You are on page 1of 16

Η ΔΗ­ΛΟΣ:

ΤΟ ΙΕ­ΡΟ ΝΗ­ΣΙ ΤΩΝ


ΑΡ­ΧΑΙΩΝ ΕΛ­ΛΗ­ΝΩΝ
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
Δημήτριος Θαλασσινός, Φιλόλογος

46 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
Χ α ί­ ρ ε μ ά­ κ α ρ ’ ω Λ η­ τ ο ί , ε­ π ε ί τ έ­ κ ε ς α­ γ λ α­ά τ έ­ κ ν α
Α­ π ό λ­ λ ω­ ν ά τ ’ ά­ ν α­ κ τ α κ α ι Ά ρ­ τ ε­ μ ι ν ι ο­ χ έ­ α ι­ ρ α ν ,
τ η ν μ ε ν ε ν Ο ρ­ τ υ­ γ ί­ η , τ ο ν δ ε κ ρ α­ ν α­ ή ε­ ν ί Δ ή­ λ ω ,
κ ε­ κ λ ι­ μ έ­ ν η π ρ ο ς μ α­ κ ρ ό ν ό­ ρ ο ς κ α ι Κ ύ ν­ θ ι ο ν
ό­ χ θ ο ν α γ­ χ ο­ τ ά­ τ ω φ ο ί­ ν ι­ κ ο ς υ π ’ Ι­ ν ω­ π ο ί­ ο ρ ε­ έ­ θ ρ ο ι ς
(Ο­μηρ. Ύ­μν. εις Α­πόλ­λω­να, 14-18)

Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΗ Α­ΝΑ­ΔΡΟ­ΜΗ
Ο τα­ξι­διώ­της που πλέ­ει στο Αι­γαί­ο πρέ­
πει να πλη­σιά­σει πο­λύ κο­ντά στη Δή­λο, για
να τη δια­κρί­νει καθα­ρά μέ­σα στο γα­λά­ζιο
της θά­λασ­σας. Και αυ­τό, ό­χι μό­νο ε­πει­δή
πρό­κει­ται για μια μι­κρή βρα­χώ­δη έ­κτα­ση
που έ­χει μή­κος 5 χλμ. και πλά­τος 1.300μ.,
γυ­μνή α­πό βλά­στη­ση, σχε­δόν ε­πί­πε­δη, με
ψη­λό­τε­ρο ση­μεί­ο το ύψω­μα του Κύν­θου
που δεν ξε­περ­νά τα 112μ., αλ­λά και για­τί τα
πε­τρώ­μα­τα που την α­πο­τε­λούν, ι­διαί­τε­ρα ο
γνεύ­σιος, έ­χουν την ι­διό­τη­τα να λά­μπουν
ε­κτυ­φλω­τικά κά­τω α­πό τον ή­λιο.
Έ­χο­ντας μια προ­νο­μια­κή θέ­ση στο κε­
ντρι­κό Αι­γαί­ο, στο μέ­σον δια­φό­ρων θα­λάσ­
σιων οδών α­πό Α. προς Δ. και α­πό Β. προς
Ν., η Δή­λος δια­σώ­ζει ί­χνη κα­τοί­κη­σης ή­δη
α­πό την 3η χιλιε­τί­α π.Χ. στην κο­ρυ­φή του
Κύν­θου· ο πα­λαιό­τε­ρος ό­μως ορ­γα­νω­μέ­νος
οι­κι­σμός το­πο­θε­τεί­ται χρο­νο­λο­γι­κά στα μέ­
σα της 2ης χι­λιε­τί­ας π.Χ., στη μυ­κη­να­ϊ­κή ε­πο­
χή, και έ­χει ε­πι­ση­μαν­θεί στην ε­πί­πε­δη έ­κτα­
ση κο­ντά στο λι­μά­νι, ε­κεί όπου αρ­γό­τε­ρα
ή­ταν το κέ­ντρο του ιε­ρού του Α­πόλ­λω­να.
Ε­κτός α­πό το οι­κο­δο­μικό συ­γκρό­τη­μα που
πα­λαιό­τε­ρα ε­θε­ω­ρεί­το «μέ­γα­ρο», δη­λα­δή
κα­τοι­κί­α του άρ­χο­ντα, α­πο­κα­λύ­φτη­καν και
δύ­ο κτί­ρια με ιε­ρό ί­σως χα­ρα­κτή­ρα. Δυ­τι­κό­
τε­ρα, ένας άλ­λος να­ός ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νος
στην α­δερ­φή του Α­πόλ­λω­να, την Άρ­τε­μη.
Το ση­μα­ντι­κό αυ­τό ιε­ρό κέ­ντρο στην

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 47
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
αρ­χή της α­νά­πτυ­ξής του εί­χε ά­με­ση πά­ντα θε­μεί­λια γεί­νε­το, Δή­λε, / χρυ­σώ δε
σύνδε­ση με έ­ναν α­πό τους λα­μπρό­τε­ τρο­χό­εσ­σα πα­νή­με­ρος έρ­ρε­ε λί­μνη, / χρύ­
ρους θε­ούς του ο­λυ­μπια­κού πάν­θε­ου, σειον δ’ ε­κό­μη­σε γε­νέ­θλιον έρ­νος ε­λαί­ης, Ι
τον Α­πόλλω­να, του ο­ποί­ου μά­λι­στα η χρυ­σώ δε πλη­μύ­ρε βα­θύς Ι­νω­πός ε­λιχθείς.
Δή­λος θε­ω­ρή­θη­κε ως γε­νέ­θλιος τό­πος, (Καλ­λ., Ύ­μν. εις Δή­λον, 260-263)
ι­διαί­τερα α­γα­πη­τός στο νέ­ο θε­ό: Και σε αυ­τόν τον φυ­σι­κά φω­τει­νό τό­
Δή­λιος Α­πόλ­λων κε­κλή­σε­ται, ου­δέ τις πο ο νέ­ος θε­ός α­πο­κτά χα­ρακτη­ρι­στι­κά
άλ­λη Ι γαιά­ων τοσ­σόν­δε θε­ώ πε­φι­λή­σε­ται που ται­ριά­ζουν α­πό­λυ­τα με το πε­ρι­βάλ­
άλ­λω. (Καλ­λ., Ύ­μν. εις Δή­λον, 269-270) λον. Μό­λις γεν­νιέ­ται παίρνει στα χέ­ρια
Με­τά το 1000 π.Χ., με την έ­ναρ­ξη της την κι­θά­ρα και το τό­ξο και στις γιορ­τές
ι­στο­ρι­κής πε­ριό­δου, δια­μορ­φώθη­κε το του κύ­ρια θέ­ση έ­χουν η μου­σι­κή και ο
ο­λυ­μπια­κό πάν­θε­ο, στο ο­ποί­ο πε­ριε­λή­ ει­η μοι κί­θα­ρίς τε φί­λη και κα­μπύ­λα τό­ξα.
φθη­σαν και πα­λαιό­τε­ρες θε­ό­τητες, προ­ (Ό­μηρ. Ύ­μν. εις Α­πόλ­λω­να, 131).
ϊ­στο­ρι­κές, με νέ­α μορ­φή. Ο Α­πόλ­λω­νας Η Δή­λος ε­πο­μέ­νως, τό­πος του νέ­ου
ό­μως, ο κα­τε­ξο­χήν θε­ός που εκ­φρά­ζει θε­ού, έ­γι­νε και τό­πος ιε­ρός των νέ­ων
ό­λη τη με­γα­λο­σύ­νη του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­ φύ­λων που ε­πι­κρά­τη­σαν στην πε­ριο­χή
σμού και την κα­θα­ρό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού του Αι­γαί­ου. Ή­δη στην Ο­δύσ­σεια και
πνεύ­μα­τος, δεν ή­ταν δυ­να­τό πα­ρά να γεν­ στον Ο­μη­ρι­κό Ύ­μνο στον Α­πόλ­λωνα,
νη­θεί σε έ­ναν τό­πο ό­που οι σκιές και το που γρά­φτη­καν γύ­ρω στο 700 π.Χ., η
σκο­τά­δι δεν έ­χουν θέ­ση: Χρύ­σε­ά τοι τό­τε Δή­λος α­να­φέ­ρε­ται ως ο­νο­μα­στό ιε­ρό

