You are on page 1of 74

Α ί η Α.

Σά α

Ο Α Ω Ο Ω Ο Ω Α
ΤΑ Α Ρ Α

ο όΊ µα µί ο αώ

Για την εκπόνηση του ερευνητικού αυτού του Προγράµµατος θα ήθελα να

ευχαριστήσω θερµά:

Το Πολιτιστικό Ίδρυµα Οµίλου Πειραιώς για την αδιάκοπη προσπάθεια και

στήριξη, καθ’όλη τη διάρκεια της συλλογής υλικού και της συγγραφής.

Τους ανθρώπους που παραχώρησαν τις συνεντεύξεις: τον κ. Φίλιππο Γιωβάννη,

την κ. Ελευθερία Κλιτσινάρη- Δήµου, τον κ. Περικλή Λάππα, τον κ. Κωνσταντίνο

Κουλίδα, τον κ. Γεώργιο Σιοµπότη, την κ. Αγγελική Τζακµακλή- Σιαφάκα και

την κ. Κούλα Τζακµακλή- Χατζηγιάννη.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον κ. Γεώργιο Σιοµπότη για την παραχώρηση του

ανέκδοτου Γιαννιώτικου λεξιλογίου, στον κ. Ευάγγελο Καρακάση, Αναπληρωτή

Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας Ιωαννίνων για την καθοδήγηση σε γλωσσικά

ζητήµατα και στην κ. Ευτυχία Γεωργοπούλου- Οικονόµου για τη βοήθειά της.

Περιεχόµενα

1. Ιστορική επισκόπηση της πόλεως των Ιωαννίνων

α. Η πόλη των Ιωαννίνων – Γεωγραφικός προσδιορισµός

β. Ίδρυση της πόλεως – Ιστορία του ονόµατος των Ιωαννίνων

γ. Ιστορική επισκόπηση- Το Κάστρο των Ιωαννίνων

δ. «Τα Γιάννινα πρώτα στ’ άρµατα, στα γρόσια και στα Γράµµατα»

2. Η οντογένεση της γλώσσας

3. Οι Δωρικές Διάλεκτοι – Βορειο-δυτικά γλωσσικά Ιδιώµατα

4. Το Γιαννιώτικο Γλωσσικό Ιδίωµα

α. Το Γιαννιώτικο Γλωσσικό Ιδίωµα - Κύρια χαρακτηριστικά

β. Λεξιλόγιο Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος

5. Τα Καστρινά

α. Γενικές παρατηρήσεις

β. Σχολιασµός Λεξιλογίου Καστρινών

6. Προσµείξεις στο Γιαννιώτικο Γλωσσικό ιδίωµα

α. Τουρκικές Λέξεις

β. Αρχαίες Ελληνικές Λέξεις

γ. Αλβανικές Λέξεις

δ. Σλάβικες λέξεις

ε. Εβραϊκές λέξεις

στ. Λατινικές- Ιταλικές Λέξεις / Βλάχικες Λέξεις

7. Το Γιαννιώτικο Γλωσσικό Ιδίωµα µέσα από γραπτές µαρτυρίες

8. α. Αποτελέσµατα της έρευνας

β. Γλώσσα αντί επιλόγου

9. Βιβλιογραφία

Κεφάλαιο 1

α. Η πόλη των Ιωαννίνων – Γεωγραφικός προσδιορισµός

Τα Ιωάννινα (Γιάννενα ή Γιάννινα) γεωγραφικά εδρεύουν στη

βορειοδυτική πλευρά της ηπειρωτικής Ελλάδας και αποτελούν την πρωτεύουσα

του νοµού Ιωαννίνων και τη µεγαλύτερη πόλη της Ηπείρου.

β. Ίδρυση της πόλεως – Ιστορία του ονόµατος των Ιωαννίνων

Η ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων ανάγεται στη Βυζαντινή

Αυτοκρατορία, στον 6ο αι. µ.Χ., συγκεκριµένα στα χρόνια του Βυζαντινού

Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, (βασιλεία: 527-565), ο οποίος ίδρυσε την πόλη

πιθανότατα τα χρόνια 527-528. Η πρώτη γραπτή µαρτυρία περί της πόλεως είναι

του ιστορικού Προκόπιου στο έργο του Περί Κτισµάτων, ΙV, 1. 39-41, που

συνεγράφη το 550 µ.Χ., και αναφέρεται στην πόλη των Ιωαννίνων µε το όνοµα

Εύροια (Νέα).

«Ἦν δέ τις ἐνταῦθα πόλις ἀρχαία, ὕδασιν ἐπιεικῶς κατακορῆς οὖσα, ὀνόµατός τε

τῆς τοῦ χωρίου φύσεως (ἀξίου ἐπιτυχοῦσα). Εὔροια µέν γάρ ἀνέκαθεν ὠνοµάζετο.

Ταύτης δέ τῆς Εὐροίας οὐ πολλῷ ἄποθεν λίµνη κέχυται καί νῆσος κατά µέσον

ἀνέχει καί λόφος αὐτῇ ἐπανέστησε. Διαλείπει δέ ἡ λίµνη τοσοῦτον, ὅσον τινά ἐν

εἰσόδου µοίρᾳ τῇ νήσῳ λελείφθαι. Ἔνθα δή βασιλεύς τούς τῆς Εὐροίας µεταβιβάσας

οἰκήτορας, πόλιν ὀχυρωτάτην οἰκοδοµησάµενος ἐτειχίσατο.»

Μετάφραση

«Υπήρχε εδώ κάποια αρχαία πόλη που ήταν γεµάτη µε πολλά νερά, όπως

φαίνεται και από το όνοµα και από τη φύση του τοπίου. Γιατί από παλιά

ονοµαζόταν Εύροια. ‘Οχι πολύ µακριά απ’ αυτήν την Εύροια έχει σχηµατιστεί

λίµνη και στο µέσο της εξέχει ένα νησί και πάνω απ’ αυτήν υψώνεται λόφος. Η

λίµνη αφήνει τόσο µέρος (της ξηράς) όσο έχει µείνει σαν ένα είδος εισόδου στο

νησί. Εδώ ο βασιλιάς µετέφερε τους κατοίκους της Εύροιας, αφού έχτισε πολύ

ισχυρή πόλη που την οχύρωσε µε τείχη.»

Η ονοµασία αυτή της πόλεως ως Εύροια απαντά και στον Ιεροκλή στον

Συνέκδηµό του ως Εύροια Ακνίου. Η λέξη Ακνίου είναι δύσκολο να ερµηνευθεί,

γι’ αυτόν τον λόγο παραθέτονται κάποιες ερµηνείες της. Ο Σ. Δάκαρης1 την

ερµηνεύει ως «ἐκ νέου», δηλαδή Νέα Εύροια, ο Β. Πυρσινέλλας2 ως Ακτίου και ο

Β. Χαρίσης3 ως Ακτία, δηλ. παραλίµνια.

Το όνοµα Ιωάννινα εικάζεται πως προέρχεται από το µοναστήρι του

Ιωάννου του Προδρόµου, το οποίο βρίσκεται στη βορειο-ανατολική ακρόπολη του

Κάστρου των Ιωαννίνων (σηµερινό Τζαµί του Ασλάν Πασά). Η αλλαγή, λοιπόν,

του ονόµατος της πόλης από Εύροια σε Ιωάννινα έγινε µεταξύ του 6ου και του 9ου

αι. Προς αυτήν την κατεύθυνση συντελούν τρεις µαρτυρίες. Στα Πρακτικά της

Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (879 µ.Χ.), επί του Βυζαντινού Αυτοκράτορα

Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα και του Πατριάρχη Φωτίου, ο επίσκοπος Ιωαννίνων

υπογράφει ως «ὁ Ἰωαννίνης Ζαχαρίας». Έπειτα, στο σύγγραµµα «Νέα Τακτικά»

(10ος αι.) αναφέρεται το όνοµα Ιωάννινα και µετέπειτα στο ιστορικό σύγγραµµα,

«Αλεξιάς», της Άννας Κοµνηνής το 10814.

γ. Ιστορική επισκόπηση- Το Κάστρο των Ιωαννίνων

Η ιστορική πορεία της πόλεως των Ιωαννίνων είναι αδιαχώριστη σε µια

διαχρονική ενότητα µε τη µακραίωνη ιστορία του Κάστρου της. Γενικότερα τα

Κάστρα που έχουν χτιστεί στην Ελλάδα ανάγονται σε τρεις ιστορικές περιόδους:

το Βυζάντιο, τη Φραγκοκρατία και την Τουρκοκρατία. Η ιστορία των ελληνικών

κάστρων είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε τους επιδροµείς των εκάστοτε περιόδων:



1 Δάκαρης, Σ. (1952), 538-554.
2 Πυρσινέλλας, Β. (1959), 28.
3 Χαρίσης, Β. (2003), 189.

4 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε την ίδρυση της πόλεως των Ιωαννίνων, βλ. Νικολαϊδη

(1991), 16-19, Κουλίδα (2010), 21-23.


4

Αλαµάνοι, Γενοβέζοι, Βενετσιάνοι, Γότθοι, Νορµανδοί, Τεύτονες, Σλάβοι, Ούνοι,

Αρβανίτες, Βλάχοι και Τούρκοι5.

Το Κάστρο των Ιωαννίνων, όµως, αποτελεί µια ιδιάζουσα περίπτωση,

καθώς αποτελεί µαζί µε εκείνο της Ρόδου ένα από τα αρχαιότερα σωζόµενα

Κάστρα µε τη µορφή καστροπολιτείας. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός τα χρόνια

527-528 ίδρυσε την πόλη και την οχύρωσε µέσα στα τείχη του Κάστρου, πράξη

που εντάσσεται στο πλαίσιο της κρίσης οχυρών στα σύνορα Ευρώπης και Ασίας,

όπως περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισµάτων». Αυτός

ήταν ο αρχικός πυρήνας της πόλεως πριν από τη µετέπειτα εξάπλωσή της εκτός

των τειχών και την ανάπτυξή της στη σηµερινή µορφή.

Αν θέλαµε να κάνουµε µια σύντοµη αναδροµή στην ιστορία του Κάστρου,

θα λέγαµε πως εκτείνεται από το Βυζάντιο, έπειτα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου

και την Τουρκοκρατία έως σήµερα. Μετά από την κτίση του, το 1082 ο

Νορµανδός Βοηµούνδος καταλαµβάνει το Κάστρο των Ιωαννίνων, προχωρεί σε

επισκευές των τειχών και της δυτικής ακρόπολης και χτίζει τη δεύτερη

ανατολική ακρόπολη. Αποµεινάρια της επέλασης του Βοηµούνδου από το

Κάστρο εντοπίζονται έως σήµερα µε την παρουσία του Πύργου του Βοηµούνδου

στην Ακρόπολη του Ίτς Καλέ, τον οποίο ο Αλή Πασάς ενσωµάτωσε στο Σεράι

του. Έπειτα, ο Μιχαήλ Α’, ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το 1204

επισκευάζει εκ νέου τα τείχη του Κάστρου, ενώ τα χρόνια 1350-1430 το Κάστρο

βασιλεύεται από Σέρβους και Λατίνους. Στους Σέρβους κυβερνήτες ανήκουν ο

Συµεών Ούρεσις και ο Θωµάς Πρελούµποβιτς, που βασίλευε στο Κάστρο για 18

χρόνια (14ος αι.). Αυτά συµβαίνουν µέχρι την έλευση της Τουρκοκρατίας και του

Αλή Πασά, όπου το Κάστρο των Ιωαννίνων αποκτά εντελώς διαφορετική µορφή,

προσαρµοσµένη στις µεγαλόπνοοες βλέψεις του Αλή Πασά και διατηρούµενη

έως σήµερα6. Στο Κάστρο δεσπόζουν οι δυο ακροπόλεις, µε εξέχοντα τα δυο


5Νικολαϊδης (1991), 11.
6Οι ιστορικές πληροφορίες έχουν αντληθεί από τον Νικολαϊδη (1991), 18, 22, 30-37, για τους
βυζαντινούς χρόνους 141-148, για το Δεσποτάτο της Ηπείρου 149-191, για τους Σέρβους και
5

τζαµιά: το Φετιχιέ (τούρκικη λέξη σηµαίνουσα κατάκτηση) Τζαµί και το Τζαµί

του Ασλάν Πασά (ασλάν= τούρκικη λέξη σηµαίνουσα το λιοντάρι), ενώ

διατηρείται ως οικιστικός χώρος µε διάσπαρτα µνηµεία – ορόσηµα της ιστορίας

της πόλεως.

Το Κάστρο των Ιωαννίνων, όπως δείχνει αυτή η σύντοµη επισκόπηση,

έγινε αποδέκτης κοινωνικών, πολιτικών, εθνολογικών, οικονοµικών και

πολιτισµικών αλλαγών. Εντός των τειχών του ζούσαν κατά κύριο λόγο Έλληνες,

όµως περνώντας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συντελέστηκε µια σηµαντική

αλλαγή. Το 1611 ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή υπαινικτικά Σκυλόσοφος διενήργησε

µια πραξικοπηµατική πράξη εναντίον των Τούρκων µε σκοπό την εξάλειψή τους

από την πόλη. Η παταγώδης αποτυχία του πραξικοπήµατος έφερε ως

αποτέλεσµα τον δικό του θάνατο µε εξαιρετικά ειδεχθή τρόπο (οι Τούρκοι τον

έγδαραν και τον περιέφεραν έως την Κωνσταντινούπολη για παραδειγµατισµό)

και την εκδίωξη των Χριστιανών από το Κάστρο και την κατεδάφιση των

εκκλησιών τους. Οι Χριστιανοί του Κάστρου αντικαταστάθηκαν µε Εβραίους,

κάποιοι από τους οποίους κατοικούσαν ήδη από το Δεσποτάτο της Ηπείρου

εντός του Κάστρου7. Έως το 1912 µέσα στο Κάστρο συνυπήρχαν Εβραίοι και

Τούρκοι. Μετά την απελευθέρωση (το έτος 1913 απελευθερώνονται τα Γιάννενα

από τους Τούρκους) υπεισέρχονται εκ νέου Έλληνες µέσα στο Κάστρο, ενώ άλλη

µια ουσιαστική αλλαγή συντελέστηκε µε την ανταλλαγή των πληθυσµών και

την εγκατάσταση κατοίκων από βλαχόφωνα χωριά της Ηπείρου.

δ. «Τα Γιάννινα πρώτα στ’ άρµατα, στα γρόσια και στα Γράµµατα»

Πρόκειται για µια από τις γνωστές ρήσεις για την πόλη των Ιωαννίνων,

καταδεικνύοντας την ιδιαιτερότητα της πόλης και την κατοχή των πρωτείων σε

Λατίνους κυβερνήτες 192-211, για την Τουρκοκρατία και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων 212-
267, 245-267, για τον Αλή Πασά 237-244.
7 Σύµφωνα µε το χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου το 1319, οι Εβραίοι µπορούσαν να

κατοικήσουν εντός του Κάστρου µε όλες τις ελευθερίες και τα δικαιώµατα των άλλων κατοίκων,
βλ. Νικολαϊδη (1991), 71.
6

διαφόρους τοµείς. Η εξέταση αυτή έχει ως στόχο την πληρέστερη κατανόηση του

πνευµατικού υποβάθρου της πόλεως ιστορικά, που επηρεάζεται άµεσα από τις

οικονοµικές και πολιτικές εξελίξεις.

Πρώτος σταθµός, λοιπόν, είναι τα άρµατα, οι εκάστοτε κατακτητές της

πόλεως. Τα Γιάννενα χαρακτηρίζονται από ευφάνταστη αντίσταση στην

αφοµοίωση από τον κατακτητή. Διατηρούν την αυτοτέλεια και τη

χαρακτηριστική τους παρουσία µέσα στον ελλαδικό χώρο. Εκκινώντας από τη

Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα Γιάννενα αποτελούν επαρχία της Αυτοκρατορίας

µε µια φεουδαρχική δοµή, ενώ κατά τα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου τα

Γιάννενα αποτελούν την πρωτεύουσα αυτού. Αποκορύφωµα, όµως, της

συνεχούς ανάπτυξης των Ιωαννίνων αποτελεί η κατάκτηση της πόλεως από

τους Οθωµανούς Τούρκους και κυρίως το πασαλίκι του Αλή Πασά (1788-1822). Τα

Γιάννενα θα εξέλθουν από τον ζυγό των Τούρκων αλώβητα αργότερα το 1913,

έχοντας ως παρακαταθήκη έναν πλούτο πνευµατικό και οικονοµικό.

Μιλώντας για γρόσια, για χρήµατα, τα Γιάννενα παρουσιάζουν µεγάλη

οικονοµική άνθηση στις αρχές του 17ου αι., η οποία σχετίζεται µε την ανάπτυξη

του εµπορίου και τη δηµιουργία µιας νέας αστικής τάξης, εκείνης των εµπόρων.

Η πόλη των Ιωαννίνων υποτάχθηκε στους Τούρκους µε συµφωνία, έχοντας

εξασφαλίσει κάποια προνόµια: την εµπορική συνδιαλλαγή µε τη Λατινική

Ευρώπη, ιδίως µε τη Βενετία. Οι Γιαννιώτες, όµως, έµποροι δε στάθηκαν µόνο

εκεί, αλλά ανέπτυξαν σχέσεις µε όλη την Ιταλία (Βενετία, Τεργέστη, Γένοβα,

Λιβόρνο), την Αυστρία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Εντός της Ελλάδας, τα Γιάννενα

ήταν το πιο σηµαντικό κέντρο διαµετακοµιστικού εµπορίου στην Κεντρική και

Νότια Αλβανία και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτά είχαν ως αποτέλεσµα την

ανάπτυξη εισαγωγικού και εξαγωγικού εµπορίου και τη δηµιουργία βιοτεχνιών:

γουνοποιΐα, βυρσοδεψία, χρυσοχοΐα, κεντητική, αγγειοπλαστική και

τσαρουχοποιΐα. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και η συντεχνιακή συγκρότηση

(συνάφια ή ισνάφια) των Ιωαννίνων, δείγµα κοινοτικής συγκρότησης, υπακοής

στην ιεραρχία και οικονοµικής επιβίωσης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας8.

Ο δρόµος της ξενιτιάς και του ανοίγµατος της πόλεως των Ιωαννίνων

προς τη Δύση δηµιούργησε και µια νέα τάξη Γιαννιωτών, εκείνης των

ευπατρίδων- ευεργετών. Με το βλέµµα στραµµένο προς την ανάπτυξη και την

αφύπνιση του Γένους, οι Γιαννιώτες αυτοί δραστηριοποιήθηκαν ενεργά στη

Δύση, κυρίως στη Βενετία, και τα χρήµατά τους τα επένδυσαν στην πατρίδα τους

κάνοντας συνεχείς αγαθοεργίες. Εδώ αναφέρονται κάποια από τα ονόµατα

αυτών: Μιχαήλ Φιλανθρωπινός, Επιφάνιος Ηγούµενος, Πάνος Ιεροµνήµων,

Νικόλαος Γλυκύς, Εµµανουήλ Γκιούµας, Νικόλαος Καραγιάννης, τα αδέρφια

Λάµπρος και Σίµος Μουρουτζήδες, Παναγιώτης Χατζηνίκου, τα αδέρφια

Ιωάννης και Αναστάσιος Βρεττοί, Ζώης Καπλάνης και οι αδερφοί Ζωσιµάδες9.

H οικονοµική αυτή ευφορία, δεδοµένης της δύσκολης ιστορικής συγκυρίας

µε την κατάκτηση από τους Οθωµανούς, έφερε ως αποτέλεσµα και την

πρωτόφαντη ανάπτυξη των γραµµάτων, καθιστώντας τα Γιάννενα κοιτίδα του

πνευµατικού πολιτισµού της Τουρκοκρατούµενης Ελλάδας. Η Ευρώπη του 16ου

και του 17ου αι. διακατέχεται από το πνεύµα της Αναγέννησης στις Τέχνες, στα

Γράµµατα και στην Παιδεία. Η έννοια της Αναγέννησης, µιας γενικότερης και

πληρέστερης Αναγέννησης, γίνεται το ζητούµενο του Ελληνισµού που επιζητεί

να επιβιώσει µέσα στα πλαίσια αυτά. Οι έµποροι µε τη δραστηριοποίησή τους

στη Δύση αποζητούν τρόπους για να µεταφέρουν τα φώτα της Ευρωπαϊκής

παιδείας στην πατρίδα τους. Παρόλα αυτά, στα Γιάννενα ήδη από τα χρόνια του

Δεσποτάτου της Ηπείρου (περίπου από το 1200) υπήρχαν σχολεία στο Νησί των

Ιωαννίνων µε εξάρχοντες τους «διδασκάλους του Γένους».

Το θέµα της παιδείας του γένους και της ανάγκης ενός γλωσσικού

οργάνου επανέρχεται επιτακτικά µε τον Διαφωτισµό, τον Ευρωπαϊκό και τον

Νεοελληνικό. Ο Νεολληνικός Διαφωτισµός τοποθετείται χρονικά, σύµφωνα µε



8 Νικολαϊδης (1991), 223-224, για τα συνάφια των Ιωαννίνων βλ. 225- 228.
9 Για τα βιογραφικά στοιχεία των ευεργετών, βλ. Νικολαϊδη (1991), 273-278.
8

τον Κ.Θ. Δηµαρά10, στην πενηνταετία 1774-1821, µετά δηλαδή από τον δυτικό

Διαφωτισµό (16ος αι. – πριν από τη Γαλλική Επανάσταση). Βλέπει τον ελληνισµό

ως συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού, µια βαρύνουσα παρακαταθήκη

που έµελλε να διατηρηθεί και να ανανεωθεί. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισµός

εµφορείται από τις εξής ιδέες: «πίστη στη δύναµη του ορθού λόγου, στην

εξελιξιµότητα του ανθρώπου, στην πρόοδο και στη δυνατότητα της ευτυχίας: ο

Διαφωτισµός είναι αισιόδοξος. Αποδίδει κατά συνέπεια, ιδιάζουσα σηµασία στα

θέµατα αγωγής. Προάγει τις ζωντανές γλώσσες, και ιδιαίτερα τα εθνικά

ιδιώµατα, σε βάρος των νεκρών γλωσσών, καλλιεργεί την ελεύθερη κριτική

έρευνα, τη γνώση του φυσικού κόσµου, κηρύχνει την ανεξιθρησκεία, διδάσκει

την αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπου.11» Με βάση αυτές τις ιδέες, οι Διαφωτιστές

ξεκινούν από µια βασική αρχή, την ανανέωση της ελληνικής παιδείας. Η άποψη

αυτή εκφράζεται πληρέστερα από τον Αδ. Κοραή: «πιστεύει πως το αρχαίο

πνεύµα µεταφέρθηκε στη Δύση, ότι η Γαλλία είναι διάδοχος της αρχαίας

αθηναϊκής δηµοκρατίας, ότι ο πόθος της ελευθερίας εµφυτεύεται στην ψυχή του

ανθρώπου µε την παιδεία, και ότι ο καρπός της παιδείας είναι η αρετή.

