You are on page 1of 72

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Β’ ΕΤΟΣ

Διπλωματική Εργασία στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας

Επιβλέπων Καθηγητής: κ. Αθανάσιος Ζαχαριάδης

ΘΕΜΑ:

«ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ


ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ»

Βασιλική Μήλιου (Α.Μ. 600814)

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2018


Πίνακας περιεχομένων
Πίνακας περιεχομένων.........................................................................................................3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................................................................. 7
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - θεωρητική θεμελίωση..............................................9
2. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και κατοχύρωσή του από διατάξεις αυξημένης
τυπικής ισχύος...................................................................................................................... 11
2.1 Άρθρο 20 Συντάγματος – δικαίωμα δικαστικής προστασίας.......................................11
2.2 Άρθρο 6 ΕΣΔΑ – δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.............................................................................12
2.3 Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος – προστασία ανθρώπινης αξιοπρέπειας.................12
2.4. το τεκμήριο αθωότητας.............................................................................................................. 13
3. ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στα βουλεύματα...................................16
3.1 Γενικές παρατηρήσεις.................................................................................................................... 16
3.2 Η διάταξη του άρθρου 471 ΚΠΔ................................................................................................ 17
3.3 Παραπεμπτικά βουλεύματα........................................................................................................ 20
3.4. Α. Απαγόρευση εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο πριν καταστεί ...............
αμετάκλητο το βούλευμα..................................................................................................................... 20
-Έννοια αμετά κλητου βουλεύ ματος – σχετικώ ς/ολικώ ς αμετά κλητο...................20
-Επίδοση της κλή σης πριν το αμετά κλητο του βουλεύ ματος - συνέπειες............23
-Χρό νος προβολή ς της σχετική ς ακυρό τητας...................................................................25
3.3. β. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και διάταξη του βουλεύματος για επιβολή μέτρων
δικονομικού καταναγκασμού............................................................................................................. 27
3.4 Μη παραπεμπτικά βουλεύματα................................................................................................. 28
3.4.1 Βουλεύ ματα αποφαινό μενα να μη γίνει κατηγορία............................................29
3.4.2. Βουλεύ ματα που παύ ουν οριστικά ή κηρύ σσουν απαρά δεκτη την ποινική .
δίωξη.................................................................................................................................................. 30
3.4.3 Βουλεύ ματα που παύ ουν προσωρινά την ποινική δίωξη.................................31
4. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στις αποφάσεις....................................32
4.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις......................................................................................................... 32
4.2 Χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος από το Πρωτοβάθμιο .....................
δικαστήριο............................................................................................................................. 33
Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα...........................................................................................33
Α. ποινές έως και 3 έτη - 497 παρ. 2....................................................................................33
Προϊσχύ σαν νομοθετικό πλαίσιο...........................................................................................33
Β. Χρηματικές ποινές - πρό στιμα..........................................................................................34
Γ. Δικαστικά έξοδα....................................................................................................................... 34
Δ. Παρεπό μενες στερή σεις δικαιωμά των - εκπτώ σεις και ανικανό τητες 497 .........
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

παρ. 10.............................................................................................................................................. 35
Ε. Επιδικασθείσες πολιτικές απαιτή σεις στον πολιτικώ ς ενά γοντα- αποζημίωση
....................................................................................................................................................................
και έξοδα αθωωθέντα κατηγορουμένου............................................................................35
ΣΤ. Διά ταξη για από δοση των πραγμά των που αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων ..
ή δή μευση (Άρθρο 492 ΚΠΔ)...................................................................................................36
4.3 Απαγορεύσεις του ανασταλτικού αποτελέσματος – οι καταργητικές διατάξεις
των Ν 2408/1996 και Ν 2479/1997..............................................................................................37
4.4. Εξάρτηση του ανασταλτικού αποτελέσματος από την κρίση του δικαστηρίου
......................................................................................................................................................................... 41
Α. 497 παρ. 3...................................................................................................................................41
Β. 497 παρ. 4 (ό πως αυτό τροποποιή θηκε με το ά ρθρο 35 του Ν 4356/2015 ........
ΦΕΚ Α’ 181/24.12.2015)...........................................................................................................42
Γ. Αρμό διο δικαστή ριο για να αποφασίσει επί της χορή γησης αναστολή ς – ............
σύ μπραξη των ενό ρκων στην περίπτωση του ΜΟΔ......................................................42
Δ. Περιορισμό ς σε ειδικό κατά στημα κρά τησης νέων και ανασταλτικό .....................
αποτέλεσμα - 497 παρ. 4...........................................................................................................45
Ε. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - Αίτηση αναστολή ς και επιβολή περιοριστικώ ν .......
ό ρων κατ’ ά ρθρο 497 παρ. 5 και 8 εδ. τελ. και 497 παρ. 7 εδ γ’................................48
ΣΤ. Παραβίαση των περιοριστικώ ν ό ρων - συνέπειες..................................................49
Η. Αρμό διο Δικαστή ριο για την ά ρση – ανά κληση της αναστολή ς...........................50
4.3. Αίτηση αναστολή εκτέλεσης της απόφασης στο δευτεροβάθμιο ..................
δικαστήριο 497 παρ. 7....................................................................................................... 51
Α. Τυπικές Προϋποθέσεις για τη χορήγησης αναστολής.......................................................51
Α.1 Πρωτοβά θμια καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας............................51
Α.2 Άσκηση έφεσης από τον κατηγορού μενο κατά της πρωτοβά θμιας
από φασης........................................................................................................................................ 52
Α.3 Στην ασκηθείσα έφεση δεν χορηγή θηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα...............52
Α.4 Κατά θεση αίτησης................................................................................................................53
Α.5 Αρμό διο Δικαστή ριο............................................................................................................53
Α.6 Αίτηση αναστολή ς εκτέλεσης και σύ νθεση του ΜΟΕ............................................55
Α.7 Από ρριψη αίτησης αναστολή ς – υποβολή νέας.......................................................55
Α.8 Προσαγωγή του αιτού ντος την αναστολή ενώ πιον του δικαστηρίου – 497 .....
παρ. 9................................................................................................................................................. 56
Β. Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής................................................57
Προϊσχύ ον νομικό πλαίσιο........................................................................................................57
Ισχύ ον νομικό πλαίσιο μετά την τροποποίηση του ά ρθρου 497 ΚΠΔ με το
ά ρθρο 27 του Ν. 3904/2010....................................................................................................60
Αίτηση αναστολή ς εκτέλεσης κατά την αναβολή εκδίκαση της έφεσης...............64
5. Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου.....................65
Α. Πεδίο εφαρμογής 472 και 497 παρ. 7 ΚΠΔ.............................................................................67

7
Β. Πεδίο εφαρμογής 472 και 564-565 ΚΠΔ..................................................................................68
Επίλογος - συμπεράσματα................................................................................................70
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................................... 73
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ....................................................................................................................... 74
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αποτελεί ζή τημα ουσιώ δες στο
χώ ρο του Ποινικού δικονομικού δικαίου. Η λειτουργία του εντοπίζεται στην
δυνατό τητα του δικαστηρίου να αναβά λλει προσωρινά μια δικαστική από φαση,
μέχρι αυτή να επανελεγχθεί από ανώ τερο δικαστή ριο. Αποτελεί δηλαδή με ά λλα
λό για μια μετά θεση της εκτέλεσης της ποινή ς που έχει με την πρωτό δικη από φαση
επιβληθεί, σε μεταγενέστερο χρό νο.

Η λειτουργία αυτή είναι από ρροια της απαίτησης για αναζή τηση της ουσιαστική ς
αλή θειας που είναι θεμελιώ δης αρχή του ποινικού δικαίου, αλλά και της αξίωσης για
ποιοτικό πραγματικό και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, ο οποίος στοχεύ ει στην
έκδοση αντικειμενική ς και ορθή ς από φασης. Συνεπώ ς είναι θεσμό ς ά μεσα
συνδεό μενος με το θεσμό των ενδίκων μέσων διό τι από τη στιγμή που ο
κατηγορού μενος αμφισβητεί την ορθό τητα της δικαστική ς από φασης, θα ή ταν
ά δικο να υποστεί τις συνέπειές της, προτού ένα ανώ τερο δικαστή ριο κληθεί τελικά
να λύ σει την εν λό γω αμφισβή τηση.

Αντικείμενο της παρού σας εργασίας αποτελεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα που


επιφέρει ειδικά το ένδικο μέσο της έφεσης, ό πως αυτό βρίσκει εφαρμογή τό σο στο
χώ ρο της προδικασίας ό σο και στη διαδικασία στο ακροατή ριο. θα γίνει λό γος για
τη νομοθετική κατοχύ ρωσή του αλλά και για την θεμελίωσή του σε διατά ξεις
αυξημένης τυπική ς ισχύ ος. Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στη λειτουργία του στο
χώ ρο των βουλευμά των των παραπεμπτικώ ν αλλά και των απαλλακτικώ ν καθώ ς
και στο χώ ρο των αποφά σεων. Θα γίνει αναφορά στην διπλή σκοπιά υπό την οποία
ο νομοθέτης αντιμετωπίζει το ανασταλτικό αποτέλεσμα, δηλαδή για στις
περιπτώ σεις που ο νομοθέτης κρά τησε για τον εαυτό του την κρίση περί χορή γησης
ή μη ανασταλτικού μη επιτρέποντας στο δικαστή ριο να κρίνει διαφορετικά , αλλά
και στην περιπτώ σεις που ά φησε την επιλογή αυτή στην κρίση του δικαστηρίου
που δικά ζει.

Περαιτέρω θα γίνει λό γος για τις δυνατό τητες του κατηγορουμένου να αιτηθεί ο
ίδιος την αναστολή εκτέλεσης σε περίπτωση που το δικαστή ριο δεν του τη
χορηγή σει, είτε από το πρωτοβά θμιο είτε από το δευτεροβά θμιο δικαστή ριο αλλά
και στις περιπτώ σεις που το δικαστή ριο χορή γησε την αναστολή ό μως προέκυψαν
αμφιβολίες σχετικά με την ισχύ της. Τέλος θα γίνει αναφορά στις προϋ ποθέσεις,
ουσιαστικές και τυπικές που αξιώ νει το δικαστή ριο προκειμένου να χορηγή σει την
πολυπό θητη για τον κατηγορού μενο αναστολή με βά ση το ισχύ ον νομοθετικό
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

πλαίσιο σε αντιπαραβολή με το νομοθετικό καθεστώ ς πριν από την εφαρμογή του Ν


3904/2010.

Τα προαναφερθέντα βρίσκουν πεδίο εφαρμογή ς στις διατά ξεις των ά ρθρων 471,
497 και 472 ΚΠΔ και σε ά λλες συναφείς διατά ξεις, το περιεχό μενο των οποίων έχει
υποστεί πολλές τροποποιή σεις μέχρι να καταλή ξει στην σημερινή μορφή τους, η
οποία θα αναλυθεί στις σελίδες που ακολουθού ν.

7
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - θεωρητική θεμελίωση
Ιδιαίτερης σημασίας ζή τημα είναι το κατά πό σο μία καταδικαστική από φαση πρέπει
να εκτελεστεί αμέσως μετά την έκδοσή της και ο κατηγορού μενος να οδηγηθεί στην
φυλακή ή να ανασταλεί η εκτέλεσή της μέχρι την εκδίκαση και την έκδοση
από φασης από το δευτεροβά θμιο δικαστή ριο. Η αποδοχή της μιας ή της ά λλης
κατεύ θυνσης αποτελεί ζή τημα ιδιαίτερα δυσχερές για το οποίο έχουν διατυπωθεί
διαφορετικές από ψεις.

Προς την κατεύ θυνση της εφαρμογή ς του ανασταλτικού αποτελέσματος


συνηγορού ν οι ακό λουθες παραδοχές:

Πρώ τον, η εκτέλεση της πρωτοβά θμιας από φασης πριν επανεξεταστεί και ελεγχθεί
η ορθό τητά της από ένα δικαστή ριο μεγαλύ τερων και σπουδαιό τερων εγγυή σεων,
είναι αρκετά επισφαλή ς, λό γω της πιθανό τητα δικαστικού σφά λματος. Η
πιθανό τητα αυτή , οδηγεί σε μια αβεβαιό τητα ως προς την ορθό τητα των
δικαστικώ ν αποφά σεων, η οποία καθιστά επιτακτικό τον επανέλεγχό τους. Τη
στιγμή λοιπό ν που είναι δυνατό μια από φαση να ανατραπεί, θα ή ταν ά δικη για τον
κατηγορού μενο η ά μεση έκτιση της ποινή ς. Και αυτό αν σκεφτεί κανείς ό τι η έκτιση
της ποινή ς μπορεί να δημιουργή σει ανεπανό ρθωτη ζημία στον κατηγορού μενο
δεδομένης και της φύ σης των ποινικώ ν κυρώ σεων, που συνεπά γονται σημαντική
προσβολή συνταγματικά κατοχυρωμένων έννομων αγαθώ ν του ανθρώ που. Η ποινή
που επιβά λλεται, θίγει ά μεσα τα αγαθά της προσωπική ς ελευθερίας και
αποκατά σταση της βλά βης αυτή ς δε νοείται.1

Δεύ τερον, η χορή γηση του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι στενά συνυφασμένη
με το δικαίωμα ασκή σεως ενδίκων μέσων2. Το δικαίωμα για ά σκηση έφεσης κατά
κά θε καταδικαστική ς από φασης, το οποίο κατοχυρώ θηκε με το ά ρθρο 2 του
Εβδό μου Πρωτοκό λλου της ΕΣΔΑ (που κυρώ θηκε από την χώ ρα μας με τον

Ν.1705/1987)3, παρέχει στον κατηγορού μενο διπλή προστασία, με τη δυνατό τητα


ά σκησης ενδίκου μέσου. Ωστό σο δεν αρκεί μό νο η θεσμοθέτηση του β’ βαθμού
1 βλ. Δ. Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων
στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 32
2 Ζήτημα έχει δημιουργήσει το κατά πόσο το δικαίωμα για άσκηση ενδίκων μέσων
κατοχυρώνεται από διατάξεις υπέρτερης νομοθετικής ισχύος ή επαφίεται στην κρίση του
εκάστοτε νομοθέτη, με μία άποψη να τείνει υπέρ της συνταγματικής προστασίας η οποία
βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 20 Σ, το οποίο απαιτεί το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη να
είναι και αποτελεσματικό κάτι που μόνο με την άσκηση ενδίκων μέσων επιτυγχάνεται, αλλά και
αντίθετη άποψη στηριζόμενη στο επιχείρημα ότι το άρθρο 20 Σ καθιερώνει το δικαίωμα
προσφυγής στα δικαστήρια και όχι το δικαίωμα ελέγχου των αποφάσεων αυτών.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

δικαιοδοσίας. Η ουσιαστική λειτουργία του θεσμού της έφεσης επιβά λλει και
εξασφά λιση της δυνατό τητας αναστολή ς εκτέλεσης της από φασης που
προσβά λλεται. Από τη στιγμή που ο νομοθέτης καθιέρωσε το δικαίωμα στην
επανεξέταση της υπό θεσης, είναι πολύ σημαντικό για τον κατηγορού μενο να μην
υποστεί στο μεταξύ τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει για τον ίδιο η εκτέλεση της
ποινή ς του, και πό σο μά λλον μιας ποινή ς που υπά ρχει η πιθανό τητα στο δεύ τερο
βαθμό να ανατραπεί. Το γεγονό ς αυτό θα καταστού σε το θεσμό των ενδίκων μέσων
ά νευ σημασίας. Με αυτό ν τον τρό πο, η προστατευτική και εγγυητική λειτουργία
των ενδίκων μέσων εκμηδενίζεται. Αθώ ωση για παρά δειγμα του κατηγορουμένου
από το Εφετείο ενώ προηγουμένως εξέτισε μεγά λο μέρος της ποινή ς του, καθιστά
την ύ παρξη των ενδίκων μέσων ά νευ αντικειμένου4.

Ωστό σο ά λλα επιχειρή ματα συνηγορού ν υπέρ της αντίθετης ά ποψης σύ μφωνα με
την οποία είναι δικαιολογημένη και επιτακτική η εκτέλεση της καταδικαστική ς
από φασης από τον πρώ το κιό λας βαθμό . Αφενό ς δεν πρέπει να αγνοή σει κανείς ό τι
στις περιπτώ σεις μεγά λης βαρύ τητας εγκληματικώ ν πρά ξεων, η αξίωση για ά μεση
έκτιση ποινή ς είναι έντονη. Και η αξίωση αυτή γίνεται πιο επιτακτική αν
αναλογιστεί κανείς την βραδύ τητα στην απονομή της δικαιοσύ νης, η οποία δεν
αφορά μό νο τον δεύ τερο βαθμό αλλά ακό μα και τις εκδικαζό μενες σε πρώ το βαθμό
υποθέσεις. Συνεπώ ς τό σο η κοινή γνώ μη, ό σο και κατά κύ ριο λό γο ο παθώ ν
απαιτού ν, ό χι μό νο την τιμωρία του θύ ματος αλλά και την εκτέλεση της ποινή ς του
προκειμένου να επέλθει η αποκαταστατική λειτουργία της δικαιοσύ νης. Περαιτέρω
το τεκμή ριο αθωό τητας ναι μεν συντροφεύ ει τον κατηγορού μενο μέχρι την

3
1. Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το
δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος
ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι
για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο. 2. Από αυτό το δικαίωμα μπορούν
να γίνουν εξαιρέσεις στην περίπτωση αξιοποίνων πράξεων μικρής σημασίας, όπως ορίζονται στο
νόμο, ή στις περιπτώσεις που ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από το ανώτερο δικαστήριο,
ή καταδικάσθηκε μετά από άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον της απαλλαγής του.
4
βλ. Δ. Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά
αποφάσεων στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 39, 40, Α. Κονταξης «κώδικας
Ποινικής δικονομίας» συνδυασμός Θεωρίας και πράξης εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2006 σελ.
2706, Ζαίρη άννα Εισ. Εφετών «αρμοδιότητα για την απόφανση επί αιτήσεως αναστολής της
εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν.
Χρον. 2015 σελ 79

7
αμετά κλητη καταδίκη του, ωστό σο με την έκδοση καταδικαστική ς από φασης επί
του πρώ του βαθμού υφίσταται σημαντικό πλή γμα το οποίο επιτείνει ακό μα
περισσό τερο την ανά γκη για έκτιση της ποινή ς, διό τι ο κίνδυνος φυγή ς του
κατηγορουμένου καθίσταται εντονό τερος.3

2. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και κατοχύρωσή του από


διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος

Κρίσιμο είναι να ερευνηθεί κατά πό σο οι διατά ξεις που ρυθμίζουν την


ανασταλτικό τητα των ενδίκων μέσων βρίσκουν θεμελίωση στις αυξημένης τυπική ς
ισχύ oς διατά ξεις του Συντά γματος και την ΕΣΔΑ, δηλαδή κατά πό σο μια τυχό ν
ολοκληρωτική κατά ργηση της δυνατό τητας του δικαστηρίου να χορηγή σει
ανασταλτικό αποτέλεσμα θα ή ταν επιτρεπτή .

Η ανασταλτική δύ ναμη των ενδίκων μέσων, δεν προβλέπεται ως τέτοια στο


Σύ νταγμα ωστό σο βρίσκει έρεισμα 1) στο συνταγματικό δικαίωμα δικαστική ς
προστασίας και ακροά σεως (ά ρθρο 20 παρ. 1 Συντά γματος6) 2) στο δικαίωμα σε
δίκαιη δίκη (ά ρθρο 6 της ΕΣΔΑ4), 3) στο ά ρθρο 2 στο Συντά γματος για την
προστασία της ανθρώ πινης αξιοπρέπειας και 4) στο τεκμή ριο αθωό τητας.

2.1 Άρθρο 20 Συντάγματος – δικαίωμα δικαστικής προστασίας


Το δικαίωμα δικαστική ς προστασίας κατοχυρώ νεται στο ά ρθρο 20 του
Συντά γματος και είναι συναφές με το ζή τημα της ανασταλτική ς δύ ναμης των
ενδίκων μέσων. Το ά ρθρο αυτό καθιερώ νει το δικαίωμα προσφυγή ς στη
δικαιοσύ νη, το οποίο θα ή ταν ά νευ αντικειμένου αν ή δυνατό τητα αυτή δεν
ισοδυναμού σε με ουσιώ δη, πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία
σε ό λα τα στά δια της ποινική ς δίκης και σε ό λες τις βαθμίδες της. Επίσης καθιερώ νει
την αξίωση για ορθή απονομή της δικαιοσύ νης με την έκδοση ορθώ ν δικαστικώ ν
αποφά σεων. Συνέπεια των δύ ο αυτώ ν αξιώ σεων είναι η υποχρέωση του νομοθέτη
3 βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 272 6
Άρθρο 20 Σ παρ.1 « Kαθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά
του, όπως νόμος ορίζει».
4 άρθρο 6 ΕΣΔΑ «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία
και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως
λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας
ποινικής φύσεως.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

να προβλέπει την ανασταλτικό τητα για ό λα τα ένδικα μέσα που παραχωρεί στον
κατηγορού μενο, διό τι η εκ των προτέρων στέρησή της ισοδυναμεί με αποδυνά μωση
του ίδιου του δικαιώ ματος.

Μια έκφανση της ουσιαστική ς δικαστική ς προστασίας είναι αυτή που συνδέεται με
την απαγό ρευση δημιουργίας τετελεσμένων καταστά σεων. Και μια τέτοια μορφή
τετελεσμένων καταστά σεων είναι η δικαστική προστασία η οποία παρέχεται
καθυστερημένα , μετά δηλαδή την επέλευση των δυσμενώ ν συνεπειώ ν της
προσβαλλό μενης από φασης, ό ταν μά λιστα αυτές έχουν ανεπανό ρθωτο χαρακτή ρα.5

2.2 Άρθρο 6 ΕΣΔΑ – δικαίωμα σε δίκαιη δίκη


Περαιτέρω στενά συνυφασμένο με το δικαίωμα δικαστική ς ακρό ασης και
υπερά σπισης είναι και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη το οποίο κατοχυρώ νεται στο
ά ρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη επιβά λλει να διατηρείται ο δίκαιος
χαρακτή ρας σε ό λη τη διά ρκεια της ποινική ς διαδικασίας καθώ ς και στο στά διο των
ενδίκων μέσων. Η ά μεση εκτέλεση από φασης η οποία δεν έχει καταστεί
αμετά κλητη, και εκκρεμού ν ακό μα ένδικα μέσα εναντίον της, δημιουργεί αμφιβολίες
στο κατά πό σο αυτό είναι συμβατό με το ά ρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Κά θε μορφή
προσωρινή ς εκτελεστό τητας είναι ά δικη ό ταν επιτά σσει την εκτέλεση μιας ποινή ς η
οποία είναι πολύ πιθανό να ανατραπεί. Και αυτό αν λά βει κανείς υπό ψιν τις
καθυστερή σεις στην απονομή της δικαιοσύ νης οι οποίες μπορεί να επιμηκύ νουν
πολύ την διά ρκεια μια ά δικα επιβληθείσας ποινή ς.

Συνεπώ ς ο αποκλεισμό ς της δυνατό τητας να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης από τη


στιγμή που εκκρεμού ν σε βά ρος μιας από φασης ένδικα μέσα που στοχεύ ουν να την
ανατρέψουν, δεν εναρμονίζεται με τις επιταγές της δίκαιης δίκης.

2.3 Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος – προστασία ανθρώπινης


αξιοπρέπειας
Περαιτέρω νομοθετικό έρεισμα για τις παραπά νω σκέψεις βρίσκεται και στο ά ρθρο
2 παρ. 1 του Συντά γματος6 αναφορικά με την προστασία της ανθρώ πινης
αξιοπρέπειας. Το σύ νταγμα απαγορεύ ει να χρησιμοποιείται ο ά νθρωπος ως μέσο
για την επίτευξη οποιουδή ποτε σκοπού και να υποβιβά ζεται σε αντικείμενο της

5 βλ. Δ. Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων
στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 64
6 Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
πολιτείας

7
ποινική ς διαδικασίας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει με τις διατά ξεις οι οποίες δεν
λαμβά νουν υπό ψιν την βαρύ τητα της πρά ξης και απαγορεύ ουν την
ανασταλτικό τητα, ό ταν αυτό γίνεται με σκοπό παραδειγματισμού , μετατρέποντας
έτσι τον κατηγορού μενο σε μέσο εκφοβισμού . Συνεπώ ς η ά μεση εκτελεστό τητα
είναι δικαιοπολιτικά επικίνδυνη ό ταν χρησιμοποιεί τον ά νθρωπο σε αντικείμενο για
την ά σκηση αντεγκληματική ς πολιτική ς και κατά συνέπεια ως μέσο για την ά σκηση
οξείας ποινική ς καταστολή ς.7

2.4. το τεκμήριο αθωότητας


Κοινώ ς αποδεκτή είναι η ά ποψη ό τι η ά μεση εκτέλεση φαίνεται να οδηγεί σε
πρό ωρη μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενό χου, γεγονό ς που δεν συμβαδίζει
με το τεκμή ριο αθωό τητας8. Το τεκμή ριο αθωό τητας, μπορεί με την έκδοση της
πρωτοβά θμιας από φασης να υφίσταται ένα πλή γμα ωστό σο δεν καταλύ εται παρά
μό νο μετά την αμετά κλητη καταδίκη του κατηγορουμένου9. Η ά ποψη αυτή
στηρίζεται στη διατύ πωση του ά ρθρου 73 ΚΠΔ 10, καθώ ς επίσης στο ά ρθρο 546 παρ.
1 και 574 παρ. 2, διατά ξεις κοινό σημείο των οποίων αποτελεί το αμετά κλητο της
δικαστική ς κρίσης.

Το τεκμή ριο αθωό τητας είναι στενά συνυφασμένο με την αρχή του κρά τους δικαίου
και της δίκαιης δίκης, διατρέχει το ποινικό δικονομικό μας σύ στημα στο σύ νολό του
και συνδέεται ά ρρηκτα με το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Σε ό λη τη διά ρκεια της
ποινική ς διαδικασίας και μέχρι την έκδοση της αμετά κλητης καταδικαστική ς
από φασης το τεκμή ριο αθωό τητας έχει πλή ρη ισχύ και συνεπώ ς απαγορεύ ει την
εκτελεστό τητα μη αμετά κλητης ποινική ς από φασης. Και αυτό γιατί το τεκμή ριο
αθωό τητας δεν εξασφαλίζει μό νο τη νομική αντιμετώ πιση του κατηγορουμένου ως

7 βλ. Κ. Κωνσταντινίδης «Ποινικό δίκαιο και ανθρώπινη αξιοπρέπεια» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Αθήνα Κομοτηνή 1987, σελ 36, βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ
Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 271
8 Άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ. 2 ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΟΗΕ) Κυρώθηκε με το Ν.2462/1997 (ΦΕΚ Α' 25/26.2.97) «Κάθε πρόσωπο που
κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί
σύμφωνα με το νόμο».
9 Βλ. Ν. Ανδρουλάκης «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα
2012, σελ 222, . Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ. Νομική βιβλιοθήκη
2015 σελ 272 , βλ και αντίθετη άποψη Δ. Πρωτόπαπας «το τεκμήριο αθωότητας του
κατηγορουμένου στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2006 σελ 345 επ.
σύμφωνα με την οποία το τεκμήριο αθωότητας δεν συντηρείται ύστερα από τη μη αμετάκλητη
καταδικαστική απόφαση και έως ότου αυτή καταστεί αμετάκλητη.
10 η ιδιότητα του κατηγορουμένου διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού
βουλεύματος ή αμετάκλητης καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

αθώ ου αλλά και την πραγματική μεταχείρισή του ως τέτοιου η οποία επιτυγχά νεται
μό νο με την μη εκτέλεση της επιβληθείσας σε βά ρος του ποινή ς.11

Ωστό σο τα ανωτέρω επιχειρή ματα μεμονωμένα αμφισβητή θηκαν12 στην υπ’ αριθμ.
3/2008 Γνωμά τευση του Εισαγγελέα ΑΠ σύ μφωνα με την οποία η απαγό ρευση του
ανασταλτικού αποτελέσματος της ασκού μενης από τον κατηγορού μενο έφεσης δεν
είναι ασύ μβατη με το Συνταγματικό δικαίωμα της δικαστική ς ακρό ασης που
προστατεύ εται από το ά ρθρο 20 του Συντά γματος, καθό σον το δικαίωμα αυτό
εξασφαλίζει μό νο το δικαίωμα προσφυγή ς στα διά φορα δικαιοδοτικά ό ργανα και
ό χι το δικαίωμα ελέγχου των αποφά σεων αυτώ ν. Περαιτέρω δεν αντιβαίνει στο
ά ρθρο 6 της ΕΣΔΑ που θεσπίζει την αρχή της δίκαιης δίκης, καθό σον από την αρχή
αυτή δεν συνά γεται η υποχρέωση του δικαστή για θέσπιση ενδίκων μέσων. Η μό νη
νομική βά ση που δέχτηκε η γνωμά τευση είναι το δικαίωμα επανεξέτασης μιας
υπό θεσης από ανώ τερο δικαστή ριο που κατοχυρώ νεται από το ά ρθρο 2 του
Εβδό μου Πρωτοκό λλου της ΕΣΔΑ.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί ό τι το τεκμή ριο αθωό τητας επιδέχεται και εξαιρέσεων.
Στην ΕΣΔΑ προβλέπεται κά μψη του τεκμηρίου αθωό τητας με την πρό βλεψη της
δυνατό τητας προσωρινή ς κρά τησης υπό προϋ ποθέσεις. Ειδικό τερα, στο αρ 5 παρ 1
στ. γ’ της ΕΣΔΑ επιτρέπεται η προσωρινή κρά τηση πολίτη «εά ν συνελή φθη ό πως
οδηγηθεί ενώ πιον αρμό διας δικαστική ς αρχή ς, εις την περίπτωσιν ευλό γου
υπό νοιας ό τι διέπραξεν αδίκημα ή υπά ρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχή ν της
ανά γκης ό πως ού τος εμποδισθή από του να διαπρά ξει αδίκημα ή δραπετεύ σει μετά
την διά πραξην τού του».