48 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
κέ­ντρο των Ιώ­νων, οι ο­ποί­οι διά­λε­ξαν πλού­σιο ιε­ρό του Α­πόλ­λω­να. Δη­λα­δή,
αυ­τό το α­στρα­φτε­ρό βρα­χο­νή­σι για τις οι Δή­λιοι μην έ­χο­ντας προ­γο­νι­κούς τά­
συ­ναντή­σεις τους, τη με­γά­λη σύ­νο­δο φους δεν εί­χαν και πα­τρί­δα, ε­πο­μέ­νως
των Ιώ­νων, που τους έ­νω­νε κο­πώ α­πό τη δεν εί­χαν δι­καιώ­μα­τα στη Δή­λο. Στις
φω­τι­σμένη βο­ή­θεια του θε­ού για τα κοι­ αρ­χές του 5ου αιώ­να, με­τά την πτώ­ση
νά τους συμ­φέ­ρο­ντα και εν­δια­φέ­ρο­ντα: των Πει­σι­στρα­τι­δών και την ει­σβο­λή
έν­θα τοι ελ­κε­χί­τω­νες Ιά­ο­νες η­γε­ρέ­θο­νται των Περ­σών (490 π.Χ.), η Δή­λος φεύ­γει
αυ­τοίς συν παί­δεσσι και αι­δοί­ης α­λό­χοι­σιν. α­πό την ε­πιρ­ρο­ή των Α­θη­ναί­ων, αλ­λά
(Ό­μηρ. Ύ­μν. εις Α­πόλ­λω­να 147-148). πα­ράλ­λη­λα πα­ρακ­μά­ζουν και οι λα­μπρές
Σε έ­ναν τό­πο με με­γάλη φή­μη, φυ­σι­κό «θε­ω­ρί­ες» (ιε­ρές α­πο­στο­λές των ελ­λη­
εί­ναι να θέ­λουν ό­λοι, πό­λεις ή άν­θρω­ποι, νι­κών πό­λε­ων στα με­γά­λα πα­νελ­λή­νια
να προ­βλη­θούν και να α­να­δει­χθούν. Πρώ­ ιε­ρά) με τις α­ντί­στοι­χες γιορ­τές, για­τί στο
τοι, νω­ρίς τον 7ο αιώ­να π.Χ., ε­πι­κρά­τη­σαν με­τα­ξύ οι Ί­ω­νες της Μι­κρός Α­σί­ας έ­χουν
οι Νά­ξιοι στο­λίζο­ντας το ιε­ρό με οι­κο­δο­ υ­πο­δου­λω­θεί στους Πέρ­σες, γε­γο­νός
μή­μα­τα και κο­λοσ­σιαί­α μνη­μεί­α, ο­ρι­σμέ­ που έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα τη διά­λυ­ση της
να α­πό τα οποί­α έ­χουν σχε­δόν ταυ­τι­στεί πα­λαιάς ιω­νι­κής αμ­φι­κτιονί­ας στη Δή­λο.
με τη Δή­λο: ο κο­λοσ­σιαί­ος κού­ρος και Με τη νί­κη ό­μως των Ελ­λή­νων κα­τά των
η σει­ρά των λε­ό­ντων, που ε­στραμ­μέ­νοι Περ­σών, οι Α­θη­ναί­οι α­ναλαμ­βά­νουν και
προς την Α­να­το­λή α­τε­νί­ζουν την ιε­ρή πά­λι την η­γε­μο­νί­α των ελ­λη­νι­κών πό­λε­
λί­μνη, τρο­χο­ει­δή (Θέ­ο­γν, Έλεγ. A, στ. 7. ων και ι­δρύ­ουν το 478 π.Χ. την Α­θη­να­
Η­ρόδ. II 170) ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στις αρ­ ϊ­κή Συμ­μα­χί­α με έ­δρα τη Δή­λο, ό­που
χαί­ες πη­γές, και το φοί­νι­κα, κά­τω α­πό φυ­λάσ­σε­ται και το κοι­νό τα­μεί­ο, και η
τον ο­ποί­ο εί­δε το φως της ζω­ής ο Φοί­βος Δή­λος ξα­να­γί­νε­ται το κέ­ντρο της ιω­νι­κής
Α­πόλ­λω­νας, και με την πα­ρου­σί­α τους αμ­φι­κτιο­νί­ας, αλ­λά κά­τω από τον ά­με­σο
με­τα­δί­δουν α­κόμη και σή­με­ρα αυ­τό που έ­λεγ­χο των Α­θη­ναί­ων. Τό­τε άρ­χι­σε να
θέ­λη­σαν να ε­πι­βά­λουν οι α­νά­θε­τες στους οι­κο­δο­μεί­ται α­πό τους Δήλι­ους έ­νας πε­
προ­σκυ­νη­τές: δέ­ος που προ­έρ­χε­ται α­πό ρί­πτε­ρος να­ός α­φιε­ρω­μέ­νος στον Α­πόλ­
τον ι­σχυ­ρό­τε­ρο κό­σμο των θε­ών. λω­να, γνω­στός ως μέ­γας ναός. Το 456
Στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 6ου αιώ­να π.Χ. π.Χ. οι Α­θη­ναί­οι με­τα­φέ­ρουν το τα­μεί­ο
ε­πι­κρα­τεί καλ­λι­τε­χνι­κά η Πά­ρος, αλ­λά τε­ της αμ­φι­κτιο­νί­ας στην Α­κρό­πο­λη των
λι­κά εί­ναι η Α­θή­να που ε­πο­φθαλ­μιά την Α­θη­νών και το 426/5 π.Χ. προ­χω­ρούν
κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση, την ο­ποία και παίρ­νει. στη ρι­ζι­κή κά­θαρ­ση της Δή­λου: ό­λοι οι
Ή­δη α­πό τον Πει­σί­στρα­το (δεύ­τε­ρο μι­σό τά­φοι που υ­πήρ­χαν στο νη­σί α­νοί­χτη­
του 6ου αιώ­να π.Χ.) ι­δρύ­εται ο πρώ­τος καν, το πε­ριε­χό­με­νό τους με­τα­φέρ­θη­κε
να­ός του Α­πόλ­λω­να, ο πώ­ρι­νος, και πραγ­ στην α­ντι­κρι­νή μι­κρή νή­σο Ρή­νεια, σε
μα­το­ποιεί­ται η πρώ­τη κάθαρ­ση, δη­λα­δή έ­ναν κοι­νό τά­φο, και α­πα­γο­ρεύ­θη­κε
η α­πο­μά­κρυν­ση των τα­φών α­πό το χώ­ρο στους Δη­λί­ους ό­χι μό­νο να πε­θαί­νουν,
του κε­ντρι­κού ιε­ρού. Η ενέρ­γεια αυ­τή αλ­λά και να γεν­νιού­νται στο ιε­ρό νη­σί·
πα­ρου­σιά­στη­κε ως θε­ϊ­κή ε­ντο­λή, αλ­λά η α­να­το­λι­κή α­κτή της Ρή­νειας, α­πέ­να­ντι
στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είχε πο­λι­τι­κά αί­ α­πό το ιε­ρό, με­τα­τρέ­πε­ται έ­τσι σε ένα
τια - οι Α­θη­ναί­οι ή­θε­λαν να ε­πι­βλη­θούν α­πέ­ρα­ντο νε­κρο­τα­φεί­ο.
στο Αι­γαί­ο και να εκ­μεταλ­λευ­θούν το Στην πε­ρί­ο­δο της α­θη­να­ϊκής η­γε­μο­νί­

