You are on page 1of 34

Κώστας Πουλιανίτης

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

2021
Η βαριά φανέλα

1. Η βαριά φανέλα
2. Το βλέμμα
3. Προδοσία
4. Ταξιδιώτης-προσκυνητής.
5. Τι θες να κάνω;
6. Στη Χεβρίν Χαλάφ
7. Φλόγες στο Αρτσάχ
8. Μυστήρια
9. Η σταύρωση
10. Πολιορκία
11. Η ιστορία είναι φάρσα
12. Δαίμονες
13. Το άλμπουμ
14. Τα νυχτέρια
15. Νεκρομαντείο
16. Η μπόρα
17. Κάθοδος
18. Η ζωή του ανθρώπου
19. Ορώσι τα παρόντα
20. Αμνησία
21. Σφαλιστές πόρτες
22. Παράκρουση
23. Γαλέρες και ναυάγια
24. Εντός και εκτός των τειχών
25. Το θείο πάθος
26. Ο σταυρός σου
27. Εγκλεισμός
28. Διακόσια χρόνια μοναξιάς
29. Πυροβάτες
30. Καλά Χριστούγεννα
31. Ο Επιτάφιος
Η βαριά φανέλα

Στον ήχο των κερμάτων σου σκορπά ο πανικός.


Βαριά η φανέλα που φοράς με το χρυσό σιρίτι.
Στο γυάλισμα της λόγχης σου στερεύει ο ποταμός.
Στο ξέφτισμα τ΄ ανέμου γυρνάς στο πασαλίκι.
Ξανά ραγιάς κι άσωτος, απόκληρος υιός
που μάνα τον αρνήθηκε και βύζαξαν οι λύκοι.

Και κει που ήτανε ψηλά να σηκωθείς


για πόλεμο ντυμένος σαμουράι,
στα δυνατά σου πόδια πάλι να σταθείς,
μέτοχος σε δρώμενο που σ’ ευλογάει,
σωριάζεσαι θλιβερός ευνούχος, δυστυχής,
σ΄ ένα επαρχιώτικο παλιό σαράι.

Νόημα από τις ψιλές γραφές δεν βγάζεις.


Όσες φορές γυρνάς τη πλάτη στο Θεό
τόσες αμήχανα τα έργα του θαυμάζεις.
Νεκρός ή ζωντανός σε κόσμο παλαβό
ότι φτιάχνεις μια ζωή στη στιγμή σωριάζεις
μπροστά στη κόλαση με στόμα ανοιχτό.

Σου σφράγισε το πρόσωπο του χρόνου η πληγή.


Ο δήμιος έβγαλε το σπαθί από τη θήκη.
Και σήμερα με μια μελάνη σινική,
με βρισιές να γράφεις τρέμοντας τη διαθήκη,
εγκλωβισμένος σε μια βρώμικη αυλή,
να δένεσαι με ψεύδη κατά συνθήκη.
Το βλέμμα

Μες στα μάτια σας μετράω το κουράγιο.


Βλέμμα φωτιά , σιωπή που σιγοκαίει.
Αγκάθι στη καρδιά και οι μέρες μας ναυάγιο.
Ένα γιατί που πολλά και τίποτα δεν λέει.

Τα σίδερα σαράκια στη ψυχή


και οι χειροπέδες σας καρφιά στα χέρια.
σ’ ένα σταυρό που στήσανε Αγαρηνοί
και κεντάνε τα πλευρά με τα μαχαίρια.
Σ’ ένα Γολγοθά θυσία εσπερινή
στο κεφάλι φωτοστέφανο, στο στήθος σας αστέρια.
Προδοσία

Δεν όρισες την ώρα κι ήταν αρκετό


να χαθεί το ραντεβού στο μεσοχώρι
της ιστορίας λες πως ήτανε γραφτό
για ’να πλιάτσικο να ξεπεζέψουν όλοι.