Συνεπώ ς επιτρέπεται η ά μεση εκτελεστό τητα ό ταν συντρέχουν οι προϋ ποθέσεις της
προσωρινή ς κρά τησης και μά λιστα σε πολύ πρώ ιμο στά διο δηλαδή πριν την
11 βλ. Α Καρράς «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017 σελ. 908, 909, Δ.
Συμεωνίδης «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην
ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, σελ 83, παρατηρήσεις Παναγιώτη Τόρβα σε
123/200 απόφ. Τριμ Εφ. Αιγαίου, σε Ποιν. Δικαιοσύνη 2000 σελ 1212, Κονταξής ο.π. σελ 2707
12 βλ. Γν. Εισ/λέα ΑΠ 3/2008 Φώτη Μακρή σε Ποινική Δικαιοσύνη 2008, σελ 313 «κατά την
οποία ορθά το δικαστήριο δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα ενόψει ασκήσεως εφέσεως,
στην διάταξή του περί απέλασης αλλοδαπού, εξαιτίας της φύσης της απέλασης ως μέτρου
ασφαλείας το οποίο επιβάλλεται όταν ο κατηγορούμενος κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια
τάξη και την εθνική ασφάλεια… η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης πριν την εκδίκαση της
έφεσης δεν του στερεί το δικαίωμα της επανεξέτασης καθώς μπορεί να ασκήσει την έφεση
εκπροσωπούμενος από συνήγορο, και η δυνατότητά αυτή της εκπροσώπησης είναι συμβατή με
τη συνταγματική απαίτηση στο δικαίωμα πρόσβασης σε ανώτερο δικαστήριο».

7
εισαγωγή και την εκδίκαση της υπό θεσης από το δικαστή ριο. Με βά ση αυτό το
δεδομένο και εφό σον γίνεται ανεκτή η ά μεση εκτελεστό τητα κατά το στά διο πριν
την έκδοση από φασης πρώ του βαθμού , κατά λογική συνέπεια πρέπει να γίνει
επίσης ανεκτή αντίστοιχη κά μψη του τεκμηρίου σε στά διο μετά την πρωτοβά θμια
κρίση αλλά πριν την έκδοση αμετά κλητης από φασης, οπό τε και το τεκμή ριο
13
αθωό τητας εμφανίζεται ακό μα πιο αποδυναμωμένο. Επομένως η κρίση του
δικαστηρίου για το αν θα χορηγή σει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή ό χι, θα πρέπει να
περιλαμβά νει κριτή ρια ό πως το αν ο κατηγορού μενος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος
υπό τροπος ή ύ ποπτος φυγή ς ή εά ν υπά ρχει βά σιμος λό γος ό τι εά ν αφεθεί ελεύ θερος
θα τελέσει και ά λλα εγκλή ματα. 1415

Συμπερασματικά , με βά ση τις ανωτέρω παραδοχές πρέπει να γίνει δεκτό ό τι ενό ψει


της σύ νδεσης των ενδίκων μέσων και της χορή γησης αναστολή ς με διατά ξεις
συνταγματική ς ισχύ ος απαγορευτική κρίνεται κά θε διά ταξη που εκ των προτέρων
απαγορεύ ει την χορή γηση ανασταλτική ς δύ ναμης στο ασκηθέν ή δυνά μενο να
ασκηθεί ένδικο μέσο. Σε κά θε περίπτωση καταδικαστική ς από φασης είτε το
δικαστή ριο που την εξέδωσε, είτε το δικαστή ριο που θα δικά σει το ασκηθέν ένδικο
μέσο πρέπει να έχει τη δυνατό τητα να διατά ξει την αναστολή εκτέλεσης της
πρωτό δικης από φασης, ανεξαρτή τως του αν αυτό προβλέπεται ρητά ή αν αυτό
υπαγορεύ εται κατ’ εφαρμογή των διατά ξεων του ά ρθρου 20 του Συντά γματος, του
ά ρθρου 6. παρ. 2 ΕΣΔΑ αλλά και του τεκμηρίου αθωό τητας.

Συνεπή ς προς αυτή ν την διπλή δυνατό τητα είναι ο ισχύ ον κώ δικας ποινική ς
δικονομίας, ο οποίος προβλέπει τη χορή γηση ανασταλτικού αποτελέσματος για ό λες
τις ποινές φυλά κισης και πρό σκαιρης κά θειρξης στο ά ρθρο 497 παρ. 2, 3 και 4, αλλά
και τη δυνατό τητα αίτησης αναστολή ς εκτέλεσης ακό μα και για ποινές ισό βιας
κά θειρξης στο ά ρθρο 497 παρ. 7.

13 Βλ. Α. Κονταξής κώδικας ποινικής δικονομίας συνδυασμός θεωρίας και πράξης, εκδ Αντ. Ν.
Σάκκουλα Αθήνα 2006 σελ 2707, Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ
Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 273
14 Βλ. Α Καρράς «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017 σελ. 909, Α.
Παπαδαμάκης, «ποινική δικονομία η δομή της Ποινικής δίκης», εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη
15 , σελ 656, Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

273
Περαιτέρω προς αυτή τη ρητή συνταγματική επιταγή κινή θηκαν οι ρυθμίσεις του
ά ρθρου 2 παρ. 20 του Ν.2408/1996 με τον οποίο καταργή θηκαν ό λες οι διατά ξεις
του ΚΠΔ που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη της έφεσης και του ά ρθρου 2
παρ. 12 του Ν 2479/1997 κατά τον οποίο οι διατά ξεις των ειδικώ ν ποινικώ ν νό μων
(αρ. 6 παρ.3 Ν 1300/1982) που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη του ένδικου
μέσου της έφεσης παύ ουν να ισχύ ουν.

3. ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στα βουλεύματα


Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσου επιτελεί διαφορετικό σκοπό και
λειτουργία στην προδικασία από ό τι στην διαδικασία μετά την εισαγωγή της
υπό θεσης στο ακροατή ριο. Στην προδικασία σκοπό ς του κατηγορουμένου είναι η
αναστολή της προσωρινή ς κρά τησης και η αναστολή της επίδοσης κλή σης μέχρι το
αμετά κλητο του βουλεύ ματος που τον παραπέμπει. Μετά την παραπομπή του στο
ακροατή ριο η αναστολή σκοπό έχει την μη εκτέλεση της καταδικαστική ς από φασης.
Για το λό γο αυτό θα αναφερθεί σε χωριστά κεφά λαια το ζή τημα της ανασταλτική ς
δύ ναμης των ενδίκων μέσων επί βουλευμά των – απαλλακτικώ ν και παραπεμπτικώ ν
και στη συνέχεια επί αποφά σεων.

3.1 Γενικές παρατηρήσεις


Ο νό μος 3904/2010 επέφερε σημαντικές τροποποιή σεις στο χώ ρο των ενδίκων
μέσων κατά βουλευμά των, περιορίζοντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου να
ασκή σει έφεση κατά του εκδοθέντος σε βά ρος του παραπεμπτικού βουλεύ ματος για
δύ ο μό νο λό γους α) για εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστική ς ποινική ς διά ταξης και β)
για από λυτη ακυρό τητα.16 Ταυτό χρονα κατά ργησε τα ά ρθρα 480 και 482 ΚΠΔ τα
οποία αφορού σαν το δικαίωμα του πολιτικώ ς ενά γοντος να ασκή σει έφεση κατά
του απαλλακτικού βουλεύ ματος, καθώ ς και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να
ασκή σει αναίρεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύ ματος, περιορίζοντας έτσι το
δικαίωμα αναίρεσης μό νο στα χέρια του Εισαγγελέα.

Σή μερα το πεδίο εφαρμογή ς του ανασταλτικού αποτελέσματος έφεσης κατά


παραπεμπτικού βουλεύ ματος αναφέρεται αποκλειστικά στο ζή τημα της εισαγωγή ς
ή μη της υπό θεσης στο ακροατή ριο πριν καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα, ενώ επί

16 Βλ. 478 ΚΠΔ

7
των μη παραπεμπτικώ ν βουλευμά των αναφέρεται στο ζή τημα της από λυσης ή ό χι
του προσωρινά κρατού μενου μέχρι την εκδίκαση της ασκηθείσας από τον
Εισαγγελέα έφεσης.

3.2 Η διάταξη του άρθρου 471 ΚΠΔ


Το ρυθμιστικό πλαίσιο του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων
αποτυπώ νεται στα ά ρθρα 471, 497 ΚΠΔ. Το ά ρθρο 471 παρ. 1 α’ ΚΠΔ έχει τον τίτλο
ανασταλτική δύ ναμη των ενδίκων μέσων και εντά σσεται στo κεφά λαιο των γενικώ ν
oρισμώ ν των ενδίκων μέσων. Καθιερώ νει τον γενικό κανό να χoρή γησης
ανασταλτικού αποτελέσματος προβλέποντας ό τι «το ένδικο μέσο που ασκή θηκε
από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρό θεσμα και νομό τυπα, καθώ ς και η
προθεσμία για την ά σκηση του, αναστέλλουν την εκτέλεση της από φασης ή του
βουλεύ ματος που προσβά λλονται, ό ταν ο νό μος δεν διατά ζει διαφορετικά ». Η
διά ταξη αυτή είναι γενική και οποία αναφέρεται τό σο στην προδικασία ό σο και
στην διαδικασία στο ακροατή ριο, ωστό σο δεδομένης της ύ παρξης του ά ρθρου 497
ΚΠΔ η οποία αναφέρεται στην ανασταλτική δύ ναμη των ενδίκων μέσων κατά
αποφά σεων, το πεδίο εφαρμογή ς της διά ταξης του ά ρθρου 471 περιορίζεται στο
χώ ρο των βουλευμά των.

Από το ά ρθρο 471 ΚΠΔ απορρέουν δύ ο βασικά συμπερά σματα:

Α) Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει τό σο το ένδικο μέσο που ασκή θηκε ό σο και η


προθεσμία για την ά σκησή του.

Το ά ρθρο 471 παρ. ορίζει ό τι «το ένδικο μέσο που ασκή θηκε από εκείνον που έχει το
σχετικό δικαίωμα εμπρό θεσμα και νομό τυπα, καθώ ς και η προθεσμία για την
ά σκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της από φασης ή του βουλεύ ματος που
προσβά λλονται, ό ταν ο νό μος δε διατά ζει διαφορετικά ». Η μορφή αυτή ς της
διά ταξης εμφανίζει έναν γενικό κανό να, ο οποίος επιτρέπει καταρχή ν την
ανασταλτικό τητα στην ά σκηση του ένδικου μέσου περιορίζοντας την ά μεση
εκτελεστό τητα σε αντίθετη πρό βλεψη στο νό μο. Συνεπώ ς η τυχό ν αντίθετη ειδική
πρό βλεψη απαιτείται για τον αποκλεισμό και ό χι για την θεμελίωση του
ανασταλτικού αποτελέσματος.

Επιβεβαιωτικά προς τον κανό να του ά ρθρου 471 παρ. 1 λειτουργεί το ά ρθρο 546
ΚΠΔ ό που ορίζει ό τι η καταδικαστική από φαση εκτελείται μό λις γίνει αμετά κλητη
ελλείψει πά ντα αντίθετης πρό βλεψης στο νό μο, το ά ρθρο 553 ΚΠΔ αλλά και το 588
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

ΚΠΔ, για τα οποία ορίζεται ό τι οι αποφά σεις που επιβά λλουν χρηματική ποινή ή
δικαστικά έξοδα εκτελού νται ένα μή να αφό του γίνουν αμετά κλητες, αλλά και το
ά ρθρο 497 παρ. 10 αναφορικά με τις παρεπό μενες στερή σεις δικαιωμά των.

Ο παραπά νω γενικό ς κανό νας, σχεδό ν ανατρέπεται πλή ρως με σειρά μερικό τερων
διατά ξεων – εξαιρέσεων ώ στε αυτές τελικά να συγκροτού ν τον κανό να ο οποίος
τελικά καθίσταται η εξαίρεση.17 Μά λιστα το πεδίο εφαρμογή ς του κανό να αυτού
έχει αμφισβητηθεί, μέχρι και το σημείο να υποστηριχθεί ό τι αποτελεί διά ταξη
διακοσμητικού χαρακτή ρα η οποία δεν έχει σή μερα καμία εφαρμογή 18.

Σε ό τι αφορά την έφεση κατά αποφά σεων η διά ταξη αυτή δεν εφαρμό ζεται λό γω
της ειδικό τερης πρό βλεψης που εισά γει το ά ρθρο 497 παρ 1 σύ μφωνα με το οποίο
ανασταλτική δύ ναμη έχει μό νο η ασκηθείσα έφεση και ό χι η προθεσμία για την
ά σκησή της, ενώ αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μό νο η συγκεκριμένη
περίπτωση επιβολή ς ποινώ ν έως 3 έτη. Όσον αφορά δε την αναίρεση κατά
αποφά σεων το ίδιο το ά ρθρο 471 στην παρ. 2 ορίζει ό τι η προθεσμία για την
ά σκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης αλλά και η αίτηση για την αναίρεση δεν
αναστέλλουν την εκτέλεση της από φασης που προσβά λλεται με αυτή ν. Το ίδιο
προβλέπει και το ά ρθρο 507 ΚΠΔ. Τέλος ό σον αφορά την έφεση κατά
παραπεμπτικώ ν βουλευμά των ο νό μος πά λι εισά γει εξαίρεση ορίζοντας στο ά ρθρο
471 παρ. 1 εδ’ β ό τι το ένδικο μέσο εναντίον παραπεμπτικού βουλεύ ματος καθώ ς
και η προθεσμία ασκή σεώ ς του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετική ς με τη
σύ λληψη και προσωρινή κρά τηση διατά ξεώ ς του.

Συνεπώ ς το πεδίο εφαρμογή της διά ταξης του ά ρθρου 471 ό σον αφορά το
ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ά σκησης των ενδίκων

17 βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 275
18 Βλ. Μ. Παναγιωτόπουλος, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ασκήσεως του
ενδίκου μέσου (ή το κενό γράμμα του αρ. 471 παρ. 1 του ΚΠΔ), Αρμ 1978 σελ 1015 κατά τον
οποίο «ο ορισμός του άρθρου 471 ΚΠΔ περί ανασταλτικού αποτελέσματος της προς άσκησιν
ενδίκου μέσου προθεσμίας είναι γράμμα εντελώς κενό γιατί σε όλες τις περιπτώσεις εφέσεως ή
αναιρέσεως κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων ορίζεται ρητά το αντίθετο» συνεπώς σύμφωνα
με τον ίδιο η διάταξη αυτή είναι διακοσμητική και θα ήταν σωστό να απαλειφθεί από το νόμο.
Η άποψη αυτή αποκρούεται από Λ. Μαργαρίτη ο οποίος υποδεικνύει το πεδίο εφαρμογής της
εν λόγω διάταξης στο χώρο των ενδίκων μέσων κατά απαλλακτικών βουλευμάτων. βλ. Αρμ
1979 σελ 336 επ. «η διάταξη του άρθρου 471 είναι γράμμα κενό;» βλ. Λ. Μαργαρίτης «ποινική
δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2015 σελ 275

7
μέσων περιορίζεται στην ά σκηση ενδίκων μέσων επί μη παραπεμπτικώ ν
βουλευμά των19.

Β) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα προϋ ποθέτει το ένδικο μέσο να ασκηθεί παραδεκτά

Παρό λο στο ά ρθρο 471 ΚΠΔ δεν αναφέρεται ρητά , δε χωρεί αμφιβολία ό τι ο νό μος
συνδέει το ανασταλτικό αποτέλεσμα με το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, ό πως
αυτό προσδιορίζεται στο ά ρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Το δικαστή ριο πριν αποφασίσει
για την αναστολή πρέπει αρχικά να ερευνή σει το τυπικά παραδεκτό του ενδίκου
μέσου, αν δηλαδή ασκή θηκε εμπρό θεσμα, νομό τυπα από δικαιού μενο προς αυτό
πρό σωπο καθώ ς και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νό μος επιτρέπει το
συγκεκριμένο ένδικο μέσο.22 Δικαιολογητικό ς λό γος της παραδοχή ς αυτή ς είναι η
αποφυγή παρέλκυσης της διαδικασίας της δίκης με την σκό πιμη ά σκηση
εκπρό θεσμων και μη επιτρεπό μενων ένδικων βοηθημά των αποκλειστικά από
λό γους στρεψοδικίας.20

Περαιτέρω μια περίπτωση απαρά δεκτης ά σκησης θεωρείται η μεταγενέστερη


παραίτηση από την ά σκηση του ενδίκου μέσου. Η παραίτηση αποτελεί μια από τις
αρνητικές προϋ ποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων μέσων συνεπώ ς η δή λωση
παραίτησης καθιστά το ασκηθέν ένδικο μέσο απαρά δεκτο, και αυτό γιατί από
ουσιαστική ά ποψη ο διά δικος με την δή λωση παραίτησης αποδέχεται την ορθό τητα
της προσβαλλό μενης από φασης ά ρα και την εκτέλεση αυτή ς.21

Ως προς το χρό νο απώ λειας του ανασταλτικού αποτελέσματος γίνεται δεκτό ό τι το


απαρά δεκτο ένδικο μέσο στερείται εξαρχή ς, ή τοι από την ά σκησή του, την
ανασταλτική του δύ ναμη χωρίς να απαιτείται να λά βει χώ ρα η κή ρυξη του ως
απαρά δεκτο από το αρμό διο δικαιοδοτικό ό ργανο. Αυτό διό τι βασική προϋ πό θεση

19 βλ. Λ. Μαργαρίτης Αρμ 1979 σελ 336 , ποινική δικονομία ένδικα μέσα σελ 279-280 όπου
όταν το βούλευμα αποφαίνεται παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση να μην γίνει
κατηγορία ή παύει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και ταυτόχρονα
διατάζει την απόλυση του κατηγορουμένου από τις φυλακές, τόσο η προθεσμία όσο και η
άσκηση του ένδικου μέσου κατά του βουλεύματος αναστέλλουν την εκτέλεση της διατάξεώς
του για την απόλυση του κατηγορουμένου. 22 βλ. Παρατηρήσεις Π. Τόρβα στην 123/200 απόφ.
Τριμ Εφ. Αιγαίου, σε Ποιν. Δικαιοσύνη 2000 σελ 1212, βλ. 4276/1996 Τριμ. Πλημ. Λάρισας, Α
Κονταξης «κώδικας Ποινικής δικονομίας» συνδυασμός Θεωρίας και πράξης εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλας Αθήνα 2006 σελ. 2709
20 βλ Γ. Βαβαρέτος ΚΠΔ εκδ Σάκκουλα 1982 σελ 1122, Εγκ.Εισ.ΑΠ 7/1963, ΠΧρ 1973, σ.409 η
οποία περιείχε σύσταση προς τους δικαστικούς γραμματείς να αρνούνται την σύνταξη
εκθέσεως ασκήσεως ενδίκων μέσων όταν ο νόμος τα απαγορεύει
21 βλ. Α. Ζαχαριάδης «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα» εκδ. Σάκκουλα Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 1999 σελ 435, 436
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

της ανασταλτικό τητας είναι η παραδεκτή ά σκηση αυτού αλλά και διό τι η πρό βλεψη
του ά ρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ ό τι μαζί με την από ρριψη του ενδίκου μέσου ως
απαρά δεκτου διατά σσεται και η εκτέλεση της από φασης δεν σημαίνει ό τι μέχρι
τό τε η από φαση και το βού λευμα δεν εκτελείται έστω και αν είναι απαρά δεκτο.
Απλά με την διά ταξη αυτή κυρώ νεται από το αρμό διο δικαστή ριο ή δικαστικό
συμβού λιο η τυχό ν διαταχθείσα από τον εισαγγελέα εκτέλεση της από φασης ή του
βουλεύ ματος που προσβλή θηκαν. Συνεπώ ς και προ της κηρύ ξεως του απαραδέκτου
κατά το ά ρθρο 476 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας αφού διαπιστώ σει το απαρά δεκτο μπορεί να
διατά ξει την εκτέλεση. 22

Συνεπώ ς το απαρά δεκτα ασκηθέν ένδικο μέσο δεν μπορεί να αναστείλει την
εκτέλεση της προσβαλλό μενης από φασης, με την επιφύ λαξη της διά ταξης του
ά ρθρου 476 ΚΠΔ για την οποία θα γίνει λό γος στη συνέχεια.

3.3 Παραπεμπτικά βουλεύματα


Αναφορικά με τα παραπεμπτικά βουλεύ ματα, η έννοια του ανασταλτικού
αποτελέσματος της έφεσης εντοπίζεται στα εξή ς δύ ο σημεία :Α. Αναστέλλεται η
εισαγωγή της υπό θεσης στο ακροατή ριο μέχρι να καταστεί αμετά κλητο το
βού λευμα που τον παραπέμπει. Β. δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της διά ταξης του
βουλεύ ματος που διατά σσει σύ λληψη ή προσωρινή κρά τηση.

3.4. Α. Απαγόρευση εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο πριν


καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα
-Έννοια αμετάκλητου βουλεύματος – σχετικώς/ολικώς αμετάκλητο

Όπως προαναφέρθη προκειμένου να παραπεμφθεί ο κατηγορού μενος απαιτείται


αμετά κλητο βού λευμα. Αυτό προκύ πτει από τις διατά ξεις των ά ρθρων 314 εδ. β’ το
οποίο ορίζει ό τι αν το βού λευμα (του συμβουλίου πλημμελειοδικώ ν) γίνει
αμετά κλητο ο καλού μενος καλείται στο ακροατή ριο και 319 παρ. 5 εδ β’ ΚΠΔ το
οποίο επαναλαμβά νει ό τι μό λις καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα (του Συμβουλίου
Εφετώ ν) γίνεται η κλή ση του κατηγορουμένου κατά τα ά ρθρα 321 επ.

Αμετά κλητο καθίσταται το βού λευμα ό ταν δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί κανένα
ένδικο μέσο από ό λα τα πρό σωπα τα δικαιού μενα να το προσβά λλουν, δηλαδή
22 βλ. Α. Ζαχαριάδης «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα» εκδ. Σάκκουλα Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 1999 σελ 435, 436, Μαργαρίτης ο.π. σελ 274, Κονταξής ο.π. σελ 2711

7
πλέον σή μερα από τον κατηγορού μενο και τον Εισαγγελέα. Αυτό μπορεί να συμβεί
για δύ ο λό γους, α) γιατί παρή λθε ά πρακτη η νό μιμη προθεσμία χωρίς να ασκηθεί
κανένα ένδικο μέσο, αυτό συμβαίνει ό ταν παρέλθει η αντίστοιχη κατ’ αριθμό μέρα
του επό μενου μή να και αν δεν υπά ρχει ο αντίστοιχος αριθμό ς υπολογίζουμε την
τελευταία του ίδιου μή να με βά ση το ά ρθρο 243 ΑΚ23 β) γιατί ασκή θηκε το
επιτρεπό μενο ένδικο μέσο και εκδό θηκε από φαση επί αυτού .

Νομολογία και θεωρία έχει απασχολή σει το ζή τημα του κατά πό σο το βού λευμα που
παραπέμπει τον κατηγορού μενο πρέπει να είναι ολικώ ς ή σχετικώ ς αμετά κλητο. Με
τον ό ρο ολικώ ς αμετά κλητο νοείται το βού λευμα ό ταν έχει παρέλθει η προθεσμία
για ό λα τα δικαιού μενα να το προσβά λλουν πρό σωπα. Αν δηλαδή προκειμένου να
παραπεμφθεί ο κατηγορού μενος πρέπει το βού λευμα να καταστεί αμετά κλητο ως
προς ό λους τους συγκατηγορουμένους που παραπέμπονται για την ίδια πρά ξη, αλλά
και για τον Εισαγγελέα. Με τον ό ρο σχετικώ ς αμετά κλητο νοείται το βού λευμα ό ταν
παρέλθει η προθεσμία μό νο ως προς τον κατηγορού μενο, ενώ ως προς τον
συγκατηγορού μενό του ή τον Εισαγγελέα μπορεί να εκκρεμεί η ά σκηση ενδίκου
μέσου.

Σύ μφωνα με μία ά ποψη το αμετά κλητο του βουλεύ ματος των διατά ξεων 314 και
319 παρ. 5 ΚΠΔ ετέθη με την έννοια του σχετικώ ς αμετά κλητου24. Ο
κατηγορού μενος δηλαδή δεν δύ ναται να προβά λλει αντιρρή σεις προς την πρό οδο
της δίκης για το λό γο ό τι το βού λευμα δεν έχει καταστεί αμετά κλητο για έναν
συγκατηγορού μενό του ο οποίος παραπέμπεται για την ίδια ή για ά λλη πρά ξη λό γω
του ό τι δεν επιδό θηκε προς αυτό ν αμετά κλητο βού λευμα.

23 «προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου
μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε και αν δεν υπάρχει αντίστοιχη η
τελευταία του μηνός»
24 βλ. Α. Ζύγουρας Αντιεισαγγελέας ΑΠ «Η εισαγωγή εις το ακροατήριο του κατηγορουμένου
που παραπέμπεται με βούλευμα», Ποιν. Δικ. 2007, σελ 457, σύμφωνα με τον οποίο «το
συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της
εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης. Δεν έχει νόημα ο Εισαγγελέας να αναμένει να καταστεί
αμετάκλητο το βούλευμα ως προς άλλους συγκατηγορουμένους παραπεμπομένους δια του
αυτού βουλεύματος για άλλες πράξεις .. και μάλιστα όταν σε σχέση με τον κατηγορούμενο
επίκειται παραγραφή του αξιόποινου της πράξης για την οποία παραπέμπεται». Την αιτιολογία
αυτή, την οποία χρησιμοποιεί και η ΑΠ 137/2015 σχολιάζει ο Παπαδαμάκης ο οποίος θεωρεί
ότι συγχέονται δύο διαφορετικά πράγματα ήτοι το αμετάκλητο της παραπομπής και η
παραγραφή του αξιοποίνου ενώ από το γράμμα του νόμου δεν προκύπτει ότι εξαρτάται η
συνδρομή του απόλυτα αμετακλήτου από τον κίνδυνο παραγραφής ούτε και από το συμφέρον
του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Σύ μφωνα με αντίθετη ά ποψη, το αμετά κλητο του βουλεύ ματος των διατά ξεων 314
και 319 παρ. 5 ΚΠΔ ετέθη με την έννοια του ολικώ ς αμετά κλητου. Συνεπώ ς δεν
δύ ναται να επιδοθεί κλή ση προς εμφά νιση στο ακροατή ριο στον κατηγορού μενο ως
προς τον οποίο το βού λευμα έχει καταστεί αμετά κλητο, εφό σον αυτό δεν έχει
καταστεί αμετά κλητο είτε ως προς ά λλον συγκατηγορού μενό του είτε ως προς τον
Εισαγγελέα λό γω μη παρέλευσης της προθεσμίας ασκή σεως ένδικων μέσων από
αυτό ν. Την ίδια ά ποψη ακολουθεί και το μεγαλύ τερο μέρος της θεωρίας 25, σύ μφωνα
με τα αρ.314, 319 ό ταν η υπό θεση εισά γεται στο ακροατή ριο πρέπει κά θε
δυνατό τητα ανατροπή ς του βουλεύ ματος είναι αποκλεισμένη και εφό σον ο
εισαγγελέας ΑΠ έχει ακό μη δικαίωμα να ασκή σει αναίρεση στο βού λευμα και να
ανατρέψει την παραπομπή , αυτή η δυνατό τητα δεν είναι αποκλεισμένη και
ορθό τερο λοιπό ν να γίνεται δεκτό το ολικό αμετά κλητο.

Ορθό τερη φαίνεται η ά ποψη περί ολικώ ς αμετά κλητου βουλεύ ματος διό τι τη στιγμή
που εκκρεμεί η ά σκηση ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα αυτό σημαίνει ό τι η
παραπομπή και ά ρα η κατηγορία να ανατραπεί. Και θα ή ταν ά τοπο και σε αντίθεση
της αρχή ς της δίκαιης δίκης (ά ρθρο 20 Σ) να παραπέμπεται ο κατηγορού μενος να
δικαστεί με ένα βού λευμα το οποίο μπορεί τη στιγμή ή στη συνέχεια να ακυρωθεί
λό γω της ευδοκίμησης της αναίρεσης του Εισαγγελέα.

