You are on page 1of 272

όeterreichische Nationalbibliothek

+Ζ259569104
ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ
ΤΗΣ

ΥΠΟ

ΙΩΑΝΝ0Υ ΑΜΕΞΑΝΔΡΙΔ0Υ,
ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ,

ΙΕΝ ΙΒΙΕΝΝΗz

Δ Α ΠΑ Ν Η ι Τ Ο Υ Σ Υ Ν Τ Α Κ Τ Ο Υ.

Εκ του Τυπογραφείου Μεχιθαριστών,


1860»
ΤΩι

ΦΙΛΟΓΕΝΕΣΤΑ ΤΩ. ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩι

ΕΥΕΡΓΕΤΗ,

ΔΗΕΜΠΗΤΡΙΩι

ΜΙΙ ΕΝΑΡΔΑΚΗ,
ΑΠΕΙΡΟΥ

Ε ΥΓ'ΝΩ Μ Ο Σ Υ Ν Η Σ Τ ΕΚΜΗΡΙ () Ν

ΤΗΝ

ΒΙΒΛΟΙV ΤΑΥΤΗΝ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ

Ο Συντάκτης
Ιωάννης Αλεξανδρίδης.

117812 - Β
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

Κατά τον παρόντα αιώνα της πνευματικής προόδου ουδένα δια


λανθάνει ή σπουδαιότης των φυσικών γνώσεων. Αλλ' ό, τι αεί.
ποτε σπουδαίον υπήρξε, καταδείκνυται σήμερον απαραίτητον
ν " " " - -ην " ( "

και αληθής βάσις πάσης πρακτικής μαθήσεως. Η επιστήμη


καταγινομένη άλλοτε εις την εξέτασιν φαινομένων μόνον, άτινα
πολλάκις ηναγκάζετο να εξηγήση διά πλάσματος ιδίου, του υπερ
φυσικού, δημιουργού των αγνώστων, επέτυχε να εισδύση εις πηγάς
ευρείας, διαχέουσα φώς, υφ' ό καθ' έκάστην απαστράπτουσιν αι
αιτία των φαινομένων. Πλουτιζομένη, αποκτά την πεποίθησιν ότι
* ν. " " ν Υ - " » * * " ν "ν ". -

ουδέν ύπερφυσικόν εν τη φύσει, αλλ' αυτή ή φύσις άπειρος εν τη


" ν και .Μ. Υ <ν "ν " ι

μεγαλοπρεπεία και ισχυί αυτής ότι άν απρόσιτος ο εν πανσοφία


δημιουργήσας την φύσιν, προσιτόν και κανονικόν το σοφόν δημιούρ
γημα. Κινών δε συν Αθηνά και χείρα ο άνθρωπος, ήνιοχεί διά
της επιστήμης δυνάμεις, άς άλλοτε αδαμάστους ενόμιζε προς τον
σκοπόν και γίνεται αυτός δημιουργός, θεραπεύων τας ανάγκας
του. Δικαιότερον τότε ο γινώσκων το δώρημα, υμνεί τον δωρή.
σαντα πνευματικφ γάρ όντι τό γινώσκειν πρώτον ειτα θαυμάζειν
προσήκει. -
"0 έξής συλλογισμός καταδεικνύει την αξίαν των φυσικών
γνώσεων και το είδος της εξ αυτών ώφελέιας. - Παντός επιτη
Α - ν σy Α- */ " ν. " "ν .. " -

δέυματος θέμα ή κατεργασία ύλης ή ή παραγωγή υλικού προϊόν


Μ ν 3 " " - V " - σ' Α'

τος τό θέμα δ' άπλόυστερον τώ την φύσιν της ύλης γινώσκοντι,


και ή τόυτων εκτέλεσις άρα εντελεστέρα και το προϊόν πρός τον

σκοπόν άρμοδιώτερον έσεται. - Δήλον ώσάυτως ότι πάν επιτή


δευμα απόρροια της γνώσεως ιδιότητος τινός της ύλης ή γνώσις
όθεν νέων ιδιοτήτων νέα επιτηδεύματα διδάσκει, σοφώτερα όσω
σοφωτέρα ή γνώσις πάν επιτήδευμα δε ανάγκην τινά του ανθρώ
που θεραπέυει.
Ταχύ βλέμμα επί του σταδίου, όπερ σήμερον ή επιστήμη δια
τρέχει, αρκεί να πείση έκαστον, ότι αληθώς αι φυσικαί γνώσεις
εισίναι μάλλον πραγματικάς ωφελείας τώ ανθρώπω παρέχουσαι.
- Ως κορωνίς τούτων ή χημεία, παρίσταται ώς δύναμίς τις το
προσωπείον της ύλης αφαρπάζουσα, και ταύτην απροκάλυπτον
και ήπίαντώ ανθρώπω προβάλλουσα εμβαθύνουσα διά της αναλύ
σεως εις την σύστασιν παντός σώματος, χρησιμέυει ώς δοκιμα
στήριον σοφόν, αποκαλύπτον τήν απάτην διαχωρίζουσα τάς συν
θέτους ουσίας εις τα συστατικά αυτών, διδάσκει τον τεχνίτην να
πορίζηται τήν αυτώ χρήσιμον ουσίαν ή νά παραγάγη ταύτην, άλ
λας συντιθείς, να τροποποιή δέ ταύτην καταλλήλως πρός τόν σκο
πόν του υποδεικνύει ώφελίμους εργασίας και διδάσκει την φύσιν
εκάστης εργασίας διδάσκει τόν γεωργόν νά μή αναθέτη δειλάς
ελπίδας εις τας φαινομένας ιδιοτροπίας του εδάφους, αλλά να πα
ρασκευάζη το έδαφος πρόσφορον προς το είδος της φυτείας, να
επιτείνη δε την γονιμότητα αυτού αποκαλύπτει τώ δρυκτολόγω .
τον πρό ποδών του θησαυρόν χρησίμου τινός ουσίας καθοδηγεί
τον ιατρόν εις τήν μελέτην τού εν τώ ζωικώ δργανισμώ χημισμού,
όν γινώσκων, δύναται ου μόνον τας διά της πείρας και της δι
δασκαλίας θεραπείας νά παρέχη, αλλά και άλλας νά επινοήση.
Και τας θεωρητικάς δ' επιστήμας ή φυσική δοκιμάζει, καθ'
όσον αύται εισίν αφαιρέσεις ή συμπεράσματα από υλικών φαινο
μένων εξαγόμενα διότι αύται εισίν δρθαι μόνον, καθ' όσον η φύσις
των φαινομένων δρθώς εγνώσθη - Εν συντόμφ ή φυσική υπό
την ευρείαν ταύτην έννοιαν είναι ή προς γνώσιν του όντος και
δυνατού καθοδηγούσα επιστήμη, γνώσιν τοσούτω ανωτέραν, όσφ
ή ορθή της υποθετικής ή επιπολαίου, ή εντελής της ανεπαρκούς,
Αλλ' ανωτέρα έτι της υλικής είναι ή ηθική ωφέλεια. Η σπουδή
της φύσεως είναι συντελεστικωτέρα μελέτη προς πνευματικήν
ανατροφήν του ανθρώπου. Τα ζητήματα περί των αιτιών των
VΙΙ

φαινομένων, περί της γενέσεως και των νόμων της ζωής των
φυτών και των ζώων απασχολούσι φύσει το ανθρώπινον πνεύμα,
αι εις τα ζητήματα όθεν ταύτα απαντώσαι επιστημαι εισίν αι μάλ
λον κατάλληλοι προς ανάπτυξιν του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο άν
θρωπος συνηθίζει ούτω να ζητη σαφείς και βασίμους εξηγήσεις
των γινομένων τέρπεται εισορών εις τα θαυμάσια της φύσεως
ή κεντωμένη έμφυτος περιέργεια παρακινεί αυτόν εις εμβριθείς
σκέψεις, αίτινες οξύνουσι την ζητητικήν κρίσιν αυτού γινώκων
δέ, βλέπει μεγαλοπρεπεστέραν τήν φύσιν υπερήφανος ώς βασι
λεύς εν μεγάροις, εμπνέεται όντως υπό βασιλικών αρετών, απο
στρέφεται τα χαμερπή, περιβάλλει από ύψους κύκλους ευρείς,
προβλέπει προς τα γενικά και υψηλά.
Τοιαύτας ώφελέιας υποδείξαντες, ευλόγως ονομάζομεν τάς
φυσικάς επιστήμας επιστήμην της εργασίας, σοφίαν δε τής
νέας εποχής, εις ήν οι πεπολιτισμένοι λαδι οφείλουσι τον πλού
τον, την ευημερίαν και την πρόοδον αυτών ή μη παρακολουθησις
δ' εν τη προόδω ταύτη είναι το μέγιστον των κοινωνικών σφαλμά
των, ή ολεθριωτάτη των οπισθοδρομήσεων.
Παρ' ημίν δυστυχώς ή σπουδαίοτης αύτη των φυσικών επιστη
μών δεν έμελετήθη προσηκόντως εκ πιθηκισμού δε μάλλον
απαρτίζει μόνον το πρόγραμμα ολίγων ανωτέρων σχολέιων.
Πρώτον βιζικόν σφάλμα νομίζομεν τούτο. Η παράδοσις αντί
να προβή από των στοιχειωδών γνώσεων προς τας εντελεστέρας,
παρουσιάζει οψέ και αποτόμως όλόκληρον τον κολοσσόν της τελειό
τητος. Εν' τοίς κατωτέροις σχολέιοις ουδε μνεία φυσικών μαθη
μάτων γίνεται. Φαίνονται άρα τα μαθήματα λίαν υψηλά διά μαθη
τάς των Ελληνικών παρ' ημίν καλουμένων σχολείων, αλλά βε
βαίως πολλά της φυσικής και χημείας εισίν απείρως ευκαταληπτό
τερα ή αι ανωμαλία της κλασικής συντάξεως. Και τι πλέον δύ
νανται ταύτα να στολίσωσι τήν άλλως ξηράν κατά τα έτη εκείνα
μαθητικήν ενασχόλησιν, να κεντήσωσι την περιέργειαν του παι
δός προς σπουδήν εν γένει. - Εν τοις γυμνασίοις διδάσκεται
ή φυσική υπό φιλολόγων το πλείστον, δυναμένων να διδάξωσιν
ώσάυτως και γεωμετρίαν και αρχιτεκτονικήν. Ουδέν τών γυμνα
σίων, καθ' όσον γνωρίζομεν, κέκτηται ουδε τα αναγκαιότερα προς
VΙΙΙ

την διδασκαλίαν της φυσικής σκέυη. Ο μαθητής ακόυει περί ηλεκ


τρικής μηχανής π. χ. ίσως ώς περί τέρατος μυθολογικού. Περί
χημείας δε ουδε λόγος έτι. -
Ουδέν άπορον όθεν, εάν εν τώ πανεπιστημίω διδάσκεται
μεν ή χημεία και ακόυεται ίσως, αλλ' υπό ουδενός αρκόυντως
μανθάνεται. 0 μαθητής, μήπω ακόυσας περί αυτής, δέν δύναται
να εκτιμήση αυτήν προσηκόντως συνιστάται άλλως τε αυτό ή
χημεία ώς συντελεστικόν τι, ήτοι πάρεργον μάθημα, και ώς τοιού
τον ουτος ακόυει αυτό, εάν ακόυη. Ειδικώτερον δε ουδείς εις ταύ
την καταγίνεται, διότι ουδείς προς αυτήν έρως εξηγέρθη κατά
τήν περίοδον εκείνην του μαθητικού σταδίου, καθ' ήν ή έμφυτος
ικανότης μορφούται και αναπτύσσεται εις κλίσιν και έρωτα πρός
τινα της μαθήσεως κλάδον. - -

Η Ελληνική νεολάια κατεκρίθη πολλάκις ώς λίαν θεωρη


τική, ή τουλάχιστον ώς ήκιστα πρακτική. Εσκέφθη δε τις και περί
των αιτιών, σκεφθείς δ' ευρε τους κατηγορουμένους ενόχους ή
θύματα; Ωνομάσαμεν τας φυσικάς επιστήμας, την φυσικήν και
την χημείαν ιδίως, επιστήμην της εργασίας, και την ιδέαν ταύτην
απεπειράθημεν νά βασίσωμεν. Πάς όστις επέισθη, πρέπει να
εύρη τους νέους θύματα των εξαγνοίας ή αμελείας παρορώντων
εκείνα, ών ώφειλον να εφορώσιν. - Οι νέοι διδάσκονται επι
σταμένως τους Έλληνας συγγραφείς μόνον επιμελούμενοι δε,
γίνονται καλοί κατά το μάλλον ή ήττον φιλολόγοι. Μέγα τούτο,
αλλ' ολίγον ενεβάθυναν εις τα διδάγματα του Πλάτωνος, και εγέ
νoντo εραστάι του ηθικώς καλού αντελήφθησαν τα φαντάσματα
του '0μήρου, και εγένοντο ποιητικόι έμελέτησαν τάς δημηγορίας
του θουκυδίδου και Δημοσθένους, και εγένοντο πολιτικοί όητορες.
Αριστα ταύτα, αλλά μόνα όντα, άχρηστα και προς τον βίον ανε
παρκέστατα. - 0υδέν πρακτικόν εν έαυτοίς εκαλλιεργήθη. Τι
άπορον όθεν, εάν ουδεμία ικανότης ή κλίσις προς πρακτικήν ενα
σχόλησιν καταφάινεται; Διά τούτο το ζήτημα ου μόνον εκπαιδευ
τικόν άπλώς, αλλά και πολιτικόν και κοινωνικόν τά μάλιστα
θεωρούμεν. -
Το κατηγορείν άνευ ελέγχου είναι ίδιον επιπολάιου, έργον
εύκολον ουδενός επάινου άξιον διότι τα κακά ευθεώρητα. 0 τα
θ ΙΧ

καλά διδάσκων, φίλος τώ παλινορθούντι δ' ό στέφανος. Οι δε εξ


αμελείας ή αγνοίας άμαρτήματα πατέρων παθόντες, φροντίσω
μεν δικαιότερον και εμφρονέστερον περί των τέκνων. - -

Δεύτερον ου μικρόν πρόσκομμα και τους εθέλουσι μαθείν


είναι παρ' ημίν ή έλλειψις βιβλίων του είδους τούτου. "0θεν ενό
μισα ότι ωφέλιμον επιχειρώ, αναλαβών την έκδοσιν ιστορίας της
χημείας θέμα ταύτης είναι ή διαγραφή της πορείας, ήν ή επι
στήμη αύτη ήκολούθησεν από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι
των ήμερών μας, η σύνοψις των πληροφοριών, άς έχομεν περί
της γενέσεως αυτής, περί των γνώσεων των αρχάιων και του βα
θμού της αναπτύξεως αυτής εν εκάστη εποχή, και η έκθεσις τών
διαφόρων θεωριών, αίτινες κατά ταύτας επεκράτησαν,
Περί εκάστου όντος δυνάμεθα να κρίνωμεν κάλλιον, γινώσ
κοντες τον βίον αυτού. Αλλ' αι γνώσεις αύται εισί διά τον επιστή
μονα έτι πολυτιμώτεραι. Πληροφορόυμενος αυτός πώς αι διάφοροι
ιδέαι ή θεωρία ανέτρεψαν αλλήλας μέχρι της νυν επικρατούσης,
μανθάνει τα σφάλματα των προγενεστέρων, αφ’ ών φυλαττόμε
νος, ορθώς τας ιδέας αντιλαμβάνεται. - Ενδεχόμενον άλλως τε
πολλά, κακώς εξελεγχθέντα, να υφίστανται όντως νέα παρατη
ρήσεις ν' αποδείξωσιν ορθά τα ώς εσφαλμένα εγκαταλειφθέντ
πολύτιμοι ιδέαι παρεννοηθείσαι ή μη προσηκόντως εκτιμηθείσα,
δύνανται ίσως να καθοδηγήσωσι τον επιστήμονα εις τας ερεύνας
του προς λύσιν ορθωτέραν της νύν παραδεδεγμένης κτλ. - Τοίς
νεωτέροις δε εμπνέει η ιστορία της χημείας έρωτα προς την επι
ττήμην, και τον ζήλον αυτών ενισχύει διά των βιογραφιών των
εξόχων χημικών, οίτινες εγκαρτερήσαντες κατά των στερήσεων
και τών προσκομμάτων, ανυψώθησαν εις τα λαμπρότερα τεμένη
της παγκοσμίου φήμης. -
Την ύλην ερανίσθην εκ της ιστορίας του Gerding, επωφε
λόυμενος την του Ερμάνου Κώππ τετράτομον και άλλα σχετικά
γερμανικά συγγράμματα. -
Βιβλίον του είδους τούτου το πρώτον παραδίδεται εις το
Ελληνικόν κοινόν. Η έλλειψις ου μόνον ώρισμένων επιστημονι,
κών όρων, αλλά και εκφράσεων παρέσχε μοι πλείστας δυσχε
ρείας.
Παρακαλώ όθεν πάντα να κρίνη το έργον μου επιεικώς εκ
της προθέσεώς μου μάλλον ή εκ του βαθμού της επιτυχίας. -
"Ως παράρτημα εθεώρησα σκόπιμον να δημοσιεύσω χει
ρόγραφον Ελληνικόν Αλεξανδρινής εποχής, ώς το κάλλιστον
τεκμήριον της καταστάσεως των φυσιολογικών γνώσεων εν τη
εποχή εκείνη. Το περισπόυδαστον τούτο κειμήλιον, από του έτους
615 μ. Χ, χρονολογόυμενον, όπερ εν τη Αυτοκρατορική βιβλιοθήκη
της Βιέννης ευρίσκετο προ αιώνων παρηγκωνισμένον, προώρισται
ου μόνον περί της προόδου των Αλεξανδρινών να μαρτυρήση,
αλλά και εις την διάπλασιν τών τεχνητών όρων της χημείας παρ
ημίν πολλαχώς ωφέλιμον ν' αποβή.
Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ.

Εν Βιέννη, Ιουνίου 15. 1869.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Η χημεία, ήτοι ή ενδοτέρα διάγνωσις τών φυσικών σωμάτων,


απησχόλησε και κατά τους αρχαιοτάτους έτι χρόνους το ανθρώπι
νον πνεύμα. Οι αρχαιότατοι λαοί, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Έλληνες
και πάντα εν γένει τα της αρχαίοτητος έθνη εδήλωσαν προ αιώ
νων ίχνη της εις τάς τέχνας και την βιομηχανίαν, ώς και εν τώ
οικιακό βίφ εφαρμοζομένης χημείας. Αλλ' αι ατελείς και μεμονω
μέναι αύται γνώσεις δεν αποτελούσι βεβάιως ειμή σπέρμα ελάχι
στον, όπερ αιώνες ολόκληροι υπό διαφόρους μορφάς και τάσεις
εκυοφόρησαν, έως oύ ή αληθής της χημείας επιστήμη αναθάλη,
ήν ή νεωτάτη εποχή καρπούται. - Ουδέν άπoρoνει τοσαύτα θαυ
μάσια διέλαθον την οξυδέρκειαν της κλασικής αρχαίοτητος πάν
όν δείται χρονικού διαστήματος προς ανάπτυξιν η Festina lente"
λέγει ο λατίνος ήμείς δε , σπεύδε βραδέως".
Ει και οι Αιγύπτιοι, παρ' οίς τα πρώτα νάματα της νύν θαυ
μασίας και ευρείας επιστήμης ανευρίσκομεν, ελαχίστας και σκοτει.
νάς μόνον γνώσεις είχον, κατά πάσας τας παραδόσεις αναμφισβή
τητον φαίνεται ότι τ' όνομα "χημεία" κατάγεται εκ της αρχαιο
τάτης εκέινης εποχής, καθ' ήν ό επιμελής ουτος λαός κατεγίνετο
εις την καλλιέργειαν και εξέτασιν του πατρίου εδάφους, όπερ
κατά τον Πλόυταρχον διά την μέλαινα αυτού όψιν εκάλει χέμ-ι"
ήτοι μέλαινα γή" εκ της κοπτικής λέξεως - χέμ = μέλας. -
"Ως δε συνήθως συμβαίνει, το όνομα του αντικειμένου της ερεύ
νης μετεδόθη τη περιλήψει των διά της ερεύνης ταύτης προσκτω
μένων γνώσεων. - Και ή λέξις δε Αλχημεία φαίνεται της αύ
της καταγωγής εκ του Αραβικού άρθρου - αλ- και της λέξεως
χέμ ί.
Αί παραγωγαι του ονόματος πχ ημεία" ή ηχημία" εκ των
Ελληνικών λέξεων πχέω" ή χυμός" εισιν ευφυείς παραραγωγα
μεταγενεστέρων. 0ι διίσχυρισμοί τινων, ότι το όνομα τούτο απε
12

δόθητη επιστήμη υπό των ιατρών του μεσαιώνος ώς ποιούντων


χρήσιν τών φυτικών χυμών, ή υπό τών Αλχημιστών, ώς χεόντων
υγρά εν ταις προς εξευγένισιν τών μετάλλων αποπείρας αυτών,
ευκόλως ανατρέπονται, καθότι αι λέξεις "χημεία" και ηχημία"
αναφέρονται υπό Ελλήνων συγγραφέων, ώς τούΖωσίμου (400μ.Χ.),
πολύ αρχαιοτέρων της αναφερομένης των ιατρών ή Αλχημιστών
εποχής. Και ό Ρωμαίος δε συγγραφεύς Firmicus, γράψας εν έτε
350 μ. Χ. αναφέρει περί τινος scientia chemiae. -
Κατερχόμενος ό ιστορικός το από της αρχαιοτάτης εκείνης
εποχής μέχρι σήμερον χρονικόν διάστημα, ανευρίσκει υπό τ' όνομα
"χημεία" σωρόν γνώσεων τοσούτων ποικίλων, ώστε μετά δυσχε
ρείας διορά την συνάφειαν αυτών, και την ένότητα του αντι
κειμένου.
Πάσης άλλης επιστήμης αι ιστορικαι περίοδοι εισί διάφο
ροι βαθμοί της προόδου και τελειότητος του αυτού κύκλου των
γνώσεων, επιζητουμένου του αυτού πάντοτε θέματος, ει και υπό
διάφορα πολλάκις ονόματα. Υπό τ' όνομα χημεία περιελήφθησαν
κατ' εποχάς γνώσεις κατ' είδος σχεδόν διάφοροι επεζητήθησαν
δε θέματα παντοία ώς μόνη συνάφεια των διαφόρων τούτων γνώ
σεων παρίσταται το αποτέλεσμα της προς διαφόρους σκοπούς γε
νομένης ερέυνης, ήτοι αι αμέσως ή εμμέσως προσκτώμεναι γνώ.
σεις περί της φύσεως της ύλης.
Το πάλαι ή χημεία περιωρίζετο εις ατελή τινα τοις πολλοίς
άγνωστον τέχνην. Κατά τον μεσαιώνα, καθ' όν σπαρασσομένης
της Ευρώπης υπό διηνεκών πολέμων, εν Ασία μόνον παρείχετο
τη επιστήμη ήσυχώτερον άσυλον, προέθεντο οι Αραβες παράδο
ξόν τι θέμα, την ανεύρεσιν τέχνης προς κατασκευήν χρυσού, ή
μάλλον την εξευγένισιν τών μετάλλων, ήτοι την μετατροπήν τών
αγενών καλουμένων μετάλλων, του σιδήρου, του χαλκού κ. τ. λ.
εις τα ευγενή μέταλλα, χρυσόν και άργυρον. Η τέχνη δ' αύτη,
ήτις ώς γνωστόν δεν επέτυχε του επιζητουμένου σκοπού, ώνομάσθη
Αλχημεία. Μόλις περί τα μέσα του 17 αιώνος εσαφηνίσθη ο κύ
ριος σκοπός της χημείας. Από του χρόνου τούτου άρχεται πάντι
νέα τάσις της επιστήμης ταύτης, όθεν το από του χρόνου εκείνου
μέχρι σήμερον χρονικόν διάστημα αποτελεί την νέαν ιστορικήν επο
χήν της χημείας. -
Αι τρεις αυται εποχαι, ή μεγάλα περίοδοι της ιστορίας της
χημείας ορίζονται, υποδιαιρούνται και χαρακτηρίζονται ώς έξης.
Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τας γνώσεις των αρχαίων
μέχρι του 4ου αιώνος μ. Χ. ήτοι τας χημικάς γνώσεις των Αι
γυπτίων, Φοινίκων, Εβραίων, Ελλήνων και Ρωμαίων. Αι γνώσεις
13

αυται περιοριζόμεναι, ώς είπομεν εις τινα τέχνην μάλλον, ουδε


μίαν πραγματικήν ωφέλειαν παρέχουσι τη νύν επιστήμη. Ει και
κατά την ακμήν των Ελλήνων και Ρωμαίων, ότε αι καλούμενα
καθαρώς πνευματικαι επιστημαι έφθασαν εις τον κολοφώνα αυ
τών, εγένετο και μελέτη των φυσικών σωμάτων, αι υπό του Διο
σ κορίδου και Πλι νίου διασωθείσαι γνώσεις περί τούτων,
έχουσι μικράν ιστορικήν μόνον αξίαν. Η περίοδος όθεν αύτη
έχουσα άπασα τον αυτόν πρωτογενή και στοιχειώδη χαρακτήρα,
ουδεμιάς χρήζει υποδιαιρέσεως.
Περί τα μέσα του 4ου αιώνος μ. Χ. ήρξαντο αι απόπειρα
πρός εξευγένισιν τών μετάλλων εξετέθησαν θεωρία περί μετάλ
λων και των υποτιθεμένων συστατικών αυτών. 0ι Αραβες δε πρώ
τοι επεζήτησαν την κατασκευήν τεχνητού χρυσού. Η περίοδος
αύτη, της ιδίως αλχημείας καλουμένης, παρατείνεται μέχρι της τρί.
της δικαετηρίδος του 12ου αιώνος, ότε ήρξατο εκλαμβανομένη ή εξή
γησις τών ασθενειών ώς θέμα της χημείας άρχεται όθεν έκτοτε
ή περίοδος της καλουμένης ιατρικής χημείας. - Ούτως ή δευτέρα
περίοδος της ιστορίας της χημείας από των μέσων του 4ου μέχρι
των μέσων του 17 αιώνος μ. Χ. δύναται να υποδιαιρεθή εις δύω
τμήματα ή υποπεριόδους. Το πρώτον περιλαμβάνει τας προσπα
θείας και θεωρίας των Αλχημιστών διέπρεψαν δε κατ' αυτό οι
Γήβηρος Αβικένας, Αλβέρτος Μάγνος, Ρογήρος Βάκος, Βασί
λειος Βαλεντίνος. Κατά το δεύτερον, περιλαμβάνοντας θεωρίας
της ιατροχημείας, διέπρεψαν κατά την εξήγησιν των ασθενειών
εν άλλοις ιδίως ο Παρακέλσος, ό Αγρικόλας, ο Γλαυβήρος, ο
Ταχήνιος, -

Περί τα μέσα του 17 αιώνος μέχρι τέλους του 18 αναφαί


νονται διασαφίσεις τινές του χημισμού, ήτοι των χημικών συν
θέσεων εν τη φύσει σπουδαιότερα διά την παρύσαν εποχήν. Κατά
την περίοδον ταύτην, καθ' ήν ιδίως οι Βούλε, Κούγκελ, Στάλ,
Βοερχάβιος, Ναύμαν, Μαργράφ, Γεοφρου, Καβένδισχος, Πριστλέυ,
Βέργμαν, Σχέελε, έδωσαν πάντι νέαν φοράν εις τας χημικάς ερεύ
νας, οι χημικοί προσεπάθησαν να εξηγήσωσι τας υπό καυστικών
φαινομένων συνοδευομένας συνθέσεις εν τώ πυρί διά της θεω
ρίας, ότι υποχωρεί κατ' αυτάς φλογιστόν τι αέριον. Εκ τούτου ή
περίοδος αύτη εκλήθη περίοδος της φλογιστικής θεωρίας. Περί
τα τέλη του παρελθόντος αιώνος εγνώσθη μάλλον ή ποικιλία της
συνθέσεως των φυσικών σωμάτων ή φλογιστική θεωρία κατε
δείχθη σφαλερά, καθότι κατά τας χημικάς συνθέσεις ουδέν φλο
γιστόν αέριον υποχωρεί, ουδε μέρος τι του σώματος αφανίζεται,
αλλ' απεναντίας κατά τάς μετά καύσεως γινομένας χημικάς συν
14

θέσεις των στοιχείων, επιγίνεται αύξησις βάρους. 0 Λαβραζιε


πρώτος κατέδειξε διά της πλάστιγγος την αλήθειαν ταύτην. Τάς
μεγάλας του ανδρός τούτου ανακαλύψεις παρηκολόυθησαν αι των
λοιπών χημικών, ών ο αριθμός όσημέραι ηύξανεν, και όιτινες
ανενδύτως κατέγειναν εις την ποσοτικήν χημείαν. Καταφανώς
όθεν άρχεται έκτοτε νέα εποχή της χημείας και η γιγαντιαία πρό
οδος αυτής συνάμα, ή τους νυν θαυμασίους καρπούς αποφέρουσα.
Οι μεγάλοι χημικοί του παρόντος αιώνος εξέθηκαν ακριβε
στέρας και συνεπείς θεωρίας, βεβαιουμένας διά των πραγμάτων,
και ανύψωσαν την χημείαν εις μεγάλην, θαυμασίαν και ωφέλιμον
επιστήμην. - 0ι εις την σπουδήν της επιστήμης ταύτης καταγι
νόμενοι, γινώσκουσι να εκτιμήσωσι προσηκόντως τους Guyton de
Μοrveau, Βethollet, Κlaproth, Βanguelin, Dalton, Gay-Lussac,
Davy, Τhenard, Βerzelius, Faraday, Μitscherlich, Dumas, Liebig,
Wollor, Βunsen, Ηofmann, Grahann, Gerhardt, Lehmann, Dό
bereiner, Rose, Deville και άλλους διασήμους χημικούς του πα
ρόντος αιώνος, ών τινες επιζώσιν.
Ανακεφαλαιούντες, διαιρούμεν την ιστορίαν τής χημείας
ώς έξης. -
Ι. Περίοδος, περιλαμβάνουσα τάς χημικάς γνώσεις των
αρχαίων εθνών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 4ου αιώ
νος μ. Χ. -
ΙΙ. Περίοδος, από του 4 μέχρι του 17 αιώνος, περιλαμβά
νουσα τάς θεωρίας και προσπαθείας των Αλχημιστών και τάς
των ιατροχημιστών. Αύτη δύναται να υποδιαιρεθή εις δύω τμήματα,
Α" τό της Αλχημείας, και Β΄τό της ιατρικής χημείας,
από της τρίτης δεκαετηρίδος του 16 αιώνος μέχρι τέλους της
περιόδου. -
ΙΙΙ. Περίοδος από των μέσων του 17 μέχρι του τελευ
ταίου τετάρτου του 18 αιώνος περιλαμβάνουσα την φλογιστε
κήν θεωρίαν. - -

ΙV. Περίοδος, ή νεωτάτη εποχή ή της ποσοτικής χημι


αής αναλύσε ως.
0υχ ήττον σχετίζοντες την ιστορίαν της χημείας προς την
συνήθη τριχότομον διαίρεσιν της παγκοσμίου ιστορίας, διηρέσαμεν
το παρόν βιβλίον εις τρία μέρη. - Το πρώτον, η αρχαία ιστο
ρία, ταυτίζεται μετά της ανωτέρω καταλεχθείσης Ι.περιόδου. - Το
δεύτερον, η μέση ιστορία, ταυτίζεται μετά της Π. περίοδου. -
Το δε τρίτον, νέα ιστορία, περιλαμβάνει την ΠΙ και ΙV. περίοδον.
ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ"
γι

Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ.
Χημικαι γνώσεις των αρχαίων εθνών από των αρχαιοτάτων
χρόνων μέχρι των μέσων του 4ου αιώνος μ. Χ.

Τίς δύναται μετ’ άλλης ιστορικής ακριβείας ή της δογματι,


κής παραδόσεως ν' ανέλθη μέχρι της θαυμασίας αρχής του αν
θρωπίνου γένους, θαυμασιωτέρας πάντως της κανονικής εξαπλώ
σεως και αναπτύξεως αυτού, Η σκέψις ημών ανευρίσκει ουχ
ήττον τον άνθρωπον εκτεθειμένον επί της γης εις τας ώφελίμους
ή δυσαρέστους επενεργείας των δυνάμεων της περιστοιχόυσης
αυτόν φύσεως. Ο πρώτος εγωϊσμός παρώτρυνε βεβαίως αυτόν
εις πλείονα μεν κάρπωσιν τών ώφελίμων, αποφυγήν δε των δυσα
ρέστων. Οθεν ή σπουδή της φύσεως φαίνεται η πρώτη απασχο
λήσασα το ανθρώπινον πνεύμα σκέψις. Αλλ' από της πρώτης
σκέψεως μέχρι της γνώσεως το στάδιον άπειρον.
Της Χημείας, ώς εσωτερικής διαγνώσεως των σωμάτων, και
ή πρώτη νύξις είναι βαθμός προόδου μεγίστης του ανθρωπίνου
πνεύματος επί της σπουδής της φύσεως. - Προφανώς όθεν της
Χημείας ή αρχή δεν πρέπει ν' αναζητηθή εν εποχή τοσούτον
αρχαία ή προϊστορική, αλλά κατά την ακμήν της αναπτύξεως των
πρώτων τουλάχιστον ακμασάντων εθνών. - Πράγματι δε κατά
τάς ιστορικάς παραδόσεις ευρίσκομεν τους πρώτους υπαινιγμούς
της επιστήμης τάυτης παρά τους Αιγυπτίοις.
Περί της αναπτύξεως των τεχνών, και ιδίως της αρχιτεκτο
νικής, παρά τους Αιγυπτίοις κατ' αυτήν την πολιαν αρχαιότητα,
μαρτυρούσιν αι θαυμάσια πυραμίδες, έργον γιγάντιον, όπερ φαί.
νεται διαιωνιζόμενον υπερήφανον, διότι δεν εύρεν έτι εφάμιλλον.
Αλλαι υψηλότερα, και ιδίως αι τη ιστορία της χημείας ενδιαφέ,
16

ρουσαι σχετικαι ίσως γνώσεις, ήσαν κτήμα των Αιγυπτίων ιερέων,


όπερ μετά μεγίστης μυστικότητος έφύλαττον, και εν τοις ναούς
τοις μεμυημένοις μόνον μετέδιδον. -
"Ελληνες σοφοί απεπειράθησαν να υποκλέψωσι και φέρω
σιν εις φώς τα μυστήρια ταύτα. Αλλ' εκ των πληροφοριών του
όλωνος (600 π. Χ.), του Πυθαγόρα, (550 π. Χ.), του Ηροδότου
(440 π. Χ.), του Πλάτωνος (380 π. Χ.), και άλλων δέν καταφαίνε
ται, άν και η χημεία συμπεριελαμβάνετο εν τοις μυστηρίοις τόυ
τοις. Μεθ' ικανής πιθανότητος όμως εκ των κατόπιν δεδομένων
δυνάμεθα να εικάσωμεν, ότι και είτι τοιούτον εγινώσκετο, πάντως
δεν ήτο αντάξιον της μεγάλης εκείνης μυστικότητος. -
0υδε περί των γνώσεων των Φοινίκων έχομεν ακριβείς πλη
ροφορίας αλλ' εκ πολλών τεκμηρίων εικάζομεν, ότι αι τέχναι
έφθασαν παρ αυτούς εις ικανόν βαθμόν αναπτύξεως, ώς και αι
εμπορικαι αυτών σχέσεις μετά μεμακρυσμένων λαών μαρτυρούσι.
Τούτοις αποδίδεται π. χ. υπό των παραδόσεων ή ανακάλυψις της
υέλου και ιδία βαφική εμπειρία.
Μάλλον αξιόπιστοι εισίναι πληροφορία περί των χημικών
γνώσεων των Ισραηλιτών, ει και το έθνος τούτο τάς πρώτας
αυτού γνώσεις παρέλαβε παρά των Αιγυπτίων. Εγνώριζον τινά
πολύτιμα μέταλλα, ώς τον χρυσόν και τον άργυρον έτι δε τα
συνήθη μέταλλα, ώς τον μόλυβδον, σίδηρον και κασσίτερον, Πιθα
νόν μάλιστα να εγνώριζον και την σόδαν αλλ' είναι παράτολμον
ν' αποδοθώσιν αυτούς σπουδαιότεραι γνώσεις ή εις τους λοιπούς
ενγένει συγχρόνους λαούς. -
Έτι αξιοπιστότερα εισίν αι περί των Ελλήνων πληροφο
ρία. Και οι "Ελληνες και οι Ρωμαίοι κατέλιπον ήμίν γραπτάς
μαρτυρίας των φυσιολογικών αυτών γνώσεων. Αι φυσιολογικαι
γνώσεις του Ομήρου δεν είναι έτι σπουδαιότερα ή αι των Αιγυ
πτίων και Φοινίκων. Αι μεταλλουργικαι μάλιστα γνώσεις των Ελλή
νων της εποχής εκείνης φαίνονται μάλλον περιωρισμένα ή αι των
Ισραηλιτών. Ο σίδηρος τουλάχιστον π. χ. ήν παρά τους Ισραη
λίτας πολύ κοινότερος ή παρά τους "Ελλησι. Κατά την εποχήν του
Ομήρου ο σίδηρος εθεωρείτο έτι σπάνιον και πολύτιμον μέταλλον,
και η παραγωγή αυτού ήτο λίαν ατελής. Σημειωτέον εν γένει, ότι
οι Ελληνες ηκολούθησαν ετέραν όδον πνευματικής αναπτύξεως,
και αι φυσιολογικαι γνώσεις, ιδίως η χημεία, ολίγον μόνον απη
σχόλησαν αυτούς. -
Κατά την ακμήν των Ελλήνων, οίτινες απέβλεπον μάλλον
εις το αισθητικόν μέρος των τεχνών, και πάσα ή σπουδή εστρέ
φετο προς την αφηρημένην φιλοσοφίαν, την ρητορικήν, την ποίη
17

σιν και την πολιτικήν ιστορίαν, το πρακτικόν μέρος των τεχνών


και επιτηδευμάτων παρημελείτο ή μόνη εις την χημείαν αναφε
ρομένη επιστήμη ήν ή φαρμακευτική και αύτη όμως μικράς ώφε-.
λείας παρέσχεν αυτή. Ει και ο Ασκληπιός, περί τον 13ον αιώνα
πιθανώς π. Χ. και ό μέγας Ιπποκράτης, περί τον 5ον αιώνα ζήσας,
απεπειράθησαν ν' αναπτύξωσι την φαρμακευτικήν, ουχ ήττον
ολίγα χημικά ήσαν κατά την εποχήν εκείνην εν χρήσει. Μεταξύ
των φυσιολογικών επιστημών μόνη ή περιγραφική φυσική είχεν
οπαδούς τινάς. -
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣό φιλόσοφος εξ Αβδήρων,(τον 5ον αιώνα π. Χ.)
ζητήσας την εκπαίδευσιν αυτού εν Αιγύπτφ, κατέγεινε πρώτος,
κατά τάς μαρτυρίας πολλών Ρωμαίων συγγραφέων, εις την διά
πειραμάτων κατάληψιν της φύσεως. Τα συγγράμματα όμως αυτού
δυστυχώς απωλέσθησαν μεταξύ των τίτλων των διαφόρων συγ
γραμμάτων του αναφέρεται εις χειρό κμητα" υπαινιττόμενος
τας πρακτικάς του συγγράμματος βάσεις.
Εκ πάντων των σωζομένων φυσιολογικών συγγραμμάτων
καταφαίνεται, ότι κατά την ακμήν τών Ελλήνων ολόκληρος ή φυ
σιολογία περιωρίζετο εις ευφυή συμπεράσματα, τείνοντα εις εξή
γησιν των φυσικών φαινομένων 0 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ο δημιουργός
των επιστημών, (384-322 π. Χ.), εφρόνει, ότι εν τη φυσιολογία
πρέπει να μεταβάινη τις από των γενικών συμπερασμάτων εις τα
ειδικά. Η ιδέα αύτη είναι ορθή και αρμόζει πάση επιστήμη αλλ'
εν ταις φυσικαίς επιστήμας απαιτεί τις πρακτικάς αποδείξεις πριν
βασισθή επί συμπερασμάτων. Παρατηρήσεις τινές του Αριστοτέ
λους εισίν ουχ ήττον αξιόμνηστοι. - 05τω π.χ. ότι το θαλάσ
σιον ύδωρ, διύλιζόμενον διά πηλού, απόλλυσι την γεύσιν αυτού,
και καθίσταται πόσιμον εγνώριζε την αιτίαν, δι' ήν το θαλάσσιον
ύδωρ βαστάζει ευκολώτερον τα βαρέα πλοία ή το ποτάμιον ανα,
φέρει προσέτι, ότι όσω μεγαλειτέρα είναι ή επιφάνεια ποσότητος
τινός ύδατος, τόσω ταχυτέρα ή εξάτμισις αυτού αλλ' αι παρατη
ρήσεις αυται ήσαν τυχαία. Ο Πλάτων αναφέρει τον σχηματισμόν
της σκωρίας του σιδήρου, αλλ' αποδίδει ταύτην εις την υποχώρη-,
σιν ύλης τινός. 0 Αριστοτέλης αναφέρει ώς εξαγόμενον ακριβούς
δοκιμής, ότι εις αγγείον πλήρες αιθάλης χωρεί ακριβώς τοσούτον
ύδωρ, όσον και κενού τούτου όντος. Ταύτα αποδεικνύουσι πόσον
σφαλερα ήσαν αι παρατηρήσεις των αρχαίων.
Μνείας άξια εισίν έτι αι θεωρία των Ελλήνων περί των
συστατικών των σωμάτων, ήτοι των στοιχείων. Ει και οι Ελληνες
πρώτοι συνέλαβον την ιδέαν ταύτην, ήτις εστίν ή βάσις της χη
μείας, το ζήτημα έμεινε παρ αυτούς άλυτον. 0 θΑΛΗΣ (600 π. Χ.)
2
18

εκάλει το ύδωρ αρχικήν ουσίαν όλων των σωμάτων. Ο ΑΜΑΞΙ


ΜΕΜΙΣ, (557 π. Λ.), τον αέρα. Ο ΗΡΑΚΛΕ/ΤΟΣ τουναντίον το
πυρ, εξ ου το σύμπαν εγένετο. Σπουδαιοτέρα των ιδεών τούτων
είναι η θεωρία του Αριστοτέλους περί των στοιχείων του παν
τός αύτη περιωρίζετο όμως εις ιδέας τινάς περί των κυριω
τέρων ιδιοτήτων των σωμάτων, τάς όποίας ενόμιζεν ώς αποτέ
λεσμα της συνυπάρξεως πλειόνων θεμελιωδών ιδιοτήτων. Ο Αρι
στοτέλης ποιεί λόγον περί στοιχείων ουχί ώς αδιαιρέτων αρχικών
ουσιών, εκ της συστάσεως των οποίων γίνονται πάντα τα σώματα,
αλλ' ώς υποθετικών φορέων των θεμελιωδών ιδιοτήτων ήτοι ή
διδασκαλία του Αριστοτέλους δεν είχεν υπ' όψιν ό,τι ή ενε
στώσα χημεία καλεί στοιχεία, αλλ' αναφέρεται μόνον εις αφηρη
ρημένας τινάς παρατηρήσεις ιδιοτήτων τινών. "Ως αρχικάς ή στοι
χειώδεις ιδιότητας εθεώρει τάς τη αφή διαδηλουμένας. Τοιαύται
έπρεπε να ώσι το θερμόν, ψυχρόν, ξηρόν, ύγρόν, βαρύ, ελαφρόν,
σκληρόν μαλακόν, κτ.λ. Αλλ' ό Αριστοτέλης εντούτοις θεωρεί
τάς τέσσαρας μόνον πρώτας ιδιότητας στοιχειώδεις διότι αι άλλα
εν μέρει μεν δεν είναι τόσον γενικαι, εν μέρει δε προκύπτουσιν εκ
της συναντήσεως τινών των τεσσάρων πρώτων στοιχειωδών ιδιο
τήτων συμπεράνει όθεν, ότι στοιχειώδεις ιδιότητες εισί τό θερ
μόν, το ψυχρόν, το ξηρόν και το υγρόν, και αι ιδίοτητες αυται
πρέπει να χαρακτηρίζωσι τα στοιχεία των σωμάτων, ότι δ' έκα
στον στοιχείον δύναται να έχη ανά δύω των ιδιοτήτων τούτων, αλλ'
ουχί και δύω όλως αντιθέτους ιδιότητας όθεν τέσσαρες στοιχειώ
δεις καταστάσεις της ύλης εισί δυναταί τό ξηρόν και θερμόν απέ
διδε τώ πυρί, το θερμόν και ύγρόν τώ αέρι, το υγρόν και ψυχρόν
τώ ύδατι, και το ψυχρόν και ξηρόν τη γή.
Κατά τον Αριστοτέλην εκ των τεσσάρων τούτων στοιχειω
δών καταστάσεων ή στοιχείων της ύλης, του πυρός, του ύδα
τος, του αέρος και της γής, συντίθενται όλαι αι ουσία. Εκτός
τούτων ο Αριστοτέλης παρεδέχθη προσέτι και πέμπτον στοχείον
ανωτέρας αιθερίου φύσεως. Την πέμτην ταύτην ,ύγρ ά ν ουσία ν'
πολλαχώς διεχάλκευσαν οι οπαδο ιαύτου. 0 θΕΟΦΡΑΣΤΟΣ, μαθη
της του Αριστοτέλους και Πλάτωνος, (371-286 π. λ.) εκ Λέσβου
ανεκοίνωσε κατά την εποχήν εκείνην τάς πλείστας φυσικάς επι-,
στημονικάς γνώσεις. Αναφέρει εν τώ υπολειφθέντι ήμιν σπουδαίω
συγγράμματα αυτού, και περί λίθων πραγματευομένω, περί λιθαν
θράκων, κινναβάρεως, μίλτου, ψιμμυθίου, θειόυχου αρσενικού κλ.
θι Ρωμαίοι παρέλαβον τάς πλέιστας γνώσεις παρά των
Ελλήνων ένεκα των επαναστάσεων και πολέμων, οίτινες απησχό.
λουν αυτούς, δεν ήδύναντο να καταγείνωσιν εις εμβριθή σπουδήν
19

των πραγμάτων. Ηρκούντο μόνον εις κατάληψιν των ιδεών των


Ελλήνων τα δε υπολειφθέντα συγγράμματα αυτών περί των
φυσικών επιστημών ήσαν απλώς επιμελείς συλλογα φαινομένων
άνευ αληθούς γνώσεως των πραγμάτων.
Οι σπουδαιότεροι της αρχαίοτητος συγγραφείς των φυσικών
επιστημών είναι ο Δ10ΣΚΟΡΙΔΗΣ εξ Α ναζάρβων της Μικι ας
Ασίας, ζήσας περί τα μέσα του πρώτου αιώνος μ. Χ. και ο Ρωμαίος
ΓΑΪΟΣ ΠΛΙΝΙΟΣ δεύτερος ο πρεσβύτερος, γεννηθείς 23 μ. Χ. εν
Βερόνη, και φονευθείς το 79μ.λ. κατά την έκρηξιν του Βεσουβίου. 0
Διoσκoρίδης, παρακολουθήσας τους Ρωμαικούς στρατούς εις πολ
λάς εν Ασία εκστρατείας, απέκτησε γνώσεις περί της παρασκευής
ιατρικών και διαφόρους χημικάς εργασίας. Το σωζόμενον αυτού
έργον ...Περί ύλης ιατρικής" αποτελεί πέντε βιβλία. Πρώτος
αναφέρει περί αποστάξεως, περί της εξαγωγής του υδραργύρου
και κινναβάρεως, περί της οξειδώσεως του ενθείου στίμμεως.
Ησαν δ' αυτώ γνωστά το τιτάνιον ύδωρ, ό θειικός χαλκός και το
ψίμμύθιον. Τα συγγράματά του παρέχουσι τάς πρώτας ασφαλείς
γνώσεις περί κατασκευής τεχνητών προϊόντων αναφέρει περί ζα
χάρεως ευκρινέστατα και της ιατρικής χρήσεως αυτής.
Η σωζομένη φυσική ιστορία »Ηistoria Νaturalis" του Γαίου
Πλινίου δευτέρου του πρεσβυτέρου εις 37 βιβλία, βρίθει πράξεων,
παρατηρήσεων και γνώσεων της εποχής εκείνης περί των φυσικών
σωμάτων. Ταύτας συλλέξας εκ των Ελληνικών συγγραμμάτων, κα
τήρτισεν ανεκτίμητον συλλογήν των αρχαίων γνώσεων. Εις το πρώ
τον τών βιβλίων αυτού, ώς εν εισαγωγή, αναφέρονται εν γένει αι
γνώσεις της εποχής εκείνης το δεύτερον αναφέρει περί σφαίρας
και των στοιχείων υπό φυσιογραφικήν έποψιν το 3ον έως το 6ον
περιέχουσι γεωγραφικάς και τοπογραφικάς γνώσεις των ασιατι
κών χωρών, πόλεων κλ. το 7ον περιέχει στατιστικάς πληροφορίας
και περί εφευρέσεων των τεχνών το 8ον - 10ον φέρoυσι φυσι
κοιστορικόν χαρακτήρα διαλαμβάνουσι περί ζωικών ατόμων, Ελε
φάντων, θαλασσίων ζώων, των πτηνών, περί της φύσεως των
γυπών, περιστερών και ορνίθων το 11ον περιλαμβάνει τας τότε
γνώσεις περί των γενών των εντόμων το 12ο έως 17ο" πραγμα
τέυονται περί φυτών το 18ον περί χρησίμων σιτηρών και οσπρίων
γεωργίας κλ. το 19ον περί αγροποιίας το 20ον περί της καλλιερ
γείας των εν τη ιατρική χρησίμων φυτών, τα λοιπά πραγματέυον,
τα περί των θεραπευτικών βοτανών, και το 28ο έως το 30ον περί
τών εκ των ζώων αρυομένων ιατρικών το 31ον και 32ο", περί
των μεταλλικών υδάτων. Μείζονος δ' αξίας είναι το 33ο - 37"
βφλίoν το 33ον εμπερίεχει πολυτίμους γνώσεις των αρχαίων
2 και

περί της φύσεως των μετάλλων, περί χρυσού, αργύρου, αρσενι


κού, ηλέκτρου, υδραργύρου και κινναβάρεως το 34ον περί καδ.
μίου, ψευδαργύρου, ιού, μολύβδου, κασσιτέρου, μολυβδαίνης το
35ον περί των τους Έλλησι και Ρωμαίοις γνωστών χρωμάτων,
π. χ. περί αιγυπτίας γής, de ochra, cerussa usta, de alu
mine, de atramento, de chia terra. κτλ. το 36ον πραγματέυεται
περί ορυκτών και ιδίως του μαρμάρου, αλαβάστρου, του συρικού
λίθου, της τιτάνου, του υελογαιολίθου και του σχηματισμού της
υέλου το 37ον πραγματέυεται κυρίως περί των πολυτίμων λίθων
περί γενέσεως τούτων, περί της φύσεως των κρυστάλλων, περί
σμαράγδου, βερυλλίου, ιάσπιδος, τοπαζίου, σαπφείρου, αμεθύ
στου, υακίνθου κλ. Ταύτα πάντα δείκνυσιν εναργώς ότι και οι
αρχαίοι έσπούδαζoν τα φυσικά αντικείμενα, και προσεπάθουν να
επωφελώνται ταύτα εν τώ πρακτικώβίω. 0 Πλίνιος όθεν παρέ
σχεν ήμίν τάς πλείονας περί των γνώσεων των αρχαίων πληρο
φορίας. Περί μετάλλων αναφέρει πολλά, ει και περί του τρόπου
της εξαγωγής ολίγα και ατελή. Μανθάνομεν παρ αυτού, ότι και οι
αρχαίοι εγίνωσκον να μιγνύωσι μέταλλα, ώς και το ευδιάλυτον
αυτών εγνώριζoν να μεταποιώσι σίδηρον εις χάλυβα, να παρα
σκευάζωσι μεταλλικά οξείδια, και να μεταχειρίζωνται αυτά ώς
θεραπευτικά μέσα εκτός δε των μετάλλων εγνώριζον και πολλά
μεταλλικά άλατα, ώς χάλκανθον πράσινον, χάλκανθον κυανούν,
Αλλ' ή ακριβής των σωμάτων απ' αλλήλων διάκρισις εχώλαινεν,
ώς εκ των εκφράσεων του Πλινίου καταφαίνεται. 0 ιός και το
ψιμμύθιον κατεσκευάζοντο και τότε διά μεθόδων ομοίων ταις νύν
εν χρήσει εγνώριζον το οξυανθρακικόν οξείδιον του χαλκού υπό
τ' όνομα Χρυσόκολλα, και μετεχειρίζοντο αυτό ώς βαφικήν
ύλην επίσης δε και τον ορείχαλκον.
Παρά τους αρχαίοις ή οργανική Χημεία ήτο έτι μάλλον περιω
ρισμένη, Εκτών οξέων μόνον το οξικόν οξύ, το εν τώ κοινώ όξει
περιεχόμενον ήν αυτοίς γνωστόν. Είχον όμως και σάπωνα. Και
της ζαχάρεως δε γίνεται ώς είπομεν μνεία, και παρά του Πλινίου
μανθάνομεν ότι το άμυλον παρεσκευάζετο εις μεγάλας ποσότητας,
το Ινδικόν και πολλά άλλα οργανικά χρώματα ήσαν γνωστά τους
αρχαίοις έτι δε και ο χυλός των κηκίδων αλλ' αι δοκιμασία και
χρήσεις αυτών ήσαν εμπειρικα. "

‘0 ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΓΑΛΗΝΟΣ εκ Περγάμου της Μικράς Ασίας,


ο διασημότερος ιατρός του δευτέρου αιώνος γεννηθείς 121 μ. Χ.
παρέχει πληροφορίας περί των γνώσεων της εποχής του, ιδίως δε
περί της ενεργείας των ιατρικών και των ιδιοτήτων αυτών εν
γένει. Αλλ' ή διδασκαλία αυτού στηρίζεται επί της αριστοτελικής
21

διδασκαλίας, περί των τεσσάρων στοιχείων, και τούτων υπ' αυτού


ώς ποιοτήτων εκλαμβανομένων.
Κατά τον Γαληνόν υπάρχουσι τέσσαρες βαθμοί ποιότητος,
ανταποκρινόμενοι εις τας ιδιότητας των στοιχείων του Αριστοτέ
λους, ξηρόν και θερμόν, ξηρόν και ψυχρόν, υγρόν και θερ
μόν και ψυχρόν. Η κατάστασις της υγείας ή ασθενείας κατά
τον Γαληνόν ορίζεται διά της αναμίξεως και μορφής των στοι
χείων εάν ταύτα ευρίσκωνται παρά φύσιν εν τω σώματι, εάν το
σώμα π.χ. ή υπέρ το δέον θερμόν, ψυχρόν κ. λ. πρέπει να γείνη
αντιθέτου ιδιότητος. Ταύτα πάντα όμως εισίν γνώσεις και παρα
τηρήσεις ιατρικαι ουδείς δε λόγος γίνεται περί χημικής ενεργείας
και χημικών ιδιοτήτων. - -

Αναμφισβητήτως κατά τον πρώτον αιώνα μ. Χ. καταφαίνε


τα επιστημονική τις προσπάθεια των Ελλήνων ή επιστημονική
δ' αύτη τάσις τών Ελλήνων μετεδόθη τους Ρωμαίοις και οι
Αιγύπτιοι ιερείς ήκολόυθησαν εν κρυπτώ την διαγραφείσαν επιστη
μονικήν όδόν ουτοι πρώτοι κατέγειναν και εις την τέχνην, ταύτην,
ώς ή χημεία της εποχής εκείνης δύναται να χαρακτηρισθή. -
Η υπό Πτολομαίου του Α' (301-284 π. Χ.) εν Αλεξαν
δρεία ίδρυθείσα ακαδημία, απέβη επί της Αιγυπτιακής μοναρχίας
και της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων ή έδρα και το άσυλον της
έλληνικής επιστήμης. -
0ι Βυζαντινοί ιδίως κατά τον 4ον αιώνα εξέθηκαν γενικω
τέρας των προγενεστέρων χημικάς θεωρίας. Αλλ' εξαπλουμένου
του χριστιανισμού, ανεθεματίσθησαν, ώς γνωστόν, οι αιγυπτιακο,
ναοί, και αι εν αυτοίς μυστικαι διδασκαλία κατά της καταδίκης
ταύτης οι ιερείς μετεχειρίσθησαν την επιστήμην ώς όπλον τα
θρησκευτικά μυστήρια απέβησαν επιστημονικά, και εν Αλεξαν.
δρεία, ήτις κατέστη έστία των επιστημών, ετέθη πιθανώς ο θεμέ
λιος λίθος της Αλχημείας.
ΜΕΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ"
η

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟ Μ Ο Σ .

Α! Τμήμα Εποχή της Αλχημείας,


Απο των μέσων του 4ου μέχρι της τρίτης δεκαετηρίδος
τού 16ου αιώνος.

Την περίοδον ταύτην χαρακτηρίζουσιν αι προσπάθεια των


αλχημιστών, όπως διά χημικών εργασιών μεταβάλωσι τ' αγενή
μέταλλα εις χρυσόν ή άργυρον. Αγνωστον τίνες πρώτοι και εκ
τίνων αφορμών συνέλαβον την ιδέαν ταύτην. Πιθανώς ουτοι τυ
χαίως κατεσκεύασαν εξ αγενών μετάλλων μίγμα, έχον το χρώμα
του χρυσού, ενόμισαν δε ότι κατεσκεύασαν πράγματι χρυσόν. 0
σκοπός άρα, όν ή χημεία κατά την περίοδον ταύτην προέθετο, ήν
σφαλερός. Αι προσπάθεια των αλχημιστών ήρξαντο τον 4ον αιώ
να, και τον 5ον αναφαίνονται συγγραφείς πραγματευόμενοι κυρίως
περί της εξευγενίσεως των μετάλλων. Τα συγγράμματα ταύτα
εισί πάντα γεγραμμένα ελληνιστί, το πλείστον υπό Αιγυπτίων
συγγραφέων.
"Ως είπομεν, ή πρώτη της χημείας ανάπτυξις αποδίδεται
εις τους Αραβας, οίτινες κατεγίνοντο εις τάς επιστήμας, καθ' όν
καιρόν την Ευρώπην εσπάρασσον συνεχείς κατακτητικοί πόλεμοι,
Ακριβέστερα πληροφορία περί των χημικών αυτών γνώσεων άρ.
χονται αναφαινόμενα κατά τον 8ον αιώνα μ. Χ. Σκοπός αυτών ήν
πάντοτε ή ανεύρεσις μέσου προς μετατροπήν τών αγενών μετάλ
λων εις ευγενή, ή ή διά της χημείας ανεύρεσις του φιλοσοφικού
λίθου, ώς εκάλουν το επιζητούμενον μέσον, δι' ου ήλπιζον να με.
ταβάλωσι τον υδράργυρον και πάν αγενές μέταλλον εις χρυσόν.
Κατά την τον 8ον αιώνα περί μετάλλων επικρατούσαν θεωρίαν,
23

πάντα τα μέταλλα εθεωρούντο σύνθετα ενoμίζετο δ' ότι εν πάσιν


εμπεριέχονται δύω στοιχεία, εκ της ποσότητος και του βαθμού της
καθαριότητος των όποίων εξαρτάται ή φύσις του μετάλλου. Τα
υποθετικά ταύτα συστατικά ώνομάσθησαν θείον και υδράργυρος,
διαφέροντα όμως των όμωνύμων γνωστών σωμάτων του κοινού
θείου και υδραργύρου. -
Κατατον 12ο αιώνα μ.Χ. αναφαίνονται ζωηρότερον αι προσ
πάθεια των Αράβων. Κατά την εποχήν ταύτην εγίνετολόγος
περί εγκρόκκου σιδήρου, περί οξειδωμένου στίμμεως, ερυθράς
υποστάθμης, αζωτικού αργύρου, νιτρώδους οξαλικού οξέος, θείου
ιζήματος κτλ. -- Κατά την Αλεξανδρινήν εποχήν ό Συνέσιος
και ο Ζώσιμος συνέγραψαν μετά μείζονος τελειότητος περί απο
στάξεως. 0 Διο σκορ ίδης επίσης εγνώριζε φαίνεται εντελέστε.
ρον την απόσταξιν του υδραργύρου. -
Ο ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛ0Σ, εκ Κωνσταντινουπόλεως, ανήρ σοφός
και διδάσκαλος του"Ελληνος Αυτοκράτορος Μιχαήλ Δούκα, συνέ
γραψεν εν άλλοις πραγματείαν τινά περί της τέχνης του κατα
σκευάζειν χρυσόν, και εκτίθησιν ου μόνον τας ιδέας των Βυζαν
τινών περί της τέχνης ταύτης, αλλά και πολλάς άλλας αναλυτικάς
εργασίας. Εν χειρογράφω τινι ευρίσκομεν την επιγραφήν ,του
-λογιωτά του και παν σόφ ο υ υπερτά του κυρίου Μιχαήλ
-του Ψελλού, περί χρυσοποιίας, προς τον πατριάρχη ν κύ
-ριον Μιχα ήλ." εν έτέρω δε ,του μακαρίτου και πανσό
-φου Ψελλού επιστο λαι πρός τόν άγιώτα τον πατριάρ
-χ η ν Ξιφιλίνον, περί χρυσοποιίας". Το χειρόγραφον τούτο
μετεφράσθη και εξεδόθη λατινιστί εν Παταυίφ 1572. Εν τώ χει
ρογράφω αυτού και διδασκαλία παν το δαπή", αναφέρει επίσης
περί των στοιχείων του πυρός, αέρος, ύδατος και της γης. -
Εν τη Βατικανή βιβλιοθήκη υπάρχει χειρόγραφον του Νικ η
φ όρου Βλημιάδου ,έργον χημευτικόν" το 1255 πατριαρ
χεύσαντος εν Κωνσταντινουπόλει επί του αυτοκράτορος θεοδώρου
Λασκάρεως. Εν τώ χειρογράφω τούτω δεν γίνεται λόγος ούτε
περί σπαγειρικών εργασιών, ούτε περί φιλοσοφικού λίθου.
Κατά την αυτήν εποχήν αναφέρεται ότι Αρτέφιός τις παρέ
τεινε την ζωήν του επί 1025 έτη διά τινος μυστικού χημικού βάμ
ματος, θεραπεύοντος πάσας τάς ασθενείας.
Και οι Αραβες δε κατά την περίοδον ταύτην κατεγίνοντο
εις την χημείαν, ώς βοηθητικήν τινα επιστήμην, χρήσιμον προς
την παρασκευήν τών εν Ισπανία διαβοήτων τότε συνθέτων κα
λουμένων ιατρικών. Σημειωτέον ότι από τών μέσων του 8 αιώ
24

νος οί άρχοντες εν πάσαις ταις υπό των Αράβων κατακτηθείσας


χώραις, ήρξαντοτιμώντες και προστατεύοντες τας επιστήμας. "Ο

Καλήφ Αλμασούρ (754-775 π. Χ.) κατέστησε το υπ' αυτού θε.


μελιωθεν Βαγδάτιoν έδραν των τεχνών και επιστημών, συστήσας
εν αυτώ και Ακαδημίαν, εν ή περιεποιούντο ιδίως ιατρικαι γνώ
σεις, και ήτις έπομένως συνετέλεσεν εις διάδοσιν τών προς πα
ρασκευήν τών ιατρικών αναγκαίων χημικών γνώσεων. Οι διάδοχοι
αυτού, ιδίως ό Χαρούμ - Αλραχίτ και οι υιοί αυτού Αλμαών και
Αλμοτασών, ηκολούθησαν το παράδειγμά του.
Τον 8ον αιώνα ανεφάνη χημικός τις ονόματι ΓΗΒΗΡΟΣ,
κατά τινας Αραψ το γένος, γεννηθείς εν Μεσοποταμία, και αρχι
κόν όνομα φέρων Αβν - Μουσά Δχαφάρ - Σοφισι, και κατά
συγκοπήν Δχαφάρ, όπερ οι συγγραφείς της δύσεως μετέτρεψαν
εις Γηβήρον (Geber) κατ' άλλους δ'"Ελλην το γένος, ασπασθείς
μετά ταύτα τον Ισλαμισμόν. Βέβαιον είναι ότι εις την εν Σεβίλλη
της Ισπανίας υψηλήν σχολήν εδίδασκε περί τας αρχάς του 8ου
αιώνος εις Δχαφάρ ή Γηβήρος (Geber), εις όν αποδίδονται τα δια
διασωζόμενα χειρόγραφα.
Ως προς τας θεωρητικάς αυτού ιδέας ό Γηβήρος ενόμιζε,
συμφώνως προς τον χαρακτήρα της εποχής εκείνης, ότι πάντα
τα μέταλλα συνίστανται εκ θείου και υδραργύρου διότι κατ' αυτόν
εάν ο χρυσός, ο άργυρος, ο μόλυβδος και ό κασσίτερος δεν εμπε
ριείχον υδράργυρον, δεν ηδύναντο να συντεθώσι μετά του κοινού
υδραργύρου ότι ο κασσίτερος και ο μόλυβδος συνίστανται μεν αμ
φότεροι εξ ύδραργύρου, αλλ' ο κασσίτερος εμπερίεχει μάλλον
υδράργυρον ή ό μόλυβδος αποδείξεις τούτου προσάγει ότι ο κασ
σίτερος οξειδoύμενος, αναδίδει θειώδη οσμήν, ότι προστιθεμένου
υδραργύρου εν μολύβδω, καθίσταται ουτος αληθής κασσίτερος και
ότι ο κασσίτερος δι' επανειλημμένης οξειδώσεως και αναγωγής
ματατρέπεται εις μόλυβδον. Εν τοίς συγγράμμασιν αυτού δεν φαί.
νεται παραδεχόμενος, ότι ο φιλοσοφικός λίθος έπρεπε να ή κοινόν
τι ιατρικόν, αλλά μέσον προς εξεργένισιν τών μετάλλων μόνον. Τα
προς τούτο μέσα διαιρεί εις τρεις κλάσεις, άς καλεί ιατρικά ιατρικά
της ά! κλάσεως εισί τ' ακατέργαστα φυσικά προϊόντα της β' τά
διά εξατμίσεως και άλλης χημικής εργασίας κεκαθαρμένα εκ τούτων
δε, δι' επεξεργασίας καθαρισμού και στερεοποιήσεως, παράγεται
το ιατρικόν της τρίτης κλάσεως, όπερ εστίν ο φιλοσοφικός λίθος
ούτω δε λύεται το πρόβλημα της Αλχημείας. -
- Ως προς τας πρακτικάς αυτού γνώσεις, σημειωτέον, ότι
δεν εγίνωσχε πλείονα μέταλλα τών τώ Διoσκoρίδη και Πλινίω ήδη
γνωστών. Ήξευρε να συνθέτη υδράργυρον μετά χρυσού, αργύρου,
25

μολύβδου, κασσιτέρου και χαλκού. Παρεσκέυαζε συνθέσεις, και


εγνώριζε να οξειδώνη διάφορα των μετάλλων τούτων. Πρώτος
αναφέρει περί της κατασκευής του ερυθρού οξειδίου του υδραργύ
ρου. Εγίνωσκεν, ότι το αρσενικόν βάφει λευκόν τον χαλκόν. Μετε
χειρίζετο το θείον συχνά, και ήδύνατο να παραγάγη εκ του φυσι
κου θείου το ίζημα του θείου καθαρώτερον ώς υποστάθμην, εμβάλ
λων το θείον εις όξος εγίνω σκε προσέτι πολλάς συνθέσεις του
θείου μετά μετάλλων, ποτάσσης, σόδας κτλ.
Κατεσκέυαζεν οξύθειον εκ στυπτηρίας, νιτρικόν οξύ εκ του
νίτρου, αποστάζων τούτο μετά θειικού οξέος. Μετεχειρίζετο συχνά
την απόσταξιν. εκαθάριζε σκευασίας, εξαχνίζων και ανακρυσταλ
λών αυτάς. Εγινωσκε να καθαρίζη διά μολύβδου μέταλλα μετε
χειρίζετο ήδη το υδρόλουτρον κατεσκέυαζε κρυσταλλικόν νιτρικόν
άργυρον εγνώριζε την άχνην του άλυκού υδραργύγου, και υπ'
αυτού σαφηνίζεται ή διάλυσις του χρυσού. -
Επίσης ονομαστός ήν και ό Μουχαμέτ - Αβν - Σακα
ριάχ- Αλ - Ραζή, κοινώς Ραζής καλούμενος, εκ Χορασάνης,
ιατρός εν Βαγδατίω, αποθανών 932. Συνέγραψε 12 βιβλία περί
Αλχημείας, εξ ών εύρέθησαν εσχάτως μόνον τινά χειρόγραφα
φυλαττόμενα εν τη βιβλιοθήκη των Παρισίων. Πολύ επιση
μότερος όμως ήν ο Αραψ ιατρός Αβν-Χαλί - Εβν - Αβνου
σίνας, κοινώς ΑΒΙΚΕΝΑΣ, εκ Βουχαρίας, αποθανών εν Περσία
1036. Συνέγραψε το επί πολύν χρόνον περιζήτητον σύγγραμμα
η Κανών Ιατρικής" και πλείστα άλλα συγγράμματα. Εν τοίς συγ
γράμμασιν αυτού ή περί μετάλλων θεωρία, ήτις συμφωνεί προς
την τού Γηβήρου, συνδέεται μετά της αριστοτελικής θεωρίας περί
των στοιχειωδών ιδιοτήτων των σωμάτων αι δε ιατρικαι ιδιότητες
των σωμάτων εξηγούνται κατά τα αξιώματα του Γαληνού. Κατά
τον Αβικέναν π. χ. ο μεταλλικός χαλκός έχει ιδιότητας την θερ
μότητα και ξηρότητα αλλ' εν ώξειδωμένη καταστάσει, μεγίστην
υγρότητα. Αξιοι μνείας εισί προσέτι και άλλοι τινές Αραβες
Αλχημισταί του ΧΙ και της αρχής του ΧΙΙ αιώνος π. χ. ό αρ
χιατρος του Καλίφου του Μαρόκκου, Αβν - Βέν Ιουσσούφ
- Εβου Ατταφίν εξ Ισπανίας και ο μαθητής αυτού Ελχα,
λίδ - Μουχαμέτ - Έβν - Αχμέτ - Έβν Ροχιε υπό
των λατίνων Αv erroho ès καλούμενος, εκ Κορδόβης ουτος
διέτασσε ύδωρ όόδινον, σεράπια ώς θεραπευτικά μέσα κ. λ. Σπου,
δαιότερος αμφοτέρων ήν ο εκ Ζαχάρας παρά την Κορδόβην Ισπα
νός Αλβουκάσης ή Αβούλ-Κασίμης, αποθανών 1122.
Ουτος περιέγραψεν εν εκτάσει τα της αποστάξεως του οίνου και
όξους, την κατασκευήν πολλών αρωματικών υδάτων, έτι δε και
26

αποστακτικόν τι σκεύος, όμοιον τώ εν χρήσει έτι προς παρασκευήν


αρωματικών υδάτων και οινοπνεύματος αναφέρει την προσα
γωγήν πολλών οχετών επί του αποστακτικού αγγείου. Πληθύς
αραβικών, περσικών και τουρκικών συγγραμμάτων, αγνώστων συγ
γραφέων, αναφέρoυσι σχεδόν τα αυτά.
Κατά την αυτήν εποχήν εκαλλιεργήθησαν και τέχναι τινές,
απαιτούσαι χημικάς εργασίας. 0υ μόνον εν Ισπανία υπήρχον με
ταλλεία και σιδηρουγεία, ίδρυθέντα υπό των Αράβων, αλλά και εν
Γερμανία, Βοεμία, Σιλεσία, και αλλαχού. Εκτός του εκ της άμμου
αποπλυνομένου χρυσού, υπήρχεν χρυσορυχείον πλούσιον εν Βοεμία
η ή Γλαύξ" καλούμενον. Δεν δυνάμεθα ν' αποφανθώμεν άν τον
κλάδον τούτον της βιομηχανίας, του οποίου ή τελειοποίησις εξαρ
τάται πάντοτε εκ της χρήσεως χημικών εργασιών, παρέλαβον αί
δυτικαί αυται χώρα από των ανατολικών, ή εάν τινά των δυτικών
εθνών, ίσως οι Σλάβοι κατά παράδοσιν, προήγαγον αυτόν.
Εν Θυριγγία κατά την εποχήν εκείνην εκαλλιεργείτο και κα
τεσκευάζετο ή Ισάτις αλλ' ανακαλυφθείσης της Αμερικής και του
εκείθεν εξαγομένου Ινδικού, έπαυσεν ή χρήσις αυτής εν τη βαφική,
"Ωσαύτως μετεχειρίζοντο τότε εν Γερμανία, είδος τι κοκκορίζης,
ύπερίκιον αίμα καλουμένης, εν τη βαφική. Κατά τον 12ο αιώνα
πολλαι μοναι, π.χ. των Βενεδικτίνων, του Αγ. Εμμεράνου, ελάμ
βανον ώς φόρον παρά των υποτελών μεγάλην ποσότητα κοκκορί
ζης, ήν μετεχειρίζοντο προς βαφήν. Αμφίβολον είναι, άν την βα
φικήν ταύτην ύλην, εν Γερμανία η Johannis-Βlut" καλουμένην,
έμαθον αι δυτικαι χώρα παρά των ανατολικών, ένθα τούτο δεν
φύεται. - Ει και ή κατασκευή της υέλου, και της χρωματισμέ
νης έτι, φαίνεται αρχαιοτέρα εν Ευρώπη, ουχ ήττον ή καύσις ύέλου
μετά χρωμάτων άρχεται κατά την εποχήν ταύτην. Εν Γαλλία
τουλάχιστον τα αρχαιότατα ούτω χρωματιμένα παράθυρα, π.χ.
τα εν τώ κοινοβίω του Αγ. Διονυσίου εύρισκόμενα, χρονολογούν
ται από του 12ου αιώνος, ώς και εκ του συγγράμματος. Ρe le
Viel περί ύελογραφίας καταφαίνεται. -

0ι Αραβες είχον και φαρμακεία αλλ' εκ τών περί τούτων


συγγραμμάτων εξάγεται, ότι οι διευθύνοντες αυτά άνδρες δεν εγί,
νωσκόν τι πλέον των κατά την εποχήν εκείνην γνωστών. - 0
των δύω Σικελιών αυτοκράτωρ Φριδερίκος ΙΙ έθετο εν έτει 1233
νόμον, καθ' όν οι ιατροί υπεχρεούντο να καταγγέλλωσι τους κακώς
παρασκευάζοντας ιατρικά, και τα φαρμακεία ετέθησαν υπό την
επιτήρησιν ενός συλλόγου ιατρών, -

Εν τούτοις ήρξατο ή παρακμή των Αράβων, και καθ'


όσον ή κυβερνητική αυτών εξουσία περιωρίζετο, απεχώρουν ουτοι
27

εκ του κύκλου της επιστημονικής προόδου, και της χημείας ιδίως


αλλά το πνεύμα και η τάσις, ήν ενετύπωσαν τη χημεία επέζησαν
επί πολύ. -

Μετά την επιστροφήν της πρώτης σταυροφορίας ο πόθος


της χρυσοποιίας εγένετο γενικώτερος ου μόνον οι σοφόι, αλλά
και οι ευγενείς και οι ιερείς μετά ζήλου κατεγίνοντο προς εύρεσιν
του φιλοσοφικού λίθου χρόνος δε, και δυνάμεις, και περιουσία κατε
σπαταλώντο. -

Της Γερμανίας πρώτος επίσημος χημικός ήν ό ΑΛΒΕΡΤΟΣ


ΜΑΓΝΟΣ, γεννηθείς 1193, κατ' άλλους 1205. εν τη παραδουναβίω
πόλει Λαουιγγία, εκ του γένους του κόμητος Βολστάτου εσπόυδασε
θεολογίαν, και εδίδαξεν αυτήν βραδύτερον εν Παρισίοις και Κολω
νία. Εν έτει 1223 κατετάχθη εις το τάγμα των Δομηνικανών,
διωρίσθη έξαρχος του τάγματος, περιήλθεν ώς τοιούτος όλην την
Γερμανίαν, και το 1260 εχειροτονήθη εν Ρώμη επίσκοπος. Αλλά
ζηλών μάλλον βίον ήσυχον και επιστημονικήν ενασχόλησιν, απέ
βαλε τας τιμάς τάυτας, και επανήλθεν εις την εν Κολωνία μονήν
των Δομηνικανών, εν ή ετελέυτησε 1280. -
‘0 Αλβέρτος Μάγνος, ειδήμων ών ου μόνον της θεολογίας,
αλλά και της φαρμακευτικής, γεωμετρίας και φιλοσοφίας, κατέγει.
νεν εξόχως εις τας φυσικάς επιστήμας, ιδίως την αστρονομίαν και
προ πάντων εις την φυσικήν ιστορίαν. Εκαλείτο όθεν Μagnus in
magia naturalis, major in philosophia, maximus in Τheologia.
Συνιστά την μελέτην της φυσικής ιστορίας, ώς μαθήματος, κατα
δεικνύοντος τάς μωράς απάτας της μαγείας και αλχημείας. Απεδό
θησαν ουχ ήττον αυτφ πολλά της μαντικής και μαγικής τέχνης.
Καθ' όσον αφορά τας χημικάς γνώσεις και ιδέας αυτού, ο Αλβέρ
τος εθεώρει ώσαύτως το θείον και τον υδράργυρον ώς συστατικά
όλων των μετάλλων, εκ της καθαριότητος και ποσότητος των
όποίων εξήρτηται το είδος του μετάλλου ενόμιζεν όμως ότι τα
μέταλλα εμπερίεχουσι και ύδωρ. Εγίνωσκεν ήδη την πυρίτιδα,
στυπτηρίαν, το καυστικόν άλας, το τρυγικόν άλας, την εκκάθαρ
σιν των ευγενών μετάλλων διά μολύβδου, και την του χρυσού διά
πυρακτώσεως έτι δε και το μέσον προς δοκιμασίαν της άγνότητος
αυτού εγνώριζε το γάνωμα των εκ κεράμου αγγείων δι' αμμίου,
τον πράσινον χάλκανθον, το κυανούν κιννάβαρι ήν προσέτι γνω
στον αυτώ, ότι το αρσενικόν λευκοποιεί τον χαλκόν, ότι το θείον
καθάπτεται των λοιπών μετάλλων εκτός του χρυσού απέδιδε
τέλος τώ σιδήρω την αιτίαν του μέλανος χρώματος της γραφικής
μελάνης. -
28

Κατά την περίοδον ταύτην πολλαι νέαι τέχναι ανεφάνησαν,


βασιζόμενα επί της χημείας. Εκτός της εφευρέσεως της πυρίτι
δος, χωνευτήρια, μεταλλουργεία, ύελουργεία και κατοπτροποιεία,
κεραμεία κτλ. ιδρύθησαν ή ετελειοποιήθησαν κατά την εποχήν.
ταύτην. Περί τα τέλη του 14 αιώνος ανεκαλύφθησαν τα παρά την
Κουτεμβέργην αργυρορυχεία υπήρχον δε και άλλα μεταλλεία,
αργύρου, μολύβδου και ιδίως κασσιτέρου εν ενεργεία εν Αγγλία
εξωρύσσετο άργυρος και κασσίτερος εν Ισπανία υδράργυρος εν
0υγγαρία άργυρος και χρυσός εν Σουηδία σίδηρος και άργυρος,
εν Παρισίοις και Κολωνία υπήρχον μεταλλουργεία. Μετά μολύβδου
κεκαυμένον κασσίτερον μετεχειρίζοντο προς γάνωσιν της κεράμου,
ή φυτεία της Ισάτιδος και η παρασκευή της βαφικής ύλης εκ
ταύτης ήκμαζε κατα: τον 13ο αιώνα, ή χρήσις του λειχήνος
πρός βαφήν του ερίου εισήχθη περί τα 1300, ήτοι πολύ πρό της
δευτέρας ανακαλύψεως των Καναρίων νήσων, όθεν ή βαφική
αύτη ύλη μετεφέρετο κατόπιν αφθόνως.
Σύγχρονος του Αλβέρτου Μάγνου είναι ο Αγγλος ΡΟΓΗΡΟΣ
ΒΑΚΟΣ, γεννηθείς το 1214. 0ύτος έσπούδασεν εν 0ξφόρδη και
εν Παρισίοις, και κατετάχθη εις το ιερατικόν τάγμα των Φραγκι
σκάνων εν 0ξφόρδη. Πεπροικισμένος δι' εξόχων φυσικών προτε
ρημάτων, ήν ειδήμων της Λατινικής, Ελληνικής, Εβραϊκής και
Αραβικής γλώσσης, της θεολογίας, αστρονομίας, ιατρικής, μηχανι,
κής, και άλλων κλάδων των μαθηματικών και φυσικών επιστημών.
"Οθεν ένεκα της ποικιλίας των γνώσεών του απεδόθη αυτώ ό επί.
τιμος τίτλος ,doctor mirabilis". "Ενεκα των αυτομάτων μηχανη
μάτων του εφημίσθη ώς μάγος και μάντις, ευρισκόμενος εις συγ
κοινωνίαν μετά του διαβόλου τούτου ένεκα κατεδιώχθη υπό των
συναδέλφων αυτού μοναχών της Οξφόρδης και εφυλακίσθη, μέ
χρις ου ό Πάππας Κλήμης ΓΚ τον ήλευθέρωσε δυστυχώς εδε
σμέυθη πάλιν επί του Πάππα Νικολάου ΙΙΙ, και ήλευθερώθη
μετά δεκαετή ειρκτήν μόνον το επίλοιπον του βίου του διήλθεν
ήσύχως εν 0ξφόρδη, ένθα ετελέυτησε 1284, ή κατ' άλλους 1292.
‘0 Ρογήρος Βάκος κατέγεινεν μάλλον εις την ιστορίαν ή εις
την πρακτικήν χημείαν. 0υχ ήττον πολλαι ανακαλύψεις αυτού
διεσάφισαν πολλά αντικείμενα της χημείας. Εγνώριζε την πυρί.
τιδα, το μαγγάνιον, το βισμόυθιον κτλ. εθεώρει όμως τον υδράρ
γυρον ως συστατικόν όλων των μετάλλων, και απέδωσε τό ζητου
μένω φιλοσοφικώ λίθω μείζονα παραγωγικήν δύναμιν, λέγων
περί αυτού.:
»- Grave est etiam projicere super millies millia et ultra
et illa continenti penetrare et transmutare. -" - Ει και πολύ
29

σοφώτερος των προκατόχων του, ει και επροτίμα την πειραμα


τικήν έρευναν εν τη σπουδή της φύσεως, ήν ουχ ήττον οπαδός
της αλχημιστικής θεωρίας ώς προς την εξευγένισιν τών μετάλ
λων και τον φιλοσοφικόν λίθον -
Διαβόητος κατά την αυτήν εποχήν ήν και ό αλχημιστής
ΑΡΝ0ΛΔΟΣ ΒΙΛΛΑΝ0ΒΑΝΟΣ. 0ύτος εγεννήθη εν Καταλωνία
1235 εξεπαιδέυθη την φιλοσοφίαν και φαρμακευτικήν εν Βαρκε
λώνη, ένθα διωρίσθη κατόπιν διδάσκαλος. Αλλ' ένεκα της προβ
βήσεως αυτού περί του θανάτου του βασιλέως Πέτρου της Αρα
γωνίας, και της καταστροφής του κόσμου, ήτις έμελλε να συμβή το
1335, αφωρίσθη και κατιεδιώκετο υπό τών ιερέων, και μάλιστα
των εν Ισπανία. Κατέφυγε τότε εις Παρισίους, ένθα μετήρχετο
τον χρυσοποιόν. Αλλά και εκεί κατατρεχόμενος ώς χρυσοποιός,
άθεος και ώς κοινωνών μετά του διαβόλου, ή ναγκάσθη να δραπε
τεύση, και κατέφυγεν εις Ρώμην, έπειτα εις Βολωνίαν, Φλωρεν
τίαν, Νεάπολιν και τέλος εις Σικελίαν, ένθα μόλις το 1296 ευρε
προστασίαν παρά του βασιλέως Φριδερίκου ΙΙ. Υπό τούτου
εστάλη 1312 εις Αβιγνον, ίνα θεραπεύση τον εκεί ασθενούντα
Πάππαν Κλήμεντα V. αλλά κατά το ταξείδιον τούτο ναυαγή
σας, επνίγει. -
"0 Αρνόλδος συμφωνεί ώς προς την εξευγένησιν και
σύστασιν τών μετάλλων μετά των προγενεστέρων αλχημι
στών. Επεδόθη μάλιστα, εις παρασκευήν χημικών σκευασιών,
ών επoίει χρήσιν έν τη θεραπευτική π.χ. της υδραργυραλοιφής,
ήν κατεσκέυαζε τρίβων υδράργυρον μετά σιέλου μετεχειρίζετο
δε ταύτην εις ψωριάσεις και λέπρας. Απέδιδεν εις το χρυσούν
αυτού ύδωρ »aqua auri" μεγάλην θεραπευτικήν δύναμιν εδίδαξε
την βελτίωσιν του οίνου διά βράσεως του γλέυκους. Απαγορεύει
την χρήσιν χαλκίνων αγγείων εις μαγειρεία και φαρμακεία. Κατε
σκέυαζε δι' αποστάξεως έλαιον τερεβινθίνης εκ λιβανωτίδος.
Μαθητής των δύω προμνησθέντων ήν ο ΡΑΥΜΟΥΝΔΟΣΛ0Υ.
Λ0Σ, γεννηθείς εν Μαϊόρκη 1235. Απολέσας την περιουσίαν του
εν τώ στρατό και εν τη αυλή του βασιλέως της Αραγωνίας, και
αποσκορακίσας πάσας τάς ήδονάς, κατέγεινε κατά πρώτον εις την
εκμάθησιν πολλών γλωσσών κατόπιν φοιτήσας εις το πανεπιστή
μιον των Παρισίων, ανηγορεύθη καθηγητής της θεολογίας 1281,
μεθ' ό κατετάχθη εις το τάγμα των Μινοριτών κατά το διάστημα
τούτο εγνώρισε τον Ρογήρον και Αρνόλδον, παρ' ών εδιδάχθη την
χημείαν. Περιηγήθη την Ευρώπην όλην περίπου, την Αίγυπτον,
Αρμενίαν κτλ. Μετά την επιστροφήν του θέλων να προσυλητίση
εις τον χριστιανισμόν τους μαυριτανούς, παρώτρυνε τον βασιλέα
30

της Αγγλίας, Εδουάρδον 11. να κινήση πόλεμον κατ' αυτών, υπο


σχόμενος αυτώ την αποκάλυψιν μυστηρίου, μέλλοντος να παρά
σχη αυτώ ανυπολογίστους θησαυρούς αλλ' ό βασιλεύς δεν ενέδωκε.
Μετέβη κατόπιν εις Αφρικήν, κηρύττων το Ευαγγέλιον εν Βουγια
1306, αλλά συνελήφθη και εκρατείτο ικανά έτη εν ειρατή. Ελευ
θερωθείς, επανέκαμψεν εις Αλγερίαν και εκείθεν εις Τύνιδα ώς
ιεροκήρυξ, ένθα τέλος ελιθοβολήθη υπό των κατοίκων. Κατά τι
νας δεν απέθανεν εκ του λιθοβολισμού, αλλ' ημιθανής μετηνέχθη
υποχριστιανών εμπόρων εις την νήσον Μαϊόρκαν, και αναρρώσας,
μετέβη εις Ιταλίαν, ένθα ετελειοποίησεν, ώς λέγεται, την κατα
σκευήν του φιλοσοφικού λίθου. Έπειτα μεταβάς εις Αγγλίαν, κατε
σκεύασεν, ώς λέγεται, διά τον βασιλέα σημαντικήν ποσότητα χρυ
σού, ήτις έμελλε να χρησιμεύση είς τινα σταυροφορίαν, αλλά κατη
ναλώθη εις τον κατά της Γαλλίας πόλεμον. Μετά το 1333 ουδέν
περί αυτού πλέον ηκούσθη.
Ο Ράυμουνδος Δούλος, ώς οπαδός των αλχημιστών, παρε
δέχετο την σύνθεσιν τών μετάλλων, εδίδασκε την κατασκευήν του
φιλοσοφικού λίθου, παρομοιάζων αυτόν προς την πέψιν, την πα
ραγωγήν του αίματος και των λοιπών χυμών εν τώ ζωικό οργα
νισμώ εγίνω σκε το εύφλεκτον του οινοπνεύματος και την εκκάθαρ
σιν αυτού δι' επανειλημμένης αποστάξεως και οξυανθρακικού κά
λεος ο Λούλος εκαυχάτο ότι εγνώριζε την κατασκευήν του χρυσού
και των πολυτιμωτάτων λίθων εξέδοτο δε πολλά συγγράμματα.
Ο 14ος αιών ουδένα ανέδειξε δυνάμενον να παραβληθή
προς τους προρρηθέντας αλχημιστάς. Κατά τον ΧΥ. αιώνα διέ
πρεψεν ώς έξοχος χημικός ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ, ζών εν
τη μονή του Αγ. Πέτρου, εν Ερφούρτη. Εγίνωσκεν ουτος να
διαχωρίζη τον χρυσόν από του αργύρου διά του νιτρικού οξέος,
την κατασκευήν δε τούτου εκ θειικού οξέος και νίτρου, την κατα
σκευήν του χλωρικού οξέος εκ θειικού οξέος και μαγειρικού άλα
τος, την κατασκευήν του θειικού οξέος εκ του θείου, την διά της
διά βευστού μεθόδου αποχώρισιν τών μετάλλων εκ των ουσιών
μεθ’ ών φύσει ευρίσκονται ήνωμένα. Εγίνωσκε τα άνθη του
θείου, το θειικόν καλούμενον βάλσαμον κλ. Σπουδαιότερα εισιν
αι πληροφορία αυτού περί των σκευασιών του στίμμεως διαιρεί
τ' ορυκτόν τούτο εις δύω είδη, διαφόρωυ κατ' αυτόν χημικής
συνθέσεως εγίνω σκε προσέτι και το Αntimonium diaphoreticum
και το βούτυρον αυτού. -
"0 Βασίλειος Βαλεντίνος είναι ό τελευταίος σπουδαίος
χημικός της αλχημιστικής περιόδου διότι κατά την επομένην
περίοδον οι αλχημισται ολίγης προσοχής αξιούνται. Προϊόντος
31

του ΧΥ αιώνος, επολλαπλασιάσθησαν τα προς σπουδήν μέσα.


Εκτός των εν Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία από του 13ου αιώνος
ίδρυμένων πανεπιστημίων, ιδρύθησαν τοιαύτα εν Αγγλία ( 0ξ.
φόρδη), εν Γερμανία (Ειδελβέργη), εν Σουηδία 1476, εν Δανιμαρ
κία (Κοπενάγη 1478) και Πολωνία (εν Κρακοβία 1400). -
Αι ιδέαι των αλχημιστών παρατείνονται ουχ ήττον μέχρι
του 19ου αιώνος προ 10 ετών έτι εξεδόθη εν Γαλλία βιβλίον,
προωρισμένον να εξαπατήση τόν κόσμον δι' αλχημιστικών ιδεών
Επί της επιγραφής του βιβλίου τούτου, όπερ δεν ήδύνατο ν'
ανοίξη τις προ της αγοράς, ο συγγραφεύς διεκήρυττεν, ότι εφευρε
την τέχνην να κατασκευάζη χρυσόν. Αλλ' εν τώ κειμένω ανεφέ
ροντο μόνον διάφορα μίγματα, δυνάμενα ν' αντικαταστήσωσι τον
χρυσόν. Αδύνατον όθεν νά όρισθή ή χρονική της αλχημείας διάρ
κεια, ήτοι ή ζήτησις της τών μετάλλων εξευγενίσεως, αφού και
εν τη νεωτέρα εποχή δίδει τοιαύτα σημεία υπάρξεως.
Αποφαινόμενοι περί του σκοπού, όν ή αλχημεία επεδίωξε,
κατά την ενεστώσαν κατάστασιν της επιστήμης, λέγομεν ότι δυνά
μεθα μεν να κατασκευάσωμεν διάφορα μίγματα, αλλ' εφ' όσον
τουλάχιστον ο χρυσός και ο άργυρος εισί γνωστά ώς άπλά στοιχεία,
αδύνατον να κατασκευασθώσι ταύτα τεχνητώς, ήτοι τεχνητά
προϊόντα να συμφωνώσιν όντως προς τα φυσικά.
Ανακεφαλαιούντες, λέγομεν, ότι ανατίθεται μεν υπό τινων ή
αρχή της αλχημείας εις εποχήν προϊστορικήν, απεδόθη μάλιστα
εις μυστικάς δυνάμεις αλλ' ή επικρατούσα ιδέα είναι ότι η αλχη
μέια προέρχεται εξ Αιγύπτου. Ως πρόδρομος αυτής θεωρείται ό
Ερμής τρισμέγιστος. Το όνομα τούτο αναφέρεται400μ. Χ. υφ'
όλων των αλχημιστών, ει και η ύπαρξις του ανδρός αμφισβητεί
ται. Λέγεται ότι έζησεν ουτος εν Αιγύπτω. 0 Διόσκορος υπαινίτ
τεται ότι και οι Αιγύπτιοι ιερείς ήσκούντο περί την αλχημέιαν. -
Οι διίσχυρισμόι, ότι της αλχημείας ή αρχή είναι αρχαιοτέρα, δεν
δύνανται ν' αποδειχθώσιν. Επίσης δεν δυνάμεθα να παραδεχθώ
μεν ότι κατά την εποχήν εκείνην ήν γνωστή τέχνη τις πρός μετα
βολήν των μετάλλων. Αναφέρoυσι μεν ιεραπόστολοι ότι και εν
Κίνα υπήρξαν αλχημισται 630 π.Χ. μάλιστα και προ 2500 ετών π.Χ.
αλλά τα τοιαύτα εισίν ανάξια προσχής. Ο πρώτος βασίμους πλη
ροφορίας περί της αλχημείας παρέχων είναι ο Ιούλιους Ματήρνος
Φίρμικος (350 π. Χ.)
Το αρχαιότατον άξιον μνείας αλχημιστικόν σύγγραμμα, ει
και δεν δύναται νά όρισθή ακριβώς η εποχή εις ήν ανήκει, είναι
τα ,φυσικά και μυστικά" Δημοκρίτου τινός, εκδοθέντα λατι
νιστι τον ΧVΙ αιώνα.
32

Πρώτος αλχημιστής συγγραφεύς είναι ο μνησθείς ήδη Συνέ


σιος εκ της Αλεξανδρινής σχολής, δεχθείς τον χριστιανισμόν, και
επίσκοπος Πτολεμαίδος 410 μ. Χ. Μετά τούτον ο Ζώσιμος ο Πα
νοπολίτης, εκ της όμωνύμου πατρίδος Πανοπόλεως κληθείς. -
Ομολογουμένως από της κατακτήσεως της Αιγύπτου υπό
των Αράβων άρχεται νέα της Αλχημέιας εποχή.
Εις τον φιλοσοφικόν λίθον απεδίδοντο αι έξής ιδιότητες,
προξενεί απόλυτον επαύξησιν βάρους δύναται μάλιστα να παρα
γάγη ύλην εκ του μηδενός μικρά ποσότης φιλοσοφικού λίθου,
τιθεμένη εις επαφήν μετ' αγενών μετάλλων, προάγει εκ του μηδε.
νός σχεδόν άργυρον. Εκ τών εξημμένων τούτων ιδεών φαίνεται
ποία μωρία κατείχε τους αλχημιστάς. Αλλ' ή ζήτησις της πραγμα
τοποιήσεως τοιόυτων ιδεών υπήρξεν αφορμή επισταμένης έρεύ
νης, δι' ής πλείστα πραγματικά εγνώσθησαν.

--=-2 ( e-ΕΣ--
Β' ΤΜΗΜΑ.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ.

Από του πρώτου τετάρτου του 16ου μέχρι τών μέσων


τού 17ου αιώνος.

Κατά την εποχήν ταύτην ή χημεία συνεταυτίσθη μετά της


ιατρικής, ήτοι ήρξατο προσπάθειά τις πρός εξήγησιν των ιατρι
κών φαινομένων διά χημικών αξιωμάτων, ώστε ή ιατρική εθεω
ρείτο ύπο πολλών μέρος μόνον της εν χρήσει χημείας, η Ιατρο
χημεία" καλούμενον. 0ι ιατροί ήρξαντο καταγινόμενοι εις επί
τευξιν χημικών σκευασιών προς ιατρικούς σκοπούς. -
Κατά την εποχήν ταύτην τα πνεύματα ήσαν τοσούτον εξημ
μένα διά των παραδοξολογιών της τότε χημείας, της αστρομαν
τείας κλπ. ώστε οι φυσιολόγοι ήδυνάτουν να συντελέσωσιν εις δια
φώτισιν και προαγωγήν της επιστήμης, Ιατρός τις π. χ. Κουί
ρίνος Απολλινάριος, ένεκα της ήδυπαθείας αυτού ότε μεν πτωχός,
ότε δε πλόυσιος, και ο άστατος πολυμαθής Ερρίκος Κορνήλιος
Αγρίππας εκ Κολωνίας, από πόλεως εις πόλιν περιπλανώμενος,
και από επιστήμης εις επιστήμην μεταβαίνων, επρέσβευον ότι το
πάν συγκρατείται διά συμπαθείας όμοίων και δι' αντιπαθείας
ανομοίων πραγμάτων διά τούτο και έκαστος των αστέρων επε
νεργεί επί ώρισμένου τινός μετάλλου. Ζώα δύνανται να παραχ
θώσιν άνευ σπέρματος εξέτερογενών πραγμάτων δαίμονες βασι
λεύουσιν εφ' όλης της φύσεως, εν τώ ύδατι, εν τώ πυρί, εν τώ αέρι
και εν τη γή, ούς δύναται τις να εξορκίση διά διαφόρων θυμιαμάτων,
Ει και ο Λούθηρος διέχυσε φώς τι κατά της δεισηδαιμονίας,
της κατεχούσης τα πνεύματα της εποχής του, απέδιδεν ουχ ήττον
και αυτός τάς πλείστας ασθενείας τώ διαβόλω, όν είδεν, ώς διί
σχυρίζεται, πολλάκις, υπό το σχήμα μοναχούμε γαμψούς όνυχας,
Και ο Μελάγχθων αυτός επίστευεν έτι την ύπαρξιν πνευμάτων,
3
34

Ουδέν άπορον όθεν άν ο 16ος αιών βρίθη θαυμάτων, μαγειών,


δαιμονιζομένων, αστρολόγων, μάντεων κλπ.
Εν τοιαύτη της επιστήμης καταστάσει ανεφάνη ό ΠΑΡΑ
ΚΕΛΣΟΣ (Φίλιππος Αυρεόλος, Θεόφραστος Βομβάστης Χοενχαίμ)
ανήρ διά μεγάλων φυσικών προτερημάτων πεπροικισμένος, αλλά
κεφαλή τά μάλιστα εξημμένη. Εγεννήθη ουτος 1493 εν Ελβετία.
Ο πατήρ αυτού Γουλιέλμος Βομβάστης, υιός του Γεωργίου Βομ
βάστου Χοενχαϊμ, ταξειάρχου του τάγματος των Ιωαννιτών, ια
τρός, εδίδαξε τον υιόν του την ιατρικήν, αστρολογίαν και αλχη
μείαν. 0 Παρακέλσος περιεφέρετο επί πολύ, σχετιζόμενος μετά
διαφόρων συγχρόνων σοφών εδίδασκε τους ανθρώπους, αστρο
λογών, και επαρουσίαζε κατ' αίτησιν δαιμόνια. Διισχυρίζετο ότι
εσπούδασεν εις γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά πανεπιστήμια, ότι
περιηγήθητας ανατολικάς χώρας, την Ταρταρίαν και Αίγυπτον,
την Ουγγαρίαν, Πρωσσίαν, Ισπανίαν και Πολωνίαν, μέχρι του
τριακοστού έτους της ηλικίας του. Τοιούτον αγυρτικόν και νομα
δικόν βίον διάγων, αδύνατον ήν ν' αποκτήση επιστημονικήν μόρ
φωσιν, και ώς ο ίδιος ώμολόγει επί 10 έτη δεν ανέγνωσε βιβλίον.
Κατείχετο όμως υπό μεγάλης περί των γνώσεών του ιδέας, Αναμ
φισβητήτως έμαθε πολλά, και εγίνωσκε να μεταδίδη ταύτα, Διά
την χημείαν είναι πάντως σπουδαίος, καθότι ενδιατρίψας εις διά
φορα μεταλλεία, και σχετισθείς μετά πολλών αλχημιστών, συνέ
λεξε και εγνώρισε κατά τάς περιηγήσεις του πολλά ιατρικά, και
απέκτησε μεγάλην πείραν και έτοιμότητα προς χημικάς εργασίας.
Συνεπεία επιτυχούς θεραπείας ασθενειών, άς οι πλείστοι των ια
τρών ενόμιζον ανιάτους, απέκτησε τοσαύτην φήμην, ώστε το 1526
διωρίσθη καθηγητής της φυσιολογίας και χειρουργίας εν Βασέλφ
(Βasel) προσείλκυσε δε τους πλείστους διά της ελπίδος επιτυχίας
ελιξιρίου, δι' ου ο βίος δύναται να παραταθή κατά βούλησιν. Αλλά
καταληφθείς υπό μέθης, υπερβολικής οιήσεως και κακολογίας, και
ένεκα τούτου πολλούς κατ' αυτού επισύρας εχθρούς, ηναγκάσθη
κατά προτροπήν φίλων του ν' απομακρυνθή του Βασέλου (1527).
Έκτοτε διήγε βίον άστατον, συναναστρεφόμενος μετά μάγων,
αθιγγάνων, δημίων, διανύωντας νύχτας εν καπηλείοις μετά χωρι
κών συνέζη μετά της κατωτάτης του λαού τάξεως, περιπλανώμενος
εν Βαυαρία, Βοεμία, 0υγγαρία, Βιέννη ετελεύτησε τέλος εν τώ
νοσοκομείφ του Σαλσβούργου οικτρώς (1541). -
Είναι λίαν δυσχερές ν' αποφανθή τις κατά πόσον συνετέλε
σεν ο Παρακέλσος εις την προαγωγήν της χημείας διότι οι μα.
θηταί και οπαδοί αυτού, οίτινες εξέδωκαν τα πλείστα των συγ
γραμμάτων του, ή δεν ενόησαν αυτόν καλώς, ή ένεκα του βίου
35

του ήπατήθησαν ώς πρός τάς επιστημονικάς βάσεις. Είναι προ


σέτι δύσκολον να τηρηθή αλληλουχία ή συστηματική σειρά εις τάς
αποδιδομένας αυτώ διδασκαλίας. 0 Παρακέλσος εθεώρει την χη.
μείαν ώς μίαν τών της ιατρικής βάσεων, (αι λοιπαι τρείς ήσαν
ή φιλοσοφία, ήτοι καββάλα και μαγεία, υπ' άλλην της λέξεως έν,
νοιαν ή την εν τη νεωτάτη εποχή ή αστρονομία ή αστρολογία
και ή αρετή), και μεγάλην έπομένως αξίαν διά τον ιατρόν έχουσαν.
Η σπουδαιότης αύτη της χημείας, ώς προς την ιατρικήν, διέλαθε
τους συγχρόνους εξόχους άνδρας ο Παρακέλσος όθεν εξέπληττε
πάντας δι' επιτυχούς χρήσεως χημικών σκευασιών εν τη θεραπευ
τική, και πολλά τών ιατρικών τούτων τιμώνται έτι και νύν. "// φαρ
μακευτική επλουτίσθη διά της χρήσεως πολλών ορυκτών, άτινα
διέλαθον τους προγενεστέρους ή απεδοκιμάσθησαν υπ' αυτών. Ανα
φέρει περί της χρήσεως των σιδηρούχων βαμμάτων, του σιδηρού
χου κρόκκου, των ανθέων του θείου, συνήθως εν συνθέσειμετ' αλοής,
μύρρας και κρόκκου ιδίως κατά της πανώλης. Έδιδε θειϊκόν οξύ
ου μόνον δι' εξωτερικά δερματικά νοσήματα, αλλά και εσωτερικώς
δια στομαχικά. 0 Παρακέλσος ήν εις των πρώτων, οίτινες διεκοί,
νωσαν ότι τα δηλητήρια, δι' άρμοδίας χρήσεως, καθίστανται δρα
στηριώτατα ιατρικά. Ούτος συνιστά ου μόνον διαφόρους του μο
λύβδου σκευασίας διά τά δερματικά νοσήματα, αλλά και του στίμ
μεως δι' εσωτερικήν χρήσιν, προπάντων τον υπ' αυτού αναρμό
στως η Μercurius vitae" κληθέντα κυανούν χάλκανθον, ώς ενδυνα
μούντα και καθαρίζοντα τον στόμαχον άνευ εξασθενίσεως αυτού,
ώς και άλλλα εχρυτικά μέσα, ει και η νυν ιατρική προσπαθεί ν'
απομακρύνη την χρήσιν τοιούτων μεταλλικών μέσων, άτινα απο
δεδειγμένως καθάπτονται του οργανισμού. Εντελέστερον δε των
προ αυτού εδίδαξε την κατασκευήν ελαίων και άλάτων εκ διαφό
ρων φυτικών ουσιών, την αφαίρεσιν του ύδατος διά ψύξεως εκ
του οίνου, όστις τοιουτοτρόπως ισχυροποιείται εβεβαιωθη δ' ότι
ό οίνος, πηγνύμενος και αναλυόμενος πάλιν, εξασθενεί. Εδίδαξε
την επιχρύσωσιν διά διαλελυμένου χρυσού. Ευρε την διαφοράν
της στυπτηρίας από του πρασίνου χαλκάνθου, συνισταμένην εις
τούτο, ότι ή στυπτηρία ουδέν εμπεριέχει μέταλλον, αλλά γήν ήνω
μένην μεθ' ένός οξέος. Εγινωσκε το αρσενικόν και άπασαν την
μεταλλικήν αυτού κατάστασιν επίσης ακριβέστερον των προ αυτού
εγνώριζε τον ψευδάργυρον, την ενέργειαν του αμμωνιακού άλατος
επί των μετάλλων, και την ισχυράν διαλυτικήν δύναμιν του νιτρώ
δους χλωρικού οξέος επ' αυτών. Αναφέρει περί της ιδιότητος του
ύειώδους οξέος του μεταβάλλειν, ώς και οι θειώδεις ατμοί τά φυ
τικά χρώματα εγνώριζε το άρωμα των φυτών και το φλογιστόν
36

του χάλυβος. Εκτός του καθαρού αέρος εγνώριζεν έτερα υγρά


όμοια τώ αέρι. Εφρύνει ότι ο αήρ συνίσταται εξ ύδατος και πυρός.
Απέδωσε την εκπύρωσιν των σπινθήρων, ούς επέμπει ο σίδηρος
εκ του χάλυβος εις το εν τώ αέρι ευρισκόμενον πύρ, και εποίει
διάκρισιν όρατού και αοράτου πυρός.
Ει και αναμφισβητήτως θαυμάσια εισί τα έργα ταύτα, ο Παρα
κέλσος, ένεκα του τρόπου, καθ' όν μετήρχετο την χημείαν και των
αξιωμάτων, ά ανέπτυξεν, επροξένησε μεγάλην βλάβην εις τας λοι
πάς επιστήμας εθεώρει π. χ. απαραίτητον διά την χημείαν την
αστρονομίαν και την μαγείαν, φρονών ότι συντελούσιν αυται προς λύ
σιν των δυσχερών προβλημάτων, άτινα πάς άλλος χημικός της εποχής
εκείνης, άμοιρος τούτων, δεν ήδύνατο, ούτε επεχείρει ποτέ να λύση.
Λίαν παραβλάπτουσι προσέτι τα συγγράμματα και την δι
δασκαλίαν του Παρακέλσου ή υπερβολική αυτού κλίσις προς την
αλχημείαν. Ει και αφ' ενός αναφέρει, ότι οι αποπειραθέντες να
ποιήσωσι διά της χημείας χρυσόν εματαιοπόνoυν, διότι τούτο
είναι μύθος, αποφαίνεται παραδόξως αφ' ετέρου, ότι αυτός δεν
κατώρθωσεν έτι να πραγματοποιήση τον φιλοσοφικόν λίθον, και
ποιεί λόγον περί της μετατροπής των μετάλλων και περί του φιλο
σοφικού λίθου, ώς περί πραγμάτων αναμφιβόλων. Έπειτα διί
σχυρίζεται αλλαχού ότι κατώρθωσε τούτο, και ότι προσεποίησεν
εαυτώ απείρους θησαυρούς. Τινές των μαθητών του βεβαιούσιν
ότι υπήρξαν αυτόπται μάρτυρες της μεταβολής των μετάλλων.
Αναφέρει προσέτι, ότι ο υδράργυρος άνευ μετάλλων δεν στερεο
ποιείται, και τη βοηθεία μετάλλων δεν μεταβάλλεται πάντοτε εις
άργυρον. Εθεώρει δε τον υδράργυρον, το θείον και το άλας ώς
στοιχεία, ου μόνον όλων των μετάλλων, αλλά και όλων των σωμά
των και του ανθρώπου αυτού. Διά των μετά προθέσεως πολλάκις
χαλκευομένων παραδοξολογιών τούτων, διά του φιλοσσφικού λίθου,
των βαμμάτων, θαυμάτων και ελιξιρίων του, εις τα όποία αυτός
και οι μαθηταί του επέμενον κατά των οπαδών του Γαληνού ια
τρών, επροξένησε μεγάλην βλάβην. Εντούτοις εις πολλά μέρη
των συγγραφών του αναφέρει, ότι δεν υπάρχουσι διά πάσαν ασθέ.
νειαν αντιφάρμακα, ότι δε τα ιατρικά πολυτρόπως ενεργούσιν, επί
τινων μάλιστα ανθρώπων ουδεμίαν ενέργειαν έχoυσι, και επομέ
νως ο ιατρός πρέπει να καθοδηγήται υπό της ασθενείας. Προσπα
θεί να εφαρμώση και εις την φυσιολογίαν, ό, τι καλεί αλχημείαν,
ώς εξής. - "Εκαστον μέρος του ανθρωπίνου σώματος εμπεριέχει
το θείον, το άλας και τον υδράργυρον το θείον είναι εν τώ κρέατι
ερυθρούν ώσάυτως εν τώ αίματι, τους σπλάγχνοις, τώ λίπει, τώ
μυελώ και τους οστοίς το άλας πράσινον εν τη χολή ο υδράργυρος
37

βαρύς εν τώ κρέατι, κούφος εν τοις πνεύμοσι, μέτριος εν τοις οστοίς.


