Professional Documents
Culture Documents
ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ
ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΜΑΘΗΜΑ:
ΘΕΜΑ:
Εισηγήτρια
Μαρία Γ. Σαΐτη
Α.Ε.Μ.: 600809
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
Η οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης των μεταφορέων κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα
Μετανάστευσης (Ν 4251/2014)
ΑΠ Άρειος Πάγος
Αριθ. Αριθμός
βλ. βλέπε
Βουλ. Βούλευμα
Διατ. Διάταξη
εδαφ. εδάφιο
Εισ. Εισαγγελέας
εκδ. Έκδοση
επομ. επόμενα
Εφ. Εφετείο
κεφ. Κεφάλαιο
λχ λόγου χάρη
Μον Μονομελές
Ν. ή ν. Νόμος
Ολ Ολομέλεια
ΠΚ Ποινικός Κώδικας
πχ παραδείγματος χάριν
παρ. παράγραφος
πρβλ. παράβαλε
παρατ. παρατηρήσεις
περ. περίπτωση
Πλημ Πλημμελειοδικείο
σελ. σελίδα
Συμβ Συμβούλιο
Συντ. Σύνταγμα
Τριμ. Τριμελές
Πίνακας Περιεχομένων
Εισαγωγή.......................................................................................................................7
1.3 Ειδικά η τιμωρούμενη προσβολή της πολιτειακής εξουσίας από τους μεταφορείς 23
2.2.1 Οι διακρίσεις των αλλοδαπών ατόμων στα πλαίσια του δικαίου αλλοδαπών ... 35
3.3.1 Ο προβλεπόμενος στο αρθ. 30 παρ. 6 λόγος άρσης του αδίκου σε σχέση με την
τυχόν συνδρομή κατάστασης ανάγκης του αρθ. 25 ΠΚ .................................................. 71
4.1.2 Η μεταχείριση του δόλου και των εν γένει υποκειμενικών στοιχείων από τη
νομολογία....................................................................................................................... 117
5.2.4 Η σχέση της διάταξης του αρθ. 30 παρ. 10 με αυτή του αρθ. 76 παρ. 1 ΠΚ. 142
2.4.2 Άλλες περιπτώσεις άμεσης και απλής συνέργειας στη νομολογία.................... 164
Επίλογος……………………………………………………………………………178
Βιβλιογραφία………………………………………………………………………181
Εισαγωγή
Με δεδομένο ότι στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας δεν ήταν δυνατόν να
γίνει μία εμπεριστατωμένη έρευνα όλων των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων που
θεσμοθετήθηκαν σε επίπεδο ποινικού δικαίου προς τον σκοπό της τιμώρησης των
εγκλημάτων παράνομης διασυνοριακής μεταφοράς αλλοδαπών προσώπων, αξίζει να
αναφερθεί εν συντομία και από την παρούσα θέση ότι οι προκριθείσες μέχρι σήμερα
ενωσιακές διατάξεις αντιμετωπίζουν την παράνομη μεταφορά αλλοδαπών ως
έγκλημα που τελείται κατεξοχήν στα πλαίσια του οργανωμένου εγκλήματος και όχι
ως ένα οποιοδήποτε έγκλημα. Η στάση αυτή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης θα δούμε
εν συνεχεία ότι διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής
διάταξης που ποινικοποιεί τις παράνομες πράξεις των μεταφορέων.
Στο κύριο μέρος της παρούσας εργασίας θα γίνει μία εκτενής και διεξοδική
παράθεση του εγκλήματος που προβλέπεται στο αρθ. 30 παρ. 1 του Ν 4251/2014 και
όλων των επιμέρους τροποποιήσεων που έχουν εμφιλοχωρήσει από την πρώτη
εφαρμογή του με το αρθ. 33 Ν1975/1991, ούτως ώστε, μεταξύ άλλων, να γίνουν
αντιληπτές και οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε η ποινική ευθύνη των
μεταφορέων, όπως σήμερα ισχύει και εφαρμόζεται.
Κατόπιν, στη δεύτερη ενότητα, η οποία αποτελεί στην ουσία τον κύριο άξονα
της εργασίας αυτής επιχειρείται η οριοθέτηση του εγκλήματος της παράνομης
μεταφοράς αλλοδαπών προσώπων, με την εξέταση των στοιχείων της νομοτυπικής
μορφής του εγκλήματος ένα προς ένα. Στόχος της προσπάθειας αυτής δεν είναι άλλος
παρά να αποσαφηνιστούν με όσο το δυνατόν πιο συνοπτικό τρόπο όλοι οι όροι του
εγκλήματος και συγκεκριμένα να αναδειχθούν με σαφήνεια όλα τα στοιχεία που
συναπαρτίζουν την αντικειμενική, την υποκειμενική και την κυρωτική υπόσταση του
εγκλήματος, ώστε σε ένα επόμενο στάδιο να δοθεί περισσότερη έμφαση και στους
όρους εκείνους που ενέχουν τα περισσότερα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής.
Με την επίγνωση, τέλος, ότι λόγω της ευρύτητας του προς εξέταση
αντικειμένου η παρουσίαση όλων των προβληματικών περιοχών της διάταξης δεν
μπορεί να είναι αναλυτική και, άρα, οι κατάλληλες λύσεις δεν μπορούν να
διατυπωθούν διεξοδικά μέσα στις λίγες μόνο γραμμές, ο επίλογος της παρούσας
έρευνας έχει περισσότερο τη μορφή μίας συνοπτικής ανασκόπησης των κρισιμότερων
1
Εφεξής, για λόγους συντομίας, όπου γίνεται αναφορά σε διάταξη άρθρου, θα νοείται διάταξη του ισχύοντος
Κώδικα Μετανάστευσης, Ν 4251/2014.
ζητημάτων που αναφύονται από την εφαρμογή του αρθ. 30 παρ. 1. Εκείνο που μπορεί
να ειπωθεί από τούτες τις πρώτες γραμμές σχετικά με την παρούσα έρευνα και τα
καταληκτικά συμπεράσματά της είναι ότι σκοπός της δεν ήταν η ανούσια επανάληψη
των απόψεων που έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα στο πλαίσιο της ερμηνείας του
αρθ. 30 παρ. 1 και είναι ήδη γνωστές στο σύνολο του επιστημονικού κόσμου, αλλά η
ανάδειξη των προβληματικών όψεων της διάταξης με τέτοιον τρόπο, ώστε να
προάγεται ένας γόνιμος προβληματισμός γύρω από τις λύσεις που πρέπει άμεσα να
εφαρμοστούν, σε νομοθετικό επίπεδο τουλάχιστον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το τυποποιούμενο στο άρθρο 30 παρ. 1 του Ν 4251/2014 έγκλημα
2
«Δρακόντεια» τα χαρακτηρίζει – και εύλογα– ο Χατζηνικολάου Ν. (βλ. «Η ποινική καταστολή της παράνομης
μετανάστευσης…», ό.π. σελ. 8).
3
Η πρώτη κατηγορία των προβλεπομένων εγκλημάτων αποτελείται από ένα και μόνο αδίκημα, αυτό της
παράνομης εισόδου –εξόδου αλλοδαπού (αρθ. 83 Ν 3386/2005). Δεύτερη κατηγορία είναι τα λεγόμενα
«αδικήματα υποβοήθησης εισόδου», η οποία αποτελείται από το μεν αδίκημα του αρθ. 29 παρ. 5 Ν 4251/2014
(διευκόλυνση παράνομης εισόδου του αλλοδαπού) όσο και από το εδώ εξεταζόμενο αρθ. 30 Ν 4251/2014
(ποινική ευθύνη μεταφορέων).Σε αυτήν την κατηγορία θα μπορούσε να υπαχθεί, επίσης, το τυποποιούμενο στο
αρθ. 82 παρ. 4 Ν 3386/2005 αδίκημα της άρνησης συμμόρφωσης των μεταφορέων στις περιπτώσεις των
ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Η τρίτη κατηγορία αφορά την υποστήριξη της (παράνομης) παραμονής του
αλλοδαπού στη χώρα και περιλαμβάνει τα εγκλήματα των αρθ. 26 (ποινική ευθύνη δημοσίων υπαλλήλων κλπ),
27 (ποινική ευθύνη συμβολαιογράφων), και 29 (ποινική ευθύνη ιδιωτών υπαλλήλων, ξενοδόχων κλπ) – πλην του
αδικήματος του 29 παρ. 5 – που προβλέπονται στον Ν 4251/2014. Τέλος, μία αυτοτελή κατηγορία, την τέταρτη
στη σειρά αποτελεί το αδίκημα του αρθ. 28 του ίδιου νόμου, το οποίο ρυθμίζει την «ποινική ευθύνη
εργοδοτών» και εν γένει όσων απασχολούν παράνομα διαμένοντες μετανάστες (όπως αυτό έχει τροποποιηθεί
και ισχύει μετά τον Ν 4332/2015, ο οποίος αποτελεί τον νόμο ενσωμάτωσης στην ελληνική έννομη τάξη της
ης
Οδηγίας 2014/36/ΕΕ της 26 Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων
τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία).
Από την άλλη πλευρά, η προστασία της εθνικής οικονομίας τέθηκε για πρώτη
φορά ως συζητήσιμη εκδοχή μετά τη θέσπιση του Ν 2910/2001, με τον οποίο
προκρίθηκε ένα πλέγμα νέων διατάξεων με σκοπό «(…) την κατοχύρωση των
δικαιωμάτων των αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα, αλλά και τη δημιουργία των
προϋποθέσεων για την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, [ούτως ώστε] να τεθούν οι
κανόνες που θα παρέχουν στους αλλοδαπούς τη δυνατότητα νόμιμης διαμονής τους
στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας παράλληλα σε αυτούς τα θεμελιώδη ανθρώπινα
δικαιώματα και τη δυνατότητα κοινωνικής ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία
(…)» 6. Από την επισκόπηση των ρυθμίσεων αυτών, διαφάνηκε μία πιο «στοχευμένη»
προσπάθεια μεταξύ άλλων και για την προστασία της εύρυθμης λειτουργίας της
4
Σύμφωνα με την ισχύουσα σήμερα διατύπωση του αρθ. 4 Ν 4251/2014 (με τίτλο «Άρνηση Εισόδου»). Κατά τη
θέσπιση της νομοθεσίας περί αλλοδαπών, στο πρώτο νομοθέτημα (Ν 1975/1991) η συγκεκριμένη απαίτηση
εξαγόταν ερμηνευτικά από το συνδυασμό των διατάξεων 4 παρ.2 (όπου αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου της
εισόδου προβλεπόταν για το σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας και, συνακόλουθα, για το Υπουργείο Δημόσιας
Τάξης) και 6 παρ. 5 (όπου ως πρώτος λόγος άρνησης της θεώρησης εισόδου τυποποιούνταν ο κίνδυνος για τη
δημόσια υγεία). Αντίστοιχη ερμηνεία γινόταν και υπό την ισχύ του Ν 2910/2001, με αξιοποίηση των ανάλογων
(αν και όχι ταυτάριθμων) διατάξεων.
5
Το κείμενο του νόμου έχει ως εξής: « [η είσοδος υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα μπορεί να απαγορευτεί
αιτιολογημένα, εφόσον] η είσοδός του μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ή τη
δημόσια υγεία».
6
Βλ. την εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια.
Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση» (Ν 2910/2001), σκέψη υπό στοιχεία Α-Ι.
ελληνικής οικονομίας 7, μέσω της επιδίωξης (με ρυθμίσεις που διαφοροποιούσαν τις
προϋποθέσεις έκδοσης θεώρησης εισόδου και άδειας διαμονής) εξισορρόπησης των
κοινωνικών –εργασιακών ανισοτήτων που προξενούσε η μαζική ένταξη των
μεταναστών στο εργατικό δυναμικό της ελληνικής κοινωνίας 8. Αποτέλεσμα αυτού
ήταν η ανάδειξη της εκδοχής ότι η καταστολή των φαινομένων παράνομης εισόδου
και διαμονής μεταναστών, καθώς και της υποβοήθησης των πράξεων αυτών – και
μάλιστα με τα μέσα του ποινικού δικαίου – σκοπό είχε να προστατεύσει την εθνική
οικονομία από κάθε μορφή «διακινδύνευσης», κατά την οποία διακυβεύεται κάθε
προοπτική οικονομικής ανάπτυξης εντός της (πολυπολιτισμικής πλέον) ελληνικής
κοινωνίας 9.
7
Τη φρασεολογία «εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής ζωής» χρησιμοποιεί και ο Χατζηνικολάου N. (βλ. ό.π.,
σελ. 15).
8
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., (βλ. την αμέσως παραπάνω υποσημείωση), με επιχειρήματα εξαχθέντα κυρίως
από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Ν 3386/2005.
9 ου
Έτσι και ο Φούσκας Θ. («Οι επιπτώσεις της παράτυπης μετανάστευσης στην Ελλάδα του 21 αιώνα», σε
ΕπιθΜετανΔικ τευχ. 2-3/2014, σελ. 284 επομ.) ο οποίος επισημαίνει την ανάπτυξη της παραοικονομίας ως
αρνητικού παράγοντα του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης, με το χαρακτηριστικό επιχείρημα ότι «οι
παράνομοι μετανάστες συμβάλλουν στο μέγεθος της άτυπης μαύρης αγοράς εργασίας, η οποία τους εγκλωβίζει,
αναζητώντας για τη διαρκή ανατροφοδότησή της ένα φθηνότερο, μετακινούμενο, προσωρινό και ευέλικτο
εργατικό δυναμικό, εκτός των ελέγχων της εργασιακής νομοθεσίας και της φορολογίας (…)».
10
Για τη θεωρία των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης και τις υποστηριζόμενες απόψεις γύρω από την
εννοιολογική τους προσέγγιση και την προβληματική τους εφαρμογή βλ. μεταξύ άλλων Ανδρουλάκη Ν.Κ.
«Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος –Θεωρία για το Έγκλημα», εκδ. β’, σελ. 176 επομ., Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Έννοια
και προβληματική των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων», σελ. 137 επομ., της ίδιας «Κοινώς Επικίνδυνα
Εγκλήματα Άρθρα 264-289 ΠΚ», Γ’ εκδ., σελ. 43 επομ., Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία», σελ.
268 επομ., του ιδίου «Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους Άρθρα 1-49 ΠΚ», ζ’ έκδ. με επιμέλεια των Μ.
Καϊάφα –Γκμπάντι και Ε. Συμεωνίδου –Καστανίδου, σελ. 344 επομ., Παρασκευόπουλου Ν. «Η διάκριση
κινδύνου και βλάβης στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο», ΠοινΧρον 2001, σελ. 481 επομ., Σπυράκου Δ. «Αφηρημένη
Διακινδύνευση: μια επικίνδυνη κατασκευή για το ποινικό δίκαιο». ΠοινΧρον1993, σελ. 360 επομ., Σπινέλλη Δ.
«Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδύνευσης», ΠοινΧρον 1973, σελ. 161 επομ., Συμεωνίδου
–Καστανίδου Ε. «Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης», ΠοινΔικ2001, σελ. 638 επομ.
«νομοθετικό κίνητρο» της ποινικής τους πρόβλεψης 11. Και πραγματικά, εάν
διερευνούσε κανείς σήμερα την κατάφαση του στοιχείου αυτού, όντως θα
παρατηρούσε ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία ή την εθνική οικονομία δεν
περιγράφεται στη νομοτυπική μορφή κανενός εκ των αδικημάτων που προβλέπονται
στον Κώδικα Μετανάστευσης – ίσα ίσα, όπως και παραπάνω είδαμε, οι απόψεις περί
«κινδύνου βλάβης» των εν λόγω εννόμων αγαθών διατυπώνονται με ερμηνευτική
αξιοποίηση διαφορετικών (ούτε καν των ποινικών) διατάξεων. Εάν, λοιπόν, θα
μπορούσαν τα εγκλήματα αυτά να χαρακτηριστούν κάπως, μόνο ως εγκλήματα
αφηρημένης διακινδύνευσης θα μπορούσαν να ειδωθούν 12.
11
Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία», ό.π., σελ. 268 επομ.
12
Πρβλ. και την άποψη της Βαγενά –Παλαιολόγου Ε. «Τριάντα χρόνια νομοθετικής διαδρομής του
μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα (1980-2010)», σε ΕπιθΜετανΔικ 3/2010 τευχ. Σεπτέμβριος –
Δεκέμβριος, σελ. 239 επομ), η οποία, αναφερόμενη στις διατάξεις του Ν 1975/1991, υποστηρίζει
χαρακτηριστικά ότι «Από το νέο νόμο δεν λείπουν ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση παραβάσεων
“προσβολών αφηρημένης διακινδύνευσης” όπως αναγορεύεται η παράνομη διάβαση των συνόρων, οι
δραστηριότητες προώθησης στο εσωτερικό της χώρας και οι διευκολύνσεις παράνομης παραμονής και παροχής
εργασίας».
13
Πρβλ. και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 16 και επομ.
14
Εννοείται εδώ θεωρείται δεδομένο ότι η παράνομη διαμονή του αλλοδαπού εντός της Ελλάδας ως πράξη
αποτελεί μία «πηγή κινδύνου» για το έννομο αγαθό της οικονομίας ή της δημόσιας υγείας, ανοιχτή και
προσβάσιμη στα έννομα αγαθά, ώστε οποιοσδήποτε εμπειρικός όρος κι αν θα προστεθεί, να μπορεί ανά πάσα
στιγμή να οδηγήσει στη βλάβη αυτών των εννόμων αγαθών. Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη συλλογιστική
δομείται, φυσικά, πάνω στη δογματική κατασκευή των εγκλημάτων θεμελίωσης πηγής κινδύνου, η οποία
μοιάζει και πιο συνεπής απέναντι στο σοβαρό συνταγματικό «έλλειμμα» των εγκλημάτων αφηρημένης
και, μάλιστα, τιμωρούμενο αυστηρότερα από το αδίκημα της παράνομης εισόδου του
αλλοδαπού στο κράτος 15; Και επιπλέον, γιατί στη διάταξη του αρθ. 28 δίνεται
έμφαση στην «επικινδυνότητα» της πράξης του ημεδαπού εργοδότη (με τη σχετική
ποινικοποίηση της) και όχι σε αυτή του αλλοδαπού εργαζομένου 16; Μήπως από την
«αφηρημένα επικίνδυνη» πράξη του πρώτου μπορεί να αποδειχθεί το κίνητρο του
δράστη να κινδυνεύσει η εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, ενώ από την πράξη του
τελευταίου όχι; Πρόκειται για εύλογα ερωτήματα, των οποίων η απάντηση με μία
στοιχειώδη αιτιολογική θεμελίωση καθίσταται αδύνατη.
διακινδύνευσης (Για την εν λόγω θεωρία βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα», ό.π., σελ.
43 επομ).
15
Με τη σκέψη ότι όσο διαμένει ο αλλοδαπός στο εσωτερικό της χώρας, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος
«παρείσφρησής» του στην εθνική οικονομία, άρα ο κίνδυνος της διαμονής ως συμπεριφοράς είναι εντονότερος
ποιοτικά από αυτόν που εμπεριέχεται στην πράξη της παράνομης εισόδου και, άρα, η διαμονή αποτελεί πράξη
με μεγαλύτερη απαξία προς το έννομο αγαθό από αυτήν της εισόδου.
16
Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι η παροχή εργασίας από αλλοδαπό μη διαθέτοντα άδεια διαμονής
προβλεπόταν ως αδίκημα στο αρθ. 87 παρ. 6 Ν3386/2005, διάταξη η οποία όμως καταργήθηκε με τον
Ν4251/2014, παρά το γεγονός ότι η υπόλοιπη διάταξη περί ευθύνης των εργοδοτών μεταφέρθηκε σχεδόν
αυτούσια στο τελευταίο νομοθέτημα ως αρθ. 28. Κατά την περίοδο της ισχύος της η πράξη του 87 παρ. 6
τιμωρούνταν με ποινή ηπιότερη της παράνομης εισόδου: φυλάκιση δέκα ημερών έως πέντε ετών για την πρώτη
πράξη αντί της φυλάκισης τριών μηνών έως πέντε ετών (και επιπλέον χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων
πεντακοσίων ευρώ) για την παράνομη είσοδο του αρθ. 83. Επομένως ούτε με το προϊσχύσαν νομοθετικό
καθεστώς εξάγεται βάσιμο επιχείρημα ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό θα μπορούσε να είναι η εθνική
οικονομία.
17
Υπενθυμίζεται ότι ο Ν4332/2015 τροποποίησε τη διάταξη του αρθ. 28 με την προσθήκη των παρ. 8-13, προς
συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/36/ΕΕ.
18
Η ευθύνη των εργοδοτών οι οποίοι απασχολούν παράνομα πολίτες τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις
προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής στη χώρα είναι αστική –διοικητική (με την πρόβλεψη προστίμων και λοιπών
διοικητικών κυρώσεων) και πάντως όχι πλέον ποινική. Η μοναδική περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται
ποινική ευθύνη των εργοδοτών τυποποιείται στο 28 παρ. 5 και αφορά την πλημμεληματική πράξη εργασιακής
απασχόλησης με σκοπό την προαγωγή των μεταναστών στην πορνεία, πράξη η οποία τρέπεται σε
κακουργηματικού χαρακτήρα, στρέφεται κατά ανηλίκου. Από τις νομοθετικές αυτές επιλογές μόνο προστασία
της δημόσιας υγείας ή της οικονομίας δε θα μπορούσε να τεκμηριωθεί, καθόσον το νομοθετικό ενδιαφέρον
μοιάζει να εστιάζει περισσότερο σε έννομα αγαθά όπως η γενετήσια ελευθερία ή η οικονομική εκμετάλλευση
της γενετήσιας ζωής ή της ανηλικότητας κοκ.
εννόμων αγαθών, αφού είναι παράλογο να τιμωρείται η αναίρεση της πηγής κινδύνου
με την έξοδο του αλλοδαπού από το κράτος.
19
Στο ίδιο συμπέρασμα μοιάζει να καταλήγει, εμμέσως πλην σαφώς, και ο Φούσκας Θ. (ό.π.), με άκρως όμως
αντιφατική επιχειρηματολογία, δεδομένου ότι αφενός μεν υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος των
παράνομων μεταναστών δεν είναι μόνο από χώρες των Βαλκανίων αλλά και από χώρες της Ασίας και της
Αφρικής, με ένα εντελώς διαφορετικό επιδημιολογικό προφίλ (…), ενέχοντας υψηλούς κινδύνους για τη δημόσια
υγεία», αφετέρου ωστόσο παραδέχεται ότι «δεν έχει υπάρξει ολοκληρωμένη επιδημιολογική μελέτη για να
παρέχει αξιόπιστες απαντήσεις και στατιστικά δεδομένα για τον επιπολασμό των μολυσματικών ασθενειών σε
παράνομους μετανάστες στην Ελλάδα», καθώς και ότι «τα εξαιρετικά ανησυχητικά φαινόμενα στην ανίχνευση
λοιμωδών, δερματικών και σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων εντοπίστηκαν μετά από έρευνες στους
τόπους διαβίωσης των μεταναστών και σχετίζονται όχι μόνο με τις συνθήκες διαβίωσής τους αλλά και με την
αύξηση της ανδρικής και γυναικείας πορνείας».
20
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 20-22, όπου και αντίστοιχη επιστημονική τεκμηρίωση στις εκεί
παρατιθέμενες υποσημειώσεις περιθωρίου.
21
Βλ. Μανωλεδάκη Ι. «Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας – Άρθρα 167-182 ΠΚ», β’ εκδ., σελ. 14.
22
Ο εν λόγω ορισμός έγινε ευρέως αποδεκτός και από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά την απόφαση 11/1987 ΑΠ,
δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, όπου το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης ορίζεται ως «η ειρηνική και
ήρεμη συνύπαρξη των πολιτών υπό την κυριαρχία του κράτους και του δικαίου»).
23
Βλ. Συμεωνίδου –Καστανιδου Ε. «Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης», ΠοινΔικ2001,
638 επομ., όπου γίνεται σαφής και επιγραμματική αναφορά στην επονομαζόμενη «κοινωνική όψη» της
δημόσιας τάξης, όπου και με περαιτέρω παραπομπές σε Μανωλεδάκη Ι. «Το έννομο αγαθό», 1998, σελ. 372
επομ. και του ιδίου «Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης», β’ εκδ., σελ. 123 επομ).
24
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 24.
25
Πρβλ. και την άποψη της Βαγενά –Παλαιολόγου Ε., «Τριάντα χρόνια νομοθετικής διαδρομής του
μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα (1980-2010)», ό.π., η οποία υποστηρίζει ότι «(…) η οινωνική
πραγματικότητα αλλάζει όταν στη χώρα διαπιστώνεται μαζική εισροή».
26
Ούτε βέβαια μπορεί να γίνει λόγος γα δυνητικό κίνδυνο στην περίπτωση αυτή –για όσους δέχονται τη
δογματική κατασκευή των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης – αφ’ ης στιγμής από κανένα στοιχείο της
νομοτυπικής μορφής των τυποποιούμενων αδικημάτων στον Κώδικα Μετανάστευσης δεν διαπιστώνεται η
δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για την κοινωνική ευταξία. Εάν, μάλιστα, υποστήριζε κάποιος ότι η δυνατότητα
αυτή (υπό τον ορισμό της ως «κατάσταση η οποία, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, με την
προσθήκη ενός ακόμη εμπειρικού όρου, θα δημιουργήσει κίνδυνο» -βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. «Η
διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης», ΠοινΔικ 2001, σελ. 638) αποτελεί συνάρτηση της
παράνομης εισόδου και διαμονής των μεταναστών στην Ελλάδα, θα μπορούσε να βρει ενδιαφέροντα τα
στατιστικά αποτελέσματα των μελετών και ερευνών που διενεργούνται σε επίπεδο εγκληματολογίας, τα οποία
αποδεικνύουν ότι δεν έχει προκύψει κανένα τέτοιο βέβαιο συμπέρασμα. Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ.
29). Πρβλ. όμως ενδεικτικά και Ζαραφωνίτου Χ. («Η (αν)ασφάλεια των μεταναστών: μια εγκληματολογική
προσέγγιση», σε «Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη –Τόμος ΙΙ: Μελέτες Ποινικού Δικαίου –
Εγκληματολογίας –Ιστορίας του Εγκλήματος», εκδ. Σάκκουλα 2007, σελ. 1079 επομ.), η οποία τονίζει πως το
ποσοστό της εγκληματικότητας των μεταναστών είναι μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό τους εντός της Ελλάδας
και, πάντως, σχετίζεται μεταξύ άλλων και με την στατιστικά καταγεγραμμένη προκατάληψη εναντίον τους,
τρεφόμενη από τον ολοένα αυξανόμενο φόβο κατά του «εγκληματία μετανάστη». Σύμφωνος με την άποψη ότι
«η συνολική εμφανής εγκληματικότητα των μεταναστών υπολείπεται του ποσοστού που αντιπροσωπεύουν στον
πληθυσμό της χώρας» και, μάλιστα, με αναλυτική παράθεση στατιστικών μελετών περί εγκληματικότητας των
αλλοδαπών και ο Καρύδης Β. «Μετανάστες και Κοινωνικοί Πανικοί στην Ελλάδα» σε «Έγκλημα και Ποινική
καταστολή σε εποχή κρίσης - Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Νέστορα Κουράκη», Α’ τόμος, σελ. 1629 επομ.,
προσβάσιμο και στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα www.crime-in-crisis.com.
27
Αντίθετος ο Χατζηνικολάου Ν. («Η απέλαση του αλλοδαπού ως κύρωση του ποινικού δικαίου –άρθρο 74 ΠΚ»,
εκδ. Σάκκουλα 2006), ο οποίος υποστηρίζει ότι ως μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον κατηγορούμενο, η απέλαση
αποτελεί ένα είδος ποινικής κύρωσης και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Παρόμοια άποψη εκφράζει
και ο Κοσμάτος Κ. (Παρατηρήσεις στην 1419/1998 ΑΠ Ε’ τμ, ΠοινΔικ2000, σελ. 1096 επομ), ο οποίος, με
αναγωγή στην εννοιολογική προσέγγιση ποινών και μέτρων ασφαλείας, εκφράζει την άποψη ότι «η απέλαση
αλλοδαπού αποτελεί παρεπόμενη ποινή και όχι μέτρο ασφαλείας, παρά την ένταξή της σε άλλη θεματική
ενότητα [ενν. του Ποινικού Κώδικα]. Και τούτο διότι προϋπόθεση για την επιβολή της απέλασης αρχικά
αποτελεί η πλήρης ενοχή του δράστη και η επιβολή κύριας ποινής, ενώ σκοπός της επιβολής της απέλασης δεν
είναι η βελτίωση ή θεραπεία του δράστη αλλά η προστασία (διά της απομακρύνσεως του αλλοδαπού από τη
χώρα) του κοινωνικού συνόλου». Εντούτοις, κατά την ευρύτερα κρατούσα άποψη, η απέλαση αποτελεί μέτρο
ασφαλείας και μάλιστα συμπληρωματικό, επιβαλλόμενο δηλαδή σε συνδυασμό με την κύρια ποινή για το
τελεσθέν αδίκημα (βλ. αναλυτικά για τον χαρακτήρα της απέλασης ως μέτρο ασφαλείας Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./
Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008,
σελ. 23 επομ).
28
Βλ Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 29, σημ. με αριθμό περιθωρίου 83) ο οποίος καταλήγει στη διαπίστωση ότι
«η θεώρηση της απέλασης ως μέτρου ασφαλείας συνεπάγεται αναπόφευκτα τη θέση ότι η αλλοδαπότητα
συνιστά “ίχνος” εν δυνάμει επικινδυνότητας».
29
Για την ανάλυση του στοιχείου της επικινδυνότητας στην απόφαση επιβολής απέλασης βλ. αντί άλλων
Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Μετανάστες. Τι σημαίνει η εμπλοκή τους σε ποινικό αδίκημα», ΠοινΔικ 2005, σελ.
979 επομ.
30
Στον προσδιορισμό των προσθέτων αυτών στοιχείων αναφέρεται και ο Κοσμάτος (ό.π.), του οποίου η
επιχειρηματολογία συνοψίζεται στην κατάφαση της «αντικοινωνικής» συμπεριφοράς του αλλοδαπού που
αποτελεί κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο και επιτάσσει την απέλαση του απ’ το ελληνικό κράτος.
31
Περιττεύει να επισημάνει κανείς ότι τα νομοτεχνικά –λογικά επιχειρήματα που αναλύθηκαν παραπάνω (πχ
περί ποινικοποίησης και της παράνομης εξόδου κοκ) μπορούν κάλλιστα να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά και
σε αυτή τη θεωρητική συζήτηση.
32
Έτσι και Αποστολίδου Α. («Ποινική ευθύνη του αλλοδαπού για την παράνομη είσοδό του στην επικράτεια» σε
«Αλλοδαποί στην Ελλάδα: Ένταξη ή περιθωριοποίηση;», επιμ. Α. Συκιώτου, σελ. 223), Μπάκας Γ. («Τα
εγκλήματα μεταφοράς λαθρομεταναστών» σε «Αλλοδαποί στην Ελλάδα: Ένταξη ή περιθωριοποίηση;», επιμ. Α.
Συκιώτου, σελ. 33), Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 30 επομ.
33
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 30.
Υπό το φως αυτής της τελευταίας παρατήρησης, ότι κάθε πράξη παράκαμψης
του συνοριακού ελέγχου συνιστά ματαίωση της ικανότητας επιβολής της κρατικής
εξουσίας, τα εν λόγω ποινικά αδικήματα χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα βλάβης του
εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας 36.
34
Κατά την ορθή εκτίμηση του Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 31 επομ), ο οποίος θέτοντας τον συγκεκριμένο
προβληματισμό παραθέτει αναλυτικά δογματικά επιχειρήματα, καταρρίπτοντας την άποψη αυτή που θέλει το
κράτος να χρησιμοποιεί την «πολιτειακή εξουσία» ως δικαιολογία αντιφιλελεύθερης κυριαρχίας και το Ποινικό
Δίκαιο ως «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των πολιτών.
35
Για τη θεμελίωση αυτής της συλλογιστικής, αξιοποιείται το βασικό συνταγματικό δόγμα «κράτος χωρίς
σύνορα δεν είναι κράτος» (βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 35).
36
Τις αντιρρήσεις του για τη διαπίστωση ότι η παράνομη είσοδος-έξοδος του αλλοδαπού προσβάλλει όντως την
πολιτειακή εξουσία στην έκφανση του κρατικού μηχανισμού ελέγχου των συνόρων εκφράζει ο Χατζηνικολάου
Ν. (ό.π., σελ. 36 επομ.), ο οποίος με παράθεση εκτενούς επιχειρηματολογίας τάσσεται υπέρ της
αποποινικοποίησης του συγκεκριμένου αδικήματος.
37
Στη διάταξη του αρθ. 30, επομένως, η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται από το απειλούμενο όριο
των πέντε (5) έως δέκα (10) ετών της βασικής μορφής (περίπτωση α’) με την εξής κλιμάκωση: σε πρόσκαιρη
κάθειρξη δέκα (10) έως είκοσι (20) ετών (περίπτωση β’), σε πρόσκαιρη κάθειρξη δεκαπέντε (15) έως είκοσι (20)
ετών (περίπτωση γ’) και, τέλος, η πρόσκαιρη τρέπεται σε ισόβια κάθειρξη (περίπτωση δ’).
τιμώρησης του συμμετόχου 38. Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι
κάποιες από τις τυποποιούμενες στο αρθ. 30 παρ. 1 συμπεριφορές δεν αποτελούν
καν πράξης συμμετοχής με τη στενή του όρου έννοια 39, με χαρακτηριστικό
παράδειγμα την ποινικοποίηση της εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη 40. Πάρα
ταύτα, η απορία αναφορικά με τη συγκεκριμένη επιλογή του νομοθέτη παραμένει,
ειδικά εάν σκεφθεί κανείς ότι η αύξηση του αδίκου σε (κάποιες έστω) περιπτώσεις
συμμετοχής ενδεχομένως υποκρύπτει μία διεύρυνση της προστασίας και σε επίπεδο
εννόμων αγαθών.
38
Επισημαίνεται ότι στο ποινικό δίκαιο γίνεται σχεδόν καθολικά αποδεκτό ότι η συμμετοχική ευθύνη,
απορρέουσα από «βοηθητική» πράξη, το αξιόποινο της οποίας έχει διευρυνθεί εξαιτίας της επικινδυνότητάς
της, «δανείζεται» τον εγκληματικό της χαρακτήρα από την αυτουργική ευθύνη, με αποτέλεσμα συμμετοχή και
αυτουργία να τελούν σε σχέση εξάρτησης της μεν πρώτης από την τελευταία. Η εξάρτηση αυτή (ανεξαρτήτως
του συστήματος εξάρτησης που ακολουθεί κανείς σε δογματικό επίπεδο) εξηγεί και την νομοθετική επιλογή η
συμμετοχική ευθύνη να τιμωρείται με ποινή, αν όχι μικρότερη, πάντως ίση με αυτήν της αυτουργικής (βλ.
αναλυτικά Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους –Άρθρα 1-49 ΠΚ», επιμ. Καϊάφα –
Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε.», ζ’ εκδ., σελ. 465 επομ., με ειδική αναφορά σε ελληνική και
ξενόγλωσση βιβλιογραφία για τη συμμετοχή στη σελ. 467 αριθ. περιθ. 1).
39
Έτσι ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 42.
40
Συμπεριφορά η οποία, όπως θα αναλυθεί και στο οικείο κεφάλαιο, εκφεύγει της ύλης της συμμετοχής,
δεδομένου ότι κατά την κρατούσα άποψη αποτελεί – μη τιμωρητέα – συνδρομή ύστερη της ολοκλήρωσης του
εγκλήματος της παράνομης εισόδου (βλ. αναλυτικά Χατζηνικολάου, ό.π., σελ. 42) και πάντως διακρίνεται
σαφώς από τις πράξεις διευκόλυνσης διαμονής του αρθ. 29 παρ.6.
41
Παρενθετικά σημειώνεται εδώ ότι η αναγωγή πράξεων συμμετοχής σε αυτοτελή εγκλήματα –χωρίς
απαραίτητα να επαυξάνεται η ποινή του «συμμετόχου» – είναι σχετικά σύνηθες φαινόμενο, τόσο στα
εγκλήματα που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, όσο και σε εγκλήματα διαφόρων ποινικών νόμων. Σκοπός
του νομοθέτη είναι, μάλλον, η «πλήρης απεξάρτηση» της ευθύνης του συμμετόχου από αυτήν του αυτουργού,
με αποτέλεσμα η πρώτη να τιμωρείται ανεξαρτήτως της τιμώρησης της τελευταίας, επιλογή η οποία
δικαιολογείται σε δικαιοπολιτικό επίπεδο, ανάλογα με το έννομο αγαθό που προστατεύεται κάθε φορά. Εν
είδει παραδείγματος παρατίθεται εδώ η προσφάτως εισαχθείσα διάταξη του αρθ. 237Α ΠΚ, όπως αυτή
προστέθηκε με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΕ υποπαρ. ΙΕ.9 του Ν 4254/2014. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή,
τιμωρείται με την ίδια ποινή με τον υπάλληλο που τελεί το αδίκημα της δωροληψίας ο «μεσάζων», ο άνθρωπος
δηλαδή που, έναντι ανταλλάγματος, ισχυρίζεται ότι μπορεί να πείσει τον υπάλληλο να λάβει το δώρο και να
τελέσει το αδίκημα του αρθ. 235 παρ.1. Η εν λόγω συμπεριφορά θα τιμωρούνταν, ελλείψει της συγκεκριμένης
διάταξης, ως μία κλασική περίπτωση ηθικής αυτουργίας, μόνο εάν αποδεικνύονταν ότι ο μεσάζων έπεισε όντως
τον υπάλληλο να τελέσει το αδίκημα του αρθ. 235 παρ. 1 και μάλιστα ανεξαρτήτως ανταλλάγματος που τυχόν
έλαβε. Αυτό σημαίνει ότι στο άρθρο 237Απαρ.1 ΠΚ ο μεσάζων τιμωρείται χωρίς να είναι ο ίδιος υπάλληλος,
(και) σε στάδιο απόπειρας ηθικής αυτουργίας, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ολοκληρωθεί η «αθέμιτη
επιρροή» του αυτουργού της δωροληψίας και, μάλιστα, χωρίς να χρειάζεται καν να τελεστεί – σε επίπεδο
αρχικού αδίκου όπως επιτάσσουν οι κανόνες της εξαρτημένης συμμετοχής – το αδίκημα της δωροληψίας. Η
επιλογή της αναγωγής μίας ειδικής περίπτωσης ηθικής αυτουργίας σε αυτοτελές αδίκημα (με «προώθηση»
αξιοποίνου και στο στάδιο της επιχείρησης, πριν να πειστεί ο υπάλληλος) δείχνει ότι προφανώς ο νομοθέτης,
αξιολογώντας κοινωνιολογικά – εγκληματολογικά την «επικινδυνότητα» ορισμένων συμπεριφορών, επιχείρησε
νομοθετικές επιλογές που έχουν γίνει στο πεδίο εγκλημάτων όπως η απόδραση (αρθ.
173 παρ. 1 και παρ. 2 ΠΚ 42) ή η διακίνηση ναρκωτικών (αρθ. 20 και 22 παρ.1 περ. ε’
και στ’ Ν 4139/2013 43). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις επιφυλάσσεται για τον
αυτουργό ηπιότερη αντιμετώπιση από αυτή του συμμετόχου (ηθικού αυτουργού ή
συνεργού κατά περίπτωση), με το σκεπτικό ότι η στάση του συμμετόχου ενέχει
ιδιαίτερη απαξία, στο βαθμό που εμφανίζεται ως περισσότερο «εχθρική» απέναντι
στο προσβαλλόμενο έννομο αγαθό συγκριτικά με αυτή του αυτουργού. Η «εχθρική
στάση» προκύπτει είτε λόγω συγκεκριμένης ιδιότητας που φέρει ο συμμέτοχος, είτε
αντίθετα λόγω της (κατ’ αντιπαραβολή τιθέμενης) μειωμένης ενοχής που φέρει ο
ίδιος ο αυτουργός, εξαιτίας πχ συνθηκών που συμβάλλουν στην αύξηση της «ψυχικής
του πίεσης» κατά την τέλεση του εγκλήματος 44.
να προστατεύσει ευρύτερα το έννομο αγαθό της δημόσιας υπηρεσίας, διευρύνοντας το πεδίο της προστασίας
σε κάποιες (ακραίες θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κάποιος) περιπτώσεις «συμμετοχής».
42
Όπου ο συμμέτοχος σε απόδραση τιμωρείται, κατά την παρ. 2 με ποινή φυλάκισης δύο (2) έως πέντε (5) ετών,
ενώ ο δράστης της απόδρασης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός (1) έως πέντε (5) ετών. Είναι, δε,
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, με την τροποποίηση της διάταξης με τον Ν 3772/2009, εάν ο συμμέτοχος σε
απόδραση έχει την ιδιότητα του σωφρονιστικού ή αστυνομικού υπαλλήλου, τιμωρείται με κάθειρξη πέντε (5)
έως δέκα (10) ετών (!).
43
Στο εν λόγω νομοθέτημα, ο διακινητής ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 20
παρ. 1 (βασικό έγκλημα διακίνησης) σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) έως είκοσι (20) ετών και χρηματική ποινή έως
τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. Στη διάταξη του αρθ. 22 παρ. 2 περ. ε’ και στ’ Ν 4139/2013, όμως, ο ιατρός
ή φαρμακοποιός ο οποίος συντελεί (με έκδοση ή αποδοχή αντίστοιχα ψευδούς ιατρικής βεβαίωσης) στη
διακίνηση ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται με ποινή κάθειρξης δέκα (10) έως είκοσι (20) ετών και χρηματική
ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) έως πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ. Σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, η
εν λόγω συμπεριφορά των δραστών ιατρού ή φαρμακοποιού θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως άμεση συνέργεια
σε κάποια από τις επιμέρους πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών του άρθ. 20, εντούτοις η αντιμετώπισή
τους είναι σαφώς βαρύτερη, δεδομένης της συγκεκριμένης ιδιότητάς τους.
44
Πρβλ. και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 48, ο οποίος προς υποστήριξη της άποψής του αξιοποιεί και το
παράδειγμα του εγκλήματος της διακοπής κύησης (αρθ. 304 ΠΚ).
45
Υπενθυμίζεται, εδώ, ότι η χρηματική ποινή της βασικής μορφής του εγκλήματος είναι δέκα χιλιάδες (10.000)
έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ και αυξάνεται πρώτον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα
χιλιάδων (60.000) ευρώ στη διακεκριμένη μορφή της περίπτωσης β’, δεύτερον στο ποσό τουλάχιστον των
διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ στην ιδιαίτερα διακεκριμένη μορφή της περίπτωσης γ’ και, τέλος, στο ποσό
τουλάχιστον των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ στην ιδιαίτερα διακεκριμένη μορφή της περίπτωσης δ’.
46
Τα ζητήματα που αφορούν την τήρηση ή μη της αρχής της αναλογικότητας ως προς τις προβλεπόμενες ποινές
του αρθ. 30 παρ. 1, καθώς επίσης και τα ζητήματα ενδεχόμενης αοριστίας των ποινών αυτών θα εξετασθούν
παρακάτω, στο οικείο κεφάλαιο.
47
Παρενθετικά σημειώνεται ότι το ελάχιστο όριο της ποινής των επτακοσίων χιλιάδων ευρώ απαντάται στην
ελληνική νομοθεσία μόνο σε άλλη μία ποινική διάταξη, αυτή του αρθ. 52 Ν4002/2011 («περί παιγνίων κλπ»).
48
Βλ. την χαρακτηριστική ορολογία που χρησιμοποιεί για τους μετανάστες ο Κυριακάκης Σ. («Εγκληματολογική
προσέγγιση των κατά θάλασσα βαρέων εγκλημάτων», ΠοινΔικ 2000, σελ. 898 επομ), ο οποίος περαιτέρω
συνδέει το φαινόμενο της (μαζικής) παράνομης μετανάστευσης, τελούμενης διά θαλάσσης, σχεδόν
αποκλειστικά με εγκληματικές οργανώσεις –«κυκλώματα». Τα κυκλώματα αυτά διακρίνει, στη συνέχεια, σε
τρεις επιμέρους κατηγορίες: στα κυκλώματα των χωρών προέλευσης, στα «κυκλώματα υποδοχής» των χωρών
προορισμού και στα κυκλώματα των μεταφορέων. Η συνεργασία μεταξύ των τριών, η ύπαρξη καθορισμένων
ρόλων των μελών τους, το αδιαμφισβήτητο κέρδος τους, εκφραζόμενο ως «αντίτιμο της διακίνησης», καθώς και
ο εξελιγμένος εξοπλισμός τους (πχ με τη χρήση ταχύπλοων και μητρικών σκαφών για το κύκλωμα των
μεταφορέων) αποτελούν, κατά τον συγγραφέα, αδιαμφισβήτητα δείγματα του οργανωμένου εγκλήματος στον
τομέα της λαθρομετανάστευσης.
Ενόψει όλων των παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η ευθύνη του μεταφορέα
στον Κώδικα Μετανάστευσης, παρά την «νομοτεχνική προχειρότητα» που προφανώς
τη διακρίνει ως διάταξη, θεσμοθετήθηκε με έναν κύριο στόχο: να προστατευθεί το
έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας από τις οργανωμένες, συστηματικές
49
Για τα σύγχρονα εγκλήματα δουλείας, όπως διαμορφώνονται σήμερα στη διεθνή κοινότητα, βλ. την
εξαιρετική μελέτη του Βούλγαρη Γ., Αντιεισαγγελέα Εφετών, «Οι παραδοσιακές και οι σύγχρονες μορφές
δουλείας και ανθρώπινης εκμετάλλευσης» σε ΠοινΔικ 2017, σελ. 1026 επομ.
50
Για ετήσια κέρδη της τάξεως των πέντε έως επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων κάνει λόγο ο Βούλγαρης Γ. (βλ.
την αμέσως πιο πάνω υποσημείωση), εστιάζοντας στην περίπτωση των εγκλημάτων τύπου «people trafficking».
51
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 41 επομ.), με αναλυτική επιχειρηματολογία.
52
Η σύνδεση της οποίας, ως ποινή προβλεπόμενη στο πεδίο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, με τα εγκλήματα υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης θα παρατεθεί αναλυτικά πιο
κάτω, στο οικείο κεφάλαιο που αφορά τις κυρώσεις.
53
Βλ. το αρθ. 30 παρ. 7, όπου προβλέπεται η εφαρμογή των ειδικών ανακριτικών πράξεων του αρθ. 253Α ΚΠΔ
σε περιπτώσεις ενδεχόμενης τέλεσης εγκλημάτων υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης, χωρίς να
απαιτείται να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την εγκληματική οργάνωση που τυποποιούνται στη διάταξη
του αρθ. 187 ΠΚ.
προσβολές των μεταφορέων πολιτών τρίτων κρατών χωρίς δικαίωμα εισόδου στη
χώρα, οι οποίες, ακριβώς εκ του λόγου αυτού, περιβάλλονται με τον μανδύα μίας
αυξημένης απαξίας. Το ερώτημα, εάν ο στόχος αυτός από κοινού με τις επιλογές που
προκρίθηκαν διαχρονικά για την υλοποίηση του συμπορεύονται με τις θεμελιώδεις
αρχές του ποινικού δικαίου ή όχι, παραμένει ζήτημα ανοικτό προς διερεύνηση.
Η τυποποίηση περισσοτέρων του ενός τρόπων τέλεσης στο αρθ. 30 παρ. 1 είχε
ως αποτέλεσμα το πρόσωπο του δράστη να αλλάζει ανάλογα με την πράξη που
τιμωρείται στην εν λόγω διάταξη. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του εκάστοτε
υποκειμένου τέλεσης διαδραματίζει, επομένως, πολύ σημαντικό ρόλο στην ορθή
ερμηνεία και εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς, όπως θα δούμε και πιο
κάτω, κρίσιμα ζητήματα συμμετοχής, ακόμη και συρροής, θα επιλύονται
διαφορετικά, ανάλογα με την προκρινόμενη ερμηνεία.
