Professional Documents
Culture Documents
+Ζ259569104
ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ
ΤΗΣ
ΥΠΟ
ΙΩΑΝΝ0Υ ΑΜΕΞΑΝΔΡΙΔ0Υ,
ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ,
ΙΕΝ ΙΒΙΕΝΝΗz
Δ Α ΠΑ Ν Η ι Τ Ο Υ Σ Υ Ν Τ Α Κ Τ Ο Υ.
ΕΥΕΡΓΕΤΗ,
ΔΗΕΜΠΗΤΡΙΩι
ΜΙΙ ΕΝΑΡΔΑΚΗ,
ΑΠΕΙΡΟΥ
Ε ΥΓ'ΝΩ Μ Ο Σ Υ Ν Η Σ Τ ΕΚΜΗΡΙ () Ν
ΤΗΝ
Ο Συντάκτης
Ιωάννης Αλεξανδρίδης.
117812 - Β
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.
φαινομένων, περί της γενέσεως και των νόμων της ζωής των
φυτών και των ζώων απασχολούσι φύσει το ανθρώπινον πνεύμα,
αι εις τα ζητήματα όθεν ταύτα απαντώσαι επιστημαι εισίν αι μάλ
λον κατάλληλοι προς ανάπτυξιν του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο άν
θρωπος συνηθίζει ούτω να ζητη σαφείς και βασίμους εξηγήσεις
των γινομένων τέρπεται εισορών εις τα θαυμάσια της φύσεως
ή κεντωμένη έμφυτος περιέργεια παρακινεί αυτόν εις εμβριθείς
σκέψεις, αίτινες οξύνουσι την ζητητικήν κρίσιν αυτού γινώκων
δέ, βλέπει μεγαλοπρεπεστέραν τήν φύσιν υπερήφανος ώς βασι
λεύς εν μεγάροις, εμπνέεται όντως υπό βασιλικών αρετών, απο
στρέφεται τα χαμερπή, περιβάλλει από ύψους κύκλους ευρείς,
προβλέπει προς τα γενικά και υψηλά.
Τοιαύτας ώφελέιας υποδείξαντες, ευλόγως ονομάζομεν τάς
φυσικάς επιστήμας επιστήμην της εργασίας, σοφίαν δε τής
νέας εποχής, εις ήν οι πεπολιτισμένοι λαδι οφείλουσι τον πλού
τον, την ευημερίαν και την πρόοδον αυτών ή μη παρακολουθησις
δ' εν τη προόδω ταύτη είναι το μέγιστον των κοινωνικών σφαλμά
των, ή ολεθριωτάτη των οπισθοδρομήσεων.
Παρ' ημίν δυστυχώς ή σπουδαίοτης αύτη των φυσικών επιστη
μών δεν έμελετήθη προσηκόντως εκ πιθηκισμού δε μάλλον
απαρτίζει μόνον το πρόγραμμα ολίγων ανωτέρων σχολέιων.
Πρώτον βιζικόν σφάλμα νομίζομεν τούτο. Η παράδοσις αντί
να προβή από των στοιχειωδών γνώσεων προς τας εντελεστέρας,
παρουσιάζει οψέ και αποτόμως όλόκληρον τον κολοσσόν της τελειό
τητος. Εν' τοίς κατωτέροις σχολέιοις ουδε μνεία φυσικών μαθη
μάτων γίνεται. Φαίνονται άρα τα μαθήματα λίαν υψηλά διά μαθη
τάς των Ελληνικών παρ' ημίν καλουμένων σχολείων, αλλά βε
βαίως πολλά της φυσικής και χημείας εισίν απείρως ευκαταληπτό
τερα ή αι ανωμαλία της κλασικής συντάξεως. Και τι πλέον δύ
νανται ταύτα να στολίσωσι τήν άλλως ξηράν κατά τα έτη εκείνα
μαθητικήν ενασχόλησιν, να κεντήσωσι την περιέργειαν του παι
δός προς σπουδήν εν γένει. - Εν τοις γυμνασίοις διδάσκεται
ή φυσική υπό φιλολόγων το πλείστον, δυναμένων να διδάξωσιν
ώσάυτως και γεωμετρίαν και αρχιτεκτονικήν. Ουδέν τών γυμνα
σίων, καθ' όσον γνωρίζομεν, κέκτηται ουδε τα αναγκαιότερα προς
VΙΙΙ
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ.
Χημικαι γνώσεις των αρχαίων εθνών από των αρχαιοτάτων
χρόνων μέχρι των μέσων του 4ου αιώνος μ. Χ.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟ Μ Ο Σ .
--=-2 ( e-ΕΣ--
Β' ΤΜΗΜΑ.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ.
Μετά πέντε έτη εύρέθη ότι το βάρος της ιτέας ήυξησε κατά
164 λίτρας, ενώ ή εντφ αγγείφ γή, αποξηρανθείσα πάλιν, είχε
σχεδόν ακριβώς το αρχικόν βάρος. Εκ τούτου συνεπέρανεν ό
Ελμόντος, ότι μόνον το ύδωρ εισδύον, προξενεί την ανάπτυξιν
των φυτών, και εκ τούτου σχηματίζονται και αι εν αυτοίς ανόργα
νοι ουσία ήτοι, κατά την ιδέαν του, δύναται το ύδωρ να μετα
βληθή εις γην. Τοιουτοτρόπως απεπειράθη ν' αποδείξη, ότι το
ύδωρ είναι μόνον συστατικόν του ζωικού οργανισμού.
‘0 Ελμόντος πρώτος εισήγαγε το όνομα »Gase" διά τάς
αιθερίας ουσίας, και απ' αυτού άρχονται αι πρώται γνώσεις περί
τούτων. Ην μεν και προ αυτού γνωστή η ύπαρξις αερίων διαφό
ρους ιδιότητας εχόντων των του ατμοσφαιρικού αέρος, αλλ' ο
Ελμόντος έδειξε τον τρόπον, καθ' όν δύναται τις να κατασκευάση
και τεχνητώς τοιαύτα αέρια, εξ ου δύναται τις να εικάση εν γένει
την γένεσιν αυτών. Υπό τον όρον»Gase" ήτοι αέριον, εννοεί
είδη αέρος, όν δεν ονομάζει Gase. Κατ' αυτόν, τα αέρια διαφέ.
ρουσι των ατμών, καθ' ότι ταύτα δεν ανάγονται εις υγράν κατάστα
σιν διά ψύξεως τούτο δε διότι ήγνόει τα μέσα προς συναγωγήν
των αναπτυσσομένων αερίων και την χημικήν ενέργειαν τούτων
επί άλλων σωμάτων. Το ανθρακικόν οξύ, όπερ εύρισκε κατά την
ζύμωσιν του οίνου και ζύθου και κατά την καύσιν των ανθράκων,
ωνόμαζε, νgas sylvestre", ενίοτε δε νgas carboneum" παρετήρησε
δε την παρουσίαν αυτού και εν τοις μεταλλικοίς ύδασι του Spaa.
Εγινωσκεν ότι το εκ του στομάχου εξερρευγόμενον αέριον είναι
ανθρακικόν οξύ προσέτι, ότι το αέριον τούτο εύρίσκεται εν υπο
γείοις σπηλάιoις ότι εν αυτώ τα φώτα σβέννυνται και τα ζώα
αποπνίγνονται.
Σπουδαία εισί και αι χημικαι θεωρία αυτού. Ούτος π. Χ.
εξέθηκε το θεώρημα και εζήτει διά πειραμάτων ν' αποδείξη, ότι
ουσία τις εν πάση δυνατή συνθέσει διατηρεί την ιδιάζουσαν αυτή
φύσιν και δύναται πάλιν εκ της συνθέσεως ν' αποχωρισθή, έχουσα
τάς αρχικάς αυτής ιδιότητας. Υπεστήριξε την ιδέαν, ότι η μεταλ
λική στιλπνότης είναι ιδιάζον χαρακτηριστικόν των μετάλλων,
ενόσω ταύτα ευρίσκονται εν κανονική καταστάσει, και ότι τα μέ
ταλλα κατά πάσαν χημικήν μεταβολήν, δι' ένώσεως π. χ. μετά
θείου, ή μετατροπήν αυτών εις άλατώδεις συνθέσεις, αποβάλ
λουσι την στιλπνότητα αυτών μένει δε μόνον αύτη εις συνθέσεις
μετάλλων μετ' αλλήλων.
Ο Ελμόντος τιμάται μάλιστα, ώς προσπαθήσας να εφαρ
μώση τας χημικάς αυτού γνώσεις εις την φυσιολογίαν, παθολο
γίαν και θεραπευτικήν κατείδεν, ότι διά της παραδοχής στοιχείων,
43
ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ.
Ι. ΤΙΜΕΙΜΙΑ.
Φλογιστική Εποχή.
μάλλον την αύξησιν του βάρους του μετάλλου εις ιδίαν τινά βάρος
έχουσαν θερμαντικήν ουσίαν, ήτις αποτελεί το ζυγιστόν μέρος της
φλογός, και κατά την οξείδωσιν συντίθεται μετά των μετάλλων.
» -ν - * -- " γν Σr > , ν
0 Βουλέ έθηκε ζήτημά τι, όπερ και νυν έτι απασχολεί τους
χημικούς ήτοι άν συνθέσεις ανομοίας τάξεως δύνανται ώσαύτως
54
Κατά την εποχήν του Βούλε ό έρως προς τας φυσικάς επι
στήμας ανεπτύσσετο και εγενικεύετο όσημέραι Σύλλογός τις εξέδιδε
περιοδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον η Μiscellanea curiosa sive
Εphimerides medico-physicae Germaniae Αcademiae Νatura
curiosorum". - Τφ συλλόγω δε τούτφ απενεμήθη εν έτει 1672
υπό του αυτοκράτορος Λεοπόλδου / ο τίτλος , Αcademia Caesareo.
Ι.eopoldina". - -
πατρίδα του διωρίσθη μέλος της Ακαδημίας, και μετά τον θάνα
τον του "Ελλερ διευθυντής του φυσικού τμήματος αυτής (1760).
Απέθανε 1782. -
·
Καί τοι φιλάσθενος ών, κατεγίνετο ανενδότως εις τάς χημι
" ν " " ι ν " " "
πρωτου.
Τα χειρόχραφα αυτού εξεδόθησαν μετά τον θάνατόν του εν
έτει 1803 υπό τον τίτλον , Lectures on Chemisty".
Άλλος διάσημος χημικός Άγγλος είναι ο Ερρίκος
ΚΑΒΕΝΔΙΣΧΟΣ, γεννηθείς εν Λονδίνω 1731. Διήγε βίον μονήρη,
καταγινόμενος μετά ζήλου εις επιστημονικάς μελέτας και προ
πάντων εις την χημείαν, ήν όμως κατά τα τελευταία 20 έτη της
ζωής του 1810 εντελώς παρημέλησεν. "Ενεκα του ήκιστα κοινω
νικού χαρακτήρος του σπανίως ήρχετο εις σχέσεις μετ' άλλων
χημικών, καθ' όσον μάλιστα ήμεγάλη περιουσία του επέτρεπεν
αυτώ να ζή ουδόλως μεριμνών περί των άλλων.
Ο Καβένδισχος κατέγεινεν ιδίως εις την εξέτασιν των
αερίων. Εν έτει 1766 απέδειξεν ότι υπάρχουσιν αέρια, άτινα δεν
δύνανται να θεωρηθώσιν ώς συνθέσεις συνήθους αέρος μετά
τινος άλλης ουσίας. Λί πρώτα αυτού έρευνα απέβλεπον την εξέ
τασιν του ανθρακικού οξέος και του υδρογόνου, εξ ών το
70
Διά τών δοκιμών τούτων εύρεν ότι τότε μόνον αναπτύσσεται διά
της καύσεως ανθρακικόν όξυ, όταν το καιόμενον σώμα εμπεριέχη
ζωικήν ή φυτικήν τινα ουσίαν ότι εκ της ένώσεως υδρογόνου και
οξυγόνου προκύπτει ύδωρ, ώς και εκ της ένώσεως οξειδίου του
αζώτου μετά του οξυγόνου της ατμοσφαίρας ότι το νιτρικόν οξύ
συνίσταται εξαζώτου και οξυγόνου κλπ.
Τοιαύται ανακαλύψεις έπρεπε βεβαίως να συντελέσωσιν εις
ανατροπήν της φλογιστικής θεωρίας, ει και ό Καβένδισχος μη
διακρίνων την αντίφασιν, έμενεν οπαδός της περί φλογιστού υπο
θέσεως εδημοσίευσε μάλιστα πραγματείαν, εν ή μετά μεγάλης
όξυνοίας συνηγορεί υπέρ της θεωρίας ταύτης. -
Διασημότερος έτι του Καβενδίσχου Αγγλος χημικός είναι ο
Ιωσήφ ΠΡ/ΣΤΛΕΥ, γεννηθείς εν έτει 1733. Προωρισμένος υπό
του πατρός του διά το εμπορικόν στάδιον, ηκολόυθησε μάλλον την
φυσικήν αυτού κλίσιν πρός πνευματικήν ανάπτυξιν. Και εσπόυ
δασε μεν την θεολογίαν, αλλά ταχέως ό έρως αυτού ετράπη προς
τας φυσικάς επιστήμας. Ένεκα του αστάτου αυτού βίου ολίγας
μόνον παραδόσεις χημείας ηδυνήθη ν' ακροασθή εν Λιβερπούλει.
Αλλά διά της ιδίας μελέτης και του εξόχου αυτού πνεύματος επέ
τυχεν ανακαλύψεις σπουδαιοτάτας διά την χημείαν. Ως ιεροκήρυξ
νεωτερίζων καταδιωκόμενος, και κατά την γαλλικήν επανάστασιν
ώς συμμέτοχος κινδυνεύσας, ηναγκάσθη να καταφύγη εις Αμερι
κήν, ένθα κατέγεινε μελετών και συγγράφων μέχρι του θανάτου του.
‘0 Πριστλέύ κατέγεινεν ιδίως εις θέμα, όπερ ουδόλως έως
τότε είχε μελετηθή, την εξέτασιν των αερίων. Εδημοσίευσε κατά
πρώτον πραγματείαν περί κατασκευής τεχνητών οξέων υδάτων
διά χορέσεως του ύδατος μετ' ανθρακικού οξέος. Εξήτασε το
οξείδιον του αζώτου, και ανεκάλυψεν ότι το οξείδιον τούτο πυκνού
ται υπό την επιρροήν του ατμοσφαιρικού αέρος, εκ τούτου δε
ώδηγήθη κατόπιν εις την ανάλυσιν του ατμοσφαιρικού αέρος.
Η σπουδαιοτέρα των ανακλύψεων του Πριστλέύ είναι ή του
οξυγόνου, όπερ αυτός πρώτος εξήγαγεν εν έτει 1744 εκ του ερυ
θρού οξειδίου του υδραργύρου διά θερμάνσεως διότι η ανακάλυ
ψις αύτη εχρησίμευσεν ώς βάσις, εφ' ής ανηγέρθη πάραυτα νέον
χημικής θεωρίας οικοδόμημα Ευρεν ότι το αέριον τούτο είναι
καταλληλότερον προς την αναπνοήν, την ζωογόνησιν και διατήρη
σιν της καύσεως ή ίσος όγκος ατμοσφαιρικού αέρος. Απέδειξε δε
βραδύτερον, ότι το συστατικόν τούτο του ατμοσφαιρικού αέρος ενερ
γεί εν τοις πνεύμοσι κατά την αναπνοήν επί του αίματος και καθιστά
αυτό μάλλον ερυθρούν. Αλλ' ο Πριστλέύ δεν ενόησεν ορθώς την
λειτουργίαν του οξυγόνου κατά την καύσιν διότι αγνοεί ότι η καύ
72
σις είναι ένωσις μετάλλου τινός μετά του αερίου τούτου ουδε εξή
γαγεν εκ των ανακαλύψεών του τα συμπεράσματα, άτινα αναγκαίως
προκύπτουσιν. Εις τον Πριστλέύ όθεν οφέιλεται ή εμπειρική μόνον
ανακάλυψις του οξυγόνου.