Σαν μέτραγες μια μέρα την καλή σοδειά


τα βαριά τους λύτρα πάλι να πληρώσεις,
φόρου υποτελής σε σκληρή αφεντιά,
ξάφνου ψυχές, σου ζητήσανε να δώσεις

Σε τόπο παλιό, σπίτια κλειστά κι ερημιά.


Στα αμπέλια ξεραμένα τα σταφύλια.
Οι καλαμιές παραδομένες στη φωτιά.
Στα δέντρα κρεμασμένα μαύρα μαντίλια.

Μετράς λίγο χρόνο κι’ είναι αρκετός


για μια απόφαση, πικρό το δίλλημα.
Στα χέρια σου ένα πουγκί, πόθος κρυφός.
Στου φεγγαριού το φως ,φάλτσο φίλημα.

Στις ελιές την προδοσία θα σκαρώσεις.


Κάτω απ’ το φεγγάρι, φιλί να δώσεις.
Με χρυσάφι μια ψυχή δεν θα μερώσεις,
σε μια κόλαση γυρνάς να την κλειδώσεις.
Ταξιδιώτης-προσκυνητής

Ταξιδιώτης του βοριά και του χειμώνα,


ταπεινός προσκυνητής χάθηκες στο χθες,
στ’ απομεινάρια του ψεύτικου αιώνα
που ξεπλήναν απ’ τα χώματα οι βροχές.

Και οι γραμμές του τραίνου τόπος-χρόνος,


δυο ιστορίες χωρίς τέλος και αρχή,
σε ένα κόσμο διπλό αφέντης-πόνος
και μια κατάρα που γίνεται ευχή.

Χειμερινός ταξιδιώτης, ταπεινός προσκυνητής.


Γυμνά ξερά κλαδιά και φύλλα πεσμένα.
Σ’ ένα ψέμα και μια λήθη θα ’θελες να ζεις.
Στη γωνιά τα ξεχασμένα, στο γιαλό τα περασμένα.
Τι θες να κάνω;

Μου λες πως δεν μετρώ τα πράγματα καλά


για τη μεγάλη τη δουλειά δεν είχα πάσσο
όταν τραβάς δεν βγαίνουν πάντα τα χαρτιά
και πάλι ξέμεινα στον πάτο και στον άσσο.

Στα ματιά με κοιτάς και τι θες να κάνω;


Μέσα απ’ την ομίχλη δεν μπόρεσα να δω.
Στη ζωή που δεν με πάει παραπάνω,
θέλω να ψάξω την τύχη μου ξανά να βρω.

Σ’ ένα κόσμο που ’κάνε το άσπρο γκρίζο


και πάλι αρνήθηκε το άλλο του μισό,
την ψύχη μου γήτευσαν μα δεν χαρίζω,
κανένα δεν γνωρίζω, κανένα δεν μισώ.
Στη Χεβρίν Χαλάφ

Μες στο βλέμμα της διαβάζω πως γνωρίζει


Το τέλος της πως δεν θα’ ναι πολύ μακριά
Το γλυκό της πρόσωπο ήθος λαμπιρίζει
Το μαρτύριο, ο δρόμος για την λευτεριά

Αυτή να μην την κλαις δεν το αξίζει


Τίμησε την τραγουδώντας δυνατά
Γιατί ο θάνατος δεν τη φοβίζει
Και έβαλε τα στήθια της μπροστά
Φλόγες στο Αρτσάχ

Υπάρχουνε στιγμές που γράφουνε


την ιστορία οι φλόγες της ψυχής
και με το αίμα υπογράφουνε
τις ωμές αλήθειες της φυγής.

Ποιος είπε πως τα όμορφα χωριά


όμορφα καίγονται μες στη νυχτιά
και του διαβόλου τα χρυσά βιολιά,
φάλτσα μουσική και δόλια μαχαιριά.

