Professional Documents
Culture Documents
Τ .Ε.Ι. ΗΠEIPOY.
ΣΧΟΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ.
TΜΗMA ΛΑΙΚΗΣ & ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ.
Πτυχιακή εργασία
ΑΜΦ 538
κ. Κοκκώνη Γεώργιου.
Άρτα
Μάιος 2011
Πίνακας περιεχομένων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ .............................................................................................................................3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................................... 5
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ζητήματα προσδιορισμού των όρων «αναβίωση, κουλτούρα, παράδοση
μέσα από επιστημονικές θεωρίες και ορισμούς ...................................................................14
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
2.1. Ιστορική αναδρομή στο «ρεμπέτικο»των μεταπολεμικών χρόνων ............................. 27
2.2. Η δεκαετία του 1970: «Ρεμπέτικο, αντιελιτισμός και περιθώριο».............................. 35
2.3. Η δεκαετία του 1980: Θεσμοποίηση και κεφαλαιοποίηση .......................................... 45
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………………….94
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………………..103
2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
3
συγκεκριμένων βιβλίων και την γενικότερη βιβλιογραφική έρευνα στο εσωτερικό της
κάθε βιβλιοθήκης.
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5
στο παρελθόν», αλλά την ανασυγκρότηση και κατηγοριοποίηση του. Στο κεφάλαιο
αυτό η πολιτική και «πολιτισμική» διαχείριση του συμβολικού κεφαλαίου της
«παράδοσης», θα εξεταστεί ως μια διαδικασία κεφαλαιοποίησης και πολιτικοποίησης
της «κουλτούρας»3. Μελετούμε το ζήτημα αυτό με βασικό άξονα την περίπτωση του
«ρεμπέτικου». Η «κουλτούρα», ένας άλλος προβληματικός όρος που πρέπει να
ορισθεί για την ανάπτυξη αυτού του εγχειρήματος, θα προσεγγιστεί μέσα από
ερμηνευτικά σχήματα και ορισμούς.4 Όλα αυτά θα εξετασθούν κάτω από τις
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επιφέρει η «παγκοσμιοποίηση», ένας όρος
που εμφανίζεται σταδιακά από την δεκαετία του 1960 και μετά.5 Θα δούμε πως η
«παγκοσμιοποίηση» θα δημιουργήσει αντιθετικές επιπτώσεις από αυτές που
κατηγορείται ότι θα επιφέρει. Ο «εθνικισμός» θα ενδυναμωθεί και η «παράδοση» θα
αποτελέσει ένα «συμβολικό κεφάλαιο», ενώ οι «αναβιώσεις εθνικών ή ταξικών
παραδόσεων», θα γίνουν ιδιαίτερα δημοφιλείς από την δεκαετία του 1960 και μετά6
(τότε περίπου εμφανίζεται και ο όρος «παγκοσμιοποίηση»). Το πρώτο κεφάλαιο
αποτελεί όχι μόνο την θεωρητική βάση της εργασίας, αλλά και το ιστορικό,
κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της, στο οποίο θα στηριχθεί η ανάπτυξη της.
Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα
2004. Σελ. 257.
3
Δερμετζής Νίκος, Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1995, Β’
Έκδοση. Σελ. 41 – 75.
4
Δερμεντζόπουλος Χρήστος – Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις
Μεταίχμιο, Αθήνα 2004. Βλ ΚεφάλαιοWright Susan, Η πολιτικοποίηση της κουλτούρας. Σελ. 77-86. Βλ
επίσης Δερμετζής Νίκος, Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1995,
Β’ Έκδοση. Σελ. 50-51.
5
Ψαρρού Νέλλη, Εθνική Ταυτότητα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις GUTENBERG,
Αθήνα 2005. Σελ. 193-194 και σελ. 203.
6
Αυτόθι. Σελ. 276.
6
«τέλος του ρεμπέτικου».7 Επίσης το «ρεμπέτικο» τις δεκαετίες του 1950 και 1960 θα
αποτελέσει θέμα συζήτησης και διαμάχης στους κύκλους της διανόησης, όπως και
της Αριστεράς και θα του δώσει ένα «ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο»,8 το
οποίο θα επιβιώσει κατά ένα μέρος και στην περίοδο της Μεταπολίτευσης και θα
επηρεάσει τον τρόπο πρόσληψης του. Σε αυτόν τον Λόγο που συγκροτείται γύρω από
το «ρεμπέτικο» αυτήν την εποχή, κύριο ερμηνευτικό σχήμα για τους επικριτές και
υποστηρικτές του αποτελεί η «ελληνικότητα η μη του είδους», σύμφωνα με το
τρίπτυχο: «Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Νεότερη Ελλάδα», με την λογική των
«συνεχειών».9 Συνέπεια αυτής της πρόσληψης είναι η μυθοποίηση του «ρεμπέτικου»
και από τις δύο πλευρές αυτής της διαμάχης η οποία φαίνεται όλο και πιο έντονη στα
μεταπολεμικά χρόνια.
7
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Βλ. Κεφάλαιο
Τρίτο: Στοιχεία διαχρονικής ανάλυσης περιεχομένου, «Εργατική» περίοδος :οι πρώην προλετάριοι (1940
– 1953). Σελ. 243. Επίσης Βλ: Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα
γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος ΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 465-466.
8
Βλησίδης Κώστας, Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου,
Αθήνα 2006. Επίσης βλ: Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις
Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Βλ. Άρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι (1947-1976).
Σελ.137 -208.
9
Κοταρίδης Νίκος, Ρεμπέτες και Ρεμπέτικο Τραγούδι, Επίμετρο Δαμιανάκος Στάθης, Εκδόσεις
Πλέθρον, Αθήνα 2003. Σελ. 229-231.
10
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη
Ευβοίας, Αθήνα 2001. Βλ. Άρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι (1947-1976). Σελ. 145-149.
11
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Βλ. Βασίλης Τσιτσάνης: 10 χρόνια από το θάνατό του,
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της 16ης Ιανουαρίου 1994. Σελ. 76-83. Επίσης Βλ. Βλησίδης
Κώστας, Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2006.
Σελ. 196-197.
7
του «έντεχνου τραγουδιού», με κεντρικά πρόσωπα τον Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη
Θεοδωράκη και την χρησιμοποίηση οργάνων (μπουζούκι) και ρυθμικών σχημάτων
(«ζεϊμπέκικος, χασάπικος»), σε μια διαφορετική μουσική «αισθητική και έναν
διανοουμενίστικο χαρακτήρα».12
Επίσης έχουμε την ανάδειξη ενός νέου τύπου ορχήστρας της «λαϊκής», η
οποία θα υπερισχύσει και θα έχει μεγάλη απήχηση αυτήν την εποχή (τετράχορδο
μπουζούκι, εισαγωγή άλλων οργάνων και χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενίσχυσης),
η οποία τελικά θα γίνει «σύμβολο του λαϊκού τραγουδιού».13 Από τη δεκαετία του
1960 και μετά παρατηρείται μια «επιστροφή στο πειραιώτικο ρεμπέτικο» του
Μεσοπολέμου με την συλλογή δίσκων 78 στροφών, την έκδοση βιογραφιών και την
επαναηχογράφηση του «πειραιώτικου ρεπερτορίου».14 Η νέα γενιά (και ιδιαίτερα οι
φοιτητικοί κύκλοι) της δεκαετίας του 1960 δείχνει ένα έντονο ενδιαφέρον για το
«ρεμπέτικο» μεταξύ των οποίων ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Παναγιώτης Κουνάδης,
ενώ καθοριστικό ρόλο στην εκτίναξη του ενδιαφέροντος για το «είδος» είχε η
δραστηριοποίηση του Ηλία Πετρόπουλου που κορυφώθηκε με την έκδοση των
«Ρεμπέτικων Τραγουδιών».15 Αν συνδυάσουμε την δράση του Η. Πετρόπουλου με το
καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974), τότε μπορούμε να
καταλάβουμε πως η «αναβίωση του ρεμπέτικου» στην Μεταπολίτευση απέκτησε
πολιτικό και «ιδεολογικό» περιεχόμενο και για πιο λόγο είχε ιδιαίτερη απήχηση στην
«νεολαία» και στους φοιτητικούς κύκλους.16
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 το «ρεμπέτικο» - κατά την
φαντασιακή του πρόσληψη - αξιώνεται ως ένα «περιθωριακό τραγούδι με έναν
12
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 77-78, 96-97.
13
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη
Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 67-71. Επίσης Βλ: Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από
μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1992. Σελ. 83-84.
14
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 466.
15
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 112.
16
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 93-96.
8
αντιελιτιστικό χαρακτήρα». Καθοριστική σημασία για την «υπεραξίωση» και
μυθοποίηση του, είχε και η στάση της πολιτικής ηγεσίας προς αυτό μέσω του
μηχανισμού της λογοκρισίας και των απαγορευτικών μέτρων17 (απαγόρευση
δισκογραφικής κυκλοφορίας «ανθυγιεινών ρεμπέτικων»). Επίσης στα πρώτα χρόνια
της Μεταπολίτευσης παρατηρείται μια προσπάθεια οριοθέτησης του «ρεμπέτικου»,
μέσα από επιστημονικές μελέτες, ενώ έντονη είναι και η ενασχόληση του Τύπου
(εφημερίδες) με το θέμα.18 Κύριο χαρακτηριστικό της δεκαετίας είναι η εμφάνιση
«κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών κινημάτων», των οποίων χαρακτηριστικό
ήταν η σύνδεσή τους με τον λαό», τα οποία είχαν «λαϊκιστικό και αντί –ελιτίστικο
χαρακτήρα». Κάτω από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, «ανακαλύφθηκαν» ή και
κατασκευάστηκαν «απωθημένες μορφές λαϊκής κουλτούρας», πρακτική η οποία είχε
ως αποτέλεσμα την κατασκευή μιας φαντασιακής «λαϊκής ταυτότητας», μέρος της
οποίας ήταν και το «ρεμπέτικο».19 Την δεκαετία του 1980 φτάνουμε στην
κεφαλαιοποίηση του «ρεμπέτικου» και την πολιτική του χρησιμοποίηση από τις
κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με την εισαγωγή του «ρεμπέτικου» στον επίσημο
«πολιτιστικό λόγο».20 Έτσι το «ρεμπέτικο» την δεκαετία του 1980 φέρεται να
διεκδικεί τον χαρακτήρα του «εθνικού τραγουδιού» και της «αυθεντικής παράδοσης»
στην συνείδηση του μέσου Έλληνα της εποχής.21
Στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια μουσικολογική προσέγγιση της
«αναβίωσης του ρεμπέτικου». Και εδώ η ανάπτυξη του θέματος ξεκινά από τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια, αφού οι εξελίξεις στα μουσικά ζητήματα της εποχής αυτής
αποτελεί πρόδρομο των μουσικών πραγμάτων στην Μεταπολίτευση. Στα μέσα της
17
Αυτόθι. Σελ. 106.
18
Βλησίδης Κώστας, Για μια βιβλιογραφία του Ρεμπέτικου (1873-2001), Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2002.Στο περιεχόμενο της βιβλιογραφίας και των πηγών που αναφέρονται μεγάλος
όγκος χρονολογείται στην δεκαετία του 1970.
19
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 133-134 και 144-145.
20
Αυτόθι. Σελ. 150.
21
Βλ. Δαμιανάκος Στάθης, Fado και ρεμπέτικο, βίοι παράλληλοι, διάλεξη από το Διεθνές Συνέδριο που
έγινε στην Άρτα τον Ιούνιο του 2002, υπό την οργάνωση του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής
Μουσικής του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Το παρών κείμενο περιέχεται στο βιβλίο: Δερμεντζόπουλος Χρήστος –
Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα
2004. Σελ. 257.
9
δεκαετίας του 1950 το «ρεμπέτικο υποχωρεί» και αναδεικνύεται ένα νέος τύπος
ορχήστρας με μπουζούκια, η οποία θα χαρακτηριστεί «λαϊκή».22 Την περίοδο αυτή
έχουμε την εμφάνιση του «δεξιοτέχνη εκτελεστή», αλλά και του συνθέτη, γεγονός το
οποίο θα επιφέρει καινοτομίες και μια νέα «αισθητική» διαφοροποιημένη από τα
προπολεμικά χρόνια. Η ορχήστρα θα εμπλουτιστεί και με άλλα όργανα, ενώ έχουμε
την ανάδειξη κάποιων μουσικών στοιχείων τα οποία είχαν ατονήσει κατά την
προηγούμενη περίοδο. Αυτή η διαδικασία θα ακολουθήσει νέα «μουσικό – αισθητικά
πρότυπα», σε συνάρτηση με τις εξελίξεις σε μουσικό – τεχνικά ζητήματα που
συμβαίνουν σε διεθνή κλίμακα.23 Επίσης ένα άλλο νέο χαρακτηριστικό είναι η
σταδιακή επικράτηση των ηλεκτρικών οργάνων και του ηλεκτρικού ήχου στις
ορχήστρες, οι οποίες χρησιμοποιούν πλέον το τετράχορδο μπουζούκι.24 Μέχρι τα
μέσα της δεκαετίας του 1960, έχουμε την υποχώρηση της «πειραιώτικου τύπου
ορχήστρας» και την επικράτηση της «νεωτεριστικής λαϊκής», η οποία μονοπωλεί στα
κέντρα διασκέδασης και στην δισκογραφία.25 Η μουσική εκτέλεση και το ρεπερτόριο
εμφανίζονται εμφανώς διαφοροποιημένα με νέα στοιχεία ενορχήστρωσης που έχουν
να κάνουν με την μελωδική, αρμονική και ρυθμική διαφοροποίηση και την
«επαγγελματοποίηση» της ορχήστρας. Η τροπική απόδοση των «μουσικών δρόμων»
υποχωρεί και στην θέση της έρχεται μια εκτέλεση με την νοοτροπία της κλίμακας
(scale), που εναρμονίζεται αναλόγως.26
Από τα μέσα της δεκαετία του 1960 παρατηρείται μια τάση «επιστροφής στο
ρεμπέτικο» με τις επαναηχογραφήσεις και την κυκλοφορία δίσκων «ρεμπέτικου
περιεχομένου». Αυτή η πρώτη «αναβίωση του ρεμπέτικου» χαρακτηρίστηκε από
έναν προσωποκεντρικό χαρακτήρα κάτι το οποίο φαίνεται στην δισκογραφία της
22
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη
Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 67-68.
23
Κοκκώνης Γιώργος, Αγροτική κοινωνία και λαϊκός πολιτισμός, Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του
Στάθη Δαμιανάκου, Θεματική ενότητα: Ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, Αθήνα 25-27 Μαΐου 2005.
24
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη
Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 68.
25
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 83-84.
26
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Μετάφραση Σαββάτης Ν. Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη
Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 74.
10
εποχής.27 Ο θάνατος των προσώπων που αποτελούσαν τα «πρότυπα αυτής της
αναβίωσης» στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εκτόξευσε το μουσικό ενδιαφέρον για
το «ρεμπέτικο».28 Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση νέων «ρεμπέτικων
ορχηστρών» και των «ρεμπέτικων κομπανιών» και της δημιουργίας και συγκρότησης
του «νέου ρεμπέτικου κανόνα». Αποφεύγεται η χρήση των ηλεκτρικών οργάνων,
επαναφέρεται το τρίχορδο μπουζούκι και υπάρχει μια διάθεση «αποκοπής», από τις
δύο προηγούμενες δεκαετίες.29 Ο ήχος (ακουστικά όργανα) παίρνει το χαρακτήρα
ενός «συμβόλου», το οποίο εννοεί την «ρεμπέτικη παράδοση», όπως αυτή
προσλαμβάνεται στην Μεταπολίτευση. Το ρεπερτόριο «εξακολουθεί να προέρχεται
από το πειραιώτικο ρεμπέτικο» - με ελάχιστες εξαιρέσεις – εξυπηρετώντας ένα κοινό
το οποίο στην πλειοψηφία του είναι νεανικό. Το κοινό αυτό περικλείει πλήθος
αντιθέσεων και διαφοροποιήσεων και το οποίο βρίσκεται σε μια διαδικασία «μίμησης
των ρεμπέτικων προτύπων» (συμπεριφορά, ένδυση κ.α.).30
Κατά την δεκαετία του 1980 και για τις ανάγκες του αυξανόμενου κοινού, η
«νέο – ρεμπέτικη ορχήστρα ή κομπανία», διευρύνει το ρεπερτόριο της εισάγοντας σε
αυτό και μεταπολεμικά τραγούδια, ενώ γίνονται διάφορες καλλιτεχνικές συνεργασίες
προσώπων τα οποία «φαίνονται να εξυπηρετούν» διαφορετικά ρεπερτόρια.31 Το
γεγονός αυτό δημιουργεί ένα νέο «μουσικό πεδίο» το οποίο έχει μεγάλη απήχηση στο
κοινό της Μεταπολίτευσης και το οποίο προσλαμβάνεται ως συμπαγές αν και
περιλαμβάνει μια σειρά αντιθέσεων. Επίσης η θεματολογία του ρεπερτορίου
παραπέμπει στην «χασισοποσιακή επιτέλεση», την σύγκρουση με τον επίσημο λόγο
27
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009. Βλ: Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου,
Τσιτσάνης.
28
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο ,Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 96.
29
Δερμετζής Νίκος, Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1995, Β’
Έκδοση. Σελ. 147-151.
30
Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού
στην Θεσσαλονίκη [1985 – 2005], Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2008.Σελ. 127.
31
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009. Βλ: Ιακωβίδης Α. Γκολές Μ.
Οπισθοδρομική Κομπανία, Αθηναϊκή Κομπανία, Ρεμπέτικη Κομπανία. Βλ επίσης: Βαμβακάς Βασίλης
– Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό
λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 398-400.
11
και τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό, όπως και με την Κατοχή, το οποίο θα
αποτελέσει ένα σημείο τομής και διαμάχης με την ευρύτερη Αριστερά.
32
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής ,Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 76.
33
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 141.
12
οι οποίες γινόταν είτε σε «μπουάτ», είτε ακόμη και σε αμφιθεατρικές αίθουσες των
πανεπιστημίων.34
34
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 96. Επίσης Βλ: Κουνάδης Παναγιώτης,
Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος B’, Εκδόσεις Κατάρτι,
Αθήνα 2003. Σελ. 180.
13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Κεντρικό θέμα της εργασίας είναι η διαδικασία «αναβίωσης του ρεμπέτικου» κατά
την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ο πρώτος όρος τον οποίο θα πρέπει να εξηγήσουμε
είναι αυτός της «αναβίωσης». Πρόκειται για έναν όρο με τον οποίο έχει ασχοληθεί η
επιστήμη της Ανθρωπολογίας και της Εθνομουσικολογίας. Συνεπώς σε αυτό το
πρώτο κεφάλαιο θα τεθεί το θεωρητικό υπόβαθρο της εργασίας και έχει να κάνει με
όλες τις πτυχές των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε. Οι έννοιες της
«αναβίωσης», της «παράδοσης», της κουλτούρας» αποτελούν έννοιες άρρηκτα
συνδεδεμένες μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό που η καθεμία να συμπληρώνει την άλλη,
η καθεμία να αποτελεί προέκταση της άλλης, η καθεμιά να περικλείει την άλλη, η
καθεμία να θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη και κατανόηση της άλλης και όλες μαζί
να αποτελούν ένα σύνολο στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν πολλές φορές
αντιδράσεις και συγκρούσεις. Για το λόγο αυτό στο παρόν θα γίνει μια προσπάθεια
να αποσαφηνιστούν οι παραπάνω έννοιες μέσα από τους ορισμούς που δίνουν
επιστήμονες από διάφορους τομείς και σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο.
