Professional Documents
Culture Documents
Περιεχόμενα
Άρθρα 1 και 2 (έκταση εφαρμογής, ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και
έδρα δικαστηρίων) .................................................................................................................. 3
Άρθρο 1 Έκταση εφαρμογής .............................................................................................. 3
Άρθρο 2 Ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα δικαστηρίων (όπως
τροποποιήθηκαν οι παρ. 1 και 3 από το άρθρο 3 του Ν. 5028/2023) ............................. 3
Άρθρα 3 - 13 (αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων, συγκρότηση των δικαστηρίων,
Τμήματα, γραμματεία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών κ.λπ.) ................................. 4
Άρθρο 3 Αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων ........................................................ 4
Άρθρο 4 Συγκρότηση των δικαστηρίων Τμήματα ............................................................ 5
Άρθρο 5 Αναπλήρωση δικαστών ....................................................................................... 7
Άρθρο 6 Αδυναμία συγκρότησης δικαστηρίων ................................................................ 7
Άρθρο 7 Σύμμετρη κατανομή πολιτικών υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικών της
περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου ................................................................................ 8
Άρθρο 8 Γραμματέας δικαστηρίου ..................................................................................... 8
Άρθρο 9 Κωλύματα παραγόντων της δίκης...................................................................... 9
Άρθρο 10 Σχέση δικαστικών και αστυνομικών αρχών .................................................... 9
Άρθρο 11 Γραμματεία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ....................................... 9
Άρθρο 12 Δικαστικό έτος Θερινά τμήματα ...................................................................... 10
Άρθρο 13 Αρχείο δικαστηρίου ........................................................................................... 11
Άρθρα 14 – 16 (Δικαστικά Συμβούλια και Ολομέλειες)........................................................ 11
Άρθρο 14 Δικαστικά συμβούλια ........................................................................................ 11
Άρθρο 15 Ολομέλεια (όπως τροποποιήθηκε η παρ. 7α από το άρθρο 52 του Ν.
4963/2022) ............................................................................................................................ 11
Άρθρο 16 Ολομέλεια εισαγγελίας (όπως τροποποιήθηκε η παρ. 5α με το άρθρο 53 του
Ν. 4963/2022) ...................................................................................................................... 13
Άρθρα 17, 18 και 22 – 26 (διεύθυνση δικαστηρίων και εισαγγελιών) ............................... 14
Άρθρο 17 Διεύθυνση δικαστηρίων................................................................................... 14
Άρθρο 18 Διεύθυνση εισαγγελιών ................................................................................... 17
Άρθρο 22 Δικαστικό κατάστημα, λειτουργία και συνεδριάσεις των δικαστηρίων ...... 18
Άρθρο 23 Εποπτεία ........................................................................................................... 20
Άρθρο 24 Γραφείο νομολογίας, έρευνας και δικαστικής ιστορίας ............................... 20
Άρθρο 25 Υπηρεσιακή σφραγίδα .................................................................................... 21
Άρθρο 26 Αλληλογραφία Αντίγραφα ............................................................................... 21
Άρθρο 27 (Άρειος Πάγος)...................................................................................................... 22
Άρθρο 27 Ολομέλεια Τμήματα .......................................................................................... 22
Άρθρα 28 και 29 (Εισαγγελία) ............................................................................................... 23
Άρθρο 28 Η εισαγγελία ως ανεξάρτητη δικαστική αρχή ................................................ 23
Άρθρο 29 Αρμοδιότητες εισαγγελέα ................................................................................ 23
υφιστάμενων ή των προς κατάργηση ή προς συγχώνευση δικαστηρίων και, ιδίως, στον αριθμό
των εισερχόμενων υποθέσεων, β) στην ύπαρξη της κατάλληλης υποδομής για τη λειτουργία
του υπό ίδρυση δικαστηρίου ή της μεταβατικής έδρας ή στην ανεπάρκεια της υποδομής του
υπό συγχώνευση ή υπό κατάργηση δικαστηρίου ή της μεταβατικής έδρας, γ) στην αναλογία
δικαστών δικαστικών υπαλλήλων, δ) στα δημογραφικά και γεωγραφικά δεδομένα κάθε
περιοχής, καθώς και στην ύπαρξη δημόσιων ή άλλων υπηρεσιών που υποστηρίζουν το
δικαιοδοτικό έργο, ε) σε οικονομικά δεδομένα της κάθε περιοχής και, ιδίως, στο επίπεδο
επιχειρηματικότητάς της και στ) στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν την
ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, τις ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις και τη διεξαγωγή
τηλεσυνεδριάσεων και τηλεακροάσεων που περιορίζουν την ανάγκη φυσικής παρουσίας των
διαδίκων και των δικηγόρων στα δικαστήρια.
5. Με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 2, ορίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες
συνεδριάζουν τα δικαστήρια στη μεταβατική τους έδρα, το τμήμα της περιφέρειας του οποίου
οι υποθέσεις εκδικάζονται στη μεταβατική έδρα, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
6. Αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι να μην εκδικαστεί ορισμένη υπόθεση στη μεταβατική έδρα, αυτή
εισάγεται στην κύρια έδρα με αιτιολογημένη πράξη, αν η υπόθεση είναι ποινική, του αρμόδιου
εισαγγελέα, και σε κάθε άλλη περίπτωση, του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.
7. Η υπαγωγή υπόθεσης στη μεταβατική έδρα δεν ασκεί επίδραση στην τοπική αρμοδιότητα
του δικαστηρίου.
8. Αν σπουδαίος λόγος επιβάλλει να συνεδριάζει το ποινικό εφετείο ή το μικτό ορκωτό εφετείο
έξω από την έδρα του, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, με πρόταση του εισαγγελέα,
ορίζει, με αιτιολογημένη πράξη του, τον τόπο της συνεδρίασης μέσα στην περιφέρεια του
εφετείου.
διευθύνουν τα τελευταία, και των εισαγγελέων εφετών και πρωτοδικών για τους υπαλλήλους
που υπηρετούν στις αντίστοιχες εισαγγελίες,
ββ. για τους δικαστικούς υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής
Επιτροπείας, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, ο οποίος, αν
πρόκειται για υπαλλήλους της γραμματείας των διοικητικών εφετείων και διοικητικών
πρωτοδικείων, λαμβάνει υπόψη αιτιολογημένη γνώμη των δικαστών που διευθύνουν τα
δικαστήρια αυτά.
3. Στην περίπτωση συγχώνευσης δικαστηρίων, οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών
και των δικαστικών υπαλλήλων ανακατανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες όλων των
δικαστηρίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.
εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για τρία (3) έτη από εκείνον
που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία.
5. Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται
σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο
πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει.
6. α) Στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι δυνατή η σύσταση
ειδικών τμημάτων, με τροποποίηση του οικείου κανονισμού, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ.
5 του άρθρου 19, για την εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, των ένδικων βοηθημάτων και
των αντίστοιχων ένδικων μέσων, που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους και έχουν
ως αντικείμενο διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες αφορούν στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο
των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ενέργειας και της προστασίας των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα. Η ως άνω τροποποίηση του κανονισμού γίνεται μετά από πρόταση
του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία
αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της.
β) Για την εκδίκαση των ως άνω υποθέσεων η αρμοδιότητα:
βα) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών καλύπτει τις περιφέρειες
των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης,
Ανατολικής Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας και Εύβοιας και
ββ) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης καλύπτει τις
περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Βορείου Αιγαίου,
Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Λάρισας.
γ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α) τοποθετούνται, για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί,
κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία
διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους
σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
δ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α), εφόσον είναι κατά τόπον αρμόδια κατά τον ΚΠολΔ, μπορεί
να εισαχθούν για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις, αν, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου
διεύθυνσης, αυτό απαιτείται λόγω υπηρεσιακών αναγκών.
7. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3)
τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον
αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα
ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών, σύμφωνα με όσα ορίζονται
στην περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου
διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την ολομέλεια του οικείου
δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της.
Τα ως άνω τμήματα στελεχώνονται για τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί, κατά
προτίμηση, από δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία
διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων
σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
8. Στα Ειρηνοδικεία, στα οποία λειτουργούν τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση, με απόφαση του
τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ειδικού ή ειδικών
τμημάτων εκδίκασης των υποθέσεων του ν. 3869/2010 (Α’ 130), τα οποία στελεχώνονται με
δικαστές σε ποσοστό ανάλογο του ποσοστού των σχετικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε κάθε
δικαστήριο. Έως το τέλος του δικαστικού έτους, κατά το οποίο εκδίδεται η παραπάνω
απόφαση, η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου τροποποιεί αναλόγως τον κανονισμό του,
σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 15. Στην περίπτωση που δεν εγκριθεί η
τροποποίηση του κανονισμού, τα ειδικά τμήματα παύουν να λειτουργούν από το επόμενο
δικαστικό έτος.
ζ) τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και το αρχείο στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή,
η) επιμελείται της φύλαξης των άλλων αντικειμένων του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας,
θ) μεριμνά για την προετοιμασία και την εκτέλεση των πιστώσεων και των προμηθειών,
ι) παραλαμβάνει στη φυσική ή στην ηλεκτρονική του μορφή οτιδήποτε πρέπει να παρακατατεθεί
στο δικαστήριο,
ια) σημειώνει τα εισπρακτέα τέλη του εκδιδόμενου απογράφου ή κατατιθέμενου εγγράφου. Αν
υπάρχουν αμφιβολίες για τη χορήγηση απογράφου, αντιγράφου, πιστοποιητικού και άλλων
εγγράφων, αποφαίνεται ο δικαστής ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το
δικαστήριο ή ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία,
ιβ) συγκαλεί την υπηρεσιακή συνέλευση των δικαστικών υπαλλήλων και
ιγ) εκφράζει γνώμη για τους δικαστικούς υπαλλήλους, που μετέχουν σε επιτροπές, συλλογικά
όργανα της διοίκησης, συμβούλια ή άλλα όργανα που προβλέπονται από τον νόμο ή τον
κανονισμό του δικαστηρίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται από τον κανονισμό
υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.
4. Αν δεν υπάρχει γραμματέας ή για οποιονδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται, ο
αναπληρωτής του στη διεύθυνση των υπηρεσιών της γραμματείας ορίζεται από τον δικαστή ή
τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που
διευθύνει την εισαγγελία, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 146 του Κώδικα των
δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α’ 68).
5. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του γραμματέα από υπάλληλο του ίδιου δικαστηρίου ή
της ίδιας εισαγγελίας, αναπληρώνεται, ύστερα από παραγγελία του δικαστή ή του προέδρου
του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισαγγελέα που διευθύνει την
εισαγγελία, από γραμματέα:
α. του πρωτοδικείου, για τα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας του
πρωτοδικείου,
β. του εφετείου, για τα πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
γ. του διοικητικού εφετείου, για τα διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
δ. της εισαγγελίας εφετών, για τις εισαγγελίες της περιφέρειας του εφετείου.
6. Σε περίπτωση απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων, η διοίκηση της συνδικαλιστικής τους
οργάνωσης, που έχει κηρύξει την απεργία, οφείλει να διαθέτει σε κάθε γραμματεία δικαστηρίου
και εισαγγελίας τον απολύτως αναγκαίο αριθμό υπαλλήλων για την αντιμετώπιση εξαιρετικώς
επειγουσών υποθέσεων.