Δράστης του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 στον κυρίαρχο τρόπο τέλεσης
του εγκλήματος που προβλέπει η εν λόγω διάταξη είναι ο επονομαζόμενος
«μεταφορέας». Ο ίδιος ο νόμος δίνει στην έννοια αυτή δύο διαφορετικές διαστάσεις:
Μεταφορέας είναι, κατά τον νομοθέτη, «ο πλοίαρχος, κυβερνήτης πλοίου, πλωτού
μέσου ή αεροπλάνου» αλλά και «ο οδηγός κάθε είδους μεταφορικού μέσου». Η
Μαρία Γ. Σαΐτη Σελίδα 30
Η οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης των μεταφορέων κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα
Μετανάστευσης (Ν 4251/2014)
διατύπωση αυτή έδωσε αφορμή σε μια μερίδα της θεωρίας να ερμηνεύσει την έννοια
του «πλοιάρχου» ως συγκεκριμένη ιδιότητα του δράστη και, κατόπιν, να
χαρακτηρίσει το έγκλημα ως ιδιαίτερο 54.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει μια παρέκβαση αναφορικά με τις συνέπειες
του χαρακτηρισμού αυτού, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια σημασία του
στην περαιτέρω εφαρμογή της διάταξης του 30 παρ. 1. Όπως είναι γνωστό, τα
ιδιαίτερα εγκλήματα, κατ’ αντιπαραβολή των κοινών εγκλημάτων, αποτελούν μία
κατηγορία εγκλημάτων διακρινομένων βάσει του ιδιαιτέρου (ξεχωριστού δηλαδή)
υποκειμένου τέλεσής τους. Αυτό σημαίνει ότι ο δράστης του ιδιαιτέρου εγκλήματος
δεν είναι ο «οποιοσδήποτε», αλλά ένα άτομο το οποίο φέρει μία συγκεκριμένη,
διακρίνουσα ιδιότητα 55, βάσει της οποίας τελεί το συγκεκριμένο έγκλημα 56. Η
ιδιότητα αυτή του προσώπου του δράστη δε θεμελιώνεται το πρώτον κατά την τέλεση
του εγκλήματος, αλλά προϋπάρχει αυτής. Θα μπορούσε να πει κανείς (ορμώμενος λχ
από την κλασική «ομάδα» ιδιαιτέρων εγκλημάτων των αρθ. 235 και επομ. ΠΚ περί την
υπηρεσία) ότι η ιδιότητα που φέρει το πρόσωπο αποτελεί την αιτία για την οποία ο
δράστης αυτός έχει αποκτήσει εγγύτητα με το έννομο αγαθό και είναι σε θέση να το
προσβάλλει τελώντας το ιδιαίτερο αδίκημα – χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι
τελεί το έγκλημα επ’ αφορμή της ιδιότητάς του.
54
Βλ. χαρακτηριστικά την άποψη του Μπέκα Γ., «Τα εγκλήματα μεταφοράς λαθρομεταναστών», ό.π. σελ. 333
επομ.
55
Ως «ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που διαφοροποιεί ένα κύκλο προσώπων από τα λοιπά άτομα» την
χαρακτηρίζει η Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. σε Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ.
321.
56
Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 321 επομ.
57
Πλήθος επιχειρημάτων για την αξιολόγηση της συμμετοχής στα ιδιαίτερα εγκλήματα βλ. σε Μπουρμά Γ.
«Ποινική μεταχείριση συμμετόχων στα ιδιαίτερα εγκλήματα –Παρατηρήσεις επί του υπ’ αριθ. 160/2008
Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς», άρθρο δημοσιευμένο σε ΠοινΔικ 2012, σελ. 475, όπου ο
συγγραφέας κάνει λόγο για κατοχύρωση στο αρθ. 49 ΠΚ της αρχής «εξαρτημένου αναλογικού δικαίου», με
περαιτέρω θεμελίωση. Γενικά για τη συζήτηση περί της επίδρασης του χαρακτηρισμού των ιδιαιτέρων
εγκλημάτων στη δογματική της συμμετοχής, με αξιοποίηση παραδειγμάτων από τα τυποποιούμενα στον
Ποινικό Κώδικα εγκλήματα και τη νομολογία βλ. αντί άλλων Αναγνωστόπουλο Η. «Απιστία στην υπηρεσία (ΠΚ
256). Ανοικτά και νέα ζητήματα», ΠοινΧρον 2012, σελ. 3 επομ., Δημήτραινα Γ. «Το δογματικό πρόβλημα της
αξιόποινης συμμετοχής σε ιδιαίτερο έγκλημα: και ιδίως η ποινική ευθύνη των συμμετόχων στο έγκλημα της
απιστίας στην Υπηρεσία», ΠοινΧρον 2009, σελ. 401 επομ., Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Απιστία και ευθύνη διοικητών
και διευθυντικών στελεχών νομικών προσώπων», ΠοινΔικ2016, σελ. 841 επομ., Μπιτζιλέκη Ν. «Ποινική
προστασία της δημόσιας υπηρεσίας από εσωτερικές προσβολές –Διαχειριστικά εγκλήματα περί την υπηρεσία»,
ΠοινΧρον2016, σελ. 89 επομ., Παπακυριάκου Θ. «Το καθεστώς ειδικής –αυξημένης ευθύνης των δημοσίων
υπαλλήλων στο ισχύον ελληνικό ποινικό δίκαιο. Βασικά χαρακτηριστικά και αποτίμηση», ΠοινΔικ2009, σελ. 1126
επομ., Χαραλαμπάκη Α. «Η συμμετοχή στα ιδιαίτερα και στα ιδιόχειρα εγκλήματα», ΠοινΧρον 2016, σελ. 167
επομ.
58
Με την αναγωγή ενός εγκλήματος «συμμετοχής» σε αυτοτελές έγκλημα, προβληματική η οποία θα συζητηθεί
σε επόμενο κεφάλαιο.
59
Για την ερμηνευτική διάκριση των ιδιαίτερων εγκλημάτων σε γνήσια και μη γνήσια βλ. αντί άλλων
Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π. σελ. 321 επομ.
60
Σκέψη που πάντως ενέχει κάποια προβλήματα, οι διαστάσεις των οποίων θα παρατεθούν αναλυτικά πιο
κάτω.
61
Η ρήτρα προβλέφθηκε για πρώτη φορά με την υιοθέτηση του Ν 1975/1991, στο αρθ. 33 παρ. 1 εδαφ. β’ του
οποίου οριζόταν ότι «Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και οι συμμετέχοντες στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις»,
ενώ διατηρήθηκε αυτούσια και στο αρθ. 55 παρ. 1 Ν 2910/2001. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
καταργήθηκε με την τροποποίηση του τελευταίου αυτού άρθρου από τον Ν 3153/2003 (ΦΕΚ Α 153/19.06.2003
–αρθ. 37), τροποποίηση από την οποία προέκυψε και το μεγαλύτερο κομμάτι (ο «σκελετός» θα έλεγε κανείς)
της σημερινής μορφής της διάταξης.
των θεωρητικών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα της μεταφοράς είναι
κοινό και κατά τον πρώτο τρόπο τέλεσής του 62, αυτόν της μεταφοράς.
62
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 152 επομ, ο οποίος προς επίρρωση του συλλογισμού του προκρίνει την
άποψη ότι «κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποκλειστεί από τα δυνητικά υποκείμενα τέλεσης» και, άρα, η
θέσπιση ιδιαιτέρου εγκλήματος δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά.
63
Λογική η οποία, πχ, δεν μπορεί να λειτουργήσει στα «κλασικά» ιδιαίτερα εγκλήματα: ο μη διορισμένος
δράστης δηλαδή, εφόσον δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου, δεν μπορεί να τελεί ένα υπηρεσιακό αδίκημα.
64
Ο διακινητής βέβαια θα έχει ποινική ευθύνη σύμφωνα με το αρθ. 30 παρ.1, καθώς θα θεωρείται ότι τελεί το
έγκλημα όχι με τον «κλασικό» τρόπο τέλεσης της μεταφοράς, αλλά με αυτόν της διευκόλυνσης μεταφοράς.
Αναλυτική εννοιολογική διάκριση θα γίνει πιο κάτω στη σχετική ενότητα.
2.2.1 Οι διακρίσεις των αλλοδαπών ατόμων στα πλαίσια του δικαίου αλλοδαπών
Από την επισκόπηση της ελληνικής νομοθεσίας περί αλλοδαπών προκύπτει ότι
διαχρονικά οι αλλοδαποί διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στους πολίτες-
υπηκόους 68 κρατών –μελών της ΕΕ, στους πολίτες-υπηκόους τρίτων χωρών69 και
στους ανιθαγενείς 70.
65
Βλ. την άποψη του Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 151) ο οποίος ανάγει τη χρήση της συγκεκριμένης
διατύπωσης στην υιοθέτηση του πρώτου νομοθετήματος περί ευθύνης του μεταφορέα (αρθ. 19 Ν 4310/1929).
66
Την άποψη αυτή υιοθετεί και η νομολογία. Βλ. χαρακτηριστικά το υπ’ αριθ. 809/2013 Βούλευμα του
ΣυμβΠλημΘες 809/2013 (δημοσιευμ. Σε ΕπιθΜετανΔικ 2-3/2014, σελ. 267 επομ).
67
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 155.
68
Η χρήση του διπλού όρου «υπήκοος –πολίτης» δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό, πέραν της ανάδειξης της
διαφορετικής ορολογίας που εμφανίσθηκε κατά καιρούς στην ελληνική νομοθεσία, χωρίς η διαφοροποίηση
αυτή να διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο στην περαιτέρω ερμηνεία του όρου και, κατ’ επέκταση, στην
εφαρμογή του νόμου. Επιγραμματικά επισημαίνεται ότι η χρήση του όρου «υπήκοος τρίτης χώρας» προκρίθηκε
μετά την τροποποίηση του Ν3386/2005 με τον Ν3772/2009. Μέχρι τότε γινόταν λόγος για «μεταφορά
προσώπων» (βλ. εδώ και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 155 επομ, ο οποίος όμως δίνει περισσότερη έμφαση στη
χρήση του πληθυντικού αριθμού και στην εξ αυτής προκληθείσα σύγχυση ως προς την κατάφαση του
αξιοποίνου). Πλέον, στον N 4251/2014 γίνεται χρήση του όρου «πολίτης» προς αντικατάσταση του
προϊσχύσαντος όρου «υπήκοος».
69
Ως «τρίτη» χαρακτηρίζεται κάθε χώρα που δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή «δεν εφαρμόζει το κοινοτικό
κεκτημένο σε θέματα θεωρήσεων [ενν. κεκτημένο Σένγκεν]», κατά τη χαρακτηριστική ορολογία που
75
Για το νομικό status των ανιθαγενών προσώπων βλ. χαρακτηριστικά τη μελέτη της Σπυροπούλου Α. –Μ. «Η
σχέση μεταξύ ανιθαγένειας και εμπορίας ανθρώπων», ΕπιθΜετανΔικ 1/2017, σελ. 29 επομ.
76
Για μία συνοπτική μα συγχρόνως περιεκτική ιστορική αναδρομή στην υιοθέτηση της Οικουμενικής διακήρυξης
βλ. την ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστείας (www.amnesty.gr), στην οποία παρατίθεται επίσης, αυτούσιο το
κείμενο της διακήρυξης.
77
Η ακριβής διατύπωση του άρθρου έχει ως εξής: «Άρθρο 15.1. Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα σε μία ιθαγένεια.
2. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιθαγένειά του, ούτε το δικαίωμα να αλλάξει ιθαγένεια».
78
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται, φυσικά, σε θεσμικό και δικαιϊκό επίπεδο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός
το οποίο επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, και από την εκδοθείσα από το ΕΔΔΑ απόφαση «Kuric κ.α. κατά
Σλοβενίας» (13.07.2010), η οποία δέχθηκε την «παράλειψη των κρατικών αρχών να ρυθμίσουν το καθεστώς
διαμονής των ανιθαγενών προσώπων εντός της κρατικής επικράτειας» ως μία μορφή «προσβολής του
δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής». Στη διατύπωση αυτή του Δικαστηρίου
παρατηρείται η σύνδεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την απόκτηση της ιθαγένειας με δικαιώματα
όπως η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, δικαιώματα θεμελιώδη, η προστασία των οποίων αποτελεί πρωταρχική
υποχρέωση και μέλημα κάθε φιλελεύθερου κράτους (αναφορά στην παραπάνω απόφαση κάνει και η
Σταυρουλάκη Ε., ό.π., σελ. 5-6 με τις σχετικές παραπομπές σε υποσημειώσεις).
79
Η αναλογική εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών προβλεπόταν ρητά στο αρθ. 95 Ν 3386/2005,
διάταξη η οποία διατηρήθηκε αυτούσια και κατά τη θέσπιση του Κώδικα Μετανάστευσης (αρθ. 29 Ν
4251/2014).
80
Οι εν λόγω εξαιρέσεις διατυπώνονται στο ισχύον αρθ. 2 Ν4251/2014 με τίτλο «πεδίο εφαρμογής».
81
Υπενθυμίζεται ότι τα άτομα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου προβλέπονται στο ισχύον
σήμερα άρθ. 2.
82
Έτσι και η Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε., «Η ιδιότητα του πρόσφυγα και η σημασία της για το Ποινικό Δίκαιο
της παράνομης μετανάστευσης», ΠοινΧρον 2018, σελ. 257 επομ (και ειδικότερα 262 επομ). Σύμφωνη με την
άποψη αυτή και η νομολογία – βλ. και την ΣυμβΕφΛαρ 158/2010 (δημοσιευμ. Σε ΠραξΛογ ΠΔ 2011, σελ. 180,
όπως παρατίθεται σε Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 91), σύμφωνα με την οποία «(...) και η
μεταφορά αυτών [ανιθαγενών δηλ.] πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση [του αρθ. 30 παρ. 1]».
83
Βλ. Σταυρουλάκη Ε., ό.π., σελ. 6 επομ.
84
Η ιδιότητα του πρόσφυγα αποκτάται μετά την αξιολόγηση συνδρομής στο πρόσωπο του αλλοδαπού των
προϋποθέσεων που θέτει η διεθνής και έννομη τάξη, με την κυριότερη να συνοψίζεται στη συνδρομή βάσιμου
λόγου (ή φόβου) δίωξης από τη χώρα καταγωγής ενός προσώπου λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας,
συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, πολιτικών πεποιθήσεων (έτσι αποτυπώνεται η έννοια του πρόσφυγα
στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951). Περισσότερο διευκρινιστική ως προς τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του
ης
πρόσφυγα στάθηκε η Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου (29 Απριλίου 2004), η οποία τροποποιήθηκε με την
Οδηγία 2011/95/ΕΕ και, εν τέλει, ενσωματώθηκε στο Εθνικό δίκαιο με το ΠΔ 141/2013 («Προσαρμογή της
ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση
και το καθεστώς των αλλοδαπών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας») Στον ορισμό του
πρόσφυγα που υιοθέτησε η εν λόγω Οδηγία (και εννοείται αποτυπώθηκε και στον ελληνικό νόμο
ενσωμάτωσης) προστέθηκε – πέραν του υπηκόου τρίτης χώρας – και ο ανιθαγενής, ο οποίος για τους ίδιους
λόγους δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα προέλευσής του (για όλα τα παραπάνω
εκτιθέμενα ζητήματα βλ. Σταυρουλάκη Ε., ό.π., σελ. 6 επομ).
85
Πρόκειται, εδώ, για πρόσωπα τα οποία δε συγκεντρώνουν μεν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτείται
προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως πρόσφυγες, εντούτοις όμως εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν κίνδυνο
σοβαρής βλάβης από την ενδεχόμενη επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής ή προηγούμενης διαμονής τους,
κίνδυνος ο οποίος πηγάζει από ουσιώδεις λόγους (διαφορετικούς μεν αυτών του πρόσφυγα, της ίδιας όμως
ποιοτικής έντασης). Η έννοια της σοβαρής βλάβης έχει ήδη προσδιοριστεί εννοιολογικά από τη νομολογία του
ΔΕΚ (βλ. απόφαση της 17.02.2009 –Υποθ. C-465/2007 Elgafaji –όπως παραπέμπει η Σταυρουλάκη, ό.π., σελ. 8,
αριθ. υποσημείωσης 11-12) και αντανακλά στην «ύπαρξη σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της
σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία και δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της
αποδείξεως εκ μέρους του αιτούντος ότι η απειλή τον αφορά ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της
καταστάσεώς του. […] Η ύπαρξη απειλής κατ’ εξαίρεση τεκμαίρεται όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης
βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη […] είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι
να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της
παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν
λόγω απειλή».
86
Ως θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών χαρακτηρίζονται, εν γένει, τα φυσικά
πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθούν θύματα των εξής εγκλημάτων: εμπορίας
δούλων (323 ΠΚ), εμπορίας ανθρώπων (323Α ΠΚ), μαστροπείας (349 ΠΚ), σωματεμπορίας (351 ΠΚ),
«σεξουαλικού τουρισμού» (323Β ΠΚ). Ειδικά για τα ανήλικα θύματα συντρέχουν βάσιμοι λόγοι τέλεσης σε
βάρος τους αδικημάτων όπως λχ αποπλάνηση ανηλίκων (339 παρ. 1 και 4 ΠΚ), κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια
(342 παρ. 1 και 2 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων (348Α ΠΚ), προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους (348Β
ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (351Α ΠΚ), βιασμός (336 ΠΚ). Βλ. την αναλυτική παράθεση του
νομοθετικού πλαισίου προστασίας της ομάδας αυτής σε Σταυρουλάκη Ε., ό.π., σελ. 9 -10.
87
Ως ασυνόδευτος ανήλικος χαρακτηρίζεται «το πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, το οποίο φτάνει
στην Ελλάδα, χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικα υπεύθυνο για τη φροντίδα του, σύμφωνα με την ελληνική
νομοθεσία ή πρακτική και για όσο χρόνο κανένας υπεύθυνος ενήλικας δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του ή
ο ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδο του στην Ελλάδα». Το ζήτημα που τίθεται, εν
προκειμένω, δεδομένης ειδικότερα της αυξημένης προστασίας των προσώπων αυτών από την ευρωπαϊκή και
διεθνή νομοθεσία, είναι κατά πόσον μπορούν να εξισωθούν αναλογικά με τα ενήλικα πρόσωπα –δικαιούχους
διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να διαμορφωθεί και η απορρέουσα από το αρθ. 30 παρ. 1 ποινική ευθύνη
απέναντί τους κατ’ ανάλογο τρόπο με αυτόν των λεγόμενων προσφύγων. Ουσιαστικά, δηλαδή, παραμένει
ανοικτό το ζήτημα εάν και κατά πόσον ο μεταφορέας που εκτελεί παράνομο δρομολόγιο στο οποίο επιβαίνει
(τουλάχιστον) ένας ασυνόδευτος ανήλικος θα τιμωρηθεί όντως για το αδίκημα του αρθ. 30 παρ.1 ή όχι, όπως
ακριβώς θα συνέβαινε εάν επέβαινε στο δρομολόγιο ένας πρόσφυγας. Θεωρώ ότι το σύνολο των νομοθετικών
επιλογών, σε διεθνές και σε εθνικό φυσικά επίπεδο, αντανακλά στη γενικότερη, στοχευμένη προσπάθεια που
προκρίνεται, προκειμένου ο ανήλικος «είτε είναι μόνος, είτε συνοδεύεται από τους γονείς του ή από
οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο» (βλ. αρθ. 22 παρ.1 Σύμβασης για τα Παιδικά Δικαιώματα), να χαίρει ανάλογης
προστασίας με αυτήν των προσφύγων –αιτούντων ασύλου (βλ. Σταυρουλάκη Ε., ό.π., σελ. 11 επομ). Κατ’
επέκταση, η τιμώρηση του μεταφορέα για τη μεταφορά ασυνόδευτων ανηλίκων στον αντίποδα της αντίστοιχης
απαλλαγής του για τη μεταφορά προσφύγων μοιάζει μάλλον άδικη και ως εκ τούτου θα πρέπει αναλογικά και
για την ταυτότητα του νομικού λόγου να αποκλειστεί.
Ως προς τις άλλες δύο ομάδες, η προστασία των οποίων θα έλεγε κανείς ότι
«θολώνει» το τοπίο γύρω από την τέλεση του εγκλήματος της μεταφοράς, πρέπει να
επισημανθούν τα εξής:
Κοινό σημείο αναφοράς και των δύο αυτών ομάδων σε σχέση με την τέλεση
των εγκλημάτων του Κώδικα Μετανάστευσης (και ειδικά σε σχέση με την τέλεση του
εγκλήματος της μεταφοράς) είναι ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού τους ως πρόσωπα
ανήκοντα σε κάποια εκ των ομάδων αυτών είναι μεταγενέστερη της τέλεσης του
εγκλήματος 88. Αυτό σημαίνει ότι η διοικητικής φύσεως διαδικασία αναγνώρισης της
ιδιότητας δικαιούχου προστασίας θα γίνεται, κατά κανόνα, μετά την είσοδο στη χώρα
και άρα μετά την τέλεση του εγκλήματος της παράνομης εισόδου (όσον αφορά τον
ίδιο τον αλλοδαπό) ή του εγκλήματος της παράνομης μεταφοράς (όσον αφορά το
άτομο που τον μεταφέρει) 89. Και αυτό, φυσικά, με τη σειρά του συνεπάγεται ότι, εάν
δεχθεί κανείς ότι η ποινική ευθύνη του μεταφορέα εξαρτάται από την αναγνώριση ή
μη στο πρόσωπο του μεταφερομένου της προσφυγικής ιδιότητας –ούτως ώστε να μην
τιμωρείται ο δράστης εφόσον αυτή αποδεικνύεται ότι συντρέχει – τότε επιβάλλεται
να δεχθεί κανείς επιπλέον ότι το ίδιο το Ποινικό Δικαστήριο, στο οποίο επαφίεται η
κρίση για τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος της μεταφοράς είναι αρμόδιο και
για την κρίση περί της συνδρομής ή όχι στο πρόσωπο του «θύματος» της
μεταναστευτικής ιδιότητας ή κάποιου χαρακτηριστικού που τον εντάσσει στις
παραπάνω αναφερόμενες ομάδες.
έχει στα χέρια της μία εισαγγελική ή δικαστική αρχή στη χώρα μας), η οποία μοιάζει
σχεδόν αδύνατη 91. Δεύτερον, ο παραπάνω από ορατός κίνδυνος αντιφατικών κρίσεων
– με όλες τις συνακόλουθες επιπτώσεις για την έννομη τάξη που αυτός εγκυμονεί –
ειδικά μάλιστα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι διαχρονικά έχει αποτυπωθεί στη
νομολογία μία τάση «σκεπτικισμού» απέναντι στην αναγνώριση της ιδιότητας
δικαιούχου διεθνούς προστασίας 92, προφανώς επί τη βάσει του «φόβου» ότι όσο πιο
επιεικές είναι το Δικαστήριο στην κρίση του αυτή, τόσο περισσότερο ανεφάρμοστο
μένει το γράμμα του 30 παρ. 1 και, κατ’ επέκταση, τόσο πιο εκτεθειμένη είναι η
έννομη τάξη απέναντι σε προσβολές της πολιτειακής εξουσίας στο πεδίο της
λαθρομετανάστευσης 93.
Τα πρακτικά αυτά ζητήματα, όμως, δεν είναι τα μόνα που αναδεικνύουν την
προβληματικότητα της άποψης 94 ότι η ευθύνη του μεταφορέα είναι αλληλένδετη και
εξαρτάται από την ιδιότητα του πρόσφυγα. Σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο, έχει ορθά
91
Το πρόβλημα αυτό έχει επισημάνει ήδη στο παρελθόν, υπό την ισχύ του Ν 1975/1991 (και μάλιστα με
επιχειρήματα που δύσκολα θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς) ο Κουράκης Ν. (βλ. Παρατηρήσεις στην υπ’
αριθ. 271/1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου, ΠοινΔικ2000, τευχ. Νοε, σελ. 1076 επομ.).
92
Για «σκεπτικισμό» κάνει λόγο και ο Κουράκης Ν. (βλ. την παραπάνω υποσημείωση), αλλά κυρίως υπονοείται
ως γενικότερη στάση και από την ίδια την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών, η οποία σε σχετικό
Υπόμνημά της προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, αναφορικά με τα ζητήματα προσφύγων που εισέρχονται
ή διαμένουν παράνομα στο έδαφος της χώρας (δημοσιευμένο στην ΠοινΔικ, τευχ 10/1998, σελ. 1036 επομ.)
κάνει σαφή υπαινιγμό για την ανάγκη τήρησης μίας πιο «μετριοπαθούς» στάσης των δικαστηρίων απέναντι
στην κρίση περί μεταναστευτικής ιδιότητας, ή ορθότερα, επισημαίνει τον «επικουρικό» χαρακτήρα της κρίσης
αυτής σε αντιδιαστολή με αυτής των αρμοδίων διοικητικών και αστυνομικών αρχών. Το επιχείρημα αυτό
συνάγεται από την (αυτολεξεί παρατιθέμενη) σκέψη της Αρμοστείας ότι «[…]εφόσον το αίτημα για άσυλο
διατυπωθεί προς κάποια άλλη αρχή, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών, η αρχή αυτή οφείλει να
παραπέμπει τον αιτούντα στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή προς περαιτέρω εξέταση του αιτήματός του. Σε
περίπτωση παράνομης, εισόδου για παράδειγμα, ο Εισαγγελέας μπορεί να απόσχει από την ποινική δίωξη
εφόσον πειστεί για τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ή μπορεί το Δικαστήριο να παραπέμψει το αίτημα
του αλλοδαπού προς εξέταση από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης
για μείζονες αποδείξεις…».
93
Παρενθετικά σημειώνεται εδώ ότι de lege ferenda προτάθηκε στο παρελθόν η αλλαγή του συστήματος
αναγνώρισης της προσφυγικής ιδιότητας –βλ. χαρακτηριστικά την άποψη του Κουράκη Ν. (ό.π., σελ.1076
επομ.), ο οποίος πρότεινε η αξιολόγηση αυτή να γίνεται αποκλειστικά από την αρμόδια προς τούτο Ύπατη
Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και, στη συνέχεια, να γίνεται η ανάλογη αντιμετώπιση από τις
διοικητικές και δικαστικές αρχές. Βέβαια και πάλι ο συγγραφέας δεν αναφέρθηκε στο πώς θα επιτευχθεί η λύση
αυτή (πχ με αναστολή της διαδικασίας στο στάδιο της προδικασίας από τον επιληφθέντα Εισαγγελέα ή με
αναβολή της φερόμενης επ’ ακροατηρίω υπόθεσης;), με αποτέλεσμα τα κενά στην εν λόγω συλλογιστική να
διογκώνονται, εν τέλει, περισσότερο. Σήμερα, βέβαια, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει λυθεί, καθώς όπως γίνεται
παγίως δεκτό, εφαρμόζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης του αλλοδαπού που υποβάλλει αίτημα
αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η διαδικασία αυτή και μέχρι να
εκδοθεί οριστική απόφαση περί του αιτήματός του. Βλ. χαρακτηριστικά Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. , ό.π., σελ.
259, η οποία επισημαίνει επιπροσθέτως ότι «(...) ο Εισαγγελέας απέχει υποχρεωτικά από την άσκηση ποινικής
δίωξης ή, εάν η ποινική δίωξη έχει ασκηθεί, αναβάλλεται υποχρεωτικά η εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ
παράλληλα απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο απομάκρυνση του αλλοδαπού από τη χώρα (...)».
94
Την άποψη αυτή σημειωτέον ακολουθεί και ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 158 επομ).
διατυπωθεί η άποψη ότι, αφ’ ης στιγμής η ευθύνη του μεταφορέα αποτελεί ποινικό
αδίκημα αυτοτελές και ανεξάρτητο από το αδίκημα της παράνομης εισόδου που
τελεί ο αλλοδαπός και σε καμία περίπτωση δεν έχει τον χαρακτήρα της
«συμμετοχικής» πράξης έναντι αυτής της παράνομης εισόδου του αρθ. 83 Ν
3386/2005, το άδικο της πράξης του αλλοδαπού δεν επηρεάζει το άδικο της πράξης
του μεταφορέα και, άρα, η τέλεση του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. δε θα συναρτάται
ποτέ με την αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητας 95. Κατά συνέπεια, είτε τα
μεταφερόμενα πρόσωπα αναγνωρισθούν εκ των υστέρων ως πρόσφυγες, είτε όχι, το
αποτέλεσμα της διαδικασία αυτής δε θα αφορά την ευθύνη του μεταφορέα, η
συμπεριφορά του οποίου εφόσον πραγματώνει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος, θα είναι τουλάχιστον αρχικά άδικη 96.
95
Βλ. Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 262-263, με περαιτέρω δογματική θεμελίωση και αντίκρουση των
επιχειρημάτων της αντίθετης άποψης.
96
Η επισήμανση αυτή διατυπώνεται με τη σκέψη ότι ενδεχομένως τα στοιχεία που συναπαρτίζουν την ιδιότητα
του πρόσφυγα (λχ κίνδυνος ζωής στη χώρα προέλευσης κλπ) να μπορούν να οδηγήσουν σε άρση του άδικου
χαρακτήρα της πράξης του μεταφορέα ή σε άρση του καταλογισμού του κοκ (βλ. Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε.,
ό.π., σελ. 262-263).
3.2.1 Μεταφορά
97
Για τη δογματική των πολύτροπων αδικημάτων βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή
Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 361 επομ., όπου και περαιτέρω παραπομπές σε Ανδρουλάκη Ν., Μαργαρίτη Λ.,
αλλά και σε εκτενή νομολογία.
98
Πρόκειται για διατύπωση που ακολουθεί πιστά η νομολογία - βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 280/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ (με
αφορμή το έγκλημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ΑΠ 448/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ (με
αφορμή το έγκλημα της ψευδορκίας), ΑΠ 1270/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ (με αφορμή το έγκλημα της διακίνησης
ναρκωτικών και τις επιμέρους πράξεις διακίνησης – αρθ. 20παρ.1 Ν4139/2013), ΑΠ 1275/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ
(με αφορμή τη συρροή των εγκλημάτων της ληστείας και της παράνομης βίας) κοκ.
99
Βλ. Μπαμπινιώτη Γ. «Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο», εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Αθήνα 2004, σελ.623,
λήμμα «μεταφορά».
100
Πρβλ. και τον ορισμό της έννοιας που δίνεται στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα»,
www.greek-language.gr
101
Βλ. μεταξύ άλλων τον ορισμό που δίνεται για την ποινικώς ενδιαφέρουσα «πράξη» σε Μανωλεδάκη Ι.
«Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους άρθρα 1-49», ό.π., σελ. 65 επομ.
102
Χατζηνικολάου Ν., ό.π. σελ. 164.
103
Πρβλ την υπ’ αριθ. 37/2015 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Άρτας (δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),
όπου δίδονται σύντομες ερμηνείες για τους επιμέρους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος της σωμετεμπορίας
(αρθ. 351 ΠΚ). Ειδικά για τον τρόπο τέλεσης της μεταφοράς, εύστοχα σημειώνεται στην εν λόγω απόφαση ότι
«[…]”μεταφέρει” σημαίνει ότι διαμετακομίζει από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο είτε αυτοπροσώπως είτε
δι’ άλλων, εφόσον έχει την οργάνωση και τη διεύθυνση της διακίνησης […]. Αν η μεταφορά έγινε από ορισμένο
σημείο, όπου το παθόν πρόσωπο είχε ήδη εγκατασταθεί και ασκούσε την πορνεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος
περί μεταφοράς […]. Αν ενεργείται διαδοχική μεταφορά, πρόκειται για προώθηση». Σύντομη και περιεκτική
ερμηνεία του συγκεκριμένου εγκλήματος και των επιμέρους τρόπων τέλεσης βλ. μεταξύ άλλων σε Συμεωνίδου
–Καστανίδου Ε. «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2006, σελ. 266 επομ.
Η άποψη αυτή, διατυπωμένη προ δεκαετίας και ορμώμενη σαφώς από τις
προσπάθειες ενσωμάτωσης των αντίστοιχων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, δεν
μπορεί να γίνει σήμερα δεκτή, τουλάχιστον υπό το φως των νομοθετικών επιλογών
που έχουν προκριθεί σε εθνικό επίπεδο. Η υπερ-αυξημένη ευθύνη των μεταφορέων, η
οποία όπως επισημάνθηκε επανειλημμένα έχει λάβει κακουργηματικό χαρακτήρα, σε
αντιδιαστολή με αυτή των λαθραίως εισελθόντων στο κράτος αλλοδαπών, η οποία
διατηρεί σήμερα πλημμεληματικό χαρακτήρα, καταδεικνύει το γεγονός ότι η άποψη
περί «εξαρτημένου αδίκου» της πρώτης από τη δεύτερη σε καμία περίπτωση δεν
ευσταθεί. Και αυτό είναι λογικό, αν αναλογιστεί κανείς τον κυρίαρχο ρόλο που
διαδραματίζει ο μεταφορέας για το μεταναστευτικό φαινόμενο εν γένει στη σύγχρονη
εποχή, ως ο βασικός «ρυθμιστής» των μεταναστευτικών ροών 105. Ορθά, κατά
συνέπεια, επισημαίνεται, ενόψει και όλων των παραπάνω, ότι η τιμωρούμενη στη
διάταξη του αρθ. 30 παρ. 1 πράξη του μεταφορέα φέρει αυτοτελές άδικο, μη
συναρτώμενο με τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της παράνομης εισόδου του
αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια 106.
104
Έτσι ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 135. Η ίδια άποψη έχει αποτυπωθεί και στη νομολογία –βλ.
χαρακτηριστικά το Βούλευμα 809/2013 ΠλημμΘεσσαλ (δημοσιευμ. σε ΕπιθΜετανΔικ 2014, σελ. 267) όπου έγινε
δεκτό ότι «η κύρια μορφή του εγκλήματος [Ενν. του τότε ισχύοντος 88 παρ.1 Ν 3386/2005] με τις επιμέρους
τυποποιούμενες μορφές εγκλήματος, επιχειρεί να συλλάβει την αυτοτελή απαξία της συμπεριφοράς των
μεταφορέων ως την κεντρική υποστηρικτική πράξη της παράνομης μετανάστευσης».
105
Πρβλ εδώ και την άποψη της Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης...», ό.π., σελ. 845), η
οποία επισημαίνει ότι ο ρόλος των προσώπων αυτών είναι ο «πλέον κεντρικός στην κοινωνική αποτύπωση του
[μεταναστευτικού] φαινομένου» εφόσον «πρόκειται για τα πρόσωπα που χειρίζονται ουσιαστικά την ίδια την
παράκαμψη της πολιτειακής εξουσίας, εκμεταλλευόμενα συνήθως την ανάγκη των μεταναστών».
106
Βλ. και την άποψη της Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. («Η ιδιότητα του πρόσφυγα...», ό.π., σελ. 262-263), η
οποία προς επίρρωση του συλλογισμού αυτού τονίζει χαρακτηριστικά ότι «Η διάταξη του αρθ. 30 του
Μεταναστευτικού Κώδικα θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει ακόμα κι αν καταργούνταν η διάταξη του άρθ. 83
Ν. 3386/2005».
πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η μεταφορά «από το εξωτερικό
προς την Ελλάδα» αναφέρεται σε διευκόλυνση διέλευσης (με οποιασδήποτε μορφής
όχημα) των ελληνικών συνόρων και, μάλιστα, από το εξωτερικό προς το εσωτερικό
του ελληνικού κράτους, εξ ου και ο διασυνοριακός χαρακτήρας του αδικήματος 107.
Επομένως, μεταφορά εντός της ελληνικής επικράτειας (από «πόλη σε πόλη») δε
συνιστά το αδίκημα του άρθ. 30 παρ. 1, ακόμη κι αν ο μεταφορέας γνωρίζει ότι –σε
προγενέστερο χρονικό σημείο –ο αλλοδαπός είχε εισέλθει παράνομα στη χώρα και
εξακολουθεί να διαμένει παράνομα σε αυτήν.
Σήμερα γίνεται δεκτό ότι, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, αρκεί η διέλευση
των απωτάτων ορίων (συνόρων) του ελληνικού εδάφους 108 υπό οποιαδήποτε μορφή
του: των ορίων δηλαδή της ελληνικής χερσαίας εδαφικής περιοχής
(περιλαμβανομένων των λιμνών και των ποταμών), των θαλάσσιων εσωτερικών
υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης και του υπερκείμενου αυτών εναερίου χώρου 109. Ο
καθορισμός των χερσαίων συνόρων 110 της ελληνικής επικράτειας, όπως αυτά
προέκυψαν από (διαχρονικά συναφθείσες) διεθνείς συνθήκες και πρωτόκολλα 111 με
διεθνή ισχύ, συνίσταται, εν περιλήψει, στη διαδικασία οριοθέτησης και σήμανσης των
κρατικών εξωτερικών ορίων, διαδικασία η οποία διαφέρει από τμήμα σε τμήμα της
107
Βλ. χαρακτηριστικά Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 164.
108
Σημειώνεται, εδώ, ότι ο όρος που συχνά αναφέρεται στον Κώδικα Μετανάστευσης ως «ελληνική επικράτεια»
(όρος ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο – βλ. Ρούκουνα Ε. «Δημόσιο Διεθνές
Δίκαιο», Β’ εκδ 2011, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 185) ταυτίζεται νοηματικά με τον όρο «ελληνικό έδαφος»
(territorium), με αποτέλεσμα η διαφορετική χρήση των όρων στο νομοθετικό κείμενο να μην παίζει κανένα ρόλο
–τουλάχιστον από άποψη δικαιοπολιτικής ερμηνείας.
109
Η έκταση του εναερίου χώρου ταυτίζεται με την έκταση της χωρικής θάλασσας και έχει ορισθεί για το
ελληνικό κράτος στο εύρος των δέκα μιλίων. Βλ. και αρθ. 191 Ν 1815/1988 (Κύρωση του Κώδικα Αεροπορικού
Δικαίου) με τίτλο «Καθορισμός ελληνικού εναέριου χώρου»: «1.Για τον καθορισμό του ελληνικού εναέριου
χώρου η έκταση των χωρικών υδάτων ορίζεται με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του
Υπουργικού Συμβουλίου. 2. Μέχρι την έκδοση του κατά την προηγούμενη παράγραφο διατάγματος ισχύει το
διάταγμα της 6/18 Σεπτεμβρίου 1931 “περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα της
αεροπορίας και της αστυνομίας αυτής”».
110
Παρενθετικά επισημαίνεται ότι τα σύνορα εν γένει διακρίνονται σε: α) ορογραφικά ή φυσικά σύνορα (πχ
οροσειρές, ποταμοί), β) γεωμετρικά σύνορα που ορίζονται με ευθείες γραμμές (βλ. κυρίως το καθεστώς στην
ος
Αφρική), γ) αστρονομικά σύνορα, γεωγραφικοί παράλληλοι (πχ ο 49 παράλληλος μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά) και
δ) μικτά ορογραφικά και γεωμετρικά, που είναι τα συνηθισμένα σύνορα μεταξύ των περισσοτέρων κρατών. Τα
σύνορα της Ελλάδας χαρακτηρίζονται ως μικτά, αφού απαρτίζονται τόσο από ορογραφικά σύνορα (πχ ποταμός
Έβρου ως σύνορο μεταξύ Ελλάδας –Τουρκίας), όσο και από γεωμετρικά. Αναλυτική παράθεση της διαδικασίας
καθορισμού συνόρων βλ. μεταξύ άλλων σε Ρούκουνα Ε., ό.π., σελ. 189 επομ.
111
Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ το «Βασικό Πρωτόκολλο μεταξύ των Κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδος
και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, περί οριοθετήσεως της Μεθορίου της Θράκης» (Κύρωση με τον Ν 939/1979)
και τα Πρωτόκολλα Εργασιών της Μικτής Ελληνο-Βουλγαρικής Μεθοριακής Επιτροπής κοκ. Για τις σχετικές
παραπομπές βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 102-103 (υποσημ. με αριθ. 55 επομ).
112
Βλ. χαρακτηριστικά την απόφαση 1289/2002 ΑΠ (ΠοινΧρον 2003, σελ. 427 επομ), σύμφωνα με τις παραδοχές
της οποίας το έγκλημα της μεταφοράς (τότε τιμωρούμενο σύμφωνα με τη διάταξη του 33 παρ. 1 Ν1975/1991)
θεωρείται τελεσμένο «(...) με τη μεταφορά των αλλοδαπών από το εξωτερικό στην αιγιαλίτιδα ζώνη (...)».
113
Έτσι και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 103.
114
Για τον ορισμό της έννοιας και τη δικαιοπολιτική της σημασία στα πλαίσια του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου
βλ. Ρούκουνα Ε., ό.π. σελ.249 επομ. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι το όριο της ελληνικής αιγιαλίτιδας
ζώνης έχει ορισθεί δυνάμει του Ν 230/1936 στα 6 ναυτικά μίλια με δυνατότητα επέκτασής της στο απώτατο
κατά το θεσμοθετημένο Δίκαιο της Θάλασσας όριο των 12 ναυτικών μιλίων (βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ.
104 επομ.).
115
Η οποία αποτελεί τμήμα της ανοιχτής θάλασσας και έχει απώτατη έκταση δώδεκα ναυτικά μίλια (βλ
Ρούκουνα Ε., ό.π., σελ. 264 επομ. αλλά και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 106 με τις εκεί παραπομπές στη
βιβλιογραφία του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου). Τονίζεται, πάντως, ότι η Ελλάδα δεν έχει κηρύξει (με την
απαιτούμενη διεθνώς νομοθετική διαδικασία) συνορεύουσα ζώνη.
116
Ως τμήμα των εσωτερικών υδάτων του κράτους: βλ. Ρούκουνα Ε., ό.π., σελ. 246 επομ.
117
Ως οριοθετημένη ζώνη αναμονής transit ή αλλιώς «ελεύθερη ζώνη» ορίζεται «ο συγκεκριμένος, περίφρακτος
και φυλασσόμενος χώρος εντός των λιμένων που διατίθεται ειδικά για εμπορεύματα προερχόμενα από το
εξωτερικό με προορισμό πάλι το εξωτερικό και τα οποία δεν υπόκεινται σε τελωνειακές διατυπώσεις, παρά μόνο
όταν μέρος αυτών ή όλα εισαχθούν και χρησιμοποιηθούν στη χώρα όπου ο λιμένας και η ζώνη. (…) Κύριος
σκοπός της δημιουργίας ελεύθερης ζώνης είναι η απελευθέρωση αφενός του λιμένα ή τμήματός του και
αφετέρου των πλοίων απ’ όλες εκείνες τις χρονοβόρες διατυπώσεις και δυσχέρειες που προβάλλουν στο
εμπόριο οι περίπλοκες πολλές φορές τελωνειακές διατυπώσεις. Έτσι με την καθιέρωση του θεσμού,
επιτυγχάνεται αφενός ταχύτερη εξυπηρέτηση των πλοίων με παράλληλη μείωση των ημερήσιων λιμενικών
εξόδων (τελών) αλλά και η δυνατότητα αύξησης του διαμετακομιστικού εμπορίου που πολλές φορές
περιλαμβάνει και μεταποίηση των εμπορευμάτων απαλλασσόμενα τελωνειακών δεσμών» (βλ. το σχετικό λήμμα
«ελεύθερη ζώνη» στην ιστοσελίδα https://el.wikipedia.org). Στην προϊσχύσασα νομοθεσία περί Αλλοδαπών η
εξαίρεση των «ζωνών διερχομένων» από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αποτυπώθηκε ως εξής: Με το αρθ. 8
παρ. 1 Ν1975/1991 (με τίτλο «Διέλευση αλλοδαπών TRANSIT» και ορισμό: «Δεν συνιστά, για την εφαρμογή του
παρόντος νόμου, είσοδο στο ελληνικό έδαφος η παραμονή αλλοδαπού στη ζώνη διερχομένων TRANSIT
αερολιμένος ή λιμένος της χώρας με σκοπό να συνεχίσει το ταξίδι του στην αλλοδαπή, με το ίδιο ή άλλο
αεροσκάφος ή πλοίο»), με το αρθ. 6 παρ. 1 Ν 2910/2001 (με τίτλο «Διέλευση αλλοδαπών» και πανομοιότυπη
διατύπωση) και, τέλος, με το αρθ. 7 παρ. 1 Ν 3386/2005 (με τίτλο «Διέλευση υπηκόων τρίτων κρατών» και
διατύπωση ανάλογη της πρώτης), το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.
Αυτό που προξενεί εντύπωση στο σημείο αυτό είναι η επανάληψη (;) του
όρου «δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή τους έχει απαγορευθεί η
118
Ακριβής ορισμός του τελωνειακού εδάφους δίδεται στο αρθ. 2 του Ν 2960/2001, στην παρ. 1 του οποίου
επισημαίνεται ότι «το τελωνειακό έδαφος της χώρας περιλαμβάνει το χερσαίο, ηπειρωτικό και νησιωτικό τμήμα,
τα χωρικά ύδατα, τα εσωτερικά θαλάσσια ύδατα και τον εναέριο χώρο. Οι Ελεύθερες ζώνες και ελεύθερες
αποθήκες αποτελούν ειδικά τμήματα του τελωνειακού εδάφους της χώρας».
119
Πρβλ. ειδικά για τις ελεύθερες ζώνες των τελωνείων και το αρθ. 166 Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα –
Κανον. ΕΟΚ 2913/1992, σύμφωνα με το οποίο: «οι ελεύθερες ζώνες ή ελεύθερες αποθήκες αποτελούν τμήματα
του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας ή χώρους που βρίσκονται στο έδαφος αυτό, χωρισμένα από το
υπόλοιπο εν λόγω τελωνειακό έδαφος, όπου: α) τα μη κοινοτικά εμπορεύματα θεωρούνται, ως προς την
εφαρμογή εισαγωγικών δασμών και μέτρων εμπορικής πολιτικής στον τομέα των εισαγωγών, ως μη
ευρισκόμενα στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, εφόσον δεν έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία ούτε
υπό άλλο τελωνειακό καθεστώς, ούτε χρησιμοποιούνται ή καταναλίσκονται υπό όρους διαφορετικούς από
αυτούς που προβλέπουν οι τελωνειακές ρυθμίσεις- β) τα κοινοτικά εμπορεύματα για τα οποία αυτό
προβλέπεται από ειδική κοινοτική ρύθμιση απολαύουν, λόγω της τοποθέτησής τους σε ελεύθερη ζώνη ή
ελεύθερη αποθήκη, μέτρων που συνδέονται, κατά κανόνα, με την εξαγωγή των εμπορευμάτων».
120
Βλ. το ισχύον σήμερα αρθ. 3 παρ. 3 Ν 4251/2014, όπου ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή του Κώδικα αυτού δεν
συνιστά είσοδο στο ελληνικό έδαφος η παραμονή πολίτη τρίτης χώρας, εν διελεύσει, στη ζώνη διερχομένων
αερολιμένος ή λιμένος της χώρας με σκοπό να συνεχίσει το ταξίδι του στην αλλοδαπή, με το ίδιο ή άλλο σκάφος
ή πλοίο. Για την παραμονή στη ζώνη διερχομένων απαιτείται θεώρηση διέλευσης αεροδρομίου (VISA A) σε όσες
περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπεται από το ενωσιακό κεκτημένο (Κοινοτικός Κώδικας
Θεωρήσεων). Ο πολίτης τρίτης χώρας, που παραμένει στη ζώνη διερχομένων, υποχρεούται να συνεχίσει το
ταξίδι του. Αν δεν αναχωρήσει, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, επιβιβάζεται σε αεροσκάφος ή πλοίο, με
φροντίδα της αστυνομικής αρχής. Οι αερολιμενικές ή λιμενικές αρχές είναι υποχρεωμένες να συνδράμουν,
εφόσον τους ζητηθεί».
121
Βλ. Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 102 και υποσημ. 55), ο οποίος κάνει μία περιεκτική αναφορά στην έννοια
των εν λόγω ζωνών, επισημαίνοντας και τη χρησιμότητά τους, η οποία συνίσταται στην εξυπηρέτηση εργασιών
εναπόθεσης, διαμετακόμισης κλπ διαμετακομιζομένων προϊόντων και εμπορευμάτων. Αυτός, άλλωστε, είναι και
ο λόγος για τον οποίο πλασματικά και μόνο δε θεωρείται ολοκληρωμένη η είσοδος στο τελωνειακό έδαφος (και
κατ’ επέκταση στην ελληνική επικράτεια).