Εκεί ξεθάβονται ακόμη κι οι νεκροί


τα ιερά οστά να πάρουνε μαζί τους
εκεί τσακίζεται η ανθρώπινη ψυχή
εκεί σταματάει η αναπνοή τους.
Μυστήρια

Μυστήρια έγινες ζωή κι’ έφερες τα πάνω κάτω


Σκιές αντί για ήλιο την αυγή, Κυριακή χωρίς Σαββάτο
Η φαντασία πιο λιτή, η αλήθεια μας πιο πάνω
Όσο δεν δένει η πληγή, τόσο θολό το πλάνο

Όσες φορές κι’ αν μέτρησα πάλι λάθος βγήκα


Το αίνιγμα δεν έλυσα και το σωστό δεν βρήκα
Σ’ ένα κόσμο φυλακή αν είναι για να ζήσω
Καλύτερα την ανάσα μου νωρίτερα ν’ αφήσω

Όσες φορές κι’ αν κέντρισα την μνήμη μου να ψάξει


Τόσες εκείνη πίσω γύρισε για να με τρομάξει
Πως αν θα σου φύγει η ψυχή πριν γλυκοχαράξει
Ούτε ο κόσμος θα χαθεί, ούτε κι η γη θ’ αλλάξει
Η σταύρωση

Στο πλήρωμα της προφητείας και του νόμου


Βρισιές και θλίψη στην ανηφοριά του δρόμου
Κάποιοι σου ζήτησαν η μνήμη σου να σβήσει
Και συ σ’ ένα δράμα που δεν έχει τελειωμό
Αναρωτιέσαι πάνω στον ξύλινο σταυρό
Το τελευταίο το καρφί ποιος θα χτυπήσει

Μάρτυρας σε θέαμα ατόφιο και φρικτό


Στην αναποδιά και στον παράξενο καιρό
Φάλτσο σκοπό μια μπάντα θα μας παιανίσει
Μνημόνευε Παπαδιαμάντη και Σολωμό
Περιμένοντας τον επιτάφιο στολιστό
Σε ξεχασμένη γειτονιά να σεργιανήσει
Πολιορκία
Πικρά τα γράμματα που ’θελες να στείλεις
σ’ ένα Μάρτη που δεν θέλει ο Απρίλης
κι’ η άνοιξη τον κάνει αποπαίδι
σου 'γίνε ο φόβος πάλι ψυχοπαίδι.
Στο βάθος κοίτα ένα θλιμμένο Πάσχα
που σου ’ρχεται με άχρωμες τις πασχαλιές
κρύφτηκες πίσω από μια άσπρη μάσκα
που φόρεσες στη φάτσα σου χωρίς να θες

Δρόμοι άδειοι και συ εντός μιας οικίας


σε κατάσταση άτυπης πολιορκίας.
Δρόμοι άδειοι σαν παλιά ταινία τρόμου
και συ ζητάς την πυξίδα του ατόμου.

Κλήρωσε σε μια νύχτα η λοταρία


ξάφνου γυρίζει ανάποδα η ζωή
τώρα μόνος περιμένεις στη γωνία
αν ξαναφέξει πάλι η ανατολή.

Σ' ένα κόσμο ζαλισμένο που μετράει


σ’ ένα δωμάτιο που ‘γινε λευκό κελί
μια μοίρα με δύναμη ξανατραβάει
και τεντώνει μέχρι να σπάσει το σχοινί.
Η ιστορία είναι φάρσα

Μοναξιά τη νύχτα, τη μέρα συννεφιά,


η λύση είναι μία, να φύγεις μακριά.
Το δρόμο σου σαν πάρεις, πίσω μη κοιτάς
μπροστά σου οι πορφύρες, και δω ο σαματάς.

Ξέχασες όσα σου είπα κι’ ήρθες πάλι να με βρεις


μα η ιστορία είναι φάρσα, όταν τη ξαναζείς.
Παραξενιά της τύχης και ζήτημα τιμής,
παρηγοριά κι’ ανάσα, τα λόγια της ψυχής.