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 49
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
ας αρ­χί­ζει για τη Δή­λο νέ­α ε­πο­χή ακ­μής, βων (Χ 5,4) τη θε­ω­ρεί ως ση­μα­ντι­κό
α­φού η πα­λαιά γιορ­τή παίρ­νει νέ­α μορ­ κέ­ντρο για το ε­μπό­ριο δού­λων, γε­γο­νός
φή και μα­ζί με την ε­τή­σια κα­θιε­ρώ­νε­ται που ε­νέ­πνευσε το σύγ­χρο­νο Έλ­λη­να συγ­
και μια άλ­λη, κά­θε τέσσε­ρα χρό­νια (πε­ γρα­φέ­α, το Ρο­δή Ρού­φο, να πε­ρι­γρά­ψει
ντε­τη­ρίς)·τό­τε χτί­ζε­ται ο δεύ­τε­ρος να­ός πο­λύ πα­ρα­στατι­κά σχε­τι­κές σκη­νές στο
του Α­πόλ­λω­να, ο αμφι­πρό­στυ­λος. Κα­τά μυ­θι­στό­ρη­μα του «Οι Γραι­κύ­λοι».
τη διάρ­κεια του 4ου αιώ­να π.Χ. η Δή­λος Γύ­ρω α­πό το ιε­ρό α­να­πτύσσε­ται τώ­
εί­ναι κά­τω α­πό την αθη­να­ϊ­κή κυ­ριαρ­χί­α, ρα, ι­διαί­τε­ρα στο πρώ­το μι­σό του 2ου
αλ­λά στο τέ­λος του αιώ­να οι Α­θη­ναί­οι αιώ­να π.Χ., μια με­γά­λη πό­λη, στην ο­ποί­α
χά­νουν τη ναυ­τική τους υ­πε­ρο­χή και η ζουν πε­ρί τους 30.000 άν­θρω­ποι, οι ο­ποί­
Δή­λος περ­νά στην ε­πιρ­ρο­ή των Μα­κε­ οι ήρ­θαν να ε­γκα­τα­στα­θούν σε αυτό το
δό­νων, που την κη­ρύσσουν το 314 π.Χ. πλού­σιο λι­μά­νι α­πό ό­λες τις πε­ριο­χές
ε­λεύ­θε­ρη και α­νε­ξάρ­τη­τη, κα­θε­στώς γύ­ρω α­πό τη λε­κά­νη της Με­σο­γείου:
που συ­νε­χί­ζε­ται έ­ως το 166 π.Χ., ό­ταν α­πό την κυ­ρί­ως Ελ­λά­δα, την Ι­τα­λί­α, την
το νη­σί κα­τα­λαμ­βά­νε­ται α­πό τους Ρω­ Αί­γυ­πτο, τη Συ­ρί­α, τη Φοι­νί­κη, την Πα­λαι­
μαί­ους. Στο διά­στη­μα αυ­τό η Δή­λος στί­νη. Μέ­σα σε αυ­τό το κο­σμο­πο­λί­τι­κο
γνω­ρί­ζει μια νέ­α άν­θη­ση και μά­λι­στα κλί­μα, φυ­σι­κό εί­ναι να εμ­φα­νιστούν και
πι­θα­νο­λο­γεί­ται ό­τι τό­τε α­πο­πε­ρα­τώνε­ται να αν­θί­σουν στη Δή­λο πλή­θος ξέ­νων, μη
ο μέ­γας να­ός. ελ­λη­νι­κών θρη­σκειών, ι­διαίτε­ρα α­να­το­λι­
Το 166 π.Χ. η Δή­λος κη­ρύσ­σε­ται α­πό κής προέλευσης.
τους Ρω­μαί­ους ε­λεύ­θε­ρο λι­μά­νι και πα­ Η νέ­α με­γά­λη δύ­να­μη που κά­νει την
ρα­χωρεί­ται πά­λι στους Α­θη­ναί­ους. Την εμ­φά­νι­σή της στο 2ο αιώ­να π.Χ. εί­ναι η
ε­πο­χή αυ­τή με­τα­τρέ­πε­ται σε με­γά­λο Ρώ­μη, με την ο­ποί­α συμ­μα­χεί η Δή­
ε­μπορι­κό κέ­ντρο στο Αι­γαί­ο και εί­ναι λος, α­πό α­ντί­θε­ση προς την
πλέ­ον έ­νας α­πό τους με­γα­λύ­τε­ρους δια­ Α­θή­να. Δυ­στυ­χώς
με­τακο­μι­στι­κούς σταθ­μούς σι­τη­ρών και το α­πο­τέ­λε­
άλ­λων ε­μπο­ρευ­μά­των α­πό τη Χερ­σό­νη­ σμα
σο του Εύ­ξει­νου Πό­ντου στα βό­ρεια
μέ­χρι τη Νου­μι­δί­α στα νό­τια και α­πό
τη Μι­κρά Α­σί­α στη Συ­ρί­α και
την Αί­γυ­πτο. Ο Στρά­

Η Ιερά Οδός
με τη Στοά του Φιλίππου (δεξιά)
και τη νότια Στοά (αριστερά). Αναπαράσταση

50 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
Το θέατρο

της συμ­μα­χί­ας αυ­τής ή­ταν ο­λέ­θριο για Στον με­σαί­ω­να η Δή­λος ήταν έ­νας
τη Δή­λο, για­τί το 88 π.Χ. ο Μι­θρι­δά­της, τό­πος ε­ρει­πω­μέ­νος, στον ο­ποί­ο, ε­πει­
βα­σι­λιάς του Πόντου και σύμ­μα­χος των δή δια­κρί­νο­νταν ε­ρεί­πια α­πό μάρ­μα­ρο,
Α­θη­ναί­ων, ε­πι­τί­θε­ται στη Δή­λο, που τη πή­γαι­ναν α­πό ό­λα τα γύ­ρω νη­σιά και
θε­ω­ρεί ση­μα­ντι­κό στρα­τη­γι­κό ση­μεί­ο έ­παιρ­ναν υ­λι­κό για οι­κο­δό­μη­ση ή, το
αλ­λά και ε­μπο­ρι­κό κέ­ντρο των Ρω­μαί­ χει­ρό­τε­ρο, για πα­ρα­γω­γή α­σβέ­στη, με
ων, και την κα­ταστρέ­φει, σκο­τώ­νο­ντας α­πο­τέ­λε­σμα α­πό τη λα­μπρή πό­λη και
πε­ρί τους 20.000 αν­θρώ­πους. Οι Ρω­μαί­οι το ιε­ρό της να μη μεί­νουν στην κα­λύ­τε­
έ­κα­ναν μια προ­σπάθεια να ε­που­λώ­σουν ρη πε­ρί­πτω­ση πα­ρά τα κά­τω τμή­μα­τα
κά­πως τις πλη­γές της άλ­λο­τε έν­δο­ξης πο­ των οι­κο­δο­μών, στη χει­ρό­τε­ρη μό­νο οι
λι­τεί­ας αλ­λά οι λε­γό­με­νοι Μι­θρι­δα­τι­κοί θε­με­λιώ­σεις. Η με­γα­λύ­τε­ρη κα­τα­στρο­φή
πό­λε­μοι συ­νε­χί­στη­καν, και το 69 π.Χ. οι έ­γι­νε χα­μη­λά προς τη θά­λασ­σα, δη­λα­δή
πει­ρα­τές του Α­θη­νό­δω­ρου, συμ­μά­χου στο ιε­ρό, α­πό ό­που ή­ταν και πιο εύ­κο­
του Μι­θρι­δά­τη, ε­ξα­φά­νι­σαν κά­θε ί­χνος λη η με­τα­φο­ρά των μαρ­μά­ρων, ε­νώ
ζω­ής α­πό το νη­σί. Α­πό τό­τε η Δή­λος έ­πα­ δια­τη­ρή­θη­καν σε ση­μα­ντι­κό ύ­ψος οι
ψε ο­ρι­στι­κά να συ­γκα­τα­λέ­γε­ται α­νά­με­σα οι­κο­δο­μές στις πλα­γιές των λό­φων που
στα σπουδαί­α ε­μπο­ρι­κά κέ­ντρα του το πε­ρι­βάλ­λουν.
Αι­γαί­ου. Οι χρι­στια­νι­κοί χρό­νοι βρή­καν Για την ει­κό­να που πα­ρου­σί­α­ζε το άλ­
έ­να φτω­χό οι­κι­σμό που οι κά­τοι­κοί του λο­τε σπου­δαί­ο ιε­ρό κέ­ντρο των Ιώ­νων,
φυ­το­ζω­ού­σαν, ώ­σπου στο τέ­λος του συ­γκλο­νι­στι­κά εύ­γλωτ­τα εί­ναι τα σχέ­δια
5ου αιώ­να μ.Χ. τα ο­δοι­πο­ρι­κά χα­ρα­κτη­ των πε­ρι­η­γη­τών που άρ­χι­σαν να περι­δια­
ρί­ζουν τη Δή­λο «ά­δη­λο». βά­ζουν το Αι­γαί­ο ή­δη α­πό το 15ο αιώ­να

