σε σχέση με την εξήγηση που παραθέσαμε σχετικά με τη διάκριση των σημείων και
των ενδείξεων (βλ. Εισαγωγή..., και ιδιαιτέρως την υποσημ. 64) πιθανολογείται ότι ο Γέλλιος
υπαινίσσεται εδώ τη νεοπυρρώνεια θεωρία των ενδείξεων. Και αυτό το γεγονός θα είχε μαρ-
τυρήσει υπέρ της στενής σχέσης του χωρίου με τον νεοπυρρωνισμό.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 129

όποιος δεν εκφέρει τις κρίσεις του χωρίς φειδώ, θα πρέπει να χρησιμο-
ποιεί τα ίδια λόγια, που, όπως λένε, χρησιμοποίησε ο δημιουργός αυτής
της φιλοσοφίας Πύρρων: αυτό το πράγμα δεν είναι κατά τέτοιο τρόπο
περισσότερο από κατά εκείνον τον τρόπο ή δεν είναι ούτε κατά τέτοιο
τρόπο ούτε κατά εκείνον τον τρόπο. Και αυτό γιατί αυτοί (δηλαδή οι
σκεπτικοί) πρεσβεύουν ότι τα κριτήρια και οι αληθινές ιδιότητες του
όποιου πράγματος δεν γνωρίζονται με τον νου, ούτε γίνονται αντιλη-
πτά με τις αισθήσεις, πράγμα που προσπαθούν να το διδάξουν και να
το καταδείξουν με πολλούς τρόπους».
(Favorinus apud Gellium, Noctes Att. XI,5,3,1–5,1, απόσπ. 56 Caizzi).

Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν, να ερμηνευτούν τα παραπάνω ελληνικά του


Πύρρωνα, τα ευρισκόμενα μέσα σε μία θάλασσα νεοπυρρωνισμού, ούτως
ώστε να εναρμονίζονται στην ερμηνεία Β, την οποία και είχαμε παρουσιάσει
λεπτομερώς παραπάνω; Αν δεν είχαμε καμία πληροφορία για τον Πύρρωνα
από άλλες πηγές (ιδιαιτέρως από τον Αριστοκλή στο έργο του Ευσέβιου), θα
είχαμε ίσως ερμηνεύσει το υπό συζήτηση κείμενο ως μία «πρακτική» οδηγία
του Γέλλιου για την απόκτηση της νεοπυρρώνειας αναστολής της κρίσεως, η
οποία και περιγράφεται αναλυτικά στο κείμενο που προηγείται. Δεν θα ήταν
αυτή, όμως, η γνήσια φιλοσοφική άποψη του ιστορικού Πύρρωνα παρά μό-
νο κάποια νεοπυρρώνεια παραφθορά της φιλοσοφίας του. Μία άλλη ερμη-
νευτική δυνατότητα εντοπίζεται στο να θεωρήσουμε το συγκεκριμένο ελλη-
νικό  κείμενο, του οποίου εξάλλου η ιστορική αξιοπιστία θεωρείται αρκετά
αμφίβολη, ως μία διάζευξη των δύο ισχυρισμών που ο σκεπτικιστής θα μπο-
ρούσε να έχει διατυπώσει για τα πράγματα. Ωστόσο, κατ’ αντιδιαστολή προς
την  ερμηνεία Β, η οποία συνδέεται με το πυρρώνειο χωρίο   από το έργο
του Αριστοκλή, στο οποίο και υπάρχουν συνολικά τρεις εναλλακτικές εκδο-
χές κρίσεων, που μπορούμε να εκφέρουμε για τα πράγματα, εδώ έχουμε μό-
νον τις εξής δύο: 1. «αυτό το πράγμα δεν είναι κατά τέτοιο τρόπο περισσότε-
ρο από κατά εκείνον τον τρόπο» (οὐ μᾶλλον οὕτως ἔχει τόδε ἢ ἐκείνως) και
2. « …δεν είναι ούτε κατά τέτοιο τρόπο ούτε κατά εκείνον τον τρόπο»   (ἢ
οὐθετέρως). Αν, συνεπώς, τα δύο μέρη οὕτως ἔχει και ἐκείνως (δηλαδή ἔχει)
αντιπροσωπεύουν τα δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε
«αυτό το πράγμα» (τόδε) και η έκφραση οὐθετέρως αναφέρεται όντως στα
ίδια αυτά χαρακτηριστικά, τότε, δηλαδή, η πρώτη αναφερθείσα εναλλακτι-
κή εκείνων που μπορούμε να λέμε για τα πράγματα (οὐ μᾶλλον οὕτως ἔχει
τόδε ἢ ἐκείνως) θα αντιστοιχήσω στο μέρος Β1 και η δεύτερη (οὐθετέρως)
στο μέρος Β3 του πυρρώνειου κειμένου στο έργο του Αριστοκλή (βλ. την εν
προκειμένω ερμηνεία παραπάνω). Συνεπώς, η πρώτη εναλλακτική εκείνων
130 Ο Πύρρων

που μπορούμε να λέμε ισοδυναμεί, ως προς τη φιλοσοφική σημασία της, με


το μέρος Β1, πράγμα που σημαίνει ότι το εν λόγω κείμενο δηλώνει την τελε-
σίδικη απόρριψη κάθε γνωσιολογικής αρμοδιότητας οποιασδήποτε κρίσης
για τα πράγματα. Την ίδια σημασία φέρει και η δεύτερη εναλλακτική (ἢ
οὐθετέρως), στην οποία πολύ πιθανόν και να εμπεριέχεται μία σημαντική λο-
γική πτυχή, την οποία και εντοπίσαμε στο μέρος Β3. Ακόμα όμως και αν
φαίνονται σε μεγάλο βαθμό ελκυστικές οι ερμηνευτικές υποθέσεις που προ-
τείνουμε για το χωρίο του Γέλλιου, δεν είναι δυνατόν να είμαστε απολύτως
βέβαιοι και για την ιστορική αξιοπιστία τους. Κατεξοχήν, λοιπόν, αναξιόπι-
στο ως προς την ιστορικότητα του περιεχομένου του φαίνεται να είναι στο
σύνολό του το χωρίο του Γέλλιου που πληροφορεί για τον αρχαίο πυρρωνι-
σμό. Ως εκ τούτου, αμφίβολο φαίνεται και το μικρό ελληνικό κείμενο που ο
συγγραφέας αποδίδει στον Πύρρωνα. Η εφαρμογή της ερμηνείας Β στο συ-
γκεκριμένο χωρίο αποτελεί μία μόνο ερμηνευτική δυνατότητα, και είναι αυ-
τή η δυνατότητα που προτείναμε για την επίλυση του προβλήματος σχετικά
με το πώς θα ήταν δυνατόν να διασωθούν τα κατά τον Γέλλιο λόγια του
Πύρρωνα μέσα από μία «θάλασσα νεοπυρρωνισμού».

***
Τέλος, μπορούμε εδώ να επανέλθουμε στην τρίτη μεταφραστική-ερμηνευτική
εκδοχή του κειμένου του Πύρρωνα, την οποία και ονομάσαμε ερμηνεία Γ.
Κατά την ερμηνεία μας, θα πρέπει να λάβουμε επιπλέον υπόψη μας –όπως
εξάλλου είχαμε ήδη επισημάνει– και το ότι η αρχαιοελληνική λέξη ἤ, σύμφω-
να με τη δεύτερη και την τρίτη της χρήση στο κείμενο, χρησιμοποιείται με τη
σημασία της σύγκρισης «από», «παρά», καθώς και το ότι πριν από καθεμία
από τις δύο χρήσεις απαντά το φαινόμενο της έλλειψης, παράλειψης δηλαδή
της έκφρασης «για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο... »
(περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν), η οποία βρίσκεται στην
αρχή της όλης πρότασης. Επίσης, θα πρέπει να υποθέσουμε και το ότι οι με
τον παραπάνω τρόπο ανασυστημένες τρεις προτάσεις, Γ1, Γ2 και Γ3, οι οποί-
ες και έχουν ως σημασιολογικό κέντρο τους τον συνδυασμό οὐ μᾶλλον… ἤ,
συνδέονται με το αποκαλούμενο «ασύνδετο». Αυτό αποτελεί σχήμα λόγου,
κατά το οποίο παραθέτουμε περισσότερα του ενός (δύο, συχνότερα τρία ή
περισσότερα) όμοια μέλη του ελληνικού ή του λατινικού κειμένου (λέξεις,
προτάσεις), χωρίς να βάζουμε συνδέσμους μεταξύ τους. Πρόκειται για εκ-
φραστικό τρόπο, ο οποίος ισοδυναμεί, από λογικής απόψεως, με πολλαπλή
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 131

σύζευξη.283 Για λόγους σαφήνειας, καθώς και για να τονίσουμε τη φιλοσοφι-


κή ερμηνεία που υιοθετούμε, συμπληρώνουμε τα παραλειφθέντα μέρη του
αρχαιοελληνικού κειμένου, καθώς και τη μετάφρασή του, σημειώνοντας με
το σύμβολο /\ τα σημεία, στα οποία γίνεται η σύνδεση των μερών Γ1, Γ2 και
Γ3 με το «ασύνδετο». Τα συμπληρωμένα μέρη γράφονται με έντονη και πλά-
για γραμματοσειρά:
...περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν (Γ1) /\ (...
λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν) ἢ καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν (Γ2) /\ (... λέγο-
ντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν) ἢ οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν (Γ3).
«Γ: Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν
είναι (Γ1), /\ (...να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο) από και είναι και δεν
είναι (Γ2), /\ (... να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο) από ούτε είναι ούτε
δεν είναι (Γ3)».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,5–4,1, απόσπ. 53
Caizzi).

Η παραπάνω νεοελληνική μετάφραση, με την ιδιαίτερη «τυπογραφική» της


διάταξη, αποδίδει σαφώς το εννοιολογικό περιεχόμενο της ερμηνείας Γ του
υπό συζήτηση κείμενου. Δεν είναι, όμως, η κατάλληλη «λογοτεχνική» μετά-
φραση, η οποία θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες του κοινού αναγνώστη,
που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη θεωρητική ανάλυση, με την οποία και
εντοπίσαμε στο χωρίο τα συγκεκριμένα ασύνδετα και τις ελλείψεις. Πώς,
λοιπόν, πρέπει να μεταφράσουμε το μικρό κείμενο στη νεοελληνική ούτως

283. Τα μέλη της σειράς που αποτελείται από περισσότερα από δύο στοιχεία (επίθετα, κα-
τηγορούμενα, προτάσεις κ.λπ.) συνδέονται στην αρχαία ελληνική είτε με το πολυσύνδετο (κα-
τα κανόνα πρόκειται για την επανάληψη του συνδέσμου καί; Smyth, H., W.: Greek Grammar, §
3043) είτε με το ασύνδετο (ό.π., § 1033; § 2165 – 2167; § 3016). Ο Smyth ορίζει το ασύνδετο ως
εξής: «οι δύο ή περισσότερες από δύο προτάσεις (λέξεις), ανεξάρτητες ως προς τη μορφή και
το εννοιολογικό περιεχόμενο, παρατεθείσες ωστόσο η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς να χρησιμο-
ποιούνται σύνδεσμοι ανάμεσά τους, ονομάζονται ασύνδετες… και το σχετικό φαινόμενο ανυ-
παρξίας συνδέσμων σε πρόταση αποκαλείται «ασύνδετο» (ό.π., σελ. 484 [§ 2165]). Την ύπαρξη
του ασύνδετου στο κείμενο του Πύρρωνα την υποστηρίζουν και τα εξής σημεία: 1. Τρεις φο-
ρές χρησιμοποιείται στο κείμενο η συγκριτική λεξούλα ἤ, εκφραστικός τρόπος που δηλώνει
επανάληψη (η “anaphora” όπως την αποκαλεί ο Smith) και που είναι ενδεικτικός του ασύνδε-
του (ό.π., § 2167c), 2. Ο Πύρρων με το ασύνδετό του πιθανόν να προσπαθεί να εκφράσει τη
συναισθηματική συγκίνηση, τη ζωντάνια και την έντονη εντύπωση που ασκεί στον άνθρωπο
το γεγονός της αποκάλυψης της «ανώτερης» αλήθειας (πρβλ. το λεγόμενο ρητορικό ασύνδε-
το; ό.π. § 2165a), 3. Με το παραπάνω στοιχείο επανάληψης (“anaphora” του Smith) το συναι-
σθηματικό περιεχόμενο του κειμένου γίνεται ακόμη πιο έντονο (ibidem, § 2166). Συμπληρώ-
νουμε επίσης ότι η αναφερθείσα συναισθηματική συγκίνηση ταυτίζεται πιθανότατα με τον δι-
ανοητικό ίλιγγο, ο οποίος και έχει στον Πύρρωνα πολύ έντονη θρησκευτική απόχρωση και
σχετίζεται με την απόκτηση της ανώτερης γνώσης του θείου.
132 Ο Πύρρων

ώστε να αποφύγουμε τις παρενθέσεις, τα ιδιαίτερα λογικά σύμβολα, καθώς


και τις αλλαγές στον χαρακτήρα της γραμματοσειράς; Προσφέρουμε τις
εξής δύο μεταφραστικές εκδοχές, τη μία ως συντομότερη και την άλλη ως
εκτενέστερη (πιο ρητή) νεοελληνική απόδοση εκείνων που λέει ο Πύρρων:
«Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν εί-
ναι (Γ1), δεν είναι περισσότερο από και είναι και δεν είναι (Γ2), και δεν
είναι περισσότερο από ούτε είναι ούτε δεν είναι (Γ3)». 284
«Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν εί-
ναι (Γ1), μετά, πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από και είναι
και δεν είναι (Γ2), και, τέλος, πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο
από ούτε είναι ούτε δεν είναι (Γ3)».

Η μεν πρώτη εκδοχή είναι ίσως πιο απλή και δεν δυσκολεύει την κατανόηση
του κειμένου με τη σύνθετη συντακτική δομή της πρότασης, η δε δεύτερη εί-
ναι πιο κατηγορηματική και καταλληλότερη ίσως για τον αναγνώστη που δι-
αθέτει αναλυτική σκέψη και ερευνητικό νου. Εντούτοις, ας εστιάσουμε την
προσοχή μας στο ερώτημα του φιλοσοφικού νοήματος της ερμηνείας Γ του
κειμένου του Πύρρωνα.
Τη συγκεκριμένη μεταφραστική-ερμηνευτική εκδοχή την ονομάζουμε και
γνωσιολογική κατ’ αντιδιοστολή προς την ερμηνεία Β, η οποία φέρει και την
ονομασία λογική και έχει ήδη λεπτομερώς εξεταστεί. Ο προσδιορισμός «γνω-
σιολογική» οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πύρρων και από τις τρεις προτεινό-
μενες εκδοχές εκφράζει εδώ πιο πολύ την πρόθεσή του να απορρίψει κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα οποιασδήποτε πρότασης. Το μέρος Γ1 που ισο-
δυναμεί ως προς τη σημασιολογική του ισχύ με τα αντίστοιχα μέρη Α1 και
Β1 των υπόλοιπων δύο εκδοχών, εκφράζει την αναφερθείσα αγνωστικιστική
γνωσιολογική στάση του Πύρρωνα, η οποία έγκειται στο ότι για κανένα
πράγμα δεν μπορούμε να εκφέρουμε καμία θετική, αλλά ούτε καν μία αρνη-
τική κρίση, αντίθετη λογικά με την τελευταία. Ακόμη πιο φανερός γίνεται ο
ακραίος αγνωστικισμός του Πύρρωνα στα μέρη Γ2 και Γ3, στα οποία αναφέ-
ρεται ότι είναι εντελώς άτοπο από γνωσιολογικής απόψεως όχι μόνο το να
διατυπωθεί κάποια απλή, αλλά και οποιαδήποτε σύνθετη πρόταση. Από τα
δύο μέρη αυτά τα οποία και εμπεριέχουν σοβαρές λογικές αντιφάσεις, το Γ2
αποτελεί τη σύζευξη δύο αντιφατικών προτάσεων, ενώ το Γ3 τη σύζευξη δύο
αρνήσεων, και μάλιστα ακριβώς εκείνων των (αντιφατικών) προτάσεων που

284. Πρβλ. τη μετάφραση της μελετήτριας Ch. Stough η οποία και είναι, κατ’ αντιδιαστολή
προς τη δική μας, κάπως συντομότερη: “ …that it no more is than is not, than both is and is not,
than neither is nor is not” (Greek Skepticism, σελ. 17; σε ό,τι αφορά την ερμηνεία που προτείνει η
συγκεκριμένη μελετήτρια, βλ. ό.π. σελ. 26 – 28).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 133

προέρχονται από το Γ2. Ακριβώς αυτό είναι και το φιλοσοφικό νόημα της
φράσης οὐ μᾶλλον στο σύνθετο κείμενο του Πύρρωνα, αν όντως ισχύει η ερ-
μηνεία Γ. Το οὐ μᾶλλον δηλώνει εδώ, σύμφωνα με τα πορίσματα που προκύ-
πτουν από τη συγκεκριμένη ερμηνεία, την ενέργεια ισχυρής «άρνησης» ή,
αλλιώς, ανατροπής και των δύο προτάσεων που συνδέονται με τη φράση αυ-
τή. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που ο Πύρρων, χρησιμοποιώντας την έκ-
φραση οὐ μᾶλλον με την ιδιαίτερη αυτή σημασία, κατάφερε, διαμέσου βε-
βαίως της σύνθετης συντακτική δομής του κειμένου, να «αρνηθεί» σταδιακά
την απλή πρόταση, την άρνησή της, τη σύζευξη αυτών των δύο (αντιφατι-
κών) προτάσεων και, τέλος, και τη σύζευξη δύο αρνήσεων, η οποία και εφαρ-
μόζεται στις ίδιες αυτές δύο (αντιφατικές) προτάσεις. Υπενθυμίζουμε και
πάλι εδώ ότι η εν λόγω «άρνηση», την οποία και εφαρμόζει ο Πύρρων σε
οποιαδήποτε πρόταση για τα πράγματα του κόσμου, καθώς και στη λογική
άρνησή της, δεν έχει καθόλου λογικό χαρακτήρα. Και αυτό, γιατί η «απλή»
–δηλαδή η λογική– άρνηση θα είχε αλλάξει την τιμή αλήθειας της πρότασης,
στην οποία εφαρμόζεται, στην αντίθετή της, με αποτέλεσμα η πρόταση που
ήταν αρχικά αναληθής να γίνει αληθής και αντιστρόφως. Αυτός, φυσικά,
δεν ήταν ο σκοπός που είχε ο Πύρρων διατυπώνοντας τη σύνθετη πρόταση
με το οὐ μᾶλλον. Διαφορετικά, δεν θα ήταν σε θέση να απορρίψει τη γνωσι-
ολογική αρμοδιότητα της όποιας κρίσης για τον κόσμο και τελικά να απορ-
ρίψει τη δυνατότητα γνώσης εν γένει. Συνεπώς, ο Πύρρων δεν θέλει με την
ιδιαίτερή του «άρνηση» (θα λέγαμε πιο κατάλληλα με την «ανατροπή», την
«ανασκευή», ή την «απόρριψη»), την οποία και εφαρμόζει σε διάφορες προ-
τάσεις, να πει τίποτε άλλο παρά το ότι όλες οι προτάσεις αυτές, όσο σύνθετες
και αν είναι, και όσο πολλές αντιφάσεις και αν εμπεριέχουν, είναι εντελώς
άτοπες, άσχετες και γνωσιολογικά εντελώς αναρμόδιες.285
Καθίσταται δύσκολο να αποφασίσουμε σχετικά με το αν ο Πύρρων της
ερμηνείας Γ είχε όντως σκοπό να απορρίψει με τον σύντομο ισχυρισμό του
και τον νόμο της μη αντίφασης, κάτι που εξάλλου αποτελούσε και τον πυρή-
να της ερμηνείας Β, την οποία και ως εκ τούτου ονομάσαμε «λογική». Έστω
και αν δεν αποκλείεται η παραπάνω υπόθεση –και μάλιστα θα έβρισκε πολύ
πιθανόν στήριγμα στις πολλαπλές λογικές αντιφάσεις στα μέρη Γ2 και Γ3–
πιθανότερη, ωστόσο, φαίνεται η υπόθεση σχετικά με το ότι ο Πύρρων είχε
εδώ ως κύριο στόχο να δηλώσει τον ακραίο του αγνωστικισμό, απορρίπτο-

285. Αξίζει να παρατεθεί στα αγγλικά η διατύπωση του R. Bett, ο οποίος δηλώνει πολύ εύ-
στοχα τη φιλοσοφική σημασία του οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα με τα εξής λόγια: “To say that
each thing οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν must, therefore, mean that for each think, the alternative ἐστι
is no more the case than the alternative οὐκ ἔστι – and vice versa…” (Aristocles on Timon on Pyrrho,
σελ. 158 – 159).
134 Ο Πύρρων

ντας εν γένει κάθε δυνατότητα για γνώση. Το νόημα αυτό δηλώνεται από
τον Πύρρωνα διαμέσου των τριών με «ασύνδετο» συνδεδεμένων προτάσε-
ων, οι οποίες έχουν ως συντακτικό κέντρο τους την έκφραση οὐ μᾶλλον… ἤ.
Τα πειστικά επιχειρήματα που έχουμε προβάλει στο παρόν κεφάλαιο κατα-
δεικνύουν ότι οι τρεις προτάσεις συνιστούν τρεις συζεύξεις δύο «αρνήσε-
ων», που εφαρμόζονται σε διάφορες απλές και σύνθετες, θετικές και αρνητι-
κές προτάσεις, ως εξής:
«Για κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι
δεν ισχύει ότι δεν είναι… πρέπει να λέμε ότι δεν ισχύει ότι είναι καθώς
και ότι δεν ισχύει ότι και είναι και δεν είναι… πρέπει να λέμε ότι δεν
ισχύει ότι είναι, καθώς και ότι δεν ισχύει ότι ούτε είναι ούτε δεν είναι».

Την ορθότητα της ερμηνείας Γ του κειμένου του Πύρρωνα την υποστηρί-
ζουν όλα τα επιχειρήματα, τα οποία έχουν έως τώρα προβληθεί για την υπο-
στήριξη της υπόθεσης σχετικά με τον ακραίο και «δογματικό» χαρακτήρα
του αγνωστικισμού του. Οι τρεις προτάσεις Γ1, Γ2 και Γ3, παρατεθείσες η
μία δίπλα στην άλλη και συνδεδεμένες με το σχήμα «ασύνδετο», αντέχουν
και στο σκεπτικό επιχείρημα της αυτοαναίρεσης, επειδή αποτελούν –όπως
συνέβη και με τις υπόλοιπες ερμηνείες– ένα μέρος της ανώτατης αλήθειας,
της θείας σοφίας, για την οποία εγκωμιάζει τον Πύρρωνα ο Τίμων (βλ. κυρί-
ως την υποσημ. 255). Πέραν τούτου, οι τρεις προτάσεις ούτε αντιβαίνουν στη
σιγή (ἀφασία), για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω και στο συγκεκριμένο
χωρίο. Και αυτό, γιατί ακόμα και στο πλαίσιο της ερμηνείας Γ μπορούμε να
ερμηνεύσουμε τη σιωπή του σοφού ως τον διανοητικό ίλιγγο που συνοδεύει
την αφομοίωση της υπεράνθρωπης και θείας σοφίας του Πύρρωνα. Η συ-
ναισθηματική συγκίνηση που σχετίζεται με τον παραπάνω διανοητικό ίλιγγο
εκφράζεται εδώ πολύ πετυχημένα με το στοιχείο της επανάληψης, το οποίο
εμπεριέχεται στον λόγο του Πύρρωνα εξαιτίας του ασύνδετου,286 που βρί-
σκεται αμέσως πριν από την αναφορά του Πύρρωνα στην αποχή από τον λό-
γο (ἀφασία). Αν η υπόθεση αυτή είναι όντως σωστή, ο Πύρρων διακρίνεται
εδώ όχι μόνο ως ένας πρωτοποριακός στοχαστής αλλά και ως ένας ξεχωρι-
στός στιλίστας.
Ωστόσο, μερικές αντιρρήσεις μπορούν να προκύψουν και εναντίον της
ερμηνείας Γ. Την κατανόησή της την εμποδίζει προπαντός η κάπως περίπλο-
κη συντακτική δομή της σχετικής μετάφρασης, πράγμα που σίγουρα συμβαί-
νει εξαιτίας των συχνών φαινομένων έλλειψης στα μέρη Γ2 και Γ3, καθώς

286. Την υπόθεση αυτή την υποστηρίζουν τα γραμματικά επιχειρήματα, τα οποία αναφέ-
ρονται στην υποσημ. 283.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 135

και των πολλαπλών αρνήσεων στο μέρος Γ3. Παρά τις ανωμαλίες αυτές, οι
οποίες και είναι γλωσσικού μάλλον χαρακτήρα, το κείμενο του Πύρρωνα
δεν παραβιάζει, κατά τη γνώμη μας, τα όρια και τις αρχές της αρχαιοελληνι-
κής γραμματικής. Επιπλέον, παρουσιάσαμε και μερικές «απλοποιημένες» νε-
οελληνικές μεταφράσεις, διαμέσου των οποίων θελήσαμε να τονίσουμε τον
υφολογικό ρόλο του ασύνδετου και της επανάληψης, η οποία προκύπτει από
αυτό. Είναι πολύ πιθανόν, η ίδια η σύνθετη και κάπως περίπλοκη μετάφρα-
ση να είναι εκείνη που αποτρέπει ερευνητές από το να ενστερνιστούν την ερ-
μηνεία Γ. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ερευνητές και μετα-
φραστές αποφεύγουν την ερμηνεία Γ και προτιμούν τη Β, πράγμα που έχει
ως αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα ερμηνευτικού χαρακτήρα.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι απόλυτη προτεραιότητα δεν αξίζει σε καμία
από τις τρεις προτεινόμενες ερμηνευτικές λύσεις του υπό συζήτησιν πυρρώ-
νειου χωρίου. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο και οι τρεις ερμηνευτικές προτά-
σεις αποδίδουν, σε αδρές γραμμές, το πιθανό φιλοσοφικό νόημα της διδα-
σκαλίας του Πύρρωνα. Ο ακραίος αγνωστικισμός του καθίσταται σίγουρα
σαφέστερος από τη (γνωσιολογική) ερμηνεία Γ, ερμηνευτική λύση που όμως
επιβαρύνει τον αναγνώστη με την αρκετά περίπλοκη συντακτική δομή της
μετάφρασης (ελλείψεις, ασύνδετα, επαναλήψεις), πράγμα που βεβαίως και
αποτρέπει πολλούς ερμηνευτές από την υιοθέτησή της.287 Η λογική ερμηνεία
Β, από την άλλη, τους προσελκύει με την απλή συντακτική της δομή,288 ενώ
όμως η ίδια δεν δηλώνει με ικανοποιητικό τρόπο τον ακραίο αγνωστικισμό,

287. Μόνο ο Brunschwig προτείνει μία μετάφραση που συμβαδίζει πλήρως με την ερμηνεία
Γ. (Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244). Υπαινικτικά προτιμά την
μεταφραστική εκδοχή Γ και ο P. De Lacy (Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism,
σελ. 69). Ο συγκεκριμένος ερευνητής, ωστόσο, δεν παραθέτει πουθενά στο αξιόλογο άρθρο
του κάποια θεωρητική ανάλυση της χρήσης του οὐ μᾶλλον στον Πύρρωνα. Ο R. Bett, ο οποί-
ος και καταλήγει, σχετικά με την ερμηνεία Γ, σε πορίσματα που μοιάζουν πολύ με τα δικά
μας, αναφέρει ότι ο Πύρρων είχε εδώ ως στόχο να ανατρέψει τη γνωσιολογική αρμοδιότητα
και των εξής τεσσάρων παρακάτω δυνατοτήτων: p; non p; p/\ non p; p/\/\non p. Εντούτοις, αρ-
κείται ο συγκεκριμένος ερευνητής στη μετάφραση τη σχετική με την ερμηνεία Β, και, ως εκ
τούτου, ούτε αναλύει το κείμενο από φιλολογικής απόψεως ούτε συμπληρώνει τις σχετικές
παραλείψεις που σχετίζονται με το ασύνδετο, πράγμα που θεωρούμε μεγάλο μειονέκτημα σε
σχέση με τις δικές μας προτάσεις (Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 160 – 161). Και ο
R. J. Hankinson φαίνεται να υποστηρίζει την ερμηνεία Γ, προσαρμόζοντας σε αυτήν και τη δι-
κή του μετάφραση. Ούτε αυτός όμως συμπληρώνει στη δική του μετάφραση τις ελλείψεις του
κειμένου, ούτε συζητά τη φιλολογική πτυχή του προβλήματος : “...it no more is than is not, or
than it both is and is not, or than it neither is nor is not” (The Sceptics, σελ. 60). Η κομψή μετάφρα-
ση της μελετήτριας Ch. Stough, η οποία και συμβαδίζει γενικά με την ερμηνεία Γ, έχει παρατε-
θεί στην υποσημ. 284.
288. Βλ. τις μεταφράσεις του A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 15), της Decleva
Caizzi (Caizzi, σελ. 104) και του Görler (Pyrrhon aus Elis, σελ. 737).
136 Ο Πύρρων

που αποτελεί σίγουρα ζήτημα μείζονος σημασίας για τον Πύρρωνα. Σημα-
ντική ερμηνευτική αξία έχει και η ερμηνεία Α, την οποία και θεωρούμε δική
μας πρωτότυπη συμβολή στη σύγχρονη πυρρώνεια έρευνα.289 Κατά την τελι-
κή αξιολόγηση, όμως, όλων των τριών ερμηνειών υπερέχει αναμφισβήτητα η
εκδοχή Γ, η οποία συν τοις άλλοις, ικανοποιεί και έναν κλασικό φιλόλογο με
τα πιθανά γραμματικά επιχειρήματα που σχετίζονται με τον ρόλο του ασύν-
δετου. Παρ’ όλα αυτά, αξιοπρόσεκτη παραμένει και η ερμηνεία Α, η ευρι-
σκόμενη, ως προς την ιστορική της αληθοφάνεια, κάπου ανάμεσα στην ερ-
μηνεία Α και Γ.

4.5 Είναι πιθανόν ο Πύρρων να έχει χρησιμοποιήσει κάποιο επιχειρη-


ματολογικό πρότυπο της ινδικής φιλοσοφίας κατά τη διατύπωση
του οὐ μᾶλλον της ερμηνείας Γ.
Παρά την ύπαρξη του εμποδίου της ξένης γλώσσας που αποκλείει, κατά πολ-
λούς, ο Πύρρων να έχει επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από την ανατολική
σοφία σε θεωρητικό πεδίο,290 επανερχόμαστε στην εξέταση της υποτιθέμε-
νης επιρροής της Ινδίας στον ίδιο τον στοχαστή. 291 Μετά δηλαδή από λεπτο-
μερή ανάλυση περισσότερων της μιας ερμηνειών της έκφρασης οὐ μᾶλλον
ἤ…, καταλήγουμε στο σημείο, όπου είναι τελικά δυνατόν να κρατήσουμε
την υπόσχεσή μας στο κεφ. 3.3 και να εξηγήσουμε σε τι ακριβώς –παρ’ όλες
τις αμφιβολίες– θα μπορούσε ο Πύρρων να έχει επηρεαστεί από τους Ινδούς
στοχαστές.
Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, θα χρησιμοποιήσουμε τη με-
ταφραστική-ερμηνευτική εκδοχή Γ, η οποία, εκτός του ότι χαρακτηρίζεται
ως «γνωσιολογική», αξίζει να φέρει και το επίθετο «ανατολίτικη». Και αυτό
γιατί περισσότεροι του ενός ερευνητές διατύπωσαν την υπόθεση ότι η τυπική
δομή του συγκεκριμένου πυρρώνειου κειμένου επιδεικνύει ορισμένα στοι-

289. Για τη δυνατότητα τέτοιου είδους μετάφρασης κάνει λόγο, σε μία μικρή αλλά σχεδόν
απαρατήρητη υποσημείωση, μόνον ο S. H. Svavarsson: “a thing is no more than is not, or is (no
more) both than neither”. Την ιδέα όμως αυτή δεν την αναπτύσσει περαιτέρω στη συνέχεια ο συ-
γκεκριμένος ερευνητής. (Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 277 – 8, υποσημ. 49).
290. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244.
291. Πρβλ. την εκτενέστερη εξήγηση για την επιρροή της ινδικής σοφίας στον Πύρρωνα
από το κεφ. 3.3. Εκεί ασχοληθήκαμε κυρίως με την πιθανότητα της πρακτικής επιρροής της
ινδικής κοσμοθεωρίας στη σκέψη του Πύρρωνα. Εκεί έγινε λόγος προπάντων για το πρακτι-
κό επίπεδο της υποτιθέμενης αλληλεπίδρασης, θέμα που βεβαίως είναι περισσότερο προσιτό
σε έναν ερευνητή από όσο είναι οι εξεζητημένες και θεωρητικού χαρακτήρα αναλύσεις του
παρόντος κεφαλαίου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 137

χεία τα οποία, κατ’ αυτούς, μαρτυρούν την επιρροή της ανατολικής σκέψης
στον Πύρρωνα, σε θεωρητικό μάλιστα επίπεδο.292 Παρά το γεγονός ότι ούτε
θα συζητηθούν ούτε θα αξιολογηθούν στο εξής οι διάφορες απόψεις των
ερευνητών που τοποθετήθηκαν επί του θέματος, ας αναφερθεί μία τουλάχι-
στον ενδιαφέρουσα υπόθεση του J. Brunschwig. Ο ερευνητής αυτός θεωρεί
ότι η ίδια η συντακτική δομή του εν λόγω κειμένου του Πύρρωνα –βεβαίως,
αν αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της γνωσιολογικής ερμηνείας Γ– επιδει-
κνύει ένα επιχειρηματολογικό πρότυπο, το οποίο χρησιμοποιούταν συχνά
από ορισμένους Ινδούς φιλοσόφους. Αυτοί, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο
ερευνητή, θέτοντας κάποια φιλοσοφικά ερωτήματα, προσπαθούσαν να κα-
ταδείξουν –διαμέσου σταδιακών και αλληλοσυνδεόμενων φάσεων– ότι αυ-
τά είναι μη αποφάνσιμα. Το εν λόγω επιχειρηματολογικό πρότυπο της ινδι-
κής φιλοσοφίας είχε, απ’ ό,τι αναφέρει ο J. Brunschwig, μία τετραμερή δομή
υπό τη μορφή του εξής τετραλήμματος: ο κόσμος είναι αιώνιος (1) ή δεν εί-
ναι αιώνιος (2) ή και είναι αιώνιος και δεν είναι αιώνιος (3) ή ούτε είναι αιώ-
νιος ούτε δεν είναι αιώνιος (4).293 Τα τέσσερα μέρη του ανατολίτικου συλλο-

292. Για μία χρήσιμη σύνοψη τοποθετήσεων διάφορων ερευνητών επί του θέματος, δες το
βιβλίο του Görler (Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 753): την ανατολική ερμηνεία την υιοθέτη-
σαν ήδη από τον 19ο αιώνα ο V. Brochard (Les Sceptiques grecs, σελ. 53) και ο L. Campbell (Les
Sceptiques grecs, σελ. 112); κατά τον 20ο αιώνα, της έδωσε νέα ζωή ο A. Frenkian (1957), ενώ
μετέπειτα την ανέπτυξαν ο M. Piantelli (1978) και ο E. Flintoff (Pyrrho and India). Ο M. R. Stop-
per (Schizzi Pirroniani) προσπάθησε να εντοπίσει τη λογική δομή του ινδικού τετραλήμματος
στο πυρρώνειο κείμενο, εφαρμόζοντας σε αυτό τη λογική ερμηνεία (Β) (για τις λεπτομέρειες,
βλ. την υποσημ. 300). Αρκετά πιθανή φαίνεται, σχετικά, και η υπόθεση ότι ο Δημόκριτος ήταν
αυτός, από τον οποίο ο Πύρρων παρέλαβε –διαμέσου βεβαίως του ατομιστή διδασκάλου του
Ανάξαρχου– τη χρήση του οὐ μᾶλλον. Ωστόσο, αυτή καθαυτή η υπόθεση ούτε αποκλείει τη
δυνατότητα της επιρροής της Ινδίας στον Πύρρωνα ούτε μαρτυρεί τη «σκεπτική» χρήση του
οὐ μάλλον από τον Πύρρωνα: ο P. De Lacy προβάλλει πειστικά επιχειρήματα, για να υποστη-
ρίξει ότι ο Δημόκριτος συνέβαλε όντως σημαντικά στη διάδοση της συγκεκριμένης φράσης
στην ελληνική σκέψη, ενώ όμως ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη φράση οὐ μᾶλλον για
γνωσιολογικούς και σκεπτικούς σκοπούς (De Lacy, P.: Oὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient
Scepticism, σελ. 59 – 60).
293. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 244. Σύμφω-
να με τον E. Flintoff (Pyrrho and India, σελ. 106, υποσημ. 13), ο πρώτος που προ πολλού ήδη δι-
ατύπωσε την υπόθεση περί της ινδικής προελεύσεως της τετραλημματικής δομής του πυρρώ-
νειου κειμένου ήταν ο A. Frenkian (Scepticismul grec si filozofia indiana. Bucharest, 1957). Ωστό-
σο, ως κατάλληλη αφορμή για την παρούσα εξήγηση, δεν μας χρησίμευσαν ούτε η μελέτη του
A. Frenkian ούτε εκείνη του Flintoff, αλλά η σκιαγράφηση του προβλήματος, την οποία παρα-
θέτει ο Brunschwig. Αυτό συνέβη για τους εξής δύο λόγους: πρώτον, γιατί η παλαιότερη μελέ-
τη του Frenkian στη ρουμανική μας ήταν απρόσιτη, και δεύτερον, γιατί την αγγλική μετάφρα-
ση του Brunschwig (βλ. παραπάνω) τη θεωρούμε πολύ πιο ενδεικτική του φιλοσοφικού νοήμα-
τος του πυρρώνειου κειμένου σε σχέση με εκείνη του E. Flintoff: “We must not say about any one
thing (1) that it is or (2) that it is not or (2) that it is not or (3) that it is and is not or (4) that it neither is
nor is not” (Pyrrho and India, σελ. 92).
138 Ο Πύρρων

γισμού αντιστοιχούν στα εξής τέσσερα μέρη της μετάφρασης του κειμένου,
την οποία προτείνει ο ίδιος Brunschwig:
“Of each thing you must not say ‘it is’ (Γ1) rather than ‘it is not’ (Γ2), nor
rather than ‘it both is and is not’ (Γ3) nor rather than ‘it neither is nor is not’
(Γ4).”

Η παραπάνω μετάφραση είναι αξιοπρόσεκτη για τους εξής δύο τουλάχιστον


λόγους: πρώτον, αντιμετωπίζει, με απλό τρόπο, τα προβλήματα τα σχετικά
με τις ελλείψεις και τις επαναλήψεις που δυσκολεύουν σημαντικά την κατα-
νόηση της γνωσιολογικής ερμηνείας Γ,294 και δεύτερον, με την υποδιαίρεση
του κειμένου σε τέσσερα μέρη (σε αντιδιαστολή με τα τρία μέρη της μετά-
φρασης που έχουμε προτείνει εμείς) υποδηλώνεται σαφώς η προταθείσα
αναλογία ανάμεσα στο πυρρώνειο κείμενο και στο υπό συζήτηση ινδικό τε-
τράλημμα. Αν καταλαβαίνουμε όντως σωστά την πρόταση του Brunschwig, η
εν προκειμένω αναλογία έγκειται στο γεγονός ότι με τον τρόπο που ο Πύρ-
ρων απορρίπτει τη γνωσιολογική αρμοδιότητα και των τεσσάρων ισχυρι-
σμών των ευρισκόμενων στο απόσπασμα του Ευσέβιου (ἔστιν; οὐκ ἔστιν; καὶ
ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν; οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν), με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και
ο εν λόγω εξ Ανατολών συλλογισμός απορρίπτει, σταδιακά, όλες τις προτά-
σεις σχετικά με την αιωνιότητα και μη του κόσμου (είναι αιώνιος, δεν είναι...,
και είναι και δεν είναι..., ούτε είναι ούτε δεν είναι...). Ο E. Flintoff αναφέρει
επιπλέον και άλλα παρόμοια ερωτήματα, με τα οποία πιθανόν να είχε ασχο-
ληθεί η ινδική σκέψη, π.χ. το ερώτημα αν είναι απέραντος ο κόσμος ή όχι, ή
αν ταυτίζεται η ψυχή του ανθρώπου με το σώμα του ή όχι.295
Tρία επιχειρήματα εναντίον της υποτιθέμενης αναλογίας ανάμεσα στη δο-
μή της λεκτικής εκφοράς του Πύρρωνα και εκείνης του ινδικού τετραλήμμα-
τος διατύπωσε ο R. J. Hankinson, πολέμιος της ανατολίτικης ερμηνείας, τα
οποία και θα συζητηθούν κριτικά στο εξής. Ο συγκεκριμένος ερευνητής ανα-

294. Το “nor” που επαναλαμβάνεται στην αγγλική μετάφραση δύο φορές (“nor – nor”) είναι
ελλειπτικό, δηλαδή, δηλώνει το “nor you must say ‘it is’…”.
295. Flintoff, E.: Pyrrho and India, σελ. 93. Περαιτέρω παραδείγματα της χρήσης του τετρα-
λήμματος από τον αρχαίο Ινδό στοχαστή Saňjaya, αναφέρονται στη μελέτη του Flintoff στην
σελ. 103. Αυτός ο ερευνητής χαρακτηρίζει ως κατ’ εξοχήν ενδεικτικό της ανατολικής επίδρα-
σης το γεγονός ότι ο Πύρρων χρησιμοποιεί πολύ συχνά τις αρνήσεις, έναν εκφραστικό τρόπο
δηλαδή που ο εν λόγω ερευνητής εντοπίζει σε πολλά χωρία της ινδικής γραμματείας, τα οποία,
όμως, παραθέτει στηριζόμενος σε διάφορες μελέτες ανατολιστών (ό.π. σελ. 96 – 97). Συνεπώς,
και τα παραπάνω πορίσματα επιβεβαιώνουν την ορθότητα των υποθέσεών μας των σχετικών
με τη σημασία της έκφρασης οὐ μᾶλλον… ἤ ως σύζευξη δύο αρνήσεων όχι λογικού αλλά γνω-
σιολογικού μάλλον χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, ενισχύονται με έμμεσο τρόπο και όσα συμπε-
ράσματα διατυπώσαμε σχετικά με την ερμηνεία του αποσπάσματος του Αριστοκλή εν γένει
(βλ. το κεφ. 4.4).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 139

φέρει κατά την πρώτη του αντίρρηση, η οποία και συμβαδίζει πλήρως με την
προτιμώμενη από αυτόν ηθική ερμηνεία296 του Πύρρωνα, ότι τα περισσότερα
παραδείγματα για το ινδικό τετράλημμα τα ευρισκόμενα στη μελέτη του
Flintoff297 ανήκουν αποκλειστικά στο πεδίο της κοσμολογίας και της μεταφυ-
σικής (βλ. παραπάνω). Το γεγονός αυτό, όμως, έρχεται, κατά τον R. J.
Hankinson, σε σφοδρή σύγκρουση με τα ενδιαφέροντα του Πύρρωνα, τα οποία
ανήκουν κατ’ εξοχήν στο χώρο της ηθικής. 298 Το εν λόγω επιχείρημα του
Hankinson θα είχε σίγουρα κάποιο επιστημονικό βάρος, αν ήταν όντως ιστορι-
κά αληθινή η ηθική ερμηνεία, την οποία και υποστηρίζει ο ερευνητής αυτός.
Από την άλλη, έστω και αν το ινδικό τετράλημμα χρησιμοποιούταν από Ιν-
δούς φιλοσόφους στο πεδίο κυρίως της κοσμολογίας και της φυσικής, πολύ
πιθανόν ο Πύρρων να το είχε εφαρμόσει –ως τυπική λογική δομή της σκέψης
του– και κατά τη διατύπωση του δικού του φιλοσοφικού ηθικού πιστεύω.
Στο δεύτερο επιχείρημα του ο Hankinson αναφέρει ότι το κατά κάποιους
ανατολίτικο τετράλημμα, το οποίο και εντοπίσαμε στο κείμενο του Πύρρω-
να, προϋπήρχε στην ελληνική σκέψη, πριν ακόμη ο Πύρρων επιστρέψει από
την Ινδία. Κατά τον Hankinson, την υπό συζήτηση συντακτική δομή έχει π.χ.
το χωρίο από τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη,299 με το οποίο και ασχο-
ληθήκαμε λεπτομερώς στο κεφάλαιο Πρώτη παρέκβαση στον Αριστοτέλη,
όπου και σαφώς καταδείξαμε την ύπαρξη κοινών στοιχείων ανάμεσα στα
δύο κείμενα. Σύμφωνα με την ερμηνεία μας, έχει καταστεί σαφές ακόμα και
ότι το χωρίο του Αριστοτέλη επιδεικνύει όντως ορισμένη λογική δομή που
ενυπάρχει στο κείμενο του Πύρρωνα – όχι όμως στη μετάφρασή του τη στη-
ριζόμενη στην ερμηνεία Γ (την οποία και χρησιμοποιεί, φυσικά, ο R. J.
Hankinson συζητώντας για την «ινδική» επιρροή), αλλά σε εκείνη, της οποίας
ως βάση υπόκειται η ερμηνεία Β, στην οποία, ωστόσο, δεν βρίσκουμε κανένα
ινδικό τετράλημμα.300 Έστω και αν υπάρχουν στο κείμενο του Αριστοτέλη
τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία του ινδικού τετραλήμματος, δεν θα μπορέ-

296. Βλ. το κεφ. 5.5.