Όσον αφορά τη νομολογία παρατηρού με μια μεταστροφή αναφορικά με το


συγκεκριμένο ζή τημα. Μέχρι και το έτος 2008 δεχό ταν ολικώ ς αμετά κλητο
βού λευμα26. Προκειμένου να παραπεμφθεί ο κατηγορού μενος στο ακροατή ριο,
έπρεπε να εκπνεύ σει και η προθεσμία του Εισαγγελέα να ασκή σει αναίρεση. Μετά
το 2008 η νομολογία έκανε στροφή προς το αυστηρό τερο δεχό μενη ό τι προκειμένου
να καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα αρκεί να παρέλθουν ά πρακτες οι δέκα μέρες
που ο κατηγορού μενος δικαιού ται να ασκή σει έφεση χωρίς να ενδιαφέρει αν
παρή λθε ή ό χι η προθεσμία για τον Εισαγγελέα.27

25 βλ. Μαργαρίτης ο.π., σελ 102, Α. Παπαδαμάκης «Ποινική Δικονομία Θεωρία – πράξη - νομολογία»
εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη 2017 σελ 694
26 βλ. 1588/2004 ποιν. Δικ. 2005 σελ 103, ΑΠ 1935/2006 ποιν. Χρον. 2007 σελ 814, οι οποίες
δέχτηκαν σχετική ακυρότητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο διότι αυτή
επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα με την παρέλευση και της προθεσμίας
ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
27 Βλ. ΑΠ 532/2011ΠΧρ2012, σελ 180, ΑΠ 570/2008 ΠοινΔικ2008, σ.421, 137/2015 ΑΠ ΠΧρ 2016 σελ
276

7
Η σπουδαιό τητα του συγκεκριμένου θέματος έγκειται στο γεγονό ς ό τι από την
επίδοση της κλή σης ξεκινά ει η αναστολή εν επιδικία και προκειμένου να μην
υποπέσει το αδίκημα σε παραγραφή η επίδοση της κλή σης πρέπει να λά βει χώ ρα
αφενό ς για τα πλημμελή ματα εντό ς 5 ετώ ν από την τέλεση ενώ για τα
κακουργή ματα εντό ς 15/20 ετώ ν.28 Και αυτό ς είναι ο λό γος που η νομολογία έκανε
στροφή υπέρ του σχετικώ ς αμετά κλητου βουλεύ ματος προκειμένου να αποφύ γει
τον κίνδυνο παραγραφή ς αδικημά των στο διά στημα που το βού λευμα είχε αφενό ς
καταστεί αμετά κλητο από τον κατηγορού μενο αλλά εκκρεμού σε η ά σκηση ενδίκου
μέσου από τον εισαγγελέα.

-Επίδοση της κλήσης πριν το αμετάκλητο του βουλεύματος - συνέπειες


Σε περίπτωση που η υπό θεση εισαχθεί στο ακροατή ριο πριν καταστεί αμετά κλητο
το βού λευμα αυτό αποτελεί λό γο αναίρεσης της από φασης για υπέρβαση εξουσίας29
λό γω έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου την οποία μό νο η αμετά κλητη
παραπομπή παρέχει σε αυτό 30.

Σε περίπτωση που επιδοθεί στον κατηγορού μενο μό νο κλή ση προς εμφά νιση χωρίς
να του επιδοθεί το παραπεμπτικό βού λευμα, από συνδυασμό 314 β, 319 παρ.5.β.,
320 παρ.1 και 321 παρ 2, 5 ΚΠΔ προκύ πτει ρητά σχετική ακυρό τητα της κλή σης
κατά το 170 παρ. 131 η οποία αν δεν καλυφθεί αποτελεί λό γο αναιρέσεως (510 παρ.
α’ περ. β’). Ενώ έχει υποστηριχθεί 32 ό τι μπορεί να θεμελιωθεί και από λυτη
ακυρό τητα λό γω της παραβίασης του δικαιώ ματος του για να ασκή σει ένδικο μέσο
ή να πληροφορηθεί την εναντίον του κατηγορία κατά αρ. 6 παρ. 3 α’ της ΕΣΔΑ.

Ωστό σο ζή τημα έχει ανακύ ψει για την περίπτωση που το παραπεμπτικό βού λευμα
επιδίδεται στον κατηγορού μενο πριν καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα η εκδίκαση
ό μως της υπό θεσης γίνεται αφού καταστεί αμετά κλητο το βού λευμα. Για το ζή τημα
αυτό έχουν διατυπωθεί διά φορες από ψεις .

28 βλ. 113 παρ. 2 ΠΚ σε συνδυασμό με το 111 ΠΚ «η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται


για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η
καταδικαστική απόφαση» και σύμφωνα με τον ΑΠ όσον αφορά την παραπομπή με βούλευμα,
η κύρια διαδικασία ξεκινάει από την επίδοση της κλήσης προς εμφάνιση.
29 Βλ. 510 παρ. 1 Η’ ΚΠΔ
30 Βλ. Α. Κονταξής κώδικας ποινικής δικονομίας – συνδυασμός θεωρίας και πράξης, εκδ Αντ Ν.
Σάκκουλα αθήνα 2006 σελ. 2038
31 Βλ. ΑΠ 1314/84 ποιν.χρ. 1985 σελ 333
32 Βλ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης, ο.π., σελ. 408, υποσ. 402
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Κατά μία ά ποψη , η οποία είναι κρατού σα και στη νομολογία 33 η επίδοση της κλή σης
πριν καταστεί ακό μα και σχετικώ ς αμετά κλητο το βού λευμα παρά γει σχετική
ακυρό τητα του ακροατηρίου, με το εξή ς σκεπτικό . Σύ μφωνα με το ά ρθρο 321 παρ. 2
η κλή ση για εμφά νιση πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βού λευμα. Και
παρό λο που το ά ρθρο δεν αναφέρει τον ό ρο αμετά κλητο παραπεμπτικό βού λευμα,
ωστό σο τον υπονοεί και αυτό διό τι το 321 ΚΠΔ παραπέμπει στο ά ρθρο 320 το
οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στο ά ρθρο 314 και το 319 παρ. 5 εδ β’ ό που κά νει
λό γω για το αμετά κλητο. Την ίδια ά ποψη ακολουθεί και ο κ. Παπαδαμά κης34 ο
οποίος υποστηρίζει ό τι οι διατά ξεις των ά ρθρων 314 β’ και 321 παρ. 2 ΚΠΔ
αποτελού ν μια διαδικαστική ενό τητα με την έννοια ό τι το παραπεμπτικό βού λευμα
συνέχεται με τον αμετά κλητο χαρακτή ρα του. Συνεπώ ς σύ μφωνα με την ά ποψη της
νομολογίας η επίδοση του βουλεύ ματος πριν καταστεί αμετά κλητο θεωρείται
ά κυρη και δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της επίδοσης ή τοι την έναρξη της κύ ριας
διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφή ς.

Κατά ά λλη ά ποψη35 παρά γεται και σχετική και από λυτη ακυρό τητα. Η από λυτη
ακυρό τητα που θεμελιώ νεται στο ά ρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ με την αιτιολογία ό τι η
βεβιασμένη επίδοση της κλή σεως ακρωτηριά ζει ουσιαστικά το δικαίωμα του
κατηγορουμένου να ασκή σει τα ένδικα μέσα που του χορηγεί ο νομοθέτης. Με τον
τρό πο αυτό ακυρώ νεται η διαδικαστική ευχέρεια να προβά λλει μέσω των ενδίκων
μέσων αντιρρή σεις για την παραπομπή του ό πως αυτή κρίθηκε από το πρωτό δικο
βού λευμα γεγονό ς που συνδέεται με το δικαίωμα ακροά σεως και την
προστατευτική λειτουργία των ενδίκων μέσων η οποία έτσι ακυρώ νεται.

Κατά ά λλη ά ποψη 36


καμία ακυρό τητα δεν βρίσκει έρεισμα στο νό μο. Από λυτη
ακυρό τητα δεν υφίσταται διό τι δυνατό τητα ασκή σεως ενδίκων μέσων και
συζητή σεώ ς τους προ της εκδίκασης της υπό θεσης στο ακροατή ριο υπά ρχει,
δεδομένου ό τι ο προσδιορισμό ς της υπό θεσης γίνεται σε χρό νο πολύ μεταγενέστερο
της επίδοσης του παραπεμπτικού βουλεύ ματος. Περαιτέρω σχετική ακυρό τητα δεν
υφίσταται καθό σον στα ά ρθρα 314 εδ β΄ και 319 παρ. 5 εδ β’ δεν απειλείται
33 Βλ. Συμβ. ΑΠ 360/2001 Ποιν Δικ 2001 σελ 598, 1668/2002 Αρμ. 2002 σελ 1844, 1588/2004 σε
ΝΟΜΟΣ
34 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 693
35 Βλ. Γ. Καλφέλης «επίδοση κλήσης στον κατηγορούμενο για να εμφανιστεί στο δικαστήριο πριν
καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα» σε Υπερ 1993 σελ 183 επ, Ανδρουλάκης
36 Βλ. παρατηρήσεις Μαργαρίτη σε ΑΠ 360/2001 Ποιν Δικ 2001 σελ 598 και ΑΠ 1314/1984 Ποιν.
Χρον. 1985 σελ. 333

7
ακυρό τητα ενώ η ακυρό τητα του ά ρθρου 321 προϋ ποθέτει μη επίδοση του
παραπεμπτικού βουλεύ ματος.

Ορθό τερη είναι η τελευταία ά ποψη κατά την οποία δεν επέρχεται καμία ακυρό τητα
από την επίδοση της κλή σης πριν το αμετά κλητο του βουλεύ ματος και αυτό διό τι με
την επίδοση της κλή σης δεν σημαίνει ό τι ο κατηγορού μενος θα οδηγηθεί και στο
ακροατή ριο αμέσως. Αντίθετα, μέχρι την συζή τηση επί ακροατηρίου μεσολαβεί ένα
ικανό διά στημα μέσα στο οποίο μπορεί να ασκή σει τα επιτρεπό μενα ένδικα μέσα.
Συνεπώ ς αν καταφέρει και ανατρέψει το βού λευμα που τον οδή γησε στο
ακροατή ριο αυτό σημαίνει ό τι ακυρώ νεται και η κλή ση και ά ρα ο κατηγορού μενος
δεν παραπέμπεται. Περαιτέρω ού τε και σχετική ακυρό τητα υπονοείται καθό σον αν
ο νομοθέτης ή θελε αυτό θα το ό ριζε ρητά ό πως κά νει στην παρ. 4 του ιδίου ά ρθρου
και δεν συνά γεται από πουθενά η βού λησή του να υπονοή σει κά τι τέτοιο.

-Χρόνος προβολής της σχετικής ακυρότητας


Κατά κανό να σύ μφωνα με το 173 ΚΠΔ μια σχετική ακυρό τητα η οποία αναφέρεται
σε πρά ξη της διαδικασίας στο ακροατή ριο κύ ριας ή προπαρασκευαστική ς μπορεί να
προταθεί μέχρι να εκδοθεί για την κατηγορία οριστική από φαση σε τελευταίο
βαθμό . Τον κανό να αυτό έρχεται να ανατρέψει το ά ρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ σύ μφωνα
με το οποίο για περιοριστικά αναφερό μενες στο νό μο ακυρό τητες ό πως η
ακυρό τητα της κλή σης στο ακροατή ριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος ισχύ ει το
τεκμή ριο σιωπηρή ς αποδοχή ς τους (170 παρ. 1, 173 παρ. 1 και 174 ΚΠΔ), δηλαδή ,
αναφορικά με το χρό νο προβολή ς τους, η ακυρό τητα καλύ πτεται αν εκείνος που
κλητεύ θηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβά λλει αντιρρή σεις για την πρό οδό της.

Με το ό ρο πρό οδο της δίκης η κυρίαρχη ά ποψη θεωρού σε μέχρι πρό τινος ό τι το
σημείο αυτό ταυτιζό ταν με την έναρξη της αποδεικτική ς διαδικασίας ό πως
συγκεκριμένα αυτό ορίζεται στο 68 παρ. 2 για την παρά σταση πολιτική ς αγωγή ς ή
στο 126 ΚΠΔ για την κατά τό πο αρμοδιό τητα. Ωστό σο ο ΑΠ40 επιχειρώ ντας να
ερμηνεύ σει χρονικό σημείο έναρξης της συζή τησης στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο
κατά το 501 παρ. 4 ό ρισε ό τι η έναρξη της συζή τηση που αναφέρεται στο ά ρθρο
αυτό ταυτίζεται με τον ό ρο πρό οδο της δίκης, κά τι που σημαίνει ό τι η προβολή της
σχετική ς ακυρό τητας είναι ο πρώ τος ισχυρισμό ς που πρέπει ο κατηγορού μενος να
επικαλεστεί μό λις εκφωνηθεί το ό νομά του. Συνεπώ ς αν δεν προταθεί στο σημείο
αυτό καλύ πτεται, αν προβληθεί και απορριφθεί μπορεί να προταθεί στο εφετείο με
ειδικό λό γο έφεσης.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Αυτή η επιλογή του Αρείου Πά γου ωστό σο δεν είναι σαφές ό τι θα ενσωματωθεί στη
δικαστηριακή πρακτική καθό σον σε επίπεδο ουσίας δεν θεωρείται ορθή επιλογή για
το λό γο ό τι υποχρεώ νει τον κατηγορού μενο, να προβά λλει την ένσταση ακυρό τητας
της κλή σεως ερή μην του πολιτικώ ς ενά γοντος, εφό σον κατά το χρονικό εκείνο
σημείο δεν έχει ακό μα νομιμοποιηθεί η παρά σταση πολιτική ς αγωγή ς σύ μφωνα με
το 68 παρ. 2. Συνεπώ ς προβά λλεται ένα τό σο σημαντικό θέμα το οποίο σχετίζεται
ά μεσα με την παραγραφή του αδική ματος σε χρό νο ό που η πολιτική αγωγή δεν
μπορεί να υποβά λλει αντιρρή σεις επί αυτού .

40
Βλ. 435/2017 σε ΝΟΜΟΣ « Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1 και 174
παρ. 2 του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α της Ε.Σ.Δ.Α. προστατευόμενα
δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321
Κ.Ποιν.Δ.), όπως είναι και εκείνη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι σχετική, ως
αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι’ αυτό και αν ο
κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης,
αντιρρήσεις στην πρόοδο της, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται
έγκυρο και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή. Έτσι,
απώτατο χρονικό διαδικαστικό σημείο, που μπορεί ο κατηγορούμενος να προβάλει, την ακυρότητα
του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρωτοβάθμια δίκη και τις αντιρρήσεις του στην πρόοδο της δίκης,
για να μην καλυφθεί η υπάρχουσα σχετική ακυρότητα, είναι η έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης,
δηλαδή η έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, η οποία έναρξη συμπίπτει με την απαγγελία της
κατηγορίας και όχι οπωσδήποτε με την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας, που γίνεται με την
έναρξη εξετάσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οιουδήποτε αποδεικτικού
μέσου. Μετά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή την έναρξη της εκδικάσεως της
υποθέσεως, που συντελείται με την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και την απαγγελία της
κατηγορίας από τον εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια
ακυρότητα αργότερα, ούτε και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την
εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, πολύ δε
περισσότερο δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά τέτοια ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος μετά
την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Τούτο συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 68 και
126 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες, σε αντίθεση με την ειδική διαφορετική διατύπωση του ανωτέρω
άρθρου 174 παρ. 2, προβλέπεται ρητά ότι η δήλωση πολιτικής αγωγής και η ένσταση της κατά τόπο
αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, μπορεί να προβληθούν μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας.
3.3. β. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και διάταξη του βουλεύματος για
επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.
Στο ά ρθρο 315 παρ. 3 το συμβού λιο παραπέμποντας τον κατηγορού μενο στο
ακροατή ριο αν συντρέχει νό μιμη περίπτωση μπορεί με το βού λευμα να επιβά λλει
περιοριστικού ς ό ρους ή να διατά ξει την σύ λληψη και την προσωρινή του κρά τηση.
Το ζή τημα που ανέκυψε είναι αν η ασκηθείσα έφεση από τον κατηγορού μενο
αναστέλλει την εκτέλεση της διά ταξης που επιβά λει τα ως ά νω μέτρα δικονομικού
καταναγκασμού .

7
Όσον αφορά την σύ λληψη και την προσωρινή κρά τηση ξεκά θαρη απά ντηση μας
δίνει το ά ρθρο 471 παρ. 1 εδ. β’ σύ μφωνα με το οποίο το ένδικο μέσο που
ασκή θηκε εμπρό θεσμα και νομό τυπα καθώ ς και η προθεσμία για την ά σκησή του
δεν αναστέλλει την διά ταξη του βουλεύ ματος που αφορά τη σύ λληψη και την
προσωρινή κρά τηση. Συνεπώ ς ο κατηγορού μενος σε αυτή ν την περίπτωση πρέπει
να υποβληθεί σε εκτέλεση της διά ταξης για τη σύ λληψη και την προσωρινή
κρά τηση ακό μα και αν ασκή σει νομό τυπα και παραδεκτά έφεση κατά του
βουλεύ ματος που τον παραπέμπει.37

Το ίδιο ά ρθρο ό μως παρό λο που κά νει λό γο για σύ λληψη και προσωρινή κρά τηση
δεν κά νει λό γο για περιοριστικού ς ό ρους κά τι που δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά
με την τύ χη της διά ταξης για την επιβολή περιοριστικώ ν ό ρων μετά από ασκηθέν
ένδικο μέσο από τον κατηγορού μενο.

Κατά μία ά ποψη38, η ισχύ ουσα εξαίρεση από την ανασταλτική δύ ναμη των ενδίκων
μέσων ως προς τη διά ταξη περί συλλή ψεως και προσωρινή ς κρά τησης
καταλαμβά νει για την ταυτό τητα του νομικού λό γου και τυχό ν διά ταξη για επιβολή
περιοριστικώ ν ό ρων. Οι περιοριστικοί ό ροι δεν συμπεριελή φθησαν από προφανή
παραδρομή σύ μφωνα με την ά ποψη αυτή και θα πρέπει συνεπώ ς η απαγό ρευση
αναστολή ς να εφαρμοστεί αναλογικά και σε αυτού ς. Μά λιστα ό πως χαρακτηριστικά
αναφέρεται αυτό δεν συνιστά ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή σε βά ρος του
κατηγορουμένου αλλά συμπλή ρωση μιας προφανού ς παραδρομή ς.

39
Κατά αντίθετη ά ποψη, τό σο η προθεσμία ό σο και η ά σκηση του ενδίκου μέσου
αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετική ς με τους περιοριστικού ς ό ρους διά ταξης, για
το λό γο ό τι δεν είναι επιτρεπτό ς ο αποκλεισμό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος
και η δημιουργία ερμηνευτικώ ν κατασκευώ ν και μά λιστα σε βά ρος του
κατηγορουμένου χωρίς να υπά ρχει ρητή νομοθετική πρό βλεψη.
37 Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 478 παρ. 2 και 482 παρ. 2 όπως ίσχυαν προ του Ν
3346/2005 ο κατηγορούμενος έπρεπε να υποβάλλει τον εαυτό του σε εκτέλεση της διάταξη
αυτής (έκθεση αυθόρμητης προσέλευσης) και αυτό αποτελούσε προϋπόθεση του παραδεκτού
του ενδίκου μέσου, επίσης απαράδεκτη θεωρούνταν η έφεση αν κατηγορούμενος υπέβαλλε
τον εαυτό του σε εκτέλεση και στη συνέχεια αποδρούσε από την φυλακή βλ. και 2276/2002 ΑΠ
σε ΠοινΧρ 2003 σελ 812, για το παραδεκτό της εφέσεως κατά βουλεύματος με το οποίο
διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου απαιτείται, εφόσον αυτός δεν έχει
υποβληθεί σε εκτέλεση του βουλεύματος να υφίσταται λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου
κωλύματος ένεκα του οποίου είναι αδύνατη η κράτησή του..»
38 Βλ. Γ. Πεπονής αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων και
περιοριστικοί όροι, ΠοινΧρ 1996 σελ 317 επ
39 Βλ. Α. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 695, Μαργαρίτης ο.π. σελ 279
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Ωστό σο ορθό τερο θα ή ταν να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή της απαγό ρευσης
ανασταλτικό τητας και στους περιοριστικού ς ό ρους. Εφό σον το συμβού λιο κρίνει ό τι
πρέπει να επιβληθού ν περιοριστικοί ό ροι προκειμένου να εξασφαλιστεί η παρουσία
του κατηγορουμένου στο ακροατή ριο και η υποβολή του στην εκτέλεση της τυχό ν
επιβληθείσας ποινή ς, θα ή ταν αντίθετο στο σκοπό που εξυπηρετού ν τα μέτρα
δικονομικού καταναγκασμού η χορή γηση αναστολή ς, η οποία έτσι θα καταστού σε
την διά ταξη αυτή του συμβουλίου ά νευ αντικειμένου. Διό τι το συμβού λιο
λαμβά νοντας υπό ψη την αρχή της επικουρικό τητας και το τεκμή ριο αθωό τητας
έκρινε ό τι η επιβολή των περιοριστικώ ν μέτρων είναι το απολύ τως αναγκαία μέτρο
που πρέπει να επιβληθεί προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού o οποίος θα έχανε
την πρακτική τoυ σημασία αν καλυπτό ταν από αναστολή .

3.4 Μη παραπεμπτικά βουλεύματα


Με τον ό ρο μη παραπεμπτικά βουλεύ ματα εννοού με αυτά που αποφαίνονται να μη
γίνει κατηγορία, αυτά που παύ ουν προσωρινά την ποινική δίωξη40, αυτά που
παύ ουν οριστικά την ποινική δίωξη ή αυτά που την κηρύ σσουν απαρά δεκτη41.

Καταρχά ς να σημειωθεί ό τι επί απαλλακτικώ ν βουλευμά των δικαίωμα για ά σκηση


ενδίκων μέσων έχει ο Εισαγγελέας Εφετώ ν ο οποίος μπορεί να ασκή σει έφεση σε
οποιοδή ποτε βού λευμα του συμβουλίου πλημ/κων (479 παρ. 1 ΚΠΔ) και ο
Εισαγγελέας πλημ/κων, εφετώ ν και ΑΠ οι οποίοι μπορού ν να ασκή σουν αναίρεση
(483 ΚΠΔ).

Συνεπώ ς αυτό που έχει σημασία στην περίπτωση αυτού του είδους των
βουλευμά των είναι το αν ο κατηγορού μενος που είναι ή δη προσωρινά κρατού μενος
θα απολυθεί ή ό χι.

Ειδικό τερα

3.4.1 Βουλεύματα αποφαινόμενα να μη γίνει κατηγορία.


Στις περιπτώ σεις του ά ρθρου 310 ΚΠΔ το συμβού λιο μπορεί να εκδώ σει βού λευμα
με το οποίο να αποφαίνεται ό τι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Εφό σον ό μως ο
κατηγορού μενος ή ταν προσωρινά κρατού μενος ή του είχαν επιβληθεί περιοριστικοί
ό ροι το συμβού λιο θα διατά ξει στην περίπτωση αυτή και την από λυση του
κατηγορουμένου από τις φυλακές ή την παύ ση ισχύ ος των περιοριστικώ ν ό ρων.

40 311 ΚΠΔ
41 310 ΚΠΔ

7
Ωστό σο το ζητού μενο σε αυτή ν την περίπτωση είναι το κατά πό σο το ασκηθέν από
τον Εισαγγελέα ένδικο μέσο θα αναστείλει την από λυση του κατηγορουμένου από
την φυλακή , κά τι το οποίο εξαρτά ται από την πρό ταση του Εισαγγελέα.

Το ά ρθρο 471 παρ. 1 εδ. τελ. ορίζει ρητά ό τι αν με σύ μφωνη γνώ μη του Εισαγγελέα
το βού λευμα αποφαίνεται ό τι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ποτέ δεν αναστέλλεται
η από λυση του κατηγορού μενου από τις φυλακές. Εξ αντιδιαστολή ς της ανωτέρω
διά ταξης συνά γεται ό τι αν το βού λευμα αποφαίνεται ό τι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία παρά την αντίθετη εισαγγελική πρό ταση η προθεσμία αλλά και η ά σκηση
ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα εμποδίζουν την από λυση του προσωρινά
κρατού μενου κατηγορουμένου. Η διά ταξη αυτή είχε πεδίο εφαρμογή ς προ του Ν
3904/2010 και αποτελού σε μια υπερτίμηση της αντίθετης θέσεως του Εισαγγελέα
και βασιζό ταν στη σκέψη ό τι ακό μα και αν είναι απαλλακτικό το βού λευμα ο
Εισαγγελέας εφό σον είναι αντίθετος θα ασκή σει έφεση, συνεπώ ς προκειμένου να
αποφευχθεί ο κίνδυνος να διαφύ γει ο κατηγορού μενος γινό ταν δεκτό ό τι
αναστέλλονταν η διά ταξη περί από λυσης του.

Ωστό σο η διά ταξη αυτή ή ταν συνυφασμένη με την τό τε πρό βλεψη του ά ρθρου 487
το οποίο επέτρεπε έφεση από τον κατηγορού μενο και κατά απαλλακτικώ ν
βουλευμά των. Στην περίπτωση αυτή ίσχυε ό τι αν κατά απαλλακτικού βουλεύ ματος
με αντίθετη πρό ταση του Εισαγγελέα ασκή σει έφεση ο κατηγορού μενος,
αναστέλλεται η εκτέλεση του βουλεύ ματος περί από λυσή ς του. Ωστό σο τέτοια
πρό βλεψη δεν υπά ρχει σή μερα διό τι μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3904/2010,
δικαιού μενος να ασκή σει έφεση κατά απαλλακτικού βουλεύ ματος του συμβουλίου
πλημμελειοδικώ ν σύ μφωνα με το αρ. 479 ΚΠΔ είναι μό νο ο Εισαγγελέας Εφετώ ν και
επειδή αρ. 479 ΚΠΔ ορίζεται ρητά ό τι η προθεσμία και η έφεση που ασκή θηκε δεν
αναστέλλουν την αποφυλά κιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το
προσβαλλό μενο βού λευμα , οδηγού μαστε στο συμπέρασμα ό τι ανεξαρτή τως ποια
είναι η γνώ μη του Εισαγγελέα ό ταν έχουμε απαλλακτικό βού λευμα ο
κατηγορού μενος απολύ εται.

Ειδική περίπτωση εισά γουν τα απαλλακτικά βουλεύ ματα αποφαινό μενα να μη γίνει
κατηγορία ελλείψει ικανό τητας προς καταλογισμό . Στην περίπτωση αυτή το
βού λευμα που διατά σσει τη φύ λαξη του ακαταλό γιστου και επικίνδυνου
εγκληματία δε θεραπευτικό κατά στημα πρέπει να αναπτύ σσει ά μεση
εκτελεστό τητα δεδομένου ό τι σε αυτή ν την περίπτωση η ά μεση εκτελεστό τητα
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

εξασφαλίζει την προστασία του κοινωνικού συνό λου από την επικινδυνό τητα του
κατηγορουμένου.42

3.4.2. Βουλεύματα που παύουν οριστικά ή κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική


δίωξη
Στην περίπτωση των βουλευμά των που παύ ουν οριστικά ή κηρύ σσουν απαρά δεκτη
την ποινική δίωξη ελλείψει ειδική ς νομοθετική ς πρό βλεψης γίνονται δεκτά τα
ακό λουθα. Η περίπτωση του ά ρθρου 471 παρ. 1 εδ. τελ. για την ταυτό τητα του
νομικού λό γου εφαρμό ζεται αναλογικά και σε αυτές τις περιπτώ σεις των
βουλευμά των με αποτέλεσμα να μην αναστέλλεται η από λυση του κατηγορουμένου
από τις φυλακές ό ταν η πρό ταση του εισαγγελέα είναι σύ μφωνη με το περιεχό μενο
του βουλεύ ματος.43

Ωστό σο ό ταν η Εισαγγελική γνώ μη είναι αντίθετη από το περιεχό μενο του
βουλεύ ματος που παύ ει οριστικά ή κηρύ σσει απαρά δεκτη την ποινική δίωξη, θα
πρέπει να γίνει δεκτό ό τι πά λι δεν εμποδίζεται η από λυση του προσωρινά
κρατού μενου κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή , ελλείψει ρητή ς πρό βλεψης
δεν μπορού με να κά νουμε αναλογική εφαρμογή και σε αυτού του είδους τα
βουλεύ ματα, διό τι έτσι διευρύ νουμε την εφαρμογή της διά ταξης ανεπίτρεπτα σε
βά ρος του κατηγορουμένου44.

3.4.3 Βουλεύματα που παύουν προσωρινά την ποινική δίωξη


Το συμβού λιο πλημμελειοδικώ ν ό ταν κρίνει ό τι υπά ρχουν ενδείξεις δεν είναι ό μως
επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατή ριο μπορεί να
παύ σει προσωρινά την ποινική δίωξη. Αυτή τη δυνατό τητα έχει για συγκεκριμένα
κακουργή ματα της ληστείας, της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, της κλοπή ς, της
ζωοκλοπή ς της εκβίασης και του εμπρησμού , σύ μφωνα με τις διατά ξεις των ά ρθρων
309 γ) και 311 ΚΠΔ. Η προσωρινή παύ ση της ποινική ς δίωξης επιλέγεται σε σχέση
με την απαλλαγή το κατηγορουμένου γιατί αν προκύ ψουν νέες ενδείξεις και
ενισχύ ουν τις παλαιό τερες μπορεί ο κατηγορού μενος να διωχθεί και πά λι για την
ίδια πρά ξη.

42 Βλ. «κώδικας ποινικής δικονομίας Αρβανίτης Καλφέλης Καράμπελας Μαργαρίτης σχόλια –


νομολογία» εκδ Νομική βιβλιοθήκη2001 σελ 1031
43 Βλ. Α. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 696, Α. Καρράς «κώδικας Ποινικής δικονομίας – συστηματική
ερμηνεία και μεθοδολογική κατ’ άρθρο ανάπτυξη» εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016 σελ 792
44 Βλ. Παπαδαμάκης, ο.π. σελ 696, Μαργαρίτης ο.π. σελ 280

7
Όταν το βού λευμα παύ ει προσωρινά την ποινική δίωξη, γίνεται δεκτό , ό πως
συνά γεται εξ αντιδιαστολή ς από τη ρύ θμιση του αρ. 471 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ, ό τι τό σο
η προθεσμία ό σο και η ά σκηση έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της διά ταξης για
την από λυση του κατηγορουμένου.45 Ωστό σο και εδώ έχει εφαρμογή το ά ρθρο 479
ΚΠΔ κατά το οποίο η έφεση που ασκείται από τον Εισαγγελέα Εφετώ ν καθώ ς και η
προθεσμία δεν αναστέλλουν την αποφυλά κιση του κατηγορουμένου που
διατά χθηκε με το προσβαλλό μενο βού λευμα.

4. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στις αποφάσεις


4.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Βασική διά ταξη η οποία ρυθμίζει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στο χώ ρο
των αποφά σεων είναι η διά ταξη του ά ρθρου 497 ΚΠΔ σε συνδυασμό με την διά ταξη
του ά ρθρου 471 ΚΠΔ.

Στο ά ρθρο 497 ΚΠΔ παρατηρού με μια σημαντική διαφοροποίηση αναφορικά με το


ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας για την ά σκηση της έφεσης. Ειδικό τερα
ενώ το ά ρθρο 471 ορίζει ό τι ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει τό σο το ασκηθέν ένδικο
μέσο ό σο και η προθεσμία για την ά σκησή του, βλέπουμε ό τι στο ά ρθρο 497 ΚΠΔ
αποκλείει την εφαρμογή της διά ταξης αυτή ς στο χώ ρο των αποφά σεων
προβλέποντας ειδικό τερα επί αποφά σεων ό τι ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μό νο η
έφεση που ασκείται παραδεκτά και ό χι η προθεσμία για την ά σκησή της. Αυτό
σημαίνει ό τι για ό σο διαρκεί η προθεσμία46 της εφέσεως η από φαση εκτελείται
ακό μα και αν η μελλοντική ά σκηση της έφεσης θα την αναστείλει.

Η συγκεκριμένη πρό βλεψη παρό τι φαίνεται εκ πρώ της ό ψης αυστηρή επιλογή
ωστό σο στοχεύ ει στην αποφυγή του κινδύ νου να καταστεί ο κατηγορού μενος
φυγό ποινος εκμεταλλευό μενος την διά ρκεια της προθεσμίας ασκή σεως του ενδίκου
μέσου. Για το λό γο αυτό στην πρά ξη παρατηρείται η παρουσία αστυνομική ς
συνοδείας, η οποία αμέσως μετά την απαγγελία της από φασης οδηγεί τον

45 Βλ. Παπαδαμάκης, ο.π. σελ 696, Μαργαρίτης ο.π. σελ 280


46 Βλ. 473 ΚΠΔ «δέκα μέρες από τη δημοσίευση της απόφασης εφόσον ο δικαιούμενος είναι
παρών κατά την απαγγελία της ή δέκα μέρες από την επίδοση εφόσον ο δικαιούμενος είναι
απών » 51 βλ. Πεπονής, οι συνέπειες του μη διορισμού αντικλήτου στην περί ασκήσεως
εφέσεως συντασσόμενη έκθεση, Ποιν.Χρ. 2002, σελ 279 Α) Διορισμός αντικλήτου στην έδρα
του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση στον οποίο θα γίνονται οι επιδόσεις. Β) δήλωση
ακριβούς διεύθυνσης κατοικίας. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών, δεν καθιστά την έφεση
απαράδεκτη, αλλά συνεπάγεται την άρση και μόνον του ανασταλτικού αποτελέσματός της και
την άμεση εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

κατηγορού μενο στο αρμό διο γραφείο, προκειμένου να ασκή σει την έφεση η οποία
θα του ενεργοποιή σει και την αναστολή .

Σε αντίθεση με την προθεσμία, η έφεση που ασκείται από νομιμοποιού μενο


πρό σωπο (463 ΚΠΔ), νομό τυπα με βά ση τα οριζό μενα του ά ρθρου 465 και 498
ΚΠΔ51, εμπρό θεσμα (473 ΚΠΔ) έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τις προϋ ποθέσεις
που θα αναλυθού ν στη συνέχεια.

4.2 Χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος από το


Πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα
Α. ποινές έως και 3 έτη - 497 παρ. 2
Όταν με την καταδικαστική από φαση επιβλή θηκε ποινή φυλακίσεως έως και τρία
έτη, η ασκηθείσα έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει
ό τι στην περίπτωση αυτή είναι επιλογή του νομοθέτη η χορή γηση ανασταλτικού
αποτελέσματος σε ό λες ανεξαιρέτως τις περιπτώ σεις για τις οποίες επιβά λλεται
αυτού του ύ ψους η ποινή , αποκλείοντας την ευχέρεια του δικαστηρίου.
Δικαιολογητικό ς λό γος του αυτοδίκαιου ανασταλτικού στις ποινές έως και 3 έτη
είναι η μειωμένη απαξία της αξιό ποινης συμπεριφορά ς , η μειωμένη επικινδυνό τητα
του δρά στη στον οποίο επιβά λλονται τό σο μικρές ποινές, σε συνδυασμό με το
τεκμή ριο αθωό τητας που πρέπει να διακατέχει την ποινική διαδικασία μέχρι την
αμετά κλητη καταδίκη του κατηγορουμένου.47

Στην περίπτωση αυτή λοιπό ν η από φαση θα εκτελεστεί μό νο ό ταν εκδοθεί


από φαση επί της εφέσεως. Ωστό σο, πρακτική σημασία έχει η εν λό γω διά ταξη στην
περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋ ποθέσεις για την χορή γηση αναστολή ς με
βά ση το ά ρθρο 99 ΠΚ, διό τι σε αντίθετη περίπτωση οι ποινή έτσι και αλλιώ ς δεν
εκτελείται ακό μα και μετά την από ρριψη της έφεσης λό γω της χορή γησης της
αναστολή ς του ά ρθρου 99 ΠΚ.

Προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο


Πριν από το Ν 3904/2010 αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα είχε η ποινή
φυλακίσεως μικρό τερη των 6 μηνώ ν υπό την προϋ πό θεση ό τι δεν είχε επιβληθεί
στον κατηγορού μενο προσωρινή κρά τηση. Αν η ποινή που επιβά λλονταν ή ταν 6

47 βλ. Μαργαρίτης, οπ. σελ 293

7
μηνώ ν ή μεγαλύ τερη, το ανασταλτικό εναπό κειτο στην κρίση του δικαστηρίου. Το
ό ριο των έξι μηνώ ν επικρινό ταν ως ιδιαίτερα χαμηλό το οποίο και δεν
εναρμονίζονταν με τις διατά ξεις της αναστολή ς και της μετατροπή ς, των ά ρθρων 82
και 99 ΠΚ ό πως ίσχυαν πριν την τροποποίηση από το Ν 3904/2010 ό που κατά
κανό να αναστέλλονταν ποινές στερητικές της ελευθερίας έως δύ ο ετώ ν. Με το
ισχύ ον νομοθετικό πλαίσιο το ύ ψος της επιβληθείσας ποινή ς ανέβηκε στα τρία έτη,
μετά από μια συνολική θεώ ρηση των ά ρθρων περί αναστολή ς και μετατροπή ς της
ποινή ς αλλά και για να αποσυμφωρηθού ν τα δευτεροβά θμια δικαστή ρια από
αιτή σεις αναστολή ς του ά ρθρου 497 παρ. 7.

Ωστό σο η νομοθετική αυτή αλλαγή κατακρίθηκε μονομερώ ς48 αποκαλού μενη ως


πραξικοπηματική και αντίθετη στο Σύ νταγμα της Ελλά δας, με την αιτιολογία ό τι το
αυτοδίκαιο της ποινή ς έως 3 έτη αφενό ς, αφαιρεί από τη δικαστική εξουσία τη
δυνατό τητα να ελέγξει την κά θε υπό θεση ξεχωριστά και να κρίνει αν ο
συγκεκριμένος κατηγορού μενος δικαιού ται ή ό χι του ανασταλτικού και αφετέρου
ωθεί τα δικαστή ρια να επιβά λλουν μεγαλύ τερες των τριώ ν ετώ ν ποινές που δεν θα
επέβαλλαν διαφορετικά , προκειμένου έτσι να εξασφαλίσουν την προστασία των
πολιτώ ν η οποία μό νο με την εκτέλεση της ποινή ς επιτυγχά νεται.

Β. Χρηματικές ποινές - πρόστιμα


Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει η έφεση που ασκείται κατά κά θε
από φασης που επιβά λλει χρηματική ποινή . Παρό τι η διά ταξη του ά ρθρου 497 ΚΠΔ
δεν κά νει ρητή αναφορά , ό μως κά τι τέτοιο συνά γεται, ελλείψει αντίθετης
πρό βλεψης, από το ά ρθρο 471 παρ 1. σε συνδυασμό με το ά ρθρο 553 ΚΠΔ ό που
ορίζεται ό τι «οι γραμματείς των ποινικώ ν δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώ σουν
στο δημό σιο ταμείο τα ποσά των ποινώ ν σε χρή μα μαζί με τις υπό λοιπες
προσαυξή σεις μέσα στον επό μενο μή να από τό τε που έγιναν αμετά κλητες οι
αποφά σεις που τις επέβαλλαν». Συνεπώ ς κατά αποφά σεως που επιβά λλει
χρηματική ποινή , η ασκηθείσα νομό τυπα έφεση έχει αυτοδίκαια ανασταλτικό
αποτέλεσμα.

Γ. Δικαστικά έξοδα
Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα το ά ρθρο 588 παρ. 1 προβλέπει ό τι « η διά ταξη για
τα δικαστικά έξοδα είναι εκτελεστή από τό τε που είναι εκτελεστή και η διά ταξη για
την ποινή », ενώ η παρ. 2 ορίζει ό τι «το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την ά σκηση

48 Βλ. Στεφανίδου Ανδρομέδα Αντ. Εισ. Πρωτοδικών «ανασταλτικό αποτέλεσμα την έφεσης και
αιτιολογία κατά το προηγούμενο και νεότερο νομικό καθεστώς» Αρμ. 2011 σελ 1957
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

των ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την ά σκησή τους επεκτείνεται και στη
διά ταξη για τα έξοδα». Ενό ψει αυτώ ν, αλλά και σε συνδυασμό με την παρ. 3 του
ά ρθρου που ορίζει ό τι «οι γραμματείς των ποινικώ ν δικαστηρίων οφείλουν μέσα
στον επό μενο μή να από τό τε που οι αποφά σεις ή τα βουλεύ ματα γίνονται
αμετά κλητα να βεβαιώ νουν στο δημό σιο ταμείο τα ποσά των εξό δων που έχουν
επιβληθεί και δεν έχουν ακό μα εισπραχθεί», γίνεται δεκτό ό τι και η διά ταξη για τα
δικαστικά έξοδα έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Συνεπώ ς σε περίπτωση που επιβληθεί ποινή έως 3 έτη οπό τε η έφεση έχει
αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, αναστέλλεται επίσης και η διά ταξη για τα
δικαστικά έξοδα η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτή ρα σε σχέση με την
εκτέλεση της κύ ριας ποινή ς.49

Δ. Παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων - εκπτώσεις και ανικανότητες 497


παρ. 10
Προ του νό μου 3904/2010 είχε τεθεί το ζή τημα του κατά πό σο με τον ό ρο στερή σεις
δικαιωμά των συμπεριλαμβά νονται μό νο οι αναφερό μενες στο ά ρθρο 489 παρ. 1 εδ.
β’ και γ’ ή επιπλέον και η παρεπό μενη ποινή του ά ρθρου 67ΠΚ. Ωστό σο το ά ρθρο
497 υπό τη σημερινή μορφή του έδωσε λύ ση στην συγκεκριμένη αμφισβή τηση
ορίζοντας στην παρ. 10 αυτού ό τι για ό λες τις παρεπό μενες στερή σεις
δικαιωμά των , εκπτώ σεις και ανικανό τητες το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται
πά ντα αυτοδικαίως50.

Ε. Επιδικασθείσες πολιτικές απαιτήσεις στον πολιτικώς ενάγοντα-


αποζημίωση και έξοδα αθωωθέντα κατηγορουμένου
Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει και το σκέλος της από φασης που
επιδικά ζει χρηματική ικανοποίηση στον πολιτικώ ς ενά γοντα, ή αποζημίωση υπέρ
του κατηγορού μενου που αθωώ θηκε (71 ΚΠΔ). Αυτό συνά γεται από το ό τι οι
αστικές απαιτή σεις εκτελού νται σύ μφωνα με τις διατά ξεις της πολιτική ς δικονομίας
συνεπώ ς κατά το ά ρθρο 904 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ οι πολιτικές αποφά σεις αποτελού ν
τίτλο εκτελεστό ό ταν είναι τελεσίδικες.51

49 Βλ. Συμεωνίδης, ο.π. σελ 157


50 Βλ. Μαργαρίτης οπ σελ 294, Συμεωνίδης ό.π. σελ 150
51 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3002 , Μαργαρίτης ο.π. σελ 296

7
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα τα έφεσης εκτείνεται τό σο στο ποινικό μέρος κατά του
οποίου ασκείται η έφεση ό σο και στο πολιτικό μέρος αυτή ς το οποίο είναι
συνεκκληθέν λό γω του παρεπό μενου χαρακτή ρα της πολιτική ς αγωγή ς εκτό ς αν ο
κατηγορού μενος αποδεχτεί την από φαση ως προς το κεφά λαιο της πολιτική ς
αγωγή ς και περιορίσει την έφεσή του μό νο ως προς ποινικό σκέλος, ό μως αναγκαία
προϋ πό θεση για να καταδικαστεί ο κατηγορού μενος στην χρηματική ικανοποίηση
του θύ ματος είναι η κατά φαση της αξιό ποινης πρά ξης με τελεσίδικη δικαστική
από φαση5253.

Ωστό σο το αυτοδικαίως επερχό μενο αποτέλεσμα αναφορικά με το σκέλος της


από φασης που επιδικά ζει χρηματική αποζημίωση στον πολιτικώ ς ενά γοντα
επιδέχεται και εξαιρέσεις. Το ποινικό δικαστή ριο δύ ναται να κηρύ ξει την από φαση
προσωρινά εκτελεστή ως προς το μέρος της αποζημίωσης του πολιτικώ ς ενά γοντος,
η οποία θα εκτελεστεί μετά από έκδοση απογρά φου από το Ποινικό δικαστή ριο, ενώ
επίσης έχει τη δυνατό τητα να απαγγείλει ως μέσο εκτέλεσης της από φασης
προσωπική κρά τηση σύ μφωνα με το ά ρθρο 570 ΚΠΔ58.

ΣΤ. Διάταξη για απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν ή των


πειστηρίων ή δήμευση (Άρθρο 492 ΚΠΔ)
Όσον αφορά τη διά ταξη της από φασης σχετικά με την από δοση των
κατασχεθέντων ή την δή μευση, η ασκηθείσα έφεση έχει πά ντα αυτοδικαίως
ανασταλτικό αποτέλεσμα με αποτέλεσμα να εκτελείται ό ταν αυτή καταστεί
αμετά κλητη, ό πως αυτό προκύ πτει από το ά ρθρο 546 ΚΠΔ. Η διά ταξη αυτή
καθίσταται αμετά κλητη αν δεν προσβληθεί αυτοτελώ ς με ένδικο μέσο από τα
δικαιού μενα σύ μφωνα με το ά ρθρο 492 ΚΠΔ πρό σωπα, και το αμετά κλητο αυτό
είναι ανεξά ρτητο από το αν κατέστη αμετά κλητο το υπό λοιπο μέρος της
από φασης54.
52 Βλ. Μαργαρίτης οπ σελ 296
53 ΚΠΔ «Η εκτέλεση της απόφασης σε ό, τι αφορά τις πολιτικές απαιτήσεις που επιδικάστηκαν
γίνεται με τη φροντίδα του δικαιούχου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Ο
εισαγγελέας όμως ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης μπορεί ύστερα από αίτηση του
δικαιούχου να παραγγείλει να εκτελεστεί αμέσως η προσωπική κράτηση που απαγγέλθηκε
όταν ο οφειλέτης ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης ή κατά τη λήξη της στερητικής
της ελευθερίας ποινής. Η προσωπική κράτηση που εκτελέστηκε με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται
κατά τα λοιπά από τις σχετικές διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.»
54 βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 294,295, Συμεωνίδης ο.π. σελ 153, Κονταξής ο.π. σελ 2663, ΑΠ
813/2004 σε ΝΟΜΟΣ με την οποία «απορρίφθηκε αίτηση του κατηγορουμένου, με την οποία
ζητούσε να εκτελεσθεί η αθωωτική γι' αυτόν απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας
για την πράξη της λαθρεμπορίας και είχε διαταχθεί η απόδοση σ' αυτόν του κατασχεθέντος
αυτοκινήτου του. Την αίτηση αυτή προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε με την σκέψη ότι η
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Αξίζει να αναφερθεί55 ό τι σε περίπτωση που προσβά λλεται η πρωτοβά θμια


από φαση στο σύ νολό της, τό τε μεταβιβά ζεται ολό κληρη στο β’ βά θμιο δικαστή ριο,
συμπεριλαμβανομένων και των διατά ξεων που ωφελού ν τον κατηγορού μενο, τις
οποίες ό μως το δικαστή ριο δεν έχει εξουσία να τις μεταβά λλει, σεβό μενο την αρχή
της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου (470 ΚΠΔ). Και αυτό λό γω της
ενό τητας της δικαστική ς κρίσης, η οποία θα πλή ττονταν αν παραδείγματος χά ριν η
πρωτοβά θμια από φαση είχε διατά ξει τη δή μευση ενό ς αντικειμένου και την
από δοση ενό ς ά λλου, και στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο μεταβιβαζό ταν μό νο η
διά ταξη για την δή μευση ενώ η από φαση συμπληρωνό ταν ως προς την από δοση
από την πρωτοβά θμια. Ορθό τερο λοιπό ν είναι το μεταβιβαστικό να καλύ πτει την
από φαση σε ό λη την ευρύ τητά της και το εφετείο να μπορεί να πρά ξει ό ,τι και το α’
βά θμιο σεβό μενο την αρχή της μη χειροτέρευσης.

4.3 Απαγορεύσεις του ανασταλτικού αποτελέσματος – οι


καταργητικές διατάξεις των Ν 2408/1996 και Ν 2479/1997
Πριν την έκδοση των Ν. 2408/1996 και 2479/1997 υπή ρχε στον Κώ δικα ποινική ς
δικονομίας αλλά και σε πολλού ς ειδικού ς ποινικού ς νό μους ένας μεγά λος κατά λογος
εγκλημά των για τα οποία ο νό μος προέβλεπε ό τι η έφεση δεν έχει ανασταλτικό
αποτέλεσμα κατά παρέκκλιση του κανό να του ά ρθρου 471 παρ. 1. Αυτό γινό ταν
κυρίως σε εγκλή ματα για τα οποία απαγορευό ταν η μετατροπή και η αναστολή και
τις δύ ο αυτές απαγορεύ σεις ο νομοθέτης τις συνό δευε και με απαγό ρευση
ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Ο νομοθέτης χρησιμοποιού σε τους τρείς
αυτού ς θεσμού ς, την αναστολή , την μετατροπή και το ανασταλτικό αποτέλεσμα της
έφεσης ως μέσα αντεγκληματική ς πολιτική ς και ό ξυνσης της ποινική ς καταστολή ς,
κυρίως σε εγκλή ματα που έκρινε ό τι αυτό απαιτού νταν ό πως πχ βία στα γή πεδα
παρό λο που κά τι τέτοιο ερχό ταν σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ και το Σύ νταγμα.

Τέτοιες διατά ξεις ή ταν ενδεικτικά α) στoν ΚΠΔ το ά ρθρο 429 παρ. 2 εδ’ γ ΚΠΔ τo
οποίο oρίζει ό τι η ερή μην καταδικαστική από φαση που εκδίδεται κατά εκείνoυ που
κλητεύ θηκε ως αγνώ στου διαμονή ς είναι αμέσως εκτελεστή . Β) Σε ειδικού ς
πoινικού ς νό μους τo ά ρθρο 122 παρ. 7 εδ. β΄ του Ν 1165/1918 «περί Τελωνειακoύ
Κώ δικα», εγκλή ματα λαθρεμπορίας τo ά ρθρο 26 εδ β΄ του Ν. 5539/1932 «περί

παραπάνω απόφαση ως προς το σκέλος του κατασχεθέντος αντικειμένου «δεν κατέστη


αμετάκλητη αφού ασκήθηκε κατ' αυτής έφεση από τον Εισαγγελέα κατά όλων των κεφαλαίων
αυτής» βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 294,295, Συμεωνίδης ο.π. σελ 153, Κονταξής ο.π. σελ 2663
55 Βλ. Πρόταση Ζύγουρα σε Εφ. Πατρ 420/1995 Αρμ 1996 σελ 383

7
μoνοπωλίου ναρκωτικώ ν φαρμά κων και τoυ ελέγχου αυτώ ν», πρoκειμένου περί
παραβά σεων του συγκεκριμένου νό μου τoυ ά ρθρου 131 παρ. 3 ΝΔ 3030/1954
«περί Αγρoφυλακή ς» - το ά ρθρου 61 παρ. 3 του Ν. 75/1975 «περί οργανώ σεως του
εξωσχολικού αθλητισμού » - τo ά ρθρου 71 παρ. 1 εδ. τελ. και 3 εδ. γ΄ του Ν.
998/1979 «περί προστασίας των δασώ ν και των δασικώ ν εν γένει εκτά σεων της
χώ ρας». (ό πως τo ά ρθρo αυτό αντικαταστά θηκε με τo ά ρθρο 46 παρ. 1 και 2 του Ν.
2145/1993) αναφορικά με τα εγκλή ματα τoυ ά ρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 1300/1982
«μέτρα για την πρό ληψη και την καταστολή της ζωoκλοπή ς και της ζωοκτονίας»
(ό πως τo ά ρθρο αυτό αντικαταστά θηκε με το ά ρθρο 24 του Ν. 1738/1987), τα
εγκλή ματα της ζωοκλοπή ς και της ζωoκτονίας των ά ρθρων 45 παρ. 6 και 54 παρ. 3
(=ά ρθρα 95 παρ. 6 και 96 παρ. 3 Ν. 2238/1994, αντίστοιχα) τoυ Ν. 2065/1992
«αναμό ρφωση της ά μεσης φoρολογίας και ά λλες διατά ξεις.56

Όλες οι προαναφερό μενες απαγορεύ σεις, έπαυσαν να ισχύ ουν με την θέσπιση δύ ο
νομοθετημά των. Του Ν. 2408/1996 το αρ. 2 παρ. 20 εδ. γ' του οποίου προέβλεπε ό τι
«από τη δημοσίευση του παρό ντος καταργού νται ό λες οι διατά ξεις του κώ δικα
ποινική ς δικονομίας, που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη της έφεσης», και του
Ν. 2479/1997, το αρ. 2 παρ. 12 του οποίου ό ριζε πως «οι διατά ξεις των ειδικώ ν
ποινικώ ν νό μων, που αποκλείουν την ανασταλτική δύ ναμη του ενδίκου μέσου της
έφεσης, παύ ουν να ισχύ ουν». Αυτό συνέβη στο πλαίσιο μιας ορθή ς προσπά θειας του
νομοθέτη, να έρθει σε ρή ξη με μια μακροχρό νια παρά δοση θέσπισης ειδικώ ν
διατά ξεων που υπονό μευαν την κεντρική ρύ θμιση του ΚΠΔ η οποία προέβλεπε ως
κανό να το ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά και να συμμορφωθεί με τις διατά ξεις της
ΕΣΔΑ και του Συντά γματος.57

Με τη θέσπιση των νό μων αυτώ ν ο νομοθέτης δεν κατή ργησε μία μία τις διατά ξεις
κατονομά ζοντά ς τες, αλλά επέλεξε να τις καταργή σει ό λες με μία γενική διά ταξη.
Αυτό είχε ως συνέπεια κά ποιες διατά ξεις με τέτοιο περιεχό μενο να υπά ρχουν ακό μα
και σή μερα58 διά σπαρτες στον Κώ δικα ποινική ς δικονομίας ή σε ειδικού ς ποινικού ς
νό μους ό μως να θεωρού νται, παρά την ύ παρξη τους, κατηργημένες. Μια τέτοια
διά ταξη είναι σή μερα αυτή του ά ρθρου 429 παρ. 2 ΚΠΔ κατά την οποία παρό λο που

56 βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 297


57 Βλ. Συμεωνίδης ο.π. σελ 333
58 πχ 429 παρ. 2 ΚΠΔ , 265 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ (εμπρησμός δασών), διάταξη που παρόλο που
βρισκόταν στον Ποινικό κώδικα ο οποίος δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των Ν 2408/96 και
2479/1997 ωστόσο θεωρήθηκε ότι η εισαγωγή της διάταξης αυτής εισήχθη με ειδικό ποινικό
νόμο τον Ν 663/1977 αλλά και ότι βρισκόταν στο πνεύμα των καταργητικών ανωτέρω
καταργητικών νόμων και άρα θα ήταν αδικαιολόγητο να εξαιρεθεί της απαγόρευσης.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

ορίζεται ό τι η καταδικαστική από φαση που εκδίδεται κατά κατηγορουμένου


ά γνωστης διαμονή ς είναι αμέσως εκτελεστή , ωστό σο θεωρείται κατηργημένη και
υπακού ει και αυτή στις προβλέψεις του 497 ΚΠΔ. Ωστό σο αξίζει να αναφερθεί ό τι
και πριν του Ν 2408/96 καθεστώ τος ό ταν πραγματικά η έφεση του
καταδικασθέντος ά γνωστης διαμονή ς δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα λό γω της
απαγορεύ σεως του ά ρθρου 429 ΚΠΔ, ή ταν ισχυρή η ά ποψη ό τι η απαγό ρευση του
νό μου δεν αφορού σε ποινές για τις οποίες το τό τε 497 ΚΠΔ προέβλεπε αυτοδίκαιο
ανασταλτικό αποτέλεσμα (ή τοι ποινές τό τε έως 6 μηνώ ν).

Περαιτέρω είναι προφανές ό τι κατηργημένες θεωρού νται οι υφιστά μενες μέχρι την
έναρξη ισχύ ος των νό μων αυτώ ν απαγορεύ σεις, με αποτέλεσμα να θεωρού νται
καταρχή ν ισχυρές οι μετά την έναρξη ισχύ ος των νό μων αυτώ ν νομοθετικοί
αποκλεισμοί του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης.

Τέτοιες διατά ξεις είναι το ά ρθρο 55 παρ. 1 εδ τελ. του Ν. 2910/2001 «Είσοδος και
παραμονή Αλλοδαπώ ν στην ελληνική επικρά τεια», η διά ταξη του ά ρθρου 41ΣΤ παρ.
8 περ. β΄ του Ν. 2725/1999 (Ερασιτεχνικό ς και επαγγελματικό ς αθλητισμό ς) που
ό ριζε ό τι «η προθεσμία για την ά σκηση έφεσης κατά της καταδικαστική ς από φασης
και η ά σκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Η παρεπό μενη ποινή που
επιβλή θηκε κατά την παρ. 5 του παρό ντος ά ρθρου, ουδέποτε αναστέλλεται»

Ωστό σο η εισαγωγή τέτοιων διατά ξεων παρά το πνεύ μα των προαναφερθέντων


νό μων κατακρίθηκε ιδιαίτερα από την θεωρία ως νομοθετικό πισωγύ ρισμα.
Ειδικό τερα ό πως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαργαρίτης59 «Η επίμαχη πρόβλεψη
είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτη, δογματικά μετέωρη, νομοτεχνικά διάτρητη και
ιστορικά αναχρονιστική. Είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτη, γιατί επιβάλλει
επιλεκτικά άμεση εκτελεστότητα καταδικαστικών αποφάσεων υποβιβάζοντας
προδήλως το επίπεδο του νομικού μας - και όχι μόνο - πολιτισμού. Είναι δογματικά
μετέωρη, επειδή ο διαφαινόμενος από τη διατύπωσή της νομοθετικός - και όχι
δικαστικός και βάσιμα δυνάμενος να υποστηριχθεί ερμηνευτικά - αποκλεισμός
οποιασδήποτε μορφής ανασταλτικότητας προσκρούει στις προαναφερθείσες,
αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις. Είναι νομοτεχνικά διάτρητη, διότι δεν
αποσαφηνίζεται με ευκρίνεια και καθαρότητα η μορφή ανασταλτικότητας που
αποκλείεται (το χορηγούμενο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανασταλτικό
59 Βλ. Λ. Μαργαρίτης, Ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων και νομοθετικά πισωγυρίσματα: Ο
πρόσφατος νόμος για τους λαθρομετανάστες, Ποιν. Δικ 6/2001, σελ. 636

7
αποτέλεσμα μόνον ή και η χορηγούμενη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναστολή
εκτελέσεως;). Είναι τέλος ιστορικά αναχρονιστική, γιατί αποτελεί επικίνδυνο
πισωγύρισμα σε σχέση με τις όχι παλιές επιλογές των νόμων 2408/1996 και
2479/1997, όντας κλασικό δείγμα αντιφατικής πορείας της νομοθετικής μας
εξουσίας».

Με την δημοσίευση του Ν 3904/2010 ο οποίος ό ριζε ό τι «κά θε διά ταξη που
αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρό ντος καταργείται» για ακό μα μία φορά ό λες οι
διατά ξεις οι περιοριστικές του ανασταλτικού αποτελέσματος
συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερομένων καταργή θηκαν ενώ παρέμειναν
ισχυροί οι μετά την έναρξη της ισχύ ος των νό μων αυτώ ν διατά ξεις.

