You are on page 1of 2

<t>Τα σκυλιά του Σειχ-Σου</t> <p>«….

Καθώς ή κυκλοφορία κοβόταν


τότε πολύ νωρίς, μέσα στό γενικό καταλάγιασμα, όλες οι δυνατές
φωνές, καί οί πιό μακρινές ακόμα, ακούγονταν απίστευτα ξεκάθαρα.
Αφήνω πιά τούς πυροβολισμούς καί τίς χειροβομβίδες. Γεγονός
πάντως είναι πώς και η ακοή μας είχε στό έπακρο οξυνθεί, μια και
δεν μπορούσε τίποτε άλλο να μάς βοηθήσει να καταλάβουμε τί
συμβαίνει στά σκοτεινά γύρω μας. Γνωρίζαμε τό περπάτημα τών
εχθρών μέσα στη νύχτα, τό επίμονο πνιχτό βήξιμο τών χαφιέδων εξω
άπό την πόρτα, τίς διαφορές των αντρογύνων, τό ροχαλητό των
γεινόνων μας, άλλά καί τόν ανεπαίσθητο γλυκό θόρυβο που κάμναν τά
τενεκεδάκια μέ την μπογιά, όταν τά παιδιά γράφαν στους τοίχους.
Ξέραμε πώς η γειτονιά μας την άλλη μέρα θα λάμπει απο λεβεντιά
καί αισιοδοξία. Εκείνο όμως πού σίγουρα μπορούσες να
παρακολουθήσεις και να χαρείς κάθε νύχτα, ήταν το λάλημα των
πετεινών που άρχιζε από κάπου και διαδίδονταν κατόπι από
συνοικία σέ συνοικία. Τώρα λαλούν οί πετεινοί της Βάρνας, ύστερα
της Νεάπολης, της Σταυρούπολης, της Νέας Μαινεμένης, τής Ραμόνας,
του Παλιού Σταθμού, του Κουλέ Καφέ, της Κασσάνδρου και της Αγίου
Δημητρίου, της Ευαγγελίστριας, των Σαράντα Εκκλησιών, της
Τούμπας, της Τριανδρίας… Ήταν κάποια παρηγοριά κι αυτό, μιά
κυκλοφορία, πού δεν μπορούσε μάλιστα να την εμποδίσει ό θηριώδης
στρατιωτικός διοικητής. Είχαμε αρχίσει και πάλι να μιλάμε για τον
καιρό και τί να κάνουμε προβλέψεις για τις αλλαγές του. Μονάχα
από τις καθωσπρέπει συνοικίες, Τσιμισκή, Παραλία καί Μητρόπολη,
δεν ακούγονταν ούτε και τότε λαλήματα πετεινών. Λυπόμουν τους
ανθρώπους που καθόντουσαν έκεί. Μιά μάγισσα που είχαμε στό σπίτι
μας, όταν ξόρκιζε κανένα κακό, του φώναζε άγρια τρεις φορές: «Νά
πας έκεί πού δέ λαλεί πετεινός». Η αλήθεια είναι πως ανάμεσα στα
λαλήματα ακούγαμε και κανένα βραχνό χωνί να ξανοίγεται μεσ στη
βαθιά νύχτα. Δεν ξεχωρίζαμε συνήθως τι αγωνίζονταν να μας
αναγγείλει το ηρωικό αγόρι, ξέραμε όμως πολύ καλά πως θά
καταλήξει καί ψιθυρίζαμε όλοι μαζί του το συναρπαστικό σύνθημα:
«θάνατος στό φασισμό — Λευτεριά στο λαό!». Κάποτε όμως, μαζί μέ
τούς πετεινούς καί τούς τηλεβόες, άρχισαν να ακούγονται μέσα στη
νύχτα πολλά ουρλιάσματα και γαβγίσματα. Δεν ήταν το γάβγισμα των
σκυλιών της γειτονιάς μας. Αυτά, έκτός που ήταν πια πολύ λιγοστά
και αδύναμα, είχαν αλλιώτικες, πιο γλυκιές φωνές. Τα καινούρια
γαβγίσματα ήταν πάρα πολλά, πολύ πιό άγρια, και άρχιζαν πάντα μ’
ένα βαθύ ομαδικό ουρλιαχτό, που απλώνονταν πάνω από τήν πόλη και
μας πάγωνε. Στήσαμε αυτί στα παραθύρια να καταλάβουμε από που
προέρχεται· πήγαμε ό ένας στο κρεβάτι του άλλου να συζητήσουμε
το καινούριο κακό που μάς βρήκε. «Αν ήταν μπλόκο μέ σκυλιά,
αλίμονο στόν κυκλωμένο κοσμάκη. Πάντως, τά γαβγίσματα έρχονταν
επίμονα από τό ίδιο σημείο, από τό μακρινό Σέιχ-Σοϋ, το βουνό