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 51
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
και συ­νή­θως ε­ντυ­πω­σιά­ζο­νταν α­πό τον στι­κή, που στις αρ­χές του 7ου αιώ­να π.Χ.
κο­λοσ­σιαί­ο κού­ρο των Να­ξί­ων που, πα­ αρ­χί­ζει να κά­νει την εμ­φά­νι­σή της με
ρό­λο το δια­με­λι­σμό του, ε­ξα­κο­λουθού­σε έρ­γα με­γά­λης κλί­μα­κας· έ­ως τό­τε, α­πό
να δε­σπό­ζει στο χώ­ρο. την αρ­χή της 1ης χι­λιε­τί­ας π.Χ., γλυ­πτά
Οι α­να­σκα­φές άρ­χι­σαν α­πό Έλ­λη­νες έρ­γα υ­πάρ­χουν μό­νο στη μι­κρο­τε­χνί­α,
και Γάλ­λους αρ­χαιο­λό­γους το 1872 και που ή­ταν η μό­νη μορ­φή με την ο­ποί­α
συ­νεχί­στη­καν α­πό το 1873 έ­ως σή­με­ρα εκ­φρά­ζο­νταν πλα­στι­κά οι καλ­λι­τέ­χνες,
μό­νο α­πό τους Γάλ­λους δια της Γαλ­λι­κής χρη­σι­μο­ποιώ­ντας φυ­σι­κά ό­χι τό­σο σκλη­
Αρ­χαιολο­γι­κής Σχο­λής Α­θη­νών. Έ­χει ρό υ­λι­κό ό­πως το μάρ­μα­ρο, αλ­λά διά­
α­να­σκα­φεί το ιε­ρό του Α­πόλ­λω­να και φορα άλ­λα, κυ­ρί­ως τον πη­λό και το
το με­γα­λύτε­ρο μέ­ρος της πό­λης, με τις χαλ­κό, αλ­λά και το ξύ­λο και το κό­κα­λο.
διά­φο­ρες συ­νοι­κί­ες της και τα δη­μό­σια Στα πρώτα έρ­γα της με­γά­λης πλα­στι­κής
κτί­ρια. Η Ελ­λη­νι­κή Αρ­χαιο­λο­γι­κή Υ­πη­ α­που­σιά­ζει η πλα­στι­κό­τη­τα και οι μορ­
ρε­σί­α α­πό το 1985 α­σχο­λεί­ται με τη συ­ φές είναι σχε­δόν ε­πί­πε­δες. Στην πε­ρί­ο­δο
ντή­ρη­ση και α­να­στύ­λω­ση των αρ­χαί­ων αυ­τή ε­πι­κρα­τούν δύ­ο τύ­ποι: ο κού­ρος
μνη­μεί­ων αλ­λά και με τη δια­μόρ­φω­ση (γυ­μνός νέ­ος) και το γυ­ναι­κεί­ο α­ντί­στοι­
του αρ­χαιο­λογι­κού χώ­ρου. χό του, η ντυ­μέ­νη κό­ρη. Στο πρώ­το μι­σό
Οι α­να­σκα­φι­κές έ­ρευ­νες έ­φε­ραν στο του 6 ου αιώ­να π.Χ. εί­ναι συ­νη­θέ­στε­ρα
φως με­γά­λο α­ριθ­μό γλυ­πτών και γε­νι­ τα α­γάλ­μα­τα των κού­ρων, που εί­ναι
κότε­ρα έρ­γων πλα­στι­κής και λι­γό­τε­ρο α­να­θήμα­τα στο θε­ό· με­τά τα μέ­σα του
κε­ρα­μι­κών. Τα πρώ­τα με­γά­λα γλυ­πτά αιώ­να πλη­θαί­νουν και τα α­γάλ­μα­τα των
που βρέ­θη­καν με­τα­φέρ­θη­καν στο Ε­θνι­ κο­ρών, των ο­ποί­ων η εν­δυ­μα­σί­α προς το
κό Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σεί­ο της Α­θή­νας, τέ­λος του αιώ­να γί­νε­ται πλου­σιό­τε­ρη σε
ό­πως το α­νά­θη­μα της Νι­κά­νο­ρας (αρ. πτυχές και πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­κο­σμη­τι­κή.
κατ. 46), η Νί­κη του Αρ­χέρ­μου (αρ. κατ. Θα πρέ­πει να α­να­φέ­ρου­με ό­τι α­πο­δί­δο­
76), ο Δια­δού­μενος, α­ντί­γρα­φο έρ­γου νταν χρω­μα­τι­κά ό­χι μό­νο οι πτυ­χώ­σεις
του Πο­λυ­κλεί­του, γλύ­πτη του 5ου αιώ­να των εν­δυ­μά­των αλ­λά και κά­θε εί­δους
π.Χ. (αρ. κατ. 101), η Α­φρο­δί­τη με τον δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χεί­ο, τό­σο στα γλυ­πτά
Πά­να (αρ. κατ. 125) κ.ά. Γρή­γο­ρα ό­μως ό­σο και στα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α.
προ­έ­κυ­ψε η α­νά­γκη ί­δρυ­σης το­πικού Στο τέ­λος του 6ου αιώ­να π.Χ. οι κού­
μου­σεί­ου για τη στέ­γα­ση των θη­σαυ­ ροι α­πο­κτούν σω­μα­τι­κό­τη­τα και γί­νε­ται
ρών που έ­φερ­νε στο φως η αρ­χαιο­λο­ έ­ντο­νη η αί­σθη­ση μιας ε­σω­τε­ρι­κής δύ­να­
γική σκα­πά­νη. Για το λό­γο αυ­τό, ι­δρύ­ μης για κί­νη­ση, που α­ποπνέ­ουν τα έρ­γα
θη­κε το 1904 το Μου­σεί­ο της Δή­λου αυ­τά στην ύ­στε­ρη αρ­χα­ϊ­κή ε­πο­χή. Στις
με δα­πά­νες της Αρ­χαιο­λο­γι­κής Ε­ται­ρεί­ κό­ρες πα­ρα­τη­ρού­νται πε­ρί­που τα ί­δια
ας. Ή­ταν έ­να μι­κρό, τα­πει­νό κτί­ριο, το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με ε­πι­πλέ­ον την πλου­
ο­ποί­ο ύ­στερα α­πό σει­ρά ε­πε­κτά­σε­ων, σιό­τε­ρη και πε­ρί­τε­χνη α­πό­δο­ση των
προ­σθη­κών και με­τα­τρο­πών κα­τέ­λη­ξε πτυ­χώ­σε­ων των εν­δυ­μά­των τους, ό­πως
στη ση­με­ρι­νή του μορ­φή. ή­δη α­να­φέρ­θη­κε.
Τη ση­μα­ντι­κό­τε­ρη έκ­φρα­ση της ελ­λη­ Ο 5ος αιώ­νας π.Χ. βρί­σκει τους γλύπτες
νι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας στην γνώ­στες της τέ­χνης τους αλ­λά και του
αρ­χαιό­τη­τα α­πο­τε­λεί η ελ­λη­νι­κή πλα­ αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Οι μορ­φές πλέ­ον

52 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
πα­ρι­στά­νο­νται σε έ­ντο­νη κί­νη­ση που ανα­δει­κνύ­ει και το­νί­ζει τα γυ­μνα­σμέ­να σώ­
μα­τα νέ­ων αν­θρώ­πων που α­πο­τε­λούν το ι­δα­νι­κό της ε­πο­χής. Η ώ­ρα της κλα­σι­κής
τε­λειό­τη­τας στην ελ­λη­νι­κή πλαστι­κή έ­χει φτά­σει.
Στην ελ­λη­νι­στι­κή ε­πο­χή τα έρ­γα δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται σε α­φιε­ρώ­μα­τα στους
ναούς αλ­λά και στη δια­κό­σμη­ση των σπι­τιών και των δη­μό­σιων χώ­ρων. Οι ελ­λη­
νιστι­κές δη­μιουρ­γί­ες χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό την ε­λευ­θε­ρί­α των κι­νή­σε­ων και το
φυ­σιο­κρα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Οι καλ­λι­τέ­χνες τώ­ρα, ό­ταν α­πει­κο­νί­ζουν τα α­γάλμα­τα
των θε­ών, ε­μπνέ­ο­νται πολ­λές φο­ρές α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα έρ­γα της κλα­σικής ε­πο­
χής και κυ­ρί­ως του 4ου αιώ­να π.Χ. Πρω­τό­τυ­πη δη­μιουρ­γί­α της ε­πο­χής είναι οι
αν­δριά­ντες των θνη­τών που στή­νο­νται στους δη­μό­σιους χώ­ρους
ή διακο­σμούν ι­διω­τι­κά κτί­ρια.
Το μάρ­μα­ρο δεν α­πο­τε­λού­σε ό­μως το
μό­νο υ­λι­κό έκ­φρα­σης για την πλα­
στι­κή α­πό­δο­ση μιας
μορ­φής ή

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 53
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
ενός σχή­μα­τος. Ο χαλ­κός ή­ταν έ­να α­πό τα πιο ελ­κυ­στι­κά υ­λι­κά
με­τά το μάρ­μα­ρο και τα ερ­γα­στή­ρια χαλ­κο­πλα­στι­κής πολ­λά
και με­ρι­κά ι­διαί­τε­ρα γνω­στά για την ε­ξαί­ρε­τη ποιό­τη­τα των
προ­ϊ­ό­ντων τους. Σε αυ­τή τη δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρί­α φαί­νε­ται ό­τι
α­νή­καν και τα ερ­γα­στή­ρια της Δή­λου, που ή­ταν διά­ση­μη ως κέ­
ντρο χαλ­κο­πλα­στι­κής.
Έρ­γα πλα­στι­κής γί­νο­νταν και σε πη­λό, σε μι­κρή κλί­μα­κα
βέ­βαια, ή­δη α­πό τα μυ­κη­να­ϊ­κά χρό­νια. Στη Δήλο σώ­
ζο­νται α­γαλ­μα­τί­δια, ει­δώ­λια ό­πως εί­ναι γνω­στά, σε
με­γά­λο α­ριθ­μό, α­πό το αρ­χα­ϊ­κό Η­ραί­ο αλ­λά και α­πό
την ελ­λη­νι­στι­κή πό­λη, ι­διαί­τε­ρα α­πό τις κα­τοι­κί­ες. Τα
αρ­χα­ϊ­κά ει­δώ­λια και οι γυ­ναι­κεί­ες προ­το­μές εί­χαν
α­να­θη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα (προ­σφο­ρές στο ιε­ρό της
με­γά­λης θε­άς Ή­ρας), ε­νώ τα α­ντί­στοι­χα της ελ­λη­νι­
στικής ε­πο­χής προ­έρ­χο­νται κυ­ρί­ως α­πό τις κατοι­κί­ες
και συν­δέ­ο­νται ά­με­σα με τον ι­διω­τι­κό βί­ο και την οι­κια­κή
λα­τρεί­α.
Σε ά­με­ση σχέ­ση με τη με­γά­λη πλα­στι­κή εί­ναι ε­πί­σης
και τα πή­λι­να σφρα­γί­σμα­τα, οι μή­τρες, των ο­ποί­ων
συ­νή­θως α­να­πα­ρά­γουν έρ­γα και τύ­πους της πλα­
στικής της ε­πο­χής και α­πο­τε­λούν ση­μα­ντι­κή πη­γή
πλη­ρο­φο­ριών για πλή­θος δη­μιουρ­γιών που σώ­θη­
καν έ­ως σή­με­ρα. Α­πό μή­τρες επί­σης γί­νο­νταν στον
πη­λό μι­κρο­γρα­φι­κές μορ­φές αν­θρώ­πι­νες ή α­πό την
πα­νί­δα και τη χλω­ρί­δα, α­κό­μα και γε­ω­με­τρι­κά σχέ­δια
που χρη­σι­μο­ποιού­νταν για να δια­κο­σμή­σουν την
ε­ξω­τε­ρι­κή ε­πι­φά­νεια αγ­γείων και σκευών κα­θη­με­ρι­
νής χρή­σης στους ελ­λη­νι­στι­κούς χρό­νους.
Έ­νας άλ­λος τρό­πος καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης και
φυ­σι­κά ο πρώ­τος με τον ο­ποί­ο ο άν­θρω­πος προ­σπά­
θη­σε να με­τα­δώ­σει μη­νύ­μα­τα εί­ναι στην αρχή η σχε­
δί­α­ση σε λεί­α ε­πι­φά­νεια και αρ­γό­τε­ρα η ζω­γρα­φι­κή
με χρώ­μα­τα σε διά­φο­ρες ε­πι­φά­νειες. Η κε­ρα­μι­κή,
ε­πει­δή σώ­θη­κε σε με­γά­λη α­φθο­νί­α, α­πο­τε­λεί και
την ου­σια­στι­κή μαρ­τυ­ρί­α των σχε­δια­στι­κών τά­σε­ων
κα­τά τη γε­ω­με­τρι­κή, την αρ­χα­ϊ­κή και την κλα­σι­κή
ε­πο­χή. Δυο α­πό τα κέ­ντρα κε­ρα­μι­κής, που ή­ταν
και τα με­γα­λύ­τε­ρα και μα­κρο­βιό­τε­ρα, ή­δη α­πό
την αρ­χή της 1ης χι­λιε­τί­ας π.Χ., ή­ταν η Α­θή­να και
η Κό­ριν­θος, ε­νώ στα γε­ω­με­τρι­κά χρό­νια έ­ως
τα μέ­σα του 6ου αιώ­να π.Χ. λει­τουρ­γού­σαν και
βρί­σκο­νταν σε με­γά­λη ακ­μή διά­φο­ρα κυ­κλα­δι­κά