Μία πρώτη ερμηνεία θα μας οδηγούσε στη σκέψη ότι οι μεν αλλοδαποί οι
οποίοι «δεν έχουν δικαίωμα εισόδου» θα είναι, προφανώς, εκείνοι οι οποίοι το
πρώτον δεν μπορούν (δε δικαιούνται) να αποκτήσουν την άδεια εισόδου και
παραμονής στην Ελλάδα (VISA), τις προϋποθέσεις χορήγησης της οποίας προφανώς
δεν πληρούν προκειμένου να εισέλθουν και να παραμείνουν στο ελληνικό κράτος. Οι
δε αλλοδαποί των οποίων «η είσοδος έχει απαγορευθεί για οποιαδήποτε αιτία» θα
είναι, τότε, οι λεγόμενοι «ανεπιθύμητοι αλλοδαποί» με τις προϋποθέσεις και τα
χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 82 Ν3386/2005 122 υπό τον ομώνυμο τίτλο,
οι οποίοι αλλοδαποί για την ορθή εφαρμογή των οριζομένων στο Νόμο, εγγράφονται
σε ειδικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, τον λεγόμενο Ε.Κ.ΑΝ.Α (:Εθνικός
Κατάλογος Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών) 123.
122
Η συγκεκριμένη διάταξη διατήρησε την ισχύ της μετά την εφαρμογή του Ν 4251/2014 (βλ. τις μεταβατικές
διατάξεις του Ν 4251/2014, αρθ. 139 παρ.1), το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «Άρθρο 82 Ανεπιθύμητοι
αλλοδαποί. 1. Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης τηρεί κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Τα κριτήρια και η
διαδικασία εγγραφής και διαγραφής αλλοδαπών από τον κατάλογο αυτόν καθορίζονται με απόφαση των
Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης και
Δημόσιας Τάξης. 2. Αλλοδαπός που βρίσκεται στο ελληνικό έδαφος είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη
Χώρα, αφότου εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθύμητων, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται κάθε φορά από τον
Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Αν δε συμμορφωθεί, απελαύνεται. 3. Αλλοδαπός, στον οποίο δεν επιτρέπεται η
είσοδος στη Χώρα, επειδή είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, οφείλει να
αναχωρήσει αμέσως, άλλως επαναπροωθείται αμέσως στη χώρα προέλευσης, ή σε τρίτη χώρα, όπου μπορεί να
επιτραπεί η είσοδος με ευθύνη και δαπάνες του ίδιου ή εκείνου που τον μετέφερε, οι οποίοι υποχρεούνται και
στην καταβολή κάθε άλλης αναγκαίας δαπάνης που απαιτείται μέχρι την αναχώρησή του. Στους μεταφορείς,
όταν αρνούνται την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, επιβάλλεται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα
Περιφέρειας, πρόστιμο τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, για κάθε
μεταφερόμενο άτομο. Με την ίδια απόφαση τα χρησιμοποιηθέντα μεταφορικά μέσα φυλάσσονται και
αποδίδονται σε αυτούς μετά την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων και την καταβολή του επιβληθέντος
προστίμου ή την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης Τράπεζας, που καλύπτει το ποσό των
ανωτέρω υποχρεώσεών τους και του επιβληθέντος προστίμου. 4. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών
και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) έως δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ τιμωρείται κάθε αλλοδαπός, ο
οποίος επανέρχεται παράνομα στη Χώρα και είναι καταχωρημένος στον κατάλογο των ανεπιθύμητων
αλλοδαπών. Η άσκηση ενδίκων μέσων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. 5. Με απόφαση των Υπουργών
Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την εκτέλεση των αποφάσεων
απέλασης, που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, καθώς και εκείνων που διατάσσονται με
αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τα άρθρα 74 και 99 του Ποινικού Κώδικα».
123
Για το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το status των ανεπιθύμητων αλλοδαπών βλ. καταρχάς το άρθ. 96
Ν2514/1997 (:Συμφωνία Σένγκεν, κατάργηση ελέγχου στα σύνορα κλπ), στο οποίο παρατίθεται εν περιλήψει και
η έννοια των «ανεπιθύμητων». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «1. Τα δεδομένα σχετικά με τους αλλοδαπούς που
καταχωρούνται με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, καταχωρούνται σε αρχείο βάσει μιας εθνικής
Από την επισκόπηση της διάταξης του αρθ. 82 Ν 3386/2005 σχετικά με τους
ανεπιθύμητους αλλοδαπούς, διαπιστώνει κανείς ότι στην παράγραφο 4 τυποποιείται
ένα άλλο, διαφορετικό αδίκημα από αυτό της διάταξης του 83 Ν3386/2005 και
συγκεκριμένα το έγκλημα της «παράνομης επανεισόδου» στη χώρα, τα πλαίσια
ποινής του οποίου είναι ίδια με αυτού της παράνομης εισόδου, με την εξαίρεση ότι
προβλέπεται αύξηση στο ποσό της απειλούμενης χρηματικής ποινής 124. Πρόκειται για
παραλλαγή του βασικού αδικήματος και μάλιστα για ειδικότερη διάταξη σε σχέση με
τη βασική 125.
καταχωρήσεως, η οποία έχει έρεισμα στις αποφάσεις ων αρμοδίων διοικητικών αρχών και δικαστηρίων,
σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας. 2. Οι αποφάσεις μπορούν να έχουν ως
αιτιολογία την απειλή της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας και της εθνικής ασφάλειας που ενδέχεται να συνιστά
η παρουσία ενός αλλοδαπού επί του εθνικού εδάφους. Αυτή μπορεί, κυρίως, να είναι η περίπτωση: α.
Αλλοδαπού, ο οποίος έχει καταδικασθεί για αξιόποινη πράξη επισύρουσα ποινή στερητική της ελευθερίας
τουλάχιστον ενός έτους. Β. Αλλοδαπού, εις βάρος του οποίου υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι διέπραξε
σοβαρές αξιόποινες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων αναφέρονται στο άρθρο 71 ή σε βάρος του
οποίου υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες τέτοιων
αξιόποινων πράξεων επί του εδάφους ενός Συμβαλλόμενου Μέρους. 3. Οι αποφάσεις μπορούν επίσης να έχουν
αιτιολογία ότι εις βάος του αλλοδαπού έχει επιβληθεί το μέτρο της απομακρύνσεως, αποπομπής ή απελάσεως,
το οποίο δεν αναβλήθηκε ούτε ανεστάλη και περιέχει ως παρεπόμενη κύρωση την απαγόρευση εισόδου ή
διαμονής, στηριζόμενη στη μη τήρηση του εθνικού δικαίου ως προς την είσοδο ή τη διαμονή των αλλοδαπών.»
Βλ. επίσης το άρθρο 38 Ν 3907/2011 (Υπηρεσίες Ασύλου –Πρώτης Υποδοχής κλπ) σύμφωνα με το οποίο: «1. Η
απαγόρευση εισόδου του άρθρου 26 επιβάλλεται με την εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών
που τηρείται στο Υπουργείο προστασίας του Πολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 82 του Ν3386/2005 και του
Κεφαλαίου IV του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του
Συστήματος Σένγκεν δεύτερης γενιάς (ΕΕ L 381/28.12.2006). Η κάθε περίπτωση επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως
ανά τριετία. 2. (…) Η αίτηση ανάκλησης ή αναστολής απαγόρευσης εισόδου υποβάλλεται μέσω των ελληνικών
προξενικών αρχών του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου», καθώς και την πιο πρόσφατη ΥΑ 4000/2017
(ΥΑ4000/4/32-ν ΦΕΚ Β 1140 2017): Τροπ ΥΑ 2012 «περί εγγραφής, διαγραφής αλλοδαπών από τον Εθνικό
Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών», δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ.
124
Από το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ που προβλέπεται στο βασικό έγκλημα της παράνομης
εισόδου, η χρηματική ποινή αυξάνεται στο πλαίσιο των τριών χιλιάδων (3.000) έως δέκα χιλιάδων (10.000)
ευρώ.
125
Βλ. Αποστολίδου Α. «Ποινική ευθύνη του αλλοδαπού για την παράνομη είσοδό του στην ελληνική
επικράτεια», ό.π., σελ. 244.
Στο επίπεδο της ευθύνης του μεταφορέα, βέβαια, η διαφορετική αυτή απαξία
δεν αξιολογήθηκε με ξεχωριστή ποινική διάταξη, ούτε με διαφοροποιημένη ποινή 127.
Και αυτό είναι λογικό, στον βαθμό που ο μεταφορέας συμβάλλει, όπως και
παραπάνω εκτέθηκε, στη ματαίωση της αποτελεσματικότητας του κρατικού ελέγχου
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μεταφέροντας, υποβοηθώντας τον λαθρομετανάστη. Η
δική του πράξη, δηλαδή, δε δείχνει διαφορετική στάση απέναντι στο έννομο αγαθό,
όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ανεπιθύμητου αλλοδαπού που επιθυμεί να
εισέλθει ξανά στη χώρα, συμπεριφορά από την οποία αναδεικνύεται η «εμμονή» του
να παρακάμπτει, με λαθραίο, παράνομο τρόπο το λεγόμενο imperium του κράτους 128.
Και σε πραγματικό επίπεδο, άλλωστε, οι μεταφορείς πολλές φορές δεν είναι σε θέση
να γνωρίζουν επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τους αλλοδαπούς που μεταφέρουν
και το ιστορικό τους – γεγονός το οποίο ο νομοθέτης γνωρίζει καλά, αφού (όπως και
παρακάτω θα δούμε εξετάζοντας τους άλλους τρόπους τέλεσης του αδικήματος) η
ποινική ευθύνη του μεταφορέα καταστρώνεται με γνώμονα την αποτελεσματική
πάταξη των «κυκλωμάτων» υποβοήθησης της λαθρομετανάστευσης 129.
126
Η διαφορετική «ποιότητα» αδίκου, βέβαια, δεν εκφράστηκε τόσο ικανοποιητικά σε επίπεδο ποινών, γεγονός
το οποίο δε μένει απαρατήρητο, παρά την ευρύτερα γνωστή εν γένει «δυσχέρεια» του Έλληνα Νομοθέτη να
αποτυπώσει σε επίπεδο ποινής τις εκάστοτε διαφοροποιημένες εγκληματικές συμπεριφορές.
127
Τονίζεται εδώ ότι το αδίκημα που προβλέπεται στο αρθ. 82 για τους μεταφορείς, με διαφορετική ποινή από
αυτή του αρθ. 30 παρ. 1 Ν4251/2014, συνίσταται σε εντελώς διαφορετική εγκληματική συμπεριφορά, δηλ. στην
«άρνηση μεταφοράς ανεπιθύμητου προς το εξωτερικό της χώρας» και όχι στη «μεταφορά ανεπιθύμητου».
128
Αναφορά στον όρο αυτό, ως όψη του προσβαλλομένου εννόμου αγαθού γίνεται στον Μπέκα Γ., «Η ποινική
ευθύνη του μεταφορέα λαθρομεταναστών», ό.π., σελ. 266.
129
Σε κάθε περίπτωση, τα ζητήματα γνώσης ή πλάνης του μεταφορέα περί του στοιχείου της αλλοδαπότητας
και γενικά περί των άλλων στοιχείων που συναπαρτίζουν την παράνομη είσοδο του αλλοδαπού στο ελληνικό
έδαφος, θα μας απασχολήσουν παρακάτω στο οικείο κεφάλαιο των ζητημάτων υπαιτιότητας.
«διπλής διατύπωσης» στα πλαίσια της ευθύνης του μεταφορέα. Ο νομοθέτης θέλησε
να καταστήσει σαφές ότι και η μεταφορά αλλοδαπών γενικά που επιχειρούν να
εισέλθουν παράνομα στο κράτος και η μεταφορά των ανεπιθύμητων αλλοδαπών που
επιχειρούν παράνομα να επανεισέλθουν στο κράτος υπάγεται, ως συμπεριφορά, στο
βεληνεκές της διάταξης του αρθ. 30 παρ. 1. Βέβαια, το εάν κατόρθωσε να περάσει το
συγκεκριμένο μήνυμα επιτυχώς με τη συγκεκριμένη διατύπωση, είναι ένα άλλο
ζήτημα.
Τέλος, άξιος επισήμανσης είναι εν προκειμένω, πέραν όλων των ανωτέρω, και
ο νομικός χαρακτηρισμός ειδικά του στοιχείου της «χωρίς δικαίωμα εισόδου» του
μεταφερόμενου αλλοδαπού και συγκεκριμένα ο χαρακτηρισμός του είτε ως στοιχείου
της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, είτε ως ειδικού στοιχείου του αδίκου.
Φυσικά, είναι γνωστό ότι κυριότερη συνέπεια της διάκρισης αυτής είναι ο
χαρακτηρισμός της τυχόν συντρέχουσας πλάνης του δράστη ως προς το στοιχείο
αυτό, η οποία στη μεν πρώτη περίπτωση (όπου η χωρίς δικαίωμα είσοδος του
αλλοδαπού θα χαρακτηρίζεται στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος) θα είναι πραγματική και θα οδηγεί στην απαλλαγή του δράστη σύμφωνα
με το αρθ. 30 ΠΚ, στη δε δεύτερη περίπτωση θα χαρακτηρίζεται νομική και θα
οδηγεί στην απαλλαγή του δράστη κατά το 31 ΠΚ, μόνο εφόσον κρίνεται
συγγνωστή 130.
130
Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι., «Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους…» ό.π., σελ. 228 επομ.
131
Ο όρος δηλαδή «χωρίς δικαίωμα» αφαιρείται από τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος και γίνεται
προσπάθεια να διερευνηθεί εάν η (επί δικαιώματι) πράξη που τυποποιείται στο έγκλημα εξακολουθεί να
προσβάλει (ακόμα και θετικά διατυπωμένη) το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Εάν ναι, τότε η πράξη που
τελείται και κρίνεται ως αρχικά άδικη (εφόσον προσβάλει το έννομο αγαθό) δε θα είναι τελικά άδικη εφόσον
υπάρχει δικαίωμα. Στο βαθμό, επομένως, που η με δικαίωμα δράση θα λειτουργεί τρόπον τινά ως λόγος άρσης
του αδίκου χαρακτήρα της πράξης, το στοιχείο «χωρίς δικαίωμα» θα ανήκει στα σε δεύτερο επίπεδο –τελικού
αδίκου εξεταζόμενα στοιχεία και, άρα, θα χαρακτηρίζεται ειδικό στοιχείο του αδίκου. Εάν πάλι η με δικαίωμα
τέλεση της πράξης δεν προσβάλει πια το έννομο αγαθό, τότε ο όρος «χωρίς δικαίωμα» αποτελεί στοιχείο
προσδιοριστικό της εγκληματικής πράξης και, άρα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
132
Βλ. το αντίστοιχο λήμμα στο διαδικτυακό λεξικό στην ιστοσελίδα www.greek-language.gr.
133
Υπενθυμίζεται ότι η παλιότερη μορφή του εγκλήματος, αρχής γενομένης από την πρώτη διατύπωση στο αρθ.
33 του Ν 1975/1991 μέχρι και την προσφάτως καταργηθείσα του αρθ. 88 Ν 3386/2005, ήταν διαφοροποιημένη
ως προς τη διατύπωση της προώθησης, αφού ως τρόπος τέλεσης περιγραφόταν «η προώθηση στο εσωτερικό
της χώρας». Την ίδια διατύπωση είχε και το αρθ. 54 Ν 2910/2001 που αφορούσε (κατά τη βραχύβια ισχύ του) το
εξεταζόμενο εδώ έγκλημα. Για πρώτη φορά, όμως, η διατύπωση τροποποιήθηκε, αποκτώντας τη σημερινή της
μορφή με τον Ν 3772/2009, μορφή η οποία διατηρήθηκε αυτούσια, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, στη
διάταξη του αρθ. 30 Ν 4251/2014.
134
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 163.
135
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 166, όπου και παρατίθεται χαρακτηριστικά στην υποσημ. με αριθ. 50, η άποψη
του Μπέκα Γ. («Τα εγκλήματα μεταφοράς λαθρομεταναστών», ό.π.), σύμφωνα με την οποία για την πλήρωση
της παράνομης προώθησης απαιτείται «γραμμική και μιας κατεύθυνσης κίνηση από και προς τα σύνορα,
συνδυασμένη με παράνομη είσοδο ή έξοδο αλλοδαπού».
136 η
Βλ. όμως αντίθετη νομολογία σε Χατζηνικολάου Ν. «Αλλοδαποί», 2 έκδοση, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017,
σελ. 87, όπου παρατίθεται η (σχετικά πρόσφατη) αρεοπαγιτική απόφαση με αριθ. 976/2014 (δημοσιευμένη σε
ΠοινΧρον 2015, 115) και με την –ομολογουμένως θεωρητικά και δογματικά αθεμελίωτη –αιτιολογία ότι «η
μεταφορά των υπηκόων τρίτων χωρών από τόπο σε τόπο στην Ελλάδα εμπεριέχει και την προώθησή τους, η δε
αναφορά και των δύο εννοιών θα συνιστούσε περιττή ταυτολογία, την οποία απέφυγε ο νομοθέτης με την νέα
διατύπωση του αρθ. 30. Για τη θεμελίωση του αξιοποίνου η μεταφορά δεν απαιτείται να γίνεται αποκλειστικώς
από τη συνοριακή γραμμή της Χώρας, αρκούσης κάθε μεταφοράς εντός της χώρας (…)».
137
Για την έννοια των εσωτερικών –εξωτερικών συνόρων θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω, δεδομένου ότι
αποτελεί ζήτημα που απαντάται και στη σημερινή διατύπωση της διάταξης.
μη δίκαιη 138, ενώ και η ακριβής κατάφαση του αξιοποίνου της προώθησης ήταν
μάλλον δυσχερής. Η τελευταία αυτή παρατήρηση διατυπώθηκε με το δεδομένο ότι
απαιτούνταν μεν (και απαιτείται ακόμα) για τη θεμελίωση του αξιοποίνου της
προώθησης να έχει προηγουμένως ολοκληρωθεί η παράνομη είσοδος του αλλοδαπού
στη χώρα 139, από την άλλη όμως στην περίπτωση πχ που ο μεταφορέας είχε
συνεννοηθεί εκ των προτέρων να παραλάβει τον αλλοδαπό από τα σύνορα, η πράξη
του αυτή 140 αξιολογούνταν από τη νομολογία (κάποτε και, πάντως, όχι παγίως) ως
υπαγόμενη στη διάταξη του (τότε) άρθ. 88 παρ.1, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι το
αξιόποινο του «προωθητή» καταφάσκονταν ακόμα και κατά τη διάρκεια της
ολοκλήρωσης του εγκλήματος της παράνομης εισόδου 141.
138
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 165, όπου ο συγγραφέας κρίνει την ισότιμη ποινική μεταχείριση των δύο
αυτών πράξεων μη δίκαιη, δεδομένης της «ανόμοιας (ποιοτικά και ποσοτικά) συμβολής τους στην προσβολή του
εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας».
139
Σύμφωνη με την άποψη αυτή και η νομολογία. Βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 1540/1994 ΑΠ,
δημοσιευμένη σε ΠοινΧρον 1994, 1273, όπου ορθά επισημαίνεται ότι «ως προώθηση στο εσωτερικό της χώρας
νοείται εκείνη που πραγματοποιείται μετά τη διέλευση των αλλοδαπών από την οροθετική γραμμή των
συνόρων της Ελλάδας με ξένο κράτος από το οποίο πραγματοποιείται η είσοδός τους» (Υπογράμμιση της
γράφουσας).
140
Υπογραμμίζεται ότι η εν λόγω εγκληματική συμπεριφορά αξιολογείται κατά μία άποψη ως ψυχική συνδρομή
(και άρα ως απλή συνέργεια), στο αδίκημα της παράνομης εισόδου του αρθ. 83 είτε κατ’ άλλη άποψη ως άμεση
συνέργεια, δεδομένου ότι με την πράξη του «προκαθορισμένου ραντεβού» ο «προωθητής» υποστηρίζει το
έγκλημα της παράνομης εισόδου «εν τη εκτελέσει» αυτού, αλλά και αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της, στο
βαθμό που διασφαλίζει την παράκαμψη του μηχανισμού ελέγχου εκ μέρους του ήδη παρανόμως εισελθόντα
αλλοδαπού.
141
Πρβλ. εδώ Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο», ό.π., σελ. 563 επομ., όπου, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι ο
απλός συνεργός υποστηρίζει τον φυσικό αυτουργό «κατά την τέλεση της πράξης», με αποτέλεσμα «ο φυσικός
αυτουργός να χρειάζεται τη βοήθεια αυτή, για να τελέσει την κύρια πράξη».
142
Πράξη η οποία δεν έχει την ίδια απαξία σε σχέση με το προσβαλλόμενο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας
συγκριτικά με τους άλλους τρόπους τέλεσης, αφού σε αντικειμενικό επίπεδο αποτελεί ουσιαστικά μία πράξη
διασφάλισης της παράνομης εισόδου του αλλοδαπού. Βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο νέος Κώδικας
Μετανάστευσης και οι διακεκριμένες μορφές υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης από “μεταφορείς”:
διαιωνίζοντας την αμφισβήτηση της αρχής της αναλογικότητας», ΠοινΔικ 10/2014, σελ. 844 επομ., (σελ. 846).
143
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 168.
αυτόν τον «πρόσθετο σκοπό» και τα οποία άπτονται της ενοχής του δράστη θα γίνει
λόγος πιο κάτω στο οικείο κεφάλαιο.
Αυτονόητο είναι, τέλος, ότι στο νέο γράμμα αυτού του τρόπου τέλεσης
εμπίπτει η παραλαβή του αλλοδαπού από τα ελληνικά σύνορα με τον σκοπό της
προώθησής του προς το εξωτερικό, οι περιπτώσεις δηλαδή που ο δράστης
συνεισφέρει στη λεγόμενη «transit» διέλευση του αλλοδαπού από την Ελλάδα προς
τις χώρες του εξωτερικού 145.
146
Εξαίρεση στη συγκεκριμένη διαπίστωση αποτελεί η ΓνωμΕισΠρωτΛαρ (Σ. Δασκαλόπουλος) 58/1993,
δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με την ορθή αιτιολόγηση «[…] για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος
απαιτείται ενέργεια του δράστη με μεταφορικό μέσο (το οποίο κατάσχεται) που να προωθεί τους
λαθρομετανάστες στη χώρα, απομακρύνοντας αυτούς από τα σύνορα με άλλο κράτος, ώστε να εξασφαλίζεται η
πλέον βέβαιη εισχώρηση αυτών στο ελληνικό έδαφος».
147
Βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις 976/2014 ΑΠ, 1635/2009 ΕφΙωαν (ΠοινΧρον 2010, 413), 1492/2008 ΑΠ (ΠΛογ
2008, 923) και 2374/2008 ΑΠ (ΠΛογ208, 1406), όπως παρατίθενται σε Χατζηνικολάου Ν. «Αλλοδαποί», ό.π.,
σελ. 85 επομ., στις οποίες δε γίνεται ορθή ερμηνεία του τρόπου τέλεσης, με την απαιτούμενη αιτιολογία της
«παραλαβής από τα σύνορα» που απαιτείται για τη θεμελίωση του αξιοποίνου.
148
Βέβαια, οι ορισμοί που δίνονται στα αντίστοιχα νομοθετικά κείμενα είναι διαφορετικοί, καθώς επικράτησε
ως “εσωτερικά” να περιγράφονται εν ολίγοις τα κρατικά σύνορα και ως “εξωτερικά” εκείνα «που δεν αποτελούν
εσωτερικά» (!). Βλ. χαρακτηριστικά τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού 562/2006 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με τα καθεστώς
διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), όπου ως “εσωτερικά σύνορα” ορίσθηκαν
«[…] α) τα κοινά χερσαία σύνορα, περιλαμβανομένων των ποτάμιων και λιμναίων συνόρων, μεταξύ των κρατών
–μελών, β) οι αερολιμένες των κρατών –μελών για τις εσωτερικές πτήσεις και γ) οι θαλάσσιοι, ποτάμιοι και
λιμναίοι λιμένες των κρατών –μελών για τα τακτικά δρομολόγια οχηματογωγών», ενώ ως “εξωτερικά σύνορα”
ορίσθηκαν «τα χερσαία, ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σύνορα, καθώς και οι αερολιμένες και ποτάμιοι,
θαλάσσιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών –μελών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα».
Από την υιοθέτηση του Ν 1975/1991, με τις ποινές του τότε άρθρου 33
τιμωρούνταν «ο διευκολύνων την προώθηση ή μεταφορά» 150. Η συγκεκριμένη
149
Σημειώνεται στο σημείο αυτό, παρεμπιπτόντως, ότι η διευκόλυνση μεταφοράς δεν ήταν η μόνη πράξη
διευκόλυνσης που τιμωρείται διαχρονικά στο δίκαιο της λαθρομετανάστευσης, αλλά αντίθετα έχουν υπάρξει
διατάξεις (και κάποιες, τροποποιηθείσες ισχύουν μέχρι σήμερα) που τιμωρούσαν τη διευκόλυνση (παράνομης)
εισόδου (αρθ. 33 παρ.3 Ν 1975/1991 και αρθ. 54παρ. 3 Ν2910/2001) ή τη διευκόλυνση παράνομης διαμονής
(αρθ. 54 παρ. 4 Ν 2910/2002). Βλ. διεξοδικά Χατζηνικολάου Ν., (ό.π., σελ. 172 επομ.) με επιμέρους παραπομπές
στις υποσημειώσεις.
150
Όπως, μάλιστα, υπογραμμίζει ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 175 επομ.), η διευκόλυνση ως αυτοτελές
ης ης
αυτουργικό αδίκημα προβλέφθηκε το πρώτον στο Ν 4310 της 6 /16 Αυγούστου 1929 «περί εγκαταστάσεως
και κινήσεως αλλοδαπών εν Ελλάδι, αστυνομικού ελέγχου, διαβατηρίων και απελάσεων και εκτοπίσεων», υπό
τη μορφή της διευκόλυνσης παράνομης εισόδου αλλοδαπού.
διατύπωση δεν άλλαξε ούτε με την κατάργηση του εν λόγω νομοθετήματος από τους
νόμους 2910/2001 και 3386/2005, ούτε με τις επιμέρους νομοθετικές τροποποιήσεις
του τελευταίου, που μεσολάβησαν μέχρι και την ψήφιση του Ν 3772/2009. Με το
άρθ. 48 παρ. 4, όμως αυτού του τελευταίου νόμου, η «διευκόλυνση προώθησης ή
μεταφοράς» μετατράπηκε σε «διευκόλυνση μεταφοράς» και μόνο, με αποτέλεσμα
πράξεις υποβοηθητικές της προώθησης να μείνουν εκτός του πεδίου εμβέλειας του
αρθ. 88 –και πάντως, εφόσον εντοπίζονται, να αντιμετωπίζονται με τους κανόνες της
κοινής συμμετοχής.
151
Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά, συγγραφική αδεία, αφού όπως αναφέρθηκε λίγες μόλις σειρές πιο
πάνω, οι διευκολυντικές πράξεις της προώθησης αντιμετωπίζονται με τους κανόνες της συμμετοχής στο
έγκλημα.
152
Εσφαλμένα, επομένως, ο ΑΠ δέχθηκε ότι, παρά τη νομοθετική τροποποίηση, η διευκόλυνση προώθησης
εξακολουθεί να τιμωρείται στο αρθ. 30 παρ.1, γιατί «η μη αναφορά της διευκόλυνσης της προώθησης δεν έγινε
με σκοπό να μην τιμωρείται αυτή, αλλά έγινε για την αρτιότερη διατύπωση του νόμου» (βλ. χαρακτηριστικά την
733/2015 ΑΠ, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
153
Έτσι και η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης...», ό.π., σελ. 846.
154
Βλ. όμως αναλυτικά σε Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 170-178), τη σχετική νομοθετική εξέλιξη και την κριτική
αξιολόγηση του συγγραφέα, ιδίως ως προς τον ρόλο που αυτή διαδραματίζει στην εφαρμοστέα σήμερα
ερμηνεία του όρου «διευκόλυνση μεταφοράς».
155
Έτσι η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης...», ό.π., σελ. 846.
156
Αντίθετη όμως η νομολογία. Βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 33/2003 ΑΠ (δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ), όπου ως πράξεις διευκόλυνσης μεταφοράς κρίθηκαν «πράξεις οργάνωσης και διακίνησης των
λαθρομεταναστών» με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη «συγκέντρωσή τους στην Κωνσταντινούπολη, τη
μεταφορά τους από εκεί με λεωφορεία σε ερημική ακτή και από εκεί, με άλλο σκάφος, την επιβίβασή τους σε
άλλο πλοίο» που θα τους μετέφερε περνώντας τους από τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
της λεγόμενης περίπτωσης του «προπομπού», περί της οποίας θα γίνει λόγος
αναλυτικά σε επόμενη ενότητα 157.
157
Εσφαλμένα, επομένως, κρίθηκε ως πράξη διευκόλυνσης μεταφοράς η ενέργεια του «προπομπού» που
προπορεύεται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με σκοπό να ενημερώνει ανά πάσα στιγμή τον μεταφορέα για
τυχόν αστυνομικούς ελέγχους. Πρβλ εδώ ενδεικτικά τις 395/2008 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΕπιθΜετανΔικ 1/2010, σελ.
78 επομ) και 85/2008 ΑΠ (δημοσιευμ. στην ιστοσελίδα του ΑΠ, www.areiospagos.gr ), καθώς επίσης και τις
892/2001 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΠοινΛογ 2001, σελ. 1042), 817/2008 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΠοινΧρον2009, σελ. 255)
και 1464/2009 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΠοινΛογ 2009, σελ. 746).
158
Βλ. αναλυτικά για την επιχειρηματολογία γύρω από τον χαρακτηρισμό του δράστη ως απλού ή άμεσου
συνεργού, αντί άλλων, Μπιτζιλέκη Ν. «Η συμμετοχική πράξη», ό.π. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πράξη θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως άμεση συνέργεια, δεδομένου ότι η παροχή του οχήματος συνδράμει άμεσα
στην εκτέλεση της εγκληματικής πράξης και στη βλάβη του εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας.
159
Πρβλ. εδώ το κλασικό παράδειγμα με την παροχή αυτοκινήτου σε δράστη κλοπής προκειμένου αυτός να
απομακρύνει τα κλοπιμαία αντικείμενα από τον τόπο του εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή (και χωρίς να
εμβαθύνουμε στις θεωρίες θεμελίωσης της σφαίρας κατοχής), ο παρέχων το όχημα στον δράστη για να
θεμελιώσει μόνος του κατοχή επί του κλοπιμαίου χαρακτηρίζεται ως απλός συνεργός στο βασικό έγκλημα της
η
κλοπής (βλ. Μανωλεδάκη Ι.-Μπιτζιλέκη Ν. «Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας Άρθρα 372-384 ΠΚ», 14 εκδ., εκδ.
Σάκκουλα 2013, σελ. 82-83), ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που η ίδια «συνδρομητική» πράξη της παροχής του
αυτοκινήτου, εφόσον δεν συμβάλει πριν ή κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του εγκλήματος, θα χαρακτηρίζεται
ως απλή συνέργεια σε ένα άλλο έγκλημα, όπως πχ στην υπεξαίρεση ή θα αποτελεί ακόμα και αυτοτελές,
διαφορετικό αδίκημα (λχ υπόθαλψη εγκληματία).
160
Την άποψη διατύπωσε πρώτη η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. Βλ. αναλυτικά για την παράθεση της άποψης αυτής
Χατζηνικολάου Ν., ο.π., σελ. 179.
161
Η άποψη αυτή εκφράσθηκε πρόσφατα και στη νομολογία. Βλ. χαρακτηριστικά το Βούλευμα 158/2010
ΣυμβΕφΛαρ (δημοσιευμ. σε ΠραξΛογ ΠΔ 2011, σελ. 180, όπως παρατίθεται σε απόσπασμα σε Χατζηνικολάου Ν.,
«Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 88).
162
Βλ. πχ την 1791/2005 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΠοινΔικ 6/2006, σελ. 727 επομ). Αξιοσημείωτη μάλιστα εδώ είναι η
πανομοιότυπη κρίση της πρόσφατης απόφασης 1124/2017 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΠοινΔικ 1/2019, σελ. 84 επομ),
καθώς κατά τον χρόνο τέλεσης της συγκεκριμένης πράξης (εν έτει 2010) είχε ήδη ολοκληρωθεί η τροποποίηση
του τότε ισχύοντος 88 παρ. 1 Ν 3386/2005 με το αρθ. 48 παρ. 4 του Ν 3772/2009 και, άρα, προβλεπόταν ως
αυτοτελής τρόπος τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος η εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη (!),
γεγονός το οποίο δε λήφθηκε υπ’ όψιν ούτε από το δικαστήριο της ουσίας, ούτε από τον ΑΠ.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι, όπως και
πιο πάνω εισαγωγικά επισημάνθηκε, κάποια από τα δυσχερέστερα ερμηνευτικά
ζητήματα της διάταξης παρέμειναν άλυτα και εξακολουθούν να απασχολούν τον
ερμηνευτή του Δικαίου μέχρι σήμερα, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές
τροποποιήσεις της εξεταζόμενης διάταξης. Ένα τέτοιο ζήτημα αποτελεί και η
ερμηνεία της έννοιας της «διευκόλυνσης μεταφοράς» ως ενός εκ των τρόπων τέλεσης
του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ.1, η επαμφοτερίζουσα άποψη περί της οποίας
αναδεικνύει εκ νέου την ανάγκη να τροποποιηθεί ριζικά η διάταξη, με τρόπο ώστε να
αποσαφηνιστούν διά παντός τα δυσεπίλυτα αυτά ερμηνευτικά ζητήματα.
163
Βλ. την ΑΠ 12/2015 (δημοσιευμ. σε ΠοινΔικ 12/2015, σελ. 1102 επομ). Εδώ, πέραν της έλλειψης
αιτιολόγησης της συμπεριφοράς που συνιστά «διευκόλυνση μεταφοράς»,
164
Βλ. πχ το 121/2002 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΙωαν 121/2002 (δημοσιευμ. σε ΠοινΔικ 4/2003, σελ. 394).
165
Η ποσότητα των αποφάσεων που αναγνωρίζουν ως πράξη διευκόλυνσης μεταφοράς τη μεταφορά από πόλη
σε πόλη εντός της Ελλάδας δεν είναι αμελητέα. Βλ. πχ τις πρόσφατες 334/2017 ΑΠ (δημοσιευμ. σε απόσπασμα
σε ΠοινΔικ 4/2018, σελ. 439 και σε πλήρες κείμενο στην ιστοσελίδα του ΑΠ, www.areiospagos.gr), 1691/2016
ΑΠ και 1723/2016 ΑΠ (δημοσιευμ. σε απόσπασμα σε ΠοινΔικ 11/2017, σελ. 1127 και 1133 αντίστοιχα και σε
πλήρες κείμενο στην ιστοσελίδα του ΑΠ, www.areiospagos.gr) και 71/2015 ΑΠ (δημοσιευμ. στην ιστοσελίδα του
ΑΠ, www.areiospagos.gr ).
166
Η οποία στο παρελθόν τυποποιούνταν στη διάταξη 87 παρ. 6 Ν 3386/2005.
167
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζονται τα πλαίσια ποινής των δύο αδικημάτων (σημειωτέον στη βασική τους
μορφή και όχι στη διακεκριμένη). Στην μεν κακουργηματική διάταξη του 30 παρ. 1 προβλέπεται ποινή κάθειρξης
έως δέκα έτη και (σωρευτική) επιβολή χρηματικής ποινής από δέκα χιλιάδες (10.000) έως τριάντα χιλιάδες
(30.000) ευρώ. Στη δε πλημμεληματική διάταξη του 29 παρ. 6 προβλέπεται «φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ»
168
Βλ. στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα www.greek-language.gr το σχετικό λήμμα «εξασφάλιση».
169
Χαρακτηριστική εδώ είναι η συλλογιστική του Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 181), σύμφωνα με την οποία η
λέξη «εξασφάλιση» υποκρύπτει «πρωτοβουλία» του δράστη στην αναζήτηση καταλύματος για τον αλλοδαπό,
με αποτέλεσμα να εκφεύγουν του γράμματος της διάταξης πράξεις ανεύρεσης καταλύματος οι οποίες έχουν
υποδαυλιστεί από τους ίδιους τους αλλοδαπούς που εισέρχονται παράνομα στο κράτος. Η συγκεκριμένη
άποψη, βέβαια, μοιάζει λίγο ακραία, δεδομένου ότι δεν είναι λίγες οι φορές που αποδεικνύεται ότι η παράνομη
μεταφορά των αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας έχει γίνει με δική τους πρωτοβουλία και παραίνεση στο
δράστη ή, έστω, με τη συναίνεσή τους.
170
Απαιτείται επομένως να έχει προηγουμένως εισέλθει παράνομα ο αλλοδαπός στην ελληνική επικράτεια,
όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση της παραλαβής για προώθηση. Έτσι και η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ.,
(«Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης...», ό.π., σελ. 846). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται το επιχείρημα ότι, για τον
αλλοδαπό ο οποίος εισήλθε νόμιμα στη χώρα και σε μεταγενέστερο χρόνο μεσολαβήσει λόγος που καθιστά
παράνομη την παραμονή του (απέλαση, λήξη κάρτας VISA κλπ) η εξασφάλιση καταλύματος δε θα υπάγεται στη
διάταξη του αρθ. 30 παρ. 1.
171
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 181.
172
Ορθή επομένως η 353/2010 ΑΠ (δημοσιευμ. στην ιστοσελίδα του ΑΠ, www.areiospagos.gr) που εν περιλήψει
έκρινε ότι η εξασφάλιση καταλύματος είναι επί της ουσίας η απόκρυψη σε οικία αμέσως μετά την παράνομη
μεταφορά των αλλοδαπών από το εξωτερικό εντός της Ελλάδας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ομοίως και
η 817/2008 ΑΠ (δημοσιευμ. σε ΕπιθΜετανΔικ 1/2010, σελ. 75 επομ), η οποία δέχθηκε ως εξασφάλιση
καταλύματος την παραχώρηση ενός ισογείου διαμερίσματος για απόκρυψη των αλλοδαπών στη Θεσσαλονίκη
αμέσως μετά την παράνομη μεταφορά τους στην Ελλάδα από τα ελληνοτουρικά σύνορα στον Έβρο και «μέχρι
να γίνει δυνατή η μεταφορά τους προς την Αθήνα».
Αυτός ο τελευταίος, όμως, σίγουρα, δεν είναι ο τύπος του δράστη που είχε
στο μυαλό του ο νομοθέτης κατά την τυποποίηση του αδικήματος των μεταφορέων.
Η κυρωτική αντιμετώπιση του εξασφαλίζοντος κατάλυμα προς απόκρυψη με την
173
Βλ. χαρακτηριστικά την απόφαση 1338/2016 ΑΠ (δημοσιευμένη σε απόσπασμα σε ΠοινΔικ 2017, σελ. 989 –
πρβλ το πλήρες κείμενο της απόφασης στην ιστοσελίδα του ΑΠ, www.areiospagos.gr), σύμφωνα με την οποία η
μίσθωση χώρου για χρονικό διάστημα έξι μηνών κρίθηκε ορθά ως πράξη διευκόλυνσης διαμονής τιμωρούμενη
κατά το αρθ. 87 παρ. 6 Ν 3386/2005. Υπογραμμίζεται, βέβαια, ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αυτής (εν
έτει 2008) η εξασφάλιση καταλύματος δεν προβλεπόταν ως ένας εκ των τρόπων τέλεσης της μεταφοράς.
174
Εσφαλμένα, επομένως, η 1281/2007 ΑΠ (δημοσιευμ. σε απόσπασμα σε ΠοινΔικ 1/2008 σελ. 111 επομ)
υπήγαγε στο βεληνεκές του αρθ. 30 παρ. 1 ως εξασφάλιση καταλύματος (τότε υπό τη μορφή του 33 παρ. 1 Ν
1975/1991) την παραχώρηση χώρου της δράστριας σε αλλοδαπές «για να εργάζονται στο ίδιο κατάστημα –
επιχείρηση μπαρ που εργαζόταν και η ίδια η κατηγορουμένη», εφόσον προκύπτει ότι η διαμονή των
αλλοδαπών είχε τρόπον τινά «μονιμότερο χαρακτήρα» και, πάντως, σκοπός της ήταν η παραμονή των
αλλοδαπών για όσο χρονικό διάστημα θα εργαζόταν και όχι η προσωρινή απόκρυψή τους για να διασφαλίσουν
την παράνομη είσοδό τους στη χώρα.
175
Τη χρήση του όρου της «διάρκειας» χρησιμοποιεί ως επιχείρημα και ο Χατζηνικολάου Ν. (βλ. την αμέσως
προηγούμενη υποσημείωση), χωρίς βέβαια να κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε διαρκές έγκλημα, αναφερόμενος
στο αποτέλεσμα της πράξης του αρθ. 29 παρ. 6, το οποίο συνίσταται σε «διαρκή απόκρυψη του παρανόμως
εισελθόντα από τις αρμόδιες κρατικές αρχές».
εξίσωσή του με τον μεταφορέα έχει τις ρίζες της στην ανάγκη «πάταξης» του
φαινομένου της δημιουργίας κυκλωμάτων αθρόας μεταφοράς λαθρομεταναστών,
ανάγκη η οποία εκφράστηκε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί
ότι η εξασφάλιση καταλύματος, ακόμα και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν
αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα μίας «επιμέρους αξιόποινης πράξης ενός κυκλώματος
μεταφοράς», όπως βλέπουμε να αντιμετωπίζεται από τον εθνικό νομοθέτη.
Αντίθετα, στα πρώτα νομοθετικά κείμενα, αμέσως μετά την ποινική ευθύνη
του μεταφορέα – «υποβοηθητή» της παράνομης εισόδου, επιχειρήθηκε η
ποινικοποίηση της ευθύνης του ατόμου που «εξασφαλίζει» τη διαμονή στο εσωτερικό
τους κράτους και, μάλιστα, «από κερδοσκοπία» 176. Στόχος, δηλαδή, ήταν η
καταπολέμηση της εμφάνισης δύο διαφορετικών μορφών εγκληματικών
οργανώσεων: πρώτον των κυκλωμάτων που, εργαζόμενοι στα σύνορα μεταξύ δύο ή
περισσοτέρων κρατών, οργανώνουν την παράνομη είσοδο και έξοδο των
λαθρομεταναστών και τη διασυνοριακή μεταφορά τους από κράτος σε κράτος και
δεύτερον των κυκλωμάτων που λειτουργούν στο εσωτερικό της κάθε χώρας, με
σκοπό να οργανώσουν τη μετέπειτα πορεία του «λαθρομετανάστη», την παράνομη
διαμονή του, την παράνομη εργασία του κοκ.
176
Βλ. χαρακτηριστικά την Οδηγία 2002/90/ΕΚ, άρθ. 1 περ. β. με τίτλο «Γενική Παράβαση», το οποίο έχει ως
εξής: «Τα κράτη –μέλη θεσπίζουν ενδεδειγμένες κυρώσεις: α) κατά παντός, όστις εκ προθέσεως βοηθά
πρόσωπο το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους –μέλους, προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει από το έδαφος
κράτους –μέλους κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με την είσοδο ή τη διέλευση των
αλλοδαπών, β) κατά παντός, όστις, διά κερδοσκοπικούς λόγους, εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν
είναι υπήκοος κράτους –μέλους, προκειμένου να διαμείνει στο έδαφος κράτους –μέλους, κατά παράβαση της
νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με τη διαμονή των αλλοδαπών» (βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. -
Γιαννακούλα Α. «Ποινική Νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελληνική Νομοθεσία Ενσωμάτωσης», εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 19 επομ).
3.3.1 Ο προβλεπόμενος στο αρθ. 30 παρ. 6 λόγος άρσης του αδίκου σε σχέση με
την τυχόν συνδρομή κατάστασης ανάγκης του αρθ. 25 ΠΚ
Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη 178, «οι ανωτέρω κυρώσεις δεν
επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα, της μεταφοράς
ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου,
καθώς και στις περιπτώσεις προώθησης στο εσωτερικό της χώρας ή διευκόλυνσης της
μεταφοράς, προς τον σκοπό υπαγωγής στις διαδικασίες των αρθ. 83 Ν 3386/2005 ή του
αρθ. 13 Ν 3907/2011 179, κατόπιν ενημέρωσης των αρμοδίων αστυνομικών και
λιμενικών αρχών» 180. Υπό το φως αυτής της νομοθετικής επιλογής, ανέκυψε το
ερώτημα εάν και κατά πόσον συγκλίνει διάταξη αυτή με την τυποποιούμενη στο αρθ.
177
Χατζηνικολάου Ν. (βλ. παραπάνω υποσημείωση με περαιτέρω επιχειρηματολογία).
178
Όπως αντικαταστάθηκε με το αρθ. 14 παρ. 2 Ν 4332/2015 (ΦΕΚ Α’ 76/09.07.2015).
179
Πρόκειται για τον νόμο που αφορά την ίδρυση της υπηρεσίας ασύλου και της υπηρεσίας πρώτης υποδοχής,
ο οποίος υιοθετήθηκε προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/115/ΕΚ. Το
άρθ. 13 Ν 3907/2011 έχει στο μεταξύ καταργηθεί ήδη από τον Ν 4375/2016 (ΦΕΚ Α’ 51/03.04.2016). Ο δε Ν
4375/2016 έχει τροποποιηθεί –όπως και ο εδώ εξεταζόμενος Ν 4251/2014 – από τον πρόσφατο Ν 4540/2018
(ΦΕΚ Α’ 91/22.05.2018) «περί υποδοχής αιτούντων διεθνή προστασία –εναρμόνιση με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ
ης
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26 Ιουνίου 2013 (σχετικά με τις απαιτήσεις για την
υποδοχή αιτούντων διεθνή προστασία)». Προφανώς λόγω νομοτεχνικής προχειρότητας, οι εν λόγω
τροποποιήσεις δεν πέρασαν στο κείμενο του αρθ. 30 παρ. 6. Ωστόσο, εφεξής, όποτε γίνεται αναφορά στην εν
λόγω διάταξη είναι αυτονόητο ότι γίνονται με την ισχύουσα μορφή της διάταξης.
180
Η διάταξη αυτή, όπως τροποποιηθείσα ισχύει σήμερα, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα
παραδείγματα της νομοτεχνικής προχειρότητας που διέπει το σύνολο της νομοθεσίας περί αλλοδαπών γενικά
και μεταναστευτικής πολιτικής ειδικότερα. Απόδειξη της διαπίστωσης αυτής αποτελεί η προσθήκη της φράσης
«περί υπαγωγής στις διαδικασίες του αρθ. 83 Ν3386/2005», με την οποία προφανώς επιχειρήθηκε (με εντελώς
εσφαλμένη διατύπωση) η εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 30 παρ. 6 όχι μόνο στις περιπτώσεις των αλλοδαπών
που αιτούνται ασύλου ή «χρήζουν διεθνούς προστασίας» (κατά την προηγουμένως ισχύουσα διατύπωση του
καταργηθέντος αρθ. 88 παρ. 6 Ν3386/2005), αλλά και στις περιπτώσεις των αλλοδαπών που επιχειρούν να
εισέλθουν παράνομα στο ελληνικό κράτος ή διέρχονται από αυτό με προορισμό μία άλλη χώρα –τους κοινώς
λεγόμενους «λαθρομετανάστες» γενικά.