με τα πολλά πεύκα. Αυτό, μολονότι περίεργο, μας ησύχασε κάπως.
Μα, ώς τό μεσημέρι όλη ή γειτονιά ήξερε πως πάνω στό βουνό οι
κατακτητές είχαν εγκαταστήσει ένα στρατόπεδο εκπαιδεύσεως
στρατιωτικών σκύλων. «Αλλο κι αυτό. Τρομάξαμε ακόμα πιο πολύ. Οί
σκύλοι αυτοί προορίζονταν βέβαια για μάς. Εκπαιδεύονταν για να
μας κυνηγήσουν, να μας ανακαλύψουν ή και να μάς κατασπαράξουν.
Σίγουρα πως θα τούς συνήθιζαν στη μυρωδιά και στα ίχνη μας. Και
είχαμε μια μυρωδιά τότε, άλλο πράμα. Πάντως, τό αντάρτικο είχε
για καλά φουντώσει κι όλοι οί Έλληνες τής προκοπής ήταν λίγο ή
πολύ οργανωμένοι. Οι παρατηρήσεις μας γρήγορα πήραν να
πλουταίνουν καί να επαληθεύονται. Τά σκυλιά είχαν ορισμένες ώρες
πού ούρλιαζαν. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα τά ξημερώματα. Τότε,
άλλωστε, γίνονταν και οι περισσότερες συλλήψεις ή τά μπλόκα —
άγριες ώρες. Κουκουλωμένοι στα τριμμένα πια σκεπάσματα, άγρυπνοι
από τις έγνοιες και τη νηστικάδα, τα ακούγαμε να απλώνουν πάνω
από την απέραντη πόλη του Αγίου Δημητρίου ένα χορταστικό
ουρλιαχτό, που κατάληγε σε πολλά και γρήγορα γαβγίσματα…. ….Τα
σκυλιά είχαν και μια μιά άλλη συνήθεια· ούρλιαζαν πολύ όταν είχε
φεγγάρι. Έπιαναν το ουρλιαχτό και δεν έλεγαν να σταματήσουν —
θαρρείς και τραγουδούσαν………σε μερικές μέρες η μυστική οργάνωση
του σχολείου όρισε έμενα κι άλλα δυο παιδιά και μας είπε να
πηγαίνουμε τα απογευματάκια κατά το Σέιχ-Σου να βλέπουμε τι
γίνεται με τούς σκύλους. Τους παρακολουθούσαμε παίζοντας μπάλα.
Το χώρο τον ήξερα —και τον πονούσα— περισσότερο από τούς άλλους
δύο. Τα σκυλιά, διακόσια περίπου, τα είχαν περιμαντρωμένα με
συρματόπλεγμα, ακριβώς έκεί πού καθόμασταν, όταν πηγαίναμε
ημερήσιες εκδρομές με τούς δικούς μου. Το καθένα τους ήταν χώρια
δεμένο κάτω από ένα πεύκο. Είχαν βαλμένο κι από ένα ξύλινο
σπιτάκι στη ρίζα τού κάθε δέντρου. Οι πευκοβελόνες και το
κοκκινόχωμα όπου στρώναμε άλλοτε τις κουρελούδες μας ήταν πιά
φριχτά βρωμισμένες κι απλησίαστες. ……Τα σκυλιά τα φρόντιζαν σαν
τα μάτια τους πέντ’ εξι κακομοίρηδες καί μεγάλοι στά χρόνια
γερμανοί στρατιώτες. Αυτά ούρλιαζαν σα στριγλιασμένα μωρά, όταν
ερχόταν η ώρα για το φαγητό τους. Μόλις όμως έβλεπαν τους
φαντάρους να κουβαλούν τα καζάνια, παρατούσαν το ούρλιασμα και
άρχιζαν τα γαβγίσματα της χαράς. Εμείς τα κρυφοκοιτούσαμε με
δέος. Ποιος ξέρει τι δάγκωμα θά μπορούσαν να κάνουν μ’ εκείνα τά
μυτερά δόντια τους, που τώρα ξέσκιζαν τό ύποπτο κρέας. …..Ολα τα
νεώτερα για τους σκύλους τά αναφέραμε στον υπεύθυνο κι αυτός
μάς είπε: «Καλά»…….» Είτε σα χώρος καταπατημένος από τον
κατακτητή είτε σαν μακρυνό δάσος,με πολλά πεύκα και ιδανικό για
οικογενειακές εκδρομές, το Σέιχ Σου ζωντανεύει μέσα από τα μάτια
του συγγραφέα,που μας μεταφέρει ανεκτίμητες οπτικές και ηχητικές
εικόνες, για αυτό το πολύτιμο αλλά και παραμελημένο κομμάτι της
ιστορίας και της ταυτότητας της πόλης μας.</p>

You might also like