54 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
ερ­γα­στή­ρια, που ό­λα σχε­δόν έ­στελ­ναν προ­ϊ­ό­ντα τους στο με­γά­λο ιω­νι­κό ιε­ρό του
Α­πόλ­λω­να.
Χά­ρη στα έρ­γα της ελ­λη­νι­στι­κής ε­πο­χής, πλη­θαί­νουν οι γνώ­σεις μας για τη με­
γά­λη ζω­γρα­φι­κή, και στη Δή­λο έ­χου­με αρ­κε­τά α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τη ζω­γρα­φι­κή
δια­κό­σμη­ση των οι­κιών, κα­θώς και ση­μα­ντι­κά δείγ­μα­τα α­πό τον ψη­φι­δω­τό διά­κο­
σμο των δα­πέ­δων.
Έ­να α­πό τα σπου­δαιό­τε­ρα ό­μως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της με­γά­λης αυ­τής πό­λης είναι
το πλή­θος μαρ­τυ­ριών που μας διέ­σω­σε για την ι­διω­τι­κή ζω­ή των κα­τοί­κων της. Στο
Μου­σεί­ο, εν­δει­κτι­κά μό­νο, ε­κτί­θε­νται δείγ­μα­τα κά­θε εί­δους και υλι­κού α­πό ό­λο
αυ­τό τον πλού­το: κλί­νες, τρα­πέ­ζια με τα τρα­πε­ζο­φό­ρα τους, καθί­σμα­τα, η­λια­κά
ρο­λό­για, μέ­τρα βά­ρους και υ­γρών («ση­κώ­μα­τα»), οι­κια­κά σκεύ­η, φω­τι­στι­κά σκεύ­η,
εί­δη ε­σω­τε­ρι­κής δια­κό­σμη­σης αλ­λά και καλ­λω­πι­σμού α­πό διά­φο­ρα υ­λι­κά: πο­λύ­τι­μο
και κοι­νό μέ­ταλ­λο, ε­λε­φα­ντο­στό κ.ά.

ΔΗ­ΛΟΣ
Στα ε­ρεί­πια της Δή­λου, το ά­γο­νο, ξε­ρό νη­σά­κι μέ­σα στις Κυ­κλά­δες, που ε­πέ­λε­ξε ο
Α­πόλ­λω­νας για τό­πο γέν­νη­σης και ιε­ρό του χώ­ρο, α­ντι­κα­το­πτρί­ζε­ται μια ε­ξαι­ρε­τι­κά
τα­ραγ­μέ­νη ιστο­ρί­α: οι μαρ­τυ­ρί­ες των δια­φο­ρε­τι­κών ε­πο­χών και ρυθ­μών ε­πι­κα­λύ­
πτο­νται σε μια συ­γκε­χυ­μέ­νη α­φθο­νί­α.

«Χαίρ’, ω θε­οδ­μά­τα, λι­πα­ρο­πλο­κά­μου παί­δεσ­σι


Λα­τούς ι­με­ρο­έ­στα­τον έρ­νος, πό­ντου θύ­γα­τερ, χθο­νός
ευ­ρεί­ας α­κί­νη­του τέ­ρας, αν τε βρο­τοί Δά­λον
κι­κλή­σκοι­σιν, μά­κα­ρες δ’ εν Ο­λύ­μπω τη­λέ­φα­ντον
κυα­νέ­ας χθο­νός ά­στρον.»
(Πίν­δα­ρος, Προσωδ. 78-79)
Οι μυ­κη­να­ϊ­κοί τά­φοι λατρεύ­ο­νταν ως την ελ­λη­νι­στική ε­πο­χή. Ό­πως και σε άλ­λους
τό­πους (Θέρ­μος, Ο­λυ­μπί­α) αυ­τά τα ά­φθο­να λεί­ψα­να συ­νε­τέ­λε­σαν στην ιε­ρό­τη­τα του
χώ­ρου. Οι Ί­ω­νες μετα­νά­στες, και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­λους οι Νά­ξιοι, ί­δρυ­σαν α­πό τις
αρ­χές της πρώ­της χι­λιε­τί­ας ιε­ρά για τα δί­δυ­μα α­δέλ­φια που γεν­νή­θη­καν ε­κεί, τον
Α­πόλ­λω­να και την Άρ­τε­μη, για τη μη­τέ­ρα τους Λη­τώ, για τη Δή­μη­τρα, την Ή­ρα και
τέ­λος για τον Δί­α και την Α­θη­νά, στην κο­ρυ­φή του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού ό­ρους Κύν­θος,
που δε­σπό­ζει στο νη­σί. Αν κοι­τά­ξου­με γύ­ρω μας α­πό ε­κεί πά­νω θα α­ντι­λη­φθούμε,
για ποιο λό­γο έ­γι­νε λα­τρευ­τι­κό κέ­ντρο αυ­τή η «ά­γο­νη, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμένη α­πό θά­λασ­
σα Δή­λος». Τα κα­θα­ρά πε­ρι­γράμ­μα­τα των Κυ­κλά­δων πε­ρι­βάλ­λουν το νη­σά­κι της
Δή­λου σαν σε κυ­κλι­κό χο­ρό: η Νά­ξος και η Πά­ρος, η Σίφ­νος, η Σέ­ριφος, η Κύ­θνος,
η Σύ­ρος, η Τή­νος και η Μύ­κο­νος. Πα­ράλ­λη­λα α­πο­κτά κα­νείς μια γενι­κή ει­κό­να του
συ­γκρο­τή­μα­τος των α­να­σκα­φών. Αν κοι­τά­ξει κα­νείς προς τα βο­ρειο­δυ­τι­κά βλέ­πει
το λι­μά­νι - που εν μέ­ρει έ­χει κα­λυ­φθεί α­πό τη θά­λασ­σα - μέ­σα στο ο­ποί­ο έρ­χο­νταν

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 55
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
Οίλος του Ναξίου (Ανατολική
όψη). Αναπαράσταση

Το σύνολο των Ναξίων: Οίκος (590-580 π.Χ.), Πρόπυλο (τέλη 6ου αιώνα π.Χ.)
και στοά (540/530 π.Χ.). Αναπαράσταση