7. Οι έμμισθοι επιμελητές των δικαστηρίων και των εισαγγελιών φροντίζουν για την ευταξία των
ακροατηρίων, επιδίδουν τα έγγραφα και εκτελούν τις υπηρεσίες του δικαστηρίου ή της
εισαγγελίας, που ανατίθενται σε αυτούς από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς
συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία ή τον
γραμματέα που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας.
Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική εντός δεκαπέντε (15) ημερών, όταν:
α. ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο (1/3) των μελών που κατά τον χρόνο της αίτησης
συμμετέχουν σε αυτήν ή, σε περίπτωση που στο δικαστήριο υπηρετούν περισσότεροι από
εξήντα (60) δικαστές και δικαστικοί πάρεδροι, από είκοσι (20) τουλάχιστον μέλη της,
β. ζητηθεί από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, όταν
πρόκειται για διοικητικά δικαστήρια, και η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου
ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου,
γ. ασκηθεί προσφυγή από ένα (1) μέλος της εναντίον πράξης του προέδρου του τριμελούς
συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο,
δ. ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της
άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο
πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται και να συμμετέχει
στη συζήτηση και αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, και
ε. ζητηθεί από τον προϊστάμενο της γραμματείας του δικαστηρίου μετά από απόφαση της
υπηρεσιακής συνέλευσης, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών
της. Η απόφαση αυτή αφορά θέματα που άπτονται της λειτουργίας της γραμματείας του
δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση των οποίων, ενώπιον της ολομέλειας, μπορεί να παρίσταται και
ο προϊστάμενος της γραμματείας, ο οποίος αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
3. Η διαδικασία της σύγκλησης και της διεξαγωγής των εργασιών της ολομέλειας ρυθμίζεται
από τον κανονισμό του δικαστηρίου.
4. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά τον
χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία (3). Αν ο αριθμός των μελών της
ολομέλειας υπερβαίνει τους διακόσιους (200), αρκεί η παρουσία των εκατό (100). Για την
εφαρμογή της περ. δ’ της παρ. 6 αρκεί η παρουσία του ενός τρίτου (1/3) των μελών της
ολομέλειας και, αν υπερβαίνουν τους εκατόν πενήντα (150), αρκεί η παρουσία των πενήντα
(50). Για τη δημοσίευση των αποφάσεών της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε
απαρτία όταν είναι παρόντα δώδεκα (12) τουλάχιστον μέλη της.
5. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων
μελών της. Αν για ένα θέμα σχηματισθούν περισσότερες από δύο (2) γνώμες, επαναλαμβάνεται
η ψηφοφορία μεταξύ των δύο (2) γνωμών που επικράτησαν. Οι αποφάσεις της ολομέλειας
υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων του δικαστηρίου για το ίδιο θέμα.
6. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται: α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση,
αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού του δικαστηρίου,
β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του
δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης,
γ. η κατάρτιση των θερινών τμημάτων,
δ. η λήψη απόφασης ή η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της
από τον κανονισμό ή από ειδικές διατάξεις.
7. Η ολομέλεια δύναται να συγκληθεί, προκειμένου τα μέλη της να ανταλλάξουν απόψεις σε
νομικά ζητήματα. Τα πορίσματα των σχετικών συζητήσεων δεν δεσμεύουν τα δικαιοδοτικά
όργανα του δικαστηρίου.
7Α. Με απόφαση της ολομέλειας των ανώτατων δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας της
Επικρατείας, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, των πρωτοδικείων και εφετείων Αθηνών,
Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων Αθηνών,
Θεσσαλονίκης και Πειραιώς: α) ορίζεται ανά τριετία ένας δικαστικός λειτουργός ως
εκπρόσωπος τύπου του οικείου δικαστηρίου ή της Γενικής Επιτροπείας και β) τίθεται το πλαίσιο
άσκησης των καθηκόντων του. Ο εκπρόσωπος τύπου επικουρείται στο έργο του από έναν (1)
δικαστικό υπάλληλο, κατά προτίμηση του κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών
Σχέσεων.
8. Οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων και των ολομελειών των δικαστηρίων δεν είναι
δημόσιες, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η παρ. 4 του άρθρου 4, η παρ. 1 του άρθρου 5
και η παρ. 1 του άρθρου 7 εφαρμόζονται αναλόγως στα δικαστικά συμβούλια και στις
ολομέλειες των δικαστηρίων. Όταν απαιτείται από τον νόμο απόφαση ή γνωμοδότηση της
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αυτή συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 27.
9. Οι δικονομικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη διάσκεψη και την κατάρτιση των
αποφάσεων των δικαστηρίων, εφαρμόζονται αναλόγως και στα δικαστικά συμβούλια και στις
ολομέλειες των δικαστηρίων, όταν κρίνουν θέματα διοικητικής φύσης.
ζήτημα σχετικά με το περιεχόμενο του καταλόγου ή την εκλογική διαδικασία επιλύεται από την
ολομέλεια πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τον νεότερο
πρόεδρο και τους δύο (2) νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια
για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των
εκλόγιμων.
Κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και
μέχρι δύο (2) από τα μέλη, με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το
όνομα του υποψηφίου.
Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο
αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του
συμβουλίου εκλέγονται οι δύο (2) πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι εκλέγονται
αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και
λήγει, μετά από την πάροδο δύο (2) ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου
προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας
δεν επιτρέπεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή
τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας σε περίπτωση που η πρώτη θητεία του
δεν υπερέβη το χρονικό διάστημα του ενός (1) έτους. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί
για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα
καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται
να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί
κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου
εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης.
Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από
τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και,
σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο,
πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε
περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του
προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους
καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει
μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή
τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις,
αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4.
6. Η θέση του προέδρου και των μελών του συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του
μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δικαστικών ενώσεων.
Δεν μπορεί να είναι υποψήφιοι ως πρόεδροι και ως μέλη συμβουλίων, όσοι:
α) έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή έχει κινηθεί
εναντίον τους η διαδικασία για να τεθούν εκτός υπηρεσίας ή έχουν τεθεί εκτός αυτής, σύμφωνα
με το άρθρο 69,
β) εναντίον τους εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο,
γ) έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν.
7. Τα όργανα που διευθύνουν τα δικαστήρια έχουν τις εξής αρμοδιότητες:
α) Το τριμελές συμβούλιο: αα) ορίζει τους δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους που μετέχουν
σε επιτροπές, συλλογικά όργανα της διοίκησης, συμβούλια ή άλλα μη δικαιοδοτικά όργανα,
που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου,
αβ) καταρτίζει τις συνθέσεις των τμημάτων του δικαστηρίου πριν από την έναρξη του δικαστικού
έτους, εφόσον ο νόμος ή ο κανονισμός του δικαστηρίου δεν ορίζει διαφορετικά. Στα δικαστήρια,
όπου λειτουργούν περισσότερα από δύο (2) τμήματα, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί
στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της εξαετίας. Στην εξαετία αυτή συνυπολογίζεται και ο
προγενέστερος της έναρξης ισχύος του παρόντος χρόνος υπηρεσίας στο ίδιο τμήμα,
αγ) παραπέμπει τα σημαντικά θέματα στην ολομέλεια του δικαστηρίου,
αδ) αποφασίζει για οποιοδήποτε άλλο θέμα, το οποίο δεν υπάγεται ρητά από τον νόμο ή τον
κανονισμό στην αρμοδιότητα του προέδρου του συμβουλίου ή της ολομέλειας (τεκμήριο
αρμοδιότητας),
αε) κατανέμει δικαστικούς υπαλλήλους στα διάφορα τμήματα και υπηρεσίες του δικαστηρίου,
αστ) μετακινεί δικαστές από ένα τμήμα σε άλλο κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, εφόσον
το επιβάλλουν ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες.
Το συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία και πάντοτε με τριμελή σύνθεση.
β) Ο πρόεδρος του συμβουλίου: βα) εκπροσωπεί το δικαστήριο και φροντίζει για την εύρυθμη
διεξαγωγή των εργασιών του, ββ) αποφασίζει για τη σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου
στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου, καθορίζει
την ημερήσια διάταξη και διευθύνει τις εργασίες της,
βγ) ορίζει τους κατά το άρθρο 5 αναπληρωτές δικαστές, βδ) προσδιορίζει κατά τη διάρκεια του
δικαστικού έτους, σε επείγουσες περιπτώσεις, συζητήσεις υποθέσεων καθ’ υπέρβαση του
αριθμού που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου και σε
ποσοστό που δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) του αριθμού αυτού,
βε) συγκαλεί το συμβούλιο με πρόσκληση που επιδίδεται με απόδειξη στα μέλη του συμβουλίου
και εκτελεί τις αποφάσεις του συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου,
βστ) έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του δικαστηρίου,
βζ) προΐσταται της γραμματείας του δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του
άρθρου 11,
βη) εγκρίνει τη χορήγηση αντιγράφων, βθ) βεβαιώνει την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής
των δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων, βι) αποφαίνεται για τις αιτήσεις κατά προτίμηση
προσδιορισμού συζήτησης υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο. Οι κατά προτίμηση
προσδιοριζόμενες υποθέσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό που έχει καθοριστεί
από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου,
βια) ορίζει το ανακριτικό τμήμα, στο οποίο εισάγεται κάθε υπόθεση για την οποία παραγγέλθηκε
κύρια ανάκριση,
βιβ) ορίζει έναν (1) δικαστικό υπάλληλο που υπηρετεί στο δικαστήριο ως υπεύθυνο για
ζητήματα πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία, ενημέρωσής τους, και διευκόλυνσης της
εξυπηρέτησής τους.
Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών ο πρόεδρος επικουρείται από τα μέλη του συμβουλίου,
στα οποία μπορεί να αναθέτει ορισμένες από αυτές.
γ) Ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, ασκεί όλες τις αρμοδιότητες του τριμελούς
συμβουλίου και του προέδρου του.
8. Σε περίπτωση λήψης από δικαστικό λειτουργό άδειας απουσίας από την υπηρεσία για
οποιονδήποτε
λόγο, συνεχόμενης διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον μηνός, η υπηρεσιακή χρέωσή του μετά από
τη λήξη της άδειάς του είναι ανάλογη με τον χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας του κατά τη
διάρκεια του συγκεκριμένου δικαστικού έτους. Ειδικά, αν η άδεια απουσίας του δικαστικού
λειτουργού από την υπηρεσία του οφείλεται σε λόγο υγείας, συνεκτιμάται για την υπηρεσιακή
του χρέωση και η κατάσταση της υγείας του μετά από τη λήξη της άδειάς του.
9. Οι πράξεις και οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου για όλα τα θέματα των αρμοδιοτήτων
του, καθώς και του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο για τις αντίστοιχες αρμοδιότητες,
υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, που συγκαλείται σύμφωνα με την
περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 15, καθώς και αν ζητηθεί από το μέλος ή τα μέλη της ολομέλειας,
στα οποία αφορούν οι πράξεις και οι αποφάσεις αυτές, ή από τους οικείους δικηγορικούς
συλλόγους για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Οι πράξεις
και αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της υποπερ.
