Professional Documents
Culture Documents
ΣΧΟΛΗ
Εκδόσεις Διάνυσμα, 2015
ekdoseisdianisma@gmail.com
facebook.com/ekdoseisdianisma
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ
ΣΧΟΛΗ
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ξεκαθαρίζω ἀκόμη,
Καὶ τοῦτο μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δεσπότη,
11
Καὶ μὲ στέρεά μου γνώμη,
Πῶς ἀκούω, διορίζω καὶ θέλω, ὅτι,
Καλόγηροι, παπᾶδες,
᾿Παντρεμένες, ἀνύπαντρες κοπέλες,
Καλόγρηες, ἀσκητᾶδες,
Νηὲς ὤμορφες, καὶ γρηὲς μὲ σοτανέλες,
Ὅλοι, γιὰ ῾πινομή μου,
Νἄχουνε μέρος στὴν ἀφιέρωσή μου.
12
Η ΆΝΟΙΞΗ
Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντες
Καὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,
Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τους
Θωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.
13
Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.
14
Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.
Νά, ἰδέτε τί κακὸ
Χωριατοποῦλες ὤμορφες
Ποὺ κάνουνε χορό.
Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμε
Σ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,
Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνε
Ἀπάνου στὸ σαμάρι,
Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
15
ΣΥΧΑΡΙΆΣΜΑΤΑ ΕΙΣ ΓΕΝΈΘΛΙΑ
ΓΑΪΔΆΡΟΥ
Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃ
Ὁ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ.
Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃ
Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.
16
ΣΟΒΑΡΆ ΚΆΠΟΙΑ
1851 Λονδίνο
17
ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ
Α´
18
«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,
κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,
ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,
εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος,
παντοῦ ἐπιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκι
ποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».
19
Β´
20
κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξη
νὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;
Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»
21
Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφες
κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες —
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . .
Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,
καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της!
22
σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ
λάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.
23
Γ´
24
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές!
ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·
οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,
μόνε τὸν καταλάβετε κακά».
25
Δ´
26
Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει».
Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,
κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.
27
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
Περιοδικὸ Γράμματα,
Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)
31
Λήθη
32
Ἔρως καὶ θάνατος
33
Ἀνεμόμυλος
36
Ὄνειρο
37
Αργυρόκουπα
38
Ψυχοφίλημα
39
Νίκη
40
Πλήρωμα χρόνου
41
Τάμα
42
Εἴδωλα
43
Μούχρωμα
Περιοδικὸ Γράμματα,
Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)
44
Χαραυγὴ
45
Ἐλιὰ
46
Παλαιοκαστρίτσα
47
Στὸ θάνατο τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκορᾶ
48
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
56
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
57
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.
Ἂν λίθος ἔφτανε
λαλιὰ νὰ βγάλῃ,
θ’ ἀκούαμε σήμερα
τοῦτος νὰ πῇ:
Τὸ σκότος, πὤκρυψε
τὰ θεῖα σου κάλλη,
θὰ πέσῃ ἀνέλπιστα,
θλιμμένη γῆ!
Ὡς τώρα εφάνηκα,
ποῦ ὁ τόπος θέλει
νὰ μ’ ἔχῃ, ὡς ἤμουνα,
στὰ μάτια ὀμπρός,
μὲ βάση ἀκλόνητη,
μὲ ἀκέρῃα μέλη,
θὰ βγῇς, ὦ Ἑλλάδα μου,
στοῦ ἡλίου τὸ φῶς. –
Ναί, Μεγαλόψυχε,
δὲ θὰ πεθάνῃ
μ’ ἐλπίδαις ἄκαρπαις
ἡ ἀθλία ποτέ,
πὤχει στὸ μέτωπο
62
λαμπρὸ στεφάνι,
πὤχει στὴ μνήμη της
τέκνα ὡς ἐσέ,
Ἂν ὁλοφάνερα
κάτου σὲ φέρῃ
ἐδὼ στὴ μέση μας
τέτοια γιορτή,
βάλε στὸ στῆθος σου
γοργὰ ἕνα χέρι,
νὰ μὴν ξανοίξωμε
κἀμμία πληγή.
Μεγάλη δέιχνοντας
ἀγάπης φλόγα,
ποῦ ἐπῆρε δύναμη
στὸν οὐρανό,
μὲ τ’ ἄλλο χέρι σου
τὸν κόσμο εὐλόγα,
ἐνῷ χαρούμενος
δακρύζει ἐδῶ.
Θὰ ἰδῇς νὰ πέσουνε
στ’ ἀνήλια βάθη,
μόλις τὴν ἅγια σου
πάρουν πνοή,
ζήλειαις φιλόδοξαις,
διχόνιαις, πάθη,
ποῦ τόσο ἐμάραναν
κάθε ψυχή.