"0 ίδρώς είναι αρσενικώδης μεν εν τοις μέλεσι, μυελώδης δε εν
τοις ουσίν. Αναφέρει αστερικόν τι άλας, ώς την βάσιν της συ
στάσεως των σωμάτων και του υπολείμματος μετά την καύσιν αυ
των θείον τι δι' αστερικής επιρροής ζωογονούμενον, ώς αιτίαν
της αυξήσεως και καύσεως των σωμάτων αστερικόν υδράργυρον,
ώσ την αιτίαν της υγρύτητος και εξατμίσεως αυτών διίσχυρίζεται
δε, ότι τα τρία ταύτα συναντώμενα, αποτελούσε το σώμα.
Την κυρίαν ενέργειαν εν τώ ζωϊκώ σώματι, την ενέργειαν
του χημιστου αποδίδει εις Αρχαίον τινά, όστις εν τώ στομάχω,
εντελέστερον δ' εν τώ στομάχφ του χοίρου, αποχωρίζει το δηλη
τήριον από των θρεπτικών ουσιών και χορηγεί αυτούς το βάμμα,
δι' ου γίνονται κατάλληλα προς την αφομοίωσιν. Κατ' αυτόν ό
άρτος μεταβάλλεται εις αίμα, και τούτο χρησιμεύει ώς κανών τώ
ιατρώ, όστις δεν πρέπει να μεταβάλλη αμέσως τους χυμούς, αλλά
να διευθετη την ενέργειαν των ιατρικών επί του στομάχου και επί
του εν αυτώ τεχνήτου. 0 Αρχαίος, εκτελεί αυθαιρέτως όλας τας
μεταβολάς, μόνος πολλάκις θεραπεύει την ασθένειαν έχει χείρας
και κεφαλήν, και είναι, το πνεύμα της ζωής (Spiritus vitae), το
αστερικόν σώμα του ανθρώπου. Κατοικεί δε κυρίως εν τώ στομά
χω αλλ' έκαστον μέλος έχει ίδιον στόμαχον, ένθα κατά την ιδέαν
αυτού, εκτελείται ο αποχωρισμός Παρατηρεί ορθώτατα την δια
φοράν μεταξύ ούρων, εν οις σώζεται έτι ή ιδιότης των ποτών, και
εκείνων αφ' ών αύτη εξέλιπε. Σπουδαιότερον τών της ιατροχημι
κής διδασκαλίας αυτού εστί το περί Ταρτάρου υπό τ' όνομα τούτο
ενόει ο Παρακέλσος την αιτίαν πολλών ασθενειών, π.χ. την πή
ξιν τών χυλών, την κατάπτωσιν ουσιών, άιτινες εν τη υγιει καστά
σει εισι διαλελυμέναι. Περί τα έξήκοντα συγγράμματα, σχέσιν έχοντα
προς την χημείαν, αποδίδονται αυτώ. -
Σύγχρονος του Παρακέλσου ήν ο Γεώργιος ΑΓΡΙΚΟΛΑΣ,
γεννηθείς 1404 μ. Χ. και εκπαιδευθείς την ιατρικήν εν Λειψία.
Κατέγεινεν εις την ορυκτολογίαν και μεταλλουργίαν, επισκεφθείς
τα τότε ακμάζοντα μεταλλεία. 0 ήγεμών της Σαξωνίας παρεχώ
ρησεν αυτώ χρηματικόν ποσόν, δι' ου κατώρθωσε να επιδοθή
αποκλειστικώς εις τάς φυσικάς επιστήμας μέχρι του θανάτου
αυτού 1555. -

Αι επιστημονικα αυτού προσπάθεια απέβλεπον την ορυκτο


λογίαν κυρίως. Κατά την νεότητα αυτού κατείχετο έτι υπό των
αλχημιστικών ιδεών κατόπιν όμως ωνόμασεν αυτάς αποπλανήσεις.
Αί έρευνα αυτού περί μετάλλων, και αι όδηγία περί της παρα
σκευής αυτών εχρησίμευσαν βραδύτερον εις την γενικήν αναλυ
38

τικήν χημείαν, Εδίδαξε την εκκάθαρσιν τών μετάλλων δι' οπτή


σεως τήν εξαγωγήν και κάθαρσιν του κατά ταύτην αναδιδομένου
θείου την εξαγωγήν του χαλκού την αποχώρησιν του αργύρου
από του χαλκού και του σιδήρου διά μολύβδου την εξαγω
γήν του υδραργύρου, του στίμμεως και βισμουθίου. Εδοκίμαζε
διά της μεθόδου του πυρός τα μέταλλα, και ώριζε τα ευγενή μέ
ταλλα προς τούτο μετεχειρίζετο την διά μολύβδου κάθαρσιν προς
αποχωρισμόν του χρυσού από του αργύρου, την ανάμιξιν μετά
θείου ή θειούχου στίμμεως έτι δε και το νιτρικoν οξύ κατά μέθο
δον διάφορον κτλ. -
Αντίπαλοι του Παρακέλσου ήσαν ό Έραστος και Σμέτς α
Λέδα εξ Ελβετίας, αμφότεροι διδάσκαλοι της ιατρικής εν Εϊδελ
βέργη, επίσης και ο Βρούνος Σεϊδελ. Κατά της τότε καλουμένης
χημείας και κατά της κακής αυτής χρήσεως εξηγέρθησαν μάλιστα
οι Γάλλοι ιατροί, Ι. Ριολάνος, Τουσανός Δουκρέτος, Ι. Αυβέρτος,
Γ. Κουρτίνος, Α. Πενότης, Γεώρ Βερτίνος και άλλοι αλλ' οι μαθη
ται και φίλοι του Παρακέλσου υπερασπίσθησαν τον διδάσκαλον
αυτών διά της εκδόσεως των συγγραμμάτων αυτού ή δι' ιδίων συγ
γραφών. Ευθύς μετά ταύτα ανεφάνησαν άλλοι οπαδοί του Παρα
κέλσου, εξασκούντες διά της διδασκαλίας αυτών τας θεοσοφιστι
κάς, αλχημιστικάς και άλλας αυτού διδασκαλίας εκ τούτων ήσαν ο
Γ. Δόρνος, Α. Ελίγγηρος, Γ. Φαιδρός, Βαρθολομαίος Καρίχτηρος,
αρχιατρός του αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού, εκδούς βιβλίον περί
της αντιπαθείας και συμπαθείας των βοτανών, και ο Φ. Ρ. Ραίκος.
Η διδασκαλία του Παρακέλσου έσχε και εν Γερμανία πολ
λούς οπαδούς εκ των διασημοτέρων είναι ο Λεονάρδος θ0ΥΡ.
ΝΕΥΣΗΡΟΣ, υιός χρυσοχόου. Γεννηθείς 1530, έμαθε το
επάγγελμα του πατρός του. Ηναγκάσθη να δραπετεύση της πα
τρίδος του, ένεκα απάτης κατά τινος Ισραηλίτου, προς όν έδωκεν
αντί καθαρού χρυσού μόλυβδον επιχρυσωμένον. Περιεπλανήθη εν
Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, και κατετάχθη εις τον στρατόν του
κόμητος Χρηστοφόρου του Ολδεμβούργου μετά τήν αποστρατείαν
τΟ !) περιηγήθη διάφορα μεταλλεία, και επανελθών εις Στρασβούρ

γον, μετήρχετο τον χρυσοχόον. Το 1558 εγένετο διευθυντής με


ταλλείων τινών εν Τιρoλία και έφείλκυσε τον δίκαιον έπαινον πολ
'λών επισκεφθέντων αυτόν σοφών. Το 1560 εκλήθη εις Σκωτίαν.
περιηγήθη έπειτα πολλάς χώρας μέχρι του 1570. 0 Εκλέκτωρ
του Βραδεμβούργου Ιωάννης Γεώργιος, μεγάλας ελπίδας τρέφων
εις τα μεταλλεία, και ένεκα της επιτυχούς θεραπείας της συζύ
γου του υπό του θουρνευσήρου, παρέλαβεν αυτόν εις Βερολίνον
ώς αυλικόν ιατρόν του. Ενταύθα ευρίσκετο εις σχέσιν μετ' αν
:39)

δρών πάσης περιοπής, και διά της δραστηριότητός του απέκτησε


σημαντικήν περιουσίαν αλλ' ένεκα απάτης άλλων και ιδίας του
απερισκεψίας ηναγκάσθη να δραπετεύση και εδυσφημίσθη ώς
αγύρτης και μάγος. Απέθανε 1484. -

‘0 θουρνέυσηρος είχε τάς αυτάς θεοσοφιστικάς, αστρο


λογικάς και αλχημιστικάς βάσεις του Παρακέλσου, όν τιμά υπέρ
πάντας εξεθείαζε ώς εκείνος τα χρυσά βάμματα και άλλα εκ
χρυσού παρασκευαζόμενα ιατρικά, και κατ' αυτόν άλας, θείον και
υδράργυρος, ή γη, αήρ και ύδωρ, εισίναι αρχικαι ουσία όλων
των λοιπών σωμάτων το άλας παρωμοίαζε προς το σώμα, το
πνεύμα και τον υδράργυρον προς την ψυχήν. Λαμβάνων ούρος, το
ετάραττε, και ζυγίζων αυτό, απεφαίνετο εκ του βάρους περί των
παθημάτων του ανθρώπου ή απέσταζε τούτο, και εν τώ δοκιμα
στηρίφ εστήριζε σωλήνα, έχοντα κλίμακα, ής έκαστος βαθμός
ανταπεκρίνετο εις μέρος τι του ανθρωπίνου σώματος εκ των
παρουσιαζομένων δε φαινομένων έκρινε περί της καταστάσεως
εκάστου των μερών του σώματος.
Οπαδοί του Παρακέλσου ήσαν ώσαύτως ο εν Δανιμαρκία
αρχιατρός του Φριδερίκου ΙΙ Πέτρος Σεβερίνος, και ο Βερνάρδος
Γεώργιος Πενότης, όστις εγένετο μάρτυς της διδασκαλίας ταύτης,
διότι κατεδαπάνησε πάσαν αυτού την κολοσσαίαν περιουσίαν, ζη
των μέχρι τέλους της ζωής του τον φιλοσοφικόν λίθον και το γε
νικόν ιατρικόν.
Ο υπό τ' όνομα ΚΟΥΕΡΚ/ΤΑΝΟΣ γνωστός Ιωσήφ δε
Χησνά, εγεννήθη 1521 εν Γασκωνία εχρημάτισεν άρχιατρός του
βασιλέως Ερρίκου ΙV. και απέθανεν εν Παρισίοις 1609. Εθεώ
ρει ώς ό Παρακέλσος τρείς αρχικάς ουσίας των σωμάτων, αλλ'
ιδιαίτερα σπέρματα των ασθενειών. Πρώτος υπεστήριξε και εγε
νίκευσε την ιδέαν ότι ή αιθάλη των φυτών εμπεριέχει έτι τα συ
στατικά της καείσης ουσίας και εφρόνει ότι διά χημικής ενεγείας
δυνατόν να αναχθή πάλιν εις το καέν φυτόν. Τάς χημικάς ταύτας
ενεργείας ωνόμασε,,Παλιγγενεσία ν." -
Ο θεόδωρος ΤΟΥΡΚΕΤΗΣ ΜΑΥΕΡΝΗΣ, γενηθείς 1573
εν Γενεύη, και εν Παρισίοις εκπαιδευθείς, ήν ώσαύτως οπαδός
του Παρακέλσου. Ηξιώθη της ευνοίας του βασιλέως της Γαλλίας,
και εθεωρείτο ώς έξοχος χημικός της εποχής του ή επιστήμη
οφείλει αυτώ διαφόρους σπουδαίας ανακαλύψεις. Πρώτος παρετή
ρησε το εύφλεκτον του εκ σιδήρου και αραιωμένου θειικού οξέος
αναπτυσσομένου αερίου, και εδίδαξε την εξάχνισιν των ανθέων
της βενζόης.
40

"Οπαδός του Παρακέλσου ήν προσέτι και ό αυλικός ιατρός


'0σμάλδος Κτόλλας, όστις εγνώριζε καλώς τόν χλωρικόν άργυρον.
Εφεύρε σύνθετόντι ιατρικόν, ονομάσας αυτό ένεκα της σκληρό
τητός του ηλίθον " το βραδύτερον γνωστόν υπό το όνομα ,lapis
medicamentosus efficax". Σύγχρονος τούτου ήν και ό αρχιατρός
του δουκός του Μεκλεμβούργου Αδριανός εκ Μυνσίχτης, ό πρώ
τος περιγράψας την κατασκευήν της εμετικής τρυγός. -
Ο Ανδρέας ΛΙΒΑΒ/0Σ εκ Χάλλης σπουδάσας την ιατρι
κήν και χημείαν, μετήρχετο επί τινα καιρόν εν τη πατρίδι αύτου
τον ιατρόν. Διωρίσθη καθηγητής του γυμνασίου εν Ροτεμβούργω,
ειτα εν Κοβούργω, ένθα ετελεύτησεν ώς διευθυντής του καταστή
ματος τούτου (1616). Καίτοι συστηματικήν σπουδή ν έχων, επη
ρεάζετο και ουτος υπό του πνεύματος της εποχής. Εδόξαζε το
δυνατόν της ματαβολής των μετάλλων και την ενέργειαν του πο
σίμου χρυσού. Αλλά διέκρινε καλώς μέχρι τίνος ή χημεία έχει
κοινόν τι μετά της ιατρικής. Εγινωσκε την ενέργειαν των θειού
χων ατμών επί της μολυβδούχου τιτάνου την ανάμιξιν της κιννα
βάρεως μετ' αρσενικού και μολυβδούχου τιτάνου και την διά χρυ
σου ερυθροποίησιν της υέλου. Απεμιμείτο τεχνηέντως το Ρουβί
νιον, Τοπάζιον και τον Υάκινθον κατεσκέυαζεν οξύ εκ του θείου
διά προσθήκης νίτρου, Εγίνωσκε την ελαιώδη διάλυσιν της κα
φουράς εν νιτρικώ οξεί, οινόπνευμάτι εκ κέδρων κτλ την δι' απο
στάξεως μετά καυστικής του άλυκού ύδραργύρου άχνης παραγο
μένην καπνίζουσαν διάλυσιν του κασσιτέρου εν τώ χλωρικό οξεί,
ήτις ώς ιδία αυτού εφεύρεσις, φέρει έτι το όνομα, Spiritus fumans
libavii." Αί αναλυτικα αυτού γνώσεις περιωρίζοντο εις την δοκι
μην των μετάλλων διά της του πυρός μεθόδου. Εγίνωσκε μάλιστα
και την απόδειξιν της εν διαφόροις του μολύβδου είδεσι παρου
σίας αργύρου έγραψε περί της δοκιμής μεταλλικών υδάτων. Ιδίως
τιμάται ώς συστηματικώς συλλέξας τάς χημικάς γνώσεις και συγ
γράψας πρώτος εγχειρίδιον χημείας.
Και άλλος δε ιατρός του 17ου αιώνος, ο Αγγλος ΣΑΛΑΣ,
αποφαίνεται ώς ο Λιβάβιος περί της αξίας της διδασκαλίας του
Παρακέλσου και της χημείας προς την ιατρικήν. 0υτος εγεννήθη
εν Βικένζη, ήν εγκατέλιπεν ένεκα θρησκευτικών ερίδων, μεταβάς
εις Ζυρίχην, ένθα μετήρχετο τον πρακτικόν ιατρόν. Εντεύθεν
μετέβη εις Αμβούργον, ένθα διωρίσθη αρχιατρός του κόμητος
του 0λδεμβούργου. Εν έτει 1625 διωρίσθη αρχιατρός του δου
κός του Μεκλεμβούργου.
Και τοι υπέρμαχος της του Παρακέλσου διδασκαλίας, κατε
φέρετο κατά των αποδωσάντων θεραπευτικήν ισχύν τώ υγροπε
Α"
41

ποιημένφ χρoσφ. Απεναντίας εθεώρει θεραπευτικά μέσα τον


ύδράγυρον και το στίμμι διεσάφισε δε φαινόμενα τινά, θεωρού
μενα ανεξήγητα ή κακώς εξηγούμενα υπό των συγχρόνων αυτού.
Πρώτος ήρεύνησε διά χημικών πειραμάτων την σύνθεσιν των
σωμάτων, και κατέδειξε τα μέσα προς παρασκευήν αυτών. Πάν
τες οι σύγχρονοι αυτού εθεώρουν την εκ διαλύσεως του κυανού
χαλκάνθου και σιδήρου υποστάθμην του χαλκού ώς απόδειξιν της
μεταβολής τωνμετάλλων. 0 Σάλας απέδειξεν, ότι ό χαλκός περιέχε
ται ήδη εν τώ χαλκάνθω ουδεμία όθεν μεταβολή μετάλλων γίνε
ται. Πρώτος ώσαύτως αναφέρει περί της εξαισίας χημικής ενερ
γείας του χλωρικού υδραγύρου.
Αμφοτέρους όμως τους προμνησθέντας Σάλαν και Λιβά
βιον, επεσκίασεν ο Ιωάννης Βαπτίστας ΕΛΜΟΝΤΟΣ, γεννηθείς
εν Βρυξέλαις 15: 7. Προσεκολλήθη εις την εν Lowen σχολήν των
Ιησουϊτών, και κατέγεινεν εις την μυστικήν φιλοσοφίαν, και
ιδίως την μαγείαν. Μετά ταύτα επεδόθη εις την θεολογίαν, και ή
ζωηρά αυτού φαντασία, ήτις εκ νεότητος τον ενεφύχου, ενίσχυσε
την πεποίθησιν αυτού, ότι πάσαι αι δόξα και αι τιμαι εισί ματαιό
της. Απεφάσισεν όθεν ν' αποβάλη πάν μεγαλείον και ν' αφιερώση
τον βίον του εις αγαθοεργίας. Όπως μάλλον χρήσιμος καταστη,
απεφάσισε να σπουδάση την ιατρικήν. Ετίμα λίαν τον Παρακέλ
σον, αλλ' απέβλεπεν εις συστηματικήν επιστημονικήν σπουδήν, και
την αναμόρφωσιν τού εν ισχύει σφαλερού συστήματος. Ην εντού
τοις κομπορρημονέστερος και του Παρακέλσου, και εφρόνει ότι
είναι ό μόνος παρά θεού προωρισμένος ιατρός, όπως αναμορ
φώση και βελτιώση την ιατρικήν. Συνέγραψε πάντως μετά μεγά
λης σαφηνείας και ορθότητος. 0 Ελμόντος απέρριψε την ιδέαν
ότι πύρ, ύδωρ, αήρ και γή εισί στοιχεία των σωμάτων, πρώτον
διότι ό ίδρυτής της θεωρίας ταύτης Αριστοτέλης δεν ήτο χρι
στιανός, και επομένως ήμαρτυρία αυτού δεν είναι αξιόπιστος,
έπειτα διότι αυτός δεν ανεγνώριζε το πύρ ώς ουσίαν. Ωσαύτως
δεν παρεδέχετο τάς τρεις θεμελιώδεις ουσίας των αλχημιστών,
θείον, άλας και υδράργυρον και προ πάντων, ότι αι ουσίαι αυται
εισί στοιχεία και του ζωικού σώματος. Απεναντίας εθεώρει το
ύδωρ ώς κύριον συστατικόν όλων των σωμάτων κατ' αυτόν όλα
τα συστατικά των φυτών σχηματίζονται εκ του ύδατος, και τα
καυστικά και τα γεώδη, ήτοι ή τέφρα. Τούτο προσεπάθησε ν'
αποδείξη διά του εξής πειράματος έθεσεν εν αγγείω 200 λιτρών
ξηράν γην, και εν αυτή ενεφύτευσε βλαστον ιτέας βάρους 5 λι
τρών. Το αγγείον επροφυλάττετο επιμελώς από του κονιορτού δι'
επικαλύμματος, και καθ' εκάστην εποτίζετο με βρόχιον ύδωρ.
42

Μετά πέντε έτη εύρέθη ότι το βάρος της ιτέας ήυξησε κατά
164 λίτρας, ενώ ή εντφ αγγείφ γή, αποξηρανθείσα πάλιν, είχε
σχεδόν ακριβώς το αρχικόν βάρος. Εκ τούτου συνεπέρανεν ό
Ελμόντος, ότι μόνον το ύδωρ εισδύον, προξενεί την ανάπτυξιν
των φυτών, και εκ τούτου σχηματίζονται και αι εν αυτοίς ανόργα
νοι ουσία ήτοι, κατά την ιδέαν του, δύναται το ύδωρ να μετα
βληθή εις γην. Τοιουτοτρόπως απεπειράθη ν' αποδείξη, ότι το
ύδωρ είναι μόνον συστατικόν του ζωικού οργανισμού.
‘0 Ελμόντος πρώτος εισήγαγε το όνομα »Gase" διά τάς
αιθερίας ουσίας, και απ' αυτού άρχονται αι πρώται γνώσεις περί
τούτων. Ην μεν και προ αυτού γνωστή η ύπαρξις αερίων διαφό
ρους ιδιότητας εχόντων των του ατμοσφαιρικού αέρος, αλλ' ο
Ελμόντος έδειξε τον τρόπον, καθ' όν δύναται τις να κατασκευάση
και τεχνητώς τοιαύτα αέρια, εξ ου δύναται τις να εικάση εν γένει
την γένεσιν αυτών. Υπό τον όρον»Gase" ήτοι αέριον, εννοεί
είδη αέρος, όν δεν ονομάζει Gase. Κατ' αυτόν, τα αέρια διαφέ.
ρουσι των ατμών, καθ' ότι ταύτα δεν ανάγονται εις υγράν κατάστα
σιν διά ψύξεως τούτο δε διότι ήγνόει τα μέσα προς συναγωγήν
των αναπτυσσομένων αερίων και την χημικήν ενέργειαν τούτων
επί άλλων σωμάτων. Το ανθρακικόν οξύ, όπερ εύρισκε κατά την
ζύμωσιν του οίνου και ζύθου και κατά την καύσιν των ανθράκων,
ωνόμαζε, νgas sylvestre", ενίοτε δε νgas carboneum" παρετήρησε
δε την παρουσίαν αυτού και εν τοις μεταλλικοίς ύδασι του Spaa.
Εγινωσκεν ότι το εκ του στομάχου εξερρευγόμενον αέριον είναι
ανθρακικόν οξύ προσέτι, ότι το αέριον τούτο εύρίσκεται εν υπο
γείοις σπηλάιoις ότι εν αυτώ τα φώτα σβέννυνται και τα ζώα
αποπνίγνονται.
Σπουδαία εισί και αι χημικαι θεωρία αυτού. Ούτος π. Χ.
εξέθηκε το θεώρημα και εζήτει διά πειραμάτων ν' αποδείξη, ότι
ουσία τις εν πάση δυνατή συνθέσει διατηρεί την ιδιάζουσαν αυτή
φύσιν και δύναται πάλιν εκ της συνθέσεως ν' αποχωρισθή, έχουσα
τάς αρχικάς αυτής ιδιότητας. Υπεστήριξε την ιδέαν, ότι η μεταλ
λική στιλπνότης είναι ιδιάζον χαρακτηριστικόν των μετάλλων,
ενόσω ταύτα ευρίσκονται εν κανονική καταστάσει, και ότι τα μέ
ταλλα κατά πάσαν χημικήν μεταβολήν, δι' ένώσεως π. χ. μετά
θείου, ή μετατροπήν αυτών εις άλατώδεις συνθέσεις, αποβάλ
λουσι την στιλπνότητα αυτών μένει δε μόνον αύτη εις συνθέσεις
μετάλλων μετ' αλλήλων.
Ο Ελμόντος τιμάται μάλιστα, ώς προσπαθήσας να εφαρ
μώση τας χημικάς αυτού γνώσεις εις την φυσιολογίαν, παθολο
γίαν και θεραπευτικήν κατείδεν, ότι διά της παραδοχής στοιχείων,
43

υποθετικάς ιδιότητας εχόντων, ουδεμία εξήγησις των ζωικών


λειτουργιών επιτυγχάνεται. Προσεπάθησεν όθεν να σπουδάση
τάς χημικάς ενεργείας των υγρών εν τώ ζωϊκφ σώματι. Κατ'
αυτόν ή ζύμωσις είναι αιτία της γενέσεως οργανικών όντων εξ
όμοίων προϋπαρχόντων, αιτία της διαδόσεως και αναπτύξεως,
διά ταύτης σχηματίζονται εκ του αίματος οι θρεπτικοί χυλοί την
πρός πέψιν αναγκαίαν ζύμωσιν προξενεί εν τώ στομάχω οξύτι.
Η ζύμωσις επαυξάνεται διά της ζωικής θερμότητος αλλ' ή θερμό
της δεν είναι απαραίτητος όρος προς τούτο, διότι εν πυρετώδει
καταστάσει ή μεγαλειτέρα θερμότης δεν επιφέρει ταχυτέραν
και εντελεστέραν πέψιν. Η αλκαλικότης της χολής, ήτις εισδύει
εις το δωδεκαδάκτυλον έντερον, εξουδετερούσα κατά την περαι
τέρω κυκλοφορίαν τών χωνευομένων ουσιών τάς οξείας αυτών
ιδιότητας, διακωλύει την μετάβασιν του οξέος από του στομάχου
εις τα λοιπά όργανα Εν ασθενεί μόνον καταστάσει ενδεχόμενον
να πλεονάζη εν τώ στομάχω τοσούτον το οξύ, ώστε ή εξουδε
τέρωσις αυτού διά της χολής να ή ανεπαρκής. Ο Ελμόντος
εντούτοις δεν εθεώρει την πέψιν ώς χημικήν αποκλειστικώς ενέρ
γειαν, αλλ' εφρόνε και αυτός ότι υπάρχει εν τώ ανθρώπω πνευ
ματικός άρχων, ο αρχαίος καλούμενος.
"Απαντα τα συγγράμματα του Ελμόντου εξεδόθησαν υπό
του υιού αυτού εν έτει 1648, υπό τον τίτλον ortus medicinae vel
opera et Οpuscula omnia.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΛΛΥΒΗΡΟΣ, γεννηθείς εν Καρλστάτη 1604
αποθανών δε 1668, και το πεπροικισμένος διά μεγάλης αγχινοίας,
υπέπεσεν ώσαύτως εις τινας παραδοξολογίας. Εν τοίς συγγράμ
μασιν αυτού αναφέρει, ότι δέν επέτυχεν εισέτι την εξευγένισιν
των μετάλλων, αλλαχού δ' ότι προσεπάθησε ν' αποδείξη το δυνα,
τόν της μεταβολής τούτων, αλλ' αδιαφορεί περί της πραγματο
ποιήσεως ταύτης. Επίστευε την ύπαρξιν μέσου θεραπέυοντος
πάσας τάς ασθενείας. Κατέγεινε προ πάντων εις την κατασκευήν
ορυκτών οξέων, και κατεσκέυασε το χλωρικόν οξύ δι' επενεργείας
του θειικού οξέος επί του άλατος αντί του πρασίνου χαλκάνθου,
ώς οι προ αυτού. Ιδίως εφείλκυσε την προσοχήν του το θειικόν
νάτρον, ούτινος την ιατρικήν ενέργειαν εθεώρει τοσούτον γενικήν
και σπουδαίαν, ώστε εκάλει τούτο ,sal mirabile" ήτοι θαυμα
τουργόν άλας διά τούτο εις πολλά αρχαία συγγράμματα ιατρικά
το άλας τούτο αναφέρεται ώς - sal mirabile Glauberi. -
Ο Γλαυβήρος εγίνωσκε τα κυριώτερα συστατικά πολλών
άλάτων, την σύνθεσιν και ανάλυσιν αυτών. Πρώτος συνέλαβε την
ιδέαν περί τής ενεργείας, και το αποκαλών άλλως πώς την δύναμιν
44

ταύτην. Πρώτος ώσαύτως εδίδαξε και απέδειξε την διάλυσιν του


μαγειρικού άλατος και του νίτρου διά του θειικού οξέος. Αναφέρει
περί της αποστάξεως του ξύλου, καθ' ήν παρετήρησε το αναδιδό
μενον οξικόν οξύ, όπερ δύναται να μεταχειρισθή τις προς πάντα
σκοπόν, καθ' όν συνήθως γίνεται χρήσις όξους. Συνετέλεσε τα
μάλιστα εις την βελτίωσιν της τεχνικής χημείας, αποδείξας την
χρήσιν πολλών τεχνητών προϊόντων έγραψε π. χ. περί της κα
τασκευής του νίτρου, της υέλου, του όξους, του οινοπνεύματος,
και περί του τρόπου, καθ' όν δύνανται να εκκαθαρισθώσι τα πολύ
τιμα μέταλλα διά μολύβδου. Διά τών συγγραμμάτων του προσεπά
θησε να διεγείρη τον έρωτα των συμπατριωτών του Γερμανών
προς την τεχνικήν χημείαν, καταριθμών την πληθύντων εν τη
χώρα ταύτη ευρισκομένων θησαυρών, ούς ενέμοντο τα ξένη έθνη.
Εκ των πολλών σπουδαίων συγγραμμάτων του ιδιαιτέρας
μνείας άξιον εστί το ,tractatus de natura salium" ενώ περιγρά
φεται το απ' αυτού κληθέν γλαυβηρικόν άλας "sal mirabili
Glauberi" το τοσούτον χρήσιμον εν τη ιατρική και ταις τέχναις.
Επλούτισε την ιατρικήν διά νέων χημικών σκευασιών, και την
τεχνικήν χημείαν διά της βελτιώσεως και απλοποιήσεως των
καμίνων και αποστακτικών εργαλείων.
‘0 εξευγενούς Ολλανδικής οικογενείας καταγόμενος ΦΡΑΓ
ΚΙΣΚΟΣ ΣΥΛΒΙΟΣ ΔΕ ΛΑ Β0Ε γεννηθείς 1614, υπερέβη πάντας
τους προγενεστέρους δι' επιστημονικής μορφώσεως και μεγάλης
βαθυνοίας Εγκαταλιπών την πατρίδα του ένεκα εχθροπαξιών,
αίτινες ετάραττον τότε αυτήν, μετέβη εις Γερμανίαν, και εσπούδα
σεν εν Λάυδεν και εν Βασέλω την ιατρικήν. Αποκτήσας φήμην
μεγάλην ώς ιατρός και φυσιολόγος, διωρίσθη εν Λάυδεν καθηγητής
της ιατρικής και διετέλεσε τοιούτος μέχρι του θανάτου του 1672.
Ο Σύλβιος αποφαίνεται κατά της ιδέας του Ελμόντου, όστις
διευκρίνισε μεν μίαν των κυριωτέρων λειτουργιών του ανθρωπίνου
οργανισμού, την πέψιν, θεωρήσας ταύτην ώς γινομένην διά της
ζυμώσεως, αλλ' επίστευε την ύπαρξιν και ιδαιτέρας τινός πνευ
ματικής δυνάμεως, του αρχαίου. Ούτος θεωρεί την πέψιν ώς
απλώς χημικήν ενέργειαν. Εφρόνει ότι εν τώ σιέλφ υπάρχει ζυ
μωτικόν τι, όπερ και εν υγιεί καταστάσει εμπεριέχει οξύ εκτός δε
του σιέλου, υπάρχουσιν δύω υγρά εν τω σώματι, ών ή χημική ενέρ
γεια είναι λίαν σπουδαία, ήτοι ο χυλός του παγκρεατικού αδένος
και ο της χολής. 0χυλός του αδένος τούτου είναι εν τη υγιει κα
στάσει μάλλον οξύς, ό δε της χολής αλκαλικής φύσεως. Εν τω
δωδεκαδακτύλω εντέρω μίγνυνται οι δύω ούτοι χυλοί μετά του
χυλού των χωνευθέντων φαγητών. Εκ τούτου επέρχεται βράσις,
45

καθ' ήν ό γαλακτώδης χυλός διαχωρίζεται του πολτώδους ζωμού


των φαγητών. 0 σχηματισθείς γαλακτώδης χυλός, όστις είναι
οξείας φύσεως, άγεται μετά του αίματος προς την καρδίαν, ένθα
συνέρχεται μετά του λοιπού αίματος, όπερ είναι μεμιγμένον μετά
αλκαλικής χολής επέρχεται τότε πάλιν βράσις, καθ' ήν αναπτύσ–
σεται θερμότης, ώς όταν ρινίσματα σιδήρου βρέχωνται διά θει
ικού οξέος. "0υτως εξηγείται ή θερμότης του αίματος. -
Ο Σύλβιος εξήγει παρομοίως χημικώς πάντα τα λοιπά
φυσιολογικά και παθολογικά φαινόμενα. Το αίμα π.χ. μετατρέπε
ται, κατ' αυτόν, εις γάλα διά της ενεργείας ασθενούς τινος οξέος,
ευρισκομένου εν τοις αδέσι του στήθους. Εν γένει ή φύσις των
οξέων μεταβάλλει το ερυθρούν χρώμα εις λευκόν, και το ζωϊκόν
πνεύμα εν τώ εγκεφάλω αποχωρίζεται διά πραγματικής αποστά
ξεως. Η παρά φύσιν επικράτησις οξέων ή υπανθρακικών αλάτων
εν τοις χυλοίς είναι ή κυριωτέρα αιτία των ασθενειών. Πλεόνασμα
υπανθρακικού άλατος π.χ. επιφέρει την πανώλην. Κατά της επι
ληψίας ή αποπληξίας διέταττε αλκαλικά φάρμακα.
Εθεώρει και αυτός πιθανήν την εξευγένισιν τών μετάλλων
και την εξευγενίζουσαν δύναμιν του φιλοσοφικού λίθου. 0υχ ήττον
επέφερε μεγάλας βελτίωσεις έντε τή ιατρική και τη χημεία, δια
δώσας πρακτικάς γνώσεις περί της χρήσεως ιδίων χημικών θερα
πευτικών μέσων. Εν άλλοις παρετήρησε πρώτος την διαφοράν
ματαξύ ζυμώσεως και αναβράσεως, αποδείξας, ότι η μεν ζύμωσις
προέρχεται εκ της διαλύσεως σώματός τινος, ή δε ανάβρασις
συνοδεύει τον σχηματισμόν νέας συνθέσεως. Πρώτος δ' απέ
δειξε την παρουσίαν του αιθερίου υπανθρακικού άλατος εν τοις
φυτοίς.
Τα συγγράμματα του Συλβίου ήσαν εν χρήσει μέχρι του
18ου αιώνος.
Μεταξύ των οπαδών του Συλβίου διακρίνεται ό 06ΩΝ
ΤΑΧΗΝΙΟΣ εξ Ερφόρτης. Εσπούδασεν ουτος κατά πρώτον την
φαρμακευτικήν και μετήρχετο τον βοηθόν ενδιαφόροις φαρμα
κείοις. Το 1644 μεταβάς εις Ιταλίαν, έσπούδασεν εν Παταυίω
την ιατρικήν, και ανηγορεύθη διδάκτωρ. Το επίλοιπον του βίου
του διέτριψεν εν Βενετία.
"Η χημεία οφείλει αυτό πολλάς βελτιώσεις εγνώριζε
πολλά άλατα και συνθέσεις των οξέων μετά των αλκαλέων, και
την φύσιν των κυριωτέρων συστατικών αυτών. Παρ αυτώ ευρί,
σκεται μία των πρώτων ώς έγγιστα ορθών ποσοτικών παρατηρή
σεων ήτοι ότι ο μόλυβδος, καιόμενος εις μίλτον, γίνεται κατά
"/1ο βαρύτερος. Ωσαύτως αποδίδονται αυτώ σπουδαία τινες
46

παρατηρήσεις, αφορώσαι την αναλυτικήν χημείαν ώς π.χ. ότι το


βάμμα των κηκίδων δύναται να χρησιμέυση ώς δοκημαστήριον της
παρουσίας του σιδήρου έν τινι υγρώ. Οι μετ' αυτόν υπέρμαχοι του
ιατροχημικού συστήματος και της διδασκαλίας του Παρακέλσου
εισί μικρού λόγου άξιοι. Το ιατροχημικόν σύστημα, θέλον να εξη
γήση χημικώς όλα τα φαινόμενα εν τώ ανθρωπίνω σώματι, ολίγον
κατ' ολίγον παρήκμασε, και τέλος, ώς επί σαθρών βάσεων στηρι.
ζόμενον, κατέρρευσε διότι το παράδοξον των γενομένων εξηγή
γήσεων εγίνετο όσημέραι καταφανέστερον.
ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ"
γι

ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ.

Ι. ΤΙΜΕΙΜΙΑ.

Φλογιστική Εποχή.

Από της παρακμής της ιατροχημείας άρχεται νέα και ουσιώ


δης μετατροπή της χημείας καθίσταται αύτη ανεξάρτητος κλά
δος των φυσικών επιστημών, ίδιον ώρισμένον σκοπόν έχουσα.
"0σω μάλλον προσεγγίζομεν προς την νεωτέραν εποχήν, τοσούτω
σαφέστερον καταφαίνεται ο ορθός σκοπός της χημείας. Κατά την
παρούσαν περίοδον ή χημεία άρχεται πάντι νέου θέματος, επιζη
τούσα ιδίως την γνώσιν της συνθέσεως και την διάλυσιν των
σωμάτων εξετάζει τους νόμους της συνθέσεως, και τέλος ορίζει
κατά πόσον αι χημικαι ιδιότητες εξήρτηνται εκ της συνθέσεως.
Το πρώτον τμήμα χαρακτηρίζει ή προσπάθεια προς εξήγησιν
τών ποιοτικών φαινομένων δεν γίνεται δ' έτι λόγος περί προσοτι
κών αναλύσεων. Επικρατεί ή ιδέα, ότι όμοια μόνον αιτίαι δύναν
ται να παραγάγωσιν όμοια φαινόμενα. Τας γενικωτέρας ιδιότητα
των σωμάτων προσπαθούσιν οι χημικοί να εξηγήσωσι διά της
παραδοχής χημικών στοιχείων την παρουσίαν της αυτής ιδιότη
τος εν διαφόρωις σώμασιν αποδίδουσιν εις την παρουσίαν κοινού
τινος εν αυτοίς συστατικού. Εκ τοιούτων γενικών παρατηρήσεων
οι χημικοί της εποχής ταύτης εξήγαγον θεωρητικά συμπεράσματα
και διέδωσαν περιεκτικωτέρας χημικάς ιδέας. Αλλ' ο τρόπος της
ερεύνης αυτών ήν μονομερής διότι ήρκούντο εις την ποιοτικήν
μόνον εξήγησιν τών χημικών ενεργειών,
Οι αλχημισται εξέλαβον ώς υποθετικήν θεμελιώδη ουσίαν
των μετάλλων το θείον. Η ιδέα αύτη εγκατελείφθη μεν κατόπιν,
48

ουχ ήττον οι πλείστοι των χημικών φαίνονται συμφωνούντες ότι τα


καυστικά σώματα εμπεριέχουσι καυστικόν τι. Αναμφισβήτητος είναι
ώσαύτως ή αρχαιοτάτη γνώμη, ότι ή καύσις είναι αλλοίωσις, του
τέστι διάλυσις, και ότι κατά την καύσιν εκπέμπεται τι εκ του καιο
μένου σώματος, όπερ αντιλαμβανόμεθα ώς φλόγα. Ευδήλως όθεν το
μετά την καύσιν εναπομένον εθεωρήθη ώς το έτερον συστατικόν
του καέντος σώματος. Αλλ' εκ τών εκφράσεων τούτων δεν κατα
φαίνεται έτι ακριβής τις περί καύσεως θεωρία. Ο πρώτος χημι,
κός της περιόδου ταύτης Βούλε θεωρεί την ιδέαν, ότι το μετά την
καύσιν υπολειπόμενον ήν στοιχείον του καέντος σώματος, ώς πι
θανήν, καίτοι μη αποδειχθείσαν. 0 δε περίφημος της εποχής
εκείνης χημικός Κούγκελ παραδέχεται την ιδέαν του Βούλε ώς
αναμφισβήτητον. 0 Βήχηρος διευκρίνισεν έτι μάλλον την ιδέαν
ταύτην. Αλλ' ο Στάλ ανέπτυξε την κατά την περίοδον ταύτην
επικρατήσασαν περί καύσεως θεωρίαν. 0υτος εθεώρησε την διά
του πυρός αλλόιωσιν όλων των καιομένων σωμάτων ώς έν και
το αυτό φαινόμενον, και απέδωσε τάς κοινάς ιδιότητας εις κοινόν
τι εν πάσι περιεχόμενον εύφλεκ τον συστατικόν, όπερ ώνόμασε
ΦΛΟΓΙΣΤΟΝ.

Καύσις είναι κατά την θεωρίαν ταύτην ή εκπομπή του φλο.


γιστου από του σώματος, μεθ' ήν καταφαίνονται υπολειπόμενα τα
λοιπά συστατικά του σώματος.
Κατά την θεωρίαν του Στάλ, το φλογιστόν σκορπίζεται κατά
την καύσιν εν τώ αέρι, και ώς μή καιόμενα βιζικά υπολείπονται
οξείδια ή οξέα. Κατά συνέπειαν έπρεπε π. χ. όλα τα μέταλλα να
συνίστανται εκμεταλλοξειδίου και φλογιστού το θείον, εκ θειικού
οξέος και φλογιστού, και διά της καύσεως ν' αποβάλη μέρος
του βάρους.
Ο Στάλ ονομάζει την καύσιν αποφλόγισιν, διότι αύτη
κατά την ιδέαν του ουδέν άλλο εστι ειμή αποβολή του φλογιστού,
Την ύπαρξιν του φλογιστού θεωρεί αναμφίβολον, ει και δεν κατώρ
θωσε ν' απομονώση την ουσίαν, ήν ούτω καλεί. Η θεωρία του
Στάλ εφαίνετο τοσούτον μάλλον πιθανωτέρα, καθότι ουδεμία των
πρό αυτής ήδύνατο να εξηγήση κάλλιον και φυσικώτερον τα διά,
φορα φαινόμενα.
Και οι οπαδοί δε του Στάλ ουδόλως απεπειράθησαν να συνα
γάγωσι το φλογιστον εν μεμονωμένη καταστάσει. Χημικοί τινές
της εποχής εκείνης εξέλαβον άλλας ουσίας ώς το φλογιστόν
τινες μάλιστα εθεώρησαν ώς φλογιστόν το φώς, νομίζοντες ότι
τούτο, ώς αναφαινόμενον κατά την καύσιν, εκπέμπεται από του
καιoμένου σώματος. "
49

Εξ όλων των υποθέσεων τούτων ή ιδέα, ήτις περί τα


τέλη της εποχής ταύτης επεκράτησεν, ότι το φλογιστόν είναι το
κατά τον αυτόν καιρόν γνωσθέν υδρογόνον, είναι ή σπουδαιοτέρα.
Η ιδέα αύτη επήλθεν εκ της παρατηρήσεως, ότι το υδρογόνον
παρουσιάζει τα αυτά φαινομένα, άτινα πριν απεδίδοντο τώ φλο
γιστώ. Γνωστόν ήν ότι τα μέταλλα μόνον οξειδoύμενα, διαλύονται
εν οξεί εν τοιαύτη δ' αναλύσει, καθ' ήν το μέταλλον έπρεπε να
χωρισθή εις μεταλλικόν οξείδιον και φλογιστόν, αναπτύσσεται
υδρογόνον. Ωσαύτως παρετηρήθη, ότι μεταλλική τιτανος μετα
βάλλεται εις κανωνικόν μέταλλον διά της προσαγωγής υδρογόνου,
εν διαπύρω καταστάσει ούσης αυτής το υδρογόνον λοιπόν φαίνε
ται κατά τάς περιστάσεις ταύτας ταυτόν τώ φλογιστώ.
Σημειωτέον, ότι αι αυται παρατηρήσεις, εξ ών οι οπαδοί
της φλογιστικής θεωρίας είκασαν την παρουσίαν του φλογιστού,
ώδήγησαν τους μεταγενεστέρους και εις την ανακάλυψιν του οξυ
γόνου. Οι της νυν επιστήμης ειδήμονες εννοούσιν εκ των ανωτέρω,
ότι κατά πάσας τάς περιστάσεις, καθ' ας ή νεωτέρα επιστήμη
αποδεικνύει την αποχώρισιν σώματος από του οξυγόνου, εξέλαβεν
ο Στάλ ένωσίν τινα του αυτού σώματος μετά του φλογιστού.
Κατά την πρώτην εμφάνισιν της φλογιστικής θεωρίας οι
χημικοί υπό την έκφρασιν ναποφλόγισις" ενόουν ό, τι κατόπιν
εκλήθη οξείδωσις και υπό την έκφρασιν »φλόγισις", την απο
ξείδωσιν κατόπιν όμως αποφλόγισις εσήμαινεν αποβολήν του
υδρογόνου το διφορούμενον τών εκφράσεων τούτων φλόγισις
και αποφλόγισις φαίνεται σαφέστερον νύν, ότε εγνώσθη ή αλη
θής σύνθεσις των σωμάτων,
Εν γένει κατά την φλογιστικήν εποχήν εξηγέρθη το
πνεύμα, υφ' ου και η ενεστώσα χημεία διέπεται διότι ο Στάλ
αυτός, o ίδρυτής της φλογιστικής θεωρίας, ορίζει την χημείαν ώς
τέχνην, διαχωρίζουσαν τα σύνθετα σώματα εις τά έαυτών συστα
τικά, και εκ των συστατικών αποτελούσαν πάλιν τας συνθέσεις,
Η ιδέα αύτη είναι ή και νυν επικρατούσα, και ήτας προσπαθείας
της χημείας χαρακτηρίζουσα.
Κατά την αρχήν της φλογιστικής θεωρίας επεκράτει έτι ή
αυτή αβεβαιότης περί της φύσεως των στοιχείων, ώς και κατά
τάς προγενεστέρας περίοδους. Ως στοιχεία ενόουν έτι υποθετικάς
θεμελιώδεις ουσίας, εξ ών εκάστη είναι αιτία γενικής τινος και
επικρατεστέρας ιδιότητος. Ουδέν τών πραγματικών σωμάτων εθε
ωρείτο έτι ώς στοιχείον. Εις όλα τα μέταλλα π. χ. διισχυρίζοντο
ότι ενυπάρχει γεώδης τις θεμελιώδης ουσία, ήν ενόμιζoν ότι ήδύ
ναντο ν' αναγάγωσιν εις μάλλον μεμονωμένην κατάστασιν, οξει
4
50

δούντες το μέταλλον και αφαιρούντες διά της καύσεως τα εύφλεκτα


συστατικά αλλά και εις πάντα τα μεταλλικά οξείδια υπέθετoν
ενυπάρχον έτι στοιχείον τι κοινόν, ει και τα οξείδια εισί διάφορα,
Εθεώρουν πάντα ταύτα ώς μίγματα στοιχείου τινός μετά διαφο
ρων σωμάτων.
Βραδύτερον οι χημικοί κατήντησαν εις την ιδέαν, ότι τοι
αυται ουσία μόνον πρέπει να θεωρώνται στοιχεία, αίτινες, πράγ
ματι υπάρχουσαι, εισίν αδιάλυτοι διά χημικών μέσω ν'
ούτω π. χ. ήρξαντο θεωρούντες τα διάφορα μεταλλικά οξείδια ώς
στοιχεία, διότι δεν ηδύναντο έτι νά διαλύσωσιν αυτά.
Η νύν χημεία παραδέχεται ολίγα τινά σώματα ώς στοιχεία
άτινα πράγματι δεν δύνανται ν' αποχωρισθώσιν. Εκ τούτου φαί
νεται, ότι η τελευταία περί στοιχείων θεωρία της φλογιστικής
εποχής προσήγγισε κατά τον ορισμόν τουλάχιστον τη παρούση.
Αξιοσημείωτον όμως είναι ότι η παλαιά ιδέα περί της συνθέσεως
τών μετάλλων, ήτις, ώς είδομεν, χαρακτηρίζει την αλχημιστικήν
εποχήν, αναλαμβάνει εν αρχή της φλογιστικής εποχής, ώς εκ των
ανωτέρω φαίνεται, αξίαν. Κατά την φλογιστικήν εποχήν αναφαί
νεται ήδη ορθοτέρα τις ιδέα περί της ιδιότητος των απλών
συστατικών, και ήρξαντο έρευναι διά της ζυγού, πρός όρισμόν της
ποσοτικής συνθέσεως των σωμάτων.
Εν αρχή της περιόδου ταύτης ήν γνωστόν, ότι κανονικόν
μέταλλον είναι ελαφρότερον ή το εξ αυτού διά της καύσεως παρα
σκευαζόμενον οξείδιον. Βραδύτερον όμως εθεώρουν το τελευταίον
ώς συστατικόν του πρώτου ή βαρυτέρα δηλ. ύλη έπρεπε κατ'
αυτούς, συνθετoμένη μετ' άλλου σώματος, ν' αποτελή σύνθεσιν
ελαφρο τέρ αν Η φλογιστική θεωρία, αναρμοδία ούσα προς
εξήγησιν ποσοτικών φαινομένων, υπέπεσεν εις τοιαύτα σφάλματα,
και τέλος ανετράπη.
Η σχέσις της χημείας προς την ιατρικήν ήλλαξε κατά την
εποχήν ταύτην, καθότι η χημεία, ανεξάρτητος επιστημονικός
κλάδος γενομένη, έπαυσε συγχεομένη μετά της ιατρικής.
Λημικοί κατά την εποχήν ταύτην διαπρέψαντες εισιν ο
Β0) ΑΕ, ό ΚΟΥΙΓΚΕΛ, ό ΒΗΧΗΡΟΣ, ό 0ΜΒΕΡΓΟΣ, ο ΣΤΑΑ,
ο 0ΦΜΑΜΝΟΣ, ο Β0ΕΡΛΑΒΙΟΣ, ο ΝΕΥΜΑΜ, ο ΕΛΛΕΡ, ο ΠΟΤ,
ό ΜΑΡΓΡΑΦ, ό ΓΕΟΦΡΟΥ, ο ΕΛΛΟΤ, ό Δ0 ΥΑΑΜΕΑ, ό ΜΑ
ΚΟΥΕΡ, ο ΒΛΑΚ, ό ΚΑΒ.ΕΜΔΙΣΚΟΣ, ο ΠΡΙΣΤΛΕΥ. ό ΒΕΡΓ.
ΜΑΝ, ό ΣΛΕΕΛΕ και άλλοι.
Η κλάσις τών εις την χημείαν καταγινομένων, ότε αύτη
επεδίωκε χειμαιρας, ήν ευάριθμος και περιωρισμένη. Κατά την
εποχήν της χρυσοποιίας ήσαν παρά τους Αραψιν αλχημισται
51

μόνον ιατροί εν δε τη Δύσει ιερείς. Κατά την ιατρικήν εποχήν


ιατροί ήσαν οι μόνοι της χημείας επιμελούμενοι. Αλλά κατά την
φλογιστικήν εποχήν ή χημεία, καταταχθείσα εις τας φυσικάς επι
στήμας, κατέστη αντικείμενον μελέτης πολλών. Προς εμπέδωσιν
αυτής συνετέλεσαν πολλαχού σύλλογοι πεπαιδευμένων ανδρών,
σκοπόν προθέμενοι την διάδοσιν τών ανακαλύψεων. Προς τούτο
εξεδίδοντο και περιοδικά συγγράμματα, έχοντα αντικείμενον κυρίως
την Χημείαν. Αι προλήψεις και απάται κατά μικρόν εξηλείφθησαν,
και ή αληθής επιστήμη όσημέραι εγίνετο καταφανεστέρα.
Εν Φλωρεντία συνέστη σύλλογος υπό την αιγίδα του μεγά
λου δουκός Φερδινάνδου Ι/ 1648, σκοπόν έχων την εκτέλεσιν
φυσικών πειραμάτων εν έτει δε 1657 διά της προσπαθείας του
Πρίγγιπος Λεοπόλδου, αδελφού του μεγάλου δουκός, αναδιωργα
νίσθη ο σύλλογος και εκλήθη , Ακαδημία των πειραμάτων"
(Αcademia del cimento). Εξέδιδεν αύτη υπομνήματα από του
1666 ταύτα όμως εξέλιπον μετά τον θάνατον του Πρίγγιπος
Λεοπόλδου.
Εν έτει 1645 ιδρύθησαν εν Λονδίνω και 0ξφόρδη σύλλογοι
πεπαιδευμένων, συζητούντες αντικείμενα της ιατρικής, των φυσι
κών επιστημών και της μαθηματικής. Τα μέλη αμφοτέρων των
πόλεων διετέλουν εις σχέσεις από δε του 1693 συνήρχοντο πάν
τες εν Λονδίνω. Ο σύλλογος, ενισχυθείς τοιουτοτρόπως, ανεγνω
ρίσθη υπό του βασιλέως Καρόλου του Π 1662, όστις απέδωκεν
αυτώ τον τίτλον. - Η o yal Sosiety" μετά πολλών προνομίων.
Από του 1666 ήρξατο ούτος δημοσιεύων τα πρακτικά αυτού υπό
τον τίτλον , Ρhilosophical Transactions", δι' ών εκοινοποι
ούντο αι άπανταχού γινόμενα την φυσικήν αφορώσαι ανακαλύ
ψεις. Εκ του συλλόγου τούτου και η χημεία ώφελήθη διότι εκ
των οκτώ τμημάτων, εις ά ουτος υποδιήρείτο, το έν κατεγίνετο
αποκλειστικώς εις την χημείαν. Το περιοδικόν σύγγραμμα η Τrans
actions" εκδίδεται έτι και νυν, εμπεριέχον ερέυνας διαφόρων εξό
χων χημικών.
Περί του βίου των ρηθέντων ανδρών, των διακοσμούτων
την φλογιστικήν εποχήν, κρίνομεν αναγκαίον ν' αναφέρωμεν τα
εξής. Ο ΒΟΥΛΕ εγεννήθη 1627 εν Ιρλανδία. Hν προωρισμένος
να αναδεχθή το ιερατικόν επάγγελμα του πατρός του. Ανετράφη
δ' επισταμένως υπό την πατρικήν επιτήρησιν. Νέος έτι περιηγήθη
την Γαλλίαν, Ελβετίαν και Ιταλίαν, ένθα ενδιέτριψε δύω περί.
που έτη. Αναγκασθείς να επανέλθη εις την πατρίδα του, ένεκα
των εκββαγέντων ταραχών 1643, ευρε τον πατέρα του τεθνεώτα,
και την περιουσίαν του το πλείστον διηρπασμένην. Μετά πολυετή
4 *
52

περιωρισμένον βίον, κατώρθωσε τέλος να εύρη πόρους ικανούς


όπως επιδοθή εις τας προσφιλείς αυτώμελέτας. Το 1654 απεκα
τέστη εν Οξφόρδη, ένθα διετέλει, εις σχέσεις μετά των εξόχων
ανδρών του εκεί πανεπιστημίου, και συνετέλεσεν εις την ίδρυσιν
του προμνησθέντος συλλόγου , Royal sosiety." - Το 1688 μετέβη
εις Λονδίνον, και το 1680 διωρίσθη πρόεδρος του εκεί συλλόγου.
Πρώτος των χημικών απεπειράθη να σπουδάση πράγματι
την φύσιν έμψυχούμενος υπό του φυσικού αυτού έρωτος, ηυτύ
χησε να ίδη τάς προσπαθείας του στεφομένας διά σπουδαίων
ανακαλύψεων. Επεσκίασε πολλούς αλχημιστάς συγγραφείς, και
εδίδαξε την αληθή όδον της φυσικής ερεύνης, καταστήσας το πεί.
ραμα βάσιν όλων των θεωριών. Τα συμπεράσματα αυτού δεν
ήσαν πάντοτε ορθά αλλ' εδίδαξε την μέθοδον του ορθώς πειρά
σθαι, και διευκόλυνε τους μεταγενεστέροις το έργον, όπως οικο
δομήσωσιν επί των θεμελίων, τα οποία κατέθηκεν.
Ο Βούλέ δεν παρεδέχθη τα υπό του Αριστοτέλους αναφε
ρόμενα στοιχεία, πύρ, ύδωρ, αήρ και γή ώς τοιαύτα ουδε τα
τών αλχημιστών, άλας, θείον και υδράργυρο ν. Επέστησε την
προσοχήν του εις την διάγνωσιν των συστατικών σώματός τινος,
και την απομόνωσιν αυτών μάλλον, ή εις τάς στοιχειώδεις ιδιότη
τας ενγένει.
Ο Βουλέ προσεπάθησε να σπουδάση ιδίως τον αέρα υπό χη
μικήν και φυσικήν έποψιν ούτω π. χ. έδειξε διά της αεραντλίας
πώς έχουσι τα σώματα εν τώ κενώ, και έγνω πρώτος τον νόμον,
τον ύπο του Μαριώτου κατόπιν κληθέντα, ότι ό όγκος του αέρος

είναι ανάλογος πρός τόν βαθμ ό ν τής επ' αυτού πιέσεως.


Εβεβαιώθη διά πειραμάτων ότι ό ατμοσφαιρικός αήρ αλλoιούται
διά της εν αυτώ καύσεως σωμάτων και της αναπνοής των ζώων,
και ότι κατά την τελευταίαν περίπτωσιν ελαττούται κατ' όγκον, εξ
ου συνεπέρανεν ότι μέρος του αέρος καταπίνεται ύπο των ζώων.
Αποφαίνεται δε πρώτος ότι εν τώ ατμοσφαιρικό αέρι υπάρχει
τι κατάλληλον προς διατήρησιν τής ζωής και της φλογός,
και χαρακτηρίζει αυτό ώς αιθέριον τού αέρος συστατικόν. Δεν
παραδέχθη όμως το υπό τινων εις το αιθέριον τούτο συστατικόν
του αέρος αποδοθέν όνομα αιθέριο ν νίτρον, ει και δεν εθεώρει
απίθανον ότι ο αήρ συντελεί εις την κατασκευήν του νίτρου.
Ο Βούλέ επεβεβάιωσε το και πρότερον παρατηρηθεν φαινό
μενον, ότι τα μέταλλα πυρακτούμενα ή οξειδούμενα, γίνονται βα
ρύτερα. Παρετήρησεν ότι, εάν μόλυβδος οξειδωθή εν περιωρισμένω
χώρω, ό όγκος του εν τώ χώρω τούτω αέρος σμικρύνεται αλλά
δεν ήδύνατο να εξηγήση ούτε την αύξησιν του βάρους του μετάλ
53

λου, ούτε την ελάττωσιν τού αέρος. Ουδόλως υπώπτευεν ότι το


απολεσθέν μέρος του αέρος προσεχώρησε τώ μολύβδω απέδιδε
«w w Υ Α. - ν «.' " » * Ν * "

μάλλον την αύξησιν του βάρους του μετάλλου εις ιδίαν τινά βάρος
έχουσαν θερμαντικήν ουσίαν, ήτις αποτελεί το ζυγιστόν μέρος της
φλογός, και κατά την οξείδωσιν συντίθεται μετά των μετάλλων.
» -ν - * -- " γν Σr > , ν

Εκ πολλών δοκιμών ο Βουλέ συνεπέρανεν, ότι ούτε αήρ δύναται


* - ν ρν ν αν Α μ' " σy

να μεταβληθή εις ύδωρ, ούτε ύδωρ εις αέρα συνεφώνει όμως


ν « Υ " "ν σy ν Υ -w

μετά του Ελμόντου, ότι ύδωρ μεταβάλλεται εις γην.


Εγινωσκε σώμα τι όμοιον τώ αέρι, (εννοών το ανθρακικόν
οξύ) κατά την βράσιν κοραλλίων μετ' όξους, του οξειδωμένου
προζυμίου, ή των κερασσίων αναπτυσσόμενον, και την κατά το
μάλλον ή ήττον φθοροποιάν ενέργειαν αυτού επί του ζωικού οργα
νισμού. Ωσαύτως παρετήρησε το εύφλεκτον αέριον (το υδρογόνον),
όπερ κατά την διάλυσιν σιδήρου εν άλυκφ οξεί ή δι' ύδατος ηραιω
μένω θειικό οξεί αναδίδεται ώσάυτως το αέριον, όπερ αναφαίνε
ται πολλάκις εν τοις μεταλλείοις, ήτοι το γνωστόν ήδη ήμίν κουφον
υδροανθρακικόν αέριον.
‘0 Βουλέ διευκρίνισε την χημικήν ενέργειαν των σωμάτων
απ' αλλήλων. Εξέθηκε περί τούτου θεωρίαν, ήτις ολίγον αφίστα
ται της νύν παραδεδεγμένης. Εθεώρει πάντα τα σώματα, συγκεί
μενα εκ μικρών μορίων των συστατικών αυτών τα μόρια ταύτα
συγκρατούνται διά συνεκτικής τινός δυνάμεως διάλυσις όθεν
είναι δυναντόν να επιτευχθή δι' αντενεργού τινός δυνάμεως,
ισχυροτέρας της συνοχής. Η διάλυσις αύτη γίνεται κατ' αυτόν,
όταν τα μόρια ενός των συστατικών του σώματος έλθωσιν εις συ
νάφειαν μετά συστατικών άλλου σώματος, εχόντων ισχυροτέραν
έλκυστικήν δύναμιν. "0σω μεγαλειτέρα ή συγγένεια δύω σωμάτων,
τoσόυτφ ισχυρότερον τα μόρια αυτών συνέλκονται. Αλλά την ιδέαν
ταύτην δεν ανέπτυξε λεπτομερέστερον. Αναφέρει ώσαύτως, ότι w σy ν τ ν " -ν ν "

πιθανόν μία αρχική ύλη να ή βάσις όλων των σωμάτων αι εμφα


νιζόμεναι δε διαφοραί νά ώσι συνέπεια του διαφόρου μεγέθους,
του σχήματος, της ηρεμίας ή κινήσεως και της διαφόρου θέσεως
των ατόμων. Ωσαύτως διά της διαφοράς του σχήματος των
ατόμων εζήτει ό Βουλέ να εξηγήση διατι διαλυτικόν τι μέσον
" Υ ν " ν Υ » Αν r "ν w

καθάπτεται ουσίας τινός, ετέρας δε ού. Ενόμιζε π.χ. ότι το


νιτρικόν οξύ διαλύει μεν τον άργυρον, δεν διαλύει όμως τον
" ν ν -ν " " / -,

χρυσόν, διότι τα μόρια του οξέος τούτου εισδύουσιν εν τοις


πόροις του αργύρου, αλλά δεν δύνανται να εισδύσωσι και εν τοις
του χρυσού. " - w - " «ν ν

0 Βουλέ έθηκε ζήτημά τι, όπερ και νυν έτι απασχολεί τους
χημικούς ήτοι άν συνθέσεις ανομοίας τάξεως δύνανται ώσαύτως
54

να συντεθώσι π.χ. στοιχείον τι να ένωθή μετά τινος συνθέσεως,


ή άν και σύνθετοι ουσίαι δύνανται να προσπαραλάβωσι νέον
συστατικόν. -

Εγινωσκε τον βαθμόν της συγγενείας διαφόρων μετάλλων


(ψευδαργύρου, σιδήρου, χαλκού, αργύρου) προς τα οξέα, και ότι
ή συγγένεια των υπανθρακικών αλάτων προς τα οξέα είναι μεγα.
λειτέρα ή ή τών μετάλλων.
Ευρε τα συστατικά πολλών σωμάτων ποιοτικώς. Πρώτος
διέκρινεν οξέα και αλκάλεα εκ της αλλοιώσεως, ήν επιφέρουσεν
επί των φυτικών χρωμάτων. Κατ' αυτόν τα μεν καταρρίπτουσιν
ό, τι εν τοις άλλοις ήν διαλελυμένον.
Εγίνωσκε και το ευδιάλυτον του ύδραργύρου, του μολύβδου,
του χαλκού και του αργύρου εν τώ νιτρικό οξεί ότι η διάλυσις του
χαλκού παρέχει χρωματισμένα κρύσταλλα ότι άν διάλυσις αργύ
ρου ή ακάθαρτος, εμφαίνει διά του κυανού χρώματος την παρου
σίαν χαλκού. Επωφελείτο την κατάπτωσιν τών μετάλλων ώς βοη
θητικόν μέσον των αναλύσεων, και όσάκις αύτη δεν εφαίνετο
αρκούντως χαρακτηριστική, εδοκίμαζε να επιφέρη εις την διάλυ
σιν προς μεγαλειτέραν βεβαιότητα μεταβολήν χρώματος διά
προσθήκης αντιδραστικών μέσων. Παρετήρησεν ότι ο φωσφό.
ρος καιόμενος αφίνει έλλειμμα, όπερ κέκτηται τας ιδιότητας
οξέος, και ιδίως συντίθεται μετ' αλκαλέων και της τιτάνου ανα
βράζον. Εσπούδασε την επιρροήν της θερμότητος, των οξέων και
των αλκαλέων επί του λευκώματος του ώού, επί του αίματος, του
γάλακτος κλ. Παρετήρησεν ώς και ό Βάκος Βερουλάμος, ότι το
λέυκωμα του ώού, μετ' οινοπνεύματος ταραττόμενον, πήγνυται,
Εβεβάιωσε δε την παρατήρησιν, ότι το αίμα υπό την επιρροήν
του αέρος λαμβάνει χρώμα μάλλον πορφυρούν.
Ο Βούλε συνιστά την χρήσιν χημικών σκευασιών ώς θερα
πευτικών μέσων παρέσχεν όδηγίας περί της εκκαθαρίσεως τών
μετάλλων, της κατασκευής χρωμάτων της υέλου αλ. Εζήτει ευτε
λεστέραντινά καυστικήν ύλην, δυναμένην ν' αντικαταστήση τα ξύλα.
Τα συγγράμματα αυτού, βρίθουσι πολυτίμων και παντοει
δών γνώσεων. Εν τώ συγγράμματα αυτού π.sceptical chemist" ή
-Chemista scepticus" καταπολεμεί τα στοιχεία των περιπατητικών
και τα των αλχημιστών. Έγραψε περί της συνοχής των σωμάτων
περί των χημικών ιδιοτήτων του αίματος και άλλων ζωικών
χυμών όδηγίας περί αναλυτικών εργασιών διά της διά ρευστού
μεθόδου, και πολλά άλλα σπουδαία. Τα συγγράμματα αυτού, εκ
δοθέντα εις πολλάς γλώσσας, μαρτυρούσι περί της επιστημονικής
αξίας του μεγάλου της εποχής ταύτης ανδρός.
55

Κατά την εποχήν του Βούλε ό έρως προς τας φυσικάς επι
στήμας ανεπτύσσετο και εγενικεύετο όσημέραι Σύλλογός τις εξέδιδε
περιοδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον η Μiscellanea curiosa sive
Εphimerides medico-physicae Germaniae Αcademiae Νatura
curiosorum". - Τφ συλλόγω δε τούτφ απενεμήθη εν έτει 1672
υπό του αυτοκράτορος Λεοπόλδου / ο τίτλος , Αcademia Caesareo.
Ι.eopoldina". - -

Μεταξύ των Γερμανών χημικών της εποχής ταύτης διακρί.


νεται ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΓΚΕΛ, γεννηθείς εν Ρενδσβούργω 1630,
κατ' άλλους δε 1638. - Ο πατήρ αυτού επροστατεύετο ώς χρυ.
σοποιός και αλχημιστής υπό του δουκός του Ολστεϊν. Εδείκνυε
κατά την παιδικήν του έτι ήλικίαν κλίσιν προς την χημείαν κατε.
γίνετο εις την τεχνικήν και φαρμακευτικήν χημείαν έλαβεν όμως
αλχημιστικάς τινας ιδέας, υπό τών οποίων επηρεαζόμενος, υπέ.
πεσε κατόπιν εις πολλά σφάλματα. Ο Κούγκελ υπηρέτει τους ήγε.
μόνας, οίτινες πιστέυοντες εις την πιθανότητα της χρυσοποιίας,
εζήτουν ικανόν τινα χημικόν, όπως εργάζηται δι' αυτούς ούτω
διωρίσθη εν έτει 1654 θαλαμηπόλος, χημικός και επιτηρητής του
αυλικού φαρμακείου του Αρχιδουκός Καρόλου και Ιουλίου Ερρί
κου του Λαουεμβούργου. Πάσαι όμως αι απόπειρα αυτού προς
χρυσοποιίαν απέτυχον. Εγκαταλιπών την θέσιν ταύτην, διωρίσθη
εις όμοίαν θέσιν υπό του εκλέκτορος της Σαξωνίας Ιωάννου
Γεωργίου παραιτηθείς μετ' ολίγον και ταύτης, μετέβη εις Βιτ
τεμβέργην, ένθα εδίδασκεν επί τινα χρόνον την πειραματικήν
χημείαν. Εντεύθεν προσεκλήθη εις Βερολίνον υπό του εκλέκτορος
Φριδερίκου Γουλιέλμου του Βραδεμβόυργου ώς διευθυντής του
εκεί αλχημείου. Μετά τον θάνατον του ηγεμόνος τούτου, πυρπο
ληθέντος του χημείου, ηναγκάσθη ν' αποσυρθή εις τι κτήμα του,
ένθα κατεγίνετο ανενόχλητος εις χημικάς εργασίας αλλά μετ' ου
πολύ μετέβη εις Στοκχόλμην, δεχθείς την πρόσκλησιν του βασι
λέως της Σουηδίας Καρόλου ΧΙ, όστις διώρισεν αυτόν επιτηρη
την των μεταλλείων, και απένειμεν αυτώ τίτλον ευγενείας. Τέλος
εν Στοκχόλμη ή κατ' άλλους εις το κτήμα του ετελεύτησε 1702.
Δυστυχώς ο Κούγκελ δεν ηυμοίρησε καλής εκπαιδεύσεως,
ώστε επηρεάζετο υπό πολλών προλήψεων. Εκ των συγγραμμά
των του όμως φαίνεται φίλος της αληθείας. Και το πιστεύων
αδιστάκτως το δυνατόν της κατασκευής του φιλοσοφικού λίθου,
όμολογεί το μάταιον των προσπαθειών του προς κατασκευήν
αυτού, και απεκάλυψε πολλάκις τον δόλον άλλων αλχημιστών.
Απέδειξεν ότι τα διάφορα χρυσά βάμματα, άτινα κατά την επο
χήν εκείνην επωλούντο αντί άδρών χρημάτων, ουδε ίχνος χρυ
56

σου εμπεριείχον, αλλ' ήσαν ηρωματισμένα οινοπνέυματα, εις τα


οποία διά κεκαυμένης ζαχάρεως εδίδετο το χρυσοειδές χρώμα.
Κατεπολέμησε δε και την γνώμην, ότι υδράργυρος, θείον και άλας
εισι τα κύρια συστατικά όλων των σωμάτων, και απέδειξεν ότι
αδύνατον να εμπεριέχηται εν ταις όργανικαίς ουσίας υδράγυρος,
ουδ' εν τούς καθαροίς μετάλλοις θείον. Αφ' ετέρου όμως παρε
δέχετο, ότι πάντα τα μέταλλα εμπεριέχουσιν υδράγυρον.
Αί αναλυτικαι αυτού γνώσεις δεν ήσαν λίαν ανεπτυγμέναι,
εγνώριζε μεν το εντφ κινναβάρει και στίμμει περιεχόμενον θείον,
αλλ' αρνείται την ύπαρξιν αυτού εν άλλοις σώμασιν, άτινα ώσάυ
τως εμπεριέχουσι τούτο.
Περί της καυστικής θεωρίας παρεδέχετο μόνον τας ιδέας
των συγχρόνων του εθεώρει π.χ. το θείον συνιστάμενον εκ καυ
στικής τινος ύλης και θειικού οξέος. Απέδιδε δε την κατά την καύ
Οι ν αύξησιν του βάρους των μετάλλων εις την οξείδωσιν τούτων,

Έγραψε περί της κατασκευής οστεουέλου και χρυσόυέλου,


ήτις έως τότε ήν μυστικόν των Βενετών. Πρώτος ο Κούγκελ εφα
νέρωσεν ότι ή χρυσόκονις χρωματίζει την ύέλον ώς όουβίνιον
ερυθράν. Την κατασκευήν της χρυσοκόνεως έβελτίωσεν ολίγον
πρότερον Αμβούργιός τις ιατρός Ανδρέας Κάσσιος αλλ' ήγνόει
ουτος έτι την χρωματιστικήν αυτής ενέργειαν επί της υέλου.
Τα συγγράμματα του Κούγκελ εξεδόθησαν γερμανιστί και
λατινιστί. Μετά τον θάνατόν του εδημοσίευθη το ,Colegium phy
sico-chymicum experimentale seu Laboratorium" εν ώ διηγεί
ται και πολλάς περιπετείας του βίου του. -
"Αλλος διάσημος Γερμανός χημικός της εποχής ταύτης είναι
ο Ιωάννης Ιωακήμ ΒΗΧΗΡΟΣ, γεννηθείς 1635. 0 πατήρ
αυτού εις τών μάλλον πεπαιδευμένων λουθηρανών ιεροκηρύκων
ετελεύτησε προώρως, αφού η περιουσία αυτού κατηναλώθη ή διηρ
πάγη κατά τον τότε την Γερμανίαν ερημούντα τριακονταετή πόλε
μον. 0 Βήχηρος όθεν δεκατριετής ευρέθη ηναγκασμένος να δια
τρέφη την μητέρα και δύω αδελφούς του επί ξένης δι' οικιακών
παραδόσεων. Διήνυε δε μέγα μέρος της νυκτός, αναγινώσκων,
σκεπτόμενος ή πειρώμενος. 0ύτως εξεπαιδεύθη και εμορφώθη
σχεδόν αφ' εαυτού άνευ ζώσης διδασκαλίας. Ο ανήρ ουτος πε
προικισμένος διά μεγίστης όξυνοίας, ήθελε βεβαίως καταστή εις
των εξοχωτέρων σοφών, εάν εμετρίαζε μάλλον τα πάθη και ετή
ρει συστηματικωτέραν τάξιν και σαφήνειαν εις τάς ιδέας, τάς
εργασίας και τα συγγράμματά του.
Έτυχεν ευκαιρίας όπως περιέλθη την Γερμανίαν, 0λλαν
δίαν και Ιταλίαν, και σχετισθή μετά των διασημοτέρων σοφών
57

της εποχής εκείνης. Εν έτει 1606 διωρίσθη υπό του Εκλέκτορος


της Μαγεντίας καθηγητής της ιατρικής εν τώ εκεί πανεπιστημίφ
μετ' ολίγον δε αυλικός ιατρός του. Προσκληθείς μετ' ου πολύ υπό
του Εκλέκτορος της Βαυαρίας, μετέβη εις Μόναχον ώς αρχια
τρός του ηγεμόνος τούτου και επιτηρητής καλώς κατηρτισμένου
χημείου. Αλλά και την θέσιν ταύτην ένεκα διαφόρων δυσα
ρεσκειών καταλιπών, μετέβη εις Βιέννην, ένθα εύρε προστασίαν
παρά του τότε υπουργού των οικονομικών κόμητος Ζινζενδώρφ, και
διωρίσθη πάραυτα αυτοκρατορικός εμπορικός και αυλικός σύμβου
λος, Ταχέως όμως ή εύνοια του κόμητος μετετράπη εις τοιαύτην
δυσμένειαν, ώστε ο Βήχηρος απεφάσισε να εγκαταλίπη σύν γυναξι
και τέκνοις ου μόνον την Βιέννην, αλλά και αυτήν την Γερμανίαν,
μεταβάς εις 0λλανδίαν 1678. Ενταύθα πρόυτεινε τη Γερουσία να
μεταποιήση την άμμον του αιγιαλού εις χρυσόν, όπερ κατά την
υπόσχεσίν του έμελλε να παρέχη ετήσιον καθαρόν εισόδημα
1.000.000 ταλήρων. Η ιδέα του Βηχήρου ήν ν' αναλυθή ή χρυσού
χος άμμος διά διαφόρων εργασιών, αίτινες απήτουν την κατανάλω
σιν ποσότητος τινός δργύρου. Εκ μίγματος μετά οκτώ ουγγιών
αργύρου υπελόγιζεν ότι θέλει προκύπτει μία λίτρα χρυσού. Προς
επίτευξιν όθεν του ρηθέντος ετησίου εισοδήματος έπρεπε να κατα
ναλίσκωνται καθ' έκάστην οκτώ εκατομύρια ουγγιών αργύρου.
Δεκτής γενομένης της προτάσεως ταύτης, εξετέλεσε την πρώτην
δοκιμήν εν έτει 1769, καθ' ήν, διά προσθήκης 8 ουγγιών αργύρου
εις ανάλογον ποσόν άμμου, παρήχθησαν έξλίτραι χρυσοδ. 0υχ
ήττον μετά την αναχώρησιν αυτού, αι δοκιμαι, ώς πολυέξοδοι, έπαυ
σαν. 0 Βήχηρος μετέβη εις την Μεγάλην Βρετανίαν 1680, και
επισκεφθείς τα εν Σκωτία μεταλλεία, υπέβαλε διαφόρους προτά
σεις προς βελτίωσιν τούτων. Τέλος προσεκλήθη υπό του Δουκός
του Μεκλεμβούργου, παρ' ώ διατρίβων, ετελεύτησεν 1682.
"0 Βήχηρος ήν, ώς εκ των ανωτέρω καταφαίνεται, εολμη
ρός επιχειρηματίας. Εζήτει ν' αποδείξη διά πειράματος το δυνα
τόν της κατασκευής των μετάλλων ποτίζων π.χ. πηλόν δι' ελαίου
και θερμαίνων αυτόν, εξήγαγε σίδηρον διά του μαγνήτου.
"Ως θεωρητικός χημικός κατέγεινεν ιδίως εις την σπουδήν
της συνθέσεως των σωμάτων. Κατήντησεν εις το συμπέρασμα, ότι
πάντα τα υπόγεια σώματα εισί γεώδους φύσεως, και ότι επομέ
νως τα συστατικά αυτών δύνανται ν' αναχθώσιν εις τας άπλας
γεώδεις ουσίας. Παρεδέχετο τρείς γεώδεις βάσεις, την καυστι
κήν, υελώδη και ύδραργυρικήν, ώς αιτίας του ευδιαλύτου,
καυσίμου και αιθερίου. Κατ' αυτόν πάντα τα μέταλλα εμπεριέχουσι
τάς τρεις ταύτας γεώδεις βάσεις ή διαφορά δ' αυτών προκύπτει
58

εκ της διαφόρου σχέσεως της συνθέσεως αυτών. Αιγαια σχημα


τίζουσι μεθ' ύδατος άλατα, και εκ της ένώσεως ταύτης προκύπτει
πρωτογενές τι οξύ -acidum primigenium", το συστατικόν πάντων
των οξέων, όπερ δίδει αυτούς την οξείαν ιδιότητα.
Αι πρακτικαί τού Βηχήρου πληροφορία εισι μικρού λόγου
άξια. Εξέδοτο πληθύν συγγραμμάτων, ου μόνον περί χημείας
πραγματευομένων, αλλά και ιστορικών, οικονομολογικών, τεχνολο
γικών, παιδαγωγικών κτλ. Έγραψεν όδηγίας περί κατασκευής
τελειοτέρων καμίνων, και επέστησε την προσοχήν πάντων εις την
εν τη φύσει άφθονον παρουσίαν του σιδήρου, όν δύναται τις ν'
αποχωρίση διά πυρακτώσεως και διαφόρων εργασιών. Πρώτος
κατέταξε τα ορυκτά ώς εκ της χημικής αυτών σχέσεως εις διαφό
ρους τάξεις. Έγραψε περί της ζυμώσεως, και ανεκάλυψε το βορι
κόν οξύ, και τοι αγνοών έτι την εν τώβόρακ, παρουσίαν αυτού κτλ.
Εν τώ συγγράμματα αυτού - Laboratorium chemicum- πραγμα
τεύεται παραδόξως και περί της μετατροπής των μετάλλων. -
Ο Γουλιέλμος 0ΜΒΕΡΓΟΣ εκ σαξωνικής οικογενείας,
εγεννήθη 1652. Σπουδάσας την νομικήν, μετήρχετο τον δικηγό
ρον εν Μαγδεμβούργω. Αλλ' ή μετά του εφευρετού της αεραν.
τλίας Όθωνος Γου ερρίκου σχέσις ενέπνευσεν αυτώ τον έρωτα
προς τας φυσικάς επιστήμας. Μετέβη όθεν πρός σπουδήν εις Ιτα.
λίαν και τέλος ανηγορεύθη εν Βιτεμβέργη διδάκτωρ της ιατρικής,
Εν έτει 1691 διωρίσθη μέλος της Ακαδημίας των Παρισίων. Τα
πρακτικά της Ακαδημίας ταύτης από του έτους 1632-1714
περιέχουσι τριάκοντα περίπου πραγματείας αυτού. Ο θμβέργος
επλόυτισε την χημείαν διά σπουδαίων ανακαλύψεων αλλά μεμο
νωμένα αυται ούσαι, μικρόν ωφέλησαν την θεωρητικήν χημείαν.
Ο Νικόλαος ΛΕΜΕΡΥ, συμμαθητής του Uμβέργου, εγεν
νήθη εν Ρουάνη 1645. Εκ νεανικής ηλικίας κατεδείκνυε μεγάλην
κλίσιν προς την χημείαν. Κατά πρώτον επεδόθη όθεν εις την φαρ
μακευτικήν, διδαχθείς υπό τινος συγγενούς του φαρμακοποιού. Εν
έτει 1666 μετέβη εις Παρισίους, είτα δε εις Μοντπελλιε πρός
εκπαίδευσιν. Ενταύθα εξήσκει την ιατρικήν, διδάσκων συνάμα και
τους νέους την χημείαν. Εν έτει 1672 επέστρεψεν εις Παρισίους
ένθα συνέστησε θεραπευτικόν κατάστημα, εξ ου σημαντικώς ώφε
λείτο. Εξηκολούθει ουχ ήττον διδάσκων και την χημείαν. Η φήμη
της παιδείας του διεδόθη τοσούτον, ώστε και εκ των ξένων χωρών
συνέρρεoν πολλοί, ίνα ακροασθώσι της διδασκαλίας του. Αρξαμέ
νου όμως εν έτει 1681 του καταδιωγμού των διαμαρτυρουμένων,
ηναγκάσθη να καταφύγη ώς τοιούτος εις Αγγλίαν, ένθα υπε
δέχθη αυτόν ευμενώς ο Κάρολος Π. Μετά την παύσιν τών θρη
59

σκευτικών πολέμων ό Λέμερυ επανήλθεν εις Γαλλίαν 1684. Επα


ναληφθέντων των καταδιωγμών, απεφάσισε να δεχθή τον καθολι.
κισμόν. Ανέλαβε τότε την προτέραν αυτού θέσιν ώς ιατρός και
χημικός τιμώμενος. Αναγορευθείς τέλος εν έτει 1699 μέλος της
Ακαδημίας, απέθανεν ώς τοιούτος 1715.
Παρατηρήσεις τινές του Λέμερυ, την χημείαν αφορώσαι, εισι
σπουδαία αλλά και ούτος ολίγον συνετέλεσεν εις βελτίωσιν τών
χημικών θεωριών. Παρεδέχετο, ότι η αύξησις του βάρους των
μετάλλων διά της οξειδώσεως προέρχεται έκ τινος πυρώδους
ουσίας. Κατεπολέμησε την ιδέαν, ότι η καυστική ιδιότης του χλω
ρούχου υδραργύρου προέρχεται εκ τής εν αυτώ παρουσίας θειικού
οξέος. Κατέγεινεν εις την εξέτασιν του δαμαλείου ούρους, των
πολυπόδων και παρομοίων αντικειμένων. Παρετήρησεν ότι βινί.
σματα σιδήρου, διά θείου βρεχόμενα, θερμαίνονται εν μεγαλει
τέρω δε ποσφ επέρχεται και ανάφλεξις. Ούτως εξήγει και τα
ήφαίστεια φαινόμενα, ήτοι εφρόνε ότι ταύτα προέρχονται εκ
χημικής ενεργείας.
Τάς ανακαλύψεις του εδημοσίευσεν διά των πρακτικών της
Ακαδημίας (1700-1712). Μάλλον δ' εφημίσθη διά τινος εγχει.
ριδίου χημείας, όπερ εδημοσίευσεν υπό τον τίτλον -Cours de Che
mie" (1675), και ενώ εμπεριέχονται συστηματικώς πάσαι αι μέχρι
της εποχής του χημικαι γνώσεις. Το έργον άρχεται διά προοιμίου
τινός περί του γενικού μέρους της χημείας. Εν τούτω ενδιατρίβει
ό Λέμερυ εις την παραγωγήν της λέξεως "χημεία" ήν παράγει
εκ της Ελληνικής λέξεως χυμός ή χέω. Δεν παραδέχεται δε
την εκ της Εβραϊκής λέξεως σχέμα" παραγωγήν. Οι Αραβες
κατ' αυτόν εσχημάτισαν την λέξιν αλχημέιαν, εκ του άρθρου
αυτών αλ, και της Ελληνικής χυμία - Προσθέτει δ' ότι τινές
εκάλεσαν την αυτήν τέχνην σπαγειρικήν, και πυροτεχνία ν.
"Ως στοιχεία των σωμάτων παραδέχεται πέντε, ύδωρ, πνεύμα,
έλαι ο ν, άλας και γήν. Το μεν πνεύμα, έλαιον και άλας καλεί
ενεργά το δε ύδωρ και την γην παθητικά. Καλεί τα τρία
πρώτα ενεργά, διότι, διατελούντα ταύτα εις μεγάλην κίνησιν,
αποτελούσιν την ενέργειαν της μίξεως τά δεύτερα δε παθητικά,
διότι, εν ηρεμία διατελούντα, χρησιμεύουσι μόνον προς επίτασιν
της ενεργείας των πρώτων. - Το πνεύμα (Εsprit), το οποίον, ώς
λέγει, καλούσιν υδράργυρο ν, είναι το πρώτον εμφανιζόμενον
ενεργόν κατά την ανάλυσιν μίγματος τινός είναι λεπτή, εισδύουσα,
ελαφρά ουσία, διατελούσα εις ζωηροτέραν κίνησιν ή αι λοιπαί
ενεργοί ουσία. - Το έλαιον, όπερ διά τό εύφλεκτον αυτού καλεί
τα θείο ν. είναι πραεία, λεπτή, λιπαρά ουσία, υποδεεστέρα του
60

πνεύματος εις τούτο αποδίδεται η ποικιλία των χρωμάτων και


μιγμάτων. - Το άλας είναι ή πυκνοτέρα των ενεργών ουσιών. -
Το ύδωρ, φλέγμα καλούμενον, είναι το πρώτον των παθητικών
στοιχείων. - Το τελευταίον τέλος των παθητικών στοιχείον ή γη,
καλείται Τeste morte δεν δύναται ν' αποχωρισθή ώς τα λοιπά
στοιχεία, διότι κρατεί επιμόνως ποσόν τι πνεύματος.
Εν τούτους ό Λέμερυ όμολογεί ότι και τα στοιχεία ταύτα
εισι περαιτέρω διαιρετά, αναφέρει μάλιστα ότι τινές αμφιβάλλουσα
και περί της υπάρξεως αυτών. Και αυτός δε βεβαιοι ότι η παρου
σία των στοιχείων τούτων δύναται ν' αποδειχθή εν τοις ζώοις και
φυτοίς, αλλ' ουχί και εν τοις ορυκτοίς. Δίδει ιδέαν τινά περί αλκα
λέων, οξέων και άλάτων. Περαιτέρω αναφέρει περί ζυμώσεως,
περι πήξεως του γάλακτος, κτλ. αλλ' εξ όλων καταφαίνεται ότι
ουδεμία γενική θεωρία της χημείας υπήρχεν έτι. Ούτε δε ή περί
στοιχείων ιδέα είναι σαφής διότι ό Λέμερυ και εντφ γενικφ μέρει
και ειδικώς περί του φλέγματος αναφέρει, ότι το στοιχείον τούτο
η εμπεριέχει" ποσόν τι ενεργών ουσιών,
‘0 υιός αυτου Λουδοβίκος Λέμερ υ διεκρίθη ώσαύτως ώς
χημικός, υπολείπεται όμως του πατρός αυτού. Γεννηθείς 1677 εν
Παρισίοις, μετήρχετο τον ιατρόν, μέλος σύναμα ών της Ακαδη
μίας απέθανε 1743.
Κατά την εποχήν ταύτην εξεδόθησαν τα εξής σπουδαία
χημικά συγγράματα: Τraité de chymie, υπό του βασιλικού φαρμα,
κοποιού, Χρηστοφόρου Γλάσερ, εκ Βασέλου 1633. - Νova alla
Chimica, εν Βενετία 1687, υπό του Ιταλού Καρόλου Λαγκιλότου.
Ρrodromus chemiae rationalis, 1687 υπό Καρόλου Μαέτα. -
Van de heden daagsche Chymie. Αmsterdam 1685, υπό του
Ολλανδού Στεφάνου Βλαγκάρδου. Compendium Μedio-chymicum,
Βatjavan 1679, υπό του Δανού Ερμάννου Νικολ. Γρίμ. Εxerci
tium chymicum delineatum 1670, υπό του Πολωνού ιατρού
Ιακώβου Βάρνερ, οπαδού του Ελμόνδου.
Και οι Γερμανοί ώσαύτως ήρξαντο περί τα τέλη του 17ου
αιώνος καταγινόμενοι επιμελέστερον εις τας φυσικάς ερεύνας, ώς
εκ της πληθύος των κατά την εποχήν εκείνην εκδοθέντων συγ
γραμμάτων εικάζεται. Είς τινα μάλιστα ανώτερα σχολεία διετη
ρούντο και χημεία. Ο 'Ιωάννης Μόρ 0φμάν, διδάσκαλος της
ιατρικής εν τη γενεθλίφ αυτού πόλει Αλτδόρφη, συνέστησε 1653
παρ αυτώ καλώς κατηρτισμένον χημειον. Έν τινι δε εγχειριδίφ
αυτού ορίζει τάς βάσεις, εννοίας, κανόνας και νόμους της χημείας
και περιγράφει πολλάς σκευασίας. Την χημείαν ορίζει ώς τέχνην,
ήτις δι' άρμοδίων εργαλείων διαλύει ή πηγνύει τα φύ
61

σικά σώματα, ένα αποχωρισθή το καθαρόν του ακα


θάρ του, και διακριθώσι τα στοιχεία αυτών.
Ο διασημότερος τας ιδέας της εποχής ταύτης καθοδηγών
χημικός είναι ο Γεώργιος Ερνέστης ΣΤΑΛ. Γεννηθείς 1600
εν Αnbach, εσπόυδασεν εν Ιένη την ιατρικήν, ήν εδίδαξε κατό
πιν εν τη αυτή ακαδημία. Ιδρυθείσης της εν Χάλη ακαδημίας
1693, διωρίσθη καθηγητής της ιατρικής, και επέτυχεν εν αυτή να
μορφώση άνδρας, οίτινες απέβησαν ένθερμοι οπαδοί του χημικού
αυτού συστήματος. Μετά 22 ετών καθηγεσίαν, προσκληθείς εν
έτει 1716 ώς βασιλικός αρχιατρός εις Βερολίνον, ετελεύτησεν ώς
τοιούτος εις ήλικίαν 75 ετών.
Ο Στάλ δικαίως καλείται μέγιστος χημικός της εποχής του.
Γινώσκων και την ιατρικήν, δεν συνεχώνευε ταύτην μετά της
χημείας, αλλά διέκρινεν ορθώς τους χημικούς οργανισμούς από των
μηχανικών ενεργειών. Φίλος ών της αληθείας, ανεγνώριζεν ευχα,
ρίστως τάς ιδίας του απάτας.
"Ο Στάλ κατέγεινεν επισταμένως εις την εξήγησιν τών κατά
την διαπύρωσιν των μετάλλων ή των καυσίμων εν γένει σωμάτων
φαινομένων, και η ιδέα του Βηχήρου, ότι τα μέταλλα εμπεριέχουσι
καύσιμον τινά ουσίαν, υπεστηρίχθη διά των ερευνών αυτού. Κατά
τον Στάλ τα μέταλλα εμπεριέχουσιν αληθώς καύσιμον τινά ουσίαν,
ήτις παρέχει αυτούς την καυστικήν ιδιότητα ύλαι δε προς καύσιν
ακατάλληλοι εισίν αι μή εμπεριέχουσα φλογιστόν. Εθεώρει την
καύσιν ώς αποχώρισιν του φλογιστού, και ότι το μετά την καύσιν
υπολειπόμενον εμπεριείχετο εν τώ καέντι σώματι ήνωμένον μετά
του φλογιστού ούτω π.χ. το φωσφορικόν οξύ εν τώ φωσφόρφ,
θειικόν οξύ εν τώ θείω, οξείδιον του μετάλλου εν τοις μετάλλοις,
θερμαινομένου σώματος μή εμπεριέχοντος φλογιστόν μετά τινος
εμπεριέχοντος τούτο αφθόνως, το φλογιστόν μεταδίδεται από του
ένός σώματος εις το έτερον. 0 Στάλ απέδιδε τώφλογιστώ τούτω
πολλάς άλλας ιδιότητας κατ' αυτόν π.χ. το χρώμα των σωμάτων
εξαρτάται εκ του ποσού της παρουσίας ή της εντελούς απουσίας
του φλογιστού, ει και δεν ήδύνατο ν' αποδείξη πoία σχέσις υπάρ
χει μεταξύ φλογιστού και χρώματος,
Δύω ιδέα του Στάλ εισί προσέτι αξιοσημείωτοι ή μεν ότι
τα μέταλλα δεν δύνανται να συντεθώσι μετά θείου ή οξέος ενόσω
εμπεριέχουσι φλογιστόν ή δε, ότι μέταλλόντι μόνον εν κανονική
καταστάσει δύναται να ενωθή μετ' οξέος. Το σφαλερόν της τελευ
ταίας ταύτης ιδέας κατεδείχθη κατόπιν,
Εν τοίς συγγράμμασι του Στάλ καταφαίνεται ή εμβρίθεια
του εξόχου πνεύματος και η ποικιλία των γνώσεων αυτού Αι ιδέα.
62

του Στάλ διέλαμψαν κατά την εποχήν εκείνην ώς αστραπή, δια


φωτίζουσα τα σκότη νυκτός. Παρέσχε σπουδαίας πληροφορίας
περί της συγγενείας των σωμάτων και περί του βαθμού της συγ
γενείας εκάστου μετάλλου προς τα οξέα περί του βαθμού της
θερμότητος, καθ' όν έκαστον μέταλλον αποχωρίζει το θείον από
άλλου θειούχου μετάλλου και ένούται μετ' εκείνου περί της σει
ράς της συγγενείας των οξέων προς τα αλκάλεα. Εγίνω σκε την
ενέργειαν της συγγενείας υπό την επιρροήν διαφόρων βαθμών θερ
μότητος Εδίδαξε πρώτος την φύσιν τών κατά την ανάφλεξιν του
θείου αναδιδομένων ατμών, αποδείξας ότι σχηματίζεται ασθενές
τι οξύ, όπερ ορθώς, ώρισεν ώς πεφλογισμένον θεικόν οξύ. Εδι.
δαξε την εξαγωγήν του θείου εκ' θειικών ήμιαλάτων, ή εκ του
"ειικού οξέος, μιγνυομένου τούτου μετά κόνεως οστών ή ασβόλου
εν πυρί ώσαύτως την εξαγωγήν σιδήροο εκ του κοινού ερυθρού
βώλου την εξαγωγήν του αιθερίου θειικού οξέος, την ισχυρο
ποίησιν του ζύθου, οίνου, όξους και άλλων υγρών διά μεγάλης
ψυχράνσεως του όξους δε διά κορέσεως μεθ' υπανθρακικού άλα
τος και επιχύσεως θειικού οξέος την διαλυτικήν δύναμιν του θειω
μένου καλίου επί χρυσού, δι' ής προσεπάθει να εξηγήση τα περί
του χρυσού μόσχου του Μωυσέως. Εγίνωσκεν ου μόνον τους δια
φόρους βαθμούς της έλξεως, ήντα τότε γνωστά μέταλλα εξα
σκούσαν επί των οξέων, αλλά και τους διαφόρους βαθμούς της
έλξεως των οξέων, ιδίως του θειικού και νιτρικού οξέος, και
την ελκυστικήν δύναμιν του αργύρου και υδραργύρου επί του
χλωρικού οξέος. Υπέδειξε την εξαγωγήν του νίτρου, όπερ εύρεν
εν διαφόροις φυτοίς έσχηματισμένον. Εγίνωσκε το εύφλεκτον του
επί το δυνατόν ακράτoυ οξικού οξέος, και εδίδαξε την αποχώρισιν
του ψευδαργύρου εκ του ορειχάλκου διά του υδραργύρου.
Την ζύμωσιν, εκ της σπουδής της οποίας πολλά έμαθεν,
εθεώρησεν ώς διάλυσιν του σώματος εις τα συστατικά αυτού ή
ώς σύνθεσιν τούτων. Απορρίψας ώς o Βήχηρος τα αριστοτελικά
στοιχεία, των οποίων ουδεμίαν εφαρμογήν ήδύνατο να εύρη, εζή
τει αδιάλυτα σώματα, τα οποία κατά την ιδέαν του έπρεπε να
ώσιν αληθή χημικά στοιχεία. Διέκρινε το εύφλεκτον στοιχείον κατά
την μεταβολήν των οξειδίων εις μέταλλα. Εάν εξελάμβανε τα
μέταλλα ώς στοιχεία, τα δε οξείδια ώς συνθέσεις των απλών τού
των σωμάτων, ή θεωρία αύτη ήθελε συμφωνεί προς την του
Λαβοαζιέ αλλ' εξέλαβε τα οξείδια ώς απλά σώματα και τα μέταλλα
ώς συνθέτους ουσίας, καθοδηγούμενος έτι υπό των ιδεών της
εποχής του. Εάν ο Στάλ μετεχειρίζετο την ζυγόν, ευκόλως ήθε
λεν επανορθώσει τα σφάλματά του. Η ζυγός ήθελεν αποδείξει
63

αυτώ ότι ο μόλυβδος π. χ. οξειδoύμενος, ή κατά την ονοματολο


γίαν του Στάλ αποφλογιζόμενος, γίνεται βαρύτερος, εξ ου
έπρεπε να συμπεράνη ότι ουχί αποχώρισις, αλλά προσχώρησις
συστατικού εγένετο. Αφ' ετέρου το οξείδιον του μολύβδου π. χ.
αναγόμενον δι' άνθρακος, προσλαμβάνει κατά τον Στάλ φλο
γιστόν έπρεπε όθεν να γείνη βαρύτερον αλλ' ή ζυγός ήθελε
τώ αποδείξει ότι απεναντίας τούτο γίνεται ελαφρότερον.
Περίεργον είναι ότι ο Στάλ εγνώριζεν ουχ ήττον μεταβολάς
τινάς του βάρους κατά τας χημικάς εργασίας. Αναφέρει π.χ. τα
εξής. - 0 λιθάργυρος, ή μίλτος και η αιθάλη του μολύβδου εισι
βαρύτερα του μολύβδου, εξ ου παρήχθησαν κατά δε την αναγω
γην αφανίζεται ου μόνον το πλέον του βάρους, αλλά και μέρος τι
του μολύβδου. Φαίνεται λοιπόν ότι την σημασίαν του βάρους
παρεγνώριζεν εν τη χημεία παρετήρει δε μόνον την μορφήν, και
αύτη είναι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αυτού και του Λαβοαζιέ. 0
Στάλ εξήγει τα φαινόμενα, αποβέπων εις την μορφήν του κεκαυ
μένου σώματος. Ο Λαβοαζιε ελάμβανεν υπ' όψιν πρός ταύτη και
το βάρος. -

Η διδασκαλία του Στάλ επεκράτησεν επί ένα αιώνα, ενόσω


οι χημικοί περιωρίζοντο εξετάζοντες τα αυτά φαινόμενα, εφ' ών
ο Στάλ εθεμελίωσεν αυτήν προβάσης όμως της ερεύνης, κατέ
7Ξ0'Εν. -

Η διδασκαλία του Στάλ κατεπολεμήθη εν Γαλλία, ιδίως


διότι καταλέγει πολλά σώματα ώς εμπεριέχοντα αφθόνως φλογι
στόν ουδέποτε όμως αναφέρει ότι απεμόνωσεν αυτό λέγει μεν ότι
ευρε το φλογιστόν καθαρδν σχεδόν εν τοις μελανούς μορίοις του
καπνού, αλλ' εκ των συγγραμμάτων και αυτού και των μαθητών
του καταφαίνεται ότι δεν εθεώρει τα μελανά εκείνα μόρια ώς φλο
γιστόν εν απολύτως καθαρά καταστάσει. -
Τα συγγράμματα αυτού εισί δυσνόητα, το ύφος αυτού ξηρόν.
"Οπως αντιληφθή τις τάς εννοίας αυτού, πρέπει να λάβη υπ' όψιν
και τα έργα των μαθητών του, άτινα εισίν ευκρινέστερα. -
Σύγχρονος του Στάλ ήν ο Φρ ιδερίκος 0ΦΜΑΜ, γενηθείς
εν Λάλη 1660 και σπουδάσας εν Ιένη την ιατρικήν. "Ενεκα της
πασχόυσης υγείας του ηναγκάσθη να μεταβή εις Μένδεν και εκεί,
θεν εις Αγγλίαν, ένθα εγνώρισε τον Βούλέ. Επανελθών εις
Γερμανίαν, απέκτησεν ώς ιατρός τοσαύτην φήμην, ώστε ο βασι
λεύς Φριδερίκος Γουλιέλμος μετά την ίδρυσιν του εν Χάλη πανε
πιστημίου 1673, ου μόνον διώρισεν αυτόν πρώτον καθηγητήν της
ιατρικής και των φυσικών επιστημών, αλλ' ανέθεσεν αυτώ την
εκλογήν των λοιπών συναδέλφων του. 0 0φμάν προσεκάλεσεν
64

αληθώς τους εξοχωτέρους άνδρας της εποχής εκείνης, εν οις και


τον Στάλ ώς δεύτερον της ιατρικής καθηγητήν. Εν έτει 1709
προσεκλήθη ώς αρχιατρός του βασιλέως εις Βερολίνον αλλά μετά
τετραετίαν επανήλθεν εις Χάλην, ακολουθών την φυσικήν αυτού
κλίσιν και τον έρωτα προς διάδοσιν των ιδεών και ανακαλύψεων,
Απέθανε δέ 1743 μετά 48 ετών καθηγεσίαν, εις ήλικίαν 83 ετών.
"0 0φμάν κατέγεινεν ιδίως εις το εμπειρικόν μέρος της
χημείας. Εζήτει π. χ. να διακρίνη την άργιλλον και την πυριτικήν
μαγνησίαν των τιτανούχων γαιών. Ως χαρακτηριστικόν όλων των
οξέων πηγών εύρεν εν και το αυτό συστατικόν, όπερ καλεί Spi
ritum sulfureum ή Ρrincipium spirituosum. Διήρεσε
τα μεταλλικά ύδατα ώς εκ της χημικής αυτών συστάσεως εις αλκα
λικά, σιδηρούχα πικρά και άλατούχα ύδατα. Ανεκάλυψεν εν τοις
μεταλλικοίς ύδασι του Saidschitzer το πικρόν άλας. Εβελτίωσε τον
τρόπον της παρασκευής του αζωτικού και θειικού αιθέρος (του
αιθυλοξειδίου), και κατεσκεύασε το εξ αιθυλοξειδίου και οινο
πνεύματος μίγμα, το απ' αυτού καλούμενον η Liquor anodynum
Ηoffmanni". - Εξέδωσε δε πλείστα χημικά και ιατρικά συγ
γράμματα.
Ο Ολλανδός Ερμάννος Β0ΕΡΧΑΒΙΟΣ εγεννήθη εν κώμη
τινί της Ολλανδίας Βoorhout, 1668. Επεδόθη εις την σπουδήν
των μαθηματικών, και στερηθείς του πατρός του, ηναγκάσθη δεκα
εξαετής έτι ν' αποζή διά παραδόσεων. Ανευ ζώσης διδασκαλίας
εσπούδασε την ιατρικήν, και ώς πρακτικός απέκτησε τοσαύτην
φήμην, ώστε εν έτει 1702 προσεκλήθη καθηγητής της ιατρικής
εις Leyden μετ' ου πολύ διωρίσθη καθηγητής και της χημείας
και βοτανικής εν τώ αυτώ πανεπιστημίω. Η ιατρική αυτού φήμη
εξηπλώθη καθ' όλην την Ευρώπην, ώστε εξ όλων των χωρών
συνέρρεoν μαθηταί. Απέθανεν όμως προώρως 1738.
Ενταύθα λαμβάνομεν υπ' όψιν τας χημικάς μόνον γνώσεις
αυτού. Διέκρινεν ορθώς την σχέσιν τής χημείας προς την ιατρι
κήν. Προσφιλεστέρα αυτώ ενασχόλησις ήν ή χημεία αλλά δυστυ
χώς ένεκα των πολλών αυτού ασχολιών δεν ήδύνατο ν' ακολου
θήση αρκόυντως την φυσικήν αυτού κλίσιν ολίγας όθεν εμπειρι
κάς ανακαλύψεις παρέσχε τη χημεία διεσάφισεν όμως δι' εξόχου
οξυνοίας και ευφραδείας του τάς τών προκατόχων του.
"0 Βήχηρος ανέτρεψε πολλάς ιδέας των αλχημιστών απέ.
δειξε π. χ. δι' εκατοντάκις επαναληφθείσης αποστάξεως του
υδραργύρου το αμετάβλητον αυτού, κατά της ιδέας των αλχημι
στών. Εν τώ συγγράμματι αυτού η Εlementa Chemiae" αναφέρει,
ότι εν Ασία ανεπτύχθη πρώτον η μεταλλουργία, και εκείθεν
65

παρέλαβοντάς περί αυτής γνώσεις οι Αιγύπτιοι ότι ο Μωυσής


εγίνωσκε την ανάμιξιν του χρυσού μεθ' ύδατος σημειοί δε και το
υπό του Διοδώρου αναφερόμενον, ότι ό "Ηφαιστος ήν βασιλεύς εν
Αιγύπτω, όστις μετά τον θάνατόν του απεθεώθη ώς εύρέτης
νέων ή καταλληλοτέρων σιδηρών εργαλείων,
Ο Βοερχάβιος φαίνεται αγνοών εντελώς την περί καύσεως
θεωρίαν του Στάλ.
Ο ΝΕΥΜΑΝ εγεννήθη 1683 εν Βρανδεμβούργω, και εσπού
δασε την φαρμακευτικήν. Δι' εξόδων δε του βασιλέως της Πρωσ
σίας περιήλθε την 0λλανδίαν, Γαλλίαν, Αγγλίαν και Ιταλίαν,
λαβών ευκαιρίαν κατά την περιοδείαν του ταύτην νά σχετισθή
μετά των εξοχωτέρων της εποχής χημικών. Επανελθών εις τα
ίδια, διωρίσθη καθηγητής της χημείας εντή ιατροχειρουργική
σχολή του Βερολίνου, αυλικός φαρμακοποιός και μέλος της Ακα
δημίας του Βερολίνου. Απεβίωσε δε ώς τοιούτος εις ηλικίαν 54
ετών 1737.

Ο Νέυμαν συνετέλεσε λίαν εις την διάδοσιν τής χημείας.


Απέδειξε διά διαφόρων πειραμάτων την διαφοράν της καφουράς
από άλλων φυτικών ουσιών ότι η χρήσις του χυμού των ίων προς
διάγνωσιν τών άλατωδών υγρών δεν είναι ασφαλής ότι ή νομι
ζομένη βελτίωσις του βαφανίου ελαίου, εάν τούτο διαμείνη εν
ασθενεί θερμότητι χρόνον τινά μεθ' ύδατος εν μολυβδίνω αγγείω
είναι σφαλερά, διότι τούτο καθίσταται λίαν επιβλαβές. Εξήτασε
την άμβραν. Αναφέρει περί του αιθερίου ελαίου, όπερ κατε.
σκέυασε δι' επιχύσεως ύδατος επί μυρμήκων προσέτι δε παρατη
ρήσεις περί σιδήρου, στίμμεως, θείου, νάτρου, μαγειρικού άλατος,
αμμωνιακού άλατος τρυγός, ηλέκτρου, βάμματος οπίου, ζύθου,
οίνου, καφφέ, τείου, καστορίου και μυρμήκων. Τα πλείστα των
συγγραμμάτων του εξεδόθησαν μετά τον θάνατόν του.
Κατά την αυτήν εποχήν έζη και όχημικός ΙΩΑΝΝΗΣ θΕ0.
ΔΩΡΟΣ ΕΛΛΕΡ, γεννηθείς 1689. Εσπούδασε κατά πρώτον τα
νομικά, είτα την ιατρικήν και τας φυσικάς επιστήμας εν Leyden,
Χάλλη και εν Αμστερδάμη εν έτει 1714 προσεκλήθη υπό του
βασιλέως της Πρωσσίας ώς καθηγητής της ανατομίας εις Βερολί.
νον. Το 1745 ώνομάσθη μυστικοσύμβουλος του μεγάλου Φριδερί.
κου, συνάμα δε και διευθυντής του φυσικού τμήματος της Ακαδη
μίας του Βερολίνου. Απέθανε 1760.
Συνετέλεσεν ουτος εις την ανάπτυξιν της χημείας μάλλον
διά της υποστηρίξεως των χημικών καταστημάτων ή διά των ιδίων
αυτου ερευνών. Παρατηρήσεις τινές αυτού εισιν ουχ ήττον σπου
δαϊαι. Εξήτασε π.χ. τα εκ των κοραλλίων, του τρυγικού άλατος
5
66

και του σιδηρίτου αναπτυσσόμενα αέρια, εάν βραχώσ. ταύτα δι'


οξέος εν τώ κενώ. Διισχυρίζεται όμως ότι μετέβαλε το ύδωρ και
εις αέρα και εις γήν.
Τα συγγράμματα αυτού εδημοσιεύθησαν μετά τον θάνατόν
του, 1764.
Σύγχρονος του "Ελλερ ήν και ό Ιωάννης Ερρίκος
ΠΟΤ, γεννηθείς εν Ηalberstadt, 1692. Εσπούδασε κατά πρώ
τον την θεολογίαν εν Λάλλη, είτα την ιατρικήν και χημείαν. Εν
έτει 1737 διωρίσθη μέλος της εν Βερολίνφ Ακαδημίας μετά τον
θάνατον του Μεύμαν, συνάμα δε καθηγητής της χημείας εν τη
ιατροχειρουργική σχολή. Αλλ' ένεκα των επιστημονικών διαφω
νιών αυτού μετά των λοιπών καθηγητών, παραιτηθείς της θέσεως
ταύτης, επεδόθη εις χημικάς μελέτας μέχρι του θανάτου αυ
του 1777.
Εκ των συγγραμμάτων αυτού φαίνεται ότι εκέκτητο βαθείας
χημικάς γνώσεις και επειράτο επιτυχώς. Ην ένθερμος οπαδός
της φλογιστικής θεωρίας, ήν εζήτει να εφαρμώση επί διαφόρων
φαινομένων. Εθεώρει π.χ. το ερυθρούν χρώμα εν τώ ατμώ του
νιτρώδους οξέος ώς προερχόμενον εκ της διαστολής των εν αυτώ
φλεκτικών μορίων. Απέδειξε την ιδιαιτέραν φύσιν του ηλεκτρικού
οξέος, όπερ έως τότε εθεωρείτο ότέ μεν ώς αιθέριόν τι άλκαλι,
ότέ δε ώς ορυκτόν οξύ. Προπάντων κατέγεινεν εις την σπουδήν
των ορυκτών και την σχέσιν αυτών προς άλλας ουσίας εν ύψω
μένη θερμοκρασία προς τούτο υπέδειξε την κατασκευήν αγγείων
καταλλήλων, όπως αντέχωσιν εις υψηλήν θέρμανσιν. Εδοκίμαζε
τα ορυκτά μόνον διά της του πυρός μεθόδου. Εν έτει 1740 ώρισε
την αλκαλικήν όίζαν του μαγειρικού άλατος ώς γήν ουδεμίαν έχου
σαν γεύσιν.
Ο Πότ διέκρινε τέσσαρα αρχικά είδη γαιών, τάς αλκαλικάς
ή τιτανώδεις, τάς πηλώδεις, τάς γυψώδεις και τάς σιλικιώδεις, και
συνιστά την εξέτασιν αυτών διά πυρακτώσεως μεθ' αλάτων, υέλων
ή άλλων γαιών. Αφορμή πρός τάς ερεύνας ταύτας υπήρξε το υπό
του βασιλέως της Πρωσσίας ανατεθεν αυτώ θέμα, όπως ανεύρη
τα συστατικά της ποτιoλίας γής (Porzellan). Προς τον σκοπόν
τούτον ο Πότ ανέμιξε πάντας τους λίθους και τάς γαίας καθ' όλους
τους δυνατούς τρόπους μετ' αλλήλων εις διαφόρους θερμοκρασίας,
όπως παρατηρήση την ανάλυσιν και τα λοιπά φαινόμενα. Εκ των
παρατηρήσεών του προέκυψαν αι βάσεις των γνώσεων, ας σήμε
ρον έχομεν περί της επιρροής του πυρός επί των γεωδών
ουσιών. Εν έτει 1746 εξέδωκε σύγγραμμα υπό τον τίτλον
Υ και
ηλιθογεωγ
..λιθογεωγνωσία " ραγμ
πολλαι δ' άλλαι πραγματεία αυτού ευρί.
67
-, -' - - » ν " - - *.. .. 2 ν

σκονται εν τοις πρακτικούς της Ακαδημίας του Βερολίνου από


του 1727-1753.

Ο Ανδρέας ΣίγμουνδΜΑΡΓΡΑΦ εγεννήθη εν Βερολίνω


1707. Εσπούδασε την φαρμακευτικήν, είτα φοιτήσας εις διάφορα
πανεπιστήμια, εξεπαιδεύθη εις την χημείαν. Επανελθών εις την
Ν. ν ν " - Σ ν ν ν ν ν "

πατρίδα του διωρίσθη μέλος της Ακαδημίας, και μετά τον θάνα
τον του "Ελλερ διευθυντής του φυσικού τμήματος αυτής (1760).
Απέθανε 1782. -

·
Καί τοι φιλάσθενος ών, κατεγίνετο ανενδότως εις τάς χημι
" ν " " ι ν " " "

κάς ερεύνας. Διεκρίθη μάλιστα ώς καταδείξας τάς χημικάς ιδιότη


τας ουσιών τινών ώρισε π.χ. τον αληθή χαρακτήρα της μαγνη
σίας και της αργίλλου, ώντας ιδιότητας είχε γνωρίσει προ αυτού
ο Οφμάνος αλλ' ο Μαργράφ απέδειξεν ότι αμφότεραι εισί διάφο
ροι της ασβέστου. Ωσαύτως συνετέλεσεν εις τόν όρισμόν του
νάτρου, και έδωσε διαφόρους όδηγίας περί της κατασκευής του
υπανθρακικού άλατος. Παρετήρησεν ότι το άλχαλι καταρρίπτει
πολλά μέταλλα εξ οξείας διαλύσεως, αλλά μείζων ποσότης αυτού
διαλύει
44h
πάλιν Άνθ
την υποστάθμην.
τ.
Εν έτει 1750καιαπέδειξεν
ς θειικού οξέος, ασβέ
ότι ύ
ύδατος. Κατε
γυψος είναι σύνθεσις θειικού όξέος, ασβέστου και ύδατος. Λατε
σκεύασεν εκ του ούρους φωσφόρον και εξήτασε την σχέσιν τούτου
προς τα μέταλλα, το θείον και τα οξέα. Εσπούδασε τα ουρητικά,
και ανεκάλυψεν εν αυτοίς οξυφωσφόρον και αιθέριόν τι άλκαλι
Εδίδαξε την
Α αποχώ
ην αποχωρισιν καυαρ ργυρ
θαρού αργύρου εκ του χλωρ
γλωρού
-..." 5 / ν -ζ 2 Π ν ίθ * 2 Γ. W.

χου αργύρου διά της αμμωνίας. Προσεπάθει ν' αποδείξη την


παρουσίαν ζαχάρεως εν διαφόροις της Γερμανίας φυτοίς εδίδαξε
την κατασκευήν χρησίμων τινών μεταλλικών μιγμάτων εκ χαλκού,
κασσιτέρου και ψευδαργύρου. Αί έρευνα και ανακαλύψεις αυτού
ευρίσκονται εν τοις πρακτικούς της εν Βερολίνω Ακαδημίας από
του 1747-1779.
- - Α' - - -λ "γ- s» r - /

Κορυφαίοι των Γάλλων χημικών κατά την περίοδον ταύτην


εισίν οι εξής: -
Σύγχρονος του Στάλ ήν ο Στέφανος Φραγκίσκος
ΓΕ0ΦΡ0), γεννηθείς εν έτει 1672, υιός φαρμακοποιού εν Παρι
σίοις. Αι σχέσεις του πατρός μετά διασήμων ανδρών ενέπνευσαν
αυτώ παιδιόθεν έρωτα προς τας φυσικάς επιστήμας, και ταχέως
Υ r " / Υ/ " ν ν ν

διεκρίθη ώς φαρμακοποιός και έξοχος ιατρός. Διωρίσθη 1707


καθηγητής της χημείας εν τη σχολή Jardin des plantes, και το
1707 καθηγητής εν τώ College Royal. Ετελεύτησε 1731.
Ο Γεοφρόύ περιήλθεν εις όμοια περίπου συμπεράσματα
ώς ό Στάλ ώς προς την καυστικήν θεωρίαν. Εθεώρει το θείον
συνιστάμενον εξ οξέος και καυστικής τινος ουσίας, γεώδη δέ τινα
5 και
68

βάσιν ώς συστατικόν των μετάλλων. Βεβαιοι ότι τα γεώδη συστα


τικά των διαφόρων μετάλλων εισί διάφορα, και εφρόνει, ότι τα μέ
ταλλα εμπεριέχουσι και οξύτι. Εύρεν εν τη αιθάλη διαφόρων ξύλων
σίδηρον και ενόμιζεν, ώς πρό αυτού ο Βήχηρος, ότι σχηματίζεται
ουτος κατά την αιθάλωσιν. Ενόμιζεν ότι αποδεικνύει ώσάυτως
την παρουσίαν σιδήρου εν καυστικαίς ουσίας, και ιδίως εν τώ
άνθρακι διά πυρακτώσεως αυτών μετά σιδηρούχου πηλού συνε
πέρανεν όθεν ότι το έλαιον και ο σίδηρος συνίστανται εκ γεώ
δους βάσεως, οξέος και καυστικής ουσίας. Αλλ' ή ιδέα αύτη κατε
δείχθη ώς εσφαλμένη υπό του νεωτέρου Λέμερυ, όστις εξήγησεν
ορθώς τα φαινόμενα, άτινα ο Γεοφρού παρεγνώρισεν, αποδείξας
ότι ο σίδηρος προήρχετο εκ των σιδηρούχων ουσιών, ας ούτος
μετεχειρίθη.
Ο Γεοφρόύ εδημοσίευσε τας ανακαλύψεις και ιδέας αυτού
εν τώ περιοδικώ συγγράμματα του εν Λονδίνω συλλόγου η Ρhiloso
phical transaction 1700-1702. -
Νεώτερός τις αδελφός του Γεοφρόύ, ο Κλαύδιος Ιωσήφ
Γεοφρόύ, εχρημάτισε μέλος της Ακαδημίας και κατέγεινεν ιδίως
εις τα έλαια.
Ο Ερρίκος Λουδοβίκος Δ0 ΥΑΜΕΛ δε ΜΟΝΣΩ κατέ
γεινε μετ' επιτυχίας μέχρι του θανάτου του 1781 εις την φυσιολο
γίαν, γεωργίαν, μετεωρολογίαν και χημείαν. Διέκρινε το νίτρον του
καλίου απέδειξεν εν πραγματεία δημοσιευθείση 1736, ότι ή λευκή
γή, ήτις εκ της διαλύσεως του συνήθους μαγειρικού άλατος κατα
πίπτει διά καλίου, και ήτις εθεωρείτο έως τότε υπό των πλείστων
χημικών ώς ή βάσις του άλατος εκείνου, είναι τυχαία ακαθαρσία,
διότι μετά άλυκού οξέος ένουμένη, δεν παρέχει πάλιν μαγειρικόν
άλας. Τουναντίον εύρεν εν τώ καθαρώ άλατι βάσιν τινά, ήτις καθ'
έαυτήν και μετ' οξέος ένουμένη, κέκτηται διαφόρους ιδιότητας, ή
αι συνήθεις του καλίου συνθέσεις. Εδίδαξε διαφόρους μεθόδους
προς κατασκευήν της καθαράς σόδας, και απέδειξε συγχρόνως την
ύπαρξιν της βάσεως ταύτης εν τη αιθάλη των φυτών, των φυομέ
νων παρά τώ, αιγιαλώ. Βραδύτερον ανεκάλυψεν ότι το εν αυτοίς
νάτρον μειούται, τουναντίον δε το κάλι αυξάνει, εάν τα φυτά
ταύτα μεταφυτευθώσιν εις μεσόγεια μέρη. Κατέγεινε προσέτι εις
την κατασκευήν του αιθέρος και του διαλυτικού οινοπνεύματος.
Οπαδός της φλογιστικής θεωρίας ήν και ο χημικός Πέτρος
Ιωσήφ ΜΑΚ0ΥΕΡ, γεννηθείς εν Παρισίοις 1718 και ανα
γορευθείς εν έτει 1745 μέλος της Ακαδημίας. Πραγματείαι
αυτού ευρίσκονται εν τοις πρακτικούς της Ακαδημίας από του
1745-1779.
69

Και εν Αγγλία διέπρεψαν χημικοί, συντελέσαντες εις την


ανάπτυξιν της χημείας,
Ο περίφημος ΝΕΥΤΩΝ διακρίνεται ώς εφαρμόσας την
μαθηματικήν εν τη φυσιολογία,
"Ως μέλος του εν Εδιμβούργω συλλόγου διέπρεψεν ο Ιωσήφ
ΒΛΑΚ, όστις επλούτισε την επιστήμην διά σπουδαίων ανακαλύ
ψεων. Γεννηθείς ούτος εν Βορδώ 1728 εκ Σκωτικής οικογενείας,
ανετράφη εν Ιρλανδία και εσπούδασε την ιατρικήν και τας φυσι
κάς επιστήμας.
Ο Βλάκ κατέγεινε πολύ εις ιατροχημικόν τι θέμα, την εύρε
σιν διαλυτικών μέσων της λιθιάσεως. Προς τούτο εδοκιμάζοντο
τα καυστικά αλκάλεα 0 Βλάχ εξέδοτο περί τούτων πολλάς πραγ
ματείας, αίτινες περιεποίησαν αυτό τοσαύτην φήμην, ώστε προ
σεκλήθη ώς καθηγητής εις Εδιμβούργον ετελεύτησε 1799.
Εις τον Βλάκ οφείλεται ή ανεύρεσις της διαφοράς μεταξύ
πραέων και καυστικών αλκαλέων και ή εξήγησις της μεταβολής
των μεν εις τά δε. Ανέτρεψε την επικρατούσαν ιδέαν, ότι τα
αλκάλεα εισιν άπλαί ουσίαι, αποδείξας αυτά ώς συνθέσεις.
Παραδεχόμενος επί πολύ την φλογιστικήν θεωρίαν, εζήτει
κατόπιν ν' ανατρέψη αυτήν. Εμμέσως κατέδειξε τα σφάλματα
αυτής, καταγινόμενος ουχί κατά το πνεύμα της φλογιστικής θεω
ρίας εις την ποιοτικήν μόνον εξήγησιν των φαινομένων, αλλά και
την εύρεσιν της ποσοτικής σχέσεως. Αποφαίνεται δ' ότι, όσάκις
από σώματος τινός αποχωρίζεται μικροτέρα ποσότης άλλης
ουσίας, αύτη δεν δύναται να ή σύνθεσις, αλλά συστατικόν του
"

πρωτου.
Τα χειρόχραφα αυτού εξεδόθησαν μετά τον θάνατόν του εν
έτει 1803 υπό τον τίτλον , Lectures on Chemisty".
Άλλος διάσημος χημικός Άγγλος είναι ο Ερρίκος
ΚΑΒΕΝΔΙΣΧΟΣ, γεννηθείς εν Λονδίνω 1731. Διήγε βίον μονήρη,
καταγινόμενος μετά ζήλου εις επιστημονικάς μελέτας και προ
πάντων εις την χημείαν, ήν όμως κατά τα τελευταία 20 έτη της
ζωής του 1810 εντελώς παρημέλησεν. "Ενεκα του ήκιστα κοινω
νικού χαρακτήρος του σπανίως ήρχετο εις σχέσεις μετ' άλλων
χημικών, καθ' όσον μάλιστα ήμεγάλη περιουσία του επέτρεπεν
αυτώ να ζή ουδόλως μεριμνών περί των άλλων.
Ο Καβένδισχος κατέγεινεν ιδίως εις την εξέτασιν των
αερίων. Εν έτει 1766 απέδειξεν ότι υπάρχουσιν αέρια, άτινα δεν
δύνανται να θεωρηθώσιν ώς συνθέσεις συνήθους αέρος μετά
τινος άλλης ουσίας. Λί πρώτα αυτού έρευνα απέβλεπον την εξέ
τασιν του ανθρακικού οξέος και του υδρογόνου, εξ ών το
70

δεύτερον εχαρακτήριζεν ώς φλογιστόν. Το υδρογόνον αέριον κατε.