Εκ των λοιπών χημικών ανακαλύψεων αυτού αξιοσημείωτοι
εισί προσέτι ή του οξειδίου του αζώτου 1776, και ή του οξει
δίου του άνθρακος 1799. -
Ην έτι και ουτος ένθερμος υπέρμαχος της φλογιστικής θεω
ρίας, υπέρ ής συνηγόρει διά διαφόρων πραγματειών. Αυτα προ
σέκρουσαν όμως εις τας κατά την αυτήν εποχήν γενομένας ανα
καλύψεις του Λαβοαζιε, δι' ών ή φλογιστική θεωρία αναντιρρήτως
ανετράπη. -
Τελευταίοι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας εισίν έτι οι
Σουηδοί χημικοί Σχέελε και Βέργμαν. 0 ΣΧΕΕΛΕ εγεννήθη 1742
εν Στραλσούνδη της Σουηδίας, υιός εμπόρου. Εμπνεόμενος παι
διόθεν υπό σφοδρού έρωτος προς την χημείαν, επεδόθη μόνος εις
την μελέτην τών συγγραμμάτων του Λέμερυ, του Στάλ και των λοι
πών διασήμων χημικών, και βοηθός γενόμενος φαρμακοποιού φίλου
του πατρός του, έσχεν ευκαιρίαν, όπως διά πειραμάτων εμβαθύ
νη εις τάς ιδέας των προγενεστέρων και δοκιμάση τάς ιδίας έαυ
του σκέψεις. - Η σχέσις αυτού μετά του Βέργμαν συνετέλεσε
κατόπιν εις την ανάπτυξιν αυτού. Εμορφώθη ούτως εις ουδέν
πανεπιστήμιον φοιτήσας. Χρηματίσας φαρμακοποιός εν διαφόροις
πόλεσιν, απεκατέστη τέλος ώς τοιούτος εν Στοκχόλμη. Υποστηρι
ζόμενος δε υπό της βασιλικής Ακαδημίας, επεδόθη εις τας ερέυ
νας του, και επέτυχε τας σπουδαιοτέρας ανακαλύψεις αλλ' απέ
θανε προώρως εις ήλικίαν 48 ετών, 1786. -
Η χημεία οφείλει αυτό την ανακάλυψιν του μολυβδαινίου
οξέος εν τη μολυβδαίνη, της οποίας την διαφοράν από του γι α
φίτου εδίδαξε την ανακάλυψιν του μαγγανίου ώς ιδίας μεταλλι
κής ουσίας εν τώ υπεροξειδίω του μαγγανίου την ανακάλυψιν της
βαρύτιδος, εν τώ βαρολίθω του βολφραμικού οξέος, και του
αρσενικού οξέος. Ευρε το τρυγικό ν και οξαλικόν οξύ ώς
συστατικά του χυμού τών οπωρών και φυτών, το καθαρόν κιτρι.
χόν οξύ, το μηλικόν οξύ, το φωσφορικόν οξύ, ώς συστατικόν
των οστέων. Ωσάυτως ο Σχέελε ανεκάλυψε διά μίξεως του πυρο
λουσίτου μετά χλωρικού οξέος το χλώριον εδίδαξε την χρήσιν
της διαλύσεως της βαρύτιδος προς δοκιμήν του θειικού οξέος. Επέ
τυχε να διαχωρίση την βαφικήν ύλην του ενσιδήρου κυανικού
κάλεος (Βερολινίου κυανού) δι' αποστάξεως τούτου μετά θειικού
οξέος, και ώρισε την ποσοτικήν σύνθεσιν του ούτω παραγομένου
73
Τ ΕΤ Α ΡΤΗ Π Ε Ρ ΙΟ ΛΟΣ
γι
ΙΙΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ.
y ν -ν ν Α' - * - Α.
ρέσεις τινάς του νόμου τούτου αλλ' απέδιδε ταύτας εις το δυσδιά
λυτον ή την αιθερίαν κατάστασιν του σώματος, δι' ών ή ισορροπία
παραβλάπτεται. Ο Βερθολέτ διδάσκει προσέτι ότι, εάν δύω άλατα
διαλυθώσι μετ' αλλήλων, το οξύ εκάστου άλατος διαμοιράζεται εις
τάς βάσεις αμφοτέρων προκύπτουσι δ' ούτω τέσσαρα άλατα
αλλά και ο νόμος ουτος αντιβαίνει εις την πείραν, ήτις αποδεικνύει
ότι κατά την διάλυσιν δύω αλάτων π. χ. εν τοις μεταλλικοίς ύδα
σιν, αι ισχυραι βάσεις ενούνται μετά των ισχυροτέρων οξέων, α
δ' ασθενέστερα μετά των ασθενεστέρων.
Ει και αι περί συγγενείας ιδέα του Βερθολέτ έχουσιν έτι
ελλείψεις, υπέπεσε δε μάλιστα εις πολλά εσφαλμένα σεμπεράσματα,
συνετέλεσεν ουχ ήττον ουτος αναμφισβητήτως πολύ εις την διά
γνωσιν τής χημικής συγγενείας, επιστήσας την προσοχήν επί της
σχέσεως του ποσού και της αμέσου συναφείας των συγγε
νών μορίων, και επί των φυσικών σχέσεων της συνοχής (του
αδιαλύτου) και της διαστολής (αιθερίας καταστάσεως).
Τα τελευταία έτη της ζωής του διήγαγεν ο Βερθολέτ εν
κώμη τινί, Αrcueil, παρά τους Παρισίους μακράν της τύρβης της
κοινωνίας. Ο οίκος αυτού ήν τόπος συνεντεύξεως των πεπαιδευ
μένων, οίτινες υπό την προεδρείαν αυτού εσχημάτισαν σύλλογον,
όστις υπό το κοινόν όνομα η Societé d'Αrcueil" εξέδωκε διά,
φορα συγγράμματα. Ετελεύτησεν όθεν ο Βερθολέτ, καταγι,
νόμενος μέχρι του θανάτου του 1822 εις την ανάπτυξιν της επι
στήμης.
Εκ της Γαλλίας διά του Λαβοαζιε και των λοιπών προμνη.
σθέντων εξόχων χημικών ανέτειλεν ο ήλιος της νέας χημείας εν
αυτή ετέθη ο θεμέλιος λίθος της ποσοτικής θεωρίας αλλά προς
διάδοσιν και περαιτέρω ανάπτυξιν αυτής συνετέλεσαν ουκ ολίγον
και έξοχοι εν Γερμανία χημικοί,
"Ως τοιούτον αναφέρομεν τόν Μαρτίν ον Ερρίκ ο ν ΚΛΑ
ΠΡυθ, όστις γεννηθείς 1743, διεκρίθη ώς καθηγητής της χημείας
εντφ εν έτει 1809 εν Βερολίνφ ίδρυθέντι πανεπιστημίω. Ού
μόνον συνετέλεσε διά σαφούς διδασκαλίας προς ενίσχυσιν και
διάδοσιν τών αρχών της νέας θεωρίας, αλλά και ιδίας σπουδαίας
αναλύσεις εξετέλεσεν. Ανέλυσε το καθαρόν τελλύριον και τον
ουρανίτην, ανακαλύψας εν αυτώ το ουράνι ον ώς ιδιαίτερον μέταλ
λον ανεκάλυψε το τιτάνιον εν τώ βουτυλλίω, το οξείδιον του ζιρ
κονίου εν τώ ζιρκονίω, το δημήτριον, όπερ αυτός εκάλεσεν
όχρωί την κτλ.
Συλλογήν των διά διαφόρων περιοδικών συγγραμμάτων
κατά καιρούς δημοσιευθεισών πραγματειών αυτού περί αναλύσεων
85
των ορυκτών, εξέδωκεν υπό τον τίτλον η Βeitrage zur chemischen
Κenntniss der Μineralkörperα. -
μόνον διά τάς αναλύσεις αυτού, αλλά και ώς αναπτύξας και τελειο
ποιήσας την διδασκαλίαν των χημικών αναλογιών, ώς εφαρμό
σας τους στοιχειομετρικούς νόμους εις την οργανικήν χημείαν και
εξακριβώσας τάς ηλεκτροχημικάς σχέσεις των στοιχείων. Ο ακάμα
τος ούτος Νέστωρ της χημείας πάσας τάς εργασίας των προ
γενεστέρων σχεδόν έμελέτησε και ετελειοποίησεν.
Ο Ιωάννης Ιάκωβος ΒΕΡΖΕΛΙΟΣ εγεννήθη την 29.
Αυγούστου 1779, εν Σουηδία. Εν έτει 1796 ήρξατο σπουδάζων εν
"Υψάλη την ιατρικήν και χημείαν. Το 1799 ανέλαβε την πρώτην
μεγάλην χημικήν εργασίαν, την ανάλυσιν των διαφόρων παρά την
πόλιν ταύτην μεταλλικών υδάτων. Μετά ταύτα επεξέτεινε τας ερεύ
ναςτου επί αντικειμένων της φυσικής, σπουδάζων την ενέργειαν του
γαλβανισμού επί των οργανικών σωμάτων. Εν έτει 1807 διωρί
σθη καθηγητής εν τη ιατροχειρουργική σχολή της Στοκχόλμης,
και ώς τοιούτος υπενείργησε την σύστασιν ιατρικού συλλόγου εν
Σουηδία. Εν έτει 1808 ωνομάσθη μέλος της εν Στοκχόλμη βασι
λικής Ακαδημίας, και μετά δύω έτη εξελέχθη πρόεδρος αυτής.
Ανταμείβων τα μεγάλα διά την επιστήμην έργα αυτού ο βασιλεύς
Κάρολος Ιωάννης, απένειμεν αυτώ τον τίτλον βαρώνου. Ο
έξοχος ούτος ανήρ είς των κορυφαίων των χημικών του 19ου αιώ
νος ετελέυτησε την 7 Αυγούστου 1848 εν Στοκχόλμη, άγων το
69. έτος της ηλικίας.
"0 Βερζέλιος είχε το αξίωμα, ότι θεωρία τις, και εάν κατα
δειχθή ελαττώματα έχουσα, δεν πρέπει ν' απορρίπτητα πριν
άλλη καλλιτέρα και τελειοτέρα εκτεθή. Κατεπολέμει όθεν πάσαν
νέαν θεωρητικήν ιδέαν, ήτις δεν εφαίνετο αυτώ βασιμωτέρα της
παλαιοτέρας. Κατηγορήθημεν ώς λίαν υπερβολικός εν τη δυσπι
στία ταύτη, αλλ' ή οξύνοια και η μεγάλη επιστημονική μάθησις,
δι' ής κατεφέρετο κατά των νεωτερισμών, ώφέλησαν τα μέγιστα,
εμποδίσασαι την παραδοχήν νέων εσφαλμένων θεωριών, κατα
δεικνύουσαι αφ' ετέρου τα σφάλματα, και καθοδηγούσαι εις επα
νόρθωσιν αυτών.
Δεν δύναται τις να εκτιμήση προσηκόντως τον Βερζέλιον,
ειμήλαμβάνων υπ' όψιν πάντα τα έργα αυτού. Ουδεμία των νέων
εν τη χημεία θεωριών υπάρχει, εις την ανάπτυξιν της οποίας δεν
συνετέλεσεν ουδέν τών μέχρι της εποχής του γνωστών σωμάτων,
του όποίου την σύστασιν δεν εσπόυδασε και εξηκρίβωσεν. Εδί.
δαξεν εξαιρέτους διαλυτικάς μεθόδους κ. τ. λ. Πραγματεία του
Βερζελίου απαριθμούνται υπέρ τάς διακοσίας. Αλλ' απολέιποντες
τη ειδική χημεία την λεπτομερεστέραν έκθεσιν, αναγκαζόμεθα της
96
προς τούτο εζήτησε την υποστήριξιν αυτού του Δέυύ. Διά της
ευμενεστάτης συνεργείας τούτου ο Φαραδάυ διωρίσθη 1813 βοη
θός εν τώ χημειω της Royal Institution. Μετά τινας μήνας παρη
κολόυθησε τον προστάτην του εις την εν Ευρώπη περιοδείαν. Εν
έτει 1825 ωνομάσθη μέλος της Royal Society, και βραδύτερον,
1828, διωρίσθη διευθυντής του χημείου του συλλόγου τούτου.
Ο Φαραδάύ κατέγεινεν εις φυσικοχημικά, τινά δε και καθα
ρώς χημικά αντικέιμενα μετά μεγίστης επιτυχίας έγραψε περί δύω
νέων συνθέσεων του χλωρίου μετ’ άνθρακος, περί τινος συνθέσεως
του ιωδίου, άνθρακος και υδρογόνου, περί του υγρού χλωρίου, περί
της υγροποιήσεως και στερεοποιήσεως των αερίων, περί νέων
υδροανθρακικών ουσιών, περί της αμοιβαίας ενεργείας του θειικού
οξέος και της ναφθαλίνης και περί τινος νέου οξέος, της θειικής
ναφθαλίνης, όπερ αυτός κατεσκεύασε, περί της κατασκευής της
υέλου των οπτικών φακών κ. τ. λ. - Αι φυσικαι έρευνα του Φαρα
δάυ αφορώσιν ιδίως τα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνη
τικά φαινόμενα. Εις τούτον οφείλει ή επιστήμη την ανακάλυψιν
της μαγνητιζούσης ενεργείας του ηλεκτρικού ρεύματος.
Εσπούδασε επισταμένως την διαλυτικήν ιδιότητα του ηλεκτρι
σμού απέδειξεν δ' ότι ή διάλυσις δεν προέρχεται εκ της έλκυστι
κής δυνάμεως των ηλεκτρικών πόλων, αλλ' υπό της φοράς του
ηλεκτρικού ρεύματος από του ενός πόλου πρός τόν έτε
ρο ν τα προιόντα τής διαλύσεως παρασύρονται μόνον
πρός τόν ένα ή τον έτερον πόλον. Εκ της παρατηρήσεως ταύ
της ώδηγήθη εις την μεγάλην ανακάλυψιν του ηλεκτρολυτικού
νόμου ήτοι ευρεν, ότι ή μεταξύ των δύω πόλων της γαλβα
νικής στήλης γινομένη διάλυσις είναι ανάλογος προς το
ποσόν του ηλεκτρισμού το εν ώρισμένφ χρόνφ διερχό.
μεν ο ν, και ότι τα δι' ώρισμένου ποσού ηλεκτρισμού δια
λυ θέντα ποσά διττής τινός συνθέσεως έχουσι την αυτήν
σχέσιν προς άλληλα, ή ν και τα ισοδύναμα αυτών. Τοιουτο
τρόπως κατεδείχθη ή μεταξύ ηλεκτρισμού και των φαινομένων
της συγγενείας υπάρχουσα σχέσις, και κατέστη δυνατή ή τελειο
ποίησις της ποσοτικής ερεύνης των συνθέσεων. Η κατά τα πειρά
ματα επιδεξιότης του Φαραδάύ, ή ευφυής εκλογή και κατασκευή
των εργαλείων, και η ορθή αείποτε εξήγησις των φαινομένων,
άτινα παρετήρει, χαρακτηρίζουσιν αυτόν ώς έξοχον φυσικόν και
χημικόν.
Μεταξύ των συγχρόνων Γερμανών χημικών διεκρίθη ό Ειλ
χάρδος Μ/ΤΖΕΡΛΙΧ, αποθανών την 28 Αυγούστου 1860. Γεν
νηθείς ούτος 1784 εν Ολδεμβούργω, υιός ιεροκήρυκος, εσπούδα.
7
98
100
εφα
ΕΙΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ,
ΗΤΟΙ
ικού οξέος, έχουσι τοιαύτην σχέσιν προς άλληλα, οίαν το ποσόν του
νάτρου, προς το της τιτάνου, όπερ την αυτήν ποσότητα οξυαζώτου
εκόρεσεν. Επειδή 80 μ. αζωτικού οξέος συντίθενται μετά 46 μ.
νάτρου εις ουδέτερον οξυαζωτικόν νάτρον, ώσαύτως μετά 42 μ.
τιτάνου εις ουδετέραν οξυαζωτικήν τιτανον, προκύπτει ή εξής ανα
λογία 78: 71 = 46 : 42. Προκειμένου λοιπόν να ευρεθή το εις
78μερ. νάτρου ανάλογον ποσόν αζωτικού οξέος, πρέπει να λυθή ή
αναλογία 46 : 80 = 78: χ, εξής προκύπτει 135, 65. Εάν λοιπόν
46 μ. νάτρου απαιτούσιν 80 μ. θειικού οξέος προς εξουδετέρωσιν,
78 μέρ. νάτρου απαιτούσι 135, 65 μ. αζωτικού οξέος. Κατά
τον αυτόν τρόπον ζητείται το εις 71 μ. τιτάνου αναλογούν ποσόν
αζωτικού οξέος. -
"0 Βερζέλιος και ο Δάλτων έθεσαν ούτω διά του όρισμού του
ατομικού βάρους, ήτοι του ισοδυναμικού αριθμού, τάς βάσεις
της στοιχειομετρίας. Μέχρι του 1844 εξεδόθησαν διάφοροι πίνα,
κες του ατομικού βάρους των στοιχείων, εξ ών εντελέστεροι εισιν
οί του Βερζελίου, ούς βραδύτερον αυτός τε και πολλοί άλλοι
επιδιώρθωσαν. -
Βισμούθιον Β. '0ξυγόνον 0.
