You are on page 1of 5

Ελευθεροτυπία - 03/09/2011

Βιβλίο
Υγεία
Πολιτική
Ελλάδα
Οικονοµία
Διεθνή
Αθλητισµός
Τέχνες & Πολιτισµός
Επιστήµη & Τεχνολογία

Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 3 Σεπτεµβρίου 2011

Η αρπαγή της σαγήνης και η


κατασκευή του «φυσικού»
Από τον Αποστόλη Αρτινό

Jean Baudrillard

Η εκλειπτική του σεξ

µτφρ. Νικόλας Χριστάκης

εκδόσεις Futura, σ. 59, ευρώ 5,20

Η σκηνή της γοητείας θα είναι πάντα η σκηνή της αποπλάνησης, της εκτροπής µας
στον τόπο του Αλλου. Μια εκτροπή που αντιστρέφει τις µορφές και διασαλεύει όλα
τα σηµεία. Είναι αυτός ο εκθηλυσµός του παιγνιδιού. Η θηλυκότητα ως «η αρχή της
αβεβαιότητας», για τον Baudrillard, ως η αποπλάνηση του αρσενικού, η αποπλάνηση
όλων των δυνατών ταυτοτήτων. Αυτή άλλωστε είναι και η συνθήκη της θηλυκής
σεξουαλικότητας, το ότι δεν αναγνωρίζεται σε καµιά αλήθεια, σε καµιά δοµική
ταυτότητα, αλλά σ' αυτή µόνο την «κυριαρχία της αποπλάνησης»· εδώ και το
υπερβολικό νόηµα του τραβεστί. Αν το θηλυκό για τον Baudrillard έχει κάποια
αλήθεια, αυτή δεν βρίσκεται στην καθαρότητα της γραφής του, όπως επιζητούσε ο
φεµινιστικός λόγος, αλλά σ' αυτή την παρενδυτικότητά του. Γοητευµένο έτσι το
ερωτικό υποκείµενο, υπονοµεύει τη στατικότητά του, αποξηλώνεται σταδιακά απ'
όλες τις µορφικές του καθηλώσεις και διατίθεται εξ ολοκλήρου στη σκηνή του
άλλου. «Το αρχικό έγκληµα θα 'ναι πάντα η γοητεία».

Στην «Εκλειπτική του σεξ», ο Baudrillard σκέφτεται πάνω σ' αυτό το φαινοµενικά
παράδοξο σχήµα της απόσυρσης του πόθου µέσα στο περιβάλλον της
απελευθέρωσής του. Ενώ εδώ και δεκαετίες πολλαπλασιάζεται ο σεξουαλικός λόγος
και επιδεινώνονται οι εκδηλώσεις του, στην πραγµατικότητα αυτό που εκλείπει είναι
η ίδια η σεξουαλική ηδονή. Ο Baudrillard µάλιστα φτάνει στο σηµείο να την
αναγνωρίζει στα όρια αυτής της ολικής απώλειάς της. Με τη σεξουαλική
απελευθέρωση, η ηδονή επιδεινώθηκε τόσο που ξέφυγε από τις διαστάσεις του
σαρκικού πόθου. Εγινε περισσότερο η δυνητικότητα της ηδονής παρά η δυνατότητά
της. Είναι αυτή η θηλυκοποίηση που θα πορνογραφήσει τον κόσµο στον ορίζοντα
της ολικής του διαθεσιµότητας, αυτής της εµβληµατικής του έκχυσης.

Η πορνογραφία είναι γένους θηλυκού, γι' αυτό και η καταφυγή σ' αυτή του
αρσενικού. Είναι η ακραία αρσενική φαντασίωση της διάνοιξης του κόσµου. Η
ψυχαναγκαστική διάρρηξη αυτού του ίδιου του πραγµατικού, η εκτεχνίκευσή του.
Στο πορνό δεν υπάρχει ο ορίζοντας του πόθου. Υπάρχει µόνο η θεαµατικότητα των
σωµάτων, η εκπραγµάτισή τους. Το ερωτικό βλέµµα όµως δεν ανήκει στην
κατηγορία του ορατού, αλλά στην κατηγορία της κρυπτωνυµίας, στο σύµπαν των
αποκρύψεων. Ο άλλος είναι το µυστικό του, ένα αδιάθετο σύµπαν που διασαλεύει το
σύµπαν των δικών µου νοηµάτων. Ο άλλος δεν είναι ποτέ εξ ολοκλήρου ορατός,
είναι ορατό το µυστικό του, αυτή η απόκοσµη λάµψη του. Ο πόθος έτσι δεν
εγγράφεται στην προσέγγιση, αλλά στον ηλεκτρισµό της απόστασης, στα
διασταυρούµενα µηνύµατα, σ' αυτό το ταχυδροµείο του βλέµµατος. Στην
πορνογραφία, όπου οι αποστάσεις καταλύονται, τα υποκείµενα δεν είναι διαθέσιµα,
δεν εκκινούν, δεν συνευρίσκονται, συγχρωτίζονται µόνο. Μια ολική εκδραµάτιση που
θα γίνει αυτή η «αποµάγευση του κόσµου» (Ρ. Virilio). Η πραγµατοποίηση της
επιθυµίας µέσα στην ηδονή στερεί από την επιθυµία τον πραγµατικό της ορίζοντα,
αυτή τη σαγήνη του φαντασιακού. Η µιντιακή καταγραφή, η πολιτική
γεγονοτολογία, ο ψευδονατουραλισµός της σύγχρονης τέχνης, η γενικευµένη
εµπορευµατοποίηση, όλα µαζί πλέον υπερθεµατίζουν σ' αυτή την αντικειµενοποίηση
των σχέσεων, στην ειρωνική αποκάλυψη ενός εκπραγµατισµένου ορίζοντα, εν τέλει
σ' αυτό το game over του παιχνιδιού.