σκέυαζε διά διαλύσεως μετάλλων εν κεκραμένω θειικώ οξεί, και
εύρε τούτο κατά πολύ ειδικώς ελαφρώτερον του ατμοσφαιρικού
αέρος. Ευρε προσέτι ότι το υδρογόνον είναι ακατάλληλον προς
την αναπνοήν και την διατήρησιν της καύσεως, αλλ' αυτό φλέγε.
ται. Ανεκάλυψε προσέτι ότι το υδρογόνον μιγνύμενον μετ' ατμο,
σφαιρικού αέρος και αναπτόμενον, εκπυρσοκροτεί, και προσεπά
θησε νά όρίση την ποσοτικήν σχέσιν, καθ' ήν ή εκπυρσοκρότησις
γίνεται ισχυροτάτη. Παρετήρησεν ότι διάφορα μέταλλα ίσα κατά
το βάρος, αναλυόμενα εν θειικό οξεί, αναδίδουσι διάφορον ποσόν
υδρογόνου αερίου. Ωσαύτως παρετήρησεν, ότι το θεϊκόν οξύ,
άκρατον όν, δεν καθάπτεται των μετάλλων, κατά την θέρμανσιν δ'
αυτού αναδίδεται αέριόν τι (οξυθειώδες οξύ), όπερ δεν δύναται να
ή υδρογόνον.
Εξ όλων των παρατηρήσεων τούτων ο Καβένδισχος συνε
πέρανεν ότι το υδρογόνον είναι εκείνο, όπερ ο Στάλ και οι λοιποί
της φλογιστικής θεωρίας εκάλεσαν φλογιστόν.
Προς εξέτασιν του ανθρακικού οξέος ό Καβένδισχος διέλυε
μάρμαρον εν υδροχλωρικό οξεί ώριζε το ειδικόν βάρος του οξέος
τούτου ακριβώς, και εζήτει νά όρίση πόσον του αναπτυσσομένου
ανθρακικού οξέος δύναται ν' απορροφήση το ύδωρ, το πνεύμα και
το έλαιον. Εβεβαίωσε το ακατάλληλον αυτού προς διατήρησιν της
καύσεως, και εζήτει να εξακριβώση ποία ποσότης ανθρακικού οξέος,
μιγνυομένη μετά του ατμοσφαιρικού αέρος, δύναται να εμποδίση
εντελώς την καύσιν. "Ωρισε την ποσοτικήν σύνθεσιν πολλών οξυ
ανθρακικών άλάτων. Έδειξεν ότι κατά την ζύμωσιν αναπτύσσεται
αέριον όμοιον, ώς το αναπτυσσόμενον διά της επιποτίσεως μαρμά,
ρου δι' οξέος, ήτοι ανθρακικόν οξύ.
Εν έτει 1783 ο Καβένδισχος εδημοσίευσε πραγματείαν περί
της ποσοτικής συνθέσεως του ατμοσφαιρικού αέρος, ούτινος τά

συστατικά, οξυγόνον και άζωτον, είχον εύρεθή πρό τινων ετών,


Απέδειξεν ότι αι ποσοτικαι διαφορα, αίτινες κατά τα πειράματα
άλλων εφάνησαν, προήρχοντο εκ της ατελείας των πειραμάτων
τούτων, και ότι ο αήρ είναι πανταχού και πάντοτε ο αυτός. Αί
αναλύσεις του Καβενδίσχου γενόμεναι διά του μετ' αζώτου ευδιο.
μέτρου, εγένοντο όπωσούν ακριβείς και τα εξαγόμενα αυτών δεν
απέχουσι πολύ της αληθείας. Σπουδαία είναι όθεν ή πραγματεία
αυτού - Εxperiments on air" δημοσιευθείσα εν έτει 1784 και
1785. Εν αυτή αναφέρει περί των δοκιμών αυτού πρός σπουδήν
των μεταβολών, ας ό αήρ υφίσταται κατά την εν αυτώ καύσιν δια,
φόρων σωμάτων, και του προϊόντος της ενώσεως δύω αερίων,
71

Διά τών δοκιμών τούτων εύρεν ότι τότε μόνον αναπτύσσεται διά
της καύσεως ανθρακικόν όξυ, όταν το καιόμενον σώμα εμπεριέχη
ζωικήν ή φυτικήν τινα ουσίαν ότι εκ της ένώσεως υδρογόνου και
οξυγόνου προκύπτει ύδωρ, ώς και εκ της ένώσεως οξειδίου του
αζώτου μετά του οξυγόνου της ατμοσφαίρας ότι το νιτρικόν οξύ
συνίσταται εξαζώτου και οξυγόνου κλπ.
Τοιαύται ανακαλύψεις έπρεπε βεβαίως να συντελέσωσιν εις
ανατροπήν της φλογιστικής θεωρίας, ει και ό Καβένδισχος μη
διακρίνων την αντίφασιν, έμενεν οπαδός της περί φλογιστού υπο
θέσεως εδημοσίευσε μάλιστα πραγματείαν, εν ή μετά μεγάλης
όξυνοίας συνηγορεί υπέρ της θεωρίας ταύτης. -
Διασημότερος έτι του Καβενδίσχου Αγγλος χημικός είναι ο
Ιωσήφ ΠΡ/ΣΤΛΕΥ, γεννηθείς εν έτει 1733. Προωρισμένος υπό
του πατρός του διά το εμπορικόν στάδιον, ηκολόυθησε μάλλον την
φυσικήν αυτού κλίσιν πρός πνευματικήν ανάπτυξιν. Και εσπόυ
δασε μεν την θεολογίαν, αλλά ταχέως ό έρως αυτού ετράπη προς
τας φυσικάς επιστήμας. Ένεκα του αστάτου αυτού βίου ολίγας
μόνον παραδόσεις χημείας ηδυνήθη ν' ακροασθή εν Λιβερπούλει.
Αλλά διά της ιδίας μελέτης και του εξόχου αυτού πνεύματος επέ
τυχεν ανακαλύψεις σπουδαιοτάτας διά την χημείαν. Ως ιεροκήρυξ
νεωτερίζων καταδιωκόμενος, και κατά την γαλλικήν επανάστασιν
ώς συμμέτοχος κινδυνεύσας, ηναγκάσθη να καταφύγη εις Αμερι
κήν, ένθα κατέγεινε μελετών και συγγράφων μέχρι του θανάτου του.
‘0 Πριστλέύ κατέγεινεν ιδίως εις θέμα, όπερ ουδόλως έως
τότε είχε μελετηθή, την εξέτασιν των αερίων. Εδημοσίευσε κατά
πρώτον πραγματείαν περί κατασκευής τεχνητών οξέων υδάτων
διά χορέσεως του ύδατος μετ' ανθρακικού οξέος. Εξήτασε το
οξείδιον του αζώτου, και ανεκάλυψεν ότι το οξείδιον τούτο πυκνού
ται υπό την επιρροήν του ατμοσφαιρικού αέρος, εκ τούτου δε
ώδηγήθη κατόπιν εις την ανάλυσιν του ατμοσφαιρικού αέρος.
Η σπουδαιοτέρα των ανακλύψεων του Πριστλέύ είναι ή του
οξυγόνου, όπερ αυτός πρώτος εξήγαγεν εν έτει 1744 εκ του ερυ
θρού οξειδίου του υδραργύρου διά θερμάνσεως διότι η ανακάλυ
ψις αύτη εχρησίμευσεν ώς βάσις, εφ' ής ανηγέρθη πάραυτα νέον
χημικής θεωρίας οικοδόμημα Ευρεν ότι το αέριον τούτο είναι
καταλληλότερον προς την αναπνοήν, την ζωογόνησιν και διατήρη
σιν της καύσεως ή ίσος όγκος ατμοσφαιρικού αέρος. Απέδειξε δε
βραδύτερον, ότι το συστατικόν τούτο του ατμοσφαιρικού αέρος ενερ
γεί εν τοις πνεύμοσι κατά την αναπνοήν επί του αίματος και καθιστά
αυτό μάλλον ερυθρούν. Αλλ' ο Πριστλέύ δεν ενόησεν ορθώς την
λειτουργίαν του οξυγόνου κατά την καύσιν διότι αγνοεί ότι η καύ
72

σις είναι ένωσις μετάλλου τινός μετά του αερίου τούτου ουδε εξή
γαγεν εκ των ανακαλύψεών του τα συμπεράσματα, άτινα αναγκαίως
προκύπτουσιν. Εις τον Πριστλέύ όθεν οφέιλεται ή εμπειρική μόνον
ανακάλυψις του οξυγόνου.
Εκ των λοιπών χημικών ανακαλύψεων αυτού αξιοσημείωτοι
εισί προσέτι ή του οξειδίου του αζώτου 1776, και ή του οξει
δίου του άνθρακος 1799. -
Ην έτι και ουτος ένθερμος υπέρμαχος της φλογιστικής θεω
ρίας, υπέρ ής συνηγόρει διά διαφόρων πραγματειών. Αυτα προ
σέκρουσαν όμως εις τας κατά την αυτήν εποχήν γενομένας ανα
καλύψεις του Λαβοαζιε, δι' ών ή φλογιστική θεωρία αναντιρρήτως
ανετράπη. -
Τελευταίοι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας εισίν έτι οι
Σουηδοί χημικοί Σχέελε και Βέργμαν. 0 ΣΧΕΕΛΕ εγεννήθη 1742
εν Στραλσούνδη της Σουηδίας, υιός εμπόρου. Εμπνεόμενος παι
διόθεν υπό σφοδρού έρωτος προς την χημείαν, επεδόθη μόνος εις
την μελέτην τών συγγραμμάτων του Λέμερυ, του Στάλ και των λοι
πών διασήμων χημικών, και βοηθός γενόμενος φαρμακοποιού φίλου
του πατρός του, έσχεν ευκαιρίαν, όπως διά πειραμάτων εμβαθύ
νη εις τάς ιδέας των προγενεστέρων και δοκιμάση τάς ιδίας έαυ
του σκέψεις. - Η σχέσις αυτού μετά του Βέργμαν συνετέλεσε
κατόπιν εις την ανάπτυξιν αυτού. Εμορφώθη ούτως εις ουδέν
πανεπιστήμιον φοιτήσας. Χρηματίσας φαρμακοποιός εν διαφόροις
πόλεσιν, απεκατέστη τέλος ώς τοιούτος εν Στοκχόλμη. Υποστηρι
ζόμενος δε υπό της βασιλικής Ακαδημίας, επεδόθη εις τας ερέυ
νας του, και επέτυχε τας σπουδαιοτέρας ανακαλύψεις αλλ' απέ
θανε προώρως εις ήλικίαν 48 ετών, 1786. -
Η χημεία οφείλει αυτό την ανακάλυψιν του μολυβδαινίου
οξέος εν τη μολυβδαίνη, της οποίας την διαφοράν από του γι α
φίτου εδίδαξε την ανακάλυψιν του μαγγανίου ώς ιδίας μεταλλι
κής ουσίας εν τώ υπεροξειδίω του μαγγανίου την ανακάλυψιν της
βαρύτιδος, εν τώ βαρολίθω του βολφραμικού οξέος, και του
αρσενικού οξέος. Ευρε το τρυγικό ν και οξαλικόν οξύ ώς
συστατικά του χυμού τών οπωρών και φυτών, το καθαρόν κιτρι.
χόν οξύ, το μηλικόν οξύ, το φωσφορικόν οξύ, ώς συστατικόν
των οστέων. Ωσάυτως ο Σχέελε ανεκάλυψε διά μίξεως του πυρο
λουσίτου μετά χλωρικού οξέος το χλώριον εδίδαξε την χρήσιν
της διαλύσεως της βαρύτιδος προς δοκιμήν του θειικού οξέος. Επέ
τυχε να διαχωρίση την βαφικήν ύλην του ενσιδήρου κυανικού
κάλεος (Βερολινίου κυανού) δι' αποστάξεως τούτου μετά θειικού
οξέος, και ώρισε την ποσοτικήν σύνθεσιν του ούτω παραγομένου
73

ύδαρούς υδροκυανικού οξέος, του οποίου συστατικά εθεώρησε


την αμμωνίαν και το φλογιστόν.
Σπουδαιότεραι πασών όμως εισίν αι τον ατμοσφαιρικόν
αέρα αφορώσα παρατηρήσεις του Σχέελε, διότι εχρησίμευσαν εις
πολλάς νεωτέρας ανακαλύψεις. 0 Σχέελε κατέδειξεν ότι ό ατμοσφαι
ρικός αήρ συνίσταται εκ διαφόρων συστατικών, εξών το μεν υπ'
αυτού καλούμενον πυρώδες αέριον (το οξυγόνον) διατηρεί την
καύσιν και την αναπνοήν το δε, όπερ χαρακτηρίζει ώς έφθαρ.
μένον αέρα (το άζωτον) είναι ακατάλληλον και προς καύσιν και
προς αναπνοήν. Προς διάλυσιν του ατμοσφαιρικού αέρος μετεχει
ρίσθη διάλυσιν τινά θειωμένου καλίου, ήτις απερρόφησε το
πυρώδες αέριον κατά την έκφρασίν του. Απεπειράθη μάλιστα να
όρίση και την ποσοτικήν σχέσιν τών δύω συστατικών του αέρος
και τούτο μεν δεν επέτυχεν, ώρισεν όμως τάς χημικάς ιδιό
τητας και το ειδικόν βάρος του πυρώδους αερίου (οξυγόνου).
Ευρεν ότι τα μέταλλα οξειδούμενα, προσλαμβάνουσι το πυρώδες
αέριον, ουδόλως όδηγηθείς εκ των ταυτοχρόνως γενομένων
παρατηρήσεων του Πριστλεύ, διότι εξήγαγε τούτο εκ του πυρο
λουσίτου (υπεροξειδίου του μαγγανίου) και άλλων μεταλλοξειδίων,
και μάλιστα εκ του αζωτικού κάλεος. Την εν ταις εργασίας ταύ,
ταις πρωτοβουλίαν του Σχέελε ανεγνώρισε και ο Πριστλεύ,
"0 Σχέελε παρετήρησεν, εξετάζων τόν εκπυρσοκροτικόν χρυ
σόν, την ανάπτυξιν του αζώτου, και βασιζόμενος επί πολλών δοκι
μών, εθεώρησε την μετά χρυσοτιτάνου (οξειδίου) εν τώ εκπυρσοκρο
τικώ χρυσώ ήνωμένην αμμωνίαν ώς σύνθεσιν αζώτου και φλογιστού.
Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται ότι ο Σχέελε εκηρύττετο
μεν έτι οπαδός της φλογιστικής θεωρίας, αλλ' ήπατάτο, διότι αι
περί καύσεως ιδέα αυτού διέφερον όιζηδόντών του Στάλ. Εκφρά.
ζεται όθεν παραδόξως όσάκις ζητεί, προς υποστήριξιν της φλο
γιστικής θεωρίας, να εφαρμώση αυτήν εις τας νεωτέρας ανακα,
λύψεις. Το φλογιστόν, λέγει, είναι κύριον συστατικόν του φωτός
και του καυσίμου αέρος το φως μετά πολλού φλογιστού σχημα
τίζει θερμογόνον μετ' ολίγου δε το υδρογόνον κτλ.
Τον Τόβερν ΒΕΡΓΜΑΝ τέλος, του οποίου πολλάκις γίνε
ται μνεία εν τή χημεία, εκόσμουν ευγένεια χαρακτήρος, παιδεία,
ευκρίνεια και αξιοπρέπεια κατά τας παραδόσεις του προ πάντων
δε ή ποικιλία των γνώσεών του και μάλιστα των φυσικών και μαθη.
ματικών. Εγεννήθη 1735 και εσπούδασεν εν Υψάλη θεολογίαν
και νομικά κατά την επιθυμίαν των συγγενών του κρυφίως όμως
κατεγίνετο εις τα μαθηματικά και τας φυσικάς επιστήμας. Βραδύ
τερον επετράπη αυτώ να επιδοθή κατά την φυσικήν αυτού κλίσιν
74

εις τα μαθηματικά και την χημείαν, την βοτανικήν, φυσικήν και


εντομολογίαν. Εν έτει 1767 διωρίσθη καθηγητής της χημείας εν
"Υψάλη, Έκτοτε ο ζήλος αυτού προς την χημείαν έζωογονήθη έτι
μάλλον. Η φήμη αυτού ταχέως εξηπλώθη αλλ' ό θάνατος διέ.
κοψε προώρως (1784) τάς εμβριθείς αυτού μελέτας.
‘0 Βέργμαν κατέγεινε πρώτον εις την εξέτασιν της συνθέ
σεως τών άλάτων, παρακινηθείς εκ της αναλύσεως των μεταλλι
κών υδάτων. Ζητών ακριβώς τα συστατικά των υδάτων τούτων,
και συνάγων τ' αναπτυσσόμενα αέρια εν τώ κενφ, διέκρινε την
διαφοράν του ατμοσφαιρικού αέρος από του ανθρακικού οξέος και
του θειόυχου υδρογόνου. Διακρίνεται εν γένει διά την τελειοποίη.
σιν της αναλυτικής μεθόδου, και αι περί τούτου πληροφορία αυτού
εχρησίμευσαν ώς πολύτιμοι οδηγίαι, αφ' ών ώφελήθησαν και οι
μεταγενέστεροι. Επέστησε π.χ. την προσοχήν των πειρωμένων
επί της διαφοράς του εσωτερικού και εξωτερικού στρώματος της
του καμινευτήρος αυλού φλογός, και εδίδαξε την χρήσιν του βόρα
κος, φωσφορικού άλατος και σόδας ώς δοκιμαστηρίων κατά τάς
δία της φλογός ταύτης αναλύσεις ώσαύτως την διαφοράν μεταξύ
σφυρηλατημένου σιδήρου, χάλυβος και του χυτου σιδήρου εδοκί.
μαζε τα διάφορα ταύτα είδη διά διαλύσεως εν αραιωμένω θειϊκφ
οξεί και ύδατι, εξετάζων την αναπτυσσομένην ποσότητα του υδρο
γύνου εύρεν ότι ό σφυρηλατημένος σίδηρος, παρέχει το πλεί
στον, ό χάλυψ ήττον και όχυτός σίδηρος ελάχιστον ποσόν ύδρο
γόνου ότι δε τουναντίον ό σφυρηλατημένος σίδηρος αφίνει ελάχι
στον, όχάλυψ πλείον και όχυτος σίδηρος πλείστον αδιάλυτον υπό
λειμμα διέκρινεν όθεν ορθώς την διαφοράν των ειδών τούτων, θεω
ρήσας αυτά ώς διαφόρου σχέως συνθέσεις σιδήρου και γραφίτου,
εν αις εμπεριέχεται ενίοτε μίλτος και σιλικικόν οξύ Ευρεν ότι ή
εμετική τρύξείναι διπλούν άλας εκ τρυγικού οξέος, κάλεος και αντι
μονίου ο δ' εκπυρσοκροτικός χρυσός σύνθεσις εξοξειδίου χρυσού
και αμμωνίας ότι ό οξυανθρακικός μόλυβδος, όστις εθεωρείτο
έως τότε ώς όξικόν άλας είναι οξυανθρακικός μόλυβδος κτλ.
‘0 Βέργμαν εφημίσθη μάλλον διά των περί της συγγενείας
των σωμάτων πληροφοριών αυτού. Εθεώρησεν ότι όλα τα σώματα
τείνουσι νά ένωθώσι μετ' αλλήλων ή τάσις αύτη, ήν εκάλεσεν
έλξιν, είναι διάφορος ώς προς τα διάφορα σώματα εκ τούτου
όθεν προκύπτει ή διάλυσις συνθέσεως τινός διά της προσθήκης
νέου σώματος, έχοντος μείζονα συγγένειαν προς έντών συστατι,
κών αυτής.
Ο Βέργμαν ενόησεν ότι ή συγγένεια δεν μεταβάλλεται κατά
τους διαφόρους βαθμούς της θερμότητος, ώς οι προ αυτού ενόμι
75

ζον, αλλ' είναι πάντοτε ή αυτή ή θερμότης απαιτείται μόνον,


όπως, αναλύουσα τα σώματα, διευκολύνη την ανάμιξιν αυτών,
ή θερμότης δε αποβαίνει περιττή, εάν ή ανάλυσις επιτευχθή δι'
άλλων διαλυτικών μέσων δυνατόν τότε ο βαθμός της συγγενείας
να παρουσιάζηται διάφορος ή κατά την διά πυρός ανάλυσιν αλλά
και τότε μένει πάντοτε ο αυτός. Εξέθηκεν όθεν και μετεχειρίζετο
δύω πίνακας των της συγγενείας πολλών ουσιών, τον μεν διά τον
βαθμόν της συγγενείας, όν παρουσιάζουσι τα σώματα κατά τάς
δι' υγράς μεθόδου εργασίας, τον δε κατά τας διά πυρός ώρισε
δε την συγγένειαν 59 διαφόρων σωμάτων έκάστου προς τα λοιπά
εν διπλή σειρά.
Ο Βέργμαν προσεπάθει να εφαρμώση και επί άλλων επι
στημών την χημείαν π.χ. επί της γεωλογίας εζήτησε τα συστα,
τικά των εκ των ήφαιστείων ανατιναχθέντων λίθων εσύγκρινε τού
τους προς την σύνθεσιν άλλων λίθων, ώς βασαλτίου κτλ. ευρε δε
ταύτην όμοίαν, και συνεπέρανεν ότι ο σχηματισμός αυτών είναι
ο αυτός κατέταξε τα διάφορα ορυκτά, ώς εκ της χημικής αυτών
συνθέσεως, εις συστηματικήν σειράν Ως διακριτικόν δε των
ορυκτών ώρισε την κρυσταλλικήν μορφήν, την οποίαν τηρούσι
και το όλον, και τα διά θραύσεως τεμάχια.
"Ως προς τας θεωρητικάς ιδέας περί καύσεως ό Βέργμαν
ήκολόυθει το πνεύμα της φλογιστικής θεωρίας, της οποίας είναι
ο τελευταίος οπαδός.

Τ ΕΤ Α ΡΤΗ Π Ε Ρ ΙΟ ΛΟΣ
γι

ΙΙΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ.
y ν -ν ν Α' - * - Α.

Από του τελευταίου τετάρτου του 18ου αιώνος μέχρι


της παρούσης εποχής.
Αί κατά την αρχήν της περιόδου ταύτης ανακαλύψεις ανέτρε
ψαν μεν την βάσιν της φλογιστικής θεωρίας, διότι ενώ κατ' εκείνην
ή καύσις εθεωρείτο προερχομένη εκ της διαλύσεως του σώματος,
απεδείχθη ότι αύτη είναι φαινόμενον, παρουσιαζόμενον απ' εναν.
τίας κατά τον σχηματισμόν συνθέσεως τινός αλλ' αναμφισβητή.
τως κατά την φλογιστικήν εποχήν ανεπτύχθη το πνεύμα της νεω.
τέρας χημείας δι' επιμελούς ερεύνης, διά της παρατηρήσεως
76

πλείστων φαινομένων και της προσπαθείας προς γενικήν τινα


θεωρητικήν εξήγησιν αυτών. Ει και κακώς εξήγησαν την καύσιν οι
οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας, επέστησαν ουχ ήττον την προ
σοχήν των χημικών επί του σπουδαίου τούτου φαινομένου.
Ιδρυτής της νέας θεωρίας δικαίως θεωρείται ό Λαβοαζιέ,
όστις ανατρέψας την φλογιστικήν θεωρίαν, προοιμίασε νέαν διά
τούτο αντιφλογιστικήν θεωρίαν καλουμένην.
Κατά την τελευταίαν ταύτην περίοδον ή ποιοτική εξήγησις,

ήτοι ο ορισμός των συστατικών μόνον σώματος τινός, φαίνεται


ανεπαρκής ζητείται δε και η ποσοτική σχέσις εκάστης συνθέ.
σεως ό τρόπος όθεν της ερεύνης είναι κατά την περίοδον ταύτην
διάφορος.
θεμελιώδης δε διαφορά της νέας θεωρίας από της προγενε.
στέρας είναι, ώς ερβέθη, ή διάφορος εξήγησις της καύσεως.
Κατά την αντιφλογιστικήν θεωρίαν, ή καύσις δεν είναι φθορά,
ούτε διάλυσις, αλλ' ένωσις τών συστατικών του καιομέ,
νου σώματος μετά του οξυγόνου του ατμοσφαιρικού αέρος,
ούτως ή υποθετική εκείνη ουσία του φλογιστού εξελέγχεται ανύ
παρκτος.
Γιγαντιαίοις βήμασιν ή επιστήμη προβαίνει έκτοτε διά σει
ράς ανακαλύψεων, εκ της λογικής συναφείας των οποίων εξάγει
συμπεράσματα, καθοδηγούντα εις νέας πάντοτε ανακαλύψεις,
Όποίους καρπούς αποφέρει έκτοτε ή θαυμαστή αύτη της χημείας
επιστήμη! - Εν βραχεί διαστήματι παλαιάς δοξασίας ανέτρεψεν,
επιστήμας ανεμόρφωσεν, ετακτοποίησε και νέας παρήγαγεν εμπει,
ρικάς γνώσεις συστηματοποιήσασα, ανύψωσεν εις επιστήμας.
0ύτως ή βοτανική, ή ζωολογία, ή γεωλογία κατέστησαν ευρείαι,
κοινωφελείς και τερπναι επιστήμαι. Διά της χημείας ερευνώντες
την οργανικήν και ανόργανον φύσιν, εμάθομεν την μεταξύ του
εδάφους και των φυτών σχέσιν την γένεσιν και ανάπτυξιν της
φυτικής και οργανικής ζωής την σύστασιν των ορυκτών, εξής τας
διαφόρους της γης αλλοιώσεις εικάζομεν ό βιομήχανος έμαθε να
κατεργάζηται τας φυσικάς ύλας ο γεωργός πώς δύναται να κατα
στήση το έδαφος γόνιμον διά του φωσφορικού οξέος και του αμμω
νιακού άλατος εν συντόμω πάσα ή πολιτική οικονομία έλαβε νέαν
φάσιν απείρως δαψιλωτέραν,
Εν αρχή της περιόδου αι προσπάθεια των χημικών έτεινον,
ώς είπομεν, προς ανατροπήν της προτέρας περί καύσεως θεωρίας.
Αλλά ταχέως ή χημεία εύρε και νέον ευρύτερον στάδιον, την
ποσοτικήν εξέτασιν της συστάσεως των σωμάτων. Την πρώτην
προς τούτο νύειν έδωσαν οι τελευταίοι της φλογιστικής θεωρίας
77

οπαδοί Σχέελε και Βέργμαν διά τινων ποσοτικών ερευνών αλλ' ό


εν τη επιστήμη αείμνηστος Γάλλος Λαβοαζιε έθηκε τον θεμέλιον
λίθον του νέου οικοδομήματος, διδάξας ότι μόνον ή ποσοτική εξέ
τασις δύναται να καταστήση καταληπτήν την συγγένειαν, δι' ής
πάσα σύνθεσις παράγεται πράγματι δε γνωσθείσης ταύτης, αφ'
έαυτών σχεδόν αι ανακαλύψεις επηκολούθησαν αλλήλαις.
"0 γόνιμος νούς του ανδρός τούτου προσεπάθησε κατ' αρχάς
ν' αντικαταστήση την περί φλογιστου θεωρίαν διά τινος βασιμω
τέρας περί καύσεως ιδέας. "Εως τότε οι χημικοί ήρκούντο, εξη
γούντες την καύσιν δι'υποθέσεων και αυθαιρέτου παραδοχής ανυ
πάρκτων ουσιών. Παρετηρήθη μεν ότι διά της καύσεως επιγίνεται
αύξησις βάρους, τινες μάλιστα και απέδωσαν τούτο εις απορρό
φησιν τινά αέρος, αλλά δεν ηδυνήθησαν ν' αναπτύξωσι και απο
δείξωσι την ιδέαν ταύτην, ούτε να εξαγάγωσι γενικήν τινα περί
καύσεως θεωρίαν. Αι υποθέσεις όθεν ουδόλως ελήφθησαν υπ'
όψιν, και οι διασημότεροι χημικοί ολίγον εφρόντιζον περί της
οξειδώσεως των μετάλλων ενόμιζον μάλιστα ότι αύτη δεν είναι
απαραίτητος συνέπεια της καύσεως, αλλά φαινόμενον τυχαίως
ενίοτε παρακολουθούν αυτήν.
Ο Αντώνιος Λαυρέντιος ΛΑΒ0ΑΖΙΕ εγεννήθη εκ
πλουσίων γονέων εν Παρισίοις την 16η Αυγούστου 1743, έξμήνας
μετά τον Σχέελε. Την πρώτην αύτου εκπαίδευσιν έλαβεν εν τω
Collège Μazarin. 0 προς μάθησιν ακατάσχετος ζήλος, όν εκ παι
δικής ηλικίας εδείκνυεν, και αι εκπληκτικαι αυτού πρόοδοι παρε
κίνησαν τον πατέρα ν' αφήση αυτόν, όπως κατά βούλησιν ακολου
θήση την φυσικήν κλίσιν. 0 Λαβραζιε επεδόθη εις τας φυσικάς
επιστήμας, ιδίως τα μαθηματικά, την φυσικήν και χημείαν. Την
μαθηματικήν και αστρονομίαν εδιδάχθη υπό του Αββά Lacaille,
την βοτανικήν υπό του περιφήμου βοτανικού Jussieu την χημείαν
δε υπό τινος Ρουελ, ευδοκημoύντος τότε. -
Κατά την πρώτην έτι νεότητα παρέσχε λαμπρά δείγματα
των εξόχων αυτού προτερημάτων, επιδοθείς τό 21 έτος της ηλικίας
άγων εις τήν λύσιν ζητήματος, όπερ ή γαλλική Κυβέρνησις πρου
κάλεσεν. -
Κατά προτροπήν της Κυβερνήσεως ή γαλλική Ακαδημία
έθεσε διαγώνισμα, όρίσασα αμοιβήν 2000 λιρών τώ μέλλoντι να
υποβάλη την καλλιτέραν έκθεσιν περί καταλλήλου φωτισμού της
πόλεως των Παρισίων. Ο Λαβραζιε εκέρδισε το διαγώνισμα τούτο.
Μεγαλοφρονών όμως δεν εδέχθη το προορισθέν ποσόν, αλλά
παρεχώρησεν εις τους τρεις αυτού συναγωνιστάς, ώς αποζη
μίωσιν διά δαπάνας αυτών. Την μεγαθυμίαν ταύτην αντήμειψεν
78

ο βασιλεύς, παραδούς αυτώ ιδιοχείρως εν συνεδριάσει της Ακα


δημίας χρυσούν βραβείον την 9η Απριλίου 1766. - Την 18ην δε
Μαίου 1768 ανηγορεύθη μέλος της ακαδημίας. -
Ο Λαβοαζιε προσεπάθησε να χρησιμοποιήση τάς γνώσεις
αυτού επ' αγαθώ της πατρίδος και της ανθρωπότητος ενγένει.
Εν έτει 1776 εδίδαξεν ευπρόσοδον κατασκευήν του νίτρου, εβελ
τίωσε την κατασκευήν της πυρίτιδος και συνέγραψε διάφορα περί
δημοσίας οικονομίας συγγράμματα. Εν έτει 1791 συνέγραψε την
πραγματείαν -Τraité sur la richesse territoriale de la France"
ήτις κατ' απόφασιν του νομοθετικού σώματος εξεδόθη δαπάνη της
Κυβερνήσεως,
Από του έτους 1768 όμως άρχονται αι την θεωρητικήν
χημείαν μάλλον αφορώσαι διά της ζυγού έρευνα του Λαβοαζιέ.
Απέδειξε (η Μemoires premier et second sur la nature de l'au et
sur les experiences, par les quelles on a prétendu prouver la pos
sibilité de son changement en terre Μemoires de l'Αcademie des
sciences του έτους 1770. Σελ. 73-82.90-107".) διά πολλών δοκι
μών το σφαλερόν της παλαιάς υποθέσεως, ότι το ύδωρ δύναται
διά διαρκούς θερμάνσεως να μεταβληθή εις γην. Η οξύνοια του
Λαβραζιε δεν ήρκείτο καταδεικνύουσα τα σφάλματα των προγενε
στέρων, αλλ' εζήτει δι' επιμόνου ερεύνης νέας ιδέας και αλη
θείας. Εκτός των εξόχων φυσικών προτερημάτων ηυτύχησε να
έχη αφθόνως και τα μέσα προς πολυδαπάνους ερέυνας και τελειο
ποίησιν των αναγκαίων εργαλείων. Εις την ευτυχή ταύτην σύμ.
πτωσιν οφείλει η επιστήμη και άπασα ή ανθρωπότης τάς μεγί.
στας ώφελείας. -
Από του 1772 έπαυσε καταγινόμενος εις ειδικάς ερεύνας,
επεζήτη δε διά γενικής θεωρίας περί των σπουδαιοτέρων χημι
κών φαινομένων ν' αναμορφώση όιζηδόν το επικρατούν σύστημα.
Κατά το αυτό έτος ήρξαντο αι προς ανατροπήν της περί καύσεως
θεωρίας έρευνα αυτού υπέβαλε τη Ακαδημία πραγματείαν, εν
ή εκτίθησιν, ότι ου μόνον κατά την διά της καύσεως οξείδωσιν
των μετάλλων, αλλά και κατά την καύσιν του φωσφόρου και του
θείου επιγίνεται αύξησις βάρους ότι τούτο προέρχεται εκ της
απορροφήσεως αέρος, και ότι κατά την αναγωγήν των μεταλλοξει
δίων αναδίδεται πάλιν αφθόνως αήρ. Ολίγον βραδύτερον εξετέ.
λεσε διάφορα πειράματα προς επιβεβαίωσιν του γεγονότος τούτου,
Πληρώσας υέλινον κέρας κασσιτέρου, κλείσας δ' έρμητικώς τούτο,
και ακριβώς ζυγίσας, εθέρμανεν. Ο κασσίτερος ανελύθη και ώξει
δώθη αλλά το βάρος του εργαλείου έμεινεν αμετάβλητον. Ανοι,
χθέντος όμως του εργαλείου, έγεινε τούτο βαρύτερον, το πλέον δε
79

τούτο του βάρους εδείκνυε καταφανώς το ποσόν του μετά την


αποσφράγισιν εισχωρήσαντος αέρος Ζυγίσας ο Λαβοιζιέ ιδιαι
τέρως τον οξειδωμένον κασσίτερον, εύρε κατά τοσούτον βαρύτερον,
όσον ήν το βάρος του εισχωρήσαντος αέρος. "Όθεν ή αύξησις του
βάρους του κασσιτέρου κατά την οξείδωσιν προήλθεν εκ της απορ
ροφήσεως μέρους του εν τώ εργαλείω αέρος διά τούτο το βάρος
του όλου αγγείου έμεινε το αυτό ανοιχθέντος δε του εργαλείου,
εισέδυσε τοσούτος αήρ όσος είχεν απορροφηθή. "Ότι όμως το
απορροφηθεν αέριον ήν οξυγόνον, τούτο δεν ενόησε τότε έτι ο
Λαβοαζιέ προς τούτο ώδηγήθη κατόπιν υπό του Πριστλεύ, επω
φεληθείς την υπ' εκείνου γενομένην ανακάλυψιν του οξυγόνου.
Εξήγαγε το οξυγόνον κατά τας οδηγίας εκείνου εκ του πυρολουσί,
του (υπεροξειδίου του μαγγανίου) και έγνω ούτω την σύνθεσιν του
υδραργυρικού οξειδίου, εξ ου ήδύνατό τις νά συμπεράνη κατ' ανα
λογίαν την σύνθεσιν όλων των μεταλλικών οξειδίων,
Αναπτύσσων την πρώτην αύτου ιδέαν, εξέδωκε πολλάς
πραγματείας περί της σπουδαιότητος του οξυγόνου. Έλαβεν υπ'
όψιν ου μόνον την διά της καύσεως αύξησιν του βάρους του φωσ
φόρου και του θείου, αλλά και τα διά ταύτης σχηματιζόμενα οξέα,
π.χ. το διά της αναμίξεως φωσφόρου και νιτρικού οξέος σχηματι
ζόμενον οξύ διέκρινε δ' ώς συστατικόν εν τω οξεί τούτω το οξυ
γόνον, όπερ εύρεν ώσάυτως και εν τώ θείχώ οξεί. Ολίγον κατό
πιν εβεβαιώθη ότι το οξυγόνον είναι κ ο ι ν ό ν συστατικόν
όλ ω ν τω ν οξέων απέδωκεν όθεν τώ αερίω τούτω τ' όνυμα
οξυγόνον, ώς γιγνομένων διά τούτου των οξέων.
Μετά την παρατήρησιν, ότι τα μέταλλα οξειδούμενα, το
θείον δε, ο φωσφόρος και ο άνθραξ καιόμενα εν τώ αέρι, γίνονται
θαρύτερα, ενόμισε δικαίως όλως παράλογον την εξήγησιν τών
φαινομένων τούτων διά της υποθέσεως, ότι τα σώματα αποβάλ
λουσι κοινόν τι συστατικόν, όπερ ο Στάλ και ή σχολή αυτού ωνώ
μασαν φλογιστόν. Αφού δ' ορθώς εξήγησε και πολλάς άλλας περι,
στάσεις, καθ' άς ή σχολή εκείνη ύπελάμβανε την παρουσίαν φλο
γιστού, εκήρυξε το υποθετικόν τούτο σώμα ώς τέρας, (Μemoires
de l'Αcademie de sciences ή Ρaris, του έτους 1783, Σελ. 505 -
530) το όποιον λέγεται ότι η σύζυγός του ενδεδυμένη ώς ιέρεια
συμβολικώς, εθυσίασεν επί του βωμού της αληθείας ).
* Γ "α Λ. ? - 4. - ξ- Υ
- " ν ".

) Γερμανος τις χρονογραφος βεβαιοι, ότι υπηρξεν αυτοπτης μαρτυς


- - ι - ν »

της σκηνής ταύτης. Προηγήθη δε της καταδίκης κωμική διαδικασία, καθ


ήν ώς ενάγων παρίστατο τ' όξυγόνον, εναγόμενον δε το φλογιστον
και ο Σταλ ώς advorntu i diaboli συνήγορος αυτού. Σημειωτέον ότι η
80

"0 Λαβοαζιε απέδειξεν κατόπιν, ότι προς σχηματισμόν όλων


των ελαστικών υγρών, του αέρος και των αερίων ενγένει είναι
απαραίτητος ή θερμότης. Εδίδαξε δε ακριβέστερον των προ αυτού
τάς μεταβολάς, άς τα σώματα υφίστανται καιόμενα εν τώ αέρι,
ιδίως ο σίδηρος και ο κασσίτερος ώσάυτως την μεταβολήν του
αέρος διά της αναπνοής και διαπνοής των ζώων. Απέδειξεν επί
σης δι' επιτηδείων αναλυτικών και συνθετικών πειραμάτων ότι
το ύδωρ δεν εμπεριέχει ποσώς γήν είναι δε ουχί άπλούν στοι
χείον, ώς έως τότε ενoμίζετο, αλλά σύνθετον εξ οξυγόνου και
ευφλέκτου τινός αερίου, όπερ ώνόμασε διά τούτο υδρογό ν ο ν.
(Μemoires de l'Αcademie, 1781. Σελ. 269-283.)
Επί των ανωτέρω ανακαλύψεων βασισθείς ό Λαβοαζιε, εθε
μελίωσε νέον χημικόν σύστημα, εκτιθέμενον εν τώ συγγράμματι
αυτού η Τrait é élém entaire de chimie présent é dans un
or dr e nouveau et d'ap ros les dé couvertes modernes,
1789". -
Εν οικείω τόπω θέλομεν αναφέρει λεπτομερείας, εξ ών έκα
στος θέλει κρίνει επαξίως την επιστημονικήν αξίαν του μεγίστου
τούτου ανδρός. Αλλά και τοι τοιαύτας μεγίστας εκδουλεύσεις προ
σενεγκών τη επιστήμη και τη πατρίδι αυτού, επέπρωτο να γείνη ο
Λαβοαζιε, ώς και πλείστοι άλλοι μεγάλοι άνδρες, θύμα της λύσσης
του τρομερού δικτάτορος Ροβεσπιέρου. Κατηγορηθείς ότι ώς δημό
σιος χορηγός των καπνών ενόθευσεν αυτούς δι' ύδατος και άλλων
βλαβερών ουσιών, κατεδικάσθη, και υπέστη την 8ην Μαίου 1794την
φρικώδη καταδίκην της λαιμητόμου, το 51 έτος της ηλικίας άγων.
Μέγας εν τη επιστήμη και την συναίσθησιν έχων των ευεργεσιών,
άς παρέσχε τη πατρίδι και τη ανθρωπότητι, έκυψεν υπό τον πέλε
κυν μετά της αταραξίας, της χαρακτηριζούσης τας μεγάλας ψυχάς,
την υπερήφανον κεφαλήν του. -
Τα έργα του Λαβοαζιε συνεχίζοντες, κατεπολέμησαν έτι
την φλογιστικήν θεωρίαν ο Γουίτών δε Μορβώ και ο Φουρ
κρό ύ. Ως συνεργάται του Λαβοαζιε ήρξαντο ουτοι εκδίδον.
τες από του 1780 περιοδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον η Αn na
les de chimie" ώς όργανον της νέας διδασκαλίας κατά του
ηJournal de Ρhysique", οργάνου της φλογιστικής θεωρίας.
Ο Λουδοβίκος Βερνάρδος ΓΟΥΪΤΩΝ δε ΜΟΡΒΩ, γεννη
θεις 1737 εν Dijon, ήν υίύς καθηγητού της νομικής εν τη πόλει

σύζυγος του Λαβοαζιέ ήν ειδήμων της χημείας, και μετέφρασε μάλιστα


πολλα χημικά συγγράμματα (Κρέλ χημικα χρονικά 1789, τόμ. α.
Σελ. 519).
81

τούτε. Σπουδάσας ώσαύτως τα νομικά, διεκρίθη ώς εύγλωττος


δικηγόρος και ώς τοιούτος ωνομάσθη μέλος της Ακαδημίας, το
23 έτος της ηλικίας του άγων. Λημική τις συζήτησις έκέντησε
βραδύτερον τον έρωτα αυτού προς τας φυσικάς επιστήμας. Έκτοτε
ήρξατο καταγινόμενος εις ταύτας, και ταχέως επέδωσε τοσούτον,
ώστε εγκαταλιπών πάντα, απεφάσισε να ενασχοληθή αποκλειστι
κώς εις την χημείαν.
Ο Μορβώ κατ' αρχάς ήν ένθερμος οπαδός και υπέρμαχος
της φλογιστικής θεωρίας αλλ' ό Λαβοαζιε κατέδειξεν αυτώ την
απάτην. Εν έτει 1791 ο Μορβώ μετέβη εις Παρισίους ώς μέλος
της Εθνοσυνελεύσεως. Το 1793 εψήφισεν υπέρ της καταδίκης
του βασιλέως. Παρακολουθήσας τους γαλλικούς στρατούς εις Βέλ
γιον, ωφέλησε πολύ διά των αεροστάτων, ώστε προσεκλήθη εις
Παρισίους ώς καθηγητής εν τη σχολή των δημοσίων έργων.
Ένεκα δε των εκδουλεύσεών του ωνομάσθη υπό του Ναπολέοντος
βαρώνος το 1811.
Ο Γουιτών δε Μορβώ, συνεργασθείς εις την έκδοσιν του
σπουδαίου συγγράμματος η Εncyclopédie methodigue", συνέγραψε
το χημικόν μέρος. Διά του περιοδικού συγγράμματος "Journal de
ΤΕcole Ρolytechnique" εδημοσίευσε θεωρίαν τινά περί της συμ
πήξεως των κρυστάλλων εν γένει ειτα πολλάς σπουδαίας πραγ
ματείας περί διαφόρων αντικειμένων, τάς πλείστας διά του
ηJournal de Ρhysique". Διά την θεωρητικήν χημείαν σπουδαιό
τερα των έργων του εισιν ή πραγματεία αυτού περί τής χημι
κής συγγενείας και της επ' αυτής επιρροής της θερμότητος,
ή περί οξέων διδασκαλία, και η βελτίωσις της χημικής ονο
ματολογίας. (Μethode de nomenelature chimique).
Ο δε Αντώνιος Φραγκίσκος δε ΦΟΥΡΚΡΟΥ εγεννήθη
εν Παρισίοις 1775 εξευγενούς, αλλ' εις ένδειαν περιπεσούσης οικο
γενείας. Εσπούδασεν όθεν ώς μάλλον προσοδοφόρον την ιατρι
κήν. Αλλά καθηγητής τις τής χημείας, Βouquet, κατιδών το
έξοχα αυτού προτερήματα, παρεκίνησεν αυτόν να επιδοθή εις την
χημείαν. Ταχέως δ' εφημίσθη τοσούτον, ώστε εν έτει 1784 διω
ρίσθη καθηγητής της χημείας εν τη σχολή η Jardin des Plantes".
"Ως μέλος της εθνικής συνελεύσεως συνετέλεσεν εις την παραδο
χήν του περί ισότητος των μέτρων και σταθμών νόμου. Μετά την
πτώσιν του Ροβεσπιέρου διωρίσθη επιτηρητής των δημοσίων σχο
λείων, και τας εκδουλεύσεις αυτού εκτιμών βραδύτερον ο Ναπο
λέων, απένειμεν αυτώ τον τίτλον κόμητος.
"0 Φουρκρόύ συνετέλεσεν εις την διάδοσιν του αντιφλογιστι
κού συστήματος, ει και πολλαχού φαίνεται φθονών τον αντίζηλον
6
82

αυτού Λαβοαζιέ. Διάφοροι χημικα πραγματεία αυτού εδημοσιέυ


θησαν διά των »Μemoires et Οbservations de chimie, Μemoires
de l'Αcademie des sciences, Αnnales de chimie, Αnnales de
Μuseum d'Ηistoire Νaturelle και Journal des Μines. - Συνειρ.
γάσθη εις την έκδοσιν της Εncyclopédie Μethodique εξέδωκε δε
και τινα ιδιαίτερα ουγγράμματα, ώς Εléments d'histoire naturelle
et de chimie. Σπουδαιότερον όμως των έργων του είναι η Philo
sophie chimique ou verités fondamentales de la philosophie
moderne". Ένεκα της πολλής εργασίας ή υγεία αυτού έπαθε,
και εν έτει 1809 προώρως απεβίωσεν. Η επιστήμη οφείλει αυτό
πολλά, και το όνομα αυτού κοσμείται δι' επιστημονικής λαμπρότη
τος και δόξης.
Αλλά του Φουρκρόύ υπέρτερος έτι ανεφάνη ό Κ. Λ. ΒΕΡ.
θ0ΛΕΤ. Ο διάσημος ουτος χημικός, γεννηθείς 1748 εν Σαβοία
εκ γαλλικής οικογενείας, εσπούδασε την ιατρικήν, και μεταβάς εις
Παρισίους, διωρίσθη ιατρός του δουκός της Αυρηλίας. Διατελών
τοιούτος, κατεγίνετο συνάμα εις την σπουδήν της χημείας, και
τοσούτον επέδωκεν, ώστε απέκτησε ταχέως φήμην εξόχου χημι,
κού, και ωνομάσθη ώς τοιούτος μέλος της Παρισινής Ακαδη
μίας 1780.
Επειδή ο Βερθολέτ προσεπάθει ιδίως να εφαρμώση την
χημείαν επί των τεχνών και της βιομηχανίας, προ πάντων δε της
βαφικής, διωρίσθη υπό της Κυβερνήσεως επιτηρητής των βαφείων,
Επήνεγκε δε πολλάς βελτιώσεις εις διαφόρους της βιομηχα,
νίας κλάδους, ώστε ό Ναπολέων συμπαρέλαβε βραδύτερον αυτόν
εις την εις Αίγυπτον εκστρατείαν, και εκτιμώντας κατά ταύτην
σπουδαίας αυτού εκδουλεύσεις, απένειμεν αυτώ μετά την εις τον
θρόνον ανάβασίν του διαφόρους τιμητικάς θέσεις, παράσημα και
τέλος τον τίτλον του κόμητος. Αλλά τα επιστημονικά έργα τιμώσι
μάλλον ή ο τίτλος ουτος τον Βερθολέτ. - Τα μνησθέντα περιυ.
δικά συγγράμματα της εποχής εκείνης βρίθουσι σπουδαίων αυτού
πραγματειών. 0υ μόνον αυτού, αλλά και των επομένων διασήμων
χημικών της περιόδου ταύτης τα έργα εισι τοσούτον ποικίλα και
πρόσφατα, ώστε ή έκθεσις αυτών απολείπεται τη ειδική χημεία.
0 Βερθολέτ οπαδός ών κατ' αρχάς της φλογιστικής θεω,
ρίας, δεν παρεδέχετο εν γένει το αξίωμα του Λαβοαζιε, ότι μόνον
το οξυγόνον είναι τ' όξυποιούν, καθότι ευρε δύω σώματα, το θει
ούχον υδρογόνον και το κυανικόν όξύ ώς οξέα άνευ οξυγόνου,
Κατόπιν προσεχώρησε μεν εις το υπό του Λαβοαζιε ίδρυθέν αντι
φλογιστικόν σύστημα, αλλ' εξηκολούθησεν ουχ ήττον διδάσκων, ότι
υπάρχουσι και οξέα άνευ οξυγόνου αλλά την ορθήν ταύτην ιδέαν,
83

ήτις κατόπιν εβεβαιώθη, δεν ανέπτυξεν αυτός επί μάλλον. Ιδιαιτέ


ρας σπουδής άξιαι εισιν αι εν τώ συγγράμματι αυτού ,Statique chi
mique" εκτιθέμεναι ιδέαι περί της συγγενικής σχέσεως τών
σωμάτων, ώς βελτιούσαι μεν τας ιδέας του Βέργμαν, πολλάς
δ’ ιδίας σκέψεις ενέχουσαι.
Την περί συγγενείας ιδέαν συνέλαβε κατά πρώτον, ώς είπo
μεν, ο Βοερχάβιος αλλά μέχρι του Βερθολέτ δεν ελαμβάνετο υπ'
όψιν ή ποσοτική σχέσις ή συγγένεια δύω ουσιών εθεωρείτο ώς
προκύπτουσα εξ ιδιαζούσης τινός δυνάμεως, ήναι ουσίαι αυται
κέκτηνται απεδίδετο δε ή ανάλυσις εις διαφόρους βαθμούς συγ
γενείας. 0 Βέργμαν επωφεληθείς τους γενικούς κανόνας του Νεύ
τωνος περί έλξεως, έλαβεν υπ' όψιν και το σχήμα και την θέσιν
των μορίων, ώς αμφότερα σχέσιν έχοντα προς τα φαινόμενα της
συγγενείας αλλ' εθεώρησε την συγγένειαν σταθεράν, τάς δε πα
ρουσιαζομένας ανωμαλίας απέδιδεν εις την ατέλειαν των πει
ραμάτων.
Ο Βερθολέτ απ' εναντίας δεν παρεδέχετο την συγγένειαν
σταθεράν. Κατ' αυτόν, πιθανόν ή χημική συγγένεια να ή αιτία των
συνθέσεων αύτη όμως δεν πρέπει να θεωρηθή ώς γενική τις
θεμελιώδης δύναμις, αλλ' ώς υπό όρους τινάς ενεργούσα τα
σώματα κέκτηνται ελκυστικήν τινα χημικήν δύναμιν, ήτις, ένεκα
διαφόρων αιτιών, δεν δύναται πάντοτε να ενεργήση. Ως όρον
απαραίτητον προς την ενέργειαν της συγγενείας θεωρεί την επα
φήν των συγγενών μορίων προς τούτο δ' ανάγκη νά ώσι τα
σώματα εν ύγρά τουλάχιστον καταστάσει. Εάν το σώμα ή αδιάλυ
τον, ή εάν συστατικόν τι διαφεύγη εν αιθερία καταστάσει, ή χημική
συγγένεια δεν δύναται να ενεργήση.
Πρώτος προσέτι ενόησεν, ότι το ποσόν έχει επιρροήν επί
της ενώσεως. Εάν ή συγγένεια σώματος τινός προς άλλα ή ασθε,
νής, δύναται να επιταθή διά μεγαλειτέρου ποσού ασθενεστέρα
όθεν συγγένεια δύναται διά μεγαλειτέρας ποσότητος να ισορρο
πήση ή να υπερτερήση άλλην συγγένειαν καθ' έαυτήν ανωτέραν.
Ο νόμος ούτος, ώς εν οικείφ τόπφ θέλομεν αναφέρει, φαί
νεται εκ πολλών παραδειγμάτων συμφωνών προς την πείραν.
ώσαύτως και ό έτερος υπό του Βερθολέτ τεθείς νόμος, ότι η συγ
γένεια δεν δύναται να ενεργήση, εάν το σώμα ήναι αδιάλυτον, ή
εάν το προϊόν της διαλύσεως, αιθέριον όν, διαφεύγη. Αλλ' άλλη
τις ιδέα του Βερθολέτ, ότι όταν σώμα τι τεθή εις συνάφειαν μετά
δύω άλλων σωμάτων, εχόντων αμφοτέρων συγγένειαν προς αυτό,
το σώμα τούτο διαμοιράζεται εις αμφότερα, αντιβαίνει εις την
διδασκαλίαν της πείρας. Και ο Βερθολέτ αυτός παρετήρησεν εξαι
6 και
84

ρέσεις τινάς του νόμου τούτου αλλ' απέδιδε ταύτας εις το δυσδιά
λυτον ή την αιθερίαν κατάστασιν του σώματος, δι' ών ή ισορροπία
παραβλάπτεται. Ο Βερθολέτ διδάσκει προσέτι ότι, εάν δύω άλατα
διαλυθώσι μετ' αλλήλων, το οξύ εκάστου άλατος διαμοιράζεται εις
τάς βάσεις αμφοτέρων προκύπτουσι δ' ούτω τέσσαρα άλατα
αλλά και ο νόμος ουτος αντιβαίνει εις την πείραν, ήτις αποδεικνύει
ότι κατά την διάλυσιν δύω αλάτων π. χ. εν τοις μεταλλικοίς ύδα
σιν, αι ισχυραι βάσεις ενούνται μετά των ισχυροτέρων οξέων, α
δ' ασθενέστερα μετά των ασθενεστέρων.
Ει και αι περί συγγενείας ιδέα του Βερθολέτ έχουσιν έτι
ελλείψεις, υπέπεσε δε μάλιστα εις πολλά εσφαλμένα σεμπεράσματα,
συνετέλεσεν ουχ ήττον ουτος αναμφισβητήτως πολύ εις την διά
γνωσιν τής χημικής συγγενείας, επιστήσας την προσοχήν επί της
σχέσεως του ποσού και της αμέσου συναφείας των συγγε
νών μορίων, και επί των φυσικών σχέσεων της συνοχής (του
αδιαλύτου) και της διαστολής (αιθερίας καταστάσεως).
Τα τελευταία έτη της ζωής του διήγαγεν ο Βερθολέτ εν
κώμη τινί, Αrcueil, παρά τους Παρισίους μακράν της τύρβης της
κοινωνίας. Ο οίκος αυτού ήν τόπος συνεντεύξεως των πεπαιδευ
μένων, οίτινες υπό την προεδρείαν αυτού εσχημάτισαν σύλλογον,
όστις υπό το κοινόν όνομα η Societé d'Αrcueil" εξέδωκε διά,
φορα συγγράμματα. Ετελεύτησεν όθεν ο Βερθολέτ, καταγι,
νόμενος μέχρι του θανάτου του 1822 εις την ανάπτυξιν της επι
στήμης.
Εκ της Γαλλίας διά του Λαβοαζιε και των λοιπών προμνη.
σθέντων εξόχων χημικών ανέτειλεν ο ήλιος της νέας χημείας εν
αυτή ετέθη ο θεμέλιος λίθος της ποσοτικής θεωρίας αλλά προς
διάδοσιν και περαιτέρω ανάπτυξιν αυτής συνετέλεσαν ουκ ολίγον
και έξοχοι εν Γερμανία χημικοί,
"Ως τοιούτον αναφέρομεν τόν Μαρτίν ον Ερρίκ ο ν ΚΛΑ
ΠΡυθ, όστις γεννηθείς 1743, διεκρίθη ώς καθηγητής της χημείας
εντφ εν έτει 1809 εν Βερολίνφ ίδρυθέντι πανεπιστημίω. Ού
μόνον συνετέλεσε διά σαφούς διδασκαλίας προς ενίσχυσιν και
διάδοσιν τών αρχών της νέας θεωρίας, αλλά και ιδίας σπουδαίας
αναλύσεις εξετέλεσεν. Ανέλυσε το καθαρόν τελλύριον και τον
ουρανίτην, ανακαλύψας εν αυτώ το ουράνι ον ώς ιδιαίτερον μέταλ
λον ανεκάλυψε το τιτάνιον εν τώ βουτυλλίω, το οξείδιον του ζιρ
κονίου εν τώ ζιρκονίω, το δημήτριον, όπερ αυτός εκάλεσεν
όχρωί την κτλ.
Συλλογήν των διά διαφόρων περιοδικών συγγραμμάτων
κατά καιρούς δημοσιευθεισών πραγματειών αυτού περί αναλύσεων
85
των ορυκτών, εξέδωκεν υπό τον τίτλον η Βeitrage zur chemischen
Κenntniss der Μineralkörperα. -

Κατά την αυτόν χρόνον διέπρεπεν ώς καθηγητής της χημείας


εν Γαλλία ο Λουδοβίκος Νικόλαος Β0ΚΕΛΙΝΟΣ, υιός χωρι
κου, γεννηθείς 1763 εν Νορμανδία. Ενησχολήθη ιδίως εις την
δρυκτολογικήν χημείαν ανεκάλυψεν εν τώ ερυθρφ μολύβδω της
Σιβηρίας το χρώμιον, εν τώ βερυλλίφ δε νέαν τινά ουσίαν, το
γλύκειον. Συνειργάσθη μετά του Φουρκρόύ εις την εξέτασιν
των ζωικών και φυτικών χυμών, και ανεκάλυψαν το βενζοικόν
οξύ εν τώ ούρει τών ζώων απέδειξαν δε ότι πολλά θεωρούμενα
ώς ιδιαίτερα οργανικά οξέα εισί κοιναι ουσίαι ακάθαρτοι μόνον
ούτω π. χ. εύρον ότι το ξυλικόν οξύ είναι οξικόν οξύ, μεμιγμένον
μετά καυστικών ελαίων το μυρμηκικόν καλούμενον οξύ, μίγμα οξι
αού και μηλικού οξέος, το δε γαλακτικόν οξύ, σύνθεσις οξικού οξέος
και ζωικής ουσίας. Εν έτει 1803 εξετάζοντες τον λευκόχρυσον
και τα μετ' αυτού απαντώμενα μέταλλα, ανεκάλυψαν το ιρίδιον
και όσμιον. 0 Βοκελίνος συνειργάσθη και μετ' άλλων χημικών,
μετά του Ροβικ ε ανεκάλυψαν την ασπαραγγίνην μετά του Βου
νιβά την αλαντοΐνην μετά του Βουλών το καφουρικόν οξύ.
"0 Βοκελίνος και ο Κλαπρόθ προήγαγον την αναλυτικήν
χημείαν εις τοσαύτην τελειότητα, ώστε εύκολος, απέβη ο ποσοτι
κός ορισμός της συνθέσεως πολυσυνθέτων σωμάτων. "
Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος ΠΡ0ΥΣΤ εγεννήθη το 1661 εν
Αngers. Υιός φαρμακοποιού ών, κατέγεινε παιδιόθεν εις την
τέχνην του πατρός του αύτη διήγειρεν εν αυτώ ακατάσχετον
έρωτα προς τας φυσικάς επιστήμας και την χημείαν ιδίως. "0θεν
μετέβη εις Παρισίους προς ανάπτυξιν των γνώσεών του διεκρίθη
δ' εν βραχεί τοσούτον ώς έξοχος πειραματικός, ώστε ο βασιλεύς
της Ισπανίας προσεκάλεσεν αυτόν, και ου μόνον διαφόρους καθη
γεσίας ανέθηκεν, αλλά και χημείον μετά πολυτελείας κατηρτισμέ
νον παρεσκεύασεν αυτώ. 0 Προύστ είχεν ούτω πάν ό,τι χημικός
δύναται να επιθυμήση. Εφάνη δ' όντως άξιος της βασιλικής
ευνοίας, επενεγκών εις την ισπανικήν βιομηχανίαν μεγάλας βελ
τιώσεις. Αλλ' ή τύχη ταχέως μετεβλήθη. "Ενεκα οικογενειακών
υποθέσεων επανήλθεν εις Γαλλίαν. Κατά την απουσίαν δε αυτού,
κηρυχθέντος του μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας πολέμου, οι γαλ
λικοί στρατοί εισέβαλον εις Ισπανίαν και κατέσχον την Μαδρίτην.
Το πλούσιον τότε χημείον του Προύστ κατεστράφη αι επιμελείς
και πολυδάπανοι συλλογα αυτού, τα πολύτιμα αγγεία και ορυκτά
πάντα διηρπάγησαν. 0 Προυστ όθεν είδεν έαυτόν επί ξένης
γυμνωθέντα πάσης της περιουσίας του. Περιήλθε δ' εις τοσαύτην
86

ένδειαν, ώστε ηναγκάσθη να πωλή τα ολίγα ορυκτά, άτινα προς


δοκιμήν είχε φέρει μεθ' έαυτού, πρός πορισμόν του επιoυσίου
άρτου. Εν τοιαύτη δυστυχία είλκυσε την συμπάθειαν και αυτών
των αντιπάλων του. Ο Βερθολέτ επέστησε την προσοχήν του
Ναπολέοντος επ' αυτού, ώς ανακαλύψαντος μάλιστα το σάκχαρον
της σταφυλής. Ο αυτοκράτωρ προύτεινε τώ Προυστ 100000
φράγκων προς διοργάνωσιν σακχαροποιείου. Αλλ' ο Προύστ προ
τιμών την επιστημονικήν ενασχόλησιν, απεποιήθη την πρότασιν
ταύτην, έζησε δ' εν ενδεία, έως ου εν έτει 1816 ανηγορεύθη μέλος
της Παρισινής Ακαδημίας. Ο Λουδοβίκος δε ΧVΙΙΙ έχορήγησεν
αυτώ και επιμίσθιον χιλίων φράγκων εκτός του μισθού του ώς
ακαδημαϊκού τοιουτοτρόπως ήδυνήθη πάλιν να καταγείνη εις
ερέυνας μέχρι του θανάτου του (1826).
Πλείσται πραγματεία περί των χημικών αυτου ερευνών
εδημοσιεύθησαν διά του περιοδικού συγγράμματος, ηJournal de
Ρhysique, 1798-1809".
‘0 Προύστ απέδειξεν ότι η σχέσις πάσης χημικής
συνθέσεως είναι πάντοτε ή αυτή ότι η σχέσις αύτη είναι
όρος απαραίτητος προς επίτευξιν της χημικής ένώσεως. Εκ τού
του και εκ των λοιπών εργασιών είχεν ικανά διδόμενα, όπως ανα
καλύψη τον νόμοντών ισοδυνάμων και των χημικών αναλογιών.
Αλλά τόν νόμον τούτον δεν ενόησεν έτι ο Προύστ διότι αντί να
λάβη υπ' όψιν το βάρος οιουδήποτε των συστατικών ώς μονάδα,
έλαβεν ώς τοιαύτην το βάρος της όλης συνθέσεως προς εξήγησιν
του αποτελέσματος των αναλύσεών του. Ο Προύστ ώρισε την
σχέσιν της συνθέσεως, ώς και οι προ αυτού, ζητώνποία ποσότης
εκάστου συστατικού εμπεριέχεται εν συνθέσει τινι ώρισμένου
βάρους ήτοι εσχέτιζον πάντες το βάρος των συστατικών προς το
βάρος της σχηματιζομένης συνθέσεως. Αλλά νέα ανακαλύψεις
προέκυψαν, ότε εζητήθη ή σχέσις του βάρους των συστατικών
συνθέσεως τινός προς άλληλα,
0υχ ήττον ή γνώσις της σταθερότητος χημικής τινος συν
θέσεως παραμένει σπουδαία ανακάλυψις του Προυστ εν τη επι
στήμη. Εις την ανακάλυψιν ταύτην περιήλθεν ο Προύστ μετά
πολυπληθείς σπουδαίας ερεύνας. Ευρε π.χ. την διαφοράν μεταξύ
του σακχάρου της σταφυλής και της του σακχαροκαλάμου εδίδαξε
διαφόρους συνθέσεις του κυανικού οξέος ανεκάλυψεν εντφ τυρφ
διαφόρους ουσίας, ώς το βουτυρικόν οξείδιον κτλ.
Κατά την αυτήν εποχήν ενώ εν Γερμανία οι τελευταίοι οπαδοί
της φλογιστικής θεωρίας διεπληκτίζοντο μετά των οπαδών της νέας
αντιφλογιστικής θεωρίας, ανεφάνησαν δύω μεγάλοι Γερμανοί χημι
87

κοι, ο Βένζελ και ο Ρίχτερ, οίτινες έθεσαν τας βάσεις της


στοιχειομετρίας ή της καλουμένης μαθηματικής χημείας.
Ο Βένζελ εν έτει 1787 ζητών την εξήγησιν της αμοι.
βαίας διαλύσεως δύω ουδετέρων αλάτων, εύρεν ότι αι ποσότη
τες εκείναι διαφόρων βάσεων, αίτινες ουδετερούσι πο
σό ντι οξέος ώρισμένου βάρους, ουδετερούσιν ώσαύ
τως το αυτό ποσόν παντός άλλου οξέος, ήτοι ή σχέσις
του βάρους δύω βάσεων, αίτινες ουδετερούσι το αυτό ποσόν οξέος,
μένει πάντοτε σταθερά, οίονδήποτε και αν ή το οξύ και αντιστρό
φως ή σχέσις του βάρους δύω οξέων πρός βάσίν τινά είναι πάν
τοτε ή αυτή.
Ο ΡΙΧΤΕΡ κατέγεινεν από του 1792 εις το αυτό αντικείμε
νον. Επωφελούμενος τον υπό του Βένζελ εκτεθέντα κονόνα, συνε
πέρανεν, ότι ακριβής ανάλυσις όλων τών ο υδετέρ ω ν ά λά
των, τών δι' ένός οξέος σχηματιζομένων, και ενός ο ίου
δήποτε άλατος εκ των σχηματιζομένων δι' ενός εκά
στου των λοιπών οξέων αρκεί, όπως υπολογίση τις εκ
προτέρων την σύνθεσιν όλων των άλάτων, των σχη
ματιζομένων διά τών οξέων τούτω ν μετά των διαφό
ρ ω ν βάσεων. Υπέδειξε προσέτι ότι δύναται τις νά όρίση
δι' αριθμών την σχέσιν του βάρους έκάστου οξέος και έκάστης
βάσεως, καθ' ήν ενούται έκαστον εις ουδέτερον άλας ώρισε δε
τοιούτους αριθμούς, και εισήγαγε τοιουτοτρόπως τους ισοδυνα
μικούς αριθμούς ώς προς τα οξέα και τάς βάσεις (ίδε ειδικόν
μέρος). Την αξίαν των κανόνων κατέδειξεν έτι μάλλον ο Δάλτων,
Ο Ιωάννης ΔΑΛΤΩΝ εγεννήθη 1766 εν Coumberland
της Αγγλίας. Τα προκαταρτικά μαθήματα διδαχθείς εν τώ σχο
λείω, του χωρίου, εγένετο δεκατριετής μόλις διδάσκαλος εν τώ
αυτώ σχολείω. Μετέβη κατόπιν εις Κενδάλ, ένθα εξάδελφός τις
αυτού είχεν εκπαιδευτικόν κατάσημα τούτου την διεύθυνσιν ανέ
λαβε κατόπιν ο Δάλτων, και εν τη θέσει ταύτη διατελών, ήρξατο
των ιδίων σπουδών και ερευνών. Βραδύτερον μετέβη εις Μαγχε
στρίαν, αποζών δι' ιδιωτικών παραδόσεων των μαθηματικών και
των φυσικών επιστημών. Αί χημικα και φυσικαι ανακαλύψεις
αυτού, αι μετεωρολογικαι παρατηρήσεις και πολλά περί τούτων
συγγράμματα διέδωσαν την φήμην αυτού εφ' άπασαν την Ευρώ
πην. 0 Δάλτων ουχ ήττον εξηκολούθει ζών εν μετριοφροσύνη και
παραδίδων την χημείαν. Οι επισημότεροι των επιστημονικών συλ
λόγων, εκτιμώντες τον άνδρα, συμπαρέλαβονώς μέλος, "Η χημεία

οφείλει αυτό την έδραίωσιν τελείου συστήματος των ισυ δυνάμων


ή χημικών αναλογιών, και την ανάπτυξιν εν ταυτώ της ατομι
88

στικής θεωρίας. Τάς πρώτας επί των αντικειμένων τούτων μελέ,


τας εδημοσίευσε 1807 διά του πρώτου τόμου του συγγράμματος
αυτού ,Νew system of chymical philosophie." Εν αυτό εκτίθησι
μετά θελκτικής σαφηνείας τον νόμον των πολλαπλασίων ανα
λογιών, τον όποιον ώς είπομεν ο Βένζελ και ο Ρίχτερ επρο
ομίασαν. 0 Δάλτων παρετήρησεν ότι, εάν ώρισμένον ποσόν
σώματος τι νός έ ν ούται με τα διαφόρων ποσών άλλης
ουσίας, τα διάφορα ταύτα ποσά της άλλης ουσίας ακο
λουθούσιν ανάλογό ν τι να πρόοδο ν. Εθεώρησε τα στοιχεία
ώς συνιστάμενα εξ όμοειδών ατόμων, ών το βάρος είναι διάφορον
κατά τα διάφορα στοιχεία την δε χημικήν σύνθεσιν ώς ένωσιν
των ατόμων των διαφόρων συστατικών εις έν άτομον της συνθέ.
σεως. "Εν π. χ. άτομον του ενός συστατικού ένoύται μεθ' ένός,
δύω ή πλειοτέρων ατόμων του ετέρου. Εάν π.χ. σώμα τι Α. ένου,
ται μεθ' ετέρου Β πρός σχηματισμόν της συνθέσεως Α -- Β,
γνωστής ούσης της συγγενικής σχέσεως μεταξύ των δύω τούτων
σωμάτων, δυνάμεθα κατά τον ανωτέρω νόμον να ορίσωμεν, ότι αί
πολλαπλάσια συνθέσεις έσονται Α + 2 Β, Α + 3 Β κλ. ή 2 Β+
Β, 3 Α -Η Β. κλ. -
"0 Δάλτων ώρισε προσέτι, ότι το σχετικό ν βάρος του
ατόμου έκάστου στοιχείου εκφράζεται διά, της σχέσεως,
καθ' ήν το στοιχείον τούτο έν ούται με θέτέρου, ώς μονά
δος εκλαμβανομένου. Ευρε δ' ώς συνέπειαν της θεωρίας αυτού,
ότι βάρος του ατόμου συνθέσεως τινός είναι το άθροι
σμα του βάρους των αποτελούντων αυτό ατόμων των
συστατικών.

Τοιουτοτρόπως ό Δάλτων εθεμελίωσε τον νόμον, όστις και


σήμερον καθοδηγεί τους χημικούς. 0φείλεται μεν εις τον Ρίχτερ
ή έννοια των χημικών ισοδυνάμων, αλλ' ό Δάλτων επεξέτεινε την
έννοιαν ταύτην από των ώρισμένων τάξεων των οξέων και βά.
σεων εφ' όλων των σωμάτων, ιδίως επί των στοιχείων εν γένει,
γενικεύσας δ' ούτω τον νόμον, κατέδειξε πασαν την αξίαν αυτού,
Πάντι δε ιδία είναι η ιδέα του Δάλτωνος, ότι αι χημικαι συνθέ.
σεις πρέπει να θεωρηθώσιν ώς παραγόμεναι εκ της επιθέσεως
ατόμων έτερογενών σωμάτων επ' αλλήλων. Δι' ένώσεως έτε
ρογενών ατόμων σχηματίζονται κατ' αυτόν νέα σύνθετα άτομα
ή άπλών ατόμων συστάδες, τ’ άτομα της συνθέσεως. Διά της
θεωρίας ταύτης ο Δάλτων κατέδειξεν, ότι η σχέσις του βάρους
των συστατικών προς άλληλα, ήν εμπειρικώς μόνον εγνώρισαν οι
προ αυτού, είναι αναγκαία συνέπεια γενικού τινος νόμου, όστις
χρησιμεύει και ώς έλεγχος της ακριβείας της αναλύσεως. Η ανα,

κάλυψις νόμων τοιούτων, μέχρι σήμερον ισχυόντων και μελλόντων


ίσως να παραμείνωσιν αιωνίως, απεθανάτισε τον άνδρα και επι
σκιάζει τας λοιπάς αυτού ανακαλύψεις. Αλλά και τα λοιπά αυτού
έργα εισιν ουχ ήττον περισπούδαστα.
Η χημεία και η φυσική οφείλουσιν αυτφ την γνώσιν της
ιδιότητος του ύδατος του απορροφάν διάφορα αέρια, της συνθέ
σεως του αζώτου μετά του οξυγόνου, την ανακάλυψιν του ευδιο
μέτρου κτλ.
Ο Δάλτων τέλος προσεπάθησε να εισαγάγη χημικά σημεία,
εκφράζοντα ορθώς την ατομικήν αυτών σύνθεσιν.
"Άξια ιδιαιτέρας μνείας εισί και αι φυσικαι αυτού ανακαλύ.
ψεις π.χ. περί της κανονικής διαστολής των διαφόρων αερίων,
περί εξατμίσεως και της σχέσεως μικτών αερίων, περί της ελα
στικότητος των ατμών κλ.
Αι ανακαλύψεις αυται του Δάλτωνος υπέδειξαν ευρύ στάδιον
εις τους μεταγενεστέρους χημικούς.
Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος ΓΕΥ. Λ0ΥΣΑΚ εγεννήθη 1778
εν Αγ. Λεονάρδω της μεσημβρινής Γαλλίας. Σπουδάζων έτι εν
τώ πολυτεχνικώ σχολείω των Παρισίων, εξετέλεσε μετά του Βερ
θολέττας πρώτας αυτού ερεύνας. Μετά πολλάς άλλας καθηγεσίας
διωρίσθη εν έτει 1832 καθηγητής της χημείας εν τώ φυσικoίστο.
ρικφ μουσείφ των Παρισίων. Ως μέλος διαφόρων επιτροπών παρέ
σχε σημαντικάς ώφελείας διά των εξόχων αυτού φυσικών και χημι
κών γνώσεων. "0θεν ωνομάσθη βραδύτερον γερουσιαστής.
Ο Γέύ-Λουσάκ διεκρίθη κυρίως διά της ερεύνης της συν
θέσεως των αερίων. Εν έτει 1805 εύρε μετά του θύμβόλδου ότι
το ύδωρ συνίσταται εξ ενός όγκου οξυγόνου και δύω όγκων ύδρο
γόνου. την άπλήν δε ταύτην σχέσιν εύρε σταθεράν βραδύτερον εν
ταίς συνθέσεσι πάντων των αερίων. Το 1809 απέδειξεν ότι, κατά την
σύνθεσιν δύω αερίων οι ένούμενοι όγκοι αυτών ακολουθούσι τακτι
αην τινα αναλογίαν 1:1, 1:2, 1:3 κλ. ή 2:3, κλ. ήτοι εάν δύω
αέρια ένου νται κατά διαφόρους αναλογίας, τότε και οι
διάφοροι όγκοι του ενός αερίου, οίτινες δυνατόν να ένω
θώσι με θ' ένός όγκου του έτέρου, έχουσιν αναλογίαν
προς αλλήλους. Ανεκάλυψε προσέτι ότι, όταν η παραγομένη
σύνθεσις ή αέριος, ο όγκος της συνθέσεως έχει ανάλογο ν.
τινά σχέσιν προς το άθροισμα των όγκων, τών ένωθέν
των συστατικών.

Αί ανακαλύψεις αυται του Γέυ-Λουσάκ συνετέλεσαν εις την


εμπέδωσιν τών βάσεων της νέας χημικής θεωρίας αι έρευναι δε
αυτού περί της διαστολής πολλών αερίων διά της θερμότητος,
90

περί της πυκνότητος διαφόρων ατμών, περί της διαστολής των


υγρών σωμάτων, ανέδειξαν αυτόν έξοχον ώσαύτως φυσικόν,
Αξια μνείας εισιν έτι αι περί του θείου και των συνθέσεων αυτού
παρατηρήσεις αι περί του ενθείου υδρογόνου και του θειωμένου
κάλεος. 0 Γέυ-Λουσακ ώρισε τους βαθμούς της οξειδώσεως του
αζώτου εν έτει 1814, επέτυχε ν' απομονώση τό υδροχλωρικόν
οξύ. Αι παρατηρήσεις αυτού εισί ποικίλαι περί τούτων θέλομεν
αναφέρει λεπτομερέστερον εν τη ειδική των σωμάτων ιστορία.
Συνειργάσθη μετά πολλών διασήμων χημικών, και ανεκάλυψε μετά
του Βέλτερ το ύπο θειικόν οξύ, μετά δε του Λίβιχ 1824 το
εκπυρσοκροτι κ ό ν οξύ.
Τον Γέυ-Λουσάκχαρακτηρίζει εν γένει κατά τας εργασίας
αυτού σπανία οξυδέρκεια εμβρίθεια δε και σαφήνεια κοσμούσι τα
συγγράμματά του. Ετελεύτησεν εν Παρισίοις την 9η Μαίου 1850.
Αί ανακαλύψεις του Δάλτωνος και αι του Γέυ-Λουσάκ περί
της ποσοτικής σχέσεως των συνθέσεων και του σχηματισμού των
ατόμων της συνθέσεως έδωσαν νέαν ζωηράν ώθησιν τη χημεία,
ταύτην δ' εζωογόνησεν έτι ή κατά τον αυτόν χρόνον αρξαμένη
ηλεκτροχημική θεωρία. Ο Καρλίσλε και ο Νίκολσων επέτυχον
την 30 Απριλίου 1800 την ανάλυσιν του ύδατος εις τα συστατικά
αυτού, υδρογόνον και οξυγόνον διά της γαλβανικής στήλης,
παρατηρήσαντες ούτω την χημικήν ενέργειαν του ηλεκτρισμού
επί των συνθέτων σωμάτων. Αλλά τάς βάσεις της ηλεκτροχημικής
θεωρίας έθηκεν ο περίφημος Αγγλος χημικός Δέυύ.
‘0 (Ηumphy) ΔΕΥΥ εγεννήθη 1798 εν Ρezans της Corn
wall, υιός κοινού λεπτουργού. Χειρουργός τις του χωρίου παρέλα,
βεν αυτόν ώς μαθητευόμενον και βοηθον εις την κατασκευήν των
ιατρικών. Η ενασχόλησις αύτη ανέπτυξε την κλίσιν του Δέυύ προς
επιστημονικήν εκπαίδευσιν, και ιδίως προς την χημείαν. Επιδο
θείς εις ιδίας μελέτας, κατώρθωσε τέλος διά των φίλων του να
προσληφθή ώς χημικός εις θεραπευτικόν τι κατάστημα του Dr. Bed
does, Pneumatic Institution καλούμενον, ενώ εδοκιμάζετο ή θερα
πευτική ενέργεια των προ μικρού ανακαλυφθέντων αερίων. Εν
αυτφ έλαβεν αφορμήν να εξετάση διάφορα αέρια αι έρευνα δε
αυτού, και ιδίως αι το άζωτικόν οξειδύλλιον αφορώσαι, του οποίου
την ναρκωτικήν ενέργειαν ανεκάλυψεν, έφείλκυσαν επ' αυτού την
προσοχήν των επιστημόνων, ώστε διωρίσθη καθηγητής της
χημείας εν τη κατά τον αυτόν χρόνον ίδρυθείση σχολή , Royal
Institution" και ωνομάσθη συνάμα μέλος του βασιλικού συλλόγου,
Αι παραδόσεις προσεποίησαν αυτό τοσαύτην φήμην, ώστε εν έτει
1811 απενεμήθη αυτό ο τίτλος ίππότου, και το έπιόν έτος ο τίτλος
91

βαρώνου. Παραιτηθείς μετ' ολίγον της καθηγεσίας, περιήλθε την


Γαλλίαν και Ιταλίαν. Επανελθών δε, εξελέχθη πρόεδρος της
Royal Society. Αλλ' ένεκα της πασχούσης υγείας του ηναγκάσθη
μετ' ου πολύ να μεταβή εις μεσημβρινά κλίματα. Απέθανε δ' εν
Γενεύη την 29. Μαίου 1829. Δικάιως εν τη επιστήμη αναφέρεται
ώς είς των κορυφαίων χημικών.
Αί έρευνα του Δέυύ απέβλεπον πάσαι σχεδόν τας ηλεκτρο
χημικάς ενεργείας. Εις το αντικείμενον τούτο ήρξατο καταγινό
μενος από του 1800. Αλλά τάς πρώτας σπουδαίας αυτού ανακα
λύψεις εδημοσίευσε κατά τα έτη 1806 και 1807. -

Ως εβρέθη ο Καρλίσλε και ο Νίκολσων διέλυσαν κατά


το 1808 το ύδωρ διά της γαλβανικής στήλης εις τα συστατικά
αυτού οξυγόνον και υδρογόνον παρετήρησαν δ' ότι εις τον θετι
κόν πόλον, ένθα αναπτύσσεται το οξυγόνον, σχηματίζεται επί
του άκρου του σύρματος οξύ τι εις δε τον αρνητικόν πόλον, ένθα
αναπτύσσεται το υδρογόνον, σχηματίζεται επί του άκρου του σύρ
ματος βάσις τις. Εκ τούτου παρεκινήθησαν να υποθέσωσιν, ότι
το ύδωρ δύναται να μεταβληθή εις οξύ και βάσιν,
‘0 Δέυύ, κατέγεινε πάραυτα εις εξέτασιν της υποθέσεως
ταύτης. Κατά τάς πρώτας δοκιμάς του εύρισκε πάντοτε το αυτό
οξύ και την αυτήν βάσιν, ήτοι υδροχλωρικόν οξύ και νάτριον,
εκ συνθέσεως των οποίων προκύπτει άλας, το οξυχλωρικό ν
νάτριον. Ο Δέυύ εσκέφθη ότι το άλας τούτο προυπήρχέ που,
και ο ηλεκτρισμός διέλυσεν αυτό αληθώς εύρεν εν τώ ύελίνω
αγγείω, όπερ μετεχειρίσθη, μικράν ποσότητα χλωρικού νατρίου,
όπερ ήρκει αυτό προς εξήγησιν της παρουσίας του υδροχλωρικού
οξέος και του νάτρου, κατά το εν λόγω πείραμα. Μετεχειρίσθη
τότε ισχυρότερα αγγεία π.χ, εξ Αχάτου, αλλά το ηλεκτρικόν
ρεύμα διέλυε πάντοτε ουσίαν τινά. Εδοκίμασε δε και μετάλλινα
και τέλος χρυσά αγγεία. Τότε ευρε μεν πάλιν παρά τον θετικόν
πόλον οξύ τι και παρά τον αρνητικόν βάσιν, το οξύ όμως δεν ήτο
πλέον ύδροχλωρικόν οξύ, αλλ' αζωτικόν, ή δε βάσις ουχί νάτρον,
αλλ' αμμωνία, αμφότερα σώματα, εν οις εμπεριέχονται τα συστα,
τικά του αέρος και του ύδατος. Ο Δέυύ συνεπέρανεν εκ τούτου,
ότι το ύδωρ και ό εν αυτώ αήρ συντελούσιν εις τον σχηματισμόν
των οξέων και των άλάτων, α εύρισκεν. Η λύσις όθεν του ζητή
ματος ήν, ότι το καθαρόν ύδωρ διαλύεται διά της επιρροής του
ηλεκτρικού ρεύματος εις ύδρογόνον και οξυγόνον μόνον τα λοιπά
δ' επί των πόλων σχηματιζόμενα σώματα προέρχονται εκ των
τυχόν εν τώ ύδατι μεμιγμένων αλάτων ή του εν τοις πόροις του
ύδατος αέρος. Διά της ορθής ταύτης εξηγήσεως, ήτις εις πολλάς
92

σπουδαίας ανακαλύψεις ώδήγησεν, εφημίσθη τοσούτον, ώστε και


τοι γενομένου τότε του μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας πολέμου, απε
νεμήθη αυτφ ή χρηματική αμοιβή, ήν ο Ναπολέων είχεν όρίσει διά
τον μέλλοντα να προσαγάγη την καλλιτέραν περί γαλβανισμού
πραγματείαν,
Εκ των εξαγομένων των πρώτων αυτου ερευνών παρεκινήθη
ο Δέυύ να εξετάση περαιτέρω την ενέργειαν του ηλεκτρικού ρεύ
ματος. Επειδή ή γαλβανική στήλη, ήν μετεχειρίσθη, ου μόνον
το ύδωρ και το εν τώ ύδατι τυχόν μεμιγμένον χλωρικόν νάτριον
διέλυε, αλλά και άζωτον και υδρογόνον, άζωτον και οξυγόνον
ήνωνεν, εσκέφθη ότι ισχυροτέρα στήλη ήδύνατο να διαλύση
πλείονα ή ίσως παντα τα σώματα. Ακολουθών την ιδέαν ταύτην,
επέτυχε διά της χρήσεως ισχυράς ηλεκτρικής στήλης εν έτει
1807 ν' απομονώση εκ των αλκαλέων του κάλεος και του νάτρου,
την εν αυτοίς περιεχομένην μεταλλικήν ουσίαν ήτοι διέλυσε το
κάλι εις κάλιον και οξυγόνον, το δε νάτρον εις νάτριον και
και οξυγόνον. Τα μέταλλα ταύτα συνηθροίσθησαν παρά τον αρνη,
τικόν πόλον εν μικρά βεβαίως ποσότητι, ενώ το οξυγόνον ανε.
πτύχθη παρά τον θετικόν πόλον. Ούτως απέδειξεν ότι τα αλκάλεα
εκείνα εισιν οξείδια ιδίων μετάλλων. Το έπιόν έτος εξετέλεσε τάς
αυτάς δοκιμάς και επί των αλκαλικών γαιών, και επέτυχε να δια,
λύση διά του ηλεκτρισμού την βαρύτιδα, την στροντιανή ν
την άσβεστον και την μαγνησίαν εις τα μέταλλα βάριον,
στρόντιον, τιτάνιον, μαγνήσιον και εις οξυγόνον. Τα εξα,
γόμενα ταύτα παρέσχον διδόμενα προς ανάπτυξιν της ηλεκτροχη,
μικής θεωρίας. Τ' αποχωρισθέντα δε μέταλλα, ένεκα της μεγά,
λης αυτών συγγενείας πρός τό οξυγόνον, εχρησίμευσαν πολλαχώς
ώς διαλυτικά μέσα.
Εδίδαξεν ορθώς την φύσιν του χλωρίου, όπερ έως τότε
εθεωρείτο ώς σύνθεσις χλωρικού οξέος και οξυγόνου. Κατ' αρχάς
εύρεν ότι το κάλιον εν χλωρικό αερίφ μεταβάλλεται εις χλωρικόν
κάλι, αποχωριζομένου υδρογόνου. Το αποτέλεσμα τούτο εδίστα,
ζον να παραδεχθώσιν ό Γέύ-Λουσάκ και ο θενάρδος. Αλλ' ο Δέυύ
εξακολουθώντας ερεύνας του, απέδειξεν αυτοίς, ότι θεωρουμένου
του χλωρίου ώς άπλου σώματος, εξηγούνται πάντα τ' αφορώντα
αυτό φαινόμενα, ότι εκ του χλωρίου ουδέποτε δύναται να σχημα
τισθή χλωρικόν οξύ διά προσλήψεως οξυγόνου, αλλ' ότι η σύν.
θεσις αύτη επιτυγχάνεται, ένουμένου του χλωρίου μετά τινος
υδρογονούχου σώματος. Διά των αποδείξεων τούτων ο Δέυύ επε,
λήφθη πάσης της χημικής θεωρίας, διδάξας ότι τ' οξυγόνον
δεν είναι το μόνον όξυπoιoύν υπέδειξεν ούτω την έννοιαν
93

και την ύπαρξιν των υδρογονικών οξέων. Εν έτει 1815 απέ


δειξεν ότι αι οξεία ιδιότητες συνθέσεως τινός δεν εξαρτώνται εκ
της εν αυτοίς παρουσίας οξυγόνου. Ούτως ανατρέψας πολλάς
δοξασίας, εξέθηκε νέαν περί οξέων θεωρίαν.
Εις τον Δέυό οφείλει ή επιστήμη την πρώτην ηλεκτρο
χημική ν θεωρίαν περί της συγγενείας , διότι παρετήρησεν
ουτος ότι, όταν μεγάλαι ποσότητες διαφόρων σωμάτων τιθέμεναι
εις συνάφειαν, παράγωσιν ηλεκτρισμόν, τα ελάχιστα αυτών μόρια
εξασκούσιν επ' αλλήλων ενέργειαν τινά εφρόνει όθεν ότι ό εκ
της συναφείας ηλεκτρισμός και ή συγγένεια έχουσι την αυτήν κοι
νήν αιτίαν. Κατά την ιδέαν του Δέυό εφαπτομένων δύω σωμάτων,
εχόντων συγγένειαν προς άλληλα, αποχωρίζονται εν αυτοίς τα
δύω είδη του ηλεκτρισμού αι αυται περιστάσεις, αίτινες επιτεί,
νουσι την συγγένειαν, αυξάνουσι και την διαστολήν των δύω
ηλεκτρισμών όταν δ' αύτη υπερτερήση της συνοχής, επέρχεται
προσέγγισις των μορίων αμφοτέρων των σωμάτων, των αντιθέ
τως ηλεκτρισμένων ούτως οι δύω ηλεκτρισμοί αμοιβαίως ουδε
τερούνται, σχηματίζεται δε ή χημική ένωσις. Κατά την ενέργειαν
δε ταύτην, εάν ή διαστολή των δύω ηλεκτρισμών ήτο λίαν ισχυρά,
ή ουδετέρωσις συνοδεύεται υπό καυστικών φαινομένων, υπό φω
τός και θερμότητος.
Ει και η θεωρία αύτη είχεν έτι ελλείψεις τινάς, εξήσκησεν
ώς και αι λοιπα του Δέυύ θεωρία μεγίστ"ν επιρροήν επί της
χημείας. 0 έξοχος ούτος ανήρ έπρεπε βεβαίως να καταστήση
τάς γνώσεις του ωφελίμους τη πατρίδι αυτού και τη ανθρωπότητι
εν γένει. Εδίδαξε την χρήσιν του γαλβανισμού προς διατήρησιν
του χαλκίνου θώρακος των πλοίων την κατασκευήν του απ' αυτού
κληθέντος ασφαλιστικού λύχνου πρός προφύλαξιν των εν
τοις ανθρακορυχείοις εργαζομένων από της αναφλέξεως του πολ
λάκις εν αυτοίς αναπτυσσομένου κούφου ανθρακικού αερίου κτλ.
Ο Λουδοβίκος Ιάκωβος θΕΝΑΡΔΟΣ, μαθητής του
Βερθολέτ και του Βοκελίνου, εγεννήθη 1777. Διωρίσθη το 1837
καθηγθτής της χημείας εν τη πολυτεχνική σχολή των Παρισίων,
συνάμα δε και εν τώ Colège de France. Ως μέλος της γνωμοδο
τούσης επιτροπής εν τώ υπουργείω τών εσωτερικών διακριθείς
διά των γνώσεων και εκδουλεύσεών του, ώνομάσθη το 1824 βαρώ
νος, είτα δε γερουσιαστής, και ώς τοιούτος απέθανε την 20 Ιου
νίου 1857 εν Παρισίοις εις ηλικίαν όγδοήκοντα ετών.
"υθενάρδος ου μόνον ώς καθηγητής διέπρεψε δι' ορθής
συστηματικής διδασκαλίας, αλλά και δι' ιδίων ερευνών και ανακα
λύψεων επλούτισε την χημείαν. Ετελειοποίησεν ιδίως τάς περί
94

υδρογονικών συνθέσεων γνώσεις ανεκάλυψε π.χ. το υπερο


ξείδιον του ύδατος, την ανάφλεξιν του υδρογόνου διά λευκοχρύ
σου και άλλων ουσιών, συνεργασθείς προς τούτο μετά του Δου
λών. Περιέγραψε τας διαφόρους καταστάσεις του οξειδίου του
αντιμονίου και την σύνθεσιν αυτού μετά του θειούχου υδρογόνου,
Συνέγραψεν πολλάς πραγματείας περί διαφόρων αντικειμένων της
ανοργάνου χημείας, π.χ. περί των οξειδίων και αλάτων του υδραρ
γύρου (1806) - Εν έτει 1803 εδημοσίευσε πολλάς παρατηρή
σεις αυτού περί της ζυμώσεως των πνευμάτων, περί των λιπαρών
οξέων, περί αιθέρος, περί χολής, περί της αναλύσεως του ιδρώ
τος και περί των οξέων του ούρους και του γάλακτος μετά του
Ρουάρδου δε περί της βαφικής κτλ. Αι πλείσται των πραγμα
τειών τούτων εδημοσιεύθησαν διά του περιοδικού συγγράμματος
και Αnnales de chimie" από του 1801. Ιδιαίτερον δ' αυτού σύγ
γραμμα είναι το υπό τον τίτλον ,Τraité de chemie élémentaire
theorique et pratique, 1813".
Αι μεγάλα ανακαλύψεις του Δέυο περί της χημικής ενερ
γείας του ηλεκτρισμού διήγειραν την προσοχήν πάντων των φυσιο
λόγων. 0 θενάρδος και ο Γέυ-Λουσάκ παρεσκέυασαν τότε εν τη
πολυτεχνική σχολή ισχυράνγαλβανικήν στήλην, και συνεργαζό,
μενοι, εσπούδαζοντας ενεργείας αυτής. Εύρον δ' ότι τα μέταλλα
των αλκαλέων και άνευ της γαλβανικής στήλης δύνανται να απο
μονωθώσι δι' άλλων διαλυτικών μέσων. Διά της μεθόδου ταύτης επέ
τυχον ν' απομονώσωσι μεγαλειτέρας ποσότητας καλίου και νατρίου,
και ήδυνήθησαν έπομένως να εξετάσωσι κάλλιον του Δέυυ τάς ιδιό
τητας αυτών. Ανεκάλυψαν π.χ. ότι διά ταχείας καύσεως ένoύται
μετά των μετάλλων τούτων περισσότερον οξυγόνον ή όσον τα
συνήθη αυτών οξέα εμπεριέχουσιν ώρισαν δε τας ιδιότητας και
την σύνθεσιν τών υπεροξειδίων τούτων,
Εκτός των ηλεκτροχημικών ερευνών σπουδαίαι εισί και αι
τάς οργανικάς συνθέσεις αφορώσαι έρευνα αυτών. Ποιοτικώς
μεν κατά την αρχήν της παρούσης περιόδου εγνώσθη ή σύνθεσις
τινών οργανικών ουσιών. 0 Λαβραζιε μάλιστα προσεπάθησε να
όρίση και την ποσοτικήν σχέσιν αυτών. Αλλ' ό Γέύ-Λουσάκ και ο
θενάρδος πρώτοι επεχείρησαν να διαλύσωσιν οργανικά μη εξατμι
ζόμενα σώματα διά μίξεως και καύσεως αυτών μετ' ουσίας τινός
οξυγονούχου και δι' εξετάσεως του μετά την καύσιν υπολείμματος.
Τα εξαγόμενα των πρώτων τούτων δοκιμών δεν ήσαν βεβαίως
ορθά αλλ' εχρησίμευσαν ώς υπόδειγμα τους νεωτέροις.
Μεταξύ των εξοχωτέρων χημικών της περιόδου ταύτης δι
καίως καταλέγεται ο Βερζέλιος ώς πατήρ της νέας χημείας. 0υ
95

μόνον διά τάς αναλύσεις αυτού, αλλά και ώς αναπτύξας και τελειο
ποιήσας την διδασκαλίαν των χημικών αναλογιών, ώς εφαρμό
σας τους στοιχειομετρικούς νόμους εις την οργανικήν χημείαν και
εξακριβώσας τάς ηλεκτροχημικάς σχέσεις των στοιχείων. Ο ακάμα
τος ούτος Νέστωρ της χημείας πάσας τάς εργασίας των προ
γενεστέρων σχεδόν έμελέτησε και ετελειοποίησεν.
Ο Ιωάννης Ιάκωβος ΒΕΡΖΕΛΙΟΣ εγεννήθη την 29.
Αυγούστου 1779, εν Σουηδία. Εν έτει 1796 ήρξατο σπουδάζων εν
"Υψάλη την ιατρικήν και χημείαν. Το 1799 ανέλαβε την πρώτην
μεγάλην χημικήν εργασίαν, την ανάλυσιν των διαφόρων παρά την
πόλιν ταύτην μεταλλικών υδάτων. Μετά ταύτα επεξέτεινε τας ερεύ
ναςτου επί αντικειμένων της φυσικής, σπουδάζων την ενέργειαν του
γαλβανισμού επί των οργανικών σωμάτων. Εν έτει 1807 διωρί
σθη καθηγητής εν τη ιατροχειρουργική σχολή της Στοκχόλμης,
και ώς τοιούτος υπενείργησε την σύστασιν ιατρικού συλλόγου εν
Σουηδία. Εν έτει 1808 ωνομάσθη μέλος της εν Στοκχόλμη βασι
λικής Ακαδημίας, και μετά δύω έτη εξελέχθη πρόεδρος αυτής.
Ανταμείβων τα μεγάλα διά την επιστήμην έργα αυτού ο βασιλεύς
Κάρολος Ιωάννης, απένειμεν αυτώ τον τίτλον βαρώνου. Ο
έξοχος ούτος ανήρ είς των κορυφαίων των χημικών του 19ου αιώ
νος ετελέυτησε την 7 Αυγούστου 1848 εν Στοκχόλμη, άγων το
69. έτος της ηλικίας.
"0 Βερζέλιος είχε το αξίωμα, ότι θεωρία τις, και εάν κατα
δειχθή ελαττώματα έχουσα, δεν πρέπει ν' απορρίπτητα πριν
άλλη καλλιτέρα και τελειοτέρα εκτεθή. Κατεπολέμει όθεν πάσαν
νέαν θεωρητικήν ιδέαν, ήτις δεν εφαίνετο αυτώ βασιμωτέρα της
παλαιοτέρας. Κατηγορήθημεν ώς λίαν υπερβολικός εν τη δυσπι
στία ταύτη, αλλ' ή οξύνοια και η μεγάλη επιστημονική μάθησις,
δι' ής κατεφέρετο κατά των νεωτερισμών, ώφέλησαν τα μέγιστα,
εμποδίσασαι την παραδοχήν νέων εσφαλμένων θεωριών, κατα
δεικνύουσαι αφ' ετέρου τα σφάλματα, και καθοδηγούσαι εις επα
νόρθωσιν αυτών.
Δεν δύναται τις να εκτιμήση προσηκόντως τον Βερζέλιον,
ειμήλαμβάνων υπ' όψιν πάντα τα έργα αυτού. Ουδεμία των νέων
εν τη χημεία θεωριών υπάρχει, εις την ανάπτυξιν της οποίας δεν
συνετέλεσεν ουδέν τών μέχρι της εποχής του γνωστών σωμάτων,
του όποίου την σύστασιν δεν εσπόυδασε και εξηκρίβωσεν. Εδί.
δαξεν εξαιρέτους διαλυτικάς μεθόδους κ. τ. λ. Πραγματεία του
Βερζελίου απαριθμούνται υπέρ τάς διακοσίας. Αλλ' απολέιποντες
τη ειδική χημεία την λεπτομερεστέραν έκθεσιν, αναγκαζόμεθα της
96

μεθοδικής συνοχής χάριν να περιορισθώμεν ενταύθα εις τα σπου


δαιότερα, τά την θεωρητικήν χημείαν αφορώντα.
Ο Βερζέλιος κατέγεινεν εις την εξακρίβωσιν της ποσοτικής
σχέσεως, καθ' ήν τα διάφορα σώματα συντίθενται μετ' αλλήλων.
Τών ερευνών δ’ αυτού αποτέλεσμα ήν ή έκθεσις καταλόγου, ενώ
εκφράζεται δι' αριθμών ή ατομική σχέσις έκάστης ουσίας. 0 κατά.
λογος ουτος υπέστη έκτοτε βελτιώσεις τινάς, αλλ' είναι ασυγκρί
τως τελειότερος και ακριβέστερος των προγενεστέρων. Τα εξα
γόμενα της ερέυνης ταύτης παρεκίνησαν αυτόν να δοκιμάση και
σχετικήν τινα κατάταξιν τών διαφόρων ορυκτών. Πίνακα τοιούτον
εδημοσίευσεν εν έτει 1814 βραδύτερον δ' επήνεγκεβελτιώσεις τινάς.
Η θεωρητική χημεία οφείλει ώσαύτως τώ Βερζελίω την
πρώτην γνώσιν τών άλατωδών συνθέσεων. Εις ταύτας κατέ
ταξεν ούτος και τας συνθέσεις εκείνας, αίτινες ανάλογοι ούσαι
πρός τάς οξυγο ν ι κ ας συνθέσεις, εμπεριέχουσιν α ντι
οξυγόνου θείον 0 Βερζέλιος έγνω τας εν τη οργανική χημεία
σπουδαίας σχέσεις του ισομερούς, πενταμερούς και πολυμε
ρούς. Επεχείρησε ν' αποδείξη, ότι προς εξήγησιν πολλών φαινο
μένων της χημικής συγγενείας είναι αναγκαίων να παραδεχθή τις
καταλυτικήν τινα δύναμιν τινών σωμάτων, ή παρουσία των
οποίων επιφέρει διάλυσιν τών συνθέσεων, άνευ συμμετοχής αυτών
εις τάς νέας προκυπτούσας συνθέσεις. Παρετήρησε τέλος εις
ποίαν χώρου σχέσιν ένούνται τα συστατικά συνθέτων αερίων οργα,
νικών ουσιών, ενώ έως τότε είχε ληφθή μόνον υπ' όψιν ή σχέσις
του όγκου των συστατικών προς τον όγκον της όλης συνθέσεως,
"Οθεν ό Βερζέλιος δικαίως εγκωμιάζεται υπέρ πάντα άλλον
χημικών. -
Αλλος χημικός διαπρέπων εν τη ιστορία της χημείας είναι
ό Μιχαήλ ΦΑΡΑΔΑΥ, υιός χαλκέως, γεννηθείς εν Νευικτώνι την
22 Σεπτεμβρίου 1791. 0 πατήρ ζών εν ενδεία, και μη δυνάμενος
ουδε να διαθρέψη αυτόν, παρέδωκεν εννεαετή μόλις βιβλιοδέτη τινί
ώς μαθητευόμενον. Μετά τετραετίαν λαβών εργασίαν έν τινι βιβλιο.
πωλείω, εύρεν ευκαιρίαν ν' αναγνώση τα πρώτα επιστημονικά
συγγράμματα. Τοσούτον το ακατάσχετον αυτού πνεύμα εζήτει παι,
διόθεν αυθορμήτως την ανάπτυξιν. Ιδίως επροτίμα αναγνώσεις
φυσικοεπιστημονικών συγγραμμάτων. Αι γνώσεις δε, τας οποίας
ούτως απέκτησεν, έφείλκυσαν την προσοχήν μέλους τινός του
συλλόγου η Royal Institution", Μακράφου καλουμένου, όστις επέ
τρεψεν αυτώ την ακρόασιν τών εν τώ συλλόγω τούτω παραδόσεων
του Δευυ. Αύται ανεπτέρωσαν τον έμφυτον αυτού έρωτα πρός τάς
φυσικας επιστήμας όθεν απεφάσισεν να επιδοθή εις ταύτας, και
97

προς τούτο εζήτησε την υποστήριξιν αυτού του Δέυύ. Διά της
ευμενεστάτης συνεργείας τούτου ο Φαραδάυ διωρίσθη 1813 βοη
θός εν τώ χημειω της Royal Institution. Μετά τινας μήνας παρη
κολόυθησε τον προστάτην του εις την εν Ευρώπη περιοδείαν. Εν
έτει 1825 ωνομάσθη μέλος της Royal Society, και βραδύτερον,
1828, διωρίσθη διευθυντής του χημείου του συλλόγου τούτου.
Ο Φαραδάύ κατέγεινεν εις φυσικοχημικά, τινά δε και καθα
ρώς χημικά αντικέιμενα μετά μεγίστης επιτυχίας έγραψε περί δύω
νέων συνθέσεων του χλωρίου μετ’ άνθρακος, περί τινος συνθέσεως
του ιωδίου, άνθρακος και υδρογόνου, περί του υγρού χλωρίου, περί
της υγροποιήσεως και στερεοποιήσεως των αερίων, περί νέων
υδροανθρακικών ουσιών, περί της αμοιβαίας ενεργείας του θειικού
οξέος και της ναφθαλίνης και περί τινος νέου οξέος, της θειικής
ναφθαλίνης, όπερ αυτός κατεσκεύασε, περί της κατασκευής της
υέλου των οπτικών φακών κ. τ. λ. - Αι φυσικαι έρευνα του Φαρα
δάυ αφορώσιν ιδίως τα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνη
τικά φαινόμενα. Εις τούτον οφείλει ή επιστήμη την ανακάλυψιν
της μαγνητιζούσης ενεργείας του ηλεκτρικού ρεύματος.
Εσπούδασε επισταμένως την διαλυτικήν ιδιότητα του ηλεκτρι
σμού απέδειξεν δ' ότι ή διάλυσις δεν προέρχεται εκ της έλκυστι
κής δυνάμεως των ηλεκτρικών πόλων, αλλ' υπό της φοράς του
ηλεκτρικού ρεύματος από του ενός πόλου πρός τόν έτε
ρο ν τα προιόντα τής διαλύσεως παρασύρονται μόνον
πρός τόν ένα ή τον έτερον πόλον. Εκ της παρατηρήσεως ταύ
της ώδηγήθη εις την μεγάλην ανακάλυψιν του ηλεκτρολυτικού
νόμου ήτοι ευρεν, ότι ή μεταξύ των δύω πόλων της γαλβα
νικής στήλης γινομένη διάλυσις είναι ανάλογος προς το
ποσόν του ηλεκτρισμού το εν ώρισμένφ χρόνφ διερχό.
μεν ο ν, και ότι τα δι' ώρισμένου ποσού ηλεκτρισμού δια
λυ θέντα ποσά διττής τινός συνθέσεως έχουσι την αυτήν
σχέσιν προς άλληλα, ή ν και τα ισοδύναμα αυτών. Τοιουτο
τρόπως κατεδείχθη ή μεταξύ ηλεκτρισμού και των φαινομένων
της συγγενείας υπάρχουσα σχέσις, και κατέστη δυνατή ή τελειο
ποίησις της ποσοτικής ερεύνης των συνθέσεων. Η κατά τα πειρά
ματα επιδεξιότης του Φαραδάύ, ή ευφυής εκλογή και κατασκευή
των εργαλείων, και η ορθή αείποτε εξήγησις των φαινομένων,
άτινα παρετήρει, χαρακτηρίζουσιν αυτόν ώς έξοχον φυσικόν και
χημικόν.
Μεταξύ των συγχρόνων Γερμανών χημικών διεκρίθη ό Ειλ
χάρδος Μ/ΤΖΕΡΛΙΧ, αποθανών την 28 Αυγούστου 1860. Γεν
νηθείς ούτος 1784 εν Ολδεμβούργω, υιός ιεροκήρυκος, εσπούδα.
7
98

σεν εν Εϊδελβέργη ιστορίαν και φιλολογίαν, ιδίως την των ανατο


λικών γλωσσών. Μεταβάς εις Γοτίγγην, εξηκολούθησε σπουδάζων
εκτός τούτων ζωολογίαν, ορυκτολογίαν, φυσικήν, χημείαν και μέρη
τινά της ιατρικής. Διατρίβων μετά ταύτα εν Βερολίνω, επεδόθη
ιδίως εις τάς χημικάς ερεύνας. Ενταύθα ανεκάλυψε τον ισομορ
φι σμόν, δι' ου είλκυσε την προσοχήν του Βερζελίου, παρόντος
τότε εν Βερολίνω. Παρακολουθήσας δ' αυτώ εις Στοκχόλμην, ετε
λειοποιήθη υπό την επιστασίαν αυτού τοσούτον, ώστε ώνομάσθη
1821 μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου και καθηγητής της
χημείας εν τώ εκεί πανεπιστημίω ώς διάδοχος του Κλάπροθ.
Ο Μίτζερλιχ διεκρίθη ταχέως διά της σπουδαίας ανακαλύ.
ψεως της σχέσεως μεταξύ της κρυσταλλικής μορφής και
τής χημικής συνθέσεως. Το 1819 εξήτασε τάς περιπτώσεις,
καθ' ας διάφοροι χημικαι συνθέσεις παρουσιάζονται υπό όμοίας
κρυσταλλικάς μορφάς εύρεν ότι υπάρχουσι συστατικά, ών ή παρου
σία έν τινι συνθέσει ουδεμίαν μεταβολήν της μορφής αυτής επιφέ
ρει. "Οτι δε τοιαύτα μ ό ν ο ν συστατικά δύνανται ν' αντικα
τα σταθώ σιν εν συνθέσει τι νί δι' ετέρων αμοιβαίως άνευ
μεταβολής τής κρυσταλλικής μορφής, άτι να έχουσι ν ανά
λογον ατομιστική ν σύστασιν ότι τέλος συνθέσεις, συνι
στάμε ναι εκ διαφόρων μ ε ν στοιχείων, καθ' ομοίαν όμως
σχέσιν, παρουσιάζουσιν επί το πλείστον όμοίας κρυ
σταλλικάς μορφάς. Διά των παρατηρήσεων τούτων δήλον
εγένετο, ότι ή κρυσταλλική μορφή συνθέσεως τινός εξαρτάται μάλ
λον εκ της σχέσεως τών εν αυτή ήνωμένων στοιχειωδών ατόμων
ή εκ του είδους των συστατικών. Ο Μίτζερλιχ ωνόμασε τάς ανά
λογoν σύστασιν και όμοίαν κρυσταλλικήν μορφήν εχούσας συνθέ
σεις ισομόρ φους. Τάς ιδέας δε ταύτας ανέπτυξε και εξηκρίβωσε
τοσούτον, ώστε η νέα αύτη του ισομορφισμού θεωρία εγένετο εν
γένει παραδεκτή. Η κρυσταλλογραφία έλαβεν ούτω μεγάλην σπου
δαιότητα εν τη χημεία. - Εθεωρήθη ώς αξίωμα, ότι ισόμορφοι
συνθέσεις έχουσιν όμοίαν ατομικήν σύστασιν ότι έπομένως το
άτομα των συνθέσεων τούτων συνίστανται εκ των ατόμων των
αποτελούντων την σύνθεσιν στοιχείων καθ' ομοίαν σχέσιν βά
ρους, καθ' ήν και η όλη σύνθεσις τούτο δ' εχρησίμευσε προς
ακριβή όμισμόν του ατομικού βάρους των συνθέσεων τούτων και
του ατομικού βάρους των εμπεριεχομένων συστατικών. Διά της ανα
καλύψεως ταύτης εβελτιώθη ή κατάταξις των ορυκτών ώς εκ της
χημικής αυτών σχέσεως. -

Ο Μίτζερλιχ ανεκάλυψεν ευθύς μετά ταύτα, ότι ή αυτή σύν


θεσις στοιχείων δύναται να λάβη δύω διαφόρους κρυσταλλικάς
99

μορφάς. Το φαινόμενον τούτο εκάλεσε διμορφισμόν. Την περί


τούτου θεωρίαν ανέπτυξεν εν έτει 1823. Τέλος ανεκάλυψεν, ότι
ή κρυσταλλική μορφή των σωμάτων εκείνων, ών το σχήμα δεν
ανάγεται εις το κανονικόν κρυσταλλικόν σύστημα, μεταβάλλεται
βαθμηδόν, μεταβαλλομένης της θερμοκρασίας. Το φαινόμενον
τούτο, όπερ καλεί μεταμορφισμόν, απέδωκεν εις την υπό την
επιρροήν της θερμότητος άνισον κατά τας διαφόρους διαστάσεις
έκτασιν των κρυστάλλων τούτων, Πάσαι αι χημικαι θεωρία και οι
σχετικοί κλάδοι της φυσικής εβελτιώθησαν διά των ανακαλύψεων
τούτων. Ιδίως ή ατομιστική θεωρία εύρε νέον υποστήριγμα. Εν
έτει 1829 ο Μίτζερλιχ εξέδωκεν εγχειρίδιον χημείας, περι
λαμβάνον και τας ανακαλύψεις αυτού πολλά- δε ειδικάς πραγμα
τείας εδημοσίευσεν εν τοις πρακτικούς της Ακαδημίας του Βερο
λίνου. Ερευνήσας την φύσιν πολλών ορυκτών, προυτίθετο, πριν
περί τούτων συστηματικώς συγγράψη, να εξετάση και τα ηφαίστεια
σώματα άλλων χωρών, και προς τούτο περιήλθε την Γαλλίαν και
Ιταλίαν αλλ' ο θάνατος επελθών την 28 Αυγούστου 1863,
έματαίωσε τον σκοπόν του τούτον. -
Η οργανική χημεία πλουτισθείσα διά των ανακαλύψεων
του μεγάλου Βερζελίου, ανεπτύχθη ιδίως διά των έργων τριών
εξόχων χημικών του Δουμά, Λίβιχ και Βέλερ, οίτινες ειδικώς
κατέγειναν εις τον ευρύν τούτον κλάδον της επιστήμης,
Ο Ιωάννης Βαπτίστας Δ0ΥΜΑ γεννηθείς την 14 Ιου
λίου 1800 εν Αlais της Γαλλίας, εχρημάτισε φαρμακοποιός εν
Γενεύη μεταβάς κατόπιν εις Παρισίους, διωρίσθη εν έτει 1823
καθηγητής της χημείας εν τώ Αθηναίω, είτα δε και καθηγητής
εν τώ χημείω της Σορβόνης, το 1832 μέλος της ιατρικής Ακαδη
μίας. Από του 1849 μέχρι του 1851 εχρημάτισεν υπουργός της
γεωργίας και του εμπορίου.
Ο έξοχος ουτος Γάλλος χημικός κατέγεινεν εις πολλούς
κλάδους της οργανικής και ανοργάνου χημείας. Ιδίως σπουδαία
διά την θεωρητικήν χημείαν εισί τα έργα αυτού περί του ειδικού
βάρους και της σχέσεως αυτού προς το ατομικόν βάρος των σωμά
των. Επιτυχέστερα των εργασιών αυτού εισιν αι περί του ειδικού
βάρους πολλών σωμάτων εν ατμώδει καταστάσει, δι' ών διευκό
λυνε την ανάλυσιν πολλών οργανικών ουσιών, διότι η σύνθεσις
δύναται ούτω να εξακριβωθή πολλάκις εκ του βάρους αυτής. Ο
Δουμάς συνεργαζόμενος μετά του Πελετιέ, εξήτασεν εν έτει
1823 τάς οργανικάς άλατώδεις βάσεις, και ώρισεν ακριβέστερον
των προ αυτού την σύνθεσιν πολλων των σωμάτων τούτων. Μετά
του Πολυδώρου Βoυλάό εν έτει 1827 εξήτασε τας αιθερίας
7 +
"

100

συνθέσεις, και έγνω την ατομιστικήν σύστασιν πολλών αιθερίων


ουσιών, ότι δηλ. τα θεμελιώδη στοιχεία αυτών εισιν οξέα άνυδρα
και κοινός αιθήρ. Εις τούτον και τον Πελιγώτ οφείλομεν τας
πρώτας θετικάς πληροφορίας περί του ξυλικού οξέος και των συν
θέσεων αυτού κατέδειξε την εντελή αναλογίαν αυτού προς το
οινόπνευμα, πλουτίσας ούτω την οργανικήν χημείαν δι' ανακαλύ.
ψεως, ήτις έσχε πλείστας ώφελίμους συνεπείας. Εσπούδασε 1840
την ενέργειαν των αλκαλέων επί των οργανικών σωμάτων εν
υψηλή θερμοκρασία, και εδίδαξε την τεχνικήν κατασκευήν πολλών
οξέων, άτινα απαντώνται φύσει εν τοις φυτοίς μόνον.
Αξιόλογος διά την οργανικήν χημείαν είναι και ή καλουμένη
αντικαταστατική ή με ταληπτική θεωρία του Δουμά. 0
Βερζέλιος εθεώρησε τάς οργανικάς ουσίας ώς ένώσεις συνθέτων
σωμάτων, άτινα παρουσιάζονται ώς απλά, ήτοι παρεδέχετο σύν.
θετα στοιχεία. Κατ' αυτόν αι οργανικαί συνθέσεις διαφέρουσιτών
ανοργάνων κατά τούτο μόνον, ότι τα στοιχεία των οργανικών ου
σιών εισί σύνθετα, ενώ των ανοργάνων εισίν αδιάλυτα. Ο Δου
μάς παρεδέχθη την ιδέαν ταύτην του Βερζελίου, αλλά συγχρό
νως εξέθηκεν έτέραν θεωρίαν, καθ' ήν προς κατάταξιν τών οργα,
νικών ουσιών δεν πρέπει να λαμβάνηται υπ' όψιν ή παρουσία του
αυτού βιζικού, αλλ' ή γενική ομοιότης μάλλον, ήτοι ή παρουσία
ισαρίθμων και την αυτήν σχέσιν προς άλληλα εχόντων συνθέτων
ατόμων. Κατά τας παρατηρήσεις του Δουμά, διά της επιρροής
ανοργάνου ουσίας επί οργανικών συνθέσεων δυνατόν ν' αποχω
ρισθή εντελώς στοιχείον τι απ' αυτής, την θέσιν δ' αυτού να κατα
λάβη ανόργανος ουσία, και η όλη οργανική σύνθεσις νά μή υποστή
ουσιώδη μεταβολήν τούτο εκάλεσεν ο Δουμάς αντικατάστασιν ή
μετάληψιν. Περί της θεωρίας ταύτης θέλομεν αναφέρει λεπτο
μερέστερον εν τη ιστορία των διαφόρων θεωριών. Η οξύνοια, δι'
ής ό Δουμάς φαίνεται εκ των μερικών παρατηρήσεων εξάγων γε
νικά εμβριθή θεωρητικά συμπεράσματα, αναδεικνύουσιν αυτόν έξο
χον πνεύμα. Ιδιαιτέρας μνείας άξιαι εισίν έτι αι μετά του Πεβώ στ
έρευνα αυτού περί της συστάσεως και φύσεως του αίματος (η Εxa
men du sang et de son action dans les divers phénomόnes de la
vie) - Αnnales de chimie et de physique ΧVΙΙΙ, 1821 et ΧΧΙΙΙ,
1823"). -
Ο πασίγνωστος εν Μονάχω διαπρέπων έξοχος των συγχρό
νων χημικών βαρώνος 10 ΥΣΤΟΣ ΛΙΒ/Χ εγεννήθη την 13 Μαίου
1803 εν Δαρμστάτη, ένθα ο πατήρ αυτού μετήρχετο τον φαρμα,
κέμπορον. Εκ τής ασχολίας ταύτης του πατρός του παρωρμήθη ύ
Λίβιχ νά καταγείνη παιδιάς χάριν εις την κατασκευήν χρωμάτων και
101