Είναι σκληρό και πρέπει τον λόγο σου να τον κρατάς


και όταν ‘ρθουν τα δύσκολα να μην τα παρατάς,
τη ζωή, είναι άδικο σ’ επανάληψη να ζεις,
τον κόσμο όλο κι αν ψάξεις χρυσαφί δεν θα βρεις.
Δαίμονες

Γυρίζεις άσκοπα μες στον καιρό κι’ αργολογάς


Το βερβέρικο ανεμολόγιο έχει τρελαθεί
Στο άσκεπο μπαλκόνι το τσιγάρο σου τραβάς
Αμαχητί στους δαίμονες έχεις πάλι αφεθεί

Σαν σε τραβούν με λύσσα απ’ τα μανίκια


Τούτοι οι παλιοί και τρομεροί αλήτες
Ο πόνος σου δεν λύνεται με μαηλίκια
Ξύλο η ψυχή που τρώνε οι τερμίτες

Σύνοδος των αγυρτών σού καθόρισε τη μοίρα


Μες στα σοκάκια του μυαλού σου, άφθονο σκοτάδι
Τα μόνα φώτα στιγμιαία, αυτά του αναπτήρα
Μόνα θυρανοίξια αυτά του ξιπασμένου Άδη

Ο ίσιος δρόμος, αλφαδιασμένη λάσπη


Δοτός αφέντης ο τρέχων λίγος χρόνος
Ποιος ψεύτης σου μίλησε για μέρα άσπρη
Και ξέμεινες γραφικός και πάντα μόνος
Το άλμπουμ

Τις φωτογραφίες σου κοιτάς όλες τις μέρες.


Το καράβι της ψυχής πως κόλλησε στις ξέρες.
Καθηλωμένος σε μια αυλή, σ’ ένα μπαλκόνι,
στη σκακιέρα της ζωής ένα ακόμη πιόνι.

Σαν δεν μπόρεσες ποτέ σωστά να με μετρήσεις


όταν ξανάρχονται στο μυαλό οι αναμνήσεις,
στη ζωή δεν μπόρεσα ποτέ μου να σε κρίνω,
τώρα φεύγω και τα πάντα πίσω μου αφήνω.

Τώρα ας φορτωθεί ο καθένας του τα λάθη


κι όπου αν τραβήξει απ’ αυτά δεν θα ‘χει μάθει
όταν την άλλη μέρα θα ’χει φύγει το κακό
τίποτα πια δεν θα’ ναι ίδιο και αληθινό.
Τα νυχτέρια

Το χειμώνα, με τις μεγάλες νύχτες,


το καλοκαίρι με τις μέρες τις ζέστες,
μιας εποχής και ενός κόσμου άλλου.
Τότε που κύλαγαν αργά οι ωροδείκτες
σα δεν υπήρχανε μεγάλες φιέστες
και μουσική με τον ήχο του μετάλλου.

Κοιτώντας μια θαμπή φωτογραφία


Νυχτέρια, απ’ το σπίτι των προγόνων
Αντί για χρώμα αποτύπωμα ψυχής
Τη φιλάς σαν μια παλιά αγιογραφία
Τα πρόσωπα το στίγμα των εικόνων
Τα φωτοστέφανα της υπομονής
Νεκρομαντείο

Στη κοσμοχαλασιά σε τρώει το σαράκι


Με τα ψέματα που θέλουνε ν’ ακούς
Σαν δεν θες να πάρεις το πικρό φαρμάκι
Το βλέμμα σου ξαναγυρίζει στους νεκρούς
Στο άπλετο σκοτάδι, φως από κεράκι
Τα σοφά τους λόγια για να ξανακούς

Στα μάτια τους εσύ τ’ απολειφάδι


Με τον Κέρβερο στην πόρτα τους φρουρό
Η κάθοδος ελεύθερη στον Άδη
Μα την έξοδο σφαλίζει το θεριό
Για να χαθεί της γνώσης το μοιράδι
Κι εύκολα να σου φορτώσουν το κακό

Την παλιά αρχοντιά σου ζήλεψαν πολλοί


Και σου αφαίρεσαν την άπτερο τη νίκη
Κι αφού σου πήρανε το βιος και την ψυχή
Σ’ αφήσανε γυμνό μ’ ένα χαρτζιλίκι
Απ’ την εσπερία ήρθαν κι οι γλυκολωτοί
Που ’χαν μέσα τους σαπίλα και σκουλήκι
Η μπόρα

Για πληρωμή του χρόνου έχεις διαλέξει


τις τύψεις που δεν σ’ αφήνουνε ποτέ
σε μια στροφή του δρόμου έχεις τρέξει
με όσα κρύβεις στα μάτια σου τα μπλε.