Αρχίζοντας την έρευνα από την τελευταία αυτή διάταξη, ένα πρώτο ζήτημα
τίθεται αναφορικά με τις συνθήκες που πρέπει να συντρέχουν τη δεδομένη χρονική
στιγμή, προκειμένου να πει κανείς ότι εφαρμόζεται η διάταξη. Το γράμμα του νόμου,
δηλαδή, καλύπτει μόνο τη διάσωση των αλλοδαπών διά θαλάσσης ή επιτρέπεται
ερμηνευτικά και η «αναλογία» για τις περιπτώσεις των αλλοδαπών που χρήζουν
διάσωσης και στη στεριά; Γίνεται δεκτό – και ορθά – ότι η χρήση της διατύπωσης
«διάσωση στη θάλασσα», η οποία επιλέχθηκε προφανώς δεδομένης της
«αμεσότητας» του κινδύνου ζωής του διά θαλάσσης μεταφερομένου, δεν αποκλείει
την υπαγωγή στη διάταξη αυτή των περιπτώσεων όπου ο αλλοδαπός «βιώνει μεν
κίνδυνο ζωής δε βρίσκεται όμως στη θάλασσα» 181. Επομένως είτε πρόκειται περί
κινδύνου υπάρχοντος στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είτε ακόμη και στον αέρα, η
διάταξη του 30 παρ. 6 θα ενεργοποιείται σε κάθε περίπτωση, ούτως ώστε ο άδικος
χαρακτήρας της πράξης του «μεταφορέα» να αίρεται όταν αυτή γίνεται με σκοπό τη
διάσωση του αλλοδαπού –και πάλι είτε αυτός ανήκει στα πρόσωπα που δικαιούνται
διεθνούς προστασίας, είτε αποτελεί απλά πρόσωπο που κινδυνεύει στην προσπάθειά
του να εισέλθει ή εξέλθει παράνομα από την ελληνική επικράτεια.
181
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 159.
χρονική στιγμή, να απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του δράστη (ή και άλλου,
τρίτου προσώπου), να μην οφείλεται η ύπαρξη του σε υπαιτιότητα του δράστη και,
τέλος, η προσπάθεια αποφυγής του κινδύνου αυτού να είναι σημαντικά κατώτερη από
την εκ του κινδύνου απειλούμενη βλάβη 182.
Παρόλο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τις δύο περιπτώσεις
«κινδύνου» ότι, αφ’ ης στιγμής ο νόμος προβλέπει για τον δράστη το ίδιο αποτέλεσμα
(την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του) τότε, για την ταυτότητα του
νομικού λόγου, θα έπρεπε ο κίνδυνος που βιώνει ο αλλοδαπός στο αρθ. 30 παρ. 6 να
έχει την ίδια ακριβώς ποιότητα, τηρουμένων όλων των παραπάνω προϋποθέσεων,
κάτι τέτοιο δεν μοιάζει να συμβαδίζει με την πρόθεση του νομοθέτη. Και αυτό είναι
απολύτως λογικό: για ποιο λόγο να κάνει μια ειδικότερη πρόβλεψη, εάν σκοπός του
ήταν η άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης μεταφοράς να συντελείται με τον ίδιο
τρόπο με αυτόν της κατάστασης ανάγκης;
182
Βλ. τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της κατάστασης ανάγκης του αρθ. 25 ΠΚ αναλυτικά σε Μανωλεδάκη Ι.
«Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 668 επομ.
183
Το επιχείρημα αυτό ενισχύει εμμέσως και η άποψη του Δετσαρίδη Χ. («Κριτική προσέγγιση της δικαστικής
προστασίας του αιτούντος άσυλο αλλοδαπού σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις πρόσφατες νομολογιακές
εξελίξεις», μελέτη δημοσιευμένη στην ΕπιθΜετανΔικ, τευχ. 1/2013, σελ. 9 επομ.), ο οποίος, αναφερόμενος στο
μεταναστευτικό ζήτημα κάνει λόγο για «ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου», το οποίο
ταλανίζει κυρίως τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες «άρχισαν σταδιακά να μετατρέπονται από
παραδοσιακά χώρες αποστολής μεταναστών σε χώρες υποδοχής». (Με υπογράμμιση της γράφουσας).
184
Βλ. χαρακτηριστικά άρθρο δημοσιευμένο στις 08.10.2018 στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα της εφημερίδας ΤΑ
ΝΕΑ, σύμφωνα με το οποίο γίνεται λόγος για αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας των μεταναστών που
επιχειρούν να διέλθουν την Μεσόγειο προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι
«το 2017 πνιγόταν 1 άνθρωπος στους 42. Στην περίοδο μεταξύ του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου πνίγεται 1
άνθρωπος στους 18». Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της EUROSTAT (δημοσιευμένη στην
ιστοσελίδα της ΕΕ https://ec.europa.eu/eurostat), οι μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ άγγιξαν το έτος 2015 τα
4,7 εκατομμύρια άτομα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο αριθμός των θανάτων των μεταναστών στην προσπάθεια
τους να διασχίσουν τη θάλασσα ξεπέρασε για το έτος αυτό τις 112.000 (!)
185
Έτσι ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 158-159.
δεν μπορεί να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης από τον οδηγό ενός οχήματος που,
βλέποντας τον αλλοδαπό εκτεθειμένο στον ίδιο ακριβώς κίνδυνο ζωής θα τον
παραλάβει για να τον μεταφέρει ο ίδιος και να τον σώσει. Η ταυτότητα του νομικού
λόγου επιβάλλει την ανάλογη μεταχείριση του πρώτου δράστη με τον δεύτερο, ο
οποίος σημειωτέον αποτελεί το κλασικό παράδειγμα εφαρμογής του αρθ. 30 παρ. 6.
Η περίπτωση της εξασφάλισης καταλύματος προς απόκρυψη, ωστόσο, δε λύνεται το
ίδιο εύκολα.
186
Σκέψη, η οποία πάντως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τον κανόνα, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε,
αφού η πράξη της «εξασφάλισης καταλύματος» (όπως και οι υπόλοιποι τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της παρ.
1) δεν τελείται μόνο από δράστη που ενεργεί αποδεδειγμένα ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης, αλλά
καταφάσκεται ακόμα και με τη μεμονωμένη ενέργεια ενός και μόνο υποκειμένου – άσχετα εάν η συμπεριφορά
του μεμονωμένα ενεργούντος δράστη πρέπει να αξιολογείται διαφορετικά σε επίπεδο επιμέτρησης ποινής.
187
Περίπτωση η οποία, βέβαια, δεν μοιάζει τόσο ακραία μετά τη δημοσιοποίηση της δολοφονίας τριών
αλλοδαπών γυναικών στην περιοχή του Έβρου περί τις αρχές Οκτωβρίου 2018, οι οποίες βρέθηκαν
δολοφονημένες με τέτοιο τρόπο, ώστε οι υποψίες αναφορικά με το πρόσωπο του δράστη να στρέφονται στους
διακινητές λαθρομεταναστών στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου. Βλ. χαρακτηριστικά την δημοσιοποίηση της
είδησης στην ιστοσελίδα www.alphafreepress.gr όπου αναγράφεται επί λέξει ότι «τα πρώτα στοιχεία (…)
οδηγούν την αστυνομία στην υποψία ότι δράστες είναι αδίστακτοι διακινητές που σκότωσαν και προς
“παραδειγματισμό” άλλων παράτυπων προσφύγων (…)».
ταξιδεύει με τα άρρωστα ανήλικα παιδιά του έχει ανάγκη ενός καταλύματος για να
αποφύγουν τη σύλληψη μέχρι τα παιδιά να αναρρώσουν.
Ακόμα, λοιπόν, και για τις ακραίες αυτές περιπτώσεις μοιάζει ορθότερο ο
δράστης της «εξασφάλισης καταλύματος» να εξισωθεί με τον μεταφορέα για τις
ανάγκες εφαρμογής του αρθ. 30 παρ. 6. Άρα η αναλογική εφαρμογή της διάταξης και
στην περίπτωση της εξασφάλισης καταλύματος έχει νόημα και σαφέστατα
επιτρέπεται 188.
Έχοντας, πλέον, ολοκληρώσει τη συζήτηση γύρω από τον χώρο του αδίκου
στη βασική μορφή του αδικήματος του αρθ. 30 παρ. 1, αξίζει να επικεντρωθούμε,
πριν εισχωρήσουμε στα ζητήματα ενοχής της εν λόγω διάταξης, στις περιστάσεις που
επαυξάνουν το αξιόποινο της βασικής μορφής του εγκλήματος, αυξάνοντας κατ’
αντιστοιχία και τα απειλούμενα πλαίσια ποινής.
188
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 159.
189
Βλ. ενδεικτικά την απόφαση υπ’ αριθ. 522/2011 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), από το περιεχόμενο της οποίας
προέκυψε ότι η κατάσταση ανάγκης που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος για το αδίκημα της «απόπειρας
προώθησης στο εσωτερικό της χώρας», αν και δεν περιγράφηκε λεπτομερώς ως προς τις ειδικότερες συνθήκες
και προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποστηρίχθηκε (από πλευράς κατηγορουμένου) η συνδρομή της, εντούτοις
υπήχθη στην περίπτωση του αρθ. 32 ΠΚ ως αποκλείουσα τον καταλογισμό.
190
Βλ. και Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 844 επομ.
στερητικές της ελευθερίας όσο και στις χρηματικές ποινές, θα αναλυθούν παρακάτω,
στο οικείο κεφάλαιο που πραγματεύεται τα ζητήματα των κυρώσεων της εν λόγω
διάταξης.
3.4.1.1 Κερδοσκοπία
191
«Φρονηματικό στοιχείο» το χαρακτηρίζει ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 220).
192
Βλ. και την άποψη της Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. («Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών», ό.π., σελ. 259)
για τη λειτουργία του στοιχείου της κερδοσκοπίας στο αδίκημα της μαστροπείας (αρθ. 349 ΠΚ), η οποία
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η κερδοσκοπία «χρωματίζει την ενοχή». Διαφορετική άποψη διατυπώθηκε
αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του στοιχείου της κερδοσκοπίας στο έγκλημα της παιδικής πορνογραφίας
(αρθ. 348Α ΠΚ, διάταξη στην οποία προβλεπόταν η τέλεση της πράξης παιδικής πορνογραφίας «από
κερδοσκοπία», τουλάχιστον υπό τη μορφή που είχε όταν εισήχθη με τον Ν 3064/2002). Κατά την άποψη αυτή, η
κερδοσκοπία αποτελεί στοιχείο που εντάσσεται στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αποτελώντας
«οντολογικό στοιχείο του δόλου ή προέκταση του δόλου» (βλ. Κιόση Γ. «Η λειτουργία της έννοιας της
κερδοσκοπίας στην πορνογραφία ανηλίκων», μελέτη δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική εφημερίδα “intellectum“
– τεύχος 04/ Μάιος 2008)
συνθήκες που επικρατούν ανά διαστήματα 193. Παρατηρήθηκε, βέβαια, ότι ο «σκοπός
αποκόμισης οφέλους»194 συγχέεται πολλές φορές στη νομολογία με τον λεγόμενο
«σκοπό πορισμού εισοδήματος» (ή «σκοπό βιοπορισμού») 195, ο οποίος σύμφωνα με
το άρθ. 13 στοιχ. στ’ ΠΚ ενυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη στην περίπτωση της
κατ’ επάγγελμα τέλεσης, περίσταση η οποία θα αναλυθεί διεξοδικά στο αμέσως
επόμενο κεφάλαιο. Συνέπεια αυτού ήταν η νομολογιακή διαμόρφωση μίας
«ενδιάμεσης» επιβαρυντικής περίστασης, της λεγόμενης τέλεσης «εκ κερδοσκοπίας
και κατ’ επάγγελμα», η οποία επί της ουσίας εδράζεται σε μία εσφαλμένη αντίληψη
περί της εννοιολογικής οριοθέτησης των δύο αυτών περιστάσεων, απαιτώντας να
συντρέχουν και οι δύο ώστε να καταφάσκεται η διακεκριμένη μορφή του
εγκλήματος. Είναι, δε, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η νομολογία εξακολουθεί να
χρησιμοποιεί το «μόρφωμα» αυτό και στην περίπτωση της εκ κερδοσκοπίας τέλεση
του εδώ εξεταζομένου αδικήματος της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών 196, γεγονός
193
Βλ. Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών», ό.π., σελ. 260 επομ. (με αφορμή
το στοιχείο της από κερδοσκοπία τέλεσης στο έγκλημα της μαστροπείας – αρθ. 349 ΠΚ).
194
«Αθέμιτο όφελος» το χαρακτηρίζει συχνά η νομολογία. Πρβλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 166/2009 ΑΠ
(Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία, επ’ αφορμή του αδικήματος της μαστροπείας, η εκ κερδοσκοπίας τέλεση ορίζεται
ως «η ενέργεια του δράστη με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτου περιουσιακού ωφελήματος ή ενός
αθέμιτου κέρδους, θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξάρτητα από την επίτευξή του». Ο
ορισμός, βέβαια, του αθέμιτου οφέλους αποδείχθηκε ομοίως δυσχερές ζήτημα. Στην απόφαση υπ’ αριθ.
1403/2008 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) έγινε μία προσπάθεια να ορισθεί η έννοια του αθέμιτου οφέλους στα πλαίσια
του αδικήματος του αρθ. 10 παρ. 2 Ν 2447/1996 (παράνομη υιοθεσία) ως έννοια η οποία «(…) δεν
προσδιορίζεται στο νόμο (…) ωστόσο ως “αθέμιτο” πρέπει να θεωρηθεί το όφελος που αποκτάται κατά τρόπο
που προσκρούει όχι μόνο στο νόμο αλλά και στην ηθική. Δηλαδή ο όρος “αθέμιτο” πρέπει να νοηθεί ως
ευρύτερος του όρου “παράνομο” που αξιούτο στο προηγούμενο νομικό καθεστώς (αρθ. 15 ΝΔ 610/1970) και
οποιοδήποτε όφελος αποκτάται από τον μεσολαβούντα σε υιοθεσία παιδιού, πρέπει να θεωρηθεί ως αθέμιτο,
αφού διά της οικονομικής συναλλαγής και της εκμεταλλεύσεως έτσι του προς υιοθεσία παιδιού υποβιβάζεται
αυτό σε res και σε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής, το οποίο είναι πολύ παράνομο και ανήθικο». Για την
έννοια του «αθέμιτου οφέλους» βλ. επίσης ενδεικτικά την υπ’ αριθ. 1367/1989 ΑΠ σε Συμβούλιο (Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ), ενώ για αυτήν του «παράνομου περιουσιακού οφέλους» βλ. αντί άλλων Παπαδαμάκη Α. «Τα
περιουσιακά εγκλήματα – άρθρα 385-406 ΠΚ», εκδ. 2000, σελ. 54 επομ. (για το παράνομο όφελος ειδικά στο
αδίκημα της εκβίασης) και σελ. 147 επομ. (για το παράνομο όφελος ειδικά στο αδίκημα της απάτης).
195
Βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις: ΑΠ 402/2004 (ΠοινΔικ2005, σελ. 45 επομ.), όπου γίνεται λόγος για «πορισμό
εισοδήματος». Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι στην υπ’ αριθ. 1403/2008 ΑΠ (σε Συμβούλιο), η οποία
αξιολόγησε μεταξύ άλλων τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του αρθ.
10 παρ. 2 Ν 2447/1996 (παράνομη υιοθεσία), από κερδοσκοπία ενεργεί ο δράστης όταν «αποβλέπει σε πορισμό
εισοδήματος και δεν είναι απαραίτητο να διαπράττει επανειλημμένως την πράξη με σκοπό πορισμού κέρδους,
αλλά αρκεί ο πορισμός εισοδήματος να προέρχεται και από μία μόνο υιοθεσία, από ένα μόνο παιδί, έστω και
μια φορά (…) ».
196
Βλ. ενδεικτικά τις πρόσφατες 708/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και 1635/2010 ΕφΘεσσαλ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Επισημαίνεται, χαρακτηριστικά, ότι στη δεύτερη απόφαση, παρά το γεγονός ότι επ’ ακροατηρίω δεν
αποδείχθηκε τέλεση του εγκλήματος «εκ κερδοσκοπίας» (και άρα στον κατηγορούμενο δεν αποδόθηκε η τέλεση
της διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος), εντούτοις ο όρος «κερδοσκοπία» αποδόθηκε εσφαλμένα,
δεδομένου ότι απαιτήθηκε για την κατάφασή του «οικονομική συναλλαγή μεταξύ του κατηγορουμένου και των
άνω αλλοδαπών υπηκόων […] αλλά και [ενέργεια] από κοινού σε συνεννόηση με τρίτα άτομα […]». Εν
το οποίο έχει εγείρει στη θεωρία αντιδράσεις γύρω από την επιλογή του νομοθέτη να
εντάξει εκ νέου 197 τον όρο «κερδοσκοπία» στη νομοτυπική μορφή των
επιβαρυντικών περιστάσεων 198.
Προτού αναλυθεί η έννοια της «κατ’ επάγγελμα» τέλεσης, ούτως ώστε να εξαχθούν
σαφή συμπεράσματα ως προς τη διακρινόμενη οριοθέτηση των δύο εννοιών, πρέπει
να επισημανθεί και από αυτό το σημείο ότι τα στοιχεία που προσδιορίζουν την
πρόθεση «κερδοσκοπίας» του δράστη είναι σαφώς περισσότερα από αυτά που
«χρωματίζουν» την πρόθεση του δράστη να τελέσει το αδίκημα της μεταφοράς και,
πάντως, λιγότερα από αυτά που απαιτούνται για την κατάφαση της κατ’ επάγγελμα
διενέργειας της πράξης εκ μέρους του μεταφορέα. Σωστά, δηλαδή, επισημαίνεται ότι,
λαμβανομένων υπόψη και των ποινών που επιφυλάσσονται για τη βασική μορφή του
αδικήματος και την εξεταζόμενη επιβαρυντική περίπτωση και δεδομένης και εν γένει
της κατάστρωσης του αξιοποίνου στη διάταξη, ο σκοπός του δράστη να αποκομίσει
ένα «αντίτιμο» από την παράνομη μεταφορά (πραγματωθείς ή όχι) δεν αρκεί για το
πέρασμα από τη βασική στη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος 199. Κρίσιμο ρόλο
προκειμένω, δηλαδή, η «εκ κερδοσκοπίας» ταυτίστηκε με την «κατ’ επάγγελμα» τέλεση, αφού τα στοιχεία της
υποδομής ή της οργάνωσης συναπαρτίζουν τη δεύτερη αυτή περίπτωση και όχι την πρώτη.
197
Επισημαίνεται εδώ ότι ο όρος «κερδοσκοπία», ως επιβαρυντική περίσταση, προβλέφθηκε για πρώτη φορά
στο αρθ. 33 Ν 1975/1991 με τη διατύπωση «σκοπός παράνομου κέρδους». Η διατύπωση αυτή διατηρήθηκε
αυτούσια στο αρθ. 55 Ν 2910/2001, αφαιρέθηκε όμως εντελώς από τη διάταξη υπό τη νέα της μορφή όπως
τροποποιήθηκε με το αρθ. 37 Ν 3153/2003 (ΦΕΚ Α 153/19.06.2003). Η διατύπωση των επιβαρυντικών
περιστάσεων χωρίς το στοιχείο της κερδοσκοπίας διατηρήθηκε και στο αρθ. 88 Ν 3386/2005, ωστόσο η
«κερδοσκοπία» εν τέλει προστέθηκε ξανά στη διάταξη με το αρθ. 48 παρ. 4 Ν 3772/2005 και, δεδομένου ότι η
διατύπωση εν γένει των επιβαρυντικών περιστάσεων του αρθ. 88 Ν 3386/2005 υιοθετήθηκε αυτούσια στον Ν
4251/2014, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
198
Έτσι ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 218 επομ.), ο οποίος αναλύοντας τις παραπάνω αναφερόμενες
νομοθετικές επιλογές (βλ. την αμέσως ανωτέρω υποσημείωση) υπογραμμίζει ότι η συνύπαρξη των όρων «εκ
κερδοσκοπίας» και «κατ’ επάγγελμα» αποτελεί «νομοθετικό πισογύρισμα κατά την άσκηση της νομοθετικής
πολιτικής» και οδηγεί επί της ουσίας σε «αχρήστευσή» τους, εφόσον «αποπνέει έναν κατασταλτικό πληθωρισμό
που φτάνει πια σε σημείο αδυναμίας οριοθέτησης και έλλογης λειτουργίας των νομοθετικών προβλέψεων»
(σελ. 219). Πρβλ. και την άποψη της Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847)
η οποία θεωρεί ότι, με ερμηνευτική διόρθωση, η περίπτωση της κερδοσκοπίας δε θα έπρεπε να εφαρμόζεται.
199
Βλ. τη σχετική επιχειρηματολογία σε Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 220-221), όπου αξιοποιείται η γενικότερη
(ευρωπαϊκή και εθνική) νομοπροληπτική βούληση της περιστολής της παράνομης δράσης των «διακινητών
λαθρομεταναστών», των δραστών δηλαδή που δρουν με γνώμονα, κατά κύριο λόγο, το οικονομικό κέρδος.
Ισχυρίζεται, δηλαδή, ότι κάποτε ο σκοπός πορισμού οφέλους από την παράνομη μεταφορά θα αποτελεί
στοιχείο προσδιοριστικό του δόλου του δράστη της βασικής (και όχι της διακεκριμένης) μορφής του
εγκλήματος. Επί τη βάσει αυτή, ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι, εφόσον ο σκοπός πορισμού οφέλους
δεν υφίσταται στο πρόσωπο του δράστη, τότε αναμφίβολα θα πρέπει ο εφαρμοστής του δικαίου να κινηθεί στα
κατώτερα όρια της ποινής του βασικού εγκλήματος και, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αξιοποιήσει
ευρύτερα την εφαρμογή των ελαφρυντικών στοιχείων προς την κατά το δυνατόν μείωση των επιβαλλομένων
χρηματικών ποινών.
Η λέξη κερδοσκοπία, λοιπόν, δεν αναφέρεται μόνο σε έναν γενικό και αφηρημένο
σκοπό απόκτησης ενός οφέλους, αλλά επί της ουσίας αντανακλά στη δυνατότητα της
οικονομικής «εκμετάλλευσης» του μεταφερομένου από τον δράστη και στη
συνακόλουθη οικονομική (και όχι μόνο) θυματοποίηση του αλλοδαπού. Η
εκμετάλλευση αυτή με τη σειρά της δεν εκφράζεται μόνο με την απαίτηση να δοθεί
ένα ποσό ανάλογο των απαιτούμενων κομίστρων μεταφοράς –ή έστω ελάχιστα πιο
«αυξημένο» από αυτά 200. Η εκμετάλλευση και η θυματοποίηση του αλλοδαπού
εκφράζεται, κυρίως, μέσω της συμφωνίας για ιδιαιτέρως υψηλά, σχεδόν υπέρογκα
ποσά, η καταβολή των οποίων δεν έχει καμία σχέση με τις δαπάνες «μεταφοράς» του
αλλοδαπού, αλλά στόχο έχει τον «πλουτισμό» του κερδοσκόπου δράστη.
Συμπερασματικά, λοιπόν, και για όσο διατηρείται σε ισχύ η διάταξη ως έχει, χωρίς
την απαλοιφή του στοιχείου της κερδοσκοπίας, η ερμηνεία του όρου πρέπει να
γίνεται υπό αυτό το πρίσμα, ώστε να μπορεί να διαχωριστεί από την κατ’ επάγγελμα
τέλεση.
200
Έτσι και ο Μπουρμάς Γ. «Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1003/2014», ΠοινΔικ 8-9/2015, σελ. 757 επομ.
201
Βλ. εν προκειμένω και την άποψη του Μπουρμά Γ. («Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1003/2014», ό.π., σελ. 758) ο
οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «[ο σκοπός παράνομου κέρδους] ναι μεν ταυτίζεται με τη διαμόρφωση
ενός σταθερού μηχανισμού παραγωγής εισοδήματος, δεν εξαντλείται ωστόσο στην απλή συμφωνία ή επίτευξη
κέρδους από μια συγκεκριμένη πράξη: απαιτείται η έστω και ευκαιριακή, χωρίς τη διαμόρφωση υποδομής, αλλά
πάντως επανειλημμένη τέλεση (...). Υπό την εκδοχή αυτή θα αντιμετώπιζε την αυξημένη ποινή ο δράστης που
“όποτε του δίνεται η ευκαιρία” αποκομίζει κέρδος από περισσότερες πράξεις του [τότε ισχύοντος] αρθ. 88 παρ.
1, όχι όμως κι εκείνος που συμφώνησε να αποκομίσει εφάπαξ κάποιο κέρδος από μια πράξη μεταφοράς».
Από τον ορισμό αυτό συνάγουμε τρία συμπεράσματα. Πρώτον απαιτείται για την
κατάφαση και των δύο αυτών περιστάσεων η επανειλημμένη τέλεση του ίδιου
αδικήματος από τον ίδιο δράστη. Πρόκειται περί μίας κοινής προϋπόθεσης στην
κατάφαση της συνδρομής των δύο αυτών ξεχωριστών επιβαρυντικών περιστάσεων, η
οποία όμως συμπορεύεται με διάφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά στην κάθε μία
περίπτωση που τη διακρίνει από την άλλη 204.
202
Βλ. ενδεικτικά τη διατύπωση των εγκλημάτων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα στα άρθρα 216 παρ.
3 ΠΚ (πλαστογραφία), 370Α παρ. 4 (παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της
προφορικής συνομιλίας), 385 παρ. 1 (εκβίαση), 386 παρ. 3 (απάτη), 394 παρ. 4 (αποδοχή και διάθεση
προϊόντων εγκλήματος), 400 παρ.2 (παράνομη αλιεία), 404 παρ. 3 (τοκογλυφία).
203
Όπως προστέθηκε με το αρθ. 1 παρ. 1 του Ν 2408/1996 (ΦΕΚ Α’104/4.6.1996).
204
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις (κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση) η επανειλημμένη τέλεση του
εγκλήματος αρκεί, κατά την ορθότερη άποψη, να αποδεικνύεται βάσει των εισφερθέντων στην εκάστοτε
περίπτωση πραγματικών περιστατικών, χωρίς να απαιτείται επιπλέον ο δράστης να έχει καταδικασθεί στο
παρελθόν για την ίδια πράξη. Εσφαλμένα, επομένως, υποστηρίχθηκε στη νομολογία η άποψη ότι η εν λόγω
επιβαρυντική περίσταση «τεκμαίρεται» από την καταδίκη του δράστη για το ίδιο αδίκημα στο παρελθόν (βλ.
ενδεικτικά την υπ’ αριθ. 1501/1998 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, όπως παρατίθεται σε
Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 102).
«κερδοσκοπική τέλεση» που μας απασχόλησε πιο πάνω. Ενώ, δηλαδή, ο σκοπός
προσπορισμού (παράνομου – αθέμιτου κατά τα άνω) οφέλους του δράστη της
εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 μπορεί να προκύψει και από μία μόνο «σύμβαση»
μεταφοράς (ανεξαρτήτως, όπως επισημάνθηκε της απόκτησης εν τέλει του τιμήματος
ή όχι), η κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της μεταφοράς αξιώνει ο δράστης
να έχει τελέσει το αδίκημα περισσότερες φορές.
Έχει, ωστόσο, επικρατήσει πλέον η άποψη – και μάλιστα επί τη βάσει της
διαζευκτικής διατύπωσης του νόμου στο αρθ. 13 ΠΚ («…από την επανειλημμένη
τέλεση ή την υποδομή του δράστη…») – ότι, για την κατάφαση της κατ’ επάγγελμα
τέλεσης, αρκεί και η τέλεση του αδικήματος άπαξ, εφόσον αποδεικνύεται ότι στο
πρόσωπο του μεταφορέα ενυπάρχει σκοπός πορισμού εισοδήματος, προς εκπλήρωση
του οποίου ο δράστης έχει ήδη διαμορφώσει ανάλογη υποδομή 205. Το στοιχείο αυτό
με τη σειρά του σημαίνει ότι η μεμονωμένη τέλεση του εγκλήματος δε συνεπάγεται,
εν προκειμένω, αδικαιολόγητη επαύξηση του αξιοποίνου, εφόσον υπάρχουν απτά
στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία έστω και αυτή η μία «μεταφορά» είναι κομμάτι ενός
εγκληματικού σχεδίου που καταμαρτυρά μία στοιχειώδη «οργάνωση» του δράστη 206.
Βέβαια για το είδος και την ποιότητα της «οργανωτικότητας» αυτής θα γίνει λόγος
πιο κάτω, ούτως ώστε να διακριθεί σαφώς από την τελευταία διακεκριμένη
περίσταση της «ένωσης περισσοτέρων ατόμων».
Το τρίτο συμπέρασμα που συνάγει κανείς από την ανάγνωση του αρθ. 13 ΠΚ είναι
ότι, παρά το γεγονός ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο νομοθέτης μοιάζει να
αξιολογεί υποκειμενικά μόνο τον δράστη, τιμωρώντας αυστηρότερα τις ενδόμυχες
πτυχές της προσωπικότητάς του (είτε δηλαδή την «πλεονεξία» του, είτε τον «εθισμό»
του στο έγκλημα), στην πραγματικότητα απαιτείται εν προκειμένω η συνδρομή
συγκεκριμένων αντικειμενικών στοιχείων, ώστε να συντρέχουν οι εξεταζόμενες
περιστάσεις. Και ενώ για την κατά συνήθεια τέλεση τα πράγματα είναι απλά 208,
αφού, όπως αμέσως παραπάνω περιγράφηκε, το μοναδικό αντικειμενικό στοιχείο που
εξετάζεται είναι η τέλεση του εγκλήματος της μεταφοράς κατ’ επανάληψη, για τα
αντικειμενικά στοιχεία που απαιτείται να συντρέχουν αναφορικά με την κατ’
επάγγελμα τέλεση της παράνομης μεταφοράς η θέση ειδικά της νομολογίας μοιάζει
κάπως «διχασμένη» 209.
207
Πρβλ. και Μανωλεδάκη Ι. – Μπιτζιλέκη Ν. (ό.π., σελ. 111), όπου επίσης γίνεται λόγος για «μανία» (με
αφορμή πάντα την περίπτωση της κλοπής). Είναι, δε, χαρακτηριστική η επισήμανση που γίνεται από τους
συγγραφείς, σύμφωνα με την οποία το πλήθος περισσοτέρων ίδιων εγκλημάτων που συνιστούν επανειλημμένη
τέλεση αντανακλά σε ένα στοιχείο του ψυχισμού και της προσωπικότητας του δράστη που τον καθιστά
επικίνδυνο για το έννομο αγαθό [με την αυτολεξεί αποδιδόμενη διατύπωση «…τον καθιστά επικίνδυνο για την
ιδιοκτησία των άλλων»]. Για το ζήτημα αυτό της «ελλοχεύουσας επικινδυνότητας» του δράστη θα γίνει
αναλυτική αναφορά πιο κάτω, στο οικείο κεφάλαιο για τον υπότροπο δράστη.
208
Βέβαια, λαμβανομένης υπόψη της κατάστρωσης της διάταξης του αρθ. 30 παρ. 1, ανακύπτει ο
προβληματισμός αναφορικά με την τέλεση του ίδιου εγκλήματος για να τιμωρηθεί ο δράστης με τη
διακεκριμένη μορφή αυτού, ως τελών κατά συνήθεια το έγκλημα της μεταφοράς. Απαιτείται, άραγε, να τελεί
περισσότερες από μία «προωθήσεις στο εσωτερικό» λόγου χάρη ή πρέπει να τελεί άλλοτε το αδίκημα της
μεταφοράς, άλλοτε το αδίκημα της προώθησης κοκ για να καταφάσκεται «ροπή» του προς το έγκλημα; Η
απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται, αξιοποιώντας τη θεωρία της φαινομενικής συρροής στην περίπτωση των
υπαλλακτικώς μικτών εγκλημάτων, όπως είναι και αυτό του αρθ. 30 παρ.1 (για τη θεωρία αυτή, καθώς επίσης
και για την αναλυτική βιβλιογραφία γύρω από την κατάστρωσή της, θα γίνει λόγος πιο κάτω, στο οικείο
κεφάλαιο περί συρροών). Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, η τέλεση περισσότερων του ενός τρόπων τέλεσης του ίδιου
αδικήματος της μεταφοράς αξιολογείται απ’ τον ίδιο τον νομοθέτη ως ένα αδίκημα, στο οποίο πρέπει να
επιβληθεί μία ποινή, τότε καθίσταται φανερό ότι στα μάτια του νόμου οι περισσότεροι τρόποι τέλεσης
αποτελούν εκφάνσεις ενός αδικήματος. Άρα, με όσους τρόπους κι αν τελεί το αδίκημα του αρθ. 30 παρ. 1 ο
δράστης, επί της ουσίας διαπράττει ένα αδίκημα (της μεταφοράς) και, κατ’ επέκταση, η επανειλημμένη τέλεση
ακόμη και διάφορων τρόπων τέλεσης, στο βαθμό που θα συνιστούν μία μεταφορά, θα μπορεί να σημαίνει
«συνήθεια» του δράστη στην τέλεση του αδικήματος.
209
Βλ. όμως για τις θέσεις της θεωρίας αναφορικά με τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της «κατ’ επάγγελμα ή κατά
συνήθεια» τέλεσης αναλυτικότερα, μεταξύ άλλων Ζημιανίτη Δ., Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθ. 3173/2000
Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ΠοινΔικ 8-9/2000, σελ. 832 επομ., Μανωλεδάκη Ι. –
Μπιτζιλέκη Ν., ό.π., Μπουρμά Γ. Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθ. 1084/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ
7/2008, σελ. 840 επομ., Παπαδαμάκη Α. «Τα περιουσιακά εγκλήματα», εκδ.2000, Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε.
«Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος», εκδ. Σάκκουλα 1990, Τσόλια Γρ., Παρατηρήσεις
στην υπ’ αριθ. 313/2013 Διάταξη Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, ΠοινΔικ 6/2014, σελ. 470 επομ.
Πιο συγκεκριμένα, όπως υπονοήθηκε και στην αρχή αυτού του κεφαλαίου (με την
αναφορά στην «εμμονή» του νομοθέτη να σωρεύει στην ίδια φράση τη διατύπωση
«κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια»), η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί ως προς τη –
σαφέστατα εννοιολογικά διακρινόμενη – οριοθέτηση των δύο αυτών εντελώς
διαφορετικών περιστάσεων, απαντάται ξεκάθαρα και στη νομολογία. Έχει
υποστηριχθεί, λόγου χάρη, επανειλημμένα η θέση (και μάλιστα ακόμη και πρόσφατα)
ότι η κατάφαση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της μεταφοράς σημαίνει ταυτόχρονα
«ροπή του δράστη προς την (επανειλημμένη τέλεση) του εγκλήματος». Υπονοήθηκε,
δηλαδή, σαφώς ότι επαγγελματική και καθ’ έξιν δράση αποτελούν δύο συγχρόνως
συντρέχουσες όψεις μίας και μόνης επιβαρυντικής περίστασης 210. Η σκέψη αυτή
είναι παραπάνω από προφανές πως είναι λανθασμένη, εφόσον παρερμηνεύει τις
προϋποθέσεις κατάφασης των επιβαρυντικών περιστάσεων και μάλιστα
παραβλέποντας το ίδιο το γράμμα του νόμου. Από πουθενά δε συνάγεται ότι «η
επιβαρυντική περίσταση είναι μία»: τέλεση από κερδοσκοπία και κατ’ επάγγελμα και
κατά συνήθεια δεν αναγράφεται πουθενά στο αρθ. 30 παρ. 1! Το αντίθετο μάλιστα. Η
διαζευκτική τους παράθεση μαρτυρά ότι πρόκειται για τρεις αυτοτελείς, διαφορετικές
περιστάσεις, οι οποίες συντρέχουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη.
Άλλοτε, πάλι, εδικά ως προς την τεκμηρίωση της κατ’ επάγγελμα δράσης του
μεταφορέα, πλήθος αποφάσεων αποδεικνύει ότι στοιχεία όπως η «υποδομή» που έχει
διαμορφώσει ο δράστης πριν την τέλεση του αδικήματος παρερμηνεύονται διαρκώς.
Ως «υποδομή» έχει κριθεί –αόριστα και χωρίς καμία εμπεριστατωμένη εξήγηση ως
προς τα πραγματικά περιστατικά που ενδεχομένως να συνιστούν μια κάποια
«οργανωμένη» κίνηση του δράστη – η απόπειρα προώθησης των αλλοδαπών προς το
εσωτερικό της χώρας με παραλαβή τους από τα σύνορα «με μηχανάκι» (με
Αναλυτική βιβλιογραφία για τη διδασκαλία των «κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια» τελούμενων εγκλημάτων
παραθέτει και ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 221-222, βλ. υποσημείωση με αριθ. 193).
210
Βλ. συγκεκριμένα την υπ’ αριθ. 832/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία επί λέξει
(και σε απάντηση του αναιρετικού λόγου της έλλειψης αιτιολογίας) αναγράφηκε ότι «(…) Αιτιολογείται η
συνδρομή στην τέλεση της πράξεως των επιβαρυντικών περιστάσεων τέλεσης της πράξεως, από υπαίτιο που
ενήργησε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και από κερδοσκοπία. Ως προς τις επιβαρυντικές αυτές
περιπτώσεις, διαλαμβάνεται στην αιτιολογία της αποφάσεως ότι η αιτούσα έχει επανειλημμένα διαπράξει
ανάλογες πράξεις με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, λαμβάνοντας εκάστοτε αμοιβή από αλλοδαπούς τρίτων
χωρών που διευκόλυνε για να εξέλθουν παράνομα από το Ελληνικό έδαφος, ότι ενήργησε με πρόθεση πορισμού
εισοδήματος, συνάγοντας τούτο, το δικαστήριο, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως και διαλαμβάνεται
ακόμη ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής προκύπτει σταθερή ροπή της προς διάπραξη του
συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της (…)»..
μεταφορικό μέσο δηλαδή μία δίκυκλη μοτοσυκλέτα) 211 ή ακόμη και η μεταφορά τους
με «ιστιοφόρο πλοίο» ή «άλλο πλοιάριο» 212. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι σε
όλες τις παραπάνω αποφάσεις έγινε υπαινιγμός για χρήση του μεταφορικού μέσου
βάσει «σχεδίου» του δράστη, το οποίο όμως σε καμία από αυτές τις τρεις ενδεικτικές
περιπτώσεις δεν αιτιολογήθηκε εμπεριστατωμένα, αφού είναι λογικό ότι μόνη η
επιλογή «δίκυκλης μηχανής» αντί του «κλασικού αυτοκινήτου», λόγου χάρη, δεν
μπορεί ως αυτοτελές στοιχείο και χωρίς τη συνδρομή κι άλλων χαρακτηριστικών να
αναδείξει κάποια, έστω υποτυπώδη, οργάνωση ή σχεδιασμό του δράστη για τέλεση
πλήθους μεταφορών με σκοπό την είσπραξη εισοδήματος 213. Τέτοιο χαρακτηριστικό
θα μπορούσε να είναι πχ η ένδειξη ότι ο δράστης χρησιμοποίησε το δίκυκλο για
κάποιο τμήμα της διαδρομής, ενώ την υπόλοιπη θα την συνέχιζε με άλλο μεταφορικό
μέσο, στοιχείο το οποίο ενδεχομένως να υποδείκνυε ότι ο δράστης γνώριζε καλά τα
«κατατόπια» και είχε σχεδιάσει λεπτομερώς το «δρομολόγιο» ούτως ώστε να
αποφευχθεί αποτελεσματικά ο συνοριακός έλεγχος 214. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για
τα άλλα δύο αναφερόμενα παραπάνω μεταφορικά μέσα.
Δεν παύει, τέλος, να εκπλήσσει το γεγονός ότι μέχρι και πρόσφατα υπήρξαν
αποφάσεις που βάσισαν την υποδομή που υποκρύπτει «επαγγελματισμό» του δράστη
211
Έτσι στην υπ’ αριθ. 733/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
212
Βλ. την υπ’ αριθ. 1081/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως παρατίθεται σε Χατζηνικολάου Ν.,
«Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 102, στην οποία, ωστόσο, η ύπαρξη υποδομής δεν αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο
στη χρήση του πλοίου, αλλά προφανώς στην ύπαρξη βοηθητικού προσωπικού στο καράβι (πέραν του
κυβερνήτη επιβιβαζόταν και μηχανικός, κάποιοι ναύτες κλπ), με το επιχείρημα ότι αυτή συνιστά εν τοις
πράγμασι μία «κατανομή ρόλων» μεταξύ τους που καταδεικνύει «επαγγελματική» δράση με σκοπό τον πορισμό
εισοδήματος. Η οργάνωση σε επίπεδο ιεραρχίας και ρόλων, όμως, όπως πιο κάτω θα αναλυθεί δε σημαίνει
τέλεση της μεταφοράς από «επαγγελματία», αλλά ενδεχομένως από «μέλος εγκληματικής οργάνωσης», ζήτημα
το οποίο θα μας απασχολήσει παρακάτω. Πάντως την άποψη ότι η κατ’ επάγγελμα τέλεση των εγκλημάτων
γενικά συνιστά «οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα που δεν προέρχεται από την ένωση περισσότερων
προσώπων, αλλά και από ένα και μόνο πρόσωπο» υποστηρίζουν και οι Μανωλεδάκης Ι. –Μπιτζιλέκης Ν., ό.π.,
σελ. 110.
213
Ορθά, επομένως, αποδόθηκε η έννοια της κατ’ επάγγελμα τέλεσης στην υπ’ αριθ. 1176/2008 ΑΠ (Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ) που αφορούσε την καταδίκη οδηγού ταξιδιωτικού λεωφορείου, ο οποίος μετέφερε παράνομα, έναντι
αμοιβής «ανά κεφάλι» από την Τουρκία στην Ελλάδα, κλεισμένους μέσα σε ειδικά κατασκευασμένη από
λαμαρίνα και καλυπτόμενη από ξύλινη επένδυση (ώστε να μην είναι άμεσα ορατή) κρύπτη εντός του
λεωφορείου, πέντε αλλοδαπούς, με το σκεπτικό ότι «…[ο οδηγός] προέβη στην πράξη του αυτή όχι ευκαιριακώς
[…] αλλά βάσει σχεδίου, ενόψει και της ύπαρξης ειδικής αξιόλογης υποδομής (κατασκευασμένη κρύπτη στο
λεωφορείο} που του εξασφάλιζε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος κατά τρόπο που να του εξασφαλίζει
εισόδημα, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι αυτός και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει ταξίδια στην
Τουρκία με το ίδιο λεωφορείο».
214
Πρβλ και Χατζηνικολάου Ν. ό.π., σελ. 222, ο οποίος ως αντικειμενικά στοιχεία ύπαρξης της υποδομής
αναφέρει «την ύπαρξη επαφών στο εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας που να στοιχειοθετούν τη δομή ενός
κυκλώματος» ή «την τυχόν συνεργασία και πρόσβαση του δράστη σε μηχανισμούς κατάρτισης πλαστών
εγγράφων με τα οποία εφοδιάζονται οι μεταφερόμενοι αλλοδαποί».
αποκλειστικά και μόνο στο πλήθος των μεταφερόμενων προσώπων (!), προφανώς με
το σκεπτικό ότι «όσο περισσότερους μεταφέρει κανείς, τόσο μεγαλύτερο κέρδος
έχει» 215. Η στόχευση βέβαια σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά – ειδικά
στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο δρομολόγιο
και όχι για επανειλημμένη τέλεση της μεταφοράς – πιο εύκολα θα οδηγούσε στην
κατάφαση της κερδοσκοπίας, όπως είδαμε, παρά στην απόδειξη «υποδομής» που
καταδεικνύει σκοπό πορισμού εισοδήματος 216.
Κατόπιν τούτων, είναι παραπάνω από φανερό ότι η ερμηνευτική αντιμετώπιση της
προκειμένης επιβαρυντικής περίστασης και η συνακόλουθη εφαρμογή της από τη
νομολογία αποδεικνύεται μάλλον απογοητευτική, πλην ελαχίστων φωτεινών
εξαιρέσεων 217
.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, υποτροπή και κατά συνήθεια τέλεση είναι δύο
έννοιες ευρισκόμενες σε στενή αλληλουχία και, πάντως, και αυτές εξ ολοκλήρου
διακρινόμενες. Η επανειλημμένη τέλεση αποτελεί και σ’ αυτήν περίπτωση κοινό
άξονα αναφοράς των δύο εννοιών. Ο θεσμός της νομικής υποτροπής218,
215
Έτσι ενδεικτικά οι 454/2009 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και 1237/1999 ΑΠ δημοσιευμένη σε ΠοινΔικ 2000, σελ. 1090
(βλ. Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 102).
216
Η ίδια η λέξη εισόδημα, άλλωστε, ερμηνευόμενη λεξιλογικά ως «το σύνολο των εισπράξεων ενός ατόμου από
προσωπική εργασία ή από εκμετάλλευση της ακίνητης και κινητής περιουσίας» (βλ. Μπαμπινιώτη Γ., ό.π.,
λήμματα «εισόδημα» και «έσοδο», σελ. 304 και 380 αντίστοιχα) αναδεικνύει ένα μονιμότερο, πιο σταθερό
οικονομικό status και όχι τη μεμονωμένη, ευκαιριακή αποκόμιση κάποιου χρηματικού ποσού, που απ’ την
πλευρά της μοιάζει να ενέχει έναν πιο «τυχοδιωκτικό» χαρακτήρα.
217
Βλ. την και πιο πάνω αναφερόμενη υπ’ αριθ. 1176/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου (Τ.Ν.Π, ΝΟΜΟΣ), στην
οποία γίνεται ορθή ερμηνεία (και μάλιστα με εμπεριστατωμένη αιτιολογία) της κατ’ επάγγελμα τέλεσης του
εγκλήματος της μεταφοράς (τότε προβλεπόμενο στο αρθ. 88 παρ. 1 Ν3386/2005 σε συνδ. με το αρθ. 13 στοιχ.
στ’ ΠΚ) έχουσα επί λέξει ως εξής: «Από τη διάταξη αυτή [ενν. 13 στοιχ. στ’ ΠΚ] προκύπτει ότι για τη συνδρομή
της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ’ επάγγελμα απαιτείται
αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του
δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης,
κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά,
αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη
ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος».
218
Η υποτροπή, ως θεσμός κατά τον οποίο προκύπτει ότι ένα άτομο «υπέπεσε» εκ νέου στην τέλεση ενός
αδικήματος, απαντάται ως έννοια υπό διαφορετικές εκδοχές γενικότερα στην ποινική και εγκληματολογική
επιστήμη (βλ. τις διαφορετικές διαστάσεις της έννοιας, όπως «κοινωνική υποτροπή», «δικαστική υποτροπή»,
«σωφρονιστική υποτροπή» ή ακόμα και «νομοτυπική υποτροπή» κλπ). Για τη γενικότερη δογματική περί
υποτροπής βλ. μεταξύ άλλων Αλεξιάδη Στ. «Εγκληματολογία», δ’ εκδ. Σάκκουλα (2004), Δημητράτου Ν.
«Ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής στις περί υποτρόπων, καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα εγκληματιών διατάξεις
του Ποινικού Κώδικα», σε ΠοινΧρον ΜΓ’ 1993 (σελ. 248 επομ), Ζαραφωνίτου Χρ. «Εμπειρική Εγκληματολογία»,
προβλεπόμενος στα άρθρα 88-93 ΠΚ, αποτελεί γενικά στο ποινικό δίκαιο λόγο
επαύξησης της ποινής, για την κατάφαση του οποίου απαιτείται η συνδρομή
συγκεκριμένων προϋποθέσεων, ρητά προβλεπομένων στον νόμο και συγκεκριμένα
απαιτείται: πρώτον προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη του δράστη για
συγκεκριμένου είδους αδίκημα για το οποίο του έχει επιβληθεί συγκεκριμένου είδους
και ύψους ποινή, δεύτερον τέλεση νέου, συγκεκριμένου είδους επίσης, αδικήματος και
τρίτον η τέλεση του νέου αυτού αδικήματος να λαμβάνει χώρα εντός συγκεκριμένου
χρονικού πλαισίου 219. Ας δούμε, όμως, πώς εφαρμόζονται αυτά τα χαρακτηριστικά
της νομικής υποτροπής ειδικά στην περίπτωση των μεταφορέων 220.
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2004, Λίβου Ν. «Η κατ’ επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρο
13 περ. στ’ ΠΚ)», σε ΠοινΧρον 8/1996, Μαργαρίτη Λ. –Παρασκευόπουλου Ν. «Ποινολογία», εκδ. Σάκκουλα
2005, Σιδέρη Χ. «Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα», εκδ. 1979.
219
Βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων»,
ό.π., σελ. 122 επομ.
