Professional Documents
Culture Documents
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΟΥΝΤΕΔΑΚΗ
1
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΜΑΘΗΜΑ [Κ.Μ. 110344] :
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι (ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ)
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΟΥΝΤΕΔΑΚΗ
Το Δίκαιο
Το Σύνταγμα
Τα πολιτεύματα
Οι πηγές του δικαίου
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
2
Αντί προλόγου
Η ανάλυση των εννοιών και η ακρίβεια των όρων, ως μεθοδολογικό εργαλείο στο
Συνταγματικό Δίκαιο, έχει το χαρακτηριστικό να εντοπίζει τον διάλογο σε ζητήματα με
φόρτιση ιστορική, ιδεολογική, πολιτική, κομματική. Επιπλέον, αντιμετωπίζει έννοιες
που έχουν πολύ διαφορετικό περιεχόμενο στην καθημερινότητα από αυτήν που έχουν
στην επιστήμη, π.χ. κόμμα, έθιμο, δίκαιο και άδικο, φιλελεύθερο και δημοκρατικό,
έθνος, λαός, πλουραλισμός, δικαίωμα, αξίωση.
Το Συνταγματικό Δίκαιο είναι νόμος πολιτικός, άρα έχει σημεία τριβής με την
Πολιτική Επιστήμη. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι η πολιτική επιστήμη ερευνά τι ισχύει
πράγματι, τις πραγματικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες λειτουργίας των θεσμών
ή τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου, ενώ
το συνταγματικό δίκαιο ερευνά τι πρέπει να ισχύει, το δέον, με σκοπό την γνώση, την
3
κατανόηση και την κριτική των νομικών κανόνων που ενδιαφέρουν τους κύριους
κρατικούς θεσμούς και τις σχέσεις των ατόμων, των ομάδων, των πολιτών, με το
κράτος.
Το Συνταγματικό Δίκαιο λόγω του αντικειμένου του κινείται μεταξύ του νομικού
κανόνα και της πολιτικής πράξης. Για τον λόγο αυτό αποτελεί πεδίο έντονων
αντιπαραθέσεων, ιδεολογικών κατασκευών και αναθεωρήσεων αναλόγως της εξέλιξης
των ανθρώπων, των κοινωνιών, των κρατών, του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ συχνά
χρησιμοποιείται στρεβλωτικά σαν εργαλείο για να επιτευχθούν προσωπικοί ή
κομματικοί πολιτικοί στόχοι. Το Σύνταγμα, πολύ γενικό σε σύγκριση με άλλους νόμους,
από τη μία ορίζει πώς προστατεύεται το άτομο, ο άνθρωπος, ο πολίτης, οι κοινωνικές
ομάδες, από ενδεχόμενη κρατική αυθαιρεσία, κι από την άλλη ρυθμίζει το κρατικό
οικοδόμημα, ορίζοντας τις σχέσεις των κρατικών οργάνων και τον συγκεκριμένο τρόπο
άσκησης εξουσίας.
Για τον πολιτικό επιστήμονα, αυτές όλες οι ιδιότητες του Συντάγματος, και του
δικαίου γενικότερα, είναι απολύτως απαραίτητες για να κατανοήσει τη λειτουργία του
κράτους, του δικαίου, της εξουσίας, της κοινωνίας, των πολιτικών θεσμών, όπως
διαμορφώνονται σήμερα.
Η προσέγγιση του συνταγματικού φαινομένου απαιτεί καλή γνώση των όρων που
χρησιμοποιούνται, κριτική στάση απέναντι στους εξεταζόμενους θεσμούς και στις
ρυθμίσεις τους, διάθεση απομυθοποίησης και συνεχή επαναπροσδιορισμό των εννοιών.
Η κομματική αμεροληψία και η αποφυγή συνθηματολογικών προσεγγίσεων είναι
προαπαιτούμενο της επιστημονικής αναζήτησης.
Κώστας Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι., 5η έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν.
Σάκκουλας, 2014
4
Αντώνης Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Βασικές Έννοιες,
Συνταγματική Ιστορία, Όργανα του κράτους, 2η έκδ., Λιβάνης, Αθήνα, 2007
Επίσης χρειάζεσθε:
το κείμενο του ισχύοντος Συντάγματος 1975/ 1986/ 2001/ 2008 (βλ. την
ιστοσελίδα του Ελληνικού Κοινοβουλίου http://www.hellenicparliament.gr)
Για τη μελέτη κατά τη διάρκεια του εξαμήνου σάς προτείνονται τα εξής: σταθερή
παρακολούθηση, μελέτη των σημειώσεων και του διδακτικού υλικού, αναζήτηση στη
βιβλιοθήκη και στο Internet, δανεισμός βιβλίων με αντικείμενο σχετικό με τις θεματικές
ενότητες, μόνιμη αναγωγή στη διατύπωση των διατάξεων του Συντάγματος.