Τις μέρες που σε είχα ξεχάσει


την ευτυχία βρήκα στη ζωή
κι ότι κι αν έχω για σένα χάσει
άστο να πάει πάλι στην ευχή.

Αυτή η μπόρα με ‘χει χαλάσει


και δεν ξέρω στ’ αλήθεια που θα βγει
το όνειρο κανείς δεν θα το πιάσει
με όσο πάθος και να προσπαθεί.
Κάθοδος

Ζυμώνεται το κακό
στα στενά της ξενηλασίας
στις γειτονιές των συμμοριών
στα εργαστήρια των αλχημιστών
στα γραφεία των μαθητευόμενων μάγων
στα στέκια των καταραμένων τυχοδιωχτών
στη ματαιοδοξία των ηλιθίων
στη στρατολόγηση των παλιανθρώπων.

Τα μεν χεριά των ανθρώπων τρεμάμενα


κρατούν σβόλους φτιαγμένους
από μαυροχαρλιασμένο χώμα
κι’ από αίματα των αθώων,
τα δε ποδιά βαριά
βουτηγμένα στην λασπουριά
των χαμένων ψυχών.

Τα αυτιά ορθάνοιχτα
τα μαστιγώνουν
οι βρισιές των αλλοφρόνων.
Το μυαλό μου σκιασμένο
από αλλοπρόσαλλες ιδέες
που μου τις φυτεύουν
οι κηπουροί των ζιζανίων.

Οι οφθαλμοί ορώσιν
σημεία μέγιστα.
Οι φακίρηδες υμνωδούν
και ευφραίνουν
την βασιλική κόμπρα
και ποιούν την λατρεία της
στα παλάτια των οφιδίων.

Εικονολάγνοι απαριθμούν τις εικόνες,


χορηγία της Ιεζάβελ,
που διέρχονται έμπροσθεν των οφθαλμών των
νομίζοντας ότι είδαν την αλήθεια
αλλά τυφλοί εισίν
αγνοώντας το χάος, την άβυσσο και το μεγάλο κενό
που ανελέητα θα τους καταπιούν όλους.
Η ζωή του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στη ζωή του


μόνος του γεννιέται πεθαίνει.
Η μοναξιά του δεδομένη,
η συντροφιά του αμφίβολη.
Δυο ευκαιρίες δικαιούται,
συνήθως τη μια την κλωτσά
και την άλλη την χάνει.
Τρία φιλιά τον σημαδεύουν,
της γέννησης από τη μητέρα,
το πρώτο φιλί της αγάπης
και ο τελευταίος ασπασμός.
Δυο άσματα είναι δικά του,
το πρώτο του κλάμα,
και ο επιθανάτιος ρόγχος του.
Η τύχη

Τα χαρτιά που τράβηξα ζωή


κανένα δεν μου βγήκε
έχασα τον δρόμο στην αρχή
κι η τύχη μου μ’ αρνήται.

Οι δρόμοι σου οι καλοί,


δρόμοι πολύ στενοί
που δεν χωράμε όλοι
άλλοι δεν κάνουν την αρχή
κι άλλοι θα χαθούν στη διαδρομή
και θα μείνουν ονειροπόλοι.

