Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Β’ ΕΤΟΣ
ΘΕΜΑ:
παρ. 10.............................................................................................................................................. 35
Ε. Επιδικασθείσες πολιτικές απαιτή σεις στον πολιτικώ ς ενά γοντα- αποζημίωση
....................................................................................................................................................................
και έξοδα αθωωθέντα κατηγορουμένου............................................................................35
ΣΤ. Διά ταξη για από δοση των πραγμά των που αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων ..
ή δή μευση (Άρθρο 492 ΚΠΔ)...................................................................................................36
4.3 Απαγορεύσεις του ανασταλτικού αποτελέσματος – οι καταργητικές διατάξεις
των Ν 2408/1996 και Ν 2479/1997..............................................................................................37
4.4. Εξάρτηση του ανασταλτικού αποτελέσματος από την κρίση του δικαστηρίου
......................................................................................................................................................................... 41
Α. 497 παρ. 3...................................................................................................................................41
Β. 497 παρ. 4 (ό πως αυτό τροποποιή θηκε με το ά ρθρο 35 του Ν 4356/2015 ........
ΦΕΚ Α’ 181/24.12.2015)...........................................................................................................42
Γ. Αρμό διο δικαστή ριο για να αποφασίσει επί της χορή γησης αναστολή ς – ............
σύ μπραξη των ενό ρκων στην περίπτωση του ΜΟΔ......................................................42
Δ. Περιορισμό ς σε ειδικό κατά στημα κρά τησης νέων και ανασταλτικό .....................
αποτέλεσμα - 497 παρ. 4...........................................................................................................45
Ε. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - Αίτηση αναστολή ς και επιβολή περιοριστικώ ν .......
ό ρων κατ’ ά ρθρο 497 παρ. 5 και 8 εδ. τελ. και 497 παρ. 7 εδ γ’................................48
ΣΤ. Παραβίαση των περιοριστικώ ν ό ρων - συνέπειες..................................................49
Η. Αρμό διο Δικαστή ριο για την ά ρση – ανά κληση της αναστολή ς...........................50
4.3. Αίτηση αναστολή εκτέλεσης της απόφασης στο δευτεροβάθμιο ..................
δικαστήριο 497 παρ. 7....................................................................................................... 51
Α. Τυπικές Προϋποθέσεις για τη χορήγησης αναστολής.......................................................51
Α.1 Πρωτοβά θμια καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας............................51
Α.2 Άσκηση έφεσης από τον κατηγορού μενο κατά της πρωτοβά θμιας
από φασης........................................................................................................................................ 52
Α.3 Στην ασκηθείσα έφεση δεν χορηγή θηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα...............52
Α.4 Κατά θεση αίτησης................................................................................................................53
Α.5 Αρμό διο Δικαστή ριο............................................................................................................53
Α.6 Αίτηση αναστολή ς εκτέλεσης και σύ νθεση του ΜΟΕ............................................55
Α.7 Από ρριψη αίτησης αναστολή ς – υποβολή νέας.......................................................55
Α.8 Προσαγωγή του αιτού ντος την αναστολή ενώ πιον του δικαστηρίου – 497 .....
παρ. 9................................................................................................................................................. 56
Β. Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής................................................57
Προϊσχύ ον νομικό πλαίσιο........................................................................................................57
Ισχύ ον νομικό πλαίσιο μετά την τροποποίηση του ά ρθρου 497 ΚΠΔ με το
ά ρθρο 27 του Ν. 3904/2010....................................................................................................60
Αίτηση αναστολή ς εκτέλεσης κατά την αναβολή εκδίκαση της έφεσης...............64
5. Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου.....................65
Α. Πεδίο εφαρμογής 472 και 497 παρ. 7 ΚΠΔ.............................................................................67
7
Β. Πεδίο εφαρμογής 472 και 564-565 ΚΠΔ..................................................................................68
Επίλογος - συμπεράσματα................................................................................................70
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................................... 73
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ....................................................................................................................... 74
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αποτελεί ζή τημα ουσιώ δες στο
χώ ρο του Ποινικού δικονομικού δικαίου. Η λειτουργία του εντοπίζεται στην
δυνατό τητα του δικαστηρίου να αναβά λλει προσωρινά μια δικαστική από φαση,
μέχρι αυτή να επανελεγχθεί από ανώ τερο δικαστή ριο. Αποτελεί δηλαδή με ά λλα
λό για μια μετά θεση της εκτέλεσης της ποινή ς που έχει με την πρωτό δικη από φαση
επιβληθεί, σε μεταγενέστερο χρό νο.
Η λειτουργία αυτή είναι από ρροια της απαίτησης για αναζή τηση της ουσιαστική ς
αλή θειας που είναι θεμελιώ δης αρχή του ποινικού δικαίου, αλλά και της αξίωσης για
ποιοτικό πραγματικό και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, ο οποίος στοχεύ ει στην
έκδοση αντικειμενική ς και ορθή ς από φασης. Συνεπώ ς είναι θεσμό ς ά μεσα
συνδεό μενος με το θεσμό των ενδίκων μέσων διό τι από τη στιγμή που ο
κατηγορού μενος αμφισβητεί την ορθό τητα της δικαστική ς από φασης, θα ή ταν
ά δικο να υποστεί τις συνέπειές της, προτού ένα ανώ τερο δικαστή ριο κληθεί τελικά
να λύ σει την εν λό γω αμφισβή τηση.
Περαιτέρω θα γίνει λό γος για τις δυνατό τητες του κατηγορουμένου να αιτηθεί ο
ίδιος την αναστολή εκτέλεσης σε περίπτωση που το δικαστή ριο δεν του τη
χορηγή σει, είτε από το πρωτοβά θμιο είτε από το δευτεροβά θμιο δικαστή ριο αλλά
και στις περιπτώ σεις που το δικαστή ριο χορή γησε την αναστολή ό μως προέκυψαν
αμφιβολίες σχετικά με την ισχύ της. Τέλος θα γίνει αναφορά στις προϋ ποθέσεις,
ουσιαστικές και τυπικές που αξιώ νει το δικαστή ριο προκειμένου να χορηγή σει την
πολυπό θητη για τον κατηγορού μενο αναστολή με βά ση το ισχύ ον νομοθετικό
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Τα προαναφερθέντα βρίσκουν πεδίο εφαρμογή ς στις διατά ξεις των ά ρθρων 471,
497 και 472 ΚΠΔ και σε ά λλες συναφείς διατά ξεις, το περιεχό μενο των οποίων έχει
υποστεί πολλές τροποποιή σεις μέχρι να καταλή ξει στην σημερινή μορφή τους, η
οποία θα αναλυθεί στις σελίδες που ακολουθού ν.
7
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - θεωρητική θεμελίωση
Ιδιαίτερης σημασίας ζή τημα είναι το κατά πό σο μία καταδικαστική από φαση πρέπει
να εκτελεστεί αμέσως μετά την έκδοσή της και ο κατηγορού μενος να οδηγηθεί στην
φυλακή ή να ανασταλεί η εκτέλεσή της μέχρι την εκδίκαση και την έκδοση
από φασης από το δευτεροβά θμιο δικαστή ριο. Η αποδοχή της μιας ή της ά λλης
κατεύ θυνσης αποτελεί ζή τημα ιδιαίτερα δυσχερές για το οποίο έχουν διατυπωθεί
διαφορετικές από ψεις.
Πρώ τον, η εκτέλεση της πρωτοβά θμιας από φασης πριν επανεξεταστεί και ελεγχθεί
η ορθό τητά της από ένα δικαστή ριο μεγαλύ τερων και σπουδαιό τερων εγγυή σεων,
είναι αρκετά επισφαλή ς, λό γω της πιθανό τητα δικαστικού σφά λματος. Η
πιθανό τητα αυτή , οδηγεί σε μια αβεβαιό τητα ως προς την ορθό τητα των
δικαστικώ ν αποφά σεων, η οποία καθιστά επιτακτικό τον επανέλεγχό τους. Τη
στιγμή λοιπό ν που είναι δυνατό μια από φαση να ανατραπεί, θα ή ταν ά δικη για τον
κατηγορού μενο η ά μεση έκτιση της ποινή ς. Και αυτό αν σκεφτεί κανείς ό τι η έκτιση
της ποινή ς μπορεί να δημιουργή σει ανεπανό ρθωτη ζημία στον κατηγορού μενο
δεδομένης και της φύ σης των ποινικώ ν κυρώ σεων, που συνεπά γονται σημαντική
προσβολή συνταγματικά κατοχυρωμένων έννομων αγαθώ ν του ανθρώ που. Η ποινή
που επιβά λλεται, θίγει ά μεσα τα αγαθά της προσωπική ς ελευθερίας και
αποκατά σταση της βλά βης αυτή ς δε νοείται.1
Δεύ τερον, η χορή γηση του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι στενά συνυφασμένη
με το δικαίωμα ασκή σεως ενδίκων μέσων2. Το δικαίωμα για ά σκηση έφεσης κατά
κά θε καταδικαστική ς από φασης, το οποίο κατοχυρώ θηκε με το ά ρθρο 2 του
Εβδό μου Πρωτοκό λλου της ΕΣΔΑ (που κυρώ θηκε από την χώ ρα μας με τον
δικαιοδοσίας. Η ουσιαστική λειτουργία του θεσμού της έφεσης επιβά λλει και
εξασφά λιση της δυνατό τητας αναστολή ς εκτέλεσης της από φασης που
προσβά λλεται. Από τη στιγμή που ο νομοθέτης καθιέρωσε το δικαίωμα στην
επανεξέταση της υπό θεσης, είναι πολύ σημαντικό για τον κατηγορού μενο να μην
υποστεί στο μεταξύ τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει για τον ίδιο η εκτέλεση της
ποινή ς του, και πό σο μά λλον μιας ποινή ς που υπά ρχει η πιθανό τητα στο δεύ τερο
βαθμό να ανατραπεί. Το γεγονό ς αυτό θα καταστού σε το θεσμό των ενδίκων μέσων
ά νευ σημασίας. Με αυτό ν τον τρό πο, η προστατευτική και εγγυητική λειτουργία
των ενδίκων μέσων εκμηδενίζεται. Αθώ ωση για παρά δειγμα του κατηγορουμένου
από το Εφετείο ενώ προηγουμένως εξέτισε μεγά λο μέρος της ποινή ς του, καθιστά
την ύ παρξη των ενδίκων μέσων ά νευ αντικειμένου4.
Ωστό σο ά λλα επιχειρή ματα συνηγορού ν υπέρ της αντίθετης ά ποψης σύ μφωνα με
την οποία είναι δικαιολογημένη και επιτακτική η εκτέλεση της καταδικαστική ς
από φασης από τον πρώ το κιό λας βαθμό . Αφενό ς δεν πρέπει να αγνοή σει κανείς ό τι
στις περιπτώ σεις μεγά λης βαρύ τητας εγκληματικώ ν πρά ξεων, η αξίωση για ά μεση
έκτιση ποινή ς είναι έντονη. Και η αξίωση αυτή γίνεται πιο επιτακτική αν
αναλογιστεί κανείς την βραδύ τητα στην απονομή της δικαιοσύ νης, η οποία δεν
αφορά μό νο τον δεύ τερο βαθμό αλλά ακό μα και τις εκδικαζό μενες σε πρώ το βαθμό
υποθέσεις. Συνεπώ ς τό σο η κοινή γνώ μη, ό σο και κατά κύ ριο λό γο ο παθώ ν
απαιτού ν, ό χι μό νο την τιμωρία του θύ ματος αλλά και την εκτέλεση της ποινή ς του
προκειμένου να επέλθει η αποκαταστατική λειτουργία της δικαιοσύ νης. Περαιτέρω
το τεκμή ριο αθωό τητας ναι μεν συντροφεύ ει τον κατηγορού μενο μέχρι την
3
1. Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το
δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος
ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι
για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο. 2. Από αυτό το δικαίωμα μπορούν
να γίνουν εξαιρέσεις στην περίπτωση αξιοποίνων πράξεων μικρής σημασίας, όπως ορίζονται στο
νόμο, ή στις περιπτώσεις που ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από το ανώτερο δικαστήριο,
ή καταδικάσθηκε μετά από άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον της απαλλαγής του.
4
βλ. Δ. Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά
αποφάσεων στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 39, 40, Α. Κονταξης «κώδικας
Ποινικής δικονομίας» συνδυασμός Θεωρίας και πράξης εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2006 σελ.
2706, Ζαίρη άννα Εισ. Εφετών «αρμοδιότητα για την απόφανση επί αιτήσεως αναστολής της
εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν.
Χρον. 2015 σελ 79
7
αμετά κλητη καταδίκη του, ωστό σο με την έκδοση καταδικαστική ς από φασης επί
του πρώ του βαθμού υφίσταται σημαντικό πλή γμα το οποίο επιτείνει ακό μα
περισσό τερο την ανά γκη για έκτιση της ποινή ς, διό τι ο κίνδυνος φυγή ς του
κατηγορουμένου καθίσταται εντονό τερος.3
να προβλέπει την ανασταλτικό τητα για ό λα τα ένδικα μέσα που παραχωρεί στον
κατηγορού μενο, διό τι η εκ των προτέρων στέρησή της ισοδυναμεί με αποδυνά μωση
του ίδιου του δικαιώ ματος.
Μια έκφανση της ουσιαστική ς δικαστική ς προστασίας είναι αυτή που συνδέεται με
την απαγό ρευση δημιουργίας τετελεσμένων καταστά σεων. Και μια τέτοια μορφή
τετελεσμένων καταστά σεων είναι η δικαστική προστασία η οποία παρέχεται
καθυστερημένα , μετά δηλαδή την επέλευση των δυσμενώ ν συνεπειώ ν της
προσβαλλό μενης από φασης, ό ταν μά λιστα αυτές έχουν ανεπανό ρθωτο χαρακτή ρα.5
5 βλ. Δ. Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων
στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 64
6 Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
πολιτείας
7
ποινική ς διαδικασίας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει με τις διατά ξεις οι οποίες δεν
λαμβά νουν υπό ψιν την βαρύ τητα της πρά ξης και απαγορεύ ουν την
ανασταλτικό τητα, ό ταν αυτό γίνεται με σκοπό παραδειγματισμού , μετατρέποντας
έτσι τον κατηγορού μενο σε μέσο εκφοβισμού . Συνεπώ ς η ά μεση εκτελεστό τητα
είναι δικαιοπολιτικά επικίνδυνη ό ταν χρησιμοποιεί τον ά νθρωπο σε αντικείμενο για
την ά σκηση αντεγκληματική ς πολιτική ς και κατά συνέπεια ως μέσο για την ά σκηση
οξείας ποινική ς καταστολή ς.7
Το τεκμή ριο αθωό τητας είναι στενά συνυφασμένο με την αρχή του κρά τους δικαίου
και της δίκαιης δίκης, διατρέχει το ποινικό δικονομικό μας σύ στημα στο σύ νολό του
και συνδέεται ά ρρηκτα με το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Σε ό λη τη διά ρκεια της
ποινική ς διαδικασίας και μέχρι την έκδοση της αμετά κλητης καταδικαστική ς
από φασης το τεκμή ριο αθωό τητας έχει πλή ρη ισχύ και συνεπώ ς απαγορεύ ει την
εκτελεστό τητα μη αμετά κλητης ποινική ς από φασης. Και αυτό γιατί το τεκμή ριο
αθωό τητας δεν εξασφαλίζει μό νο τη νομική αντιμετώ πιση του κατηγορουμένου ως
7 βλ. Κ. Κωνσταντινίδης «Ποινικό δίκαιο και ανθρώπινη αξιοπρέπεια» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Αθήνα Κομοτηνή 1987, σελ 36, βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ
Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 271
8 Άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ. 2 ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΟΗΕ) Κυρώθηκε με το Ν.2462/1997 (ΦΕΚ Α' 25/26.2.97) «Κάθε πρόσωπο που
κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί
σύμφωνα με το νόμο».
9 Βλ. Ν. Ανδρουλάκης «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα
2012, σελ 222, . Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ. Νομική βιβλιοθήκη
2015 σελ 272 , βλ και αντίθετη άποψη Δ. Πρωτόπαπας «το τεκμήριο αθωότητας του
κατηγορουμένου στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2006 σελ 345 επ.
σύμφωνα με την οποία το τεκμήριο αθωότητας δεν συντηρείται ύστερα από τη μη αμετάκλητη
καταδικαστική απόφαση και έως ότου αυτή καταστεί αμετάκλητη.
10 η ιδιότητα του κατηγορουμένου διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού
βουλεύματος ή αμετάκλητης καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
αθώ ου αλλά και την πραγματική μεταχείρισή του ως τέτοιου η οποία επιτυγχά νεται
μό νο με την μη εκτέλεση της επιβληθείσας σε βά ρος του ποινή ς.11
Ωστό σο τα ανωτέρω επιχειρή ματα μεμονωμένα αμφισβητή θηκαν12 στην υπ’ αριθμ.
3/2008 Γνωμά τευση του Εισαγγελέα ΑΠ σύ μφωνα με την οποία η απαγό ρευση του
ανασταλτικού αποτελέσματος της ασκού μενης από τον κατηγορού μενο έφεσης δεν
είναι ασύ μβατη με το Συνταγματικό δικαίωμα της δικαστική ς ακρό ασης που
προστατεύ εται από το ά ρθρο 20 του Συντά γματος, καθό σον το δικαίωμα αυτό
εξασφαλίζει μό νο το δικαίωμα προσφυγή ς στα διά φορα δικαιοδοτικά ό ργανα και
ό χι το δικαίωμα ελέγχου των αποφά σεων αυτώ ν. Περαιτέρω δεν αντιβαίνει στο
ά ρθρο 6 της ΕΣΔΑ που θεσπίζει την αρχή της δίκαιης δίκης, καθό σον από την αρχή
αυτή δεν συνά γεται η υποχρέωση του δικαστή για θέσπιση ενδίκων μέσων. Η μό νη
νομική βά ση που δέχτηκε η γνωμά τευση είναι το δικαίωμα επανεξέτασης μιας
υπό θεσης από ανώ τερο δικαστή ριο που κατοχυρώ νεται από το ά ρθρο 2 του
Εβδό μου Πρωτοκό λλου της ΕΣΔΑ.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ό τι το τεκμή ριο αθωό τητας επιδέχεται και εξαιρέσεων.
Στην ΕΣΔΑ προβλέπεται κά μψη του τεκμηρίου αθωό τητας με την πρό βλεψη της
δυνατό τητας προσωρινή ς κρά τησης υπό προϋ ποθέσεις. Ειδικό τερα, στο αρ 5 παρ 1
στ. γ’ της ΕΣΔΑ επιτρέπεται η προσωρινή κρά τηση πολίτη «εά ν συνελή φθη ό πως
οδηγηθεί ενώ πιον αρμό διας δικαστική ς αρχή ς, εις την περίπτωσιν ευλό γου
υπό νοιας ό τι διέπραξεν αδίκημα ή υπά ρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχή ν της
ανά γκης ό πως ού τος εμποδισθή από του να διαπρά ξει αδίκημα ή δραπετεύ σει μετά
την διά πραξην τού του».