αστ’ της περ. α’ της παρ. 7, καθώς και οι αντίστοιχες του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο,
υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 2
του άρθρου 15.
10. Στα δικαστήρια, στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν
περισσότεροι του ενός πρόεδροι, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον
οποίο συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Στα δικαστήρια αυτά, καθώς και στα ειρηνοδικεία
ή πταισματοδικεία, στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες
οποιασδήποτε τάξης, δεν μπορεί να ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης ο ίδιος δικαστικός λειτουργός
για περισσότερα από τέσσερα (4) συνεχόμενα έτη, εφόσον στο ίδιο δικαστήριο υπηρετεί
δικαστικός λειτουργός με πενταετή τουλάχιστον δικαστική υπηρεσία.
διευθύνοντος την εισαγγελία τα καθήκοντά του ασκεί ο αναπληρωτής του. Η θητεία του
εκλεγομένου με συμπληρωματική εκλογή διαρκεί έως τον χρόνο λήξης της θητείας του
θανόντος, του παραιτούμενου ή του καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξελθόντος από την υπηρεσία.
4. Η θέση του διευθύνοντος την εισαγγελία είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του
Διοικητικού Συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, όσοι έχουν τα
κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 17.
Η πράξη κοινοποιείται στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και
αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της χώρας και στις ιστοσελίδες των
δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο η συνεδρίαση του δικαστηρίου στην αίθουσα που έχει οριστεί είναι
αδύνατη, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου
διεύθυνσης ορίζει, αν αυτό είναι δυνατό, άλλη αίθουσα συνεδριάσεων του ίδιου καταστήματος,
με πράξη του, που γνωστοποιείται με τον προσφορότερο τρόπο πριν από την έναρξη της
συνεδρίασης. Η συνέχιση της συνεδρίασης μπορεί να γίνει και σε άλλη αίθουσα που ορίζει ο
δικαστής που διευθύνει τη συνεδρίαση και την ανακοινώνει από την έδρα.
Αν υπάρχει προσωρινή αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης των συνεδριάσεων του
δικαστηρίου, ορίζεται, ύστερα από αίτηση του δικαστή που το διευθύνει, από τον Υπουργό
Δικαιοσύνης η αίθουσα άλλου δικαστηρίου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Το
τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.
5. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για
τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες
και τους ακροατές. Τη διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια,
καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
6. Η θέση του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση είναι στο μέσο των άλλων δικαστών. Η
θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του αναπληρωτή του,
καθώς και του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του αναπληρωτή
του, όταν παρίσταται, και του εισαγγελέα είναι στο δεξιό και του γραμματέα στο αριστερό μέρος.
Οι εισαγγελείς, δικηγόροι, διάδικοι, μάρτυρες και κατηγορούμενοι απευθύνονται προς το
δικαστήριο όρθιοι.
7. Τα δικαστήρια συνεδριάζουν τις εργάσιμες ημέρες. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί για να
συνεχιστεί και σε ημέρα που είναι αργία.
Τα δικαστήρια μπορούν να συνεδριάζουν και σε ημέρα αργίας για να δικάσουν:
α. υποθέσεις ποινικές, με τη διαδικασία των άρθρων 417 έως 427 του ΚΠΔ,
β. υποθέσεις που εισάγονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή για τις οποίες ο
δικαστής του μονομελούς ή ο πρόεδρος του πολυμελούς, αρμόδιου για την εκδίκασή τους,
δικαστηρίου κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή. Κάθε δικαστής, εισαγγελέας,
γραμματέας και επιμελητής ακροατηρίου εμφανίζεται κατά την ορισμένη ώρα στον τόπο της
συνεδρίασης.
8. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με απόφασή του, ορίζει τις ώρες εργασίας των δικαστικών
γραφείων και της εισόδου σε αυτά του κοινού. Αν τοπικές ή άλλες συνθήκες επιβάλλουν ειδική
ρύθμιση, εξουσιοδοτεί το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο, την εισαγγελία ή τη Γενική
Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο να ρυθμίσει το ωράριο εργασίας με πράξη
του, που γνωστοποιείται με το προσφορότερο μέσο.
9. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθορίζει, με απόφασή του, τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης
των δικαστικών μεγάρων, τα οποία, κατά περίπτωση, επιμελούνται της κατάρτισης του
κανονισμού λειτουργίας τους, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που
στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό
Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός ενός (1) μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή
διόρθωση.
10. Τα μέλη του Αρείου Πάγου και της εισαγγελίας του, καθώς και οι γραμματείς τους φορούν
στις δημόσιες συνεδριάσεις τήβεννο που καθορίζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του.
Η χρήση τηβέννου μπορεί να επεκταθεί σταδιακώς και σε άλλα δικαστήρια ή κατηγορίες
δικαστικών λειτουργών και λοιπών παραγόντων της δίκης με απόφαση του Υπουργού
Δικαιοσύνης που καθορίζει το ύφασμα, το σχήμα και τον τρόπο ραφής, το χρώμα, την ανάληψη
της σχετικής δαπάνης και κάθε άλλο θέμα σχετικό με κάθε κατηγορία. Με απόφαση της
ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, ύστερα από τροποποίηση του κανονισμού του,
επιτρέπεται να αναρτηθεί σε χώρους των δικαστηρίων η εικόνα και να δοθεί σε δικαστική
αίθουσα το όνομα δικαστικού λειτουργού, που έχει αποβιώσει πριν από τρία (3) τουλάχιστον
έτη και είχε διακριθεί για τις δικαστικές του αρετές.
11. Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την ευταξία και
ευπρέπεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου.
Άρθρο 23 Εποπτεία
1. Ασκούν εποπτεία:
α. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στη διοίκηση της δικαιοσύνης.
β. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στα διοικητικά δικαστήρια όλης της χώρας, τη
Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις γραμματείες
τους και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια όλης της χώρας
και τις γραμματείες τους.
γ. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στις εισαγγελίες όλης της χώρας και στις γραμματείες
τους.
δ. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στα δικαστήρια
αυτά και στις γραμματείες τους.
ε. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο, στα δικαστήρια της
περιφέρειας του εφετείου και τις γραμματείες τους.
στ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία εφετών, στις εισαγγελίες και τις γραμματείες
της περιφέρειάς της.
ζ. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο, στα δικαστήρια της
περιφέρειας του πρωτοδικείου και τις γραμματείες του.
η. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία πρωτοδικών, στους ανακριτικούς υπαλλήλους,
συμβολαιογράφους, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων και
υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και στους ληξιάρχους, υπαλλήλους και
επιμελητές της εισαγγελίας πρωτοδικών και τους άμισθους δικαστικούς επιμελητές.
2. Η εποπτεία συνίσταται στην επίβλεψη και την έκδοση γενικών οδηγιών για την εύρυθμη
λειτουργία των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
3. Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή
δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και
συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η έκδοση γενικών ενημερωτικών
οδηγιών προς τις εισαγγελίες σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται
στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν στη δικαστική συνεργασία
των κρατών μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου
εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών, της διεθνούς τρομοκρατίας, της
σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, της
εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του
διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.
Ολομέλεια, η οποία συγκαλείται εντός τριάντα (30) ημέρων και η απόφασή της να δημοσιευθεί
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, πλήρους και τακτικής, και των ποινικών τμημάτων του
Αρείου Πάγου παρίσταται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου. Στις συνεδριάσεις των τμημάτων που
εκδικάζουν πολιτικές υποθέσεις ο εισαγγελέας παρίσταται μόνο αν είναι διάδικος ή έχει
υποβάλει, έως την έναρξη της δικασίμου, έγγραφη πρόταση την οποία αναπτύσσει και
προφορικά.
6. Αν δεν υπάρχει, κωλύεται ή είναι απών, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναπληρώνεται
από αντεισαγγελέα κατά τη σειρά της αρχαιότητάς του.
ζ. η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και η παροχή συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών
τίτλων,
η. η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων,
θ. ο έκτακτος έλεγχος των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών,
νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και των
ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών, σε
περίπτωση που περιέλθει σε γνώση του, με οποιοδήποτε τρόπο, πληροφορία για παράβαση
των υποχρεώσεων και απαγορεύσεων που προβλέπονται από τον νόμο και από τις λοιπές
κανονιστικές πράξεις ή εγκύκλιους που συνδέονται με την υπηρεσιακή κατάσταση ή την άσκηση
του λειτουργήματός τους, καθώς και τη σύννομη κατάρτιση όλων των πράξεων ή εγγράφων
που εκδίδουν,
ι. ό,τι άλλο ο νόμος ορίζει.
2. Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα,που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια,
όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:
α. όσοι αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 28,
β. οι υπηρεσίες του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) σχετικά
με την ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου
ενδιαφέροντος.
3. Οι εισαγγελείς βεβαιώνουν την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των εισαγγελικών
λειτουργών και υπαλλήλων της εισαγγελίας τους. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών βεβαιώνει επίσης
την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των προσώπων που αναφέρονται στην περ. β’ της
παρ. 5 του άρθρου 28.
4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών:
α) έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν την τέλεση αξιόποινων
πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους,
β) παραγγέλλει στις υπηρεσίες του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των λοιπών φορέων γενικής
κυβέρνησης του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), καθώς και στις επιχειρήσεις του
ευρύτερου δημόσιου τομέα, αν έχει προηγηθεί αποδεδειγμένη με έγγραφα άρνηση παράδοσης
ή χορήγησής τους, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το
ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν
πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 263 του ΚΠΔ.
Άρθρο 31 Εκδίκαση υποθέσεων κατά τα θερινά τμήματα από τα πολιτικά και ποινικά
δικαστήρια
1. Στην περίοδο των θερινών τμημάτων τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια κατ’ εξαίρεση
δικάζουν:
α. ποινικές υποθέσεις,
β. υποθέσεις τις οποίες ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο χαρακτήρισε ως κατεπείγουσες,
με σημείωσή του στην υποβαλλόμενη αίτηση. Ο ίδιος δικαστής μπορεί να επιτρέψει να
διεξαχθεί κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων απόδειξη που δεν έχει αρχίσει, αν από την
αναβολή κινδυνεύει να ματαιωθεί.
γ. υποθέσεις που αφορούν:
γα. ασφαλιστικά μέτρα και αναστολή εκτέλεσης,
γβ. διαταγές πληρωμής και πιστωτικούς τίτλους, γγ. εργατικές διαφορές και γδ. απόδοση της
χρήσης του μισθίου.
2. Κατά τον μήνα Αύγουστο τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια δικάζουν μόνο: α. ποινικές
υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρα 417 έως 427 του ΚΠΔ)
ή για τις οποίες προβλέπεται προθεσμία εκδίκασης ή αφορούν τον καθορισμό συνολικής ποινής
ή αιτήσεις ακύρωσης διαδικασίας και απόφασης ή αιτήσεις αναβολής της δίκης ή διακοπής της
ποινής ή αντιρρήσεις ή αμφιβολίες για την εκτέλεση ποινής και την ανασταλτική δύναμη ένδικου
μέσου,
β. αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή την αναστολή εκτέλεσης αποφάσεων,
3. Η ολομέλεια του δικαστηρίου καταρτίζει τα τμήματά του και ο εισαγγελέας που διευθύνει την
εισαγγελία τα τμήματά της για την περίοδο των θερινών τμημάτων, ανάλογα με την κίνησή τους.
