You are on page 1of 17

ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑ

Πόσες φορές, νεαρότεροι, ξενυχτισμένοι και κουρασμένοι,


βρισκόμενοι μακριά από το σπίτι μας και ονειρευόμενοι συνεχώς το
κρεβάτι μας, με βαριά τα βλέφαρα και το μυαλό από τη νύστα, δε
σκεφτήκαμε τον μαγικό τρόπο της αυτόματης μεταφοράς μας στο σπίτι
μας, ή καλύτερα κατευθείαν στο κρεβάτι μας, «με το πάτημα ενός
κουμπιού», από το να μπούμε στην απεχθή για μας τότε διαδικασία
και ταλαιπωρία της αναζήτησης ενός μεταφορικού μέσου, ή, αν δεν
υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα, να γυρίσουμε με τα πόδια σπίτι μας;
Και αν αυτό δεν μπορούσε, δυστυχώς, να συμβεί ποτέ στη πράξη -
παρόλη την δυνατή επιθυμία μας, η οποία επιχειρηματολογούσε
αξιωματικά ότι «αφού το θέλω τόσο πολύ και μπορώ να το φανταστώ,
μπορεί και να συμβεί, αν όχι τώρα, τουλάχιστον κάποια άλλη στιγμή.
Απλά δεν ξέρω τώρα τον τρόπο...», όσο παράλογο και ανέφικτο και
να φαινόταν αυτό στη λογική μας – ικανοποιούμασταν τότε με τη
φαντασία μας με τις δημοφιλείς σειρές επιστημονικής φαντασίας
τύπου Σταρ Τρεκ, όπου, ταυτιζόμενοι με κάποιον από τους ήρωες,
προτρέπαμε με σιγουριά και άνεση τον Captain Scot να μας διακτινίσει
στην επιφάνεια του κοντινού, άγνωστου πλανήτη με το περίφημο «OK
Scotty, Beam me up!”.
Αυτό το «Beam up», η εξαφάνιση–εξαύλωσή μας σε μια θέση και η
αυτόματη αναδημιουργία μας και εμφάνισή μας κάπου αλλού, χωρίς
να χρειαστεί να διανύσουμε την ενδιάμεση απόσταση ή να
συναντήσουμε τα εμπόδια που υπήρχαν σε αυτήν, ήταν ακριβώς το
τεχνολογικό υποκατάστατο του μεταφυσικού «μαγικού κουμπιού» της
νιότης μας, όπου η τηλεμεταφορά γινόταν με τη φαντασία μας, χωρίς
τη μεσολάβηση κάποιας συσκευής υψηλής τεχνολογίας, παρόλο που
μιλούσαμε για κάποιο «κουμπί» που θα πατούσαμε ή θα γυρίζαμε. Το
«κουμπί» αυτό όμως δεν ήταν υλικό, αλλά ψυχολογικό και
μεταφυσικό. Ήταν ένα «κουμπί της θέλησης»: μια σωστή ψυχολογική
κατάσταση άνεσης και εμπιστοσύνης προς τη δυνατότητα
πραγμάτωσης του επιθυμητού, μια νοητική εστίαση στο σκοπό και μια
εκπόρευση ισχυρής βουλητικής ενέργειας, που όλες μαζί, στο σωστό
συνδυασμό, θα μας μετέφεραν ακαριαία στο μέρος που
οραματιζόμασταν εκείνη τη στιγμή.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑ

Οι ρίζες προφανώς τις ιδέας της τηλεμεταφοράς ανάγονται στους


αρχαίους θεούς που είχαν κάπως παρεμφερείς ιδιότητες
παρουσιαζόμενοι σχεδόν στη στιγμή από τον Όλυμπο κάτω στη γη
στους λάτρες τους, τους ήρωες, τους ημιθέους-παιδιά τους ή ακόμα
στις ερωμένες τους. Αργότερα η ιδιότητα αυτή αποδόθηκε επίσης σε
μύστες ή αγίους, οι οποίοι διέθεταν επίσης την ικανότητα της
αμφιτοπίας, να παρευρίσκονται δηλαδή συγχρόνως σε δυο
διαφορετικά μέρη.
Την παλαιότερη αναφορά επιστημονικής φαντασίας σχετικά με αυτό
το φαινόμενο βρίσκουμε το 1877 στο βιβλίο του Ian Woolf «Ο
Άνθρωπος Χωρίς Σώμα», ο οποίος παρουσίασε μια μηχανή που
τηλεμετέφερε ανθρώπους, άτομο προς άτομο. Το 1931 ο Charles Fort
επινόησε τον όρο τηλεμεταφορά (teleportation) για να περιγράψει το
ψυχοκινητικό, κατά την άποψή του, φαινόμενο της μετακίνησης
σωμάτων μεταξύ δύο θέσεων χωρίς κανέναν εμφανή τρόπο. Στη
συνέχεια πολλοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ασχολήθηκαν
με το θέμα, μερικοί από τους οποίους προσπάθησαν να το στηρίξουν
επιστημονικά, ενώ άλλοι αγνόησαν οποιαδήποτε επιστημονική βάση
του και το χρησιμοποίησαν απλά σαν ένα βολικό στοιχείο για την
πλοκή της ιστορίας τους. Άλλοι πάλι την χρησιμοποίησαν με ένα
ψυχικό και μυστικιστικό τρόπο, όπως ο Charles Fort.
Το 1960 ο Αμερικανός συγγραφέας Algis Budrys παρουσίασε στο
μυθιστόρημα του «Το Έρημο Φεγγάρι» μια μηχανή που ανέλυε το
σώμα ενός ανθρώπου, κατέγραφε τις ακριβείς θέσεις όλων των
ατόμων του και έστελνε αυτές τις πληροφορίες στη Σελήνη. Εκεί, με
βάση αυτές τις πληροφορίες που συλλάμβανε ένας δέκτης, ο
άνθρωπος επανυλοποιόταν χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από το
Φεγγάρι..
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 η τηλεμεταφορά έγινε ένα
δημοφιλές θέμα στις Αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές όπως π.χ. στους
«Ανθρώπους του Αύριο» και ιδιαίτερα στο «Star Trek». Πρέπει να
σημειωθεί ότι ο διακτινισμός του Star Trek παραμελούσε εντελώς το
τεράστιο πρόβλημα της τηλεμεταφοράς και επανασύνδεσης όλων των
ατόμων του διακτινιζόμενου ανθρώπου.
Άλλες συγγενείς ιδέες ήταν η «σχεδόν στιγμιαία μεταφορά» μέσω μιας
παραμορφωμένης (υπερφωτονικής συνήθως) ταχύτητας ή ενός
υπερχωρικού ταξιδιού, που χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές ταινίες
επιστημονικής φαντασίας, συμπεριλαμβανομένου του Star Trek και
του Star Wars. Μια άλλη πρόσφατη ιδέα είναι το υπερφωτονικό ταξίδι
μέσω σκουληκότρυπας, που συνδέεται και με την παλιά ιδέα του
«ταξιδιού στο χρόνο» που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1890 με την
«Χρονομηχανή» του H.G. Wells. Η κινηματογραφική ταινία «Επαφή»
του 1997, βασισμένη στο αντίστοιχο μυθιστόρημα του Καρλ Σαγκάν,
περιελάμβανε ένα ταξίδι στο σύστημα του Βέγα, με τη βοήθεια μιας
σκουληκότρυπας, το οποίο διάρκεσε ένα ανεπαίσθητο χρονικό
διάστημα.. Ο Michael Crichton παρουσίασε επίσης στο μυθιστόρημά
του «Timeline» τους βασικούς χαρακτήρες του να χρησιμοποιούν την
κβαντική τεχνολογία για να προσπελάσουν παράλληλα σύμπαντα και
να ταξιδέψουν με αυτό τον τρόπο στο παρελθόν.