297. Flintoff, E.: Pyrrho and India, σελ. 93.
298. Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ. 64.
299. Aristoteles, Met. IV, 1008a30–4. Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ. 64.
300. Το ινδικό τετράλημμα προσπάθησε ματαίως να το βρει στη μετάφραση του κειμένου,
στηριζόμενος στην ερμηνεία Β, ο M. R. Stopper (Schizzi Pirroniani, σελ. 272 – 274). Με αφετη-
ρία αυτή την ερμηνευτική πρόταση, την οποία και θεωρούμε εντελώς ακατάλληλη για την
εξέταση της ινδικής επιρροής στον Πύρρωνα, ο M. R. Stopper κατάφερε να επιδείξει στο κεί-
μενο του Πύρρωνα μόνο την ύπαρξη των τεσσάρων μελών του τετραλήμματος. Ακόμα κι
έτσι, όμως, αποκλείεται ποτέ να αποδείξει την ανασκευαστική δύναμη του κειμένου, με την
οποία ανατρέπονται, όπως όντως συμβαίνει στο ινδικό τετράλημμα, και τα τέσσερα μέρη της
πρότασης.
140 Ο Πύρρων

σουμε ποτέ να εντοπίσουμε σε αυτό την ανασκευαστική ισχύ, η οποία και θα


έπρεπε να τα ανατρέψει όλα και συνιστά το κύριο γνώρισμα της ερμηνείας
Γ. Αν καταλαβαίνουμε όντως σωστά τι θέλει να πει ο Hankinson, το επιχείρη-
μά του είναι αστήρικτο και αυτό, γιατί ο ίδιος –σε αντιδιαστολή με άλλους
ερευνητές– υποθέτει ότι ο Αριστοτέλης, στο εν λόγω χωρίο των Μετά τα Φυ-
σικά, είχε ως κίνητρο (ή μάλλον αγανάκτησε με) τη φιλοσοφική άποψη του
Πύρρωνα.301 Πώς θα ήταν δυνατόν, τότε, το χωρίο του Αριστοτέλη να γίνει
κάποιο πρότυπο (ή κίνητρο) για την «τετραλημματική» επιχειρηματολογία
του Πύρρωνα, την οποία –κατά τον Hankinson– δεν έπρεπε να την είχε φέρει
ο φιλόσοφος από την Ινδία; Και πώς θα δικαιολογηθεί και θα εξηγηθεί η
χρήση του (δήθεν μη ινδικού!) τετραλήμματος στα Μετά τα φυσικά του Αρι-
στοτέλη; Από πού την πήρε ο Αριστοτέλης; Μήπως ο Hankinson εννοεί ότι
στο συγκεκριμένο χωρίο των Μετά τα Φυσικά απαντά μόνο μία από ένα πλή-
θος χρήσεις του (δήθεν μη ινδικού) τετραλήμματος, και μάλιστα μιας τέτοιας
λογικής δομής που ήταν τόσο διαδεδομένη στα φιλοσοφικά συγγράμματα
της εποχής, ώστε να απαντά σχεδόν παντού στα κείμενα; Ο R. J. Hankinson,
δυστυχώς, δεν δίνει απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα.
Τέλος, το τρίτο επιχείρημα του Hankinson έγκειται στο ότι η υπό συζήτη-
σιν ανασκευαστική ισχύς του ινδικού συλλογισμού δεν θα είχε ποτέ την απα-
ραίτητη αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Πύρρωνα, πα-
ρά μόνο υπό την προυπόθεση ότι ο στοχαστής αυτός είχε όντως μελετήσει
ορισμένες επιχειρηματολογικές στρατηγικές, διαμέσου των οποίων θα ήταν
δυνατόν να ανασκευάσει σταδιακά όλους τους ισχυρισμούς του τετραλήμ-
ματος, όπως πράγματι συνέβαινε στην ινδική σκέψη.302 Ας αναφερθεί σχετι-
κά ότι ο Πύρρων, καθ’ όλη την έως εδώ ερμηνεία μας, φαίνεται να ήταν ένας
τυπικός «σκεπτικός» δογματικός, ένας φιλόσοφος δηλαδή που δεν αποδει-
κνύει με επιχειρήματα,303 αλλά μόνο αναγγέλλει προφητικά τις ακραίες
αγνωστικιστικές στάσεις του.304 Ως εκ τούτου, πιθανολογείται ότι ο Πύρρων
είχε μάλλον παραλάβει από την Ινδία μόνο κάποιο βασικό «σχήμα» της ινδι-
κής σκέψης, το οποίο και ταυτίζεται, κατά πάσα πιθανότητα, με το εν λόγω
τετράλημμα, ενώ στη συνέχεια δεν προσπάθησε καθόλου να αναπτύξει τη
σχετική επιχειρηματολογία που θα έπρεπε να το ακολουθεί.

301. Hankinson, R., J.: The Sceptics, σελ. 64 – 65.


302. Ό.π., σελ. 65.
303. Παράδειγμα μιας τέτοιας (απόλυτα διαφορετικού είδους) φιλοσοφικής προσέγγισης
του προβλήματος αποτελεί η στάση της σκεπτικής Ακαδημίας, η οποία και εφαρμόζει τη λε-
γόμενη επιχειρηματολογία «και για τις δύο πλευρές» (in utraquem partem), προκειμένου να κα-
ταλήξει στην αναστολή της κρίσεως περί ενός ζητήματος, βλ. το κεφ. 6.1.
304. Βλ. την υποσημ. 261. και το αντίστοιχο κυρίως κείμενο.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΟΥ ΜΑΛΛΟΝ 141

Τα προαναφερθέντα επιχειρήματα, με τα οποία θελήσαμε να υποστηρί-


ξουμε την ανατολική ερμηνεία του πρώιμου πυρρωνισμού, και εναντίον της
κριτικής του Hankinson, δεν έχουν ως στόχο να δώσουν οριστικές απαντή-
σεις στο τεθέν ερώτημα. Ωστόσο, από την παραπάνω συζήτηση του προβλή-
ματος προκύπτει ότι πολλά από τα επιχειρήματα του Hankinson είτε χάνουν
εντελώς την ισχύ τους είτε τίθενται υπό το κράτος της αμφιβολίας. Απενα-
ντίας, τα αντεπιχειρήματα, που προβάλαμε εμείς, θα πρέπει να φανούν, σε
έναν μέσο τουλάχιστον αναγνώστη, λιγότερο «υποθετικά» και λιγότερο «εξε-
ζητημένα» από εκείνα του Hankinson. Ωστόσο, ένα πολύ πιο σοβαρό αντεπι-
χείρημα κατά της υπόθεσης της σχετικής με την επιρροή της Ινδίας στον
Πύρρωνα προβάλλουν όσοι ερευνητές επισημαίνουν ότι η υποτιθέμενη θεω-
ρητική συζήτηση ανάμεσα στον Πύρρωνα και τους Ινδούς σοφούς δυσκο-
λευόταν σημαντικά –αν δεν αποκλείστηκε εντελώς– λόγω του εμποδίου της
γλώσσας (βλ. το κεφ. 3.3). Λιγότερο σοβαρή, από την άλλη, φαίνεται να είναι
η αντίρρηση ορισμένων ερευνητών, οι οποίοι σημειώνουν σωστά ότι η ανα-
λογία δομής ανάμεσα στα δύο κείμενα, και ως εκ τούτου και η ιστορικότητα
της αλληλεπίδρασης του Πύρρωνα και της ινδικής σοφίας, εξαρτώνται πλή-
ρως από τον τύπο της φιλοσοφικής ερμηνείας που θα αποφασίσουμε να
εφαρμόσουμε στο πυρρώνειο κείμενο. Το συγκεκριμένο γεγονός δεν μπορεί
να καταστεί σημαντική απειλή για την εγκυρότητα των πορισμάτων των σχε-
τικών με την επιρροή της Ινδίας, και αυτό γιατί η ερμηνεία Γ, πάνω στην
οποία στηρίζονται και όλες οι τέτοιου είδους υποθέσεις, φαίνεται να είναι
ιστορικά πολύ πιθανή. Η σύντομη εξήγηση που προηγήθηκε δεν σκόπευε να
πραγματευτεί με εξαντλητικό τρόπο το θέμα της ινδικής επιρροής. Αυτό που
θέλαμε ήταν μόνο να φέρουμε τον αναγνώστη πιο κοντά στον προβληματι-
σμό της ανατολίτικης ερμηνείας του Πύρρωνα, ούτως ώστε να συνειδητο-
ποιήσει ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία αξίζει αναμφισβήτητα επιστημονικής
προσοχής. Όσο πιο βαθιά ασχολούμαστε με την ανατολική σκέψη τόσο πιο
επιπόλαια φαίνονται να είναι πολλά αντεπιχειρήματα των αντιπάλων της.
5

Τα τρία ερωτήματα της ευδαίμονος ζωής:


η μεταφυσική, η γνωσιολογική, η ηθική και
η φαινομεναλιστική ερμηνεία του Πύρρωνα.

Κ ατά τη διάρκεια της εξήγησησ που θα ακολουθήσει θα παραθέ-


σουμε ολόκληρο το απόσπασμα που γενικά θεωρείται η σημαντικότερη
μαρτυρία για τον πρώιμο πυρρωνισμό και σώζεται στο έργο του εκκλησια-
στικού συγγραφέα Ευσέβιου (3ος – 4ος μ. Χ. αι.). Το συγκεκριμένο χωρίο,
ένα μέρος του οποίου είχαμε εξετάσει λεπτομερώς στο προηγούμενο κεφά-
λαιο, μας δίνει με έμμεσο τρόπο την απάντηση –αν όχι του ίδιου του Πύρρω-
να, του πρώιμου τουλάχιστον πυρρωνισμού– στο ερώτημα ποια τρία πράγ-
ματα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του εκείνος που σκοπεύει να γίνει ευδαί-
μων. Στο εξής, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τα ιδεολογικά συμ-
φραζόμενα του υπό συζήτησιν χωρίου, προκειμένου και να αξιολογήσουμε,
με σύντομο τρόπο, την ιστορική-φιλοσοφική αξία του και να επισημάνουμε
εκείνες ακριβώς τις πτυχές του, που επιτρέπουν και εδώ –όπως άλλωστε εί-
χαμε ήδη συνηθίσει στον πρώιμο πυρρωνισμό– περισσότερες της μιας ερμη-
νείες. Στη συνέχεια, θα διαλέξουμε από πολλές αρχαίες και σύγχρονες ερμη-
νείες του φιλοσοφικού πορίσματος του Πύρρωνα (βλ. ιδιαιτέρως την υπο-
σημ. 4) τέσσερις συγκεκριμένες, τις οποίες και θεωρούμε από ιστορικής από-
ψεως αξιολογότερες. Η μεταφυσική και η γνωσιολογική ερμηνεία αποτελούν
δύο αμοιβαίως αποκλειόμενες ερμηνευτικές εναλλακτικές, γιατί αναφέρο-
νται άμεσα στο κείμενο του Αριστοκλή, το σωζόμενο στο έργο του Ευσέβι-
ου, και αφορούν τον ίδιο τον πυρήνα της φιλοσοφικής διδασκαλίας του
Πύρρωνα. Η ηθική και η φαινομεναλιστική ερμηνεία, από την άλλη, είναι
σημαντικές από ιστορικής-φιλοσοφικής απόψεως. Η μεν πρώτη μας υποδη-
λώνει το πώς αντιλαμβάνονταν τον Πύρρωνα οι περισσότεροι αρχαίοι στο-
χαστές, η δε δεύτερη μας δείχνει πώς τον επανερμήνευαν οι νεοπυρρώνειοι.
144 Ο Πύρρων

5.1 Ο απολογητής Ευσέβιος παραθέτει χωρία από το ιστορικό-


φιλοσοφικό έργο του Αριστοκλή, με σκοπό την καταπολέμηση της
παγανιστικής σοφίας.
Όπως είχαμε ήδη αναφέρει (βλ. την υποσημ. 135), ο Ευσέβιος προσπαθεί στο
14ο κεφάλαιο του έργου του «Ευαγγελική προπαρασκευή»305 και μάλιστα
στο πλαίσιο του απολογητικού του προγράμματος, να παρουσιάσει τη σφο-
δρή αντίφαση που, κατ’ αυτόν, προκύπτει ανάμεσα στις θεωρητικές διαμά-
χες των Ελλήνων φιλοσόφων και στη «δογματική» συνέπεια που χαρακτηρί-
ζει την Ιουδαϊκή θρησκεία. Στο μέρος που αφιερώνεται στη γνωσιολογία,306
εστιάζει την προσοχή του στην παρουσίαση και την αντιπαράθεση διάφο-
ρων απόψεων των Ελλήνων φιλοσόφων ως προς την αξιοπιστία και μη της
αισθητηριακής γνώσης. Ως ιστορική-φιλοσοφική πηγή χρησιμοποιεί ο Ευσέ-
βιος τον Αριστοκλή τον Μεσσήνιο, έναν άγνωστο σχετικά περιπατητικό φι-
λόσοφο από τον 1ο π.Χ. αι., από το σύγγραμμα του οποίου προέρχονται και
οι παραθέσεις χωρίων του Ευσέβιου, οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται
από αρκετή ακρίβεια.307 Πιθανότατα, ο Ευσέβιος παραθέτει εδώ κάποια χω-
ρία από το 8ο βιβλίο του συγγράμματος Περί φιλοσοφίας, μοναδικό έργο
του Αριστοκλή, αφιερωμένο στην εξέταση της ιστορίας της φιλοσοφίας,308

305. Eusebios z Caesarey, Praep. evang. XIV,2,6,2–7,1: πρὸς ἅπαντας δὲ ὁμοῦ τοῖς σφετέροις
αὐτῶν βέλεσι τὸν κατ᾿ αὐτῶν ἀντιθήσομεν ἔλεγχον («όλους αυτούς θα τους ανατρέψουμε μα-
ζί, χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα όπλα»). Η παραπάνω μέθοδος, με την οποία αναιρούνται
φιλοσοφικές θεωρίες επί τη βάσει του ότι εντοπίζονται σε αυτές λογικές ανακολουθίες, υπήρ-
ξε ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στον νεοπυρρώνειο σκεπτικισμό. Στην
παρακάτω ανάλυση θα γίνει φανερό ότι ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα βασιζόταν, κατά πάσα
πιθανότητα, σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι μεταγενέστεροι, ωστόσο, σκεπτικιστές απέδι-
δαν συχνά τέτοιου είδους απόψεις στον ίδιο τον ιστορικό Πύρρωνα, πρβλ. τα λόγια του Διο-
γένη του Λαέρτιου: «Ο Αινησίδημος στο πρώτο βιβλίο των Πυρρώνειων λόγων του αναφέρει
ότι ο Πύρρων δεν όριζε τίποτε με δογματικό τρόπο, για να μην προκύψει λογική ανακολου-
θία, ενώ ακολουθούσε τα φαινόμενα» (Vitae, IX,106,1–3).
306. Eusebios z Caesarey, Praep. evang. XIV,16,13–21,7.
307. Ο J. Brunschwig είναι πεπεισμένος ότι ο Ευσέβιος παραθέτει κατευθείαν από τα συγ-
γράμματα του Αριστοκλή, τα οποία φαίνεται να του ήταν, όπως θεωρεί ο ερευνητής αυτός,
άμεσα προσιτά (Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 191). Αλλά και ο
ίδιος ο Ευσέβιος στο χωρίο αμέσως πριν από την εξήγησή του περί της φιλοσοφίας του Πύρ-
ρωνα, αναφέρει ότι όσα γράφει, μπορεί όποιος θέλει να τα βρει στο έργο του Αριστοκλή, δη-
λαδή ένα σύγγραμμα που και ο ίδιος είχε σίγουρα στα χέρια του και από το οποίο παρέθετε
κυριολεκτικά (…μαθεῖν πάρεστιν ἀπὸ τοῦ δηλωθέντος συγγράμματος ὧδέ πη πρὸς λέξιν
ἔχοντος; Eusebios z  Caesarey, Praep. evang. XIV,17,10,8–9). Ο T. Brennan, από την άλλη, προ-
σπάθησε να ανασυστήσει την αρχική δομή καθώς και τη διάταξη της εξήγησης του Αριστο-
κλή, από την οποία και αντλεί τις ιστορικές πληροφορίες για τον Πύρρωνα ο Ευσέβιος (Py-
rrho on Criterion, σελ. 426 – 430).
308. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 5. Σημαντικό ρόλο για
την ιστορική-φιλοσοφική αξιοπιστία του συγκεκριμένου έργου παίζει και το γεγονός ότι η
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 145

το οποίο και διακρίνεται για πολύ μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια συγκριτικά


με το αντίστοιχο του Διογένη του Λαέρτιου που σώζεται ολόκληρο έως και
σήμερα.309 Γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του
απολογητικού έργου του Ευσέβιου υπήρξε το ότι ο Αριστοκλής ήταν κατ’
εξοχήν εχθρικά διατεθειμένος απέναντι σε όλους τους φιλοσοφικούς του
αντιπάλους.310 Παρά την εχθρική στάση του Αριστοκλή απέναντι σε άλλους
φιλοσόφους, η αντικειμενικότητα και η ιστορικότητα των πληροφοριών που
αντλούμε απ’ αυτόν μαρτυρείται και από το γεγονός ότι «σε πολλές άλλες
περιπτώσεις, όπου μπορούμε να επαληθεύσουμε τις πληροφορίες του Αρι-
στοκλή από τα σχετικά σωζόμενα αρχαία κείμενα, επιβεβαιώνεται πλήρως η
ακρίβεια και η αξιοπιστία του...»311
Πριν αναφέρουμε μερικά γνωρίσματα του κειμένου του Ευσέβιου, τα
οποία θα είναι μάλλον ιστορικο-φιλοσοφικού ενδιαφέροντος, προκειμένου
να προβούμε και στη φιλοσοφική ερμηνεία του, ας παρατεθεί το αρχαίο κεί-
μενο του εν λόγω αποσπάσματος μαζί με τη δική μας νεοελληνική μετάφρα-
ση:
᾿Αναγκαίως δ᾿ ἔχει πρὸ παντὸς διασκέψασθαι περὶ τῆς ἡμῶν αὐτῶν
γνώσεως· εἰ γὰρ αὖ μηδὲν πεφύκαμεν γνωρίζειν, οὐδὲν ἔτι δεῖ περὶ τῶν
ἄλλων σκοπεῖν. ἐγένοντο μὲν οὖν καὶ τῶν πάλαι τινὲς οἱ ἀφέντες τήνδε
τὴν φωνήν, οἷς ἀντείρηκεν ᾿Αριστοτέλης. ἴσχυσε μὲν τοιαῦτα λέγων καὶ
Πύρρων ὁ ᾿Ηλεῖος· ἀλλ᾿ αὐτὸς μὲν οὐδὲν ἐν γραφῇ καταλέλοιπεν, ὁ δέ
γε μαθητὴς αὐτοῦ Τίμων φησὶ δεῖν τὸν μέλλοντα εὐδαιμονήσειν εἰς τρία
ταῦτα βλέπειν· πρῶτον μέν, ὁποῖα πέφυκε τὰ πράγματα· δεύτερον δέ,
τίνα χρὴ τρόπον ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ διακεῖσθαι· τελευταῖον δέ, τί περιέσται

συγγραφή του χρονολογείται από τον όψιμο 1ο π.Χ. αι., δηλαδή από μία εποχή, που προηγεί-
ται εκείνης, κατά την οποία ο Πύρρων επανερμηνεύεται στο έργο του Σέξτου Εμπειρικού. Η
χρονολόγηση του συγκεκριμένου έργου συνάγεται από τα λόγια του ίδιου του Αριστοκλή, ο
οποίος αναφέρει ότι «...την πυρρώνεια διδασκαλία για πολύ καιρό δεν την ελάμβανε υπόψη
κανείς, ωσάν να μην υπήρχε καν. Τελευταία («χθές ή προχθές»; ἐχθὲς καὶ πρώην) όμως, την
ανοησία αυτή άρχισε να την ξαναζωντανεύει (ἀναζωπυρεῖν) στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου
ο Αινησίδημος» (Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,29,1–3, απόσπ. 48A Caizzi). Ας
σημειωθεί, σχετικά, ότι ο Αινησίδημος χρονολογείται με αξιοπιστία στο δεύτερο μισό του 1ου
π.Χ. αι., ακριβέστερα γύρω στα 40 π.Χ. (Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 15;
για ασήμαντες ως προς το θέμα μας διαφοροποιήσεις στη χρονολόγηση του Αριστοκλή, πρβλ.
Brunschwig, J.: Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 190; R. Rett, Aris-
tocles on Timon on Pyrrho, σελ. 142, υποσημ. 19).
309. Encyclopedia of Classical Philosophy, s. v. Aristocles.
310. Πρβλ. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6.
311. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 16. Πιο αναλυτικά πραγματεύεται
ο R. Bett το θέμα της αξιοπιστίας του Αριστοκλή σε μία άλλη του μελέτη, όπου και τεκμηριώ-
νει τη θέση του επί τη βάσει των σωζόμενων πηγών (βλ. Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 175
– 180).
146 Ο Πύρρων

τοῖς οὕτως ἔχουσι. τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿
ἴσης ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς
αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν
μηδὲ πιστεύειν αὐταῖς δεῖν, ἀλλ᾿ ἀδοξάστους καὶ ἀκλινεῖς καὶ
ἀκραδάντους εἶναι, περὶ ἑνὸς ἑκάστου λέγοντας ὅτι οὐ μᾶλλον ἔστιν ἢ
οὐκ ἔστιν ἢ καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστιν ἢ οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ ἔστιν. τοῖς
μέντοι γε διακειμένοις οὕτω περιέσεσθαι Τίμων φησὶ πρῶτον μὲν
ἀφασίαν, ἔπειτα δ᾿ ἀταραξίαν, Αἰνησίδημος δ᾿ ἡδονήν ...

«Πρώτ’ απ’ όλα θα πρέπει απαραιτήτως να εξετάσουμε τη δική μας ικα-


νότητα να αποκτήσουμε γνώση για κάτι. Και αυτό, γιατί αν δεν είμαστε
από τη φύση σε θέση να γνωρίζουμε κάτι, δεν επιβάλλεται καθόλου να
εξετάζουμε τίποτε άλλο.312 Και ανάμεσα στους αρχαίους στοχαστές
υπήρξαν κάποιοι, που είχαν διατυπώσει τη γνώμη αυτή και με τους
οποίους διαφώνησε ο Αριστοτέλης. Τέτοιου είδους ιδέες ανάγγελλε με
μεγάλο θάρρος και ο Πύρρων ο Ηλείος, ενώ o ίδιος όμως δεν άφησε
κανένα γραπτό κείμενο. Ωστόσο, ο μαθητής του Τίμων πρεσβεύει ότι
αυτός που θέλει να γίνει ευδαίμων πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής
τρία ερωτήματα: πρώτον, ποια είναι η φύση των πραγμάτων, δεύτερον,
με ποιο τρόπο πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι απέναντι σε αυτά, και,
τελος, ποιο αποτέλεσμα προκύπτει για όσους είναι διατεθειμένοι με
εκείνον τον τρόπο. Αυτός (δηλαδή ο Πύρρων) λέει, όπως αναφέρει

312. Με τη λεγόμενη γνωσιολογική στροφή, η οποία και έλαβε χώρα στις απαρχές της ελ-
ληνιστικής εποχής, κατά την οποία τίθεται όχι μόνο το ερώτημα με ποιο τρόπο πραγματοποι-
είται η ανθρώπινη γνώση, αλλά –κατ’ αντιδιαστολή προς την προηγούμενη εποχή– και το ερώ-
τημα αν η γνώση είναι δυνατή, είχαμε αρκετά ασχοληθεί στην αρχή της πραγματείας μας (βλ.
ιδιαιτέρως τις υποσημ. 9 – 13 και το αντίστοιχο κείμενο). Στην υποσημ. 11 αναλύσαμε, σχετι-
κά, και ορισμένα φιλολογικά γνωρίσματα του παρόντος χωρίου του Ευσέβιου. Από φιλολογι-
κής απόψεως, αξιοπρόσεκτη καθίσταται η συντακτική μορφή της εν λόγω υποθετικής σύνθε-
της πρότασης, η οποία και αναφέρει ότι είναι δυνατόν να μην γνωρίζουμε τίποτε. Από το εί-
δος του υπό συζήτηση υποθετικού λόγου (πραγματικό) γίνεται φανερό ότι η δυνατότητα της
ανυπαρξίας της γνώσης θεωρείται εδώ ως κάτι πολύ πιθανό. Επομένως, πολύ επίκαιρο καθί-
σταται το ζήτημα περί της (αν)υπαρξίας της γνώσης καθαυτής, και άρα θα πρέπει να εξετα-
στεί πολύ προσεκτικά. Μία λανθασμένη ερμηνεία θα μπορούσε ίσως να προκύψει από την
επισήμανση της χρήσης του παρακειμένου πεφύκαμεν («είμαστε από την φύση μας») στο πρώ-
το μέρος («υπόθεση») του εν λόγω υποθετικού λόγου. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, κάποιος ανα-
γνώστης να εκλάβει την υπόθεση «εἰ γὰρ αὖ μηδὲν πεφύκαμεν γνωρίζειν...» όχι ως πραγματι-
κού («γιατί αν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τίποτε») (ορθό) αλλά ως μη πραγματικού
τύπου («γιατί αν δεν ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε τίποτε») (λάθος). Ωστόσο, από φιλολο-
γικής απόψεως, αποκλείεται ενετελώς το πρώτο μέρος του εν προκειμένω υποθετικού λόγου
να εκφράζει το μη πραγματικό, κάτι που σαφώς αποδεικνύεται από την Griechische Gramma-
tik των ερευνητών E. Bornemann και E. Risch, στην οποία διαβάζουμε ότι ο χρόνος του ρήμα-
τος στην υπόθεση του είδους του υποθετικού λόγου που αποκαλείται «μη πραγματικό», πρέ-
πει πάντα να έχει αύξηση (δηλαδή να είναι παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος; βλ. Bor-
nemann, E. – Risch, E.: Griechische Grammatik, σελ. 293).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 147

εκείνος (δηλαδή ο Τίμων), ότι τα πράγματα είναι εξίσου δυσδιάκριτα,


ακαταμέτρητα,313 απροσδιόριστα. Γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πε-
ποιθήσεις μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύδονται.314 Γι’ αυτό δεν πρέπει

313. Την αρχαιοελληνική λέξη ἀστάθμητος τη μεταφράζουμε ως «ακαταμέτρητος» επί τη


βάσει των συμφραζομένων˙ ακριβέστερα, τη μεταφράζουμε έτσι λαμβάνοντας υπόψη τη ση-
μασία των παρακείμενων επιθέτων, τα οποία και φαίνονται να είναι νοηματικά ισοδύναμα.
Με παρόμοιο τρόπο, μεταφράζουν τη συγκεκριμένη έκφραση και οι εξής ερευνητές: A. A.
Long (“unmeasurable”; βλ. The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 15), M. R. Stopper (“unassessable”;
βλ. Schizzi Pirroniani, σελ. 292, υποσημ. 50), Ausland, On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philo-
sophy, σελ. 390), T. Brennan (“unweighable”; βλ. Pyrrho on the Criterion, σελ. 417), R. J. Hankinson
(“unmeasurable”; βλ. The Sceptics, σελ. 60). Παρα το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μετάφραση
προκύπτει προφανώς από την σημασία του βασικού ρήματος σταθμάω (συχνά χρησιμοποιεί-
ται και η μέση φωνή του σταθμάομαι = “μετράω”), στο λήμμα ἀστάθμητος του λεξικού LSJ
αναφέρονται μόνο οι σημασίες «ασταθής», «ανισόρροπος» (“unsteady”, “unstable”), τις οποίες
και χρησιμοποίησαν στις μεταφράσεις τους οι ερευνητές Brunschwig (“without balance”; βλ. In-
troduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 246), Bett (“unstable”; βλ. Pyrrho, his
Antecedents, and his Legacy, σελ. 16) και η μελετήτρια Decleva Caizzi: (“senza stabilità”). Η τελευ-
ταία σημειώνει: «…εκείνο που είναι σημαντικό εδώ δεν είναι η ιδέα της ποσότητας –απ’ όπου
και οι πολυάριθμες και ανακριβείς μεταφράσεις ‘ακαταμέτρητος’– αλλά εκείνη της αιώνιας
και άτακτης κίνησης» (Caizzi, σελ. 224). Ως εκ τούτου, η παραπάνω μετάφραση επιφέρει έναν
κάποιο δυναμισμό και μία κάποια κίνηση στα «πράγματα καθαυτά» του Πύρρωνα, δηλαδή
κάποιο (ίσως πλατωνικό;) εμπόδιο στη γνώση. Κάτι όμως που δύσκολα αποδεικνύεται επί τη
βάσει των σωζόμενων πηγών.
314. Ο J. Brunschwig (Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 246 – 7;
για παρόμοια, πιο επιστημονικά όμως τεκμηριωμένα συμπεράσματα του ίδιου ερευνητή βλ. τη
εξής του μελέτη: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho) διατυπώνει μία πολύ
ενδιαφέρουσα άποψη, κατά την οποία η συγκεκριμένη πρόταση, καθώς και ολόκληρο ίσως το
κείμενο που ακολουθεί και που κάνει λόγο για τη φύση των πραγμάτων –και σε αντιδιαστολή
μάλιστα με τον προηγούμενο κείμενο– αποτελεί έκφραση της άποψης του ίδιου του Τίμωνα,
και όχι του ιστορικού Πύρρωνα. Αυτό συνάγεται, σύμφωνα με τον ερευνητή αυτόν, από την
εξής συντακτική ανάλυση του κειμένου: Πολύ πιο πιθανό, από φιλολογικής απόψεως, είναι
να υποθέσουμε ότι η απαρεμφατική σύνταξη («accusativus cum infinitivo») μήτε τὰς αἰσθήσεις
…ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι («οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε αληθεύουν ούτε
ψεύδονται») βρίσκεται στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο, ως προς την κύρια πρόταση, με την απα-
ρεμφατική σύνταξη αὐτὸν (δηλαδή τον Πύρρωνα) ἀποφαίνειν («… ότι αυτός [δηλαδή ο Πύρ-
ρων] λέει») από το να υποθέσουμε ότι η απαρεμφατική σύνταξη αὐτὸν (δηλαδή τον Πύρρω-
να) ἀποφαίνειν έχει παραλειφθεί πρίν από την απαρεμφατική σύνταξη μήτε τὰς αἰσθήσεις…
ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι. Η μελετήτρια Decleva Caizzi, όπως αναφέρει ο J. Brunschwig (Once
again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 194, υποσημ. 9; [κατά την υποσημ. 7,
επρόκειτο εδώ για μία επιστολική αλληλογραφία των συγκεκριμένων ερευνητών]), εκφράζει
εν προκειμένω την αντίρρηση ότι το να επαναλαμβάνει ο συγγραφέας του κειμένου τα λόγια
φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν σε καθεμία αποδιδόμενη στον Πύρρωνα άποψη θα φαίνονται στα
αρχαία ελληνικά ως κάτι υφολογικά πολύ αδέξιο. Επιπλέον, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη με-
λετήτρια, η εν λόγω επανάληψη δεν είναι καν απαραίτητη, επειδή η σχέση μαθητή-δασκάλου
μεταξύ του Τίμωνα και του Πύρρωνα έχει δηλωθεί ήδη από την αρχή του αποσπάσματος. Ο
J. Brunschwig (όπου παραπάνω), από την άλλη, αντεπιχειρηματολογεί λέγοντας ότι το επιχεί-
ρημα της D. Caizzi σίγουρα θα είχε κάποια ισχύ, αν η φράση φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν βρισκό-
ταν κάπου στην αρχή του αποσπάσματος, όπου όντως και βρίσκουμε μία πρόταση με τρία
απαρέμφατα (δεῖν, εὐδαιμονήσειν, βλέπειν). Υπερασπίζοντας την Decleva Caizzi, προσθέτου-
148 Ο Πύρρων

να τις εμπιστευόμαστε, αλλά πρέπει να είμαστε χωρίς πεποίθηση,315


αμερόληπτοι και ασάλευτοι όσον αφορά αυτά τα ζητήματα. Και για
κάθε πράγμα πρέπει να λέμε ότι δεν είναι περισσότερο από δεν είναι, ή
ότι δεν είναι και δεν είναι περισσότερο από ούτε είναι ούτε δεν είναι.316
Φυσικά, σε όσους συμπεριφέρονται έτσι, θα προκύψει ως αποτέλεσμα,
όπως πρεσβεύει ο Τίμων, πρώτον, η σιωπή και έπειτα η ασυγκινησία, ή,
σύμφωνα με τον Αινησίδημο, η ηδονή317...»
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,1,1–4,3, απόσπ. 53
Caizzi).

5.2 Το χωρίο του Ευσέβιου αποτελεί μία αρκετά αξιόπιστη μαρτυρία,
παρά την ύπαρξη ορισμένων δοξογραφικών «μεσολαβητών» του.
Την ιστορική-φιλοσοφική αξία του εν λόγω αποσπάσματος μπορούμε να την
προσδιορίσουμε εξετάζοντας τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς τα εξής
δυο σημεία: πρώτον, ως προς τη σχέση ανάμεσα στον Τίμωνα και στον Πύρ-

με μόνον ότι τα προαναφερθέντα τρία απαρέμφατα δεν δημιουργούν εν προκειμένω κάποια


«περίπλοκη» συντακτική ιεραρχία από δύο απαρεμφατικές συντάξεις, και στην υπόθεση
ύπαρξης αυτής της δομής ασκεί κριτική η ίδια ερευνήτρια. Στα συμπεράσματα του Brunschwig,
θα μπορούσε επίσης να φέρει κανείς την αντίρρηση ότι η ανυπαρξία του απαρεμφάτου εἶναι,
όσον αφορά στα χωρία που γίνεται λόγος για αυτά τα τρία γενικά χαρακτηριστικά των πραγ-
μάτων, δεν θα πρέπει να μαρτυρήσει και την ανυπαρξία του φαινόμενου της απαρεμφατικής
στο ίδιο σημείο, και αυτό επειδή είναι δυνατόν να έχει παραλειφθεί εδώ (φαινόμενο έλλειψης)
η λέξη εἶναι ή οποιασδήποτε άλλη ταυτόσημη με αυτήν, π.χ. η μετοχή ὄντα. Και οι δύο παρα-
πάνω εναλλακτικές είναι στη περίπτωση του ρήματος ἀποφαίνειν εξίσου δυνατές, πράγμα
που μαρτυρείται και από την αυθεντία του λεξικού LSJ (s.v. ἀποφαίνω ΙΙ, 2 a 3).
315. Το επίθετο ἀδόξαστος θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε και περιφραστικά ως «το
να αναστέλλουμε την κρίση». Ωστόσο, δεν το κάναμε, επειδή η έκφραση «αναστολή της κρί-
σεως» προορίζεται στο πλαίσιο της ερμηνείας μας για τη μετάφραση του φιλοσοφικού όρου
εποχή, τον οποίο και δεν είχε ακόμη χρησιμοποιήσει ο ιστορικός Πύρρων (βλ. την υποσημ.
212). Το γεγονός δε αυτό υποστηρίζει αναμφισβήτητα την υπόθεση σχετικά με τη μεγάλη
ιστορική-φιλοσοφική αξιοπιστία του εν λόγω αποσπάσματος (βλ. το επόμενο κεφάλαιο).
316. Αυτό το μέρος του αποσπάσματος το είχαμε εξετάσει αρκετά στο κεφάλαιο 4.4. Ως
βάση της παρούσας μετάφρασης υπόκειται η ερμηνεία Α, η οποία, μαζί με την ερμηνεία Γ,
φαίνονται ιστορικά πιθανότερες.
317. Τα λόγια του συγγραφέα, στα οποία γίνεται λόγος για τον Αινησίδημο, δεν θεωρού-
νται από πολλούς ερευνητές ιστορική πληροφορία για τον πρώιμο πυρρωνισμό (βλ. Caizzi,
σελ. 221). Ο Brunschwig εικάζει ότι το τρίτο μέλος της τριάδας ἀφασία, ἀταραξία, ἡδονή ήταν
η λέξη εὐδαιμονία, πράγμα που συνάγεται, κατ’ αυτόν, από την τριαδική δομή των απαντήσε-
ων του Πύρρωνα καθώς και από τη γενική τάση του συγκεκριμένου αποσπάσματος προς τον
ευδαιμονισμό. (Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 204). Ο R. Bett,
από την άλλη, επιχειρηματολογεί εναντίον εκείνων των ερευνητών, οι οποίοι προσπαθούν να
εντοπίσουν το τρίτο μέλος του πυρρώνειου «συμπεράσματος», προβάλλοντας επιχειρήματα
κατά της υποτιθέμενης τριαδικής δομής του αποσπάσματος (Aristocles on Timon on Pyrrho,
σελ. 173, υποσημ. 84).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 149

ρωνα, δεύτερον, ως προς την άποψη την οποία υιοθέτησε απέναντι στον
πρώιμο Πυρρωνισμό ο ιστορικός της φιλοσοφίας Αριστοκλής. Η σχέση Ευ-
σέβιου και Αριστοκλή, από την άλλη, δεν χρειάζεται εν προκειμένω ιδιαίτε-
ρη επιστημονική προσοχή, επειδή η άποψη του Ευσέβιου ως προς την πηγή
των πληροφοριών του υπήρξε, λαμβάνοντας υπόψη τους απολογητικούς του
σκοπούς, εντελώς «πραγματιστική» και «αντικειμενική», όπως έχουμε ήδη
τονίσει στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Το πρώτο αναφερθέν σημείο αφορά το ερώτημα κατά πόσο εκφράζει ο
Τίμων –τον οποίο και παραθέτει ο Αριστοκλής στο απόσπασμα του Ευσέβι-
ου– τις δικές του απόψεις και κατά πόσο εκφράζει τις απόψεις του Πύρρω-
να. Παρά το γεγονός ότι το ερώτημα που αφορά την πρόσληψη της διδα-
σκαλίας του Πύρρωνα από τον Τίμωνα είναι δύσκολο και, λόγω ανυπαρξίας
σχετικών πηγών, ίσως και μη απαντήσιμο,318 αξίζει να προβάλουμε και να
αξιολογήσουμε κριτικώς στο εξής μερικά επιχειρήματα αναφορικά με το θέ-
μα. Προπαντός, γίνεται φανερό ότι ο Τίμων αναγκάστηκε κατ’ ουσίαν να
επανερμηνεύσει τη διδασκαλία του Πύρρωνα, και αυτό γιατί ο ίδιος ανέπτυ-
ξε τη φιλοσοφία του στο διαφορετικό ήδη πνευματικό περιβάλλον της ελλη-
νιστικής εποχής, κατά την οποία και αναπτύσσονται οι σημαντικότερες ελ-
ληνιστικές φιλοσοφικές σχολές,319 πράγμα που την κάνει, συγκριτικά με την
εποχή του Πύρρωνα, πολύ πιο ανταγωνιστική. Την υπόθεση σχετικά με το
ότι ο Τίμων όντως επανερμήνευσε τη διδασκαλία του Πύρρωνα την υποστη-
ρίζει και το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική προ-
σωπικότητα, και, ως εκ τούτου, ήταν ακριβώς ο Τίμων αυτός που κατάλαβε
καλύτερα ποια στοιχεία της διδασκαλίας του Πύρρωνα να χρειάζονταν πι-
θανόν κάποια τροποποίηση, διόρθωση ή ακόμη και επανερμηνεία.320
Παρ’ όλα αυτά, ο A. Bailey δηλώνει ότι ο Τίμων είχε αφομοιώσει πλήρως
τις φιλοσοφικές ιδέες του δασκάλου του, και αυτό γιατί ο ίδιος έζησε πολλά
χρόνια στην Ήλιδα,321 δίπλα στον Πύρρωνα, και έπρεπε, κατά συνέπεια, να
γνωρίζει πολύ καλά τη φιλοσοφία του πολυαγαπημένου του δασκάλου.322
Ωστόσο, από το γεγονός του ο Τίμων γνώριζε όντως καλά τη διδασκαλία

318. Τα επιχειρήματα για την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με τη μεγαλύτερη ιστορι-
κή-φιλοσοφική αξιοπιστία του Τίμωνα σε σχέση με εκείνη του Αντιγόνου του Καρύστιου, τα
είχαμε συνοψίσει στο 1ο κεφάλαιο.
319. Για την αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ του Τίμωνα (325 – 235 π.Χ. αι.) και του ιδρυτή
της σκεπτικής Ακαδημίας Αρκεσίλαου (316/315 – 241/240 π.Χ. αι.), βλ. την υποσημ. 159 και το
αντίστοιχο κυρίως κείμενο.
320. Για τη συμμετοχή του Πύρρωνα στις τότε φιλοσοφικές συζητήσεις βλ. την υποσημ.
90.
321. Diogenes Laertius, Vitae, IX,109,6–8.
322. Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 26.
150 Ο Πύρρων

του Πύρρωνος, δεν έπεται αυτόματα και ότι ο ίδιος δεν θα ήθελε ποτέ να αλ-
λάξει ή να επανερμηνεύσει τη θεωρία αυτή, και μάλιστα υπό το πρίσμα των
δικών του φιλοσοφικών απόψεων. Ιστορικά παραδείγματα τέτοιου είδους
επανερμηνείας της φιλοσοφίας του δασκάλου από τον μαθητή του αποτε-
λούν η δυάδα Αριστοτέλης-Πλάτων ή εκείνη Πλάτων-Σωκράτης. Πολύ πιο
τεκμηριωμένη και, σχετικά με όσα έχουν ειπωθεί, πιθανότερη, φαίνεται η
άποψη του Brunschwig, ο οποίος θεωρεί ότι ο Τίμων εμπλούτισε τη διδασκα-
λία του Πύρρωνα –η οποία ήταν, κατά τη γνώμη του, αμιγώς ηθικού χαρα-
κτήρα– με τη σκεπτική γνωσιολογία, την οποία και δεν είχε αναπτύξει καθό-
λου ο Πύρρων. Σύμφωνα με τον ερευνητή αυτόν, όλα τα υπό συζήτησιν πυρ-
ρώνεια χωρία τα σχετιζόμενα με τη γνωσιολογία ανάγονται στον Τίμωνα και
όχι στον Πύρρωνα.323 Ενδιαφέρουσα φαίνεται να είναι και μία άλλη υπόθε-
ση του συγκεκριμένου ερευνητή, κατά την οποία ο Τίμων εμπλούτισε τη φι-
λοσοφική εικόνα του Πύρρωνα με γνωσιολογικά στοιχεία, σκοπεύοντας να
εξασθενίσει το κύρος και τη φιλοσοφική καινοτομία του Αρκεσίλαου, κορυ-
φαίου εκπροσώπου της σκεπτικής Ακαδημίας, και αυτό ακριβώς την εποχή,
κατά την οποία υπήρχαν σε επίπεδο γνωσιολογίας σοβαρές θεωρητικές δια-
μάχες μεταξύ των ελληνιστικών σχολών.324
Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί, με τους οποίους ο J. Brunschwig θεμελι-
ώνει αρκετά ικανοποιητικά την αλήθεια της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα,
στηρίζονται σε μία λεπτομερή συντακτική ανάλυση του πυρρώνειου κειμέ-
νου, όπως το παρουσιάζει ο εν λόγω ερευνητής. Επειδή δεν θέλουμε να επι-
βαρύνουμε υπερβολικά τον αναγνώστη με όλες τις λεπτομέρειες της συγκε-
κριμένης ανάλυσης,325 ας αναφερθεί εδώ μόνο ότι η συντακτική δομή του
χωρίου επιφέρει, κατά τα πορίσματα του ερευνητή, μερικές και σοβαρές αμ-
φιβολίες σχετικά με το κατά πόσο δηλώνονται εδώ φιλοσοφικές απόψεις του
ιστορικού Πύρρωνα. Ως εκ τούτου, μόνο ένα μέρος του κειμένου του Ευσέ-
βιου αποδίδεται αναμφισβήτατα από τον συγγραφέα (ή, ακριβέστερα, από
περισσότερους του ενός «ενδιάμεσους» φορείς του) στον ίδιο τον Πύρρωνα,
και αυτό είναι το χωρίο σχετικά με τον ισχυρισμό ότι τα πράγματα είναι εξί-
σου δυσδιάκριτα (ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα), ακαταμέτρητα (ἀστάθμητα) και
απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα). Αυτό γιατί δεν υπάρχει στο κείμενο κάποιος
άλλος ισχυρισμός από τον παραπάνω, του οποίου να έχει άμεσα προηγηθεί η
κύρια πρόταση «ο Τίμων λέει ότι ο Πύρρων δηλώνει...» (φησιν αὐτὸν ἀπο-

323. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 247 – 248.
324. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 206 – 207.
325. Για τη λεπτομερή φιλολοφική ανάλυση του συγκεκριμένου προβλήματος, βλ. την υπο-
σημ. 314.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 151

φαίνειν), η οποία είναι σχεδόν αδύνατο, για συντακτικούς λόγους, όπως λέει
ο Brunschwig, να έχει παραλειφτεί, όταν μάλιστα η θέση της θα ήταν μπρο-
στά από τους άλλους γνωσιολογικούς ισχυρισμούς του χωρίου. Ωστόσο, ορι-
σμένα από τα φιλολογικά επιχειρήματα, που αναφέρει ο Brunschwig στην
εξειδικευμένη μελέτη του και τα οποία –κατά τα λόγια του ίδιου– είχαν επι-
βεβαιβαιωθεί και από ορισμένους φιλολόγους,326 έχουν μάλλον βοηθητικό
και «συμπληρωματικό» χαρακτήρα.327 Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που
πολλοί ερευνητές δεν αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία και τη γνησιότητα κα-
μίας από τις πληροφορίες που έχουν διασωθεί για τη φιλοσοφία του Πύρρω-
να στο εν λόγω χωρίο.328 Εντούτοις, κατά τη γνώμη μας, το ερώτημα που τί-
θεται εδώ παραμένει εν πολλοίς άλυτο· ιδιαιτέρως, λόγω ανυπαρξίας περαι-
τέρω πηγών.
Το δεύτερο ερώτημα που έχουμε σκιαγραφήσει στην αρχή του παρόντος
κεφαλαίου, αναφέρεται στο κατά πόσο το εν λόγω απόσπασμα είχε επηρεα-
στεί από τον νεοπυρρωνισμό, τη σκεπτική φιλοσοφία, την οποία και άρχισε
να καλλιεργεί εκτός των πυλών της Ακαδημίας ο Αινησίδημος (πιθανότατα
γύρω στον 1ο μ.Χ. αι.) και που κορυφώνεται με το έργο του Σέξτου Εμπειρι-
κού (γύρω στον 2ο μ.Χ. αι.). Κατά τη γνώμη του A. A. Long, ένας μικρός βαθ-
μός επίδρασης του κατοπινού σκεπτικισμού στο συγκεκριμένο χωρίο του Ευ-
σέβιου μπορεί να συναχθεί και από το γεγονός ότι απαντούν σε αυτό προελ-
ληνιστικές λέξεις, όπως οι εκφράσεις ἀστάθμητος, («ακαταμέτρητος»),
ἀκλινής («αμερόληπτος») και ἀκράδαντος («ασάλευτος», «αμετακίνητος»),
τις οποίες και δεν βρίσκουμε στις συγγραφές του Σέξτου. Ο συγκεκριμένος
ερευνητής υποστηρίζει την εν λόγω υπόθεση επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων,
και ότι στο απόσπασμα του Ευσέβιου δεν χρησιμοποιούνται οι «προτυποποι-
ημένοι» φιλοσοφικοί όροι, τόσο συχνοί κατά την κατοπινή εποχή, όπως ήταν
ο όρος ἐποχή («αναστολή της κρίσεως», βλ. την υποσημ. 315) και ο όρος
φαινόμενον.329 Προσθέτουμε εδώ ότι οι εν λόγω φιλοσοφικοί όροι δημιουρ-
γήθηκαν και άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τους φιλοσόφους μόνο από
τα χρόνια της έντονης στωικο-ακαδημαϊκής διαμάχης. Μία πολύ λίγη, αν βέ-
βαια υπάρχει, επίδραση του μεταγενέστερου σκεπτικισμού στο απόσπασμα
του Ευσέβιου μαρτυρείται και από το γεγονός ότι ακόμα και αν ο δοξογρά-
φος κάνει λόγο στο τέλος του εν λόγω χωρίου για τον Αινησίδημο, οι πληρο-
φορίες που δίνει για αυτόν είναι σε μεγάλο βαθμό ανακριβείς, πράγμα που

326. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 195.
327. Βλ. και πάλι την υποσημ. 314 και κυρίως το τέλος της.
328. Π.χ. Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 143, υποσημ. 22.
329. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 6.
152 Ο Πύρρων

αποκλείει να είχε ο ίδιος κάποια έντονη συνάφεια με τον νεοπυρρώνειο σκε-


πτικισμό. Για την ακρίβεια, στο κείμενο που ακολουθεί αμέσως μετά το υπό
συζήτηση απόσπασμα κάνει λόγο ο Αριστοκλής για εννέα μόνο –και όχι για
τους, κατ’ άλλες πηγές, δέκα– τρόπους του Αινησίδημου και η ερμηνεία του
φαίνεται να είναι μάλλλον ελλιπής και ανακριβής.330 Παρά τις μεγάλες και
άοκνες προσπάθειες που αναμφισβήτητα πρέπει να είχε καταβάλει ο Αρι-
στοκλής, προκειμένου να δώσει μία όσο το δυνατόν ακριβέστερη εικόνα της
διδασκαλίας του Τίμωνα, πολλοί ερευνητές υιοθέτησαν τη γνώμη ότι εδώ
δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια ακριβή παράθεση από το έργο του Τίμω-
να παρά μόνο με μία αρκετά αξιόπιστη ελεύθερη απόδοση (παράφραση)
εκείνων που είχε πει ο μαθητής του Πύρρωνα.331

5.3 Η μεταφυσική ερμηνεία: Η ίδια η απροσδιόριστη φύση των πραγ-


μάτων προκαλεί την αδυναμία της γνώσης.
Στην εξήγηση που θα ακολουθήσει, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το
κατά πολλούς πιο ενδιαφέρον μέρος του χωρίου του Ευσέβιου, στο οποίο
και συσχετίζεται η φύση των πραγμάτων, η οποία και χαρακτηρίζεται ως
δυσδιάκριτη (ἀδιάφορα), ακαταμέτρητη (ἀστάθμητα) και απροσδιόριστη
(ἀνεπίκριτα), με την αδυναμία της γνώσης. Από τη χειρόγραφη παράδοση
σώζεται ένα κείμενο, όπου αναφέρεται ότι η εν λόγω «μη αποφάνσιμη» φύση
των πραγμάτων έχει ως αποτέλεσμα, οι γνωστικές μας δυνάμεις (οι αισθή-
σεις και η νόηση) να αστοχούν εντελώς στο πεδίο της γνωσιολογίας, εκεί, δη-
λαδή, που «λειτουργούν» οι κατηγορίες της αλήθειας και της αναλήθειας:

330. Eusebios, Praep. evang. 14,18,11: ...ὁπόταν γε μὴν Αἰνεσίδημος ἐν τῇ ῾Υποτυπώσει τοὺς
ἐννέα διεξίῃ τρόπους… («…όταν ο Αινησίδημος στη Σκιαγράφησή του εξηγεί τους εννέα τρό-
πους». Οι τρόποι στον σκεπτικισμό αποτελούν ενδείξεις ενός συγκεκριμένου είδους, τέτοιου
που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η γνώση είναι αδύνατη: τους δέκα τρόπους τους αποδι-
δόμενους στον Αινησίδημο αναφέρουν ο Σέξτος (Pyrrh. hyp. I,31–163) και ο Διογένης (Vitae,
IX,79–88), ενώ οι ίδιοι δοξογράφοι κάνουν λόγο και για τους πέντε τρόπους που αποδίδονται
στον Αγρίππα (Pyrrh. hyp. I,164–186d; Vitae, IX,88–89). Οι δέκα τρόποι του Αινησίδημου είναι
δυνατόν να συγκεφαλαιωθούν και να υπαχθούν στις εξής τρεις γενικότερες κατηγορίες (ή
«τρόπους»): 1. ο τρόπος που έγκειται στην οπτική εκείνου που κρίνει (ὁ ἀπὸ τοῦ κρίνοντος), 2.
ο τρόπος που έγκειται στην οπτική εκείνου που κρίνεται, 3. ο τρόπος που έγκειται και στις δύο
προαναφερθείσες οπτικές (ὁ ἐξ ἀμφοῖν). Και οι δέκα τρόποι υπάγονται στον μοναδικό τρόπο
της σχέσης (ὁ πρός τι), ο οποίος και είναι ο γενικότερος τρόπος (Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,
38,39). Με τους νεοπυρρώνειους τρόπους είχαμε ασχοληθεί γενικότερα και στο πλαίσιο της
σύντομής μας σκιαγράφησης της ιστορίας του αρχαίου σκεπτικισμού στην Εισαγωγή.
331. Τη συγκεκριμένη άποψη την υιοθέτησαν και οι A. A. Long και M. R. Stopper, οι οποίοι
και μεταφέρουν στον αναγνώστη μία πλούσια συζήτηση σχετικά με το θέμα (Long, A., A.: Ti-
mon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 83, υποσημ. 6; Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ.
271; ό.π., σελ. 291, υποσημ. 38).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 153

τὰ μὲν οὖν πράγματά φησιν αὐτὸν ἀποφαίνειν ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα καὶ
ἀστάθμητα καὶ ἀνεπίκριτα, διὰ τοῦτο μήτε τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε
τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι.
«Αυτός (δηλαδή ο Πύρρων) λέει, όπως αναφέρει εκείνος (δηλαδή ο Τί-
μων), ότι τα πράγματα είναι εξίσου δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα,
απροσδιόριστα. Γι’ αυτό οι αισθήσεις μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε
αληθεύουν ούτε ψεύδονται».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,3,1–4, απόσπ. 53 Caizzi)

Η συγκεκριμένη ανάγνωση του χειρόγραφου υπόκειται ως βάση της αποκα-


λούμενης μεταφυσικής ερμηνείας του σκεπτικισμού του Πύρρωνα. Σύμφω-
να με αυτήν, το αίτιο της αδυναμίας της γνώσης έγκειται ακριβώς στην ίδια
τη φύση του γνωστικού αντικειμένου, στο γεγονός δηλαδή ότι τα πράγματα
είναι απολύτως και εξίσου δυσδιάκριτα (ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα), ακαταμέτρητα
(ἀστάθμητα)332 και απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα). Εδώ έχουμε να κάνουμε με
μία πολύ ισχυρή γνωσιολογική διατύπωση, με τον ισχυρισμό δηλαδή ότι δεν
είμαστε ικανοί να γνωρίζουμε τίποτε, και αυτό λόγω της ιδιαίτερης μεταφυ-
σικής φύσης των πραγμάτων. Είναι ακριβώς η φύση του όντος εκείνη που
συνιστά και το αντικειμενικό και ανεξάρτητο από οτιδήποτε άλλο αίτιο του
γεγονότος ότι δεν είμαστε όντως σε θέση (ή, γενικότερα, ότι δεν είναι καν
δυνατόν) να αντιληφθούμε κάποιο (το οποιοδήποτε) από τα πράγματα του
κόσμου.333 Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της εν λόγω φιλοσοφικής άποψης

332. Ο R. Bett, ενθουσιώδης υποστηρικτής της μεταφυσικής ερμηνείας του Πύρρωνα (για
την κριτική της δομής του επιχειρήματός του βλ. τη μελέτη του T. Brennan:Pyrrho on the Crite-
rion, σελ. 417 – 426; πρβλ. σχετικά και την υποσημ. 247), προσπαθώντας να αποφύγει ακόμη
και τα ελάχιστα στοιχεία της γνωσιολογικής ερμηνείας στην ανάλυσή του, θεωρεί λανθασμέ-
να ότι η μετάφρασή μας «ακαταμέτρητα» (αγγ. “unmeasurable”) συνεπάγεται αναγκαστικά
και το ότι το συγκεκριμένο γνώρισμα έρχεται ως επακόλουθο της αδυναμίας γνώσης από την
πλευρά του γνωστικού υποκειμένου, πράγμα που αποτελεί, κατ’ αυτόν, κάποιο στοιχείο της
γνωσιολογικής ερμηνείας στην ερμηνεία του χωρίου (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy,
σελ. 19). Ωστόσο, η νεοελληνική απόδοση, την οποία και προτείνουμε στην ανάλυσή μας, ανα-
φέρεται αποκλειστικά στην ακαταμέτρητη, δηλαδή άγνωστη, φύση των ίδιων των πραγμάτων
του κόσμου, η οποία και είναι εντελώς ανεξάρτητη από τις όποιες γνωστικές δυνατότητές
μας.
333. Η ερμηνευτική στάση, την οποία υιοθέτησε η Decleva Caizzi, πλησιάζει αρκετά στη
μεταφυσική ερμηνεία. Η μελετήτρια αυτή διακρίνει πολύ εύστοχα τη δική της προσέγγιση
από τη φαινομεναλιστική ερμηνεία (βλ. το κεφ. 5.6): «Τα λόγια του Τίμωνα (συγκεκριμένα, ο
χαρακτηρισμός των πραγμάτων ως ἀδιάφορα, ἀστάθμητα, ἀνεπίκριτα) δεν αναφέρονται
στον διχασμό ανάμεσα στην πραγματικότητα, η οποία και παραμένει άγνωστη, και στον κό-
σμο των φαινομένων, τα οποία και μας πληροφορούν για το πώς ένα πράγμα παρουσιάζεται
στον χώρο των αισθήσεων, αλλά συνεπάγονται την άρνηση της έννοιας φύσις ( «φύση των
πραγμάτων») και του τόδε τι («κάτι εδώ», «ατομικό πράγμα»)… απ’ όπου συνάγεται εν τέλει
το ότι μετά την απόρριψη της έννοιας τέτοιου είδους όντος, που θα μπορούσε να προσδιορι-
154 Ο Πύρρων

επιβεβαιώνεται και από το ότι η συγκεκριμένη φύση του κόσμου δεν επιδέ-
χεται καμία δυνατότητα γνώσης, και αυτό όχι μόνο στην περίπτωση των αν-
θρώπων αλλά, υποθετικά, και σε εκείνη των θεϊκών οντοτήτων, οι οποίες και
μπορούν να βλέπουν τα πάντα όπως είναι στην πραγματικότητα.334
Στο σημείο αυτό, ας εστιάσουμε την προσοχή μας, έστω και για λίγο, στις
οντολογικές προκείμενες, από τις οποίες προκύπτουν τα παραπάνω αγνω-
στικιστικά συμπεράσματα του Πύρρωνα. Η επιχειρηματολογία του ξεκινά
από την πρόταση ότι τα πράγματα είναι εξίσου (ἐπ᾿ ἴσης) δυσδιάκριτα, ακα-
ταμέτρητα και απροσδιόριστα. Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε σω-
στά την τόσο εμφατική στο κείμενο έκφραση ἐπ᾿ ἴσης; Είμαστε πεπεισμένοι
ότι λανθασμένα η μελετήτρια Declevy Caizzi εικάζει335 ότι ο Πύρρων χρησι-
μοποιούσε τον συγκεκριμένο όρο με νεοπυρρώνειο τρόπο, προκειμένου δη-
λαδή να φτάσει στην ἀντιλογία, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αντι-
φάσεις στα επιχειρηματα, τα οποία και έχουν ίση γνωσιολογική ισχύ
(ἰσοσθένεια).336 Ωστόσο, αποκλείεται εντελώς ο Πύρρων να είχε υιοθετήσει
στη φιλοσοφία του μία τέτοιου είδους χρήση της εν λόγω έκφρασης. Αυτός,
όπως έχουμε ήδη καταδείξει, δεν είχε ποτέ σκοπό να καταλήξει στην ανακά-
λυψη των αντιφάσεων ανάμεσα στους «θετικούς», «καταφατικούς» ισχυρι-
σμούς περί των πραγμάτων, και να φτάσει, με τον τρόπο αυτό, ακριβέστερα,

στεί, τα πάντα περιορίζονται στο φαινόμενο, που είναι κάτι που δεν επιδέχεται διάκριση ανά-
μεσα στην αλήθεια και στην αναλήθεια» (Caizzi, σελ. 226 – 227). Επισημαίνουμε ότι η παραπά-
νω ερμηνεία της Decleva Caizzi πλησιάζει σημαντικά στη μηδενιστική ερμηνεία του Πύρρωνα
(βλ. την υποσημ. 4 και το αντίστοιχο κυρίως κείμενο), η οποία και χρησιμοποιεί την έννοια
«καθαρό φαινόμενο», κάτι που από πίσω του δεν υπάρχει απολύτως τίποτε (για την ανατροπή
της συγκεκριμένης θεωρίας βλ. τις εξής μελέτες: Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aris-
tocles on Timon on Pyrrho, σελ. 197; Görler, W.: Pyrrhon aus Elis, σελ. 740).
334. Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 19. Εξαντλητικό κατάλογο των ερευνητών
που υιοθέτησαν τη μεταφυσική ερμηνεία, καθώς και τη συνδεδεμένη με αυτήν «αντικειμενι-
κή» ερμηνεία των πυρρώνειων επιθέτων που χαρακτηρίζουν τα πράγματα, βλ. στη μελέτη του
S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Undecidable Nature, σελ. 271, υποσημ. 34).
335. Caizzi, σελ. 223.
336. Βλ. π.χ. την υποσημ. 305 και την ακόλουθη εξήγηση. Μία ιδέα για το πώς χρησιμοποι-
ούσαν οι νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι την έκφραση ἐπ᾿ ἴσης, η οποία και έγινε, με το πέρασμα
του χρόνου, φιλοσοφικός όρος (Caizzi, σελ. 223), μας δίνει ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποι-
ούσε τις λέξεις ἴσος, ἰσότης και άλλες στα συγγράμματά του ο Σέξτος, θέμα για το οποίο πλη-
ροφορούμαστε επαρκώς από τους Indices του Janáček (Janáček, K.: Sexti Empirici Indices, s. v.
ἴσος, ἰσότης). Δεν χρειάζεται καμία λεπτομερής ανάλυση των χωρίων, τα οποία αναφέρονται
στο πολύτιμο βιβλίο του Janáček, για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμέ-
νοι όροι χρησιμοποιούνται από τον Σέξτο κυρίως σε σχέση με την αποκαλούμενη θεωρία τρό-
πων. Αυτή πρεσβεύει ότι ο κόσμος των φαινομένων μάς πείθει ότι σε κάθε δογματικό επιχεί-
ρημα (λόγος) μπορεί να αντιπαρατεθεί ένα άλλο δογματικό επιχείρημα, ίσο ως προς την πει-
στικότητα και μη με το πρώτο (ἴσος κατὰ πίστιν καὶ ἀπιστίαν – Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp.
I,203,2–5), πράγμα που τελικά μας οδηγεί στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 155

λόγω ίσου βαθμού πειστικότητας των εν λόγω ισχυρισμών, στην αναστολή


της κρίσεως (ἐποχή). Αντίθετα, ο Πύρρων δεν διατύπωνε ποτέ καμία θετική
κρίση σχετικά με τα πράγματα παρά εξέφράζε μόνο ένα μεταϊσχυρισμό περί
αυτών (βλ. τα συμπεράσματα του κεφ. 5.4), δηλαδή ότι όλα τα πράγματα εί-
ναι σε ίσο (και μάλιστα ανυπέρβλητο και απόλυτο) βαθμό άγνωστα· χαρα-
κτηριστικό που αφορά τη βαθύτερη φύση τους. Ο R. Bett σημειώνει εύστοχα
ότι η φράση ἐπ᾿ ἴσης δεν προσδίδει στον ισχυρισμό του Πύρρωνα τίποτε άλ-
λο από έμφαση στα λόγια του.337
Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της μεταφυσικής ερμηνείας, η οποία και
στηρίζεται στην αρκετά μεγάλη δοξογραφική αξία του εν λόγω αποσπάσμα-
τος (βλ. το προηγούμενο κεφάλαιο) καθώς και στην άμεση ανάγνωση του
χειρογράφου, θα γίνει ακόμη πιο εμφανής, αν αντιπαραθέσουμε την παρα-
πάνω μεταφυσικά θεμελιωμένη αγνωστικιστική στάση του Πύρρωνα με άλ-
λες, ως προς τον χαρακτήρα τους «νεοπυρρώνειες» κυρίως, σκεπτικές από-
ψεις. Προπαντός, και στην περίπτωση του Πύρρωνα, δεν πρόκειται για κα-
νένα είδος σκεπτικισμού, ο οποίος θα στηριζόταν στην ανικανότητα των
γνωστικών μας δυνατοτήτων, την ανεπάρκεια των αισθητηρίων μας,338 ή, γε-
νικότερα, στο ότι δεν διαθέτουμε κάποιο ορθό κριτήριο αληθινής γνώσης.
Μερικές μόνο δεκαετίες μετά τον Πύρρωνα, η σκεπτική Ακαδημία θα δημι-
ουργήσει ένα άλλο είδος σκεπτικισμού, που θα θεμελιωθεί στην υπόθεση ότι
το αληθές κριτήριο, το οποίο και εδώ θα θεωρηθεί ως υπαρκτό, είναι απρο-
σπέλαστο για τον άνθρωπο. Ενώ, λοιπόν, οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης
σχολής και δέχονταν την ύπαρξη των γνωσιολογικών κατηγοριών, όπως η
«αλήθεια» ή η «αναλήθεια» αλλά και υιοθέτησαν ακόμη και έννοιες της στω-
ικής γνωσιολογίας, σαν την «αντιληπτική εντύπωση», ή το «κριτήριο της αλη-
θινής γνώσης» και άλλες, οι ίδιοι χρήσιμοποιούσαν τους συγκεκριμένους
όρους κυρίως κατά τη φιλοσοφική διαμάχη τους με τους ίδιους τους δημι-

337. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 28. Ο συγκεκριμένος ερευνητής, σε
μία άλλη μελέτη του, ανατρέπει διάφορες ερμηνείες των ερευνητών που ασχολήθηκαν με την
ανάλυση της εν λόγω έκφρασης. Εκτός από κάποιες άλλες θεωρίες ανατρέπει και μία «εξεζη-
τημένη» στο έπακρο υπόθεση του Ausland, ο οποίος προσπάθησε να συσχετίσει ιστορικά τον
Πύρρωνα με τον Αρίστωνα τον Χίο εξαιτίας παρόμοιας χρήσης της έκφρασης ἐπ᾿ ἴσης (βλ.
την υποσημ. 363; βλ. Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 144–149).
338. Όπως π.χ. ο Δημόκριτος, ο οποίος σε πολλά αποσπάσματά του αρνείται να αποδώσει
κάποια γνωστική αρμοδιότητα στις αισθήσεις (DK 68A112 [Aristoteles. Met. Γ 5, 1009b7], DK
68B9, DK 68B11 [Sextos VII,138]). Σε ένα χωρίο υποδηλώνει με αυτά που λέει τη δυνατότητα
να μην είναι τίποτε αληθές (ἤτοι οὐθὲν εἶναι ἀληθὲς), ενώ στη συνέχεια δέχεται ότι αυτά είναι
μόνο για εμάς αφανή (ἢ ἡμῖν γ᾿ ἄδηλον – DK 68A112 [Aristoteles, Met. Γ 5,1009b7]). Ωστόσο, η
ενθουσιώδης προσπάθεια του Δημόκριτου να βρει τα αληθινά αίτια των γεγονότων υποστη-
ρίζει αναμφισβήτητα την τελευταία δυνατότητα. Πρβλ. την εξήγηση για τον σκεπτικισμό του
Δημόκριτου στο κεφ. 3.1.
156 Ο Πύρρων

ουργούς τους.339 Ο οντολογικά, λοιπόν, θεμελιωμένος σκεπτικισμός του


Πύρρωνα δεν σχετίζεται καθόλου με την πρακτική των μεταγενέστερων (κυ-
ρίως νεοπυρρώνειων) σκεπτικών, οι οποίοι καταλήγουν στον αγνωστικισμό
τους, εξαιτίας της λογικής αντίφασης (ἀντιλογία) που προκύπτει από την ίση
γνωσιολογική ισχύ (ἰσοσθένεια) των αντίθετων επιχειρημάτων των φιλοσο-
φικών τους αντιπάλων, τα οποία συχνά προέρχονται από θεωρίες «μη σκε-
πτικών».340

5.4 Η γνωσιολογική ερμηνεία: Ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να γνωρι-


σθεί λόγω της ανεπάρκειας των γνωστικών μας δυνατοτήτων. Μία
εκ νέου εξέταση του προβλήματος της αυτοαναίρεσης.
Ένας τρόπος, με τον οποίο θα ήταν δυνατόν να «σωθεί» το απόσπασμα του
Ευσέβιου από τις ακραίες συνέπειες της μεταφυσικής ερμηνείας, είναι αυτός
που είχε προτείνει ο E. Zeller, επί τη βάσει μιας αξιοπρόσεκτης διόρθωσης
του αρχαίου κειμένου.341 Ο συγκεκριμένος φιλόλογος προτείνει να διαβά-
σουμε την πρώτη λέξη της πρότασης, στην οποία και αρνείται ο συγγραφέας
κάθε συμμετοχή τόσο των αισθήσεων όσο και του νου στις όποιες γνωσιολο-
γικές κατηγορίες (ακριβέστερα την «αλήθεια», την «αναλήθεια» και άλλες)

339. Βλ. π.χ. Sextus Empiricus, Adv. math. VII,159,1–160,1: ὁ δὲ Καρνεάδης οὐ μόνον τοῖς
Στωικοῖς ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς πρὸ αὐτοῦ ἀντιδιετάσσετο περὶ τοῦ κριτηρίου… καὶ δὴ πρῶτος
μὲν αὐτῷ καὶ κοινὸς πρὸς πάντας ἐστὶ λόγος καθ᾿ ὃν παρίσταται ὅτι οὐδέν ἐστιν ἁπλῶς
ἀληθείας κριτήριον, οὐ λόγος, οὐκ αἴσθησις, οὐ φαντασία, οὐκ ἄλλο τι τῶν ὄντων· πάντα γὰρ
ταῦτα συλλήβδην διαψεύδεται ἡμᾶς. («ο Καρνεάδης αντιστεκόταν, σε ό,τι αφορά το ερώτη-
μα περί του κριτηρίου, όχι μόνο στους στωικούς αλλά και σε όλους τους φιλοσόφους που
προηγήθηκαν από αυτόν. Το πρώτο του επιχείρημα, το οποίο και χρησιμοποιούσε εναντίον
όλων των αντιπάλων του εν γένει, είναι εκείνο, σύμφωνα με το οποίο συνάγεται ότι απολύτως
τίποτε δεν συνιστά κριτήριο αλήθειας, ούτε ο νους, ούτε η αισθητηριακή αντίληψη, ούτε η
εντύπωση, ούτε οποιοδήποτε άλλο από τα υπάρχοντα. Και αυτό, γιατί όλα αυτά μαζί μας
απατούν»).
340. Συν τοις άλλοις, τη συγκεκριμένη άποψη του Αινησίδημου την αποδίδει ο Διογένης ο
Λαέρτιος λανθασμένα στον ίδιο τον Πύρρωνα (Vitae, IX,106,1–3, απόσπ. 8 Caizzi).
341. Zeller, E.: Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung, teil 3, vol. 1,
σελ. 501. Υπενθυμίζουμε στον αναγνώστη ότι με τη λέξη «διόρθωση» (λατ. conjectura, ενίοτε
χρησιμοποιείται και ο όρος emendatio) εννοούμε στην κειμενική κριτική, την ενέργεια, μέσω
της οποίας προσπαθούμε, κατά κανόνα επί τη βάσει του νοήματος και της λογικής ακολουθί-
ας του συγκεκριμένου χωρίου, να «μαντέψουμε» (λατ. conicere) την αρχική μορφή του. Οι δι-
ορθώσεις υπήρξαν ιδιαιτέρως δημοφιλείς μέθοδοι των φιλολόγων του 19ου αιώνα, οι οποίοι
και είχαν πολύ καλή γνώση των κλασικών γλωσσών. Οι συγκεκριμένοι φιλόλογοι είχαν κατα-
λήξει, επί τη βάσει των διορθώσεων, σε πολλές ερευνητικές λύσεις, οι οποίες και επαληθεύτη-
καν πολύ αργότερα διαμέσου πιο «επιστημονικών» μεθόδων (π.χ. στον χώρο της παπυρολογί-
ας ή σε εκείνο της έρευνας των παλίμψηστων).
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 157

όχι ως διὰ τοῦτο («γι’ αυτό», «λόγω εκείνου, που προηγείται»342), αλλά ως
διὰ τό («για τούτο», «λόγω τούτου, δηλαδή εκείνου που στο κείμενο ακολου-
θεί»). Από απόψεως κειμενικής κριτικής, η εν λόγω διόρθωση δεν είναι κα-
θόλου απίθανη. Και αυτό, διότι η έκφραση διὰ τοῦτο βρίσκεται σίγουρα
στον επόμενο στίχο, και ο αντιγραφέας ενδέχεται να είχε αντικαταστήσει το
αρχικό «διὰ τό» με το «διὰ τοῦτο». Υιοθετώντας την παραπάνω φιλολογική
διόρθωση, η οποία και ανασυστήνει, κατά πολλούς υποστηρικτές της, την
αρχική μορφή του χειρογράφου, καταλήγουμε στη γνωσιολογική ερμηνεία
του αποσπάσματος του Ευσέβιου. 343 Κατ’ αυτην, η οντολογική φύση των
πραγμάτων (το να είναι αυτά δυσδιάκριτα, ακαταμέτρητα και απροσδιόρι-
στα) δεν αποτελεί το αίτιο (πρβλ. τη μεταφυσική ερμηνεία), αλλά το αποτέ-
λεσμα ότι οι αισθήσεις μας και οι πεποίθησεις μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύ-
δονται. Συνεπώς, η γνωστική μας αναρμοδιότητα αποτελεί την πρωταρχική
πραγματικότητα, απ’ όπου και συνάγεται ότι τα πράγματα του κόσμου είναι
εντελώς απροσδιόριστα.
Στην παραπάνω γνωσιολογική ερμηνεία του Πύρρωνα, και ιδιαιτέρως
στη γνώμη του Stopper, ο οποίος υπήρξε και από τους κατεξοχήν υποστηρι-

342. Ως βάση της συγκεκριμένης ερμηνείας υπόκειται ο συντακτικός κανόνας που λέει ότι
η έκφραση οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός εδώ) αναφέρεται στο μέρος του κειμένου που προη-
γείται αμέσως (Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 1245). Ο R. Bett εξετάζει κριτικά και μερικά
υποθετικά επιχειρήματα, κυρίως γραμματικού χαρακτήρα, τα οποία θα μπορούσε να τα χρη-
σιμοποιήσει κανείς για την υποστήριξη της εν λόγω διόρθωσης (Aristocles on Timon on Pyrrho,
σελ. 142). Άλλωστε, αν ο συγκεκριμένος ερευνητής μελετούσε πιο αναλυτικά τους σχετικούς
γραμματικούς κανόνες που αναφέρονται στην Greek Grammar του Smyth (§ 2722 – 2727), την
οποία και ο ίδιος επικαλείται, σίγουρα δεν θα είχε ανάγκη να δικαιολογήσει τη χρήση της άρ-
νησης μήτε… μήτε (γεγονός που συνηγορεί υπέρ της διόρθωσης) ως μία απόκλιση από τον
κλασικό συντακτικό κανόνα στον μη κλασικό συγγραφέα Αριστοκλή (1ος π.Χ. αι.), αλλά ως
ένα υφολογικό μέσο, με το οποίο προσδίδεται μεγαλύτερη βεβαιότητα και πειστικότητα στο
συγκεκριμένο φιλοσοφικό κείμενο (βλ. κυρίως Smyth, H., W.: Greek Grammar, § 2725).
343. Με τη διόρθωση του Zeller συμφώνησαν και άλλοι ερευνητές, οι οποίο και είχαν στην
πλειονότητά τους ερμηνεύσει τον Πύρρωνα γνωσιολογικά: ο M. R. Stopper (Schizzi Pirroniani,
σελ. 292 – 3, υποσημ. 53), η J. Annas (The morality of Happiness, σελ. 203) και ο T. Brennan (Py-
rrho on the Criterion, σελ. 432 – 3). Ο Bett αναλύει λεποτομερώς τα επιχειρήματα υπέρ και κατά
της διόρθωσης, κατατείνοντας τελικά στην αποδοχή της μεταφυσικής ερμηνείας του κειμέ-
νου, και χωρίς κάποια διόρθωση (Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 25 – 27).
Ιδιαίτερη κατηγορία ερευνητών αποτελούν εκείνοι, οι οποίοι απορρίπτουν από τη μία τη δι-
όρθωση του Zeller, τονίζουν, όμως, από την άλλη την υποκειμενική και γνωσιολογική από-
χρωση των γνωρισμάτων που αποδίδει ο Πύρρων στα πράγματα (Stough, Ch.: Greek Skepti-
cism, σελ. 17 – 19; Long, A., A.: Hellenistic Philosophy, σελ. 81 – 82). Ωστόσο, μία τέτοιου είδους
προσέγγιση φαίνεται να είναι αστήρικτη, και αυτό επειδή το να προϋποθέτουμε κάποια (υπο-
κειμενικά) απροσδιόριστη φύση των πραγμάτων συνεπάγεται το να αναγνωρίζουμε –έστω
και ελάχιστες– γνωσιολογικές διακρίσεις, από τις οποίες δεν θα ήταν πια δυνατόν να εξα-
χθούν οι ακραίες αρνητικές γνωσιολογικές θέσεις του Πύρρωνα, όπως εκδηλώνονται στο
αμέσως ακόλουθο πυρρώνειο κείμενο.
158 Ο Πύρρων

κτές της διόρθωσης του Zeller,344 αντιστάθηκε σθεναρά ο J. Brunschwig. Ο


ερευνητής αυτός θεωρεί την εν λόγω ερμηνευτική λύση αστήρικτη, και αυτό
γιατί έρχεται, σύμφωνα με τον ίδιο, σε σφοδρή αντίφαση με την ίδια τη μαρ-
τυρία του Αριστοκλή. Αν η γνωστική αναρμοδιότητα των αισθήσεων, κα-
θώς και των πεποιθήσεών μας, όντως υπόκειτο ως βάση στην απροσδιόριστη
φύση των πραγμάτων, το πρώτο ερώτημα που θα έθετε ο Πύρρων σχετικά
με την ευδαίμονα ζωή δεν θα ήταν σίγουρα, όπως αναφέρει ο J. Brunschwig,
το ερώτημα σχετικά με τη φύση των πραγμάτων, αλλά εκείνο σχετικά με τη
φύση των γνωστικών μας δυνατοτήτων.345
Κατά τη γνώμη του R. Bett, η γνωσιολογική ερμηνεία –κατ’ αντιδιαστολή
προς τη μεταφυσική– φέρνει τον Πύρρωνα πολύ πιο κοντά στην ιδέα του
σκεπτικισμού, όπως εκείνος θα αναπτυχθεί αργότερα από το Σέξτο. Υπό το
πρίσμα της γνωσιολογικής ερμηνείας, η φιλοσοφική θέση του Πύρρωνα φαί-
νεται –σύμφωνα με τον Bett– ως μία εύπιστη και πρώιμη εκδοχή ακριβώς
εκείνων των στοιχείων, από τα οποία απαρτίστηκε αργότερα η φιλοσοφία
του Σέξτου.346 Ο Πύρρων της γνωσιολογικής ερμηνείας, όπως πρεσβεύει και
ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της, «παύει να είναι ένας εξωτικός
μεταφυσικός, και γίνεται και πάλι πατέρας του πυρρωνισμού».347 Εικάζεται
ότι η υποτιθέμενη, ιστορικά αστήρικτη όμως, συνέχεια ανάμεσα στον Πύρ-
ρωνα και στον νεοπυρρωνισμό, η οποία και συνάγεται με τη σειρά της από
την αποδοχή της παραπάνω διόρθωσης του Zeller, αποτελεί έναν από τους
–θα λέγαμε– ανώριμους καρπούς, που δρέπουν οι οπαδοί της γνωσιολογικής
ερμηνείας. Και αυτό γιατί η επίπονη ανασύσταση μιας όσο γίνεται πιο ακρι-
βούς ιστορικής εικόνας του Πύρρωνα είναι έργο πολύ πιο δύσκολο από την
εσκεμμένη διόρθωση ενός χωρίου καίριας φιλοσοφικής σημασίας, προκειμέ-
νου να ονομαστούν όλες οι άλλες σύγχρονες ερμηνείες του Πύρρωνα «αιρέ-
σεις», οι οποίες και θα πρέπει να αναθεματίζονται.348

344. O M. R. Stopper είναι, κατ’ ουσίαν, οπαδός της φαινομεναλιστικής ερμηνείας, η οποία
και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερη περίπτωση της γνωσιολογικής ερμηνείας (βλ. την
σχετική μας εξήγηση στο κεφ. 5.6).
345. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 196.
346. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 21 – 22.
347. T. Brennan, Pyrrho on the Criterion, σελ. 432.
348. Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani, σελ. 275. Ας ρωτήσουμε τον M. R. Stopper, σχετικά με
το ανάθεμα που απαγγέλλει εναντίον των όποιων τυχόν σύγχρονων ερμηνειών του Πύρρωνα,
γιατί –δεδομένου ότι ο ίδιος τονίζει ιδιαιτέρως το πνεύμα της «αρχαιότητας» στις όποιες ερ-
μηνείες του Πύρρωνα– προτιμά με τέτοια εμμονή μία συγκεκριμένη από τις ευάριθμες ιστορι-
κά σωζόμενες αρχαίες ερμηνείες του Πύρρωνα. Και αυτό γιατί έναντι της εν λόγω φαινομε-
ναλιστικής ερμηνείας (κεφ. 5.6), την οποία και τόσο σθεναρά προωθούσε ο νεοπυρρωνισμός,
υπήρχε, στην αρχαιότητα τουλάχιστον, μία πολύ αξιόλογη εναλλακτική – συγκεκριμένα, η
ηθική ερμηνεία. Την τελευταία την είχε, κατά πάσα πιθανότητα, υιοθετήσει ένα πλήθος αρ-
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 159

Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις, τις οποίες και έχουμε διατυπώσει σχετικά
με τη γνωσιολογική ερμηνεία του Πύρρωνα, αποτολμούμε να θέσουμε εν
προκειμένω ένα ερώτημα, το οποίο θα είναι –ως προς τη δική μας ερμηνευτι-
κή στάση βεβαίως– θεωρητικού μάλλον χαρακτήρα. Ακριβέστερα, αξίζει να
τεθεί το ερώτημα μήπως θα υπήρχε κάποια διαφορά ανάμεσα στον Σέξτο
και στον Πύρρωνα, στην περίπτωση που η γνωσιολογική ερμηνεία θα ήταν
όντως ιστορικά ορθή. Η διαφορά έγκειται, πιθανότατα, σε εκείνο που ο Σέξ-
τος αναφέρει στην αρχή του συγγράμματός του «Σκιαγράφηση του πυρρω-
νισμού» και χαρακτηρίζει ως διαφορά ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη
ομάδα εκείνων που ασχολούνται με τη φιλοσοφία (οἱ κατὰ φιλοσοφίαν ζη-
τούμενοι): οι πρώτοι πρεσβεύουν ότι την αλήθεια την έχουν ήδη βρει (οι στω-
ικοί, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος), οι δεύτεροι αρνούνται ότι η αλήθεια εί-
ναι δυνατόν ποτέ να βρεθεί (οι ακαδημαϊκοί) και, τέλος, οι τρίτοι την αναζη-
τούν ακόμη (οι σκεπτικοί, δηλαδή οι νεοπυρρώνειοι).349 Η «δογματική» στά-
ση που είχε υιοθετήσει ο Πύρρων σχετικά με τη φύση των πραγμάτων, τα
οποία, χωρίς καμία αμφιβολία, τα θεωρεί απροσδιόριστα λόγω της δικής μας
γνωστικής αναρμοδιότητας, πλησιάζει αρκετά (ως προς το εννοιολογικό πε-
ριεχόμενο τουλάχιστον) στην ανάλογη στάση του Σέξτου. Διαφέρει, όμως,
σημαντικά από αυτήν σε ό,τι αφορά τη νεοπυρρώνεια πρακτική της καθολι-
κής επιφύλαξης και του δισταγμού, κάτι που δεν συναντούμε καθόλου στον
«δογματικό» σκεπτικισμό του Πύρρωνα. Η συγκεκριμένη διαφορά έγκειται
ακριβώς σε εκείνο που ο Σέξτος χαρακτηρίζει ως διακριτικό γνώρισμα ανά-
μεσα στη δική του διδασκαλία και σ’ εκείνη της Ακαδημίας (δηλαδή του Αρ-
κεσιλάου): «Εμείς λέμε αυτά επί τη βάση εκείνων που μας παρουσιάζονται
με μορφή φαινομένου και όχι ανεπιφύλακτα, εκείνος, όμως, τα λέει ως προς
τη φύση των πραγμάτων».350
Είναι ακριβώς η παραπάνω «δογματική» φιλοσοφική στάση του Πύρρω-
να –η οποία, συν τοις άλλοις, οδηγεί στην ανεπιφύλακτη συνεπαγωγή είτε

χαίων δοξογράφων, οι οποίοι και δεν ήταν επηρεασμένοι, ή και «χειραγωγημένοι» –θα λέγα-
με– από τις νεοπυρρώνειες θέσεις. Στις προσπάθειες διάφορων μελετητών, οι οποίοι ήθελαν
να ερμηνεύσουν τον Πύρρωνα με φαινομεναλιστικό τρόπο, αντιστάθηκε σθεναρά π.χ., ο A.
Bailey (Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism, σελ. 27). Ο ίδιος αποδεικνύει ότι ανάμεσα
στον Πύρρωνα και στους νεοπυρρώνειους φιλοσόφους υπήρξε μια μεγάλη –τόσο χρονική όσο
και φιλοσοφική– ρήξη (ό.π., σσ. 30 – 37).
349. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,1,1–4,1
350. Ό.π., I,233,3 – 5, απόσπ.. 35 Caizzi: ὅτι ἡμεῖς μὲν κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ταῦτα
λέγομεν καὶ οὐ διαβεβαιωτικῶς, ἐκεῖνος δὲ ὡς πρὸς τὴν φύσιν… Για τα «δογματικά» στοιχεία
στη διδασκαλία του Πύρρωνα (κυρίως στο επίπεδο της ηθικής), βλ. και την υποσημ. 121, κα-
θώς και το επόμενο κεφάλαιο 5.5, το οποίο και αφιερώνεται στην ηθική ερμηνεία του Πύρρω-
να.
160 Ο Πύρρων

της άγνωστης φύσης των πραγμάτων (μεταφυσική ερμηνεία) είτε της δικής
μας γνωστικής αναρμοδιότητας (γνωσιολογική ερμηνεία)– αυτή που πολύ
πιθανόν και να αποτελεί τον σοβαρότερο λόγο για τον οποίο ο σκεπτικισμός
του Πύρρωνα απειλείται από την αυτοαναίρεση.351 Αν και με το σοβαρό
πρόβλημα της αυτοαναφοράς των σκεπτικών ισχυρισμών έχουμε ήδη ασχο-
ληθεί αρκετές φορές στην πραγματεία μας, θεωρούμε ότι και σε αυτό το ση-
μείο το θέμα αξίζει ακόμα την προσοχή μας, ιδιαιτέρως διότι είναι τόσο επί-
καιρο στα συμφραζόμενα της μεταφυσικής, όσο είναι και σε εκείνα της γνω-
σιολογικής ερμηνείας. Πώς μπορεί, δηλαδή, ο Πύρρων, με τόσο μεγάλη αυ-
τοπεποίθηση και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, να δηλώνει το οτιδήποτε
σχετικά με την κατεξοχήν άγνωστη φύση των πραγμάτων, δεδομένου ότι
από τον ίδιο αυτό ισχυρισμό συνάγεται μία εντελώς ακραία απόρριψη κάθε
δυνατότητας προς γνώση, πράγμα που, πάλι, συνεπάγεται με τη σειρά του
ότι αδυνατούμε να γνωρίζουμε οτιδήποτε για την ίδια τη φύση των πραγμά-
των; Πώς είναι, δηλαδή, δυνατόν να εκφέρει κανείς κρίσεις για τη φύση των
πραγμάτων, διεκδικώντας την απόλυτη αλήθεια των κρίσεων αυτών, και να
αρνείται ταυτόχρονα να αποδώσει στις αισθήσεις και στις πεποιθήσεις οιαν-
δήποτε συμμετοχή σε γνωσιολογικές κατηγορίες, όπως είναι η «αλήθεια», ή
η «αναλήθεια»;
Στο σημείο αυτό, αξίζει να παρουσιάσουμε και να εξετάσουμε κριτικά
τρία συγκεκριμένα επιχειρήματα του Bett, με τα οποία ο ίδιος προσπαθεί να
διασώσει τη φιλοσοφία του Πύρρωνα από την αυτοαναιρετική ισχύ του σκε-
πτικισμού του. Ο συγκεκριμένος ερευνητής επισημαίνει ότι ο ίδιος ο ισχυρι-
σμός για τη φύση των πραγμάτων, καθώς και εκείνος για τον γνωσιολογικό
χαρακτήρα των γνωστικών μας δυνατοτήτων συνιστούν στη φιλοσοφία του
Πύρρωνα κρίσεις ιδιάζουσας υφής, ακριβέστερα «μεταϊσχυρισμούς», που
«απαλλάσσονται από την εμβέλεια της δικής τους ισχύος».352 Τη θέση αυτή
τη θεμελιώνει πάνω στα εξής τρία επιχειρήματα: 1. η έκφραση που δηλώνει
εδώ τα πράγματα του κόσμου (πράγματα), η φύση των οποίων και χαρακτη-
ρίζεται ως άγνωστη, δήλωνε στην καθομιλουμένη της εποχής πολύ συγκε-
κριμένα και «κοινά» πράγματα και ιδιότητες του κόσμου γύρω μας. Ως εκ
τούτου, δεν υπάγονται στη συγκεκριμένη έννοια –ας συμπληρώσουμε την

351. Ο R. J. Hankinson ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για την υποστήριξη της
υπόθεσης σχετικά με το ότι ο Πύρρων συνειδητοποιούσε αυτό το πρόβλημα και, κατά μείζο-
να λόγο, προσπαθούσε να το επιλύσει. Επομένως, το ερώτημα της αυτοαναίρεσης του πυρρώ-
νειου σκεπτικισμού αποτελεί για τον R. J. Hankinson θέμα καθαρά ακαδημαϊκής συζήτησης,
στο οποίο και προσφέρει ανιστορικές και θεωρητικού χαρακτήρα μόνον απαντήσεις (Hankin-
son, R., J.: Sceptics, σελ. 62).
352. Bett, R.: Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 24
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 161

εξήγηση του Bett– οι ίδιοι οι «δογματικοί» ισχυρισμοί του Πύρρωνα σχετικά


με τη φύση των πραγμάτων του κόσμου, των αισθήσεων και των πεποιθήσε-
ών μας. 2. ούτε, προφανώς, αποτελούν οι εν λόγω δογματικοί ισχυρισμοί του
Πύρρωνα περιεχόμενο της αισθητηριακής μας αντίληψης (αἰσθήσεις), πράγ-
μα που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί σε αυτούς το χαρακτη-
ριστικό του ούτε να αληθεύουν ούτε να ψεύδονται. 3. οι συγκεκριμένοι ισχυ-
ρισμοί του Πύρρωνα δεν υπάγονται ούτε στην κατηγορία των πεποιθήσεών
μας (δόξαι), στις οποίες ο Πύρρων αρνείται και πάλι να αποδώσει κάποια
γνωσιολογική αρμοδιότητα, επειδή ο γνωσιολογικός χώρος των πεποιθήσε-
ων (δόξαι), σύμφωνα με τη φιλοσοφική (πρβλ. τον Παρμενίδη και τον Πλά-
τωνα) καθώς και την κοινή χρήση της λέξης δόξα, «καλύπτει ορισμένα μόνο
είδη πεποιθήσεων (“opinions”) για τα «κοινά» αντικείμενα και χαρακτηριστι-
κά, τα οποία και χαρακτηρίζονται ως πράγματα (“things”).353
Και τα τρία επιχειρήματα του Bett, τα οποία και είναι –ως προς τη λογική
δομή τους τουλάχιστον– κατά βάση ανεπίληπτα, προσπαθούν να υπερασπί-
σουν την ιδιαίτερη θέση που κατέχουν στο φιλοσοφικό σύστημα του Πύρ-
ρωνα οι ισχυρισμοί του για την άγνωστη φύση των πραγμάτων, καθώς και
εκείνοι για τη δική μας γνωσιολογική αναρμοδιότητα. Ωστόσο, τα επιχειρή-
ματα του συγκεκριμένου ερευνητή φαίνονται να είναι κάπως «περίπλοκα»
και στηριζόμενα σε μία εξεζητημένα θεωρητικού χαρακτήρα ανάλυση, πράγ-
μα που έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση και με το φιλοσοφικό «γούστο» του
ίδιου του Πύρρωνα, στοχαστή που πάντα προτιμούσε, όπως εξάλλου έχουμε
αποδείξει στη πραγματεία μας, απλές και αποτελεσματικές λύσεις των προ-
βλημάτων. Και γι’ αυτόν τον λόγο, καλύτερη λύση του προβλήματος θεω-
ρούμε την πιο απλή και λιγότερο «σοφιστική» επιχειρηματολογία μας, όπως
παρατέθηκε στο κεφάλαιο 4.4. Εκεί προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ο Πύρ-
ρων αντιλαμβανόταν τους βασικούς του ισχυρισμούς ως εξαιρεμένους από
τον χώρο της δόξας, ως μία υπεράνθρωπη, δηλαδή, και θεϊκή σοφία, την
οποία και εξυμνεί ο μαθητής του ο Τίμων.354 Η μεγαλοπρεπής αναγγελία της
θείας αλήθειας του Πύρρωνα, η οποία και εκδηλώνεται ίσως πιο καλά στην
ερμηνεία Γ, προκαλεί σε μας έναν θαυμασμό και έναν διανοητικό «ίλιγγο»
γεμάτους έντονη θρησκευτική απόχρωση, πνευματική στάση που δεν υπό-
κειται σε καμία σκεπτική αυτοαναίρεση.