Ο όρος «αναβίωση», προέρχεται από τις λέξεις ανά + βιώνω. Σημαίνει κάτι που
«ξανά- βιώνεται», που «ξαναγίνεται». Μια πιο πρώτη ανθρωπολογική προσέγγιση
στο θέμα είναι πως η «αναβίωση, αποτελεί το φαινόμενο της συντελεστικής
συμπεριφοράς, η εκ νέου εμφάνιση μορφών δράσης οι οποίες είχαν εξαλειφθεί και η εκ
νέου εμφάνιση του περιβάλλοντος στο οποίο οι δράσεις αυτές συνέβαιναν» Η «εκ νέου
εμφάνιση του περιβάλλοντος, στο οποίο οι δράσεις αυτές συνέβαιναν» είναι η
προβληματική του ορισμού καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις είναι τεχνητή και
δημιουργείται έξω από το κοινωνικό κλίμα της εποχής35. Ο παραπάνω όρος είναι
προβληματικός όπως και ο όρος «παράδοση», πόσο μάλλον η έννοια της «αναβίωσης
των παραδόσεων». Ιστορικοί και ανθρωπολόγοι, χαρακτήρισαν την «αναβίωση
παραδόσεων» ως το βασικό εργαλείο της επινόησης των «παραδόσεων» και το
τοποθέτησαν μέσα στο πλαίσιο της «μαζικής στροφής προς την παράδοση». Η έννοια
της «παράδοσης», αφορά κυρίως «στο δόσιμο από την μια γενιά στην άλλη»
35
Νίκος Μπαζιάνας, Για τη λαϊκή μουσική μας παράδοση, Μικρά μελετήματα, Εκδόσεις Τυπωθήτω,
Αθήνα 1998. Βλ. Εισαγωγή.
14
στοιχείων και υλικών που την προσδιορίζουν και σκοπός της είναι να εμφανίζεται
«αμετάβλητη, σταθερή και συνεχής», γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη διαρκή
μεταβολή και ανανέωση του σύγχρονου κόσμου. Ωστόσο από την άλλη πλευρά η
«παράδοση» διαθέτει «επινοητικότητα», μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στις
εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που
τελικά την προσδιορίζουν. Όταν αυτή η διαδικασία ανακοπεί τότε «η παράδοση παύει
να υφίσταται» ή τουλάχιστον δεν έχει πλέον τον ρόλο τον οποίο είχε στον κοινωνικό
περίγυρο και θεωρείται «νεκρή». Εδώ αναφέρεται η διαδικασία της «αναβίωσης», ως
ένας μηχανισμός «νεκρανάστασης της παράδοσης». Αυτός ο μηχανισμός έχει ως
αποτέλεσμα την επινόηση της «παράδοσης» και την τυποποίησή της. Βέβαια
«παραδόσεις» που χαρακτηρίζονται «παλιές» και «αυθεντικές» συχνά, είτε έχουν
«πρόσφατη προέλευση είτε είναι επινοημένες». Η επινόηση της παράδοσης εννοούμε
πως είναι μια διαδικασία τυποποίησης και «τελετουργικής μετουσίωσης» που
χαρακτηρίζεται από αναφορά στο «παρελθόν». Μέσα από αυτή τη διαδικασία η
«παράδοση» παγιώνεται και της αφαιρείται το χαρακτηριστικό της
«επινοητικότητας». Γι’ αυτό τον λόγο, ο όρος είναι προβληματικός και δεν υπάρχει
σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επινόηση της «παράδοσης» και στην
επινοητικότητά της. Η δημιουργία «παραδόσεων» χρησιμοποιήθηκε επίσημα και
στην περίπτωση αυτή ονομάζεται «πολιτική», αλλά και ανεπίσημα οπότε και
χαρακτηρίζεται ως «κοινωνική»36.Ειδικότερα το κράτος συνέδεε επίσημες και
ανεπίσημες, τυπικές και άτυπες πολιτικές και κοινωνικές «επινοήσεις παραδόσεων»
και καθόριζε όλο και περισσότερο το μέγιστο τμήμα του σκηνικού στα πλαίσια του
οποίου διαδραματίζονταν οι κρίσιμες δραστηριότητες που καθόριζαν τις ανθρώπινες
ζωές, καθώς μια ολοένα μεταβαλλόμενη κοινωνία κατέστησε τις «παραδοσιακές
μορφές» διακυβέρνησης δύσκολες έως και ανεφάρμοστες ώστε τελικά να
απαιτούνται νέες μέθοδοι διακυβέρνησης και εγκαθίδρυση νέων δεσμών αφοσίωσης.
Φυσικά όλο αυτό είναι στενά συνδεδεμένο με μια κοινωνία που προσπαθούσε να βρει
«νέες επινοήσεις» για να εξασφαλίσει ή απλώς να εκφράσει κοινωνική συνοχή και
ταυτότητα και να δομήσει νέους κοινωνικούς δεσμούς στα πλαίσια των ορίων του
«έθνους – κράτους», του «έθνους» των πολιτών, που θεμελιώνεται στην «κοινή
καταγωγή ,ιστορία και γλώσσα» και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία αλληλεγγύης που
εμφανίζεται μεταξύ άγνωστων μελών εντός των συνόρων του, τα οποία
36
Hobsbawm Erıc ,Η Επινόηση της Παράδοσης, Εκδόσεις Θεμέλιο ,2004. Βλ. Εισαγωγή.
15
μεταμορφώνονται σε μια εδραία και συμπαγής «πολιτισμική ομάδα».37 Έτσι «έθνος
– κράτος» και κοινωνία εμφανίζονται να «συγκλίνουν» και η τοποθέτηση του όρου
της «αναβίωσης» σε αυτό το τρίπτυχο γεννά πολλά ερωτήματα.
Από την δεκαετία του 1960 και εξής στον ελλαδικό χώρο στα πλαίσια της «στροφής
προς την παράδοση» τυποποιείται παγιώνεται και γίνεται ιδεολογία η «ακινησία της
παράδοσης». Η τάση αυτή εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονη καθώς υπάρχει μια
θεαματική ανάπτυξη των αστικών κέντρων και είναι ορατός ο κίνδυνος της
αστικοποίησης και του ταυτόχρονου «παραγκωνισμού της παράδοσης». Έτσι η
«αναβίωση» χρησιμοποιείται ως βασικό εργαλείο για την διατήρηση της
«παράδοσης» που αποτελεί πια μια «ιδεολογία» για τον μέσο Έλληνα. Μέσα σε αυτά
τα πλαίσια «η παράδοση αναβιώνει» ξεκομμένη από τον κοινωνικό ιστό του οποίου
τυπικά αποτελεί μέρος.38 Σύμφωνα με τα παραπάνω η «παράδοση», χάνει την
«συνέχειά της», κάτι το οποίο αποτελούσε χαρακτηριστικό της, και αποκτά έναν
«απαράλλακτο» και «αμετάβλητο χαρακτήρα». Αυτές οι «επινοημένες παραδόσεις»
πολλές φορές επινοούνται με σκοπό την χειραγώγηση και την μαζικοποίηση, ωστόσο
δεν πραγματοποιούνται αποκλειστικά κάτω από την αιγίδα του κράτους και για
εθνικιστικούς σκοπούς. Πολλές φορές και άλλες ομάδες υποδεέστερες, όπως η
εργατική τάξη, επινόησαν τις δικές τους «παραδόσεις» και της χρησιμοποίησαν για
ανάλογους σκοπούς, ισχυρισμός ο οποίος είναι και κεντρικός άξονας προβληματικής
της συγκεκριμένης εργασίας.
Όπως αναφέρει ο Eric Hobsbawm: «Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να γίνει
σύγχυση ανάμεσα στην δύναμη και στην προσαρμοστικότητα γνήσιων παραδόσεων με
την επινοημένη παράδοση. Εκεί όπου οι παλιοί τρόποι είναι ζωντανοί, οι παραδόσεις
39
δεν χρειάζεται ούτε να αναβιώσουν ούτε να εφευρεθούν». Έτσι σε καμία περίπτωση
δεν πρέπει να συγχέονται, οι «επινοημένες παραδόσεις» που εμφανίζουν μια
στατικότητα μια και εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς με τις «γνήσιες
παραδόσεις», οι οποίες χαρακτηρίζονται από «προσαρμοστικότητα» και αποτελούν
κάτι συνεχές, σύμφωνα με αυτήν την άποψη.
37
Φιοραβάντες Βασίλης ,Τέχνη Πολιτισμός Παγκοσμιοποίηση ,Παπαζήση,2008
38
Βλ. Internet: http://www.happyfew.gr/archives/buccaneers/gambit1.htm. (πρόσβαση στις: 15 ‐ 5 –
2011).
39
Hobsbawm Eric – Ranger Terence, Η επινόηση της Παράδοσης, Θεμέλιο Ιστορική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 2004. Βλ: Εισαγωγή σελ. 17. Εδώ αναφέρονται παραδείγματα όχι μόνο από την «παράδοση
της υπαίθρου» αλλά και από τον αστικό χώρο και από διάφορες κοινωνικά ομάδες.
16
Οι «επινοημένες παραδόσεις» χρησιμοποιούν κάποιους μηχανισμούς προκειμένου να
έχουν μαζικότερη αποδοχή. Ανάμεσα τους είναι η επιλεκτική χρήση της ιστορίας και
των «ιδεολογικών κινημάτων». Βασικός μηχανισμός και εργαλείο της «επινοημένης
παράδοσης» είναι η «αναβίωση», καθώς μέσω αυτής πραγματώνεται η «επανάληψη»
η οποία παράγει τυποποιημένα κοινωνικά πρότυπα και συγκεκριμένους κανόνες
συμπεριφοράς. Η «αναβίωση», αποτελεί πράξη «επιτέλεσης», κατά την οποία
αναδηλώνεται, επαναδιαπραγματεύεται και αναδιαμορφώνεται ένα από τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά που έχει μεταβληθεί σε σχέση με την αρχική του μορφή στο
«παρελθόν». Με τον όρο «επιτέλεση», υποδηλώνεται μια πρακτική που συνδέει τα
δρώντα υποκείμενα μεταξύ τους με ορισμένες συμβάσεις έκφρασης και επικοινωνίας.
Ο όρος εφαρμόζεται και στο ειδικό μουσικό κομμάτι ως μουσική «επιτέλεση», όπου
οι μουσικές πρακτικές προσεγγίζονται ως «επιτελεστικά προϊόντα» και οι συνθήκες
της «επιτέλεσης», μεταβάλλονται συνεχώς. Όμοια αντιμετωπίζουμε και το ελληνικό
«ρεμπέτικο τραγούδι» στην δεκαετία του 1980 ,στα πλαίσια της «επινόησης» της
παράδοσης και της «αναβίωσης» ως μηχανισμό της.
17
είδους: την πρώτη «λαϊκή και αυθόρμητη» (περιθωριοποιημένο τραγούδι) , την
δεύτερη φάση «αριστοκρατική και λόγια», όπου γίνεται «μουσική της μόδας», την
τρίτη φάση όπου διαφοροποιείται το «κοινό» και την τέταρτη όπου το fadoοδηγείται
στην «επαγγελματοποίηση» όπου τελικά το κατέληξε να είναι «σύμβολο εθνικής
ταυτότητας ενός δικτατορικού καθεστώτος (Estado Novo, Νέο Καθεστώς όπως
ονομάστηκε η δικτατορία του Σαλαζάρ, 1927). Σχετικά με το «ρεμπέτικο» διακρίνει
τέσσερις φάσεις: η πρώτη(από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1922) όπου
περιορίζεται στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, η δεύτερη (1922 – 1940),
όπου το είδος διαδίδεται και σε άλλα κοινωνικά στρώματα, εισέρχεται στην
δισκογραφία και διώκεται από την δικτατορία του Μεταξά (1936 – 1940), η τρίτη
φάση (1940 – αρχές της δεκαετίας του 1950), όπου διαδίδεται πλατιά στην εργατική
τάξη και χάνει τον «αντικοινωνικό του χαρακτήρα» και η τέταρτη φάση (1950 – ως
τις μέρες μας), την οποία αποκαλεί «είσοδος του ρεμπέτικου στα σαλόνια»
(«αρχοντορεμπέτικο» όπως αναφέρει). Στην τέταρτη αυτή «ιστορική» φάση με τη
βοήθεια της ραδιοφωνικής διάδοσης και μιας πληθωρικής δισκογραφίας το
«ρεμπέτικο» εντάσσεται στην κατηγορία του «εθνικού τραγουδιού» με αντίτιμο την
«οριστική εξαφάνιση των αυθεντικών κοινωνικών και πολιτισμικών στοιχείων του».
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των δύο «μουσικών παραδόσεων», είναι η
στάση όχι μόνο της κυρίαρχης ιδεολογίας απέναντί τους, αλλά και της Αριστεράς η
οποία τα χαρακτηρίζει και στις δυο περιπτώσεις ως έκφραση του «λούμπεν
προλεταριάτου». Ο Στάθης Δαμιανάκος,40 αναφέρει πως είναι οι «μουσικές των
περιθωριοποιημένων και των φτωχών» του αστικού περιβάλλοντος.
40
Βλ. Δαμιανάκος Στάθης, Fado και ρεμπέτικο, βίοι παράλληλοι, διάλεξη από το Διεθνές Συνέδριο
που έγινε στην Άρτα τον Ιούνιο του 2002, υπό τον την οργάνωση του Τμήματος Λαϊκής και
Παραδοσιακής Μουσικής του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Το παρών κείμενο περιέχεται στο βιβλίο:
Δερμεντζόπουλος Χρήστος – Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις
Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα 2004.
18
θέσεις εργασίας. Όλος αυτός ο πληθυσμός αναμειγνύεται με το «ευρωπαϊκό
προλεταριάτο» των αστικών κέντρων του Βορρά και δημιουργούνται τα «μαύρα
γκέτο» των πόλεων. Σε μουσικό επίπεδο, μεταφέρονται «λευκά» όργανα μέσα στην
ορχήστρα των «blues», όπως το πιάνο, η τρομπέτα και αργότερα η ηλεκτρική κιθάρα,
ενώ στον Νότο τα όργανα που χρησιμοποιούνταν ήταν η φυσαρμόνικα και η
ακουστική κιθάρα. Ο εμπλουτισμός στην οργανολογία επιφέρει και αλλαγές στην
μουσική εκτέλεση των «blues». Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα υπάρχει μια ορολογία
γύρω από το «ύφος» και χαρακτηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό γεωγραφικά
(ορολογίες όπως «Texas Blues ή Chicago Blues», οι οποίες είναι ευρέως διαδομένες
στους μουσικούς). Το «κοινό των blues» δεν διευρύνθηκε: οι «μαύροι των πόλεων»
δεν το άκουγαν «γιατί τους θύμιζε την δουλεία στον Νότο» και στράφηκαν σε άλλα
μουσικά ακούσματα (π.χ. Soul music). Η «αναβίωση των blues», και το ενδιαφέρον
γι’ αυτήν την μουσική άρχισε να εκδηλώνεται κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970,
με έρευνες κάποιων μουσικολόγων και την ενασχόληση των «λευκών με το είδος».
Αυτή η «τάση» εκδηλώθηκε και από Βρετανούς ενώ στις Η.Π.Α. από «λευκούς
φοιτητές», θεωρώντας το ως πολιτική πράξη.41(Στην περίπτωση αυτή σε σχέση με
άλλες «μουσικές αναβιώσεις» - fado, tango – έχουμε απουσία του Αριστερού Λόγου,
δεδομένης και της πολιτικής απαγόρευσης του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής).
Το «κοινό των blues», δεν χαρακτηριζόταν πλέον, από ομοιογένεια είτε χρωματικά,
είτε γεωγραφικά (και μερικώς ταξικά). Η «επαγγελματοποίηση των blues»,
δημιούργησε μια σειρά από νέους «συμβολισμούς» και η θεματολογία των ποιητικών
κειμένων άλλαξε, ενώ όλο και περισσότερη σημασία άρχισε να δίνεται σε μουσικό –
τεχνικά θέματα.
Οι «αναβιώσεις» αυτές, εξέφρασαν μια «νέα λαϊκή ταυτότητα» στην οποία δόθηκε
συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο και αυτό ενισχύει τον ισχυρισμό, πως η
«αναβίωση» μελετάται μέσα στο πλαίσιο της επινοημένης «παράδοσης». Πρόκειται
είτε για αναζήτηση «εθνικής ταυτότητας» από ένα νεοσύστατο «έθνος – κράτος», είτε
για «ταξικές παραδόσεις» ή «παραδόσεις μικρό – ομάδων». Η ταύτιση της
«πολιτιστικής παράδοσης μιας περιθωριακής υποκουλτούρας», η οποία στο
41
Μανθούλης Ροβήρος, Μπλουζ με σφιγμένα δόντια, Ταξίδι στην ψυχή των μαύρων, Εκδόσεις
ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 2006. Βλ. κεφάλαια 1 & 2. Σελ. 7‐30. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν αποτελεί
επιστημονική μελέτη αλλά ένα μυθιστόρημα με επιτόπια έρευνα. Οι πληροφορίες που
χρησιμοποιούνται προέρχονται από συνεντεύξεις και αναφορές σε ονόματα τα οποία έλαβαν μέρος
στην δισκογραφία την δεκαετία του 1960, όπως B.B. King και John Mayall, μεταξύ άλλων.
19
«παρελθόν είχε απωθηθεί από την κυρίαρχη κουλτούρα» και είχε αποτελέσει θύμα
της κρατικής καταστολής με την «λαϊκή κουλτούρα εν γένει», έδωσε στην «λαϊκή
ταυτότητα» τον χαρακτήρα της «περιθωριακότητας» και συντέλεσε στη «συγκρότηση
της λαϊκής ταυτότητας» ως ανταγωνιστικής του επίσημου λόγου. Η
«περιθωριακότητα, ο αυθορμητισμός και ο απλοϊκός χαρακτήρας της κουλτούρας του
Ρεμπέτη» εκλαμβάνονται ως ισοδύναμα στοιχεία της ηθικής αντιπαράθεσης του με το
κοινωνικό κατεστημένο και προβάλλονται ως συστατικά στοιχεία της «λαϊκής
ταυτότητας» στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης .Το «ρεμπέτικο ορίζεται» ως η κύρια
έκφανση της «λαϊκής κουλτούρας» και συνεπώς η «λαϊκή κουλτούρα»
υποστασιοποιείται μέσω της θέσμισης του ανταγωνισμού «ρεμπέτικου/λαϊκού με το
μη-λαϊκό κατεστημένο». Στη περίπτωση του ρεμπέτικου η μυθοποιημένη πλέον
«λαϊκή κουλτούρα» χαρακτηρίζεται από «γνησιότητα και αυθεντικότητα» ενώ η
«κατεστημένη κουλτούρα» απορρίπτεται ως «ξένη» και «αλλοτριωμένη». Τέτοιες
διαδικασίες συγκρότησης «συλλογιστικής ταυτότητας» οδηγούν στην εμφάνιση
«λαϊκιστικών φαινομένων» στην καθυπόταξη της διαφορετικότητας στην αρχή της
«ομοιομορφίας». Αυτό συνεπάγεται με την πολιτική και πολιτισμική διαχείριση του
συμβολικού κεφαλαίου «της παράδοσης», κάτι το οποίο περιγράφεται και ως
κεφαλαιοποίηση ή πολιτικοποίηση της «κουλτούρας». Για να γίνει η προσέγγιση
αυτή θα πρέπει να ορισθεί η έννοια της «κουλτούρας» και πως συνδέεται με αυτήν
της «παράδοσης» (επινοημένης) παράγοντας «νέες λαϊκές παραδόσεις και
ταυτότητες», οι οποίες συγκροτούνται από τον ηγεμονικό ή αντί – ηγεμονικό λόγο42.
20
της αποικιοκρατίας. Στον ορισμό αυτό βασίστηκαν και συνεχίζουν να βασίζονται οι
λεγόμενες «παλιές αντιλήψεις περί κουλτούρας» οι οποίες βρίσκονται σε χρήση όχι
μόνο στον ακαδημαϊκό αλλά και στο δημόσιο λόγο.