Ωστό σο για ακό μα μια φορά , παρά το κλίμα που επιχείρησαν να διαμορφώ σουν οι
νό μοι 2408/1996, 2479/1997 και 3904/2010 θεσπίστηκε ο Ν 4251/2014 περί
λαθρομεταναστώ ν ο οποίος στο ά ρθρο 30 παρ. 8 (Υποχρεώ σεις μεταφορέων –
Κυρώ σεις) αυτού ορίζει ό τι «Η προθεσμία για την ά σκηση της έφεσης και η ά σκησή
της κατά της καταδικαστική ς από φασης για παραβά σεις του παρό ντος ά ρθρου,
καθώ ς και των παραγρά φων 5, 6 και 8 του προηγού μενου ά ρθρου, δεν αναστέλλουν
την εκτέλεση της από φασης.»

Η ύ παρξη εγκλημά των για τα οποία ο νό μος απαγορεύ ει το ανασταλτικό δημιουργεί


στην πρά ξη προβλή ματα ένα εκ των οποίων είναι τι γίνεται στην περίπτωση που
έχουμε σύ γκρουση αφενό ς του αυτοδίκαιου αποτελέσματος που προβλέπει το
ά ρθρο 497 παρ. 2 για ποινές έως 3 ετώ ν και της απαγό ρευσης που προβλέπει ο
ειδικό ς νό μος.

Το ζή τημα που έχει τεθεί είναι στην περίπτωσή που το δικαστή ριο επιβά λλει ποινή
που εμπίπτει στα ό ρια του αυτοδικαίως επερχό μενου αποτελέσματος θα
υπερισχύ σει η απαγό ρευση ή το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μια ορθή
προσέγγιση του προβλή ματος είναι ο γενικό ς κανό νας του 497 παρ. 2 να υπερισχύ ει
της απαγό ρευσης που προβλέπει ο ειδικό ς νό μος και αυτό γιατί αφενό ς το ύ ψος της
ποινή ς δεν δικαιολογεί την απαγό ρευση αναστολή ς αλλά και γιατί ο σκοπό ς του
νό μου είναι με την πρό βλεψη αυτή να αφαιρέσει το δικαίωμα του δικαστή να κρίνει,
ό χι να αναιρέσει την επιλογή του νομοθέτη να χορηγή σει αυτοδίκαια αναστολή κά τι
που ισχύ ει με τις ποινές έως 3 έτη. Με ά λλα λό για η πρό βλεψη αυτή ή ρθε να
αφαιρέσει ό ποια δυνατό τητα είχε μέχρι πρό τινος αφή σει στην κρίση του
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

δικαστηρίου δηλαδή την παρ. 3 και την παρ. 4 του ά ρθρου 497 ΚΠΔ, ό χι στο
αυτοδίκαιο που είχε ο ίδιος ο νομοθέτης ά φησε στην δική του κρίση.

Ζή τημα συναφές με το προηγού μενο είναι η περίπτωση που έχουμε συρροή


εγκλημά των για την οποία το δικαστή ριο επιβά λλει συνολική ποινή και για το ένα
από τα επιμέρους εγκλή ματα για τα οποία σχηματίστηκε συνολική ποινή είναι από
εκείνα για τα οποία ο νό μος απαγορεύ ει το ανασταλτικό αποτέλεσμα, ό πως για
παρά δειγμα λαθρομεταφορά σε συρροή με ά λλο έγκλημα. Σε αυτή την περίπτωση
το ανασταλτικό αποτέλεσμα συνολικά θα κριθεί με βά ση την ποινή βά σης, συνεπώ ς
η κρίση του δικαστηρίου είναι δεσμευμένη μό νο αν η απαγό ρευση αφορά την ποινή
βά σης.

4.4. Εξάρτηση του ανασταλτικού αποτελέσματος από την κρίση του


δικαστηρίου
Α. 497 παρ. 3
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν επέρχεται σε κά θε περίπτωση
αυτοδικαίως. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει σε κά ποιες περιπτώ σεις ό τι η κρίση για
το αν αυτό θα ενεργοποιηθεί, εναπό κειται στην ευχέρεια του δικαστηρίου. Μια
τέτοια περίπτωση είναι η παρ. 3 του ά ρθρου 397 ό που προβλέπεται ό τι αν με την
καταδικαστική από φαση επιβλή θηκε ποινή φυλά κισης60 μεγαλύ τερη των τριώ ν
ετώ ν61 η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτό ς αν το δικαστή ριο κρίνει
διαφορετικά .

Στην συγκεκριμένη περίπτωση βλέπουμε ό τι κανό νας είναι η χορή γηση του
ανασταλτικού και εξαίρεση η απαγό ρευσή του. Ωστό σο επειδή δεν προβλέπεται στο
νό μο η υποχρέωση ειδική ς αιτιολογίας από το δικαστή ριο κατ ά ρθρο 139 ΚΠΔ
γίνεται δεκτό 62 ό τι ειδική αιτιολογία στην από φαση απαιτείται πά ντοτε και κυρίως
στην περίπτωση που το δικαστή ριο δεν χορηγή σει την αναστολή . Αυτό προκύ πτει
από την χρή ση του ό ρου κρίνει στην παρ. 3 του ά ρθρου 497 σε αντίθεση με τον ό ρο
αυτοδίκαια της παρ. 2. Αν ό μως το δικαστή ριο δεν αποφανθεί επί του ανασταλτικού
αποτελέσματος υπερισχύ ει ο κανό νας και θεωρείται ό τι η αναστολή έχει χορηγηθεί

60 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 303 «ενδιαφέρει το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και όχι ο
χαρακτήρας της πράξεως, δηλαδή εδώ υπάγεται και η περίπτωση όπου για κακούργημα
επιβάλλεται ποινή φυλάκισης λόγω κατάφασης ελαφρυντικών περιστάσεων».
61 Το ανώτατο όριο της ποινής παρότι δεν αναφέρεται στο νόμο μπορεί να φτάνει επί συνολικής
ποινής (99 ΠΚ) τα 10 έτη φυλάκισης.
62 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 304, Παπαδαμάκης ο.π. σελ 698, Καρράς ο.π. σελ 851

7
αυτοδικαίως. Η μη χορή γηση από το δικαστή ριο του ανασταλτικού αποτελέσματος
υπακού ει στα κριτή ρια του ά ρθρου 497 παρ. 8 για τα οποία θα γίνει λό γος στη
συνέχεια.

Β. 497 παρ. 4 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του Ν 4356/2015 ΦΕΚ


Α’ 181/24.12.2015)
Δεύ τερη περίπτωση κατά την οποία η κρίση για την χορή γηση ή ό χι ανασταλτικού
επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου αναφέρεται στην παρ. 4 ό που ορίζεται ό τι
«Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή
περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει
ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική
αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου,
καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το
συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε
αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει
έφεση».

Παρατηρού με εδώ από το κείμενο του νό μου ό τι γίνεται αναφορά στην πρό σκαιρη
κά θειρξη ενώ δεν περιλαμβά νεται η ποινή της ισό βιας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να
εκληφθεί ως νομοθετικό ς αποκλεισμό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος. Ωστό σο
προκειμένου αυτό να είναι συμβατό με τις αυξημένης τυπική ς ισχύ ος διατά ξεις του
Συντά γματος και του ά ρθρου 2 της ΕΣΔΑ (τεκμή ριο αθωό τητας) , ο νομοθέτης στο
ά ρθρο 497 παρ. 7 προέβλεψε τη δυνατό τητα αίτησης αναστολή για ό λες τις
στερητικές της ελευθερίας ποινές συμπεριλαμβανομένης και της ισό βιας
κά θειρξης63.

Γ. Αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασίσει επί της χορήγησης αναστολής –


σύμπραξη των ενόρκων στην περίπτωση του ΜΟΔ
Στο ά ρθρο 497 παρ. 4 αναφέρεται ό τι «η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό
αποτέλεσμα ανή κει στο δικαστή ριο που δίκασε», το ζή τημα που έχει τεθεί είναι αν
στην περίπτωση που έχουμε μεικτό ορκωτό δικαστή ριο θα συμπρά ξουν ή ό χι οι
ένορκοι στην από φαση περί αναστολή ς ή αν θα αποφασίζουν μό νο οι τακτικοί
δικαστές.

Ξεκινώ ντας κανείς από τη διά ταξη του ά ρθρου 405 παρ. 1 εδ. στ ΚΠΔ που ορίζει ό τι
οι τακτικοί δικαστές αποφασίζουν χωρίς τη σύ μπραξη των ενό ρκων για την
αναστολή εκτέλεσης της από φασης σύ μφωνα με το ά ρθρο 471 παρ. 2 ό ταν δηλαδή

63 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 304


Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

πρό κειται για ά σκηση αναίρεσης, θα οδηγού νταν στο συμπέρασμα ό τι ο νομοθέτης
επέλεξε τον αποκλεισμό των ενό ρκων μό νο ό ταν ζητείται αίτηση αναστολή ς μετά
από ά σκηση αναίρεσης και ό χι μετά από ά σκηση έφεσης. Όμως είναι γεγονό ς ό τι το
ά ρθρο 405 ΚΠΔ θεσπίστηκε το έτος 1951 οπό τε και ή ταν η έναρξη ισχύ ος του
κώ δικα και τό τε δεν υπή ρχε δεύ τερος βαθμό ς δικαιοδοσίας στα κακουργή ματα και
συνεπώ ς δεν ετίθεντο θέμα αναστολή ς εκτέλεσης. Δυνατό τητα έφεσης στα
κακουργή ματα προβλέφτηκε με το νό μο 969/1979, ο οποίος έπρεπε να προβλέψει
για την περίπτωση της έφεσης τροποποιώ ντας το ά ρθρο 405 ΚΠΔ, ό μως το γεγονό ς
ό τι δεν το έκανε γεννά ερωτή ματά ως προς το αν αυτό ή ταν συνειδητή επιλογή του
νομοθέτη η προφανή ς παραδρομή του.

Μια ά ποψη υποστηρίζοντας κενό του νό μου θεωρεί ό τι πρέπει να γίνει ανά λογη
εφαρμογή του ά ρθρου 405 παρ. 1 περ. στ και στην περίπτωση της αναστολή ς
εκτέλεσης ενό ψει ασκηθείσας έφεσης από τον κατηγορού μενο, αφή νοντας την
από φαση περί αναστολή ς στην κρίση μό νο των τακτικώ ν δικαστώ ν,
υποστηρίζοντας ό τι η συμμετοχή των ενό ρκων στην από φαση αναστολή ς δεν είναι
νομοθετική επιλογή .

Το μεγαλύ τερο ό μως μέρος της θεωρίας69 συγκλίνει υπέρ της συνειδητή ς
νομοθετική ς μη τροποποίησης του ά ρθρου, με αποτέλεσμα να διεκδικεί εφαρμογή η
διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 4 ό που αναφέρεται στο δικαστή ριο που δίκασε στο
σύ νολό του συμπεριλαμβανομένων και των ενό ρκων. Υπέρ του επιχειρή ματος
αυτού λειτουργεί και η διά ταξη του ά ρθρου 404 παρ. 1 παρ. ε ό που εισά γει το
τεκμή ριο αρμοδιό τητας του μικτού ορκωτού δικαστηρίου για ό λα τα ζητή ματα
κρίνονται ενώ πιό ν του με εξαίρεση αυτά που επαφίονται στην κρίση των τακτικώ ν
δικαστώ ν και στην κρίση μό νο των τακτικώ ν δικαστώ ν επαφίεται η αναστολή
εκτέλεσης από φασης μό νο ενό ψει ά σκησης αναιρέσεως.

Περαιτέρω επιχείρημα υπέρ αυτή ς της ά ποψης ο προσδιορισμό ς των κριτηρίων που
αναφέρονται στην διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 8 τα οποία ευνοού ν τη σύ μπραξη
των ενό ρκων δεδομένου ό τι σχετίζονται ά μεσα με τα πραγματικά περιστατικά της
υπό θεσης, τις συνθή κες υπό τις οποίες τέλεσε την πρά ξη και την προσωπικό τητα

69
Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 701, Μαργαρίτης σελ.. , Φράγκος , Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη,
2011, σελ 951

7
του κατηγορού μενου δεδομένα που έχουν στην διά θεσή τους οι ένορκοι και
αποτελού ν κριτή ρια στην κρίση επί της χορή γησης ή ό χι της αναστολή ς η οποία
μά λιστα εκφέρεται αμέσως μετά την από φαση επί της ενοχή ς.

Τέλος υπέρ της ά ποψης αυτή ς τά σσεται και η νομολογία64, η οποία στηριζό μενη σε
γραμματική ερμηνεία του ά ρθρου 405 παρ. 1 στ. καταλή γει στα εξή ς επιχειρή ματα
πρώ τον, στο ό τι το θέμα που ρυθμίζεται με την διά ταξη του ά ρθρου 405§1 στ
ΚΠοινΔ, το ποιό , δηλαδή , δικαστή ριο είναι αρμό διο για τη χορή γηση αναστολή ς
εκτελέσεως της αποφά σεως, κατά της οποίας ασκή θηκε αναίρεση, είναι εντελώ ς
διαφορετικό από το ποιό είναι αρμό διο για την χορή γηση ή μη ανασταλτικού
αποτελέσματος στην έφεση κατά καταδικαστική ς για κακού ργημα αποφά σεως του
Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Δεύ τερον ό τι η περίπτωση αναστολή ς εκτελέσεως
κατά το ά ρθρο 471§2 του ΚΠΔ αναφέρεται σε χρό νο μεταγενέστερο της έκδοσης
της από φασης, συνεπώ ς είναι ιδιαίτερα δυσχερή ς η συγκρό τηση του ίδιου Μικτού
Ορκωτού Δικαστηρίου ή Μικτού Ορκωτού Εφετείου, δυσχέρεια η οποία επιτείνεται
από το ό τι τις περισσό τερες φορές είναι αδύ νατη η συγκρό τηση του ίδιου
δικαστηρίου, λό γω λή ξεως της συνό δου, οπό τε είναι εύ λογο να καθιδρύ εται (από το
ά ρθρο 405§1 στ ΚΠοινΔ) αρμοδιό τητα των τακτικώ ν δικαστώ ν να αποφαίνονται
για την αναστολή για την οποία γίνεται λό γος. Κά τι τέτοιο ό μως δεν ισχύ ει στην
περίπτωση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης για το οποίο λαμβά νεται
από φαση αμέσως μετά την λή ψη από φασης επί της ενοχή ς και της ποινή ς. Τρίτον
ό τι δεν είναι δυνατό ο νομοθέτης να χορηγεί εξουσία στους ενό ρκους να
συναποφασίζουν με τους τακτικού ς δικαστές για το θέμα της ενοχή ς ή της εκτιτέας
ποινή ς ενώ ταυτό χρονα χωρίς αποχρώ ντα λό γο να τους αποκλείει από το να έχουν
λό γο στο ζή τημα της χορηγή σεως ή ό χι ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση
που τυχό ν θα ασκή σει ο καταδικασθείς και με την δική του ψή φο κατηγορού μενος.

Ορθό τερη θεωρείται η ά ποψη υπέρ της συμμετοχή ς των ενό ρκων στην από φαση
περί αναστολή ς διό τι καταρχά ς από το ά ρθρο 497 παρ. 8 προκύ πτει ό τι τα κριτή ρια
για τη χορή γηση της δεν ά πτονται νομικώ ν ζητημά των έτσι ώ στε να θεωρείται
ασφαλέστερος ο παραμερισμό ς των ενό ρκων, κά τι που θα συνέβαινε αν για
παρά δειγμα καλού νταν οι ένορκοι να πιθανολογή σουν για την ευδοκίμηση ή ό χι της
αίτησης αναίρεσης. Αντίθετα τα κριτή ρια είναι καθαρά ζητή ματα ουσίας και

64 Βλ. 1757/2010 ΑΠ ποιν. Δικ 2011 σελ 790 η οποία απέρριψε την αναίρεση του
κατηγορουμένου με λόγο υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Μικτό Ορκωτό
Δικαστήριο αποφάσισε για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως του καταδικασθέντος
χωρίς να έχει την προς τούτο αρμοδιότητα, την οποία είχαν μόνο οι τακτικοί δικαστές αυτού.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

πραγματικώ ν περιστατικώ ν τα οποία μπορεί να κρίνει και ένα μη νομικό ς και με τα


οποία είχαν μό λις ασχοληθεί οι ένορκοι δικά ζοντας την υπό θεση. Συνεπώ ς θα ή ταν
ά σκοπο και παρά το γρά μμα του νό μου να τους αποκλείσουμε από την λή ψη
από φασης για χορή γηση αναστολή ς.

Δ. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και ανασταλτικό


αποτέλεσμα - 497 παρ. 4
Μέχρι την τροποποίηση της παρ. 4 του ά ρθρου 497 ΚΠΔ από το ά ρθρου 35 του Ν
4356/2015 δεν υπή ρχε καμία πρό βλεψη ό σον αφορά τη δυνατό τητα ανασταλτικού
αποτελέσματος στην έφεση που ασκού νταν κατά των αποφά σεων που διέτασσαν
περιορισμό ανηλίκων σε ειδικό κατά στημα κρά τησης νέων. Παρό λο που ρητά στο
ά ρθρο 489 παρ. 1 δ’ επιτρεπό ταν η ά σκηση έφεσης κατά τέτοιων αποφά σεων,
ωστό σο δεν γινό ταν καμία αναφορά στην ανασταλτική δύ ναμη αυτή ς, με
αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφισβή τηση σχετικά με το επιτρεπτό ή ό χι της
αναστολή ς.

Σε νομολογιακό επίπεδο65 επικρατού σε αρνητική αντίληψη με επιχειρή ματα


αντλού μενα από την έλλειψη πρό βλεψης στο ά ρθρο 497 ΚΠΔ, αλλά και από το
ά ρθρο 99 ΠΚ το οποίο απαγό ρευε την χορή γηση αναστολή ς στους ανηλίκους με την
αιτιολογία ό τι είναι αντιφατικό στην ίδια από φαση αφενό ς να αιτιολογείται ειδικά
η αναγκαιό τητα του περιορισμού προκειμένου να αποφευχθεί η τέλεση νέων
εγκλημά των και αφετέρου να χορηγείται αναστολή . Επίσης λό γω του παιδαγωγικού
– επιμορφωτικού χαρακτή ρα της κύ ρωσης η οποία έχρηζε ά μεσης υλοποίησης αλλά
και λό γω της φύ σης του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατά στημα ως προληπτικού

65 Βλ. 2/2003 Τριμ. Εφ. Ανηλίκων σε Αρμενόπουλος 2003 β σελ 1485 «Ανασταλτικό
αποτέλεσμα εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται σε ανήλικο η ποινή του
περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα. Δεδομένου ότι με την πρωτόδικη απόφαση δεν
χορηγήθηκε ανασταλτική δύναμη στο ένδικο μέσο της εφέσεως και δεδομένου ότι από καμία
διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκούμενη έφεση
δορυφορείται από ανασταλτική δύναμη και όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ποινικός
σωφρονισμός, καθίσταται σαφές ότι η ασκηθείσα στην περίπτωση αυτήν έφεση δεν έχει
ανασταλτική δύναμη.
βλ. 13/2013 Τριμ. Εφ. Ανηλ. Αθηνών σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ « Απορρίπτεται ως αβάσιμη η υπό κρίση
αίτηση αναστολής εκτέλεσης καταδικαστικής απόφασης, κατόπιν άσκησης έφεσης από τον
κατηγορούμενο. Το δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή στον αιτούντα περιοριστικών όρων δεν
αρκεί, διότι είναι πολύ πιθανόν, αν αφεθεί ελεύθερος, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, η δε
έκτιση της ως άνω ποινής μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσής του προβλέπεται ότι δεν
θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο, ενόψει και του
γεγονότος ότι η έφεσή του έχει προσδιορισθεί να εκδικασθεί σε σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα.

7
μέτρου το οποίο τελού σε σε ά μεση σχέση με την επικινδυνό τητα του ανή λικου
δρά στη και την πιθανό τητα τέλεσης νέων αδικημά των η οποία δε μπορού σε αλλιώ ς
να αντιμετωπιστεί.

Σε θεωρητικό επίπεδο υπή ρχε ισχυρό ς αντίλογος66 ο οποίος υποστή ριζε ό τι η σιωπή
του νομοθέτη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί σαν ρητό ς αποκλεισμό ς
του ανασταλτικού αποτελέσματος. Του νό μου μη διακρίνοντος υποστηρίζονταν ό τι
και οι εφέσεις που ασκού νταν κατά αποφά σεων που επέβαλαν περιορισμό σε
κατά στημα κρά τησης νέων είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα και μά λιστα με βά ση τον
γενικό κανό να του αυτοδίκαιου της παρ. 2 του ά ρθρου 497. Περαιτέρω γινό ταν
σαφή ς αναφορά στο τεκμή ριο αθωό τητας το οποίο δεν συμβαδίζει με την ά μεση
εκτελεστό τητα, αλλά και με το ά ρθρο 471 παρ. 1 το οποίο αποτελεί τον κανό να ο
οποίος κατοχυρώ νει την κατά φαση της ανασταλτικό τητας, ενώ η ά ρνηση αυτή ς
είχε ανά γκη ειδικό τερης ρύ θμισης η οποία να εισά γει εξαίρεση σε αυτό ν, η οποία
εξέλιπε στην περίπτωση των αποφά σεων ανηλίκων.

Τέλος η θεωρία απέκρουε το επιχείρημα της νομολογίας αναφορικά με το ά ρθρο 99


ΠΚ και την απαγό ρευση αναστολή ς στις περιπτώ σεις ποινικού σωφρονισμού
τονίζοντας την διαφορετική φιλοσοφία του ά ρθρου 99 ΠΚ από το ά ρθρο 497 ΚΠΔ.
Το ά ρθρο 99 ΠΚ κινού νταν προς την κατεύ θυνση της οριστική ς αποφυγή ς
εκτέλεσης της ποινή ς ενώ το ά ρθρο 497 ΚΠΔ αποτελού σε απλά μια μετά θεση
χρό νου στην έκτιση της.67

Στο πνεύ μα αυτό κινού νταν και περιορισμένες αποφά σεις με χαρακτηριστικό
παρά δειγμα την υπ’ αρίθμ 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων Καστοριά ς6869 κατά την
οποία το δικαστή ριο καταδίκασε ανηλίκους ηλικίας 15 και 16 ετώ ν για το αδίκημα
του ομαδικού βιασμού και λαμβά νοντας υπό ψιν τη βαρύ τητα του εγκλή ματος και
την προσωπικό τητα του κατηγορουμένου έκρινε ό τι είναι αναγκαίος ο ποινικό ς

66 Βλ. Παπαδαμάκης, ο.π. σελ 709, Ζαχαριάδης παρατηρήσεις σε 2/2003 απόφ Εφ. Ανηλ.Θες,
αρμενόπουλος 2003 σελ 1485, καθώς και στην υπ’ αριθμ. 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων
Καστοριάς Αρμενόπουλος 2001 σελ 705
67 Βλ. Μαργαρίτης «Δικαστήρια ανηλίκων – η έφεση κατά των αποφάσεων τους και το
ανασταλτικό της αποτέλεσμα», Ποιν. Δικ 2004, σελ 313-314, Κονταξής ο.π. σελ 3000, 3001 ο
οποίος αναφέρει τα εξής «το ότι η έφεση έχει πάντα αναστέλλουσα δύναμη συνάγεται από την
παρ. 1 του 497 σε συνδυασμό με την παρ. 2 και 5 , διότι εφόσον δεν περιλαμβάνεται στις
περιπτώσεις του άρθρου 497 παρ. 2 και 5 στις οποίες αναφέρεται μόνο οι ποινές φυλάκισης
και κάθειρξης και όχι ο σωφρονιστικός περιορισμός αυτό σημαίνει ότι ισχύει ο κανόνας της
παρ. 1 και άρα η έφεση έχει πάντα αναστέλλουσα δύναμη.
68 Βλ. Παρατηρήσεις Ζαχαριάδη σε υπ’ αριθμ. 2/2001 Τριμ. Δικ. Ανηλίκων Καστοριάς Αρμενόπουλος
69 σελ 705
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

σωφρονισμό ς για την συγκρά τηση των ανηλίκων από την τέλεση και ά λλων
αξιό ποινων πρά ξεων και, επέβαλε περιορισμό σε σωφρονιστικό κατά στημα
κρά τησης διά ρκειας κατ’ ελά χιστον 5 έτη και κατά μέγιστο 10 έτη. Ωστό σο είναι μία
από τις ελά χιστες δικαιοδοτικές κρίσεις η οποία χορή γησε ανασταλτικό αποτέλεσμα
στην ασκηθείσα έφεση.

Τελικά με νομοθετική παρέμβαση δό θηκε οριστική λύ ση στο θέμα με την


τροποποίηση του ά ρθρου 497 παρ. 4 στο μέχρι πρό τινος περιεχό μενό της
προστέθηκε στις περιπτώ σεις χορή γησης του ανασταλτικού αποτελέσματος κατά
την κρίση του δικαστηρίου και η περίπτωση της έφεσης που ασκείται κατά
από φασης που επιβά λλει περιορισμό σε ειδικό κατά στημα κρά τησης νέων. H
διά ταξη αυτή έχει επικριθεί ως νομοθετικά ά στοχη και υπερβολικά αυστηρή αφενό ς
γιατί εισή χθη στην παρά γραφο 4 του ά ρθρου 497 ΚΠΔ η οποία αφορά
κακουργηματικές ποινές, ενώ οι πρά ξεις των ανηλίκων έχουν πλημμεληματικό
χαρακτή ρα. Αφετέρου γιατί φτά νει στο σημείο να αντιμετωπίζει τελικά του
ανηλίκους αυστηρό τερα από τους ενηλίκους, οι οποίοι για ποινές έως τρία έτη έχουν
αυτοδίκαιο ανασταλτικό σε αντίθεση με τους ανηλίκους στους οποίους μπορεί και
να μην χορηγηθεί.

Ωστό σο ορθό τερη είναι η επιλογή του νομοθέτη να εντά ξει τους ανηλίκους στην παρ
4 και ό χι στην 2 του 497 ΚΠΔ καθό σον για μεγά λης βαρύ τητας εγκλή ματα
τελεσθέντα από ανηλίκους, ό πως είναι αυτά για τα οποία δύ ναται το δικαστή ριο να
επιβά λλει ποινικό σωφρονισμό , οφείλει ο νομοθέτης να επιδεικνύ ει ιδιαίτερη
αυστηρό τητα. Θα ή ταν υπερβολικά επιεικές και αντιστρό φως υπερβολικά ά δικο για
το θύ μα να προβλεφθεί αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση των
ανηλίκων ό ταν ιδίως λό γω της βαρύ τητας της πρά ξης επιβά λλεται ο περιορισμό ς σε
κατά στημα κρά τησης προκειμένου να αποφευχθεί η τέλεση και ά λλων εγκλημά των.

Άλλωστε οι ενή λικοι εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας τους αντιμετωπίζονται με
περισσό τερη επιείκεια από ό τι οι ενή λικοι ό σον αφορά τα πλαίσια ποινή ς. Για
παρά δειγμα για ένα αδίκημα πχ ανθρωποκτονίας κατ’ ά ρθρο 299 ΠΚ σε έναν
ενή λικα μπορεί να επιβληθεί ποινή ισό βιας κά θειρξης, ενώ σε έναν ανή λικο
περιορισμό ς σε κατά στημα κρά τησης δεν υπερβαίνει τα 10 έτη 75. Ορθή λοιπό ν είναι
η λύ ση είναι να επαφίεται στην κρίση του δικαστή , ο οποίος σταθμίζοντας αφενό ς

75
54 ΠΚ

7
την βαρύ τητα του εγκλή ματος αλλά και την προσωπικό τητα του ανή λικου δρά στη
να αποφασίζει για την κά θε περίπτωση ξεχωριστά το αν θα χορηγή σει ή ό χι
ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί ό τι ο νέος νό μος δεν κά νει αναφορά στο ανασταλτικό
αποτέλεσμα της έφεσης ανηλίκου κατά αποφά σεως που επιβά λει αναμορφωτικά ή
θεραπευτικά μέτρα. Ωστό σο επικρατεί η ά ποψη ό τι οι ανωτέρω αποφά σεις έχουν
αθωωτικό χαρακτή ρα και για αυτό το λό γο δεν εγγρά φονται και στο δελτίο
ποινικού μητρώ ου.

Ε. Ανασταλτικό αποτέλεσμα - Αίτηση αναστολής και επιβολή περιοριστικών


όρων κατ’ άρθρο 497 παρ. 5 και 8 εδ. τελ. και 497 παρ. 7 εδ γ’
Η δυνατό τητα επιβολή ς περιοριστικώ ν ό ρων μπορεί να μεν να αποτελεί μέτρο
επαχθές για τον κατηγορού μενο, ωστό σο η σωστή χρή ση του μπορεί να περιορίσει
σε μεγά λο βαθμό τις περιπτώ σεις ά μεσης εκτελεστό τητας. Για το λό γο αυτό θα
πρέπει να κρίνεται πά ντα κατά περίπτωση και να επιβά λλεται με σεβασμό στην
αρχή της αναλογικό τητας, και μό νο εφό σον αυτό αποτελεί το αναγκαιό τερο μέτρο
προκειμένου να εξασφαλισθεί η παρουσία του κατηγορουμένου προς εκτέλεση της
ποινή ς του.