Μα μέχρι να φύγει η ψυχή


απ’ το δανεισμένο σώμα
λάγνα μου γνέφεις ρε ζωή
κι ας με τυραννάς ακόμα.
Ορώσι τα παρόντα

Κοιτάς γύρω σου


και βλέπεις να ’ρχεται η αντάρα
και ψάχνεις τρόπο να τη ξορκίσεις,
μήπως κι αποφύγεις τον χαλασμό.
Είναι να μην έρθει το κακό,
δύσκολα σταματάει.
Μη ρωτάς ποσό θα κρατήσει.
Ίσως όσο χρειαστεί….
Ίσως όσο αντέχεις……
Πιθανόν ωσότου μόνο του να φύγει
αλλά έχοντας νικήσει και λεηλατήσει
τους πάντες και τα πάντα.
Ίσως και γίνει κάποιο θαύμα
και φύγει έχοντας νικηθεί
από αυτοθυσίες δικαίων κι ανιδιοτελών.
αθώων και μακαρίων
μα η νίκη θα είναι πύρρειος.
Ρώτα μονάχα πως μετριέται ο χρόνος,
όσο πιο σωστά μετριέται
τόσο το κακό παρατείνεται.
Αμνησία

Με θολές εικόνες, λόγια και σημεία θαυμαστά


με τύπους απίθανους αντάμα σε απαρτία
κλέψαν το φως και το μυαλό δαίμονες και ξωτικά
και τώρα σε προσμένουν αγριεμένα τα θηρία

Και συ πατρίδα μου, η μοναξιά σου σε πεισμώνει,


πώς αντέχεις αυτή τη θύελλα που σε στοιχειώνει
παραμονεύει ο χρόνος τη δόξα να τελειώνει
να σε δει νεκρή σε άσπρο μαρμαρένιο αλώνι.

Ντύσανε ξανά τη μοίρα σου την μαύρη στα λευκά


στη δημοσιά διαβάζοντας μια ψεύτρα ιστορία
σαλέψανε σε μια νυχτιά των σοφών τα λογικά.
κερνώντας στις γιορτές απλόχερα την αμνησία.
Εγκλεισμός

Βλέπω κλαμμένα ματιά να γυαλίζουν


πίσω από ακρόδετες κουρτίνες
βλέμματα στο δρόμο να αρμενίζουν
στην απραγιά να χάνονται οι μήνες.

Πώς να μιλήσω Θε μου


στο φίλο που παραμιλά απ’ το άγχος.
Πώς να μιλήσω Θε μου
σ’ ένα κόσμο που περπατά μονάχος.

Πώς να χαρώ Θεέ μου


σε μια άνοιξη που ‘χασε το άρωμα της
Τι να σκεφτώ Θεέ μου
για μια πληγή που δεν έχει την γιατρειά της

Έφυγε η ξαστεριά κι πλάκωσε η μπόρα


άλλος μετρά τα μερτικά που του φέρε η ώρα
άλλος ξεροσταλιάζει στη γωνιά, στην ανηφόρα,
κάποιοι φωνάζουν δυνατά, τα θέλουν όλα τώρα.

Πώς να τριγυρίσω Θε μου


στις γειτονιές που σε κοιτούν στα ματιά.
Πώς να καθίσω Θε μου
δίπλα σε ξεχασμένους σε παγκάκια.

Πώς να κοιτάξω Θε μου


πίσω από τις κλειστές βιτρίνες.
Πώς να μετρήσω Θε μου
στα χέρια άπραγες αξίνες.

Όλα είναι τώρα σιωπηλά


κι ο ήλιος πρόδωσε τη μέρα
η καρδιά κούρνιαξε στη μοναξιά
και η ζωή μας στέκει στον αέρα.
Σφαλιστές πόρτες

Πίσω απ’ το παραθύρι,


που μένει τώρα σφαλιστό
για μιας συννεφιάς χατίρι,
δεν πιστεύω αυτό που ζω.

Μα η δικιά μας πάντα ελπίδα


πίσω από πόρτες σφαλιστές
που τις έκλεισε η καταιγίδα
και της ψυχής μας οι ληστές.

Στον κόσμο της υπομονής


μετράς σταγόνες της βροχής.
Με λίγες λέξεις προσευχής
του καιρού μας αρνητής.