Βολφράμιον Βλ. "Οσμιον 0σ.
Βόριον Βo. Ουράνιον, θυ.
Βρώμιον Βρ. Παλλάδιον Π.
Δημήτριον Δη. Πελόπιον Πλ.
Διδύμιον Δ. "Ρόδιον, Ρ.
Έρβιον, Ε. Ρουθήνιον Pθ.
θείον Θ. Σελήνιον, Σε.
θόριον, θο. Σίδηρος, Σ.
Ιρίδιον, Ιρ. Σιλίκιον Σι.
Ιώδιον Ι. Στρόντιον, Στ.
Κάδμιον Κό. Ταντάλιον, Τα.
Κάλιον, Κ. Τελλύριον, Τλ.
Κοβάλτιον Κο. Τέρβιον Τ3.
Λανθάνιον Λν. Τιτάνιον, Τ.
ζετο επί της αμοιβαίας ταύτης ουδετερώσεως των οξέων και των
αλκαλέων ώς τρίτον τέλος χαρακτηριστικόν εθεωρήθη ή ενέρ
γεια των αλκαλέων επί των φυτικών χρωμάτων. 0 Βούλέ πρώτος
παρετήρησεν
λ- , ε
ότι }τα αλκάλεα μεταβάλλουσι
ν ίτ »
κυανά
λε
φυτικά
ε }
χρώματα
ή ν' » " ΔΑ
Sίς πρασινα, ρυ' ρα εις πορφυρα, χ τρινα Οέ είς ρυ' ρα, Ο τι Οξ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Περί στοιχείων,
"Ως εν τώ γενικώ μέρει είρηται, ό Αριστοτέλης ονομάζει μεν
το πύρ, το ύδωρ, τον αέρα και την γή ν στοιχεία, αλλά δεν
εννοεί ώς τοιαύτα χημικώς διαλυτά συστατικά των σωμάτων. Η
ιδέα του Αριστοτέλους ήν, ότι εκ των ιδιοτήτων των σωμάτων
τινες εισίν επικρατέστερα, πρέπει δε να θεωρηθώσιν ώς θεμελιώ
δεις ιδιότητες τα πέντε δε καταλεχθέντα σώματα, ώς φορείς
των θεμελιωδών τούτων ιδιοτήτων.
Τα κατά την αλχημιστικήν και ιατροχημικήν εποχήν ονομα
ζόμενα στοιχεία (ίδε μέρ. 1, Γηβήρον, Β. Βαλεντίνον, Λέμερυ κλ.)
εισιν ώσαύτως υποθετικά, και άλλην έννοιαν έχοντα, ή την νυν
υπό τ' όνομα τούτο εννοουμένην.
Πρώτος ο Βούλε συνέλαβε την ιδέαν να ζητήση τα συστα,
τικά των σωμάτων υπό την νεωτέραν έννοιαν, ήτοι την απομόνω
σιν τών σύνθεσιν τινά αποτελουσών ουσιών. Κατ' αυτόν, στοι
χεία πρέπει να ονομασθώσιν ουσίαι μή σύνθετοι, ήτοι άπλαί.
Απέδειξε δ' ότι ή πληθύς των υπό την έννοιαν ταύτην στοιχείων
δεν δύναται να ορισθή εκ προτέρων. Την ιδέαν ταύτην ακολου
θoύντες οι μετά ταύτα χημικοί, ανεκάλυψαν μέγα πλήθος ουσιών,
απαντωμένων εν τοις συνθέτoις σώμασι. Κατά τον Λαβοαζιε
τέλος, σώματα τινά πρέπει να θεωρηθώσιν ώς αδιάλυτα, ήτοι
απλά, και ώς τοιαύτα καταλέγει ουτος το φώς, την θερμότητα,
το οξυγόνον, το υδρογόνον και το άζωτο ν. Αλλα σώματα
θεωρεί διαλυτά, καίτοι μήπω διαλυθέντα ώς τοιαύτα καταλέγει
τα αλκάλεα, τάς γαίας και τα μέταλλα. Ούτος εισήγαγε και
τον όρον ηριζικ όν" εννοών υπό τούτον τά από τινων οξέων
142
"Ο σμιον Ος. (Οs.) εκλήθη ούτω, ένεκα της οσμής, ήν αι συν.
θέσεις του μετάλλου τούτου μετά του οξυγόνου αναδίδουσιν.
Ουράνιον Ου. (U.) εκ του πλανήτου ουρανού.
Παλλάδιον Π. (Ρd.) εκ του υπό του Οlvers εν έτει 1802
ανακαλυφθέντος πλανήτου η Παλλάς".
Πελόπιον Πλ. (Ρl.) εκ του Πέλοπος, υίου του Ταντάλου,
ένεκα της ομοιότητος αυτού μετά του τανταλίου.
Ρόδιον Ρ. (IR.) ένεκα του όοδείου χρώματος των οξέων αυτού
διάλυσεων. . -
Οξυγόνον (Ο.)
Το αέριον τούτο ανεκαλύφθη υπό του Πριστλέυ και Σχέελε.
Αναγκαίον θεωρούμεν να προτάξωμεν ενταύθα ιστορικήν
τινα σύνοψιν περί αερίων. Αι γνώσεις των αρχαίων περί αερίων
σωμάτων εισι λίαν περιωρισμένα και ασαφείς. Πολλοί τών προ
του Πλινίου φιλοσόφων εθεώρουν τον ατμοσφαιρικόν αέρα ώς
κουφον στοιχείον, έχον κατά τας τότε ιδέας τάσιν τινά προς τα
άνω, ενώ την γην και το ύδωρ εχαρακτήριζον ώς βαρέα στοιχεία,
ήτοι τείνοντα προς τα κάτω. Ενώ τινές αρνούνται το βάρος του
αέρος, άλλοι φαίνονται παραδεχόμενοι, ότι εξασκεί ούτος πίεσιν
τινά προς τα κάτω. Ως προς τας χημικάς ιδιότητας, τοσούτον μόνον
εγίνωσκον, ότι ό αήρ διατηρεί το πυρ και είναι μάλιστα προς την
καύσιν απαραίτητος. Είχον δε και ασαφή τινα ιδέαν περί υπάρξεως
αερίων διαφόρων του ατμοσφαιρικού αέρος. 0 Πλίνιος αναφέ
ρει π.χ. ότι ενιαχού υπάρχει πνιγηρός αήρ, αλλαχού δε αναδίδον
ται εκ της γης φλογιστά είδη αέρος, άτινα καλεί spiritus letales.
Αγνωστον ποίας γνώσεις είχον οι Αραβες περί αερίων. Ο
Γηβήρος μετεχειρίζετο ώσαύτως την λέξιν spiritus, υπό την
όποίαν φαίνεται εννοών αιθέριόντι.
Οι αλχημισταί της Δύσεως από του 14-17ου αιώνος ποιούσι
μεν ώσαύτως λόγον περί αερίων, διαφερόντων του κοινού αέρος
κατά τας ιδιότητας, αλλ' ώς περί ειδών ατ. αέρος διότι εθεώρουν
έτι ταύτα ώς μίγματα αέρος μετ' άλλων ουσιών, ήτοι ώς μεμο
λυσμένον ατ. αέρα διήρουν δε τα είδη ταύτα του αέρος εις κατάλ
ληλα και ακατάλληλα προς αναπνοήν, εις φλογιστα και μή.
Πρώτος περί τα μέσα του 17ου αιώνος ό Ελμό ντος (ιδ.
μέρ. 1) διέκρινε τάς αερίους ουσίας, αίτινες διαφέρουσι του ατ.
αέρος κατά τας ιδιότητας, δεν είναι δε ατμοι, ώς πgaz", ήτοι
αέρια. Σημειωτέον ότι κατά τον αυτόν χρόνον (1643) ο Τορι,
κέλλης απέδειξε διά πειραμάτων το βάρος του αέρος,
147
όμοια κατά
-λ
την χημικήν σύστασιν. 0 Λαβραζιε προσέτι κατέστησε
ν σy ζί ν ν " - ζ "
αερίων από του ατ. αέρος, εγνώσθη και η από των ατμών δια
φορά των αερίων εν γένει, ώς σωμάτων εξόχως ελαστικών,
Η σύστασις του ατ. αέρος και ή φύσις των συστατικών
αυτού εγνώσθη διά των προσπαθειών του Πριστ λέύ, Σχέελε
και τέλος του Λαβο αζιέ.
0 Πρι στλέυ παρετήρησε πολλά σχέσιν έχοντα προς το
αντικείμενον τούτο πριν επιληφθή κυρίως αυτού. Εν έτει 1771
εύρεν ότι ό αήρ, ο υπό των ζώων εκπνεόμενος και καθιστών τον
ατ. αέρα ακατάλληλον προς διατήρησιν της ζωής, γίνεται διά των
φυτών κατάλληλος πάλιν προς αναπνοήν αλλ' ήγνόει ότι ο ατ.
αήρ εμπεριέχει συστατικόν τι, όπερ μόνον είναι κατάλληλον προς
διατήρησιν της ζωής. Εφεύρε το 1772 μέσον, δι' ου δύναται να
προσδιορισθή ποσοτικώς το συστατικόν τούτο του αέρος, καίτοι μη
149.
Αζω το ν. (Α.)
Το έτερον αέριον, όπερ μετά του οξυγόνου αποτελεί τον ατ.
αέρα, ώνόμασεν ο Πριστλέύ εν έτει 1775 πεφλογισμένον αέρα,
ο δε Σχέελε το 1777 εφθαρμένον αέρα. Μετά την ανακάλυψιν
ότι το αέριον τούτο ενυπάρχει και εν νιτρικφ οξεί ο Chaptal πρού
τεινε το όνομα ν' τρογόνον εύρεθέντος δ’ αυτού κατόπιν και εν
τη αμμωνία, ο Φουρκόύ προύτεινε το όνομα αλκαλε ογόνον ό
Λαβοαζιέ τέλος ωνόμασεν αυτό εν έτει 1787 άζωτο ν, ώς ακατάλ
ληλον προς διατήρησιν της ζωής.
Σημειωτέον ότι η λέξις azoth απαντάται εις αλχημιστικά
συγγράμματα από του 13 αιώνος αλλ' οι αλχημισται ηνόουν υπό
το όνομα τούτο την υποθετικήν εκείνην ουσίαν, ήτις συνήθως
ώνομάζετο φιλοσοφικός υδράργυρος, άλλοτε δε αυτόν τον φιλοσο
φικόν λίθον. Εν γένει ή σημασία του όρου τούτου παρά τους αλχη
μισταίς είναι ασαφής, και η χρήσις αυτού φαίνεται αυθαίρετος ο
Παρακέλσος π. χ. ονομάζει ενιαχου ούτω αντιφάρμακόντι κατά
της μαγείας, δι' ου διώκεται και αυτός ο διάβολος εν συγγράμματα
δε φέρoντι τον τίτλον ,αζώ θα φαίνεται ονωμάζων ούτω περι
ληπτικώς την γένεσιν, την πτώσιν και την παλιγγενεσίαν του
ανθρωπίνου γένους.
Αι ιδέαι του Πριστλέυ, του Καβενδίσχου και των τελευταίων
οπαδών αυτών περί της φύσεως του αζώτου εισίν ασαφείς, αναγό
μεναι έτι εις την περί φλογιστου θεωρίαν.
"0 Λαβοαζιε ότε κατά πρώτον το 1774 εξεφράσθη, ώς
είπομεν, ότι ο ατ. αήρ είναι σύνθετος εκ δύω διαφόρων αερίων,
155
διά ψύξεως, αλλά δι' επενεργείας ουρανίου πυρός. Κατά τον Πλί,
159
Αν θραξ (Αν.)
Την ανθρακικήν ουσίαν, ήτις απαντάται ώς αδάμας, γραφί
της ή άμορφος άνθραξ, εθεώρησεν ο Λαβοαζιε πρώτος ώς
στοιχείον.
Οι πρώτοι υπαινιγμοί περί ανθρακικού οξέος ευρισκονται
παρά τώ Λιβαβίω, ώς ουσίας απαντωμένης εν τοις οξέσι μεταλλι
κοίς ύδασιν εν τώ συγγράμματι αυτού η de judicio aquarum mine
ralium 1595" αποδίδει την οξείαν γεύσιν των υδάτων τούτων εις
οξύ τι σχηματιζόμενον διά της σήψεως, όπερ ονομάζει "πνεύμα"
(spiritus). Μεταξύ των αερίων, τα οποία ο Ελμόντος ωνόμαζε
spiritus sylvestris ή gas sylvestre, εννοεί συνηθέστερον το ανθρα
κικόν οξύ, όπερ μάλλον εσπούδασεν εφρόνε δ' ότι το αέριον
τούτο αναπτύσσεται εκ τιτανούχων ουσιών και αλκαλέων τη επε
νεργεία οξέος αναπτύσσεται κατά την ζύμωσιν, και διά τούτο
απαντάται εν ταις οιναποθήκας τοιούτον δ' είναι και το εν τω
σπηλαίφ του κυνος αναδιδόμενον πνιγηρόν αέριον.
"0"0φμαν εσπούδασεν έτι μάλλον τας ιδιότητας του εκ των
μεταλλικών υδάτων αναπτυσσομένου ανθρακικού οξέος αναδίδεται
τούτο, λέγει, εν είδει πομφολύγων, και ενίοτε τοσούτον αφθόνως,
ώστε τα τοιαύτα ύδατα εμπεριέχοντα αγγεία διαρρήγνυνται. 0 Λάλες
συνήγαγε κατά τά διάφορα αυτού πειράματα ανθρακικόν οξύ, αλλ'
εξέλαβε τούτο ώς κοινόν αέρα. Παρετήρησεν ότι τα μεταλλικά
ύδατα εμπεριέχουσι περισσότερον αέρα ή το κοινόν ύδωρ, και εις
τούτο αποδίδει την οξείαν των υδάτων τούτων γεύσιν. 0 Βένελ
(καθηγητής εν Μοντπελλιε) απεπειράθη να παρασκευάση τεχνη
τον μεταλλικόν ύδωρ διά κορέσεως κοινού ύδατος μετ' ατ. αέρος
161
προς τούτο πληρώσας αγγείoν ύδατος, ενέρριψεν ίσα μέρη σόδας
και χλωρικού οξέος, ώς σώματα εμπεριέχοντα κατ' αυτόν πολύν
ατ. αέρα, και έκλεισεν έρμητικώς το αγγείον. Την ιδέαν του Βένελ
κατεπολέμησαν πολλοί τινές μεν διίσχυρίζοντο ότι η γεύσις τών
μεταλλικών υδάτων δεν προέρχεται εκ του εν αυτοίς αέρος, άλλοι
δ' ότι ήγεύσις προέρχεται μεν εκ του εν αυτοίς αέρος, αλλ' ο αήρ
ουτος είναι διάφορος του ατ. αέρος. 0 Demachy π.χ. παρατηρεί
(1751) ότι είναι παράδοξον να εκλαμβάνη τις ώς αιτίαν γεύσεως
σώμα, ουδεμίαν γεύσιν έχον.