4. Η αναπλήρωση του ανακριτή κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων γίνεται με πράξη του
προέδρου του δικαστηρίου.
5. Αν κατά τη διάρκεια των θερινών τμημάτων ανακύψει αναπόφευκτη υπηρεσιακή ανάγκη στο
δικαστήριο ή την εισαγγελία, μπορεί να κληθούν:
α. οι δικαστές, που δεν υπηρετούν στο συγκεκριμένο θερινό τμήμα, από τον δικαστή που
διευθύνει το δικαστήριο,
β. οι εισαγγελικοί λειτουργοί, που δεν υπηρετούν στο συγκεκριμένο θερινό τμήμα, από τον
εισαγγελέα που διευθύνει την οικεία ή την αμέσως ανώτερη εισαγγελία.
Περιεχόμενα
Άρθρα 1 – 10 (γενικές διατάξεις) ...................................................................................... 5
Άρθρο 1 Αρχές του Κώδικα ............................................................................................ 5
Άρθρο 2 Έκταση εφαρμογής ......................................................................................... 5
Άρθρο 3 Ιθαγένεια ............................................................................................................. 5
Άρθρο 4 Ηλικία διορισμού.............................................................................................. 5
Άρθρο 5 Εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων............................................... 6
Άρθρο 6 Υγεία .................................................................................................................... 6
Άρθρο 7 Ποινική καταδίκη και υποδικία ..................................................................... 6
Άρθρο 8 Δικαστική συμπαράσταση............................................................................. 6
Άρθρο 9 Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους .............................. 6
Άρθρο 10 Χρόνος συνδρομής προϋποθέσεων διορισμού (τροποποιήθηκε με
το Άρθρο 30 του Ν. 5028/2023) ...................................................................................... 7
Άρθρα 12-17 (Πλήρωση θέσεων)...................................................................................... 7
Άρθρο 12 Πράξη διορισμού ........................................................................................... 7
Άρθρο 13 Κοινοποίηση της πράξης διορισμού........................................................ 7
Άρθρο 14 Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης ............................................................... 7
Άρθρο 15 Ορκωμοσία Ανάληψη υπηρεσίας.............................................................. 7
Άρθρο 16 Ανάκληση διορισμού .................................................................................... 8
Άρθρο 17 Αναδιορισμός ................................................................................................. 8
Άρθρα 18 – 22 (τομείς-κατηγορίες-βαθμοί) .................................................................... 9
Άρθρο 18 Τομείς Κατάταξης (προστέθηκε τομέας Εθνικής Σχολής Δικαστικών
Λειτουργών με το άρθρο 51 του Ν.5001/2022) .......................................................... 9
Άρθρο 19 Κατάταξη θέσεων σε κατηγορίες ............................................................... 9
Άρθρο 20 Βαθμολογική κλίμακα (όπως τροποποιήθηκε η παρ. 3 με το άρθρο
53 του Ν.5001/2022) .......................................................................................................... 9
Άρθρο 21 Κλάδοι Ειδικότητες (όπως τροποποιήθηκε το 2Α με το άρθρο 52 του
Ν.5001/2022) ....................................................................................................................... 9
Άρθρο 22 Θέσεις ανά κατηγορία Τυπικά προσόντα Καθήκοντα ........................ 10
Άρθρα 84 – 89 (Δικαστικά και Υπηρεσιακά Συμβούλια) ........................................... 12
Άρθρο 84 Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια (όπως τροποποιήθηκε το 1γ
με το άρθρο 37 του Ν.5028/2023) ................................................................................ 12
Άρθρο 85 Συγκρότηση δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων (όπως
τροποποιήθηκαν τα 1γ και 1δ με το άρθρο 37 του Ν.5028/2023)........................ 12
Άρθρο 86 Ανάδειξη μελών δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων (όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του Ν.5028/2023) ................................................. 13
Άρθρο 3 Ιθαγένεια
1. Ως δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται Έλληνες πολίτες.
2. Οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) επιτρέπεται να διορίζονται σε
θέσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 4 του άρθρου 45 της Συνθήκης για τη
Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις ειδικές
γι’ αυτούς διατάξεις.
3. Ο διορισμός πολιτών κρατών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπεται στις
περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις.
3. Εάν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο μητρώο, επικρατεί η χρονικά πρώτη.
4. Βεβαίωση της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής με άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη.
Άρθρο 6 Υγεία
1. Δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει να εκτελούν τα
καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει τον
διορισμό, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος, με την κατάλληλη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να
ασκεί τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για τον διορισμό ατόμων με
αναπηρία δεν θίγονται.
2. Η υγεία των υποψήφιων δικαστικών υπαλλήλων πιστοποιείται με γνωματεύσεις: (α)
παθολόγου ή γενικού ιατρού και (β) ψυχιάτρου, είτε του Δημοσίου είτε ιδιωτών, με βάση
παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης
που πρόκειται να πληρωθεί.
3. Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις, η υγεία και η
φυσική καταλληλότητα πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση
παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης
που πρόκειται να αναλάβει ο υπάλληλος.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας
καθορίζονται παθήσεις και βλάβες που αποτελούν κώλυμα διορισμού και κάθε λεπτομέρεια για
την πιστοποίηση της υγείας των υποψήφιων δικαστικών υπαλλήλων.
δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως
από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο
Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.
2. Ο όρκος των ημεδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζομαι ότι θα φυλάττω πίστη στην πατρίδα,
υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τα καθήκοντά μου τίμια και
ευσυνείδητα». Ο όρκος των αλλοδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζομαι ότι θα φυλάττω πίστη στην
Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους της και ότι θα εκπληρώνω τα καθήκοντά μου
τίμια και ευσυνείδητα».
3. Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό. Η ανάληψη υπηρεσίας πιστοποιείται με έκθεση που
συντάσσει o γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας
στην οποία τοποθετείται ο δικαστικός υπάλληλος. Η έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της
ημερομηνίας ανάληψης καθηκόντων.
4. Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων αποτελεί η
ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της περίληψης της πράξης
διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες
από την κοινοποίηση της πράξης διορισμού, αλλιώς η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.
Άρθρο 17 Αναδιορισμός
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που απολύθηκε λόγω σωματικής ή νοητικής αναπηρίας για την
εκτέλεση των καθηκόντων του αναδιορίζεται εφόσον: α) υποβάλει αίτηση αναδιορισμού μέσα
σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση, β) είχε τουλάχιστον τριετή
ευδόκιμη υπηρεσία, και γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την κατάληψη της
θέσης κατά τον χρόνο του αναδιορισμού.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της υγειονομικής επιτροπής,
με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε
βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην
επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης
αναδιορισμού και η επιτροπή αποφαίνεται το συντομότερο δυνατό.
3. Επιτρέπεται επίσης ο αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου, του οποίου ανακλήθηκε ο
διορισμός για παράβαση των περ. α) ή β) του άρθρου 7, εφόσον μετά την ανάκληση ο
υπάλληλος αυτός απαλλάχτηκε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφαση ή με αμετάκλητο
βούλευμα. Ο αναδιορισμός στην περίπτωση αυτή γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαστικού
υπαλλήλου, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από τότε που
καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση του δικαστηρίου ή το βούλευμα και εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της περ. γ) της παρ. 1.
4. Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το υπηρεσιακό συμβούλιο. Ο δικαστικός υπάλληλος
αναδιορίζεται με τον βαθμό που έφερε κατά τον χρόνο της απόλυσης ή της ανάκλησης του
διορισμού του. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κατά τον χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση,
συστήνεται προσωποπαγής θέση με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε
προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται στον ίδιο κλάδο και βαθμό.
5. Τα άρθρα 12 έως και 16 που αναφέρονται στον διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
Άρθρα 18 – 22 (τομείς-κατηγορίες-βαθμοί)
4. Θέσεις της κατηγορίας ΠΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται
το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης
εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ.
50/2001.
5. Θέσεις κλάδων ή ειδικοτήτων ΠΕ ή ΤΕ καλύπτονται, επίσης: α) από κατόχους πτυχίων ή
διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, στους οποίους έχει χορηγηθεί πράξη αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας από το
Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
(Σ.Α.Ε.Ι.Τ.Τ.Ε.) του άρθρου 10 του π.δ. 165/2000 (Α’ 149), β) κατόχους απόφασης
αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ανώτατης ή μεταδευτεροβάθμιας ή δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (Σ.Α.Ε.Π.) του
άρθρου 55 του π.δ. 38/2010 (Α’ 78), γ) κατόχους απόφασης αναγνώρισης επαγγελματικής
ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης από το Σ.Α.Ε.Π. ή το Α.Τ.Ε.Ε.Ν., βάσει της
παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 38/2010, δ) κατόχους τίτλων μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει
αναγνωρισθεί το δικαίωμα άσκησης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, σύμφωνα με
σχετική απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής εκπαίδευσης που χορηγείται από το
Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Σ.Ε.Α.Τ.Ε.Κ.)
του άρθρου 13 του π.δ. 231/1998 (Α’ 178), ε) κατόχους διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων
τίτλων που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει
χορηγηθεί, βάσει του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης διπλωμάτων, άδεια άσκησης
επαγγέλματος από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα π.δ. 40/1986 (Α’ 14), 84/1986
(Α’ 31), 97/1986 (Α’ 35), 98/1986 (Α’ 35), 53/2004 (Α’ 43), 40/2006 (Α’ 43) και την υπό στοιχεία
Α4/5226/1987 (Β’ 613) κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Υγείας, Πρόνοιας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
6. Για τους κλάδους ή τις ειδικότητες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ ως πρόσθετο τυπικό προσόν διορισμού
απαιτείται η γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στα αντικείμενα: α) επεξεργασίας
κειμένων, β) υπολογιστικών φύλλων, γ) υπηρεσιών διαδικτύου, σύμφωνα με το άρθρο 27 του
π.δ. 50/2001.
7. Για τους κλάδους ή τις ειδικότητες ΠΕ και ΤΕ απαιτείται ως πρόσθετο τυπικό προσόν η πολύ
καλή γνώση της αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής ή ιταλικής και για τους κλάδους ΔΕ η καλή
γνώση μίας από τις πιο πάνω γλώσσες.
8. Για την απόδειξη της απαιτούμενης στις παρ. 6 και 7 γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικών
υπολογιστών και ξένων γλωσσών εφαρμόζεται το π.δ. 50/2001 για τους δημόσιους διοικητικούς
υπαλλήλους.