Σκεπτόµενος έτσι αφιερώνει όλες τις δυνάµεις του στη «µετακένωση», όπως

έλεγε ο ίδιος, της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα, και στην ανανέωση της

γνωριµίας του νέου ελληνισµού µε τη γραµµατεία των αρχαίων.12»

Στο πλαίσιο αυτό, τα Γιάννενα αναδεικνύονται ως το κέντρο του

Νεοελληνικού Διαφωτισµού εντός της Τουρκοκρατούµενης Ελλάδας. Απόδειξη

αυτού είναι η υλοποίηση της βασικής αρχής του Διαφωτισµού, δηλαδή της

ανανέωσης της παιδείας, µε την ίδρυση των Γιαννιώτικων Σχολείων τον 17ο αι,

µε εξάρχουσα την Επιφάνειο Σχολή. Οι ιδρυτές και σχολάρχες των Σχολείων

αυτών κατείχαν ευρωπαϊκή παιδεία και µόρφωση, την οποία διοχέτευαν στην

εκπαίδευση των παιδιών. Ενώ οι περισσότεροι από τους δασκάλους ήταν οπαδοί


10 Δηµαράς (1977), 1.
11 Δηµαράς (1977), 5-6.
12 Δηµαράς (1977), 19.

της δηµοτικής γλώσσας. Εδώ αναφέρονται µερικά από τα ονόµατα των

«διδασκάλων του Γένους»: Βησσαρίων Μακρής, Μελέτιος Μήτρου, Γεώργιος

Σουγδουρής, Παρθένιος Κατζιούλης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Βασιλόπουλος

Μπαλάνος, Κοσµάς Μπαλάνος, Αθανάσιος Ψαλίδας 13


. Παράλληλα, η

λογοτεχνική παραγωγή της πόλεως των Ιωαννίνων κρίνεται σηµαντική, µε

εξέχουσα µορφή των Ιωάννη Βηλαρά, γέννηµα- θρέµµα της πόλεως και

λογοτέχνες που αφιέρωσαν το συγγραφικό τους έργο στην πόλη των Ιωαννίνων,

όπως ο Γεώργιος Ζαλοκώστας, ο Κώστας Κρυστάλλης, ο Αριστοτέλης

Βαλαωρίτης, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Λορέντζος Μαβίλης και ο Χρήστος

Χρηστοβασίλης14, ενώ από τους «διδασκάλους του Γένους» συγγραφικό έργο έχει

να επιδείξει και ο Αθανάσιος Ψαλίδας.


13 Για τα βιογραφικά στοιχεία των “διδασκάλων του Γένους”, βλ. Νικολαϊδη (1991), 283-299.
14 Για τα βιογραφικά στοιχεία των συγγραφέων, βλ. Νικολαϊδη (1991), 300-309.
10

Κεφάλαιο 2

Η οντογένεση της γλώσσας

Ο καλύτερος ίσως τρόπος να συνειδητοποιήσει κανείς τη µοναδικότητα

της ανθρώπινης γλώσσας είναι η σύγκριση ανάµεσα σε µια κραυγή και στη λέξη

που εκφράζει το σχετικό συναίσθηµα. Μετά τη σύγκριση αυτή προκύπτει

δραµατικά η διαφορά µεταξύ κραυγής και λόγου, µεταξύ λέξης και έννοιας,

µεταξύ έννοιας και σκέψης.

Για τον Hegel η γλωσσική σήµανση είναι «το ουράνιο τόξο» που στρέφει

τον καταρράκτη της αέναα µεταβαλλόµενης αισθητηριακής πρόσληψης και

βίωσης της εµπειρίας. Ή αλλιώς είναι ο «φόνος του πράγµατος». Το πράγµα

θανατώνεται και στη θέση του µπαίνει η έννοια. Ή µε τα λόγια του Bruner15 η

γλώσσα και η συµβολική σκέψη είναι «ένας τρόπος να κρατιέται ο νους από το

να τραβήξει αµέσως πιστόλι.»

Η γλώσσα βιολογικά είναι µια λειτουργία του αριστερού εγκεφαλικού

ηµισφαιρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο κριτικός λόγος προσπαθεί να διασαφηνίσει

τον όρο «γλώσσα» µε βάση την επικοινωνιακή και κοινωνική του λειτουργία, ως

µια συµφωνία µεταξύ των ανθρώπων. Για τον Sapir (1921, 8) η γλώσσα «είναι

αποκλειστικά ανθρώπινη και µη ενστικτώδης µέθοδος για να µεταδίδουµε ιδέες,

συγκινήσεις και επιθυµίες µε τη βοήθεια συµβόλων εκουσίως παραγόµενων» ή

για τον Hall (1968, 158) «είναι ένας θεσµός χάρη στον οποίο οι άνθρωποι

επικοινωνούν και επιδρούν ο ένας στον άλλον µέσω προφορικών-ακουστικών,

αυθαίρετων συµβόλων, που χρησιµοποιούνται καθ’ έξιν» ή για τον Chomsky

(1957, 13) «είναι ένα πεπερασµένο ή µη σύνολο προτάσεων, καθεµία από τις

οποίες είναι πεπερασµένη σε έκταση και κατασκευασµένη από πεπερασµένο

σύνολο στοιχείων». Ακόµα η γλωσσική ικανότητα αποτελεί βιολογική καταβολή

του ανθρώπινου είδους και όχι πολιτισµική δεξιότητα, την οποία τα µέλη του

είδους αυτού απέκτησαν µετά τη βιολογική τους ολοκλήρωση. Αυτό εξάλλου


15 Bruner (1986), 73.
11

υποστηρίζει και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του (Αριστ. Πολ.

1252a1–1253a39), ότι ο ανθρώπινος λόγος ως οµιλία και ως λογική είναι η

ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα:

«Διότι δὲ πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον πάσης µελίττης καὶ παντὸς ἀγελαίου ζῴου

µᾶλλον, δῆλον. οὐθὲν γάρ, ὡς φαµέν, µάτην ἡ φύσις ποιεῖ· λόγον δὲ µόνον

ἄνθρωπος ἔχει τῶν ζῴων· ἡ µὲν οὖν φωνὴ τοῦ λυπηροῦ καὶ ἡδέος ἐστὶ σηµεῖον, διὸ

καὶ τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει ζῴοις (µέχρι γὰρ τούτου ἡ φύσις αὐτῶν ἐλήλυθε, τοῦ

ἔχειν αἴσθησιν λυπηροῦ καὶ ἡδέος καὶ ταῦτα σηµαίνειν ἀλλήλοις), ὁ δὲ λόγος ἐπὶ

τῷ δηλοῦν ἐστι τὸ συµφέρον καὶ τὸ βλαβερόν, ὥστε καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον·

τοῦτο γὰρ πρὸς τὰ ἄλλα ζῷα τοῖς ἀνθρώποις ἴδιον, τὸ µόνον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ

δικαίου καὶ ἀδίκου καὶ τῶν ἄλλων αἴσθησιν ἔχειν·»

Μετάφραση:

«Είναι, νοµίζω, φανερό γιατί ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ζῶον περισσότερο

απ’ότι οι µέλισσες ή τα άλλα αγελαία ζώα: όπως έχουµε ήδη πει πολλές φορές, η

φύση δεν κάνει τίποτα δίχως λόγο και χωρίς αιτία. Ας προσέξουµε ύστερ’

απ’αυτό ότι ο άνθρωπος είναι το µόνο ζώο που είναι εφοδιασµένο µε την

ικανότητα του λόγου. Η απλή φωνή δεν εκφράζει, ως γνωστόν, παρά µόνο τη

λύπη και την ευχαρίστηση· γι’αυτό υπάρχει σε όλα τα ζώα· η φύση τους έδωσε,

πράγµατι, όλη κι όλη αυτή την ικανότητα, να αντιλαµβάνονται το δυσάρεστο και

το ευχάριστο και αυτά να τα κάνουν φανερά το ένα στο άλλο· του λόγου όµως ο

προορισµός είναι να κάνει φανερό τι είναι ωφέλιµο και το βλαβερό και, άρα, τι

είναι δίκαιο και τι άδικο· αυτό είναι, πράγµατι, που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από

τα άλλα ζώα: µονάχα αυτός αντιλαµβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και

το άδικο και όλα τα άλλα παρόµοια πράγµατα.»

Η γλώσσα ως µέσο επικοινωνίας των ανθρώπινων συναισθηµάτων,

σκέψεων και εννοιών κυριαρχεί σε όλο το ανθρώπινο περιβάλλον και η

διαχείρισή της αποτελεί δείγµα οικουµενικής ενδοεπικοινωνίας. Για τον κάθε

λαό η γλώσσα του αποτελεί µέρος της ιστορίας του, ενίοτε συνεκτικό ιστό και

12

απεικόνιση των ιστορικών του διαδροµών. «Καθετί ξεχωριστό απαιτεί και µια

γλώσσα ξεχωριστή για να µη βυθιστεί στη σιωπή», γράφει ο Ρίλκε και συνεχίζει

τις σκέψεις του: «Τροµάζει κανείς όταν αναλογίζεται πόσα πράγµατα µπορούν

να φτιαχθούν και να γκρεµιστούν µε τις λέξεις. Είναι τόσο αποµακρυσµένες από

εµάς, παγιδευµένες µέσα στην αιώνια ανακρίβειά τους, αδιάφορες απέναντι στις

πιο επείγουσες ανάγκες µας. Τραβιούνται απότοµα τη στιγµή που τις αγγίζουµε.

Γιατί έχουν τη ζωή τους και εµείς τη δική µας.16»

Περνώντας, λοιπόν, από το ευρύτατο θέµα της «γλώσσας» και των

πολυποίκιλων λειτουργιών της, η έρευνα θα επικεντρωθεί στην υποκατηγορία

του γλωσσικού ιδιώµατος. Ως ιδίωµα ορίζεται «η τοπική παραλλαγή µιας

γλώσσας, µε µικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στον χώρο της

φωνολογίας, της µορφολογίας ή του λεξιλογίου» ή όπως καλύτερα αναφέρει ο

Μ. Τριανταφυλλίδης: «όσοι έχουµε µητρική γλώσσα τα ελληνικά δεν τα µιλούµε

ακριβώς το ίδιο σε όλη την ελληνόγλωσση γη. Παρουσιάζει δηλαδή και η

γλώσσα µας, καθώς όλες οι άλλες, τοπικές παραλλαγές ή ιδιωµατικές

ποικιλίες.» Κινούµενοι σ’ αυτόν τον χώρο, η έρευνα αυτή θα επικεντρωθεί σε

λέξεις που απέκτησαν τη δική τους οντότητα µέσα στο Γιαννιώτικο γλωσσικό

ιδίωµα µε σκοπό την αποθησαύριση του γλωσσικού πλούτου της πόλης των

Ιωαννίνων. Λέξεις που έφεραν στα Ιωάννινα κάτοικοι άλλων χωρών και που ο

προφορικός λόγος θέλησε να τις εντάξει στο γλωσσικό σύστηµα της περιοχής.

Λέξεις που χάθηκαν γιατί ήταν φτωχές ή πέθαναν µαζί µε τους ανθρώπους.

Λέξεις που αποτελούν µνήµη αλλά δε χρησιµοποιούνται. Λέξεις κωδικοί για

παρέες. Λέξεις αποκρυπτογραφηµένων νοηµάτων. Λέξεις ερωτικές και λέξεις

παιχνιδιού. Λέξεις που µπαινοβγαίνουν παίζοντας ή απαιτώντας να

παραµείνουν στην Γιαννιώτικη λαλιά.


16 Baer (2014), 178.
13

Κεφάλαιο 3

Οι Δωρικές Διάλεκτοι – Βορειο-δυτικά γλωσσικά Ιδιώµατα

Η εξέταση ενός γλωσσικού ιδιώµατος απαιτεί ερευνητικά την καθ’ όλα

ένταξή του στο γενικότερο πλαίσιο των διαλέκτων που αναπτύχθηκαν σ’

ολόκληρο των ελλαδικό χώρο, µε σκοπό τη διερεύνηση κοινών γλωσσικών

χαρακτηριστικών, δεικτών επιβίωσης ή εξαφάνισης µε την πάροδο των ετών και

την ένταξη του ιδιώµατος σε µια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.

Εκκινώντας από τα γεωγραφικά πλαίσια, οι Δωρικές-Δυτικές διάλεκτοι,

συνυφασµένες µε την άφιξη των Δωριέων, εµφανίζονται σε µια ευρεία

γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται από την Ήπειρο και τη βορειοδυτική

Ελλάδα (Ακαρνανία, Αιτωλία, δυτική και ανατολική Λοκρίδα, Φωκίδα και

Δωρίδα) έως τη Ρόδο, µέρος της Πελοποννήσου (Αχαΐα, Ηλία, Μεσσηνία,

Λακωνία, Αργολίδα, Αίγινα, Κόρινθος, Μέγαρα) και το νότιο Αιγαίο (Κύθηρα,

Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Κάρπαθος, Ρόδος). Σηµαντικό στοιχείο αποτελεί πως η

δυτική ελληνική χρησιµοποιούνταν στα τρία σηµαντικότερα ιερά του ελλαδικού

χώρου, αυτό της Δωδώνης στην Ήπειρο, των Δελφών στη Φωκίδα και της

Ολυµπίας στην Ηλίδα και στις µεγαλύτερες πανελλήνιες θρησκευτικές γιορτές,

των Ισθµίων στην Κόρινθο, των Νεµέων στη Νεµέα της Αργολίδας, των Πυθίων

στους Δελφούς και των Ολυµπίων. Ο δεύτερος εποικισµός των Δωριέων από τον

8ο αι. π.Χ. και έπειτα έφερε ως αποτέλεσµα την εξάπλωση των δυτικών

διαλέκτων στη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεγάλη Ελλάδα και τη λιβυκή ακτή της

Αφρικής, εξαπλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο γεωγραφικά και γλωσσικά τα

σύνορα των δυτικών διαλέκτων. Η εξάπλωση όµως αυτή δε σήµανε µε κανένα

τρόπο τη διάσπαση των διαλέκτων σε πολλαπλά επίπεδα, παρά την

εντυπωσιακή οµοιγένειά τους. Δείκτες των δωρικών ιδιωµάτων αποτέλεσαν τα

επιγραφικά κείµενα, περισσότερο από τα αµιγώς λογοτεχνικά κείµενα της

περιόδου (Θεόκριτος, σικελική κωµωδία, δράµα), καθότι η λογοτεχνική γλώσσα

ήταν τυποποιηµένη και δεν αντικατοπτρίζει την καθηµερινή οµιλία. Εξελικτικά,

14

οι δωρικές διάλεκτοι αντικαταστάθηκαν από την ελληνιστική κοινή και

αναπτύχθηκαν κάποιες τοπικές κοινές των περιοχών.

Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της δυτικής ελληνικής γλώσσας

παρατίθενται αναλυτικά µε σκοπό τη µετέπειτα συγκριτική µελέτη του

γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος:

• διατήρηση του [a:]: στάλα/ αττ. στήλη.

• διατήρηση του [ti:]: δίδωτι, Ποτειδάν/ αττ. δίδωσι, Ποσειδών.

• του α αντί του ε: ἱαρός/ αττ. ἱερός.

• α’ πληθυντικό πρόσωπο ενεργητικής φωνής –µες: φέροµες/ αττ. φέροµεν.

• ονοµαστική πληθυντικού τοί, ταί/ αττ. οἱ, αἱ.

• αθέµατο απαρέµφατο σε –µεν: ἀποδόµεν, εἶµεν ή ἦµεν/ αττ. ἀποδοῦναι,

εἶναι. Η κατάληξη –µειν, -µην (συµφυρµός του –µεν µε το θεµατικό –ειν, -

ην) συναντάται στη Ρόδο, την Κρήτη, την Ήπειρο και τη Σικελία: κρητ.

µναµονεύFην, ἐξήµειν / αττ. µνηµονεύειν, ἐξεῖναι.

• η δεικτική αντωνυµία γ’ προσώπου είναι τῆνος.

• του α αντί του ω: πρᾶτος / αττ. πρῶτος.

• η εναλλαγή του ει και του η: δείλοµαι, δήλοµαι = βούλοµαι.

• το –ξ- έχει επεκταθεί στον µέλλοντα και αόριστο όλων των ρηµάτων σε –

ζω: ἐργάξασθαι, ἁρπάξας / αττ. ἐργάσασθαι, ἁρπάσας.

• η συναίρεση [a:] + [o] ή [a:] + [c:] ᾶ + ο δίνει [a:] ᾶ: πολίτᾶ, τᾶν θυρᾶν/ αττ.

πολίτου, τῶν θυρῶν. Συναίρεση [a:] + [e] ᾶ + ε > [a:] ᾶ: ἀέλιος > ἄλιος / αττ.

ἥλιος. Συναίρεση [a] + [e] ή [a] + [ε:] α + ε [ε:] η: νίκη / αττ. νικᾶ.

• οι δυτικές διάλεκτοι παρουσίαζουν διαφορές στην ποιότητα των

πρωτογενών και δευτερογενών µακρών µεσαίων φωνηέντων. Υπάρχει µια

διάκριση των διαλέκτων: Doris mitior («ήπια δωρική»), Doris severior

(«αυστηρή δωρική»), Doris media («µέση δωρική»). Οι βορειοδυτικές

διάλεκτοι, που εξετάζονται εδώ, µαζί µε τη µεγαρική, την κορινθιακή και

την ανατολική αργολική ανήκουν στην Doris mitior («ήπια δωρική»),

15

καθότι είναι λιγότερο τυπικές σε χαρακτηριστικά ως προς τη δωρική

διάλεκτο και συγγενεύει περισσότερο µε την αττική διάλεκτο. Έτσι, αυτές

οι διάλεκτοι διακρίνουν τα κλειστά /e:/ και /o:/, τα οποία προέρχονται από

την αναπληρωµατική έκταση ή ισοφωνηεντικές συναιρέσεις (π.χ. εἰµί,

βουλά, τιθείς) από τα ανοιχτά /ε/ και /ο/ (η και ω).

• διατήρηση της σύνταξης ἐν + αιτ.: λοκρ. ἐν Ναύπακτον / αττ. εἰς

Ναύπακτον.

• κατά περίπτωση αρ αντί ερ στις πρώιµες επιγραφές: λοκρ. πατάρα,

ἀνφοτάροις, ἀµάραι (= πατέρα, ἀµφοτέροις, ἡµέραι).

• στ αντί σθ: ἐχέστω / αττ. ἐχέσθω.

• δοτική ενικού οι: τοῖ Ἀπόλλωνι, τῶ Ἀπόλλωνι.

• δοτική πληθυντικού των συµφωνόληκτων θεµάτων σε –οις: αιτωλ.

Ἀκαρνάνοις, ἱππέοις / αττ. Ἀκαρνᾶσι, ἱππεῦσι.

• µέση µετοχή σε –ειµενος. δυτ. λοκρ. ἐνκαλειµένοι/ αττ. ἐγκαλουµένω17.


17 Χρηστίδης (2014), 326-338.
16

Κεφάλαιο 4

α. Το Γιαννιώτικο Γλωσσικό Ιδίωµα - Κύρια χαρακτηριστικά

«Η ντοπιολαλιά µας ήταν τα Γιαννιώτικα µε το κόψιµο των λέξεων που να µην

καταλαβαίνεις τι λέµε..» Κούλα Τζακµακλή - Χατζηγιάννη

Με βάση τα χαρακτηριστικά των δωρικών διαλέκτων και συγκεκριµένα

των βορειο-δυτικών ιδιωµάτων και έχοντας κατά νου το ευρύτερο γλωσσικό

πλαίσιο, θα εστιάσουµε στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα. Το ιδίωµα αυτό

εντάσσεται στα βορειο-δυτικά ιδιώµατα και αφορά στην ευρύτερη περιοχή της

Ηπείρου.

Το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα γίνεται πληρέστερα κατανοητό, όταν

αναλογιστεί κανείς τις ιδιάζουσες συνθήκες κάτω από τις οποίες δηµιουργήθηκε.

Η γεωγραφική θέση των Ιωαννίνων είναι ένας από τους κύριους λόγους που

επέβαλαν τη δηµιουργία του ιδιώµατος. Η αποµονωµένη θέση τους και η

περιστοίχισή τους από ορεινούς όγκους ευνόησαν τη δηµιουργία αυτού του

ιδιώµατος, ενώ οι δύσκολες κλιµατικές συνθήκες µε το βαρύ, ψυχρό και γεµάτο

υγρασία κλίµα επέβαλαν την εξοικονόµηση δυνάµεων ακόµα και στην οµιλία.