56 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
κά­πο­τε οι πρε­σβεί­ες. Μπρο­στά του δια­ μι­κρό­τε­ρος να­ός Γ ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νος
γρά­φε­ται μια με­γα­λό­πρε­πη λε­ω­φό­ρος, ί­σως ή­δη α­πό τη μυ­κη­να­ϊ­κή ε­ποχή στη
πλαι­σιω­μέ­νη α­πό ελ­λη­νι­στι­κές στο­ές, λα­τρεί­α του Α­πόλ­λω­να. Α­πό τον 8ο ως
και μπρο­στά της το με­γά­λο τε­τρά­γω­νο τον 6ο αιώ­να ο χώ­ρος που έ­χει ε­πε­κτα­θεί
της α­γο­ράς. Η λε­ω­φό­ρος ο­δη­γεί (προς παίρ­νει μια κα­θα­ρά α­να­το­λι­κο-ιω­νι­κή
τα δε­ξιά) στο δωρι­κό πρό­πυ­λο του τε­μέ­ ό­ψη. Α­πό τον 7 ο αιώ­να σώ­ζε­ται έ­νας
νους του Α­πόλ­λω­να και της Άρ­τε­μης, στο να­ός α­πό γνεύ­σιο α­φιε­ρω­μέ­νος στην
κέ­ντρο του οποί­ου δια­κρί­νο­νται κα­θα­ρά Άρ­τε­μη που ι­δρύ­θη­κε στη θέ­ση του
τα θε­μέ­λια του με­γα­λύ­τε­ρου α­πό τους μυκη­να­ϊ­κού λα­τρευ­τι­κού κτί­σμα­τος,
τρεις να­ούς του Α­πόλ­λω­να. Στα βό­ρεια, ε­νώ στην πρό­σο­ψη και, ό­πως πι­στεύ­ω,
με­τά την α­γο­ρά μιας ι­τα­λι­κής συ­ντε­χνί­ στην πί­σω ό­ψη, προ­στέ­θη­κε μια στο­ά.
ας ε­μπόρων που πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται α­πό Α­πό τις αρ­χές του 6ου αιώ­να, σώ­ζε­ται
στο­ές, α­κο­λου­θού­σε το αρ­χαί­ο ιε­ρό της έ­να πε­ρί­εργο κτί­σμα: ο λε­γό­με­νος Οί­κος
Λη­τούς. Α­πό την α­γο­ρά ξε­κι­νού­σαν τα των Να­ξί­ων. Πρό­κει­ται για έ­να ε­πί­μη­κες
στε­νά, α­κα­νό­νι­στα δρο­μά­κια της ελ­λη­νι­ τε­τρά­γω­νο οι­κο­δό­μη­μα με τοί­χους α­πό
στι­κής πό­λης και α­νέ­βαι­ναν στην πλα­γιά. με­γά­λους λί­θους γρα­νί­τη. Στη δυ­τι­κή
Στην κο­ρυ­φή της, σε έ­να μι­κρό άν­δη­ρο πλευρά υ­πήρ­χε ο πρό­να­ος με την εί­σο­
βρισκό­ταν έ­νας να­ός της Ή­ρας, κτι­σμέ­ δο (με τρεις κί­ο­νες «εν πα­ρα­στά­σι» και
νος ή­δη α­πό τον 7ο αιώ­να. Κο­ντά του προκεί­με­νες βαθ­μί­δες). Στα μέ­σα του
ε­γκα­ταστά­θη­κε σε μια συ­γκρι­τι­κή ε­πο­χή 6 ου αιώ­να προ­στέ­θη­καν μια δεύ­τε­ρη
(στον 2ο αιώ­να) έ­νας χώ­ρος αι­γυ­πτια­κών πόρ­τα στην α­να­το­λι­κή ό­ψη και έ­να μαρ­
θε­οτή­των. Ο μι­κρός, κομ­ψός πρό­στυ­λος μά­ρι­νο προ­στώ­ο, δη­μιουρ­γώ­ντας έ­τσι
να­ός με την εκ­θαμ­βω­τι­κή δω­ρι­κή μαρ­ έ­ναν χώ­ρο για συ­γκε­ντρώ­σεις (loggia).
μά­ρινη πρό­σο­ψή του μπρο­στά στους Με­γά­λο εν­δια­φέρον πα­ρου­σιά­ζει μια
ε­πι­χρι­σμέ­νους πλευ­ρι­κούς τοί­χους ή­ταν σει­ρά α­πό ο­κτώ κί­ο­νες, που έ­φε­ραν
α­φιε­ρω­μέ­νος στη λα­τρεί­α της Ί­σι­δας. στο μέ­σο του ση­κού την μαρ­μά­ρι­νη
Δεν μπο­ρού­με να α­σχο­λη­θού­με με τον στέ­γη. Η βά­ση τους - έ­νας α­πλός ψη­λός
α­τέλειω­το α­ριθ­μό των υ­πό­λοι­πων λει­ μαρ­μά­ρι­νος κύ­λιν­δρος - μαρ­τυ­ρά την
ψά­νων που βρί­σκο­νται δια­σκορ­πι­σμέ­να αρ­χι­κή μορ­φή αυ­τού του αρ­χι­τε­κτο­νι­
πάνω στο μο­να­δι­κής ι­διο­μορ­φί­ας νη­σά­ κού μέ­λους, που δια­φο­ρο­ποιή­θη­κε αρ­
κι, δη­λα­δή με το θέ­α­τρο, το στά­διο, τα γό­τε­ρα. Ε­δώ πα­τού­σαν οι ρα­βδω­μέ­νοι
πολ­λά μι­κρό­τε­ρα ιε­ρά, την πα­λαί­στρα μαρ­μά­ρι­νοι κορ­μοί των πιο ραδι­νών
και το γυ­μνά­σιο. Πρέ­πει να πε­ριο­ρι­στού­ κιό­νων που μας εί­ναι γνω­στοί α­πό κτί­
με στον χώ­ρο του Α­πόλ­λω­να. ριο (κά­τω διαμ. 37,6μ., ύ­ψος πε­ρί­που
Πά­νω σε έ­να άν­δη­ρο, που γειτ­νιά­ζει 5,00μ. ή 13,3 κά­τω διαμ.). Πα­ράλ­λη­λα
ά­με­σα με τη θά­λασ­σα βρι­σκό­ταν το σώ­ζο­νται σπα­ράγ­μα­τα α­πό ε­λι­κω­τά κιο­
αρ­χαιό­τε­ρο λα­τρευ­τι­κό κέ­ντρο που φαί­ νό­κρα­να, τα ο­ποί­α έ­χουν ή­δη πά­ρει τη
νε­ται πως ή­ταν στε­νά συν­δεδε­μέ­νο με κα­νο­νι­κή μορ­φή τους. Αυ­τοί οι κί­ο­νες
προ­ελ­λη­νι­κά κτί­σμα­τα. Α­πο­κα­λύ­φτη­καν έ­φε­ραν μαρμά­ρι­να ο­ρι­ζό­ντια δο­κά­ρια
λεί­ψα­να του μυ­κη­να­ϊ­κού μεγά­ρου του και α­πό πά­νω τε­γί­δες, σφη­κί­σκους και
η­γε­μό­να και ε­νός στε­νό­μα­κρου λα­τρευ­ κε­ρα­μί­δια της στέ­γης, ό­λα κα­τα­σκευα­
τι­κού κτι­ρί­ου (για την Άρ­τεμη;). Έ­νας σμέ­να α­πό μάρ­μα­ρο. Ο Νά­ξιος Βύ­ζης