21
«αντικειμενιστική» θεώρηση.44 Σύμφωνα με την πρώτη, η «παράδοση» εννοείται ως
μια διαδικασία «μεταβίβασης πολιτισμικού κεφαλαίου η οποία επιτρέπει την
επικοινωνία ανάμεσα στις γενιές». Σύμφωνα με την δεύτερη, η «παράδοση
εκλαμβάνεται ως κοινωνική και άρα πολιτισμική κληρονομιά». Υπό αυτό το
θεωρητικό υπόβαθρο η «παράδοση», αποτελεί μια στατική πρόσληψης της
«κουλτούρας».45 Υπάρχει και μια Τρίτη «υποκειμενική» θεώρηση της «παράδοσης»,
όπου δίνεται έμφαση όχι «στο τι μεταβιβάζεται» και με ποιους τρόπους, αλλά γιατί
συμβαίνει αυτό. Από τη μια λοιπόν συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει μια και μόνο
«παράδοση» , αλλά διαφορετικές «παραδόσεις» και μάλιστα μπορούμε να μιλήσουμε
για «εθνική παράδοση», επιμέρους «ταξικές παραδόσεις», για «παραδόσεις» μικρο-
ομάδων, αλλά και ατόμων. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να αποδεχτούμε πως η
«παράδοση» δεν είναι στατική αλλά πως αλλάζει εμφανίζοντας μια
προσαρμοστικότητα. Η «παράδοση κουβαλώντας την αυθεντία του παρελθόντος»,
γίνεται αντικείμενο θεματοποίησης, περικλείοντας ένα σύνολο στρατηγικών και
πρακτικών οι οποίες νομιμοποιούνται μέσω της «παραδοσιοκρατίας». Εφόσον
εγκαταλειφθεί αυτή η «παραδοσιακή αντίληψη της παράδοσης», τότε φτάνουμε στην
«επινοημένη παράδοση», όπου πλέον η «παράδοση» δεν βασίζεται σε προϋφιστάμενα
δεδομένα, σε «επινοημένες» καταστάσεις. Η ουσία αυτών των ορισμών περί
«παράδοσης», έγκειται στον βαθμό που αυτές εισπράττονται ως «αληθής
παραδόσεις», και δημιουργούν «πραγματικά ιστορικά» αποτελέσματα.46
44
Αυτόθι. Βλ. σελ 46. Αναφέρεται πως ο Shils στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σημείωνε πως από
την κοινωνική βιβλιογραφία της εποχής του απουσίαζε οποιαδήποτε ανάλυση της φύσης και των
μηχανισμών της «παράδοσης».
45
Αυτές τις θεωρητικές θέσεις για την έννοια της «παράδοσης», υιοθέτησε και η Λαογραφία, θέσεις
οι οποίες είχαν ιδιαίτερη απήχηση στο μέσο κοινό.
46
Hobsbawm Eric – Ranger Terence, Η επινόηση της Παράδοσης, Θεμέλιο Ιστορική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 2004. Βλ: Εισαγωγή σελ. 6, 12‐14.
47
Δερμετζής Νίκος, Η Ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1995, Β’
Έκδοση. σελ. 67 – 68.
22
«παράδοση» αποτελεί προϊόν και εντάσσεται στα πλαίσια της νεωτερικότητας.. Ο
επιλεκτικός χαρακτήρας της «παράδοσης», διατηρεί ή αγνοεί ορισμένα μόνο στοιχεία
του «παρελθόντος», τα οποία εκτιμώνται με τα δεδομένα του «παρόντος». Έτσι
αντίστοιχα οι χαρακτήρες του «παρελθόντος» αποσύρονται ή επανεργοποιούνται. Η
έννοια της «παράδοσης», είναι αναπόσπαστο μέλος του πλαισίου της πολιτικής
«κουλτούρας» και σχέσεων εξουσίας, αλλά και κοινωνικών σχέσεων. Έτσι η
πολιτική «κουλτούρα», δεν περιλαμβάνει μόνο τις απόψεις, γνώμες και αντιλήψεις
γύρω από την πολιτική, αλλά και όλους τους θεσμοποιημένους τρόπους πολιτικής
συμπεριφοράς και δράσης. Η πολιτική «κουλτούρα» στο εκάστοτε κοινωνικό σύνολο
της δεν παρουσιάζει ομοιομορφία, αλλά περιλαμβάνει «κουλτούρες ή
υποκουλτούρες», οι οποίες έχουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους παρόλο πού
διατηρούνται βασικοί χαρακτήρες που συγκροτούν ένα πεδίο διαμόρφωσης ατομικών
και συλλογικών «ταυτοτήτων».
Στη δεκαετία του 1970 και πλέον η ιδέα ότι ένας λαός έχει μια «κουλτούρα»
φαινόταν αναχρονιστική ενώ ταυτόχρονα θεωρήθηκε κεντρικό στοιχείο της
αποικιοκρατίας καθώς νέα κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία κάνουν την εμφάνιση
τους διεθνώς και ταυτόχρονα με έναν νέο όρο, αυτόν της «Παγκοσμιοποίησης».
Αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια καθώς επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας
και ιδιωτικής ζωής αλλάζοντας τη δομή της κοινωνίας αλλού περισσότερο κι αλλού
λιγότερο .
23
ρητορικές αναφορές στον παρωχημένο χαρακτήρα του «έθνους – κράτους»,
αποτελούν παράγοντα ισχυροποίησης του. Σ’ αυτήν την κοινωνία των «δικτύων», οι
επιμέρους κοινωνίες τείνουν «στην βάση της ταυτότητας τους» και στην
ανακατασκευή της.48
24
οι οποίες δημιουργούν νέους τρόπους κοινωνικής αλληλεπίδρασης και αλλαγής τα
οποία χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τον μέσο άνθρωπο, τις δεκαετίες του 1970
και 1980.50 Με το τρανζίστορ (ή κασετόφωνο) και την τηλεόραση, ο Τύπος διευρύνει
τα όρια του – δεν είναι πλέον μόνο έντυπος –και την επιρροή του στις χώρες του
ανεπτυγμένου κόσμου και όχι μόνο. Ωστόσο το ραδιόφωνο είχε πλεονέκτημα έναντι
της τηλεόρασης, λόγω του μικρότερου κόστους και της δυνατότητας μεταφοράς του.
Η μουσική πλέον μπορούσε να ακουστεί παντού και από οποιονδήποτε. Για πρώτη
φορά η μουσική θα μπορούσε να έχει ένα ακροατήριο το οποίο δεν θα προερχόταν
από «τις κοινωνικές καταβολές της». Στην ουσία η μουσική «αποσχίζεται» από το
κοινωνικό της πλαίσιο, κάτι το οποίο σημαίνει πως αναδύονται νέα ερμηνευτικά
σχήματα προσδιορισμού της από ένα «ξένο κοινωνικά» ακροατήριο. Αυτή η
διαδικασία παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς η «παράδοση» (στην περίπτωση μας η
«παραδοσιακή και λαϊκή μουσική») εξέρχεται από τον «κοινωνικό περίγυρό της» (όχι
πως δεν είχε γίνει και τα προηγούμενα χρόνια) και έρχεται σε επαφή και με άλλα
στρώματα και κοινωνικές ομάδες του «έθνους – κράτους» και όχι μόνο. Στην
περίπτωση μας το ραδιόφωνο (όπως και ο Τύπος στο σύνολο του μαζί με την
τηλεόραση), διεύρυνε το «κοινό του ρεμπέτικου τραγουδιού», δίνοντας του
ταυτόχρονα και νέα χαρακτηριστικά. Το « μουσικό κοινό» αυτό βέβαια εν μέσω των
εξελίξεων αυτών δεν χαρακτηριζόταν πλέον από «ομοιομορφία», χωρίς αυτό να
σημαίνει πως υπήρξε ποτέ ένα απόλυτα «ομοιόμορφο μουσικό κοινό» σε άλλες
περιπτώσεις και περιόδους. Πρόκειται για μια πλατφόρμα επικοινωνίας και
ενημέρωσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η καινοτομία της «παγκοσμιοποίησης», έγκειται
στις νέες τεχνολογικές αυτές δυνατότητες και έχει ως αποτέλεσμα την συνειδητότητα
– από μεριάς των πολιτών – του «παγκοσμίου» και την ύπαρξη διαφορετικών
σημείων αναφοράς στο εσωτερικό του.
25
και κοινωνικές πρακτικές των επιμέρους κοινωνιών. Πρόκειται για όρους οι οποίοι
εισήχθησαν στον δημόσιο λόγο από την δεκαετία του 1960, κάτι που κορυφώνεται
από την δεκαετία του 1980 και μετά, με την ανασυγκρότηση και θεσμοποίηση της
«παράδοσης». Η τελευταία αναδεικνύεται σε «πρόσταγμα» των κοινωνιών, γεγονός
που επιφέρει την κεφαλαιοποίηση της. Η «παράδοση» εμφανίζεται ως ένα κλειστό
και περιχαρακωμένο όχημα «πολιτιστικής κληρονομιάς», απάντηση στην
«παγκοσμιοποίηση» και στις κοινωνικές αλλαγές που επιφέρει. Χάνει τα
χαρακτηριστικά εκείνης της «παράδοσης», με την χρηστική έννοια του όρου η οποία
δεν είναι στατική και αφομοιώνει συνεχώς πρακτικές σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για
μια ανακατασκευή της «παράδοσης ή ταυτότητας» που έχει ως αποτέλεσμα την
«επινοημένη παράδοση και ταυτότητα». Αυτές «οι ταυτότητες» δεν έχουν μόνο
εθνικό χαρακτήρα αλλά και ταξικό και εκφράζονται όχι μόνο από τον ηγεμονικό
λόγο, αλλά και τον αντί – ηγεμονικό, γεγονός που μας ενδιαφέρει στην περίπτωση
του «ρεμπέτικου τραγουδιού» και θα αναλυθεί κάτω από αυτό το πλαίσιο σε
παρακάτω κεφάλαιο της εργασίας.
26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
27
μεταπολεμικών χρόνων, σε σχέση με την μεσοπολεμική περίοδο, είναι η
διαφοροποίηση της στάσης της «διανόησης» (συμπεριλαμβανομένων και των
διαφόρων μουσικολόγων και μουσικοκριτικών), ως προς την «αξία του ρεμπέτικου
τραγουδιού». Επίσης έχουμε ένα νέο στοιχείο αυτής της περιόδου: η εισαγωγή του
Αριστερού Λόγου σε αυτήν την δημόσια συζήτηση.52 Το σημείο διαμάχης αυτών των
συζητήσεων είναι το «περιεχόμενο των ρεμπέτικων τραγουδιών» στο θέμα των
στίχων. Κεντρικό σημείο των διαλέξεων αυτών αποτελούν τα δίπολα
«λαϊκό/ρεμπέτικο τραγούδι» και «υγιεινά/ανθυγιεινά ρεμπέτικα τραγούδια», άξονας ο
οποίος θα υπερισχύσει στην συζήτηση γύρω από «το ρεμπέτικο τραγούδι» στις
επόμενες δεκαετίες.53
Και από τις δύο πλευρές αυτής της δημόσιας διαμάχης για το ρεμπέτικο -
«υποστηρικτές ή πολέμιοι του ρεμπέτικου» - υιοθετήθηκε μια ιδιαίτερη ρητορική η
οποία οδήγησε σε ακραίες θέσεις των προσώπων τα οποία έλαβαν μέρος σε αυτήν.
Κεντρικό σημείο διαμάχης είναι η «ελληνικότητα και η λαϊκότητα του ρεμπέτικου
τραγουδιού» και αν αυτό μπορεί να έχει απήχηση στα πλατιά κοινωνικά στρώματα:
«τον λαό». Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ερώτημα σύμφωνα με το οποίο σε
ποιο βαθμό το «ρεμπέτικο τραγούδι» μπορεί να αποτελέσει «λαϊκό πολιτισμικό
μόρφωμα». Έτσι σε αυτές τις διαλέξεις – συζητήσεις στον Τύπο της εποχής
αναπτύσσεται μια ρητορική μέσα στην οποία προσπαθούν να προσδιοριστούν όροι
όπως: «ρεμπέτικο», «ελληνικό», «λαϊκό». Αυτή η ρητορική έχει ως αποτέλεσμα την
ένταξη ή όχι του «ρεμπέτικου» σε ένα λαογραφικό μοντέλο ερμηνείας της
«παράδοσης» (στην περίπτωση μας «παράδοση» του αστικού χώρου και όχι της
υπαίθρου) όπου οι «παραδόσεις» στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο εισέρχονται στην
φαντασιακή σφαίρα του τρίπτυχου «Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Νέα Ελλάδα».54
52
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey- Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα2001,
Μετάφραση Σαββάτης Ν. Βλ. Άρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι (1947-1976). Το βιβλίο αυτό περιέχει
αποσπάσματα συζητήσεων στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Δεδομένης της απαγόρευσης της εφημερίδας
αυτής μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, αποσπάσματα διαλέξεων (και Αριστερών διανοούμενων),
φιλοξενούνται από τον έξω-αριστερό Τύπο.
53
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Τα εν λόγω κείμενα ξεκινάνε χρονολογικά
από το 1946 και έπειτα.
54
Κοταρίδης Νίκος, Ρεμπέτες και Ρεμπέτικο Τραγούδι, Επίμετρο Δαμιανάκος Στάθης, Εκδόσεις
Πλέθρον, Αθήνα 2003. Βλ Κεφάλαιο: Η διαμάχη για το ρεμπέτικο: η ελληνικότητα ως ισορροπία Λόγου
28
Η διαμάχη για το «ρεμπέτικο τραγούδι», συγκροτείται γύρω από βασικούς
άξονες οι οποίοι αποτελούν και κριτήριο αποδοχής ή απόρριψης του «είδους». Αυτοί
οι άξονες είναι: «η ελληνικότητα, η λαϊκότητα και η αισθησιακότητα του ρεμπέτικου
τραγουδιού», οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως βασικό επιχείρημα στην ρητορική των
υποστηρικτών αλλά και των πολέμιων του «ρεμπέτικου».55 Κάτω από αυτό το
θεωρητικό υπόβαθρο, άρχισε να συντελείται και η «μυθοποίηση του ρεμπέτικου»,
ιδιαίτερα από την πλευρά των υποστηρικτών του. Οι τελευταίοι προσπαθούν να
δημιουργήσουν σχέσεις «ιστορικής και μορφολογικής συνέχειας» του «ρεμπέτικου
τραγουδιού με το Βυζάντιο και το δημοτικό τραγούδι». Το γεγονός αυτό προκαλεί
πλήθος εσφαλμένων αντιλήψεων και από τις δύο πλευρές της συζήτησης, ενώ γίνεται
προσπάθεια κατασκευής της «ρεμπέτικης ιστορίας».56 Στο σύνολο της η διανόηση
των πρώτων δεκαετιών (1945 – 1960), παρέμενε επικριτική ως προς το «ρεμπέτικο»,
θεωρώντας το ως μουσική των «περιθωριακών ομάδων και των τμημάτων «λούμπεν»
της εργατικής τάξης, χαρακτηρίζοντας το ως αντιλαϊκό».57
Κοινό σημείο των διαφορετικών αντιλήψεων που εκφράζονται στον Τύπο της
εποχής, το οποίο και εξηγεί τον λόγο ύπαρξης αυτών των κειμένων, είναι η εξάπλωση
του «ρεμπέτικου» ή «ρεμπετοειδούς τραγουδιού» από τα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια.58 Αυτοί οι όροι είναι όμως εξαιρετικά ασαφής, περικλείοντας διάφορες
έννοιες και ερμηνεύονται διαφορετικά από τον καθένα, ο οποίος συμμετέχει σε αυτήν
την συζήτηση και οδηγεί σε διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά κάτω από το ίδιο
θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.
– Πάθους, σελ. 225-257. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το ζεύγος Λόγος – Πάθος, το οποίο
συγκροτεί το πλαίσιο αυτής της δημόσιας διαμάχης για το «ρεμπέτικο».
55
Αυτόθι. σελ. 240-241.
56
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 62-63.
57
Βλησίδης Κώστας ,Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 154. Εδώ ο συγγραφέας περιγράφει
τις διακυμάνσεις του Αριστερού Λόγου για το «ρεμπέτικο», ο οποίος συμπίπτει στη προκειμένη
περίπτωση με το ηθικό- κανονιστικό πρότυπο του έξω -αριστερού Λόγου.
58
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001.Βλ. Κεφάλαιο
Τρίτο: Στοιχεία διαχρονικής ανάλυσης περιεχομένου, «Εργατική» περίοδος :οι πρώην προλετάριοι (1940
– 1953). Σελ. 241-242.
29
Όσοι προσπαθούν να προσεγγίσουν το «ρεμπέτικο τραγούδι» αυτήν την
περίοδο, αντιπαραβάλλουν τα δίπολα «λαϊκό/ρεμπέτικο», «ελληνικό/ξενόφερτο», τα
οποία και αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτό που τονίζεται σε αυτήν την διαμάχη γύρω
από το «ρεμπέτικο τραγούδι», είναι η ηθική πλευρά του θέματος και συγκεκριμένα η
θεματολογία του στίχου του (χασίς, παρανομία). Τονίζεται πως το «ρεμπέτικο»,
μπορεί να αποτελέσει πεδίο έρευνας και «σύμβολο λαϊκής ταυτότητας», αν
εξευγενιστεί η θεματολογία του στίχου του, με σκοπό να αντιπροσωπεύσει την
εργατική τάξη.59 Τα κείμενα αυτά των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, άσχετα με το
επικριτικό ή υποστηρικτικό περιεχόμενό τους προς το «ρεμπέτικο», μας αφήνουν ένα
εθνογραφικό υλικό το οποίο μαρτυρεί την εξάπλωση του μπουζουκιού και μέσω της
δισκογραφίας, μουσικό όργανο το οποίο «ταυτίζεται και συμβολίζει το ρεμπέτικο
τραγούδι».60
30
οφειλόταν σύμφωνα με ορισμένους στο μορφωτικό του επίπεδο και στην καταγωγή
του.62.
62
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey- Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 62-
67, επίσης Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004.
Βλ. το κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 98. Εδώ αναφέρεται η
πεντάδα: Τσιτσάνης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρης, Χιώτης κρίνοντας τις απόψεις του
Στάθη Δαμιανάκου.
63
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 82-83.
64
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο ,Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 78 -80.
65
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 77-78, 96-97.
31
Το μείζον ζήτημα για την διανόηση στην μεταπολεμική Ελλάδα είναι το
«έντεχνο τραγούδι» ή αλλιώς η «εντεχνοποίηση» του λαϊκού τραγουδιού με απώτερο
στόχο να συγκροτηθεί μια «ενιαία λαϊκή ταυτότητα» απαλλαγμένη από τα
«επικίνδυνα στοιχεία» του παρελθόντος ανταποκρινόμενη στις σύγχρονες κοινωνικό
– οικονομικές συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων. Αυτό που συμπεραίνεται από το
περιεχόμενο της βιβλιογραφίας αναφερόμενο σε αυτήν την περίοδο, είναι ότι γίνεται
λόγος ξεκάθαρα για μια «νέα κατασκευή ταυτότητας», η οποία δεν προβάλλεται μόνο
από τον ηγεμονικό λόγο αλλά και από την αντί –ηγεμονική διανόηση, παράγοντας
ένα σύμπλεγμα εννοιών, όρων και συμβολισμών, των οποίων το νόημα
παρουσιάζεται ως ένα de facto «συμβολικό κεφάλαιο».66
Κατά τον Στάθη Δαμιανάκο κεντρικό ρόλο στην προσέγγισή του στο θέμα έχει
η σημασία της «μαζικής κουλτούρας», η οποία μεταδίδεται μέσω των μεσαίων
κοινωνικών στρωμάτων, δημιουργώντας μια «αδιαφοροποίητη πολιτισμική ενότητα».