9. Οι παρ. 1 έως και 8 ισχύουν και για τους Κλάδους ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ Γραμματέων, για τους
οποίους αρκεί οποιοδήποτε πτυχίο της αντίστοιχης εκπαιδευτικής βαθμίδας. Καθήκοντα των
δικαστικών υπαλλήλων των κλάδων αυτών είναι η γραμματειακή και η διοικητική υποστήριξη
των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
10. Με την επιφύλαξη της παρ. 9 και των ειδικών διατάξεων του Κώδικα για τους κλάδους ΠΕ
Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών
Σχέσεων, ως προς τα τυπικά προσόντα διορισμού στους κλάδους και τις ειδικότητες του
άρθρου 21 εφαρμόζεται αναλόγως ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς
υπαλλήλους. Τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων των κλάδων αυτών προσδιορίζονται
από τους απαιτούμενους ως τυπικά προσόντα τίτλους σπουδών, όπως ειδικότερα
προβλέπονται στους κανονισμούς των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
11. Για τον κλάδο ΠΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης ως τυπικό προσόν
διορισμού απαιτείται πτυχίο σχολής ή τμήματος νομικών, πολιτικών, οικονομικών-λογιστικών,
χρηματοοικονομικών ή στατιστικών επιστημών, δημόσιας διοίκησης ή διοίκησης επιχειρήσεων.
Για τον Κλάδο ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης ως τυπικό προσόν
διορισμού απαιτείται πτυχίο σχολής οικονομικών-λογιστικών ή στατιστικών επιστημών. Τα
καθήκοντα των υπαλλήλων αυτών ορίζονται στην ειδική για το Ελεγκτικό Συνέδριο νομοθεσία.
12. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από
γνώμη των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του
Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της
Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και της Ομοσπονδίας Δικαστικών
Υπαλλήλων Ελλάδος (Ο.Δ.Υ.Ε.) και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για
κλάδους και ειδικότητες του άρθρου 21, ορίζονται εξαρχής ή κατά τροποποίηση, τα τυπικά
προσόντα των κλάδων και ειδικοτήτων, ορίζεται ότι απαιτούνται ειδικότεροι τίτλοι σπουδών, ή
και πρόσθετα ειδικά προσόντα, προβλέπονται ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύεται η
συνδρομή τους, καθώς και ειδικότερα καθήκοντα.
13. Με την προκήρυξη της θέσης μπορεί να ζητούνται, για κλάδους και ειδικότητες, πρόσθετα
ειδικά προσόντα.
8. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και παρατηρητές στα δικαστικά
συμβούλια και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με εκλογές οι οποίες διεξάγονται ανά διετία
με τη χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου και με καθολική και μυστική ψηφοφορία, το αργότερο μέχρι
τη 15η Ιουνίου του έτους εκλογής.
9. Εκλόγιμοι είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με τουλάχιστον δέκα (10) έτη υπηρεσίας. Εξαιρούνται
οι προϊστάμενοι γενικής διεύθυνσης, οι προϊστάμενοι διεύθυνσης και οι Γενικοί Συντονιστές του
Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ομοίως εξαιρούνται οι γραμματείς των υπηρεσιακών και δικαστικών
συμβουλίων με τους αναπληρωτές τους για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα αυτά, καθώς και
όσοι τελούν σε κατάσταση αργίας. Οι υπάλληλοι που τελούν σε απόσπαση έχουν το δικαίωμα
να εκλέγονται στα υπηρεσιακά συμβούλια της υπηρεσίας στην οποία υπάγονται οργανικά.
10. Για την περίπτωση εκλογής ως μελών υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου ή διοικητικού
εφετείου, οι υποψήφιοι πρέπει να υπηρετούν σε υπηρεσία της περιφέρειας του εφετείου. Αν οι
υποψήφιοι δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία αντιστοίχως ως τακτικά ή
αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου και δικαστικοί υπάλληλοι με υπηρεσία μικρότερη της
δεκαετίας. Εάν και πάλι δεν επαρκούν οι υποψήφιοι, γίνεται κλήρωση μεταξύ όλων των
δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου, με επιμέλεια του
Προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου, κατά
περίπτωση.
11. Όσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν εκλεγεί ως μέλη πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού
συμβουλίου, δεν μπορεί να εκλεγούν ως μέλη του δευτεροβάθμιου και αντιστρόφως.
12. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση τακτικού αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος
ορίζεται το πρώτο αναπληρωματικό μέλος και το αναπληρωματικό μέλος αναπληρώνεται από
το πρώτο στη σειρά εκλογής μέλος για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας του.
13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΟΔΥΕ
και του Συλλόγου των Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση,
προκηρύσσονται οι εκλογές και ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της κατά την παρ. 8 διεξαγωγής
τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
9. Οι αποφάσεις των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου
λαμβάνονται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού
Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αντιστοίχως.
10. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των δικαστικών συμβουλίων εκδίδονται μέσα σε είκοσι
(20) ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση στο
Υπουργείο Δικαιοσύνης με αντίγραφο του πρακτικού.
11. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών
συμβουλίων δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση.
Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών
Διοικητικών Δικαστηρίων, αδ) τα κριτήρια επιλογής των δικαστικών υπαλλήλων για τη
συμμετοχή σε επιτροπές, συμβούλια και κάθε είδους συλλογικά όργανα που προβλέπονται
από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας
της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των
Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, αε) τα κριτήρια τοποθέτησης και μετακίνησης των
υπαλλήλων,
β. η αξιολόγηση των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής
Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της
Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων,
γ. η συζήτηση επί των εκθέσεων των υπαλλήλων στις οποίες περιέχονται διαπιστώσεις και
προτάσεις για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας,
δ. κάθε θέμα, το οποίο ανατίθεται στην υπηρεσιακή συνέλευση από ειδικές διατάξεις.
που χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από
αυτόν που είχε πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να
εξασφαλιστεί συνολικός χρόνος πέντε (5) μηνών.
3. Στην κυοφορούσα δικαστική υπάλληλο, που έχει ανάγκη ειδικής κατ’ οίκον θεραπείας πέρα
από το όριο της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται άδεια με πλήρεις αποδοχές,
εφόσον υποβληθεί σχετική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και διευθυντή γυναικολογικής ή
μαιευτικής κλινικής ή τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.
4. Σε περίπτωση τοκετού με νεκρό κύημα, χορηγείται στη δικαστική υπάλληλο άδεια είκοσι (20)
ημερών με πλήρεις αποδοχές, εφόσον αυτή έχει εξαντλήσει τα χρονικά όρια της αναρρωτικής
άδειας.
5. Σε δικαστικό υπάλληλο που υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ή αποκτά τέκνο με τη διαδικασία της
παρένθετης μητρότητας, χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές μέσα στο
πρώτο εξάμηνο μετά την περάτωση της διαδικασίας της υιοθεσίας ή της αναδοχής, εφόσον το
τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. Ένας μήνας από την άδεια μπορεί να καλύπτει απουσία
του υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας ή της αναδοχής διάστημα.
ποσοστό αναπηρίας εκτιμάται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη νομοθεσία. Την άδεια
του άρθρου αυτού δικαιούται δικαστικός υπάλληλος που δεν έχει κάνει χρήση της ειδικής άδειας
της παρ. 4.
7. Σε περίπτωση που για κάθε δικαστικό υπάλληλο σύμφωνα με την παρ. 6 αντιστοιχούν
περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, το ωράριο δεν μειώνεται αθροιστικά. Σε
περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της διευκόλυνσης είναι περισσότεροι
του ενός υπάλληλοι, με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ποιος υπάλληλος
θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου.
8. Δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος ανταποκρίνεται σε πρόσκληση από υπηρεσία αιμοληψίας
για κάλυψη έκτακτης ανάγκης, καθώς και υπάλληλος, ο οποίος μετέχει σε οργανωμένη ομαδική
αιμοληψία ή σε διαδικασία παροχής αιμοπεταλίων, δικαιούται ειδικής άδειας απουσίας με
πλήρεις αποδοχές δύο (2) ημερών για έξι (6) αιμοληψίες ή παροχές αιμοπεταλίων τον χρόνο
κατ’ ανώτατο όριο.
9. Χορηγείται μία (1) ημέρα τον χρόνο με αποδοχές για οποιονδήποτε προληπτικό ιατρικό
έλεγχο. Η άδεια χορηγείται έπειτα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού.
10. Δικαστικός υπάλληλος που έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή ανήλικο
τέκνο ή κατά την παρ. 3 εξαρτώμενο μέλος που πάσχει από κακοήθεις νεοπλασίες, όπως
λευχαιμίες, λεμφώματα και συμπαγείς όγκους και ακολουθεί θεραπείες με χημικούς ή
ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες ή ακτινοθεραπεία δικαιούται ειδικής άδειας, η οποία
καλύπτει την ημέρα της θεραπείας και την επόμενη αυτής. Η άδεια αυτή χορηγείται ύστερα από
σχετική βεβαίωση πραγματοποίησης της θεραπείας και μετά από την εξάντληση των
δικαιούμενων αδειών, κατά περίπτωση, των παρ. 3 και 4.
11. Ως τέκνα για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα ανήλικα ή τα ενήλικα τέκνα ή
αναδεχθέντα τέκνα, που δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας, εφόσον η καθημερινή φροντίδα
των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας.
12. Οι παρ. 1 έως 5 και 8 του άρθρου 93, καθώς και οι παρ. 1 έως 7 και 9 του άρθρου 182 του
ν. 3852/2010 (Α’ 87) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
υπηρεσία. Η παραίτηση ανατρέχει στην ημερομηνία λήξης της άδειας και η υπαλληλική σχέση
λύεται αυτοδικαίως από την ίδια χρονολογία.
5. Αν η άδεια που προβλέπεται στην παρ. 4 χορηγείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της
διετίας, η θέση του δικαστικού υπαλλήλου θεωρείται κενή και καλύπτεται. Στην περίπτωση
αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει
την πρώτη θέση που κενώνεται μετά την επιστροφή του. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο
εφαρμόζονται και για την άδεια που προβλέπεται στην παρ. 3, εφόσον αυτή χορηγείται για
συνεχόμενο χρονικό διάστημα πέραν της διετίας.
6. Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, εκτός
από τις περιπτώσεις των παρ. 1 και 4. Στις περιπτώσεις αυτές o δικαστικός υπάλληλος έχει
υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του.
Άρθρο 112 Υποχρέωση εκτέλεσης καθηκόντων (όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 19 του Ν.4816/2021 & άρθρο 64 του Ν.5016/2023)
1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου και της ειδικότητάς του.
2. Σε περίπτωση επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με
άλλον τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή
ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες
συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία
ή ειδίκευση. Η ανάθεση γίνεται με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή
του Γενικού Επιτρόπου, για χρονικό διάστημα έως έξι (6) μηνών, με δυνατότητα παράτασης για
έξι (6) ακόμη μήνες, με όμοια απόφαση. Ειδικά για τις περιφερειακές υπηρεσίες του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, η ανάθεση γίνεται με απόφαση του αρμόδιου Επιτρόπου. Ο χρόνος ανάθεσης
μπορεί να παραταθεί συνολικά έως δύο (2) έτη, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η συμμετοχή δικαστικών υπαλλήλων α) στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων με
αντικείμενο την ανάπτυξη, την προώθηση και τη βελτίωση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και β)
σε ειδικές επιτροπές ή ομάδες εργασίας για τον σχεδιασμό, τη μελέτη, την επεξεργασία, την
παρακολούθηση και την αξιολόγηση προγραμμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που
σχετίζονται με την οργάνωση της δικαιοσύνης και την αποτελεσματικότητα της απονομής της
εντάσσεται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που
συμμετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας για την υλοποίηση, παρακολούθηση και
αξιολόγηση των ως άνω προγραμμάτων και δράσεων και για τη μελέτη και την επεξεργασία
των ως άνω θεμάτων, επιλέγονται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την
εισαγγελία ή τη δικαστική υπηρεσία, στην οργάνωση του οποίου ή της οποίας αποσκοπούν οι
δράσεις, τα προγράμματα και τα προς μελέτη θέματα και στο οποίο υπηρετούν.