353. Ό.π., σελ. 24.


354. Βλ. ιδιαιτέρως τις υποσημ. 255 και 261 και το αντίστοιχο κυρίως κείμενο.
162 Ο Πύρρων

5.5 Η ηθική ερμηνεία: Ο Πύρρων υπήρξε φιλόσοφος που αναζητούσε


οδηγίες για την ευδαίμονα ζωή, ενώ δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη
γνωσιολογία.
Ο J. Brunschwig και πολλοί άλλοι υπέρμαχοι της ηθικής ερμηνείας355 εικά-
ζουν ότι η διδασκαλία του Πύρρωνα δεν περιελάμβανε γνωσιολογικά στοι-
χεία και ότι αυτό που προσέφερε αυτός ο φιλόσοφος στους ανθρώπους υπήρ-
ξε μόνο μία απλή και τριμερής –απολύτως ηθικού χαρακτήρα– οδηγία για
την απόκτηση της ευδαίμονος ζωής. Ο Πύρρων, κατά τον J. Brunschwig,
αντιλαμβανόταν τα πράγματα του γύρω κόσμου αποκλειστικά και μόνο ως
αντικείμενα που προορίζονται για ανθρώπινη δράση (πράττειν), πάντα δη-
λαδή σε σχέση με τις δικές μας (θετικές ή αρνητικές) αποφάσεις.356 Τη θέση
αυτή τη στηρίζει ο Brunschwig στο γεγονός κυρίως ότι στο κείμενο του Ευσέ-
βιου βρίσκουμε είτε ένα πολύ μικρό είτε κανένα απολύτως χωρίο που θα είχε
καθαρά γνωσιολογικό χαρακτήρα και θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί, χωρίς
καμία αμφιβολία, στον ιστορικό Πύρρωνα.357 Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμέ-
νος ερευνητής όφειλε να αμφισβητήσει την πολύ διαδεδομένη γνώμη άλλων
ερευνητών που θεωρούν ότι το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στον Τίμωνα και
στον Πύρρωνα δεν παρουσιάζει στο απόσπασμα αυτό του Αριστοκλή κανέ-
να ιστορικό-φιλοσοφικό πρόβλημα. Κάτι αντίστοιχο κάνει και σε μία άλλη
μελέτη του, όπου και αποδεικνύεται ότι είναι ακριβώς ο σύνθετος χαρακτή-
ρας358 της συντακτικής δομής του πυρρώνειου αποσπάσματος ο λόγος για
τον οποίο μονάχα το μικρό κείμενο που ακολουθεί το «φήσιν (δηλαδή ο Τί-

355. Maccoll, N.: The Greek Sceptics from Pyrrho to Sextus, σελ. 12 – 31 (μία εύλογη ηθικού
χαρακτήρα σκιαγράφηση της ιστορικής εικόνας του Πύρρωνα ήδη από τον 19ο αιώνα); Aus-
land, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 359 – 434; Stough, Ch.: Greek Skep-
ticism, σελ. 16 – 34; Burnyeat, M., F.: Tranquillity without a Stop: Timon, frag. 68, βλ. ιδιαιτέρως τα
συμπεράσματα στις σελ. 91 – 92; Hankinson, R., J.: The Sceptics, βλ. ιδιαιτέρως το 4ο κεφάλαιο.
Κατά τον R. J. Hankinson «ο Πύρρων πρότεινε μία σκεπτική φιλοσοφία της ζωής… τα ενδια-
φέροντά του υπήρξαν καθαρά πρακτικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν επεδίωκε ούτε την ελά-
χιστη συμμετοχή στις θεωρητικές διαμάχες των δογματικών» (Cause and Explanation in Ancient
Greek Thought, σελ. 268). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άρθρο του Brunschwig
(Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 198 – 199), στο οποίο ασκεί κριτι-
κή στην κατά τη γνώμη του ανεπαρκή επιχειρηματολογία του Ausland. Ο τελευταίος, στηριζό-
μενος σε μία εξεζητημένα θεωρητικού χαρακτήρα ανάλυση ενός κειμένου του Διογένη του
Λαέρτιου (Vitae IX 92–4), προσπάθησε να εξηγήσει πώς ήταν δυνατόν ο Πύρρων να έχει κα-
ταλήξει επί τη βάσει της φύσης των πραγμάτων στην πλήρη αδιαφορία στο πεδίο της ηθικής
(Ausland, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 407 – 428). Για περαιτέρω
κριτική της συγκεκριμένης πρότασης βλ. επίσης: Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 154
– 155, υποσημ. 49.
356. Brunschwig, J.: Introduction. The Beginnings of Hellenistic Epistemology, σελ. 248.
357. Ό.π., σελ. 248.
358. Βλ. την εξήγηση στην υποσημ. 314.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 163

μων) αὐτὸν (δηλαδή τον Πύρρωνα) ἀποφαίνειν» είναι δυνατόν να αποδοθεί


στον ιστορικό Πύρρωνα, με απόλυτη ασφάλεια, η κρίση, δηλαδή, που εκφέ-
ρεται για τη μη αποφάνσιμη φύση των πραγμάτων.359 Επομένως, η αγνωστι-
κή στάση απέναντι στις γνωστικές δυνάμεις που διαθέτουν οι ανθρώπινες
αισθήσεις και πεποιθήσεις, καθώς και το ότι οι τελευταίες δεν αξίζουν την
εμπιστοσύνη μας, αποτελούν τα συμπεράσματα τα συναγόμενα από τη μη
αποφάνσιμη φύση των πραγμάτων και κάτι που και είχε προσθέσει στο κεί-
μενο, τουλάχιστον κατά την ηθική ερμηνεία του J. Brunschwig, μόνο ο Τί-
μων.360
Πιο απλή και λιγότερο τεκμηριωμένη με επιχειρήματα από εκείνη του J.
Brunschwig φαίνεται η στάση που κράτησε, στο πλαίσιο πάντα της ηθικής ερ-
μηνείας, ο R. J. Hankinson. Ο τελευταίος θεωρεί ότι ο Πύρρων είχε ως κύριο
στόχο του να απορρίψει κάθε είδους διαδικασία αξιολόγησης των πραγμά-
των και, ως εκ τούτου, να απορρίψει και κάθε είδους συναισθήματα (πάθη),
τον φόβο κυρίως, αλλά και, σε λιγότερο βαθμό, την οργή και την ντροπή,
ψυχικές καταστάσεις, δηλαδή, που θα ήταν δυνατόν να γίνουν κίνητρα της
ανθρώπινης απόφασης και δράσης.361 Η συγκεκριμένη γνώμη, αρκετά πιθα-
νή αυτή καθαυτή από ιστορικής απόψεως, δεν τεκμηριώνεται, δυστυχώς, με
στέρεα επιχειρηματολογία από τον R. J. Hankinson, ο οποίος και αρκείται εν
προκειμένω στο να παρουσιάσει μονάχα ένα πλούσιο τουλάχιστον βιογραφι-
κό υλικό, αν και γεμάτο αντιφάσεις. Ποια στάση, λοιπόν, κράτησε αυτός ο
μελετητής απέναντι σε εκείνα τα μέρη του αποσπάσματος του Ευσέβιου που
αφορούν τη γνωσιολογία; Σε αντιδιαστολή με τον Brunschwig, ο οποίος απορ-
ρίπτει αυτά τα μέρη ως κάτι που είχε προσθέσει στο πυρρώνειο κείμενο ο Τί-
μων, στηρίζοντας την άποψη του αυτή σε εν μέρει μόνο πιθανά, έστω και

359. Brunschwig, J.: Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 194.
360. Ωστόσο, τα επιχειρήματα του Brunschwig φαίνονται να είναι, από πολλές πλευρές,
υπερβολικά εξεζητημένα και στηριζόμενα στις εξής προβληματικές προκείμενες: 1. Ο Τίμων,
κατά τον συγκεκριμένο μελετητή, διεύρυνε την πυρρώνεια αντίληψη του όρου πράγματα, ού-
τως ώστε η εμβέλειά του να καλύπτει όχι μόνον τα πράγματα και τις καταστάσεις του εξωτε-
ρικού κόσμου  αλλά και τις αισθήσεις και τις πεποιθήσεις του ανθρώπου. 2. Αν, άρα, οι αν-
θρώπινες αισθήσεις και πεποιθήσεις γίνονται αντιληπτές με αυτόν τον τρόπο, ο Τίμων ενδέχε-
ται να έχει αποδώσει σε αυτές και τον χαρακτηριστικό της «αδιαφορίας», και αυτό με την έν-
νοια ότι δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς (Once again on Eusebius on Aristocles on Timon on
Pyrrho, σσ. 199 – 202). Επισημαίνουμε ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική λύση προϋποθέτει μία
τόσο σοβαρή ρήξη ανάμεσα στις απόψεις του Πύρρωνα και σε εκείνες του πιστού του μαθητή
Τίμωνα, που δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να τεκμηριωθεί από τις υπόλοιπες σωζόμενες πη-
γές. Ακριβώς αυτό συνειδητοποιεί και ο ίδιος J. Brunschwig στο δεύτερο μέρος της εν λόγω με-
λέτης, όπου και αναζητά μία πιθανή μορφή της σχέσης ανάμεσα στους δύο αρχαίους φιλοσό-
φους, έχοντας ως στόχο να επιλύσει τα ερωτήματα που του έχουν προκύψει στο μεταξύ (ό.π.,
σελ. 202 – 211).
361. Hankinson, R., J.: Sceptics, σελ. 66.
164 Ο Πύρρων

εξεζητημένα, φιλολογικά επιχειρήματα, ο R. J. Hankinson, προβάλλει για τον


ίδιο στόχο επιχειρήματα που φαίνονται, αν μη τι άλλο, κάπως «περίπλοκα».
Για την ακρίβεια, ο R. J. Hankinson θεωρεί πως το γεγονός ότι ο Πύρρων
απορρίπτει την αισθητηριακή αντίληψη πρέπει να το ερμηνεύσουμε υπό το
πρίσμα της υπόθεσης ότι «το πλάτος της ελληνικής έννοιας “αντίληψη”
(perception) είναι αρκετά ευρύ, ούτως ώστε να καλύπτει και ορισμένους τύ-
πους αξιολόγησης, όπως είναι εκείνες που εκφράζονται με τις (αγγλικές)
προτάσεις: “Εκείνο το γλύκισμα φαίνεται αρκετά νόστιμο για να φαγωθεί” ή
“Αυτό το κρεβάτι φαίνεται άνετο”».362 Αν, συνεπώς, ο Πύρρων, όπως πρε-
σβεύει ο R. J. Hankinson, συνειδητοποιούσε μόνον διαισθητικά και μόνο την
παρουσία μιας κάποιας θολής σχέσης ανάμεσα στην αισθητηριακή αντίληψη
και στην αξιολόγηση, πώς καθίσταται δυνατόν να είχε καταλήξει στις συ-
ντακτικά πολύ σύνθετες, φιλοσοφικά πολύ ενδιαφέρουσες και ερμηνευτικά
πολύ αμφίβολες δηλώσεις στο απόσπασμα του Ευσέβιου, που είχαμε εξετά-
σει λεπτομερώς στο κεφάλαιο 4.4; Επομένως, παρ’ όλες τις κριτικές παρατη-
ρήσεις που έχουμε απευθύνει, επιστημονικά πιο αξιόλογη και ιστορικά πιο
πιθανή φαίνεται η προσέγγιση του Brunschwig, η οποία και βασίζεται στην
προσπάθεια να διαχωριστεί –με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια– ο γνωσιολό-
γος Πύρρων από εκείνον που ασχολούνταν με θέματα αμιγώς ηθικού χαρα-
κτήρα.
Τέτοιου είδους απόψεις είναι εκείνες που υπόκεινται ως βάση στην υπό
συζήτηση ηθική ερμηνεία του Πύρρωνα, η οποία και τον εκλαμβάνει ως στο-
χαστή ηθικού καθαρά ενδιαφέροντος. Εμφανίζεται, δηλαδή, μπροστά μας
μία ιδιαίτερη εικόνα του Πύρρωνα, ο οποίος προτείνει, σύμφωνα με την ερ-
μηνεία αυτή, μία πολύ ριζοσπαστική και «πρόχειρη» μόνο συνταγή για την
απόκτηση της ευδαίμονος ζωής, η οποία και συνίσταται στην απόλυτη απόρ-
ριψη της γνώσης. Αξιόπιστη και ιστορικά πιθανή κάνει την εικόνα αυτή,
εκτός των άλλων, και μία μαρτυρία του Κικέρωνα, στην οποία παραλληλίζε-
ται ο Πύρρων με κάποιους «ακραίους» ηθικούς στοχαστές, όπως ήταν ο Αρί-
στων ο Χίος, στωικός με πολύ έντονη συνάφεια με τον κυνισμό, και ο ανορ-
θόδοξος στωικός Ήριλλος ο Καρχηδόνιος.363 Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, η

362. “That cake looks good to eat”; “The bed looks comfortable”. Βλ.: ό.π., σελ. 66 – 67.
363. Cicero, De off. I,6, απόσπ. 69H Caizzi. Ο H. Ausland εικάζει ότι η συγγένεια ανάμεσα
στις απόψεις του Πύρρωνα και σε εκείνες του Αρίστωνα του Χίου φανερώνεται στον τρόπο
με τον οποίο ο Πύρρων απάντησε στο πρώτο ερώτημα περί της ευδαίμονος ζωής (βλ. το 5ο
κεφ.) Πρόκειται για τη φράση ἐπ᾿ ἴσης ἀδιάφορα («εξίσου δυσδιάκριτα»), χαρακτηριστικό
της φύσης των πραγμάτων, που και συμπίπτει εννοιολογικά, κατά τον H. Ausland, με το στοι-
χείο που εφάρμοσε ο Αρίστων στα στωικά «αδιάφορα», χαρακτηρίζοντάς τα –από αξιολογι-
κής απόψεως– ως εντελώς δυσδιάκριτα (βλ. την υποσημ. 421) (Ausland, H.: On the Moral Origin
of the Pyrrhonian Philosophy, σελ. 387 – 388). Ως εξεζητημένη και αστήρικτη χαρακτηρίζει τη
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 165

ριζοσπαστικότητα της ηθικής στάσης των συγκεκριμένων στοχαστών έγκει-


ται στο γεγονός ότι, ενώ ήθελαν να επενδύσουν τα πάντα στην αρετή, την
οποία και επιδίωκαν με τόσο πάθος, την ίδια την αρετή την είχαν καταργή-
σει. Και αυτό, γιατί αυτή καθαυτή η προσπάθειά τους είχε ως αποτέλεσμα
να αφαιρέσουν από την αρετή τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ των πραγμά-
των, καθώς και να της στερήσουν τη δυνατότητα να γεννηθεί η ίδια από κά-
που ή να στηριχτεί σε κάτι.364 Εξετάζοντας λεπτομερώς την εν λόγω μαρτυ-
ρία του Κικέρωνα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι εκείνο από το οποίο
και γεννιέται η αρετή και στο οποίο η ίδια, κατά τη διαδικασία της ηθικής
απόφασης, στηρίζεται, δεν μπορεί να είναι, από την οπτική του συγγραφέα
του αποσπάσματος, τίποτε άλλο παρά το στωικό κριτήριο της γνήσιας γνώ-
σης, το οποίο, με τη σειρά του, έγκειται στην καθοδήγηση που μας παραχω-
ρεί η ίδια η φύση. Το κριτήριο αυτό, όμως, προκύπτει αποκλειστικά από τη
φυσική και «μη σκεπτική» γνωσιολογία των στωικών. Συνεπώς, ο Πύρρων,
κατά τη γνώμη του Κικέρωνα τουλάχιστον, όχι μόνο απορρίπτει κάθε δυνα-
τότητα προς τη γνώση, αλλά «καταργεί» και «ακυρώνει» κυριολεκτικά τόσο
το κριτήριο της αλήθειας όσο και εκείνο της ανθρώπινης δράσης εν γένει.
Αυτό συνεπάγεται, όμως, ότι αφαιρείται από τον άνθρωπο κάθε δυνατότητα
να ενεργεί με οιονδήποτε τρόπο. Το γεγονός ότι ο Πύρρων τονίζει με τόση
έμφαση τη σημασία της αρετής, χωρίς όμως και να την «προικίζει» και, θα
μπορούσε κανείς να πει, την «εφοδιάζει» με κάποιο κατάλληλο κριτήριο, συ-
γκαταλέγει τον φιλόσοφο αυτόν ανάμεσα στους ακραίους ηθικούς στοχα-
στές. Το ίδιο αυτό γεγονός κάνει ταυτόχρονα την ηθική του στάση αστήρι-
κτη, και αυτό λόγω της ίδιας της ανυπαρξίας κριτηρίου. Όλα αυτά μαρτυ-
ρούν αδιαμφισβήτητα υπέρ της υπόθεσης ότι ο Κικέρων συγκαταλέγεται με-
ταξύ των αρχαίων υπέρμαχων της ηθικής ερμηνείας του Πύρρωνα. Η συ-
νταγή που προσέφερε ο Πύρρων σε όποιους επιθυμούσαν να γίνουν ευδαί-
μονες, υπήρξε –όπως ακριβώς και στη σχολή των κυνικών– πολύ απλοϊκή,

συγκεκριμένη υπόθεση ο R. Bett, προβάλλοντας μάλιστα και σχετικά πιθανά επιχειρήματα


(Aristocles on Timon on Pyrrho, σελ. 147 – 148).
364. Cicero, De fin. II,43,5–9, απόσπ. 69B Caizzi, το λατινικό κείμενο βλ. στην υποσημ. 186.
Πρβλ. ό.π., IV,43,3–5, απόσπ. 69C Caizzi: …Pyrrho ... qui virtute constituta nihil omnino, quod ap-
petendum sit, relinquat («ο Πύρρων… ο οποίος όταν καθόρισε την αρετή, δεν άφησε καθόλου
χώρο για κάτι που θα αποτελούσε αντικείμενο της παρόρμησης»). Κατά τον A. Bailey, ωστό-
σο, από αυτήν τη μαρτυρία του Κικέρωνα δεν μπορεί να εξαχθεί ο εν λόγω καθαρά ηθικός
χαρακτήρας της διδασκαλίας του Πύρρωνα, γιατί, σύμφωνα μ’ αυτόν, η γνώση που είχε ο Κι-
κέρων για τον Πύρρωνα ήταν, από ιστορικής απόψεως τουλάχιστον, περιορισμένη, αν όχι
εντελώς ανεπαρκής. Ο A. Bailey επισημαίνει ότι πουθενά στα συγγράμματά του δεν κάνει λό-
γο ο Κικερώνας για τον Τίμωνα, ο οποίος και υπήρξε η βασική ιστορική πηγή για την ανασύ-
σταση της πρωταρχικής μορφής της φιλοσοφίας του Πύρρωνα (Sextus Empiricus and Pyrrhone-
an Scepticism, σελ. 34 – 35).
166 Ο Πύρρων

γενική και θεωρητικά αδόκιμη. Στην περίπτωση του Πύρρωνα πρόκειται για
μία ισχυρή έκκληση για απόλυτη απόρριψη κάθε είδους γνώσης, στην περί-
πτωση των κυνικών έχουμε να κάνουμε με μία φιλοσοφική νουθεσία που δεν
έχει ακόμα κανένα σοβαρότερο θεωρητικό υπόβαθρο, προκειμένου να ενερ-
γούμε σύμφωνα με την αρετή και να επανέλθουμε στη φύση.365
Συνεπώς, αν πράγματι επρόκειτο ο μεταγενέστερος σκεπτικισμός να συ-
νεχίσει, με κάποιο τρόπο, τη φιλοσοφία του Πύρρωνα ή να επικαλείται –για
λόγους προβολής τουλάχιστον– το όνομά του, η φιλοσοφία του θα έπρεπε να
επανερμηνευτεί ριζικά. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η φιλοσοφία του
Πύρρωνα υπήρξε –υπό το πρίσμα, βεβαίως, της ηθικής κυρίως ερμηνείας–
μία πρόχειρη μόνο και θεωρητικά αμελέτητη φιλοσοφική έκκληση για την
απόρριψη κάθε είδους γνώσης με σκοπό την απόκτηση της ευδαιμονίας.366
Εικάζεται ότι το μεγάλο αυτό έργο της επανερμηνείας του Πύρρωνα το είχε
αναλάβει ήδη ο Τίμων, ενώ πολύ πιο εντατικά μόνον αργότερα καταπιάστη-
καν με αυτό οι νεοπυρρώνειοι φιλόσοφοι. Ήταν ακριβώς οι τελευταίοι εκεί-
νοι που δημιούργησαν την αποκαλούμενη φαινομεναλιστική ερμηνεία, με
την οποία και θα ασχοληθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

365. Βλ.: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 409 – 410. Πρόκειται για μία παραδοσι-
ακή άποψη των σύγχρονων ερευνητών για τον κυνισμό, οι οποίοι –κατά τη γνώμη του Suvák–
από την οπτική της σύγχρονης διάκρισης ανάμεσα στο θεωρητικό και στο πρακτικό υπογραμ-
μίζουν «την ανυπαρξία του θεωρητικού πλαισίου κατά την “πρακτική” πραγματοποίηση της
κυνικής ζωής». Tην ίδια άποψη όμως ο ίδιος ερευνητής την αμφισβητεί στη συνέχεια ως εξής:
«οι κυνικές πρακτικές δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποτελεσματικές χωρίς ορισμένες εξηγή-
σεις, γιατί χωρίς αυτές οι κυνικοί δεν θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τη ριζική τους στάση
απέναντι στη συμβατική ηθική της εποχής, ούτως ώστε να αποκτήσουν μία κατάλληλη αφετη-
ρία για την αναζήτηση του κυνικού τρόπου ζωής. Επιπλέον, η σύγχρονη διάκριση ανάμεσα
στο θεωρητικό και στο πρακτικό θα είχε εξαιρετικά δύσκολα βρει ένα πρότυπο στην αρχαιό-
τητα, όπου ο φιλοσοφικός στοχασμός συνδεόταν πάντοτε με κάποιο τρόπο με το ερώτημα
πώς πρέπει να ρυθμίζουμε τον βίο μας». Βλ. Suvák, V.: Kynizmus: etika bez morálky, σελ. 115.
366. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι μία ανάλογη ιστορική-φιλοσοφική εξέλιξη έλαβε
χώρα και στη στωική σχολή αναφορικά με τον κυνισμό της εποχής. Αν οι στωικοί θέλησαν
όντως να κερδίσουν στον ελληνιστικό φιλοσοφικό αγώνα, ο οποίος και γινόταν ολοένα και
σκληρότερος, έπρεπε να προσδώσουν στην κυνική έκκληση για μία ζωή σύμφωνη με τη φύση
(κατὰ φύσιν ζῆν) κάποιο πιο συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο. Τον σκοπό αυτόν τον
πέτυχαν καθιστώντας τη φυσική βασικό όργανο για την απόκτηση της γνώσης περί φύσεως,
συνδέοντάς την πολύ στενά με την ηθική. Η σημασία της φυσικής στον στωικισμό, όπως εξάλ-
λου αναφέρουμε σε κάποιο άρθρο μας, έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι με τη μελέτη της φύ-
σης φτάνουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια πράγματα και ποιος τρόπος συμπεριφοράς
του ανθρώπου συμβαδίζουν με τη φύση (κατὰ φύσιν) και, από την άλλη, τι έρχεται σε αντίφα-
ση με αυτήν (παρὰ φύσιν)…; βλ.: Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus, σελ. 415.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 167

5.6 Κατά τη φαινομεναλιστική ερμηνεία, θα πρέπει να οδηγούμαστε,


στην πρακτική ζωή τουλάχιστον, επί τη βάσει των φαινομένων, ενώ
η εσωτερική φύση των πραγμάτων παραμένει άγνωστη.
Προκειμένου να αποφύγουμε παρεξηγήσεις, θα πρέπει να επισημάνουμε,
ήδη απ’ την αρχή της παρούσας ερμηνείας, ότι ο όρος «φαινομεναλιστι-
κός», όπως τον χρησιμοποιούμε εμείς, δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τη σύγ-
χρονη φιλοσοφική φαινομενολογία του 20ου αιώνα. Ο συγκεκριμένος όρος
χρησιμοποιείται εδώ ως χαρακτηρισμός οποιασδήποτε φιλοσοφικής θεωρί-
ας, εξήγησης ή επανερμηνείας, η οποία περιορίζει τον κόσμο των πραγματι-
κά υπαρκτών αντικειμένων στο «φαινόμενο», σε κάτι δηλαδή που γίνεται
αντιληπτό με τις αισθήσεις. Ένας κλασικός ορισμός του φαινομεναλισμού
ορίζει το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα ως εξής: «O φαινομεναλισμός υποστηρί-
ζει ότι οι κρίσεις που δηλώνουν την ύπαρξη των υλικών αντικειμένων ισο-
δυναμούν με τις κρίσεις που περιγράφουν τις αισθητηριακές μας αντιλή-
ψεις».367
Η φαινομεναλιστική ερμηνεία του Πύρρωνα368 που είναι εξάλλου δημι-

367. Βλ.: Fumerton, R.: Phenomenalism, σελ. 330.


368. Οπαδό της φαινομεναλιστικής ερμηνείας θεωρεί τον εαυτό του και ο M. R. Stopper. Ο
ίδιος υποστηρίζει ότι ιστορικά αξιόπιστη είναι η νεοπυρρώνεια εικόνα του Πύρρωνα, του φι-
λοσόφου δηλαδή, ο οποίος αναστέλλει την κρίση του αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με την
εσωτερική φύση των πραγμάτων και, επομένως, αρκείται στη γνώση των φαινομένων. Συνε-
πώς, ο συγκεκριμένος ερευνητής ταυτίζει τη χρήση της έκφρασης οὐδὲν μᾶλλον από τον ιστο-
ρικό Πύρρωνα με την αντίστοιχη του Σέξτου, ο οποίος την χρησιμοποιεί ως ισοδύναμο του
όρου ἐποχή, θέμα με το οποίο είχαμε ασχοληθεί εμβριθώς στα κεφάλαια 4.1 και 4.3 (Stopper,
M., R.: Schizzi Pirrhoniani, σελ. 275). Σχετικά με την κριτική που ασκήσαμε στις απόψεις αυτού
του ερευνητή, βλ. επίσης την υποσημ. 348. Πολλές και συχνά σοβαρές παρερμηνείες εμπεριέ-
χει και η φαινομεναλιστική ερμηνεία, την οποία διατύπωσε ο S. H. Svavarsson. Αυτός προσπά-
θησε στο άρθρο του –μία κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα μελέτη σε αρκετά άλλα σημεία– να
εφαρμόσει διάφορους τρόπους επιχειρηματολογίας του Σέξτου (π.χ. η αποκαλούμενη “natural
invariability thesis”) στα αποσπάσματα του Πύρρωνα. Αν καταλαβαίνουμε τον Svavarsson σω-
στά, αυτό που θέλει να εντοπίσει είναι ένα γενικό σχήμα επιχειρηματολογίας για όλο τον αρ-
χαίο σκεπτικισμό. Για την ακρίβεια, ο ερευνητής προβάλλει επιχειρήματα για την υποστήριξη
της θέσης ότι ο Πύρρων καταλήγει στην αναστολή της κρίσεως, καθώς και στα οντολογικά
του πορίσματα περί της φύσεως των πραγμάτων, επί τη βάσει των αντιφάσεων που εντοπίζο-
νται στον χώρο των φαινομένων. Τέτοιου είδους άκριτη ταύτιση και, στη συνέχεια, σύγχυση
της φιλοσοφίας του Πύρρωνα και εκείνης του νεοπυρρωνισμού (ακριβέστερα, ο λόγος γίνε-
ται εδώ για τη θεωρία των τρόπων, βλ. την Εισαγωγή), δεν συνάγεται ούτε από τη σωστή με-
τάφραση των ίδιων των αποσπασμάτων, τα οποία παραθέτει μεν ο ίδιος ο S. H. Svavarsson για
την υποστήριξη των υποθέσεών του, αλλά μόνον σε μορφή ανακριβών παραφράσεων (Py-
rrho’s Undecidable Nature, σελ. 280 κ.ε.). Με φαινομεναλιστικό τρόπο, και πολύ συχνά από την
οπτική του μεταγενέστερου νεοπυρρωνισμού, ερμηνεύει τον Πύρρωνα και η μελετήτρια Ch.
Stough (Greek Skepticism, σελ. 16 – 34), παρά το γεγονός ότι η ίδια ισχυρίζεται πως ο γενικός
χαρακτήρας της φιλοσοφίας του Πύρρωνα είναι ηθικός (βλ. ό.π., σελ. 17, και ιδιαιτέρως τα
συμπεράσματά της στη σελίδα 31)· για μία παρόμοια με την προαναφερθείσα ερευνητική προ-
168 Ο Πύρρων

ούργημα των νεοπυρρώνειων φιλοσόφων, γίνεται πλήρως κατανοητή μόνο


στο πλαίσιο του θεωρητικού υπόβαθρου της φιλοσοφικής-μεθοδολογικής
συζήτησης που έλαβε χώρα ανάμεσα στις κορυφαίες ελληνιστικές σχολές
(νεοπυρρώνειοι, «δογματικοί» φιλόσοφοι, ορθολογικοί γιατροί) και είχε ως
θέμα τον χαρακτήρα της ιατρικής (βλ. «Εισαγωγή»). Ας υπενθυμίσουμε εδώ
σχετικά ότι μεθοδολογικό εγχείρημα μείζονος σημασίας για τους εμπειρι-
κούς γιατρούς υπήρξε o θεωρητικός περιορισμός του χώρου δράσης της επι-
στήμης στα φαινόμενα και μάλιστα ο αποκλεισμός από τις επιστήμες κάθε εί-
δους εξεζητημένης θεώρησης των αφανών. Συνεπώς, η φιλοσοφική προσέγ-
γιση των νεοπυρρώνειων θα γίνει καλύτερα κατανοητή, αν στη διάρκεια
μιας σύντομης ιστορικής-φιλοσοφικής σκιαγράφησης εξηγήσουμε πώς άλ-
λαζαν σταδιακά οι μαρτυρίες των αρχαίων δοξογράφων για τη φιλοσοφική
στάση που είχε κρατήσει ο Πύρρων απέναντι στα φαινόμενα. Ο Αντίγονος ο
Καρύστιος (3ος π.Χ. αι.), μία από τις αρχαιότερες, μαζί με τον Τίμωνα φυσι-
κά, δοξογραφικές πηγές περί της διδασκαλίας του Πύρρωνα,369 αποδίδει σε
αυτόν έναν ιδιαίτερο και πολύ παράξενο τρόπο συμπεριφοράς που, σύμφω-
να πάντα με τον ίδιο προέκυψε ως αποτέλεσμα της θεωρητικής άποψης που
υιοθέτησε ο συγκεκριμένος φιλόσοφος ως προς τα φαινόμενα. Κατά τον
Αντίγονο –όπως έχουμε ήδη αναφέρει– η βαθιά περιφρόνηση ή, εναλλακτι-
κά, ακόμα και η αγνόηση (στάσεις τις οποίες ο Πύρρων υιοθετούσε τόσο συ-
χνά απέναντι στα φαινόμενα), είχε ως αποτέλεσμα στην πρακτική του ζωή
να μην αποφεύγει απολύτως τίποτε και να μην προφυλάσσεται από τίποτα,
αλλά να συγκρούεται με οτιδήποτε συναντούσε στον δρόμο του, π.χ. με άμα-
ξες, γκρεμούς, σκύλους και να μην αφήνει στην αίσθηση να διακρίνει το οτι-
δήποτε. Ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος, όπως λέει ο Αντίγονος ο Καρύστι-
ος, που οι μαθητές του πρόσεχαν τόσο πολύ τον Πύρρωνα και τον ακολου-
θούσαν παντού.370
Η παράξενη εικόνα του φιλοσόφου που συνοδεύεται από τους μαθητές
του, για τον απλούστατο λόγο ότι φοβούνται μήπως συγκρουστεί με τα γύρω
αντικείμενα, αποκλείεται εντελώς να έχει υπάρξει –στην πρωταρχική της
μορφή τουλάχιστον– ελκυστικό πρότυπο για τους μεταγενέστερους οπαδούς
του Πύρρωνα, ένα παράδειγμα προς μίμηση δηλαδή για όσους ήθελαν να γί-

σέγγιση με έντονη νεοπυρρώνεια απόχρωση, βλ. και στο βιβλίο της μελετήτριας J. Annas (The
Morality of Happiness, σελ. 204 – 5).
369. Με τη σύγκριση της ιστορικής-φιλοσοφικής αξιοπιστίας των δύο δοξογραφικών πη-
γών είχαμε ασχοληθεί στο 1ο κεφάλαιο.
370. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,1–5, απόσπ. 6 Caizzi. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη αναφέ-
ρει (βλ. την υποσημ. 116), πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί κατά την αξιολόγηση αυτής
της μαρτυρίας.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 169

νουν «σκεπτικοί» σοφοί, προκειμένου να αποκτήσουν, διαμέσου της αναστο-


λής της κρίσεως (ἐποχή), την πλήρη ψυχοπνευματική γαλήνη.371 Όσο πιο κο-
ντά έφερναν οι οπαδοί του Πύρρωνα την εικόνα του στην πραγματικότητα
τόσο πιο πολύ έπρεπε να αποδεχτούν την αισθητηριακή αντίληψη ως το ορ-
θό κριτήριο τόσο της γνώσης όσο και της ανθρώπινης δράσης. Η υπό συζή-
τηση φαινομεναλιστική (ή, αλλιώς, φαινομεναλιστική-γνωσιο­λογική) ερμη-
νεία της διδασκαλίας του Πύρρωνα εκδηλώνεται πολύ πετυχημένα στα απο-
σπάσματα, από τα οποία πληροφορούμαστε τις φιλοσοφικές απόψεις του
Αινησίδημου ή (και) τη φιλοσοφία του ίδιου του Πύρρωνα, όπως αυτή πα-
ραδίδεται από τον Αινησίδημο. Και αυτό γιατί τα φαινόμενα (βλ. το τέλος
του παρόντος κεφαλαίου), μαζί με τις ανθρώπινες συμβατικότητες (νόμοι),
και τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα (πάτρια ἔθη)372 αποτελούν στον νεο-
πυρρωνισμό το βασικό κριτήριο της πρακτικής απόφασης και της δράσης
του ανθρώπου.
Εικάζεται ότι ο Τίμων ήταν ήδη εκείνος που πρώτος αισθάνθηκε την ανά-
γκη να ερμηνεύσει τον Πύρρωνα με φαινομεναλιστικό τρόπο, πράγμα που
μαρτυρείται από τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο οποίος αναφέρει ότι ο Πύρρων
δεν απέκλινε ποτέ από τη συνηθισμένη συμπεριφορά των ανθρώπων (μὴ
ἐκβεβηκέναι τὴν συνήθειαν). Στη συνέχεια, ο δοξογράφος παραθέτει ένα
εξάμετρο από το σύγγραμμα του Τίμωνα Ἰνδαλμοί, στο οποίο υπογραμμίζε-
ται η μεγάλη ισχύς του φαινομένου. Αυτή γίνεται αισθητή οπουδήποτε θα
παρουσιαστεί αυτό.373 Άρα, πώς θα πρέπει να ερμηνευτεί αυτή η ισχύς του

371. Η ευδαιμονία, σύμφωνα με τον νεοπυρρωνισμό, έρχεται ως επακόλουθο της ασυγκι-


νησίας (ἀταραξία), η οποία, πάλι, ακολουθεί σαν τον ίσκιο (σκιᾶς τρόπον) την αναστολή της
κρίσεως (ἐποχή); βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,107,9–10.
372. Βλ. Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,17; ό.π. I,231; ό.π. I,24,4–I,24,5; Diogenes Laertius, Vi-
tae, IX,108,8–9; 2–3. Ο P. De Lacy διατύπωσε την ενδιαφέρουσα άποψη ότι ο νεοπυρρωνισμός
χρησιμοποιώντας παρόμοιες απόψεις κατά τη διάρκεια της ιστορικής ύπαρξής του, ενίσχυε
την τάση του ελληνορωμαϊκού κόσμου προς την παραδοσιαρχία, βλ.: De Lacy, P.: Scepticism in
Antiquity, σελ. 238.
373. Diogenes Laertius, Vitae, IX,105,6–9, απόσπ. 55 Caizzi και απόσπ. 63A Caizzi: ἀλλὰ τὸ
φαινόμενον πάντῃ σθένει οὗπερ ἂν ἔλθῃ. Σημαντικό τεκμήριο για την ενίσχυση της υπόθεσης
σχετικά με το ότι η διαδικασία της σταδιακής «φαινομεναλιστικής» τροποποίησης του Πύρ-
ρωνα άρχισε ήδη από τον Τίμωνα, αποτελεί και ο εξής ελεγειακός στίχος από το έργο του Τί-
μωνα Ἰνδαλμοί («Απάτες») που σώζεται στο σύγγραμμα του Σέξτου Εμπειρικού, Adv. math.
XI,20,5, απόσπ. 62 Caizzi: ἦ γὰρ ἐγὼν ἐρέω, ὥς μοι καταφαίνεται εἶναι// μῦθον ἀληθείης ὀρθὸν
ἔχων κανόνα. («…Άρα εγώ θα πω πώς μου φαίνεται να είναι // τα αληθή λόγια χρησιμοποιώ-
ντας ως ορθό κριτήριο». Ιδιαιτέρως, η έκφραση καταφαίνεται (= «φαίνεται σαφώς») υπαινίσ-
σεται ότι ο συγγραφέας είχε εδώ κατά νου κάποιο είδος «φαινομεναλιστικής» αλήθειας. Τον
προταθέντα τρόπο μετάφρασης υποστηρίζουν αναμφισβήτατα και οι εξής δύο λόγοι που
αφορούν στους μετρικούς κανόνες: 1. Η μετρική διαίρεση στη μέση του συγκεκριμένου πε-
ντάμετρου τον χωρίζει σε δύο νοηματικά μέρη 2. Αποκλείεται η λέξη μῦθον να συνδεθεί νοη-
ματικά με το ρήμα ἐρέω από τον προηγούμενο στίχο, λόγω του υπερβατού, που θα προέκυ-
170 Ο Πύρρων

πυρρώνειου φαινομένου στην ερμηνεία του Τίμωνα; Η Ch. Stough, μία από
τους υποστηρικτές της φαινομεναλιστικής ερμηνείας, προτείνει να ερμηνεύ-
σουμε τον αρχαιοελληνικό ρηματικό τύπο σθένει («έχει μεγάλη ισχύ», «κυ-
βερνά»), τον ευρισκόμενο στο εξάμετρο του Τίμωνα, με την έννοια του ότι
το φαινόμενο νικά το υποκείμενο της αισθητηριακης αντίληψης, ούτως ώστε
να το εμποδίζει να αντιληφτεί ορθώς το πραγματικό αντικείμενο γνώσης και
να εκλάβει τον κόσμο με τρόπο αντικειμενικό. Επομένως, το φαινόμενο αφή-
νει στην ανθρώπινη γνώση αποκλειστικά και μόνο τη φαινομενική πτυχή του
κόσμου.374 Η συγκεκριμένη, όμως, φαινομεναλιστική ερμηνεία του ίδιου του
Πύρρωνα καθίσταται, κατά τη γνώμη μας, από ιστορικής απόψεως, εντελώς
αστήρικτη. Και αυτό, κυρίως γιατί στο απόσπασμα του Αριστοκλή, στη ση-
μαντικότερη δηλαδή πηγή μας σχετικά με την ιστορική ανασύσταση του
Πύρρωνα, δεν γίνεται λόγος για το παραμικρό που θα μπορούσε να μαρτυ-
ρήσει υπέρ της υπόθεσης σχετικά με τον δήθεν φαινομεναλισμό του Πύρρω-
να. Συνεπώς, πιθανότερη φαίνεται να είναι η υπόθεση ότι ο εν λόγω φαινο-
μεναλισμός είχε ήδη γεννηθεί όσο ακόμα ζούσε ο Τίμων. Και όντως ήταν ο
τελευταίος που με το να υπογραμμίζει τη σημασία των φαινομένων αντιμε-
τώπιζε την τυπική αντεπιχειρηματολογία των μη σκεπτικών, οι οποίοι συχνά
ισχυρίζονταν ότι ο σκεπτικός, με τις ακραίες θεωρητικές στάσεις του, κατα-
δικάζει τον εαυτό του να ζει σε πλήρη αδράνεια. Με την προταθείσα υπόθε-
ση συμφωνεί και η Decleva Caizzi, η οποία επισημαίνει ότι ο Πύρρων δημι-
ούργησε τη φιλοσοφία του πριν ακόμη ξεσπάσει η οξεία πολεμική ανάμεσα
στις ελληνιστικές σχολές. Ως εκ τούτου, η θετική αξιολόγηση του φαινομέ-
νου, η οποία και εμφανίστηκε μόνο αργότερα ως σκεπτική απάντηση στη με-
ταγενέστερη στωική κριτική της βιοτικής αδράνειας των σκεπτικών,375 απο-
κλείεται να υπήρχε ήδη στη φιλοσοφία του Πύρρωνα. Με την παραπάνω
κρίση της Decleva Caizzi υποδηλώνεται ότι ο Πύρρων δεν αισθάνθηκε ποτέ