Ο Βλάκ απέδειξεν, ότι το περί ου ο λόγος αέριον διαφέρει
του κοινού αέρος ώς προς τας ιδιότητας και μάλιστα ώς ακατάλ
ληλον προς αναπνοήν και διατήρησιν της καύσεως ότι δε το αυτό
αέριον, όπερ αναπτύσσεται εξ οξυανθρακικών αλκαλέων τή επε
νεργεία οξέων, σχηματίζεται και κατά την ζύμωσιν, την ανάφλεξιν
των ανθράκων και διά της αναπνοής. Ως κυριώτερον χαρακτηρι
στικόν του ανθρακικού οξέος εθεώρει ό Βλάκ την ιδιότητα του
συντίθεσθαι μετ' αλκαλέων και της τιτάνου. Εγίνωσκεν ότι καταρ
βίπτει την τιτανον εκ τιτανούχου διαλύσεως. "Ενεκα δε της ιδιό
τητος ταύτης του συντίθεσθαι μετά των αλκαλέων ονομάζει ο Βλάκ
το αέριον τούτο ήν ωμένον ή σταθερό ν αέρα (fixe Luft). Προ
στίθησι τέλος ότι έχει την ιδιότητα να ουδετερώνη μέχρι τινός
αλκάλεα, ήτοι έχει ιδιότητας οξέος. Ο Καβένδισχος απέδειξεν εν
έτει 1767 ότι το ανθρακικόν οξύ καταρρίπτει μεν την τίτανoν και
την μαγνησίαν εκ της διαλύσεως, εν ή εμπεριέχονται, αλλά μεγα,
λειτέρα ποσότης αυτού διαλύει πάλιν την σχηματισθείσαν υπο
στάθμην 0 Βέργμαν ωνόμασε (1774) το ανθρακικόν οξύ acidum
aëreum, ήτοι αέριον οξύ. "0 Λαβοαζιε τέλος απέδειξεν ότι το
αέριον τούτο συνίσταται εξ οξυγόνου και άνθρακος, ήτοι 28 έκα
τοστών περίπου άνθρακος και 72 οξυγόνου. (Οpuscules Physique
et Chimiques 1774).
Το ανθρακικόν οξύ ήν πρότερον γνωστόν εν αερίφ μόνον κα
ταστάσει. 0 Φαραδάυ επέτυχεν εν έτει 1823 νά υγροποιήση αυτό.
Η πρώτη περί γραφίτου πληροφορία ευρίσκεται παρά τώ
Κονράδφ Γέσνερ (1665), όστις εικονίζει και περιγράφει έντινι
συγγράμματι μολυβδοκόνδυλον. Το ορυκτόν τούτο εξελαμβάνετο
ώς μόλυβδος, έως ου εν έτει 1779 απεδείχθη ότι είναι άνθραξ.
Ο Λασσών πρώτος συνήγαγεν εν έτει 1776 οξείδιον άνθρα
κος, πυρακτώσας οξείδιον ψευδαργύρου μετ' ανθράκων αλλ' εξέ
λαβεν αυτό ώς υδρογόνον. Αναφέρει ότι το αέριον τούτο ήνεύ
φλεκτον, και ανέδιδε κυανήν φλόγα. 0 Πριστλέύ παρετήρησε το
1783 ότι το αυτό εύφλεκτον αέριον αναπτύσσεται διά πυρακτώ
11
162
Θείον. (Θ.)
Το θείον είναι γνωστόν από των αρχαιοτάτων χρόνων. Ο
"Ομηρος αναφέρει περί αυτού, ώς θυμιάματος κατά τας θρησκευ
τικάς τελετάς.
"Ο Γηβήρος περιγράφει πρώτος την κατασκευήν του ιζήματος
του θείου εν τω συγγράμματα αυτού de inventione veritatis. Περί
δε των ανθέων του θείου ή αρχαιοτέρα πληροφορία ευρίσκεται
παρά τώ Β. Βαλεντίνω κατά τον 15. αιώνα. Ότι το κοινόν θείον
απαντάται πολλάκις ήνωμένον μετ' αρσενικού ανεκάλυψεν ό Βε
τρούγγος εν έτει 1793. 0 Γυρτάνερ εξέφρασε το 1800 την
* Υ , σ' ν
οξέος και θείου, διότι είναι θειικόν οξύ μετ' ολίγου φλογιστού, ενώ
το θείον εμπεριέχει αφθονώτερον το φλογιστόν διά τούτο οι οπα
δοί της θεωρίας του Στάλ ονομάζουσι το θειώδες οξύ ,πεφλο
γισμένον θειικόν οξύ". Ο Πριστλέύ συνήγαγε (1775) το θειώδες
οξύ εναερίω καταστάσει και ωνόμασε Vitriolique acide air. Κατά
την αντιφλογιστικήν τέλος θεωρίαν, το θειώδες οξύ είναι όντως
μέσος βαθμός οξειδώσεως μεταξύ θείου και θειικού οξέος, ώς
εμπεριέχον ολιγώτερον οξυγόνον ή το θειικόν οξύ.
Εν έτει 1799 ανεκάλυψεν ό Σοσιε το υποξυ θειώδες
νάτρον (Να 0, Θ, 0,) παρατηρήσας τον σχηματισμόν αυτού κατά
την διά πυρακτώσεως όξυθειικού νάτρου μετ' ανθράκων παρα
σκευήν της σόδας. 0 Σοσιε ευρε προσέτι ότι το άλας τούτο δυνα
τόν να κατασκευασθή και εκ του οξυθειώδους νάτρου μετά θειού
χου υδρογόνου, και διά τούτο εξέλαβεν ώς θειούχον υδροξυθειί
κόν νάτρον
‘0 Βοκελίνος εχαρακτήριζε τα υποξυθειώδη άλατα ώς sul
fites sulfurés, ήτοι υπερθειούχα οξυθειώδη άλατα. 0 Γέύ-Λουσάκ
εφρόνε (1813) ότι εμπεριέχουσι κατώτερον τινά βαθμόν οξειδώ
σεως του θείου ή το θειώδες οξύ, όν ωνόμασε acide persulfureux,
βραδύτερον δε acide hyposulfureux.
Το υπο θειικόν οξύ (θ, 0,) ανεκαλύφθη εν έτει 1819
υπό του Βέλτερ δοκιμάζων ούτος τον πυρολουσίτην διά του θει
ώδους οξέος (θ02), παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη άλας, ούτινος
το οξύ δεν καθιζάνει την βαρύτιδα έκ τινος διαλύσεως αυτής.
Συνεργασθείς δε ό Γέύ-Λουσάκ, εύρε το υποθειικόν οξύ ώς νέον
βαθμόν οξειδώσεως του θείου. -
Φω σ φόρος (Φ.)
Τον 18 αιώνα ωνομάζετο φωσφόρος πάν σώμα φέγγον εν
τφ σκότει. Η ιδιότης αύτη παρετηρήθη κατά πρώτον περί τάς
αρχάς του 17 αιώνος επί του Βονωνικού καλουμένου φεγγολίθου.
Εν έτει 1674 ο Σάξων Χρ. Αδόλφος Βαλδουίνος παρετήρησεν,
ότι και ή άνυδρος οξυαζωτική τίτανος έχει την αυτήν ιδιότητα, και
ώνόμασεν αυτήν phosphorum hermeticum οι δε μεταγενέστεροι
Βαλδουίνιον φωσφόρον.
Λέγεται ότι ο Κούγκελ και Αμβούργιός τις έμπορος Βράνδ
ανεκάλυψαν ταυτοχρόνως εν έτει 1674 τον φωσφόρον εν τώ ούρει.
Κατά τινας ο Κράφτ εν Δρέσδη και ο Βουλε παρεσκεύασαν πρό
τερον αυτόν κατ' άλλους εξηγορασαν ουτοι το μυστήριον παρά
του Βράνδαντί 200 ταλλήρων. Βέβαιον είναι ότι ο φωσφόρος
παρεσκευάσθη κατά πρώτον εκ του ούρους δι' εξατμίσεως και
αποστάξεως αυτού μετ' άμμου και ανθράκων. Αλβίνος τις το 1688
βεβαιοι ότι κατεσκεύασε φωσφόρον εξαπηνθρακωμένου σιννά
πεως και καρδάμου. Την παρουσίαν φωσφόρου εν τοις φυτοίς
εβεβαίωσεν ό Μαργράφ το 1743. - Η ανακάλυψις του φωσφόρου
εν τοις οστοίς αποδίδεται υπό τινων μεν τώ Γάν, υπ' άλλων δε
τώ Σχέελε. Ο Γάν απέδειξε την παρουσίαν φωσφορικού οξέος
και εν ορυκτοίς, εύρών αυτό (1780) εν συνθέσει μετ' οξειδίου
μολύβδου. Ο δε Προύστ και ο Κλαπρόθ εύρον αυτό (1788) και
εν τη ασβέστω. -
Σ ε λ ή νιον. (Σε.)
Ο Βερζέλιος ανεκάλυψεν εν έτει 1817 το στοιχείον τούτο εν
τφ πηλφ, όστις υπολείπεται κατά την παρασκευήν του θειικού οξέος
εν Γριψχόλμη ωνόμασε δε τούτο σελήνιον, ένεκα της ομοιότητος
των ιδιοτήτων αυτού πρός τάς του τελλυρίου, (κληθέντος ούτω εκ
του λατινικού tellus = γή).
Ο Μίτζερλιχ ανεκάλυψεν εν έτει 1827 το σεληνικόν οξύ.
Αμφίβολον μένει έτι άν το σελήνιον ήναι πράγματι ίδιον στοιχείον
ή ηλλοιωμένον τι σώμα. Πάσαι αι γνωσται συνθέσεις αυτού, ώς
το σεληνικόν οξύ, σεληνιώδες οξύ κτλ. και το σεληνιούχον υδρογό
νoν εισιν ανάλογοι προς τας συνθέσεις του θείου,
Βόριον. (Βο)
Το όνομα βόραξ απαντάται κατά πρώτον εν τη λατινική
μεταφράσει των συγγραμμάτων του Γηβήρου παράγεται δε η ιθα
νώς εκ της αραβικής λέξεως borak = λευκός. Κατά τον Γηβήρον
ή ουσία αύτη εχρησίμευε προς διευκόλυνσιν της αναλύσεως δια
φόρων ουσιών αλλά δεν δύναται να εξακριβωθή άν εννοή το αυτό
σώμα, όπερ νυν καλείται βόραξ. Η ιστορία του σώματος τούτου
είναι εν γένει λίαν ασαφής. Κατά τας παραδόσεις κατεσκεύαζον
εν Ευρώπη τον βόρακα οι Ενετοί.
Ο Ομβέργος πρώτος περιγράφει το βορικόν οξύ εν εκθέ
σει, περιεχομένη εν τοις πρακτικοίς της Παρισινής Ακαδημίας
του έτους 1702. Αλλά τήν φύσιν του βόρακος ήρεύνησεν επιμελές
1 (;Ω
δεν είναι σύνθεσις, αλλά μίγμα μόνον του οξέος τούτου μετά
χλωρίου.
Ο Σχέελε εφρόνει ότι το θείον δεν αλλοιoύται μιγνύμενον
μετά χλωρίου. Αλλ' ο Αγεμάννος καθηγητής εν Βρέμη (1782)
απέδειξεν ότι τα σώματα ταύτα συντίθενται, και ο θόμψων κατε
σκεύασεν εν έτει 1804 το χλωρούχον θείον. Τάς δύω δε συνθέσεις
του χλωρίου μετά του θείου διέκριναν ό Δέυυ και ο Βουχόλτζ το
1808. - Ο Γέύ-Λουσάκ και ο θενάρδος ανεκάλυψαν κατά το
αυτό έτος τον χλωρούχον φωσφόρον. Ο Δέυύ το 1810 τον υπερ
χλωρούχον φωσφόρον. Ο Βερζέλιος το 1817 την σύνθεσιν του
χλωρίου μετά του σεληνίου. Ο Δουλών το 1812 το χλωρούχον
άζωτον και ο Βερζέλιος το 1824 το χλωρούχον βρώμιον.
Τάς συνθέσεις του χλωρίου μετά των ελαιογόνων αερίων
ανεκάλυψαν εν έτει 1795 οι Ολλανδοί Δέιμαν, Παέτ Τρούστβυκ,
Βονδ και Λωβερεμβούργ διά τούτο τα έλαια ταύτα καλούνται πολλά
κις έλαια των 0λλανδών χημικών Το χλωρούχον οξείδιον του
άνθρακος ανεκάλυψεν ό Δέυυ (1811). ό Φαραδάυ τέλος ανεκάλυψε
(1821) τάς διαφόρους συνθέσεις του χλωρίου μετά του άνθρακος.
Ιώδιον. Ο Κουρτουά εύρεν εν έτει 1811 το ιώδιον εν
σόδα, παρεσκευασμένη εκ της τέφρας των παρά τον αιγιαλόν φυ
τών, και έγνω ότι σχηματίζει τούτο μετά της αμμωνίας εκπυρσο
κροτικήν κόνιν. Τον Νοέμβριον του 1813 ο Κλεμέντ ανεκοίνωσεν
εν συνεδριάσει της γαλλικής ακαδημίας έκθεσιν περί του νέου τού
του σώματος. Ο Γέυ-Λουσάκ εξήτασεν αυτό ακριβέστερον και
ώνόμασεν Ιώ διον, ένεκα του ιώδους χρώματος των ατμών αυτού.
Ο Γέύ-Λουσάκ απεφάνθη ότι το ιώδιον είναι ουσία ανάλο
γος τώ χλωρίφ και άπλή ώς εκείνο. Ο Κλεμέντ και ό Δεσoρμε
συνεργασθέντες προς εξέτασιν του ιωδίου, εύρον το ύδριωδικόν
οξύ και τας συνθέσεις του ιωδίου μετά του φωσφόρου και του
θείου. Ο Δέυύ εύρεν ότι το ιώδιον ένoύται εμμέσως μετά του οξυ
γόνου, ήτοι σχηματίζει μετά διαλύσεως καλίου ιωδούχον κάλι και
οξυίωδικόν κάλι. Αλλ' ο Γέύ-Λουσάκ απεμόνωσε το ιωδικόν οξύ εκ
οξυίωδικής βαρύτιδος διά θείου. Το ύπιωδικόν οξύ ανεκάλυψαν
εν έτει 1833 ό Μάγνος και ο Αμμερμύλερ. Ο Κολίν και Γωθιερ
παρετήρησαν (1814) την ενέργειαν του ιωδίου επί του αμύλου, ο
δε Στομάυερ συνιστά το άμυλον ώς δοκιμαστήριον του ιωδίου. -
Ο Κρούγερ, φαρμακοποιός εν Ροστόκω του Μεκλεμβούργου,
υπέθεσεν (1821) εκτινων πειραμάτων ότι το ύδωρ της Βαλτικής
εμπεριέχει ιώδιον ό δε Πφάφ απέδειξε τούτο εν έτει 1825. Ταυ
τοχρόνως ο Βαλάρδος ευρεν ιώδιον και εν τοις ύδασι της Μεσο
γείου θαλάσσης.
174
Α) Ελαφρά μέταλλα,
α) Αλκαλικά μάταλλα κάλιον, νάτριον και λίθιον.
β) Μέταλλα των αλκαλικών γαιών στρόντιον και ασβέστιον.
γ) Μέταλλα των κυρίως γαιών, μαγνήσιο ν, αργίλλιον,
βερύλλιο ν, ζιρκόνιον, ύ τριο ν, έρβιον, τέρβιο ν, θό
ρι ο ν, νόρι ο ν, δημήτριον, λανθά ν ι ο ν και διδύμι ο ν.
175
Β) Βαρέα μέταλλα,
α) Αγενή μέταλλα μαγγάνιον, σίδηρος, νικέλιο ν, κο.
βάλτιον, ουράνιον, χαλκός, ψευδάργυρος, μόλυβ
δος, κάδμιον, βισμούθιο ν.
β) Ευγενή μέταλλα ύδράργυρος, άργυρος, παλλάδιο ν,
λευκόχρυσος, ιρίδιον, βόδιον, βουθήνιον, όσμιον,
χρυσος.
γ) Ηλεκτροαρνητικά μέταλλα κασσίτερος, αντιμό
νιον, αρσενικό ν, τελλύριο ν, τιτάνιον, νιόβο ν, πελό
πιο ν, ταντάλιον, βολφράμιο ν, μολυβδαίνιον, βανά
διο ν, χρώμιον.
Α) Ελαφρά μέταλλα,
α) Αλκαλικά μέταλλα κάλιον, νάτριον και λίθιο ν.
Κάλιον (Κ.)
Αί μεταλλικαί τίτανοι εθεωρούντο μέχρι τέλους του 18 αιώ
νος ώς άπλά σώματα. Ο Λαβοαζιε απέδειξεν ότι αύται εισί συν
θέσεις μετάλλου μετ' οξυγόνου, ήτοι μεταλλικά οξείδια. Τα
αλκάλεα ουχ ήττον εθεωρούντο έτι απλά σώματα, έως ου ό Δέυυ
διέλυσεν ου μόνον ταύτα, αλλά και τας αλκαλικάς γαίας, και ανε
χάλυψεν εν έτει 1807 το κάλιον.