220
Όπως και στην περίπτωση της από κερδοσκοπία τέλεσης, έτσι και η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής
αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της νομοτεχνικής προχειρότητας της νομοθεσίας περί μετανάστευσης. Έτσι, η
εν λόγω επιβαρυντική περίσταση προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο αρθ. 33 παρ. 1 Ν 1975/1991, διατηρήθηκε
με την διατύπωση του αρθ. 55 παρ. 1 Ν 2910/2001, για να απαλειφθεί με την πρόβλεψη του αρθ. 88 παρ. 1 Ν
3386/2005. Η κατάργηση αυτή δεν κράτησε, ωστόσο, για πολύ, αφού η εν λόγω επιβαρυντική περίσταση
επανεντάχθηκε με την τροποποίηση του αρθ. 88 παρ. 1 Ν 3386/2005 με τον Ν 3772/2009, διατύπωση η οποία
τηρήθηκε αυτούσια και στον Ν4251/2014. Ορθά επισημαίνει και εν προκειμένω ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ.
226) ότι τα νομοθετικά κίνητρα πίσω από την επανένταξη του στοιχείου αυτού στη νομοτυπική μορφή των
επιβαρυντικών περιστάσεων είναι ακατανόητα.
221
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 226.
Τηρουμένων, επιπλέον, των εν γένει προϋποθέσεων του αρθ. 88 παρ. 1 ΠΚ για την
υποτροπή, η εκ νέου τέλεση του αδικήματος του αρθ. 30 παρ.1 πρέπει να έχει
χωρήσει εντός δέκα ετών από την (αμετάκλητη) καταδίκη του «μεταφορέα» δράστη
για το ίδιο αδίκημα. Βέβαια, η επαύξηση της προβλεπόμενης ποινής, συνεπεία της
κατάφασης του στοιχείου της υποτροπής στο πρόσωπο του δράστη, δε θα ακολουθεί
τους κανόνες του αρθ. 89 ΠΚ, αλλά τα όρια που προβλέπει η πρώτη περίπτωση του
αρθ. 30 παρ. 1 222, γεγονός βάσει του οποίου έχει υποστηριχθεί ότι θεσπίζεται στην
τελευταία αυτή διάταξη θεσμός «ειδικής υποτροπής»223.
Για λόγους ενότητας της εξεταζόμενης ύλης και κατά παρέκκλιση της σειράς με
την οποία έχουν ιεραρχηθεί οι διακεκριμένες περιπτώσεις στη διάταξη του αρθ. 30
παρ. 1, θα γίνει στο σημείο αυτό μία αναφορά στη διακεκριμένη περίπτωση της
«ένωσης δύο ή περισσότερων ατόμων», επ’ αφορμή κυρίως του στοιχείου της
«υποδομής» που εξετάσθηκε στις πιο πάνω περιστάσεις και –φαίνεται εκ πρώτης
όψεως– να απαιτείται και εδώ. Προτού, όμως, γίνει η ερμηνευτική προσέγγιση της
έννοιας, αξίζει να γίνει μία σύντομη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο που περιβάλλει
την ένταξη της εν λόγω διατύπωσης στο βεληνεκές των επιβαρυντικών περιστάσεων.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το στοιχ. β’ της παρ. 1 του αρθ. 30, έλαβε τη
σημερινή του μορφή, μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, με το αρθ. 48 παρ. 4
του Ν 3772/2009. Ειδικά όμως η περίπτωση «της ένωσης δύο ή περισσότερων
προσώπων» εντάχθηκε για πρώτη φορά στη νομοθεσία περί μετανάστευσης στο αρθ.
222
Ο υπότροπος μεταφορέας, δηλαδή, δε θα τιμωρηθεί με την ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης πέντε έως είκοσι
ετών, κατά το 89 ΠΚ, αλλά θα αντιμετωπίζει την (αυστηρότερη) ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης ύψους
δεκαπέντε έως είκοσι ετών.
223
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 226-227.
224
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 226.
225
Πλέον τιμωρούμενο σύμφωνα με τη διάταξη 29 παρ. 5 Ν 4251/2014.
226
Με την παρ. 7 αρθ. 15 Ν 3536/2007 (ΦΕΚ Α’ 42/23.02.2007) προστέθηκε στη διάταξη του αρθ. 187 ΠΚ εδάφιο
στο οποίο επί λέξει έχει ως εξής «παράβαση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 87 του Ν
3386/2005 διευκόλυνση της παράνομης εισόδου υπηκόου τρίτης χώρας, εκ κερδοσκοπίας πραττόμενη από τρία
ή περισσότερα πρόσωπα που είχαν συγκροτήσει ή ενταχθεί σε ομάδα για διαρκή δράση προς τούτο».
Αντικαταστάθηκε, δε, το εν λόγω εδάφιο λαμβάνοντας τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα, με το άρθρο
δεύτερο παρ. 1β Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α’158/20.9.2010) ως εξής: «στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του
άρθρου 87 του Ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’), όταν οι πράξεις αυτές (διευκόλυνση της παράνομης εισόδου ή
εξόδου ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών) τελούνται από κερδοσκοπία».
227
Βλ. αναλυτικά Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 231 και του ιδίου, «Η ποινική καταστολή της παράνομης
μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην ελληνική έννομη τάξη: αναζητώντας την αξιολογική συνοχή
της μεταξύ τιμωρητικής όξυνσης και θυματολογικής προσέγγισης», σε ΠοινΔικ 2008, σελ. 213 επομ.
228
Κατ’ ακριβή διατύπωση του αρθ. 1 παρ. 3 της ως άνω Απόφασης –πλαίσιο «Κάθε κράτος –μέλος λαμβάνει τα
αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η εκ κερδοσκοπίας διάπραξη των παραβάσεων που ορίζονται
στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) […] και, όπου δει, στο άρθρο 2 της στοιχείο α) της Οδηγίας 2002/90/ΕΚ
[…] επισύρει ποινή, στερητική της ελευθερίας, το ανώτατο όριο της οποίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των
οκτώ ετών, όταν διαπράττεται υπό μίας των κάτωθι περιστάσεων: - το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο της
δράσης εγκληματικής οργάνωσης, όπως ορίζεται από την κοινή δράση 98/733/ΔΕΥ, - η διάπραξη του αδικήματος
έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των προσώπων κατά των οποίων αυτό στρεφόταν».
229
Βλ. τη σφοδρή κριτική της όλης προσπάθειας σε Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 231-233, με περαιτέρω
παραπομπή σε αριθ. υποσημ. 221.
διάταξη από αυτήν που υπήρχε για τον σκοπό αυτόν (αντί δηλαδή να τυποποιηθεί στα
πλαίσια των τιμωρούμενων συμπεριφορών του τότε αρθ. 88 παρ. 1, τελικά
ενσωματώθηκε στο –πλημμεληματικής μορφής – έγκλημα του αρθ. 87 παρ. 5), αλλά
επιπλέον επηρέασε και το αρθ. 187 ΠΚ, δημιουργώντας πλήθος προβλημάτων στη
συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων 230.
Εισαγωγικά αξίζει να επισημανθεί ότι η ιεράρχηση των όρων όπως ακριβώς έχει
γίνει αμέσως πιο πάνω, δηλαδή ένωση – συμμορία – εγκληματική οργάνωση, συνάδει
κατ’ απόλυτη αντιστοιχία με τη διαβάθμιση της οργανωτικότητας των δραστών αλλά,
230
Με χαρακτηριστικότερο τον κίνδυνο της διπλής αξιολόγησης του επιβαρυντικού στοιχείου της
«οργανωμένης» τέλεσης, ζήτημα το οποίο θα εξετασθεί αναλυτικά πιο κάτω στο κεφάλαιο για τις συρροές του
αδικήματος.
παράλληλα, και με την «επικινδυνότητα» της ύπαρξης τους 231 για την έννομη τάξη
και, κατ’ επέκταση, με την αυστηρότερη τιμώρησή τους. Ειδικά ως προς τα
προσδιοριστικά των εννοιών αυτά στοιχεία, σημειώνονται τα εξής:
Πρώτον και οι τρεις αυτές μορφές εγκληματικής δράσης έχουν έναν κοινό άξονα
αναφοράς: την ομαδοποίηση των δραστών του συγκεκριμένου εγκλήματος –εν
προκειμένω της μεταφοράς αλλοδαπών. Αυτό και μόνο το στοιχείο, της
συγκέντρωσης των περισσότερων δραστών σε ομάδα, αρκεί για να οδηγήσει στην
κατάφαση της εν λόγω διακεκριμένης περίπτωσης του αρθ. 30 παρ. 1, εφόσον
αποδεικνύεται ότι η ένωση αυτή έγινε με σκοπό την τέλεση του αδικήματος της
μεταφοράς (τελούμενο υπό οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους
τέλεσης) 232. Από εκεί και πέρα δεν ενδιαφέρει πόσες «μεταφορές» αλλοδαπών
διέπραξε η «ομάδα» αυτή –αρκεί δηλαδή η τέλεση της έστω και μία φορά – ούτε
εξετάζεται στην προκειμένη περίπτωση με ποια «κατανομή ρόλων» τελέστηκε το
αδίκημα του αρθ. 30 παρ. 1 233. Δεν εξετάζονται, επίσης, τα απώτερα κίνητρα των
ενωμένων δραστών, εάν δηλαδή μέσω της ένωσης με το σχέδιο να τελέσουν το
αδίκημα του 30 παρ.1 κάμποσες φορές, αποσκοπούσαν στην αποκόμιση
συγκεκριμένου χρηματικού οφέλους ή εάν αποφάσισαν να ενωθούν τυχαία, για να
εξασφαλίσουν πχ το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα μέσω της αξιοποίησης
περισσότερων ατόμων ώστε να αναλαμβάνουν συγκεκριμένα καθήκοντα.
231
Για την επικινδυνότητα της ένωσης περισσοτέρων ατόμων για τη δημόσια τάξη βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη
Ι. «Ασφάλεια και Ελευθερία. Ερμηνεία του Ν 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα και σχετικά κείμενα», 2002.
Είναι φανερό ότι ακόμα και η μορφή της ένωσης που εξετάζεται στη συγκεκριμένη διακεκριμένη περίπτωση του
30 παρ.1, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελεί αδίκημα που προσβάλει το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης,
εντούτοις εμπεριέχει ένα plus απαξίας, απορρέον από τον κίνδυνο που εσωκλείει η ομαδική δράση στην
περίπτωση της τέλεσης εγκλημάτων για το κοινωνικό σύνολο.
232
Πρόκειται επί της ουσίας περί συναυτουργικής τέλεσης του εγκλήματος (βλ. χαρακτηριστικά Χατζηνικολάου
Ν., ό.π., σελ. 231).
233
Δεν εξετάζεται δηλαδή εάν ο ένας δράστης τελεί το αδίκημα ως φυσικός αυτουργός της μεταφοράς ή ως
συμμέτοχος ή εάν ο ένας τελεί το αδίκημα μεταφέροντας ενώ ο άλλος εξασφαλίζοντας κατάλυμα για απόκρυψη
κοκ. Πρβλ. και Μανωλεδάκη Ι. –Μπιτζιλέκη Ν., ό.π., σελ. 106 επομ, αναφορικά με την τέλεση του εγκλήματος
της κλοπής από άτομα που έχουν ενωθεί για την τέλεση περισσότερων κλοπών.
234
Η σαφής κατανομή εργασιών και αρμοδιοτήτων της ομάδας εγκληματιών είναι ακρογωνιαίος λίθος του
οργανωμένου εγκλήματος (είτε υπό τη μορφή του 187 παρ.1 ΠΚ είτε υπό τη μορφή του 187 παρ. 5 ΠΚ). Βλ.
χαρακτηριστικά το άρθρο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας (www.astynomia.gr)
από τον αρμόδιο Αστυνόμο Α’ Λυδάκη Ε. (Τμηματάρχη του Τμήματος Διαχείρισης Πληροφοριών και Στρατηγικής
της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος/ΔΑΑ), στο οποίο ως ένα από τα πιο
χαρακτηριστικά σημεία της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης κατονομάζεται «η ύπαρξη εξειδικευμένων
μελών εντός της ομάδας για τη διεκπεραίωση ειδικών και επικίνδυνων αποστολών».
235
Για μία ολοκληρωμένη άποψη γύρω από την προβληματική της δομής της εγκληματικής οργάνωσης καθώς
και των άρρηκτα συνδεδεμένων με αυτή ζητημάτων (όπως λχ ιεραρχία, δημιουργία υποδομής, κατανομή ρόλων
κοκ) βλ. ενδεικτικά Ahmad Moustafa, «Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης σε κείμενα Ποινικού Δικαίου»,
Θεσσαλονίκη 2007 (Διδακτορική Διατριβή στο τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
αναρτημένη στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα https://ikee.lib.auth.gr), Βιδάλη Σ. «Αντεγκληματική Πολιτική. Από τη
Μικροεγκληματικότητα στο οργανωμένο έγκλημα», Εκδ. Β’ Νομική Βιβλιοθήκη 2014, Λαμπροπούλου Έ.
«Παράνομες Αγορές και Οικονομική Κρίση», εισήγηση δημοσιευθείσα στον τιμητικό τόμο Νέστορα Κουράκη
(σελ. 1029 επομ), Λίβου Ν., «Οργανωμένο Έγκλημα και ειδικές ανακριτικές πράξεις, Τόμος Ι: Δογματική του
οργανωμένου εγκλήματος. Τεύχος α’: Ο εγκληματικο-δογματικός φαινότυπος του οργανωμένου εγκλήματος»,
Εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Μανωλεδάκη Ι., «Ασφάλεια και Ελευθερία. Ερμηνεία του Ν
2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα και σχετικά κείμενα», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε. 2002, Μυλωνόπουλου Χ.
«Οργανωμένο Έγκλημα και Διεθνές Ποινικό Δίκαιο», εισήγηση δημοσιευθείσα σε «Το οργανωμένο έγκλημα από
τη σκοπιά του ποινικού δικαίου. Πρακτικά Ζ’ Πανελληνίου Συνεδρίου», εκδ. Ελληνική Εταιρία Ποινικού Δικαίου
2000 (σελ. 107), Σταμούλη Ε. «Οργανωμένο Έγκλημα και Οικονομική κρίση: τάσεις και μεταβολές», εισήγηση
δημοσιευθείσα στον τιμητικό τόμο Νέστορα Κουράκη (σελ. 1194 επομ.), Συμεωνίδου– Καστανίδου Ε., «Για ένα
νέο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση» Τιμητικός Τόμος Κωνσταντίνου Κεραμέως, ΙΙ,
εκδ. Α. Σάκκουλα, 2010 (σελ. 1417 – 1438), της ίδιας «Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία. Σύγχρονες
εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη», Εκδ. Σάκκουλα 2005, της ίδιας «Παρατηρήσεις στο
Βούλευμα Συμβουλίων Εφετών Θεσσαλονίκης 93/2006».
236
Με την έννοια ότι στην περίπτωση των ενώσεων τύπου «συμμορίας» η επιλογή των «εγκληματικών
συνεργατών» για τη συγκρότηση της ομάδας γίνεται επί τη βάσει κριτηρίων «που αποδίδουν σημασία στο
πρόσωπο του συγκεκριμένου ανθρώπου που θα μπει στην ομάδα» (βλ. χαρακτηριστικά Κωσταρά Α., «Έννοια,
τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του Ν2928/2001», σε «Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά
του ποινικού δικαίου. Πρακτικά Ζ’ Πανελληνίου Συνεδρίου», εκδ. Ελληνική Εταιρία Ποινικού Δικαίου 2000, σελ.
79).
237
Βλ. Κωσταρά Α., ό.π., σελ. 80.
Ένα ακόμη στοιχείο (επιπλέον του προσωπικού της ομαδικής ένωσης), το οποίο
μάλιστα είναι κοινό μεταξύ της ένωσης του 30 παρ. 1 και της εγκληματικής
οργάνωσης, είναι το χρονικό στοιχείο: η διάρκεια δηλαδή της ομάδας στον χρόνο 238.
Αυτό σημαίνει ότι, ευκαιριακά ή όχι, η ένωση των περισσότερων δραστών της
μεταφοράς γίνεται με σκοπό η τέλεση του εγκλήματος του 30 παρ.1 να αποτελέσει
«εφαλτήριο» για την τέλεση κι άλλων εγκλημάτων. Η όλη στάση των ενωμένων
δραστών, δηλαδή, υποδηλώνει εγκληματική δράση με συγκεκριμένο σχέδιο, με
επιθυμία μακροπρόθεσμης ισχύος και, σίγουρα, με μεγαλεπήβολες προσδοκίες 239.
Σημειωτέον ότι τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια δεν αποζητούν κατά την ένωσή τους
οι δράστες –μέλη συμμοριών υπό την έννοια του αρθ. 187 παρ. 5 ΠΚ, η δράση των
οποίων μπορεί να περιορίζεται στην τέλεση έστω και μίας «μεταφοράς» και όχι
περισσότερων.
238
Για την έννοια του χαρακτηριστικού της διάρκειας στο οργανωμένο έγκλημα βλ. ενδεικτικά Μυλωνόπουλου
Χ. «Ο ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΛογ
3/2001, σελ. 793-795.
239
Έτσι και οι Μανωλεδάκης Ι. –Μπιτζιλέκης Ν., ό.π., σελ. 108, με αφορμή το έγκλημα του αρθ. 374 δ’ ΠΚ, οι
οποίοι σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι «(…) Το 374 δ’ ΠΚ δεν τιμωρεί απλώς την οργανωμένη κλοπή, αλλά την
οργανωμένη κλοπή που είναι ενταγμένη σε ένα εγκληματικό σχέδιο διάρκειας και προοπτικής». (Με
υπογράμμιση των συγγραφέων).
240
Βλ. ενδεικτικά τα συχνότερα συνδεόμενα με την παράνομη μετανάστευση αδικήματα, όπως την παράνομη
εμπορία δούλων (323 ΠΚ), την εμπορία ανθρώπων (323Α ΠΚ) κοκ.
241
Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελέσει η περίπτωση κατά την οποία τρεις κάτοικοι των
ακριτικών περιοχών του Έβρου, βλέποντας την αυξημένη ροή των μεταναστευτικών ροών από τις αφύλακτες
διαβάσεις της εκεί περιοχής, αποφασίζουν να ενωθούν για να συντονίσουν την παράνομη είσοδο των
αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια (εννοείται αποκομίζοντας κι εκείνοι από την πλευρά τους κάποιο
οικονομικό όφελος). Η απόφασή τους αυτή λαμβάνεται κατόπιν αξιοποίησης των μέσων που διαθέτει ο
καθένας: έστω δηλαδή ότι ο Α, που κατέχει δίκυκλη μοτοσυκλέτα, αναλαμβάνει τον ρόλο του προπομπού για να
ελέγχει την αστυνόμευση κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, ο Β που κατέχει μεγάλο όχημα αναλαμβάνει την
οδήγηση του οχήματος που μεταφέρει τους αλλοδαπούς εντός του κράτους και ο Γ που γνωρίζει κάπως την
τούρκικη γλώσσα αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις για το τίμημα της μεταφοράς κοκ. Στην εν λόγω εφαρμογή
σημαντικό ρόλο παίζει η ευκαιριακή κατανομή των ρόλων, με την έννοια ότι εάν ο Γ πχ δεν γνώριζε τούρκικα δεν
θα ενώνονταν με τους υπολοίπους και, κατ’ επέκταση, η ομάδα δεν θα υπήρχε.
Αντίθετα, για τον χαρακτηρισμό των δραστών του 30 παρ. 1 ως μελών του
οργανωμένου εγκλήματος του αρθ. 187 ΠΚ (υπό οποιαδήποτε από τις δύο μορφές της
παρ. 1 ή της παρ. 5) θα απαιτείται η κατάφαση περισσότερων ποιοτικών
χαρακτηριστικών και στους τρεις παραπάνω τομείς. Θα απαιτείται δηλαδή:
λόγου χάρη, έγινε δεκτό στη νομολογία 244 ότι και μόνη η τέλεση διαφορετικών
πράξεων μεταξύ των δραστών αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα του καταμερισμού
ρόλων και αρμοδιοτήτων, στοιχείο το οποίο, όπως και παραπάνω επισημάνθηκε,
μπορεί μεν να διακρίνει τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης από μια οποιαδήποτε
ένωση εγκληματιών, δεν είναι όμως – και δε θα μπορούσε να είναι – το μόνο στοιχείο
που θα έπρεπε να εξετάζει κανείς, ούτε φυσικά και αυτό που θα κρίνει αποκλειστικά
τον χαρακτηρισμό μίας ένωσης εγκληματιών ως «οργάνωσης» του αρθ. 187 παρ. 1
ΠΚ. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για άλλα χαρακτηριστικά που έκριναν το έγκλημα ενός
δράστη ως έγκλημα τελεσθέν στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, όπως λχ η
υποδομή 245.
244
Βλ την υπ’ αριθ. 904/2014 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Αθηνών (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία
εσφαλμένα υπήχθη στο αρθ. 187 παρ. 1 ΠΚ η ένωση ατόμων τα οποία «ενεργώντας από κοινού […] επεδίωκαν
τη με σκοπό οφέλους διάπραξη της πράξης της διευκόλυνσης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών προς το
εξωτερικό, εκ κερδοσκοπίας, κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατά συρροή, έχοντας καθένας εξ αυτών
διακριτούς ρόλους». Και αυτό διότι ουδέποτε αποδείχθηκε (ή τουλάχιστον δεν αποτυπώθηκε στο αιτιολογικό
της απόφασης) ούτε το γεγονός ότι η εν λόγω εγκληματική οργάνωση ήταν μία ιεραρχικά δομημένη ομάδα (με
αρχηγό –εγκέφαλο και μέλη-εκτελεστικά όργανα κοκ), η οποία λειτουργούσε αμιγώς επιχειρησιακά προς τον
σκοπό προσπορισμού μεγάλων χρηματικών ποσών, ούτε και υπήρξαν ενδείξεις ότι η συγκεκριμένη ομάδα είχε
επεκταθεί με εγκληματικές δραστηριότητες και σε άλλες χώρες, ούτως ώστε να αναδεικνύεται ο διεθνικός
χαρακτήρας της, όπως απαιτείται προκειμένου να οδηγηθεί η δικανική κρίση στην εφαρμογή του 187 παρ.1 ΠΚ.
Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι, παρόλο που οι πράξεις κάποιων εκ των κατηγορουμένων –«μελών της οργάνωσης»
(εκ των οποίων οι δύο ήταν συγκυβερνήτες του σκάφους που μετέφεραν αλλοδαπούς, ο τρίτος ιδιοκτήτης του εν
λόγω σκάφους, ο τέταρτος νόμιμος κάτοχός του και ο πέμπτος ήταν ο «μεσολαβητής» που ανέλαβε τις
διαπραγματεύσεις για το τίμημα της μεταφοράς) κρίνονται από το εν λόγω Δικαστήριο ως πράξεις συμμετοχής
στο αδίκημα του αρθ. 30 παρ.1 (ως «άμεσης συνδρομής» χαρακτηρίστηκαν οι πράξεις του τρίτου, τέταρτου και
πέμπτου στο βασικό αδίκημα του 30 παρ. 1 που τέλεσαν οι δύο πρώτοι) και, άρα, όχι ως αυτοτελή
πλημμελήματα ή κακουργήματα (όπως απαιτείται κατά το 187 ΠΚ), εντούτοις κρίθηκαν ως «καταμερισμός
εργασιών» μεταξύ της ομάδας. Επομένως και το ίδιο το στοιχείο της κατανομής ρόλων στην εγκληματική
οργάνωση ερμηνεύεται στην προκειμένη περίπτωση εσφαλμένα.
245
Βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 404/2009 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) που επικύρωσε την απόφαση του εφετείου,
σύμφωνα με την οποία η υποδομή που είχε διαμορφώσει ο δράστης στο λεωφορείο του, προκειμένου να
μεταφέρει κρυφά στην επικράτεια τους αλλοδαπούς, θεωρήθηκε ότι ενέχει στοιχεία «οργάνωσης» που
παραπέμπουν στο οργανωμένο έγκλημα και τελικά ο δράστης καταδικάστηκε –σημειωτέον μόνο με βάση το
συγκεκριμένο στοιχείο – και για «ένταξη και συμμετοχή και εγκληματική οργάνωση».
κυρίως εάν αναλογιστεί κανείς τον μεγάλο κίνδυνο που ελλοχεύει, να αξιολογηθεί
διπλά το στοιχείο της «οργανωμένης τέλεσης» του εγκλήματος της μεταφοράς 246.
αλλοδαπών) εντός και εκτός του ελληνικού κράτους και ειδικά η απασχόλησή τους
σε πολύ εξειδικευμένες θέσεις – κλειδιά αναδεικνύει ευχερώς τον προβληματισμό του
νομοθέτη γύρω από την αυξημένη ευθύνη που (πρέπει να) έχει ένας δράστης ο οποίος
μπορεί ευκολότερα, λόγω ακριβώς του επαγγέλματος αυτού που ασκεί 248, να
προσβάλλει το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας 249.
Από την άλλη πλευρά, η ένταξη της ιδιότητας του δημοσίου υπαλλήλου στο
βεληνεκές της συγκεκριμένης διακεκριμένης περίπτωσης αντιμετωπίζεται με
σκεπτικισμό, δεδομένης και της προβληματικής αντιμετώπισης που έχει ήδη
αποτυπωθεί κυρίως στη νομολογία αναφορικά με την έννοια του δημοσίου
υπαλλήλου 250 –και μάλιστα όχι απαραίτητα ως προς την τέλεση εκ μέρους του
υπαλλήλου του αδικήματος του αρθ. 30 παρ. 1. Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι
η έννοια του δημοσίου υπαλλήλου αποτυπώνεται ρητά στα άρθρα 13 στοιχ. α’ ΠΚ
και 263Α ΠΚ, με τον τελευταίο ορισμό να παρατίθεται από τον νομοθέτη
αποκλειστικά για τα υπηρεσιακά εγκλήματα των άρθρων 235 - 263 ΠΚ και κατ’
επέκταση να μη χρησιμοποιείται στην προκειμένη περίπτωση.
248
Παρενθετικά υπογραμμίζεται ότι ο χαρακτήρας του εγκλήματος ως μη γνήσιου ιδιαίτερου επιβάλει ο
δράστης να φέρει τη συγκεκριμένη ιδιότητα που επιτείνει το αξιόποινό του κατά τον χρόνο τέλεσης του
εγκλήματος και, άρα, η ενεργή άσκηση του επαγγέλματος του ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάφαση του αδικήματος. Ως εκ τούτου, η τέλεση του εγκλήματος από
δράστη –ταξιδιωτικό πράκτορα που πχ έχει συνταξιοδοτηθεί ή από άτομο που εργάζεται μεν σε ταξιδιωτικό
γραφείο, ως υπάλληλος, χωρίς να φέρει τη σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος, δε θα αξιολογείται ως
υπαγόμενη στην εδώ εξεταζομένη διακεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα, οποιαδήποτε τυχόν «πλεονεκτήματα» ως
προς την (υποτιθέμενη) ευκολότερη προσβολή του εννόμου αγαθού μέσω αυτών των περιστάσεων που
συντρέχουν στα πρόσωπα των δραστών των συγκεκριμένων παραδειγμάτων θα έπρεπε να κριθούν με τους
κανόνες της επιμέτρησης.
249
Βλ. και την άποψη του Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 230), σύμφωνα με την οποία η αυξημένη ποινή
προκρίνεται λόγω «μίας ουσιαστικά τεκμαιρόμενης “κατ’ επάγγελμα” τέλεσης του εγκλήματος, αλλά και λόγω
των αυξημένων πιθανοτήτων προσβολής της πολιτειακής εξουσίας με τον νομιμοφανή μανδύα επιχειρήσεων
που σχετίζονται ακριβώς με τη διάβαση των συνόρων».
250
Για την έννοια του υπαλλήλου, όπως έχει διαμορφωθεί διαχρονικά στο ποινικό δίκαιο και τις διακρίσεις της
(οργανική έννοια – λειτουργική έννοια κλπ) βλ. αντί άλλων Μπιτζιλέκη Ν., «Υπηρεσιακά Εγκλήματα Άρθρα 235-
263α ΠΚ», β’ έκδοση, σελ. 74-109.
251
Δεν αποσκοπεί, δηλαδή, στην προστασία του εννόμου αγαθού της Υπηρεσίας, με όποια επιμέρους μονάδα κι
αν εκφράζεται το αγαθό αυτό , όπως λχ με τη «σύννομη, καθαρή, υγιή και ακέραιη λειτουργία των δημοσίων
καθηκόντων του υπαλλήλου, επ’ ευκαιρία αυτών ή, ακόμα, και η ανεξάρτητη της
ιδιότητάς του τέλεση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην τιμώρηση του δράστη με
τη συγκεκριμένη διακεκριμένη ποινή. Έχει, μάλιστα, διατυπωθεί η άποψη 252 ότι στην
τρίτη αυτή και τελευταία περίπτωση, σύμφωνα με την οποία ο δράστης τυγχάνει μεν
υπάλληλος, η ιδιότητά του όμως αυτή επί της ουσίας δε συνδέεται άμεσα με την
τέλεση του εγκλήματος της μεταφοράς 253, δε θα πρέπει ο δράστης να τιμωρηθεί με τη
βαρύτερη ποινή του 30 παρ.1 στοιχ. β’, αλλά να αντιμετωπίσει την ποινή της βασικής
μορφής του εγκλήματος. Η άποψη αυτή ερμηνεύει με ορθό τρόπο τη δογματική
προβληματική της υπαλληλικής ιδιότητας στη συγκεκριμένη διάταξη, στον βαθμό
κατά τον οποίο ερμηνεύει στενά τη διάταξη, αξιοποιώντας συγχρόνως την ερμηνεία
της γενικής διάταξης του αρθ. 262 ΠΚ 254.
Για την επαύξηση, λοιπόν, της ποινής του υπαλλήλου απαιτείται εκείνος να
προβαίνει στην τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς είτε εκμεταλλευόμενος τη
στενή, λειτουργική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αυτού (του δράστη υπό τη
συγκεκριμένη ιδιότητά του) και της πράξης της μεταφοράς 255, είτε επωφελούμενος
της ιδιότητάς του, αξιοποιώντας δηλαδή όλες τις «ευκαιρίες που του προσφέρει η
υπαλληλική του θέση»256.
υπηρεσιών» (βλ. χαρακτηριστικά τη σχετική διατύπωση για την προστατευόμενη μονάδα εννόμου αγαθού στα
αρθ. 235 και 236 ΠΚ όπως παρατίθεται στην υπ’ αριθ. 2/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου – δημοσιευμένη σε
www.areiospagos.gr) ή στην προστασία του υπηρεσιακού απορρήτου (βλ. πχ το αρθ. 252 ΠΚ) κοκ.
252
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 227 -229.
253
Η «σύνδεση» που απαιτεί να συντρέχει εδώ ο συγγραφέας σχετίζεται με την «εκμετάλλευση [από την
πλευρά του υπαλλήλου] της ιδιότητάς του». Η εκμετάλλευση αυτή εκφράζεται πχ μέσω της αξιοποίησης των
πληροφοριών που γνωρίζει λόγω της ιδιότητας αυτής, των στοιχείων τα οποία τίθενται υπ’ όψιν του εν όψει της
θέσης του, των μέσων (μεταφορικών και όχι μόνο) στα οποία έχει πρόσβαση κλπ.
254
Σύμφωνα με τη εν λόγω διάταξη «Αν ο υπάλληλος ασκώντας την υπηρεσία του ή επωφελούμενος από την
ιδιότητά του γίνει με πρόθεση υπαίτιος κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται σε άλλο κεφάλαιο
του Ποινικού Κώδικα, το ανώτατο όριο της ποινής που αναγράφει ο νόμος για την πράξη αυξάνεται κατά το μισό·
δεν μπορεί όμως να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που είναι γενικά ορισμένο για το κάθε είδος ποινής».
255
Με την έννοια ότι το έγκλημα της μεταφοράς τελείται κατά παράβαση των (υλικά και τοπικά
προσδιορισμένων) καθηκόντων του υπαλλήλου (βλ. Μπιτζιλέκη Ν., «Υπηρεσιακά Εγκλήματα», ό.π., σελ. 110
επομ), είτε με πράξη είτε με παράλειψη (χαρακτηριστικό πχ ο συνοριοφύλακας, ο οποίος με πρόθεση
παραλείπει να ελέγξει τα ταξιδιωτικά έγγραφα αλλοδαπού, επιτρέποντάς του έτσι να εισέλθει παράνομα στο
ελληνικό κράτος).
256
Βλ. Μπιτζιλέκη Ν. («Υπηρεσιακά Εγκλήματα», ό.π., σελ. 111), ο οποίος όμως κάνει λόγο για «εγκληματική
εκμετάλλευση» της υπαλληλικής θέσης.
257
Αντίθετη η 16/2008 ΠλημμΘεσπρ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία το αδίκημα περιγράφεται ο συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, με το επιχείρημα ότι «ο κίνδυνος προβλέπεται ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης».
258
Για τη δογματική της δυνητικής διακινδύνευσης στο Ποινικό Δίκαιο βλ. ενδεικτικά Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό
Δίκαιο. Γενική Θεωρία», του ιδίου «Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους Άρθρα 1-49 ΠΚ», ό.π.,
Παρασκευόπουλου Ν. «Τα θεμέλια του Ποινικού Δικαίου», εκδ. Σάκκουλα 2008, του ιδίου «Η διάκριση
κινδύνου και βλάβης στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο», ΠοινΧρον 2001, σελ. 481 επομ., Σπυράκου Δ. «Αφηρημένη
Διακινδύνευση: μια επικίνδυνη κατασκευή για το ποινικό δίκαιο». ΠοινΧρον1993, σελ. 360 επομ., Συμεωνίδου –
Καστανιδου Ε. «Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης», ΠοινΔικ2001, 638 επομ.,
Χαραλαμπάκη Α. «Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου –Γενικό Μέρος», εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2003.
259
Πρόκειται για δογματική κατασκευή της Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. Βλ χαρακτηριστικά την ανάπτυξη της σχετικής
θεωρίας στα έργα της «Έννοια και προβληματική των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων», και «Κοινώς Επικίνδυνα
Εγκλήματα Άρθρα 264-289 ΠΚ», Γ’ εκδ.
260
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 234 επομ.
Ως προς το πρώτο ζήτημα που τίθεται, σχετικά με τους τρόπους τέλεσης του
εγκλήματος του αρθ. 30 παρ.1 στους οποίους μπορεί να καταφαθεί κίνδυνος, είναι
γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις της διάταξης έχουν
επηρεάσει δυσμενώς και την ερμηνεία του ζητήματος αυτού 261. Οι τέσσερεις τρόποι
τέλεσης, δηλαδή, που προβλέπονται σήμερα στη διάταξη του 30 παρ.1 και
συγκεκριμένα η μεταφορά, η παραλαβή με σκοπό την προώθηση, η διευκόλυνση
μεταφοράς και η εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη του μεταφερομένου
αλλοδαπού δεν μπορούν να παράσχουν όλοι υπό τη μορφή που έχουν αποκτήσει
σήμερα – και κυρίως υπό την ερμηνευτική οριοθέτηση που έγινε παραπάνω –
πρόσφορο πεδίο ώστε να καταφαθεί, κατά την πραγμάτωσή τους από τον δράστη,
δυνητικός κίνδυνος για άνθρωπο, όπως απαιτεί το στοιχ. γ’ της διάταξης. Προτού
προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω καλό θα ήταν να γίνει μία πολύ σύντομη και
περιεκτική αναφορά στην ερμηνεία του όρου «δυνητικός κίνδυνος για άνθρωπο» ο
οποίος πρέπει να συντρέχει για να επιβληθεί η ιδιαίτερα επαυξημένη του στοιχ. γ’
ποινή.
261
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 233-234.
262
Βλ. Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ.334.
263
Βλ. Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 337.
Πρωταρχικά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, επί τη βάσει της έννοιας της δυνητικής
διακινδύνευσης, όπως αμέσως παραπάνω παρατέθηκε, σε συνδυασμό με την έννοια
του εγκλήματος της εξασφάλισης καταλύματος προς απόκρυψη, κατά τα σε
προηγούμενο κεφάλαιο δεχθέντα, η ίδια η πράξη της εξασφάλισης καταλύματος δεν
μπορεί να δημιουργήσει όρους που συνιστούν δυνατότητα κινδύνου για άνθρωπο,
264
Σε διαφορετική διάκριση προβαίνει η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. (βλ. τα σχετικά έργα της σε παραπάνω
υποσημείωση), διαχωρίζοντας κατ’ αντιστοιχία τα εγκλήματα διακινδύνευσης σε εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, σε εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου και σε εγκλήματα θεμελίωσης ή συντήρησης
πηγής κινδύνου.
265
Πρβλ και Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Έννοια και προβληματική των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων», 1987,
σελ. 116), η οποία υποστηρίζει ότι οι διάφορες μορφές των εγκλημάτων διακινδύνευσης (αρχής γενομένης από
τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης προς αυτά της συγκεκριμένης διακινδύνευσης) αποδίδουν «μια
σταδιακά διαβαθμιζόμενη και προς τη βλάβη τείνουσα προσβολή των εννόμων αγαθών». Σε άλλο σημείο,
βέβαια, του ίδιου έργου της (σελ. 136) υπογραμμίζει ότι «δεν πρόκειται απλά και μόνο για μορφές κινδύνου με
διαφορετική ένταση, αλλά παράλληλα και με διαφορετική ποιότητα, γιατί (…) κάθε μορφή διακινδύνευσης από
την αφηρημένη προς τη συγκεκριμένη σημαίνει ολοένα και αμεσότερο πλησίασμα στην προσβολή του εννόμου
αγαθού» (Ομοίως με υπογράμμιση της συγγραφέως). Την άποψη ότι η εγκληματική πράξη πρέπει να κρίνεται
«στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόσφορη και ικανή ως εκ της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της να
προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου» έχει σχεδόν υιοθετήσει πλήρως και η νομολογία (πρβλ χαρακτηριστικά την υπ’
αριθ. 1191/2016 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εκδοθείσα με αφορμή το εδώ εξεταζόμενο έγκλημα).
266
Για την κατάφαση της δυνατότητας πραγμάτωσης του κινδύνου που τυποποιείται σε αυτήν την κατηγορία
εγκλημάτων εξετάζεται κατά πρώτον (ως αυτονόητη προϋπόθεση) εάν η τυποποιούμενη συμπεριφορά
δημιουργεί μία λειτουργική εστία κινδύνου και, εν συνεχεία, εάν η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε (ή
επέτεινε) τις συνθήκες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την επέκταση του κινδύνου προς το έννομο αγαθό
(εδώ της ανθρώπινης ζωής) ή, αντίθετα, την είσοδο των εννόμων αγαθών προς την επικίνδυνη αυτή εστία.
Απαιτείται, δηλαδή, να γίνεται λόγος για δυνατότητα δημιουργίας κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση. (Βλ.
Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Έννοια και προβληματική…», ό.π., σελ. 156). Πρβλ και την άποψη της Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. («Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης», ΠοινΔικ τευχ. 6/2001, σελ. 638
επομ), η οποία συνοψίζει τα στοιχεία της πράξης από την οποία «μπορεί να προκύψει κίνδυνος για το έννομο
αγαθό» ως εξής: «1. Η πράξη κατευθύνεται προς συγκεκριμένο έννομο αγαθό, το οποίο άρα βρίσκεται μέσα
στην «εμβέλεια δράσης» της ή «παγιδεύεται» από αυτήν, 2. Από τη φύση της ή τον τρόπο τέλεσής της, η πράξη
μπορεί να οδηγήσει και σε βλάβη του εννόμου αγαθού εάν συντρέξει ένας τουλάχιστον επιπλέον όρος ο οποίος
α. δεν ελέγχεται από τον δράστη, β. μπορεί να πραγματωθεί ανά πάσα στιγμή, γ. δεν περικλείει αυτοτελές άδικο
που διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια και 3. Η βλάβη, εάν συντρέξει ο όρος αυτός, είναι επικείμενη και ορατή,
δεν ανάγεται δηλαδή στο απώτερο νεφελώδες μέλλον».
παρά μόνο, ενδεχομένως, μετά την ολοκλήρωση της 267. Επομένως η εξεταζόμενη
διακεκριμένη περίπτωση δε θα απαντάται στον συγκεκριμένο τρόπο τέλεσης του
εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 268.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται κανείς εξετάζοντας και τον τρόπο τέλεσης της
παραλαβής για προώθηση. Η πράξη της παραλαβής αυτή καθαυτή, εφόσον
ολοκληρώνεται (όπως παρατέθηκε και πιο πάνω, στο οικείο κεφάλαιο), με την
επιβίβαση του αλλοδαπού στο μεταφορικό μέσο του δράστη που θα τον «προωθήσει»
από ή προς τα ελληνικά σύνορα, δεν μπορεί λογικά να τελείται με τρόπο που να
γεννά ή να επιτείνει τον (ήδη σε προγενέστερο χρόνο υπάρχοντα) κίνδυνο για τη ζωή
του μεταφερόμενου αλλοδαπού 269.
Υπό το φως των παραδοχών αυτών, έρχεται στο προσκήνιο και το δεύτερο ζήτημα
που αναφέρθηκε παραπάνω, σχετικά με το είδος και, κυρίως, την εμβέλεια του
κινδύνου που πρέπει να καταφάσκεται εν προκειμένω, ώστε να τιμωρείται βαρύτερα
ο δράστης της μεταφοράς, η οποία θα πρέπει να συγκεντρώνει τα κάτωθι τρία
χαρακτηριστικά:
1. Όπως αναγράφεται ρητά στη διάταξη, πρόκειται για κίνδυνο ανθρώπου. Αυτό
σημαίνει ότι η κατάσταση κινδύνου που δημιουργείται αφορά τη ζωή και (για
την ταυτότητα του νομικού λόγου) τη σωματική ακεραιότητα 270 του αλλοδαπού
267
Έτσι ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 233), ο οποίος προς υποστήριξη της άποψης αυτής παραθέτει το
επιχείρημα ότι η ενδεχόμενη διακινδύνευση της ζωής του αλλοδαπού μπορεί να προκύψει μόνο βάσει των
συνθηκών διαβίωσης στο κατάλυμα αυτό και, άρα, από συνθήκες που ακολουθούν την (ήδη σε προγενέστερο
χρόνο ολοκληρωμένη) πράξη της εξασφάλισης καταλύματος.
268
Οριακή είναι η περίπτωση κατά την οποία ο δράστης εξασφαλίζει στον αλλοδαπό (αμέσως μετά την
παράνομη είσοδό του στη χώρα και προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης) ένα «επικίνδυνο» κατάλυμα, όπως
πχ εάν ο δράστης παροτρύνει τον αλλοδαπό να παραμείνει για ένα –δυο βράδια στο εσωτερικό του φορτηγού -
ψυγείου με το οποίο μεταφέρθηκε κιόλας εντός του ελληνικού κράτους για να γλιτώσει τον έλεγχο ή εάν του
εξασφαλίζει ως κατάλυμα μία αυτοσχέδια «καλύβα» μέσα σε δάσος όπου αποδεικνύεται ότι ζουν άγρια ζώα
στη μέση του χειμώνα. Στις ακραίες αυτές περιπτώσεις δύσκολα θα απέφευγε κανείς την διαπίστωση ότι η ίδια
η πράξη της εξασφάλισης όντως δημιουργεί κινδύνους για τη ζωή του αλλοδαπού.
269
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., (ό.π., σελ. 234), ο οποίος εκφράζει την άποψη ότι όποιος κίνδυνος γεννάται για τη
ζωή του αλλοδαπού κατά τη διάρκεια της προώθησης θα τελείται μετά την ολοκλήρωση της πράξης της
παραλαβής και, άρα, μετά την ολοκλήρωση του εγκλήματος. Εντούτοις διακρίνει ως ακραία περίπτωση
κατάφασης κινδύνου στην πράξη της παραλαβής το παράδειγμα «παραλαβής στοιβαγμένων αλλοδαπών με
ρυμουλκούμενο με τρόπο ώστε η ίδια η παραλαβή να καθίσταται επικίνδυνη για τη ζωή τους» (ό.π., σελ. 234 και
ειδικά βλ. αριθ. υποσημ. 227).
270
Αυτονόητο είναι ότι ο κίνδυνος εντελώς ελαφρών ή απλών σωματικών βλαβών του αλλοδαπού κατά την
τέλεση της μεταφοράς (πχ αμυχές λόγω σύγκρουσης με το εσωτερικό του οχήματος εξαιτίας του ανώμαλου ή
ολισθηρού οδοστρώματος κλπ), υπό την έννοια του «συνήθους κινδύνου» δεν εμπίπτει στο γράμμα του στοιχ.
σε βάρος του οποίου τελείται το αδίκημα του αρθ. 30 παρ. 1. Από αυτό
προκύπτει, περαιτέρω, ότι αντικείμενο προστασίας από την εκ της πράξεως της
μεταφοράς προκληθείσα δυνατότητα κινδύνου είναι το ίδιο το μεταφερόμενο
πρόσωπο και όχι ο ίδιος ο δράστης ή άλλα τρίτα πρόσωπα (οι συμμέτοχοι του
δράστη 271, οι τυχόν διερχόμενοι τρίτοι 272 κοκ).
β’ (βλ. και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 235). Κατ’ επέκταση, η δυνατότητα κινδύνου που πρέπει να
καταφάσκεται αφορά τουλάχιστον τη δυνατότητα επέλευσης βαριάς σωματικής βλάβης του μεταφερομένου
αλλοδαπού.
271
Έτσι και ο Μανωλεδάκης Ι. («Ερμηνεία κατ’ άρθρο των όρων του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα»,
1996, σελ. 83), ο οποίος υποστήριξε την άποψη ότι με την έννοια «κίνδυνος για άνθρωπο» αποδίδεται «ο
κίνδυνος για οποιονδήποτε άνθρωπο, έστω και έναν από πριν προσδιορίσιμο, εκτός από τον ίδιο τον δράστη και
τους συμμετόχους στην πράξη του».
272
Ειδικά αναφορικά με τους διερχόμενους τρίτους, χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ.
234) ότι «σκοπός του νομοθέτη [με τη θέσπιση τόσο αυστηρών ποινών] δεν ήταν η αυξημένη προστασία της
συγκοινωνίας», αλλά «των θυμάτων του smuggling, των ίδιων δηλ. των μεταφερομένων αλλοδαπών».
273
Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι ο όρος «κίνδυνος για άνθρωπο» απαντάται κυρίως στα κοινώς επικίνδυνα
εγκλήματα (βλ. αρθ. 264β, 268β, 270β ΠΚ κλπ). Με αυτό το δεδομένο και σύμφωνα με την ερμηνεία που
αποδίδεται σε αυτή τη μορφή κοινού κινδύνου, γίνεται δεκτό ότι «όταν ο Έλληνας νομοθέτης αναφέρεται σε
“κίνδυνο ανθρώπου”, με τον όρο αυτό νοείται όχι μόνο η διακινδύνευση [της ζωής και της σωματικής
ακεραιότητας] αόριστου αριθμού ατόμων ή αυτή ενός τυχαίου, αλλά ακόμη και αυτή μιας ορισμένης ομάδας
ανθρώπων στο μέτρο που ο κίνδυνος των “κοινωνών” είναι και αυτός κίνδυνος για τον άνθρωπο γενικά» (βλ.
Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα», 2005, σελ. 105).
274
Για την έννοια του κοινού κινδύνου βλ. αντί άλλων Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Κοινώς επικίνδυνα», ό.π., σελ. 87
επομ.
275
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 234 επομ., ο οποίος επισημαίνει ότι «(…) Δεν μπορούν να αξιοποιηθούν εδώ
τα κριτήρια της “τυχαιότητας” του θύματος ή ακόμη της αοριστίας ή της “κοινωνικής εναλλαξιμότητας” του
κύκλου των μεταφερομένων ως στοιχεία απαιτούμενα για την κατάφαση της διακεκριμένης περίπτωσης».
276
Βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847 επομ.
277
Για τον ορισμό του κριτηρίου αυτού, σύμφωνα με το οποίο «τα πρόσωπα αν και είναι ορισμένα, σχηματίζουν
μία ανοικτή κοινωνική ομάδα γιατί είναι εναλλάξιμα στον κοινωνικό χώρο», βλ. αναλυτικά Καϊάφα –Γκμπάντι
Μ., «Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα», ό.π. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Χατζηνικολάου (ως ο κύριος εκφραστής
της άποψης περί ειδικής διακινδύνευσης) δεν παραθέτει κάποιο επιχείρημα απορρίπτοντας ως ανεφάρμοστο το
κριτήριο αυτό, με βάση το οποίο οδηγήθηκε στην υιοθέτηση της άποψής του αυτής.