Αυτή η κατάσταση σύμφωνα με τον Δαμιανάκο αντιμετωπίζεται με την «επιστροφή
στις ρίζες» κάτι το οποίο εκδηλώνεται στις βιομηχανικές κοινωνίες με τα κινήματα
των «περιθωριακών ομάδων» και την ενδυνάμωση «της λαϊκής παράδοσης» η οποία
κατά τον ίδιο είτε «εντεχνοποιείται», είτε παραμένει «προσηλωμένη στο παρελθόν»
και δέχεται επεξεργασία από την «προφορική παράδοση».67 Ήδη από τις
προηγούμενες δεκαετίες, υπάρχει η ανησυχία των μουσικών κύκλων για την διάδοση
του «ελαφρού τραγουδιού», το οποίο θεωρείται «ξενόφερτο και δεν μπορεί να
συνδεθεί με τον λαό». Σύμφωνα με αυτό το εγχείρημα τα «ρεμπέτικα» προτιμώνται
από τα «ελαφρά τραγούδια» και μπορούν μέσω του «εξευγενισμού τους» να
αποτελέσουν σύμβολο «λαϊκής ταυτότητας».68
66
Hobsbawm Eric– Ranger Terence, Η επινόηση της Παράδοσης, Θεμέλιο Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2004. Βλ: Εισαγωγή. Εδώ αναφέρονται παραδείγματα όχι μόνο από την «παράδοση της υπαίθρου»
αλλά και από τον αστικό χώρο και από διάφορες κοινωνικά ομάδες και αναφέρεται η διαδικασία
«κατασκευής της παράδοσης ή της ταυτότητας», όχι μόνο από τον ηγεμονικό λόγο αλλά και από τον
αντί – ηγεμονικό.
67
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Βλ. Κεφάλαιο
Δεύτερο: Ο λαϊκός πολιτισμός στις βιομηχανικές κοινωνίες. Σελ. 132 -137. Εδώ ο συγγραφέας
προσπαθεί να συνδέσει την «λαϊκή παράδοση» με τους κοινωνικούς εργατικούς αγώνες στις
βιομηχανικές κοινωνίες.
68
Κοταρίδης Νίκος, Ρεμπέτες και Ρεμπέτικο Τραγούδι, Επίμετρο Δαμιανάκος Στάθης, Εκδόσεις
Πλέθρον, Αθήνα 2003. Βλ Κεφάλαιο: Η διαμάχη για το ρεμπέτικο: η ελληνικότητα ως ισορροπία Λόγου
32
Επίσης επίμαχο της όλης συζήτησης σχετικά με «το ρεμπέτικο και λαϊκό
τραγούδι», αποτέλεσε το μπουζούκι. Άλλοι το συνέδεσαν με τα «ανθυγιεινά και
αντιλαϊκά ρεμπέτικα» και άλλοι εν τέλει το διαχώρισαν από τα «ρεμπέτικα» και τον
υπόκοσμο που αυτά αντιπροσώπευαν, συμπεραίνοντας πως μπορεί να αποτελέσει
«λαϊκό μουσικό όργανο». Σύμφωνα με στοιχεία για αυτήν την περίοδο το μπουζούκι
γνωρίζει μεγάλη δημοτικότητα συγκεντρώνοντας έτσι πολλούς υποστηρικτές και
επικριτές του.69 Κεντρικά πρόσωπα τα οποία είναι οι πιο δημοφιλείς «μπουζουξήδες»
της εποχής είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης οι
οποίοι μπορούν (και ιδιαίτερα ο Τσιτσάνης) να συνθέσουν και να δημιουργήσουν
«αυθεντικό λαϊκό τραγούδι».70
– Πάθους, σελ. 232. Εδώ αναφέρεται το εγχείρημα του Μ. Καλομοίρη για την δημιουργία «εθνικής
μουσικής σχολής» όπως τα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη κατά τον 18ο αιώνα (συμπεριλαμβανομένης
και της ρωσικής σχολής ) σύμφωνα με τον οποίο το «ελαφρό τραγούδι» αποτελεί κίνδυνο για τον
«λαό».
69
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 83-91.
70
Αυτόθι, σελ. 89-90.
33
δημιουργώντας συμβολισμούς και μύθους, μεγάλο μέρος των οποίων επιβιώνουν και
στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης σχετικά με το «πολιτισμικό κεφάλαιο».
Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αποτίμηση αυτής
της περιόδου, κατά την οποία «εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο τραγούδι»,
είτε με θετικό είτε με επικριτικό τρόπο. Αν λάβουμε υπόψη μας και την
περιοδολόγηση του «ρεμπέτικου», κατά τον Στάθη Δαμιανάκο, τότε αυτό το
«μουσικό είδος» θεωρείται νεκρό από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά.71
Βέβαια από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έγιναν προσπάθειες περιοδολόγησης στο
«ρεμπέτικο», οι οποίες παρουσιάζουν προβλήματα ομοιογένειας, όσον αφορά στα
μουσικά χαρακτηριστικά και όχι τόσο στην χρονολογική κατηγοριοποίηση.72 Αυτός ο
προβληματισμός επίσης θα μας απασχολήσει παρακάτω στην εργασία για να δούμε
από μουσικολογική άποψη ποια μουσικά χαρακτηριστικά «υπεραξιώθηκαν» και ποια
υποβαθμίστηκαν κατά την «αναβίωση του ρεμπέτικου» την περίοδο της
Μεταπολίτευσης.
71
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Σελ. 199-264.
Εδώ ο Δαμιανάκος αναλύει τις τρεις περιόδους του ρεμπέτικου: (- 1922), (1922-1940) και (1940-
1953).
72
Κοκκώνης Γιώργος, Αγροτική κοινωνία και λαϊκός πολιτισμός, Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του
Στάθη Δαμιανάκου, Θεματική ενότητα: Ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι , Αθήνα 25-27 Μαΐου 2005. Εδώ
αναφέρονται οι προσπάθειες χρονολόγησης του «ρεμπέτικου» από τους Τ. Βουρνά, Π. Κουνάδη, Ντ.
Χριστιανόπουλου, Δ. Μανιάτη, οι οποίοι δεν εμβάθυναν στα μουσικά χαρακτηριστικά της κάθε
περιόδου.
73
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ.112.
34
κατά το οποίο θεωρούταν «ανενεργό» (1955-1975), έγινε η προετοιμασία της
«επαναλειτουργίας» του.74
Επρόκειτο για ένα δύσκολο έργο καθώς μεγάλο μέρος των πολιτών που
προερχόταν κυρίως από την Αριστερά, απαιτούσε την τιμωρία όλων των υπευθύνων
ακόμη και σε χαμηλότερο επίπεδο, ενώ την ίδια στιγμή ελλόχευε ο κίνδυνος ενός
νέου εθνικού διχασμού. Παρά το γεγονός ότι ο Καραμανλής κατηγορήθηκε από το
74
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
Β΄, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 465-466. Επίσης βλ. Βλησίδης Κώστας, Για μια
βιβλιογραφία του Ρεμπέτικου (1873-2001) ,Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2002.
75
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
Α΄, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2000. Σελ. 13-21.
35
νόμιμο πια κομουνιστικό κόμμα ότι επέδειξε μεγάλη ανοχή σε σημαντικά στελέχη
της δικτατορίας, κατάφερε να επιτύχει το σκοπό τους επιφέροντας την διαταραγμένη
για 30 χρόνια κοινωνική ειρήνη στην Ελλάδα. Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, πρόκειται
για μια μεταβατική περίοδο στην οποία τα παλαιά πολιτικά κόμματα και οι πολιτικοί
τους ηγέτες επαναδιεκδικούν ηγετικό ρόλο, αλλά ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνιση
τους νέοι ηγέτες και πολιτικοί σχηματισμοί, που πρόκειται να κυριαρχήσουν στην
πολιτική σκηνή μέχρι και σήμερα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δημιουργεί ένα νέο
πολιτικό κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία που διαδέχτηκε πολιτικά την ΕΡΕ από την οποία
προερχόταν ο ίδιος και τα περισσότερα στελέχη του κόμματος, εκπροσωπώντας τη
δεξιά πολιτική σκηνή η οποία έρχεται σε εκλογική αντιπαράθεση με ένα νέο πολιτικό
κόμμα, το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο αρχίζει να
καταδεικνύει τη δυναμική του μέσα από τις πρώτες εκλογές στις οποίες συμμετέχει,
προβάλλοντας έναν καινούριο χώρο για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, τον
σοσιαλιστικό.76
Όσον αφορά το «ρεμπέτικο» κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει «φύγει από
τα τοπικά και κοινωνικά του όρια», και αποτελεί μέσο διασκέδασης της αστικής
τάξης κατά την δεκαετία του 1950 και ιδιαίτερα του 1960. Αυτό το «είδος»,
χαρακτηρίστηκε «λαϊκό, ρεμπετοειδές ή αρχοντο – ρεμπέτικο», ανάλογα με την
77
οπτική ματιά με την οποία το προσέγγιζε ο καθένας. Καθοριστική συμβολή στην
εννοιολογική προσέγγιση του «ρεμπέτικου» και την εννόηση του από τους κύκλους
της διανόησης της εποχής, είχε το έργο του Ηλία Πετρόπουλου Ρεμπέτικα Τραγούδια,
όπως προαναφέραμε παραπάνω. Το γεγονός ότι η έκδοση του συγκεκριμένου έργου
έγινε χωρίς την έγκριση του λογοκριτικού μηχανισμού της Χούντας, δημιούργησε
έναν μύθο γύρω από το «ρεμπέτικο» αλλά και γύρω από το όνομα του ίδιου του
76
Για περισσότερα σχετικά με την πολιτική ιστορία της εποχής Βλ: Βερνίκος Νικόλαος, Η Ελλάδα
μπροστά στην δεκαετία του ’80, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975, Βαμβακάς Βασίλης –
Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό
λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010, Hobsbawm Eric, Η εποχή των Άκρων, Ο σύντομος
εικοστός αιώνας 1914 – 1991 ,Γ’ Έκδοση Εκδόσεις Θεμέλιο.
77
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey- Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ. 59-
90.
36
συγγραφέα.78 Το «ρεμπέτικο τραγούδι» θεωρήθηκε ως «τραγούδι διαμαρτυρίας» με
πολιτικά χαρακτηριστικά, έχοντας έναν «αντιθετικό χαρακτήρα», προς το καθεστώς
Χούντας.79
Για την μετέπειτα πρόσληψη του «ρεμπέτικου» στις επόμενες δεκαετίες και της
εξάπλωσης του κομβική σημασία είχε – όπως προαναφέρθηκε – το έργο του Ηλία
Πετρόπουλου Ρεμπέτικα Τραγούδια. Η κίνηση αυτή του Πετρόπουλου και η
φυλάκιση του κατά την περίοδο της Χούντας, έδωσε – για τους νεότερους - στο
«ρεμπέτικο», έναν πολιτικό χαρακτήρα, ο οποίος ταυτιζόταν πολλές φορές με τον
«αντιδικτατορικό αγώνα». Το συγκεκριμένο έργο του Πετρόπουλου παρά τις ατέλειές
του και την απουσία επιστημονικής μεθόδου, έμεινε ως σημείο αναφοράς (έστω και
από τους μετέπειτα επικριτές του), σε πολλά σημεία και ιδιαίτερα σε αυτό της
περιοδολόγησης. Το «ρεμπέτικο» κατηγοριοποιήθηκε σε τρεις περιόδους α) (-1922),
78
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο ,Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 92.
79
Αυτόθι. σελ. 95-96.
80
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 119-120.
81
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 96-97.
82
Βλησίδης Κώστας, Για μια βιβλιογραφία του Ρεμπέτικου (1873-2001), Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2002. Στο περιεχόμενο της βιβλιογραφίας και των πηγών που αναφέρονται μεγάλος
όγκος χρονολογείται στην δεκαετία του 1970.
37
β) (1922-1940), γ) (1940-1953), κατηγοριοποίηση η οποία υιοθετήθηκε και από τους
Κουνάδη, Δαμιανάκο, μεταξύ άλλων. Αυτή η περιοδολόγηση έγινε βάσει ιστορικών
στοιχείων (γεγονός που μαρτυρείται από τις ημερομηνίες) και της θεματολογίας των
στίχων και όχι σύμφωνα με μουσικολογικά κριτήρια.83
Αυτό που μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό (και γι’ αυτό τον λόγο αναφέρεται
και το όνομα του Ηλία Πετρόπουλου), είναι ο επαναπροσδιορισμός του «ρεμπέτικου»
αυτήν την δεκαετία και η τοποθέτηση του στο κοινωνικό – οικονομικό πλαίσιο της
εποχής. Δεδομένης της παραπάνω περιοδολόγησης και ότι το «είδος θεωρείται
νεκρό», υπάρχει διαφορετική ερμηνεία του «ρεμπέτικου» (και ιδιαίτερα από τους
υποστηρικτές του), ως προς τα χρόνια που «θεωρούταν ζωντανό». Η «παράδοση»
που δημιουργείται – στην συγκεκριμένη περίπτωση «η ρεμπέτικη παράδοση» - είναι
επιλεκτική γεγονός που αναλύσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο της εργασίας. Αυτό
που επικρατεί σε αυτήν την δεκαετία είναι η σοβαρότερη προσπάθεια προσέγγισης
του «ρεμπέτικου» ιδιαίτερα με την έναρξη της περιόδου της Μεταπολίτευσης το
1974. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύσταση του Κέντρου Μελέτης και
Έρευνας των Ρεμπέτικων Τραγουδιών το 1973, ιδρυτικά στελέχη του οποίου υπήρξαν
μεταξύ άλλων οι Ελύτης, Χατζιδάκις, Γκάτσος, Σαββίδης.84
83
Κοκκώνης Γιώργος, Αγροτική κοινωνία και λαϊκός πολιτισμός, Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του
Στάθη Δαμιανάκου, Θεματική ενότητα: Ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, Αθήνα 25-27 Μαΐου 2005.
84
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 99.
85
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Βλ. το
κεφάλαιο Δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου για το ρεμπέτικο τραγούδι 1947-1976. Επίσης: Βλησίδης
Κώστας, Για μια βιβλιογραφία του Ρεμπέτικου (1873-2001), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
2002 και Βλησίδης Κώστας, Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959) ,Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2006.
38
παραπάνω μπορούμε να πούμε συμπερασματικά πως το «ρεμπέτικο», ταυτίζεται με
το «μπουζούκι», μουσικό όργανο το οποίο αποτελεί ένα «συμβολικό κεφάλαιο».
86
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 144-145.
87
Αυτόθι. Σελ. 133-134.
88
Αυτόθι. Σελ. 49.
39
οποία χαρακτηρίζεται ως «αναβίωση»89 οδηγεί στην κατασκευασμένη «λαϊκή
ταυτότητα», η οποία πολιτικοποιείται και ανάγεται σε «σύμβολο του λαού».
Κατά τον Στάθη Δαμιανάκο90, από τις προηγούμενες δεκαετίες ήδη η «λαϊκή
κουλτούρα» έχει κεφαλαιοποιηθεί, εξυπηρετώντας την «λαϊκίζουσα ιδεολογία». Εδώ
ο Δαμιανάκος κάνει λόγο για βιομηχανική παραγωγή «πολιτισμικών προϊόντων», από
τα μέσα μαζικής επικοινωνίας τα οποία χαρακτηρίζει ως mass media. Αυτή η άποψη
στην συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ως σημείο αναφοράς την «ταξική –
προλεταριακή ιδεολογία», η οποία ήταν σημείο εκκίνησης της δημόσιας συζήτησης,
η οποία είχε γίνει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες σχετικά με τον «προλεταριακό και
υπό – προλεταριακό χαρακτήρα του ρεμπέτικου». Σύμφωνα με τον Δαμιανάκο, αυτή
η «λαϊκίζουσα κουλτούρα», έχει ως χαρακτηριστικό την «εξασθένηση της
πολιτισμικής διαφοράς» και την «ομογενοποίηση των πολιτισμικών αντιθέσεων». Η
σημαντική διαφορά όσον αφορά το «ρεμπέτικο» και την πορεία του κατά την
δεκαετία του 1970 σε σχέση με αυτή του 1960 (ιδιαίτερα μετά το 1974, έτος που
αποτελεί την χρονολογική έναρξη της Μεταπολίτευσης), είναι «η προσήλωση στην
αυθεντική ερμηνεία των ρεμπέτικων».91
89
Ο όρος«αναβίωση» χρησιμοποιείται σε όλη σχεδόν την βιβλιογραφία που σχετίζεται με το
«ρεμπέτικο» και την πορεία του από την δεκαετία του 1960 και μετά. Βλ. Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο
Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος – Μετάφραση Βλησίδης Κώστας,
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Επίσης Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική
Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994), Παρούσα Έκδοση 1995. Βλησίδης
Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Δαμιανάκος Στάθης,
Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001
90
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Σελ. 267-268.
91
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 145.
92
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Βλ. Μέρος ‘Ε, 1971 και μετά ,σελ. 87-88.
40
οι «ρεμπέτικες κομπανίες»,93 οι οποίες αποτελούνται από νέους μουσικούς οι οποίοι
προσπαθούν να «αποδώσουν με αυθεντικό τρόπο τα κλασικά ρεμπέτικα». Μια από
αυτές τις «κομπανίες ήταν η αθηναϊκή κομπανία», η οποία θα μας απασχολήσει στο
επόμενο κεφάλαιο σχετικά με την μουσικολογική προσέγγιση της «αναβίωσης του
ρεμπέτικου». Από την δεκαετία του 1970 και μετά ενεργοποιείται μια διαδικασία
«προώθησης του λαϊκού στοιχείου» γενικότερα μέσα από την «ανακάλυψη της
λαϊκής ταυτότητας», η οποία είχε απωθηθεί από την «ελίτ» της μεσοπολεμικής και
μεταπολεμικής Ελλάδος.
Αν και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η «αναβίωση του
ρεμπέτικου» βρίσκεται εν εξελίξει, δεν λείπουν και οι επικριτές του και πολλοί
προερχόμενοι από την Αριστερά οι οποίοι ισχυρίζονται πως το «ρεμπέτικο»,
εξυπηρετεί την αστική τάξη μέσω της «μαζικοποίησης του».96 Η στάση της
Αριστεράς ως προς το θέμα αν και παραμένει επικριτική, δείχνει σημάδια
μετακίνησης ως προς την «παραδοσιακή αριστερή αντίληψη για το ρεμπέτικο» και το
ερμηνεύει ως το αποτέλεσμα των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών του
Μεσοπολέμου, ενώ κρίνεται και η στάση της Αριστεράς τις προηγούμενες δεκαετίες
93
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 97.
94
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 145.
95
Hobsbawm Eric, Η Επινόηση της Παράδοσης , Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004. Σελ. 17.
96
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 135.
41
στο θέμα.97 Στην επικριτική ρητορική για το «είδος», έρχεται να προστεθεί (και από
μεγάλο μέρος της Αριστεράς) η «μαζικοποίηση και εμπορευματοποίηση» στα τέλη
της δεκαετίας του 1970.98 Η διάθεση «αναστοχασμού και αυτοκριτικής» της
Αριστεράς την περίοδο αυτή μπορεί να οφείλεται και στην συμβολή του Η.
Πετρόπουλου όπως εξηγήσαμε παραπάνω και την προσέγγιση του «ρεμπέτικου» με
χαρακτηριστικά «πολιτικού τραγουδιού», το οποίο είχε αντίκτυπο ειδικότερα στην
«νεολαία» της εποχής και ανάγεται ως μια ρητορική διαμαρτυρίας προς την
«κυρίαρχη τάξη».