άλλων χημικών προϊόντων εξηγέρθη ούτως εν αυτώ παιδιόθεν


έρως προς χημικάς αναλύσεις. "0θεν επεδόθη εις ανάγνωσιν χημι
κών συγγραμμάτων τοσούτον, ώστε παρημέλει εντελώς σχεδόν τας
γυμνασιακάς σπουδάς του. Δεκατετραετής ών μόλις, είχεν αναγνώ
σει πάντα τα τοιαύτα συγγράμματα της πλουσίας βιβλιοθήκης της
Δαρμστάτης, Τάς πρώτας χημικάς σπουδάς έλαβεν εν τώ πανεπι
στημίφ της Βόνης, είτα δε της Ερλάγγης. Χημικαί τινες εργασία
αφορώσαι την σχέσιν του υδραργύρου προς τα ακάλεα, την κατα
σκευήν διαφόρων βαφικών ουσιών κτλ., άς κατ' αυτήν την μαθη
τείαν του εξετέλεσε, κατέστησαν αυτόν ήδη γνωστόν. Εφελκύσας
την εύνοιαν του μεγάλου δουκός της Ασίας Λοδοβίκου 1, μετέβη
τη συνδρομή αυτού 1822 εις Παρισίους. Ηκροάσθη επιμελώς τών
παραδόσεων του Γέυ-Λουσάκ, του θενάρδου και του Δουλών,
έσχετίσθη δέ μετά του Μίτζερλιχ, και είλκυσε την προσοχήν
του εν Παρισίοις τότε διατρίβοντος 0υμβόλδο υ, όστις πολλαχώς
υπεστήριξεν αυτόν. Εν έτει 1824 το 21μόλις της ήλικίας έτος
άγων, διωρίσθη έκτατος και μετά διετίαν τακτικός καθηγητής του
εν Giessen πανεπιστημίου. Το δε 1845 απενεμήθη αυτώ ο τίτλος
βαρώνου. Ευγνωμονών διά τάς περιποιήσεις ταύτας, απεποιήθη
διαφόρους άλλοθεν γενομένας αυτφ προτάσεις, ώς και την πρόσ
αλησιν, όπως μεταβή εις Αγγλίαν. Παρέμεινε δ' εν τη πόλει ταύτη
μέχρι του 1852, ότε μετέβη εις Μόναχον ώς καθηγητής της
χημείας του εκεί πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας των
επιστημών.
Αί ανακαλύψεις, δι' ών ο Λίβιχ επλούτισε την επιστήμην και
ιδίως την οργανικήν χημείαν, εισί πολλαι και ποικίλα. 0λίγοι των
προ αυτού, οι δοκιμώτεροι, είχον επιτύχει τον ορισμόν της ποσο
τικής σχέσεως της συνθέσεως οργανικών ουσιών. 0 Λίβιχ ήπλο
ποίησε τοσούτον την μέθοδον των τοιόυτων αναλύσεων, ώστε κατέ
στησεν αυτάς προσιτάς εις πάντα χημικόν, και διευκόλυνεν ούτω
πλείστας ανακαλύψεις. Εις τα αναλυτικά σκεύη, άτινα εφεύρε,
και τα οποία μένουσιν έκτοτε εν χρήσει, καταφαίνεται ή ευφυία, και
ή περί τας αναλύσεις εμπειρία αυτού. Διά τούτων επέτυχε ν' ανα
λύση πλείστας οργανικάς ουσίας, εξήτασεν ακριβέστερον τα όργα,
νικά οξέα, ώς π.χ. το εκπυρσοκροτικόν οξύ ανεκάλυψε και
ανέλυσε το ιππoυρικόν οξύ, εξήτασε το μηλικό ν οξύ, το γα
λακτικόν οξύ, το μη κωνικόν οξύ, την ασπαραγγίνην, το
οξύ του ούρους, το μυρμηκικόν οξύ κτλ. Ωσαύτως εξήτασε
διάφορα φυτικά βασικά άλατα, ών την σύστασιν εξηκρίβωσεν.
Εδίδαξε μέθοδον προς ορισμόν του ατομικού βάρους των αλκα
λοειδών. Εν έτει 1835 ανεκάλυψε την αλ δείδην και ώρισε το
102

διάφορα είδη της σακχάρεως. Εδίδαξε την απομόνωσιν τού θειού


χου κυανίου, όπερ διευκόλυνε την ανάλυσιν ου μόνον αυτού,
αλλά και άλλων κυανούχων συνθέσεων,
- Σπουδαία είναι και ή περι ζυμώσεως και των συγγενών φαι
νομένων ιδέα του Λίβιχ. Κατά την ιδέαν αυτού, όταν ζυμωτικόν
τι, ήτοι ουσία εν σήψει ευρισκομένη, τεθή εις επαφήν μετ’ άλλης
ουσίας, τα μόρια του ζυμωτικού, άτινα ευρίσκονται εις κίνησιν,
μεταδίδουσι ταύτην και εις τα μόρια της άλλης ουσίας ούτως ή
κίνησις διαδίδεται κατ' ολίγον εφ' όλου του μίγματος, επιφέρουσα
την διάλυσιν αυτού,
Προ πάντων όμως διεκρίθη ο Λίβιχ διά των ανακαλύψεων,
αίτινες αφορώσι την εφαρμογήν της χημείας επί της φυσιολογίας
και γεωργίας. Εζήτησε την αιτίαν και τους όρους της αναπτύξεως
των φυτών ήτοι ποίας ουσίας προσλαμβάνοντα τα φυτά, αναπτύσ.
σονται. Προς τούτο επωφελήθη τας διδασκαλίας της πείρας, και
εζήτησε θεωρητικώς τους λόγους της εκ τούτων ωφελείας την
ενέργειαν π.χ. των διαφόρων γεωργικών εργασιών επί του εδά
φους, την επιρροήν της συστάσεως του εδάφους επί της αναπτύ
ξεως και της φύσεως των φυτών. Συνάμα κατέγεινεν εις την
χημικήν εξήγησιν φυσιολογικών φαινομένων του ζωικού οργανι,
σμού, ώς την γένεσιν του πλάσματος εκ των συστατικών της τρο,
φής την μεταμόρφωσιν, ήν ταύτα υφίστανται, και τας διαφόρους
λειτουργίας αυτών πρός τήν ζωήν.
Τα εξαγόμενα των ερευνών τούτων επλούτισαν την γεωρ
γίαν και την κτηνοτροφίαν διά πλείστων ώφελίμων γνώσεων,
Αντί της προτέρας τυφλής εμπειρίας, εισήγαγεν επιστημονικούς
κανόνας δι’ ών αμφότεραι προήχθησαν εις ιδιαιτέρους επιστημο
νικούς κλάδους.
Η πληθύς των εργασιών του Λίβιχ είναι ανεξάντλητος,
Ου μόνον πλείστας αναλύσεις εξετέλεσε και νέα σώματα ανεκάλυ
ψεν, αλλά και νέας εδημιούργησεν αι ανακαλύψεις δ’ αυτού και
προ πάντων τα άρμόδια σκέυη, άτινα ευφυώς εφεύρε, και αι δια
λυτικαι μέθοδοι, άς εδίδαξεν, εχρησίμευσαν πολλοίς ώς όδηγία
προς άλλας ανακαλύψεις. Δικαίως όθεν καταλέγεται μεταξύ των
κορυφαίων χημικών, οίτινες ετελειοποίησαν το έργον, όπερ ο Λα.
βοαζιε επροοιμίασε, προαγαγόντες την χημείαν εις το ενεστώς
μεγαλείον αυτής. 0 Λίβιχ 65 ετών ήδη διευθύνει το περίφημων
αυτού εν Μονάχω χημείον. Εκτός πλείστων πραγματειών και συγ.
γραμμάτων, εκδίδει νύν τη συνεργεία άλλων εξόχων χημικών πε:
ριοδικόν σύγγραμμα, Περί της προόδου της χημείας, φυσι,
- κής, ορυκτολογίας και γεωλογίας.
103

Ο Φριδερίκος ΒΕΛΕΡ εγεννήθη το 1800 παρά την Φραγκ


φόρτην ενκτήματι του πατρός του. Σπουδάσας την ιατρικήν, ήξι
ώθη του διδακτορικού διπλώματος εν Ειδελβέργη. Επεδείκνυεν
όμως τοσαύτην κλίσιν εις την χημείαν, ώστε οι φίλοι παρεκίνησαν
αυτόν να καταγείνη ειδικώς εις ταύτην. Την συμβουλήν ταύτην
ακολουθών ο Βέλερ, ήλθε πρός τόν Βερζέλιον, και ειργάσθη επί
έν περίπου έτος υπό την επιστασίαν αυτού. Επιστρέψας εις
Γερμανίαν, μετά διαφόρους άλλας καθηγεσίας διωρίσθη καθηγη
της της χημείας εν Γοτίγγη, και την θέσιν ταύτην κατέχει έτι
ΧΟΙ.Ζ νΟ ν. -

Ο Βέλερ συνειργάσθη επί πολλών αντικειμένων μετά του


Λ έβιχ. Εξετέλεσε πολλάς αναλύσεις ορυκτών, και βελτιώσας την
προς τούτο αναλυτικήν μέθοδον, ανεκάλυψε πολλάς αγνώστους
έως τότε ουσίας εβελτίωσε π.χ. την παρασκευήν του καλίου εν
έτει 1823 απεμόνωσε 1827 το αργίλλιον εν μορφή κόνεως, βρα
δύτερον δε το 1842 εν μορφή μικρών μεταλλικών σφαιριδίων. Ο
Γάλλος Δεβίλ επέτυχε ν' απομονώση μεγάλην ποσότητα αργιλλίου
εν έτει 1854, όπερ επεσφράγισε την υπό του Βέλερ ανακάλυψιν του
νέου τούτου μετάλλου όθεν ο αυτοκράτωρ Ναπολέων ΙΙ ετίμησε
τον Βέλερ διά νομισματοσήμου εκ του μετάλλου τούτου.
Σπουδαιότερον των έργων του Βέλερ είναι ή τεχνητή κατα,
σκευή της ουρίας εν έτει 1828, καθότι είναι τούτο το πρώτον
παράδειγμα κατασκευής οργανικής ουσίας διά χημικών μέσων εξ
ανοργάνων ουσιών. Αι εργασία του Βέλερ ώς και του Λίβιχ εισι
τοσαύται, ώστε δύνανται μόναι ν' αποτελέσωσιν όλόκληρα συγγράμ
ματα. "0θεν δεν δύνανται να γείνωσιν άλλως γνωσται ή διά της
σπουδής της ειδικής χημείας.
Ως καθηγηται εν τοις μάλλον ακμάζουσι πανεπιστημίοις
διακρίνονται έτι οι έξης. 0 Ροβέρτος Γουλιέλμος Β0ΥΝΖΕΝ,
καθηγητής του εν Εϊδελβέργη ακαδημαϊκού χημείου. Το έξοχον
αυτού πνεύμα ου μόνον πάντοθεν ακροατάς προσελκύει, αλλά και
διά σπουδαίων έργων πλουτίζει την χημείαν, φυσικήν και γεωλο,
γίαν. Προ ολίγων ετών συνεργαζόμενος μετά του Κιρχώφ, εφεύρε
το ευφυές μηχάνημα προς οπτικήν ανάλυσιν του φωτός, το καλού
μενον φασματοσκοπείον. (Spectral analyse.) Γνωστή είναι ώσαύ
τως και ή απ' αυτού καλουμένη ηλεκτρική στήλη.
Ο Κάρολος Γουστάβος Χρ ι σ τ ό φ ο ρ ο ς ΒΙΣΩΦ
απο του 1819 καθηγητής εν τώ πανεπιστημίφ της Βόνης το
77 έτος της ηλικίας άγων ήδη, απολαμβάνει ώσαύτως παγκο
σμίου φήμης.
104

Ο Α. Β. 0ΦΜΑΝ χρηματίσας παρασκευαστής του Λίβιχ


και επί πολύ καθηγητής της χημείας εν Λονδίνω, διαπρέπει νύν
ώς τοιούτος εν τώ πανεπιστημίω του Βερολίνου.
Ο Όθων Λιναίος ΕΡΔΜΑΝ (γεννηθείς εν Δρέσδη 1804),
διατελεί από του 1838 καθηγητής της χημείας εν τώ πανεπιστη
μίω της Λειψίας. Πασίγνωστος είναι και ούτος ώς εκδότης μάλιστα
σπουδαίων περιοδικών συγγραμμάτων, ώς του περί τεχνικής
και οικονομικής χημείας", εκδοθέντος από του 1828-1833
εις 18 τόμους, και του από του 1834 εκδιδομένου έτι περιοδικού
συγγράμματος - περί πρακτικής χημείας", του όποίου συνερ
γάται εισιν ο Μαρχάντ και Βέρτερ.
Ο Αδόλφος Γουλιέλμος Ερμάννος Κ0ΛΒΕ (γεννηθείς
1818 παρά την Γοτίγγην) εχρημάτισε παρασκευαστής του Βούν
ζεν, κατέχει δε νυν την έδραν της χημείας εν τώ πανεπιστημίω
της Λειψίας. Συνειργάσθη μετά του Πογγ ε ν δώρ φ, Βέλερ και
Λίβιχεις την έκδοσιν λεξικού τής χημείας.
Ο Ερμάννος ΚΩΠ καθηγητής της θεωρητικής και φυσικής
χημείας εν τώ πανεπιστημείω της Ειδελβέργης, διακρίνεται ώς
εις των εξοχωτέρων καθηγητών, εφάμιλλος του Λίβιχ, Βουνζεν,
Δουμά, και ώς δόκιμος συγγραφεύς. Ιδιαιτέρας μνείας αξία είναι
ή υπ' αυτού εκδοθείσα τετράτομος και ιστορία της χημείας", το
τελειότερον έργον του είδους τούτου. Εξακολουθεί δ' εκδίδων
μετά του Βέλερ και Λίβιχ - Χρονικά της χημείας και φαρ
μακευτικής. Συνειργάσθη ώς είπομεν μετά του Πογγεν
δώρφ, Βέλερ και άλλων εις την έκδοσιν του λεξικού της
χημείας."
Ο Ιωάννης Χριστόφορος ΠΟΓΓΕΝΔΩΡφ καθηγητής
της χημείας εν τώ πανεπιστημίω του Βερολίνου εγεννήθη 1796
εν Αμβούργω. Διά της ποικιλίας των γνώσεών του είναι το
κόσμημα του βηθέντος πανεπιστημίου εκδίδει τα χρονικά τής
φυσικής και χημείας", περιοδικόν σύγγραμμα, δι' ου δημοσιεύ
ονται ου μόνον αξιόλογα έργα αυτού, αλλά και πραγματείαι πάντων
σχεδόν των εξόχων συγχρόνων χημικών. Εκ των πολλών αυτού
εφευρέσεων αναφέρομεν το ευφυές εργαλείον προς καταμέτρησιν
τής αποκλίσεως της μαγνητικής βελόνης.
Ο Ιωσήφ ΡΕΤΕ ΜΠΑΛΕΡ γεννηθείς το 1810, εχρημάτισε
καθηγητής της γενικής και φαρμακευτικής χημείας εν τώ πανεπι
στημίω της Πράγας, από δε του 1849 τιμά ώς καθηγητής τής
χημείας το πανεπιστήμιον της Βιέννης. Συνειργάσθη μετά του
Λίβιχ επί πολλών αντικειμένων επλούτισε δε την επιστήμην και
διά πολλών ιδίων σπουδαίων ανακαλύψεων. Ο συγγραφεύς του
105

παρόντος έργου, ευτυχήσας να χρηματίση μαθητής του ανδρός


τούτου, οφείλει αυτώ πλείστας χάριτας.
Ο Ιωάννης Ρουδόλφος ΒΑΓΝΕΡ γεννηθείς 1823 εν
Λειψία, διατελεί από του 1856 καθηγητής της τεχνολογίας εν τώ
πανεπιστημίφ του Βιρτζβούργου. Διακρίνεται ώσαύτως διά των
πολλών και σπουδαίων επιστημονικών συγγραμμάτων του, εξών
αναφέρομεν την χημική ν τεχνολογίαν", έργον πολλήν πρακτι
κήν ωφέλειαν παρέχον.
Ο Μιχαήλ Ευγένιος ΣΕΒΡΕΛ γεννηθείς 1786 εν Αn
gers, διεκρίθη κατ' αρχάς ώς καθηγητής της φυσικής εντφ
Lycéd'Charlmagne, βραδύτερον δ' ώς καθηγητής της χημείας
εντφ μουσείω της φυσικής ιστορίας, διευθυντής των βαφείων,
καθηγητής της επί της βαφικής εφηρμοσμένης χημείας και μέλος
της ακαδημίας των επιστημών.
"0 Σεβρέλ συνετέλεσε τά μάλιστα προς ανάπτυξιν της χη
μείας και ιδίως της οργανικής, εκθέσας πρώτος αληθείς χημικάς
γνώσεις περί των παχέων ουσιών επλούτισε δε την επιστήμην διά
διαφόρων σπουδαίων επιστημονικών συγγραμμάτων,
"0 πασίγνωστος γεωργικός χημικός Ιωάννης Βαπτίστας
Β0ΥΣΙΓΓΩΛΤ εγεννήθη εν Παρισίοις 1802. Διαπρέψας επί τινα
χρόνον ώς καθηγητής της χημείας εν Λυών, διεκρίθη βραδύτερον εν
τη φυτοχημεία, ζωοχημεία και γεωργική χημεία, εκδούς και διάφορα
σπουδαία συγγράμματα, μεταφρασθέντα τα πλείστα γερμανιστί.
"0 και νύν έτι ώς καθηγητής της χημείας εν τω Εcole
normale της Sorbonne εν Παρισίοις διαπρέπων έξοχος χημικός
Στέφανος Sainte-Claire-DΕVΙLLΕ εγεννήθη εν έτει 1818.
Εδημοσίευσε διά διαφόρων περιοδικών συγγραμμάτων σπουδαίας
πραγματείας π.χ. περί της παρασκευής, χρήσεως και των ιδιο-,
τήτων του αργιλλίου περί βορίου, περί νέας γενικής αναλυτικής
μεθόδου, περί μαγνησίου, περί της απωλείας, ήν υφίστανται τα
μέταλλα διά της θερμότητος κτλ.
Ο Κάρολος Ιάκωβος ΛΕΒΙΧ χρηματίσας καθηγητής
της χημείας πρώτον μεν εν Εϊδελβέργη, είτα δ' εν Ζυρίχη, δια,
τελεί νυν ώς τοιούτος εν Βρεσλάω, γνωστός ου μόνον διά πολλάς
επιτυχείς αναλύσεις, αλλά και ώς εκδότης σπουδαίων χημικών
συγγραμμάτων. --

‘0 Γουλιέλμος Ερρίκος ΧΑΙΝ εγεννήθη 1817 εν Βερο


λίνφ εχρημάτισε καθηγητής της χημείας αυτόσε, από δε του 1851
διατελεί ώς τοιούτος εν τώ πανεπιστημίφ της Χάλλης.
Παραιτούμεθα της περαιτέρω απαριθμήσεως των δοκίμων
χημικών, το πλήθος των όποίων ήθελεν επιβαρύνει τον αναγνώ.
106

στην καθ' όσον μάλιστα οι πλείστοι, νέοι ακμάζοντες ήδη, γίνον


ται γνωστοί διά των έργων των, δεν συνεπλήρωσαν δ' έτι την
πεπρωμένην αυτοίς αποστολήν τοις μεταγενεστέροις απολείπεται
να εκτιμήσωσι και εξιστορήσωσι τούτους προσηκόντως.
Σκοπός του πρώτου τούτου μέρους του συγγράμματος ήν να
καταστήση τώ αναγνώστη γνωστούς τους άνδρας, οίτινες χαρακτη
ρίζουσι τας διαφόρους εποχάς, και αποτελούσι τάς μάλλον διακε
κριμένας ούτως ειπείν βαθμίδας της κλίμακος, ήν ή πρόοδος της
επιστήμης ήκολόυθησε, και δ' ής ανυψώθη εις την ενεστώσαν
αυτής λαμπρότητα. Ανδρες, ώς ο Λαβοαζιε, Γέύ-Λουσάκ, Βερζέ
λιος και άλλοι, έθεσαν τον ακρογωνιαίον λίθον της νέας επιστήμης,
αλλ' ή πληθύς των εξόχων χημικών, οίτινες συνετέλεσαν εις την
τελειοποίησιν και διακόσμησιν του μεγαλοπρεπούς ιδρύματος της
χημείας, είναι ανεξάντλητος.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ.


ΜΕΡ0Σ ΔΕΥΤΕΡ0Ν.

εφα
ΕΙΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ,
ΗΤΟΙ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΚΑΣΤΗΣ


ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΙΔΙΑι.

Εν τώ γενικώ μέρει του παρόντος βιβλίου διεξήλθομεν περιληπτι


κώς την ιστορίαν της Χημείας από τών αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι
της παρούσης εποχής, αποβλέποντες ιδίως κατά χρονολογικήν σει
ραν εις τους άνδρας, οίτινες εις την πρόοδον της επιστήμης ταύ
της συνετέλεσαν. Η μέθοδος αύτη της εκθέσεως ήτο ή φυσικωτέρα
και αναγκαία, όπως καταδείξη την όδόν, ήν ή ανάπτυξις της χημείας
ήκολούθησεν αλλ' αι διάφοροι χημικαι θεωρίαι διακοπτόμεναι διά
των βιογραφιών και άλλων αντικειμένων, δεν ήτο δυνατόν ούτω να
εκτεθώσι σαφώς. "0θεν αναγκαίον θεωρούμεν ν' αναπτύξωμεν συ
νοπτικώς εκάστην των κυριωτέρων θεωριών ιδία. Τοιαύται δ' είσίν
ή περί συγγενείας, ή ηλεκτροχημική θεωρία, ή περί οξέων
και αλάτων, ή ατομιστική θεωρία, ή στοιχειομετρία κτλ.
ΤΙΜΕΙΜΙΑ Ι.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ..

Α. Περί χημικής συγγενείας,


"0 Ιπποκράτης αποφαίνεται ότι τοιαύτα μόνον σώματα
δύνανται να ενωθώσν, άτινα έχουσι κοινόν τι συστατικόν τα τοι
αύτα δε σώματα ωνομάσθησαν συγγενή.
Μέχρι του Βοερχαβίου υπό τον όρον σύγγενεια ηνόουν έτι
οι χημικοί όμοιότητα των σωμάτων. 0 Βοερχάβιος εν
τοις η Εlementa chemiae" εφιστά την προσοχήν των χημικών επί
των διαλυτικών μέσων, άτινα καλεί η Μenstrua". - Παρε
τήρησεν ότι ταύτα διαλύου σι σύνθετον τινά ουσίαν, συντιθέ
μενα μεθ' ενός ή πλειόνων των συστατικών, καταρρίπτοντα δε τα
11()

λοιπά. Την ενέργειαν ταύτην των διαλυτικών μέσων αποδίδει εις


τάσιν τινά, ήν έχουσιν ταύτα, όπως ένωθώσι μετά τινων ουσιών
την τάσιν δε ταύτην καλεί συγγένειαν.
Ο Γεοφρό ύ εξέθηκε πίνακας, εν οις καταλέγονται αι ου
σίαι, αίτινες τείνουσιν, όπως ένωθώσι μετ' αλλήλων. Μετά τούτον
πολλοί άλλοι εξέθηκαν ομοίους πίνακας. Οι όρισμοί αυτών εισιν
εσφαλμένοι αλλ' εκ της γενικής ιδέας καταφαίνεται βήμα τι προς
την αλήθειαν. Η συγγένεια δεν απεδίδετο πλέον εις ομοιότητα
των σωμάτων, αλλ' εις τάσιν τινά πρός ένωσιν.
"0 περίφημος φυσικός Νεύτων, ο καταδείξας τους νόμους
της αμοιβαίας έλξεως των αστέρων, παρεδέχετο και εν τη χημεία
όμοίαν τινά ελκυστικήν δύναμιν των σωμάτων (Αtraction) Αναφέ
ρει ότι τα οξέα εισι σώματα, έχοντα μεγάλην ελκυστικήν δύναμιν,
αλλαχού δ' ότι κατά πάσαν διάλυσιν τα μόρια του διαλυθέντος
σώματος εξασκούσε μείζονα ελκυστικήν δύναμιν επί των μορίων
του διαλυτικού μέσου ή επαλλήλων αλλ' ουδαμού εξηγεί πόθεν
ή ελκυστική αύτη των σωμάτων δύναμις προέρχεται,
"0 Βέργμαν παραδεχόμενος την ιδέαν του Νεύτωνος, προ
τίθησιν, ότι η ενέργεια της ελκυστικής δυνάμεως εξαρτάται και
εκ του σχήματος και εκ της θέσεως των μορίων. Ο Μακου ερ
δε προστίθησιν εις τους όρους τούτους τον όγκον του σώματος,
την πυκνότητα και το ευδιάλυτον αυτού. - Κατά τον Βέργ.
μαν (ίδ. μέρ. 1) ή συγγένεια είναι σταθερά, ήτοι ενεργεί πάν
τοτε. Ομολογείμεν ότι παρετήρησε τινάς ανωμαλίας, αλλά ταύτας
παραβάλλει προς τους πλανήτας, ών ή τροχιά φαίνεται ακανόνι,
στος, διότι δεν εγνώσθη εισέτι. Γνωστής ούσης της σταθεράς ταύ
της συγγενείας, δύναται τις κατ' αυτόν νά όρίση εκπροτέρων τάς
ενεργείας αυτής.
"0 Βερθολέτ απέδειξεν απ' εναντίας διά πολλών πειραμά
των, ότι αι ανωμαλίαι εισι περισσότερα ή αι υπό του Βέργμαν όρι
ζόμενα σταθερα συγγένεια, και ότι επομένως εκ της γνώσεως
μόνον ταύτης δεν δύναται τις νά όρίση εκπροτέρων τας ενεργείας
της συγγενείας. Εν τώ συγγράμματι αυτού ,Statique chimique"
αναφέρει, ότι ή συγγένεια τότε μόνον δύναται να επενεργήση, όταν
τα μόρια των συγγενών σωμάτων τύχωσι πλησίον αλλήλων ούτω
δε διακειμένων αυτών, ή συγγένεια επενεργεί πάντοτε. Εάν τα
σώματα μη διαλυθώσιν, ή προσέγγισις των μορίων και η ενέργεια
επομένως της συγγενείας είναι αδύνατος. Ωσαύτως εάν διαλυθή
μεν το σώμα, αλλά συστατικόν τι διαφεύγει εν αιθερία καταστάσει,
ή συγγένεια δεν δύναται να ενεργήση επ' αυτού. Εις τοιαύτας περι,
στάσεις αποδίδει τας υπό του Βέργμαν παρατηρηθείσας ανωμα
111

λίας ώς προς την σταθερότητα της συγγενείας. - Κατά τον Βερθο


λετ λοιπόν, όπως η συγγένεια επενεργήση και επιτευχθή σύνθε
σις, ανάγκη να προηγηθή διάλυσις του σώματος. Κατά τους υπό
του Βερθολέτ γνωσθέντας νόμους, αι ενέργεια της συγγενείας
δύνανται να ορισθώσιν ώς έξης. Εάν σώμα Α διαλελυμένον, ανα
μιχθή μετά του συνθέτου σώματος Β Γ, ώσαύτως διαλελυμένου,
ή ουσία Γ διαμοιράζεται εις τάς ουσίας Α και Β, αύται δε προσλαμ
βάνουσι τοσούτον μάλλον Γ, όσω μεγαλειτέρα ή συγγένεια αυτών
προς τούτο, και όσω πλείων ή υπάρχουσα ποσότης αυτών. Εάν η
συγγένεια του Α προς το Γ εκφρασθή διά α, ή δε συγγένεια του
Β προς το Γ διά β, εκλαμβανομένου δε του εν τη διαλύσει υπάρ
χοντος ποσού του Α ώς 1, του Β ώς 2, του Γ ώς 3, ή ουσία Γ δια
μοιράζεται εις τάς ουσίας Α Β ούτως, ώστε μετά της ποσότητος
1 Α ένούνται -"- 3 εκ του Γ. - Μετά δε της ποσότητος
1 Α -Η 2β
3 Βένούνται πίττ 3 εκ του Γ.

"Ητοι ή ενέργεια της χημικής συγγενείας εκάστης τώ


ουσιών Α και Β εξαρτάται εκ της συγγενείας αυτών προς το Γ' και
εκ της ποσότητος αυτών. Εκ τούτου έπεται ότι η μικροτέρα συγ
γένεια δύναται να ενισχυθή διά πλείονος ποσού.
Εκ του ανωτέρω παραδείγματος φαίνεται, ότι το σώμα Α δεν
δύναται ν' αφαιρέση από του συνθέτου σώματος Β Γ εντελώς το
Γ. τούτο συμβαίνει, όταν κατά την ανάμιξιν του σώματος Α μετά
του σώματος Β Γ' ουδεν καταπίπτη ώς υποστάθμη, ουδε διαφεύγη
εν αιθερία καταστάσει. Εν εναντία περιπτώσει, υποτιθεμένου π.
χ. ότι το στοιχείον Β της συνθέσεως Β Γ είναι ουσία αιθερία, το
προϊόν του μίγματος έσεται διάφορον. Το σώμα Β προσλαμβάνει
κατ' αρχάς ανάλογόν τι μέρος της συγγενούς ουσίας Γ, τότε το
εν τη συνθέσει Β Γ' υπολειπόμενον Γ' δεν είναι πλέον ικανόν, όπως
συγκρατήση όλον το ποσόν της ουσίας Β το πλεονάζον όθεν μέρος
του Β, μεταβαλλόμενον εις αιθέρα, διαφεύγει ή ενέργεια του
σώματος Α επί της υπολειπομένης συνθέσεως Β Γ, ελαττωθέντος
του ποσού της ουσίας Β, γίνεται τότε δραστικωτέρα το σώμα όθεν
προσλαμβάνει εκ νέου μέρος τι της συγγενούς ουσίας Γ, το κατά
τόν ανωτέρω νόμον εις το σχετικώς προς το υπολειπόμενον Βμεί,

ζον ήδη ποσόν αυτής αναλογούν τούτου γενομένου, και άλλο


ποσόν της ουσίας Β ελευθερούμενον, διαφεύγει εν αιθερία
καταστάσει, και ούτω καθ' εξής τοιουτοτρόπως όλόκληρος ή ουσία
Β διαφεύγει μέχρι τέλους ολόκληρος δ' ή ουσία Γ ένoύται μετά
του Α. -
112

Το αυτό συμβαίνει και όταν το σώμα Α μετά του στοιχείου Γ'


της συνθέσεως Β Γ' αποτελή σύνθεσιν αδιάλυτον, ήτοι μεγάλην
συνεκτικήν δύναμιν έχουσαν. Εν τοιαύτη περιπτώσει το εις το
σώμα Α αναλογούν μέρος του Γένούμενον, καταπίπτει ώς ύπο
στάθμη μετά τοσούτου μέρους του Α, όσον δύναται να συγκρατήση
απ' αυτού αδιάλυτον το υπολειπόμενον τότε εν τώ μίγματι μέρος
του σώματος Α, ενεργούν επί της υπολειπομένης συνθέσεως Β Γ,
προσλαμβάνει νέον μέρος του συγγενούς στοιχείου Γ' το ήδη ανα
λογούν αυτώ εν τέλει το σώμα Α προσλαμβάνει όλόκληρον την
ουσίαν Γ, μεθ' ής κατακάθηται. -
Η δύναμις, ή συγκρατούσα τα μόρια μιάς και της αυτής
ουσίας, ή τα μόρια δύω ή πλείονων ομογενών ουσιών, εκ της ενώ
σεως των όποίων προκύπτει μίγμα τάς αυτάς χαρακτηριστικάς
ιδιότητας έχον, καλείται συνοχή. Η δύναμις δε, ή αντενεργούσα
εις την συνοχήν τών μοίων δύω ή πλειόνων ομογενών ουσιών,
καλείται διαλυτική. Η δύναμις τέλος, ή ένoύσα τα μόρια δύω ή
πλειόνων έτερογενών ουσιών, εκ της ενώσεως των οποίων προ
κύπτει σώμα όλως διαφόρους ιδιότητας έχον ή αι άπλαί ουσία, εξ
ών συνετέθη, καλείται συγγένεια.
Η συνοχή είναι απεριόριστος, ήτοι το σώμα δύναται ν' αυ
ξηθή επ' άπειρον διά προσθήκης όμογενών μορίων. Η διαλυτική
δύναμις απ' εναντίας υπόκειται εις όρους τινάς, ούς δεν δύναται
τις να υπερβή εντός των όρων όμως τούτων αι σχέσεις δύνανται
να ώσιν ποικίλαι ούτω π.χ. εν διαλύσει σακχάρεως ή άλατος δεν
δύναται τις να προσθέση σάκχαριν ή άλας, εάν ή διάλυσις ή κεκο
ρεσμένη ήδη αλλά δύναται να προσθέση αφθόνως ύδωρ. Ωσάυ
τως ή ενέργεια της συγγενείας υπόκειται εις όρους.
Ίσως ή συνοχή, ή διάλυσις και ή συγγένεια εισί τροποποι
ήσεις μιας και της αυτής δυνάμεως. Η συνοχή ενεργεί επί όμοίων
μορίων, είναι ασθενής και απεριόριστος ή διαλυτική δύναμις ενερ
γεί επί αναλόγων μορίων, είναι ισχυροτέρα της συνοχής και υπό
κειται εις όρους ή συγγένεια τέλος ενεργεί επί ανομοίων μορίων,
είναι λίαν δραστική, ενεργεί ώσαύτως υπό όρους, παράγει δε
προϊόν εντελώς διαφόρου φύσεως της τών ένωθέντων μορίων. Η
ταυτότης όμως των τριών τούτων δυνάμεων δεν δύναται έτι ν'
αποδείχθή.
Διακρίνουσιν έτι σήμερον οίχημικοί δύω είδη συγγενείας α)
την άπλήν, ήτοι την συγγένειαν μεταξύ δύω άπλών σωμάτων, π.χ.,
μεταξύ καλίου και οξυγόνου, χλωρίου και νατρίου, θείου και σιδή
ρου κτλ. - β) την εκλεκτική ν συγγένειαν, ήτοι την ανω
τέραν συγγένειαν ουσίας τινός πρός τινα άλλην σχετικώς ώς προς
113

τρίτην, ταύτης δε διακρίνονται πάλιν τρία είδη, ή άπλή, ή διπλή


και η συνδιαλλακτική.
Εάν π. χ. σύνθεσίς τις ΒΓ έλθη εις επαφήν μετά του απλού
σώματος Δ, το Δ και Βένούμενα, αποτελούσι την σύνθεσιν Δ + Β,
πομονούται δε το Γ. ή ενέργεια αύτη της συγγενείας καλείται
απλή εκλεκτική συγγένεια. - Τούτο συμβαίνει π.χ. κατά την
ανάμιξιν καλίου μεθ' ύδατος, το κάλιον ένoύται μετά του οξυγόνου
του ύδατος, ενώ το υδρογόνον διαφεύγει εν αιθερία καταστάσει.
Εάν δύω σύνθετα σώματα μιγνύμενα, ανταλλάσσωσιν αμοι
βαίως τα συστατικά αυτών, ή ενέργεια αύτη της συγγενείας κα
λείται διπλή εκλεκτική συγγένεια τούτο συμβαίνει εάν εκ
του μίγματος των συνθέσεων Β-Η Δ και Γ-Η Α προκύπτωσιν αί
συνθέσεις Β-- Α και Γ-Η Δ εκ του μίγματος π. χ. οξυανθρακικής
τιτάνου και οξυανθρακικής μαγνησίας προκύπτουσιν οξυθειική
μαγνησία και οξυανθρακική τιτανος.
Συν διαλλακτική τέλος λέγεται ή ενέργεια της συγγενείας
όταν σώμά τι διευκολύνη την σύνθεσιν δύω άλλων σωμάτων,
αφαιρούν αφ' ενός τούτων συστατικόν τι. Σώμά τι π. χ. Α ερχό
μενον εις επαφήν μετά συνθέσεως ΒΓ, δεν δύναται ν' αποχωρίση
τα συστατικά ταύτα, όπως ενωθή μεθ' ενός τούτων αλλ' έαν άλλο
τι σώμα ΔΕ επιπροστεθή, ή ένωσις αύτη καθίσταται δυνατή.
Γνωστόν παράδειγμα έστω το έξης. Ο ψευδάργυρος και το ύδωρ,
τιθέμενα εις επαφήν, δεν παρουσιάζουσιν ουδεμίαν συγγενείας
ενέργειαν αλλ' εάν προστεθή θειικόν οξύ, επέρχεται διάλυσις του
ύδατος, και ο μεν ψευδάργυρος ένoύται μετά του οξυγόνου του ύδα
τος, το δέ θεικόν οξύ ένoύται τότε μετά του ούτω προκύπτοντος
οξειδίου του ψευδαργύρου εις θειικόν οξείδιον του ψευδαργύρου.
Η συγγένεια των σωμάτων ενεργεί πολλάκις κατά διαφό
ρους σχέσεις τα σώματα π.χ. Α και Β δυνατόν ν' αποτελέσωσι
τάς διαφόρους συνθέσεις Α-Η Β, Α +2Β, Α-Η 3Β, Β + 2Α κτλ.
Εκ των ανωτέρω γίνεται δήλον ότι, όπως ή συγγένεια
ενεργήση, απαιτείται τα σώματα να έλθωσιν εις επαφήν εν κατα
στάσει υγρά ή αιθερία, ή εν καταστάσει κόνεως, καθότι ή συνοχή
αντενεργεί τη συγγενεία ή συνοχή δε είναι ισχυροτέρα εν τοις
στερεοίς σώμασι. Τούτο εκφράζει και το αρχαίον αξίωμα, η cor
pora non agunt nisi fluida". -

Β. Ηλεκτροχημική θεωρία και Ηλεκτρολυτικός


νόμος.
Κατά τα προλεχθέντα ή ενέργεια της συγγενείας προ πολ
λου εγνώσθη αλλ' ή συγγένεια εθεωρείτο ώς δύναμίς τις ιδιά
&
114

ζουσα τους σώμασιν. Ουδείς επελήφθη να εξηγήση την αιτίαν, δι'


ήν αι ενέργεια αυτής συνοδεύονται υπό φωτός και θερμότητος,
τα φαινόμενα ταύτα εθεωρούντο τυχαία, ή τουλάχιστον ουδέν κοι,
νόν έχοντα προς την συγγένειαν.
Ολίγοι τινές υπώπτευσαν βραδύτερον σχέσιν τινά μεταξύ
φωτός, ηλεκτρικού σπινθήρος και καύσεως. Ανακαλυφθείσης δε
της ηλεκτρικής στήλης, ή διά του ηλεκτρικού ρεύματος επιτευχ
θείσα διάλυσις του ύδατος έδωσεν αφορμήν προς μελέτην τής
σχέσεως του ηλεκτρισμού επί των χημικών ενεργειών,
Οι Έλληνες εγνώριζον 600 π. Χ. την ελκυστικήν δύναμιν
του τριβομένου ηλέκτρου. 0 Βίλιαμ Γιλβέρτος 1600 μ. Χ.
ανεκάλυψεν ότι ου μόνον το ήλεκτρον, αλλά πάντα τα σώματα τρι
βόμενα εξασκούσι την αυτήν έλκυστικήν δύναμιν επι κούφων σω
μάτων. Η γενική αύτη ιδιότης των σωμάτων εκλήθη έκτοτε
ηλεκτρισμός, ώς παρατηρηθείσα πρώτον, ώς είρηται, επί του
ηλέκτρου. Εγένετο όμως ούτω γνωστός ό διά προστριβής ανα
πτυσσόμενος ηλεκτρισμός μόνον. Τυχαία τις παρατήρησις του
Γαλβάνη υπήρξεν ώς γνωστόν αφορμή της ανακαλύψεως και άλλου
τρόπου της αναπτύξεως ηλεκτρισμού, ήτοι του δι' επαφής,
Ο Γαλβάνης, (γεννηθείς 1737) καθηγητής της ιατρικής
και ανατομίας εν Βολωνία, παρετήρησεν, ότι σκέλη βατράχων,
απηρτημένα από χαλκίνου βάβδου, συνεστέλλοντο σπασμωδικώς
όσάκις ή ράβδος, κινουμένη υπό του αέρος, εφήπτετο της σηδηράς
στήλης του εξώστου θΓαλβάνης μελετήσας το φαινόμενον
τούτο, απέδωκεν εις ζωικόν τινα ηλεκτρισμόν.
Ο Αλέξανδρος Βόλτας, (γεν. 1745 εν Κόρω, αποθα.
νών δε την 5 Μαρτίου 1827), καθηγητής της φυσικής εν τώ πανε
πιστημίω της Παυίας, κατέδειξε (1789) διά πολλών πειραμάτων
σφαλεράν την υπόθεσιν του Γαλβάνη απέδειξε δ' ότι ό ηλεκτρι
σμός αναπτύσσεται διά της επαφής ετερογενών μετάλλων, και
κατά την υπό του Γαλβάνη παρατηρηθείσαν περίστασιν τα σκέλη
ή μάλλον τα νεύρα των βατράχων εχρησίμευον ώς αγωγοί μόνον
του διά της επαφής των μετάλλων αναπτυσσομένου ηλεκτρισμού.
Εκ της ανακαλύψεως ταύτης ώδηγήθη (1800) ο Βόλτας εις την
κατασκευήν της ηλεκτρικής μηχανής, της απ' αυτού βολταικής
στήλης καλουμένης.
Οι Αγγλοι χημικοί Νικολσών και Καρλ ίσλε, εξετάζοντες
τάς ενεργείας της βολταϊκής στήλης, παρετήρησαν ότι κατά την
εκκένωσιν της στήλης δι' ύδατος αναπτύσσεται εκ τούτου αέριόν
τι το ύδωρ διά της επιρροής του ηλεκτρισμού διαλύεται εις το
συστατικά αυτού, άτινα ώς αέρια διαφεύγουσιν, εάν οι αγωγοί της
115

στήλης, ών το ύδωρ εφάπτεται, ώσιν εκ μετάλλου μή οξειδoυμέ


νου. Παρετήρησαν προσέτι ότι ο δοκιμαστήριος χάρτης υπό την
επιρροήν του θετικού πόλου της ηλεκτρικής στήλης ερυθρούται
ώς διά της επιρροής οξέος τινός. 0 δε Cruikschank εύρεν, ότι ο
αρνητικός πόλος ενεργεί αντιθέτως επί του δοκιμαστηρίου χάρ
του, ότι δε την αυτήν επιρροήν εξασκούσι τα ηλεκτρικά ρεύματα
και επί άλλων φυτικών χρωμάτων επέτυχε δε την διάλυσιν και
άλλων συνθέσεων διά του ηλεκτρισμού.
Αλλ' ή διαλυτική επιρροή του ηλεκτρισμού εγνώσθη εντελέ
στερον υπό του Βερζελίου και Χίσιγκερ, οίτινες εν έτει 1803
εξήτασαν την ενέργειαν της βολταικής στήλης επί αλάτων και
τινων βάσεων, εδημοσίευσαν δε ιδιαιτέραν περί τούτων πραγμα
τείαν. Παρετήρησαν ούτοι ότι πάντοτε, όσάκις ή ηλεκτρική στήλη
εκκενούται δι' ύγρου τινός, τα συστατικά του υγρού αποχωρίζον
ται, απορρέοντα τα μεν προς τον θετικόν τα δε προς τον αρνη
τικόν πόλον ότι δε παρά μεν τον αρνητικόν πόλoν συναθροίζον
ται πάντοτε τα καυστικά συστατικά, αλκάλεα και γαϊαι, παρά δε
τον θετικόν οξυγόνον, οξέα και οξειδωμένα σώματα. Παρετήρησαν
όθεν ούτω πρώτοι την ηλεκτρικήν διαφοράν μεταξύ οξέων και
βάσεων. Ο Λίσιγκερ και ο Βερζέλιος δεν εξέφρασαν τότε ώρισμέ
νην ιδέαν περί του αποτελέσματος των ερευνών αυτών αποφαί
νονται μόνον εν τη μνησθείση πραγματεία ότι φυσικώτερον δύνα
ταί τις να εξηγήση τα παρατηρηθέντα φαινόμενα, παραδεχόμενος,
ότι ό ηλεκτρισμός τάς μεν των ουσιών έλκει, τάς δε απωθεί.
Ο Δέυύ εφείλκυσε την προσοχήν των χημικών επί του
αντικειμένου τούτου διά των εν έτει 1806 ηλεκτροχημικών πειρα
μάτων αυτού. 0 Βερζέλιος και ο Δέυύ τέλος εξέθεσαν περί
της επιρροής του ηλεκτρισμού επί των χημικών ενεργειών υπόθε
σιν τινά, ήτις καλείται ηλεκτροχημική θεωρία.
Κατά την ηλεκτροχημικήν ταύτην θεωρίαν, ή συγγένεια, ήτοι
ή προς ένωσιν τάσις των συγγενών σωμάτων, προέρχεται εξ αμοι
βαίας έλξεως τών αντιθέτως ηλεκτρισμένων μορίων
αυτών. Τα πριν ώς συγγενή γνωσθέντα σώματα πρέπει να θεω
ρηθώσιν ώς σώματα αντιθέτου ηλεκτρισμού. Η καύσις δε προέρ
χεται εξ αμοιβαίας ουδετερώσεως αντιθέτων ηλεκτρισμών.
Ο Αmpore εξέφρασε την έξής ιδέαν τα μόρια εκάστου
σώματος έχουσιν ήλεκτρισμόν τινα σταθερόν ιδιάζοντα αυτοίς,
όστις ουδέποτε αποχωρίζεται αυτών, περιβάλλονται δε υπ' ατμο
σφαίρας κινητής αντιθέτου ηλεκτρισμού. Κατά τας χημικάς συνθέ
σεις ουδετερούνται μόνον οι τα μόρια περιβάλλοντες κινητοί αντί
θετοι ηλεκτρισμοί. Τα μόρια π.χ. του υδρογόνου εισί σταθερώς
8 και
116

θετικώς ηλεκτρισμένα, περιβάλλονται δε υπ' ατμοσφαίρας αρνητι


κου ηλεκτρισμού τα μόρια του οξυγόνου εισιν απ' εναντίας αρνη
τικώς ηλεκτρισμένα, περιβάλλονται δε υπό ατμοσφαίρας θετικού
ηλεκτρισμού. Διά της υποθέσεως ταύτης δύνανται να εξηγηθώσι
πολλά φαινόμενα όταν δύω ούτως αντιθέτως ηλεκτρισμένα μόρια
έλθωσιν εις επαφήν, ενούνται αι περιβάλλουσαι αυτά αντιθέτου
ηλεκτρισμού ατμοσφαιρα, παράγουσαι φώς και θερμότητα, τα δε
αντιθέτως ώσαύτως ηλεκτρισμένα μόρια ένούνται διαρκώς, εξ ου
προκύπτει ή χημική σύνθεσις. Αλλά διά της θεωρίας ταύτης του
Αmpore δεν δύναται τις να εξηγήση, διατί σώμά τι παρουσιάζεται
ώς θετικώς μεν ηλεκτρισμένον απέναντι άλλου σώματος, ώς αρνη,
τικώς δ'απέναντι τρίτου, ενούται δε μετ' αμφοτέρων.
Ο Βερζέλιος αποδίδει τη ύλη πολικήν τινά ιδιότητα,
έκαστον άτομον ουσίας τινός πρέπει να θεωρηθή ώς σώμα, όπερ
ερχόμενον εις επαφήν μετ' άλλου, λαμβάνει ιδιάζοντά τινα πολικόν
ηλεκτρικόν χαρακτήρα ου μόνον δε απλά, αλλά και σύνθετα άτομα
έχουσι την πολικήν ιδιότητα όταν ταύτα έρχωνται εις επαφήν,
ενισχύεται η πολική ιδιότης ούτως, ώστε εις ηλεκτρικός πόλος
δεσπόζει, ώς και ο εις του μαγνήτου πόλος ενεργεί ισχυρότερον
κατά την εφαπτομένην επιφάνειαν ουδετερούνται οι αντίθετοι
ηλεκτρισμοί όταν δ' ουτοι αποχωρίζωνται, το πλεόνασμα ελευθε.
ρούται. - Κατά τον Βερζέλιον τα άτομα έκαστου σώματος παρου
σιάζουσιν εις το έν τών άκρ ω ν θετικό ν, εις δε το έτερον
αρνητικόν ήλεκτρισμόν, ώς ο μαγνήτης αλλ' εις έκά.
στου σώματος τ’ άτομα είς των πόλων είναι ισχυρότερος.
"Οπως ο Βερζέλιος εξηγήση διατι εις τα μεν των σωμάτων ό θετι,
κός πόλος, εις άλλα δε ό αρνητικός είναι ισχυρότερος, επωφελήθη
την ανακάλυψιν του Ερμάν νου, ότι σώματα τινά εισι καλλίτεροι
αγωγοί του ένός των ηλεκτρισμών ή του ετέρου, ώστε εάν τις ένώση
διά τοιούτων ουσιών τους δύω πόλους της ηλεκτρικής στήλης,
αι ουσίαι αυται άγουσι του ενός μόνον πόλου τον ηλεκτρισμόν
πρός τον έτερον. Ο Βερζέλιος απέδωκεν εις τ’ άτομα των σωμά
των όμοίαν ιδιότητα. Εάν υποτεθή ότι το άτομον ουσίας τινός
είναι καλλίτερος αγωγός του θετικού ή του αρνητικού πόλου, ευκο
λώτερον συρρέει προς το έν άκρον ο θετικός ηλεκτρισμός ή προς
το έτερον ό αρνητικός δήλον τότε ότι πλείονος ηλεκτρισμού εντφ
αυτώ χρόνω συναθροιζομένου παρά τον θετικόν πόλονή παρά τον
αρνητικόν, ο θετικός πόλος έσεται ισχυρότερος του αρνητικού. -
Εάν λοιπόν ο θετικός πόλος των ατόμων σώματός τινος ήναι ισχυ
ρότερος του αρνητικού, εκτιθέμενον τούτο εις την επιρροήν της
ηλεκτρικής στήλης, έλκεται υπό του αρνητικού πόλου, και καλεί
117

ται διά τούτο, ήλεκτρο θετικόν" εάν απ' εναντίας ο αρνητικός


πόλος των ατόμων άλλου σώματος ήναι ισχυρότερος του θετικού,
έλκεται το σώμα τούτο υπό του θετικού πόλου της ηλεκτρικής στή
λης, καλείται δε και ήλεκτρο αρνητικό ν."
"0σω ισχυρότερος έντινι σώματι ό εις τών πόλων, τόσω
μεγαλειτέρα ή τάσις αυτού, όπως ενωθή μετ' άλλου σώματος, εν
ώ ο αντίθετος πόλος δεσπόζει. Το μάλλον ηλεκτροθετικόν σώμα,
το κάλιον, ενούται μετά του μάλλον ηλεκτροαρνητικού σώματος,
του οξυγόνου, μετά μείζονος δυνάμεως ή μετ' άλλου σώματος
ήττον ηλεκτροαρνητικού.
Ο Βερζέλιος όθεν κατέταξεν εν πίνακι τα σώματα, αρχο
μένω από του μάλλον ηλεκτροαρνητικού και καταλήγοντι εις το
μάλλον ηλεκτροθετικόν.
- Η. βόριον ύδράργυρος λανθάνιον,
οξυγόνον άνθραξ. άργυρος, θόριον,
θείον τελλύριον χαλκός, ζιρκόνιον
σελήνιον, ταντάλιον, βισμόυθιον αργίλλιον,
άζωτου νιόβιον κασσίτερος, ότριον
φθόριον, τιτάνιον, μόλυβδος, τέρβιον,
χλώριον σιλίκιον κάδμιον έρβιον
βρώμιον ύδρογόνον κοβάλτιον βερύλλιον,
ιώδιον χρυσός, νικέλιον, μαγνήσιον
φωσφόρος, όσμιον σίδηρος ασβέστιον
αρσενικόν ιρίδιον ψευδάργυρος βάριον
χρώμιον λευκόχρυσος μαγγάνιον, λίθιον
βανάδιον βόδιον ουράνιον νάτριον
μολυβδαίνιον αντιμόνιον, διδύμιον στρόντιον
βολφράμιον παλλάδιον δημήτριον κάλιον,
-Η Η.
Κατά τον πίνακα τούτον, το οξυγόνον είναι το μάλλον ηλεκτρο
αρνητικόν, το δε κάλιον το μάλλον ηλεκτροθετικόν σώμα όσψ πλη
σιεστέρα ή θέσις σώματος τινός πρός το οξυγόνον, τοσούτω μάλ
λον ό ηλεκτροαρνητικός χαρακτήρ δεσπόζει εν αυτώ όσφ δ' απε
ναντίας πλησιεστέρα προς το κάλιον, τοσούτω ισχυρότερος ο ήλεκ
τροθετικός χαρακτηρ αυτού. "0σω όθεν απώτερον αλλήλων εισι
κατατεταγμένα εν τη σειρά ταύτη δύω σώματα, τοσούτω μάλλον
αντίθετος είναι ο ηλεκτρικός αυτών χαρακτήρ, και τοσούτω μεγα
λειτέρα έπομένως ή προς ένωσιν αυτών τάσις, ήτοι ή συγγένεια.
Αλλ' ό ηλεκτρικός χαρακτηρ έκάστης ουσίας δεν είναι σταθερός.
Επειδή έκαστον άτομον, ώς έβρέθη, έχει αμφοτέρους τους
πόλους, ενδεχόμενον ότε μεν ο εις, ότε δε ο έτερος να υπερισχύη,
118

σώμα τι π. χ. εάν έλθη εις επαφήν μετ' άλλου σώματος λίαν


ηλεκτροθετικού, παρουσιάζεται ώς ηλεκτροαρνητικόν, αντιστρό
φως δε ώς προς τρίτον λίαν ηλεκτροαρνητικόν παρουσιάζεται
ώς ηλεκτροθετικόν. Μόνον τα εξόχως ηλεκτροαρνητικά, ή εξό
χως ηλεκτροθετικά σώματα φυλάττουσι σταθερώς τον χαρακτήρα
τούτον. Πράγματι δε ό Βερζέλιος είχεν υπ' όψιν συνθέσεις του
οξυγόνου χαρακτηρίζει τα μέταλλα σελήνιον, τελλύριον, αρσενι
κόν, αντιμόνιον, χρώμιον, βανάδιον, μολυβδαίνιον ώς ήλεκτροαρ
νητικά, διότι ένούνται ταύτα ιδίως μετά του οξυγόνου εις οξέα.
Αλλά τα μέταλλα ταύτα δεν έχουσι πάντοτε ηλεκτροαρνητικόν
χαρακτήρα το αντιμόνιον π. χ. ώς προς το κάλιον και άλλα
μέταλλα, παρουσιάζεται ώς ήλεκτροαρνητικόν ώς πρός τό οξυγό
νον, το χλώριον, το θείον κλ. απ' εναντίας ώς ήλεκτροθετικόν.
Η διαίρεσις όθεν εις ηλεκτροθετικά και ηλεκτροαρνητικά
δεν δύναται διά τους ανωτέρω λόγους να επεκταθή εφ' όλων των
σωμάτων, αλλά περιορίζεται εις ολίγα τινά, τά μάλλον αντίθετα,
και ταύτα σχετικώς πάλιν λαμβανόμενα.
"Ως είρηται, ου μόνον τα άπλά, αλλά και τα σύνθετα άτομα,
των συνθέσεων έχουσι την πολικήν ιδιότητα. Ούτως αι βάσεις
δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ώς ήλεκτροθετικά, τα δε οξέα ώς
ηλεκτροαρνητικά συστατικά άλατος τινός διότι εάν άλας τι εκτεθή
εις την επιρροήν ηλεκτρικού ρεύματος, ή διάλυσις γίνεται, του
μεν οξέος συρρέοντος προς τον θετικόν πόλον, της δε βάσεως
πρός τόν αρνητικόν πόλον της στήλης. Αλλά και των οξέων και
οξειδίων ο ηλεκτρικός χαρακτήρ δεν είναι πάντοτε σταθερός διότι
τινά οξείδια παρουσίαζονται ότε μεν ώς οξέα, ότε δε ώς βάσεις.
Κατά την ηλεκτροχημικήν ταύτην θεωρίαν δύναται νά όρίση
τις την καύσιν, ώς ένωσιν σώματος τινός μάλλον ή ήττον ηλεκτρο
θετικού μετ' άλλου ηλεκτροαρνητικού εκ της ουδετερώσεως των
αντιθέτων ηλεκτρισμών προέρχονται τα του πυρός φαινόμενα, άτι
να συνοδεύουσι πάσαν χημικήν σύνθεσιν.
Κατά την ηλεκτροχημικήν λοιπόν θεωρίαν, πάσα χημική
ενέργεια προέρχεται εξ ηλεκτρικής ενεργείας, και ή
συγγένεια επομένως εκ της αντιθέτου πολικής ιδιό
τητος.
Η ηλεκτροχημική θεωρία υποστηρίζεται διά του υπό του
Φαραδάύ ανακαλυφθέντος ηλεκτρολυτικού καλουμένου νόμου.
Ο Φαραδάύ παρετήρησεν ότι τα διά της επιρροής του ηλεκ
τρικού ρεύματος εν τώ αυτώ χρό νφ διαλυόμενα ποσά
τών συστατικών συνθέσεώς τινος έχουσι την αυτήν
αναλογίαν, ήν και τ’ άτομα των συστατικών τούτων
119

πρ δς άλληλα. Το ύδωρ π.χ. συνίσταται, ώς γνωστόν, εκ δύω


μερών κατ' όγκον υδρογόνου και ενός οξυγόνου ήτοι ή σχέσις
των ατόμων κατ' όγκον είναι 2:1. Εκτιθεμένου του ύδατος εις
την επιρροήν ηλεκτρικού ρεύματος, διαλύεται αληθώς εντφ αυτώ
χρόνφ διπλάσιονύδρογόνον ή οξυγόνον. Το αυτό παρετηρήθη εις
πλείστα άλλα σώματα. Προσέτι κατά τον ηλεκτρολυτικόν νόμον,
το ποσόν τών διά τής επιρροής του ηλεκτρικού ρεύματος
διαλυθεισών ουσιών είναι πάντοτε ανάλογον προς το
ποσόν του επενεργήσαντος ηλεκτρισμού.
Εκ των παρατηρήσεων τούτων του Φαραδάυ εξάγεται, ότι
χημικά ισοδύναμα εισιν εκείνα τα σχετικά ποσά των
ουσιών, τα οποία εφαπτόμενα τρίτης τινός ουσίας, λαμ
βάνου σιν ήλεκτρο πολικόν χαρακτήρα εξίσου ισχυρό ν.
Τους ηλεκτροχημικούς τούτους νόμους κατεπολέμησαν τινές
βραδύτερον. Αλλ' αναμφισβητήτως οι νόμοι ουτοι εχρησίμευσαν
εις την ανάλυσιν πολλών οργανικών συνθέσεων.

Γ. Περί ατομιστικής θεωρίας, στοιχειομετρίας,


περί χημικών συνθέσεων, της ονοματολογίας και
των συμβόλων αυτών,
Η λέξις, η άτομο ν" αναφέρεται κατά πρώτον υπό τών
Ελλήνων φιλοσόφων Λευκίππου (500 π. Χ.) και Επικούρου
(345-274 π. Χ.). Κατά την έννοιαν της λέξεως ταύτης τα σώματα
θεωρούνται διαιρετά ουχί επ' άπειρον, αλλά μέχρις ελαχίστου τινός
μορίου μόνον, καλουμένου διά τούτο και άτομον".
Η θεωρία αύτη επεκράτησε μέχρι της νεωτάτης εποχής,
έως oυ αντεκατέστη υπό της καλουμένης ισοδυναμικής θεω
ρίας, καθ' ήν τα σώματα θεωρούνται διαιρετά επ' άπειρον. Πράγ
ματι δε είναι παράλογον να υποθέση τις μόρια ύλης, μη δυνάμενα
απολύτως να διαιρεθώσιν, οιασδήποτε σμικρότητος και άν ώσιν.
Η λέξις ,άτομον απέβαλεν ούτω την αρχικήν αυτής ετυμο
λογικήν σημασίαν αλλά παραμένει ουχ ήττον ώς όνομα των ελα
χίστων μορίων.
Κατά τάς παραδόσεις, ό Λεύκιππος πρώτος υπέθεσε την ύλην
συνισταμένην εξ ελαχίστων μορίων ποικίλων σχημάτων και κατ'
είδος διαφόρων εκ της ενώσεως δέ των όμοειδών εκ των μορίων
τούτων εθεώρει προκύπτοντα τα μεγαλείτερα τεμάχια της ύλης.
‘0 Επίκουρος ανέπτυξε μάλλον την ιδέαν ταύτην και ωνόμασε
πρώτος τα ελάχιστα μέρη της ύλης ,άτομα" προς έκφρασιν του
αδιαιρέτου αυτών. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς μέχρι του 17
120

αιώνος ουδεμίαν ιδέαν εκφράζουσι περί της αρχαίας ταύτης


π
θεωρίας.
Πρώτος εκ των νεωτέρων φαίνεται παραδεχόμενος την θεω
ρίαν ταύτην ο Ελμόντος εν τοις έξης - atomi gas ob miniam exi
guitatem invisibiles sunt."
Ο Καρτέσιος (γενν. 1596) εδίδασκεν ότι η ύλη συνίστα
τα εκ δύω ατόμων, άτινα εισί μεν καθ' εαυτά αδιαίρετα, δύναται
τις όμως να φαντασθή διαιρετά. Κατ' αυτόν τα άτομα δεν έχουσι
βάρος, αλλ' αποκτώσι τούτο διά της προσεγγίσεως και της επ'
αλλήλων επιρροής. Εξηγεί δε τας διαφόρους ιδιότητας των σωμά
των διά της ανισότητος και της διαφόρου λεπτότητος των ατό.
μων. Εθεώρησε λοιπόν τα άτομα, ή κατ' αυτόν τα μόρια, ώς έχοντα
βάρος, και πρώτος εξήγησε την χημικήν σύνθεσιν, ώς προκύπτου
σαν διά της επιθέσεως των ελαχίστων μορίων διαφόρου ύλης.
Κατά τον Λέμερυ αι χημικαι συνθέσεις γινονται διά της
εισδύσεως των αιχμών του ενός μορίου εις τας εισοχας του έτέρου.
Η ατομιστική θεωρία απέκτησε μεγαλειτέραν αξίαν,
αφού χρήσις αυτής εγένετο ου μόνον προς εξήγησιν τών χημικών
συνθέσεων, αλλά και προς ορισμόν της σχέσεως του βάρους των
ατόμων εν τη συνθέσει. Σαφεστέρα δ' εγένετο ή ιδέα, ότε ο όρος
» άτομο ν" έθεωρήθη ταυτόσημος τό όρφ , ισοδύναμον". "Υπό
τον όρον, ισοδύναμο να εννοούμεν την σχέσιν τού βάρους,
καθ' ήν τα στοιχεία συντίθενται αλλήλοις. Η σχέσις δε
αύτη είναι διάφορος κατά τα διάφορα στοιχεία.
‘0 Κάρολος Φριδερίκος Βένζελ, (αποθανών 1793) και ο
"Ιερεμίας Βενιαμήν Ρίχτερ (αποθανών 1807) κατέγειναν εις
την ποσοτικήν ανάλυσιν τών αλάτων, απεπειράθησαν δε να κατα
δείξωσι τον νόμον της σχέσεως του βάρους, καθ' ήν αι βάσεις και
τα οξέα ένούνται εις ουδέτερα άλατα, και εισήγαγον ούτω την
καλουμένην στοιχειομετρικήν θεωρίαν. Κατά τον νόμον τούτον,
περί ου εγένετολόγος και εν τώ πρώτφ μέρει, εκ του μίγματος
δύω ουδετέρων αλάτων προκύπτουσι δύω άλλα ουδέτερα πάλιν
άλατα. Εκ τουμίγματος π.χ. 178μέρ, οξυθειικού νάτρου, (τουτέστιν
100 μέρ. θειι ού οξέος και 78 μέρ. νάτρου) και 206 μέρ. οξυα
ζωτικής τιτάνου (τουτέστι = 135 μέρ. νιτρικού οξέος και 71 μέρ.
τιτάνου), προκύπτουσιν 171 μέρ. οξυθειικής τιτάνου, (τουτέστι
100 μέρ. θειικού οξέος και 71 μέρ. τιτάνου) και 213 μέρ. οξυαζω
τικού νάτρου (τουτέστι 135 μ. θειικού οξέος και 78 μέρ, νάτρου),
επομένως το βάρος του μίγματος μένει και μετά την δυάλυσιν
384μέρη. Επειδή δε εγένετο εντελής ανταλλαγή, δήλον ότι τα ποσά
του νάτρου και της τιτάνου, άτινα κορένουσι την αυτήν ποσότητα θει
121

ικού οξέος, έχουσι τοιαύτην σχέσιν προς άλληλα, οίαν το ποσόν του
νάτρου, προς το της τιτάνου, όπερ την αυτήν ποσότητα οξυαζώτου
εκόρεσεν. Επειδή 80 μ. αζωτικού οξέος συντίθενται μετά 46 μ.
νάτρου εις ουδέτερον οξυαζωτικόν νάτρον, ώσαύτως μετά 42 μ.
τιτάνου εις ουδετέραν οξυαζωτικήν τιτανον, προκύπτει ή εξής ανα
λογία 78: 71 = 46 : 42. Προκειμένου λοιπόν να ευρεθή το εις
78μερ. νάτρου ανάλογον ποσόν αζωτικού οξέος, πρέπει να λυθή ή
αναλογία 46 : 80 = 78: χ, εξής προκύπτει 135, 65. Εάν λοιπόν
46 μ. νάτρου απαιτούσιν 80 μ. θειικού οξέος προς εξουδετέρωσιν,
78 μέρ. νάτρου απαιτούσι 135, 65 μ. αζωτικού οξέος. Κατά
τον αυτόν τρόπον ζητείται το εις 71 μ. τιτάνου αναλογούν ποσόν
αζωτικού οξέος. -

"0 κανών ούτος, καλούμενος κανάν της η ουδετερώσεως"


εφαρμόζεται ου μόνον επί του όηθέντος παραδείγματος, αλλά και
επί πασών των βάσεων και πάντων των οξέων ήτοι δυνάμεθα
πάντοτε να εύρωμεν, ότι αι βάσεις π.χ. Α. και Β. έχουσι τοιαύτην
σχέσιν πρός το δέυ Γ, oίαν και προς άλλο τι δξύ Δ, Ε, ή Ζ κτλ.
'0 Ρίχτερ και ο Βένζελ έδωσαν ούτω την πρώτην νύξιν
προς την νέαν ατομιστικήν θεωρία ν, ήν ο Δάλτων και ο
Βερζέλιος ανέπτυξαν.
Ο Δάλτων εξέθηκε την εξής θεωρίαν. Τα σώματα πάντα
εισι διαιρετά φυσικώς μέχρις ενός ορίου η τελευταία δε δυνατή
φυσική υποδιαίρεσις καλείται ,άτομον". Τα άτομα ομοειδών
σωμάτων έχουσι το αυτό πάντοτε βάρος τα άτομα όμως διαφό.
ρων άπλών σωμάτων, προς άλληλα παραβαλλόμενα, έχουσι διά
φορον βάρος, ίσως δε και διάφορον μέγεθος. "Εκαστον άτομον
περιβάλλεται υπό ατμοσφαίρας θερμότητος. Τα σύνθετα άτομα εν
τφ συνθέτω σώματι ίστανται απώτερον αλλήλων, ή τα εν τώ συν
θέτφ ατόμω περιεχόμενα άπλά άτομα. Η χημική ανάλυσις ή σύν
θεσις είναι αποχώρισις τών δι' επιθέσεως ήνωμένων ατόμων δια,
φόρων στοιχείων ή ένωσις πάλιν τούτων. Τα ποσά των εν τώ
συνθέτφ ατόμω περιεχομένων στοιχειωδών ατόμων έχουσιν απλήν
τινά σχέσιν προς άλληλα. "Οταν λοιπόν δύω στοιχεία συντίθενται,
πρέπει να υποθέση τις, ότι έκαστον άτομον του ενός στοιχείουήνώθη
μεθ' ενός ατόμου του έτέρου ή σχέσις έπομένως του βάρους
τώ ν δύω τούτων στοιχείων προς άλληλα δεικνύει την
σχέσιν, ήν έχει το βάρος του ατόμου του ενός στοιχείου
προς το βάρος του ατόμου του ετέρου ή σχέσις αύτη δύνα
ται να ή 1: 1 ή 1 : 2 ή 2: 1 ή 1: 3 ή 3: 1 κτλ. "0θεν βάρος του
ατόμου συνθέσεως τινός είναι το άθροισμα του βάρους
τών εν αυτώ περιεχομένων απλών ατόμων.
122

Πρώτος λοιπόν ο Δάλτων επεχείρησε νά όρίση το σχετικόν


βάρος των ατόμων (τών άπλών και των συνθέτων), και το ποσόν
των εν συνθέτω ατόμφ περιεχομένων άπλών ατόμων πρώτος
υπέδειξε τους νόμους της άπλής σχέσεως 1 : 1, 2 : 2 κτλ. και
τής τών πολλαπλασίων, 1:2, 1: 3 κτλ.
Ενώ ο Προύστ εζήτει νά όρίση την σχέσιν του βάρους των
ατόμων των συστατικών κατά εκατοστά, ήτοι εζήτει ποια ποσά
στοιχείων εμπεριέχονται εις 100 μ. βάρους της συνθέσεως, και
διά της εμπειρικής ταύτης μεθόδου εύρε π.χ. ότι εις 100 μ. οξει,
δίου του χαλκού εμπεριέχονται 80 μ. μετάλλου και 20 μ. οξυγόνου
κτλ., ό Δάλτων απεπειράθη νά όρίση το βάρος των ατόμων δια,
φόρων σωμάτων σχετικώς προς το υδρογόνον, όπερ εξέλαβεν ώς
μονάδα, και ανεκοίνωσε τώθώμψωνι 1804 τον έξης μικρόν πί.
νακα Υδρογόνον = 1 Ανθραξ = 5. Αζωτον = 5. 0ξυ.
γόνον = 6, 5. - "Οθεν ο Δάλτων, ει και υπέπεσεν εις τινα σφάλ
ματα, θεωρείται ίδρυτής της θεωρίας των απλών και συνθέτων
ατόμων, ήτοι της θεωρίας των ατόμων υπό χημική ν έν,
νοιαν. Εξέδωκε δε εν έτει 1808 πίνακα, ενώ φαίνονται τα σχε.
τικά βάρη των ατόμων ώς ίσα ή πολλαπλάσια του βάρους ένός
ατόμου του υδρογόνου.
Αι προσπάθεια του Βερζελίου προς απόδειξιν της θεωρίας
ταύτης διά πειραμάτων επέτυχον πληρέστατα. Σπουδαίος προ
πάντων είναι ο υπ' αυτού καταδειχθείς νόμος της κορεστικής
δυνάμεως τών οξέων ήτοι ότι ή αυτή ποσό της οξέος δύναται
να κορέση το σουτ ο ν μέρος τών διαφόρων βάσεων, όσον
απαιτείται, όπως προσλάβη (ή βάσις) ίσον ποσόν οξυγό.
νου. Το ποσόν λοιπόν του εν έκάστη βάσει οξυγόνου ευρίσκεται
εις άπλήν σχέσιν πρός τό οξύ, όπερ εκφράζεται και ούτω: το οξύ
Α. έχει την αυτήν σχέσιν προς την βάσιν Β. ή Μ, ώς πρός το οξύ Μ.
Κατά τον νόμον τούτον ο Βερζέλιος ωνόμασε τον αριθμόν
τον εκφράζοντα την εν βάσει τινί, ήτις δύναται να κορέση
100μ. οξέος, περιεχομένην ποσότητα οξυγόνου, κορεστι
κήν δύναμιν του οξέος τούτου, π.χ. 100μ. θειικού οξέος ού.
δετερούσι πάσαν βάσιν, εμπεριέχουσαν 19,95 οξυγόνου ο αριθμός
19,95, όρίζει την κορεστικήν δύναμιν του θειικού οξέος. Πράγματι
δε 100 μ. θειικού οξέος ένούνται μετά 118. μ. οξειδίου του καλίου
εις ουδέτερον οξυθειικόν κάλι 118 μ. οξειδίου του καλίου εμπε
ριέχουσιν 98, 05μ. καλίου και 19,95 οξυγόνου. 100μ. θειικού οξέος
εμπεριέχουσι 40, 51 θείου και 59, 85 μ. οξυγόνου, όθεν το οξυγό.
νον της βάσεως έχει σχέσιν πρός το οξυγόνον του οξέος, ώς 1:3
ήτοι ή βάσις εμπεριέχει τρίς ολιγώτερον οξυγόνον ή το οξύ.
123

"0 Βερζέλιος και ο Δάλτων έθεσαν ούτω διά του όρισμού του
ατομικού βάρους, ήτοι του ισοδυναμικού αριθμού, τάς βάσεις
της στοιχειομετρίας. Μέχρι του 1844 εξεδόθησαν διάφοροι πίνα,
κες του ατομικού βάρους των στοιχείων, εξ ών εντελέστεροι εισιν
οί του Βερζελίου, ούς βραδύτερον αυτός τε και πολλοί άλλοι
επιδιώρθωσαν. -

0ι πίνακες του Βερζελίου εισι πάντες επί τη βάσει, οξυγό


νον = 100. 0 Δάλτων έλαβε το υδρογόνον ώς μονάδα, ήτοι εξέ
θηκε πίνακας επί τη βάσει υδρογόνον - 1. Ει και αδιάφορον
φαίνεται τίνος σώματος το ατομικόν βάρος εκλαμβάνεται ώς μονας,
παρατηρούνται ουχ ήττον διαφορα, προερχόμενα ίσως εκ τού
βαθμού της ακριβείας της παραβολής 0 Δάλτων π.χ. όρισε το ατομι.
κόν βάρος του υδρογόνου σχετικώς προς το ατομικόν βάρος του οξυ
γόνου διπλάσιον, ή ό Βερζέλιος, ώς εντφ εξής πίνακι φαίνεται:
Κατα τον Κατα τον
Δαλτωνα Βερζέλιον
- Υδρογόνον . . 1 . . . 12,5
"Αζωτον . . . 5 . . . 88,5
Ανθραζ. . . 5 . . . 76,4
Οξυγόνον - - 7 . . . 100,00
Θείον . . 13 . . . 201,2
Τιτανος . . . 23 . . . 356,0
Νάτρον . . . 28 . . . 399
Κάλιον . . . 42 . . . 589,9
Στρoντιανή 46 . . . 647,3
Βαρύτις . . . 68 . . . 956,9
Σίδηρος . . . 38 .. . . 339,2
Ψευδάργυρος 56 . . . 403,2
Χαλκός . . . 56 . . . 395,7
Μόλυβδος . . 95 . . . 1294,5
"Αργυρος . . 100 . . . 1351,6
Λευκόχρυσος , 100 . . . 1233,3
"Υδράργυρος . . 167 . . . 2531,6
Μαγγάνιον . . 20 . . . 258,3
Παρατηρητέον ότι οι αριθμοί του Δάλτωνος εισίν ακριβέστε
ροι και συμφωνούσι μάλλον προς τους νυν εν γένει παραδε
δεγμένους.
‘0 Β ο λ λ α σ τ ώ ν πρώτος αντί της εκφράσεως ,ατο
μ ι κ ό ν βάρος", ήν ο Δάλτων μεταχειρίζεται, ή - α ν α λ ο γι
κός αριθμός" κατά τον Δέυό, μετεχειρίσθη τον όρον η ισο
δύν αμ ο ν".
124

Ο Βολλαστων εδίδαξε προσέτι την εφαρμογήν των λογα


ρίθμων προς μηχανικήν εύρεσιν τών ισοδυναμικών αριθμών. Αλλ'
ότε οι αριθμοί του ατομικού βάρους ώρίσθησαν ακριβέστερον, η
μέθοδος αύτη κατέστη άχρηστος. 0 Βολλαστών εξέδωκεν εν έτει
1814 πίνακα ισοδυναμικών αριθμών, ακριβέστερον και εντελέστε
ρον του τού Δάλτωνος, διαφέροντα δε και καθότι εξέλαβεν ώς
μονάδα ουχί το υδρογόνον = 1, αλλά το οξυγόνον = 10. Ως παρά
δειγμα παραθέτομεν τον εξής πίνακα.
Κατα τον Κατα τον
Βολλαστώνα Βερζέλιον
"Υδρογόνον 1,32 . . . 12,5
'0ξυγόνον . . 10,00 . . . 100,0
"Ανθραξ . 7,54 . . . 76,4
Θείον . 20,00 . . . 201,2
Φωσφόρος . , 17,40 . . . 196,2
"Αζωτον , 17,54 . . . 177,0
Χλώριον : 41,1 . . 442,6
'0ξαλικόν οξύ , 47,0 . . 452,8
Νάτριον . 29,1 . . 290,9
Κάλιον , 49,1 . . 489,9
Μαγνησία 24,6 . . 258,3
Τίτανος . 25,46 . . . 256,0
Στρoντιανή . . 63 . . 647,3
Βαρύτις . . 97 . . 956,9
Σίδηρος , 34,5 . . 339,2
Χαλκός . 40 . . 395,7
Φευδάργυρος , 41 . . 403,2
"Υδράργυρος 125,5 . . 1265,8
Μόλυβδος . . 129,5 . . 1294,5
Αργυρος 135 . . 1351,6
Παρατηρητέον εν τώ πίνακι τούτω ότι κατά τον Βολλαστώνα
εν τώ φωσφορικό οξεί, εις 1 ισοδύναμον φωσφόρου αναλογούσι 2
ισοδύναμα οξυγόνου. Εις διαφόρους πίνακας του Βερζελίου φαίνεται
ότι και ουτος εξελάμβανε πολλάκις το βάρος ενός ατόμου ώς βάρος
δύω ατόμων. Τούτο εξηγείται ώς εξής.
Ο Γέύ-Λουσάκ και ο Ούμβόλδος απέδειξαν (1805)
ότι, εάν αέριόν τι ένoύται κατά διαφόρους σχέσεις μεθ' ετέρου,
τα ποσά του πρώτου, άτινα ένούνται μέ τό αυτό ποσόν (κατ όγκον)
του δευτέρου, εισίν άπλά πολλαπλάσια της πρώτης σχέσεως.
Τον νόμον τούτον επωφελήθη ό Βερζέλιος προς όρισμόν της σχέ.
σεως τών συνθέσεων.
125

Ο Βερζέλιος εθεώρησεν, ώς ο Δάλτων, την ύλην συνιστα


μένην εκ σμικροτάτων μορίων. Αδιαφορών αν τα σώματα εισί κατ'
ιδέαν επ' άπειρον διαιρετά ή ού, εθεώρησε τα ελάχιστα μόρια ώς
μηχανικώς αδιαίρετα. Τα άτομα πάντων των στοιχείων εθεώρει κατ'
αρχάς (1815) ώς σφαιρικά και ισομεγέθη αλλά βραδύτερον ενό
μισε πιθανώτερον ότι τα άτομα των διαφόρων απλών σωμάτων
εισε διαφόρου μεγέθους, και εις τούτο μάλιστα απέδωκε τάς δια
φόρους κρυσταλλικάς μορφάς. Διά τα αέρια στοιχεία παρεδέχετο
ότι ίσοι όγκοι υίτο όμοίαν πίεσιν και θερμοκρασίαν, εμπεριέχουσιν
ισάριθμα άτομα ωνόμασε δε την θεωρίαν ταύτην, καθ' ήν το
ατομικόν βάρος των απλών αερίων εκφράζεται διά του ειδικού αυ
τών βάρους, ογκωδικήν θεωρίαν (Volumen-Τheorie). Διά τούτο
ώρισε το ατομικόν βάρος του υδρογόνου (επειδή δύω όγκοι υδρογόνου
ενούνται μεθ' ενός όγκου οξυγόνου εις ύδωρ) διπλάσιον ή ο Δάλτων.
Πολλοί άλλοι υπέθεσαν ώσαύτως σχέσιν τινά μεταξύ του
ατομικού και του ειδικού βάρους των αερίων. Η υπόθεσις αύτη
εβεβαιώθη διά της ανακαλύψεως του Doulong και Petit (1819)
ότι η ειδική θερμότης τών άπλών σωμάτων είναι αντι
στρόφως ανάλογος προς το ατομικόν βάρος. Ούτοι απέ
δειξαν επομένως ότι, εάν εις τόν υπό του Βερζελίου εν έτει 1815
εκτεθέντα πίνακα αφήση τις αμετάτρεπτον το ατομικόν βάρος
του θείου, το ατομικόν βάρος των πλείστων μετάλλων πρέπει να
όρισθή επί το ήμισυ.
Τα μέχρι τούδε ορισθέντα ατομικά βάρη έμειναν ουχ ήττον
εν χρήσει μέχρι του 1826, ότε αι ανακαλύψεις της ειδικής θερμό
τητος και του ισομορφισμού, ήτοι της σχέσεως μεταξύ της κρυ
σταλλικής μορφής και της συνθέσεως επέφεραν αλλαγήν εις τους
αριθμούς τούτους.
0 Βερζέλιος επεξέτεινε την ογκωδικην θεωρίαν και επί της
ατμώδους καταστάσεως τινών συνήθως στερεών σωμάτων. Εκ
τούτου προήλθον πολλαί συγχύσεις. Εζητούντο διάφοροι σχέσεις
μεταξύ ισοδυνάμου, ατόμου και όγκου τινες διισχυρίσθησαν,
ότι όγκος και ειδικόν βάρος πρέπει να θεωρηθώσιν ώς ταυτό
σημα, και ωνόμασαν τους εις εν ισοδύναμον αναλογούντας όγκους
-όγκον του ισοδυνάμου" κατά την ιδέαν ταύτην, εις έν ισο
δύναμον χλωρίου π. χ. εμπεριέχονται δύω άπλοί όγκοι.
Εις πολλάς περιστάσεις άτομον και ισοδύναμο ν εφαί,
νοντο ταυτόσημοι όροι. Το θειικόν οξύ π. χ. εθεωρείτο συνιστά,
μενον εξ1 ατόμου θείου και 3 ατόμων οξυγόνου, ώσαύτως δε εξ
1 ισοδυνάμου θείου και 3 ισοδυνάμων οξυγόνου. - Αλλά το ύδωρ,
όπερ είναι σύνθετον εξ1 ισοδυνάμου υδρογόνου και 1 ισοδυνάμου
126

οξυγόνου, εθεωρείτο υπό τινων ώς συνιστάμενον εκ 2 ατόμων ύδρο


γόνου και 1 ατόμου οξυγόνου τότε 1 άτομον υδρογόνου ήθηλεν ανα
λογεί εις 6,25, ενώ 1 ισοδύναμον υδρογόνου είναι ίσον 12,5 (επί
τη βάσει οξυγόνον = 100). Η ιδέα, ότι κατά την περίστασιν ταύ
την 1 ισοδύναμον υδρογόνου είναι ίσον με 2 άτομα, βασίζεται επί
της παρατηρήσεως ότι το ύδωρ είναι σύνθετον εξ1 όγκου οξυγό
νου και 2 όγκων υδρογόνου.
Διά τον αυτόν λόγον και έν ισοδύναμον χλωρίου εν ταις συν
θέσεσιν αυτού εθεωρήθη ώς εκ δω ατόμων συγκείμενον. Αλλ ή
παραδοχή διπλών ατόμων δύναται να εφαρμοσθή μόνον επί αερίων,
διότι στηρίζεται μόνον επί της υποθετικής ταυτότητος των ατόμων
και όγκων, ή μάλλον επί της ιδέας, ότι ίσοι όγκοι αερίων εμπεριέ
χουσιν ίσα άτομα.
Συμπεραίνοντες λέγομεν ότι, εάν ισοδύναμον και άτομον
θεωρηθώσιν ώς ταυτόσημοι όροι, ώς πράγματι σήμερον θεω
ρούνται, πρέπει να παραδεχθή τις, ότι ίσοι όγκοι ενδεχόμενον να
εμπεριέχωσιν άνισον πληθύν ατόμων,
"0 ατομικός όγκος όρίζεται, διαιρουμένου του ατο
μικού διά του ειδικού βάρους, (όπερ εξαρτάται εκ του όγκου).
Ο Αμμερμύλερ, ο Κώπ και ο Schroder προσεπάθησαν να
εύρωσι την σχέσιν του ειδικού βάρους και των στερεών και των
υγρών σωμάτων προς το ατομικόν αυτών βάρος. Ει και αι σπου
δαίαι αυται μελέται συνέτειναν εις την θεωρητικήν διασάφισιν της
ατομιστικής θεωρίας, προέκυψεν ουχ ήττον, ώς ερβέθη, σύγχυσις
εν τη πράξει ώς προς την έννοιαν των όρων και ατομικός όγκος" και
και ισοδυναμικός όγκος" διά τούτο εν τη νεωτέρα πράξει εγκατε
λείφθησαν σχεδόν ούτοι.
Οι νεώτεροι παραδέχονται η ισοδύναμον" και η άτομον" ώς
ταυτόσημα. Εκ τούτου προέκυψε μεγάλη σαφήνεια, και η ογκω.
δική θεωρία, ώς προς τα αέρια, δεν παραβλάπτεται.
Η ατομική θεωρία και η εύρεσις των στοιχειομετρικών
νόμων, οι νόμοι των απλών και πολλαπλασίων αναλογιών εχρησί.
μευσαν ώς βάσεις πρός όρισμόν του αληθούς χαρακτήρος της
χημικής συνθέσεως, και προς εξήγησιν της χημικής συγγενείας
και ηλεκτροχημικής έλξεως. Εκ των μέχρι τούδε ειρημένων κατα.
φαίνεται, ότι προ της αρχής της ποσοτικής περιόδου ουδείς όρι
σμός της χημικής συνθέσεως ήδύνατο να ή απολύτως ορθός.
Ανακεφαλαιούντες λέγομεν, ότι κατά την πολιάν αρχαιότητα
ή σύνθεσις των σωμάτων δεν έμελετήθη προσηκόντως. Κατά τον
Γηβηρον, τα σώματα ενoμίζοντο ικανά, όπως παραγάγωσιν έτερα.
Ούτως εξηγούνται αι αλχημιστικαι προσπάθεια διότι εθεώρουν
127

την καταπίπτουσαν υποστάθμην κατά την διάλυσιν τινών σωμά.


των δι' ετέρων, ώς μη προύπάρχουσαν εν τώ αρχικφ σώματι. Κατά
την αλχημιστικήν εποχήν ο υδράργυρος και το θείον εθεωρούντο
μεν ώς συστατικά των μετάλλων, ουχ ήττον δεν δύναται τις νά
εικάση εκ τούτου, ότι κατά την εποχήν εκείνην είχον οι αλχημισται
ιδέαν της χημικής συνθέσεως. Τον 16 αιώνα ήρξατο μόλις αύτη
να γείνεται σαφεστέρα. 0 Ελμόντος ιδίως εκφράζει την ιδέαν, ότι
μέταλλον διαλυόμενον εν οξεί, δεν καταστρέφεται εντελώς και δεν
σχηματίζει νέον σώμα, ιδιαιτέρας έχoν ιδιότητας. Ανδρες ώς ο
Σύλβιος δε λα Βοε και ο Βούλε ενόησαν μάλλον την φύσιν της
χημικής συνθέσεως 0 Βοερχάβιος εξέφρασε πρώτος την ιδέαν,
ότι η χημική σύνθεσις είναι ένωσις δύω σωμάτων.
Οι αρχαιότεροι μετεχειρίζοντο τα εξής συμβολικά σημεία
προς έκφρασιν τών υπ' αυτών νομιζομένων στοιχείων. Διά τα
τέσσαρα του Αριστοτέλους στοιχεία είχον τα έξής σημεία:
ύδωρ 7, πυρ Δ, αήρ Δ., γή V7. Κατά την εποχήν του Ρα ύ
μούνδου Λούλου τα γνωστά μέταλλα εσημειούντο: ύδράργυ
ρυς 8, χαλκός 2, σίδηρος σ', άργυρος ), χρυσός Θ, μόλυβ.
δος 5. Κατά τον 14 αιώνα, το θείον Δ. Κατά τον Γεοφρόην
τα οξέα -ο-,, το στερεόν άλκαλι Θν, το αιθέριον άλκαλι ΟΔ,
το φλογιστόν Δ., το άλας Θ, οινόπνευμα V κτλ. Ο Ασεν
φράτζ υπέβαλε τα εξής καταλληλότερα σύμβολα το 1787 διά το
οξυγόνον Ο, το άζωτον , το υδρογόνον)-, τον χαλκόν (Θ, τον
μόλυβδον (Ο, το ύδωρ D, το οξείδιον του χαλκού Ο κτλ. 0
Δάλτων εσημείου το υδρογόνον Θ, το άζωτον (Τ), το οξυγό
νoν Ό, το θείον Θ, τον ψευδάργυρον (2), τον χαλκόν Ο , τον
λευκόχρυσον () κτλ. συνθέσεις, ώς το ύδωρ ΘΟ, την αμμω
νίαν Θ (Τ) κτλ.
Ο Βερζέλιος υπέδειξε πρώτος καταλλήλους χημικούς τύ
πους, π.χ. διά το οξειδύλλιον του χαλκού Cu, το οξείδιον του χαλ
κου Cu, ματαβαλών αυτά το 1826 εις Θu Cu, Ρb (οξείδιον μο
λύβδου), άτινα έτι και νύν απαντώνται, όριζομένων των ατόμων
του οξυγόνου διά στιγμών υπέρ τα συμβολικά σημεία, π.χ. το
δειϊκόν οξύ S, ενώ τ’ άτομα του θείου επεσημαίνοντο διά κομμά
των ύπερ τά συμβολικά σημεία π.χ. διά το τριμερές οξυθειικόνκάλι
Κ κτλ. Μύν τίθενται αριθμοί παρά τα σύμβολα, όπερ ευχερέστερον.
"Αζωτον, Α. Αρσενικόν Ασ.
"Ανθραξ, Αν. Ασβέστιον Αβ.
Αντιμόνιον Αντ. Βανάδιον Βν.
Αργίλλιον Αργ. Βάριον Βα.
Αργυρος, Αρ. Βερύλλιον Βε.
128

Βισμούθιον Β. '0ξυγόνον 0.
Βολφράμιον Βλ. "Οσμιον 0σ.
Βόριον Βo. Ουράνιον, θυ.
Βρώμιον Βρ. Παλλάδιον Π.
Δημήτριον Δη. Πελόπιον Πλ.
Διδύμιον Δ. "Ρόδιον, Ρ.
Έρβιον, Ε. Ρουθήνιον Pθ.
θείον Θ. Σελήνιον, Σε.
θόριον, θο. Σίδηρος, Σ.
Ιρίδιον, Ιρ. Σιλίκιον Σι.
Ιώδιον Ι. Στρόντιον, Στ.
Κάδμιον Κό. Ταντάλιον, Τα.
Κάλιον, Κ. Τελλύριον, Τλ.
Κοβάλτιον Κο. Τέρβιον Τ3.
Λανθάνιον Λν. Τιτάνιον, Τ.

Λευκόχρυσος Λ. "Υδράργυρος Υδ.


Λίθιον Λι. Υδρογόνον Υ.
Μαγγάνιον Μγ. "Υτριον, Υτ.
Μαγνήσιον Μγν. Φθόριον, Φθ.
Μολυβδαίνιον Μο. Φωσφόρος Φ.
Μόλυβδος Μ. Χαλκός, Χ.
Νάτριον Ν. Χλώριον, Χλ.
Νικέλιον, Νι. Χρυσός, Χρ.
Νιόβιον Νβ. Χρώμιον. Χρμ.
Νόριον Νο.

Καίσιον, βουβίδιον, ίνδιον κλ. δεν αναφέρονται, ώς μικρού


λόγου άξια. Προ της επιστημονικής εποχής δεν υπήρχεν, ώς εικός,
επιστημονική ονοματολογία αι εκφράσεις π. χ. oleum arseni,
spiritus fumans, sal tartar κτλ. εισί παλαιά εμπειρικά ονόματα, μη
εκφράζοντα ώς νύν την ορθήν σύνθεσιν ο νυν τύπος του οξυθειϊ.
κου νάτρου π.χ. είναι Ν0, θ0, + 10ΥΟ. δι' ου εκφράζονται σαφώς
τα συστατικά του άλατος τούτου.

Δ. Περί αλάτων, βάσεων και οξέων,


Προ πολλού επεζήτουν οι χημικοί γενικήν τινα κατάταξιν των
σωμάτων εις άλατα, βάσεις και οξέα, και τον όρισμόν των χαρα
κτηριστικών εκάστης κλάσεως. Αλλά πολύς χρόνος παρήλθεν, έως
Τ» " - ν / τ- ν -

ου σαφές τι όρισθή περί τούτων, έως oύ τα άλατα διακριθώσιν


από των αλκαλέων ή των βάσεων εν γένει. Τελευταίον εγνώ
σθησαν τα οξέα, ώς ιδιαιτέρα μεγάλη κλάσις αλλά προτάσσομεν
129

τα περί οξέων και βάσεων προς ευκρινεστέραν κατάληψιν των


αλάτων, ώς σωμάτων συνθέτων εκ των δύω τούτων τάξεων.
Οξέα. Εκ των οξέων μόνον το όξος ήν τους αρχαίοις
γνωστόν ώς τοιούτον παρετηρήθη δε, κατά τον Πλίνιον, και η
διαλυτική ενέργεια αυτού επί τινων μεταλλικών ουσιών και ο ανα
βρασμός, όν επιφέρει χυνόμενον επί λίθων, οίον της κιμωλίας κτλ.
0ι Αραβες είχον πλείονας γνώσεις περί οξέων. 0 Γηβή
ρος εγίνωσκεν ήδη την κατασκευήν του νιτρικού οξέος, ποιεί δε
λόγον και περί θειικού οξέος.
Εκ τών οργανικών οξέων ο Τur q u et de Μay ern e ανε,
κάλυψε το βενζοικόν οξύ (1608), ο δε υσμάλδΚρόλ το
ηλεκτρικόν οξύ. Επί των οξέων του ζωικού οργανισμού είλ
κυσε την προσοχήν των χημικών ό Ηiair ne διά της ανακαλύψεως
του μυρμηκικού οξέος εν έτει 1700. 0 Σχέελε απέδειξε τέλος
την ύπαρξιν οξέων μετά μεταλλικών βάσεων.
Πρώτη γενική ιδιότης των οξέων εθεωρήθη ή ισχυρά δια
λυτική ενέργεια. Εγίνετο δε διάκρισις μεταλλικών και φυτι
αών οξέων. Ο Βοερχάβιος (1732) ονομάζει acida vegetan
tia τα εν τοις φυτοίς έτοιμα απαντώμενα ή και διά ζυμώσεως ή
δερμάνσεως εκ φυτών παρασκευαζόμενα οξέα a cida fossilia
δε τα εν τοις ορυκτοίς απαντώμενα οξέα, άτινα διέκρινε των πρώ
των και ώς καταλληλότερα προς διάλυσιν τών μετάλλων ζωικά
οξέα δεν εγνώριζεν εισέτι. Ο Ηellot διέκρινεν ήδη εν έτει 1736
το χλωρικόν, το αζωτικόν και το θειικόν οξύ ώς τά μάλλον διαλυ
τικά οξέα.
Οι αντιφλογιστικοί διέκρινον οξέα μετά γνωστής και οξέα
μετ' αγνώστου βίζης διέκρινον δε τα φυτικά οξέα, ώς έχοντα
σύνθετον βίζαν, από τών ζωικών, εχόντων άπλήν βίζαν. Η διαί
ρεσις εις οξυγονικά και υδρογονικά οξέα εγένετο εν έτει
1812, ότε ή ύπαρξις του υδρογόνου εγένετο εν γένει παραδεκτή.
Περί της συστάσεως των οξέων εξέφρασεν (1669) ό Βήχη
ρος κατά πρώτον γενικήν τινα θεωρητικήν ιδέαν κατ' αυτόν υπάρχει
εν μόνον αρχικόν οξύ (acidum primigenitum sive universale),
πάντα δε τα λοιπά καλούμενα οξέα πρέπει να θεωρηθώσιν ώς
μίγματα, εις τα όποια το οξύ τούτο παρέχει τάς οξείας ιδιότητας
"Ο Σύλβιος δε λα Βοε ενόμιζεν ότι τάς οξείας ιδιότητας παρέ
χει εις τα οξέα πυρώδης τις ουσία. Ο Λέμερυ αποδίδει
τάς ιδιότητας των οξέων εις το οξύ σχήμα των μορίων αυτών,
(ίδε μερ. α )
"Ο Στάλ εδίδασκεν ότι τα άλατα εισί σύνθετα εξαπαλής
τινός γης και ύδατος. Οι μαθηταί αυτού, προσπαθήσαντες να εξα
9
130

κριβώσωσι την ιδέαν ταύτην, περιήλθον εις το συμπέρασμα ότι το


θειικόν οξύ είναι η μόνη καθ' εαυτήν άλατώδης ουσία, ήτις συντι
θεμένη μετ' άλλων μη άλατωδών ουσιών, παραγάγει τας διαφό
ρους άλατώδεις συνθέσεις. Σημειωτέον ότι η σχολή του Στάλ υπό
τον όρον ,άλατώδεις" ηνόει οξείας συνθέσεις διότι ο Στάλ θεω
ρείταοξέα, τα αλκάλεα και πάσας τάς εκ τούτων συνθέσεις, ώς άλατα
κατ' αυτόν το θειικόν οξύ είναι η μόνη δευτερογενής ουσία,
προερχομένη εκ της συνθέσεως του στοιχειώδους ύδατος και της
στοιχειώδους γής πάντα δε τα λοιπά άλατα εισί πολυσύνθετα. Το
αζωτικόν οξύ π. χ. εθεώρουν οι οπαδοί του Στάλ ώς πρωτογενές
οξύ (θειικόν οξύ) ήλλοιωμένον διά σήψεως και σύνθετον μετά φλο
γιστού το χλωρικόν οξύ, ώς πρωτογενές οξύ συγκεκραμένον μεθ'
υδραργυρικής βάσεως κτλ. Ο Στάλ βεβαιοι ότι μετέτρεψε το θει
ικόν οξύ εις αζωτικόν και χλωρικόν οξύ, εκ τούτων δε κατεσκεύασε
πάλιν το πρωτογενές οξύ. Η θεωρία αύτη περί της αιτίας των
κοινών ιδιοτήτων των οξέων επεκράτησε μέχρι τέλους της φλογι
στικής εποχής. Ουδείς των οπαδών του Στάλ διελογίσθη ότι ή
παρουσία ύλης τινός καθ' εαυτής μη οξείας (του οξυγόνου) εν
πάσιν είναι αιτία των κοινών ιδιοτήτων των οξέων.
"Ο Λαβοαζιε προσεπάθησε να εύρη διά πειραμάτων το κοι
νόν εν τη συνθέσει των οξέων. Ολίγον πρότερον (1777) ο Σχέελε
εθεώρησε τον πυρώδη αέρα (το οξυγόνον) ώς την παραγωγόν
αιτίαν πάντων των οξέων. Ο Λαβραζιε εξ ιδίων πειραμάτων και των
ανακαλύψεων άλλων συγχρόνων χημικών επείσθη από του 1778
ότι πάντα τα οξέα εμπεριέχουσιν οξυγόνο ν, και ότι τούτο
είναι η αιτία των ιδιαιτέρων αυτών ιδιοτήτων όθεν ωνόμασεν
αυτό τούτου ένεκα η οξυγόνον".
Κατά το σύστημα του Λαβοαζιε, πάντα τα οξέα εθεωρούντο
έκτοτε ώς συνθέσεις οξυγόνου μετά τινος σώματος, όπερ δύναται
ή δεν δύναται ν' αποχωρισθή απ' αυτού.
Ο Βερ θολέτ εκηρύχθη εναντίος της ιδέας, ότι πάντα τα
οξέα εμπεριέχουσιν οξυγόνον και ότι το οξυγόνον είναι η μόνη
αιτία των οξέων ιδιοτήτων, βασιζόμενος επί των πειραμάτων
αυτού επί του θειικού και κυανικού οξέος, άτινα και το μη εμπε.
ριέχοντα οξυγόνον, έχουσιν οξείας ιδιότητας. Εις την αντίρ
ρησιν ταύτην ολίγη σημασία κατ' αρχάς εδόθη αλλά τα πειρά
ματα του Γέυ-Λουσάκ, του θε νάρδου και του Δέυ υ εν έτει
1809 επί του χλωρικού οξέος έπεισαν τους χημικούς ότι υπάρ
χουσι και οξέα, μή εμπεριέχοντα οξυγόνον.
Πρώτος ο Δέυυ κατέδειξεν ότι το οξυχλωρικόν αέριον συνί
σταται εκ χλωρίου και υδρογόνου. Η υπό του Γέυ-Λουσάκανα,
131

κάλυψις του υδρ ιωδικού οξέος (1814), ή επιβεβαίωσις ότι το


υδροκυανικόν οξύ δεν εμπεριέχει οξυγόνον (1815), απεστόμωσαν
τους τελευταίους οπαδούς της θεωρίας του Λαβοαζιέ.
Τό 1820 τέλος ότε και ο Βερζέλιος παρεδέχθη τήν θεω
ρίαν του Δέυύ, εγένετο γενικώς παραδεκτή ή ύπαρξις δύω διαφό
ρων τάξεων οξέων, της μέν εμπεριεχούσης οξυγόνον, της δέμή,
ώς προς τα πρώτα, ό Βερζέλιος παρετήρησεν, ότι τ' οξυγόνον δέν
πρέπει νά θεωρήται απολύτως ώς ή οξυπoιoύσα αιτία, διότι συντι
θέμενον, αποτελεί ου μόνον τα ισχυρότερα οξέα, αλλά και τας ισχυρο
ροτέρας αλκαλικάς βάσεις τ' οξυγόνον άρα φαίνεται καθ' εαυτό
ουδέτερον, ή όξυπoιoύσα δέ αιτία πρέπει ν' αποδοθή εις τας μετ'
αυτού συντιθεμένας ουσίας (τάς ρίζας των οξέων). Την αυτήν
ιδέαν εξέφρασεν ο Γεύ-Λουσάκ περί των υδρογονικών οξέων,
παρέστησε πιθανόν, ότι εν τώ υδροχλωρικό οξεί τό χλώριον, εν
δέ τώ ύδριωδικώ οξεί τό ιώδιον εισί τα οξυπoιoύντα αίτια αλλ'
εφρόνει ότι εν τη ονοματολογία πρέπει να λαμβάνωνται υπ' όψιν
αι κοιναι ιδιότητες και διά τούτο τό όνομα και υδρογονικ ό ν οξύ"
πρέπει να τηρηθή διά τάς τοιαύτας συνθέσεις,
"0 Δέυύ εθεώρει πριν ώσαύτως τό ήλεκτρο αρνητικό ν
συστατικό ν έκάστου οξέος ώς τό οξειδούν αίτιον. Εθεώρησε το
χλώριον ώς οξυποιούσαν ουσίαν, ώς και το οξυγόνον ώς το οξυγό
νον μετά του θείου αποτελεί οξύ, ούτω καί τό χλώριον μετά του
υδρογόνου αποτελεί οξύ. Αλλά βραδύτερον έν τινι πραγματεία
περί των συνθέσεων του ιωδίου όμολογεί, ότι αι οξείαι ιδιότητες
του υγρού υδριωδικού οξέος εξαρτώνται εκ της παρουσίας του
υδρογόνου, διότι αύται εκλείπουσιν, εάν τό υδρογόνον αντικατα
σταθή διά μετάλλων,
Βάσεις. Αι πρώται περί αλκαλικών ουσιών γνώσεις ανα
φαίνονται παρά τους Εβραίοις, ιδίως αι διαλυτικα, και διά τούτο
καθαρτικαι αυτών ιδιότητες, διότι μετεχειρίζοντο ούτοι σποδόν
πρός πλύσιν εις τα βιβλία δε αυτών απαντάται η λέξις, νίτερ",
εννοουμένου πιθανώς του αυτού σώματος, όπερ οι Ρωμαίοι ωνόμα
ζον η nitrum", ήτοι της νυν σόδας. Ο Αριστοτέλης εγίνωσκε
την κατασκευήν άλατώδους τινός σώματος διά διαλύσεως σποδού
ξύλων εν ύδατι και εξατμίσεως του ύδατος αλλά δεν αναφέρει
τάς ιδιότητας του σώματος τούτου. Ο Διο σκορίδης αναφέρει
την ιατρικήν χρήσιν της σόδας, ήν αποκαλεί διαφόρως, και υπο
δεικνύει την ιδιότητα του διαλύειν τό έλαιον ο δε Πλίνιος ότι
ένoύται μετά του θείου, επιτείνει το πράσινον χρώμα των φυτών
και χρησιμεύει εν τη ύελοποιία,
9*
132 -

Οι Αραβες καλούσιν,, άλκαλι" σώμά τι, κατασκευαζόμενον


δι' απανθρακώσεως της τρυγός τινές αποδίδουν τ' όνομα τούτο
εις φυτόν τι, εξ ου κατεσκευάζετο ή πότασσα. Οι αλχημισται εγί
νω σκoν από του 13 αιώνος αιθέριόν τι υπανθρακικόν άλκαλι,
όπερ πολύ βραδύτερον εγνώσθη ώς τοιούτον.
Από του 1736 διέκρινον οι χημικοί δύω αλκάλεα, τό μεταλ
λικόν (νάτρον), και το φυτικόν (κάλι). Ο Σουηδός Αρφεδ
σώ ν ανεκάλυψεν εν έτει 1817 και τρίτον άλκαλι, το λίθιο ν.
"Ιδιάζον χαρακτηριστικόν των αλκαλέων εθεωρείτο κατ' αρ
χάς ή βράσις 0 Σύλβιος δε λα Βοε (1659) εφρόνε μάλιστα ότι
ή βράσις προέρχεται πάντοτε εκ της ενώσεως οξέος μετ' αλκάλεος.
Μετ' ου πολύ εγνώσθη
γ ή ώς έτερον χαρακτηριστικόν των αλκαλέων
ρον χαρακτηρ »
σy σ' " η 2 r "Ν . » Αν ν

ότι όταν συντίθενται μετ' οξέων, ό ιδιάζων αυτούς χαρακτήραφα


νίζεται, τα δέ οξέα ουδετερούνται.λδΤο ιατροχημικόν σύστημα
Αν Υ w Αν 1 " έ
εβασί " - - ν «ν

ζετο επί της αμοιβαίας ταύτης ουδετερώσεως των οξέων και των
αλκαλέων ώς τρίτον τέλος χαρακτηριστικόν εθεωρήθη ή ενέρ
γεια των αλκαλέων επί των φυτικών χρωμάτων. 0 Βούλέ πρώτος
παρετήρησεν
λ- , ε
ότι }τα αλκάλεα μεταβάλλουσι
ν ίτ »
κυανά
λε
φυτικά
ε }
χρώματα
ή ν' » " ΔΑ
Sίς πρασινα, ρυ' ρα εις πορφυρα, χ τρινα Οέ είς ρυ' ρα, Ο τι Οξ

τα μεταβεβλημένα φυτικά χρώματα αναλαμβάνουσιτή επενεργεία


οξέων τήν προτέραν αυτών μορφήν.
Η καυστική δύναμις των αλκαλέων εγνώσθη εκ της παρα
τηρήσεως της ασβέστου, της οποίας τήν καύσιν περιγράφει ήδη
ο Διοσκορίδης, προσθέτων ότι γίνεται δι' αυτής πορώδης και
καθαπτική. Ο Βασίλειος Βαλεντίνος ενόμιζεν ότι η άσβεστος
προσλαμβάνει κατά την καύσιν καυστικήν τινα ουσίαν, ήν κατά
την απόσβεσιν δι' ύδατος αποβάλλει εν μέρει, μιγνυομένη δε μετ'
αλκάλεος,
Υ -2
μεταδίδει εις τούτο. Ο Ελμόντος
Α' } ό
εφρόνει,
ό ν
ότι η
ν Αν .. " ν

άσβεστος προσλαμβάνει κατά την καύσιν θειιικόν οξύ, όπερ, βρε.