Συνεπώ ς επιτρέπεται η ά μεση εκτελεστό τητα ό ταν συντρέχουν οι προϋ ποθέσεις της
προσωρινή ς κρά τησης και μά λιστα σε πολύ πρώ ιμο στά διο δηλαδή πριν την
11 βλ. Α Καρράς «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017 σελ. 908, 909, Δ.
Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην
ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 83, παρατηρήσεις Παναγιώτη Τόρβα σε
123/200 απόφ. Τριμ Εφ. Αιγαίου, σε Ποιν. Δικαιοσύνη 2000 σελ 1212, Κονταξής ο.π. σελ 2707
12 βλ. Γν. Εισ/λέα ΑΠ 3/2008 Φώτη Μακρή σε Ποινική Δικαιοσύνη 2008, σελ 313 «κατά την
οποία ορθά το δικαστήριο δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα ενόψει ασκήσεως εφέσεως,
στην διάταξή του περί απέλασης αλλοδαπού, εξαιτίας της φύσης της απέλασης ως μέτρου
ασφαλείας το οποίο επιβάλλεται όταν ο κατηγορούμενος κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια
τάξη και την εθνική ασφάλεια… η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης πριν την εκδίκαση της
έφεσης δεν του στερεί το δικαίωμα της επανεξέτασης καθώς μπορεί να ασκήσει την έφεση
εκπροσωπούμενος από συνήγορο, και η δυνατότητά αυτή της εκπροσώπησης είναι συμβατή με
τη συνταγματική απαίτηση στο δικαίωμα πρόσβασης σε ανώτερο δικαστήριο».
7
εισαγωγή και την εκδίκαση της υπό θεσης από το δικαστή ριο. Με βά ση αυτό το
δεδομένο και εφό σον γίνεται ανεκτή η ά μεση εκτελεστό τητα κατά το στά διο πριν
την έκδοση από φασης πρώ του βαθμού , κατά λογική συνέπεια πρέπει να γίνει
επίσης ανεκτή αντίστοιχη κά μψη του τεκμηρίου σε στά διο μετά την πρωτοβά θμια
κρίση αλλά πριν την έκδοση αμετά κλητης από φασης, οπό τε και το τεκμή ριο
13
αθωό τητας εμφανίζεται ακό μα πιο αποδυναμωμένο. Επομένως η κρίση του
δικαστηρίου για το αν θα χορηγή σει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή ό χι, θα πρέπει να
περιλαμβά νει κριτή ρια ό πως το αν ο κατηγορού μενος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος
υπό τροπος ή ύ ποπτος φυγή ς ή εά ν υπά ρχει βά σιμος λό γος ό τι εά ν αφεθεί ελεύ θερος
θα τελέσει και ά λλα εγκλή ματα. 1415
Συνεπή ς προς αυτή ν την διπλή δυνατό τητα είναι ο ισχύ ον κώ δικας ποινική ς
δικονομίας, ο οποίος προβλέπει τη χορή γηση ανασταλτικού αποτελέσματος για ό λες
τις ποινές φυλά κισης και πρό σκαιρης κά θειρξης στο ά ρθρο 497 παρ. 2, 3 και 4, αλλά
και τη δυνατό τητα αίτησης αναστολή ς εκτέλεσης ακό μα και για ποινές ισό βιας
κά θειρξης στο ά ρθρο 497 παρ. 7.
13 Βλ. Α. Κονταξής κώδικας ποινικής δικονομίας συνδυασμός θεωρίας και πράξης, εκδ Αντ. Ν.
Σάκκουλα Αθήνα 2006 σελ 2707, Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ
Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 273
14 Βλ. Α Καρράς «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017 σελ. 909, Α.
Παπαδαμάκης, «ποινική δικονομία η δομή της Ποινικής δίκης», εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη
15 , σελ 656, Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
273
Περαιτέρω προς αυτή τη ρητή συνταγματική επιταγή κινή θηκαν οι ρυθμίσεις του
ά ρθρου 2 παρ. 20 του Ν.2408/1996 με τον οποίο καταργή θηκαν ό λες οι διατά ξεις
του ΚΠΔ που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη της έφεσης και του ά ρθρου 2
παρ. 12 του Ν 2479/1997 κατά τον οποίο οι διατά ξεις των ειδικώ ν ποινικώ ν νό μων
(αρ. 6 παρ.3 Ν 1300/1982) που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη του ένδικου
μέσου της έφεσης παύ ουν να ισχύ ουν.
7
των μη παραπεμπτικώ ν βουλευμά των αναφέρεται στο ζή τημα της από λυσης ή ό χι
του προσωρινά κρατού μενου μέχρι την εκδίκαση της ασκηθείσας από τον
Εισαγγελέα έφεσης.
Το ά ρθρο 471 παρ. ορίζει ό τι «το ένδικο μέσο που ασκή θηκε από εκείνον που έχει το
σχετικό δικαίωμα εμπρό θεσμα και νομό τυπα, καθώ ς και η προθεσμία για την
ά σκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της από φασης ή του βουλεύ ματος που
προσβά λλονται, ό ταν ο νό μος δε διατά ζει διαφορετικά ». Η μορφή αυτή ς της
διά ταξης εμφανίζει έναν γενικό κανό να, ο οποίος επιτρέπει καταρχή ν την
ανασταλτικό τητα στην ά σκηση του ένδικου μέσου περιορίζοντας την ά μεση
εκτελεστό τητα σε αντίθετη πρό βλεψη στο νό μο. Συνεπώ ς η τυχό ν αντίθετη ειδική
πρό βλεψη απαιτείται για τον αποκλεισμό και ό χι για την θεμελίωση του
ανασταλτικού αποτελέσματος.
Επιβεβαιωτικά προς τον κανό να του ά ρθρου 471 παρ. 1 λειτουργεί το ά ρθρο 546
ΚΠΔ ό που ορίζει ό τι η καταδικαστική από φαση εκτελείται μό λις γίνει αμετά κλητη
ελλείψει πά ντα αντίθετης πρό βλεψης στο νό μο, το ά ρθρο 553 ΚΠΔ αλλά και το 588
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
ΚΠΔ, για τα οποία ορίζεται ό τι οι αποφά σεις που επιβά λλουν χρηματική ποινή ή
δικαστικά έξοδα εκτελού νται ένα μή να αφό του γίνουν αμετά κλητες, αλλά και το
ά ρθρο 497 παρ. 10 αναφορικά με τις παρεπό μενες στερή σεις δικαιωμά των.
Ο παραπά νω γενικό ς κανό νας, σχεδό ν ανατρέπεται πλή ρως με σειρά μερικό τερων
διατά ξεων – εξαιρέσεων ώ στε αυτές τελικά να συγκροτού ν τον κανό να ο οποίος
τελικά καθίσταται η εξαίρεση.17 Μά λιστα το πεδίο εφαρμογή ς του κανό να αυτού
έχει αμφισβητηθεί, μέχρι και το σημείο να υποστηριχθεί ό τι αποτελεί διά ταξη
διακοσμητικού χαρακτή ρα η οποία δεν έχει σή μερα καμία εφαρμογή 18.
Σε ό τι αφορά την έφεση κατά αποφά σεων η διά ταξη αυτή δεν εφαρμό ζεται λό γω
της ειδικό τερης πρό βλεψης που εισά γει το ά ρθρο 497 παρ 1 σύ μφωνα με το οποίο
ανασταλτική δύ ναμη έχει μό νο η ασκηθείσα έφεση και ό χι η προθεσμία για την
ά σκησή της, ενώ αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μό νο η συγκεκριμένη
περίπτωση επιβολή ς ποινώ ν έως 3 έτη. Όσον αφορά δε την αναίρεση κατά
αποφά σεων το ίδιο το ά ρθρο 471 στην παρ. 2 ορίζει ό τι η προθεσμία για την
ά σκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης αλλά και η αίτηση για την αναίρεση δεν
αναστέλλουν την εκτέλεση της από φασης που προσβά λλεται με αυτή ν. Το ίδιο
προβλέπει και το ά ρθρο 507 ΚΠΔ. Τέλος ό σον αφορά την έφεση κατά
παραπεμπτικώ ν βουλευμά των ο νό μος πά λι εισά γει εξαίρεση ορίζοντας στο ά ρθρο
471 παρ. 1 εδ’ β ό τι το ένδικο μέσο εναντίον παραπεμπτικού βουλεύ ματος καθώ ς
και η προθεσμία ασκή σεώ ς του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετική ς με τη
σύ λληψη και προσωρινή κρά τηση διατά ξεώ ς του.
Συνεπώ ς το πεδίο εφαρμογή της διά ταξης του ά ρθρου 471 ό σον αφορά το
ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ά σκησης των ενδίκων
17 βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 275
18 Βλ. Μ. Παναγιωτόπουλος, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ασκήσεως του
ενδίκου μέσου (ή το κενό γράμμα του αρ. 471 παρ. 1 του ΚΠΔ), Αρμ 1978 σελ 1015 κατά τον
οποίο «ο ορισμός του άρθρου 471 ΚΠΔ περί ανασταλτικού αποτελέσματος της προς άσκησιν
ενδίκου μέσου προθεσμίας είναι γράμμα εντελώς κενό γιατί σε όλες τις περιπτώσεις εφέσεως ή
αναιρέσεως κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων ορίζεται ρητά το αντίθετο» συνεπώς σύμφωνα
με τον ίδιο η διάταξη αυτή είναι διακοσμητική και θα ήταν σωστό να απαλειφθεί από το νόμο.
Η άποψη αυτή αποκρούεται από Λ. Μαργαρίτη ο οποίος υποδεικνύει το πεδίο εφαρμογής της
εν λόγω διάταξης στο χώρο των ενδίκων μέσων κατά απαλλακτικών βουλευμάτων. βλ. Αρμ
1979 σελ 336 επ. «η διάταξη του άρθρου 471 είναι γράμμα κενό;» βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική
δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 275
7
μέσων περιορίζεται στην ά σκηση ενδίκων μέσων επί μη παραπεμπτικώ ν
βουλευμά των19.
Παρό λο στο ά ρθρο 471 ΚΠΔ δεν αναφέρεται ρητά , δε χωρεί αμφιβολία ό τι ο νό μος
συνδέει το ανασταλτικό αποτέλεσμα με το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, ό πως
αυτό προσδιορίζεται στο ά ρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Το δικαστή ριο πριν αποφασίσει
για την αναστολή πρέπει αρχικά να ερευνή σει το τυπικά παραδεκτό του ενδίκου
μέσου, αν δηλαδή ασκή θηκε εμπρό θεσμα, νομό τυπα από δικαιού μενο προς αυτό
πρό σωπο καθώ ς και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νό μος επιτρέπει το
συγκεκριμένο ένδικο μέσο.22 Δικαιολογητικό ς λό γος της παραδοχή ς αυτή ς είναι η
αποφυγή παρέλκυσης της διαδικασίας της δίκης με την σκό πιμη ά σκηση
εκπρό θεσμων και μη επιτρεπό μενων ένδικων βοηθημά των αποκλειστικά από
λό γους στρεψοδικίας.20
19 βλ. Λ. Μαργαρίτης Αρμ 1979 σελ 336 , ποινική δικονομία ένδικα μέσα σελ 279-280 όπου
όταν το βούλευμα αποφαίνεται παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση να μην γίνει
κατηγορία ή παύει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και ταυτόχρονα
διατάζει την απόλυση του κατηγορουμένου από τις φυλακές, τόσο η προθεσμία όσο και η
άσκηση του ένδικου μέσου κατά του βουλεύματος αναστέλλουν την εκτέλεση της διατάξεώς
του για την απόλυση του κατηγορουμένου. 22 βλ. Παρατηρήσεις Π. Τόρβα στην 123/200 απόφ.
Τριμ Εφ. Αιγαίου, σε Ποιν. Δικαιοσύνη 2000 σελ 1212, βλ. 4276/1996 Τριμ. Πλημ. Λάρισας, Α
Κονταξης «κώδικας Ποινικής δικονομίας» συνδυασμός Θεωρίας και πράξης εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλας Αθήνα 2006 σελ. 2709
20 βλ Γ. Βαβαρέτος ΚΠΔ εκδ Σάκκουλα 1982 σελ 1122, Εγκ.Εισ.ΑΠ 7/1963, ΠΧρ 1973, σ.409 η
οποία περιείχε σύσταση προς τους δικαστικούς γραμματείς να αρνούνται την σύνταξη
εκθέσεως ασκήσεως ενδίκων μέσων όταν ο νόμος τα απαγορεύει
21 βλ. Α. Ζαχαριάδης «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα» εκδ. Σάκκουλα Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 1999 σελ 435, 436
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
της ανασταλτικό τητας είναι η παραδεκτή ά σκηση αυτού αλλά και διό τι η πρό βλεψη
του ά ρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ ό τι μαζί με την από ρριψη του ενδίκου μέσου ως
απαρά δεκτου διατά σσεται και η εκτέλεση της από φασης δεν σημαίνει ό τι μέχρι
τό τε η από φαση και το βού λευμα δεν εκτελείται έστω και αν είναι απαρά δεκτο.
Απλά με την διά ταξη αυτή κυρώ νεται από το αρμό διο δικαστή ριο ή δικαστικό
συμβού λιο η τυχό ν διαταχθείσα από τον εισαγγελέα εκτέλεση της από φασης ή του
βουλεύ ματος που προσβλή θηκαν. Συνεπώ ς και προ της κηρύ ξεως του απαραδέκτου
κατά το ά ρθρο 476 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας αφού διαπιστώ σει το απαρά δεκτο μπορεί να
διατά ξει την εκτέλεση. 22
Συνεπώ ς το απαρά δεκτα ασκηθέν ένδικο μέσο δεν μπορεί να αναστείλει την
εκτέλεση της προσβαλλό μενης από φασης, με την επιφύ λαξη της διά ταξης του
ά ρθρου 476 ΚΠΔ για την οποία θα γίνει λό γος στη συνέχεια.
Αμετά κλητο καθίσταται το βού λευμα ό ταν δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί κανένα
ένδικο μέσο από ό λα τα πρό σωπα τα δικαιού μενα να το προσβά λλουν, δηλαδή
22 βλ. Α. Ζαχαριάδης «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα» εκδ. Σάκκουλα Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 1999 σελ 435, 436, Μαργαρίτης ο.π. σελ 274, Κονταξής ο.π. σελ 2711
7
πλέον σή μερα από τον κατηγορού μενο και τον Εισαγγελέα. Αυτό μπορεί να συμβεί
για δύ ο λό γους, α) γιατί παρή λθε ά πρακτη η νό μιμη προθεσμία χωρίς να ασκηθεί
κανένα ένδικο μέσο, αυτό συμβαίνει ό ταν παρέλθει η αντίστοιχη κατ’ αριθμό μέρα
του επό μενου μή να και αν δεν υπά ρχει ο αντίστοιχος αριθμό ς υπολογίζουμε την
τελευταία του ίδιου μή να με βά ση το ά ρθρο 243 ΑΚ23 β) γιατί ασκή θηκε το
επιτρεπό μενο ένδικο μέσο και εκδό θηκε από φαση επί αυτού .
Νομολογία και θεωρία έχει απασχολή σει το ζή τημα του κατά πό σο το βού λευμα που
παραπέμπει τον κατηγορού μενο πρέπει να είναι ολικώ ς ή σχετικώ ς αμετά κλητο. Με
τον ό ρο ολικώ ς αμετά κλητο νοείται το βού λευμα ό ταν έχει παρέλθει η προθεσμία
για ό λα τα δικαιού μενα να το προσβά λλουν πρό σωπα. Αν δηλαδή προκειμένου να
παραπεμφθεί ο κατηγορού μενος πρέπει το βού λευμα να καταστεί αμετά κλητο ως
προς ό λους τους συγκατηγορουμένους που παραπέμπονται για την ίδια πρά ξη, αλλά
και για τον Εισαγγελέα. Με τον ό ρο σχετικώ ς αμετά κλητο νοείται το βού λευμα ό ταν
παρέλθει η προθεσμία μό νο ως προς τον κατηγορού μενο, ενώ ως προς τον
συγκατηγορού μενό του ή τον Εισαγγελέα μπορεί να εκκρεμεί η ά σκηση ενδίκου
μέσου.
Σύ μφωνα με μία ά ποψη το αμετά κλητο του βουλεύ ματος των διατά ξεων 314 και
319 παρ. 5 ΚΠΔ ετέθη με την έννοια του σχετικώ ς αμετά κλητου24. Ο
κατηγορού μενος δηλαδή δεν δύ ναται να προβά λλει αντιρρή σεις προς την πρό οδο
της δίκης για το λό γο ό τι το βού λευμα δεν έχει καταστεί αμετά κλητο για έναν
συγκατηγορού μενό του ο οποίος παραπέμπεται για την ίδια ή για ά λλη πρά ξη λό γω
του ό τι δεν επιδό θηκε προς αυτό ν αμετά κλητο βού λευμα.
23 «προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου
μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε και αν δεν υπάρχει αντίστοιχη η
τελευταία του μηνός»
24 βλ. Α. Ζύγουρας Αντιεισαγγελέας ΑΠ «Η εισαγωγή εις το ακροατήριο του κατηγορουμένου
που παραπέμπεται με βούλευμα», Ποιν. Δικ. 2007, σελ 457, σύμφωνα με τον οποίο «το
συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της
εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης. Δεν έχει νόημα ο Εισαγγελέας να αναμένει να καταστεί
αμετάκλητο το βούλευμα ως προς άλλους συγκατηγορουμένους παραπεμπομένους δια του
αυτού βουλεύματος για άλλες πράξεις .. και μάλιστα όταν σε σχέση με τον κατηγορούμενο
επίκειται παραγραφή του αξιόποινου της πράξης για την οποία παραπέμπεται». Την αιτιολογία
αυτή, την οποία χρησιμοποιεί και η ΑΠ 137/2015 σχολιάζει ο Παπαδαμάκης ο οποίος θεωρεί
ότι συγχέονται δύο διαφορετικά πράγματα ήτοι το αμετάκλητο της παραπομπής και η
παραγραφή του αξιοποίνου ενώ από το γράμμα του νόμου δεν προκύπτει ότι εξαρτάται η
συνδρομή του απόλυτα αμετακλήτου από τον κίνδυνο παραγραφής ούτε και από το συμφέρον
του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Σύ μφωνα με αντίθετη ά ποψη, το αμετά κλητο του βουλεύ ματος των διατά ξεων 314
και 319 παρ. 5 ΚΠΔ ετέθη με την έννοια του ολικώ ς αμετά κλητου. Συνεπώ ς δεν
δύ ναται να επιδοθεί κλή ση προς εμφά νιση στο ακροατή ριο στον κατηγορού μενο ως
προς τον οποίο το βού λευμα έχει καταστεί αμετά κλητο, εφό σον αυτό δεν έχει
καταστεί αμετά κλητο είτε ως προς ά λλον συγκατηγορού μενό του είτε ως προς τον
Εισαγγελέα λό γω μη παρέλευσης της προθεσμίας ασκή σεως ένδικων μέσων από
αυτό ν. Την ίδια ά ποψη ακολουθεί και το μεγαλύ τερο μέρος της θεωρίας 25, σύ μφωνα
με τα αρ.314, 319 ό ταν η υπό θεση εισά γεται στο ακροατή ριο πρέπει κά θε
δυνατό τητα ανατροπή ς του βουλεύ ματος είναι αποκλεισμένη και εφό σον ο
εισαγγελέας ΑΠ έχει ακό μη δικαίωμα να ασκή σει αναίρεση στο βού λευμα και να
ανατρέψει την παραπομπή , αυτή η δυνατό τητα δεν είναι αποκλεισμένη και
ορθό τερο λοιπό ν να γίνεται δεκτό το ολικό αμετά κλητο.