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑΣ


Γενικά η τηλεμεταφορά που έχουν οραματιστεί οι συγγραφείς
επιστημονικής φαντασίας, κατά την οποία ένα αντικείμενο ή ένας
άνθρωπος, εξαφανίζεται από μια θέση και εμφανίζεται κάπου αλλού,
περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια:
1. Την εξαγωγή ακριβών πληροφοριών για την φύση του αντικειμένου
και των ιδιοτήτων του. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάλυση ή
τρισδιάστατη σάρωση του αντικειμένου από ειδικά μηχανήματα, με
την σύγχρονη εξαύλωσή του.
2. Την αποστολή αυτών των πληροφοριών ή δεδομένων με πομπό στο
τόπο προορισμού.
3. Την χρησιμοποίηση αυτών των πληροφοριών στο σταθμό λήψης,
για την ανασύσταση ή αναδημιουργία του αντικειμένου, όχι
αναγκαστικά με τα ίδια αρχικά του άτομα (τα οποία αποστέλλονται
π.χ. επίσης σαν κάποια μορφή ενέργειας), αλλά ίσως από άτομα του
ίδιου είδους, τα οποία συναρμολογούνται και διατάσσονται όμως στις
ίδιες ακριβώς θέσεις, όπως και τα παλιά, με βάση το πρωτότυπο σχέδιο
που δημιουργήθηκε κατά τη φάση της αρχικής σάρωσης..
Ο τηλεμεταφορέας θα ήταν λοιπόν σα μια μηχανή FAX, τρισδιάστατης
σάρωσης που θα παρήγαγε ένα ακριβές αντίγραφο του πρωτότυπου,
καταστρέφοντας στο τέλος της διαδικασίας το αρχικό αντικείμενο.
Μερικοί βέβαια συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας διατηρούν στα
διηγήματά τους το πρωτότυπο αντικείμενο ή άτομο, δημιουργώντας
προβλήματα αμφιτοπίας και κάνοντας γενικά πιο πολύπλοκη και πιο
ενδιαφέρουσα την πλοκή της ιστορία τους.
Μερικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας παρουσίασαν και την
εφιαλτική περίπτωση σφαλμάτων κατά την τηλεμεταφορά, όπως π.χ.
η «Μύγα», όπου ο πρωταγωνιστής μεταμορφώθηκε μετά τη
τηλεμεταφορά του στη μύγα που είχε παρεισφρήσει στη συσκευή του.
Τα τρία προηγούμενα θεωρητικά στάδια της τηλεμεταφοράς μπορούν
να μας θυμίσουν τα τρία αντίστοιχα βασικά στάδια της μετάδοσης μιας
χαμηλής συχνότητας (π.χ. ήχου και μουσικής), σε μια μεγάλη
απόσταση με την βοήθεια της ραδιοφωνίας. Στην αρχή η υψηλή
συχνότητα που παράγει ανεξάρτητα ο ταλαντωτής του πομπού
διαμορφώνεται (κατά πλάτος ή κατά συχνότητα) σύμφωνα με την
χαμηλή συχνότητα του μικροφωνικού ρεύματος (στο οποίο έχει
μετατραπεί ο ήχος ή η μουσική). Στη συνέχεια το διαμορφωμένο αυτό
ηλεκτρομαγνητικό κύμα που κουβαλάει πάνω του τις πληροφορίες της
χαμηλής συχνότητας ακτινοβολείται (εκπέμπεται) στο χώρο από την
κεραία του πομπού. Το κύμα αυτό συλλαμβάνεται ακολούθως από την
κεραία ενός μακρινού δέκτη, ο οποίος εκτελεί τώρα την αντίστροφη
ακριβώς διαδικασία της αποδιαμόρφωσης, του χωρισμού δηλαδή της
χαμηλής από την υψηλή συχνότητα. Η τελευταία, που
χρησιμοποιήθηκε μόνο για τη μεταφορά της χαμηλής συχνότητας,
πετιέται σαν άχρηστη, ενώ η χαμηλή συχνότητα που τηλεμεταφέρθηκε
με αυτό το τρόπο (όχι ακαριαία βέβαια, αλλά με την ταχύτητα του
φωτός) διαβιβάζεται στο μεγάφωνο, το οποίο αναπαράγει την μουσική
που παίζεται στο στούντιο του πομπού.
Ανάλογα, ψηφιακά δεδομένα μεταδίδονται πολύ γρήγορα μέσω ενός
δικτύου σε μια μεγάλη απόσταση. Αν μπορούσαμε λοιπόν να
μετατρέψουμε τις πληροφορίες ενός αντικειμένου σε ψηφιακά
δεδομένα, γιατί να μην μπορούσαμε και να το τηλεμεταφέρουμε, να
μεταδώσουμε δηλαδή με κάποιο ανάλογο τρόπο αυτά τα δεδομένα σε
μια μακρινή θέση και μετά να αναδημιουργήσουμε με βάση αυτά
πλήρως το αντικείμενο;
Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα μυθιστορήματα
επιστημονικής φαντασίας παραβιάζουν μερικές βασικές αρχές της
κβαντικής φυσικής, όπως π.χ. την Αρχή της Αβεβαιότητας ή
Απροσδιοριστίας, το ότι δεν μπορούμε δηλαδή να γνωρίζουμε
συγχρόνως τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου και ότι
οποιαδήποτε μέτρηση κάνουμε προς το σκοπό αυτό καταστρέφει την
προηγούμενη κατάσταση του αντικειμένου. Παραβιάζουν επίσης το
φράγμα της ταχύτητας του φωτός που προβλέπει η Θεωρία της
Σχετικότητας, αφού η τηλεμεταφορά θεωρείται γενικά ότι γίνεται
ακαριαία. Ένα άλλο πρόβλημα, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η
τηλεμεταφορά ανθρώπων με τη μέθοδο του Star Trek είναι θεωρητικά
δυνατή, είναι το τεράστιο πλήθος πληροφοριών για το ανθρώπινο
σώμα που θα έπρεπε να επεξεργαστεί σε πολύ μικρό χρόνο ο
υπερασαρωτής στη διαδικασία της ανάλυσης ή αντίστοιχα ο
υπερσυναρμολογητής στη διαδικασία της σύνθεσης του αντιγράφου.
Η υπολογιστική ισχύς και η ταχύτητα επεξεργασίας που θα χρειαζόταν
για κάτι τέτοιο είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, πρακτικά ανέφικτες.
Από την άλλη μεριά, με την καταστροφή του πρωτότυπου στην
διαδικασία της σάρωσης τίθενται προβλήματα σχετικά με την μνήμη
και την προσωπικότητα του ατόμου που τηλεμεταφέρεται.
Τηλεμεταφέρονται άραγε και αυτές μαζί του;
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ιδέα της τηλεμεταφοράς έχει ξεφύγει πια από το πεδίο της