πτε, κάτι που συν τοις άλλοις αγνοούν πολλοί ερευνητές και μεταφραστές. Υπό το πρίσμα των
παραπάνω δύο μετρικών επιχειρημάτων φαίνεται άχρηστη και όλη η κάπως περίπλοκη συζή-
τηση, την οποία παραθέτει επί του θέματος ο S. H. Svavarsson (Pyrrho’s Dogmatic Nature, σελ.
248 – 250). Ας αναφερθούν και άλλες μεταφραστικές εναλλακτικές, από τις οποίες εκείνη που
συμβαδίζει πιο πολύ με τη δική μας νεοελληνική απόδοση είναι η πρώτη: “Verily I will relate
each fact as to me it appeareth; standard exact of truth having in my speech” (μετάφραση του R. G.
Bury, In: Sextus Empiricus, Against the Physicists, Against the Ethicists, σελ. 395); “Come, I will spe-
ak a word of truth, as it appears to me to be, who have a correct yardstick” (μετάφραση του A. A.
Long, In: Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, I, σελ. 19); για τη μετάφραση
του S. H. Svavarsson, βλ. την υποσημείωση 255.
374. Stough, Ch.: Greek Skepticism, σελ. 24.
375. Plutarchus, Adv. Col. 1122a9–11; Cicero, Acad. pr. [Lucullus], 31,10–15; Diogenes Laertius,
Vitae, IX,107,2–6; Sextus Empiricus, Adv. math. XI,162–164, απόσπ. 66 Caizzi; βλ. επίσης το κεφά-
λαιο 6.2.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 171

κατά τη διάρκεια της ζωής του την ανάγκη να τονίσει τη φιλοσοφική σημα-
σία των φαινομένων, ενώ, αργότερα, η εφαρμογή της συγκεκριμένης φιλο-
σοφικής στρατηγικής έγινε για τον Τίμωνα απαραίτητη, και αυτό λόγω της
οξείας κριτικής, την οποία ασκούσαν στον σκεπτικισμό οι στωικοί. Η παρα-
πάνω μελετήτρια υποστηρίζει επίσης ότι ο Πύρρων δεν θα μπορούσε ποτέ να
έχει έρθει σε επαφή με τους στωικούς, απλά και μόνο για χρονολογικούς λό-
γους. Επιπλέον, η Decleva Caizzi υπενθυμίζει και την παράξενη πληροφορία
του Αντίγονου, κατά τον οποίο ο Πύρρων συγκρουόταν με τα γύρω αντικέι-
μενα ακριβώς λόγω της δυσπιστίας του για τα φαινόμενα.376
Σε σφοδρή σύγκρουση με την αναφερθείσα εικόνα του παράξενου σοφού
Πύρρωνα, η οποία, όπως έχει ήδη ειπωθεί, υπήρξε εντελώς «άχρηστη» για
τους νεοπυρρώνειους φιλοσόφους, έρχεται και ένα χωρίο από το σύγγραμμα
του Διογένη του Λαέρτιου. Λέγεται εκεί ότι ο Πύρρων, όπως αναφέρει ο Αι-
νησίδημος, παρ’ όλο που φιλοσοφούσε σύμφωνα με την αρχή της αναστολής
της κρίσεως (κατὰ τὸν τῆς ἐποχῆς λόγον φιλοσοφεῖν), ενεργούσε εν γένει με
μεγάλη σύνεση (μὴ μέντοι γ᾿ ἀπροοράτως ἕκαστα πράττειν).377 Το γεγονός
ότι το φαινόμενο παίζει στη νεοπυρρώνεια φαινομεναλιστική ερμηνεία το
ρόλο του κριτηρίου της ηθικής συμπεριφοράς, τεκμηριώνεται και επί τη βά-
σει άλλου ενός χωρίου στο έργο του Διογένη του Λαέρτιου. Εκεί λέγεται ότι
ο Πύρρων, όπως αναφέρει ο Αινησίδημος στο πρώτο βιβλίο των «Πυρρώνει-
ων λόγων», ακολουθούσε τα φαινόμενα (φαινομένοις ἀκολουθεῖν).378 Παρά
το γεγονός ότι η πραγματεία μας δεν έχει ως ιδιαίτερο θέμα τον νεοπυρρωνι-
σμό, ας παρατεθεί στο σημείο αυτό ένα ακόμη χωρίο του Διογένη του Λαέρ-
τιου, στο οποίο περιγράφεται η εν λόγω φαινομεναλιστική στάση των μετα-
γενέστερων σκεπτικών, την οποία και οι ίδιοι προσπαθούσαν να παρουσιά-
σουν ως γνήσιο στοιχείο της φιλοσοφίας του αγαπημένου διδασκάλου τους
Πύρρωνα. Εναντίον της στωικής κριτικής, κατά την οποία ο σκεπτικισμός
αναιρεί την ίδια τη ζωή αναιρώντας όλα όσα τη συνιστούν, οι σκεπτικοί υπε-
ρασπίζουν τις θέσεις τους ως εξής:379

376. Caizzi, σελ. 263.


377. Diogenes Laertius, Vitae, IX,62,5–7, απόσπ. 7 Caizzi. Δεν θα χαρακτήριζε σίγουρα κα-
νείς πρακτικό και προσεκτικό τρόπο συμπεριφοράς (μὴ ἀπροοράτως πράττειν = «όχι απρόσε-
κτα» δηλαδή «πολύ προσεκτικά», σύμφωνα με το ρητορικό σχήμα λιτότητας, κατά το οποίο
μία θετική έννοια εκφράζεται με την άρνηση του αντιθέτου της) τη σύγκρουση του Πύρρωνα
με τα γύρω αντικείμενα, αποτέλεσμα της δυσπιστίας του ως προς τις αισθήσεις.
378. Ό.π., IX,106,1 – 3, απόσπ. 8 Caizzi.
379. Παρομοίως εκφράζεται σχετικά με το φαινόμενο ως σκεπτικό κριτήριο της αλήθειας
και ο Σέξτος Εμπειρικός, Pyrrh. hyp. I,19–20. Η εξήγησή του, σε σύγκριση με εκείνην του Διο-
γένη, παρουσιάζει επιπρόσθετο ενδιαφέρον και για το γεγονός ότι ο Σέξτος μοιάζει εδώ σαν
να είχε προβλέψει την κριτική που άσκησε πολύ αργότερα ο Ρότζερ Μπέικον στην εσπευσμέ-
172 Ο Πύρρων

Οὐ γὰρ τὸ ὁρᾶν ἀναιρεῖν, ἀλλὰ τὸ πῶς ὁρᾶν ἀγνοεῖν. καὶ γὰρ τὸ


φαινόμενον τιθέμεθα, οὐχ ὡς καὶ τοιοῦτον ὄν. Καὶ ὅτι τὸ πῦρ καίει
αἰσθανόμεθα· εἰ δὲ φύσιν ἔχει καυστικὴν ἐπέχομεν. καὶ ὅτι κινεῖταί τις
βλέπομεν, καὶ ὅτι φθείρεται· πῶς δὲ ταῦτα γίνεται οὐκ ἴσμεν. Μόνον
οὖν, φασίν, ἀνθιστάμεθα πρὸς τὰ παρυφιστάμενα τοῖς φαινομένοις
ἄδηλα.
«Οι σκεπτικοί δεν αναιρούν το γεγονός ότι βλέπουμε, αλλά δηλώνουν
άγνοια σχετικά με το ερώτημα πώς380 βλέπουμε. «Και αυτό γιατί ενώ
παραδεχόμαστε το φαινόμενο, 381 δεν υποστηρίζουμε ότι και πραγματι-
κά είναι τέτοιο. Αισθανόμαστε το ότι η φωτιά καίει, αλλά αναστέλλου-
με την κρίση μας σχετικά με το αν έχει όντως την καυστική φύση. Πα-
ρομοίως, βλέπουμε ότι κάποιος κινείται ή ότι πεθαίνει, δεν γνωρίζουμε
όμως πώς382 γίνονται αυτά. Αντιστεκόμαστε, δηλαδή, όπως λένε, μόνο
στα αφανή, τα οποία βρίσκονται πίσω από τα φαινόμενα».
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,104,8–105,3)383

Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρήσαμε να αποδείξουμε ότι η φαινομεναλιστική


ερμηνεία του Πύρρωνα υπήρξε, από την οπτική των μεταγενέστερων υπο-
στηρικτών του, ένα «φυσιολογικό» και πλήρως κατανοητό βήμα που έκαναν
εκείνοι, στην προσπάθειά τους να μετριάσουν και να εναρμονίσουν τις πρω-
ταρχικά πολύ ριζικές και ανεφάρμοστες στη ζωή στάσεις του Πύρρωνα με
την πρακτική ζωή του ανθρώπου. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη

νη επαγωγή. Για να δηλώσει το συγκεκριμένο φιλοσοφικό νόημα, ο Σέξτος χρησιμοποίησε τη


λέξη προπέτεια, που σήμαινε στα αρχαία «ιδιότητα του βιαστικού ή εσπευσμένου στις κρίσεις
του». Ο Σέξτος αναφέρει παρακάτω (ό.π., I,20,5–7) ότι οι σκεπτικοί δεν είχαν ποτέ σκοπό να
αναιρέσουν τα φαινόμενα, παρά μόνο να δείξουν ότι οι δογματικοί κρίνουν εσπευσμένα
(προπέτεια). Με αυτόν τον τρόπο ο Σέξτος προσπαθεί να αποκλείσει οτιδήποτε το εσπευσμένο
από τις κρίσεις του: κατὰ τῶν φαινομένων ἐρωτῶμεν λόγους, οὐκ ἀναιρεῖν βουλόμενοι τὰ
φαινόμενα τούτους ἐκτιθέμεθα, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύντες τὴν τῶν δογματικῶν προπέτειαν. («Ενώ
προβάλλουμε επιχειρήματα εναντίον των φαινομένων, δεν κάνουμε το ίδιο, προκειμένου να
τα αναιρέσουμε, αλλά με σκοπό να φανερώσουμε την τάση των δογματικών να κρίνουν
εσπευσμένα»).
380. Όπως γίνεται φανερό από τα συμφραζόμενα, καθώς και από το αμέσως ακόλουθο
κείμενο, η άρνηση της δυνατότητας να γνωρίζουμε το «πώς (ο άνθρωπος) βλέπει» (πῶς ὁρᾶν)
πρέπει να ερμηνευτεί με την έννοια ότι δεν έχει νόημα για τους σκεπτικούς να εξετάσουν το
ερώτημα αν η όραση μάς παρουσιάζει τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα ή όχι.
381. Αυτό που όντως εννοούσε ο συγγραφέας με τη συγκεκριμένη έκφραση, θα μπορού-
σαμε να το εκφράσουμε εμείς με τον εξής «πιο ρητό» τρόπο: «Αυτό που γίγεται αντιληπτό με
τις αισθήσεις (τὸ φαινόμενον), το θέτουμε και αυτό για τον εαυτό μας (τιθέμεθα), ως κριτήριο
της φαινομενικής αλήθειας και της ορθής δράσης».
382. Το «πώς» χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια της αλήθειας ή μη του φαινομένου, με
την έννοια δηλαδή αν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που το προκάλεσε ή όχι.
383. Πρβλ. επίσης παρόμοιους ισχυρισμούς που σώζονται στο έργο του Διογένη του Λα-
έρτιου, στα χωρία που αμέσως προηγούνται: Vitae, IX,103,1–IX,104,1.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 173

στρατηγική των μεταγενέστερων σκεπτικών είναι αρκετά τεκμηριωμένη επί


τη βάσει των αρχαίων πηγών, καθώς και πλήρως κατανοητή ως προς την πε-
ραιτέρω διάδοση του πυρρωνισμού, υπάρχουν ακόμα και σήμερα πολλοί
ερευνητές, οι οποίοι ταυτίζουν τη νεοπυρρώνεια εικόνα (ή μάλλον την παρα-
φθορά) του Πύρρωνα με την ιστορική υπόσταση του φιλοσόφου. Ο πιθανό-
τερος λόγος της ιστορικής αναλήθειας της νεοπυρρώνειας (ή και οιασδήποτε
άλλης σύγχρονης), φαινομεναλιστικής ερμηνειας του Πύρρωνα έγκειται στο
γεγονός ότι η εικόνα του Πύρρωνα, όπως προκύπτει από αυτήν, είναι εντε-
λώς ασύμβατη με εκείνη που αναδύεται από άλλες –πιθανότερες ιστορικά–
δοξογραφικές πηγές· κυρίως από το απόσπασμα του Αριστοκλή στο έργο
του Ευσέβιου. Επομένως, αν από το φάσμα των ιστορικά πιθανών ερμηνει-
ών του Πύρρωνα απορρίψουμε τη γνωσιολογική ερμηνεία λόγω του ότι στη-
ρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μία απίθανη και υπερβολικά εξεζητημένη
φιλολογική διόρθωση του αρχαίου κειμένου, ως αληθοφανείς –από την οπτι-
κή της ιστορικής ανασύστασης της φιλοσοφίας του Πύρρωνα– παραμένουν
κατά βάση οι εξής ερμηνείες: η μεταφυσική, η ηθική και η ανατολική. Η επι-
λογή μας ανάμεσα στην ηθική και στη μεταφυσική ερμηνεία εξαρτάται από
το αν αποδεχόμαστε ή όχι ορισμένα φιλολογικού κυρίως χαρακτήρα επιχει-
ρήματα, επί τη βάσει των οποίων ο Brunschwig ξεχωρίζει τον ιστορικό Πύρ-
ρωνα –έναν καθαρά ηθικό φιλόσοφο– από αυτό που υπήρξε, κατά τον ίδιο
ερευνητή, απλά και μόνο δημιούργημα του Τίμωνα. Στο δημιούργημα δε αυ-
τό θα πρέπει να αποδοθούν, κατά τον Brunschwig, οι όποιες μη ηθικές φιλο-
σοφικές απόψεις εμπεριέχονται στο απόσπασμα του Αριστοκλή. Η όποια τε-
λεσίδικη ωστόσο κρίση σχετικά με το παραπάνω ερώτημα είναι, κατά τη
γνώμη μας, και εξαιτίας της ανυπαρξίας επιπλέον πηγών, αδύνατη. Τέλος, η
ανατολική ερμηνεία, από ιστορική άποψη αρκετά αληθοφανής αυτή καθ’
αυτή και τεκμηριωμένη μάλιστα με περισσότερα του ενός επιχειρήματα, φέρ-
νει τον αναγνώστη πιο κοντά σε διάφορους –πολιτισμικού κυρίως χαρακτή-
ρα– παράγοντες που πολύ πιθανόν να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο κατά
τη γέννηση του πυρρωνισμού.


6

Eίναι μήπως συμβατή η (ευδαίμων) ζωή


με τη ριζική απόρριψη της γνώσης;

Σ το τελευταίο μέρος της πραγματείας μας θα επανέλθουμε και


πάλι στο κεντρικό της θέμα και θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε,
υπό το πρίσμα μάλιστα της προαναφερθείσας ερμηνείας, την ενδιαφέρουσα
«συνταγή» που μας χάρισε ο Πύρρων για τη σωστή ανθρώπινη δράση, μέσω
της οποίας θα πρέπει να γίνουμε ευδαίμονες. Το «πρόγραμμα» της ευδαιμο-
νίας, που είχε σχεδιάσει ο Πύρρων, διαφέρει σημαντικά από την κυρίαρχη
ελληνική φιλοσοφική παράδοση, η οποία συνδέει άρρηκτα την απόκτηση της
ευδαιμονίας με την τελειότητα της γνώσης.384 Απεναντίας, ο Πύρρων, για να
αποκτήσει την ευδαιμονία (ή, ακριβέστερα, την «ασυγκινησία» - ἀταραξία)
είναι πρόθυμος να απορρίψει τη γνώση εντελώς.
Το πρώτο μας έργο θα είναι να διασαφηνίσουμε τη σχέση ανάμεσα στον
ριζικό γνωστικό σκεπτικισμό του Πύρρωνα και στον σκεπτικισμό που έχει
ως εμβέλειά του το επίπεδο των αξιών, ή, αλλιώς, θα πρέπει να εξηγήσουμε
πώς προκύπτει η ανάγκη για την απόλυτη αξιολογική εκκένωση385 του σκε-

384. Κλασικό πρότυπο φιλοσόφου που συνδέει με άρρηκτους δεσμούς τη σφαίρα της ηθι-
κής συμπεριφοράς του ανθρώπου με την αληθινή γνώση είναι ο Σωκράτης των πρώιμων πλα-
τωνικών διαλόγων. Αυτός πρεσβεύει ότι κανείς δεν αμαρτάνει με τη θέλησή του παρά μονάχα
λόγω της ανεπάρκειας της γνώσης του, πρβλ. Plato, Prot. 345d9–345e4: ἐγὼ γὰρ σχεδόν τι οἶμαι
τοῦτο, ὅτι οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀνδρῶν ἡγεῖται οὐδένα ἀνθρώπων ἑκόντα ἐξαμαρτάνειν οὐδὲ
αἰσχρά τε καὶ κακὰ ἑκόντα ἐργάζεσθαι, ἀλλ᾿ εὖ ἴσασιν ὅτι πάντες οἱ τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ κακὰ
ποιοῦντες ἄκοντες ποιοῦσιν («Και αυτό, γιατί εγώ σχεδόν σίγουρα γνωρίζω ότι καθένας από
τους σοφούς άνδρες είναι της γνώμης ότι κανείς ούτε αμαρτάνει ούτε διαπράττει αισχρές και
άσχημες πράξεις με τη θέλησή του. Απεναντίας, οι σοφοί γνωρίζουν καλά ότι όσοι διαπράτ-
τουν τις αισχρές και τις άσχημες πράξεις, το κάνουν αυτό παρά τη θέλησή τους»). Την ίδια
άποψη, ταύτιση δηλαδή της έννοιας «αρετή» με την έννοια «επιστήμη» (ή, επί τούτου και ταυ-
τόσημα, «σοφία») εκφράζει ο Σωκράτης και σε ένα χωρίο του Ξενοφώντα (Mem. III,9,4,1):
Σοφίαν δὲ καὶ σωφροσύνην οὐ διώριζεν... («Δεν διέκρινε [δηλαδή ο Σωκράτης] τη σοφία από
τη σωφροσύνη»; πρβλ. επίσης ό.π. III,9,5,1–2: ἔφη δὲ καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν
ἀρετὴν σοφίαν εἶναι. («Είπε ότι και η δικαιοσύνη, καθώς και κάθε άλλη αρετή, είναι σοφία»).
385. Τη φράση «αξιολογική εκκένωση» και τα παράγωγά της δεν τη χρησιμοποιούμε εδώ
176 Ο Πύρρων

πτικού σοφού, από τη ριζική απόρριψη κάθε δυνατότητας προς γνώση. Στη
συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να αποφασίσουμε σχετικά με το ερώτημα αν
είναι δυνατόν να ζει κανείς μία ζωή χωρίς αξιολογική κλίμακα. Συνεπώς,
παραθέτοντας κάποια περιστατικά από τη βιογραφία του Πύρρωνα, θα δώ-
σουμε απάντηση και στο ερώτημα αν είναι δυνατόν η ζωή χωρίς αξίες να εί-
ναι ευδαίμων. Ήδη, στο κεφάλαιο 5.6, είχαμε υποδηλώσει ότι το εν λόγω
πρόγραμμα της «αξιολογικά εκκενωμένης» ευδαιμονίας αποδείχτηκε για
τους μεταγενέστερους οπαδούς και τους διαδόχους του Πύρρωνα ανεφάρ-
μοστο και ότι τον ρόλο του κριτηρίου της ανθρώπινης δράσης και απόφασης
τον ανέλαβε στον νεοπυρρωνισμό το φαινόμενο. Τέλος, θα μεταφέρουμε
στον αναγνώστη την πλούσια κριτική, την οποία ασκούσαν στη φιλοσοφία
του Πύρρωνα εκείνοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι και δοξογράφοι (π.χ. ο Κικέ-
ρων), οι οποίοι είχαν κρατήσει τις προαναφερθείσες «παραδοσιακές» στά-
σεις της αρχαίας φιλοσοφίας, γεμίζοντας τη σφαίρα των ανθρώπινων αξιών
με ένα συγκεκριμένο «θετικό» φιλοσοφικό περιεχόμενο, όπως ήταν αυτό που
θεμελιωνόταν πάνω στην (ανθρώπινη) φύση (κατὰ φύσιν) ή (και) στη διανο-
ητική αντίληψη (λόγος). Αναφορικά με την κριτική που ασκούσε ο Κικέρων
στην πρόταση του Πύρρωνα για τη ριζική αξιολογική εκκένωση του σκεπτι-
κού σοφού, θα συζητηθεί, με σύντομο αν μη τι άλλο τρόπο, και η στωική θε-
ωρία της παρόρμησης (ὁρμή). Ο όρος αυτός δηλώνει τη βασική κινητική δύ-
ναμη στο άνθρωπο· κάποια έντονη δηλαδή εσωτερική τάση, η οποία τον οδη-
γεί στην εκτέλεση όλων των ενεργειών που σχετίζονται με την ανθρώπινη
γνώση, την απόφαση και τη δράση.

6.1 Ο ριζικός γνωστικός σκεπτικισμός του Πύρρωνα συνδέεται με τον


αξιολογικό σκεπτικισμό. Διαφορετική προσέγγιση των ακαδημαϊ-
κών στην προβληματική της αδυναμίας γνώσης.
Κατάλληλο σημείο εκκίνησης για την πλήρη κατανόηση του αξιολογικού
σκεπτικισμού του Πύρρωνα σε επίπεδο ηθικής αποτελεί η ριζική και κατ’
εξοχήν αρνητική στάση, την οποία κράτησε ο Πύρρων απέναντι στη δυνατό-
τητα γνώσης των πραγμάτων του κόσμου. Ο ριζικός αυτός σκεπτικισμός του
Πύρρωνα, τον οποίο θα μπορούσε καλύτερα να αποκαλέσει κανείς «γνωσιο-
λογικό μηδενισμό», γίνεται ιδιαίτερα φανερός επί τη βάσει της παραπάνω

με την υποτιμητική έννοια, την οποία πολλές φορές μπορεί να έχει στα νέα ελληνικά. Επομέ-
νως, η συγκεκριμένη φράση δεν παραπέμπει σε έναν αναίσθητο ή αμμοραλιστή χωρίς ηθικές
αξίες άνθρωπο. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Πύρρωνα δηλώνει τον ιδεώδη πυρρώνειο
σοφό, ο οποίος δεν προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις και ως εκ τούτου αποκτά πολύ μεγάλη
ευτυχία.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 177

μεταφυσικής ερμηνείας του αποσπάσματος του Ευσέβιου.386 Για την ερμη-


νεία μας, σημαντικό καθίσταται το γεγονός ότι η ριζοσπαστικότητα της
απόρριψης της δυνατότητας γνώσης από τον Πύρρωνα –όπως μας παρουσι-
άζει το θέμα ο μαθητής του Τίμων– έγκειται στο ότι εκείνη που κάνει τη γνώ-
ση αδύνατη είναι ακριβώς η ίδια η άγνωστη φύση των πραγμάτων, τα οποία
είναι, ως γνωστικά αντικείμενα, από τη βαθύτερη φύση τους (σε οντολογικό
δηλαδή επίπεδο) εντελώς δυσδιάκριτα (ἀδιάφορα), ακαταμέτρητα (ἀστάθμη-
τα) και απροσδιόριστα (ἀνεπίκριτα). Ακριβώς λόγω αυτής της θεμελιώδους
και απόλυτης αδυναμίας γνώσης του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου όχι
μόνο γίνεται αδύνατη η γνώση του κόσμου, αλλά χάνεται εντελώς και η γνω-
στική αρμοδιότητα οιωνδήποτε «γνωσιολογικών» κατηγοριών»: οι αισθήσεις
και οι πεποιθήσεις δεν μας παραχωρούν, κατά τον Πύρρωνα στο παρατεθει-
μένο απόσπασμα του Αριστοκλή, αναληθείς γνώσεις, αλλά τοποθετούνται
εντελώς «εκτός» του χώρου των γνωσιολογικών κατηγοριών: «οι αισθήσεις
μας και οι πεποιθήσεις μας ούτε αληθεύουν ούτε ψεύδονται» (μήτε τὰς
αἰσθήσεις ἡμῶν μήτε τὰς δόξας ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι). Ακριβώς γι’ αυτήν
τη ριζοσπαστικότητα της φιλοσοφικής στάσης του Πύρρωνα, αξίζει ο σκε-
πτικισμός του –κατά τη γνώμη μας– να φέρει και την ονομασία «γνωσιολογι-
κός μηδενισμός».
Σχετικά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πρωτίστως ότι τέτοιου είδους τρό-
πος τεκμηρίωσης της αδυναμίας γνώσης, επί τη βάσει δηλαδή της οντολογι-
κής φύσης του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου, αποτελεί μία σπάνια και
όντως ακραία μέθοδο της θεωρητικής θεμελίωσης του αγνωστικισμού. Και
αυτό γιατί οι μεταγενέστεροι σκεπτικιστές επιχειρηματολογούσαν υπέρ της
αδυναμίας της γνώσης με πολύ πιο «ήπιο» τρόπο απ’ ό,τι ο Πύρρων. Για πα-
ράδειγμα, στη φιλοσοφία του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη, κορυφαίων
εκπροσώπων της σκεπτικής Ακαδημίας, η αναστολή της κρίσεως (ἐποχή)
αποτελεί φυσικό σκοπό και συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει η επιχειρημα-
τολογία και για τις δύο πλευρές ενός ζητήματος (in utramque partem, ἡ εἰς
ἑκάτερα ἐπιχείρησις). Με την αναστολή της κρίσεως εννοείται στον ακαδη-
μαϊκό σκεπτικισμό κάτι σαν αναποφασιστικότητα (ἀοριστία), η οποία και

386. Για τη μεταφυσική ερμηνεία, πρβλ. το κεφάλαιο 5.3. Η σημασία και ο τρόπος, με τον
οποίο χρησιμοποιούμε εδώ τους όρους «(ριζικός) σκεπτικισμός», «αγνωστικισμός», «γνωστι-
κός μηδενισμός» και «αξιολογικός μηδενισμός», δεν έχουν καμία συνάφεια με κάποια συγκε-
κριμένη ιστορική-φιλοσοφική διδασκαλία και η έννοια των εν λόγω όρων, γίνεται, τις περισ-
σότερες φορές, ολοφάνερη από τα συμφραζόμενα. Συνεπώς, με τον όρο «μηδενισμός» (γνω-
στικός, αξιολογικός) εννοούμε την ακραία στάση την οποία κρατά εκείνος που αρνείται κάθε
γνωσιολογική αρμοδιότητα ή ακόμη και την ίδια την ύπαρξη οιωνδήποτε αληθών προτάσεων
και ηθικών αξιών.
178 Ο Πύρρων

συνεπάγεται την εντολή να μην ορίσουμε τίποτε και να μην διατυπώσουμε


με ανεπιφύλακτο τρόπο (βεβαίως) τη γνώμη μας για οτιδήποτε:
Τὴν εἰς ἑκάτερα ἐπιχείρησιν ἀρίστην εἶναι διδασκαλίαν ὁ Φαβωρῖνός
φησιν. ᾿Ονομάζουσι δ᾿ οὕτως οἱ ᾿Ακαδημαϊκοὶ καθ᾿ ἣν τοῖς ἀντι-
κειμένοις συναγορεύουσιν. Οἱ μὲν οὖν παλαιότεροι τελευτᾶν αὐτὴν εἰς
ἐποχὴν ὑπολαμβάνουσιν, ἐποχὴν καλοῦντες τὴν ὡς ἂν εἴποι τις ἀο-
ριστίαν, ὅπερ ἐστὶ περὶ μηδενὸς πράγματος ὁρίσασθαι μηδ᾿ ἀποφήνα-
σθαι βεβαίως.
«Την επιχειρηματολογία και για τις δύο πλευρές ενός ζητήματος θεω-
ρεί ο Φαβωρίνος387 τον καλύτερο τρόπο διδασκαλίας. Έτσι αποκαλούν
οι ακαδημαϊκοί τη διδασκαλία, διαμέσου της οποίας οι ίδιοι υπερασπί-
ζονται τις αντιφατικές θέσεις. Ωστόσο, παλαιότεροι ακαδημαϊκοί θεω-
ρούσαν ότι η συγκεκριμένη μέθοδος καταλήγει στην αναστολή της κρί-
σεως, κάτι που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς και ως αναποφασιστι-
κότητα, πράγμα που δηλώνει την εντολή να μην ορίσουμε τίποτε και να
μην διατυπώσουμε τη γνώμη μας για οτιδήποτε με ανεπιφύλακτο τρό-
πο».
(Galenus, De opt. doctr. 1,40,1–7)

Πρακτικό παράδειγμα της σκεπτικής χρήσης της εν λόγω επιχειρηματολογί-


ας in utramque partem αποτελεί η φιλοσοφική δραστηριότητα του Καρνεάδη
κατά τη διαμονή του στη Ρώμη. Εκεί, σύμφωνα με την πληροφορία του Λα-
κτάντιου, έδωσε ο ίδιος στο κοινό μερικές διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη.
Ενώ την πρώτη μέρα εγκωμίασε τη δικαιοσύνη στην ομιλία του, την επόμε-
νη, όπως κάνει λόγο ο Λακτάντιος, ανέτρεψε τους προηγούμενούς του ισχυ-
ρισμούς, προβάλλοντας κάποια επιχειρήματα που ήταν αντίθετα προς τα
χθεσινά, ούτως ώστε να αναιρέσει εντελώς τη δικαιοσύνη. Ωστόσο, δεν το
έκανε αυτό με τη σοβαρότητα του φιλοσόφου, η γνώμη του οποίου θα πρέ-
πει να είναι ισχυρή και σταθερή, αλλά σαν να έκανε κάποιου είδους ρητορι-
κή άσκηση της επιχειρηματολογίας και για τις δύο πλευρές ενός ζητήματος.
Κατά τον Λακτάντιο, όμως, ο Καρνεάδης δεν το έκανε αυτό με την πεποίθη-
ση ότι η δικαιοσύνη θα πρέπει να εξευτελιστεί, αλλά με στόχο, μάλλον, να
καταδείξει ότι οι ξακουστοί υποστηρικτές της (όπως υπήρξαν ο Πλάτων ή ο
Αριστοτέλης) δεν είχαν αναφέρει, κατά τη συζήτηση περί της δικαιοσύνης,
τίποτε που θα ήταν ασφαλές ή βέβαιο.388 Επί τη βάσει όλων αυτών που γνω-

387. Όπως είχαμε ήδη αναφέρει (βλ. την υποσημ. 279), πρόκειται για έναν γνωστό αρχαίο
συγγραφέα, ο οποίος έζησε στο τέλος του 1ου και στην αρχή του 2ου μ. Χ. αι. και ο οποίος εν-
διαφερόταν για τον πυρρωνισμό και τη Νέα Ακαδημία.
388. Lactantius, Div. instit. 5,14,3–5;  Epit. 50,8: ...sed idem disputationem suam postridie contra-
ria disputatione subvertit et iustitiam quam pridie laudaverit sustulit, non quidem philosophi gravita-
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 179

ρίζουμε για τον Πύρρωνα, καθίσταται κατ’ εξοχήν απίθανο ο Πύρρων, μία
εν πολλοίς ιδιόρρυθμη, ταυτόχρονα όμως επιβλητική και σεβαστή φιλοσοφι-
κή προσωπικότητα, ένας κήρηκας που ανάγγελλε με παθητικό τρόπο την θεϊ­
κή του σοφία σ’ όλο τον κόσμο, να προέβαλε αμφίσημα επιχειρήματα υπέρ
και κατά κάποιας θέσης. Και αυτό γιατί ο Πύρρων πρέσβευε τις φιλοσοφι-
κές και πνευματικές του στάσεις με απλό, ξεκάθαρο και ολοφάνερο τρόπο
και έτσι δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να χρησιμοποιήσει αμφίσημα επι-
χειρήματα, ούτε να εφάρμοσει σοφιστικές μεθόδους στις φιλοσοφικές του
συζητήσεις.
Ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα, που έχουμε εντοπίσει με ακρίβεια, επί τη
βάσει των σωζόμενων πηγών, στο επίπεδο της γνώσης των υλικών αντικειμέ-
νων του κόσμου (πράγματα), πρέπει να συνδεθεί, με κάποιο τρόπο, και με
την πυρρώνεια απόρριψη κάθε δυνατότητας γνώσης των ηθικών αξιών. Οι
σωζόμενες πηγές αναφέρουν μόνο ότι ο Πύρρων αμφισβήτησε τη «φυσική»
προέλευση και τη «φυσική» θεμελίωση (τῇ ἀληθείᾳ, φύσει κατά αντιδιαστο-
λή προς νόμῳ, ἔθει) οιωνδήποτε ηθικών αξιών που διέπουν την ανθρώπινη
δράση:
οὐδὲν γὰρ ἔφασκεν οὔτε καλὸν οὔτ᾿ αἰσχρὸν οὔτε δίκαιον οὔτ᾿ ἄδικον·
καὶ ὁμοίως ἐπὶ πάντων μηδὲν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ, νόμῳ δὲ καὶ ἔθει πάντα
τοὺς ἀνθρώπους πράττειν...
«Υποστήριζε (δηλαδή ο Πύρρων) ότι τίποτε δεν είναι ούτε όμορφο, ού-
τε άσχημο, ούτε δίκαιο, ούτε άδικο και παρομοίως τίποτε εν γένει δεν
έγκειται στην αλήθεια, αλλά τα πάντα τα κάνουν οι άνθρωποι σύμφω-
να με τις συμβάσεις και τη συνήθειά τους».
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi)

te, cuius firma et stabilis debet esse sententia, sed quasi oratorio exercitii genere in utramque partem
disserendi . ... non quia vituperandam esse iustitiam sentiebat, sed ut illos defensores eius (sc. Plato-
nem et Aristotelem) ostenderet nihil certi, nihil firmi de iustitia disputare.; βλ. Long, A., A. – Sedley,
D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 439. Εντελώς διαφορετική φιλοσοφική προσέγγιση,
με στόχο να καταδείξουν ότι ο κόσμος είναι άγνωστος, εφάρμοσαν οι νεοπυρρώνειοι φιλόσο-
φοι. Τη μέθοδό τους συγκρίνει με εκείνη του σκεπτικού ακαδημαϊκού Αρκεσίλαου ο νεοπυρ-
ρώνειος φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι τα
δύο φιλοσοφικά ρεύματα σχεδόν ταυτίζονται, υπάρχει μεταξύ τους κάποια διαφορά, ακριβέ-
στερα το ότι οι νεοπυρρώνειοι φτάνουν στην αναστολή της κρίσεως (ἐποχή) επί τη βάσει εκεί-
νων που μας παρουσιάζονται σε μορφή φαινομένου (κατὰ τὸ φαινόμενον), όχι όμως με ανεπι-
φύλακτο τρόπο (διαβεβαιωτικῶς) και όχι ως προς τη φύση των πραγμάτων (ὡς πρὸς τὴν
φύσιν), όπως ακριβώς το κάνει η σκεπτική Ακαδημία; Sextus Empiricus, Pyrrh. hyp. I,233,3–5
(για το σχετικό αρχαιοελληνικό κείμενο βλ. την υποσημ. 350). Υπενθυμίζουμε ότι είναι ακρι-
βώς το φαινόμενο το στοιχείο εκείνο που ανέδειξαν οι νεοπυρρώνειοι (Αινησίδημος) ως το
σημαντικότερο κριτήριο της δράσης, καθώς και της θεωρητικής γνώσης. Πρβλ. σχετικά και
τη φαινομεναλιστική ερμηνεία του Πύρρωνα (κεφ. 5.6), την οποία και συγκρότησαν οι νεο-
πυρρώνειοι.
180 Ο Πύρρων

…ὅτι οὔτε ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων
ταῦτα νόμῳ389 κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα.
« …ότι τίποτε δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του,
αλλά τα κρίνουν αυτά οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές
τους, όπως θεωρεί ο Τίμων».
(Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,4–6, zl. 64 Caizzi)

Αν, δηλαδή, το αντικείμενο της «αξιολογικής» γνώσης «συνίσταται» μόνο


από τις συμβατικότητες (νόμος) και από τη συνήθειά μας (ἔθος), η αληθινή
γνώση των γνήσιων και των πάνω στη φύση θεμελιωμένων αξιών είναι αδύ-
νατη. Όπως συμβαίνει και στο επίπεδο της γνώσης των πραγμάτων του κό-
σμου, έτσι και εδώ, στον χώρο δηλαδή των αξιών, η αληθινή και αντικειμενι-
κή γνώση δεν είναι δυνατή λόγω αυτού του ιδιαίτερου χαρακτήρα του ίδιου
του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, ρητή και κατηγορηματική σύνδεση
των δύο αυτών τομέων γνώσης δεν βρίσκουμε πουθενά στις σωζόμενες πη-
γές μας. Το συγκεκριμένο γεγονός γίνεται κατανοητό από το ότι οι αρχαίοι
στοχαστές δεν αισθάνθηκαν καθόλου την ανάγκη να εκφράσουν, ρητά και
κατηγορηματικά, τη σύνδεση ανάμεσα στη σφαίρα της γνώσης των πραγμά-
των και στη σφαίρα της γνώσης των αξιών. Αντιθέτως, για τους αρχαίους
φιλοσόφους, μετά την εποχή του Σωκράτη τουλάχιστον, είχε καταστεί πολύ
φυσικό και εντελώς κατανοητό το ότι η γνώση του εξωτερικού κόσμου είναι
πάντοτε στενά συνδεδεμένη με τη σφαίρα του ανθρώπου, την αυτογνωσία
του και τη φροντίδα για τον εαυτό του. Επομένως, δεν υπήρχε στην αρχαιό-
τητα κάποια αξιολογικά «καθαρή» ή «κενή» γνώση, μία γνώση δηλαδή στο
έπακρο ακαδημαϊκού και θεωρητικού χαρακτήρα, η οποία θα είχε ως απο-
κλειστικό στόχο της κάτι που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «αντικειμενι-
κή αλήθεια» εντελώς απομονωμένη από τη σφαίρα του ανθρώπου. Από την
οπτική αυτή, η ριζικά απορριπτική στάση που κράτησε ο Πύρρων απέναντι
στη γνώση των πραγμάτων έχει ως φυσικό επακόλουθο την πολύ ριζική
απόρριψη ολόκληρης της σφαίρας των ηθικών αξιών.

389. Αποδεχόμαστε εδώ τη φιλολογική διόρθωση του Hirzel, ο οποίος απορρίπτει την
εναλλακτική νόῳ («με το νου», «με τη διάνοια»), την οποία βρίσκουμε στις υπόλοιπες κριτικές
εκδόσεις. Η εν λόγω πρόταση του Hirzel, ο οποίος και προσπαθεί να αποκαταστήσει το πρω-
ταρχικό κείμενο του συγκεκριμένου στίχου, φαίνεται αρκετά εύλογη και ιστορικά αληθοφα-
νής, εκτός των άλλων γιατί στο συγκεκριμένο χωρίο λανθάνει μία σημαντική αναλογία με ένα
χωρίο του Διογένη του Λαέρτιου, όπου χρησιμοποιείται η ίδια έκφραση νόμος σε πολύ παρό-
μοια συμφραζόμενα (Vitae, IX,61,10, απόσπ. 1A Caizzi; βλ. παραπάνω).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 181

6.2 Ο αξιολογικός μηδενισμός αποτελεί για τον άνθρωπο την πηγή της
μεγαλύτερης ευτυχίας με τη μορφή της ασυγκινησίας. Η επιθυμία
συνιστά το μεγαλύτερο κακό.
Στο εξής θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε πώς σχετίζεται η αναφερθείσα
αξιολογική εκκένωση του πυρρώνειου σοφού με εκείνη την παράξενη ευτυ-
χία (εὐδαιμονία), την οποία αποκτά αυτός υπό τη μορφή της ασυγκινησίας
(ἀταραξία). Επί τη βάσει όλων των σχετικών διαθέσιμων σ’ εμάς πηγών, φαί-
νεται πολύ πιθανό ο ίδιος ο ιστορικός Πύρρων να μην είχε εξετάσει λεπτομε-
ρώς και σε θεωρητικό επίπεδο τη σχέση ανάμεσα στις αξίες (ακριβέστερα την
απόρριψή τους) και στην ανθρώπινη δράση. Ωστόσο, η λύση του συγκεκρι-
μένου προβλήματος, την οποία είχε προσφέρει ο Πύρρων, αποτελούσε αντι-
κείμενο μιας πλούσιας θεωρητικής συζήτησης, η οποία και έλαβε χώρα αργό-
τερα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και αυτό στο ορολογικό πλαίσιο της
κατοπινής και πιο «αναπτυγμένης» ελληνιστικής φιλοσοφίας. Οι θεμελιώδεις
έννοιες αυτής της ελληνιστικής συζήτησης, η οποία εξάλλου είχε ως θέμα τη
γνώση, τις αξίες και τη σχέση τους με την (ελεύθερη) ανθρώπινη δράση,
υπήρξαν, ακόμη και στο έδαφος της σκεπτικής Ακαδημίας και του επικουρι-
σμού, οι στωικές έννοιες της «παρόρμησης» (ὁρμή) και της «συναίνεσης» (συ-
γκατάθεσις).390 Πριν προβούμε σε μία σύντομη ερμηνεία των συγκεκριμένων
στωικών όρων και ασχοληθούμε με το ερώτημα πώς γίνεται αντιληπτή η στά-
ση του Πύρρωνα από τη φιλοσοφική οπτική των στωικών, θα προσπαθήσου-
με να εικάσουμε –επί τη βάσει των ενδείξεων που διαθέτουμε– το πώς, κατά
πάσα πιθανότητα, αντιλαμβάνεται ο Πύρρων τη σχέση ανάμεσα στις αξίες (ή
καλύτερα στην άρνησή τους) και στην ανθρώπινη δράση.
Ως κατάλληλη αφετηρία για την ερμηνεία μας θα έχουμε εκείνες τις δια-
τυπώσεις του Πύρρωνα, στις οποίες ο ίδιος υποδηλώνει ότι το ηθικό ιδανικό
το αποκτά κανείς, όταν οι βιοτικές του αποφάσεις δεν υπόκεινται σε κανένα
αξιολογικό κριτήριο:
παγκάλως δὲ καὶ ὁ Τίμων ἔφη· πάντων μὲν πρώτιστα κακῶν ἐπιθυμίη
ἐστί.
«Με τον πιο σωστό τρόπο, το εξέφρασε ο Πύρρων: η επιθυμία συνιστά
το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά». 391
(Athenaeus VIII,337,A; in: απόσπ. 65 Caizzi)

390. Βλ. Kalaš, A.: Úloha pudu a súhlasu v stoickej epistemológii.