Ορθό τερη φαίνεται η ά ποψη περί ολικώ ς αμετά κλητου βουλεύ ματος διό τι τη στιγμή
που εκκρεμεί η ά σκηση ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα αυτό σημαίνει ό τι η
παραπομπή και ά ρα η κατηγορία να ανατραπεί. Και θα ή ταν ά τοπο και σε αντίθεση
της αρχή ς της δίκαιης δίκης (ά ρθρο 20 Σ) να παραπέμπεται ο κατηγορού μενος να
δικαστεί με ένα βού λευμα το οποίο μπορεί τη στιγμή ή στη συνέχεια να ακυρωθεί
λό γω της ευδοκίμησης της αναίρεσης του Εισαγγελέα.
25 βλ. Μαργαρίτης ο.π., σελ 102, Α. Παπαδαμάκης «Ποινική Δικονομία Θεωρία – πράξη - νομολογία»
εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη 2017 σελ 694
26 βλ. 1588/2004 ποιν. Δικ. 2005 σελ 103, ΑΠ 1935/2006 ποιν. Χρον. 2007 σελ 814, οι οποίες
δέχτηκαν σχετική ακυρότητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο διότι αυτή
επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα με την παρέλευση και της προθεσμίας
ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
27 Βλ. ΑΠ 532/2011ΠΧρ2012, σελ 180, ΑΠ 570/2008 ΠοινΔικ2008, σ.421, 137/2015 ΑΠ ΠΧρ 2016 σελ
276
7
Η σπουδαιό τητα του συγκεκριμένου θέματος έγκειται στο γεγονό ς ό τι από την
επίδοση της κλή σης ξεκινά ει η αναστολή εν επιδικία και προκειμένου να μην
υποπέσει το αδίκημα σε παραγραφή η επίδοση της κλή σης πρέπει να λά βει χώ ρα
αφενό ς για τα πλημμελή ματα εντό ς 5 ετώ ν από την τέλεση ενώ για τα
κακουργή ματα εντό ς 15/20 ετώ ν.28 Και αυτό ς είναι ο λό γος που η νομολογία έκανε
στροφή υπέρ του σχετικώ ς αμετά κλητου βουλεύ ματος προκειμένου να αποφύ γει
τον κίνδυνο παραγραφή ς αδικημά των στο διά στημα που το βού λευμα είχε αφενό ς
καταστεί αμετά κλητο από τον κατηγορού μενο αλλά εκκρεμού σε η ά σκηση ενδίκου
μέσου από τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση που επιδοθεί στον κατηγορού μενο μό νο κλή ση προς εμφά νιση χωρίς
να του επιδοθεί το παραπεμπτικό βού λευμα, από συνδυασμό 314 β, 319 παρ.5.β.,
320 παρ.1 και 321 παρ 2, 5 ΚΠΔ προκύ πτει ρητά σχετική ακυρό τητα της κλή σης
κατά το 170 παρ. 131 η οποία αν δεν καλυφθεί αποτελεί λό γο αναιρέσεως (510 παρ.
α’ περ. β’). Ενώ έχει υποστηριχθεί 32 ό τι μπορεί να θεμελιωθεί και από λυτη
ακυρό τητα λό γω της παραβίασης του δικαιώ ματος του για να ασκή σει ένδικο μέσο
ή να πληροφορηθεί την εναντίον του κατηγορία κατά αρ. 6 παρ. 3 α’ της ΕΣΔΑ.
Ωστό σο ζή τημα έχει ανακύ ψει για την περίπτωση που το παραπεμπτικό βού λευμα
επιδίδεται στον κατηγορού μενο πριν καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα η εκδίκαση
ό μως της υπό θεσης γίνεται αφού καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα. Για το ζή τημα
αυτό έχουν διατυπωθεί διά φορες από ψεις .
Κατά μία ά ποψη , η οποία είναι κρατού σα και στη νομολογία 33 η επίδοση της κλή σης
πριν καταστεί ακό μα και σχετικώ ς αμετά κλητο το βού λευμα παρά γει σχετική
ακυρό τητα του ακροατηρίου, με το εξή ς σκεπτικό . Σύ μφωνα με το ά ρθρο 321 παρ. 2
η κλή ση για εμφά νιση πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βού λευμα. Και
παρό λο που το ά ρθρο δεν αναφέρει τον ό ρο αμετά κλητο παραπεμπτικό βού λευμα,
ωστό σο τον υπονοεί και αυτό διό τι το 321 ΚΠΔ παραπέμπει στο ά ρθρο 320 το
οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στο ά ρθρο 314 και το 319 παρ. 5 εδ β’ ό που κά νει
λό γω για το αμετά κλητο. Την ίδια ά ποψη ακολουθεί και ο κ. Παπαδαμά κης34 ο
οποίος υποστηρίζει ό τι οι διατά ξεις των ά ρθρων 314 β’ και 321 παρ. 2 ΚΠΔ
αποτελού ν μια διαδικαστική ενό τητα με την έννοια ό τι το παραπεμπτικό βού λευμα
συνέχεται με τον αμετά κλητο χαρακτή ρα του. Συνεπώ ς σύ μφωνα με την ά ποψη της
νομολογίας η επίδοση του βουλεύ ματος πριν καταστεί αμετά κλητο θεωρείται
ά κυρη και δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της επίδοσης ή τοι την έναρξη της κύ ριας
διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφή ς.
Κατά ά λλη ά ποψη35 παρά γεται και σχετική και από λυτη ακυρό τητα. Η από λυτη
ακυρό τητα που θεμελιώ νεται στο ά ρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ με την αιτιολογία ό τι η
βεβιασμένη επίδοση της κλή σεως ακρωτηριά ζει ουσιαστικά το δικαίωμα του
κατηγορουμένου να ασκή σει τα ένδικα μέσα που του χορηγεί ο νομοθέτης. Με τον
τρό πο αυτό ακυρώ νεται η διαδικαστική ευχέρεια να προβά λλει μέσω των ενδίκων
μέσων αντιρρή σεις για την παραπομπή του ό πως αυτή κρίθηκε από το πρωτό δικο
βού λευμα γεγονό ς που συνδέεται με το δικαίωμα ακροά σεως και την
προστατευτική λειτουργία των ενδίκων μέσων η οποία έτσι ακυρώ νεται.
7
ακυρό τητα ενώ η ακυρό τητα του ά ρθρου 321 προϋ ποθέτει μη επίδοση του
παραπεμπτικού βουλεύ ματος.
Ορθό τερη είναι η τελευταία ά ποψη κατά την οποία δεν επέρχεται καμία ακυρό τητα
από την επίδοση της κλή σης πριν το αμετά κλητο του βουλεύ ματος και αυτό διό τι με
την επίδοση της κλή σης δεν σημαίνει ό τι ο κατηγορού μενος θα οδηγηθεί και στο
ακροατή ριο αμέσως. Αντίθετα, μέχρι την συζή τηση επί ακροατηρίου μεσολαβεί ένα
ικανό διά στημα μέσα στο οποίο μπορεί να ασκή σει τα επιτρεπό μενα ένδικα μέσα.
Συνεπώ ς αν καταφέρει και ανατρέψει το βού λευμα που τον οδή γησε στο
ακροατή ριο αυτό σημαίνει ό τι ακυρώ νεται και η κλή ση και ά ρα ο κατηγορού μενος
δεν παραπέμπεται. Περαιτέρω ού τε και σχετική ακυρό τητα υπονοείται καθό σον αν
ο νομοθέτης ή θελε αυτό θα το ό ριζε ρητά ό πως κά νει στην παρ. 4 του ιδίου ά ρθρου
και δεν συνά γεται από πουθενά η βού λησή του να υπονοή σει κά τι τέτοιο.
Με το ό ρο πρό οδο της δίκης η κυρίαρχη ά ποψη θεωρού σε μέχρι πρό τινος ό τι το
σημείο αυτό ταυτιζό ταν με την έναρξη της αποδεικτική ς διαδικασίας ό πως
συγκεκριμένα αυτό ορίζεται στο 68 παρ. 2 για την παρά σταση πολιτική ς αγωγή ς ή
στο 126 ΚΠΔ για την κατά τό πο αρμοδιό τητα. Ωστό σο ο ΑΠ40 επιχειρώ ντας να
ερμηνεύ σει χρονικό σημείο έναρξης της συζή τησης στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο
κατά το 501 παρ. 4 ό ρισε ό τι η έναρξη της συζή τηση που αναφέρεται στο ά ρθρο
αυτό ταυτίζεται με τον ό ρο πρό οδο της δίκης, κά τι που σημαίνει ό τι η προβολή της
σχετική ς ακυρό τητας είναι ο πρώ τος ισχυρισμό ς που πρέπει ο κατηγορού μενος να
επικαλεστεί μό λις εκφωνηθεί το ό νομά του. Συνεπώ ς αν δεν προταθεί στο σημείο
αυτό καλύ πτεται, αν προβληθεί και απορριφθεί μπορεί να προταθεί στο εφετείο με
ειδικό λό γο έφεσης.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Αυτή η επιλογή του Αρείου Πά γου ωστό σο δεν είναι σαφές ό τι θα ενσωματωθεί στη
δικαστηριακή πρακτική καθό σον σε επίπεδο ουσίας δεν θεωρείται ορθή επιλογή για
το λό γο ό τι υποχρεώ νει τον κατηγορού μενο, να προβά λλει την ένσταση ακυρό τητας
της κλή σεως ερή μην του πολιτικώ ς ενά γοντος, εφό σον κατά το χρονικό εκείνο
σημείο δεν έχει ακό μα νομιμοποιηθεί η παρά σταση πολιτική ς αγωγή ς σύ μφωνα με
το 68 παρ. 2. Συνεπώ ς προβά λλεται ένα τό σο σημαντικό θέμα το οποίο σχετίζεται
ά μεσα με την παραγραφή του αδική ματος σε χρό νο ό που η πολιτική αγωγή δεν
μπορεί να υποβά λλει αντιρρή σεις επί αυτού .
40
Βλ. 435/2017 σε ΝΟΜΟΣ « Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1 και 174
παρ. 2 του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α της Ε.Σ.Δ.Α. προστατευόμενα
δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321
Κ.Ποιν.Δ.), όπως είναι και εκείνη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι σχετική, ως
αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι’ αυτό και αν ο
κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης,
αντιρρήσεις στην πρόοδο της, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται
έγκυρο και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή. Έτσι,
απώτατο χρονικό διαδικαστικό σημείο, που μπορεί ο κατηγορούμενος να προβάλει, την ακυρότητα
του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρωτοβάθμια δίκη και τις αντιρρήσεις του στην πρόοδο της δίκης,
για να μην καλυφθεί η υπάρχουσα σχετική ακυρότητα, είναι η έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης,
δηλαδή η έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, η οποία έναρξη συμπίπτει με την απαγγελία της
κατηγορίας και όχι οπωσδήποτε με την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας, που γίνεται με την
έναρξη εξετάσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οιουδήποτε αποδεικτικού
μέσου. Μετά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή την έναρξη της εκδικάσεως της
υποθέσεως, που συντελείται με την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και την απαγγελία της
κατηγορίας από τον εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια
ακυρότητα αργότερα, ούτε και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την
εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, πολύ δε
περισσότερο δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά τέτοια ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος μετά
την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Τούτο συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 68 και
126 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες, σε αντίθεση με την ειδική διαφορετική διατύπωση του ανωτέρω
άρθρου 174 παρ. 2, προβλέπεται ρητά ότι η δήλωση πολιτικής αγωγής και η ένσταση της κατά τόπο
αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, μπορεί να προβληθούν μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας.
3.3. β. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και διάταξη του βουλεύματος για
επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.
Στο ά ρθρο 315 παρ. 3 το συμβού λιο παραπέμποντας τον κατηγορού μενο στο
ακροατή ριο αν συντρέχει νό μιμη περίπτωση μπορεί με το βού λευμα να επιβά λλει
περιοριστικού ς ό ρους ή να διατά ξει την σύ λληψη και την προσωρινή του κρά τηση.
Το ζή τημα που ανέκυψε είναι αν η ασκηθείσα έφεση από τον κατηγορού μενο
αναστέλλει την εκτέλεση της διά ταξης που επιβά λει τα ως ά νω μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού .
7
Όσον αφορά την σύ λληψη και την προσωρινή κρά τηση ξεκά θαρη απά ντηση μας
δίνει το ά ρθρο 471 παρ. 1 εδ. β’ σύ μφωνα με το οποίο το ένδικο μέσο που
ασκή θηκε εμπρό θεσμα και νομό τυπα καθώ ς και η προθεσμία για την ά σκησή του
δεν αναστέλλει την διά ταξη του βουλεύ ματος που αφορά τη σύ λληψη και την
προσωρινή κρά τηση. Συνεπώ ς ο κατηγορού μενος σε αυτή ν την περίπτωση πρέπει
να υποβληθεί σε εκτέλεση της διά ταξης για τη σύ λληψη και την προσωρινή
κρά τηση ακό μα και αν ασκή σει νομό τυπα και παραδεκτά έφεση κατά του
βουλεύ ματος που τον παραπέμπει.37
Το ίδιο ά ρθρο ό μως παρό λο που κά νει λό γο για σύ λληψη και προσωρινή κρά τηση
δεν κά νει λό γο για περιοριστικού ς ό ρους κά τι που δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά
με την τύ χη της διά ταξης για την επιβολή περιοριστικώ ν ό ρων μετά από ασκηθέν
ένδικο μέσο από τον κατηγορού μενο.
Κατά μία ά ποψη38, η ισχύ ουσα εξαίρεση από την ανασταλτική δύ ναμη των ενδίκων
μέσων ως προς τη διά ταξη περί συλλή ψεως και προσωρινή ς κρά τησης
καταλαμβά νει για την ταυτό τητα του νομικού λό γου και τυχό ν διά ταξη για επιβολή
περιοριστικώ ν ό ρων. Οι περιοριστικοί ό ροι δεν συμπεριελή φθησαν από προφανή
παραδρομή σύ μφωνα με την ά ποψη αυτή και θα πρέπει συνεπώ ς η απαγό ρευση
αναστολή ς να εφαρμοστεί αναλογικά και σε αυτού ς. Μά λιστα ό πως χαρακτηριστικά
αναφέρεται αυτό δεν συνιστά ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή σε βά ρος του
κατηγορουμένου αλλά συμπλή ρωση μιας προφανού ς παραδρομή ς.
39
Κατά αντίθετη ά ποψη, τό σο η προθεσμία ό σο και η ά σκηση του ενδίκου μέσου
αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετική ς με τους περιοριστικού ς ό ρους διά ταξης, για
το λό γο ό τι δεν είναι επιτρεπτό ς ο αποκλεισμό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος
και η δημιουργία ερμηνευτικώ ν κατασκευώ ν και μά λιστα σε βά ρος του
κατηγορουμένου χωρίς να υπά ρχει ρητή νομοθετική πρό βλεψη.
37 Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 478 παρ. 2 και 482 παρ. 2 όπως ίσχυαν προ του Ν
3346/2005 ο κατηγορούμενος έπρεπε να υποβάλλει τον εαυτό του σε εκτέλεση της διάταξη
αυτής (έκθεση αυθόρμητης προσέλευσης) και αυτό αποτελούσε προϋπόθεση του παραδεκτού
του ενδίκου μέσου, επίσης απαράδεκτη θεωρούνταν η έφεση αν κατηγορούμενος υπέβαλλε
τον εαυτό του σε εκτέλεση και στη συνέχεια αποδρούσε από την φυλακή βλ. και 2276/2002 ΑΠ
σε ΠοινΧρ 2003 σελ 812, για το παραδεκτό της εφέσεως κατά βουλεύματος με το οποίο
διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου απαιτείται, εφόσον αυτός δεν έχει
υποβληθεί σε εκτέλεση του βουλεύματος να υφίσταται λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου
κωλύματος ένεκα του οποίου είναι αδύνατη η κράτησή του..»
38 Βλ. Γ. Πεπονής αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων και
περιοριστικοί όροι, ΠοινΧρ 1996 σελ 317 επ
39 Βλ. Α. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 695, Μαργαρίτης ο.π. σελ 279
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Ωστό σο ορθό τερο θα ή ταν να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή της απαγό ρευσης
ανασταλτικό τητας και στους περιοριστικού ς ό ρους. Εφό σον το συμβού λιο κρίνει ό τι
πρέπει να επιβληθού ν περιοριστικοί ό ροι προκειμένου να εξασφαλιστεί η παρουσία
του κατηγορουμένου στο ακροατή ριο και η υποβολή του στην εκτέλεση της τυχό ν
επιβληθείσας ποινή ς, θα ή ταν αντίθετο στο σκοπό που εξυπηρετού ν τα μέτρα
δικονομικού καταναγκασμού η χορή γηση αναστολή ς, η οποία έτσι θα καταστού σε
την διά ταξη αυτή του συμβουλίου ά νευ αντικειμένου. Διό τι το συμβού λιο
λαμβά νοντας υπό ψη την αρχή της επικουρικό τητας και το τεκμή ριο αθωό τητας
έκρινε ό τι η επιβολή των περιοριστικώ ν μέτρων είναι το απολύ τως αναγκαία μέτρο
που πρέπει να επιβληθεί προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού o οποίος θα έχανε
την πρακτική τoυ σημασία αν καλυπτό ταν από αναστολή .
Συνεπώ ς αυτό που έχει σημασία στην περίπτωση αυτού του είδους των
βουλευμά των είναι το αν ο κατηγορού μενος που είναι ή δη προσωρινά κρατού μενος
θα απολυθεί ή ό χι.
Ειδικό τερα
40 311 ΚΠΔ
41 310 ΚΠΔ
7
Ωστό σο το ζητού μενο σε αυτή ν την περίπτωση είναι το κατά πό σο το ασκηθέν από
τον Εισαγγελέα ένδικο μέσο θα αναστείλει την από λυση του κατηγορουμένου από
την φυλακή , κά τι το οποίο εξαρτά ται από την πρό ταση του Εισαγγελέα.