Επίσης σημαντικό ρόλο είχε και η έκδοση του περιοδικού Τετράδια, τα οποία
κυκλοφορούσαν ανά διαστήματα οι πολιτικοί κρατούμενοι της Αριστεράς στις
φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού κατά την διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974)
δεδομένης της απαγόρευσης του Αριστερού Τύπου κατά την περίοδο αυτή.99 Στα
άρθρα αυτά διατυπώνονται απόψεις οι οποίες εμφανώς αποκλίνουν από την επίσημη
ρητορική της Αριστεράς, σύμφωνα με τις οποίες το «ρεμπέτικο» αποτέλεσε το
χρονικό του Μεσοπολέμου και των κοινωνικό – οικονομικών συνθηκών της
συγκεκριμένης περιόδου, εντάσσοντας και τα «χασικλίδικα ρεμπέτικα» στο πλαίσιο
αυτό. Τα πρόσωπα βέβαια που επιλέγονται ως «ρεμπέτες», είναι τα ίδια με την
προηγούμενη δεκαετία όπως οι Χιώτης, Βαμβακάρης, Χιώτης και Παπαϊωάννου, ενώ
ως θετικοί πρωταγωνιστές εμφανίζονται οι «δημιουργοί του έντεχνου τραγουδιού»
Χατζιδάκις και Θεοδωράκης.
Αυτή η επιλεκτική επιλογή των προσώπων στα άρθρα αυτά, οδηγεί και σε
παρερμηνείες και αβάσιμα συμπεράσματα και γενικότερα δημιουργείται μια σύνδεση
του «ρεμπέτικου αλλά και λαϊκού τραγουδιού» με το ευρύτερο Αριστερό κίνημα.
Απόψεις οι οποίες επικρατούν για το «ρεμπέτικο» και την πολιτική του σύνδεση με
την Αριστερά (ειδικότερα με την περίοδο της Κατοχής), έχουν την βάση τους σε
97
Αυτόθι. σελ. 118-119.
98
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 104 -105. Εδώ αναφέρεται η επικριτική
θέση του Χατζιδάκι για το «ρεμπέτικο», με αφορμή την «μαζικοποίηση του».
99
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
Β΄, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Βλ. Φυλακές Αβέρωφ, Κορυδαλλού, Χούντα 1969-1973. Σελ. 486 –
516.
42
αυτήν την περίοδο ομογενοποιώντας το υλικό με την αυστηρή κατηγοριοποίηση του
«ρεμπέτικου» σε περιόδους και την προβολή της «προλεταριακής του καταγωγής».100
Η πρόσληψη αυτή για το «ρεμπέτικο», που επικρατεί κατά την δεκαετία του
1970, οφείλεται και στο γεγονός, πως με αυτό ασχολήθηκε ο μη επιστημονικός
«λαϊκός» Τύπος (περιοδικά , εφημερίδες). Αυτό που παρατηρείται όμως ιδιαίτερα στα
τέλη της δεκαετίας και το οποίο απουσίαζε μέχρι τώρα, είναι η προσπάθεια
ανθρωπολογικής και κοινωνιολογικής προσέγγισης του «ρεμπέτικου».101 Η έρευνα
στο θέμα από την δεκαετία αυτή, αρχίζει να έχει επιστημονικά κριτήρια και το
«ρεμπέτικο», προσεγγίζεται ως ένα εθνογραφικό παράδειγμα αστικού πολιτισμού, το
οποίο συνδέεται με τις εκάστοτε συνθήκες του κοινωνικού πλαισίου της κάθε
ιστορικής περιόδου, απαλλαγμένο ορισμένες φορές και από το ψυχροπολεμικό κλίμα
των μεταπολεμικών χρόνων.102
Από την έρευνα αυτή και στην δεκαετία του 1970 απουσιάζει η Λαογραφία και
οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι, οι οποίοι θεωρούν το «ρεμπέτικο», κατάλοιπο της
Τουρκοκρατίας προβάλλοντας την «μη ελληνικότητά του».103 Αυτό που επικρατεί
στην γενικότερη προσέγγιση του «ρεμπέτικου» (όπως και τις επόμενες δεκαετίες),
είναι η τοποθέτηση του «ρεμπέτικου» σε ένα γενικευμένο και καθολικό πλαίσιο
«υποκουλτούρας», η οποία ήταν αποτέλεσμα της εξέλιξης του καπιταλισμού στην
νεότερη Ελλάδα και τροποποιήθηκε με τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό σε κάθε
ιστορική περίοδο. Έτσι μέσα από αυτήν την διαδικασία δημιουργήθηκαν οι
«ρομαντικές κατασκευές του ρεμπέτη» από τους υποστηρικτές και μια απέχθεια για
100
Γεωργιάδης Νέαρχος, Ρεμπέτικο και Πολιτική, Τρίτη Έκδοση Βελτιωμένη, Εκδόσεις Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 2009. Ο συγγραφέας προβάλλει την «ελληνικότητα του ρεμπέτικου» και το συνδέει με
το εργατικό προλεταριάτο του Μεσοπολέμου και την Αντίσταση κατά την διάρκεια της Κατοχής.
101
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 147.
102
Βλ. Κάϊλ, Holst, Δαμιανάκος, Κουνάδης, Δραγούμης κ.α.
103
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο , Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 100-101.
43
την «υποκουλτούρα και τον υπόκοσμο των ρεμπέτηδων» από τους επικριτές του
«είδους».104
104
Αυτόθι. σελ. 103-104. Εδώ ο Gauntllet, κρίνει τις θέσεις του Πετρόπουλου και του Δαμιανάκου για
την «υποκουλτούρα του ρεμπέτικου», όπως αυτή παρουσιάζεται στην βιβλιογραφία τους.
105
Αυτόθι. σελ. 106-107.
44
Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης της «λαϊκής κουλτούρας», είναι να αποκτά
συμπαγή χαρακτηριστικά και να χαρακτηρίζεται ως «ομοιογενής και ενιαία».106
Ήδη το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα από την δεκαετία του 1970, είχε
αυξανόμενη δημοτικότητα με αποκορύφωμα την ανάληψη της κυβέρνησης το 1981.
Αυτό που μας ενδιαφέρει στην συγκεκριμένη εργασία δεν είναι η εξιστόρηση των
106
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 149-150.
107
Αυτόθι. σελ. 133-134.
45
πολιτικών γεγονότων της εποχής (το ιστορικό των εκλογών, τα πολιτικά
προγράμματα των κομμάτων κ.α.), αλλά η υιοθέτηση ενός «αντικομφορμιστικού
λόγου» και η αναφορά του σε μια έννοια η οποία χρησιμοποιούνταν με διαφορετικό
εννοιολογικό περιεχόμενο την εποχή αυτή, τον «Λαό». Οι παραπάνω έννοιες και η
σημασία τους εισήχθησαν στον δημόσιο πολιτικό λόγο από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και
ταυτίστηκαν με το πρόσωπο του πολιτικού του αρχηγού, του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο
«αντικομφορμισμός και ο αντιελιτισμός», χρησιμοποιήθηκαν στην ρητορική του
κόμματος διά στόματος του πολιτικού εκπροσώπου του, χωρίς όμως το εννοιολογικό
περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας, έξω από το κομουνιστικό μοντέλο της
εργατικής τάξης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην ρητορική της μεταπολεμικής
Αριστεράς.
108
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 428-434.
46
εκδηλώσεις «λαϊκισμού».109 Αυτός ο όρος κυριάρχησε στον πολιτικό λόγο κατά την
δεκαετία του 1980, όρος ο οποίος είναι προβληματικός και παραμένει ασαφής, αφού
το περιεχόμενο του μεταβάλλεται σύμφωνα με τις κοινωνικές και οικονομικές
συνθήκες.
Στο σημείο αυτό έχουμε την ανάδειξη του δίπολου «λαός / εχθρός», του οποίου
το περιεχόμενο μεταβάλλεται στην διαχρονία. Αν σε αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο
προσθέσουμε και το γεγονός της εισόδου της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. (1981) – μέσω
της οποίας υιοθετήθηκαν εκσυγχρονιστικές πολιτικές στα πλαίσια της Ενωμένης
Ευρώπης110 ,η απέχθεια προς την κοινωνική και πολιτική «ελίτ» της προδικτατορικής
Ελλάδας και η εμφάνιση του όρου «παγκοσμιοποίηση» ως ένα νέο οικονομικό
μοντέλο με διευρυμένα δίκτυα σχέσεων,111 μπορούμε να εντοπίσουμε χοντρικά τον
φαντασιακό «εχθρό του Λαού», ρητορική η οποία χρησιμοποιήθηκε από το
ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήδη από την δεκαετία του 1970 και εμφανώς διαφοροποιημένη από αυτήν
της Αριστεράς.
109
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 137-138.
110
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 190-193.
111
Ψαρρού Νέλλη, Εθνική Ταυτότητα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις GUTENBERG,
Αθήνα 2005. Σελ. 193-194.
112
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 147.
47
Το «ρεμπέτικο» όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω, ήδη προβαλλόταν ως
«τραγούδι πολιτικής διαμαρτυρίας», γεγονός στο οποίο η συμβολή του Ηλία
Πετρόπουλου υπήρξε καθοριστική. Το «ρεμπέτικο», αποτελεί ένα φαντασιακό
«συμβολικό κεφάλαιο», του οποίου η δημοτικότητα οφείλεται και στην συγκρότηση
της «λαϊκής ταυτότητας», η οποία ταυτίζεται αρνητικά με την περίοδο της
δικτατορίας.113 Η περίοδος της δικτατορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή
των στοιχείων της «λαϊκής ταυτότητας», τα οποία δεν έπρεπε να «συνδέονται
πολιτιστικά» με αυτό το καθεστώς. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως τα
«δημοτικά τραγούδια», δεν μπόρεσαν στην Μεταπολίτευση (μέχρι και τα μέσα της
δεκαετίας του 1990), να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα «λαϊκής ταυτότητας», λόγω
της σύνδεσης τους με τον «πολιτιστικό λόγο» της δικτατορίας των
συνταγματαρχών.114
Ένα άλλο γεγονός το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην «αναβίωση του
ρεμπέτικου» και στην μυθοποίησή του ήταν όχι μόνο ο «περιθωριακός του
χαρακτήρας», αλλά και η άρση των απαγορεύσεων κυκλοφορίας «ρεμπέτικων»
δίσκων και η ύφεση της λογοκρισίας. Η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – «κυβέρνηση
Αλλαγής» όπως χαρακτηρίστηκε - εισήγαγε το «ρεμπέτικο» στον κυρίαρχο
«πολιτιστικό» λόγο και ήρε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς απαγόρευσης
«ανθυγιεινών ρεμπέτικων», τα οποία διατηρούσε η κυβέρνηση Καραμανλή ως και το
1981. Το γεγονός αυτό φάνηκε και από την προβολή των «ρεμπέτικων», στην ΕΡΤ
ενός κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα ο οποίος μονοπωλούσε την τηλεοπτική
δημοσιογραφία, μέχρι και την εμφάνιση των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών στα
τέλη της δεκαετίας του 1980. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τηλεοπτική σειρά
(της ΕΡΤ) Το Μινόρε της Αυγής, το 1983 και αναφερόταν στην ζωή των μουσικών του
«ρεμπέτικου» την περίοδο του Μεσοπολέμου όπως και η ταινία Ρεμπέτικο το ίδιο
έτος με την συμμετοχή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Επίσης ένα άλλο
παράδειγμα είναι η κηδεία του Βασίλη Τσιτσάνη τον Ιανουάριο του 1984, η οποία
έγινε με δημοσία δαπάνη και με παρουσία του πρωθυπουργού και της πολιτικής
113
Αυτόθι. Σελ. 148-150.
114
Αυτόθι. Σελ.148-149.
48
ηγεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.115 Τα παραπάνω γεγονότα ενίσχυσαν την εντύπωση ότι το
«ρεμπέτικο» θεσμοποιήθηκε και κεφαλαιοποιήθηκε επί εποχής διακυβέρνησης του
ΠΑ.ΣΟ.Κ.116
115
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο ,Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 109-112.
116
Αυτόθι. Σελ. 112.
117
Βλ: Αστρινάκης Α. – Στυλιανούδη Λίλυ Γ., Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλι και Φανατικοί Οπαδοί:
Νεανικοί Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.
49
προσωπικής επιλογής του». Το τεχνολογικό αυτό μέσο άλλαξε την αντίληψη για την
μουσική των προηγούμενων χρόνων – η οποία ακουγόταν έξω από τα «τοπικά και
κοινωνικά της όρια» - και διευκόλυνε τις δισκογραφικές εταιρείες (σε παγκόσμια
κλίμακα, αλλά και στην Ελλάδα), στις μεγάλες και μαζικές δισκογραφικές
παραγωγές.118
Το γεγονός αυτό έδινε μια «επαναστατικότητα στην νέα γενιά», η οποία δεν
εντασσόταν (κατά ένα σημαντικό ποσοστό και όχι απόλυτα) στα πλαίσια του
πολιτικού και «πολιτιστικού» λόγου της Αριστεράς των μεταπολεμικών χρόνων. Το
ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως ένα νέο πολιτικό κόμμα με «αντικομφορμιστικό και αντιελιτιστικό»
πολιτικό λόγο εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό πεδίο της «νεολαίας», γεγονός το οποίο
αποδεικνύεται από την ένταξη της νέας γενιάς στην πολιτική του οργάνωση και την
απήχηση του στις νεανικές ηλικίες.119 Από τα παραπάνω μπορούμε συμπερασματικά
να πούμε πως αυτή η «νέα κοινωνική κατηγορία», η οποία εμφανίζεται πλέον
δυναμικά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, διαθέτει «συμπαγή χαρακτήρα» μόνο ως
προς την βιολογική ηλικία. Η σύστασή της δεν έχει να κάνει με τοπικές, οικονομικές,
κοινωνικές και πολιτικές (εν μέρει) καταβολές, συνθέτοντας μια «κοινωνική ομάδα,
μωσαϊκό», η οποία περιλαμβάνει σειρά «αντιθετικών τάσεων».
118
Hobsbawm Eric, Η εποχή των Άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991, Γ’ Έκδοση,
Εκδόσεις Θεμέλιο. Σελ. 635-636.
119
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό ,Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 76-79.
50
Η «νεολαία», ταυτίζονταν με ότι είχε συγκροτηθεί φαντασιακά ως
«περιθωριακή λαϊκή κουλτούρα», όπως εξηγήσαμε παραπάνω και αποτέλεσε ένα
μουσικό κοινό το οποίο είχε στο εσωτερικό του διαφορετικές μουσικές προτιμήσεις.
Έτσι στην «νέα γενιά» της Μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα δημοφιλές μουσικές είναι το
«ρεμπέτικο και η ροκ μουσική» μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν και «συμβολικό
κεφάλαιο, ως πηγές ιδεολογίας» (ένδυση, συμπεριφορά κ.α.).120 Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτής της σύγχυσης με το μουσικό κοινό της «νεολαίας», είναι η
παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη στο περιοδικό Επίκαιρα,(τχ. 600, Ιανουάριος
1980), όπου γίνεται αναφορά στους «απολιτικο- αναρχικο – ρεμπετο- ροκάκηδες».121
Εδώ φαίνεται μια γενίκευση του νεανικού μουσικού κοινού ως ένα αδιαίρετο
και συμπαγές πεδίο με κοινό χαρακτηριστικό το α-πολιτικό περιεχόμενο. Η
«αριστερή νεολαία» επίσης εμφανίστηκε διαφοροποιημένη ως προς την επίσημη
πολιτική και «πολιτιστική» γραμμή του Κ.Κ.Ε., το οποίο επαναλειτούργησε στα
χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι νεανικές οργανώσεις της Αριστεράς (Κ.Ν.Ε. και
Π.Σ.Κ. ή Π.Κ.Σ. αργότερα), διαφοροποιούσαν την θέση τους εμφανώς από την
«παραδοσιακή αριστερή πολιτική», των μεταπολεμικών χρόνων και την υιοθέτηση
οριακών πολιτικών θέσεων που εννοούσαν στήριξη στον κεντρώο πολιτικό χώρο και
το κόμμα που επικράτησε σε αυτόν, το ΠΑ.ΣΟ.Κ.122
120
Αστρινάκης Α. – Στυλιανούδη Λίλυ Γ., Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλι και Φανατικοί Οπαδοί: Νεανικοί
Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.
121
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ.141.
122
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 271-277, 282-284.
51
αυτή απέκτησε, παρά τις θέσεις της επίσημης αριστερής πολιτικής την περίοδο της
Μεταπολίτευσης.
52
Η «αναβίωση του ρεμπέτικου» κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης,
προφανώς και δεν οφείλεται στην εμφάνιση και πολιτική επικράτηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Αυτό το οποίο διαπραγματεύεται η εργασία είναι ο τρόπος που διαχειρίστηκε το
ΠΑ.ΣΟ.Κ., τις μορφές «περιθωριακής λαϊκότητας» - η οποία τονίζουμε πως
συγκροτήθηκε φαντασιακά – υποστηρίζοντας τα κοινωνικά στρώματα τα οποία
αποτελούσαν το «κοινό του» στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το οποίο αύξανε
συνεχώς το κοινωνικό του «κύρος».
Σημαντικό πρόσωπο της εποχής και το μόνο αποδεκτό από τους υποστηρικτές
και επικριτές του «ρεμπέτικου», ο Βασίλης Τσιτσάνης ο οποίος (ειδικότερα μετά τον
126
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 104-105.
127
Αυτόθι. Σελ. 107 και 111.
53
θάνατό του) υπεραξιώνεται και μυθοποιείται.128 Ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες
η Διανόηση τον είχε χαρακτηρίσει ως τον «εξευγενιστή του ρεμπέτικου», ο οποίος
«αφαίρεσε τα περιθωριακά στοιχεία και το μετέτρεψε σε λαϊκό εργατικό τραγούδι»
με πολιτικά αριστερές καταβολές.129 Επίσης ο Τσιτσάνης υπεραξιώθηκε και από τον
«πολιτιστικό λόγο» του ΠΑ.ΣΟ.Κ., καθώς ο ίδιος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον
πρόεδρο του κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κηδεία του Τσιτσάνη, η οποία έγινε δημοσία
δαπάνη το 1984, επί κυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ.130
128
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 152.
129
Αυτόθι. Σελ. 144-145.
130
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 112.
131
Αυτόθι. Σελ. 102.
132
Αυτόθι. Σελ.114.
54
πρόσφατο για το οποίο δεν έχουν γραφτεί και πολλά, αλλά και η έλλειψη της
μουσικολογικής έρευνας επάνω στο θέμα, πράγμα το οποίο δεν βοηθάει στην
αντίστοιχη βιβλιογραφία. Σε αυτό το κεφάλαιο παρατέθηκαν οι οικονομικές,
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες την περίοδο της ελληνικής Μεταπολίτευσης και
πως αυτές επηρέασαν και συγκρότησαν «λαϊκότητες», μέρος των οποίων και το
«ρεμπέτικο» (κατά την φαντασιακή του πρόσληψη). Στο επόμενο κεφάλαιο θα
ακολουθήσει η μουσικολογική ανάλυση του φαινομένου της «αναβίωσης του
ρεμπέτικου», όπου τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν, θα είναι σε σχέση με την
μουσική επιτέλεση.
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
133
Κοκκώνης Γιώργος, Αγροτική κοινωνία και λαϊκός πολιτισμός, Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του
Στάθη Δαμιανάκου, Θεματική ενότητα: Ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, Αθήνα 25-27 Μαΐου 2005. Εδώ
αναφέρονται οι προσπάθειες χρονολόγησης του «ρεμπέτικου» από τους Τ. Βουρνά, Π. Κουνάδη, Ντ.
Χριστιανόπουλου, Δ. Μανιάτη, οι οποίοι δεν εμβάθυναν στα μουσικά χαρακτηριστικά της κάθε
περιόδου.
56
χαρακτηριστικά και στην δισκογραφία, στην οποία είχαμε πρόσβαση. Σε αυτές τις
πηγές θα βασιστεί ο λόγος της εργασίας σε αυτό το κεφάλαιο και γι’ αυτό τον λόγο τα
συμπεράσματα στο τέλος αυτής της ενότητας, θα πρέπει να διατυπωθούν προσεκτικά
και να αποφευχθούν οι παρερμηνείες.