2. Η άδεια της παρ. 1 χορηγείται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα
από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και ανακαλείται με την ίδια
διαδικασία.
3. Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
4. Ο υπάλληλος επιτρέπεται να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να εκμεταλλεύεται
αυτό με εκμίσθωση, εφόσον απέκτησε τούτο είτε με γονική παροχή είτε λόγω κληρονομικής
διαδοχής είτε λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού ή
από σύζυγο, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
7. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια για υπηρεσιακή εκπαίδευση στο
εξωτερικό, καταβάλλονται οι αποδοχές του αυξημένες έως το 50%, με ειδική αιτιολογία της
απόφασης χορήγησης.
8. Η κατά την παρ. 7 προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά το μέρος που καλύπτεται
από υποτροφία ή άλλου είδους σχετική χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση, που χορηγείται στον
δικαστικό υπάλληλο.
9. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται οδοιπορικά έξοδα για την αρχική μετάβασή του και την
επιστροφή του μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εξωτερικό.
10. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης ανακαλείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για
λόγους που σχετίζονται με την επίδοσή του κατά την υπηρεσιακή εκπαίδευση, καθώς και για
ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου και θίγουν το
κύρος της υπηρεσίας του. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως
χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
11. Μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο δικαστικός υπάλληλος έχει
υποχρέωση να παραμείνει στην υπηρεσία για χρονικό διάστημα τριπλάσιο της διάρκειας της
άδειας. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος που έλαβε άδεια για
εκπαίδευση στο εξωτερικό οφείλει να επιστρέψει τις επιπλέον αποδοχές που έλαβε κατά τον
χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής με τον νόμιμο τόκο από τη
λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος
πραγματικής υπηρεσίας.
12. Εάν, με υπαιτιότητα του δικαστικού υπαλλήλου, διακοπεί η φοίτηση ή παρέλθει άπρακτη η
προθεσμία κατάθεσης του τίτλου, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην υπηρεσία του
την προσαύξηση των αποδοχών που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της άδειας, με τους
νόμιμους τόκους και ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν υπολογίζεται ως
χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η επιστροφή αποδοχών ενεργείται με πράξη του
αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να
ενημερώσει η αρμόδια για το προσωπικό Υπηρεσία. Σε περίπτωση άρνησης επιστροφής των
ανωτέρω αποδοχών, η είσπραξη γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων. Εάν η
διακοπή ή μη κατάθεση του τίτλου σπουδών στην υπηρεσία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του
υπαλλήλου, όπως ιδίως λόγω ασθένειας, ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την κατά τα
ανωτέρω υποχρέωση επιστροφής αποδοχών.
13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να καθορίζονται οι ειδικότερες
υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο
τρόπος ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
14. Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας είναι δυνατό να χορηγούνται σε δικαστικούς υπαλλήλους
ύστερα από αίτησή τους για συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις
επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται
επωφελής για την Υπηρεσία.
15. Οι άδειες της παρ. 14 χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, ύστερα από γνώμη
του αμέσου προϊσταμένου του δικαστικού υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο το διάστημα κατά
το οποίο διαρκούν οι παραπάνω δραστηριότητες. Στον χρόνο αυτό προστίθενται οι αναγκαίες
ημέρες για τη μετάβαση και επιστροφή του υπαλλήλου.
της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να είναι εφικτή η σύνταξη της γνώμης που
προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 87.
2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου περιλαμβάνει:
α) Τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τα στοιχεία του συζύγου ή του προσώπου με το οποίο
κατάρτισε σύμφωνο συμβίωσης και των τέκνων του. Αν κάποιο στοιχείο οικογενειακής
κατάστασης δεν είναι απαραίτητο για την τήρηση υποχρεώσεων που προβλέπονται στην
κείμενη νομοθεσία, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μην το δηλώσει ή να ζητήσει τη μη τήρησή
του. Ο υπάλληλος που δηλώνει τα ανωτέρω στοιχεία έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί και κάθε
μεταβολή τους,
β) τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 117,
γ) τους τίτλους σπουδών και άλλα τυπικά προσόντα,
δ) τις εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων,
ε) τις αποφάσεις, έγγραφα, κάθε είδους άδειες και άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην
υπηρεσιακή κατάσταση και υπηρεσιακή δραστηριότητα του δικαστικού υπαλλήλου,
στ) τις πειθαρχικές αγωγές, πειθαρχικές αποφάσεις και προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την
πειθαρχική διαδικασία, καθώς και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις,
ζ) τα στοιχεία επιστημονικής δραστηριότητας του δικαστικού υπαλλήλου, όπως δημοσιεύσεις,
μελέτες, άρθρα και συγγραφικές γενικώς εργασίες και κάθε άλλης δραστηριότητας σχετικής με
το αντικείμενο της υπηρεσίας του.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του
προσωπικού του μητρώου. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να αφαιρεθεί στοιχείο που έχει
περιληφθεί παράνομα στο προσωπικό του μητρώο, να καταχωριστεί σε αυτό κάποιο άλλο που,
για οποιονδήποτε λόγο, έχει παραλειφθεί ή να διορθωθεί κάποιο στοιχείο. Αν η Υπηρεσία
αρνείται να αφαιρέσει ή να διορθώσει κάποιο στοιχείο, επισυνάπτεται στο αμφισβητούμενο
στοιχείο η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος
του. Αν η Υπηρεσία διαφωνεί με την καταχώριση ορισμένου στοιχείου, καταχωρίζεται στο
προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου η σχετική αίτησή του, επί της οποίας
σημειώνεται η διαφωνία της υπηρεσίας.
4. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν το προσωπικό μητρώο σύμφωνα με τις
παρ. 1 έως 3 και έχουν την ευθύνη για τη σωστή ενημέρωσή του. Η παράλειψη των υποχρέων
για εφαρμογή του πρώτου εδαφίου συνιστά το παράπτωμα της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου
165.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται ειδικότερα ο τύπος του προσωπικού
μητρώου και ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσής του, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος του
δικαστικού υπαλλήλου να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του
μητρώου, η διαδικασία διόρθωσης και συμπλήρωσης του προσωπικού μητρώου και κάθε
σχετική λεπτομέρεια.
για την περ. α), ένσταση δικαιούται να ασκήσει υπέρ της υπηρεσίας και ο Υπουργός
Δικαιοσύνης.
7. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο της ένστασης και μπορεί,
εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να οριστικοποιήσει είτε να διορθώσει την έκθεση αξιολόγησης
με παράθεση πλήρους αιτιολογίας είτε να αναπέμψει την υπόθεση στους αξιολογητές προς νέα
κρίση, σε περίπτωση μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επίσης, δικαιούται να
ζητήσει οποιεσδήποτε πρόσθετες διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες από τους αξιολογητές ή τον
αξιολογούμενο και γενικώς να ενεργήσει για τη διακρίβωση των προβαλλόμενων ισχυρισμών,
τηρουμένης σε κάθε περίπτωσης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης. Το υπηρεσιακό
συμβούλιο αποφαίνεται για την ένσταση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την περιέλευσή
της σ’ αυτό.
8. Αν το συμβούλιο κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις υπαλλήλων που έχουν αξιολογηθεί από
μέλος του, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει και αντικαθίσταται από τον
αναπληρωτή του.
9. Η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται υποχρεωτικά κατά τα υποδείγματα των εντύπων που
αναφέρονται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Είναι
δυνατή η ηλεκτρονική διεξαγωγή της κατά τα ανωτέρω αξιολόγησης των υπαλλήλων και των
προϊσταμένων οργανικών μονάδων, κατά τα ισχύοντα για τους δημόσιους διοικητικούς
υπαλλήλους. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την
πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως «άριστος»
για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται
υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται
από την αρμόδια για το προσωπικό υπηρεσία. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί
υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή
του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης, είτε αποφαίνεται
ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο,
όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του
συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.
6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι
πολύ καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί
υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται επαρκώς στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι
υπάλληλοι, οι οποίοι, ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.
9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς
υπάλληλοι.
10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για
τη συγκεκριμένη υπηρεσία υπάλληλοι.
11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή
απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με συγκεκριμένη αναφορά σε
πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών
παρατηρήσεων προϊσταμένων του υπαλλήλου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να
καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.
12. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η
έκθεση αξιολόγησης, στην οποία περιέχεται και αιτιολογημένη κρίση περί του εάν ο υπάλληλος
μπορεί, παρά ταύτα, να παραμείνει στην υπηρεσία, διαβιβάζεται στο οικείο δικαστικό
συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση λύσης της υπαλληλικής
σχέσης.
13. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ανεπαρκής σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων επί
τρεις (3) συνεχόμενες αξιολογήσεις, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της παρ. 12.
προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του από τα καθήκοντα του
προϊσταμένου κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 146. Προκειμένου για Επίτροπο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έκθεση διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, με σκοπό να
εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση να μεταφερθεί σε θέση προϊσταμένου τμήματος ή
αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας.
13. Στην αξιολόγηση των προϊσταμένων συνεκτιμάται και η αξιολόγηση από τους υφισταμένους
τους, όπως περιγράφεται στην παρ. 14.
14. Ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογείται από τους υφισταμένους του, εφόσον αυτοί είναι
τουλάχιστον τρεις (3), ο προϊστάμενος διεύθυνσης και ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
από τους προϊσταμένους τμημάτων και, αν αυτοί είναι λιγότεροι από τρεις, από το σύνολο των
υπαλλήλων, ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης από τους προϊσταμένους διεύθυνσης και
τμημάτων που υπάγονται στη γενική διεύθυνση και ο Γενικός Συντονιστής του Ελεγκτικού
Συνεδρίου από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπάγονται στην αρμοδιότητά
του. Με τον κανονισμό του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας μπορεί
να ορίζεται, κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, αξιολόγηση των προϊσταμένων διεύθυνσης
από το σύνολο των υπαλλήλων, εφόσον διαπιστώνεται ότι η λειτουργία των υπηρεσιών του
καθιστά πρόσφορη αυτή την αξιολόγηση.
15. Η κατά τα ανωτέρω αξιολόγηση των προϊσταμένων από τους υφισταμένους,
πραγματοποιείται τον Ιανουάριο με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών,
το οποίο καταρτίζεται από την οικεία διεύθυνση προσωπικού, κατά το υπόδειγμα του εντύπου
Γ’ που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος.