Κι αν είναι οι πόρτες σφαλιστές


κι οι ιστορίες λαύρες.
κρατείστε τις καρδιές ζεστές
στις μέρες μας τις μαύρες.
Παράκρουση

Τα μύρια λόγια των αφρόνων


και οι φωνές των παραφρόνων
σκεπάζουν την βούληση μου
και πνίγουν το θυμικό μου.

Τα πάμπολλα χρώματα
πασαλειμμένα άτσαλα
στους τοίχους λογικής
προσβάλουν την αισθητική μου.

Η παρέλαση των αλλαγμένων


και η μπίχλα των ανάλλαγων
προκαλεί την οργή των σημαδεμένων
που ο χρόνος τους εμπιστεύτηκε
την μεγάλη σφραγίδα της ιστορίας.

Οι τυφλοί πορεύονται
αρνούμενοι όποια βοήθεια
κι οδεύουν ακάθεκτοι
σε τόπο άνυνδρο κι άκαρπο.

Οι έμποροι των εθνών


εκπορνεύουν την πλάση.
Οι προφήτες λιθοβολούνται
και οι σοφοί των αλλόκοτων καιρών
χλευάζονται από υπανθρώπους.
Οι ταγοί αυτοχειριάζονται
βυθιζόμενοι στην κενοδοξία.
Γαλέρες και ναυάγια

Πως πάγωσε η μέρα


κι έγινε ο βοριάς φαρμάκι.
Αγάπη γύρισες τη βέρα
σ’ ένα φθηνό κουτάκι.

Είναι η στιγμή αγκάθι,


λέξεις στη δικιά της γλώσσα,
νότες στα μεγάλα πάθη,
να σου θυμίζουν τόσα.

Αγάπη που ’ναι τα λουλούδια σου


που φτιάχναν τ’ άρωμα σου.
Αγάπη που ’ναι τα τραγούδια σου,
τα σίγασε η μοναξιά σου.

Η ψυχή κερί που λιώνει


σαν μέτρησες τα λάθη
σ’ εσπερινό που δεν τελειώνει
ψάχνεις της καρδιάς τα βάθη.

Στα κύματα σκόρπησες τις μέρες


στιγμές που ζήσαμε μαζί,
στη θάλασσα γαλέρες
και ναυάγια στη ζωή.
Εντός και εκτός των τειχών

Εντός των τειχών


μικροί δρόμοι
οδός χίμαιρα
στενές ζωές
στοίβα ψυχών
χωρίς γνώμη
που χάσε το σήμερα
και ξέμεινε στο χθες.

Εκτός των τειχών


άλλοι νόμοι
τα πάντα ανήμερα
ψιλές γραφές
σφαγή αμνών
πεσμένοι ώμοι
όλα τόσο εφήμερα
και οι μνήμες αχνές.
Το θείο πάθος

Τα ρούχα ματωμένα
στη ζαριά παιγμένα,
αγκαθωτό στεφάνι,
αίμα τη γη θα ράνει.

Η πορφύρα ψευδή
για την κόσμο και τη γη
και για σκήπτρο καλάμι,
οι φτυσιές ποτάμι.

Μαρτυρικό το βάδισμά,
σκληρό το ράπισμα,
και ο σταυρός στον Γολγοθά,
καρφιά σε χέρια ανοιχτά.
Ο σταυρός σου

Σε ματωμένο γάμο κάλεσμα, γιορτή στη σκοτεινιά.


Αγάπη, κούρνιαξες σε ματωμένη αγκαλιά
κι’ αγνάντεψες το πέλαγο να χτυπιέται χάμω.
Φουρτουνιασμένη θάλασσα να χαϊδολογά την άμμο.

Ο δρόμος σου στερνό κριτήριο


σ’ ένα Γολγοθά της μοναξιάς,
ο σταυρός σου πικρό μαρτύριο
και συ πριν ν’ ανέβεις τον φυλάς.
θα μένει άλυτο μυστήριο
σταυρωμένος να μην ξεψυχάς.