χομένης της ασβέστου, προξενεί την θέρμανσιν.
Βραδύτερον καταφαίνεται προσεπάθειά τις προς διάκρισιν
καυστικών και οξυανθρακικών αλκαλέων. Ο Ελμ ό ντος
απέδειξεν ότι κατά την ανάμιξιν οξυανθρακικών αλκαλέων μετ'
οξέων αναπτύσσεται αέριόν τι, όπερ προξενεί την ανάβρασιν. Ο
Βλάκ συνεπέρανεν ώσαύτως εκ των πειραμάτων του, ότι αι ανα
βράζουσαι γαία και τα αλκάλεα εμπεριέχουσιν αέριόντι, όπερ διά
θερμάνσεως αποχωρίζεται μεν εκ των πρώτων, εκ των δευτέρων
δε ου ότι τα από του αερίου τούτου κεχωρισμένα αλκάλεα και αι
γαϊαι εισί καυστικά, και ότι επομένως ή καυστική αυτών ιδιότης
δεν προέρχεται εκ της εν αυτοίς παρουσίας άλλης τινός ουσίας,
αλλ' έχουσιν αυτά την ιδιότητα ταύτην, όταν ώσιν εν καθαρά
133
Σ"
καταστάσει, ήτοι όταν αποβληθή συνήθως εν αυτοίς αέριον. Το
τή

ζήτημα τούτο ελύθη οριστικώς ότε μόνον ό Λαβοαζιέ εξέθηκε την


νέαν περί καύσεως εν γένει θεωρίαν, καθ' ήν ή καύσις είναι πάν
τοτε ένωσις σώματος τινός μετ' οξυγόνου.
"Αλλο τι προ πολλού διαφιλονεικούμενον ζήτημα περί της
γενέσεως των υπανθρακικών αλάτων ελύθη ώσαύτως διά της
καυστικής θεωρίας του Λαβοαζιέ. Εζητείτο άν το εκ τέφρας
ξύλων παρασκευαζόμενον άλκαλι ενυπάρχη έσχηματισμένον εν
τφ ξύλφ, ή άν σχηματίζεται κατά την καύσιν 0 Πλίνιος ανα,
φέρει ότι το εν Μακεδονία εκ των νιτρούχων λιμνών εξαγόμενον
ύπανθρακικόν άλας γεννάται διά της επιρροής του Ηλίου, διότι
μόνον εν καιρώ των κυνικών καυμάτων επιπλέει επί του ύδατος. Οι
"Αραβες συγγραφείς ουδεμίαν περί της γενέσεως του αλκάλεος
ιδέαν εκφράζουσιν. Εκ των αλχημιστών ο Βασίλειος Βαλεντίνος
και οι πλείστοι των ιατροχημικών φαίνονται φρονούντες, ότι το
άλκαλι προυπάρχει εν τώ ξύλφ και εν τη τρυγί. 0 Ταχήνιος, ο
Βήχηρος και ο Κούγκελ εφρόνoυν απ' εναντίας ότι το άλκαλι
σχηματίζεται κατά την καύσιν. Ο δε Στάλ εκφέρει ώς απόδειξιν
της ιδέας ταύτης, ότι εκχύλισμα ποσού τινος ξύλων παρέχει πλείον
άλκαλι δι' εξατμίσεως και καύσεως, ή τό αυτό ποσόν ξύλων αιθα
λούμενον μόνον εξηγεί δε τούτο ούτως τα εν τώ ξύλω κεχωρι
σμένα συστατικά του υπανθρακικού άλατος, εξών τούτο συντίθε
ται διά της ενεργείας του πυρός, κείντα μακράν αλλήλων, σκορπί.
ζονται δε υπό του πυρός εν τώ εκχυλίσματι ευρίσκονται ταύτα
πλησιέστερον και ένούνται πάντα εις άλκαλι. Αλλά πολλοί χημικοί
διεφώνουν έτι ό Βιγλε π προσεπάθει ν' αποδείξη ότι το άλκαλι
εμπεριέχεται εσχηματισμένον εν τοις φυτοίς, διά της καύσεως δε
αποχωρίζεται μόνον εξ αυτών. Εις ταύτα όμως αντέτασσον άλλοι,
ότι διά της καύσεως των φυτών παράγεται πλείον υπανθρακικόν
άλας ή όσoν αρχήθεν εν αυτοίς υπήρχεν. Ο Μακουέρ δεν αρνεί.
ται (dictionaire de chemie 1778) την προύπαρξιν αλκαλέων εν
τοις φυτοίς αλλ' ένεκα του διαφόρου ποσού των εν τοις φυτοίς
απαντωμένων υπανθρακικών αλάτων, νομίζει ότι δεν πρέπει να
θεωρηθώσι ταύτα ώς κύριον συστατικόν των φυτών ότι δε το
πλείστον τουλάχιστον μέρος του υπανθρακικού άλατος συντίθεται
διά της καύσεως δεν επιδέχεται αντίρρησιν, διότι, εάν τα φυτά
διαλυθώσιν άλλως ή διά του πυρός, π. χ. διά βράσεως και εξατμί.
σεως, δεν προκύπτει άλκαλι, αλλ' οξύτι (ή τρύξ και το οξαλικόν
άλας, άτινα τότε εθεωρούντο οξέα) άν δε το οξύ τούτο αποχωρισθή
προηγουμένως του ξύλου δι' αποστάξεως, παρέχει τούτο καιόμε
νον πολύ ολιγώτερον άλκαλι ή άνευ της προπαρασκευής ταύτης.
134

Η περί αλκαλέων θεωρία εβελτιώθη ότε αι γαία εξητά


σθησαν ακριβέστερον και ανεγνωρίσθησαν ώς σώματα ανήκοντα
εις την κατηγορίαν των αλκαλέων. Κατ' αρχάς εχρησίμευεν ώς
γενικόν χαρακτηριστικόν τών γαιών το αδιάλυτο ν αυτών διά
πυρός και ύδατος. Την τελευταίαν ταύτην ιδιότητα εθεώρουν
γενικήν, διότι γαιών τινων, αίτινες, ώς αι τιτανώδεις, εισί διαλυται
εν ύδατι, εθεωρείτο το ανθρακικόν οξύ ώς ή καθαρά κατάστασις.
"0 Βοερχάβιος ορίζει (1732) τάς γαίας ώς εξής: Τerra est corpus
fossile, simplex, durum, friabile, in igne fixum, in igne non
fluens, i n aqua, alcohole, oleo, aére dissolvi non potens". Κατ'
αρχάς παρεδέχοντο οι χημικοί αρχικήν τινα γήν ώς το κύριονσυστα
τικόν πάντων των γαιών. Βραδύτερον διεκρίνοντο δύω είδηγής,
ή σιλικιώδης και η ασβεστώδης κατετάσσοντο δε εις την δευ
τέραν κατηγορίαν πάσαι αι μετ' οξέος συντιθέμενα γαϊαι. Αλλά
κατ' ολίγον εγνώσθησαν είδη γαιών κατά πάσας τάς ιδιότητας
αυτών διάφορα ώς π. χ. ή αργιλλώδης γη ανακαλυφθείσα εν έτει
1754 υπό του Μαργράφου, ή βαρύτις, ανακαλυφθείσα υπό του
Σχέελε εν έτει 1774 κτλ. Παρετηρήθη ότι διάφορα είδη γαιών
κέκτηνται λίαν διαφόρους χημικάς ιδιότητας αι μεν ουδεμίαν
ενέργειαν εξασκούσιν επί των οξέων, αι δε συντίθενται μετ' αυτών
εις ήμιάλατα, και υπό την έποψιν ταύτην ανήκουσιν εις τα αλκά.
λεα αι τοιαύται γαία ωνομάσθησαν διά τούτο,αλκαλικαί γαίαι"
(terrae absorbentes ή alcalinae). Έκτοτε καλούνται ,αλκάλεα"
πάσαι αι ουσίαι, αίτινες ουδετερούσι τα οξέα.
0ύτω το 1803 κατήντησαν οι χημικοί εις την και νυν έτι εν
χρήσει διαίρεσιν των βασικών ουσιών εις κυρίως αλκάλεα, αλ
καλικάς γαίας και κυρίως γαίας βραδύτερον εγνώσθησαν τα
μεταλλικά οξείδια ώς τετάρτη κλάσις βασικών σωμάτων.
Περί της συστάσεως των αλκαλέων εξεφράσθησαν αι πρώ,
ται ιδέαι περί τα τέλη του 17 αιώνος. Κατ' αρχάς εγένοντο διά,
φοροι υποθέσεις περί της συνθέσεως αυτών (ύπο του Στάλ,
Λέμερυ κλ.) Από του 1770 ήρξαντο οι χημικοί φρονούντες, ότι
τα αλκάλεα δεν δύνανται να κατασκευασθώσι τεχνητώς. 0ι δε τελευ
ταίοι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας εθεώρουν τα αλκάλεα και
τάς γαίας ώς άπλά σώματα, ήτοι ώςχημικά στοιχεία. "0τε ο Λαβοαζιε
ανεκάλυψε τα μεταλλικά οξείδια ώς συνθέσεις μετάλλου μετ' οξυγό
νου, συνεπέρανεν ότι και τα τούτοις ανάλογα σώματα, τα αλκάλεα και
αι γαϊαι, εισιν όμοια συνθέσεις. Εν έτει 1789 εξέφρασε την ιδέαν
ότι, επειδή όλων των μεταλλικών αλάτων το οξύ και η βάσις εμπε
ριέχουσιν οξυγόνον, πρέπει και των γεωδών αλάτων ή βάσις να
εμπεριέχη οξυγόνον ότι δε αι γαίαι εισί πιθανώς οξείδια, των
135

οποίων τα μέταλλα έχουσι μεγαλειτέραν συγγένειαν προς το οξυ


γόνον ή ό άνθραξ, και διά τούτο δεν δύνανται ν' αποχωρισθώσι.
Διάφορα πειράματα επί του αντικειμένου τούτου εις ουδέν ήγαγον
αποτέλεσμα. Όθεν επεκράτησεν ή ιδέα ότι τα αλκάλεα και αι
γαία εισι σώματα αδιάλυτα τουλάχιστον διά χημικών μέσων. Μεγά
λως εξεπλάγησαν διά τούτο οι χημικοί ότε ο Δέυύ ανεκάλυψεν ότι
το κάλι και το νάτρον διαλύονται διά του ηλεκτρισμού (1807) και απέ
δειξεν ότι το εν αυτοίς μεταλλικόν συστατικόν δύναται τοιουτρόπως
ν' απομονωθή. Αι δοκιμαι του Δέυύ επανελήφθησαν και επεδοκι
μάσθησαν ώστε γενικώς σχεδόν εγένετο παραδεκτή ή ιδέα του,
ότι τα αλκάλεα εισιν οξείδια, άτινα δύναται τις και τεχνητώς
να παρασκευάση.
Η νύν λοιπόν επικρατούσα έτι ιδέα περί της συνθέσεως των
αλκαλέων χρονολογείται από τών πειραμάτων του Δέυύ 1807. Το
έπόμενον έτος ό Δέυύ απέδειξεν ότι και αίγαίαι έχουσι την
αυτην σύστασιν, ότι δηλαδή και αυτα εισιν οξείδια μετάλλων,
άτι να δύναταί τις ν' απομονώση. Ο Βερζέλιος και ο Πον
τίνος απεχώρισαν πρώτοι ώς αμάλγαμα μεθ' ύδραργύρου το
μέταλλον βάριον εκ της βαρίτιδος και το ασβέστιον εκ της
ασβέστου εν έτει 1808. Ο Βερζέλιος επέτυχε προσέτι την απο
μόνωσιν του μετάλλου εκ του οξειδίου του ζιρκονίου εν έτει 1824.
"Ο δε Βέλερ εν έτει 1827 απεμόνωσε τα μέταλλα εκ της αργίλ
λου, της βηρύλλου και του ύτρίου εκ των ανύδρων χλω
ρικών συνθέσεων. Σημειωτέον ότι αι μέθοδοι της εξαγωγής ετε
λειοποιήθησαν βραδύτερον, ώστε εξάγονται νύν στίλβοντα μέταλ
λα, ενώ τότε ταύτα μόνον εν μορφή κόνεως εξήγοντο. Ούτω και
τα αλκάλεα και αι γαία ανεγνωρίσθησαν ώς οξείδια μετάλλων.
Αλατα. Η περιληπτική ιδέα ,άλας" προέκυψεν εκ της
παρατηρήσεως του μαγειρικού άλατος. Το λατινικόν όνομα »sal"
παράγουσι τινές, ώς ό επίσκοπος Ισίδωρος περί τας αρχάς του
7 αιώνος αναφέρει, εκ του η exsilire", ένεκα της ιδιότητος του
μαγειρικού άλατος του διαπρίεσθαι εν τώ πυρί άλλοι εκ της λέ
ξεως ηsol" διότι σχηματίζεται διά της επιρροής του Ηλίου.
Αλλά πολύ πιθανωτέρα φαίνεται ή παραγωγή εκ του σsalu m"
(θάλασσα), ώς και το Ελληνικόν όνομα »άλας", εκ του
πάλς -άλός".
Σώματα όμοιάζοντα τώ μαγειρικφ άλατι εκαλούντο ώσάυτως
άλατα. 0ύτως ό Διο σκορ ίδης και ο Πλίνιος καταλέγουσι διά
φορα είδη άλάτων. Αναλογίαν τινά πρός τό μαγειρικόν άλας
εύρίσκει ό Πλίνιος και εν τη στυπτηρία, ήν θεωρεί ώς το άλατώ
δες συστατικόν τής γής. Σημειωτέον ότι και κατά τον 17
136

αιώνα πολλοί ωνόμαζoν άλας υποθετικόν τι στοιχείον όλων των


σωμάτων,
"Ως ιδιότης χαρακτηρίζουσα τα άλατα εθεωρείτο το ε υ δι
άλυτον ενoμίζετο δ' ότι πάν άλας προκύπτει έκ τινος διαλύσεως,
αποχωριζομένου του διαλυτικού μέσου. Ελαμβάνετο δ' υπ' όψιν
και ή κρυσταλλική μορφή διά τούτο ότε εγνώσθη ή κατα
σκευή κρυσταλλικών και ευδιαλύτων οξέων, κατετάχθησαν και
ταύτα εις τά άλατα.
Τον 17 αιώνα περιελαμβάνοντο ώς άλατα και τα οξέα, και
τα αλκάλεα και τα κυρίως άλατα. Διεκρίνοντο μεν αι τρείς αύται
τάξεις, αλλ' υπετίθετο ότι έχουσι κοινόν τι συστατικόν. 0 Στάλ
π. χ. εφρόνει έτι ότι πάντα τα άλατα (οξέα, ουδέτερα και αλκα
λικά) εμπεριέχουσι πρωτογενές τι οξύ, συνιστάμενον εκ
στοιχειώδους γης και ύδατος διά τούτο πολλοί και επίστευον
ότι μεταβάλλεται οξύ εις άλκαλι. Τα οξέα εθεωρούντο ώς ενέ
χοντά τι δραστικόν, τα δε αλκάλεα παθητικόν. 0 Λέμερυ
εξήγει την αντίθεσιν ταύτην, υποθέτων ότι των μεν οξέων τα
μόρια εισί γεώδη, τα δε αλκάλεα εισι σώματα πορώδη διά τούτο
τινές εκάλουν τα μεν corpora implentia, τα δε corpora vacua άλλοι
δ' εχαρακτήριζοντά μεν οξέα ώς αρσενικά (corpora masculina),
τα δε αλκάλεα ώς θηλυκά σώματα (corpora feminina). Υπό των
πολλών εκαλούντο τα οξέα sal acidum, τα δε αλκάλεα sal alcali.
"0 0μβέργος αναφέρει 1700 τα εξής. ,Si la force des acides con
siste a pou voir dissou dre, celle des alcalis consiste a étre dis
solu bles, et plus ils sont, plus ils sont parfait dans leur genre",
Τα κυρίως άλατα, ώς ούτε δραστικά (διαλυτικά), ούτε παθη
τικά (διαλυτά), εκαλούντο μέσα (salia media), ή ουδέτερα
άλατα (salia neutra), υπό τινων δε έρμαφρόδιτα. 0 Ελμόντος
το 1620 ωνόμασε ταύτα salia salsa, ο δε Λέμερυ sels salés. 0 Βοερ
χάβιος κατέλεγε το μαγειρικόν και το αμμωνιακόν άλας, το νίτρον
και τον βόρακα ώς salia neutra. Περί τα 1700 ήρξαντοτινές ονο.
μάζοντες τα διά συνθέσεως οξέος μετ' αλκάλεος προκύπτοντα
άλατα, σύνθετα άλατα (salia composita) κατ' αντίθεσιν δε τα
οξέα και τα αλκάλεα εχαρακτήριζον ώς και απλά άλατα". Υπο την
αυτήν έννοιαν ονομάζουσιν ο Στάλ το οξυθειικόν άλας και ο Κούγ
κελ την στυπτηρίαν ,διπλούν άλας (sal duplicatum).
Τα μεταλλικά άλατα εκαλούντο κατά την εποχήν ταύτην
βιτριόλια και δεν κατετάσσοντο εις τά άλατα. Ο Βοερχάβιος
κατέτασσε ταύτα εις τά ήμιμέταλλα,
"0 Ελμόντος εξέφρασε πρώτος την ιδέαν, ότι έκαστον οξύ
συντιθέμενον μεθ' ετερογενών σωμάτων, παράγει άλατώδεις συν
137

θέσεις ό δε Γουλιέλμος Φραγκίσκος Ρουέλ, (γεννηθείς το 1770


εν Γαλλία, και αποθανών εν Πράγα το 1770), εξέθηκε την νέαν
περί αλάτων θεωρίαν κατ' αυτόν ο χαρακτηρ των μέσων ή ουδε.
τέρων άλάτων (τών νύν κυρίως άλάτων) πρέπει νά όρισθή εκ του
είδους της συνθέσεως, και ουχί έκ τινων ιδιοτήτων (του ευδια
λύτου και της άλατώδους γεύσεως). 0 Ρουελ απέδειξεν ότι αι
βάσεις συντίθενται κατά διαφόρους σχέσεις μετά των οξέων,
διέκρινε δε,
1. Οξέα ουδέτερα άλατα, ήτοι ουδέτερα άλατα, εν οις το
οξύ πλεονάζει (sels neutres avec excos ou surabondance
d'acide) χαρακτηρίζει δε ταύτα ώς ευδιάλυτα, υπό την
επιρροήν του ατμοσφαιρικού αέρος τηχόμενα, επενεργούντα
επί των φυτικών χρωμάτων ώς οξέα, και αναβράζοντα τα
πλείστα μετά των αλκαλέων,
2. εντελώς ουδέτερα άλατα ή άλατώ δη (sel neutres par
faits ou salés), εν οις ή βάσις είναι εντελώς κεκορεσμένη δι'
οξέος εισί δε ταύτα μετρίως διαλυτά και ουδεμίαν ενέργειαν
εξασκούσιν επί των φυτικών χρωμάτων,
3. βασικά ουδέτερα άλατα (sels neutres, μri ont une tros
petite quantité d'acide), ήτοι άλατα άπλά, εν οις ή βάσις
πλεονάζει, και εισί διά τούτο δυσδιάλυτα ουδε ταύτα δε
αλλοιoύσι τα φυτικά χρώματα.
Ο Βέργμαν παραδεχόμενος τας ιδέας του Ρουέλ μετε
χειρίσθη άλλην ονοματολογίαν απέδωκεν εις τους έως τότε ώς
συνωνύμους θεωρουμένους όρους πμέσα" και η ουδέτερα άλατα"
διάφορον σημασίαν, ονομάσας ουδέτερα μεν άλατα τας εξ οξέων και
αλκαλέων συνθέσεις, αίτινες δεν αλλοιoύσι τα φυτικά χρώματα,
μέσα δε άλατα τάς συνθέσεις των οξέων μετά γαιών ή μετάλων,
τα τελευταία δε διήρει εις οξέα, βασικά και ουδέτερα μέσα άλατα.
"Οτε τέλος εγνώσθη και η αληθής φύσις τών οξέων και των
βάσεων (αλκαλέων, γαιών και μεταλλικών οξειδίων), δεν ονομά
ζονται πλέον ταύτα άλατα τά πριν τότε μέσα ή ουδέτερα άλατα
ώνομάσθησαν απλώς άλατα. Έκτοτε άλατα καλούνται αι εξ
ένός οξέος και μιάς βάσεως συνθέσεις, και διαιρούνται
κατά την θεωρίαν του Ρουελ εις οξέα, ουδέτερα και βασικά.
"Οτε τα οξέα και αι βάσεις εκαλούντο έτι ώσαύτως άλατα,
τα μέσα άλατα, ώς σύνθετα εξένος οξέος και μιάς βάσεως, εχα
ρακτηρίζοντο, ώς είρηται, ώς σύνθετα ή διπλά άλατα αι μάλλον
πολυσύνθετοι συνθέσεις εκαλούντο τότε τριπλά άλατα κτλ.
Αφου ή ονομασία ,άλας" περιωρίσθη εις τά πριν μέσα ή δι
πλά καλούμενα άλατα μόνον, και διπλά άλατα" ωνομάσθησαν τα
138

πριν τριπλά κτλ. Εν αρχή της αντιφλογιστικής θεωρίας διεκρί


νοντο δύω κατηγορίαι άλάτων, ήτοι συνθέσεις οξέων μετά γνω
στών βάσεων (τών μεταλλικών οξειδίων, άτινα ο Λαβοαζιε έγνω
ώς τοιαύτα), και συνθέσεις οξέων μετ' αγνώστων βάσεων. Συνε
πεία των ανακαλύψεων του Δέυύ επεκράτησεν ή ιδέα, ότι πάντα
τα αλκάλεα εισί συνθέσεις δύω οξειδωμένων ουσιών. Αι ανακαλύ
ψεις του Γέυ-Λουσάκ, του Θενάρδου, του Δέυύ, Δουλών κλ. περί
της συστάσεως των οξέων επήνεγκον σύγχυσιν, ώς εικός, και εν
τη περί άλάτων θεωρία, αποδείχθέντος ότι υπάρχουσι και οξέα
μή εμπεριέχοντα οξυγόνον. Ούτως ό Βερζέλιος ονομάζει το χλώ
ριον, το ιώδιον, το φθόριον, το βρώμιον, το κυάνιον, βραδύτερον
δε και το θείον άλογό να σώματα (corpora halogenia).
Τα οξυγονικά άλατα εκάλει ό Βερζέλιος αμφιδή (άμφω-ίδο
μαι), ώς εμπεριέχοντα δις το οξυγόνον εν τη βάσει και εν τώ οξεί.
Τα λοιπά άλατα εκάλει άλοειδή, διότι φαίνονται μεν ώς
άλατα, έχουσιν όμως διάφορον σύστασιν.
"Ως προς την όηθείσαν εν χρήσει έτι διαίρεσιν τών άλάτων εις
οξέα, ουδέτερα και βασικά, σημειωτέον έτι ότι ή κορεστική δύναμις
των διαφόρων βάσεων είναι διάφορος, ώστε δεν είναι δυνατόν να
όρισθή απολύτως ποία είναι ή σχέσις της συνθέσεως των ουδετέ
ρων άλάτων. "Οταν δε οξύ τι μετά τινος βάσεως αποτελή διαφό.
ρους συνθέσεις, όταν ή βάσις κορέννυται κατά διαφόρους σχέσεις,
φαίνεται όλως αυθαίρετον ποία τούτων πρέπει να εκλαμβάνητα
ώς ουδετέρα.
Τα άλατα, άτινα εμπεριέχουσι πλείον οξύ ή ή ουδετέρα
σύνθεσις, καλούνται, ώς είρηται, οξέα άλατα εάν άλας τι εμ
περιέχη διπλάσιον ή τριπλάσιον κτλ. οξύ ή το ουδέτερον άλας,
καλείται π. χ. διπλούν ή τριπλούν οξυθειικόν άλας, τετραπλούν
οξαλικόν άλας κτλ. Διπλο αμφιδή άλατα καλούνται κατά τον
Βερζέλιον αι συνθέσεις δύω άλάτων, εξ ών το μεν είναι ηλεκτρο
αρνητικόν, το δε ηλεκτροθετικόν. Συνήθως συνίστανται εξ ένός
οξέος και δύω διαφόρων βάσεων, ή εκ μιας βάσεως και δύω δια
φόρων οξέων π. χ. ή σύνθεσις κάλεος μετά στυπτηρίας είναι
διπλούν άλας εξ οξυθειικής αργίλλου και οξυθειικού κάλεος. "Ετε
ρον είδος διπλοαμφιδών ή διπλών άλάτων (διότι αμφιδή καλεί ό
Βερζέλιος τα νύν απλά καλούμενα) εισιν αι συνθέσεις εξ ένός θειι
κου και ένός οξυγονικού άλατος.

Περί χημικών εργασιών,


Σκόπιμον έτι νομίζομεν ν' ανακεφαλαιώσωμεν ενταύθα τινά πε
ρι των κυριωτέρων παρά τους αρχαίοις εν χρήσει χημικών εργασιών,
139

Ο Μωύσης το 1500 π. Χ. αναφέρει περί αναλυτικών καμί.


νων σιδήρου και εν τη παλαιά διαθήκη γίνεται πολλάκις μνεία κερα
μευτικών καμίνων. Ο Πλίνιος εν τη φυσική ιστορία αυτού ανα,
φέρει περί της ποικιλίας των εν χρήσει μεταλλουργικών καμίνων,
αλλ' ουδεμίαν τούτων περιγράφει. 0 Ζώσιμος συνέγραψεν ιδιαι
τέραν πραγματείαν ,περί οργάνων και καμίνων". 0 Γηβή,
ρος εν τη πραγματεία αυτού η Liber furneum" ποιεί λόγον περί
ασβεστοκαμίνων, αποστακτικών και αναλυτικών καμίνων. Λέγεται
ότι οι Άραβες μετεχειρίζοντο κάμινον τινά ,Α θάν ωρ" (κατά
παραφθοράν ίσως εκ του αθάνατος) καλουμένην, ής ή καυστική
ύλη ανεπληρούτο αφ' έαυτής εκ της υπαρχούσης παρακαταθήκης.
Περί του σκεύους τούτου αναφέρει ό Αλβoυ κάσης, περιγράφει
δε ο Ραύμούνδος Λούλος, και ό Παρακ έλσος επαινεί αυτό.
Αλλ' οι χημικοί της Δύσεως, οίτινες περί τον 13. αιώνα παρέλα
βον παρά των Αράβων μετά των πρώτων χημικών γνώσεων και
τάς περί κατασκευής καμίνων, ετελειοποίησαν κατ' ολίγον ταύτας.
Τον 15 αιώνα φημίζεται ιδίως ο Θωμάς Νότρων, ώς κατα
σκευάσας κάμινον, εν ή ήδύναντο να εκτελεσθώσι συγχρόνως έξή
κοντα διάφοροι εργασίαι εν ίση θερμότητα. Τον 16. αιώνα διε
κρίθη ο Αγρικόλας, ώς τελειοποιήσας την κατασκευήν μεταλ
γουργικών καμίνων. Μετά ένα αιώνα ο Γλα υβήρος επέτυχε την
βελτίωσιν πολλών χημικών εργασιών εν τη πραγματεία αυτού
η Furni novi philosophici" ποιεί ιδίως λόγον περί αποστακτικών
σκευών.

Προκειμένου περί καμίνων, υπενθυμίζομεν ότι ο θεόφρα


στος (400 π. χ.) αναφέρει περί λιθανθράκων, εν χρήσει όντων,
ώς και οι ξυλάνθρακες, ώς καυστική ύλη.
Μέχρι του 17. αιώνος οι χημικοί κατεγίνοντο εις χημικάς
εργασίας διά της ξηράς καλουμένης μεθόδου, ήτοι της του πυρός,
εξ ου το αξίωμα η sine igne nihil operamur.α - Καθ' όσον γνω
ρίζομεν πρώτος ο Γηβήρος μετεχειρίσθη το ύδρόλουτρον. Οι
χημικοί της Δύσεως, οίτινες κατά το παράδειγμα αυτού μετεχει
ρίσθησαν το λουτρόν τούτο, ονομάζουσιν αυτό balneum Μariae.
Ο Γηβήρος μετεχειρίζετο προσέτι σποδόλουτρον, ώς βραδύ.
τερον εγίνετο χρήσις ψαμμο λούτρου. Ο Παρακ έλσος δε πρώ
τος μετεχειρίσθη ατμόλουτρο ν. 0 Ραύμούνδος μετεχειρίζετο
κοπρόλουτρον αλλ' ο Β. Βαλεντίνος κατακρίνει ου μόνον αυτό,
αλλά και την χρήσιν της οινοπνευματικής φλογός. Εκ τούτου γίνε
τα δηλον, ότι του οινοπνευματικού λύχνου εγίνετο ήδη χρήσις τον
15 αιώνα. Τον λύχνον τούτον συνιστά απεναντίας ο Βούλε κατά
τον 17 αιώνα και, ώς γνωστόν, μένει έκτοτε εν χρήσει, ει και
140

ανακαλυφθέντων του υδρογόνου, του οξυγόνου και του ανθρακι


κού αερίου, ή φλόξ αυτών προτιμάται διά την υψηλοτέραν θερ
μότητα. -
"0 Παρακ έλσος, όπως σπουδάση τα σώματα υπό την
επιρροήν υψηλής θερμότητος, μετεχειρίσθη ύέλινα αγγεία.
‘0 Γηβήρος διά να εμποδίση την οξείδωσιν των μετάλλων
κατά την ανάλυσιν αυτών, εκάλυπτε το χωνευτήριον διά βόρακος
ή ύέλου μετεχειρίζετο δε την εξάχνισιν προς κάθαρσιν τών
σχευασιών. -

Η διύλισις ήν πολύ πρότερον γνωστή. Ο Αριστοτέλης


ήδη αναφέρει περί διυλίσεως του θαλασσίου ύδατος. Ο Γηβήρος
μετεχειρίζετο ταύτην και ονομάζει η destillatio per filtrunι.
Περί αποστάξεως δε παλαιοτέρα πληροφορία είναι ή του
Διο σκορίδου περί αποστάξεως του υδραργύρου η θέντες γάρ
επί λοπάδος κεραμέας κόλχου σιδηρούν έχοντα κιννά
βαρι, περικα θάπτουσ ι ν άμβικα, περιαλείψαντες πηλφ,
ειτα υποκαίoυσιν άνθραξιν ή γάρ προσίζουσα τώ άμβικ
αιθάλη αποξυσθείσα και αποψυχθείσα, υδράργυρος
γίνεται."
Τον άμβικα τούτον μεταχειριζόμενοι οι Αραβες εκάλουν
η αλαμπίκα, προτάσσοντες το άρθρον αυτών αλ, εξ ου το νεώ
τερον λαμπικάρω *)
Ο Ζώσιμος και ο Συνέσιος περιγράφουσιν αποστακτικά
σκεύη εν χρήσει παρά τους Αλεξανδρινοίς. Εκ των πληροφοριών
τέλος του Διοσκορίδου εξάγεται, ότι η επίχρισις των αποστακτι
κών αγγείων διά πηλού ήν και τότε εν χρήσει προς διακώλυσιν
της υπεκφυγής των ατμών.
*) Σημειωτέον ότι και άλλα πολλαι ελληνικαί λέξεις παρεμορφώθησαν
ούτω υπό των Αράβων,
Τ Μ Η Μ Α ΙΙ.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΛ ΙΔΙΑι ΚΑΙ
ΤΩΝ ΣΥΝΘΕΣΕΩΝ ΑΥΤΩΝ..

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Περί στοιχείων,
"Ως εν τώ γενικώ μέρει είρηται, ό Αριστοτέλης ονομάζει μεν
το πύρ, το ύδωρ, τον αέρα και την γή ν στοιχεία, αλλά δεν
εννοεί ώς τοιαύτα χημικώς διαλυτά συστατικά των σωμάτων. Η
ιδέα του Αριστοτέλους ήν, ότι εκ των ιδιοτήτων των σωμάτων
τινες εισίν επικρατέστερα, πρέπει δε να θεωρηθώσιν ώς θεμελιώ
δεις ιδιότητες τα πέντε δε καταλεχθέντα σώματα, ώς φορείς
των θεμελιωδών τούτων ιδιοτήτων.
Τα κατά την αλχημιστικήν και ιατροχημικήν εποχήν ονομα
ζόμενα στοιχεία (ίδε μέρ. 1, Γηβήρον, Β. Βαλεντίνον, Λέμερυ κλ.)
εισιν ώσαύτως υποθετικά, και άλλην έννοιαν έχοντα, ή την νυν
υπό τ' όνομα τούτο εννοουμένην.
Πρώτος ο Βούλε συνέλαβε την ιδέαν να ζητήση τα συστα,
τικά των σωμάτων υπό την νεωτέραν έννοιαν, ήτοι την απομόνω
σιν τών σύνθεσιν τινά αποτελουσών ουσιών. Κατ' αυτόν, στοι
χεία πρέπει να ονομασθώσιν ουσίαι μή σύνθετοι, ήτοι άπλαί.
Απέδειξε δ' ότι ή πληθύς των υπό την έννοιαν ταύτην στοιχείων
δεν δύναται να ορισθή εκ προτέρων. Την ιδέαν ταύτην ακολου
θoύντες οι μετά ταύτα χημικοί, ανεκάλυψαν μέγα πλήθος ουσιών,
απαντωμένων εν τοις συνθέτoις σώμασι. Κατά τον Λαβοαζιε
τέλος, σώματα τινά πρέπει να θεωρηθώσιν ώς αδιάλυτα, ήτοι
απλά, και ώς τοιαύτα καταλέγει ουτος το φώς, την θερμότητα,
το οξυγόνον, το υδρογόνον και το άζωτο ν. Αλλα σώματα
θεωρεί διαλυτά, καίτοι μήπω διαλυθέντα ώς τοιαύτα καταλέγει
τα αλκάλεα, τάς γαίας και τα μέταλλα. Ούτος εισήγαγε και
τον όρον ηριζικ όν" εννοών υπό τούτον τά από τινων οξέων
142

μήπω απομονωθέντα υποθετικά στοιχεία ούτω π.χ. αναφέρει


περί τινος ριζικού του βορικού οξέος κτλ.
Διά τών κατόπιν άλλως τε και διά του ηλεκτρισμού γενομέ
νων αναλύσεων, πλείσται μεν νέα ουσία εγνώσθησαν, ουδεμιάς
όμως των μέχρι του Λαβοαζιε ώς άπλών θεωρουμένων ουσιών ή
διάλυσις επετεύχθη. "0θεν ή ιδέα ότι αι ουσία εκείναι εισίν άπλαί
ενισχύθη, και αυται θεωρούνται και νυν ώς στοιχεία, ει και δεν
είναι απίθανον νεώτερα ανακαλύψεις να καταδείξωσι την ατέλειαν
των γνώσεων ήμών. Ως στοιχεία λοιπόν καταλέγονται σήμερον
τα εξής.
Αζωτον Α. (Νitrogenium. Ν.) *). Εκλήθη ούτω, ώς ακατάλ
ληλον προς αναπνοήν, και έπομένως προς διατήρησιν
της ζωής.
"Ανθραξ Αν. (Carbo. C.).
Αντιμόνιον Αντ. (Stibium. Sb.). Τ' όνομα πιθανώς παράγε
ται εκ του αραβικού ,αδμάδ" ή "ατμά δ" κατ' άλλους
ή λέξις είναι ελληνική, σύνθετος εκ της αντί και μονα
χός. Οι Έλληνες εκάλουν αυτό και στίμμι ή στίβι.
Αργίλλιον Αργ. (Αluminium. Αl.). Η μεταλλική βάσις της
αργίλλου.
Αργυρος Αρ. (Αrgentum. Αg) εκ του αργός = λαμπρός,
λευκός.
Αρσενικόν Ας. (Αs.). Εκ του άρσην εκλήθη ούτω υπό των
αρχαίων πιθανώς, ένεκα της δραστικής ενεργείας συνθέ.
σεως τινός αυτού και του θείου επί του οργανισμού.
Ασβέστιον Αβ. (Calcium. Οa.) αποχωριζόμενον διά της ηλεκ
τρικής στήλης από της ασβέστου.
Βαν άδιον Βν. (Vanadium. V.) εκ του ονόματος μυθολογικής
τινός θεάς των βορείων λαών η Βάναδις".
Βάριον Βα. (Βarium Βa.) κληθεν ούτω, ένεκα του μεγάλου
ειδικού βάρους της συνθέσεως αυτού μετά του οξυγόνου,
ήτοι της βαρύτιδος 4,132.
Βερύλλιον Βε. (Βeryllium. Βe.) ή μεταλλική βάσις της βη
ρύλλου, πολυτίμου λίθου.
Βισμούθιον Β. (Βismuthum. Β.) ωνομάσθη ούτω κατά τον
Ματθέσιον, ένεκα της όψεως αυτού, ήν παρωμοίασαν τινές
πρός λειμώνα, (γερμανιστί Wiese).
Βολφράμιον Βλ. (W.) εκ του γερμανικού Wolfrig-λυκοειδής,

*) Τα εντός παρενθέσεως ονόματα και σύμβολα συμειούμεν ώς εν γενική


χρήσει όντα παρα τοις ξένοις.
143

Βόριον Βo. (Βor. Β.) εκ του αραβικού Βaurak = νίτρον, διότι


ο βόραξεθεωρείτο επί πολύ ώς είδος νίτρου.
Βρώμιον Βρ. (Βrom. Βr.) κληθεν ούτω, ένεκα της δυσωδίας
ΟιU?Ο U.

Δημήτριον Δη. (Cerium. Ce.) ονομασθεν εκ του υπό του


Ρiazzi ανακαλυφθέντος πλανήτου ,Ceres" ή Δήμητρος,
Διδύμιον Δ. (Di.) εκλήθη ούτως, ώς απαντώμενον πάντοτε
μετά του λανθανίου εν τώ δημητρίτη (λίθω).
Έρβιoν Ερ. (Εr.) κατ' αποκοπήν εκ του ονόματος του τόπου
Υtterby, ένθα ευρέθη ο γαδολινίτης, ενώ το στοιχείων
τούτο απαντάται μετά του τερβίου και υτρίου.
Ζιρκόνιον Ζ. (Ζr.) εκ του ορυκτού η ζιρκόν", κληθέντος
ούτω υπό των κατοίκων της Κεύλάνης.
θείον θ. (Sulfur. S.).
θόριον Θο. (Τhorium. Τh.) εκ του ορυκτού θoρίτου, ενώ
ευρίσκεται ο θoρίτης δ' εκλήθη εκ του ονόματος Σκανδι.
ναυικής τινός θεότητος η Θώρ".
Ιρίδιον Ιρ. (Ir.) κληθεν ούτω, ένεκα των ποικίλων χρωμά
των των πλείστων αυτού αλάτων.
Ιώδιον Ι. (Jod.J.) ένεκα του ιώδους χρώματος των ατμών αυτού.
Κάδμιον Κδ. (Cd.) ώς απαντώμενον εν τη καδμία γη.
Κάλιον Κ. (Κ.) εκ της αραβικής λέξεως ,κάλι" ή ,άλκαλι",
ώς ωνομάζετο το εκ της τέφρας των φυτών άλας, όπερ
είναι σύνθεσις καλίου και οξυγόνου.
Κασσίτερος Κτ. (Stanum. Sn.).
Κοβάλτιο ν Κο. (Cobalt Co.) εκ της βοεμικής λέξεως Κow -
ορυκτόν, ή κατ' άλλους έκ τινος δαίμονος Κοβόλθ.
Λανθάνιον Λν. (La.) εκλήθη ούτω, διότι διέλαθεν επί πολύ
τους χημικούς, υπάρχον εν τώ δημητρίφ.
Λευκόχρυσος Λ. (Platina. Ρt.) το όνομα Platina είναι ισπανι
κόν, υποκοριστικόν της λέξεως Plata = άργυρος ένεκα
της αργυροειδούς του μετάλλου τούτου μορφής,
Λίθιον Λι. (Li.) εκ του ηλίθος", διότι ευρίσκεται εν τοις
ορυκτοίς.
Μαγγάνιον Μγ. (Μn.) εκ της λέξεως μάγγανον = γόητρον
ώνομάσθη δ' ούτω, διότι το υπεροξείδιον του μαγγανίου,
ο πυρολουσίτης, συνεχέετο επί πολύ μετά του μαγνητικού
σιδηρίτου, όστις ένεκα της μαγνητικής αυτου ιδιότητος,
εθεωρείτο ώς μαγικός λίθος.
Μαγνήσιον Μγν, (Μg.) εκ του ονόματος του οξειδίου αυτού,
της καλουμένης λευκής μαγνησίας.
144

Μολυβδαίνιον Μo. (Μo.) εκ της μολυβδαίνης, ήτοι του ορυ


κτου μολύβδου διότι το θειούχον μολυβδαίνιον συνεχέετο
μετά του οξειδίου του μολύβδου.
Μόλυβδος Μ. (Ρlumbum. Ρb.).
Νάτριον Μ. (Νa.) ή μεταλλική βάσις του νάτρου τούτο δε εκ
της λέξεως νίτρον, υπό την οποίαν οι αρχαίοι ηνόουν εν
γένει οξυανθρακικόν άλκαλι.
Νικέλιον Μι. (Νi.) ή ονομασία προέρχεται εκ του γερμανι,
κού σκώμματος Νickel, δι' ου εμπαίζεται ο απατώμε
νος τούτο δε, διότι επί πολύ οι χημικοί ήπατώντο, εκλαμ
βάνοντες το χαλκούχον νικέλιον ώς χαλκόν, ένεκα του
χρώματος αυτού.
Νιόβιoν Μβ. (Νb.) εκ της Νιόβης, θυγατρός του Ταντάλου,
ένεκα της όμοιότητος του μετάλλου τούτου μετά του ταν
ταλίου. -

Νόρ ι ο ν. Νο. (Νο.) έκ τινος σκανδιναυικής θεότητος και Μόρις".


Οξυγόνο ν Ο. (Ο.) ωνομάσθη ούτω υπό του Λαβραζιε, ώς
οξυποιούν στοιχείον. -

"Ο σμιον Ος. (Οs.) εκλήθη ούτω, ένεκα της οσμής, ήν αι συν.
θέσεις του μετάλλου τούτου μετά του οξυγόνου αναδίδουσιν.
Ουράνιον Ου. (U.) εκ του πλανήτου ουρανού.
Παλλάδιον Π. (Ρd.) εκ του υπό του Οlvers εν έτει 1802
ανακαλυφθέντος πλανήτου η Παλλάς".
Πελόπιον Πλ. (Ρl.) εκ του Πέλοπος, υίου του Ταντάλου,
ένεκα της ομοιότητος αυτού μετά του τανταλίου.
Ρόδιον Ρ. (IR.) ένεκα του όοδείου χρώματος των οξέων αυτού
διάλυσεων. . -

Ρουθήνιο ν Ρθ. (Ru.) ώς ανακαλυφθέν εν Ρουθηνία της


Ηωσσίας εν τοις μεταλλείοις του λευκοχρύσου.
Σελήνινoν Σε. (Selen. Se.) εκλήθη ούτω, διότι συναπαντάται
συνήθως μετά του τελλυρίου (εκ του tellus = γη).
Σίδηρος Σ. (Ferrum. F.).
Σιλίκιον Σι. (Si.) εκ του λατινικού silex = χάλυξ.
Στρόντιον Στ. (Sr.) εκ του ονόματος της χώρας Strontian
εν Σκωτία, ένθα το ορυκτόν ο στροντιανίτης εύρέθη, εξ
ου το στρόντιον εξάγεται.
Ταντάλιον Τα. (Τa.) το όνομα εδόθη αυτώ, ένεκα του αδια
λύτου του οξειδίου αυτού εν τοις οξέσιν, υπαινιττομένου
του αρχαίου μύθου, καθ' όν ο Τάνταλος, εν τώ ύδατι εύρι
σκόμενος, δεν ήδύνατο να πίη.
Τελλύριο ν Τλ. (Τe.) εκ του tellus = γη.
145

Τέρβιoν Τβ. (Τb) κατά συγκοπήν εκ του ονόματος της εν


Σουηδία πόλεως Υττέρβυ, ένθα εύρέθη (ίδε έρβιον).
Τιτάνιον. Τι - (Τi) εκ των δύω ανακαλυψάντων αυτό, ο μεν
Γρέγωρ (1791) ωνόμασεν αυτό μεν αχίνιον, ο δε Κλα
πρό θ (1794) τιτάνιον από των Τιτάνων.
"Υδράργυρος Υδ. (Ηg).
"Υδρογόνον Υ. (Ηydrogenium, Η) ώς συστατικόν του ύδατος.
"Υτριον Υτ. (Υ) εκ της εν Σουηδία πόλεως Υττέρβυ, ένθα
ευρέθη μετά του τερβίου και ερβίου.
Φθόριον Φθ. (Fluorium Fl) ή Φλουόριον, εκ του λατινικού
fluor = όέω.
Φωσφόρος Φ. (Ρ).
Χαλίκός Χ. (Cuprum. Cu) το λατινικόν όνομα Cuprum, διότι
το μέταλλον τούτο οι αρχαίοι επρομηθεύοντο αποκλειστι
κώς σχεδόν εκ της νήσου Κύπρου.
Χλώριο ν' Χλ. (CI) εκ του χλωρός, ένεκα του χρώματος
αυτού. -
Χρυσός Χρ. (Αurum. Αu).
Χρώμιον Χρμ. (Cr) εκλήθη ούτω, διότι πάσαι σχεδόν αι συν
θέσεις αυτού εισί κεχρωματισμέναι.
Ψευδάργυρος Ψ. (Ζincum Ζn).
Τα στοιχεία ταύτα διαιρούσιν οι χημικοί εις μέταλλα και
αμέταλλα. Τα δεύτερα ωνόμασεν ό Βερζέλιος μεταλλοειδή.
Βραδύτερον διήρεσαν τινές τα αμέταλλα εις μεταλλοειδή και
οξυγονοειδή,
Η πρώτη διαίρεσις των στοιχείων εις μέταλλα και αμέταλλα
ή μεταλλοειδή βασίζεται επί της διαφοράς των φυσικών ιδιοτήτων.
Μέταλλα κατά την νεωτέραν χημείαν καλούνται όσα έχουσι μεταλ
λικήν στιλπνότητα και βαθμόν τινα ελαστικότητος, εισί δε ευδιά
λυτα και καλοί αγωγοί της θερμότητος και του ηλεκτρισμού αμέ
ταλλα δε, όσα δεν έχουσι μεταλλικήν στιλπνότητα, εισί δε κακοί
αγωγοί της θερμότητος και του ηλεκτρισμού. Ως αμέταλλα καταλέ
γονται οξυγόνον, το υδρογόνον, άνθραξ, το άζωτον, χλώ
ριο ν, βρώμιον, ιώδιο ν, φθόριο ν, θείον, σελήνιον, φωσφό
ρος, το βόριον και το σιλίκιον. 0 υπό τού Βερζελίου προτιμηθείς
όρος ημεταλλοειδή και δεν άρμόζει εις πάντα τα αμέταλλα, διότι το
οξυγόνον, το χλώριον κτλ. ουδέν μεταλλικόν είδος έχουσι και αιχη
μικαι δ' αυτών ιδιότητες εισί πάντι διάφοροι ή αι των μετάλλων.
Τούτου ένεκα χημικοί τινες, και ιδίως ο Δ ο υφλός, διήρεσαν τα
αμέταλλα, ώς είρηται, εις μεταλλοειδή και οξυγονοειδή εν τοις πρώ
τοις καταλέγουσι το υδρογόνον, τον άνθρακα, το βόριον, το σιλί
10
146

κιον, τον φωσφόρον και το άζωτον εν τοις δευτέροις το οξυγόνον,


το χλώριον, το βρώμιον, το ιώδιον, το φθόριον, το θείον και το
σελήνιον. Κατά την διαίρεσιν ταύτην δεν λαμβάνονται πάντοτε υπ'
όψιν αι φυσικαι ιδιότητες, διότι το ιώδιον π. χ. έχει μεταλλικήν
στιλπνότητα, ό δε άνθραξ, ώς γραφίτης, είναι καλός αγωγός του
> - ζ ν W Α 1 ) - σ'ν Α

ηλεκτρισμού. Ως χημική διαφορά δυνατόν να εκληφθή, ότι τα


μέταλλα σχηματίζουσιν ιδίως βάσεις, τα δε αμέταλλα ιδίως οξέα.

Α". ΑΜΕΤΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Οξυγόνον (Ο.)
Το αέριον τούτο ανεκαλύφθη υπό του Πριστλέυ και Σχέελε.
Αναγκαίον θεωρούμεν να προτάξωμεν ενταύθα ιστορικήν
τινα σύνοψιν περί αερίων. Αι γνώσεις των αρχαίων περί αερίων
σωμάτων εισι λίαν περιωρισμένα και ασαφείς. Πολλοί τών προ
του Πλινίου φιλοσόφων εθεώρουν τον ατμοσφαιρικόν αέρα ώς
κουφον στοιχείον, έχον κατά τας τότε ιδέας τάσιν τινά προς τα
άνω, ενώ την γην και το ύδωρ εχαρακτήριζον ώς βαρέα στοιχεία,
ήτοι τείνοντα προς τα κάτω. Ενώ τινές αρνούνται το βάρος του
αέρος, άλλοι φαίνονται παραδεχόμενοι, ότι εξασκεί ούτος πίεσιν
τινά προς τα κάτω. Ως προς τας χημικάς ιδιότητας, τοσούτον μόνον
εγίνωσκον, ότι ό αήρ διατηρεί το πυρ και είναι μάλιστα προς την
καύσιν απαραίτητος. Είχον δε και ασαφή τινα ιδέαν περί υπάρξεως
αερίων διαφόρων του ατμοσφαιρικού αέρος. 0 Πλίνιος αναφέ
ρει π.χ. ότι ενιαχού υπάρχει πνιγηρός αήρ, αλλαχού δε αναδίδον
ται εκ της γης φλογιστά είδη αέρος, άτινα καλεί spiritus letales.
Αγνωστον ποίας γνώσεις είχον οι Αραβες περί αερίων. Ο
Γηβήρος μετεχειρίζετο ώσαύτως την λέξιν spiritus, υπό την
όποίαν φαίνεται εννοών αιθέριόντι.
Οι αλχημισταί της Δύσεως από του 14-17ου αιώνος ποιούσι
μεν ώσαύτως λόγον περί αερίων, διαφερόντων του κοινού αέρος
κατά τας ιδιότητας, αλλ' ώς περί ειδών ατ. αέρος διότι εθεώρουν
έτι ταύτα ώς μίγματα αέρος μετ' άλλων ουσιών, ήτοι ώς μεμο
λυσμένον ατ. αέρα διήρουν δε τα είδη ταύτα του αέρος εις κατάλ
ληλα και ακατάλληλα προς αναπνοήν, εις φλογιστα και μή.
Πρώτος περί τα μέσα του 17ου αιώνος ό Ελμό ντος (ιδ.
μέρ. 1) διέκρινε τάς αερίους ουσίας, αίτινες διαφέρουσι του ατ.
αέρος κατά τας ιδιότητας, δεν είναι δε ατμοι, ώς πgaz", ήτοι
αέρια. Σημειωτέον ότι κατά τον αυτόν χρόνον (1643) ο Τορι,
κέλλης απέδειξε διά πειραμάτων το βάρος του αέρος,
147

Εν έτει 1664 ο Βούλε επέστησε την προσοχήν του εν Λον


δίνω επιστημονικού συλλόγου επί της αερίου ουσίας, ήτις αναπτύσ
σεται, εάν τις διαλύση όστρακα οστρέων εν όξει έκτοτε οι χημι
κοί εγένοντο προσεκτικοί, και εζήτουν κατάλληλα μέσα, όπως συνα
γάγωσι τα κατά διαφόρους χημικάς εργασίας αναπτυσσόμενα αέ
ρια, άτινα και οι πρότερον παρετήρουν, αλλ' εθεώρουν ώς ατ.
αέρα. 0 Jon Μayon (αποθανών το 1679) συνήγαγε το εκ του
μίγματος σιδήρου και νιτρικού ή θειικού οξέος αναπτυσσόμενον
αέριον (ύδρογόνον). 0 Ιωάννης Βερνουλλι (αποθανών το
1748) συνήγαγε το εκ μίγματος κριτίδος, και οξέων αναπτυσσό
μενον οξυανθρακικόναέριον και εξήτασεν αυτό, αλλ' ουδεν ανα
φέρει έτι περί της χημικής αυτού φύσεως.
Ο Χάλες ιερεύς, αποθανών το 1761, εφεύρεν εντελέστερα
αγγεία προς συναγωγήν των αερίων και επέτυχε την εξαγωγήν
πολλών τοιούτων αλλ' εξήτασε μόνον άν ταύτα αναφλέγωνται,
ή άν εισί κατάλληλα προς διατήρησιν της φλογός. Παρετήρησεν
ότι έντούτων (το νιτρογόνον), μιγνύμενον μετά του κοινού αέρος,
γίνεται ερυθρόν και απορροφά μέγα μέρος αυτού. Αλλά δεν
ενόησεν ότι υπάρχουσι διάφορα είδη αερίων. Πάντα τα αέρια, άτινα
συνήγαγε, εθεώρει ώς καθαρόν ατ. αέρα τα πειράματα αυτού ανα
φέρει ώς απόδειξιν, ότι ο ατ. αήρ υπάρχει εν πολλαίς συνθέσεσιν
ώς συστατικόν εν στερεά καταστάσει, ώς ενόμιζεν ότι δε δυνατόν
να εξαχθή εκ των συνθέσεων τούτων κατά διαφόρους βαθμούς
καθαριότητος, καθ' ούς έχει και διαφόρους ιδιότητας. Ενόμιζε δε
ότι ο αήρ είναι άπλούν στοιχείον. Ως τοιούτον εθεώρει τον αέρα
καί ό Βοερχάβιος.
"0 Βέργμαν εδημοσίευσεν εν έτει 1774 πραγματείαν περί
του εκ των ανθράκων αναπτυσσομένου αερίου, όπερ πρώτος εθε
ώρησεν ώς ιδιαίτερόν τι αέριον,
Ο Πριστλέύ κατά τάς πρώτας αύτου ερεύνας εν έτει 1772
περί των αερίων εφρόνε έτι ότι ταύτα εισιν ήλλοιωμένα είδη ατ.
αέρος. Βραδύτερον όμως διέκρινεν, ότι πολλά τών αέρίων, άτινα
επέτυχε να εξαγάγη, εισιν ουσιωδώς διάφορα σώματα, ή συνθέ
σεις τοιούτων. Το εύφλεκτον αέριον εθεώρησεν ώς φλογιστόν, το
οξυγόνον ώς άπλούστερον είδος αέρος, τόνατ. αέρα ώς οξυγόνον
μετ' ολίγου φλογιστού, το δε άζωτον ώς οξυγόνον εντελώς μετά
φλογιστού κεκορεσμένον. Αι ιδέα αυτού ήσαν έτι εν γένει ασαφείς,
ενόμιζε π.χ. ότι εκ μίγματος οξυγόνου και υδρογόνου προκύπτει
ύδωρ, διότι τα αέρια ταύτα εμπεριέχουσιν ύδωρ εν τώ συγγράμ
ματι μάλιστα,the doctrine of phlogiston established" (1800) παρα
δέχεται την υπόθεσιν, ότι το ύδωρ είναι βάσις πάντων των αερίων,
10 και
148
2 "

Εις την διάγνωσιν των αερίων συνετέλεσε μάλλον ο Πριστλέό,


εφευρών το εν χρήσει έτι προς συναγωγήν των αερίων σκεύος.
0ί σύγχρονοι του Πριστλέύ εφρόνoυν έτι, ότι έν μόνον είδος
αέρος πράγματι υπάρχει, τα λοιπά δε αέρια εισιν αλλοιώσεις
αυτού. Η ιδέα αύτη προέκυψεν εκ της φλογιστικής θεωρίας του ι

Στάλ και των οπαδών αυτού, καθ' ήν πάντα τα σώματα, άτινα


κέκτηνται κοινάς χαρακτηριστικάς ιδιότητας, εισί τροποποιήσεις ή
συνθέσεις ενός σώματος, έχοντος τάς ιδιότητας ταύτας κατά την
ιδέαν ταύτην πάντα τα εύφλεκτα σώματα εμπεριέχουσι φλογιστόν,
πάντα τα οξέα έναρχικόν οξύ κτλ.
"0 Λαβοαζιε υπεστήριξε την ιδέαν του Πρίστλέύ, παραδε
χόμενος ότι υπάρχουσιν αέρια ουσιωδώς διάφορα. Μετά του υπ'
2. - - Ν " -ν ν ν « "

αυτού ίδρυθέντος αντιφλογιστικού συστήματος επεκράτησε και ή » -ν "

περί αερίων ιδέα αύτη έκτοτε τα αέρια εθεωρούντο ώς συνθέσεις


ένδς ή πλειοτέρων στοιχείων μετά του θερμογόνου, ώς σώματα
κοινόν μόνον έχοντα την διεσταλμένην αυτών συνοχήν, αλλ' ουχί
σ'ν ν ν ν " C ν

όμοια κατά

την χημικήν σύστασιν. 0 Λαβραζιε προσέτι κατέστησε
ν σy ζί ν ν " - ζ "

γενικόν τον 2όρον


r
ηgaz" διά τά αέρια, όν πρώτος ο Ελμόντος μετε
) , και , " " r "ν

χειρίσθη, αλλ' ούτινος σπανίως έως τότε εγίνετο χρήσις.


Ο προσδιορισμός του ειδικού βάρους των αερίων, όν πρώ
Υ ν » " ν ν "

τος ο Μayow εν έτει 1669 επεχείρισε, συνετέλεσε τα μέγιστα


εις την διάγνωσιν των αερίων, ότε μάλιστα ό Γέυ-Λουσάκ ανεκά
λυψε το 1808 τον νόμον της απλής σχέσεως της συνθέσεως των
Υ η. " σ " ν -ν * Ν - r

αερίων, και εγνώσθη ούτω ή σχέσις μεταξύ του ειδικού βάρους


σώματος τινός και του ατομικού αυτού βάρους. Έκτοτε εζητείτο
ο προσδιορισμός της πυκνότητος των ατμών διά του ειδικού βά
« -- ν 2 ν. " ν r ν " ν ν

ρους ο Γέύ-Λουσάκ αυτός εξήτασε διαφόρους ατμούς υπό την


ην. 1Γνωσθείσης
έποψιν ταύτην.
Λ ν. ης ουτως
ούτως ακρ ή διαφοράς
ακριβώς της φορας ττων

αερίων από του ατ. αέρος, εγνώσθη και η από των ατμών δια
φορά των αερίων εν γένει, ώς σωμάτων εξόχως ελαστικών,
Η σύστασις του ατ. αέρος και ή φύσις των συστατικών
αυτού εγνώσθη διά των προσπαθειών του Πριστ λέύ, Σχέελε
και τέλος του Λαβο αζιέ.
0 Πρι στλέυ παρετήρησε πολλά σχέσιν έχοντα προς το
αντικείμενον τούτο πριν επιληφθή κυρίως αυτού. Εν έτει 1771
εύρεν ότι ό αήρ, ο υπό των ζώων εκπνεόμενος και καθιστών τον
ατ. αέρα ακατάλληλον προς διατήρησιν της ζωής, γίνεται διά των
φυτών κατάλληλος πάλιν προς αναπνοήν αλλ' ήγνόει ότι ο ατ.
αήρ εμπεριέχει συστατικόν τι, όπερ μόνον είναι κατάλληλον προς
διατήρησιν της ζωής. Εφεύρε το 1772 μέσον, δι' ου δύναται να
προσδιορισθή ποσοτικώς το συστατικόν τούτο του αέρος, καίτοι μη
149.

ύποπτευόμενος καν έτι την ύπαρξιν του συστατικού τούτου, εμπειρι


κώς μόνον ένώσας οξείδιον του αζώτου μετ' ατ αέρος, εύρεν ότι ο
όγκος του μίγματος ελαττούτα όσω μάλλον ό αήρ εφθάρη διά της
αναπνοής. Το αυτό έτος εδημοσίευσε την έξήςπαρατήρησιν έθεσεν
εντός κώδωνος βεβυθισμένου εν ύδατι άνθρακας ανάψας δε τού
τους έξωθεν διά φακού, παρετήρησεν ότι εν πέμπτον του εν τώ κώ
δωνι αέρος απερβοφήθη, το δε υπολειφθέν ήν ακατάλληλον προς
αναπνοήν και διατήρησιν της καύσεως. Αλλ' ούτε τον υπολειφθέντα
τούτον αέρα, ούτε τον απορροφηθέντα εθεώρησεν ώς συστατικά
του ατ. αέρος. Εν έτει 1772 θερμάνας νίτρον, εξήγαγεν αέριον,
όπερ παρετήρησεν ότι ζωογονεί λίαν την φλόγα. Εις την εξέτασιν
του αερίου τούτου (οξυγόνου) κατέγεινεν επιμελέστερον. Το 1774
εξήγαγε και εκ του οξειδίου του υδραργύρου διά πυρακτώσεως
αέριον, μη απορροφώμενον υπό του ύδατος, και εντός του όποίου
ή καύσις εγίνετο ζωηροτέρα ή εν τώ ατ. αέρι. Εσκέφθη ότι ενδε
χόμενον ο ύδράγυρος ν' απορροφά κατά την παρασκευήν αυτού το
αερίον τούτο εκ του ατ. αέρος προς δοκιμήν της ιδέας ταύτης
εξήτασε το υπεροξείδιον του μολύβδου, όπερ παρασκευάζεται ώς
ό υδράργυρος, εξήγαγε δε και εκ τούτου το αυτό αέριον. Βραδύτε
ρον εύρεν ότι το αέριον τούτο είναι κατά τι βαρύτερον του ατ
αέρος εξέφρασε δε τέλος την ιδέαν, ότι το αέριον τούτο είναι το
διατηρούν κυρίως την καύσιν και το προς αναπνοήν κατάλληλον,
ότι είναι αήρ, αφ' ου το φλογιστόν απεχωρίσθη, ήτοι αποπεφλο
γισμένος αήρ. εν άλλοις λέξεσιν ότι είναι συστατικόν τού αέρος,
ενώ υπάρχει ήνωμένον μετ' άλλου αερίου φλογιστής φύσεως.
Εν τω μεταξύ εγένοντο υπ' άλλων παρατηρήσεις τινές,
αφορώσαι το δεύτερον τούτο συστατικόν του αέρος. 0 Ρουδερ
φό δαπέδειξεν εν έτει 1772 ότι ο ατ. αήρ ου μόνον διά της ανα
πνοής φθείρεται, αλλ' εμπεριέχει φύσει συστατικόν τι ακατάλλη
λον προς αναπνοήν και διατήρησιν της καύσεως απεμόνωσε το
αέριον τούτο δι' υπανθρακικού κάλεος, όπερ απερρόφησε μέρος
του αέρος (το οξυγόνον) εντός του υπολειφθέντος αέρος (αζώτου)
ή φλόξεσβέννυτο και τα ζώα επνίγοντο,
‘0 Σχέελε ειργάσθη τακτικώτερον του Πριστλέύ επί του
αντικειμένου τούτου. Εδημοσίευσε περί τούτου πραγματείαν υπό
τον τίτλον ,αήρ και πυρ εν έτει 1777 αλλ' αι αναφερόμενα παρα
τηρήσεις αυτού εγένοντο προ δύω ετών. Εν τη πραγματεία ταύτη
φαίνεται ότι ό Σχέελε, πριν προβή εις τας ερεύνας του, παρεδέχθη
ώς αξίωμα ότι, ο ατ. αήρ πρέπει να συνίσταται εκ δύω διαφόρων
ελαστικών υγρών περί τούτου επείσθη εκ διαφόρων πειραμάτων,
καθ' ά μέρος τι μόνον του αέρος απερροφάτο πάντοτε υπό τών
150

απορροφητικών μέσων, άτινα μετεχειρίσθη. Κατά την πρώτην


ιδέαν, ήν εκ των πειραμάτων τούτων συνέλαβεν, ο αήρ έπρεπε να
συνίσταται εκ δύω διαφόρων ουσιών, εξών ή μεν (ήν καλεί εφ
θαρμένον αέρα, διότι είναι ακατάλληλος προς αναπνοήν και δια
τήρησιν της καύσεως) δεν έχει την ιδιότητα να έλκύη το φλογι
στόν, ενώ η έτέρα έχει την ιδιότητα ταύτην, ή δευτέρα αύτη
ουσία έπρεπε ν' αποτελή το τρίτον ή τέταρτον μέρος του όλου ατ.
αέρος πόθεν όμως το μετά φλογιστού ήνωμένον τούτο αέριον
προήρχετο έπρεπε να ορισθή δι' ιδιαιτέρων πειραμάτων. Προς
τούτο ήναψε φωσφόρον εν κεκλεισμένω αγγείω, παρετήρησε δ'
ότι ο εν αυτώ αήρ σημαντικώς ήλαττώθη μεταχειρισθείς είτα
άνθρακας αντί του φωσφόρου, δεν διέκρινεν ελάττωσιν τού αέρος,
παρετήρησεν όμως ότι ανεπτύχθη άλλο τι αέριον (ανθρακικόν),
όπερ και πολλοί άλλοι προ αυτού είχον παρατηρήσει και διέκρινον
υπό τ' όνομα σταθερόν αέριον (fixe) το ποσόν δε του αερίου τού
του ήν διπλάσιον ή ή κατ' όγκον ελάττωσις του αέρος κατά την
πρώτην περίπτωσιν της καύσεως του φωσφόρου. Αλλά δεν ήδύ
νατο να εύρη διά πειραμάτων τι απογίνεται ο κατά την καύσιν του
φωσφόρου εκλείπων αήρ. Υπέθεσεν όθεν ότι ο αήρ ουτος ένου
ται μετά του φλογιστού εις θερμότητα και διαφεύγει ώς τοιαύτη.
Τέλος παρετήρησεν ότι εκ των οξειδίων ευγενών μετάλλων ανα
πτύσσεται φλογιστόν αέριον, αλλά δεν εξέφρασε την ιδέαν, ότι το
αέριον τούτο (οξυγόνον) είναι συστατικόν των οξειδίων τούτων.
Ο Λαβοαζιε παρατηρήσας εν έτει 1772 ότι ο φωσφόρος
διά της καύσεως γίνεται βαρύτερος (ώς εν τώ 1 μέρει εβρέθη),
απέδωκε την αύξησιν ταύτην τού βάρους εις απορρόφησιν αέρος,
αλλ' ουχί συστατικού τινος του αέρος. Ηπόρει διατι ο φωσφόρος,
εν κεκλεισμένφ αγγείω καιόμενος, δεν απορροφά όλον τον εν
αυτό αέρα. Υπέθεσεν ότι ο φωσφόρος καίει επί τοσούτον μόνον,
ενόσω υπάρχει ύδωρ διαλελυμένον εν τώ αέρι αλλά τα πειράματα
αυτού, καθ' ά διετήρει υγρόν τον αέρα κατά την καύσιν, απέδει
ξαν την απάτην του, διότι ο φωσφόρος και ούτως έσβένυτο πριν
ο εν τώ αγγείφ αήρ εντελώς εκλείψη. Εν τώ συγγράμματα Οpuscu
les physiques et chymiques 1774 εξηγεί την απορρόφησιν του
αέρος κατά την οξείδωσιν τών μετάλλων, υποθέτων ότι ο ατ. αήρ,
ή υγρόν τι ελαστικόν, ευρισκόμενον εν τώ αέρι, δύναται να ενωθή
μετά των μετάλλων αλλ' ουδαμού εκφράζει έτι σαφεστέραν τινά
ιδέαν περί του εν τώ αέρι υγρού τούτου,
Την 1 Αυγούστου του 1774 ό Πριστλέύ ανεκάλυψεν, ώς
ανωτέρω είπομεν, το οξυγόνον, και μεταβάς εις Παρισίους, ανε
κοίνωσε τώ Λαβραζιε την ανακάλυψίν του ταύτην. Τον Νοέμβριον
151

του αυτού έτους ο Λαβραζιε ανέγνω εν τη Ακαδημία των Παρι


σίων την πραγματείαν αυτού η sur la calcination de l'etain dans
les vaissaux fermés" (ίδ. μερ. 1), εν ή εκφράζεται κατά πρώτον
ώρισμένως περί της συνθέσεως του αέρος εκ δύω διαφόρων
αερίων Πυρακτώσας, ώς αλλαχού ερβέθη, κασσίτερον εν κεκλει
σμένφ αγγείω, ανοίξας δ' είτα τούτο, παρετήρησεν ότι εισεχώ
ρησεν έξωθεν εις το αγγείον αήρ τοσούτου περίπου βάρους, όσον
ο κασσίτερος εγένετο βαρύτερος διά της οξειδώσεως. Ως εν τη
μνησθείση πραγματεία εκφράζεται, ακριβέστερα παρατηρήσεις
έπεισαν αυτόν, ότι ό αήρ, όστις ένούται μετά του κασσιτέρου κατά
την οξείδωσιν, είναι κατά τι ειδικώς βαρύτερος του ατ. αέρος ο
δ εν τώ κεκλεισμένφ αγγείω υπολειπόμενος αήρ κατά τι ελαφρότε
ρος. Εκ τούτου συνεπέρανεν ότι ο ατ. αήρ είναι σύνθετος. Πει
ράματα δι' οξειδώσεως και αναλύσεως πάλιν του υδραργύρου έπει
σαν αυτόν μάλλον περί τούτου. Αναλύσας οξείδιον υδραργύρου
μετ' ανθράκων, εξήγαγεν ανθρακικόν αέριον, ώς και κατά την
αναγωγήν άλλων μεταλλοξειδίων πυρακτώσας δ' άπλώς οξείδιον
υδραργύρου, ευρε μετ' απορίας ότι το αναπτυσσόμενον αέριον
δεν είναι ανθρακικόν αέριον, ώς πριν, αλλά καταλληλότατον πρός
αναπνοήν και διατήρησιν της καύσεως. "0θεν συνεπέρανεν ότι
άπας ό ατ. αήρ δεν είναι κατάλληλος προς αναπνοήν, αλλ' εκείνο
μόνον το συστατικόν αυτού, όπερ ένoύται μετά των μετάλλων
κατά την οξείδωσιν το έτερον δε συστατικόν είναι αναθυμίασις
τις (mofette) ακατάλληλος και προς αναπνοήν και προς διατήρη
σιν της καύσεως. Εν τη πραγματεία ταύτη ό Λαβοαζιε ουδόλως
ποιεί μνείαν περί της υπό του Πριστλέύ γενομένης αυτφ ανακοι
νώσεως, ότι κατά την θέρμανσιν του οξειδίου του υδραργύρου
αναπτύσσεται αέριόντι.
Επί τινα έτη ο Λαβραζιε αναφέρει περί του οξυγόνου, όπερ
ο Πριστλέύ είχεν ονομάσει εκπεφλογισμένον αέρα, ουδόλως ανα
φέρων αυτόν ώς εφευρετήν. Αλλ' ό Πριστλέύ είχε πρώτος παρα
τηρήσει ότι το αέριον τούτο είναι τι διάφορον του ατ. αέρος, όπερ
διατηρεί εξαιρέτως την καύσιν. 0 Λαβοαζιε είτε επωφεληθείς
την ανακοίνωσιν του Πριστλέύ, είτε μή, ενίσχυσε και επεξέτεινεν
αναμφιβόλως διά των πειραμάτων του τάς περί του αερίου τούτου
γνώσεις, και εξέθηκε πρώτος την αληθή περί καύσεως θεωρίαν.
"0 Πρίστλέύ ωνόμασεν, ώς είπομεν, το αέριον τούτο εκπε
φλογισμένο ν αέρα, και το όνομα τούτο μετεχειρίσθησαν και
οι πλείστοι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας. 0 Σχέελε ωνόμασε
πυρώδες αέριο ν. 0 Κοντορσετ, εκδότης ιστορικής εισαγωγής
των πρακτικών της Παρισινής Ακαδημίας, ώνόμασεν αυτόζω κόν
152

αέριον (air vital). Αλλοι χαρακτηρίζουσιν αυτό ώς απορροφη


τον μέρος του αέρος -Ρrincipium sorbile". 0 Λαβοαζιε μετεχεε
ρίσθη κατά πρώτον το 1777 την έκφρασιν η air eminemment
respirable" ήτοι αήρ κατ' εξοχήν αναπνεύσιμος. Βραδύ
τερον όμως έν τινι περί των οξέων πραγματεία το 1778 εκήρυξεν,
ότι θέλει ονομάζει του λοιπού το αέριον τούτο και οξυγόνον" ώς
γιγνομένων διά τούτου των οξέων.
Ο Πρ στλέυ, κατεχόμενος έτι υπό τών ιδεών της φλογιστι
κής θεωρίας, εθεώρησε κατ' αρχάς το οξυγόνον ώς αέριον έμπε
ριέχον ολιγώτερον φλογιστόν ή ο ατ. αήρ, είτα ώς σώμα σύνθετον
εκ γεώδους τινός ουσίας μετά νιτρικού οξέος και ολίγου φλογιστού,
βραδύτερον όμως ανήρεσε τας ιδέας ταύτας.
Ο Σχέελε εθεώρησε το οξυγόνον εν έτει 1777 ώς συστατι,
κόν της θερμότητος, σύνθετον δε και αυτό έκ τινος οξέος συστατι
κου και φλογιστού. Κατά την ιδέαν αυτού, το οξυγόνον ένoύται μετά
του εκ του καιομένου σώματος αναδιδομένου φλογιστού εις θερ
μότητα. 0 Βέργμαν εξέθηκε θεωρίαν τινά έτι μάλλον παράδο
ξον Τινές εθεώρησαν το οξυγόνον ώς ύδωρ ήνωμένον μετά πυρώ.
δους ύλης άλλοι ώς ύδωρ έστερημένον του φλογιστού κτλ. Αλλ'
ο Λαβραζιε εξέθηκεν εν έτει 1785 την ορθήν περί καύσεως θεω
ρίαν, καθ' ήν ή καύσις είναι ένωσις του καιομένου σώμα,
τος μετά του οξυγόνου.
"Ως προς την επιρροήν του οξυγόνου επί του ζωικού οργα
νισμού, ο Πριστλέύ παρετήρησε πρώτος ότι διά της αναπνοής
σχηματίζεται ανθρακικόναέριον, αλλ' εξήγησε το φαινόμενον
τούτο, υποθέσας ότι κατά την αναπνοήν ένoύται, ώς και κατά την
καύσιν, φλογιστόν μετά του εν τώ αέρι οξυγόνου. Εν έτει 1776
εξέφρασε την ιδέαν, ότι το οξυγόνον ερυθροποιεί ζωηρότερον το
αίμα, επενεργούν επ' αυτού εν τοις πνεύμοσιν. 0 Λαβοαζιε απέ.
δειξεν ότι το οξυγόνον του ατ. αέρος μεταβάλλεται διά της ανα,
πνοής εις ίσον περίπου όγκον ανθρακικού αερίου κατ' αυτόν τούτο
εξηγείται διττώς ή το οξυγόνον λαμβάνει άνθρακα εκ του αίματος.
εντφ πνεύμονι και μεταβάλλεται εις ανθρακικόν αέριον, ή το οξυ
γόνον απορροφάται εν τώ πνεύμονι, αναδιδομένου ταυτοχρόνως εκ
του αίματος ίσου όγκου ανθρακικού οξέος. 0 Λαβραζιε ενόμισε το
δεύτερον πιθανώτερον ότι δηλ το οξυγόνον δεν εξέρχεται αμέσως
εκ του πνεύμονος πάλιν ώς ανθρακικόν οξύ, αλλ' απορροφάται
ύπο του αίματος και συμπαραφέρεται υπ' αυτού εις την κυκλοφο
ρίαν τούτου δ' ένεκα το αίμα γίνεται ερυθρότερον μετά την διά
του πνεύμονος διάβασιν, ώς και ο σίδηρος, ο υδράργυρος και ο
μόλυβδος αποτελούσι μετά του οξυγόνου ερυθράς συνθέσεις.
153

"Ο Λαβοαζιε και ό Λά-Πλάς εδημοσίευσαν εν έτει 1783


πραγματείαν περί της ζωικής θερμότητος, αποδίδοντες ταύ,
την το πλείστον τουλάχιστον εις την κατά την εντφ πνεύμονι μετα
βολήν του οξυγόνου εις ανθρακικόν οξύ αναπτυσσομένην θερμότη
τα. Μετά διάφορα πειράματα, άτινα εξετέλεσε συνεργαζόμενος μετά
του Σεγουίν, ο Λαβοαζιε καθυπέβαλεν εν έτει 1790 πραγματείαν
τη Ακαδημία, εξηγών την ζωίκην θερμότητα, ώς προερχομένην έκ
τινος βραδείας καύσεως, ήτοι της ενώσεως του άνθρακος του αίμα
τος μετά του οξυγόνου του εισπνεομένου αέρος. Απέδειξε δ'ότι εν
τώ σώματι των κατοίκων ψυχρών χωρών αναπτύσσεται περισσοτέρα
θερμότης ή εν τω σώματι των κατοίκων των θερμοτέρων κλιμάτων,
όπως τηρηθή ό αυτός βαθμός της θερμοκρασίας εν τω σώματι,
διότι όσω ψυχρότερος ο αήρ, τοσούτω πυκνότερος εισχωρεί επο
μένως εις τον πνεύμονα κατά τον αυτόν χρόνον πλείον οξυγόνον.
Γνωσθείσης της ποιοτικής συνθέσεως του ατ. αέρος, εζή
τησαν οι χημικοί νά όρίσωσι και την ποσοτικήν σχέσιν των συστα
τικών αυτού. Πρίν έτι ανακαλυφθή το οξυγόνον, ό Πριστλέό ευρεν
ότι το νιτρικόν οξύ ένoύται τοσούτω μάλλον μετ' ατμοσφαιρικού
αέρος, όσω ολιγώτερον ουτος δι' αναπνοής και καύσεως εφθάρη,
προύτεινε δε τούτο ώς μέσον προς δοκιμήν της καθαρότητος του
ατ. αέρος. Βεβαιοι ότι παρετήρησε διά του μέσου τούτου διαφο
ραν του εν τώ χημείω αυτού αέρος, ενώ πολλοί άνθρωποι παρευ
ρίσκοντο, από του εξωτερικού αέρος. Ανακαλυφθέντος του οξυ
γόνου, ό Φοντάνας και ο Λανδριάνης ώρισαν διά του αζω
τικού οξέος την εντφ ατ αέρι ποσοτικήν σχέσιν αυτού. Το
εργαλείον, όπερ προς τούτο μετεχειρίσθησαν, ωνόμασενό Λαν
δριάνης ευδιόμετρο ν. Κατά τα εξαγόμενα των πρώτων πειρα,
μάτων, το ποσόν του εν τώ άτ. αέρι οξυγόνου ώρίσθη εις 25-280/ο
κατ' όγκον. 0 Λανδριάνης βεβαιοι, ότι το ευδιόμετρον εδείκνυεν
αυτφ πάντοτε ό, τι εκ της πείρας ήδύνατο να προίδη εν καθαρφ
αέρι το ευδιόμετρον εδείκνυε την παρουσίαν πλείονος οξυγόνου ή
εν εφθαρμένφ αέρι κατά τόπους δε το ευδιόμετρον εδείκνυε μεγά,
λην διαφοράν της συστάσεως του αέρος.
"0 Σχέελε επενόησεν άλλην μέθοδον, μεταχειρισθείς μέσα
απορροφώντα εκ περιωρισμένου ποσού αέρος το οξυγόνον, ώς διάλυ
σιν θειωμένου κάλεος, φώσφορον καιόμενον, ή οξειδύλλιον σιδήρου,
τοιουτοτρόπως ώρισε το ποσόν του εν τώ ατ. αέρι οξυγόνου εις
25-33 έκατοστά κατ' όγκον. Εν έτει 1778, εξακολουθώντας
ερέυνας του, μετεχειρίσθη ώς είδος ευδιομέτρου μίγμα βινισμάτων
σιδήρου, θείου και ατ. αέρος δι' αυτού εύρεν ότι ό αήρ εμπεριέ
χει 9/25, ήτοι 27 εκατοστά περίπου οξογόνου κατ' όγκον,
154

Ο Λαβοαζιε, εν πραγματεία δημοσιευθείση το 1776 περί


του αυτού αντικειμένου, ώρισε το ποσόν του εν τώ αέρι οξυγόνου
εις 25 εκατοστά. Μετά έν έτος εξετάζων τον σχηματισμόν του
φωσφορικού οξέος, παρετήρησεν ότι καιομένου φωσφόρου εν
περιωρισμένφ χώρφ, ό όγκος του αέρος ελαττούται κατά 1/5. -
"0θεν εν έτερα πραγματεία ώρισε την τακτικήν σχέσιν της συν
θέσεως του αέρος εις 27-28 όγκους και 73-72 όγκους αζώτου.
θύτως ή σχέσις της συστάσεως του αέρος έμενεν έτι αμφί
βολος απεδίδοντο όμως αι ευρεθείσαι διαφορα εις την διάφορον
κατάστασιν του αέρος κατά τόπους. 0 Καβένδισχος απέδειξε
τέλος εν έτει 1783, ότι η διαφορά των εξαγομένων προήρχετο εξ
ελλείψεων των ευδιομέτρων, ών εγένετο χρήσις βελτιώσας δ’ αυ
τός το διά νιτρογόνου ευδιόμετρον, απέδειξεν ότι η τακτική σχέσις
της συστάσεως του αέρος είναι πανταχού ή αυτή, εμπεριέχει δ' ο
αήρ 20, 84 οξυγόνου κατ' όγκον.

Αζω το ν. (Α.)
Το έτερον αέριον, όπερ μετά του οξυγόνου αποτελεί τον ατ.
αέρα, ώνόμασεν ο Πριστλέύ εν έτει 1775 πεφλογισμένον αέρα,
ο δε Σχέελε το 1777 εφθαρμένον αέρα. Μετά την ανακάλυψιν
ότι το αέριον τούτο ενυπάρχει και εν νιτρικφ οξεί ο Chaptal πρού
τεινε το όνομα ν' τρογόνον εύρεθέντος δ’ αυτού κατόπιν και εν
τη αμμωνία, ο Φουρκόύ προύτεινε το όνομα αλκαλε ογόνον ό
Λαβοαζιέ τέλος ωνόμασεν αυτό εν έτει 1787 άζωτο ν, ώς ακατάλ
ληλον προς διατήρησιν της ζωής.
Σημειωτέον ότι η λέξις azoth απαντάται εις αλχημιστικά
συγγράμματα από του 13 αιώνος αλλ' οι αλχημισται ηνόουν υπό
το όνομα τούτο την υποθετικήν εκείνην ουσίαν, ήτις συνήθως
ώνομάζετο φιλοσοφικός υδράργυρος, άλλοτε δε αυτόν τον φιλοσο
φικόν λίθον. Εν γένει ή σημασία του όρου τούτου παρά τους αλχη
μισταίς είναι ασαφής, και η χρήσις αυτού φαίνεται αυθαίρετος ο
Παρακέλσος π. χ. ονομάζει ενιαχου ούτω αντιφάρμακόντι κατά
της μαγείας, δι' ου διώκεται και αυτός ο διάβολος εν συγγράμματα
δε φέρoντι τον τίτλον ,αζώ θα φαίνεται ονωμάζων ούτω περι
ληπτικώς την γένεσιν, την πτώσιν και την παλιγγενεσίαν του
ανθρωπίνου γένους.
Αι ιδέαι του Πριστλέυ, του Καβενδίσχου και των τελευταίων
οπαδών αυτών περί της φύσεως του αζώτου εισίν ασαφείς, αναγό
μεναι έτι εις την περί φλογιστου θεωρίαν.
"0 Λαβοαζιε ότε κατά πρώτον το 1774 εξεφράσθη, ώς
είπομεν, ότι ο ατ. αήρ είναι σύνθετος εκ δύω διαφόρων αερίων,
155

εφρόνει ότι και το συστατικόν τού αέρος, όπερ είναι ακατάλληλον


προς αναπνοήν, είναι σύνθετον. Περί της υποθετικής συνθέσεως
του αζώτου εβρέθησαν πολλά ότι π.χ. το ύδωρ μεταβάλλεται εις
άζωτον, ότι το άζωτον είναι ένωσις ύδατος μετά φλογιστού κτλ.
αλλά κατόπιν ενόησαν οι ταύτα φρονούντες ότι τα εξαγόμενα, δι'
ών αι διάφοροι ιδέαι έσχηματίσθησαν, ήσαν απατηλά, προερχό
μενα εκ ξένων αιτιών κατά τα γενόμενα πειράματα.
Βραδύτερον εύρέθη το άζωτον ώς συστατικόν της αμμωνίας
και των οξυαζωτικών συνθέσεων. Προς τούτο συνέτεινε μάλιστα ή
γνώσις της φύσεως του νίτρου. Ως εντφ γενικφ μέρει ερβέθη,
οι Έληνες και οι Ρωμαίοι εγνώριζόντι έκπαλαι υπό τ' όνομα
νίτρο ν αλλ' ό,τι οι Ρωμαίοι τουλάχιστον ωνόμαζον nitrum δεν
ήτο το νύν καλούμενον νίτρον, αλλ' οξυανθρακικόν τι άλκαλι, ώς
επί το πλείστον σόδα. "0τε εγνώσθη το νυν νίτρον, εκλήθη και
τούτο νίτρον, διότι ενομίσθη ότι είναι είδος τι του αρχαίου νίτρου.
Εικάζεται μεν ότι οι Σίναι δεν ήγνόουν το άλας τούτο, αλλ' οί
Αραβες πρώτοι, ώς εκ των συγγραμμάτων αυτών φαίνεται, εγνώ
ρισαν κάλλιον το νίτρον. Ο Γηβήρος καλεί τούτο ενίοτε ηsal
petrae" ότι δε εννοεί το και νυν ούτω καλούμενον άλας συμπε
ραίνεται έκ τινος χωρίου του συγγράμματος αυτού η de inventionis
veritatis" καθ' ό παρεσκεύαζεν εξ αυτού το θεικόν οξύ και χλω.
ρούχον αζωτικόν οξύ. "0θεν ή πρώτη περί τούτου ασφαλής μαρ
τυρία ευρίσκεται κατά τον 8 αιώνα μ. Χ. Επί πολύ εγίνετο διάκρι
σις μεταξύ sal nitrum ή sal nitri και απλώς νίτρου διότι υπό το
δεύτερον τούτο όνομα οι Αραβες συγγραφείς εννοούσιν ενίοτε το
νίτρον των αρχαίων, ήτοι οξυανθρακικόν άλκαλι.
Περί της συστάσεως του νίτρου ή πρώτη ιδέα ευρίσκεται
παρά τώ Β. Βαλεντίνφ γινομένου λόγου περί του φιλοσοφικού
λίθου, φέρεται το νίτρον όμιλούν ώς έξης. »Δύω στοιχεία εύ
ρίσκονται μάλλον εν εμοί, πυρ και αήρ ύδωρ δε και γή
ολιγώτερον διά τούτο ειμί πυρώδες και πτητικόν μέ
γιστος εχθρός μου εστι το θείον, αλλά και κάλλιστος
φίλος μου διότι καθαριζόμενον δι' αυτού και διερχό
μεν ο ν διά του πυρός, γίνομαι κάλλιστον φάρμακο ν, κατα
σβύνον εσωτερικώς και εξωτερικώς την θερμότητα
του σώματος. Ψυχραίνω ή καίω, ώς τις βούληται, και
ώς με παρασκευάση εξωτερικώς ειμί πάγος αλλ' εάν
τις ανατέμή με, ευρίσκει πυρ κολάσεως". Ει και αι
αλληγορικαί αύται εκφράσεις δύνανται να εφαρμοσθώσι μέχρι
τινός εις την αληθή φύσιν του νίτρου, ουδεμία σχέσις φαί.
νεται μεταξύ αυτών και των βραδύτερον γενομένων ερευνών.
156

0ι Αραβες εγίνωσχον την εξαγωγήν του νιτρικού οξέος εκ του


νίτρου. Τον 17 αιώνα απαντάται σαφώς ή ιδέα, ότι το νίτρον
συνίσταται εξαζωτικού οξέος και αλκάλεος. Ο Βούλε απεμό
νωσεν εν έτει 1667 το άλκαλι από του νίτρου διά πυρακτώσεως,
ανήγαγε δε τούτο πάλιν εις νίτρον τη προσθήκη αζωτικού οξέος.
‘0 Στάλ εθεώρησεν ώσαύτως το νίτρον ώς σύνθετον εξ οξέος
και αλκάλεος επικρατήσαντος δ' εν γένει του συστήματος αυτού,
εγένετο γενικώς παραδεκτή και ή περί της συστάσεως του νίτρου
ορθή αύτη ιδέα.
Περί της γενέσεως του νίτρου ή αρχαιοτέρα ιδέα είναι ότι
σχηματίζεται άπαν ή εν μέρει τουλάχιστον εκ του αέρος. Ο Λέ
μερυ κατεπολέμησε το 1714 την ιδέαν ταύτην, διίσχυρισθείς ότι
ουδεν νιτρώδες υπάρχει εν τώ αέρι, διότι καθαρόν άλκαλι, εκτιθέ
μενον εις την επιρροήν του ατ. αέρος, δεν μεταβάλλεται εις νίτρον,
πιθανώτερον ενόμιζεν ότι το νίτρον εμπεριέχεται τέλειον έντισι
φυτοίς και εν τώ ζωικώ όργανισμώ, αλλ' απομονούται και γίνεται
καταφανές διά της σήψεως όθεν ό αήρ συντελεί εις τον σχημα
τισμόν του νίτρου μόνον, καθότι επιβοηθεί την σήψιν. 0 Στάλ
παραδεχόμενος έν μόνον αρχικόν οξύ, το θειικόν οξύ, εθεώρει το
άζωτικόν οξύ ώς θειικόν οξύ ήλλοιωμένον διά της παρουσίας φλο
γιστού. Το αρχικόν οξύ ενυπάρχει εν ταις πλείσταις οργανικαίς
ουσίας, το κατά την σήψιν δε οξύ, προσλαμβάνον φλογιστόν, μετα
βάλλεται εις άζωτικόν οξύ. Η ιδέα αύτη επεκράτησεν εφ' όσον
και ή περί ενός αρχικού οξέος θεωρία. "0τε τέλος ανεκαλύφθη
ή αληθής φύσις του αζωτικού οξέος, έβελτιώθη και η περί σχη
ματισμού του νίτρου ιδέα.
Περί της κατασκευής του αζωτικού οξέος ή πρώτη πληρο
φορία ευρίσκεται, ώς είπομεν, παρά τώ Γηβήρφ. Κατά ταύτην
παρεσκεύαζετο τότε το άζωτικόν οξύ διά κυπρίου χαλκάνθου,
νίτρου (sal petrae) και στυπτηρίας. 0 Ρ. Λουλος αντί της στυ
πτηρίας μετεχειρίσθη κιννάβαριν. Κατά τον 16 αιώνα εγίνετο
μεγάλη χρήσις του αζωτικού οξέος προς αποχώρισιν του αργύρου
από του χαλκού. Η παρασκευή αυτού παρίστατο ώς λίαν κινδυνώ
δης, και διά τούτο ολιγοι εγίνω σκoν αυτήν.
Ο Γηρβηρος ονομάζει το άζωτικόν οξύ aqua dessolutiva
σπανιώτερον δε aqua fortis, ο δε Ρ. Λούλος ότε μεν aqua fortis,
ότε δε aqua calcinativa. Ένεκα της χρήσεως αυτού προς αποχώ
ρισιν του χρυσού από του αργύρου, ώνομάσθη κατά τον 16 αιώνα
aqua chrysulca (εκ του χρυσον-έλκω). 0 Γλαυβήρος ονομάζει
αυτό spiritus acidus nitri, όταν παρασκευάζηται εκ νίτρου μετά
στυπτηρίας aqua fortis δε, όταν παρασκευάζηται εκ νίτρου μετά
157

χαλκάνθου. Τον 18 αιώνα επεκράτει ή ονομασία acidum nitri ή


γαλλιστί acide nitreux και από του 1787 κατά την νέαν ονοματο
λογίαν acide nitrique. Εν τους αρχαίοις Ελληνικούς χειρογράφοις
καλείται οξύνιτρ ο ν, ένεκα της παρασκευής αυτού εκ του νίτρου
αλλά προτιμητέος ο όρος αζωτικδν οξύ, ώς εκφράζων την σύστα
σιν του οξέος τούτου,
Η πρώτη ορθοτέρα θεωρητική ιδέα περί της συστάσεως
του αζωτικού οξέος ευρίσκεται παρά τώ Μayow. Εν τώ εγχειρι
δίφ αυτού de salo nitro et spiritus aéro (1669) διδάσκει, ότι το
όξύ τούτο εμπεριέχει δύω συστατικά, το μεν προερχόμενον εκ της
γης, το δε εκ του αέρος, όπερ είναι μεν πυρώδους φύσεως, αλλ'
ήνωμένον όν μεθ' άλάτων, δεν φλέγεται.
Εν έτει 1776 ό Λαβοαζιε απέδειξεν ότι το έν συστατικόν
του αζωτικού οξέος είναι το οξυγόνον διέλυσε δε το οξύ τούτο ώς
έξης πυρακτώσας ύδράργυρον εν περιωρισμένω χώρω πλήρει
αζωτικού οξέος, παρετήρησεν ότι υπελείφθη εν τώ αγγείω αέριόν
τι, το οποίον ωνόμασε τότε νιτρογόνον (ήν δε άζωτον) διαλύσας
έπειτα το σχηματισθεν οξείδιον του υδραργύρου δι' ισχυράς
πυρακτώσεως, εύρεν υδράργυρον και οξυγόνον, όπερ καταφανώς
ο υδράργυρος είχε παραλάβει εκ του αζωτικού οξέος. Κατά την
εργασίαν λοιπόν ταύτην το αζωτικόν οξύ εχωρίσθη εις οξυγόνον
και αέριόντι, ούτινος την φύσιν ο Λαβοαζιε δεν ήδύνατο να ορίση.
Βραδύτερον επεχείρησε δευτέραν ανάλυσιν του αζωτικού οξέος,
ής τα εξαγόμενα εδημοσίευσεν εν έτει 1786 (Μémoires de Μathe
matique et de Ρhysique). θερμάνας νίτρον μετ' ανθράκων, και
απομονώσας εκ του σχηματισθέντος ανθρακικού οξέος το οξυγό
νον, ώρισε το ποσόν αυτού αφαιρέσας δ' εκ του υπολειφθέντος
αερίου δι' απορροφήσεως τον άνθρακα, εύρεν υπολειφθέν το άζω
τον. Τοιουτοτρόπως ώρισεν, ότι το άζωτικόν οξύ είναι σύνθετον
εξ20,5 αζώτου και 79,5 οξυγόνου κατά το βάρος.
Καθ' όσον δ' αφορά την γνώσιν του αζώτου αυτού, ο Ελμόν
τος πρώτος έφείλκυσε την προσοχήν των χημικών επί του αερίου
του αναπτυσσομένου δι' επιρροής του αζωτικού οξέος επί μετάλ
λων αλλ' εξέλαβεν αυτό ώς ανθρακικόν οξύ και «υνόμασε spiritus
silvestris, ώς το ανθρακικόν οξύ τότε υπό τινων ών ομάζετο. Ο
Μayow διαλύσας σίδηρον εν αζωτικφ οξεί, εξήγαγεν ώσαύτως
άζωτον αλλ' ουδε ουτος διέκρινεν αυτό ώς ιδιαίτερόν τι σώμα. Ο
Βούλε παρετήρησεν, ότι το εκ διαλύσεως σιδήρου ή αργύρου εν
αζωτικφ οξεί αναπτυσσόμενον αέριον σχηματίζει εν τώ ατ. αέρι
ερυθρούς ατμούς. 0 Χάλες εκτός του φαινομένου τούτου αναφέ
158

ρει εν τώ συγγράμματι αυτού η vegetable staticks 1729" ότι το εκ


διαλύσεως όινισμάτων χάλυβος ή ψευδαργύρου εν αζωτικό οξεί
αναπτυσσόμενον αέριον είναι ακατάλληλον προς διατήρησιν της
καύσεως. Αλλ' ουδείς προσέσχεν επί του αντικειμένου τούτου,
έως ου ο Πριστλέυ εξήγαγεν εν έτει 1772 το άζωτον δι' επενερ
γείας αζωτικού οξέος επι χαλκού, και διέκρινε τούτο ώς ιδιαίτερον
αέριον, μετεχειρίσθη δε προς κατασκευήν του ευδιομέτρου. Ο
Πριστλέύ ωνόμασεν αυτό, ώς έβρέθη, πεφλογισμένον αέρα. Ο δε
Λαβοαζιε εισήγαγε τ' όνομα άζωτο ν.
Εν έτει 1777 o Βrogniart εύρε την εξαγωγήν του αζώτου
δι' επενεργείας αζωτικού οξέος επί οργανικών ουσιών, ιδίως της
σακχάρεως. Ο δε Μέλνερ εξήγαγεν άζωτον και αζωτικόν οξύ εκ
της αμμωνίας, επίχέων αυτήν επί πεπυρακτωμένου πυρολουσίτου.
Περί τών δι' ένώσεως αζώτου μετ' ατ. αέρος αναδιδομένων
ερυθρών ατμών εξεφράσθησαν διάφοροι γνώμαι. 0 Σχέελε έδω
κεν ορθούς τινάς υπαινιγμούς δι' εκφράσεων ιδιαζουσών εν γένει
τη φλογιστική θεωρία. Κατ' αυτόν, οι εκ της ενώσεως οξέος τινός
μετά πεπυρακτωμένου νίτρου αναδιδόμενοι ερυθροί ατμοί προέρ
χονται εκ του σχηματισμού ιδιαιτέρου τινός οξέος, όπερ χαρακτη
ρίζει ώς πεφλογισμένον αζωτικόν οξύ. Προστίθησι δ' ότι το αζω
τικόν οξύ μετ' ολίγου φλογιστού μεταβάλλεται εις ερυθρούς ατμούς,
μετά πλείονος δε εις άχρουν τι αέριον (οξείδιον του αζώτου). Ο
Λαβοαζιε, ερευνών εν έτει 1776 την σύστασιν του αζωτικού οξέος,
εύρεν ότι οι ερυθροί ούτοι ατμοί εισί σύνθεσις οξειδίου αζώτου και
οξέος, αποτελούσα μέσον τινά βαθμόν μεταξύ οξειδίου του αζώτου
και αζωτικού οξέος. Εν έτει 1816 εγνώσθη και η διαφορά μεταξύ
του αζωτώδους και υπαζωτικού οξέος.
0 Πριστλέύ ανεκάλυψεν εν έτει 1722 το οξειδύλλιον του
αζώτου δι' επενεργείας οξειδίου αζώτου επί βεβρεγμένων βινισμά.
των σιδήρου.
Περί αμμωνίας, ήτοι της υδρογονικής συνθέσεως του αζώ
του, θέλομεν αναφέρει εν τοις περί αλκαλικών μετάλλων.

"Υδωρ, Υδρογόνον (Υ.)

Το ύδωρ εθεωρείτο έως πρό 60 περίπου ετών ώς στοιχείον,


ήτοι άπλούν σώμα. 0 θαλής (600 π. Χ.) παρεδέχετο ότι το ύδωρ
είναι το μόνον στοιχείον, εξ ου παράγονται πάντα τα λοιπά σώματα
ανόργανά τε και οργανικά. 0 Διόδωρος αναφέρει (30 περίπου
π. Χ.), ότι ο ορεινός κρύσταλλος σχηματίζεται εκ του ύδατος ουχί
ν

διά ψύξεως, αλλά δι' επενεργείας ουρανίου πυρός. Κατά τον Πλί,
159

νιον, ο κρύσταλλος σχηματίζεται εκ του ύδατος διά διαρκούς ψύ


ξεως ή αυτή ιδέα ευρίσκεται και παρά τώ Ισιδώρω κατά τον 7
αιώνα μ. Χ. 0 Αγρικόλας τον 16 αιώνα κατεπολέμησε πρώτος
την ιδέαν ταύτην διά της ενστάσεως ότι, εάν ο κρύσταλλος έσχη
ματίζετο διά ψύξεως εκ του ύδατος, έπρεπε να ή ελαφρότερος του
ύδατος, ώς ο πάγος απέρριψε δ' εν γένει την ιδέαν, ότι εκκαθα.
ρού ύδατος δύναται να σχηματισθή πετρώδης ουσία άνευ τινός
προσθήκης. Έκτοτε η ιδέα, ότι το ύδωρ συμπυκνούμενον διά της
ψύξεως μεταβάλλεται εις πετρώδη ή γεώδη σώματα, απαντάται
σπανιώτερον.
Κατά τον 17 αιώνα πολλοι αλχημισται επίστευον ότι υπάρ
χει μυστική τις χημική μέθοδος προς μεταβολήν του ύδατος εις
λίθον οι πλείστοι δ' ενόμιζον, ότι τούτο δύναται να επιτευχθή δι'
επανειλημμένης αποστάξεως, ένεκα της γεώδους υποστάθμης,
ήτις μένει πολλάκις μετά την απόσταξιν. 0 Λαβραζιε πρός
δοκιμήν εθέρμανεν αδιαλείπτως επί 4 περίπου μήνας ύδωρ εν
κεκλεισμένω αγγείω, ώστε το εξατμιζόμενον ύδωρ, συμπυκνού
μενον, κατέπιπτε πάλιν ώς ύδωρ, και τοιουτοτρόπως ή από
σταξις επανελαμβάνετο αφ' εαυτής αδιαλείπτως. Μετά την πε
ραίωσιν του πειράματος, το όλον αγγείον είχε το αρχικόν βάρος,
εν τώ ύδατι ευρέθη υποστάθμη 20,4 γραμμαρίων γης, ή δε ύελος
του αγγείου ήν κατά 17.4 γραμ. ελαφροτέρα όθεν ο Λαβραζιε
συνεπέρανευ ότι ή υποστάθμη εκείνη προήλθεν εκ φθοράς της
υέλου. Ο Αχάρδος, μεταχειρισθείς αργυρούν σκεύος, εύρεν ώσαύ
τως υποστάθμην. Αλλ' ουχ ήττον ή ιδέα, ότι το ύδωρ δύναται να
μεταβληθή εις γην, εγκατελείφθη, και η ευρισκομένη υποστάθμη
εθεωρείτο ώς προερχομένη εξ υλών όπωσδήποτε διαλελυμένων
εν τώ ύδατι.
"0 Δέιμαν και ο Ρaets van Τroostwyk ανέλυσαν το ύδωρ διά
προστριβής ηλεκτρισμού το 1789. ‘0 δε Νίκολσων και ο Καρλίσλε
διά του γαλβανικού ηλεκτρισμού εν έτει 1800.
Η γνώσις της συστάσεως του ύδατος εχρησίμευσε προς
διάγνωσιν της παρουσίας του υδρογόνου και εν άλλοις σώμασι.
Χημικοί τινες είχον παρατηρήσει πολύ πρότερον, ότι κατά την
καύσιν οργανικών ουσιών σχηματίζεται ύδωρ, αλλά δεν εξήγησαν
το φαινόμενον τούτο, 0 Γεοφρόυ παρετήρησεν εν έτει 1718 τον
σχηματισμόν ύδατος κατά την καύσιν του οινοπνεύματος. 0 Λαβοα
ζιε απέδειξεν (1783) ότι το οινόπνευμα εμπεριέχει υδρογόνον
διότι καιομένου τούτου, σχηματίζεται ύδωρ, όπερ δεν είναι δυνα
τον να εμπεριέχηται εν αυτώ διότι το παραγόμενον ύδωρ είναι
πλείον ή όσον το καεν οινόπνευμα εζύγιζεν.
160

Ωσαύτως παρετηρήθη, ότι καιομένου του υδρογόνου, παρου


σιάζεται ύδωρ. "0θεν ο Πριστλέύ διισχυρίζετο ότι το ύδωρ είναι
συστατικόν του υδρογόνου και του οξυγόνου εμπεριεχόμενον εσχη
ματισμένον εν αυτοίς, κατά την καύσιν έπομένως των αερίων τού
των δεν σχηματίζεται, αλλ' αποχωρίζεται απ' αυτών. 0 Σχέελε
εφρόνει ώσαύτως (1785) ότι το ύδωρ είναι συστατικόν του οξυ
γόνου, ήτοι εθεώρει τ' οξυγόνον συγκείμενον εκ θερμογόνου και
φλογιστού. Αλλ' αι γνώμαι αύται απεδείχθησαν βραδύτερον
εσφαλμέναι.
Τινές διισχυρίσθησαν τέλος ότι το ύδωρ είναι πολυσύνθε
τον καθότι κατά τα πειράματα αυτών εύρισκον διαφόρους ουσίας,
αλλ' απεδείχθη ότι αι ουσία αυται προήρχοντο εκ ξένων αιτιών,

ήτοι απεχωρίζοντο ώς επί το πλείστον από των αγγείων ή άλλων


σωμάτων, άτινα κατά τα πειράματά των μετεχειρίζοντο.

Αν θραξ (Αν.)
Την ανθρακικήν ουσίαν, ήτις απαντάται ώς αδάμας, γραφί
της ή άμορφος άνθραξ, εθεώρησεν ο Λαβοαζιε πρώτος ώς
στοιχείον.
Οι πρώτοι υπαινιγμοί περί ανθρακικού οξέος ευρισκονται
παρά τώ Λιβαβίω, ώς ουσίας απαντωμένης εν τοις οξέσι μεταλλι
κοίς ύδασιν εν τώ συγγράμματι αυτού η de judicio aquarum mine
ralium 1595" αποδίδει την οξείαν γεύσιν των υδάτων τούτων εις
οξύ τι σχηματιζόμενον διά της σήψεως, όπερ ονομάζει "πνεύμα"
(spiritus). Μεταξύ των αερίων, τα οποία ο Ελμόντος ωνόμαζε
spiritus sylvestris ή gas sylvestre, εννοεί συνηθέστερον το ανθρα
κικόν οξύ, όπερ μάλλον εσπούδασεν εφρόνε δ' ότι το αέριον
τούτο αναπτύσσεται εκ τιτανούχων ουσιών και αλκαλέων τη επε
νεργεία οξέος αναπτύσσεται κατά την ζύμωσιν, και διά τούτο
απαντάται εν ταις οιναποθήκας τοιούτον δ' είναι και το εν τω
σπηλαίφ του κυνος αναδιδόμενον πνιγηρόν αέριον.
"0"0φμαν εσπούδασεν έτι μάλλον τας ιδιότητας του εκ των
μεταλλικών υδάτων αναπτυσσομένου ανθρακικού οξέος αναδίδεται
τούτο, λέγει, εν είδει πομφολύγων, και ενίοτε τοσούτον αφθόνως,
ώστε τα τοιαύτα ύδατα εμπεριέχοντα αγγεία διαρρήγνυνται. 0 Λάλες
συνήγαγε κατά τά διάφορα αυτού πειράματα ανθρακικόν οξύ, αλλ'
εξέλαβε τούτο ώς κοινόν αέρα. Παρετήρησεν ότι τα μεταλλικά
ύδατα εμπεριέχουσι περισσότερον αέρα ή το κοινόν ύδωρ, και εις
τούτο αποδίδει την οξείαν των υδάτων τούτων γεύσιν. 0 Βένελ
(καθηγητής εν Μοντπελλιε) απεπειράθη να παρασκευάση τεχνη
τον μεταλλικόν ύδωρ διά κορέσεως κοινού ύδατος μετ' ατ. αέρος
161
προς τούτο πληρώσας αγγείoν ύδατος, ενέρριψεν ίσα μέρη σόδας
και χλωρικού οξέος, ώς σώματα εμπεριέχοντα κατ' αυτόν πολύν
ατ. αέρα, και έκλεισεν έρμητικώς το αγγείον. Την ιδέαν του Βένελ
κατεπολέμησαν πολλοί τινές μεν διίσχυρίζοντο ότι η γεύσις τών
μεταλλικών υδάτων δεν προέρχεται εκ του εν αυτοίς αέρος, άλλοι
δ' ότι ήγεύσις προέρχεται μεν εκ του εν αυτοίς αέρος, αλλ' ο αήρ
ουτος είναι διάφορος του ατ. αέρος. 0 Demachy π.χ. παρατηρεί
(1751) ότι είναι παράδοξον να εκλαμβάνη τις ώς αιτίαν γεύσεως
σώμα, ουδεμίαν γεύσιν έχον.
Ο Βλάκ απέδειξεν, ότι το περί ου ο λόγος αέριον διαφέρει
του κοινού αέρος ώς προς τας ιδιότητας και μάλιστα ώς ακατάλ
ληλον προς αναπνοήν και διατήρησιν της καύσεως ότι δε το αυτό
αέριον, όπερ αναπτύσσεται εξ οξυανθρακικών αλκαλέων τή επε
νεργεία οξέων, σχηματίζεται και κατά την ζύμωσιν, την ανάφλεξιν
των ανθράκων και διά της αναπνοής. Ως κυριώτερον χαρακτηρι
στικόν του ανθρακικού οξέος εθεώρει ό Βλάκ την ιδιότητα του
συντίθεσθαι μετ' αλκαλέων και της τιτάνου. Εγίνωσκεν ότι καταρ
βίπτει την τιτανον εκ τιτανούχου διαλύσεως. "Ενεκα δε της ιδιό
τητος ταύτης του συντίθεσθαι μετά των αλκαλέων ονομάζει ο Βλάκ
το αέριον τούτο ήν ωμένον ή σταθερό ν αέρα (fixe Luft). Προ
στίθησι τέλος ότι έχει την ιδιότητα να ουδετερώνη μέχρι τινός
αλκάλεα, ήτοι έχει ιδιότητας οξέος. Ο Καβένδισχος απέδειξεν εν
έτει 1767 ότι το ανθρακικόν οξύ καταρρίπτει μεν την τίτανoν και
την μαγνησίαν εκ της διαλύσεως, εν ή εμπεριέχονται, αλλά μεγα,
λειτέρα ποσότης αυτού διαλύει πάλιν την σχηματισθείσαν υπο
στάθμην 0 Βέργμαν ωνόμασε (1774) το ανθρακικόν οξύ acidum
aëreum, ήτοι αέριον οξύ. "0 Λαβοαζιε τέλος απέδειξεν ότι το
αέριον τούτο συνίσταται εξ οξυγόνου και άνθρακος, ήτοι 28 έκα
τοστών περίπου άνθρακος και 72 οξυγόνου. (Οpuscules Physique
et Chimiques 1774).
Το ανθρακικόν οξύ ήν πρότερον γνωστόν εν αερίφ μόνον κα
ταστάσει. 0 Φαραδάυ επέτυχεν εν έτει 1823 νά υγροποιήση αυτό.
Η πρώτη περί γραφίτου πληροφορία ευρίσκεται παρά τώ
Κονράδφ Γέσνερ (1665), όστις εικονίζει και περιγράφει έντινι
συγγράμματι μολυβδοκόνδυλον. Το ορυκτόν τούτο εξελαμβάνετο
ώς μόλυβδος, έως ου εν έτει 1779 απεδείχθη ότι είναι άνθραξ.
Ο Λασσών πρώτος συνήγαγεν εν έτει 1776 οξείδιον άνθρα
κος, πυρακτώσας οξείδιον ψευδαργύρου μετ' ανθράκων αλλ' εξέ
λαβεν αυτό ώς υδρογόνον. Αναφέρει ότι το αέριον τούτο ήνεύ
φλεκτον, και ανέδιδε κυανήν φλόγα. 0 Πριστλέύ παρετήρησε το
1783 ότι το αυτό εύφλεκτον αέριον αναπτύσσεται διά πυρακτώ
11
162

σεως σκωρίας σιδήρου μετά ξυλανθράκων. Ο Λαβοαζιε και ο


Μεσνιε έν τινι εκθέσει αυτών περί της διαλύσεως του ύδατος
(1784) αναφέρουσιν ότι το ύδωρ, χεόμενον επί πεπυρακτωμένων
ανθράκων, διαλύεται, του μεν οξυγόνου ένουμένου μετά του άνθρα
κος εις ανθρακικόν οξύ, του δε υδρογόνου ελευθερουμένου. Το
κατά την ενέργειαν ταύτην άρα αναπτυσσόμενον εύφλεκτον αέριον
εξελάμβανον ώς καθαρόν υδρογόνον. Ο Γιάμες Βουτχούσε (γεν
νηθείς το 1770 και αποθανών το 1809 εν Φιλαδελφία), απέδειξεν
ότι το εύφλεκτον αέριον, το εκ σκωρίας σιδήρου και άνθράκων
αναδιδόμενον, εμπεριέχει άνθρακα αλλ' εφρόνει ότι εμπεριέχει και
υδρογόνον. Ταυτοχρόνως ενησχολείτο εν Αγγλία ο Κρουικσάγκ επί
του αυτού αντικειμένου και εβεβαιώθη εκ του ειδικού βάρους του
ευφλέκτου αερίου ότι αδύνατον να ή σύνθετον εξάνθρακος και
υδρογόνου. - Τέλος εγνώσθη ότι το εύφλεκτον τούτο αέριον
είναι οξείδιον άνθρακος, ήτοι σύνθεσίς τις άνθρακος μετ' ολιγωτέ
ρου οξυγόνου ή το ανθρακικόν οξύ.
Ο Πλίνιος ποιεί λόγον περί διαφόρων αναθυμιάσεων πολ
λαχού της γης αναδιδομένων. Ο Β. Βαλεντίνος αναφέρει περί των
εν τοις ανθρακορυχείοις φλογερών φαινομένων και των πνιγηρών
ατμίδων, αίτινες προηγούνται των φαινομένων τούτων εφρόνει δε
ότι το πυρ προέρχεται εκ του βράχου. 0 Βόλτας εξήτασε το 1776
το εκ τών τελμάτων αναδιδόμενον εύφλεκτον αέριον. Ο δε Βερ
θολέτ εν έτει 1785 ευρεν ότι το αέριον τούτο εμπεριέχει άνθρακα
και υδρογόνον. Ο Βήχηρος τέλος παρετήρησεν ότι εκ μίγματος
οινοπνεύματος και θειικού οξέος αναπτύσσεται. ώσαύτως εύφλεκ
τόν τι αέριον. Αι λοιπα συνθέσεις του άνθρακος εγνώσθησαν
κατά τα τελευταία έτη.

Θείον. (Θ.)
Το θείον είναι γνωστόν από των αρχαιοτάτων χρόνων. Ο
"Ομηρος αναφέρει περί αυτού, ώς θυμιάματος κατά τας θρησκευ
τικάς τελετάς.
"Ο Γηβήρος περιγράφει πρώτος την κατασκευήν του ιζήματος
του θείου εν τω συγγράμματα αυτού de inventione veritatis. Περί
δε των ανθέων του θείου ή αρχαιοτέρα πληροφορία ευρίσκεται
παρά τώ Β. Βαλεντίνω κατά τον 15. αιώνα. Ότι το κοινόν θείον
απαντάται πολλάκις ήνωμένον μετ' αρσενικού ανεκάλυψεν ό Βε
τρούγγος εν έτει 1793. 0 Γυρτάνερ εξέφρασε το 1800 την
* Υ , σ' ν

ιδέαν, ότι το θείον συνίσταται εκ θείου και οξυγόνου. Η ιδέα


σy 2,

αύτη έλαβε περισσοτέραν σημασίαν, ότε και ο Δέυύ (1809) εθεώ


ρησε το θείον ώς σύνθετον σώμα. Αλλά μετά τάς περί τούτου
163

εκθέσεις του Γέυ-Λουσάκ και του θενάρδου ή χημική απλότης του


θείου δεν διαφιλονεικείται πλέον.
Περί του θειικού οξέος οι πρώτοι υπαινιγμοί ευρίσκον
ται παρά τω Γηβήρω, όστις αναφέρει περί του πνεύματος, όπερ
αναδίδεται εκ πεπυρακτωμένης στυπτηρίας και έχει διαλυτικήν
ενέργειαν. Αλλά την κατασκευήν του θεϊκού οξέος περιγράφει
πρώτος ο Β. Βαλεντίνος κατά τον 15 αιώνα. Κατεσκευάζετο δε
τότε εκ του πρασίνου ή του κυανού χαλκάνθου (οξυθειικού οξει
δυλλίου σιδήρου ή οξυθειικού οξειδίου χαλκού). Περί τα μέσα
του 18 αιώνος υπήρχον εν Αγγλία εργοστάσια, εν οις κατεσκευά
ζετο θειικόν οξύ διά καύσεως θείου και νίτρου. Η ανακάλυψις
της μεθόδου ταύτης αποδίδεται εις τον Κορνήλιον Δρεβέλ, τον
εφευρετήν του θερμομέτρου.
Περί τα τέλη του 17 αιώνος ό Γουλιέλμος Γούλδεν 0ξ
φόρδη εξετέλεσε διάφορα πειράματα προς σπουδήν της ιδιότητος
του θεϊκού οξέος του απορροφάν υδατώδεις ατμούς εκ του αέρος,
και ώρισε κατά πόσον τούτο, εκτιθέμενον εις την επιρροήν του ατ.
αέρος, γίνεται βαρύτερον,
Οι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας εθεώρουν το θειικόν οξύ
ώς άπλουν σώμα, και ώς το αρχικόν οξύ, όπερ, μιγνύμενον μετ'
άλλων ουσιών, αλλoιούται και σχηματίζει τα λοιπά οξέα. Η θεω
ρία αύτη του Στάλ τοσούτον αναμφισβητήτως επιστεύετο, ώστε
ότε ο Βούλε εν έτει 1661 παρέστησεν ώς πιθανόν ότι το θείον
είναι συστατικόν του θειικού οξέος, και ο Μακουέρ διισχυρίσθη
μάλιστα τούτο, ουδείς εις ταύτα προσέσχεν. Ανακαλυφθέντος του
οξυγόνου, ο Λαβοαζιε ευρε την αληθή σύστασιν του θειικού οξέος
εκ θείου και οξυγόνου. Περί της σχέσεως των δύω τούτων συστα
τικών προς άλληλα υπήρχεν έτι αμφιβολία αλλά διά των πειραμά
των του Βερθολέτ, θενάρδου, Τρομσδώρφ και άλλων ή σχέσις
του θείου προς το οξυγόνον ώρίσθη εις 40:60. Η φύσις του
υγρού θειικού οξέος εγνώσθη βραδύτερον,
Τ"ό θειώδες οξύ κατεσκευάσθη προ του θειικού οξέος,
αλλ' ή φύσις αυτού εγνώσθη πολύ βραδύτερον. Την λευκαντικήν
του οξέος τούτου ενέργειαν επί φυτικών χρωμάτων παρετήρησεν
ο Παρακέλσος, διότι αναφέρει ότι ο καπνός του θείου έχει την
ιδιότητα να λευκαίνη ερυθρά αντικείμενα. 0 Ελμόντος εγίνωσκεν
ότι οι ατμοί του καιομένου θείου σβύνουσι την φλόγα, και ένεκα
της ιδιότητος ταύτης ωνόμασεν αυτό spiritus sylvestris, αλλά το
πνεύμα τούτο εξελάμβανεν ώς θειικόν οξύ. Ο Στάλ πρώτος ποιεί
διάκρισιν μεταξύ θειικού και θειώδους οξέος, θεωρών το δεύτερον,
ήτοι το πτητικόν, ώς λέγει, θειικόν όξύ ώς μέσον τι μεταξύ θειικού
11 και
164

οξέος και θείου, διότι είναι θειικόν οξύ μετ' ολίγου φλογιστού, ενώ
το θείον εμπεριέχει αφθονώτερον το φλογιστόν διά τούτο οι οπα
δοί της θεωρίας του Στάλ ονομάζουσι το θειώδες οξύ ,πεφλο
γισμένον θειικόν οξύ". Ο Πριστλέύ συνήγαγε (1775) το θειώδες
οξύ εναερίω καταστάσει και ωνόμασε Vitriolique acide air. Κατά
την αντιφλογιστικήν τέλος θεωρίαν, το θειώδες οξύ είναι όντως
μέσος βαθμός οξειδώσεως μεταξύ θείου και θειικού οξέος, ώς
εμπεριέχον ολιγώτερον οξυγόνον ή το θειικόν οξύ.
Εν έτει 1799 ανεκάλυψεν ό Σοσιε το υποξυ θειώδες
νάτρον (Να 0, Θ, 0,) παρατηρήσας τον σχηματισμόν αυτού κατά
την διά πυρακτώσεως όξυθειικού νάτρου μετ' ανθράκων παρα
σκευήν της σόδας. 0 Σοσιε ευρε προσέτι ότι το άλας τούτο δυνα
τόν να κατασκευασθή και εκ του οξυθειώδους νάτρου μετά θειού
χου υδρογόνου, και διά τούτο εξέλαβεν ώς θειούχον υδροξυθειί
κόν νάτρον
‘0 Βοκελίνος εχαρακτήριζε τα υποξυθειώδη άλατα ώς sul
fites sulfurés, ήτοι υπερθειούχα οξυθειώδη άλατα. 0 Γέύ-Λουσάκ
εφρόνε (1813) ότι εμπεριέχουσι κατώτερον τινά βαθμόν οξειδώ
σεως του θείου ή το θειώδες οξύ, όν ωνόμασε acide persulfureux,
βραδύτερον δε acide hyposulfureux.
Το υπο θειικόν οξύ (θ, 0,) ανεκαλύφθη εν έτει 1819
υπό του Βέλτερ δοκιμάζων ούτος τον πυρολουσίτην διά του θει
ώδους οξέος (θ02), παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη άλας, ούτινος
το οξύ δεν καθιζάνει την βαρύτιδα έκ τινος διαλύσεως αυτής.
Συνεργασθείς δε ό Γέύ-Λουσάκ, εύρε το υποθειικόν οξύ ώς νέον
βαθμόν οξειδώσεως του θείου. -

Σχετικώς προς το θειούχο ν υδρογόνον ο Βούλε ήδη


αναφέρει, ότι το εκ θειούχου ύδατος αναπτυσσόμενον αέριον μελα
νοποιεί τον άργυρον. Ο δε Μάυερ εν Οσναβρύκη ανεκάλυψεν ότι
το αέριον, όπερ αναπτύσσεται κατά την διάλυσιν του ήπατικού
κάλεος (θειωμένου κάλεος) δι' οξέος είναι εύφλεκτον το αέριον
δε τούτο ωνομάσθη ήπατικόν αέριον. 0 Βέργμαν απέδειξε την
ταυτότητα του εκ του θειικού ήπατος και του εκ των θειούχων
υδάτων αναπτυσσομένου αερίου και παρετήρησεν ότι τούτο ερυ
θροποιεί τον δοκιμαστήριον χάρτην. Οι πλείστοι των οπαδών της
φλογιστικής θεωρίας εθεώρησαν το αέριον τούτο ώς σύνθεσίν τινα
θείου μεθ υδρογόνου και θερμογόνου. Ο Γεγγέμβρε ανέγνω τη
Παρισινή ακαδημία εν έτει 1785 έκθεσιν περί του κατά την διάλυ
σιν θειικού ήπατος δι' οξέος αναπτυσσομένου αερίου κατ' αυτόν
το ύδωρ διαλύεται εις τα συστατικά αυτού και μέρος μεν του θείου
ένoύται μετ' αυτών εις ήπατικόν αέριον, μέρος δε εις θειικόν οξύ.
165

"Εκτοτε το αέριον, όπερ ο Σχέελε ωνόμαζεν όζον θειούχον


αέριον, άλλοι δε ήπατικόν αέριον, ωνομάσθη hydrogene sulfuré.
Ακριβέστερον τέλος έσπούδασεν αυτό ο Βερθολέτ το 1796, όστις
απέδειξεν ότι είναι οξυ άνευ οξυγόνου, και ώρισε τάς ιδιότητας
και τάς συνθέσεις αυτού.
Την μάλλον θειούχον μεθ' υδρογόνου σύνθεσιν παρετήρησε
πρώτος ο Σχέελε εν τη πραγματεία αυτού και περί αέρος και πυρός
1777" αναφέρει ότι, εάν εν αλκαλική διαλύσει θείου χύση τις πολύ
όξύ, σχηματίζεται αραιόν τι έλαιον, όπερ υπό την επιρροήν του ατ.
αέρος πήγνυται, ενίοτε δε και στερεοποιείται. 0 Σχέελε εφρόνει
ότι το έλαιον τούτο είναι της αυτής φύσεως, ώς το όζον θειούχον
αέριον (θειούχον υδρογόνον), αλλ' εμπεριέχει ολιγώτερον θερμο
γόνον και φλογιστόν και διά τούτο δεν είναι αέριον. Ο Βερθολέτ
ώνόμασε (1796) το έλαιον τούτο θείον υδρογονούχον (sulf hydro.
géné), εν αντιθέσει του θειούχου υδρογόνου (hydrogon sulfuré).
"Αλλοι χημικοί βραδύτερον ήρεύνησαν ακριβέστερον την φύσιν
της συνθέσεως ταύτης του θείου.
"0 Σχέελε εγίνωσκεν ότι διά πυρακτώσεως θείου μετ' αν
θράκων αναπτύσσεται ώσαύτως όζον τι αέριον, μη απορροφώμε
νον υπό του ύδατος αλλ' εξελάμβανε και τούτο ώς θειούχον υδρο
γόνον. Εν ύγρά καταστάσει συνήγαγε τον θειούχον άνθρακα εν
έτει 1796 ο Γερμανός Λαμπάδιος (αποθανών το 1844) τυχαίως
ενφ απέσταζε μαγνητικόν πυρίτην μετ' ανθράκων. Ο Κλεμέντ και
ό Δεσoρμε, σπουδάσαντες την ενέργειαν του θείου επί πεπυρα
κτωμένων ανθράκων, συνήγαγον (1802) τον θειούχον άνθρακα
(Αν, 0,), καθ' όν τρόπον και σήμερον ουτος παρασκευάζεται, και
εβεβαιώθησαν ότι είνα ιδία τις σύνθεσις θείου και άνθρακος. Αλλ'
ουχ ήττον επί δεκαετίαν διεφιλονεικείτο έτι ή σύνθεσις του υγρού
τούτου οι πλείστοι επέμενον εις την παρουσίαν υδρογόνου. Ο
Βοκελίνος επεβεβαίωσε τέλος την σύνθεσιν αυτού εξάνθρακος και
θείου και ώρισε τον μεν άνθρακα εις 14-15, το δε θείον εις
86-85 έκατοστά. Κατά τάς νεωτέρας ερεύνας ο θειούχος άνθραξ
συνίσταται εκ 15,8 άνθρακος και 84,2 θείου.
Το θειούχον αντιμόνιον, το θειούχον αρσενικόν, το κιννά
βαρι κτλ. ήσαν έκπαλαι γνωστά, αλλ' ήγνοείτο, ώς εικός, ή φύσις
αυτών. Εκ πολλών πληροφοριών φαίνεται ότι οι Έλληνες, και
μάλιστα οι Αλεξανδρινοι αλχημισται, προσεπάθουν κατά τον 5 αιώ
να νά ένώσωσι θείον μετά μετάλλων. Ο Γηβήρος εγίνωσκεν ώς
συνθέσεις θείου τον θειούχον χαλκόν και το κιννάβαρι. Ο Αλβέρ
τος Βολλστετεν τώ συγγράματι ,de rebus metallicis" αναφέρει
ότι το θείον ένoύται μεθ' όλων των μετάλλων εκτός του χρυσού,
166
και εξηγεί τούτο υποθέτων όμοια συστατικά εν τώ θείω και τους
ν ζ Α". « Υ ** ν ν

μετάλλοις. Ο Βερζέλιος επέστησεν εν έτει 1811 την προσοχην


των χημικών επί της αναλογίας μεταξύ των δυνατών βαθμών της
» - " ν - " - " • "ν »

οξειδώσεως και της θειώσεως των μετάλλων ανεκάλυψεν ότι αι


θειούχοι συνθέσεις ένούνται προς αλλήλας κατά τον αυτόν νόμον,
καθ' όν αι συνθέσεις του οξυγόνου
γ ένούνται εις άλατα. Τα φλο
γερά φαινόμενα κατά την ένωσιν του θείου μετά των μετάλλων
φαίνεται ότι παρετήρησε πρώτος ο Ελμόντος διότι αναφέρει ότι,
ν " . " Α w ν" - "

θερμαίνων ποτε μόλυβδον μετά θείου και υδραργύρου, παρετή


ρησε πυρ εν τω μίγματι Ο Στάλ θερμαίνων εν υελίνω κέρατε
μόλυβδον, σίδηρον και θείον, παρετήρησεν ώσαύτως ερυθρόν
φώς εν αυτφ. Ο Σχέελε εξήγει το φαινόμενον τούτο, φρονών ότι
αποχωρίζεται
Ζ φλογιστόν
Υ από των μετάλλων.