επιστημονικής φαντασίας και έχει αρχίσει να δείχνει τις καθαρά
πρακτικές της δυνατότητες, ιδίως με την ανάπτυξη της κβαντικής
τηλεμεταφοράς. Για να καταλάβουμε όμως την τελευταία θα πρέπει να
μιλήσουμε λίγο για το φαινόμενο του κβαντικού συσχετισμού ή της
μη-τοπικότητας ή ακόμα φαινόμενο EPR, πάνω στο οποίο αυτή
στηρίζεται.
Το φαινόμενο αυτό είναι μια άμεση συνέπεια του νοητικού πειράματος
που έκαναν το 1935 οι Albert Einstein, Boris Podolsky και Nathan
Rosen για να αποδείξουν βασικά την ασυνέπεια της κβαντικής
θεωρίας, ειδικότερα σε σχέση με την λεγόμενη «εξήγηση της
Κοπεγχάγης». Σύμφωνα με την τελευταία,. ένα υποατομικό
σωματίδιο, όπως π.χ. το ηλεκτρόνιο, δεν έχει μια συγκεκριμένη θέση
στο χώρο, αλλά βρίσκεται σε μια υπέρθεση, πιθανών ή «φασματικών»
καταστάσεων που περιγράφει η κυματική του συνάρτηση. Όταν τώρα
κάνουμε μια μέτρηση, για να δούμε πού τελικά αυτό βρίσκεται,
καταστρέφουμε αυτήν την υπέρθεση (προκαλούμε, όπως λέγεται,
«κατάρρευση» της κυματοσυνάρτησής του), αναγκάζοντας τότε το
σωματίδιο να πάρει μια συγκεκριμένη θέση. Με την μέτρησή δηλαδή
ή «παρατήρησή» μας, παγιώνουμε ένα από τα πολλά δυνατά
ενδεχόμενα ή καταστάσεις, το οποίο καθίσταται τότε πραγματικό.
Ο Αϊνστάιν, βασικά ντετερμινιστής, δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή την
αβεβαιότητα ή απροσδιοριστία της κβαντικής θεωρίας και τις
«πιθανές» και όχι συγκεκριμένες τιμές της θέσης και της ορμής ενός
σωματιδίου. Πάντα πίστευε ότι η αβεβαιότητα αυτή ήταν
συμπτωματική και όχι μια εγγενής ιδιότητα του υποατομικού κόσμου,
ότι δηλαδή υπήρχαν κάποιες «κρυμμένες μεταβλητές» που η θεωρία
αγνοούσε προς το παρόν και οι οποίες όταν ανακαλύπτονταν στο
μέλλον, θα αποδείκνυαν την προσδιοριστικότητά ή κλασσική επίσης
βάση της. Είναι πασίγνωστη η ρήση του «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με
το Σύμπαν» και η απάντηση του Νηλς Μπορ «Και όμως παίζει!», όπως
και έχει τελικά επιβεβαιωθεί, τουλάχιστον μέχρι τώρα..
Στο Πείραμα EPR θεωρούμε ένα σύστημα δύο σωματιδίων Α και Β, π.χ.
δυο φωτονίων, με συνολικό σπιν μηδέν (π.χ. +1/2 και -1/2), τα οποία
έχουν αλληλεπιδράσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα και μετά
διαχωρίζονται μεταξύ τους σε μια μεγάλη απόσταση, ώστε το συνολικό
σπιν τους να παραμένει σταθερό. Μετά το χωρισμό τους, μετράμε μία
από τις τρεις συνιστώσες (π.χ. ως προς τον άξονα των Χ) του σπιν του
σωματιδίου Α. Χωρίς να κάνουμε τότε καμιά μέτρηση στο σωματίδιο
Β, μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι η αντίστοιχη
συνιστώσα του σπιν του θα είναι ίση και αντίθετη με αυτή του
σωματιδίου Α
Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, η δυνατότητά μας αυτή να προβλέψουμε
με απόλυτη ακρίβεια μια ιδιότητα του σωματιδίου Β, χωρίς να κάνουμε
καμιά μέτρηση σε αυτό και χωρίς να προκαλέσουμε επομένως καμιά
κατάρρευση της κυματοσυνάρτησής του, δείχνει ότι η τυχαιότητα και
απροσδιοριστία στην οποία στηρίζεται η κβαντική θεωρία δεν είναι
εγγενής αλλά συμπτωματική και ότι επομένως αυτή δεν είναι μια
πλήρης θεωρία, αφού δεν μπορεί να εξηγήσει πώς το σωματίδιο Α
επηρεάζει το σωματίδιο Β μεταδίδοντάς του ακαριαία την πληροφορία
για την τιμή του σπιν του, όταν αυτό αντιτίθεται στο πεπερασμένο της
ταχύτητας του φωτός που υποστηρίζει η Θεωρία της Σχετικότητας.
Αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο EPR.
Ο Μπορ όμως απάντησε ότι όταν δυο σωματίδια έχουν αλληλεπιδράσει
μεταξύ τους στο παρελθόν, τότε είναι στο εξής πάντοτε μεταξύ τους
κβαντικώς συσχετισμένα, ανεξάρτητα από την μεταξύ τους απόσταση
και χωρίς να ανταλλάσσουν κανένα σήμα μεταξύ τους. Απλά μέσω
αυτής της κβαντικής τους σύνδεσης συνεργάζονται μεταξύ τους κατά
τη μέτρηση και η γνώση της κατάστασης του ενός αποκαλύπτει άμεσα
και την κατάσταση του άλλου.
Ένα πρακτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου του κβαντικού
συσχετισμού είναι να ρίχνουμε ένα ζευγάρι ζάρια και ό,τι φέρνει το
ένα να φέρνει πάντα το ίδιο και το άλλο, ακόμα και αν αυτά χωρίζονται
μεταξύ τους από μια μεγάλη απόσταση και δεν μπορούν να
μεταδοθούν πληροφορίες από το ένα στο άλλο με έναν κλασσικό
τρόπο.
Το 1960 ο Ιρλανδός φυσικός John Bell απέδειξε ότι κάθε εξήγηση του
φαινομένου του κβαντικού συσχετισμού μέσω “κρυμμένων
μεταβλητών”, όπως θα ήθελε να κάνει ο Αϊνστάιν, θα έδινε
διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που προβλέπονται από την
κβαντική θεωρία. Τελικά αποδείχθηκε η συνέπεια της κβαντικής
θεωρίας με το φαινόμενο του κβαντικού συσχετισμού, ότι αυτή είναι
η καλύτερη θεωρία που διαθέτουμε σήμερα για τον κόσμο των
υποατομικών σωματιδίων και ότι στηρίζεται μια χαρά στα πόδια της,
χωρίς την ανάγκη οποιωνδήποτε κρυμμένων μεταβλητών.

ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑ ΦΩΤΟΝΙΩΝ
Η τηλεμεταφορά με σάρωση, εκπομπή των δεδομένων και
ανακατασκευή του αντικειμένου με βάση αυτές τις πληροφορίες
φαίνεται αρχικά αδύνατη, σύμφωνα με την κβαντομηχανική, διότι,
όπως είπαμε, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επακριβώς όλες τις
πληροφορίες που χρειαζόμαστε για τις θέσεις και τις ταχύτητες των
σωματιδίων του σώματος που θέλουμε να τηλεμεταφέρουμε, αφού η
ίδια η μέτρησή μας μεταβάλλει την αρχική τους κβαντική τους
κατάσταση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να συμβεί μια κβαντική
τηλεμεταφορά;
Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που οι επιστήμονες δεν αντιμετώπισαν
αρχικά σοβαρά την ιδέα της τηλεμεταφοράς, αφού αυτή φαινόταν να
συγκρούεται με τη βασική Αρχή της Αβεβαιότητας της κβαντικής
φυσικής. Παρόλο όμως το φαινομενικό αδιέξοδο, λίγη περισσότερη
σκέψη και ένα τέχνασμα μας βοηθά να χρησιμοποιήσουμε την αρχή
της αβεβαιότητας υπέρ μας και να κατορθώσουμε τελικά το
φαινομενικά αδύνατον.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα ζευγάρι: την Alice και τον Bob, που
θέλουν να τηλεμεταφέρουν ένα σωματίδιο, π.χ. ένα φωτόνιο Χ.. Τα
ονόματά τους χρησιμοποιούνται συνήθως σαν στάνταρ στα νοητικά
πειράματα της κβαντικής τηλεμεταφοράς, καθιερωμένα μετά την
πρώτη χρησιμοποίησή τους από τους αντίστοιχους ερευνητές που
έδειξαν θεωρητικά τη δυνατότητα αυτού του φαινομένου.
Η Alice προφανώς δεν μπορεί να μετρήσει τις ιδιότητες αυτού του
φωτονίου για να στείλει τα αποτελέσματα των μετρήσεών της στον
Bob, γιατί όπως είπαμε η ίδια η μέτρηση θα μετέβαλε την κβαντική
κατάσταση του φωτονίου κι επομένως θα κατέστρεφε μερικές
πληροφορίες που θα ήθελε ίσως να χρησιμοποιήσει ο Bob. Για να
επιτύχει λοιπόν στο σκοπό της, εκμεταλλεύεται έξυπνα το φαινόμενο
του κβαντικού συσχετισμού που αναφέραμε παραπάνω. Δημιουργεί
έτσι ένα ζευγάρι συσχετισμένων φωτονίων Α και Β και στέλνει το ένα,
ας πούμε το Β, στον Bob που βρίσκεται μακριά της, κρατώντας
συγχρόνως το άλλο (το Α). Ή έχουν φροντίσει εξ’ αρχής μεταξύ τους
να έχει ο καθένας τους ένα από τα δυο αυτά κβαντικώς συσχετισμένα
φωτόνια Α και Β.. Για να στείλει τώρα η Alice το φωτόνιο Χ στον Bob,
το κάνει να αλληλεπιδράσει με το φωτόνιο Α που κράτησε και μετρά
μετά το αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης, αλλά όχι την
κατάσταση του καθενός φωτονίου ξεχωριστά. Ύστερα στέλνει το
αποτέλεσμα αυτής της μέτρησης στο Bob με έναν από τους γνωστούς,
συμβατικούς τρόπους μετάδοσης δεδομένων (e-mail, τηλέφωνο
κ.λ.π.). Ο Bob παίρνει τότε το μήνυμα της Alice και ανάλογα με τις
πληροφορίες της, εκτελεί μια προσχεδιασμένη διαδικασία πάνω στο
φωτόνιο Β που έχει, μέσω της οποίας κατορθώνει να το μετατρέψει
τελικά σε ένα ακριβές αντίγραφο του αρχικού φωτονίου Χ της Alice.
Πρέπει να τονίσουμε ότι εκείνο που τηλεμεταφέρθηκε στον Bob από
την Alice ήταν η κβαντική κατάσταση του φωτονίου Χ και όχι αυτό το
ίδιο το φωτόνιο. Παρόλα αυτά η τηλεμεταφορά της κβαντικής του
κατάστασης είναι εντελώς ισοδύναμη με την τη μεταφορά του ίδιου
του σωματιδίου, αν και η αρχική αυτή κβαντική κατάστασή του
καταστράφηκε στην διάρκεια της διαδικασίας. Με άλλα λόγια δεν
μπορούμε να έχουμε δύο ίδιες κβαντικές καταστάσεις (Θεώρημα της
μη-κλωνοποίησης των κβαντικών καταστάσεων). Η αρχική κβαντική
κατάσταση του αρχέτυπου (εδώ του φωτονίου Χ) πάντα
καταστρέφεται με τη τηλεμεταφορά της στο φωτόνιο Β. Οι κλασσικές
πληροφορίες μπορούν να μετρηθούν και να αντιγραφούν όσες φορές
θέλουμε, όχι όμως και οι κβαντικές καταστάσεις, γιατί σε μια τέτοια
περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε
τα αντίγραφα για να παραβιάσουμε την Αρχή της Απροσδιοριστίας.
Το όλο μυστικό σε αυτό το είδος κβαντικής μεταφοράς βρίσκεται στην
κβαντική, «φασματική» ή «αλλόκοσμη», όπως την χαρακτήρισε ο
Αϊνστάιν, σύνδεση των φωτονίων Α και Β της Alice και του Bob.
Κάνοντας το άγνωστο φωτόνιο Χ να αλληλεπιδράσει με το φωτόνιο Α,
η Alice κάνει συγχρόνως το συσχετισμένο με το Α φωτόνιο Β του Bob
να αλληλεπιδράσει επίσης με το φωτόνιο Χ. Με τη βοήθεια αυτής της
«μαγικής» φασματικής αλληλεπίδρασης από απόσταση ο Bob παίρνει
κάποιες «φασματικές» κβαντικές πληροφορίες για την κατάσταση του
φωτονίου Χ, αλλά αυτό δεν αρκεί. Θa πρέπει επίσης η Alice να
μετρήσει μια ιδιότητα αλληλεπίδρασης των δυο φωτονίων της Χ και Α
και να την μεταδώσει με ένα κλασσικό τρόπο στον Bob, o οποίος μόνον
τότε μπορεί από τον συνδυασμό των δύο αυτών διαφορετικών
πληροφοριών να ανακατασκευάσει το αρχικό άγνωστο φωτόνιο Χ της
Alice..
Επισημαίνουμε ότι η κατάσταση του φωτονίου X έχει μεταφερθεί στον
Bob, χωρίς ούτε αυτός, ούτε η Alice, να γνωρίζουν ποια είναι. Η
μέτρηση που έκανε η Alice της αλληλεπίδρασης των φωτονίων Χ και
Α ήταν εντελώς τυχαία. Δεν παραβιάζεται λοιπόν πουθενά η Αρχή
Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ. Αυτή μπορεί να μας εμποδίζει να
γνωρίσουμε την ακριβή κβαντική κατάσταση ενός σωματιδίου, αλλά
δεν μας εμποδίζει να την τηλεμεταφέρουμε, όσο εξακολουθούμε να
μην γνωρίζουμε ποια είναι!
Το πρώτο πείραμα τηλεμεταφοράς φωτονίου έγινε το 1993 από μια
διεθνή ομάδα επιστημόνων από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ισραήλ,
οι οποίοι απέδειξαν την δυνατότητα της τηλεμεταφοράς, αρκεί να
καταστρέφεται το πρωτότυπο και να εκμεταλλευτούμε την ιδιότητα
του κβαντικού συσχετισμού. To 1997 πραγματοποιήθηκε στο
Αυστριακό Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ η τηλεμεταφορά της
ιδιότητας ενός πολωμένου (κατά 45ο) φωτονίου υπεριώδους
ακτινοβολίας, ονομαζόμενου «Αγγελιοφόρου», σε ένα άλλο φωτόνιο
Β, μακριά από αυτό, με την βοήθεια των συσχετισμένων φωτονίων Α
και Β. Ερευνητές επίσης στην Αυστρία και τη Ρώμη πραγματοποίησαν
επιτυχή πειράματα τηλεμεταφοράς, επεκτείνοντας τη προηγούμενη
θεωρία και τεχνική από την μεταφορά μιας απλής ιδιότητας ενός
φωτονίου (πόλωση) σε πιο ευρέα πεδία. Επίσης μια ομάδα
επιστημόνων του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης
πέτυχε την τηλεμεταφορά ενός φωτονίου σε απόσταση δύο
χιλιομέτρων!
Το πείραμα του Ίνσμπρουκ πραγματοποιήθηκε με ακριβέστερα
αποτελέσματα το 1998 και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της
Καλιφόρνια (CalTech) από μια ομάδα Δανών και Αμερικανών
επιστημόνων, οι οποίοι κατόρθωσαν να τηλεμεταφέρουν μια ακτίνα
φωτός σε μια απόσταση λίγων εκατοστών του μέτρου. Ανάλογη
επιτυχία είχαν επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο Aarhus στη Δανία και
στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας.. Φυσικοί επίσης στο Εθνικό
Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας στην Καμπέρα κατόρθωσαν να
τηλεμεταφέρουν μία ακτίνα λέιζερ σε απόσταση ενός μέτρου μέσα σε
μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Το αρχικό φωτεινό σήμα
περιείχε μια κωδικοποιημένη πληροφορία, η οποία μεταφέρθηκε
επίσης στο νέο σήμα που δημιουργήθηκε μετά την τηλεμεταφορά.

ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΤΟΜΟΥ
Μετά από την επιτυχή τηλεμεταφορά φωτός, το επόμενο βήμα στην
κβαντική τηλεμεταφορά θα ήταν προφανώς η τηλεμεταφορά υλικών
ατόμων (των ιδιοτήτων τους).και μετά, αν αυτό επιτυγχανόταν, η
τηλεμεταφορά ολόκληρων υλικών αντικειμένων.
Στο Πανεπιστήμιο Aarchus της Δανίας προσπαθούν ήδη να
τηλεμεταφέρουν ένα ρεύμα αερίου, που περιέχει δισεκατομμύρια
άτομα. Η ομάδα του καθηγητή Eugene Polzik που ηγείται του
προγράμματος έχει επιτύχει ήδη μια κβαντική συσχέτιση μεταξύ δυο
νεφών αερίου. Η προσπάθειά τους είναι τώρα να καταφέρουν να
διαβιβάσουν ένα πλήρες ρεύμα αερίου, χρησιμοποιώντας ακτίνες
λέιζερ.
Επίσης σε ένα πανάκριβο εργαστήριο κβαντικής οπτικής του Caltech,
η ομάδα του κβαντικού φυσικού .Jeff Kimble προσπαθεί να
τηλεμεταφέρει ένα μοναδικό άτομο του χημικού στοιχείου καισίου.
Βασικά ο Kimble θέλει να συλλάβει την κβαντική κατάσταση ενός
ατόμου και να τη μεταβιβάσει σε μια άλλη περιοχή, όπου η ίδια
κατάσταση θα αναδημιουργηθεί σε ένα άλλο άτομο. Όταν συμβεί
αυτό, θα φαίνεται σαν το άτομο να πήδηξε από τη μία θέση στην άλλη.
Παρόλο που μεταφέρεται η κβαντική κατάσταση του ατόμου και όχι το
ίδιο το άτομο, το αντίγραφο είναι τελείως ισοδύναμο με το αρχικό
άτομο, του οποίου η κβαντική κατάσταση καταστρέφεται στη διάρκεια
της διαδικασίας. Η ομάδα έχει καταφέρει ήδη να αποτυπώσει την
κβαντική κατάσταση ενός μεμονωμένου ατόμου, αλλά δεν έχει ακόμα
καταφέρει να το τηλεμεταφέρει.
Πάντως επιστημονικές ομάδες του Πανεπιστημίου Ίνσμπρουκ στην
Αυστρία και του Αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Προτύπων και
Τεχνολογίας (Nist) έχουν ανακοινώσει ότι κατάφεραν ήδη να
μεταφέρουν "πληροφορίες" από ένα άτομο σε ένα άλλο μέσα σε
χιλιοστά του δευτερολέπτου, με το πάτημα ενός κουμπιού. Αυτοί
δημιούργησαν βασικά ένα ζευγάρι συσχετισμένων ιόντων Α και Β και
μετά τα διαχώρισαν. Ύστερα δημιούργησαν την κβαντική κατάσταση
που ήθελαν να τηλεμεταφερθεί σε ένα τρίτο ιόν Χ. Κατόπιν πήραν το
ένα από τα ιόντα του αρχικού ζευγαριού, π.χ. το Α και το συσχέτισαν
με το Χ Τελικά έστειλαν" την κβαντική κατάσταση του Χ στο ιόν Β, το
οποίο μετασχηματίστηκε, ενώ η αρχική κβαντική κατάσταση του Α
καταστράφηκε. Οι Αυστριακοί χρησιμοποίησαν ιόντα ασβεστίου, ενώ
οι Αμερικανοί ιόντα βηρυλλίου, αλλά και οι δυο ακολούθησαν την ίδια
πειραματική διαδικασία..

ΤΗΛΕΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Θεωρητικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει τίποτα που να μας εμποδίζει να
τηλεμεταφέρουμε ανθρώπους. Όπως όμως έχουμε επισημάνει, η
πολυπλοκότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι τεράστια και δεν
φαίνεται να διαθέτουμε προς το παρόν τους υπερσαρωτές και
υπερυπολογιστές που θα χρειαζόμασταν για κάτι τέτοιο. Από την άλλη
μεριά, όπως έχουμε επίσης πει, η κβαντική τηλεμεταφορά καταστρέφει
το πρωτότυπο, οπότε τι θα απογίνουμε; τι τελικά θα τηλεμεταφερθεί;
και θα είμαστε αυτό το πράγμα τελικά εμείς (προσωπικότητα,
συνείδηση, ταυτότητα) ή κάτι άλλο, όπως π.χ. μια άμορφη μάζα
ατόμων; Σε κάθε διαδικασία υπεισέρχεται πάντα και ένας παράγοντας
πιθανού λάθους. Τι γίνεται τότε με τον τεράστιο αριθμό των
διαδικασιών που απαιτούνται για να τηλεμεταφέρουμε τις κβαντικές
καταστάσεις των ατόμων μας μία προς μία; Πόσο μεγάλο και μοιραίο
πιθανώς σφάλμα για μας μπορεί να συσσωρευτεί;
Ας υποθέσουμε πάντως, για χάρη της έρευνας, ότι η τηλεμεταφορά
μας θα μπορούσε να είναι απόλυτα ακριβής και ότι δεν τίθεται
πρόβλημα ταυτότητας στο αντίγραφό μας μετά την καταστροφή του
πρωτοτύπου μας. Πώς θα μπορούσε τότε να γίνει η απαιτούμενη
αρχική «σάρωση» για να πάρουμε τις κβαντικές καταστάσεις των
ατόμων μας;
Ο κβαντομηχανικός του ΜΙΤ, Seth Lloyd, προτείνει θεωρητικά μια
μέθοδο «εξάχνωσής» μας με έναν πολύ ισχυρό παλμό λέιζερ. Μια
ανάλογη μέθοδο χρησιμοποιεί και ο Kimble για τα μεμονωμένα άτομα
καισίου. Αν υποθέσουμε τώρα ότι αυτή η εξάχνωσή μας γίνεται σωστά.
Τότε ο «ατμός» μας, μαζί με την ακτίνα λέιζερ, εξακολουθούν να
περιέχουν το σύνολο των πληροφοριών που περιέχονταν στο σώμα
μας πριν αυτό εξατμιστεί. Έστω λοιπόν ότι παίρνουμε τις κβαντικές
καταστάσεις όλων αυτών των ατόμων του ατμού μας και τις
τηλεμεταφέρουμε σε ένα άλλο μέρος, φωτόνιο προς φωτόνιο. Με τη
βοήθεια τότε ενός κβαντικού υπολογιστή θα μπορούσαμε θεωρητικά
να επανασυνθέσουμε την αρχική στερεή μορφή μας, χρησιμοποιώντας
πάλι έναν πολύ ισχυρό παλμό φωτός.
Σε αυτό το σενάριο, που παρουσιάζει ο ίδιος ο Lloyd, αυτός επισημαίνει
ότι «δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να
πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι διαδικασίες. Στην πραγματικότητα
μπορώ θαυμάσια να φανταστώ τη διαδικασία ατμοποίησής σου. Αλλά
η διαδικασία επαναστερεοποίησής σου μου φαίνεται μάλλον δύσκολη.
Οι νόμοι της Φυσικής το επιτρέπουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν
μας παροτρύνουν να το δοκιμάσουμε».
Θα μπορούσαμε όμως να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς για να
κάνουμε τη τηλεμεταφορά μας ευκολότερη. Πρώτα απ’ όλα δεν είναι
ανάγκη να τηλεμεταφέρουμε τις πληροφορίες για όλα τα άτομα. Σε
μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μόνο μόρια
ή ακόμα και κύτταρα επαναλαμβανόμενα, οι μικρές διαφοροποιήσεις
των οποίων δε σημαίνουν ουσιαστικά τίποτα για την φυσική και
οργανική μας ολότητα. Το σώμα μας αποτελείται κατά το μεγαλύτερο
ποσοστό του από νερό κι επομένως δε χρειάζεται να γνωρίζουμε τις
κβαντικές καταστάσεις των ατόμων υδρογόνου και οξυγόνου μέσα σε
αυτό, παρά μόνο αυτές των ίδιων των μορίων του νερού και όχι
πάντοτε. Επίσης η περιγραφή της ακριβούς θέσης και του
προσανατολισμού μερικών μορίων είναι περιττή ή ακόμα μερικά
οργανίδια των κυττάρων, όπως π.χ. τα μιτοχόνδρια, έχουν μια απλή
τυποποιημένη λειτουργία κι επομένως δε χρειάζεται να αναδομηθούν
άτομο προς άτομο, αλλά σαν ενιαίες μονάδες. Μπορούμε να
προχωρήσουμε και άλλο αυτή τη διαδικασία απλοποίησης, αρκεί να
μην βλάψουμε με αυτήν πουθενά τα στοιχεία της προσωπικότητάς
μας, τις μνήμες μας κ.λ.π.
Αν πάντως δεν απαιτήσουμε απόλυτη ακρίβεια, τότε, με μόνη
προϋπόθεση την διατήρηση της ταυτότητάς μας, θα μπορούσαμε να
απλοποιήσουμε κατά πολύ την όλη διαδικασία της ανασύστασής μας.
Θα μπορούσαμε ακόμα να μην συμπεριλάβουμε σε αυτήν ορισμένα
μεγάλα κομμάτια άχρηστου λιπώδους ιστού, προκαλώντας συγχρόνως
ένα επιθυμητό αδυνάτισμα μαζί με την τηλεμεταφορά μας!
Σε σχέση τώρα με τον καθορισμό της ακριβούς θέσεως των ατόμων,
μπορούμε να αναφέρουμε την επίτευξη των φυσικών Donald Eigler
και Erhard Schweizer της IBM, οι οποίοι κατόρθωσαν να ωθήσουν
μεμονωμένα άτομα του αερίου ξένου σε συγκεκριμένες θέσεις πάνω
σε μια επιφάνια νικελίου, ώστε να σχηματίζουν το από τρία γράμματα
αποτελούμενο όνομα του εργοδότη τους..
Ο Lloyd επισημαίνει ότι θα μπορούσαμε ίσως να εξάγουμε κάποιο
διδακτικό συμπέρασμα από αυτό για το σκοπό μας της
ανασυγκρότησης ενός ανθρώπου. Από την άλλη μεριά επισημαίνει ότι
δεν έχουμε στοιχεία ότι η αλλαγή συγκεκριμένων κβαντικών
καταστάσεων βλάπτει τον εγκέφαλό μας. Η μαγνητική τομογραφία
επιδρά στις κβαντικές καταστάσεις των ατόμων, αλλά οι ασθενείς,
όπως φαίνεται, βγαίνουν από τον μαγνητικό τομογράφο αναλλοίωτοι.
Η σάρωση επομένως δεν χρειάζεται να είναι απόλυτα ακριβής, αλλά
απλά θεμιτά προσεγγιστική και με αυτήν ακριβώς την
προσεγγιστικότητα κάνουμε πιο εφικτή την ανθρώπινη
τηλεμεταφορά..
Από την άλλη μεριά, θα μπορούσαμε να βοηθηθούμε από τη μοριακή