Γυρνῶντας πρόθυμα
63
τὰ μάτια πέρα,
θὰ ἰδῇς καὶ γέρονταις,
καὶ ἀθῷα παιδιά,
ποῦ, γιὰ τὸ μνῆμα σου,
στὴν Πλατυτέρα
στεφάνια πράσινα
φέρνουν πολλά.
Πόθοι ἀνεξάκουστοι!
Μᾶς ἀγναντεύεις,
καὶ μένεις ἥσυχα
στοὺς οὐρανούς·
ἐδῶ σὲ κράζομε,
καὶ δὲ σαλεύεις,
μ’ ὅλο ποῦ χαίρεσαι
νὰ μᾶς ἀκοῦς.
64
μὲ σέβας ἄφωνο,
σὲ τριγυρνοῦν.
Δεήσου, ἀθάνατε,
θερμὰ δεήσου
γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας
τὴν ἀκριβή·
ἀς κάμῃ ἡ δύναμη
τῆς προσευχῆς σου
μέραις καλήτεραις
ἡ ἀθλία νὰ ἰδῇ!
65
Τὸ κανάρι μου
Μικρὸ κανάρι,
πόσο θὰ εὐφραίνεσαι
μὲ τέτοια χάρη
νὰ κιλαϊδῇς,
ἐνῷ γιὰ σένα
μάγια δὲν ἔχουνε
τὰ ζηλεμένα
βραβεῖα τῆς γῆς!
Μήπως ἡ μόνη
κρυφὴ ἀγάλλιαση
τ’ ἀνθρώπου σώνῃ
γι’ ἀνταμοιβή;
Ζητῶντας ἄλλη,
χαρὰ δὲ χαίρεται
τόσο μεγάλη,
τόσο ἁγνή.
Μὲ δίχως πόνο
τάχα ἡ φωνοῦλα σου
γιὰ τοῦτο μόνο
γλυκολαλεῖ;
Παρόμοια χάρη
68
ψυχὴ ποῦ αἰσθάνεται,
ἀθῷο κανάρι,
δὲ σοῦ φθονεῖ.
Παιδιά, γονέους,
γλυκειὰ συντρόφισσα,
τόπους ὡραίους,
ἄνθια, νερὰ
ἴσως δὲν κράζεις
ποτὲ στὴ μνήμη σου,
καὶ ἀναγαλλιάζεις
μὲς τὴν ἐρμιά.
Ἐκεῖνο ξέρει
πῶς ἐγεννήθηκε
γιὰ κἄποιο ἀστέρι,
ποῦ τὸ καλεῖ·
καὶ θρέφει ἐλπίδα
μὲ τ’ ἄλλα πνεύματα
στὴ νέα πατρίδα
ν’ ἀνταμωθῇ.
69
Μ’ αὐτὰ ἑνωμένο,
πικραὶς ἐνθύμησαις
τὸ εὐτυχισμένο
δὲ θάχῇ πλειό,
καὶ θ’ ἀρχινήσῃ
-κανάρι ἀθάνατο -
νὰ κιλαϊδήσῃ
στὸν οὐρανό.
ΤΑ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΠΡΏΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΌΠΙ
72
ΒΡΑΔΥΝῸ ΤΡΑΓΟῦΔΙ
73
ΠΕΡΙΔΙΆΒΑΣΗ
74
ΣΤῊ ΒΆΡΚΑ
Χωρισμένο τ’ ἀκρογιάλι
ἀπ’ τ’ ἀκίνητα νερά,
ὅλη ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη,
κράζοντάς τα ἐρωτικά.
75
ΞΎΠΝΑ
76
ΤΡΑΓΟῦΔΙ ΤῆΣ ΑὐΓῆΣ
Μὴ σὲ πλανοῦν τὰ ὀνείρατα·
ἡ Αὐγὴ σ’ τὰ προβοδάει,
ποῦ μὲ σκοπὸ βαστάει
τὰ μάτια σου κλειστά·
77
ΟἹ ΔΎΟ ΠΌΘΟΙ
78
ΘΥΜΗΤΙΚΌ
79
ἘΠΙΘΥΜΊΑ
Ἂν ἐδυνότουν ἄνθρωπος
ξένη μορφὴ νὰ πάρῃ,
τοῦ Πλάστη τέτοια χάρη
θὰ ἐγύρευα θερμά.
Νὰ μὲ ζηλέψουν ἔπρεπε
στὸν οὐρανὸ κ’ οἱ ἀγγέλοι,
ἂν ὅ,τι ὁ νοῦς μου θέλῃ
συνέβαινε ποτέ·
80
ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΌΣ
ἂν ὁλόκληρη κινιέται,
καί, μὲ χτύπους μετρητούς,
τὴν ἀκούω ν’ ἀπολογιέται
γιὰ τοὺς ἄφωνους νεκρούς.