Στο ά ρθρο 497 παρ. 5 προβλέπεται η δυνατό τητα του Πρωτοβά θμιου Δικαστηρίου,
σε περίπτωση που χορηγή σει ανασταλτικό αποτέλεσμα να επιβά λλει
περιοριστικού ς ό ρους70 τους αναφερό μενους στο ά ρθρο 282 παρ. 2 ΚΠΔ.71

Το ά ρθρο 497 παρ. 5 αναφέρει ό τι το δικαστή ριο σε κά θε περίπτωση μπορεί να


επιβά λλει περιοριστικού ς ό ρους. Ωστό σο γίνεται δεκτό ό τι σε ποινές έως τρία έτη το
ανασταλτικό αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αυτοδικαίως δεν μπορεί να εξαρτηθεί
υπό ό ρους. Αυτό διό τι θα ερχό ταν σε αντίθεση με την έννοια του αυτοδίκαιου το να
τεθεί στον κατηγορού μενο περιοριστικό ς ό ρος ο οποίος σε περίπτωση μη τή ρησης
του να οδηγού σε σε ά ρση αναστολή ς η οποία εκ του νό μου επιβά λλεται να

70 Βλ. 5300/2014 Τριμ. Εφ Κακ Αθηνών σε Ποιν. Δικ. 2015, σελ 403-403 όπου το δικαστήριο
δέχτηκε αναστολή εκτέλεσης ποινής κάθειρξης 12 ετών με επιβολή περιοριστικών όρων
απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα.
71 282 παρ. 2 ΚΠΔ «Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του
κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η
απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να
συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα. Για τους ανηλίκους ως περιοριστικοί
όροι είναι δυνατόν να διατάσσονται και ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που
ορίζονται στο άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα».
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

χορηγηθεί. Συνεπώ ς η δυνατό τητα του δικαστηρίου περιορίζεται σε ποινές


φυλά κισης ά νω των 3 ετώ ν καθώ ς και σε ποινές πρό σκαιρης κά θειρξης.

Δυνατό τητα χορή γησης αναστολή ς με περιοριστικού ς ό ρους έχει και το


Δευτεροβά θμιο Δικαστή ριο που θα δικά σει κατά τη διαδικασία του 497 παρ. 7, σε
ό λες τις στερητικές της ελευθερίας ποινές ανώ τερες των 3 ετώ ν72.

ΣΤ. Παραβίαση των περιοριστικών όρων - συνέπειες


Στο προ του Ν 3904/2010 νομοθετικό καθεστώ ς προβλεπό ταν η δυνατό τητα του
δικαστηρίου να εξαρτή σει το ανασταλτικό της έφεσης από την καταβολή
εγγύ ησης73. Επίσης μπορού σε να επιβά λλει περιοριστικού ς ό ρους με εφαρμογή του
τό τε ά ρθρου 294 παρ. 1 και ή δη μετά την κατά ργησή του, νοού νταν εφαρμογή του
ά ρθρου 282 παρ. 2 ΚΠΔ. Ωστό σο δεν οριζό ταν ξεκά θαρα τι γίνεται στην περίπτωση
παραβιά σεως των ό ρων που επιβλή θηκαν και ειδικό τερα αν υπή ρχε δυνατό τητα
ανά κλησης της χορηγηθείσας αναστολή ς. Το γεγονό ς αυτό είχε δημιουργή σει έντονη
διχογνωμία.

Μία ά ποψη υποστηριχθείσα σε πρακτικό κυρίως επίπεδο74 υποστή ριζε ό τι είναι


δυνατή η ανά κληση με την σκέψη ό τι η αναστολή εκτέλεσης τελεί σιωπηρά υπό την
αίρεση τηρή σεως των ό ρων, οπό τε σε περίπτωση παραβιά σεώ ς τους επέρχεται η
ά ρση της. Αντίθετα ά λλη ά ποψη η παρά βαση των περιοριστικώ ν ό ρων δεν
συνεπά γεται δυνατό τητα ανακλή σεως της χορηγηθείσας αναστολή ς με την σκέψη
ό τι δεν υπή ρχε ρητή πρό βλεψη στο νό μο και ό τι δεν ή ταν δυνατή η αναλογική
εφαρμογή του ά ρθρου 298 περ. γ’ λό γω του ό τι η προσωρινή κρά τηση και η
αναστολή εκτέλεσης είναι διαφορετικοί ό ροι και οι διατά ξεις για την προσωρινή
κρά τηση πρέπει να ερμηνεύ ονται στενά χωρίς να είναι δυνατή η αναλογική
επέκτασή τους σε ά λλες περιπτώ σεις. Συνεπώ ς σύ μφωνα με την ά ποψη αυτή σε
περίπτωση παραβιά σεως των ό ρων που επιβλή θηκαν η συνέπεια ή ταν μό νο η
72 Βλ. 797/2007 Πεντ. Εφ. Θεσ/κης,σε Ποιν Δικ 4/2009 σελ 420 όπου το Πενταμελές εφ. έκανε
δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης του Τριμελούς Εφ. υπό τον όρο ότι ο αιτών θα
εισαχθεί σε θεραπευτικό κλειστό πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ αμέσως μετά την αποφυλάκισή του.
73 Βλ. άρθρο 497 παρ. 2 όπου οριζόταν ότι «το δικαστήριο που δίκασε μπορεί να εξαρτήσει το
ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και από την καταβολή χρηματικής εγγύησης από εκείνον
που ασκεί την έφεση. Η εγγύηση αυτή και η καταβολή της ρυθμίζονται από τα άρθρα 296, 297,
και 302, 304 που εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και
σε αυτή την περίπτωση. Η εγγύηση δίνεται για να εξασφαλιστεί η εμφάνιση κατά τη συζήτηση
της έφεσης εκείνου που την άσκησε και η υποβολή του στην εκτέλεση της απόφασης του
Εφετείου».
74 310/1992 Πεντ Εφ.Θεσ, 387/1993 Πεντ Εφ.Θεσ

7
κατά πτωση της τυχό ν καταβληθείσας εγγύ ησης με βά ση τη ρύ θμιση του ά ρθρου
503 ΚΠΔ.75

Την ανωτέρω διχογνωμία ή ρθε να λύ σει ο Ν. 3904/2010 προβλέποντας πλέον ρητά


στην παρ. 8 του ά ρθρου 497 ό τι αν παραβιαστού ν οι περιοριστικοί ό ροι που
τέθηκαν το αρμό διο δικαστή ριο αποφαίνεται ύ στερα από αίτηση του εισαγγελέα
για την «ά ρση ή ό χι της χορηγηθείσας αναστολή ς εκτέλεσης. Συμπληρωματική της
διά ταξης αυτή ς αποτελεί το εδά φιο α΄ της παρ. 9 του ά ρθρου 497 ΚΠΔ, ό που
ορίζεται ό τι: «Ο κατηγορού μενος κλητεύ εται, σύ μφωνα με τα ά ρθρα 155 ως 161 και
166, στο δικαστή ριο που είναι αρμό διο κατά τις παρ. 6 και 7 αυτού του ά ρθρου».

Από το συνδυασμό των δύ ο αυτώ ν διατά ξεων συμπεραίνουμε ό τι το εδά φιο γ΄ της
παραγρά φου 8 κά νει λό γο αδιά στικτα για περιοριστικού ς ό ρους, χωρίς να
προσδιορίζει την περίπτωση επιβολή ς τους, ταυτό χρονα ό μως ορίζει ως συνέπεια
της παραβιά σεώ ς τους την ά ρση της χορηγηθείσας αναστολή ς εκτελέσεως,
αφή νοντας να εννοηθεί ό τι αναφέρεται στην περίπτωση της παρ. 7 μό νον. Ενό ψει
της ταυτό τητας του νομικού λό γου, της αδιά στικτης διατυπώ σεως του νό μου ό ταν
ομιλεί για παραβίαση των περιοριστικώ ν ό ρων, η δυνατό τητα ά ρσης της αναστολή ς
θα εφαρμοστεί αναλογικά και για την ανά κληση ως προς το ανασταλτικό
αποτέλεσμα που χορηγείται στον α’ βαθμό δεδομένου ό τι και το 497 παρ. 9 α’ που
προβλέπει υποχρέωση κλή τευσης του κατηγορουμένου αναφέρεται και στην παρ. 8
(και ό χι στην παρ. 6 που εκ παραδρομή ς αναφέρει) εκτό ς από την παρ. 776

Η. Αρμόδιο Δικαστήριο για την άρση – ανάκληση της αναστολής


Η μεν παρ. 8 κά νει λό γο για το «αρμό διο δικαστή ριο», ενώ η παρ. 9 για «δικαστή ριο
που είναι αρμό διο κατά τις παρ. 6 και 7 (=7 και 8, ό πως προαναφέρθηκε)». Ενό ψει
τού του, γίνεται δεκτό ό τι αρμό διο δικαστή ριο επί ανακλή σεως του ανασταλτικού
αποτελέσματος που χορηγή θηκε από το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο (497 παρ. 3, 4),
είναι το τελευταίο, ενώ αν η υπό θεση εισή χθη στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο με την
επίδοση κλή σης προς εμφά νιση ή σε κά θε περίπτωση με τον προσδιορισμό της
δικασίμου, αρμό διο είναι το δευτεροβά θμιο κατά ανά λογη εφαρμογή του ά ρθρου
472 ΚΠΔ. Στην περίπτωση της επιγενό μενης αναστολή ς εκτέλεσης της πρωτό δικης
75 Βλ. Μαργαρίτης, αναστολή εκτέλεσης ενόψει εφέσεως ή αναιρέσεως (άρθρα 497 παρ. 2 και
471 παρ. 2 ΚΠΔ), Ποιν. Δικ. 4/2005 σελ 445, Ζύγουρας Α, «αι συνέπειαι της παραβιάσεως υπό
του κατηγορουμένου του επιβληθέντος εις αυτόν υπό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δια
την αναστολή εκτέλεσης πρωτοδίκου αποφάσεως περιοριστικού όρου της εμφανίσεως του
ενώπιον αρχής». Υπεράσπιση 1993 σελ 427, 428
76 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 326, Μαργαρίτης Λάμπρος κώδικας Ποινικής δικονομίας ερμηνεία κατ’
άρθρο, εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2012, σελ 1814
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

από φασης (497 παρ. 7), το δικαστή ριο που θα ά ρει την αναστολή είναι το
δευτεροβά θμιο.77 Όταν πρό κειται για ΜΟΔ αρμό διοι να αποφασίσουν είναι μό νο οι
τακτικοί του δικαστές αποκλείοντας την συμμετοχή των ενό ρκων.

4.3. Αίτηση αναστολή εκτέλεσης της απόφασης στο


δευτεροβάθμιο δικαστήριο 497 παρ. 7
Το ά ρθρο 497 στην παρ. 7 προβλέπει μια δυνατό τητα επιγενό μενης αίτησης
αναστολή ς εκτέλεσης της από φασης. Αυτό σημαίνει ό τι ο κατηγορού μενος που δεν
κατά φερε να του χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης από το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο
(σύ μφωνα με τις διατά ξεις 497 παρ. 2,3,4) και κατά συνέπεια εκτίει την ποινή του,
μπορεί να ασκή σει αυτοτελή αίτηση απευθυνό μενη στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο
με την οποία να ζητά την αναστολή εκτέλεσης της πρωτοβά θμιας επιβληθείσας
ποινή ς.

Α. Τυπικές Προϋποθέσεις για τη χορήγησης αναστολής


Α.1 Πρωτοβάθμια καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας.
Του νό μου μη διακρίνοντος, στον ό ρο ποινή στερητική της ελευθερίας
περιλαμβά νεται και η ποινή ισό βιας κά θειρξης. Αυτό προκύ πτει από αντιπαραβολή
με το ά ρθρο 497 παρ. 4 ό που ο νομοθέτης επέλεξε να αποκλείσει την ποινή της
ισό βιας κά θειρξης ορίζοντας ό τι το δικαστή ριο μπορεί να χορηγή σει αναστολή «αν
με την καταδικαστική από φαση επιβλή θηκε ποινή πρό σκαιρης κά θειρξης». Ωστό σο
στην παρά γραφο 7 του ά ρθρου 497 βλέπουμε ό τι δεν γίνεται αντίστοιχη διά κριση
με αποτέλεσμα να περιλαμβά νονται ό λες οι ποινές στερητικές της ελευθερίας και
κατά συνέπεια και η ισό βια κά θειρξη78.

Ωστό σο παρά τη γραμματική ερμηνεία του νό μου, παρατηρού με στην πρά ξη τα


τελευταία χρό νια μια τά ση συστολή ς του πεδίου εφαρμογή ς της δυνατό τητας
αναστολή ς σε περιπτώ σεις ισό βιας κά θειρξης. Στο πλαίσιο αυτό ορισμένοι

77 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 707, Μαργαρίτης ο.π. σελ 327, βλ. 109/ 2014 Πεντ Εφ Κακ
Κρήτης, σε Νομος όπου επί αιτήσεως περί άρσεως περιοριστικών όρων το Πενταμελές
Εφετείου κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψει στο αρμόδιο Τριμελές εφετείο με
αιτιολογικό ότι για την άρση ή αντικατάσταση περιοριστικών όρων που επεβλήθησαν με την
καταδικαστική απόφαση με βάση την παρ. 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ, προκειμένου η
ασκηθησόμενη έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, λειτουργικά αρμόδιο είναι το
δικαστήριο που τους επέβαλε,151 το οποίο και εξέφερε ουσιαστική κρίση επί της υποθέσεως.
78 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 702, Μαργαρίτης ο.π. σελ 311

7
Εισαγγελικοί λειτουργοί με την αιτιολογία ό τι ο ό ρος ποινή στερητική της
ελευθερίας δεν περιλαμβά νει την ποινή της ισό βιας κά θειρξης, απέρριπταν ως
απαρά δεκτες αιτή σεις αναστολή ς αφορού σες ποινές ισοβίων.79

Ορθό τερο είναι ωστό σο να δίνεται η δυνατό τητα στον ισοβίως καταδικασθέντα να
εκθέσει τα επιχειρή ματά του ενώ πιον του δευτεροβά θμιου δικαστηρίου, γιατί η
εκτέλεση μιας ποινή ς ισό βιας κά θειρξης, η οποία συνεπά γεται προσβολή
σημαντικώ ν ατομικώ ν δικαιωμά των, πριν την εξά ντληση του δεύ τερου βαθμού
δικαστική ς κρίσης έρχεται σε προφανή δυσαρμονία με το τεκμή ριο αθωό τητας το
οποίο διακατέχει ό λη την ποινική διαδικασία μέχρι την αμετά κλητη καταδίκη.

Α.2 Άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης.

Η ασκηθείσα έφεση πρέπει να έχει ασκηθεί εμπρό θεσμα νομό τυπα από δικαιού μενο
πρό σωπο σύ μφωνα με τα ά ρθρα 477 επ. ΚΠΔ. Ωστό σο ζή τημα έχει τεθεί για την
δυνατό τητα αίτηση αναστολή ς στην περίπτωση που την έφεση ά σκησε ο
Εισαγγελέας. Έχει υποστηριχθεί η ά ποψη80 ό τι παρά την διατύ πωση του νό μου η
διά ταξη εφαρμό ζεται ακό μα και στην περίπτωση που η έφεση έχει ασκηθεί από τον
Εισαγγελέα, είτε υπέρ είτε εις βά ρος του κατηγορουμένου. Ωστό σο έχει
υποστηριχθεί και η ά ποψη81 υπέρ της γραμματική ς ερμηνείας του νό μου σύ μφωνα
με την οποία αίτηση αναστολή ς μπορεί να ασκηθεί μό νο αν έχει ασκηθεί έφεση από
τον κατηγορού μενο.

Α.3 Στην ασκηθείσα έφεση δεν χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα

Ο κατηγορού μενος θα απευθυνθεί στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο προκειμένου να


του χορηγή σει αναστολή εκτέλεσης είτε επειδή δεν του την χορή γησε το
πρωτοβά θμιο82, είτε γιατί του την χορή γησε αρχικά αλλά στη συνέχεια αυτή
αδρανοποιή θηκε κατ΄ ά ρθρο 497 παρ. 8 εδ τελ. και 497 παρ. 5, γιατί δεν τηρή θηκαν
οι ό ροι83 από τους οποίους αυτή εξαρτή θηκε πχ ό ρος καταβολή ς
εγγύ ησης/απαγό ρευσης εξό δου από τη χώ ρα.
79 Βλ. Μαργαρίτης «έφεση αναστολή εκτέλεσης της απόφασης (άρθρο 497 παρ. 7) και ισόβια
κάθειρξη», Ποιν. Δικ 6/2002 σελ 638-639
80 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 313
81 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3012, Συμεωνίδης ο.π. σελ 264 κατά τον οποίο δυνατότητα αίτησης
αναστολής υπάρχει μόνο στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας ασκήσει έφεση υπέρ του
κατηγορουμένου.
82 Η έλλειψη ανασταλτική δύναμης μπορεί να οφείλεται είτε σε αρνητική κρίση του δικαστηρίου είτε
σε απαγόρευση του νόμου.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Υποστηρίζεται ό τι στο πεδίο εφαρμογή ς στης διά ταξης του 497 παρ. 7 δεν
καταλαμβά νεται η περίπτωση που το δικαστή ριο εξά ρτησε την αναστολή υπό
ό ρους οι οποίοι δεν τηρή θηκαν από τον κατηγορού μενο. Ωστό σο κά τι τέτοιο δεν
είναι ορθό διό τι οδηγεί στο παρά δοξο να έχει ευμενέστερη μεταχείριση αυτό ς που
το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο δεν του χορή γησε αναστολή και δυσμενέστερη
μεταχείριση αυτό ς που το πρωτοβά θμιο κρίνοντας τον επιεικέστερα του χορή γησε
αναστολή , πλην ό μως ο κατηγορού μενος από πλημμέλειά του δεν τή ρησε τους
ό ρους για να την κρατή σει. Η αίτηση αναστολή ς στην περίπτωση αυτή θα μπορού σε
να νοηθεί ως αίτηση ά ρσεως των ό ρων που είχε το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο
χορηγή σει, ή τοι η διατή ρηση του ανασταλτικού χωρίς την ύ παρξη των ό ρων που το
πρωτοβά θμιο δικαστή ριο είχε επιβά λλει.

Α.4 Κατάθεση αίτησης


Η αναστολή της παρ. 7 διατά σσεται με αυτοτελή αίτηση ανεξά ρτητη της
συζητή σεως της εφέσεως απευθυνό μενη στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο. Η αίτηση
αυτή υποβά λλεται από την κατηγορού μενο αυτοπροσώ πως είτε δια νομίμου
εκπροσώ που έχοντος ως προς αυτό ειδική εντολή , είτε από τον Εισαγγελέα μέχρι
την έκδοση από φασης στον δεύ τερο βαθμό . Για το παραδεκτό της αίτησης δεν
απαιτείται υποβολή του κατηγορουμένου σε υποβολή της πρωτό δικης από φασης.84

Α.5 Αρμόδιο Δικαστήριο


Η αίτηση απευθύ νεται στο δευτεροβά θμιο δικαστή ριο που θα δικά σει την
ασκηθείσα έφεση και αν πρό κειται για μεικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν
συνεδριά ζει85, στο Πενταμελές εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου υπά γεται το
μικτό ορκωτό εφετείο που θα δικά σει. Περιπτώ σεις κατά τις οποίες το μεικτό
ορκωτό δεν συνεδριά ζει είναι οι μή νες Ιού λιος Αύ γουστος και Σεπτέμβριος κατά τη
διά ρκεια των οποίων καθίσταται αρμό διο το Πενταμελές, ενώ αν υποβληθεί αίτηση

83 Βλ. Πεντ. Εφ.Πατρ. 265/1998 σε Ποιν. Δικ 1999 σελ 834 όπου η πρωτοβάθμια ποινή ανεστάλη υπό
τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
84 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3011
85 Βλ. 377 ΚΠΔ 1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτούνται
κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, κατά τους οποίους
μπορούν να συγκροτηθούν μόνο για εξαιρετικούς λόγους. Ο εισαγγελέας εφετών κρίνει αν
υπάρχουν οι εξαιρετικοί λόγοι. 2. Η σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσερις ημέρες,
διαιρείται σε δύο δωδεκαήμερες περιόδους. Η σύνοδος δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τις
είκοσι τέσσερις ημέρες. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστή
τέταρτη ημέρα για να συνεχιστεί η εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει πριν λήξει η σύνοδος.

7
κατά το μεσοδιά στημα δύ ο συνό δων προσδιορίζεται εκδίκαση για την επό μενη
σύ νοδο.

Σή μερα πρό κειται για εξαιρετική αρμοδιό τητα του Πενταμελού ς εφετείου (δηλαδή
μό νο στην περίπτωση που το ΜΟΕ δεν συνεδριά ζει). Πριν από την τροποποίηση του
Ν 3904/2010 το Πενταμελές Εφετείο ή ταν αποκλειστικά αρμό διο για την εκδίκαση
των αιτή σεων αναστολή ς κατά το διά στημα που μεσολαβού σε από την πρωτό δικη
κρίση μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Ωστό σο η αποκλειστική αυτή αρμοδιό τητα
του Πενταμελού ς δημιουργού σε μια δυσλειτουργία ιδίως στην περίπτωση αναβολή ς
της δίκης επί της εφέσεως, οπό τε το ΜΟΕ αναβά λλοντας δεν είχε το ίδιο εξουσία να
κρίνει επί του αιτή ματος αναστολή ς και έπρεπε να παραπέμψει στο Πενταμελές.
Αυτό δημιουργού σε μια νομική ανακολουθία και σύ γκρουση τό σο με την αρχή του
φυσικού δικαστή , με τις επιταγές του ά ρθρου 472 παρ. 2 ΚΠΔ, ό σο και με την
απαίτηση για ταχύ τητα στην απονομή της δικαιοσύ νης αφού το αίτημα έπρεπε να
εισαχθεί σε ά λλο δικαστή ριο για να κριθεί. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το
πρό βλημα αυτό γινό ταν δεκτό ό τι το πενταμελές εφετείο είχε αρμοδιό τητα σε κά θε
περίπτωση εκτό ς από αυτές που υποβά λλονταν στο ακροατή ριο ό ταν η υπό θεση
αναβά λλονταν.86

Ζή τημα έχει δημιουργή σει η έκταση αρμοδιό τητας του Πενταμελού ς εφετείου και
πως αυτή οριοθετείται αναφορικά με το χρό νο υποβολή ς της αίτησης αναστολή ς ή
το χρό νο προσδιορισμού της εκδίκασή ς της. Δηλαδή το κατά πό σο η ύ παρξη
συνεδρίασης ή μη του ΜΟΕ θα κριθεί με αναφορά στο χρό νο υποβολή ς της αίτησης
ή στο δυνατό χρό νο προσδιορισμού της από τον αρμό διο Εισαγγελέα. Ορθό τερο
είναι κριτή ριο για την ύ παρξη ή ό χι συνό δου να αποτελεί το εά ν υπά ρχει
προδιορισμένη δικά σιμος μετά την υποβολή της αίτησης και σε χρό νο τέτοιο που να
ικανοποιεί την απαίτηση για εκδίκαση σε εύ λογο χρό νο κά τι που ανή κει στην κρίση
του Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση αν δηλαδή το κριτή ριο για την ύ παρξη ή
ό χι συνό δου ή ταν η κατά θεση της αίτησης , τό τε η ρύ θμιση της αρμοδιό τητας θα
περνού σε στα χέρια των διαδίκων κά τι που είναι νομικά απαρά δεκτο.87

86 Βλ. Ολ. ΑΠ 31/1990 η οποία έκρινε ότι το Πενταμελές Εφ. Αθηνών αποφάνθηκε αρμοδίως
καθ’ ύλην επι αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης αποφάσεως του μικτού Ορκωτου Εφετείου
Αθηνών του οποίου είχε λήξει η σύνοδος, μετά την άσκηση αναίρεσης σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 471 παρ 2 εφαρμόζοντας αναλογικά και τα άρθρα 405 παρ. 1 εδ στ. και
497 παρ. 7 ΚΠΔ, Παπαδαμάκης, ο.π. υποσ. 40 σελ 702,
87 Βλ. Ζαίρη άννα Εισ. Εφετών «αρμοδιότητα για την απόφανση επί αιτήσεως αναστολής της
εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν.
Χρον. 2015 σελ 79-80
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Α.6 Αίτηση αναστολής εκτέλεσης και σύνθεση του ΜΟΕ


Στην περίπτωση που το ΜΟΕ συνεδριά ζει, οπό τε και θα κληθεί να αποφανθεί επί
της αίτησης αναστολή ς ζητού μενο είναι το κατά πό σο η κρίση αυτή θα ληφθεί μό νο
από του τακτικού ς δικαστές ή θα κληθού ν να συμπρά ξουν και ένορκοι.

Στην περίπτωση του δευτεροβά θμιου δικαστηρίου ό ταν αυτό καλείται να


αποφανθεί επί της αιτή σεως αναστολή ς του ά ρθρου 497 παρ. 7 και σε αντίθεση με
τη χορή γηση ανασταλτικού αποτελέσματος από το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο, η
κρίση για το αν θα χορηγηθεί ή ό χι αναστολή ανή κει αποκλειστικά στους τακτικού ς
δικαστές χωρίς να συμμετέχουν οι ένορκοι. Ο αποκλεισμό ς των ενό ρκων, δεν
θεμελιώ νεται σε ανά λογη εφαρμογή του ά ρθρου 405 παρ.1 περ στ’ αλλά οφείλεται
στο ό τι ό ταν καλείται να αποφασίσει για παρεμπίπτοντα ζητή ματα, τα οποία δεν
ά πτονται ά μεσα με την ουσία της υπό θεσης κρίνεται σκό πιμη η αποφυγή της
διαδικασίας συγκρό τησης του μικτού ορκωτού εφετείου και ιδίως της διαδικασίας
κλή ρωσης των ενό ρκων. Το γεγονό ς ό τι στο ά ρθρο 497 παρ. 7 χρησιμοποιείται ο
ό ρος μικτό ορκωτό εφετείο γίνεται ό χι για να οριοθετή σει τις αρμοδιό τητες
τακτικώ ν και λαϊκώ ν δικαστώ ν αλλά για να προσδιορίσει ό τι το πενταμελές
επιλαμβά νεται της αιτή σεως μό νο ό ταν το ΜΟΕ δεν είναι σε σύ νοδο και δεν
επίκειται τέτοια.88

Α.7 Απόρριψη αίτησης αναστολής – υποβολή νέας


Το ζή τημα του χρονικού περιορισμού για υποβολή νέας αίτησης αναστολή ς μετά
από από ρριψη της πρώ της έχει υποστεί πολλές νομοθετικές μεταβολές. Από τον Ν
1868/1989 οποίος δεν προέβλεπε κανένα χρονικό περιορισμό στη συνέχεια στο Ν
1941/1991 ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική μεσολά βηση 3 μηνώ ν
προκειμένου να υποβληθεί νέα αίτηση, μετά στο Ν 2172/1993 ο οποίος
επανερχό ταν στο απεριό ριστο καθεστώ ς του Ν 1868/89 καταλή ξαμε στη διά ταξη
497 παρ. 7 εδ β’ με τη σημερινή μορφή της η οποία εισή χθη με το Ν 3160/2003 και
δεν τροποποιή θηκε έως σή μερα, προβλέπει τη δυνατό τητα νέας αίτησης μό νο
εφό σον παρέλθει ένας μή νας από την δημοσίευση της από φασης η οποία απέρριψε
την προηγού μενη.

Τη θεωρία έχει απασχολή σει το ζή τημα του κατά πό σο είναι δυνατή ά σκηση νέας
αίτησης πριν παρέλθει η προθεσμία του ενό ς μή να εφό σον ο κατηγορού μενος

88 Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 702 – 703

7
επικαλείται νέα οψιγενή γεγονό τα. Κατά μία ά ποψη89 παρά τη σιωπή του νό μου ο
περιορισμό ς αυτό ς κά μπτεται σε περίπτωση επίκλησης οψιγενώ ν γεγονό των, ενώ
κατά αντίθετη ά ποψη90 η οποία στηρίζεται στην διατύ πωση του νό μου, θεωρείται
απαρά δεκτη η νέα αίτηση προτού παρέλθει ο μή νας ακό μα και αν υφίστανται νέα
πραγματικά περιστατικά .

Α.8 Προσαγωγή του αιτούντος την αναστολή ενώπιον του δικαστηρίου – 497
παρ. 9
Από το ά ρθρο 497 παρ. 9 το οποίο ορίζει ό τι «ο κατηγορούμενος κλητεύεται
σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά
τις παρ. 6 και 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του
Δικαστηρίου δεν προσάγεται σε αυτό», συνά γονται τα ακό λουθα συμπερά σματα:

Πρώ τον ό τι ενό ψει του ά ρθρου αυτού σε συνδυασμό με το ά ρθρο 465 παρ. 2 και 340
παρ.4 ΚΠΔ, αλλά και δεδομένου ό τι δεν είναι πλέον προϋ πό θεση παραδεκτού η
υποβολή του κατηγορουμένου – αιτού ντα σε εκτέλεση της από φασης, συνά γεται
ό τι η αίτηση αναστολή ς μπορεί να υποβληθεί και από αντιπρό σωπο που έχει την
ειδική πληρεξουσιό τητα σύ μφωνα με το ά ρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ. Η πληρεξουσιό τητα
δίνεται με απλή έγγραφη δή λωση αρκεί να βεβαιώ νεται η γνησιό τητα της
υπογραφή ς του κατηγορουμένου από οποιαδή ποτε δημό σια, δημοτική αρχή ή από
δικηγό ρο97.

Δεύ τερον, ό τι αν ο κατηγορού μενος κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου
δεν προσά γεται σε αυτό , μπορεί ό μως να υποβά λλει έγγραφο υπό μνημα και να
αντιπροσωπευθεί με συνή γορο. Η ρύ θμιση αυτή κατά καιρού ς είχε τύ χει
διαφορετική ς αντιμετώ πισης. Προ του Ν Ν. 2408/1996 δεν προβλεπό ταν τίποτα
σχετικά με τη μεταγωγή του κατηγορουμένου.