νανοτεχνολογία χρησιμοποιώντας, κατά τα πρότυπα του Eric Drexler
(από το περίφημο βιβλίο του «Μηχανές Δημιουργίας), νανορομπότ ή
μοριακούς κατασκευαστές, οι οποίοι έχουν την ικανότητα να
αναπαράγονται δημιουργώντας δισεκατομμύρια αντίγραφά τους και
να συνδέουν μεταξύ τους διάφορα άτομα με βάση ένα ορισμένο
σχέδιο, έτσι ώστε να μπορούν να κατασκευάσουν με αυτό το τρόπο
τελικά οποιοδήποτε αντικείμενο (παγκόσμιοι κατασκευαστές).
Και πάλι, ακόμα και με τη βοήθεια των νανορπομότ κατασκευαστών,
η ανακατασκευή ενός ανθρώπου από τις υπάρχουσες πληροφορίες θα
ήταν ένα γιγαντιαίο εγχείρημα που θα απαιτούσε πολύ χρόνο, αλλά
όχι τεράστιο πια χρόνο, όπως χωρίς αυτούς και χωρίς τις απλοποιήσεις
και προσεγγίσεις που αναφέραμε παραπάνω.
Από την άλλη μεριά θα μπορούσαμε να φορτώσουμε τις πληροφορίες
που έχουμε για αυτόν τον άνθρωπο σε έναν υπερυπολογιστή,
κάνοντάς τον να ζήσει σα μια ψηφιακή οντότητα σε ένα κυβερνοχώρο,
παρέχοντάς του, αν θέλουμε, ένα τεχνητό περιβάλλον της αρεσκείας
του, όπου θα μπορούσε μάλιστα να είναι πολύ πιο ελεύθερος από το
κανονικό του περιβάλλον. Εδώ όμως εισερχόμαστε στο χώρο του
περίφημου Uloading, το οποίο αναπτύσσουμε σε άλλο άρθρο μας.
Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η σάρωση και αναδόμηση
ειδικότερα του εγκεφάλου μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στο
πρώτο μισό του αιώνα μας. Ο προαναφερθείς ερευνητής της ΙΒΜ
Donald Eigler επισημαίνει: «Ώσπου να έλθει η ώρα να αφήσω το
μάταιο τούτο κόσμο, ίσως και να είμαστε σε θέση να αποθηκεύσουμε
επαρκείς πληροφορίες για την ακριβή φυσική δομή του σώματός μου,
ώστε κάποια μέρα να μπορέσουμε να με επανασυναρμολογήσουμε
μόριο προς μόριο, άτομο προς άτομο».
Ας εξετάσουμε τώρα λίγο το θέμα της ταυτότητας, το οποίο
αντιμετωπίζουμε διεξοδικότερα στο βιβλίο μας «ο Αρνητής του
Θανάτου».
Έστω ότι μπορέσαμε να αναδομήσουμε έναν άνθρωπο με βάση τις
πληροφορίες της σάρωσης, χρησιμοποιώντας ένα νέο σύνολο ατόμων
και μορίων. Θα ήταν αυτός ο ίδιος με τον αρχικό;
Ο επιστήμονας Ralph Merkle, συγγραφέας της διατριβής «Η Μοριακή
Διόρθωση του Εγκεφάλου», αφού επισημαίνει ότι μέσα σε έναν
ανθρώπινο οργανισμό συμβαίνουν διαρκώς αντικαταστάσεις ατόμων,
απαντά στο προηγούμενο ερώτημα ως εξής: «Δεν προκύπτει όμως ότι
με την υποκατάσταση ατόμων αλλάζει και το ποιος είσαι. Όταν φας
ένα μεγάλο σάντουιτς, εξακολουθείς να είσαι ο ίδιος άνθρωπος, παρ'
όλο που με τον μεταβολισμό χρησιμοποιούνται μόρια της τροφής σου
για την αντικατάσταση ενός μέρους του ιστού σου».
Οι επιστήμονες αποδίδουν γενικά την «προσωπικότητα»,
«ταυτότητα», ή ακόμα «συνείδηση» ενός ατόμου στη δομή και
μορφολογία του εγκεφάλου του, και ειδικότερα στο δίκτυο των
νευρώνων και των συνάψεών του. Αν αυτή η δομή και μορφολογία
διατηρηθεί στο αντίγραφο, τότε ο άνθρωπος θα παραμείνει ίδιος. Με
αυτή την έννοια δεν μας ενδιαφέρουν τόσο οι κβαντικές καταστάσεις
των ατόμων του εγκεφάλου του, όσο η δομή του πολύπλοκου
νευρωνικού δικτύου του και αν είναι πράγματι έτσι, αν δηλαδή με τη
διατήρηση της δομής και μορφολογίας του εγκεφαλικού δικτύου του
διατηρούνται συγχρόνως οι μνήμες, γνώσεις, ικανότητες και γενικά η
προσωπικότητά και οι ανώτερες λειτουργίες του, τότε η ανακατασκευή
του εγκεφάλου του και μαζί όλου του σώματός του στη διαδικασία της
τηλεμεταφοράς θα αποδειχθεί πολύ πιο εύκολη απ’ ό,τι φανταζόμαστε
μέχρι τώρα, και, όπως πιστεύουν πολλοί, θα μπορέσει να επιτευχθεί
μέσα στα πλαίσια του αιώνα μας.
Και εάν τελικά επιτευχθεί, τότε τι γίνεται με την ψυχή του ανθρώπου;
Τηλεμεταφέρεται και αυτή ή μήπως αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει
καμιά ψυχή και ότι αυτή είναι απλά ένα επινόημα του ανθρώπου; Οι
περισσότεροι επιστήμονες απαντούν γρήγορα σε αυτό ότι η επιτυχής
τηλεμεταφορά ενός ανθρώπου (βασικά μόνον ύλης) θα αποδείξει
περίτρανα την ανυπαρξία της ψυχής, ότι αυτή είναι ουσιαστικά μια
παρωχημένη και εσφαλμένη αντίληψη και ότι όλες οι ιδιότητες των
εμβίων όντων είναι τελικά προϊόν αυτής της ίδιας της δομή της ύλης
τους.
Άλλωστε τι γίνεται όταν καταψύχεται ένα έμβρυο και αναστέλλεται
προσωρινά η βιολογική λειτουργία του; Πού πάει τότε η ψυχή του;
Και πώς γίνεται, όταν αυτό αποψυχθεί μετά από ένα μεγάλο διάστημα
και τοποθετηθεί στη μήτρα μιας γυναίκας, να μπορεί να αναπτυχθεί σε
ένα πλήρες ανθρώπινο ον; Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι σε όλο το
κόσμο που έχουν δημιουργηθεί με αυτό το τρόπο.
Θα μπορούσαν βέβαια κάποιοι να υποστηρίξουν ότι η ψυχή του
ανθρώπου συνεχίζει να υφίσταται και μετά την προσωρινή διακοπή
των βιολογικών του λειτουργιών, όπως συμβαίνει και με άτομα που
πνίγονται σε παγωμένα νερά και αναβιώνουν πολλές φορές, μετά την
προσωρινή διακοπή όλων των ζωικών τους λειτουργιών. Ή πάλι,
επειδή το πρωτότυπο «καταστρέφεται» κατά τη διαδικασία της
κβαντικής τηλεμεταφοράς, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο
πρωτότυπος άνθρωπος πεθαίνει μετατρεπόμενος σε μια άψυχη ύλη
και η «ψυχή» του μεταφέρεται αυτόματα στο αντίγραφό του, όντας
μαγνητικά συνεζευγμένη με αυτή τη συγκεκριμένη δομή που συνιστά
αυτό το συγκεκριμένο ανθρώπινο ον.