Νάτριον. (Ν.)
Τό μέταλλον τούτο απεχώρισεν εκ των συνθέσεων αυτού
κατά πρώτον ο Δέυύ εν έτει 1807 διά του ηλεκτρισμού (ίδε τα
περί καλίου).
Εν τη παλαιοτέρα λατινική μεταφράσει της Αγ. Γραφής
αναφέρεται ουσία τις υπό το όνομα η neter" ήτις εχρησίμευεν ώς
καθαρτικόν μέσον. Πιθανώς ήν τούτο το νύν καλούμενον νάτριον,
ήτοι το οξείδιον του νατρίου. (Να 0.)
"Υπό το αυτό όνομα αναφέρει ό Σολομών σώμά τι αναβράζον
εν όξει, όπερ ο Λούθηρος εν τη γερμανική μεταφράσει της Αγ.
Γραφής εξέλαβεν ώς κιμωλίαν γήν. Το αυτό σώμα οι λατίνοι
συγγραφείς ονομάζουσι nitrum, οι δε "Ελληνες εκ τούτου, νίτρον".
Ο Διοσκορίδης εντφ πονήματι αυτού ,περί ιατρικών" ανα
φέρει περί άνθους αλός, είτα περί νίτρου και περί αφρού νί
179
τρου. Τάς αυτάς δ' ουσίας καλεί ο Πλίνιος florem salis και spuma
mitri του δευτέρου ποιεί μνείαν εν τοις περί κεκαυμένης τρυγός
και ασβέστου, ήτοι μεταξύ των αλκαλικών ουσιών. Ο Διοσκορίδης
συνιστά ώς προτιμητέον το υποκόκκινον ή λευκόν, ελαφρόν και
σπογκώδες νίτρον. Κατά τον Πλίνιον, κατεσκευάζετο το νίτρον
εκ τέφρας ξύλων.
Εκ των πληροφοριών του Διοσκορίδου και του Πλινίου εικά.
ζεται, ότι το υπό των αρχαίων καλούμενον νίτρον ήν σόδα ή πό
τασσα. "0τι το σώμα τούτο δεν ήτο το νύν καλούμενον νίτρον,
γίνεται δήλον εκ της πληροφορίας του Πλινίου, διότι το νίτρον δεν
τρίζει εν πυρί. Εάν τούτο ήν νίτρον ήθελεν αναφέρει περί των
φαινομένων, άτινα τούτο παρουσιάζει εν πυρί. Πολλάκις άλλως τε
αναφέρονται εν τη αυτή χρήσει η νίτρον ή πότασσα. « Ο δε Πλί
νιος καλεί nitrosus ό, τι νύν καλείται αλκαλικόν. Αι ουσία, ας καλεί
flor salis και nitrum εγίνοντο ελαιώδεις, διαλυόμεναι εν ύδατι.
Τον 4 αιώνα νίτρον εσήμαινεν έτι ανθρακικόν άλκαλι ή
σόδα εκαλείτο νίτρο ν τ ώ ν αρχαίων και δεν διεκρίνετο της
ποτάσσης.
Η εξέτασις του μαγειρικού άλατος ώδήγησεν εις την διάγνω
σιν τού νάτρου, ώς αλκάλεος διαφόρου του εν τη ποτάσση εμπε
ριεχομένου. Γνωσθέντος ότι τα οξέα μετά των αλκαλέων αποτε
λούσιν άλατώδεις συνθέσεις, εσκέφθησαν οι χημικοί ότι και το
μαγειρικόν άλας πρέπει να εμπεριέχη αλκαλικήν τινα ουσίαν, ήνω
μένην μετά του άλυκού οξέος. Ο Στάλ πρώτος παρετήρησε
σημεία της εν τώ μαγειρικώ άλατι παρουσίας αλκάλεος διαφόρου
του κοινού αλκάλεος την διαφοράν ταύτην εύρισκεν εις την διά,
φορον κρυσταλλικήν μορφήν τών άλάτων, άτινα ή βάσις του μαγει
ρικού άλατος σχηματίζει από τών εκ της τέφρας των ξύλων σχη
ματιζομένων.
‘0 Δουχαμέλ υπέβαλε το 1736 τη γαλλική Ακαδημία έκθε
σιν ,περί της βάσεως του θαλασσίου άλατος" εν ή απεδείκνυεν
αναντιρρήτως την αλκαλικήν φύσιν τής βάσεως ταύτης, και την
ταυτότητα αυτής μετά της διά καύσεως των θαλασσίων φυτών
παρασκευαζομένης σόδας. Ούτος απέδειξε προσέτι βραδύτερον
ότι τα μεσόγεια φυτά εμπεριέχουσιν ολίγιστον μόνον νάτρον,
κατά προτροπήν δε αυτού, ο Cadet εξετάσας τα φυτά χωρών πολύ
από της θαλάσσης απεχουσών, εύρεν ότι δεν εμπεριέχουσι ποσώς
πλέον νάτρον, αλλά μόνον κάλι.
Κατά την εποχήν εκείνην ,nitrum" εκαλείτο το οξείδιον του
νατρίου natrum δε το οξυανθρακικόν κάλι, ήτοι ή εκ της τέφρας
των μεσογείων φυτών, ή εκ της τρυγής κατασκευαζoμένη πότασσα.
12 και
180
Λίθιον. (Λι.)
‘0 Αrfvedson εργαζόμενος εν τω χημείω του Βερζελίου,
ανεκάλυψε το 1817 την λιθίαν, ήτοι το οξείδιον του λιθίου εν τώ
181
Αμμ ώ ν ι ο ν. (ΑΥ,)
Το αμμώνιον είναι γνωστόν μόνον εν συνθέσει μετά υδραρ
γύρου ώς αμάλγαμα ώς τοιούτον απεχώρησεν αυτό ο Θωμάς
Ιωάν. Σέεβεκ διά του ηλεκτρισμού από μίγματος αμμωνιακού άλα
τος και ύδραργύρου.
Η αμμωνία (ΑΥ) ήν προ πολλού γνωστή αλλ' αμφίβολον
αν και οι Αραβες εγνώριζoν ήδη αυτήν. 0 Ρ. Λουλος αναφέρει
πτητικόν τι πνεύμα, όπερ παρεσκεύασεν εκ σεσηπότων ούρων δι'
αποστάξεως και καλεί spiritus animalis ήν δε πιθανώς οξυανθρα
κική αμμωνία. Υπό των μεταγενεστέρων αναφέρεται τούτο ώς
spiritus volatilis, salis ammoniaei ή spiritus urinae. Ο Β. Βαλεν
τίνος παρεσκεύαζε πτητικόν άλκαλι εκ χλωρούχου αμμωνίου. "Ο δε
Ταχήνιος συνιστά ώς ιαματικόν το πτητικόν άλκαλι, όπερ παρα
σκευάζεται, ώς λέγει, μόνον εκ χλωρούχου αμμωνίου μετ' οξυαν
θρακικού κάλεος. Ο Βούλε παρεσκεύαζε το αυτό άλκαλι εκ ζωικών
ουσιών δι' αποστάξεως μετά ποτάσσης ή ασβέστου ή και άνευ τού
των, Βραδύτερον παρεσκευάσθη τούτο και εκ μετάξης, εκ κερά
των ελάφου, εξελεφαντίνου οστού κτλ. Από του 1758 επεκράτη
σεν ή ορθή ιδέα, ότι δύναται να παρασκευασθή εκ πάντων των ζωί
κών ουσιών, ώς και νύν έτι παρασκευάζεται τούτο, ήτοι ή οξυαν
θρακική αμμωνία (2ΑΥ, 0, 3.Αν0,).
Αί περί κατασκευής αμμωνίας γνώσεις χρονολογούνται από
του 17 αιώνος. Την αέριον αμμωνίαν παρετήρησε πρώτος ο Χάλες
(1727) κατά την θέρμανσιν άσβέστου μετά χλωρούχου αμμωνίου,
ό δε Πριστλέύ συνήγαγε εκ τών αυτών σωμάτων δι' υδραργύρου,
και έγνω την φύσιν αυτής εν έτει 1774. Ο Βερθολέτ απέδειξε το
182
Στρόντι ο ν. (Στ.)
Το μέταλλον στρόντιον απεμόνωσεν ώσαύτως ό Δέυυ εν έτει
1808 εκ της στροντιανής (οξειδιόυ του στροντίου) διά του ηλε
κτρισμού, ώς το βάριον, αφού ο Βερζέλιος και ό Ποντιν κατε
σκεύασαν αμαλγάματα, ήτοι μεταλλικάς συνθέσεις αυτού. 0 Βούν.
ζεν και ο Ματθέσσων απεχώρισαν βραδύτερον (1854 - 1855)
αυτό εκ του χλωρούχου στροντίου διά του ηλεκτρισμού, ώς αργυ.
ροειδή μεταλλικά σφαιρίδια.
Το ορυκτόν ο στροντιανίτης (οξυανθρακική στροντιανή)
εύρέθη κατά πρώτον παρά την πόλιν Στρόντιαν εν Σκωτία. Κατ'
αρχάς εξέλαβον αυτό οι χημικοί ώς βαρύτιδα διότι ο Κραβφόρδ,
όστις πρώτος εξήτασεν αυτό 1790, συνεπέρανεν ότι εμπεριέχει
ίδιόν τι είδος γής, ώς ή βαρύτις. Ο Κλαπρόθ απέδειξε το 1793
ότι ήγη αύτη είναι διάφορος της βαρύτιδος εκλήθη δ' αύτη τότε
εκ της πόλεως, παρά την οποίαν το εμπεριέχον αυτήν ορυκτόν
ευρέθη στροντιανή (οξείδιον του στροντίου).
Τάς συνθέσεις του στροντίου εξήτασαν ο Δέυύ, ο Βερζέλιος,
ό Κλαπρόθ, ο Γέύ-Λουσάκ και άλλοι. Εν γένει εισιν αυται μικράς
αξίας. Η οξυθειϊκή και οξυανθρακική στροντιανή σπανίως απαν
τώνται, και ολίγη χρήσις τούτων γίνεται εν τη πυροτεχνία.
Ασβέστιον (Αβ.).
Το ασβέστιον επεμόνωσαν κατά τον αυτόν τρόπον, καθ' όν
και το βάριον και το στρόντιον, εκ διαφόρων συνθέσεων αυτού διά
του ηλεκτρισμού, πρώτον ο Δέυύ το 1808, ειτα ό Ματθέσσων και ο
Βουνζεν (1854-1855), ώς αργυροειδές μέταλλον.
185
". Γ ύψος.
Κατά τον Πλίνιον εθεώρουν και οι αρχαίοι τον γύψον ώς ου
σίαν παραπλησίαν τώ ασβέστω αλλ' ή διαφορά των δύω συγ
γενών ουσιών ήγνοείτο μέχρι του 18 αιώνος.
Η εκ μίγματος θειικού οξέος και ασβέστου καταπίπτουσα
υποστάθμη ώνομάζετο τον 18 αιώνα, σεληνίτης" ένεκα της όμοιό
τητος αυτής προς λευκόν και στιλπνόν τι ορυκτόν, όπερ περιγρά
φουσιν υπό τ' όνομα τούτο ό Διoσκoρίδης και ο Πλίνιος.
Ει και ή οξυθειική τιτανος, ήτοι ο γύψος, ήν ούτω γνωστή,
ήγνοείτο έτι ή σύστασις του ορυκτού γύψου, έως ου ο Μαργράφ
απέδειξε το 1750, ότι ο ορυκτός γύψος συνίσταται εκ θειικού οξέος
και γύψου. Ο Λαβραζιε εβεβαίωσε τούτο και έγνω ότι ή αποσκλή
ρυνσις του κεκαυμένου γύψου μεθ' ύδατος προέρχεται εκ της
αποκρυσταλλώσεως του ύδατος.
Το θειούχον ασβέστιον φαίνεται ότι παρεσκεύασεν ο "Οφμαν
εν έτει 1700, διότι αναφέρει ότι και ορυκτόν τι εν Γερμανία εύρι
σκόμενον, δύναται να μεταβληθή εις φωσφόρον, ώς ο βολωνικός
λίθος. Ο Μαργράφ εκφράζεται ώρισμένως ότι ο γύψος, καιόμενος
μετά καυστικών ουσιών, γίνεται φεγγόλιθος Τοιούτον φεγγόλιθον
παρεσκεύασεν ό Καντών το 1768 διά πυρακτώσεως ασβέστου μετά
θείου όθεν ή σύνθεσις αύτη εκλήθη καντώνιος φωσφόρος.
Το άπλούν θειούχον ασβέστιον (Ασβ. θ.) κατεσκεύασε πρώ,
τος ό Βερθιέρος. Το πενταπλούν ο Βερζέλιος.
Το χλωρούχον ασβέστιον (Ασβ. Χλ.) φαίνεται ότι εγίνωσκεν
ήδη ο Ισαάκ 0λλανδός κατά τόν 14 αιώνα. Την φωσφοροποίησιν
της οξυχλωρικής τιτάνου ανεκάλυψεν ό θμβέργος το 1793 ("0μ
βεργικός φωσφόρος). Τάς συνθέσεις τέλος του φωσφορικού οξέος
μετά της τιτάνου εξήτασαν ο Φούξ, ο Μίτσερλιχ, ο Βερζέλιος κλ.
Γ. ΜΕ ΤΑΛΛΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΣ ΓΑΙΩΝ..
Αργίλλιον (Αργ.)
Το μέταλλον αργίλλι ο ν απεχώρησε κατά πρώτον ο Βέλερ
εν έτει 1827 εκ του χλωρούχου αργιλλίου εν είδει φαιάς κόνεως,
βραδύτερον δε (1845) εν είδει μεταλλικών σφαιριδίων. 0 Βούνζεν
απεμόνωσε τούτο εν έτει 1852 δι' ηλεκτρισμού αφθονώτερον δε
ό Δεβίλ εν έτει 1854 τη επενεργεία νατρίου επί χλωρούχου αργιλ.
λίου. Βραδύτερον εξήχθη αργίλλιον και εκ πολλών άλλων ουσιών π.
χ. εκ του καλουμένου κρυολίθου (φθοριούχου αργιλλίου). Εκκα
θαρίζεται δε νύν διά διαφόρων μεθόδων και χρήσις αυτού γίνεται
εις μεταλλικά μίγματα.
Εις την διάγνωσιν της αργίλλου καθωδήγησεν ή εξέτασις
της στυπτηρίας, ήτις έκπαλαι ήν γνωστή διά την πλαστικήν αυτής
ιδιότητα, εθεωρείτο δε ώς είδος τι των εν τη πλαστική χρησίμων
γαιών. Αλλ' αναμφιβόλως οι Έλληνες υπό τ' όνομα στυπτηρία,
και οι Ρωμαίοι υπό τ' όνομα alumen συμπεριελάμβανον και άλλας
ουσίας, εχούσας κοινήν την στυφήν γεύσιν.
188
Λαζούρι ο ν. (Ultramarin.)
Κατά τον 11 αιώνα αναφέρεται ότι παρεσκευάζετο ήδη κυα
νούν χρώμα εκ του λαζουρίου λίθου υποτίθεται δε ότι λαζούριος
λίθος είναι ό υπό των αρχαίων καλούμενος σάπφειρος. Το όνομα
"λαζούρ" είναι πιθανώς περσικόν και σημαίνει κυνούν. Τον 6 αιώνα
ο Λεόντιος ονομάζει λαζούριον κυανούν τι χρώμα, τον δε 15 αιώνα
αναφέρεται πολλάκις ώς lapis lazuli κυανούν τι ορυκτόν.
Η βαφική ύλη, ήτις παρεσκευάζετο εκ του λαζουρίου, ώνο
μάζετο τον 16 αιώνα azurum ultramarinum, διότι κατά τινας μετε
φέρετο εις την Ευρώπην διά θαλάσσης, προς διάκρισιν του εκ
χαλκού παρασκευαζομένουλαζουρίου (κυανού χρώματος).
Οι χημικοί τού 17 αιώνος ενόμιζον ότι το κυανούν χρώμα του
λαζουρίου λίθου προέρχεται εκ της εν αυτώ παρουσίας χαλκού ή
σιδήρου. Ο Κλαπρόθεύρε το 1735 ώς συστατικά του λίθου τού
του σιλίκιον, οξυανθρακικήν τίτανoν, οξυθειικήν τιτανον, στυπτη
ρίαν και ύδωρ.