Το ά ρθρο 471 παρ. 1 εδ. τελ. ορίζει ρητά ό τι αν με σύ μφωνη γνώ μη του Εισαγγελέα
το βού λευμα αποφαίνεται ό τι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ποτέ δεν αναστέλλεται
η από λυση του κατηγορού μενου από τις φυλακές. Εξ αντιδιαστολή ς της ανωτέρω
διά ταξης συνά γεται ό τι αν το βού λευμα αποφαίνεται ό τι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία παρά την αντίθετη εισαγγελική πρό ταση η προθεσμία αλλά και η ά σκηση
ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα εμποδίζουν την από λυση του προσωρινά
κρατού μενου κατηγορουμένου. Η διά ταξη αυτή είχε πεδίο εφαρμογή ς προ του Ν
3904/2010 και αποτελού σε μια υπερτίμηση της αντίθετης θέσεως του Εισαγγελέα
και βασιζό ταν στη σκέψη ό τι ακό μα και αν είναι απαλλακτικό το βού λευμα ο
Εισαγγελέας εφό σον είναι αντίθετος θα ασκή σει έφεση, συνεπώ ς προκειμένου να
αποφευχθεί ο κίνδυνος να διαφύ γει ο κατηγορού μενος γινό ταν δεκτό ό τι
αναστέλλονταν η διά ταξη περί από λυσης του.
Ωστό σο η διά ταξη αυτή ή ταν συνυφασμένη με την τό τε πρό βλεψη του ά ρθρου 487
το οποίο επέτρεπε έφεση από τον κατηγορού μενο και κατά απαλλακτικώ ν
βουλευμά των. Στην περίπτωση αυτή ίσχυε ό τι αν κατά απαλλακτικού βουλεύ ματος
με αντίθετη πρό ταση του Εισαγγελέα ασκή σει έφεση ο κατηγορού μενος,
αναστέλλεται η εκτέλεση του βουλεύ ματος περί από λυσή ς του. Ωστό σο τέτοια
πρό βλεψη δεν υπά ρχει σή μερα διό τι μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3904/2010,
δικαιού μενος να ασκή σει έφεση κατά απαλλακτικού βουλεύ ματος του συμβουλίου
πλημμελειοδικώ ν σύ μφωνα με το αρ. 479 ΚΠΔ είναι μό νο ο Εισαγγελέας Εφετώ ν και
επειδή αρ. 479 ΚΠΔ ορίζεται ρητά ό τι η προθεσμία και η έφεση που ασκή θηκε δεν
αναστέλλουν την αποφυλά κιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το
προσβαλλό μενο βού λευμα , οδηγού μαστε στο συμπέρασμα ό τι ανεξαρτή τως ποια
είναι η γνώ μη του Εισαγγελέα ό ταν έχουμε απαλλακτικό βού λευμα ο
κατηγορού μενος απολύ εται.
Ειδική περίπτωση εισά γουν τα απαλλακτικά βουλεύ ματα αποφαινό μενα να μη γίνει
κατηγορία ελλείψει ικανό τητας προς καταλογισμό . Στην περίπτωση αυτή το
βού λευμα που διατά σσει τη φύ λαξη του ακαταλό γιστου και επικίνδυνου
εγκληματία δε θεραπευτικό κατά στημα πρέπει να αναπτύ σσει ά μεση
εκτελεστό τητα δεδομένου ό τι σε αυτή ν την περίπτωση η ά μεση εκτελεστό τητα
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
εξασφαλίζει την προστασία του κοινωνικού συνό λου από την επικινδυνό τητα του
κατηγορουμένου.42
Ωστό σο ό ταν η Εισαγγελική γνώ μη είναι αντίθετη από το περιεχό μενο του
βουλεύ ματος που παύ ει οριστικά ή κηρύ σσει απαρά δεκτη την ποινική δίωξη, θα
πρέπει να γίνει δεκτό ό τι πά λι δεν εμποδίζεται η από λυση του προσωρινά
κρατού μενου κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή , ελλείψει ρητή ς πρό βλεψης
δεν μπορού με να κά νουμε αναλογική εφαρμογή και σε αυτού του είδους τα
βουλεύ ματα, διό τι έτσι διευρύ νουμε την εφαρμογή της διά ταξης ανεπίτρεπτα σε
βά ρος του κατηγορουμένου44.
7
Όταν το βού λευμα παύ ει προσωρινά την ποινική δίωξη, γίνεται δεκτό , ό πως
συνά γεται εξ αντιδιαστολή ς από τη ρύ θμιση του αρ. 471 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ, ό τι τό σο
η προθεσμία ό σο και η ά σκηση έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της διά ταξης για
την από λυση του κατηγορουμένου.45 Ωστό σο και εδώ έχει εφαρμογή το ά ρθρο 479
ΚΠΔ κατά το οποίο η έφεση που ασκείται από τον Εισαγγελέα Εφετώ ν καθώ ς και η
προθεσμία δεν αναστέλλουν την αποφυλά κιση του κατηγορουμένου που
διατά χθηκε με το προσβαλλό μενο βού λευμα.
Η συγκεκριμένη πρό βλεψη παρό τι φαίνεται εκ πρώ της ό ψης αυστηρή επιλογή
ωστό σο στοχεύ ει στην αποφυγή του κινδύ νου να καταστεί ο κατηγορού μενος
φυγό ποινος εκμεταλλευό μενος την διά ρκεια της προθεσμίας ασκή σεως του ενδίκου
μέσου. Για το λό γο αυτό στην πρά ξη παρατηρείται η παρουσία αστυνομική ς
συνοδείας, η οποία αμέσως μετά την απαγγελία της από φασης οδηγεί τον
κατηγορού μενο στο αρμό διο γραφείο, προκειμένου να ασκή σει την έφεση η οποία
θα του ενεργοποιή σει και την αναστολή .
7
μηνώ ν ή μεγαλύ τερη, το ανασταλτικό εναπό κειτο στην κρίση του δικαστηρίου. Το
ό ριο των έξι μηνώ ν επικρινό ταν ως ιδιαίτερα χαμηλό το οποίο και δεν
εναρμονίζονταν με τις διατά ξεις της αναστολή ς και της μετατροπή ς, των ά ρθρων 82
και 99 ΠΚ ό πως ίσχυαν πριν την τροποποίηση από το Ν 3904/2010 ό που κατά
κανό να αναστέλλονταν ποινές στερητικές της ελευθερίας έως δύ ο ετώ ν. Με το
ισχύ ον νομοθετικό πλαίσιο το ύ ψος της επιβληθείσας ποινή ς ανέβηκε στα τρία έτη,
μετά από μια συνολική θεώ ρηση των ά ρθρων περί αναστολή ς και μετατροπή ς της
ποινή ς αλλά και για να αποσυμφωρηθού ν τα δευτεροβά θμια δικαστή ρια από
αιτή σεις αναστολή ς του ά ρθρου 497 παρ. 7.
Γ. Δικαστικά έξοδα
Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα το ά ρθρο 588 παρ. 1 προβλέπει ό τι « η διά ταξη για
τα δικαστικά έξοδα είναι εκτελεστή από τό τε που είναι εκτελεστή και η διά ταξη για
την ποινή », ενώ η παρ. 2 ορίζει ό τι «το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την ά σκηση
48 Βλ. Στεφανίδου Ανδρομέδα Αντ. Εισ. Πρωτοδικών «ανασταλτικό αποτέλεσμα την έφεσης και
αιτιολογία κατά το προηγούμενο και νεότερο νομικό καθεστώς» Αρμ. 2011 σελ 1957
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
των ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την ά σκησή τους επεκτείνεται και στη
διά ταξη για τα έξοδα». Ενό ψει αυτώ ν, αλλά και σε συνδυασμό με την παρ. 3 του
ά ρθρου που ορίζει ό τι «οι γραμματείς των ποινικώ ν δικαστηρίων οφείλουν μέσα
στον επό μενο μή να από τό τε που οι αποφά σεις ή τα βουλεύ ματα γίνονται
αμετά κλητα να βεβαιώ νουν στο δημό σιο ταμείο τα ποσά των εξό δων που έχουν
επιβληθεί και δεν έχουν ακό μα εισπραχθεί», γίνεται δεκτό ό τι και η διά ταξη για τα
δικαστικά έξοδα έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Συνεπώ ς σε περίπτωση που επιβληθεί ποινή έως 3 έτη οπό τε η έφεση έχει
αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, αναστέλλεται επίσης και η διά ταξη για τα
δικαστικά έξοδα η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτή ρα σε σχέση με την
εκτέλεση της κύ ριας ποινή ς.49
7
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα τα έφεσης εκτείνεται τό σο στο ποινικό μέρος κατά του
οποίου ασκείται η έφεση ό σο και στο πολιτικό μέρος αυτή ς το οποίο είναι
συνεκκληθέν λό γω του παρεπό μενου χαρακτή ρα της πολιτική ς αγωγή ς εκτό ς αν ο
κατηγορού μενος αποδεχτεί την από φαση ως προς το κεφά λαιο της πολιτική ς
αγωγή ς και περιορίσει την έφεσή του μό νο ως προς ποινικό σκέλος, ό μως αναγκαία
προϋ πό θεση για να καταδικαστεί ο κατηγορού μενος στην χρηματική ικανοποίηση
του θύ ματος είναι η κατά φαση της αξιό ποινης πρά ξης με τελεσίδικη δικαστική
από φαση5253.
Τέτοιες διατά ξεις ή ταν ενδεικτικά α) στoν ΚΠΔ το ά ρθρο 429 παρ. 2 εδ’ γ ΚΠΔ τo
οποίο oρίζει ό τι η ερή μην καταδικαστική από φαση που εκδίδεται κατά εκείνoυ που
κλητεύ θηκε ως αγνώ στου διαμονή ς είναι αμέσως εκτελεστή . Β) Σε ειδικού ς
πoινικού ς νό μους τo ά ρθρο 122 παρ. 7 εδ. β΄ του Ν 1165/1918 «περί Τελωνειακoύ
Κώ δικα», εγκλή ματα λαθρεμπορίας τo ά ρθρο 26 εδ β΄ του Ν. 5539/1932 «περί
7
μoνοπωλίου ναρκωτικώ ν φαρμά κων και τoυ ελέγχου αυτώ ν», πρoκειμένου περί
παραβά σεων του συγκεκριμένου νό μου τoυ ά ρθρου 131 παρ. 3 ΝΔ 3030/1954
«περί Αγρoφυλακή ς» - το ά ρθρου 61 παρ. 3 του Ν. 75/1975 «περί οργανώ σεως του
εξωσχολικού αθλητισμού » - τo ά ρθρου 71 παρ. 1 εδ. τελ. και 3 εδ. γ΄ του Ν.
998/1979 «περί προστασίας των δασώ ν και των δασικώ ν εν γένει εκτά σεων της
χώ ρας». (ό πως τo ά ρθρo αυτό αντικαταστά θηκε με τo ά ρθρο 46 παρ. 1 και 2 του Ν.
2145/1993) αναφορικά με τα εγκλή ματα τoυ ά ρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 1300/1982
«μέτρα για την πρό ληψη και την καταστολή της ζωoκλοπή ς και της ζωοκτονίας»
(ό πως τo ά ρθρο αυτό αντικαταστά θηκε με το ά ρθρο 24 του Ν. 1738/1987), τα
εγκλή ματα της ζωοκλοπή ς και της ζωoκτονίας των ά ρθρων 45 παρ. 6 και 54 παρ. 3
(=ά ρθρα 95 παρ. 6 και 96 παρ. 3 Ν. 2238/1994, αντίστοιχα) τoυ Ν. 2065/1992
«αναμό ρφωση της ά μεσης φoρολογίας και ά λλες διατά ξεις.56
Όλες οι προαναφερό μενες απαγορεύ σεις, έπαυσαν να ισχύ ουν με την θέσπιση δύ ο
νομοθετημά των. Του Ν. 2408/1996 το αρ. 2 παρ. 20 εδ. γ' του οποίου προέβλεπε ό τι
«από τη δημοσίευση του παρό ντος καταργού νται ό λες οι διατά ξεις του κώ δικα
ποινική ς δικονομίας, που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη της έφεσης», και του
Ν. 2479/1997, το αρ. 2 παρ. 12 του οποίου ό ριζε πως «οι διατά ξεις των ειδικώ ν
ποινικώ ν νό μων, που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη του ενδίκου μέσου της
έφεσης, παύ ουν να ισχύ ουν». Αυτό συνέβη στο πλαίσιο μιας ορθή ς προσπά θειας του
νομοθέτη, να έρθει σε ρή ξη με μια μακροχρό νια παρά δοση θέσπισης ειδικώ ν
διατά ξεων που υπονό μευαν την κεντρική ρύ θμιση του ΚΠΔ η οποία προέβλεπε ως
κανό να το ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά και να συμμορφωθεί με τις διατά ξεις της
ΕΣΔΑ και του Συντά γματος.57
Με τη θέσπιση των νό μων αυτώ ν ο νομοθέτης δεν κατή ργησε μία μία τις διατά ξεις
κατονομά ζοντά ς τες, αλλά επέλεξε να τις καταργή σει ό λες με μία γενική διά ταξη.
Αυτό είχε ως συνέπεια κά ποιες διατά ξεις με τέτοιο περιεχό μενο να υπά ρχουν ακό μα
και σή μερα58 διά σπαρτες στον Κώ δικα ποινική ς δικονομίας ή σε ειδικού ς ποινικού ς
νό μους ό μως να θεωρού νται, παρά την ύ παρξη τους, κατηργημένες. Μια τέτοια
διά ταξη είναι σή μερα αυτή του ά ρθρου 429 παρ. 2 ΚΠΔ κατά την οποία παρό λο που
Περαιτέρω είναι προφανές ό τι κατηργημένες θεωρού νται οι υφιστά μενες μέχρι την
έναρξη ισχύ ος των νό μων αυτώ ν απαγορεύ σεις, με αποτέλεσμα να θεωρού νται
καταρχή ν ισχυρές οι μετά την έναρξη ισχύ ος των νό μων αυτώ ν νομοθετικοί
αποκλεισμοί του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης.
Τέτοιες διατά ξεις είναι το ά ρθρο 55 παρ. 1 εδ τελ. του Ν. 2910/2001 «Είσοδος και
παραμονή Αλλοδαπώ ν στην ελληνική επικρά τεια», η διά ταξη του ά ρθρου 41ΣΤ παρ.
8 περ. β΄ του Ν. 2725/1999 (Ερασιτεχνικό ς και επαγγελματικό ς αθλητισμό ς) που
ό ριζε ό τι «η προθεσμία για την ά σκηση έφεσης κατά της καταδικαστική ς από φασης
και η ά σκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Η παρεπό μενη ποινή που
επιβλή θηκε κατά την παρ. 5 του παρό ντος ά ρθρου, ουδέποτε αναστέλλεται»
7
αποτέλεσμα μόνον ή και η χορηγούμενη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναστολή
εκτελέσεως;). Είναι τέλος ιστορικά αναχρονιστική, γιατί αποτελεί επικίνδυνο
πισωγύρισμα σε σχέση με τις όχι παλιές επιλογές των νόμων 2408/1996 και
2479/1997, όντας κλασικό δείγμα αντιφατικής πορείας της νομοθετικής μας
εξουσίας».
Με την δημοσίευση του Ν 3904/2010 ο οποίος ό ριζε ό τι «κά θε διά ταξη που
αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρό ντος καταργείται» για ακό μα μία φορά ό λες οι
διατά ξεις οι περιοριστικές του ανασταλτικού αποτελέσματος
συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερομένων καταργή θηκαν ενώ παρέμειναν
ισχυροί οι μετά την έναρξη της ισχύ ος των νό μων αυτώ ν διατά ξεις.
Ωστό σο για ακό μα μια φορά , παρά το κλίμα που επιχείρησαν να διαμορφώ σουν οι
νό μοι 2408/1996, 2479/1997 και 3904/2010 θεσπίστηκε ο Ν 4251/2014 περί
λαθρομεταναστώ ν ο οποίος στο ά ρθρο 30 παρ. 8 (Υποχρεώ σεις μεταφορέων –
Κυρώ σεις) αυτού ορίζει ό τι «Η προθεσμία για την ά σκηση της έφεσης και η ά σκησή
της κατά της καταδικαστική ς από φασης για παραβά σεις του παρό ντος ά ρθρου,
καθώ ς και των παραγρά φων 5, 6 και 8 του προηγού μενου ά ρθρου, δεν αναστέλλουν
την εκτέλεση της από φασης.»
Το ζή τημα που έχει τεθεί είναι στην περίπτωσή που το δικαστή ριο επιβά λλει ποινή
που εμπίπτει στα ό ρια του αυτοδικαίως επερχό μενου αποτελέσματος θα
υπερισχύ σει η απαγό ρευση ή το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μια ορθή
προσέγγιση του προβλή ματος είναι ο γενικό ς κανό νας του 497 παρ. 2 να υπερισχύ ει
της απαγό ρευσης που προβλέπει ο ειδικό ς νό μος και αυτό γιατί αφενό ς το ύ ψος της
ποινή ς δεν δικαιολογεί την απαγό ρευση αναστολή ς αλλά και γιατί ο σκοπό ς του
νό μου είναι με την πρό βλεψη αυτή να αφαιρέσει το δικαίωμα του δικαστή να κρίνει,
ό χι να αναιρέσει την επιλογή του νομοθέτη να χορηγή σει αυτοδίκαια αναστολή κά τι
που ισχύ ει με τις ποινές έως 3 έτη. Με ά λλα λό για η πρό βλεψη αυτή ή ρθε να
αφαιρέσει ό ποια δυνατό τητα είχε μέχρι πρό τινος αφή σει στην κρίση του
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
δικαστηρίου δηλαδή την παρ. 3 και την παρ. 4 του ά ρθρου 497 ΚΠΔ, ό χι στο
αυτοδίκαιο που είχε ο ίδιος ο νομοθέτης ά φησε στην δική του κρίση.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση βλέπουμε ό τι κανό νας είναι η χορή γηση του
ανασταλτικού και εξαίρεση η απαγό ρευσή του. Ωστό σο επειδή δεν προβλέπεται στο
νό μο η υποχρέωση ειδική ς αιτιολογίας από το δικαστή ριο κατ ά ρθρο 139 ΚΠΔ
γίνεται δεκτό 62 ό τι ειδική αιτιολογία στην από φαση απαιτείται πά ντοτε και κυρίως
στην περίπτωση που το δικαστή ριο δεν χορηγή σει την αναστολή . Αυτό προκύ πτει
από την χρή ση του ό ρου κρίνει στην παρ. 3 του ά ρθρου 497 σε αντίθεση με τον ό ρο
αυτοδίκαια της παρ. 2. Αν ό μως το δικαστή ριο δεν αποφανθεί επί του ανασταλτικού
αποτελέσματος υπερισχύ ει ο κανό νας και θεωρείται ό τι η αναστολή έχει χορηγηθεί
60 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 303 «ενδιαφέρει το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και όχι ο
χαρακτήρας της πράξεως, δηλαδή εδώ υπάγεται και η περίπτωση όπου για κακούργημα
επιβάλλεται ποινή φυλάκισης λόγω κατάφασης ελαφρυντικών περιστάσεων».
61 Το ανώτατο όριο της ποινής παρότι δεν αναφέρεται στο νόμο μπορεί να φτάνει επί συνολικής
ποινής (99 ΠΚ) τα 10 έτη φυλάκισης.
62 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 304, Παπαδαμάκης ο.π. σελ 698, Καρράς ο.π. σελ 851
7
αυτοδικαίως. Η μη χορή γηση από το δικαστή ριο του ανασταλτικού αποτελέσματος
υπακού ει στα κριτή ρια του ά ρθρου 497 παρ. 8 για τα οποία θα γίνει λό γος στη
συνέχεια.