Εξ ου και η αποκοπή πολλών φωνηέντων, η υπερίσχυση του ου και η ύπαρξη

περισσότερων συµφώνων, δηµιουργώντας αυτήν την ιδιαίτερη ακουστική του

Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος. Επιπλέον, η εγγύτητα των Γιαννιωτών µε τη

φύση και η διαφορετική φύση των τότε επαγγελµάτων έφερε ως αποτέλεσµα τη

δηµιουργία ηχοµιµητικών λέξεων (π.χ. µπουµπουνητό> βροντές) ή ξεχωριστών

λέξεων για τα ζώα και ιδιαιτέρων λεξιλογίων για το κάθε επάγγελµα, ιδιαίτερα

εκείνων των συντεχνιών, όπως οι αργυροτέχνες, οι βυρσοδέψες κ.α. Τέλος, ο πιο

ισχυρός παράγοντας που διαµόρφωσε το ιδίωµα είναι η ιστορία του τόπου. Με

την παρακάτω εξέταση των γλωσσικών επιδράσεων από Τούρκους, Σλάβους,

Αλβανούς και Εβραίους γίνεται εµφανές πως το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα

17

είναι ένα αµάγαλµα γλωσσών και πρότυπο µε όρους αλληλεπίδρασης και

συνύπαρξης λαών και πολιτισµών.

Το γλωσσικό ιδίωµα της Ηπείρου, σύµφωνα µε τη µελέτη του Ευαγ.

Μπόγκα, διακρίνεται στο βόρειο ιδίωµα (Γιάννενα, Ζαγόρι, Κουρεντοχώρια,

χωριά της Δωδώνης, Λακκοχώρια, Κατσανοχώρια, Μέτσοβο, Τζουµέρκα, Άρτα)

και στο νότιο ιδίωµα (Β. Ήπειρος, δηλ. Αργυρόκαστρο, Πρεµετή, Δέλβινο,

Πωγώνι της Αλβανικής επικράτειας, Θεσπρωτία, δηλ. Φιλιάτες, Πάργα,

Παραµυθιά, Σούλι και ελεύθερο Πωγώνι, δηλ. Δελβινάκι, Βήσσανη κ.α.)18. Το

Γιαννιώτικο, λοιπόν, ιδίωµα ανήκει γενικά στα βορειο-δυτικά γλωσσικά

ιδιώµατα και σε ό,τι αφορά στην Ήπειρο και στις γλωσσικές της ιδιαιτερότητες

στο βόρειο ιδίωµα, στο οποίο επικεντρώνεται αυτή η έρευνα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του Γιαννιώτικου ιδιώµατος θα εξεταστούν µε

βάση τη Μορφολογία:

1. Η αλλαγή του γένους.

α. αρσενικά σε θηλυκά: ο ασβέστης >η ασβέστ’, το πλύµα> η πλύση

β. αρσενικά σε ουδέτερα: οι γοφοί >τα γόφια

γ. θηλυκά σε αρσενικά: η άλυσσος >ου άλ’σους

δ. θηλυκά σε ουδέτερα: η βοήθεια >του βόηθειου

ε. ουδέτερα σε αρσενικά: το δόκανο >ου δόκανους

2. Τροπή φωνηέντων σε άλλα φωνήεντα

α. τροπή του αρχικού ε σε α: αγγόν’ > εγγόνι

β. τροπή του ε σε α σε άλλες συλλαβές, κυρίως στο α’ και β’ πληθυντικό

πρόσωπο του Παρατατικού και Αορίστου: γράφαµαν, γράψαταν, γραφτήκαµαν.

γ. τροπή του αρχικού ε σε ο: ουρµ’νεύου> ερµηνεύω

δ. τροπή του αρχικού ο σε α: αρφανό> ορφανό


18 Μπόγκας (1964), 3.
18

ε.τροπή του ε σε ι: είχι> είχε, έσκυψι> έσκυψε, µι> µε, ιλάτι> ελάτε

στ. τροπή του ο σε ου: πουδάρ’> ποδάρι, πόδι

ζ. τροπή του ε σε ου: ουξόπορτα> εξώπορτα

η. τροπή του αι σε ι: πιδιά> παιδιά

θ. τροπή του ει σε ι: κοίταζι> κοιτάζει

ι. τροπή του ω σε ου: φταίου> φταίω, κλείσου> κλείσω

3. Τροπή συµφώνων σε άλλα σύµφωνα

α. τροπή του β σε γ: γλέπς> βλέπεις

β. τροπή του β σε φ: φ’κέντρα> βουκέντρα

γ. τροπή του δ σε γ: γρύµους> δρυµός

δ. τροπή του δ σε θ: θ’κός, θ’κή, θ’κό> δικός µου, δική µου, δικό µου

ε. τροπή του δ σε φ: φ’κράν> δικράνι

στ. τροπή του κ σε τ: τιχρί> κεχρί

ζ. τροπή του θ σε φ: φ’κάρ’> θηκάρι

η: τροπή του σ σε θ: ‘κουνουστάθ’> εικονοστάσι

θ: τροπή του φ σε χ: βρέχου> βρέφος

4. Αποβολή φωνηέντων και συµφώνων

α. εντός της ίδιας της λέξης: τς’ δλειές τς, άνξι> άνοιξε, καλουµαθµένα>

καλοµαθηµένα, ξέρ’ς> ξέρεις

β. στο τέλος της λέξης: γουµάρ’ > γοµάρι, µπιχλιµπίδ’> µπιχλιµπίδι

Συγκεκριµένα, α: αποβολή του αρχικού ο ή ε: νειριάζουµι> ονειριάζοµαι, β:

αποβολή του γ: αγώϊ> αγώγι, µοιρουλόϊ> µοιρολόγι, β. αποβολή του ζ στο β’

ενικό πρόσωπο της Οριστικής Ενεστώτα στα ρήµατα που λήγω σε –ζω: γυρίζου,

γυρίεις γυρίζ’

19

5. Ανάπτυξη φθόγγων

Του προθετικού α

α. σε ουσιαστικά: αστάχ’> στάχυ, αφρύδια> φρύδια

β. σε ρήµατα και στα ουσιαστικά τους: αγλιστράου> γλιστράω, αγλίστρα,

αλ’σµουνάου> λησµονώ, αλ’σµόν’µα> λησµονιά

Του φθόγγου ρ: βάρσανα> βάσανα

Του φθόγγου σ: στρίζου> τρίζω

Του ένρινου ν: άντα ή όντας> όταν

6. Σύµτυξη δυο λέξεων: µουλιγει> µου έλεγε, µουφιρις> µου έφερες, πόχεις> που

έχεις.

7. Το τελικό ν

Στην αιτιατική ενικού του αρσενικού άρθρου το ν µπροστά από φωνήεντα

παραµένει, τουν άνθρωπου, µπροστά από τα περισσότερα σύµφωνα

αποβάλλεται, του µάστακα, ενώ µπροστά από τα κ, π, τ, ξ, ψ διατηρείται και

ενσωµατώνεται µαζί τους, τουµπρώτου> τον πρώτο, τουµψεύτ’> τον ψεύτη. Το

ίδιο συµβαίνει και στα θηλυκά.

8. Ιδιαιτερότητα στην κλίση των ουσιαστικών, των αντωνυµιών, του άρθρου και

των ρηµάτων19.


Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από τον Μπόγκας (1964), 7-19 και από προσωπικές
19

παρατηρήσεις.
20

Η Κλίση του άρθρου

Ενικός Αριθµός

Ον. οὑ ἡ τ᾽ τού

Γεν. τ’ τ᾽ς τ’

Αιτ. τούν ή του τήν ἤ τ᾽ τού τ

Κλητ. ὦ ἔ µουρέ ἤ οὐρέ

Πληθυντικός Αριθµός

Ον. οἱ οἱ τά

Γεν. τοῦν τοῦν τοῦν

Αιτ. τ᾽ς τ᾽ς τά

Κλητ. ὦ ἔ µουρέ ἤ οὐρέ

Κλίση προσωπικής αντωνυµίας

ἰγώ ἰσύ αὐτός αὐτή αὐτό


ἰµένα ἰσένα αὐτ’νοῦ ή αὐτ᾽νῆς ή αὐτ’νοῦ ή
αὐ’νού αὐ᾽νῆς αὐ’νού
ἡµεῖς ἰσεῖς
ἡµᾶς ἰσᾶς αὐτόν αὐτή αὐτό

αὐτοί αὐτές αὐτά


αὐτ᾽νῶν ή αὐ᾽νῶν αὐτ᾽νῶν ή αὐ᾽νῶν αὐτ᾽νῶν ή αὐ᾽νῶν

αὐτ᾽νούς ή αὐνὀύς αὐτές αὐτά

Χρήση προσωπικής αντωνυµίας: µί τ᾽ ἰµένα (µε εµένα), µί τ᾽ ἰσένα (µε σενα), µί


τ᾽ἡµᾶς, µί τ᾽ἰσάς. Μαζί µε το ρήµα εἶµι: εἶνι τους (εἶναι αὐτός), εἶνι τ᾽(εἶναι αὐτή),
εἶνι του (εἶναι αὐτό).

21

Κλίση δεικτικής αντωνυµίας

ἰτούτους ἰτοῦτ’ ἰτούτ’ ἰτοῦτις ἰτοῦτου ἰτοῦτα


τουτ᾽νοῦ τουτ᾽νῶν τουτ᾽νῆς τουτνῶν τουτ᾽νοῦ τουτ᾽νῶν
ἰτοῦτουν τουτ᾽νούς ἰτούτ’ ἰτοῦτις ἰτοῦτου ἰτοῦτα

Στην κτητική αντωνυµία στα Γιαννιώτικα, όταν η λέξη τελειώνει σε –ς και


ακολουθεί η αντωνυµία µ(ου) αναπτύσσεται ο φθόγγος ι ανάµεσα στη λέξη και
την αντωνυµία για λόγους ευφωνίας: οὑ πατέρας-ι-µ᾽, θ᾽κός-ι-µ᾽.

Στο τέλος αντωνυµιών και τοπικών επιρρηµάτων συνηθίζεται να προστίθεται το


µόριο για: ἐτούτουςγια (αυτός εδώ), ίδῶγια (εδώ).

Κλίση ουσιαστικών

Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Ον. οὑ µπάκακας οἱ µπάκακες

Γεν. τ᾽µπάκακα ----------------

Αιτ. τού µπάκακα τ’ς µπάκακες

Κλητ. – µπάκακα -----------------

Παρατηρήσεις πάνω στο ουσιαστικό:

1. Πολλά ουσιαστικά σχηµατίζονται κατ’ αναλογία µε τα ουδέτερα στον

πληθυντικό αριθµό.

2. Δεν εµφανίζεται η γενική πληθυντικού.

3. Στην αιτιατική πληθυντικού υπάρχει συµπροφορά του άρθρου µε το

ουσιαστικό.

Επίθετα

1. Τα επίθετα που λήγουν σε –ιστος ή µερικά σε –τος έχουν κατάληξη σε –


ιγος, -γος: ανηµπόδ’γους, ατάραγους.

22

2. Σε κάποια αναπτύσσεται η παραγωγική κατάληξη σε –ησιος:


παιδιακήσιος, αντρήσιος.

3. Σε κάποια αναπτύσσεται η παραγωγική κατάληξη σε –ενιος: ξ’λένιους,


µουλ’βένιους.

Επιρρήµατα και Προθέσεις

Επιρρήµατα

1. Τα επιρρήµατα σε –ως δε χρησιµοποιούνται, µε εξαίρεση το καλώς.


2. Συχνότερα χρησιµοποιούνται τα τοπικά επιρρήµατα σε –θεν: πούθι ή
πούθι (πόθεν), δώθι (εδώ), κείθι (προς εκεί, κατά εκεί).

Προθέσεις

Η πρόθεση από εναλλάσσεται µε την υπό: απουφέριτι αντί υποφέρεται, την επί:
απουθ(υ)µάου (επιθυµώ) και την προ: προυφουρά (αποφορά).

Κλίση ρηµάτων

Ενεστώτας

κοσεύω εἶµι
κοσεύεις εἶσι
κοσεύ εἶνι
κοσεύοµι εἴµιστι
κοσεύιτι εἶστι
κοσεύν εἶνι

Παρατηρήσεις πάνω στο ρήµα:


1. Παρατηρείται συµπροφορά φωνηέντων.
2. Υπάρχει αντικατάσταση του ε µε το ι (γιωτακισµός).
3. Παρατηρείται απαλοιφή φωνηέντων.
4. Τα περισπώµενα ρήµατα χρησιµοποιούνται ασυναίρετα στο α’ ενικό
πρόσωπο: αγαπάου, πουνάου.
5. Μερικά ρήµατα σε –ιζω παίρνουν κατάληξη –αου σαν τα ασυναίρετα:
απουφασάου (αποφασίζω).

23

6. Σε ορισµένα ρήµατα που λήγουν σε –βω ή –φω, ο Ενεστώτας έχει τη


µορφή: κόφτου, ράφτου.
7. Τα ρήµατα που λήγουν σε –ζω σχηµατίζουν Αόριστο σε –ξα: πλαντάζου-
πλάνταξα.
8. Σε µερικά ρήµατα παρατηρείται αύξηση: άκούου – άκ’γα – άκ’σα και
ήκ’σα.
9. Μορφή ρηµάτων που συντάσσονται µε γενική: πιθαµένους τ’ς πείνας.
10. Διατήρηση της µετοχής: γιλασούµινους (ο γελαστός), γραµµατ’ζούµινου
(γραµµατιζόµενο), λαλούµινα (αυτά που λέγονται).

24

β. Λεξιλόγιο Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος

To Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα διακρίνεται για τα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά του, τις πολυποίκιλες προσµείξεις, τις µοναδικές λέξεις που

συναντώνται στην περιοχή, τις ηχοµιµητικές λέξεις και στην διαφορά της

σηµασίας κάποιων λέξεων σε σχέση µε τη Νέα Ελληνική γλώσσα. Στη

συγκεκριµένη µελέτη γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν όσες περισσότερες

λέξεις είναι δυνατόν και να κατηγοριοποιηθούν µε σκοπό την πληρέστερη

κατανόηση του ιδιώµατος20.

1. Λέξεις µοναδικές στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα.

η αγερίνα = η λεπτότατη άµµος της θάλασσας.


η αγιόπετρα = µυθική πέτρα η οποία πιστευόταν ότι µόνο αυτή είχε την ιδιότητα
να σκάψει σε χώµα όπου ήταν Τούρκος πεθαµένος.
άγουρος και άγορος = το αγόρι.
η αγυριστιά = ο θάνατος.
ο αδιάνιωτος = αυτός που κοιµάται βαθιά.
ο αΐσκιωτος = ο αντιπαθής.
το ακνάτο = για το κρασί που είναι ανόθευτο.
το αλαφρό = είδος µολυβδοµαντείας σε Εβραίους και Τούρκους στα Γιάνννενα.
o αµπαστάς = ο µεγάλος κάδος όπου οι βυρσοδέψες κατεργάζονταν τα δέρµατα.
ο άµπλανους = ο αθώος, ο απονήρευτος.
ο αναδίφτης = ο ραδιούργος.
ασµπουδιέµι ή σµπουδιέµι = σκοντάφτω.
του άσπρου = παλιότερο τούρκικο νόµισµα µικρής αξίας.
η ασβολιά = η δυστυχία.
αντάµα = µαζί, δε χρησιµοποιούσαν το µαζί.
ο βούρτσους = ο σκαντζόχοιρος.
η γκαβή = σκεπαστό παιχνίδι µε τράπουλα.
ο γκάϊλας = ο καυτός µεσηµβρινός ήλιος του καλοκαιριού.
τα γαλάρια = τα γαλακτοφόρα πρόβατα.
γκαραµπνίζου = διακρίνω από απόσταση.
ζαλουβρουντιούµι = ταράσσοµαι.
ηλιουκατέβατα = µε τη σηµασία του ουρανοκατέβατα.
ηλιουστάλαµµα = επιρ. καταµεσήµερα.
ο κάλφας = ο βοηθός υπάλληλος στα βιοτεχνικά εργαστήρια.


20 Οι λέξεις είναι παρµένες από τον Μπόγκα (1964).
25

οι Καραµπέρ’δις = µεγάλη οµάδα Γιαννιωτών γλεντζέδων, από την τάξη των


ταµπάκων προπαντώς, ονοµαστή για τα αδιάκοπα γλεντοµεθύσια τους, κατά το
β’ ήµισυ του 19ου αι.
το καρκαλέτσ’ = ο κοκκύτης.
λαντζοδέρνω = αγωνιώ.
τα νέρατα = τα φύκια της λίµνης.
ο ντρέγγλας = ο ψηλός.

2. Λέξεις µε διαφοροποιηµένη σηµασία στα Γιαννιώτικα σε σχέση µε τα Νέα


Ελληνικά.

αγαναχτώ = αποκάνω.
αναβάνου = αναφέρω , µελετώ.
αναγορεύω = διαβάλλω , συκοφαντώ.
η βάρκα = η ετοιµόγεννη γυναίκα, οι Γιαννιώτες χρησιµοποιούσαν την τούρκικη
λέξη καΐκ’ για τη βάρκα.
γκαβώνω = τυφλώνω, στα Γιαννιώτικα δωροδοκώ.
η δόξα = η ίριδα, το ουράνιο τόξο.
τα έργατα = τα κακά έργα.
θαραπεύουµι = ευχαριστιέµαι.
η καλότ’χ’= η νόσος ευλογιά.
καρδιά = 1. η κοιλιά, το στοµάχι, 2. η καρδιά του σφαχτού, 3. η ευψυχία.
λαλάου = 1. κελαηδώ, 2. παίζω µουσικό όργανο.
η λαµπάδα = το κεντρικό, το πιο ορµητικό µέρος του ρεύµατος ενός ποταµού.
η ξάδεια = η ευκαιρία.
η ουξέδρα = ο οχετός.

3. Ηχοµιµητικές λέξεις

τα βαρδάρια = τα ξύλινα θορυβώδη µαντάλια που αναγκάζουν το σιτάρι να


χύνεται στην τρύπα της µυλόπετρας λίγο λίγο κατά το θέληµα του µυλωνά.
η βιζβιντόνα = η σφεντόνα, η λέξη προέρχεται από τον ήχο της.
βράγγα – βρούγγα = επιρ. θορυβωδώς, ηχοποιηµένη λέξη.
η γκαΐλα = η κάργια, η καλλιακούδα, ηχοποιηµένη λέξη.
το καρκάλ’ = το µικρό πράσινο βατραχάκι που ζει συνήθως µέσα στις κουφάλες
των δέντρων, ηχοποιηµένη λέξη από το διαπεραστικό καρ-καρ του ζώου.
το γαργάρ’ = είδος παιχνιδιού, ηχοµιµητική από τον ήχο γαρ γαρ.
η γουργούρα = η περιστροφική κίνηση, ηχοποιηµένη από τον τροχό της µηχανής.
ο γλούπους = η τρύπα της κάνης του τουφεκιού ή του κανονιού, 2. µτφ. το
στοµάχι, µάλλον ηχοποιηµένη.

26

Κεφάλαιο 5

Τα Καστρινά

α. Γενικές παρατηρήσεις

«Δεν µπορούµε να θεωρήσουµε την Καστρινή ως ξεχωριστή γλώσσα. Ήταν

λέξεις που χρησιµοποιούσαν τα παιδιά στα παιχνίδια και στα µαλώµατά τους.

Ήταν περισσότερο λαϊκές λέξεις και αρκετές λέξεις από χωριά.» Γεώργιος

Σιοµπότης, δάσκαλος.

Τα Καστρινά εντάσσονται στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα, είναι µια

υπο-κατηγορία του ενιαίου ιδιώµατος της πόλης και ακολουθούν κατά κύριο

λόγο τους γραµµµατικούς – συντακτικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν.

Μορφολογία

• Φεύγει το γράµµα ι είτε στο τέλος είτε στη µέση της λέξης π.χ. αφύσκος.

• Παρατηρούνται συντµήσεις.

• Διακρίνονται συµφωνικά και φωνηεντικά πάθη π.χ. δάχτλο.

• Η προφορά του γράµµατος κ τρέπεται σε γκ π.χ. γκαζµάς και του

γράµµατος ζ σε σ π.χ. ζβαρνιέµαι.

• Παρατηρείται αλλαγή γένους π.χ. το έχος αντί τα πλούτη.

• Το ου αποκόπτεται.

• Το γράµµα ζ χρησιµοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις αντί του η π.χ. όαση

-> ζνόας.

• Αναπτύσσονται ευφωνικά φωνήεντα π.χ. προχθές -> ηπροχθές ή

ευφωνικά σύµφωνα π.χ. του φ, φτιάνω.

• Χρησιµοποιούνται κάποιοι φθόγγοι αντί άλλων π.χ.

του θ αντί του δ

του µπ αντί του µ, π.χ. µουλάρι -> µλάρι.

27

του ντ αντί του τ, π.χ. τηγάνι -> ντγάνι.

του ου αντί του ο, π.χ. οργιό -> ουργιό.

του υ αντί του αυ, π.χ. αυτός -> υφτούνος.

28

β. Σχολιασµός Λεξιλογίου Καστρινών

Για την ταξινόµηση και κατηγοριοποίηση του λεξιλογίου των Καστρινών

θεωρήθηκε σκόπιµη η κατάταξη σε τρεις διακριτές κατηγορίες:

1. Ιδιότυπες λέξεις, που συναντώνται µόνο στα Καστρινά και όχι στην

ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων.