Η θάλασσα στα μαύρα, στα αίματα η λευτεριά,


καράβια ρίχνουν τη φωτιά και ζώνουν τη στεριά
τα κύματα μοιρολογούν και ο αφρός τα βρίζει
απ’ τη ματωμένη λευτεριά πιότερο τι ν’ αξίζει;
Διακόσια χρόνια μοναξιάς

Διακόσια χρόνια μοναξιάς,


της ιστορίας οι σταγόνες,
δεν φαίνονται πολλά σαν τα μετράς,
μια άνοιξη και τέσσερις χειμώνες.

Ότι αγάπησες και πόνεσες


περιμένεις για πάντα να χαθεί,
πολλές φορές κι' αν ρώτησες
κανένας δεν σου είπε το γιατί.

Στα μάτια έρχονται εικόνες


κι η μοίρα σου η τραγική,
οι αρχαίες σου κολώνες
να σου θυμίζουν την ακμή.

Όσοι φτιάξαν το χρυσό δαμάλι,


να στηθεί σε ξέχωρη γιορτή,
στήνουν τους χορούς στη παραζάλη
τώρα που σ' αφήσανε γυμνή

Κι αφού σου κλέψανε την προίκα


και τα λύτρα για τη λευτεριά,
απελπισμένη μες στη πίκρα
έχασες το δρόμο και τα λογικά.
Πυροβάτες

Μια πολιτεία που την ξεκλειδώνουν,


τα φώτα της άχνα καντήλια προσευχής,
οι δρόμοι της ποτέ τους δεν τελειώνουν.
Πίσω στα καπνισμένα τείχη της σιωπής,
γκρίζοι θαμώνες άτσαλα μαλώνουν,
άοπλη φρουρά της κρυφής της παρακμής.

Οι ώρες βήματα από σχοινοβάτες,


οι δείκτες του ρολογιού σαν κοπίδια,
περίπολα οι τρεκλίζοντες διαβάτες .
Του μεσοπόλεμου ήρθανε τα ίδια,
ξανά - μανά μεθυσμένοι πυροβάτες
άφοβα πατάνε στα αποκαΐδια.

Τραγούδι μοιρολόι για το χθες.


Τώρα μια αρρώστια η ζωή σου.
Η ιστορία σου 'μάθε να κλαις
κι ένας φόβος μέσα στην ψυχή σου
για το αύριο που 'ρχεται και δεν θες
ξέροντας τη μοίρα την κακή σου.
Παιδικά Χριστούγεννα

Τα χρυσόχαρτα φτιάξαν τους αγγέλους


κι αυτοί κολλήσανε στο τζαμί
και κείνο θάμπωσε,
σαν χιόνι έμοιαζε
στα παιδικά μας μάτια.

Η φάτνη σπήλαιο,
το σπήλαιο καρδιά,
τα φώτα του δέντρου ψυχές.

Οι φωνές πασχίζανε τα κάλαντα


και τα χνώτα προσευχές ,
τα χαμόγελα φωτίζανε τις πόρτες
και ξορκίζανε το κακό.

Καλά Χρισ τούγεννα κυρ-Αλέξανδρε*... ...


…Καλά Χριστούγεννα ... !

(*Παπαδιαμάντη)
Ο Επιτάφιος

Ο Επιτάφιος, άνοιξη θα σεργιανίσει


με λουλούδια όμορφα θα στολιστεί
και τ' άρωμά του θα σκορπίσει
στη γειτονιά που 'χει ασπριστεί.

Στη περιφορά, φώτα πορείας


στον μαύρο ουρανό που τραγουδούν
οι στιγμές, στιγμές απορίας
για όσους με την ψυχή δεν δουν.

Κι αν είναι ο Θρήνος γλαφυρός


την μέρα που ο Χριστός πεθαίνει
είναι γιατί στον τάφο του λαμπρός
την ανάστασή του περιμένει.

Η άνοιξη, οι πασχαλιές,
στο καμπαναριό τα πελαργόνια,
ο κήπος με τις ελιές,
οι ψαλτές, τα χελιδόνια,
τα φωτισμένα μνήματα,
της γαλήνης τα μηνύματα.
…Καλή Ανάσταση...!

You might also like