278
Πρβλ εδώ την με αριθ. 332/2000 ΣυμβΑΠ (δημοσιευμ. σε απόσπασμα σε «Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου
2000», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001, σελ. 96-97), κατά την οποία έγινε δεκτό ότι ο «οδηγός τουριστικού
λεωφορείου που παρέλαβε έναντι αμοιβής στα Ουκρανοσλοβακο-ουγγρικά σύνορα δέκα λαθρομετανάστες
υπηκόους της Σρι Λάνκα για να τους μεταφέρει μέσω Ουγγαρίας και Αυστρίας στην Ιταλία και τους τοποθέτησε
σε δύο ειδικές κρύπτες του λεωφορείου, ώστε να διαφύγουν της προσοχής των αρχών, οι οποίες [κρύπτες]
επικοινωνούσαν μεν με το εσωτερικό του οχήματος, πλην όμως δεν τροφοδοτούνταν με αέρα (...), με
αποτέλεσμα να πεθάνουν από έλλειψη οξυγόνου και ασφυξία οι πέντε από τους λαθρομετανάστες» τελεί το
αδίκημα της έκθεσης του αρθ. 306 ΠΚ. Σημειωτέον, βέβαια, ότι τη δεδομένη χρονική περίοδο η επιβαρυντική
περίπτωση της πρόκλησης κινδύνου ή του (εξ αυτού του κινδύνου επερχόμενου) θανάτου του μεταφερομένου
προσώπου δεν είχε ακόμη προβλεφθεί.
Πρώτον ότι η δυνατότητα (και όχι απαραίτητα η επέλευση 279) του κινδύνου
πρέπει να αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη συμπεριφορά του
δράστη: πρέπει δηλαδή να αποδεικνύεται η συνδρομή στοιχείων τα οποία
χαρακτηρίζουν και συνδέονται άμεσα με την πράξη της μεταφοράς. Τέτοια
στοιχεία είναι, λόγου χάρη, το μέσο με το οποίο μεταφέρεται ο αλλοδαπός και οι
εν γένει συνθήκες που βιώνει τη στιγμή διενέργειας του ταξιδιού (πχ σε πλωτό
σκάφος χωρητικότητας λίγων ατόμων επιβιβάζονται πολλαπλάσιοι αλλοδαποί 280 ή
μέσα σε φορτηγό χωρίς δίοδο οξυγόνου 281 ή χωρίς την απαραίτητη τροφή για
μεγάλο χρονικό διάστημα 282), ο τρόπος μεταφοράς [οδήγηση με ιλιγγιώδη
279
Έτσι και σε Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. («Η διαβάθμιση του κινδύνου (…)», ό.π.), η οποία υπογραμμίζει ότι
«στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης ο κίνδυνος, ως αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς, δεν είναι
στοιχείο αναγκαίο για την πλήρωση της αντικειμενικής τους υπόστασης [αλλά] αυτή συγκροτείται ήδη, εάν από
την πράξη “μπορεί να προκύψει κίνδυνος για το έννομο αγαθό”».
280
Βλ. ενδεικτικά την 758/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπου κρίθηκε ότι προκαλεί κίνδυνο ζωής η μεταφορά 38
ατόμων σε ιστιοφόρο σκάφος χωρητικότητας 20 ατόμων και την 708/2015 (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπου κίνδυνο έφερε
και η μεταφορά 37 ατόμων σε σκάφος χωρητικότητας 19. Αντίθετη η με αριθ. 1283/2016 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) η
οποία δέχθηκε ότι «από τη μεταφορά 123 ατόμων μέσα σε ξύλινο σκάφος από το Φετιγέ Τουρκίας μέχρι τον
όρμο Θολό της νήσου Τήλου δεν προέκυψε κίνδυνος ζωής των μεταφερομένων».
281
Πρβλ. την υπ’ αριθ. 855/2009 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία διαγνώσθηκε δυνατότητα κινδύνου για τη ζωή
των μεταφερομένων, δεδομένου ότι ο δράστης μετέφερε ογδόντα (!) αλλοδαπούς «στο εσωτερικό του
φορτηγού (κλούβα), μήκους 8 μ περίπου, πλάτους 2,5 μ και ύψους 3 μ περίπου, το οποίο προορίζεται για
μεταφορά εμπορευμάτων και στο οποίο υπήρχαν μόνο δύο μικρά παράθυρα που επέτρεπαν την είσοδο
οξυγόνου στο χώρο». Το στοιχείο αυτό, βέβαια, ορθά δεν αξιολογήθηκε μεμονωμένα, εφόσον αμέσως
παρακάτω παρατίθεται στην εν λόγω απόφαση ότι «από την έλλειψη οξυγόνου και την αδυναμία αερισμού του
χώρου, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή χωρητικότητα του εσωτερικού του φορτηγού (κλούβας) για έναν τόσο
μεγάλο αριθμό ανθρώπων μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, που συνίσταται στην πιθανότητα
ασφυξίας των μεταφερομένων, δεδομένου ότι η απόσταση που επρόκειτο να διανύσουν (…) ήταν μεγάλη».
Παρόμοιο σκεπτικό εκτέθηκε και στην υπ’ αριθ. 878/2013 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία η δυνατότητα
κινδύνου για τη ζωή των μεταφερομένων αλλοδαπών καταφάθηκε επί τη βάσει μεταφοράς 102 ανθρώπων στην
καρότσα ενός φορτηγού έχουσα μορφή «θαλάμου, προορισμένου για μεταφορά προϊόντων [ο οποίος] ήταν
αεροστεγώς κλεισμένος, ο αέρας αυτού δεν ανανεωνόταν με οποιοδήποτε τρόπο και η μοναδική πόρτα εισόδου
σ’ αυτόν άνοιγε μόνο εξωτερικά». Επίσης ορθά και εν προκειμένω συναξιολογήθηκαν για την κατάφαση της
δυνατότητας κινδύνου στοιχεία όπως «ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων, η κατάσταση εξάντλησης που αυτοί
βρισκόταν, οι δυσχερείς και δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατά τον χρόνο της μεταφοράς, καθόσον ήταν
καλοκαιρινή περίοδος με υψηλές θερμοκρασίες και στο εσωτερικό του θαλάμου, στον οποίο δεν λειτουργούσε
ψυκτικό μηχάνημα αναπτύσσονταν ακόμη μεγαλύτερες θερμοκρασίες, η μεγάλη απόσταση (…) και το ότι λόγω
της κατασκευής του οχήματος δεν υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ του οδηγού και των μεταφερομένων
αλλοδαπών (…)».
282
Βλ. χαρακτηριστικά τις πρόσφατες με αριθ. 334/2017 ΑΠ (δημοσιευμ. σε απόσπασμα σε ΠοινΔικ 4/2018 και
σε πλήρες κείμενο στην ιστοσελίδα του ΑΠ www.areiospagos.gr), σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας
«κινδύνευσε η ζωή των μεταφερομένων αλλοδαπών» διότι μεταξύ άλλων «υπήρχε έλλειψη τροφής και νερού
επί πέντε ημέρες» και 708/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπου καταφάθηκε κίνδυνος μεταξύ άλλων και επειδή ο
δράστης –οδηγός του μεταφορικού μέσου «δεν εφοδίαζε με τροφή και νερό τους μεταφερόμενους αλλοδαπούς,
μεταξύ των οποίων υπήρχαν και ανήλικα παιδιά, περιάγοντάς τους σε στέρηση των απαραιτήτων προς το ζην
εφοδίων».
Δεύτερον ότι για την κατάφαση της ευθύνης του μεταφορέα, σύμφωνα με την
εδώ εξεταζόμενη επιβαρυντική περίσταση, απαιτείται στο πρόσωπό του η
συνδρομή τουλάχιστον ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος περαιτέρω πρέπει να καλύπτει
όχι μόνο την τέλεση της πράξης, αλλά και το στοιχείο της μεταφοράς με τρόπο
που μπορεί να προκαλέσει διακινδύνευση του μεταφερομένου. Γνωρίζοντας,
283
Βλ. όμως και Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 238-239), ο οποίος υποστηρίζει την άποψη ότι «η επικίνδυνη
γενικώς οδήγηση (…) ακόμα κι αν θεμελιώνει αντικειμενικά δυνητικό κίνδυνο των μεταφερομένων αλλοδαπών
δεν αρκεί για την κατάφαση της διακεκριμένης μορφής, [εφόσον] το αν ο δράστης θα τηρήσει τους κανόνες του
ΚΟΚ δε συνδέεται ούτε στο ελάχιστο ούτε διευκολύνει αντικειμενικά την προσβολή της πολιτειακής εξουσίας».
Προφανώς σκοπός του συγγραφέα είναι να αναδείξει ότι η θεμελίωση σε αντικειμενικό επίπεδο ενός πιθανού
κινδύνου για τον μεταφερόμενο δεν μπορεί να οδηγήσει σε τιμώρηση του δράστη με τη διακεκριμένη ποινή του
στοιχ. β’, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η δυνητική αυτή διακινδύνευση του μεταφερομένου καλύπτεται με τον
δόλο του δράστη. Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων αυτών, ορθά το Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας
(απόφ. 16/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) διέκρινε ότι η ανάπτυξη ιλιγγιώδους ταχύτητας κατά την οδήγηση του
μεταφορικού μέσου, και αν ακόμη συνιστά κίνδυνο για τη ζωή των μεταφερομένων, δεν εμπίπτει αντικειμενικά
στο πεδίο του 30 παρ. 1 στοιχ. β’, εφόσον «εκδηλώθηκε κατά την προσπάθεια του κατηγορουμένου να
αποφύγει τη σύλληψη, χωρίς αυτός [ενν. ο κίνδυνος] να ενυπάρχει στον τρόπο με τον οποίο ο δράστης
πραγματοποίησε την εγκληματική πράξη της μεταφοράς λαθρομεταναστών». Ορθότερη, δε, μοιάζει η
αιτιολογία που διατυπώνεται εν συνεχεία της ίδιας αυτής απόφασης, σύμφωνα με την οποία «Ο σχεδιασμός της
παραλαβής των λαθρομεταναστών, η επιβίβαση όχι μεγάλου αριθμού επιβατών σε ΙΧΕ και η μεταφορά τους (…)
δεν εμπεριείχαν στοιχεία γενεσιουργά κινδύνου, περισσότερα από μια συνήθη μεταφορά προσώπων με
αυτοκίνητο». Δεδομένων όλων αυτών εσφαλμένα η υπ’ αριθ. 1191/2016 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) διέγνωσε κίνδυνο
για τη ζωή των μεταφερομένων αλλοδαπών βασιζόμενη αποκλειστικά και μόνο στην ανάπτυξη ταχύτητας εκ
μέρους του δράστη και στην εξαιτίας αυτής επικίνδυνη οδήγηση και ανατροπή του οχήματος, στην οποία
προέβη ο δράστης προκειμένου να διαφύγει τον έλεγχο από τα αστυνομικά όργανα.
284
Βλ. ενδεικτικά την υπ’ αριθ. 980/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η οποία διέγνωσε ότι η πράξη της μεταφοράς σε
αντικειμενικό επίπεδο μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο «καθώς ο πλους [μέσω της ταχύπλοου
φουσκωτής λέμβου που μετάφερε αλλοδαπούς από τα τουρκικά παράλια προς τη νήσο Λέσβο]
πραγματοποιήθηκε ενώ επικρατούσε σκότος, το δε σκάφος ήταν ακατάλληλο για το ταξίδι αυτό, αφού ταξίδευε
μέσα στο σκοτάδι χωρίς φώτα ναυσιπλοΐας, δεν διέθετε σωστικά μέσα, σωσίβια και πυροσβεστήρες, ούτε μέσα
τηλεπικοινωνίας και έφερε μεγαλύτερο αριθμό επιβατών, ήτοι 19 άτομα, απ’ όσα με ασφάλεια μπορούσε να
μεταφέρει». Στην ίδια κρίση κατέληξε, επί τη βάσει παρόμοιων πραγματικών περιστατικών και η υπ’ αριθ.
708/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η οποία αξιολόγησε επιπλέον και «τεχνικά» στοιχεία όπως «την κατάσταση της
μηχανής του σκάφους» ή «την ασφάλιση των ναυτικών κλειδιών της άγκυρας με σύρμα και όχι με τον
προβλεπόμενο μεταλλικό πίρο».
285
Πρβλ. την υπ’ αριθ. 1081/2012 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία η πράξη της μεταφοράς αλλοδαπών
αξιολογήθηκε ως επικίνδυνη μεταξύ άλλων και λόγω του ότι ο πλοίαρχος αποφάσισε να εκτελέσει δρομολόγιο
υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, μεταφέροντας «ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό (197) ανθρώπων» σε μη επιβατηγό
πλοίο και, μάλιστα, διανύοντας μεγάλη απόσταση.
286
Βέβαια η θέση ότι το αδίκημα καταφάσκεται ακόμη και εάν αποδεικνύεται ότι η δυνατότητα κινδύνου
«προκαλείται» από αμέλεια του δράστη (θέση βασιζόμενη στην άποψη ότι η δυνατότητα κινδύνου θα
μπορούσε να αποτελεί «αποτέλεσμα» της εγκληματικής πράξης υπό την έννοια του αρθ. 29 ΠΚ και, ως εκ
τούτου, θα αρκούσε και αμέλεια του δράστη) δεν έχει μέχρι στιγμής υποστηριχθεί στην ελληνική θεωρία (βλ.
χαρακτηριστικά Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 239 και ειδικά υποσημείωση με αριθ. 240).
287
Οι κυριότερες απόψεις διαμορφώνονται ως εξής: Στον βαθμό που τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης
χαρακτηρίζονται εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου, ο Μανωλεδάκης Ι. («Γενική θεωρία…», ό.π., σελ.
113 επομ.) και η Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Έννοια και προβληματική…», ό.π., σελ. 194 επομ.) υποστηρίζουν ότι ο
δόλος του δράστη καλύπτει τον κίνδυνο ολοκληρωμένο. Αρκεί δηλαδή ο δράστης (τελώντας εννοείται σε
αντικειμενικό επίπεδο πράξη δυνητικά επικίνδυνη για το έννομο αγαθό) να γνωρίζει ότι η επέλευση κινδύνου
(και όχι η δυνατότητα επέλευσής του) είναι ενδεχόμενη και να το αποδέχεται. Αντίθετα, η Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. υποστηρίζει ότι αρκεί η γνώση και η αποδοχή της δυνατότητας κινδύνου ως ενδεχόμενης για την
πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος (βλ. την παράθεση της άποψής της σε Χατζηνικολάου
Ν., ό.π., σελ. 24 και ειδικά σε υποσημ. με αριθ. 242, όπου και η παραπομπή στο σχετικό έργο της συγγραφέως).
288
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 240.
289
Πρόκειται για το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο αξιολογείται κατά πόσο από την πράξη του δράστη τίθεται
σε κίνδυνο και η ίδια η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα του. Είδαμε και παραπάνω ότι για την κατάφαση της
ευθύνης του δεν απαιτείται η εμβέλεια του πιθανού κινδύνου να καταλαμβάνει τον ίδιο τον δράστη, ωστόσο το
κριτήριο αυτό είναι ενδεικτικό των συστατικών στοιχείων του δόλου του δράστη (της γνώσης και της βούλησης
του δηλαδή απέναντι στο εγκληματικό αποτέλεσμα) και ειδικά σε ένα αδίκημα όπως αυτό του αρθ. 30 παρ. 1,
στο οποίο ο δράστης, ως οδηγός του μεταφορικού μέσου που μεταφέρει αλλοδαπούς, εμπίπτει αναγκαστικά
στο πεδίο εμβέλειας του δυνητικού κινδύνου που η πράξη του προκαλεί στους ίδιους τους μεταφερομένους.
290
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 241 επομ. Βλ. επίσης και την υπ’ αριθ. 16/2008 ΠλημμΘεσπρ (Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ) για μία συνοπτική περιγραφή των «συνήθων από τη μεταφορά κινδύνων», όπως και παραπάνω
εκτέθηκε.
291
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 236 επομ.
292
Βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847 επομ.), η οποία κατονομάζει
ως συνέπειες του χαρακτηρισμού αυτού την «απορρόφηση της απαξίας των τυχόν περισσοτέρων εξ αμελείας
θανάτων που έχουν προκύψει από την ίδια δυνατότητα κινδύνου για περισσότερους ανθρώπους ή και τις τυχόν
αντίστοιχες σωματικές βλάβες» καθώς και την «μη εφαρμογή της περ. δ’ όταν αποδεδειγμένα η πράξη της
μεταφοράς θεμελίωσε δυνατότητα κινδύνου για ένα μόνο άτομο, (…) η οποία εξελίχθηκε σε θάνατό του».
293
Για τη σχετική δογματική βλ. μεταξύ άλλων Μυλωνόπουλου Χ. «Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα», εκδ. Σάκκουλα 1984, Σταμάτη Κ. «Η έννοια του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος» σε ΠοινΧρον
1964, σελ. 188 επομ., Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Η προβληματική των μη γνήσιων εκ του αποτελέσματος
εγκλημάτων», σε Υπερ1992, σελ.1067 επομ. Σχετική βιβλιογραφία που πραγματεύεται όμως τα ζητήματα
αναλογικότητας της ιδιαίτερα αυξημένης στο πλαίσιο του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος ποινής βλ.
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 243 και αριθ. υποσημ. 257.
του αποτελέσματος αυτού με την ίδια την πράξη του δράστη και, τέλος, η
ανακολουθία της υπέρμετρα αυξημένης τιμωρητέας ποινής σε σχέση με το εξ
αμελείας προκληθέν αποτέλεσμα. Ειδικά το τελευταίο αυτό ζήτημα θα μας
απασχολήσει ιδιαίτερα, καθώς η «δρακόντεια» ποινή του στοιχ. δ’ δημιουργεί όλο
και περισσότερες αμφιβολίες αναφορικά με τον χαρακτήρα του εγκλήματος, με ένα
κυρίαρχο ερώτημα: μήπως εδώ υποκρύπτεται ένα καταχρηστικό εκ του αποτελέσματος
έγκλημα;
294
Βλ. Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 245.
295
Ή κατά τη δεύτερη εκδοχή που παραπάνω εκτέθηκε, αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος του δράστη που να
επικαλύπτει τη δυνατότητα κινδύνου που η πράξη του προκάλεσε.
αμέλειας 296. Με δεδομένο ότι η άποψη αυτή δεν παρέχει επαρκές δικαιολογητικό
έρεισμα για την υπέρμετρη τιμώρηση μίας «συρροής» ενός δόλιου και ενός εξ
αμελείας εγκλήματος, όταν συγχρόνως η εφαρμογή των «κλασικών» κανόνων
συρροής θα οδηγούσαν σε ηπιότερη μεταχείριση του δράστη εάν τελούσε και τα δύο
αυτά εγκλήματα με πρόθεση, μερίδα της θεωρίας πρότεινε – προφανώς αξιοποιώντας
και πλήθος άλλων επιχειρημάτων – την υιοθέτηση της θεωρητικής κατασκευής των
μη γνήσιων (ή καταχρηστικών) εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων, σύμφωνα με την
οποία το εγκληματικό «αποτέλεσμα» του αρθ. 29 ΠΚ μπορεί κάποτε να οφείλεται
(υπό προϋποθέσεις) σε δόλια πράξη του δράστη 297.
Υπό αυτά τα δεδομένα έχει προταθεί στη θεωρία η λύση της ερμηνευτικής
επέμβασης στη διάταξη του στοιχ. δ’ και συγκεκριμένα η μέσω της ερμηνευτικής
οδού απώθηση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης για τον διά του κινδύνου της
μεταφοράς προκληθέντα θάνατο του μεταφερόμενου αλλοδαπού, εφόσον
αποδεικνύεται ότι αυτός οφείλεται σε αμέλεια ή, εν πάση περιπτώσει, γίνεται εν
βρασμώ της ψυχικής ορμής του δράστη 298.
298
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., (ό.π., σελ. 249), ο οποίος προτείνει να προσαρμοστεί η ποινή του στοιχ. δ’ για τις δύο
αυτές περιπτώσεις στην πρόσκαιρη κάθειρξη διαρκείας 15-20 ετών (ώστε να συμβαδίζει τόσο με τη διάταξη του
30 παρ.1 στοιχ. γ’ κατ’ ελάχιστο όριο, όσο και με τη διάταξη του αρθ. 299 παρ. 2 ΠΚ κατά απώτατο όριο) και
παράλληλα στη σωρευτικά επιβαλλόμενη χρηματική ποινή «τουλάχιστον 200.000 ευρώ» (όριο εναρμονισμένο
επίσης με τη διάταξη του 30 παρ.1 στοιχ. γ’).
Για την τιμώρηση του δράστη του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 απαιτείται, σε
υποκειμενικό επίπεδο, η συνδρομή δόλου στο πρόσωπό του. Με δεδομένο ότι το
έγκλημα αυτό (με τους επιμέρους τρόπους τέλεσής του) αποτελεί κακούργημα, η
ανάλυση της αυτονόητης προϋπόθεσης να αποδεικνύεται τουλάχιστον ο ενδεχόμενος
δόλος του δράστη, στερείται ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Περισσότερη αξία έχει,
αντίθετα, η ανάλυση τριών ειδικότερων ζητημάτων που άπτονται της θεματικής της
υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος: Το πρώτο αφορά τις περιπτώσεις στις
οποίες το έγκλημα του 30 παρ.1 χαρακτηρίζεται ως έγκλημα υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης και, κυρίως, ποια επιμέρους στοιχεία μπορούν να
αποτελέσουν αντικειμενικές ενδείξεις τους υπερχειλούς δόλου του δράστη. Το
δεύτερο ζήτημα αφορά την αντιμετώπιση των υποκειμενικών στοιχείων από τη
νομολογία τόσο στη βασική μορφή του εγκλήματος, όσο και στις επιβαρυντικές
περιστάσεις. Τέλος, θα γίνει μία αναφορά στα ζητήματα της πλάνης του δράστη και
του (ορθού) χαρακτηρισμού αυτής, μεταξύ άλλων και σε σχέση με το στοιχείο της
αλλοδαπότητας του μεταφερομένου προσώπου.
παραλαβής του αλλοδαπού από τα ελληνικά σύνορα με σκοπό την προώθησή τους
προς το εσωτερικό ή αντίθετα προς το εξωτερικό, έμειναν αναπάντητα.
Πρωταρχικά, επισημαίνεται ότι, όπως είναι γνωστό και από τη διδασκαλία των
εγκλημάτων υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, προκειμένου να αποδεικνύεται ο
πρόσθετος σκοπός που τυποποιείται σε μια τέτοια διάταξη απαιτείται η ύπαρξη
κάποιων αντικειμενικών ενδείξεων στην πράξη που τελεί ο δράστης, ή, κατ’ ορθότερη
διατύπωση, «η πράξη του δράστη να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει τον
επιδιωκόμενο σκοπό» 299. Στην προκειμένη περίπτωση του εγκλήματος του αρθ. 30
παρ.1 όταν αυτό τελείται με «παραλαβή με σκοπό την προώθηση» οι αντικειμενικές
αυτές ενδείξεις θα αναφέρονται στον σκοπό της προώθησης και θα αναδεικνύουν το
σχέδιο του δράστη να εκπληρώσει τον σκοπό του αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι, δεδομένης και της σχετικά πρόσφατης τροποποίησης της
διάταξης 300, δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα αρκετές σε αριθμό δικαστικές αποφάσεις
(τουλάχιστον σε επίπεδο του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου) ώστε να είναι
δυνατή η αποκρυστάλλωση της άποψης της νομολογίας σχετικά με τη νέα μορφή και,
γενικά, με την κατάστρωση του αδικήματος ως έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης 301. Προφανώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα κληθούν να
αντιμετωπίσουν τα ελληνικά δικαστήρια, μετά από αυτή τη νομοθετική τροποποίηση
είναι η διάγνωση του σκοπού της προώθησης, αφού πλέον σε αντικειμενικό επίπεδο,
299
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο», ό.π., σελ. 379. Ιδιαίτερα φειδωλή
στην εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των συγκεκριμένων εγκλημάτων εμφανίζεται, όμως, η νομολογία
(προφανώς στα πλαίσια του γενικότερου προβλήματος γύρω από την αιτιολόγηση του στοιχείου του δόλου). Βλ.
εντούτοις χαρακτηριστική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα την απόφαση 43/2013 του Πλημ. Ρεθύμνου
(δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπου το Δικαστήριο αναφορικά με τα αδικήματα του άρθρου 2 παρ. 2 Ν
3691/2008 [νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες] αποφάνθηκε ότι ειδικά τα εγκλήματα
των περιπτώσεων α’ και δ’ της παραπάνω διάταξης «[…] δομούνται ως εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης αφού για τη στοιχειοθέτησή τους απαιτείται, αντίστοιχα, είτε σκοπός απόκρυψης ή συγκάλυψης της
παράνομης προέλευσης των εσόδων ή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται σε εγκληματικές
δραστηριότητες, είτε σκοπός να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, ενώ για την πλήρωση τους
απαιτείται επιπρόσθετα και το αντικειμενικό στοιχείο της προσφορότητας, in concreto, για την υλοποίηση του
άνω σκοπού […]».
300
Υπενθυμίζεται ότι η διατύπωση του νόμου απέκτησε τη σημερινή της μορφή δυνάμει του Ν 3772/2009.
301
Πρβλ. ενδεικτικά την υπ’ αριθ. 1254/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στην οποία γίνεται αναφορά στην τιμώρηση
του δράστη για την τέλεση του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ.1, μετά την ως άνω τροποποίησή του. Βέβαια η
ερμηνεία της «νέας» τότε διάταξης και ειδικά του «νέου» τρόπου τέλεσης είναι καθ’ όλα λανθασμένη, εφόσον
ουσιαστικά ο δράστης μοιάζει να τιμωρείται όχι για την πράξη της «παραλαβής με σκοπό την προώθηση», αλλά
για μία συμπεριφορά η οποία αόριστα χαρακτηρίζεται στην απόφαση ως «μεταφορά –προώθηση»(!).
όπως και παραπάνω εκτέθηκε, αρκεί για την τέλεση του εγκλήματος η παραλαβή των
αλλοδαπών, η επιβίβασή τους δηλαδή στο της τέλεσης του αδικήματος.
Περαιτέρω, για τη διάγνωση του δόλου ειδικά στο συγκεκριμένο έγκλημα σκοπού
απαιτείται η κατάφαση κάποιων στοιχείων αντικειμενικής προσφορότητας, τα οποία
θα καταδεικνύουν τον πρόσθετο σκοπό της «προώθησης στο εσωτερικό». Τέτοια
στοιχεία θα μπορούσαν να προκύπτουν με διεξοδική έρευνα των (προηγούμενων)
ενεργειών στις οποίες προβαίνει ο δράστης για να διαπράξει την προώθηση. Με
δεδομένο ότι, όπως γίνεται δεκτό, η προώθηση επί της ουσίας αποτελεί μία μεταφορά
από τα σύνορα προς το εσωτερικό ή εξωτερικό της χώρας και, άρα, εννοιολογικά
αντανακλά σε μία συμπεριφορά που καταδεικνύει τη διεξαγωγή ενός ταξιδιού, μιας
διαδρομής με διάρκεια, κάποια αντικειμενικά χαρακτηριστικά που καταδεικνύουν
τον σκοπό του δράστη θα μπορούσαν να είναι, λόγου χάρη, η δημιουργία μίας
στοιχειώδους υποδομής για να κρυφτούν οι μεταφερόμενοι αλλοδαποί προκειμένου
να ολοκληρωθεί το ταξίδι από τα σύνορα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ή η απόκτηση
εφοδίων για ένα διαρκείας ταξίδι (εφοδιασμός σε τρόφιμα, καύσιμα κλπ).
Βέβαια, μεμονωμένα τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να αναδείξουν τον σκοπό του
δράστη, εάν δεν συνδυαστούν με κάποιον τρόπο η αφετηρία του δρομολογίου και ο
προορισμός του. Η σύλληψη πχ του δράστη – οδηγού φορτηγού που μεταφέρει
παράνομα αλλοδαπούς κρυμμένους στο εσωτερικό του οχήματος και, μάλιστα, ενώ
το όχημα βρίσκεται σε κάποιο τυχαίο σημείο του νομού Έβρου δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί ως «παραλαβή με σκοπό την προώθηση» εάν δεν εξεταστεί (πρώτον
και κυριότερον) εάν και κατά πόσον τους παρέλαβε ο ίδιος από τα ελληνοτουρκικά
σύνορα στον Έβρο και επιπλέον εάν έχει εφοδιάσει το φορτηγό για ταξίδι είτε προς
το εξωτερικό (έχει πχ λάβει τις απαραίτητες ειδικές άδειες προκειμένου να βγει το
φορτηγό από το κράτος) είτε προς το εσωτερικό (μπορεί πχ να έχει εφοδιαστεί με
κάρτα πληρωμής διοδίων της εθνικής οδού ή να ανευρίσκονται στο φορτηγό
εισιτήρια και λοιπά στοιχεία που να δείχνουν πχ ότι το όχημα θα επιβιβαστεί σε πλοίο
σε κάποιο από τα λιμάνια της χώρας με άγνωστο παραπέρα προορισμό κοκ).
Σημασία έχει, πάντως, τα στοιχεία αυτά να καταγράφονται ένα προς ένα και να
λαμβάνονται υπόψη κατά τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης του δράστη,
ούτως ώστε να εφαρμόζεται η διάταξη ορθά και να μην παρερμηνεύονται
συμπεριφορές, οι οποίες, ελλείψει και σωστής αξιολόγησης, «μπαίνουν στο ίδιο
τσουβάλι» με που φέρει τον τίτλο «μεταφορά» 302.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται και από τη θέση αυτή ότι, παρά τις αντίθετες
«διακηρύξεις» στις οποίες εμμένει η νομολογία, ο δόλος του δράστη πρέπει να
αιτιολογείται επαρκώς, πολλώ δε μάλλον όταν η πλήρωση του αδικήματος απαιτεί
και την κατάφαση ενός πρόσθετου σκοπού στο πρόσωπο του δράστη, όπως ακριβώς
συμβαίνει στο εξεταζόμενο έγκλημα. Βέβαια, για το ζήτημα της αιτιολόγησης του
δόλου στο έγκλημα του αρθ. 30 παρ.1 από την ελληνική νομολογία, θα γίνει λόγος
αναλυτικά αμέσως πιο κάτω.
4.1.2 Η μεταχείριση του δόλου και των εν γένει υποκειμενικών στοιχείων από τη
νομολογία
302
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της τάσης που επικρατεί μέχρι σήμερα στη νομολογία, να εξισώνεται
ερμηνευτικά (και εγκληματικά εν τέλει) η πράξη της μεταφοράς με αυτήν της προώθησης (ακόμα και με το
παλιό νομοθετικό καθεστώς), είναι οι πρόσφατες αποφάσεις 1030/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1248/2016 ΑΠ
(Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1344/2016 (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1254/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 976/2014 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),
ενώ λαμπρή εξαίρεση (με ορθή αιτιολόγηση της εννοιολογικής διάκρισης των δύο τρόπων τέλεσης) αποτελεί
ενδεικτικά η υπ’ αριθ. 1158/2011 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
303
Βλ. και Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 92, και το εκεί παρατιθέμενο τμήμα της αιτιολογίας της
απόφασης 1492/2008 ΑΠ (δημοσιευμένη σε ΠοινΛογ 2008, 923), όπου η στάση της «απαξιωτική» στάση της
νομολογίας αποτυπώνεται εμφανέστατα στη φράση «(…) δεν απητείτο και ιδιαίτερη αιτιολογία για το
υποκειμενικό στοιχείο του δόλου (…)».
Από την άλλη πλευρά, έχει υποστηριχθεί ότι η αιτιολογία αυτή δεν είναι ακριβώς
«εσφαλμένη»306, στον βαθμό που αντιμετωπίζει τον δόλο ως ένα στοιχείο δύσκολα
διαγνώσιμο και ως εκ τούτου δυσαπόδεικτο, γεγονός το οποίο φυσικά αποδέχεται
σύσσωμη και η θεωρία. Η διαπίστωση αυτή, βέβαια δε «δίνει το ελεύθερο» στον
εκάστοτε Δικαστή να διακρίνει μεταξύ των επιμέρους μορφών υπαιτιότητας,
απαιτώντας σε κάποιες περιπτώσεις «ειδική αιτιολογία», ενώ σε κάποιες άλλες
καθόλου 307. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την καθιέρωση μίας τέτοιας
ερμηνευτικής τάσης στις δικαστικές αποφάσεις είναι γνωστοί και, για λόγους
πληρότητας της εξεταζόμενης ύλης, παρέλκει εν προκειμένω η αναλυτικότερη
προσέγγισή τους. Αρκεί να επισημανθεί, φυσικά, και από αυτήν τη θέση ότι η ισότιμη
μεταχείριση από άποψη διερεύνησης, ερμηνείας και αιτιολόγησης όλων των
στοιχείων που συνθέτουν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική πλευρά
ενός αδικήματος κρίνεται επιβεβλημένη 308.
304
Στην πραγματικότητα η σχεδόν με τη μορφή «αντιγραφής – επικόλλησης» αιτιολογία έχει ως εξής: «(…) Η
ύπαρξη του δόλου που απαιτείται κατά το αρθ. 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος δεν είναι ανάγκη κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει
στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος
απαιτεί πρόσθετα στοιχεία, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσο δηλαδή
δόλο, ή ορισμένο περαιτέρω σκοπό (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η αιτιολογία
πρέπει να εκτείνεται και στην ύπαρξη τέτοιου δόλου».
305
Βλ. ενδεικτικά κάποιες από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις της τελευταίας πενταετίας: 1037/2017 ΑΠ (Τ.Ν.Π.
ΝΟΜΟΣ), 1283/2016 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1344/2016 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 362/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),
469/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 679/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 733/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 758/2015 ΑΠ
(Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 780/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 673/2014 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1003/2014 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),
1162/2014 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 35/2013 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), 1191/2013 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
306
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 191 επομ.
307
Βλ. χαρακτηριστικά το περιεχόμενο των αποφάσεων που ενδεικτικά παρατίθενται στην αμέσως
προηγούμενη υποσημείωση, στις οποίες διατυπώνεται η άποψη ότι πχ τα εγκλήματα υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης χρήζουν ειδικότερης αιτιολογίας σε σχέση με τον «απλό» (!) δόλο, ο οποίος όπως
είδαμε «ενυπάρχει στη θέληση πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης».
308
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 192 επομ.
309
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το στοιχείο της λήψης «ανταλλάγματος», το ύψος του οποίου,
κρινόμενο πάντα σε σχέση με το τελούμενο «δρομολόγιο» του δράστη του 30 παρ.1 καθορίζει –και πολλές
φορές ορθά –το εάν ο δράστης τελεί το έγκλημα από κερδοσκοπία ή όχι.
310
Βλ. πχ την ερμηνευτική «σύγχυση» των στοιχείων που καταφάσκουν την από κερδοσκοπία τέλεση με αυτών
που στοιχειοθετούν την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος και όσα αναλυτικά παραπάνω επ’ αυτών των
ζητημάτων εκτέθηκαν.
311
Η κρίση ότι τα στοιχεία του δόλου στο έγκλημα του 30 παρ. 1 δεν αιτιολογούνται ποτέ θα ήταν επιεικώς
αυθαίρετη, καθώς έχει ήδη διαπιστωθεί ότι, ακόμη και μεμονωμένα, έχουν δημοσιευθεί αποφάσεις που
αντιμετωπίζουν τα στοιχεία του πραγματικού που καταδεικνύουν την υπαιτιότητα του «μεταφορέα» ως
στοιχεία χρήζοντα αναλυτικότερης αιτιολόγησης (βλ. χαρακτηριστικά για την άποψη αυτή με παρατεθείσα
νομολογία σε Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 193 επομ.).
του αρθ. 30 παρ. 1 και, μάλιστα, με τρόπο ώστε τα δεδομένα που αξιοποιήθηκαν για
να καταδείξουν τον δόλο του δράστη των επιμέρους εγκλημάτων που τυποποιούνται
στο αρθ. 30 παρ. 1 να αποτελέσουν εν δυνάμει «προτάσεις» για τον εφαρμοστή του
δικαίου 312 .
312
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 193-195, ο οποίος κάνει ενδεικτική αναφορά στην ερμηνεία και αιτιολόγηση
στοιχείων από τη νομολογία, όπως είναι το ύψος της αμοιβής σε σχέση με τη διάρκεια του δρομολογίου, η
ξαφνική αύξηση της ταχύτητας οδήγησης κατά τη διενέργεια ελέγχων από την τροχαία, η ύπαρξη οχήματος που
προπορευόταν με τη μορφή του «προπομπού» κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, στη διάταξη του αρθ. 30 παρ. 1 δε γίνεται λόγος απλά για
μεταφερόμενο πρόσωπο αλλοδαπής προέλευσης, αλλά συγκεκριμένα για «πολίτες
τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό κράτος ή στους οποίους
απαγορεύεται η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία». Με βάση και τα όσα αναφέρθηκαν
παραπάνω, στο σχετικό κεφάλαιο για τον προσδιορισμό του κύκλου των προσώπων
που αποτελούν αντικείμενο του εγκλήματος αυτού, υπενθυμίζεται ότι η απαιτούμενη
«χωρίς δικαίωμα είσοδος του αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια» αποτελεί στοιχείο
της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Είναι, επομένως, αυτονόητο ότι η
πλάνη περί το στοιχείο αυτό θα χαρακτηρίζεται πραγματική σύμφωνα με το αρθ. 30
παρ.1 ΠΚ.
Έχει, ωστόσο διατυπωθεί η άποψη ότι, κατά παρέκκλιση του κανόνα που απαιτεί
η πλάνη του δράστη που σχετίζεται με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης να
χαρακτηρίζεται πραγματική, στην προκειμένη περίπτωση η άγνοια του στοιχείου της
χωρίς δικαίωμα εισόδου του αλλοδαπού στο ελληνικό κράτος δε συνιστά πάντοτε
πραγματική πλάνη 315. Η άποψη αυτή, στο βαθμό που βασίζεται σε επιχειρηματολογία
που συγχέει τη χωρίς δικαίωμα είσοδο του αλλοδαπού στο κράτος με τη χωρίς
δικαίωμα του δράστη μεταφορά του αλλοδαπού διατυπώνεται προφανώς εσφαλμένα.
που έχουν οι μεταφορείς λόγω της εργασίας τους αυτής, όπως πχ ο έλεγχος των
επιβαινόντων με βάση το εισιτήριο και το διαβατήριο ή τα άλλα ταξιδιωτικά έγγραφά
τους, ο διεξοδικός έλεγχος των προσωπικών τους αντικειμένων κοκ. Είναι, επίσης,
απότοκος της επαυξημένης προσοχής που απαιτείται να έχουν, μεταξύ άλλων και
λόγω των επισταμένων ελέγχων στα σύνορα, τους οποίους υποχρεώνονται να
υποστούν και οι ίδιοι. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, η γνώση επί του δικαιώματος ή μη της
εισόδου του αλλοδαπού στη χώρα αποτελεί, πολλές φορές, ένα από τα στοιχεία που
πρέπει να διαγιγνώσκονται στα πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματός τους, με
αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται «άγνοιά» τους επί του στοιχείου αυτού.
316
Βλ. χαρακτηριστικά την 1899/2009 ΑΠ (ΠοινΧρον 2010, σελ. 603 επομ., όπως παρατίθεται σε Χατζηνικολάου
Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 93).
317
Έτσι και η υπ’ αριθ. 1584/1994 ΑΠ (ΠοινΧρον 1994, σελ. 1372 επομ., όπως παρατίθεται σε Χατζηνικολάου Ν.,
«Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 93-94), σύμφωνα με την οποία «ο ισχυρισμός του οδηγού λεωφορείου ΚΤΕΛ ότι πίστευε
πως επιτρεπόταν η μεταφορά παράνομων μεταναστών με καταβολή κομίστρου, με βάση έγγραφο του
Υπουργείου Δημοσίας Τάξης προς τον Πρόεδρο του ΚΤΕΛ Νομού Ιωαννίνων, συνιστά ισχυρισμό νομικής πλάνης
(…)».
318
Η εν λόγω διαπίστωση διατυπώνεται λόγω της προβλεπόμενης στο στοιχ. δ’ χρηματικής ποινής που
προβλέπεται, η οποία κατ’ ελάχιστο όριο αγγίζει το ποσό των επτακοσίων χιλιάδων ευρώ για κάθε
μεταφερόμενο πρόσωπο(!). Βλ. χαρακτηριστικά την άποψη των Χατζηνικολάου Ν., ό.π. σελ. 243 επομ. και
Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 844 επομ.
319
Η αρχή της αναλογικότητας, προβλεπόμενη σήμερα στο αρθ. 25 Συντ., αποτελεί διαχρονικά μία εκ των
βασικότερων αρχών του ποινικού δικαίου, καθώς όπως έχει ορθά επισημανθεί «(…) υπό ευρεία έννοια
λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα προσεγγίσεως του ποινικού φαινομένου» (βλ. Δημητράτου Ν. «Αρχή της
αναλογικότητας και επιβολή ποινικών κυρώσεων» σε ΝοΒ 1/2007, σελ. 43 επομ.). Εφαρμοζόμενη, δε, στο πεδίο
των ποινικών κυρώσεων, η αρχή αυτή επιτάσσει την ευθεία αναλογία της επιβαλλόμενης ποινής στην
τιμωρούμενη εγκληματική προσβολή κατ’ είδος και κατ’ ένταση. Πρβλ και Ανδρουλάκη Ν. («Η επιταγή της
αναλογικότητας», μελέτη δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα www.theartofcrime.gr), ο οποίος με δυο
λόγια τονίζει την τεράστια σημασία της τήρησης της αρχής για το ποινικό δόγμα, υποστηρίζοντας ότι «(…) μόνον
η επιβεβλημένη αναλογία προς την εννοιολογικά αδιαμφισβήτητη ποινή μπορεί εν προκειμένω να μας βοηθήσει
να διασφαλίσουμε την απαραίτητη οριοθέτηση του εγκλήματος».
παρ. 1, μοιάζουν αόριστες, στο βαθμό που για πράξεις άνισης απαξίας 320
προβλέπονται τα ίδια όρια ποινής 321.
Ως ενδεδειγμένη λύση για την τιμώρηση των τριών τρόπων τέλεσης που
προβλέπονται στο αρθ. 30 παρ. 1 πέραν της μεταφοράς 322 (δηλ της παραλαβής για
προώθηση, της διευκόλυνσης μεταφοράς και της εξασφάλισης καταλύματος για
απόκρυψη), οι οποίες γίνεται δεκτό ότι συνιστούν ηπιότερη προσβολή του εννόμου
320
Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ισότιμη (κυρωτική) μεταχείριση της πράξης της μεταφοράς
συγκριτικά με εκείνης της διευκόλυνσης μεταφοράς, ζήτημα για το οποίο έγινε λόγος αναλυτικά πιο πάνω.
321
Για τη συνταγματική κατοχύρωση του ποινικού φαινομένου γενικότερα βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι.
«Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 21 επομ. Ειδικά για την αρχή nullum crimen nulla poena
sine lege certa και ειδικότερα για την περίπτωση της αοριστίας της αντιστοίχισης τιμωρητέας πράξης –
επιβλητέας ποινής, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι «η πράξη που ορίζεται στον (ποινικό) νόμο ως έγκλημα
πρέπει να ορίζεται ρητά, έτσι ώστε η ταυτότητά της να προκύπτει από αυτόν, αλλά και η προσβολή την οποία
συνιστά (δηλαδή ο άδικος χαρακτήρας της) να συνάγεται με σαφήνεια. Έτσι θα μπορεί να εξακριβωθεί και να
ελεγχθεί με ακρίβεια όχι μόνο τι τιμωρείται αλλά και γιατί τιμωρείται» (σελ. 24-25).
322
Πράξη η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η συμπεριφορά που «ενσαρκώνει την πρωτογενή βλάβη του εννόμου
αγαθού της πολιτειακής εξουσίας» και, άρα, προφανώς αποτελεί την κύρια εγκληματική πράξη του αρθ. 30
παρ.1 που θα έπρεπε να τιμωρείται με την προβλεπόμενη στο στοιχ. α’ ποινή (πρβλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο
νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 844 επομ).
αγαθού της πολιτειακής εξουσίας 323, έχει προταθεί η αναγνώριση στο πρόσωπο του
δράστη κάποιας εκ των ελαφρυντικών περιστάσεων του αρθ. 84 ΠΚ, ούτως ώστε να
αποκαθίσταται η κατάσταση με μία σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και εν
γένει της επιταγές του Συντάγματος.
2. Στο στοιχ. β’ της διάταξης προβλέπονται για τις (συνολικά έξι σε αριθμό)
απλά διακεκριμένες περιπτώσεις ομοίως, κατά τα ανωτέρω, ένα πλαίσιο
ποινής, χωρίς να υπάρχει αντιστοίχιση μεταξύ των περιστάσεων αυτών, με
τρόπο ώστε η ποινή να ανταποκρίνεται στην ένταση της απαξίας της κάθε
επιμέρους συμπεριφοράς. Αυτό το πλαίσιο ποινής, δε, είναι τόσο
«διογκωμένο», ώστε «η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας γίνεται
πλέον τόσο προφανής που είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η διάταξη
είναι σύμφωνη με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.» 324.
323
Για τη διαπίστωση ότι οι τέσσερεις προβλεπόμενοι στο αρθ. 30 παρ. 1 τρόποι τέλεσης δε φέρουν την ίδια
ποιότητα αδίκου βλ. την ερμηνευτική ανάλυση που προηγήθηκε στο σχετικό κεφάλαιο.
324
Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847.
325
Για την προβληματικότητα της πρόβλεψης της από κερδοσκοπία τέλεσης έχει επισημανθεί εν προκειμένω –
πέραν της προβληματικής (συνταγματικά) επαύξησης του αξιοποίνου επί τη βάσει του υποκειμενικού
χαρακτηριστικού – και ο κίνδυνος της διπλής αξιολόγησης των «κερδοσκοπικών» προθέσεων του δράστη,
δεδομένου ότι η επιλογή του νομοθέτη να προβλέψει για τη βασική μορφή του αδικήματος του 30 παρ.1 και
σωρευτικά επιβαλλόμενη χρηματική ποινή αποτελεί δείκτη της (ήδη προηγηθείσας) νομοθετικής αξιολόγησης
του στοιχείου της κερδοσκοπίας στα στοιχεία που καλύπτουν την ενοχή του δράστη. Για τους λόγους αυτούς και
λαμβανομένου υπόψη και του πρόσθετου επιχειρήματος ότι «το ουσιαστικό τμήμα της από κερδοσκοπία
τέλεσης αδικημάτων καλύπτεται από την κατ’ επάγγελμα τέλεση αυτών, η κατάφαση της οποίας προϋποθέτει
πάντα τη συνδρομή σκοπού βιοπορισμού» υποστηρίχθηκε η έμμεση κατάργηση του στοιχείου αυτού (βλ.
Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847.
326
Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847 , η οποία εκφράζει την άποψη
ότι η αυστηρότερη τιμώρηση του υποκειμενικού στοιχείου της υποτροπής είναι προβληματική και εκ του λόγου
ότι η ροπή –έξη του δράστη προς το έγκλημα « (…) είναι ως διαθετική έννοια που αφορά την τάση του
προσώπου να τελέσει το έγκλημα και στο μέλλον, επιστημολογικά ήδη ανέφικτο να συνδεθεί αναγκαία με
συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη στο μέλλον».
327
βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 848 επομ.
328
Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 848 επομ.
329
Η οποία ειδική διακινδύνευση θα τιμωρείται, σύμφωνα με την άποψη αυτή, με την ποινή του βασικού
εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 στοιχ. α’ σε (αληθινή κατ’ ιδέα) συρροή με το έγκλημα της έκθεσης του αρθ. 306
ΠΚ.
330
Άποψη η οποία στηρίζεται στη σκέψη ότι «η επιπρόσθετη απαξία που του στοιχ. γ’ δεν αφορά την απαξία της
πολλαπλής προσβολής της πολιτειακής εξουσίας, αλλά την απαξία της δυνατότητας κινδύνου, η οποία είναι
όμως κοινή για όλους τους αλλοδαπούς και γι’ αυτό καλύπτεται με την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης
μία φορά» (βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 847 επομ).