αβέρει = έρχεται
αναποδόκλασµα = το ρέψιµο
ο αρβάλας = ο άγαρµπος
το γκαφάλ’ = χαµένο κορµί
η ζαγκανόκουλη = η γυναίκα που κουνιέται πολύ
η ζαµπαρούχα = το συνάχι
ο ζβαρίλας = ο απεριποίητος
το ζβίγκο = τίποτε, κενό, άδειο
ο ζβδίρας = ο κοντός, ο τάπας
το θληκοβούζι = ο στηθόδεσµος
καλοσκέρνω = δοκιµάζω (τρώω)
ο κασάρας = αυτός που έχει µεγάλη και στραβή µύτη
η καύκα = αυτός που δε µιλούσαµε
κουκουσιούµστα = φανταστικό µέρος
ο κουρτσελοµύτης = αυτός που ακάθαρτη ρινική κοιλότητα
ο κριτσπέταλος = ο τρελός
η λαγγαντούσιω = ακατάστατη
ο µαξλάρας = ο πάσλας
η µπατζαρτζίλα = η άσχηµη µυρωδιά από τυροκοµείο
η µπαφιόρα = το τσιγάρο
µπιτσκάρω = τρελαίνοµαι
η ντεβερλίγκα = η βόλτα
ο ντελιφσέκιας = ο ανόητος
ντενιάρω = µπήγω, πετάω, αµολάω
το ντενουάρ = τα νεύρα, η ταραχή
ο ντερλικούρας = ο ανόητος
ξιµισκλήθκα = ξεσκελίστηκα
το ξιούκι = ο ανόητος
η παπλατζιάρα = το παχύ στήθος
ο πουτσοφλίγκαρος = ο πέων
οι πρατσιανέλες = οι παπαδίτσες
τα προυτσαλέκια = οι παπαδίτσες
οι ρουµπαστίνες = κουβέντες χωρίς ιδιαίτερο νόηµα
σιαπέρω = καταλαβαίνω, αντιλαµβάνοµαι
ο σιµεντλικουέρας = ο ηλίθιος
29

ο σιουµπερδέκας = ο ανόητος
το τσαπράγκαλο = το χαµένο, το κουτό, το χαζό
το τσιάφ = η φαλτσοστέκια του µπιλιάρδου
η τσιµπλικοκόσιου = η τσίµπλα
η τσοφνόκωλη = η ψιλοµύτα
φαγκρίζω = µισανοίγω το στόµα
ο φλαπούτσος = το µεγάλο πέος
χουχτάω = ζεσταίνω µε την ανάσα µου

2. Τυποποιηµένες φράσεις επιρρηµατικού χαρακτήρα.

γκάου µπίου = αυτός που ζει στον δικό του κόσµο


καφτάν µερεµέτ = πέφτει χοντρό ξύλο
κλάιν µάιν = ό,τι να ναι
µπέχο = τζάµπα
σιλεµουά = για τον εαυτό µου
τσάλε µάλε = η κλοπή

3. Λέξεις που αποκτούν άλλη σηµασία στα Καστρινά και σχετίζονται


κυρίως µε σεξουαλικές ή φυσικές ανάγκες.
ο αργαλειός = ο αυνανισµός
τα φλόκια = αποτελέσµατα εκσπερµάτωσης
αφώνω = σύντµηση του χαραφώνω (βλ. πιο πάνω)
το βζόµπαλο = µεγάλο στρογγυλό γυναικείο στήθος
γιατσεύω = χουφτώνω πριν και κατά τη σεξουαλική πράξη
ο γκρόβερ = ο οµοφυλόφιλος
ο κεφτές = ο πισινός
κολαρέντα = η διάρροια
το µπαχταλέ = πλούσιο γυναικείο στήθος
τα µπρίκια = οι όρχεις
η παπλατζάρα = το παχύ στήθος
τα πελέ = οι όρχεις
το πετσί = η συνουσία
πετσώνω = συνουσιάζω
το πιχτάρ = ο σκληρός τσιόκος
πρατσαλάω = γενετήσια πράξη αιγοπροβάτων
πρεσάρω = πετσώνω
πριτσινώνω = χαραφώνω
ο σκεµπές = περιττά κιλά γύρω από την κοιλιακή χώρα
ο τάχας = ο πισινός
ο τσιόκος = ο φαλλός
το χαράφωµα = η ερωτική πράξη
30

χατζιάρω = αφοδεύω
χλιαβρίζω = αφοδεύω σε µεγάλη ποσότητα
Κεφάλαιο 6

Προσµείξεις στο Γιαννιώτικο Γλωσσικό Ιδίωµα

α. Τούρκικες Λέξεις

Η µακρόχρονη κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Οθωµανούς

Τούρκους, όπως ήταν φυσικό, άφησε ανεξίτηλα σηµάδια στη γλώσσα των

Ελλήνων και ιδίως των Γιαννιωτών λόγω της συνεχούς συναναστροφής µε τους

κατακτητές. Η επίδραση της τουρκικής γλώσσας έναντι της ελληνικής

συνίσταται κυρίως σε όρους λεξικού δανεισµού αλλά και µορφολογικής

αφοµοίωσης και µεταφραστικών δανείων.

Η εξέταση της επίδρασης της τουρκικής έναντι της ελληνικής γλώσσας

συνοψίζεται σε δυο τοµείς αρχικά: στη φωνολογία και τη µορφολογία.

Οι βασικότερες φωνολογικές αντιστοιχίες είναι οι ακόλουθες:

1. ç και c < τσ και τζ

2. ş < σ/ς

3. ğ > γ

4. ö > ε / ο

5. ü > ου

6. ı > ι21

Όσον αφορά στη µορφολογία των ονοµάτων και των επιθέτων,

συνέβησαν οι εξής αλλαγές:

1. Στην περίπτωση των ονοµάτων που λήγουν σε φωνήεν και δηλώνουν

άψυχα αντικείµενα, µερικά από αυτά σε –α, όπως το boya, αυτά

ενσωµατώθηκαν κατευθείαν ως θηλυκά, µπογιά. Άλλα, όπως το yaka,

απέκτησαν ένα τελικό –ς και εµφανίζονται ως αρσενικά, γιακάς.

2. Τα ονόµατα που λήγουν σε φωνήεν και δηλώνουν αρσενικά, όπως το baba,

απέκτησαν επίσης ένα τελικό ς: µπαµπάς.


21 Horroks (2006), 543.
31

3. Τα ονόµατα σε –i που δηλώνουν αντικείµενα, όπως το cami,

εµφανίστηκαν, φυσιολογικά, ως ουδέτερα σε –ι, τζαµί.

4. Στην περίπτωση των ονοµάτων που λήγουν σε σύµφωνο, εκείνα που

δηλώνουν αντικείµενα, όπως το sokak, αποκτούν µε συνέπεια ένα –ι και

εµφανίζονται ως ουδέτερα, σοκάκι. Σ’ αυτά που δηλώνουν πρόσωπα, όπως

bakal, προστέθηκε το –ης, δίνοντας το µπακάλης, κτλ.

5. Τα τουρκικά ονόµατα που δηλώνουν το δρων πρόσωπο σε -ci ή, δεδοµένου

ότι τα τουρκικά επιθήµατα υπόκεινται σε φωνηεντική αρµονία, σε –ci, -cu

και –cü, καθιερώθηκαν µε το επίθηµα –τζης. Παραδείγµατα

περιλαµβάνουν τα µπογιατζής < boya-ci, τενεκετζής <teneke-ci.

6. Τα επίθετα που τελειώνουν σε σύµφωνο απέκτησαν το επίθηµα –ης, π.χ.

tembel > τεµπέλης. Το ουδέτερο αυτού του τύπου τελείωνε σε –ικο, από το

οποίο προήλθε το –ικος, που σε ορισµένες περιπτώσεις γενικεύτηκε, π.χ.

bol > µπόλικος.

7. Τα επίθετα που τελειώνουν σε –i (ή στα αντίστοιχά του µε βάση τη

φωνηεντική αρµονία) εµφανίζονται συνήθως στα ελληνικά µε το επίθηµα

–ής, π.χ. ατζαµής < acemi, στο θηλυκό σε –ιά, στο ουδέτερο σε –ί, φωνητικά

ανάλογο πρός το γλυκύς / -ιά / (-εια) –ύ22.

Το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα ακολούθησε τους ίδιους κανόνες

αφοµοίωσης της τουρκικής γλώσσας, καθότι η πόλη ήταν υποταγµένη στους

Οθωµανούς από το 1431 έως το 1913. Στα Ιωάννινα, όµως, παρατηρείται µια

ξεχωριστή αφοµοίωση της τουρκικής γλώσσας από την ελληνική µε επικράτηση

της ελληνικής. Απόδειξη αυτού είναι η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας ως

επίσηµης γλώσσας του πασαλικιού του Αλή-Πασά και τη χρήση της τουρκικής

µόνο για την αλληλογραφία του πασαλικιού µε την Υψηλή Πύλη της

Κωνσταντινούπολης και µε τον Σουλτάνο. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το

γεγονός πως οι Τούρκοι κάτοικοι των Ιωαννίνων, οι Τουρκογιαννιώτες,



22 Horroks (2006), 543-544.
32

χρησιµοποιούσαν το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα ως µητρική γλώσσα, ενώ,

δεδοµένης της αφοσίωσης των Τούρκων στη θρησκεία τους, συνέθεταν στα

Γιαννιώτικα θρησκευτικές υµνολογίες και κατά τον 19ο αι. µετέφρασαν το

Κοράνι στα ελληνικά23.

Με οδηγό την προσωπική συλλογή γιαννιώτικων λέξεων και εκφράσεων

του δασκάλου Γεωργίου Σοµπότη και µε βάση τα λεξιλόγια του Ευαγ. Μπόγκα

και Δηµ. Σαλαµάγκα, παρακάτω αναφέρονται αλφαβητικά τούρκικες λέξεις που

εισήλθαν στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα µαζί µε τη σηµασία τους.

Αλά(χ) σελιαµέτ’(ι) = ο Θεός να δώσει το καλό σου


o αβτζής = ο κυνηγός
ου αχταρµάς = το µάζεµα
το άχτι = γινάτι, επιθυµία για εκδίκηση
του ακσιάµι = λυκόφως, λίγο µετά τη δύση
το αµανάτ’(ι)= ενθύµιο, υποθήκη, ενέχυρο
αχµπέτ = θέλοντας και µη
το γαζέπ’(ι) = δυνατή βροχή
του γκέµ’(ι) = το χαλινάρι
του γιορντάµι = περιδέραιο µε φλουριά
το γεντέκι = δοχείο που διατηρείται ζεστό νερό για την παρασκευή καφέ
ου γκιουλές = βλήµα κανονιού.
του ζιµπίλ’(ι) = ο σάκκος, ο τρουβάς
του ζέφκ’(ι) = όρεξη, διασκέδαση, φαγοπότι
του ζαφτ’(ι) = η πειθαρχία, η σύλληψη
του ιµπρέτ = απογοήτευση, γεγονός που χρησιµεύει ως παράδειγµα
ο ιµπρισµάς = µετάξινο νήµα
ου καπαµάς = φαγητό κατσαρόλας µε αρνάκι
του κεσάτ’(ι) = η αναδουλειά
του κιτάπ’(ι) = το βιβλίο λογαριασµών
η καζάρµα = µεγάλο στρατιωτικό κτίριο
ου κισλάς = στρατώνας, στρατόπεδο
του καµτσίκ’(ι) = το µαστίγιο ζώων, η βουκέντρα
ο καζάζης = ο µεταξουργός, ο έµπορος µεταξωτών κλωστών
τα καφτάνια = τούρκικη ενδυµασία
ο κούρκας = η γούνα
ο κουµπές = η καµάρα, ο θόλος

23 Μπόγκας (1964), 3-4.
33

του κουρµπέτ’(ι) = η πιάτσα, ο δρόµος


το κασαβέτι = η στενοχώρια
τα λέσια = το λίπος κάτω από το δέρµα των ζώων
το λιγέν’(ι) = η λεκάνη
η λαπούδα = τα καλτσάκια
µπρέτι = έφριξε
µετ α µετ µουαµέτ = θέλω κάτι επίµονα
µπελκίµ = ίσως να , µακάρι να
ου µιντεράς = ο παπλωµατάς
το µαξούλι = η σοδειά, η συγκοµιδή
ου µουστερής = ο πελάτης
του µασούρ’(ι) = η κουβαρίστρα
του µαραφέτ’(ι) = η τέχνη, η µάθηση, το εργαλείο, το εξάρτηµα
µπουγιουρούµ = κοπιάστε, ορίστε
του µπιρικέτ = η ευλογία
του µπιρντάχ = ξύρισµα µε κόντρα και το γερό µάθηµα
του µορικάπ’(ι) = µαύρο µελάνι
ο ντεσκερές = η ειδοποίηση, η γραφή
ο ντελής = ο ιππέας του οθωµανικού στρατού
σακίν = µην τυχόν
του σιαϊν’(ι) = το γεράκι, ο έξυπνος
του σαρίκ’(ι) = ο κεφαλόδεσµος, το τουρµπάν
ο τζιανενές = η κοροϊδία
του τζουλµπέν = το πορτοφόλι
ου τσιαµπάης = ο µεσίτης ζώων, ο µεταπωλητής
ου τζιαρµάς = ο χωροφύλακας
ταµάµ = ακριβώς
τσάκ(ι)σι = το κάνω πιο λιανά (τσακίζω)
του τσιγκέλ’(ι) = ο γάντζος, η αρπαγή
η τσόχα = είδος υφάσµατος για ανδρικά κυρίως ενδύµατα
το τέλι = εξαρτήµατα , στολίδια γυναικείας κεφαλής
τα τσαπράζια = συνήθως ασηµένια στολίδια στήθους
ου τζαλµάς = το κάλυµµα της κεφαλής των Τούρκων
του ταπί = χαρτί ιδιοκτησίας, ξαπαράδιασµα
το χάκ’(ι) = η εκδίκηση, το γινάτι, το κακό
το χοτζέτι = επίσηµο έγγραφο
το χιράµι = µάλλινο κλινοσκέπασµα
ο αρναούτης = περιπαικτικά ο αρβανίτης. Από το τούρκικο arnaut.

αφέντ’ς = 1. το αφεντικό, 2. ο σύζυγος, 3. ο πεθερός, 4. ο παπάς, 5. ο αντράδερφος,


αρχ. αὐθέντης, ἀφέντης, τουρ. efendi.
ο βοϊβόδας = ο βοεβόδας, τουρ. voyvoda, σλ. voivoda.
34

το καρδαµπίκ’ = το κουνουπίδι, τουρ. Karnabit.


το ντ΄λαπόπ’λου= το µικρό ντουλάπι, τουρ. dolap24.

Η εισαγωγή τούρκικων λέξεων στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα θα

σταµατήσει µετά την απελευθέρωση της πόλεως το 1913, µε αποτέλεσµα οι

περισσότερες από αυτές να µένουν ως ανάµνηση στα ακούσµατα των παλαιών

Γιαννιωτών.


24 Λέξεις από τον Μπόγκα (1964).
35

β. Αρχαίες Ελληνικές Λέξεις

«Πολλαί ἀρχαιοπινεῖς λέξεις σώζονται ἐν καθηµερινῇ χρήσει ἐν Ἠπείρῳ καί

ὀλίγαι χῶραι διέσωσαν οὕτω πιστῶς τόν ἀρχαῖον γλωσσικόν θησαυρόν, ὅσον ἡ

εὔανδρος Ἤπειρος.25» Γ. Χατζηδάκις

Στο Εισαγωγικό κεφάλαιο περί του κινήµατος του Διαφωτισµού στην

Ελλάδα και κυρίως στα Ιωάννινα, καταδείχθηκε η σηµασία του διαφωτισµού του

Γένους διαµέσου της σύνδεσής του µε τον αρχαίο πολιτισµό ως παρακαταθήκη

και βάση για το µέλλον. Αυτή η τάση αντικατοπτρίζεται και στη γλώσσα, όπου

χρησιµοποιείται ένα µείγµα δηµοτικής και συντηρητικών – αρχαϊκών τύπων, ένα

«αρχαΐζον» ύφος, κυρίως από τα µορφωµένα κοινωνικά στρώµατα.

Για τον λόγο αυτό απαριθµώνται οι αρχαϊσµοί των διανοουµένων του 18ου

αι.:

1. Η συστηµατική διατήρηση της αρχαίας ονοµατικής και ρηµατικής

µορφολογίας, όπως:

• των δευτερόκλιτων «συνηρηµένων» και παραδοσιακών τριτόκλιτων

τύπων (π.β. ἁπλοῦν < ἁπλό-ον αντί του σύγχρονου απλό, καθώς και

αρχαία αιτιατική πληθυντικού της τρίτης κλίσης, π.χ. χεῖρας).

• των µονολεκτικών συγκριτικών αντί του πιο + απλό επίθετο π.χ.

πρεπωδέστερον).

• της δοτικής πτώσης (τῇ ὕλῃ).

• της χρήσης κλινόµενων µετοχών, τόσο στην ενεργητική φωνή όσο και

στον παθητικό ενεστώτα / αόριστο (π.χ. σώζων).

• του αναδιπλασιασµού (π.χ. ὡρισµένους).

• της διατήρησης της συλλαβικής αύξησης, συµπεριλαµβανοµένης της

εσωτερικής για τα σύνθετα (π.χ. µετερρύθµισα).


25 Αραβαντινός (1909), σελ. η’.
36

2. Οι αρχαίες προθέσεις (π.χ. ἀνά, ἐπί, ἐν, παρά) επιβάλλουν στο συµπλήρωµά

τους την πτώση που απαιτούσε η αρχαία γλώσσα, συµπεριλαµβανοµένης και

της δοτικής (π.χ. ἐν τῷ ὕφει).

3. Οι λεξικές µονάδες (και κλιτικά παραδείγµατα) που ήταν ξένα προς τα λαϊκά

επίπεδα γλώσσας – π.χ. το θηλυκό χείρ αντί του ουδετέρου χέρι, ἀεί αντί του

πάντα κτλ26.

Η τάση αυτή είναι αδύνατον να µην επηρέασε το Γιαννιώτικο γλωσσικό

ιδίωµα, καθότι πρόκειται για ένα µεταβατικό γλωσσικό στάδιο από την αρχαία

ελληνική γλώσσα, στην καθαρεύουσα, στην απλή καθαρεύουσα και έπειτα στη

δηµοτική.

Εδώ παρατίθενται κάποια παραδείγµατα γιαννιώτικων λέξεων, η σηµασία τους

και η προέλευσή τους:

αγγειά = αγγεία, οικοσκευή. Οµηρική λέξη «άγγος».


αγκίδα = µυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό:«ακίς – ίδος».
αγκούσα (η) = µεγάλο άγχος που συνοδεύεται µε αναστεναγµό και µερικές
φορές µε κλάµα, το βάρος στο στήθος. (Κατά τον Γ. Χατζιδάκη η λέξη είναι
αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, µετοχής του
ρήµατος ογκούµαι (= συσσωρεύοµαι, εξογκώνοµαι. Κατά άλλους προέρχεται από
το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
αγκωνή= η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού. Μεσαιωνική ελληνική
αγκωνή < αγκών + γωνία (συµφυρµός).
ακουρµάζοµαι και ακουρµαίνοµαι= ακούω µε µεγάλη προσοχή, µερικές φορές
βάζοντας το χέρι και στο αυτί. Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα ἀκροῶµαι=
ακούω µε προσοχή κάποιον.
απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη µεσαιωνική ελληνική αποθώνω που προέρχεται
από το αρχαίο ελληνικό αποθέτω.
αψυχάω=τσιγκουνεύοµαι. Από το στερητικό α- και τη λέξη ψυχή.
γάστρα = µετάλλινος κινητός καµπύλος φούρνος. Παράγεται από την οµηρική
λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου).
γούπατο= γούπατο. Από συµφυρµό των οµηρικών λέξεων «γη» και «πάτος».
δοκήθηκα (το δοκήθηκα)= το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το
αρχαίο ρήµα δοκέω-ῶ=µου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νοµίζω.

26 Horroks (2006), 592-593.
37

ζεύλα και ζεύγλα= το καµπύλο µέρος του ζυγού µέσα από το οποίο περνά ο
λαιµός του ζώου. Προέρχεται από το αρχαίο ρήµα ζεύγνυµι= βάζω κάτω από το
ζυγό.
θηµωνιά = θηµωνιά. Οµηρική λέξη «θηµών – ωνος».
κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήµα «κόσσω»=κόβω.
καλοπίχειρα= εύκολα (επίρρηµα). Από το επίθετο καλός και το ρήµα επιχειρώ.
λανάρι= ξύλινο εργαλείο από µονοκόµµατο επίπεδο ξύλο στη µια άκρη του
οποίου είναι προσαρµοσµένα σιδερένια δόντια για το ξάσιµο το µαλλιού. Από τη
Οµηρική λέξη «λήνος»=µαλλί.
λιµασµένος= κατεχόµενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία λέξη λιµός=πείνα.
λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήµα λύω=λύνω, ανοίγω.
µολόηµα= περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήµα οµολογέω-ώ,
οµολόγηµα, µολόηµα.
µπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπηµα του γάλακτος. Από την αρχαία ελληνική
λέξη «βύτις» ή «βύττις».
µαστάρι= εξέλιξη της αρχαίας λέξης µαστός.
νήλα και νίλα= συµφορά, ταλαιπωρία. Από την οµηρική λέξη «νηλής –ές»
=ανηλεής, σκληρός.
νίβοµαι= πλένω το πρόσωπό µου, από το αρχαίο ρήµα νίπτω.
ξυθάλι = µασιά για τα κάρβουνα, εξάρτηµα τζακιού για το σκάλισµα της
θράκας. Από τις οµηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
ορµηνεύω= συµβουλεύω. Παραφθορά από το ρήµα ερµηνεύω.
παραγκώµι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και την αρχαία λέξη
εγκώµιον.
πάφλας= τενεκές. Από το ρήµα «παφλάζω» =κάνω κρότο. (Παφλασµός= ο ήχος
από τα κύµατα που σκάνε στην ακτή).Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει
κρότο µε την κάθε µετακίνησή του ή µε κάθε χτύπηµα.
ποδένοµαι= φοράω τα παπούτσια µου, από τη λέξη υπόδηµα, µεταγενέστερο
ρήµα υποδένοµαι.
ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασµα, άνοιγµα.
πυροµάδα= πυρωµένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωµιού. Από τις οµηρικές
λέξεις «πυρ» και «ωµός»= άψητος.
πυροστιά= πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτηµα-βοήθηµα, που
µπαίνει στη φωτιά. Από τις οµηρικές λέξεις «πυρ-ός» και «ιστίη»=εστία.
ρούγα = ρούγα, δρόµος πόλης. Οµηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός.
ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
στέρφο = άγονο (από την οµηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η
λέξη «στέριφος»).
στουρνάρι = στουρνάρι, αχµηρό σκληρό πέτρωµα. Παράγεται από το ρήµα
«στόρνυµι» ή «στορέννυµι» (µεσαιωνική λέξη «στόρνυµαι» =εξοµαλύνω). Από το
ρήµα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο µε οξεία αιχµή)
και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός µε την τριβή).