Παρατηρού με εδώ από το κείμενο του νό μου ό τι γίνεται αναφορά στην πρό σκαιρη
κά θειρξη ενώ δεν περιλαμβά νεται η ποινή της ισό βιας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να
εκληφθεί ως νομοθετικό ς αποκλεισμό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος. Ωστό σο
προκειμένου αυτό να είναι συμβατό με τις αυξημένης τυπική ς ισχύ ος διατά ξεις του
Συντά γματος και του ά ρθρου 2 της ΕΣΔΑ (τεκμή ριο αθωό τητας) , ο νομοθέτης στο
ά ρθρο 497 παρ. 7 προέβλεψε τη δυνατό τητα αίτησης αναστολή για ό λες τις
στερητικές της ελευθερίας ποινές συμπεριλαμβανομένης και της ισό βιας
κά θειρξης63.
Ξεκινώ ντας κανείς από τη διά ταξη του ά ρθρου 405 παρ. 1 εδ. στ ΚΠΔ που ορίζει ό τι
οι τακτικοί δικαστές αποφασίζουν χωρίς τη σύ μπραξη των ενό ρκων για την
αναστολή εκτέλεσης της από φασης σύ μφωνα με το ά ρθρο 471 παρ. 2 ό ταν δηλαδή
πρό κειται για ά σκηση αναίρεσης, θα οδηγού νταν στο συμπέρασμα ό τι ο νομοθέτης
επέλεξε τον αποκλεισμό των ενό ρκων μό νο ό ταν ζητείται αίτηση αναστολή ς μετά
από ά σκηση αναίρεσης και ό χι μετά από ά σκηση έφεσης. Όμως είναι γεγονό ς ό τι το
ά ρθρο 405 ΚΠΔ θεσπίστηκε το έτος 1951 οπό τε και ή ταν η έναρξη ισχύ ος του
κώ δικα και τό τε δεν υπή ρχε δεύ τερος βαθμό ς δικαιοδοσίας στα κακουργή ματα και
συνεπώ ς δεν ετίθεντο θέμα αναστολή ς εκτέλεσης. Δυνατό τητα έφεσης στα
κακουργή ματα προβλέφτηκε με το νό μο 969/1979, ο οποίος έπρεπε να προβλέψει
για την περίπτωση της έφεσης τροποποιώ ντας το ά ρθρο 405 ΚΠΔ, ό μως το γεγονό ς
ό τι δεν το έκανε γεννά ερωτή ματά ως προς το αν αυτό ή ταν συνειδητή επιλογή του
νομοθέτη η προφανή ς παραδρομή του.
Μια ά ποψη υποστηρίζοντας κενό του νό μου θεωρεί ό τι πρέπει να γίνει ανά λογη
εφαρμογή του ά ρθρου 405 παρ. 1 περ. στ και στην περίπτωση της αναστολή ς
εκτέλεσης ενό ψει ασκηθείσας έφεσης από τον κατηγορού μενο, αφή νοντας την
από φαση περί αναστολή ς στην κρίση μό νο των τακτικώ ν δικαστώ ν,
υποστηρίζοντας ό τι η συμμετοχή των ενό ρκων στην από φαση αναστολή ς δεν είναι
νομοθετική επιλογή .
Το μεγαλύ τερο ό μως μέρος της θεωρίας69 συγκλίνει υπέρ της συνειδητή ς
νομοθετική ς μη τροποποίησης του ά ρθρου, με αποτέλεσμα να διεκδικεί εφαρμογή η
διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 4 ό που αναφέρεται στο δικαστή ριο που δίκασε στο
σύ νολό του συμπεριλαμβανομένων και των ενό ρκων. Υπέρ του επιχειρή ματος
αυτού λειτουργεί και η διά ταξη του ά ρθρου 404 παρ. 1 παρ. ε ό που εισά γει το
τεκμή ριο αρμοδιό τητας του μικτού ορκωτού δικαστηρίου για ό λα τα ζητή ματα
κρίνονται ενώ πιό ν του με εξαίρεση αυτά που επαφίονται στην κρίση των τακτικώ ν
δικαστώ ν και στην κρίση μό νο των τακτικώ ν δικαστώ ν επαφίεται η αναστολή
εκτέλεσης από φασης μό νο ενό ψει ά σκησης αναιρέσεως.
Περαιτέρω επιχείρημα υπέρ αυτή ς της ά ποψης ο προσδιορισμό ς των κριτηρίων που
αναφέρονται στην διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 8 τα οποία ευνοού ν τη σύ μπραξη
των ενό ρκων δεδομένου ό τι σχετίζονται ά μεσα με τα πραγματικά περιστατικά της
υπό θεσης, τις συνθή κες υπό τις οποίες τέλεσε την πρά ξη και την προσωπικό τητα
69
Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 701, Μαργαρίτης σελ.. , Φράγκος , Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη,
2011, σελ 951
7
του κατηγορού μενου δεδομένα που έχουν στην διά θεσή τους οι ένορκοι και
αποτελού ν κριτή ρια στην κρίση επί της χορή γησης ή ό χι της αναστολή ς η οποία
μά λιστα εκφέρεται αμέσως μετά την από φαση επί της ενοχή ς.
Τέλος υπέρ της ά ποψης αυτή ς τά σσεται και η νομολογία64, η οποία στηριζό μενη σε
γραμματική ερμηνεία του ά ρθρου 405 παρ. 1 στ. καταλή γει στα εξή ς επιχειρή ματα
πρώ τον, στο ό τι το θέμα που ρυθμίζεται με την διά ταξη του ά ρθρου 405§1 στ
ΚΠοινΔ, το ποιό , δηλαδή , δικαστή ριο είναι αρμό διο για τη χορή γηση αναστολή ς
εκτελέσεως της αποφά σεως, κατά της οποίας ασκή θηκε αναίρεση, είναι εντελώ ς
διαφορετικό από το ποιό είναι αρμό διο για την χορή γηση ή μη ανασταλτικού
αποτελέσματος στην έφεση κατά καταδικαστική ς για κακού ργημα αποφά σεως του
Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Δεύ τερον ό τι η περίπτωση αναστολή ς εκτελέσεως
κατά το ά ρθρο 471§2 του ΚΠΔ αναφέρεται σε χρό νο μεταγενέστερο της έκδοσης
της από φασης, συνεπώ ς είναι ιδιαίτερα δυσχερή ς η συγκρό τηση του ίδιου Μικτού
Ορκωτού Δικαστηρίου ή Μικτού Ορκωτού Εφετείου, δυσχέρεια η οποία επιτείνεται
από το ό τι τις περισσό τερες φορές είναι αδύ νατη η συγκρό τηση του ίδιου
δικαστηρίου, λό γω λή ξεως της συνό δου, οπό τε είναι εύ λογο να καθιδρύ εται (από το
ά ρθρο 405§1 στ ΚΠοινΔ) αρμοδιό τητα των τακτικώ ν δικαστώ ν να αποφαίνονται
για την αναστολή για την οποία γίνεται λό γος. Κά τι τέτοιο ό μως δεν ισχύ ει στην
περίπτωση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης για το οποίο λαμβά νεται
από φαση αμέσως μετά την λή ψη από φασης επί της ενοχή ς και της ποινή ς. Τρίτον
ό τι δεν είναι δυνατό ο νομοθέτης να χορηγεί εξουσία στους ενό ρκους να
συναποφασίζουν με τους τακτικού ς δικαστές για το θέμα της ενοχή ς ή της εκτιτέας
ποινή ς ενώ ταυτό χρονα χωρίς αποχρώ ντα λό γο να τους αποκλείει από το να έχουν
λό γο στο ζή τημα της χορηγή σεως ή ό χι ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση
που τυχό ν θα ασκή σει ο καταδικασθείς και με την δική του ψή φο κατηγορού μενος.
Ορθό τερη θεωρείται η ά ποψη υπέρ της συμμετοχή ς των ενό ρκων στην από φαση
περί αναστολή ς διό τι καταρχά ς από το ά ρθρο 497 παρ. 8 προκύ πτει ό τι τα κριτή ρια
για τη χορή γηση της δεν ά πτονται νομικώ ν ζητημά των έτσι ώ στε να θεωρείται
ασφαλέστερος ο παραμερισμό ς των ενό ρκων, κά τι που θα συνέβαινε αν για
παρά δειγμα καλού νταν οι ένορκοι να πιθανολογή σουν για την ευδοκίμηση ή ό χι της
αίτησης αναίρεσης. Αντίθετα τα κριτή ρια είναι καθαρά ζητή ματα ουσίας και
64 Βλ. 1757/2010 ΑΠ ποιν. Δικ 2011 σελ 790 η οποία απέρριψε την αναίρεση του
κατηγορουμένου με λόγο υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Μικτό Ορκωτό
Δικαστήριο αποφάσισε για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως του καταδικασθέντος
χωρίς να έχει την προς τούτο αρμοδιότητα, την οποία είχαν μόνο οι τακτικοί δικαστές αυτού.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
65 Βλ. 2/2003 Τριμ. Εφ. Ανηλίκων σε Αρμενόπουλος 2003 β σελ 1485 «Ανασταλτικό
αποτέλεσμα εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται σε ανήλικο η ποινή του
περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα. Δεδομένου ότι με την πρωτόδικη απόφαση δεν
χορηγήθηκε ανασταλτική δύναμη στο ένδικο μέσο της εφέσεως και δεδομένου ότι από καμία
διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκούμενη έφεση
δορυφορείται από ανασταλτική δύναμη και όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ποινικός
σωφρονισμός, καθίσταται σαφές ότι η ασκηθείσα στην περίπτωση αυτήν έφεση δεν έχει
ανασταλτική δύναμη.
βλ. 13/2013 Τριμ. Εφ. Ανηλ. Αθηνών σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ « Απορρίπτεται ως αβάσιμη η υπό κρίση
αίτηση αναστολής εκτέλεσης καταδικαστικής απόφασης, κατόπιν άσκησης έφεσης από τον
κατηγορούμενο. Το δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή στον αιτούντα περιοριστικών όρων δεν
αρκεί, διότι είναι πολύ πιθανόν, αν αφεθεί ελεύθερος, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, η δε
έκτιση της ως άνω ποινής μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσής του προβλέπεται ότι δεν
θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο, ενόψει και του
γεγονότος ότι η έφεσή του έχει προσδιορισθεί να εκδικασθεί σε σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα.
7
μέτρου το οποίο τελού σε σε ά μεση σχέση με την επικινδυνό τητα του ανή λικου
δρά στη και την πιθανό τητα τέλεσης νέων αδικημά των η οποία δε μπορού σε αλλιώ ς
να αντιμετωπιστεί.
Σε θεωρητικό επίπεδο υπή ρχε ισχυρό ς αντίλογος66 ο οποίος υποστή ριζε ό τι η σιωπή
του νομοθέτη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί σαν ρητό ς αποκλεισμό ς
του ανασταλτικού αποτελέσματος. Του νό μου μη διακρίνοντος υποστηρίζονταν ό τι
και οι εφέσεις που ασκού νταν κατά αποφά σεων που επέβαλαν περιορισμό σε
κατά στημα κρά τησης νέων είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα και μά λιστα με βά ση τον
γενικό κανό να του αυτοδίκαιου της παρ. 2 του ά ρθρου 497. Περαιτέρω γινό ταν
σαφή ς αναφορά στο τεκμή ριο αθωό τητας το οποίο δεν συμβαδίζει με την ά μεση
εκτελεστό τητα, αλλά και με το ά ρθρο 471 παρ. 1 το οποίο αποτελεί τον κανό να ο
οποίος κατοχυρώ νει την κατά φαση της ανασταλτικό τητας, ενώ η ά ρνηση αυτή ς
είχε ανά γκη ειδικό τερης ρύ θμισης η οποία να εισά γει εξαίρεση σε αυτό ν, η οποία
εξέλιπε στην περίπτωση των αποφά σεων ανηλίκων.
Στο πνεύ μα αυτό κινού νταν και περιορισμένες αποφά σεις με χαρακτηριστικό
παρά δειγμα την υπ’ αρίθμ 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων Καστοριά ς6869 κατά την
οποία το δικαστή ριο καταδίκασε ανηλίκους ηλικίας 15 και 16 ετώ ν για το αδίκημα
του ομαδικού βιασμού και λαμβά νοντας υπό ψιν τη βαρύ τητα του εγκλή ματος και
την προσωπικό τητα του κατηγορουμένου έκρινε ό τι είναι αναγκαίος ο ποινικό ς
66 Βλ. Παπαδαμάκης, ο.π. σελ 709, Ζαχαριάδης παρατηρήσεις σε 2/2003 απόφ Εφ. Ανηλ.Θες,
αρμενόπουλος 2003 σελ 1485, καθώς και στην υπ’ αριθμ. 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων
Καστοριάς Αρμενόπουλος 2001 σελ 705
67 Βλ. Μαργαρίτης «Δικαστήρια ανηλίκων – η έφεση κατά των αποφάσεων τους και το
ανασταλτικό της αποτέλεσμα», Ποιν. Δικ 2004, σελ 313-314, Κονταξής ο.π. σελ 3000, 3001 ο
οποίος αναφέρει τα εξής «το ότι η έφεση έχει πάντα αναστέλλουσα δύναμη συνάγεται από την
παρ. 1 του 497 σε συνδυασμό με την παρ. 2 και 5 , διότι εφόσον δεν περιλαμβάνεται στις
περιπτώσεις του άρθρου 497 παρ. 2 και 5 στις οποίες αναφέρεται μόνο οι ποινές φυλάκισης
και κάθειρξης και όχι ο σωφρονιστικός περιορισμός αυτό σημαίνει ότι ισχύει ο κανόνας της
παρ. 1 και άρα η έφεση έχει πάντα αναστέλλουσα δύναμη.
68 Βλ. Παρατηρήσεις Ζαχαριάδη σε υπ’ αριθμ. 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων Καστοριάς Αρμενόπουλος
69 σελ 705
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
σωφρονισμό ς για την συγκρά τηση των ανηλίκων από την τέλεση και ά λλων
αξιό ποινων πρά ξεων και, επέβαλε περιορισμό σε σωφρονιστικό κατά στημα
κρά τησης διά ρκειας κατ’ ελά χιστον 5 έτη και κατά μέγιστο 10 έτη. Ωστό σο είναι μία
από τις ελά χιστες δικαιοδοτικές κρίσεις η οποία χορή γησε ανασταλτικό αποτέλεσμα
στην ασκηθείσα έφεση.
Ωστό σο ορθό τερη είναι η επιλογή του νομοθέτη να εντά ξει τους ανηλίκους στην παρ
4 και ό χι στην 2 του 497 ΚΠΔ καθό σον για μεγά λης βαρύ τητας εγκλή ματα
τελεσθέντα από ανηλίκους, ό πως είναι αυτά για τα οποία δύ ναται το δικαστή ριο να
επιβά λλει ποινικό σωφρονισμό , οφείλει ο νομοθέτης να επιδεικνύ ει ιδιαίτερη
αυστηρό τητα. Θα ή ταν υπερβολικά επιεικές και αντιστρό φως υπερβολικά ά δικο για
το θύ μα να προβλεφθεί αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση των
ανηλίκων ό ταν ιδίως λό γω της βαρύ τητας της πρά ξης επιβά λλεται ο περιορισμό ς σε
κατά στημα κρά τησης προκειμένου να αποφευχθεί η τέλεση και ά λλων εγκλημά των.
Άλλωστε οι ενή λικοι εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας τους αντιμετωπίζονται με
περισσό τερη επιείκεια από ό τι οι ενή λικοι ό σον αφορά τα πλαίσια ποινή ς. Για
παρά δειγμα για ένα αδίκημα πχ ανθρωποκτονίας κατ’ ά ρθρο 299 ΠΚ σε έναν
ενή λικα μπορεί να επιβληθεί ποινή ισό βιας κά θειρξης, ενώ σε έναν ανή λικο
περιορισμό ς σε κατά στημα κρά τησης δεν υπερβαίνει τα 10 έτη 75. Ορθή λοιπό ν είναι
η λύ ση είναι να επαφίεται στην κρίση του δικαστή , ο οποίος σταθμίζοντας αφενό ς
75
54 ΠΚ
7
την βαρύ τητα του εγκλή ματος αλλά και την προσωπικό τητα του ανή λικου δρά στη
να αποφασίζει για την κά θε περίπτωση ξεχωριστά το αν θα χορηγή σει ή ό χι
ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ό τι ο νέος νό μος δεν κά νει αναφορά στο ανασταλτικό
αποτέλεσμα της έφεσης ανηλίκου κατά αποφά σεως που επιβά λει αναμορφωτικά ή
θεραπευτικά μέτρα. Ωστό σο επικρατεί η ά ποψη ό τι οι ανωτέρω αποφά σεις έχουν
αθωωτικό χαρακτή ρα και για αυτό το λό γο δεν εγγρά φονται και στο δελτίο
ποινικού μητρώ ου.
Στο ά ρθρο 497 παρ. 5 προβλέπεται η δυνατό τητα του Πρωτοβά θμιου Δικαστηρίου,
σε περίπτωση που χορηγή σει ανασταλτικό αποτέλεσμα να επιβά λλει
περιοριστικού ς ό ρους70 τους αναφερό μενους στο ά ρθρο 282 παρ. 2 ΚΠΔ.71
70 Βλ. 5300/2014 Τριμ. Εφ Κακ Αθηνών σε Ποιν. Δικ. 2015, σελ 403-403 όπου το δικαστήριο
δέχτηκε αναστολή εκτέλεσης ποινής κάθειρξης 12 ετών με επιβολή περιοριστικών όρων
απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα.
71 282 παρ. 2 ΚΠΔ «Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του
κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η
απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να
συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα. Για τους ανηλίκους ως περιοριστικοί
όροι είναι δυνατόν να διατάσσονται και ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που
ορίζονται στο άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα».
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
7
κατά πτωση της τυχό ν καταβληθείσας εγγύ ησης με βά ση τη ρύ θμιση του ά ρθρου
503 ΚΠΔ.75
Από το συνδυασμό των δύ ο αυτώ ν διατά ξεων συμπεραίνουμε ό τι το εδά φιο γ΄ της
παραγρά φου 8 κά νει λό γο αδιά στικτα για περιοριστικού ς ό ρους, χωρίς να
προσδιορίζει την περίπτωση επιβολή ς τους, ταυτό χρονα ό μως ορίζει ως συνέπεια
της παραβιά σεώ ς τους την ά ρση της χορηγηθείσας αναστολή ς εκτελέσεως,
αφή νοντας να εννοηθεί ό τι αναφέρεται στην περίπτωση της παρ. 7 μό νον. Ενό ψει
της ταυτό τητας του νομικού λό γου, της αδιά στικτης διατυπώ σεως του νό μου ό ταν
ομιλεί για παραβίαση των περιοριστικώ ν ό ρων, η δυνατό τητα ά ρσης της αναστολή ς
θα εφαρμοστεί αναλογικά και για την ανά κληση ως προς το ανασταλτικό
αποτέλεσμα που χορηγείται στον α’ βαθμό δεδομένου ό τι και το 497 παρ. 9 α’ που
προβλέπει υποχρέωση κλή τευσης του κατηγορουμένου αναφέρεται και στην παρ. 8
(και ό χι στην παρ. 6 που εκ παραδρομή ς αναφέρει) εκτό ς από την παρ. 776
από φασης (497 παρ. 7), το δικαστή ριο που θα ά ρει την αναστολή είναι το
δευτεροβά θμιο.77 Όταν πρό κειται για ΜΟΔ αρμό διοι να αποφασίσουν είναι μό νο οι
τακτικοί του δικαστές αποκλείοντας την συμμετοχή των ενό ρκων.