Ως χρονολογική αρχή του κεφαλαίου αυτού ορίζουμε το τέλος της δεκαετίας του
1940, περίοδος κατά την οποία επαναλειτουργούν (μετά την Γερμανική Κατοχή) οι
δισκογραφικές εταιρείες οι οποίες με τους νέους όρους πλέον του μουσικού εμπορίου
θα επηρεάσουν και θα διαμορφώσουν την «μουσική λαϊκή ταυτότητα», στην
μεταπολεμική Ελλάδα. Στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου πραγματοποιείται ένα
πλήθος ηχογραφήσεων, χαρακτηριζόμενων ως «ρεμπέτικων τραγουδιών», γεγονός
που μαρτυρά την εμπορικότητα και δημοτικότητα του «είδους».134 Οι δισκογραφικές
εταιρείες που δραστηριοποιούνται με την ηχογράφηση «ρεμπέτικων» είναι οι:
Columbia, HMV, Odeon, Parlophone και στις Η.Π.Α. η Standard American
Record.135 Στα ηχογραφημένα τραγούδια τα οποία προέρχονται από το ρεπερτόριο
του «μεσοπολεμικού ρεμπέτικου στο πειραιώτικο ύφος» («ρεμπέτικα κλασικής
περιόδου») μεταξύ των οποίων: «ο Λουλάς», «Κομπολογάκι», «Παξιμαδοκλέφτρα»,
«Η κακούργα πεθερά» κ.α. Γενικότερα υπάρχει η «τάση» των επαναηχογραφήσεων
134
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 75.
135
Αυτόθι. σελ. 75.
57
«ρεμπέτικων» της κλασικής περιόδου και η δημιουργία ενός νέου κοινού το οποίο
μπορεί να έχει οικονομική ευχέρεια απόκτησης των δίσκων, αλλά και της επιτέλεσης
του «λαϊκού γλεντιού», του οποίου χώρος είναι η «μπουζουκοταβέρνα» και τα κέντρα
διασκεδάσεως της εποχής, επονομαζόμενα ως «μπουζούκια» στην πρώιμή τους
μορφή. Αυτοί οι χώροι γίνονται στην μεταπολεμική Ελλάδα, πολυτελείς και
αποκτούν έναν «κοσμικό χαρακτήρα», συγκεντρώνοντας μεγάλο μέρος της αστικής
τάξης της περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από οικονομική ευμάρεια.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έχουμε αναφορές της
δημοτικότητας αυτών των χώρων που συνεπάγεται με την αυξανόμενη προβολή και
αποδοχή του μπουζουκιού από μεγάλο μέρος της αστικής τάξης. Ο όρος «ρεμπέτικο»,
ταυτίστηκε με το μπουζούκι, το οποίο ακολούθησε διαφορετική πορεία από την
μεσοπολεμική περίοδο, πλησιάζοντας σε διαφορετικά μουσικά – αισθητικά
«πρότυπα». Κατά την δεκαετία του 1950, έχουμε την εμφάνιση του «δεξιοτέχνη
μπουζουξή», ο οποίος ακολουθώντας νέες «αισθητικές κατευθύνσεις», δίνει
βαρύτητα στην δεξιοτεχνική του ικανότητα και όχι τόσο στο ποιητικό κείμενο και την
χορευτική επιτέλεση.136
136
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ.
72.
58
Στην παρούσα εργασία, δεν είναι εφικτό να παραθέσουμε σε μορφή καταλόγου
την δισκογραφία της εποχής, διότι είναι αρκετά ογκώδης και δεν μπορούμε να
αναφέρουμε αποσπασματικά μέρος της δισκογραφίας, κάτι το οποίο απαιτεί
περαιτέρω έρευνα, ξεπερνώντας τα όρια της εργασίας.137 Το μπουζούκι παραμένει
κυρίαρχο όργανο της ορχήστρας όπως και το «στυλ» της μουσικής εκτέλεσης
(στακάτο παίξιμο, ρυθμική συνοχή και αρμονική στήριξη των τρόπων), το «χασάπικο
και το ζεϊμπέκικο» επικρατούν έναντι άλλων ρυθμών – χορών και η φόρμα
τυποποιείται (εισαγωγή – κουπλέ ή εισαγωγή – κουπλέ – ρεφρέν).
137
Για περισσότερα σχετικά με την δισκογραφία της εποχής βλ: Μανιάτης.xls. Κατάλογος
δισκογραφίας από το 1905 ως το 1960. Επίσης βλ. Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-
2009.
59
είναι η εμφάνιση (ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1930) της επώνυμης
δημιουργίας και η ενίσχυση της στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό επιβάλλεται πλέον
από τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας, η οποία αν και σε πρωτόγονο βαθμό
ακόμη (στην Ελλάδα) καθορίζεται από νέους όρους και τρόπους παραγωγής.138 Το
γεγονός αυτό βέβαια δημιούργησε προβλήματα στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων,
ειδικότερα στις επανεκτελέσεις τραγουδιών τα οποία δεν είχαν κατοχυρωθεί
επώνυμα. Επίσης υπάρχει το θέμα της οικειοποίησης των τραγουδιών από ορισμένες
εταιρείες και συνθέτες, οι οποίοι κατοχύρωσαν δίσκους στο όνομά τους.139
138
Κοκκώνης Γιώργος, Αγροτική κοινωνία και λαϊκός πολιτισμός, Επιστημονικό Συνέδριο στη μνήμη του
Στάθη Δαμιανάκου, Θεματική ενότητα: Ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, Αθήνα 25-27 Μαΐου 2005.
139
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 93-95.
140
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Σελ. 241-264.
141
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση: Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 77.
60
μέχρι στις μέρες μας. Επίσης η δημιουργία ενός «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού», όπως
ονομάστηκε (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης), δημιούργησε ένα νέο πεδίο αισθητικής και
δικτύου σχέσεων των μουσικών.142
Με αυτές τις νέες συνθήκες στην δισκογραφική παραγωγή και την μεταστροφή
του κοινού (στην Αθήνα) σε αυτό το μουσικό προϊόν, οι μεσοπολεμικοί «ρεμπέτες»,
που βρίσκονται εν ζωή, δύσκολα ασχολούνται με την μουσική επαγγελματικά, λόγω
και της επικράτησης του 4χορδου μπουζουκιού. Το τρίχορδο μπουζούκι δεν μπορεί
να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες των δισκογραφικών εταιρειών και έτσι υποχωρεί
στην δισκογραφία αλλά και στους χώρους διασκέδασης της εποχής.146 Από τα
παραπάνω προκύπτει η εμφάνιση ενός νέου δίπολου που συμπίπτει με αυτό του
142
Αυτόθι. Σελ.79.
143
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ.
66.
144
Αυτόθι. Σελ.67-68.
145
Hobsbawm Eric, Η εποχή των Άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991, Γ’ Έκδοση
Εκδόσεις Θεμέλιο. Σελ.634-661.
146
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 83-84. Επίσης βλ. Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών,
Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος ΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 179.
61
«ρεμπέτικου/λαϊκού», το «τρίχορδο/τετράχορδο», το οποίο αναφέρεται στην
οργανολογία του μπουζουκιού. Αυτό θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στις επόμενες
δεκαετίες με την «αναβίωση του ρεμπέτικου» την περίοδο της Μεταπολίτευσης και
θα μας απασχολήσει σε παρακάτω κεφάλαιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο όρος «ρεμπέτικο» έχει υποχωρήσει και
αυτός που επικρατεί είναι το «λαϊκό τραγούδι», όπως χαρακτηρίστηκε, όρος
εξαιρετικά ασαφής και προβληματικός στο περιεχόμενό του. Το κοινό φαίνεται να
προτιμούσε ως μέσο διασκέδασης αυτό το επινοημένο είδος, το οποίο κέντριζε το
ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών. Ενδεικτικό γεγονός είναι πως ο
Τσιτσάνης, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, ο Ζαμπέτας, είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς
αυτήν την εποχή στο κοινό και είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των
δισκογραφικών εταιρειών. Επίσης δημοφιλείς είναι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης,
οι οποίοι συγκρότησαν το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι» με πολιτικό και ιδεολογικό
περιεχόμενο.147 Κυρίαρχη δισκογραφική εταιρεία αναδεικνύεται η MINOS – EMI,
ενώ άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται είναι η Columbia, η Philips , η Pan Vox,
η MusicBoox, η Polydor, η Bentetta, η Odeon, η Legend, η Parlophone, η HMV, η
RCA και η Lyra, ενώ στο εξωτερικό, η Universal και η Alpha.148 Κομβικό έτος για
την πρώτη «αναβίωση του ρεμπέτικου», την δεκαετία του 1960, είναι το 1959, όταν ο
Βασίλης Τσιτσάνης αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση στην Columbia και την
His Masters Voice. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφεί πέντε τραγούδια στην
Columbia: «Απελπίστηκα», «Ο Κάβουρας», «Το μπουζούκι στο Παρίσι», «Σ’ αυτόν
τον κόσμο τον κακό», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν βρε» και ένα στην His Master
Voice: «Αντιλαλούν οι φυλακές».149 Κύριος ερμηνευτής των τραγουδιών αυτών ήταν
147
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ.
70.
148
Για περισσότερα σχετικά με την δισκογραφία της εποχής Βλ: Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική
δισκογραφία 1950-2009.
149
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 179.
62
ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης,150 ο οποίος ήταν συνθέτης και τραγουδιστής και
αποτέλεσε σύμβολο της «λαϊκότητας» και του «Πειραιώτη» τις επόμενες δεκαετίες.
150
Αυτόθι. Σελ. 179.
151
Γεωργιάδης Νέαρχος, Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα, Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω, Δεύτερη
έκδοση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007. Σελ. 353-353. Εδώ παρατίθεται ένας κατάλογος με
την δισκογραφία του Βαμβακάρη την δεκαετία του 1960. Επίσης βλ. Κουνάδης Παναγιώτης, Εις
ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος ΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα
2003. Σελ. 180 και Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009.
152
Βλ τραγούδια όπως: «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν βρε», «Μπουζούκι μου διπλόχορδο», «Μικρός
αρραβωνιάστηκα» κ.α.
63
πλήκτρα (keyboards) και τύμπανα.153 Στις ηχογραφήσεις αυτές υπάρχουν δύο
μπουζούκια τα οποία παίζουν πρώτη και δεύτερη φωνή, το οποίο συμβαίνει και με τις
φωνές. Τα μουσικά παιξίματα αυτών των εκτελέσεων (όπως και οι φωνές), είναι
προσηλωμένα στο μουσικό κείμενο και ο αυτοσχεδιασμός του μπουζουκιού γίνεται
συνήθως πριν αρχίσει το κυρίως τραγούδι. Τα μουσικά μέρη αποδίδονται με λιτό
τρόπο και ο αυτοσχεδιασμός υποχωρεί. Η αρμονική δομή είναι ευδιάκριτη, όπως και
μια υποτυπώδης μπασογραμμή, η οποία έχει αντικαταστήσει (τουλάχιστον στην
δισκογραφία) το παίξιμο στις μπάσες χορδές της κιθάρας (αυτό που αποκαλείται ως
«μπασοκίθαρο»). Επίσης χαρακτηριστική είναι η ρυθμική συνοχή των τραγουδιών, το
οποίο οφείλεται και στην ύπαρξη του μπάσου και των κρουστών το οποίο
χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή – αμερικανική μεταπολεμική δισκογραφία
(αναφερόμαστε σε «νέες μουσικές», που γίνονται δημοφιλείς παγκοσμίως
όπως«Latin, Rock, Jazz» κ.α.)154
64
πάλκα με τις δυνατές εντάσεις των οργάνων. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει την
μουσική εκτέλεση και επιτέλεση και θα αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή από
τις μετέπειτα «ρεμπέτικες κομπανίες», οι οποίες θα προτιμήσουν μια «επιστροφή στο
παρελθόν» με την μη χρήση ηλεκτρικών οργάνων. Η χρησιμοποίηση ή μη των
ηλεκτρικών οργάνων από τις «ρεμπέτικες ορχήστρες», την δεκαετία του 1970 και
1980, θα αποτελέσει ένα νέο «συμβολικό κεφάλαιο», το οποίο εντάσσεται σε
συγκεκριμένα «μουσικά πρότυπα» (μεσοπολεμικό ρεμπέτικο).
Η «πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου» στα μέσα της δεκαετίας του 1960 την
οποία αναλύσαμε παραπάνω, είχε μάλλον (από το δείγμα δισκογραφίας που είχαμε
για την εποχή αυτή) «Βαμβακαροκεντρική» - αν μας επιτραπεί η έκφραση –
διάσταση με το «μεσοπολεμικό ρεμπέτικο και το μουσικό ύφος της Πειραιώτικής
Σχολής», να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δισκογραφικών εταιρειών
αλλά και του κοινού. Κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967 -1974), το ενδιαφέρον
εντείνεται, το οποίο γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στα πρώτα χρόνια της
Μεταπολίτευσης.156 Καθοριστικό ρόλο στην «αναβίωση του ρεμπέτικου» κατά την
Μεταπολίτευση, έχει η συμβολή Πετρόπουλου αλλά και ο θάνατος των συντελεστών
του «μεσοπολεμικού ρεμπέτικου»: Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, αλλά και του Χιώτη
στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970.157 Οι επανεκδόσεις δίσκων «ρεμπέτικων» θα
γνωρίσουν μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ θα ακολουθήσει πλήθος αφιερωμάτων με
156
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ.
71.
157
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 112 και 119.
65
σαφή διάθεση «αγιοποίησης του ρεμπέτικου» και των πρωταγωνιστών του από τον
Τύπο.158
158
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 147.
159
Αυτόθι. Σελ.148.
160
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009. Τα στοιχεία μας προέρχονται από αυτόν
τον κατάλογο.
66
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ ΕΤΟΣ LABEL ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΜΑΡΚΟΣ
1971
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΒΜΒΑΚΑΡΗΣ MELOPHONE UNIVERSAL
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ Όταν καπνίζει ο Λουλας 1971 NINA ALPHA
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ Αφιέρωμα στον Μάρκο 1972 MINOS MINOS - EMI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ Αυτοί που έφυγαν 1973 SPECIAL PANIVAR
ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΣ 1973 COLUMBIA MINOS - EMI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 1973 MINOS MINOS - EMI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ 1974 PAN - VOX LEGEND
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΤΑ ΠΕΡΙΞ 1974 ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ ?
Ο Δημήτρης Ευσταθίου
Τραγουδά Μάρκο
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ Βαμβακάρη 1975 DPI DPI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 2 1975 REGAL MINOS - EMI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ 1976 ΚΥΚΛΑΔΕΣ DPI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 5 1976 REGAL MINOS - EMI
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ 1977 ZODIAC LEGEND
ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ Νο. 1 1979 VENUS VENUS - TZINA
ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Νο. 12 1979 DPI DPI
ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΑ ΜΟΡΤΙΚΑ 1974 POLYDOR UNIVERSAL
ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ 1975 ΚΥΚΛΑΔΕΣ DPI
ΕΝΑΣ ΡΕΜΠΕΤΗΣ
ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ 1976 POLYDOR DPI
Παπαϊωάννου -
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Μπαγιαντέρας -
ΓΙΑΝΝΗΣ Χατζηχρήστος - Καπλάνης 1973 REGAL MINOS - EMI
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ 1974 COLUMBIA MINOS - EMI
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 2 1975 REGAL MINOS - EMI
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 4(1935-
ΓΙΑΝΝΗΣ 1950) 1976 MARGO MINOS - EMI
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1977 SPECIAL PANIVAR
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Νο.1 1977 REGAL MINOS - EMI
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ 1970 HMV MINOS - EMI
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ - ΜΑΙΡΗ
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΙΝΤΑ - ΠΟΛΎ ΠΑΝΟΥ 1971 MELODY ?
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ - ΝΙΝΟΥ 1971 MELODY ?
67
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ ΕΤΟΣ LABEL ΕΤΑΙΡΕΙΑ
68
στροφών οι οποίοι είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και καλύτερη ποιότητα ήχου.161 Το
δισκογραφικό δείγμα που παραθέσαμε δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο της
δισκογραφίας της εποχής το οποίο είναι ογκώδες και περιλαμβάνει διάφορα
ρεπερτόρια και μουσικές εκτελέσεις (και δεν χωράει στα όρια της συγκεκριμένης
εργασίας). Αυτό που διακρίνεται είναι η εκτεταμένη χρήση του όρου «ρεμπέτικο»,
στους τίτλους των δίσκων οι οποίοι έχουν το χαρακτήρα αφιερωμάτων σε πρόσωπα
τα οποία αποτελούν το επίκεντρο της φαντασιακής «ρεμπέτικης κουλτούρας». Στην
συντριπτική τους πλειοψηφία τα τραγούδια αποτελούν συνθέσεις των: Χιώτη,
Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή. Πρόκειται για ένα ρεπερτόριο το
οποίο αναφέρεται καθαρά στην «Πειραιώτικη Σχολή» και την «μουσική αισθητική
της». Το περιεχόμενο των παραπάνω δίσκων αναφέρεται σε τραγούδια τα οποία
χρονολογούνται στην «εργατική περίοδο του ρεμπέτικου» (κατά τον Δαμιανάκο)162
αλλά και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Υπάρχουν βέβαια και τραγούδια που
δεν προέρχονται από αυτό το ρεπερτόριο και τα οποία γνωρίζουν εμπορική επιτυχία
στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (όπως η επανεκτέλεση της «Δημητρούλας» του
Τούντα από την Χάρις Αλεξίου, που πούλησε 20.000 δίσκους)163.
161
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
Β΄, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 466.
162
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Σελ. 241.
163
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 97.
69
και την μελωδική γραμμή που θα ακολουθήσει. Το μπουζούκι σε αυτό το κομμάτι της
δισκογραφίας (και ιδιαίτερα σε αυτήν του Τσιτσάνη) έχει ενσωματώσει στην μουσική
του εκτέλεση δεξιοτεχνικά στοιχεία και διάφορα «στολίδια», σε αντίθεση με το λιτό
παίξιμο στο παρελθόν. Με την επικράτηση και του δεύτερου μπουζουκιού στην
ορχήστρα, έχουμε ένα νέο μουσικό άκουσμα το οποίο βασίζεται στην
«τελειοποιημένη εκτέλεση» του μουσικού κειμένου (μέχρι και αν η πένα παίζεται
προς τα κάτω ή προς τα πάνω). Η σύνθεσης της ορχήστρας επίσης βασίζεται στα
χαρακτηριστικά της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία περιλαμβάνει τα εξής όργανα:
Δύο μπουζούκια, μπαγλαμάς, ακορντεόν, κιθάρα, τύμπανα, ενώ αυτήν την εποχή το
ηλεκτρικό μπάσο κερδίζει έδαφος έναντι του contra–basso, όπως και η ηλεκτρική
κιθάρα αλλά και τα πλήκτρα (keyboards), απέναντι στην ακουστική κιθάρα και το
πιάνο αντίστοιχα τα οποία χρησιμοποιούταν κατά κόρον στις «λαϊκές ορχήστρες» της
δεκαετίας του 1960164. Επίσης έντονη είναι και η παρουσία της δεύτερης φωνής (τις
πιο πολλές φορές γυναικεία), η ύπαρξη της οποίας οδηγεί στην ακριβή εκτέλεση του
τραγουδιού (τουλάχιστον στα μουσικά μέρη όπου υπάρχει) περιορίζοντας σε μεγάλο
βαθμό τα «αυτοσχεδιαστικά στολίδια» της κύριας φωνής. Λόγω της εισαγωγής
διαφόρων οργάνων στις ορχήστρες αυτού του τύπου, τα μουσικά παιξίματα των
οργάνων προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, αλλάζοντας και λειτουργία μέσα στην
ορχήστρα (π.χ. ο τρόπος χειρισμού της κιθάρας μεταβλήθηκε στο συγκεκριμένο
ρεπερτόριο: το «μπασοκίθαρο» φημισμένος τρόπος παιξίματος στις μπάσες χορδές
της κιθάρας υποχώρησε με την είσοδο του μπάσου, αλλά και των πλήκτρων και
χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό μόνο για την απόδοση των ακόρντων). Βέβαια
υπάρχει και η παρουσία του βιολιού (στην δισκογραφία του Βαμβακάρη) το οποίο
όμως δεν έχει πρωτεύοντα ρόλο, αναλαμβάνοντας ένα μουσικό θέμα «απάντησης»
στους «μπουζουκομπαγλαμάδες» συνήθως στο μέρος της εισαγωγής (αυτό δείχνει
ξεκάθαρα την ύπαρξη Α΄ και Β΄ Εισαγωγής ή απλά την επανάληψη μιας, το οποίο δεν
αποτελεί καινούριο στοιχείο).