391. Κατά τον A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 13), ο συγκεκριμένος στίχος
προέρχεται από το έργο του Τίμωνα ᾿Ινδαλμοί («απάτες») και ο Αθηναίος τον βρήκε, κατά
πάσα πιθανότητα, σε κάποια γνωμολογία (συλλογή γνωμικών αποφθεγμάτων).
182 Ο Πύρρων

Στο παρακάτω παρατεθέν απόσπασμα, όπου εξάλλου βρίσκουμε μια από τις
πιο σημαντικές για μας αρχές του Πύρρωνα, αναφέρονται από τον Σέξτο
δυο επιχειρήματα, τα οποία μπορούν πιθανόν να εφαρμοστούν εναντίον του
σκεπτικού εκείνου, ο οποίος εφαρμόζει στη ζωή του με εμβριθή τρόπο την
αρχή της αναστολής της κρίσεως (ἐποχή). Η πρώτη αντίρρηση συνίσταται
στο γεγονός ότι ο σκεπτικός, εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη αρχή, υποπί-
πτει στην αδράνεια (ἀνενεργησία), ενώ η δεύτερη έγκειται στην κατηγορία
ότι τέτοιου είδους άνθρωπος, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, φτάνει
σε αδιέξοδο (ἀπέμφασις). Κατά την πρώτη αντίρρηση, ο συγκεκριμένος άν-
θρωπος απορρίπτει την ίδια τη ζωή, και αυτό γιατί ούτε αποφεύγει ούτε απο-
φασίζει για κάτι στη ζωή του, η οποία όμως δεν αποτελείται από τίποτε άλλο
παρά από αποφάσεις και αρνήσεις. Στο δεύτερο αναφερθέν αντεπιχείρημα,
γίνεται και πάλι λόγος για την παραπάνω σημαντικότερη αρχή του πυρρώ-
νειου σοφού: «τίποτε δε θα αποφεύγει ούτε θα αποφασίζει για κάτι» (ἀφυγὴς
καὶ ἀναίρετος ἔσται). Η πλήρης πραγματοποίησή της σε κάθε περίσταση της
ζωής είναι αδύνατη, επειδή ακόμα και ο σκεπτικός σοφός, στην προσπάθειά
του να εφαρμόζει με εμβριβή τρόπο την αρχή της αναστολής της κρίσεως
(ἐποχή), φτάνει κατ’ ανάγκην σε αδιέξοδο. Αυτό θα γίνει –κατά τους αντι-
πάλους του σκεπτικισμού– στην περίπτωση που ο ίδιος βρεθεί υπό την εξου-
σία ενός αμείλικτου τυράννου, ο οποίος θα τον αναγκάσει να διαλέξει, παρά
τη θέλησή του σοφού, το ένα από τα εξής δύο: είτε να εκτελέσει κάποια απαί-
σια εντολή του τύραννου είτε να πεθάνει:
ὅθεν καὶ καταφρονεῖν ἀναγκαῖον τῶν εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περι-
κλείεσθαι νομιζόντων ἢ εἰς ἀπέμφασιν, καὶ εἰς ἀνενεργησίαν μέν, ὅτι
τοῦ βίου παντὸς ἐν αἱρέσεσι καὶ φυγαῖς ὄντος ὁ μήτε αἱρούμενός τι
μήτε φύγων δυνάμει τὸν βίον ἀρνεῖται καί τινος φυτοῦ τρόπον ἐπεῖχεν,
εἰς ἀπέμφασιν δέ, ὅτι ὑπὸ τυράννῳ ποτὲ γενόμενος καὶ τῶν ἀρρήτων τι
ποιεῖν ἀναγκαζόμενος ἢ οὐχ ὑπομενεῖ τὸ προσταττόμενον, ἀλλ᾿ ἑκούσι-
ον ἑλεῖται θάνατον, ἢ φεύγων τὰς βασάνους ποιήσει τὸ κελευόμενον,
οὕτω τε οὐκέτι “ἀφυγὴς καὶ ἀναίρετος ἔσται” κατὰ τὸν Τίμωνα, ἀλλὰ
τὸ μὲν ἑλεῖται, τοῦ δ᾿ ἀποστήσεται, ὅπερ ἦν τῶν μετὰ πείσματος κατει-
ληφότων τὸ φευκτόν τι εἶναι καὶ αἱρετόν.
«Γι’ αυτό πρέπει να περιφρονούμε και εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι
αυτός (δηλαδή ο σκεπτικός) περιορίζεται στην απραξία ή ότι φτάνει σε
αδιέξοδο. Όσον αφορά την απραξία, αναφέρουν ότι εκείνος, ο οποίος
ούτε παίρνει καμία απόφαση ούτε αποφεύγει τίποτε, παραμένει σε μία
στάση που μοιάζει με εκείνη κάποιου φυτού και έτσι απορρίπτει όντως
την ίδια τη ζωή, επειδή αυτή, στο σύνολό της, έγκειται σε αποφάσεις
και σε αρνήσεις. Όσον αφορά στο αδιέξοδο, αναφέρουν ότι αν βρεθεί
υπό την εξουσία ενός τύραννου και αναγκαστεί να κάνει κάτι το αι-
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 183

σχρό, τότε, είτε δεν θα εκτελέσει την εντολή αυτή και θα πεθάνει εθελο-
ντικά, είτε θα εκτελέσει την εντολή και θα αποφύγει τα βασανιστήρια
του τύραννου. Έτσι, όμως, δεν θα είναι πια «χωρίς άρνηση και χωρίς
επιλογή», όπως πρεσβεύει ο Τίμων, αλλά το ένα θα το αποδεχτεί και το
άλλο θα το απορρίψει. Ακριβώς αυτή ήταν και η στάση εκείνων, οι
οποίοι υποστήριζαν, με πεισματικό τρόπο, ότι στη ζωή μας κάτι πρέπει
να αποφεύγεται και κάτι άλλο να γίνεται δεκτό».
(Sextus Empiricus, Adv. math. XI,162,1–165,1, απόσπ. 66 Caizzi).

Άρα, από τα δύο παραπάνω παρατεθέντα χωρία έχουμε πληροφορηθεί ότι ο


πυρρώνειος σοφός θεωρεί πως η επιθυμία (ἐπιθυμία) είναι η αρχή όλων των
κακών και, στη συνέχεια, ότι ο ίδιος δεν πρέπει ούτε να αποφεύγει ούτε να
επιλέγει στη ζωή του απολύτως τίποτε (ἀφυγὴς καὶ ἀναίρετος). Γιατί, λοιπόν,
η επιθυμία,392 με την οποία και οδηγείται ο άνθρωπος στην απόρριψη κά-
ποιων πραγμάτων και στην επιλογή κάποιων άλλων, θεωρείται πράγμα τόσο
απορριπτέον για τον πυρρώνειο σοφό; Ή, αλλιώς, γιατί ο πυρρώνειος φιλό-
σοφος αντιστέκεται τόσο σθεναρά όχι μόνον στην επιθυμία, αλλά και σε όσες
βιοτικές αποφάσεις την ακολουθούν; Εικάζεται ότι ο Πύρρων δεν απάντησε
ρητά και κατηγορηματικά στην ερώτηση αυτή. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα
με την ερμηνεία μας, θα πρέπει να αρκεστούμε σε ένα πολύ σημαντικό χωρίο
του Σέξτου. Σε αυτό αναφέρεται ότι η ψυχική ταραχή (ὄχλησις) προκύπτει
την ώρα ακριβώς που αποφεύγουμε το κακό (κατὰ τὴν τοῦ κακοῦ φυγὴν) ή
(και) επιδιώκουμε το καλό (κατὰ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δίωξιν). Αξίζει να επιση-
μανθεί ότι αυτήν τη φιλοσοφική άποψη, η οποία εξάλλου εξηγεί πολύ σαφώς
τη σχέση ανάμεσα στην αξιολογική αδιαφορία και στην απαλλαγή από την
ψυχική ταραχή (ὄχλησις), δεν αποδίδει ο δοξογράφος Σέξτος Εμπειρικός ού-
τε στον ίδιο τον Πύρρωνα ούτε στον μαθητή του Τίμωνα. Ωστόσο, η στάση
που κράτησε ο ιστορικός Πύρρων απέναντι στο τεθέν ερώτημα έπρεπε να
ήταν πολύ παρόμοια με αυτήν που δηλώνεται στο εξής κείμενο:
μόνως οὖν ἔσται φυγεῖν ταύτην393, εἰ ὑποδείξαιμεν τῷ ταραττομένῳ
κατὰ τὴν τοῦ κακοῦ φυγὴν ἢ κατὰ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δίωξιν, ὅτι οὔτε
ἀγαθόν τι φύσει ἔστι οὔτε κακόν, ἀλλὰ πρὸς ἀνθρώπων ταῦτα νόμῳ
κέκριται, κατὰ τὸν Τίμωνα.
«Την ψυχική ταραχή δεν θα μπορέσει να αποφύγει κανείς απ’ όλους

392. Στην ακόλουθη ερμηνεία, θα γίνει φανερό ότι η πυρρώνεια επιθυμία (ἐπιθυμία) θα
μπορούσε να ταυτιστεί και με την «παρόρμηση» (ὁρμή) της κατοπινής στωικής ορολογίας, στο
πλαίσιο της οποίας, συν τοις άλλοις, ασκούνταν ολόκληρη η μεταγενέστερη κριτική της πυρ-
ρώνειας συνθήκης για την απόκτηση της ευδαιμονίας.
393. Εννοείται: ὄχλησιν («την ψυχική ταραχή»).
184 Ο Πύρρων

όσοι κλονίζονται αποφεύγοντας τα κακά της ζωής και επιδιώκοντας τα


καλά της με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο αν του δείξουμε ότι τίποτε
δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό σύμφωνα με τη φύση του, αλλά “τα κρί-
νουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τις συμβατικότητές τους394”, όπως θεω-
ρεί ο Τίμων».
(Sextus Empiricus, Adv. math. XI,140,1–6, απόσπ. 64 Caizzi)

Στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου, θα είναι ωφέλιμο να εντοπίσουμε τη φι-


λοσοφική σημασία της άποψης, η οποία δηλώνεται στο παραπάνω χωρίο του
Σέξτου και η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, ανάγεται, με τη σειρά της, μέχρι
και στον ιστορικό Πύρρωνα. Ο λόγος γίνεται εδώ για το ότι ο άνθρωπος που
θέλει να αποκτήσει την ευδαιμονία πρέπει να απορρίψει κάθε διάκριση ανά-
μεσα στο καλό (ἀγαθόν) και στο κακό. Και αυτό, γιατί το πρώτο, το καλό
δηλαδή, αποτελεί, ως πράγμα επιδιωκόμενο (αἱρετόν), αντικείμενο κάθε προ-
σπάθειάς μας (δίωξις) ενώ το δεύτερο, το κακό δηλαδή, ως πράγμα απορρι-
πτέον (φευκτόν), μας αναγκάζει να το αποφεύγουμε συνέχεια (φυγή). Και
στις δύο περιπτώσεις είναι αδύνατον ο άνθρωπος να αποκτήσει την ευδαιμο-
νία, διότι βρίσκεται ασταμάτητα σε κατάσταση ψυχικής ταραχής. Συνεπώς,
το ηθικό ιδεώδες του Πύρρωνα έγκειται στην ψυχική στάση του ανθρώπου,
ο οποίος δεν διαθέτει κανένα κίνητρο που θα τον παρακινούσε σε κάποια
–έστω και την παραμικρή– ενέργεια. Κάθε είδους θετικό κίνητρο, υπό τη
μορφή μάλιστα κάποιου κανόνα που οδηγεί τον άνθρωπο στην «εκτέλεση»
της αντίστοιχης στην αξιολογική του κλίμακα πράξης, θα προκαλούσε σε
αυτόν το αίσθημα της ψυχικής ταραχής (ὄχλησις). Αυτή προκύπτει, κατά
τον συγγραφέα τουλάχιστον του υπό συζήτηση χωρίου, κάθε φορά που μας
αναγκάζει κάποιος ή κάτι να κάνουμε κάτι. Οι ενέργειες, λοιπόν, που τεί-
νουν προς οιονδήποτε σκοπό, οι προσπάθειες που αποβλέπουν στην πραγμα-
τοποίηση οιωνδήποτε ανθρώπινων επιθυμιών, είναι κατ’ εξοχήν απορριπτέ-
ες. Όλα αυτά αποσπούν τον πυρρώνειο σοφό από τον ευδαιμονικό του λή-
θαργο, την επιδιωκόμενη δηλαδή στάση που προκύπτει από τον ευγενέστερο
τρόπο της φιλοσοφίας (γενναιότατα φιλοσοφῆσαι).395 Τέλος, ας υπενθυμί-
σουμε σχετικά μόνο ότι η δοξογραφία επαινεί τον Πύρρωνα, εκτός των άλ-
λων, και γιατί βρισκόταν πάντα στην ίδια ψυχική κατάσταση.396

394. Το παρατεθειμένο μέσα στο κείμενο πεντάμετρο αποτελεί το δεύτερο μέρος κάποιου
ελεγειακού διστίχου, που προέρχεται, κατά τον A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, II, σελ.
8), από το έργο του Τίμωνα Ἰνδαλμοί («Απάτες»), το μόνο σύγγραμμα του Πύρρωνα που
γνωρίζουμε ότι είχε ελεγειακή μορφή.
395. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,6, απόσπ. 1 Caizzi.
396. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,4–5, απόσπ. 10 Caizzi: ...ἀεί τ᾿ εἶναι ἐν τῷ αὐτῷ κα­τα­
στήματι.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 185

6.3 Η άποψη του Πύρρωνα σχετικά με την απόκτηση της ευδαιμονίας


έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση με την τελεολογική ερμηνεία του
κόσμου που κυριαρχούσε στην ελληνική φιλοσοφία.
Από ιστορικής-φιλοσοφικής απόψεως, αξίζει να τονιστεί ότι η προαναφερ-
θείσα φιλοσοφική στάση του Πύρρωνα, η οποία όντως και μας θυμίζει πολύ
περισσότερο την αδράνεια του Ινδού σοφού με τη νιρβάνα του παρά τη στά-
ση ενός Έλληνα ομολόγου του, είναι εντελώς ασύμβατη και με τη γενική το-
ποθέτηση των Ελλήνων στοχαστών επί του θέματος της ευδαιμονίας. Και
αυτό διότι προφανώς αντιβαίνει στην ιδέα της τελεολογικής ερμηνείας του
κόσμου και της ανθρώπινης δράσης, η οποία και ήταν παρούσα –είτε ρητά
είτε υπαινικτικά– στον στοχασμό όλων σχεδόν των αρχαίων φιλοσόφων.397
Κλασικός υπέρμαχος της συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης υπήρξε
ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος μελέτησε λεπτομερώς την ιδέα της τελεολογικής εξή-
γησης του κόσμου τόσο στο πεδίο της φύσης (πρβλ. τα Μετά τα Φυσικά και
τη Φυσική ακρόαση) όσο και σε εκείνο της ανθρώπινης ζωής (πρβλ. τα Πολι-
τικά και τα Ηθικά Νικομάχεια). Προκειμένου, λοιπόν, να φέρουμε τον ανα-
γνώστη πιο κοντά στον τελεολογικό τρόπο της αριστοτέλειας σκέψης, ακρι-
βέστερα, στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης, ας παρατεθούν τα εξής δύο χω-
ρία από τα Ηθικά Νικομάχεια:
Πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις,
ἀγαθοῦ τινὸς ἐφίεσθαι δοκεῖ· διὸ καλῶς ἀπεφήναντο τἀγαθόν, οὗ πάντ᾿
ἐφίεται. διαφορὰ δέ τις φαίνεται τῶν τελῶν·...
«Κάθε είδους τέχνη και μέθοδος, καθώς και κάθε είδους ενέργεια και
πρόθεση, φαίνεται να τείνει προς κάποιο αγαθό. Ακριβώς αυτός ήταν ο
λόγος που όρισαν σωστά το αγαθό εκείνοι που πρέσβευαν ότι είναι
εκείνο προς το οποίο τείνουν τα πάντα. Υπάρχει, όμως, μία σημαντική
διαφορά μεταξύ των στόχων...»
(Aristotelés, Eth. Nic. 1094a1–4).
τελειότερον δὲ λέγομεν τὸ καθ᾿ αὑτὸ διωκτὸν τοῦ δι᾿ ἕτερον καὶ τὸ
μηδέποτε δι᾿ ἄλλο αἱρετὸν τῶν <καὶ> καθ᾿ αὑτὰ καὶ δι᾿ αὐτὸ αἱρετῶν,
καὶ ἁπλῶς δὴ τέλειον τὸ καθ᾿ αὑτὸ αἱρετὸν ἀεὶ καὶ μηδέποτε δι᾿ ἄλλο.
τοιοῦτον δ᾿ ἡ εὐδαιμονία μάλιστ᾿ εἶναι δοκεῖ· ταύτην γὰρ αἱρούμεθα
ἀεὶ δι᾿ αὐτὴν καὶ οὐδέποτε δι᾿ ἄλλο, τιμὴν δὲ καὶ ἡδονὴν καὶ νοῦν καὶ
πᾶσαν ἀρετὴν αἱρούμεθα μὲν καὶ δι᾿ αὐτά (μηθενὸς γὰρ ἀποβαίνοντος

397. Ας υπενθυμίσουμε ότι η τελεολογία (τέλος = «σκοπός», «στόχος», απ’ όπου «τελεολο-
γική εξήγηση», «τελεολογία») είναι εκείνη η εξήγηση του κόσμου και της ανθρώπινης δράσης,
η οποία ερμηνεύει όλα τα γεγονότα στον κόσμο ως πραγματοποίηση κάποιου σκοπού. Αυτός
αποτελεί τη δύναμη, η οποία οδηγεί κάθε γεγονός στην ολοκλήρωσή του.
186 Ο Πύρρων

ἑλοίμεθ᾿ ἂν ἕκαστον αὐτῶν), αἱρούμεθα δὲ καὶ τῆς εὐδαιμονίας χάριν,


διὰ τούτων ὑπολαμβάνοντες εὐδαιμονήσειν. τὴν δ‘ εὐδαιμονίαν οὐδεὶς
αἱρεῖται τούτων χάριν, οὐδ᾿ ὅλως δι᾿ ἄλλο.
«“Πιο τέλειο” αποκαλούμε αυτό που επιδιώκουμε για αυτό το ίδιο από
εκείνο που επιδιώκουμε για χάρη κάποιου άλλου. Και παρομοίως, πιο
τέλειο θεωρούμε εκείνο που δεν επιλέγουμε ποτέ για χάρη κάποιου άλ-
λου, από εκείνα, για τα οποία αποφασίζουμε και γι’ αυτά τα ίδια και
για χάρη του άλλου. Συνεπώς, κατ’ εξοχήν τέλειο398 λέμε εκείνο που
επιλέγουμε πάντοτε για αυτό το ίδιο και ποτέ για χάρη κάποιου άλλου.
Κάτι τέτοιο, μάλιστα, θα πρέπει να είναι η ευδαιμονία, και αυτό διότι
την επιλέγουμε πάντοτε γι’ αυτήν την ίδια και ποτέ για χάρη κάποιου
άλλου. Τα άλλα, ωστόσο, όπως είναι η καλή φήμη, η απόλαυση, η διά-
νοια και κάθε είδους αρετή, όλα αυτά, λοιπόν, τα επιλέγουμε και γι’ αυ-
τά τα ίδια –γιατί θα τα επιλέγαμε, βεβαίως, ακόμη και αν δεν προέκυ-
πτε για μας τίποτε άλλο από αυτά– και για χάρη της ευδαιμονίας, επει-
δή θεωρούμε ότι μέσω αυτών θα γίνουμε ευδαίμονες.399 Την ευδαιμο-
νία όμως, κανείς δεν την επιλέγει για χάρη αυτών, ούτε –γενικά– για
οτιδήποτε άλλο».
(Aristotelés, Eth. Nic. 1097a30–1097b6, τροποποιημένη μετάφραση του
Δημητρίου Λυπουρλή, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ζήτρος 2006).

Στο πρώτο χωρίο, ο Αριστοτέλης λέει ότι κάθε πρακτική καθώς και κάθε θε-
ωρητική ενέργειά μας τείνει προς κάποιο στόχο (τέλος) που ταυτίζεται με το
αγαθό. Αυτό, συνεπώς, συνιστά τον υπέρτατο στόχο, προς τον οποίο τείνουν

398. Το αρχαιοελληνικό επίθετο τέλειος (= «ολόκληρος», «όλος», «ολοκληρωμένος», «σύμ-


φωνος με το είδος του») και ο συγκριτικός βαθμός του, τελειότερος, λέξεις που απαντούν
επανειλημμένα στα συγγράμματα του Αριστοτέλη, μεταφράζονται πολλές φορές με περιφρα-
στικό τρόπο, ως εξής: «που βρίσκεται πιο κοντά στον προορισμό του», «που έφθασε στον
ανώτερο βαθμό της εξέλιξης». Με όλες αυτές τις περιφράσεις επιχειρούμε να αποδώσουμε
την προσπάθεια του Αριστοτέλη να διατυπώσει διάφορους βαθμούς της ολοκλήρωσης των
γεγονότων που τείνουν προς κάποιον σκοπό (τέλος). Η ευδαιμονία, ως απώτατος σκοπός, βρί-
σκεται στην ίδια την κορυφή της πυραμίδας της «τελειότητας».
399. Το γεγονός ότι οι αρετές συνιστούν πράγματι κάποιο μέσο (πρβλ. τη γενική στην έκ-
φραση διὰ τούτων) για την απόκτηση της ευδαιμονίας, αποδεικνύνεται και από τον εξής αρι-
στοτέλειο ορισμό του ανθρώπινου αγαθού (ή, εναλλακτικά, της ευδαιμονίας): τὸ ἀνθρώπινον
ἀγαθὸν ψυχῆς ἐνέργεια γίνεται κατ᾿ ἀρετήν, εἰ δὲ πλείους αἱ ἀρεταί, κατὰ τὴν ἀρίστην καὶ
τελειοτάτην («Το ανθρώπινο αγαθό είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή. Αν,
όμως, οι αρετές είναι περισσότερες, το ανθρώπινο αγαθό ταυτίζεται με την ενέργεια που είναι
σύμφωνη με την καλύτερη και την πιο τέλεια από αυτές. Aristoteles, Eth. Nic. 1098a16–18).
Ωστόσο, η αρετή, στο αριστοτέλειο σύστημα, δεν αποτελεί επαρκή αλλά απαραίτητη μόνον
προυπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας. Για την απόκτηση της τελευταίας καθί-
στανται απαραίτητα και τα αποκαλούμενα «δευτερεύοντα» ή «εξωτερικά» αγαθά (τὰ ἐκτὸς
ἀγαθά); πρβλ. π.χ. ό.π., 1153b17–21).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 187

τα πάντα.400 Στο δεύτερο χωρίο, πάλι, ο Αριστοτέλης ταυτίζει αυτόν τον


υπέρτατο στόχο της ανθρώπινης δράσης και, ταυτόχρονα, το ανώτατο αν-
θρώπινο αγαθό, το οποίο και δεσπόζει στην κορυφή ολόκληρης της ιεραρχί-
ας των στόχων, με την ευδαιμονία.
Γιατί, λοιπόν, η φιλοσοφική θέση του Πύρρωνα παρουσιάζει τόσο έντο-
νη αντίθεση με την παραπάνω (βεβαίως όχι μόνο αριστοτέλεια) τελεολογία
της δράσης; Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τη σημαντικότερη πηγή
για τη δυναμική της ανθρώπινης απόφασης και δράσης συνιστούν οι αξίες,
οι οποίες, πάλι, από την οπτική των παρατεθέντων αριστοτέλειων χωρίων,
αποτελούν τους «τελεολογικούς» στόχους (όχι, βεβαίως, τους υπέρτατους)
της δράσης μας. Ωστόσο, η συνταγή του Πύρρωνα για την απόκτηση της
ευδαιμονίας έγκειται στη ριζική απόρριψη ολόκληρης της σφαίρας των αξι-
ών, οι οποίες, μάλιστα, κατά τον Πύρρωνα, βρίσκονται, όπως και όλα τα
υπόλοιπα «πράγματα του κόσμου», εκτός του χώρου του επιστητού. Την
απαίτηση του Πύρρωνα να στηρίξουμε την ευτυχία μας επάνω στην ακραία
στάση απόρριψης κάθε δυνατότητας για γνώση, όχι μόνο των πραγμάτων
του κόσμου, αλλά και των αξιών, θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, κα-
τά αντιδιαστολή προς την αριστοτέλεια κοσμοθεωρία τουλάχιστον, ως
«αντιτελεολογική». Εντούτοις, θα μπορούσε να προβάλει επίσης την αντίρ-
ρηση ότι η ίδια η επιδιωκόμενη στάση της πυρρώνειας ασυγκινησίας (ἀτα-
ραξία) συνιστά και αυτή κάποιου είδους σκοπό της ανθρώπινης συμπεριφο-
ράς και της ηθικής προσπάθειας. Η σημαντική διαφορά, όμως, έγκειται στο
γεγονός ότι ο Πύρρων, κατά αντιδιαστολή προς τον Αριστοτέλη (βλ. το δεύ-
τερο παρατεθέν χωρίο), απορρίπτει επίσης τους επιμέρους στόχους της αν-
θρώπινης δράσης, οι οποίοι και συμπίπτουν με τις επιμέρους αξίες της αξιο-
λογικής κλίμακας του ανθρώπου.

400. Και σε πολλά άλλα χωρία των συγγραμμάτων του, ταυτίζει ο Αριστοτέλης τον σκοπό
(τέλος) με το αγαθό (τὸ ἀγαθόν); Aristoteles, Phys. II,195a23–25; Met. IV,1013b25–27. Στο Λ´ βι-
βλίο των Μετά τα Φυσικά (XII,1072a34–1072b4), ο Αριστοτέλης ταυτίζει με το ανώτερο αγα-
θό και με αυτό που επιλέγεται για χάρη του ίδιου (τὸ δι᾿ αὑτὸ αἱρετὸν), ακόμη και τον αριστο-
τέλειο Θεό (θεός), τον οποίο και εκλαμβάνει ο μεγάλος στοχαστής ως αντικείμενο αγάπης και
ως πηγή και αφετηρία της κίνησης για άλλα όντα, τα οποία, κινούμενα από τον Θεό, κινούν
και περαιτέρω όντα (κινεῖ δὴ ὡς ἐρώμενον, κινούμενα δὲ τἆλλα κινεῖ). Τον παραπάνω τελεο-
λογικό χαρακτήρα των φυσικών γεγονότων του κόσμου, τον αποδεικνύει ο Αριστοτέλης όχι
μόνον υπό το πρίσμα της απόλυτης οπτικής του Θεού, ως του πρώτου ακίνητου κινούντος,
αλλά και σε αμέτρητα χωρία των βιολογικών του συγγραμμάτων. Βλ. π.χ. Phys. II,199a25–26:
τὰ φύλλα τῆς τοῦ καρποῦ ἕνεκα σκέπης («τα φύλλα των δένδρων χρησιμεύουν για την προ-
στασία των καρπών»).
188 Ο Πύρρων

6.4 Η αξιολογική αδιαφορία του Πύρρωνα φανερωνόταν με την ασυ-


γκινησία και τον παράξενο τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε τις
δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Πώς, δηλαδή, εκδηλωνόταν στη «βιοτική» πρακτική του Πύρρωνα η παρα-
πάνω αναφερθεία αξιολογική εκκένωσή του, ή, θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας
την αριστοτέλεια ορολογία, η ανυπαρξία στη ζωή του οιωνδήποτε ηθικών
αξιών και σκοπών (τὰ τέλη); Πιο λεπτομερώς, είχαμε ασχοληθεί με την προ-
σωπικότητα αυτού του φιλοσόφου στο 2ο κεφάλαιο, όπου και στηριχτήκαμε
σε εκείνες κυρίως τις βιογραφικές πληροφορίες και ανεκδοτικές ιστορίες που
έχουν διασωθεί στο 9ο βιβλίο του συγγράμματος του Διογένη του Λαέρτιου
Βίοι φιλοσόφων. Ως εκ τούτου, θα κάνουμε λόγο εδώ για μερικά μόνο από
τα άφθονα βιογραφικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του Πύρρωνα, και
μάλλον για εκείνα που καταδεικνύουν πόσο παράξενα εκδηλωνόταν στη
ζωή του Πύρρωνα η αξιολογική εκκένωση ή, θα λέγαμε, η απόλυτη αδιαφο-
ρία που υιοθέτησε ο σοφός αυτός απέναντι σε οιαδήποτε κίνητρα για ζωή.
Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, σχετικά, η πληροφορία που παραδί-
δεται από το Διογένη τον Λαέρτιο ως μαρτυρία του Αντίγονου του Καρύ-
στιου και των μαθητών του.401 Παρά το γεγονός ότι η ιστορική αξία της αμ-
φισβητείται σφόδρα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να την εκλάβουμε
κυριολεκτικά,402 ας παρατεθεί το εν λόγω χωρίο σε ολόκληρη την έκτασή
του:
᾿Ακόλουθος δ᾿ ἦν καὶ τῷ βίῳ, μηδὲν ἐκτρεπόμενος μηδὲ φυλαττόμενος,
ἅπαντα ὑφιστάμενος, ἀμάξας, εἰ τύχοι, καὶ κρημνοὺς καὶ κύνας καὶ
ὅλως403 μηδὲν ταῖς αἰσθήσεσιν ἐπιτρέπων. σώζεσθαι μέντοι, καθά φα-
σιν οἱ περὶ τὸν Καρύστιον ᾿Αντίγονον ὑπὸ τῶν γνωρίμων παρακολου-
θούντων.
«O Πύρρων έζησε τη ζωή του σύμφωνα με τη φιλοσοφική διδασκαλία
του. Ως εκ τούτου, δεν απέφευγε τίποτε και δεν προφυλαγόταν από τί-
ποτα, αλλά συγκρουόταν με όλα όσα συναντούσε στον δρόμο, δηλαδή
με άμαξες, γκρεμούς, σκύλους και δεν άφηνε τίποτε να το διακρίνει η
αίσθηση. Αυτός ήταν ο λόγος, όπως κάνουν λόγο οι μαθητές του Αντί-

401. Τη σύγκριση ανάμεσα στον Αντίγονο τον Καρύστιο και στον Τίμωνα τον Φλιάσιο
σχετικά με την ιστορική αξία τους ως πηγές για την ανασύσταση της εικόνας του ιστορικού
Πύρρωνα την είχαμε παρουσιάσει στο 1ο κεφάλαιο. Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι από τις ανα-
λύσεις μας, καθώς και από τις απόψεις διάφορων ερευνητών συμπεραίνεται ότι ούτε η μικρή
χρονική απόσταση μεταξύ του Αντίγονου και του Πύρρωνα δεν εξασφαλίζει αρκετή ιστορι-
κή-φιλοσοφική αξιοπιστία όσον αφορά στις πληροφορίες του Αντίγονου.
402. Βλ. ιδιαιτέρως την υποσημ. 116.
403. ὅλως κατά τον Cobet: ὅσα codd.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 189

γονου του Καρύστιου, που οι μαθητές του πρόσεχαν πολύ τον Πύρρω-
να και τον ακολουθούσαν παντού».
(Διογένους Λαέρτιου, Βίοι Φιλοσόφων, IX,62,1–5, απόσπ. 6 Caizzi)

Η παραπάνω αναφερθείσα μαρτυρία όντως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή


κυριολεκτικά. Ωστόσο, το συγκεκριμένο χωρίο, αν βεβαίως το εκλάβουμε ως
λογοτεχνικό κείμενο της αρχαίας δοξογραφίας, μπορεί να μας βοηθήσει να
σχηματίσουμε τουλάχιστον κάποια ιδέα για τις διάφορες μορφές που θα
μπορούσε να είχε πάρει η αδιαφορία του Πύρρωνα. Ο δοξογράφος, εχθρικά
διακείμενος ο ίδιος απέναντι στον Πύρρωνα, μας παρουσιάζει μία σκανδα-
λιστική και, εν πολλοίς, υπερβολική εικόνα, ή μάλλον κάποιου είδους παρα-
φθορά, ορισμένων σκεπτικών χαρακτηριστικών του φιλοσόφου, ο οποίος,
κατ’ εξοχήν αφοσιωμένος στις αρχές της φιλοσοφίας, καταντά να συγκρούε-
ται με τα γύρω αντικείμενα.
Τέλος, το υπό συζήτησιν χωρίο θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως μαρτυ-
ρία για την υπερβολική αδιαφορία του Πύρρωνα ως προς τα πάντα, υπό την
έννοια ότι ο φιλόσοφος θα συγκρουόταν με τα γύρω αντικείμενα, όπως άμα-
ξες, θα έπεφτε σε γκρεμούς, θα σκόνταφτε σε σκύλους, αν δεν συοδευόταν
από τους μαθητές του, κάτι που όμως δεν συνέβαινε.
Άλλη μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία, έστω και πάλι λογοτεχνικού μάλλον
παρά φιλοσοφικού περιεχομένου, που δείχνει μάλιστα και την εσωτερική
αξιολογική αδιαφορία του φιλοσόφου, αποτελεί ένα χωρίο του Διογένη του
Λαέρτιου, στο οποίο πληροφορούμαστε ότι ο Πύρρων βρισκόταν πάντα
στην ίδια ψυχική κατάσταση (ἐν τῷ αὐτῷ καταστήματι),404 ούτως ώστε αν
κάποιος τον είχε εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, αυτός ολο-
κλήρωνε την εξήγησή του μόνος του.405 Όταν τον έπιασαν κάποια φορά να
μιλά με τον εαυτό του και ρώτησαν για ποιο λόγο, απάντησε ότι με τέτοιο
τρόπο ασκείται να είναι καλός (μελετᾶν χρηστὸς εῖναι).406 Περισσότερο ίσως
φιλοσοφικού και λιγότερο «λογοτεχνικού» χαρακτήρα είναι οι εξής δύο
ανεκδοτικές ιστορίες από τον Διογένη τον Λαέρτιο και γι’ αυτό μας φανερώ-
νουν με πιο «ρεαλιστικό» ίσως τρόπο την εν λόγω αξιολογική αδιαφορία του
Πύρρωνα. Ο Διογένης ο Λαέρτιος κάνει εκεί λόγο για τη στάση της βαθύτε-
ρης περιφρόνησης, την οποία επέδειξε ο Πύρρων απένατι στον φόβο και τον
σωματικό πόνο. Στην πρώτη ιστορία, όπου περιγράφεται η επίθεση που έκα-
νε στον Πύρρωνα κάποιος σκύλος, η πυρρώνεια απόρριψη κάθε είδους αξι-

404. Diogenes Laertius, Vitae, IX,63,4–5, απόσπ. 10 Caizzi.


405. Ό.π., IX,63,5–6, απόσπ. 10 Caizzi.
406. Ό.π., IX, 64,1–2, απόσπ. 10 Caizzi.
190 Ο Πύρρων

ολογικής κλίμακας παρομοιάζεται πολύ εύστοχα με το να γυμνωθεί κανείς


εντελώς από τον άνθρωπο (ὁλοσχερῶς ἐκδῦναι τὸν ἄνθρωπον), ενώ στη δεύ-
τερη περιγράφεται το πώς ο Πύρρων άντεχε στον σωματικό πόνο που του
προκάλεσε μία χειρουργική επέμβαση:
καὶ κυνός ποτ᾿ ἐπενεχθέντος διασοβηθέντα εἰπεῖν πρὸς τὸν αἰτιασάμε-
νον, ὡς χαλεπὸν εἴη ὁλοσχερῶς ἐκδῦναι τὸν ἄνθρωπον· διαγωνίζεσθαι
δ᾿ ὡς οἷόν τε πρῶτον μὲν τοῖς ἔργοις πρὸς τὰ πράγματα, εἰ δὲ μή, τῷ γε
λόγῳ. Φασὶ δὲ καὶ σηπτικῶν φαρμάκων καὶ τομῶν καὶ καύσεων ἐπί τι-
νος ἕλκους αὐτῷ προσενεχθέντων, ἀλλὰ μηδὲ τὰς ὀφρῦς συναγαγεῖν.
«Και όταν στον Πύρρωνα είχε κάνει επίθεση ένας σκύλος και αυτός
φοβήθηκε πολύ, ο φιλόσοφος απάντησε σε εκείνον που τον επέπληξε
για την αντίδρασή του ότι είναι πολύ δύσκολο να γυμνωθεί κανείς εντε-
λώς από τον άνθρωπο. Ο Πύρρων προσέθεσε ότι τα προβλήματα της
ζωής είναι δυνατόν να τα αντιμετωπίζει κανείς πρωτίστως με την αν-
θρώπινη δράση, και έπειτα, αν εκείνο δεν είναι δυνατόν, διαμέσου, του-
λάχιστον, του νου. Λένε, επίσης, ότι ενώ του έκαναν επάλειψη σε ένα
έλκος με κάποια αντισηπτικά φάρμακα, καυτηρίαζοντας και κόβοντας
το έλκος βαθιά, αυτός δεν κίνησε ούτε το φρυδί του».407
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,66,8–67,3, απόσπ. 15A et 16 Caizzi)

Ας θυμηθούμε εδώ ότι στο τέλος του 2ου κεφ. είχαμε εντοπίσει δύο στρατη-
γικές επιβίωσης για τον ανθρώπο που αντιμετωπίζει μεγάλες ταλαιπωρίες
και βάσανα στη ζωή του (τὰ πράγματα). Η πρώτη μπορεί να εφαρμοστεί στη
ζωή διαμέσου της εξωτερικής συμπεριφοράς του ανθρώπου (τοῖς ἔργοις),
όπως είναι η σύγκρουση με τα γύρω αντικείμενα, η αντοχή στον σωματικό
πόνο και η απουσία του φόβου. Η δεύτερη στρατηγική πραγματοποιείται
στο πεδίο της εσωτερικής στάσης, την οποία υιοθετεί ο άνθρωπος απέναντι
στο κακό που του συμβαίνει. Συνεπώς, τη δυσάρεστη κατάσταση την αντιμε-
τωπίζει εδώ ο άνθρωπος διαμέσου της νόησής του (τῷ λόγῳ), αποδοκιμάζο-
ντας κάθε είδους αξιολογική διάκριση ανάμεσα στο όμορφο και το άσχημο,
καθώς και ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο.408

407. Ο E. Flintoff υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους ικανότητα του ανθρώπου να ελέγξει τον
σωματικό πόνο διαμέσου της διάνοιάς του, αναμφισβήτητα αποτελεί ένα στοιχείο χαρακτηρι-
στικό για την ινδική γιόγκα, πράγμα που –κατά τον συγκεκριμένο ερευνητή– και πάλι μαρτυ-
ρεί υπέρ της ινδικής προέλευσης της σκέψης του Πύρρωνα (Pyrrho and India, σελ. 98).
408. Diogenes Laertius, Vitae, IX,61,8–10, απόσπ. 1A Caizzi.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 191

6.5 Η αξιολογική εκκένωση οδήγησε τον Πύρρωνα στην περιφρόνηση


των άλλων ανθρώπων, των φιλοσόφων και της τότε πνευματικής
ζωής εν γένει.
Τη σύντομή μας παρουσίαση των πρακτικών στάσεων του Πύρρωνα, οι
οποίες και συμβάδιζαν πλήρως με τη φιλοσοφία της αδιαφορίας που πρέ-
σβευε,409 θα την ολοκληρώσουμε με το να δείξουμε πόσο περιφρονητική
ήταν η στάση που κράτησε ο ίδιος απέναντι στους κοινούς ανθρώπους, οι
οποίοι, κατά την άποψή του, επιβαρύνονται με διάφορα αρνητικά συναισθή-
ματα που προκύπτουν από διάφορες προκαταλήψεις τους (βαρυνόμενα ἐκ
παθέων δόξης), καθώς και απέναντι στη φιλοσοφική-πνευματική ζωή της
τότε εποχής και σε κάθε είδος διανοητικής δραστηριότητας εν γένει. Στη συ-
νέχεια παραθέτουμε τους εξάμετρους στίχους του Τίμωνα, με τους οποίους
αυτός ο κατ’ εξοχήν αφοσιωμένος στον Πύρρωνα μαθητής εγκωμιάζει τον
δάσκαλό του. Αυτό που μας ενδιαφέρει θα είναι ο εξευτελιστικός τρόπος με
τον οποίο χαρακτηρίζει όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους:
ἀλλ᾿ οἷον τὸν ἄτυφον ἐγὼ ἴδον ἠδ᾿ ἀδάμαστον
πᾶσιν, ὅσοις δάμνανται ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε,
λαῶν ἔθνεα κοῦφα, βαρυνόμεν᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα
ἐκ παθέων δόξης τε καὶ εἰκαίης νομοθήκης.
«Πόσο σεμνός και μετριόφρων ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο συνάντη-
σα.410 Και πόσο ανθεκτικός σε όλα εκείνα που κατακυριεύουν τους δι-
άσημους καθώς και τους άσημους, την ανόητη αγέλη από ανθρώπους
που την ψυχή τους βαραίνουν κάθε ώρα και κάθε στιγμή πολλά αρνη-
τικά συναισθήματα που προκύπτουν από τις προκαταλήψεις411 τους,

409. Ο δοξογράφος Διογένης ο Λαέρτιος, μετά την εξήγηση της πυρρώνειας διδασκαλίας
περί της αξιολογικής αδιαφορίας, προσθέτει τα εξής: ἀκόλουθος δ᾿ ἦν καὶ τῷ βίῳ («… έζησε
τη ζωή του σύμφωνα με τη φιλοσοφική διδασκαλία του», ibidem, IX,62,1, απόσπ. 6 Caizzi).
410. Η εναλλακτική μετάφραση «συνάντησα» που προτείνουμε για το αρχαιοελληνικό
εἶδον (σημασία που εξάλλου αναφέρεται και στο οικείο λήμμα του λεξικού LSJ, s.v. εἴδω A1b)
ταιριάζει καλύτερα στα συμφραζόμενα των στίχων, τα οποία απευθύνει ο αφοσιωμένος μα-
θητής Τίμων στον πολυαγαπημένο του διδάσκαλο, από την εκδοχή «είδα», που είναι όμως
εξίσου πιθανή. Με την πρώτη μεταφραστική εκδοχή εκφράζεται καλύτερα, κατά τη γνώμη
μας, το γεγονός ότι η εν προκειμένω συνάντηση υπήρξε όντως καθοριστικής σημασίας για
όλη τη ζωή του Τίμωνα. Κατά της προταθείσας μετάφρασης δεν συνάδει το γεγονός ότι ο Τί-
μων, κατά την άποψη του A. A. Long (The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 9), διακωμωδεί εδώ
τη συνάντηση του Οδυσσέα με τους νεκρούς (νέκυια) στη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Για μία
ανάλογη συνάντηση του στωικού Ζήνωνα με τον κυνικό Κράτητα μετά το ναυάγιο του εμπο-
ρικού του πλοίου κοντά στον Πειραιά, βλ. Diogenes Laertius, Vitae, VII,2,7–3,3 (SVF I 1).
411. Η ερμηνεία μας προϋποθέτει ότι η αρχαία φράση ἐκ παθέων δηλώνει όλα τα πάθη,
συναισθήματα και κίνητρα, που συνιστούν την πηγή του δυναμισμού και την αφορμή για όλες
τις διαδικασίες της ανθρώπινης βούλησης και δράσης. Αργότερα, στη στωική ορολογία, θα
αντιστοιχήσει στην έκφραση πάθος ο τεχνικός όρος ὁρμή («παρόρμηση»; βλ. ιδιαιτέρως την
192 Ο Πύρρων

καθώς και από την παράλογη ανθρώπινη νομοθεσία.412»


(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,19,3–6, απόσπ. 58
Caizzi).
σχέτλιοι ἄνθρωποι, κάκ᾿ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
τοίων ἔκ τ᾿ ἐρίδων ἔκ τε στοναχῶν πέπλασθε.
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί
«Τιποτένιοι άνθρωποι! Ντροπή σας! Μεγάλες κοιλιές μόνο!
Από τέτοιους καβγάδες και στεναγμούς είστε πλασμένοι.
Άνθρωποι – φουσκωμένα ασκιά γεμάτα από κενή μόνο εικασία».
(Aristocles apud Eusebium, Praep. evang. XIV,18,28,6–9, απόσπ. 48A
Caizzi)

Τα προαναφερθέντα χωρία μας θυμίζουν, ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης δρι-


μύτητάς τους, τις επιθέσεις που έκαναν οι κυνικοί της εποχής σε άλλους φι-
λοσόφους. Επισημαίνει σχετικά ο A. A. Long ότι «παρά το γεγονός ότι ο Τί-
μων σίγουρα είχε σκοπό να συσχετίσει τις δικές του επιθέσεις στους δογματι-
κούς και τον εγκωμιασμό του Πύρρωνα με τις στάσεις και τα ιδεώδη των κυ-
νικών της εποχής, δεν μπορούμε να συναγάγουμε από αυτό ότι ο Τίμων ήθε-
λε, με αυτόν τον τρόπο, να παρουσιάσει τον Πύρρωνα ως κυνικό φιλόσο-
φο».413 Και οι ακόλουθοι στίχοι απηχούν τη βαθιά περιφρόνηση που εκδή-
λωνε ο Πύρρων εναντίον κάθε είδους πνευματικής ζωής της εποχής, και ιδι-

εξήγηση στο κεφάλαιο 6.6). Είναι ακριβώς οι ανθρώπινες προκαταλήψεις (δόξα), ένα είδος
δηλαδή της μη αυθεντικής γνώσης, που αποτελούν τα κίνητρα για τις αποφάσεις και τη δρά-
ση των ανόητων ανθρώπων, για τους οποίους κάνει λόγο και στους οποίους ασκεί δριμεία
κριτική ο Τίμων. Και αυτό γιατί σε όλη σχεδόν την ελληνιστική ηθική ισχύει η αρχή ότι η ανε-
παρκής ή, εναλλακτικά, μη αυθεντική γνώση (δόξα) αποτελεί το κύριο αίτιο της ανθρώπινης
δυστυχίας (κακοδαιμονία).
412. Ο R. Bett ερμηνεύει την έκφραση νομοθήκη ως «κάθε είδους απόπειρα να αποδοθεί
οιονδήποτε οριστικό και σταθερό χαρακτηριστικό στα πράγματα». Ο συγκεκριμένος ερευνη-
τής παραπέμπει στην παρόμοια λέξη νομοθεσία στον Επίκουρο, ο οποίος τη χρησιμοποίησε,
κατ’ αυτόν, με τη σημασία των «αυθαίρετων ισχυρισμών για τον εξωτερικό κόσμο που υπερ-
βαίνουν τα όρια κάθε εμπειρίας» (Pyrrho, his Antecedents, and his Legacy, σελ. 50 – 51). Ο Επί-
κουρος, στο υπό συζήτηση χωρίο της Επιστολής προς Πυθοκλέα, η οποία και διασώθηκε ακέ-
ραιη στο έργο του Διογένη τον Λαέρτιου, γράφει ως εξής (Vitae, X,86,9): Οὐ γὰρ κατὰ
ἀξιώματα κενὰ καὶ νομοθεσίας φυσιολογητέον... («Η έρευνα της φύσης δεν πρέπει να γίνεται
επί τη βάσει των αστήρικτων αποφάσεων και της αυθαίρετης νομοθεσίας που αφορούν τον
χώρο της φύσης»). Για την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με την αναλογία, την οποία
εντοπίζει ο Bett, ανάμεσα στην επική πυρρώνεια λέξη νομοθήκη και στον πεζό τύπο νομο-
θεσία του Επίκουρου, ας αναφερθεί η πληροφορία που διαβάζουμε στο οικείο λήμμα του LSJ
(s.v. νομοθήκη): η λέξη νομοθήκη είναι ποιητικός τύπος που φέρει την ίδια σημασία με τη λέξη
νομοθεσία, που απαντά σε πεζά κείμενα.
413. Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist, σελ. 76.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 193