77 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 707, Μαργαρίτης ο.π. σελ 327, βλ. 109/ 2014 Πεντ Εφ Κακ
Κρήτης, σε Νομος όπου επί αιτήσεως περί άρσεως περιοριστικών όρων το Πενταμελές
Εφετείου κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψει στο αρμόδιο Τριμελές εφετείο με
αιτιολογικό ότι για την άρση ή αντικατάσταση περιοριστικών όρων που επεβλήθησαν με την
καταδικαστική απόφαση με βάση την παρ. 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ, προκειμένου η
ασκηθησόμενη έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, λειτουργικά αρμόδιο είναι το
δικαστήριο που τους επέβαλε,151 το οποίο και εξέφερε ουσιαστική κρίση επί της υποθέσεως.
78 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 702, Μαργαρίτης ο.π. σελ 311
7
Εισαγγελικοί λειτουργοί με την αιτιολογία ό τι ο ό ρος ποινή στερητική της
ελευθερίας δεν περιλαμβά νει την ποινή της ισό βιας κά θειρξης, απέρριπταν ως
απαρά δεκτες αιτή σεις αναστολή ς αφορού σες ποινές ισοβίων.79
Ορθό τερο είναι ωστό σο να δίνεται η δυνατό τητα στον ισοβίως καταδικασθέντα να
εκθέσει τα επιχειρή ματά του ενώ πιον του δευτεροβά θμιου δικαστηρίου, γιατί η
εκτέλεση μιας ποινή ς ισό βιας κά θειρξης, η οποία συνεπά γεται προσβολή
σημαντικώ ν ατομικώ ν δικαιωμά των, πριν την εξά ντληση του δεύ τερου βαθμού
δικαστική ς κρίσης έρχεται σε προφανή δυσαρμονία με το τεκμή ριο αθωό τητας το
οποίο διακατέχει ό λη την ποινική διαδικασία μέχρι την αμετά κλητη καταδίκη.
Α.2 Άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης.
Η ασκηθείσα έφεση πρέπει να έχει ασκηθεί εμπρό θεσμα νομό τυπα από δικαιού μενο
πρό σωπο σύ μφωνα με τα ά ρθρα 477 επ. ΚΠΔ. Ωστό σο ζή τημα έχει τεθεί για την
δυνατό τητα αίτηση αναστολή ς στην περίπτωση που την έφεση ά σκησε ο
Εισαγγελέας. Έχει υποστηριχθεί η ά ποψη80 ό τι παρά την διατύ πωση του νό μου η
διά ταξη εφαρμό ζεται ακό μα και στην περίπτωση που η έφεση έχει ασκηθεί από τον
Εισαγγελέα, είτε υπέρ είτε εις βά ρος του κατηγορουμένου. Ωστό σο έχει
υποστηριχθεί και η ά ποψη81 υπέρ της γραμματική ς ερμηνείας του νό μου σύ μφωνα
με την οποία αίτηση αναστολή ς μπορεί να ασκηθεί μό νο αν έχει ασκηθεί έφεση από
τον κατηγορού μενο.
Υποστηρίζεται ό τι στο πεδίο εφαρμογή ς στης διά ταξης του 497 παρ. 7 δεν
καταλαμβά νεται η περίπτωση που το δικαστή ριο εξά ρτησε την αναστολή υπό
ό ρους οι οποίοι δεν τηρή θηκαν από τον κατηγορού μενο. Ωστό σο κά τι τέτοιο δεν
είναι ορθό διό τι οδηγεί στο παρά δοξο να έχει ευμενέστερη μεταχείριση αυτό ς που
το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο δεν του χορή γησε αναστολή και δυσμενέστερη
μεταχείριση αυτό ς που το πρωτοβά θμιο κρίνοντας τον επιεικέστερα του χορή γησε
αναστολή , πλην ό μως ο κατηγορού μενος από πλημμέλειά του δεν τή ρησε τους
ό ρους για να την κρατή σει. Η αίτηση αναστολή ς στην περίπτωση αυτή θα μπορού σε
να νοηθεί ως αίτηση ά ρσεως των ό ρων που είχε το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο
χορηγή σει, ή τοι η διατή ρηση του ανασταλτικού χωρίς την ύ παρξη των ό ρων που το
πρωτοβά θμιο δικαστή ριο είχε επιβά λλει.
83 Βλ. Πεντ. Εφ.Πατρ. 265/1998 σε Ποιν. Δικ 1999 σελ 834 όπου η πρωτοβάθμια ποινή ανεστάλη υπό
τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
84 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3011
85 Βλ. 377 ΚΠΔ 1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτούνται
κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, κατά τους οποίους
μπορούν να συγκροτηθούν μόνο για εξαιρετικούς λόγους. Ο εισαγγελέας εφετών κρίνει αν
υπάρχουν οι εξαιρετικοί λόγοι. 2. Η σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσερις ημέρες,
διαιρείται σε δύο δωδεκαήμερες περιόδους. Η σύνοδος δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τις
είκοσι τέσσερις ημέρες. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστή
τέταρτη ημέρα για να συνεχιστεί η εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει πριν λήξει η σύνοδος.
7
κατά το μεσοδιά στημα δύ ο συνό δων προσδιορίζεται εκδίκαση για την επό μενη
σύ νοδο.
Σή μερα πρό κειται για εξαιρετική αρμοδιό τητα του Πενταμελού ς εφετείου (δηλαδή
μό νο στην περίπτωση που το ΜΟΕ δεν συνεδριά ζει). Πριν από την τροποποίηση του
Ν 3904/2010 το Πενταμελές Εφετείο ή ταν αποκλειστικά αρμό διο για την εκδίκαση
των αιτή σεων αναστολή ς κατά το διά στημα που μεσολαβού σε από την πρωτό δικη
κρίση μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Ωστό σο η αποκλειστική αυτή αρμοδιό τητα
του Πενταμελού ς δημιουργού σε μια δυσλειτουργία ιδίως στην περίπτωση αναβολή ς
της δίκης επί της εφέσεως, οπό τε το ΜΟΕ αναβά λλοντας δεν είχε το ίδιο εξουσία να
κρίνει επί του αιτή ματος αναστολή ς και έπρεπε να παραπέμψει στο Πενταμελές.
Αυτό δημιουργού σε μια νομική ανακολουθία και σύ γκρουση τό σο με την αρχή του
φυσικού δικαστή , με τις επιταγές του ά ρθρου 472 παρ. 2 ΚΠΔ, ό σο και με την
απαίτηση για ταχύ τητα στην απονομή της δικαιοσύ νης αφού το αίτημα έπρεπε να
εισαχθεί σε ά λλο δικαστή ριο για να κριθεί. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το
πρό βλημα αυτό γινό ταν δεκτό ό τι το πενταμελές εφετείο είχε αρμοδιό τητα σε κά θε
περίπτωση εκτό ς από αυτές που υποβά λλονταν στο ακροατή ριο ό ταν η υπό θεση
αναβά λλονταν.86
Ζή τημα έχει δημιουργή σει η έκταση αρμοδιό τητας του Πενταμελού ς εφετείου και
πως αυτή οριοθετείται αναφορικά με το χρό νο υποβολή ς της αίτησης αναστολή ς ή
το χρό νο προσδιορισμού της εκδίκασή ς της. Δηλαδή το κατά πό σο η ύ παρξη
συνεδρίασης ή μη του ΜΟΕ θα κριθεί με αναφορά στο χρό νο υποβολή ς της αίτησης
ή στο δυνατό χρό νο προσδιορισμού της από τον αρμό διο Εισαγγελέα. Ορθό τερο
είναι κριτή ριο για την ύ παρξη ή ό χι συνό δου να αποτελεί το εά ν υπά ρχει
προδιορισμένη δικά σιμος μετά την υποβολή της αίτησης και σε χρό νο τέτοιο που να
ικανοποιεί την απαίτηση για εκδίκαση σε εύ λογο χρό νο κά τι που ανή κει στην κρίση
του Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση αν δηλαδή το κριτή ριο για την ύ παρξη ή
ό χι συνό δου ή ταν η κατά θεση της αίτησης , τό τε η ρύ θμιση της αρμοδιό τητας θα
περνού σε στα χέρια των διαδίκων κά τι που είναι νομικά απαρά δεκτο.87
86 Βλ. Ολ. ΑΠ 31/1990 η οποία έκρινε ότι το Πενταμελές Εφ. Αθηνών αποφάνθηκε αρμοδίως
καθ’ ύλην επι αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης αποφάσεως του μικτού Ορκωτου Εφετείου
Αθηνών του οποίου είχε λήξει η σύνοδος, μετά την άσκηση αναίρεσης σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 471 παρ 2 εφαρμόζοντας αναλογικά και τα άρθρα 405 παρ. 1 εδ στ. και
497 παρ. 7 ΚΠΔ, Παπαδαμάκης, ο.π. υποσ. 40 σελ 702,
87 Βλ. Ζαίρη άννα Εισ. Εφετών «αρμοδιότητα για την απόφανση επί αιτήσεως αναστολής της
εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν.
Χρον. 2015 σελ 79-80
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Τη θεωρία έχει απασχολή σει το ζή τημα του κατά πό σο είναι δυνατή ά σκηση νέας
αίτησης πριν παρέλθει η προθεσμία του ενό ς μή να εφό σον ο κατηγορού μενος
7
επικαλείται νέα οψιγενή γεγονό τα. Κατά μία ά ποψη89 παρά τη σιωπή του νό μου ο
περιορισμό ς αυτό ς κά μπτεται σε περίπτωση επίκλησης οψιγενώ ν γεγονό των, ενώ
κατά αντίθετη ά ποψη90 η οποία στηρίζεται στην διατύ πωση του νό μου, θεωρείται
απαρά δεκτη η νέα αίτηση προτού παρέλθει ο μή νας ακό μα και αν υφίστανται νέα
πραγματικά περιστατικά .
Α.8 Προσαγωγή του αιτούντος την αναστολή ενώπιον του δικαστηρίου – 497
παρ. 9
Από το ά ρθρο 497 παρ. 9 το οποίο ορίζει ό τι «ο κατηγορούμενος κλητεύεται
σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά
τις παρ. 6 και 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του
Δικαστηρίου δεν προσάγεται σε αυτό», συνά γονται τα ακό λουθα συμπερά σματα:
Πρώ τον ό τι ενό ψει του ά ρθρου αυτού σε συνδυασμό με το ά ρθρο 465 παρ. 2 και 340
παρ.4 ΚΠΔ, αλλά και δεδομένου ό τι δεν είναι πλέον προϋ πό θεση παραδεκτού η
υποβολή του κατηγορουμένου – αιτού ντα σε εκτέλεση της από φασης, συνά γεται
ό τι η αίτηση αναστολή ς μπορεί να υποβληθεί και από αντιπρό σωπο που έχει την
ειδική πληρεξουσιό τητα σύ μφωνα με το ά ρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ. Η πληρεξουσιό τητα
δίνεται με απλή έγγραφη δή λωση αρκεί να βεβαιώ νεται η γνησιό τητα της
υπογραφή ς του κατηγορουμένου από οποιαδή ποτε δημό σια, δημοτική αρχή ή από
δικηγό ρο97.
Δεύ τερον, ό τι αν ο κατηγορού μενος κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου
δεν προσά γεται σε αυτό , μπορεί ό μως να υποβά λλει έγγραφο υπό μνημα και να
αντιπροσωπευθεί με συνή γορο. Η ρύ θμιση αυτή κατά καιρού ς είχε τύ χει
διαφορετική ς αντιμετώ πισης. Προ του Ν Ν. 2408/1996 δεν προβλεπό ταν τίποτα
σχετικά με τη μεταγωγή του κατηγορουμένου.
89 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 324, Σεβαστίδης, κώδικας ποινικής δικονομίας ερμηνεία κατ’ άρθρο εκδ.
Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2011 σελ 339
90 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3021 σύμφωνα με τον οποίο ο περιορισμός δεν μπορεί να καμφθεί
ακόμα και αν συντρέχουν νέα γεγονότα. 97 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 321
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
του δικαστηρίου, καθ' ό σον η υποχρέωση αυτή η οποία υφίστατο έστω και αν ο
κρατού μενος παραιτείτο του δικαιώ ματό ς του να εμφανιστεί, δημιού ργησε στην
πρά ξη πολλές δυσχέρειες στην υπηρεσία μεταγωγή ς κρατουμένων αλλά και των
σωφρονιστικώ ν καταστημά των ιδίως της Δικαστική ς Φυλακή ς Κορυδαλλού , οι
οποίες θα επιταθού ν λό γω των γνωστώ ν προβλημά των του σωφρονιστικού
καταστή ματος. Άλλωστε σε κά θε περίπτωση ο εισαγγελέας μπορεί να παραγγείλει
τη μεταγωγή , αν το κρίνει αναγκαίο ιδίως ό ταν επιμένει αιτιολογημένα σ' αυτή ν ο
αιτώ ν, ό πως επίσης και το δικαστή ριο μπορεί να αναβά λει την εκδίκαση της
αίτησης προκειμένου να εμφανισθεί ο κρατού μενος, αν κρίνει αναγκαία την
παρουσία του».
Με την ρύ θμιση αυτή η οποία τελικά προβλέπεται ρητά στο ά ρθρο 497 παρ. 8
αφαιρείται από τον κατηγορού μενο το δικαίωμα προσωπική ς παρουσίας ενώ πιον
του δικαστηρίου, αυτό δεν είναι σίγουρα υπέρ του κατηγορουμένου δεδομένου ό τι η
προσωπική παρουσία του στη δίκη δε μπορεί να συγκριθεί με αυτή ν της δια
εκπροσωπή σεως συμμετοχή ς ή του έγγραφου υπομνή ματος και είναι πολύ
σημαντικό τερη προς την κατεύ θυνση της επιτυχού ς έκβασης της υπό θεσή ς του.
Ωστό σο ο νομοθέτης προέβλεψε την ευχέρεια του δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα να
ζητή σει την προσωπική εμφά νιση του κατηγορουμένου ενώ πιον του, ό ταν το κρίνει
αναγκαίο και με τον τρό πο αυτό αντισταθμίζει έως ένα βαθμό το δικαίωμα του
αφαιρεί.
7
ιδιαίτερη επικινδυνό τητα, β) υποτροπή , γ) υποψία φυγή ς, δ) πιθανό τητα τέλεσης
νέων αξιό ποινων πρά ξεων και δύ ο θετικές προϋ ποθέσεις την υπέρμετρη και
ανεπανό ρθωτη βλά βη για τον ίδιο και την οικογένειά του.92
Από την τό τε μορφή της διά ταξης συνά γει κανείς τα ακό λουθα :
Α) Δεν αποτελού σε αρνητική προϋ πό θεση - εμπό διο στην χορή γηση της αναστολή ς
η βαρύ τητα της πρά ξης. Σκοπό ς του νό μου ή ταν να αποσυνδέσει την αναστολή
εκτέλεσης από την βαρύ τητα της πρά ξης και να επιτρέψει την αναστολή σε ό λα τα
κακουργή ματα ανεξά ρτητα από το ύ ψος της ποινή ς από τη στιγμή που συνέτρεχαν
τα προβλεπό μενα κριτή ρια. Επίσης δεν αποτελού σε η πιθανό τητα μη ευδοκίμησης
της έφεσης στην ουσία της. Αντίθετα η βεβαιό τητα ευδοκίμησης της έφεσης (πχ
ύ παρξη λό γων εξά λειψης του αξιοποίνου), έπρεπε να λειτουργεί ως κριτή ριο υπέρ
του κατηγορουμένου καθό σον η παρά βλεψή του θα μπορού σε να σημαίνει
ανεπανό ρθωτη για τον ίδιο βλά βη. Έκτιση ποινή ς που βασίζεται σε από φαση που
πά σχει οφθαλμοφανώ ς στη νομική ς της βασιμό τητα συνιστά υπέρμετρη και
ανεπανό ρθωτη βλά βη.93
Γ) το στοιχείο υπό τροπος είχε την έννοια του ά ρθρου 88 επ. ΠΚ και έπρεπε να είχε
ληφθεί υπό ψιν στην πρωτό δικη από φαση κατά την επιμέτρηση της ποινή ς. Ενώ αν
δεν είχε ληφθεί υπό ψιν κατά την επιμέτρηση της ποινή ς δεν θα έπρεπε να αποτελεί
εμπό διο στην χορή γηση αναστολή ς.
περιστατικώ ν της συγκεκριμένης περίπτωσης. Το είδος της βλά βης, το οποίο δεν
προσδιοριζό ταν ά ρα αυτή μπορού σε να είναι κοινωνική ή οικονομική ή σχετική με
την υγεία.95
Στην πρά ξη η νομολογία των ποινικώ ν δικαστηρίων αντιμετώ πιζε πολύ αυστηρά
τον θεσμό της αναστολή ς, δημιουργώ ντας έτσι ένα αφιλό ξενο πεδίο για την
ευδοκίμηση τέτοιων αιτή σεων. Θεωρού σε χωρίζοντας την διά ταξη σε δύ ο σκέλη, ό τι
προκειμένου να χορηγηθεί αναστολή , έπρεπε να εκλείπουν και τα τέσσερα πρώ τα
αρνητικά κριτή ρια (ιδιαίτερη επικινδυνό τητα, υποτροπή , υποψία φυγή ς,
πιθανό τητα τέλεσης νέων αξιό ποινων πρά ξεων ενώ συγχρό νως να συντρέχουν και
τα θετικά κριτή ρια (ύ παρξη υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης)96.
Η πρό κληση υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης από τη συνέχιση της κρά τησης
είχε σε σχέση με τα ά λλα κριτή ρια υπερέχουσα θέση97, με την έννοια ό τι η ύ παρξη
95 Βλ. Παπαχαραλάμπους Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΑθ 465/1992 Υπερ. 1994, 317 επ, (ως προς το
βαθμό της βλάβης) Μαργαρίτης ο.π. σελ 315
96 Βλ. Τριμ. Εφ. Κερκ. 99/1998 σε Ποιν. Δικ 1999 σελ 834 όπου έκρινε ότι ο κατηγορούμενος
δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει
βάσιμος φόβος ότι θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις ενώ η έκτιση ποινής θα είχε σαν
συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο και την οικογένειά του η οποία
εξαρτά την επιβίωσή της από την εργασία του κατηγορουμένου ως οδηγού. Βλ 465/1992 Πεντ.