Με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η ταυτότητα κάθε
υφισταμένου που συμπληρώνει το ερωτηματολόγιο παραμένει μυστική και μπορεί να
καθίσταται γνωστή στην υπηρεσία και στον αξιολογούμενο προϊστάμενο, μόνο σε περίπτωση
που ασκηθεί από αυτόν ένσταση ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατά της
έκθεσης αξιολόγησης και εφόσον με το ερωτηματολόγιο οι υφιστάμενοι τον αξιολόγησαν σε
κάθε κριτήριο κατά πλειοψηφία με βαθμό Γ και αυτό αποτέλεσε έρεισμα στην ετήσια αξιολόγησή
του.
Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει τα κριτήρια: Ι. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον
και δημιουργικότητα. ΙΙ. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά. ΙΙΙ. Διοικητικές ικανότητες
Αποτελεσματικότητα. Επί των κριτηρίων αυτών αξιολογούν οι υφιστάμενοι τον προϊστάμενο με
τα στοιχεία Α, Β και Γ, εκ των οποίων το Α αντιπροσωπεύει τον άριστο, το Β τον καλό και το Γ
τον μέτριο. Κάθε κριτήριο βαθμολογείται ξεχωριστά.
16. Οι αξιολογητές λαμβάνουν γνώση των ερωτηματολογίων, χωρίς να καθίσταται γνωστή η
ταυτότητα των υφισταμένων που συμπλήρωσαν αυτά και, μετά την ολοκλήρωση της
αξιολόγησης, οι αξιολογηθέντες προϊστάμενοι. Η βαθμολογία κάθε ετήσιας αξιολόγησης του
προϊσταμένου από τους υφισταμένους του επισυνάπτεται στην έκθεση αξιολόγησής του και
συνεκτιμάται κατά τις αξιολογήσεις του.
μέτρα βελτίωσης που, έπειτα και από σχετική συζήτηση με τον αξιολογούμενο, εκτιμά ότι
πρέπει να ληφθούν κατά περίπτωση από αυτόν, τον προϊστάμενο ή άλλους υπηρεσιακούς
παράγοντες. Ο αξιολoγούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει στον αξιολογητή απόψεις
αντιρρήσεις μέσα σε προθεσμία δύο (2) εργάσιμων ημερών από την πραγματοποίηση της
συνέντευξης. Οι απόψεις αντιρρήσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης
αξιολόγησης του υπαλλήλου και λαμβάνεται υπόψη από τον αξιολογητή.
5. Αν προτείνονται μέτρα βελτίωσης, αυτά λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά από τον
αξιολογητή κατά την επόμενη περίοδο αξιολόγησης του υπαλλήλου. Ο αξιολογητής οφείλει να
σημειώσει στην έκθεση αξιολόγησης τα μέτρα που έλαβαν ο ίδιος και η υπηρεσία, προκειμένου
να βοηθήσουν τον υπάλληλο να βελτιώσει την απόδοσή του. Παράλειψη εκπλήρωσης της
προαναφερόμενης υποχρέωσης λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη ως δυσμενές στοιχείο από
τον προϊστάμενο του αξιολογητή κατά την αξιολόγηση του τελευταίου.
την προαγωγή κατά ένα (1) έτος. Αν η βαθμολογία αυτή αφορά στο τελευταίο έτος που διανύει
στον βαθμό, το ένα (1) έτος προσμετράται ως πλεονάζων χρόνος στον επόμενο βαθμό.
5. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ οι οποίοι έχουν διατελέσει δικηγόροι για
χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών, ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ μειώνεται
κατά ένα (1) έτος. Για εκείνους που έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο από τέσσερα (4) έτη, μειώνεται ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ και στον βαθμό
Β’, κατά ένα (1) έτος σε καθέναν από τους βαθμούς αυτούς.
λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην
περίπτωση αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.
3. Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά τους μήνες Απρίλιο
και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά
συμβούλια τα ερωτήματα περί μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά
συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 31 Μαΐου και έως τις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
4. Τα ερωτήματα περί μεταθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 150 και 153 αποστέλλονται
οποτεδήποτε. Η πράξη μετάθεσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την περιέλευση της
απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αποστέλλεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο
δικαστικός υπάλληλος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την έκδοσή της και επιδίδεται με
επιμέλεια του Προϊσταμένου της Γραμματείας ή της υπηρεσίας χωρίς καθυστέρηση στον
υπάλληλο.
5. Ειδικά για τις μεταθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του
Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτείται και γνώμη του
Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου, κατά περίπτωση.
6. Με το έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται στον δικαστικό υπάλληλο η μετάθεσή του τάσσεται
σε αυτόν, ανάλογα με την απόσταση και τα διαθέσιμα μέσα συγκοινωνίας, η αναγκαία για τη
μετάβαση στη νέα του θέση προθεσμία. Η προθεσμία αυτή κυμαίνεται από δεκαπέντε (15)
ημέρες έως έναν (1) μήνα.
7. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μετατίθενται πριν συμπληρώσουν διετία στην υπηρεσία που
τοποθετήθηκαν κατά τον διορισμό τους.
8. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3, μετάθεση, πριν από την
παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, είτε σε περίπτωση αμοιβαίας μετάθεσης
υπαλλήλων είτε για σοβαρούς λόγους υπηρεσιακούς ή προσωπικούς ή υγείας.
4. Ως ημερομηνία συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στην παρ. 3 θεωρείται
η 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο διενεργείται η μετάθεση, ανεξαρτήτως της
ημερομηνίας γέννησης.
5. Η μετάθεση για λόγους υγείας πραγματοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση
στην υπηρεσία των πιστοποιητικών της παρ. 1.
11. Διατάξεις που προβλέπουν την απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, στο
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στα δικαστήρια των άρθρων 88 και 99 του Συντάγματος, στην
Εθνική Αρχή Διαφάνειας, στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από
Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των
Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ή σε παραμεθόριες περιοχές για λόγους
συνυπηρέτησης συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, καθώς και διατάξεις που
προβλέπουν την αποστολή και απόσπαση οποιουδήποτε προσώπου από το Δημόσιο και τους
οργανισμούς του δημοσίου τομέα σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή των κρατών
μελών της, καθώς και σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως και σε γραμματείες
διεθνών συμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων συνεργασίας διατηρούνται σε ισχύ.
12. Η παρ. 7 του άρθρου 93 του ν. 3852/2010 (Α’ 87), και η παρ. 10 του άρθρου 182 του ν.
3852/2010, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 4440/2016 (Α’
224) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
13. Ειδικές διατάξεις καθ’ ο μέρος αφορούν σε απόσπαση μονίμων υπαλλήλων από το
Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου στο Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρούνται σε ισχύ.
14. α) Κατ’ εξαίρεση, με την επιφύλαξη της Π.Υ.Σ. 19/8.2.1990 (Α’ 16), που κυρώθηκε με το
άρθρο 6 του ν. 1878/1990 (Α’ 33) και του άρθρου 2 του ν. 1895/1990 (Α’ 116), δικαστικοί
υπάλληλοι, μέχρι ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί του συνόλου των υπηρετούντων, δύνανται
να διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου των βουλευτών και των Ελλήνων
βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην
αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του ν.
4622/2019, με κοινή απόφαση του Υπουργού υποδοχής και του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά
από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο
δικαστικός υπάλληλος, δύνανται να αποσπώνται δικαστικοί υπάλληλοι στο γραφείο του
Προέδρου της Βουλής και στα ιδιαίτερα γραφεία μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών.
β) Σε κάθε μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργό, βουλευτή ή Έλληνα βουλευτή του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου επιτρέπεται η διάθεση ή απόσπαση, κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της περ.
α), ενός (1) μόνον δικαστικού υπαλλήλου. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση
προϊσταμένων διεύθυνσης ή τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή δικαστικού υπαλλήλου που
είναι ο μοναδικός που υπηρετεί στον κλάδο ή στην ειδικότητα.
Η απόσπαση ή διάθεση παύει αυτοδικαίως και ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα
καθήκοντα της οργανικής του θέσης όταν το μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργός, βουλευτής
ή Έλληνας βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο γραφείο του οποίου έχει
αποσπασθεί ή διατεθεί, αποβάλλει για οποιονδήποτε λόγο την ιδιότητά του και εφόσον αυτός
δεν επαναδιορισθεί ως μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός ή δεν επανεκλεγεί ως βουλευτής
ή ευρωβουλευτής.
Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου σε γραφείο άλλου
μέλους της Κυβέρνησης, υφυπουργού, βουλευτή ή ευρωβουλευτή, πριν από τη συμπλήρωση
μιας βουλευτικής περιόδου από την επιστροφή του στην υπηρεσία όπου υπηρετεί.
Ο χρόνος της απόσπασης ή διάθεσης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε
συνέπεια.
Οι υπάλληλοι που αποσπώνται ή διατίθενται κατ’ εφαρμογή της παρούσας εξακολουθούν να
μισθοδοτούνται και να εξελίσσονται υπηρεσιακώς βάσει του υπηρεσιακού καθεστώτος των
υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικώς.
2. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή
άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας,
εφόσον απέκτησε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή μετά την υποβολή της
αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 11 ή μετά τη
συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από την υποβολή της
αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία αυτή τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία
επιθυμεί να μεταταγεί.
3. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη μετάταξη σε θέση
της γραμματείας ή υπηρεσίας δικαστηρίου ή εισαγγελίας που ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου
υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού, το οποίο
επιλαμβάνεται μετά την εξασφάλιση θετικής σύμφωνης γνώμης από το αρχικό συμβούλιο.
4. Για τη μετάταξη κατά τις παρ. 1 και 3 συνεκτιμώνται και τα ουσιαστικά προσόντα του
δικαστικού υπαλλήλου.
5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με τον βαθμό τον οποίο κατέχουν. Αν ο εισαγωγικός
βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος είναι ανώτερος του βαθμού που
κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί
στον βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον βαθμό
της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται
για τον κλάδο αυτόν.
5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο δικαστικός υπάλληλος
επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση σχετικής πράξης επαναφοράς ή
αυτοδικαίως στην περίπτωση της παρ. 4 ή από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης, εφόσον
αυτή δεν συνεπάγεται παύση ή της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον με αυτή δεν επιβάλλεται η
ποινή της οριστικής παύσης.
ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο
(22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός
(1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας τριετίας,
στ) ιδιαιτέρως σοβαρή απείθεια,
ζ) εμμονή στην αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση,
η) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του
διετία είχαν επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές,
ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του
έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός
(1) μηνός.
3. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε δικαστικό υπάλληλο συνεκτιμώνται
ιδίως οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η βαρύτητα αυτού, ο εξακολουθητικός
ή μη χαρακτήρας του, η προσωπικότητα του δικαστικού υπαλλήλου, ο βαθμός της υπαιτιότητάς
του, η επίδειξη μεταμέλειας, η υποτροπή,καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει
από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
οργάνων ή μεταξύ περισσότερων υπηρεσιακών συμβουλίων, εκείνο που έχει επιληφθεί πρώτο.
Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου υπάγονται και όλα τα συναφή
πειθαρχικά παραπτώματα.
Άρθρο 172 Μη συρροή ποινών Απαγόρευση δεύτερης δίωξης και περισσότερων ποινών
για το ίδιο αδίκημα
1. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή.
3. Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, με την
πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε δικαστικό υπάλληλο, για την
επιμέτρηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπτώματα του διωκομένου.
Άρθρο 174 Εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου και της ποινικής
δικονομίας
1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως
και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και
συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
2. Εφαρμόζονται, ιδίως, οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:
α) στους λόγους άρσης ή αποκλεισμού του αδίκου της πράξης και της ικανότητας προς
καταλογισμό,
β) στις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,
γ) στην έμπρακτη μετάνοια,
δ) στο δικαίωμα σιγής του διωκομένου,
ε) στην πραγματική και νομική πλάνη,
στ) στο τεκμήριο της αθωότητας του διωκομένου,
ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη
διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν
λόγω υπαλλήλου.
2. Τα νομικά πρόσωπα
Όποιος έχει την ικανότητα να είναι
παρίστανται στο δικαστήριο με
υποκείμενο δικαιωμάτων και
όποιον τα εκπροσωπεί. Στις
υποχρεώσεων έχει και την
περιπτώσεις που χρειάζεται
ικανότητα να είναι διάδικος.
προηγούμενη άδεια για τη
Ενώσεις προσώπων που
διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη
επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς
χορήγησή της περιλαμβάνει και τη
να είναι σωματεία, καθώς και
δίκη κατ` έφεση, Αναψηλάφηση και
εταιρείες που δεν έχουν νομική
αναίρεση.
προσωπικότητα, μπορούν να είναι
διάδικοι.
3. Οι ενώσεις προσώπων που
επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς
Άρθρο 63
να αποτελούν σωματείο, καθώς και
οι εταιρίες που δεν έχουν νομική
1. Όποιος είναι ικανός για προσωπικότητα, παρίστανται στο
οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα
να παρίσταται στο δικαστήριο με οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση
δικό του όνομα. Όποιος έχει των υποθέσεών τους.
περιορισμένη ικανότητα για
δικαιοπραξία ή βρίσκεται, κατά το 4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που
χρόνο που επιχειρεί συγκεκριμένη ρυθμίζει τη δικαστική παράσταση
δήλωση της βούλησης του, σε των προσώπων που αναφέρονται
κατάσταση που δεν επιτρέπει να στις παραγράφους 1 έως 3, τα
είναι αυτή έγκυρη, μπορεί να πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται
παρίσταται στο δικαστήριο με το από όποιους τα αντιπροσωπεύουν
δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το στις συναλλακτικές τους σχέσεις.
ουσιαστικό δίκαιο έχει ικανότητα για
Άρθρο 97 Άρθρο 99
Άρθρο 116α
3.Με την επιφύλαξη των
υποθέσεων των μικροδιαφορών, η
κατάθεση προτάσεων είναι Το δικαστήριο ενθαρρύνει σε κάθε
υποχρεωτική. στάση της δίκης και σε κάθε
διαδικασία τη συμβιβαστική
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το επίλυση της διαφοράς, την επιλογή
άρθρο 3 του Ν.4842/2021 με ισχύ της διαμεσολάβησης ως μέτρο
την 1/1/2022 σύμφωνα με το άρθρο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς,
120 του Ν.4842/2021 υποστηρίζει σχετικές πρωτοβουλίες
των διαδίκων και μπορεί να
Άρθρο 116 διατυπώνει προτάσεις
συμβιβασμού με συνεκτίμηση της
πραγματικής και νομικής
1.Οι διάδικοι, οι νόμιμοι
κατάστασης.
αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί
τους οφείλουν να τηρούν τους
Σημ.: όπως προστέθηκε με
κανόνες των χρηστών ηθών και της
το άρθρο πρώτο του άρθρου 1
καλής πίστης, να αποφεύγουν
Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87.`Εναρξη
ενέργειες που φανερά οδηγούν
ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο
στην παρέλκυση της δίκης, να
ένατο παρ.4 του ίδιου νόμου, από
εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα
1.1.2016.
που αναφέρονται στην υπόθεση,
έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν,
Άρθρα 117 – 121 (εκθέσεις-
με πληρότητα και σύμφωνα με την
δικόγραφα)
αλήθεια, αποφεύγοντας
διφορούμενες και ασαφείς Άρθρο 117
εκφράσεις.
1. Ουσιώδη προαπαιτούμενα για
2. Το δικαστήριο, οι διάδικοι, οι κάθε έκθεση είναι:
πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι
νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων α) να συντάσσεται όταν γίνεται η
οφείλουν να συμβάλλουν με την εν πράξη με την παρουσία όσων
γένει δικονομική τους συμπεριφορά συμπράττουν,
και ιδίως με την επιμελή διεξαγωγή
της δίκης, την εμπρόθεσμη β) να αναφέρει τον τόπο και το
επιχείρηση διαδικαστικών χρόνο που γίνεται η πράξη, το
πράξεων, την έγκαιρη προβολή όνομα, το επώνυμο, το
ισχυρισμών και προσαγωγή πατρώνυμο, την κατοικία, τη
αποδεικτικών μέσων στην διεύθυνση, καθώς και τον αριθμό
επίσπευση της δίκης και στην φορολογικού μητρώου κάθε
ταχεία επίλυση της διαφοράς. προσώπου που είναι παρόν,
4. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται
1. Οι προθεσμίες που ορίζονται
σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι
από το νόμο ή τα δικαστήρια
ημέρες που μεσολαβούν και είναι
αρχίζουν από την επόμενη ημέρα
κατά το νόμο εξαιρετέες.
μετά την επίδοση ή μετά τη
συντέλεση του γεγονότος που
5. Αν η ορισμένη προθεσμία
αποτελεί την αφετηρία της
αποτελείται από μήνες και ημέρες
προθεσμίας και λήγουν στις 7 το
υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και
βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν
μετά προθέτονται οι ημέρες.
αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα,
την ίδια ώρα τη επομένης μη
Άρθρο 215 (άσκηση αγωγής)
εξαιρετέας ημέρας.
Άρθρο 215
2. Οι προθεσμίες που αρχίζουν με
την επίδοση εγγράφων τρέχουν 1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση
δικογράφου στη γραμματεία του
Άρθρο 499
Άρθρο 500
Άρθρο 329 Αρχή της δημοσιότητας ... 32 Άρθρα 545 – 547 και 549 παρ. 1 και 2
(αποφάσεις εκτελεστές) ..................... 39
Άρθρο 330 Συζήτηση κεκλεισμένων των
θυρών. ................................................ 33 Άρθρο 545 Πότε η απόφαση είναι
εκτελεστή. .......................................... 39
Άρθρο 331 Προφορικότητα της
διαδικασίας. ....................................... 33 Άρθρο 546 Πότε η απόφαση είναι
αμετάκλητη. ....................................... 39
Άρθρο 547 Πότε εκτελείται η αθωωτική Άρθρα 3 – 7 και άρθρα 9, 10, 11,
απόφαση. ........................................... 39 12 και 13 (τα ποινικά δικαστήρια)
Άρθρο 549 Ποιοι φροντίζουν για την Άρθρο 3 Δικαστήρια των
εκτέλεση της απόφασης..................... 39 πλημμελειοδικών
πρακτικών, είναι δυνατό να ζητηθεί Άρθρο 149 Χρόνος και τόπος που
από τους διαδίκους και τον συντάσσεται η έκθεση.
εισαγγελέα ή να προκληθεί
αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή η Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται
διόρθωση λαθών, που υπάρχουν στον τόπο όπου γίνεται η πράξη ή
στα πρακτικά ή η συμπλήρωση των η δήλωση που βεβαιώνεται σε
ελλείψεων, αν συντρέχουν οι αυτήν και κατά τον χρόνο της
προϋποθέσεις της παρ. 1. Τη ενέργειας ή, αν αυτό είναι αδύνατο,
διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη αμέσως μετά.
διατάσσει, ύστερα από κλήτευση
και ακρόαση των διαδίκων που Άρθρο 150 Πρόσωπα που
ήταν παρόντες, όποιος διευθύνει τη συμπράττουν.
συνεδρίαση, και σε περίπτωση
άρνησής του το δικαστήριο που Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, όταν
δίκασε αποτελούμενο από τους ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,
ίδιους, αν είναι δυνατόν, δικαστές. παρίσταται δικαστικός γραμματέας
ή ανακριτικός υπάλληλος και, αν
Άρθρο 146 Ανασύσταση δεν υπάρχουν αυτοί, παρίστανται
δικογραφίας. δύο μάρτυρες. Οι μάρτυρες πρέπει
να μην είναι ηλικίας κάτω των
Η ανανέωση ή αντικατάσταση των δεκαοκτώ ετών, να μην έχουν
πρωτοτύπων των αποφάσεων, των συμφέρον από την έκβαση της
ποινικών διαταγών, των διατάξεων, υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς
των βουλευμάτων και των εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον
πρακτικών, καθώς και κάθε άλλου τρίτο βαθμό με τον δημόσιο
εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, υπάλληλο που συντάσσει την
που καταστράφηκαν από έκθεση ή τον ύποπτο ή τον
οποιαδήποτε αιτία, χάθηκαν ή κατηγορούμενο ή τον παριστάμενο
υπεξήχθησαν ή αλλοιώθηκαν από για την υποστήριξη της κατηγορίας
τον χρόνο, γίνεται σύμφωνα με όσα και να μην είναι προφανώς
ορίζει ειδικός νόμος. μεθυσμένοι ή διανοητικά άρρωστοι.
Άρθρο 67 Διακοπή της προθεσμίας ii. την αρχή που εξέδωσε την
πράξη αυτήν ή που παρέλειψε την
1. Η προθεσμία για την άσκηση έκδοσή της.
προσφυγής διακόπτεται, για μία
μόνο φορά, με την άσκηση κάθε iii. τους λόγους, οι οποίοι
διοικητικής προσφυγής, πλην θεμελιώνουν το αίτημα και
εκείνης που προβλέπεται από τη
διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 63. β. να περιέχει σαφώς καθορισμένο
Το κατά την προηγούμενη περίοδο αίτημα.
αποτέλεσμα επέρχεται ακόμη και
αν η διοικητική προσφυγή έχει 2. Αίτημα της προσφυγής μπορεί
απευθυνθεί σε αναρμόδιο να είναι:
διοικητικό όργανο. Η διάταξη της
παραγράφου αυτής δεν έχει α. η ολική ή μερική ακύρωση της
εφαρμογή κατά την εκδίκαση των προσβαλλόμενης πράξης ή
φορολογικών εν γένει διαφορών. παράλειψης, ή
την τήρηση της ευταξίας και της το αργότερο την παραμονή της
ευπρέπειας κατά τη διάρκεια της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως
συνεδρίασης. στο πινάκιο. Σε περίπτωση
αναβολής της συζήτησης ύστερα
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το από αίτηση διαδίκου, δεν
άρθρο 5 του Ν.5028/2023 με ισχύ κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο
την 10/3/2023 διάδικος που υπέβαλε δήλωση.
3. Ο δικαστής παραδίδει το
πρωτότυπο της απόφασης σε
ηλεκτρονική μορφή με το
περιεχόμενο που προβλέπεται στο
επόμενο άρθρο. Η απόφαση
απαγγέλλεται σε δημόσια
συνεδρίαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα
άρθρα 52 παρ. 2 και 113 του
Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51
12.3.2012).