αιτέρως εναντίον εκείνων που λατρεύουν υπερβολικά την πεποίθηση (λα-


τρεία δοξῶν) και τις σοφιστείες των σοφιστών (κενεοφροσύνη σοφιστῶν):
Καὶ δὴ καὶ ζηλωτὰς εἶχε πολλοὺς τῆς ἀπραγμοσύνης· ὅθεν καὶ ὁ Τίμων
περὶ αὐτοῦ φησιν οὕτως ἐν τῷ Πύθωνι καὶ ἐν τοῖς Σίλλοις·
῏Ω γέρον, ὦ Πύρρων, πῶς ἢ πόθεν ἔκδυσιν εὗρες
λατρείης δοξῶν [τε] κενεοφροσύνης τε σοφιστῶν,
καὶ πάσης ἀπάτης πειθοῦς τ᾿ ἀπελύσαο δεσμά;
οὐδ᾿ ἔμελέν σοι ταῦτα μεταλλῆσαι, τίνες αὖραι
῾Ελλάδ᾿ ἔχουσι, πόθεν τε καὶ εἰς ὅ τι κύρει ἕκαστα.
«Όντως είχε και πολλούς θαυμαστές της ψυχραιμίας του.414 Ως εκ τού-
του και ο Τίμων γράφει γι’ αυτόν στο έργο του Πύθων και στους Χλευ-
ασμούς ως εξής:
“Γέροντα, Πύρρωνα, πώς ή από πού βρήκες
την απαλλαγή από τη λατρεία για τις πεποιθήσεις και για τις σοφιστεί-
ες των σοφιστών
και πώς έλυσες τα δεσμά κάθε απάτης και κάθε πειθούς;
Δεν σε ενδιέφερε να ασχοληθείς ούτε με το ποιοι άνεμοι κατακυριεύ-
ουν την Ελλάδα
ούτε με το από πού και προς τα πού στοχεύουν τα πάντα”».
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,64,11–65,5; τροποποιημένη μετάφραση του
Αθανασίου Α. Τσακνάκη, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων Πύρ-
ρων και Τίμων, Ξάνθη, www.24grammata.com, 2011)

Ας εστιάσουμε την προσοχή μας στους τελευταίους δύο στίχους του Τίμωνα.
Η μετάφρασή μας στηρίζεται στην ερμηνεία του Long,415 ο οποίος θεωρεί ότι

414. Η νεοελληνική λέξη «ψυχραιμία» αποδίδει, κατά τη γνώμη μας, με τον καλύτερο τρό-
πο την έννοια της λέξης ἀπραγμοσύνη, την οποία χρησιμοποίησε ο Τίμων με τη σημασία «fre-
edom from involvement in affairs, tranquillity» (LSJ, s.v. ἀπραγμοσύνη). Ο φλεγματικός χαρακτή-
ρας του Πύρρωνα παρουσιάζει έντονη αντίθεση με την πολυπραγμοσύνη των σοφιστών, τους
οποίους και προσφωνεί ο Τίμων, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, στην αρχή του έρ-
γου του «Χλευασμοί», με κάποια λόγια που αποτελούν ουσιαστικά διακωμώδηση ενός ομηρι-
κού στίχου (Homerus, Il. II,484): ἔσπετε νῦν μοι ὅσοι πολυπράγμονές ἐστε σοφισταί («πέστε
μου, τώρα, όσοι είστε πολυάσχολοι σοφιστές»); βλ. Diogenes Laertius, Vitae, IX,112,4. Αξίζει να
σημειωθεί εν προκειμένω ότι ακατάλληλη φαίνεται να είναι η νεοελληνική απόδοση του πα-
ραπάνω στίχου, την οποία προτείνει ο Αθανάσιος Α. Τσακνάκης: «Ελάτε σ’ εμένα, τώρα, όσοι
είστε… », πρβλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων Πύρρων και Τίμων, Ξάνθη, www.24gram-
mata.com, 2011.
415. Long, A., A. – Sedley, D., N.: The Hellenistic Philosophers, II, σελ. 10. Αυτός ο ερευνητής
υιοθέτησε την παλαιά γνώμη του Diels (Poetarum Philosophorum Fragmenta, απόσπ. 48) και ως
εκ τούτου μετέφρασε την έκφραση αὔρα με τη λέξη «άνεμος». Συνεπώς, το τελευταίο εξάμε-
τρο του παρατεθέντος χωρίου το εκλαμβάνει, ο συγκεκριμένος ερευνητής, ως απόρριψη κο-
σμογονικών ερευνών αυτού του είδους, με τις οποίες για πρώτη φορά είχε ασχοληθεί ο Ανα-
ξίμανδρος ο Μιλήσιος: ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι...
194 Ο Πύρρων

ο Πύρρων αποδοκιμάζει στο συγκεκριμένο χωρίο τις μετεωρολογικές έρευ-


νες, ακριβέστερα, το «ποιοι άνεμοι κατακυριεύουν την Ελλάδα» (τίνες αὖραι
῾Ελλάδ᾿ ἔχουσι), καθώς και κάθε κοσμολογία προσωκρατικού τύπου, π.χ. το
ερώτημα του «από πού και προς τα πού στοχεύουν τα πάντα» (πόθεν τε καὶ
εἰς ὅ τι κύρει ἕκαστα). Εναλλακτική είναι η ερμηνεία των H. Lloyd-Jones και 
P. Parsons,416 οι οποίοι θεωρούν ότι το κύριο θέμα του χωρίου είναι η περι-
φρόνηση του Πύρρωνα για τα πνευματικά και φιλοσοφικά ρεύματα που κυ-
ριαρχούσαν στην Ελλάδα κατά την εποχή του φιλοσόφου.
Σε σχέση με την κατά το πλείστον αρνητική στάση του Πύρρωνα απένα-
ντι στον θεωρητικό417 τρόπο αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων της ζωής και
σχετικά με την επιθυμία του να αποφύγει, όσον το δυνατόν πιο πολύ, τα γε-
γονότα της πνευματικής ζωής της εποχής, ας παρατεθούν ακόμη δύο ελεγει-
ακά δίστιχα από τον Τίμωνα. Σε αυτά συσχετίζει ο ποιητής την ήρεμη και
ήσυχη ζωή (ῥῇστα μεθ᾿ ἡσυχίης) του Πύρρωνα, τη γεμάτη από αφροντισιά
(ἀφροντίστως), με την ικανότητά του να γλιτώνει από τη δίνη της γλυκόλα-
λης σοφίας (ἡδύλογος σοφίη). Οι τελευταίοι τρεις στίχοι που αναφέρονται
στη συνέχεια αποτελούν και πάλι μία παθητική αποθέωση του Πύρρωνα, η
ζωή του οποίου παρομοιάζεται εδώ με αυτήν του θεού Ήλιου. Οι συγκεκρι-
μένοι στίχοι φανερώνουν πόσο μεγάλος ήταν ο θαυμασμός που έτρεφε ο Τί-
μων για τον Πύρρωνα, κάτι που και συνέβαινε πολύ συχνά ανάμεσα σε ένα
δάσκαλο και τον μαθητή του στις ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές (ιδιαιτέ-
ρως στον επικουρισμό):
τοῦτό μοι, ὦ Πύρρων, ἱμείρεται ἦτορ ἀκοῦσαι,
πῶς ποτ᾿ ἀνὴρ418 διάγεις ῥῇστα μεθ‘ ἡσυχίης
αἰεὶ ἀφροντίστως καὶ ἀκινήτως κατὰ ταὐτά,

(«Στα ίδια, στα οποία οφείλεται η γέννηση των πραγμάτων, οφείλεται και η φθορά τους...»);
βλ. Simplicius, In Arist. Phys. 24,18–19 (πρβ. A9); DK 12B1.
416. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές, στο λατινικό τους υπόμνημα, σχολιάζουν το εν λόγω
χωρίο ως εξής: «αὖραι potius de auris inter philosophos Graecos popularibus...» («ο τύπος αὖραι
μάλλον δηλώνει τα φιλοσοφικά ρεύματα που υπήρξαν δημοφιλή στους Έλληνες φιλοσό-
φους»); βλ. Lloyd-Jones, H. – Parsons, P.: Supplementum, σελ. 385. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ερευ-
νητές, ερμηνεύοντας το κείμενο με αυτόν τον τρόπο, αποδέχονται στο δεύτερο στίχο τη διόρ-
θωση του Wilamowitz ἑκάστη αντί του ἕκαστα. Η σχετική νεοελληνική απόδοση του χωρίου
θα ήταν η εξής: «Δεν σε ενδιέφερε να ασχοληθείς ούτε με το ποια πνευματικά ρεύματα κατα-
κυριεύουν την Ελλάδα, ούτε με το από πού και προς τα πού στοχεύει το καθένα από αυτά».
417. Για το γεγονός ότι ο Πύρρων δεν είχε απορρίψει εντελώς μία τέτοιου είδους αντιμε-
τώπιση των αντίξοων περιστάσεων της ζωής, βλ. ιδιαιτέρως το τέλος του κεφαλαίου 2, καθώς
και το κεφάλαιο 6.4.
418. Στο συγκεκριμένο μέρος του αρχαιοελληνικού κειμένου αποδεχόμαστε τη διόρθωση
της Decleva Caizzi, η οποία το ασαφές ἀνήρ ὅτ᾿ ἄγεις της χειρόγραφης παράδοσης αλλάζει σε
ἀνὴρ διάγεις, ενώ τη λέξη ἀνὴρ την αντιλαμβάνεται ως παράθεση («μόνον άνδρας, θνητός
άνθρωπος» ήτοι «είσαι εσύ»).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 195

μὴ προσέχων δίνοις ἡδυλόγου σοφίης.


μοῦνος δ᾿ ἀνθρώποισι θεοῦ τρόπον ἡγεμονεύεις,
ὃς περὶ πᾶσαν ἐλῶν γαῖαν ἀναστρέφεται,
δεικνὺς εὐτόρνου σφαίρης πυρικαύτορα κύκλον.
«Πύρρωνα, τούτο ποθεί ν’ ακούσει η καρδιά μου: πώς,
ενώ είσαι μόνο άνθρωπος, εύκολα ζεις με απόλυτη γαλήνη
μία ζωή γεμάτη αφρονιτισιά και ασυγκινησία, βρισκόμενος πάντοτε
στην ίδια κατάσταση.419
Πώς τα κατάφερες να ξεφύγεις από τη δίνη της γλυκόλαλης σοφίας;
Εσύ, μόνος από τους ανθρώπους, καθοδηγείς αυτούς, σαν τον θεό
ο οποίος περιστρέφεται με γοργό ρυθμό γύρω απ’ όλη τη γη,
εμφανίζοντας τον καυτό κύκλο της τέλειας σφαίρας του».
(Diogenes Laertius, Vitae, IX,65,7–9, τροποποιημένη μετάφραση του Αθα-
νασίου Α. Τσακνάκη, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων Πύρρων
και Τίμων, Ξάνθη, www.24grammata.com, 2011; Sextus Empiricus, Adv.
math. XI,1,7–9; I,305,3–5 [απόσπ. 841 In: Lloyd-Jones, H. – Parsons, P.:
Supplementum Hellenisticum, Berlin, 1981], απόσπ. 61A Caizzi)

6.6 Η κριτική της πυρρώνειας θεωρίας της ευδαιμονίας ασκούνταν


από την οπτική της στωικής επιχειρηματολογίας: Ο Πύρρων αφαί-
ρεσε από την ανθρώπινη ψυχή την κινητική της δύναμη (ὁρμή -
«παρόρμηση»).
Η πυρρώνεια στάση της ριζικής αξιολογικής αδιαφορίας, καθώς και η θεω-
ρία της ευδαιμονίας ιδιαίτερου τύπου, που θα πρέπει να προκύψει στον άν-
θρωπο από τη γενική αδιαφορία του, πολύ σύντομα βρήκαν τους φιλοσοφι-
κούς κριτικούς και τους ενθουσιώδεις αντιπάλους τους. Η δριμεία κριτική
χρησιμοποιούσε, κατά το πλείστον, τον φιλοσοφικό και ορολογικό εξοπλι-
σμό της στωικής φυσικής και γνωσιολογίας.420 Ήταν ακριβώς ο στωικισμός
εκείνο το κορυφαίο φιλοσοφικό ρεύμα που πρόσφερε στους οπαδούς του,

419. Την έκφραση κατὰ ταὐτά τη μεταφράζουμε με τις λέξεις «στην ίδια κατάσταση», ερ-
μηνευτική λύση η πιθανότητα της οποίας ενισχύεται ιδιαιτέρως από τη μαρτυρία του Διογένη
του Λαέρτιου (Vitae, IX,63,4–6, απόσπ. 10 Caizzi), στην οποία αναφέρεται ότι ο Πύρρων βρι-
σκόταν πάντοτε στην ίδια ψυχική κατάσταση (ἐν τῷ αὐτῷ καταστήματι). Για τους λόγους που
κάνουν εδώ πιο κατάλληλη τη χρήση του επιθέτου «ψυχική» αντί της λέξης «σωματική» (ήτοι
«κατάσταση») βλ. την υποσημείωση 123.
420. Στη Σλοβακία ασχολήθηκε με τη στωική φυσική και τη γνωσιολογία (ιδιαιτέρως με τη
λογική) ο F. Gahér, πρβλ. κυρίως τις εξής μελέτες του: Princípy stoickej fyziky I. Kozmos ako dyna-
mické univerzum; Princípy stoickej fyziky II. Identita a zmena telies; Stoická sémantika a logika z po-
hľadu intenzionálnej logiky.
196 Ο Πύρρων

κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής πνευματικής διαμάχης, μία ολοκληρωμέ-


νη θεωρία της ανθρώπινης γνώσης, της βούλησης και της ευδαίμονος ζωής.
Εικάζεται ότι το σημαντικό επιχειρηματολογικό δυναμικό του στωικισμού
αξιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό από πολλούς αντιπάλους –όχι μόνo των ριζι-
κών πυρρώνειων αλλά και των κυνικών προτάσεων– από τους φιλοσόφους
και δοξογράφους, δηλαδή, οι οποίοι πολύ συχνά δεν είχαν την παραμικρή
συνάφεια με τον στωικισμό (π.χ. ο Κικέρων).
Μία από τις σημαντικότερες έννοιες κατά τη διάρκεια της παραπάνω ελ-
ληνιστικής συζήτησης υπήρξε ο στωικός όρος «παρόρμηση» (ὁρμή, λατ.
appetitus). Οι στωικοί της εποχής αντιλαμβάνονται την παρόρμηση ως κά-
ποιον εσωτερικό δυναμισμό της ψυχής του ανθρώπου, κάτι δηλαδή που τον
οδηγεί και παροτρύνει, και αυτό με την πολύ ευρεία έννοια, σε διάφορες
ενέργειες της βούλησης και της δράσης ή και γνωστικές. Θα αναφερθούν
στη συνέχεια μερικά χωρία από τις σωζόμενες πηγές ούτως ώστε να πλησιά-
σουμε στη στωική αντίληψη της έννοιας «παρόρμηση». Συνεπώς, θα γίνει
φανερό ότι ο Κικέρων ασκούσε τόσο δριμεία κριτική στην πυρρώνεια θεω-
ρία της ευδαιμονίας, ακριβώς γιατί ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι ο Πύρρων
είχε αφαιρέσει εκείνη την «κινητική ισχύ» της ψυχής, την οποία οι στωικοί
λίγο αργότερα ονόμασαν «παρόρμηση».421 Στην εξήγηση που θα ακολουθή-
σει, δεν θα έπρεπε να λείπει ούτε μία σύντομη παρουσίαση της προβληματι-
κής για τη στωική αντιληπτική εντύπωση. Και αυτό γιατί ο ρόλος της στο
στωικό σύστημα σχετίζεται στενά με αυτόν που διαδραματίζει εκεί η παρόρ-
μηση, ιδιαιτέρως σε σχέση με τις ψυχικές διαδικασίες που αναφέρονται στη
γνώση.

421. Ο ρόλος της παρόρμησης στον στωικισμό είναι καθοριστικός και ως προς τη διαίρεση
του χώρου των αδιάφορων. Η συγκεκριμένη σφαίρα των «δυσδιακρίτων» πραγμάτων (τὰ
ἀδιάφορα) εκλαμβάνεται εδώ ως ο πολύ ευρύς χώρος των πραγμάτων και καταστάσεων που
θεωρούνται «συμβατικά» αγαθά (π.χ. υγεία, οικογένεια, σταδιοδρομία, καλή φήμη, περιου-
σία, υπόληψη στην κοινωνία). Αρχικά, οι στωικοί αποδοκίμαζαν πολύ έντονα ολόκληρο τον
χώρο των αδιάφορων και αρνούνταν να αποδώσουν την παραμικρή αξία (ἀξία) σε αυτά. Αρ-
γότερα, όμως, πιθανότατα και επηρεασμένοι από τη δριμεία κριτική των αντιπάλων τους,
υποδιαίρεσαν τη συγκεκριμένη σφαίρα στα επιθυμητά (τὰ προηγμένα) και τα ανεπιθύμητα
(τὰ ἀποπροηγμένα ). Τα πρώτα, όπως πρεσβεύουν οι κατοπινοί στωικοί, εναρμονίζονται με τη
φύση (κατὰ φύσιν), διαθέτουν όμως μικρή μόνο αξία (ἀξία), και γι’ αυτόν τον λόγο προκα-
λούν σε μας μικρή μόνο παρόρμηση (ὁρμή). Τα δεύτερα, αντιθέτως, παρουσιάζουν αντίθεση
με τη φύση (παρὰ φύσιν), διαθέτουν μικρή αρνητική αξία (ἀπαξία) και προκαλούν σε μας την
αντίθετη παρόρμηση (ἀφορμή). Υπενθυμίζουμε ότι ο μεταγενέστερος στωικός σοφός διακρί-
νει ανάμεσα στα επιθυμητά και στα ανεπιθύμητα και επιλέγει τα πρώτα, παρά το γεγονός ότι
ούτε αυτά ούτε εκείνα επηρεάζουν την απόλυτη ψυχική γαλήνη του (…ἀδιάφορον εἶναι τὸ
μήτε πρὸς εὐδαιμονίαν μήτε πρὸς κακοδαιμονίαν συμβαλλόμενον [το αδιάφορο είναι εκείνο
που δεν συμβάλλει ούτε στην ευδαιμονία ούτε στη δυστυχία του ανθρώπου]; Sextus Empiricus,
Pyrrh. hyp. III,177,11–12).
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 197

Κατά τους στωικούς, η παρόρμηση (ὁρμή) είναι κάποιου είδους διάθεση


(πάθος) της ψυχής, που προκαλείται από εξωτερικά ερεθίσματα και που απο-
τελεί την πρώτη κίνηση της ψυχής (πρώτη κίνησις), με την οποία τα ζώα υπε-
ρέχουν έναντι των φυτών:
Τὸ δὲ φανὲν καὶ τυπῶσαν τότε μὲν οἰκείως, τότε δὲ ὡς ἑτέρως διέθηκε
τὴν ψυχήν. Τοῦτο δ᾿ αὐτῆς τὸ πάθος ὁρμὴ καλεῖται, ἣν ὁριζόμενοι
πρώτην ἔφασαν εἶναι ψυχῆς κίνησιν. Τοσούτοις μὲν δὴ ζῷα προὔχει
φυτῶν.
«Αυτό που γίνεται αντιληπτό και αφήνει στην ψυχή422 το αποτύπωμά
του, προκαλεί σε αυτή άλλοτε σωστή και άλλοτε διαφορετική ψυχική
κατάσταση.423 Αυτή η διάθεση της ψυχής αποκαλείται παρόρμηση και
αυτοί (δηλαδή οι στωικοί) την ορίζουν ως πρώτη κίνηση της ψυχής. Με
όλα αυτά (δηλαδή με την αίσθηση, την εντύπωση και την παρόρμη-
ση)424 τα ζώα υπερέχουν έναντι των φυτών».
(Philo Alexandrinus, Quod deus sit immut. 44,1–4 [SVF II 458])

Σε άλλα αποσπάσματα της στωικής φιλοσοφίας λέγεται ότι η παρόρμηση εί-


ναι κίνηση της ψυχής (φορὰ ψυχῆς, κυριολεκτικά «έλξη», «τράβηγμα», «ελ-
κυσμός» της ψυχής προς κάτι).425 Σε ένα άλλο απόσπασμα της στωικής φιλο-
σοφίας η παρόρμηση χαρακτηρίζεται ως κίνηση της νόησης (διάνοια, που
εξάλλου σημαίνει και «στόχος», «σκοπός», «πρόθεση») προς κάτι ή από κάτι

422. Συμπληρώνουμε εδώ την έκφραση «στην ψυχή», που εύκολα εννοείται από τα συμ-
φραζόμενα ολόκληρου του στωικού αποσπάσματος. Σε αμέσως παραπάνω χωρίο του παρα-
τεθέντος αποσπάσματος παρουσιάζεται η στωική θεωρία της εντύπωσης, η οποία εξάλλου
και αναφέρεται, σε άλλες σωζόμενες πηγές, και ως «θεωρία της αποτύπωσης». Αυτή ισχυρίζε-
ται ότι κάθε εντύπωση είναι, κατ’ ουσίαν, αποτύπωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια της
ψυχής από το αντικείμενο που γίνεται αντιληπτο με το σχετικό αισθητήριο (φαντασία δέ ἐστι
τύπωσις ἐν ψυχῇ). Για τη μεταγενέστερη –θεωρητικά πιο επεξεργασμένη και «αναβαθμισμέ-
νη»– στωική θεωρία της εντύπωσης, η οποία και εκλαμβάνεται εδώ ως αλλαγή (με την ευρύτε-
ρη έννοια της λέξης) της κατάστασης της ψυχής (ἀλλοίωσις), καθώς και για τα πλεονεκτήμα-
τά της θεωρίας αυτής συγκριτικά με την προηγούμενη, βλ. την εξής μελέτη μας: Kalaš, A.: Ele-
menty stoickej epistemológie, σελ. 294 – 306.
423. Με την έκφραση «σωστή κατάσταση της ψυχής» (οἰκείως… διέθηκε) πιθανότατα να
εννοεί εδώ ο δοξογράφος εκείνη την κατάσταση της ψυχής, στην οποία αυτή καταλήγει μετά
την πρόσληψη της αντιληπτικής εντύπωσης (καταληπτικὴ φαντασία). Σχετικά με αυτήν, πρβλ.
την εξήγηση του αμέσως παρακάτω κυρίως κειμένου.
424. Για τις τρεις ικανότητες, λόγω των οποίων υπερέχει η στωική ζωική «ψυχή» (ψυχή με
τη στενή έννοια της λέξης ορίζεται στον στωικισμό ως το μέρος του παγκόσμιου πνεύματος
που ανήκει στα ζώα) έναντι της φυτικής «φύσης» (φύσις, ανάλογο δηλαδή μέρος του παγκό-
σμιου πνεύματος που ανήκει στα φυτά), κάνει λόγο ο Φίλων, συγγραφέας του εν προκειμένω
στωικού αποσπάσματος, στην αρχή της § 41: η αίσθηση (αἴσθησις), η εντύπωση (φαντασία)
και η παρόρμηση (ὁρμή).
425. Stobaeus, Ecl. II,86,17 (SVF III 169).
198 Ο Πύρρων

(ἐπί τι ἢ ἀπό του)426 Ήδη, από αυτές τις μαρτυρίες εικάζεται ότι η στωική
παρόρμηση αποτελεί πολύ σημαντική κινητήρια δύναμη, που οδηγεί τον άν-
θρωπο σε κάθε είδους δράση, σε σκόπιμες ενέργειες και στην επιδίωξη κάθε
πρόθεσής του εν γένει. Επομένως, η παρόρμηση διαδραματίζει, κατά τους
στωικούς, καθοριστικό ρόλο πρωτίστως στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης.
Το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό της στωικής παρόρμησης και ο
σχετικός ρόλος της, που προηγείται εξάλλου –ως προς τη χρονολογική του-
λάχιστον σειρά των σωματικών427 διαδικασιών– του ρόλου που έχει στην αν-
θρώπινη δράση είναι το ότι συμμετέχει σημαντικά και στις διαδικασίες που
αφορούν την ανθρώπινη γνώση. Η παρόρμηση (ὁρμή) ενεργεί στην ανθρώ-
πινη ψυχή, ούτως ώστε ο συγκεκριμένος άνθρωπος να δώσει τη συγκατάθε-
σή του (συγκατάθεσις, lat. assensus)   στην πρόταση (ακριβέστερα, στην έν-
νοια της), η οποία έχει εξαχθεί από την αντιληπτική –στην περίπτωση της
αληθινής γνώσης– εντύπωση, την οποία αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος με τη
διάνοιά του. Η αντιληπτική εντύπωση αποτελεί το βασικό στωικό κριτήριο
της αληθινής γνώσης, διότι προκαλεί, λόγω των ιδιαίτερων γνωρισμάτων
της, την εν λόγω παρόρμηση. Αυτή, όπως έχει ήδη ειπωθεί, εξασφαλίζει το
να ενταχθεί (ή, εναλλακτικά, να «ενσωματωθεί») η συγκεκριμένη (βεβαίως
αληθινή) γνώση σε ολόκληρο το σύνολο των αληθινών γνώσεων, και αυτό
γιατί θα δοθεί στη συγκεκριμένη γνώση η συγκατάθεση από τη διάνοια του
ανθρώπου. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μόνο με την προϋπόθεση
ότι η αντιληπτική εντύπωση έχει ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα· για την
ακρίβεια, πρέπει να είναι ξεκάθαρη και ευδιάκριτη (τρανὴς καὶ ἔκτυπος), να
προέρχεται από κάποιο πραγματικό αντικείμενο (ἀπὸ ὑπάρχοντος) και να εί-
ναι διαμορφωμένη σύμφωνα με αυτό (κατ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπάρχον).428 Συνεπώς,
«αντιληπτική» ονομάζεται μόνο η εντύπωση που μας οδηγεί στη διαδικασία
της «κατάληψης», της διανοητικής δηλαδή σύλληψης των αληθινών γνώσε-
ων. Στη δημιουργία του όλου συστήματος από τις γνώσεις αυτές («αξιώμα-

426. Clemens Alexandrinus, Strom. II,13,59,6,1 (SVF III 377).


427. Κατά τους στωικούς, όλες οι διαδικασίες της γνώσης, της βούλησης και της δράσης
είναι σωματικού χαρακτήρα, διότι ως βάση αυτών υπόκεινται μονίμως οι αλλαγές στην έντα-
ση (τόνος) του πνεύματος, που συνιστά την ψυχή του εκάστοτε ανθρώπου. Ο βαθμός της
έντασης του πνεύματος είναι ανάλογος με το ποσό του στοιχείου της φωτιάς σε αυτό και φα-
νερώνεται από τον βαθμό της «διανοητικότητας» του ανθρώπου. Για τον καθοριστικό ρό-
λο του πνεύματος στη διαδικασία της «ολοκλήρωσης» (αγγ. intergration) του κόσμου, στη με-
τατροπή του, δηλαδή, σε ένα ενιαίο σύνολο εξαιτίας της αυξανόμενης έντασης του πνεύματος
στα εκάστοτε επίπεδα της ιεραρχικά οργανωμένης δομής του, βλ.: Gahér, F.: Princípy stoickej
fyziky I. Kozmos ako dynamické univerzum, σελ. 223 – 226.
428. Πρβλ. Diogenes Laertius, Vitae, VII,45,9–46,6 (SVF II 53); Sextus Empiricus, Adv. math.
VII,248,1–4 (SVF II 65). Βλ. Kalaš, A.: Kataleptická fantázia v  stoickej epistemológii, σελ. 363 –
381.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 199

τα» στη στωική ορολογία) συμβάλλει πρωτίστως η λογική ενέργεια του κυρι-
αρχικού μέρους της ψυχής (ἡγεμονικόν). Οι αισθητηριακές εντυπώσεις –σε
περίπτωση, βεβαίως, που και αυτές είναι αντιληπτικές– συμβάλλουν στη συ-
γκεκριμένη διαδικασία μόνο σε περιορισμένο βαθμό, ως τα προκαταρκτικά
αίτιά της. Γι’ αυτό και είναι αστήρικτες όλες οι κατεξοχήν αισθησιοκρατικές
ερμηνείες, οι οποίες περιορίζουν τη στωική αντιληπτική εντύπωση σε έναν
μόνο τύπο της: στην αισθητηριακή εντύπωση.429 Και για τους παραπάνω δύο
ρόλους της στωικής παρόρμησης –για τη συγκατάθεση δηλαδή στο πεδίο της
γνώσης, καθώς και για την ίδια την δράση– κάνει λόγο ο Κικέρων στο εξής
χωρίο από το έργο του Περί μοίρας (De fato):
at si causa adpetitus non est sita in nobis, ne ipse quidem adpetitus est in
nostra potestate; quod si ita est, ne illa quidem, quae adpetitu efficiuntur, sunt
in nobis; non sunt igitur neque adsensiones neque actiones in nostra
potestate.
«Αλλά αν το αίτιο της παρόρμησης δεν βρίσκεται σε εμάς, ούτε η ίδια η
παρόρμηση τοποθετείται μέσα στις δυνατότητές μας. Τότε, όμως, δεν
βρίσκονται μέσα σε μας ούτε εκείνα, τα οποία έχει η παρόρμηση ως
αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, δεν τοποθετούνται μέσα στις δυνατότη-
τές μας ούτε οι συγκαταθέσεις μας ούτε οι ενέργειές μας».
(Cicero, De fato, 40,10–16 [SVF II 974])

Πολύ σημαντικό για τη σωστή ερμηνεία του παρατεθέντος χωρίου, καθώς
και ενδεικτικό της στωικής προέλευσής του είναι το γεγονός ότι ο Σλοβάκος
ερευνητής M. Okál πολύ εύστοχα είχε εντάξει αυτό το χωρίο στη συλλογή
του από επιλεγμένα στωικά αποσπάσματα, μεταφρασμένα στα σλοβακικά,430
παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο χωρίο δεν βρίσκεται στη «δόκιμη» συλ-

429. Π.χ. η μελετήτρια J. Annas υποστηρίζει ότι οι στωικοί δεν προνόησαν για την ύπαρξη
ενός ιδιαίτερου χώρου για την «καθαρή» νόηση και δεν την ξεχώριζαν από την αισθητηριακή
αντίληψη, διότι, σύμφωνα μ’ αυτήν, όλη η νόηση εξάγεται στον στωικισμο από την αισθητη-
ριακή εμπειρία ή, εναλλακτικά, από τη διανοητική επεξεργασία της (Hellenistic Philosophy of
Mind, σελ. 86). Για τις ορθολογικές ερμηνείες του στωικισμού πρβλ. τις εξής μελέτες: F. H. San-
dbach (The Stoics, σελ. 86 – 90)· I. Dambska (Sextus Empirykus, Przeciw logikom, σελ. 285, υποσημ.
78)· M. Okál (Zlomky starých stoikov, σελ. 442, υποσημ. 13)· Kalaš, A.: Kataleptická fantázia v stoic-
kej epistemológii, σελ. 363 – 369· F. Gahér, Stoici o ľudskej prirodzenosti, σελ. 76. Στο σημείο αυτό,
δεν μπορώ να παραλείψω μία ευνοϊκή παρατήρηση του František Gahér, ο οποίος σε κάποια
συζήτηση πρότεινε να μεταφράζουμε στα σλοβακικά τον στωικό όρο καταληπτικὴ φαντασία
ως “kataleptická fantázia” («καταληπτική φαντασία») ή ως “uchopujúca fantázia” («συλληπτική
φαντασία»), ούτως ώστε να διατηρηθεί η ελληνική λέξη «φαντασία» και μέσα στη σλοβακική
απόδοση του όρου. Ακριβώς με αυτήν τη μετάφραση, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, κατά
τη γνώμη του František Gahér, κάθε αισθησιοκρατική παρερμηνεία του όρου.
430. Zlomky starých stoikov, σελ. 249.
200 Ο Πύρρων

λογή του Arnim. Ο ίδιος ο ερευνητής σε εκείνο ακριβώς το σημείο του απο-
σπάσματος, όπου θα έπρεπε να ακολουθήσει το από τον M. Okál παρατεθέν
κείμενο, γράφει: Sequitur Arcesilai, ni fallor, contra Zenonen et Cleanthem
disputatio.431 Με αυτόν τον τρόπο, υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο μικρό
κείμενο φανερώνει, κατά τη γνώμη του, όχι τόσο στωικές φιλοσοφικές στά-
σεις, αλλά μάλλον τη σκεπτική τους κριτική. Παρά το γεγονός ότι συμφω-
νούμε με την παρατήρηση του Arnim για τον σκεπτικό χαρακτήρα του χωρί-
ου, ισχυριζόμαστε ότι ο Κικέρων εκφράζει εδώ πολύ πετυχημένα και μία
στωική στάση, στην οποία ο ίδιος ταυτόχρονα ασκεί και κριτική: η παρόρμη-
ση (appetitus) έχει στη στωική θεωρία ως αποτελέσματα τη συγκατάθεση
(assensus) καθώς και τη δράση (actiones). Ο Κικέρων δεν μπορούσε παρά να
γνωρίζει καλά την ορολογία και τον τρόπο της επιχειρηματολογίας των στω-
ικών, επειδή ο ίδιος ήταν ευνοϊκά προσκείμενος απέναντι στη γνωσιολογία
των ακαδημαϊκών σκεπτικών, η οποία ήταν χτισμένη με στωικά υλικά. Η
σκεπτική κριτική του Κικέρωνα βασίζεται εδώ στο ότι, αν δεχτούμε τη στωι-
κή ιδέα της απόλυτης αιτιοκρατίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι
απόλυτα καθορίζεται όχι μόνο η παρόρμηση, αλλά και τα αποτελέσματά της,
η συγκατάθεση δηλαδή και η δράση. Συνεπώς, ελεύθερος δεν μπορεί να εί-
ναι, κατά τους σκεπτικούς αντιπάλους του στωικισμού, ούτε ο ίδιος ο στωι-
κός σοφός.
Και στο ακόλουθο απόσπασμα γίνεται λόγος για τον ρόλο της παρόρμη-
σης στο πεδίο της δράσης. Και εδώ πληροφορούμαστε ότι αυτή αποτελεί τη
βασική κινητήρια δύναμη της δράσης, διότι κινεί και παροτρύνει τον άνθρω-
πο σε ενέργειες. Όλη η διαδικασία ξεκινά από το ότι το αντικείμενο, που γί-
νεται αντιληπτό με την όραση (visum), προκαλεί σε εμάς την παρόρμηση
(appetitus, ὁρμή), η οποία, στη συνέχεια, μας παρακινεί στη σχετική ενέργεια
(qua ad agendum impellimur). Από το εν λόγω χωρίο του Κικέρωνα μπορούμε
να εικάσουμε ότι η «ένταση», η «ισχύς», καθώς και η «πειστικότητα» της
δράσης μας εξαρτώνται από το αν η εντύπωση που τις έχει προκαλέσει είναι
σύμφωνη με τη φύση (accomodatum naturae) ή αποξενωμένη από αυτήν
(alienum):432

431. SVF II, σελ. 282: «Ακολουθεί, αν δεν λαθεύω, η πολεμική του Αρκεσίλαου με τον Ζή-
νωνα και τον Κλεάνθη».
432. Τα δύο χαρακτηριστικά (accomodatum naturae, alienum), τα οποία ο Κικέρων αποδίδει
εδώ στην εντύπωση, αντιστοιχούν, πιθανότατα, στους δύο τρόπους, με τους οποίους επιδρά
στην ψυχή (διέθηκε τὴν ψυχήν) το εξωτερικό αντικείμενο που προκαλεί την εντύπωση, στον
σωστό (οἰκείως), δηλαδή, και στον «διαφορετικό» (από τον σωστό) (ἑτέρως) τρόπο, αντίστοι-
χα, πράγμα που μαρτυρείται στο πιο πάνω απόσπασμα του Φίλωνα του Αλεξανδρέα, Quod
deus sit immut. 44,1–4 (SVF II 458). Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται απλώς για την αντιληπτι-
κή εντύπωση, η οποία όντως και διαδραματίζει πολύ καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες της
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 201

Atque etiam illud perspicuum est, constitui necesse esse initium, quod sapien-
tia cum quid agere incipiat sequatur, idque initium esse naturae accommoda-
tum. Nam aliter adpetitio (eam enim volumus esse ὁρμήν) qua ad agendum
impellimur et id adpetimus quod est visum moveri non potest. illud autem,
quod movet, prius oportet videri eique credi; quod fieri non potest, si id quod
visum erit discerni non poterit a falso. quomodo autem moveri animus ad
adpetendum potest, si id quod videtur non percipitur accomodatumne naturae
sit an alienum­?
«Έχει καταστεί σαφές ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί κάποια αφετη-
ριακή αρχή, ούτως ώστε να την ακολουθήσει η σοφία, όταν αρχίζει να
κάνει κάτι. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η αρχή πρέπει να είναι εναρμο-
νισμένη με τη φύση. Και αυτό γιατί, ειδάλλως, δεν θα μπορούσε να τε-
θεί σε κίνηση η παρόρμηση (έτσι θέλουμε να αποδοθεί στη γλώσσα μας
ο όρος ὁρμή), η οποία μας παρακινεί σε δράση και προκαλεί σε εμάς
την επιθυμία να επιδιώκουμε αυτό που έχουμε δει. Ωστόσο, αυτό που
κινεί, πρέπει να ιδωθεί και να πιστέψουμε σε αυτό πρώτα,433 πράγμα
που δεν θα καταστεί δυνατόν, αν εκείνο που θα έχει δει κανείς, δεν θα
μπορέσει και να το διακρίνει από την αναλήθεια. Πώς, δηλαδή, ο νους
θα μπορούσε να τεθεί σε παρόρμηση, αν ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση
να αποφασίσει αν εκείνο που αντιλαμβάνεται με την όρασή του είναι
σύμφωνο με τη φύση ή αποξενωμένο από αυτήν;»
(Cicero, Acad. pr. {Lucullus} 24,7–25,6 [SVF II,116])

Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της στωικής παρόρμησης, ως της κύρι-


ας κινητήριας δύναμης όλων των ψυχικών ικανοτήτων, θα πρέπει να συ-
μπληρωθούν με ένα ακόμα θεμελιώδες γνώρισμα: η παρόρμηση αποτελείται
από την τονική ισχύ της διάνοιας (συνίσταται… κατὰ τὴν τοῦ νοῦ τονικὴν
δύναμιν).434 Μεταφράζοντας την κατ’ εξοχήν εξειδικευμένη γλώσσα της πα-
ραπάνω στωικής διατύπωσης σε πιο εύληπτο φιλοσοφικό λόγο, μπορούμε να

βούλησης και της δράσης. Η ικανότητα της εντύπωσης για να παρακινήσει τον άνθρωπο στην
εκτέλεση μιας ενέργειας εξαρτάται από το αν μπορεί να εξαχθεί από αυτήν μία «κανονιστική»
(όχι περιγραφική) πρόταση, η οποία θα δηλώνει την επιδιωκόμενη από τον συγκεκριμένο άν-
θρωπο συμπεριφορά. Η εν λόγω κινητήρια δύναμη της εντύπωσης, εκείνης δηλαδή που γίνε-
ται αντιληπτή, αυξάνεται σημαντικά, αν η δράση, στην οποία παρακινείται ο άνθρωπος, εναρ-
μονίζεται με τη φύση του κόσμου και είναι σύμφωνη με ένα αξιολογικό σύστημα με καθολική
ισχύ. Υπενθυμίζουμε ότι το στωικό αξιολογικό σύστημα έχει ως βάση τη ζωή σύμφωνα με τη
φύση (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, κατὰ φύσιν ζῆν), όπως υποδηλώνει και το εν λόγω από-
σπασμα του Κικέρωνα.
433. Τα συγκεκριμένα λόγια του Κικέρωνα πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως εξής: το ρήμα
credere («το να πιστέψει κανείς σε κάτι») δεν έχει ως αντικείμενο την αισθητηριακή εντύπωση,
αλλά δηλώνει τη διαδικασία της συναίνεσης (assensus, συγκατάθεσις), την οποία δίνουμε σε
ορισμένο τρόπο δράσης, που έχει εξαχθεί από την εν λόγω εντύπωση (βλ. την υποσημ. 432).
434. Philo Alexandrinus, Leg. alleg. I,30,4 (SVF II 844).
202 Ο Πύρρων

πούμε ότι η στωική παρόρμηση (ὁρμή), υπόβαθρο ολόκληρου του ψυχικού


δυναμισμού μας, συνίσταται στη διανοητική («λογική») ικανότατα της ψυ-
χής μας. Με άλλα λόγια, ο βαθμός της παρόρμησης κάποιου ανθρώπου αντι-
στοιχεί στον βαθμό της ανάπτυξης της νόησής του, ή, εναλλακτικά, σε αυτόν
της ανάπτυξης της συλλογιστικής ικανότητάς του. Αυτή η «διανοητικότητα»
της ψυχής μας δεν ισοδυναμεί στον στωικισμό με τίποτε άλλο παρά με τις
«λογικές» (διανοητικές) ηθικές αξίες μας, με την ικανότητα να προσεγγίζου-
με με λογικό τρόπο τόσο στις αποφάσεις, που σχετίζονται με τον βίο όσο και
στις αντίστοιχες ενέργειες, αλλά και εν γένει στη ζωή καθ’ αυτή, κάτι με το
οποίο γινόμαστε παρόμοιοι και πλησιάζουμε τον κατεξοχήν «λογικό» στωι-
κό Θεό, ή, εναλλακτικά, το «Λόγο» ολόκληρου του κόσμου αυτού καθ’ αυ-
τού.
Η κριτική που ασκούσε ο Κικέρων435 στη φιλοσοφική στάση της ακραίας
αδιαφορίας του Πύρρωνα έγκειτο στο ότι ο Πύρρων (μαζί με τους κυνικούς)
είχε καταργήσει, ή μάλλον αφαιρέσει, από την ανθρώπινη ψυχή κάθε αρχή
κίνησης, εξολοκλήρου δηλαδή την παρόρμηση, από την οποία και θα μπο-
ρούσε να γεννηθεί, ή στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η αρετή (virtus).
Η «αρετή» του ακόλουθου απόσπασματος θα πρέπει να ερμηνευτεί, με την
ευρύτερη έννοια του όρου, ως «ενάρετη» δράση, της οποίας η αρχή και η κι-
νητήρια δύναμη, κατά τους στωικούς, είναι όντως η παρόρμηση:
Dum enim in una virtute sic omnia esse voluerunt, ut eam rerum selectione
exspoliarent nec ei quidquam, aut unde oriretur, darent, aut ubi niteretur,
virtutem ipsam, quam amplexabantur, sustulerunt.
«Ενώ τόσο ήθελαν (τ.ε. ο Αρίστων436 και ο Πύρρων) να έχουν τα πάντα
τοποθετημένα μέσα σε μία αρετή, και η προσπάθειά τους είχε ως απο-
τέλεσμα το να αφαιρέσουν από τη ίδια την αρετή τη δυνατότητα επιλο-
γής μεταξύ των πραγμάτων και να μην της αφήσουν τη δυνατότητα να
γεννηθεί η ίδια από κάπου ή να στηριχτεί σε κάτι. Έτσι, την ίδια την
αρετή, την οποία και επεδίωκαν τόσο πολύ, την κατάργησαν εντελώς».
(Cicero, De fin. II,43,5–9, απόσπ. 69B Caizzi).