Εφετ. Αθηνών σε Υπερ. 1994, σελ 316, η οποία έκανε δεκτή αίτηση αναστολής με το εξής
σκεπτικό «ναι μεν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 6 ετών για το αδίκημα των
διακεκριμένων κλοπών, από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτός δεν είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνος, ούτε ύποπτος φυγής (τυγχάνει οικογενειάρχης) ούτε θα διαπράξει νέες
αξιόποινες πράξεις αν εξέλθει τώρα από τις φυλακές. Προς τούτο συνηγορεί η οικογενειακή
του κατάσταση, διότι είναι έγγαμος με τέκνο και προπαντός το λευκό ποινικό του μητρώο. Εκ
του εναντίου προέκυψε ότι η εξακολούθηση παραμονής του στις φυλακές θα επιφέρει σε
αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη διότι η σύζυγός του πάσχει από στένωση της αορτής της καρδιάς
και είναι ανάγκη να υποβληθεί σε εγχείρηση, δεν υπάρχει δε άλλο κατάλληλο πρόσωπο να
επιμεληθεί του θέματος τούτου, διότι το τέκνο είναι ανήλικο, ο δε πατέρας του ηλικίας 77 ετών
δεν έχει οικονομικούς πόρους, διότι παίρνει μόνο την σύνταξη του ΟΓΑ, και επιπλέον είναι
επισφαλούς υγείας».
97 Βλ. 114/1996 Εφ. Πειραια σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ η οποία απέρριψε την αίτηση του κρατούμενου για
αναστολή εκτέλεσης της ποινής του γιατί από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η έκτιση της
ποινής του θα προκαλέσει υπέρμετρη βλάβη στον ίδιο ή στην οικογένειά του. Ο ισχυρισμός του
ειδικότερα ότι, με την παραμονή του στις φυλακές κινδυνεύει η ζωή του δεν λαμβάνεται
υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, γιατί η ασφάλεια των κρατουμένων στις
φυλακές αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Επιπλέον δεν προκύπτει ότι ο
κρατούμενος πριν από την είσοδό του στις φυλακές συντηρούσε του γονείς του, ώστε να
θεωρηθεί ότι η παραμονή του θα προκαλέσει υπέρμετρη βλάβη στην οικογένειά του». βλ.
373/2011 Πεντ. Εφ. Κακ. Αθηνών σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ δεν αποδείχθηκε, ότι η συνέχιση έκτισης της
ανωτέρω ποινής, θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για
7
της αναγό ταν σε απαραίτητη προϋ πό θεση για την χορή γηση της αναστολή ς. Αυτό
ωστό σο ή ταν ιδιαίτερα δυσχερές στις περισσό τερες περιπτώ σεις, ενώ η αοριστία
του συγκεκριμένου κριτηρίου ή ταν ιδιαίτερα ά δικη για τον κατηγορού μενο καθό σον
βρισκό ταν συχνά αντιμέτωπος με απορριπτικές αποφά σεις με ελλιπή αιτιολό γηση
λό γω μη συνδρομή ς του στοιχείου της υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης. 98 Η
νομολογιακή αυτή πρακτική είχε ως αποτέλεσμα να αναγκά ζεται ο κατηγορού μενος
σε υποβολή του εαυτού σε εκτέλεση της από φασης προκειμένου να επιτύ χει την
από δειξη μιας τέτοιας μορφή ς βλά βης.99
Ισχύον νομικό πλαίσιο μετά την τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ με το άρθρο
27 του Ν. 3904/2010.
Με βά ση τις ανωτέρω παραδοχές υπή ρξαν πολλές τεκμηριωμένες σκέψεις100 υπέρ
της αλλαγή ς του τρό που εφαρμογή ς της εν λό γω διά ταξης, έτσι ώ στε ο Θεσμό ς της
αναστολή ς να γίνει περισσό τερο αποδοτικό ς παρά συμβολικό ς. Προς αυτή ν την
κατεύ θυνση κινή θηκε και η αιτιολογική έκθεση του νό μου στην οποία αναφέρονταν
τα εξή ς : « Η στοιχειώ δης παρατή ρηση των νομολογιακώ ν δεδομένων οδηγεί στο
συμπέρασμα ό τι τα ποινικά μας δικαστή ρια δεν χορηγού ν, ιδίως επί των
κακουργημά των, ού τε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθησό μενη έφεση, ού τε
αναστολή εκτελέσεως στην ασκηθείσα έφεση. Η πρακτική αυτή είναι, πέραν των
συνεπειώ ν που παρά γει σε ουσιαστικό επίπεδο, ασυμβίβαστη τό σο προς το ισχύ ον
εισέτι τεκμή ριο αθωό τητας του κατηγορουμένου, ό σο και προς την κατοχύ ρωση
του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας από το (κυρωθέν με το ν. 1705/1987) 7ο
(συμπληρωματικό ) της ΕΣΔΑ Πρωτό κολλο και το (κυρωθέν με το ν. 2462/1997)
ΔΣΑΠΔ. Η παρέμβαση στο ισχύ ον ά ρθρο 497 ΚΠΔ είναι, ενό ψει των ανωτέρω,
αναπό τρεπτη».
την οικογένειά του, αφού, αφενός μεν η επικαλούμενη από αυτόν επιδείνωση της οικονομικής
του κατάστασης εντάσσεται στις συνήθεις συνέπειες της έκτισης της ποινής του, αφετέρου δε
το προβαλλόμενο πρόβλημα της όρασής του (απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς),
σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να αντιμετωπισθεί και υπό συνθήκες
κράτησης, μη δικαιολογουμένης στην προκειμένη περίπτωση της αιτούμενης αναστολής.
98 βλ. Βασιλάκου Δημήτριος «αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως (άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ)» σε
Ποιν. Χρον. 2004 σελ 276-277, ο οποίος θεωρούσε ότι το να απορρίπτεται μια αίτηση λόγω μη
συνδρομής της υπέρμετρης βλάβης είναι είναι άδικο και αντεγκληματικά ανεδαφικό εφόσον η
απόδειξή της είναι για τον αιτούντα δυσαπόδεικτη, εκτός αν ο ίδιος ή κάποιο μέλος της
οικογένειάς του είναι ante portas του θανάτου. Όπως ο ίδιος υποστήριζε θα έπρεπε να
απαλειφθεί ο όρος αυτός από το άρθρο 497 σε μια μελλοντική τροποποίησή του ή μέχρι τότε
να αντιμετωπίζεται χαλαρά από τους δικαστές.
99 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 317
100 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3012
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Όπως προκύ πτει από την παρά γραφο 8, ό πως ισχύ ει σή μερα, η κρίση για την
αναστολή εκτελέσεως της πρωτό δικης από φασης, ενό ψει της ασκηθείσας εφέσεως,
αποσυνδέεται, από την πρό κληση υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης η οποία,
ό πως προεκτέθηκε αποτελού σε προϋ πό θεση κατά το προϊσχύ ον δίκαιο και
στηρίζεται πλέον στα αντικειμενικά κριτή ρια, που προβλέπει η διά ταξη του ά ρθρου
282 ΚΠΔ για την προσωρινή κρά τηση.
Η παρά γραφος 8 του ά ρθρου 497 ξεκινά ει με την σημερινή μορφή της με τη φρά ση
«τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα» κά τι που προσδιορίζει τη
βού ληση του νομοθέτη να καταστή σει την χορή γηση του ανασταλτικού τον κανό να
και την μη χορή γηση την εξαίρεση101, για την κατά φαση της οποίας θα πρέπει
καταρχή ν να κριθεί αιτιολογημένα από το Δικαστή ριο ό τι οι περιοριστικοί ό ροι δεν
αρκού ν και -εφό σον υπά ρξει τέτοια κρίση- σωρευτικά θα πρέπει το δικαστή ριο να
κρίνει ό τι συντρέχουν επιπλέον δύ ο στοιχεία :
7
του. Αντιστρό φως, ουδέποτε μπορεί το δικαστή ριο να αρνηθεί σε κά ποιον το
ανασταλτικό αποτέλεσμα αν δεν αιτιολογή σει ειδικά την κατά φαση ενό ς εκ των ως
ά νω κριτηρίων.102
Β. Η πιθανό τητα, αν ο κατηγορού μενος αφεθεί ελεύ θερος, να διαπρά ξει νέα
αδική ματα, θα πρέπει να συνά γεται είτε από την ύ παρξη προηγού μενων
καταδικαστικώ ν αποφά σεων είτε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης, για
την οποία καταδικά σθηκε.
Ο ό ρος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης θα πρέπει να περιλαμβά νει στοιχεία τα
οποία εντά σσουν το δρά στη σε μια δρομολογημένη εγκληματική δραστηριό τητα103.
Και αυτό ακριβώ ς είναι το νό ημα της διά ταξης να αποτρέψει τον δρά στη να τελέσει
νέες αξιό ποινες πρά ξεις κά τι ό μως που είναι πιθανό να συμβεί ό ταν είναι ο ίδιος
μέσα στη δίνη μιας αποδεδειγμένης συνέχισης της παρά νομης δραστηριό τητά ς του.
Αυτό για παρά δειγμα συμβαίνει ό ταν ο δρά στης καταδικά στηκε σε τοκογλυφία κατ’
επά γγελμα και είναι μπλεγμένος σε κυκλώ ματα τοκογλυφικά . Αντιστρό φως αν ένας
δρά στης τέλεσε υπεξαίρεση στην υπηρεσία του και έχει στο μεταξύ
συνταξιοδοτηθεί είναι δύ σκολο να του αρνηθεί το δικαστή ριο την αναστολή
βασιζό μενο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης του αν δεν συντρέχουν
ταυτό χρονα και ά λλα από τα προαναφερθέντα στο νό μο κριτή ρια.111
Συγκρίνοντας κανείς τα κριτή ρια του 497 παρ 8 με τα κριτή ρια του 282 ΚΠΔ
παρατηρεί ό τι προκειμένου για την επιβολή προσωρινή ς κρά τησης απαιτού νται
προηγού μενες αμετά κλητες καταδίκες για ομοειδείς πρά ξεις, ενώ για την ά μεση
εκτελεστό τητα απαιτού νται απλά προηγού μενες καταδικαστικές αποφά σεις χωρίς
να χρειά ζεται να είναι ομοειδείς ού τε να έχουν καταστεί αμετά κλητες. Περαιτέρω τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης μπορού ν να στηρίξουν προσωρινή κρά τηση
μό νο αν η πρά ξη που τελέστηκε ανή κει στα βαριά κακουργή ματα112 αντίθετα για
την ά ρνηση της αναστολή ς αρκού ν για επιβληθείσες ποινές ά νω των τριώ ν ετώ ν,
ακό μα δηλαδή και για ποινή φυλά κισης.
Συνεπώ ς τα κριτή ρια για την επιβολή της προσωρινή ς κρά τησης είναι πιο δύ σκολο
να καταφανθού ν και αυτό είναι δικαιολογημένο δεδομένου ό τι στο στά διο κατά το
οποίο αυτή επιβά λλεται δεν έχει ακό μα υπά ρξει καμία δικαστική κρίση ενώ η
υπό θεση είναι σε πολύ πρώ ιμο στά διο και το τεκμή ριο αθωό τητας είναι ακό μα πολύ
ισχυρό . Αντιθέτως στο χρονικό σημείο ό που τίθεται το θέμα της αναστολή ς, έχει
ή δη υπά ρξει μια πρώ του βαθμού κρίση με αποτέλεσμα το τεκμή ριο αθωό τητας να
έχει δεχτεί ένα πρώ το πλή γμα κά τι που δικαιολογεί μια μεγαλύ τερη αυστηρό τητα
ως προς τα κριτή ρια χορή γησή ς της σε σχέση με τα κριτή ρια επιβολή ς της
προσωρινή ς κρά τησης.
αποτρέψουν από την τέλεση νέων αδικημάτων. ενώ, εξάλλου, δεν αποδείχθηκε, ότι η συνέχιση
έκτισης της ανωτέρω ποινής, οπότε έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση η έφεσή του, θα έχει ως
συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του, αφού, αφενός
μεν η επικαλούμενη από αυτόν (με το περιεχόμενο της αίτησής του) επιδείνωση της οικονομικής του
κατάστασης εντάσσεται στις συνήθεις συνέπειες της έκτισης της ποινής του, αφετέρου δε το
προβαλλόμενο πρόβλημα της όρασής του (απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς), σύμφωνα και με
τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να αντιμετωπισθεί και υπό συνθήκες κράτησης, μη
δικαιολογουμένης στην προκειμένη περίπτωση της αιτούμενης αναστολής.
111
Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 705
112
Απειλούμενα με ισόβια ή με πρόσκαιρη κάθειρξη που φτάνει τα είκοσι έτη
Πέρα από τα ως ά νω αρνητικά κριτή ρια υπά ρχει και ένα κριτή ριο το οποίο
λειτουργεί πά ντοτε θετικά και ποτέ αρνητικά . Αυτό είναι η πρό κληση υπέρμετρης
και ανεπανό ρθωτης βλά βης, η οποία από τη στιγμή που καταφά σκεται αποτελεί το
μοναδικό κριτή ριο για την αποδοχή της αίτησης ανεξά ρτητα από το αν συντρέχουν
οι υπό λοιπες προϋ ποθέσεις.104 Επομένως η κατά φασή της οδηγεί σε κά θε
104 Βλ. 4101/2010 Τριμ. Εφ. Κακ. Αθ. σε Ποιν.Δικ. 8-9-2011 σελ 956, η οποία δέχτηκε το αίτημα
του κατηγορουμένου περί χορηγήσεως ανασταλτικού αποτελέσματος στην ασκηθησόμενη
έφεση, με το αιτιολογικό ότι ο κτγ έχει απεξαρτηθεί από τις ναρκωτικές ουσίες , εάν δε
εκτελεστεί η ποινή, αυτό μπορεί να του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω του κινδύνου
7
περίπτωση (ακό μη δηλαδή και ό ταν τα λοιπά μεγέθη είναι αρνητικά για τον
κατηγορού μενο) στη χορή γηση της αναστολή ς, η δε ανυπαρξία της δεν οδηγεί σε
ά μεση εκτελεστό τητα.
Η περίπτωση αυτή αποτελεί την τρίτη δυνατό τητα χορή γησης από το δικαστή ριο
αναστολή ς εκτέλεσης της πρωτοβά θμιας από φασης. Ο κατηγορού μενος που από
την έκδοση της πρωτοβά θμιας από φασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης δεν έχει
λά βει αναστολή εκτέλεσης μπορεί ενώ πιον του εφετείου το οποίο θα αναβά λλει την
υπό θεση να αιτηθεί ταυτό χρονα αναστολή εκτέλεσης.
Αυτό δεν προβλέπεται ρητά 105 στο ά ρθρο 497 ΚΠΔ, ό μως για την ταυτό τητα του
νομικού λό γου θα πρέπει να γίνει δεκτό ό τι, αν υποβληθεί σχετική αίτηση το
δευτεροβά θμιο δικαστή ριο επιβά λλεται να ασχοληθεί με αυτή ν. Και αυτό με τη
σκέψη ό τι από την στιγμή που το συγκεκριμένο δικαστή ριο έχει αρμοδιό τητα να
αποφανθεί επί της αιτή σεως αναστολή ς σε προηγού μενο στά διο, ή τοι πριν ακό μα
προσδιοριστεί προς εκδίκαση η υπό θεση με βά ση το 497 παρ. 7 θα ή ταν παρά λογο
να μην έχει την εξουσία να ασχοληθεί με το ίδιο αυτό ζή τημα και αφού η υπό θεση
προσδιοριστεί και είναι πλέον προς εκδίκαση ενώ πιό ν του στην περίπτωση που
κρίνει ό τι πρέπει να χορηγή σει αναβολή .
Ως προς την συμμετοχή ή ό χι των ενό ρκων γίνεται δεκτό ό τι εφό σον η αναβολή
δίνεται πριν τη συγκρό τηση του δικαστηρίου πριν λά βει χώ ρα η κλή ρωση των
ενό ρκων αρμό διοι για την κρίση επί αναστολή ς είναι οι τακτικοί μό νο δικαστές. Αν
ό μως η αναβολή χορηγηθεί αφό του γίνει η κλή ρωση και συνεπώ ς καταστού ν οι
ένορκοι μέρος ης σύ νθεσης του δικαστηρίου τό τε θα κληθού ν να συμπρά ξουν και
στην από φαση επί αναστολή ς. 106
Το ανωτέρω ά ρθρο εισά γει ένα οιονεί ένδικο βοή θημα το οποίο έχει διορθωτικό
χαρακτή ρα. Σκοπό ς του είναι να επιλύ σει οποιασδή ποτε διαφωνία που ενδεχομένως
θα ανακύ ψει στο πλαίσιο της εφαρμογή ς η μη του ανασταλτικού αποτελέσματος.
Με τον τρό πο αυτό παρέχεται στον κατηγορού μενο επαρκή ς προστασία ώ στε να
εξασφαλιστεί η νομιμό τητα της εκτέλεσης.
Στα πλαίσια του ά ρθρου 472 το ζητού μενο είναι να αποφασίσει το δικαστή ριο αν το
ανασταλτικό αποτέλεσμα που χορή γησε το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο ισχύ ει η ό χι
διό τι υπά ρχει μια αμφισβή τηση ως προς την ισχύ του η οποία απορρέει από το
εμπρό θεσμο ή ό χι της έφεσης. Προκειμένου να καταλή ξει στο συμπέρασμα αυτό
μπορεί στο αιτιολογικό να λά βει υπό ψιν του το ζή τημα του παραδεκτού του ενδίκου
μέσου ό μως ποτέ αυτό δεν θα είναι περιεχό μενο του διατακτικού της από φασης του
472 ΚΠΔ. Ο λό γος είναι ό τι δεν πρέπει να δημιουργηθεί ως προς το θέμα του
παραδεκτού ή μη δεδικασμένο, διό τι αυτό ανή κει στην αρμοδιό τητα μό νο του
δευτεροβά θμιου δικαστηρίου.107
Αρμό διο δικαστή ριο για την επίλυση της διαφωνίας είναι το δικαστή ριο που
εξέδωσε την προσβαλλό μενη από φαση, αν ό μως ο δισταγμό ς ή η αμφισβή τηση
προκύ ψει μετά την εισαγωγή του ενδίκου μέσου προς συζή τηση - ή τοι μετά την
επίδοση της κλή σης προς εμφά νιση στο ακροατή ριο117 αν η έφεση στρέφεται κατά
αποφά σεως, ή μετά την υποβολή της πρό τασης στο δευτεροβά θμιο συμβού λιο αν η
έφεση στρέφεται κατά βουλεύ ματος - τό τε επιλύ εται από το δικαστή ριο που είναι
107 ΒΛ. 531/2001 σε Αρμενόπουλος 2001 σελ. 1254 – 1256 με παρατηρήσεις Ζαχαριάδη
σύμφωνα με το αιτιολογικό της οποίας « από το αναγνωσθέν με ημερομηνία 3-1- 2001
αποδεικτικό επιδόσεως στον κατηγορούμενο επιδόθηκε η υπ’ αριθμ 823/2000 απόφαση του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, χωρίς να αναφέρεται το έτος εκδόσεως της αποφάσεως
αυτής. Συνεπώς, η επίδοση της εν
7
αρμό διο να κρίνει επί του ενδίκου μέσου.118 Στην περίπτωση που αρμό διο
δικαστή ριο είναι το ΜΟΔ καλού νται μό νο οι τακτικοί δικαστές χωρίς τη σύ μπραξη
των ενό ρκων καθό σον το θέμα της αμφισβή τησης είναι παρεμπίπτον ζή τημα και
δεν ά πτεται της ουσίας της υπό θεσης.