38

στρέω= συµφωνώ, αποδέχοµαι κάτι που µε συµφέρει.(Συνήθης έκφραση:"δε µε


στρέει"= δε µε συµφέρει, δε συµφωνώ) Από το αρχαίο ρήµα στέργω.
τάλαρος = µεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την οµηρική
λέξη «τάλαρος»27.

τα ντούσια = οι ανέσεις, τα αρεστά, τα ποθούµενα από το αρχαίο ελληνικό


αδούσιον = αρεστόν στον Ησύχιο28.
ακουρµαίνουµι (ακουρµαίνοµαι) και ακουρµάζουµι = 1. τεντωνω το αυτί µου για
ν’ ακούσω κάτι που έρχεται από µακρυά, 2. προσέχω, 3. κρυφακούω, 4. υπακούω.
Από το αρχαίο ουσιαστικό ακρόαµα> ακροαµάζοµαι.
αλαζουνεύουµι = αλαζονεύοµαι το ρήµα, στενοχωρούµαι.
το άλας = αντί το αλάτι, αιτ. πληθ. του αρχ. ἅλς.
η αγριάδα = το νέο χόρτο που φυτρώνει στο λιβάδι τον Αύγουστο ή Σεπτέµβριο,
ύστερα από το κόψιµο του ανοιξιάτικου χόρτου, αρχ. άγρωστις.
αγριουµανάει = οργιάζει σε βλάστηση, άγριος + µανώ, αρχ. ὑλοµανέω.
ο άλ’µους (άληµος) = το άληµος είναι συγγενές µε το οµηρικό ἀλήµων (αγύρτης,
ελεηνός).
το ανάµα = από το αρχ. νάµα.
τα απίδια = τα αχλάδια, το αρχ. ἄπιον.
η αρίδα = 1. το µικρό τρυπάνι, 2. το ύψος της κνήµης του ζώου, 3. µτφ. ο
ενοχλητικός από το αρχ. ἀρίς.
η αντάρα = 1. η πυκνή οµίχλη του χειµώνα, 2. µτφ. η αναστάτωση, η αγωνία από
το αρχ. ανταύρα.
το αστάχ’ = το στάχυ, κώνος καλαµποκιού στα γύρω των Ιωαννίνων, αρχ.
ἄσταχυς.
το διάνεµµα = το γνέψιµο, αρχ. διανεύω = νεύω µε το κεφάλι.
δοκιούµι = αντιλαµβάνοµαι, αρχ. δοκοῦµαι.
η λώβα = η λέπρα, αρχ. λώβη.


27 Συλλογή λέξεων από piotermilonas.blogspot.gr.
28 Οι λέξεις είναι παρµένες από τον Μπόγκα (1964).
39

γ. Αλβανικές λέξεις

Η επίδραση της αλβανικής γλώσσας στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα

οφείλεται κυρίως σε γεωγρααφικούς λόγους. Η γειτονική προς την Ήπειρο

Αλβανία ήρθε πρώιµα σε επαφή µε τον Ηπειρωτικό χώρο ήδη από τον 14ο αι. Η

αλληλεπίδραση των γλωσσών είναι µια σχέση αµφίδροµη, δεδοµένου ότι η

αλβανική γλώσσα ανήκει στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και επηρεάστηκε από τη

γλώσσα των εκάστοτε κατακτητών ή γειτόνων της (Ρωµαίοι, Έλληνες, Τούρκοι)

και αυτή µε τη σειρά της άφησε γλωσσικά κατάλοιπα στους ανωτέρω

αναφερόµενους 29 . Εξάλλου αυτός ο κανόνας ισχύει για όλες τις ζωντανές

γλώσσες που έρχονται σε επαφή. «Η σύγχρονη αλβανική γλώσσα χωρίζεται σε

δυο µεγάλες διαλεκτικές οµάδες: τα γκέγκικα στο βορρά και τα τόσκικα στον

νότο... Η σηµερινή επίσηµη αλβανική γλώσσα δηµιουργήθηκε πάνω στα

γλωσσικά δεδοµένα της τόσκικης διαλέκτου, η οποία λόγω της γεωγραφικής της

εξάπλωσης στο νότιο τµήµα της Αλβανίας επέδρασε κατά βάσιν στα

Ηπειρωτικά ιδιώµατα. Φορείς εξάλλου τοσκικής διαλέκτου εισήλθαν από τον 14ο

αι στις ελληνόφωνες περιοχές και δηµούργησαν το αλβανικό γλωσσικό ιδίωµα

που είναι γνωστό ως αρβανίτικα.30» Η µακραίωνη αυτή σχέση µε την Αλβανία

έχει διατηρηθεί έως σήµερα µε την εγκατάσταση πληθυσµών και την πλήρη

ένταξή τους στον Ηπειρωτικό χώρο, ενώ τα αρβανίτικα συνεχίζουν να έχουν

οµιλητές ιδίως στη Θεσπρωτία. Οδηγοί για τη διερεύνηση των αλβανικών

γλωσσικών δανείων στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα αποτελούν κατά κύριο

λόγο το βιβλίο του Κ. Ευ. Οικονόµου, «Η Αλβανική γλωσσική επίδραση στα

Ηπειρωτικά ιδιώµατα», καθώς και το έργο του Ευ. Μπόγκα, «Τα γλωσσικά

ιδιώµατα της Ηπείρου».

Η γενικότερη παρατήρηση σχετικά µε τα αλβανικά γλωσσικά δάνεια στο

Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα είναι πως το τελευταίο παρουσιάζεται εξαιρετικά

ευέλικτο ως προς την υιοθέτηση ξένων στοιχείων, τα οποία είναι



29 Οικονόµου (1997), 4-5.
30 Οικονόµου (1997), 4-5.
40

προσαρµοσµένα στις δικές του γλωσσικές νόρµες. Το ίδιο εξετάστηκε πιο πριν

στην περίπτωση της Τούρκικης γλώσσας. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός

ότι στο επίπεδο της φωνητικής και της µορφολογίας, τα αλβανικά γλωσσικά

δάνεια προσαρµόστηκαν στη γλώσσα υποδοχής σύµφωνα µε τους δικούς της

κανόνες (γραµµατικές κατηγορίες, φωνητικοί χαρακτήρες κτλ.)31 Το ενδιαφέρον,

λοιπόν, στρέφεται στο επίπεδο της σηµασιολογίας, όπου από τα 248

καταγεγραµµένα λήµµατα, τα 140 λήµµατα έχουν την ίδια ή περίπου την ίδια

σηµασία στα Γιαννιώτικα, ενώ 108 λήµµατα εµφανίζονται µε νέα σηµασία. Τα

λήµµατα αυτά αφορούν κυρίως σε ουσιαστικά (153 λήµµατα), σε επιρρήµατα (11

λήµµατα), σε ρήµατα (8 λήµµατα), σε επιθετικά λήµµατα (4 λήµµατα) και σε

άκλιτες λέξεις (6 λήµµατα)32.

Μετά από αυτή τη γενική ανασκόπηση, θα καταγραφούν ενδεικτικά

κάποια αλβανικά γλωσσικά δάνεια που αναφέρονται κυρίως στην καθηµερινή

ζωή33:


31 Οικονόµου (1997), 129.
32 Οικονόµου (1997), 129-130.
33 Οικονόµου (1997), 117-121.

41

Ανθρώπινα χαρακτηριστικά Κοινωνική ζωή
ο λάπας το (γ)κιντόι
η µπάλα τα σόκια
ο µουράτσης
ο µπλέτσος/-ας Κτηνοτροφική – Γεωργική ζωή
ο τσάµης η βάκρα
η µούλα
Ασθένειες τα µπραβάρια
το καρκαλέτσι η σκούµπα
η πίκα η τσοκάνα

Οικογενειακή ζωή Ζώα


ο κρούσκος ο γκέκας
ο πλιάκος το καρκαλέτσι
ο κόπ’τσας
Νοικοκυριό η λιούντρα
η προύσ(ι)α το µπάτσι
η τσάφκα
Φυτά- Καρποί
Φαγώσιµα το γκρεµίθι
η µπατσαριά η µπάφα
τα µπόλια η ντάρντα
η πούλιζα
Ένδυση – Υφάσµατα
η ζάκα Γεωγραφικοί – Εδαφολογικοί
η σάρκα όροι
το γκρέπι
Επαγγέλµατα – Εργαλεία το κούγκι
ο γκέκας η λάκα
ο µαχιάς το σκέµπι
το σίστι ο στούφος
το τσέπι
Μέτρα – Σταθµά
η κοπάσα
Καιρικά Φαινόµενα
το σόσι
το τσάφι

Σ’ αυτόν τον κατάλογο ο Μπόγκας 34 απαριθµεί µια σειρά


αλβανικών δανείων στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα35, ενώ αφιερώνει

Μπόγκας (1964), 23.
34

αστρέχα ή ουστρέχα = το κοίλο στην κορυφή του τοίχου κάτω από τα ξύλα της στέγης,
35

αλβ. strehe, σλ. streha.


42

και µια παράγραφο στε πέντε λέξεις που δανείστηκαν οι Ηπειρώτες από
τους Σέρβους µέσω των Αλβανών (βλ. Σλάβικες λέξεις).
Οι λέξεις που αναφέρονται είναι: η λιµούρα, ο βλάµης, η γκρόπα, η

γκίζα, τα γκόρτσα, το κατσούπι (ασκί), τα µπορµπόλια (µικροί κοχλίες), η

σεγκούνα, το σκόπι, η τζαµάρα (φλογέρα), η τσούπρα.


η βιδούρα = το ξύλινο δοχείο, σλ. vedro, αλβ. vedre.
ο βλάµ’ς = ο υπηρέτης γάµου, αλβ. vlam.
η καρούτα = η στενόµακρη σκάφη από κορµό δέντρου που χρησιµεύει για ποτίστρα των
ζώων, 2. κτιστό µεγάλο καδί, όπου βράζει ή διατηρείται το κρασί, αλβ. karrute, σλ. korito.
η λάλα = η κάµπια, αλβ. lale.
η γκούβα ή η γούβα = 1. η λακκούβα, 2. το παιχνίδι µε βώλους, αλβ. guve.
η γκουρτσιά = η αγριαπιδιά, αλβ. goritse.

43

δ. Σλάβικες λέξεις

Οι Σλάβοι, λαός µη νοµαδικός, ξεκινούν να µετακινούνται ήδη από

τον 6ο αι., ακολουθώντας ως δορυφόροι οργανωµένα βαρβαρικά φύλα

κατά τις επιδροµές τους και τις κατακτήσεις τους στον χώρο της

Βαλκανικής. Τον 7ο αι. οι Σλάβοι εγκαθίστανται στις αποδεκατισµένες

ελληνικές περιοχές, λόγω των βαρβαρικών επιδροµών, των φυσικών

φαινοµένων (σεισµοί του 522 και 552) και της πανώλης κατά τα χρόνια του

Ιουστινιανού µε αποτέλεσµα τον αποδεκατισµό της ελληνικής υπαίθρου36.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η οικονοµία τους στηριζόταν στη

γεωργία και κατά δεύτερο λόγο στην κτηνοτροφία, µε αποτέλεσµα να

έχουν τη δυνατότητα αρµονικής συµβίωσης µε τον αυτόχθονα πληθυσµό.

«Η εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική δεν είναι µόνο οι συρράξεις

και οι επιδροµές που µας παραδίδουν οι πηγές, αλλά κυρίως η ειρηνική

βαθµιαία διείσδυση ενός πολυάριθµου εθνολογικού στοιχείου... Η

συµβίωση των φορέων των δυο γλωσσών, Ελλήνων και Σλάβων, άφησε τα

ίχνη της και στην ελληνική γλώσσα (προσηγορικά, εθνωνύµια,

τοπωνύµια και ανθρωπονύµια) 37 ». Οδηγοί για τη διερεύνηση των

σλαβικών γλωσσικών δανείων στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα

αποτελούν κατά βάση το βιβλίο του Κ. Ευ. Οικονόµου, «Σλαβικά

Λεξιλογικά Δάνεια στα Ελληνικά Ιδιώµατα της Ηπείρου», καθώς και το

έργο του Ευ. Μπόγκα, «Τα γλωσσικά ιδιώµατα της Ηπείρου».

Η εισαγωγή σλαβικών δανείων στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα

γίνεται µε διαφορετικούς όρους από εκείνους που εξετάσαµε παραπάνω.

Η συνύπαρξη των δυο πληθυσµών έφερε ως αποτέλεσµα την εισαγωγή

νέων όρων, τη σύνθεση νέων λέξεων αλλά και ίσως το πιο σηµαντικό την

αντικατάσταση ελληνικών λέξεων. Τα λήµµατα που καταγράφονται

αφορούν σε 267 αρχικές σλαβικές λέξεις, ενώ εντοπίζονται 149


36 Οικονόµου (2010), 6,10.
37 Οικονόµου (2010), 10-11.
44

παράγωγες λέξεις στα Γιαννιώτικα, αριθµός ενδεικτικός της µεγάλης

επίδρασης των Σλάβων38, και τα δάνεια αντικατοπτρίζουν τον γεωργικό

και κτηνοτροφικό χαρακτήρα των τελευταίων39. Τα αποτελέσµατα της

εργασίας του κ. Οικονόµου επιβεβαιώνουν τα παραπάνω:

α. «Βασική αιτία του δανεισµού λέξεων από τα σλάβικα είναι η ανάγκη να

καλυφθεί το κενό για τη δήλωση αντικειµένων, εννοιών, ενεργειών κ.λπ.

που δεν ήταν γνωστά στον Ηπειρωτικό χώρο ή ήταν γνωστά µε άλλη

µορφή. Έτσι π.χ. η λέξη σβάρνα δήλωνε ένα γεωργικό εργαλείο

διαφορετικό από το τότε γνωστό που δηλωνόταν µε τη λέξη βωλοκόπος.

β. Υπάρχουν περιπτώσεις δανεισµού σηµασιολογικά παράλληλων

λέξεων, οι οποίες ωστόσο δεν χρησιµοποιούνται µε την ίδια ακριβώς

σηµασιολογική φόρτιση µε τις παράλληλες ελληνικές. Όπως αναφέρθηκε

και αλλού η λέξη µπάµπω/βάβω (<σλαβ. baba «η ηλικιωµένη γυναίκα, η

γιαγιά») δε χρησιµοποιείται παρά µόνο υποτιµητικά.

γ. Διαπιστώνουµε επίσης αντικατάσταση παλαιότερων ελληνικών λέξεων

(γνήσιων ή δάνειων) από τα σλαβικά δάνεια... Η δάνεια γκουστερίτσα

αντικατέστησε τη λέξη σαύρα, πιθανώς γιατί µε το παράγωγο

µεγεθυντικό γκούστιρας δίνεται η δυνατότητα διάκρισης δυο ειδών

σαύρας κ.λπ.40»

Με βάση αυτά τα δεδοµένα ενδεικτικά αναφέρονται κατηγορίες

σλαβικών δανείων 41
, ενώ ο Ευ. Μπόγκας 42
διακρίνει αντίστοιχες

κατηγορίες σλαβικών δανείων (ζώα, ιδιότητες ή αντικείµενα σχετικά µε

ζώα και έντοµα, λέξεις του ποιµενικού ή αγροτικού βίου, σε όρους

προσδιορισµού εδαφικής ιδιοκτησίας.) Όµως, παραθέτει και πέντε

σλάβικες λέξεις, που δανείστηκαν οι Έλληνες διαµέσου των Αλβανών

(καστραβέτσι, ο κόπ’-τσας, το κουτσέκι, η προκόβα, η γκιόσα).


38 Οικονόµου (2010), 210.
39 Οικονόµου (2010), 209.
40 Οικονόµου (2010), 208-209.

41 Οικονόµου (2010), 200-203.

42 Μπόγκας (1964), 23.

45

Ανθρώπινα χαρακτηριστικά Νοικοκυριό


η γκούσα = η φλόγωση των αδένων, η ντρούγκα = το κουβλαρι νήµατος
αρρώστια σε αιγοπρόβατα, βλαχ. gusa που έχει σχήµα πεπονιού, ροµβοειδές,
(λαιµός). από τον τρόπο µε τον οποίο µαζεύεται
η ζίλια = το µεταξύ πλευρών και στη δρούγκα (αδράχτι).
λεκάνης µαλακό µέρος του σώµατος, η όκνα = σλ. okne (= παραθύρι, δίσκος),
πρβ. σερβ. zila (= φλέβα, τένων, ρίζα, κυκλοτερές τεµάχιον σανιδίου, ὅπερ
νεύρο). σφραγίζει την τῆς βυτίνης ὀπήν
ο κακόγκρανος = ο µαλθακός, ο ἐπικαλυπτόµενον διά ρητίνης.
ευπαθής κατά το σώµα και ο το ρούντου = 1. το πιο λεπτό, λευκό
καλοµαθηµένος. και καλό µαλλί του προβάτου, 2. το
ο στούµπος = µτφ. άνθρωπος πολύ πρόβατο που έχει τέτοιο µαλλί, µακρύ
κοντός, γι’ αυτό και κουντουστούπ’ς από και σγουρό, σλ. rudo (= λεπτό).
το σλ. stupa και αυτό από το ελλην. η τσέργα = η βελέντζα που έχει
στύπος (=πρέµνον). φλόκια. Το ελλ. σηρικός πέρασε σε όλες
τις βαλκανικές γλώσσες (βουλγ. tserga,
Οικογενειακή, κοινωνική ζωή ρουµ. cerga, αλβ. tserge, τουρκ. çerge).
και οργάνωση
η βοστίνα = φόρος τεθείς ἐν πρώτοις Φαγητά
ἐπί παντός ἄρρενος χριστιανόπαιδος , η κασόπιτα = η τυρόπιτα, από το βλ.
κατά το 1700, ἅµα γεννηθέντος µέχρι casu (τυρί) + πίτα. Εσφαλµένα σλαβικής
τῶν δώδεκα ἐτῶν, καθ᾽ἥν ἡλικίαν ὁ καταγωγής λέει ο Μπόγκας.
ἐπιζῶν ἀπηλάττετο, ὑποβαλλόµενος εἰς η παπάρα = είδος Ηπειρώτικης σούπας
τόν προσωπικόν φόρον τόν κυρίως µε ψωµί, νερό και λάδι, ρουµ. papara,
χαράτσι λεγόµενον. Βοστίνα ὑπῆρχε λατ. papparium (είδος τροφής νηπίου).
τριῶν βαθµῶν, ἐκ παράδων 13, 40, 80 εἰς
ἑκάστην κεφαλήν παιδός καί ἐδίδετο
Λαϊκές δοξασίες
ἐτησίως εἰς τόν σπαχῆν, ὅν ἐκέκτητο
ἀναποφεύκτως ἑκάστη χριστ. ο βρικόλακας
οἰκογένεια. Ἡ µακράν τοῦ τόπου η περπερούνα
καταγωγῆς εἰσπραττοµένη βοστίνα
ἐκαλεῖτο σπέντζα (Ι. Λαµπρίδης, Γεωγραφικοί – Εδαφολογικοί
Περιγραφή πόλεως Ιωαννίνων, 223-233).
όροι
η ζαλιάρα = φράση επιτιµητική για
η γλίνα = λάσπη από λάντζες, µτγ.
κοπέλα και ζαλιάρ’κου (το) για παιδάκι.
γλίνη. σλαβ. glina.
Ο αρσενικός τύπος δεν ακούγεται.
η µάκω = µάνα, γιαγιά, προµήτωρ. Στα o λόγγος = γιαν. ο λόγγους, το πυκνό
δάσος.
Γιάννενα η λέξη είναι άγνωστη, σε
χρήση στα Ζαγόρια (Αρίστη, Κόνιτσα) η λούτσα = 1. η µικρή φυσική ή
και στα Χουλιαροχώρια. τεχνητή λιµνούλα , για το πότισµα των
η µπάµπω, η βάβω = 1. η γιαγιά, η ζώων 2. τοπωνύµιο Λούτσα και Πέρα
Λούτσα στα Ιωάννινα 3. τοπωνύµιο σε
οποία στα Γιάννενα συνηθέστερα
πολλά µέρη της Ηπείρου όπυ µαζεύεται
λέγεται κυρά-µάνα ή κυαραµάνα. 2. η
νερό της βροχής.
γριά , υποκορ. βαβούλω.
η ντόµπρα
Γεωργική – κτηνοτροφική ζωή
ο βαλµάς = ο φύλακας µεγάλων ζώων
(αλόγων και µουλαριών).

46

η γραβάλα = η γράβα , η τσουγκράνα Πανίδα
του κηπουρού, σλ. grava. η γουστέρα, η γκουστερίτσα = η
µικρή σαύρα, σλ. gusteritsa.
η κόσα = χόρτα πλεγµένα που η ζιάµπα = είδος βατράχου της
χρησιµοποιούνται αντί για σκοινί για το στεριάς, σλ. jàba.
δεµάτισµα του θερισµένου χόρου, σλ. το κουνάβι
kosa. το σερσένι = σέρσινος / σέρσουνας , η
ο πλαβός = όνοµα βοδιού. αγριοµέλισσα.
η σβάρνα = ο βωλοκόπος, σλ. vrana.
η τσαντίλα = η πλεχτή ή υφαντή στον
αργαλειό σακούλα µέσα στην οποία
στραγγίζουν το τυρί, σλ. tsedilo.

η αγουνίστρα = ο πρόδροµος του τζακιού και µπουχαρί ολόκληρο το τζάκι.