Η λύση αυτή αποτελεί δυστυχώς μοναδική διέξοδο, όχι όμως και την
ασφαλέστερη, γιατί μπορεί μεν να απαιτείται ο Δικαστής να εφαρμόσει τη διάταξη
προβαίνοντας σε «βαθιές ερμηνευτικές τομές» προκειμένου να διαφυλάξει τις
επιταγές του Συντάγματος και να αίρεται – έστω και προσωρινά – η ανισορροπία από
άποψη αναλογικότητας τιμωρητέας πράξης – επιβλητέας ποινής, η αναπόφευκτη
όμως αποκλίνουσα ερμηνεία από τους εκάστοτε εκπροσώπους της δικαιοσύνης «ούτε
την ασφάλεια δικαίου ευνοεί ούτε την ισότητα των πολιτών διασφαλίζει» 331.
331
Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 844 επομ.
5.2 Η δήμευση
5.2.1 Εισαγωγικά
Οι επανειλημμένες νομοθετικές επεμβάσεις στη νομοθεσία της
μετανάστευσης γενικότερα και στην ποινική ευθύνη των μεταφορέων ειδικότερα δεν
άφησαν αλώβητη τη διάταξη που αφορά τη δήμευση, παρεπόμενη ποινή η οποία
επιβάλλεται για το αποκτηθέν «προϊόν» της εγκληματικής δραστηριότητας που
τιμωρείται στο αρθ. 30 παρ. 1. Η πιο πρόσφατη, μάλιστα, νομοθετική τροποποίηση
της εν λόγω διάταξης 332 σε συνδυασμό με τις πρόσφατες τροποποιήσεις που
προκρίθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο στη γενική διάταξη της ποινής της δήμευσης
όπως προβλέπεται στο αρθ. 76 ΠΚ άλλαξαν εντελώς το τοπίο γύρω την επιβολή της
εν λόγω ποινής, με τις προκρινόμενες (σε νομοθετικό επίπεδο) λύσεις να
εμφανίζονται ακόμη και αντικρουόμενες μεταξύ τους.
Με δεδομένο ότι η ύλη της θεματικής της δήμευσης στην περίπτωση του αρθ.
30 είναι εκτενέστατη και πολυδιάστατη – καθόσον άπτεται πέραν των ουσιαστικών
και ζητημάτων δικονομικού δικαίου – στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί η
προσέγγιση της διάταξης που διέπει τη δήμευση υπό τη μορφή που έχει αυτή σήμερα,
παραλείποντας έτσι να εμφιλοχωρήσουμε σε ζητήματα διαχρονικού δικαίου, κρίσιμα
μεν για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της δήμευσης και του ποινικού δικαίου εν
γένει, ανώφελα δε για την παρούσα έρευνα, η οποία αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν
συνοπτικότερη παράθεση των ζητημάτων εφαρμογής του αρθ. 30 333.
332
Η διάταξη του αρθ. 30 παρ. 10 τροποποιήθηκε με τον Ν 4356/2015, αρθ. 57 (ΦΕΚ Α’ 181/24.12.2015).
333
Για την αναλυτική παράθεση της προβληματικής βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 289 επομ.
αρθ. 30 παρ. 10 με τη νέα διάταξη περί δήμευσης του αρθ. 76 ΠΚ 334, σε μία
προσπάθεια να διευκρινιστεί σε ποια σχέση τελούν οι δύο διατάξεις και να
αποσαφηνιστεί έτσι, κατά το δυνατόν, το θολό τοπίο που έχει σήμερα διαμορφωθεί
στο πεδίο της δήμευσης.
334
Το αρθ. 76 ΠΚ τροποποιήθηκε πρόσφατα δυνάμει του αρθ. 6 παρ. 1 του Ν 4478/2017 (ΦΕΚ Α 91/23.6.2017),
ώστε πλέον η δήμευση ως παρεπόμενη ποινή προβλέπεται στην παρ. 1 της διάταξης, ενώ ως μέτρο ασφαλείας
στην παρ. 6 αυτής (βλ. και την Αιτιολογική Έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου, δημοσιευμ. στην ιστοσελίδα
www.hellenicparliament.gr , σελ. 4 και επομ.).
335
Όπως ισχύει σήμερα μετά και την τελευταία τροποποίηση της με το αρθ. 57 Ν 4356/2015 (ΦΕΚ Α’
181/24.12.2015).
336
Η υποχρεωτικότητα της επιβολής της, παρεμπιπτόντως, είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο η (κατά
τα ευρωπαϊκά πρότυπα διαμορφωθείσα) διάταξη της δήμευσης στον Κώδικα Μετανάστευσης απέκτησε τον
χαρακτήρα της παρεπόμενης ποινής και όχι του μέτρου ασφαλείας. Υπενθυμίζεται ότι στον Ελληνικό Ποινικό
Κώδικα η προβλεπόμενη στο αρθ. 76 δήμευση έχει διφυή χαρακτήρα, δηλαδή αποτελεί παρεπόμενη ποινή εκεί
όπου ο νομοθέτης ρητά το προέβλεψε (αρθ. 76 παρ.1 ΠΚ), ούσα όμως συγχρόνως ενταγμένη στο κεφάλαιο των
μέτρων ασφαλείας, χαρακτηρίζεται και ως μέτρο ασφαλείας (αρθ. 76 παρ. 6 ΠΚ). Για την ανάλυση του
διαχρονικού χαρακτήρα της δήμευσης σύμφωνα με την ελληνική ποινική νομοθεσία βλ. αντί άλλων Συμεωνίδου
– Καστανίδου σε Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Το δίκαιο των ποινικών
κυρώσεων», ό.π., σελ. 68 επομ. και 112 επομ.
337
Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι πριν τη νομοθετική τροποποίηση του αρθ. 30 παρ. 10, η διάταξη είχε ως
εξής: «Περιουσία που αποτελεί προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας του παρόντος άρθρου, καθώς και των
παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 29 ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας
εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για την ως άνω
εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη,
κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 του ΚΠΔ, δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η
δήμευση επιβάλλεται ακόμη κι αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της
εγκληματικής δραστηριότητας κατά τον χρόνο κτήσεως της περιουσίας. Σε περίπτωση που η περιουσία ή το
προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ και δεν είναι δυνατόν να
κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του προηγούμενου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία
ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος».
338
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 305-306 καθώς και τις γενικά στις σελ. 302 επομ. παρατιθέμενες
παραπομπές σε εξειδικευμένη επί του ζητήματος βιβλιογραφία με αριθ. υποσημ. 48 επομ.
339
Πρβλ. για την αξιολόγηση της στάσης αυτής της νομολογίας περί «άρνησης άρσης της κατάσχεσης» και την
επίδραση που είχε στη γενικότερη ερμηνεία της δήμευσης σε Τσόλια Γρ. «Η κατάσχεση και η δήμευση
καθόσον είχε προκριθεί το επιχείρημα ότι «εάν διαταχθεί [σε επίπεδο προδικασίας
από το αρμόδιο Συμβούλιο] η άρση της κατάσχεσης, θα συντελέσει στην αδυναμία
επιβολής και εκτέλεσης της δήμευσης σε περίπτωση κατά την οποία μετά τυχόν
καταδίκη ήθελε διαταχθεί από το δικαστήριο η δήμευση». Είχε, δηλαδή, ουσιαστικά
διαμορφωθεί η άποψη ότι η αποδοχή ή άρνηση της άρσης της κατάσχεσης θα
«προκαταβάλει την απόφαση του δικαστηρίου περί δήμευσης», με παραπέρα
αποτέλεσμα να παγιωθεί η εσφαλμένη αντίληψη ότι η κρίση περί δήμευσης αποτελεί
κρίση κυριαρχική περί της κυρωτικής απόφανσης –ενδεχομένως αξιολογούμενη
ακόμη και ως ποινή αντίστοιχη μίας κύριας ποινής (όπως πχ της κάθειρξης)!
ος
αντικειμένων σε βάρος τρίτων προσώπων και η αντισυνταγματικότητα αυτών», σε ΠοινΔικ 2004, τευχ. 8/9
2004, σελ. 1012 επομ.
340
Ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι συχνά η δήμευση είναι ποινή επαχθέστερη για τον δράστη και την ιδιοκτησία
του από την κύρια προβλεπόμενη χρηματική ποινή (βλ. χαρακτηριστικά Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 307).
Πρβλ. όμως και Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. σε Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. («Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων», ό.π., σελ. 52), η οποία επισημαίνει ότι «μία παρεπόμενη
ποινή δεν μπορεί να είναι επαχθέστερη της κύριας».
341
Βλ. για τις συνέπειες του χαρακτηρισμού των παρεπόμενων ποινών ως «συνοδευτικών» Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. σε Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των Ποινικών
Κυρώσεων», ό.π., σελ. 51 επομ.
342
Αντιδράσεις οι οποίες αφορούσαν κατά κύριο λόγο την αντίθεση της εφαρμογής της δήμευσης σε βάρος της
ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου σε πλήθος θεμελιωδών αρχών τόσο του Συντάγματος (όπως λχ στην προστασία
του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ή στην αρχή της αναλογικότητας) όσο και του Ποινικού Δικαίου, (όπως λχ στην
αρχή της ενοχής ή στο τεκμήριο της αθωότητας κοκ). Πρβλ. εδώ ειδικότερα την άποψη του Ανδρουλάκη Ν.
(ΠοινΧρ ΚΗ’, σελ. 361 επομ.) ο οποίος, στη σχετική γνωμοδότησή του για τη δήμευση μεταφορικού μέσου
ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου (με αφορμή βέβαια την τέλεση διαφορετικού από το εδώ εξεταζόμενο
εγκλήματος) υποστηρίζει εν ολίγοις ότι η δήμευση του μεταφορικού μέσου τρίτου προσώπου, ανυπαίτιου για το
έγκλημα, αντίκειται στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Ποινικού Δικαίου nullum crimen nulla poena sine
lege.
343
Βλ. για τις αντιρρήσεις αυτές Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 313-315), ο οποίος με δεδομένο ότι το δεδομένο
χρονικό διάστημα το εδάφιο περί δήμευσης περιουσίας τρίτου ίσχυε κανονικά, παραθέτει αναλυτική
επιχειρηματολογία περί της αντισυνταγματικότητας της εν λόγω πρόβλεψης, με εκτενείς παραπομπές στην
ελληνική βιβλιογραφία (βλ. ειδικότερα αριθ. υποσημειώσεων 84-92). Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στο σημείο
αυτό στην άποψη του εν λόγω συγγραφέα ότι η δήμευση αντικειμένου ανήκοντος σε τρίτο μη ποινικά υπεύθυνο
για το τιμωρούμενο αδίκημα αποτελεί κύρωση «ενάντια στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αρχή της ενοχής»
(Πρβλ. εδώ για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως μονάδας εννόμου αγαθού Μανωλεδάκη Ι. «Ανθρώπινη
Αξιοπρέπεια: Έννομο Αγαθό ή Απόλυτο Όριο στην Άσκηση Εξουσίας;», εκδ. Σάκκουλα 1995 και Καϊάφα –
Γκμπάντι Μ. «Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια: προστατευόμενο ή απειλούμενο από το ποινικό δίκαιο μέγεθος;»).
344
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 306 επομ.
345
Πρόκειται περί του νομοθετήματος με αριθ. 4557/2018, ΦΕΚ Α’ 139/30.07.2018, με τίτλο «Πρόληψη και
καταστολή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ) και άλλες διατάξεις», ο οποίος αντικατέστησε τον
μέχρι πρότινος ισχύοντα Ν 3691/2008.
«τον πλούτο σε κινητά και ακίνητα που κατέχει κάποιος» 346, δημιουργεί την εύλογη
εντύπωση ότι η περιουσία δεν μπορεί παρά να είναι παρά ένα άθροισμα
περισσοτέρων άυλων ή υλικών αγαθών, τα οποία έχουν μία συγκεκριμένη οικονομική
αξία 347.
346
Βλ. το σχετικό λήμμα στο διαδικτυακό λεξικό “wiktionary” και συγκεκριμένα στον υπερσύνδεσμο
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1.
347
Πρβλ. Παπαδαμάκη Α. «Τα περιουσιακά εγκλήματα…», ό.π., σελ. 3, όπου αποδίδεται ο ορισμός της έννοιας
«περιουσία» αυτήν τη φορά ως όψη ενός προστατευόμενου στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα εννόμου
αγαθού. Υπό την όψη της αυτή, η περιουσία ερμηνεύεται ως «το σύνολο των οικονομικών αγαθών ενός
προσώπου που είναι δεκτικό χρηματικής αποτιμήσεως» (σελ. 28).
348
Άλλωστε αναφέρθηκε και πιο πάνω ότι η αμοιβή για τη διενέργεια του δρομολογίου (το λεγόμενο
«κόμιστρο») δεν αποτελεί στοιχείο, με βάση το οποίο καταφάσκεται η από κερδοσκοπία τέλεση, εκτός εάν
αποδεικνύεται ότι ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τα «κατά προσέγγιση αξιολογούμενα» έξοδα που απαιτούνται
για τη μεταφορά. Η διαπίστωση αυτή αξιοποιείται σαν επιχείρημα όχι μόνο για να αναδειχθεί η (εν προκειμένω
εκτιθέμενη) αναγκαιότητα να διατάσσεται η δήμευση όταν τελείται από κερδοσκοπία το έγκλημα του 30 παρ. 1,
αλλά και για να επισημανθεί ότι η αμοιβή αυτή του κομίστρου δε θα μπορούσε ποτέ να δημευθεί, θεωρούμενη
ως «περιουσία» (πρβλ. και την άποψη του Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 309 επομ).
349
Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 306 -307.
350
Κατά τα προβλεπόμενα στο προϊσχύσαν αρθ. 76 παρ. 2 ΠΚ και ήδη πλέον άρθ. 76 παρ. 6 ΠΚ, όπου η δήμευση
έχει τον χαρακτήρα μέτρου ασφαλείας αυτή τη φορά.
351
Βλ. πέραν της γενικότερης βιβλιογραφίας για τη θεματική και ειδικότερη –ενδεικτικά παρατιθέμενη –
αρθρογραφία: Βεργώνη Σ. «Αναφυόμενα προβλήματα από την κατάσχεση οχημάτων», σε ΠοινΔικ 2011, σελ.
502 επομ., Δημήτραινα Γ. «Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: Οι ανακριτικές πράξεις
δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των
διατάξεων για την κατάσχεση και την ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από τον Ν
2331/1995 στον Ν 3691/2008)», σε ΠοινΧρον 2008, σελ. 943 επομ., Διονυσοπούλου Αθ. «Η δήμευση των
προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν
2331/1995», σε Υπερ2000, σελ. 793 επομ., Παύλου Στ. «Η δήμευση οχημάτων μεθυσμένων οδηγών [ή πώς
θυσιάζονται οι εγγυητικές αρχές της καταστολής για τη θεαματικότητα της γενικής προλήψεως]», σε ΠοινΧρον
1997 σελ. 937 επομ., του ιδίου «Και πάλι η (ανεπίτρεπτη) δήμευση οχημάτων στο προσκήνιο και η ορθή τούτη
τη φορά αντιμετώπισή της με την υπ’ αριθ. 108/Εγκ1/17.01.2005 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου», σε
ΠοινΔικ 2005, σελ. 447 επομ., Φλώρου Α. «Περί του επιτρεπτού της δημεύσεως», σε ΠοινΧρον1965, σελ. 557
επομ.
σημασία έχει για την παρούσα έρευνα η επισήμανση της ορθής εφαρμογής της
δήμευσης του αρθ. 30 παρ. 10, δηλαδή της εφαρμογής της κατά πιστή τήρηση των
θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος, οι οποίες και διακυβεύονται εν προκειμένω.
352
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 308.
353
Πρβλ. εδώ και τη σχετική προϋπόθεση στον νόμο για το ξέπλυμα, σύμφωνα με την οποία για την κίνηση της
διαδικασίας της δήμευσης «απαιτείται η ύπαρξη καταδίκης για το αδίκημα της νομιμοποίησης, ανεξαρτήτως του
εάν έχει προηγηθεί δίωξη ή καταδίκη για κάποιο από τα βασικά αδικήματα» (Βλ. αντί άλλων Καϊάφα –Γκμπάντι
Μ. «Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου και της ενσωμάτωσής τους στην ελληνική έννομη τάξη», εκδ.
Σάκκουλα 2016, σελ. 126 επομ.).
Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι, πριν την τροποποίηση του 30
παρ. 10 δεν υπήρχε ρητή πρόβλεψη για τις περιπτώσεις της απόπειρας. Αποτέλεσμα
αυτού ήταν να υποστηριχθεί η άποψη ότι σε περιπτώσεις απόπειρας δεν εφαρμόζεται
η ειδική διάταξη του 30 παρ. 10 355, αλλά ο κανόνας της (τότε ισχύουσας) διάταξης
του αρθ. 76 ΠΚ, σύμφωνα με τον οποίο δημεύονταν δυνητικά μόνο τα ενσώματα
αντικείμενα που προορίζονταν για την εκτέλεση της πράξης. Με δεδομένο ότι η
354
Για τη γενικότερη δογματική του δικαιώματος δικαστικής προστασίας βλ. ενδεικτικά Αναγνωστόπουλου Η.
«Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης», ΠοινΧρον 2004, σελ. 5 επομ., Δεργαζαριάν Μ., «ΕΣΔΑ και Δίκαιη
Ποινική Δίκη», Αρμ 2005, σελ. 1917 επομ., Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ για την
αστυνομική διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη», ΠοινΔικ 2011, σελ. 59 επομ., Καρρά Α., «Ταχεία και
Δίκαιη Ποινική Δίκη», ΠοινΛογ 2001, σελ. 5 επομ., Κτιστάκι Γ., «Οι αποφάσεις ποινικού ενδιαφέροντος του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έτους 2000. ΜΕΡΟΣ Ι. Οι δικονομικές εγγυήσεις στην
ποινική δίκη –Το δικαίωμα σε δίκαιη ποινική δίκη άρθρο 6 ΕΣΔΑ», ΠοινΔικ 2001, σελ. 773 επομ., Μυλωνά Ι. «Η
Ποινική “Δίκαιη” Δίκη στο ΕΔΔΑ κατά την τρετία 2005-2007», ΠοινΛογ 2009, σελ. 561 επομ., του ιδίου «Η
σημασία για την ελληνική ποινική δικονομία της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ’ αρθ. 6
της ΕΣΔΑ», ΠοινΧρον 1999, σελ. 789 επομ., Παπαδαμάκη Α. «Ποινική δίκη: Η ανάγκη εξασφάλισης
αποτελεσματικής και δίκαιης δίκης», ΠοινΧρον 2008, σελ. 289 επομ., Παπαδημητρίου Χ. «Η συνεισφορά του
Κοινοτικού Δικαίου στο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων υπό το φως της νομολογίας
του ΔΕΚ», Δίκη 2008, σελ. 870 επομ., Περράκη Σ. «Ορισμένα ζητήματα εφαρμογής του δικαιώματος στη χρηστή
απονομή της δικαιοσύνης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) υπό το φως της πρόσφατης νομολογίας των οργάνων της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», Δικαιοσύνη 1989, σελ. 772 επομ., Σατλάνη Χ. –
Κατσόγιαννου Μ., «Μια ακόμα προσπάθεια για αποσαφήνιση των πτυχών της δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης
με βάση την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ», ΠειρΝ 2016, σελ. 100 επομ., Σορβαζιώτη Δ. «Το δικαίωμα στη
δίκαιη δίκη και η διασφάλισή του διά της νομικής αρωγής», ΠοινΔικ 2016, σελ. 1001 επομ., Φαρσεδάκη Ι. –
Σατλάνη Χ. «Ένα απάνθισμα από τη Νομολογία του ΕΔΔΑ του έτους 2013 για τη δίκαιη ποινική δίκη», ΠοινΔικ
2014, σελ. 147 επομ., Χιώλου Κ. «Το δικαίωμα “δίκαιης δίκης” κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ», Αρμ 2008,
σελ. 171 επομ.
355
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ο.π., σελ. 308-309.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ακόμα και η ίδια η χρήση του όρου
«προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί» αποτελεί και την «ορθότερη» επιλογή, αφού ως
έννοια δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένη. Στη θεωρία – και πάντοτε επ’ αφορμής της
(πλέον τροποποιηθείσας) διάταξης του 76 παρ. 1 ΠΚ – υποστηρίχθηκαν δύο απόψεις,
σύμφωνα με τις οποίες είτε η διάταξη τυποποιεί τη δήμευση των αντικειμένων που
χρησιμοποιήθηκαν όταν το (εκάστοτε) τιμωρούμενο αδίκημα τελείται σε απόπειρα,
είτε εκείνων που «δεν πρόλαβαν ή δε χρειάστηκε να αξιοποιηθούν είτε ο δράστης τελεί
το έγκλημα ολοκληρωμένο ή σε απόπειρα» 356. Με δεδομένο ότι η εν λόγω συζήτηση
δεν μπορεί να αποτυπωθεί επαρκώς στις γραμμές της παρούσας, επισημαίνεται μόνο
εν προκειμένω ότι, σε κάθε περίπτωση, το μέσο που «προοριζόταν για την εκτέλεση
του εγκλήματος» δεν πρέπει να δημεύεται όταν αποδεικνύεται ότι η χρήση του γίνεται
στα πλαίσια των (οπωσδήποτε ατιμώρητων) προπαρασκευαστικών πράξεων 357.
356
Βλ. τις σχετικές απόψεις παρατιθέμενες σε Μυριούνη Σπ. «Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και τον Ν
3691/2008 για τη Νομιμοποίηση Παρανόμων Εσόδων μετά τον Ν. 4472/2017», διπλωματική εργασία
δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα www.ikee.lib.auth.gr , σελ. 17 επομ.
357
Έτσι και Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Εμβάθυνση στην ποινική νομολογία», Β’ εκδ. Σάκκουλα 2009, σελ. 297 επομ.
358
Βλ. χαρακτηριστικά για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο της δήμευσης την Καϊάφα –
Γκμπάντι Μ., «Εμβάθυνση στην ποινική νομολογία», ό.π. και συγκεκριμένα τη μελέτη με τίτλο «Δήμευση και
αρχή της αναλογικότητας», με παρατηρήσεις της συγγραφέως επ’ αφορμή της 813/2005 ΑΠ (σελ. 313 επομ).
Σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας έγινε αναλυτικότερα λόγος και πιο
πάνω, στην ενότητα που αφορούσε τις βασικές κυρώσεις του αρθ. 30 παρ.1. Η
επιταγή η ποινή, ως απόδοση μομφής στην πράξη του δράστη, να είναι κατάλληλη,
αναγκαία και εν στενή εννοία αναλογική προς την πράξη που τελεί ο δράστης, δε θα
μπορούσε παρά να ακολουθεί και την εφαρμογή της δήμευσης. Στο πλαίσιο αυτό,
είναι αντιληπτό ότι η δήμευση της «περιουσίας» που αποκτά ο δράστης δεν μπορεί να
επιβάλλεται στις περιπτώσεις των αρθ. 29 παρ. 6 και 29 παρ. 8, αφ’ ης στιγμής η
δήμευση στις περιπτώσεις αυτές δεν πληροί τα κριτήρια της αναλογικότητας σε
σχέση με την εγκληματική απαξία των συμπεριφορών για τις οποίες επιβάλλεται.
Ειδικά, δε, στην περίπτωση του αρθ. 29 παρ. 8, όπου το τυποποιούμενο έγκλημα δεν
τιμωρείται καν (αυστηρότερα) για την από κερδοσκοπία ή την κατ’ επάγγελμα τέλεσή
του – και άρα προφανώς η δήμευση διατάσσεται για τα κέρδη που αποτελούν το
«αντίτιμο» της πράξης του δράστη – η νομοθετική αστοχία στην πρόβλεψη της
ποινής της δήμευσης είναι εμφανέστατη.
σημαντικότερο) συμπέρασμα. Ότι δηλαδή υπάρχει ακόμη ευρύ πεδίο διόρθωσης στο
κεφάλαιο της δήμευσης, ούτως ώστε η εν λόγω ποινή να συγχρονιστεί απόλυτα τόσο
με τα νέα δεδομένα στο επίπεδο των εγκλημάτων υποβοήθησης της παράνομης
μετανάστευσης, όσο κυρίως με τις διαχρονικά ισχύουσες συνταγματικές επιταγές.
5.2.4 Η σχέση της διάταξης του αρθ. 30 παρ. 10 με αυτή του αρθ. 76 παρ. 1 ΠΚ.
Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο το σχετικό με την ερμηνεία της δήμευσης του
αρθ. 30 παρ. 10, θα ήταν παράλειψη να μην κάνει κανείς μία σύντομη και περιεκτική
αναφορά στη σχέση που τελεί η διάταξη αυτή με τη «γενική» διάταξη περί δήμευσης
του αρθ. 76 παρ. 1 ΠΚ, ιδίως μετά την πρόσφατη τροποποίηση του τελευταίου με τον
Ν 4478/2017. Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει κυρίως στην παρούσα
υποενότητα είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να εφαρμοστεί, αντί της ρητά
προβλεπόμενης στο αρθ. 30 παρ.10 ποινής της δήμευσης η γενική διάταξη του αρθ.
76 παρ. 1 ΠΚ, με δεδομένο ότι αποτελεί την πιο πρόσφατη νομοθετική επιλογή στο
πεδίο της δήμευσης.
Μάλιστα στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η τροποποίηση του αρθ. 76
ΠΚ προκρίθηκε προς τον σκοπό της εναρμόνισης του ελληνικού δικαίου με την
Οδηγία 2014/42/ΕΕ και συγκεκριμένα με τα άρθ. 4 και 6 της Οδηγίας αυτής. Αυτή η
διαπίστωση μας οδηγεί στη σκέψη ότι ενδεχομένως να ήταν ορθότερο στην
περίπτωση του με την παρούσα εξεταζομένου εγκλήματος των μεταφορέων να
εφαρμοστεί η «νεότερη» διάταξη του αρθ. 76 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον αποτελεί την πιο
πρόσφατη διάταξη ενσωμάτωσης ενός ενωσιακού νομοθετήματος και, άρα, η
τυποποίησή της αποσκοπούσα «στη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για τη λήψη
και εφαρμογή των σχετικών [ενωσιακών] μέτρων σε εθνικό επίπεδο, με στόχο αφενός
τον αποτελεσματικότερο εντοπισμό των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος
και αφετέρου τη διεύρυνση των δυνατοτήτων δέσμευσης και δήμευσής τους, ιδίως στο
μέτρο που συνδέονται με οργανωμένες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας»359
συνάδει απόλυτα με τον σκοπό της τυποποίησης του αδικήματος των μεταφορέων, η
οποία, όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί και σε άλλα σημεία της παρούσας, έχει
359
Βλ. χαρακτηριστικά την εισαγωγή της αιτιολογικής έκθεσης του Ν 4478/2017, δημοσιευμένη στην
ηλεκτρονική διεύθυνση www.hellenicparliament.gr .
Μαρία Γ. Σαΐτη Σελίδα 142
Η οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης των μεταφορέων κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα
Μετανάστευσης (Ν 4251/2014)
τις ρίζες της στην ευρωπαϊκή νομοθεσία περί μετανάστευσης. Με δυο λόγια,
αναρωτιέται κανείς, εύλογα, εάν η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να ενσωματώσει
στο πεδίο της δήμευσης τις ευρωπαϊκές επιταγές επιδρά εμμέσως και σε έναν ειδικό
ποινικό νόμο, η όλη σύλληψη επί του οποίου έχει – σχεδόν κατεξοχήν – ευρωπαϊκές
καταβολές.
Επιπλέον τούτου, η νέα διάταξη του 76 ΠΚ αποτυπώνει πλέον ρητά στην παρ. 2
την επιταγή η επιβολή της δήμευσης να εναρμονίζεται με τις θεμελιώδεις αρχές του
360
Βλ. τη σχετική άποψη με παράθεση επιχειρηματολογίας σε Μυριούνη Σπ., ό.π., σελ. 24 επομ.
Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας, ενώ συγχρόνως τυποποιεί και τη
λεγόμενη «αναπληρωματική δήμευση» στην παρ. 3, τη δυνατότητα δηλ. να
δημευθούν προϊόντα ίσης αξίας με την περιουσία που αποκτήθηκε στα πλαίσια της
τέλεσης ενός εγκλήματος. Η δυνατότητα αυτή, μάλιστα, διευρύνεται ακόμη
περισσότερο στην παρ. 4 του αρθ. 76 ΠΚ, εφόσον προβλέπεται πλέον η επιβολή
χρηματικής ποινής για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε η
δήμευση του 76 παρ. 1 ΠΚ, αλλά ούτε και η αναπληρωματική δήμευση του 76 παρ. 3
ΠΚ.
Τέλος, ίσως η σημαντικότερη τροποποίηση στο πεδίο της δήμευσης αφορά την
εισαγωγή για πρώτη φορά στο γενικό μέρος του ΠΚ της λεγόμενης «δήμευσης στα
χέρια τρίτου», η οποία μέχρι πρότινος τυποποιούνταν μόνο σε ειδικούς ποινικούς
νόμους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της εδώ εξεταζόμενης ποινικής
διάταξης του αρθ. 30 Ν 4251/2014. Πρόκειται για μία ριζική τομή, η προφανέστατη
σύγκρουση της οποίας με τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές εκτέθηκε
αναλυτικότερα πιο πάνω, επ’ αφορμή του αδικήματος των μεταφορέων.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην απάντηση του ερωτήματος που τέθηκε πιο πάνω,
θεωρώ ότι ορθότερη είναι η πρόκριση της ειδικότερης ρύθμισης του αρθ. 30 παρ. 10
Μαρία Γ. Σαΐτη Σελίδα 144
Η οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης των μεταφορέων κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα
Μετανάστευσης (Ν 4251/2014)
έναντι της πιο πρόσφατης του 76 παρ. 1 ΠΚ, δεδομένου ότι είναι περισσότερο
εναρμονισμένη με τις συνταγματικές επιταγές, τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα
της δήμευσης εις χείρας τρίτου. Άλλωστε, το επιχείρημα ότι η νεοεισαχθείσα
δήμευση του 76 ΠΚ αποτελεί νεότερη και πιο «σαφής» έκφραση της βούλησης του
νομοθέτη στο πεδίο της δήμευσης, ώστε να «καταργεί σιωπηρά» την (προγενέστερη
χρονικά) ειδική ρύθμιση του αρθ. 30 παρ. 10 δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό, ειδικά
εάν αναλογισθεί κανείς ότι, αφ’ ης στιγμής η διάταξη του 76 ΠΚ αποτελεί
ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ 361, οπωσδήποτε η τελευταία είχε τεθεί υπ’
όψιν του Έλληνα Νομοθέτη κατά τη νομοθέτηση των ποινικών διατάξεων που
αφορούν την υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, η οποία έλαβε χώρα την
ίδια ακριβώς χρονική περίοδο (εν έτει 2014). Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα θα
μπορούσε να πει κανείς ότι ο Έλληνας Νομοθέτης «αγνοούσε» τις ευρωπαϊκές
επιλογές γύρω από τα ζητήματα της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων – ώστε να
υποστηριχθεί ότι επιδιώκει τώρα με το νεοεισαχθέν αρθ. 76 ΠΚ την αντικατάσταση
απασών των ποινικών διατάξεων περί δήμευσης ως δείγμα «πλήρους συμμόρφωσης»
με τις επιλογές αυτές – αφού η ίδια η προγενέστερη διάταξη του 30 παρ. 10 362
αντανακλούσε αμιγώς την ενωσιακή πολιτική ως προς τα αντικειμενικά όρια της
δήμευσης, την επιβολή της δήμευσης εις χείρας τρίτων κοκ.
361 ης
Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για την Οδηγία 42/2014/ΕΕ της 3 Απριλίου 2014 «Σχετικά με τη δέσμευση και
τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
362
Ενν. πριν την τροποποίησή του με τον Ν 4356/2015.
363
Με μοναδική εξαίρεση, φυσικά, την εκπονηθείσα στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών
του τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. διπλωματική εργασία του κ.
Μυριούνη Σπ., σε ορισμένα σημεία της οποίας γίνονται παραπομπές και παραπάνω.
364
Έτσι και ο Ανδρουλάκης Ι., «Νέες ρυθμίσεις για τη δέσμευση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων (Ν.
4478/2017),» άρθρο δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα
https://lawtakpap.blogspot.com/2018/02/44782017.html στις 05/02/2018.
προηγουμένως αναλυτικά εκτέθηκε, από τον Έλληνα Νομοθέτη και κατά την
τροποποίηση του αρθ. 30 παρ. 10 365. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, και προκρίνεται όχι
μόνο ως ορθότερη δογματικά, αλλά κυρίως ως συνεπέστερη προς τις θεμελιώδεις
επιταγές, τόσο του Συντάγματος όσο και των διεθνών κανόνων δικαίου, η εφαρμογή
της ειδικής διάταξης του 30 παρ. 10 έναντι της γενικής του αρθ. 76 παρ. 1 ΠΚ στο
πεδίο της ποινικής ευθύνης των μεταφορέων, τουλάχιστον μέχρις ότου να υπάρξει μία
ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της δήμευσης τόσο για τα εγκλήματα του ΠΚ όσο και
για τα τυποποιούμενα σε ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως το εν προκειμένω
εξεταζόμενο ποινικό αδίκημα.
365
Βλ. στο σημείο αυτό εκ νέου την αιτιολογική έκθεση του Ν 4356/2015 που τροποποίησε το αρθ. 30 παρ. 10,
σύμφωνα με την οποία «[με την κατάργηση της δήμευσης στα χέρια τρίτων] διαφυλάσσεται η αρχή nullum
crimen nulla poena sine lege (αρθ. 7 παρ. 1 Συντ) και η αρχή της ενοχής (αρ. 2 παρ. 1 Συντ), αφού για την επιβολή
της δήμευσης δεν αρκεί όπως πριν η απλή γνώση της εγκληματικής δραστηριότητας του τρίτου που, άλλωστε,
δεν περιγράφεται ως αυτοτελής αξιόποινη συμπεριφορά σε ποινικό νόμο...».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ζητήματα Απόπειρας – Συμμετοχής – Συρροής
1.1 Εισαγωγικά: Χωρεί απόπειρα στα εγκλήματα συμμετοχής που έχουν αναχθεί σε
ολοκληρωμένα αδικήματα;
Αναφέρθηκε και πιο πάνω ότι, για μία μερίδα της θεωρίας, οι τυποποιούμενοι
τρόποι τέλεσης του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 συνιστούν αναγωγή βοηθητικών
πράξεων (και όχι πάντα εν ευρεία ή εν στενή εννοία συμμετοχής) σε αυτοτελή,
ολοκληρωμένα εγκλήματα 366. Οι πράξεις αυτές αναφέρονται πάντα στο αδίκημα του
αρθ. 83 Ν 3386/2005, δηλαδή στο έγκλημα της παράνομης εισόδου ή εξόδου
αλλοδαπού από την ελληνική επικράτεια. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, τέθηκε το
ερώτημα μήπως η αναγνώριση του χαρακτήρα των εγκλημάτων του 30 παρ. 1 ως
εγκλημάτων υποβοήθησης συνεπάγεται αυτόματα τον αποκλεισμό των πράξεων
απόπειρας 367.
366 ο
Πρόκειται για άποψη με κύριο εκφραστή τον Χατζηνικολάου Ν., βλ. παραπάνω κεφάλαιο 2 .
367
Φυσικά με το επιχείρημα ότι για το ελληνικό ποινικό δίκαιο το σχήμα «απόπειρα συμμετοχής σε ένα
έγκλημα» δεν είναι νοητό. Για τους λόγους που αποκλείεται το σχήμα αυτό βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι.,
«Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 536 επομ., 562 επομ., 574 επομ.
368
Βλ. Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης...», ό.π., σελ. 846.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, στο επόμενο κεφάλαιο θα γίνει μία προσπάθεια να
οριοθετηθούν με όσο το δυνατόν περισσότερη σαφήνεια οι συμπεριφορές που
συνιστούν απόπειρα τέλεσης του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 με τους
προβλεπόμενους σε αυτό τρόπους που μπορεί να τελεστεί. Τέλος, σε μία ξεχωριστή
ενότητα, θα γίνει μία σύντομη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται
δικονομικά η απόπειρα και πιο συγκεκριμένα πώς έχει επιχειρήσει η νομολογία να
οριοθετήσει τις πράξεις απόπειρας από τις πράξεις που συνιστούν ολοκληρωμένο
έγκλημα.
369
Βλ. τις απόψεις των Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης», ό.π., σελ. 844 επομ. και
Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Η ιδιότητα του πρόσφυγα...», ό.π., σελ. 262 επομ.
370
Έτσι και η Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. (βλ. αμέσως παραπάνω υποσημείωση).
371
Βλ. την εν λόγω επιχειρηματολογία σε Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 196-198.
372
Βλ. Μανωλεδάκη Ι., «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 393 επομ.
επομένως, στην περίπτωση της απόπειρας από το βασικό ουσιαστικό δόγμα του
ποινικού φαινομένου, σύμφωνα με το οποίο με ποινή τιμωρείται η ολοκληρωμένη
προσβολή μιας μονάδας εννόμου αγαθού (έγκλημα), εμφανίζεται δικαιολογημένη.
373
Υπενθυμίζεται ότι για τη συγκρότηση της απόπειρας γίνεται δεκτό ότι πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο
στοιχεία, το αντικειμενικό που είναι η αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος και το υποκειμενικό που αντιστοιχεί στο
δόλο τέλεσης του ολοκληρωμένου εγκλήματος. Με την έννοια αυτή η απόπειρα εμφανίζεται ως ένα έγκλημα
υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (βλ. Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π.,
σελ. 393 επομ).
374
Θα πρόκειται, εφόσον ο δράστης δεν έχει ολοκληρώσει την πράξη για υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη
απόπειρα, η οποία θα οδηγεί σύμφωνα με το αρθ. 44 παρ. 1 ΠΚ σε εξάλειψη του αξιοποίνου του δράστη. Για τη
δογματική της υπαναχώρησης γενικά βλ. ιδίως Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους»,
ό.π., σελ. 438 επομ., Μπιτζιλέκη Ν. «Προβλήματα απόπειρας», εκδ. 1996, του ιδίου «Η ελεύθερη βούληση στην
υπαναχώρηση και στην έμπρακτη μετάνοια», εκδ. 1995, Χαραλαμπάκη Α. «Η υπαναχώρηση από μη
πεπερασμένη απόπειρα», ΠοινΧρον1989 σελ. 447.
διάγνωση της αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος σε κάθε έναν αυτοτελή τρόπο
τέλεσης του 30 παρ. 1 375.
Παρόλα αυτά, η διάγνωση του στοιχείου της αρχής εκτέλεσης, υπό την έννοιά
της ως «αρχή διενέργειας της πράξης της αντικειμενικής υπόστασης»376, δε συνιστά
εύκολη υπόθεση στην προκειμένη περίπτωση, λόγω αφενός μεν του σύνθετου
χαρακτήρα των εγκλημάτων που περιγράφονται στους επιμέρους τρόπους τέλεσης
και αφετέρου της δυσκολίας της εννοιολογικής οριοθέτησης τους γενικότερα, όπως
και παραπάνω αναλυτικά εκτέθηκε. Στην περίπτωση της μεταφοράς, λόγου χάρη, θα
μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αρχή εκτέλεσης καταφάσκεται από τη χρονική
στιγμή που αρχίζει να διενεργείται η μεταφορά: αρχή εκτέλεσης, επομένως, θα
υπάρχει αφ’ ης στιγμής ο δράστης συλλαμβάνεται να επιβιβάζει στο όχημά του
αλλοδαπούς οι οποίοι δε φέρουν τα νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα. Ο διασυνοριακός,
όμως, χαρακτήρας του εγκλήματος περιπλέκει τα πράγματα: ο δράστης εκτός
Ελλάδας πχ που συλλαμβάνεται να επιβιβάζει τους αλλοδαπούς (χωρίς αυτοί να
κατέχουν τα απαραίτητα έγγραφα) στη βάρκα του στα νότια παράλια της Τουρκίας θα
τιμωρηθεί για απόπειρα μεταφοράς ανεξαρτήτως αν ο προορισμός του ήταν η Ελλάδα
ή λχ η Κύπρος;
Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως σε όλα τα
εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, έτσι και στην περίπτωση της
απόπειρας μεταφοράς, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η διάγνωση του δόλου του
δράστη σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά που (αποδεικνύεται ότι)
λαμβάνουν χώρα τη στιγμή της σύλληψής του. Στο παραπάνω ερώτημα, επομένως, ο
δράστης που συλλαμβάνεται στο λιμάνι της Τουρκίας για απόπειρα του εγκλήματος
θα τιμωρηθεί σύμφωνα με το αρθ. 30 παρ. 1 είτε είναι Έλληνας είτε αλλοδαπός, όπως
προβλέπεται στο αρθ. 30 παρ. 11. Ενόσω γίνεται αντιληπτός εν πλω (από το ελληνικό
λιμενικό πχ) θα τιμωρηθεί για απόπειρα μεταφοράς μόνο εάν έχει λάβει κατεύθυνση
375
Στην ελληνική επιστήμη οι επικρατούσες θεωρίες περί εννοιολογικού προσδιορισμού της αρχής εκτέλεσης
είναι τρεις: η ουσιαστική αντικειμενική θεωρία (ή αλλιώς ο λεγόμενος «τύπος του Φρανκ», ο οποίος σημειωτέον
είναι η απολύτως κρατούσα θεωρία στην ελληνική νομολογία), η θεωρία της εντύπωσης (με κυριότερο
υποστηρικτή τον Ανδρουλάκη) και η στενή αντικειμενική θεωρία (η οποία διατυπώθηκε από τον Μανωλεδάκη).
Βλ. συνοπτική περιγραφή τους με παραπομπές στη σχετική ξενόγλωσση βιβλιογραφία σε Μανωλεδάκη Ι.
«Ποινικό Δίκαιο –Επιτομή Γενικού Μέρους», ό.π., σελ. 415 επομ.
376
Με τήρηση της στενής αντικειμενικής θεωρίας, βλ. παραπάνω υποσημείωση.
προς κάποιο ελληνικό νησί και αυτό μόνον εφόσον συλλαμβάνεται χωρίς να έχει
περάσει τα ελληνικά σύνορα (άρα χωρίς να έχει εισέλθει ακόμα στα ημεδαπά χωρικά
ύδατα). Εάν, από την άλλη, διαπιστώνεται ότι ο δόλος του δράστη καλύπτει το
δρομολόγιο προς Κύπρο (έχει πχ στην κατοχή του πλαστά έγγραφα για να
εξαπατήσουν τις κυπριακές ελεγκτικές αρχές), τότε ο δράστης δε θα τιμωρείται ούτε
καν για απόπειρα μεταφοράς, αφ’ ης στιγμής αποδεικνύεται ότι δεν είχε δόλο για την
τέλεση του εγκλήματος του 30 παρ.1 (άρα για μεταφορά «από το εξωτερικό προς την
Ελλάδα») 377.
377
Υποστηρίζεται όμως ότι η μεταφορά ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος του 30 παρ.1 περιλαμβάνει και τις
περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ελλάδα δεν αποτελεί τον τελικό προορισμό των μεταφερόμενων αλλοδαπών,
αλλά σταθμό της πορείας τους προς άλλη χώρα (βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 164 επομ.). Στην περίπτωση
αυτή, εφόσον το πλεούμενο δεν έχει διέλθει των ελληνικών συνόρων θα πρόκειται για απόπειρα μεταφοράς,
ενώ εάν όντως διήλθε των συνόρων, ο δράστης –χειριστής της βάρκας θα τιμωρείται για τη μεταφορά
ολοκληρωμένη, καθώς για την κατάφαση του εγκλήματος δεν ενδιαφέρει εάν ο δράστης όντως φθάνει στον
προορισμό του, αλλά η διενέργεια του δρομολογίου και μόνο.
378
Βλ. Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 200), ο οποίος ειδικά για την περίπτωση της (νεοεισαχθείσας) παραλαβής
για προώθηση αναφέρει χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για «(…) [αναγωγή] μίας προπαρασκευαστικής πράξης
της παλαιάς προώθησης σε ολοκληρωμένο έγκλημα» και, άρα, «τα περιθώρια κατάφασης αξιόποινης απόπειρας
συρρικνώνονται σημαντικά».
379
Στοιχείο το οποίο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ορθά έχει αξιολογήσει η νομολογία ως ένα εκ των
στοιχείων που διακρίνουν την οργανωμένη υποδομή του δράστη-οδηγού λεωφορείου και, άρα, ως ένα
αντικειμενικό χαρακτηριστικό που καταδεικνύει τον δόλο του δράστη.
380
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 203, ο οποίος τονίζει ότι η ολοκληρωμένη διευκόλυνση προϋποθέτει
διέλευση του αυτομεταφερόμενου των ελληνικών συνόρων).
Το ερμηνευτικό πρόβλημα που γεννάται εδώ, στον βαθμό που ακόμα και η
«απλή επιβίβαση» αξιολογείται κάποτε ως ολοκληρωμένη μεταφορά, είναι προφανές
και συναρτάται με τη δυσχέρεια να οριοθετηθούν επακριβώς συμπεριφορές σύνθετες,
οι οποίες δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο. Η
μεταφορά διά της ξηράς λχ – όπου το διερχόμενο όχημα μπορεί να παύσει το ταξίδι
ανά πάσα στιγμή – δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μεταφορά διά θαλάσσης ή
αέρος και, άρα, ως συμπεριφορές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται όμοια.
Ειδικότερα, λαμβανομένης υπ’ όψιν της δυσκολίας να συλληφθεί κάποιος «άμα τη
381
Διότι όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, εφόσον το έγκλημα της παραλαβής για προώθηση είναι υπερχειλούς
υποκειμενικής υπόστασης και μόνο το αντικειμενικό στοιχείο της επιβίβασης, σε συνδυασμό και με την ύπαρξη
αντικειμενικών ενδείξεων που καταδεικνύουν τον δόλο του δράστη για προώθηση των αλλοδαπών εντός
Ελλάδος (προετοιμασία δρομολογίου κλπ), θα αρκεί για να θεωρείται το έγκλημα τετελεσμένο και ο δράστης να
τιμωρείται σύμφωνα με το 30 παρ. 1.
382
Βλ. χαρακτηριστικά την αιτιολογία της υπ’ αριθ. 2073/2010 ΑΠ (ΠοινΧρον 2012, σελ. 24), σύμφωνα με την
οποία «(…) Η ανωτέρω αξιόποινη πράξη θεωρείται τετελεσμένη, προκειμένου μεν για θαλάσσια και εναέρια
μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που επιβιβάσθηκε λάθρα βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά την έναρξη του,
προ του απόπλου ή της απογειώσεως ελέγχου από τα αρμόδια κρατικά όργανα, ή μετά την άπαρση του πλοίου ή
την απογείωση του αεροπλάνου, προκειμένου δε για άλλα μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που
αναχωρεί λάθρα βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά τον τελευταίο έλεγχο εξόδου ή πλησίον των συνόρων».
εκτελέσει» του δρομολογίου ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου και, μάλιστα, προτού
αυτό εισέλθει στα ελληνικά χωρικά ύδατα (ώστε να μπορεί κάποιος να μιλά για
απόπειρα διά θαλάσσης ή δι’ αέρος μεταφοράς αλλοδαπών), είναι κατανοητή η
σκέψη που κάνει κανείς ότι η ολοκλήρωση της επιβίβασης (και μάλιστα μετά τον
έλεγχο των επιβιβασθέντων και των εγγράφων τους) μπορεί να θεωρείται
ολοκληρωμένη μεταφορά, εφόσον υποτίθεται ότι από τη στιγμή που θα κλείσουν οι
πόρτες του αεροπλάνου λχ δεν μπορεί να μεσολαβήσει καμία άλλη ενέργεια (ή
μάλλον καμία άλλη «ενδιάμεση στάση») πέραν της απογείωσης του αεροπλάνου και
της προσγείωσής του σε αερολιμένα της ελληνικής επικράτειας.