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
Οι σχετικά άμεσες εφαρμογές της κβαντικής τηλεμεταφοράς που
μπορούμε να αναμένουμε είναι σε σχέση με τους κβαντικούς
υπολογιστές και την κβαντική κρυπτογράφηση.

Κβαντικοί Υπολογιστές
Οι κβαντικοί υπολογιστές στηρίζονται στη κβαντική τηλεμεταφορά για
την δημιουργία των κβαντικών λογικών πυλών που χρησιμοποιούν για
την επεξεργασία των πληροφοριών.. Αντί αυτοί να εργάζονται με τα
δυαδικά ψηφία 0 και 1 (μπιτς), όπως οι συνήθεις υπολογιστές,
εργάζονται με τα κιούμπιτς, τα οποία είναι συνδυασμοί δύο κβαντικών
καταστάσεων (0 και 1 συγχρόνως). Αυτό επιτρέπει την σύγχρονη
εκτέλεση ενός τεράστιου πλήθους παράλληλων υπολογισμών μέσα σε
μερικά δευτερόλεπτα, μια διαδικασία που χρειάζεται εκατομμύρια
χρόνια με τους σημερινούς υπολογιστές.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στα μπιτς και στα κιούμπιτς είναι ότι ένα
κιούμπιτ, εφόσον είναι ένα κβαντικό αντικείμενο, δεν έχει καμιά αξία
μέχρι να μετρηθεί. Αυτό σημαίνει ότι εάν επινοήσουμε έναν
υπολογιστή που χρησιμοποιεί κιούμπιτς, αυτός θα μπορεί να κάνει
υπολογισμούς για όλες ταυτόχρονα τις δυνατές τιμές ενός συνόλου
κιούμπιτς. Στους κλασσικούς ψηφιακούς υπολογιστές, όταν
κωδικοποιηθεί μια σχέση ανάμεσα σε δύο μπιτς και πρέπει αυτή στη
συνέχεια να ανακτηθεί, πρέπει το κάθε μπιτ να προσπελαστεί
ξεχωριστά. Τα κιούμπιτς, από την άλλη μεριά, επειδή είναι κβαντικά
αντικείμενα, μπορούν να υπάρξουν σε μια υπέρθεση καταστάσεων
(δηλαδή και οι δύο καταστάσεις συγχρόνως), εφ' όσον δεν
αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Μόλις κωδικοποιηθεί τώρα ένας
συσχετισμός μεταξύ δύο κιούμπιτς, ο ίδιος αυτός συσχετισμός μπορεί
επίσης να υπάρξει σε μια υπέρθεση καταστάσεων. Όταν τώρα ένας
κβαντικός υπολογιστής ανακτά στοιχεία, επεξεργάζεται το ένα
κιούμπιτ κι έτσι η υπέρθεση καταστρέφεται. Συγχρόνως όμως η
πληροφορία που περιέχει το άλλο κιούμπιτ μεταβιβάζεται μαγικά σ'
αυτόν που επεξεργάζεται το κιούμπιτ, εφόσον υπήρχε μεταξύ τους
κβαντικός συσχετισμός.
Πιστεύεται ότι η ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών θα συμβεί
μέσα στην προσεχή πενταετία.

Κβαντική Κρυπτογράφηση
Η κβαντική κρυπτογράφηση κωδικοποιεί σωματίδια σε διάφορες
κβαντικές καταστάσεις και τα στέλνει στο δέκτη χρησιμοποιώντας την
κβαντική τηλεμεταφορά. Οι καταστάσεις αυτές αντιπροσωπεύουν
κωδικοποιημένες πληροφορίες που μπορεί να επεξεργαστεί και να
καταλάβει μόνον το άτομο που ξέρει το σχέδιο της κωδικοποίησης,
γιατί η μετάδοση καταστρέφεται μόλις παρατηρηθεί. Η κβαντική
κρυπτογράφηση είναι έτσι αδύνατον να παραβιαστεί και θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου
ασφαλών επικοινωνιών. Όπως έχει επισημανθεί, «αν γράψεις ένα e-
mail, στέλνεις το κείμενο κατά μήκος ενός καλωδίου, στο οποίο θα
ταξιδέψει και θα βγει μετά από το άλλο άκρο. Αντίθετα, με την
κβαντική τηλεμεταφορά δεν θα βρεις την πληροφορία που έστειλες
μέσα στο καλώδιο. Αυτή έχει αποδομηθεί και ανασυγκροτείται στο
άλλο άκρο».
Έχει ήδη αποδειχθεί πρακτικά ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο
κβαντικός συσχετισμός σωματιδίων για την αποτελεσματική
κρυπτογράφηση τραπεζικών κωδικών ή διπλωματικών επικοινωνιών.
Η πρώτη μάλιστα τραπεζική μεταφορά απόλυτης ασφαλείας
πραγματοποιήθηκε σε μια δημόσια επίδειξη στη Βιέννη.
Αν τώρα ήταν να αναφερθούμε στις πιθανές εφαρμογές μιας δυνατής
κβαντικής τηλεμεταφοράς αντικειμένων ή ακόμα ανθρώπων, τότε
αυτές περιορίζονται μόνον από την φαντασία μας. Για παράδειγμα, σε
μια πιθανή τηλεμεταφορά ανθρώπων θα μπορούσαμε να
χρησιμοποιήσουμε τα δεδομένα της σάρωσης με έναν επιλεκτικό
τρόπο ώστε να αναδομηθούμε υγιέστεροι, νεαρότεροι και
ομορφότεροι από πριν, καταστρέφοντας στη διαδικασία την ατελή
σημερινή μορφή μας. Εφόσον παραμέναμε αυστηροί μόνον στην
ακριβή μεταφορά των δομικών και μορφολογικών εκείνων δεδομένων
που συνδέονται άμεσα με την ταυτότητα, τη προσωπικότητά μας και
τις ανώτερες λειτουργίες μας, θα μπορούσαμε να επέμβουμε με
σύνεση στην υπόλοιπη δομή και μορφολογία μας για να πάρουμε ένα
πολύ πιο επιθυμητό από το πρωτότυπο αντίγραφο, χρησιμοποιώντας
συγχρόνως την διαδικασία αυτή σα μια μέθοδο προαγωγής της υγείας
μας ή ίσως ακόμα και της αθανασίας μας..
Και αν αρχικά υπάρξει επιφυλακτικότητα για τη χρησιμοποίηση αυτής
της τεχνικής, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις νέες εφευρέσεις, οι
διευρυνόμενες επιτυχίες της θα εξαλείψουν με το χρόνο κάθε
διστακτικότητα, μέχρι το κοινό να αποκτήσει πλήρη εμπιστοσύνη σε
αυτήν και να την χρησιμοποιεί σε μια καθημερινή βάση για τις
μετακινήσεις του εδώ στη γη όσο και για τον αποικισμό του ηλιακού
μας συστήματος ή άλλων ηλιακών συστημάτων.
Δημήτριος Ευαγγελόπουλος

You might also like