81
ΛΑΜΠΡΉ
82
ἈΝΘΌΝΕΡΟ
83
ΛΟΥΛΟΎΔΙΑ
Μὴ τὰ χωρίσῃς· ἄφηστα
ζευγαρωμένα ὡς εἶναι·
μία τύχη σὰν αὐτήνε
θὰ λάβωμε κ’ ἐμεῖς.
84
ΤῸ ΣΚΟΥΛΗΚΆΚΙ
85
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ
86
ΔΈΗΣΗ
Μὲ φλογισμένη δέηση
στὸν οὐρανὸ προστρέχω,
καὶ πλέον σιμά μου σ’ ἔχω,
ὅσο ἀνεβαίνω ἐκεῖ.
87
ἌΔΙΚΗ ΖΉΛΕΙΑ
88
ΤᾺ ΤΡΑΓΟΥΔΆΚΙΑ
Προπερσινὸ τραντάφυλλο,
ποῦ ἐγὼ τῆς εἶχα φέρῃ,
μὲ τὸ δεξί της χέρι,
διαβάζοντας κρατεῖ·
89
ΘΎΜΗΣΗ
90
ἈΠΟΜΑΚΡΥΣΜΌΣ
91
ΧΕΛΙΔΌΝΙΑ
92
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ
97
ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΚΉΠΟΥ
98
νὰ ἐκδικήσεις τὴν σφαγήν,
ὅπου της τερπνῆς Εὐρώπης
τὸ ἀηδόνι κιλαϊδεῖ,
τῆς Ἀσίας στὸ περιγιάλι
ἄλλο ἀηδόνι ἀντιφωνεῖ.
99
Η ΔΙΚΑΊΑ ΕΚΔΊΚΗΣΙΣ
100
τὸ κῦμα ὁπού διαβαίνανε γλυκὰ ἠχολογοῦσε•
καὶ μέσα σὲ νησιὰ πολλά το πέλαγο τὰ πάγει•
ἀκούαν τριγύρω τα νησιὰ στὸ δειλινό, στὸ βράδυ,
ἀκούανε τὴν μελῳδιά, δὲν ἔνιωθαν ποῦ βγαίνει.
Φωνάξαν τὰ μικρὰ παιδιά: τὸ πέλαγο τὴν βγάζει.
Ἡ μελῳδιὰ σταμάτησε εἰς τὸ βαθὺ λιμάνι,
σὰν ἄστρο στὰ μεσάνυχτα, ποὺ σ’ ἕναν τόπον φέγγει.
Καὶ χίλια ἀηδόνια νὰ λαλοῦν ἐφαίνετο πὼς νὰ ‘ναι.
Πῆγαν μὲ τὰ μονόξυλα οἱ ναῦτες οἱ πιδέξιοι
καὶ τὸ κεφάλι πήρανε, πῆραν καὶ τὸ λαγοῦτο,
σὲ μνῆμα τὰ ἐνταφιάσανε κεφάλι καὶ λαγοῦτο.
Ἀπὸ τ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν μὲς στῶν νησιῶν τὲς χῶρες
πανώρια βαροῦν ὄργανα οἱ νιές, τὰ παλληκάρια,
καὶ μὲς στ’ ἀσημοχρύσαφα στολίζουν τὰ λαγοῦτα,
γεννᾷ τὲς θυγατέρες τῆς γλυκόφωνες ἡ μάννα
ἀγγέλου πὸ ‘χουν πρόσωπο κι ἀγγέλοι στὸ τραγοῦδι.
Πλὴν μέσα στὴ βαθειὰ στεριά, στὲς φόνισσες γυναῖκες
οἱ ἄνδρες πῆραν σίδερο καὶ στὴν ἑστιὰ τὸ κᾶψαν,
τὲς κορασιὲς ἐσφράγισαν στὸ μέτωπο, στὴν πλάτη
101
Η ΛΊΜΝΗ
102
Η ΠΛΆΝΗ ΤΟῦ ΧΟΡΟῦ
(Ο ΧΟΡῸΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΑΛΣ)
103
ΙΧΝΟΣ
104
σὰν τριαντάφυλλο αὐγινό,
ποῦ εἰς τὸ πράσινο κλαδί του
κείτεται μισανοιχτό,
δὲν τὸ πῆρε ἥλιος ἀκόμη
κι ἔχει νύχτας τὸ δροσιό;
Σὰν γελᾷς... τῆς Ἀφροδίτης
τὸ εὐαίσθητο παιδὶ
εἰς τὸ μάγουλο φιλεῖ σε
κι ἴχνος μένει ἀπ’ τὸ φιλί.