ουγνίστρα στα Γιαννιώτικα, σλ. ognise.
η απουµόρηα= η αναισθησία, η αποχαύνωση, από + µόρα, σλ. mora =
εφιάλτης.
αριντεύου = τρέχω, σλ. reda, αλβ. rende.
το γκάργκαλου = το νήπιο, σλ. garkajo.
η γκλάβα = το µυαλό, σλ. glava.
ο γκόλιους = 1. ο άφτερος νεοσσός, 2. µτφ. ο φαλακρός, σλ. golo (= γυµνός).
το γκρέκ’ = το µέρος που σταβλίζονται πρόβατα, σλ. égrek, igrek.
η γλουγκιά = η άκανθα της βάτου και παντός θάµνου, σλ. glog / glok (=
λευκάκανθα).
η γρούδα = ο µικρός βώλος τυριού, σλ. gruda (= όγκος, βώλος)43.


43 Οι λέξεις και οι ερµηνείες των λέξεων είναι παρµένες από τον Μπόγκα (1964).
47

ε. Eβραϊκές λέξεις

Αναπόσπαστο κοµµάτι της Γιαννιώτικης ιστορίας και παράδοσης

είναι η παρουσία και η ανάπτυξη της Ρωµανιώτικης Εβραϊκής κοινότητας

των Ιωαννίνων. Τόνοι µελάνης έχουν χυθεί από τους ιστορικούς για να

προσδιορίσουν επακριβώς τον χρόνο που οι Εβραίοι βρέθηκαν στην

Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο. Η πρωιµότερη γραπτή

αναφορά που αφορά στην διαµονή των Εβραίων στα Ιωάννινα είναι του

χρυσόβουλου του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου ΙΙ το 1319. Όµως,

από κάποιους µελετητές υποστηρίζεται πως οι ελληνόφωνοι Εβραίοι

βρέθηκαν στην Ήπειρο ήδη από τα χρόνια των κατακτήσεων του

Μεγάλου Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.44), γεγονός που σηµαίνει πως ήρθαν

σε επαφή µε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό και έµαθαν και την ελληνική

γλώσσα. Το όνοµα εξάλλου Ρωµανιώτης σηµαίνει Έλληνας, ο κάτοικος

της Ρωµανίας, του Ανατολικού Ρωµαϊκού Βυζαντινού Κράτους 45 . Η

προφορική παράδοση στα Ιωάννινα υποστηρίζει πως οι πρώτοι Εβραίοι

κατέφτασαν στην Ήπειρο το 70 µ.Χ. µετά την καταστροφή του Δευτέρου

Ναού στην Ιερουσαλήµ46. Άλλοι µελετητές τοποθετούν την εγκατάσταση

των Εβραίων στα Ιωάννινα τον 9ο αι 47 , ενώ πιθανολογείται επίσης η

προέλευσή τους από την Άρτα, την αρχαία Φωτική (που καταστράφηκε)

και τη Νικόπολη48.

Η Ρωµανιώτικη Εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων παρουσιάζεται

ως η πιο ακµάζουσα ανάµεσα στις υπόλοιπες Εβραϊκές κοινότητες του

ελλαδικού χώρου. Οι Ρωµανιώτες Εβραίοι αποτελούν τους πιο παλιούς

κατοίκους του Κάστρου από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και

του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της Οθωµανικής


44 Nehama (1935), 17,18.
45 Εξ’ ου και οι λέξεις: Ρωµιός, ρωµαΐικο, Ρωµιοσύνη, όλα δηλωτικά του Έλληνα, βλ.
Σιοµπότης (2005).
46 Dalven (1990), 3.

47 Σιοµπότης (2005).

48 Απ. Παύλος, Πρός Τίτον επιστολήν, κεφ. 3, παρ. 12.

48

κυριαρχίας και ιδιαίτερα στα χρόνια του Αλή Πασά οι Εβραίοι

αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους στο εµπόριο και στη βιοτεχνία, ο

πληθυσµός τους αυξάνεται και πλέον επεκτείνουν τις κατοικίες τους

εκτός Κάστρο49, ενώ αποκλειστικά δυο συνοικίες της πόλης κατοικούνταν

από Εβραίους (συνοικίες «Λειβαδιώτη» και «Τσουκαλά»). Κατά την

πραξικοπηµατική πράξη του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου, το

1618, εναντίον του τουρκικού ζυγού που κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία,

οι Χριστιανοί κάτοικοι του Κάστρου εκδιώχθηκαν από εκεί, γκρεµίστηκαν

οι εκκλησίες τους και αντικαταστάθηκαν µε Εβραίους στο θρήσκευµα50.

Μετά την απελευθέρωση του 1913 είχαν δικαιώµατα και της υποχρεώσεις

ίδια µε εκείνα των Ελλήνων, το 1924 η εβραϊκή αργία του Σαββάτου

αντικαταστάθηκε µε την επίσηµη αργία της Κυριακής, ενώ το 1904

συντελέστηκε η ουσιαστικότερη αλλαγή στην εκπαίδευση των

εβραιογιαννιωτών µε την ίδρυση της Alliance Israelite Universelle 51 . Η

δραµατικότερη, όµως, πληθυσµιακή και πολιτισµική µεταβολή συνέβη το

1944 µε το ολοκαύτωµα των Εβραίων επί Γερµανικής Κατοχής και τον

αποδεκατισµό του εβραϊκού πληθυσµού των Ιωαννίνων 52 . Το εβραϊκό,

όµως, στοιχείο επιβιώνει έως σήµερα στην πόλη των Ιωαννίνων µε

εγγεγραµµένα µέλη στην Εβραϊκή Κοινότητα, τη διατήρηση της

Συναγωγής εντός του Κάστρου και το άνοιγµα αυτής για εκδηλώσεις και

επισκέψεις. Παρόλα αυτά, αρκετοί Εβραίοι των Ιωαννίνων έχουν

µεταναστεύσει ή µετοικήσει στην Αθήνα, στο Ισραήλ και στις Ηνωµένες

Πολιτείες Αµερικής.

Η ικανότητα αφοµοίωσης του εβραϊκού στοιχείου από το ελληνικό,

εµφανής και στα θέµατα της γλώσσας, γίνεται ιδιαίτερα φανερή στην


49 «Εβραϊκή Κοινότητα Ιωαννίνων-Διαδροµή στον χρόνο», Συµπόσιο 17/12/2001- 9/01/2002.
50 βλ. Ιωάνν. Παπαϊωάνου, «Νέοι Αγώνες», Ιωάννινα, 4/07/2001, για τους Εβραίους κάτω
από τον Τουρκικό ζυγό, Dalven (1990), 14-20, 26-33.
51 βλ. περιγραφή στο βιβλίο του Δ. Χατζή, «Το τέλος της µικρής µας πόλης» και Dalven

(1990), 113-122.
52 για περισσότερες πληροφορίες για τον Α’ και Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και το

Ολοκαύτωµα των Εβραίων, βλ. Dalven (1990), 35-55.


49

επίδραση του ελληνικού χριστιανικού στοιχείου πάνω στους Ρωµανιώτες

Εβραίους. «Η ίδια πολλές φορές µεταχείριση Χριστιανών και Εβραίων από

τους Τούρκους κατακτητές της πόλεως, η κοινή τύχη στους δύσκολους

καιρούς της δουλείας, η ίδια, γιαννιώτικη, ελληνική γλώσσα, που

µιλούσαν στο σπίτι και στη δουλειά, έφερναν σε συχνή συνάφεια τον

έναν λαό µε τον άλλον. 53 » Στον εβραϊκό αυτόν πληθυσµό ήρθαν να

προστεθούν επίσης και οικογένεις Ισπανοεβραίων, που εκδιώχθηκαν

εξαιτίας των θρησκευτικών διωγµών του Φερδινάρδου και της Ισαβέλλας

το 1492, οι οποίοι αφοµοιώθηκαν από τους ήδη υπάρχοντες Εβραίους µ’

έναν µοναδικό τρόπο στα Ιωάννινα. «Οι Ισπανοεβραίοι, στις πόλεις της

Ελλάδας, που κυρίως κατέφυγαν (Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη,

Σµύρνη κ.α.) αφοµοίωσαν τέλεια τους ελληνίζοντες Εβραίους γιατί ήταν

περισσότεροι αριθµητικά κι είχαν κι έναν πολιτισµό ανώτερον. Στα

Γιάννινα όµως έγινε το αντίθετο: Οι παλιοί κάτοικοι που µιλούσαν την

ελληνική γλώσσα του τόπου κι είχαν τις δικές τους παραδόσεις, τα

ελληνόρρυθµα ήθη κι έθιµά τους, απορρόφησαν τους καινούργιους

φυγάδες. Διατηρήθηκε έτσι µια ελληνίζουσα εβραϊκή Κοινότητα που

διαφύλαξε επί αιώνες το δικό της λαογραφικό χρώµα.54»

Όσον αφορά στη γλώσσα των Ρωµανιωτών Εβραίων, εκείνοι

µετέφρασαν τα Εβραϊκά σε Ιουδαιο-Ελληνικά (Judeo-Greek), µια δηµοτική

Ελληνική γραµµένη µε Εβραϊκούς χαρακτήρες και µια πρόσµειξη

Ελληνικών και Αραµαϊκών λέξεων και εκφράσεων,

συµπεριλαµβανοµένων και γλωσσικών επιρροών από τους διαφόρους

κατακτητές 55 . Γραπτές µαρτυρίες που θα εξεταστούν σε ξεχωριστό

κεφάλαιο είναι η περίπτωση των Γιαννιώτικων Εβραϊκων Τραγουδιών,

δείγµα της γλώσσας των Εβραίων αλλά και των θρησκευτικών τους

τελετουργιών στα Ιωάννινα. Οι γλωσσικές επιρροές αφορούν σε


53 Μάτσας (1953), 2.
54 Μάτσας (1953), 1-2.
55 Dalven (1990), 105.

50

γλωσσικά δάνεια από την τούρκικη γλώσσα, την ιταλική, την αλβανική,

τη γαλλική, τη σέρβικη και τη σλαβική, ανάλογης δηλαδή ποιότητας

δάνεια µε εκείνα του Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος56.

Ακολουθούν µερικά παραδείγµατα:

• Ο Αραβαντινός παρατηρεί πως οι Εβραίοι των Ιωαννίνων µιλούσαν

τη Γιαννιώτικη διάλεκτο, αλλά προέφεραν κάποια γράµµατα

διαφορετικά (πάχυνση του χ µετά από το ε, αντικατάσταση του τσ

µε το κ), π.χ. η τουρκική λέξη τσουράπια εκφωνείται ως τσουρέπια

ή κουρέπια57, η τουρκική λέξη γκιούµι εκφωνείται ως gkikhoum /

gkiyoum58.

• Λόγω της εγκατάστασης Ιταλών Εβραίων στα Ιωάννινα τον 19ο αι.

και της κατάκτησης της Πρέβεζας από τους Βενετούς το 1684

εµφανίζονται Ιταλικά γλωσσικά δάνεια, όπως kamara di ritseveri =

ο χώρος υποδοχής του σπιτιού, martsapades, ital. martsapane =

αµυγδαλωτό59, carrotsa = φορτίο, levanta = άρωµα, λεβάντα, cassata =

τυρί60.

• O Σαλαµάνγκας επισηµαίνει πως οι Εβραίοι των Ιωαννίνων

εκφωνούσαν την αλβανική λέξη καστραβέτσι = αγγούρι ως

kastraveci61.

Η Dalven62 έχει κατηγοριοποιήσει τις χρησιµοποιούµενες λέξεις και

εκφράσεις των Ρωµανιωτών Εβραίων µε βάση τα γλωσσικά

χαρακτηριστικά της Ιουδαιο-ελληνικής γλώσσας στον γραπτό και

προφορικό λόγο, αναφέροντας και σχετικά παραδείγµατα. Εδώ

παρατίθενται αυτές οι έξι κατηγορίες µε επιλεγµένα παραδείγµατα µε


56 Dalven (1990), 106-107.
57 Αραβαντινός (1957),11.
58 Dalven (1990), 106-107.

59 Σαλαµάνγκας (1965), 20.

60 Μπόγκας (1964), 34.

61 Σαλαµάνγκας (1959), 79, Dalven (1990), 106.

62 Dalven (1990), 107-110.

51

σκοπό τη σχετική επισκόπηση του παρεχόµενου υλικού σε σχέση µε τις

υπόλοιπες γλωσσικές επιδράσεις.

1. Λέξεις µε Εβραϊκές ρίζες και µε ελληνικά επιθέµατα:

talmiditou ( Εβρ. talmid = µαθητής + η ελληνική κατάληξη)

sabbathiou (από την Εβραϊκή λέξη sabbath + η ελληνική κατάληξη)

2. Μισές ελληνικές και µισές εβραϊκές φράσεις:

ma ton Adonai – ma to kal Nidre (πρόκειται για φράσεις επίκλησης όπου το

µα τον/ µα το είναι ελληνικά και τα κύρια ονόµατα Adonai – kal Nidre

είναι εβραϊκά)

me vrikan polla tzaroth (= µε βρήκαν πολλές στενοχώριες, µόνο η λέξη

tzaroth είναι εβραϊκή και οι υπόλοιπες είναι ελληνικές)

kalioras kai liahanavis (= µακάρι ο προφήτης Ηλίας να είναι κοντά σου, η

λέξη kalioras προέρχεται από την ελληνική έκφραση καλή ώρα και η λέξη

liahanavis προέρχεται από το εβραϊκό όνοµα Eliyia και την εβραϊκή λέξη

anavi, που σηµαίνει προφήτης)

3. Εκφράσεις µε εβραϊκές και τουρκικές λέξεις:

inshallah na s’ rikso to taleth (= Θεού θέλοντος, θα ρίξω πάνω σου το σάλι

της προσευχής, η λέξη inshallah έχει αραβική/ τουρκική προέλευση, οι

επόµενες τρεις λέξεις είναι ελληνικές και η λέξη taleth είναι εβραϊκή)

4. Εβραϊκές λέξεις και εκφράσεις που ενσωµατώθηκαν στα Ιουδαιο-

ελληνικά (λέξεις που σχετίζονται µε τη µελέτη, την προσευχή και τη

λατρεία):

alef = πιστοποιητικό γέννησης

gerama = Αραµαϊκή λέξη, που δηλώνει ένα δύσκολο πρόβληµα

lashan ara = ο άσχηµος κοινωνικός σχολιασµός

52

sadai = Shaddai είναι ένα από τα αρχαία ονόµατα για τον Κύριο. Στα

Γιάννενα χρησιµοποιούνταν για επικλήσεις στον Θεό για προστασία.

sahal = ο ανόητος

tsakai = ο αγνός, ο αθώος από ηθικής απόψεως

yemachshimo visihro = κατάρα, µακάρι το όνοµα και η ανάµνησή του να

χαθούν.

5. Ελληνικές λέξεις που χρησιµοποιούνται µεταφορικά στα Ιουδαιο-

ελληνικά για Εβραϊκά θέµατα:

Στον ύµνο “Η Δηµιουργία του Κόσµου”, γραµµένο στα Ιωάννινα, η λέξη

γράµµα γράφεται µε κεφαλαίο για να σηµάνει την λέξη Torah.

6. Εβραϊκές εκφράσεις που χρησιµοποιούνταν από τους Ρωµανιώτες

Εβραίους µε διαφοροποιηµένη σηµασία:

ayin ara = το κακό µάτι

lassare kai mi s’ apernes = µην λες τίποτα

lassare kai mi vatseris = µην κάνεις τίποτα

Από τη συλλογή λέξεων του δασκάλου Γ. Σιοµπότη παρατίθενται

λέξεις που χρησιµοποιούνταν από τους Ρωµανιώτες Εβραίους.

του γιόµισµα = το γέµισµα (π.χ. ντοµάτις γιουµστές)


τα ειπήµατα = τα λόγια
τα θιαµάσµατα = τα θαύµατα
σιθιαµαίνουµι = σε θαυµάζω (στα εβραϊκά µε τη σηµασία ας τους να λένε)
οι κοκόνες = ζαχαρένιες κούκλες για τη γιορτή του Πουρίµ (αποκριά)
η κουκµούλα = το µικρό γκιούµι
καπλατίζω = τρυπώνω το σεντόνι στο πάπλωµα
το κανίσκι = ψωµί για γαµήλιο γλέντι
τα καλοκινήµατα = δώρα σε κάποιον που φεύγει
η κακορσκιά = η απρέπεια
τα κανώµατα = ο χώρος ανάµεσα στη στέγη και στα κεραµίδια
η κασάτα = είδος τάρτας γεµισµένη µε χλωρό τυρί και αυγό
του κασκαβάλ’(ι) = είδος τυριού (των Βαλκανίων)
λάσαρε = µη µιλάς

53

τα µατσώθ = τα άζυµα
ου µαλαχάς = σύνολο αγαθών
το µπροστάρι = η ποδιά κουζίνας
το νισάνι = ευχάριστη είδηση
ο ντλαµάς (ντουλαµάς) = ρούχο που φοριόταν µέσα από παλτό
ο ντουκάς = πόρπη ζώνης
το ξεγιόρτι = κατόπιν εορτής
ορντινίασε = ιταλική λέξη σε χρήση από Εβραίους, τακτοποίησε
τα παγιουτίµ = εβραϊκά τραγούδια µε συνθέτες ντόπιους ραββίνους, που
καταχωρούνταν σε χειρόγραφα βιβλία
Σαµπάθ = το εβραϊκό Σάββατο
η στίµα (ιταλ.) = η εκτίµηση
ταρλατίζοµαι= ζαλίζοµαι, αντραλεύοµαι, ταρακουνιέµαι
φινιρό = εβραϊκό γλυκό µε κρόκους αυγών, µέλι και αµύγδαλα
ο φετφάς = ο µπελάς
ο Χαχάµης = ο ειδικός για την περιτοµή, ο σοφός
χατζάκ = ο δυνατός

η αβδιλλίτσα = αρδιλλίτσα στην εβραϊκή συνοικία των Ιωαννίνων και στη


Δωδώνη, είδος παιχνιδιού κατά το οποίο το ένα παιδί υπερπηδά το άλλο.
το αβδέλλουµα = το αβδέλλωµα. Στα χρόνια του Μπόγκα τη δουλειά
αυτήν την έκανα γυρολόγοι Εβραίοι διαλαλώντας στους µαχαλάδες στα
Γιάννινα την τέχνη: Σκαφίδια γι’ αβδέλλουµα!63


63 Οι δυο τελευταίες λέξεις είναι παρµένες από τον Μπόγκα (1964).
54

στ. Λατινικές - Ιταλικές λέξεις / Βλάχικες λέξεις

Αναµετρώντας τις γλωσσικές προσµείξεις του Γιαννιώτικου

γλωσσικού ιδιώµατος, ένα µεγάλο µέρος ανήκει στις λατινικές – ιταλικές

λέξεις που εισχώρησαν στο ιδίωµα. Πρόκειται για δάνειες λέξεις µε ρίζες

λατινικές κυρίως και ιταλογενείς. Βάσει της έρευνας, ιστορικοί λόγοι

δικαιολογούν την εισχώρηση των λέξεων αυτών που υιοθετούνται από

χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου έως την πρόσφατη ιστορία.

Τα Ιωάννινα ήδη από τα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου

επήλθαν για κάποια χρόνια στε ρωµαϊκή κυριαρχία. Η οικογένεια των

Τόκκων, µε ιστορία που ανάγεται στην Αγία Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία ήδη

από το 1195, εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Κέρκυρα περίπου στο 1330.

Μετά από µια σειρά κατακτήσεων ο Κάρλο Τόκκο, εκµεταλλευόµενος

έναν εµφύλιο µεταξύ Αλβανών αρχόντων της Αιτωλίας και Ακαρνανίας,

κατέλαβε την Ακαρνανία το 1408 και διαδέχθηκε τον θείο του, Ησαύ

Μπουοντελµόντι, ως ηγεµόνας των Ιωαννίνων. Η διάρκεια, όµως, της

ηγεµονίας των Τόκκων στην πόλη των Ιωαννίνων διήρκησε µέχρι το 1430,

όπου οι Οθωµανοί Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη.

Έπειτα, όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο “Γιάννενα: πρώτα στ’

άρµατα, στα γρόσια και στα γράµµατα”, οι Γιαννιώτες έµποροι είχαν

αναπτύξει ιδιαίτερες εµπορικές σχέσεις µε την Ιταλία, ενώ µέχρι την

πρόσφατη ιστορία της Ιταλικής κατοχής της πόλης (1941-1943) φαίνεται

πως οι κάτοικοι της πόλης ήρθαν σε επαφή µε λατινικές και ιταλικές

λέξεις τις οποίες ενσωµάτωσαν στο ιδίωµά τους. Καθότι τα λήµµατα δεν

παρουσιάζουν κάποια συγκεκριµένη χρονολόγηση για το πότε εισήλθαν

στο ιδίωµα, εικάζεται πως πρόκειται για µια µακροχρόνια διείσδυση

λέξεων στο ιδίωµα, για να εκφραστούν ιδιαίτερα στοιχεία και

πολιτισµικές εκφάνσεις.