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 57
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
ε­πι­νό­η­σε πρώτος μαρ­μά­ρι­να κε­ρα­μί­δια στα τέ­λη του 7ου αιώ­να μια και­νούρ­για
και θε­ω­ρεί­ται ο αρ­χι­τέ­κτο­νας. Έ­τσι στις έν­νοια της μνη­μεια­κό­τη­τας. Αντί­θε­τα η
Κυ­κλά­δες, ό­που ως τό­τε κυ­ριαρ­χού­σε σύγ­χρο­νη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή ή­ταν λι­τή, ως
ο τύ­πος της ε­πί­πε­δης στέ­γης, ει­σά­γε­ται την α­νέ­γερ­ση των τριών ιωνι­κών δί­πτε­
η εκ­φραστι­κή α­ε­τω­μα­τι­κή στέ­γη, σαν ρων να­ών (Σά­μος, Έ­φε­σος, Δί­δυ­μα), οι
ιε­ρό σύμ­βο­λο, ε­νώ α­πο­κτά μια ι­διαί­τε­ρη ο­ποί­οι ξε­πή­δη­σαν α­πό το ί­διο πνεύ­μα.
ση­μα­σία χά­ρη στο μάρ­μα­ρο, την πέ­τρα Ο Οί­κος βρί­σκε­ται στη θέ­ση της πα­
των θε­ών. Η ζώ­νη των δο­κα­ριών κα­λύ­ λαιό­τε­ρης ει­σό­δου του ιε­ρού. (Η ύ­παρ­ξη
φθη­κε ε­ξω­τερι­κά με μαρ­μά­ρι­νες πλά­κες, πρό­σβα­σης στον 8 ο και τον 7 ο αιώ­να
μια προ­δρο­μι­κή μορ­φή της νη­σιω­τι­κής α­πό τα βό­ρεια θε­ω­ρεί­ται α­πί­θανη.) Έ­τσι
ζω­φό­ρου, που αρ­γό­τε­ρα πε­ρι­βάλ­λει σαν οι Νά­ξιοι δια­μόρ­φω­σαν ο­λό­κλη­ρη την
α­νά­γλυ­φη ται­νί­α το κτί­ριο. εί­σο­δο με έ­να πρό­πυ­λο (γύ­ρω στο 570,
Ο τύ­πος του κλει­στού οί­κου εί­ναι ή­δη α­να­νε­ώ­θη­κε στα τέ­λη του 6ου αιώ­να) και
γνω­στός ως Θη­σαυ­ρός στους Δελ­φούς μια στο­ά σχή­μα­τος L (τρί­το τέ­ταρ­το του
και στην Ο­λυ­μπί­α, ω­στό­σο εμ­φα­νί­ζε­ται 6ου αιώ­να) σε έ­να σύνο­λο που πα­ρα­πέ­
συ­χνά, ει­δι­κά στα πρώ­ιμα αρ­χα­ϊ­κά χρό­ μπει στα α­θη­να­ϊ­κά Προ­πύ­λαια και τις
νια, ως να­ός. Για τον προ­ο­ρι­σμό του Οί­ πτέ­ρυ­γες τους.
κου των Να­ξί­ων δεν γνω­ρίζου­με τί­πο­τα Στο τε­λευ­ταί­ο τέ­ταρ­το του 6ου αιώ­να
με βε­βαιό­τη­τα. Ί­σως να πε­ριεί­χε α­να­θή­ ο Α­πόλ­λω­νας α­πέ­κτη­σε έναν πιο ε­πι­βλη­
μα­τα, ί­σως να προ­ο­ρι­ζόταν για τε­λε­τουρ­ τι­κό, αν και μι­κρό α­κό­μα να­ό. Ο α­πλός
γι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις και συ­μπό­σια. Κά­τω πώ­ρι­νος να­ός, ο ο­ποί­ος θα πρέ­πει να
α­πό το νε­ό­τε­ρο μαρμά­ρι­νο δά­πε­δο και ή­ταν δω­ρι­κός να­ός «εν πα­ρα­στά­σι»,
ε­κα­τέ­ρω­θεν των κε­ντρι­κών κιό­νων, α­να­ δια­στά­σε­ων 10,11x15,70μ., ι­δρύ­θη­κε
κα­λύ­φθη­καν αυ­λακιές, συμ­φω­νά με τις προ­φα­νώς α­πό ντό­πιο, λιτό πω­ρό­λι­θο
ο­ποί­ες θε­ω­ρή­θη­κε πως υ­πήρ­χε έ­νας πρό­ - που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε και στην Α­θή­
δρο­μος του κτίσμα­τος, με δύ­ο σει­ρές να - και α­πο­τέ­λε­σε α­φιέ­ρω­μα των γιων
α­πό ο­κτώ κί­ο­νες, το με­σαί­ο κλί­τος του του Πει­σί­στρα­του. Στο πρώ­το μι­σό του
ο­ποί­ου θα εί­χε μό­λις 2μ. πλά­τος. Ω­στό­ 6 ου αιώ­να, ο Τε­κταί­ος και ο Αγ­γε­λί­ων
σο, πρό­κει­ται με βε­βαιό­τη­τα για ο­πές κα­τα­σκεύ­α­σαν έ­να τε­ρά­στιο, ύ­ψους 4-
του σκε­λε­τού που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για 5μ. ά­γαλ­μα του Α­πόλ­λω­να, α­πό ξύ­λινο
το στή­σι­μο των μαρ­μά­ρι­νων κιό­νων και πυ­ρή­να με ε­πέν­δυ­ση χρυ­σού ε­λά­σμα­τος
της στέ­γης. («σφυ­ρή­λα­τον»). Ο «πώ­ρι­νος να­ός» προ­ο­
Ο Οί­κος βρί­σκε­ται δί­πλα σε έ­να αρ­ ρι­ζό­ταν γι’ αυ­τό το κο­λοσ­σιαί­ο ά­γαλ­μα.
χαιό­τε­ρο τε­ρά­στιο α­φιέ­ρωμα των Να­ξί­ Πα­λαιό­τε­ρα θα υ­πήρ­χε ί­σως στην ί­δια
ων: έ­να κο­λοσ­σιαί­ο, ύ­ψους πε­ρί­που 9 θέ­ση έ­νας πρώ­ι­μος αρ­χα­ϊ­κός να­ός Χ.
μ., μαρ­μά­ρι­νο ά­γαλ­μα του Α­πόλ­λω­να. Με­τά την ί­δρυ­ση της Ατ­τι­κο-Δη­λια­
Αυ­τό το ά­γαλ­μα, κα­θώς και η σει­ρά α­πό κής συμ­μα­χί­ας το ιε­ρό βρι­σκό­ταν ο­λο­
εν­νέ­α με­γά­λα, δαι­μο­νι­κά λιο­ντά­ρια που κλη­ρω­τι­κά κά­τω α­πό την α­θη­να­ϊ­κή ε­πιρ­
φρου­ρούν την τε­λε­τουρ­γι­κή ο­δό στην ρο­ή. Λί­γο με­τά το 478 άρ­χι­σε η ίδρυ­ση
πε­ριο­χή του Λη­τώ­ου, δεί­χνουν πόσο τολ­ του δεύ­τε­ρου να­ού του Α­πόλ­λω­να, ε­νός
μη­ρά και α­νε­πι­φύ­λα­κτα οι δη­μιουρ­γοί δω­ρι­κού πε­ρί­πτε­ρου να­ού με 6x13 κί­ο­
τέ­τοιων έρ­γων πραγ­μα­το­ποί­ησαν γύ­ρω νες, ο ο­ποί­ος ό­μως έ­φθα­σε μό­λις ως το

58 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
θρι­γκό· το 454 στα­μά­τη­σε, ε­ξαι­τί­ας της ρι­κό ή­ταν το­πο­θε­τη­μέ­να πά­νω σε ρά­φια
με­τα­φο­ράς του τα­μεί­ου στην Α­θή­να, πολ­λά α­να­θήμα­τα. Έ­τσι ο να­ός, μέ­σα
ό­που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για κτί­σμα­τα στον ο­ποί­ο βρι­σκό­ταν το λα­τρευ­τι­κό
της Α­κρό­πο­λης. Ω­στό­σο, α­πό την α­κρι­ ά­γαλ­μα, έ­μοιαζε πε­ρισ­σό­τε­ρο με Θη­
βή α­ντι­στοι­χί­α των αρ­μών μπο­ρεί να σαυ­ρό.
συ­μπλη­ρω­θεί η α­νω­δο­μή του. Με­τά α­πό Με­τα­ξύ 425 και 417, η Α­θή­να, στα
μα­κρό­χρο­νη δια­κο­πή των ερ­γα­σιών, τέ­λη του με­γά­λου αιώ­να της, ί­δρυ­σε
ο να­ός ο­λοκλη­ρώ­θη­κε με­τά το 303. στη Δή­λο τον τρί­το να­ό του Α­πόλ­λω­να.
Ερ­γο­λα­βι­κοί υ­πο­λο­γι­σμοί μαρ­τυ­ρούν Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι δια­σώ­ζο­νται μό­νο
σχο­λα­στι­κά τα έξο­δα για την δια­μόρ­ τα θε­μέ­λια, η α­να­πα­ρά­στα­ση του να­ού
φω­ση του ε­σω­τε­ρι­κού, για στέ­γες και εί­ναι βέ­βαι­η α­πό τα σπα­ράγ­μα­τα της
πόρ­τες. Κα­θώς δεν υπάρ­χει συ­νί­ζη­ση α­νωδο­μής που βρέ­θη­καν. Δεί­χνει ό­λη
των γω­νια­κών με­τα­κιο­νί­ων έ­πρε­πε να την δε­ξιο­τε­χνί­α, την πλή­ρη α­ντί­λη­ψη
δια­πλα­τυν­θούν οι γωνια­κές με­τό­πες. των μορ­φών και συ­νά­μα την μο­να­δι­κή
Ό­πως και ο αρ­χαιό­τε­ρος να­ός, έ­τσι και ο ι­κα­νό­τη­τα προ­σαρ­μο­γής των συ­νερ­γεί­
πε­ρί­πτε­ρος έ­χει προσα­να­το­λι­σμό προς ων οικο­δό­μη­σης του Ε­ρε­χθεί­ου και του
τα δυ­τι­κά, προς τον πρώ­ι­μο χώ­ρο λα­ να­ού της Νί­κης. Προ­φα­νώς οι α­να­θέ­τες
τρεί­ας. Το κε­ντρι­κό μετα­ξό­νιο των δυο δεν έστει­λαν μό­νο το υ­λι­κό, το πε­ντε­λι­
κιό­νων στον πρό­να­ο διευ­ρύν­θη­κε τό­σο κό μάρ­μα­ρο, αλ­λά και τους τε­χνί­τες α­πό
πο­λύ, ώ­στε στην ζω­φόρο α­πό πά­νω του την πα­τρί­δα. Νο­μί­ζει μά­λι­στα κα­νείς πως
α­ντι­στοι­χού­σαν, ό­πως και στα
Προ­πύ­λαια, τρεις με­τό­πες Τα ελληνιστικά προπύλαια
του ιερού του Απόλλωνα.
και τρί­α τρί­γλυ­φα. Αναπαράσταση
Στο ε­σω­τε­