Το Λαζούριον παρασκευάζεται νυν τεχνητώς διά διαφόρων
μεθόδων, ών ή έκθεσις ανήκει τη ειδική χημεία.
Ζιρ κ ό ν ι ο ν (Ζ)
Το οξείδιον του ζιρκονίου ανεκάλυψεν ό Κλαπρόθ εν έτει
1789. Απέδειξεν ουτος ότι το ζιρκόνιον συνίσταται εξ οξειδίου
σιλικίου, ολίγου οξειδίου σιδήρου και αγνώστου τινός οξειδίου,
όπερ εκάλεσεν οξείδιον ζιρκονίου. Εν έτει 1795 ευρε το
οξείδιον τούτο και ώς συστατικόν του υακίνθου της Κεύλάνης. Ο
Γουιτών-δε-Μορβώ και ο Βοκελίνος εύρον αυτό εν τώ ευδιαλύτω,
τώ πολυμιγνίτη, τώ αισχινίτη κτλ. εν είδει λευκής αόσμου και
άγεύστου κόνεως, ειδικόν βάρος εχούσης 4, 3. καθήπτετο αύτη
της υέλου, έμενε δε αδιάλυτος εν τώ ύδατι.
Το ζιρκόνιον μέταλλον απεχώρισεν εν έτει 1824 ο Βερζέλιος
εκ του φθοριοζιρκονιούχου καλίου διά θερμάνσεως μετά καλίου,
ώς μελανήν ανθρακώδη κόνιν εξήτασε δε πρώτος το στοιχείον
τούτο και εδίδαξε τας συνθέσεις αυτού μετ' αμετάλλων στοιχείων
και οξέων.
Νόριον (Νο.)
"0 Σμάμβερ ανεκάλυψεν εν τώ νορβεγικώ ζιρκονίω το οξεί
διον του νορίου , ευρέθη δε τούτο και εν τώ υακίνθω της Κεύλάνης
και εν άλλοις λίθοις, συνυπάρχον πάντοτε μετά του οξειδίου του
ζιρκονίου.
Θόρι ον (Θο.)
Ο Βερζέλιος εύρεν εν έτει 1828 άγνωστόν τι οξείδιον έν τιν
μελανώ ορυκτώ, όπερ εύρέθη επί της νορβεγικής νήσου Lowen ώνο
191
Σίδηρος. (Σ.)
Το μέταλλον τούτο ήν γνωστόν και κατά τους αρχαιοτάτους
χρόνους, ώς εκ των μύθων του Προμηθέως, του Ηφαίστου και
των Κυκλώπων εικάζεται κατά τον Ησίοδον επενόησαν την με
ταλλουργίαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή Κορύβαντες, δαίμονες συνοδοί
της Κυβέλης, μεταβάντες εκ Φρυγίας εις Κρήτην. 0 Μωυσής
αναφέρει ήδη περί χωνευτηρίων σιδήρου προστίθησιν δ' ότι
ό σέοηρος ήν γνωστός τοις ανθρώποις και προ του κατα
κλυσμού.
195
Νικέλιον (Νι.)
Εκ των συνθέσεων του νικελίου πρώτον γνωστόν ήν το
χαλκούχον νικέλιον, περί ου αναφέρει ό Ιαίρνιος εν έτει 1694. Το
ορυκτόν τούτο εξαλαμβάνετο ώς χαλκός, ένεκα της ομοιότητος του
χρώματος επειδή δε πάσαι αι προσπάθεια προς απομόνωσιν του
μετάλλου απετύγχανον, ωνομάσθη σκωπτικώς Νickel*). 0 Κρόν
στετ ανεκάλυψεν εν έτει 1751 ορυκτόν τι, ώς συστατικά του
οποίου εύρε σίδηρον, κοβάλτιον και άγνωστόν τι ήμιμέταλλον, όπερ
διαλυόμενον εν αζωτικώ οξεί κεκραμένω μετ' ανθρακικού οξέος,
εσχημάτιζε πρασινόλευκον υποστάθμην μή εμπεριέχουσαν χαλκόν,
Αραδύτερον εύρε το αυτό μέταλλον αφθονώτερον εν τώ χαλκούχω
νικελίω, και διά τούτο ωνόμασεν αυτό νικέλιον.
Εν έτει 1775 ό Βέργμαν διισχυρίσθη ότι το μέταλλον, όπερ
ο Κρόνστετ ωνόμασε νικέλιον, εμπεριέχει σίδηρον, διότι έλκεται
Ψευδάργυρος. (Ψ.)
θι αρχαίοι εγνώριζον, ώς είρηται, τον ορείχαλκον, αλλ'
ηγνόουν ότι εκτός του χαλκού εμπεριέχει και έτερόν τι μέταλλον,
ότι δηλ. είναι μίγμα χαλκού και ψευδαργύρου.
"() Διoσκoρίδης ονομάζει η καδμείαν" (πιθανώς διότι εξω
ρύσσετο παρά την Καδμείαν ενθήβαις, ή από του Κάδμου, όστις
κατά την παράδοσιν εδίδαξε τοις "Ελλησι την μεταλλουργίαν) είδος
τι γης, ήτις παρείχε τώχαλκφ χρυσοειδές χρώμα και εχρησίμευε
203
αυτού δεν δύναται τις να εικάση ότι διέκρινε την μεταλλικήν αυτής
φύσιν. Ο Αλεξανδρινός Ζώσιμος περί τας αρχάς του 5 αιώνος
μ. Λ. διδάσκει, ότι παρασκευάζεται ορείχαλκος επιπασσομένης
κόνεως του τίας επί αναλελυμένου κυπρίου χαλκού.
0 Αγρικόλας εθεωρει τον ορείχαλκον ώς μίγμα χαλκού
και είδους τινός γής ή ιδέα δ' αύτη επεκράτει καθ' όλον τον
16 αιώνα.
Το όνομα "Ζink" απαντάται κατά πρώτον παρά τώ Β. Βα
λεντίνω, αλλά δεν αναφέρει ουτος πώς παρασκευάζεται ή ούτω
καλουμένη ουσία. Συγγραφείς τινές περί τα τέλη του 16 αιώνος
φαίνονται εννοούντες υπό τ' όνομα τούτο μέταλλόντι. Ο Γεώρ
γιος Φαβρίκιος π. χ. αναφέρει ότι οι μεταλλευτα ονομάζουσι τι
eincum, όπερ τήκεται, αλλά δεν σφυρηλατείται,
"0 Λιβάβιος εν τώ συγγράμματι de natura metallorum
(1597) αναφέρει ότι εν Ινδίαις ευρίσκεται είδος τι κασσιτέρου
καλούμενον Calaem περιγράφει δ' ακριβώς την εξωτερικήν όψιν
αυτού και διισχυρίζεται ότι δεν είναι ψευδάργυρος ώς τινές ενό
μιζον συμπεραίνει τέλος ότι η ουσία calaém είναι μίγμα αργύρου
και καδμείας, ήτις συνίσταται έξαρσενικού και ύδραργύρου.
Πρώτος ο Ομβέργος εν έτει 1695 εκφράζει την ιδέαν, ότι
ή καδμεία είναι ορυκτόν εμπεριέχον τον ψευδάργυρον. Αλλ επε
κράτει έτι ή ιδέα ότι κατά την παρασκευήν του ορειχάλκου διά
χαλκού και καδμείας ό χαλκός προσλαμβάνει την καδμείαν, και ουχί
το εν αυτή μέταλλον μόνον. Ο Στάλ πρώτος παρατηρεί εν έτει
1718 ότι ή καδμεία δεν ενούται μετά του χαλκού εν τη φυσική
αυτής γεώδη καταστάσει, αλλά λαμβάνει πρώτον μέταλλικήν τινα
μορφήν ύπολείπονται δε καυστικαί ανθρακώδεις ουσία.
Ο Έγκελ βεβαίοι εν τώ συγγράματι αύτου Pyrotolog 1725,
ότι δύναται να παρασκευάση ψευδάργυρον εκ της καδμείας, αλλ'
ουδαμού αναφέρει διά ποίας μεθόδου. Από του 1730 φαίνεται ότι
παρεσκευάζετο εν Αγγλία ψευδάργυρος πρός μεταλλουργικήν
χρήσιν. Ο Βράνδ (1735) έν τινι εκθέσει προς την Ακαδημίαν της
Υψάλης λέγει, ότι δεν δύναται τις να μεταβάλλη την καδμείαν
Κάδμι ο ν. (Κδ.)
Το κάδμιον ανεκάλυψαν πολλοί χημικοί ταυτοχρόνως σχεδόν
εν έτει 1818. Ο Στομάυερ, καθηγητής εν Γοτίγγη, είχεν απομο
νώσει το σώμα τούτο και κατεγίνετο εις την εξέτασιν αυτού, ότε ο
Ερμάννος, κάτοχος χημικού εργοστασίου εν Schönbeck, ο Μέισνερ,
καθηγητής εν Χάλλη και ο Κάρστερ εν Βερολίνφ, εδημοσίευσαν
ότι ανεκάλυψαν νέον τι αργυροειδές μέταλλον εν ψευδαργυρού
χοις ορυκτοίς. Τον Σεπτέμβριον του 1818 ο Στομάυερ εδημο
σίευσε το αποτέλεσμα των ερευνών αυτού και ωνόμασε το νέον
μέταλλον κάδμιον από της καδμείας. Μετ' ου πολύ ανεκαλύφθη
και η εξαγωγή αυτού δι' αναγωγής των ατμών (φαιού οξειδίου του
καδμίου), οίτινες αναδίδονται κατά την απόσταξιν, εν οις εμπεριέ
χεται ψευδάργυρος,
Μόλυβδος (Μ.)
Τον μόλυβδον (ή μόλιβδον) εγίνωσκoν πιθανώς οι Εβραίοι.
ούτως ονομάζουσι τουλάχιστον "Ελληνες μεταφρασται μέταλλόν
τι παρ αυτούς εν χρήσει. Πρώτη περί μολύβδου θετική πληροφο
ρία ευρίσκεται παρά τω Πλινίω (Ηist. Νat. Libr. 34. Cap. 49),
όστις ονομάζει αυτόν plumbum nigrum και διδάσκει ότι ο μόλυβ
δος συγκολλάται μόνον διά κασσιτέρου, ώς ο κασσίτερος μόνον διά
μολύβδου. Οι Ρωμαίοι κατεσκεύαζoν εκ μολύβδου οχετους υδρα
γωγείων.
'0ξείδιον μολύβδου εγίνωσκoν ώσαύτως οι αρχαίοι, αλλά δεν
διέκρινον προσηκόντως από άλλων μολυβδούχων συνθέσεων,
Κατά τον Διοσκορίδην παρεσκευάζετο κεκαυμένος μόλυβδος,
θερμαινομένων μολυβδίνων βάβδων μετά θείου και διαρκώς ταρασ
σομένων, έως ου ο μόλυβδος αποτεφρωθή αλλ' ώς κεκαυμένος
μόλυβδος, ή κατά τον Πλίνιον plumbum ustum αναφέρεται και
άλλη τις ώχρα και ύελώδης ουσία. Μολύβδαινα ή λατινιστί galene
ώνομάζετο ουσία τις κιτρίνη και στιλπνή, ήτις έσχηματίζετο εν ταις
καμίνοις, εν αις εκαθαρίζετο ο άργυρος, και εχρησίμευεν ώς ιαμα
τικόν έμπλαστρον. Κατά τον Διοσκορίδην ευρίσκετο και φυσική
μολύβδαινα, ο δε Πλίνιος ονομάζει την τεχνητήν προς διάκρισιν
molybdaena metallica. Αναφέρεται προσέτι σκωρία αργύρου
και λιθάργυρος, παρασκευαζόμενος διά καύσεως μολύβδου και
αργύρου. Ούτω τα διάφορα είδη της αυτής ουσίας εθεωρούντο ώς
πάντι διάφορα σώματα.
Κατά τον Πλίνιον παρεσκεύαζοντινές και άμμιoν, όπερ
ονομάζει minium. Αλλ' αι περί τούτου πληροφορία εισιν ασαφείς,
206
διότι υπό το όνομα τούτο φαίνεται εννοών ότε μεν κιννάβαρι, ότε
δε υπεροξειδωμένον οξείδιον του μολύβδου. Εκτός του αμμίου,
όπερ παρέχει ύδράργυρον, υπάρχει, λέγει, και έτερον εκ μολυ
βδούχων ορυκτών εξαγόμενων καιόμενον τούτο εν καμίνω, ερυθρο
ποιείται, και τριβόμενον, παρέχει secundarium minium, ολίγοις
γνωστόν,
"0 Σχέελε εγίνω σκεν ότι το υπεροξειδωμένον οξείδιον του
μολύβδου (Μennige) αμαυρουται δι' επενεργείας υγρού χλωρίου. Ο
Προύστ και ο Βοκελίνος ανεκάλυψαν το φαιόν οξείδιον του μολύβδου.
Τον φυσικόν θειούχον μόλυβδο ν εγίνω σκoν πιθανώς, ώς
είρηται, και οι αρχαίοι, αλλ' ήγνόουν την σύστασιν αυτού. 0 Κούγ,
κελ δεν παρεδέχετο έτι ότι η ουσία αύτη εμπεριέχει θείον. Βραδύ.
τερον γνωσθείσης της συγγενείας του θείου και του μολύβδου,
εχρησίμευε το θείον ώς δοκιμαστήριον της παρουσίας μολύβδου.
‘0 Πλίνιος αναφέρει ότι ερρίπτετο μόλυβδος εν εφθαρμένω
(ξινφ) οίνω. "Οτι ο μόλυβδος γλυκαίνει τον οίνον αναφέρεται ρη.
τώς κατά τον 16 αιώνα.
Το οξυαν θρακικό ν οξείδιον του μολύβδου (ψιμύθιον)
εγίνωσκου ώσαύτως οι αρχαίοι διότι ό Θεόφραστος ήδη περιγρά
φει την κατασκευήν του ψιμυ θίου δι' επενεργείας όξους επί μο
λύβδου, και βράσεως της ούτω προκυπτούσης διαλύσεως. Μέχρι
τινός ενoμίζετο το ψιμύθιον ώς σύνθεσις οξικού οξέος και μολύ
βδου ό Βέργμαν το 1774 εγίνωσκεν ότι είναι οξυανθρακικόν οξεί,
διον μολύβδου.
Περιχλωριούχου μολύβδου ή πρώτη πληροφορία ευρίσκε
ται παρά τώ Διoσκoρίδη διότι αναφέρει ότι λιθάργυρος μετά
ορυκτού άλατος γίνεται εν θερμώ ύδατι λευκός. Εν Αγγλία κατε,
σκευάζετο το 178 κίτρινον χρώμα (jaune de Castel) εκ χλωρού
χου μολύβδου και οξειδίου μολύβδου.
Περί οξυαζωτικού οξειδίου του μολύβδου αναφέρει ο Λιβά.
βιος εν έτει 1595.
Βισμού θι ο ν. (Βι.)
Το βισμούθιον ήν παθανώς γνωστόν τόν 13 αιώνα. Αλλ'
ώς μεταλλικόν σώμα αναφέρει κατά πρώτον αυτό ο Β. Βαλεντίνος
τον 15 αιώνα. 0 Λέμερυ εθεώρει έτι ώς σύνθετον σώμα, όπερ
δύναται τις τεχνητώς να παρασκευάση. 0 Πότ εν έτει 1739 και ύ
Βέργμαν απέδειξαν ότι είναι ιδιαίτερον μέταλλον.
Το κίτρινον οξείδιον του βισμου θίου, όπερ σχηματίζει
τα θερμαινομένου του βισμουθίου, φαίνεται ότι εχρησίμευε κατό
την εποχήν του Αγρικόλα ώς βαφική ύλη. Ο Βουχόλτζ και ο
207
Β. Ε ΥΓΕ Ν Η Μ Ε Τ Α Λ Λ Α.
"Υδράργυρος. (Υδ.)
"Ο Θεόφραστος (309 π. Χ.) αναφέρει κατά πρώτον περί
χυτου αργύρου, όστις παρεσκευάζετο εκ κινναβάρεως τριβομέ
νης μετ' όξους. Ο δε Διοσκορίδης (τον Ιο μ. Χ. αιώνα) ότι παρα,
σκευάζεται υδράργυρος εκ κινναβάρεως θερμαινομένης εν σι
δηρώ κυπέλλω εντός πεφραγμένου πηλίνου αγγείου.