Ωστό σο στην Εισηγητική έκθεση του ως ά νω νό μου χαρακτηριστικά αναφερό ταν


ό τι « Με την κατά ργηση της παρ. 15 του ά ρθρου 34 του ν. 2172/1993 και
επαναφορά σε ισχύ της παρ. 8 του ά ρθρου 479 του Κ.Π.Δ. ό πως είχε προστεθεί με το
ά ρθρο 13 παρ. 7 του ν. 1941/1991, παύ ει η υποχρέωση της εισαγγελική ς αρχή ς να
παραγγέλλει τη μεταγωγή του κατηγορού μενου κά θε φορά που ζητά αναστολή
εκτέλεσης της πρωτό δικης από φασης ό ταν αυτό ς κρατείται μακριά από την έδρα

89 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 324, Σεβαστίδης, κώδικας ποινικής δικονομίας ερμηνεία κατ’ άρθρο εκδ.
Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2011 σελ 339
90 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3021 σύμφωνα με τον οποίο ο περιορισμός δεν μπορεί να καμφθεί
ακόμα και αν συντρέχουν νέα γεγονότα. 97 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 321
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

του δικαστηρίου, καθ' ό σον η υποχρέωση αυτή η οποία υφίστατο έστω και αν ο
κρατού μενος παραιτείτο του δικαιώ ματό ς του να εμφανιστεί, δημιού ργησε στην
πρά ξη πολλές δυσχέρειες στην υπηρεσία μεταγωγή ς κρατουμένων αλλά και των
σωφρονιστικώ ν καταστημά των ιδίως της Δικαστική ς Φυλακή ς Κορυδαλλού , οι
οποίες θα επιταθού ν λό γω των γνωστώ ν προβλημά των του σωφρονιστικού
καταστή ματος. Άλλωστε σε κά θε περίπτωση ο εισαγγελέας μπορεί να παραγγείλει
τη μεταγωγή , αν το κρίνει αναγκαίο ιδίως ό ταν επιμένει αιτιολογημένα σ' αυτή ν ο
αιτώ ν, ό πως επίσης και το δικαστή ριο μπορεί να αναβά λει την εκδίκαση της
αίτησης προκειμένου να εμφανισθεί ο κρατού μενος, αν κρίνει αναγκαία την
παρουσία του».

Με την ρύ θμιση αυτή η οποία τελικά προβλέπεται ρητά στο ά ρθρο 497 παρ. 8
αφαιρείται από τον κατηγορού μενο το δικαίωμα προσωπική ς παρουσίας ενώ πιον
του δικαστηρίου, αυτό δεν είναι σίγουρα υπέρ του κατηγορουμένου δεδομένου ό τι η
προσωπική παρουσία του στη δίκη δε μπορεί να συγκριθεί με αυτή ν της δια
εκπροσωπή σεως συμμετοχή ς ή του έγγραφου υπομνή ματος και είναι πολύ
σημαντικό τερη προς την κατεύ θυνση της επιτυχού ς έκβασης της υπό θεσή ς του.
Ωστό σο ο νομοθέτης προέβλεψε την ευχέρεια του δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα να
ζητή σει την προσωπική εμφά νιση του κατηγορουμένου ενώ πιον του, ό ταν το κρίνει
αναγκαίο και με τον τρό πο αυτό αντισταθμίζει έως ένα βαθμό το δικαίωμα του
αφαιρεί.

Β. Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής


Προϊσχύον νομικό πλαίσιο
Το ά ρθρο 497 παρ. 7 προ της τροποποιή σεώ ς του από το Ν. 3904/2010 οπό τε και
μεταφέρθηκε στην παρ. 8 είχε την εξή ς μορφή : η αναστολή διατάσσεται «αν ο
κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής 91 και
δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες
πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της
εφέσεως, προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη ή ανεπανόρθωτη βλάβη
για τον ίδιο ή την οικογένειά του»

Βλέπουμε ό τι προκειμένου να καταφανθεί η χορή γηση της αναστολή ς απαιτού νταν


τέσσερις αρνητικές προϋ ποθέσεις, κριτή ρια τα οποία έπρεπε να απουσιά ζουν (α)
91 Το κριτήριο «ύποπτος φυγής» δεν υπήρχε στην πρώτη μορφή της διάταξης και προστέθηκε στη
συνέχεια με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν 1941/1991

7
ιδιαίτερη επικινδυνό τητα, β) υποτροπή , γ) υποψία φυγή ς, δ) πιθανό τητα τέλεσης
νέων αξιό ποινων πρά ξεων και δύ ο θετικές προϋ ποθέσεις την υπέρμετρη και
ανεπανό ρθωτη βλά βη για τον ίδιο και την οικογένειά του.92

Από την τό τε μορφή της διά ταξης συνά γει κανείς τα ακό λουθα :

Α) Δεν αποτελού σε αρνητική προϋ πό θεση - εμπό διο στην χορή γηση της αναστολή ς
η βαρύ τητα της πρά ξης. Σκοπό ς του νό μου ή ταν να αποσυνδέσει την αναστολή
εκτέλεσης από την βαρύ τητα της πρά ξης και να επιτρέψει την αναστολή σε ό λα τα
κακουργή ματα ανεξά ρτητα από το ύ ψος της ποινή ς από τη στιγμή που συνέτρεχαν
τα προβλεπό μενα κριτή ρια. Επίσης δεν αποτελού σε η πιθανό τητα μη ευδοκίμησης
της έφεσης στην ουσία της. Αντίθετα η βεβαιό τητα ευδοκίμησης της έφεσης (πχ
ύ παρξη λό γων εξά λειψης του αξιοποίνου), έπρεπε να λειτουργεί ως κριτή ριο υπέρ
του κατηγορουμένου καθό σον η παρά βλεψή του θα μπορού σε να σημαίνει
ανεπανό ρθωτη για τον ίδιο βλά βη. Έκτιση ποινή ς που βασίζεται σε από φαση που
πά σχει οφθαλμοφανώ ς στη νομική ς της βασιμό τητα συνιστά υπέρμετρη και
ανεπανό ρθωτη βλά βη.93

Β) Το σημαντικό τερο κριτή ριο αποτελού σε η κατά φαση της ιδιαίτερης


επικινδυνό τητας του κατηγορουμένου η οποία στηριζό ταν στην διερεύ νηση της
προσωπικό τητά ς του βασιζό μενη σε αντικειμενικά στοιχεία και ό χι στο ύ ψος της
επιβληθείσας ποινή ς κατά την πρωτό δικη από φαση και το είδος της πρά ξης που
τελέστηκε. Το στοιχείο ύ ποπτος φυγή ς ή πιθανό τητας τέλεσης νέων πρά ξεων
συνιστού σαν ειδικό τερα κριτή ρια τα οποία συνέβαλλαν στην κατά φαση της
επικινδυνό τητας. 94

Γ) το στοιχείο υπό τροπος είχε την έννοια του ά ρθρου 88 επ. ΠΚ και έπρεπε να είχε
ληφθεί υπό ψιν στην πρωτό δικη από φαση κατά την επιμέτρηση της ποινή ς. Ενώ αν
δεν είχε ληφθεί υπό ψιν κατά την επιμέτρηση της ποινή ς δεν θα έπρεπε να αποτελεί
εμπό διο στην χορή γηση αναστολή ς.

Δ) Οι έννοιες «υπέρμετρη» και «ανεπανό ρθωτη» βλά βη αποτελού σαν αό ριστες


νομικές έννοιες που προσδιορίζονταν in concreto, βά σει των πραγματικώ ν
92 Όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 « το πριν το Ν 3160/2003
νομοθετικό καθεστώς δεν μνημόνευε τα κριτήρια με βάση τα οποία »
93 Βλ. Συλίκος Γεώργιος παρατηρήσεις σε Πεντ. Εφετ 437/1992 σε Υπεράσπιση 1992 σελ 1435
ΠοινΔικ 10/2015, σελ. 857
94 Βλ. Μαργαρίτης, ο.π. σελ 314, Συλίκος ο.π. σελ 1432, Μαργαρίτης Λ. «Ένδικα μέσα βεβαιότητα
ευδοκιμήσεώς τους και αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως». Ποιν. Δικ 2004 σελ 977
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

περιστατικώ ν της συγκεκριμένης περίπτωσης. Το είδος της βλά βης, το οποίο δεν
προσδιοριζό ταν ά ρα αυτή μπορού σε να είναι κοινωνική ή οικονομική ή σχετική με
την υγεία.95

Στην πρά ξη η νομολογία των ποινικώ ν δικαστηρίων αντιμετώ πιζε πολύ αυστηρά
τον θεσμό της αναστολή ς, δημιουργώ ντας έτσι ένα αφιλό ξενο πεδίο για την
ευδοκίμηση τέτοιων αιτή σεων. Θεωρού σε χωρίζοντας την διά ταξη σε δύ ο σκέλη, ό τι
προκειμένου να χορηγηθεί αναστολή , έπρεπε να εκλείπουν και τα τέσσερα πρώ τα
αρνητικά κριτή ρια (ιδιαίτερη επικινδυνό τητα, υποτροπή , υποψία φυγή ς,
πιθανό τητα τέλεσης νέων αξιό ποινων πρά ξεων ενώ συγχρό νως να συντρέχουν και
τα θετικά κριτή ρια (ύ παρξη υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης)96.

Η πρό κληση υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης από τη συνέχιση της κρά τησης
είχε σε σχέση με τα ά λλα κριτή ρια υπερέχουσα θέση97, με την έννοια ό τι η ύ παρξη

95 Βλ. Παπαχαραλάμπους Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΑθ 465/1992 Υπερ. 1994, 317 επ, (ως προς το
βαθμό της βλάβης) Μαργαρίτης ο.π. σελ 315
96 Βλ. Τριμ. Εφ. Κερκ. 99/1998 σε Ποιν. Δικ 1999 σελ 834 όπου έκρινε ότι ο κατηγορούμενος
δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει
βάσιμος φόβος ότι θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις ενώ η έκτιση ποινής θα είχε σαν
συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο και την οικογένειά του η οποία
εξαρτά την επιβίωσή της από την εργασία του κατηγορουμένου ως οδηγού. Βλ 465/1992 Πεντ.
Εφετ. Αθηνών σε Υπερ. 1994, σελ 316, η οποία έκανε δεκτή αίτηση αναστολής με το εξής
σκεπτικό «ναι μεν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 6 ετών για το αδίκημα των
διακεκριμένων κλοπών, από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτός δεν είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνος, ούτε ύποπτος φυγής (τυγχάνει οικογενειάρχης) ούτε θα διαπράξει νέες
αξιόποινες πράξεις αν εξέλθει τώρα από τις φυλακές. Προς τούτο συνηγορεί η οικογενειακή
του κατάσταση, διότι είναι έγγαμος με τέκνο και προπαντός το λευκό ποινικό του μητρώο. Εκ
του εναντίου προέκυψε ότι η εξακολούθηση παραμονής του στις φυλακές θα επιφέρει σε
αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη διότι η σύζυγός του πάσχει από στένωση της αορτής της καρδιάς
και είναι ανάγκη να υποβληθεί σε εγχείρηση, δεν υπάρχει δε άλλο κατάλληλο πρόσωπο να
επιμεληθεί του θέματος τούτου, διότι το τέκνο είναι ανήλικο, ο δε πατέρας του ηλικίας 77 ετών
δεν έχει οικονομικούς πόρους, διότι παίρνει μόνο την σύνταξη του ΟΓΑ, και επιπλέον είναι
επισφαλούς υγείας».
97 Βλ. 114/1996 Εφ. Πειραια σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ η οποία απέρριψε την αίτηση του κρατούμενου για
αναστολή εκτέλεσης της ποινής του γιατί από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η έκτιση της
ποινής του θα προκαλέσει υπέρμετρη βλάβη στον ίδιο ή στην οικογένειά του. Ο ισχυρισμός του
ειδικότερα ότι, με την παραμονή του στις φυλακές κινδυνεύει η ζωή του δεν λαμβάνεται
υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, γιατί η ασφάλεια των κρατουμένων στις
φυλακές αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Επιπλέον δεν προκύπτει ότι ο
κρατούμενος πριν από την είσοδό του στις φυλακές συντηρούσε του γονείς του, ώστε να
θεωρηθεί ότι η παραμονή του θα προκαλέσει υπέρμετρη βλάβη στην οικογένειά του». βλ.
373/2011 Πεντ. Εφ. Κακ. Αθηνών σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ δεν αποδείχθηκε, ότι η συνέχιση έκτισης της
ανωτέρω ποινής, θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για

7
της αναγό ταν σε απαραίτητη προϋ πό θεση για την χορή γηση της αναστολή ς. Αυτό
ωστό σο ή ταν ιδιαίτερα δυσχερές στις περισσό τερες περιπτώ σεις, ενώ η αοριστία
του συγκεκριμένου κριτηρίου ή ταν ιδιαίτερα ά δικη για τον κατηγορού μενο καθό σον
βρισκό ταν συχνά αντιμέτωπος με απορριπτικές αποφά σεις με ελλιπή αιτιολό γηση
λό γω μη συνδρομή ς του στοιχείου της υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης. 98 Η
νομολογιακή αυτή πρακτική είχε ως αποτέλεσμα να αναγκά ζεται ο κατηγορού μενος
σε υποβολή του εαυτού σε εκτέλεση της από φασης προκειμένου να επιτύ χει την
από δειξη μιας τέτοιας μορφή ς βλά βης.99

Ισχύον νομικό πλαίσιο μετά την τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ με το άρθρο
27 του Ν. 3904/2010.
Με βά ση τις ανωτέρω παραδοχές υπή ρξαν πολλές τεκμηριωμένες σκέψεις100 υπέρ
της αλλαγή ς του τρό που εφαρμογή ς της εν λό γω διά ταξης, έτσι ώ στε ο Θεσμό ς της
αναστολή ς να γίνει περισσό τερο αποδοτικό ς παρά συμβολικό ς. Προς αυτή ν την
κατεύ θυνση κινή θηκε και η αιτιολογική έκθεση του νό μου στην οποία αναφέρονταν
τα εξή ς : « Η στοιχειώ δης παρατή ρηση των νομολογιακώ ν δεδομένων οδηγεί στο
συμπέρασμα ό τι τα ποινικά μας δικαστή ρια δεν χορηγού ν, ιδίως επί των
κακουργημά των, ού τε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθησό μενη έφεση, ού τε
αναστολή εκτελέσεως στην ασκηθείσα έφεση. Η πρακτική αυτή είναι, πέραν των
συνεπειώ ν που παρά γει σε ουσιαστικό επίπεδο, ασυμβίβαστη τό σο προς το ισχύ ον
εισέτι τεκμή ριο αθωό τητας του κατηγορουμένου, ό σο και προς την κατοχύ ρωση
του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας από το (κυρωθέν με το ν. 1705/1987) 7ο
(συμπληρωματικό ) της ΕΣΔΑ Πρωτό κολλο και το (κυρωθέν με το ν. 2462/1997)
ΔΣΑΠΔ. Η παρέμβαση στο ισχύ ον ά ρθρο 497 ΚΠΔ είναι, ενό ψει των ανωτέρω,
αναπό τρεπτη».

την οικογένειά του, αφού, αφενός μεν η επικαλούμενη από αυτόν επιδείνωση της οικονομικής
του κατάστασης εντάσσεται στις συνήθεις συνέπειες της έκτισης της ποινής του, αφετέρου δε
το προβαλλόμενο πρόβλημα της όρασής του (απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς),
σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να αντιμετωπισθεί και υπό συνθήκες
κράτησης, μη δικαιολογουμένης στην προκειμένη περίπτωση της αιτούμενης αναστολής.
98 βλ. Βασιλάκου Δημήτριος «αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως (άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ)» σε
Ποιν. Χρον. 2004 σελ 276-277, ο οποίος θεωρούσε ότι το να απορρίπτεται μια αίτηση λόγω μη
συνδρομής της υπέρμετρης βλάβης είναι είναι άδικο και αντεγκληματικά ανεδαφικό εφόσον η
απόδειξή της είναι για τον αιτούντα δυσαπόδεικτη, εκτός αν ο ίδιος ή κάποιο μέλος της
οικογένειάς του είναι ante portas του θανάτου. Όπως ο ίδιος υποστήριζε θα έπρεπε να
απαλειφθεί ο όρος αυτός από το άρθρο 497 σε μια μελλοντική τροποποίησή του ή μέχρι τότε
να αντιμετωπίζεται χαλαρά από τους δικαστές.
99 Βλ. Μαργαρίτης ο.π. σελ 317
100 Βλ. Κονταξής ο.π. σελ 3012
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Όπως προκύ πτει από την παρά γραφο 8, ό πως ισχύ ει σή μερα, η κρίση για την
αναστολή εκτελέσεως της πρωτό δικης από φασης, ενό ψει της ασκηθείσας εφέσεως,
αποσυνδέεται, από την πρό κληση υπέρμετρης και ανεπανό ρθωτης βλά βης η οποία,
ό πως προεκτέθηκε αποτελού σε προϋ πό θεση κατά το προϊσχύ ον δίκαιο και
στηρίζεται πλέον στα αντικειμενικά κριτή ρια, που προβλέπει η διά ταξη του ά ρθρου
282 ΚΠΔ για την προσωρινή κρά τηση.

Η παρά γραφος 8 του ά ρθρου 497 ξεκινά ει με την σημερινή μορφή της με τη φρά ση
«τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα» κά τι που προσδιορίζει τη
βού ληση του νομοθέτη να καταστή σει την χορή γηση του ανασταλτικού τον κανό να
και την μη χορή γηση την εξαίρεση101, για την κατά φαση της οποίας θα πρέπει
καταρχή ν να κριθεί αιτιολογημένα από το Δικαστή ριο ό τι οι περιοριστικοί ό ροι δεν
αρκού ν και -εφό σον υπά ρξει τέτοια κρίση- σωρευτικά θα πρέπει το δικαστή ριο να
κρίνει ό τι συντρέχουν επιπλέον δύ ο στοιχεία :

Α. Ο σκοπό ς φυγή ς και Β. ο κίνδυνος υποτροπή ς

Α. Προκειμένου να θεωρηθεί ο κατηγορού μενος είναι ύ ποπτος φυγή ς, θα πρέπει


καταφανθού ν στο πρό σωπό του τα ακό λουθα κριτή ρια:

α) έλλειψη γνωστή ς και μό νιμης διαμονή ς στην χώ ρα,

β) προπαρασκευαστικές ενέργειες προς διευκό λυνση της φυγή ς του,

γ) να έχει υπά ρξει κατά το παρελθό ν φυγό ποινος,

δ) να έχει υπά ρξει κατά το παρελθό ν φυγό δικος,

ε) να έχει κριθεί ένοχος για από δραση κρατουμένου, στ) να

έχει κριθεί ένοχος παραβίασης περιορισμώ ν διαμονή ς,

Με τη χρησιμοποίηση των ως ά νω κριτηρίων, τα οποία αρκεί να συντρέχουν


διαζευκτικά και ό χι κατ’ ανά γκην σωρευτικά , αποτρέπονται οι ελεύ θερες
αξιολογή σεις και οι αυθαίρετες δικαστικές κρίσεις στηριζό μενες σε αφηρημένα
συμπερά σματα. Περαιτέρω τα ως ά νω κριτή ρια αποτελού ν αμά χητο τεκμή ριο υπέρ
του σκοπού φυγή ς του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα αν έστω και ένα από αυτά
καταφανθεί ο κατηγορού μενος είναι βέβαιο ό τι θα οδηγηθεί προς έκτιση της ποινή ς

101 Βλ. Μαργαρίτης, ο.π. σελ 320

7
του. Αντιστρό φως, ουδέποτε μπορεί το δικαστή ριο να αρνηθεί σε κά ποιον το
ανασταλτικό αποτέλεσμα αν δεν αιτιολογή σει ειδικά την κατά φαση ενό ς εκ των ως
ά νω κριτηρίων.102

Β. Η πιθανό τητα, αν ο κατηγορού μενος αφεθεί ελεύ θερος, να διαπρά ξει νέα
αδική ματα, θα πρέπει να συνά γεται είτε από την ύ παρξη προηγού μενων
καταδικαστικώ ν αποφά σεων είτε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης, για
την οποία καταδικά σθηκε.

Σε αντίθεση με τον ό ρο προηγού μενες καταδικαστικές αποφά σεις, οποίος είναι


αρκετά αντικειμενικό ς, χωρίς να επιτρέπει αφηρημένες δικαστικές εκτιμή σεις προς
το σκοπό της μη χορή γησης της αναστολή ς, ο ό ρος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της
πρά ξης είναι περισσό τερο υποκειμενικό ς και απροσδιό ριστος, κρινό μενος ό χι με
βά ση γενικά χαρακτηριστικά αλλά κατά περίπτωση, και με βά ση την ουσία της κά θε
υπό θεσης. Κά τι τέτοιο θα μπορού σε να θεωρηθεί μια διέξοδος προς την εύ κολη
από ρριψη πολλώ ν αιτή σεων αναστολή ς.

Ο ό ρος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης θα πρέπει να περιλαμβά νει στοιχεία τα
οποία εντά σσουν το δρά στη σε μια δρομολογημένη εγκληματική δραστηριό τητα103.
Και αυτό ακριβώ ς είναι το νό ημα της διά ταξης να αποτρέψει τον δρά στη να τελέσει
νέες αξιό ποινες πρά ξεις κά τι ό μως που είναι πιθανό να συμβεί ό ταν είναι ο ίδιος
μέσα στη δίνη μιας αποδεδειγμένης συνέχισης της παρά νομης δραστηριό τητά ς του.
Αυτό για παρά δειγμα συμβαίνει ό ταν ο δρά στης καταδικά στηκε σε τοκογλυφία κατ’
επά γγελμα και είναι μπλεγμένος σε κυκλώ ματα τοκογλυφικά . Αντιστρό φως αν ένας
δρά στης τέλεσε υπεξαίρεση στην υπηρεσία του και έχει στο μεταξύ
συνταξιοδοτηθεί είναι δύ σκολο να του αρνηθεί το δικαστή ριο την αναστολή
βασιζό μενο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης του αν δεν συντρέχουν
ταυτό χρονα και ά λλα από τα προαναφερθέντα στο νό μο κριτή ρια.111

102 Βλ. Παπαδαμάκης, ο.π. σελ 704


103 Βλ. 373/2011 Πεντ. Εφ. Κακ. Αθηνών σε ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ Απόρριψη αίτησης κατηγορούμενου
για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης διότι κρίθηκε ότι αν ο αιτών-
κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεών του (κατοχή και εμπορία σημαντικών ποσοτήτων
σκληρών ναρκωτικών ουσιών, ήτοι 1124 γραμμαρίων ηρωίνης και 293 γραμμαρίων κοκαΐνης,
καθώς και κατοχή όπλου και πυρομαχικών κλπ, σε συνδυασμό με τη διαπιστωθείσα
τοξικομανία του) αλλά και από την προκύψασα εμπλοκή του και στο παρελθόν με ναρκωτικά,
να διαπράξει και άλλα εγκλήματα τέτοιου είδους, οπότε, λόγω της ιδιαίτερης επικινδυνότητάς
του, οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν για να τον
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Συγκρίνοντας κανείς τα κριτή ρια του 497 παρ 8 με τα κριτή ρια του 282 ΚΠΔ
παρατηρεί ό τι προκειμένου για την επιβολή προσωρινή ς κρά τησης απαιτού νται
προηγού μενες αμετά κλητες καταδίκες για ομοειδείς πρά ξεις, ενώ για την ά μεση
εκτελεστό τητα απαιτού νται απλά προηγού μενες καταδικαστικές αποφά σεις χωρίς
να χρειά ζεται να είναι ομοειδείς ού τε να έχουν καταστεί αμετά κλητες. Περαιτέρω τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρά ξης μπορού ν να στηρίξουν προσωρινή κρά τηση
μό νο αν η πρά ξη που τελέστηκε ανή κει στα βαριά κακουργή ματα112 αντίθετα για
την ά ρνηση της αναστολή ς αρκού ν για επιβληθείσες ποινές ά νω των τριώ ν ετώ ν,
ακό μα δηλαδή και για ποινή φυλά κισης.

Συνεπώ ς τα κριτή ρια για την επιβολή της προσωρινή ς κρά τησης είναι πιο δύ σκολο
να καταφανθού ν και αυτό είναι δικαιολογημένο δεδομένου ό τι στο στά διο κατά το
οποίο αυτή επιβά λλεται δεν έχει ακό μα υπά ρξει καμία δικαστική κρίση ενώ η
υπό θεση είναι σε πολύ πρώ ιμο στά διο και το τεκμή ριο αθωό τητας είναι ακό μα πολύ
ισχυρό . Αντιθέτως στο χρονικό σημείο ό που τίθεται το θέμα της αναστολή ς, έχει
ή δη υπά ρξει μια πρώ του βαθμού κρίση με αποτέλεσμα το τεκμή ριο αθωό τητας να
έχει δεχτεί ένα πρώ το πλή γμα κά τι που δικαιολογεί μια μεγαλύ τερη αυστηρό τητα
ως προς τα κριτή ρια χορή γησή ς της σε σχέση με τα κριτή ρια επιβολή ς της
προσωρινή ς κρά τησης.

αποτρέψουν από την τέλεση νέων αδικημάτων. ενώ, εξάλλου, δεν αποδείχθηκε, ότι η συνέχιση
έκτισης της ανωτέρω ποινής, οπότε έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση η έφεσή του, θα έχει ως
συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του, αφού, αφενός
μεν η επικαλούμενη από αυτόν (με το περιεχόμενο της αίτησής του) επιδείνωση της οικονομικής του
κατάστασης εντάσσεται στις συνήθεις συνέπειες της έκτισης της ποινής του, αφετέρου δε το
προβαλλόμενο πρόβλημα της όρασής του (απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς), σύμφωνα και με
τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να αντιμετωπισθεί και υπό συνθήκες κράτησης, μη
δικαιολογουμένης στην προκειμένη περίπτωση της αιτούμενης αναστολής.
111
Βλ. Παπαδαμάκης ο.π. σελ 705
112
Απειλούμενα με ισόβια ή με πρόσκαιρη κάθειρξη που φτάνει τα είκοσι έτη
Πέρα από τα ως ά νω αρνητικά κριτή ρια υπά ρχει και ένα κριτή ριο το οποίο
λειτουργεί πά ντοτε θετικά και ποτέ αρνητικά . Αυτό είναι η πρό κληση υπέρμετρης
και ανεπανό ρθωτης βλά βης, η οποία από τη στιγμή που καταφά σκεται αποτελεί το
μοναδικό κριτή ριο για την αποδοχή της αίτησης ανεξά ρτητα από το αν συντρέχουν
οι υπό λοιπες προϋ ποθέσεις.104 Επομένως η κατά φασή της οδηγεί σε κά θε
104 Βλ. 4101/2010 Τριμ. Εφ. Κακ. Αθ. σε Ποιν.Δικ. 8-9-2011 σελ 956, η οποία δέχτηκε το αίτημα
του κατηγορουμένου περί χορηγήσεως ανασταλτικού αποτελέσματος στην ασκηθησόμενη
έφεση, με το αιτιολογικό ότι ο κτγ έχει απεξαρτηθεί από τις ναρκωτικές ουσίες , εάν δε
εκτελεστεί η ποινή, αυτό μπορεί να του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω του κινδύνου

7
περίπτωση (ακό μη δηλαδή και ό ταν τα λοιπά μεγέθη είναι αρνητικά για τον
κατηγορού μενο) στη χορή γηση της αναστολή ς, η δε ανυπαρξία της δεν οδηγεί σε
ά μεση εκτελεστό τητα.

Αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά την αναβολή εκδίκαση της έφεσης

Η περίπτωση αυτή αποτελεί την τρίτη δυνατό τητα χορή γησης από το δικαστή ριο
αναστολή ς εκτέλεσης της πρωτοβά θμιας από φασης. Ο κατηγορού μενος που από
την έκδοση της πρωτοβά θμιας από φασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης δεν έχει
λά βει αναστολή εκτέλεσης μπορεί ενώ πιον του εφετείου το οποίο θα αναβά λλει την
υπό θεση να αιτηθεί ταυτό χρονα αναστολή εκτέλεσης.

Αυτό δεν προβλέπεται ρητά 105 στο ά ρθρο 497 ΚΠΔ, ό μως για την ταυτό τητα του
νομικού λό γου θα πρέπει να γίνει δεκτό ό τι, αν υποβληθεί σχετική αίτηση το
δευτεροβά θμιο δικαστή ριο επιβά λλεται να ασχοληθεί με αυτή ν. Και αυτό με τη
σκέψη ό τι από την στιγμή που το συγκεκριμένο δικαστή ριο έχει αρμοδιό τητα να
αποφανθεί επί της αιτή σεως αναστολή ς σε προηγού μενο στά διο, ή τοι πριν ακό μα
προσδιοριστεί προς εκδίκαση η υπό θεση με βά ση το 497 παρ. 7 θα ή ταν παρά λογο
να μην έχει την εξουσία να ασχοληθεί με το ίδιο αυτό ζή τημα και αφού η υπό θεση
προσδιοριστεί και είναι πλέον προς εκδίκαση ενώ πιό ν του στην περίπτωση που
κρίνει ό τι πρέπει να χορηγή σει αναβολή .