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 59
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων
βλέ­πει την ί­δια την υ­πο­γρα­φή του αρχι­ πεσ­σούς - α­κρι­βείς α­ντι­γρα­φές των πεσ­
τέ­κτο­να: Κά­ποια στοι­χεί­α ο­δη­γούν στον σών της πρό­σο­ψης στο να­ό της Νί­κης·
Καλ­λι­κρά­τη, τον συ­νά­δελ­φο του Ικτί­νου έ­τσι ε­πι­τυγ­χά­νε­ται έ­νας α­συ­νή­θι­στος φω­
στον Παρ­θε­νώ­να, τον αρ­χι­τε­χνί­τη του τι­σμός και έ­νας με­τρια­σμός της αυ­στη­ρό­
να­ού της Νί­κης. τη­τας του προ­θα­λά­μου, που χά­ρη στα
Στον πο­λύ πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώ­ρο α­νά­ με­γά­λα πα­ρά­θυρα (πρβλ. Προ­πύ­λαια,
με­σα στον πα­λιό πώ­ρι­νο να­ό και τον Παρ­θε­νών και Ε­ρε­χθεί­ο) ε­κα­τέ­ρω­θεν
α­τε­λεί­ω­το α­κό­μη πε­ρί­πτε­ρο να­ό έ­πρε­πε της πόρ­τας του ση­κού, ε­πι­δρούν και
να το­πο­θε­τη­θεί έ­να κτί­σμα, το ο­ποί­ο στο ε­σω­τε­ρι­κό.
θα κρα­τού­σε ι­σορ­ρο­πί­α στην ε­ξά­στυ­λη Το γε­γο­νός ό­τι αυ­τοί οι πεσ­σοί ξα­
πρό­σο­ψη του τε­λευ­ταί­ου. Πα­ράλλη­λα να­εμ­φα­νί­ζο­νται με συ­νέ­πεια στην πί­σω
έ­πρε­πε να κα­τα­σκευα­στεί έ­νας ι­διαί­τε­ρα πλευ­ρά σαν πα­ρα­στά­δες, έ­δω­σε ί­σως
ευ­ρύ­χω­ρος ση­κός, στον ο­ποίο να χω­ρά το έ­ναυ­σμα για μια α­πρό­βλεπτη σει­ρά
έ­να - προ­φα­νώς ή­δη υ­πάρ­χον - σύ­νταγ­ δια­κο­σμη­τι­κής διάρ­θρω­σης του τοί­χου
μα α­πό ε­πτά με­γά­λα α­γάλ­μα­τα πάνω με πα­ρα­στά­δες, που κρα­τά ως τις μέ­ρες
σε η­μι­κυ­κλι­κή βά­ση. Η πρω­τό­τυ­πη, ό­σο μας (Pilaster).
και σα­φής λύ­ση α­πο­τε­λεί­ται α­πό την πα­ Ο ί­διος ο ση­κός, που α­σφα­λώς εί­χε
ρεμ­βο­λή της μορ­φής ε­νός αμ­φι­πρό­στυ­ σχε­δια­στεί με τέ­τοιον τρό­πο, ώ­στε να
λου να­ού, πλαι­σιω­μέ­νου α­πό δύ­ο στο­ές εί­ναι ο­ρα­τός α­πό την εί­σο­δο, έ­γι­νε πλα­
(πρβλ. το να­ό της Νί­κης στην Α­κρό­πο­λη τύς πα­ρά μα­κρύς (8,34 x 7,49 μ.·πρβλ.
των Α­θη­νών) και ε­νός πε­ρί­πτε­ρου να­ού: να­ός της Νί­κης). Τα ξύ­λι­να φατ­νώ­μα­τά
μπρο­στά α­πό έ­ναν κλει­στό να­ό και τον του φαί­νε­ται πως εί­χαν το­πο­θε­τη­θεί στο
πρό­να­ό του με προ­σα­να­το­λι­σμό προς ε­πι­κλι­νές της στέ­γης, ώ­στε δια­μόρ­φω­ναν
τα δυ­τι­κά εμ­φα­νί­ζο­νται στις δυο πλευ­ α­έ­τω­μα επά­νω α­πό τους ε­σω­τε­ρι­κούς
ρές ε­ξά­στυ­λοι, αλ­λά «πε­ρι­πτε­ρο­ει­δείς» τοί­χους. Πά­νω α­πό τον τέ­λεια ζυ­για­
προ­θά­λα­μοι. Ή α­ντί­στρο­φα: ο ση­κός σμέ­νο θρι­γκό, πά­νω α­πό τα α­ε­τώ­μα­τα,
ε­νός πε­ρί­πτε­ρου να­ού δια­πλα­τύν­θη­κε τα δια­κο­σμη­τι­κά σύ­νο­λα των ο­ποί­ων
τό­σο πο­λύ, ώ­στε οι πλευ­ρι­κοί τοί­χοι έ­χουν δυ­στυ­χώς χα­θεί, αιω­ρού­νταν οι
του εμ­φα­νί­ζο­νται στη θέ­ση των πλά­ πλου­σιό­τε­ρες συν­θέ­σεις που μας εί­ναι
γιων κιο­νο­στοι­χιών. Στον δω­ρι­κό ρυθ­μό γνω­στές σε α­κρωτή­ρια, συν­δυα­σμέ­νες
εμ­φα­νί­ζο­νται α­ντι­στοι­χί­ες α­νά­λο­γες με μυ­θι­κά και συμ­βο­λι­κά με τους α­έ­ρη­δες
ε­κεί­νες του Παρ­θε­νώ­να (δια­στά­σεις κιο­ και τους α­νέ­μους: στα δυ­τι­κά η Η­ώς ση­
νό­κρα­νου=1/2 του κιο­νο­κρά­νου στον κώ­νει ψη­λά τον Κέ­φα­λο, στα α­να­το­λι­κά
πρό­να­ο του Παρ­θε­νώ­να, διά­με­τρος και ο Βο­ρέ­ας, ο ά­γριος βορ­ριάς αρ­πά­ζει την
με­τα­κιό­νιο=3/7 των δια­στά­σε­ων του Ω­ρεί­θυ­ια, την κό­ρη του Ε­ρε­χθέ­α. Και αυ­
Παρθε­νώ­να), μό­νο οι κί­ο­νες εί­ναι α­κό­μη τό α­πο­τε­λεί αντή­χη­ση του Παρ­θε­νώ­να,
πιο λε­πτοί α­πό ε­κεί­νους (5,7 α­ντί για 5,5 στα α­ε­τω­μα­τι­κά α­νά­γλυ­φα του ο­ποί­ου
κάτω διά­με­τρος). α­να­ζη­τή­θη­καν τα πρό­τυ­πα. Η α­ντι­γρα­
Α­ντί για τέσ­σε­ρις κί­ο­νες, τους ο­ποί­ φή φυ­σι­κά δεν ή­ταν δι­στα­κτι­κή, αλ­λά
ους θα πε­ρί­με­νε να δει κανείς α­νά­με­σα ξα­να­γεν­νή­θη­κε μέσα στη σφαί­ρα της
στις πα­ρα­στά­δες του πρό­να­ου που έ­χει πιο ξε­χω­ρι­στής τέ­χνης της εκ­πνο­ής του
διευ­ρυν­θεί, βρί­σκου­με τέσ­σε­ρις λε­πτούς αιώ­να: μέ­σα στο φως.

60 Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η
ΝΟΕ. - ΔΕΚ. 2008
ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ
 Δε­σποί­νη Αικ., 1996, Ελ­λη­νι­κή Τέ­χνη Αρ­χαί­α χρυ­σά κο­σμή­μα­τα, Εκ­δο­τι­κή Α­θη­νών, Α­θή­να.
. Ζα­φειρο­πού­λου Φ., 1971, Προ­βλή­μα­τα της μη­λια­κής αγγειο­γρα­φί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη.
. Hellmann M.- Ch., 1992, Recherches sur le vocabulaire de l’architecture giacque d’aprθs les inscriptions de Dιlos, Paris.
. Καβ­βαδί­ας Π., 1890-1892, Γλυ­πτά του Ε­θνι­κού Μου­σεί­ου, Α­θή­να.
 Κα­ρούζου Σ., 1967, Ε­θνι­κό Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σεί­ο, Συλ­λο­γή Γλυ­πτών, Α­θή­να.
 Κα­ρούζου Σ., 1979, Ε­θνι­κό Μου­σεί­ο, Γε­νι­κός ο­δη­γός, Α­θή­να.
 Κα­στριώ­της Π., 1908, Γλυ­πτά ταυ Ε­θνι­κού Μου­σεί­ου, Α­θή­να.
 Κο­ντο­λέ­ων Ν., 1950, Ο­δη­γός της Δή­λου, Α­θή­να.
 Ph. Bruneau - J. Ducat., Guide de Dιlos, (1983) με βι­βλιο­γρα­φί­α, μέ­τριος ο­δη­γός.
 Exploration Archιologique de Dιlos, 1909 κ,ε.
 Papageorgiou A., Dιlos, recherches urbaines... (1981).

Σ Τ ΡΑΤ Ι Ω Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η 61
Η Δήλος. Το Ιερό Νησί των Αρχαίων Ελλήνων

You might also like