"Ο Πλίνιος ονομάζει τον ώς εφίδρωσιν επί διαφόρων ορυκ
των απαντώμενον φυσικόν υδράργυρον argentum vivum τον δ'
εκ κινναβάρεως παρασκευαζόμενον hydrargyrum.
Οι αλχημισται του μεσαιώνος ωνόμαζον υδράργυρον υποθε
τικόν τι συστατικδν πολλών σωμάτων, όπερ κατά την θέρμανσιν
αυτών διαφεύγει ώς αιθέριον, θύτω π. χ. Ο Ρ. Λούλος ονομάζει το
οινόπνευμα argentum vivum vegetabile, το δε δι' αποστάξεως σε.
σηπότων ούρων αιθέριον άλκαλι (αμμωνίαν), mercurias animalis. Ο
Β. Βαλεντίνος καταλέγει ώσαύτως πολλά είδη υδραργύρου. Διά
τούτο αναφέρονται κατασκευαι υδραργύρου εκ παντοίων ουσιών. Ο
Juncker εδίδασκεν έτι το 1730 ότι εξ όλων των μετάλλων γίνεται
υδράργυρος, βαρύτερος όμως του κοινού υδραργύρου. Ο δε Ρουέλ
το 1777 ότι το γαλλικόν θαλάσσιον άλας εμπεριέχει υδράργυρον.
Εθεωρείτο δ' ό υδράργυρος ώς σύνθετον σώμα. Περί τού.
του αναφέρει ο Αρνόλδος Βιλλανoβάνος τα εξής. - Αrgentum vi
νum in prima sua radice est compositum ex terra alb a, nimium
subtili, sulphurea, cum aqua elara fortiter admista, donee fiat
substantia una, non quiescens in superficie plana." - 0 Λιβάβιος
(1606) καταλέγει τον υδράργυρον μεταξύ των σωμάτων quae
metallis sunt affinia, διότι ένούται ευκόλως μετά των μετάλλων,
Ο Βράνδ (1755) κατέλεξε τούτον εις τά ήμιμέταλλα,
Ο Βraune εν Πετρουπόλει επέτυχεν εν έτει 1759 να στε
ρεοποιήση τον υδράργυρον διά ψύξεως, περιβαλών διά χιώνος και
208
- Αργυρος. (Αρ.)
Ο άργυρος είναι έντων αρχαιοτέρων γνωστών μετάλλων,
διότι και ο Μωυσής αναφέρει περί αυτού. Κατά τον Πλίνιον ανε
κάλυψε τον άργυρον Αθηναίος τις Εριχθόνιος ή κατ' άλλους Αια
κός. Εκάλουν δ' αυτόν οι Έλληνες άργυρον εκ του αργός διά τήν
λευχήν αυτού όψιν σχετικώς προς τα λοιπά μέταλλα. Οι Αλεξαν
δρινοί μετεχειρίζοντο ώς σύμβολον του αργύρου σελήνην, διά τούτο
14
210
Χρυσός. (Χρ.)
Περί του πολυτίμου τούτου μετάλλου αναφέρουσιν ώσαύ
τως και τα αρχαιότερα έβραικά συγγράμματα. Κατά τον Πλίνιον
η ανεκάλυψε τον χρυσόν Κάδμιος ο Φοίνιξ επί του Παγκαίου όρους
ή κατ' άλλους ο θώας και ο Εακλής". Ο αυτός αναφέρει ότι
ο χρυσός καθαρίζεται διά μολύβδου, αλλ' ευρίσκεται και καθαρός,
ενώ τα λοιπά μέταλλα εξάγονται διάμεταλλουργικής εργασίας μόνον.
Από του αργύρου απεχώριζον οι αρχαίοι τον χρυσόν δι'
αποκαθάρσεως. Πιθανώς περί τα τέλη του 15 αιώνος μετεχειρί
ζοντο προς τούτο εν Βενετία νιτρικόν οξύ ή μέθοδος δ' αύτη ήν
κατά τον 16 αιώνα και εν Γαλλία εν χρήσει. 0 Σέφφερ το 1752
έν τινι πραγματεία περί εξαγωγής των μετάλλων αναφέρει τα εξής:
- Το θειικόν οξύ διαλύει τον άργυρον, αλλ' όχρυσός μένει υπό την
επιρροήν αυτού αναλλοίωτος. όθεν δύναται τις και ούτω ν' απο
χωρίση απ' αλλήλων τα δύω ταύτα μέταλλα". Την μέθοδον ταύ
την εισήγαγεν εν τη βιομηχανία ό D'Αreet το 1802.
"0 Μωύσης αναφέρει ήδη περί επιχρυσώσεως αλλ' αναμ
φιβόλως ή επιχρύσωσις εγίνετο τότε διά προσκολλήσεως ελασμά
των χρυσού. Κατά την εποχήν του Πλινίου επεχρυσούντο τοιουτο
τρόπως μάρμαρα, ξύλα και μέταλλα (ιδίως χαλκός).
Επί του Ηροδότου (τον 5 αιώνα π. Χ.) ετιμάτο εν Ελλάδι
όχρυσός έκκαιδεκαπλασίως ή ο άργυρος. Βραδύτερον επί του
Αλεξάνδρου, ένεκα της εκ Περσίας μετακομισθείσης μεγάλης
ποσότητος, ή τιμή ήν δωδεκαπλασία ή δεκαπλασία μόνον της του
αργύρου.
Περί διαλύσεως του χρυσού αναφέρoυσι κατά πρώτον οι
αλχημισται, ό Γηβήρος εγίνωσχεν ήδη ότι ο χρυσός διαλύεται εν
νιτρώδει οξυαλικώ οξεί. Ο Βούλε εγίνω σκεν (1663) ότι ο υδράρ
γυρος καθιζάνει τον χρυσόν έκ τινος χρυσούχου διαλύσεως αναφέ
ρει δ' ώς ολίγον γνωστόν, ότι διάλυσις χρυσού πορφυροποιεί διαρ
χώς το δέρμα, τους όνυχας, το ελεφάντινον όστούν και τα παρόμοια.
14 *
212
Λευκοχρυσος (Λ.)
Τον χρόνον, καθ' όν το μέταλλον τούτο ανεκαλύφθη, δεν
δύναται τις να εξακριβώση, διότι αι περί τούτου γνώμαι πολύ αφί
στανται αλλήλων. Τινές διισχυρίσθησαν ότι εγίνωσκον αυτό και οι
"Ρωμαίοι. Κατά τάς ασφαλεστέρας πληροφορίας, οι χημικοί κατέ
γειναν εις την εξέτασιν αυτού τον 18 αιώνα μόλις. Ο Δον Αντώ
νιος δε 0υλλόα αναφέρει ώρισμένως περί του μετάλλου τούτου το
1748 ο δε Βάτσων περιγράφει αυτό ώς ιδιαίτερον μέταλλον εν
τώ περιοδικώ συγγράμματι Philisophical Transaction του αγγλικού
συλλόγου το 1750. 0 Σέφφερ εδημοσίευσε διά των πρακτικών
της Ακαδημίας της Στοκχόλμης το 1752 πραγματείαν υπό την
επιγραφήν ,περί του λευκού χρυσού του εν Ισπανία Platina del
213
Παλλάδιον. (Π.)
Το πολύτιμον τούτο τώ λευκοχρύσω όμοιον μέταλλον ειδ.
βάρους 11.4, ανεκάλυψεν ο Βολλαστών *), όστις υπέδειξεν εν έτει
1804 το μόνον προς αποχώρισιν αυτού εκ των ορυκτών, εν οις
εμπεριέχεται μετά του λευκοχρύσου. "Εν έτος πρότερον ό Σένεβιξ
ανεκοίνωσε τώ Αγγλικφ συλλόγω ερεύνας τινάς, εξ ών είχασε την
ύπαρξιν του μετάλλου τούτου. Ο δε Ζίγκεν εύρεν αυτό βραδύτε
ρον και εν αργυρούχοις ορυκτοίς. Το όνομα Παλλάδιον απεδόθη
αυτώ από του υπό του Όλβερς κατά τον αυτόν χρόνον περίπου
(1802) ανακαλυφθέντος πλανήτου, της Παλλάδος.
"Ρόδιον. (Ρ)
"0 Βολλαστών ανακαλύψας το Παλλάδιον, εδημοσίευσε ταυτο
χρόνως εν έτει 1803 ότι ευρε και έτερον άργυροειδές μέταλλον
ειδικού βάρους 12. 1, ήνωμένον μετά του λευκοχρύσου. Ωνομάσθη
δε τούτο όόδιον, ένεκα του όοδείου χρώματος των οξέων αυτού
διαλύσεων. Εις την εξέτασιν τών συνθέσεων αυτού κατέγειναν ό
Κλάους, ο Ρόζε, ο Βερζέλιος και άλλοι.
Γ. ΗΛΕΚΤΡΟΑΡΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΑ.
Κασσίτερος. (Κς.)
Το μέταλλον τούτο ωνόμαζον οι Ελληνες κασσίτερον, οι
Εβραίσι Βε δίλ, οι δε Ρωμαίοι plumbum candidum (στιλπνόν ή
λευκόν μόλυβδον) ή stanum. Αλλ' αμφιβάλλεται άν υπό τάς ονο
μασίας ταύτας ενόουν οι αρχαίοι τον νυν κασσίτερον μόνον. Ο
Πλίνιος βεβαιοι ότι plumbum candidum και cassiteron καλείται το
αυτό μέταλλον αλλ' οι Ρωμαίοι ήνόουν υπό τ' όνομα plumbum
candidum ή album ότε μεν μόλυβδον, ότε δε κασσίτερον εκ τού
του εικάζεται ότι τα δύω ταύτα μέταλλα συνεχέοντο. Ωσαύτως
υπό τ' όνομα stanum φαίνεται εννοών ό Πλίνιος ουχί κασσίτερον,
αλλά διάφορα μεταλλικά μίγματα. Τον 4 αιώνα ώνομάζετο stanum
μόνον ο κασσίτερος.
"Ο Πλίνιος αναφέρει και περί γανώ σε ως χαλκων αγγείων
διά κασσιτέρου, ώς εν χρήσει ούσης κατά την εποχήν του. "Οτι ό
κασσίτερος ευκόλως οξειδούται ήν έκπαλαι γνωστόν αλλ' ό Πελ
λετιέ απέδειξε το 1792 ότι ο κασσίτερος ένoύται κατά δύω δια
φόρους σχέσεις μετά του οξυγόνου, αποτελεί δε δύω τάξεις άλά.
Αντιμόνι ο ν. (Αντ.)
Το φυσικόν θειούχον αντιμόνιον εκάλουν οι Έλληνες κατά
τον Διοσκορίδην στίμμι, οι δε Ρωμαίοι κατά τον Πλίνιον stibium.
Αλλ' αμφότεροι αναφέρουσι περί τούτου μόνον ότι εχρησίμευεν,
ώς εξωτερικόν φάρμακον. Λέγεται δ' ότι αι γυναίκες έβαφον δι'
αυτού τάς οφρύς.
Η ονομασία antimonium απαντάται κατά πρώτον εν τη
λατινική μεταφράσει των συγγραμμάτων του Γηβήρου. Λέγεται δε
ότι εκλήθη τούτο αντιμόνιον εκ των Ελληνικών λέξεων αντί
μοναχός, διότι ό Β. Βαλεντίνος (τον 15 αιώνα) εδοκίμασε κατά
πρώτον την ιαματικήν ενέργειαν τών εκ στίμμεως σκευασιών αυτού
επί των συναδέλφων του μοναχών. Εγινωσκεν ούτος ότι το στίμμι
εμπεριέχει θείον και μέταλλόντι, όπερ εξελάμβανεν ώς είδος μο,
217
Βολφράμιον. (Βλ.)
Ο Σχέελε ανεκάλυψεν εν έτει 1781 οξύτι, όπερ εκλήθη απ'
αυτού σχεέλιον οξύ. Το οξύ τούτο εξετάσαντες ακριβέστερον οι
αδελφοί Λουυάφτ το 1786, ανεκάλυψαν εν αυτώ νέον τι μέταλλον,
βολφράμιον κληθεν εξήγαγον δε τούτο δι' ισχυράς πυρακτώσεως
κόνεως ανθράκων μετά σχεελίου, ήτοι βολφραμικού οξέος, ώς φαιάν
στιλπνήν κόνιν. Ο Βέλερ και ο Βερζέλιος εξήγαγον εκ του αυτού
οξέος δι' υδρογόνου ώς χαλυβδοειδές μέταλλον.
Το βολφράμιον ευρίσκεται φύσει εν τώ σχεελίτη καλουμένω
ορυκτώ (της οξυβολφραμικής τιτάνου) και εν τώ βολφραμίτη. Το
πρώτον εξελαμβάνετο πρότερον ώς ορυκτός κασσίτερος. 0 Κρο.
νστέτ το 1758 εθεώρησεν ώς σιδηρούχον τίτανoν μετ' αγνώστου
τινός είδους γής. Ο δε βολφραμίτης εθεωρείτο ώς σιδηρούχον
ορυκτόν. -
Μολυβδαίνιον. (Μo)
"Ο Μολυβδίτης, ή ορυκτός γραφίτης, ενώ ο Σχέελε ανεκά
λυψεν εν έτει 1778 το μέταλλον μολυβδαίνιον, εξελαμβάνετο ώς.
μολυβδούχον ορυκτόν, ώς και εκ του ονόματος αυτού φαίνεται. Οι
αρχαίοι περιελάμβανον υπό το όνομα μολύβδαινα διάφορα μολυβ.
δοειδή ορυκτά. Η υπό του Διοσκορίδου αναφερομένη μολύβδαινα
ήν πιθανώς λιθάργυρος, ο δε Πλίνιος φαίνεται εννοών υπό τ'
όνομα τούτο θειούχον μόλυβδον.
"Ο Σχέελε διαλύσας τον μολυβδίτην δι' αζωτικού οξέος,
παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη θειικόν οξύ, απεχωρίσθη δε λευκή
τις γη (μολυβδαινικόν οξύ) όθεν συνεπέρανεν ότι ήγη αύτη και
223
Βανάδιον (Βν.)
Εν έτει 1801 ό Δέλ- Ρίο ανεκάλυψεν εν τώ φαιώ ορυκτώ
μολύβδω της Ζιμαπάν νέον τι μέταλλον ήνωμένον μετά τινος αγνώ
στου ώσαύτως οξέος. Το νέον μέταλλον ωνόμασεν ερυθρόνιον,
διότι εύρεν ότι σχηματίζει μετ' οξέων ώραία ερυθρά άλατα. Το
1830ό Σεφστρέμ εύρεν ότι ο σίδηρος, ό εν Ταβέργη της Νορβεγίας
εξορυσσόμενος, διαλυόμενος εν χλωρικό οξεί, σχηματίζει μελανήν
υποστάθμην, ήτις εκτός άλλων ουσιών εμπεριέχει ίδιόν τι μέταλ
λον, όπερ ωνόμασε βανάδιον, εκ του Βάναδις, επωνύμου της Σκαν
διναυικής θεότητος Φρέυα.
Τάς ιδιότητας του βαναδίου εξήτασεν ό Βερζέλιος, όστις
απεμόνωσεν αυτό διά πυρακτώσεως βαναδικού οξέος εν ανθρακίνω
χωνευτηρίω.
Το βαν αδικόν οξύ ευρέθη και εν άλλοις ορυκτοίς.
Χρώμιον. (Χρμ.)
Το χρώμιον, κασσιτεροειδές αλλά σκληρόν μέταλλον, ανεκά
λυψεν ο Βοκελίνος το 1797 εν τώ ερυθρώ μολυβδίτη (οξυχρω
μικώ οξειδίω μολύβδου). Ευρεν ουτος ότι εν τώ ορυκτώ τούτω ο μό
λυβδος είναι ήνωμένος μετ' οξειδίου νέου τινός μετάλλου, όπερ
ωνόμασε χρώμιον, διότι αποτελεί ποικιλοχρόους συνθέσεις. Πα
ρεσκεύασε δε εκτός του χρωμικού οξέος το πράσινον οξείδιον του
χρωμίου και μεταλλικόν χρώμιον. Το επόμενον έτος ευρε το χρώ
μιον και εν τώ σμαράγδω.