Η πορνογραφία εγγράφεται για τον Baudrillard σ' αυτή την πεπρωµένη ανατοµία του
Φρόιντ, επικεντρωµένη στο αντρικό σώµα, στον φαλλό, και διαθλασµένη στο
γυναικείο. Πού να 'ναι άραγε αυτό το σηµείο G; Το πορνογραφικό σώµα είναι το
σώµα που έχει αναθέσει έτσι την πυρετική του έξαψη στη διαµεσολάβηση του
τεχνικού του εξιµπισιονισµού. Στον ορίζοντα αυτής της τεχνικότητας, το παιχνίδι δεν
γίνεται µεταξύ των ταυτοτήτων, στο πεδίο δηλαδή της διαφοράς, αλλά στην
υπερβολή των σηµείων. Ο άλλος εκθέτει πάνω του όλα τα κουµπιά των ερεθισµών
µου. Μια «φουσκωτή» ύπαρξη, όπως οι κούκλες των sex shops, που αναλαµβάνουν
αδιάφορα κάθε φορά το ρόλο τους.

Η σύγχυση µεταξύ ερωτικής και σεξουαλικής χειρονοµίας είναι αυτή που επέβαλε
την πορνογραφική σκέψη. Το ερωτικό συµβάν είναι το αδιανόητο ενός οργασµικού
«Εµείς». Ενα «Εµείς», αδύνατο για τον Lacan, που εγγράφει όµως το ερωτικό
υποκείµενο στον ορίζοντα του «Εσύ», στη σκηνή της απεύθυνσής του. Ο έρωτας
δεν είναι έτσι η µηχανικότητα µιας σωµατικής κίνησης όσο αυτή η ολική απώλεια του
συνειδητού. Ο Αλλος αποδοµεί το «Εγώ» µου, τον πυρήνα όλων των δυνατοτήτων
µου. Το πρόβληµα του Αλλου, µε αυτό το κεφαλαίο Α της ετερότητάς του, είναι
αυτό το πραγµατικό που µου εγείρει η ίδια η ερωτική µου πραγµατικότητα, η
ουδέποτε επαληθεύσιµη και µηδέποτε αντικειµενοποιήσιµη. Μια χειρονοµία που θα
ανθίσταται πάντοτε στην ταυτοποίησή της, στον θετικισµό της κάθε διαλεκτικής. Η
σεξουαλικοποίηση έτσι δεν είναι παρά αυτή η αντικειµενοποίηση του έρωτα, η
εκπραγµάτισή του, αυτό το µηδενικό του ίχνος. Και είναι γι' αυτόν τον λόγο που
στερεί από το ερωτικό υποκείµενο την ύπαρξή του, την υπαρκτική του
διακινδύνευση µπροστά στην έλξη του Αλλου, που το καθιστά εντέλει µια
ανεκπλήρωτη ύπαρξη, εγκαταλειµµένη στη συνείδησή της, όταν η γλώσσα θα 'ναι
πάντα και µόνον αυτό: η γλώσσα του Αλλου.