105
Ο ΙΜΠΡΑΪΜΗΣ ΚΙ Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ
106
εὑρίσκεται τῆς Ρούμελης ὁ διαλεκτὸς ἀθέρας.
Μακρής, Τζαβέλας, Βέικος, Μπότσαρης καὶ Στουρνάρης,
ἐδῶ ‘ταν ὁ Νικηταρᾶς τὸ φοβερὸ λεοντάρι,
ποῦ τόση ἐθέρισε Τουρκιὰ στῆς Κλένιας τὴν πεδιάδα.
Μερόνυχτο νὰ πολεμοῦν, χαίρονται, πεθυμοῦνε,
βόλια καὶ τόπια καὶ σπαθιὰ παιγνίδι τὰ λογιάζουν,
γύρνα γοργὰ στὸν τόπο σου, μὴν εὕρεις τὸ χαμόν σου,
Φράγκοι καὶ Ἀράπηδες ἐδῶ ποσῶς δὲν ὠφελοῦνε».
Στὸ λειδινὸ Ἀρβανιτιὰ ἐσίμωσε στὰ κάστρα,
μπέσα γιὰ μπέσα ἐφώναξαν καὶ ἐπλήσιασαν τὰ τείχη•
«Δέτε, μὴν ἀτιμήσετε τὸ Ἀλβανὸ τουφέκι».
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν ψηλὰ ἀπὸ τὰ τείχη.
«Ἐμεῖς δὲν ἐδειλιάσαμεν μὲ σᾶς νὰ πολεμοῦμε
καὶ θέλτε οἱ Φραγκαράπηδες τώρα νὰ μᾶς φοβίσουν;
Τάχια τὸ Ἀρβανίτικο τουφέκι θὰ βροντήσει
καὶ θέλει μαυροφορεθοῦν στὴν Ἀραπιὰ οἱ μαννάδες,
κι οἱ πουτάνες τῆς Φραγκιᾶς, θὰ κλάψουν τὲς πορνιές τους».
107
ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ
108
ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ
115
μὲ πόθο γύρω ἀσήκωσα
τὰ μάτια ἐρωτευμένα,
ὅπου τα κάλλη ἐλάμπανε
μὲς στ’ ἄνθη, τὰ λουλούδια,
ὁπού χοροί, τραγούδια
μαγεύουν τὴν καρδιά.
Κι ἐλόγιασα νὰ σ’ εὕρηκα,
ὢ ποθητή μου, ἐσένα•
κι ηὔρα γλυκὰ χαμόγελα
καὶ στήθια παγωμένα•
μία μόνη εἶδαν τὰ μάτια μου,
καὶ τ’ ἀνθηρά της κάλλη
σὲ παγωμένη ἀγκάλη
μαραίνονται κρυφά.
Ἀγάπησα κι ἀγάπησα
καὶ σὲ ποτὲ δὲν εἶδα•
ἅ! ποῦ ’σαι, πές μου, ἀγάπη μου,
ποῦ ’σαι, γλυκειά μου ἐλπίδα;
Πάθη βαθειὰ μ’ ἐπλάκωσαν
μὲ δύναμη μεγάλη,
ἀλλ’ ἔμεινε στὴν πάλη
116
ἀμόλυντη ἡ καρδιά.
Εἶδα θολή, κατάμαυρη
ἡ αὐγὴ γιὰ μὲ νὰ βγαίνει•
κι ἔρμη ἡ ψυχή μου ἀπόμεινε,
σ’ ὅλο τὸν κόσμο ξένη•
ἀλλὰ μὲ μιᾶς ἡ θάλασσα,
τ’ ἀστέρια, ἡ γῆ ἀναζήσαν,
καὶ λόγια μου ἐμιλήσαν
ἐγκάρδια, μυστικά.
117
στολίζει ἀνείδια πρόσωπα
τῆς δόξης τὸ στεφάνι•
σὰν τὴν ὀχιά, τὸ φίλημα
τὰ χείλη φαρμακώνει,
ἡ προδοσία πλακώνει
τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς.
118
καὶ μυστικὸ τραγοῦδι
τὴ νύκτα ἡ ἀστροφεγγιά.
119
μὲ ρόδα θὰ στολίσεις,
κι αὐγὴ καὶ βράδι θὰ ’ρχεσαι
δάκρυα σ’ αὐτὸ νὰ χύσεις•
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τάφο μου,
σὰν αὔρα δροσισμένη,
νύχτα βαθειὰ θὰ βγαίνει
μιὰ μελῳδία κρυφή.
το βιβλίο
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε
τον Απριλιου του 2015
απο τις εκδοσεις δυανυσμα
και κυκλοφορει δωρεαν σε
ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο
χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα
πνευματικα δικαιωματα
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