70
ρεπερτόριο της δισκογραφίας, αλλά και του τρόπου εκτέλεσης του. Οι παραπάνω
μουσικοί τρόποι δεν αποδίδονται «μακαμικά ή ανατολίτικα», αλλά προσαρμόζονται
στα όργανα της δισκογραφίας που εξετάζουμε, προσαρμογή η οποία από τις
προηγούμενες δεκαετίες ήδη ευνόησε την επικράτηση της κλίμακας στο παίξιμο (ως
δομή), έναντι του τρόπου (modal). Έχουμε αναφέρει παραπάνω, πως η «αναβίωση
του ρεμπέτικου», βασίστηκε στο «πειραιώτικο ύφος», γεγονός το οποίο φαίνεται από
τα ονόματα στην δισκογραφική παραγωγή. Έτσι εξηγείται πως η συντριπτική
πλειοψηφία των τραγουδιών που περιέχονται στην δισκογραφία αυτή είναι σε ρυθμό
– χορό «ζεϊμπέκικο ή χασάπικο». Με την είσοδο νέων οργάνων, όπως περιγράψαμε
παραπάνω, ενισχύεται η ρυθμική συνοχή του μουσικού κειμένου (ντραμς, κιθάρα,
μπάσο και ενίοτε διάφορα κρουστά) και η απόδοση των ρυθμών «τελειοποιείται». Η
απόδοση του ρεπερτορίου με αυτόν τον τρόπο έχει να κάνει με άλλα «αισθητικά
πρότυπα», τα οποία κυριάρχησαν στην δισκογραφία αλλά και στα «πάλκα», σταδιακά
από την δεκαετία του 1950.
71
όργανα τα οποία αποτελούν έναν «συμβολικό πόλο», απέναντι στις «μεγάλες λαϊκές
ορχήστρες» της εποχής, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ενισχυτές και μια μεγάλη γκάμα
οργάνων. Η ονομασία «κομπανία» εξάλλου είναι ένας όρος ο οποίος εννοεί την
«Τετράδα του Πειραιά» (Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής, Δεληάς). Ο όρος αυτός
έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής τα επόμενα χρόνια για τα νεανικά συγκροτήματα της
εποχής, τα οποία ήθελαν να εκτελέσουν το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Από την
δεκαετία του 1970 και μετά έχουμε την δραστηριοποίησης της νέας γενιάς (όσο σε
μουσικά θέματα και δισκογραφική παραγωγή, όσο και στις έρευνες γύρω από το
«ρεμπέτικο»), γεγονός το οποίο δίνει εμπορική ώθηση στην «αναβίωση του
ρεμπέτικου» και στην δημιουργία ενός πολυπληθούς νεανικού κοινού, διαδικασία την
οποία περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στην ουσία επανέρχεται όχι απόλυτα
ένα ρεπερτόριο (το οποίο δεν είναι και ενιαίο), αλλά μια «μουσική αισθητική» της
δεκαετίας του 1940 και 1950 και έχει να κάνει με την επιλογή των οργάνων, τον
τρόπο παιξίματος τους, αλλά και την επιλογή του ηχητικού πεδίου (ακουστικά
όργανα και όχι ηλεκτρικά).167
167
Αυτόθι. Σελ. 398.
168
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 97.
72
επανεκτελέσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την «προσήλωση» στο μουσικό κείμενο
ενώ ως «πρότυπο» αναδεικνύεται το «στακάτο παίξιμο», η μελωδική αλλά «λιτή»
φωνή και η επαναχρησιμοποίηση του τρίχορδου μπουζουκιού και της κιθάρας ως
«μπασοκίθαρο». Το ρεπερτόριο που έχει επιλεχτεί είναι κυρίως από Βαμβακάρη,
Παπαϊωάννου, Γιοβάν Τσαούς, Χατζηχρήστο, Μπάτη, Δεληά και Τσιτσάνη.169
Αυτή η έκρηξη του «ρεμπέτικου» και η επιλογή του στο περιεχόμενο των
δίσκων θα το εισάγει σε ένα νέο πεδίο «αξιοποίησης του από την Διανόηση της
εποχής», το οποίο θα φανεί έντονα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και την
δημιουργία μια «αισθητικής εξευγενισμένου ρεμπέτικου», το οποίο δεν αποτελεί κάτι
καινούριο αφού ανάλογες προσπάθειες έγιναν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960,
όπως αναφέρει στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αυτό που είναι το καινούριο στοιχείο
είναι ο «ιδεολογικός προσανατολισμός» αυτού του εγχειρήματος και η εμπορική του
επιτυχία στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Παρακάτω παραθέτουμε έναν
δισκογραφικό κατάλογο της δεκαετίας του 1970 με την δισκογραφία της «Ρεμπέτικης
Κομπανίας» και του Γιώργου Νταλάρα.171
169
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 398.
170
Αυτόθι. Σελ. 373-375.
171
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009. Τα στοιχεία μας προέρχονται από αυτόν
τον κατάλογο.
73
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ ΕΤΟΣ LABEL ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΙ; 1971 MINOS MINOS - EMI
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΤΑΡΑΓΟΥΔΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ 1971 MINOS MINOS - EMI
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΜΕΤΟΙΚΟΣ 1971 MINOS MINOS - EMI
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1972 MINOS MINOS - EMI
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑ ΨΗΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ 1975 MINOS MINOS - EMI
ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 1975 MINOS MINOS - EMI
74
ενορχηστρώσεις στην δισκογραφία του Νταλάρα είχαν «στουντιακό χαρακτήρα» και
δεν αποδιδόταν έτσι στα πάλκα της εποχής λόγω και του κόστους μιας τέτοιας
πολυμελούς ορχήστρας (κάτι τέτοιο αποτελεί ένα ξεχωριστό θέμα διερεύνησης).
172
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 141.
75
κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, αποτελούν σημαντικό αριθμό.173
Παρακάτω παραθέτουμε ένα δισκογραφικό κατάλογο, με δίσκους του Γ. Νταλάρα,
«Αθηναϊκή Κομπανία», «Οπισθοδρομική Κομπανία», Αγάθωνα Ιακωβίδη,
«Ρεμπέτικη Κομπανία» και Μπάμπη Γκολέ. Πρόκειται για νέα πρόσωπα στην
δισκογραφία (με εξαίρεση τον Γ. Νταλάρα, ο οποίος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής από
την προηγούμενη δεκαετία). Το γεγονός αυτό δείχνει τα αποτελέσματα της
«αναβίωσης του ρεμπέτικου» της δεκαετίας του 1970 κατά την διάρκεια της
επόμενης δεκαετίας.
173
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009.
76
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ TITΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ ΕΤΟΣ LABEL ΕΤΑΙΡΕΙΑ
77
Κομπανία), ο Κοντογιάννης Δ., ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, κ.α.174 Ο πρώτος
χρονολογικά δίσκος στον παραπάνω πίνακα είναι «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής»
(Νταλάρας Γ., MINOS – EMI, 1980), όπου το ρεπερτόριο προέρχεται από την
κατοχική περίοδο: «Σαλταδόρος», «Επιδρομή στον Πειραιά», «Μαυραγορίτες»,
«Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.α. Η ορχήστρα εκτελεί το ρεπερτόριο αυτό με βάση
τον νέο «ρεμπέτικο μουσικό κανόνα», όπου χρησιμοποιούνται ακουστικά όργανα και
τονίζεται το «στακάτο και λιτό παίξιμο» με έναν «καθαρολογικό και τελειοποιημένο
χαρακτήρα».175 Η ορχήστρα αποτελείται από: δύο μπουζούκια, μπαγλαμά, τζουρά,
ακουστική κιθάρα, ακορντεόν, κόντρα – μπάσο και πιάνο. Επίσης χρησιμοποιείται το
σαντούρι αλλά και φλάουτο σε κάποια σημεία. Παρά την «προσήλωση» στο
ρεπερτόριο αυτό διακρίνονται σημάδια «νεωτερικότητας». Αυτό είναι έντονο στην
επάνδρωση της ορχήστρας, όπου εισάγονται όργανα τα οποία δεν υπήρχαν στις
πρώτες εκτελέσεις όπως το κόντρα – μπάσο, το πιάνο, το σαντούρι, κάποια κρουστά
(π.χ. ζήλιες), το φλάουτο, ο τζουράς και σε κάποιες περιπτώσεις το ακορντεόν.
Επαναλάβαμε τα όργανα για να δείξουμε τον αριθμό των οργάνων που αποτελούν
σημάδι «νεωτερικότητας και κατασκευής» για την κάλυψη του ρεπερτορίου, όργανα
τα οποία εξυπηρετούν διαφορετικά «μουσικό – αισθητικά πρότυπα» αλλά και
ρεπερτόρια. Επίσης υπάρχουν δύο φωνές (και πολλές φορές παραπάνω, ιδίως στα
ρεφρέν) οι οποίες και αποδίδουν χωρίς αυτοσχεδιαστικές τάσεις την μελωδική
γραμμή. Ο συγκεκριμένος δίσκος επιλέχτηκε συγκεκριμένα όχι μόνο για τον τίτλο
του και την ημερομηνία έκδοσης του, αλλά και για την εμπορική του επιτυχία, αφού
πούλησε 50.000 αντίτυπα.176
Και στην δισκογραφία της «Αθηναϊκής Κομπανίας», όπως και της αντίστοιχης
«Οπισθοδρομικής» η οργανολογία της ορχήστρας κινείται σε ένα παρόμοιο πλαίσιο
ακουστικών οργάνων. Στην περίπτωση αυτή όμως έχουμε μπουζούκια, μπαγλαμά,
τζουρά σε κάποια σημεία, κόντρα – μπάσο αλλά και ηλεκτρικό μπάσο με ακουστικό
174
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009.
175
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 97. Επίσης βλ. Δεμερτζής Νίκος, Η
Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994), Παρούσα Έκδοση 1995.
Σελ. 150
176
http://www.youtube.com/watch?v=AvzmYO9h184&feature=related (Πρόσβαση στις: 21 – 5 ‐2011)
Βλ. στα Περισσότερα, όπου περιέχονται τα στοιχεία του δίσκου.
78
και όχι σκληρό και ηλεκτρικό ήχο, στα πρότυπα του κόντρα – μπάσου (για να το
επιτύχουν αυτό συνήθως έκοβαν από τις ψηλές συχνότητες του οργάνου [treble]).177
Οι ρυθμοί χοροί που επικρατούν είναι πάλι «ο ζεϊμπέκικος και ο χασάπικος με τις
διάφορες παραλλαγές του», κάτι το οποίο μας δείχνει και που «προσανατολιζόταν
ρεπερτοριακά» τα συγκροτήματα της εποχής.
79
παραπάνω είναι τα περισσότερα «στολίδια», το οποίο συμβαίνει όχι μόνο με την
φωνή αλλά και με τα «σολιστικά» όργανα της ορχήστρας, αλλά δημιουργεί και ένα
πιο «σύνθετο» αρμονικό άκουσμα βασισμένο στους παραπάνω «μουσικούς
δρόμους», οι οποίοι έχουν έναν πιο «τροπικό χαρακτήρα», (εναλλαγές και μεταφορές
των τετραχόρδων και πεντάχορδων [modal], η χρήση των οποίων διαφοροποιείται
από την μουσική εκτέλεση των «δρόμων», παραλληλισμένων με τις κλίμακες
[scale]).
Στην ίδια κατεύθυνση και το «ανάλογο ύφος», κινείται και ο Μπάμπης Γκολές,
το οποίο διαπιστώνεται στην δισκογραφία του κατά την δεκαετία του 1980. Η
ορχήστρα (μπουζούκια, μπαγλαμάς, contra – basso, κιθάρα και ενίοτε ακορντεόν και
ντέφι), εκτελεί με έναν «αφαιρετικό και καθαρολογικό χαρακτήρα με στακάτο
παίξιμο». Η φωνή «προσηλώνεται» στο μουσικό κείμενο, χωρίς αυτό να σημαίνει
πως λείπει ο προσωπικός χαρακτήρας και τα «στολίδια».
80
Η «πρωτοκαθεδρία του μπουζουκιού» πάλι δεν αμφισβητείται ενορχηστρωτικά
αλλά και στην περιγραφόμενη λειτουργία των πάλκων, τα οποία εξιστορείται η
ταινία, γεγονός το οποίο βοηθάει στην μυθοποίηση του «ρεμπέτικου». Επίσης
αξιοσημείωτο είναι πως η μουσική της ταινίας αποτελεί «νέο – ρεμπέτικα τραγούδια»
του Σταύρου Ξαρχάκου (Μάνα μου Ελλάς, Το Πρακτορείο, Έλα απόψε στου Θωμά,
Καίγομαι, κ.α.) και στίχους του Νίκου Γκάτσου, όπου χρησιμοποιείται η μελωδική,
αρμονική και ρυθμική δομή την οποία συναντήσαμε στο δισκογραφικό δείγμα του
καταλόγου που παραθέσαμε παραπάνω. Τα τραγούδια της ταινίας απέδωσαν ο Τάκης
Μπίνης, ο Νίκος Δημητράτος, ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Σωτηρία Λεονάρδου,
μεταξύ άλλων. Η μουσική της ταινίας αυτονομήθηκε σε ξεχωριστό δίσκο το χειμώνα
του 1983, η κυκλοφορία του οποίου έφτασε τα 200.000 αντίτυπα γνωρίζοντας μεγάλη
εμπορική επιτυχία, ενώ η ταινία βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.180
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής», με
έναν προσωποκεντρικό χαρακτήρα (ο πρωταγωνιστής παραλληλίζεται με τον Μάρκο
Βαμβακάρη), με λίγο διαφορετικό σενάριο. Χρησιμοποιούνται τραγούδια του
Βαμβακάρη Μ., Παπάζογλου Β., Παπαϊωάννου Γ, Μουζάκη Γ. κ.α. Από τον τίτλο της
σειράς γίνεται αντιληπτό ποιο ρεπερτόριο επιλέγεται και πως αυτό χρησιμοποιείται.
Σαφώς αναφέρεται σε ποιο συγκεκριμένα πλαίσια από το «Ρεμπέτικο», το οποίο
φαίνεται και στην μουσική επένδυση της. Η ορχήστρα αποτελείται από μπουζούκια,
μπαγλαμά, κιθάρα, όπου εννοείται «το πειραιώτικο μουσικό ιδίωμα» (μερικά από τα
τραγούδια: «Χρόνια μες την Τρούμπα», «Κάτω στα Λεμονάδικα», «Φαληριώτισσα»,
«Το Μονοπάτι», «Μικρός αρραβωνιάστηκα»). Την μουσική εκτελεί η «Αθηναϊκή
Κομπανία», με σαφώς «λιτό και αφαιρετικό χαρακτήρα». Οι φωνές είναι μελωδικές
αλλά χωρίς ιδιαίτερα «στολίδια» κάτι το οποίο συμβαίνει και στην μουσική εκτέλεση
από την ορχήστρα. Το τρίχορδο μπουζούκι συμβολοποιείται, εκφράζοντας τον
φαντασιακό «ρεμπέτικο κόσμο», κάτι το οποίο θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Από το δισκογραφικό δείγμα που λάβαμε υπόψη μας, η δεκαετία του 1980
αποτελεί μουσικά την ωρίμανση της προηγούμενης δεκαετίας. Η «νέο – ρεμπέτικη
ορχήστρα και κομπανία», αναζητά την επαγγελματική της καθιέρωση και επιβίωση.
Επανέρχεται (μερικώς πάντως), μια αισθητική η οποία είχε υποχωρήσει τις δεκαετίες
180
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 508-509.
81
του 1950 και 1960, εν μέσω νέων μουσικό – τεχνολογικών εξελίξεων και την
διαφοροποίηση των κανόνων της δισκογραφικής παραγωγής. Επανέρχεται – έστω και
επιλεκτικά – ένα ρεπερτόριο το οποίο δεν χρησιμοποιούταν, όπως και το τρίχορδο
μπουζούκι το οποίο είχε υποχωρήσει έναντι του τετράχορδου.181
181
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 83-84.
182
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 399.
82
ανταποκρίνεται και στις προτιμήσεις του κοινού, αλλά και των δισκογραφικών
εταιρειών.
Οι συνεργασίες στην δισκογραφία είναι συχνές κατά την δεκαετία του 1980,
γεγονός που εξηγεί τους κοινούς δίσκους, το οποίο φαίνεται σε όλο το δισκογραφικό
δείγμα που χρησιμοποιήσαμε. Η Χ. Αλεξίου συμμετέχει σε δίσκους της «Αθηναϊκής
Κομπανίας», ο Κοντογιάννης Δ. συμμετέχει στον δίσκο του Γ. Νταλάρα «Τα
ρεμπέτικα της Κατοχής» (MINOS – EMI, 1980), η Ελευθερία Αρβανιτάκη αποτελεί
μέλος της «Οπισθοδρομικής Κομπανίας». Επίσης η συνεργασία του Δ. Σαββόπουλου
και του Μ. Χατζιδάκι με την «Οπισθοδρομική Κομπανία» (και η επιδιωκόμενη με τον
Π. Σιδηρόπουλο), όπως και αυτή του Γ. Νταλάρα με την Χ. Αλεξίου, συνθέτουν ένα
διευρυμένο και ίσως «αντιθετικό» ρεπερτόριο το οποίο αποτελεί έκφανση της
φαντασιακής πρόσληψης της «λαϊκότητας», την περίοδο της Μεταπολίτευσης.183
183
Για περισσότερα βλ. Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009. Διάφορες
συνεργασίες είχαν ο Μ. Γκολές, ο Αγάθωνα Ιακωβίδης όχι όμως τόσο έντονα.
83
και παγιοποίηση «ρεμπέτικων συμβόλων», όπως το τρίχορδο μπουζούκι, ο τρόπος
ενορχήστρωσης και η «επαγγελματοποίηση»της «ρεμπέτικης ορχήστρας».
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Στα χρόνια της «αναβίωσης του ρεμπέτικου» από τα τέλη της δεκαετίας του
1960 και ιδιαίτερα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης παρατηρείται μια «επιστροφή στο
παρελθόν» (επιλεκτικού χαρακτήρα), η οποία είχε ως επίκεντρο το «πειραιώτικο
ρεμπέτικο» και το τρίχορδο μπουζούκι. Αναπτύξαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο την
«μυθοποίηση του ρεμπέτικου και των προπολεμικών (αλλά και μεταπολεμικών)
συντελεστών του, κάτι το οποίο ενισχύθηκε και από τον θάνατο των περισσοτέρων
στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η «αναβίωση του ρεμπέτικου» από την
Μεταπολίτευση και μετά απέκτησε έναν χαρακτήρα «περιχαρακωμένης παράδοσης»,
η οποία συγκροτήθηκε και προσλήφθηκε φαντασιακά. Το τρίχορδο μπουζούκι
επανήλθε από την δεκαετία του 1970 και μετά, αυτήν την φορά με «ιδεολογικό
περιεχόμενο», το οποίο επίσης αποτελούσε φαντασιακή πρόσληψη, όπως και το
ρεπερτόριο το οποίο εξυπηρετούσε.186 Η «νέο – ρεμπέτικη ορχήστρα» (τύπου
«κομπανίας»), προσπαθεί να εξελιχθεί και να επιβιώσει επαγγελματικά, ιδιαίτερα
184
Holst Gail, Δρόμος για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, Αθήνα 2001. Σελ.