Ιωσήφ Μποτετζάγια

Η ιδέα της φύσης

εκδόσεις Κριτική, σ. 259, ευρώ 21

«Η φύση δεν είναι και τόσο φυσική όσο φαίνεται. Αντίθετα είναι µια βαθιά
ανθρώπινη κατασκευή». Μ' αυτή τη συµβαντική θέση του William Cronon, ο Ιωσήφ
Μποτετζάγια εισάγει τον αναγνώστη του σ' αυτή την «ιδέα της φύσης». Μια θέση
πράγµατι ριζοσπαστική, που ο Slavoj Zizek θα την πάει στα άκρα: «Η φύση δεν
υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ, ήταν πάντα µια επινόηση του ανθρώπου». Μια
αµφισβήτηση αυτής της φυσικής πραγµατικότητας που µας πηγαίνει µέχρι εκείνες τις
εκ θεµελίων αποδοµήσεις του Πραγµατικού της φιλοσοφικής σκέψης του δευτέρου
µισού του 20ού αιώνα. Αυτό που στέκει απέναντί µας και πριν από µας, σχεδόν
αναλλοίωτο µες στους αιώνες, δεν είναι παρά µια πολιτισµική και εν τέλει «κοινωνική
κατασκευή». Ενα πεδίο ανοιχτό στη νοηµατοδότησή του, ένα υπο-κείµενο σ' αυτή
την «αλήθεια» του κόσµου. Αυτός ο φυσικός κόσµος που περιβάλλει τον άνθρωπο,
δίχως να εξαντλεί την αντικειµενικότητά του, γίνεται έτσι ο τόπος µιας ιδέας, το
περιβάλλον µιας διαλεκτικής σχέσης, το αντι-κείµενο διαφόρων πολιτισµικών,
κοινωνικών και οικονοµικών παραγόντων, διαφορετικών πάντα σε κάθε εποχή. Μια
κοσµική ιδέα ανοιχτή στην επαναδιαπραγµάτευσή της, σ' αυτόν τον ίλιγγο του
Πολιτικού.

Στη σύγχρονη εποχή µας, το οικολογικό ζήτηµα µας φέρνει αντιµέτωπους, εκ νέου,
µ' αυτό το «Πραγµατικό» ίχνος της Φύσης. Μ' αυτό το ανοιχτό ερώτηµα της Φύσης.
Εζησε ποτέ ο άνθρωπος σε αρµονία µαζί της; Υπήρξε ποτέ η Φύση αµόλυντη και
παρθένα; Υπάρχει δυνατότητα επιστροφής σ' αυτόν το χαµένο παράδεισο; Τα
ερωτήµατα αυτά δεν είναι σύγχρονα. Ο Rousseau καλούσε ήδη απ' την εποχή του σ'
αυτή την επιστροφή και ο Heidegger, αντιστεκόµενος στην εκτεχνίκευση της
νεωτερικότητας, µιλούσε γι' αυτό το φυσικό θεµέλιο τού Είναι, µέσα απ' την ξύλινη
πάντα καλύβα του, στο δάσος του Todtnauberg. Ο Μποτετζάγια είναι σαφής: «Ποτέ
δεν υπήρξε µια εποχή στην οποία ο άνθρωπος να έζησε σε αρµονία µε τη φύση. Και
στο παρελθόν το περιβάλλον ήταν αντικείµενο υποβάθµισης και εκµετάλλευσης,
στον ίδιο ή και χειρότερο βαθµό απ' ό, τι είναι σήµερα. Είναι µια ιδέα, γιατί τα
"παρθένα", "άγρια", "υποβαθµισµένη", "όµορφη", "Μητέρα" Φύση δεν συνιστούν
παρά επιθετικούς προσδιορισµούς που επιλέγει και κατασκευάζει ο ανθρώπινος
παρατηρητής ή η κοινωνία γενικότερα». Μια ιδεολογικοποιηµένη λοιπόν ιδέα, που
επιχειρεί ο συγγραφέας να εξιστορήσει, να ανιχνεύσει αυτές τις «πολλές φύσεις»
µέσα στον ρου της Ιστορίας. Ξεκινώντας απ' τους αρχαίους πολιτισµούς, τις
µονοθεϊστικές θρησκείες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, και τις µεσαιωνικές
κοσµολογίες περί «ζωντανής φύσης», έως αυτό το µηχανιστικό µοντέλο των Νέων
Χρόνων, που διαρκεί µέχρι τις µέρες µας και από πολλούς τού χρεώνεται η σύγχρονη
«οικολογική καταστροφή», µέχρι κι αυτές τις ροµαντικές ιδέες της επιστροφής, τον
αµερικανικό υπερβατισµό αλλά και αυτή τη δαρβινική θεώρηση της φύσης ως ένα
πεδίο αέναων µαχών. Ενας εργαλειακός λόγος που εγγράφει σ' αυτό το σώµα του
Πραγµατικού, ένα βίαιο νόηµα.

Αλλά ήδη είµαστε όµως στον χώρο του Αδυνάτου. Το Πραγµατικό, µας έδειξε ο
Lacan, όπως και αυτή η σκηνή της αναπαράστασής του, είναι εικόνες µετέωρες. Η
φύση έτσι είναι Αδύνατη, όπως και η επιστροφή µας σ' αυτή. Ο «πρωτογονισµός»
του Rousseau, η ξύλινη καλύβα του Thoreau, αυτή τη φορά στη λίµνη Walden, οι
σκοτεινές πάντα δρυάδες των ροµαντικών, η νεοµυθολογία του «ευγενούς άγριου»
που ελαφροπατά πάνω στη γη, είναι όλα αυτά σκηνές της σαγήνης, δηλαδή σκηνές
της απώλειας [Baudrillard]. Τόποι µιας αδύνατης επιστροφής. «Η Αρκαδία», όπως
καταλήγει ο Μποτετζάγια, «δεν υπήρξε ποτέ». *
© 2013 X.K. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

You might also like