Ταυτοχρόνως σχεδόν ότε ή ανακάλυψις του Βοκελίνου
έγεινε γνωστή, εδημοσίευσεν ο Κλάπροθ, ότι ανεκάλυψε νέον τι
μέταλλον εν τώ ορυκτώ μολύβδω της Σουηδίας.
--τ=G--Φ- ε=-
0ΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ
Αν
ητοι
Ε Ι Σ Α Γ ΩΓΗ.
β) Αιθέρια έλαια.
Μέχρι του 18 αιώνος εκαλούντο αδιακρίτως έλαια πάσαι αι
καυστικαι εκ φυτών εξαγόμενα και μετά του ύδατος μή μιγνύμενα
ουσία. Τον 16 αιώνα απαντάται και ο όρος στερεά έλαια (olea
fixa). Τα έλαια, άτινα τηρούσιν έτι την δσμήν του φυτού, εξ ου
εξήχθησαν, αναφέρονται ενίοτε ώς κυρίως έλαια (olea essentia,
lia). Εν τη αντιφλογιστική ονοματολογία (1787), εγένετο κατά
πρώτον διάκρισις στερεών και αιθερίων ελαίων. Διάφορα πτη
τικά έλαια εγίνωσκον και οι αρχαίοι, ώς το πετρέλαιον (την νάφ,
θαν), το τερμίνθινoν έλαιον κτλ. Το αιθέριον ζωικόν έλαιον
εγνώσθη τον 16 αιώνα. 0 Λιβάβιος αναφέρει περί ελαίου παρα
σκευαζομένου εκ κεράτων ελάφου (του σαρχελαίου) το αυτό δε
έλαιον παρεσκεύασεν ό Δίππελ και εξ αίματος ελάφου.
Επί πολύ εφρόνoυν οι χημικοί ότι ή οσμή των αιθερίων
ελαίων προέρχεται έκ τινος ιδιαιτέρας εν αυτοίς ουσίας, ήν ωνό,
μασαν spiritus rector ο Φουρκρόυ το 1798 εξέφρασε κατά πρώ,
τον την ιδέαν ότι ή οσμή αύτη ιδιάζει εις τα έλαια ταύτα.
Τον 17 αιώνα παρετηρήθη ότι, εάν αιθέριόν τι έλαιον μείνη
επί τινα χρόνον περιωρισμένον, αποχωρίζεται εξ αυτού κρυσταλ
λική τις ουσία. 0 Κούγκελ αναφέρει (1685) ότι εξελαίου λυβα,
νωτίδος αποχωρίζεται άλας τι ο δε Κρούγερ (1686) βεβαιοι ότι
έλαιον όριγάνου, όπερ έφύλαττεν επί 27 έτη, μετεβλήθη ολόκληρον
σχεδόν εις άλας. 0 Γευφρόύ εθεώρει το εκ των αιθερίων ελαίων
σχηματιζόμενον άλας ώς είδος καφουράς. Την καλουμένην τεχνη.
τήν καφουρ ά ν ανεκάλυψεν ο Κίντ εν έτει 1803, παρασκευάσας
δι' επενεργείας χλωρούχου υδρογόνου επί τερμινθίνου ελαίου.
"Οτι τα αιθέρια έλαια μετ' αζωτικού οξέος αναφλέγονται
εγίνωσκεν ο Γλαυβήρος, ό Ρουελ και άλλοι χημικοί κατά τόν
17 αιώνα.
γ) Βαφι και ουσίαι,
Εν τους αρχαιοτέροις έβραϊκούς και ελληνικούς συγγράμμα,
σιν αναφέρονται κεχρωματισμένα υφάσματα αρχαίαι δέτινες πό
λεις κατέστησαν περιβόητοι διά την τελειποίησιν διαφόρων βαφών,
ώς ή Τύρος π. χ. διά την βαφήν της πορφύρας,
Ο Πλίνιος πληροφορεί ότι προσετίθετο ούρος εν τοις βαφι
καις ουσίας, ενίοτε δε nitrum (οξυανθρακικόν νάτρον) προς βελ
τίωσιν του χρώματος.
Φαίνεται ότι οι αρχαίοι έγινωσκον και την σύνθεσιν τών
βαφικών ουσιών μετά διαφόρων γαιών και μεταλλοξειδίων, ώς
και την παρασκευήν των πρός γάνωσιν εν χρήσει χρωμάτων. Ο
Πλίνιος αναφέρει ότι purpurissium e creta argentaria παρασκευά
ζεται μιγνυομένου είδους τινός γης μετά χρωματικού ζωμού, όστις
απορροφάται υπό της γης εκείνης ότι το ινδικόν νωθεύεται βαφο
μένης σελινουσίας γης δι' ινδικού ή σημαντρίδος γης μετά ισάτιδος.
ώσαύτως νωθεύεται χρώμά τι, παρασκευαζόμενον εκ κρητικής γης
και χυμού ίων.
Οι Αιγύπτιοι εγίνωσκον, ώς εικάζεται, έκπαλαι την χρήσιν
οργανικών προστύμμων (στυπτικών). Στυπτηρίαν (παρά Ρω
μαίοις Αlaun) μετεχειρίζοντο και οι αρχαίοι πρός βαφήν των
ερίων. Κατά τον μεσαιώνα ή χρήσις της στυπτηρίας προς σταθε
ροποίησιν του χρώματος ήν πασίγνωστος. Την χρήσιν διαλύσεως
κασσιτέρου εν τη βαφική ανεκάλυψεν ο Δρεβελ περί τας αρχάς
του 17 αιώνος.
Ο Ελλότ το 1740 εφρόνει έτι ότι τα μόρια της χρωματιστι
κής ουσίας παρεντίθεται μεταξύ των μορίων της βαφομένης ουσίας,
ήτοι εθεώρει τον χρωματισμόν ώς προερχόμενον εκ μηχανικής
μόνον αναμίξεως. 0 Μακουέρ (1778) διισχυρίζετο τουναντίον, ότι
όχρωματισμός γίνεται διά χημικής ένωσεως, ώς βραδύτερον
απεδείχθη.
Ο Μακουέρ επoίει διάκρισιν μεταξύ των χρωματιστικών
ουσιών, αίτινες ενούνται αμέσως μετά της χρωματιζομένης ουσίας
και εκείνων, αίτινες απαιτούσι προπαρασκευήν τινα αυτής εθεώ
ρει τάς πρώτας ώς εκ σαπωνώδους τινός εκχυλίσματος και τινος
γεώδους ή όητινώδους συστατικού, τάς δευτέρας δε ώς εκ μόνου
του σαπωνώδους εκχυλίσματος συνισταμένας. 0χρωματισμός
γίνεται, κατ' αυτόν, σταθερός ένουμένου του όητινώδους συστατικού
μετά της χρωματιζομένης ουσίας. Εάν έπομένως χρωματιστική τις
ουσία δεν εμπεριέχη φύσει την ρητινώδη ταύτην ουσίαν, πρέπει ν'
αντικατασταθή αύτη διά τινος προστύμματος. Ο Βαγκρόφτ ονομά
236
είναι αραβική και σημαίνει λεπτήν κόνιν κατά τινας είναι αύτη
χαλδαϊκή και σημαίνει καύσιν. Σημειωτέον ότι Αραβες συγγρα
φείς φαίνονται εννοούντες ενίοτε υπό τ' όνομα αλκοόλ και θειού
χον αντιμόνιον.
Πολλοί χημικοί τού 13 αιώνος συνιστώσι το οινόπνευμα ώς
διαλυτικόν μέσον, αλλά δεν αναφέρουσι ποίαι ουσίαι δι' αυτού
διαλύονται. Η σχολή του Παρακέλσου μετεχειρίζετο οινόπνευμα
προς παρασκευήν διαφόρων βαμμάτων εκ φυτικών ουσιών. Ο δε
Βούλε εγίνωσκεν ότι το λεύκωμα του ώού πήγνυται εν οινοπνεύ
ματι. Αλλ' ή διαλυτική ενέργεια του οινοπνεύματος εξετιμήθη μάλ
λον, ότε παρετηρήθη ότι καθιζάνει άλατα τινά διαλυόμενα εν ύδατι
εκ της διαλύσεως αυτών. Ο Βούλε εγίνωσχεν ήδη ότι ισχυρόν οι
νόπνευμα καθιζάνει το μαγειρικόν άλας εκ της άλμης. "Ο Βουλ
δούκ μετεχειρίσθη το 1726 οινόπνευμα προς διάλυσιν διαφόρων
αλάτων. Ο δε Λαβοαζιε εδημοσίευσε το 1772 πραγματείαν περί
της χρήσεως οινοπνεύματος κατά την διάλυσιν μεταλλικών υδάτων.
"Ο Βούλε εγίνω σκεν ότι ισχυρόν οινόπνευμα επιτείνει το ψύ
χος της χιώνος. Ο δε Βοερχάβιος, ότι το ύδωρ θερμαίνεται μιγνύ
μενον μετ' οινοπνεύματος.
"0 Ρ. Λούλος εθεώρει το οινόπνευμα ώς το υδραργυρώδες
συστατικόν του οίνου. Ο Βαλεντίνος εφρόνει ότι ή τρύξεκτός
τούτου εμπεριέχει και τι θειώδες συστατικόν καιομένου του οινο
πνεύματος, αποχωρίζονται, κατ' αυτόν, τα δύω συστατικά Μercu
rius και Sulfur vegetabilis, και το μεν θείον φλέγεται, διαφεύγει
δ’ ο υδράργυρος επανερχόμενος εις το αρχικόν χάος.
Βραδύτερον εθεωρείτο το οινόπνευμα ώς το ελαιώδες συστα
τικόν του οίνου. Ο Λέμερυ εθεώρει π.χ. αυτό ώς έλαιον μεμιγμέ.
νον μεθ' άλάτων (Cours de chimie ΙΙ. part. Chap. 19.) αλλαχού
όμως χαρακτηρίζει και ουτος το οινόπνευμα ώς sulfre fort exalté
et fort susceptible du mouvement. Ο Στάλ διισχυρίζετο ότι το
οινόπνευμα σύγκειται έκ τινος λεπτού οξέος, ελαιώδους τινός σώ
ματος και ύδατος ό Βοερχάβιος εθεώρει το οινόπνευμα ώς άπλούν
σώμα. Ο Σχέελε ώς σύνθετον εξελαιώδους τινός σώματος, φλο
γιστού ή πυρός και ύδατος ό Γέτλιγγ (1797) ώς σύνθετον εκ
φωτός, υδρογόνου, ολίγου άνθρακος και τινος ατελούς φυτικού
οξέος κτλ. Ταύτας και άλλας όμοίας γνώμας ανέτρεψεν ό Λαβοαζιε,
αποδείξας ότι το οινόπνευμα συνίσταται εξ άνθρακος, υδρογόνου
και οξυγόνου. -
γειαν σώματός τινος επί άλλου ούτω π.χ. ο Ελμόντος λέγει ότι
ή ανάπτυξις αερίου τινός εν τώ στομάχω, και αι λοιπα λειτουρ
Υ - ν " " - " • " ν - Υ
της θεωρίας ταύτης του Λαβοαζιε, αλλά την ιδέαν, ότι τα προί.
όντα της πνευματώδους ζυμώσεως σχηματίζοντα κυρίως εκ των
συστατικών του σακχάρου, υπερασπίσθησαν ό Γέύ-Λουσάκ και ο
Δεβεράινερ.
Αιθήρ. Την πτητικήν ουσίαν, ήτις πρώτη εκλήθη αιθήρ,
βραδύτερον δε οξείδιον Αι θύλης ή κοινόν οινόπνευμα, ανεκά
λυψε κατά τινας ό Ρ. Λούλος τον 13 ή ό Β. Βαλεντίνος τον
15 αιώνα, κατ' άλλους ο Βαλέριος Κόρδος τον 16 ή ο Φροβένιος
τον 17 αιώνα μόλις.
Πιθανόν φαίνεται ότι ο Λουλος επεξεργάσθη οινόπνευμα διά
θειικού οξέος αλλά περί αιθέρος ουδεμία πληροφορία απαντάται
εν τους συγγράμμασιν αυτού. Ομοίαν επεξεργασίαν φαίνεται υπαι
νιττόμενος και ο Β. Βαλεντίνος, όστις ποιεί λόγον και περί αποστά.
ξεως αλλ' ώς προϊόν της εργασίας ταύτης αναφέρει έλαιόν τι.
Πρώτη περί αιθέρος ασφαλεστέρα πληροφορία είναι ή του
Βαλερίου Κόρδου, Γερμανού ιατρού, αποθανόντος το 1544. Ούτος
απέσταζε ίσα μέρη τρις ανεσταγμένου οινοπνεύματος και θειικού
υξέος επί δύω μήνας, απέσταξε δ' ειτα πάλιν δι' υδρολούτρου και
σπoδoλούτρου το ούτω προκύψαν απόσταγμα συνίστατο εκ δύω
υγρών, εξ ών αποχωρίσας το επιπλέον, εχαρακτήρισεν ώς oleum
vitrioli dulce verum.
τερον την ιδέαν του ώς εξής : αιθήμ και ύδωρ δεν είναι διακεκρι
243
»
ραγκισκος ττνερ, χΟι ηγητής της χημείας χ01ί ορυκτα
λογίας εν Φρειβούργω (αποθανών το 1821), παρεσκεύασε κατά
- ν ν ν ν » Α.ν 2 Υ
ί
" Υ
πρωτον τΟ ανυoρον χυανιχ/ι ν ως ) εν αιθερία Χ017010 ΤΟΛΟ Ξ!. S.33
ν Α.» » "
Προλεγόμενα . . . . . . . . . . . . . V
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ.
Εισαγωγή • . • - - - - - - - - 11
Πρώτη Περίοδος - - - -
15
- " - «ν "χ
Τρίτη Περίοδος.
/ Τμήμα Φλογιστική εποχή . . . . . . .
Περί φλογιστού. Βουλέ. Κούγκελ. Βήχηρος. Ομβέργος. Ν. Λέμερυ.
Λ. Λέμερυ. Στάλ. Οφμαν. Νέυμαν. Έλλερ. Πότ. Μαργράφ. Γεο
φρού. Δουαμέλ δέ Μονοώ. Μακουέρ. Μεύτων. Βλακ. Καβένδι
σχος. Πριστλέυ. Σχέελε. Βέργμαν.
Τετάρτη Περίοδος.
1/. Τμήμα. Ποσοτική Εποχή . . . . .
Χαρακτηρ της νέας εποχής. Λαβοαζιέ. Γουϊτών, δέ-Μορβω. Φουρ
κρού. Βερθολέτ. Κλαπροθ. Βωκελίνος. Προύστ. Ρίχτερ και Βέν
ζελ. Δάλτων. Γέύ Λουσάκ. Δέυυ Θενάρδος, Βερζέλιος Φαραδάύ.
Μίτζερλιχ. Δουμά. Λίβιχ. Βέλερ. Βουνζεν, Βισώφ. Α. Β. Όφμαν,
Ερδμάν, Κόλβε. Κώπ. Πογγενδωρφ. Ρετιμπαχερ, Βάγνερ. Σε.
βρ λ. Βουσιγγώλτ. Δεβίλ. Λέβιχ. Χαϊν,
17
ΜΕΡΟΣ Μ ΕΥΤΕΡΟΝ.
ΕΙΔΙΚΙΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΙΜ/ΕΙΑΣ.
-"
ητοι
Α. Αμέταλλα στοιχεία . . . . . - -
147
Οξυγόνον, Αζωτον. "Υδωρ, Υδρογόνον. "Ανθραξ. Θείον Φωσφόρος,
Σελήνιον. Βόριον, Σιλίκιον. Αλ ο γόνα στοιχεία. Χλώριον,
Βρώμιον. Ιώδιον. Φθόριον,
Β. Μεταλλικά στοιχεία και αι συνθέσεις αυτών,
Α. Ελαφρά μέταλλα 175
. . 181
α) Αλκαλικά μέταλλα . . . . .
Κάλιον, Νάτριον. Λίθιον. Αμμώνιον.
183
β) Μέταλλα των αλκαλικών γαιών
Βάριον Στρόντιον Ασβέστιον,
186
γ) Μέταλλα των κυρίως γαιών - - -
Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . 224
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΓΝΩΣΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝ
ΘΕΣΕΩΝ,
ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ.
Ν.χ.
"Ε ";ΕΕ"δσίingtrinri
. -
-
, Ε.