Η σκέψη αυτή βέβαια δεν είναι ορθή στο βαθμό που θεωρεί τον απόπλου ή την
απογείωση ως ολοκλήρωση του δρομολογίου, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι εν
τοις πράγμασι δεν αποκλείεται το μεταφορικό μέσο (πλοίο ή αεροπλάνο) να μην
ολοκληρώσει ποτέ το δρομολόγιό του προς έναν συγκεκριμένο προορισμό για
πολλούς και διάφορους λόγους (όπως πχ οι συχνότατα εμφανιζόμενες στην πράξη
καιρικές συνθήκες, τα τυχόν τεχνικά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει το
όχημα κοκ). Ούτε βέβαια ο προγενέστερος ή μεταγενέστερος της έναρξης του
ταξιδιού έλεγχος των ταξιδιωτικών εγγράφων των μεταφερομένων προσώπων μπορεί
να συναρτάται με την αρχή εκτέλεσης της μεταφοράς, στο βαθμό που όπως και
παραπάνω αναλυτικά εκτέθηκε, το ποινικό ενδιαφέρον εστιάζεται στην πράξη της
μεταφοράς, στη διασυνοριακή δηλαδή μετακίνηση αυτή καθ’ αυτή, και όχι σε
πράξεις που συνδέονται κατά τα εκάστοτε συναλλακτικά ήθη στις μεταφορές, τα
οποία σημειωτέον μπορεί να διαφέρουν ακόμα και από τη μία μεταφορική εταιρία
στην άλλη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή δείκτη για τη
διάγνωση του στοιχείου της αρχής εκτέλεσης της μεταφοράς.
2 Ζητήματα Συμμετοχής
2.1 Εισαγωγικά: Η διάκριση των βοηθητικών πράξεων από τις εν στενή εννοία
συμμετοχικές
Από τη θεωρητική αναζήτηση που έγινε πιο πάνω αναφορικά με τον
εννοιολογικό προσδιορισμό των τρόπων τέλεσης, προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα,
η συστηματοποίηση των οποίων είναι καταλυτική για το παρόν κεφάλαιο της
συμμετοχής:
Κατά δεύτερον, στην περίπτωση του αρθ. 30 παρ. 1, ανεξαρτήτως της μορφής
που το έγκλημα λαμβάνει ανάλογα με τον τρόπο τέλεσής του από τον δράστη,
καθίσταται σαφές ότι όλες οι μορφές συμμετοχής που τιμωρούνται σύμφωνα με τον
ελληνικό ποινικό κώδικα (συναυτουργία, ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συνέργεια)
είναι νοητές, μπορούν να καταφαθούν και δεν αποκλείονται 383. Η παρατήρηση αυτή
γίνεται επί τη βάσει της αμφισβήτησης που ενδεχομένως να γεννάται γύρω από την
κατάφαση της συμμετοχής, με το επιχείρημα ότι η «διευκόλυνση μεταφοράς»
εμπεριέχει ως έννοια κάθε πράξη συμμετοχής στη μεταφορά. Φυσικά, το επιχείρημα
αυτό καταρρίφθηκε παραπάνω κατά την εννοιολογική οριοθέτηση του σχετικού
τρόπου τέλεσης.
383
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 204.
Στο πεδίο της ηθικής αυτουργίας, μία περίπτωση που χρήζει πιο
εξειδικευμένης διερεύνησης είναι η πιο συχνά εμφανιζόμενη στην πράξη περίπτωση
που ο αλλοδαπός πείθει ο ίδιος τον οδηγό του οχήματος για να τον μεταφέρει από το
εξωτερικό εντός της ελληνικής επικράτειας. Εν προκειμένω τέθηκε το ζήτημα εάν του
καταλογίζεται το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην ίδια του τη μεταφορά σε
συρροή με το αδίκημα της παράνομης εισόδου του αρθ. 83 που ο ίδιος τελεί ως
φυσικός αυτουργός.
384
Βλ. για διαφορετικές πτυχές του ζητήματος του αυτοπροσδιορισμού, ενδεικτικά, τα έργα των: Μανωλεδάκη
Ι. «Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας», εκδ. 1980, του ιδίου «Υπάρχει δικαίωμα στον θάνατο;» σε
Υπερ1994, σελ. 523 επομ., Παπανεοφύτου Α. «Συναίνεση και προσβολή του εννόμου αγαθού» σε ΠοινΧρον
1984, σελ. 893 επομ., Παπαχαραλάμπους Χ. «Η συμμετοχή σε αυτοκτονία», εκδ. 1997, Παρασκευόπουλου Ν.,
«Ποινική ευθύνη από αυτοκαταστροφικές πράξεις», ας ΕλλΕπΕγκλ 1991, σελ. 66 επομ.
385
Πρβλ. εδώ και τα σχετικά ζητήματα συναίνεσης που παρατέθηκαν αναλυτικά πιο πάνω.
Κατά τα λοιπά, ως ηθικός αυτουργός κατά τον συνδυασμό των αρθ. 46 παρ. 1
ΠΚ και 30 παρ. 1, μπορεί να τιμωρηθεί ο οποιοσδήποτε «προκαλεί την απόφαση»
στον δράστη να τελέσει το έγκλημα του 30 παρ.1, με τις ίδιες προϋποθέσεις που
γίνονται δεκτές γενικά στο ποινικό δίκαιο σχετικά με την περίπτωση της ηθικής
αυτουργίας 387.
386
Πρόκειται για την άποψη που έχει διατυπώσει πρώτος ο Ανδρουλάκης Ν., «Ποινικό Δίκαιο ΙΙ», σελ. 127 επομ.
Κριτική της επιχειρηματολογίας αυτής βλ. σε Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 209 -210.
387
Ενδιαφέρον παρουσιάζει πχ η υπόθεση που κρίθηκε στα πλαίσια της υπ’ αριθ. 522/2011 απόφασης του ΑΠ
(Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της οποίας ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε πως οι
αστυνομικοί ενήργησαν ως κολοβοί ηθικοί αυτουργοί υπό την έννοια του 46 παρ.2 ΠΚ, δεδομένου ότι όπως ο
δράστης ισχυρίσθηκε «τέλεσε την αξιόποινη πράξη κατόπιν προτροπών του αστυνομικού οργάνου να μεταφέρει
τους ομοεθνείς του στην ελληνική επικράτεια, το οποίο [αστυνομικό όργανο] και τον καθοδηγούσε μέχρι του
σημείου που αυτός [ο δράστης] συνελήφθη».
2.3 Συναυτουργία
Η συναυτουργία, ως η μορφή της συμμετοχής σύμφωνα με την οποία δύο ή
περισσότεροι δράστες συμπραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση ενός
εγκλήματος έχοντας διπλό και κοινό δόλο που καλύπτει τόσο την τέλεση του
εγκλήματος, όσο και τη «συνεργασία» τους προκειμένου να τελέσουν το έγκλημα 388,
είναι νοητή με οποιονδήποτε τρόπο κι αν τελείται το έγκλημα του αρθ. 30 παρ. 1. Για
να καταφάσκεται, λοιπόν, συναυτουργία στο εξεταζόμενο αδίκημα, θα πρέπει οι
δράστες να συμπράττουν είτε παράλληλα (παράλληλη συναυτουργία), είτε διαδοχικά
(διαδοχική συναυτουργία) στην αντικειμενική πραγμάτωση του εγκλήματος, δηλαδή
από κοινού να μεταφέρουν/ παραλαμβάνουν/ διευκολύνουν την (αυτό)μεταφορά/
εξασφαλίζουν κατάλυμα σε παράνομα εισερχόμενο στο ελληνικό κράτος
αλλοδαπό 389
.
της γενικότερης προβληματικότητας που διέπει την ερμηνεία αυτού του τρόπου
τέλεσης, όπως αυτή εκφράστηκε παραπάνω.
390
Πρβλ εδώ την υπ’ αριθ. 1176/2008 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με την οποία καταδικάσθηκαν ως
συναυτουργοί (για την προϊσχύσασα πράξη της «προώθησης» -κρίση ομοίως εσφαλμένη που όμως δεν αφορά
τον παρόντα σχολιασμό) οι δύο οδηγοί τουριστικού λεωφορείου, οι οποίοι εργάζονταν «εκ περιτροπής» στην
εταιρία που είχε στην ιδιοκτησία της το τουριστικό λεωφορείο. Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι από πουθενά
δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος οδήγησε πράγματι το λεωφορείο για κάποιο χρονικό διάστημα,
αλλά αντίθετα, η μοναδική του «συναυτουργική» πράξη ήταν ότι «υπέδειξε την κρύπτη στους λαθρομετανάστες
κατά τη στιγμή που το όχημα βρισκόταν σε τουρκικό έδαφος». Κρίση εσφαλμένη, εφόσον η συναυτουργική
δράση του δεύτερου δεν αποδείχθηκε σε κανένα σημείο της υπό κρίση υπόθεσης. Αντίθετα, ορθή ερμηνεία της
συναυτουργίας βλ. σε υπ’ αριθ.158/2010 ΣυμβΕφΛαρ (ΠραξΛογ ΠΔ 2011, σελ. 180), παρατιθέμενη σε
Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 95.
391
Βλ. πχ τις υπ’ αριθ. 391/2015 ΑΠ και 310/2011 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και την παρατιθέμενη σε
Χατζηνικολάου Ν., («Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 95) υπ’ αριθ. 2080/2008 ΑΠ (ΠοινΛογ2008, σελ. 1324), με την ορθή
αιτιολογία ότι «(…) ο κοινός δόλος των συναυτουργών δεν καλύπτει μόνον τον αριθμό των αλλοδαπών που ο
καθένας, στο πλαίσιο της κοινής τους δράσης ανέλαβε να προωθήσει, αλλά το σύνολο των μεταφερομένων».
392
Επομένως εσφαλμένα κρίνεται ως συναυτουργός και ο συνοδηγός του οχήματος, ο οποίος δεν θα οδηγήσει
το όχημα σε κανένα σημείο της διαδρομής, παρά μόνο παρίσταται παρέχοντας περισσότερο «ψυχική ενίσχυση»
στον φυσικό αυτουργό –δράστη. Για το θέμα αυτό πρβλ τις εσφαλμένες 1516/2010 ΑΠ (Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και την,
ομοίως εσφαλμένη, παρατιθέμενη σε Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 95 απόφ. υπ’ αριθ. 1237/1999
ΑΠ (ΠοινΔικ2000, σελ. 1084).
393
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 210 επομ., με αναλυτική παράθεση σχετικής νομολογίας προς επίρρωση της
θέσης του.
394
Βλ. την πιο πρόσφατη νομολογία η οποία εμμένει σε αυτές τις εσφαλμένες θέσεις και ενδεικτικά την υπ’
αριθ. 878/2013 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπου ως συναυτουργός κρίθηκε ο συνοδηγός του οχήματος (ενώ δεν
ανέλαβε ποτέ την οδήγησή του) καθώς και αφενός την υπ’ αριθ. 679/2015 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπου ο οδηγός
του προπορευόμενου οχήματος – «προπομπός» κρίθηκε συναυτουργός «διευκόλυνσης προώθησης» (!) και
αφετέρου την υπ’ αριθ. 1118/2011 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η οποία έκρινε ως συναυτουργό όχι μόνο τον οδηγό του
προπορευόμενου οχήματος, αλλά και τον συνοδηγό του (!).
Υποστηρίζεται στη θεωρία 397 ότι η βασική εννοιολογική διαφορά της άμεσης
από την απλή συνέργεια έγκειται στην κατεύθυνση της βοηθητικής ενέργειας του
συνεργού: στη μεν πρώτη περίπτωση της άμεσης συνέργειας, η βοηθητική πράξη του
συνεργού «εκθέτει το έννομο αγαθό στη φυσική δύναμη του αυτουργού», στη δε
δεύτερη της απλής συνέργειας η πράξη του συνεργού ενεργεί στην ίδια κατεύθυνση
με αυτής του αυτουργού, σε βάρος δηλαδή του εννόμου αγαθού, έχοντας
«διευκολυντική» ή «κατευθυντήρια» δράση. Η τελευταία αυτή σκέψη γεννά και τον
προβληματισμό σχετικά με τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πιο χαρακτηριστικής
πράξης συνέργειας στο έγκλημα του αρθ. 30 παρ. 1 του Κώδικα Μετανάστευσης:
αυτής του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος, ή αλλιώς του «προπομπού».
395
Πρβλ και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 212 επομ, ο οποίος δίνει το παράδειγμα του συγκυβερνήτη του
πλοίου ο οποίος «κάνει τα στραβά μάτια» στην παράνομη επιβίβαση αλλοδαπών από υφιστάμενό του και τον
αφήνει να οδηγήσει εκείνος το πλοίο προς τον προορισμό του με επιβαίνοντες παράνομα τους αλλοδαπούς.
Βέβαια, ο συγγραφέας τονίζει ότι η συμπεριφορά αυτή, τελούμενη «στο πλαίσιο νόμιμων δρομολογίων
μεταφοράς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται στα πλαίσια του αρθ. 88 παρ. 2 [και πλέον ήδη 30 παρ.2]» (σελ. 213).
396
Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι η αξιολόγηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς ως συναυτουργία διά
παραλείψεως στην παράνομη μεταφορά δε γίνεται δεκτή από τη θεωρία, καθόσον η θεματική της συμμετοχής
με παράλειψη σε πράξη που τελείται με ενέργεια αξιολογείται από κάποιους είτε με διαφορετική μορφή
συμμετοχής (ως άμεση συνέργεια δηλ) είτε ακόμα (υπό προϋποθέσεις) και ως έμμεση αυτουργία στο έγκλημα
που τελεί ο φυσικός αυτουργός. Για την εν λόγω θεματική βλ αντί άλλων Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. σε Μελέτη του
Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (Ε. Συμεωνίδου –Καστανίδου, Μ. Καϊάφα –Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Α.
Παπαδαμάκης, Θ. Παπακυριάκου, Γ. Νούσκαλης, Γ. Ναζίρης), με τίτλο «Τα εγκλήματα Πολέμου. Οι διεθνείς
υποχρεώσεις της Ελλάδας και τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2006, Μανωλεδάκη Ι.
«Ποινικό Δίκαιο. Επιτομή Γενικού Μέρους…» ό.π., Μπιτζιλέκη Ν., «Η συμμετοχική πράξη…», ό.π., σελ. 227 επομ.
Παπακυριάκου Θ. «Οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης για παραλείψεις. Πηγές και περιεχόμενο ιδιαίτερων
νομικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ», εκδ. Σάκκουλα Αθήνα –Θεσσαλονίκη 2014,
Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε, «Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της Ανθρώπινης
αξιοπρέπειας στον Ποινικό Κώδικα».
397
Βλ. χαρακτηριστικά Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο Επιτομή Γενικού Μέρους…», ό.π., σελ. 491.
Τα επιχειρήματα αυτά δεν κρίνονται πειστικά, εφόσον όχι μόνο δεν αιτιολογούν
επαρκώς πώς εν τοις πράγμασι «προσβάλλεται αποφασιστικά η πολιτειακή εξουσία»,
αλλά επιπλέον αγνοούν και το βασικό δόγμα της διάκρισης των επιμέρους μορφών
συνέργειας που εκτέθηκε παραπάνω, σύμφωνα με το οποίο η άμεση συνέργεια πρέπει
να αποτελεί πράξη που «εκθέτει» το έννομο αγαθό στη βούληση του αυτουργού. Μια
τέτοια πράξη θα μπορούσε να κάνει πχ εκείνος που δωροδοκεί τον συνοριοφύλακα τη
398
Βλ. ενδεικτικά την υπ’ αριθ. 719/2001 ΑΠ (ΠοινΛογ2001, σελ. 1422) και την υπ’ αριθ. 1417/2007 ΑΠ
(ΠοινΧρον 2008, σελ. 423), όπως παρατίθενται σε Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί», ό.π., σελ. 96, καθώς επίσης
και την υπ’ αριθ. 1485/2010 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
399
Για τις απόψεις αυτές βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 215.
στιγμή της διέλευσης του οχήματος που μεταφέρει αλλοδαπούς από το εξωτερικό
προς την Ελλάδα ώστε να αγνοήσει και να μην ελέγξει το διερχόμενο όχημα. Ο
συνεργός αυτός όντως ενεργεί έτσι ώστε επί της ουσίας ο μηχανισμός ελέγχου των
συνόρων να τίθεται «βορά» στο έγκλημα του φυσικού αυτουργού – οδηγού του
οχήματος.
Αξίζει άλλωστε να επισημανθεί ότι ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες
η νομολογία δέχθηκε ότι ο λεγόμενος «προπομπός» ήταν άμεσος και όχι απλός
συνεργός στο έγκλημα της μεταφοράς 400, τα «καθήκοντα» του συμμετόχου αυτού δεν
εξαντλούνταν στην «κλασική» μορφή της προπορευόμενης οδήγησης ώστε να
«ελέγχεται» το πεδίο σε κάθε σημείο του δρομολογίου, αλλά περιελάμβαναν και
καθήκοντα «ενίσχυσης» του οδηγού –φυσικού αυτουργού για να διαφύγει της
αστυνομικής καταδίωξης ή σύλληψης, επιβίβασης των αλλοδαπών στο όχημα, ή
ακόμη και εξασφάλισης απαραιτήτων τροφίμων για τους αλλοδαπούς (!) 401.
Υπό αυτά τα δεδομένα, και λαμβανομένου υπ’ όψιν επιπλέον πρώτον ότι το
χρονικό κριτήριο της «ταυτόχρονης» χρονικής επαφής με την πράξη πληρούται ούτως
ή άλλως, οποιαδήποτε άποψη κι αν ακολουθήσει κανείς 402, και δεύτερον ότι οι ποινές
400
Βλ. πχ τις 3/2009 ΑΠ (ΠοινΧρον 2009, σελ. 976 επομ), 891/2008 ΑΠ (ΠοινΛογ 2008, σελ. 570 επομ) και
1629/2001 ΑΠ (ΠοινΛογ 2001, σελ. 1995 επομ.).
401
Βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 1158/2011 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με την οποία ο ένας εκ των
κατηγορουμένων θεωρήθηκε άμεσος συνεργός του εγκλήματος του αρθ. 30 παρ. 1 καθώς αποδείχθηκε ότι
«ενεργούσε ως προπομπός» του οχήματος του φυσικού αυτουργού, ενώ παράλληλα βρέθηκαν στο πορτ παγκάζ
του δικού του οχήματος τρόφιμα και νερό για τους μεταφερόμενους μετανάστες.
402
Η νομολογία, πάντως, έχει εκφράσει σε διαφορετικές περιπτώσεις και τις δύο απόψεις, με φαινόμενη κλίση
προς τη λύση της άμεσης συνέργειας. Βλ. ενδεικτικά τις παρατιθέμενες σε Χατζηνικολάου Ν., «Αλλοδαποί»,
ό.π., σελ. 96 αποφάσεις υπ’ αριθ. 1629/2001 ΑΠ (ΠοινΛογ 2001, σελ. 1995), όπου όμως αναφέρεται ότι ο
που επιφυλάσσονται στον άμεσο συνεργό κατά τα 46 παρ. 1 περ. β’ ΠΚ και 30 παρ. 1
έχουν ήδη επικριθεί για την (αντι)συνταγματικότητά τους, θεωρώ ότι είναι ορθότερο
η ενέργεια του προπομπού να κρίνεται ως απλή συνέργεια στην πράξη του αρθ. 30
παρ. 1, άποψη κατά τη γνώμη μου συνεπέστερη προς τη δογματική της συνέργειας εν
γένει, αλλά και επιεικέστερη από κυρωτικής άποψης απέναντι στην εγκληματική
προσβολή που τελεί ο προπομπός, ο οποίος δεν τελεί πράξη τέτοιας εγκληματικής
απαξίας που να εξισώνεται κυρωτικά με αυτήν του οδηγού του οχήματος που
μεταφέρει τους αλλοδαπούς 403.
Με την ερμηνεία που δόθηκε στο αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο, μία κλασική
περίπτωση απλής συνέργειας στην πράξη του 30 παρ. 1 (υπ’ οποιονδήποτε απ’ τους
τρεις πρώτους τρόπους τέλεσης κι αν τελείται αυτό) είναι η παραχώρηση από τον
ιδιοκτήτη στον δράστη –οδηγό, του μεταφορικού μέσου με το οποίο τελείται το
έγκλημα 404. Ως απλοί συνεργοί χαρακτηρίζονται, επίσης, όσοι συνεισφέρουν στην
πράξη του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο πριν από την τέλεση της πράξης, όπως
ενδεικτικά:
προπομπός πέραν της «κλασικής» του αρμοδιότητας «βοήθησε τον μεταφορέα να διαφύγει και προσπάθησε να
σταματήσει τους αστυνομικούς που τον καταδιώκουν», 3/2009 ΑΠ (ΠοινΧρον 2009, σελ. 976) και 891/2008 ΑΠ
(ΠοινΛογ 2008, σελ. 570).
403
Ως επιπλέον επιχείρημα της μικρότερης σε ένταση και ποιότητα απαξίας της πράξης του προπομπού θα
μπορούσε να αξιοποιηθεί και ο χαρακτηρισμός της ίδιας ακριβώς συμπεριφοράς ως «απλής συνέργειας» στο
έγκλημα της παράνομης εισόδου –εξόδου αλλοδαπού (αρθ. 83 Ν3386/2005), χαρακτηρισμός ο οποίος δεν
αμφισβητείται από το μεγαλύτερο τμήμα της θεωρίας (βλ. και Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 208).
404
Βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αριθ. 454/2009 ΑΠ (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
405
Βλ. χαρακτηριστικά την απόφαση 454/2009 ΑΠ (ΠοινΧρον 2010, σελ. 102 επομ).
− ο συνεργός που (εν γνώσει της μεταφοράς και όχι πχ ένας τυχαίος
κάτοικος της περιοχής ή περαστικός) παρέχει στον οδηγό συμβουλές για
την υποδειχθείσα διαδρομή ή για τα συνήθη σημεία ελέγχου, όπως πχ
κάποιο χρήσιμο χάρτη των σημείων του ταξιδιού, ή πλέον με τη
σύγχρονη τεχνολογία έναν φορητό δορυφόρο gps ή οποιαδήποτε άλλη
εν γένει ενίσχυση, όπως χρήματα για τις δαπάνες καυσίμων ή διοδίων,
τρόφιμα και άλλα χρήσιμα εφόδια (σωσίβια, αντιολισθητικές αλυσίδες
κλπ)
406
Αυτονόητο είναι ότι οποιαδήποτε πράξη δωροδοκίας έχει γίνει σε προγενέστερο χρόνο μεταξύ του δράστη
και του συνοριοφύλακα θα αντιμετωπίζεται, μη πληρουμένου του απαιτούμενου χρονικού κριτηρίου, ως απλή
συνέργεια στην πράξη της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών.
407
Σημειωτέον ότι εκείνος που προμηθεύει με πλαστά διαβατήρια τους αλλοδαπούς χαρακτηρίζεται ως άμεσος
συνεργός στο έγκλημα της παράνομης εισόδου ή εξόδου του αρθ. 83 Ν 3385/2006 (βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π.,
σελ. 208).
3 Ζητήματα Συρροής
Οδεύοντας προς την ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας, στο τελευταίο
κεφάλαιο θα γίνει μία ευσύνοπτη παρουσίαση των ζητημάτων συρροής που αφορούν
το αδίκημα του αρθ. 30 παρ. 1. Λόγω της ευρύτητας του προς εξέταση αντικειμένου,
θα γίνει μία προσπάθεια ώστε, σε κάθε μία από τις επόμενες ενότητες, να
αναδειχθούν οι πιο προβληματικές περιοχές της συρροής, με παράλληλη επισκόπηση
του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει η νομολογία τις εκάστοτε προκρινόμενες
λύσεις. Για τον λόγο αυτό, επιλέχθηκαν ενδεικτικά τρεις από τις πιο χαρακτηριστικές
περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων του αρθ. 30 παρ.1. Ενδεχομένως και οι πιο συχνά
εμφανιζόμενες στην πράξη 408.
3.1 Συρροή των επιμέρους τρόπων τέλεσης μεταξύ τους – Υπαλλακτικά μικτό
έγκλημα και μεταφορά περισσότερων προσώπων
Η πρόβλεψη των τεσσάρων τρόπων τέλεσης στην 1η παράγραφο του άρθρου
30 θεσπίζει ένα υπαλλακτικώς μικτό ή γνήσιο πολύτροπο αδίκημα. Οι περισσότερες
από μία πράξεις, επομένως, που τυποποιούνται ως ξεχωριστά εγκλήματα στο άρθρο
30 παρ. 1 και διαπράττει ο δράστης, θα συρρέουν μεταξύ τους φαινομενικά, με
αποτέλεσμα το έγκλημα να αποδίδεται στον δράστη μία μόνο φορά. Απαραίτητη
προϋπόθεση, βέβαια, όπως σωστά επισημαίνεται, είναι να προσβάλλεται μόνο μία
μονάδα εννόμου αγαθού, να προσβάλλεται δηλαδή μόνο μία φορά το έννομο αγαθό
της πολιτειακής εξουσίας στην έκφανσή της του ελεγκτικού μηχανισμού των
κρατικών συνόρων 409. Στο κεφάλαιο, βέβαια, αυτό δε θα μας απασχολήσει μόνο
πόσες φορές, μία ή περισσότερες, προσβάλλεται η πολιτειακή εξουσία, αλλά και με
πόσες κάθε φορά πράξεις. Θα γίνει επομένως λόγος όχι μόνο περί της διάκρισης
αληθινής – φαινομενικής συρροής, αλλά κυρίως περί της πραγματικής ή κατ’ ιδέαν
συρροής 410.
408
Για αναλυτική περιπτωσιολογία των συρροών των επιμέρους αδικημάτων του Κώδικα Μετανάστευσης,
(όπως λχ παράνομης εισόδου του αλλοδαπού και παράνομης μεταφοράς αυτού κοκ) βλ. Χατζηνικολάου Ν.,
ό.π., σελ. 252 επομ.
409
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 253.
410
Για την ελληνική βιβλιογραφία ως προς τη θεματική της συρροής βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκη Ν. «Ποινικό
Δίκαιο. Γενικό Μέρος ΙΙΙ», εκδ. 2008, Μανωλεδάκη Ι. «Ποινικό Δίκαιο –Γενική Θεωρία», εκδ. 2004, Μαργαρίτη
Λ. «Ποινολογία», ζ’ εκδ. 2005, Μυλωνόπουλος Χ. «Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος ΙΙ», εκδ. 2008, Παύλου Σ. «Οι
αρχές της φαινομενικής συρροής. Επικουρικότητα και συρροή», εκδ. 2003, Σταμάτη Κ. «Η συρροή ποινικών
νόμων εν γένει και μη τιμωρητή πρότερα ή ύστερα πράξις», εκδ. 1967, του ιδίου «Γενικαί αρχαί της φαινόμενης
συρροής και ιδίως της κατ’ ιδέαν», εκδ. 1972.
411
Πρόκειται για κανόνα, ο οποίος εμφανίζει εξαίρεση στη θεωρία της συρροής της πράξης της μεταφοράς και
αυτής της διευκόλυνσης (αυτο)μεταφοράς του αλλοδαπού που δεν πρόκειται ποτέ να συρρέουν μεταξύ τους,
καθώς, υπό τις ερμηνευτικές λύσεις που προκρίθηκαν στο σχετικό κεφάλαιο, μεταξύ τους θα υπάρχει σχέση
αλληλοαποκλεισμού (βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 235).
412
Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για εφαρμογή εδώ της περίπτωσης της
σταδιακής επίτασης της εγκληματικής δράσης, καθόσον οι δύο αυτοτελείς πράξεις (η μεν σε απόπειρα η δε
ολοκληρωμένη) «αποτελούν δύο διαφορετικά στάδια με αυτοτελή απαξιολογική σημασία μίας ολοκληρωμένης
εγκληματικής προσβολής (βλ Μπιτζιλέκη Ν. σε Καϊάφα –Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων», ό.π., σελ. 353 επομ.). Συνεπώς, θα μπορούσε να
υποστηριχθεί εν προκειμένω ότι εφαρμόζεται η αρχή της απορρόφησης, με την ολοκληρωμένη εξασφάλιση να
απορροφά την απόπειρα μεταφοράς, η οποία φυσικά εξακολουθεί να συνεκτιμάται στην επιμέτρηση της
ποινής, εφόσον κατ’ ουσίαν η προγενέστερη απόπειρα «δίνει ένα plus απαξίας στο όλο έγκλημα» (Για τη
μεγαλύτερη απαξία κάποιων τρόπων τέλεσης εγκλήματος του 30 παρ. 1 συγκριτικά με κάποιους άλλους πρβλ
και Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Ο νέος κώδικας μετανάστευσης…», ό.π.).
τύπου «κλούβα», έναντι υπέρογκων αμοιβών «ανά κεφάλι». Στην περίπτωση αυτή
όπου συρρέουν κατ’ ιδέαν περισσότερα διακεκριμένα εγκλήματα της περ. β’ του αρθ.
30 παρ. 1, θα εφαρμόζεται και πάλι η αρχή της απορρόφησης 413. Και αφού τα
εγκλήματα που συρρέουν είναι ίδιας βαρύτητας, θα υπερισχύει οποιοδήποτε από
αυτά 414.
413
Θα εφαρμόζεται κατ’ ακριβολογία η αρχή του συνυπολογισμού στο εν. Βλ. Μπιτζιλέκη Ν. σε Καϊάφα –
Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων», ό.π., σελ. 355
επομ.
414
Ορθότερο θα ήταν, βέβαια να υπερισχύει κάθε φορά η πράξη σύμφωνα με τη σειρά που τις έχει ιεραρχήσει
ο νομοθέτης. Ανάμεσα δηλ στη συρροή μεταφοράς και εξασφάλισης καταλύματος θα υπερισχύει η πρώτη.
415
Τονίζεται εδώ ότι η διατύπωση για «περισσότερους αλλοδαπούς» (και όχι για έναν όπως αναφερόταν κατ’
επανάληψη αμέσως προηγουμένως) γίνεται σκόπιμα και βασίζεται στην υιοθέτηση της άποψης που
ενστερνίζεται και η παρούσα έρευνα, ότι δηλαδή τα αδικήματα των περ. δ’ και ε’ είναι κοινώς επικίνδυνα και
άρα δεν εφαρμόζονται επί διακινδύνευσης ενός και μόνο προσώπου.
416
Πρόκειται για άποψη που τηρείται και στη νομολογία, η οποία εφαρμόζει το 30 παρ. 1 περ. δ’ ως κοινώς
επικίνδυνο –με την προϋπόθεση δηλαδή ότι προέκυψε δυνατότητα κινδύνου για περισσότερα μεταφερόμενα
πρόσωπα –έστω κι αν πεθαίνει τελικά μόνο ένας από αυτούς που κινδύνευσαν (βλ. ενδεικτικά την απόφαση υπ’
αριθ. 1081/2012 ΑΠ –Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
417
Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 848).
(«όποιος εκθέτει άλλον και έτσι καθιστά αβοήθητο ένα πρόσωπο που έχει υποχρέωση
να το μεταφέρει 418»), ενώ εάν εξαιτίας του κινδύνου αυτού επέλθει (βαριά) σωματική
βλάβη ή θάνατος του προσώπου αυτού θα εφαρμοστεί το εκ του αποτελέσματος
έγκλημα του 306 παρ. 2 ΠΚ σε ομοίως αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με το 30 παρ. 1
περ. α’.
418
Η υποχρέωση της μεταφοράς πηγάζει από τη συμφωνία που έχει κάνει ο οδηγός του οχήματος (ή ο
πλοίαρχος κοκ) με τον μεταφερόμενο αλλοδαπό είτε έχει συμφωνηθεί τίμημα, είτε πρόκειται για μία «απλή
εξυπηρέτηση». Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση αυτή γενικά μπορεί να πηγάζει και από τον νόμο και από
προηγούμενη άδικη πράξη, χωρίς όμως να απαιτείται η παραπομπή στους όρους του αρθ. 15 ΠΚ, εφόσον το
αδίκημα του 306 παρ. 1 περ. β’ ΠΚ αποτελεί έγκλημα γνήσιας παράλειψης (βλ. αντί άλλων Συμεωνίδου –
Καστανίδου Ε. «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών», ό.π., σελ. 89 επομ).
419
Το εδάφιο αυτό προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο τότε έγκλημα μεταφοράς του αρθ. 33 του Ν 1975/1991
και ισχύει μέχρι σήμερα, παρά τις επιμέρους νομοθετικές επεμβάσεις και αλλαγές ως προς την ευθύνη των
μεταφορέων.
420
Πρβλ και τη διατύπωση της Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 848-849)
όπου σχετικά με το έννομο αγαθό αναφέρει ότι «Τούτη [η πολιτειακή εξουσία] προσβάλλεται πράγματι πολλές
φορές και αυτοτελώς για κάθε πρόσωπο, για το οποίο οι αρμόδιες αρχές έπρεπε να εκδώσουν ξεχωριστό
ταξιδιωτικό έγγραφο που υλοποιεί την απόφαση της πολιτειακής εξουσίας να το κάνει δεκτό στην επικράτειά
της».
421
Έτσι και οι Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 256) και Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. («Ο νέος Κώδικας
Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 849.
422
Η διαφοροποίηση των συνεπειών δεν αφορά μόνο στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται σε καθεμία από τις
δύο αυτές περιπτώσεις, αλλά και στον τρόπο έκτισης των ποινών (υφ’ όρων αναστολή ποινής, υφ’ όρον
απόλυση, τρόπος υπολογισμού των ημερών εργασίας), καθώς και σε κρισιμότατα ζητήματα ουσίας της ποινής
(παραγραφή ποινής, αμνηστεία, χάρη). Περαιτέρω, ο χαρακτηρισμός της συρροής ως κατ’ ιδέα ή πραγματικής
και ο συνεπεία αυτού σχηματισμός ποινής έχει και συνέπειες δικονομικού χαρακτήρα (εκκλητό απόφασης,
δεδικασμένο κοκ). Βλ. αναλυτικά αντί άλλων Μπιτζιλέκη Ν. σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./
Συμεωνίδου Καστανίδου Ε.«Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων», ό.π., σελ. 366 επομ.
423
Βλ. Μπιτζιλέκη Ν. σε Καϊάφα–Γκμπάντι Μ./ Μπιτζιλέκη Ν./ Συμεωνίδου–Καστανίδου Ε. «Δίκαιο των
Ποινικών Κυρώσεων», ό.π., σελ. 328-329.
424
Για το συγκεκριμένο μείζον ζήτημα αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 9/1995
απόφαση, η οποία και δημιούργησε έκτοτε πάγια τάση ως προς την ερμηνεία της συρροής ως πραγματικής. Βλ.
παρατηρήσεις επί της απόφασης αυτής σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. (Υπερ 1996, σελ. 759 επομ.) και Κιούπη Δ.
(ΠοινΧρον 1996, σελ. 476 επομ). Επιπλέον αναλυτική περιγραφή των απόψεων της μειοψηφίας και της
πλειοψηφίας γίνεται και σε Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 256 επομ.
425
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 257, με παραπομπή (αριθ. υποσημ. 308) στην άποψη της Καϊάφα–Γκμπάντι
Μ.
426
Μοναδικές εξαιρέσεις (στις οποίες η συρροή θεωρήθηκε αληθινή κατ’ ιδέαν) αποτέλεσαν δύο προγηθείσες
της 9/1995 ΟλομΑΠ αποφάσεις, η 1226/1993 ΑΠ (Υπερ 1994, σελ. 797 επόμ. με παρατηρήσεις Παπαδαμάκη Α.)
και η 1540/1994 (Υπερ 1995, σελ. 485 επομ. με παρατηρήσεις Καϊάφα –Γκμπάντι Μ.).
427
Βλ. ενδεικτικά τις ΕφΘεσσαλ 68/2013 (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ΠλημμΘεσσαλ 809/2013 (ΕπιθΜετανΔικ 2014, σελ.
267 επομ), ΕφΛαρ 158/2010 (Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1293/2007 (ΠοινΧρον 2003, σελ. 420 επομ), ΑΠ 585/2006
(ΠοινΛογ2006, σελ. 488 επομ), ΑΠ 87/2006 (ΠοινΔικ 2006, σελ. 805 επομ), ΑΠ 228/2003 (ΠοινΛογ 2003, σελ. 235
επομ), ΑΠ 33/2003 (ΠοινΛογ 2003, σελ. 65 επομ), ΑΠ 1289/2002 (ΠοινΧρον 2003, σελ. 427 επομ), ΑΠ 2040/2001
(ΠοινΔικ 2002, σελ. 463 επομ), 1209/2002 (ΠοινΧρον 2003, σελ. 420 επομ).
428
Έτσι και ο Χατζηνικολάου Ν., ό.π., σελ. 259.
429
Πρβλ όμως εδώ τη σύντομη αλλά περιεκτική κριτική της συγκεκριμένης άποψης της νομολογίας που κάνει ο
Μπουρμάς Γ. με αφορμή το Βούλευμα 68/2013 ΣυμβΕφΘεσσαλ (δημοσιευμ. σε ΠοινΔικ 1/2014, σελ. 23 επομ).
430
Βλ. την άποψη του Χατζηνικολάου Ν. (ό.π., σελ. 260-261), ο οποίος υποστηρίζει ότι η θέση της νομολογίας
προωθεί την «ίση αντιμετώπιση ανόμοιων καταστάσεων», υπονοώντας σαφώς το ζήτημα
(αντι)συνταγματικότητας που τίθεται εν προκειμένω. Έτσι και ο Μπουρμάς Γ. (βλ. αμέσως προηγούμενη
υποσημείωση).
προκειμένου αργότερα να τους εκμεταλλευθούν υπ’ οποιονδήποτε τρόπο 431. Για τον
λόγο αυτό, άλλωστε, στις πρώτες ενότητες της παρούσας σχετικά με τη διερεύνηση
του προστατευόμενου με τη διάταξη του 30 παρ. 1 εννόμου αγαθού, έγινε και ειδική
αναφορά στο έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας, στην προσπάθεια να
αποσαφηνιστεί εάν η τιμώρηση της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών υποκρύπτει
την προστασία της προσωπικής ελευθερίας των αλλοδαπών. Η σκέψη, βέβαια, αυτή
αποκλείστηκε με βάσιμη επιχειρηματολογία, χωρίς όμως ταυτόχρονα να αποσιωπάται
η άμεση σύνδεση του εγκλήματος της μεταφοράς του 30 παρ. 1 με τα σχετικά
αδικήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας που τυποποιούνται στον Ποινικό
Κώδικα. Ας δούμε όμως περί ποίων ακριβώς εγκλημάτων ο λόγος.
431
Πρβλ. και τη μελέτη του Ταμιχτσή Ι. («Το έγκλημα της παράνομης διακίνησης και εκμετάλλευσης ανθρώπων
και εκμετάλλευσης ανθρώπων. Μία συνοπτική παρουσίαση του ζητήματος», σε ΠοινΔικ2008, σελ. 1236 επομ.),
όπου παρατίθεται ο ορισμός των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τον οποίο, η διακίνηση προσώπων ορίζεται ως
«η στρατολόγηση, μετακίνηση, μεταφορά, παροχή καταφυγίου ή παραλαβή προσώπων με απειλές ή με χρήση
βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, απάτης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης
θέσης ή παροχής ή αποδοχής πληρωμών ή ωφελειών για να επιτευχθεί η συγκατάθεση προσώπου που έχει τον
έλεγχο άλλου με σκοπό την εκμετάλλευση».
432
Βλ. ενδεικτική αρθρογραφία για τα ζητήματα των λεγόμενων εγκλημάτων «διακίνησης και εκμετάλλευσης
ανθρώπων»: Βούλγαρη Γ. «Οι παραδοσιακές και οι σύγχρονες μορφές δουλείας και ανθρώπινης
εκμετάλλευσης» σε ΠοινΔικ 2017 (τευχ. Νοε 2017), Ταμιχτσή Ι. («Το έγκλημα της παράνομης διακίνησης …»),
ό.π., Τζιβάρα Ι. «Τα έγκλημα της σωματεμπορίας στην Κυπριακή Δημοκρατία», ΠοινΔικ 2016, σελ. 865 επομ.,
Χλούπη Γ.Δημ. «Θύματα διασυνοριακού εγκλήματος και μέτρα προστασίας. Η περίπτωση της σωματεμπορίας»,
σε Πειραϊκή Νομολογία 3/2008, σελ. 256 επομ.
433
Η σύνδεση νοείται σε επίπεδο σκοπού διακίνησης και μόνο, με την έννοια ότι το έγκλημα της μεταφοράς
αποτελεί το μέσο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της τέλεσης ενός άλλου εγκλήματος. Είναι αυτονόητο ότι το
αδίκημα του 30 παρ. 1 μπορεί να συρρέει και με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κατά της προσωπικής ελευθερίας ή
οποιουδήποτε άλλου εννόμου αγαθού (της γενετήσιας ελευθερίας, της ανηλικότητας κοκ).
εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της
γενετήσιας ζωής.
Σε ένα πρώτο στάδιο, αξίζει να αναφερθεί ότι η συρροή των τεσσάρων αυτών
αδικημάτων με αυτό του 30 παρ. 1 θα είναι πάντοτε αληθινή, λόγω της ετερότητας
των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών. Ποια διάταξη θα προκρίνεται, βέβαια, κάθε
φορά κατά τη διάκριση μεταξύ των συρρεουσών ποινών που πρέπει να επιβληθούν
στον δράστη θα είναι ζήτημα που θα κρίνεται ad hoc, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο
κίνδυνος πολλαπλής αξιολόγησης στοιχείων που τιμωρούν αμφότερες οι
εφαρμοζόμενες συρρέουσες διατάξεις.
434
Για πιο εξειδικευμένη ανάλυση του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων και των επιμέρους στοιχείων της
νομοτυπικής του μορφής βλ. αντί άλλων Δημήτραινα Ν., «Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων μετά τον Ν
3064/2002», εκδ. Σάκκουλα 2003, Δημητράτου Ν. «Ποινικό Δίκαιο και Ηθική» σε ΠοινΧρον 2011, σελ. 12 επομ.,
Κυριαζή Τ. «Εμπορία ανθρώπων –Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου»,
Νομική Βιβλιοθήκη 2010, Πανάγος Κ. «Εμπορία Ανθρώπων: Ποινικές Ρυθμίσεις και εγκληματολογικές
προεκτάσεις», σε ΝομΕπιθ 2008 (τευχ. 35), σελ. 101 επομ., Συκιώτου Α. «Η έννοια του θύματος στην εμπορία
ανθρώπων», σε ΠοινΧρον 2006, σελ. 684 επομ., της ίδιας «Εμπορία ανθρώπων στα Βαλκάνια: Θύμα –δράστης
και καταλιστικές στρατηγικές», εκδ. Σάκκουλα 2003, της ίδιας «Εμπορία Ανθρώπων –Οι διεθνείς κατευθύνσεις,
το ισχύον ποινικό δίκαιο και το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης», σε ΠοινΔικ 2002, σελ. 424 επομ.,
Χαραλαμπάκη Α. «Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπου στην
ελληνική έννομη τάξη», σε ΠοινΔικ 2008, σελ. 213 επομ.
περιπτώσεις και ειδικότερα για αυτές του 351 ΠΚ και του 323Β ΠΚ, όπου
αναφέρονται οι όροι «μεταφορά» και «ταξίδι» αντίστοιχα.
Ζήτημα τίθεται, περαιτέρω, ειδικά με την περίπτωση του 351 παρ. 4 περ. γ’
ΠΚ και τη συρροή του με το 30 παρ. 1, εφόσον στο πρώτο έγκλημα τυποποιείται
διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της σωματεμπορίας όταν αυτή «συνδέεται με
την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα». Η άτοπη
τυποποίηση του στοιχείου αυτού στο αρθ. 351 ΠΚ έχει, φυσικά, επικριθεί επί τη
βάσει συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας 435, σε κάθε περίπτωση, όμως, τονίζεται και
από τη θέση αυτή ότι, προκειμένου να μην αξιολογηθεί δύο φορές το στοιχείο της
«παράνομης εισόδου κλπ», θα έπρεπε ο δράστης να τιμωρείται με την ποινή του
αδικήματος του αρθ. 30 παρ. 1 σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με τη βασική μορφή του
αδικήματος του 351 παρ. 1 ΠΚ και όχι με τη διακεκριμένη της παρ. 4 περ. γ’ 436.
435
Βλ. Χατζηνικολάου Ν., «Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων
στην ελληνική έννομη τάξη: αναζητώντας την αξιολογική συνοχή μεταξύ της τιμωρητικής όξυνσης και
θυματολογικής προσέγγισης», ΠοινΔικ 2008, σελ. 213 επομ.
436
Αντίθετα ο Χατζηνικολάου Ν., (ό.π., σελ. 269) προκρίνει τη λύση της τιμώρησης του δράστη με βάση το 351
παρ. 4 περ. γ’ ΠΚ , με την αιτιολογία ότι η διάταξη του 30 παρ. 1 μένει ανεφάρμοστη ως σιωπηρά επικουρική
έναντι της πρώτης.
που προβλέπει για τον δράστη (κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε ετών και χρηματική
ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων ευρώ) συγκριτικά με τη διακεκριμένη μορφή
του 351 παρ. 4 437.
Αντίθετα, εάν ο ίδιος δράστης τελεί την παραπάνω πράξη χωρίς μεν να
προκαλείται κίνδυνος για άνθρωπο, έχοντας όμως ο ίδιος την ιδιότητα του δημοσίου
υπαλλήλου θα τιμωρηθεί με βάση το 351 παρ. 4 περ. δ’ ΠΚ σε αληθινή κατ’ ιδέα
συρροή με τη βασική μορφή του 30 παρ. 1 περ. α’ του Κώδικα Μετανάστευσης. Και
αυτό διότι ναι μεν δεν πρέπει να αξιολογηθεί δύο φορές η ιδιότητα του δράστη, από
την άλλη όμως η διακεκριμένη ποινή του 351 παρ. 4 είναι αυστηρότερη από τη
διακεκριμένη του 30 παρ. 1 περ. β’ (που θα εφαρμοζόταν υπό άλλες συνθήκες),
εφόσον η πρώτη διάταξη προβλέπει ελάχιστα αυστηρότερη χρηματική ποινή
(πενήντα έως εκατό χιλιάδων ευρώ) από αυτήν της δεύτερης (τριάντα έως εξήντα
χιλιάδων ευρώ).
437
Βέβαια τα αληθινώς κατ’ ιδέα συρρέοντα εγκλήματα του 30 παρ. 1 περ. γ’ και 351 παρ. 1 ΠΚ θα συρρέουν με
τη σειρά τους αληθινά και κατ’ ιδέα με το 30 παρ. 1 περ. α’, το οποίο θα εφαρμοστεί τόσες φορές όσες και οι
μεταφερόμενες αλλοδαπές γυναίκες οι οποίες κινδύνευσαν κατά τη μεταφορά τους, κατά τα σε προηγούμενο
κεφάλαιο δεχθέντα.
Επίλογος
Η γόνιμη κριτική που προκρίθηκε διαχρονικά στο πλαίσιο της εξέτασης του
εγκλήματος αυτού από τη θεωρία, καθώς επίσης και οι σύμφωνες προς την τήρηση
των θεμελιωδών αρχών του Ποινικού Δικαίου λύσεις που ακολουθεί πολλές φορές η
νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό στο
έργο του Έλληνα Νομοθέτη να αντιμετωπίσει διαπαντός τα προβλήματα αυτά.
Πάντοτε, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι και ο ίδιος ο Νομοθέτης αφενός μεν
αφουγκράζεται το συγκεκριμένο εγκληματικό φαινόμενο όπως διαμορφώνεται στη
σύγχρονη εποχή, συγχρόνως, δε, απαγκιστρώνεται από αντιλήψεις οπισθοδρομικές,
που παρερμηνεύουν τον ρόλο του ποινικού κατασταλτικού μηχανισμού και
καταλήγουν να δυσχεραίνουν ακόμα και το έργο της δικαιοσύνης 439.
438
Καϊάφα –Γκμπάντι Μ., «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης…», ό.π., σελ. 844.
439
Πρβλ. για τα σύγχρονα προβλήματα της δικαιοσύνης και τον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτά το ποινικό
δίκαιο την πρόσφατη μελέτη της Καϊάφα –Γκμπάντι Μ. «Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης: βασικοί άξονες για
τη βελτίωση του ελληνικού συστήματος», ΠοινΔικ 10/2018, σελ.961 επομ.
Βιβλιογραφία
Μανωλεδάκης Ι., «Ερμηνεία κατ’ άρθρο των όρων του Ειδικού Μέρους του
Ποινικού Κώδικα», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε. 1996
Μυριούνης Σπ., «Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και τον Ν. 3861/2008 για
τη Νομιμοποίηση Παράνομων Εσόδων μετά τον Ν. 4472/2017», διπλωματική
εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του μαθήματος ΠΜΣ Τομέα Ποινικών και
Εγκληματολογικών Επιστημών «Ποινικό Δίκαιο», Ιούνιος 2018,
www.ikee.lib.auth.gr.