Φω σ φόρος (Φ.)
Τον 18 αιώνα ωνομάζετο φωσφόρος πάν σώμα φέγγον εν
τφ σκότει. Η ιδιότης αύτη παρετηρήθη κατά πρώτον περί τάς
αρχάς του 17 αιώνος επί του Βονωνικού καλουμένου φεγγολίθου.
Εν έτει 1674 ο Σάξων Χρ. Αδόλφος Βαλδουίνος παρετήρησεν,
ότι και ή άνυδρος οξυαζωτική τίτανος έχει την αυτήν ιδιότητα, και
ώνόμασεν αυτήν phosphorum hermeticum οι δε μεταγενέστεροι
Βαλδουίνιον φωσφόρον.
Λέγεται ότι ο Κούγκελ και Αμβούργιός τις έμπορος Βράνδ
ανεκάλυψαν ταυτοχρόνως εν έτει 1674 τον φωσφόρον εν τώ ούρει.
Κατά τινας ο Κράφτ εν Δρέσδη και ο Βουλε παρεσκεύασαν πρό
τερον αυτόν κατ' άλλους εξηγορασαν ουτοι το μυστήριον παρά
του Βράνδαντί 200 ταλλήρων. Βέβαιον είναι ότι ο φωσφόρος
παρεσκευάσθη κατά πρώτον εκ του ούρους δι' εξατμίσεως και
αποστάξεως αυτού μετ' άμμου και ανθράκων. Αλβίνος τις το 1688
βεβαιοι ότι κατεσκεύασε φωσφόρον εξαπηνθρακωμένου σιννά
πεως και καρδάμου. Την παρουσίαν φωσφόρου εν τοις φυτοίς
εβεβαίωσεν ό Μαργράφ το 1743. - Η ανακάλυψις του φωσφόρου
εν τοις οστοίς αποδίδεται υπό τινων μεν τώ Γάν, υπ' άλλων δε
τώ Σχέελε. Ο Γάν απέδειξε την παρουσίαν φωσφορικού οξέος
και εν ορυκτοίς, εύρών αυτό (1780) εν συνθέσει μετ' οξειδίου
μολύβδου. Ο δε Προύστ και ο Κλαπρόθ εύρον αυτό (1788) και
εν τη ασβέστω. -

Ο Κούγκελ ωνόμασε τον φωσφόρον phosphorus mirabilis,


ενιαχου δ' ονομάζει αυτόν Lumen constans. Πολλάκις επικαλείται
ό φωσφόρος από του ονόματος των εφευρετών,
167

Αί πρώτα ιδέα περί της φύσεως του φωσφόρου ήσαν σύμ


φωνοι προς το πνεύμα της φλογιστικής θεωρίας. Ο Στάλ εδίδα
σκεν ότι το φωσφορικόν οξύ είναι σύνθετον εκ φλογιστού και άλυ
κού οξέος, βασιζόμενος επί της παρουσίας πολλού μαγειρικού άλα
τος εν τώ ούρει και επί της όμοιότητος του χρώματος της φλογός,
ήν το μαγειρικόν άλας αναδίδει όιπτόμενον επί πεπυρακτωμένων
ανθράκων, προς την φλόγα του φωσφόρου. Εν έτει 1772 ο Λα
βοαζιε παρετήρησεν, ότι το κατά την καύσιν του φωσφόρου σχη
ματιζόμενον οξύ είναι βαρύτερον ή ό φωσφόρος, και ότι η αύξησις
αύτη του βάρους προέρχεται εκ της απορροφήσεως ατ. αέρος.
0ύτως ανεκάλυψεν ότι το φωσφορικόν οξύ είναι σύνθετον εκ
φωσφόρου και οξυγόνου έκτοτε ο φωσφόρος θεωρείται ώς
άπλούν σώμα, ήτοι στοιχείον.
Το φωσφορώδες οξύ κατεσκεύασε πρώτος ο Δέυυ εν έτει
1812 εκ χλωρούχου φωσφόρου και ύδατος. - Το ύποχλωρώ
δες οξύ ανεκάλυψεν ό Δουλών εν έτει 1816 το δε οξείδιον του
φωσφόρου ο Πελούζ εν έτει 1832.
Το ακάθαρτον τιτανούχον φωσφορικόν οξύ, όπερ παρα
σκευάζεται εκ σπουδoύ οστέων και θειικού οξέος, και αναλυόμε
νον, λαμβάνει υελώδη μορφήν, ήν πιθανώς γνωστόν προ της ανα
καλύψεως του φωσφόρου. Ο Βήχηρος τουλάχιστον εν τώ συγγράμ
ματι αυτού physica subterranea (1669) αναφέρει περί ύελώδους
τινός γής ούτως, ώστε ευλόγως εικάζεται ότι εννοεί το ανθρακού
χον φωσφορικόν οξύ.
‘0 Μαργράφ παρετήρησε (1843) ότι το εν τώ ούρει φωσφο
ρικόν οξύ εμπερίεχεται κυρίως εν τω άλατι, όπερ εναπομένει εξα
τμιζομένου του ούρους. Από του 16-18 αιώνος το εν τώ ούρει
άλας εκαλείτο sal urinae fixum προς διάκρισιν από του πτητικού
άλατος του ούρους (της οξυανθρακικής αμμωνίας). Το μετά την
αποκρυστάλλωσιν του αμμωνιακού άλατος του ούρους σχηματιζό
μενον οξυφωσφορικόν νάτρον παρετήρησε κατά πρώτον ό Ελλότ
(1735) αλλ' εξέλαβεν ώς ειδος γύψου. 0 Προύστ απέδειξε μεν
εν έτει 1785 ότι η ουσία αύτη εμπεριέχει νάτρον, αλλά το μετ'
αυτού ήνωμένον οξύ εθεώρησεν ώς ιδιαιτερόν τι οξύ, όπερ εύρί
σκεται και εν τώ μαργαρικώ άλατι. Το υποθετικόν τούτο οξύ ωνό
μασεν ο Βέργμαν μαργαρικόν οξύ. Ο δε Κλαπρόθ και ό Σχέελε
απέδειξαν, εν έτει 1785 ότι είναι οξύ όξυφωσφορικόν νίτρον.
Το κουφον εύφλεκτον φωσφορούχον υδρογόνον ανεκά
λυψεν ό Γεγγέμβρε το 1783, ενφ εθέρμαινε φωσφόρον μετά
ύπανθρακικού κάλεος. - Το δύσφλεκτον φωσφορούχονύδρογόνον
συνήγαγε κατά πρώτον ό Πελετιέ εν έτει 1790, ενφ εθέρμαινε
168

φωσφορικών οξύ, όπερ είχε παρασκευάσει διά βραδείας καύσεως


του φωσφόρου, το αέριον τούτο εξεπυρσοκρότει μιγνύμενον μετ'
οξυγόνου και οξειδίου αζώτου. Αλλά την αληθή χημικήν φύσιν
του φωσφορούχου υδρογόνου έγνω ό Ρόζε, αποδείξας ότι είναι
σύνθεσις ανάλογος τη αμμωνία, εμπεριέχουσα φωσφόρον αντί του
αζώτου,
Μεταλλικάς συνθέσεις του φωσφόρου απεπειράθη να παρα
σκευάση πρώτος ο Μαργράφ (1740), θερμαίνων τρίμματα μετάλ,
λου μετά φωσφόρου αλλά δεν επέτυχε διά της μεθόδου ταύτης
νά ένώση τον φωσφόρον μετά χαλκού και ψευδαργύρου. Ο Πελε.
τιε επέτυχεν εν έτει 1788 την παρασκευήν φωσφορικών μετάλ
λων, ο δε Τεννάντ πειρώμενος (1791), όπως διαλύση το ανθρακι
κόν οξύ, και ιθύνων προς τον σκοπόν τούτον ατμούς φωσφόρου
επί πεπυρακτωμένης οξυανθρακικής τιτάνου, παρετήρησεν ότι
έσχηματίσθη φωσφορούχος τίτανος.

Σ ε λ ή νιον. (Σε.)
Ο Βερζέλιος ανεκάλυψεν εν έτει 1817 το στοιχείον τούτο εν
τφ πηλφ, όστις υπολείπεται κατά την παρασκευήν του θειικού οξέος
εν Γριψχόλμη ωνόμασε δε τούτο σελήνιον, ένεκα της ομοιότητος
των ιδιοτήτων αυτού πρός τάς του τελλυρίου, (κληθέντος ούτω εκ
του λατινικού tellus = γή).
Ο Μίτζερλιχ ανεκάλυψεν εν έτει 1827 το σεληνικόν οξύ.
Αμφίβολον μένει έτι άν το σελήνιον ήναι πράγματι ίδιον στοιχείον
ή ηλλοιωμένον τι σώμα. Πάσαι αι γνωσται συνθέσεις αυτού, ώς
το σεληνικόν οξύ, σεληνιώδες οξύ κτλ. και το σεληνιούχον υδρογό
νoν εισιν ανάλογοι προς τας συνθέσεις του θείου,

Βόριον. (Βο)
Το όνομα βόραξ απαντάται κατά πρώτον εν τη λατινική
μεταφράσει των συγγραμμάτων του Γηβήρου παράγεται δε η ιθα
νώς εκ της αραβικής λέξεως borak = λευκός. Κατά τον Γηβήρον
ή ουσία αύτη εχρησίμευε προς διευκόλυνσιν της αναλύσεως δια
φόρων ουσιών αλλά δεν δύναται να εξακριβωθή άν εννοή το αυτό
σώμα, όπερ νυν καλείται βόραξ. Η ιστορία του σώματος τούτου
είναι εν γένει λίαν ασαφής. Κατά τας παραδόσεις κατεσκεύαζον
εν Ευρώπη τον βόρακα οι Ενετοί.
Ο Ομβέργος πρώτος περιγράφει το βορικόν οξύ εν εκθέ
σει, περιεχομένη εν τοις πρακτικοίς της Παρισινής Ακαδημίας
του έτους 1702. Αλλά τήν φύσιν του βόρακος ήρεύνησεν επιμελές
1 (;Ω

στερον ο Βάρων, μέλος της Παρισινής Ακαδημίας, αποθανών το


1768, και εδίδαξε την κατασκευήν αυτού,
"Ο Βερζέλιος κατώρθωσε ν' απομονώση το βόριον ώς στοι
χειώδες σώμα εν μορφή υπολεύκου κόνεως εν έτει 1726. Ο δε
Δεβίλ και ο Βέλερ παρεσκεύασαν νεωστί τον βόρακα εν αλλοτροπική
μορφή, ώς αδαμαντοβόριον, γραφιτοβόριον και άμορφον βόριον.
Το αζωτούχον βόριον παρεσκεύασεν ο Βαλμαν εν έτει 1842. Την
σύνθεσιν τέλος του βορίου μετά του φθορίου ευρενό Βερζέλιος.
Σιλίκι ο ν. (Σι.)
Σιλικικόν οξύ (Σι 0,). Έκπαλαι ήσαν γνωστά τα ορυκτά,
εν οις το δέυ τούτο εμπεριέχεται, ώς χρήσιμα προς κατασκευήν
της θέλου. Ο Πλίνιος αναφέρει, ώς συστατικά της ύέλου, άμμον
και σόδαν. Προστίθησι δ' ότι εν Ινδίαις κατεσκευάζετο ύελος και εκ
κρυστάλλου (ορεινού κρυστάλλου, ήτοι σιλικίου). 0 Πόρτας παρε
τήρησεν (1567) ότι ο ορεινός κρύσταλλος αναλύεται μετά τρυγικού
άλατος εις καθαράν ύελον. Την καλουμένην υγράν ύελον περιγρά
φει ο Φούξ εν έτει 1818. Την γλιώδη κατάστασιν, ήν τα σιλικούχα
ορυκτά λαμβάνουσι διά της επιρροής οξέων, παρετήρησε πρώτος
ο Σουηδός Σμάβ (1758). 0 Βέργμαν απέδειξεν, ότι ύδατα πηγών
τινων εμπεριέχουσι σιλικικόν οξύ. Ο δε Βλάκ ευρεν ότι και αι
ήφαίστειαι πηγαι της Ισλανδίας εμπεριέχουσιν αφθόνως το αυτό
οξύ (1794). - Περί της συστάσεως του οξέος τούτου ελέχθησαν
πολλά, έως oύ ό Βερζέλιος απεμόνωσε το σιλίκιον εν έτει 1810
διά πυρακτώσεως σιλικικού οξέος, σιδήρου και ανθράκων και εβε
βαίωσεν (1811) ότι το σιλικικόν οξύ συνίσταται εκ σιλικίου και οξυ
γόνου. Το 1824 επέτυχεν ουτος δι' επενεργείας καλίου επί φθο
ρούχου σιλικίου να απομονώση το σιλίκιον εν είδει φαιάς κόνεως.
Ο δε Βέλερ και ό Δεβίλ απεμόνωσαν αυτό (1586) εν κρυσταλλική
καταστάσει μετά μεταλλικής στιλπνότητος, δι' αναλύσεως αργιλλίου
μεθ' υγράς ύέλου (οξυσιλικικού καλίου) και κρυολίθου.
ΑΛΟΓΟΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Χλ ώριον (Χλ.), Βρώμιον (Βρ.), Ιώ διον (1.), Φθό


ριον (Φθ.)
Το κοινώς μαγειρικόν άλας καλούμενον, χλωρούχον νάτριον
ήν έκπαλαι γνωστόν. Ο Διοσκορίδης ονομάζει το εκ θαλασσίου
ύδατος διά φυσικής εξατμίσεως παραγόμενον άλας αλός άχνην
Μίγμα άλυκού οξέος μετά νιτρικού οξέος εκάλουν οι Αρα
βες αλχημισται βασιλικόν ύδωρ (νιτρώδες οξυαλυκόν οξύ), ώς δια,
λύον τον βασιλέα των μετάλλων, τον χρυσόν. Αλλά περί του καθα,
170

ρού υγρου άλυκού οξέος αναφέρει πρώτος ο Β. Βαλεντίνος κατά


τον 5 αιώνα υπό το όνομα spiritus salis ο δε Λιβάβιος περί τα
τέλη του 16 αιώνος μεταξύ άλλων μεθόδων της εκκαθάρσεως
αυτού καταλέγει και την διά πηλού. Αμφότεροι εγίνωσκον την δια
λυτικήν ενέργειαν του υγρού τούτου. 0 Λιβάβιος μάλιστα κατατάσ
σει τούτο εις τά υπ' αυτού καλούμενα aquas solventes, ήτοι διαλυ
τικά ύδατα. Περί της κατασκευής αυτού ό Γλαβήρος αναφέρει τα
έξης. » Τινές παρεσκεύασαν το άλας διά κεράμου εις σφαιρίδια,
εξήραναν δε και απέσταξαν διά κέρατος εις πνεύμα (spiritus),
άλλοι ανέμιξαν το άλας μετά βώλου ή κόνεως κεράμου ή κεκαυμέ
νης στυπτηρίας και είτα απέσταξαν". Αυτός συνιστά την διά χαλ
κάνθου ή στυπτηρίας εξαγωγήν. Βεβειοί δ' ότι παρεσκεύαζε το
άλυκόν οξύ εκ του άλατος και άνευ των ουσιών τούτων αλλά την
μέθοδον ταύτην ουδαμου περιγράφει. Πιθανώς συνίστατο αύτη
εις απόσταξιν του μαγ. άλατος μετά θειικού οξέος, διότι το ούτω

παρασκευαζόμενον καπνίζον οξύ, εκαλείτο μέχρι τέλους του παρελ


θόντος αιώνος Spiritus salis Glauberiamus. 0 Βοερχάβιος μά
λιστα αναφέρει όητώς. "Ηoc experimentum utilissimum Glau
berianum quodue industriae imprimis debitur unice. Εν τη αντι
φλογιστική ονοματολογία (1787) το άλυκόν οξύ ωνομάσθη acide
muriatique εκ του λατινικού muria = άλμη. 0 Γλαυβήρος ήδη
εδίδασκεν ότι κατά την κατασκευήν του άλυκού οξέος πρέπει να
επιχέη τις ύδωρ, όπως παραγάγη αυτό εν υγρά καταστάσει. Ο
Καβένδισχος εξετάζων το υδρογόνον (1766), και προσπαθών να
διαλύση χαλκόν εν θερμαινομένω ισχυρώ άλυκώ οξεί, παρετήρη
σεν ότι ανεπτύχθη αέριόντι, όπερ απερροφήθη αμέσως υπό του
ύδατος. Ην δε τούτο αέριον άλυχόν οξύ, ούτινος την φύσιν και
τάς ιδιότητας έγνω πρώτος ο Πριστλέυ, και ώνόμασε marin acid
air. (Οbservations different kind of air. 1772).
‘0 Ελμόντος παρετήρησεν ότι εκ του νιτρώδους οξυαλυκού
οξέος αναπτύσσεται αέριόν τι. Την φύσιν του αερίου τούτου, ήτοι
του χλωρίου, έγνω ό Σχέελε πειρώμενος ουτος μετά πυρολου
σίτου και άλυκού οξέος, ήσθάνθη οσμήν όμοίαν τή του νιτρώδους
οξυαλυκού οξέος ζητών δε την αιτίαν, συνήγαγε το αναπτυσσό
μενον αέριον, όπερ ήν κιτρίνου χρώματος, και εύρεν ότι φθείρει
τοσούτον τα φυτικά χρώματα, ώστε ούτε δι' οξέων, ούτε δι' αλκα
λέων ήδύνατο να αναγάγη αυτά εις την προτέραν κατάστασιν,
καθήπτετο δε πάντων των μετάλλων και αυτού του χρυσού, ζώα
απέθνησκον εν αυτώ και η φλόξεσβέννυτο.
Κατ' αρχάς ενoμίζετο ότι το χλώριον είναι μόνιμον αέριον,
μέχρις ου ο Πελλετιέ και ο Κάρστεν εν Χάλλη παρετήρησαν (1786)
171

ότι διά ψύξεως σχηματίζονται εκ του αερίου τούτου κίτρινα κρύ


σταλλα. Μέχρι του 1810 τα κρύσταλλα ταύτα εξελαμβάνοντο ώς
στερεόν χλώριον. Αλλ' ο Δέυυ απέδειξεν ότι τα κρύσταλλα ταύτα
εμπεριέχουσιν ύδωρ, και ότι εκ ξηρού αερίου δεν σχηματίζονται
κρύσταλλα. 0 Φαραδάύ ώρισε την ποσοτικήν σύνθεσιν τών χρυ
στάλλων τούτων (1823), και αναλύσας αυτά διά θερμάνσεως εν
κεκλεισμένω αγγείω, παρεσκεύασε το πεπυκνωμένον χλώριον.
Ο Σχέελε ανεκάλυψε και την λευκαντικήν ιδιότητα του
χλωρίου, ο δε Βερθολέτ υπέδειξε την τεχνητήν εφαρμογήν αυτής.
Εκ των συνθέσεων του χλωρίου μετά βαρέων ματάλλων
αρχαιότερον γνωστή είναι ή μετά του υδραργύρου, ήν ο Γηβήρος
παρεσκεύαζε διά θερμάνσεως του μετάλλου τούτου μετά μαγειρι
κού άλατος. Ο Β. Βαλεντίνος παρεσκεύασε το χλωρούχον αντιμό
νιον δι' αποστάξεως στίμμεως μετά μαγειρικού άλατος και χαολί
νου (Τhon). 0 Λιβάβιος εδοκίμασε την ενέργειαν του χλωρούχου
στίμμεως επί του κασσιτέρου και παρεσκεύασε τον υπερχλωρού
χον κασσίτερον, ο δε Βούλε την ενέργειαν αυτού επί του χαλκού,
και παρεσκεύασε τον χλωριούχο ν χαλκόν. Διά της αυτής μεθό
δου, ήτοι δι' αποστάξεως μετάλλου, ή συνθέσεως τινός αυτού μετά
δειικού οξέος και μαγειρικού άλατος παρεσκεύασεν ο Γλαυβήρος
χλωριούχο ν αρσενικόν και χλωρούχον ψευδάργυρο ν. Ως
υποστάθμην εκ διαλύσεως ευρε το χλωριούχο ν αντιμόνιον ο
Κρόλλ περί τας αρχάς του 17. αιώνος ο δε Γλαυβήρος τον χλω
ρούχον μόλυβδο ν. - Αι συνθέσεις αυται εκλήθησαν διαφό
ρως, και ώς εκ της διαφόρου πυκνότητος αυτών διήρέθησαν εις
μεταλλικά βούτυρα και μεταλλικά έλαια. Η σύστασις όμως
αυτών ήγνοείτο εφ' όσον και ή του άλυκού οξέος. -

Η σύστασις του άλυκού οξέος επί πολύ εζητείτο και διάφο


ροι υποθέσεις εγένοντο. Ο Σχέελε, όστις ανεκάλυψεν, ώς είπομεν,
το χλώριον, εφρόνει ότι το άλυκόν οξύ εμπεριέχει φλογιστόν, και
διά τούτο ωνόμασε το χλώριον κατά το πνεύμα της φλογιστικής
θεωρίας και αποπεφλογισμένον άλυχόν οξύ." Μετ' ου πολύ ό Λαβοα
ζιε, διατεινόμενος ότι πάντα τα οξέα εμπεριέχουσιν οξυγόνον, δεν
κατώρθωσε ν' αποδείξη την παρουσίαν αυτού εν τώ άλυκώ οξεί.
Αλλ' εφρόνει ουχ ήττον ότι το οξύ τούτο συνίσταται εξ οξυγόνου
και αγνώστου τινός σώματος, όπερ ώνόμασε radical muriatique,
Ο Βερθολέτ παρετήρησεν ότι εκ χλωρούχου ύδατος αναπτύσσεται
υπό την επιρροήν του φωτός οξυγόνον, υπολείπεται δ' άλυκόν
οξύ συνεπέρανεν εκ τούτου ότι το χλώριον συνίσταται εξ οξυγό
νου και άλυκού οξέος, τα συστατικά δε ταύτα, ασθενή συγγένειαν
προς άλληλα έχοντα, διαλύονται υπό την επιρροήν του φωτός,
172

εχαρακτήρισε λοιπόν το χλώριον ώς acide muriatique oxygéné.


Ούτω το χλώριον εθεωρείτο έτι ώς σύνθετον σώμα.
Ο Γέύ-Λουσάκ και ό θενάρδος απεφάνθησαν πρώτοι, ότι
πάντα ταφαινόμενα εξηγούνται, εάν το χλώριον εκληφθή ώς άπλούν
σώμα, Ο Δέυύ διά διαφόρων πειραμάτων επείσθη ότι το χλώριον
είναι άπλουν σώμα κατά συνέπειαν εθεώρησε το άλυκόν οξύ ώς
σύνθεσιν χλωρίου και υδρογόνου, τάς δε ανωτέρω μεταλλλικάς
συνθέσεις, τάς έως τότε ώς οξυαλυκά άλατα θεωρουμένας, ώς
συνθέσεις χλωρίου μετά μετάλλων. Την θεωρίαν ταύτην κατε
πολέμησεν ό Βερζέλιος. Αλλ' ότε ο Φαραδάυ ανεκάλυψε το 1821
πολλάς έτι συνθέσεις του χλωρίου μετά του άνθρακος, η ιδέα του
Δέυύ αναντιρρήτως υπερίσχυσε. Την περί χλωρούχων συνθέσεων
χλωρικήν θεωρίαν καλουμένην ανέπτυξεν έτι μάλλον βραδύτε
ρον ό Δουλών και ό Λίβιχ.
"Ο Βερθολέτ εδοκίμασε το 1785 την ενέργειαν του χλωρίου
επι αλκαλικών ουσιών και ανεκάλυψε το οξυχλωρικόν κάλι εξετά.
σας δ’ αυτό, συνεπέρανεν ότι είναι σύνθεσις οξέος τινός (χλωρι.
κού οξέος), όπερ εμπεριέχει πλείον οξυγόνον ή το χλώριον (διότι
ενόμιζεν, ώς είρηται, το χλώριον σύνθετον εξάλυκού οξέος και
οξυγόνου) και ωνόμασεν αυτό διά τούτο acide muriatique suroxy
géné. - Το χλωρικόν οξύ μεμονωμένον εν ύδατι παρεσκεύασε
πρώτος ο Γέύ-Λουσάκ εν έτει 1814.
Ο Σένεβιξ παρετήρησεν ότι δι' επενεργείας θειικού οξέος
επί οξυχλωρικού κάλεος αναπτύσσεται αέριον ζωηροτέρου κιτρί
νου χρώματος ή του του χλωρίου. Ο Δέυύ και ο κόμης Σταδίων
εν Βιέννη ανεκάλυψαν ταυτοχρόνως σχεδόν εν έτει 1815, αλλ'
ανεξαρτήτως απ' αλληλων, ότι το αέριον τούτο είναι βαθμός τις
οξειδώσεως του χλωρίου. Ο Σταδίων εχαρακτήρισε τούτο ώς τρι
πλην όξυγενή χλωρίνην (εκλαμβάνων έτι το χλώριον ώς πρώτην
οξείδωσιν) βραδύτερον ωνομάσθη το αέριον τούτο οξείδιον του
χλωρίου, χλωρώδες οξύ ή υποχλωρικόν οξύ.
"Ως κατώτατος βαθμός οξειδώσεως του χλωρίου ενoμίζετο
επί τινα χρόνον το κίτρινον αέριον, όπερ αναπτύσσεται διά της
επιρροής άλυκού οξέος επί οξυχλωρικού κάλεος. Το αέριον τούτο
παρετήρησαν ό Κρουικσάγκ και ο Σένεβιξ το 1802 αλλ' ο μεν
εξέλαβεν ώς χλώριον, ο δε ώς μίγμα χλωρίου και χλωρικού οξέος.
Ο Δέυυ εθεώρησεν αυτό ώς σύνθεσιν 2 όγκων χλωρίου και 1 όγκου
οξυγόνου, και ώνόμασεν ευχλωρίνη ν, ώς λίαν κίτρινον βραδύτε
ρον αναφέρεται ώσαύτως ώς οξειδύλλιον του χλωρίου ή πρώτον
οξείδιον του χλωρίου. Αλλ ανακαλυφθέντος του υποχλωρικού
οξέος, ο Σουβεράν απέδειξεν εν έτει 1831 ότι ή ευχλωρίνη
173

δεν είναι σύνθεσις, αλλά μίγμα μόνον του οξέος τούτου μετά
χλωρίου.
Ο Σχέελε εφρόνει ότι το θείον δεν αλλοιoύται μιγνύμενον
μετά χλωρίου. Αλλ' ο Αγεμάννος καθηγητής εν Βρέμη (1782)
απέδειξεν ότι τα σώματα ταύτα συντίθενται, και ο θόμψων κατε
σκεύασεν εν έτει 1804 το χλωρούχον θείον. Τάς δύω δε συνθέσεις
του χλωρίου μετά του θείου διέκριναν ό Δέυυ και ο Βουχόλτζ το
1808. - Ο Γέύ-Λουσάκ και ο θενάρδος ανεκάλυψαν κατά το
αυτό έτος τον χλωρούχον φωσφόρον. Ο Δέυύ το 1810 τον υπερ
χλωρούχον φωσφόρον. Ο Βερζέλιος το 1817 την σύνθεσιν του
χλωρίου μετά του σεληνίου. Ο Δουλών το 1812 το χλωρούχον
άζωτον και ο Βερζέλιος το 1824 το χλωρούχον βρώμιον.
Τάς συνθέσεις του χλωρίου μετά των ελαιογόνων αερίων
ανεκάλυψαν εν έτει 1795 οι Ολλανδοί Δέιμαν, Παέτ Τρούστβυκ,
Βονδ και Λωβερεμβούργ διά τούτο τα έλαια ταύτα καλούνται πολλά
κις έλαια των 0λλανδών χημικών Το χλωρούχον οξείδιον του
άνθρακος ανεκάλυψεν ό Δέυυ (1811). ό Φαραδάυ τέλος ανεκάλυψε
(1821) τάς διαφόρους συνθέσεις του χλωρίου μετά του άνθρακος.
Ιώδιον. Ο Κουρτουά εύρεν εν έτει 1811 το ιώδιον εν
σόδα, παρεσκευασμένη εκ της τέφρας των παρά τον αιγιαλόν φυ
τών, και έγνω ότι σχηματίζει τούτο μετά της αμμωνίας εκπυρσο
κροτικήν κόνιν. Τον Νοέμβριον του 1813 ο Κλεμέντ ανεκοίνωσεν
εν συνεδριάσει της γαλλικής ακαδημίας έκθεσιν περί του νέου τού
του σώματος. Ο Γέυ-Λουσάκ εξήτασεν αυτό ακριβέστερον και
ώνόμασεν Ιώ διον, ένεκα του ιώδους χρώματος των ατμών αυτού.
Ο Γέύ-Λουσάκ απεφάνθη ότι το ιώδιον είναι ουσία ανάλο
γος τώ χλωρίφ και άπλή ώς εκείνο. Ο Κλεμέντ και ό Δεσoρμε
συνεργασθέντες προς εξέτασιν του ιωδίου, εύρον το ύδριωδικόν
οξύ και τας συνθέσεις του ιωδίου μετά του φωσφόρου και του
θείου. Ο Δέυύ εύρεν ότι το ιώδιον ένoύται εμμέσως μετά του οξυ
γόνου, ήτοι σχηματίζει μετά διαλύσεως καλίου ιωδούχον κάλι και
οξυίωδικόν κάλι. Αλλ' ο Γέύ-Λουσάκ απεμόνωσε το ιωδικόν οξύ εκ
οξυίωδικής βαρύτιδος διά θείου. Το ύπιωδικόν οξύ ανεκάλυψαν
εν έτει 1833 ό Μάγνος και ο Αμμερμύλερ. Ο Κολίν και Γωθιερ
παρετήρησαν (1814) την ενέργειαν του ιωδίου επί του αμύλου, ο
δε Στομάυερ συνιστά το άμυλον ώς δοκιμαστήριον του ιωδίου. -
Ο Κρούγερ, φαρμακοποιός εν Ροστόκω του Μεκλεμβούργου,
υπέθεσεν (1821) εκτινων πειραμάτων ότι το ύδωρ της Βαλτικής
εμπεριέχει ιώδιον ό δε Πφάφ απέδειξε τούτο εν έτει 1825. Ταυ
τοχρόνως ο Βαλάρδος ευρεν ιώδιον και εν τοις ύδασι της Μεσο
γείου θαλάσσης.
174

Ο Φούξεύρεν (1823) ιώδιον εν τώ ορυκτώ άλατι της Χάλ


λης και Τιρολίας. Ο δε Αγγελίνης (1822) εν τοις ύδασι της
πηγής Βογέρας εν Πεδεμοντίφ. Ο Βοκελίνος τέλος απέδειξε το
1825 ότι το ιώδιον ευρίσκεται φύσει ήνωμένον μετά μετάλλων.
Βρώμιον. Το βρώμιον, κληθεν ούτω ένεκα της δυσωδίας
αυτού, ανεκάλυψεν ό Βαλάρδος εν έτει 1826 εν τη αλυσία του
θαλλασσίου ύδατος και απέδειξεν ότι αποτελεί συνθέσεις αναλό
γους ταις του χλωρίου και ιωδίου.
Φθόριον. Το ορυκτόν φθοριούχον ασβέστιον, ενώ εμπεριέ
χεται το φθόριον συνεχέετο επί πολύ μετ' άλλων ορυκτών ο
Ελσχόλτζ εν πραγματεία περί των διαφόρων ειδών φωσφόρου
αναφέρει το 1677 ότι το φθοριούχον ασβέστιον θερμαινόμενον
φέγγει και προ της πυρακτώσεως. Την εξέτασιν του ορυκτού
τούτου ανέλαβε κατά πρώτον ο Μαργράφ εν έτει 1768 ο Πριστλέυ
θερμαίνων (1775) φθοριούχον ασβέστιον μετά θειικού οξέος, πα.
ρετήρησεν ότι αναπτύσσεται αέριόντι, όπερ κατεβίβρωσκε το
υέλινον κέρατον, ενώ το πείραμα εγίνετο εθεώρησε δε τούτο ώς
οξύ εμπεριεχόμενον εν τώ φθοριούχω ασβεστίω. Αλλοι χημικοί
παρετήρησαν ώσαύτως ότι το οξύ τούτο διαλύει το σιλικικόν οξύ
της υέλου και ένoύται μετ' αυτού μιγνύμενον δε μεθ' ύδατος, απο
βάλλει πάλιν τούτο. "Οθεν προς εντελή απομόνωσιν του φθορικού
οξέος εκ του φθοριούχου ασβεστίου ό Σχέελε μετεχειρίσθη κέρας
εκ κασσιτέρου κεχρισμένον διά κηρου, ο δε Σκόπoλυ αργυρούν
σκεύος εσωτερικώς επικεχρυσωμένον. Ο Αμπέρ ευρεν εν έτει
1816 ότι το ριζικόν του φθορικού οξέος είναι σώματι αναλόγους
ιδιότητας έχοντας του χλωρίου και ιωδίου ένεκα δε της φθορο
ποιάς ιδιότητος αυτού, ώνομάσθη το νέον τούτο σώμα φθόριον.
Ο Βερζέλιος ανεκάλυψε πολλάς συνθέσεις του φθορίου, και
εύρεν αυτό εν τοις οστοίς ο δε Μερεχίνης εν τη μίλτω των
οδόντων.

Β. ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ Α Υ ΤΩΛ.

Τα μέταλλα διαιρούνται ώς έξης.

Α) Ελαφρά μέταλλα,
α) Αλκαλικά μάταλλα κάλιον, νάτριον και λίθιον.
β) Μέταλλα των αλκαλικών γαιών στρόντιον και ασβέστιον.
γ) Μέταλλα των κυρίως γαιών, μαγνήσιο ν, αργίλλιον,
βερύλλιο ν, ζιρκόνιον, ύ τριο ν, έρβιον, τέρβιο ν, θό
ρι ο ν, νόρι ο ν, δημήτριον, λανθά ν ι ο ν και διδύμι ο ν.
175

Β) Βαρέα μέταλλα,
α) Αγενή μέταλλα μαγγάνιον, σίδηρος, νικέλιο ν, κο.
βάλτιον, ουράνιον, χαλκός, ψευδάργυρος, μόλυβ
δος, κάδμιον, βισμούθιο ν.
β) Ευγενή μέταλλα ύδράργυρος, άργυρος, παλλάδιο ν,
λευκόχρυσος, ιρίδιον, βόδιον, βουθήνιον, όσμιον,
χρυσος.
γ) Ηλεκτροαρνητικά μέταλλα κασσίτερος, αντιμό
νιον, αρσενικό ν, τελλύριο ν, τιτάνιον, νιόβο ν, πελό
πιο ν, ταντάλιον, βολφράμιο ν, μολυβδαίνιον, βανά
διο ν, χρώμιον.

Α) Ελαφρά μέταλλα,
α) Αλκαλικά μέταλλα κάλιον, νάτριον και λίθιο ν.
Κάλιον (Κ.)
Αί μεταλλικαί τίτανοι εθεωρούντο μέχρι τέλους του 18 αιώ
νος ώς άπλά σώματα. Ο Λαβοαζιε απέδειξεν ότι αύται εισί συν
θέσεις μετάλλου μετ' οξυγόνου, ήτοι μεταλλικά οξείδια. Τα
αλκάλεα ουχ ήττον εθεωρούντο έτι απλά σώματα, έως ου ό Δέυυ
διέλυσεν ου μόνον ταύτα, αλλά και τας αλκαλικάς γαίας, και ανε
χάλυψεν εν έτει 1807 το κάλιον.

Κάλι (οξείδιον του καλίου ΚΟ), και οξυανθρακικόν κάλι.


Οι Αραβες ωνόμαζoν άλκαλι το εκ της τέφρας των φυκίων
παρασκευαζόμενον οξυανθρακικόν νάτρον. Το αυτό δ' όνομα απε
δόθη άνευ διακρίσεως και τώ εν τη τέφρα των μεσογείων φυτών
εμπεριεχομένω οξυανθρακικώ κάλει, εξ ού παρεσκευάσθη κατά
πρώτον και νυν έτι παρασκευάζεται το κάλιον και το κάλι.
Οι Εβραίοι ήδη μετεχειρίζοντο την τέφραν των φυτών ώς
καθαρτικόν μέσον. Ο Διοσκορίδης αναφέρει περί της κατασκευής
υγράς ποτάσσης εκ τέφρας ξύλων ώς έξής ηγίνεται δε και
κο ν ί α αγρίας συκής, και ήμέρου, καέντων των κλάδων,
εκ της τέφρας, πολύβροχον δε αυτήν δει ποιείν και πα
λαιούν." Ποιεί δε διάκρισιν μεταξύ της κονίας ταύτης και της
παρασκευαζομένης διά καύσεως της τρυγός του οίνου. - 0
Γαληνός αναφέρει περί της χρήσεως ασβέστου και τέφρας εν τη
παρασκευή του σάπωνος.
Οι Ρωμαίοι υπό το όνομα Νitrum περιελάμβανoν πάσας τάς
αλκαλικάς ουσίας και αυτήν την πότασσαν (ύπανθρακικόν κάλι),
ήτις επωλείτο άνευ διακρίσεως αντί σόδας. Ο Πλίνιος αυτός ανα
176

φέρει την παρασκευήν της ποτάσσης εκ ξύλου δρυός, ώς μέθοδον


παρασκευής τεχνητής σόδας. - Και οι Ρωμαίοι δε και οι "Ελλη
νες ωνόμαζoν την αλκαλικήν αλυσίαν και την τέφραν διά του αυτού
ονόματος, κονίαν".
Κατά τον 16 αιώνα αναφέρεται ή παρασκευή φυτικού αλκά
λεως εκ τρυγος και νίτρου. Ο Γλαυβήρος διδάσκει την διά θερ
μάνσεως νίτρου μετ' ανθράκων παρασκευήν ονομάζει δε το ούτω
παρασκευαζόμενον προιόν mitrum fixum, και αποδίδει αυτό θαυ
μασίας ιδιότητας. Επεκράτει εν γένει η ιδέα ότι τα διαφόρως
παρασκευαζόμενα αλκαλικά άλατα έχουσι και διαφόρους ιδιότητας.
‘0 Ταχήνιος επιβεβαιοί την ιδέαν ταύτην, διδάσκων ότι τα διά της
καύσεως διαφόρων φυτών παρασκευαζόμενα άλατα έχουσι πάν
τοτε διάφορον θεραπευτικήν δύναμιν έκαστον,
Αλλ' ο Κούγκελ απέδειξεν ότι, καιομένων των φυτών, κατα
στρέφεται ή ιδιάζουσα εκάστω φύσις, και το εκ της τέφρας αυτών
παρασκευαζόμενον άλας είναι το αυτό πάντοτε και όμοιον προς το
εκ της τρυγος παρασκευαζόμενον, ιδίως ώς προς τας μετά των
οξέων συνθέσεις. Έκτοτε τα διάφορα πριν επικρατήσαντα ονό
ματα, ώς sal tartari (το εκ της τρυγός παρασκευαζόμενον οξυαν
θρακικόν χάλι), sal vegetabile ή cineres clavellati (ή κυρίως πό
τασσα), nitrum fixum ή alcali satum (το εκ του νίτρου μετ' ανθρά.
κων παρασκευαζόμενον) κτλ. εθεωρήθησαν ώς αναφερόμενα εις
μίαν και την αυτήν ουσίαν, ήτις κατά τας αρχάς του 18 αιώνος
εκλήθη alcali fixum.
Αφού εν έτει 1759 ανεκαλύφθη το νάτρον, ώς ιδιαίτερον
μεταλλικόν υπανθρακικόν άλας, διεκρίνετο το κάλι ώς φυτικόν
άλκ αλι.
Ο Καρθέύσερ εδημοσίευσε το 1757 μέθοδον προς αναγω
γήν του φυτικού υπανθρακικού άλατος εις κρυσταλλικήν μορφήν,
ήτοι παρεσκεύασε πρώτος το διττοξυανθρακικόν κάλι. Ο Κα
βένδισχος παρεσκεύασε βραδύτερον τούτο διά κορέσεως διαλύ.
σεως ποτάσσης μετ' ανθρακικού οξέος.
Εν έτει 1807 ο Δέυυ επέτυχε την διάλυσιν των αλκαλέων
διά του ηλεκτρισμού. Κατά πρώτον εδοκίμασε την ενέργειαν της
ηλεκτρικής στήλης επί διαλύσεως αλκαλέων εν ύδατι αλλά τοιου
τοτρόπως το ύδωρ μόνον διελύθη. Εδοκίμασε κατόπιν την επιρ
βοήν του ηλεκτρισμού επί κάλεος αναλελυμένου διά πυρακτώσεως
παρετήρησε δέ τότε περί τον αρνητικόν πόλoν σφαιρίδια μεταλλι
κήν στιλπνότητα έχοντα. Το αυτό τέλος αποτέλεσμα παρετήρησε
και επί του νάτρου. "Οθεν εδημοσίευσε την ιδέαν ότι τα καυστι.
σκα αλκάλεα εισιν οξείδια αγνώστων έτι μετάλλων.
177

Περί τον Μαίον του 1808 ό Γέύ-Λουσάκ και ο Θενάρδος


εξέφρασαν την ιδέαν, ότι τα αλκαλικά μέταλλα ουδέν άλλο εισιν ή
συνθέσεις αλκάλεος μεθ' υδρογόνου. Ως απόδειξιν προσήγον την
σχέσιν του μετάλλου του κάλεος προς την αμμωνίαν το μέταλλον,
θερμαινόμενον εν αερίφ αμμωνία, απορροφά το αέριον τούτο ανα
πτύσσεται δε υδρογόνον το μέταλλον μεταβάλλεται ούτως εις
ελαιόχρουν τινά ουσίαν, ήτις συνίσταται εκ κάλεος και αμμωνίας ,
θερμαινομένης ταύτης και βρεχομένης δι' ύδατος, εξατμίζεται ή
αμμωνία, υπολείπεται δε μεμονωμένον καυστικόν κάλι.
Η συζήτησις μεταξύ του Γέυ-Λουσάκ και του θενάρδου αφ'
ένός και του Δέυύ αφ' ετέρου περί της συστάσεως των αλκαλικών
μετάλλων εξηκολούθει μέχρι του έτους 1809. Οι πλείστοι των
χημικών, εν οις και ο Βερζέλιος, εξεφράσθησαν υπέρ της ιδέας
του Δέυύ.
Εν έτει 1808 κατά τον αυτόν σχεδόν χρόνον, καθ' όν ο Δέυυ
απεμόνωσε το κάλιον διά του ηλεκτρισμού, ο Κουρανδώ *) ευρεν
ότι το κάλιον δύναται ν' αποχωρισθή εκ του κάλεος (ήτοι οξειδίου
του καλίου, Κ0) διά θερμάνσεως τούτου μετ' ανθράκων. Εθέρμανε
μέχρι λευκοπυρώσεως μίγμα οξυανθρακικού κάλεος μετ' ανθράκων
και ολίγου λινελαίου εν σιδηρώ σωληνι, ενώ εισήγαγε σιδηράς βάβ
δους το μέταλλον, ήτοι το κάλιον, συνεπυκνώθη περί τας ράβδους
ταύτας. Η μέθοδος αύτη μετά τινων βελτιώσεων είναι και νυν έτι
εν χρήσει.
Το χλωριούχο ν κάλι επί πολύ δεν εθεωρείτο φύσει διά
φορον του μαγειρικού άλατος. Ιδιαιτέρας τινάς θεραπευτικάς ιδιό
τητας απέδιδεν αυτώ ό Σύλβιος δέ-λά-Βοε διά τούτο εκαλείτο
sal febrifugum ή digestivum Silvii. 0 Ταχήνιος εφρόνει ότι τα
συστατικά αυτού εισίν άλυκόν οξύ και κάλι. Παρεσκευάζετο δε τότε
εκ του κατά την κατασκευήν του πτητικού υπανθρακικού άλατος
εκ ποτάσσης ή τρυγος και χλωρούχου αμμωνίου υπολείμματος,
διαλυομένου και κρυσταλλουμένου τούτου. Περί του οξυ θειι
κου κάλεος, ώς υπολείμματος κατά την διά θερμάνεως νίτρου
και πρασίνου χαλκάνθου (οξυθειϊκού οξειδυλλίου σιδήρου) παρα
σκευήν του αζωτικού οξέος, αναφέρει κατά πρώτον ο Ισαάκ
Ολλανδός. Ο Ταχήνιος εν τώ συγγράμματι Ηippocrates chymicus
(1666) αναφέρει την διάλυσιν πρασίνου χαλκάνθου διά τρυγος και
την εξάτμισιν του διυλίσματος το ούτω παρασκευαζόμενον προιόν

*) Ο Francois René Curandau ήν φαρμακοποιός εν Βανδόμη, ειτα εν Πα


ρισίσις, ένθα ετελεύτησε το 1813. -
12
178

εκαλείτο επί πολύ tartarus vitriolatus tachenianus. Ως ή πρώτη


γνωστή σύνθεσις εκ δύω άλάτων του μεν αλκαλικού, του δε οξέος,
εκαλείτο προσέτι το οξυ θειικόν κάλι κατά τον 17 αιώνα sal dupli
catum ή panacea duplicata. Ει και ο Γλαυβήρος, ό Ταχήνιος, ο
Βούλε και οι σύγχρονοι αυτών εγίνωσχοντα συστατικά του άλατος
τούτου, ουδείς επέτυχε μέχρι του 18 αιώνος την διάλυσιν αυτού,
"Όθεν μεγάλην έκπληξιν διήγειρεν ο Στάλ, κοινοποιήσας το 1720
διά του Μέυμαν τη Παρισινή Ακαδημία, ότι δύναται να διαλύση
tartarum vitriolatum εν τη χειρι και εν ακαρεί. Ουδείς ήδύνατο να
λύση το πρόβλημα. Ο υιός του Στάλεφανέρωσε τέλος τώ Βουλ
δόκω, ότι ή διάλυσις αύτη γίνεται διά του οξυαζωτικού αργύρου,
όστις αποχωρίζει εν ακαρεί το θειικόν οξύ από του τρυγικού άλατος.
Την ένωσιν του θείου μετά αλκάλεος φαίνεται ότι εδοκίμα
σαν και οι αρχαίοι. Περιγραφή τις του Πλινίου υπαινίττεται του
λάχιστον την κατασκευήν είδους θειωμένου κάλεος. 0 Γηβήρος
κατά τον 8 αιώνα εγίνω σκεν ότι το θείον διαλύεται εν καυστική
αλυσία. 0 Β. Βαλεντίνος τέλος τον 15 αιώνα αναφέρει περί του
ήπατος του θείου, ώς περί αντικειμένου κοινώς γνωστού. Επε
κράτει δε, ώς εικός, ή ιδέα ότι συνίσταται εκ θείου και αλκαλέων
ή γαιών όθεν εν τη αντιφλογιστική ονοματολογία καλείται culfu
res alcalins ή terreux. Ο Βοκελίνος προσεπάθησε το 1817 ν' απο
δείξη, ότι τα εν υψηλή θερμοκρασία σχηματιζόμενα θετικά αλκάλεα
δεν εμπεριέχουσιν αυτό το άλκαλι, αλλά το μέταλλον του αλκάλεος
μόνον. Ο Βερζέλιος τέλος εβεβαίωσε τούτο και εξέθηκε τα νυν
περί τούτων παραδεδεγμένα.

Νάτριον. (Ν.)
Τό μέταλλον τούτο απεχώρισεν εκ των συνθέσεων αυτού
κατά πρώτον ο Δέυύ εν έτει 1807 διά του ηλεκτρισμού (ίδε τα
περί καλίου).
Εν τη παλαιοτέρα λατινική μεταφράσει της Αγ. Γραφής
αναφέρεται ουσία τις υπό το όνομα η neter" ήτις εχρησίμευεν ώς
καθαρτικόν μέσον. Πιθανώς ήν τούτο το νύν καλούμενον νάτριον,
ήτοι το οξείδιον του νατρίου. (Να 0.)
"Υπό το αυτό όνομα αναφέρει ό Σολομών σώμά τι αναβράζον
εν όξει, όπερ ο Λούθηρος εν τη γερμανική μεταφράσει της Αγ.
Γραφής εξέλαβεν ώς κιμωλίαν γήν. Το αυτό σώμα οι λατίνοι
συγγραφείς ονομάζουσι nitrum, οι δε "Ελληνες εκ τούτου, νίτρον".
Ο Διοσκορίδης εντφ πονήματι αυτού ,περί ιατρικών" ανα
φέρει περί άνθους αλός, είτα περί νίτρου και περί αφρού νί
179

τρου. Τάς αυτάς δ' ουσίας καλεί ο Πλίνιος florem salis και spuma
mitri του δευτέρου ποιεί μνείαν εν τοις περί κεκαυμένης τρυγός
και ασβέστου, ήτοι μεταξύ των αλκαλικών ουσιών. Ο Διοσκορίδης
συνιστά ώς προτιμητέον το υποκόκκινον ή λευκόν, ελαφρόν και
σπογκώδες νίτρον. Κατά τον Πλίνιον, κατεσκευάζετο το νίτρον
εκ τέφρας ξύλων.
Εκ των πληροφοριών του Διοσκορίδου και του Πλινίου εικά.
ζεται, ότι το υπό των αρχαίων καλούμενον νίτρον ήν σόδα ή πό
τασσα. "0τι το σώμα τούτο δεν ήτο το νύν καλούμενον νίτρον,
γίνεται δήλον εκ της πληροφορίας του Πλινίου, διότι το νίτρον δεν
τρίζει εν πυρί. Εάν τούτο ήν νίτρον ήθελεν αναφέρει περί των
φαινομένων, άτινα τούτο παρουσιάζει εν πυρί. Πολλάκις άλλως τε
αναφέρονται εν τη αυτή χρήσει η νίτρον ή πότασσα. « Ο δε Πλί
νιος καλεί nitrosus ό, τι νύν καλείται αλκαλικόν. Αι ουσία, ας καλεί
flor salis και nitrum εγίνοντο ελαιώδεις, διαλυόμεναι εν ύδατι.
Τον 4 αιώνα νίτρον εσήμαινεν έτι ανθρακικόν άλκαλι ή
σόδα εκαλείτο νίτρο ν τ ώ ν αρχαίων και δεν διεκρίνετο της
ποτάσσης.
Η εξέτασις του μαγειρικού άλατος ώδήγησεν εις την διάγνω
σιν τού νάτρου, ώς αλκάλεος διαφόρου του εν τη ποτάσση εμπε
ριεχομένου. Γνωσθέντος ότι τα οξέα μετά των αλκαλέων αποτε
λούσιν άλατώδεις συνθέσεις, εσκέφθησαν οι χημικοί ότι και το
μαγειρικόν άλας πρέπει να εμπεριέχη αλκαλικήν τινα ουσίαν, ήνω
μένην μετά του άλυκού οξέος. Ο Στάλ πρώτος παρετήρησε
σημεία της εν τώ μαγειρικώ άλατι παρουσίας αλκάλεος διαφόρου
του κοινού αλκάλεος την διαφοράν ταύτην εύρισκεν εις την διά,
φορον κρυσταλλικήν μορφήν τών άλάτων, άτινα ή βάσις του μαγει
ρικού άλατος σχηματίζει από τών εκ της τέφρας των ξύλων σχη
ματιζομένων.
‘0 Δουχαμέλ υπέβαλε το 1736 τη γαλλική Ακαδημία έκθε
σιν ,περί της βάσεως του θαλασσίου άλατος" εν ή απεδείκνυεν
αναντιρρήτως την αλκαλικήν φύσιν τής βάσεως ταύτης, και την
ταυτότητα αυτής μετά της διά καύσεως των θαλασσίων φυτών
παρασκευαζομένης σόδας. Ούτος απέδειξε προσέτι βραδύτερον
ότι τα μεσόγεια φυτά εμπεριέχουσιν ολίγιστον μόνον νάτρον,
κατά προτροπήν δε αυτού, ο Cadet εξετάσας τα φυτά χωρών πολύ
από της θαλάσσης απεχουσών, εύρεν ότι δεν εμπεριέχουσι ποσώς
πλέον νάτρον, αλλά μόνον κάλι.
Κατά την εποχήν εκείνην ,nitrum" εκαλείτο το οξείδιον του
νατρίου natrum δε το οξυανθρακικόν κάλι, ήτοι ή εκ της τέφρας
των μεσογείων φυτών, ή εκ της τρυγής κατασκευαζoμένη πότασσα.
12 και
180

Την βάσιν του μαγειρικού άλατος (το χλωρούχον νάτριον), αφού


εγνώσθη ή διαφορά αυτής από του κάλεος, της σόδας και της πο
τάσσης, εκάλεσεν ο Μαργράφ ορυκτόν άλκαλι, ώς εμπεριεχόμε
νον εν τώ ορυκτώ άλατι. Κατ' αντίθεσιν το άλας της τρυγός και
ή πότασσα εκαλούντο τότε φυτικά άλατα. Κατά την αναμόρφω
σιν της γαλλικής ονοματολογίας (1787) το όνομα -potasse" ετη
ρήθη διά τό οξυανθρακικόν κάλι, "soude" δε ωνομάσθη το οξυαν
θρακικόν νάτρον.
Η εκ της τέφρας των θαλασσίων φυτών παρασκευαζομένη
σόδα (οξυανθρακικόν νάτρον) δεν ήτο καθαρά. Ο Σχέελε ανεκά
λυψεν ότι ό λιθάργυρος διαλύει το μαγειρικόν άλας διάλυσις άλα
τος, διυλιζομένη διά λιθαργύρου, γίνεται καυστικόν νάτρον, όπερ
υπό την επιρροήν της ατμοσφαίρας, μεταβάλλεται εις οξυανθρα
κικόν νάτρον. Η μέθοδος αύτη της κατασκευής της σόδας εισήχθη
κατά πρώτον εν Αγγλία. Ο Leblanc, Dizό και Shée εφεύρον
μέθοδον μάλλον ευπρόσοδον, ήτις και σήμερον είναι εν χρήσει,
ήτοι την διάλυσιν οξυθειικού νάτρου διά πυρακτώσεως μετά οξυαν
θρακικής τιτάνου και ανθράκων.
Το οξυ θειικόν νάτρο ν περιγράφει κατά πρώτον ο Γλαυ
βήρος εν τώ συγγράμματι de natura salium (1658) κατεσκεύασεν
αυτό εκ του κατά την διά μαγειρικού άλατος και πρασίνου χαλκάν
θου παρασκευήν του άλυκού οξέος μένοντος υπολείμματος ένεκα
δε της θεραπευτικής αυτου ιδιότητος εκάλει sal mirabile βραδύ
τερον ωνομάσθη τούτο γλαυβηρικόν άλας.
Την διάφορον κρυσταλλικήν μορφήν του οξυαζωτικού
νάτρου από του αζωτικού κάλεος παρετήρησε κατά πρώτον ό
"Πωάννης Βών (1660-1708).
"Ως εν αρχή του παρόντος κεφαλαίου είρηται, ό Δέυύ απε
μόνωσε διά του ηλεκτρισμού τό νάτριον, μέταλλον αργυρόχρουν,
όμοιον τώ καλίφ. 0 Γέύ-Λουσάκ και ό Θενάρδος εδοκίμασαν ν'
απομονώσωσιν αυτό εκ του καυστικού νάτρου (ενύδρου νάτρου)
διά σιδήρου. 0 δε Schädler απεμόνωσε διά λευκοπυρώσεως οξυαν.
θρακικού νάτρου μετ' ανθράκων εν αργιλλίνω αγγείω.
Η κατασκευή του νατρίου ήν πολυδάπανος, έως ου ό Δεβίλ
προ εικοσαετίας περίπου ανεκάλυψε την διά πυρακτώσεως οξυαν
θρακικού νάτρου μετά λιθανθράκων και κριτίδος εν σιδηρώ κυλίν
δρφ παρασκευήν.

Λίθιον. (Λι.)
‘0 Αrfvedson εργαζόμενος εν τω χημείω του Βερζελίου,
ανεκάλυψε το 1817 την λιθίαν, ήτοι το οξείδιον του λιθίου εν τώ
181

πεταλίτη, είτα εν τώ σποδίφ και τώ λεπιδολίθω. 0 δε Βερζέλιος


ευρε τούτο το 1835 και εν τοις μεταλλικοίς ύδασι του Κάρλσβαδ
και Μαρίενβαδ.
Ο Δέυύ εν έτει 1818 απεμόνωσεν εκ του υδρολιθίου το μέ
ταλλον λίθιο ν, την μεταλλικήν βάσιν της λιθίας δι' ηλεκτρισμού.
Βραδύτερον εν έτει 1854 ο Βούνζεν και ο Ματθέσσων επέτυχον
την εποχώρισιν μεγαλειτέρας ποσότητος λιθίου εκ του χλωρούχου
λιθίου διά του ηλεκτρισμού.
Εις τας συνθέσεις του λιθίου μετά των άλογόνων, ήτοι τα
άλατα αυτού, ώς το χλωρούχον-φθοριούχον-οξυαζωτικόν-οξυθειικόν
λίθιον κτλ- ενησχολήθησαν μάλιστα ό Βερζέλιος, Ρόζα, Σερούλας
και άλλοι.

Αμμ ώ ν ι ο ν. (ΑΥ,)
Το αμμώνιον είναι γνωστόν μόνον εν συνθέσει μετά υδραρ
γύρου ώς αμάλγαμα ώς τοιούτον απεχώρησεν αυτό ο Θωμάς
Ιωάν. Σέεβεκ διά του ηλεκτρισμού από μίγματος αμμωνιακού άλα
τος και ύδραργύρου.
Η αμμωνία (ΑΥ) ήν προ πολλού γνωστή αλλ' αμφίβολον
αν και οι Αραβες εγνώριζoν ήδη αυτήν. 0 Ρ. Λουλος αναφέρει
πτητικόν τι πνεύμα, όπερ παρεσκεύασεν εκ σεσηπότων ούρων δι'
αποστάξεως και καλεί spiritus animalis ήν δε πιθανώς οξυανθρα
κική αμμωνία. Υπό των μεταγενεστέρων αναφέρεται τούτο ώς
spiritus volatilis, salis ammoniaei ή spiritus urinae. Ο Β. Βαλεν
τίνος παρεσκεύαζε πτητικόν άλκαλι εκ χλωρούχου αμμωνίου. "Ο δε
Ταχήνιος συνιστά ώς ιαματικόν το πτητικόν άλκαλι, όπερ παρα
σκευάζεται, ώς λέγει, μόνον εκ χλωρούχου αμμωνίου μετ' οξυαν
θρακικού κάλεος. Ο Βούλε παρεσκεύαζε το αυτό άλκαλι εκ ζωικών
ουσιών δι' αποστάξεως μετά ποτάσσης ή ασβέστου ή και άνευ τού
των, Βραδύτερον παρεσκευάσθη τούτο και εκ μετάξης, εκ κερά
των ελάφου, εξελεφαντίνου οστού κτλ. Από του 1758 επεκράτη
σεν ή ορθή ιδέα, ότι δύναται να παρασκευασθή εκ πάντων των ζωί
κών ουσιών, ώς και νύν έτι παρασκευάζεται τούτο, ήτοι ή οξυαν
θρακική αμμωνία (2ΑΥ, 0, 3.Αν0,).
Αί περί κατασκευής αμμωνίας γνώσεις χρονολογούνται από
του 17 αιώνος. Την αέριον αμμωνίαν παρετήρησε πρώτος ο Χάλες
(1727) κατά την θέρμανσιν άσβέστου μετά χλωρούχου αμμωνίου,
ό δε Πριστλέύ συνήγαγε εκ τών αυτών σωμάτων δι' υδραργύρου,
και έγνω την φύσιν αυτής εν έτει 1774. Ο Βερθολέτ απέδειξε το
182

1785 ποιοτικώς και ποσοτικώς, ότι ή αμμωνία είναι σύνθεσις αζω


του και υδρογόνου. -

"Ο Δέυύ και ό Βερζέλιος εθεώρουν το αμμώνιον ώς οξειδω


μένην αμμωνίαν. ο δε Αμπερ εξέφρασε το 1816 την ιδέαν, ότι
τούτο μεθ' ύδατος δύναται να θεωρηθή ώς οξείδιον μεταλλοειδούς
μετάλλου διότι 1 ισοδύναμον αμμωνίας μεθ' 1 ισοδυνάμου ατμών
ύδατος (κατ' όγκον 1: /.) αποτελούσι σύνθεσιν ανάλογον προς τα
λοιπά αλκάλεα.
Τα αμμωνιακά άλατα εθεωρούντο άλλοτε συνιστάμενα εξ
αμμωνίας, ύδατος και οξέος κατά την νέαν θεωρίαν εισι σύνθετα
εξ οξειδίου του αμμωνίου και οξέος.
Την οξυθειικήν και οξυαζωτικήν αμμωνίαν περιγράφει πρώ
τος ό Γλαυβήρος, όστις παρεσκεύαζε τα άλατα ταύτα, μιγνύων τα
άρμόδια οξέα μετά πτητικού αλκάλεος, ήτοι αμμωνίας.
Το χλωρούχον αμμώνιον είναι ή παλαιοτέρα υπό το όνομα
Salmiak γνωστή σύνθεσις τού αμμωνίου. Σημειωτέον ότι ο Διο
σκορίδης, ο Πλίνιος και ο Συνέσιος αναφέρουσι περί τινος αμμω
νιακού άλατος, ώς είδους κοινού άλατος αλλ' υπό τ' όνομα τούτο
εννοούσιν ορυκτόν άλας, εύρεθεν εν τη χώρα Αμμωνία παρά τον
εν Αφρική ναόν του Αμμωνίου Διός. Περί του χλωρούχου αμμω.
νίου αναφέρει κατά πρώτον ό Γηβήρος. Εν τη μεταφράσει των
συγγραμμάτων αυτού απαντάται ο όρος ηsal ammoniacum ή armo.
niacum" αλλαχού δε ή περικοπή ,sal armoniaeum fit ex quinque
partibus vel duabus urinae humanae et parte una sudoris ejusdem
ct parte una salis communis etc." Την κατασκευήν τούτου εξ
ούρους και άλατος διδάσκει και ό Αλβουκάσης, αναφέρων ενταυτό
ότι το χλωρούχον αμμώνιον εξαχνίζεται και εκ της κόπρου. Οι
χημικοί της Δύσεως εκάλουν το αμμωνιακόν άλας sal armoniacum.
Παρά τώ Αγρικόλα απαντάται κατά πρώτον sal ammoniacum.
Πιθανώς το άλας τούτο μετηχνέχθη εις την Ευρώπην υπό το όνομα
του παλαιού αμμωνιακού άλατος. Τον 17 αιώνα εκαλούντο εν γένει
salmiak πάντα τα εκ πτητικού αλκάλεος άλατα. Κατά τον αυτόν
χρόνoν ίδρύθησαν εν Ευρώπη εργοστάσια προς κατασκευήν αυτού.
Την σύστασιν του χλωρούχου αμμωνίου υπέδειξαν πρώτος ό
Γλαυβήρος και ο Ταχήνιος βραδύτερον δε ό Γεοφρόύ ορθό.
τερον τέλος και ποσοτικώς εγνώσθη αύτη περί τα τέλη του
18 αιώνος.
Ο Κιρβάν παρεσκεύασε πρώτος εν έτει 1786 το ύδρoθει
ωμένον θειούχον αμμώνιον, ένώσας θειούχον υδρογόνον μετ'
αμμωνίας.
183

Β. ΜΕ ΤΑΛΛΑ ΤΩΝ ΑΛΚΑΛΙΚΩΝ ΓΑ/ΩΝ..

Βάρ ι ο ν, στρ όντι ο ν, ασβέστι ο ν.


Βάρι ο ν. (Βα.)
Το μέταλλον τούτο απεχώρισεν ό Δέυύ εν έτει 1808 δι' επε
νεργείας του ηλεκτρισμού επί διαλύσεως βαρύτιδος εν ύδατι.
Κατά τας αρχάς του 17 αιώνος ή ιδιότης της οξυθειικής
βαρύτιδος (εν ή ανεκαλύφθη βραδύτερον ή βαρύτις, ήτοι το οξεί,
διον του βαρίου) του καθίστασθαι φωσφορώδης, πυρακτουμένη
μετά καυστικών ουσιών, υπήρξεν αφορμή προς εξέτασιν του ορυκτού
τούτου. Την ιδιότητα ταύτην λέγεται ότι παρετήρησεν υποδηματο
ποιός τις εν Βενετία, Βικέντιος Κασκιoρόλος, και ανεκοίνωσε
(1602) τώ αλχημιστή Σκιπίoνι Βεγετέλλα και τώ μαθηματικφ Μα,
γίνω. Τό ορυκτόν, εξ ου παρασκευάζεται ο φεγγόλιθος, ώνομάσθη
εκ τούτου Βολωνικός λίθος. Ο Βαλλέριος εξέλαβεν αυτό ώς
είδος γύψου, και εκάλει ηgypsum spathosum. Ο Αρνοστατεθεώ
ρησεν ορθώς ώς ιδιαίτερον ορυκτόν, και ωνόμασε marmor metal
licum.

"0 Μαργράφ πρώτος έγνω ότι ο Βολωνικός λίθος εμπεριέχει


θείον αλλά την γεώδη βάσιν αυτού εξέλαβεν ώς άσβεστον. Ο
Σχέελε εξετάζων άλλο ορυκτόν, ενώ ήσαν συμπεπηγμένα τεμάχια
βαρύτιδος, εύρε γην τινα, ήτις μετά θειικού οξέος εσχημάτιζε άλας,
μόνον διά πυρακτώσεως μετ' ανθράκων και αλκάλεος διαλυόμενον.
Ο Γάν ανεκάλυψεν ότι ή γη αύτη είναι ή βάσις του βολωνικού
λίθου. Ο Βέργμαν ωνόμασεν αυτήν terra ponderosa, ένεκα του
σχετικώς μεγάλου αυτής βάρους. Ο Γουιτών δε Μορβώ εκάλεσε
(1771) barote εν δε τη αντιφλογιστική ονοματολογία εκλήθη δρ.
θότερον baryt, ήτοι βαρύτις.
Ο Βέργμαν είτα ο Λαβοαζιε είκασαν εκ της σχετικής βαρύ
τητος της γης ταύτης ότι είναι οξείδιον μετάλλου τινός. Ο Δέυύ
απεμόνωσεν, ώς είρηται, διά ηλεκτρισμού τό μέταλλον εκ της βαρύ
τιδος και ωνόμασε βάριον. Ο Κλάρκε, καθηγητής της χημείας
εν Cambridge, παρετήρησεν ορθώς ότι το όνομα τούτο είναι ακα
τάλληλον διότι είναι μεν ή βαρύτις ώς γή βαρυτέρα των λοιπών
γαιών, αλλά τό μέταλλον αυτής είναι ελαφρόν παραβαλλόμενον
προς τα λοιπά μέταλλα προύτεινε δε το όνομα πλουτό νιον.
Αλλ' ή πρώτη ονομασία επεκράτησεν.
Αφού ο Δέυύ ανεκάλυψε (1707) την σύνθεσιν των αλκαλέων,
ενισχύθη, ή ιδέα ότι και αι αλκαλικαι γαίαι εισιν οξείδια. Ο Σέεβεκ
τον Μάρτιον του 1808 εδημοσίευσεν ότι δι' ενεργείας του ηλεκτρι
184

σμού επί μίγματος ασβέστου, βαρύτιδος, αργίλλου και υδραργύρου


σχηματίζονται αμαλγάματα. Ο Βερζέλιος και ο Ποντιν κατεσκεύα
σαν διά της αυτής μεθόδου αμαλγάματα του βαρίου, ασβεστίου και
στροντίου. Ο Βουνζεν και ό Ματθέσσων απεχώρισαν (1854
1855) διά του ηλεκτρισμού εξαναλελυμένου χλωρούχου βαρίου
τό βάριον αφθονώτερον εν μορφή αργυροειδών σφαιριδίων.
Προ της ανακαλύψεως του Δέυύ, ο Ουμβόλδος παρετήρησεν
ότι αι γαία, και ιδίως ή βαρύτις, ή άσβεστος και ή άργιλλος, ύγραι
ούσαι, απορροφώσιν εκ της ατμοσφαίρας οξυγόνον. Αφού ό Γέυ
Λουσάκ και ό Θενάρδος ανεκάλυψαν ότι το κάλι και το νάτρον
σχηματίζουσιν υπεροξείδια, εύρον ότι και η βαρύτις θερμαινομένη,
απορροφά οξυγόνον, και κατεσκεύασαν ούτω το υπεροξείδιον
του βαρίου.

Στρόντι ο ν. (Στ.)
Το μέταλλον στρόντιον απεμόνωσεν ώσαύτως ό Δέυυ εν έτει
1808 εκ της στροντιανής (οξειδιόυ του στροντίου) διά του ηλε
κτρισμού, ώς το βάριον, αφού ο Βερζέλιος και ό Ποντιν κατε
σκεύασαν αμαλγάματα, ήτοι μεταλλικάς συνθέσεις αυτού. 0 Βούν.
ζεν και ο Ματθέσσων απεχώρισαν βραδύτερον (1854 - 1855)
αυτό εκ του χλωρούχου στροντίου διά του ηλεκτρισμού, ώς αργυ.
ροειδή μεταλλικά σφαιρίδια.
Το ορυκτόν ο στροντιανίτης (οξυανθρακική στροντιανή)
εύρέθη κατά πρώτον παρά την πόλιν Στρόντιαν εν Σκωτία. Κατ'
αρχάς εξέλαβον αυτό οι χημικοί ώς βαρύτιδα διότι ο Κραβφόρδ,
όστις πρώτος εξήτασεν αυτό 1790, συνεπέρανεν ότι εμπεριέχει
ίδιόν τι είδος γής, ώς ή βαρύτις. Ο Κλαπρόθ απέδειξε το 1793
ότι ήγη αύτη είναι διάφορος της βαρύτιδος εκλήθη δ' αύτη τότε
εκ της πόλεως, παρά την οποίαν το εμπεριέχον αυτήν ορυκτόν
ευρέθη στροντιανή (οξείδιον του στροντίου).
Τάς συνθέσεις του στροντίου εξήτασαν ο Δέυύ, ο Βερζέλιος,
ό Κλαπρόθ, ο Γέύ-Λουσάκ και άλλοι. Εν γένει εισιν αυται μικράς
αξίας. Η οξυθειϊκή και οξυανθρακική στροντιανή σπανίως απαν
τώνται, και ολίγη χρήσις τούτων γίνεται εν τη πυροτεχνία.

Ασβέστιον (Αβ.).
Το ασβέστιον επεμόνωσαν κατά τον αυτόν τρόπον, καθ' όν
και το βάριον και το στρόντιον, εκ διαφόρων συνθέσεων αυτού διά
του ηλεκτρισμού, πρώτον ο Δέυύ το 1808, ειτα ό Ματθέσσων και ο
Βουνζεν (1854-1855), ώς αργυροειδές μέταλλον.
185

Η άσβεστος (οξείδιον του ασβεστίου) ήν έκπαλαι γνωστή.


"0 θεόφραστος (300 π. Χ.) εν τοις "περί λίθων" αναφέρει ότι
ό γύψος έχει φύσιν λίθου μάλλον ή γης. θερμαίνεται παραδόξως
βρεχόμενος χρησιμεύει δ' εν τη τεκτονική άλλως τε και προς
συγκόλλησιν των λίθων.
Ο Διοσκορίδης τον πρώτον μ. Χ. αιώνα αναφέρει ότι η
άσβεστος κατεσκευάζετο διά καύσεως οστράκων, τιτανολίθων ή
μαρμάρου.
Η ιδιότης του ασβεστολίθου του θερμαίνεσθαι βρεχόμενος,
ερχησίμευε το πάλαι ώς χαρακτηριστικόν παντός ό, τι εκάλουν ασβε
στώδες. Ακριβέστερα δοκιμαστήρια ευρέθησαν πολύ βραδύτερον.
Ο Βούλε (1675) ανεκάλυψεν, ότι το θειικόν οξύ καταρρίπτει την
άσβεστον έκ τινος διαλύσεως αυτής εν οξεί π.χ. εν τώ όξει. Ανα
καλυφθέντος του οξαλικού οξέος, συνίστων τούτο πολλοί χημικοί
ώς το καταλληλότερον δοκιμαστήριον της ασβέστου άλλοι απέρ
ριπτον τούτο ώς σφαλερόν, διότι δοκιμάσαντες την ενέργειαν
αυτού επί διαλύσεως ασβέστου εν ισχυρώ οξεί, ουδεμίαν υποστάθ
μην εύρον.
Την διαφοράν της οξυανθρακικής από της καυστικής τιτάνου
διέκρινεν ό Βλάχ. 0 δε Βέργμαν απέδειξεν ότι ή άσβεστος είναι
ίδιον είδος γης διάφορον των λοιπών. 0 Βερζέλιος και ο Δέυύ
διέλυσαν αυτήν εις ασβέστιον (μέταλλον) και οξυγόνον, και ώρισαν
την ποσοτικήν σχέσιν της συνθέσεως (Ασβ. 0). Το υπεροξεί
διον τής ασβέστου (Ασβ. 0,) παρεσκεύασε πρώτος ό θενάρδος,
Την σύστασιν της οξυανθρακικής τιτάνου έγνω ο Βλάκ το 1795.
Ο Βέρνερ εν έτει 1788 διέκρινε πρώτος τον ασβεστόλιθον
(οξυανθρακικήν τιτανον) του αρραγωνίτου λίθου. Ο Ηauy παρε
τήρησε την κρυσταλλικήν διαφοράν των λίθων τούτων ό δε
Στρομάυερ εύρεν εν τώ αρραγωνίτη οξυανθρακικήν στροντιανήν.
Οξυ αζω τι κ η τίτ α ν ο ς.
Ο Χριστόφορος Αδόλφος Βαλδουίνος, πειρώμενος προς κα.
ν - -ν r ν Α r ι » -ν

τασκευήν του φιλοσοφικού λίθου, και διαλύσας κριτίδα εν αζωτικώ


οξεί, ανεκάλυψε την όξυ αζωτική ν τίταν ο ν' θραυσθέντος τυ
χαίως κέρατος του αγγείου, ενώ εγένετο ή διάλυσις, παρετήρησεν
ότι ή επί των συντριμμάτων ουσία υπέφωσκεν εν τώ σκότει, αφού
ταύτα έμειναν επί τινας ώρας εκτεθειμένα εις τό φώς του ήλίου,
διά τούτο εκάλεσε την σύνθεσιν ταύτην -Phosphorus hermeticus"
παρετήρησε δε και την ιδιότητα αυτής του απορροφάν βιαίως την
υγρασίαν. Υπό των μεταγενεστέρων εκαλείτο αύτη επί πολύ βαλ
δου ένιος φωσφόρος.
186

Την βασικήν οξυαζωτικήν τιτανον παρεσκεύασε πρώτος ο


Μύλλερ. Την άπλήν οξυαζωτικήν τιτανον (Ασβ. 0, Α0,) παρεσκεύα
σαν καθαράν και εξήτασαν ό Βένζελ, ό Ρίχτερ και ό Λογχάμπος.

". Γ ύψος.
Κατά τον Πλίνιον εθεώρουν και οι αρχαίοι τον γύψον ώς ου
σίαν παραπλησίαν τώ ασβέστω αλλ' ή διαφορά των δύω συγ
γενών ουσιών ήγνοείτο μέχρι του 18 αιώνος.
Η εκ μίγματος θειικού οξέος και ασβέστου καταπίπτουσα
υποστάθμη ώνομάζετο τον 18 αιώνα, σεληνίτης" ένεκα της όμοιό
τητος αυτής προς λευκόν και στιλπνόν τι ορυκτόν, όπερ περιγρά
φουσιν υπό τ' όνομα τούτο ό Διoσκoρίδης και ο Πλίνιος.
Ει και ή οξυθειική τιτανος, ήτοι ο γύψος, ήν ούτω γνωστή,
ήγνοείτο έτι ή σύστασις του ορυκτού γύψου, έως ου ο Μαργράφ
απέδειξε το 1750, ότι ο ορυκτός γύψος συνίσταται εκ θειικού οξέος
και γύψου. Ο Λαβραζιε εβεβαίωσε τούτο και έγνω ότι ή αποσκλή
ρυνσις του κεκαυμένου γύψου μεθ' ύδατος προέρχεται εκ της
αποκρυσταλλώσεως του ύδατος.
Το θειούχον ασβέστιον φαίνεται ότι παρεσκεύασεν ο "Οφμαν
εν έτει 1700, διότι αναφέρει ότι και ορυκτόν τι εν Γερμανία εύρι
σκόμενον, δύναται να μεταβληθή εις φωσφόρον, ώς ο βολωνικός
λίθος. Ο Μαργράφ εκφράζεται ώρισμένως ότι ο γύψος, καιόμενος
μετά καυστικών ουσιών, γίνεται φεγγόλιθος Τοιούτον φεγγόλιθον
παρεσκεύασεν ό Καντών το 1768 διά πυρακτώσεως ασβέστου μετά
θείου όθεν ή σύνθεσις αύτη εκλήθη καντώνιος φωσφόρος.
Το άπλούν θειούχον ασβέστιον (Ασβ. θ.) κατεσκεύασε πρώ,
τος ό Βερθιέρος. Το πενταπλούν ο Βερζέλιος.
Το χλωρούχον ασβέστιον (Ασβ. Χλ.) φαίνεται ότι εγίνωσκεν
ήδη ο Ισαάκ 0λλανδός κατά τόν 14 αιώνα. Την φωσφοροποίησιν
της οξυχλωρικής τιτάνου ανεκάλυψεν ό θμβέργος το 1793 ("0μ
βεργικός φωσφόρος). Τάς συνθέσεις τέλος του φωσφορικού οξέος
μετά της τιτάνου εξήτασαν ο Φούξ, ο Μίτσερλιχ, ο Βερζέλιος κλ.
Γ. ΜΕ ΤΑΛΛΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΣ ΓΑΙΩΝ..

Μαγνήσιον, αργίλλιον βερύλλιον κτλ.


Μαγνήσιον (Μγν)
Το διά την ισχυράν αυτού φωτιστικήν δύναμιν γνωστόν νυν
αργυροειδές μέταλλονμάγν ιον απεμόνωσε κατά πρώτον ό Δέυύ
εκ της μαγνησίας δι' ατμών καλίου. Εντελέστερον επέτυχον τούτο
ό Βουσσυ (1830), και ο Λίβιχ δι' επενεργείας καλίου επί χλω
187

ρούχου μαγνησίου. Αφθονώτερον δ' απεμόνωσαν ό Βουνζεν και


ό Ματθέσσων (1854-1855) διά του ηλεκτρισμού, είτα δε ό
Δεβίλ και ό Καρών εκ του χλωρούχου μαγνησίου διά νατρίου
(1857).
Την μαγνησίαν γην εύρε πρώτος ό Αγγλος Νεεμίας Γρέβ
περί τα τέλη του 17 αιώνος εν τοις μεταλλικοίς ύδασι της πηγής
Εpson. Βραδύτερον εύρέθη αύτη και εν τοις ύδασιν άλλων πηγών
εν Αγγλία όθεν ωνομάσθη ,sal anglicum, υπό τινων δε sal ca
tharticum. Εν Γερμανία ευρε κατά πρώτον την μαγνησίαν ο
"Οφμαν το 1717 εν τοις ύδασι της πηγής Sedlitz ωνομάζετο δ'
εν Γερμανία, ένεκα της γεύσεως αυτής, πικρόν άλας".
Την καλουμένην λευκήν μαγνησίαν εύρον ο Βαλεντίνος
(1708) και Σλέβοκτ (1709). Πολλοί εξέλαβον αυτήν ώς άσβεστον.
Ο Βλάκ απέδειξεν ότι είναι ίδιον ειδος γης, και ωνόμασε πρώτος
αυτήν, μαγνησίαν".
"Οτε έγνώσθη ότι ή μαγνησία είναι οξείδιον, ό Δέυύ πρού.
τεινε διά τό μέταλλον αυτής το όνομα "μάγνιον", διότι μαγνήσιον
είχε κληθή ήδη το μέταλλον του πυρολουσίτου.
"Ο Μαργράφεύρε την μαγνησίαν εν ορυκτοίς, κατά πρώτον
εν τώ οφίτη (1759), είτα εν τώ λιπολίθω, αμιάνθφ κτλ. Προς
ανεύρεσιν της όξυφωσφορικής μαγνησίας εν τοις οστοίς, του χλω
ρούχου μαγνησίου και των διπλών άλάτων της μαγνησίας συνετέ
λεσαν ό Φουρκόύ, ο Δέυύ, ο Γέύ-Λουσάκ, ο Βερζέλιος, ό Λίβιχ
και άλλοι, -

Αργίλλιον (Αργ.)
Το μέταλλον αργίλλι ο ν απεχώρησε κατά πρώτον ο Βέλερ
εν έτει 1827 εκ του χλωρούχου αργιλλίου εν είδει φαιάς κόνεως,
βραδύτερον δε (1845) εν είδει μεταλλικών σφαιριδίων. 0 Βούνζεν
απεμόνωσε τούτο εν έτει 1852 δι' ηλεκτρισμού αφθονώτερον δε
ό Δεβίλ εν έτει 1854 τη επενεργεία νατρίου επί χλωρούχου αργιλ.
λίου. Βραδύτερον εξήχθη αργίλλιον και εκ πολλών άλλων ουσιών π.
χ. εκ του καλουμένου κρυολίθου (φθοριούχου αργιλλίου). Εκκα
θαρίζεται δε νύν διά διαφόρων μεθόδων και χρήσις αυτού γίνεται
εις μεταλλικά μίγματα.
Εις την διάγνωσιν της αργίλλου καθωδήγησεν ή εξέτασις
της στυπτηρίας, ήτις έκπαλαι ήν γνωστή διά την πλαστικήν αυτής
ιδιότητα, εθεωρείτο δε ώς είδος τι των εν τη πλαστική χρησίμων
γαιών. Αλλ' αναμφιβόλως οι Έλληνες υπό τ' όνομα στυπτηρία,
και οι Ρωμαίοι υπό τ' όνομα alumen συμπεριελάμβανον και άλλας
ουσίας, εχούσας κοινήν την στυφήν γεύσιν.
188

Περί στυπτηρίας αναφέρει ήδη ο Ηρόδοτος την 5 αιώνα π.


Χ. Κατά τον Διοσκορίδην ή ουσία αύτη ευρίσκετο ου μόνον εν
τοις εν Αιγύπτω μεταλλείοις, αλλά και επί της νήσου Μήλου, επί
της Σαρδούς, εν Μακεδονία, εν Αρμενία, Φοινίκη και αλλαχού. Ο
Πλίνιος διακρίνει διάφορα είδη στυπτηρίας (βιβλ. 35 κεφ. 52.) εν
Κύπρφ, λέγει, ευρίσκεται λευκή και μελανή στυπτηρία, αμφό
τερα χρήσιμοι εν τη βαφική, και ή μεν μεταδίδει εις το έριον ζωηρό
τερον, ή δε αμαυρότερον χρώμα διά μελανής δε στυπτηρίας καθα-.
ρίζεται και ο χρυσός. Περαιτέρω διακρίνει alumen liquidum και
alumen spisum, ήτοι υγράν και συμπαγή στυπτηρίαν ο χυμός
του καρπού της βοιάς βάφει μελανήν την υγράν στυπτηρίαν, και
εκ τούτου έγινώσκετο ή άγνότης αυτής alumen chiston καλεί στυ
πτηρίαν, σχιστολίθου είδος έχουσαν. Τέλος αναφέρεται είδος στυ
πτηρίας η στρογγύλης" καλουμένης. Της στυπτηρίας χρήσις
εγίνετο ιδίως εν τη ιατρική ώς στυπτικού μέσου αλλ' εχρησίμευε
και προς κατεργασίαν και βαφήν τών βυρσών και ερίων.
Εκτών περιγραφών του Πλινίου καταφαίνεται ότι μεταξύ
των διαφόρων ειδών alumen συμπεριελαμβάνετο και ή νυν καλου
μένη στυπτηρία, εκ της πληροφορίας μάλιστα ότι ευρίσκετο και
επί της Μήλου. Τον 13 αιώνα υπήρχε κατά τον Μιχαήλ Δούκαν.
παρά την Σμύρνην εργοστάσιον προς εκκάθαρσιν της στυπτηρίας
δι' όπτήσεως, διαλύσεως και κρυσταλλώσεως αυτής. Κατά τον 17
αιώνα όμοια εργοστάσια υπήρχον πολλαχού της Γερμανίας και εν
Αγγλία. Προς αποκρυστάλλωσιν της στυπτηρίας προσετίθεντο
κατά την παρασκευήν αυτής διάφοροι αλκαλικαι ουσίαι, ώς πότασσα,
ουρος κτλ.
Η βάσις της στυπτηρίας υπετίθετο επί πολύ ώς ασβεστώ
δης τις ουσία. Ο Μαργράφ απέδειξε το 1754 (πρακτ, Ακαδ. Βερο
λίνου), ότι αύτη είναι πάντι διάφορος της ασβέστου, διότι σχηματί
ζει άλλα άλατα ή εκείνη. "0 Βοκελίνος και ο Χαπτάλ απέδειξαν
εν έτει 1797 ότι εν τη στυπτηρία υπάρχει φύσει άλκαλι, και παρέ
στησαν ώς πιθανόν ότι εμπεριέχει αύτη οξυθειικόν κάλι και οξυ
θειικήν αμμωνίαν. Τέλος εγνώσθη ότι ή στυπτηρία είναι διπλούν
άλας εξ οξυθειικής αργίλλου και οξυθειικού κάλεος.
Σκευασία τις εκ στυπτηρίας καλουμένη η πυροφόρος"
απησχόλησεν επί πολύ τους χημικούς. Ο Βούλε αναφέρει το
1680 περί τινος ξηρού και ευθραύστου σώματος, όπερ υπό την
επιρροήν του αέρος ταχέως θερμαίνεται, παρουσιάζει δε και φλο
γερά ενίοτε φαινόμενα. Αλλά τον πυροφόρον ώρισμένως περιγρά
φει ο Ομβέργος εν έτει 1711. Παρεσκευάζετο κατ' αυτόν ουτος
ξηραινομένου σκατός μετ' ίσου ποσού στυπτηρίας (όωμαϊκής) επί
189

μετρίου πυρός, και εξαχνιζομένου του μίγματος εν υελίνω αγγείφ


μακρόν λαιμόν έχοντι το προϊόν ανεφλέγετο εκτιθέμενον εις την
επιρροήν του αέρος. Ο Λέμερυ απέδειξεν ότι το σκώρ δεν είναι απα
ραίτητον, διότι παρεσκεύαζε πυροφόρον εκ στυπτηρίας και αίματος
σαυρών, κανθαρίδων, υδροσκωλήκων, κρέατος, ξύλου, αλεύρου
και άλλων καυστικών ουσιών, αναγκαίαν εύρισκε μόνον την στυπτη
ρίαν, διότι δι' ουδενός άλλου άλατος επέτυχε ν' αντικαταστήση
αυτήν. Την ανάφλεξιν του πυροφόρου εξήγει ό Λαβοαζιε ώς εξής:
κατά την παρασκευήν του σώματος τούτου, το εν τη στυπτηρία
θειικόν οξύ ανάγεται εις θείον, όπερ εκτιθέμενον εις τον αέρα,
απορροφά οξυγόνον, μετατρεπόμενον πάλιν εις οξύ μετά καυστι
κών φαινομένων. -

Αφού ανεκαλύφθησαν υπό του Δέυυ τα αλκαλικά μέταλλα,


απεδόθη ή ανάφλεξις του πυροφόρου εις την μεγάλην συγγένειαν
των μετάλλων τούτων πρός το οξυγόνον. - Τάς συνθέσεις του
αργιλλίου εξήτασαν ό Ροάρδος, ό θενάρδος, ο Βερζέλιος, ό Λίβιχ
και άλλοι.

Λαζούρι ο ν. (Ultramarin.)
Κατά τον 11 αιώνα αναφέρεται ότι παρεσκευάζετο ήδη κυα
νούν χρώμα εκ του λαζουρίου λίθου υποτίθεται δε ότι λαζούριος
λίθος είναι ό υπό των αρχαίων καλούμενος σάπφειρος. Το όνομα
"λαζούρ" είναι πιθανώς περσικόν και σημαίνει κυνούν. Τον 6 αιώνα
ο Λεόντιος ονομάζει λαζούριον κυανούν τι χρώμα, τον δε 15 αιώνα
αναφέρεται πολλάκις ώς lapis lazuli κυανούν τι ορυκτόν.
Η βαφική ύλη, ήτις παρεσκευάζετο εκ του λαζουρίου, ώνο
μάζετο τον 16 αιώνα azurum ultramarinum, διότι κατά τινας μετε
φέρετο εις την Ευρώπην διά θαλάσσης, προς διάκρισιν του εκ
χαλκού παρασκευαζομένουλαζουρίου (κυανού χρώματος).
Οι χημικοί τού 17 αιώνος ενόμιζον ότι το κυανούν χρώμα του
λαζουρίου λίθου προέρχεται εκ της εν αυτώ παρουσίας χαλκού ή
σιδήρου. Ο Κλαπρόθεύρε το 1735 ώς συστατικά του λίθου τού
του σιλίκιον, οξυανθρακικήν τίτανoν, οξυθειικήν τιτανον, στυπτη
ρίαν και ύδωρ.
Το Λαζούριον παρασκευάζεται νυν τεχνητώς διά διαφόρων
μεθόδων, ών ή έκθεσις ανήκει τη ειδική χημεία.

Βερύλλιον ή Γλύ κι ο ν. (Βε)


- Το στοιχείον βερύλλιον, ήτοι την μεταλλικήν βάσιν της βη
ρύλλου (οξείδιον του βερυλλίου Βε 0 ή Βες 0,), απεμόνωσαν εν
έτει 1828 ύ Βέλερ και ο Βυσσώ δι' επενεργείας καλίου επί χλω
190

ρούχου γλυκίου, ο μεν εν είδει φαιάς μεταλλικής κόνεως, ο δε ώς


μελανήν συμπαγή ουσίαν βραδύτερον δε ό Βεκερέλ εν είδει χαλυ
βδοχρόων λεπίδων. -

Την Βήρυλλον ανεκάλυψεν εν έτει 1798 ο Βοκελίνος εν τω


βηρύλλω λίθω εν είδει ελαφράς κόνεως βραδύτερον δε ευρεν
αυτήν και εν τώ σμαράγδω. Οι εκδόται του περιοδικού συγγράμ
ματος Αnnales de chimie, δι' ου ο Βοκελίνος εδημοσίευσε την
ανακάλυψίν του, ώνόμασαν την γην ταύτην, γλυκείαν γήν" ένεκα
της γλυκείας γεύσεως αυτής. Αλλ' οι Γερμανοί χημικοί δεν παρε
δέχθησαν την ονομασίαν ταύτην, διότι και εξ άλλων σωμάτων
σχηματίζονται γλυκέα την γεύσιν άλατα ωνόμασαν δ’ αυτήν βήρυλ
λον (Βeryllerde).
Τάς συνθέσεις του βερυλλίου μετά τών άλογόνων, μετά του
αζώτου, του σεληνίου και του οξειδίου αυτού, μετά διαφόρων
βάσεων και οξέων εξήτασαν πολλοί, εν οις ο Κλαπρόθ, ό Βερζέ
λιος και ο Βερθιέρος.

Ζιρ κ ό ν ι ο ν (Ζ)
Το οξείδιον του ζιρκονίου ανεκάλυψεν ό Κλαπρόθ εν έτει
1789. Απέδειξεν ουτος ότι το ζιρκόνιον συνίσταται εξ οξειδίου
σιλικίου, ολίγου οξειδίου σιδήρου και αγνώστου τινός οξειδίου,
όπερ εκάλεσεν οξείδιον ζιρκονίου. Εν έτει 1795 ευρε το
οξείδιον τούτο και ώς συστατικόν του υακίνθου της Κεύλάνης. Ο
Γουιτών-δε-Μορβώ και ο Βοκελίνος εύρον αυτό εν τώ ευδιαλύτω,
τώ πολυμιγνίτη, τώ αισχινίτη κτλ. εν είδει λευκής αόσμου και
άγεύστου κόνεως, ειδικόν βάρος εχούσης 4, 3. καθήπτετο αύτη
της υέλου, έμενε δε αδιάλυτος εν τώ ύδατι.
Το ζιρκόνιον μέταλλον απεχώρισεν εν έτει 1824 ο Βερζέλιος
εκ του φθοριοζιρκονιούχου καλίου διά θερμάνσεως μετά καλίου,
ώς μελανήν ανθρακώδη κόνιν εξήτασε δε πρώτος το στοιχείον
τούτο και εδίδαξε τας συνθέσεις αυτού μετ' αμετάλλων στοιχείων
και οξέων.
Νόριον (Νο.)
"0 Σμάμβερ ανεκάλυψεν εν τώ νορβεγικώ ζιρκονίω το οξεί
διον του νορίου , ευρέθη δε τούτο και εν τώ υακίνθω της Κεύλάνης
και εν άλλοις λίθοις, συνυπάρχον πάντοτε μετά του οξειδίου του
ζιρκονίου.
Θόρι ον (Θο.)
Ο Βερζέλιος εύρεν εν έτει 1828 άγνωστόν τι οξείδιον έν τιν
μελανώ ορυκτώ, όπερ εύρέθη επί της νορβεγικής νήσου Lowen ώνο
191

μάσθη δε βραδύτερον θορέτης λίθος. Απεμόνωσε δε το μέταλ


λον του οξειδίου τούτου ώς σκοτεινήν μολυβδόχρουν και στιλπνήν
κόνιν εκ του χλωριούχου θορίου διά θερμάνσεως μετά καλίου εν
ύελίνφ σωλήνι, και ωνόμασε θόριο ν έκ τινος νορβεγικής θεότη
τος θόρ.
Την θορίνην (οξείδιον θορίου) εύρεν ο Κάρστων εν τω
μοναζίτη λίθω, ο δε Βέλερ εντφ πικροχλώρω ώς λευκήν ουσίαν,
ειδικόν βάρος έχουσαν 9,4 και διαλυομένην εν ύδατι.
Δημήτριον (Δη.), Λανθάνιον (Λν.), Διδύμιον (Δ.)
Εν έτει 1803 ό Κλαπρόθ, ό Βερζέλιος και ο Χίσιγγερ") ανε
κάλυψαν ταυτοχρόνως έν τινι ορυκτώ, ευρεθέντι εν τώ παρά την
Ηυδαρχυτάνην της Σουηδίας σιδηρορυχείω, νέον τι μεταλλικόν
οξείδιον. Ο Κλαπρόθώνόμασε τούτο, ένεκα του χρώματος αυτού,
όχρωίτη ν. 0 Βερζέλιος δε και ο Χίσιγγερ απεχώρισαν εξ
αυτού τό μέταλλον, όπερ ωνόμασαν δημήτριον (Cerium) εκ του
κατά τον αυτόν χρόνον ανακαλυφθέντος πλανήτου ,Δημήτηρ". Το
ορυκτόν, ενώ τούτο εύρέθη, εκλήθη τότε δημητρίτης (Cerit).
Εν έτει 1839 ο Μοσάνδερ ανεκάλυψεν εν τώ δημητρίτη βα,
σιχόν οξείδιον ετέρου μετάλλου, όπερ ώνόμασε λανθάνιον, διότι
διέλαθεν έως τότε τους χημικούς. Εν έτει δε 1834 ανεκάλυψεν
εν τώ αυτώ ορυκτώ και τρίτον οξείδιον, του οποίου το μέταλ
λον ωνόμασε διδύμιον, ώς συνυπάρχον μετα του δημητρίου και
λανθανίου.
Το δημήτριον ευρέθη και εν άλλοις ορυκτοίς, ώς εν τώ
αλλανίτη, ορθίτη, γαδολινίτη μετά σιλικικού οξέος μεμιγμένον, εν
οξυανθρακικώ οξειδυλλίφ του δημητρίου, εν τώ μοναζίτη, εν ουδε
τέρω και βασικώ φθοριούχω δημητρίφ και εν τώ ύτριoδημητρίφ.
Το λανθάνιον φαίνεται συνυπάρχον πάντοτε μετά του δημητρίου,
εύρέθη π.χ. οξειδωμένον εν τώ δημητρίτη, εύξενίτή, μοναζίτη,
γαδολινίτη και μοσανδρίτη. Το διδύμιον εύρέθη εν τώ δημητρίτη,
όρθίτη, μοναζίτη κτλ.
Το δημήτριον εξήγαγεν ο Μοσάνδερ εκχλωρούχου δημη,
τρίου διά θερμάνσεως μετά καλίου ώς ερυθρόφαιον κόνιν, ασθενή
μεταλικήν στιλπνότητα έχουσαν. 0 Βερζέλιος παρεσκεύασε δύω
βασικά οξείδια του δημητρίου. 1. το οξειδύλλιον δημητρίου
(Δη Ο) εξ οξυανθρακικού οξειδυλλίου δημητρίου διά λευκοπυρώ
σεως αυτού και επενεργείας (όεύματος οξυανθρακικού αερίου,
αποτελεί τούτο εν ύδατι λευκήν κονιώδη διάλυσιν 2. το οξείδιον

*) Ιδιοκτήτης μεταλλείου και μέλος της Ακαδημίας της Στοκχόλμης,


192

δημητρίου (Δης Ο.) ώς υπόλευκονκόνιν, ήτις πυρακτου


μένη, λαμβάνει κιτροειδες χρώμα και εν ύδατι αποτελεί κιτρίνην
διάλυσιν. Βραδύτερον ανεκαλύφθησαν διάφορα άλατα του οξειδυλ
λίου και του οξειδίου του δημητρίου μετ' οξέων, συνθέσεις του
δημητρίου μετά θείου, φωσφόρου, βρωμίου, ιωδίου κτλ. και μεταλ
λικά μίγματα αυτού μετά νατρίου κτλ.
Ο Μοσάνδερ εξήγαγε το Λανθάνιον εκ χλωρούχου λαν
θανίου διά πυρακτώσεως μετά νατρίου, ώς κυανόφαιον κόνιν, και
το οξείδιον του λανθανίου, ώς υπόλευκονκόνιν. Παρεσκευάσθη δε
και υπεροξείδιον του λανθανίου ώς υδαρής διάλυσις, συνθέσεις
αυτού μετά χλωρίου κτλ.
Το διδύμιον δεν επέτυχεν ό Μοσάνδερ να εξαγάγη εν κα.
θαρά μεταλλική καταστάσει το οξείδιον αυτού, φαιόν εν ανύδρφ
καταστάσει, αποτελεί μετ' οξέων κεχρωματισμένα (αμεθυστοειδή,
βοδόχροα και ιώδη) άλατα.
"Υτριον (Υτ.), Ερβιoν (Ερ.), Τέρβιον (Τε.)
Το οξείδιον του υτρίου ανεκάλυψεν εν έτει 1794 ο Ιωάννης
Γαδολίνος *) έν τινι παρά την πόλιν Υττέρβην της Σουηδίας
ευρεθέντι ορυκτώ, υττερβίτη (υπό τινων γαδολινίτη) διά τούτο
κληθέντι, ώς άχρουν σχεδόν κόνιν, ήτις όμως θερμαινομένη λευ.
καίνεται βραδύτερον εύρέθη και εν τώ ορθίτη, υτριοτανταλίτη και
υτριoδημητρίτη. Ο Βέλερ εξήγαγεν εν έτει 1828 εκ χλωρούχου
υτρίου διά καλίου το μέταλλον ότριον ώς μελανόφαιον στιλ
πνήν κόνιν.
"Ο Μοσάνδερ ανεκάλυψε το 1843 ότι το οξείδιον υτρίου
διαλύεται εις έν κίτρινον και δύω άχροα οξείδια το πρώτον ωνό
μασεν έρβιoν οξείδιον εκ των λοιπών δύω το μεν ασθενέστερον
ώνόμασεν τέρβιον, το δε υτέρβιονοξείδιον, ευδήλως κατά διαφό
ρους συγκοπάς εκ του ονόματος Υττέρβη της πόλεως, παρά την
όποίαν το ορυκτόν ό Υττερβίτης ή γαδολινίτης εύρέθη. Έρβιον
και τέρβιον καλούνται αι μεταλλικαί βάσεις των δύω τελευταίων
οξειδίων, αίτινες δεν απεμονώθησαν εισέτι μετά βεβαιότητος,
Β. Βαρέα μέταλλα ι.
α) αγενή μέταλλα.
Μαγγάνιον (Μγ.)
Το μαγγάνιον απεχώρισε πρώτος ο Γάν, διευθυντής μεταλ,
λείου εν Σουηδία, το 1807 εξ οξυανθρακικού οξειδυλλίου μαγγα,
*) Καθηγητής της χημείας, γεννηθείς το 1760 και αποθανών το 1852.
193

νίου διά πυρακτώσεως μετ' ανθράκων εν κεκλεισμένω χωνευτη.


ρίφ. Ταυτοχρόνως δε σχεδόν απεμόνωσεν αυτό ο Αγγλος χημικός
John, πριν μάθη την ανακάλυψιν του Γάν, διά της αυτής περίπου
μεθόδου, ώς λευκόφαιον ολίγον στιλπνήν συμπαγή εύθρυπτον
ουσίαν. -

Εκ των περιεχόντων το μέταλλον τούτο ορυκτών αρχαιότε


ρον γνωστόν είναι ο πυρολουσίτης (υπεροξείδιον μαγγανίου). Το
ορυκτόν τούτο συνέχεον, ώς εικάζεται, οι αρχαίοι μετά του μαγνή
του, εκάλουν δε μαγνησίαν. Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουσι όητώς
ότι το όνομα μαγνησία" δεν παράγεται εκ του ονόματος της πόλε
ως Μαγνησίας, αλλ' εκ του ημάγνης" ή "μαγνήσιος", ώς εκαλείτο
ο κυρίως μαγνήτης. - Ο Πλίνιος διακρίνει διάφορα είδη μαγνη.
τολίθων (Μagnes lapis), εν άλλοις δε άρρενα και θήλυν κυρίως
εκ της διαφοράς του χρώματος, του μεν μελανού του δε μάλλον
ερυθρού όντος. "Όθεν πιθανώς ο πυρολουσίτης, θεωρούμενος ώς
θήλυς μαγνήτης ή μαγνήσιος, εκαλείτο διά τούτο μαγνησία.
Κατά τον 15 αιώνα ό Β. Βαλεντίνος ονομάζει τον πυρο
λουσίτην Βraunstein, ήτοι φαιόλιθον, και καταλέγει αυτόν εις
τα σιδηρούχα ορυκτά ο δε Αγρικόλας (de re metallica) τον 16
αιώνα θεωρεί έτι το ορυκτόν τούτο ταυτόν τώ μαγνήτη. "Οτε παρε
τηρήθη ότι ό πυρολουσίτης δεν έχει την ελκυστικήν δύναμιν του
μαγνήτου, εκλήθη ψευδομαγνήτης. 0 Πότ πρώτος απέδειξε το
1740 ότι ο πυρολουσίτης δεν εμπεριέχει σίδηρον. Ο Κάιμ εδημο
σίευσε το 1774 ότι πυρακτώσας ισχυρώς πυρολουσίτην μετά μελα
νής γης, παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη κυανόλευκον εύθρυπτον
μέταλλον. Το νέον τούτο μέταλλον εκλήθη εν Γερμανία Βraun
stein-Κόnig ή Βraunstein-Μetall λατινιστί δ' εκαλείτο ταυτοχρό
νως magnesium. Προς διάκρισιν από της μαγνησίας (Μagnesia
alba) εκαλείτο βραδύτερον ο πυρολουσίτης manganesium εκ
τούτου δε το μέταλλον ωνομάσθη εν αρχή του παρόντος αιώνος
manganium.
Κατά τινας το όνομα μαγγάνιον παράγεται εκ του ελληνικού
-μάγγανον" διότι ό μαγνήτης, μεθ' ου ό πυρολουσίτης, ώς είρηται,
συνεχέετο, ένομίζετο διά την ελκυστικήν αυτού ιδιότητα ώς μαγι.
κός λίθος.
Ο Σχέελε εδίδασκεν ότι ο πυρολουσίτης αποφλογιζόμενος
μόνον (κατά την έννοιαν της φλογιστικής θεωρίας, ήτοι αποβάλ
λων το οξυγόνον) δύναται να συντεθή μετά των οξέων. Τούτο
έδωκεν αφορμήν προς εξέτασιν των διαφόρων βαθμών της οξει
δώσεως του μαγγανίου. Εις το θέμα τούτο κατέγειναν ο John
(1807), ο Βερζέλιος (1812) και ό Αρφέδσων,
13
194

Η ιδιότης του πυρολουσίτου του αποχρωματίζειν και χρω


ματίζειν την ύελον ήν ήδη γνωστή τον 16 αιώνα. Ο Πόρτας, ο
Λιβάβιος και άλλοι βεβαιούσιν ότι ο πυρολουσίτης παρέχει τη
υέλω χρώμα άμεθύστου.
"Εν τινι αλχημιστικώ συγγράμματα του έτους 1708 αναφέ
ρονται τα έξης. » Επί των ορέων του Πεδεμοντίου ευρίσκεται
είδος μαγνησίας, magnesia piemontana καλουμένης, μελανόφαιος
το χρώμα βάφει αύτη την ύελον πυρφυράν ή άμεθυστοειδή ανα
λυομένη μετά νίτρου, αλλάσσει χρώματα εν αρχή πρασίνη ούσα,
γίνεται κυανή, ιώδης και όοδόχρους". Την αυτην ιδιότητα αναφέ
ρει και ο Πότ πραγματευόμενος περί του πυρολουσίτου προστίθη
σιν δ' ότι η διάλυσις, ταρασσομένη, αναλαμβάνει το αρχικόν πρά
σινoν χρώμα. Ο Σχέελε καλεί το μίγμα τούτο ορυκτόν χαμαι
λέοντα απέδιδε δε το πράσινον χρώμα εις τήν παρουσίαν σιδή
ρου. Ο Φουρκρόυ εξέφρασε την ορθήν ιδέαν ότι τα διάφορα χρώ
ματα του ορυκτού χαμαιλέοντος προέρχονται πιθανώς εκ διαφό
ρων βαθμών οξειδώσεως. Τα πειράματα του Chevillot και Εdwards
εβεβαίωσαν την ιδέαν ταύτην ουτοι παρετήρησαν ότι ο χαμαι
λέων δεν σχηματίζεται εάν ή ανάμιξις του πυρολουσίτου και του
νίτρου γείνη εν χώρω κενώ οξυγόνου σχηματίζεται δε ευκολώτερον
εν οξυγόνω ή εν τώ ατμοσφαιρικώ αέρι απορροφάται δε κατ'
αμφοτέρας τάς περιστάσεις οξυγόνον. Οι αυτοί χημικοί παρετήρη
σαν βραδύτερον (1818) ότι ο πυρολουσίτης σχηματίζει και μετά
νάτρου, βαρύτιδος και στροντιανής άλατα απορροφωμένου οξυγό
νου. Εφρόνoυν δ' ότι κατά τάς σκευασίας ταύτας ο πυρολουσίτης
μεταβάλλεται εις οξύτι, το μαγγανικόν οξύ, και ότι ή πρασίνη διά,
λυσις του χαμαιλέοντος εμπεριέχει περισσότερον κάλι ή ή ερυθρά.
Ο Φορχάμερ εβεβαιώθη εν έτει 1820 ότι ή πρασίνη και ή ερυ
θρά διάλυσις τού χαμαιλέοντος εισί διάφορα οξέα του μαγγανίου.
Ο δε Μίτζερλιχ ώρισε ποσοτικώς εν έτει 1830 την σύνθεσιν
τών οξέων τούτων.

Σίδηρος. (Σ.)
Το μέταλλον τούτο ήν γνωστόν και κατά τους αρχαιοτάτους
χρόνους, ώς εκ των μύθων του Προμηθέως, του Ηφαίστου και
των Κυκλώπων εικάζεται κατά τον Ησίοδον επενόησαν την με
ταλλουργίαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή Κορύβαντες, δαίμονες συνοδοί
της Κυβέλης, μεταβάντες εκ Φρυγίας εις Κρήτην. 0 Μωυσής
αναφέρει ήδη περί χωνευτηρίων σιδήρου προστίθησιν δ' ότι
ό σέοηρος ήν γνωστός τοις ανθρώποις και προ του κατα
κλυσμού.
195

Αλλ' ακριβέστερα πληροφορία περί του τρόπου της εξαγω


γής του σιδήρου κατά την αρχαιοτάτην ταύτην εποχήν ελλείπουσι:
πιθανώς εξήγετο ουτος εκ του μαγνητολίθου, όστις κατά τον Πλί
νιον εκαλείτο και σιδηρίτης.
Τεκμήρια της παρουσίας σιδήρου έν τινι σώματι ολίγα εγί.
νωσκoν οι αρχαίοι. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι ή σιδηρούχος γή γνω
ρίζεται εκ του χρώματος. Ο Παρακέλσος μετεχειρίζετο τον χυμόν
των κηκίδων ώς δοκιμαστήριον της παρουσίας σιδήρου. 0 Βούλε
εγίνω σκεν ότι ου μόνον ό χυμός των κηκίδων, αλλά και τα φύλλα
της δρυός, και ο χυμός του καρπού της όριάς και άλλαι στυπτικαί
ουσίαι βάφoυσι μελανήν σιδηρούχον τινά διάλυσιν μετεχειρίζετο
δε και τον μαγνήτην προς απόδειξιν της παρουσίας σιδήρου. Την
διά σιδηροκυανούχου καλίου δοκιμήν εδίδαξεν ό Μαργράφ εν
έτει 1757.
Έκ τινων εκφράσεων του Ομήρου εικάζεται ότι οι αρχαίοι
εγίνω σκον και την αποσκλήρυνσιν του σιδήρου διά πυρακτώσεως
και αποσβέσεως αυτού δι' ύδατος. Ως μάλιστα περί την μεταλλουρ
γίαν και όπλοποιίαν ασχολούμενοι αναφέρονται οι Λάλυβες, λαός
παρά τον "Ευξεινον Πόντον οικών, εξ ου το όνομα χάλυψ.
Πιθανώς εγίνωσκoν οι αρχαίοι και το εύθραυστον του σφυρη
λατημένου σιδήρου. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι υπάρχουσι διάφορα
είδη σιδήρου, ό μεν μαλακός, ό δε fragile et aerosum (Plin. hist.
nat. L. 34. Ο. 41).
"Ο Αγρικόλας (de re metallica) ώς το χείριστον είδος σιδή
ρου αναφέρει ώσαύτως είδος τι fragile et aerosum. Ο Μάυερ
καθηγητής εν Στεττίνη εξήγαγε το 1780 έκχυτου σιδήρου λευ
χήν τινά γεώδη ουσίαν, εις ήν απέδωκε το εύθραυστον του εκ βαλ
τωδών μερών εξαγομένου σιδήρου εύρεν ότι η ουσία αύτη, ανα
λυομένη, λαμβάνει μεταλλικήν μορφήν εθεώρησε δε τούτο ώς
νέον μέταλλον, όπερ ωνόμασεν ύδρ ο σίδηρο ν βραδύτερον όμως
(1784) εξέφρασε την ιδέαν ότι ό ύδροσίδηρος είναι πιθανώς σίδη
ρος φωσφορούχος. Ο δε Σχέελε απέδειξε πρώτος εν έτει 1785
αναλυτικώς την εν αυτώ παρουσίαν φωσφορικού οξέος. Ούτως
εγνώσθη ότι μάλλον εύθραυστον είδος σιδήρου είναι το φωσ.
φορούχον,
Ο Στάλ και οι οπαδοί του ενόμιζον ότι ό χάλυψ είναι καθα
ρός σίδηρος κεκορεσμένος διά φλογιστού, ενώ ο κοινός σίδηρος
εμπεριέχει έτι γεώδη συστατικά. Ο Βέργμαν εδίδασκεν ότι ο
χυτος σίδηρος εμπεριέχει περισσότερον γραφίτην ή όχάλυψ,
ουτος δε περισσότερον ή ό σφυρηλατημένος σίδηρος, αλλά τον
γραφίτην τούτον εθεώρησεν ώς εύφλεκτον τινά σύνθεσιν εξ αερίου
13 και
196

οξέος και φλογιστού. Κατά τον Μοnge, Βανδερμόνδ και Βερθολέτ


ο χυτός σιδήρος εμπεριέχει έτι ολίγον άνθρακα και οξυγόνον τα
δε διάφορα είδη σιδήρου προέρχονται εκ του διαφόρου ποσού του
εν αυτοίς άνθρακος ο σφυρηλατημένος σίδηρος είναι ό καθα
ρώτερος, αλλ' εμπεριέχει έτι ολίγον άνθρακα και οξυγόνον ο
χάλυψ είναι ανθρακούχος, αλλ' ουδαμώς οξειδωμένος σίδηρος.
Την σκωρίαν του σιδήρου μετεχειρίζετο ήδη, ώς λέγεται,
ο Ασκληπιός (τον 16 αιώνα π. Χ.) ώς ιαματικόν. Ο Διοσκορίδης
αναφέρει και αίμα τίτη ν, παρασκευαζόμενον διά πυρακτώσεως
μαγνητολίθου. Ο Πλίνιος καταλέγει τον αιματίτην ώς είδος μα
γνήτου αναφέρει περί της ελκυστικής επιρροής του μαγνήτου επί
του σιδήρου, ότι ό μαγνήτης μεταδίδει την έλκυστικήν δύναμιν τώ
σιδήρφ και ότι ό αίματίτης δεν έχει την ιδιότητα ταύτην του
μαγνήτου.
Το ερυθρόν και το κίτρινον οξείδιον του σιδήρου ωνόμαζον
οι χημικοί της Δύσεως martis. Το όνομα τούτο απαντάται και εν
τη λατινική μεταφράσει των συγραμμάτων του Γηβήρου. Αι μελα
ναι συνθέσεις του σιδήρου μετά του οξυγόνου ώνομάζοντο από
του 1735 aethiops martis κατά το αυτό δε έτος περιγράφει υπό
την αυτήν ονομασίαν ό Λέμερυ την σύνθεσιν, ήτις προκύπτει εκ
ρινισμάτων σιδήρου και ύδατος υπό την επιρροήν του ατμοσφαιρι
κου αέρος.
Περί τας αρχάς του παρόντος αιώνος υπήρχεν έτι διαφωνία
περί των δυνατών οξειδώσεων του σιδήρου. Ο Προύστ παρεδέ
χετο δύω βαθμούς, το οξείδιον και το οξειδύλλιον σιδήρου. "Ο
Γέυ-Λουσάκ παρεδέχετο (1814) μέσον τινά βαθμόν μεταξύ οξει
δίου και οξειδυλλίου. Τα νυν τέλος περί των οξειδώσεων του σιδή
ρου παραδεδεγμένα ανέπτυξεν ο Βερζέλιος. Το σιδηρικόν οξύ
ανεκάλυψεν ο Φρέμυ εν έτει 1840.
Τόν φυσικόν θειούχον σίδηρον εκάλουν πιθανώς οι αρ
χαίοι πυρίτην συνέχεον δε τούτον μετά του θειούχου χαλκού. Ο
Πλίνιος καταλέγει διάφορα είδη πυρίτου κατ' αυτόν ωνόμαζον
τινές τόν λίθον, εξ ου κατασκευάζεται ή μύλη (μυλόπετρα), πυρί.
την, διότι εμπεριέχει πολύ πύρ άλλο δέ τι ορυκτόν, πυρίτης κα.
λούμενον, ώμοίαζε τώ χαλκώ. Κατά τόν Διοσκορίδην πυρίτης ώνο
μάζετο λίθος τις, εξ ου εξήγετο χαλκός.
Το οξυ θειικόν οξειδύλλιον του σιδήρου εγίνωσχον
πιθανώς οι αρχαίοι ακάθαρτον. Οι Ρωμαίοι ωνόμαζoν κατά τον
Πλίνιον atramentum sutorium κυανούν τι προϊόν, παρασκευαζό
μενον δι' εξατμίσεως φυσικών τινων υδάτων, χρησιμεύον δε ώς
ιαματικόν και πρός μελανήν βαφήν των βυρσών. Ο Γηβήρος ανα
197

φέρει περί τινος vitrioleum rubificatum, όπερ πιθανώς ήν οξειδω


μένον οξυθειικόν οξειδύλλιον σιδήρου.
Ο Αλβέρτος Μάγνος αναφέρει ώρισμένως περί του πρασίνου
χαλκάνθου, αλλ' ουδέν περί του τρόπου της παρασκευής αυτού.
Την εκ θειικού οξέος και σιδήρου (martem) κατασκευήν διδάσκει
ό Βαλεντίνος. 0 Λέμερυ (1675) εγίνωσκεν ότι θείον και βινί
σματα σιδήρου, μιγνύμενα μεθ' ύδατος, αναπτύσσουσι μεγάλην
θερμότητα.
Τον ύγρόν χλωρούχον σίδηρον εγίνωσχεν ήδη ο Γλαυβήρος,
εκάλει δε oleum martis και παρεσκεύαζεν αυτόν διαλύων σίδηρον
εν άλυκφ οξεί και εξατμιζων την διάλυσιν ,υπολείπεται, λέγει,
ούτω ερυθρά ουσία συμπαγής και καυστική εάν τις αναμίξη ταύτην
μετά οξυσιλικικού κάλεος (silicum vel oleum arenae) σχηματίζεται
εντός δύω ώρών θαυμάσιον δέν δρον" ενόει δε τα κρύσταλλα,
άτινα διά τούτο ωνομάσθησαν και σιδηρούν δένδρον του Γλαυβήρου".
Την διάλυσιν του χλωρούχου σιδήρου εν οινοπνεύματι επέτυχε
πρώτος εν έτει 1725 στρατηγός τις Ρώσσος Βestuscheff-Rumin
καλούμενος. Εχρησίμευε τούτο ώς ιαματικόν αλλ' ή παρασκευή
αυτού ετηρείτο μυστική, έως ου Γάλλος τις υπασπιστής Λαμότ
εκοινοποίησεν αυτήν εκ τούτου εκλήθη το φάρμακον χρυσαι στα
γώνες του Λαμότ.
Τον αμμωνιακόν σίδηρον εγινωσκεν ήδη πιθανώς ο Β.
Βαλεντίνος. "Οτι το αίμα εμπεριέχει σίδηρον απέδειξεν ο Ιταλός
Μεγγίνης εν έτει 1774.