435. Ο M. R. Stopper θεωρεί ότι το κείμενο του Κικέρωνα, το οποίο και παραθέτουμε αμέ-
σως παρακάτω, είναι υπερβολικά σύντομο, ούτως ώστε να μπορεί να διαθέτει την απαραίτη-
τη δοξογραφική ακρίβεια (Schizzi Pirroniani, σελ. 270). Ωστόσο, το κείμενο αυτό θα χρησιμο-
ποιηθεί στην ερμηνεία μας ως κατάλληλη αφετηρία για τη συζήτηση σχετικά με το πώς αντι-
λαμβανόταν τον Πύρρωνα ο Κικέρων, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της
αρχαιότητας και ένας από τους σπάνιους αρχαίους γνώστες του στωικισμού, που δεν ήταν
επηρεασμένοι και από τον νεοπυρρωνισμό.
436. Ανορθόδοξος στωικός που είχε πολύ έντονη συνάφεια με τον κυνισμό, μαθητής του
Ζήνωνα.
EΙΝΑΙ ΜΗΠΩΣ ΣΥΜΒΑΤΗ Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΗν ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; 203

Itaque mihi videntur omnes quidem illi errasse, qui finem bonorum esse
dixerunt honeste vivere, sed alius alio magis, Pyrrho scilicet maxime, qui
virtute constututa nihil omnino, quod appetendum sit, relinquat...
«Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μου φαίνεται ότι όντως
λάθευαν όσοι χαρακτήρισαν την ενάρετη ζωή ως το ύψιστο όριο των
καλών,437 αλλά ο ένας σε μεγαλύτερο βαθμό από τον άλλον, πιο πολύ
μάλιστα ο Πύρρων, ο οποίος όταν είχε καθορίσει την αρετή δεν άφησε
καθόλου χώρο για κάτι που θα αποτελούσε αντικείμενο της παρόρμη-
σης».
(Cicero, De fin. IV,43,1–5, απόσπ. 69C Caizzi).

Ο πυρήνας της κριτικής του Κικέρωνα, η οποία και εδώ αναμφισβήτητα στη-
ρίζεται στις στωικές θέσεις, συνίσταται στο ότι, για τον Κικέρωνα τουλάχι-
στον, είναι εντελώς απαράδεκτο ο Πύρρων να έχει ξεριζώσει τον άνθρωπο
από ολόκληρο τον χώρο των αξιών, να έχει αφαιρέσει από την ψυχή του την
αξιολογική κλίμακα, τον πιο καθοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης συ-
μπεριφοράς, με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Η αξιολογική κλίμακα του
στωικού σοφού αποτελείται από τις «λογικές» ή «διανοητικές» ηθικές αξίες,
τις οποίες και εξάγει η στωική ηθική από τους φυσικούς κανόνες. Αυτοί εί-
ναι που διέπουν ολόκληρο τον φυσικό χώρο και αποτελούν το αντικείμενο
έρευνας της φυσικής. Ο ρόλος της στωικής ηθικής έγκειται στο ότι αποφασί-
ζει σχετικά με το αν η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ανθρώπου εναρμονί-
ζεται ή όχι με τους προαναφερθέντες «φυσικούς» κανόνες και αξίες του κό-
σμου, πράγμα που κάνει τα παραπάνω «εφαρμόσιμα» στο πεδίο της ανθρώ-
πινης δράσης.438 Ο άνθρωπος, από την οπτική τής στο έπακρο επεξεργασμέ-

437. Πρόκειται για την κριτική των φιλοσοφικών στάσεων, τις οποίες κρατούσαν ο Πύρ-
ρων και ο προαναφερθείς Αρίστων ο Χίος. Ο Κικέρων ασκεί κριτική σε αυτούς, επειδή παρά
το γεγονός ότι και οι δύο τους επιδίωκαν με τόσο πάθος την αρετή, υπογραμμίζοντας τη ση-
μασία της στην ενάρετη ζωή, δεν κατάφεραν πράγματι να της δώσουν κάποιο αξιόλογο φιλο-
σοφικό περιεχόμενο.
438. Gahér, F.: Stoici o ľudskej prirodzenosti, σελ. 76. Η μελετήτρια I. Sluiter, διαπραγματευό-
μενη από λογική σκοπιά τη χρήση της έκφρασης μᾶλλον/ἦττον ἤ στους στωικούς, καταλήγει
σε καταπληκτικά, όχι όμως και σε απροσδόκητα, συμπεράσματα. Κατά τη συγκεκριμένη με-
λετήτρια, το κύριο πεδίο εφαρμογής του λογικού αυτού συνδυασμού υπήρξε ακριβώς ο χώ-
ρος της απόφασης και, γενικότερα, αυτός της ηθικής. Οι στωικοί έπρεπε να υπερασπίζουν
εδώ –σε αντιδιαστολή με τη σκεπτική αδιαφορία– την εκφραζόμενη διαμέσου της φράσης οὐ
μᾶλλον, μεγαλύτερη (ή, εναλλακτικά, και μικρότερη) «επιλεκτική» αξία (ἀξία ἐκλεκτική) των
πραγμάτων του κόσμου, κάτι που γίνονταν, κατά την I. Sluiter τουλάχιστον, ακριβώς διαμέ-
σου του λογικού συνδυασμού μᾶλλον/ἦττον ἤ (βλ. On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions con-
taining ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ, σελ. 59 – 62, passim). Απ’ όπου θα μπορούσαμε να καταλήξουμε
στο συμπέρασμα ότι, ενώ το κύριο όπλο που χρησιμοποιούσε ο σκεπτικισμός ενάντια στον
στωικό δογματισμό υπήρξε η φράση οὐ μᾶλλον ἤ, εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι στωικοί
204 Ο Πύρρων

νης στωικής θεωρίας, είναι απαράδεκτο να θυσιάσει όλο το αξιολογικό του


σύστημα, προκειμένου να αποκτήσει μία ζωή απαλλαγμένη από κάθε ψυχι-
κή ταραχή (ἀταραξία, ἀοχλησία). Εντελώς αδύνατον φαίνεται όχι μόνο το
να αποκτήσει κανείς τη μεγαλύτερη ευδαιμονία, ζώντας μία ζωή αξιολογικά
εντελώς εκκενωμένη, αλλά ακόμα και το να ζήσει μία τέτοια ζωή. Η πυρρώ-
νεια απομόνωση από τον κόσμο και η ακόλουθη αξιολογική εκκένωση του
σκεπτικού σοφού σίγουρα δεν εναρμονίζεται ούτε με το φιλοσοφικό πιστεύω
του Κικέρωνα, κάτι που αποδεικνύει και ο ίδιος με τη θαυμάσια και δραστή-
ρια σταδιοδρομία του στον χώρο της πολιτικής, της ρητορικής καθώς και
της φιλοσοφίας.

ενάντια στους σκεπτικούς υπήρξε η ίδια έκφραση με την παράλειψη όμως της άρνησης οὐ.
Επίλογος

Σ τις σελίδες αυτού του βιβλίου προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσου-


με από ιστορικής πλευράς μία –όσο το δυνατόν– ακριβέστερη εικόνα του
φιλοσόφου Πύρρωνα του Ηλείου. Ο σκοπός μας μπορεί να ξεπερνούσε τις
δυνάμεις μας ή, σύμφωνα με τη γνώμη άλλων, ενδέχεται να ήταν και ακα-
τόρθωτος αυτός καθ’ αυτός. Καθοριστικός παράγοντας για το παραπάνω
δεν θα ήταν ούτε το ότι ο Πύρρων ο ίδιος δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα,
ούτε το ότι το σύνολο των σχετικών με αυτόν σωζόμενων αρχαίων πηγών
φανερώνει εμφανή αντιφατικότητα και ατέλεια. Ο Vlado Suvák, ένας πολύ
καλός μας φίλος και ειδικός στον τομέα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας,
μας λέει πολύ συχνά ότι είναι μάταιη ευθύς εξ αρχής κάθε προσπάθειά μας
να ακριβολογήσουμε και να διαπιστώσουμε τι ακριβώς έγινε σε κάποια περί-
οδο της σκέψης ή τι ακριβώς πίστευε ο κάθε υπό συζήτηση στοχαστής. Θεω-
ρεί πως η ροή της ιστορίας, τις περισσότερες φορές, προχωρεί παράδοξα
«από το παρόν προς το παρελθόν και όχι αντίστροφα»439 Πώς όμως πρέπει
να αντιληφθούμε αυτήν την προκλητική και, για πολλούς ιστορικούς της φι-
λοσοφίας, ακόμα και αιρετική ιδέα του Suvák; Ίσως πρέπει να καταλάβουμε
πως η εικόνα ενός φιλοσόφου και οι αντιλήψεις του διαμορφώνονται από
πολλές γενιές και καταλήγουν σ’ εμάς μέσα από τους πολλούς αιώνες φιλο-
σοφικής και μη εξέλιξης που μας χωρίζουν απ’ αυτόν. Επομένως, ο ρόλος
του ιστορικού της σκέψης, κατά τη λογική αυτή, συνίσταται αποκλειστικά
στο να αναγνωρίσει το αντικείμενο της έρευνάς του στον καθρέφτη της με-
ταγενέστερης νοηματικής εξέλιξης, η οποία εξάλλου καθορίζει και τη δική
μας ερευνητική προσέγγιση σε σχέση με κάθε ιστορικό αντικείμενο.
Παρ’ όλους τους αντίστοιχους διαλογισμούς, οι οποίοι μας κάνουν να αμ-
φιβάλλουμε για τη σωστή κατεύθυνση της έρευνάς μας, είμαι πεπεισμένος
ότι η προσπάθειά μας να ανασυστήσουμε την αληθινή ιστορική-φιλοσοφική
εικόνα του Πύρρωνα δεν ήταν μάταιη αλλά καρποφόρα. Στις σελίδες αυτού
του βιβλίου προσπαθήσαμε προπάντων να αποδείξουμε ότι ο Πύρρων ήταν
ένας κατεξοχήν πρωτότυπος στοχαστής, ο οποίος και δεν εντάσσεται σε επι-

439. Suvák, V.: Kynizmus: etika bez morálky, σελ. 130.


206 Ο Πύρρων

χειρηματικά σχήματα ούτε σε σκεπτικά στερεότυπα του μεταγενέστερου


(νεο)πυρρωνισμού. Ο τελευταίος, για ιδεολογικούς λόγους (κατά τη σημερι-
νή άποψη για λόγους προβολής, κατά την άποψη της αρχαιότητας για λό-
γους συνέχισης της παράδοσης), αφομοίωσε μόνον το όνομα του Πύρρωνα.
Επί τη βάσει της λεπτομερούς φιλοσοφικής-φιλολογικής ανάλυσης των σω-
ζόμενων πηγών και κυρίως του χωρίου του Αριστοκλή, που βρίσκεται στο
έργο του Ευσέβιου «Ευαγγελική προπαρασκευή», το οποίο και μας εφοδιά-
ζει με πολύτιμες πληροφορίες για τον Πύρρωνα, καταλήξαμε στο συμπέρα-
σμα ότι ο Πύρρων αρνούνταν, με ριζοσπαστικό τρόπο, κάθε είδους προσπά-
θεια να αποδοθεί κατηγόρημα σε οιονδήποτε υποκείμενο. Κατά την ερμη-
νεία μας, ο Πύρρων εκφράζει τη ριζοσπαστική του θέση με τη χρήση του
συνδυασμού «όχι περισσότερο… από…» (οὐ μᾶλλον… ἤ…), που δηλώνει,
στη φιλοσοφία του, τη σύζευξη των δύο εκλαμβανόμενων –με ιδιαίτερο τρό-
πο– «αρνήσεων», που εφαρμόζονται και στα δύο στοιχεία που συνδέονται
με τη συγκεκριμένη φράση. Στα παραπάνω συμπεράσματα καταλήξαμε κα-
τόπιν μιας εμβριθούς ανάλυσης της χρήσης διαφορετικών σημασιών της
φράσης «οὐ μᾶλλον… ἤ …» σε διάφορα κείμενα φιλοσοφικής και μη, σκε-
πτικής και μη σκεπτικής προέλευσης. Ιδιαίτερη έμφαση αποδόθηκε στη λε-
πτομερή ανάλυση όλων των συγκεκριμένων χωρίων, καθώς και των συμ-
φραζομένων τους, στα οποία απαντά αυτή η καθοριστικής σημασίας για τον
Πύρρωνα έκφραση. Επίσης, ασκήσαμε αυστηρή κριτική σε όλες τις σύγχρο-
νες απλοποιημένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες ερμηνεύουν τον
Πύρρωνα από την οπτική της μεταγενέστερης νεοπυρρώνειας φιλοσοφίας.
Καταδείξαμε ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι εντελώς λανθασμένες,
γιατί αφενός οδηγούν σε λογικές αντιφάσεις σχετικά με την παραπάνω πλα-
στή εικόνα του Πύρρωνα του Ηλείου και αφετέρου έρχονται συχνά σε σφο-
δρή σύγκρουση ακόμη και με τις ίδιες τις αρχαίες πηγές, κατά λέξη μετα-
φρασμένες. Η διεξοδική μας ανάλυση και η κριτική αξιολόγηση των σχετι-
κών αρχαίων και σύγχρονων ερμηνειών μάς οδήγησε στην απόρριψη της
φαινομεναλιστικής και γνωσιολογικής ερμηνείας και στην υιοθέτηση της με-
ταφυσικής, της ανατολίτικης και της ηθικής ερμηνείας. Οι τελευταίες δύο
παρουσιάζουν μία πολύ πιθανή εικόνα του ιστορικού Πύρρωνα, ενώ η μετα-
φυσική ερμηνεία σχετίζεται με το πώς υποδέχτηκε τον Πύρρωνα ο μαθητής
του ο Τίμων.
Παρά το γεγονός ότι δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε με ακρίβεια
ποια από τα πολλά και περίεργα γεγονότα στη ζωή του Πύρρωνα είναι, από
ιστορικής απόψεως, αξιόπιστα, η σημαντική επίδραση που άσκησε και που
εκδηλώθηκε τόσο στους συγχρόνους του όσο και στους μεταγενέστερους, εί-
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 207

τε ως ενθουσιασμός είτε ως περιφρόνηση, στηριζόταν, κατά πάσα πιθανότη-


τα, στο γεγονός ότι ο Πύρρων έκανε τις φιλοσοφικές του απόψεις τρόπο ζω-
ής. Επομένως, δεν παρέδωσε ο Πύρρων στους μαθητές του, στους φίλους
και θιασώτες του, κανένα φιλοσοφικό σύγγραμμα, αλλά τη «ζώσα» φιλοσο-
φία του, την ίδια δηλαδή τη ζωή του, τον βιωμένo με φιλοσοφικό τρόπο βίο
του. Φαίνεται να υπάρχει εδώ μία αναλογία –όχι βεβαίως τυχαία– ανάμεσα
στην περίοπτη θέση του Σωκράτη και σε αυτήν που κατείχε στο ελληνικό φι-
λοσοφικό πάνθεον ο Πύρρων. Έστω και αν φαίνεται να είναι πολύ ακραία η
απάντηση που έδωσε ο Πύρρων στο ερώτημα για την αναζήτηση της ευδαί-
μονος ζωής –η συμβουλή του δηλαδή να απορρίψουμε κάθε είδους γνώση,
προκειμένου να αποκτήσουμε την ατάραχη ευδαιμονία– θα έπρεπε να δια-
κείμεθα με πραγματική συμπάθεια απέναντι στην πραγματικά ανθρωπιστική
ματιά με την οποία ο Πύρρων προσεγγίζει τον άνθρωπο, καθώς και στη βα-
θιά του κατανόηση μερικών από τους σημαντικότερους ψυχολογικούς κα-
νόνες. Αν το βιβλίο μάς φανέρωσε αυτήν την ανθρωπιστική διάσταση της
προσωπικότητας και του έργου του Πύρρωνα, είμαστε πεπεισμένοι ότι, παρ’
όλες τις αμφιβολίες μας, πέτυχε σίγουρα στον στόχο του...
Ευρετήριο και εξηγήσεις όρων

ἀβούλητος ακούσιος, μη εκούσιος, αθέλητος


ἀγαθόν, ἀγαθά τα πράγματα που αξίζουν στη ζωή, τα αγαθά της ζωής
ἄδηλος αφανής; τὰ φύσει ἄδηλα τα από τη φύση τους αφανή; τὰ πρὸς καιρὸν ἄδη-
λα τα επί του παρόντος αφανή
ἀδιαφορία η άρνηση της συναίνεσης (της κατάφασης) σε οτιδήποτε, «αδιαφορία»;
«δυσδιακρισία» των πραγμάτων
ἀδιάφορος δυσδιάκριτος, χωρίς κανένα αντιληπτό διακριτικό γνώρισμα
ἀδόξαστος χωρίς πεποίθηση, που δεν εκφέρει κρίσεις
ἀζήτητος αναμφισβήτητος, που δεν υπόκειται σε καμία εξέταση ή αμφισβήτηση
ἀθαμβία απαλλαγή από τον φόβο, την κατάπληξη και τον τρόμο, ασυγκινησία
ἀκαταληψία ακατανοησία, αδυναμία της κατανόησης, αδυναμία της αντίληψης
ἀκατάληπτος ακατανόητος
ἀκλινής αυτός που δεν κατατείνει σε ουδεμία πλευρά, «αμερόληπτος»
ἀκράδαντος ασάλευτος, αμετακίνητος
ἀναλογισμός συλλογισμός, τον οποίο χρησιμοποιεί η ορθολογιστική ιατρική, κατα-
λήγοντας από τα φαινόμενα στη γνώση των αφανών
ἀνενεργησία βλ. ἀπραξία
ἀνεπίκριτος απροσδιόριστος, μη αποφάνσιμος
ἀντιλογία αντίφαση
ἀνυπόπτωτος απρόσιτος στα αισθητήρια και στην αισθητηριακή αντίληψη
ἀοριστία αναποφασιστικότητα
ἀοχλησία ψυχραιμία, ηρεμία
ἀπάθεια αναισθησία
ἀπερίσπαστος (φαντασία) ανενόχλητη, αδιατάρακτη (εντύπωση)
ἀπαράλλακτος απόλυτα όμοιος με άλλον, χωρίς κανένα διακριτικό γνώρισμα
ἀπαραλλαξία το να είναι κανείς (ή κάτι) απόλυτα όμοιος με άλλον, απόλυτη ομοιό-
τητα
210 Ο Πύρρων

ἀπραξία, ἀνενεργησία αδράνεια, αδυναμία και ανικανότητα να εκτελέσει κανείς τις


βιοτικές αποφάσεις και πράξεις
ἀπροπτωσία το να μην κρίνουμε εσπευσμένα, επιφυλακτικότητα κατά τη διαδικα-
σία της κρίσης
ἀπροσθετεῖν το να μη δίνουμε τη συγκατάθεσή μας σε κάτι
(ἠ) ἀρρεψία το να μην κλίνουμε προς τίποτε
ἀρρησία μη εκφώνηση των ισχυρισμών, μη διατύπωση των προτάσεων
ἀστάθμητος ακαταμέτρητος
(τὸ) ἄστοργον σκληρότητα
ἀταραξία ασυγκινησία
ἀφασία σιωπή, σιγή, αποχή από τον λόγο
ἀφορμή αντίσταση, «αντίθετη παρόρμηση»; σημείο εκκίνησης, «αφορμή», παρακί-
νηση, κίνητρο, λόγος-αίτιο
δι᾿ ἄλλο (αἱρετόν) αυτό που διαλέγουμε για κάτι άλλο
διεξαγωγή τοῦ βίου ο τρόπος της ζωής, το πώς ζούμε, η πρακτική ζωή
δόξα εικασία, πεποίθηση, άποψη, προκατάληψη
ἔθος συνήθεια
ἔθει το να συμβαίνει κάτι κατά την ανθρώπινη συνήθεια ή το να έγκειται στην αν-
θρώπινη συνήθεια
ἐνδεικτικός δηλωτικός (δηλαδή ένδειξη)
ἐναντιότης αντίθεση
ἐπιλογισμός συλλογισμός που κάνει η εμπειρική ιατρική, καταλήγοντας από το ένα
φαινόμενο στο άλλο, με το οποίο συνδέεται κανονικά
ἐπ᾿ ἴσης εξίσου, στον ίδιο βαθμό
ἐποχή αναστολή της κρίσεως
εὐδαιμονία ευτυχία, ευδαιμονία, μακαριότητα
εὐθυμία χαρά, ικανοποίηση
εὔλογος «αυτός που έχει καλούς λόγους να είναι αληθής», βάσιμος, λογικός, συνε-
τός
εὐκολία τοῦ βίου ευχαρίστηση για τον βίο
ἡγεμονικόν το κυριαρχικό μέρος της ψυχής του λογικού ανθρώπου (στη στωική φι-
λοσοφία)
(ἡ) εἰς ἑκάτερα ἐπιχείρησις (in utramque partem) επιχειρηματολογία και για τις δύο
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΟΡΩΝ 211

πλευρές ενός ζητήματος


ἰδίωμα ιδιαίτερο γνώρισμα, χαρακτηριστικό σημάδι
ἰσοσθένεια (paria momenta) ισοδυναμία (ίση ισχύς /κύρος/ αντίθετων επιχειρημά-
των)
καθ᾿ αὑτὸ (αἱρετόν) αυτό που διαλέγουμε (πάντοτε) για αυτό το ίδιο
κακοδαιμονία το αντίθετο της ευδαιμονίας (ευτυχίας), δυστυχία, κακή τύχη
κατάληψις (= comprehensio) αντίληψη, «διανοητική σύλληψη», γνώση
καταληπτικὴ φαντασία αντιληπτική εντύπωση, η εντύπωση, με την οποία συλλαμ-
βάνουμε (αποκτούμε) την αληθινή γνώση
μηδὲν ὁρίζειν το να μην εκφέρει κανείς κρίσεις για οτιδήποτε
νομοθήκη (= νομοθεσία) σύνταξη και ανακάλυψη των νόμων (φυσικών, καθώς και
ανθρώπινων)
νόμος σύμβαση, «συμβατικότητες»
νόμῳ το να έγκειται κάτι στις ανθρώπινες συμβάσεις, το να γίνεται σύμφωνα με τις
ανθρώπινες «συμβατικότητες»
ὁρμή (lat. appetitus) παρόρμηση, έντονη τάση για την εκτέλεση μιας ενέργειας
οὐ μᾶλλον… ἤ... «όχι περισσότερο… από…», «όχι περισσότερο… παρά…», «όχι σε
μεγαλύτερο βαθμό… από…»
ὄχλησις (ψυχική) ταραχή
πάθος έντονη επιθυμία, «πάθος», κίνητρο, διάθεση, κατάσταση
περιοδευμένη (φαντασία) διερευνημένη (εντύπωση)
πιθανή (φαντασία) πειστική (εντύπωση)
πράγματα ταλαιπωρίες, βάσανα, αντιξοότητες της ζωής
προπέτεια εσπευσμένη κρίση, επιπολαιότητα στην κρίση (των δογματικών)
προστίθεσθαι βλ. συγκατάθεσις
σημαῖνον σημείο
σημεῖον ένδειξη, οτιδήποτε (κατά κανόνα πληροφορία σε μορφή πρότασης), το
οποίο μας οδηγεί σε άλλη πρόταση (πληροφορία, συμπέρασμα)
σημειωτός χαρακτηριστικό αυτού (πληροφορίας, πρότασης… ), στο οποίο έχουμε
καταλήξει επί τη βάσει του σημείου, αυτού δηλαδή που αποτελεί το «αντικείμε-
νο» του σημείου
συγκατάθεσις, πρόσθεσις (= προστίθεσθαι; lat. assensus) συναίνεση, συγκατάθεση
(να συναινώ)
212 Ο Πύρρων

ταραχή ανησυχία, ψυχική αναταραχή


τέλειος ολοκληρωμένος, όλος, αυτός που έχει πάρει την οριστική του μορφή σύμφω-
να με το είδος του
τέλος σκοπός, αριστοτέλειο «τέλος»
τεχνικῶς «σύμφωνα με τις αρχές της τέχνης», επιμελώς, εμβριθώς, πολύ αναλυτικά
ὑπομνηστικός υπενθυμιστικός (δηλαδή ένδειξη)
φαινόμενον «φαινόμενο», αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, αυτό που
παρουσιάζεται στον αισθητό χώρο (στη αισθητηριακή εποπτεία)
φαντασία εντύπωση (κυρίως στη στωική γνωσιολογία)
φανταστόν το εξωτερικό παρουσιαζόμενο αντικειμένο, το αντικείμενο που προκα-
λεί την εντύπωση
φύσει το να γίνεται κάτι σύμφωνα με τη φύση, το να έγκειται στη φύση
φωναί (σκεπτικαί) σκεπτικές διατυπώσεις, σύντομες δηλαδή εκφράσεις που δηλώ-
νουν ορισμένα σκεπτικά επιχειρήματα
Συντομογραφίες

Α. Εκδόσεις και λεξικά που αναφέρονται συχνά

Caizzi F. Decleva Caizzi: Pirrone testimonianze.


DK H. Diels: Die Fragmente der Vorsokratiker, I – II.
LSJ H. G. Liddell – R. Scott – H. S. Jones: Greek-English Lexicon.
OLD P. G. W. Glare: Oxford Latin Dictionary.
Supplementum H. Lloyd-Jones – P. Parsons: Supplementum Hellenisticum.
SVF Stoicorum veterum fragmenta, I – IV.

Β. Πίνακας αρχαίων συγγραφέων και έργων

ALEXANDER Aphrodisiensis
De fato De fato
In Arist. Met. In Aristotelis Metaphysica commentaria

ARISTOPHANES
Eccl. Ecclesiazusae

ARISTOTELES
Eth. Nic. Ethica Nicomachea
Met. Metaphysica
Phys. Physica

AULUS GELLIUS
Noctes Att. Noctes Atticae

CICERO
Acad. post. Academica posteriora
Acad. pr. (Lucullus) Academica priora
De div. De divinatione
De fato De fato
De fin. De finibus bonorum et malorum
De off. De officiis
Tusc. disp. Tusculanae disputationes

DEMOSTHENES
Contra Polyclem [Sp.] Contra Polyclem oratio [Sp.]
214 Ο Πύρρων

DIOGENES LAERTIUS
Vitae Diogenis Laertii Vitae philosophorum

EPIPHANIUS
Adv. haer. Adversus haereses

EURIPIDES
Hel. Helena
Iph. Aul. Iphigenia Aulidensis

Eusebius Caesariensis
Praep. evang. Praeparatio evangelica

PHILO Alexandrinus
Leg. alleg. Legum allegoriae
Quod deus sit immut. Quod deus sit immutabilis

GALENUS
De opt. doctr. De optima doctrina
De sectis De sectis ad eos qui introducuntur
In Hippocr. Prognost. In Hippocratis prognosticum commentaria

HERODOTUS
Hist. Historiae

HIPPOLYTUS
Philos. Philosophumena (= Adversus haereses I)

HOMERUS
Il. Ilias

HORATIUS
Carm. Carmina

CLEMENS ALEXANDRINUS
Strom. Stromateis

LACTANTIUS
Div. instit. Divinae institutiones
Epit. Epitome divinarum institutionum

LUCRETIUS
De rerum nat. De rerum natura

PAUSANIAS
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 215

Descript. Graec. Descriptio Graeciae

PLATO
Leg. Leges
Philb. Philebus
Prot. Protagoras

PLUTARCHUS
Alex. Alexander
Adv. Col. Adversus Coloten

SENECA
Ep. Ad Lucilium epistulae morales

SEXTUS EMPIRICUS
Adv. math. Adversus Mathematicos
Pyrrh. hyp. Pyrrhoneae hypotyposes

SIMPLICIUS
In Arist. Phys. In Aristotelis Physica

SOPHOCLES
Ai. Aiax

STOBAEUS
Ecl. Eclogae physicae et ethicae

SUDA LEXICON
Suda Suidae lexicon

THEOPHRASTUS
Phys. Opin. Physicorum opiniones

THUCYDIDES
Hist. Historiae

XENOPHON
Hell. Hellenica (Historia Graeca)
Oec. Oeconomicus
Mem. Memorabilia
Βιβλιογραφία

Εκδόσεις
ALEXANDER Aphrodisiensis: De fato. Ed. I. Bruns. Berlin, 1892.
ALEXANDER Aphrodisiensis: In Aristotelis metaphysica commentaria. Ed. M.
Hayduck. Berlin, 1891.
ARISTOPHANES: Ecclesiazusae. Ed. R. G. Ussher. Oxford, 1973.
ARISTOTELES: Ethica Nicomachea. Ed. I. Bywater. Oxford, 1894, 1962.
ARISTOTELES: Metaphysics, I – II. Ed. W. D. Ross. Oxford, 1924, 1970.
ARISTOTELES: Physica. Ed. W. D. Ross. Oxford, 1950, 1966.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Academica priora siue Lucullus. Ed. O. Plasberg. Leipzig,
1922.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Academica posteriora (fragmentum maximum). Ed. O.
Plasberg. Leipzig, 1922.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De divinatione. Ed. R. Giomini. Leipzig, 1975.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De fato. Ed. R. Giomini. Leipzig, 1975.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De finibus bonorum et malorum. Ed. Th. Schiche.
Leipzig, 1915.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): De officiis. Ed. C. Atzert. Leipzig, 1963.
CICERO (Marcus Tullius Cicero): Tusculanae disputationes. Ed. M. Pohlenz. Leipzig,
1918.
DEMOSTHENES: Contra Polyclem [Sp.]. Ed. W. Rennie. Oxford, 1931.
DIOGENES LAERTIUS: Vitae philosophorum, I–II. Ed. H. S. Long. Oxford, 1964, 1966.
EURIPIDES: Helena. In: Euripidis fabulae, III. Ed. G. Murray. Oxford, 1902, 1966.
EURIPIDES: Iphigenia Aulidensis. In: Euripidis fabulae, III. Ed. G. Murray. Oxford, 1902,
1966.
Eusebius Caesariensis: Die Praeparatio evangelica. In: Eusebius Werke, VIII. Ed.
K. Mras. Berlin, 1954.
PHILO Alexandrinus: Legum allegoriarum. In: Philonis Alexandrini opera quae su-
persunt. Vol. 1. Ed. L. Cohn. Berlin, 1896, 1962.
218 Ο Πύρρων

PHILO Alexandrinus: Quod deus sit immutabilis. In: Philonis Alexandrini opera quae
supersunt, II. Ed. P. Wendland. Berlin, 1897, 1962.
GALENUS: De optima doctrina. In: Claudii Galeni Pergameni scripta minora, I. Ed. J.
Marquardt. Leipzig, 1884; Amsterdam 1967.
GALENUS: De sectis ad eos qui introducuntur. In: Claudii Galeni Pergameni scripta
minora, III. Ed. J. Marquardt, I. Müller, G. Helmreich. Leipzig, 1893; Amsterdam 1967.
GELLIUS (Aulus Gellius): Noctes Atticae. Ed. C. Hosius. Leipzig, 1903.
HERODOTUS: Histoires. Ed. Ph. – E. Legrand. Paris, 1954, 1968.
HOMERUS: Ilias. Ed. T. W. Allen. Oxford, 1931.
HORATIUS: Carmina. Ed. D. R. S. Bailey. Leipzig, 19953.
CLEMENS ALEXANDRINUS: Stromata. Ed. O. Stählin – L. Früchtel – U. Treu. Berlin,
1960, 1970.
LUCRETIUS (Titus Lucretius Carus): De rerum natura. Ed. J. Martin. Leipzig, 1969.
PAUSANIAS: Graeciae descriptio, I–III. Ed. F. Spiro. Leipzig, 1903; Stuttgart 1967.
PLATO: Opera, I–V. Ed. J. Burnet. Oxford, 1904–1914.
PLUTARCHUS: Moralia. Ed. R. Westman. Leipzig, 1959.
PLUTARCHUS: Vitae parallelae. Ed. K. Ziegler. Leipzig, 19682.
SEXTUS EMPIRICUS: Sexti Empirici opera, I–III. Ed. H. Mutschmann – J. Mau. Leipzig,
1912 – 1914.
SOPHOCLES: Ajax. Ed. A. Dain – P. Mazon. Paris, 1958; 1968.
Suidae lexicon, I–IV. Ed. A. Adler. Leipzig, 1928; Stuttgart, 1971.
THUCYDIDES: Historiae, I–II. Ed. H. S. Jones – J. E. Powell. Oxford, 1942.
XENOPHON: Hellenica. In: Xenophontis opera omnia, I. Ed. E. C. Marchant. Oxford, 1900,
1968.
XENOPHON: Memorabilia. In: Xenophontis opera omnia, II. Ed. E. C. Marchant. Oxford,
1921, 1971.
XENOPHON: Oeconomicus. In: Xenophontis opera omnia, II. Ed. E. C. Marchant. Oxford,
1921, 1971.

Κριτικές εκδόσεις με σχόλια


Decleva Caizzi, F.: Pirrone testimonianze. Napoli, 1981.
Diels, H.: Die Fragmente der Vorsokratiker, I – II. Ed. W. Kranz. Dublin – Zürich, 1966,
1972, 1951.6
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 219

Döring, K.: Die Megariker: kommentierte Sammlung der Testimonien. Amsterdam, 1972.
Lloyd-Jones, H. – Parsons, P.: Supplementum Hellenisticum. Berlin, 1981.
Long, A. A. – Sedley, D. N.: The Hellenistic Philosophers, I – II. Cambridge, 1987.
Poetarum Philosophorum Fragmenta. Ed. H. Diels. Berlin, 1901.
Stoicorum veterum fragmenta, I – IV. Ed. Ioannes ab Arnim. Lipsiae, 1921 – 1923 (συντο-
μογραφία SVF).

Μεταφράσεις
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια, 1 – 2. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημήτριος
Λυπουρλής. Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2006.
Aristoteles: Metafysika. Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια A. Kříž. Praha, 1946.
Aristoteles: Metaphysik Bücher I (A) – VI (E). Ed. W. Christ, translation H. Bonitz. Hamburg,
1980.
Aristotle: Metaphysics, I – II. Translation H. Tredennick. Cambridge – London, 1933, 1989.
Cicero: Tusculan Disputations. Ed. J. Henderson, editor emeritus G. P. Goold, translation J.
E. King. Cambridge (Mass.), 1927, 2001.
Diogenes Laertius: Lives of Eminent Philosophers, I – II. Ed. J. Henderson, editor emeritus
D. P. Goold, translation R. D. Hicks. Cambridge (Mass.), 1925, 2000.
Díogenés Laertios: Životy, názory a výroky proslulých filosofů. Μετάφραση A. Kolář.
Praha, 1964; Pelhřimov, 1995.
Diogenes Laertios: Životy slávnych filozofov, I – II. Μετάφραση M. Okál. Bratislava,
1954.
Platón: Prótagoras. Μετάφραση Fr. Novotný. Praha, 1992.2
Σέξτος Εμπειρικός: Πυρρωνειες Υποτυπώσεις, Α, Β. Εισαγωγή: Τερέζα Πεντζοπού-
λου-Βαλαλά, μετάφραση – σημειώσεις: Στυλιανός Δημόπουλος. Εκδόσεις Ζή-
τρος. Θεσσαλονίκη, 2002.
Sextus Empiricus: Against the Physicists. Against the Ethicists. Ed. D. P. Goold, translation
R. G. Bury. Cambridge (Mass.), 1936, 1997.
Sextus Empiricus: Outlines of Pyrrhonism. Ed. J. Henderson, editor emeritus D. P. Goold,
prel. R. G. Bury. Cambridge (Mass.), 1933, 2000.
Sextus Empiricus: Základy pyrrhónskej skepsy. Μετάφραση J. Špaňár. Bratislava, 1984.
Texty k ranému pyrrhónizmu. Μετάφραση A. Kalaš. In: Ostium, έτος 3, αρ. 3, 2007; URL:
http://www.ostium.sk, s. 1 – 13.
Sextus Empirykus: Przeciw logikom. Μετάφραση I. Dambska. Warszava, 1970.
220 Ο Πύρρων

Zlomky starých stoikov. Μετάφραση M. Okál. Bratislava, 1983.


Xenofón: O prosperujúcej domácnosti. Μετάφραση A. Kalaš. Bratislava, 2007.

Ερμηνευτικές μελέτες
Andriopoulos, D., Z.: Ch. L. Stough, Greek Scepticism, Berkeley and Los Angeles, 1969
(review). In: Philosophy and Phenomenological Research, έτος. 32, αρ. 3, 1972, σελ.
417 – 419.
Annas, J.: The Morality of Happiness. New York, 1993.
Annas, J.: Hellenistic Philosophy of Mind. Berkeley and Los Angeles, 1992.
Ausland, H.: On the Moral Origin of the Pyrrhonian Philosophy. In: Elenchos, αρ. 10, 1989,
σελ. 359 – 434.
Bailey, A.: Sextus Empiricus and Pyrrhonean Scepticism. Oxford, 2002.
Bett, R.: Pyrrho, His Antecedents, and His Legacy. Oxford, 2000.
Bett, R.: Aristocles on Timon on Pyrrho: The Text, Its Logic and its Credibility. In: Oxford
Studies in Ancient Philosophy, αρ. 12, 1994, σελ. 137 – 181.
Bornemann, E. – Risch, E.: Griechische Grammatik. Frankfurt a. M., 1978.
Brennan, T.: Pyrrho on the Criterion. In: Ancient Philosophy, αρ. 18, 1998, σελ. 417 – 433.
Brochard, V.: Les Sceptiques grecs. Paris, 1887.
Burnyeat, M., F.: Tranquillity without a Stop: Timon, frag. 68. In: The Classical Quarterly,
XXX, 1980, σελ. 86 – 93.
Burnyeat, M., F.: Can the Sceptic Live his Scepticism? In: Schofield, M. – Burnyeat, M. –
Barnes, J. (ed.): Doubt and Dogmatism. Studies in Hellenistic Epistemology. Oxford,
1980, σελ. 20 – 53.
Brunschwig, J.: Introduction: the Beginnings of Hellenistic Epistemology. In: Algra, K.
–Mansfeld, J. – Schofield, M. (ed.): The Cambridge History of Hellenistic Philosophy.
Cambridge, 1999.
Brunschwig, J.: Once Again on Eusebius on Aristocles on Timon on Pyrrho. In: Brunschwig,
J.: Papers in Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1994.
Cambiano, G.: Philosophy, science and medicine. In: Algra, K. – Mansfeld, J. – Schofield,
M. (ed.): The Cambridge History of Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1999.
Campbell, L.: V. Brochard, Les Sceptiques grecs, Paris, 1887 (review). In: The Classical
Review, έτος II, αρ. 4, 1888, σελ. 111 – 113.
De Lacy, P.: Skepticism in Antiquity. In: The Dictionary of the History of Ideas: Studies of
Selected Pivotal Ideas, IV. Ed. P. P. Wiener. New York, 1973 – 7, σελ. 234 – 240.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 221

De Lacy, P.: Οὐ μᾶλλον and the Antecedents of Ancient Scepticism. In: Phronesis, 3, 1958,
σελ. 59 – 71.
Encyclopedia of Classical Philosophy. Ed. D. J. Zeyl. Westport, 1997.
Flintoff, E.: Pyrrho and India. In: Phronesis, τόμος 25, 1980, σελ. 88 – 108.
Fumerton, R.: Phenomenalism. In: Routledge Encyclopedia of Philosophy, VII. Ed. E. Craig.
London and New York, 1998, pp. 330 – 333.
Gahér, F.: Stoici o ľudskej prirodzenosti. In: Anthropos, έτος 1, αρ. 1, 2004, σελ. 73 – 76.
Gahér, F.: Stoická sémantika a logika z pohľadu intenzionálnej logiky. Bratislava, 2006.2
Gahér, F.: Princípy stoickej fyziky I. Kozmos ako dynamické kontinuum. In: Organon F,
έτος 4, αρ. 3, 1997, σελ. 215 – 245.
Gahér, F.: Princípy stoickej fyziky II. Identita a zmena telies. In: Organon F, έτος 5, αρ. 1,
1998, σελ. 1 – 30.
Georgoulis, K, D.: Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Αθήνα, 1975, 2007.5
Glare, P., G., W.: Oxford Latin Dictionary. Oxford, 1982.
Görler, W.: Pyrrhon aus Elis. In: Grundriss der Geschichte der Philosophie. Die Philosophie
der Antike, IV: Die Hellenistische Philosohie. Ed. H. Flashar. Basel, 1994, σελ. 732 –
759.
Hankinson, R. J.: The Sceptics. London, 1995.
Hankinson, R. J.: Cause and Explanation in Ancient Greek Thought. Oxford, 1998.
Janáček, K.: Sexti Empirici Indices. Firenze, 2000.
Janáček, K.: Die Hauptschrift des Sextus Empiricus als Torso erhalten? In: Philologus 107,
1963, σελ. 271 – 7.
Kalaš, A.: Elementy stoickej epistemológie. In: Filozofia, έτος 55, αρ. 4, 2000, σελ. 294 –
306.
Kalaš, A.: Kataleptická fantázia v stoickej epistemológii. In: Filozofia, έτος 56, αρ. 6, 2001,
σελ. 363 – 381.
Kalaš, A.: Sokratovské zdôvodnenie skeptického obratu strednej Akadémie. In: Minulé
a súčasné podoby filozofickej reflexie človeka. Banská Bystrica, 2006, σελ. 122 – 128.
Kalaš, A.: Úloha pudu a súhlasu v stoickej epistemológii. In: Filozofia, έτος 57, αρ. 3, 2002,
σελ. 163 – 180.
Kalaš, A.: Vplyv cynizmu na stoicizmus. In: Filozofia, έτος 57, αρ. 6, 2002, σελ. 405 –
430.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Συλλογικό έργο. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπου-
δών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Θεσσαλονίκη, 2009.
Liddell, H., G. – Scott, R. – Jones, H., S.: Greek-English Lexicon. Oxford, 19969.
222 Ο Πύρρων

Long, A., A.: Hellenistic Philosophy. London, 1974 (στα τσεχικά: Hellénistická filosofie.
Μετάφραση P. Kolev. Praha, 2003).
Long, A., A.: Timon of Phlius: Pyrrhonist and Satirist. In: Proceedings of the Cambridge
Philological Society. N. S. 24, 1978, σελ. 68 – 91.
Maccoll, N.: The Greek Sceptics from Pyrrho to Sextus. London and Cambridge, 1869.
Marko, V.: Vreme, objašnjenje, modalnost. Novi Sad, 2004.
Mette, H.: Zwei Akademiker heute: Krantor von Soloi und Arkesilaos von Pitane. In:
Lustrum, έτος 26, 1984, σελ. 7 – 94.
Mette, H.: Weitere Akademiker heute: von Lakydes bis zu Kleitomachos. In: Lustrum, έτος
27, 1985, σελ. 39 – 148.
Hankinson, R. J.: Hellenistic medical epistemology. In: Routledge Encyclopedia of
Philosophy, zv. IV. Ed. E. Craig. London and New York, 1998, σελ. 333 – 335.
Pentzopoulou-Valala, T.: Έννοια της Ενάργειας στους Αρχαίους Σκεπτικούς. Θεσσα-
λονίκη, 1975.
Pentzopoulou-Valala, T.: Εισαγωγή στην Φιλοσοφία. Ο Αρχαίος Σκεπτικισμός (μαθή-
ματα οντολογίας και γνωσιολογίας). Θεσσαλονίκη – Αθήνα, 1996.
Sandbach, F., H.: The Stoics. London, 1994.
Schofield, M.: Academic epistemology. In: Algra, K. – Mansfeld, J. – Schofield, M. (eds.):
The Cambridge History of Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1999.
Sluiter, I.: On Η ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ and Propositions containing ΜΑΛΛΟΝ/ΗΤΤΟΝ.
In: Mnemosyne, τόμος 41, αρ. 1 – 2, 1988, σελ. 46 – 66.
Smyth, H., W.: Greek Grammar. Ed. G. M. Messing. Harvard, 1957.
Stopper, M., R.: Schizzi Pirroniani. In: Phronesis, τόμος 28, 1983, σελ. 265 – 297.
Stough, Ch., L.: Greek Scepticism. Berkeley and Los Angeles, 1969.
Striker, G.: Sceptical Strategies. In: Schofield, M. – Burnyeat, M. – Barnes, J. (eds.): Doubt
and Dogmatism. Studies in Hellenistic Epistemology. Oxford, 1980, σελ. 54 – 83.
Striker, G.: The Problem of the criterion. In: Striker, G.: Essays on Hellenistic Epistemology
and Ethics. Cambridge, 1996, σελ. 150 – 168.
Suvák, V.: Antistenove výklady Homéra v kontexte sokratiky. In: Sokratika: Štyri štúdie k
sókratovskej tradícii myslenia. Prešov, 2007, σελ. 84 – 111.
Suvák, V.: Kynizmus: etika bez morálky. In: Sokratika: Štyri štúdie k sókratovskej tradícii
myslenia. Prešov, 2007, σελ. 112 – 147.
Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Undecidable Nature. In: Oxford Studies in Ancient Philosophy,
τόμος 27, 2004, σελ. 249 – 295.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 223

Svavarsson, S., H.: Pyrrho’s Dogmatic Nature. In: Classical Quarterly, έτος 52, αρ. 1, 2002,
σελ. 248 – 256.
Svavarsson, S., H.: Richard Bett, Pyrrho, His Antecedents, and His Legacy. Oxford, 2000
(review). In: Bryn Mawr Classical Review 2001.11.16, σελ. 1 – 8.
Špaňár, J. – Horecký, J.: Latinská gramatika. Bratislava, 1960, 1993.
The Oxford Classical Dictionary. Ed. S. Hornblower – A. Spawforth. Oxford, 2000.
Všeobecná encyklopedie UNIVERSUM. Praha, 2001.
Zeller, E.: Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung. Leipzig,
1909.
Wilamowitz-Moellendorff, U.: Antigonos von Karystos. Berlin – Zürich, 19652 (αρχικά
Philologische Untersuchungen, 4. Berlin, 1881).
Wollner, U.: Lucretius a problematika religio. In: Kalaš, A. – Wollner, U.: Titus Lucretius
Carus: De rerum natura (latinsko-slovenský slovník). Bratislava, 2008, σελ. 5 – 27.

You might also like