Ως προς την συμμετοχή ή ό χι των ενό ρκων γίνεται δεκτό ό τι εφό σον η αναβολή
δίνεται πριν τη συγκρό τηση του δικαστηρίου πριν λά βει χώ ρα η κλή ρωση των
ενό ρκων αρμό διοι για την κρίση επί αναστολή ς είναι οι τακτικοί μό νο δικαστές. Αν
ό μως η αναβολή χορηγηθεί αφό του γίνει η κλή ρωση και συνεπώ ς καταστού ν οι
ένορκοι μέρος ης σύ νθεσης του δικαστηρίου τό τε θα κληθού ν να συμπρά ξουν και
στην από φαση επί αναστολή ς. 106

5. Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου

επανόδου του στο χώρο των ναρκωτικών.


105 Παλαιότερη αντίστοιχη ρύθμιση υπήρχε στο άρθρο 497 παρ. 2 όπου ορίζονταν ότι το κατ’
έφεσιν δικάζον δικαστήριο μπορούσε να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης αναβάλλον την
εκδίκαση της εφέσεως.
106 Βλ Παπαδαμάκης ο.π. σελ 708, Μαργαρίτης, ο.π. σελ 367
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Σύ μφωνα με το ά ρθρο 472 ΚΠΔ «Κάθε δισταγμός ή αμφισβήτηση για την


ανασταλτική δύναμη του ενδίκου μέσου κατά το άρθρο 471 λύεται αμετάκλητα από
το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα
που προσβάλλεται. Αν όμως ο δισταγμός ή η αμφισβήτηση ανακύψει μετά την
εισαγωγή του ένδικου μέσου για συζήτηση, λύεται από το δικαστήριο ή το δικαστικό
συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος και ο
πολιτικώς ενάγων καλούνται πριν είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να εκφράσουν
τη γνώμη τους στο όργανο που θα κρίνει για την αμφισβήτηση».

Το ανωτέρω ά ρθρο εισά γει ένα οιονεί ένδικο βοή θημα το οποίο έχει διορθωτικό
χαρακτή ρα. Σκοπό ς του είναι να επιλύ σει οποιασδή ποτε διαφωνία που ενδεχομένως
θα ανακύ ψει στο πλαίσιο της εφαρμογή ς η μη του ανασταλτικού αποτελέσματος.
Με τον τρό πο αυτό παρέχεται στον κατηγορού μενο επαρκή ς προστασία ώ στε να
εξασφαλιστεί η νομιμό τητα της εκτέλεσης.

Στα πλαίσια του ά ρθρου 472 το ζητού μενο είναι να αποφασίσει το δικαστή ριο αν το
ανασταλτικό αποτέλεσμα που χορή γησε το πρωτοβά θμιο δικαστή ριο ισχύ ει η ό χι
διό τι υπά ρχει μια αμφισβή τηση ως προς την ισχύ του η οποία απορρέει από το
εμπρό θεσμο ή ό χι της έφεσης. Προκειμένου να καταλή ξει στο συμπέρασμα αυτό
μπορεί στο αιτιολογικό να λά βει υπό ψιν του το ζή τημα του παραδεκτού του ενδίκου
μέσου ό μως ποτέ αυτό δεν θα είναι περιεχό μενο του διατακτικού της από φασης του
472 ΚΠΔ. Ο λό γος είναι ό τι δεν πρέπει να δημιουργηθεί ως προς το θέμα του
παραδεκτού ή μη δεδικασμένο, διό τι αυτό ανή κει στην αρμοδιό τητα μό νο του
δευτεροβά θμιου δικαστηρίου.107

Αρμό διο δικαστή ριο για την επίλυση της διαφωνίας είναι το δικαστή ριο που
εξέδωσε την προσβαλλό μενη από φαση, αν ό μως ο δισταγμό ς ή η αμφισβή τηση
προκύ ψει μετά την εισαγωγή του ενδίκου μέσου προς συζή τηση - ή τοι μετά την
επίδοση της κλή σης προς εμφά νιση στο ακροατή ριο117 αν η έφεση στρέφεται κατά
αποφά σεως, ή μετά την υποβολή της πρό τασης στο δευτεροβά θμιο συμβού λιο αν η
έφεση στρέφεται κατά βουλεύ ματος - τό τε επιλύ εται από το δικαστή ριο που είναι

107 ΒΛ. 531/2001 σε Αρμενόπουλος 2001 σελ. 1254 – 1256 με παρατηρήσεις Ζαχαριάδη
σύμφωνα με το αιτιολογικό της οποίας « από το αναγνωσθέν με ημερομηνία 3-1- 2001
αποδεικτικό επιδόσεως στον κατηγορούμενο επιδόθηκε η υπ’ αριθμ 823/2000 απόφαση του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, χωρίς να αναφέρεται το έτος εκδόσεως της αποφάσεως
αυτής. Συνεπώς, η επίδοση της εν

7
αρμό διο να κρίνει επί του ενδίκου μέσου.118 Στην περίπτωση που αρμό διο
δικαστή ριο είναι το ΜΟΔ καλού νται μό νο οι τακτικοί δικαστές χωρίς τη σύ μπραξη
των ενό ρκων καθό σον το θέμα της αμφισβή τησης είναι παρεμπίπτον ζή τημα και
δεν ά πτεται της ουσίας της υπό θεσης.

Το δικαστή ριο είναι αρμό διο να αποφασίσει για ζητή ματα που ανακύ πτουν τό σο
αναφορικά με την αυτοδικαίως δυνά μενη να χορηγηθεί αναστολή ό σο και με την
δυνητικά χορηγού μενη σύ μφωνα με τα ά ρθρα 497 παρ. 2 και 3, 4 αντίστοιχα.

Ο νό μος κά νει αναφορά σε κά θε δισταγμό ή αμφισβή τηση εννοώ ντας αφενό ς με την
έννοια δισταγμοί τις τυχό ν αμφιβολίες που έχει ο Εισαγγελέας ο επιφορτισμένος με
την εκτέλεση της από φασης και αφετέρου με την έννοια αμφισβητή σεις, τις
αμφιβολίες που έχει ο ίδιος ο κατηγορού μενος με την εκτέλεση της ποινή ς του119.

Για λό γους ταχείας επίλυσης των ζητημά των αυτώ ν, η εισαγωγή της αίτησης γίνεται
με επιμέλεια του αρμό διου εισαγγελέα το συντομό τερο δυνατό ακό μα και την ίδια
μέρα, και η από φαση που εκδίδεται από το δικαστή ριο είναι “ex lege” αμετά κλητη
μη επιδεχό μενη δηλαδή ενδίκου μέσου ανεξαρτή τως του θετικού ή αρνητικού
αποτελέσματος για την αναστολή . Ενό ψει αυτού του χαρακτή ρα της από φασης σε
περίπτωση από ρριψης της αίτησης η δυνατό τητα που μένει είναι η

λόγω αποφάσεως στον κατηγορούμενο είναι άκυρη και για τον λόγο αυτόν η άσκηση από τον ίδιο
κατ’ αυτής του ως άνω ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά την 22-1-2001 είναι εμπρόθεσμη και η
έφεση αυτή είναι τυπικά παραδεκτή. Επομένως, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη κατά την
ουσία της και, αφού προηγουμένως γίνει δεκτό ότι η έφεση κατά της 823/2000 αποφάσεως του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η
ασκηθείσα κατ’ αυτής εν λόγω έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τον όρο καταβολής
εγγυήσεως ποσού 500.000δρχ».
117
Αν έχει γίνει παραίτηση από την κλήτευση κρίσιμο σημείο είναι ο προσδιορισμός της
δικασίμου για τον δεύτερο βαθμό.
118
Βλ. Ζαχαριάδης Α. παρατηρήσεις στην 531/2001 Τριμ. Εφ. Θεσσαλονίκης, Αρμενόπουλος
2001 σελ. 1254 - 1256
119
Βλ. Συμεωνίδης ο.π. σελ 134, Μαργαρίτης Λ. κώδικας ποινικής δικονομίας ερμηνεία κατ’
άρθρο, εκδ Νομική βιβλιοθήκη 2012, σελ 2117, Κονταξής ο.π. σελ 2721, Μαργαρίτης ο.π. σελ 357
κατά ά ρθρο 505 παρ. 2 ά σκηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πά γου,
είτε η ά σκηση νέας αίτησης με επίκληση νέων πραγματικώ ν περιστατικώ ν.

Δυνά μει ρητή ς πρό βλεψης στο νό μο ο κατηγορού μενος, αλλά και ο πολιτικώ ς
ενά γων καλού νται υποχρεωτικά προ είκοσι τεσσά ρων ορώ ν για να εκφρά σουν τη
γνώ μη τους στο ό ργανο, που θα κρίνει για την αμφισβή τηση. Έτσι εξασφαλίζεται το
δικαίωμα ακροά σεως τους είτε με την υποβολή εγγρά φου υπομνή ματος είτε με την
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

αυτοπρό σωπη είτε με την δια πληρεξουσίου παρά σταση τους. Αν ο κατηγορού μενος
δεν κλητευθεί, επέρχεται από λυτη ακυρό τητα κατ’ ά ρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ.
Υποστηρίζεται108, ό τι η διατύ πωση του ά ρθρου 472 εδ γ’ η οποία αναφέρεται
αποκλειστικά σε περίπτωση «αμφισβή τησης», οδηγεί στο συμπέρασμα ό τι δεν είναι
υποχρεωτική η κλή ση στις περιπτώ σεις, που το δικαστή ριο επιλύ ει «δισταγμού ς»
του εισαγγελέα.

Α. Πεδίο εφαρμογής 472 και 497 παρ. 7 ΚΠΔ


Πολλές φορές το πεδίο εφαρμογή ς των δύ ο αυτώ ν διατά ξεων σε πρακτικό επίπεδο
δεν είναι απολύ τως σαφές με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύ γχυση109 αναφορικά
με το αιτητικό της από φασης η οποία θα αποφανθεί επί της αίτησης. Προκειμένου
να οριοθετηθεί η έκταση εφαρμογή ς του καθενό ς ένδικου βοηθή ματος αξίζει να
αναφερθού ν τα ακό λουθα :

Η διά ταξη του ά ρθρου 472 έχει εφαρμογή σε περίπτωση που η τυχό ν ασκηθησό μενη
έφεση είχε είτε αυτοδικαίως, είτε με βά ση διά ταξη της πρωτοβά θμιας από φασης
ανασταλτικό αποτέλεσμα για την ισχύ του οποίου ανακύ πτουν δισταγμοί ή
αμφισβητή σεις. Χαρακτηριστικό παρά δειγμα είναι οι αποφά σεις που ό ριζαν ό τι η
τυχό ν ασκηθείσα έφεση θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κατέστησαν ό μως
αμετά κλητες λό γω μη ά σκησης νομό τυπης και εμπρό θεσμης έφεσης.122 Στην
περίπτωση αυτή το αρμό διο δικαστή ριο θα αποφανθεί για την ισχύ ή ό χι του
αυτοδίκαια επελθό ντος ή του δικαστικώ ς χορηγηθέντος ανασταλτικού
αποτελέσματος.

Η διά ταξη του ά ρθρου 497 παρ. 7 αφορά τις περιπτώ σεις εκείνες που το
πρωτοβά θμιο δικαστή ριο δεν χορή γησε (κατά την κρίση του ή λό γω απαγορεύ σεως
του νό μου), ανασταλτικό αποτέλεσμα εξαρχή ς και αυτό μά λιστα ορίζεται ρητά στο
περιεχό μενο της από φασης. Οπό τε και στην περίπτωση αυτή το ίδιο το δικαστή ριο

108 Βλ. Συμεωνίδης ο.π. σελ 137, Μαργαρίτης ο.π. σελ 360
109 Βλ. Γνωμ. Εισ. Πρωτ. Ρόδου 2/2002 σε Ποιν. Δικ 2002 σελ 616, με την οποία οριοθετούσε το
πεδίο εφαρμογής των δύο διατάξεων προς το σκοπό της αποφυγής της άσκοπης απασχόλησης
του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (497 παρ. 7) με αιτήσεις απευθυνόμενες στο δικαστήριο του
άρθρου 472 ΚΠΔ, βλ. Μαργαρίτης Λ. «ένδικα μέσα αμφισβήτηση ανασταλτικής δυνάμεως και
αναστολή εκτελέσεως. Νομοθετική καθαρότητα και νομολογιακή σύγχυση» Ποιν. Δικ. 2004 σελ
1151 122 Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν θα αποφανθεί για το παραδεκτό ή όχι του
ενδίκου μέσου και συνεπώς οποιαδήποτε κρίση του δεν δεσμεύει το δικαστήριο που κρίνει επί
του ενδίκου μέσου.

7
αν κρίνει ό τι συντρέχουν οι προϋ ποθέσεις του ά ρθρου 497 παρ. 8 θα αναστείλει την
εκτέλεση της αποφά σεως.

Β. Πεδίο εφαρμογής 472 και 564-565 ΚΠΔ


Οι δύ ο διατά ξεις επιλύ ουν την αμφισβή τηση με στό χο ουσιαστικά την αποτροπή της
εκτέλεσης, ωστό σο οι αμφιβολίες είναι διαφορετικές σε κά θε περίπτωση. Αυτή η
ετερό τητα προκύ πτει καταρχά ς από τη διαφορετική αρμοδιό τητα, εφό σον
οποιαδή ποτε αμφισβή τηση ανακύ πτει με βά ση το 464-465 ΚΠΔ ανή κει
αποκλειστικά στο Τριμελές πλημμελειοδικείο του τό που εκτέλεσης, χωρίς να
ενδιαφέρει ποιο δικαστή ριο έχει εκδό σει την καταδικαστική από φαση.

Για να εφαρμοστεί το ά ρθρο 565 ΚΠΔ πρέπει οι αντιρρή σεις να αφορού ν εκτιό μενη
στερητική της ελευθερίας ποινή και ό χι ποινή της οποίας η εκτέλεση δεν ά ρχισε.

Περαιτέρω η διά ταξη του ά ρθρου 565 ΚΠΔ αφορά στην έρευνα των ζητημά των που
ανακύ πτουν μό νο κατά την εκτέλεση ή τοι ζητή ματα που αφορού ν την
εκτελεστό τητα της αποφά σεως, το είδος και την διά ρκεια της ποινή ς. Δεν μπορεί να
εξετά σει θέματα που αναφέρονται στη νομιμό τητα η μη της ποινή ς που επιβλή θηκε
ή σε πλημμέλειες που έλαβαν χώ ρα κατά την έκδοση της από φασης. 110

Νομολογία

531/2001 Τριμ. Εφ. Θεσ. η οποία έλυσε την αμφισβή τηση ως προς το ανασταλτικό
αποτέλεσμα της ασκηθείσας από τον κατηγορού μενο έφεσης με την αιτιολογία ό τι η
επίδοση της από φασης ή ταν ά κυρη διό τι δεν αναφερό ταν το έτος έκδοσή ς της.
Συνεπώ ς στην περίπτωση ά κυρης επίδοσης η προθεσμία του 473 δεν τρέχει και
επομένως η έφεση του κατηγορουμένου ακό μα και αν είχε ασκηθεί εκπρό θεσμα
θεωρείται εμπρό θεσμη ά ρα τυπικά παραδεκτή και ως τέτοια προσδίδει
ανασταλτικό αποτέλεσμα. (Αρμενό πουλος 2001 σελ. 1254)

2/2003 Εφ. ανηλ. Θεσ. η οποία έλυσε την αμφισβή τηση που ανέκυψε για το
ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά από φασης που επέβαλε ποινικό
σωφρονισμό σε ανή λικο διά ρκειας 6 ετώ ν και 4 μηνώ ν υπέρ της από ψεως ό τι η
ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύ ναμη. (Αρμενό πουλος 2003 σελ 1485)

110 Βλ. Μαργαρίτης Λ. Παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 465 ΚΠΔ , Ποιν Δικ. 2002 σελ. 46
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Επίλογος - συμπεράσματα
Από ό λα ό σα αναλύ θηκαν ανωτέρω συνά γεται ό τι το ανασταλτικό αποτέλεσμα
εξυπηρετεί δύ ο διαφορετικού ς σκοπού ς. Από την πλευρά του δικαστηρίου και της
δικαιοσύ νης σκοπό ς του ανασταλτικού αποτελέσματος και της αναστολή ς
εκτέλεσης της πρωτοβά θμιας από φασης είναι η εξασφά λιση της παρουσίας του
κατηγορουμένου στο ακροατή ριο προς εκδίκαση της υπό θεσης του, ό σο και η
εξασφά λιση ό τι μετά την εκδίκαση θα υποβληθεί στην εκτέλεση της επιβληθείσας
ποινή ς. Αντίθετα από την πλευρά του κατηγορουμένου σκοπό ς του είναι η
εκμετά λλευση και των δύ ο βαθμώ ν δικαιοδοσίας προτού ξεκινή σει η εκτέλεση της
επιβληθείσας ποινή ς με στό χο την εξασφά λιση τη ορθό τητας της δικαστική ς κρίσης.

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα υφίσταται στη σημερινή μορφή του μετά από πλή θος
τροποποιή σεων στο πέρασμα του χρό νου οι οποίες οφείλονται στην προσπά θεια
του νομοθέτη να ισορροπή σει την αξίωση της πολιτείας αφενό ς για ά μεση εκτέλεση
της ποινή ς και την αποκατά σταση έτσι της δικαιοσύ νης και αφετέρου για ορθή
απονομή της δικαιοσύ νης.

Για τους λό γους αυτού ς ο θεσμό ς της ανασταλτικό τητας των ενδίκων μέσω
καθίσταται πά ρα πολύ σημαντικό ς στα πλαίσια τό σο της προδικασίας ό σο και της
διαδικασίας στο ακροατή ριο ώ στε να βρίσκει έρεισμα σε σπουδαίες δικαιικές αρχές
ενώ ο οποιοσδή ποτε περιορισμό ς του να δημιουργεί επιφυλά ξεις ως προς την ισχύ
των περιοριστικώ ν διατά ξεων οι οποίες θίγουν αυξημένης νομοθετική ς ισχύ ος
διατά ξεις του Συντά γματος αλλά και των Ευρωπαϊκώ ν κανό νων με αποτέλεσμα
οποιοσδή ποτε περιορισμό ς να θεωρείται κατηργημένος.

Προς το πνεύ μα αυτό βλέπουμε ό τι κινείται και ο Κώ δικας ποινική ς δικονομίας ο


οποίος θέτει ως κανό νας την χορή γηση του ανασταλτικού αποτελέσματος στο
ά ρθρο 471 παρ. 1 αφή νοντας τον αποκλεισμό του κατ’ αρχά ς σε αντίθετη
πρό βλεψη. Στο ίδιο πνεύ μα υπακού σει και η διά ταξη 546 ΚΠΔ η οποία ορίζει
καταρχά ς ό τι οι καταδικαστικές αποφά σεις εκτελού νται ό ταν καταστού ν
αμετά κλητες αφή νοντας και αυτή η διά ταξη την προσωρινή εκτελεστό τητα για
ακό μα μια φορά σε αντίθετη νομοθετική πρό βλεψη. Επίσης την ίδια κατεύ θυνση
ακολουθού ν και οι νό μοι που κατά καιρού ς καταργού σαν μαζικά ό λες τις
προβλέψεις που απαγό ρευαν την χορή γηση ανασταλτικού , ό πως ο Ν 2408/1996 και
ο Ν 2479/1997.

7
Ωστό σο στην πρά ξη βλέπουμε ό τι από τη μία πλευρά ο νομοθέτης έχει προβλέψει
πολλές εξαιρέσεις στον ανωτέρω κανό να , ώ στε τελικά να καταλή γουμε στο
συμπέρασμα ό τι η χορή γηση του ανασταλτικού να καθίσταται η εξαίρεση. Από την
ά λλη πλευρά και τα δικαστή ρια είναι εξαιρετικά φειδωλά στην χορή γηση
αναστολή ς ό ταν αυτό επαφίεται στην κρίση τους. Με τον τρό πο αυτό φαίνεται να
αντιμετωπίζουν τον θεσμό σαν να είναι ένας τρό πος αποφυγή ς εκτέλεσης της
από φασης και να παραβλέπουν ό τι ο θεσμό ς αυτό ς στοχεύ ει απλά σε μια χρονική
μετά θεση της εκτέλεσή ς της με γνώ μονα την εξασφά λιση της ορθή ς δικαστική ς
κρίσης, η οποία επιτυγχά νεται με τον δεύ τερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Οι λό γοι που οδηγού ν σε αυτή ν την πρακτική είναι ο εθισμό ς των δικαστηρίων στην
επιβολή ιδιαίτερα αυστηρώ ν ποινικώ ν κυρώ σεων, ο οποίος απορρέει από την
απαίτηση της πολιτείας για γρή γορη η ικανοποίηση της κοινή ς γνώ μης και του
θύ ματος αλλά και από το γεγονό ς ό τι έχει φτά σει στο σημείο η έκτιση της ποινή ς να
αποτελεί τρό πο ά σκησης αντεγκληματική ς πολιτική ς, αναπληρώ νοντας έτσι την
ανεπά ρκεια της πολιτείας να επιβά λλει με ά λλους τρό πους προληπτικά και
αντεγκληματικά μέτρα.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Ανδρουλά κης Νικολαος Κ. «Θεμελιώ δεις έννοιες της ποινική ς δίκης», εκδ.
Π.Ν.Σά κκουλας Αθή να 2012
• Βαβαρέτος Γεώ ργιος Κώ δικας Ποινική ς δικονομίας εκδ Σά κκουλα 1982
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος «ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα»
εκδ. Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη, 1999
• Καρρά ς Αργύ ριος «Ποινικό δικονομικό δίκαιο» εκδ. Νομική Βιβλιοθή κη 2017
• Καρρά ς Αργύ ριος «κώ δικας Ποινική ς δικονομίας – συστηματική ερμηνεία και
μεθοδολογική κατ’ ά ρθρο ανά πτυξη» εκδ. Νομική Βιβλιοθή κη 2016
• Κονταξης Αθανά σιος «κώ δικας Ποινική ς δικονομίας - συνδυασμό ς Θεωρίας
και πρά ξης εκδ. Αντ. Ν. Σά κκουλας Αθή να 2006
• Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος Αναπληρωτή ς καθηγητή ς Εισαγγελέας
Πρωτοδικώ ν «Ποινικό δίκαιο και ανθρώ πινη αξιοπρέπεια» εκδ. Αντ. Ν.
Σά κκουλα Αθή να Κομοτηνή 1987
• «κώ δικας ποινική ς δικονομίας Γ. Αρβανίτης Γ. Καλφέλης Λ. Καρά μπελας Λ.
Μαργαρίτης σχό λια – νομολογία» εκδ. Νομική βιβλιοθή κη 2001
• Μαργαρίτης Λά μπρος «ποινική δικονομία – ένδικα μέσα», εκδ Νομική
βιβλιοθή κη 2012
• Μαργαρίτης Λά μπρος κώ δικας Ποινική ς δικονομίας ερμηνεία κατ’ ά ρθρο, εκδ
Νομική βιβλιοθή κη 2012
• Μαργαρίτης Μιχαή λ αρεοπαγίτης, ερμηνεία κώ δικα ποινική ς δικονομίας εκδ
Π.Ν. Σά κκουλας, Αθή να 2008
• Πρωτό παπας Διονύ σης «το τεκμή ριο αθωό τητας του κατηγορουμένου στην
ποινική δίκη» εκδ Αντ. Ν. Σά κκουλα Αθή να Κομοτηνή 2006
• Παπαδαμά κης Αδά μ, «Ποινική δικονομία η δομή της Ποινική ς δίκης», εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη 2012
• Παπαδαμά κης Αδά μ «Ποινική Δικονομία Θεωρία – πρά ξη - νομολογία» εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη 2017
• Σεβαστίδης, κώ δικας ποινική ς δικονομίας ερμηνεία κατ’ ά ρθρο εκδ.
Σά κκουλα Αθή να Θεσσαλονίκη, 2011

7
• Συμεωνίδης Δημή τριος «το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της
αναίρεσης κατά αποφά σεων στην ποινική δίκη» εκδ. Αντ. Ν. Σά κκουλας
1999
• Φρά γκος Γ. Κωνσταντίνος, Κώ δικας Ποινική ς Δικονομίας ερμηνεία και
πρό σφατη νομολογία Αρείου Πά γου κατ’ ά ρθρο εκδ. Σά κκουλα Αθή να
Θεσσαλονίκη, 2011

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
• Βασιλά κου Δημή τριος «αναστολή εκτελέσεως αποφά σεως (ά ρθρο 497 παρ.
7 ΚΠΔ)» σε Ποιν. Χρον. 2004 σελ 276-277
• Ζαίρη ά ννα Εισ. Εφετώ ν «αρμοδιό τητα για την από φανση επί αιτή σεως
αναστολή ς της εκτέλεσης πρωτό δικης από φασης Μικτού Ορκωτού
δικαστηρίου κατ’ ά ρθρο 497 παρ. 7» σε Ποιν. Χρον. 2015 σελ 79-80
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος παρατηρή σεις στην 531/2001 Τριμ. Εφ.
Θεσσαλονίκης, Αρμενό πουλος 2001 σελ. 1254 – 1256
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος Παρατηρή σεις σε 2/2003 Εφ.Αν.Θεσ. Αρμενό πουλος
2003 σελ 1485 - 1487
• Ζαχαριά δης Αθανά σιος παρατηρή σεις σε 2/2001 Τριμ.Δικ.Ανηλ.Κατοριά ς,
Αρμενό πουλος 2001 σελ 705
• Ζύ γουρας Ανδρέας Αντιεισαγγελέας ΑΠ «Η εισαγωγή εις το ακροατή ριο του
κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βού λευμα», Ποιν. Δικ. 2007, σελ 457
• Ζύ γουρας Ανδρέας Αντιεισαγγελέας Εφετώ ν, «αι συνέπειαι της
παραβιά σεως υπό του κατηγορουμένου του επιβληθέντος εις αυτό ν υπό του
δευτεροβά θμιου δικαστηρίου δια την αναστολή εκτέλεσης πρωτοδίκου
αποφά σεως περιοριστικού ό ρου της εμφανίσεως του ενώ πιον αρχή ς».
Υπερά σπιση 1993 σελ 427, 428
• Καλφέλης Γρηγό ρης «επίδοση κλή σης στον κατηγορού μενο για να
εμφανιστεί στο δικαστή ριο πριν καταστεί αμετά κλητο το παραπεμπτικό
βού λευμα» Υπερ 1993, σελ 183 επ
• Μαργαρίτης Λά μπρος «η διά ταξη του ά ρθρου 471 είναι γρά μμα κενό ;» Αρμ
1979 σελ 336
• Μαργαρίτης Λά μπρος Ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων και
νομοθετικά πισωγυρίσματα: Ο πρό σφατος νό μος για τους λαθρομετανά στες,
ΠοινΔικ 6/2001, σελ. 636
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

• Μαργαρίτης Λά μπρος «έφεση αναστολή εκτέλεσης της από φασης (ά ρθρο


497 παρ. 7) και ισό βια κά θειρξη», Ποιν. Δικ 6/2002 σελ 638-639
• Μαργαρίτης «Δικαστή ρια ανηλίκων – η έφεση κατά των αποφά σεων τους
και το ανασταλτικό της αποτέλεσμα», Ποιν. Δικ 2004, σελ 313-314
• Μαργαρίτης Λά μπρος, «Ένδικα μέσα βεβαιό τητα ευδοκιμή σεώ ς τους και
αναστολή εκτελέσεως της αποφά σεως». Ποιν. Δικ 2004 σελ 977
• Μαργαρίτης Λά μπρος, αναστολή εκτέλεσης ενό ψει εφέσεως ή αναιρέσεως
(ά ρθρα 497 παρ. 2 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ), Ποιν. Δικ. 4/2005 σελ 442-446
• Μαργαρίτης Λά μπρος «ένδικα μέσα αμφισβή τηση ανασταλτική ς δυνά μεως
και αναστολή εκτελέσεως. Νομοθετική καθαρό τητα και νομολογιακή
σύ γχυση» Ποιν. Δικ. 2004 σελ 1151
• Μαργαρίτης Λά μπρος «Παρατηρή σεις σχετικά με το ά ρθρο 465 ΚΠΔ» , Ποιν
Δικ. 2002 σελ. 46
• Μαργαρίτης Λά μπρος παρατηρή σεις σε ΑΠ 360/2001 Ποιν Δικ 2001 σελ 598
• Παπαχαραλά μπους Παρατηρή σεις στην ΠεντΕφΑθ 465/1992 Υπερ. 1994,
317 επ
• Παναγιωτό πουλος Μιχά λης, Δικηγό ρος το ανασταλτικό αποτέλεσμα της
προθεσμίας ασκή σεως του ενδίκου μέσου (ή το κενό γρά μμα του αρ. 471
παρ. 1 του ΚΠΔ), Αρμ 1978
• Πεπονή ς Γρηγό ριος αντιεισαγγελέας Πρωτοδικώ ν, ανασταλτική δύ ναμη των
ενδίκων μέσων και περιοριστικοί ό ροι, ΠοινΧρ 1996 σελ 317
• Πεπονή ς Γρηγό ριος, οι συνέπειες του μη διορισμού αντικλή του στην περί
ασκή σεως εφέσεως συντασσό μενη έκθεση, Ποιν.Χρ. 2002, σελ 279
• Στεφανίδου Ανδρομέδα Αντ. Εις. Πρωτοδικώ ν «ανασταλτικό αποτέλεσμα
την έφεσης και αιτιολογία κατά το προηγού μενο και νεό τερο νομικό
καθεστώ ς» Αρμ. 2011 σελ 1957
• Συλίκος Γεώ ργιος παρατηρή σεις σε Πεντ. Εφετ 437/1992 σε Υπερά σπιση
1992 σελ 1430 – 1436
• Τό ρβας Παναγιώ τη, Δικηγό ρος παρατηρή σεις σε 123/200 από φ. Τριμ Εφ.
Αιγαίου, σε Ποιν. Δικαιοσύ νη 2000 σελ 1212

You might also like