Νικέλιον (Νι.)
Εκ των συνθέσεων του νικελίου πρώτον γνωστόν ήν το
χαλκούχον νικέλιον, περί ου αναφέρει ό Ιαίρνιος εν έτει 1694. Το
ορυκτόν τούτο εξαλαμβάνετο ώς χαλκός, ένεκα της ομοιότητος του
χρώματος επειδή δε πάσαι αι προσπάθεια προς απομόνωσιν του
μετάλλου απετύγχανον, ωνομάσθη σκωπτικώς Νickel*). 0 Κρόν
στετ ανεκάλυψεν εν έτει 1751 ορυκτόν τι, ώς συστατικά του
οποίου εύρε σίδηρον, κοβάλτιον και άγνωστόν τι ήμιμέταλλον, όπερ
διαλυόμενον εν αζωτικώ οξεί κεκραμένω μετ' ανθρακικού οξέος,
εσχημάτιζε πρασινόλευκον υποστάθμην μή εμπεριέχουσαν χαλκόν,
Αραδύτερον εύρε το αυτό μέταλλον αφθονώτερον εν τώ χαλκούχω
νικελίω, και διά τούτο ωνόμασεν αυτό νικέλιον.
Εν έτει 1775 ό Βέργμαν διισχυρίσθη ότι το μέταλλον, όπερ
ο Κρόνστετ ωνόμασε νικέλιον, εμπεριέχει σίδηρον, διότι έλκεται

*) Γερμανικόν σκώμμα, δ' ου εμπαίζεται ο απατώμενος,


198

υπό του μαγνήτου αλλά βραδύτερον παρεδέχθη ότι το νικέλιον


είναι άπλουν μέταλλον όμοιον τώ σιδήρω. *

Ο Έγγεστρεμ απέδειξεν εν έτει 1776 ότι το υπό το όνομα


-πάκ-φόγγ" γνωστόν μεταλλικόν μίγμα, εξ ου οι Σίναι κατασκευά
ζουσι διάφορα σκεύη, σινίσταται εκ χαλκού, νικελίου και ψευδαρ
γύρου. Και εν Ευρώπη δε παρά την Σούλην ενθυριγγία υπήρχε
προ πολλού εργοστάσιον, ενώ κατεσκευάζοντο διάφορα αντικεί,
μενα έκ τινος αργυροειδούς μετάλλου, όπερ εξήγετο εις της σκω
ρίας εγκαταλελειμμένου χαλκωρυχείου και εκαλείτο διά τούτο λευ
κόχαλκος εν έτει 1823 απεδείχθη ότι τούτο ήν ώσαύτως μεταλ
λικδν μίγμα εκ χαλκού, νικελίου και ψευδαργύρου. "0μοιον τέλος
μίγμα επωλείτο υπό το όνομα και νέος άργυρος" ή - Αrgentau".
Κοβάλτιον. (Κο.)
Εν διαφόροις συγγράμμασι του 15 αιώνος απαντάται ή
λέξις, η κοβάλτ" εν ασαφεί πάντοτε σημασία. 0 Αγρικόλας ονο
μάζει η κοβόλτ" όρεοπόλους τινάς δαίμονας, η κοβάλτ" δε δρυκτόν
τι, όπερ όμως ουδαμου περιγράφει, θ Παρακέλσος αναφέρει τα
έξης, Εξάγεται εκ των Κοβάλτω ν μέταλλόν τι τηχόμενον ώς ο
ψευδάργυρος έχει χρώμα ίδιόν τι μέλαν άνευ μεταλλικής στιλ.
πνότητος και σφυρηλατείται μεν, αλλ' ουχί αρκούντως, όπως χρη:
σιμεύση πρός τι".
Μετά τον Παρακέλσον ή λέξις κοβάλτ απαντάται συνηθέ.
στερον εν δρυκτολογικούς συγγράμμασι, και πολλάκις φαίνεται ότι
υπονοούνται δρυκτά, εξ ών ουδέν χρήσιμον μέταλλον εξάγεται.
Βραδύτερον ωνομάσθησαν κοβάλτια τα ορυκτά, άτινα βάφουσι
κυανήν τήν ύελον. Την ενέργειαν ταύτην τών κοβαλτούχων ορυ
κτών επί της ύέλου λέγεται ότι ανεκάλυψεν ύελοποιός τις ονόματι
Χριστόφορος Σύρερ παρά τα γιγάντια όρη κατά τον 16 αιώνα.
Αλλ' ο Δέυύ ευρε κοβάλτιον εν αρχαία κυανή ύέλφ. Μετά την ανα,
κάλυψιν του Σύρερ εξήγετο εκ Σαξωνίας σκωρία κοβαλτίου και
επωλείτο εν Ολλανδία μάλιστα ώς υελοβαφική ύλη εκαλείτο δε
ζαφφήρ (πιθανώς εκ του , σάπφειρος") ή σαφλόρ ή σαφράν.
Τον 17 αιώνα ηγνοείτο έτι ή σύστασις του ορυκτού τούτου,
Ο Γεώργιος Βράν δ(1694-1768) διευθυντής του εν Στοκ,
χόλμη μουσείου εξέφρασε πρώτος την ιδέαν ότι η βαφική ιδιότης
τών ορυκτών, εξών παρασκευάζεται ό σάπφειρος προέρχεται εκ
τινος εν αυτοίς μετάλλου απέδειξεν ότι τούτο δεν είναι βισμού
θιον, ώς τινες ενόμιζον, και απέδωκεν εις τούτο την βαφήν της
μίλτου, ήτις απεδίδετο πριν εις τον σίδηρον ή το αρσενικόν έγιω
δε και την μαγνητικήν του μετάλλου τούτου ιδιότητα. 0 Βέργμαν
199

επεβεβαίωσεν εν έτει 1780 την ανακάλυψιν του Βράνδ, αποδείξας


ότι το κοβάλτιον είναι ιδιαίτερον μέταλλον.
Η διά κοβαλτίου παρασκευαζομένη συμπαθητική καλου.
μένη μελάνη, ής τα ίχνη θερμαινόμενα γίνοντα καταφανή, αναφέ
ρεται κατά πρώτον εναλχημιστικώ τινι συγγράμματα του Ιακώβου
Βαϊτζ. Η ιδιότης αύτη απεδίδετο εις το βισμούθιον, έως ου ο
Γέσνερ απεδειξεν εν έτει 1744 ότι το ορυκτόν, εξου ή γραφική
αύτη ύλη παρασκευάζεται, είναι κοβάλτιον και ουχί βισμούθιον.
Σημειωτέον ότι συμπαθητική μελάνη εκαλείτο άλλοτε πάν
υγρόν, δι' ου ήδύνατο να γράφη τις αφανώς, και της όποιας τα
ίχνη εγίνοντο όρατά διά τινος τέχνης. Προς τούτο μετεχειρίζοντο
π.χ. οι παλαιότεροι οξικόν οξείδιον μολύβδου. Ο Ομβέργος εδί.
δαξεν την χρήσιν διαλύσεων χρυσού, κασσιτέρου, στίμμεως, ή
αντιμονιακού θειωμένου κάλεος κτλ.
Αί διάφοροι οξειδώσεις του κοβαλτίου εγνώσθησαν βρα
δύτερον,
Ουράνιον. (Ου.)
Το ουράνιον, γνωστόν νυν ώς σκληρών, αλλ' υπό του χάλυ
βος χαρασσόμενον μέταλλων, όμοιάζον κατά το χρώμα τω σιδήρφ
και νικελίφ, ανεκάλυψεν ό Κλάπροθ εν έτει 1789. Αλλά μέχρι του
1811 το διά λευκοπυρώσεως του πρασίνου οξειδίου μετ' ανθρά
κων ή κατ' άλλας μεθόδους παρασκευαζόμενον οξειδύλλιον του
ουρανίου εξελαμβάνετο ώς καθαρόν ουράνιον. Ο Πελιλότ απέδειξε
την απάτην, απομονώσας πρώτος εντελώς το μέταλλον τούτο,
Χαλ κ ό ς. (Χ.)
Το χρήσιμον τούτο μέταλλον εγίνω σκoν ήδη οι Εβραίοι, και
κατά τον Μωύσην ήν γνωστόν και προ του κατακλυσμού. Αρχαιό
τατα μνημεία μαρτυρούσι πάντως περί της παλαιοτάτης χρήσεως
του μετάλλου τούτου. Ο Ισίδωρος αναφέρει ρητώς ότι τον χαλ
κόν έγινωσκoν οι αρχαίοι προ του σιδήρου.
Κατά την μαρτυρίαν του Σολινου ωνόμαζον οι Έλληνες το
μέταλλον τούτο χαλκόν, διότι εύρον κατά πρώτον εν Ευβοία παρά
την Χαλκίδα. Σχημειωτέον ότι οι "Ελληνες ωνόμαζον χαλκόν"
ώς και οι Ρωμαίοι aes ου μόνον τον χαλκόν, αλλά και τον ορείχαλ
κον. Τον κυρίως χαλκόν διέκριναν οι Ρωμαίοι ώς aes cyprium,
διότι μετεφέρετο αυτοις εκ Κύπρου, βραδύτερον δε μόνον cyprium,
και τέλος κατά συγκοπήν cuprum.
Οι αρχαίοι εγίνωσκον και τον πράσινον χρωματισμόν της
θέλου δι' οξειδωμένου χαλκού. 0 θεόφραστος (300 π. Λ.) ανα
200

φέρει είδος υέλου μετά χαλκού παρεσκευασμένης, ώς το κάλλιστον,


Ο Διόδωρος πληροφορεί ότι εν τοις χαλκείοις παρεσκευάζετο και
σμάραγδος. Κατά τον Πλίνιον ή ύελος παρεσκευάζετο πάντοτε τη
προσθήκη χαλκού, όστις παρέχει, ώς λέγει τη θέλφ χρώμα pinguί
nigrigantes. Αναλύσεις τέλος αρχαίων ούτω κεχρωματισμένων
ύέλων εβεβαίωσαν τούτο.
"Ωσαύτως εγίνωσκoν οι αρχαίοι και τον ερυθρόν χρωματι,
σμόν της ύέλου δι' οξειδυλλίου χαλκού, ώς εικάζεται εκ της εξής
περικοπής του Πλινίου ,ηubens vitrum atque non translueens,
hematinon appellatum" (Ηist. nat. Lib. 36. Cap. 66.) Αναλύσεις
αρχαίων ερυθρών υέλων εβεβαίωσαν την παρουσίαν χαλκού,
Περί τας αρχάς του 17 αιώνος εδιδάσκετο ή οξείδωσις του χαλκού
πρός ερυθροποίησιν της υέλου, συνιστάτο μάλιστα και ή προσθήκη
σιδήρου. Ο ορυκτολόγος Φέρβερ αναφέρει εν έτει 1773 ότι τας
ώραιοτέρας ερυθράς ψηφίδας διά μωσαϊκάς γραφάς παρεσκεύαζε
τεχνήτης τις εν Ρώμη, ονόματι Ματιόλης, εκ σκωρίας χαλκού,
Βραδύτερον ή μέθοδος αύτη παρημελήθη, αντικατασταθείσα διά
της χρυσοπορφύρας, έως ου εν έτει 1828 ο Εγγελχάρδος εδημο.
σίευσε πραγματείαν περί ερυθρού χρωματισμού της υέλου δι' οξει,
δυλλίου χαλκού.
Ο Β. Βαλεντίνος αναφέρει περί της διά σιδήρου καταπτώ.
σεως του χαλκού εκ χαλκούχου διαλύσεως, αλλ' εκλαμβάνει τούτο ώς
αλλαγήν του σιδήρου εις χαλκόν. Παρομοίως διίσχυρίζοντο πολλοί
ότι τα ύδατα διαφόρων πηγών έχουσι την ιδιότητα να μεταβάλλωσι
σίδηρον εις χαλκόν. 0 Βούλε πρώτος εξέφρασε την ιδέαν ότι ο
χαλκός καταπίπτει ώς υποστάθμη εκ χαλκούχων διαλύσεων τη
προσθήκη σιδήρου ή ψευδαργύρου, διότι το διαλυτικόν μέσον απο
βάλλει το έν μέταλλον, όπως ένωθή μεθ' ετέρου.
Ο Διοσκορίδης αναφέρει ότι ό ιός (όνομα, υπό το όποιον
περιελαμβάνοντο διάφοροι χαλκούχοι συνθέσεις), είναι δραστικώ
τερος και ώραιοτέρου χρώματος, όταν παρασκευάζηται εκ χαλκού,
παλαιού οίνου και όξους. Περί του κυανού χρωματισμού του χαλ.
κoύ ή πρώτη θετική πληροφορία ευρίσκεται παρά τω Λιβαβίφ εν
τοις έξής ,ύδαρής διάλυσις ασβέστου και αμμωνιακού άλατος
τιθεμένη εις επαφήν μετά ορειχάλκου, χρωματίζεται εν μιά ώρα
κυανή, εν ψυχρώ δε τόπω σχηματίζεται εκ τοιαύτης κεκορεσμένης
διαλύσεως κυανούν χάλκανθον, όπερ εν μικρά δόσει επιφέρει ισχυ
ρόν εμετόν".
Η οξείδωσις του χαλκού διά πυρακτώσεως ήν έκπαλαι εν
χρήσει ο Διοσκορίδης αναφέρει ότι ο κεκαυμένος, αλκός είναι
καλός, όταν η ερυθρός, και τριβόμενος, παρέχη ερυθράνκόνιν. Ο
201

υπέρ το δέον κεκαυμένος χαλκός γίνεται μέλας παρασκευάζεται


δε διά παρατεταμένης οπτήσεως ήλων παλαιών πλοίων μετά θείου
και άλατος ή στυπτηρίας, ή και άνευ ουδεμιάς προσθήκης εν πηλί.
νοις αγγείοις τινές τέλος βρέχουσι προηγουμένως τους ήλους
όξει. Η σκωρία παρεσκευάζετο επιχεομένου βιαίως ύδατος επί
πεπυρακτωμένου χαλκού. Τα κατά την σφυρηλάτησιν τέλος εκπη
δώντα τρίμματα ονομάζει ό Διoσκoρίδης λεπίδας χαλκού. Κατά
την φλογιστικήν εποχήν γίνεται μεν λόγος περί ισχυροτέρας ή
μετριωτέρας καύσεως του χαλκού, αλλ' εκ τών εκφράσεων τούτων
δεν δύναται τις να εικάση ότι ήσαν ήδη γνωστοί διάφοροι βαθμοί
οξειδώσεως.
Ο Προύστ ανεκάλυψεν εν έτει 1800 ότι εκτός του μέλανος
οξειδίου του χαλκού, όπερ εμπεριέχουσι τα συνήθη χαλκούχα
άλατα, υπάρχει και κατώτερός τις βαθμός οξειδώσεως του μετάλ
λου τούτου το νέον τούτο οξείδιον παρεσκεύαζε διά θερμάνσεως
χλωρούχου χαλκού μετά κάλεος παρετήρησε δ' ότι τη επενεργεία
θειικού ή άζωτικού οξέος διαλύεται τούτο εις ανώτερον οξείδιον
και μεταλλικόν χαλκόν, ότι η διάλυσις αυτού εν αμμωνία είναι
άχρους και ότι υπό την επιρροήν του ατμοσφαιρικού αέρος γίνεται
κυανούν, μεταβαλλόμενον εις ανώτερον οξείδιον.
Ο Προύστ εδίδαξεν ώσαύτως (1799) ότι η πρασίνη υποστά.
θμη, ήτις κατακάθηται εκ των άλάτων του οξειδίου του χαλκού
τη προσθήκη καλίου, είναι βασικόν τι πάντοτε άλας ή δε κυανή
υποστάθμη είναι ένυδρονοξείδιον του χαλκού.
Χρυσό κολλαν ωνόμαζον οι αρχαίοι ουσίαν τινά χρησι.
μεύουσαν προς συγκόλλησιν του χαλκού. Αλλ' υπό τ' όνομα τούτο
περιελήφθησαν παντοίαι συνθέσεις, εν οις και τις παρασκευαζο
μένη εξ ούρων. Κατά τον Διοσκορίδην ή κυρίως χρυσόκολλα ήν ιός,
κατά δε τον Πλίνιον υγρόν τι εύρισκόμενον εν τοις μεταλλείοις,
όπερ ψυχραινόμενον γίνεται ώς κίσσηρις κάλλιστον είδος εθεω
ρείτο, λέγει, το εν τοις χαλκωρυχείοις εύρισκόμενον, αλλ' εύρίσκε
ται και εν αργυρωρυχείοις και μολυβδωρυχείοις.
"Αδηλον άν χάλκαν θονωνόμαζον οι αρχαίοι το οξυθειικόν
οξείδιον του χαλκού μόνον (κυανούν χάλκανθον) ή συνάμα και το
οξυθειικόν οξειδύλλιον του σιδήρου (πρασίνη χάλκανθος). Μαρτυ
ρεί μεν ή ετυμολογία της λέξεως και η πληροφορία του Διοσκορί,
δου υπέρ του πρώτου, αλλ' ο Διοσκορίδης επιφέρει ότι υπάρχουσι
τρία είδη χαλκάνθου το μεν σχηματίζεται εκ των σταγόνων του
έντισι σπηλαίοις αποστάζοντος ύδατος, και καλείται υπό των Κυ
πρίων μάλιστα σταλακτίς το δε λιμνάζει εν σπηλαίοις άλλο τέλος
όπτη χαλκάνθη καλούμενον, παρασκευάζεται εν Ισπανία, και είναι
202

μεν αύτη ήττον δραστική ώς ιαματικόν (ιδίως εμετικόν), αλλά


χρώματος κυανού ώραιοτέρου, βαρεία και διαφανής, προτιμάται
δε προς μελανήν βαφήν τών βυρσών. Το τρίτον τούτο είδος ήν
πιθανώς σιδηρούχον 0 Πλίνιος αναφέρει ότι χάλκανθον ονομά
ζουσιν οι Έλληνες ό,τι οι Ρωμαίοι ονομάζουσιν atramentum suto
rium παρασκευάζεται δε, λέγει, τούτο εν Ισπανία διαφοροτρό
πως το μεν διά ζέσεως λιμναζόντων τινών ύδάτων, το δε σκα
πτομένων οπων εν ιδιαιτέρα τινι γή, επί των πλευρών των οποίων
σχηματίζεται εν ώρα χειμώνος το χάλκανθον εν είδει σταλλακτί
του το δε διά της ήλιακής θερμότητος, ώς το άλας σχηματίζεται
δε και φύσει εν τοις όήγμασι βράχων, τή επενεργεία της βροχής
και του ψύχους. Ο Β. Βαλεντίνος διδάσκει την εκκαθάρισιν του
χαλκάνθου δι' επανειλημμένης κρυσταλλώσεως.
Επεκράτει πρότερον ή ιδέα ότι ό χαλκός σχηματίζεται κατά
τάς διαφόρους σκευασίας. Ο Β. Βαλεντίνος εκφράζει πρώτος
την ιδέαν ότι είδη τινά χαλκάνθου εμπεριέχουσιν αρχήθεν χαλκόν
το κυανούν χάλκανθον ονομάζει ουτος vitriolum commune, το δε
πράσινον vitriolum veneris εγίνωσκε δε ότι εκ χαλκού και σιδήρου
προκύπτει μικτόν χάλκανθον. Ο Αγρικόλας περιγράφει την κατα
σκευήν του εκ χαλκού χαλκάνθου και του εκ σιδήρου άνευ διακρί
σεως τών δύω ειδών.
Αμμωνιακόν χαλκόν παρεσκεύασε πρώτος ο Στίφτερ διά
διαλύσεως οξυ θειικού οξειδίου χαλκού και αμμωνίας.
Ο Βούλε εγινωσκε τα διά διαλύσεως χαλκού εν άλυκφ οξεί
σχηματιζόμενα κρύσταλλα, και ότι ταυτα εισί διαλυτά εν οινοπνεύ
ματι ήτοι εγίνω σχεν ήδη τον ένυδρον υπερχλωρούχον χαλκόν
εγίνω σκε δε και τον χλωρούχον χαλκόν. -

‘0 Γλαυβήρος εξετάζων διάλυσιν χαλκού εν αζωτικφ οξεί,


παρετήρησεν ότι υπολείπεται πρασίνη τις ουσία (το οξυαζωτικών
οξείδιον του χαλκού).
‘0 Σχέελε τέλος εδίδαξεν εν έτει 1778 την παρασκευήν του
οξυαρσενικού οξειδίου του χαλκού.

Ψευδάργυρος. (Ψ.)
θι αρχαίοι εγνώριζον, ώς είρηται, τον ορείχαλκον, αλλ'
ηγνόουν ότι εκτός του χαλκού εμπεριέχει και έτερόν τι μέταλλον,
ότι δηλ. είναι μίγμα χαλκού και ψευδαργύρου.
"() Διoσκoρίδης ονομάζει η καδμείαν" (πιθανώς διότι εξω
ρύσσετο παρά την Καδμείαν ενθήβαις, ή από του Κάδμου, όστις
κατά την παράδοσιν εδίδαξε τοις "Ελλησι την μεταλλουργίαν) είδος
τι γης, ήτις παρείχε τώχαλκφ χρυσοειδές χρώμα και εχρησίμευε
203

ώς ιαματικόν. 0 Πλίνιος προστίθησιν ότι η καδμεία έχρησίμευε


και προς παρασκευήν του ορειχάλκου. *)
Ο Διοσκορίδης αναφέρει προσέτι ότι ή καδμεία θερμαινο
μένη μετ'ανθράκων γίνεται στιλπνή7 αλλ' εκ τών εκφράσεων
" ν

αυτού δεν δύναται τις να εικάση ότι διέκρινε την μεταλλικήν αυτής
φύσιν. Ο Αλεξανδρινός Ζώσιμος περί τας αρχάς του 5 αιώνος
μ. Λ. διδάσκει, ότι παρασκευάζεται ορείχαλκος επιπασσομένης
κόνεως του τίας επί αναλελυμένου κυπρίου χαλκού.
0 Αγρικόλας εθεωρει τον ορείχαλκον ώς μίγμα χαλκού
και είδους τινός γής ή ιδέα δ' αύτη επεκράτει καθ' όλον τον
16 αιώνα.
Το όνομα "Ζink" απαντάται κατά πρώτον παρά τώ Β. Βα
λεντίνω, αλλά δεν αναφέρει ουτος πώς παρασκευάζεται ή ούτω
καλουμένη ουσία. Συγγραφείς τινές περί τα τέλη του 16 αιώνος
φαίνονται εννοούντες υπό τ' όνομα τούτο μέταλλόντι. Ο Γεώρ
γιος Φαβρίκιος π. χ. αναφέρει ότι οι μεταλλευτα ονομάζουσι τι
eincum, όπερ τήκεται, αλλά δεν σφυρηλατείται,
"0 Λιβάβιος εν τώ συγγράμματι de natura metallorum
(1597) αναφέρει ότι εν Ινδίαις ευρίσκεται είδος τι κασσιτέρου
καλούμενον Calaem περιγράφει δ' ακριβώς την εξωτερικήν όψιν
αυτού και διισχυρίζεται ότι δεν είναι ψευδάργυρος ώς τινές ενό
μιζον συμπεραίνει τέλος ότι η ουσία calaém είναι μίγμα αργύρου
και καδμείας, ήτις συνίσταται έξαρσενικού και ύδραργύρου.
Πρώτος ο Ομβέργος εν έτει 1695 εκφράζει την ιδέαν, ότι
ή καδμεία είναι ορυκτόν εμπεριέχον τον ψευδάργυρον. Αλλ επε
κράτει έτι ή ιδέα ότι κατά την παρασκευήν του ορειχάλκου διά
χαλκού και καδμείας ό χαλκός προσλαμβάνει την καδμείαν, και ουχί
το εν αυτή μέταλλον μόνον. Ο Στάλ πρώτος παρατηρεί εν έτει
1718 ότι ή καδμεία δεν ενούται μετά του χαλκού εν τη φυσική
αυτής γεώδη καταστάσει, αλλά λαμβάνει πρώτον μέταλλικήν τινα
μορφήν ύπολείπονται δε καυστικαί ανθρακώδεις ουσία.
Ο Έγκελ βεβαίοι εν τώ συγγράματι αύτου Pyrotolog 1725,
ότι δύναται να παρασκευάση ψευδάργυρον εκ της καδμείας, αλλ'
ουδαμού αναφέρει διά ποίας μεθόδου. Από του 1730 φαίνεται ότι
παρεσκευάζετο εν Αγγλία ψευδάργυρος πρός μεταλλουργικήν
χρήσιν. Ο Βράνδ (1735) έν τινι εκθέσει προς την Ακαδημίαν της
Υψάλης λέγει, ότι δεν δύναται τις να μεταβάλλη την καδμείαν

") Τον ορείχαλκσν ονομάζει ο Πλίνιος au rich al cu m, τουτέστι χρυσό


χαλκ ο ν εκ τούτου πιθανώς η Ελληνική ονομασία ,,o ρ ε ί χαλκ ο ς"
(= aurei-chalcum).
204

εις ψευδάργυρο ν άνευ χρήσεως χαλκού. Αλλ' ο Σβάβ (1742)


και ό Μαργράφ (1746) απέδειξαν ότι η αναγωγή είναι δυνατή και
άνευ χαλκού, εάν η ανάλυσις γείνη εν κεκλεισμένω αγγείω. Ο
Μαλουίν τέλος εβεβαίωσεν εν έτει 1743 ότι ο ψευδάργυρος είναι
ιδιαίτερον μέταλλον.
Ο Λασσών προσεπάθει ουχ ήττον ν' αποδείξη έτι κατά
το 1772 ότι ό ψευδάργυρος εμπεριέχει φωσφόρον, υποθέτων
τούτο εκ της όμοιότητος της φλογός του ψευδαργύρου και του
φωσφόρου.
Ο Βέργμαν απέδειξεν (1779) ότι εν τη καδμεία ό ψευδάρ
γυρος είναι ηνωμένος μετά σιλικίου έν τινι δε αγγλικφ ορυκτώ
ευρε ψευδάργυρον μετ' ανθρακικού οξέος ήνωμένον. Αλλά και .
μετά την παρατήρησιν ταύτην το οξυανθρακικόν και το οξυσιλικι
κόν οξείδιον του ψευδαργύρου συνεχέοντο υπό τ' όνομα καδμεία,
έως ου ο Ιωνάς Σμίθσων εν έτει 1803 διέκρινε τα ορυκτά ταύτα
απ' αλλήλων.
Το οξείδιον του ψευδαργύρου, όπερ οι αρχαίοι παρεσκεύα,
ζον διά κατεργασίας της καδμείας και άλλων ψευδαργυρούχων
ουσιών, ώνύμαζον οι αρχαίοι ώσαύτως καδμείαν την κόνιν δ'
αυτού ωνόμαζον πομφόλυγα". Κατά τον Διοσκορίδην ή πομ
φόλυξέσχηματίζετο όσάκις κατά την παρασκευήν του ορειχάλ
κου εγίνετο χρήσις καδμείας υπέρ το δέον. "Ο Λιβάβιος (1600)
ονομάζει την πομφόλυγα spiritus volatilis cadmiae, παρετήρησε
δ' ότι το οξείδιον του ψευδαργύρου, θερμαινόμενον, αλλάσσει
χρώματα.
Ο Βράνδαπέδειξεν, ότι το λευκόν καλούμενον χάλκανθον,
όπερ παρεσκευάζετο εν Καρινθία πιθανώς από του 13 αιώνος, και
το οποίον ο Αγρικόλας ονομάζει chalcanthum sive atramentum
candidum, εμπεριέχει ψευδάργυρον εν έτει δε 1735 απέδειξεν ότι
το ορυκτόν, το οποίον ο Αγρικόλας αναφέρει υπό το όνομα Galena
inanis ώς μολυβδούχον ορυκτόν, είναι θειικός ψευδάργυρος. Ο
Δενε (1781) και ό Γουιτών δε Μορβώ (1783) εδίδαξαν την τεχνη
την παρασκευήν του θειικού ψευδαργύρου.
Χλωρούχον ψευδάργυρον μεμιγμένον έτι μετ' οξειδίου ψευ
δαργύρου παρεσκεύασε πρώτος ο Γλαυβήρος. Τον καλούμενον
τυρόν ψευδαργύρου παρεσκεύασεν ό Ελλότ εν έτει 1735 δι' απο
στάξεως κρυστάλλων ψευδαργύρου μετ' αμμωνιακού άλατος, ο δε
Πότ εν έτει 1741 δι αποστάξεως ψευδαργύρου μετ' άχνης άλυκού
υδραργύρου. Ο Βεστρoύμβος παρετήρησεν εν έτει 1790 ότι τρίμ:
ματα ψευδαργύρου αναλύονται εν άλυκφ οξεί μετά φλογερών φαι,
νομένων,
205

Κάδμι ο ν. (Κδ.)
Το κάδμιον ανεκάλυψαν πολλοί χημικοί ταυτοχρόνως σχεδόν
εν έτει 1818. Ο Στομάυερ, καθηγητής εν Γοτίγγη, είχεν απομο
νώσει το σώμα τούτο και κατεγίνετο εις την εξέτασιν αυτού, ότε ο
Ερμάννος, κάτοχος χημικού εργοστασίου εν Schönbeck, ο Μέισνερ,
καθηγητής εν Χάλλη και ο Κάρστερ εν Βερολίνφ, εδημοσίευσαν
ότι ανεκάλυψαν νέον τι αργυροειδές μέταλλον εν ψευδαργυρού
χοις ορυκτοίς. Τον Σεπτέμβριον του 1818 ο Στομάυερ εδημο
σίευσε το αποτέλεσμα των ερευνών αυτού και ωνόμασε το νέον
μέταλλον κάδμιον από της καδμείας. Μετ' ου πολύ ανεκαλύφθη
και η εξαγωγή αυτού δι' αναγωγής των ατμών (φαιού οξειδίου του
καδμίου), οίτινες αναδίδονται κατά την απόσταξιν, εν οις εμπεριέ
χεται ψευδάργυρος,

Μόλυβδος (Μ.)
Τον μόλυβδον (ή μόλιβδον) εγίνωσκoν πιθανώς οι Εβραίοι.
ούτως ονομάζουσι τουλάχιστον "Ελληνες μεταφρασται μέταλλόν
τι παρ αυτούς εν χρήσει. Πρώτη περί μολύβδου θετική πληροφο
ρία ευρίσκεται παρά τω Πλινίω (Ηist. Νat. Libr. 34. Cap. 49),
όστις ονομάζει αυτόν plumbum nigrum και διδάσκει ότι ο μόλυβ
δος συγκολλάται μόνον διά κασσιτέρου, ώς ο κασσίτερος μόνον διά
μολύβδου. Οι Ρωμαίοι κατεσκεύαζoν εκ μολύβδου οχετους υδρα
γωγείων.
'0ξείδιον μολύβδου εγίνωσκoν ώσαύτως οι αρχαίοι, αλλά δεν
διέκρινον προσηκόντως από άλλων μολυβδούχων συνθέσεων,
Κατά τον Διοσκορίδην παρεσκευάζετο κεκαυμένος μόλυβδος,
θερμαινομένων μολυβδίνων βάβδων μετά θείου και διαρκώς ταρασ
σομένων, έως ου ο μόλυβδος αποτεφρωθή αλλ' ώς κεκαυμένος
μόλυβδος, ή κατά τον Πλίνιον plumbum ustum αναφέρεται και
άλλη τις ώχρα και ύελώδης ουσία. Μολύβδαινα ή λατινιστί galene
ώνομάζετο ουσία τις κιτρίνη και στιλπνή, ήτις έσχηματίζετο εν ταις
καμίνοις, εν αις εκαθαρίζετο ο άργυρος, και εχρησίμευεν ώς ιαμα
τικόν έμπλαστρον. Κατά τον Διοσκορίδην ευρίσκετο και φυσική
μολύβδαινα, ο δε Πλίνιος ονομάζει την τεχνητήν προς διάκρισιν
molybdaena metallica. Αναφέρεται προσέτι σκωρία αργύρου
και λιθάργυρος, παρασκευαζόμενος διά καύσεως μολύβδου και
αργύρου. Ούτω τα διάφορα είδη της αυτής ουσίας εθεωρούντο ώς
πάντι διάφορα σώματα.
Κατά τον Πλίνιον παρεσκεύαζοντινές και άμμιoν, όπερ
ονομάζει minium. Αλλ' αι περί τούτου πληροφορία εισιν ασαφείς,
206

διότι υπό το όνομα τούτο φαίνεται εννοών ότε μεν κιννάβαρι, ότε
δε υπεροξειδωμένον οξείδιον του μολύβδου. Εκτός του αμμίου,
όπερ παρέχει ύδράργυρον, υπάρχει, λέγει, και έτερον εκ μολυ
βδούχων ορυκτών εξαγόμενων καιόμενον τούτο εν καμίνω, ερυθρο
ποιείται, και τριβόμενον, παρέχει secundarium minium, ολίγοις
γνωστόν,
"0 Σχέελε εγίνω σκεν ότι το υπεροξειδωμένον οξείδιον του
μολύβδου (Μennige) αμαυρουται δι' επενεργείας υγρού χλωρίου. Ο
Προύστ και ο Βοκελίνος ανεκάλυψαν το φαιόν οξείδιον του μολύβδου.
Τον φυσικόν θειούχον μόλυβδο ν εγίνω σκoν πιθανώς, ώς
είρηται, και οι αρχαίοι, αλλ' ήγνόουν την σύστασιν αυτού. 0 Κούγ,
κελ δεν παρεδέχετο έτι ότι η ουσία αύτη εμπεριέχει θείον. Βραδύ.
τερον γνωσθείσης της συγγενείας του θείου και του μολύβδου,
εχρησίμευε το θείον ώς δοκιμαστήριον της παρουσίας μολύβδου.
‘0 Πλίνιος αναφέρει ότι ερρίπτετο μόλυβδος εν εφθαρμένω
(ξινφ) οίνω. "Οτι ο μόλυβδος γλυκαίνει τον οίνον αναφέρεται ρη.
τώς κατά τον 16 αιώνα.
Το οξυαν θρακικό ν οξείδιον του μολύβδου (ψιμύθιον)
εγίνωσκου ώσαύτως οι αρχαίοι διότι ό Θεόφραστος ήδη περιγρά
φει την κατασκευήν του ψιμυ θίου δι' επενεργείας όξους επί μο
λύβδου, και βράσεως της ούτω προκυπτούσης διαλύσεως. Μέχρι
τινός ενoμίζετο το ψιμύθιον ώς σύνθεσις οξικού οξέος και μολύ
βδου ό Βέργμαν το 1774 εγίνωσκεν ότι είναι οξυανθρακικόν οξεί,
διον μολύβδου.
Περιχλωριούχου μολύβδου ή πρώτη πληροφορία ευρίσκε
ται παρά τώ Διoσκoρίδη διότι αναφέρει ότι λιθάργυρος μετά
ορυκτού άλατος γίνεται εν θερμώ ύδατι λευκός. Εν Αγγλία κατε,
σκευάζετο το 178 κίτρινον χρώμα (jaune de Castel) εκ χλωρού
χου μολύβδου και οξειδίου μολύβδου.
Περί οξυαζωτικού οξειδίου του μολύβδου αναφέρει ο Λιβά.
βιος εν έτει 1595.

Βισμού θι ο ν. (Βι.)
Το βισμούθιον ήν παθανώς γνωστόν τόν 13 αιώνα. Αλλ'
ώς μεταλλικόν σώμα αναφέρει κατά πρώτον αυτό ο Β. Βαλεντίνος
τον 15 αιώνα. 0 Λέμερυ εθεώρει έτι ώς σύνθετον σώμα, όπερ
δύναται τις τεχνητώς να παρασκευάση. 0 Πότ εν έτει 1739 και ύ
Βέργμαν απέδειξαν ότι είναι ιδιαίτερον μέταλλον.
Το κίτρινον οξείδιον του βισμου θίου, όπερ σχηματίζει
τα θερμαινομένου του βισμουθίου, φαίνεται ότι εχρησίμευε κατό
την εποχήν του Αγρικόλα ώς βαφική ύλη. Ο Βουχόλτζ και ο
207

Βράνδανεκάλυψαν το βισμου θικόν οξύ διά πυρακτώσεως οξει


δίου βισμουθίου μετά κάλεος. - Το χλωριούχο ν βισμούθιον
παρεσκεύασεν ο Βούλε διά θερμάνσεως χλωρούχου υδραργύρου
μετά βισμουθίου. 0 Λιβάβιος παρετήρησεν εν έτει 1600 ότι το
ύδωρ καθιζάνει το βισμούθιον εκ διαλύσεως αυτού εν αζωτικώ οξεί.
Ο Λέμερυ περιέγραψε την παρασκευήν του ψιμυθίου εν έτει 1681
τινές ουχ ήττον διισχυρίζονται, ότι ή παρασκευή αύτη εφυλάττετο
έτι κατά τας αρχάς του 18 αιώνος ώς μυστήριον, εξ ου ό Λέμερυ
απελάμβανε μέγα κέρδος,

Β. Ε ΥΓΕ Ν Η Μ Ε Τ Α Λ Λ Α.

"Υδράργυρος. (Υδ.)
"Ο Θεόφραστος (309 π. Χ.) αναφέρει κατά πρώτον περί
χυτου αργύρου, όστις παρεσκευάζετο εκ κινναβάρεως τριβομέ
νης μετ' όξους. Ο δε Διοσκορίδης (τον Ιο μ. Χ. αιώνα) ότι παρα,
σκευάζεται υδράργυρος εκ κινναβάρεως θερμαινομένης εν σι
δηρώ κυπέλλω εντός πεφραγμένου πηλίνου αγγείου.
"Ο Πλίνιος ονομάζει τον ώς εφίδρωσιν επί διαφόρων ορυκ
των απαντώμενον φυσικόν υδράργυρον argentum vivum τον δ'
εκ κινναβάρεως παρασκευαζόμενον hydrargyrum.
Οι αλχημισται του μεσαιώνος ωνόμαζον υδράργυρον υποθε
τικόν τι συστατικδν πολλών σωμάτων, όπερ κατά την θέρμανσιν
αυτών διαφεύγει ώς αιθέριον, θύτω π. χ. Ο Ρ. Λούλος ονομάζει το
οινόπνευμα argentum vivum vegetabile, το δε δι' αποστάξεως σε.
σηπότων ούρων αιθέριον άλκαλι (αμμωνίαν), mercurias animalis. Ο
Β. Βαλεντίνος καταλέγει ώσαύτως πολλά είδη υδραργύρου. Διά
τούτο αναφέρονται κατασκευαι υδραργύρου εκ παντοίων ουσιών. Ο
Juncker εδίδασκεν έτι το 1730 ότι εξ όλων των μετάλλων γίνεται
υδράργυρος, βαρύτερος όμως του κοινού υδραργύρου. Ο δε Ρουέλ
το 1777 ότι το γαλλικόν θαλάσσιον άλας εμπεριέχει υδράργυρον.
Εθεωρείτο δ' ό υδράργυρος ώς σύνθετον σώμα. Περί τού.
του αναφέρει ο Αρνόλδος Βιλλανoβάνος τα εξής. - Αrgentum vi
νum in prima sua radice est compositum ex terra alb a, nimium
subtili, sulphurea, cum aqua elara fortiter admista, donee fiat
substantia una, non quiescens in superficie plana." - 0 Λιβάβιος
(1606) καταλέγει τον υδράργυρον μεταξύ των σωμάτων quae
metallis sunt affinia, διότι ένούται ευκόλως μετά των μετάλλων,
Ο Βράνδ (1755) κατέλεξε τούτον εις τά ήμιμέταλλα,
Ο Βraune εν Πετρουπόλει επέτυχεν εν έτει 1759 να στε
ρεοποιήση τον υδράργυρον διά ψύξεως, περιβαλών διά χιώνος και
208

κεκραμένου αζωτικού οξέος. Τον βαθμόν της ψύξεως, καθ' όν ό


υδράργυρος πήγνυται, ώρισεν ό Καβένδισχος το 1783.
Κατά τάς πληροφορίας του Διοσκορίδου και του Πλινίου
μετεχειρίζοντο και οι αρχαίοι διαφόρους ύδραργυρικάς σκευασίας
ώς ιαματικά. Κατά την ιατροχημικήν εποχήν πολλαί συνθέσεις του
υδραργύρου εδοκιμάζοντο προς τον αυτόν σκοπόν. Ο Παρακέλσος
διώριζε τοιαύτας συνθέσεις και ώς εσωτερικά ιατρικά.
Περί οξειδίου υδραργύρου αναφέρει κατά πρώτον ό Γη
βήρος ότι σχηματίζεται διά διαρκούς θερμάνσεως υδραργύρου,
αλλ' ενόμιζεν ότι ό υδράργυρος αποβάλλει θερμαινόμενος υγρόν τι
συστατικόν προστίθησι δ' ότι, εάν αποβληθή άπαν το υγρόν τούτο
συστατικόν, ο υδράργυρος στερεοποιείται. - Υδραργύρου οξείδιον
παρεσκεύαζεν ο Ραύμούνδος Λούλος διά πυρακτώσεως οξυαζωτι
κου υδραργύρου. -- Περί οξειδυλλίου υδραργύρου αναφέρει ο
Λέμερυ εν τώ εγχειριδίω αυτού Cours de chymie (1675), ότι εάν
διαλύση τις ύδράργυρον εν αζωτικώ οξεί άνευ θερμάνσεως, ανα
μίξη δε μετά διαλύσεως μαγειρικού άλατος, κατακάθηται λευκή
υποστάθμη.
Περί κινναβάρεως (θειούχου υδραργύρου) αναφέρει ό
Θεόφραστος εν τοις η περί λίθων" ότι φυσική μεν κιννάβαρις ευρί
σκεται εν Ισπανία και εν Κολχίδι, είναι δε σκληρά ώς λίθος τεχ
νητή δε παρασκευάζεται, λέγει, μόνον εν Εφέσω, ώς στιλπνή και
λευκή ερυθρά άμμος (τδ άμμιoν), εξής γίνεται πηλός. Λέγεται ότι
Καλλίας τις Αθηναίος ένα περίπου αιώνα προ του θεοφράστου,
νομίσας ότι η στιλπνή άμμος εμπεριέχει χρυσόν, παρεσκεύασε
πηλόν εξ αυτής εύρε δ' ούτω το ώραίον πορφυρούν χρώμα. "Οτι
συστατικά του κινναβάρεως εισιν υδράργυρος και θείον ενόησε φαί
νεται ό Γηβήρος. 0 Κούγκελ (1677) εκφράζει ώσαύτως την ιδέαν
ότι εμπεριέχει θείον. Ο Στάλ θεωρεί ώς αποδεδειγμένον, ότι το
κιννάβαρι συνίσταται εξ ύδραργύρου και θείου. Ο Δανός ιατρός
τέλος Σαμουήλ Κάρολος ώρισεν ότι συνίσταται εξ6 μερών ύδραρ
γύρου και 1 θείου.
Τον μέλαινα θειικόν υδράργυρο ν παρεσκεύασε πρώ
τος ο Τourquet de Μayerne περί τας αρχάς του 17 αιώνος διά
προστριβής θερμού ύδραργύρου μετ' αναλελυμένου θείου. Ο Αγ.
γλος Walter Ηarris κατεσκεύασεν είτα τούτον και δι' απλής προ
στριβής υδραργύρου μετά στερεού θείου. Ωνομάσθη δε Αethiops
mineralis ή mercurialis.
Την κατασκευήν του κινναβάρεως δι' υγράς μεθόδου υπέ
δειξεν ο Γοδοφρίδος Σούλτζ εν έτει 1687. Ο δε Κιρχόφ ανεκά
λυψεν εν Πετρουπόλει την απ' αυτού καλουμένην μέθοδον.
209

Χλωρούχον υδράργυρο ν παρεσκεύασε πρώτος ο Γηβή


ρος. Την παρασκευήν του χλωρούχου υδραργύρου (καλομέλανος)
δι' εξαχνίσεως εκ της άχνης του άλυκού υδραργύρου, υδραργύρου
και οξειδωμένου σιδήρου περιέγραψεν ο Οσβάλδος Κρόλ εν έτει
1608 (Basilica chemica) και ο Βεγουίν (Τirocinio chemico). Η
σκευασία αύτη εκαλείτο τότε Draco mitigatus ή Μanna metallo
rum. 0 Σύλβιος-δέ-λά-Βοε ώνύμασεν αυτήν Μercurius dulcis. Περί
τα τέλη του παρελθόντος αιώνος εισήχθη εν Αγγλία κατά πρώτον
το όνομα καλομέλας. Ο Λέμερυ εν τώ εγχειριδίω αυτού Cours
de chymie ονομάζει ηprecipité blanc" σώμα τι, όπερ κατακάθη
ται ώς λευκή υποστάθμη εκ διαλύσεως οξυαζωτικού υδραργύρου
και μαγειρικού άλατος. Ο Σχέελε απέδειξεν ότι η υποστάθμη
αύτη είναι χλωρούχος υδράργυρος. Εκ τούτου εδόθη αφορμή προς
παρασκευήν του καλομέλανος δι' υγράς μεθόδου.
Την σύνθεσιν του υδραργύρου μετά αμμωνιακού άλατος
ωνόμαζον οι ιατροχημικοί Αlembrοth Salz, πιθανώς εκ του έλλη
νικού άμβροτος προς εκθείασιν της ιαματικής αυτής δυνάμεως.
"Οξυ αζωτικ δν υδράργυρο ν παρεσκεύασεν ο Β. Βαλεν
τίνος, ο δε Λιβάβιος 1597 εγίνωσκεν ότι η διάλυσις αυτού ερυ
θροποιεί το δέρμα.
"Οτι ο υδράργυρος ένoύται μετά των λοιπών βαρέων μετάλ
λων εγίνωσκoν πιθανώς και οι αρχαίοι, ώς εικάζεται εκ της μαρ
τυρίας του Πλινίου, ότι μετεχειρίζοντο αυτόν προς εκκάθαρσιν
του χρυσού και των λοιπών μετάλλων εκ των γεωδών και άλλων
ουσιών και προς επιχρύσωσιν. (η Οptime purgat aurum, ceteres
ejus sordes expuens, crebro jactatu fictilibus in vasis. - Sed ut
ipsum ab auro discedat, in pelles subactas effenditur, per quas
sudoris vice defluens, purum relinquit aurum". Ηist. Νat. Libr. 33.
Cap. 32). Ο Γηβήρος αναφέρει ώρισμένως περί μεταλλικών συν
θέσεων του υδραργύρου. Σημειωτέον ότι και η ονομασία amal
gama, ήτις απαντάται εν συγγράμμασιν τού 13 αιώνος (Τhomas
von Αquino) έσχηματίσθη πιθανώς κατά παραφθοράν εκ της
έλληνικής λέξεως μάλαγμα (εκ του μαλάσσω).

- Αργυρος. (Αρ.)
Ο άργυρος είναι έντων αρχαιοτέρων γνωστών μετάλλων,
διότι και ο Μωυσής αναφέρει περί αυτού. Κατά τον Πλίνιον ανε
κάλυψε τον άργυρον Αθηναίος τις Εριχθόνιος ή κατ' άλλους Αια
κός. Εκάλουν δ' αυτόν οι Έλληνες άργυρον εκ του αργός διά τήν
λευχήν αυτού όψιν σχετικώς προς τα λοιπά μέταλλα. Οι Αλεξαν
δρινοί μετεχειρίζοντο ώς σύμβολον του αργύρου σελήνην, διά τούτο
14
210

οι αλχημισται ονομάζουσι πολλάκις τον άργυρον Luna. Τον καθα


ρόν άργυρον καλεί ό Σουετόνιος argentum pustulatum εγίνωσκεν
άρα ότι ό καθαρός αναλελυμένος άργυρος, ψυχραινόμενος, σχη
ματίζει πομφολυγώδη επιφάνειαν.
Κατά τας υπαρχούσας πληροφορίας εκαθάριζον οι αρχαίοι
τον άργυρον αναμιγνύοντες μόλυβδον και αποχωρίζοντες είτα τον
άργυρον εκ του σχηματιζομένου αμαλγάματος. Ο Βιτιγκούκιος
εν τή η Πυροτεχνία" αυτού (1540) αναφέρει τα έξης ,αποχωρίζε
ται ο χρυσός ή ο άργυρος εκ των ορυκτών, εν οις εμπεριέχονται,
τριβομένων των ορυκτών τούτων μεθ' υδραργύρου και όξους, ή
διαλύσεως υδραργύρου, ιού και χαλκού εν ύδατι, και διαλυομένου
του ούτω σχηματιζομένου αμαλγάματος". Την μέθοδον ταύτην
εισήγαγεν εν Μεξικώ ο Βαρθολομαίος-δε Μεδινά εν έτει 1557.
Εκ των διαλυτών εν ύδατι αργυρούχων άλάτων εγνώσθη
πρώτον ό οξυ αζωτικός άργυρος. Ο Παύλος "Εκ (Clavis philo
sophorum) και ο Πόρτας (Μagia naturalis 1567) αναφέρουσι περί
των κρυστάλλων, άτινα σχηματίζονται κατά την ανάμιξιν ύδραρ
γύρου μετά διαλύσεως οξυαζωτικού αργύρου, τα κρύσταλλα ταύτα
ώνομάσθησαν βραδύτερον arbor Dianae. Ο Γηβήρος παρεσκεύαζεν
οξυ αζωτικόν οξείδιον αργύρου εν κρυσταλλική καταστάσει.
(De invetiοne veritatis C. ΧΧΙ. Dissolve Lunam (άργυρον) cal
einatum in aqua dissolutiva (άζωτικώ οξεί), quo facto, coque eam
in phyala cum longo collo, non obturato ori per diem solum,
usque quo consumetυν et ejus tertiam partem aquae, quo peracto
pone in loco frigido et devenient lapilli ad modum cristalli fusi
biles.) Ο Αλβέρτος Μάγνος εγίνωσκεν ότι διάλυσις αργύρου εν
αζωτικώ οξεί μελανοποιεί το δέρμα. Ο Αγγελος Σάλας εδίδαξε
περί τα μέσα του 17 αιώνος την παρασκευήν της κοινώς καλουμέ
νης και πέτρας κολάσεως" δι' αναλύσεως οξυαζωτικού οξειδίου
αργύρου.
0ξυ θειικόν οξείδιον αργύρου παρεσκεύασεν ο Γλαυ
βήρος διά διαλύσεως όινισμάτων αργύρου εν καθαρώ θειικώ οξεί.
Ο Κούγκελ εδίδαξεν ότι διάλυσις αργύρου εν θειικό οξεί επιτυγ.
χάνεται διά θερμάνσεως.
Περικοπαίτινές του Πλινίου, του Γηβήρου και του Ρ. Λού
λου φαίνονται ότι αναφέρονται εις χλωρούχον άργυρον. Ο Β. Βα
λεντίνος ποιεί λόγον περί τινος κεκαθαρμένου αργυρικού οξειδίου,
όπερ κατακάθηται εκ διαλύσεως αργύρου και μαγειρικού άλατος,
αλλαχού δε περί σώματος σχηματιζομένου εξαργύρου, αζωτικού
οξέος και μαγειρικού άλατος, όπερ τηκόμενον διά πυρακτώσεως,
γίνεται διαφανές και κυανόλευκον ώς λαζούριον. Περί της διά
211

διαλύσεως μαγειρικού άλατος και αργύρου σχηματιζομένης υπο


στάθμης αναφέρει ώρισμένως ό Λιβάβιος. Τον αναλελυμένον
χωρούχον άργυρο ν ωνόμασεν ο Κρέλ (Βasilica Chymica 1608)
Luna cornea. 0 Γλαυβήρος εγίνωσκεν ότι ο χλωρούχος άργυρος
διαλύεται εν αμμωνία.
Το εκπυρσκροτούν αμμωνιακόν οξείδιον του αργύ
ρου φαίνεται ότι εγίνωσκεν ήδη ο Κούγκελ. 0 Βερθολέτ εδίδαξεν
εν έτει 1788 την παρασκευήν του απ' αυτού καλουμένου εκπυρσο
κροτικού αργύρου.

Χρυσός. (Χρ.)
Περί του πολυτίμου τούτου μετάλλου αναφέρουσιν ώσαύ
τως και τα αρχαιότερα έβραικά συγγράμματα. Κατά τον Πλίνιον
η ανεκάλυψε τον χρυσόν Κάδμιος ο Φοίνιξ επί του Παγκαίου όρους
ή κατ' άλλους ο θώας και ο Εακλής". Ο αυτός αναφέρει ότι
ο χρυσός καθαρίζεται διά μολύβδου, αλλ' ευρίσκεται και καθαρός,
ενώ τα λοιπά μέταλλα εξάγονται διάμεταλλουργικής εργασίας μόνον.
Από του αργύρου απεχώριζον οι αρχαίοι τον χρυσόν δι'
αποκαθάρσεως. Πιθανώς περί τα τέλη του 15 αιώνος μετεχειρί
ζοντο προς τούτο εν Βενετία νιτρικόν οξύ ή μέθοδος δ' αύτη ήν
κατά τον 16 αιώνα και εν Γαλλία εν χρήσει. 0 Σέφφερ το 1752
έν τινι πραγματεία περί εξαγωγής των μετάλλων αναφέρει τα εξής:
- Το θειικόν οξύ διαλύει τον άργυρον, αλλ' όχρυσός μένει υπό την
επιρροήν αυτού αναλλοίωτος. όθεν δύναται τις και ούτω ν' απο
χωρίση απ' αλλήλων τα δύω ταύτα μέταλλα". Την μέθοδον ταύ
την εισήγαγεν εν τη βιομηχανία ό D'Αreet το 1802.
"0 Μωύσης αναφέρει ήδη περί επιχρυσώσεως αλλ' αναμ
φιβόλως ή επιχρύσωσις εγίνετο τότε διά προσκολλήσεως ελασμά
των χρυσού. Κατά την εποχήν του Πλινίου επεχρυσούντο τοιουτο
τρόπως μάρμαρα, ξύλα και μέταλλα (ιδίως χαλκός).
Επί του Ηροδότου (τον 5 αιώνα π. Χ.) ετιμάτο εν Ελλάδι
όχρυσός έκκαιδεκαπλασίως ή ο άργυρος. Βραδύτερον επί του
Αλεξάνδρου, ένεκα της εκ Περσίας μετακομισθείσης μεγάλης
ποσότητος, ή τιμή ήν δωδεκαπλασία ή δεκαπλασία μόνον της του
αργύρου.
Περί διαλύσεως του χρυσού αναφέρoυσι κατά πρώτον οι
αλχημισται, ό Γηβήρος εγίνωσχεν ήδη ότι ο χρυσός διαλύεται εν
νιτρώδει οξυαλικώ οξεί. Ο Βούλε εγίνω σκεν (1663) ότι ο υδράρ
γυρος καθιζάνει τον χρυσόν έκ τινος χρυσούχου διαλύσεως αναφέ
ρει δ' ώς ολίγον γνωστόν, ότι διάλυσις χρυσού πορφυροποιεί διαρ
χώς το δέρμα, τους όνυχας, το ελεφάντινον όστούν και τα παρόμοια.
14 *
212

Την κατάπτωσιν του χρυσού δι' οργανικών ουσιών, ώς του όξους


και του οινοπνεύματος, εγίνωσκεν ο Κούγκελ. 0 Βράνδ περί το
1752 συνιστά προς τούτο οξυθειικόν του σιδήρου οξειδύλλιον.
Την παρασκευήν του εκπυρσοκροτικού χρυσού περιγράφει
κατά πρώτον ο Βαλεντίνος τον 15 αιώνα. Το όνομα aurum fulmi
nans απέδωκεν αυτώ ό Βεγουίνος τον 17 αιώνα εκαλείτο και
aurum volatile. Περί της συστάσεως αυτού εγένοντο πολλαι υπο
θέσεις. 0 Βέργμαν απέδειξεν ότι προς σχηματισμόν του εκπυρσο
κροτικού χρυσού είναι απαραίτητος ή αμμωνία, και ότι διά κατερ
γασίας οξειδίου χρυσού και αμμωνίας σχηματίζεται εκπυρσοκροτι
κός χρυσύς εφρόνε δ' ότι ο χρυσός προσλαμβάνει εκ της αμμωνίας
το καυστικόν αυτής συστατικόν, όπερ προξενεί την εκπυρσοκρότη
σιν. 0 Σχέελε παρεδέχθη την ιδέαν ταύτην εξετάσας δε το
αέριον, όπερ αναπτύσσεται κατά την εκπυρσοκρότησιν, παρετή
ρησε τας ιδιότητας αζώτου. 0 Δουμάς τέλος εξέθηκε τα νύν περί
εκπυρσοκροτικού χρυσού παραδεδεγμένα.
"0 Λιβάβιος εγίνωσκεν ότι διάλυσίς τις χρυσού ερυθροποιεί
την ύελον συνιστά δε προς παρασκευήν διαφόρων πολυτίμων
λίθων την προσθήκην χρυσού. Σημειωτέον ότι και οι αλχημι
σται απέδιδον πολλάκις τον ερυθρόν χρωματισμόν εις χρυσόν.
Ο χρωματισμός της ύέλου διά χρυσού ετελειοποιήθη ότε ό Αν
δρέας Κάσσιος περί το 1632 ανεκάλυψε την καλουμένην χρυ
σοπορφύραν, ήτοι την διά κασσιτέρου σχηματιζομένην πορφυ
ράν υποστάθμην του χρυσού, ήτις παρέχει τη υέλφ το ώραίον
χρώμα του βουβινίου. -

0ξείδιον χρυσού παρεσκεύασεν ό Προύστ εν έτει 1806,


οξειδύλλιον δε χρυσού ό Βερζέλιος εν έτει 1811.

Λευκοχρυσος (Λ.)
Τον χρόνον, καθ' όν το μέταλλον τούτο ανεκαλύφθη, δεν
δύναται τις να εξακριβώση, διότι αι περί τούτου γνώμαι πολύ αφί
στανται αλλήλων. Τινές διισχυρίσθησαν ότι εγίνωσκον αυτό και οι
"Ρωμαίοι. Κατά τάς ασφαλεστέρας πληροφορίας, οι χημικοί κατέ
γειναν εις την εξέτασιν αυτού τον 18 αιώνα μόλις. Ο Δον Αντώ
νιος δε 0υλλόα αναφέρει ώρισμένως περί του μετάλλου τούτου το
1748 ο δε Βάτσων περιγράφει αυτό ώς ιδιαίτερον μέταλλον εν
τώ περιοδικώ συγγράμματι Philisophical Transaction του αγγλικού
συλλόγου το 1750. 0 Σέφφερ εδημοσίευσε διά των πρακτικών
της Ακαδημίας της Στοκχόλμης το 1752 πραγματείαν υπό την
επιγραφήν ,περί του λευκού χρυσού του εν Ισπανία Platina del
213

Ρinto καλουμένου" - Platina είναι λέξις ισπανική, υποκοριστικόν


του ονόματος Plata = άργυρος. Εκαλείτο δ' εν Ισπανία όλευκό
χρυσος Ρlatina del Pinto, διότι εξήγετο εκ της άμμου του ποταμού
Πίντου. 0 Βέργμαν αναφέρει περί της υποστάθμης, ήτις καθιζά
νει εκ διαλύσεως λευκοχρύσου τη προσθήκη αμμωνίας (του χλω
ρούχου λευκοχρύσου), και της διά προσθήκης κάλεος προκυπτού
σης ερυθράς κρυσταλλικής κόνεως, ήτις σχηματίζει οκταεδρικά
κρύσταλλα (του υπερχλωρούχου λευκοχρύσου μετά χλωρούχου κα
λίου). Κατά την εποχήν ταύτην ό λευκόχρυσος εκομίζετο αφθονώ
τερον εκ της Αμερικής. Το 1819 παρετηρήθησαν το πρώτον κατά
την εκκάθαρσιν του χρυσού επί των Ουραλίων ορέων κόκκοι λευκού
μετάλλου, και εν έτει 1823 ανεγνωρίσθη τούτο ώς λευκόχρυσος.
Κατ' αρχάς ό λευκόχρυσος εξήγετο εν καταστάσει μόνον
κόνεως., 0 Αχάρδος ανεκάλυψεν ότι εκ μίγματος λευκοχρύσου και
αρσενικού, αποχωριζομένου του αρσενικού, υπολείπεται λευκόχρυ
σος δυνάμενος να σφυρηλατηθή παρεσκεύασε δ' ούτω εν έτει
1784 το πρώτον έλασμα εκ του μετάλλου τούτου. Ο Αγλγος Κinght
εφεύρε το 1800 την έξής μέθοδον ξηράνας την υποστάθμην, ήτις
κατακάθηται εκ διαλύσεως λευκοχρύσου τη προσθήκη αμμωνιακού
άλατος, εθέρμανεν εν πηλίνω κωνικφ αγγείω, πιέζων συνάμα διά
πηλίνου πώματος ακριβώς εφαρμοζομένου ο λευκόχρυσος έλαβεν
ούτω συμπαγή μεταλλικήν σύστασιν. Ο Βολλαστών τέλος, όστις
κατεγίνετο, ώς λέγεται, εις το αντικείμενον τούτο από του 1800,
εδημοσίευσε την μέθοδόν του εν έτει 1828.
Σπουδαία είναι η επιρροή του λευκοχρύσου επί του υδρογό
νου και των ατμών οινοπνεύματος. Ο Δέυύ ανεκοίνωσεν εν έτει
1817 τώ εν Λονδίνω συλλόγω, ότι έλασμα λευκοχρύσου ολίγον
μόνον θερμαινόμενον και βιθυζόμενον εν μίγματι οξυγόνου ή ατμο
σφαιρικού αέρος, υδρογόνου και ανθρακικού οξειδίου, ή αιθερίου
οινοπνεύματος, ερυθροπυρούται και αναφλέγει τα αέρια ταύτα.
Ο Ερμάννος απέδειξεν εν Βερολίνω ότι ό λευκόχρυσος αναφλέ
γει τα όηθέντα αέρια θερμαινόμενος μέχρι 50-51 βαθμών μόνον,
Ο Κ. Δέυύ, καθηγητής της χημείας εν Δουβλίνφ, ανεκάλυψε το
1820 ότι το σώμα, όπερ προκύπτει εξατμιζομένης της εκ διαλύ
σεως λευκοχρύσου τη προσθήκη θειούχου υδρογόνου και αζωτικού
οξέος, σχηματιζομένης υποστάθμης, και βραζομένου του υπολείμ
ματος μετ' ακράτου οινοπνεύματος, βρεχόμενον δι' οινοπνεύματος,
θερμαίνεται υπό την επιρροήν του αέρος και το οινόπνευμα ανα,
φλέγεται. -

"0 Δεβεράινερ ανεκάλυψεν εν έτει 1523 ότι λεπτόν έλασμα


λευκοχρύσου ερυθροπυρούται υπό την επιρροήν ρεύματος υδρο
214

γόνου, και αναφλέγει το υδρογόνον κατεσκεύασε δε την απ' αυτού


καλουμένην εναυστήριον μηχανήν.

Παλλάδιον. (Π.)
Το πολύτιμον τούτο τώ λευκοχρύσω όμοιον μέταλλον ειδ.
βάρους 11.4, ανεκάλυψεν ο Βολλαστών *), όστις υπέδειξεν εν έτει
1804 το μόνον προς αποχώρισιν αυτού εκ των ορυκτών, εν οις
εμπεριέχεται μετά του λευκοχρύσου. "Εν έτος πρότερον ό Σένεβιξ
ανεκοίνωσε τώ Αγγλικφ συλλόγω ερεύνας τινάς, εξ ών είχασε την
ύπαρξιν του μετάλλου τούτου. Ο δε Ζίγκεν εύρεν αυτό βραδύτε
ρον και εν αργυρούχοις ορυκτοίς. Το όνομα Παλλάδιον απεδόθη
αυτώ από του υπό του Όλβερς κατά τον αυτόν χρόνον περίπου
(1802) ανακαλυφθέντος πλανήτου, της Παλλάδος.

"Ρόδιον. (Ρ)
"0 Βολλαστών ανακαλύψας το Παλλάδιον, εδημοσίευσε ταυτο
χρόνως εν έτει 1803 ότι ευρε και έτερον άργυροειδές μέταλλον
ειδικού βάρους 12. 1, ήνωμένον μετά του λευκοχρύσου. Ωνομάσθη
δε τούτο όόδιον, ένεκα του όοδείου χρώματος των οξέων αυτού
διαλύσεων. Εις την εξέτασιν τών συνθέσεων αυτού κατέγειναν ό
Κλάους, ο Ρόζε, ο Βερζέλιος και άλλοι.

Ιρίδιον (Ιρ.). Όσμιον (Ος.).


Εν έτει 1802 ο Σμίθσων Τεννάντ (υιός Αγγλου ιερέως,
γενν. 1761) παρετήρησεν εν τη υποστάθμη, ήτις σχηματίζεται διά
διαλύσεως ορυκτού λευκοχρύσου εν βασιλικφ ύδατι, σημεία της
παρουσίας νέου τινός μετάλλου. Ενώ ουτος κατεγίνετο εις την
εξέτασιν της ιδέας του ταύτης, ο Descodils (γενν. εν Καϊένη 1773)
εδημοσίευσε τάς ερεύνας του επί του αυτού αντικειμένου εν έτει
1803. Κατά τον αυτόν χρόνον ό Φουρκρόύ και ο Βοκελίνος, ανα,
λύσαντες την όηθείσαν υποστάθμην δια θερμάνσεως μετά καυστι.
κου κάλεος, διέλυσαν εν ύδατι την σχηματισθείσαν μάζαν και ου
δετέρωσαν διά χλωρικού οξέος εξατμισθέντος του ούτω προκύ
ψαντος ώχρού υγρού, απέμεινε μεταλλική τις ουσία, ήν εθεώρησαν
ώς ιδιαίτερον μέταλλον. Αλλ' εν έτει 1804 εδημοσίευσεν ο Τεν
νάντ το αποτέλεσμα των ερευνών αυτού, αποδείξας ότι ή δι' επε
νεργείας βασιλικού ύδατος επί ορυκτού λευκοχρύσου σχηματιζο

*) Ο William Ηyde Wollaston, ύιος ιερέως, εγεννήθη το 1766. Ωνομάσθη


το 1793 μέλος και βραδύτερον γραμματεύς τσυ εν Λονδίνω συλλόγου
-Royal Society". Απέθανε δε το 1829.
215

μένη υποστάθμη συνίσταται εκ δύω νέων μετάλλων, εξών το μεν


ωνόμασεν Όσμιον, ένεκα της παραδόξου οσμής του αιθερίου
οξειδίου αυτού, το δε ιρίδιον, ένεκα των ποικίλων χρωμάτων
των συνθέσεων του οξειδίου αυτού μετά των οξέων.

"Ρουθ η νιον. (Ρθ.)


Το μέταλλον τούτο ανεκάλυψε το 1845 ό Κλάους ") ώσαύ
τως εν τώ ορυκτώ λευκοχρύσω, ήνωμένον μετά του οσμίου, έρι
δίου, όοδίου και λευκοχρύσου. Ωνομάσθη δε όουθήνιον, διότι ο
Κλάους εύρε κατά πρώτον αυτό εν τώ εν Ρουθηνία της Ρωσσίας
εξορυσσομένφ λευκοχρύσω.
Το ρουθήνιον απεμονώθη τη επενεργεία υδρογόνου επί του
οξειδίου αυτού, ώς στιλπνή μεταλλική κόνις ειδ. βάρ. 8. 6. Βραδύ
τερον ανεκαλύφθησαν διάφοροι άλλοι βαθμοί οξειδώσεως ( 0ξει.
δύλλιον Ρθ Ο, υπεροξειδύλλιον Ρθ, 0,, οξείδιον Ρθ0, και οξύ
Ρθ 0,) και συνθέσεις αυτού μεθ' άλογόνων, θείου κτλ.

Γ. ΗΛΕΚΤΡΟΑΡΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΑ.

Κασσίτερος. (Κς.)
Το μέταλλον τούτο ωνόμαζον οι Ελληνες κασσίτερον, οι
Εβραίσι Βε δίλ, οι δε Ρωμαίοι plumbum candidum (στιλπνόν ή
λευκόν μόλυβδον) ή stanum. Αλλ' αμφιβάλλεται άν υπό τάς ονο
μασίας ταύτας ενόουν οι αρχαίοι τον νυν κασσίτερον μόνον. Ο
Πλίνιος βεβαιοι ότι plumbum candidum και cassiteron καλείται το
αυτό μέταλλον αλλ' οι Ρωμαίοι ήνόουν υπό τ' όνομα plumbum
candidum ή album ότε μεν μόλυβδον, ότε δε κασσίτερον εκ τού
του εικάζεται ότι τα δύω ταύτα μέταλλα συνεχέοντο. Ωσαύτως
υπό τ' όνομα stanum φαίνεται εννοών ό Πλίνιος ουχί κασσίτερον,
αλλά διάφορα μεταλλικά μίγματα. Τον 4 αιώνα ώνομάζετο stanum
μόνον ο κασσίτερος.
"Ο Πλίνιος αναφέρει και περί γανώ σε ως χαλκων αγγείων
διά κασσιτέρου, ώς εν χρήσει ούσης κατά την εποχήν του. "Οτι ό
κασσίτερος ευκόλως οξειδούται ήν έκπαλαι γνωστόν αλλ' ό Πελ
λετιέ απέδειξε το 1792 ότι ο κασσίτερος ένoύται κατά δύω δια
φόρους σχέσεις μετά του οξυγόνου, αποτελεί δε δύω τάξεις άλά.

*) Carl Εrnst Clauss, γεννηθείς εν Δορπάτη το 1796, έχρημάτιοε φαρμα


κοποιός εν Καζάνη από δε του 1837-1852 καθηγητής της χημείας
εν τω εκεί πανεπιστημίω νυν διατελεί διευθυντής της φαρμακευτικής
σχολής εν Δορπάτη.
216

των. Ο Βερζέλιος διέκρινε (1812) τρεις βαθμούς οξειδώσεως του


μετάλλου τούτου, το εν διαλύσει κασσιτέρου εν χλωρικώ οξεί πε
ριεχόμενον, την εξυγρού χλωρούχου κασσιτέρου τη προσθήκη
αλκάλεος υποστάθμην, και το δι' επενεργείας αζωτικού οξέος επί
κασσιτέρου σχηματιζόμενον ενόμιζε τα οξείδια ταύτα διάφορα,
ένεκα των διαφόρων χημικών ιδιοτήτων αυτών. Αλλ' ό Ι. Δεύύ και
ο Γέύ-Λουσάκ απέδειξαν ότι κατά την δευτέραν και τρίτην περί.
πτωσιν σχηματίζεται το αυτό οξείδιον του κασσιτέρου κατά την
πρώτην δε οξειδύλλιον κασσιτέρου.
Περί θειούχου κασσιτέρου αναφέρει ό Κούγκελ (Labora
torium Chimicum). Ο καλούμενος μωσαικός χρυσός (aurum mo
saicum ή musivum) εχρησίμευε τον 18 αιώνα ώς χρωματιστική
ύλη παρεσκευάζετο δε διά πυρακτώσεως κασσιτέρου μετά θείου
και αμμωνιακού άλατος. Ο Πελλετιέ ενόμιζεν ότι ουτος συνίστα
ται εκ θείου και λίαν οξειδωμένου κασσιτέρου. Αλλ' ό Ι. Δέυύ και
ό Βερζέλιος απέδειξαν εν έτει 1812 ότι η σύνθεσις αύτη δεν εμπε
ρίεχει ποσώς οξυγόνον.
Περί χλωριούχου κασσιτέρου αναφέρει ο Λιβάβιος εν έτει
1605 (Praxis alchimiae) το δε 1611 (syntagma selectorum arca
norum) περί του καπνίζοντος υγρού, όπερ σχηματίζεται δι' απο
στάξεως κασσιτέρου μεθ' ιζήματος υδραργύρου το υγρόν τούτο
ονομάζει ό Λιβάβιος spiritus argenti vivi sublimati υπό τών
μεταγενεστέρων δε εκαλείτο spiritus fumans Livavii. Ο Δεμαχύ
παρετήρησεν εν έτει 1770 ότι τη προοθήκη ολίγου ύδατος πήγνυ
ται τούτο και αποκρυσταλλούται. Υγρόν χλωρούχον κασσί,
τερον διά διαλύσεως κασσιτέρου εν βασιλικφ ύδατι μετεχειρίσθη
πρός χρωματισμόν ο Δρέβελ το 1630.

Αντιμόνι ο ν. (Αντ.)
Το φυσικόν θειούχον αντιμόνιον εκάλουν οι Έλληνες κατά
τον Διοσκορίδην στίμμι, οι δε Ρωμαίοι κατά τον Πλίνιον stibium.
Αλλ' αμφότεροι αναφέρουσι περί τούτου μόνον ότι εχρησίμευεν,
ώς εξωτερικόν φάρμακον. Λέγεται δ' ότι αι γυναίκες έβαφον δι'
αυτού τάς οφρύς.
Η ονομασία antimonium απαντάται κατά πρώτον εν τη
λατινική μεταφράσει των συγγραμμάτων του Γηβήρου. Λέγεται δε
ότι εκλήθη τούτο αντιμόνιον εκ των Ελληνικών λέξεων αντί
μοναχός, διότι ό Β. Βαλεντίνος (τον 15 αιώνα) εδοκίμασε κατά
πρώτον την ιαματικήν ενέργειαν τών εκ στίμμεως σκευασιών αυτού
επί των συναδέλφων του μοναχών. Εγινωσκεν ούτος ότι το στίμμι
εμπεριέχει θείον και μέταλλόντι, όπερ εξελάμβανεν ώς είδος μο,
217

λύβδου, απεχώριζε δε το μέταλλον τούτο, τρίβων ίσα μέρη στίμ,


μεως και τρυγος και ήμισυ νίτρου, χωνεύων δε διά πυρακτώσεως
την κόνιν ψυχραινομένου του μίγματος, σχηματίζεται, λέγει, μέταλ
λον (regulum), όπερ αναλυόμενον εκ νέου μετά των αυτών ουσιών,
καθαίρεται. Ο Κούγκελ εδίδαξε την εκ του στίμμεως αποχώρισιν
του θείου διά θειικού οξέος.
Το ερυθρόν θειούχον αντιμόνιον (Κermes) φαίνεται
ότι εγινωσκεν ώσαύτως ό Β. Βαλεντίνος διότι αναφέρει ότι, εξα
χνιζομένου στίμμεως μετ' αμμωνιακού άλατος, προκύπτει ερυθρά
τις ουσία. Η σκευασία αύτη εφημίσθη ώς ιαματικόν, ότε το 1714
χημικός τις De la Ligerie εθεράπευσε μοναχόν επικινδύνως
νοσούντα διά φαρμάκου, όπερ έμαθεν, ώς λέγεται, παρ' έτέρου
χημικού Chastenay καλουμένου, ούτος δε παρά Γερμανού φαρμα
κοποιού, μαθητου του Γλαυβήρου. Το φάρμακον τούτο, ούτινος ή
παρασκευή ετηρείτο μυστική, επώλουν εν Παρισίοις οι Καρθαίσια,
νοι μοναχοί, και διά τούτο εκλήθη poudre des chardreux. Το 1720
ή Γαλλική Κυβέρνησις εξηγόρασε το μυστήριον της σκευασίας
ταύτης. Ο Στάβελ αναφέρει το 1728 (Chymia dogmatico-experi.
mentalis) ότι βραζομένου κοινού θειούχου αντιμονίου μετά καυ
στικού αλκάλεος σχηματίζεται μετά τήν ψύχρανσιν του μίγματος
ερυθρά κόνις.
Ο Γεοφρόύ εφρόνει ότι το ερυθρόν θειούχον αντιμόνιον
συνίσταται εξαντιμονίου μετάλλου, θείου και αλκάλεος. Τινές δεν
παρεδέχοντο ότι εμπεριέχει άλκαλι μόνην δε διαφοράν μεταξύ
θειούχου αντιμονίου και ερυθρού θειούχου αντιμονίου εύρισκον ότι
εν τώ πρώτφ το αντιμόνιον εμπεριέχεται μάλλον οξειδωμένον ή εν
τώ δευτέρω διά τούτο το ερυθρόν θειούχον αντιμόνιον ωνομάζετο
το 1787 oxyde d'antimoine sulfuré rouge. Ο Φουρκρόύ (1797)
εθεώρει το ερυθρόν θειούχον στίμμι ώς υδροξυθειικόν οξείδιον του
αντιμονίου. Ο Βερζέλιος (1821) ώς ένυδρον θειούχον αντιμόνιον.
Ο Ρόζε (1825) και ο Φούξ (1833) επεβεβαίωσαν ότι διαφέρει του
κοινού θειούχου αντιμονίου μόνον κατά την ποσοτικήν σχέσιν της
συστάσεως.
Ο Β. Βαλεντίνος αναφέρει ότι εκ διαλύσεως στίμμεως και
τέφρας, επί πολύ θερμαινομένης, σχηματίζεται τη προσθήκη όξους
ερυθρά υποστάθμη. Ο δε Κουερκιτάνος εν τη φαρμακοποιία αυτού
(1693) ονομάζει όμοίαν τινά υποστάθμην, ήν τα οξέα καθιζάνου
σιν εκ διαλύσεως στίμμεως και θειωμένου κάλεος, sulfur auratum
(το ένθειον χρυσίζον στίμμι).
Ο Β. Βαλεντίνος αναφέρει προσέτι ότι εκ του αντιμονίου
μετάλλου δύναταί τις νά παρασκευάση ώραία ερυθρά, κίτρινα ή
218

λευκά άνθη (flores) διά διαφόρων βαθμών πυρακτώσεως. Σημειω


τέον ότι η ονομασία flores antimonii απαντάται συχνάκις εν συγ
γράμμασιν του 16 και 17 αιώνος εν ασαφεί σημασία. Τα διά πυ
ρακτώσεως αντιμονίου (μετάλλου) σχηματιζόμενα κρύσταλλα εκα
λούντο μέχρι του 18 αιώνος nix ferri, ήτοι νιφάς σιδήρου, διότι
ενoμίζετο ότι σχηματίζονται ταύτα, ένεκα της παρουσίας σιδήρου,
ουτινος χρήσις εγίνετο κατά την εκκάθαρσιν του αντιμονίου.
Την παρασκευήν της αντιμονιακής ύέλου (vitrum anti
monii, οξειδίου αντιμονίου μετ' ολίγου θειούχου αντιμονίου) δι'
ισχυράς θερμάνσεως θειούχου αντιμονίου εδίδαξεν ο Β. Βαλεντίνος.
Το διπλούν οξυ αντιμονικό ν κάλι παρεσκεύαζεν ο Β.
Βαλεντίνος δι' αντιμονίου και νίτρου, και απέπλυνε δι' ύδατος και
οινοπνεύματος. Η σκευασία αύτη εκαλείτο antimonium diaphore
ticum ablutum ή calx antimonii elota. Το άπλυτον δε προιόν εκα
λείτο antimonium diaphoreticum non ablutum.
Ο Β. Βαλεντίνος εδίδασκεν ώσαύτως την παρασκευήν του
τριπλού χλωριούχου αντιμονίου διά διαφόρων μεθόδων. Οδη
γία τις έχει ώς έξης ,τρίψον όμου ίσα μέρη καθαρού πεφονευμέ
νου υδραργύρου και στίμμεως, και απόσταξον". Η σκευασία αύτη
εκαλείτο διά τούτο butyrum antimonii. Ο Γλαυβήρος απέδειξεν
ότι δεν εμπεριέχει υδράργυρον, ώς ένoμίζετο μετεχειρίζετο δε
μεθόδους παρασκευής, άς ο Βαλεντίνος υπέδειξεν, οιον την διά
στίμμεως, μαγειρικού άλατος και πρασίνου χαλκάνθου.
"Ο Β. Βαλεντίνος αναφέρει προσέτι, ότι το ύδωρ καθιζάνει
εκ διαλύσεως στίμμεως εν ισχυρώ χλωρικφ οξεί λευκήν τινα κόνιν.
Την σκευασίαν ταύτην μετεχειρίζετο τον 16 αιώνα ώς ιαματικόν
ιατρός τις εν Βερώνη Βίκτωρ Αλγoράτης διά τούτο εκλήθη pul
vis algorati. Το πενταπλούν ή υπερχλωρούχον αντιμόνιον ανεκάλυψε
τέλος ό Ρόζε εν έτει 1835.
Περί των οξειδώσεων, άς το αντιμόνιον υφίσταται, διεφώνουν
επί πολύ οι χημικοί. Ο Θενάρδος το 1800 διέκρινεν έξ διαφόρους
βαθμούς ό Προύστ δύω μόνον ό Βερζέλιος διέκρινε αντιμονιώδες
και αντιμονικόν οξύ.
Αρ σε ν ι κ ό ν (Ασ.)
Ο Αριστοτέλης ονομάζει σανδαράχην πιθανώς το κίτρινον
και το ερυθρόν θειούχον αρσενικόν. Παρά τώ θεοφράστω δε
απαντάται η ονομασία αρσενικόν και αρρενικό ν. Κατά την
περιγραφήν του Διοσκορίδου φαίνεται ότι η μεν σανδαράχη ήτο
διθειούχον αρσενικόν, το δε υπό του θεοφράστου καλούμενον αρσε,
νικόν, κυρίως τριθειούχον αρσενικόν (αρσενικώδες οξύ). Κατά τον
219

Διoσκoρίδην, κάλλιστον αρσενικόν εθεωρείτο το χρυσφ όμοιον.


Παρεσκευάζετο δε και σκωρία (οξείδιον) αρσενικού, πυρακτουμένου
τούτου εν ύελίνω αγγείω, έως ου το χρώμα αυτού αλλοιωθή. Αλλά
περί της δηλητηριώδους ιδιότητος του αρσενικού ουδ' ο Διοσκο
ρίδης, ουδ' ο Πλίνιος αναφέρουσίτι. Κατά τον Πλίνιον παρεσκευά
ζετο και ψευδής σανδαράχη εξαμμίου ουτος ονομάζει το αρσε
νικόν ενίοτε auripigmentum.
"Ωρισμένως αναφέρει περί του λευκού αρσενικού ήτοι του
αρσενικώδους οξέος ό Γηβήρος τον 8 αιώνα μ. Χ. φαίνεται δ' ότι
παρεσκεύαζε το οξύ τούτο διά καύσεως θειούχου αρσενικού. Περί
της δηλητηριώδους ιδιότητος του λευκού αρσενικού αναφέρει ο
Αβικένας τον 11 αιώνα.
Ο Γηβήρος ποιεί λόγον περί τινος arsenicum metallinum,
αλλά το χωρίον είναι ασαφές, ώστε δεν δύναται τις να εξακριβώση,
εάν εγίνω σκεν όντως το μεταλλικόν αρσενικόν. Ο Αλβέρτος Μάγνος
τον 13 αιώνα αναφέρει περί μεταλλοποιήσεως του αρσενικού κατά
τον Παρακέλσον δε μεταλλική τις σκευασία αρσενικού εχρησίμευεν
εις διαφόρους τέχνας. Ο Λέμερυ εν τώ εγχειριδίω αυτού Cours
de chymie (1675) διδάσκει την εξαγωγήν του μετάλλου διά πυρα
κτώσεως λευκού αρσενικού μετά ποτάσσης και σάπωνος. Ο δΈγ
κελ εφεύρε το 1725 την δι' εξαχνίσεως μέθοδον.
Ο Μαργράφ διισχυρίσθη το 1747 ότι ο κασσίτερος εμπεριέ
χει αρσενικόν Επιτροπή διορισθείσα υπό της Γαλλ. Κυβερνή
σεως προς εξέτασιν του αντικειμένου τούτου, εξέθηκεν ότι εν μιά
ουγγία κασσιτέρου εμπεριέχεται εις κόκκος αρσενικού. Μέλη της
επιτροπής ταύτης ήσαν ό Ρουέλ, ο Λαλάρδος και ο Βαύέν.
Ο Στέφανος ό Αλεξανδρινός αναφέρει περί της ιδιότητος
του αρσενικού του λευκοποιείν τον χαλκόν. Η ιδιότης αύτη εχρησί
μευεν ώς δοκιμαστήριον της παρουσίας αρσενικού. Ο Ανεμάν το
1786 εν πραγματεία περί των δι' αρσενικού δηλητηριάσεων σινι
στα την διάλυσιν της υπόπτου ουσίας και την δι' ασβέστου, θει.
ούχου υδρογόνου και χλωρούχου χαλκού δοκιμήν. Την διά βρά.
σεως του κρέατος μετ' αραιωμένου κάλεος μέθοδον εφεύρεν ό
νεώτερος Ρόζε το 1806.
Το λευκόν αρσενικόν εθεωρείτο κατ' αρχάς ώς χημικώς
αδιάλυτον σώμα. Ο Μακουέρ απέδειξεν εν έτει 1746 και 1748 ότι
τούτο συντίθεται μεθ' υγρών αλκαλέων, και τας συνθέσεις ταύτας
ωνόμαζεν ήπατα αρσενικού. Διάφοροι οξείαι συνθέσεις αρσε
νικού ήσαν προ πολλού γνωσταί. Ο Παρακέλσος μετεχειρίζετο
σκευασίαν τινά διά πυρακτώσεως λευκού αρσενικού μετά νίτρου
ώς ιαματικόν και εκάλει arsenicum fixum. Ο Μακουέρ ανεκάλυψεν
220

εν έτει 1848 το οξυαρσενικόν νάτρον, το δε 1778 παρετήρη


σεν ότι δι' ισχυράς πυρακτώσεως λευκού αρσενικού μετά θειικού
οξέος σχηματίζεται ύελώδης τις ουσία, ήτις υπό την επιρροήν
του ατμοσφαιρικού αέρος ανελύετο εις ισχυρόν τι οξύ (πιθανώς
αρσενικόν οξύ). Ο Σχέελε εξεφράσθη το 1775 ότι το λευκόν
αρσενικόν δύναται ν' αποφλογισθή (οξειδωθή) έτι μάλλον, επιχεο
μένου χλωρίου εν μίγματι λευκού αρσενικού και ύδατος, ή δι' επε
ξεργασίας λευκού αρσενικού μετά βασιλικού ύδατος. Το ούτω προ
κύπτον σώμα ωνόμασεν αρσενικόν οξύ.
θειούχοι συνθέσεις του αρσενικού ήσαν, ώς είρηται, και το
πάλαι γνωσταί. Ο Διοσκορίδης αναφέρει ότι θειούχον αρσενικόν
ρίπτει τας τρίχας. Ο Ιερώνυμος Ροσέλλης, συνήθως Αλέξιος
Πεδεμοντάνος καλούμενος, εφεύρεν εν έτει 1557 το εκ τριθειούχου
αρσενικού και ασβέστου μίγμα (το τουρκιστί όουσμά καλούμενον).
Ο Προύστ απέδειξε το 1801 ότι το καθαρόν διθειούχον και το
τριθειούχον αρσενικόν δεν εμπεριέχουσιν οξυγόνον, ενώ πρότερον
ενoμίζετο ότι αι εκ θείου και αρσενικού συνθέσεις αυται εμπεριέ.
χουσι λευκόν αρσενικόν (οξείδιον).
Το χλωριούχο ν αρσενικόν ανεκάλυψεν ό Σχέελε εν έτει
1775. Παρετήρησεν ούτος ότι δι' επενεργείας αρσενικού οξέος επί
ψευδαργύρου έσχηματίσθη ύελώδης ουσία, ής καιομένης, ανεπτύσ
σετο αέριόντι, υπελείπετο δε αρσενικόν διά τούτο ή σύνθεσις
αύτη εθεωρήθη ώς εύφλεκτον αέριον (υδρογόνον) εμπεριέχον
αρσενικόν. Ο Καδετ παρετήρησεν ότι δι' αποστάξεως ίσων μερών
λευκού αρσενικού και οξικού κάλεος σχηματίζεται υγρόν τι αφ'
έαυτού αναφλεγόμενον και δριμείαν οσμήν έχον. Η ανακάλυψις
αύτη παρεκίνησε τον Βούνζεν να εξετάση την κακοσμίν η ν.
"Ως προς την ονοματολογίαν των αρσενικούχων συνθέσεων
επεκράτει επί πολύ σύγχισις. Τον 16 αιώνα αρσενικόν εκαλείτο
κυρίως το λευκόν αρσενικόν αι θειούχοι δε συνθέσεις εκαλούντ
auripigmentum, sandarache ή realgar. Εν τη αντιφλογιστική ονο
ματολογία αρσενικόν εκλήθη το μέταλλον, το δε λευκόν αρσενικόν
καλείται έκτοτε οξείδιον αρσενικού.
Τελ λύριον. (Τλ.)
Το ορυκτόν, ενώ το μέταλλον τούτο εμπεριέχεται, εκαλεί
το πρότερον η παράδοξος χρυσός" ή η προβληματικόν μέταλ
λον." Εν έτει 1782 ο Μύλερ Ραίχενστάιν απέδειξεν ότι το ορυκ
τον τούτο εμπεριέχει ίδιον τι μέταλλον. 0 Κλαπρόθ εβεβαίωσε το
1798 την ανακάλυψιν ταύτην, και ωνόμασε το νέον τούτο μέταλλον
τελλύριον, (εκ του tellus = γή) το δε 1802 ευρε το τελλυριώδες
221

οξύ. Μετά 8 έτη ανεκάλυψεν ο Δέυύ το υδρoτελλύριον ή τελλυ


ριούχον υδρογόνον. Αλλά τάς πλείστας το στοιχείον τούτο αφορώ
σας γνώσεις οφείλομεν τώ Βερζελίω, ότις ευρε και τας συνθέσεις
του τελλυρίου μετά του θείου, του φωσφόρου, σεληνίου, ιωδίου,
χλωρίου, βαρίου, στροντίου κτλ.
Τι τ ά ν ι ο ν. (Τι.)
Το μέταλλον τούτο ανεκάλυψεν ό Γρέγωρ το 1791 εν συνθέ
σει μετά οξυγόνου εν τω μενακίτη, και ώνόμασε μεναχίνιον. Ο
Κλάπροθεύρεν ώσαύτως αυτό το 1794 ώς οξείδιον εν τώ βουτι
λίφ εξήτασε δε τας ιδιότητας και τας συνθέσεις αυτού, και ωνό
μασε τιτάνιο ν, διότι ευρίσκεται εν πλείστοις ορυκτοίς.
Το μεταλλικόν τιτάνιον απεμόνωσεν ό Βερζέλιος διά πυρακ
τώσεως μίγματος ξηρού φθοριοτιτανούχου καλίου και καλίου, ώς
υπομέλαν, βαρύ μή κρυσταλλούμενον μέταλλον μετ' αυτόν δ' ό
Βοκελίνος δι' ισχυράς πυρακτώσεως οξειδίου τιτανίου μετ' ελαίου
ή ολίγων ανθράκων,
Το τιτανικόν οξύ εξήτασαν ο Ρόζε και ο Βολλαστών. Πολ
λαι δε συνθέσεις του τιτανίου ευρέθησαν βραδύτερον,
Τα ντάλιον. (Τα.)
Το μεταλλικόν τούτο στοιχείον ανεκάλυψεν εν έτει 1801 ύ
Ηatschett έν τινι αμερικανικώ ορυκτώ και ώνόμασε η κολόμβιον".
Ταυτοχρόνως δε σχεδόν εύρεν αυτό και ο Εκερβέργ εν Σουηδία
εν τώ ύττριοτανταλίτη και εν τώ τανταλίτη, και ώνόμασε ηταν τά
λιον". Ο Βολλαστών απέδειξε το επόμενον έτος την ταυτότητα
του κολομβίου και του τανταλίου. Ο δε Βερζέλιος εξήγαγε διά
πυρακτώσεως φθοριούχου τανταλίου και φθοριούχου καλίου μετά
καλίου το ταντάλιον μέταλλον εν είδει μελανής κόνεως μετά του
Γέυ δε και Εκερβέργανεκάλυψε το τανταλιώδες οξύ ώς φαιάν
πορώδη ουσίαν (Τα 0,), και το τανταλικον οξύ (Τα 0,).
Νιόβι ο ν. (Μβ.) Πελόπιο ν. (Πλ.)
Μετά την ανακάλυψιν του τανταλίου ο Βολλαστών παρετή
ρησεν ότι ο αμερικανικός τανταλίτης (ορυκτόν) διέφερε κατά το
ειδικόν βάρος του εν Φιλανδία εύρισκομένου. Ο θώμψων, ό Βερ.
ζέλιος και ο Εκεβέργεύρον ώσαύτως τα τανταλιούχα ορυκτά,
άτινα εξήτασαν, διάφορα κατά το ειδικόν βάρος. Εκ τούτου παρα
κινηθείς ο Ρόζε εξήτασεν επιμελέστερον τα ορυκτά ταύτα, και
εύρεν ότι το ταντάλιον ευρίσκεται μεμιγμένον μεθ' ενός ένίοτε δε
μετά δύω άλλων μετάλλων το έντούτων ωνόμασε νιόβιον εξή
222

γαγε δε τούτο και εκ του χλωριούχου νιοβίου δι' επενεργείας ξηράς


αμμωνίας εν είδει μελανής κόνεως το έτερον δε ωνόμασε πελό
πιον, και εξήγαγεν, εκ του χλωρούχου πελοπίου, ώσαύτως εν
είδει μελανής κόνεως. - -

Ο Ρόζε εύρεν ενδιαφόροις ορυκτοίς το νιοβικ ό ν οξύ


(Μβ. 0,), ώς άχρουν ουσίαν, ήτις θερμαινομένη γίνεται κίτρινος,
αλλά ψυχραινομένη, απόλλυσι πάλιν το χρώμα τούτο, και το πελο
πικόν οξύ (Πλ. 0,) κατά πολλά όμοιον τώ νιοβικώ οξεί.

Βολφράμιον. (Βλ.)
Ο Σχέελε ανεκάλυψεν εν έτει 1781 οξύτι, όπερ εκλήθη απ'
αυτού σχεέλιον οξύ. Το οξύ τούτο εξετάσαντες ακριβέστερον οι
αδελφοί Λουυάφτ το 1786, ανεκάλυψαν εν αυτώ νέον τι μέταλλον,
βολφράμιον κληθεν εξήγαγον δε τούτο δι' ισχυράς πυρακτώσεως
κόνεως ανθράκων μετά σχεελίου, ήτοι βολφραμικού οξέος, ώς φαιάν
στιλπνήν κόνιν. Ο Βέλερ και ο Βερζέλιος εξήγαγον εκ του αυτού
οξέος δι' υδρογόνου ώς χαλυβδοειδές μέταλλον.
Το βολφράμιον ευρίσκεται φύσει εν τώ σχεελίτη καλουμένω
ορυκτώ (της οξυβολφραμικής τιτάνου) και εν τώ βολφραμίτη. Το
πρώτον εξελαμβάνετο πρότερον ώς ορυκτός κασσίτερος. 0 Κρο.
νστέτ το 1758 εθεώρησεν ώς σιδηρούχον τίτανoν μετ' αγνώστου
τινός είδους γής. Ο δε βολφραμίτης εθεωρείτο ώς σιδηρούχον
ορυκτόν. -

Το βολφραμικόν οξύ εξήγαγεν ο Σχέελε εκ της οξυβολ


φραμικής τιτάνου (του σχεελίτου διά τούτο κληθέντος πρότερον
δε γερμανιστί Τungstein καλουμένου ορυκτού) διά νιτρικού οξέος
ώς και σήμερων τούτο εξάγεται.
"Υπό των νεωτέρων ευρέθησαν διάφοροι συνθέσεις του βολ
φραμίου μετ' άλλων στοιχείων,

Μολυβδαίνιον. (Μo)
"Ο Μολυβδίτης, ή ορυκτός γραφίτης, ενώ ο Σχέελε ανεκά
λυψεν εν έτει 1778 το μέταλλον μολυβδαίνιον, εξελαμβάνετο ώς.
μολυβδούχον ορυκτόν, ώς και εκ του ονόματος αυτού φαίνεται. Οι
αρχαίοι περιελάμβανον υπό το όνομα μολύβδαινα διάφορα μολυβ.
δοειδή ορυκτά. Η υπό του Διοσκορίδου αναφερομένη μολύβδαινα
ήν πιθανώς λιθάργυρος, ο δε Πλίνιος φαίνεται εννοών υπό τ'
όνομα τούτο θειούχον μόλυβδον.
"Ο Σχέελε διαλύσας τον μολυβδίτην δι' αζωτικού οξέος,
παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη θειικόν οξύ, απεχωρίσθη δε λευκή
τις γη (μολυβδαινικόν οξύ) όθεν συνεπέρανεν ότι ήγη αύτη και
223

θείον αποτελούσι τον μόλυβδον. Διά τινων δοκιμών επείσθη κατό


πιν ότι η λευκή αύτη γη είναι οξύτι, και ώνόμασεν αυτήν acidum
molybdaenae. Το μέταλλον του οξέος τούτου απεμόνωσεν ό Ηjelm
εν έτει 1780.

Ο Κλαπρόθ εύρεν ότι ό καλούμενος κίτρινος ορυκτός μό


λυβδος είναι οξυμολυβδαινικόν οξείδιον μολύβδου.

Βανάδιον (Βν.)
Εν έτει 1801 ό Δέλ- Ρίο ανεκάλυψεν εν τώ φαιώ ορυκτώ
μολύβδω της Ζιμαπάν νέον τι μέταλλον ήνωμένον μετά τινος αγνώ
στου ώσαύτως οξέος. Το νέον μέταλλον ωνόμασεν ερυθρόνιον,
διότι εύρεν ότι σχηματίζει μετ' οξέων ώραία ερυθρά άλατα. Το
1830ό Σεφστρέμ εύρεν ότι ο σίδηρος, ό εν Ταβέργη της Νορβεγίας
εξορυσσόμενος, διαλυόμενος εν χλωρικό οξεί, σχηματίζει μελανήν
υποστάθμην, ήτις εκτός άλλων ουσιών εμπεριέχει ίδιόν τι μέταλ
λον, όπερ ωνόμασε βανάδιον, εκ του Βάναδις, επωνύμου της Σκαν
διναυικής θεότητος Φρέυα.
Τάς ιδιότητας του βαναδίου εξήτασεν ό Βερζέλιος, όστις
απεμόνωσεν αυτό διά πυρακτώσεως βαναδικού οξέος εν ανθρακίνω
χωνευτηρίω.
Το βαν αδικόν οξύ ευρέθη και εν άλλοις ορυκτοίς.
Χρώμιον. (Χρμ.)
Το χρώμιον, κασσιτεροειδές αλλά σκληρόν μέταλλον, ανεκά
λυψεν ο Βοκελίνος το 1797 εν τώ ερυθρώ μολυβδίτη (οξυχρω
μικώ οξειδίω μολύβδου). Ευρεν ουτος ότι εν τώ ορυκτώ τούτω ο μό
λυβδος είναι ήνωμένος μετ' οξειδίου νέου τινός μετάλλου, όπερ
ωνόμασε χρώμιον, διότι αποτελεί ποικιλοχρόους συνθέσεις. Πα
ρεσκεύασε δε εκτός του χρωμικού οξέος το πράσινον οξείδιον του
χρωμίου και μεταλλικόν χρώμιον. Το επόμενον έτος ευρε το χρώ
μιον και εν τώ σμαράγδω.
Ταυτοχρόνως σχεδόν ότε ή ανακάλυψις του Βοκελίνου
έγεινε γνωστή, εδημοσίευσεν ο Κλάπροθ, ότι ανεκάλυψε νέον τι
μέταλλον εν τώ ορυκτώ μολύβδω της Σουηδίας.

--τ=G--Φ- ε=-
0ΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ
Αν

ητοι

Συνοπτική ιστορία των σπουδαιοτέρων οργανικών


συνθέσεων.

Ε Ι Σ Α Γ ΩΓΗ.

"Τα οργανικά σώματα, ήτοι τα ζώα και τα φυτά εγένοντο αντικεί,


μενα χημικής ερεύνης πολύ βραδύτερον ή τα ανόργανα σώματα,
Αιτία δε τούτου ή φυσική δυσχέρεια της εξετάσεως των οργανικών
σωμάτων άνευ καταστροφής του οργανισμού. Πάσας σχεδόν τας
ζωικάς λειτουργίας δυνάμεθα μόνον εκ των εξωτερικών φαινομέ.
νων και των συνεπειών να κρίνωμεν. Αλλά και εκτός της δυσχε
ρείας ταύτης, προς γνώσιν τών οργανικών σωμάτων προαπητείτο
αναγκαίως ή γνώσις τών ανοργάνων στοιχείων, εξ ών και τα όργα,
νικά σώματα συνίστανται.
Μεμονωμένα τινά αντικείμενα της οργανικής χημείας εγνώ.
σθησαν εμπειρι ώς, άνευ διακρίσεως ιδιαιτέρας τινός φύσεως αυ
τών. Οι αρχαίοι εγίνωσκον π. χ. τον χυμόν των κηκίδων, την τερε
βινθίνην, το άμυλον, την σάκχαριν, χρωματιστικάς τινάς ουσίας,
πολλά έλαια και την σαπωνοποίησιν αυτών, παρετήρησαν την
ζύμωσιν του οίνου και του όξους κτλ. 0ί ιατροχημικοί από του 16
αιώνος προσεπάθησαν να εξηγήσωσι χημικώς πολλάς ζωικάς λει,
τουργίας και η φαρμακευτική χημεία επλουτίσθη διά των ερευνών
αυτών αλλά καθ' όσον αφορά τα φυτά, εζητείτο ή εξαγωγή των
θεραπευτικών ουσιών μόνον άνευ εξετάσεως της συστάσεως αυτών
εν γένει. 0υχ ήττον όμως εγνώσθησαν και ούτω νέα οργανικαί
ουσίαι, ώς το βενζοϊκόν οξύ δια ξηράς αποστάξεως της βενζόης,
το ηλεκτρικόν οξύ και το ξυλικόν οξύ.
Περί τα τέλη της φλογιστικής θεωρίας εστράφη μάλλον ή
προσοχή των χημικών επί των οργανικών ουσιών κατά την επο,
χήν ταύτην παρετηρήθησαν οργανικά τινα άλατα κατεσκευάσθη
225

σαν ουσίαι, απαντώμεναι φύσει εν οργανικούς σώμασι, δια τεχνικής


συνθέσεως, ώς το οξαλικον οξύ εξητάσθη ή ενέργεια του θειικού
και του αζωτικού οξέος επί διαφόρων οργανικών σωμάτων κτλ. Οι
ίδρυται της φλογιστικής θεωρίας προσεπάθησαν νά όρίσωσι και
ποσοτικώς την σύνθεσιν οργανικών τινών ουσιών. Ο Φουρκρόύ, ό
Βοκελίνος, ο Γέύ-Λουσάκ και ό θενάρδος ενησχολήθησαν ιδίως εις
την οργανικήν χημείαν. Ο Βερζέλιος απέδειξεν (1814) ότι οι στοι
χειομετρικοί νόμοι εφαρμόζονται και επί των οργανικών συνθέσεων,
Ο Γέυ-Λουσάκ απέδειξεν ότι σύνθετόντι σώμα, το κυάνεον, πα
ρουσιάζεται εν οργανικαίς συνθέσεσιν ώς άπλούν σώμα εκ τούτου
δε ανεπτύχθη ή θεωρία των συνθέτων οργανικών ριζικών. Ο
Σεβρελ εξήτασε τα πάχη, παρέσχε δε πολυτίμους οδηγίας προς
εξέτασιν οργανικών ουσιών, άς βραδύτερον επωφελήθησαν ο Λίβιχ
και ό Βέλερ. Ο Κιρχώφ εφεύρε το 1811 την μετατροπήν του αμύ
λου εις σάκχαρον ο Δεβεράινερ παρεσκεύασε το 1822 τεχνητώς
το μυρμηκικόν οξύ, ο δε Βέλερ το 1828 την ουρίαν. Αλλά ταύτα
πάντα ήσαν προκαταρτικαι μόνον γνώσεις, διότι έλειπεν έτι γενική
τις και βάσιμος περί οργανικών ουσιών θεωρία.
Το σπουδαιότερον της οργανικής χημείας ζήτημα είναι ή
θεμελιώδης διάκρισις των οργανικών από των ανοργάνων συνθέ
σεων. Κατ' αρχάς αι γνωσται οργανικαι ουσίαι κατετάσσοντο εις
τάς ομοειδείς ουσίας αδιαφόρως προς την γένεσιν αυτών, το οινό
πνευμα π. χ. εις τα εκχυλίσματα, το όξος εις τα έλαια κτλ. Ο
Λέμερυ εν τώ εγχειριδίω αυτού Cours de chymie διαιρεί μεν τα
φυσικά σώματα εις ορυκτά, φυτικά και ζωικά, αλλ' είχεν υπ' όψιν
την κοινήν φυσιολογικήν διαίρεσιν των σωμάτων μόνον. Οι ίδρυται
της αντιφλογιστικής θεωρίας προσεπάθησαν να ορίσωσιν επιστη
μονικήν τινα διάκρισιν μεταξύ οργανικών και ανοργάνων ουσιών,
ώς εκ της διαφοράς της συνθέσεως αυτών,
Έκπαλαι καταφαίνεται προσπάθειά τις προς εξέτασιν τών
διά της καύσεως ήλλοιωμένων ουσιών και μάλιστα των οργανικών.
Οι μαθηταί του Αριστοτέλους εθεώρουν την φλόγα του καιομένου
ξύλου, το σχηματιζόμενον ύδωρ, τον καπνόν και την υπολειπομέ
νην τέφραν ώς τα τέσσαρα συστατικά του ξύλου, πύρ, ύδωρ, αέρα
και γήν. 0ι αλχημισται παρεδέχοντο πέντε στοιχεία εν τοις οργα
νικοίς σώμασιν, άτινα εχαρακτήριζον ώς το υγρόν ή φλεγματώδες,
το πνευματώδες ή μεταλλικόν, το ελαιώδες ή θειώδες, το άλατώδες
και το γεώδες αυτών, ή άπλούστερον ύδωρ, πνεύμα, έλαιον, άλας
και γην. (Lemery. Cours de Chymie. η Οn trouve aisément les
sinq Ρrincipes dans les animaux et dans les végétaux, mais on ne
les rencontre pas avec la même facilité dans les minéraux" etc.)
15
226

Ο Λέμερυ (1719) εξέφρασε την ιδέαν ότι το πύρ αλλοιοί


μάλλον ή διαλύει τα αργανικά σώματα, ότι δε τα προιόντα της καύ
σεως και των ιαματικών και των δηλητηριωδών φυτών εισί τα αυτά,
όθεν συνεβούλευσε την διάλυσιν πρώτον των οργανικών ουσιών
διά διαλυτικών μέσων. Διά τοιαύτης αναλύσεως ευρέθησαν κατ'
ολίγον διάφορα συστατικά των οργανικών ουσιών, ώς το εκχύλισμα,
ο ιξός ή το κόμμt, το σάκχαρον, το παχύ ή στερεόν έλαιον, το πτη
τικόν ή κυρίως έλαιον κτλ.
"Ο Στάλ εφρόνει ότι αι οργανικαι ουσία πρέπει να συνίσταν
ται εκ τών αυτών στοιχείων, εξών και αι ανόργανοι, διότι τα φυτά
απορροφώσι τάς χυμούς εκ της γης, τα ζώα δε τρέφονται διά των
φυτών αλλ' εν τοις οργανικούς σώμασι δεσπόζει το υγρόν στοιχείον
μετά φλογιστού, το aqueo-phlogiston, τούτο δε χαρακτηρίζει αυτά.
Ο Λαβοαζιε ανακαλύψας ότι το καιόμενον σώμα ένoύται
μετά οξυγόνου, και ότι κατά την καύσιν οργανικών ουσιών προ
κύπτει ανθρακικόν οξύ και ύδωρ, συνεπέρανεν ότι τα οργανικά
σώματα σύγκεινται εξ άνθρακος και υδρογόνου. Βραδύτερον ο Λα
βραζιε παρεδέχετο (Τraito élémentaire 1789) ότι πάσαι αι φυτι
και ουσίαι σύγκεινται εκ τριών στοιχείων, άνθρακος, υδρογόνου
και οξυγόνου, αι δε ζωικαι ουσία εμπεριέχουσι προσέτι άζωτον
και φωσφόρον προσεπάθει δε να αποδείξη ότι αι σύνθετοι ουσία,
αίτινες προκύπτουσιν εκ της καύσεως οργανικών ουσιών, δεν είναι
αυτά τα συστατικά των ουσιών τούτων, αλλά σχηματίζονται κατά
την καύσιν εκ των συστατικών αυτών κατά την καύσιν π.χ. όργα
νικού σώματος, συγκειμένου εξάνθρακος, υδρογόνου και οξυγόνου,
σχηματίζεται ανθρακικόν οξύ, ένουμένου του άνθρακος ματά του
οξυγόνου, ελευθερούται δέ το υδρογόνον, όπερ μετ' ολίγου άνθρα
κος διαφεύγει ώς εύφλεκτον αέριον όταν το υδρογόνον ενωθή
μετά πλείονος άνθρακος προκύπτει έλαιον. Προς διευκόλυνσιν της
καύσεως οργανικών ουσιών έκαιε ταύτας μετά μεταλλικών οξειδίων,
όπως άρύωνται εκ τούτων αφθονώτερον οξυγόνον ζυγίζων δε
τάς ουσίας, άς μετεχειρίζετο, ώριζε ποσοτικώς το εξαγόμενον των
αναλύσεων.

"Ο ορισμός του Λαβραζιε, ότι πάσαι αι φυτικαι ουσία συνί


στανται εκ τριών στοιχείων, ήν λίαν γενικός και κατεπολεμήθη υπό
πολλών. Και αυτός δε ο Λαβραζιε εξελέγχεται ασυνεπής, διότι
παρεδέχετο το έλαιον και τον κηρόν ώς εξ άνθρακος και υδρογό
νου μόνον συνιστάμενα. Αλλ' ουχ ήττον ή ιδέα, ότι αι οργανικαί
ουσίαι συνίστανται εξ ολίγων τινων ώρισμένων ουσιών, εχρησίμευ
σεν ώς ή πρώτη θεωρητική διάκρισις των οργανικών ουσιών εκ
του είδους της συνθέσεως αυτών,
227

Ο Στάλ και οι οπαδοί της φλογιστικής θεωρίας διέκρινον


άμεσα και έμμεσα ή αρχικά συστατικά των οργανικών ουσιών,
Ως αρχικά συστατικά παρεδέχετο ό Στάλ τό άλατώδες (οξύ), το
υγρόν και το καυστικόν στοιχείον εφρόνει δε ότι διά διαφόρων
συνθέσεων των αρχικών τούτων στοιχείων παράγονται άλλα διά
φορα όργανικά στοιχεία, εκ της συνθέσεως των οποίων πάλιν
προκύπτουσιν αι οργανικαι ουσία. Ούτως ώς άμεσα συστατικά
του οινοπνεύματος εθεώρει ο Στάλλεπτόν τι έλαιον, οξύ και ύδωρ.
‘0 "0φμαν παρεδέχετο ώσαύτως ώς συστατικά του οινοπνεύματος
έλαιον και ύδωρ, ου αφαιρουμένου, διαφεύγει το έλαιον ώς αιθήρ
κτλ. Περί της θεωρίας ταύτης των αρχικών και αμέσων συστατι
κών διεφώνουν επί πολύ οι χημικοί,
Κατά τάς προκαταρκτικάς εργασίας προς αναμόρφωσιν της
χημικής ονοματολογίας, ών μετέσχον ό Γουιτών δε Μορβώ, ο Λα
βραζιε, ο Φουρκόύ και ο Βερθολέτ, τα οργανικά οξέα εθεωρήθη
σαν ώς διπλαί συνθέσεις εξ οξυγόνου και των λοιπών στοιχείων,
ώς έν εκλαμβανομένων, ήτοι παρεδέχθησαν οι όηθέντες σύν
θετα οργανικά όιζικά, ώς άπλά άμεσα στοιχεία εκλαμβανό,
μενα. Και ιδιαιτέρως δε ο Λαβραζιε εξεφράσθη το 1787 ότι τα
οργανικά οξέα εισι σύνθετα εξ οξέος και συνθέτων ριζικών, ών ή
ανάλυσις απολείπεται τη χημεία (Τraito élémentaire de chymie.
- Τableau de Radicaux composés ou bases oxydables et acidi
fiables, composés de la reunion de plusieurs substances a la ma
niore des substances simples εν τώ πίνακι τούτω αναφέρονται π.
χ. Radical tartarique, Radical citrique κτλ.).
"Ο Βερζέλιος, όστις προσεπάθει να εφαρμώση την ηλεκτρο
χημικήν θεωρίαν επι πάντων των χημικών φαινομένων και εφρόνει
ότι πάσαι αι συνθέσεις εισι διπλαί, εκ δύω στοιχείων ή εκ δύω
συστάδων συνιστάμεναι, της μεν ηλεκτροαρνητικής, της δε ηλεκ
τροθετικής, εξήγει παρομοίως και τα σύνθετα όιζικά των οργανι
κών συνθέσεων, ήτοι παρεδέχετο ότι αι οργανικαι συνθέσεις εισιν
οξείδια συνθέτων όιζικών, του μεν οξυγόνου αποτελούντος το έν
ηλεκτροχημικόν στοιχείον, της δε λοιπής συστάδος των συστατι
χών όμου το έτερον,
Το χαρακτηρίζοντας οργανικάς συνθέσεις είναι κατά την
θεωρίαν ταύτην, ότι τα στοιχεία δεν συντίθενται μετ' αλλήλων εις
διπλάς συνθέσεις ό άνθραξ π. χ. δεν συντίθεται μετά του οξυ
γόνου εις ανθρακικόν οξύ, ουδε το υδρογόνον μετά του οξυγόνου
εις ύδωρ κτλ. αλλ' άνθραξ, όξυγόνον και υδρογόνον αποτελούσιν
όμου μίαν σύνθεσιν όταν δε πλείονα στοιχεία ευρεθώσι μετά του
οξυγόνου έν τινι οργανική συνθέσει, πάντα τα στοιχεία, εκτός του
15 +
228

οξυγόνου, έχουσι μείζονα συγγένειαν προς άλληλα ή προς το οξυ


γόνον όθεν ή συστάς αυτών παρουσιάζεται ώς έν ήνωμένον
άπλούν σώμα και αποτελεί συνθέσεις μετ' άλλων ουσιών ώς έν
δργανικόν στοιχείον. Η θεωρία των συνθέτων ριζών υπεστη
ρίχθη μάλλον ότε ό Γέύ-Λουσάκ το 1815 απέδειξεν ότι το αυά
νεον, και το σύνθετον, αποτελεί συνθέσεις ώς άπλούν σώμα. Το
επόμενον έτος ο Αμπερ εξέφρασε την ιδέαν ότι και η σύνθεσις
των αμμωνιακών αλάτων φαίνεται ανάλογος, εάν τις παραδεχθή
ότι σύνθεσίς τις αζώτου και υδρογόνου παρουσιάζεται ώς έν στοι,
χείον των αμμωνιακών αλάτων, ανάλογον πρός τά άπλά μεταλλικά
στοιχεία. Αι παρατηρήσεις του Λίβιχ και του Βέλερ (1832) επί του
ελαίου των πικραμυγδάλων και της αλλοιώσεως αυτού δι' οξυγό.
νου, χλωρίου κλ. και η ανακάλυψις της βενζούλης ώδήγησαν εις
την εύρεσιν πλείστων άλλων οργανικών ριζικών, άτινα θεωρούν,
ται ώς στοιχεία της οργανικής χημείας.
Χημικοί τινες παρεδέχοντο και οξυγόνον εν τη συνθέσει των
ριζικών οι πλείστοι εφρόνoυν απ' εναντίας ότι τα ριζικά σύγχειν
ται εξάνθρακος και υδρογόνου μόνον, ενίοτε δε άνθρακος και
αζώτου άλλοι διέκρινον διμερή, τριμερή ή τετραμερή ριζικά,
συγκείμενα εκ δύω, τριών ή τεσσάρων στοιχειωδών ουσιών κτλ.
Εύρέθησαν δε και μέταλλα εν τη συνθέσει των όιζικών, φαινόμενα
ώς ουσιώδη συστατικά αυτών. Ο αριθμός των παραδεδεγμένων
ριζικών κατ' ολίγον επολλαπλασιάσθη, ει και τα πλείστα αυτών
εισιν εν συνθέσει μόνον μετ' άλλων ουσιών γνωστά, ολίγα δε μόνον
επέτυχον οι χημικοί ν' απομονώσωσιν.
"Ως σύνθετα οργανικά ριζικά, ένoύμενα, ώς τα μέταλλα,
μετά χλωρίου, ιωδίου, θείου, κυανίου κτλ. εις άλατα, αποτελούντα
δε μετά του οξυγόνου συνθέσεις, αίτινες κέκτηνται, ώς τα μεταλ
λικά οξείδια, βασικάς ιδιότητας, εθεωρήθησαν τα έξης.
. - Οξυγο-
-
Χλωρού- Κυανού Θειούχοι
Ριζικα. νουχοι χοι χο4 συνθέσεις
συνθέσεις συνθέσεις συνθέσεις
Αίθύλη Αν" Υ" = Αι Αι 0 Αι Χλ Αι Κυ Αι θ
Μεθύλη Αν. Υ"-Μ" Μθ 0 Μθ Αλ Μθ Κυ Μθ θ
Κακοσμύλη Αν. Υ. Ασε-Κσ Κσ 0 Κσ Αλ Κσ Κυ Κσθ
"Υπό των νεωτέρων παρημελήθη ή θεωρία αύτη, διότι τών
πλείστων, ώς συνθέτων ριζικών παραδεδεγμένων ουσιών, δεν επε
τεύχθη ή διάλυσις.
"Ο Βερζέλιος εξέθηκε περί των οργανικών συνθέσεων ετέ,
ραν τινά θεωρίαν τών συζυγιών καλουμένην. Κατά την θεω,
ρίαν ταύτην, δραστικά τινα οξείδια, συντιθέμενα μετ' άλλων ώρι
229

σμένων συνθέτων σωμάτων, δεν αποβάλλουσι τον ιδιάζοντα αυτοίς


χαρακτήρα όθεν τα δεύτερα φαίνοντα ώς σύζυγα (pairs) των
πρώτων. Τοιαύτα οξείδια εισί τό θειικόν, το φωσφορικόν, το αζω
τικόν και το οξαλικόν οξύ. Σύζυγα δε εισί σύνθετα ή διμερή μη
οξειδούμενα βιζικά, ώς το ανθρακούχον υδρογόνον, αμμίναι, χλω
ρούχοι συνθέσεις, οξείδια κτλ.
Κατά της θεωρίας των συνθέτων ριζών επεκράτησε μάλι
στα ή θεωρία της μεταλήψεως ή της αντικαταστάσεως,
ή θεωρία των χημικών τύπων καλουμένη. Μετάληψις ή αντι
κατάστασις κατά την θεωρίαν ταύτην καλείται ή ενέργεια στοι
χείου τινός ή ανοργάνου συνθέσεως επί οργανικής, καθ' ήν συστα,
τικόν τι της οργανικής συνθέσεως (εκτός του άνθρακος) αποβάλ
λεται εν μέρει ή εντελώς αντικαθίσταται δι' έτέρου στοιχείου ή
ανοργάνου συνθέσεως παρετηρήθη π.χ. ότι το υδρογόνον οργα.
νικής τενός συνθέσεως δύναται ν' αντικατασταθή εν μέρει ή εντε
λώς καθ' ώρισμένας αναλογίας υπό τών άλογόνων, ήτοι του χλω
ρίου, βρωμίου ή ιωδίου, σωμάτων πάντι ανομοίων και ηλεκτρο
χημικώς αντιθέτων, άνευ ουσιώδους μεταβολής των χημικών ιδιο
τήτων της συνθέσεως. Ούτω π.χ. οξικόν οξύ (Αν. Υ" 0") μετα
βάλλεται εις χλωρούχον οξικόν οξύ (Αν. Υ" Χλ0").
Κατά τον Δουμά αι οργανικαι συνθέσεις συνίστανται έκ
τινων συστάδων αρχικών ουσιών, εξ ών έκάστη ουσία δύναται ν'
αντικατασταθή δι' ετέρας άνευ ουσιώδους μεταβολής των ιδιοτήτων
της όλης συστάδoς. Τάς αρχικάς ταύτας συστάδας ονομάζει ο
Δουμάς τύπους.
"Ο Γμέλιν, κατά το πνεύμα της αντικαταστατικής θεωρίας,
εθεώρει τάς οργανικάς συνθέσεις ώς προκυπτούσας εκ συνθέ
σεων, εν αις τα άτομα ή τα ισοδύναμα του υδρογόνου δύνανται ν'
αντικατασταθώσι δι' άλλων στοιχείων. Τάς αρχικάς ύδρoανθρακι
κάς συνθέσεις ονομάζει αρχικούς πυρήνας, εκείνας δε, εν αις
το υδρογόνον αντεκατέστη δι' άλλων στοιχείων, παραγώγους
πυρηνας.
Σπουδαία τέλος προς κατάταξιν των οργανικών συνθέσεων
είναι ή υπό του Λαυρεντίου και Γερχάρδου εκτεθείσα θεωρία των
όμολόγων. Ομόλογοι καλούνται, κατά την θεωρίαν ταύτην, αί
οργανικαι ουσία, ών ή σύνθεσις και αι ιδιότητες εισιν ανάλογοι,
ώστε εκ της συνθέσεως και των χημικών ιδιοτήτων μιάς τούτων
δύναται τις να συμπεράνη την σύνθεσιν και τας ιδιότητας πασών
των όμολόγων συνθέσεων.
Ο Γερχάρδος προσεπάθησε να συμβιβάση τας διαφόρους
θεωρίας, ήτοι την των συνθέτων ριζικών, της αντικαταστάσεως,
230

των αρχικών πυρήνων και την τών ομολόγων, παραδεχόμενος ότι


ουδεμία τούτων δύναται αποκλειστικώς να εξηγήση πάντα τα φαι
νόμενα, άτινα αι οργανικαι συνθέσεις παρουσιάζουσιν, αλλ' εκάστη
έχει πρακτικήν τινα αξίαν. Απεπειράθη δε να ορίση αυθαιρέτους
τινάς τύπους των οργανικών συνθέσεων, δι' ών ή ομοιότης, ή ανα
λογία ή ή διαφορά αυτών γίνεται μάλλον καταφανής.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΓΝΩΣΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ


ΣΥΝΘΕΣΕΩΝ

α) Περί των ουδετέρων υδροανθρακούχων συνθέ.


σεων, του σακχάρου και του αμύλου.
Κατά τάς πληροφορίας του Διοσκορίδου και του Πλινίου
το καλάμινον σάκχαρον ήν γνωστόν τοις αρχαίοις. Ο Διοσκορίδης
αναφέρει τα εξής. » Καλείται δε τι και σάκχαρον, είδος όν
μέλιτος εν Ινδία και τη ευδαίμ ο ν ι Αραβία πεπηγότος,
εύρισκόμενον επί τών καλάμων, όμοιο ντή συστάσει άλσι,
και θραυόμενον υπέρ τοίς οδού σι, καθάπερ οι άλες,
εστί δε ευκοίλιον, ευστόμαχον, διόθεν ύδατι και ποθεν,
ώφελούν κύστιν κεκακωμένην και νεφρούς, καθαίρει
δε και τα τάς κόρας επισκοτούν τα επιχριόμενο ν."
Πιθανώς τον 12 αιώνα μ. Χ. εφυτεύθη ινδικός κάλαμος εν
Σικελία, περί τα μέσα δε του 15 αιώνος εν Μαδέρα. Το 1506 μετε
φυτεύθη ούτος εν ταις δυτικαίς Ινδίας, όθεν βραδύτερον μετε
φέρετο ή σάκχαρις αφθόνως εις την Ευρώπην.
Ο Λιβάβιος (1595) συνιστά την εκκάθαρσιν της σακχάρεως
διά λευκώματος ώού, και αναφέρει περί κρυσταλλικής σακχάρεως,
candi καλουμένης. Ο δε Αγγελος Σάλας περιγράφει κατά την
αυτήν περίπου εποχήν την εκκάθαρσιν τής σακχάρεως διά λευκώ
ματος ώου και ασβέστου.
"Ο Μαργράφ παρετήρησε το 1747 ότι διάφοροι βίζαι εμπε
ριέχουσιν έσχηματισμένον σάκχαρον τούτο έδωκεν αφορμήν προς
ζήτησιν της εξαγωγής σακχάρου εκ διαφόρων φυτών. Διάφοροι
δοκιμαι εγένοντο εν Γερμανία από του 1799. Ο κλάδος δ' ουτος
της βιομηχανίας ανεπτύχθη εν Ευρώπη κατά τον αποκλεισμόν των
ευρωπαϊκών λιμένων επί του αγγλογαλλικού πολέμου.
Η σάκχαρις εθεωρείτο επί πολύ ώς άλας ή ώς σύνθεσις
ανάλογος τώ θείω. Ο Λαβοαζιε δε εθεώρει αυτήν ώς φυτικόν
οξείδιον.
Περί γαλακτικής σακχάρεως αναφέρει κατά πρώτον ο
Φαβρίκιος Βαρτολέττης εν έτει 1619 κατ' αυτόν κατασκευάζεται
231

αύτη εξατμιζομένου του όρου, και διαλυομένου του υπολείμματος


εν ύδατι, έως ου κρυσταλλωθή. Το σώμα τούτο καλεί ό Βαρθολέτ
της manna ή nitrum seri lactis. Γνωστότερον κατέστησε το είδος
τούτο της σακχάρεως ο Λουδοβίκος Τέστης (αποθανών το 1707),
όστις εξεθείαζε την ιαματικήν αυτού ενέργειαν.
ταφυλική σάκχαρις. Τον 17 αιώνα παρετηρήθη ότι αι
γλυκεία οπώρα, το μέλι κτλ. εμπεριέχουσι σαχαρώδη τινά ου
σίαν, ήτις όμως δεν κρυσταλλούται ώς ή σάκχαρις εκλήθη δ'αύτη
σταφυλική σάκχαρις.
Βλεννική σάκχαρις. 0 Μαργράφ παρετήρησεν ότι ο
χυμός της σημύδας εμπεριέχει τι φαινόμενον μάλλον ώς μάννα ή
ώς σάκχαρις. 0 Λόβιτζ το 1792 ευρεν ότι το μέλι, εκτός του εν
είδει κόκκων αποχωριζομένου, εμπεριέχει έτερον είδος σακχάρου,
όπερ δυσκόλως ξηραίνεται και στερεοποιείται, "0 Βωκελίνος το
1799 εξήτασε τον χυμόν της σημύδας, και παρετήρησεν ότι υπό
κειται εις ζύμωσιν, δεν ήδύνατο όμως να κρυσταλλώση αυτόν
όθεν συνεπέρανεν ότι το εν αυτώ σάκχαρον διαφέρει του καλαμί.
νου. 0 Deuyeux απεφάνθη ώσαύτως ότι ή βλεννική σάκχαρις
λαμβάνει μορφήν σεραπίου, αλλ' ουχί κρυσταλλικήν.
Ο Προύστ το 1807 διέκρινεν όρθότερον τα τέσσαρα είδη
της σακχάρεως, την καλάμινον σάκχαριν, την σταφυλικήν σάκχα
ρίν των οπωρών ή του μέλιτος, την βλεννικήν και την γαλακτικήν
σάκχαριν ή την μαννίνην.
Το άμυλον εγίνωσκoν έκπαλαι οι Έλληνες. Εκάλουν δ'
ούτω, διότι το άλευρον τούτο παρασκευάζεται άνευ μύλης (μυλο
πέτρας). Κατά τον Διοσκορίδην κάλλιστον είδος αμύλου εθεωρείτο
το εκ σίτου, όπερ μετεκομίζετο εκ Κρήτης και Αιγύπτου. Ο σίτος,
λέγει, βρέχεται δι' ύδατος έως oυ απαλυνθη είτα πιέζεται και
ξηραίνεται ταχέως επί πλίνθων εν ισχυρά ήλιακή θερμότητι, διότι
εάν το άμυλον μείνη υγρόν δξίζει.
Ο Βέκκαρις διεχώρισε το άλευρον εις άμυλον και γλοιάν το
1745. Το 1811 ο Κιρχώφ ανεκάλυψε την μεταβολήν του αμύλου
εις σάκχαριν διά θειικού οξέος, το δε 1814 την διά γλοιάς
μεταβολήν. -

β) Λίπη και έλαια.


α) Λίπη.
Κατά τάς πληροφορίας του Διοσκορίδου και του Πλινίου οι
"Ελληνες εκτός του ελαίου της ελαίας εγίνωσκoν κατά τον 1 μ. Χ.
αιώνα διάφορα άλλα έλαια, ώς το κίκκινoν έλαιον, το αμυγδαλέ
232

λαιον και το καρυέλαιον. Εξήγοντο δε ταύτα ή διά πιέσεως των


καρπών, ή διά βράσεως μεθ' ύδατος.
Ο Ηρόδοτος και ο Ιπποκράτης αναφέρουσιν ότι οι Σκύθα
παρεσκεύαζoν τροφήν τινα ταράσσοντες γάλα ίππιον την ουσίαν
δε ταύτην καλεί ο Ιπποκράτης βούτυρον. Κατά τον Διοσκορίδην
δε ετιμάτο μάλλον το εκ γάλακτος προβάτων ή αιγών παρασκευα
ζόμενον βούτυρον.
"Ωσαύτως εγίνωσκoν πιθανώς οι αρχαίοι και την σαπωνο
ποίησιν του λίπους, διότι ο Πλίνιος ποιεί ήδη λόγον περί σάπω
νος, παρασκευαζομένου εκ τέφρας οξύας και αιγείου λίπους, χρη
σιμεύοντος δε κυρίως ώς μύρον προς καλλωπισμόν της κόμης,
αναφέρει δε και περί σκληρού και μαλακού σάπωνος, εξ ου εικά
ζεται ότι παρεσκευάζετο ήδη σάπων εκ νάτρου και εκ κάλεος. 0
Γαληνός τον 2 μ. Χ. αιώνα αναφέρει περί τινος σάπωνος παρα
σκευαζομένου εκ βοείου, αιγείου ή καμηλείου λίπους, κονίας και
ασβέστου.
Ο Διοσκορίδης αναφέρει, ότι έλαιον βραζόμενον μετά μολυβ
δαίνης (οξειδίου μολύβδου), γίνεται ήπατόχρουν εχρησίμευε δε
προς παρασκευήν παχέων εμπλάστρων. Περί τούτου αναφέρει και
ο Πλίνιος.
Περί της συστάσεως του λίπους εξεφράσθησαν διάφοροι
κατά καιρούς γνώμαι. Τινές, ώς ό Ταχήνιος, υπέθετoν οξύ τι εν
τώ λίπει, διότι καθάπτεται των μετάλλων ο Στάλ εφρόνει απ'
εναντίας ότι το λίπος συνίσταται εξαέρος, ύδατος και γής. 0 Γεο
φρόύ παρετήρησεν ότι το κατά την διάλυσιν σάπωνος διά τινος
οξέος προκύπτον λιπαρόν έλαιον είναι πολύ ευδιαλυτότερον του
κοινού λίπους εν οινοπνεύματι εφρόνει δ' ότι τα λιπαρά έλαια
συνίστανται έκ τινος ελαιώδους και κομμιώδους συστατικού, εξ ών
το μεν καθιστά αυτά αδιάλυτα εν ύδατι, το δε εν οινοπνεύματι.
"0 Σχέελε εν τη πραγματεία περί αέρος και πυρός διισχυρίζεται
ότι τα έλαια συνίστανται εκ φλογιστού, ανθρακικού οξέος και ύδα
τος. 0 Λαβοαζιε εθεώρει το έλαιον της ελαίας ώς ανθρακούχον
ύδρογόνον.
Εν αρχή του παρόντος αιώνος διεκρίνοντο έτει τα έλαια
μόνον ώς εκ της γενέσεως ή εκ του βαθμού της πυκνότητος αυτών,
ώς λιπαρά έλαια και στερεά, φυτικά βούτυρα, κηρός πιμελή, λίπος,
ζωικόν βούτυρον κτλ.
‘0 John, διέλυσε το 1812 τον κηρόν δι' οινοπνεύματος εις
κηρίνην και μυρικίνην. Ο Σχέελε ανεκάλυψε το 1784 ότι δι' επε
νεργείας οξυδείου μολύβδου επί του ελαίου αποχωρίζεται γλυκεία
τις ουσία, ήτις παρέχει μετ' αζωτικού οξέος σακχαρικόν οξύ (οξα.
λικόν οξύ). Αλλ' εις την διάγνωσιν των λιπαρών ουσιών συνετέ
σαν μάλλον αι εν έτει 1811 αρξάμεναι έρευνα του Σεβρέλ επί των
σωμάτων τούτων, 0 χημικός ουτος παρετήρησεν ότι δι' επενερ
γείας ισχυρών βάσεων επί του λίπους προκύπτουσιν ιδιαίτερα τινά
οξέα. Το 1823 απέδειξεν ότι το ύειoν πάχος συνίσταται εξαλκά.
λεος και δύω λιπαρών ουσιών, οξείας ιδιότητας έχουσών, εξ ών
την μεν στερεάν ωνόμασε μαργαρίνην (διά την μαργαροειδή
όψιν), την δε υγρόν λίπος (graisse fluide). Παρετήρησε προσέτι
ότι κατά την σαπωνοποίησιν του λίπους, εκτός των ουσιών τού
των, προκύπτει και γλυκερίνη. Βραδύτερον εύρεν ότι το έλαιον
της ελαίας εμπεριέχει ώσαύτως δύω λιπαράς ουσίας, ών ή μεν
τήκεται ευκολώτερον ή ή μαργαρίνη, ή δε όμοιάζει τώ ύγρφ λίπει
του υείου πάχους την μεν ωνόμασε μαργαρικόν οξύ (acide mar
garique), την δε ελαικόν οξύ (acide oleique). Εν δε τη πιμελή
του κήτους ενόμισεν ότι εύρε στερεόν τι οξύ, όπερ ωνόμασε κ ητί.
ν ην (cetin ή acid cetique).
Το 1816 εξήτασε πολλάς λιπαράς ουσίας, ώς το ανθρώπινον
και το βόίον πάχος, το της καμήλου, της χηνός, της τίγρεως κτλ.
εύρισκε δε και ταύτα σύνθετα εκ του στερεού και του υγρού λίπους,
ώς το ύειoν πάχος ωνόμασε δε τότε την μεν των ουσιών τούτων
στεαρίν η ν (στέαρ), την δε ελαίνην. Το 1818 εβεβαιώθη ότι
το οξύ, όπερ εύρισκεν εν τη πιμελή του κήτους, όμοιάζει τη μαρ
γαρίνη, Εν έτει 1817 ανεκάλυψεν εν τη πιμελή των δελφίνων το
δελφινικό ν οξύ. Το δε 1823 εβεβαιώθη ότι ή στερεωτέρα
ουσία του πάχους, ήν είχεν ονομάσει μαργαρίνην ή μαργαρικόν
οξύ, συνίσταται εκ δύω διαφόρων οξέων εν διαφόρω θερμοκρα
σία τηκομένων, εξών το μεν ωνόμασε μαργαρικόν οξύ (acide
margarique), το δε acid margareux το δεύτερον ωνόμασε βραδύ
τερον στεατικ ό ν οξύ (acide stearique). Τάς περί παχέων ουσιών
ερεύνας του εδημοσίευσεν ο Σεβρελ εν έτει 1823 υπό τον τίτλον
ηRecherches sur les corps gras d'origine animale.α
"Οτι ή μαργαρίνη σύγκειται εκ φοινικικού και στεατικού
οξέος απέδειξε προ μικρού ο Ηeintz.
Την διαλυτικήν ενέργειαν των ελαίων επί της ρητίνης εγί.
νωσκον και οι αρχαίοι. 0 Πλίνιος αναφέρει ότι διάλυσις όητίνης.
εν ελαίφ εχρησίμευεν ώς ιαματικόν. Η ενέργεια του αζωτώδους
οξέος επί των ελαίων παρετηρήθη υπό των νεωτέρων, αλλά σχε
τικαί τινες παρατηρήσεις εγένοντο προ πολλού, αίτινες βραδύτε
ρον φαίνονται λησμονηθείσαι. 0 Βοόλε ήδη το 1661 αναφέρει
περί της καταστρεπτικής ενεργείας του καπνίζοντος αζωτικού
οξέος επί του ελαίου ο Ρουελ παρετήρησεν ότι το έλαιον, μιγνύ
234

μενον μετά καπνίζοντος αζωτικού οξέος (άζωτώδους οξέος), γίνε


τα λευκόν και συμπήγνυται κτλ. Την προσοχήν των νεωτέρων
χημικών επέστησεν επί του αντικειμένου τούτου φαρμακοποιός
τις εν Μασσαλία ο Ποντέ, συστήσας το 1819 διάλυσιν τινά υδραρ.
γύρου εν αζωτικφ οξεί ώς δοκιμαστήριον της άγνότητος του ελαίου,
διότι μιγνύμενον μετ' αυτής το έλαιον συμπήγνυται τοσούτω ταχύ.
τερον, όσω καθαρώτερον είναι. 0 Βουδε απέδειξεν ότι η ενέργεια
του δοκιμαστηρίου τούτου προέρχεται εκ του εν αυτώ αζωτώδους
οξέος, όπερ σχηματίζει μετά του κοινού ελαίου στερεάν τινά ουσίαν,
ήν ωνόμασεν ελαίνην.

β) Αιθέρια έλαια.
Μέχρι του 18 αιώνος εκαλούντο αδιακρίτως έλαια πάσαι αι
καυστικαι εκ φυτών εξαγόμενα και μετά του ύδατος μή μιγνύμενα
ουσία. Τον 16 αιώνα απαντάται και ο όρος στερεά έλαια (olea
fixa). Τα έλαια, άτινα τηρούσιν έτι την δσμήν του φυτού, εξ ου
εξήχθησαν, αναφέρονται ενίοτε ώς κυρίως έλαια (olea essentia,
lia). Εν τη αντιφλογιστική ονοματολογία (1787), εγένετο κατά
πρώτον διάκρισις στερεών και αιθερίων ελαίων. Διάφορα πτη
τικά έλαια εγίνωσκον και οι αρχαίοι, ώς το πετρέλαιον (την νάφ,
θαν), το τερμίνθινoν έλαιον κτλ. Το αιθέριον ζωικόν έλαιον
εγνώσθη τον 16 αιώνα. 0 Λιβάβιος αναφέρει περί ελαίου παρα
σκευαζομένου εκ κεράτων ελάφου (του σαρχελαίου) το αυτό δε
έλαιον παρεσκεύασεν ό Δίππελ και εξ αίματος ελάφου.
Επί πολύ εφρόνoυν οι χημικοί ότι ή οσμή των αιθερίων
ελαίων προέρχεται έκ τινος ιδιαιτέρας εν αυτοίς ουσίας, ήν ωνό,
μασαν spiritus rector ο Φουρκρόυ το 1798 εξέφρασε κατά πρώ,
τον την ιδέαν ότι ή οσμή αύτη ιδιάζει εις τα έλαια ταύτα.
Τον 17 αιώνα παρετηρήθη ότι, εάν αιθέριόν τι έλαιον μείνη
επί τινα χρόνον περιωρισμένον, αποχωρίζεται εξ αυτού κρυσταλ
λική τις ουσία. 0 Κούγκελ αναφέρει (1685) ότι εξελαίου λυβα,
νωτίδος αποχωρίζεται άλας τι ο δε Κρούγερ (1686) βεβαιοι ότι
έλαιον όριγάνου, όπερ έφύλαττεν επί 27 έτη, μετεβλήθη ολόκληρον
σχεδόν εις άλας. 0 Γευφρόύ εθεώρει το εκ των αιθερίων ελαίων
σχηματιζόμενον άλας ώς είδος καφουράς. Την καλουμένην τεχνη.
τήν καφουρ ά ν ανεκάλυψεν ο Κίντ εν έτει 1803, παρασκευάσας
δι' επενεργείας χλωρούχου υδρογόνου επί τερμινθίνου ελαίου.
"Οτι τα αιθέρια έλαια μετ' αζωτικού οξέος αναφλέγονται
εγίνωσκεν ο Γλαυβήρος, ό Ρουελ και άλλοι χημικοί κατά τόν
17 αιώνα.
γ) Βαφι και ουσίαι,
Εν τους αρχαιοτέροις έβραϊκούς και ελληνικούς συγγράμμα,
σιν αναφέρονται κεχρωματισμένα υφάσματα αρχαίαι δέτινες πό
λεις κατέστησαν περιβόητοι διά την τελειποίησιν διαφόρων βαφών,
ώς ή Τύρος π. χ. διά την βαφήν της πορφύρας,
Ο Πλίνιος πληροφορεί ότι προσετίθετο ούρος εν τοις βαφι
καις ουσίας, ενίοτε δε nitrum (οξυανθρακικόν νάτρον) προς βελ
τίωσιν του χρώματος.
Φαίνεται ότι οι αρχαίοι έγινωσκον και την σύνθεσιν τών
βαφικών ουσιών μετά διαφόρων γαιών και μεταλλοξειδίων, ώς
και την παρασκευήν των πρός γάνωσιν εν χρήσει χρωμάτων. Ο
Πλίνιος αναφέρει ότι purpurissium e creta argentaria παρασκευά
ζεται μιγνυομένου είδους τινός γης μετά χρωματικού ζωμού, όστις
απορροφάται υπό της γης εκείνης ότι το ινδικόν νωθεύεται βαφο
μένης σελινουσίας γης δι' ινδικού ή σημαντρίδος γης μετά ισάτιδος.
ώσαύτως νωθεύεται χρώμά τι, παρασκευαζόμενον εκ κρητικής γης
και χυμού ίων.
Οι Αιγύπτιοι εγίνωσκον, ώς εικάζεται, έκπαλαι την χρήσιν
οργανικών προστύμμων (στυπτικών). Στυπτηρίαν (παρά Ρω
μαίοις Αlaun) μετεχειρίζοντο και οι αρχαίοι πρός βαφήν των
ερίων. Κατά τον μεσαιώνα ή χρήσις της στυπτηρίας προς σταθε
ροποίησιν του χρώματος ήν πασίγνωστος. Την χρήσιν διαλύσεως
κασσιτέρου εν τη βαφική ανεκάλυψεν ο Δρεβελ περί τας αρχάς
του 17 αιώνος.
Ο Ελλότ το 1740 εφρόνει έτι ότι τα μόρια της χρωματιστι
κής ουσίας παρεντίθεται μεταξύ των μορίων της βαφομένης ουσίας,
ήτοι εθεώρει τον χρωματισμόν ώς προερχόμενον εκ μηχανικής
μόνον αναμίξεως. 0 Μακουέρ (1778) διισχυρίζετο τουναντίον, ότι
όχρωματισμός γίνεται διά χημικής ένωσεως, ώς βραδύτερον
απεδείχθη.
Ο Μακουέρ επoίει διάκρισιν μεταξύ των χρωματιστικών
ουσιών, αίτινες ενούνται αμέσως μετά της χρωματιζομένης ουσίας
και εκείνων, αίτινες απαιτούσι προπαρασκευήν τινα αυτής εθεώ
ρει τάς πρώτας ώς εκ σαπωνώδους τινός εκχυλίσματος και τινος
γεώδους ή όητινώδους συστατικού, τάς δευτέρας δε ώς εκ μόνου
του σαπωνώδους εκχυλίσματος συνισταμένας. 0χρωματισμός
γίνεται, κατ' αυτόν, σταθερός ένουμένου του όητινώδους συστατικού
μετά της χρωματιζομένης ουσίας. Εάν έπομένως χρωματιστική τις
ουσία δεν εμπεριέχη φύσει την ρητινώδη ταύτην ουσίαν, πρέπει ν'
αντικατασταθή αύτη διά τινος προστύμματος. Ο Βαγκρόφτ ονομά
236

ζει τάς πρώτας υποκειμενικά, τάς δε αντικειμενικά χρώματα. Η


περί τούτων ορθοτέρα θεωρία ανεπτύχθη υπό των νεωτέρων.
"Υπό τ' όνομα ινδικόν περιελάμβανον οι αρχαίοι εκτός του
νυν ούτω καλουμένου χρώματος και άλλας τινάς χρωματιστικάς
ουσίας. Ο Διοσκορίδης αναφέρει περί τούτου τα έξης ,είδος μεν
ινδικού γίνεται αφ έαυτού εκρέον εκ των ινδικών καλάμων έτε
ρον αναδίδεται εκ τούτου ώς πορφυρούς αφρός, όν οι τεχνήται
συλλέγουσι και ξηραίνουσι κάλλιστον είδος θεωρείται το υποκυα
νούν κτλ." Φαίνεται δ' ότι το ινδικόν εχρησίμευε παρά τους Έλλησι
και Ρωμαίοις μάλλον εν τη ζωγραφική ή εν τη βαφική. Οι Αραβες
συγγραφείς αναφέρουσι περί ινδικού ου μόνον ώς βαφικής ουσίας,
αλλά και ώς ιαματικού. Από του 16 αιώνος εξηπλώθη μάλλον εν
Ευρώπη ή χρήσις του ινδικού, παρημελήθη δε ή της ισάτιδος.
Το φαινόμενον ότι η εκ του ινδικού χρωματιστική ουσία είναι
εν αρχή πρασίνη, γίνεται δε υπό την επιρροήν του ατμοσφαιρικού
αέρος κυανή, προσεπάθουν πολλαχώς οι χημικοί να εξηγήσωσιν.
Ο Πλάνερ και ο Τρομσδόρφ περί το 1780 εξεφράσθησαν ότι εν
τφ χρώματι της ισάτιδος εκτός του κυανού εμπεριέχεται και κίτρι
νoν χρώμα και αιθέριον άλκαλι, άτινα όμου αποτελούσι πράσινον
χρώμα αλλ' υπό την επιρροήν του αέρος καταστάζει το κίτρινον
χρώμα, το άλκαλι διαφεύγει ώς αιθέριον, υπολείπεται δε το κυα
νούν χρώμα. 0 Βερθολέτ απέδειξεν (1791) ότι το ινδικόν, απορρο,
φών οξυγόνον, διαλύεται και απόλλυσι το κυανούν χρώμα, αλλ' ανα
λαμβάνει πάλιν αυτό υπό την επιρροήν του αέρος.
"0 Βούλφ παρετήρησεν ότι δι' επενεργείας αζωτικού οξέος
επί ινδικού προκύπτει κιτρίνη τις ουσία, ήτις βάφει την μέταξαν
και τον λίνoν κίτρινον. Ο Βέλτερ παρεσκεύασε την ουσίαν ταύτην
εν κρυσταλλική καταστάσει. 0 Βερζέλιος ωνόμασεν αυτήν πικρόν
αζωτικόν οξύ ο δε Δουμάς το 1836 πικρόν οξύ.

δ) Οινόπνευμα και διάφοροι αιθέρες.


Πόλλαι ουσία εμπεριέχουσα οινόπνευμα, ώς οίνος, ζύθος
κτλ. ήσαν έκπαλαι γνωσταί. Αλλά το οινόπνευμα, διά την ατέλειαν
των αποστακτικών αγγείων, εγνώσθη πολύ βραδύτερον. Οι Αλε
ξανδρινοι φαίνεται ότι απέσταξαν πρώτοι οίνον και παρετήρησαν
το εύφλεκτον του αποστάγματος. Η ονομασία aqua vitae απαντά,
ται κατά πρώτον εν τη λατινική μεταφράσει των συγγραμμάτων
του Γηβήρου ει και δεν αναφέρει ούτος τάς χαρακτηριστικάς της
ουσίας ταύτης ιδιότητας, φαίνεται ότι εννοεί το οινόπνευμα. Από
του 13 αιώνος το υγρόν τούτο εχρησίμευεν ώς ιαματικόν.
237

"Αμα το οινόπνευμα κατέστη γνωστόν, προσεπάθουν οι χημικοί


να παρασκευάσωσι τούτο ώς οιόντε ισχυρόν. Προς τούτο μετεχει.
ρίζοντο επανειλημμένας και βραδείας αποστάξεις (20-22 ήμέρας
διαρκούσας), και αναστάλαξιν μετ' οξυανθρακικού κάλεος. Αμφο
τέρας τάς μεθόδους ταύτας περιγράφει ο Ραύμούνδος Λούλος.
Παραδεχόμενος ουτος ότι ο φιλοσοφικός λίθος παρασκευάζεται και
εκ των ανοργάνων και εκ των οργανικών ουσιών, εφρόνει ότι
εκ των φυτών παρασκευάζεται δι' επεξεργασίας του οινοπνεύματος.
Τα αποστακτικά σκεύη ήσαν ποικίλα οι ψυκτικοί σωλήνες συνήθως
μακροί και παραδόξως έλισσόμενοι. Ο Β. Βαλεντίνος περιγράφει
ασαφώς αποστακτικόν τι αγγείον ούτω διεσκευασμένον, ώστε μέρος
του αποσταζομένου οινοπνεύματος εχρησίμευε καιόμενον προς θέρ
μανσιν του υπολοίπου. Αλλαχού αναφέρει ούτος περί αποστάξεως
οινοπνεύματος διά κεκαυμένης ασβέστου, αλλά κατά την ιδέαν του
ισχυροποιείται ούτω ουχί το οινόπνευμα, αλλ' ή άσβεστος, γενο
μένη καυστικωτέρα.
Η ισχυροποίησις του οινοπνεύματος δι' οξυανθρακικού
κάλεος ήν γνωστή από του 13 αιώνος. Αλλ' εντελώς άνυδρον
οινόπνευμα παρεσκεύασε πρώτος ό Λόβιτζ εν έτει 1796 διά πεπυ
ρακτωμένου οξυανθρακικού κάλεος. Κατά το αυτό δε έτος ύ Ρίχ
τερ εφεύρε την δι' αναλελυμένου χλωρούχου καλίου απόσταξιν.
Προς δοκιμήν της καθαρότητος του οινοπνεύματος ο Λουλος
έβρεχε δι' αυτού οθώνην, ήν ανάπτων, παρετήρει άν και αύτη
καίηται μετά του οινοπνεύματος. Ο Βαλεντίνος, ανάπτων το οινό
πνευμα, παρετήρει άν υπελείπετο ύδωρ. 0 Γεοφρόυ εν έτει 1718
συνιστά προς τούτο την χρήσιν βαθμολογημένου ύελίνου κυλίνδρου
προς παραβολήν του δοκιμαζομένου ποσού προς το μετά την καύ
σιν υπολειπόμενον φλέγμα (ύδωρ). Εν τινι συγγράμματι του Μιχαήλ
Σαβοναρόλα (1532) αναφέρεται ότι τινές εδοκίμαζoν το οινό
πνευμα χέοντες εν ελαίω και παρατηρούντες άν επιπλέή. 0 Ρεω
μήρος εξέθηκεν εν έτει 1733 και 1735 πίνακας του ειδικού βάρους
διαφόρων κραμάτων οινοπνεύματος και ύδατος. Τοιούτους πίνακας
εξέθηκαν και ο Βρισσών εν έτει 1768, ο Βλάγδεν και ό Γιλπιν το
1794, τους εντελεστέρους δε ο Λόβιτζ και ο Ρίχτερ μετά την πα
ρασκευήν εντελώς καθαρού οινοπνεύματος (1796).
Αqua ardens και aqua vitae εισιν αι αρχαιότερα απαντώ
μενα ονομασία του οινοπνεύματος. Ο Αρνόλδος Βιλλανoβάνος
τον 13 αιώνα ονομάζει αυτό ότε μεν aqua vitae, ότε δε aqua vini,
ο δε Βαλεντίνος spiritus vini, vinum ardens ή aqua vitae. Υπό
τινων εκαλείτο mercurius vegetabilis. Το 16 αιώνα ήν μάλλον εν
χρήσει η ονομασία alkohol. Οι πλείστοι βεβαιούσιν ότι η λέξις αύτη
238

είναι αραβική και σημαίνει λεπτήν κόνιν κατά τινας είναι αύτη
χαλδαϊκή και σημαίνει καύσιν. Σημειωτέον ότι Αραβες συγγρα
φείς φαίνονται εννοούντες ενίοτε υπό τ' όνομα αλκοόλ και θειού
χον αντιμόνιον.
Πολλοί χημικοί τού 13 αιώνος συνιστώσι το οινόπνευμα ώς
διαλυτικόν μέσον, αλλά δεν αναφέρουσι ποίαι ουσίαι δι' αυτού
διαλύονται. Η σχολή του Παρακέλσου μετεχειρίζετο οινόπνευμα
προς παρασκευήν διαφόρων βαμμάτων εκ φυτικών ουσιών. Ο δε
Βούλε εγίνωσκεν ότι το λεύκωμα του ώού πήγνυται εν οινοπνεύ
ματι. Αλλ' ή διαλυτική ενέργεια του οινοπνεύματος εξετιμήθη μάλ
λον, ότε παρετηρήθη ότι καθιζάνει άλατα τινά διαλυόμενα εν ύδατι
εκ της διαλύσεως αυτών. Ο Βούλε εγίνωσχεν ήδη ότι ισχυρόν οι
νόπνευμα καθιζάνει το μαγειρικόν άλας εκ της άλμης. "Ο Βουλ
δούκ μετεχειρίσθη το 1726 οινόπνευμα προς διάλυσιν διαφόρων
αλάτων. Ο δε Λαβοαζιε εδημοσίευσε το 1772 πραγματείαν περί
της χρήσεως οινοπνεύματος κατά την διάλυσιν μεταλλικών υδάτων.
"Ο Βούλε εγίνω σκεν ότι ισχυρόν οινόπνευμα επιτείνει το ψύ
χος της χιώνος. Ο δε Βοερχάβιος, ότι το ύδωρ θερμαίνεται μιγνύ
μενον μετ' οινοπνεύματος.
"0 Ρ. Λούλος εθεώρει το οινόπνευμα ώς το υδραργυρώδες
συστατικόν του οίνου. Ο Βαλεντίνος εφρόνει ότι ή τρύξεκτός
τούτου εμπεριέχει και τι θειώδες συστατικόν καιομένου του οινο
πνεύματος, αποχωρίζονται, κατ' αυτόν, τα δύω συστατικά Μercu
rius και Sulfur vegetabilis, και το μεν θείον φλέγεται, διαφεύγει
δ’ ο υδράργυρος επανερχόμενος εις το αρχικόν χάος.
Βραδύτερον εθεωρείτο το οινόπνευμα ώς το ελαιώδες συστα
τικόν του οίνου. Ο Λέμερυ εθεώρει π.χ. αυτό ώς έλαιον μεμιγμέ.
νον μεθ' άλάτων (Cours de chimie ΙΙ. part. Chap. 19.) αλλαχού
όμως χαρακτηρίζει και ουτος το οινόπνευμα ώς sulfre fort exalté
et fort susceptible du mouvement. Ο Στάλ διισχυρίζετο ότι το
οινόπνευμα σύγκειται έκ τινος λεπτού οξέος, ελαιώδους τινός σώ
ματος και ύδατος ό Βοερχάβιος εθεώρει το οινόπνευμα ώς άπλούν
σώμα. Ο Σχέελε ώς σύνθετον εξελαιώδους τινός σώματος, φλο
γιστού ή πυρός και ύδατος ό Γέτλιγγ (1797) ώς σύνθετον εκ
φωτός, υδρογόνου, ολίγου άνθρακος και τινος ατελούς φυτικού
οξέος κτλ. Ταύτας και άλλας όμοίας γνώμας ανέτρεψεν ό Λαβοαζιε,
αποδείξας ότι το οινόπνευμα συνίσταται εξ άνθρακος, υδρογόνου
και οξυγόνου. -

"0τι ο οίνος ήν κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους γνωστός


μαρτυρούσιν οι παλαιότατοι μύθοι. Κατά τας αιγυπτιακάς παρα
δόσεις ο Όσιρις, κατά δε τάς ελληνικάς ο Βάκχος εδίδαξε την
239

φυτείαν της αμπέλου και την οινοποιίαν. Κατά τας Εβραικάς δε


γραφάς διέσωσεν ο Νώε άμπελον επί της κιβωτού και εφύτευσε
μετά τον κατακλυσμόν. Την παρασκευήν του ζύθου εγίνωσκoν οί
Αιγύπτιοι και οι Γερμανοί, ώς λέγεται, προ της του Χριστούγεννή
σεως. Ωσαύτως εγίνωσκoν οι αρχαίοι την παρασκευήν οίνου εκ
καρπών, μέλιτος, κριθής κτλ.
Το περί της ζυμώσεως εν γένει ζήτημα απησχόλησεν επί
πολύ τους χημικούς. Ο Μωύσης ποιεί ήδη διάκρισιν μεταξύ ζυμί
του και αζύμου άρτου. Προς ζύμωσιν του άρτου μετεχειρίζοντο
οι αρχαίοι τεμάχιον προζυμίου, ή τον κατά την παρασκευήν κρι
θίνου ζύθου προκύπτοντα αφρόν. Ο Πλίνιος εκφράζει την ιδέαν
ότι την ζύμωσιν
μ του άρτου
/ν προξενεί
Κ οξύ τι. (Ηist. nat. Libr. 18. -

Ο. 26). Οι όροι ,fermentatio" (ζύμωσις) και ηfermentum" (ζυμω


w - ν - > - » * χν

τικόν) απαντώνται συχνάκις παρά τους αλχημισταίς αλλ' ή έννοια


των όρων τούτων είναι παρ' αυτοίς ασαφής. Ο. Β. Βαλεντίνος
αναφέρων περί της ζυμώσεως του ζύθου εκφράζει την ιδέαν,
αν » 2 Δ Δ. ." α Α ν -

ότι γίνεται κατ' αυτήν διάλυσίς τις, καθ' ήν το ενεργόν πνεύμα


καθαρίζεται, αποχωριζομένου του θολού υπολείμματος, και γίνεται
ούτω δραστικόν. Ενόμιζεν ότι το οινόπνευμα ενυπάρχει εν τώ
ζύθω και εν τώ oίνω και πρό τής ζυμώσεως, αλλ' ή ενέργειά του
ουδετερούται υπό των ξένων ουσιών, μεθ’ ών υπάρχει αναμε
μιγμένον.
Οι ιατροχημικοί ωνόμαζον fermentatio πάσαν σχεδόν ενέρ
" " Υ Υ σν * C /* " Α' αν

γειαν σώματός τινος επί άλλου ούτω π.χ. ο Ελμόντος λέγει ότι
ή ανάπτυξις αερίου τινός εν τώ στομάχω, και αι λοιπα λειτουρ
Υ - ν " " - " • " ν - Υ

γία εν τω σώματι, ή γένεσις τών ζώων, ο αναβρασμός των αλκα


λέων μετ' οξέων κτλ. βασίζονται επί ζυμώσεως ουτος παρετήρη
σεν ότι κατά τήν ζύμωσιν πνευματωδών ουσιών αναπτύσσεται
αέριόντι, όπερ ώνόμασε gas vinorum, εφαίνετο δ’ αυτώ ώς
άνθραξ. Εκφράζει δε την ιδέαν ότι εκ του ζυμωτικού μεταδίδεται
τι εις την εις ζύμωσιν υποκειμένην ουσίαν, ώσει σπέρμα, ούτινος
ανάπτυξις είναι ή ζύμωσις. Ο Βήχηρος εθεώρει την ζύμωσιν ώς
ανάλογον τη καύσει, διότι και κατ' αυτήν γίνεται διάλυσις τών
συστατικών, απαιτείται δε ή επενέργεια ατμ. αέρος γλυκείαι μόνον
(εμπεριέχουσαι σάκχαρον) ουσίαι, λέγει, υπόκεινται εις ζύμωσιν
το οινόπνευμα σχηματίζεται κατά την ζύμωσιν και ή τών πνευμά
των και ή του όξους ζύμωσις προέρχεται εκ της αμοιβαίας επενερ
γείας άλατωδών και θειωδών (καυστικών) μορίων αλλ' εάν τα
μέν τύχωσιν επικρατούντα, προκύπτει όξος εάν τα δε, οινόπνευμα.
ή σήψις και ή ζύμωσις έχουσι τούτο κοινόν, ότι κατ' αμφοτέρας
γίνεται διάλυσις (rarefactio) αλλ' εκ μεν της σήψεως προκύπτουσι
240

προιόντα χείρω, εκ δε της ζυμώσεως βελτίω της αρχικής καταστά,


σεως. Ο Βήχηρος διακρίνει τρία είδη ζυμώσεως, intumefactio
(ανάπτυξις αερίων, ώς π.χ. κατά διαφόρους ασθενείας των ζώων
κτλ.), proprie fermentatio (ή κυρίως ή πνευματώδης ζύμωσις) και
acetificatio ή acescentia (ή ζύμωσις, εξής προκύπτει όξος) εκτός
δε της φανεράς ζυμώσεως (fermentatio aperta) παρεδέχετο και
λανθάνουσαν ζύμωσιν (fermentatio clausa) εγίνωσκε τέλος ότι η
πνευματώδης ζύμωσις καταπαύει πάραυτα, προστιθεμένου τρυ,
γικού άλατος ή οινοπνεύματος.
Ο Στάλ (Ζymotechnia fundamentalis 1734) θεωρεί ώσαύ,
τως την ζύμωσιν ώς είδος σήψεως. Κατ' αυτόν ή ζύμωσις είναι
κίνησις άλατωδών, ελαιωδών και γεωδών ατόμων υγράς τινός
ουσίας, ήτις παραλύει βαθμηδόν την φύσει ασθενή συνοχήν αυτών,
σχηματίζονται δε νέα συνθέσεις των επιφερομένων ατόμων. Ο
Στάλ εκφράζει κατά πρώτον σαφώς την ιδέαν ότι σώμα, ευρισκό
μενον εις ζύμωσιν, μεταδίδει ευκόλως ταύτην άλλη εις ζύμωσιν
υποκειμένη ουσία. Την ιδέαν ταύτην ανέπτυξε βραδύτερον ο Λίβιχ.
Οι οπαδοί του Στάλ παραδέχονται πάντες σχεδόν την περί
ζυμώσεως θεωρίαν αυτού αλλά καλούσι φλογιστόν ό, τι ο Στάλ
εχαρακτήρισεν ώς ελαιώδη μόρια. 0 Βοερχάβιος παραδεχόμενος
ώσαύτως την σήψιν και την κυρίως ζύμωσιν ώς είδη ζυμώσεως,
επιφέρει ότι εις κυρίως ζύμωσιν υπόκεινται φυτικαι μόνον ουσία,
αι ζωϊκαι δε σήπονται.
Κατά την εποχήν του Λαβοαζιε οι χημικοί επέστησαν μάλ,
λον την προσοχήν επί των κατά την ζύμωσιν αναπτυσσομένων
αερίων. Ο Καβένδισχος απέδειξεν εν έτει 1766 και ώρισεν ότι το
σάκχαρον παρέχει κατά την ζύμωσιν 57"/ο (ορθότερον 51) σταθε
ρού αερίου (ανθρακικού οξέος) όμοίου τώ εκ του μαρμάρου ανα,
πτυσσομένφ.
"Ο Λαβοαζιε, αναμορφώσας την περί της συστάσεως των
οργανικών ουσιών εν γένει θεωρίαν, εξήγησε (Τraité élémentairo
de chymie 1789) το φαινόμενον της ζυμώσεως ώς έξης. Η σάκχα.
ρις, οξείδιον ούσα, χωρίζεται κατά την ζύμωσιν εις τα δύω αυτής
συστατικά, και το μεν οξυγόνον ένούται μετά μέρους άνθρακος εις
ανθρακικόν οξύ, το δε επίλοιπον του άνθρακος ένoύται μετά του
υδρογόνου εις οινόπνευμα. Αλλαχού όμως παραδέχεται ότι το οινθ.
πνευμα εμπεριέχει και οξυγόνον, και εις τούτο μάλιστα αποδίδει
την εύκολον ανάμιξιν αυτού μεθ' ύδατος. Σημειωτέον προσέτι ότι
οι ποσοτικοί όρισμοί του Λαβοαζιε περί των προϊόντων της ζυμώ,
σεως εισί πάντες εσφαλμένοι, ει και τα συμπεράσματα αυτού εισι
το πλείστον ορθά. Ενστάσεις τινές εγένοντο βραδύτερον κατά
241

της θεωρίας ταύτης του Λαβοαζιε, αλλά την ιδέαν, ότι τα προί.
όντα της πνευματώδους ζυμώσεως σχηματίζοντα κυρίως εκ των
συστατικών του σακχάρου, υπερασπίσθησαν ό Γέύ-Λουσάκ και ο
Δεβεράινερ.
Αιθήρ. Την πτητικήν ουσίαν, ήτις πρώτη εκλήθη αιθήρ,
βραδύτερον δε οξείδιον Αι θύλης ή κοινόν οινόπνευμα, ανεκά
λυψε κατά τινας ό Ρ. Λούλος τον 13 ή ό Β. Βαλεντίνος τον
15 αιώνα, κατ' άλλους ο Βαλέριος Κόρδος τον 16 ή ο Φροβένιος
τον 17 αιώνα μόλις.
Πιθανόν φαίνεται ότι ο Λουλος επεξεργάσθη οινόπνευμα διά
θειικού οξέος αλλά περί αιθέρος ουδεμία πληροφορία απαντάται
εν τους συγγράμμασιν αυτού. Ομοίαν επεξεργασίαν φαίνεται υπαι
νιττόμενος και ο Β. Βαλεντίνος, όστις ποιεί λόγον και περί αποστά.
ξεως αλλ' ώς προϊόν της εργασίας ταύτης αναφέρει έλαιόν τι.
Πρώτη περί αιθέρος ασφαλεστέρα πληροφορία είναι ή του
Βαλερίου Κόρδου, Γερμανού ιατρού, αποθανόντος το 1544. Ούτος
απέσταζε ίσα μέρη τρις ανεσταγμένου οινοπνεύματος και θειικού
υξέος επί δύω μήνας, απέσταξε δ' ειτα πάλιν δι' υδρολούτρου και
σπoδoλούτρου το ούτω προκύψαν απόσταγμα συνίστατο εκ δύω
υγρών, εξ ών αποχωρίσας το επιπλέον, εχαρακτήρισεν ώς oleum
vitrioli dulce verum.

0 Αύγουστος Σιγμούνδος Φροβένιος εδημοσίευσε διά του


περιοδικού συγγράμματος του αγγλικού συλλόγου η Philosophical
Τransaction" εν έτει 1730 πραγματείαν περί των παραδόξων
ιδιοτήτων αιθερίου τινός σώματος ή ουσία αύτη, λέγει, είναι το
ελαφρότερον των υγρών ελευθέρα ούσα διαφεύγει ώς αήρ, επί
του δέρματος προξενεί ψυχρόν αίσθημα, φλέγεται επιπλέουσα
επί του ύδατος, διαλύει φυτικάς και ζωικάς ουσίας και έλκει προς
εαυτήν τον χρυσόν εκ χρυσούχου διαλύσεως, αλλ' ούτε μετ'
οξέων ούτε μετ' αλκαλέων μίγνυται. Περί της κατασκευής του
σώματος τούτου ουδεμία εν τη εκθέσει ταύτη μνεία γίνεται. Την
μέθοδον της κατασκευής περιέγραφεν ο Φροβένιος εν παραρτή
ματι, όπερ κατ' αίτησίν του δεν συνεδημοσιεύθη μετά της εκθέ.
σεως τούτο εδημοσίευσε μετά τον θάνατον του Φροβενίου ο
Κρόμβελ Μορτιμε. Κατ' αυτό κατεσκεύαζε τότε ό Φροβένιος τον
αιθέρα μιγνύων κατ' ολίγον ίσα μέρη θειικού οξέος και καθαρού
οινοπνεύματος εν υελίνω κέρατε και αποστάζων εν μετρία θερμό
τητι επί τρεις ημέρας επανελάμβανε δε την απόσταξιν έως ου
εχωρίζοντο εν τώ αποστάγματι ευδιακρίτως δύω στρώματα ό
Φροβένιος επιφέρει ότι την παρασκευήν ταύτην εγίνωσκε και ο
Μεύθων. Εν έτει 1740 ανεκοίνωσε το συλλόγω δύω άλλας μεθό.
16
242

δους της παρασκευής, διαφερούσας της πρώτης μόνον κατά τινας


όδηγίας περί του τρόπου της αποστάξεως. Αλλ' ότε αι εκθέσεις
αυται εδημοσιεύθησαν οι πλείστοι των χημικών εγίνωσχον την
παρασκευήν του αιθέρος. Ο Στάλ, ο "0φμαν και ο Πότ ου μόνον
περιέγραψαν εν έτει 1731 και 1732 ακριβώς την παρασκευήν ταύ
την, αλλά και διαφόρους βελτιώσεις επήνεγκον.
Ο Βαλέριος Κόρδος ωνόμασεν, ώς είπομεν, τον αιθέρα
oleum vitrioli dulce, διότι πιθανώς εξέλαβεν ώς θειιχόν οξύ ό
Βάλλις oleum sulphur vini ό "Οφμαν, ό Πότ και άλλοι acidum
vitriolicum vinosum o Φροβένιος ωνόμασε spiritus aetherius.
Σημειωτέον ότι η λέξις -αι θήρ" απαντάται πολλάκις υπό άλλην
σημασίαν εν χημικούς συγγράμμασι πολύ αρχαιοτέροις. Ως γνωστόν
οι αρχαίοι εκάλουν αιθέρα υποθετικήν τινα ουσίαν λεπτοτέραν του
αέρος περιβάλλουσαν το σύμπαν εκ τούτου ωνομαζoν οι χημικοί
αιθερίαν πάσαν λεπτήν ή πτητικήν ουσίαν. Τινές ώνόμαζον αιθέρα
το ισχυρόν οινόπνευμα. Ο αιθήρ ώνομάσθη υπό τινων και νάφ θα
διά το εύφλεκτον αυτού. "Οτε τέλος εγνώσθησαν διάφορα άλλα
είδη αιθέρος, το διά θειικού οξέος παρασκευαζόμενον, ώνομάζετο
προς διάκρισιν βιτριολικός ή θειικός αιθήρ ή νάφ θα.
Περί της συστάσεως του αιθέρος εξεφράσθησαν διάφοροι
γνώμαι. Ένεκα της δι' οινοπνεύματος και θειικού οξέος παρα
σκευής, οι πλείστοι των χημικών μέχρι του 1800 ενόμιζον ότι ύ
αιθήρ συνίσταται εξαμφοτέρων των ουσιών τούτων ή προσλαμ,
βάνει τουλάχιστον εξαμφοτέρων συστατικόν τι εκ τούτου ή ονο
μασία spiritus vini vitriolatus ή acedum vitrioli vinosi κτλ. Εκ
των αρχαιοτέρων ο Βίλλις το 1675 φαίνεται φρονών μάλλον ότι
αιθήρ είναι το κυρίως καυστικόν (ελαιώδες ή θειώδες) συστατικόν
του οινοπνεύματος. Υπέρ της ιδέας ταύτης εξεφράσθη ο Μακουέρ
το 1750, και διά διαφόρων πραγματειών προσεπάθει ν' αποδείξη
αυτήν μέχρι του 1800 κατ' αυτόν το οινόπνευμα διαφέρει τών λοι
πών ελαίων μόνον, ώς εμπεριέχον περισσότερον ύδωρ εν τη συν
θέσει αυτού όσω πλείον ύδωρ αφαιρείται απ' αυτού, τοσούτω
καταφα έστερα γίνονται αι ελαιώδεις ιδιότητες το θειικόν οξύ
απορροφά από του οινοπνεύματος ύδωρ ούτω δε μεταβάλλεται το
οινόπνευμα είς αιθέρα. -

"Ο νεώτερος Ρόζε εν έτει 1800 απέδειξεν ότι ο κοινός


αιθήρ ούτε θείον, ούτε οξείδιόν τι αυτού εμπεριέχει. Ο Φουρκρόύ
εξεφράσθη κατά πρώτον ότι ο αιθήρ διαφέρει του οινοπνεύματος,
ώς εμπεριέχων ολιγώτερον υδρυγόνων, αλλά συνεπεία των πειρα
μάτων, άτινα μετά του Βοκελίνου εξετέλεσε, συνεπλήρωσε βραδύ
-

τερον την ιδέαν του ώς εξής : αιθήμ και ύδωρ δεν είναι διακεκρι
243

μένα συστατικά του οινοπνεύματος, ώς πολλοί ενόμισαν, αλλ' αμ


φότερα σχηματίζονται εκ του οινοπνεύματος τη επενεργεία του
θειικού οξέος το θειικόν οξύ, έχον μεγάλην συγγένειαν προς το
ύδωρ, αφαιρεί εκ του οινοπνεύματος υδρογόνον και οξυγόνον, άτινα
ένoύμενα τότε, σχηματίζουσιν ύδωρ το υπόλοιπον δε των συστατι
κών του οινοπνεύματος, αποβάλλον ολίγον άνθρακα (όστις διαφεύ
γει ώς ανθρακικόν οξύ), αποτελεί τον αιθέρα. Η διάλυσις αύτη του
οινοπνεύματος γίνεται κατά τον Φουρκρόύ και Βωκελίνον εν ώρι
σμένη θερμοκρασία. -

"0 θενάρδος απέδειξεν εν έτει 1807 ότι τα διά διαφόρων


οξέων παρασκευαζόμενα είδη αιθέρος διαφέρουσιν ου μόνον του
διά θείου παρασκευαζομένου, αλλά και αλλήλων διέκρινε δε τρείς
τάξεις αιθέρων αιθέρα συγκείμενον εξανθρακούχου υδρογόνου
(ελαιογόνου αερίου) και οξέος, αιθέρα συγκείμενον εξ οινοπνεύ
ματος και ανύδρου οξέος και αιθέρα ουδεν προσλαμβάνοντα εκ
του όξους, δι' ου παρασκευάζεται.
Ο Γέύ-Λουσάκ παραδεχόμενος ότι το θειικόν οξύ αφαιρεί
από του οινοπνεύματος το ήμισυ του εν αυτώ ύδατος, εθεώρει τον
αιθέρα και το οινόπνευμα ώς δύω ενύδρους διαλύσεις του ελαιο
γόνου αερίου (ανθρακούχου υδρογόνου). Επειδή κατά την ιδέαν
ταύτην έν άτομον ελαιογόνου αερίου μεθ' ενός μεν ατόμου ύδατος
αποτελεί τον αιθέρα, μετά δύω δε το οινόπνευμα, ο Βερζέ
λιος προύτεινε (1832) να ονομασθή το ανθρακούχον υδρογόνον
αιθερίνη αλλά πιθανώτερον ενόμιζεν ούτος (1833) ότι το
οινόπνευμα και ο αιθήρ εισιν οξείδια διαφόρων ανθρακούχων
ύδρογόνων.
0 Λίβιχ (1834) εθεώρησε τον αιθέραι ώς οξείδιον ριζικού
τινος, όπερ ωνόμασεν αιθύλη ν, το δε οινόπνευμα ώς την ένυδρων
διάλυσιν του οξειδίου τούτου. Έκτοτε οι διάφοροι αιθέρες διακρί
νονται ώς οξείδιον αιθύλης, συνθέσεις αιθύλης μεθ' άλογόνων και
συνθέσεις του αιθυλοξειδίου μετ' οξυγονικών οξέων.
"Ο Ρ Λουλος εγίνω σκεν ότι το οινόπνευμα, μιγνύμενον μετ'
αζωτικού οξέος, θερμαίνεται ισχυρώς αλλ' ό αναπτυσσόμενος
άζωτικός καλούμενος αιθήρ φαίνεται ότι διέλαθεν αυτόν. Ο
Ηuygens και ο Papin εδημοσίευσαν (Ρhilosophical Τransaction)
εν έτει 1675, ότι μιγνυομένου αζωτικού οξέος μετ' οινοπνεύματος
υπό τον κώδωνα της πνευματικής αντλίας, σχηματίζεται ελαστι
κόν τι υγρόν ο δε Βούλε επιφέρει ότι αναπτύσσεται και αέριόν τι
εύφλεκτον. Επί του υγρού, όπερ επιπλέει κατά την ανάμιξιν αζω
τικού οξέος και οινοπνεύματος, εφιστά την προσοχήν ό Κούγκελ
(Εpistola contra spiritum vini sine acido 1681). Ο Έγκελ απέ.
« 16 *
244

δειξεν εν έτει 1761 ότι ό άζωτικός αιθήρ δύναται να παρα,


σκευασθή και δι' αποστάξεως άζωτικού οξέος μετ' οινοπνεύματος,
Περί του άλυκού αιθέρος απαντώνται πληροφορίαι τον 15
αιώνα, αφορώσαι κυρίως την παρασκευήν του άλυκού οξέος. Ο
Ρουελ το 1759 παρετήρησεν ότι κατά την απόσταξιν υπερχλω
ρούχου κασσιτέρου μετ' οινοπνεύματος, προστιθεμένου ύδατος εις
το απόσταγμα, αναπτύσσεται ελαφρός αιθήρ. Ο δε Βούλε το 1767
αποστάξας οινόπνευμα υπό την επενέργειαν αιθερίου άλυκού
οξέος, απεχώρισεν εκ του αποστάγματος αλυκον αιθέρα.
Η χλωριούχος αιθύλη διεκρίνετο ώς ελαφρός άλυκός
αιθήρ από του βαρυτέρου άλυκού αιθέρος ή του άλυκού ελαίου, το
οποίον παρετήρησαν εν έτει 1782 ο Βεστρoύμβος και ο Σχέελε,
σχηματιζόμενον κατά την απόσταξιν μαγειρικού άλατος, τρυγής,
θειικού οξέος και οινοπνεύματος.
Τον όξικόν αιθέρα ανεκάλυψεν ο Lauragnais το 1759 δι'
αποστάξεως του διά θερμάνσεως οξικού χαλκού αναδιδομένου
ισχυρού οξέος μετ' οινοπνεύματος. Ο Πελλετιέ απέδειξεν εν έτει
1786 ότι το οξικόν οξύ αιθεριοποιεί το οινόπνευμα.
Τον μυρμηκικό ν αιθέρα λέγεται ότι ανεκάλυψεν ο Αρβε,
δσών εν έτει 1777. Αναμφιβόλως όμως παρεσκεύασεν αυτόν ύ
Βουχόλτζ το 1782, αποχωρίσας δι' ύδατος εκ του αποστάγματος
ισχυρού μυρμηκικού οξέος μετά οινοπνεύματος.
Τον οξαλικόν αιθέρα παρετήρησε κατά πρώτον ό Σαβαρώ
εν έτει 1773. Ο δε Βέργμαν το έπόμενον έτος παρετήρησεν ότι
κατά την απόσταξιν οξαλικού οξέος μετά οινοπνεύματος προκύπτει
απόσταγμα, εξ ου αποχωρίζεται δ' ασβέστου είδος τι αιθέρος.
0ινέλαιον. Διάφοροι ουσίαι εχαρακτηρίζοντο επί πολύ ώς
oleum vini. 0 Λιβάβιος ονομάζει ούτω ελαιόν τι, όπερ διά παρα,
τεταμένης αποστάξεως ισχυρού οίνου αποχωρίζεται εξ αυτού, ό
δε Γλαυβήρος ουσίαν τινα, σχηματιζομένην δι' επενεργείας ισχυ.
ρού άλυκού οξέος επί οινοπνεύματος. Το οινέλαιον διέκρινον του
κοινού αιθέρος ό Φουρχρόύ και ό Βοκελίνος εν έτει 1797. 0 Σερού,
λας διέκρινε δύω είδη οινελαίου, εξών το μεν εμπεριέχει θείων χαι
παρασκευάζεται δι' αποστάξεως οξυ θειικού τιτανούχου αιθέρος,
το δε αποχωρίζεται εκ του πρώτου δι' ύδατος ή αλκαλέων, και
έχει, λέγει, σύστασιν όμοίαν ώς το ελαιογόνον αέριον (ανθρα,
κικόν οξύ). Βραδύτερον διεκρίθησαν πέντε διάφορα σώματα, πε:
ριλαμβανόμενα πριν υπό τ' όνομα οινέλαιον, εξ ών τα μεν ήσαν
δύω ανθρακούδρογονικα συνθέσεις, διά δε τα λοιπά τρία επλά.
σθησαν οι τρείς τεχνικοί όροι αιθερέλαιο ν, αιθερ ύλλιον χαι
αιθερίνη,
245

0ξυ θειικός αιθήρ. Ο Δάβιτ εδημοσίευσε το 1819 εν


Νάντη την ιδέαν ότι το οινόπνευμα μεταβάλλεται εις αιθέρα, ένου
μένου μέρους του οξυγόνου του θειικού οξέος μετά μέρους του
υδρογόνου του οινοπνεύματος, σχηματίζεται δε ούτω βαθμός τις
οξειδώσεως μέσος μεταξύ θειικού και θειώδους δξέος. 0 Σερτύνερ
εδημοσίευσε το 1819 ότι το θειικόν οξύ ένoύται μετά του οινοπνεύ
ματος εις όξύ τι εμπεριέχον θείον, όπερ όμως δεν γίνεται κατα
φανες διά των συνήθων δοκιμαστηρίων ότι δε το οξύ τούτο δύνα
ται να παρασκευασθή και εξ άλλων ουσιών, ώς εκ σακχάρεως,
κόμμεως κτλ. αντί του οινοπνεύματος και δι' άλλων οξέων ή του
θειικού οξέος. Τα δι' οινοπνεύματος σχηματιζόμενα τοιούτου είδους
οξέα, ώνόμασεν οινικά οξέα, τα δε μετά θειικού οξέος ιδίως
παρασκευαζόμενα, θειούχα οινικά οξέα διέκρινε δε τρία τοι
αύτα, το δι' αναμίξεως οινοπνεύματος και θειικού οξέος σχηματι
ζόμενον, το εν τώ κατά παρασκευήν του αιθέρος υπολείμματι εύρι
σκόμενον και το εκ τούτου υπό την επιρροήν του αέρος αναπτυσ.
σόμενον. Την ταυτότητα των τριών τούτων ειδών απέδειξεν ο Φόγ
γελ εν Μονάχω, όστις εθεώρει ταύτα ώς συνιστάμενα εξ υποθειι
κού οξέος και αιθερίου τινός ελαίου. Την γνώμην δε ταύτην παρε
δέχθησαν εν άλλοις ό Γέύ-Λουσάκ (1820) καί ό Δουμάς.
Αλδεΐδη. Ο Λωδετ εν Βοδριγάλοις εξέφρασεν εν έτει
1800 την ιδέαν, ότι κατά την απόσταξιν θειικού οξέος μετά τρυ
γός και οινοπνεύματος σχηματίζεται αιθήρ. 0 Δάβιτ εφιστά την
προσοχήν επί της δριμείας οσμής του αιθέρος τούτου. Ο Φουρ
κρόυ και ό Βοκελίνος εξήτασαν κατά το αυτό έτος το ούτω προ
κύπτον αιθέριον υγρόν, και εύρον ότι ουδεμίαν όμοιότητα έχει προς
τον κοινόν θειικον αιθέρα, αλλ' είναι ιδία τις ουσία. Η ουσία αύτη
ώνομάσθη βραδύτερον οξυγονικός αιθήρ. 0 Λίβιχ τέλος εν έτει
1835 ώνόμασεν αλ δείδη ν.
Ξυλόπνευμα. Την ουσίαν ταύτην παρετήρησε κατά πρώ
τον ό Βούλε εν έτει 1661 κατά την απόσταξιν ξύλου διά ξηράς
μεθόδου. Αλλ' ακριβέστερον εξητάσθη αύτη εν έτει 1819, ότε
παρετηρήθη ότι το ακάθαρτον ξυλικόν όξος εμπεριέχει πνευματώ
δες τι υγρόν. Τινές εξέλαβον το υγρόν τούτο ώς οινόπνευμα ή
πυροξόν η ν ό Ταύλορ ώνόμασεν αυτό aether pyroxylicus. Ο δε
Βερζέλιος υπέθεσεν ότι το ξυλόπνευμα εμπεριέχει διάφορα υγρά,
ώς βραδύτερον απεδείχθη,
ε) Οργανικά οξέα,
Εκ των οργανικών οξέων το όξος μόνον ήν έκπαλαι γνω,
στόν. Πολλά άλλα οργανικά οξέα, γνωσθέντα βραδύτερον, εξελαμ
246

βάνοντο επί πολύ ώς όξος οι όροι δε acestosa, acetocella κτλ δι'


ών φυτά τινα, ώς τα οξαλικον οξύ εμπεριέχοντα, εχαρακτηρίζοντο,
υπαινίττονται ώσαύτως την παρουσίαν όξους. Μόλις κατά την δευ
τέραν πεντηκονταετηρίδα του 18 αιώνος διεκρίθησαν διάφορα
οργανικά οξέα.
Το όξος, όπερ οι αρχαίοι εγίνωσκον, ήν οίνος όξινος οι
αλχημισται κατά πρώτον προσεπάθησαν να παρασκευάσωσι καθα,
ρόν όξος δι' αποστάξεως. 0 Στάλ (1679) εδίδαξε διαφόρους μεθό.
δους πρός ισχυροποίησιν του όξους, ώς την διά ψύξεως, καθ' ήν
το ύδωρ πήγνυται πρότερον, ενώ το οξύ, μένον υγρόν, αποχωρίζει
τΟχι. * ή δι' ουδετερώσεως του οξους μετ' αλκάλεος, εξατμίσεως

και αποστάξεως μετά θειικού οξέος. Ο Λόβιτζ ανεκάλυψε (1789)


ότι καθαρόν οξικόν οξύ, διυλιζόμενον επανειλημμένως διά κόνεως
ανθράκων, ισχυροποιείται, και ψυχραινόμενον αποκρυσταλλούται,
Αφού ό Γέτλιγγεξήτασεν εν έτει 1779 το ξυλικόν οξύ, διε.
κρίνετο τούτο από του οξικού οξέος. Ο Φουρκρόυ και ό Βοκελίνος
απέδειξαν το 1800 ότι και το οξαλικον οξύ και το εμπυρευματικόν
βλεννικόν οξύ ή σακχαρικόν οξύ είναι οξικόν οξύ μετ' εμπυρευμα,
τικού τινός ελαίου μεμιγμένον. 0 δε θενάρδος απέδειξεν ότι το
κατά την ξηράν απόσταξιν ζωικών ουσιών προκύπτον οξύ είναι
οξικόν οξύ, εμπεριέχον έτι ζωικάς ουσίας.
Κατά τάς παλαιοτέρας γνώμας περί του σχηματισμού του
οξικού οξέος ή μεταβολή πνευματώδους τινός ουσίας εις όξος
απεδίδετο εις τροποποίησιν ή μεταλλαγήν τινα των συστατικών. Με
ταγενέστεροι τινές χημικοί, ώς o Βήχηρος (1669), εφρόνoυν ότ
το οινόπνευμα μεταβάλλεται εις όξος προσλαμβάνον άλατώδη
(οξέα) συστατικά (κυρίως τρύγα). Ο Λέμερυ απέδιδε την μετα
βολήν του οίνου εις όξος κυρίως εις την ελάττωσιν του οίνο,
πνεύματος, του οποίου μέρος διαφεύγει ώς αιθέριον. (Cours de
chimie).
"Ο Λαβοαζιε απέδειξεν (1788) ότι το οινόπνευμα μεταβάλ,
λεται εις οξικόν οξύ προσλαμβάνον οξυγόνον ώς αποδείξεις δε
τούτου επιφέρει ότι ο οίνος μόνον υπό την επιρροήν του αέρος
μεταβάλλεται αφ' εαυτού εις όξος εάν δε ή μεταβολή γείνη εν
περιωρισμένω χώρω, παρατηρείται ελάττωσις του αέρος δύνα,
τα δέτις και τεχνητώς να επιταχύνη την οξείδωσιν. Ποσοτικώς
ώρισε την σύστασιν του όξους ο Βερζέλιος εν έτει 1814. Οι πλεί
στοι τών οπαδών του Λαβοαζιε παρεδέχοντο ότι κατά την οξείδω,
σιν του οινοπνεύματος εκτός του οξικού οξέος σχηματίζεται και
ανθρακικόν οξύ αλλ' ο Δεβεράινερ απέδειξεν ότι σχηματίζεται
μόνον οξικόν οξύ και ύδωρ.
247

Γνωσθέντος ούτω ότι ό σχηματισμός του όξους εκ του οινο


πνεύματος είναι είδος καύσεως (ένωσις μετ' οξυγόνου), εφευρέθη.
σαν διάφοροι μέθοδοι προς ταχείαν παρασκευήν του όξους.
Οι αρχαίοι εγίνωσκοντας συνθέσεις του οξικού οξέος μετά
μετάλλων ή μεταλλοξειδίων, ήτοι τα όξικά άλατα ταύτα δε ήσαν
τα πρώτα τεχνητώς παρασκευασθέντα άλατα. Ο θεόφραστος π.χ.
αναφέρει περί οξικού οξειδίου του χαλκού. Ο δε Διoσκoρίδης ότι
παρεσκευάζετο ιός, εξαρτωμένου χαλκού αγγείου ή χαλκής πλα
κός υπεράνω ισχυρού όξους, ή επισωρευομένου χαλκού και τρυγός
κατά στιβάδας.
Το οξικόν οξείδιον το ψευδαργύρου εγίνω σκεν πιθανώς ο
Γηβήρος κατά δε τον Πλίνιον οι αρχαίοι μετεχειρίζοντο οξικόν
κάλι ώς ιαματικόν. Η οξική αμμωνία εχρησίμευεν ώς ιαματικόν
τον 17 αιώνα. 0ξικόν δε νάτρον παρεσκεύασεν ό Δουχαμέλ το 1736.
Το ουδέτερον όξικόν οξείδιον του μολύβδου εγίνωσκεν ήδη τον 15
αιώνα ο Β. Βαλεντίνος. Το δι' επενεργείας όξους επί μολύβδου προ
κύπτον σώμα εκαλείτο οξικός μόλυβδος ό Λιβάβιος καλεί τούτο
saccharum plumbi quintessentiale. Το βασικόν όξικόν οξείδιον του
μολύβδου φαίνεται ότι παρεσκευάσθη ήδη προ του Γηβήρου διά
λυσιν δε τούτου συνίστα ο Γουλάρδ από του 1760 ώς ιαματικόν.
Προ πολλού παρετηρήθη ότι κατά την απόσταξιν του όξικού
μολύβδου σχηματίζεται υγρόν τι. Εν έτει 1679 ο Βούλε παρετή
ρησεν ότι δι' αποστάξεως οξικού κάλεος προκύπτει ώσαύτως πνευ
ματώδες τι υγρόν, ισχυράν οσμήν αποφέρον και δριμύ την γεύσιν
ό δε Βήχηρος επιφέρει ότι το υγρόν τούτο είναι εύφλεκτον. Πολ
λοι εξέλαβον το υγρόν τούτο ώς οινόπνευμα, αλλ' ό Βοερχάβιος
(1732) διέκρινε τούτο ώς ίδιόν τι σώμα. Του αντικειμένου τούτου
επελήφθη πάλιν το 1805 ό Τρομσδώρφ, εξέφρασε δε την ιδέαν ότι
το υγρόν τούτο είναι μέσον τι μεταξύ οινοπνεύματος και αιθέρος.
Οι αδελφοί Δερoσνε παρετήρησαν το 1807 ότι το εξοξικού
χαλκού αποσταζόμενον όξος εμπεριέχει υγρόντι όπερ ωνόμασαν
αιθέρα πυροξικό ν (aither pyroacetique). Ο Σένεβιξαπέδειξε
το 1809 ότι το αυτό υγρόν προκύπτει κατά την απόσταξιν πάντων
τών όξικών άλάτων. Ο Λίβιχ τέλος ώρισε (1831) την σύνθεσιν
του σώματος τούτου, ήτοι της καλουμένης οξόνης.
Οξική τρύξ. Η κατά την παρασκευήν του οίνου υπολειπο
μένη υποστάθμη εκαλείτο υπό των αρχαίων τρύξ. Το όνομα tar
tarus απαντάται κατά πρώτον εν αλχημιστικούς συγγράμμασι του
11 αιώνος. Κατά τινας οι Αραβες εκάλουν την τρύγα "τάρταρα.
Βραδύτερον όμως περιελήφθησαν υπό το όνομα tartarus παντοία
σώματα, ήτοι πάντα τα διά καύσεως της βάσεως της τρυγός παρα
248

σκευαζόμενα άλατα, ώς π. χ. tartarus vitriolatus (οξυ θειικόν


κάλι) κτλ.
Αι παλαιότερα περί της συστάσεως της τρυγός ιδέαι εισιν
ασαφείς ο Μαργράφ απέδειξε το 1764 ότι το διά καύσεως της
τρυγός προκύπτον άλκαλι εμπεριέχεται εν τη τρυγι ανέλυσε δε
την τρύγα δι' ασβέστου. 0 Σχέελε απεμόνωσεν εν έτει 1769 την
οξικήν τρύγα, διαλύσας οξυτρυγικήν τίτανoν διά θειικού οξέος.
Αί πλείσται των συνθέσεων του τρυγικού οξέος μετά βάσεων
εισί προ πολλού γνωσταί. Το ο υδέτερον όξυτριγικόν κάλ :
" ν

εγνώσθη τον 16 αιώνα εκαλείτο δε Samech Ρaracelsi, ή tartarus


tartarisatus, ή tartarus solubilis.
"0 Λε-Φέβρ ανεκάλυψε το 1728 ότι ή τρύξγίνεται διαλυτή
εν ύδατι τη προσθήκη βόρακος ή σκευασία αύτη εκαλείτο tartarus
boraxatus (βορική τρύξ) ή cremor tartari solubilis. Οι αλχημισται
ενόμιζον ότι δύναται τις δι' αυτού να μεταβάλλη τ' αγενή μέταλλα
εις χρυσόν.
Την σύνθεσιν οξυτρυγικού κάλεος μετά τρυγικού νάτρου,
(Σειγνέττον άλας καλουμένην), ανεκάλυψε φαρμακοποιός τις εν
"Ροχέλη το 1672 Πέτρος Σειγνέττης καλούμενος, όστις εξεθείαζε
την ιαματικήν αυτού ενέργειαν, αλλ' ετήρει μυστικήν την μέθοδον
της παρασκευής. 0 Κ. Ι. Γεοφρόύ διεκοίνωσεν ότι το άλας τούτο
συνίσταται εκ τρυγός και αλκάλεος της αλικάντης (ισπανικής σόδας).
Την εμετική ν τρύγα ανεκάλυψε πιθανώς εν έτει 1631
ο Αδριανός Μυνσίχτης, όστις περιγράφει την παρασκευήν ώς
έξής ηβράσον τρύγα μετά crocus metallorum absinthiacus και
ύδατος χάρου, διύλισον δε και αποκρυστάλλωσον την διάλυσιν".
Ο Γλαυβήρος παρεσκεύασε ταύτην εκ στιβίνου ύέλου και τρυγός
το 1648. 0 Βέργμαν έγνω ότι ή εμετική τρύξειναι διπλούν άλας
και ώρισεν ώς έγγιστα τα συστατικά αυτού. Τον 17 αιώνα παρε
σκευάζοντο και πολλά άλλα ιατρικά δι' επενεργείας τρυγός επί
μεταλλικών ουσιών.
Την πυροξικήν τρύγα φαίνεται ότι παρεσκεύασεν ο Ρ.
Λούλος τον 13 αιώνα, διότι απέσταξε την τρύγα, και συνιστά την
παράτασιν της αποστάξεως εν ισχυρά θερμότητι, έως ου εξαχθή
άπαν το εν αυτή έλαιον. Αλλά το ούτω προκύπτον πνεύμα κατέστη
γνωστότερον τον 16 αιώνα μόλις, ότε εκαλείτο spiritus tartari. Η
ακριβεστέρα εξέτασις της τρυγος διά τήξεως αυτής εγένετο υπό
των νεωτέρων.
Σταφυλικό ν οξύ. Το οξύ τούτο ανεκάλυψε διευθυντής τις
εργοστασίου, ενώ παρεσκευάζετο οξική τρύξενθάννη. Επιστη,
μονικώς δ' εξήτασεν αυτό ο John εν έτει 1819. 0 Βερζέλιος απέ
240

δειξεν ότι το οξύ τούτο έχει την αυτήν σύστασιν ώς το τρυγικόν


οξύ, αλλ' είναι ουχ ήττον σώμα διάφορον εκείνου.
'Οξαλικον οξύ. Το εν τώ οξυοξαλικφ άλατι εμπεριεχόμε
νον οξύ τούτο εξελαμβάνετο κατ' αρχάς ώς όξικόν οξύ, και το εκ
των περιεχόντων αυτό φυτών προκύπτον άλας εξελαμβάνετο ώς
τρύξ διά τούτο τα φυτά, τα εμπεριέχοντα οξαλικον κάλι, εκαλούντο
acetosa, acetosella κτλ. Ο Μαργράφ και Σαβαρύ εξήτασαν τούτο
ακριβέστερον και απέδειξαν ότι εμπεριέχει άλκαλι. 0 Σαβαρύ απέ
σταξεν αυτό και παρεσκεύασε διά προσθήκης θειικού οξέος εν δια
λύσει οξυοξαλικού άλατος και αποκρυσταλλώσεως του μίγματος το
ουδέτερον και το τετραπλούν οξυοξαλικόν κάλι. Ο Βιγλέβ απέδει
ξεν εν έτει 1779 ότι είναι ίδιόν τι οξύ και περιέγραψε τας χημικάς
αυτού ενεργείας, παρατηρήσας εν άλλοις ότι τιτανούχος διάλυσις
θολούται δι' αυτού.
Εν έτει 1776 ο Σχέελε παρετήρησεν ότι δι' επενεργείας
αζωτικού οξέος επί σακχάρεως σχηματίζεται κρυσταλλικόν τι οξύ.
"0 Βέργμαν, ευρεν ότι κατά την απόσταξιν του οξέος τούτου ανα,
πτύσσεται αέριον, συνιστάμενον εξαερίου οξέος (ανθρακικού
οξέος) και έτέρου τινός ευφλέκτου αερίου, όπερ αναδίδει καιόμενον
κυανήν φλόγα. Βραδύτερον επιφέρει ότι το οξύ τούτο αναπτύσσεται
εκ πάσης ουσίας, εν ή εμπεριέχεται σάκχαρις, ώς εξαλεύρου, κόμ
μεως και άλλων φυτικών ουσιών, τη προσθήκη άζωτικού οξέος. "Ο
Σχέελε απέδειξεν εν έτει 1778 ότι το σακχαρικόν τούτο καλούμε
νον οξύ είναι οξαλικόν οξύ.
Σακχαρικόν οξύ. Ο "Εκ εν έτει 1827 ωνόμασεν ούτως
όξύ τι, όπερ συναναπτύσσεται μετά του οξαλικού οξέος τη επενερ
γεία κεκραμένου θειικού οξέος επί σακχάρεως.
Βλεννικόν οξύ. Το οξύ τούτο ανεκάλυψεν ό Σχέελε εν
έτει 1780 δί' επενεργείας αζωτικού οξέος επί γαλακτικής σακχά
ρεως, και ωνόμασε διά τούτο γαλακτο σακχαρικόν οξύ, βρα
δύτερον εύρεν ότι το αυτό οξύ προκύπτει δι' επενεργείας αζωτικού
οξέος και επι κόμμεως της τραγακάνθης. Ο Φουρκρόύ απέδειξεν
ότι σχηματίζεται τούτο εκ της βλέννης των φυτών εν γένει και
ώνόμασε βλεννικόν οξύ. Το κατά την ξηράν απόσταξιν του βλεν
νικού οξέος προκύπτον οξύ (πυρ οβλεν ν ι κ ό ν οξύ) παρετήρησαν
ό Σχέελε, ό Ερμστέτ και ό Ηouton Labillardiore.
Το καφουρικό ν οξύ διέκριναν ώς ιδιαίτερον οξύ εν έτει
1797 ό Βouillon-Lagrange και ό Βοκελίνος.
Το φελλικόν όξύ ανεκάλυψεν ο Βrugnatelli εν έτει 1787.
Βενζοϊκό ν οξύ. Τον 16 αιώνα εγένοντο απόπειρα προς
ξηράν απόσταξιν της βενζόης. 0 Βιγενέρ αναφέρει ήδη εν έτει
250
» Α. »

1608 περί του κρυσταλλικού, εξηχνισμένου βενζοϊκού οξέος, όπερ


παρεσκεύαζε αποστάζων τρίμματα βενζόης μετ' οινοπνεύματος εν
μετρία θερμότητι, Ταυτοχρόνως δ' ό Τουρκετ δε Μαύερν διδά,
σκει εν τη φαρμακοποία αυτού την παρασκευήν των ανθέων της
βενζόης δι' εξαχνίσεως βενζόης μετ' άμμου εν υελίνω κέρατε ή
και άνευ τούτου εν πηλίνω αγγείφ κεκαλυμμένω διά διηθητήρος
χάρτου. Ο Αγενδόρν παρεσκεύασε το οξύ τούτο δι' υγράς μεθό
δου εν έτει 1671 διαλύσας βενζόην εν οινοπνεύματι παρετήρησεν
ότι τη προσθήκη ύδατος σχηματίζεται εκ της διαλύσεως ταύτης
υποστάθμη, ήτις μετά τινας ήμέρας απεκρυσταλλούται. Ο Σχέελε
(1775) διέλυσε βενζόην εν τιτανούχω ύδατι, απεχώρισε δε εκ
της σχηματισθείσης υποστάθμης το βεζοίκον οξύ δι' άλυκού οξέος.
Ο Λέμαν βεβαιοί (1709) ότι ευρε βενζοϊκόν οξύ εν τώ κα
λουμένω βαλσάμω της Περουβίας.
"Ο Ρουελ εύρεν αυτό εν τώ ούρει τών βοών και των καμή
λων. 0 Σχέελε βεβαιοι ότι εκ του σαπωνώδους μέρους του ούρους
σχηματίζεται τη προσθήκη αζωτικού οξέος ουσία τις όμοιάζουσα
κατά πάντα τώ βενζοϊκφ οξεί. Ο Φουρκρόυ δε και ο Βοκελίνος
προσεπάθησαν να αποδείξωσιν ότι τα ούρα των διά φυτών τρε
φομένων τετραπόδων ζώων εν γένει εμπεριέχουσι βενζοϊκόν οξύ.
Αλλ' ό Λίβιχ διέκρινεν εν έτει 1829 το ίππουρικόν οξύ από του
βενζοϊκού οξέος.
Ηλεκτρικόν οξύ. Ο Αγρικόλας (1550) ποιεί λόγον περί
τινος άλατώδους σώματος, όπερ προκύπτει δι' αποστάξεως του
ηλέκτρου. Πολλοί εθεώρουν τούτο ώς αιθέριον άλκαλι, άλλοι ώς
θειούχον ουσίαν κτλ. αλλ' ο Πόττ απέδειξεν ότι είναι ίδιόν τι δξύ.
Μυρμηκικόν οξύ. Διάφοροι παρατηρήσεις, αφορώσαι το
οξύ τούτο, εγένοντο τον 17 αιώνα. Εν έτει 1676 παρεσκεύασεν
αυτό ο Αγγλος Βράυ δι' αποστάξεως ευρε δ' ότι σχηματίζει μετά
μολύβδου είδος οξικού μολύβδου, μετά σιδήρου δε υγρόν τι στυφής
γεύσεως. Η ανακάλυψις του Βράυ επεβεβαιώθη διά των πειρα,
μάτων του Ιαιρνε και Μαργράφ.
Τεχνητώς παρεσκευάσθη ύπο πολλών το μυρμηκικόν οξύ εξ
άλλων ουσιών τον 18 αιώνα αλλ' εξελαμβάνετο ώς όξικόν οξύ. 0
Σχέελε π. χ. βεβαιοι ότι δύναται τις νά παρασκευάση καθαρόν όξι.
κόν όξύ διά θερμάνσεως θειικού οξέος, σακχάρεως και ηλέκτρου.
Αλλ' ό Δεβεράινερ απέδειξεν εν έτει 1822 ότι το ούτω προκύπτον
οξύ είναι μυρμηκικόν οξύ.
Γαλακτικό ν οξύ. Το οξύ τούτο ανεκάλυψεν ό Σχέελε εν
τφ όξινώ γάλακτι. Τινές διετείνοντο ότι είναι οξικόν οξύ ήνωμένον
μετά ζωϊκής τινός ουσίας, Ο Βερζέλιος παρεδέχθη τούτο ώς ιδιαί
23 1

τερον οξύ, και απέδειξεν ότι εμπεριέχεται εν τώ ύγρφ των μυώνων


και εν άλλοις ζωικούς υγροις. Ο Μίτζερλιχ και ό Λίβιχ, αναλύσαν.
τες το γαλακτικών όξύ, επεβεβαίωσαν ότι είναι ιδιαίτερον οξύ.
Κιτρικ ό ν οξύ. Την ύπαρξιν του οξέος τούτου εν τώ χυμφ
των λειμωνίων υπέθεσαν τινές τον 13 αιώνα αλλ' ό Σχέελε
παρεσκεύασε πρώτος κιτρικόν οξύ εν κρυσταλλική καταστάσει
τή 1784. -

Μηλιχόν οξύ. Ο χυμός των μήλων εχρησίμευε τον 16


αιώνα προς παρασκευήν ιατρικών. Ο Σχέελε απέδειξε το 1785
ότι ό χυμός διαφόρων καρπών (κυρίως Ιtibes grossularia) εκτός
του κιτρικού οξέος εμπεριέχει και έτερόν τι οξύ, όπερ ώνομάσθη
μηλικόν οξύ.
Κη κι δικόν οξύ. Η ιδιότης του χυμού των κηκίδων του
μελανοποιείν τάς σιδηρούχους ουσίας εχρησίμευε και παρά τους
αρχαίοις ώς δοκιμαστήριον της παρουσίας σιδήρου. Περί τα τέλη
του 17 αιώνος παρετηρήθη ότι και διάφορα άλλα φυτά έχουσι την
αυτην ιδιότητα. Ο Βέργμαν εξέφρασε πρώτος την ιδέαν (1775)
ότι αι στυπτικαι ουσία εμπεριέχουσιν ιδιαίτερόν τι φυτικόν οξύ.
Ο Σχέελε εφεύρε μέθοδον (1785) προς παρασκευήν καθαρού
κηκιδικού οξέος δι' ανακρυσταλλώσεως της υποστάθμης, ήτις σχη.
ματίζεται εκτιθεμένου εκχυλίσματος κηκίδων εις την επιρροήν του
αέρος. Ο Φουρκρού και ό Βερζέλιος ώρισαν την σύνθεσιν του
οξέος τούτου.
Το βυρσοδεψικό ν οξύ (πριν ταννίνη καλούμενον) εθεώ
ρησαν ο Deyeux (1730) και ο Σεγουίν (1795) ώς ίδιόν τι οξύ.
Μελιτικόν οξύ. Σπάνιόν τι ορυκτόν, ο μελίτης (οξυμελι.
τική άργιλλος), αναφέρεται ήδη εν ορυκτολογικούς συγγράμμασι
του 16 αιώνος. Ο Κλάπροθ ανεκάλυψε το 1729 εν αυτώ ίδιόν τι
οξύ, όπερ ώνόμασε μελιτικόν οξύ.
Υδροκυανικόν οξύ. Εις την ανακάλυψιν του κυανίου
ώδηγήθησαν οι χημικοί εκ της εξετάσεως του καλουμένου βερο
λίνου κυανού χρώματος (ύδροκυανικού σιδήρου). Ο Στάλ αναφέ.
ρει ότι το χρώμα τούτο ανεκάλυψε τυχαίως βαφεύς τις Δεσβάχ
καλούμενος εν έτει 1710 θέλων ούτος να παρασκευάση κίτρινον
χρώμα (La μc de Florence) ώς υποστάθμην εξ εκχυλίσματος ανθη.
ροκόκκου, στυπτηρίας και οξυθειικού οξυδυλλίου σιδήρου δι' αλκά.
λεος, παρετήρησεν μετ' εκπλήξεως ότι έσχηματίσθη κυανή αντί
κιτρίνης υποστάθμης διότι τό κάλι, όπερ μετεχειρισθη, έλαβε
παρά του χημικού Δίππελ, όστις είχεν αποστάξει επανειλημμένως
δι' αυτού ζωικόν έλαιον εξ αίματος παρασκευασθέν. Ούτω παρε.
ρ ζ

σκευάσθη κατά πρώτον ό υδροκυανικός σίδηρος δι' απανθρακώ


252

σεως κάλεως μεθ' αίματος και καθιζήσεως διά οξυθειικού οξειδυλ


λίου σιδήρου. Η παρασκευή του χρώματος τούτου ετηρείτο μυ.
στική, έως ου ο Βοδβάρδ απεκάλυψεν αυτήν. Ο Γεοφρόύ απέδει.
ξεν (1725) ότι εκτός του αίματος πολλαι άλλα όργανικαι ουσία
δύνανται να χρησιμεύσωσι προς παρασκευήν του υδροκυανικού
σιδήρου, ιδίως έριον και κόνις κεκαυμένου κέρατος ελάφου.
Αι πρώται γνώμαι περί του σχηματισμού του υδροκυανικού
σιδήρου απείχον πολύ της αληθείας σπουδαία είναι μόνον ή ιδέα
ότι το άλκαλι απανθρακούμενον μεθ' αίματος, προσλαμβάνει εύφλεκ.
τόν τι συστατικόν. Ο Μακουέρ εδοκίμασε την ενέργειαν του αλκά.
λεος επί του σιδήρου εύρε δ' ότι το άλκαλι προσλαμβάνει συστα,
τικόν τι, υπολείπεται δε σιδηρούχος τίτανος ολίγον άλκαλι βρα.
ζόμενον μετ' αφθόνου υδροκυανικού σιδήρου ουδετερούται διάλυ
σις δε σιδήρου καταρρίπτει εκ του υγρού τούτου κυανήν υποστάθ.
μην. Ο Μακουέρ απέδειξε προσέτι ότι ή στυπτηρία δεν συντελεί
εις τον σχηματισμόν του υδροκυανικού σιδήρου. Εξέφρασε τέλος
την ιδέαν ότι η ουσία αύτη είναι σίδηρος κεχρωματισμένος διά
τινος ευφλέκτου ουσίας, ήτις φαίνεται ώς είδος φλογιστού. Ο Βερ.
θολέτ απέδειξεν (1787) ότι το κύριον συστατικόν του υδροκυανι,
κου σιδήρου είναι σίδηρος.
Το ιδιαίτερον συστατικόν του υδροκυανικού σιδήρου υπέ.
θετεν ο Sage ότι είναι φωσφορικόν οξύ. Ο Βεστρoύμβ διίσχυ
ρίζετο (1786) ότι ο χρωματισμός προέρχεται έκ τινος συνθέ.
σεως φωσφορικού οξέος, αιθερίου αλκάλεος και φλογιστού, την
ιδέαν δε ταύτην παρεδέχθησαν πολλοί ενόσω το φλογιστικόν
σύστημα ίσχυεν. Ο Σχέελε απέδειξεν (1782) ότι το χρωματιστι,
κόν συστατικόν του υδροκυανικού σιδήρου δύναται ν' απομονωθή
δι' αποστάξεως μετά θειικού οξέος διότι αναπτύσσεται κατά την
απόσταξιν ταύτην εύφλεκτόν τι αέριον, όπερ απορροφάται υπό
του ύδατος, χρωματίζει δε σιδηρούχον τίτανoν, ευρισκομένην επί
χάρτου βεβρεγμένου πρώτον μεν διά διαλύσεως οξυθειικού οξει,
δυλλίου σιδήρου, είτα δε δι' αλκάλεος. Η ουσία αύτη ωνομάσθη
βερολίνιον κυανικόν οξύ, ή άπλώς κυανικόν οξύ. ( 0 Βέργμαν ωνό
μασεν acidum coerulei berolinensis, ό Γουιτών δε Μορβώ acide
prussique, ο δε Ερμανστάτ zootische Siiure, ήτοι ζωικόν οξύ).
Κατά συνέπειαν τό βερολίνιον κυανούν ωνομάσθη τότε Ferrocyan,
kalium, ήτοι σιδηροκυανούχον κάλιον.
Ο Βερθολέτ εξετάσας διάφορα οξυκυανικά άλατα ευρεν ώς
προϊόντα της διαλύσεως αυτών άμμωνίαν και ανθρακικόν οξύ όθεν
εθεώρησε το κυανικόν οξύ ώς σύνθεσιν εξ αζώτου, υδρογόνου και
άνθρακος. Ο Φουρκρόύ και ο Βοκελίνος ανεκάλυψαν ταυτοχρόνως
253

σχεδόν ότι εκ διαφόρων οργανικών ουσιών προκύπτει δι' επενερ


γείας αζωτικού οξέος κυανικόν οξύ υπέθεσαν δ' ότι το υξυγόνον
του αζωτικού οξέος προσχωρεί εις την σύνθεσιν του κυανικού
οξέος. Ο Κουρανδώ εξεφράσθη εν έτει 1803 ότι θεωρεί ώσαύτως
το μετά ζωικών ουσιών απηνθρακωμένον άλκαλι ώς σύνθεσιν
άνθρακος, αζώτου και αλκάλεος, ήτις ευρισκομένη εις επαφήν μεθ'
σ' ν " Υ ν / ν ν. ι Α. Α

ύδατος, διαλύει αυτό, προκύπτει δε κυανικόν οξύ προσλαμβανο


μένου οξυγόνου. Το κυανικόν οξύ (την εξάνθρακος, αζώτου και
υδρογόνου σύνθεσιν) δεν εθεώρει ούτος ώς οξύ, αλλ' ώς όιζικόν
τι, όπερ ώνόμασε prussire όταν το ριζικόν τούτο ευρεθή μετά
μεταλλοξειδίων, προσλαμβάνον εκ τούτων το οξυγόνον, μετατρέ
πεται κατ' αυτόν εις χυανικόν οξύ.
Αλλ' ο Βερθολέτ 4 επέμενε
ν * Α-Α 22 - ή
Ν .
διισχυριζόμενος
ς): Υ
ορθώς ότι4--το- \ -7 * ν. " ν ι

κυανικoνοςυ δεν εμπεριέχει οςυγονον. 1 περ της ιοεας οε ταυτης


εξεφράσθη
"Ο Φ
και ο Προύστ. -ν ν -- θ ν -2 - - Α. - «
-

»
ραγκισκος ττνερ, χΟι ηγητής της χημείας χ01ί ορυκτα
λογίας εν Φρειβούργω (αποθανών το 1821), παρεσκεύασε κατά
- ν ν ν ν » Α.ν 2 Υ
ί
" Υ
πρωτον τΟ ανυoρον χυανιχ/ι ν ως ) εν αιθερία Χ017010 ΤΟΛΟ Ξ!. S.33
ν Α.» » "

βαίωσε δε την δηλητηριώδη ενέργειαν του οξέος τούτου. Σημειω


τέον ότι κατά τον Διοσκορίδην εγινωσκον και οι αρχαίοι την δηλη
τηριώδη ενέργειαν των πικρών αμυγδάλων, δοκιμάσαντες επί ζώων.
Εν έτει 1802 ο Βύμ, καθηγητής εν Βερολίνω, απέδειξεν ότι ο
χυμός των πικρών αμυγδάλων εμπεριέχει κυανικόν οξύ. Ο Γέύ
Λουσάκ παρεσκεύασεν εν έτει 1811 καθαρόν κυανικδν οξύ εν υγρά
καταστάσει. Εκ της αναλύσεως αυτού (1815) συνεπέρανεν ότι
είναι υδρογονικόν οξύ συνθέτου τινος όιζικού, όπερ ωνόμασεν κυα
νογόνον τα οξυκυανικά δε άλατα εθεώρησεν ώς συνθέσεις του
ριζικού τούτου μετά μετάλλων εδίδαξε δε την απομόνωσιν του κυα
νίου. 0 Σχέελε ανεκάλυψε τον κυανιούχον υδράργυρο ν, βράσας
υδροκυανικόν σίδηρον μεθ' ύδραργύρου, και το κυανιούχο ν αμμώ.
νιο ν αποστάξας αμμωνίαν μετά υδροκυανικού σιδήρου. Ο Βερθο
λετ παρετήρησεν ότι δι' επενεργείας χλωρίου επί κυανικού οξέος
εσχηματίσθη άλυκόν οξύ και έτέρα τις πτητική σύνθεσις, δηκτικήν
αποφέρουσα οσμήν, ήν εξέλαβεν ώς οξειδωμένον κυανικόν οξύ,
αλλ' ό Γέυ-Λουσάκ απέδειξε βραδύτερον (1815) ότι ή ούτω προ.
κύπτουσα ουσία είναι χλωρούχον κυάνιον. Το χλωρούχον κυά
νιον ανεκάλυψεν ο Σερούλας το 1817 εν στερεά καταστάσει εν
έτει δε 1828 ώρισε την σύστασιν αυτού και απέδειξεν ότι, θερμαι
νομένου τούτου μεθ' ύδατος, προκύπτει σύνθεσίς τις κυανίου μετ'
οξυγόνου (το οξυγονικόν κυανικόν οξύ). Ο Βέλερ εύρεν (1822) ότι
το αυτό οξύ σχηματίζεται κατά την απόσταξιν ουρικού οξέος και
254

κατά την θέρμανσιν ουρίας. Ο Πορέτ ευρεν (1810) ότι το θείον


σχηματίζει μετά του κυανικού οξέος ισχυρότερόν τι οξύ (το θει
ούχον υδροκυανικόν οξύ), όπερ ώνόμασε Sulfuretted-Chyazic
Αcid. Το θειούχον υδροκυανικόν οξύ παρεσκεύασεν ουτος
κατά πρώτον εν έτει 1801 βράσας θειούχον κάλιον μετά υδροκυα
νικόυ σιδήρου παρετήρησεν ότι έσχηματίσθη σώμα τι, όπερ δι'
οξειδώσεως μεταβάλλεται πάλιν εις υδροκυανικόν οξύ, ώνόμασε δε
τούτο (1809) prussous acid. ό Γροττχούς ωνόμασεν αυτό Αnthra
zothionsäure (ανθρακοαζωτούχον θειικόν οξύ). Ο Βερζέλιος τέλος
ώρισεν ποσοτικώς εν έτει 1820 την σύνθεσιν του οξέος τούτου.
Ο Βέλλερ ανεκάλυψεν εν έτει 1821 το ιωδούχον αυά.
νιον. Κατά το αυτό δε έτος ο Γιέλιν ανεκάλυψε το ερυθρόν σιδη
ροκυανούχον κάλιον (ύπερσιδηροκυανούχον κάλιον) και πολλάς
συνθέσεις αυτού. Ταυτοχρόνως ό Γέύ-Λουσάκ εξέφρασε την ιδέαν
τι τα προ πολλού γνωστά σιδηρούχα κυανικά άλατα εμπεριέχουσιν
ιδιαίτερόν τι σιδηρούχον οξύ εθεώρησε δε τούτο ώς υδρογονικόν
οξύ συνθέτου τινός όιζικού, όπερ ώνόμασε Cyanoferre (κυανο
σίδηρον). Εν έτει 1815 ο Γέύ-Λουσάκ ανέλυσεν εκ των συνθέσεων
του κυανίου μετά θειούχου υδρογόνου την ήττον θειούδρογονού
χον. Την ετέραν δε μάλλον θειούδρογονούχον σύνθεσιν ανεκά
λυψεν ό Βέλλερ εν έτει 1823. Κατά το αυτό έτος ανεκάλυψεν ό
Ζeise την σύνθεσιν του θειοκυανούχου υδρογόνου μετά θειούχου
υδρογόνου. Εν έτει δε 1829 ο Λίβιχ απεμόνωσε το θειούχο ν
κυάνιο ν.

Το 1822 ό Λίβιχ εξήτασε την υπό του Οβάρδ εν έτει 1800


ανακαλυφθείσαν εκπυρσοκρ οτική ν ύδραργυρική ν σκευασίαν
(τον εκπυρσοκροτικόν υδράργυρον), ήτις παρεσκευάζετο δι' επε
ξεργασίας υδραργύρου μετ' αζωτικού οξέος και οινοπνεύματος, και
την υπό του Βρουγνατέλλη ανακαλυφθείσαν όμοίαν αργυρικήν
σκευασίαν (εκπυρσοκροτικόν άργυρον) ευρε δ' ότι αμφότερα εισιν
άλατα οξέος τινός, όπερ ώνόμασεν εκπυρσοκροτικόν οξύ. Ο
Γέύ-Λουσάκ απέδειξεν ότι το οξύ τούτο έχει την αυτήν σύστασιν,
ώς το κυανικόν οξύ.
Αι λοιπα τα οργανικά οξέα αφορώσαι νεώτεραι ανακαλύψεις
ανήκουσι τη ειδική χημεία. Σημειωτέον έτι εν ταύτα μόνον ότι ει
και ό Παρακέλσος ήδη εξήγει χημικώς την λιθίασιν, ο Σχέελε και
δ Βέργμαν εξήτασαν κατά πρώτον (1766) ακριβέστερον το αντικεί,
μενον τούτο. 0 Σχέελε υπέθετε στερεόν τι οξύ εν τοις εν τη ουρο
δόχω κύστει σχηματιζομένοις λίθοις, όπερ ο Ρεαρσών (1797)
ώνόμασεν uric oxide, ο δε Φουρκρόύ (1799) acide urique. Την
ουρίαν ανεκάλυψαν ο Φουρκρόύ και ό Βοκελίνος εν έτει 1799,
255
"ν ν / Υ ν " * « Λ- Υ/ "

τεχνητώς δε παρασκεύασεν αυτήν, ώς αλλαχού είρηται, ο Βέλλερ


εν έτει 1828.

ς) Αλκαλοειδή ή οργανικαί βάσεις.


Προ πολλού αι χαρακτηριστικαι ιδιότητες τινών λίαν δραστι
κών ουσιών απεδίδοντο εις τι ιδιαίτερον εν αυτοίς συστατικόν. Ο
Φουρκρόυ εν έτει 1791 ευρεν εν τώ φλοιό της κίννας όητινώδες
τι εκχύλισμα. Ο Βοκελίνος παρασκευάσας τούτο καθαρώτερον
(1806), διέκρινεν ώς ιδιαίτερον οξύ και ωνόμασε κ ιν ν ι ν ι κ ό ν οξύ.
"Ο Γόμες εν έτει 1811 αποπλύνας, ώς λέγεται, δι' ύδατος το πνευ
ματώδες εκχύλισμα του φλοιού της κίννας, εξατμίσας δ’ αυτό και
επεξεργασθείς το δεύτερον εκχύλισμα μετά διαλύσεως καλίου, πα
ρεσκεύασεν ευκρυστάλλωτόν τι εν οινοπνεύματι διαλυόμενων σώμα,
όπερ «ονόμασε κιγχο ν ι ν η ν.
Αλλ' αι προκαταρκτικαί αύται εργασίαι, ώς μεμονωμένα,
ήσαν μικράς αξίας. Η ανακάλυψις των φυτικών βάσεων οφείλεται
τώ Σερτύρνερ, όστις εξήτασε τα συστατικά του οπίου. Εν έτει
1805 κορέσας ουτος εκχύλισμα οπίου δι' αμμωνίας, προσθείς δε
οξικού μολύβδου οξείδιον, και διαλύσας την σχηματισθείσαν υπο
στάθμην δια θειικού οξέος, εύρεν οξύτι, όπερ ηρύθραινε τα εξ
οξειδίου σιδήρου άλατα το νέον τούτο φυτικόν οξύ εκλήθη μη κω
νικόν οξύ. Εκτός δε τούτου ευρεν εν τώ οπίω ιδιαιτερόν τι κρυ
σταλλούμενον σώμα, όπερ απετέλει μετ' οξέων άλατώδεις συνθέ
σεις. Εις τούτο απέδωκεν ο Σερτύνερ τάς χαρακτηριστικάς ιδιότη
τας του οπίου, διό εκάλεσεν αυτό ναρκωτικόν στοιχείον (princi.
pium somniferum).
Εις την ανακάλυψιν ταύτην ολίγον προσέσχον οι σύγχρονοι
χημικοί, ενασχολούμενοι τότε μάλλον εις την διάλυσιν τών ανοργά
νων αλκαλέων. Αλλά διά νέας πραγματείας περί του μορφίου και
"
ι

του μηκωνικού οξέος, ώς συστατικών του οπίου, ο Σερτύρνερ έφείλ


κυσεν εν έτει 1817 την προσοχήν πάντων επί των οργανικών
βάσεων. Τό μόρ φιον απεμόνωσεν ο Σερτύρνερ ώς υποστάθμην
έκ τινος μετά κεκραμένου οξικού οξέος παρεσκευασμένου εκχυλί,
σματος οπίου τη προσθήκη αμμωνίας, εκαθάρισε δε δι' οινοπνεύ
ματος, απέδειξε τάς βασικάς αυτού ιδιότητας και εχαρακτήρισεν
αυτό ώς άλκαλι ανάλογον τή αμμωνία.
Ο Ροβικετ τέλος απέδειξεν ότι το όπιον εμπεριέχει δύω
διάφορα βασικά σώματα, εξ ών το μεν ωνομάσθη μ όρ φιον (ο Γέυ
Λουσάκ προύτεινε το όνομα μορφίνη), το δε ν αρκω τίνη.
Συνεπεία των ανακαλύψεων τούτων πολλοί χημικοί κατέγει
ναν εις την αναζήτησιν νέων φυτικών βάσεων. Ο Πελλετιέ και ο
256

Καβεντού ανεκάλυψαν την στρυχνίνη ν (1818) και την βρυ κί.


(1819), ταυτοχρόνως δε μετά του Μέισνερ την βερατρίν η ν, την
κιν νίνην και κιγχονίν η ν (1820).
Αι λοιπα όργανικαι βάσεις, ιδίως δε αι ζωικαι, ανεκαλύφθη
σαν υπό των νεωτέρων.
ζ) Πρωτεΐνη,
(ο υσίαι αίματογόνοι ή τώ λευκώματι του ώ ο υ παρα
πλήσι αι.)
Διαφόρους παρατηρήσεις περί της φύσεως του αίματος ανα
φέρει ήδη ό Πλίνιος (L. ΧΙ. Cap. 90). Ο Βούλε εδοκίμασε την
ενέργειαν της θερμότητος, των οξέων και των αλκαλέων επί λευ
κώματος ώού, αίματος, γάλακτος κτλ. Εκ των παρατηρήσεων δ'
αυτού όδηγηθέντες πολλοί μεταγενέστεροι χημικοί εξήτασαν ακρι
βέστερον την σύστασιν πολλών ζωικών ουσιών, διέκρινον δε τρία
κύρια πολυσύνθετα άζωτον, θείον και φωσφόρον εμπεριέχοντα
όιζικά, την ινίνη ν (fibrin, την κυρίαν ουσίαν τών ινών), την τυρί,
ν η ν, και την λευκωματίνη ν (albumin). Αι τρεις αύται ουσία
ευρέθησαν και εν τη συνθέσει των φυτών ή των φυτών λευκωμα,
τίνη, ώς ευρισκομένη αφθονώτερον εν τοις οσπρίοις, λατινιστί
leguminosa καλουμένοις, εκλήθη legumin (όσπρίνη;)
"Ο Μούλδερ απέδιδε την ομοιότητα των ζωικών και φυτικών
ουσιών τούτων εις υποθετικόν τι τετραμερές (Ανιο Οο 1,ι Οι»)
ριζικόν, όπερ ώνόμασε πρωτείνην, διότι εθεώρει ώς πρωτεύον
αίτιον της ζωής βεβαιοί μάλιστα ότι διαλύσας εν ηραιωμένη δια,
λύσει καλίου ουσίας, εν αις υπέθετε το συστατικόν τούτο, απεμύ
νωσε τη προσθήκη οξέος την πρωτείνην ώς φαιάν πηκτώδη ύπο,
στάθμην, ήτις ξηρανθείσα, απετέλεσεν υποκίτρινον κερατώδες
σώμα. Κατά την ιδέαν του ΑΙούλδερ το ριζικόν τούτο δεν εμπεριέ,
χει ούτε φωσφόρον, ούτε θείον, ένoύμενον δε μετά τούτων αποτε:
λεί τάς εν λόγω ουσίας. Αλλ' ό Λίβιχ, ό Φλέιτμαν και άλλοι χημι,
κοί δεν παρεδέχοντο την ύπαρξιν του όιζικού τούτου, Η περί
πρωτείνης δε θεωρία ανετράπη ότε ο Φλέιτμαν απέδειξεν ότι ή
ουσία, ήν, ώς ανωτέρω, ο Μούλδερ απεμόνωσε, και την οποίαν εθεώ
ρησεν ώς πρωτείνην, εμπεριέχει θείον. Αι πριν πρωτείνια συν
θέσεις καλούμεναι, εκλήθησαν βραδύτερον αίματογόνοι ουσία"
ώς συντελούσαι κυρίως εις τον σχηματισμών του αίματος. 0 Λίβ%.
ώνόμασε διά τον αυτόν λόγον τάς ουσίας ταύτας πλαστικάς
Αί έρευνα των νεωτέρων επί των σπουδαίων τούτων όργα"
νικών ουσιών, ανήκουσιτή ειδική χημεία.
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΛΗΜΕ/ΑΣ.
ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ..
ελ.

Προλεγόμενα . . . . . . . . . . . . . V

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ.
Εισαγωγή • . • - - - - - - - - 11

Α Ρ.ΛΑ / Α / Σ Τ () /Ρ/Α Τ'// Σ' Λ Η J/ Ε/Α Σ'


η
" Η

Πρώτη Περίοδος - - - -
15
- " - «ν "χ

Χημικαι γνώσεις των αρχαίων εθνών, Αιγυπτίων. Φοινίκων, Ιορα


ηλιτών, Ελλήνων και Ρωμαίων. Σόλων. Πυθαγόρας, Ηρόδοτος,
Όμηρος Πλάτων, Ασκληπιός. 1ημόκριτος, Αριστοτέλης, Θαλής
Αναξιμένης. Ηράκλιτος. Θεόφραστος. Διoσκoρίδης, Γάϊος Πλι -
νιος. Κλαύδιος Γαληνός, Αλεξανδρινή Ακαδημία.
J/ Ε Σ Α Ι Α Ι Σ Τ () ΡΙ Α.
ή
Δευτέρα Περίοδος.
Α. Τμήμα. Εποχή τής αλχημείας . . . . 22
"Αραβες. Συνέσιος και Ζώσιμος ο Πανοπολίτης Μιχαήλ Ψελλός,
Νικηφόρος Βλη μιάδης. Αρτέφιος. Γημήρος. Ραζής. Αβικένας.
4ν errollès. Αλβουκασης. Αλβέρτος Μάγνος Ρογήρος Βάκος.
Αρνόλδος Βιλλανoβάνος. Ραύμούνδος Λούλος, Βασίλειος Βαλεν
τίνος. Ερμής Τριομέγιστος. Ιούλιος Ματήρνος Φίρμικος. Περί
του φιλοσοφικού λίθου.

Β. Τμήμα Ιατρική Λημεία . . . . . . . 33


Παρακέλους. Γ. Αγρικόλας, Θουρνεύοηρος, Κουερκιτάνος, Τουρκέ.
της Μαύέρνης. 1. Λιβαριος, Αγγελος Σαλας, Ελμοντος. Γλαυ
βήρος. Σύλβιος-δε λα Βοέ. Ταχήνιος.
Μ Ε Α Ι Σ Τ () ΡΙ Α.

Τρίτη Περίοδος.
/ Τμήμα Φλογιστική εποχή . . . . . . .
Περί φλογιστού. Βουλέ. Κούγκελ. Βήχηρος. Ομβέργος. Ν. Λέμερυ.
Λ. Λέμερυ. Στάλ. Οφμαν. Νέυμαν. Έλλερ. Πότ. Μαργράφ. Γεο
φρού. Δουαμέλ δέ Μονοώ. Μακουέρ. Μεύτων. Βλακ. Καβένδι
σχος. Πριστλέυ. Σχέελε. Βέργμαν.

Τετάρτη Περίοδος.
1/. Τμήμα. Ποσοτική Εποχή . . . . .
Χαρακτηρ της νέας εποχής. Λαβοαζιέ. Γουϊτών, δέ-Μορβω. Φουρ
κρού. Βερθολέτ. Κλαπροθ. Βωκελίνος. Προύστ. Ρίχτερ και Βέν
ζελ. Δάλτων. Γέύ Λουσάκ. Δέυυ Θενάρδος, Βερζέλιος Φαραδάύ.
Μίτζερλιχ. Δουμά. Λίβιχ. Βέλερ. Βουνζεν, Βισώφ. Α. Β. Όφμαν,
Ερδμάν, Κόλβε. Κώπ. Πογγενδωρφ. Ρετιμπαχερ, Βάγνερ. Σε.
βρ λ. Βουσιγγώλτ. Δεβίλ. Λέβιχ. Χαϊν,
17
ΜΕΡΟΣ Μ ΕΥΤΕΡΟΝ.
ΕΙΔΙΚΙΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΙΜ/ΕΙΑΣ.
-"

ητοι

"Ιστορία των διαφόρων χημικών θεωριών και έκά


στης των ουσιών ιδί α.
Τμήμα Ι. Ιστορία τών διαφόρων θεωριών. Σελ.

Α. Περί χημικής συγγενείας - - - - - -


109
Β. Ηλεκτροχημική θεωρία και Ηλεκτρολυτικός
νόμος . . . . . . . . . . . . . 113
Γ. Περί ατομιστικής θεωρίας, στοιχειομετρίας, περί χημικών
συνθέσεων, της ονοματολογίας και των συνθέσεων 119

Δ. Περί άλάτων, βάσεων και οξέων . . . . . . 128

Περί χημικών εργασιών 138

Τμήμα ΙΙ. Ιστορία έκαστης των ουσιών ιδία και των


συν θέσεων αυτών. Εισαγωγή.
Περί Στοιχείων και ετυμολογία της ονομασίας αυτών 141

Α. Αμέταλλα στοιχεία . . . . . - -
147
Οξυγόνον, Αζωτον. "Υδωρ, Υδρογόνον. "Ανθραξ. Θείον Φωσφόρος,
Σελήνιον. Βόριον, Σιλίκιον. Αλ ο γόνα στοιχεία. Χλώριον,
Βρώμιον. Ιώδιον. Φθόριον,
Β. Μεταλλικά στοιχεία και αι συνθέσεις αυτών,
Α. Ελαφρά μέταλλα 175
. . 181
α) Αλκαλικά μέταλλα . . . . .
Κάλιον, Νάτριον. Λίθιον. Αμμώνιον.
183
β) Μέταλλα των αλκαλικών γαιών
Βάριον Στρόντιον Ασβέστιον,
186
γ) Μέταλλα των κυρίως γαιών - - -

Μαγνήσιον. Αργίλλιον, Λαζούριον. Βερύλλιον, Ζιρκόνιον, Νόριον,


Θόριον. Δημήτριον. Λανθάνιον. Διδύμιον. "Υτριον. Έρβιον,
Τέρβιον.
Β. Βαρέα μέταλλα,
192
α) αγενή μέταλλα - - - - - - - -

Μαγγάνιον. Σίδηρος, Νικέλιον, Κοβάλτιον. Ουράνιον, Χαλκός, Ψευ,


δάργυρος. Κάδμιον Μόλυβδος, Βισμούθιον.
207
β) Ευγενή μέταλλα - - - - - -

Υδράργυρος, Αργυρος. Χρυσός. Λευκόχρυσος, Παλλάδιον. Ρόδιον.


Ιρίδιον. Οσμιον, Ρουθήνιον. *
215
γ) Ηλεκτροαρνητικά μέταλλα
Κασσίτερος. Αντιμόνιον. Αρσενικόν. Τελλύριον Τιτανιον Ταντά

λιον. Νιόβιον. Πελόπιον. Βολφράμιον. Μολυβδαίνιον, Βαναδιον.


Χρώμιον,
ΟΡΙ"ΑΝΙΚΗ ΧΕΙΜΕΙΑ
ήτ Οι

Συνοπτική ιστορία των σπουδαιοτέρων οργανικών


συνθέσεων, Σελ.

Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . 224
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΓΝΩΣΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝ
ΘΕΣΕΩΝ,

α) Περί τών ο υδετέρων υδρο ανθρακούχων συνθέ.


σεων, του σακχάρου και του αμύλου . . . . 230
ίβ) Λίπη και έλαια.
α) Λίπη . . . . . . . . . . . . 231
β) Αιθέρια έλαια . . . . . . . . . . . 234
γ) Βαφ ι κ αι ουσία . . . . . . . . . 235
δ) 0ινόπνευμα και διάφοροι αιθέρες . . . . . 236
ε) 0ργανικά οξέα . - - - - - - 245
ς) Αλκαλοειδή ή οργανικαί βάσεις . . . . . 255
ζ) Πρωτείνη - - - - - - - - - - 256

ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ.

Ανάγνωθι εν Σελ. VΙΙ στιχ. 10 βασιλικών αντί βασιλικών


γη η , ΙΧ, 23 ορθοτέραν η ορθωτέραν
η η η 18 η 31 στοιχείον η στοχείον
2, η , η , 38 αμμίου η μίλτου
» η , 19, 18 σακχάρεως η ζαχάρεως
» η , 21, 25 αιγυπτιακοί η αιγυπτιακο
" - , 23 , 3 καθαρότητος η καθαριότητος
τ" » η 25 και
30 οξειδωμένη η ώξειδωμένη
» και η 26 η
10χρυσωρυχείον, χρυσορυχείον
» η , 28,
6 αργυρωρυχεία η αργυροχεία
" η - 29,
30 και λιβανωτίδος και εκλιβανωτίδος
" - , 31,
35 προσοχής η προσχής
" η , η , 36 Ιούλιος η Ιούλιους
" » η 36, 40 ερυθρόν η ερυθρούν
"η η , 37 η 12 αυταίς η αυτοίς
" η , 40 και 32 "Αγγελος η Αγγλος
y" η η 42, 27 αποπνίγονται η αποπίγνονται
*) - η 45 και 40 άμμιον η μίλτον
ν» η , 47 και 11 ποσοτικών η προσοτικών
" - η 56 , 2 σακχάρεως γ) ζαχάρεως
- ι, και η η 18 ύελον η ύέλον
17 *
Ανάγνωθι εν Σελ. 63 στιχ. 10 τό άρμιον αντί ή μίλτος.
» - - 64 - 37 Βοερχάβιος Βήχήρος
"» - 65 - 24 άμβαρ η άμβραν
» - 69 και 3 ελαφρότερον και ελαφρώτερων
ν - , η , 11 θειικόν η θεικόν.
γ. - - 74 - 28 αμμιων - μίλτος
". ι, η 77 . 15 Αι υποθέσεις αύται
y, - - 81 - 1 ταύτη αντί ταύτε
» ι, η 84, 8αι (Α
- η , 87 - 25 των κανόνων τούτων
7: η , 93 - 23 μεγίστην αντί μεγίστ θν
"? » . . . 29 ανθρακωρυχείοις - ανθρακορυχείοις
-- - . . . . 33 καθηγητής " καθηγητής
-- - - 112 και 15 μορίων - μοίων
"» - - , η 23 εκτός .. εντός
και» - 135 και 8 τοιουτοτρόπως - τοιουτροπως
"» - - - - 27 γαία - γαλα
2" , 149 και 17 αέριον - αερίων
2» - - 153 , 35 φωσφύρυν - φώσφορον
ι, η 170 και 12 Βεβαιοί - βεβειοι
-- - , 173, 32 εξ - εκ
** - - 181 - 7 αποχώρισιν - εποχώρισιν
". : : : : Άθι
γη " - 1"
: Ά"
22

« - 191 - 12 σιδήρωρυχείω και σιδηρορυχείφ


- - 192, 33 μέταλλα και μέταλλα
- - - 206, 28 1785 ., 178
4. - - 222, 25 σήμερον - σήμερων
\
ζ,7Ά
ζζζ.5
ΓΝ
ΆΣΨx-ξΕ
ξ.
.."Ε
Εξ ΤΥ."Ο
κ.
ζ". "Εδειξ
Α. ΟΝ 5.Σ. ξ
ΣΥΣΚΕΑΝ
ΥΡΑΨΟΕ
"ΑΑξε"
ΧΑΥ» Γ.

Ν.χ.
"Ε ";ΕΕ"δσίingtrinri
. -
-

, Ε.

You might also like