55

Ακολουθούν παραδείγµατα τέτοιων λέξεων από το βιβλίο του Μπόγκα:

το αγιούτου ή γιούτου = η βοήθεια, σε φόρτωση ζώου συνήθως, σπάνιο, ιτ.


aiuto.
η αγκούσα = η δύσπνοια, το βάρος στο στήθος, βεν. angossa < λατ.
angustia, συγγενές µε το αρχ. άγχος.
η αλάτα = η φτερούγα των άγριων πουλιών (σπουργιτιού, κάργια,
τρυγόνας κλ.) Των πουλερικών του σπιτιού (κότας, πάπιας κλ.) λέγεται
φτιρούδα. Το ιτ. alata(= φτερούγισµα).
η αλ᾽σίβα = η λεσίβα , ιτ. lisciva.
το αξάϊ = η σε είδος ανταµοιβή του µυλωνά από το λατ. exagium.
ο αριστάς = ο αρεστάς, σειρά από συνεχόµενα µαγαζιά και σπίτια ενός
δρόµου, ίσως από το ιτ. resta (=αρµαθιά).
ο αρίτσιους = ο σκαντζόχοιρος, από το λατ. ericius.
η άρκλα = µέρος στο οποίο φυλάσσεται το ψωµί από το λατ. arcula.
το άτζιου = η προµήθεια του σαράφη κατά την αλλαγή νοµισµάτων, ιτ.
aggio.
ο βαρβατιάς = ο τράγος µεγάλου αναστήµατος, ρουµ. barbat =
γενειοφόρος, λατ. barbatus, αλβ. varvat.
το βέλου = η νυφική καλύπτρα, ιτ. velo.
το βιτούλ’ = το αχρόνιστο κατσικάκι, λατ. vitulus.
η βίβα = οι φωτιές Αποκριών, ιτ. flamma viva.
το β’λάρ’ = το βηλάρι, χονδροειδές υφαντό του Ηπειρώτικου εργαλειού,
αρχ. βηλός, λατ. velarium.
η βιντούζα = επιρ. πολύ γρήγορα, ιτ. ventossa.
η βίτσα = η λεπτή βέργα, λατ. vitis (=βέργα κλήµατος).
τα βλήτρα = τα βλήτα, είδος λαχανικού, λατ. amarantum bletum.
το γαϊτάν’ = πολύ λίγο, λατ. gaitanum.
η γκαραµούζα = µτφ. ο µπαµπούλας, ιτ. cornamusa (= η γκάϊντα).
η γκουζόκα = παλιό γυναικείο φόρεµα, ιτ. casacca.
τα γρέντζιλα = τα αγριοκλήµατα, ιτ. greggio (= άγριος, τραχύς).
ο γρίβας = µικρός βώλος τυριού , ιτ. grigio.
το γρουµπούλ’ = µικρό στρογγυλό κοµµατάκι, λατ. grumulus.
η δισιφτιά = η δίσεκτη χρονιά, λατ. bisextus.
η δραµπάλα = η τραµπάλα, είδος περιστροφικής κούνιας, ιτ. traballio.
η ζάβα ή η ζάβια = η αργυρή πόρπη των χωρικών γυναικών, λατ. zaba.
η ζάντζα = η ιδιοτροπία, ιτ. usanza.
το καλαµάρ’ = η µπρούτζινη θήκη, όπου οι µαθητές φυλούσαν τους
κοντυλοφόρους και τις πένες επί Τουρκοκρατίας, λατ. calamarium.
η κάλβα = η γλοιώδης πρασινάδα στον πυθµένα και στα πλευρά της
στέρνας ή του καϊκιού από τα στάσιµα νερά, λατ. calvus.
το κανούλ’ = ο σιδερένιος σωλήνας της βρύσης, υποκοριστικό του λατ.
cannula.

56

η κάπ’λα = το κάθισµα στα καπούλια του ζώου, λατ. scapula.
o καπρίτσιους = το καβουρδισµένο καλαµπόκι, οι παπαδίτσες, ιτ. capriccio.
η καραµπίνα = είδος όπλου, ιτ. carabina.
καρατάρου = ζυγίζω τον χαρακτήρα κάποιου, ιτ. caratare.
το καρέλ’ = το καρούλι, λατ. carrulus.
η καρπέτα = είδος κιλιµιού Ηπειρωτικής κατασκευής, ιτ. carpetta.
η κασέλα = ξύλινο µακρύ κιβώτιο για τρόφιµα ή ρούχα, ιτ. cassela.
η λάστρα = το τζάµι του παραθύρου, ιτ. lastra.
τα νέσπουρα = τα µούσµουλα, ιτ. nespora.
το παλούκ’ = 1. ο πάσσαλος, 2. ο φαλλός (σκωπτικά), λατ. paluccus.
βάγια = 1. η τροφός, 2. η θεραπαινίδα, η συνοδός, συγγενικό του λατ.
bajulus.

Η απόφαση να συµπεριληφθούν οι βλάχικες λέξεις στο

Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα στο κεφάλαιο των Λατινικών – Ιταλικών

λέξεων υπαγορεύθηκε από τη συγγενική σχέση της βλάχικης γλώσσας µε

τη λατινική.

Ως Βλάχοι «εθνολογικά και ιστορικά ονοµάζονται οι λατινογενείς

ποιµενικοί πληθυσµοί, διασκορπισµένοι σε όλα τα σηµεία της Βαλκανικής

χερσονήσου, κατά προτίµηση στις ορεινές διαβάσεις, όπως είναι στην

Πίνδο. Αποτελούν τα λείψανα του κατά τους ρωµαϊκούς χρόνους

διασκορπισµένου λατινικού πληθυσµού στη Χερσόνησο του Αίµου... Η

ιστορία των Βλάχων αρχίζει, κυρίως, από τον 10ο αι... Έχει αποδειχθεί ότι

οι Βλάχοι είναι γνήσιοι Έλληνες. Το φαινόµενο της γλώσσας τους είναι

απότοκο της Ρωµαιοκρατίας. Το ιδίωµα που µιλούν περιέχει από 50%

ελληνογενείς λέξεις και φράσεις και λιγότερες από 50% λατινογενείς64.» Η

σύµφυρση αυτή της ελληνικής µε τη λατινική έφερε ως αποτελέσµα τη

βλάχικη γλώσσα, που χρησιµοποιείται έως σήµερα από τους

βλαχόφωνους της πόλης των Ιωαννίνων και των περίφηµων

βλαχοχωρίων στα πέριξ της πόλεως.

Ο Μπόγκας εντόπισε αυτές τις λέξεις µέσα στο ιδίωµα, που

προφανώς µεταφέρθηκαν στην πόλη από τους βλαχόφωνους κατοίκους.


64 Υφαντής (2016), 139-142.
57

αβδέλλα = 1. η βδέλλα, το σκουλήκι, 2. αρρώστια των προβάτων (η


διστοµίαση) και γκλαµπάτσα (βλάχικη λέξη).
τα λαπούδια = οι κάλτσες, βλαχ. lapuda.
η πάδη = τοπωνύµιο στα Χουλιαροχώρια, βλαχ. pade.
η πατ’λιά = 1. ο θάµνος, 2. το κρησφύγετο, η φωλιά του λαγού, βλαχ.
patuliu.
το γκαλµπίνου = το ξανθοκίτρινο κατσίκι, βλαχ. galbinu.
το γκέσου = το πρόβατο ή το κατσίκι µε δυο άσπρες γραµµές στο πρόσωπο
µε σώµα κατάµαυρο, βλαχ. gesu.
η γκλαµπάτσα = η διστοµίαση, ρουµ. galbeasa, βλάχ. galbeatsa.
ο γκόρµπους = ο τράγος, βλαχ. korbu.
το γκουλιβάγ’ = το αβάφτιστο νήπιο, βλαχ. gulisanu (= γυµνός).
η γκουρµπανιά = η αγράµπελη, βλαχ. kurpanu.

58

Κεφάλαιο 7

Το Γιαννιώτικο ιδίωµα µέσα από τις γραπτές µαρτυρίες

Η αυστηρά επιστηµονική προσέγγιση της γλώσσας αφήνει χώρο

στον ερευνητή για την προσεγγίσει από µια άλλη οπτική γωνία, εκείνη

της κοινωνικής διάστασης της γλώσσας. Όπως καλύτερα περιγράφει ο Μ.

Τριανταφυλλίδης: «Γλώσσα δεν είναι, καθώς φαντάζονται κάποιοι,

αράδιασµα από λέξεις, τύπους και κανόνες όπως αντιγράφονται σε λεξικά

και γραµµατικές παρά η έκφραση του εσωτερικού µας κόσµου, κύµα ζωής,

άνοιγµα και επαφή ψυχών, ανταλλαγή αισθηµάτων και εκφράσεων µέσα σε

συνοµιλία.» Η γλώσσα εκφράζει τη βασική και ενδογενή ανάγκη του

ανθρώπου για επικοινωνία µε τους άλλους ανθρώπους και είναι ο τρόπος

έκφρασης αναγκών, συναισθηµάτων, ιδεών και απόψεων. Μέσα στη

γενίκευση της έννοιας της γλώσσας, τα διάφορα γλωσσικά ιδιώµατα

προσθέτει καθένα µια διαφορετική πινελιά στον καµβά της ελληνικής

γλώσσας. Άλλα ακόµα ζωντανά και άλλα σε φθίνουσα πορεία προς τη

λήθη συνιστούν την ιστορική πορεία της κάθε περιοχής. Ο πρακτικότερος

και αποτελεσµατικότερος τρόπος διατήρησης αυτής της πορείας και της

διάσωσής της από τη λήθη είναι η καταγραφή των γλωσσικών ιδιωµάτων.

Το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα επιβιώνει από τις προσπάθειες

ανθρώπων της πόλης, που συλλέγουν υλικό ή συγγράφουν ακόµα

ιστορίες χρησιµοποιώντας το ιδίωµα. Ανατρέχοντας σε αρχεία τοπικών

εφηµερίδων, σε τόµους και σε βιβλία που αφορούν στην πόλη των

Ιωαννίνων, καθένας µπορεί να αντλήσει υλικό για το ιδίωµα.

Πρώτος σταθµός είναι τα Γιαννιώτικα στιχοπλάκια, που αποτελούν

συνθέσεις στιχοπλόκων των Ιωαννίνων γραµµένα στο Γιαννιώτικο

γλωσσικό ιδίωµα. Ο συνθέτης «πλέκει έµµετρους στίχους», οι οποίοι

έχουν θέµατα κοινωνικά, σκωπτικά και ερωτικά, ενώ παραπέµπουν στην

εποχή που υπήρχαν γειτονιές στην πόλη, µε τις γυναίκες σε σκαµνάκια

έξω από τις πόρτες, τους άντρες σε δικές τους παρέες και να µιλούν τα

Γιαννιώτικα. «Στον καιρό της Τουρκοκρατίας, τα στιχοπλάκια


59

τραγουδιόταν ευρύτατα στα Γιάννινα. Σε µεγάλες εκδηλώσεις τα

στιχοπλάκια συνοδεύονταν και από µουσικά όργανα: το βιολί, το κλαρίνο, το

λαβούτο και το ντέφι, τα οποία αποτελούσαν τη Ζυγιά (ζ’γιά) ή τακίµ...

Στίχοι και µουσική είναι στενά συνδεδεµένα µε τη ζωή των Γιαννιωτών και

κρύβουν µέσα τους, κυρίως, έναν ερωτικό δεσµό, µια ερωτική διάθεση, έναν

υγιή ερωτισµό διάχυτο σ’ όλες τις εκφράσεις, µια ασυγκράτητη τρυφεράδα

και έναν καλλιεργηµένο συναισθηµατικό κόσµο... Κάθε γειτονιά, κάθε

συνοικία είχε δικούς της στιχοπλόκους µε αξιοζήλευτη δύναµη στην

έκφραση.65» Το λαϊκό αίσθηµα βρίσκει την πλήρη έκφρασή του µέσα από

αυτά τα στιχοπλάκια, ενώ αξίζει να παραθέσουµε κάποια καθότι µέσα

από αυτά βλέπουµε τη χρήση του ιδιώµατος και τις προσµείξεις αυτού:

Βασίλισσα των γυναικών κυρά είσαι των κυράδων

σεργούτσι των αρχοντισσών που βάζουν των νυφάδων.

(σεργούτσι (τουρκ.) = ο θύσσανος και επίκρανο κόσµηµα της γυναικείας

φορεσιάς την εποχή του στίχου)

Αυτά τα µαύρα που φορείς, δεν τα φορείς για λύπη

µον’ τα φορείς για τ’ ν’ οµορφιά και για το κιµπαρλίκι.

(κιµπαρλίκι (τουρκ. ο κιµπάρης = ο περήφανος) = η περηφάνια)

Εγώ παιδί δεν αγαπώ µε τζιουµπέδες και νταλµάδες

µον’ αγαπώ τα φράγκικα και στο κεφάλι ποµάδες.

(ο τζιουµπές (τουρκ.) = το ράσο του Χότζα, εδώ ένδυµα ανδρικό µαύρο, σαν

πανωφόρι µε γούνα

ο ντουλαµάς = µακρύ πανωφόρι ή πουκάµισο και γυναικείος χειµερινός

επενδύτης

φράγκικα = τα ευρωπαϊκά ρούχα


65 Σιοµπότης, άρθρο στην εφηµερίδα Πρωινός λόγος, 2/06/2016.
60

ποµάδες = σπιτικές χειροποίητες κρέµες προσώπου και αιθέρια έλαια για

µαλλιά ανδρών)66

Ανάλογα των Γιαννιώτικων στιχοπλακιών είναι τα εβραϊκά

γιαννιώτικα τραγούδια, αναδηµοσιευµένα από τον Ιωσήφ Μάτσα. Τα

τραγούδια αυτά συνδέουν δυο παραδόσεις της πόλεως: της εβραϊκής και

της γιαννιώτικης και δηµιουργούν συνθέσεις που απεικονίζουν τη γόνιµη

αλληλεπίδραση µεταξύ των παραδόσεων αυτών. Αυτό γίνεται φανερό

από το γεγονός ότι τα τραγούδια είναι γραµµένα σε εβραϊκό αλφάβητο,

το περιεχόµενό τους είναι θρησκευτικό µε παρεκβάσεις που αφορούν στη

φύση και στη γυναίκα, παράλληλα, όπως τα στιχοπλάκια είναι συνθέσεις

ντόπιων ποιητών και η µουσική τους είναι επηρεασµένη από τα

ηπειρώτικα δηµοτικά τραγούδια67. Ο Ιωσήφ Μάτσας συγκέντρωσε αυτά τα

τραγούδια και τα χώρισε σε τρεις κατηγορίες: στα τραγούδια που

χρησιµοποιούν το στίχο και τη ρίµα κατά το πρότυπο των εβραϊκών

θρησκευτικών ασµάτων, στα δίστιχα και στα µειχτά ελληνοεβραϊκά

τραγούδια68. Η δεύτερη κατηγορία των διστίχων είναι επηρεασµένα από

το γιαννιώτικο περιβάλλον και από τα γιαννιώτικα στιχοπλάκια, αλλά

και η τρίτη όπου ο ποιητής χρησιµοποιεί εναλλάξ έναν εβραϊκό µε έναν

ελληνικό στίχο δείχνει εξαίρετη δεξιοτεχνία στον χειρισµό των δυο

γλωσσών.


66 Σιοµπότης, άρθρο στην εφηµερίδα Πρωινός λόγος, 2/06/2016.
67 Βλ. Μάτσας (1953), 3.
68 Μάτσας (1953), 8.

61

Τραγούδια σε δίστιχα

Η οµορφιά είν’ οχ τον Θεό (Απόσπασµα)

1. Ἡ ὀµορφιά εἶν᾽ὀχ᾽τόν Θεό κι ἔχει περίσσια χάρη,

µ᾽ἄσπρα δέν ἀγοράζεται κι ἄλλος νά πά᾽νά πάρει.

2. Τόν ὄµορφον τόν ἄνθρωπον ὅλοι τόν ἀγαποῦνε

ὡς κι οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ τόν ὄµορφον πουθµοῦνε.

3. Ἡ ὀµορφιά ἀγαπήθηκε ὀχ᾽τόν καιρό τ᾽Ἀδάµη,

πῆρε γυναίκα τή Χαβά, ποῦ ᾽χε µεγάλο νάµι.

4. Τόσο ἦταν ἔµορφη πολύ ἀπό τήν ἐµορφιά της,

ἥλιος, φεγγάρι, αὐγερινός, θαµπῶναν ὀµπροστά της.

5. Τό φίδι τήν ἐζήλεψε, τοῦ µπῆκε στήν καρδιά του,

τοῦ κόπ᾽καν τά ποδάρια του, σέρνεται στήν κοιλιά του69.

Μεικτά Εβραιοελληνικά τραγούδια

Μη µ᾽ αφήνεις την ψυχή µου (Απόσπασµα)

1. Αdonaï ata yadata, negdeha taavathi,


Μη µ’ αφήνεις την ψυχή µου ὀχ τον κόσµο να χαθῆ.
El Haï rahman, meleh neeman.

2. Tsar umatsok metsaumi, kol yamaï nineuraï.


Ὅλα τά ᾽χω περασµένα, ἕνα εἶν᾽πού µε χαλνάει.
El Haï rahman…

3. Hasdeha yenahaméni, bezera shel kayama.


Γιά νά µ᾽δέν χαθῆ ὀχ τόν κόσµο τό δικό µου τ᾽ὄνοµα.

4. Karathi mimaamakim, meerets meafelya.


Θέ µου στό δικό σου χέρι εἶν᾽τά τρία κλειδιά.....

Ένα άλλο δείγµα γραφής του Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος,

γραµµένο µε µια αµεσότητα προφορικού λόγου συναντάται στις

προσπάθειες του Βάσου Μπαµπασίκα, της Γκίττας Τζαλµακλή- Σιαφάκα

και της Κούλας Τζακµακλή- Χατζηγιάννη, οµιλητές του ιδιώµατος αλλά


69 Μάτσας (1953), 23.

62

και συγγραφείς ιστοριών από τα Γιάννενα του παρελθόντος και γραπτών

αποτυπώσεων του γιαννιώτικου κουβεντολογιού. Οι δυο τελευταίες είχαν

την ευγενή καλοσύνη να µας παραχωρήσουν συνεντεύξεις τους και η

Γκίττα Τζαλµακλή- Σιαφάκα70 να µας διαβάσει στα Γιαννιώτικα ένα από

τα ανέκδοτα γραφόµενά της. Με µια νοσταλγία για τα ακούσµατα των

παιδικών και ενήλικων χρόνων τους και µια πικρία για το ιδίωµα που

σιγά σιγά εξαφανίζεται από τα στόµατα των Γιαννιωτών, οι ιστορίες τους

µεταφέρουν τον αναγνώστη σε µια άλλη εποχή της πόλης. Εµείς έστω ως

αναγνώστες σεργιανίζουµε στα περασµένα Γιάννενα µε τις καθηµερινές

αναµνήσεις, ασχολίες και ανησυχίες των ανθρώπων της πόλης.

Γκίττα Τζαλµακλή – Σιαφάκα (Απόσπασµα)

ΠΩΣ Η ΖΑΒΗ ΓΚΑΪΛΑ ΕΦΑΓΙ ΤΟΥ ΚΙΦΑΛΙ Τ’Σ

Ικείν τη χρουνιά µας είχι βγάλει την ψ’χή ου χειµώνας µι τς βρουχιές τα

χιόνια κι µι κάτ κρούσταλλα έναν πήχι π’ κρέµουνταν γύρου – γύρου απού

τς σκιπές κι µας έπιανι κακή τριµντάρα.

Αγάλια – αγάλια έβαλι η Άνξ’ του πουδαράκι τς κι βήκι ήλιους µπιχάρ’ κι

απόλικι του κουκκαλάκι µας. Οι νκουκυρές ανασκουµπώθκαν κι έπιακαν τα

παστρέµατα κι τα σιρµπιτώµατα , γιατί ζιούγουναν τα Πασκαλόγιουρτα.

Ψλά στς ουστρέχις φουρτούλαγαν τα γκαϊλόπλα, πούχαν ξιµτείς απού τα

τσέφλια τς κι χάλναγαν τουν κόσµου µι τα τσίου- τσίου τς.

Εν’ άπ’ όλα, όπους αµπώχνουνταν µι τα άλλα, αγλύστρισι απού τ’ φουλιά τ’

κι έπισι στου µπαχτσιόπλου µας. Μκρό-µκρό κι ξιπλιτσιασµένου,

σκιασµένου κι λαχταρισµένου, χώθκι πούρπουρ’ – πούρπουρ’ κάτ απού ένα

τζουχί, πούχι βρεί φσκί κι γίνκι σα γουµαράγκαθου. Του πήρι η κυρά µάνα

µ’ στα χέρια τς του χουχούλισι ψίχα, γιατί τριµούλιαζι κι επε κατόπ’ µ’

τόδουκι κι µουείπι:


Γιαννιώτικες Μνήµες, Σύλλογος Παλιών Γιαννιωτών (2014). Σεργιάνι στα Περασµένα,
70

Σύλλογος Παλιών Γιαννιωτών (2002).


63

Να σ’ ανοίξου τ’ γκλαβανή, ν’ ανβείς να τα απουθέκεις στ’ φουλιά τ κι κοίτα

νάχεις του νου ς’ που πατάς. Πανάλαφρα, γριντά τ’ γριντά, µη σ’ ξιφύγει

του πουδάρ’ κι σ’ χουθεί στου νταβάν’κι µας ανοίξεις δλειές. Μη σι δω κι

σκώσεις του µπατζιά να βγεις στα κιραµίδια, γιατί σα χαλασιάς. Πούθι σι

πουνεί κι πούθι σι κόβ’. Θα σι µτέψου. Ιµπρουχτές έφκι ου µάστρας πόπιακι

τς’ σταλαµατιές. Μην έχουµι κινούργις.

-Όχι τσ’ είπα. Κάτσι να δεις αν δεν πστεύς. Θα τ’ απουθέκου κι θα κατβώ

κουσί, σκιάζουµι κιόλας, γιατί ζέστανι ου κιρός, µην ουρκώθκι πθινά κανένα

φίδ΄κι µ’ κλουριαστεί στα πουδάργια...

Του γιόµα, ήρθι η µάνα µ’ απ’ του σκουλείο πούηταν δασκάλα κι τς τόδξα.

Αυτή αρχίνκι να µ’ κάν’ µάθµα. Τι πτηνό είναι κι σι ποιά συνουµουταξία

ανήκει κι αν είνι ουφέλιµου κι άλλα π’ δεν τα άκγα, γιατί κοίταγα να βρω

τρόπου να µ’ αφήκουν να του κρατήσου....

Μιγάλουσι µι τουν κιρό κι γίνκι γκάϊλαρους....71

Τέλος, δεν θα µπορούσαν να µη συµπεριληφθούν συγγραφείς που

εµπνεύστηκαν από την πόλη των Ιωαννίνων, όπως ο Δηµήτρης Χατζής,

«Το τέλος της µικρής µας πόλης», συγγραφείς που έγραψαν ποιήµατα,

πεζά και χρονογραφήµατα µε κέντρο το Νησί των Ιωαννίνων και την

πόλη, όπως ο Αδαµάντιος Χ. Λάππας, «Στιχουργήµατα του Αδ. Χ. Λάππα»

και «Ο φιλολογικός βίος του Αδ. Χ. Λάππα» (επιµέλεια Χαράλαµπος

Μουτσόπουλος και Αλίκη Σάρρα στο δεύτερο βιβλίο) έως σήµερα µε

συγγραφείς που εµπνέονται αδιάκοπα από την πόλη συνθέτοντας

µυθοπλασίες, ιστορικά βιβλία, νουβέλες κ.α. (Μιχάλης Σπέγγος, «Η

τελευταία συγγνώµη», Ευαγγελή Ντάτση, «Τα ισνάφια µας τα

βασιλεµένα» κ.α.)

Η παρουσίαση της πόλης αυτής µέσα από της γραπτές µαρτυρίες

είναι µια µικρογραφία του κόσµου της, της γλώσσας της, της κοινωνικής


71 Γιαννιώτικες Μνήµες, Σύλλογος Παλιών Γιαννιωτών (2014), 291-295.

64

και πολιτικής της διάρθρωσης, των ηθών και των εθίµων της και συνάµα

µια µικρογραφία της Ελλάδας. Κλείνοντας µε την ποικιλότητα της

ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα, που δε σταµατά µόνο στη γλώσσα,

θεωρούµε πως αυτό έχει διατυπωθεί καλύτερα από τον Αδαµάντιο Χ.

Λάππα: «Πού στέκεται ο Έλλην; Πουθενά. Δεν εννοεί, δεν δέχεται να

υποταχθή εις κανένα! Θα είναι πάντοτε υπέρ του κανόνα, κατά του κανόνος,

κάτω από τον κανόνα – ουδέποτε όµως µε τον κανόνα.72»


72 Μουτσόπουλος, Σάρρα (2015), 89.
65

Κεφάλαιο 8

α. Αποτελέσµατα της έρευνας

Η αναµέτρηση του ερευνητή µε τη γλώσσα, ιδίως µε ένα τόσο

ιδιόµορφο ιδίωµα όσο εκείνο των Ιωαννίνων, µόνο αξιόλογα

αποτελέσµατα µπορεί να αποδώσει. Το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και

οικονοµικό πλαίσιο της πόλης συνδέεται άµεσα µε τη δηµιουργία του

ξεχωριστού της ιδιώµατος. Ενός ιδιώµατος τόσο ξεχωριστού, ώστε να

αποτελεί αµάγαλµα πολιτισµών και γλωσσών. Το ιδίωµα των Ιωαννίνων

αποτελεί παράδειγµα συµβίωσης, ειρηνικής και µη, διαφορετικών

πληθυσµών, που άλλοτε εισήλθαν ως κατακτητές όπως οι Σέρβοι και οι

Οθωµανοί Τούρκοι, είτε ως επίδοξοι κατακτητές όπως οι Αλβανοί, είτε ως

απλοί κάτοικοί της όπως οι Εβραίοι και οι Βλάχοι. Όµως, διαφύλαξε

στοιχεία δυο µεγάλων και σηµαντικών πολιτισµών, της Αρχαίας Ελλάδας

και της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, µε λέξεις και σηµασίες

αρχαιοελληνικές και λατινικές. Η ιστορία σ’ αυτήν την πόλη βρίσκει την

πλήρη ενσάρκωσή της σε µια συνέχεια από τις αρχαιοελληνικές ρίζες έως

τον νεότερο πολιτισµό. Η συνέχεια, όµως, αυτή παρουσιάζει µια

ασυνέχεια στις ηµέρες µας, όπου το ιδίωµα των Ιωαννίνων βαθµηδόν

εξαφανίζεται και αποµένει µόνο στα στόµατα παλαιών Γιαννιωτών και

µόνο κάποιες λέξεις χρησιµοποιούνται από τους νεότερους και αυτό

οφείλεται σε ακούσµατα εντός της οικογένειας. Το ιδίωµα αυτό δεν είναι

µόνο λέξεις, φυσικά, είναι ήχος αρθρωµένος µε λέξεις και αυτή η

ιδιάζουσα ακουστική τείνει να εξαλειφθεί και να χαθεί. Προνόµιο της

έρευνας αυτής είναι οι µαρτυρίες παλαιών Γιαννιωτών, όπου το ιδίωµα

µπορεί να ακουστεί και να µην υποπέσει σε λήθη. Η επικράτηση της

Κοινής Νέας Ελληνικής επέφερε την εξάλειψη των ιδιαίτερων τοπικών

ακουσµάτων.

Η έρευνα ξεκίνησε µε την ένταξη του Γιαννιώτικου γλωσσικού

ιδιώµατος στις Δωρικές διαλέκτους, στα Βορειο-δυτικά γλωσσικά

ιδιώµατα, τα οποία καλύπτουν µια ευρεία γεωγραφική περιοχή,


66

συµπεριλαµβανοµένης και της Ηπείρου. Με την εκτενή απαρίθµηση των

ιδιαίτερων γλωσσικών χαρακτηριστικών των Βορειο-δυτικών ιδιωµάτων

διαπιστώνεται πως ορισµένα από αυτά συναντώνται στο Γιαννιώτικο

γλωσσικό ιδίωµα, όπως: το αθέµατο απαρέµφατο σε –µεν, ο φθόγγος ξ

στον Αόριστο των ρηµάτων σε –ζω, η διάκριση των κλειστών /e:/ και /o:/, η

διατήρηση της σύνταξης εν+αιτ., η δοτική πληθυντικού των

συµφωνόληκτων σε –οις και η µέση µετοχή σε –ειµενος. Η ιδιαιτερότητα,

όµως, του Γιαννιώτικου γλωσσικού ιδιώµατος παρουσιάζεται εκτενώς στο

επόµενο κεφάλαιο, όπου εξετάζεται µορφολογικά µε τις τροπές των

φωνηέντων και των συµφώνων και τα πάθη αυτών και τις ιδιόµορφες

κλίσεις ουσιαστικών, αντωνυµιών, επιθέτων και ρηµάτων. Η οµορφιά του

ιδιώµατος βρίσκεται στην εξέταση του λεξιλογίου, στη µη κατανόησή του

σε σύγκριση µε την Κοινή Νέα Ελληνική, στην προσπάθεια κατάκτησης

περισσότερων λέξεων, η οποία γίνεται ευκολότερη από την ανάγνωση

κειµένων γραµµένων στο Γιαννιώτικο ιδίωµα. Το λεξιλόγιο αυτό

παρουσιάζει µια ευφάνταστη ποικιλία µε λέξεις της καθηµερινής ζωής,

της αγροτικής ζωής, τεχνικούς όρους, που καλύπτουν όλες τις

γραµµατικές κατηγορίες.

Κοµµάτι αυτού του ιδιώµατος αποτελούν τα Καστρινά. Με την

κλειστή σηµασία του όρου είναι η γλώσσα του Κάστρου, που αποτέλεσε

τον πρώτο πυρήνα της πόλεως πριν από την περαιτέρω εξάπλωσή της

εκτός των τειχών. Είναι κοµµάτι της ενιαίας γλώσσας της πόλης, γι’ αυτό

και ακολουθεί όλους τους κανόνες (γραµµατικούς, µορφολογικούς,

φωνολογικούς και συντακτικούς) που αναπτύχθηκαν για τα Γιαννιώτικα.

Είναι µια υπο-κατηγορία που ήταν η γλώσσα της παρέας, εξ ου και το

ιδιόµορφο λεξιλόγιό της που δεν είναι καθόλου λόγιο αλλά

εµπλουτισµένο µε λέξεις περιπαικτικές, ελαφρές και παράγωγες γέλιου.

Ένα ξεχωριστό κοµµάτι της έρευνας επικεντρώνεται στις

πολυποίκιλες προσµείξεις του ιδιώµατος. Οι προσµείξεις αυτές αφορούν

σε λεξικό δανεισµό κυρίως και στην «ελληνοποίηση» όρων άλλων


67

πληθυσµών µε την ανάλογη φωνητική και γραµµατική προσαρµογή. Η

ξεχωριστή θέση του Γιαννιώτικου ιδιώµατος έγκειται σ’ αυτήν την

αφοµοίωση λέξεων χωρίς όµως να χάνεται ο ελληνικός χαρακτήρας της

πόλεως. Τα στοιχεία αυτά προσαρµόζονται και αφοµοιώνονται από τους

κατοίκους, δεδοµένης της συνύρπαξης διαφορετικών πληθυσµών στην

πόλη.

Η διατήρηση της ελληνικής πολιτισµικής κληρονοµιάς στα

Ιωάννινα διαφαίνεται από την ύπαρξη πολλών αρχαιοελληνικών λέξεων

στο ιδίωµα, µε την έννοια της σύνδεσης παρελθόντος και παρόντος σε µια

πρωτόφαντη συνέχεια. Η διαφύλαξη των βιολογικών ριζών της χώρας και

της γλώσσας, που είναι η Αρχαία Ελλάδα και τα πνευµατικά,

πολιτισµικά, κοινωνικά και πολιτικά επιτεύγµατά της, τα οποία

διαφώτισαν ολόκληρη την Ευρώπη, ενσαρκώνεται και στη διατήρηση

αρχαιοελληνικών λέξεων, κυρίως Οµηρικών. Η αρχαιοελληνική γλώσσα

δεν είναι η µόνη που εµφανίζεται µέσα στο ιδίωµα, αλλά και µια άλλη

γλώσσα- κολοσσός, η Λατινική. Η κραταιή Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία και η

γλώσσα της αποτέλεσαν ορόσηµα ιστορικά και πνευµατικά. Η ύπαρξη

Λατινικών και Ιταλικών λέξεων στο Γιαννιώτικο ιδίωµα δικαιολογείται

από την κυριαρχία των Τόκων κατά τα χρόνια του Δεσποτάτου της

Ηπείρου και µεταγενέστερα από τις εµπορικές σχέσεις µε την Ιταλία που

είχαν αναπτύξει οι Γιαννιώτες. Η λεξιλογική παρουσία λέξεων µε ρίζες

αρχαιοελληνικές, λατινικές και ιταλικές πιστοποιούν τις γλωσσικές

επιρροές των Γιαννιωτών και την τάση αφοµοίωσης παλαιών και νέων

στοιχείων και την προσπάθεια έκφρασης όρων που σχετίζονται µε άλλους

λαούς, στην περίπτωση των Λατίνων – Ιταλών. Ως προέκταση των

λατινογενών λέξεων µέσα στο ιδίωµα είναι η παρουσία βλάχικων λέξεων,

που συνδέονται στενά µε τη Λατινική γλώσσα. Οι Βλάχοι κάτοικοι των

Ιωαννίνων µετέφεραν τη γλωσσικά στοιχεία στην πόλη των Ιωαννίνων,

τα οποία ενσωµατώθηκαν στο ιδίωµα της πόλης.

68

Η προφανής, όµως, πρόσµειξη του ιδιώµατος αναφέρεται στην

τούρκικη γλώσσα, λόγω της πολύχρονης κατάκτησης της πόλεως από

τους Οθωµανούς Τούρκους. Η αξία έγκειται στην εισαγωγή αρκετών

τουρκικών λέξεων, άλλων αυτούσιων (π.χ. µπελκίµ = ίσως να, µακάρι να,

ταµάµ = ακριβώς) και άλλων προσαρµοσµένων στην ελληνική γλώσσα

(π.χ. το αµανάτι = το ενθύµιο, η υποθήκη, το ενέχυρο) , ενώ η τάξη των

Τουρκογιαννιωτών (Τούρκοι γεννηµένοι στα Γιάννενα) οµιλούσε τα

ελληνικά/γιαννιώτικα. Το ίδιο και στα χρόνια του Αλή Πασά η γλώσσα

εξακολουθούσε να είναι η ελληνική. Ο χαρακτήρας της πόλεως δε

µεταβλήθηκε παρά την επέλαση του κατακτητή, µε τα τουρκικά

ακούσµατα του λαού να αρχίσουν να εξαφανίζονται από την πόλη.

Με όρους εδαφικής γειτνίασης και γλωσσικής επιρροής,

διαµορφώθηκαν τα γλωσσικά δάνεια στην περίπτωση των Αλβανικών. Η

πρώιµη επαφή των Αλβανών µε τον Ηπειρωτικό χώρο ήδη από τον 14ο αι.

έφερε ως αποτέλεσµα την εισαγωγή αλβανικών δανείων στο Γιαννιώτικο

γλωσσικό ιδίωµα. Τα δάνεια αυτά αφορούν σε όρους της καθηµερινής και

της αγροτικής ζωής, προσαρµοσµένους στο Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα,

όπως αναφέρθηκε και στην περίπτωση των Τουρκικών. Τα αλβανικά

δάνεια επιβιώνουν στην πόλη λόγω της εγκατάστασης αλβανικών

πληθυσµών, µε αποτέλεσµα αρκετές λέξεις να είναι σε χρήση. Ενώ τα

σλάβικα γλωσσικά δάνεια αντικατέστησαν γιαννιώτικους όρους,

άλλαξαν τη σηµασία τους και δηµιούργησαν νέους όρους, για να

δηλώσουν εκ νέου όρους της καθηµερινής και αγροτικής ζωής. Η σλάβικη

γλώσσα επιβιώνει στα Ιωάννινα µέσα από τα τοπωνύµια και

ανθρωπωνύµια που έχουν σλαβικές ρίζες και συναντώνται έως σήµερα.

Ιδιαίτερη µνεία γίνεται για το εβραϊκό στοιχείο στην πόλη των

Ιωαννίνων ιστορικά και γλωσσικά. Πρόκειται για πρώιµους κατοίκους της

πόλης, τους ονοµαζόµενους Ρωµανιώτες Εβραίους που είχαν έρθει σε

επαφή µε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό διαµέσου του Μ. Αλεξάνδρου. Η

εγκατάσταση στα Ιωάννινα επέφερε την εντονότερη επίδραση του


69

ελληνισµού σε επίπεδο κοινωνικό, θρησκευτικό και γλωσσικό. Τα Ιουδαιο-

ελληνικά είναι ένα κράµα της εβραϊκής και της ελληνικής γλωσσικής

παράδοσης, µε επιδράσεις ανάλογες µε εκείνες του Γιαννιώτικου

γλωσσικού ιδιώµατος.

70

β. Γλώσσα αντί επιλόγου

Η γλώσσα δεν επιδέχεται επίλογο. Είναι η ζώσα φωνή των

κατοίκων κάθε περιοχής, εξελίσσεται, παρακµάζει, αποβάλλει και

προσαρµόζει καινούργιες έννοιες στις ήδη υπάρχουσες παλιές. Η εξέλιξη

κάθε γεωγραφικής περιοχής αντικατοπτρίζεται στο γλωσσικό ιδίωµά της.

Τα Ιωάννινα, στην ιστορική τους πορεία, διατήρησαν τη γλώσσα την

Ελληνική σε ακµαία και αξιοπρεπή κατάσταση προσδίδοντάς της λέξεις-

δάνεια αλλοεθνών, λέξεις συντεχνιακές, λέξεις σκωπτικές, λέξεις

λογοτεχνικές, λέξεις άλλων ελληνικών πόλεων, λέξεις κλειδιά

επικοινωνίας της παρέας. Η σύγχρονη πόλη άλλαξε επαγγελµατικά σε

πολλούς τοµείς, πληθυσµός από και προς αυτήν µετακινήθηκε, το

Πανεπιστήµιο ανέβασε τη γνώση και την ειδίκευση στο ανώτατο επίπεδο

σπουδών και η µετακίνηση προς το εξωτερικό µετέφερε και άλλαξε µε

προσθήκες το ήδη υπάρχον γλωσσικό ιδίωµα.

Το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωµα ακούγεται λιγότερο, οι οµιλούντες

παρήκµασαν και οι νεότεροι δεν το υιοθέτησαν παρά µόνο για

σκωπτικούς λόγους. Ωστόσο υπάρχει και διατηρείται από τους

µεγαλυτέρους, εµφανίζεται στα λογοτεχνικά έργα και οι µελετητές

δείχνουν σεβασµό σ’ ένα ιδίωµα που επιβίωσε και επεβλήθη. Γιατί η

γλώσσα είναι µια έκφραση ελευθερίας που διαχέεται και κάνει ελληνικό

το επικοινωνιακό περιβάλλον, έστω και αν ο εχθρός διαµορφώνει τις

εµπόλεµες συνθήκες. Οι κάτοικοι των Ιωαννίνων προσπάθησαν ν’

αξίζουν τον τόπο κατοικίας τους και η αρετή τους περίσσευε γι’ αυτόν.

71

Κεφάλαιο 9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αραβαντινός, Π. (1909), Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον, Αθήνα.


2. ________________(1956), Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Β, Αθήνα.
3. Αρχείο Ηπειρωτικών Εφηµερίδων Ηπειρωτικός Αγώνας, Νέοι
Αγώνες, Πρωινός Λόγος.
4. Βaer, U. (2014), The Rilke Alphabet, Fordham University Press.
5. Bruner, J. (1986), Actual minds, possible worlds, Cambridge.
6. Βερτόδουλος, Α. (2005), Τα Γιάννινα στον χώρο και στον χρόνο,
Ιωάννινα.
7. Βλάχου, Ε., Κοτζόγλου, Γ., Παπαδοπούλου, Χ. (2014), Πριν σβήσει η
φλόγα Kαταγραφή της γεβανικής διαλέκτου, Αθήνα.
8. Βρέλλης, Α. (1980), Ηπειρωτικά Στιχοπλάκια, Ιωάννινα.
9. Δάκαρης, Σ. (1952), Ιωάννινα, η νεώτερη Εύροια, Ιωάννινα.
10. Dalven, R. (1990), The Jews of Ioannina, Pensylvania.
11. Δηµαράς, Κ. Θ. (1989), Νεοελληνικός Διαφωτισµός, Αθήνα.
12. Δ’ Ιουστινιάνειο Κ.Α.Π.Η. Δήµου Ιωαννιτών, (2004), Γιαννιώτικο
Λεξιλόγιο, Ιωάννινα.
13. Ίδρυµα Βορειοηπειρωτικών Σπουδών, (2016), Βορειοηπειρωτικά,
Τόµος Ε’, Ιωάννινα.
14. Κοντοσόπουλος, Ν. (1994), Διάλεκτοι και Ιδιώµατα της Νέας
Ελληνικής, Αθήνα.
15. Κουλίδας, Κ. (2010), Τα Γιάννινα που έφυγαν (Συνοικίες,
Τοπωνύµια, Ιεροί Ναοί, Μοναστήρια), Ιωάννινα.
16. Λαµπρίδης, Ι. (1887), Ηπειρωτικά Μελετήµατα, Αθήνα.
17. Μάτσας, Ι. (1953), Γιαννιώτικα Εβραϊκά τραγούδια, Ιωάννινα.
18. Μουτσόπουλος Χ., Σάρρα Α. (2015), Ο Φιλολογικός Βίος του
Αδαµαντίου Χ. Λάππα, Αθήνα.
19. Μπόγκας, Ε. (1964), Τα γλωσσικά ιδιώµατα της Ηπείρου (Βορείου,
Κεντρικής και Νοτίου), Τόµος Α’ και Β’, Ιωάννινα.
20. Νάχµαν, Ε. (1996), Γιάννενα: Ταξίδι στο παρελθόν, Ιωάννινα.
21. Nehama, J. (1935), La Communaute Romaniote, Vol.I, Paris.
22. Νικολαΐδης, Κ. (1991), Τα Γιάννινα: Το Κάστρο, η Λίµνη, Το Νησί,
Αθήνα- Γιάννινα.
23. Οικονόµου, Κ. (1997), Η Αλβανική γλωσσική επίδραση στα
Ηπειρωτικά Ιδιώµατα, Ιωάννινα.
24. _____________(2010), Σλάβικα λεξιλογικά δάνεια στα Ελληνικά
Ιδιώµατα της Ηπείρου, Ιωάννινα.
25. Πυρσινέλλας, Β. (1959-60), Ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων,
Ιωάννινα.
26. Σαλαµάγκας, Δ. (1961), Άπαντα, Ιωάννινα.
27. Σιοµπότης, Γ. (2005), Οι Ρωµανιώτες Εβραίοι των Γιαννίνων, Αθήνα.

72

28. Σύλλογος Παλαιών Γιαννιωτών (2000), Ιστορίες από τα Γιάννινα
που έφυγαν, Ιωάννινα.
29. ________________________________(2002), Σεργιάνι στα Περασµένα,
Ιωάννινα.
30. ________________________________(2014), Γιαννιώτικες Μνήµες,
Ιωάννινα.
31. Τζαλµακλή- Χατζηγιάννη, Α. (2009), Στα Γιάννινα σας γκιζερώ του
περασµένου αιώνα, Ιωάννινα.
32. Χαρίσης, Β. (2003), Ιωάννινα. Ίδρυση- χωροταξικός ρόλος- µορφή,
Ιωάννινα.
33. Χόρροκς, Τζ. (2006), Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των
οµιλητών της, Αγγλία.
34. Χρηστίδης, Α. Φ. (επιµ.) (2014), Η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας:
από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη.

Διαδικτυακοί ιστότοποι

1. piotermilonas.blogspot.gr.
2. Απόσπασµα βιβλίου Γεωργίου Σιοµπότη, τίτλος άρθρου «Η
Γιαννιώτικη Ισραηλιτική Κοινότητα», egiannina.wordpress.com.

Κατάλογος Συνεντεύξεων

1. Φίλιππος Γιωβάννης, ελεύθερος επαγγελµατίας


2. Κωνσταντίνος Κουλίδας, δάσκαλος
3. Ελευθερία Κλιτσινάρη- Δήµου, δασκάλα
4. Περικλής Λάππας, έµπορος
5. Αγγελική Τζακµακλή – Σιαφάκα, γιατρός
6. Κούλα Τζακµακλή – Χατζηγιάννη, συγγραφέας, αρθρογράφος
7. Γεώργιος Σιοµπότης, δάσκαλος

73

You might also like