68-69.
185
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 83-84.
186
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση
1994), Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 148.
85
κατά την δεκαετία του 1980. Τα «μουσικά πρότυπα» στην συγκρότηση τους είναι το
τρίχορδο μπουζούκι, το «στακάτο παίξιμο», η χρήση ακουστικών οργάνων και το
ρεπερτόριο, μεταξύ άλλων. Αυτοί είναι και οι βασικοί άξονες της πρόσληψης του
«ρεμπέτικου» - στα χρόνια της Μεταπολίτευσης - ως ένα «συμπαγές σύνολο
μουσικών αξιών».
86
«αποσύνδεσης», ως προς τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και η «επανασύνδεση με
τον Πειραιά», ενός τόπου ο οποίος αποτελεί «συμβολικό κεφάλαιο» και τοποθετείται
σε ένα «ιστορικό πλαίσιο», όπου ο «Ρεμπέτης», εμφανίζεται ως «λαϊκός ήρωας» με
μεγάλη δόση εξωτισμού και ωραιοποίησης.192 Έτσι έχουμε ένα νέο δίπολο
τρίχορδο/τετράχορδο μπουζούκι, όπου το κάθε μέρος του περικλείει όχι μόνο
μουσική διαφοροποίηση, αλλά και διαφορετικό «εννοιολογικό και ιδεολογικό
υπόβαθρο» (έστω και φαντασιακά). Αν σε αυτό προσθέσουμε την προσπάθεια
σύνδεσης - με την «λογική των συνεχειών» - του «ρεμπέτικου με το Αρχαιοελληνικό
και Βυζαντινό μουσικό παρελθόν» από τους υποστηρικτές του, τότε αυτή η «διαμάχη
τριχόρδου/τετραχόρδου» προβάλλει θέματα «πατρότητας, αυθεντικότητας και
νεωτερικότητας».193 Με αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο το τρίχορδο μπουζούκι
εμφανίζεται ως «σύμβολο της ρεμπέτικης παράδοσης» όπως αυτή προσλαμβάνεται
στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για μια «αισθητική αντιπαράθεση», η οποία
εισχωρεί και στον τρόπο απόδοσης του ρεπερτορίου όχι μόνο στην δισκογραφία,
αλλά και στις ζωντανές αναπαραστάσεις του. Η ορχήστρα εκτελεί το ρεπερτόριο με
συγκεκριμένα «μουσικά πρότυπα», τα οποία εντάσσονται στον «νέο μουσικό
κανόνα». Στοιχεία αυτού του «κανόνα» είναι το «στακάτο παίξιμο» και η χρήση
ακουστικών οργάνων, τα οποία δημιουργούν ένα συγκεκριμένο ηχόχρωμα που
εμφανίζεται ως «αυθεντικό και γνήσιο». Η συνεχιζόμενη καλλιέργεια του μύθου της
«ρεμπέτικης μουσικής» κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, δημιούργησε και μια
«τάση» (ας μας επιτραπεί ο όρος) σύνθεσης «νέο – ρεμπέτικων τραγουδιών», τα
οποία γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία με την δισκογραφική κυκλοφορία τους.194
Ενδεικτικά αναφέρουμε το soundtrack της ταινίας «Ρεμπέτικο», σε μουσική του
Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος – Μετάφραση Βλησίδης
Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον υπόκοσμο, Ο Μύθος και η
μυθοποίηση του Ρεμπέτικου, σελ. 112.
192
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση
1994), Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 152.
193
Σαββόπουλος Πάνος, Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα…. και άλλα, Εκδόσεις Οδός
Πανός, Αθήνα 2006. Σελ. 117-120.
194
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση: Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 112.
87
Σταύρου Ξαρχάκου. Το νέο αυτό ρεπερτόριο συνθετικά αλλά και ενορχηστρωτικά,
ακολουθούσε τις επιταγές του «νέου ρεμπέτικου κανόνα» με σαφή και διακριτή
ύπαρξη μιας συγκεκριμένης φόρμας (εισαγωγή – κουπλέ ή εισαγωγή – κουπλέ –
ρεφρέν), όπως της αρμονικής και ρυθμικής συνοχής κατά την διάρκεια της μουσικής
εκτέλεσης. Οι στίχοι τους, είχαν ρομαντική διάθεση και πολλές φορές αφηγηματική
υπόσταση. Τα χαρακτηριστικά του ρεπερτορίου αυτής της περιόδου, μοιάζουν
περισσότερο με αυτά της «Πειραιώτικης Σχολής και όχι της Σμυρναϊκής». Κάποιες
εξαιρέσεις στην δισκογραφία και στο ρεπερτόριο που αναφέραμε παραπάνω (π.χ. «η
Δημητρούλα» του Π. Τούντα), επιβεβαιώνουν τον κανόνα περί «πειραιώτικου
ρεμπέτικου», τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
88
4.2. Κοινό και χώροι
Πρόκειται για χώρους οι οποίοι ήταν δημοφιλείς στους φοιτητές, αλλά δεν ήταν
αποκλειστικά χώροι όπου παιζόταν live μουσική. Λόγω της μεγάλης εμπορικής
ζήτησης και απήχησης που είχε το «ρεμπέτικο», οι χώροι αυτοί φιλοξενούσαν
περιστασιακά κάποιες συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας «ρεμπέτικες ορχήστρες ή
κομπανίες», με μεγάλη προσέλευση του φοιτητικού κόσμου (τουλάχιστον στα δύο
μεγάλα αστικά κέντρα).198 Στην πραγματικότητα πρόκειται για χώρους οι οποίοι δεν
είχαν δημιουργηθεί για να φιλοξενούν ορχήστρα και όταν αυτό γινόταν είχε
ευκαιριακό χαρακτήρα. Πρόκειται, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της
195
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ.328-330.
196
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 88.
197
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 97.
198
Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού
τραγουδιού στην Θεσσαλονίκη [1985 – 2005], Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2008. Σελ. 60. Βλ. επίσης:
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 87-88.
89
Μεταπολίτευσης, για φοιτητικά στέκια τα οποία διέθεταν ποτό και πολλές φορές
φαγητό.199
199
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 399.
200
Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού
τραγουδιού στην Θεσσαλονίκη [1985 – 2005], Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2008. Σελ. 60 και σελ. 205.
201
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 507.
202
Αυτόθι. Σελ. 552-554.
90
«δάνειο από την ροκ σκηνή» η οποία αναπτύχθηκε στην Δυτική Ευρώπη και στις
Η.Π.Α. με την ανάδειξη ενός ώριμου πλέον star system. Χαρακτηριζόταν από την
μαζική ανθρώπινη προσέλευση και πρόσφερε ένα οπτικό – ακουστικό θέαμα το οποίο
είχε πλατιά απήχηση στις νεανικές ηλικίες όπως περιγράψαμε σε προηγούμενο
κεφάλαιο. Η «συναυλία», αποτέλεσε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης έναν δημοφιλή
τρόπο «μουσικής παρουσίασης», αλλά και διαφήμισης στα ελληνικά μουσικά
πράγματα. Αποτέλεσε έναν άλλον χώρο και τρόπο «προβολής του ρεμπέτικου», από
την δεκαετία του 1970 και σήμερα. Το «ρεμπέτικο» αποτέλεσε για πρώτη φορά
θεματική «συναυλιών» με το χαρακτήρα των «αφιερωμάτων» στους φαντασιακούς
«ήρωες – ρεμπέτες» και έκτοτε έγινε ένας άλλος καθιερωμένος τρόπος προβολής
του.203 Στις μέρες μας οι συναυλίες «ρεμπέτικου περιεχομένου», αποτελούν
«κανονικότητα» και μέρος του επίσημου και μη «πολιτιστικού λόγου».
203
Βλ. Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. O Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 97. Βλ. Βλησίδης Κώστας, Όψεις του
Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το
ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 119 και Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη
δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010.
Σελ. 398 – 400.
204
Βλ. Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού
τραγουδιού στην Θεσσαλονίκη [1985 – 2005], Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2008. και Βαμβακάς Βασίλης –
Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό
λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 398-399.
91
με τους χώρους και την διαφορετικότητα τους κάθε φορά, βρίσκονται σε συνάρτηση
με ένα «πολυσύνθετο» μουσικό κοινό (αυτό δεν σημαίνει πως τις προηγούμενες
δεκαετίες το κοινό ήταν συμπαγές).
Αυτό που μας ενδιαφέρει στην συγκεκριμένη εργασία είναι πως αυτή η
προβολή των «λαϊκοτήτων και της περιθωριακής μουσικής», δημιούργησε ένα κοινό
το οποίο χωριζόταν σε επιμέρους ομάδες οι οποίες ήταν πολλές φορές και αντιθετικές
μεταξύ τους. Κατά την δεκαετία του 1980 παρατηρείται η επικοινωνία και
αλληλεπίδραση αυτών των διαφορετικών ομάδων, όπου κάθε μια αποτελεί και ένα
ξεχωριστό κοινό. Στο σύνολο τους κατά μια άποψη, αποτελούν μια γενικευμένη και
ποικιλόμορφη «κουλτούρα», η οποία κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος της είναι
«νεανική».207 Από την δεκαετία του 1960 το «ρεμπέτικο» γίνεται δημοφιλές στην
«νεολαία» και ιδιαίτερα στους φοιτητές, οι οποίοι οργάνωναν συναυλίες και
205
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 76. και σελ. 328-330.
206
Βλ. Βλησίδης Κώστας, Για μια βιβλιογραφία του Ρεμπέτικου (1873-2001), Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2002. Εδώ αναγράφονται τα δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με το «ρεμπέτικο»
κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Επίσης βλ. Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής,
Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα,
Αθήνα 2010. Σελ. 517 και 522. Εδώ αναφέρεται η δημοτικότητα της «rock μουσικής», κατά την
δεκαετία του 1980.
207
Αστρινάκης Α. – Στυλιανούδη Λίλυ Γ. Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλι και Φανατικοί Οπαδοί, Νεανικοί
Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996. Βλ.
Εισαγωγή σελ. 5.
92
αφιερώματα σε αμιγώς φοιτητικούς χώρους.208 Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την
απήχηση της ορχήστρας με μπουζούκι στην αστική τάξη από την δεκαετία του 1950
και 1960, μέσω της δισκογραφίας και των «πάλκων» δημιουργεί ένα κοινό του
οποίου οι αντιθέσεις φαίνονται έντονα κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Κατά
τον Στάθη Δαμιανάκο,209 όλες αυτές οι εξελίξεις στα μουσικά και όχι μόνο πράγματα,
στάθηκαν αφορμή για την συγκρότηση ενός «ανομοιογενούς και διαταξικού κοινού»,
το οποίο χαρακτηρίζει ως «μικροαστούς διανοούμενους».
208
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 180.
209
Βλ. Δαμιανάκος Στάθης, Fadoκαι ρεμπέτικο, βίοι παράλληλοι, διάλεξη από το Διεθνές Συνέδριο που
έγινε στην Άρτα τον Ιούνιο του 2002, υπό τον την οργάνωση του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής
Μουσικής του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Το παρών κείμενο περιέχεται στο βιβλίο: Δερμεντζόπουλος Χρήστος –
Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα
2004.
93
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
210
Ψαρρού Νέλλη, Εθνική Ταυτότητα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις GUTENBERG,
Αθήνα 2005. Σελ. 193-194, 200 και 203.
211
Βλ. Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001. Σελ. 199,
215, 241. Επίσης βλ. Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το
ρεμπέτικο, Τόμος ΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 464 – 465.
212
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 149.
94
τη «νεολαία» και τα μικρομεσαία αστικά στρώματα στην διάρκεια της
Μεταπολίτευσης.213 Άλλωστε η «εθνική παράδοση» ταυτιζόταν με το «δημοτικό
τραγούδι» (άλλη μια φαντασιακή πρόσληψη και στερεοποίηση), το οποίο όμως έχανε
έδαφος λόγω και της «πολιτικής και πολιτιστικής σύνδεσής του» με τις συντηρητικές
μεταπολεμικές κυβερνήσεις και ιδιαίτερα με το καθεστώς της Χούντας των
Συνταγματαρχών (1967-1974).214 Το γεγονός αυτό μας δείχνει πως «η αναβίωση του
ρεμπέτικου», συντελέστηκε κάτω από συγκεκριμένα ερμηνευτικά σχήματα με
«ιδεολογικό» και πολιτικό περιεχόμενο.
213
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 98.
214
Δεμερτζής Νίκος, Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας (Ά Έκδοση 1994),
Παρούσα Έκδοση 1995. Σελ. 149-149.
215
Βλ. Βλησίδης Κώστας, Σπάνια κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929 – 1959), Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2006. Σελ. 50-58 και σελ. 109 – 129. Επίσης βλ. Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο
Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος – Μετάφραση Βλησίδης Κώστας,
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον υπόκοσμο, Ο Μύθος και η
μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 106.
216
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 119-120.
217
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 93.
95
χαρακτηριστικά» της προηγούμενης δεκαετίας.218 Η «ρεμπέτικη παράδοση»
προβλήθηκε για πρώτη φορά από τον ηγεμονικό λόγο την δεκαετία του 1980, όταν
μόλις στην προηγούμενη δεκαετία το ίδιο έκανε ο αντί - ηγεμονικός λόγος.
218
Αυτόθι. Σελ. 111- 112.
219
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 190-193. Βλ. επίσης
Ψαρρού Νέλλη, Εθνική Ταυτότητα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα
2005. Σελ. 219.
220
Ψαρρού Νέλλη, Εθνική Ταυτότητα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις GUTENBERG,
Αθήνα 2005. Σελ. 276.
221
Βλ. Δαμιανάκος Στάθης, Fado και ρεμπέτικο, βίοι παράλληλοι, διάλεξη από το Διεθνές Συνέδριο που
έγινε στην Άρτα τον Ιούνιο του 2002, υπό τον την οργάνωση του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής
Μουσικής του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου. Το παρών κείμενο περιέχεται στο βιβλίο: Δερμεντζόπουλος Χρήστος –
96
μας είναι ότι η επινοημένη «ρεμπέτικη παράδοση» από «ταξική» μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του 1970, άρχισε να παρουσιάζει σημάδια αξίωσης ως «εθνική παράδοση»
και παρουσιάστηκε ως εργαλείο του επίσημου «πολιτιστικού λόγου».222
Σπυριδάκης Μάνος, Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική, Εκδόσεις Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα
2004.
222
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση: Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ 100 – 102. Ενδεικτική είναι η αλλαγή
αντιμετώπισης του «ρεμπέτικου», από τους πανεπιστημιακούς λαογράφους την δεκαετία του 1980.
223
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 398. Επίσης Βλ. Βλησίδης
Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το κεφάλαιο: Ο
αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 141.
97
ανταγωνισμού διαφορετικών «προτύπων», τα οποία ήταν συναφή ή αντιθετικά
μεταξύ τους, σύμφωνα πάντα με την φαντασιακή τους πρόσληψη.
224
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 97.
225
Gauntlett Στάθης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Δωδώνη,
Αθήνα 1992. Σελ. 85 και 88.
226
Βλ. τραγούδια όπως: «Ελληνοαμερικάνα», «Μ’ έκαψες τσαχπίνα μου» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Επίσης βλ. δισκογραφία του Τσιτσάνη Β., Παπαϊωάννου Γ., στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
98
Την δεκαετία του 1980 η «ρεμπέτικη ορχήστρα», σταθεροποιείται και για τις
ανάγκες του κοινού εμπλουτίζοντας την σύνθεση της όπως και το ρεπερτόριο, όπως
περιγράψαμε στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας. Επίσης κατά την διάρκεια της
δεκαετίας εισάγονται μεμονωμένα και άλλα όργανα όπως το ούτι και το σαντούρι
παραπέμποντας στην «Σμυρναίικη Σχολή».227 Αυτή η κίνηση όμως είχε περιστασιακό
χαρακτήρα και σε καμιά περίπτωση δεν «απειλήθηκε η πρωτοκαθεδρία του
μπουζουκιού». Εξάλλου κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε και στο ρεπερτόριο,228 κάτι το
οποίο αποτέλεσε εξαίρεση στον «κανόνα του Πειραιώτικου ρεπερτορίου», στο οποίο
παρέπεμπαν και τα μεταπολεμικά τραγούδια που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό. Οι
φωνές αποδόθηκαν στην ίδια κατεύθυνση υποστήριξης του συγκεκριμένου
ρεπερτορίου με ένα «εξευγενισμένο χαρακτήρα».
227
Βαμβακάς Βασίλης – Παναγιωτόπουλος Παναγής, Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. Σελ. 400.
228
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση: Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ. Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 97.
229
Δραγουμάνος Πέτρος, Ελληνική δισκογραφία 1950-2009.
230
Βλ. τον δίσκο «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής» (Νταλάρας Γιώργος, MINOS – EMI, 1980).
99
(τουλάχιστον της ανεπίσημης) και την σταδιακή αλλαγή της στάσης της στο θέμα,
ενώ πρέπει να σημειωθεί πως αυτό δεν αφορά τα «ανθυγιεινά ρεμπέτικα».231
Παρά τις υπερβολές και την υπερτίμηση καταστάσεων και προσώπων στην
«αναβίωση του ρεμπέτικου» οι δεκαετίες του 1970 και 1980 άφησαν πίσω τους την
ενασχόληση μιας μεγάλης μερίδας μουσικών αλλά και μουσικολόγων με το
«ρεμπέτικο».234 Επίσης έχουμε την επιστημονική διερεύνηση του «ρεμπέτικου», με
πανεπιστημιακές διατριβές και εργασίες, οι οποίες έδωσαν μια σαφέστερη εικόνα στο
231
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Βλ. το
κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο (1946-1988). Σελ. 140.
232
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο, Τόμος
΄Β, Εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2003. Σελ. 466.
233
Hobsbawm Eric, Η εποχή των Άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991, Γ’ Έκδοση
Εκδόσεις Θεμέλιο. Βλ: Κεφάλαιο Δέκατο Έβδομο: Η Πρωτοπορία πεθαίνει Οι Τέχνες μετά το 1950,
σελ. 635.
234
Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού
στην Θεσσαλονίκη [1985 – 2005], Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2008. Σελ. 127.
100
κεφάλαιο που ονομάζεται «ρεμπέτικο».235 Όλη αυτή η ενασχόληση με το «είδος» είτε
σε επίπεδο μουσικής πράξης, είτε σε ερευνητικό επίπεδο την δεκαετία του 1980,
στάθηκε αφορμή για μια πληρέστερη προσέγγιση του θέματος και της
προσβασιμότητας που έχουμε σε αυτό στην σημερινή εποχή με την ψηφιοποίηση του
δισκογραφικού υλικού236 (βλ. Μανιάτης, Κουνάδης, Δραγουμάνος) και της χρήσης
του Διαδικτύου.
235
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην επιστημονική του προσέγγιση, Πρόλογος –
Μετάφραση Βλησίδης Κώστας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001. Βλ: Ο Ορφέας στον
υπόκοσμο, Ο Μύθος και η μυθοποίηση του Ρεμπέτικου. Σελ. 114.
236
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004. Σελ. 132.
101
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
102
- Κοροβίνης Θωμάς, Όμορφη Νύχτα, Χρονογραφία – Μυθιστόρημα για τα 20
χρόνια λαϊκού τραγουδιού στην Θεσσαλονίκη [1985-2005], Εκδόσεις Άγρα,
Αθήνα 2008.
103
- Holst Gail, Δρόμος για το Ρεμπέτικο, Άρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι από τον
ελληνικό Τύπο (1947-76), Μετάφραση Σαββάτης Ν. (Πρώτη Έκδοση: 1977)
Εκδόσεις Denise Harvey - Λίμνη Ευβοίας, 2001.
ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ
- http://www.youtube.com/watch?v=AvzmYO9h184&feature=related
(Πρόσβαση στις: 21 – 5 -2011).
- http://www.happyfew.gr/archives/buccaneers/gambit1.htm.
(Πρόσβαση στις: 15 – 5 – 2011).
104
105
106