Το δικαστή ριο είναι αρμό διο να αποφασίσει για ζητή ματα που ανακύ πτουν τό σο
αναφορικά με την αυτοδικαίως δυνά μενη να χορηγηθεί αναστολή ό σο και με την
δυνητικά χορηγού μενη σύ μφωνα με τα ά ρθρα 497 παρ. 2 και 3, 4 αντίστοιχα.
Ο νό μος κά νει αναφορά σε κά θε δισταγμό ή αμφισβή τηση εννοώ ντας αφενό ς με την
έννοια δισταγμοί τις τυχό ν αμφιβολίες που έχει ο Εισαγγελέας ο επιφορτισμένος με
την εκτέλεση της από φασης και αφετέρου με την έννοια αμφισβητή σεις, τις
αμφιβολίες που έχει ο ίδιος ο κατηγορού μενος με την εκτέλεση της ποινή ς του119.
Για λό γους ταχείας επίλυσης των ζητημά των αυτώ ν, η εισαγωγή της αίτησης γίνεται
με επιμέλεια του αρμό διου εισαγγελέα το συντομό τερο δυνατό ακό μα και την ίδια
μέρα, και η από φαση που εκδίδεται από το δικαστή ριο είναι “ex lege” αμετά κλητη
μη επιδεχό μενη δηλαδή ενδίκου μέσου ανεξαρτή τως του θετικού ή αρνητικού
αποτελέσματος για την αναστολή . Ενό ψει αυτού του χαρακτή ρα της από φασης σε
περίπτωση από ρριψης της αίτησης η δυνατό τητα που μένει είναι η
λόγω αποφάσεως στον κατηγορούμενο είναι άκυρη και για τον λόγο αυτόν η άσκηση από τον ίδιο
κατ’ αυτής του ως άνω ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά την 22-1-2001 είναι εμπρόθεσμη και η
έφεση αυτή είναι τυπικά παραδεκτή. Επομένως, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη κατά την
ουσία της και, αφού προηγουμένως γίνει δεκτό ότι η έφεση κατά της 823/2000 αποφάσεως του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η
ασκηθείσα κατ’ αυτής εν λόγω έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τον όρο καταβολής
εγγυήσεως ποσού 500.000δρχ».
117
Αν έχει γίνει παραίτηση από την κλήτευση κρίσιμο σημείο είναι ο προσδιορισμός της
δικασίμου για τον δεύτερο βαθμό.
118
Βλ. Ζαχαριάδης Α. παρατηρήσεις στην 531/2001 Τριμ. Εφ. Θεσσαλονίκης, Αρμενόπουλος
2001 σελ. 1254 - 1256
119
Βλ. Συμεωνίδης ο.π. σελ 134, Μαργαρίτης Λ. κώδικας ποινικής δικονομίας ερμηνεία κατ’
άρθρο, εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2012, σελ 2117, Κονταξής ο.π. σελ 2721, Μαργαρίτης ο.π. σελ 357
κατά ά ρθρο 505 παρ. 2 ά σκηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πά γου,
είτε η ά σκηση νέας αίτησης με επίκληση νέων πραγματικώ ν περιστατικώ ν.
Δυνά μει ρητή ς πρό βλεψης στο νό μο ο κατηγορού μενος, αλλά και ο πολιτικώ ς
ενά γων καλού νται υποχρεωτικά προ είκοσι τεσσά ρων ορώ ν για να εκφρά σουν τη
γνώ μη τους στο ό ργανο, που θα κρίνει για την αμφισβή τηση. Έτσι εξασφαλίζεται το
δικαίωμα ακροά σεως τους είτε με την υποβολή εγγρά φου υπομνή ματος είτε με την
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
αυτοπρό σωπη είτε με την δια πληρεξουσίου παρά σταση τους. Αν ο κατηγορού μενος
δεν κλητευθεί, επέρχεται από λυτη ακυρό τητα κατ’ ά ρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ.
Υποστηρίζεται108, ό τι η διατύ πωση του ά ρθρου 472 εδ γ’ η οποία αναφέρεται
αποκλειστικά σε περίπτωση «αμφισβή τησης», οδηγεί στο συμπέρασμα ό τι δεν είναι
υποχρεωτική η κλή ση στις περιπτώ σεις, που το δικαστή ριο επιλύ ει «δισταγμού ς»
του εισαγγελέα.
Η διά ταξη του ά ρθρου 472 έχει εφαρμογή σε περίπτωση που η τυχό ν ασκηθησό μενη
έφεση είχε είτε αυτοδικαίως, είτε με βά ση διά ταξη της πρωτοβά θμιας από φασης
ανασταλτικό αποτέλεσμα για την ισχύ του οποίου ανακύ πτουν δισταγμοί ή
αμφισβητή σεις. Χαρακτηριστικό παρά δειγμα είναι οι αποφά σεις που ό ριζαν ό τι η
τυχό ν ασκηθείσα έφεση θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κατέστησαν ό μως
αμετά κλητες λό γω μη ά σκησης νομό τυπης και εμπρό θεσμης έφεσης.122 Στην
περίπτωση αυτή το αρμό διο δικαστή ριο θα αποφανθεί για την ισχύ ή ό χι του
αυτοδίκαια επελθό ντος ή του δικαστικώ ς χορηγηθέντος ανασταλτικού
αποτελέσματος.
Η διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 7 αφορά τις περιπτώ σεις εκείνες που το
πρωτοβά θμιο δικαστή ριο δεν χορή γησε (κατά την κρίση του ή λό γω απαγορεύ σεως
του νό μου), ανασταλτικό αποτέλεσμα εξαρχή ς και αυτό μά λιστα ορίζεται ρητά στο
περιεχό μενο της από φασης. Οπό τε και στην περίπτωση αυτή το ίδιο το δικαστή ριο
108 Βλ. Συμεωνίδης ο.π. σελ 137, Μαργαρίτης ο.π. σελ 360
109 Βλ. Γνωμ. Εισ. Πρωτ. Ρόδου 2/2002 σε Ποιν. Δικ 2002 σελ 616, με την οποία οριοθετούσε το
πεδίο εφαρμογής των δύο διατάξεων προς το σκοπό της αποφυγής της άσκοπης απασχόλησης
του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (497 παρ. 7) με αιτήσεις απευθυνόμενες στο δικαστήριο του
άρθρου 472 ΚΠΔ, βλ. Μαργαρίτης Λ. «ένδικα μέσα αμφισβήτηση ανασταλτικής δυνάμεως και
αναστολή εκτελέσεως. Νομοθετική καθαρότητα και νομολογιακή σύγχυση» Ποιν. Δικ. 2004 σελ
1151 122 Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν θα αποφανθεί για το παραδεκτό ή όχι του
ενδίκου μέσου και συνεπώς οποιαδήποτε κρίση του δεν δεσμεύει το δικαστήριο που κρίνει επί
του ενδίκου μέσου.
7
αν κρίνει ό τι συντρέχουν οι προϋ ποθέσεις του ά ρθρου 497 παρ. 8 θα αναστείλει την
εκτέλεση της αποφά σεως.
Για να εφαρμοστεί το ά ρθρο 565 ΚΠΔ πρέπει οι αντιρρή σεις να αφορού ν εκτιό μενη
στερητική της ελευθερίας ποινή και ό χι ποινή της οποίας η εκτέλεση δεν ά ρχισε.
Περαιτέρω η διά ταξη του ά ρθρου 565 ΚΠΔ αφορά στην έρευνα των ζητημά των που
ανακύ πτουν μό νο κατά την εκτέλεση ή τοι ζητή ματα που αφορού ν την
εκτελεστό τητα της αποφά σεως, το είδος και την διά ρκεια της ποινή ς. Δεν μπορεί να
εξετά σει θέματα που αναφέρονται στη νομιμό τητα η μη της ποινή ς που επιβλή θηκε
ή σε πλημμέλειες που έλαβαν χώ ρα κατά την έκδοση της από φασης. 110
Νομολογία
531/2001 Τριμ. Εφ. Θεσ. η οποία έλυσε την αμφισβή τηση ως προς το ανασταλτικό
αποτέλεσμα της ασκηθείσας από τον κατηγορού μενο έφεσης με την αιτιολογία ό τι η
επίδοση της από φασης ή ταν ά κυρη διό τι δεν αναφερό ταν το έτος έκδοσή ς της.
Συνεπώ ς στην περίπτωση ά κυρης επίδοσης η προθεσμία του 473 δεν τρέχει και
επομένως η έφεση του κατηγορουμένου ακό μα και αν είχε ασκηθεί εκπρό θεσμα
θεωρείται εμπρό θεσμη ά ρα τυπικά παραδεκτή και ως τέτοια προσδίδει
ανασταλτικό αποτέλεσμα. (Αρμενό πουλος 2001 σελ. 1254)
2/2003 Εφ. ανηλ. Θεσ. η οποία έλυσε την αμφισβή τηση που ανέκυψε για το
ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά από φασης που επέβαλε ποινικό
σωφρονισμό σε ανή λικο διά ρκειας 6 ετώ ν και 4 μηνώ ν υπέρ της από ψεως ό τι η
ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύ ναμη. (Αρμενό πουλος 2003 σελ 1485)
110 Βλ. Μαργαρίτης Λ. Παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 465 ΚΠΔ , Ποιν Δικ. 2002 σελ. 46
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
Επίλογος - συμπεράσματα
Από ό λα ό σα αναλύ θηκαν ανωτέρω συνά γεται ό τι το ανασταλτικό αποτέλεσμα
εξυπηρετεί δύ ο διαφορετικού ς σκοπού ς. Από την πλευρά του δικαστηρίου και της
δικαιοσύ νης σκοπό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος και της αναστολή ς
εκτέλεσης της πρωτοβά θμιας από φασης είναι η εξασφά λιση της παρουσίας του
κατηγορουμένου στο ακροατή ριο προς εκδίκαση της υπό θεσης του, ό σο και η
εξασφά λιση ό τι μετά την εκδίκαση θα υποβληθεί στην εκτέλεση της επιβληθείσας
ποινή ς. Αντίθετα από την πλευρά του κατηγορουμένου σκοπό ς του είναι η
εκμετά λλευση και των δύ ο βαθμώ ν δικαιοδοσίας προτού ξεκινή σει η εκτέλεση της
επιβληθείσας ποινή ς με στό χο την εξασφά λιση τη ορθό τητας της δικαστική ς κρίσης.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα υφίσταται στη σημερινή μορφή του μετά από πλή θος
τροποποιή σεων στο πέρασμα του χρό νου οι οποίες οφείλονται στην προσπά θεια
του νομοθέτη να ισορροπή σει την αξίωση της πολιτείας αφενό ς για ά μεση εκτέλεση
της ποινή ς και την αποκατά σταση έτσι της δικαιοσύ νης και αφετέρου για ορθή
απονομή της δικαιοσύ νης.
Για τους λό γους αυτού ς ο θεσμό ς της ανασταλτικό τητας των ενδίκων μέσω
καθίσταται πά ρα πολύ σημαντικό ς στα πλαίσια τό σο της προδικασίας ό σο και της
διαδικασίας στο ακροατή ριο ώ στε να βρίσκει έρεισμα σε σπουδαίες δικαιικές αρχές
ενώ ο οποιοσδή ποτε περιορισμό ς του να δημιουργεί επιφυλά ξεις ως προς την ισχύ
των περιοριστικώ ν διατά ξεων οι οποίες θίγουν αυξημένης νομοθετική ς ισχύ ος
διατά ξεις του Συντά γματος αλλά και των Ευρωπαϊκώ ν κανό νων με αποτέλεσμα
οποιοσδή ποτε περιορισμό ς να θεωρείται κατηργημένος.
7
Ωστό σο στην πρά ξη βλέπουμε ό τι από τη μία πλευρά ο νομοθέτης έχει προβλέψει
πολλές εξαιρέσεις στον ανωτέρω κανό να , ώ στε τελικά να καταλή γουμε στο
συμπέρασμα ό τι η χορή γηση του ανασταλτικού να καθίσταται η εξαίρεση. Από την
ά λλη πλευρά και τα δικαστή ρια είναι εξαιρετικά φειδωλά στην χορή γηση
αναστολή ς ό ταν αυτό επαφίεται στην κρίση τους. Με τον τρό πο αυτό φαίνεται να
αντιμετωπίζουν τον θεσμό σαν να είναι ένας τρό πος αποφυγή ς εκτέλεσης της
από φασης και να παραβλέπουν ό τι ο θεσμό ς αυτό ς στοχεύ ει απλά σε μια χρονική
μετά θεση της εκτέλεσή ς της με γνώ μονα την εξασφά λιση της ορθή ς δικαστική ς
κρίσης, η οποία επιτυγχά νεται με τον δεύ τερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Οι λό γοι που οδηγού ν σε αυτή ν την πρακτική είναι ο εθισμό ς των δικαστηρίων στην
επιβολή ιδιαίτερα αυστηρώ ν ποινικώ ν κυρώ σεων, ο οποίος απορρέει από την
απαίτηση της πολιτείας για γρή γορη η ικανοποίηση της κοινή ς γνώ μης και του
θύ ματος αλλά και από το γεγονό ς ό τι έχει φτά σει στο σημείο η έκτιση της ποινή ς να
αποτελεί τρό πο ά σκησης αντεγκληματική ς πολιτική ς, αναπληρώ νοντας έτσι την
ανεπά ρκεια της πολιτείας να επιβά λλει με ά λλους τρό πους προληπτικά και
αντεγκληματικά μέτρα.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ανδρουλά κης Νικολαος Κ. «Θεμελιώ δεις έννοιες της ποινική ς δίκης», εκδ.
Π.Ν.Σά κκουλας Αθή να 2012
• Βαβαρέτος Γεώ ργιος Κώ δικας Ποινική ς δικονομίας εκδ Σά κκουλα 1982
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα»
εκδ. Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη, 1999
• Καρρά ς Αργύ ριος «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθή κη 2017
• Καρρά ς Αργύ ριος «κώ δικας Ποινική ς δικονομίας – συστηματική ερμηνεία και
μεθοδολογική κατ’ ά ρθρο ανά πτυξη» εκδ. Νομική Βιβλιοθή κη 2016
• Κονταξης Αθανά σιος «κώ δικας Ποινική ς δικονομίας - συνδυασμό ς Θεωρίας
και πρά ξης εκδ. Αντ. Ν. Σά κκουλας Αθή να 2006
• Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος Αναπληρωτή ς καθηγητή ς Εισαγγελέας
Πρωτοδικώ ν «Ποινικό δίκαιο και ανθρώ πινη αξιοπρέπεια» εκδ. Αντ. Ν.
Σά κκουλα Αθή να Κομοτηνή 1987
• «κώ δικας ποινική ς δικονομίας Γ. Αρβανίτης Γ. Καλφέλης Λ. Καρά μπελας Λ.
Μαργαρίτης σχό λια – νομολογία» εκδ. Νομική βιβλιοθή κη 2001
• Μαργαρίτης Λά μπρος «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική
βιβλιοθή κη 2012
• Μαργαρίτης Λά μπρος κώ δικας Ποινική ς δικονομίας ερμηνεία κατ’ ά ρθρο, εκδ
Νομική βιβλιοθή κη 2012
• Μαργαρίτης Μιχαή λ αρεοπαγίτης, ερμηνεία κώ δικα ποινική ς δικονομίας εκδ
Π.Ν. Σά κκουλας, Αθή να 2008
• Πρωτό παπας Διονύ σης «το τεκμή ριο αθωό τητας του κατηγορουμένου στην
ποινική δίκη» εκδ Αντ. Ν. Σά κκουλα Αθή να Κομοτηνή 2006
• Παπαδαμά κης Αδά μ, «Ποινική δικονομία η δομή της Ποινική ς δίκης», εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη 2012
• Παπαδαμά κης Αδά μ «Ποινική Δικονομία Θεωρία – πρά ξη - νομολογία» εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη 2017
• Σεβαστίδης, κώ δικας ποινική ς δικονομίας ερμηνεία κατ’ ά ρθρο εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη, 2011
7
• Συμεωνίδης Δημή τριος «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της
αναίρεσης κατά αποφά σεων στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σά κκουλας
1999
• Φρά γκος Γ. Κωνσταντίνος, Κώ δικας Ποινική ς Δικονομίας ερμηνεία και
πρό σφατη νομολογία Αρείου Πά γου κατ’ ά ρθρο εκδ. Σά κκουλα Αθή να
Θεσσαλονίκη, 2011
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
• Βασιλά κου Δημή τριος «αναστολή εκτελέσεως αποφά σεως (ά ρθρο 497 παρ.
7 ΚΠΔ)» σε Ποιν. Χρον. 2004 σελ 276-277
• Ζαίρη ά ννα Εισ. Εφετώ ν «αρμοδιό τητα για την από φανση επί αιτή σεως
αναστολή ς της εκτέλεσης πρωτό δικης από φασης Μικτού Ορκωτού
δικαστηρίου κατ’ ά ρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν. Χρον. 2015 σελ 79-80
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος παρατηρή σεις στην 531/2001 Τριμ. Εφ.
Θεσσαλονίκης, Αρμενό πουλος 2001 σελ. 1254 – 1256
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος Παρατηρή σεις σε 2/2003 Εφ.Αν.Θεσ. Αρμενό πουλος
2003 σελ 1485 - 1487
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος παρατηρή σεις σε 2/2001 Τριμ.Δικ.Ανηλ.Κατοριά ς,
Αρμενό πουλος 2001 σελ 705
• Ζύ γουρας Ανδρέας Αντιεισαγγελέας ΑΠ «Η εισαγωγή εις το ακροατή ριο του
κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βού λευμα», Ποιν. Δικ. 2007, σελ 457
• Ζύ γουρας Ανδρέας Αντιεισαγγελέας Εφετώ ν, «αι συνέπειαι της
παραβιά σεως υπό του κατηγορουμένου του επιβληθέντος εις αυτό ν υπό του
δευτεροβά θμιου δικαστηρίου δια την αναστολή εκτέλεσης πρωτοδίκου
αποφά σεως περιοριστικού ό ρου της εμφανίσεως του ενώ πιον αρχή ς».
Υπερά σπιση 1993 σελ 427, 428
• Καλφέλης Γρηγό ρης «επίδοση κλή σης στον κατηγορού μενο για να
εμφανιστεί στο δικαστή ριο πριν καταστεί αμετά κλητο το παραπεμπτικό
βού λευμα» Υπερ 1993, σελ 183 επ
• Μαργαρίτης Λά μπρος «η διά ταξη του ά ρθρου 471 είναι γρά μμα κενό ;» Αρμ
1979 σελ 336
• Μαργαρίτης Λά μπρος Ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων και
νομοθετικά πισωγυρίσματα: Ο πρό σφατος νό μος για τους λαθρομετανά στες,
ΠοινΔικ 6/2001, σελ. 636
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης