You are on page 1of 119

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Β' ΕΤΟΣ 2018 - 2019

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΑΪΑΦΑ– ΓΚΜΠΑΝΤΙ ΜΑΡΙΑ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ : ΠΑΝΤΑΖΙΕΒΙΤΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

(Α.Ε.Μ. 600824)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΥΠΟ ΤΟΝ ΝΕΟ


ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2019
Πίνακας Συντομογραφιών

Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ : Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του
Ποινικού Κώδικα», όπως ανατυπώθηκε την 7/6/2019.

ΑΠ : Άρειος Πάγος

αρ. : άρθρο

βλ. : Βλέπε

ΔΑΕΡ : Διαρκές Αεροδικείο

Διατ Εισπρ: Διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών

εδ. : εδάφιο

ενδ. : ενδεικτικά

επ. : επόμενα

Εφ: Εφετείο

κλπ : και λοιπά

ΜΟΔ: Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο

ν. : Νόμος

ΝΟΒ: Νομικόν Βήμα (περιοδικό)

ό.α.π. : όπως αμέσως παραπάνω

Ολ: Ολομέλεια

ό.π. : όπως παραπάνω

παρ. : παράγραφος

περ. : περίπτωση

ΠΚ : Ποινικός Κώδικας

Πλημ : Πλημμελειοδικείο
ΠοινΔικ : Ποινική Δικαιοσύνη (περιοδικό)

ΠοινΧρ. : Ποινικά Χρονικά (περιοδικό)

πρβλ : παράβαλε

π.χ. : παραδείγματος χάριν

σελ. : σελίδα

στ. : στοιχείο

ΣτΕ : Συμβούλιο της Επικρατείας

Συμβ: Συμβούλιο
Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή 1

1. Μορφολογικά χαρακτηριστικά του εμπρησμού 3

2. Ο κίνδυνος ως αποτέλεσμα 6

3. Ο κοινός κίνδυνος 16

4. Η έννοια της πυρκαγιάς 30

5. Προβληματικές αιτιώδους συνάφειας 35

6. Σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας 38

7. Βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου 43

8. Θάνατος ανθρώπου 45

9. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 53

10. Απόπειρα 58

11. Συμμετοχή 65

12. Θέματα κατ’ ιδέα συρροής 70

13. Οι ιδιαιτερότητες του εμπρησμού δασών (αρ. 265 ΠΚ) 84

14. Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής 96

Επίλογος 105

Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία 109

Νομολογία 111
Εισαγωγή

Ο εμπρησμός αποτελεί ίσως το πλέον χαρακτηριστικό κοινώς


επικίνδυνο έγκλημα, και οπωσδήποτε το πλέον σύνηθες, όπως δυστυχώς
αποδεικνύει η καταγραφή μείζονων περιστατικών σε ετήσια σχεδόν βάση, με
ανυπολόγιστες ζημιές περιουσιακής και περιβαλλοντολογικής φύσεως, και το
χειρότερο όλων, ανθρώπινες απώλειες. Εκ του γεγονότος ότι μπορεί από μία
και μόνο σπίθα να χαθούν εκατοντάδες ζωές αντιλαμβάνεται κανείς πόσο
σημαντικό είναι τέτοια φαινόμενα κυρίως να προλαμβάνονται παρά να
καταστέλλονται, ιδίως δε όταν συνιστούν αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου τούτη η αναγκαιότητα
εκφράζεται πρωτίστως από τη τυποποίηση του εμπρησμού ως εγκλήματος
διακινδύνευσης, αναγνωρίζοντας εν προκειμένω την εγκληματική απαξία όχι
μόνο της βλάβης αλλά ακόμα και της δυνατότητας βλάβης των εννόμων
αγαθών που επάγεται η πρόκληση μιας πυρκαγιάς.

Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η εξέταση των σημαντικότερων


ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με το συγκεκριμένο αδίκημα από πλευράς
ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ιδίως ενόψει των σημαντικών αλλαγών που
επέφερε ο νέος Ποινικός Κώδικας. Στις πρώτες ενότητες της εργασίας
επιχειρείται μια στοχευμένη προσέγγιση των βασικών θεωρητικών-
δογματικών θεμελίων του 13ου κεφαλαίου εν γένει, ήτοι του κινδύνου και του
κοινού κινδύνου. Ιδίως ο κοινός κίνδυνος αποτελεί όχι μόνο το κομβικό
διακριτικό γνώρισμα των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, αλλά παράλληλα
και στοιχείο της αντικειμενικής τους υπόστασης. Στη συνέχεια εξετάζεται η
πρόκληση της πυρκαγιάς ως το έτερο διακριτικό γνώρισμα του εμπρησμού,
καθώς και τα ζητήματα αιτιώδους συσχέτισης της με τον κοινό κίνδυνο, ώστε
να προκύψει μια ολοκληρωμένη εικόνα της βασικής μορφής του αδικήματος.
Οι επόμενες ενότητες αφορούν τα αντικειμενικά στοιχεία των επιμέρους
επιβαρυντικών μορφών του εμπρησμού, ιδίως δε του θανατηφόρου, όπου και
προκύπτουν μείζονα ζητήματα αιτιότητας. Κατόπιν της παρουσίασης των
αντικειμενικών υποστάσεων όλων των επιμέρους μορφών του αδικήματος,
εντοπίζονται οι ιδιαιτερότητες σε σχέση με την υποκειμενική υπόσταση, την
απόπειρα, τη συμμετοχή και κυρίως τη συρροή. Στη προτελευταία ενότητα
εξετάζονται οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το ουσιωδώς τροποποιημένο
παρεμφερές αδίκημα του εμπρησμού δασών, και ιδίως τα ζητήματα συρροής
με τον (κοινό) εμπρησμό. Στο τέλος, παρουσιάζονται οι νέες ρυθμίσεις σε
σχέση με την έμπρακτη μετάνοια και τη δικαστική άφεση της ποινής.

Επί των σημαντικών αλλαγών που επέφερε ο νέος Ποινικός Κώδικας,


το ιδιαιτέρως σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη θέση σε

1
ισχύ των νέων διατάξεων και τη συγγραφή της παρούσης σημαίνει ότι η
αναγωγή σε θέσεις όχι μόνο της νομολογίας αλλά και της θεωρίας ακόμη για
την ερμηνεία των τροποποιήσεων καθαυτών είναι προφανώς αδύνατη. Για
αυτό το λόγο, σε όσα σημεία παρατηρούνται αλλαγές λαμβάνει χώρα σε
πρώτο στάδιο μια αποτύπωση των όσων γινόντουσαν δεκτά σε θεωρία και
νομολογία υπό το προγενέστερο καθεστώς, στη βάση και σε αντιπαραβολή
των οποίων επιχειρείται η ερμηνεία των τροποποιήσεων και η διαμόρφωση
μιας συνολικής εικόνας σε σχέση με την ισχύουσα σήμερα κατάσταση επί του
κάθε επιμέρους ζητήματος.

2
1. Μορφολογικά χαρακτηριστικά του εμπρησμού

Άρθρο 264

Εμπρησμός

1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός


έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με
κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ)
με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε
σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη
βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν
στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο
άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο
μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από


αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή
για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.

Το αδίκημα του εμπρησμού εκ προθέσεως στο αρ. 264 ΠΚ παρ. 1


διακρίνεται σήμερα σε πέντε επιμέρους μορφές, και δη δύο βασικές, μία
διακεκριμένη και δύο διακρινόμενες εκ του αποτελέσματος. Οι δύο βασικές
μορφές του εμπρησμού προβλέπονται στα στ. α’ και β’ 1. Ειδικότερα, ο
πλημμεληματικός εμπρησμός τελείται σύμφωνα με το στ. α’ όταν προκύπτει
κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, αποτελώντας έτσι ένα έγκλημα
συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Η δεύτερη, κακουργηματική βασική μορφή του
αδικήματος του στ. β’ συντρέχει όταν προκύπτει κίνδυνος για άνθρωπο, και
αποτελεί επίσης έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Στα στ. γ’ έως δ’
περιγράφονται οι υπόλοιπες επιμέρους μορφές εμπρησμού με διαβαθμίσιμη
βαρύτητα, η οποία αποτυπώνεται τόσο στη σειρά απαρίθμησης τους όσο και
στη σταδιακή κλιμάκωση των απειλούμενων για κάθε περίπτωση ποινών2.

1
Βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 53, όπου αναφέρονται τόσο η περ. α’ όσο και η περ. β’ ως οι βασικές
μορφές του εμπρησμού.

2
Βλ. σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σελ. 194 επ. σχετικώς με τις
συνέπειες που έχει αυτή η διαβάθμιση σε επίπεδο συρροής, για τις οποίες και εκτενής λόγος στην οικεία
ενότητα.

3
Στο στ. γ’ προβλέπονται ουσιαστικά δύο ξεχωριστές σχετικώς διακεκριμένες
μορφές ίσης βαρύτητας. Η πρώτη εξ αυτών πραγματώνεται όταν από τη
πράξη του δράστη προκαλείται σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής
ωφέλειας, συνιστώντας έτσι ένα έγκλημα βλάβης. Η δεύτερη έγκειται στην
πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στα πλαίσια των στ. α’ και β’,
αποτελώντας έτσι ένα διακεκριμένο εκ του αποτελέσματος έγκλημα βλάβης.
Στο στ. δ’ τυποποιείται ο θανατηφόρος εμπρησμός ως η απολύτως
διακεκριμένη μορφή του αδικήματος, όντας παρομοίως ένα διακεκριμένο εκ
του αποτελέσματος έγκλημα βλάβης3. Πρέπει εν προκειμένω να επισημανθεί
ότι το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1, όπου προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής
ισόβιας κάθειρξης σε περίπτωση όπου επήλθε ο θάνατος περισσότερων
ανθρώπων, δεν συνιστά μια διαφορετική μορφή του εγκλήματος, αλλά τέθηκε
σύμφωνα με την Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ4 ώστε να επιλύσει ζητήματα συρροής.
Τέλος, στην παρ. 2 του αρ. 264 ΠΚ προβλέπεται ο εξ’ αμελείας εμπρησμός,
όπου τα αποτελέσματα των δύο βασικών μορφών τυποποιούνται ως ένα
ενιαίο πλημμέλημα.

Προβαίνοντας σε μια εισαγωγική απαρίθμηση των βασικών


μορφολογικών χαρακτηριστικών του εμπρησμού, από πλευράς υποκειμένου 5
το έγκλημα χαρακτηρίζεται σε κάθε επιμέρους μορφή του ως κοινό και
μονοπρόσωπο. Σε ότι αφορά το αποτέλεσμα6, ο εμπρησμός χαρακτηρίζεται
παγίως ως ουσιαστικό έγκλημα (ή αποτελέσματος κατ’ άλλη διατύπωση)
επίσης σε κάθε επιμέρους μορφή του, με την ιδιαιτερότητα της τυποποίησης
εντός της ίδιας ρύθμισης ορισμένων μορφών ως εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης και άλλων ως εγκλήματα βλάβης, όπως εκτέθηκε αμέσως
ανωτέρω. Ιδίως σε σχέση με τις μορφές που τυποποιούνται ως εγκλήματα
διακινδύνευσης πρέπει να τονιστεί ότι εν προκειμένω γίνεται λόγος περί

3
Για τους εν λόγω χαρακτηρισμούς των επιμέρους μορφών του εμπρησμού βλ. στην Αιτιολ. Εκθ. Νέου
ΠΚ, σελ. 53. Βλ. επίσης ενδ. περί της κατάστρωσης της νομοτυπικής μορφής υπό το προγενέστερο
καθεστώς σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 118 / Κωστάρας Α., Επιτομή Ειδικού Μέρους, 2013, σελ.
624

4
σελ. 52, στ. στ’

5
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 171 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 624 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α.,
Ποινικός Κώδιξ, Ημίτομος Β’, 1967, σελ. 702

6
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ. Α., Ποινικός Κώδιξ, 1980, σελ. 847 / Γάφος Η., Ποινικόν δίκαιον – Ειδικό
Μέρος, Τεύχος Γ, 1961, σελ. 105 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π, σελ. 170 / Κονταξής Α., Ποινικός
Κώδικας, Τόμος Β, 2000, σελ. 2328 / Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος – Κατ’ άρθρο,
1959, σελ. 397

4
γενικής διακινδύνευσης, δεδομένου ότι ο εμπρησμός συνιστά ένα κοινώς
επικίνδυνο έγκλημα. Ως προς τον τρόπο τέλεσης7, πρόκειται περί εγκλήματος
ενέργειας (το οποίο μπορεί να τελεστεί εντούτοις και με παράλειψη),
απλότροπου και μη ιδιόχειρου. Σε σχέση με το χρόνο τέλεσης8 το αδίκημα
χαρακτηρίζεται ως στιγμιαίο. Από πλευράς τέλος υποκειμενικής υπόστασης,
στην παρ. 1 τυποποιείται ως έγκλημα δόλου και στην παρ. 2 ως έγκλημα
αμέλειας. Εκ των ανωτέρω το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του
εμπρησμού έγκειται στο ότι τυποποιείται ως έγκλημα γενικής διακινδύνευσης,
όπως και όλα τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, εξ’ ου και έχουν κομβικό ρόλο
για την κατανόηση του όλου πεδίου οι έννοιες του κινδύνου και του κοινού
κινδύνου.

7
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 171 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 624 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α. , ό.π.,
σελ. 703

8
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 171 επ. / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 624

5
2. Ο κίνδυνος ως αποτέλεσμα

Ο εμπρησμός χαρακτηρίζεται ως ουσιαστικό έγκλημα (ή


αποτελέσματος) διότι σε κάθε περίπτωση έχει αποτέλεσμα τόσο εν ευρεία
έννοια, ήτοι μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που επέρχεται από τη
συμπεριφορά του δράστη και επάγεται προσβολή εννόμων αγαθών, όσο και
εν στενή έννοια, δεδομένου ότι η εν λόγω μεταβολή παρουσιάζει μια
αυτοτέλεια σε σχέση με τη περιγραφόμενη στο νόμο συμπεριφορά, καθότι θα
μπορούσε να επέλθει και από μη ανθρώπινη ενέργεια, όπως οι δυνάμεις της
φύσης. Η εν λόγω μεταβολή μπορεί άλλοτε να συνίσταται σε βλάβη του
εννόμου αγαθού και άλλοτε σε διακινδύνευση του, εξ’ ου και η διάκριση
μεταξύ εγκλημάτων βλάβης και διακινδύνευσης. Τα τελευταία με τη σειρά τους
διακρίνονται σε εγκλήματα συγκεκριμένης, δυνητικής και αφηρημένης
διακινδύνευσης, με τη κρατούσα άποψη να εντοπίζει ως πηγή της διάκρισης
τον ξεχωριστό τρόπο τυποποίησης που υιοθετείται σε κάθε επιμέρους
κατηγορία. Ειδικότερα, στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης γίνεται
λόγος περί πρόκλησης κινδύνου για τα έννομα αγαθά από τη συμπεριφορά
του δράστη, στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης αντίστοιχα περί
δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου, ενώ στα εγκλήματα αφηρημένης
διακινδύνευσης ο νομοθέτης αρκείται στην καταγραφή της αξιόποινης
συμπεριφοράς, χωρίς να περιγράφεται κάποιο αποτέλεσμα αυτής9. Κατ’ άλλη
δε προσέγγιση, όπου ως κομβικό διακριτικό γνώρισμα μεταξύ των επιμέρους
μορφών εντοπίζεται η διαβάθμιση ως προς την απαιτούμενη ένταση του
κινδύνου, για την οποία λόγος κατωτέρω στην ενότητα, γίνεται λόγος περί
εγκλημάτων συγκεκριμένου κινδύνου, απόπειρας πρόκλησης κινδύνου και
θεμελίωσης (ή συντήρησης) της πηγής του κινδύνου αντίστοιχα 10. Δεδομένης
της ρητής επιλογής των συντακτών του νέου ΠΚ να τυποποιείται ο
εμπρησμός ως έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή συγκεκριμένου
κινδύνου11, θα εστιάσουμε στην εν λόγω κατηγορία των εγκλημάτων και στη
λειτουργία που επιτελεί εντός αυτής η έννοια του κινδύνου.

Ως προς τη φύση του κινδύνου, οι προσεγγίσεις της θεωρίας μπορούν


να αποτυπωθούν σχηματικά υπό τη μορφή μιας κλίμακας, στη βάση του

9
Για τις εν λόγω διακρίσεις βλ. ενδ. Κωστάρας Α., Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού
Μέρους, 2016, σελ. 264 επ. και 292 επ. .

10
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., σε Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, 2005, σελ.332 επ. και ιδίως
350.

11
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 53, στ. β’

6
δίπολου μεταξύ μιας υποκειμενικής αφενός και μιας αντικειμενικής αφετέρου
θεώρησης. Οι υποστηρικτές της υποκειμενικής θεώρησης προσεγγίζουν τον
κίνδυνο ως ένα υποκειμενικής φύσεως μέγεθος, υπό την έννοια ότι αυτός
συνιστά μία κρίση, μία αντίληψη ενός παρατηρητή για την εξέλιξη της
αιτιώδους διαδρομής προς τη βλάβη. Στον αντίποδα αυτών, ο κίνδυνος κατά
την αντικειμενική θεώρηση εκλαμβάνεται ως ένα εμπειρικής φύσεως μέγεθος,
αποτελώντας μία κατάσταση στην οποία περιέρχεται το έννομο αγαθό. Η
βασικότερη και πλέον πρακτικής σημασίας συνέπεια αυτής της διάκρισης
αποτυπώνεται στα κριτήρια που αξιοποιούνται για τη διαπίστωση της
επέλευσης του κινδύνου, τα οποία με τη σειρά τους διακρίνονται σε
υποκειμενικής και αντικειμενικής φύσεως. Στην ελληνική επιστήμη σήμερα
φαίνεται να επικρατεί η αντικειμενική θεώρηση, υπό την έννοια ότι ο κίνδυνος
αντιμετωπίζεται καταρχήν ως κατάσταση, και ειδικότερα ως το αποτέλεσμα
της συμπεριφοράς του δράστη. Παρατηρούνται εντούτοις έντονες
διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα προτεινόμενα κριτήρια διαπίστωσης, με τη
συχνότατη χρήση υποκειμενικής φύσεως κριτηρίων, εξ’ ου και γίνεται λόγος
περί κλίμακας των υποστηριζόμενων στη θεωρία θέσεων12.

Εστιάζοντας περαιτέρω στις εν λόγω προσεγγίσεις13, πρέπει να


σημειωθούν ορισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά που γίνονται αποδεκτά από
το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, όπως προκύπτει από τους περισσότερους
ορισμούς που έχουν διατυπωθεί. Χρήσιμη κρίνεται καταρχήν η καταγραφή
των ακόλουθων ορισμών: Σύμφωνα με τον Ανδρουλάκη, «Κίνδυνος είναι μία
ασυνήθιστη, μη – κανονική κατάσταση, που δρομολογεί την επέλευση βλάβης
ενός αγαθού, προκαλώντας έτσι αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Η δρομολόγηση
αυτή υφίσταται όταν από το σύνολο των όρων που πρέπει να συντρέξουν για
να επέλθει η βλάβη, έχουν ήδη πραγματωθεί κάποιοι κατά τρόπο ώστε να
υπολείπεται μόνο η (ακριβώς συνεπεία της υφιστάμενης μερικής
πραγμάτωσης) κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανή ή και βέβαιη
επέλευση και των άλλων, προκειμένου να προκληθεί το αποτέλεσμα. Όσο
περισσότεροι από τους όρους του αποτελέσματος έχουν πραγματωθεί, τόσο

12
Βλ. για το δίπολο κρίσης-κατάστασης σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σελ.
21 επ.

13
Βλ. ενδ. Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006, σελ.172 επ. / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ.,
ό.α.π., σελ. 20 επ. / Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, 1976, σελ. 104 επ. /
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ
6/2001, σελ. 838 επ. / Τριανταφύλλου Α., Η έννοια του κινδύνου στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, ΠοινΧρ ΜΔ 1994,σελ. 15 επ. / Χαραλαμπάκης Α., Επιτομή Ποινικού Δικαίου - Γενικό
Μέρος, 2016, σελ. 100

7
ο κίνδυνος της επέλευσης του καθίσταται οξύτερος, και αντίστροφα.». Κατά
την Καϊάφα-Γκμπάντι «ο κίνδυνος αποτελεί μια κατάσταση εμπειρικά
διαπιστώσιμη, που συνίσταται στη δημιουργία αιτιακών όρων με αυτοδύναμη
και διαβαθμίσιμη εξέλιξη προς τη βλάβη.». Επίσης, κατά τον Μανωλεδάκη
«Κίνδυνος είναι η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται τη
δημιουργία αιτιακών όρων (όρων κινδύνου) για την επέλευση μίας βλάβης
(ενός βλαβερού αποτελέσματος) που δεν συνέβη ακόμα γιατί απαιτούνται και
άλλοι αιτιακοί όροι.». Τέλος, σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη «κίνδυνος είναι η
κατάσταση που δρομολογεί μια αιτιώδη διαδρομή, στο τέλος της οποίας
ευρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού.».

Στη βάση αυτών των ορισμών, τα κοινώς αποδεκτά χαρακτηριστικά


μπορούν να συνοψιστούν στο ότι ο κίνδυνος είναι μία κατάσταση εμπειρικά
διαπιστώσιμη, η οποία τελεί σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με τη βλάβη του
εννόμου αγαθού και διαβαθμίζεται σταδιακά προς αυτή14. Η θεώρηση του
κινδύνου ως εμπειρικά διαπιστώσιμη κατάσταση εκφράζει τον πυρήνα της
αντικειμενικής θεώρησης, ήτοι ότι ο κίνδυνος συνιστά ένα γεγονός του
εξωτερικού κόσμου, όντας το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη 15. Η
μεταβολή που επιφέρει εν προκειμένω ο δράστης με τη συμπεριφορά του
συνίσταται στη δημιουργία δυνατότητας βλάβης των εννόμων αγαθών,
διαταράσσοντας έτσι την υπαρξιακή τους ασφάλεια, και για αυτό θεωρείται ως
προσβολή εννόμων αγαθών και συνεπώς άδικη πράξη16. Η σχέση αιτιώδους
συνάφειας με τη βλάβη ουσιαστικά συγκεκριμενοποιεί το ανωτέρω σχήμα.
Ειδικότερα, η εν λόγω σχέση αποτυπώνεται στην αιτιώδη διαδρομή προς την
επέλευσης της βλάβης, όπου ο κίνδυνος εμφανίζεται ως ένα προστάδιο, υπό
την έννοια ότι η συμπεριφορά του δράστη οδηγεί στην πλήρωση ορισμένων,
αλλά όχι όλων, εκ των απαιτούμενων αιτιακών όρων για την επέλευση της
βλάβης17. Η κατάσταση δε που έχει διαμορφωθεί συνεπεία της συμπεριφοράς
του δράστη εξελίσσεται πλέον αυτοδύναμα προς τη βλάβη, υπό την έννοια ότι
δεν απαιτείται κάποια περαιτέρω θετική ή αποθετική ενέργεια του δράστη για

14
Μπρακουμάτσος Π., Εγκλήματα διακινδύνευσης-Εγκλήματα κοινού κινδύνου, Διατάραξη της
ασφάλειας των συγκοινωνιών και της υδάτινης ασφάλειας, ΠοινΔικ 6/2008, σελ. 760 / Συμεωνίδου-
Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 638

15
Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 173 / Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία, σελ. 104 /Τριανταφύλλου Α., ό.π.,
σελ. 22

16
Βλ. για τη δικαιολόγηση του άδικου χαρακτήρα των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 641
17
Τριανταφύλλου Α., ό.π., σελ. 16

8
την επέλευση αυτής. Και αυτό διότι εάν απαιτείται μια τέτοια ενέργεια, χωρίς
την οποία η βλάβη δεν δύναται να επέλθει, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος
περί μίας κατάστασης που εξελίσσεται προς τη βλάβη του εννόμου αγαθού.
Και εφόσον τελικά επέλθει η βλάβη ως αποτέλεσμα μιας περαιτέρω ενέργειας
του δράστη ή τρίτου δεν θα υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος με την κατάσταση
κινδύνου ως αποτέλεσμα της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, από την
οποία (έπρεπε να) δρομολογείται η βλάβη18.

Ήδη εξ’ αυτής της τελευταίας διαπίστωσης συνάγεται και ένα ακόμη
ευρέως αναγνωρισμένο χαρακτηριστικό του κινδύνου ως κατάσταση, και
συγκεκριμένα το ότι η κατάφαση του δεν εξαρτάται από το αν εν τέλει επήλθε
ή όχι η βλάβη19. Και αυτό γιατί η δημιουργία δυνατότητας βλάβης μέσω της
μερικής πραγμάτωσης της αιτιώδους διαδρομής προς αυτή συνιστά ήδη από
μόνης της μια προσβολή του εννόμου αγαθού, αποτελώντας ένα αυτοτελές
αποτέλεσμα. Εξ’ ου και τονίζεται20 ότι η συμπεριφορά του δράστη θα πρέπει
να συνδέεται αιτιωδώς με τον κίνδυνο και όχι με το ενδεχόμενο αποτέλεσμα
της βλάβης, για να γίνεται λόγος περί εγκλήματος διακινδύνευσης. Η αιτιώδης
συνάφεια πρέπει επομένως να διαπιστώνεται σε δύο επίπεδα,
εξυπηρετώντας διακρίνουσες λειτουργίες: πρώτον μεταξύ της συμπεριφοράς
του δράστη και της πρόκλησης του κινδύνου, όπως ισχύει άλλωστε σε
οποιοδήποτε έγκλημα αποτελέσματος, και δεύτερον μεταξύ του κινδύνου και
της βλάβης σύμφωνα με τη λογική που εκτέθηκε προηγουμένως, ώστε να
δικαιολογείται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης.

Σε ό,τι αφορά τέλος τη διαπίστωση ότι ο κίνδυνος διαβαθμίζεται


σταδιακά προς τη βλάβη, τονίζεται ειδικότερα ότι η αιτιώδης διαδρομή που
θέτει σε κίνηση ο δράστης με τη συμπεριφορά του δεν είναι μια στάσιμη
κατάσταση, αλλά αντιθέτως σταδιακά εξελίσσεται προς το αποτέλεσμα της
βλάβης του εννόμου αγαθού, αναλόγως με το ποιοι και πόσοι αιτιακοί όροι
έχουν ήδη πραγματωθεί ή απομένει να πραγματωθούν, οπότε και οι
πιθανότητες να επέλθει τελικά η βλάβη εμφανίζονται άλλοτε μεγαλύτερες και
άλλοτε μικρότερες21. Η εν λόγω διαβάθμιση αποτυπώνεται κατά μια άποψη

18
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 641, 644

19
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.α.π., σελ. 638

20
Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία, σελ. 105

21
Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 172 / Τριανταφύλλου Α., ό.α.π., σελ. 16

9
και στα πλαίσια της διάκρισης των επιμέρους κατηγοριών εγκλημάτων
διακινδύνευσης, όπως ήδη αναφέρθηκε και στην αρχή του κεφαλαίου.
Συγκρίνοντας ειδικότερα τις επιμέρους κατηγορίες, στα μεν εγκλήματα
συγκεκριμένης διακινδύνευσης απαιτείται να έχει ήδη προκληθεί ο κίνδυνος,
εξ’ ου και χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα συγκεκριμένου κινδύνου, ενώ στα
εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης η αιτιώδης διαδρομή πρέπει να έχει
εξελιχθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι δυνατή πλέον ανά πάσα στιγμή η
επέλευση του κινδύνου, αποτελώντας έτσι εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης
κινδύνου. Σε ό,τι αφορά τέλος τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης,
παρά την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε αποτέλεσμα της
συμπεριφοράς του δράστη, γίνεται δεκτό ότι για την κατάφαση και αυτών
απαιτείται η διαπίστωση μιας γενικής μεν αλλά πάντως πραγματικής
δυνατότητας κινδύνου στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, ως ένα
άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής τους υπόστασης, και για αυτό ορίζονται ως
εγκλήματα θεμελίωσης ή συντήρησης της πηγής του κινδύνου. Η διαφορά δε
με τη προηγούμενη κατηγορία έγκειται στο ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω
μια στενή χρονική-αιτιακή σύνδεση με την επέλευση του κινδύνου, αλλά αρκεί
να μην αποκλείεται τούτη εκ των πραγμάτων. Με γνώμονα επομένως την
εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής προς τη βλάβη του εννόμου αγαθού, η
επέλευση της τελευταίας εμφανίζεται πιο πιθανή στα εγκλήματα της πρώτης
σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, και αντίστοιχα μεταξύ της τελευταίας και
της τρίτης κατηγορίας, οπότε και η προσβολή του εννόμου αγαθού είναι
αντίστοιχα μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης. Πρόκειται συνεπώς για μια
διαβάθμιση της απαιτούμενης για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος έντασης
του κινδύνου, ήτοι της πιθανότητας επέλευσης της βλάβης22.

Ο κίνδυνος επομένως στην περίπτωση ιδίως των εγκλημάτων


συγκεκριμένης διακινδύνευσης αντιμετωπίζεται ως ένα γεγονός, ως μια
κατάσταση που συνιστά το τυποποιημένο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του
δράστη, κατά παρόμοιο τρόπο με τη βλάβη. Εντονότερους προβληματισμούς
επάγεται ο τρόπος με τον οποίο διαπιστώνεται η συνδρομή της εν λόγω
κατάστασης, δεδομένου ότι δεν αρκεί εν προκειμένω η απόδειξη
συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών αλλά και μια εκτίμηση αυτών,

22
Βλ. για αυτή τη προσέγγιση σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 82 επ. ως προς την αιτία της
τριμερούς διάκρισης και τη προτεινόμενη νέα ορολογία, καθώς και στις σελ. 45 επ., 69 επ. και 77 επ. για
την κάθε μία εκ των επιμέρους μορφών διακινδύνευσης. Πρέπει πάντως να επισημανθεί πως σε άλλες
θέσεις της θεωρίας αποδίδονται διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς την κατάφαση των επιμέρους
μορφών. Π.χ. ως προς τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και η
θέση ότι η επικινδυνότητα της τυποποιούμενης συμπεριφοράς ως προς τα έννομα αγαθά εν προκειμένω
τεκμαίρεται από τον ίδιο το νομοθέτη, βλ. έτσι Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 176 επ.

10
καθότι αυτό που ενδιαφέρει εν τέλει είναι το κατά πόσο προέκυψε στην
εκάστοτε περίπτωση δυνατότητα βλάβης των εννόμων αγαθών. Και επειδή η
εν λόγω εκτίμηση αφορά την επέλευση ενός γεγονότος μελλοντικού, πρόκειται
κατ’ ουσία για μια διαδικασία πιθανολόγησης στη βάση πραγματικών
περιστατικών του εμπειρικού κόσμου. Το τελευταίο ιδίως στοιχείο αποτελεί
ίσως τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας που διατυπώνεται στα πλαίσια των
υποκειμενικής φύσεως προσεγγίσεων, καθότι η αντίληψη του κινδύνου ως
κρίση αποδίδεται ακριβώς στην αναγκαιότητα της πιθανολογικής εκτίμησης
για ένα γεγονός μελλοντικό. Αλλά ακόμα και σε θέσεις όπου ο κίνδυνος
ορίζεται ως αποτέλεσμα παρατηρείται ότι η αναγκαιότητα πιθανολόγησης
αποκτά ενίοτε βαρύνουσα σημασία σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά
της εκάστοτε περίπτωσης, κάτι που καθίσταται εμφανές από τις
διαφοροποιημένες προτεινόμενες μεθοδολογίες για τη διαπίστωση του
κινδύνου.

Αρκούμενοι εδώ σε μια απλή καταγραφή των βασικότερων κριτηρίων


που έχουν διατυπωθεί, το συνηθέστερο υποκειμενικής φύσεως κριτήριο
έγκειται στη πρόκληση αισθημάτων φόβου και ανασφάλειας σε έναν
αντικειμενικό παρατηρητή της κατάστασης για την ύπαρξη του εννόμου
αγαθού. Συνδυάζεται δε συχνά το εν λόγω κριτήριο και με την αντίληψη ότι η
διάγνωση του κινδύνου πρέπει να στηρίζεται μόνο σε όσα στοιχεία ήταν
γνωστά κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η συμπεριφορά του δράστη, και όχι
σε όσα προέκυψαν μεταγενέστερα (η αποκαλούμενη ex ante διάγνωση). Η
χρήση αυτού του κριτηρίου προσιδιάζει σχεδόν απόλυτα στη προσέγγιση του
κινδύνου όχι ως γεγονότος αλλά ως κρίση, η οποία καθίσταται αναγκαία λόγω
της αδυναμίας να του ανθρώπου να προβλέψει τη μελλοντική επέλευση της
βλάβης, εξ’ ου και αναγκαία η αναγωγή σε υποκειμενικής φύσεως κριτήρια,
όπως ο φόβος23.

Ένα άλλο κριτήριο στο οποίο γίνεται συχνά αναφορά εστιάζει στον
παράγοντα της τύχης, ώστε ο κίνδυνος να καταφάσκεται όταν στη βάση των

23
Πρόκειται για το κατ’ εξοχήν κριτήριο που αξιοποιείται στα πλαίσια των υποκειμενικών
προσεγγίσεων, βλ. έτσι ενδ. Μπενάκη Α., Η ποινική ευθύνη εκ των κυκλοφοριακών παρεμβάσεων,
1965, σελ. 54, όπου αναφορά στον αντικειμενικό παρατηρητή και στη κοινή ανθρώπινη πείρα /
Σπινέλλης Δ., Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδύνευσης, ΠοινΧρ ΚΓ, 1973, σελ.
168 επ., όπου αναφορά στον καλύτερα πληροφορημένο άνθρωπο. Υιοθετείται δε και στα πλαίσια των
αντικειμενικών προσεγγίσεων, βλ. ενδ. Ανδρουλάκης Α., ό.π., σελ. 173 / Τριανταφύλλου Α., ό.π., σελ.
16, ο οποίος όμως σε σχέση με το χρονικό σημείο διαπίστωσης του κινδύνου τάσσεται υπέρ της λήψης
υπόψη και στοιχείων που προέκυψαν μεταγενέστερα της ερευνώμενης συμπεριφοράς, εφόσον αφορούν
τη πρόκληση του κινδύνου και όχι την επέλευση ή μη της βλάβης (ex post διάγνωση του κινδύνου). Βλ.
περαιτέρω επιχειρηματολογία υπέρ της ex post διάγνωσης σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 34 επ.

11
πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε περίπτωσης η μη επέλευση της
βλάβης οφείλεται μόνο σε τυχερά γεγονότα και περιστάσεις. Ερμηνεύεται δε
το εν λόγω κριτήριο ως κανονιστικής φύσεως, με το σκεπτικό ότι πρόκειται
ουσιαστικά για την εφαρμογή της κανονιστικής προελεύσεως αρχής της
εμπιστοσύνης – η έννομη τάξη δεν νοείται να στηρίζεται για την αποτροπή της
βλάβης σε τυχερούς και ως εκ τούτου μη ελέγξιμους παράγοντες, οπότε και
όταν από τη διαμορφωθείσα κατάσταση πραγμάτων συνεπεία της
συμπεριφοράς του δράστη η βλάβη αποτρέπεται μόνο λόγω τέτοιων
παραγόντων, τότε δεν μπορεί να υπάρξει σε αντικειμενικό επίπεδο
εμπιστοσύνη της έννομης τάξης για την αποτροπή της βλάβης, οπότε και
καταφάσκεται κίνδυνος για το έννομο αγαθό24.

Εστιάζοντας τέλος σε δύο αμιγώς αντικειμενικές προσεγγίσεις ως προς


τα κριτήρια διαπίστωσης, η πρώτη εξ’ αυτών εστιάζει στην υπαρξιακή κρίση
που υφίσταται το έννομο αγαθό βιώνοντας μέσα στην πηγή του κινδύνου ως
το κριτήριο κατάφασης του. Το έννομο αγαθό βρίσκεται δε σε μία τέτοια
κατάσταση όταν από τη συμπεριφορά του δράστη έχουν ήδη πραγματωθεί
τόσοι όροι της αιτιώδους διαδρομής προς τη βλάβη, ώστε αυτή να μπορεί
πλέον να επέλθει άμεσα και ανά πάσα στιγμή25. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση,
που κινείται στην ίδια κατεύθυνση, αξιοποιούνται περισσότερα κριτήρια για
την κατάφαση του κινδύνου. Ειδικότερα, με αναγωγή κυρίως στα αρ. 25, 32
του ΠΚ καθώς και σε διατάξεις του Ειδικού Μέρους, βασική προϋπόθεση για
την εφαρμογή των οποίων αποτελεί η αμεσότητα του απειλούμενου κινδύνου,
επιχειρείται ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χρονικού σημείου κατά το
οποίο αυτός επέρχεται. Υποστηρίζεται συναφώς ότι για την κατάφαση του
κινδύνου, ως μία εξελισσόμενη κατάσταση που οδηγεί στη βλάβη του έννομου
αγαθού, θα πρέπει καταρχήν να διαπιστώνεται μία έστω και κατ’ ελάχιστον
χειροτέρευση της θέσης του τελευταίου την αμέσως επόμενη χρονική στιγμή,
χωρίς περαιτέρω να χρειάζεται η πραγμάτωση κανενός επιπλέον όρου για την
επέλευση της βλάβης, και ενώ παράλληλα η τελευταία εμφανίζεται ορατή και
επικείμενη26. Σε αμφότερες πάντως τις προσεγγίσεις δίνεται έτσι ιδιαίτερη

24
Βλ. σχετικά με αυτό το κριτήριο και την απόδοση του ως μια κανονιστικής φύσεως προσέγγιση σε
Μοροζίνης Ι., Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ΠοινΧρ ΞΕ 2015,
σελ. 489

25
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 77 επ.

26
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ.640 επ. Παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον και η θέση που
διατυπώνει ο Λίβος Ν., Ο κίνδυνος ως πρόβλημα απόδειξης στην ποινική δίκη, Τιμητικός Τόμος για τον
Νικόλαο Ανδρουλάκη, 2003, σελ. 1050 επ., ο οποίος θεωρεί ότι ο κίνδυνος καταφάσκεται όταν ένας
μέσος αντικειμενικός παρατηρητής θα άρχιζε να λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή της βλάβης.

12
σημασία στη στενότατη αιτιακή και χρονική σύνδεση που πρέπει να έχει ο
κίνδυνος ως κατάσταση με το έννομο αγαθό και συνακόλουθα την αυξημένη
πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, πρέπει με άλλα λόγια να πρόκειται για μία
κατάσταση παρούσα, και όχι μελλοντική και αβέβαιη27.

Συνοψίζοντας, ο κίνδυνος ορίζεται κατά την κρατούσα σήμερα θέση ως


μια κατάσταση, με ορισμένα κοινώς αποδεκτά χαρακτηριστικά. Τούτο
εντούτοις δεν σημαίνει ότι έχει αποκρυσταλλωθεί συνολικά η έννοια του
κινδύνου ως ένα αντικειμενικής ή υποκειμενικής φύσεως μέγεθος, όπως
κατέστη εμφανές από τις ποικίλες διαφοροποιημένες μεθόδους διαπίστωσης
του που προτείνονται στη θεωρία. Για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της
έννοιας του κινδύνου είναι επομένως απαραίτητο να εντοπιστεί ο πυρήνας
των διαφοροποιήσεων μεταξύ των επιμέρους θέσεων. Τούτος έγκειται στον
τρόπο με τον αξιολογείται η αναγκαιότητα πιθανολόγησης της βλάβης.
Ειδικότερα, τα δύο συνυπάρχοντα μεγέθη που αξιολογούνται για την
κατάφαση του κινδύνου είναι αφενός τα πραγματικά περιστατικά του
εξωτερικού κόσμου και αφετέρου η εκτίμηση αυτών ως δυνατότητα βλάβης, με
την ουσία της όλης συζήτησης να έγκειται στο ποιο εκ των δύο θα αποτελέσει
τη βάση για την εννοιολόγηση του κινδύνου. Στα πλαίσια των υποκειμενικής
φύσεως προσεγγίσεων φαίνεται να αποδίδεται βαρύνουσα σημασία στο
στοιχείο της εκτίμησης, όπως προκύπτει από τη θέση του Σπινέλλη28, ο
οποίος ορίζει τον κίνδυνο ως μια κρίση για τη πιθανότητα επέλευσης βλάβης,
στη βάση αφενός των πραγματικών περιστατικών και αφετέρου των γενικής
ισχύος εμπειρικών κανόνων που αναπόφευκτα αξιοποιούνται για μια
οποιαδήποτε πιθανολογική εκτίμηση. Παρεμφερής εμφανίζεται και η θέση του
Λίβου29, όπου επίσης προσδιορίζεται η πιθανολόγηση της βλάβης ως ο
πυρήνας της έννοιας του κινδύνου, με την επισήμανση εντούτοις ότι δεν
πρόκειται απλώς περί μιας υποκειμενικής κρίσης, αλλά αποτελεί το

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μικτής φύσεως κριτήριο υπό αυτή την ειδικότερη σκοπιά, εναρμονισμένο
με την επίσης μικτής φύσεως προσέγγιση του κινδύνου ως διαθετική έννοια που υιοθετεί ο συγγραφέας,
σε αντιπαραβολή με την αμιγώς αντικειμενικής φύσεως που προκρίνει η Συμεωνίδου-Καστανίδου.
27
Βλ. παρατηρήσεις επί των σχετικών θέσεων σε Μπρακουμάτσος Π., ό.π., σελ. 781

28
Ό.π., σελ. 167 επ.

29
Ό.π., σελ. 1025 επ.

13
συμπέρασμα ενός δικανικού συλλογισμού, αποκτώντας έτσι ένα
«διϋποκειμενικώς δεσμευτικό κοινωνικό νόημα».

Στον αντίποδα των ανωτέρω τοποθετήσεων, στις αντικειμενικής


φύσεως προσεγγίσεις βαρύνουσα σημασία έχουν τα πραγματικά περιστατικά
του εξωτερικού κόσμου, τα οποία και θα αποτελέσουν αντικείμενο εκτίμησης
για το κατά πόσο συνιστούν ή όχι κίνδυνο, εξ’ ου και ο κίνδυνος γίνεται
αντιληπτός ως ένα γεγονός. Ιδίως επί της συσχέτισης των δύο στοιχείων η
Καϊάφα-Γκμπάντι30 επισημαίνει ότι η αναγκαιότητα της εκτίμησης των
πραγματικών περιστατικών υπό τη μορφή της πιθανολόγησης της βλάβης δεν
σημαίνει ότι και ο ίδιος ο κίνδυνος συνιστά μια κρίση. Και τούτο διότι η σχετική
εκτίμηση δεν λαμβάνει χώρα αφηρημένα, αλλά στο πλαίσιο συγκεκριμένων
πραγματικών γεγονότων, τα οποία και συγκροτούν την μερική εκπλήρωση της
αιτιώδους διαδρομής προς την επέλευση της βλάβης. Αντίστοιχη διεργασία
άλλωστε λαμβάνει χώρα και σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα βλάβης, όπου και
πάλι απαιτείται να προσδοθεί σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά ορισμένο
νόημα, εν προκειμένω της βλάβης. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι στην
περίπτωση του κινδύνου απαιτείται η διατύπωση μιας πρόβλεψης περί του
μελλοντικού γεγονότος της βλάβης καθιστά μεν τη σχετική εκτίμηση
περισσότερο επισφαλή, σε καμία περίπτωση όμως δεν αναιρεί το ότι ο ίδιος ο
κίνδυνος ως κατάσταση συνιστά ένα αντικειμενικό μέγεθος του εξωτερικού
κόσμου. Σε κάθε δε περίπτωση, το ισχύον στη χώρα μας σύστημα
αντικειμενικού αδίκου επιβάλλει τη στήριξη της τιμώρησης σε ένα
αντικειμενικό, εμπειρικό υπόβαθρο.

Καταληκτικά, και λαμβάνοντας μια θέση επί του ζητήματος, ορθότερο


είναι ως βάση για την εννοιολόγηση του κινδύνου να τίθενται τα πραγματικά
γεγονότα, τα οποία και θα αξιολογηθούν για το κατά πόσο επάγονται ή όχι
δυνατότητα βλάβης του εννόμου αγαθού. Πέραν της σχετικής
επιχειρηματολογίας που εκτέθηκε αμέσως ανωτέρω, θα μπορούσε κανείς να
προβάλλει ως πρόσθετο επιχείρημα το ότι και η ίδια η βλάβη συνιστά ένα
γεγονός, οπότε θα ήταν ανακόλουθο η δυνατότητα επέλευσης αυτής να
χαρακτηρίζεται ως μια κρίση. Ο κίνδυνος επομένως αποτελεί μια κατά βάση
αντικειμενικής φύσεως έννοια, παρά την αναγκαιότητα πιθανολόγησης της
βλάβης. Το τελευταίο στοιχείο εντούτοις εισάγει αναπόφευκτα κάποια στοιχεία
υποκειμενικότητας σε ότι αφορά τη διαπίστωση του κινδύνου, κάτι που
σημαίνει ότι ο τελευταίος δεν αποτελεί ένα αμιγώς αντικειμενικό μέγεθος,
όπως συμβαίνει με την περίπτωση της βλάβης. Τούτο προκύπτει από τη

30
Ό.π., σελ. 31 επ.

14
σύγκριση των διεργασιών με τις οποίες διαπιστώνονται τόσο η βλάβη όσο και
ο κίνδυνος. Καταρχήν, πράγματι σε αμφότερες τις περιπτώσεις απαιτείται να
δοθεί ο αντίστοιχος χαρακτηρισμός στα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε
συγκεκριμένης περίπτωσης. Στη μεν βλάβη όλα τα κρίσιμα πραγματικά
περιστατικά έχουν ήδη λάβει χώρα, αποτελώντας κάτι το υπαρκτό, το οποίο
μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί ως ισχύον αντικειμενικά ή όχι, εξ’ ου και μπορεί
να χαρακτηριστεί η βλάβη ευχερώς ως ένα αμιγώς αντικειμενικό μέγεθος.
Στην περίπτωση τώρα του κινδύνου ισχύει το ίδιο σε ό,τι αφορά τα
πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη λάβει χώρα, ως η μερική εξέλιξη της
αιτιώδους διαδρομής προς τη βλάβη. Παράλληλα όμως θα πρέπει να
εκτιμηθεί και το ελλείπον τμήμα της αιτιώδης διαδρομής, ώστε να μπορεί να
γίνει λόγος περί δρομολόγησης της βλάβης και να χαρακτηριστεί συνεπώς η
ήδη υπάρχουσα κατάσταση ως δυνατότητα βλάβης. Το δεύτερο αυτό στάδιο
της συλλογιστικής διεργασίας για τη διαπίστωση του κινδύνου παρουσιάζει
την ιδιαιτερότητα ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί ως ισχύον ή όχι αντικειμενικά,
δεδομένου ότι αφορά μελλοντικά γεγονότα, εξ’ ου και γίνεται λόγος περί
πιθανολόγησης της βλάβης. Και σε αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα μπορεί
να εντοπιστεί και ένα μέγεθος υποκειμενικότητας, σε ότι αφορά τον τρόπο με
τον οποίο διαπιστώνεται ο κίνδυνος.

Η εν λόγω επισήμανση βεβαίως δεν σημαίνει ότι η σχετική διάγνωση


θα λάβει χώρα στη βάση υποκειμενικής φύσεως κριτηρίων, όπως π.χ. με την
αναγωγή στην αντίληψη του αντικειμενικού παρατηρητή. Δεδομένου ότι ως
βάση για την αντίληψη του κινδύνου τίθενται τα πραγματικά περιστατικά της
εκάστοτε περίπτωσης, θα πρέπει και τα ίδια τα κριτήρια διαπίστωσης να είναι
κατά βάση αντικειμενικής φύσεως. Επιδιώκεται απλώς με τις παραπάνω
σκέψεις να τονιστεί ότι η εν λόγω διάγνωση μπορεί μεν (και πρέπει) να
στηρίζεται πρωτίστως σε ένα εμπειρικό υπόβαθρο, εμπεριέχει εντούτοις
αναγκαία και στοιχεία υποκειμενικότητας. Η αναγωγή του Λίβου στα εχέγγυα
του δικανικού συλλογισμού μπορεί εν προκειμένω να λειτουργήσει
εξισορροπητικά, αφού σε κάθε περίπτωση η πιθανολόγηση της βλάβης θα
λάβει χώρα στα πλαίσια μιας δικαστικής κρίσης, όπου αναμένεται να έχει
αξιολογηθεί δεόντως το εμπειρικό υπόβαθρο του κινδύνου. Ενόψει αυτών, το
αντικειμενικής φύσεως κριτήριο της κατάφασης του κινδύνου στη βάση της
υπαρξιακής κρίσης που υφίσταται το έννομο αγαθό βιώνοντας μέσα στην
πηγή του κινδύνου εμφανίζεται κατάλληλο για την ορθή αξιολόγηση τόσο του
εμπειρικού υποβάθρου του κινδύνου όσο και της πρόβλεψης σε σχέση με τη
πιθανολόγηση της βλάβης στα πλαίσια μιας δικαστικής κρίσης.

15
3. Ο κοινός κίνδυνος

Το κεφάλαιο των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων διαφέρει από τα


λοιπά κεφάλαια του ΠΚ ως προς το ότι οι επιμέρους διατάξεις δεν
ομαδοποιούνται με κριτήριο το προστατευόμενο έννομο αγαθό αλλά την
έννοια του κοινού κινδύνου, ήτοι τη «κοινή» διακινδύνευση εννόμων αγαθών,
κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν να θεμελιωθούν τα εν λόγω αδικήματα
όταν «η δυνατότητα κινδύνου που γεννά η πράξη αφορά μια συγκεκριμένη και
μόνο μονάδα εννόμου αγαθού», σύμφωνα με τις εισαγωγικές παρατηρήσεις
του εν λόγω κεφαλαίου στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ 31. Το πρώτο
που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το βασικό νόημα του κινδύνου δεν
μεταβάλλεται στην περίπτωση των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, με άλλα
λόγια και ο κοινός κίνδυνος δεν παύει να είναι κίνδυνος, ως προσδιορίστηκε
ανωτέρω. Το διακριτικό γνώρισμα του κοινού κινδύνου ήδη αναγράφεται στην
Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ, και έγκειται στην έννοια της κοινής
διακινδύνευσης των εννόμων αγαθών. Αποδίδεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια
πρόσθετη διάκριση των εγκλημάτων διακινδύνευσης στην οποία είχε προβεί η
θεωρία ενόψει του πεδίου των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, και
συγκεκριμένα μεταξύ της γενικής αφενός και ειδικής αφετέρου
διακινδύνευσης. Στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η
πράξη στρέφεται κατά του γένους του εννόμου αγαθού, ενώ στη δεύτερη κατά
εξατομικευμένης μονάδας του. Με αυτή τη διάκριση αποτυπώνεται συνεπώς
και μια περαιτέρω διαβάθμιση του κινδύνου, σε ό,τι αφορά την έκταση του
αυτή τη φορά, κατά παρόμοια λογική με τη διαβάθμιση ως προς την ένταση
που εκφράζεται από τις επιμέρους μορφές διακινδύνευσης32. Μόλις
χρειάζεται επί της συσχέτισης αυτής να αναφερθεί ότι αμφότερες οι
διαβαθμίσεις βαίνουν παράλληλα, οπότε και τα όσα εκτέθηκαν περί της
διαπίστωσης του κινδύνου ισχύουν και εν προκειμένω.

31
σελ. 52. Συνεπώς επιλύεται έτσι οριστικά το ζήτημα του κατά πόσο οι επιμέρους διατάξεις
ομαδοποιούνται στη βάση διαφορετικών στοιχείων, όπως παλαιότερα υποστηριζόταν σε ορισμένες
θέσεις της θεωρίας. Ενδ. αναφέρουμε τη θέση περί υπάρξεως ενός ενιαίου εννόμου αγαθού κοινής
φύσεως με φορέα το κοινωνικό σύνολο, όπως η κοινή ζωή, υγεία κλπ, βλ. ενδ. Δέδες Χ., Ποινικόν
Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος-Εγκλήματα Κοινού Κινδύνου, Άρθρα 264-298 ΠΚ, 1979, σελ. 19 επ., ή την
ομαδοποίηση στη βάση της ιδιαίτερα αυξημένης απαξίας της συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία
εκδηλώνεται η εχθρική στάση ή η αδιαφορία του προς το κοινωνικό σύνολο, βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ. Α.,
ό.π., σελ. 845

32
Βλ. για τη συσχέτιση αυτή σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 99 επ. Για τη διάκριση μεταξύ γενικής
και ειδικής διακινδύνευσης βλ. και Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία, σελ. 114 επ. / Παύλου Σ., Η
μετεξέλιξη της διακινδυνεύσεως σε βλάβη και τα ανακύπτοντα ζητήματα συρροής, ΠοινΧρ ΝΑ 2001,
σελ. 963

16
Το διακριτικό γνώρισμα επομένως του κοινού κινδύνου εντοπίζεται στη
γενικότητα του, και όχι σε ένα ενιαίο έννομο αγαθό, οπότε και τίθεται το
ζήτημα των κριτηρίων και του χρονικού σημείου διαπίστωσης αυτής. Τα
κυριότερα κριτήρια που έχουν προταθεί33 έχουν ως εξής: α) η πολλαπλότητα
των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, β) η εξαπόλυση ανέλεγκτων
φυσικών δυνάμεων, γ) το απροσδιόριστο του αριθμού των προσβαλλόμενων
εννόμων αγαθών και δ) το απροσδιόριστο της ατομικότητας, ήτοι της
ταυτότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Σε αυτό το σημείο και
προτού εκτεθούν οι θέσεις της νομολογίας και της θεωρίας πρέπει να
επισημανθούν δύο σημαντικές αλλαγές που επέφερε ο νέος ΠΚ στην
προσπάθεια ομογενοποίησης των επιμέρους κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων, οι οποίες και επηρεάζουν το όλο πεδίο συζήτησης.

Πρώτον, διευκρινίζεται στην Αιτιολογική Έκθεση ότι όλες οι διατάξεις


προστατεύουν πλέον κατά βάση τον άνθρωπο και τις ξένες ιδιοκτησίες,
ανεξαρτήτως αν η προσβολή αυτών προκύπτει από την προσβολή και
διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως του δάσους στην περίπτωση του
εμπρησμού δασών. Δεύτερον, το σύνολο των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων διαμορφώνεται πλέον ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης34. Με τη
πρώτη παρέμβαση οριοθετούνται πλέον σαφώς και σε επίπεδο διατάξεων ως
προστατευόμενα έννομα αγαθά η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του
ανθρώπου καθώς και οι ξένες ιδιοκτησίες. Η δεύτερη αλλαγή συνιστά μείζονα
τομή σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς, όπου συνυπήρχαν όλες οι
επιμέρους μορφές διακινδύνευσης, ιδίως δε σε σχέση με τα σημαντικότερα
εγκλήματα όπως ο εμπρησμός εριζόταν το κατά πόσο τυποποιούνται ως
συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης. Η επιλογή της ενιαίας
τυποποίησης όλων των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως συγκεκριμένης
διακινδύνευσης και η σχετική ρητή μνεία στην Αιτιολογική Έκθεση φαίνεται να
επιλύουν την εν λόγω διαφωνία, την οποία εξάλλου σχεδόν σίγουρα θα είχαν
υπόψη οι συντάκτες του νέου ΠΚ.

Αμφότερες οι παρεμβάσεις έχουν σημασία ως προς τα κριτήρια


διαπίστωσης του κοινού κινδύνου. Σε ότι αφορά τα προστατευόμενα έννομα
αγαθά, η επιλογή των κριτηρίων τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία
συχνά διαφέρει αναλόγως του κατά πόσο ο κοινός κίνδυνος στρέφεται κατά

33
Για την απαρίθμηση των κριτηρίων βλ. ενδ. Δέδες Χ., ό.π., σελ. 31 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π.,
σελ. 92 επ.

34
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 52, στ. α’ και β’ αντίστοιχα

17
πραγμάτων ή κατά ανθρώπων, και επομένως η κατά τα ανωτέρω οριοθέτηση
φαίνεται πλέον να αντανακλά τα κατ’ εξοχήν θέματα που απασχόλησαν την
πράξη, περιορίζοντας και εξειδικεύοντας το αντικείμενο έρευνας και
επεξεργασίας. Η τυποποίηση από την άλλη του συνόλου των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης επηρεάζει σε
μεγάλο βαθμό ορισμένες επιμέρους τοποθετήσεις ιδίως της θεωρίας,
δεδομένου ότι η επιλογή των κριτηρίων στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη
τυποποίηση των κρισιμότερων εγκλημάτων ως δυνητικής διακινδύνευσης.

Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια καθεαυτά, κρίνεται καταρχήν σκόπιμη η


παράθεση της διατύπωσης που συναντάται στο νόμο και στη νομολογία. Στις
μεν διατάξεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις «κοινός κίνδυνος για ξένα
πράγματα» αφενός και «κίνδυνος για άνθρωπο» αφετέρου. Στη δε νομολογία
ο κοινός κίνδυνος ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εμπρησμού
αποδίδεται συνηθέστερα ως η «δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε
ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόμων αγαθών ή σε άνθρωπο.»35. Σε
ότι αφορά τον κοινό κίνδυνο κατά πραγμάτων απαιτείται επίσης συχνά η
«δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο
ξένων πραγμάτων διαφόρων ιδιοκτητών και σε έκταση που δεν μπορεί να
προσδιοριστεί εκ των προτέρων.»36. Σε άλλες αποφάσεις όμως συναντάται και
η διατύπωση «κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα υπάρχει είτε όταν κατά το
χρόνο πρόκλησης και εκδήλωσης της πυρκαγιάς απειλείται ευρύτερος κύκλος
εννόμων αγαθών σε έκταση ανεπίδεκτου προσδιορισμού εκ των προτέρων,
είτε όταν απειλείται έστω και ένα μόνον αντικείμενο, το οποίο όμως είναι
ακαθόριστο ως μέρος της ολότητας.»37. Για τον κοινό κίνδυνο κατά ανθρώπων
τώρα, διευκρινίζεται σε πολλές περιπτώσεις ότι «Κίνδυνος δε ανθρώπου
υπάρχει όταν δημιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωματικής
ακεραιότητας, έστω και ενός μη κατά πρόσωπο προσδιορισμένου
ανθρώπου.»38. Τέλος, ως προς το χρόνο διαπίστωσης του κοινού κινδύνου
αναφέρεται σε σειρά αποφάσεων ότι «Η ύπαρξη ή όχι του κινδύνου κρίνεται
βάσει των δεδομένων τα οποία υφίστανται κατά το χρόνο τελέσεως της

35
Ενδ. ΑΠ 126/2015, ΑΠ 294/2011, ΑΠ 736/2009, ΑΠ 1266/2006, ΑΠ 2001/2005, ΑΠ 1825/2003

36
Ενδ. ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΑΠ 750/2012, ΑΠ 383/2011, ΑΠ 247/2009, ΑΠ 559/2000

37
Ενδ. ΣυμβΠλημΡοδ 151/2014, ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΑΠ 882/2002

38
Ενδ. ΑΠ 1646/2016, ΑΠ 123/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΣυμβΠλημΡοδ
151/2014, ΑΠ 825/2013, ΑΠ 108/2011, ΑΠ 936/2011, ΑΠ 936/2007

18
πράξεως δηλαδή της προκλήσεως της πυρκαγιάς και όχι αυτών που
προέκυψαν μετά την τέλεση αυτής.»39.

Εκ των ανωτέρω κυρίαρχων τάσεων της νομολογίας μπορεί ήδη να


παρατηρηθεί ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινού κινδύνου έγκειται
κυρίως στο απροσδιόριστο της έκτασης των αποτελεσμάτων της
συμπεριφοράς του δράστη σε σχέση με τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά. Η
γενικότητα με άλλα λόγια της διακινδύνευσης σημαίνει απλώς ότι ο κίνδυνος
αφορά όχι απλώς περισσότερα αλλά αόριστα έννομα αγαθά. Για την εγγύτερη
προσέγγιση αυτού του κριτηρίου εκτενέστερος λόγος γίνεται στη συνέχεια. Σε
ό,τι αφορά τα υπόλοιπα κριτήρια, η κατάφαση του κοινού κινδύνου όταν ο
δράστης εξαπολύει ανέλεγκτες φυσικές δυνάμεις τα αποτελέσματα των
οποίων δεν μπορεί να ελέγξει εστιάζει ουσιαστικά στα μέσα τέλεσης της
πράξης για να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα, και ως εκ
τούτου δεν μπορεί να καλύψει αποτελεσματικά όλες τις επιμέρους
περιπτώσεις (βλ. π.χ. τη παραβίαση κανόνων οικοδομικής κατ’ αρ. 286 ΠΚ)40.
Αντίστοιχα ούτε η πολλαπλότητα και μόνο των προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών εκφράζει την απαιτούμενη γενικότητα της διακινδύνευσης. Όπως
εξάλλου επισημαίνεται στη θεωρία, θα μπορούσαν έτσι στο σύνολο τους τα
εγκλήματα διακινδύνευσης να θεωρηθούν ανά περίπτωση ως κοινώς
επικίνδυνα όταν ο κίνδυνος αφορά απλώς περισσότερα έννομα αγαθά, κάτι
που προφανώς δεν αποτέλεσε τον σκοπό του νομοθέτη41. Τα ανωτέρω
κριτήρια δεν αποτελούν επομένως τον αποφασιστικό παράγοντα για την
κατάφαση του κοινού κινδύνου, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δεν
αξιολογούνται για τη διαπίστωση του ζητούμενου, ήτοι του απροσδιορίστου
της έκτασης των αποτελεσμάτων.

Το τελευταίο προκύπτει εναργέστερα στην περίπτωση του κοινού


κινδύνου κατά πραγμάτων, όπου χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι η

39
Ενδ. ΑΠ 123/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΑΠ 825/2013, ΑΠ 936/2011, στις οποίες φαίνεται να
υιοθετείται η θέση της ex ante διάγνωσης του κινδύνου. Πρβλ. ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, όπου αναφορά
στην επιχειρηματολογία υπέρ της ex post διάγνωσης, με λήψη υπόψη και στοιχείων που προέκυψαν
μεταγενέστερα της πράξης, εφόσον αφορούν την ύπαρξη ή μη του κινδύνου.

40
Βλ. υπέρ αυτού του κριτηρίου Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 178 / Μπρακουμάτσος Π., ό.π., σελ. 764.
Πρβλ. ενδ. Δέδες Χ., ό.π., σελ. 56 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 91 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2330.

41
Δέδες Χ., ό.α.π., σελ. 31 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 93. Πρβλ. Γάφος Η., ό.π., σελ. 105,
κατά τον οποίο και η πολλαπλότητα μόνο αρκεί για να χαρακτηριστεί ο κίνδυνος ως κοινός. Στο ίδιο
μήκος και Βαβαρέτος Γ.Α.., σελ. 848 / Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, Τόμος Β, 1954, σελ.
459

19
πολλαπλότητα των προσβαλλόμενων ξένων ιδιοκτησιών κατά κανόνα θα
επάγεται και ένα βαθμό αοριστίας ως προς τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά.
Και αυτό ενόψει αφενός της αυτοδύναμης και ανεξέλεγκτης επέκτασης των
φυσικών φαινομένων όπως η πυρκαγιά και αφετέρου της στατικότητας που
αναγκαία χαρακτηρίζει τα πράγματα, ιδίως δε τα ακίνητα42. Αλλά και η
πολλαπλότητα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών φαίνεται εν
προκειμένω να αποτελεί κατά μεγάλη μερίδα τόσο της νομολογίας όσο και της
θεωρίας προαπαιτούμενο για την κατάφαση κοινού κινδύνου. Ένα πρώτο
επιχείρημα υπέρ αυτής της θέσης εξάγεται από την ίδια τη διατύπωση που
χρησιμοποιεί ο νομοθέτης, δεδομένης της χρήσης του όρου «κοινός κίνδυνος
για ξένα πράγματα» έναντι του «κίνδυνος για άνθρωπο». Η αυτή διάκριση στη
διατύπωση διατηρήθηκε μάλιστα και υπό τον νέο ΠΚ, ενώ και στην
Αιτιολογική Έκθεση ακόμα γίνεται ρητώς μνεία στην προστασία των ξένων
ιδιοκτησιών αφενός και του ανθρώπου αφετέρου. Σε ουσιαστικό τώρα
επίπεδο δίνεται έμφαση στη προσβολή περισσότερων ξένων ιδιοκτησιών
ενόψει του ότι η ιδιοκτησία ως έννομο αγαθό παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να
έχει περισσότερες επιφάνειες προσβολής, και δη τα περισσότερα πράγματα
του ίδιου προσώπου εντός της αυτής σφαίρας κατοχής, χωρίς παρόλα αυτά
να συγκροτείται για την προσβολή της κάθε επιμέρους επιφάνειας ξεχωριστή
εγκληματική μονάδα, αφού οι επιμέρους εγκληματικές μονάδες συγκροτούνται
εν προκειμένω όχι από τα περισσότερα αντικείμενα ιδιοκτησίας αλλά από
τους περισσότερους φορείς αυτού του εννόμου αγαθού. Είναι με άλλα λόγια
δυνατό και όχι ιδιαιτέρως ασυνήθιστο να προκύπτει μεν κίνδυνος για
περισσότερα πράγματα, τα οποία όμως ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη, οπότε
ουσιαστικά μία μονάδα εννόμου αγαθού προσβάλλεται, κάτι που σημαίνει ότι
εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος περί αοριστίας ως προς τα
προσβαλλόμενα έννομα αγαθά43. Μόλις τέλος χρειάζεται να αναφερθεί ότι
πρέπει σε κάθε περίπτωση να αφορά ο κίνδυνος περισσότερες ξένες
ιδιοκτησίες, κάτι που σημαίνει ότι η διακινδύνευση της περιουσίας του δράστη
και μόνο προφανώς δεν μπορεί να αποτελέσει εμπρησμό.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει περαιτέρω το συμπέρασμα ότι ιδίως σε


σχέση με τον κοινό κίνδυνο κατά πραγμάτων απαιτείται να συντρέχει
οπωσδήποτε και πολλαπλότητα των ξένων ιδιοκτησιών που τίθενται σε

42
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 108

43
Βλ. για την επιχειρηματολογία σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 108, καθώς και στις
ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006. Βλ. επίσης ενδ. Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 398 /
Τριανταφύλλου Α., Το έγκλημα του εμπρησμού ως έγκλημα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 3/2000, σελ. 303.

20
κίνδυνο. Παρότι και σε αυτή την περίπτωση γίνεται συχνά δεκτό ότι κοινός
κίνδυνος καταφάσκεται ακόμα και όταν ο κίνδυνος αφορά ένα πράγμα, ως
μέρος όμως της ολότητας, η ρητή αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του
νέου ΠΚ σε ξένες ιδιοκτησίες, σε αντιδιαστολή με την αναφορά στον
άνθρωπο, και η τυποποίηση όλων των σχετικών εγκλημάτων ως
συγκεκριμένης διακινδύνευσης συνδυαζόμενα με την ως άνω εκτεθείσα
επιχειρηματολογία υπέρ της απαιτούμενης πολλαπλότητας της προσβολής
των επιμέρους ιδιοκτησιών και όχι απλώς των επιφανειών προσβολής τους
καθιστά σαφή τη πρόθεση του νομοθέτη να μην μπορεί να θεωρηθεί ως
κοινός ο κίνδυνος όταν αφορά μία και μόνο ξένη ιδιοκτησία.

Ολοκληρώνοντας την εξέταση του κοινού κινδύνου κατά ξένων


πράγματων, πρέπει να επισημανθεί ότι στις νομοτυπικές μορφές των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων αμέλειας υπό τον νέο ΠΚ (βλ. τις παρ. 2 των
σχετικών διατάξεων) συναντάται η φράση «κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για
άνθρωπο». Προκύπτει επομένως εκ πρώτης άποψης το ενδεχόμενο
διαφοροποιημένης μεταχείρισης της έννοιας του κοινού κινδύνου σε ότι αφορά
τα ξένα πράγματα σε σύγκριση με τα εγκλήματα δόλου, όπου ως εκτέθηκε
αξιοποιείται ο όρος «κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα». Τούτο όμως δεν θα
ήταν ορθό. Καταρχήν, η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ δεν κάνει
οποιαδήποτε αναφορά σε διαφοροποίηση της έννοιας του κοινού κινδύνου
μεταξύ των εγκλημάτων δόλου και αμέλειας, ενώ θα ήταν μάλλον βέβαιη μια
σχετική αναφορά σε περίπτωση όπου πράγματι υπήρχε σκοπός να επέλθει
μια τόσο ριζική αλλαγή. Αλλά και στη βάση της δογματικής του δικαίου και της
κοινής λογικής μια τέτοια διαφοροποίηση είναι αδικαιολόγητη, αφού η ύπαρξη
και τα χαρακτηριστικά του κοινού κινδύνου ως αυτοτελές γεγονός και στοιχείο
της αντικειμενικής υπόστασης προφανώς δεν εξαρτάται από το δόλο ή την
αμέλεια του δράστη. Εξάλλου, εάν υποτεθεί ότι πράγματι επιδιώκεται μια
τέτοια διαφοροποιημένη μεταχείριση, η απάλειψη του όρου «κοινός» στα
πλαίσια μιας γραμματικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι ειδικά για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα αμέλειας αρκεί η
πρόκληση κινδύνου κατά ξένων πραγμάτων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω
και η διαπίστωση γενικής διακινδύνευσης. Προκύπτουν δε τα ακόλουθα
ενδεχόμενα: εάν υποτεθεί ότι πλέον απαιτείται ειδική διακινδύνευση
πραγμάτων για την πλήρωση των αντικειμενικών υποστάσεων των σχετικών
εγκλημάτων, και ότι εξακολουθεί να απαιτείται γενική διακινδύνευση
ανθρώπων (δεδομένου ότι ως εκτέθηκε δεν συναντάται γενικώς στο νόμο ο
όρος «κοινός κίνδυνος» σε ότι αφορά τους ανθρώπους), η αυξημένη απαξία
της γενικής διακινδύνευσης εξαλείφεται εντελώς, καθότι απειλείται το ίδιο
πλαίσιο ποινής. Εάν από την άλλη θεωρηθεί ότι δεν απαιτείται γενική
διακινδύνευση ούτε ανθρώπων, τότε δεν θα πρόκειται καν για κοινώς

21
επικίνδυνα εγκλήματα. Σε κάθε δε περίπτωση, η απάλειψη της προϋπόθεσης
διαπίστωσης γενικής διακινδύνευσης για την τιμώρηση του δράστη
εγκλήματος αμέλειας, ενώ αυτή απαιτείται για τον δράστη του εγκλήματος
δόλου, επάγεται ευνοϊκότερη μεταχείριση του δεύτερου. Είναι μάλλον
προφανές ότι κανένα εκ των σχετικών ενδεχομένων δεν ανταποκρίνεται στη
βούληση του νομοθέτη, και μπορεί επομένως κανείς να καταλήξει ευχερώς
στο συμπέρασμα ότι η απάλειψη του όρου «κοινός» συνιστά μια ατυχή
επιλογή ως προς τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, στα πλαίσια της
πρόθεσης του νομοθέτη να απειλείται το ίδιο πλαίσιο ποινής τόσο για τη
προσβολή ξένων πράγματων όσο και ανθρώπων στα κοινώς επικίνδυνα
εγκλήματα αμέλειας.

Η περίπτωση τώρα του κοινού κινδύνου κατά ανθρώπων είναι πιο


σύνθετη, και εκεί ανακύπτουν ιδίως οι ανάγκες εξειδίκευσης σε σχέση αφενός
με τα κριτήρια του απροσδιόριστου ως προς τον αριθμό ή την ταυτότητα των
προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών και αφετέρου του σταδίου στο οποίο
πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή αυτών των κριτηρίων. Εκκινώντας από
το δεύτερο ζήτημα, όπως προελέχθη υπήρχε υπό το προγενέστερο καθεστώς
διχογνωμία για το κατά πόσο ο εμπρησμός και τα λοιπά παρόμοια εγκλήματα
τυποποιούνται ως συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης (εγκλήματα
συγκεκριμένου κινδύνου ή απόπειρας πρόκλησης κινδύνου κατά τη
διαφοροποιημένη προσέγγιση που εκτέθηκε ανωτέρω)44. Η ουσιώδης
διαφορά μεταξύ των δύο μορφών διακινδύνευσης έγκειται στο ότι στα μεν
εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης απαιτείται για την πλήρωση της
αντικειμενικής υπόστασης να προκλήθηκε κίνδυνος, στα δε δυνητικής
διακινδύνευσης αρκεί το προγενέστερο στάδιο της δυνατότητας πρόκλησης

44
Υπέρ της θεώρησης του εμπρησμού και των λοιπών εγκλημάτων που τυποποιούνται με τον ίδιο
τρόπο ως εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης βλ. ενδ. στη θεωρία Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α.,
Ποινικός Κώδικας, κατ’ άρθρο ερμηνεία, Τόμος 2, 2014, σελ. 264 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 394 /
Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., Ποινικός Κώδικας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Δεύτερος (Άρθρα 207-
473), 2011, σελ. 648. Από τη νομολογία βλ. ενδ. ΑΠ 1229/1995. Αντίστοιχα υπέρ της θεώρησης αυτών
ως εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης βλ. ενδ. Δέδες Χ., ό.π., σελ. 47, και ως εγκλημάτων
απόπειρας πρόκλησης κινδύνου σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 96 / Τριανταφύλλου Α., ό.α.π.,
σελ. 303. Βλ. και υπέρ αυτής της τελευταίας θεώρησης αποφάσεις σε επίπεδο Συμβουλίων, όπως τις
ΣυμβΠλημΧαν 155/2007 και ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006. Σε ότι αφορά τη θέση του ΑΠ, παρατίθενται από
τον Μπρακουμάτσο Π., ό.π., σελ. 762, υποσημείωση 17 μια σειρά από αποφάσεις που κατά το
συγγραφέα περιέχουν ρητή αναγνώριση του εμπρησμού ως αδικήματος δυνητικής διακινδύνευσης, αυτό
όμως αμφισβητείται από τον Μοροζίνη Ι., ό.π., σελ. 500, με το σκεπτικό ότι η χρήση του όρου «μπορεί
να προκαλέσει κοινό κίνδυνο…» δεν σημαίνει ότι λαμβάνεται ρητή θέση επί του θέματος. Βλ. επίσης και
την ΠλημμΧαλκ 185/1998 για την έκθεση και των δύο προσεγγίσεων. Σε κάθε περίπτωση πλέον δεν
τίθεται σχετικό ζήτημα, αφού όλα τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα τυποποιούνται ρητώς ως
συγκεκριμένης διακινδύνευσης.

22
κινδύνου. Μεταφέροντας την εν λόγω διαφοροποίηση στο θέμα της
διαπίστωσης της απαιτούμενης γενικότητας, υποστηρίζεται ότι εφόσον
πρόκειται περί εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης, αυτή αρκεί να
συντρέχει σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που δύναται να κινδυνεύσουν, χωρίς να
επηρεάζει το ορισμένο των προσώπων που πράγματι κινδύνευσαν, όπως
αντιθέτως και κατά παρόμοια λογική θα συνέβαινε εάν θεωρούνταν τα εν
λόγω εγκλήματα ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Αυτή η διαφορά ως προς
το στάδιο στο οποίο πρέπει να διαπιστώνεται η γενικότητα επηρεάζει
ακολούθως και ως προς την εφαρμογή των δύο εξεταζόμενων κριτηρίων του
απροσδιορίστου του αριθμού ή της ταυτότητας των εννόμων αγαθών, όπως
θα καταδειχθεί αμέσως κατωτέρω. Ο λόγος τέλος που εστιάζουμε στο
συγκεκριμένο ζήτημα ακόμα και κατόπιν της νέας τυποποίησης των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης έγκειται στο ότι
και η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ παρότι συνδέει το αξιόποινο με
την πρόκληση κινδύνου, αναφέρεται ρητώς και στη δυνατότητα κινδύνου που
γεννάται από τη πράξη του δράστη για την οριοθέτηση της γενικής («κοινής»)
διακινδύνευσης από τη διακινδύνευση μιας συγκεκριμένης και μόνο μονάδας
εννόμου αγαθού.

Επί των επιμέρους κριτηρίων του απροσδιόριστου του αριθμού ή της


ταυτότητας των προσβαλλόμενων προσώπων, τίθεται το ερώτημα αν
απαιτείται η συνδρομή αμφότερων ή όχι και το ποιο είναι τελικά το πλέον
κρίσιμο. Η συνδρομή καταρχήν του κριτηρίου του απροσδιόριστου του
αριθμού των προσώπων αδιαμφισβήτητα καθιστά τον κίνδυνο κοινό, όντας η
κατεξοχήν περίπτωση γενικής διακινδύνευσης. Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρεται εξάλλου και προκύπτει και από τη λογική, το απροσδιόριστο του
αριθμού των προσώπων που αφορά ο κίνδυνος κατ’ ανάγκη επάγεται και το
απροσδιόριστο της ταυτότητας αυτών, οπότε ουσιαστικά συντρέχουν και τα
δύο κριτήρια σε μια τέτοια περίπτωση45. Υφίσταται εντούτοις το ενδεχόμενο
να είναι ορισμένος ο αριθμός ή να αναφέρεται και σε ένα μόνο πρόσωπο ο
κίνδυνος, αλλά να συντρέχει το απροσδιόριστο της ταυτότητας αυτών. Τέτοιο
θέμα συνήθως μπορεί να προκύψει (αλλά και όχι μόνο) όταν εκ φύσεως ο
κίνδυνος μπορεί να εξαντληθεί σε ένα και μόνο πρόσωπο, όπως στο
κλασσικό παράδειγμα της τοποθέτησης εκρηκτικού μηχανισμού σε
μονοπρόσωπο ανελκυστήρα κτιρίου δημοσίας χρήσεως. Στη νομολογία

45
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 92, 101. Ουσιαστικά η συνδρομή του εν λόγω κριτηρίου καθιστά
τον κίνδυνο ως ευρύτερου και απροσδιορίστου εκτάσεως, αποδίδοντας το πλέον σύνηθες κριτήριο που
αναφέρεται στη νομολογία (ως εκτέθηκε ανωτέρω) και συνακόλουθα και στη θεωρία, βλ. ενδ. Κονταξής
Α., ό.π., σελ. 2332 / Μπουρόπουλος Α., ό.α.π., σελ. 395 / Τριανταφύλλου Α., ό.α.π., σελ. 303.

23
καταρχήν ως εκτέθηκε και ανωτέρω γίνεται ευρέως δεκτό ότι καταφάσκεται
κοινός κίνδυνος και όταν ο κίνδυνος αφορά ένα και μόνο πρόσωπο, αλλά
απροσδιορίστου ταυτότητας46. Ένα πρώτο επιχείρημα υπέρ της κατάφασης
κοινού κινδύνου σε τέτοιες περιπτώσεις αντλείται από τη διατύπωση του
νόμου, αντιδιαστέλλοντας τη φράση «κίνδυνος για άνθρωπο» με τον «κοινό
κίνδυνο για ξένα πράγματα», κατ’ αντιστοιχία με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω
για τον κοινό κίνδυνο κατά πραγμάτων47.

Σε ουσιαστικό τώρα επίπεδο, ανακύπτει εν προκειμένω το καίριο


ζήτημα του κατά πόσο επαρκεί το απροσδιόριστο της ταυτότητας και μόνο για
την κατάφαση κοινού κινδύνου. Σύμφωνα με ορισμένες θέσεις η γενικότητα
εδώ προκύπτει εκ του ότι θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε τυχαίος
άνθρωπος να βρεθεί στη θέση αυτού που τελικά κινδύνευσε, κάτι που
σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της πράξης του δράστη στρέφονται κατά του
ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, ώστε το πρόσωπο που τελικά υπέστη τον
κίνδυνο να θεωρείται στην πραγματικότητα ως αντιπροσωπεύον την
ολότητα48. Εμφανίζεται έτσι υπό αυτή την αντίληψη ως αποφασιστικό κριτήριο
το απροσδιόριστο ως προς την ταυτότητα των προσώπων, ακόμα και όταν ο
κίνδυνος προκλήθηκε για ένα και μόνο πρόσωπο, πόσω μάλλον όταν αφορά
περισσότερα μεν αλλά ορισμένου αριθμού49.

Διαφορετική επιχειρηματολογία αναπτύσσεται εντούτοις σε ορισμένες


θέσεις όπου προσεγγίζεται η πλειοψηφία των ερευνώμενων εγκλημάτων ως
δυνητικής διακινδύνευσης ή απόπειρας πρόκλησης κινδύνου, οπότε και
δίνεται βάση στη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου. Υποστηρίζεται έτσι
σύμφωνα με μια άποψη που εστιάζει κατά βάση στη συμπεριφορά ότι νοείται
μεν κοινός κίνδυνος ακόμα και όταν μόνο ένα πρόσωπο κινδύνευσε, υπό την

46
Βλ. έτσι τις αποφάσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω. Ακολούθως το ίδιο γίνεται δεκτό και στη θεωρία,
βλ. ενδ. Βαβαρέτος Α.Γ., ό.π., σελ. 848 / Γάφος Η, ό.π., σελ. 101 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 32 / Καϊάφα-
Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 96-97, 101 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 459 / Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2331-
2332 / Μπουρόπουλος Α., ό.α.π., σελ. 398. Αυτό που βεβαίως διαφέρει είναι η επιχειρηματολογία βάσει
της οποίας καταφάσκεται ο κοινός κίνδυνος και σε αυτές τις περιπτώσεις.

47
Παπαδογιάννης Μ., Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, 1984, σελ. 849

48
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α.., σελ. 848 / Γάφος Η., σελ. 100 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 395 /

49
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ερμηνεύοντας αυτή τη προσέγγιση επί της ερευνώμενης
περίπτωσης η Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 96, όπου πάντως προκρίνεται διαφορετική άποψη,
κυρίως στη βάση της τυποποίησης των περισσότερων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως απόπειρας
πρόκλησης κινδύνου.

24
προϋπόθεση εντούτοις ότι από τη πράξη του δράστη μπορούσε να
κινδυνεύσει ο οποιοσδήποτε. Αρκεί με άλλα λόγια η πράξη καθαυτή να ενέχει
δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για οπωσδήποτε περισσότερα
απροσδιόριστου αριθμού και ταυτότητας πρόσωπα. Εφόσον συντρέχει αυτή η
προϋπόθεση, το ορισμένο του αριθμού ή και της ταυτότητας των προσώπων
που πράγματι κινδύνευσαν δεν αναιρεί τη γενικότητα του κινδύνου, ούτε και το
ότι κινδύνευσε ένα και μόνο πρόσωπο50. Κατ’ άλλη θέση, εστιάζουσα στο
αποτέλεσμα και στην προσέγγιση της πλειοψηφίας των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων ως απόπειρας πρόκλησης κινδύνου, αποφασιστικό κριτήριο για
τη διαπίστωση της απαιτούμενης γενικότητας αποτελεί σε κάθε περίπτωση το
απροσδιόριστο του αριθμού των προσώπων που αφορά η δυνατότητα
πρόκλησης κινδύνου. Ακόμα έτσι και στις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος εκ
φύσεως εξαντλείται σε ένα και μόνο πρόσωπο ή όπου αφορά περισσότερα
μεν αλλά ορισμένου πάντως αριθμού η απαιτούμενη γενικότητα μπορεί και
πάλι να καταφάσκεται, εφόσον η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου αφορούσε
απροσδιορίστου αριθμού (άρα και ταυτότητας) πρόσωπα. Κατ’ εξαίρεση μόνο
μπορεί να νοηθεί κοινός κίνδυνος όταν εμφανίζεται ορισμένος ο αριθμός των
προσώπων σε ότι αφορά τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου, και δη σε
περιπτώσεις όπου πρόκειται για τα εναλλάξιμα μέλη μιας ανοιχτής κοινωνικής
ομάδας, όπως συμβαίνει π.χ. με τους επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου,
καθότι σε τέτοιες περιπτώσεις όχι μόνο δεν νοείται ο προσδιορισμός της
ταυτότητας εκάστου, αλλά περαιτέρω το ίδιο το ορισμένο του αριθμού τους
καθίσταται ουσιαστικά αδιάφορο, αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να
μεταβληθεί. Και επειδή ακριβώς τόσο ο αριθμός όσο και η ταυτότητα των
προσώπων εμφανίζονται εν προκειμένω ανά πάσα στιγμή εναλλάξιμα
προκύπτει η απαιτούμενη γενικότητα51.

Ένα τελευταίο ζήτημα που απασχόλησε τη θεωρία σε ότι αφορά τον


κοινό κίνδυνο κατά ανθρώπων έγκειται στο κατά πόσο μπορεί να θεμελιωθεί
στη διακινδύνευση του ίδιου του δράστη ή των συμμετόχων του. Η απάντηση
που δίνεται είναι αρνητική, με σωρεία επιχειρημάτων. Κατά πρώτο λόγο,
θεωρείται ότι ο δράστης και οι συμμέτοχοι δεν αντιπροσωπεύουν το κοινωνικό
σύνολο. Η διάγνωση περαιτέρω του κοινού κινδύνου λόγω της

50
Δέδες Χ., ό.π., σελ. 32 επ.

51
Βλ. έτσι κυρίως σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 101 επ. Το ίδιο δέχονται μεταξύ άλλων και οι
Κωστάρας Α., Επιτομή Ειδικού Μέρους, σελ. 627 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2332 / Μπρακουμάτσος Π.,
ό.π., σελ. 764-765 / Τριανταφύλλου Α., ό.π., σελ. 303 / Φαρσεδάκης Ι. – Σατλάνης Χ., Ειδικό Μέρος
Ποινικού Κώδικα, 2014, σελ. 170

25
διακινδύνευσης και αυτών των προσώπων θα είχε ως συνέπεια να
καταφάσκεται κίνδυνος ανθρώπου σε κάθε περίπτωση, κάτι που προφανώς
δεν αποτέλεσε το σκοπό του νομοθέτη. Επισημαίνεται εξάλλου ιδίως σε ότι
αφορά τον δράστη ότι θα ήταν ανακόλουθο να τιμωρείται για την
αυτοδιακινδύνευση του, δεδομένου ότι δεν είναι αξιόποινη ούτε καν η
αυτοκτονία, ως η πλέον σημαντική πράξη αυτοπροσβολής. Ακόμα όμως και
αν δεν δοθεί βάση στις ιδιότητες των εν λόγω προσώπων, και μόνο εκ του ότι
πρόκειται σε κάθε περίπτωση για συγκεκριμένα άτομα μπορεί να αποκλειστεί
η κατάφαση κοινού κινδύνου, ελλείποντος του απαραίτητου στοιχείου της
αοριστίας, ανεξαρτήτως της θέσης που υιοθετεί κανείς επί των ανωτέρω
κριτηρίων52.

Λαμβάνοντας μια τελική θέση περί των κριτηρίων διαπίστωσης του


κοινού κινδύνου ενόψει των ανωτέρω τοποθετήσεων και με κύριο γνώμονα τα
προβλεπόμενα στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ, κρίσιμο είναι το κατά
πόσο η διαπίστωση των κριτηρίων θα λάβει χώρα σε ό,τι αφορά τη
δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου ή τον κίνδυνο που πράγματι προκλήθηκε.
Και τούτο διότι η εφαρμογή του κριτηρίου του απροσδιόριστου του αριθμού
των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών μόνο στη πρώτη περίπτωση μπορεί
να καλύψει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. Αν αντιθέτως απαιτείται η συνδρομή
αυτού του κριτηρίου σε ότι αφορά τα έννομα αγαθά που πράγματι
κινδύνευσαν, τότε δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ως κοινός κίνδυνος η
διακινδύνευση ενός ή και περισσότερων αλλά ορισμένου πάντως αριθμού
εννόμων αγαθών, παρά μόνο με την αναγωγή στο απροσδιόριστο της
ταυτότητας αυτών. Με άλλα λόγια, αν ερευνάται ο κοινός κίνδυνος στη βάση
της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου εμφανίζεται ως αποφασιστικής
σημασίας το απροσδιόριστο ως προς τον αριθμό, ενώ αν ερευνάται στα
πλαίσια του κινδύνου που προκλήθηκε τότε μόνο το απροσδιόριστο ως προς
την ταυτότητα εμφανίζεται καταρχήν ως κατάλληλο για την κάλυψη των
επιμέρους ενδεχομένων.

52
Βλ. για την επιχειρηματολογία σε Δέδες Χ., ό.π., σελ. 37-38 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 105
επ., όπου και περιλαμβάνονται στα εν λόγω πρόσωπα και όσοι απλώς ακολουθούν εν γνώσει τους τον
δράστη χωρίς παρόλα αυτά να θεωρούνται ως συμμέτοχοι οποιασδήποτε μορφής. Η συγγραφέας ως
μοναδική περίπτωση όπου μπορεί να καταφαθεί στη βάση της διακινδύνευσης των συμμετόχων
εντοπίζει την έκθεση (αρ. 307 ΠΚ), ως αδίκημα που τελεί ο δράστης εις βάρος των συμμετόχων ή των
ακολούθων, προφανώς αποσυνδεδεμένη έτσι από το ζήτημα της γενικής διακινδύνευσης. Με αυτές τις
θέσεις συντάσσονται και οι Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2332 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 628. Πρβλ. πάντως
και την κριτική επί αυτών σε Μπέκας Ι., Η αιτιώδης συνάφεια στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σε «Οι
ο
Ποινικές Επιστήμες στον 21 Αιώνα»-Τιμητικός Τόμος για τον Διονύσιο Σπινέλλη, τόμος I, 2001, σελ.
140, με το επιχείρημα ότι νοείται κατάφαση θανατηφόρου εμπρησμού όταν ο κοινός κίνδυνος αφορούσε
και άλλα πρόσωπα αλλά τελικά επήλθε θάνατος μόνο του δράστη ή συμμετόχου του.

26
Αναγόμενοι στην Αιτιολογική Έκθεση, η ρητή τυποποίηση του
συνόλου των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως συγκεκριμένης
διακινδύνευσης οδηγεί καταρχήν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει τα κριτήρια
να συντρέχουν στο στάδιο πρόκλησης του κινδύνου. Ορίζεται εντούτοις
περαιτέρω ότι το αξιόποινο δεν μπορεί να θεμελιωθεί όταν «η δυνατότητα
κινδύνου που γεννά η πράξη αφορά μια συγκεκριμένη και μόνο μονάδα
εννόμου αγαθού». Η εν λόγω διατύπωση θα μπορούσε μάλιστα να
χαρακτηριστεί και ως ένας αρνητικής φύσεως ορισμός του κοινού κινδύνου.
Μπορούν να εξαχθούν δύο ειδικότερα συμπεράσματα εξ’ αυτής: Πρώτον,
αφήνεται περιθώριο αναγωγής και στο στάδιο της δυνατότητας πρόκλησης
κινδύνου για τη διαπίστωση της απαιτούμενης γενικότητας. Δεύτερον, η
αρνητική διατύπωση της μη αναφοράς σε συγκεκριμένη και μόνο μονάδα
εννόμου αγαθού καθιστά μεν ως κεντρικό στοιχείο της γενικής διακινδύνευσης
το απροσδιόριστο, χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν πρέπει να διαπιστώνεται
ως προς τον αριθμό ή την ταυτότητα των εννόμων αγαθών ή και αμφότερων
των στοιχείων.

Κατόπιν αυτών, υπό το νέο καθεστώς καθοριστική σημασία για τη


διάγνωση του κοινού κινδύνου φαίνεται πράγματι καταρχήν να λαμβάνει το
απροσδιόριστο ως προς την ταυτότητα των προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών που τίθενται σε κίνδυνο. Το εν λόγω συμπέρασμα προκύπτει
ουσιαστικά εξ’ ανάγκης, και αυτό γιατί η τυποποίηση όλων των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης δεν αφήνει
ουσιαστικά περιθώριο στην αναγωγή στη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για
τη διαπίστωση της απαιτούμενης γενικότητας, αφού εν τέλει το αξιόποινο
συνδέεται πλέον ρητώς με την πραγματική πρόκληση του κινδύνου. Ο
βασικός λόγος εξάλλου για τον οποίο τυποποιούνται πλέον τα κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης έγκειται σύμφωνα με
την Αιτιολογική Έκθεση στην αποδέσμευση από τα προβλήματα που
συνδέονται με τη δυνητική και την αφηρημένη διακινδύνευση, οπότε και η
αναγωγή στη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για τη διαπίστωση του
χαρακτηριστικότερου στοιχείου αυτών των εγκλημάτων εμφανίζεται
τουλάχιστον αντιφατική. Η αξιοποίηση με άλλα λόγια του κριτηρίου του
απροσδιορίστου ως προς την ταυτότητα προκύπτει ως αναγκαία λύση ενόψει
της κατά τα ανωτέρω αδυναμίας προσφυγής στο απροσδιόριστο του αριθμού.

Το πρόβλημα εντούτοις που προκύπτει από την αναγωγή στο


απροσδιόριστο της ταυτότητας εντοπίζεται στο ότι ούτε αυτό επαρκεί για την
κάλυψη όλων των πιθανών περιπτώσεων. Τούτο προκύπτει εναργέστερα στο
κλασσικό παράδειγμα της τοποθέτησης εκρηκτικού μηχανισμού σε
αεροπλάνο, όπου είναι ήδη προσδιορισμένος όχι μόνο ο αριθμός αλλά και η

27
ταυτότητα των επιβατών του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της πτήσης,
στο οποίο και πρέπει να εντοπιστεί η συνδρομή των κριτηρίων για την
κατάφαση της απαιτούμενης γενικότητας. Η στενή εφαρμογή του κριτηρίου
του απροσδιόριστου της ταυτότητας κατά το χρόνο πρόκλησης του κινδύνου
εν προκειμένω έχει ως συνέπεια ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί κοινού
κινδύνου, κάτι που βεβαίως αντίκειται στη κοινή λογική και στην όλη έννοια
της γενικής διακινδύνευσης και σίγουρα δεν αποτέλεσε πρόθεση του
νομοθέτη. Ως μοναδική πιθανή λύση σε αντίστοιχες περιπτώσεις ανακύπτει εν
τέλει η αναγωγή στη πολλαπλότητα και μόνο των προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών, με όλες τις ανασφάλειες και ανακολουθίες που συνδέονται με το
συγκεκριμένο κριτήριο και αναδείχθηκαν ανωτέρω. Στο ερευνώμενο εδώ
παράδειγμα λόγου χάρη τίθεται ευθύς εξαρχής το ερώτημα πόσοι θα πρέπει
να είναι οι επιβάτες ώστε να θεωρηθεί ως γενική η διακινδύνευση, το οποίο
και προφανώς δεν επιδέχεται μιας απάντησης εκ των προτέρων, αλλά
επαφίεται ουσιαστικά στην ad hoc κρίση του δικαστηρίου. Η όλη σημασία
εντούτοις ενός κριτηρίου για την ερμηνεία και εφαρμογή ενός οποιουδήποτε
όρου έγκειται στο ότι τούτο είναι εκ των προτέρων καθορισμένο, και η ad hoc
κρίση αφορά την έρευνα για το κατά πόσο πράγματι συντρέχει ή όχι ενόψει
των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε περίπτωσης. Υπό αυτήν την
έννοια, ο προσδιορισμός του ίδιου του περιεχομένου του κριτηρίου από τον
δικαστή, όπως συμβαίνει με την πολλαπλότητα, σημαίνει ότι η τελευταία δεν
μπορεί να θεωρηθεί καν ως ένα αυτοτελές κριτήριο.

Καθίσταται στη βάση των ανωτέρω σκέψεων σαφές ότι προς το παρόν
δεν μπορεί να εξευρεθεί ένα ασφαλές κριτήριο για τη διαπίστωση του κοινού
κινδύνου, υπό την έννοια της δυνατότητας κάλυψης όλων των πιθανών
ενδεχομένων. Τούτο αποτελεί συνέπεια της μεταγωγής του κρίσιμου σταδίου
για τη διάγνωση της απαιτούμενης γενικότητας από τη δυνατότητα πρόκλησης
κινδύνου στη πρόκληση του καθεαυτή, ενόψει της τυποποίησης των εν λόγω
εγκλημάτων ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Και πράγματι, εφόσον ως
διακριτικό γνώρισμα του κοινού κινδύνου εμφανίζεται η αοριστία, η
αναγκαιότητα συνδρομής της στο πλέον προωθημένο στάδιο των εγκλημάτων
συγκεκριμένης διακινδύνευσης ενέχει μια λογική αντίφαση. Υπό το
προγενέστερο καθεστώς το όλο σχήμα ήταν περισσότερο σαφές και
ισορροπημένο, αφού η αυξημένη απαξία της γενικής διακινδύνευσης εννόμων
αγαθών δικαιολογούσε τη τιμώρηση τους στο προγενέστερο στάδιο της
δυνητικής διακινδύνευσης, ενόψει της αναγκαιότητας της έννομης τάξης να
αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους συμπεριφορές όσο το δυνατόν νωρίτερα. Ως
έχει η κατάσταση σήμερα, διακρίνονται τα ακόλουθα ενδεχόμενα: είτε θα
χωρέσει αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων που εκτέθηκαν ανωτέρω, οπότε
και θα εμφανίζεται ουσιωδώς περιορισμένη η εμβέλεια των ερευνώμενων εδώ

28
ποινικών ρυθμίσεων, είτε θα επιχειρηθεί η αυτοτελής αντιμετώπιση της κάθε
επιμέρους περίπτωσης μέσω της διαστολής ή της παράκαμψης των
κριτήριων, ώστε να διασωθεί η αποτελεσματικότητα των ποινικών κυρώσεων.
Πιθανότερη εμφανίζεται προφανώς η δεύτερη λύση, συνδεόμενη βεβαίως
αναπόφευκτα με σοβαρές αρνητικές συνέπειες ως προς την ασφάλεια δικαίου
και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

29
4. Η έννοια της πυρκαγιάς

Η πρόκληση πυρκαγιάς αποτελεί το έτερο εκ των στοιχείων της


αντικειμενικής υπόστασης των βασικών μορφών του εγκλήματος, πέραν της
πρόκλησης κοινού κινδύνου. Γίνεται σχεδόν ομόφωνα δεκτό ότι εν
προκειμένω δεν περιγράφεται απλώς μια συμπεριφορά. Αντιθέτως, η
πυρκαγιά καθεαυτή γίνεται αντιληπτή ως ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, και
δη το πρώτο, άμεσο και εξωτερικά αντιληπτό βλαπτικό αποτέλεσμα της
συμπεριφοράς του δράστη, αποτελώντας έτσι υπό το προγενέστερο
καθεστώς τον λόγο για τον οποίο θεωρείται ο εμπρησμός ως ουσιαστικό
έγκλημα53. Διατυπώθηκε πάντως και περιορισμένος αντίλογος, κατά τον
οποίο η πυρκαγιά δεν αποτελεί αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου,
δεδομένου ότι δεν εμπεριέχει αυτοτελές άδικο, και εμφανίζεται έτσι
αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά του δράστη, οπότε και δεν
πρόκειται περί ουσιαστικού εγκλήματος αλλά συμπεριφοράς54. Ο λόγος δε
που δινόταν βάση στη θεώρηση της πυρκαγιάς ως αποτελέσματος για το
χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως ουσιαστικού έγκειτο στην αμφισβήτηση ως
προς το κατά πόσο η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου μπορούσε να
θεωρηθεί ως αυτοτελές αποτέλεσμα55. Υπό το νέο καθεστώς της
τυποποίησης του αδικήματος ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης δεν τίθεται
πλέον τέτοιο θέμα, αφού γίνεται σήμερα σχεδόν καθολικά αποδεκτό ότι ο
κίνδυνος καθεαυτός συνιστά αποτέλεσμα, οπότε και το αδίκημα είναι άνευ
άλλου ουσιαστικό και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί η πρόκληση πυρκαγιάς ως η
περιγραφή μιας συμπεριφοράς και μόνο. Στο θέμα πάντως της δογματικής
ταυτότητας της πυρκαγιάς θα επανέλθουμε στην αμέσως επόμενη ενότητα

53
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 847 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 105 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ.
119 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 468 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 624 / Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π.,
σελ. 794 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 397 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α. , ό.π., σελ. 703. Από τη
νομολογία βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΡοδ 12/2007, ΣυμβΠλημΧαν 155/2007, ΣυμβΕφΔωδ 12/2005,
ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000. Κομβική πάντως εδώ η επισήμανση του Δέδε Χ., ό.π., σελ. 56, ότι η
καταστροφή ατομικών αγαθών μέσω της πυρκαγιάς δεν καθιστά το αδίκημα του εμπρησμού ως έγκλημα
βλάβης, αλλά παραμένει έγκλημα διακινδύνευσης.

54
Μοροζίνης Ι., ό.π., σελ. 499-500, όπου και περαιτέρω παραπομπές. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει
γενικώς τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης ως εγκλήματα συμπεριφοράς, με το σκεπτικό ότι η
δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου δεν συνιστά αποτέλεσμα, κάτι που σημαίνει ότι μεταξύ άλλων δεν
απαιτείται η διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας..

55
Βλ. ιδίως περί του ζητήματος και των αντικρουόμενων θέσεων Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 128 επ. Ο ίδιος
ο συγγραφέας αντιμετωπίζει και τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου ως κατάσταση και συνεπώς ως
αποτέλεσμα, παρομοίως με τον κίνδυνο, επισημαίνοντας πάντως τον ισχυρά υποστηριζόμενο αντίλογο.

30
κατά την εξέταση των ζητημάτων αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και του
κοινού κινδύνου, όπου και αναδεικνύεται εντονότερα η εν λόγω
προβληματική56.

Προσδιορίζοντας τώρα το εννοιολογικό περιεχόμενο της πυρκαγιάς,


πρόκειται για μια φωτιά που συγκεντρώνει ορισμένα συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά. Κατά την κρατούσα άποψη σε νομολογία και θεωρία, για να
χαρακτηριστεί μια φωτιά ως πυρκαγιά πρέπει να είναι σημαντική και όχι
ασυνήθιστης εκτάσεως, να διαθέτει τάση εξάπλωσης και να μην μπορεί να
κατασβεστεί ευκολά57. Σε επιμέρους τώρα θέσεις της θεωρίας δίνεται βάση
σε ορισμένα μόνο εκ των ανωτέρω χαρακτηριστικών ως τα πλέον κρίσιμα για
την κατάφαση πυρκαγιάς. Σύμφωνα έτσι με μία άποψη κομβικής σημασίας
αποτελεί η μεγάλη έκταση που έχει λάβει η φωτιά58. Κατ’ άλλη απαιτείται η
μετάδοση της φωτιάς κατά τρόπο που να προκαλείται κοινός κίνδυνος, ο
οποίος διαπιστώνεται ενόψει της δυσκολίας κατάσβεσης και δη όταν δεν αρκεί
γι’ αυτή η ενέργεια ενός μόνο ανθρώπου, με την σημαντική έκταση να
αποτελεί μια ένδειξη του κοινού κινδύνου και όχι προαπαιτούμενο59. Έχει
ακόμα υποστηριχθεί ότι πυρκαγιά συντρέχει όταν η φωτιά μεταδίδεται στα
αντικείμενα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συνεχίσει η καύση της και μετά την
απομάκρυνση ή την ανάλωση του εμπρηστικού υλικού60. Σύμφωνα δε μια
άλλη τοποθέτηση εντοπίζονται ως κρίσιμα στοιχεία αφενός η τάση
αυτοδύναμης εξάπλωσης της φωτιάς και αφετέρου η δυνατότητα αυτής
καθεαυτής να προκαλέσει κοινό κίνδυνο, τα οποία και πρέπει να
διαπιστώνονται στη βάση των εκάστοτε συνθηκών που επικρατούν, με τα
υπόλοιπα στοιχεία της σημαντικής έκτασης και της δυσκολίας κατάσβεσης

56
Βλ. για το ζήτημα στην επόμενη ενότητα.

57
Βλ. ενδ. Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 791 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 396-397 /
Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 649. Παρεμφερή θέση και σε Τούση Α.-Γεωργίου Α., ό.π.,
σελ. 703. Στη πρόσφατη νομολογία ιδίως αξιοποιείται σχεδόν απόλυτα η συγκεκριμένη διατύπωση, βλ.
ενδ. ΑΠ 1646/2016, ΑΠ 123/2015, ΑΠ 126/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΣυμβΠλημΡοδ 151/2014, ΑΠ
825/2013, ΑΠ 750/2012

58
Βλ. για την απόδοση αυτής της θέσης του Ντζιώρα σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 120 /
Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2326

59
Βλ. για την απόδοση αυτής της θέσης του Ζαγκαρόλα σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 120,
καθώς και σε Βαβαρέτο Γ.Α., ό.π., σελ. 849-850

60
Γάφος Η., ό.π., σελ. 104-105 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 467

31
αποτελούν κυρίως ενδείξεις αυτών61. Κατ’ άλλη θέση κρίσιμο είναι το στοιχείο
της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης, η οποία διαπιστώνεται από τη διάχυση της
φωτιάς και σε διαφορετικούς και μη προοριζόμενους ως προς αυτό χώρους
από τον αρχικό όπου αυτή ετέθη. Τονίζεται πάντως σχετικά με το στοιχείο
του κοινού κινδύνου ότι αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εμπρησμού, και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η διαπίστωση του
για την κατάφαση της πυρκαγιάς καθαυτής62. Τέλος, αναφέρονται τα ανωτέρω
χαρακτηριστικά και διαζευκτικά, ώστε και με τη συνδρομή ακόμη και ενός εξ’
αυτών να μπορεί να θεωρηθεί μια φωτιά ως πυρκαγιά63.

Επί των ανωτέρω, ορθότερο είναι καταρχήν να αντιμετωπίζεται η


πυρκαγιά αυτοτελώς σε σχέση με τον κοινό κίνδυνο, για τον οποίο εξάλλου
συμφωνούν όλοι ότι πρέπει να διαπιστώνεται ειδικώς ως στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, ώστε με την κατάφαση και αυτού να θεωρείται
πλέον η πυρκαγιά ως εμπρησμός. Ή αντιστρόφως, νοείται να υφίσταται μεν
πυρκαγιά, από την οποία εντούτοις δεν προκύπτει κοινός κίνδυνος, οπότε και
δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εμπρησμού. Ως προς τα
επιμέρους χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, είναι καταρχήν σύνηθες το ένα
να επιφέρει ως αποτέλεσμα το άλλο (π.χ. μια πυρκαγιά μεγάλης έκτασης κατά
κανόνα θα μπορεί να εξαπλώνεται από μόνη της ανεξέλεγκτα προς διάφορες
κατευθύνσεις καθιστώντας έτσι δυσχερή τη κατάσβεση της), οπότε και θα
πρόκειται αδιαμφισβήτητα περί πυρκαγιάς. Σε οριακές εντούτοις περιπτώσεις
όπου μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη πυρκαγιάς, η θέση που δίνει έμφαση
στην τάση αυτοδύναμης εξάπλωσης της πυρκαγιάς υπό τις ισχύουσες στην
εκάστοτε περίπτωση συνθήκες εμφανίζεται ως η ορθότερη, στο βαθμό που
πράγματι αυτό είναι το χαρακτηριστικό που συνδέεται λογικά σε μεγαλύτερο
βαθμό με το απροσδιόριστο των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, άρα και
πιθανότερο να θεμελιώσει τον εμπρησμό. Με αυτό το σκεπτικό, ακόμη και μια
φωτιά περιορισμένης σχετικά έκτασης μπορεί να θεωρηθεί ως πυρκαγιά
εφόσον έχει τάση αυτοδύναμης εξάπλωσης, καθότι είναι δυνατόν πάρα πολύ
σύντομα να επεκταθεί περαιτέρω, οπότε και ήδη από τη θέση της νοείται
κοινός κίνδυνος για τα έννομα αγαθά εντός της εμβέλειας της.

61
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. , σελ. 123 επ.. Με αυτή τη θέση συντάσσονται και οι Κονταξής Α., ό.π., σελ.
2328 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 625. Βλ. και ΠλημΘεσσ 862/2008, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006

62
Βλ. για την απόδοση αυτής της θέσης του Μανωλεδάκη Ι. σε Κονταξή Α., ό.π., σελ. 2327

63
Δέδες Χ., ό.π., σελ. 57-58

32
Επί της προκλήσεως της πυρκαγιάς, κομβική σημασία έχει η
αντιμετώπιση της ως ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, οπότε και ισχύουν
κατά βάση οι ίδιες παραδοχές όπως και για οποιοδήποτε ουσιαστικό έγκλημα,
ήτοι η δυνατότητα πρόκλησης τόσο με ενέργεια όσο και με μη γνήσια
παράλειψη εφόσον υφίσταται ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά το αρ. 15 ΠΚ,
η απαίτηση για διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς και
αποτελέσματος καθώς και το ότι είναι σε κάθε περίπτωση νοητή η απόπειρα
του εγκλήματος64. Ο κατ’ εξοχήν τρόπος πρόκλησης με ενέργεια είναι όταν ο
δράστης ανάβει το πρώτον φωτιά. Περαιτέρω, κατά την κρατούσα άποψη,
νοείται ως πρόκληση πυρκαγιάς με ενέργεια και η ενίσχυση μιας ήδη
υφιστάμενης φωτιάς, ιδίως με τη χρήση εύφλεκτων υλών, δεδομένου ότι
διευρύνεται έτσι η εμβέλεια της και συνεπώς ο κύκλος των προσβαλλόμενων
εννόμων αγαθών65. Στο πεδίο τώρα της συμπεριφοράς που συνίσταται σε
παράλειψη, γίνεται ευρέως δεκτό ότι η μη αποτροπή της θέσης της φωτιάς
από πρόσωπο που όφειλε και είχε τη δυνατότητα να την αποτρέψει συνιστά
πρόκληση. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά η παράλειψη της σχετικής
υποχρέωσης από τον σχετικώς αρμόδιο φύλακα ή υπεύθυνο, οπότε και η
ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει είτε από το νόμο είτε εκ συμβάσεως.
Αναφέρεται εξίσου συχνά και το ενδεχόμενο το ίδιο το πρόσωπο να έθεσε
άνευ προθέσεως τη φωτιά, αλλά εν συνεχεία με πρόθεση να μην παρενέβη
στην εξέλιξη της, ως μια ειδικότερη περίπτωση ιδιαίτερης νομικής
υποχρέωσης λόγω προηγούμενης επικίνδυνης ενέργειας66. Υποστηρίζεται
περαιτέρω ότι και σε περίπτωση ήδη υφιστάμενης φωτιάς που δεν έθεσε ο
δράστης νοείται πρόκληση δια παραλείψεως, όταν υφίσταται σχετική
υποχρέωση παρέμβασης, όπως συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση της

64
Για την απόπειρα βλ. στην οικεία ενότητα. Για τα λοιπά κατωτέρω.

65
Βλ. για αυτές τις δύο περιπτώσεις πρόκλησης πυρκαγιάς με ενέργεια σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π.,
σελ. 126 επ. Παρομοίως για την πρώτη περίπτωση και η ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006. Για το ότι η ενίσχυση
ήδη υφιστάμενης φωτιάς συνιστά πρόκληση πυρκαγιάς βλ. και Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2337 / Κωστάρας
Α., ό.π., σελ. 626 / Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 792

66
Για την διά παραλείψεως τέλεση βλ. ενδ. Γάφος Η., ό.π., σελ. 104-105 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 58 /
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 127 επ. / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 467 / Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2336
/ Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 626 / Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.α.π., σελ. 792 / Μπουρόπουλος Α.,
ό.π., σελ. 397 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 649 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 703.
Και στη νομολογία γίνεται αυτό ευρέως δεκτό, βλ. ενδεικτικά ΣυμβΠλημΡοδ 151/2014, ΜΟΔΑθ
389/2012, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006, ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΑΠ 1407/1994. Το ίδιο ισχύει και για τον
εμπρησμό εξ’ αμελείας, βλ. ενδ. ΑΠ 829/2017, ΑΠ 474/2015, ΑΠ 868/2014.

33
πυροσβεστικής υπηρεσίας67. Πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι
ενόψει της ρητής σήμερα αναγραφής των πηγών ιδιαίτερης νομικής
υποχρέωσης στο νέο αρ. 15 ΠΚ, η de facto ανάληψη υποχρέωσης δεν
επαρκεί πλέον για τη θεμελίωση ευθύνης δια παραλείψεως. Κατά τα λοιπά,
τονίζεται ότι σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις δια παραλείψεως τέλεσης
απαιτείται στην εκάστοτε περίπτωση να διαπιστώνεται πέραν της ιδιαίτερης
νομικής υποχρέωσης και η αντικειμενική δυνατότητα ελέγχου της πυρκαγιάς.
Εξάλλου η πυρκαγιά καθαυτή ως ορίστηκε ανωτέρω πρέπει να συνδέεται
αιτιακά με την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη68. Τέλος, είναι δυνατή πλέον
η τιμώρηση του δράστη εγκλήματος παράλειψης υπό τους όρους του αρ. 15
ΠΚ με μειωμένη ποινή, ενόψει της νέας παρ. 2 της εν λόγω ρύθμισης.

Κατά τα λοιπά, γίνεται ευρέως δεκτό ότι η πυρκαγιά μπορεί να


προκαλείται με οποιοδήποτε τρόπο, με τη θέση φωτιάς σε οποιοδήποτε
αντικείμενο69, ακόμα και ιδιοκτησίας του ίδιου του δράστη70. Επισημαίνεται δε
ότι δεν απαιτείται να είναι εμφανείς οι φλόγες, αρκεί δηλαδή και η λεγόμενη
«βραδεία καύση» ή και η παραγωγή θερμότητας και μόνο, εφόσον
συντρέχουν σε κάθε περίπτωση τα χαρακτηριστικά της πυρκαγιάς όπως
προσδιορίστηκαν ανωτέρω71.

67
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 130 / Καρανίκας Δ., ό.α.π., σελ. 467. Πρβλ. Κονταξής Α., ό.π.,
σελ. 2337 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 626, με την αιτιολογία ότι η πυρκαγιά ως αποτέλεσμα έχει ήδη
επέλθει, οπότε και η παράλειψη εν προκειμένω δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόκληση αυτής.

68
Βλ. ενδ. Γάφος Η., ό.π., σελ. 104 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 58 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 128
Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 626 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 649

69
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 849 / Γάφος Η., ό.α.π., σελ. 104. Βλ. και ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006, ΑΠ
1205/2000

70
Δέδες Χ., ό.π., σελ. 58 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 126 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 626 /
Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 397

71
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 849 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 104 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 126
Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 791 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 626

34
5. Αιτιώδης συνάφεια

Η πρόκληση πυρκαγιάς σε κάθε περίπτωση δεν επαρκεί για την


κατάφαση εμπρησμού. Απαιτείται περαιτέρω και η πρόκληση κοινού κινδύνου
για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, οπότε και με την πλήρωση και αυτού του
στοιχείου πλέον πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση των δύο βασικών
μορφών του εγκλήματος (αρ. 264 ΠΚ παρ. 1, στ. α’ και β’ αντίστοιχα). Όπως
μάλιστα ισχύει σε όλα τα ουσιαστικά εγκλήματα, απαιτείται και εν προκειμένω
η διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και
του αποτελέσματος. Η τυποποίηση του εμπρησμού ως εγκλήματος
συγκεκριμένης διακινδύνευσης με τον νέο ΠΚ εισάγει εντούτοις μια νέα
παράμετρο, καθότι οι περισσότερες παραδοχές επί της αιτιώδους συνάφειας
είχαν λάβει χώρα υπό το προγενέστερο καθεστώς της τυποποίησης του
εγκλήματος ως δυνητικής διακινδύνευσης. Εμφανίζεται επομένως σκόπιμη η
προσέγγιση των εν λόγω θέσεων της θεωρίας στη βάση των νέων
δεδομένων.

Όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, αμφισβητείται έντονα το κατά πόσο η


δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου συνιστά αποτέλεσμα ή όχι, εξ’ ου και υπό το
προγενέστερο καθεστώς ο εμπρησμός χαρακτηριζόταν ως ουσιαστικό
έγκλημα με αναγωγή κατά βάση στη πυρκαγιά ως το αποτέλεσμα της
συμπεριφοράς, από την οποία «μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για
ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο». Η συλλογιστική κατά την οποία η
δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου δεν συνιστά αυτοτελές αποτέλεσμα
οδηγεί έτσι στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό αποτέλεσμα της πράξης είναι
ένα, ήτοι η πυρκαγιά, από την οποία πρέπει να μπορεί αιτιακά να προκύψει
κοινός κίνδυνος72. Τούτο πάντως δεν σημαίνει ότι η τελευταία εμπεριέχεται
άνευ άλλου στην έννοια της πυρκαγιάς. Αντιθέτως, νοείται πυρκαγιά στα
πλαίσια της οποίας δεν θεμελιώνεται δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου,
και για αυτόν ακριβώς το λόγο απαιτείται να αποδεικνύεται ειδικώς ότι η
πυρκαγιά καθεαυτή ενέχει στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση την εν
λόγω δυνατότητα. Σε θέσεις αντιθέτως όπου και η ίδια η δυνατότητα
πρόκλησης κοινού κινδύνου αντιμετωπίζεται ως ένα αυτοτελές αποτέλεσμα

72
Στη θεωρία σε γενικές γραμμές δεν δίνεται ιδιαίτερη βάση στο ποιο ακριβώς είναι το αποτέλεσμα του
εμπρησμού και στη συσχέτιση κοινού κινδύνου και πρόκλησης πυρκαγιάς, όπως αναφέρεται σε
Φαρσεδάκη Ι..-Σατλάνη Χ., ό.π., σελ. 167, όπου και διευκρινίζεται ρητώς ότι το μοναδικό αποτέλεσμα
του εμπρησμού είναι η πυρκαγιά, από την οποία πρέπει πάντως να μπορεί να προκύψει κοινός
κίνδυνος. Βλ. επίσης και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 125, 127, 131 επ., όπου η πυρκαγιά
προσδιορίζεται ως το αυτοτελές βλαπτικό αποτέλεσμα, για να καταφάσκεται πάντως εμπρησμός θα
πρέπει αυτή καθεαυτή να εμπεριέχει τη δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου.

35
αναγνωρίζονται ουσιαστικά δύο αποτελέσματα, ήτοι αφενός η πυρκαγιά και
αφετέρου η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου 73.

Η διαφορά μεταξύ των δύο σχετικών θέσεων εντοπίζεται στον τρόπο με


τον οποίο γίνεται αντιληπτή η απαίτηση για τη διαπίστωση της αιτιώδους
συνάφειας. Στη βάση της πρώτης προσέγγισης, απαιτείται να διαπιστώνεται
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της πυρκαγιάς
ως αποτέλεσμα, η οποία πάντως πρέπει να έχει τέτοια χαρακτηριστικά στην
εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση ώστε να ενέχει αιτιακά και τη δυνατότητα
πρόκλησης κοινού κίνδυνου, χωρίς να είναι εν τέλει αναγκαίο να θεωρηθεί η
τελευταία ως ένα αυτοτελές αποτέλεσμα. Η δεύτερη προσέγγιση από την άλλη
σημαίνει ότι θα πρέπει να διαπιστώνεται ο αιτιώδης σύνδεσμος σε δύο
διαδοχικά στάδια: αφενός μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της
πυρκαγιάς, και αφετέρου μεταξύ της πυρκαγιάς και της δυνατότητας
πρόκλησης κοινού κινδύνου. Διευκρινίζεται πάντως ότι ο εν λόγω διπλός-
διαδοχικός αιτιώδης σύνδεσμος δεν υποκαθιστά τη προϋπόθεση για τη
διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και
της δυνατότητας πρόκλησης του κοινού κινδύνου ως τελικό αποτέλεσμα, από
το οποίο και προκύπτει το άδικο της πράξης, όπως άλλωστε ισχύει και για
οποιοδήποτε ουσιαστικό έγκλημα. Με το εν λόγω σχήμα απλώς προστίθεται
ως προϋπόθεση η διαπίστωση ότι η πυρκαγιά ως ενδιάμεσο αποτέλεσμα
συνδέεται αιτιωδώς με το τελικό αποτέλεσμα της δυνατότητας πρόκλησης
κοινού κινδύνου74.

Σήμερα εμφανίζεται ορθότερη η δεύτερη προσέγγιση, καθότι στο νόμο


γίνεται πλέον λόγος όχι για δυνατότητα αλλά για πρόκληση κοινού κινδύνου, ο
οποίος ως εκτέθηκε ανωτέρω αντιμετωπίζεται κατά την κρατούσα άποψη ως
αποτέλεσμα. Όπως πάντως ευχερώς αντιλαμβάνεται κανείς από την
αντιπαραβολή των δύο θέσεων, η διαφορά μεταξύ τους εντοπίζεται
ουσιαστικά στο σκεπτικό από το οποίο προκύπτει το κρίσιμο συμπέρασμα
που στηρίζουν αμφότερες, ήτοι την απαίτηση της αιτιακής προέλευσης του
κοινού κινδύνου από την πυρκαγιά, και όχι από άλλη, άσχετη με την πυρκαγιά
αιτία. Καταληκτικά, με την πραγμάτωση των στοιχείων της πυρκαγιάς και του
κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή άνθρωπο, καθώς και της διαπίστωσης

73
Βλ. κυρίως Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 129 επ., όπου και επιχειρηματολογία υπέρ της θεώρησης της
δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου ως μια κατάσταση που συνιστά αποτέλεσμα, καθώς και 131 επ.,
όπου λόγος περί δύο αποτελεσμάτων. Το ίδιο δέχεται και ο Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 626-627

74
Εκτενώς περί της εφαρμογής του συγκεκριμένου σχήματος σε Μπέκα Ι., ό.α.π., σελ. 134 επ.

36
της αιτιώδους συνάφειας κατά τα ανωτέρω, πληρούται πλέον η αντικειμενική
υπόσταση των δύο βασικών μορφών του εμπρησμού. Στις επόμενες ενότητες
θα εξεταστούν τα στοιχεία που θεμελιώνουν τις επιμέρους διακεκριμένες
μορφές του αδικήματος.

37
6. Σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας

Στο νέο στ. γ’ της παρ. 1 του αρ. 264 ΠΚ περιγράφονται δύο ίσης
βαρύτητας σχετικώς διακεκριμένες μορφές του αδικήματος, ήτοι η πρόκληση
σημαντικής βλάβης σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις από τη πράξη των στ. α’
και β’ ή η επέλευση βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου ως αποτέλεσμα της
πράξης. Υπό το προγενέστερο καθεστώς, αντίστοιχη ρύθμιση στο 13ο
κεφάλαιο του ΠΚ υπήρχε μόνο σε ότι αφορά το αδίκημα της έκρηξης, και
ειδικότερα στα στ. β’ και γ’ του αρ. 270 ΠΚ, κάτι που σύμφωνα με την
Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ συνιστούσε αναιτιολόγητη διαφοροποίηση
σε σχέση με παρεμφερή κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, όπως ο εμπρησμός.
Για αυτό το λόγο επιλέχθηκε η προσθήκη του εν λόγω στ. γ’ σε όλα τα
παρεμφερή αδικήματα75. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι δεν
μεταφέρθηκαν ως είχαν οι προγενέστερες ρυθμίσεις του αρ. 270 ΠΚ, οι οποίες
εξάλλου με τη σειρά τους αντικαταστάθηκαν από το ερευνώμενο εδώ στ. γ’.
Δεδομένου ότι πρόκειται ως ειπώθηκε περί δύο διακριτών περιπτώσεων,
ορθότερο να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά η σημαντική βλάβη εγκαταστάσεων
κοινής ωφέλειας και η βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου.

Εκκινώντας από τις εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, στις σχετικές με το


αδίκημα της έκρηξης θέσεις της θεωρίας γίνεται λόγος για τις διάφορες
υποδομές που προορίζονται για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων άμεσων
αναγκών του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, μέσω της παραγωγής ή
διοχέτευσης αγαθών (π.χ. εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας,
νερού ή φυσικού αερίου καθώς και τα δίκτυα διανομής τους) ή την παροχή
υπηρεσιών (π.χ. οι τηλεφωνικές κεραίες, το σιδηροδρομικό δίκτυο)76.
Περαιτέρω, σήμερα μπορεί να συναχθεί ένας συγκεκριμένος ορισμός και από
την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ· ειδικότερα, για τον
προσδιορισμό της έννοιας των κοινωφελών εγκαταστάσεων του αρ. 293 ΠΚ
(«Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων») η
Αιτιολογική Έκθεση ρητώς παραπέμπει σε θέσεις της θεωρίας για τον ορισμό

75
Αιτιολ. Εκθ νέου ΠΚ, σελ. 52, στ. ε’

76
Βλ. ενδ. Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 653 / Φαρσεδάκης Ι.-Σατλάνης Χ., ό.π., σελ.175. Στη νομολογία
και την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ δεν δίνεται συγκεκριμένος ορισμός των κοινωφελών
εγκαταστάσεων σε ότι αφορά το πεδίο των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων. Βλ. πάντως παραδείγματα
από τη πρόσφατη νομολογία στις ΑΠ 322/2018 και ΣυμβΠλημΡοδ 127/2010, όπου θεωρήθηκαν ως
εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας το αστυνομικό μέγαρο και το δικαστικό μέγαρο αντίστοιχα. Θεωρήθηκε
πάντως στη ΜΟΔΑθ 72/1993 ότι συντρέχει κίνδυνος κατά εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ακόμα και
στην περίπτωση ρίψης χειροβομβίδας σε ισόγειο διαμέρισμα, χωρίς ειδική αιτιολογία.

38
των πραγμάτων κοινού οφέλους στα πλαίσια της διακεκριμένης φθοράς ξένης
ιδιοκτησίας, όπου ως κομβικά στοιχεία προσδιορίζονται το ότι θα πρέπει το
πράγμα αφενός να ωφελεί άμεσα το κοινό και αφετέρου να είναι προορισμένο
για αυτό, ώστε ο οποιοσδήποτε να μπορεί να αντλήσει κάποια ωφέλεια, έστω
και υπό προϋποθέσεις77. Δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε σχετικής
διευκρίνησης στα σχετικά με κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα προβλεπόμενα
στην Αιτιολογική Έκθεση, καθώς και του ότι η προστασία των κοινωφελών
εγκαταστάσεων αποτελεί το κυρίως αντικείμενο του 14ου κεφαλαίου του ΠΚ,
στις οποίες και εντάσσεται το αρ. 293 ΠΚ, ορθότερο με την εξεταζόμενη εδώ
παραπομπή της Αιτιολογικής Έκθεσης για τον προσδιορισμό της έννοιας των
κοινωφελών εγκαταστάσεων να θεωρείται ότι καλύπτονται και τα εγκλήματα
του 13ου κεφαλαίου, οπότε και θα πρέπει να διαπιστώνονται σε κάθε
περίπτωση τα στοιχεία της αμεσότητας και της κατά προορισμό εξυπηρέτησης
του κοινού.

Εντοπίζοντας τώρα το προστατευόμενο έννομο αγαθό, είχε και εν


προκειμένω υποστηριχθεί παλαιότερα η άποψη ότι προστατεύονται η δημόσια
τάξη και η κοινή ασφάλεια78. Διατυπώθηκε παράλληλα και η θέση ότι οι
κοινωφελείς εγκαταστάσεις συνιστούν καθαυτές ένα κοινωνικής φύσεως
έννομο αγαθό, η προσβολή του οποίου εντούτοις ουσιαστικά αντανακλάται
στον άνθρωπο και τις ξένες ιδιοκτησίες79. Η τελευταία τοποθέτηση εμφανίζεται
πλησιέστερη στη ρητή θέση της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΠΚ ότι με τις
διατάξεις του 13ου κεφαλαίου προστατεύονται κυρίως ο άνθρωπος και οι ξένες
ιδιοκτησίες, ακόμα και αν για τη προσβολή αυτών παρεμβάλλεται η προσβολή
διαφορετικών εννόμων αγαθών, ενώ ειδικά στην περίπτωση του αδικήματος
της έκρηξης διευκρινίζεται ότι μόνο έμμεσα προστατεύεται η δημόσια τάξη, εξ’
ου και δεν δικαιολογείται η απειλή αυξημένης ποινής σε σχέση με τα λοιπά
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, όπως συνέβαινε υπό το προγενέστερο
καθεστώς. Οι εν λόγω παραδοχές πάντως δεν σημαίνουν ότι οι εγκαταστάσεις

77
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 293, όπου και παραπέρα παραπομπές, μεταξύ των οποίων και σε
Μανωλεδάκης Ι., Μπιτζιλέκης Ν., Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2007, σελ. 348. Βλ. επίσης από τη
νομολογία ενδ. την πρόσφατη ΑΠ 738/2017.

78
Βλ. ενδ. Δέδες Χ., ό.π., σελ. 85, 88, καθώς και 221 επ. για τα εγκλήματα κατά κοινωφελών
εγκαταστάσεων

79
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 265 / με αυτή τη θέση συντάσσεται και ο Κωστάρας Α., ό.π., σελ.
652. Βλ. και ΣυμβΠλημΓιαννιτσ 49/1998, όπου προσδιορίζονται οι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ως
ένα «κοινωνικού χαρακτήρα ιδιοκτησιακό στοιχείο».

39
κοινής ωφέλειας δεν συγκροτούν ένα αυτοτελές προσβαλλόμενο έννομο
αγαθό, διευκρίνηση απαραίτητη για την ορθή αντιμετώπιση της συρροής.

Σε σχέση με το αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς, όπως


αναφέρθηκε δεν μεταφέρθηκαν ως είχαν οι σχετικές ρυθμίσεις του παλαιού
αρ. 270 ΠΚ στις σημερινές διατάξεις. Ειδικότερα, στο μεν στ. β’ του αρ. 270
ΠΚ γινόταν λόγος περί δυνατότητας κινδύνου αυτών ως το αποτέλεσμα της
πράξης, κατά παρόμοια λογική με τη δυνατότητα κοινού κινδύνου κατά ξένων
πραγμάτων ή ανθρώπου. Στο δε στ. γ’ τυποποιούταν η πρόκληση βλάβης
αυτών στην περίπτωση του στ. β’, ως ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα. Υπό τον νέο ΠΚ, η πρόκληση κινδύνου για εγκαταστάσεις κοινής
ωφέλειας δεν τυποποιείται πλέον ως αξιόποινο αποτέλεσμα στα πλαίσια του
εμπρησμού, οπότε και απαιτείται σε κάθε περίπτωση βλάβη αυτών, και δη
σημαντική. Ως προς την έννοια της βλάβης, δυνατή και εδώ η αναγωγή στα
όσα γίνονται δεκτά στα πλαίσια του αδικήματος της φθοράς ξένης
ιδιοκτησίας80, κατά παρόμοια λογική με την εννοιολόγηση των κοινωφελών
εγκαταστάσεων. Ως βλάβη ενός πράγματος ορίζεται ειδικότερα η επέμβαση
στη κατά προορισμό λειτουργία του, έχουσα ως συνέπεια τη διακοπή αυτής,
κατά τρόπο ολικό ή μερικό. Η βλάβη αντιπαραβάλλεται στην καταστροφή ενός
πράγματος, ως η επέμβαση στην ύλη του, με τη βασική διαφορά να έγκειται
στο κατά πόσο είναι δυνατή ή μη η αποκατάσταση του πράγματος. Για να
γίνεται έτσι λόγος περί βλάβης θα πρέπει το πράγμα να επιδέχεται
αποκατάστασης, ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία του, ειδάλλως θα πρόκειται
περί καταστροφής. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι εάν η λειτουργία του
πράγματος μπορεί να αποκατασταθεί άμεσα, χωρίς ανάγκη ουσιαστικών
επισκευών, δεν γίνεται καν λόγος περί βλάβης (π.χ. η αποσύνδεση μιας
συσκευής από το ηλεκτρικό ρεύμα)81. Μεταφέροντας τα ανωτέρω στην
ερευνώμενη εδώ περίπτωση, παρατηρείται ότι στη διάταξη γίνεται λόγος μόνο
περί βλάβης και όχι καταστροφής των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας. Θα
ήταν εντούτοις ανακόλουθο να δεχθούμε ότι η διακεκριμένη μορφή του
εμπρησμού θεμελιώνεται από το έλασσον αποτέλεσμα της βλάβης και όχι
από το μείζον της καταστροφής των εγκαταστάσεων, όσο απίθανο και αν
φαίνεται το τελευταίο. Γι’ αυτό ορθότερο είναι να θεωρείται ότι πληρούται η
αντικειμενική υπόσταση τόσο σε περίπτωση βλάβης όσο και σε περίπτωση
καταστροφής. Τέλος, η βλάβη πρέπει να είναι σύμφωνα με τη διάταξη
«σημαντική», ζήτημα προφανώς πραγματικό και ως εκ τούτου κρινόμενο ανά

80
Βλ. και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 284

81
Βλ. Μανωλεδάκης Ι., Μπιτζιλέκης Ν., Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ. 326 επ.

40
περίπτωση – ως ενδείξεις αυτού θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μεταξύ
άλλων η έκταση της ζημιάς που έλαβε χώρα, καθώς και ο χρόνος και το
κόστος των απαιτούμενων επισκευών για την αποκατάσταση της λειτουργίας
της εγκατάστασης

Μια τελευταία ουσιώδης διαφοροποίηση σε σχέση με τα όσα ίσχυαν


προγενέστερα επί της αντίστοιχης περίπτωσης στην έκρηξη αποτελεί το ότι η
σημαντική βλάβη των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας δεν τυποποιείται
πλέον καταρχήν ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, όπως
συνέβαινε υπό το προγενέστερο καθεστώς82, αλλά αποτελεί μια συνήθη
διακεκριμένη μορφή εγκλήματος βλάβης. Αυτό προκύπτει από την Αιτιολογική
Έκθεση του νέου ΠΚ, όπου αναγράφεται ρητώς ότι «…Ωστόσο το έγκλημα
δόλου αποκτά, όπως ήδη αναφέρθηκε, μια επιπλέον διακρινόμενη εκ του
αποτελέσματος μορφή, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική
βλάβη, και μια διακεκριμένη αν προκάλεσε τη σημαντική βλάβη σε
εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας…»83. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς βάσιμα
να ισχυριστεί ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν ισχύει απόλυτα, δεδομένου ότι
σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να πληρούνται όλοι οι όροι του αρ.
29 ΠΚ περί εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων και στη
συγκεκριμένη μορφή του εγκλήματος. Επιχείρημα ως προς αυτό παρέχει το
αρ. 293 περί παρακώλυσης της λειτουργίας των εγκαταστάσεων κοινής
ωφέλειας, το οποίο τυποποιείται και ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας (παρ. 4),
καθότι η αντικειμενική υπόσταση του είναι δυνατόν να πραγματώνεται
παράλληλα με την ερευνώμενη εδώ ρύθμιση του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ ΠΚ.
Ειδικότερα, η παρεμπόδιση ή διατάραξη σε μεγάλη έκταση ή για μεγάλο
χρονικό διάστημα της λειτουργίας εγκατάστασης μπορεί ευχερώς κατά τα
ανωτέρω να υπαχθεί στην έννοια της βλάβης. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά
τις εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας του αρ. 293 ΠΚ, όπως επίσης εκτέθηκε
ανωτέρω. Η σύμπτωση πάντως του πραγματικού των δύο διατάξεων δεν είναι
απόλυτη, διότι αφενός η πράξη του αρ. 293 δεν χρειάζεται να επάγεται
αναγκαία σημαντική βλάβη, όπως αντιθέτως απαιτείται στα πλαίσια του αρ.
264, και αφετέρου στη πρώτη διάταξη προσδιορίζονται συγκεκριμένες
λειτουργίες που πρέπει να επιτελούν οι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας,
περιορισμοί που δεν συναντώνται στο αρ. 264 ΠΚ.

82
Βλ. ενδ. για αυτόν τον χαρακτηρισμό σε Δέδες Χ., ό.π., σελ. 88 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 261
/ Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 652

83
σελ. 52 στ. ε’ καθώς και σελ. 53 ειδικά για το αδίκημα του εμπρησμού.

41
Σε όσες πάντως περιπτώσεις πραγματώνεται η νομοτυπική υπόσταση
τόσο του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ όσο και του αρ. 293 παρ. 4 θα συντρέχουν όλοι
οι όροι του αρ. 29 ΠΚ, αφού στη δεύτερη διάταξη τυποποιείται αυτοτελώς ως
έγκλημα αμέλειας το βαρύτερο αποτέλεσμα που περιγράφεται στη πρώτη,
ώστε να μπορεί τούτη να θεωρηθεί ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα. Τούτο βεβαίως επάγεται μεταξύ άλλων συνεπειών ότι είναι δυνατή η
εφαρμογή του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ ακόμα και όταν ο δράστης έχει αμέλεια
ως προς τη σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας. Για τις
συνέπειες εν γένει του χαρακτηρισμού του αδικήματος ως διακρινόμενο εκ του
αποτελέσματος γίνεται εκτενέστερα λόγος και κατωτέρω, ιδίως στα πλαίσια
του θανατηφόρου εμπρησμού. Όταν από την άλλη δεν μπορεί να εφαρμοστεί
το αρ. 293 παρ. 4, οι όροι του αρ. 29 ΠΚ αντίστοιχα δεν θα συντρέχουν, οπότε
και η εξεταζόμενη εδώ ρύθμιση θα αντιμετωπίζεται ως διακεκριμένη μορφή.
Σε αυτή τη περίπτωση επομένως δεν προκύπτουν οι προβληματικές που
συνδέονται με τη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων, αλλά ισχύει κατά βάση
ότι και σε οποιαδήποτε διακεκριμένη μορφή ουσιαστικού εγκλήματος, με τις
ιδιαιτερότητες βεβαίως που επάγονται οι βασικές μορφές του εμπρησμού σε
και οι οποίες ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω. Θα πρέπει συνεπώς για την θεμελίωση
της εν λόγω διακεκριμένης μορφής σε αντικειμενικό επίπεδο αφενός να
πληρείται η αντικειμενική υπόσταση κάποιας εκ των βασικών μορφών του
εμπρησμού, και αφετέρου να προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις
κοινής ωφέλειας αιτιωδώς συνδεόμενη με τη συμπεριφορά του δράστη.
Τονίζεται ότι και σε αυτή τη περίπτωση απαιτείται το (βλαπτικό εν
προκειμένω) αποτέλεσμα να προήλθε άμεσα από την πυρκαγιά και όχι
εμμέσως, ώστε να καταφάσκεται ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος 84.

84
Βλ. Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 654-655

42
7. Βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου

Η δεύτερη διακεκριμένη μορφή του στ. γ’ συνίσταται στην πρόκληση


βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου. Ως σωματική βλάβη ορίζεται τόσο η
σωματική κάκωση, ήτοι η επενέργεια εξωτερικά στο σώμα ενός ανθρώπου,
όσο η βλάβη της υγείας, σε ότι αφορά την εσωτερική λειτουργία του
οργανισμού. Το έννομο αγαθό που προσβάλλεται είναι η σωματική
ακεραιότητα του ανθρώπου85. Περιγράφοντας συνοπτικά το ισχύον σήμερα
νομικό πλαίσιο, η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης με δόλο τυποποιείται
στο αρ. 310 ΠΚ παρ. 1, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου παρέχεται ο
ορισμός αυτής. Η περίπτωση δόλιας πρόκλησης απλής σωματικής βλάβης, η
οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη με αμέλεια του δράστη,
αντιμετωπίζεται σήμερα σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση στα πλαίσια της
επιμέτρησης της ποινής της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Όταν τέλος ο
δράστης δεν είχε δόλο αλλά αμέλεια και για την απλή σωματική βλάβη,
εφαρμοστέα η ρύθμιση του αρ. 314 ΠΚ περί πρόκλησης σωματικής βλάβης
εξ’ αμελείας, του νόμου μη διακρίνοντος εν προκειμένω μεταξύ απλής και
βαριάς σωματικής βλάβης.

Από τη συσχέτιση τώρα του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ με την προϊσχύσασα
του στ. γ’ αρ. 270 ΠΚ, παρατηρούνται δύο διαφορές: η πρώτη και
σημαντικότερη έγκειται στο ότι δεν αρκεί πλέον η πρόκληση οποιασδήποτε
σωματικής βλάβης, αλλά απαιτείται αυτή να είναι βαριά, για τις ενδείξεις της
οποίας παραπέμπουμε στο αρ. 310 ΠΚ παρ. 2. Περαιτέρω, από τη
διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι είναι νοητή η θεμελίωση αυτής της
διακεκριμένης μορφής του αδικήματος ακόμα και στην περίπτωση όπου
συντρέχει κοινός κίνδυνος ξένων πραγμάτων και μόνο, δεδομένου ότι το στ. γ’
παραπέμπει τόσο στο στ. α’ όσο και στ. β’ του αρ. 264 ΠΚ, αν και είναι σχεδόν
βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα συντρέχει και κοινός κίνδυνος
ανθρώπων. Η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα της εν λόγω διακεκριμένης μορφής
έγκειται στο ότι σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ
τυποποιείται ως ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, όπως και
υπό το προγενέστερο καθεστώς του αρ. 270 ΠΚ στ. γ’86. Ο συγκεκριμένος
τρόπος τυποποίησης παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες σε μια σειρά
ζητημάτων, ιδίως δε στο επίπεδο της έρευνας της αιτιώδους συνάφειας, επί

85
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 61-62

86
Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 78

43
των οποίων λόγος αμέσως κατωτέρω, κατά την εξέταση της αντίστοιχης και
πλέον βαρύνουσας περίπτωσης του θανατηφόρου εμπρησμού

44
8. Θάνατος ανθρώπου

Ο θανατηφόρος εμπρησμός (αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. δ’) αποτελεί τη


πλέον βαρύτερη μορφή του εμπρησμού, τυποποιείται δε και σήμερα ως ένα
έγκλημα διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος (αρ. 29 ΠΚ) 87. Η εν λόγω
κατηγορία εγκλημάτων88 αφορά περιπτώσεις όπου στα πλαίσια ενός βασικού
εγκλήματος δόλου επέρχεται και ένα περαιτέρω, βαρύτερο αποτέλεσμα, η
πρόκληση του οποίου τυποποιείται αυτοτελώς και ως έγκλημα αμέλειας.
Έστω ότι εξέλιπε η ρύθμιση που προβλέπει το εκάστοτε εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, θα επρόκειτο περί αληθινής κατ’ ιδέα
συρροής μεταξύ αφενός του βασικού εγκλήματος δόλου και αφετέρου του
αυτοτελούς εγκλήματος αμέλειας, η οποία και αποδίδει χαμηλότερη συνολική
ποινή από την απειλούμενη με το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα. Εν προκειμένω, το μεν βασικό έγκλημα είναι ο εμπρησμός από τον
οποίο προκλήθηκε κίνδυνος για άνθρωπο (αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. β’), το δε
περαιτέρω, βαρύτερο αποτέλεσμα είναι ο θάνατος ανθρώπου, ο οποίος όταν
επέρχεται εξ’ αμελείας του δράστη θεμελιώνει κανονικά το αδίκημα της
ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας (αρ. 302 ΠΚ)89. Η εφαρμογή των κανόνων του
αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 επί της συρροής των αρ. 264 παρ. 1 στ. β’ (κάθειρξη μέχρι
10 ετών) και 302 ΠΚ (φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών) σημαίνει ότι η ποινή
δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τα 15 έτη κάθειρξης. Αντιθέτως, ο
θανατηφόρος εμπρησμός τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα
ετών, με τη δυνατότητα επιβολής ακόμα και ισόβιας κάθειρξης σε περίπτωση
όπου προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων.

Η ύπαρξη επομένως της συγκεκριμένης κατηγορίας εγκλημάτων δεν


οφείλεται στο ότι δεν καλύπτονται από κάποια ποινική ρύθμιση οι εν λόγω
περιπτώσεις, αλλά σε διαφοροποιημένα μεγέθη απαξίας. Πρόκειται έτσι για
ρυθμίσεις που οδηγούν σε επίταση της ποινής, κατά παρόμοια λογική με τις
διακεκριμένες μορφές εγκλημάτων, με την ουσιώδη εντούτοις διαφορά ότι εν
προκειμένω δεν απαιτείται να επικαλύπτεται με δόλο το βαρύτερο

87
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 53

88
Γενικά περί των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.,
σε Μανωλεδάκη Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, σελ. 247 επ. / Μυλωνόπουλος Χ., Τα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1984 / Κωστάρας Α., Έννοιες και θεσμοί του Γενικού Μέρους,
σελ. 266 επ.

89
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και την περίπτωση της βαριάς σωματικής βλάβης του στ. γ’ αρ. 264 ΠΚ, η
οποία τυποποιείται αυτοτελώς ως έγκλημα αμέλειας στο αρ. 314 ΠΚ.

45
αποτέλεσμα, αλλά αρκεί να επήλθε και από αμέλεια ακόμη του δράστη, εξ’ ου
και θεωρείται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τελείται ουσιαστικά ένα νέο,
σύνθετης υποκειμενικής υπόστασης έγκλημα90. Η αιτιολόγηση αυτής της
διαφοροποιημένης μεταχείρισης προκύπτει πλέον ρητά από την Αιτιολογική
Έκθεση του νέου ΠΚ91, όπου η διατήρηση της εν λόγω κατηγορίας
εγκλημάτων υπό το νέο καθεστώς αποδίδεται στην ανάγκη αξιολόγησης της
αυξημένης επικινδυνότητας που θεωρείται ότι ενέχει μια πράξη τελούμενη με
δόλο όταν προκαλείται από αυτήν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στη θεωρία
έχουν προταθεί ως επιχειρήματα για την αιτιολόγηση της αυξημένης απαξίας
μεταξύ άλλων το ότι πραγματώνεται ο «τυπικός» κίνδυνος που ήδη εμπεριέχει
το βασικό έγκλημα, ή το ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα προέρχεται από την
έλλειψη επιμέλειας που επιδεικνύει ο δράστης στα πλαίσια όχι μιας ποινικώς
αδιάφορης κατάστασης αλλά μίας ήδη άδικης πράξης92.

Απαραίτητη προϋπόθεση σε αντικειμενικό επίπεδο για τη θεμελίωση


της επαυξημένης ευθύνης του δράστη κατά τα ανωτέρω αποτελεί σε κάθε
περίπτωση η διαπίστωση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του βασικού
εγκλήματος και του βαρύτερου αποτελέσματος. Στην περίπτωση ιδίως του
θανατηφόρου εμπρησμού το εν λόγω ζήτημα συνδέεται με μια σειρά
ειδικότερων προβληματισμών, οι οποίοι οφείλονται στην ανέλεγκτη
επεκτασιμότητα των αποτελεσμάτων του ίδιου του βασικού εγκλήματος του
εμπρησμού καθώς και στις διαφορετικές πιθανές λύσεις που προκύπτουν από
την εφαρμογή των επιμέρους αρχών για τη κατάφαση του αιτιώδους
συνδέσμου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι οι σχετικές
προβληματικές τέθηκαν στη θεωρία93 υπό το πρίσμα του παλαιού αρ. 29 ΠΚ,
κατά το οποίο ήταν απαραίτητο να καλύπτεται με αμέλεια και μόνο του δράστη
το βαρύτερο αποτέλεσμα για την τέλεση του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος, ενώ σήμερα νοείται πλέον εφαρμογή των

90
Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., σε Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, σελ. 248

91
σελ. 12

92
Βλ. εκτενώς για τις επιμέρους θέσεις περί της αιτιολόγησης της αυξημένης απαξίας Μυλωνόπουλος
Χ., ό.π., σελ. 252 επ., ιδίως 323 επ. Ο συγγραφέας εντοπίζει ως καθοριστικό στοιχείο το ότι το βαρύτερο
αποτέλεσμα επέρχεται λόγω μιας ήδη άδικης πράξης.

93
Για τα ζητήματα αιτιώδους συνάφειας στα πλαίσια των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων γενικώς βλ. Μυλωνόπουλος Χ., ό.α.π., σελ. 344. Ιδίως για το θανατηφόρο εμπρησμό βλ.
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 134 επ. / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2333 επ. / Κωστάρας Α., Επιτομή
Ειδικού Μέρους, σελ. 629-630 / Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 136 επ.

46
σχετικών διατάξεων και σε περίπτωση όπου το βαρύτερο αποτέλεσμα
καλύπτεται με δόλο. Η συγκεκριμένη τροποποίηση αφορά κατά βάση
ζητήματα υποκειμενικής υπόστασης, για τα οποία λόγος εκτενέστερα στην
οικεία ενότητα, και δεν συνεπάγεται ουσιώδεις διαφοροποιήσεις ως προς τους
προβληματισμούς σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια94.

Η ουσία των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στις επιμέρους


θέσεις της θεωρίας επί του ζητήματος εντοπίζεται σε ένα γενικότερο επίπεδο
στις εφαρμοστέες αρχές για την διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου, όπως
άλλωστε συμβαίνει και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα. Στην περίπτωση ιδίως
του θανατηφόρου εμπρησμού οι διαφορετικές λύσεις στις οποίες οδηγούν οι
επιμέρους αρχές καθίστανται εμφανείς μέσω της αναγωγής σε ορισμένες
οριακές περιπτώσεις, όπου τίθεται θέμα αναγνώρισης αιτιώδους συνάφειας
ακόμα και με την εφαρμογή των πλέον «ευρέων» εξ’ αυτών, όπως η αρχή του
ισοδυνάμου των όρων. Πρόκειται ειδικότερα για τις εξής περιπτώσεις: α) όταν
ο θάνατος επέρχεται από ενέργεια του ίδιου του θύματος στη προσπάθεια του
να γλιτώσει από τα αποτελέσματα του εμπρησμού, β) όταν ο θάνατος
οφείλεται σε σφάλμα τρίτων προσώπων, γ) όταν επέρχεται θάνατος
προσώπου που εξαρχής δεν κινδύνευε, αλλά αυτόβουλα εισήλθε το ίδιο στην
εμβέλεια της πυρκαγιάς με σκοπό την αντιμετώπιση της95.

Στα πλαίσια της εφαρμογής της αρχής του ισοδυνάμου των όρων,
κανόνα και βασική προϋπόθεση αποτελεί η σύνδεση του θανάτου ως
βαρύτερου αποτελέσματος με τον κίνδυνο κατά ανθρώπου ως το αποτέλεσμα
του βασικού εγκλήματος. Θα πρέπει με άλλα λόγια ο κοινός κίνδυνος που

94
Η διαφοροποίηση που εισάγεται σε αντικειμενικό επίπεδο όταν ο θάνατος οφείλεται σε αμέλεια του
δράστη έγκειται στην παρεμβολή του εξωτερικού σφάλματος αυτού, εφόσον γίνει δεκτή η θέση περί
ανάγκης διαπίστωσης εξωτερικής αμέλειας. Σε επίπεδο αιτιώδους συνάφειας, απαιτείται σύνδεση του
προκληθέντος κοινού κινδύνου με το εξωτερικό σφάλμα, καθώς και σύνδεση αυτού του τελευταίου με
τον θάνατο συγκεκριμένου ανθρώπου. Βλ. έτσι Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 629. Περισσότερα για την
εσωτερική και εξωτερική αμέλεια στην επόμενη ενότητα.

95
Παρεμφερές σε σχέση με τους τρίτους που αυτοβούλως εισέρχονται στην εμβέλεια της πυρκαγιάς το
κατά πόσο μπορεί να γίνει λόγος περί εμπρησμού όταν ο κίνδυνος ανθρώπου προκύπτει το πρώτον σε
σχέση με αυτά τα πρόσωπα και δεν προϋπήρχε. Βλ. για το ζήτημα Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 138,
όπου και αναφορά στην ΑΠ 233/1979, ΝΟΒ 1979, σελ. 1159, με την οποία απόφαση κρίθηκε ότι δεν
μπορεί να γίνει λόγος περί εμπρησμού σε μια τέτοια περίπτωση, ελλείψει κοινού κινδύνου για άνθρωπο
κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι σε περίπτωση θανάτου των
πυροσβεστών δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε θανατηφόρος εμπρησμός. Η συγγραφέας επισημαίνει
πάντως ότι το εν λόγω στοιχείο δεν είναι αποφασιστικό για τη κατάφαση ή μη του θανατηφόρου
εμπρησμού, ενόψει της επεκτασιμότητας του κοινού κινδύνου, ο οποίος και θα μπορούσε σε μετέπειτα
στάδιο να αφορά και πρόσωπα τα οποία εξ’ αρχής δεν κινδύνευσαν.

47
προέκυψε από την πρόκληση της πυρκαγιάς να αποτέλεσε έναν από τους
όρους που ισοδύναμα οδήγησαν στην επέλευση του θανάτου. Η συλλογιστική
που ακολουθείται για την κατάφαση ή μη του αιτιώδους συνδέσμου στις
σχετικές οριακές περιπτώσεις έγκειται στο κατά πόσο οι παρεμβαλλόμενες
ενέργειες του ίδιου του θύματος ή των τρίτων μπορούσαν αυτοτελώς και
ανεξάρτητα του κοινού κινδύνου που προκλήθηκε από την πυρκαγιά να
οδηγήσουν στο θάνατο. Αυτό προκύπτει από το αν θα είχε επέλθει ο θάνατος
ακόμα και στην περίπτωση όπου θα εξέλιπαν τα αποτελέσματα της
πυρκαγιάς ή όχι, οπότε και τότε πράγματι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί
αιτιώδους συνδέσμου. Χαρακτηριστικά αναφέρονται ως παραδείγματα η
αυτοκτονία του θύματος που βρίσκεται εντός φλεγόμενου κτιρίου για άσχετους
με την πυρκαγιά λόγους ή η κατάρρευση του κτιρίου από ένα σεισμό. Εάν
αντιθέτως ο θάνατος δεν θα είχε επέλθει έστω ότι εξέλιπε η πυρκαγιά, τότε οι
παρεμβαλλόμενες ενέργειες του θύματος ή τρίτων δεν διακόπτουν τον αιτιώδη
σύνδεσμο αλλά απλώς προωθούν την εξέλιξη του προς το τελικό
αποτέλεσμα. Υπάρχει με το συγκεκριμένο σκεπτικό αιτιώδης συνάφεια όταν
το θύμα πέφτει από το παράθυρο ορόφου φλεγόμενης οικοδομής για να
διαφύγει από τις φλόγες και πεθαίνει λόγω της πτώσης, ή όταν πεθαίνει από
πλημμελείς ενέργειες των πυροσβεστών ή ακόμα και όταν πεθαίνει ο ίδιος ο
πυροσβέστης, αφού αν εξέλιπε η πυρκαγιά εξαρχής δεν θα είχαν επέλθει τα
εν λόγω αποτελέσματα. Συμπερασματικά, η εφαρμογή της αρχής του
ισοδυνάμου των όρων οδηγεί στην κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου όταν
διαπιστώνεται ότι ο κοινός κίνδυνος αποτέλεσε αίτιο του θανάτου, ακόμα και
στις εξεταζόμενες εδώ οριακές περιπτώσεις96.

Σύμφωνα τώρα με άλλες θέσεις, η απλή αιτιακή σύνδεση δεν επαρκεί


από μόνη της για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου. Αναγόμενες
αντιθέτως έμμεσα ή άμεσα στις παραδοχές της θεωρίας του αντικειμενικού
καταλογισμού, υποστηρίζεται ότι απαιτείται η ευθεία σύνδεση του κοινού

96
Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 138 επ. Η εν λόγω προσέγγιση φαίνεται επίσης να ακολουθείται και από το
μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, όπου συνηθέστερη επί του θέματος η θέση ότι αρκεί ο προκαλούμενος
από την πυρκαγιά κίνδυνος να αποτέλεσε αιτία του θανάτου, ακόμα και όταν συντρέχουν παράλληλα και
λοιπές αιτίες, όπως συμβαίνει όταν π.χ. το θύμα πεθαίνει λόγω πτώσης δοκού, κατάρρευσης της
οικοδομής, καρδιακής ανακοπής λόγω του σοκ ή του φόβου, αναθυμιάσεων κλπ. Βλ. ενδ. Βαβαρέτος
Γ.Α., ό.π., σελ. 851 (όπου και ρητή αναφορά στο θάνατο τρίτων που μετέπειτα εκτέθηκαν στον κίνδυνο
για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς ως θανατηφόρο εμπρησμό) / Γάφος Η., ό.π., σελ. 107 / Δέδες Χ.,
ό.π., σελ. 60 (κατά τον οποίο πάντως απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για το θάνατο των τυχόν τρίτων που
εκτέθηκαν στον κίνδυνο αυτοβούλως για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς) / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ.
469 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 793 (όπου επίσης θεωρείται ότι η επέλευση του θανάτου
τρίτων αρκεί να έχει ως αίτιο τον κίνδυνο που προκάλεσε η πυρκαγιά, θεωρώντας μη ορθή τη θέση που
διατυπώθηκε από την ΑΠ 233/1979) / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 399.

48
κινδύνου με τον θάνατο, ώστε ο τελευταίος να αποτελεί την πραγμάτωση του
τυπικού κινδύνου που περικλείει το βασικό έγκλημα του εμπρησμού και τον
οποίο θέλησε να αποτρέψει ο νομοθέτης, μέσω της τυποποίησης της
πρόκλησης της πυρκαγιάς από την οποία προκύπτει κοινός κίνδυνος ως
άδικης πράξης97. Πρόκειται κατ’ αντίστροφή διατύπωση για τη θέσπιση ενός
κανόνα επιμέλειας, ο οποίος εν προκειμένω επιτάσσει να μη τίθεται πυρκαγιά
από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος, και θα πρέπει
συνακόλουθα ο θάνατος να αποτελεί συνέπεια της παράβασης αυτού
ακριβώς του κανόνα για να θεωρηθεί ως βαρύτερο αποτέλεσμα του
εμπρησμού. Η σχετική «συνάφεια κινδύνου» αποτελεί επομένως μια
πρόσθετη προϋπόθεση για την απόδοση του θανάτου στον δράστη του
εμπρησμού, με την οποία και περιορίζεται η ευρύτητα της αρχής του
ισοδυνάμου των όρων, μέσω του αποκλεισμού της κατάφασης αιτιώδους
συνδέσμου όταν ο κοινός κίνδυνος που προκλήθηκε από την πυρκαγιά
συνδέεται μεν αιτιακά αλλά έμμεσα και όχι άμεσα με τον θάνατο.

Αυτό προκύπτει εναργέστερα στις εξεταζόμενες εδώ οριακές


περιπτώσεις. Όταν καταρχήν ο θάνατος επέρχεται λόγω ενεργειών του ίδιου
του θύματος, συνάφεια κινδύνου θα υφίσταται μόνο όταν το θύμα δεν διαθέτει
καμία δυνατότητα διαφυγής πέραν της αυτοδιακινδύνευσης του, οπότε και
θεωρείται ότι ο δράστης έχει «παγιδεύσει» την αιτιώδη διαδρομή προς το
θάνατο του καθιστώντας αυτόν αναπόφευκτο, κατά παρόμοια λογική με τα
γενόμενα δεκτά επί έμμεσης αυτουργίας. Και τούτο διότι σε μια τέτοια
περίπτωση η αυτοδιακινδύνευση εμφανίζεται ως αναπόσπαστα συνδεδεμένη
με τον τυπικό κίνδυνο, επερχόμενη εξ’ ανάγκης και όχι ως μια επιλογή του
ίδιου του θύματος, οπότε και η επέλευση του θανάτου λόγω αυτής μπορεί να
θεωρηθεί ως πραγμάτωση του τυπικού κινδύνου και καταφάσκεται επομένως
η συνάφεια κινδύνου. Στο παράδειγμα έτσι όπου το θύμα πεθαίνει λόγω της
πτώσης από παράθυρο ορόφου φλεγόμενου κτιρίου, συνάφεια κινδύνου θα
υπάρχει μόνο όταν δεν είχε αντικειμενικά οποιαδήποτε άλλη διέξοδο

97
Βλ. κυρίως Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 344 επ., ο οποίος ρητώς προκρίνει την εφαρμογή της
θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού γενικώς για την επίλυση των ζητημάτων αιτιώδους συνάφειας
στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα. Σε αντίστοιχες λύσεις ως προς τον θανατηφόρο
εμπρησμό οδηγείται και ο Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 629-630, όπου γίνεται μεν αναφορά στην εφαρμογή
της αρχής του ισοδυνάμου των όρων, τίθεται εντούτοις ως απαραίτητη προϋπόθεση η κατάφαση της
συνάφειας κινδύνου, οπότε και κατ’ ουσία υιοθετούνται οι περιορισμοί που επάγεται η θεωρία του
αντικειμενικού καταλογισμού. Ο συγγραφέας πάντως διευκρινίζει πως θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να
διαπιστώνεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του εξωτερικού σφάλματος που διέπραξε ο δράστης και του
θανάτου, ώστε να καταφάσκεται αιτιώδης σύνδεσμος (υπό το προγενέστερο καθεστώς όπου απαιτείτο
οπωσδήποτε αμέλεια του δράστη για το βαρύτερο αποτέλεσμα ώστε να καταφαθεί εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα κατ’ αρ. 29 ΠΚ)

49
διαφυγής, οπότε είτε θα πέθαινε από τις φλόγες είτε από τη πτώση. Αν
αντιθέτως υπήρχαν και άλλες διέξοδοι διαφυγής, μη συνεπαγόμενες
αυτοδιακινδύνευση του θύματος, τότε ο θάνατος που επήλθε λόγω αυτής της
αυτοδιακινδύνευσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγμάτωση του τυπικού
κινδύνου, και συνεπώς δεν καταφάσκεται συνάφεια κινδύνου.

Πέραν της διαφυγής, η αυτοδιακινδύνευση μπορεί να επέρχεται και με


την αυτόβουλη έκθεση στον κίνδυνο ενός προσώπου που εξαρχής δεν
κινδύνευε, όπως ιδίως συμβαίνει στον εμπρησμό σε ότι αφορά τους
πυροσβέστες ή τους τρίτους που παρεμβαίνουν για την αντιμετώπιση της
πυρκαγιάς. Κατά μια άποψη, ο τυχόν θάνατος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
πραγμάτωση του τυπικού κινδύνου του εμπρησμού όταν οφείλεται σε βαριά
αμέλεια του θύματος. Και τούτο διότι η βαρύτητα που χαρακτηρίζει τη βαριά
αμέλεια επάγεται ουσιώδη παρέκβαση στην αναμενόμενη εξέλιξη του τυπικού
κινδύνου που προκάλεσε ο δράστης. Η επέλευση επομένως του θανάτου
λόγω της βαριάς αμέλειας θεωρείται ως πραγμάτωση όχι του τυπικού
κινδύνου αλλά της ίδιας της αυτοδιακινδύνευσης, οπότε και δεν μπορεί να
γίνει λόγος περί συνάφειας κινδύνου. Κατ’ άλλη θέση98, κομβική σημασία για
την κατάφαση της συνάφειας κινδύνου δεν έχει η βαρύτητα της αμέλειας αλλά
το κατά πόσο αυτή μπορούσε να προβλεφθεί κατά τρόπο αντικειμενικό ως μια
αναμενόμενη εξέλιξη του τυπικού κινδύνου που προκάλεσε ο δράστης του
εμπρησμού. Πληρουμένης αυτής της προϋπόθεσης, ο τυχόν θάνατος που
οφείλεται στην αντικειμενικώς προβλεπόμενη βαριά αμέλεια μπορεί κατ’ ουσία
να θεωρηθεί ως πραγμάτωση του τυπικού κινδύνου. Τέλος, με το ίδιο
σκεπτικό ερευνάται η ύπαρξη ή μη της συνάφειας κινδύνου και στις
περιπτώσεις όπου ο θάνατος του θύματος επέρχεται συνεπεία του σφάλματος
τρίτου, όπου και το επιχείρημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δράστη
πως δεν θα επιδεινωθούν οι συνέπειες της συμπεριφοράς του από τις
ενέργειες άλλων προσώπων.

Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η θεωρία του


αντικειμενικού καταλογισμού περιορίζει μεν τις λύσεις που δίνει η αρχή του
ισοδυνάμου των όρων μέσω της αναγωγής στη συνάφεια κινδύνου, χωρίς
όμως να αποκλίνει από τη λογική της αναζήτησης του αιτιώδους συνδέσμου
στη βάση των περισσότερων όρων που αιτιωδώς οδήγησαν στο αποτέλεσμα.
Αμφότερες οι προσεγγίσεις αναγνωρίζουν με άλλα λόγια τον κοινό κίνδυνο
που προκαλείται από την πυρκαγιά ως όρο συνδεόμενο αιτιωδώς με το
θάνατο και στις ανωτέρω οριακές περιπτώσεις. Η υιοθέτηση αντιθέτως μιας

98
Με αυτή τη θέση συντάσσεται ο Μυλωνόπουλος Χ., ό.α.π.

50
στενότερης αντίληψης του αιτιώδους συνδέσμου, όπως συμβαίνει στα πλαίσια
της θεωρίας της φυσικής ενότητας της πράξης, όπου το ενδιαφέρον
επικεντρώνεται στην άμεση, φυσική και αναπόδραστη παραγωγή του
αποτελέσματος από τη συμπεριφορά του δράστη99, οδηγεί σε ουσιωδώς
διαφοροποιημένα συμπεράσματα στις εξεταζόμενες περιπτώσεις.
100
Υποστηρίζεται συναφώς πως η επέλευση του θανάτου λόγω ενεργειών του
ίδιου του θύματος συνιστά διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, ακόμα και όταν
η αυτοδιακινδύνευση αποτελεί τη μόνη δίοδο διαφυγής. Και τούτο γιατί ακόμα
και σε αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο η ανέλεγκτη επέκταση της πυρκαγιάς
αποκλείει την κατάφαση πλήρους κυριαρχίας του δράστη στην αιτιώδη
διαδρομή, ώστε να θεωρηθεί ότι το αποτέλεσμα του θανάτου λόγω της
αυτοδιακινδύνευσης παρήχθη αναπόδραστα από τη συμπεριφορά του, οπότε
και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί μιας τρόπον τινά έμμεσης αυτουργίας
όπως υποστηρίζεται ανωτέρω. Πολύ περισσότερο θεωρείται ότι επέρχεται
διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου όταν ο θάνατος επέρχεται κατ’ αποτέλεσμα
σφάλματος τρίτων προσώπων, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πρόκειται περί
βαριάς ή ελαφράς αμέλειας αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν επέρχεται θάνατος
τρίτων που εξαρχής δεν κινδύνευαν αλλά αυτοβούλως προσήλθαν για την
αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, κατά τρόπο όμως που να συνιστά
διακινδύνευση της δικής τους ακόμη σωματικής ακεραιότητας και ζωής. Και
τούτο διότι ακόμα και οι πυροσβέστες, οι οποίοι έχουν εκ του νόμου την
υποχρέωση να αντιμετωπίσουν την πυρκαγιά, δεν υποχρεούνται να προβούν
σε πράξεις αυτοθυσίας, πόσω μάλλον τρίτοι που δεν έχουν καν τη σχετική
υπόχρεωση. Η επέλευση του θανάτου συνεπεία τέτοιων πράξεων
αυτοπροσβολής101 δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως ένα αναπόφευκτο
αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη, οπότε και εν προκειμένω
διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος.

Λαμβάνοντας μια θέση επί των ανωτέρω, η εφαρμογή της αρχής του
ισοδυνάμου των όρων σημαίνει ότι σχεδόν σε κάθε περίπτωση όπου
επέρχεται θάνατος στα πλαίσια μιας πυρκαγιάς θα πρόκειται περί

99
Βλ. γενικά περί της θεωρίας της φυσικής ενότητας της πράξης έναντι των λοιπών θεωριών σε
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., σε Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, σελ. 200 επ.

100
Βλ. εκτεταμένα σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 134 επ.

101
Με το ίδιο επιχείρημα μπορεί κατά τη Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 140, να αντιμετωπιστεί και
το ενδεχόμενο της επέλευσης του θανάτου τυχόν συμμετόχου του εμπρησμού, με το σκεπτικό ότι αυτός
παραμένοντας στην εμβέλεια του κινδύνου προβαίνει σε εκούσια αυτοπροσβολή. Πρβλ. τη θέση του
Μπέκα Ι., ανωτέρω στο κείμενο σελ. 26, υποσημείωση 52.

51
θανατηφόρου εμπρησμού, δεδομένου ότι κατά κανόνα η πυρκαγιά που
προκάλεσε κοινό κίνδυνο πράγματι θα αποτελεί έναν εκ των όρων που
οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η ευρύτητα που χαρακτηρίζει την
εν λόγω προσέγγιση δεν επιτρέπει πάντως τη λήψη υπόψη της παρεμβολής
των ενεργειών και άλλων προσώπων ή και του ίδιου του θύματος ακόμη,
παρά μόνο σε υπερβολικά οριακές περιπτώσεις, όπως η προαποφασισμένη
αυτοκτονία. O αιτιώδης σύνδεσμος κατά τα λοιπά σχεδόν πάντοτε θα
καταφάσκεται, και θα αποδίδεται ο θάνατος στον δράστη του εμπρησμού
ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ξεκάθαρα συνιστά αποτέλεσμα πράξης
τρίτων, όπως όταν π.χ. οι πυροσβέστες παγιδεύουν με βαριά αμέλεια τους
την έξοδο διαφυγής του θύματος, το οποίο κατά τα λοιπά θα μπορούσε να
είχε διαφύγει με ασφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο η λειτουργία της όλης
προϋπόθεσης υποβαθμίζεται ουσιωδώς, οπότε και δεν μπορεί να προκριθεί η
αξιοποίηση της εν λόγω θεωρίας. Ούτε όμως και η αρχή του αντικειμενικού
καταλογισμού μπορεί να προσφέρει ασφαλή λύση, καθότι η εφαρμογή της
στηρίζεται στην κατάφαση συνάφειας κινδύνου, μια καθαρά θεωρητικής –
κανονιστικής φύσεως έννοια, η οποία από μόνη της συνδέεται με σωρεία
ερμηνευτικών ζητημάτων, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την ήδη
σύνθετη κατάσταση σε σχέση με τα θέματα αιτιότητας του θανατηφόρου
εμπρησμού. Ο στενότερος προσδιορισμός του αιτιώδους συνδέσμου που
επιχειρείται με την εφαρμογή της φυσικής ενότητας της πράξης εμφανίζεται
επομένως ως η ενδεδειγμένη επιλογή, καθιστώντας δυνατή την
αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών προβληματικών σε καθαρά
οντολογικό επίπεδο, χωρίς τα ερμηνευτικά προβλήματα που προκύπτουν από
τη χρήση κανονιστικής φύσεως στοιχείων.

52
9. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος

Για την πραγμάτωση της υποκειμενικής υπόστασης των βασικών


μορφών του εγκλήματος της παρ. 1 του αρ. 264 ΠΚ απαιτείται δόλος
οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος102, ο οποίος πρέπει να
καλύπτει τόσο την πρόκληση της πυρκαγιάς όσο και την πρόκληση του κοινού
κινδύνου κατά ξένων πραγμάτων ή ανθρώπου103. Σε αυτό το σημείο έχουν
διατυπωθεί δύο κρίσιμες επισημάνσεις104: πρώτον, τονίζεται ότι ο δόλος του
δράστη απαιτείται να καλύπτει ειδικά και τη γενικότητα της διακινδύνευσης, ως
αυτή προσδιορίστηκε ανωτέρω. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο δόλος πρέπει
να ερευνάται και να διαπιστώνεται κατά τρόπο ενιαίο, ενόψει του ενδεχόμενου
διαφορετικής υποκειμενικής επικάλυψης της πρόκλησης πυρκαγιάς και της
πρόκλησης κοινού κινδύνου. Υπό το προγενέστερο καθεστώς η διατύπωση
των σχετικών ρυθμίσεων και ιδίως του αρ. 266 ΠΚ περί εμπρησμού εξ’
αμελείας δεν καθιστούσε σαφές ποια διάταξη θα εφαρμοστεί σε περίπτωση
όπου ο δράστης είχε μεν δόλο για την πρόκληση πυρκαγιάς αλλά αμέλεια ως
προς τον κοινό κίνδυνο, αφού δεν πληρούταν πλήρως η υποκειμενική
υπόσταση ούτε του εκ προθέσεως ούτε του εξ’ αμελείας εμπρησμού. Μόνο
ερμηνευτικά είχε προκύψει ως λύση η εφαρμογή του αρ. 266 ΠΚ σε μια τέτοια
περίπτωση.

Με την εισαγωγή του νέου ΠΚ η κατάσταση σε σχέση με το εν λόγω


ζήτημα διαμορφώνεται ως εξής: Η κατά τα ανωτέρω λύση περί εφαρμογής της
διάταξης του εμπρησμού εξ’ αμελείας σε μία τέτοια περίπτωση διαφορετικής
υποκειμενικής επικάλυψης της πρόκλησης πυρκαγιάς και κοινού κινδύνου
υιοθετείται καταρχήν ρητώς στα πλαίσια της Αιτιολογικής Έκθεσης105. Η εν
λόγω θέση εντούτοις δεν αποτυπώνεται ξεκάθαρα και σε νομοθετικό επίπεδο.

102
Επομένως αρκεί ο δράστης να γνωρίζει τη πιθανότητα παραγωγής των πραγματικών περιστατικών
που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη (γνωστικό στοιχείο) και να αποδέχεται αυτή τη πιθανότητα
(βουλητικό στοιχείο), βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 12, όπου και η ερμηνεία του αρ. 27 παρ. 1 ΠΚ.

103
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 851 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 106 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 60 /
Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2337 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 630 / Μαργαρίτης Μ. – Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ.
792 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 398

104
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 142 επ. Βλ. επίσης και Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2347 /
Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 640 για το ενδεχόμενο κάλυψης της πυρκαγιάς με δόλο και του κοινού
κινδύνου με αμέλεια και την αντιμετώπιση του με την εφαρμογή του εγκλήματος αμέλειας. Βλ. και
ΣυμβΠλημΛευκ 30/1988.

105
σελ. 52, στ. δ’

53
Ειδικότερα, από τη διατύπωση του αρ. 264 ΠΚ παρ. 2 προκύπτει το
συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη θα εφαρμοστεί σε περίπτωση όπου ο
δράστης είχε αμέλεια για την πρόκληση της πυρκαγιάς, ανεξαρτήτως εάν είχε
δόλο ή αμέλεια ως προς τη πρόκληση κοινού κινδύνου. Επομένως κατ’
αποτέλεσμα το συγκεκριμένο ενδεχόμενο διαφορετικής υποκειμενικής
επικάλυψης πράγματι καλύπτεται. Το πρόβλημα εντούτοις έγκειται στο
αντίστροφο ενδεχόμενο, όπου ο δράστης έχει δόλο ως προς την πρόκληση
πυρκαγιάς και αμέλεια ως προς τη πρόκληση κοινού κινδύνου. Η εν λόγω
περίπτωση όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται ρητώς από τις νέες ρυθμίσεις, αλλά
στα πλαίσια μιας καθαρά γραμματικής ερμηνείας θα πρέπει να αποκλειστεί η
εφαρμογή της παρ. 2, καθότι η τελευταία προϋποθέτει οπωσδήποτε τη
πρόκληση πυρκαγιάς με αμέλεια του δράστη, οπότε και θα πρέπει να
τιμωρηθεί ο δράστης για το αδίκημα δόλου. Ενόψει πάντως της ρητής
υιοθέτησης της θέσης της θεωρίας στα πλαίσια της Αιτιολογικής Έκθεσης,
φαίνεται ως ορθότερη η τελεολογική ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων, ώστε
αφενός να αποκλείεται η εφαρμογή της παρ. 1 όταν ο δράστης δεν έχει τον
απαιτούμενο δόλο τόσο για τη πρόκληση της πυρκαγιάς όσο και για τη
πρόκληση του κοινού κινδύνου, και αφετέρου να καθίσταται δυνατή η
εφαρμογή της παρ. 2 και στην περίπτωση όπου έχει δόλο για τη πυρκαγιά και
αμέλεια για τον κοινό κίνδυνο. Η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση
άλλωστε εμφανίζεται συμβατή και με τις βασικές δογματικές αρχές του
ποινικού δικαίου, καθότι οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του
κατηγορουμένου.

Επί των διακεκριμένων μορφών του εγκλήματος, για την πλήρωση της
υποκειμενικής υπόστασης του στ. γ’ σε σχέση με τις εγκαταστάσεις κοινής
ωφέλειας πρέπει να γίνει διάκριση στα πλαίσια της δυνατότητας
αντιμετώπισης της όχι μόνο ως διακεκριμένη μορφή, αλλά ενίοτε και ως εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενη. Στη πρώτη περίπτωση, απαιτείται αφενός η
τέλεση με δόλο κάποιας εκ των βασικών μορφών του εγκλήματος κατά τα
ανωτέρω, και αφετέρου δόλος, επίσης οποιασδήποτε μορφής, ως προς την
πρόκληση της σημαντική βλάβης. Η δεύτερη αντιθέτως περίπτωση
αντιμετωπίζεται κατά παρόμοιο τρόπο με τις αντίστοιχες περί πρόκλησης
βαριάς σωματικής βλάβης ή θανάτου ανθρώπου, οι οποίες ως εκτέθηκε
αποτελούν εγκλήματα διακρινόμενα εκ του αποτελέσματος, εξ’ ου και
εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο αρ. 29 ΠΚ σε ότι αφορά την
υποκειμενική τους επικάλυψη. Υπό το προγενέστερο καθεστώς, για την
τιμώρηση του δράστη με την ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου
εγκλήματος απαιτούνταν δόλος ως προς το βασικό έγκλημα δόλου και
αμέλεια ως προς το περαιτέρω, αυτοτελώς τυποποιημένο ως έγκλημα
αμέλειας βαρύτερο αποτέλεσμα. Στο πεδίο ιδίως των κοινώς επικίνδυνων

54
εγκλημάτων, όπου το βασικό έγκλημα δόλου έχει ως αποτέλεσμα τη
διακινδύνευση και το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο τη βλάβη, η
συνύπαρξη δόλου και αμέλειας εξηγείται από την έννοια του δόλου
διακινδύνευσης106. Ως τέτοιος προσδιορίζεται ο δόλος όταν ο δράστης
γνωρίζει ως βέβαιη ή πιθανή και επιδιώκει ή αποδέχεται τη πρόκληση του
κινδύνου, χωρίς όμως να γνωρίζει ως πιθανή ή να αποδέχεται την εξέλιξη του
κινδύνου σε βλάβη. Η έλλειψη του γνωστικού στοιχείου ως προς την βλάβη
φαντάζει βεβαίως μάλλον απίθανη σε αυτές τις περιπτώσεις, εντούτοις είναι
κάλλιστα πιθανό να ελλείπει το στοιχείο της αποδοχής αυτής, οπότε και κατά
κανόνα θα γίνεται λόγος περί συνύπαρξης δόλου για το βασικό έγκλημα
διακινδύνευσης και ευσυνείδητης αμέλειας για το βλαπτικό αποτέλεσμα.

Εάν αντιθέτως ο δράστης είχε δόλο και ως προς το βαρύτερο


αποτέλεσμα, τότε δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η διάταξη που προβλέπει το
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, και συνέτρεχε αληθινή συρροή
μεταξύ αφενός του βασικού εγκλήματος δόλου και αφετέρου του αντίστοιχου
αυτοτελώς τυποποιημένου εγκλήματος δόλου. Το εν λόγω σχήμα
παρουσιαζόταν εντούτοις προβληματικό σε περιπτώσεις όπου το εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα απέδιδε υψηλότερο πλαίσιο ποινής σε
σχέση με το προκύπτον από την αληθινή συρροή των δύο εγκλημάτων δόλου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του προβληματισμού αποτελούσε μάλιστα
ο ίδιος ο θανατηφόρος εμπρησμός κατ’ αρ. 264 περ. γ’ σε σύγκριση με την
αληθινή συρροή του αρ. 264 περ. β’ και του αρ. 299 ΠΚ παρ. 2 περί
ανθρωποκτονίας εν βρασμώ ψυχικής ορμής: στη πρώτη περίπτωση
απειλούταν ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών, ενώ στη
δεύτερη δεν υπάρχει καν περίπτωση επιβολής ισόβιας κάθειρξης βάσει των
κανόνων του αρ. 94 ΠΚ. Εμφανιζόταν έτσι να τιμωρείται βαρύτερα η
πρόκληση του θανάτου από αμέλεια σε σχέση με το ενδεχόμενο να είχε ο
δράστης ανθρωποκτόνο δόλο, φαινόμενο προφανώς προβληματικό107.

Η σχετική αξιολογική αντινομία αναγνωρίστηκε ρητώς στην Αιτιολογική


Έκθεση του νέου ΠΚ, και αντιμετωπίστηκε με τη ριζική τροποποίηση του αρ.
29 ΠΚ σε ότι αφορά την υποκειμενική υπόσταση και τα ζητήματα συρροής.
Πλέον απαιτείται «τουλάχιστον» αμέλεια του δράστη, κάτι που σημαίνει ότι
θεμελιώνεται το εκάστοτε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα ακόμα
και σε περίπτωση όπου ο δράστης είχε δόλο και ως προς το βαρύτερο

106
Βλ. για τη εν λόγω έννοια μεταξύ άλλων σε Φαρσεδάκης Ι. – Σατλάνης Χ., ό.π., σελ.170 επ.

107
Βλ. για το ζήτημα Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 145

55
αποτέλεσμα. Υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι δεν θα τιμωρείται βαρύτερα
η πράξη συνεπεία της συρροής των δύο εγκλημάτων δόλου, ενόψει της ρητής
ρήτρας σχετικής επικουρικότητας που περιλαμβάνει πλέον το αρ. 29 ΠΚ.
Καθίσταται έτσι δυνατή η εφαρμογή τόσο των διατάξεων που προβλέπουν τα
αυτοτελή εγκλήματα αμέλειας και δόλου όσο και της διάταξης που προβλέπει
το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, μεταξύ των οποίων υφίσταται
φαινομενική κατ’ ιδέα συρροή, επιλυόμενη με την αρχή της επικουρικότητας.
Με αυτό το σχήμα αποκλείεται το ενδεχόμενο της βαρύτερης τιμώρησης της
αμέλειας σε σχέση με το δόλο, και συνακόλουθα η ανωτέρω περιγραφείσα
αξιολογική αντινομία. Για την επίλυση της εν λόγω συρροής και τον
εντοπισμό της εφαρμοστέας ρύθμισης σε κάθε επιμέρους περίπτωση λόγος
εκτενώς κατωτέρω στην ενότητα περί της συρροής.

Στο πεδίο τώρα του εμπρησμού εξ’ αμελείας108 του αρ. 264 ΠΚ παρ. 2
τα δύο ειδικά ερμηνευτικά ζητήματα που προκύπτουν, ήτοι η έλλειψη του
όρου «κοινός» και το ενδεχόμενο διαφορετικής υποκειμενικής επικάλυψης των
στοιχείων της πυρκαγιάς και του κοινού κινδύνου, αντιμετωπίστηκαν ήδη επ’
ευκαιρίας της εξέτασης άλλων θεμάτων, και παραπέμπουμε στις οικείες
θέσεις109. Πέραν αυτών, ένας γενικότερος προβληματισμός σε σχέση με όλα
τα εγκλήματα αμέλειας αφορά στην έννοια της εξωτερικής αμέλειας. Το
πρόβλημα έγκειται στο κατά πόσο η αμέλεια αφορά αποκλειστικά την
υπαιτιότητα του δράστη, αναγόμενη μόνο στα στοιχεία της υποκειμενικής
υπόστασης, όπως συμβαίνει με το δόλο, ή αν πρέπει να διαπιστώνεται και σε
ότι αντικειμενικό επίπεδο. Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας σχετίζεται
ακριβώς με την έρευνα του εγκλήματος σε αντικειμενικό επίπεδο. Ειδικότερα,
υποστηρίζεται ότι προϋπόθεση για την κατάφαση εγκλήματος αμέλειας
αποτελεί η διαπίστωση ενός εξωτερικού σφάλματος που διέπραξε ο δράστης
με τη συμπεριφορά του, παραβιάζοντας τους ισχύοντες κανόνες επιμέλειας,
από το οποίο σφάλμα επέρχεται αιτιωδώς το άδικο αποτέλεσμα110.
Συνδυάζεται δε συχνά η εν λόγω προϋπόθεση με τις παραδοχές της θεωρίας
του αντικειμενικού καταλογισμού, υπό την έννοια ότι αναζητείται περαιτέρω η
συνάφεια κινδύνου και η αντικειμενική προβλεψιμότητα του αποτελέσματος

108
Βλ. από τη νομολογία γενικά για τον εμπρησμό εξ’ αμελείας ενδ. τις ΑΠ 829/2017, ΑΠ 591/2017,
ΑΠ 474/2015, ΑΠ 123/2015, ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΑΠ 485/2013, ΑΠ 1065/2010, ΣυμβΠλημΛευκ
30/1988 (η τελευταία για τη σειρά αξιολόγησης των κριτηρίων του αρ. 28 ΠΚ).

109
Βλ. ανωτέρω στο κείμενο, σελ. 21-22 και 52-53 αντίστοιχα.

110
Βλ. Κωστάρας Α., Γενικό Μέρος, σελ. 481 επ. / του ίδιου, Ειδικό Μέρος, σελ. 639, περί του
αδικήματος του εμπρησμού.

56
από τη παραβίαση των κανόνων επιμέλειας111. Κατ’ άλλη θέση, η εξωτερική
αμέλεια συνίσταται στη δημιουργία από τη συμπεριφορά του δράστη
εμπειρικών όρων κινδύνου, οι οποίοι στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση
μπορούν αυτοδύναμα να οδηγήσουν στην επέλευση του αποτελέσματος. Με
αυτόν τον τρόπο αποσυνδέεται η έρευνα του εξωτερικού σφάλματος στη βάση
της κανονιστικής φύσεως προσέγγισης των παραβιαζόμενων κανόνων
επιμέλειας, και δίνεται έμφαση στη σύνδεση του αποτελέσματος με τη
συμπεριφορά του δράστη112. Η σημασία της αποδοχής της έννοιας της
εξωτερικής αμέλειας στα πλαίσια του εμπρησμού αφορά όχι μόνο τον εξ’
αμελείας εμπρησμό αλλά και τις εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές
του εγκλήματος στη παρ. 1. Εφόσον έτσι γίνει δεκτή η εν λόγω έννοια,
απαιτείται και στις δύο περιπτώσεις η διαπίστωση ενός εξωτερικού
σφάλματος του δράστη, το οποίο πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με τον κοινό
κίνδυνο ή τη βαριά σωματική βλάβη ή το θάνατο αντίστοιχα. Υποστηρίζεται
τέλος και η θέση ότι η αμέλεια αφορά αποκλειστικά το πεδίο της υπαιτιότητας
του δράστη, οπότε και κατ’ ουσία απορρίπτεται η αναγωγή στο αντικειμενικό
πεδίο που επιχειρείται μέσω της κατασκευής της εξωτερικής αμέλειας. Αυτή η
τελευταία προσέγγιση φαίνεται μάλιστα να αποτυπώνεται και στην Αιτιολογική
Έκθεση του νέου ΠΚ, ενόψει της διευκρίνησης ότι η αμέλεια συνιστά ένα
αμιγώς υποκειμενικό μέγεθος113, χωρίς πάντως τούτο να έχει μεταφερθεί και
σε επίπεδο διατάξεων, δεδομένου ότι δεν επήλθε καμία απολύτως μεταβολή
στο αρ. 28 ΠΚ με το νέο Κώδικα.

111
Βλ. εκτεταμένα Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 195 επ.

112
Βλ. εκτεταμένα Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια στο ποινικό δίκαιο, σελ. 44
επ. / της ίδιας, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σελ. 133 σε σχέση με το αδίκημα του εμπρησμού.

113
Βλ. έτσι Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., σε Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, σελ. 240 επ. /
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 12 / Βλ. ιδίως για τον εμπρησμό Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2347, όπου και η
θέση ότι η μόνη διαφορά του εμπρησμού εξ’ αμελείας με τον εμπρησμό εκ προθέσεως εντοπίζεται στο
υποκειμενικό στοιχείο, και όχι στην αντικειμενική υπόσταση.

57
10. Απόπειρα

Οι δύο κύριες προβληματικές που προκύπτουν σε ότι αφορά την


απόπειρα των βασικών μορφών του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1114 σχετίζονται με τον
προσδιορισμό της αρχής εκτέλεσης καθώς και το πότε το έγκλημα θεωρείται
ως τετελεσμένο. Εκκινώντας από το δεύτερο ζήτημα, καθοριστική σημασία
έχει η δογματική ταυτότητα της πυρκαγιάς και του κοινού κινδύνου ως στοιχεία
της αντικειμενικής υπόστασης. Σύμφωνα με τις αναπτύξεις που προηγήθηκαν,
μέχρι και σήμερα ως αποτέλεσμα της πράξης νοείται κατά την σχεδόν
απολύτως κρατούσα άποψη η πυρκαγιά από την οποία προκύπτει
δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου. Για να θεωρηθεί επομένως ως
τετελεσμένο το έγκλημα δεν αρκεί η έκρηξη της φωτιάς, αλλά πρέπει
οπωσδήποτε να έχει προκληθεί πυρκαγιά115, με τις ιδιότητες που
αναφέρθηκαν στην οικεία θέση, από την οποία και πρέπει να θεμελιώνεται
δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου116. Όταν τώρα εκλαμβάνεται καθαυτή
η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου ως το δεύτερο αποτέλεσμα της
πράξης, τότε το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο με τη διαπίστωση ότι
δημιουργήθηκε η εν λόγω κατάσταση117. Υπό το νέο καθεστώς της
τυποποίησης του εμπρησμού ως εγκλήματος συγκεκριμένης διακινδύνευσης,
ορθότερο το έγκλημα να θεωρείται τετελεσμένο όταν προκαλείται κοινός
κίνδυνος, κάτι που σημαίνει ότι η πρόκληση πυρκαγιάς καθαυτή δεν επαρκεί
άνευ αυτού του στοιχείου.

114
Μόλις χρειάζεται να αναφερθεί ότι δεν νοείται απόπειρα του αρ. 264 παρ. 2 ΠΚ, δεδομένου ότι
απαιτείται δόλος. Βλ. και Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 641

115
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 850 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 468 / Μπουρόπουλος Α., ό.π.,
σελ. 397.

116
Σε αυτή τη διευκρίνηση προβαίνουν μεταξύ άλλων οι Γάφος Η., ό.π., σελ. 105 / Δέδες Χ., ό.π., σελ.
61 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 174, 176, όπου και τονίζεται ότι θα πρέπει η ίδια η πυρκαγιά να
θεμελιώνει δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου, ενώ επισημαίνεται παράλληλα ότι απαιτείται να
διαπιστωθεί το κατά πόσο ο κοινός κίνδυνος θα αφορούσε μόνο πράγματα ή ανθρώπους ή αμφότερα,
ενόψει των διαφορετικών πλαισίων ποινής που διαμορφώνονται σε έκαστη περίπτωση / Μαργαρίτης
Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 794 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 650. Η διευκρίνηση ότι η
πυρκαγιά πρέπει να ενέχει τη δυνατότητα δημιουργίας κοινού κινδύνου για να θεωρείται το έγκλημα
τετελεσμένο συναντάται και σε θέσεις της νομολογίας, βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006,
ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΑΠ 1332/2005, όπου και διόρθωση του νομικού χαρακτηρισμού της
πράξης από απόπειρα εμπρησμού σε απόπειρα διακεκριμένης φθοράς με φωτιά, γιατί η πυρκαγιά που
θα προκαλούταν δεν ενείχε τη δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου, ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000.

117
Βλ. έτσι Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 630.

58
Ο εντοπισμός του χρονικού σημείου κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η
αρχή εκτέλεσης του εμπρησμού εμφανίζεται περισσότερο προβληματικός.
Αναγόμενοι καταρχήν σε όσα γίνονται δεκτά στην Αιτιολογική Έκθεση του
νέου ΠΚ σε σχέση με την απόπειρα, αναφέρεται ότι για τη θεμελίωση αυτής
απαιτείται η πραγμάτωση κάποιου όρου της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος. Σε περίπτωση δε που δεν περιγράφεται αναλυτικά στην διάταξη
ο τρόπος τέλεσης αλλά απλώς ένα αποτέλεσμα, η αρχή εκτέλεσης εντοπίζεται
στο σημείο κατά το οποίο ο δράστης εξαπολύει ενέργεια η οποία κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εξελιχθεί σε βλάβη του εννόμου
αγαθού118. Το έγκλημα του εμπρησμού φαίνεται να εντάσσεται σε αυτή την
τελευταία κατηγορία διατάξεων, δεδομένου ότι δεν περιγράφεται αναλυτικά ο
τρόπος τέλεσης, ήτοι η πρόκληση πυρκαγιάς, η οποία εξάλλου μπορεί να
προκύψει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αναλόγως των συνθηκών της
εκάστοτε περίπτωσης. Ο εντοπισμός της αρχής εκτέλεσης δυσχεραίνεται εν
προκειμένω εκ του ότι η πρόκληση της πυρκαγιάς αποτελεί κατά κανόνα μια
σύνθετη διαδικασία, δεδομένου ότι συνήθως απαιτείται η κατοχή, μεταφορά
και τοποθέτηση του εμπρηστικού υλικού, η θέση της φωτιάς και η εξάπλωση
της σε άλλα αντικείμενα. Το ζητούμενο επομένως είναι από τις ανωτέρω
περισσότερες επιμέρους ενέργειες του δράστη να διακριθεί η αρχή εκτέλεσης
από τις μη αξιόποινες προπαρασκευαστικές πράξεις.

Εκκινώντας από το πλέον πρώιμο στάδιο, η θεμελίωση απόπειρας στη


βάση της κατοχής και μεταφοράς του εμπρηστικού υλικού στον τόπο όπου
προορίζεται η χρήση του υποστηρίζεται μεν αλλά μεμονωμένα σε θεωρία119
και νομολογία120. Η τοποθέτηση / ρίψη του εμπρηστικού υλικού κατά τρόπο

118
Βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 14 / Τα ίδια γινόντουσαν και προγενέστερα δεκτά, βλ. ιδίως για το
έγκλημα του εμπρησμού ενδ. από τη θεωρία σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 175-176, και από τη
νομολογία ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000, όπου και περαιτέρω παραπομπές.

119
Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 468, όπου και η προσκόμιση βενζίνης στον τόπο του εγκλήματος
θεωρείται ως απόπειρα. Παρομοίως και Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 650-651.

120
Γίνεται συνηθέστερα αναφορά στη θεωρία στη σχετική ΑΠ 690/1983, ΠοινΧρ ΛΓ 926, όπου και
κρίθηκε ως αξιόποινη απόπειρα η κατάληψη των δραστών με βενζίνη την ώρα που ανέμεναν την άνοδο
τους σε θαλαμηγό με σκοπό να προκαλέσουν πυρκαγιά. Βλ. επίσης και ΑΠ 1332/2005, όπου κρίθηκε
ως απόπειρα διακεκριμένης φθοράς με φωτιά (λόγω ελλείψεως της δυνατότητας πρόκλησης κοινού
κινδύνου) η μετάβαση των δραστών προς το σταθμευμένο όχημα με μπιτόνι βενζίνης. Πρβλ.
ΣυμβΠλημΘεσσ 50/2007, όπου κρίθηκε ότι η περιφορά του κατηγορούμενου με μπιτόνι βενζίνης και ένα
κομμάτι ξύλο δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ούτε καν απρόσφορη απόπειρα εμπρησμού, δεδομένου ότι
με την εν λόγω συμπεριφορά δεν πραγματώνεται κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος. Πρβλ. Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 468, κατά τον οποίο σε αυτή τη περίπτωση όπου ο δράστης
δεν έχει μέσον για να ανάψει τη φωτιά γίνεται λόγος περί απρόσφορης απόπειρας.

59
ώστε το μόνο που να απομένει για την έκρηξη της πυρκαγιάς να είναι το
άναμμα της φωτιάς γίνεται αντιθέτως εκτεταμένα δεκτή ως αρχή εκτέλεσης
εμπρησμού121. Επισημαίνεται περαιτέρω πως η θέση της φωτιάς από μόνη
της, χωρίς τη χρήση εμπρηστικού υλικού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
απόπειρα εμπρησμού, στο βαθμό που ελλείψει της δυνατότητας αυτοδύναμης
εξάπλωσης δεν μπορεί να γίνει λόγος περί πυρκαγιάς. Εξ’ ου και η απόπειρα
νοείται από τη ρίψη του εμπρηστικού υλικού, ακόμα και αν δεν τέθηκε τελικά
φωτιά σε αυτό, όχι όμως και το αντίστροφο122. Υποστηρίζεται τέλος
μεμονωμένα και η θέση ότι η ρίψη του εμπρηστικού υλικού δεν επαρκεί για τη
στοιχειοθέτηση απόπειρας, και απαιτείται επομένως σε κάθε περίπτωση η
θέση της φωτιάς. Αξιολογώντας τα ανωτέρω υπό το πρίσμα των γενικών
παραδοχών περί της απόπειρας που ήδη εκτέθηκαν, η κατοχή απλώς του
εμπρηστικού υλικού, ακόμα δε και η μεταφορά του πλησίον του αντικειμένου
στο σκοπεύει να ανάψει τη φωτιά ο δράστης, επ’ ουδενί συνιστά πραγμάτωση
στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης, ούτε όμως και εξαπόλυση ενέργειας
κατά του εννόμου αγαθού, οπότε και δεν πρέπει να θεωρείται ως αρχή
εκτέλεσης. Το τελευταίο αντιθέτως ισχύει εκ πρώτης άποψης σε ότι αφορά τη
θέση της φωτιάς. Εντούτοις, ορθά αντιτάσσεται εδώ το επιχείρημα, ότι η
πυρκαγιά προκαλείται από το συνδυασμό του ανάμματος της φωτιάς και της
χρήσης εμπρηστικών υλικών, ενόψει της απαραίτητης για την κατάφαση της
τάσης εξάπλωσης123. Με αυτό το σκεπτικό, η κρατούσα θέση κατά την οποία
η αρχή εκτέλεσης τοποθετείται στη ρίψη του εμπρηστικού υλικού εμφανίζεται
και ορθότερη, καθότι άνευ αυτού του στοιχείου ακόμα και το άναμμα της
φωτιάς δεν θα επαρκεί για την κατάφαση πυρκαγιάς, δεδομένων των
χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει η τελευταία, όπως τούτα
προσδιορίστηκαν στην οικεία ενότητα.

Σε σχέση με τις διακεκριμένες μορφές του αδικήματος, θεωρείται


τετελεσμένο με την επέλευση των αντίστοιχων περιγραφόμενων βλαπτικών
αποτελεσμάτων, δηλαδή είτε τη σημαντική βλάβη εγκαταστάσεων κοινής

121
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 850 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 397 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ.,
ό.π., σελ. 176 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 630. Από τη νομολογία βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΘεσσ 862/2008
(περιέβρεξε ο δράστης με βενζίνη τον εαυτό του, το θύμα και το χώρο όπου βρισκόταν, χωρίς να ανάψει
φωτιά), ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000 (εξαπόλυση αναμμένης φιάλης βενζίνης προς πρατήριο υγρών
καυσίμων, χωρίς όμως να εξαπλωθεί φωτιά σε αντικείμενα του πρατηρίου).

122
Βλ. κυρίως Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 176. Παρομοίως Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 630, καθώς
και ΣυμβΠλημΘεσσ 862/2008.

123
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 176

60
ωφέλειας είτε τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου είτε τέλος το θάνατο
ανθρώπου. Ιδίως επί των διακεκριμένων εκ του αποτελέσματος μορφών του
αδικήματος, υπήρχε μέχρι και σήμερα διαφωνία γενικά για το κατά πόσο
μπορεί να θεμελιωθεί εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα όταν
τελείται απόπειρα μόνο του βασικού εγκλήματος. Τούτο μπορεί να συμβεί
στην περίπτωση του εμπρησμού όταν π.χ. ένα πρόσωπο υφίσταται βαριά
σωματική βλάβη ή πεθαίνει λόγω της φωτιάς ή του εμπρηστικού υλικού που
χρησιμοποιήθηκε, χωρίς όμως να προκαλείται εν τέλει πυρκαγιά, οπότε και
τίθεται το ερώτημα για το κατά πόσο θα πραγματώνονται εν προκειμένω οι
αντίστοιχες μορφές του εγκλήματος. Ως βασικό επιχείρημα για τον
αποκλεισμό της ευθύνης από απόπειρα και στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα εν γένει προβαλλόταν ότι η μεν απόπειρα
προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση δόλο του δράστη, το δε παλαιό αρ. 29 ΠΚ
προϋπέθετε αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα, οπότε και οι δύο
κατασκευές εμφανίζονται ασύμβατες μεταξύ τους. Ένα περαιτέρω επιχείρημα
υπέρ αυτής της θέσης εντοπίζεται μάλιστα και στα πλαίσια της απαιτούμενης
σχέσης αιτιότητας μεταξύ πυρκαγιάς και βαρύτερου αποτελέσματος, καθότι σε
περίπτωση όπου εν τέλει δεν προκλήθηκε πυρκαγιά προφανώς το βαρύτερο
αποτέλεσμα δεν θα προέκυψε αιτιακά από αυτή, όπως αντιθέτως απαιτείται
για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του διακρινόμενου εκ του
αποτελέσματος εγκλήματος124. Ο νέος ΠΚ τώρα λαμβάνει ρητώς θέση,
καθιστώντας δυνατή τη τιμώρηση του δράστη με τη ποινή του διακεκριμένου
εκ του αποτελέσματος εγκλήματος (μειωμένη κατ’ αρ. 83 ΠΚ, και με αντίστοιχη
με το αρ. 29 ΠΚ πρόβλεψη περί επικουρικότητας, για την οποία και
εκτενέστερος λόγος θα γίνει στο κεφάλαιο περί συρροής) και σε περίπτωση
όπου το βασικό έγκλημα τελείται σε απόπειρα, εφόσον διαπιστώνεται
υπαιτιότητα του δράστη της απόπειρας για το βαρύτερο αποτέλεσμα,
σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νέα παράγραφο 3 του αρ. 42 ΠΚ.
Αιτιολογείται δε η εν λόγω επιλογή εκ του ότι η επέλευση του βαρύτερου
αποτελέσματος ακόμα και όταν το βασικό έγκλημα δεν έχει ολοκληρωθεί ήδη
επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη επικινδυνότητα του, κατά παρόμοια λογική με τα
όσα έγιναν δεκτά γενικώς επί των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων στην οικεία ενότητα125.

Η συγκεκριμένη επιλογή πάντως δημιουργεί πλείστα ερμηνευτικά


ζητήματα. Καταρχήν, η προϋπόθεση της παρ. 3 του αρ. 42 ΠΚ περί

124
Βλ. για τη θέση της θεωρίας ενδ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 177 επ

125
Βλ. για το όλο ζήτημα την Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 15..

61
υπαιτιότητας του δράστη για το βαρύτερο αποτέλεσμα χρίζει εγγύτερης
προσέγγισης, ελλείψει σχετικών διευκρινήσεων στην Αιτιολογική Έκθεση. Η
χρήση του όρου «υπαιτιότητα» παραπέμπει στις διατάξεις που αφορούν στην
απαιτούμενη υποκειμενική επικάλυψη της πράξης, ενόψει του αρ. 26 ΠΚ περί
υπαιτιότητας στα κακουργήματα και πλημμελήματα. Εν προκειμένω
καθίσταται επομένως κρίσιμη η διάταξη του αρ. 29 ΠΚ, η οποία ως εκτέθηκε
και ανωτέρω καθιστά πλέον δυνατή την τιμώρηση του δράστη με τη ποινή του
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος και στην περίπτωση όπου
διαπιστώνεται δόλος ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα. Διακρίνονται στη
βάση αυτών δύο δυνατές ερμηνευτικές προσεγγίσεις ως προς την
απαιτούμενη κατ’ αρ. 42 ΠΚ παρ. 3 υπαιτιότητα του δράστη. Κατά πρώτο
λόγο, η ίδια η έννοια της υπαιτιότητας καταλαμβάνει τόσο την αμέλεια όσο και
το δόλο, οπότε και στη βάση μιας καθαρά γραμματικής ερμηνείας μπορεί να
υποστηριχθεί ότι αρκεί οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας του δράστη για το
βαρύτερο αποτέλεσμα, ήτοι τόσο δόλος όσο και αμέλεια. Τούτο όμως πρέπει
να απορριφθεί με δύο κυρίως επιχειρήματα. Πρώτον, ελλείψει υπαιτιότητας εξ’
αρχής δεν θα μπορεί να τιμωρηθεί ο δράστης για το βαρύτερο αποτέλεσμα,
οπότε και η σχετική προϋπόθεση φαίνεται να χάνει σε μεγάλο βαθμό τη
σημασία της. Δεύτερον, επάγεται τη δυνατότητα τιμώρησης του δράστη ακόμα
και όταν έχει αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα, κατά παρέκκλιση
από τη βασική θέση περί ασύμβατου της απόπειρας με την αμέλεια, την οποία
εξάλλου σημειώνει και η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση στα πλαίσια της
ερευνώμενης ρύθμισης.

Στη βάση αυτών, εμφανίζεται δογματικά τουλάχιστον ορθότερο η


προϋπόθεση περί υπαιτιότητας του αρ. 42 παρ. 3 να ερμηνεύεται κατ’ ουσία
ως απαίτηση για τη διαπίστωση δόλου του δράστη ως προς το βαρύτερο
αποτέλεσμα, ενόψει και των αλλαγών που επήλθαν στο αρ. 29 ΠΚ. Και τούτο
διότι η επέκταση της δυνατότητας τιμώρησης της απόπειρας και στα
διακρινόμενα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο
ενόψει της αντίστοιχης επέκτασης της δυνατότητας εφαρμογής των σχετικών
διατάξεων και στην περίπτωση όπου ο δράστης έχει δόλο ως προς το
βαρύτερο αποτέλεσμα. Με την εν λόγω προσέγγιση η σχετική προϋπόθεση
αφενός αποκτά συγκεκριμένο νόημα, καθότι αποκλείεται η εφαρμογή του αρ.
42 ΠΚ παρ. 3 στη περίπτωση όπου ο δράστης έχει αμέλεια ως προς
βαρύτερο αποτέλεσμα, και αφετέρου εμφανίζεται συμβατή με τη θέση που
διατυπώθηκε στη θεωρία και αναγνωρίζει ρητώς η Αιτιολογική Έκθεση.

Ακόμα όμως και αν επιλύεται κατά τα ανωτέρω το δογματικής φύσεως


ζήτημα ως προς το συνδυασμό απόπειρας και διακρινόμενου εκ του
αποτελέσματος εγκλήματος σε σχέση με την υπαιτιότητα του δράστη, το αρ.

62
42 ΠΚ παρ. 3 συνδέεται και με ένα σημαντικό πρακτικής φύσεως πρόβλημα,
σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα το πεδίο εφαρμογής του. Ειδικότερα, η ρήτρα
επικουρικότητας που περιλαμβάνει η εν λόγω ρύθμιση καθιστά αναγκαία τη
σύγκριση των απειλούμενων πλαισίων ποινής που προκύπτουν αφενός από
την απόπειρα του διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος και
αφετέρου από την αληθινή κατ’ ιδέα συρροή της απόπειρας του βασικού
εγκλήματος δόλου και του ολοκληρωμένου εγκλήματος που τελείται με την
πρόκληση του βαρύτερου αποτελέσματος. Σε ό,τι αφορά τη μειωμένη ποινή
του διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος, είτε το βαρύτερο
αποτέλεσμα συνίσταται σε βαριά σωματική βλάβη είτε σε θάνατο, από το
συνδυασμό των αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ ή δ’, 42 παρ. 3 και 83 ΠΚ στ. και γ’
προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ανώτατο όριο ποινής διαμορφώνεται στα 8
έτη κάθειρξης. Στη δεύτερη τώρα περίπτωση της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής
της απόπειρας βασικού εμπρησμού και του ολοκληρωμένου εγκλήματος που
τελείται από τη πρόκληση του βαρύτερου αποτελέσματος, εάν υποτεθεί ότι ο
κοινός κίνδυνος που θα προκαλούνταν στα πλαίσια της απόπειρας
εμπρησμού αφορούσε ανθρώπους, το ανώτατο όριο ποινής διαμορφώνεται
σε όλα τα πιθανά ενδεχόμενα κατ’ ελάχιστον στα 15 έτη κάθειρξης. Και τούτο
διότι η ποινή της απόπειρας του εγκλήματος του αρ. 264 παρ. 1 στ. β’, ακόμα
και όταν μειώνεται βάσει του αρ. 83 στ. γ’, εξακολουθεί να παραμένει
κακουργηματική, δεδομένου ότι το πλαίσιο ποινής κυμαίνεται εν προκειμένω
από 1 έτος φυλάκισης μέχρι 6 έτη κάθειρξης. Ενόψει επομένως του κανόνα
του αρ. 94 παρ. 2 που επιτρέπει την ελεύθερη επαύξηση της βαρύτερης από
τις συντρέχουσες ποινές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, τούτο
διαμορφώνεται σε κάθε περίπτωση όπου συντρέχει η ποινή του αρ. 264 ΠΚ
παρ. 1 στ. β’ κατ’ ελάχιστον στα 15 έτη κάθειρξης, οπότε και βάσει της ρήτρας
επικουρικότητας του αρ. 42 παρ. 3 η διάταξη του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος απωθείται ως επικουρική.

Προκύπτει στη βάση των παραπάνω συγκρίσεων ευχερώς το


συμπέρασμα ότι η ρήτρα επικουρικότητας του αρ. 42 παρ. 3 σε συνδυασμό με
τον κανόνα του αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 περιορίζει ουσιωδώς το πεδίο εφαρμογής
της ερευνώμενης ρύθμισης. Κατ’ ουσία, η μειωμένη κατ’ αρ. 83 ποινή του εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος καθίσταται εφαρμοστέα μόνο
στην περίπτωση όπου η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή αφορά πλημμελήματα,
οπότε και το ανώτατο όριο του είδους της ποινής κατ’ αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 θα
διαμορφώνεται στα 5 έτη φυλάκισης. Τούτο προϋποθέτει κατά πρώτον τη
διαπίστωση ότι ο κοινός κίνδυνος που θα προκαλούνταν στα πλαίσια της
απόπειρας εμπρησμού αφορά μόνο σε ξένα πράγματα, ώστε να συντρέχει η
απόπειρα πλημμεληματικής μορφής εμπρησμού, η οποία προφανώς
απειλείται με πλημμεληματική ποινή (αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’, 42 παρ. 1 και 83

63
ΠΚ στ. δ’). Τούτο βεβαίως ήδη περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της
εξεταζόμενης ρύθμισης μόνο στο αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. γ’, δεδομένου ότι ο
θανατηφόρος εμπρησμός στο στ. δ’ προϋποθέτει τη συνδρομή του στ. β’ περί
κοινού κινδύνου κατά ανθρώπου. Περαιτέρω, απαιτείται και το συρρέον
ολοκληρωμένο έγκλημα που τελείται με την επέλευση του βαρύτερου
αποτελέσματος να τιμωρείται ως πλημμέλημα, κάτι που σημαίνει ότι
αποκλείεται η εφαρμογή του αρ. 42 ΠΚ παρ. 3 σε περίπτωση όπου συντρέχει
σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 ΠΚ παρ. 1 εδ. β’) ή διατάραξη
εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας από την οποία προκλήθηκε κατάσταση
κοινής ανάγκης (αρ. 293 παρ. 3, βλ. και ανωτέρω περί του ενδεχομένου
θεώρησης και της εν λόγω μορφής του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. γ’ ως
διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος).

Καταληκτικά, και έχοντας παράλληλα υπόψη τον προβληματισμό περί


της μη συνδρομής κατά κανόνα της απαίτησης για αιτιακή προέλευση του
βαρύτερου αποτελέσματος από τη προκληθείσα πυρκαγιά στις ερευνώμενες
περιπτώσεις, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η νέα ρύθμιση του αρ. 42 ΠΚ παρ. 3
επάγεται ουσιώδεις προβληματισμούς εντός του συνολικού συστήματος των
διακρινόμενων εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων που διαμόρφωσε ο νέος
ΠΚ, τόσο δογματικής όσο και πρακτικής φύσεως, οπότε και αναμένεται με
ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί σε θεωρία και
νομολογία.

64
11. Συμμετοχή

Στο πεδίο της συμμετοχής σε ό,τι αφορά τις βασικές μορφές του
εμπρησμού δεν εντοπίζονται ιδιαίτερα ερμηνευτικά ζητήματα. Είναι καταρχήν
νοητή οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής126, ενώ υποστηρίζεται ακόμα και η
δυνατότητα κατάφασης έμμεσης αυτουργίας127, με παράδειγμα την
εγκατάσταση από τον δράστη ηλεκτρονικής συσκευής από την οποία και θα
δημιουργηθεί πυρκαγιά, διαμορφωμένη κατά τρόπο ώστε να μπορεί ο
οποιοσδήποτε τρίτος να την ενεργοποιήσει. Διευκρινίζεται περαιτέρω πως η
οποιαδήποτε πράξη συμμετοχής είναι δυνατή από την αρχή εκτέλεσης του
εγκλήματος, όπως προσδιορίστηκε ανωτέρω, μέχρι και τη δημιουργία
δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου128 (υπό το προγενέστερο καθεστώς
– πλέον μπορεί εύλογα κανείς να καταλήξει σε παρεμφερή διαπίστωση, με
τελικό χρονικό σημείο κατά το οποίο δυνατή η συμμετοχή την πρόκληση του
κοινού κινδύνου). Είναι εξάλλου δυνατή η συμμετοχή ακόμη και όταν ο
φυσικός αυτουργός του εγκλήματος δεν έχει δόλο αλλά αμέλεια, δεδομένου
ότι βάσει του συστήματος περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης αρκεί για
την κατάφαση του αξιόποινου της συμμετοχικής δράσης ο φυσικός αυτουργός
να τέλεσε μια τελικώς άδικη πράξη. Εφόσον βεβαίως ο συμμέτοχος καλύπτει
σε μια τέτοια περίπτωση με δόλο όλα τα στοιχεία της πράξης που
περιγράφηκαν ανωτέρω, θα τιμωρηθεί στη βάση του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 περί
εμπρησμού εκ προθέσεως, και όχι του εγκλήματος αμέλειας.129.

126
Βλ. ενδ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 180 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2337 / Κωστάρας Α., ό.π.,
σελ. 631, στις οποίες θέσεις και πλείστα παραδείγματα από τη παλαιότερη και πρόσφατη νομολογία.

127
Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 468. Βλ. επίσης και στην ενότητα περί θανατηφόρου εμπρησμού για την
αποδοχή μιας ιδιάζουσας «έμμεσης αυτουργίας» του δράστη που παγιδεύει το θύμα εξαναγκάζοντας το
σε πράξη αυτοδιακινδύνευσης, χωρίς πάντως να αντιμετωπίζεται ως έμμεσος αλλά ως άμεσος
αυτουργός.

128
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 179

129
Ό.α.π., σελ. 181. Βλ. για την κρατούσα θέση του συστήματος περιορισμένης αντικειμενικής
εξάρτησης του αξιόποινου της συμμετοχής στην ελληνική θεωρία και νομολογία τις αναπτύξεις της
συγγραφέως σε Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους, σελ. 485-486, όπου και πλείστες
παραπομπές. Βλ. επίσης σελ. 506, όπου επισημαίνεται πάντως πως ειδικά συναυτουργία δεν νοείται σε
μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι απαιτείται κοινός δόλος των συναυτουργών. Βλ. και Κωστάρας Α.,
ό.π., σελ. 641, όπου αναφέρεται περαιτέρω ότι είναι νοητή η παραυτουργία σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν
περισσότεροι δράστες έδρασαν με αμέλεια. Παρομοίως και ο Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2349, όπου και
σχετική νομολογία τόσο υπέρ όσο και κατά αυτής της λύσης. Βλ. και ΑΠ 940/2015.

65
Το βασικό ερμηνευτικό ζήτημα επί αυτής της θεματικής αφορά στη
δυνατότητα συμμετοχής στο θανατηφόρο εμπρησμό, ως μια έκφανση της
γενικότερης προβληματικής σε σχέση με τη συμμετοχή στα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα. Κατ’ ακριβολογία το πρόβλημα
έγκειται όχι στη κατάφαση της δυνατότητας συμμετοχής αυτής καθεαυτής,
αφού είναι νοητή η συμμετοχή ακόμα και σε έγκλημα αμέλειας, αλλά στις
διατάξεις στις οποίες θεμελιώνεται η ευθύνη του συμμετόχου. Κατά μία
άποψη, η τιμώρηση του συμμετόχου με τη ποινή του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος είναι δυνατή, υπό τη προϋπόθεση ότι
διαπιστώνεται αμέλεια και του ίδιου ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα. Γίνεται
μάλιστα δεκτό ότι νοείται ακόμα και συναυτουργία στο εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα υπό την ίδια προϋπόθεση, εφόσον κατά τα λοιπά
συντρέχουν όλοι οι απαιτούμενοι όροι για την κατάφαση συναυτουργίας στο
βασικό έγκλημα εμπρησμού130. Η εν λόγω προσέγγιση υιοθετείται και στα
πλαίσια του νέου ΠΚ, καθότι προβλέπεται πλέον ρητώς στο αρ. 29 ΠΚ η
τιμώρηση του συμμετόχου με τη ποινή του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος, εφόσον διαπιστώνεται και στο πρόσωπο του
τουλάχιστον αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα. Ως βασικό επιχείρημα για
αυτή την επιλογή προτάσσεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η
οποία και παραβιάζεται από τη μη τιμώρηση του συμμετόχου με τη ποινή του
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος όταν έχει υπαιτιότητα για το
βαρύτερο αποτέλεσμα, όπως και ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος131.

Κατ’ άλλη άποψη, η προϋπόθεση διαπίστωσης αμέλειας ως προς το


βαρύτερο αποτέλεσμα για την κατάφαση διακρινόμενων εκ του
αποτελέσματος εγκλημάτων υπό το προγενέστερο καθεστώς έχει ως
επακόλουθο την αδυναμία τιμώρησης των συμμετόχων με βάση τα εν λόγω
εγκλήματα, καθότι για την κατάφαση συμμετοχής προϋποτίθεται δόλος. Για
αυτό το λόγο, η ευθύνη του συμμετόχου θεμελιώνεται όχι στα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα αλλά στα συνθετικά τους. Στο
παράδειγμα έτσι του θανατηφόρου εμπρησμού, ο συμμέτοχος τιμωρείται
καταρχήν για τη συμμετοχή του στο βασικό εμπρησμό δόλου που τέλεσε ο
φυσικός αυτουργός. Ως προς το αποτέλεσμα του θανάτου, η ευθύνη του
εξαρτάται από το αν είχε δόλο ή αμέλεια για αυτό. Στη πρώτη περίπτωση
μπορεί ευχερώς να θεμελιωθεί συμμετοχική ευθύνη του σε ανθρωποκτονία εκ

130
Βλ. Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 631 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651, όπου και η
θεμελίωση της εν λόγω θέσης στο αρ. 49 ΠΚ, με παραπομπή και σε αποφάσεις της νομολογίας.

131
Βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 13

66
προθέσεως (αρ. 299 ΠΚ), παρότι ο φυσικός αυτουργός είχε αμέλεια ως προς
αυτό το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι ως εκτέθηκε είναι νοητή η συμμετοχή σε
έγκλημα αμέλειας. Όταν όμως έχει και ο συμμέτοχος αμέλεια ως προς το
θάνατο, η κατάφαση συμμετοχικής ευθύνης είναι αδύνατη, δεδομένου ότι
συμμετοχή από αμέλεια δεν νοείται. Σε αυτή τη περίπτωση μόνο ως
παραυτουργός στο έγκλημα του αρ. 302 ΠΚ μπορεί να τιμωρηθεί ο
συμμέτοχος, εάν και εφόσον η επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου
αποτελεί και δική του πράξη, σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή βεβαίως με τη
συμμετοχή του στο βασικό έγκλημα του εμπρησμού132.

Στα πλαίσια μάλιστα της ίδιας τοποθέτησης, τονίζεται ότι η εκ


προθέσεως συνδρομή του συμμετόχου αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για
την τιμώρηση του κατά ανάλογο τρόπο με τον φυσικό αυτουργό του
εγκλήματος, ως αντεπιχείρημα στη θέση που προκρίνει την αναλογική
εφαρμογή των διατάξεων περί συμμετοχικής ευθύνης στην περίπτωση όπου ο
συμμέτοχος έχει αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα εγκλήματος
διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος, με αναγωγή στη ratio των σχετικών
διατάξεων ως προς το μέτρο της απειλούμενης ποινής, η οποία συντρέχει και
σε αυτή τη περίπτωση. Η τελευταία αυτή διαπίστωση κατά την εξεταζόμενη
θέση όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ακριβώς γιατί οι διατάξεις περί
συμμετοχής προϋποθέτουν το δόλο του συμμετόχου, ώστε να ισχύσει και ως
προς αυτόν το μέτρο της ποινής που επιβάλλεται στον δράστη 133. Το στοιχείο
επομένως του δόλου του συμμετόχου έχει καθοριστική σημασία για την
κατάφαση της ευθύνης του, και τούτο εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και
σήμερα. Η εν λόγω θέση μπορεί μάλιστα να αντιταχθεί και σε ό,τι αφορά το
βασικό επιχείρημα της Αιτιολογικής Έκθεσης περί τήρησης της αρχής της
αναλογικότητας. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι συμμετοχή εξ’ αμελείας
σε οποιοδήποτε έγκλημα δεν ήταν ούτε είναι νοητή σε οποιοδήποτε έγκλημα,
ακόμα και στα πλαίσια του αρ. 29 ΠΚ.

Ενόψει των ανωτέρω, και έχοντας παράλληλα υπόψη ότι σήμερα είναι
δυνατόν να τιμωρείται ο αυτουργός για το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα και στην περίπτωση όπου έχει δόλο για το βαρύτερο αποτέλεσμα, η
ευθύνη του συμμετόχου εξαρτάται από το αν και ο ίδιος είχε δόλο ή αμέλεια
ως προς αυτό. Στη πρώτη περίπτωση είναι πλέον καθ’ όλα νοητή η τιμώρηση
του με βάση τη διάταξη του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος.

132
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σελ. 180 επ.

133
Ό.α.π., σελ. 180, στα πλαίσια της αντίκρουσης της θέσης που διατύπωσε ο Φελουτζής Κ..

67
Όταν αντιθέτως έχει αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα, πρέπει να γίνει
δεκτό ότι η τιμώρηση του με τη ποινή του διακρινόμενου εκ του
αποτελέσματος εγκλήματος νοείται μόνο υπό τους όρους της παραυτουργίας,
ειδάλλως θα τιμωρηθεί μόνο για τη συμμετοχή του στο βασικό έγκλημα δόλου.

Ένα τελευταίο ζήτημα σε σχέση με το συμμέτοχο στις διακρινόμενες εκ


του αποτελέσματος μορφές του εμπρησμού έγκειται στο κατά πόσο η
θεμελίωση αυτών μπορεί να στηριχτεί στην επέλευση του βαρύτερου
αποτελέσματος στο πρόσωπο του συμμετόχου και μόνο. Κατά μία άποψη
τούτο είναι νοητό, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ο κοινός κίνδυνος
αφορούσε και άλλους ανθρώπους, πέραν του δράστη και των συμμετόχων
του. Επισημαίνεται δε ό,τι και σε περιπτώσεις άλλων εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενων εγκλημάτων, όπως π.χ. της θανατηφόρου ληστείας κατ’ αρ.
380 παρ. 2, είναι δυνατή η κατάφαση ευθύνης του δράστη όταν επιφέρει με
αμέλεια τον θάνατο και του συμμετόχου του ακόμη, οπότε και απορρίπτεται η
τυχόν αντίκρουση ότι ο νόμος δεν αποσκοπεί στη προστασία των εννόμων
αγαθών του ίδιου του δράστη του εγκλήματος ή των συμμετόχων του134.

Υποστηρίζεται πάντως και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία η


θεμελίωση του διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος εν
προκειμένω δεν είναι νοητή, διότι ο συμμέτοχος του εμπρησμού που
παραμένει στην εμβέλεια της πυρκαγιάς αυτοβούλως εκτίθεται στον κοινό
κίνδυνο. Τούτο σημαίνει ότι ο τυχόν θάνατος του δεν θα οφείλεται στην ίδια τη
πυρκαγιά αλλά ακριβώς στη δική του συμπεριφορά, οπότε και διακόπτεται ο
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πυρκαγιάς και θανάτου, κατά παρόμοια λογική με
τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου σε περιπτώσεις όπου ο θάνατος
συνιστά αποτέλεσμα πράξης αυτοθυσίας. Με το ίδιο σκεπτικό αντικρούεται και
το επιχείρημα που ανάγεται στα ισχύοντα στη περίπτωση της θανατηφόρου
ληστείας, διότι δεν πρόκειται για ανάλογες περιπτώσεις, αφού εν προκειμένω
το βαρύτερο αποτέλεσμα πρέπει απαραιτήτως να προέκυψε αιτιακά από την
ίδια τη πυρκαγιά135. Η δεύτερη θέση εμφανίζεται και ορθότερη, δεδομένου ότι
δίνεται βάση όχι στην αξιολόγηση του κατά πόσο επιδιώκει ή όχι ο νομοθέτης
να προστατεύσει τα έννομα αγαθά και του ίδιου του δράστη ή των
συμμετόχων του, αφού η κατάφαση κοινού κινδύνου ως απαραίτητη
προϋπόθεση για τη θεμελίωση του βασικού εμπρησμού και συνεπώς και του
θανατηφόρου εμπρησμού εξαρχής προϋποθέτει ότι ήδη προσβλήθηκαν

134
Βλ. Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 140

135
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 140

68
έννομα αγαθά τρίτων, αλλά στον απαιτούμενο αιτιώδη σύνδεσμο, ο οποίος
πράγματι δεν μπορεί να καταφαθεί στην ερευνώμενη περίπτωση.

69
12. Θέματα κατ’ ιδέα συρροής

Η κατάφαση τέλεσης εμπρησμού, όπως και όλων των κοινώς


επικίνδυνων εγκλημάτων αντίστοιχης τυποποίησης, συνεπάγεται σε πολλές
περιπτώσεις και την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης διαφορετικών
εγκλημάτων βλάβης ή ακόμα και άλλων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων,
ενόψει της έκτασης των αποτελεσμάτων του και της τυποποίησης των
βαρύτερων βλαπτικών αποτελεσμάτων που εκτέθηκαν ανωτέρω. Προκύπτουν
ειδικότερα οι εξής θεματικές κατ’ ιδέα συρροής: α) συρροή του εμπρησμού με
εγκλήματα βλάβης, β) συρροή των επιμέρους μορφών του εμπρησμού μεταξύ
τους και τέλος γ) συρροή του εμπρησμού με άλλα κοινώς επικίνδυνα
εγκλήματα.

Τα εγκλήματα βλάβης με τα οποία είναι δυνατόν να συρρέει ο


εμπρησμός εκ προθέσεως είναι κατά βάση η ανθρωποκτονία (αρ. 299, 302
ΠΚ), η σωματική βλάβη (αρ. 308 ΠΚ επ.) καθώς και η φθορά ξένης
ιδιοκτησίας (αρ. 378 ΠΚ), δεδομένου ότι ως κυρίως προσβαλλόμενα έννομα
αγαθά προσδιορίζονται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ ο άνθρωπος
και οι ξένες ιδιοκτησίες. Σε ό,τι αφορά από την άλλη τον εμπρησμό εξ’
αμελείας, θέμα συρροής θα τίθεται με τα αντίστοιχα εγκλήματα αμέλειας, ήτοι
την ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας (αρ. 302 ΠΚ) και τη σωματική βλάβη εξ’
αμελείας (αρ. 314 ΠΚ), ενώ η φθορά ξένης ιδιοκτησίας δεν τυποποιείται ως
έγκλημα αμέλειας136. Κρίσιμη καταρχήν για τη διάγνωση της συρροής η
διάκριση μεταξύ ειδικής και γενικής διακινδύνευσης, για την οποία έγινε λόγος
και ανωτέρω. Στο πεδίο της συρροής, η (ειδική) διακινδύνευση συγκεκριμένων
εννόμων αγαθών θεωρείται ότι συναπαξιολογείται στην ενδεχόμενη βλάβη
αυτών, οπότε και σε περίπτωση όπου πράγματι εξελιχθεί ο κίνδυνος σε
βλάβη δεν προκύπτει διαφορετική προσβαλλόμενη μονάδα εννόμου αγαθού
αλλά αντιθέτως διαμορφώνεται φαινομενική συρροή μεταξύ των εγκλημάτων
διακινδύνευσης και βλάβης, επιλυόμενη κατά κανόνα υπέρ του τελευταίου,
στη βάση είτε της αρχής της απορρόφησης είτε της σιωπηρής
επικουρικότητας. Το εν λόγω σχήμα δεν μπορεί να λειτουργήσει στην
περίπτωση της γενικής διακινδύνευσης, και τούτο διότι η γενικότητα ως προς
τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά, ως το χαρακτηριστικό στοιχείο του κοινού
κινδύνου, επάγεται αυξημένη απαξία, η οποία και δεν θεωρείται ότι καλύπτεται
από την απαξία της βλάβης που τυχόν επέρχεται σε συγκεκριμένο έννομο
αγαθό, κάτι που άλλωστε φαίνεται και από τη σύγκριση των απειλούμενων

136
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 183 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 641

70
ποινών. Κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα σήμερα άποψη ούτε το
αντίστροφο ισχύει, καθότι η γενική διακινδύνευση δεν επάγεται αναγκαία
βλάβη συγκεκριμένων εννόμων αγαθών, ούτε θεωρείται ότι την
συναπαξιολογεί. Διαμορφώνεται επομένως στη βάση αυτών ως κανόνας ότι η
γενική διακινδύνευση συρρέει αληθινά με τη βλάβη137.

Επί της συρροής του εμπρησμού με τα επιμέρους εγκλήματα βλάβης,


σε ότι αφορά το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (αρ. 378 ΠΚ) τίθενται
τα ακόλουθα ερμηνευτικά ζητήματα: Πρώτον, το ότι για την πρόκληση
πυρκαγιάς είναι εκ φύσεως αναγκαία η φθορά πραγμάτων, κατ’ ελάχιστον του
αντικειμένου στο οποίο τίθεται η φωτιά, οδήγησε σε σκέψεις για το κατά πόσο
η φθορά ξένης ιδιοκτησίας περιλαμβάνεται ως αναγκαίο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης του εμπρησμού, οπότε και θεμελιώνεται
φαινομενική συρροή138. Τούτο ορθώς απορρίπτεται, με το επιχείρημα ότι η
φωτιά στην περίπτωση του εμπρησμού μπορεί να τεθεί και σε αντικείμενα
ιδιοκτησίας του ίδιου του δράστη, κάτι που σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνει
αναγκαία τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, οπότε και στο βαθμό που
πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση τόσο του εμπρησμού όσο και της
φθοράς ξένης ιδιοκτησίας η συρροή θα είναι αληθινή 139. Το δεύτερο ζήτημα
που προκύπτει σχετίζεται με το ενδεχόμενο της έλλειψης κάποιων εκ των
στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εμπρησμού ενώ παράλληλα
προκαλείται φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Λέγεται σχετικώς πως όταν τίθεται μεν
η φωτιά σε ξένες ιδιοκτησίες αλλά ελλείπει το στοιχείο του κοινού κινδύνου, η

137
Βλ. ενδ. για την εν λόγω γενική συλλογιστική σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 183 επ. / Παύλου
Σ., ό.π., σελ. 963 επ. / Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., παρατηρήσεις στην ΑΠ 1205/2000, ΠοινΔικ 2001
σελ. 717. Βλ. επίσης και ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006.

138
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη συνήθη διατύπωση ότι οποιαδήποτε φθορά με πυρά που
δεν συνεπάγεται κοινό κίνδυνο συνιστά φθορά ξένης ιδιοκτησίας, χωρίς εντούτοις να λαμβάνεται υπόψη
ότι στον εμπρησμό ο δράστης μπορεί να ανάψει τη φωτιά και σε αντικείμενα της δικής του ιδιοκτησίας
και μόνο. Βλ. έτσι ενδ. για την εν λόγω διατύπωση Γάφος Η., ό.π., σελ. 105 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ.
468 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 396. Ρητή θέση περί απορρόφησης της φθοράς από τον εμπρησμό
σε Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 795 / Σταμάτης Κ., Γενικαί αρχαί της φαινόμενης συρροής
εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν, 1972, σελ. 316.

139
Βλ. ενδ. από τη θεωρία Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 186 επ. / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 632 /
Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651 / Παύλου Σ., ό.π., σελ. 965 / Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.,
ό.π., σελ. 392. Αληθινή συρροή σε αυτή τη περίπτωση δέχεται και η πρόσφατη νομολογία, βλ. ενδ. ΑΠ
732/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΑΠ 1205/2005, ΑΠ 1657/2002, ΣυμβΠλημΓιαννιτσ 49/1998 (για το
παρεμφερές αδίκημα της έκρηξης, σε σχέση με το οποίο ανακύπτει ακριβώς το ίδιο ερμηνευτικό
ζήτημα). Βλ. επίσης και ΣυμβΠλημμΙωαν 90/1999 για τη παράθεση των εκατέρωθεν θέσεων επί του
ζητήματος και περαιτέρω αποφάσεις της νομολογίας.

71
συρροή των δύο εγκλημάτων θα είναι φαινομενική, επιλυόμενη υπέρ της
διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας με φωτιά140. Θα μπορούσε εντούτοις
κανείς βάσιμα να αντιτάξει πώς σε μια τέτοια περίπτωση δεν πραγματώνεται
καν η αντικειμενική υπόσταση του εμπρησμού, οπότε και δεν τίθεται θέμα
συρροής, φαινομενικής ή αληθινής.

Τρίτον και τελευταίο, τίθεται το ερώτημα ως προς τη μορφή της φθοράς


ξένης ιδιοκτησίας με την οποία θα συρρέει αληθινά ο εμπρησμός, ήτοι αν θα
συρρέει με τη βασική ή τη διακεκριμένη λόγω της χρήσης φωτιάς (αρ. 378 ΠΚ
παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 αντίστοιχα). Ως επιχείρημα υπέρ της συρροής με το
βασικό αδίκημα φθοράς προβάλλεται ότι η αυξημένη απαξία της
διακεκριμένης μορφής φθοράς προκύπτει σε κάθε περίπτωση από τη φωτιά,
ανεξαρτήτως του ειδικότερου λόγου, ήτοι το αν αυτή αιτιολογείται από τον
αυξημένο κίνδυνο που επάγεται η χρήση της σε σχέση με την ιδιοκτησία του
παθόντος ή τη δυνατότητα να κινδυνεύσουν και τρίτες ιδιοκτησίες. Δεδομένου
λοιπόν ότι το εν λόγω στοιχείο της φωτιάς ήδη αξιολογείται στα πλαίσια του
εμπρησμού, η συρροή με τη διακεκριμένη μορφή φθοράς συνεπάγεται διπλή
αξιολόγηση του ίδιου στοιχείου, εξ’ ου και πρέπει να συρρέει ο εμπρησμός με
τη βασική φθορά141. Σε αυτά όμως αντιτάσσεται η θέση ότι η απαξία της
γενικής διακινδύνευσης των εννόμων αγαθών τρίτων δεν αξιολογείται στα
πλαίσια του εγκλήματος της διακεκριμένης φθοράς με φωτιά, καθότι για την
τέλεση αυτού του εγκλήματος ούτε η φωτιά απαιτείται να έχει λάβει τα
χαρακτηριστικά της πυρκαγιάς και δη την ανέλεγκτη επεκτασιμότητα της ούτε
εξάλλου εμφανίζεται ως κρίσιμο στοιχείο ο κοινός κίνδυνος. Δεδομένου
επομένως ότι τα εν λόγω στοιχεία αξιολογούνται το πρώτον στο έγκλημα του
εμπρησμού, προτάσσεται ως ορθότερη η λύση της συρροής αυτού με τη
διακεκριμένη φθορά λόγω φωτιάς, ελλείψει σχετικής συναπαξιολόγησης142.
Λαμβάνοντας μια θέση επί του ζητήματος, ορθότερη φαίνεται η πρώτη άποψη

140
Βλ. έτσι καταρχήν τις αποφάσεις που παρατέθηκαν αμέσως ανωτέρω, ιδίως την ΑΠ 1205/2000. Το
ίδιο υποστηρίζει και ο Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651.

141
Βλ. κυρίως Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 188 επ., όπου και παραπομπή στην ΕφΠειρ 112/1993.
Σύμφωνός και ο Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 632.

142
Βλ. για την επιχειρηματολογία Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 393 επ. Περί αληθινής
συρροής με τη διακεκριμένη μορφή φθοράς με φωτιά και σε Μανωλεδάκη Ι.- Μπιτζιλέκη Ν., Εγκλήματα
κατά της ιδιοκτησίας, σελ. 351 / Παππά Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651. Βλ. επίσης και Σταμάτης
Κ., ό.π., σελ. 316, ο οποίος παρότι δέχεται απορρόφηση της βασικής φθοράς από τον εμπρησμό
επισημαίνει ότι η διακεκριμένη φθορά με φωτιά αποτελεί πράξη αυτοτελή και μη περιεχόμενη στα
στοιχεία του εμπρησμού, και ως εκ τούτου συρρέει αληθινά με αυτόν. Περί αληθινής συρροής με τη
διακεκριμένη μορφή γίνεται λόγος και στις αποφάσεις της νομολογίας που παρατέθηκαν ανωτέρω.

72
περί συρροής του εμπρησμού με το βασικό αδίκημα φθοράς. Το κρίσιμο εν
προκειμένω δεν είναι ότι στον εμπρησμό απαξιολογούνται στοιχεία που δεν
περιλαμβάνονται στη διακεκριμένη μορφή φθοράς, αλλά ότι το μοναδικό
στοιχείο που διακρίνει τη διακεκριμένη από τη βασική φθορά είναι η χρήση
φωτιάς, στοιχείο που ήδη λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια του εμπρησμού,
οπότε και πράγματι ανακύπτει το ενδεχόμενο διπλής αξιολόγησης του ίδιου
στοιχείου.

Σε σχέση τώρα με τα εγκλήματα της σωματικής βλάβης και της


ανθρωποκτονίας, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του
προγενέστερου και του ισχύοντος σήμερα καθεστώτος. Μέχρι και σήμερα η
κατάσταση είχε ως εξής: Ο κανόνας ότι η γενική διακινδύνευση συρρέει
αληθινά με τη βλάβη συγκεκριμένου εννόμου αγαθού οδηγεί καταρχήν στη
κατάφαση αληθινής συρροής και αυτών των εγκλημάτων με τον εμπρησμό
που προκαλεί κοινό κίνδυνο για άνθρωπο (παλαιό αρ. 264 ΠΚ στ. β’)143.
Ουσιώδη παρέκκλιση από τον κανόνα εισήγαγε εντούτοις το εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα βλάβης του θανατηφόρου εμπρησμού
(παλαιό αρ. 264 ΠΚ στ. γ’). Σε αυτή τη τελευταία περίπτωση η συρροή με το
έγκλημα της ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας, ως τη διάταξη που τυποποιεί
αυτοτελώς το βαρύτερο αποτέλεσμα προκαλούμενο από αμέλεια,
διαμορφώνεται ως φαινομενική, καθότι ο θανατηφόρος εμπρησμός συνιστά
ένα σύνθετο έγκλημα, το οποίο και απορροφά τα εγκλήματα δόλου και
αμέλειας που το συνθέτουν. Περαιτέρω, το έγκλημα του θανατηφόρου
εμπρησμού θεωρείται πως τελείται μια φορά ακόμα και όταν επέρχονται
περισσότεροι θάνατοι οφειλόμενοι σε αμέλεια του δράστη, με το σκεπτικό ότι
ο νομοθέτης είχε ήδη αξιολογήσει το ενδεχόμενο της επέλευσης
περισσότερων θανάτων κατά τη διαμόρφωση της υψηλότατης απειλούμενης
ποινής, έχοντας υπόψη ότι το βασικό έγκλημα συνεπάγεται γενική
διακινδύνευση προσώπων. Με την ίδια συλλογιστική διαμορφώνεται
φαινομενική συρροή και σε ότι αφορά τις τυχόν σωματικές βλάβες που

143
Βλ. καταρχήν τις παραπομπές που έγιναν στην υποσημείωση 137. Περί αληθινής συρροής λόγο
κάνουν και οι Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 632 / Μαργαρίτης Μ. – Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 795 / Παππάς Σ.,
σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651. Πρβλ. πάντως Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 399 / Τούσης Α. -
Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 704, κατά τους οποίους εφαρμόζεται σε τέτοια περίπτωση μόνο το αρ. 264 περ.
β’ ΠΚ, με τις επελθούσες σωματικές βλάβες να συνυπολογίζονται στην επιμέτρηση της ποινής. Σε αυτό
όμως η Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., σελ. 185 αντιτάσσει ορθά ότι ο κίνδυνος ανθρώπου δεν περιλαμβάνει
κατά λογική αναγκαιότητα τις σωματικές βλάβες, ώστε να γίνεται λόγος περί φαινομενικής συρροής.
Περί αληθινής συρροής λόγος και στη νομολογία, βλ. κυρίως την ιδιαιτέρως σημαντική για ζητήματα
συρροής σε σχέση με τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα εν γένει ΟλΑΠ 4/2010. Παρόμοια συμπεράσματα
είχαν εξαχθεί και πριν την απόφαση της Ολομέλειας, βλ. έτσι ενδ. ΜΟΔΑθ 389/2012, ΣυμβΠλημΡοδοπ
185/2006.

73
συντρέχουν παράλληλα με το θάνατο έστω και ενός προσώπου, δεδομένου
ότι η σωματική βλάβη αποτελεί αναγκαίο προστάδιο του θανάτου,
αποτελώντας το έλασσον σε σχέση με το μείζον. Θα ήταν εξάλλου
ανακόλουθο να γίνει δεκτό ότι απαξιολογούνται στη ποινή του θανατηφόρου
εμπρησμού οι τυχόν περισσότεροι θάνατοι αλλά όχι και οι σωματικές βλάβες
που μπορούν να προκύψουν συνεπεία του κοινού κινδύνου που προκλήθηκε
από την πυρκαγιά144. Πρέπει πάντως να διευκρινιστεί πως η κατά τα ανωτέρω
θεμελίωση φαινομενικής συρροής και θραύση του κανόνα της αληθινής
συρροής αφενός δεν καταλαμβάνει την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως,
αφετέρου δε σε σχέση δε με τις σωματικές βλάβες προϋποθέτει θεμελίωση
του θανατηφόρου εμπρησμού με την επέλευση έστω και ενός θανάτου
αιτιωδώς συνδεόμενου με το βασικό έγκλημα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν
στην οικεία ενότητα. Και τούτο διότι ελλείψει του αιτιώδους συνδέσμου δεν θα
μπορεί να αποδοθεί το βλαπτικό αποτέλεσμα ως περιλαμβανόμενο στον
θανατηφόρο εμπρησμό, οπότε και θα ισχύσει ο γενικός κανόνας 145. Τέλος, ο
κανόνας ισχύει κανονικά σε ότι αφορά τον εμπρησμό εξ’ αμελείας, το οποίο
αδίκημα συρρέει αληθινά με τυχόν επελθούσες σωματικές βλάβες ή
ανθρωποκτονίες146.

Το εν λόγω σχήμα εντούτοις επηρεάζεται καθοριστικά από τις εξής


αλλαγές που επέφερε ο νέος ΠΚ: α) τυποποιείται πλέον ως εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα και η βαριά σωματική βλάβη (αρ. 264
ΠΚ παρ. 1 περ. γ’), β) αναγνωρίζεται πλέον ρητώς ότι σε περίπτωση
επέλευσης περισσότερων θανάτων δεν θεμελιώνεται αληθινή συρροή των

144
Βλ. για τις εν λόγω ιδιαιτερότητες του θανατηφόρου εμπρησμού σε ότι αφορά τα θέματα συρροής
σε επίπεδο αιτιολόγησης σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 189 επ., καθώς και την ΟλΑΠ 4/2010. Περί
φαινομενικής συρροής λόγος σε αυτές τις περιπτώσεις και οι Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2340 / Κωστάρας
Α., ό.π., σελ. 632 / Μαργαρίτης Μ.- Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 794 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ,
σελ. 651. Στις ίδιες θέσεις βεβαίως διευκρινίζεται ότι αν ο θάνατος επήλθε με δόλο του δράστη, τότε
πρόκειται περί αληθινής οπωσδήποτε συρροής. Βλ. και Δέδες Χ., ό.π., σελ. 62 / Φαρσεδάκης Χ.-
Σατλάνης Ι., ό.π., σελ. 172 / Τούσης Α. -Γεωργίου Α. , ό.π., σελ. 704

145
Βλ. ΟλΑΠ 4/2010

146
Περί αληθινής κατ’ ιδέα συρροής του εμπρησμού εξ’ αμελείας με τα εγκλήματα της σωματικής
βλάβης και της ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας βλ. ενδ. Δέδες Χ., ό.π., σελ. 62 / Κονταξής Α., ό.π., σελ.
2351 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 641 / Μαργαρίτης Μ-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 799. Σημειωτέο μάλιστα ότι
εν προκειμένω γίνεται δεκτή η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή ακόμα και σε θέσεις όπου υποστηρίχθηκε η
φαινομενική συρροή μεταξύ σωματικής βλάβης και εμπρησμού εκ προθέσεως, βλ. έτσι Μπουρόπουλος
Α., ό.π., σελ. 402 / Τούσης Α. -Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 708. Βλ. περί αληθινής συρροής και στη
πρόσφατη νομολογία, ΑΠ 829/2017 (σε σχέση με το αρ. 302 ΠΚ), ΣυμβΠλημΠειρ 46/2010, ΑΠ
1574/2009 (σε σχέση τόσο με το αρ. 302 όσο και το αρ. 314 ΠΚ).

74
επιμέρους εγκλημάτων ανθρωποκτονίας, ούτε βεβαίως πρόκειται για
περισσότερες εγκληματικές μονάδες θανατηφόρου εμπρησμού, αλλά τελείται
μια φορά το αδίκημα του θανατηφόρου εμπρησμού, με δυνατότητα όμως του
δικαστηρίου να επιβάλλει τη ποινή της ισόβιας κάθειρξης στο ενδεχόμενο
επέλευσης μεγάλου αριθμού θανάτων147, γ) το βαρύτερο αποτέλεσμα της
βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου μπορεί να καλύπτεται πλέον και με
δόλο του δράστη (αρ. 29 ΠΚ), και τέλος δ) προβλέπεται ρήτρα
επικουρικότητας των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων σε
σχέση με τα αυτοτελή εγκλήματα δόλου και αμέλειας (αρ. 29 ΠΚ).

Συνεπεία των ανωτέρω αλλαγών, τα εγκλήματα της βαριάς σωματικής


βλάβης και της ανθρωποκτονίας, είτε τελούνται με δόλο είτε με αμέλεια,
συρρέουν φαινομενικά με τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα
της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης από τη πράξη του εμπρησμού και
του θανατηφόρου εμπρησμού, εφόσον βεβαίως συνδέονται αιτιωδώς τα
αντίστοιχα αποτελέσματα με τις βασικές μορφές του εμπρησμού, ενόψει της
ρήτρας επικουρικότητας του αρ. 29 ΠΚ. Τα λοιπά εγκλήματα σωματικής
βλάβης των αρ. 308 ΠΚ επ. συρρέουν επίσης φαινομενικά με τα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα ως συναπαξιολογούμενα σε αυτά,
δεδομένου ότι η σωματική βλάβη περιλαμβάνεται κατά λογική αναγκαιότητα
τόσο στη βαριά σωματική βλάβη όσο και στο θάνατο, οπότε και ισχύει η
σχέση μείζονος προς ελάσσον. Ενόψει αυτών, λόγος περί αληθινής συρροής
μεταξύ των ανωτέρω εγκλημάτων βλάβης και του εμπρησμού εκ προθέσεως
μπορεί να γίνει μόνο σε όσες περιπτώσεις επέρχονται μεν σωματικές βλάβες
ή και θάνατος, αλλά δεν προκύπτει αιτιώδης συνάφεια αυτών με τον
εμπρησμό. Σε αυτή τη τελευταία περίπτωση η έλλειψη αιτιώδους συνάφειας
θα σημαίνει ότι εξαρχής δεν θα μπορεί να εφαρμοστούν οι αντίστοιχες
διακρινόμενες εκ του αποτελέσματος μορφές του εγκλήματος, οπότε ούτε και
το αρ. 29 ΠΚ και η ρήτρα επικουρικότητας που αυτό προβλέπει. Εξακολουθεί
βεβαίως να ισχύει ο κανόνας της αληθινής συρροής σε σχέση με τον
εμπρησμό εξ’ αμελείας και τα αντίστοιχα εγκλήματα βλάβης από αμέλεια.

Σε περίπτωση τώρα όπου πραγματωθεί κάποια από τις εκ του


αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές του εμπρησμού και συνεπώς
ενεργοποιηθεί η ρήτρα επικουρικότητας του αρ. 29 ΠΚ, οι εφαρμοζόμενες
διατάξεις στην εκάστοτε περίπτωση μπορούν να εντοπιστούν μέσω της

147
Βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 53.

75
σύγκρισης των απειλούμενων πλαισίων ποινής148, τα οποία έχουν ως εξής: Ο
εμπρησμός που είχε ως περαιτέρω αποτέλεσμα τη πρόκληση βαριάς
σωματικής βλάβης ανθρώπου απειλείται με ποινή κάθειρξης (αρ. 264 ΠΚ
παρ. 1 στ. γ’), ενώ τόσο ο εμπρησμός από τον οποίο προέκυψε κίνδυνος για
άνθρωπο (αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. β’) όσο και η πλέον βαρύτερη περίπτωση
της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 ΠΚ παρ. 1 εδ. β’)
απειλούνται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη. Στη μεν κάθειρξη τα πλαίσια
ποινής διαμορφώνονται από 5 έως 15 έτη (αρ. 52 ΠΚ παρ. 2). Κατ’ εφαρμογή
τώρα των κανόνων του αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 περί αληθινής κατ’ ιδέα συρροής
των δύο αυτοτελών αδικημάτων δόλου, ακόμα και στη πλέον βαρύτερη
μορφή της σκοπούμενης σωματικής βλάβης προκύπτουν ως ανώτατο όριο
ποινής τα 15 έτη καθείρξεως, ενώ αν συρρέουν οι πλημμεληματικές μορφές
των αδικημάτων (αρ. 264 παρ. 1 στ. α’ και 310 ΠΚ παρ. 1 εδ. α’) το ανώτατο
όριο ποινής διαμορφώνεται στα 5 έτη φυλάκισης (αρ. 53 ΠΚ). Ενόψει αυτών,
η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή των δύο αυτοτελών εγκλημάτων δόλου σε καμία
περίπτωση δεν αποδίδει υψηλότερα πλαίσια ποινής από το εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, οπότε και δεν μπορεί να εφαρμοστεί η
ρήτρα επικουρικότητας του αρ. 29 ΠΚ, η οποία προϋποθέτει βαρύτερη
τιμώρηση, μη αρκούντων επομένως έστω των δύο πλαισίων ποινής για την
απώθηση της διατάξεως του θανατηφόρου εμπρησμού. Καθίσταται επομένως
εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση η διάταξη του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. γ’, λόγω
της αρχής της απορρόφησης149. Μόλις βεβαίως χρειάζεται να αναφερθεί ότι το
αυτό συμπέρασμα προκύπτει και όταν η βαριά σωματική βλάβη καλύπτεται
από αμέλεια του δράστη, για την οποία απειλείται σύμφωνα με το αρ. 314 ΠΚ
παρ. 1 πλημμεληματική ποινή, οπότε το ανώτατο όριο ποινής διαμορφώνεται

148
Βλ. για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας ποινικής διάταξης σε περίπτωση ρήτρας
επικουρικότητας στη βάση των απειλούμενων στο νόμο πλαισίων ποινής σε Σταμάτη Κ., ό.π., σελ. 136.
Επισημαίνει πάντως ο συγγραφέας ότι είναι δυνατόν να προκύψει διαφορετική λύση σε περίπτωση
συνδρομής λόγων που οδηγούν σε μειωμένα πλαίσια ποινής, όπως π.χ. η απόπειρα. (σελ. 156),
διαπίστωση που προέκυψε και στα πλαίσια της παρούσης, βλ. ανωτέρω στη σχετική με την απόπειρα
ενότητα.

149
Η ρήτρα επικουρικότητας κατά την ορθότερη άποψη δεν επιλύει συνολικά τη συρροή μεταξύ των
εφαρμοστέων διατάξεων, παρά μόνο υπέρ της διάταξης που υπερισχύει όταν συντρέχει η ρήτρα (βλ.
Μπιτζιλέκης Ν., Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων, ΠοινΧρ ΝΖ/2007, σελ.
110). Δεδομένου όμως ότι η επικουρική διάταξη εν προκειμένω τυποποιείται ως εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα, σε περίπτωση μη εφαρμογής της ρήτρας η συρροή διαμορφώνεται και πάλι ως
φαινομενική, επιλυόμενη με την αρχή της απορρόφησης, καθότι το σύνθετο εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα απορροφά τα συνθετικά του. Τούτο σημαίνει ότι ειδικά στη περίπτωση του αρ. 29
ΠΚ η συρροή θα είναι πάντα φαινομενική, επιλυόμενη αμφίδρομα, είτε υπέρ των συνθετικών αυτοτελών
εγκλημάτων δόλου όταν εφαρμόζεται η ρήτρα επικουρικότητας είτε υπέρ του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος λόγω απορρόφησης.

76
και εδώ ενόψει του αρ. 264 παρ. 1 στ. β’ και του αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 στα 15 έτη
κάθειρξης.

Σε σχέση με τον θανατηφόρο εμπρησμό, για την επίλυση της συρροής


με το αρ. 302 ΠΚ περί ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας έγινε ήδη λόγος στην
οικεία ενότητα. Η συρροή αντιθέτως με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ
προθέσεως (αρ. 299 ΠΚ) καθιστά αναγκαίες ορισμένες διευκρινήσεις για τον
εντοπισμό της εφαρμοστέας κατ’ αρ. 29 διάταξης, ενόψει των
διαφοροποιημένων πλαισίων ποινής που προβλέπονται ανά περίπτωση τόσο
στο αρ. 299 όσο και στο αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. δ’. Ο θανατηφόρος
εμπρησμός τιμωρείται καταρχήν με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον 10 ετών,
οπότε και το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται στα 10 έως 15 έτη κάθειρξης (αρ.
52 ΠΚ παρ. 2). Περαιτέρω, όταν επέρχεται θάνατος μεγάλου αριθμού
προσώπων είναι δυνατή η επιβολή ακόμη και ισόβιας κάθειρξης, σύμφωνα με
το αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 εδ. τελευταίο. Για το έγκλημα τώρα της ανθρωποκτονίας
εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση απειλείται διαζευκτικά ισόβια
κάθειρξη ή πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών (αρ. 299 ΠΚ παρ. 1), εάν όμως η
πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμώ ψυχικής ορμής επιβάλλεται
ποινή κάθειρξης (αρ. 299 ΠΚ παρ. 2).

Από τη σύγκριση των ανωτέρω πλαισίων ποινής προκύπτει ως


κρίσιμο για τον εντοπισμό της εφαρμοστέας κατ’ αρ. 29 ΠΚ διάταξης το κατά
πόσο ο δράστης βρισκόταν σε βρασμό ψυχικής ορμής ή σε ήρεμη ψυχική
κατάσταση, οπότε και θα συρρέει ο θανατηφόρος εμπρησμός με το αρ. 299
ΠΚ παρ. 2 ή 1 αντίστοιχα. Στη πρώτη περίπτωση θα εφαρμόζεται πάντα η
διάταξη περί θανατηφόρου εμπρησμού. Ειδικότερα, η συνολική ποινή που
σχηματίζεται από την αληθινή κατ’ ιδέα συρροή των αρ. 264 παρ. 1 περ. β’ και
299 παρ. 2 θα έχει ως ανώτατο όριο τα 15 έτη, σύμφωνα με το αρ. 94 ΠΚ
παρ. 2. Το αντίστοιχο πλαίσιο ποινής του θανατηφόρου εμπρησμού
διαμορφώνεται στα 10 έως 15 έτη κάθειρξης, όταν δε επέρχεται θάνατος
μεγάλου αριθμού ανθρώπων καθίσταται δυνατή η επιβολή μέχρι και ισόβιας
κάθειρξης. Σε αυτή τη τελευταία περίπτωση ο θανατηφόρος εμπρησμός
προφανώς και επάγεται βαρύτερη τιμώρηση, λόγω υψηλότερου ανώτατου
ορίου ποινής. Ακόμα όμως και αν δεν εφαρμοστεί η ρύθμιση περί ισόβιας
κάθειρξης, η απειλή του ίδιου ανώτατου ορίου ποινής (15 έτη κάθειρξης) τόσο
για το θανατηφόρο εμπρησμό όσο και στα πλαίσια της αληθινής κατ’ ιδέα
συρροής του βασικού εμπρησμού και της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε
βρασμό ψυχικής ορμής σημαίνει ότι δεν τιμωρείται πάντως βαρύτερα ο
δράστης στη δεύτερη περίπτωση, ως απαιτείται για την εφαρμογή της ρήτρας
επικουρικότητας, οπότε και πάλι βάσει αρ. 29 ΠΚ καθίσταται εφαρμοστέα η
διάταξη του θανατηφόρου εμπρησμού.

77
Το αντίθετο συμβαίνει όταν συντρέχει η εφαρμογή του αρ. 299 ΠΚ παρ.
1 περί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Και
τούτο διότι η συγκεκριμένη διάταξη αφενός προβλέπει την επιβολή μέχρι και
ισόβιας κάθειρξης και αφετέρου συρρέει αληθινά με το αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 εδ.
β’, οπότε και αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο σώρευσης ποινών ισόβιας και
πρόσκαιρης καθείρξεως, κατά παρέκκλιση από το σύστημα σχηματισμού
συνολικής ποινής του αρ. 94 ΠΚ, το οποίο αφορά μόνο πρόσκαιρες
στερητικές της ελευθερίας ποινές. Εμφανίζεται επομένως βαρύτερη η
τιμώρηση της πράξης στη βάση αυτών των διατάξεων ακόμα και στην
περίπτωση όπου είναι δυνατή η επιβολή ισόβιας κάθειρξης για τον
θανατηφόρο εμπρησμό, και συνακόλουθα η διάταξη του αρ. 264 παρ. 1 περ.
δ’ απωθείται ως επικουρική κατ’ εφαρμογή του αρ. 29, και θα εφαρμοστούν οι
διατάξεις των αρ. 264 παρ. 1 εδ. β’ και 299 παρ. 1 ΠΚ.

Τέλος, και εφόσον γίνει δεκτό ότι η πρόκληση σημαντικής βλάβης σε


εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας στα πλαίσια του εμπρησμού μπορεί να
θεωρηθεί ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα όταν πληρούνται οι
όροι του αρ. 293 ΠΚ, όπως εκτέθηκε στην οικεία ενότητα, τίθεται βεβαίως
ζήτημα συρροής με την εν λόγω διάταξη, το οποίο και επιλύεται κατά τρόπο
παρόμοιο με τα όσα εκτέθηκαν περί της πρόκλησης βαριάς σωματικής
βλάβης. Και τούτο διότι το ανώτατο πιθανό όριο ποινής που διαμορφώνεται
στα πλαίσια της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής των δύο συνθετικών εγκλημάτων
δόλου (αρ. 264 παρ. 1 στ. β’ και αρ. 293 ΠΚ παρ. 3) είναι και σε αυτή τη
περίπτωση τα 15 έτη κάθειρξης. Δεδομένου ότι και το εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ έχει το ίδιο ανώτατο όριο
ποινής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η ρήτρα επικουρικότητας του αρ. 29 ΠΚ,
οπότε και ο δράστης θα τιμωρηθεί με τη ποινή του εν λόγω εγκλήματος, με
την απορρόφηση των συνθετικών του εγκλημάτων δόλου. Προφανώς
προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα και στη περίπτωση όπου ο δράστης έχει
αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα.

Η επόμενη σημαντική θεματική αφορά στο ενδεχόμενο συρροής των


επιμέρους μορφών του ίδιου του εμπρησμού. Όπως εκτέθηκε και στην αρχή
της παρούσης, η σειρά τυποποίησης των επιμέρους μορφών και η ομόρροπη
κλιμάκωση των απειλούμενων ποινών ενδεικνύει μια αντίστοιχη κλιμάκωση
της απαξίας τους. Περαιτέρω, και σε επίπεδο λογικής αναγκαιότητας
παρατηρείται ότι για τη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης των
βαρύτερων μορφών κατά κανόνα θα έχουν πραγματωθεί παράλληλα και οι
ελαφρύτερες. Εκκινώντας έτσι από τις δύο βασικές μορφές του αδικήματος, η
κατάφαση πρόκλησης κοινού κινδύνου κατά ανθρώπων από την πυρκαγιά
σχεδόν πάντοτε θα σημαίνει ότι προκλήθηκε κοινός κίνδυνος και κατά ξένων

78
πραγμάτων, δεδομένης της συνύπαρξης των ανθρώπων με τις ιδιοκτησίες
τους (π.χ. ακόμα και τα ρούχα όσων κινδύνευσαν). Σε ότι αφορά εξάλλου τη
διακεκριμένη και τις διακρινόμενες εκ του αποτελέσματος μορφές του
εγκλήματος, ρητώς απαιτείται ως εκτέθηκε να έλαβαν χώρα στα πλαίσια των
βασικών μορφών, οπότε και ήδη εκ του νόμου τις συναπαξιολογούν. Ενόψει
όλων αυτών, υποστηρίζεται εκτεταμένα150 και ορθώς ότι μεταξύ των
επιμέρους μορφών του εγκλήματος υφίσταται φαινομενική συρροή, παρά την
ετερότητα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, λόγω συναπαξιολόγησης
από το νομοθέτη των μικρότερης έντασης προσβολών, η οποία και επιλύεται
με βάση την αρχή της απορρόφησης υπέρ της διάταξης που προβλέπει τη
βαρύτερη τιμώρηση.

Οι αλλαγές που επέφερε ο νέος ΠΚ δεν επηρεάζουν καταρχήν τη


συλλογιστική που οδήγησε στη κατάφαση φαινομενικής συρροής μεταξύ των
βασικών μορφών και των της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης ή
θανάτου ως αποτέλεσμα της πράξης. Στο ενδεχόμενο τώρα να συντρέχουν
αμφότερες οι εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές η συρροή
παραμένει φαινομενική. Όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, στη ποινή του
θανατηφόρου εμπρησμού θεωρείται ότι έχει συναπαξιολογηθεί πέραν του
θανάτου και το ενδεχόμενο πρόκλησης σωματικής βλάβης, απλής ή βαριάς,
των προσώπων που αφορά ο κοινός κίνδυνος. Εφαρμόζεται επομένως και σε
αυτή τη περίπτωση η αρχή της απορρόφησης υπέρ του θανατηφόρου
εμπρησμού, ακόμα δε και στη περίπτωση όπου ο δράστης είχε δόλο ως προς
τις βαριές σωματικές βλάβες και αμέλεια ως προς το θάνατο, δεδομένων των
συγκρίσεων των πλαισίων ποινής που προηγήθηκαν.

Ουσιώδη παρέκκλιση στο εν λόγω σύστημα εισάγεται εντούτοις από τη


προσθήκη της πρόκλησης σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής
ωφέλειας ως διακεκριμένη μορφή του εμπρησμού. Ως εκτέθηκε, η βλάβη των
κοινωφελών εγκαταστάσεων συνιστά προσβολή ενός ιδιαίτερου κοινωνικής
φύσεως εννόμου αγαθού, η προσβολή του οποίου ουσιαστικά πλήττει τα
κυρίως προστατευόμενα έννομα αγαθά του ανθρώπου και των ξένων
ιδιοκτησιών, χωρίς πάντως να ταυτίζεται με αυτά. Περαιτέρω, δεν αποτελεί
αναγκαίο προστάδιο των σωματικών βλαβών ή του θανάτου ανθρώπου.
Τούτο σημαίνει ότι οι σχέσεις λογικής αναγκαιότητας και συνεπώς

150
Βλ. εκτεταμένα για την επιχειρηματολογία Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 193 επ. Η φαινομενική
συρροή μεταξύ των επιμέρους μορφών γίνεται γενικώς δεκτή σε θεωρία (βλ. Κονταξής Α., ό.π., σελ.
2340 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 632 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 795 / Φαρσεδάκης Χ.-
Σατλάνης Ι., ό.π., σελ. 172) και νομολογία (βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΡοδ 151/2014, ΜΟΔΑθ 389/2012, ΑΠ
294/2011, ΣυμβΠλημΡοδ 12/2007, ΣυμβΠλημΡοδ 166/2007, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006)

79
συναπαξιολόγησης που στηρίζουν τη φαινομενική συρροή μεταξύ των
υπόλοιπων μορφών δεν υφίστανται εν προκειμένω. Προκύπτει επομένως
ζήτημα ως προς τη διαμόρφωση της συρροής όταν η πρόκληση σημαντικής
βλάβης σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις συντρέχει με τη πρόκληση βαριάς
σωματικής βλάβης ή θανάτου ανθρώπου. Η παραδοχή αληθινής συρροής
εμφανίζεται στη βάση των ανωτέρω ως η μόνη επιλογή, δημιουργείται
εντούτοις από τη παραδοχή της το πρόβλημα της διπλής αξιολόγησης του
ίδιου στοιχείου, ήτοι του ότι προέκυψε στα πλαίσια πυρκαγιάς που προκάλεσε
κοινό κίνδυνο. Το ότι από το εν λόγω στοιχείο θεμελιώνεται αυξημένη απαξία
της σημαντικής βλάβης των κοινωφελών εγκαταστάσεων προκύπτει από τη
σύγκριση της ποινής του αρ. 264 παρ. 1 στ. γ’ (κάθειρξη) με τη ποινή που
απειλείται για το αδίκημα του αρ. 293 ΠΚ περί παρακώλυσης της λειτουργίας
των κοινωφελών εγκαταστάσεων (φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και
χρηματική ποινή). Για αυτούς τους λόγους έχει προταθεί στις ερευνώμενες
περιπτώσεις η λύση της αληθινής συρροής των εγκλημάτων βαριάς
σωματικής βλάβης από εμπρησμό ή θανατηφόρου εμπρησμού με το
τελευταίο αδίκημα της παρακώλυσης λειτουργίας των κοινωφελών
εγκαταστάσεων, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει
ουσιαστικά και τη βλάβη των εγκαταστάσεων, και όχι με την αντίστοιχη
διακεκριμένη μορφή του εμπρησμού, ώστε να αποφευχθεί η διπλή
αξιολόγηση του ίδιου στοιχείου151. Αντίστοιχο θέμα με τις βασικές μορφές του
εμπρησμού πάντως δεν τίθεται, δεδομένης της απαίτησης του νόμου η
σημαντική βλάβη εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας να προέκυψε στα πλαίσια
κάποιας εξ’ αυτών, οπότε και ισχύει κατά τα λοιπά το ανωτέρω σύστημα
συναπαξιολόγησης.

Η τρίτη θεματική συρροής αφορά το ενδεχόμενο αλυσιδωτής


πρόκλησης άλλων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων από τον εμπρησμό.
Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η ίδια η φυσική εξέλιξη των αποτελεσμάτων

151
Βλ. για το όλο ζήτημα τις αναπτύξεις της Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 283 επ., για το ίδιο
πρόβλημα που ανέκυπτε στα πλαίσια του παλαιού αρ. 270 περ. γ’ ΠΚ περί εκρήξεως, η οποία διάταξη
ήταν και η μοναδική που περιλάμβανε τη βλάβη των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ως διακρινόμενη
εκ του αποτελέσματος μορφή. Το γεγονός ότι σήμερα τυποποιείται η ερευνώμενη περίπτωση ως
διακεκριμένη μορφή δεν συνιστά ουσιώδη αλλαγή, αφού σε κάθε περίπτωση η αυξημένη απαξία της
πράξης προκύπτει από την πρόκληση της στα πλαίσια του εμπρησμού. Σημειωτέο τέλος ότι στη
πλειοψηφία των συγγραφών δεν εμφανίζεται αντίστοιχος προβληματισμός, και άλλοτε γίνεται δεκτή η
απορρόφηση του παλαιού αρ. 270 περ. γ’ από το αρ. 270 ΠΚ περ. δ’ περί θανατηφόρας εκρήξεως
χωρίς κάποια περαιτέρω αιτιολόγηση, όπως ενδ. σε Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 656, ενώ άλλοτε γίνεται
λόγος περί απορρόφησης της σωματικής βλάβης της περ. γ’ από το θάνατο της περ. δ’, χωρίς όμως να
διευκρινίζεται τι συμβαίνει στο ενδεχόμενο βλάβης των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, βλ. έτσι
Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ.809 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 666.

80
που προκάλεσε ο δράστης επιφέρει και περαιτέρω αξιόποινα αποτελέσματα,
όπως συμβαίνει στο κλασσικό παράδειγμα της πυρκαγιάς από την οποία
προκαλείται έκρηξη ή και το αντίστροφο. Πραγματώνεται επομένως
παράλληλα η αντικειμενική υπόσταση περισσότερων κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων από την ίδια πράξη του δράστη, οπότε και τίθεται ζήτημα για το
κατά πόσο θα συρρέουν οι σχετικές διατάξεις αληθινά ή φαινομενικά. Πρέπει
καταρχήν να επισημανθεί ότι σε ορισμένες θέσεις της θεωρίας και αποφάσεις
της νομολογίας γίνεται δεκτή αληθινή συρροή σε περιπτώσεις όπου τα
αδικήματα του εμπρησμού και της έκρηξης πραγματώνονται στα πλαίσια του
ίδιου συμβάντος, χωρίς ειδική αιτιολόγηση152. Κατά μία άλλη άποψη η μορφή
της συρροής θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο διευρύνεται ή όχι ο κύκλος των
προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών στα πλαίσια του εγκλήματος που
πραγματώνεται μεταγενέστερα, οπότε και αντίστοιχα θα είναι αληθινή ή
φαινομενική. Επ’ αυτής της θέσης επισημαίνεται πάντως πως αν η επέκταση
του κύκλου των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών με το μεταγενέστερο
έγκλημα αποτέλεσε φυσική εξέλιξη του προγενέστερου τότε πρέπει να γίνει
δεκτή φαινομενική συρροή, με απορρόφηση του δεύτερου. Αν αντιθέτως η
επέκταση συνιστά αποτέλεσμα αποκλειστικά του μεταγενέστερου εγκλήματος
η συρροή θα είναι αληθινή153.

Περισσότερες επεξηγήσεις σε σχέση με τη φυσική εξέλιξη της


επέκτασης παρέχει η Καϊάφα-Γκμπάντι154 στις σχετικές με το ζήτημα

152
Βλ. ΠλημΑθ 44/1998 (ο δράστης άναψε φωτιά σε βόμβα μολότοφ και την εκσφενδόνισε στους
αστυνομικούς) και ΑΠ 597/1998 (αμελής πρόκληση εκρήξεως σε ορυχείο οδήγησε σε εμπρησμό εξ’
αμελείας). Στη ΣυμβΠλημΧαν 155/2007 αναφέρεται μεν το ζήτημα της φαινομενικής ή αληθινής
συρροής, χωρίς πάντως να λαμβάνεται θέση επί της μίας ή της άλλης άποψης. Βλ. από τη θεωρία
Σταμάτης Κ., ό.π., σελ. 317 / Μαργαρίτης Μ.- Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 794

153
Βλ. Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2340, για τη παράθεση της σχετικής θέσης που διατύπωσε ο
Μανωλεδάκης Ι. και τις διαφοροποιήσεις που εκφράζει ο συγγραφέας επ’ αυτών.

154
Ό.π., σελ. 196 επ., όπου και εκτεταμένα για τη θεωρητική θεμελίωση της εν λόγω αντιμετώπισης
των περιπτώσεων αλυσιδωτής πρόκλησης κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων. Ιδίως για την επίλυση της
φαινομενικής συρροής σε ότι αφορά το αδίκημα της έκρηξης η συγγραφέας επισημαίνει ότι η βαρύτερη
τιμώρηση της εκρήξεως σημαίνει ότι αυτή απαξιολογείται βαρύτερα από το νομοθέτη και ως εκ τούτου
αναγκαστικά εισάγεται παρέκκλιση από τον κανόνα της απορρόφησης υπέρ της πρώτης χρονικά
πράξης, και θα επιλυθεί η συρροή υπέρ της εκρήξεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τον νέο ΠΚ
απειλούνται τα αυτά πλαίσια ποινών για όλα τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, οπότε και η κατ’ ανάγκη
διαφορετική επίλυση της συρροής υπέρ της εκρήξεως πλέον εκλείπει, και μπορεί πλέον να επιλύεται η
συρροή με την απορρόφηση υπέρ της προγενέστερης χρονικά πράξης άνευ εξαιρέσεων. Φαινομενική
συρροή μεταξύ εμπρησμού και εκρήξεως δέχονται επίσης οι Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 632 / Παππάς Σ.,
σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 651 / Φαρσεδάκης Ι.-Σατλάνης Χ., ό.π., σελ. 172 . Βλ. επίσης και από τη
νομολογία τις ΣυμβΠλημΘεσσ 565/2005, ΣυμβΠλημμΙωαν 90/1999, στις οποίες αποφάσεις κρίθηκε ότι
σε περίπτωση συρροής εκρήξεως και εμπρησμού γίνεται δεκτή η εδώ εξεταζόμενη θέση περί της

81
αναπτύξεις της. Αναφέρεται ειδικότερα στο ότι ο κύκλος των
προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών από ένα κοινώς επικίνδυνο έγκλημα δεν
είναι στατικός αλλά μπορεί να διευρύνεται, ενόψει ακριβώς της εκ φύσεως
αυτοδύναμης επεκτασιμότητας που ενέχουν οι δυνάμεις που εξαπολύει ο
δράστης, χωρίς παρόλα αυτά να γίνεται λόγος για περισσότερα εγκλήματα
αλλά για ένα. Η εν λόγω αυτοδύναμη επέκταση μπορεί να συνίσταται όχι μόνο
στη διεύρυνση της έκτασης που καταλαμβάνει το αυτό φαινόμενο, όπως η
πυρκαγιά, αλλά και στην πρόκληση διαφορετικών φαινομένων, όπως
συμβαίνει όταν από μια πυρκαγιά προκαλείται έκρηξη. Δεδομένου ότι σε
αμφότερες περιπτώσεις ουσιαστικά επεκτείνεται η εμβέλεια του εγκλήματος
που προκλήθηκε πρώτο, και με τη προϋπόθεση ότι αφορά το ίδιο είδος
εννόμων αγαθών, ορθότερο να γίνεται λόγος περί της μίας και αυτής
εγκληματικής μονάδας, και η συρροή να διαμορφώνεται επομένως ως
φαινομενική. Η επίλυση της θα γίνει στη βάση της αρχής της απορρόφησης,
με το έγκλημα που εκδηλώθηκε πρώτο χρονικά να απορροφά το
μεταγενέστερο, ιδίως δε όταν υπάρχει δόλος ως προς το πρώτο και αμέλεια
ως προς το μεταγενέστερο. Η αυτή λύση περί φαινομενικής συρροής ισχύει
πάντως και όταν το ένα αδίκημα επάγεται διακινδύνευση ξένων ιδιοκτησιών
και το άλλο ανθρώπων, καθότι μπορεί μεν να πρόκειται πλέον για κατ’ αρχήν
ξεχωριστές εγκληματικές μονάδες λόγω ετερότητας εννόμων αγαθών, ισχύει
όμως και σε αυτή τη περίπτωση η σχέση συναπαξιολόγησης της
διακινδύνευσης ξένων ιδιοκτησιών στη διακινδύνευση ανθρώπων, όπως
εκτέθηκε ανωτέρω κατά την εξέταση της συρροής των επιμέρους μορφών του
εμπρησμού. Η μόνη περίπτωση155 όπου η συρροή θα είναι αληθινή
εντοπίζεται στο ενδεχόμενο ο δράστης να είχε δόλο ως προς τη
διακινδύνευση κατά ξένων ιδιοκτησιών αλλά αμέλεια ως προς τη
διακινδύνευση ανθρώπων, καθότι η δόλια διακινδύνευση πραγμάτων δεν

υπάρξεως μίας εγκληματικής μονάδας και της απορρόφησης του εμπρησμού από την βαρύτερα
τιμωρούμενη έκρηξη.

155
Η συγγραφέας, ό.α.π., σελ. 206, αναφέρει επίσης ότι ειδικά σε σχέση με το αδίκημα της άρσης των
ασφαλιστικών εγκαταστάσεων η συρροή θα είναι αληθινή, σε περίπτωση όπου είτε από αυτή
προκαλείται μια πυρκαγιά είτε εξαρχής προκαλείται η ίδια από πυρκαγιά ή άλλο κοινώς επικίνδυνο
έγκλημα και κατόπιν της ολοκλήρωσης του φαινομένου η λειτουργία της εγκατάστασης συνεχίζεται
υπαρχούσης της άρσης, καθότι σε μια τέτοια περίπτωση θεμελιώνεται νέα εγκληματική μονάδα, ενόψει
της διακινδύνευσης όσων εισέρχονται στη συγκεκριμένη εγκατάσταση.

82
συναπαξιολογείται στην αμελή διακινδύνευση ανθρώπων, ούτε όμως και το
αντίστροφο, λόγω ακριβώς της διαφορετικής υποκειμενικής επικάλυψης των
αποτελεσμάτων της πράξης από το δράστη, οπότε και δεν μπορεί να
λειτουργήσει η σχέση συναπαξιολόγησης.

83
13. Οι ιδιαιτερότητες του εμπρησμού δασών (αρ. 265 ΠΚ)

Άρθρο 265

Εμπρησμός σε δάση

1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του
νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα,
τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, β) με
κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ)
με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε
σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη
βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση,
δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η
πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος
μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια
κάθειρξη.

2. Αν ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον


παράνομο περιουσιακό όφελος επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και
χρηματική ποινή.

3. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια


την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε
έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με
φυλάκιση.

Μία από τις επιδιωκόμενες συνέπειες της ομογενοποίησης των


υποστάσεων των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων στα πλαίσια του νέου ΠΚ
γίνεται εμφανής στο αδίκημα του εμπρησμού δασών, το οποίο μέχρι και
σήμερα διέφερε ουσιωδώς από τον κοινό εμπρησμό ως προς την
αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση. Σήμερα οι υποστάσεις των
εγκλημάτων εν πολλοίς συμπίπτουν, γεγονός που καθιστά ευχερέστερη την
ερμηνεία του αρ. 265 στη βάση των όσων έγιναν δεκτά στα πλαίσια του αρ.
264 ΠΚ. Παράλληλα όμως ανακύπτουν ακριβώς λόγω αυτής της σύμπτωσης
και νέα ουσιώδη ερμηνευτικά ζητήματα ως προς το κομβικό ζήτημα του
προστατευόμενου εννόμου αγαθού, που αντανακλούν και στην επίλυση της
συρροής των δύο διατάξεων. Για το λόγο αυτό στη παρούσα ενότητα θα δοθεί

84
κυρίως βάση στα εν λόγω θέματα, καθώς και στις εναπομείνασες διαφορές
μεταξύ των δύο διατάξεων. Για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, όπως π.χ. τα
θέματα υποκειμενικής υπόστασης, απόπειρας και συμμετοχής
παραπέμπουμε στα όσα εκτέθηκαν στις οικείες ενότητες.

Κρίνεται σκόπιμο καταρχήν να παρουσιαστεί συνοπτικά η κατάσταση


που είχε διαμορφωθεί υπό το προγενέστερο καθεστώς. Η συζήτηση για το
προστατευόμενο έννομο αγαθό κινούταν κατά βάση μεταξύ δύο
κατευθύνσεων. Αφενός θεωρείται ότι με το αρ. 265 επιδιώκεται η προστασία
των εννόμων αγαθών που προστατεύονται και με το αρ. 264 ΠΚ, αλλά σε πιο
προωθημένο επίπεδο, λόγω της αυξημένης επικινδυνότητας που επάγεται ο
εμπρησμός δασών, ενόψει της ιδιαίτερα μεγάλη έκτασης που δύναται να
προσλάβει σε σχέση με τον κοινό εμπρησμό.156 Αφετέρου προκρίνεται ως
προστατευόμενο έννομο αγαθό το δάσος καθεαυτό157, με το επιχείρημα
μεταξύ άλλων ότι στη εν λόγω διάταξη δεν γίνεται καμία αναφορά στη
διακινδύνευση άλλων εννόμων αγαθών, καθότι τόσο το βασικό αδίκημα όσο
και οι διακεκριμένες μορφές του αφορούν είτε την προσβολή του ίδιου του
δάσους είτε την αυξημένη ενοχή του δράστη. Το αυτό ισχύει ακόμα και αν
εκληφθεί το δάσος ως αντικείμενο ιδιοκτησίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, ενόψει
της ευρέως αποδεκτής θέσης ότι το αδίκημα τελείται και όταν ο δράστης
προκαλεί πυρκαγιά σε δάσος της ιδιοκτησίας του και μόνο158. Με αυτό το
σκεπτικό, η αναγωγή στα ατομικά έννομα αγαθά ως κυρίως προστατευόμενα
αναιρείται, αφού νοείται τιμώρηση κατ’ αρ. 265 ΠΚ ακόμα και αν δεν
προέκυψε διακινδύνευση ή βλάβη οποιουδήποτε ατομικού εννόμου αγαθού,
και κατά συνέπεια απομένει ως μόνη λύση να γίνει δεκτή η προστασία του
ίδιου του δάσους159.

156
Δέδες Χ., ό.π., σελ. 68, όπου και περαιτέρω αναφορά στη προστασία της ιδιοκτησίας όλων επί των
δασών / Γάφος Η., ό.π., σελ. 108 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 399. Βλ. και την παρεμφερή άποψη
του Παππά Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 652-653, περί προστασίας της κοινής ιδιοκτησίας επί
όλων των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος.

157
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 853 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 217 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2342
/ Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 633

158
Για το ότι το αδίκημα τελείται ακόμα και σε περίπτωση όπου το δάσος ανήκει στη κυριότητα του
δράστη βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.α.π., σελ. 853 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 69 / Μπουρόπουλος Α., ό.π.,
σελ. 400 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 706. Βλ. και ΑΠ 753/1978

159
Βλ. εκτενώς για την επιχειρηματολογία υπέρ της θεώρησης ως προστατευόμενου εννόμου αγαθού
του δάσους καθαυτού Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 214 επ.

85
Οι θέσεις επί του εννόμου αγαθού γίνονται καλύτερα αντιληπτές από
τον χαρακτηρισμό που υιοθετείται ως προς τη βασική μορφή του εγκλήματος,
ήτοι της πρόκλησης πυρκαγιάς σε δάσος. Δεδομένου ότι στο παλαιό αρ. 265
ΠΚ δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε κοινό κίνδυνο, ο χαρακτηρισμός του
εγκλήματος ως αφηρημένης διακινδύνευσης160 δεν μπορεί παρά να σημαίνει
ότι ως προστατευόμενα έννομα αγαθά νοούνται τα αντίστοιχα του αρ. 264 ΠΚ.
Εξ΄ ου και αναφέρεται η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του εμπρησμού δασών ως
αιτιολόγηση για τη τιμώρηση του ακόμα και εάν δεν προέκυψε καν κοινός
κίνδυνος για ξένα πράγματα ή ανθρώπους161. Η θεώρηση αντιθέτως του ίδιου
του δάσους ως προστατευόμενου εννόμου αγαθού οδηγεί στο χαρακτηρισμό
της βασικής μορφής ως εγκλήματος βλάβης όσον αφορά το τμήμα του
δάσους το οποίο καίγεται, και παράλληλα διακινδύνευσης (συγκεκριμένης ή
δυνητικής) για το υπόλοιπο δάσος162.

Στο επίπεδο τώρα της συρροής, η ρήτρα επικουρικότητας του αρ. 265
έναντι του αρ. 264 ΠΚ σημαίνει ότι η πρώτη διάταξη εφαρμόζεται όταν
προκαλείται μεν πυρκαγιά σε δάσος αλλά ελλείπει το στοιχείο του κοινού
κινδύνου163. Όταν αντιστρόφως συντρέχουν οι όροι του αρ. 264, το αρ. 265
ΠΚ απωθείται καταρχήν ως επικουρικό, εφόσον όμως δεν προβλέπει
βαρύτερη τιμώρηση. Η εξεύρεση του εννόμου αγαθού έχει κυρίως σημασία σε
περίπτωση όπου συντρέχουν μεν οι όροι του αρ. 264, προβλέπεται εντούτοις
βαρύτερη τιμώρηση στα πλαίσια του αρ. 265 ΠΚ. Εν προκειμένω έχει
υποστηριχθεί στη βάση της αντίληψης ότι με αμφότερα τα αδικήματα
προστατεύονται τα ίδια έννομα αγαθά η θέση ότι το αρ. 265 είναι ειδικό σε
σχέση με το αρ. 264 ΠΚ, κάτι που έχει ως συνέπεια ότι η συρροή θα είναι σε
κάθε περίπτωση φαινομενική, ακόμα και σε περίπτωση μη εφαρμογής της
ρήτρας επικουρικότητας του αρ. 265 ΠΚ, η οποία και αντιμετωπίζεται ως

160
Γάφος Η., ό.π., σελ. 108 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 68 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 791 /
Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 399 / Φαρσεδάκης Χ.-Σατλάνης Ι., ό.π., σελ. 172

161
Βλ. Γάφος Η., ό.α.π., σελ. 107 / Δέδες Χ., ό.α.π., σελ. 67 επ. / Μπουρόπουλος Α., ό.α.π., σελ. 400

162
Βλ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 852 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. σελ. 236 / Κωστάρας Α., ό.π.,
σελ. 633

163
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.α.π., σελ. 853 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 70 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2343-
2344 / Μαργαρίτης Μ.- Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 797 / Τούσης Α.-Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 706

86
παρέκκλιση από τον κανόνα της ειδικότητας και δεν επηρεάζει κατά τα λοιπά
την εφαρμογή του164.

Η αποδοχή αντιθέτως του δάσους ως προστατευόμενου εννόμου


αγαθού οδηγεί στην κατάφαση αληθινής συρροής μεταξύ των αρ. 264 και 265
ΠΚ (και 266 ΠΚ παρ. 1 με παρ. 2 αντίστοιχα) σε αυτό το ενδεχόμενο. Και
τούτο διότι η ρήτρα επικουρικότητας ως εκτέθηκε και ανωτέρω δεν λειτουργεί
αμφίδρομα αλλά μόνο υπέρ της διάταξης που απωθεί την επικουρική, οπότε
και σε περίπτωση όπου η επικουρική διάταξη απειλείται με βαρύτερη
τιμώρηση εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες συρροής, άρα εν προκειμένω
πρόκειται περί αληθινής συρροής λόγω ετερότητας εννόμων αγαθών. Ενόψει
δε των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων που έλαβαν χώρα με το πέρασμα των
ετών σε ότι αφορά τις απειλούμενες ποινές, πρόκυπτε οπωσδήποτε βαρύτερη
τιμώρηση της βασικής μορφής του εμπρησμού δασών από την αντίστοιχη του
κοινού εμπρησμού, καθώς του εμπρησμού δασών εξ’ αμελείας σε σχέση με
τον κοινό εμπρησμό εξ’ αμελείας, και αυτά χωρίς να συνυπολογίζεται το
ενδεχόμενο θεμελίωσης κάποιας εκ των διακεκριμένων μορφών του αρ. 265
ΠΚ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προκρίνεται η αληθινή συρροή, για τους
λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω165.

Η κατάσταση υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ εμφανίζεται ουσιωδώς


διαφοροποιημένη. Κατά πρώτο λόγο από τα προβλεπόμενα στην Αιτιολογική
Έκθεση περί των προστατευόμενων εννόμων αγαθών, τα οποία σκόπιμο να
μεταφερθούν αυτολεξεί: «(α) στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα εντάχθηκαν
μόνο τα εγκλήματα εκείνα όπου ο κίνδυνος αφορά καταρχήν στον άνθρωπο ή

164
Σταμάτης Κ., ό.π., σελ. 319

165
Βλ. έτσι Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 240 επ. / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 637, ο οποίος πάντως
υποστηρίζει ότι η αληθινή συρροή καταλαμβάνει πέραν του παλαιού αρ. 264 στ. α’ και το στ. β’. Βλ. από
τη νομολογία για αληθινή συρροή μεταξύ των άρθρων 264 και 265 ΠΚ όταν δεν εφαρμόζεται η ρήτρα
επικουρικότητας. Βλ. επίσης για το ίδιο συμπέρασμα και σε θέσεις που δεν δέχονται ως έννομο αγαθό
το δάσος καθαυτό, όπως σε Μαργαρίτης Μ-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 797 (όπου προβάλλεται η κοινή
ου
ασφάλεια ως το προστατευόμενο έννομο αγαθό με όλες τις διατάξεις του 13 κεφαλαίου του ΠΚ) /
Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 655 (όπου λόγος για το δάσος ως κοινή ιδιοκτησία όλων), οι
οποίοι δέχονται αληθινή συρροή μεταξύ εμπρησμού δασών και αγροτικών εκτάσεων, ήτοι μεταξύ των
αρ. 264 στ. α’ και 265 στ. α’, εν αντιθέσει με περιπτώσεις όπου επήλθε κοινός κίνδυνος ή θάνατος
ανθρώπου, οπότε και εφαρμόζεται το αρ. 264 ΠΚ στ. β’ μόνο. Και στη νομολογία δεκτή η αληθινή
συρροή σε τέτοιες περιπτώσεις, βλ. ΑΠ 940/2015, ΑΠ 38/2007. ΑΠ 1193/2002. Πρβλ. Κονταξής Α.,
ό.π., σελ. 2343-2344, όπου όταν προκύπτει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή άνθρωπο λόγο για
εφαρμογή του αρ. 264 όταν το αδίκημα τελείται με δόλο ή του αρ. 266 ΠΚ παρ. 2 όταν υπάρχει αμέλεια
του δράστη, οπότε και φαίνεται να προκρίνεται στη δεύτερη περίπτωση μη λειτουργίας της ρήτρας
επικουρικότητας η εφαρμογή της διάταξης του εμπρησμού δασών εξ’ αμελείας και μόνο.

87
στις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως αν διαχέεται προς τα έννομα αυτά αγαθά
μέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει στον
εμπρησμό δάσους.». Δεύτερον, στο αρ. 265 παρ. 1 στ. α’ παραμένει
καταρχήν ως βασική μορφή του αδικήματος η πρόκληση πυρκαγιάς σε
δάσος, χωρίς την απαίτηση πρόκλησης κοινού κίνδυνου, κατά τα λοιπά όμως
μεταφέρθηκαν αυτούσια τα προβλεπόμενα στο αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 και στην εν
λόγω διάταξη. Τρίτον, απαλείφθηκε η ρήτρα επικουρικότητας. Στη βάση
αυτών, το αρ. 265 αφορά πλέον πέραν του δάσους καθεαυτού και έννομα
αγαθά που προστατεύονται με το αρ. 264 ΠΚ. Προκύπτει δε η ανάγκη
εξακρίβωσης του προστατευόμενου εννόμου αγαθού σε κάθε μία εκ των
επιμέρους μορφών του αδικήματος στη παρ. 1 μέσω της εγγύτερης
προσέγγισης τους, ώστε να επιλυθεί ευχερώς το ζήτημα της συρροής.

Ειδικότερα, επί του στ. α’ της παρ. 1 ισχύουν όσα εκτέθηκαν ανωτέρω
ως προς τη βασική μορφή του παλαιού αρ. 265 ΠΚ. Σε σχέση με την
πρόκληση πυρκαγιάς παραπέμπουμε καταρχήν στις σχετικές με τον κοινό
εμπρησμό αναπτύξεις. Ιδίως πάντως επί της πρόκλησης πυρκαγιάς σε δάσος,
επισημαίνεται στη θεωρία ότι θα πρέπει η φωτιά να έχει λάβει μια ελάχιστη
έκταση ώστε να θεμελιώνεται γενική διακινδύνευση του όλου δάσους, κάτι
που δεν συντρέχει όταν π.χ. καίγονται μόνο ελάχιστα δέντρα, χωρίς
δυνατότητα περαιτέρω επέκτασης, οπότε και δεν μπορεί καν να γίνει λόγος
περί πυρκαγιάς166. Περαιτέρω, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη δεν
απαιτείται η φωτιά να ετέθη στο ίδιο το δάσος, όπως υποστηρίζεται
μεμονωμένα στη νομολογία, αλλά δύναται να εκκίνησε με οποιονδήποτε
τρόπο, εφόσον πάντως προκλήθηκε εν τέλει πυρκαγιά στο δάσος167. Επί της
έννοιας τώρα του ίδιου του δάσους, της δασικής έκτασης και της έκτασης που
έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, το αρ. 265 ΠΚ παραπέμπει στις διατάξεις του
νόμου εν γένει. Μέχρι και σήμερα οι σχετικοί ορισμοί προκύπτουν από το αρ.
3 του ν. 998/1979 περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων, όπου και

166
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 853 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 221 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ.
635

167
Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2344 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 635. Βλ. και από τη νομολογία για το ότι
η φωτιά μπορεί να τέθηκε εκτός δάσους, και αρκεί να επεκτάθηκε σε αυτό από οποιαδήποτε αιτία τις ΑΠ
940/2015, ΣτΕ 1747/2012. Πρβλ. ΠλημΠολυγυρ 652/1988, όπου και μεταβλήθηκε η κατηγορία από
εμπρησμό δάσους εξ’ αμελείας σε κοινό εμπρησμό εξ’ αμελείας επειδή η φωτιά ξεκίνησε εκτός του
δάσους και εν συνεχεία επεκτάθηκε σε αυτό. Η εν λόγω απόφαση αποτέλεσε και την αφορμή για την
όλη συζήτηση.

88
ρυθμίζεται εξαντλητικά το θέμα168. Τέλος, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, γίνεται
ευρέως δεκτό ότι το αδίκημα τελείται ακόμα και όταν το δάσος ανήκει στην
αποκλειστική κυριότητα του δράστη, κάτι που έχει ως περαιτέρω συνέπεια ότι
και η τυχόν συναίνεση του ιδιοκτήτη του δάσους είναι αδιάφορη για την
κατάφαση του εγκλήματος.

Λαμβάνοντας τώρα μια θέση επί του προστατευόμενου εννόμου


αγαθού με το βασικό έγκλημα του στ. α’ και του συνακόλουθου θέματος του
χαρακτηρισμού του εν λόγω εγκλήματος ως αφηρημένης διακινδύνευσης ή
σύμμικτο βλάβης και διακινδύνευσης, ορθότερη η δεύτερη εκδοχή, οπότε και
προκύπτει ως βασικό προστατευόμενο έννομο αγαθό το δάσος καθαυτό. Ως
πρώτο επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης λειτουργεί καταρχήν η ρητή
αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης στο ίδιο το δάσος ως προσβαλλόμενο
έννομο αγαθό, έστω και ως μέσου για την προσβολή του ανθρώπου και των
ξένων ιδιοκτησιών. Περαιτέρω, η αντίθετη θεώρηση αυτής της μορφής ως
εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης των ξένων ιδιοκτησιών και του
ανθρώπου αναιρείται ως προς τον άνθρωπο από τον ίδιο το νόμο, ενόψει της
περ. β’ της παρ. 1 περί πρόκλησης κινδύνου κατά ανθρώπου. Η έλλειψη από
την άλλη οποιασδήποτε αναφοράς του αρ. 265 ΠΚ στις ξένες ιδιοκτησίες
προβληματίζει. Το ενδεχόμενο καταρχήν να αξιολογείται η προσβολή τους στη
βλάβη του ίδιου του δάσους κατά την περ. α’ ήδη αποκλείστηκε αμέσως
ανωτέρω. Ούτε όμως και στα πλαίσια των υπολοίπων μορφών του αρ. 265
παρ. 1 ΠΚ μπορεί να γίνει λόγος περί συναπαξιολόγησης της προσβολής των
ξένων ιδιοκτησιών, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή με όλες τις άλλες
διατάξεις του 13ου κεφαλαίου, στις οποίες η πρόκληση κοινού κινδύνου κατά
ξένων πραγμάτων προβλέπεται ρητώς, οπότε και θα πρόκυπτε ουσιώδης και
αναιτιολόγητη απόκλιση από το σύστημα που διαμορφώθηκε με την
ομογενοποίηση των επιμέρους διατάξεων. Μόνη λύση επομένως για να γίνει
δεκτό ότι προστατεύονται και οι ξένες ιδιοκτησίες στα πλαίσια του στ. α’, όπως
άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα άλλα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και σχεδόν
σίγουρα θα ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη, παρέχει η αναγωγή
στη διακινδύνευση του τμήματος του δάσους που δεν κάηκε, με το σκεπτικό
ότι σε κάθε σχεδόν περίπτωση θα πρόκειται παράλληλα και περί ξένης
ιδιοκτησίας.

Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της παρ. 1 του αρ. 264 και του
αρ. 265 ΠΚ αντίστοιχα έγκειται στην τυποποίηση της εξάπλωσης της φωτιάς

168
Βλ. και ΣυμβΠλημΡοδ 24/2007 για μια εκτενή απαρίθμηση των περιπτώσεων που υπάγονται στις
εν λόγω διατάξεις

89
σε μεγάλη έκταση169 ως μια από τις επιμέρους μορφές εμπρησμού δασών
κατά το στ. γ’. Το συγκεκριμένο επιβαρυντικό στοιχείο προβλεπόταν και υπό
το παλαιό αρ. 265 ΠΚ, και μάλιστα εις διπλούν, καθότι στο τελευταίο εδάφιο
της παρ. 1 γινόταν λόγος για εξάπλωση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση, ενώ
στην παρ. 2 για εξάπλωση σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση. Ο βασικός
προβληματισμός σε σχέση με αμφότερες τις περιπτώσεις έγκειται στο κατά
πόσο πρόκειται για εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες ή διακεκριμένες
μορφές του εμπρησμού. Υποστηρίζεται καταρχήν ότι και τα δύο στοιχεία είναι
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές170. Κατ’ άλλη εκδοχή171 μόνο το
τελευταίο εδ. της παρ. 1 τυποποιείται ως εκ του αποτελέσματος, ενώ στην
παρ. 2 πρόκειται περί διακεκριμένης μορφής. Ως βασικό επιχείρημα υπέρ της
θεώρησης της πρώτης περίπτωσης ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη
μορφή προβάλλεται ότι ο εμπρησμός δασών τυποποιείται ως αυτοτελές
έγκλημα αμέλειας. Σε τούτο όμως ορθώς αντιτείνεται ότι αυτό από μόνο του
δεν επαρκεί για τον χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου, αλλά απαιτείται μια ποιοτική αναβάθμιση της προσβολής του
εννόμου αγαθού, ώστε να έχει μια ελάχιστη αυτοτέλεια σε σχέση με το βασικό
έγκλημα, και όχι απλώς ποσοτική, όπως συμβαίνει σε αμφότερες τις
ερευνώμενες περιπτώσεις, εξ’ ου και προτείνεται η αντιμετώπιση τους ως
διακεκριμένων μορφών172. Βασική δε συνέπεια της θεώρησης της εν λόγω
περίπτωση του στ. γ’ ως διακεκριμένης μορφής είναι ότι απαιτείται δόλος ως
προς την επέκταση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση, μη αρκούσης της αμέλειας
του δράστη. Επί του θέματος του εννόμου αγαθού, πρόκειται για επίταση της

169
Θεωρείται ως πραγματικό ζήτημα σε ό,τι αφορά τον καθορισμό του μεγέθους της έκτασης που
κατακάηκε στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά παράλληλα και αόριστη νομική έννοια ως
προς την εφαρμογή του νόμου, και συνεπώς ελεγχόμενη αναιρετικά από τον ΑΠ, βλ. έτσι Καϊάφα-
Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 227 / Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2345 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 635

170
Μπέκας Ι., ό.π., σελ. 137 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 797

171
Δέδες Χ., ό.π., σελ. 69-70 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2344 / Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 130, όπου
και η επιχειρηματολογία / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 654

172
Βλ. κυρίως Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 225 επ.. Σύμφωνος και ο Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 633-
634. Βλ. και ΕφΚρητ 240/2016, όπου καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι δρώντες από ιδιοτέλεια και
κακοβουλία για εμπρησμό δασικής έκτασης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με εφαρμογή του αρ. 265 ΠΚ παρ.
2. Παρότι στη συγκεκριμένη απόφαση το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο η ιδιαίτερα
μεγάλη έκταση τυποποιείται ως εκ του αποτελέσματος ή διακεκριμένη μορφή, η έλλειψη οποιασδήποτε
αναφοράς στο αρ. 29, η καταδίκη των κατηγορουμένων που έδρασαν με πρόθεση καθώς και η αναφορά
σε έκταση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ενδεικνύει μια μάλλον ποσοτικής φύσεως αντίληψη της μεγάλης
έκτασης.

90
προσβολής του ίδιου του δάσους και μόνο, κατά παρόμοια λογική με τα όσα
έγιναν δεκτά σε σχέση με το στ. α’ της παρ. 1 του αρ. 265 ΠΚ.

Κατά τα λοιπά, τα στ. β’ έως δ’ της παρ. 1 του αρ. 265 αποτελούν
αυτούσια μεταφορά των αντίστοιχων περιπτώσεων του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1.
Ισχύουν επομένως και εδώ όσα εκτέθηκαν στις οικείες ενότητες για τον κοινό
εμπρησμό, με τη διαφορά ότι τα εν λόγω αποτελέσματα πρέπει να οφείλονται
σε πυρκαγιά που προκλήθηκε σε δάσος. Σε ότι αφορά τα προστατευόμενα
έννομα αγαθά, εκ πρώτης όψεως αλλά και βάσει λογικής εμφανίζονται να
συμπροστατεύονται αφενός οι κοινωφελείς εγκαταστάσεις, η σωματική
ακεραιότητα και η ζωή του ανθρώπου και αφετέρου το ίδιο το δάσος.
Παρατηρείται εντούτοις ότι με τις εν λόγω διατάξεις απειλούνται ακριβώς τα
ίδια πλαίσια ποινών που προβλέπονται στις αντίστοιχες ρυθμίσεις του αρ. 264
ΠΚ, οπότε και δεν φαίνεται να προκύπτει σε επίπεδο ποινών κάποιο
πρόσθετο μέγεθος απαξίας από την προσβολή του δάσους καθεαυτού. Η μη
επαύξηση της ποινής θα μπορούσε καταρχήν να δικαιολογηθεί αν γινόταν
δεκτή μια σχέση συναπαξιολόγησης της προσβολής του δάσους στην
προσβολή των λοιπών εννόμων αγαθών. Μία τέτοια σχέση μπορεί γενικά να
οφείλεται είτε στο ότι η προσβολή του ενός εννόμου αγαθού συνέχεται
αναπόδραστα με την προσβολή του άλλου, είτε στις τυχόν βαρύτερες
απειλούμενες ποινές που προβλέπονται στη μία διάταξη έναντι της άλλης.
Τούτο όμως δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνει δεκτό, αφού η προσβολή του
δάσους προφανώς και δεν αποτελεί λογικά αναγκαίο προστάδιο της
προσβολής των λοιπών εννόμων αγαθών, δεδομένης και της ύπαρξης του
εγκλήματος του κοινού εμπρησμού. Η απειλή από την άλλη ακριβώς των
ίδιων πλαισίων ποινής τόσο στο αρ. 264 όσο και στο αρ. 265 ΠΚ αποκλείει τη
θεμελίωση μίας τέτοιας σχέσης και στη βάση των απειλούμενων ποινών.

Η μόνη πιθανή εξήγηση που απομένει μπορεί να εντοπιστεί στη


διατύπωση που αξιοποιείται στα πλαίσια της Αιτιολογικής Εκθέσεως, όπου η
προσβολή του δάσους αναφέρεται ως μέσο για την προσβολή των ξένων
ιδιοκτησιών και του ανθρώπου. Το συμπέρασμα που κατ’ ανάγκη προκύπτει
έγκειται στο ότι η απαξία της προσβολής του δάσους χάνει την αυτοτέλεια της
στις ερευνώμενες εδώ περιπτώσεις, καθότι διαχέεται στα έννομα αγαθά που
επιδιώκει κατά βάση να προστατεύσει ο νομοθέτης στα πλαίσια του 13 ου
κεφαλαίου, και ουσιαστικά «υποβιβάζεται» σε ένα ειδικότερο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης ως προς τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος.
Πρόκειται επομένως για μια ιδιόρρυθμη απορρόφηση της απαξίας της
προσβολής του δάσους από τις προσβολές των λοιπών εννόμων αγαθών στα
πλαίσια των ρυθμίσεων του αρ. 265 ΠΚ παρ. 1 στ. β’ έως δ’ και μόνο, ως το
μέσο σε σχέση με το αποτέλεσμα, οφειλόμενη στην επιλογή του νομοθέτη.

91
Τούτο καθίσταται σαφέστερο από τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η
συρροή των αρ. 264 και 265 ΠΚ στις εξής επιμέρους πιθανές περιπτώσεις:

α) Όταν από τον εμπρησμό δασών προκύπτει κοινός κίνδυνος για ξένα
πράγματα: Θα πρόκειται περί αληθινής κατ’ ιδέα συρροής των αρ. 264 παρ. 1
στ. α’ και αρ. 265 παρ. 1 στ. α’ ή γ’ αν η φωτιά επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση,
λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, καθότι ούτε ο
κοινός κίνδυνος ξένων ιδιοκτησιών φαίνεται να συναπαξιολογείται στο στ. α’
του αρ. 265, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ούτε όμως και η προσβολή του δάσους
στο αρ. 264 ΠΚ. Εδώ βεβαίως τίθεται το ζήτημα της διπλής αξιολόγησης της
πυρκαγιάς, δεδομένου εντούτοις ότι ο κοινός κίνδυνος κατά ξένων ιδιοκτησιών
δεν φαίνεται να τυποποιείται αυτοτελώς σε κάποια άλλη διάταξη με
ελαφρύτερη τιμώρηση σε σχέση με το στ. α’ της παρ. 1 του αρ. 264 ΠΚ,
αναγκαστικά ως εφαρμοστέα θα παραμείνει η τελευταία διάταξη. Δεδομένου
πάντως ότι το μεν αρ. 265 παρ. 1 στ. α’ προβλέπει ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον 3 ετών, ενώ η εφαρμογή του αρ. 94 ΠΚ παρ. 2 σημαίνει ότι ως
ανώτατο όριο ποινής προκύπτουν τα 5 έτη φυλάκισης, μπορεί ευχερώς το όλο
ζήτημα να αντιμετωπιστεί κατά την επιμέτρηση της ποινής από τον δικαστή.
Κατά τα λοιπά, η τυχόν πρόκληση βλάβης σε ξένη ιδιοκτησία θα οδηγεί σε
αληθινή συρροή μεταξύ των αρ. 378 παρ. 1 και 265 ΠΚ, σύμφωνα και με τα
όσα εκτέθηκαν σε σχέση με τον κοινό εμπρησμό. Σημειωτέο τέλος ότι το στ. α’
της παρ. 1 του αρ. 265 ΠΚ συρρέει φαινομενικά με το στ. γ’ περί επέκτασης
της φωτιάς σε μεγάλη έκταση, λόγω ταυτότητας εννόμου αγαθού, και μπορεί
ευχερώς εδώ να διακριθεί σχέση συναπαξιολόγησης, αφού η επέκταση της
φωτιάς σε μεγάλη έκταση αναγκαία προϋποθέτει την αρχική πρόκληση της
πυρκαγιάς σε δάσος, την οποία και επομένως απορροφά.

β) Όταν από τον εμπρησμό δασών προκύπτει κοινός κίνδυνος για


άνθρωπο, σημαντική βλάβη εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, βαριά σωματική
βλάβη ή θάνατος ανθρώπου: Εν προκειμένω πραγματώνεται η αντικειμενική
υπόσταση των αρ. 264 παρ. 1 στ. β’ έως δ’ και αρ. 265 ΠΚ παρ. 1 στ. β’ έως
δ’ αντίστοιχα. Όπως κατέστη εμφανές εκ των ανωτέρω, οι κοινωφελείς
εγκαταστάσεις και ο άνθρωπος προστατεύονται με αμφότερες τις διατάξεις,
οπότε και ενόψει της συνδρομής ταυτότητας προσβαλλόμενων εννόμων
αγαθών από την ίδια πράξη η συρροή διαμορφώνεται ως φαινομενική κατ’
ιδέα. Ως προς την επίλυση της συρροής, η εφαρμογή των αρχών της
απορρόφησης και της σιωπηρής επικουρικότητας υπέρ του αρ. 265 εν
προκειμένω απορρίπτεται, δεδομένου ότι η προσβολή του δάσους δεν
επάγεται αυξημένη απαξία όταν συντρέχει με προσβολή άλλων εννόμων
αγαθών, όπως προκύπτει από το ότι απειλούνται οι ίδιες ακριβώς ποινές στις
αντίστοιχες περιπτώσεις του αρ. 264 ΠΚ. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο πρέπει να

92
απορριφθεί η εφαρμογή των εν λόγω αρχών και υπέρ του αρ. 264 ΠΚ. Ως εκ
τούτου, μόνη και ορθή διέξοδο αποτελεί η εφαρμογή της αρχής της
ειδικότητας υπέρ των ρυθμίσεων του αρ. 265 ΠΚ. Και τούτο διότι στις
τελευταίες εμπεριέχονται όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στις αντίστοιχες
του αρ. 264 ΠΚ, με μόνη διαφορά το στοιχείο της πρόκλησης πυρκαγιάς σε
δάσος, οπότε και διαμορφώνεται σχέση λογικής υπαλληλίας, η οποία και
λειτουργεί ανεξαρτήτως των τυχόν σχέσεων απαξιολόγησης173.

γ) Όταν από τον εμπρησμό δασών η φωτιά λαμβάνει μεγάλη έκταση


και παράλληλα προκαλείται κίνδυνος ανθρώπου, σημαντική βλάβη σε
εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, βαριά σωματική βλάβη ή θάνατος ανθρώπου:
Όπως και ανωτέρω, έτσι και εδώ οι διατάξεις του αρ. 264 απωθούνται ως
γενικές έναντι των ειδικότερων του αρ. 265 ΠΚ. Το στοιχείο που
διαφοροποιείται σε σχέση με τη προηγούμενη περίπτωση έγκειται στο ότι εν
προκειμένω πληρούται και η αντικειμενική υπόσταση του στ. γ’ περί
επέκτασης της φωτιάς σε μεγάλη έκταση, οπότε και τίθεται θέμα συρροής με
τις λοιπές μορφές του αρ. 265 ΠΚ. Εδώ διακρίνονται δύο πιθανές εκδοχές. Αν
θεωρηθεί ότι η απαξία της προσβολής του ίδιου του δάσους εξαλείφεται σε
κάθε περίπτωση όπου συμπροσβάλλονται άλλα έννομα αγαθά, τότε δεν θα
πρέπει να τιμωρηθεί ο δράστης για την επέκταση της φωτιάς σε μεγάλη
έκταση. Τούτο βεβαίως δεν μπορεί να στηριχτεί στις αρχές της φαινομενικής
συρροής, καθότι η επέκταση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση δεν αποτελεί
αναγκαία προϋπόθεση για την επέλευση των λοιπών αποτελεσμάτων. Ούτε
όμως συναπαξιολογείται στα πλαίσια των απειλούμενων γι’ αυτά ποινών,
καθότι μόνο ο θανατηφόρος εμπρησμός δασών απειλείται με βαρύτερη ποινή,
ενώ οι λοιπές περιπτώσεις απειλούνται με την ίδια ή ακόμη και ελαφρύτερη
ποινή, όπως συμβαίνει με την πρόκληση κοινού κινδύνου κατά ανθρώπων.

Μια τέτοια λύση είναι βεβαίως προφανές ότι θα καθιστούσε την


επέκταση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση ως άνευ σημασίας στη πλειοψηφία
των περιπτώσεων, κάτι που δεν μπορεί να αποτέλεσε τη βούληση του
νομοθέτη. Ως εκ τούτου, ορθότερο φαίνεται σε περίπτωση όπου συντρέχει
επέκταση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση η προσβολή του δάσους να έχει
αυτοτελή απαξία ακόμα και όταν προσβάλλονται και λοιπά έννομα αγαθά,
οπότε και προκύπτει αληθινή συρροή με τις λοιπές περιπτώσεις του αρ. 265
ΠΚ λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Δεδομένης της
ερμηνευτικής προσέγγισης που ακολουθείται εδώ, το ενδεχόμενο διπλής

173
Για τη λειτουργία της αρχής της ειδικότητας στη βάση των κανόνων λογικής υπαλληλίας και μόνο
βλ. Μπιτζιλέκης Ν., Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων, σελ. 102

93
αξιολόγησης της προσβολής του δάσους κατ’ αποτέλεσμα της αποδοχής
αληθινής συρροής αποκλείεται. Παραμένει βεβαίως το πρόβλημα της διπλής
αξιολόγησης της πρόκλησης πυρκαγιάς εν γένει, κατά παρόμοια λογική με τα
όσα έγιναν δεκτά σε σχέση με τη συρροή της σημαντικής βλάβης σε
εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας με την πρόκληση κοινού κινδύνου, βαριάς
σωματικής βλάβης ή θανάτου ανθρώπου στα πλαίσια του κοινού εμπρησμού.
Στη σχετική περίπτωση προκρίθηκε η λύση της εφαρμογής του σχετικού αρ.
293, όπου απαξιολογείται η προσβολή των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας
αυτοτελώς, αντί για τη διακεκριμένη του αρ. 264 ΠΚ παρ. 1 στ. γ’. Αντίστοιχη
διάταξη που να τυποποιεί αυτοτελώς τη προσβολή του δάσους θα μπορούσε
να θεωρηθεί μόνο το αρ. 69 του ν. 998/1979, για τη θεμελίωση του οποίου
απαιτείται εντούτοις η παραβίαση συγκεκριμένων υποχρεώσεων κατά το αρ.
23 του ίδιου νόμου, και ως εκ τούτου πολλές φορές δεν θα πληρούνται καν οι
προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης174. Η μόνη διέξοδος που απομένει
είναι η επίδειξη αυτοσυγκράτησης του δικαστή κατά την επιμέτρηση της
ποινής, δεδομένου ότι στην αληθινή κατ’ ιδέα συρροή η επαύξηση της ποινής
γίνεται ελεύθερα μέχρι του ανώτατου ορίου του είδους της ποινής κατά το αρ.
94 ΠΚ παρ. 2.

Η τελευταία διαφορά της νομοτυπικής υπόστασης του αρ. 265 σε


σχέση με το αρ. 264 ΠΚ έγκειται στη παρ. 2 του πρώτου. Σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ σε σχέση με τη
παρεμφερή πρόβλεψη του αρ. 292 Α ΠΚ, πρόκειται για τη θεμελίωση μιας
διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος στη βάση της αυξημένης ενοχής του
δράστη που επιδιώκει τον προσπορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους
για τον εαυτό του ή άλλον. Για την πλήρωση της νομοτυπικής της μορφής
απαιτείται και αρκεί ο δράστης να ενέργησε με τον προβλεπόμενο εκεί σκοπό,
οπότε και θα πρέπει να έχει άμεσο δόλο α’ βαθμού (αρ. 27 παρ. 2 ΠΚ).
Δεδομένου ότι ο νόμος αναφέρεται απλώς στον δράστη, και όχι στον «υπαίτιο
της πράξης», φαίνεται δυνατή η θεμελίωση της διακεκριμένης μορφής ακόμα
και σε περίπτωση απόπειρας του εγκλήματος του αρ. 265 ΠΚ. Η απαίτηση για

174
Βλ. για τη φαινομενική συρροή του αρ. 265 ΠΚ με την εν λόγω διάταξη και την απορρόφηση της
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 245 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2344 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 637. Πρβλ.
ΑΠ 1193/2002, όπου ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε τόσο για το αδίκημα του αρ. 265 ΠΚ όσο και για
την παράβαση των αρ. 23 και 69 του ν. 988/1979. Οι εν λόγω παραδοχές εξακολουθούν και σήμερα να
ισχύουν.

94
άμεσο δόλο α’ βαθμού καταλαμβάνει βεβαίως και τους τυχόν συμμετόχους,
ώστε να θεμελιωθεί και γι’ αυτούς η διακεκριμένη μορφή της παρ. 2175.

Αντίστοιχης φιλοσοφίας ρύθμιση προϋπήρχε και στο παλαιό αρ. 265


παρ. 2 ΠΚ, όπου προβλεπόταν ως διακεκριμένη μορφή η τέλεση της πράξης
από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία του δράστη. Η βαρύτερη τιμώρηση του δράστη
στη βάση αποκλειστικά και μόνο στοιχείων υποκειμενικής φύσεως είχε
αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής κριτικής στα πλαίσια της θεωρίας, ιδίως
ενόψει της προσφυγής στις αρκετά αόριστες έννοιες της ιδιοτέλειας και της
κακοβουλίας176. Η απάλειψη αμφότερων όχι μόνο από την ερευνώμενη
διάταξη αλλά και από το σύνολο του νέου ΠΚ αποτελεί σαφώς ευπρόσδεκτη
εξέλιξη. Τούτο όμως δεν αναιρεί τη προβληματικότητα που εξαρχής ενέχει η
θεμελίωση μιας διακεκριμένης μορφής στη βάση αποκλειστικά υποκειμενικών
στοιχείων, όπως συμβαίνει και με την ισχύουσα μορφή της παρ. 2, ως μια
πρακτική που δεν εμφανίζεται συμβατή με το αντικειμενικό σύστημα αδίκου
που εφαρμόζεται στον ΠΚ. Πέραν των δογματικής φύσεως αντιρρήσεων,
ανακύπτει και πρόβλημα ως προς την επίλυση της συρροής της
συγκεκριμένης διακεκριμένης μορφής με τις υπόλοιπες μορφές του
εγκλήματος. Δεδομένου ότι η απαξία της εν προκειμένω δεν προκύπτει από
τη προσβολή ενός διαφορετικού εννόμου αγαθού ή έστω από την επίταση της
προσβολής ενός ήδη προσβληθέντος, αλλά από την αυξημένη ενοχή του
δράστη, η αναγωγή στους γενικούς κανόνες συρροής δεν μπορεί να
προσφέρει κάποια λύση. Εξ’ ου και αναγκαία θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η
παρ. 2 του αρ. 265 ΠΚ συρρέει αληθινά κατ’ ιδέα με οποιαδήποτε άλλη μορφή
του αδικήματος. Η σημασία της εν λόγω ρύθμισης μπορεί πιθανότατα να
εντοπιστεί κυρίως στην περίπτωση όπου κατά τα λοιπά πραγματώνεται η
αντικειμενική υπόσταση του πλημμελήματος του στ. α’ της παρ. 1 του αρ. 265
ΠΚ και μόνο, οπότε και εάν ο δράστης είχε σκοπό περιουσιακού οφέλους θα
τιμωρείται για κακούργημα.

175
Βλ. και ΕφΚρητ 240/2016, όπου καταδίκη για το παρεμφερές αδίκημα του αρ. 265 ΠΚ παρ. 2 του
φυσικού και του ηθικού αυτουργού με επίκληση της δράσης λόγω ιδιοτέλειας και κακοβουλίας
αμφότερων.

176
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 229 επ. / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 636

95
14. Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής

Άρθρο 289

Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής

1. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 των άρθρων 264, 268, 270, 273, 275,
277 και 286 και της παραγράφου 3 του άρθρων 265, «και 279 και της παρ. 4
του άρθρου 285» ο υπαίτιος δεν τιμωρείται αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον
κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την
αποτροπή του.

*** Η φράση «, 279 και 285» της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο
95 περ.ι΄ Ν.4623/2019,ΦΕΚ Α 134/9.8.2019 (η αυτή τροποποίηση είχε επέλθει
και με το άρθρο δεύτερο παρ.2 περ. ι` της από 27.6.2019 ΠΝΠ, ΦΕΚ Α
106/27.6.2019).

2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων του παρόντος κεφαλαίου το δικαστήριο


μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του
αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις
αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της.

Ο νέος ΠΚ εισήγαγε ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με το


προγενέστερο καθεστώς σε ότι αφορά το αντικείμενο της παρατιθέμενης
ρύθμισης. Καταργήθηκε καταρχήν το παλαιό αρ. 267 ΠΚ το οποίο αφορούσε
αποκλειστικά και μόνο στο αδίκημα του εμπρησμού εξ’ αμελείας, και
προκαλούσε για αυτό το λόγο ουσιώδεις προβληματισμούς σε ότι αφορούσε
τη σχέση του με τα προβλεπόμενα στο παλαιό αρ. 289 ΠΚ. Η νέα γενική
ρύθμιση του αρ. 289 ΠΚ αφορά πλέον άνευ εξαιρέσεων όλα τα κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα. Η παρ. 1 της εν λόγω διάταξης προβλέπει ότι σε
περίπτωση αποτροπής του κινδύνου από το δράστη καταφάσκεται έμπρακτη
μετάνοια του, η οποία ως λόγος άρσης του αξιοποίνου επιφέρει την
υποχρεωτική ατιμωρησία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά πάντως μόνο τα
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα που τελούνται εξ’ αμελείας, αφού μόνο σε αυτές
τις περιπτώσεις δικαιολογείται η παροχή ενός τόσο ισχυρού αντικινήτρου
όπως η υποχρεωτική ατιμωρησία. Η παρ. 2 αντιθέτως αφορά τόσο τα
εγκλήματα δόλου όσο και αμέλειας, προβλέποντας τη δυνητική πλέον
ατιμωρησία του δράστη ο οποίος αποτρέπει την εξέλιξη του κινδύνου,

96
καθιερώνοντας έναν ειδικό λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής 177. Μόλις
χρειάζεται βεβαίως να σημειωθεί πως τα ακόλουθα αφορούν τόσο τον κοινό
εμπρησμό όσο και τον εμπρησμό δασών.

Εκκινώντας από τη ρύθμιση της παρ. 1 περί έμπρακτης μετάνοιας του


δράστη του εμπρησμού εξ’ αμελείας, πρόκειται για μια ρύθμιση που σύμφωνα
με την Αιτιολογική Έκθεση επικαλύπτει πλήρως τα προβλεπόμενα στο
καταργημένο αρ. 267 ΠΚ178. Έχοντας παράλληλα υπόψη ότι και η
προγενέστερη ρύθμιση του αρ. 289 παρ. 1 αντιμετωπιζόταν ουσιαστικά ως
μια «γενικότερη» ρύθμιση περί έμπρακτης μετάνοιας σε αντιστοιχία με την
ειδική ρύθμιση του αρ. 267 ΠΚ περί εμπρησμού, οι παραδοχές που είχαν
προκύψει σε θεωρία και νομολογία σε ότι αφορά την εφαρμογή της τελευταίας
διάταξης αποβαίνουν κρίσιμες και για την ερμηνεία της ισχύουσας σήμερα
γενικότερης ρύθμισης. Πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι υπήρχε διχογνωμία
ως προς το κατά πόσο θεμελιώνεται σε αμφότερες τις διατάξεις λόγος άρσης
του αξιοποίνου ή προσωπικός λόγο απαλλαγής από την ποινή179, την οποία
και επιλύει ρητώς η Αιτιολογική Έκθεση υπέρ της πρώτης εκδοχής180.

Ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της διάταξης, το παλαιό αρ. 267


προϋπέθετε καταστολή της πυρκαγιάς, ενώ τόσο στο προγενέστερο όσο και
στο ισχύον σήμερα αρ. 289 ΠΚ παρ. 1 γίνεται λόγος περί αποτροπής του
κινδύνου. Η συγκεκριμένη διαφοροποίηση ως προς τη διατύπωση δεν
επάγεται εντούτοις και διαφορά ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο της
έμπρακτης μετάνοιας, το οποίο έγκειται στην αποκατάσταση των
προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών από τον ίδιο τον δράστη με την ελεύθερη
βούληση του. Με αυτό το σκεπτικό και στα πλαίσια του αρ. 267 ΠΚ είχε

177
Βλ. Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 56

178
Ό.α.π., σελ. 53

179
Ως (προσωπικό) λόγο άρσης του αξιοποίνου αντιμετωπίζουν τη ρύθμιση μεταξύ άλλων οι Καϊάφα-
Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 147 / Καρανίκας Δ., ο.π., σελ. 471 / Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 403 / Τούσης
Α.-Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 708. Αντίθετα για το χαρακτηρισμό ως προσωπικό λόγο απαλλαγής από την
ποινή βλ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 856 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 110 / Δέδες Χ., ό.π., σελ. 62 / Κωστάρας
Α., Ειδικό Μέρος, σελ. 641 / Μαργαρίτης Μ.- Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802. Σε όλες τις σχετικές θέσεις
αναφέρεται περαιτέρω ότι η νομολογία συντάσσεται υπέρ της δεύτερης εκδοχής, βλ. ενδ. ΔΑΕΡ ΑΘ
191/2009, ΑΠ 41/2006, ΠλημΙωαν 67/2001, ΑΠ 1526/1994, καθώς και για την αντιπαραβολή των
απόψεων επί του θέματος μεταξύ θεωρίας και νομολογίας σε Διατ Εισπρ Ρόδου 742/2004. Οι ίδιες
θέσεις επί του αρ. 267 υιοθετούνται εν πολλοίς και επί του παλαιού αρ. 289 ΠΚ παρ. 1.

180
σελ. 56

97
αναγνωριστεί ως κρίσιμη η αποτροπή του κινδύνου, που προϋποθέτει στην
περίπτωση του εμπρησμού την καταστολή της πυρκαγιάς181. Ακόμα και αν
εστιάσει κανείς αποκλειστικά στην ισχύουσα σήμερα γενικότερη ρύθμιση,
φαίνεται μάλλον απίθανό να μπορεί να γίνει λόγος περί αποτροπής του
κινδύνου χωρίς την καταστολή της πυρκαγιάς, ενόψει των χαρακτηριστικών
της τελευταίας, καθότι ακόμα και αν αποτραπεί με κάποιο τρόπο ο κίνδυνος
ανθρώπων διαρκούσης της πυρκαγιάς (π.χ. μέσω της έγκαιρης εκκένωσης
της περιοχής) σχεδόν σίγουρα θα εξακολουθούν να κινδυνεύουν ξένα
πράγματα. Στη βάση αυτών, φαίνεται μονόδρομος η απαίτηση για καταστολή
της πυρκαγιάς ώστε να καταφάσκεται η αποτροπή του κινδύνου, οπότε και το
περιεχόμενο του παλαιού αρ. 267 και του ισχύοντος σήμερα αρ. 289 παρ. 1
ΠΚ είναι ουσιαστικά ταυτόσημο.

Ουσιώδη προβληματισμό προκαλεί εντούτοις το ότι στη μεν παρ. 1 του


αρ. 289 ΠΚ γίνεται αναφορά σε αποτροπή του κινδύνου ενώ στην παρ. 2
αντίστοιχα σε αποτροπή της εξέλιξης του, καθότι από το συνδυασμό των δύο
διατάξεων μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για την εφαρμογή
της πρώτης ρύθμισης απαιτείται να μην έχει επέλθει καν ο κίνδυνος 182.
Έχοντας ωστόσο υπόψη ότι η επέλευση του κινδύνου αποτελεί πλέον
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης όλων των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία
εφαρμογής της ρύθμισης περί έμπρακτης μετάνοιας στα ολοκληρωμένα
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα αμέλειας, λύση που βεβαίως αντίκειται στις
βασικές παραδοχές περί της λειτουργίας του όλου θεσμού. Και τούτο διότι η
έμπρακτη μετάνοια συνδέεται στενά με την αποκατάσταση των
προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών ενός ολοκληρωμένου εγκλήματος, και σε
αυτό ακριβώς το σημείο είναι που διαφέρει από τον παρεμφερή θεσμό της
υπαναχώρησης από μη πεπερασμένη απόπειρα, η αποκαταστατική

181
Βλ. έτσι για τη συσχέτιση της καταστολής της πυρκαγιάς με την άρση του κινδύνου σε Καϊάφα-
Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 148, 150, 157 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 472 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2354.
Διαφορετικό το ζήτημα του ότι είναι νοητό ο κίνδυνος να διαρκεί και πέραν της καταστολής της
πυρκαγιάς, όπως επισημαίνεται στη πρώτη θέση, κάτι που έχει σημασία κυρίως στα πλαίσια της
εφαρμογής της παρ. 2 του αρ. 289 ΠΚ, στα πλαίσια της αποτροπής της εξέλιξης του κινδύνου.

182
Βλ. έτσι Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 843, όπου στα πλαίσια του παλαιού αρ. 289 παρ.
1 ΠΚ αναφέρεται σε αποτροπή του κινδύνου πριν την επέλευση του. Υπό το προγενέστερο καθεστώς
της τυποποίησης των περισσότερων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως δυνητικής διακινδύνευσης θα
μπορούσε πράγματι να γίνει λόγος περί αποτροπής του κινδύνου πριν την επέλευση του και παράλληλα
να πρόκειται για ολοκληρωμένο έγκλημα, σήμερα όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, εξ’ ου και η ανάγκη
εξακρίβωσης για το κατά πόσο απαιτείται ή όχι να έχει επέλθει ο κίνδυνος.

98
λειτουργία του οποίου εντοπίζεται στη μη ολοκλήρωση της πράξης183.
Περαιτέρω, η προσβολή των εννόμων αγαθών που επέρχεται μέσω της
πρόκλησης του κινδύνου εύλογα θεωρείται ως δεκτική αποκατάστασης, αφού
δεν πρόκειται περί ανεπανόρθωτης βλάβης αλλά περί δυνατότητας
πρόκλησης βλάβης, την οποία και μπορεί ο δράστης να αποτρέψει184. Θα
προέκυπτε τέλος το εξής παράδοξο εάν γινόταν δεκτό ότι θα πρέπει ο
κίνδυνος να μην επήλθε στα πλαίσια της παρ. 1: για τα μεν ολοκληρωμένα
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα αμέλειας θα παρέμεινε μόνη λύση η εφαρμογή
της παρ. 2 του αρ. 289 ΠΚ, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις του θεσμού της
απόπειρας προϋποθέτουν έγκλημα δόλου, ενώ για τα αντίστοιχα εγκλήματα
δόλου θα μπορούσε να γίνει λόγος και περί υπαναχώρησης από μη
πεπερασμένη απόπειρα, συμπέρασμα προφανώς εσφαλμένο, αφού επάγεται
ευνοϊκότερη μεταχείριση του δράστη εγκλήματος δόλου σε σχέση με το
δράστη εγκλήματος αμέλειας. Στη βάση αυτών, προκύπτει ως ορθότερο για
την εφαρμογή του αρ. 289 ΠΚ παρ. 1 να προϋποτίθεται ολοκληρωμένο
έγκλημα αμέλειας, ώστε να μην καταστεί η ρύθμιση κενό γράμμα, οπότε και
στην περίπτωση του εμπρησμού εξ’ αμελείας απαιτείται η πρόκληση
πυρκαγιάς από την οποία και επήλθε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή
άνθρωπο185.

Η αποτροπή του κινδύνου μέσω της καταστολής της πυρκαγιάς


μπορεί σύμφωνα με το παλαιό αρ. 267 και το ισχύον αρ. 289 ΠΚ παρ. 1 να
επέλθει με δύο τρόπους, ήτοι αφενός από ενέργειες του ίδιου του δράστη και
αφετέρου από την επέμβαση των αρχών κατόπιν της γρήγορης αναγγελίας
του περιστατικού. Οι εν λόγω τρόποι τίθενται διαζευκτικά, δηλαδή αρκεί και
μόνο ο ένας186. Επισημαίνεται σχετικά με την προσθήκη της καταστολής
συνεπεία αναγγελίας προς την αρχή ότι συνιστά μια απόκλιση από τον γενικό
κανόνα της αποκατάστασης των εννόμων αγαθών από τις ενέργειες του ίδιου

183
Βλ. γενικά περί έμπρακτης μετάνοιας σε Μπιτζιλέκης Ν., σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκης Ν.,
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2008, σελ. 182 επ.

184
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 150

185
Η τέλεση ολοκληρωμένου εμπρησμού εξ’ αμελείας αποτελούσε εξάλλου κατά κοινή παραδοχή
προϋπόθεση για την εφαρμογή του παλαιού αρ. 267 ΠΚ, βλ. έτσι ενδ. Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2353 /
Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 642 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 658

186
Βλ. ενδ. Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2353 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802. Βλ. και
ΔΑΕΡ ΑΘ 191/2009, ΑΠ 1526/1994. Δεν αποκλείεται πάντως η συνδρομή και αμφότερων των τρόπων,
βλ. Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 658, καθώς και ΑΠ 1091/2011.

99
του δράστη για την κατάφαση έμπρακτης μετάνοιας, δικαιολογείται εντούτοις
από το ότι φαινόμενα όπως η πυρκαγιά πολύ συχνά είναι αδύνατον να
αντιμετωπιστούν από ένα και μόνο πρόσωπο187. Για τη διάσωση επομένως
της όλης ρύθμισης παρέχεται μέσω αυτής της προσθήκης κίνητρο και στον
δράστη που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος τη πυρκαγιά να μην διαφύγει
αλλά να καταστήσει δυνατή την καταστολή της και την αποτροπή του
κινδύνου έστω και μέσω της έγκαιρης αναγγελίας προς τις αρχές. Για τον ίδιο
λόγο εξάλλου γίνεται δεκτό ότι και στην πρώτη περίπτωση της αντιμετώπισης
της πυρκαγιάς από τον ίδιο τον δράστη νοείται η παροχή συνδρομής από
τρίτους, οικείους ή ξένους σε σχέση με αυτόν, ανεξάρτητα αν ζητήθηκε η
συνδρομή τους ή κινητοποιήθηκαν αυτοβούλως188.

Απαραίτητες προϋποθέσεις σε αμφότερες τις περιπτώσεις αποτελούν


αφενός το εκούσιο της κινητοποίησης του δράστη και αφετέρου η πλήρης
καταστολή της πυρκαγιάς. Ως προς το εκούσιο, ισχύει εν προκειμένω ότι και
περί της υπαναχώρησης στην απόπειρα189. Μεταξύ των περισσότερων
θέσεων που έχουν διατυπωθεί ως προς τη διαπίστωση της συγκεκριμένης
βουλητικής στάσης του δράστη, κατά μία θέση αξιοποιείται το κριτήριο της
λογικής του ψυχρού εγκληματία, κατά το οποίο θα πρέπει ο δράστης να
πράττει ακριβώς το αντίθετο από ότι θα έπραττε ένας ψυχρός εγκληματίας190.
Υποστηρίζεται κατ’ άλλη θέση ως κρίσιμη η ανάγκη διαπίστωσης μιας θετικής
στάσης του δράστη απέναντι στις κοινωνικές αξίες ως λόγος της μεταστροφής
του, καθώς και η παρόμοιας κατεύθυνσης θέση ότι η έμπρακτη μετάνοια
συνίσταται όχι απλώς στην αποκατάσταση των εννόμων αγαθών αλλά στη
συνολική αποδόμηση του εγκλήματος, ώστε να στερείται πλέον νοήματος η
ποινή191. Ερμηνεύεται τέλος η προϋπόθεση της κινητοποίησης του δράστη με
τη θέληση του ως υποδηλούσα απλώς την έλλειψη εξαναγκασμού από άλλον,

187
Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 148-149 / Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2355

188
Βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 856 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 110 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 471 /
Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2353 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802. Βλ. και ΑΠ 1091/2011,
Διατ Εισπρ Ρόδου 742/2004, ΑΠ 1526/1994

189
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 149 / Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2354 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη
Α., ό.α.π., σελ. 802

190
Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 34 και 642

191
Μπιτζιλέκης Ν., Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σελ. 183

100
ανεξαρτήτως των αιτιών πίσω από τη σχετική απόφαση, ακόμα και υπό το
φόβο της ποινικής ευθύνης192.

Σε ότι αφορά τώρα την καταστολή της πυρκαγιάς, δεν προϋποτίθεται


μεν σήμερα ρητώς στο αρ. 289 παρ. 1 όπως συνέβαινε αντίθετα με το παλαιό
αρ. 267 ΠΚ, αλλά όπως εκτέθηκε και ανωτέρω είναι κατά λογική αναγκαιότητα
απαραίτητη για την αποτροπή του κινδύνου στα πλαίσια του εμπρησμού 193.
Μία πρώτη συνέπεια της παραδοχής αυτής της προϋπόθεσης έγκειται στο ότι
οι τυχόν ανεπιτυχείς προσπάθειες καταστολής της πυρκαγιάς δεν μπορούν να
θεωρηθούν ως αποτροπή του κινδύνου, και μόνο στα πλαίσια της παρ. 2 του
αρ. 289 ΠΚ μπορούν να αξιολογηθούν. Η καταστολή της πυρκαγιάς
συνίσταται καταρχήν στη πλήρη κατάσβεση της194. Επισημαίνεται εντούτοις
ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί καταστολής της πυρκαγιάς όταν αυτή
σβήστηκε μεν αλλά ανέπτυξε πλήρως τα αποτελέσματα της195, όπως στην
περίπτωση όπου κάηκε ότι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, ή όταν
απαιτήθηκαν πολυήμερες και εκτεταμένες δράσεις για την αντιμετώπισή της,
όπως όταν κρίνεται απαραίτητη η μεταφορά ειδικού προσωπικού από το
εξωτερικό ή η κινητοποίηση του στρατού. Η καταστολή επομένως δεν
προϋποθέτει απλώς την κατάσβεση αλλά την αποτελεσματική αντιμετώπιση
της πυρκαγιάς. Εξ’ ου και στη θεωρία γίνεται επί του θέματος αναφορά άλλοτε
στη χρονική αμεσότητα της καταστολής σε σχέση με την εκδήλωση της
πυρκαγιάς196, ή στην επίτευξη ελέγχου επ’ αυτής και εν συνεχεία κατάσβεσης
συνεπεία των ενεργειών του δράστη, σε αντιδιαστολή με μια κατάσταση όπου

192
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 856 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 658 / Τούσης Α.-
Γεωργίου Α., ό.π., σελ.708. Βλ. και ΠλημΙωαν 67/2001

193
Για την πραγματική καταστολή της πυρκαγιάς ως απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 267
ΠΚ και με τους δύο τρόπους αντίδρασης του δράστη βλ. ενδ. Βαβαρέτος Γ.Α., ό.α.π., σελ. 856 / Καϊάφα-
Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 150 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2353 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 642 / Μαργαρίτης
Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ., σελ. 658 / Τούσης Α.-Γεωργίου
Α., ό.α.π., σελ. 708. Βλ. και ΑΠ 1091/2011.

194
ΠλημΙωαν 67/2001

195
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 152 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2353, όπου και τα αντίστοιχα
παραδείγματα. Βλ. και Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 642. Βλ. και ΔιατΕισπρ Ρόδου 742/2004, όπου και
παραπομπή στη σχετική ΑΠ 1340/1984 περί μη κατάκαυσης από τη πυρκαγιά μεγάλης έκτασης για την
εφαρμογή του αρ. 267 ΠΚ.

196
Κονταξής Α., ό.α.π., σελ. 2354

101
η πυρκαγιά εξελίσσεται ανεξέλεγκτα197. Ο κατά τα ανωτέρω εγγύτερος
προσδιορισμός της έννοιας της καταστολής είναι επακόλουθο της
αποκαταστατικής λειτουργίας του θεσμού της έμπρακτης μετάνοιας, αφού
πράγματι φαίνεται δύσκολο να γίνει λόγος περί αποτροπής του κινδύνου και
αποκατάστασης των εννόμων αγαθών όταν η πυρκαγιά ουσιαστικά εκδήλωσε
τη πλήρη σχεδόν δυναμική της. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι τα
ανωτέρω αφορούν και στην περίπτωση της αναγγελίας προς τις αρχές, εξ’
ου και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η αναγγελία πρέπει να είναι γρήγορη,
ώστε λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν στην εκάστοτε
περίπτωση να υφίσταται πραγματική δυνατότητα καταστολής της
πυρκαγιάς198. Η ανάγκη άμεσης χρονικής συνέχειας σημαίνει ότι δεν μπορεί
να θεωρηθεί ως έγκαιρη η αναγγελία που λαμβάνει χώρα μετά από
ανεπιτυχείς προσπάθειες του δράστη να αντιμετωπίσει μόνος του τη
πυρκαγιά, ιδίως όταν είναι προφανές πως τούτο είναι αδύνατο και συνεπώς
άσκοπα χάθηκε κρίσιμος χρόνος για την αποτελεσματική δράση των
αρχών199. Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί πως εφόσον εκκίνησαν οι σχετικές
προσπάθειες, η τυχόν καταστολή της πυρκαγιάς και αποτροπή του κινδύνου
που επέρχεται και από άσχετη ακόμη αιτία, όπως π.χ. μια δυνατή
βροχόπτωση, οδηγούν εξίσου στην εφαρμογή του αρ. 289 παρ. 1 ΠΚ 200.

Συνοψίζοντας, η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος άρσης του αξιοποίνου


που οδηγεί σε υποχρεωτική ατιμωρησία αφορά αποκλειστικά τα εγκλήματα
αμέλειας, προϋποθέτει δε όχι μόνο την εκούσια κινητοποίηση του δράστη
αλλά και την πραγματική αποκατάσταση της προσβολής των εννόμων
αγαθών, η οποία προκύπτει από την άμεση ανατροπή των αποτελεσμάτων
της πυρκαγιάς μέσω της καταστολής της. Διακρίνεται επομένως η παρ. 1 του
αρ. 289 ΠΚ από μια στενότητα ως προς το πεδίο εφαρμογής της, λογικό
επακόλουθο του βαρύνουσας σημασίας ευεργετήματος της υποχρεωτικής

197
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 153

198
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 152 / Κονταξής Α., ό.π., σελ. 2353-2354 / Κωστάρας Α., ό.π., σελ.
643 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ., σελ. 658. Βλ.
και ΔΑΕΡ ΑΘ 191/2009, ΑΠ 1091/2011, ΣυμβΠλημΡόδ 40/2005, Διατ Εισπρ Ρόδου 742/2004.

199
Βλ. κατά της πλήρωσης της προϋπόθεσης σε μια τέτοια περίπτωση Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 856
/ Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 152 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.α.π., σελ. 802, καθώς και Διατ
Εισπρ Ρόδου 742/2004, ΑΠ 1526/1994. Πρβλ. Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 643.

200
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.α.π., σελ. 856 / Γάφος Η., ό.π., σελ. 110 / Καρανίκας Δ., ό.π., σελ. 472 /
Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 643 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.α.π., σελ. 802

102
ατιμωρησίας που επιφυλάσσει για τον δράστη. Τούτο βεβαίως σημαίνει ότι η
εν λόγω ρύθμιση δεν επαρκεί για μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση όλων των
περιπτώσεων όπου ο δράστης ενός κοινώς επικίνδυνου εγκλήματος θα
μπορούσε να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης, λειτουργία που επιτελεί η
συμπληρωματική παρ. 2 του αρ. 289 ΠΚ, με την οποία άλλωστε ρητώς
επιδιώκεται η διεύρυνση των παρεχόμενων κινήτρων201 προς τους δράστες,
ώστε να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες που προκάλεσε η συμπεριφορά τους.

Υπό το προγενέστερο καθεστώς παρεμφερή ρόλο επιτελούσε για


ορισμένα μόνο αδικήματα το παλαιό αρ. 289 ΠΚ παρ. 2, με ουσιωδώς
διαφορετικό πάντως περιεχόμενο. Το μοναδικό ίσως στοιχείο της
προγενέστερης ρύθμισης που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την ερμηνεία
της νέας παρ. 2 είναι η προσπάθεια μείωσης της έκτασης του κινδύνου από
τον δράστη, ως το σύστοιχο της αποτροπής της εξέλιξης του κινδύνου.
Έχοντας υπόψη τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω περί των προϋποθέσεων
έμπρακτης μετάνοιας, η αναφορά του νόμου στο δράστη που επιχειρεί να
μειώσει την έκταση του κινδύνου καθιστά δυνατή την ευνοϊκότερη μεταχείριση
του όταν η πυρκαγιά παρά τις σχετικές προσπάθειες που ανέλαβε τελικά δεν
κατεστάλη, ή και όταν ακόμη συνεισφέρει με άλλους τρόπους στην
αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της, π.χ. βοηθώντας στην εκκένωση του
φλεγόμενου κτιρίου202. Ορθότερο είναι να ερμηνευτεί με παρόμοια
συλλογιστική και το στοιχείο της αποτροπής της εξέλιξης του κινδύνου, ώστε
κατ’ ουσία να απαλείφεται πλέον η προϋπόθεση της πραγματικής καταστολής
της πυρκαγιάς, αρκούσης μόνο της εκούσιας κινητοποίησης του δράστη προς
την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και του κινδύνου
που προκλήθηκε. Η κατά τα ανωτέρω «χαλάρωση» των προϋποθέσεων
ευνοϊκότερης μεταχείρισης συμπληρώνεται περαιτέρω από τη δυνατότητα
εφαρμογής της παρ. 2 σε οποιοδήποτε κοινώς επικίνδυνο έγκλημα, άρα και
στον δράστη που ενεργεί με δόλο. Δικαιολογείται δε δικαιοπολιτικά ακριβώς

201
Αιτιολ. Εκθ. Νέου ΠΚ, σελ. 52

202
Βλ. για τη «χαλαρότερη» συγκριτικά εν λόγω προϋπόθεση του παλαιού αρ. 289 παρ. 2 σε σχέση
με την αντίστοιχη της έμπρακτης μετάνοιας του αρ. 267 ΠΚ βλ. σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 157
επ. / Κωστάρας Α., ό.π., σελ. 717 / Μπουρμάς Γ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ., σελ. 767. Ως κομβικό
στοιχείο διάκρισης των δύο διατάξεων σε σχέση με τον εμπρησμό εξ’ αμελείας προβάλλεται το κατά
πόσο από την εκούσια σε κάθε περίπτωση κινητοποίηση του δράστη κατεστάλη εν τέλει η πυρκαγιά,
οπότε και θα εφαρμοστεί το αρ. 267 , ή αν απλώς περιορίστηκε η έκταση του κινδύνου, χωρίς πάντως
να επήλθε καταστολή της πυρκαγιάς ως προσδιορίστηκε ανωτέρω, οπότε και εφαρμόζεται το αρ. 289
ΠΚ παρ. 2. Μια τέτοια περίπτωση είναι π.χ. η μη έγκαιρη αναγγελία προς τις αρχές λόγω ατελέσφορων
προσπαθειών του δράστη να αντιμετωπίσει μόνος του τη πυρκαγιά και κατά συνέπεια η επέκταση της,
οπότε και εν προκειμένω δυνατή η εφαρμογή του αρ. 289 ΠΚ παρ. 2.

103
από το ότι η ατιμωρησία του δράστη δεν είναι πλέον υποχρεωτική αλλά
επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο και θα εκτιμήσει τις
ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περίπτωσης, λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα και τη
φιλοσοφία όλων των λόγων δικαστικής άφεσης της ποινής που προβλέπονται
στο νέο αρ. 104 Β ΠΚ, όπως π.χ. την ειλικρινή μεταμέλεια.

Ολοκληρώνοντας τις σχετικές αναπτύξεις, πρέπει να επισημανθεί ότι η


εφαρμογή αμφότερων των διατάξεων σε σχέση με τον εμπρησμό αφορά
αποκλειστικά και μόνο τον κίνδυνο και όχι άλλα αληθινά συρρέοντα εγκλήματα
βλάβης, όπως π.χ. οι σωματικές βλάβες εξ’ αμελείας σε σχέση με τον
εμπρησμό εξ’ αμελείας, τη τιμώρηση των οποίων δεν επηρεάζει το αρ. 289
ΠΚ203. Τέλος, επισημαίνεται ότι σε περιπτώσεις παραυτουργίας όσοι εκ των
δραστών δεν κινητοποιήθηκαν εκουσίως για την καταστολή της πυρκαγιάς δεν
μπορούν και να ωφεληθούν από το ευεργέτημα της έμπρακτης μετάνοιας,
ακόμη και αν τελικά η πυρκαγιά κατεστάλη λόγω της κινητοποίησης των
άλλων, δεδομένου ότι πρόκειται για προσωπικό λόγο άρσης του
αξιοποίνου204.

203
Βαβαρέτος Γ.Α., ό.π., σελ. 856 / Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.α.π., σελ. 151 / Κονταξής Α., ό.π., σελ.
2353 / Κωστάρας Α., ό.α.π., σελ. 642 / Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 802 / Τούσης Α.-
Γεωργίου Α., ό.π., σελ. 709

204
Μαργαρίτης Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.α.π., σελ. 802 / Παππάς Σ., σε Χαραλαμπάκη Α., ΠΚ, σελ. 659 /
Τούσης Α.-Γεωργίου Α., ό.α.π., σελ. 708. Βλ. και ΣυμβΠλημΡοδ 40/2005

104
Επίλογος

Ολοκληρώνοντας τις σχετικές με τον εμπρησμό αναπτύξεις, κρίνεται


σκόπιμη μια σύνοψη των σημαντικότερων τροποποιήσεων που εισήχθησαν
με τον νέο Ποινικό Κώδικα και των συνεπειών τους, όπως εντοπίστηκαν κατά
την πορεία της εργασίας. Σε δογματικό καταρχήν επίπεδο, η τυποποίηση του
εμπρησμού και των λοιπών κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως
συγκεκριμένης διακινδύνευσης επηρεάζει καθοριστικά τις παραδοχές ως προς
τη διάγνωση του κοινού κινδύνου που διατυπώθηκαν σε σημαντική μερίδα της
θεωρίας, ενόψει της παράλληλης λειτουργίας των διαβαθμίσεων ως προς την
ένταση και έκταση του κινδύνου. Και τούτο διότι απαιτείται πλέον κίνδυνος
μεγαλύτερης έντασης για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, οπότε
και προκύπτει ένας περιορισμός του πεδίου εφαρμογής αυτών των διατάξεων,
ο οποίος πρέπει να εξισορροπηθεί με μια επαναπροσέγγιση των κριτηρίων
διαπίστωσης του κοινού κινδύνου. Με την εν λόγω τροποποίηση επιδιώκεται
ως εκτέθηκε στην Αιτιολογική Έκθεση η αποσύνδεση των κοινώς επικίνδυνων
εγκλημάτων από τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που επάγονται οι έννοιες της
δυνητικής και αφηρημένης διακινδύνευσης. Η προσπάθεια επαναπροσέγγισης
των κριτηρίων που αναλήφθηκε στα πλαίσια της παρούσης ανέδειξε πάντως
τον προβληματισμό για το κατά πόσο είναι πράγματι συμβατές οι έννοιες της
γενικής και της συγκεκριμένης διακινδύνευσης, ενόψει ακριβώς της
στενότητας που χαρακτηρίζει τη δεύτερη. Η ανάγκη διάσωσης επομένως της
εφαρμοσιμότητας των ρυθμίσεων είναι πιθανό να δημιουργήσει με τη σειρά
της νέα ερμηνευτικά ζητήματα, τόσο ως προς τον κοινό κίνδυνο όσο και ως
προς την έννοια της συγκεκριμένης διακινδύνευσης, παρά τη πρόθεση του
νομοθέτη να απλοποιηθεί εν μέρει η κατάσταση.

Το δεύτερο πεδίο όπου εντοπίζονται ουσιώδεις αλλαγές αφορά τις εκ


του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές του εμπρησμού, ιδίως δε τον
θανατηφόρο εμπρησμό, με συνέπεια την επίλυση ορισμένων εκ των
σημαντικότερων προβληματικών που αφορούν το εν λόγω αδίκημα, κυρίως
σε ότι αφορά τη συρροή. Κατά πρώτο λόγο και ειδικά για τον θανατηφόρο
εμπρησμό, αποκλείεται πλέον ρητώς το ενδεχόμενο θεμελίωσης
περισσότερων εγκληματικών μονάδων σε περίπτωση όπου επέρχεται ο
θάνατος περισσότερων ανθρώπων. Δεύτερον και σημαντικότερο, το ριζικά
τροποποιημένο άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί ένα σαφές και
ξεκάθαρο σύστημα ως προς την επίλυση των ζητημάτων συρροής σε σχέση
με τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα εν γένει. Η τιμώρηση
στη βάση του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος καθίσταται
πλέον δυνατή ακόμα και όταν ο δράστης είχε δόλο για το βαρύτερο
αποτέλεσμα, η δε συρροή με τα συνθετικά εγκλήματα δόλου που το

105
συναπαρτίζουν επιλύεται αμφίδρομα, στη βάση των αρχών της απορρόφησης
αφενός και της ρητής σχετικής επικουρικότητας αφετέρου.

Οι αλλαγές ως προς την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατηγορίας


εγκλημάτων δεν περιορίζονται πάντως στα ανωτέρω, καθότι λαμβάνεται
πλέον σαφής θέση υπέρ της κατάφασης τόσο της δυνατότητας συμμετοχής
στο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα όσο και θεμελίωσης του
όταν το βασικό έγκλημα παραμένει στο στάδιο της απόπειρας, με απειλή
αντίστοιχα μειωμένων πλαισίων ποινής, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 42.
Αμφότερες όμως οι αλλαγές επάγονται με τη σειρά τους ουσιώδη ερμηνευτικά
ζητήματα, καθότι η στενή σύνδεση τόσο της απόπειρας όσο και της
συμμετοχής με το δόλο τις καθιστά ως ένα βαθμό ασύμβατες με τα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, όπου συνυπάρχουν πλέον η αμέλεια
και ο δόλος. Ιδίως δε σε ό,τι αφορά τη νέα ρύθμιση του αρ. 42 παρ. 3 και τη
ρήτρα επικουρικότητας που περιλαμβάνει ανακύπτει και σοβαρό ζήτημα ως
προς το άκρως περιορισμένο πραγματικό πεδίο εφαρμογής της, ενόψει του
τρόπου με τον οποίο διερευνάται η σχέση επικουρικότητας και του κανόνα του
αρ. 94 ΠΚ παρ. 2.

Παρατηρείται τέλος και μια ομογενοποίηση των επιμέρους κοινώς


επικίνδυνων εγκλημάτων, μέσω της πανομοιότυπης πλέον κατάστρωσης των
επιμέρους επιβαρυντικών μορφών τους τόσο ως προς τη νομοτυπική
περιγραφή όσο και ως προς τις απειλούμενες ποινές. Οι συνέπειες της εν
λόγω επιλογής θα φανούν κατά βάση στο μέλλον σε επίπεδο πρακτικής
εφαρμογής των διατάξεων, καθότι οι ερμηνευτικές παραδοχές ως προς το ένα
αδίκημα θα μπορούν πλέον να εφαρμοστούν ακόμα πιο ευχερώς και στα
υπόλοιπα, κάτι που σίγουρα θα διευκολύνει το έργο τόσο της επιστημονικής
ανάλυσης όσο και της νομολογίας. Ιδίως πάντως σε σχέση με το αδίκημα του
εμπρησμού δασών η συγκεκριμένη πρακτική επάγεται και ορισμένους
προβληματισμούς σε σχέση με τον κοινό εμπρησμό. Δεδομένου ότι το
στοιχείο του δάσους εμφανίζεται άλλοτε να απαξιολογείται στην απειλούμενη
ποινή και άλλοτε όχι, δεν καθίσταται απολύτως σαφής η γενικότερη σχέση
μεταξύ των δύο διατάξεων, όποτε και κατ’ ανάγκη η συρροή θα επιλυθεί στη
βάση των επιμέρους επιβαρυντικών μορφών.

Καταληκτικά, με τον νέο ΠΚ λαμβάνεται πλέον θέση σε σωρεία


ζητημάτων που για χρόνια απασχόλησαν τη θεωρία και τη νομολογία. Είναι
πάντως αναμενόμενο να προκύπτουν λόγω αυτών των αλλαγών και νέα
ερμηνευτικά προβλήματα, δεδομένου ότι ο ΠΚ ως σύνολο είναι ένα εξαιρετικά
σύνθετο σύστημα κανόνων και διατάξεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε
περισσότερα επιμέρους επίπεδα, οπότε και ενόψει των εκτεταμένων

106
τροποποιήσεων και ρητών νομοθετικών επιλογών εμφανίζεται απολύτως
αναγκαία η επαναπροσέγγιση πολλών από τα όσα γίνονται δεκτά μέχρι
σήμερα, όχι μεμονωμένα αλλά συνδυαστικά. Αναμένεται συνεπώς με μεγάλο
ενδιαφέρον να φανεί η αντιμετώπιση που θα τύχουν οι επιμέρους
τροποποιήσεις σε επίπεδο επιστημονικής συζήτησης, καθώς και ο αντίκτυπος
τους στη δικαστηριακή πράξη και τη καθημερινότητα των ανθρώπων.

107
108
Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία

Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006


Βαβαρέτος Γ. Α., Ποινικός Κώδιξ, 1980
Γάφος Η., Ποινικόν δίκαιον – Ειδικό Μέρος, Τεύχος Γ, 1961
Δέδες Χ., Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος-Εγκλήματα Κοινού Κινδύνου,
Άρθρα 264-298 ΠΚ, 1979
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκης Ν., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο
των Ποινικών Κυρώσεων, 2008
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005
Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, Τόμος Β, 1954
Κονταξής Α., Ποινικός Κώδικας, Τόμος Β, 2000
Κωστάρας Α., Επιτομή Ειδικού Μέρους, 2013
Κωστάρας Α., Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού Μέρους,
2016
Λίβος Ν., Ο κίνδυνος ως πρόβλημα απόδειξης στην ποινική δίκη,
Τιμητικός Τόμος για τον Νικόλαο Ανδρουλάκη, 2003
Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, 1976
Μανωλεδάκης Ι., Μπιτζιλέκης Ν., Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2007
Μανωλεδάκης Ι., Επιτομή Γενικού Μέρους (με επιμέλεια Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι - Ε. Συμεωνίδου –Καστανίδου ), 2005
Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας, κατ’ άρθρο ερμηνεία,
Τόμος 2, 2014
Μοροζίνης Ι., Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης, ΠοινΧρ ΞΕ 2015.486
Μπέκας Ι., Η αιτιώδης συνάφεια στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σε «Οι
Ποινικές Επιστήμες στον 21ο Αιώνα»-Τιμητικός Τόμος για τον Διονύσιο
Σπινέλλη, τόμος I, 2001
Μπενάκη Α., Η ποινική ευθύνη εκ των κυκλοφοριακών παρεμβάσεων,
1965

109
Μπιτζιλέκης Ν., Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής
εγκλημάτων, ΠοινΧρ ΝΖ/2007.97
Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος – Κατ’ άρθρο, 1959
Μπρακουμάτσος Π., Εγκλήματα διακινδύνευσης-Εγκλήματα κοινού
κινδύνου, Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και της υδάτινης
ασφάλειας, ΠοινΔικ 6/2008.760
Μυλωνόπουλος Χ., Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα,
1984
Παπαδογιάννης Μ., Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, 1984
Παύλου Σ., Η μετεξέλιξη της διακινδυνεύσεως σε βλάβη και τα
ανακύπτοντα ζητήματα συρροής, ΠοινΧρ ΝΑ 2001.961
Σπινέλλης Δ., Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων
διακινδύνευσης, ΠοινΧρ ΚΓ 1973.161
Σταμάτης Κ., Γενικαί αρχαί της φαινόμενης συρροής εγκλημάτων και ιδίως
της κατ’ ιδέαν, 1972
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα
διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 6/2001.638
Τούσης Α.-Γεωργίου Α., Ποινικός Κώδιξ, Ημίτομος Β’, 1967
Τριανταφύλλου Α., Η έννοια του κινδύνου στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, ΠοινΧρ ΜΔ 1994.12
Τριανταφύλλου Α., Το έγκλημα του εμπρησμού ως έγκλημα
διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 3/2000.301
Χαραλαμπάκης Α., Επιτομή Ποινικού Δικαίου - Γενικό Μέρος, 2016
Χαραλαμπάκης Α., Ποινικός Κώδικας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος
Δεύτερος (Άρθρα 207-473), 2011

110
Νομολογία

Κοινός κίνδυνος: ΑΠ 1646/2016, ΑΠ 126/2015, ΑΠ 123/2015, ΠλημΑλεξ


17/2015, ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΣυμβΠλημΡοδ 151/2014, ΑΠ 825/2013,
ΑΠ 750/2012, ΑΠ 936/2011, ΑΠ 383/2011, ΑΠ 294/2011, ΑΠ 108/2011,
ΑΠ 736/2009, ΑΠ 247/2009, ΑΠ 936/2007, ΣυμβΠλημΧαν 155/2007, ΑΠ
1266/2006, ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006, ΑΠ
2001/2005, ΑΠ 1825/2003, ΑΠ 882/2002, ΑΠ 559/2000, ΑΠ 1229/1995,
ΠλημμΧαλκ 185/1998

Πρόκληση πυρκαγιάς: ΑΠ 829/2017, ΑΠ 1646/2016, ΑΠ 474/2015, ΑΠ


123/2015, ΑΠ 126/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΑΠ 868/2014, ΣυμβΠλημΡοδ
151/2014, ΑΠ 825/2013, ΑΠ 750/2012, ΜΟΔΑθ 389/2012, ΠλημΘεσσ
862/2008, ΣυμβΠλημΡοδ 12/2007, ΣυμβΠλημΧαν 155/2007,
ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006, ΣυμβΕφΔωδ 12/2005, ΑΠ 1205/2000,
ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000

Σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας: ΑΠ 322/2018,


ΑΠ 738/2017, ΣυμβΠλημΡοδ 127/2010, ΣυμβΠλημΓιαννιτσ 49/1998,
ΜΟΔΑθ 72/1993

Αιτιώδης συνάφεια θανάτου και εμπρησμού: ΑΠ 233/1979 ΝΟΒ 1159

Αμέλεια ως προς τον εμπρησμό: ΑΠ 829/2017, ΑΠ 591/2017, ΑΠ


474/2015, ΑΠ 123/2015, ΣυμβΕφΠατρ 206/2014, ΑΠ 485/2013, ΑΠ
1065/2010, ΣυμβΠλημΛευκ 30/1988

Απόπειρα: ΣυμβΠλημΘεσσ 862/2008 ΣυμβΠλημΘεσσ 50/2007,


ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006, ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΑΠ 1332/2005,
ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 281/2000, ΑΠ 690/1983 ΠοινΧρ ΛΓ 926

Εμπρησμός κατά παραυτουργία: ΑΠ 940/2015

Συρροή: ΑΠ 829/2017, ΑΠ 732/2015, ΠλημΑλεξ 17/2015, ΣυμβΠλημΡοδ


151/2014, ΜΟΔΑθ 389/2012, ΑΠ 294/2011, ΟλΑΠ 4/2010, ΣυμβΠλημΠειρ
46/2010, ΑΠ 1574/2009, ΣυμβΠλημΡοδ 12/2007, ΣυμβΠλημΡοδ
166/2007, ΣυμβΠλημΧαν 155/2007, ΣυμβΠλημΡοδ 97/2006,
ΣυμβΠλημΡοδοπ 185/2006, ΑΠ 1205/2005, ΣυμβΠλημΘεσσ 565/2005,
ΑΠ 1657/2002, ΑΠ 1205/2000, ΠοινΔικ 2001 717, με παρατηρήσεις

111
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ΣυμβΠλημμΙωαν 90/1999, ΠλημΑθ 44/1998,
ΣυμβΠλημΓιαννιτσ 49/1998, ΕφΠειρ 112/1993

Εμπρησμός δασών: ΕφΚρητ 240/2016, ΑΠ 940/2015, ΣτΕ 1747/2012,


ΑΠ 38/2007, ΣυμβΠλημΡοδ 24/2007 ΑΠ 1193/2002, ΠλημΠολυγυρ
652/1988, ΑΠ 753/1978

Έμπρακτη μετάνοια: ΑΠ 1091/2011, ΔΑΕΡ ΑΘ 191/2009, ΑΠ 41/2006,


ΣυμβΠλημΡόδ 40/2005, Διατ Εισπρ Ρόδου 742/2004, ΠλημΙωαν 67/2001,
ΑΠ 1526/1994

Επισημαίνεται ότι το σύνολο σχεδόν των αποφάσεων είναι διαθέσιμο και


αντλήθηκε από τη ΤΝΠ NOMOS, εκτός των όσων παρατίθεται ειδικότερα η
πηγή τους.

112
113

You might also like