Εκτός των ανωτέρω, η περιγραφόμενη ύλη αναπτύσσεται εν όλω ή εν μέρει και σε άλλα
Συγγράμματα - Εγχειρίδια Συνταγματικού Δικαίου για Γενικές Αρχές είναι συνολικά
(κατά χρονολογική σειρά):
5
Στο πρώτο μέρος δίδονται οι βασικότερες πληροφορίες για τις διακρίσεις του
δικαίου σε φυσικό και θετικό δίκαιο, αναπτύσσεται η έννοια της ισχύος των κανόνων
δικαίου, ακολουθεί η ανάλυση της δομής του κανόνα δικαίου, παρέχονται ορολογικές
διευκρινήσεις για συναφείς όρους, παρουσιάζονται οι κλάδοι του δικαίου και η ύπατη
διάκριση σε δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο. Για το μέρος αυτό εκφράζονται θερμές
ευχαριστίες προς τον συνάδελφο, Καθηγητή Ξενοφώντα Παπαρρηγόπουλο, που μου
διέθεσε παλιότερες σημειώσεις του επί της θεματικής αυτής. Στο τέλος του πρώτου
μέρους παρουσιάζεται συνοπτικά η ερμηνεία του δικαίου και οι βασικές μέθοδοι.
Στο δεύτερο μέρος, για το Σύνταγμα, που αναπτύσσεται επαρκέστατα σε όλα τα
συγγράμματα, παρατίθεται ένα άρθρο του Καθηγητή Κώστα Χρυσόγονου, που δίνει
πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορική εξέλιξη του Συντάγματος και είναι
αναρτημένο στο http://www.constitutionalism.gr/site/2310-giati-to-syntagma-
istorikes-proypoteseis-toy-synta/.
Στο τρίτο μέρος, για τα πολιτεύματα, αναλύονται συνοπτικά η μοναρχία, η
δημοκρατία, οι χωλές δημοκρατίες και τα αυταρχικά πολιτεύματα.
Στο τέταρτο μέρος, για τις πηγές του δικαίου, αναλύονται τα βασικά σημεία του
τυπικού Συνταγματικού δικαίου, του Ευρωπαϊκού-κοινοτικού δικαίου, του διεθνούς
δικαίου, του συνταγματικού εθίμου, του τυπικού νόμου, του Κανονισμού της Βουλής και
της κανονιστικής δράσης της εκτελεστικής λειτουργίας.
Π. Φουντεδάκη
6
Διάγραμμα
Αντί προλόγου
Διάγραμμα
Μέρος Πρώτο: Το Δίκαιο …………………………………………………………………………………….σ.10
I. Φυσικό Δίκαιο – Θετικό Δίκαιο
II. Η ισχύς του δικαίου
III. Η δομή του κανόνα δικαίου
IV. Ορολογικές διευκρινήσεις
V. Κλάδοι του δικαίου
Α. Δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο
Β. Οι κλάδοι του Δημοσίου Δικαίου
α.Το Συνταγματικό δίκαιο
β. Το Διοικητικό δίκαιο
γ. Το Ποινικό δίκαιο
Γ. Οι κλάδοι του Ιδιωτικού Δικαίου
α. Το Αστικό δίκαιο
β. Το Εμπορικό δίκαιο
γ. Το Εργατικό δίκαιο
VI. Η διάκριση ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου
VII. Κανόνες «αναγκαστικού» δικαίου - Κανόνες «ενδοτικού» δικαίου
VIII. Η ερμηνεία του δικαίου
8
9
Μέρος Πρώτο: Το Δίκαιο
Η διάκριση της αλήθειας σε αυτήν που προσδιορίζεται από την θεϊκή αποκάλυψη
(«εξ αποκαλύψεως αλήθεια») και σε αυτήν που προέρχεται από συγκεκριμένες
διαδικασίες εντός του συνταγματικού κράτους («διαδικαστική αλήθεια») αποτυπώνεται
στη διάκριση μεταξύ του φυσικού δικαίου και του θετικού δικαίου.
10
Το θετικό δίκαιο είναι το σύστημα των κανόνων που καθορίζει κατά τρόπο
δεσμευτικό (συχνά, αλλά όχι αναγκαία, με κυρώσεις) τόσο την εξωτερική συμπεριφορά
των ανθρώπων μέσα σε μία κοινωνία, όσο και την οργάνωση της κοινωνίας αυτής και
της σχέσης με τα μέλη της. Το θετικό δίκαιο, λοιπόν, αποτελείται από κανόνες που
θεσπίζει η πολιτεία μέσα από τα νομοθετικά της όργανα (π.χ. τυπικοί νόμοι που
παράγονται από το Κοινοβούλιο) ή που δέχεται η πολιτεία μέσω της παραγωγής
κανόνων από την κοινωνία (π.χ. έθιμα). Το θετικό δίκαιο γίνεται αποδεκτό όχι διότι
ανάγεται σε κάτι υπερφυσικό (όπως το φυσικό δίκαιο), αλλά διότι προέρχεται από
διαδικασίες που προβλέπονται από την δικαιοπαραγωγική διαδικασία. Συνεπώς, η
διευθέτηση μιας διαφοράς βάσει κανόνων του θετικού δικαίου δεν συνιστά αναζήτηση
αξιολογική, δηλαδή αναζήτηση του τι είναι δίκαιο και σωστό και τι είναι άδικο και
λάθος. Τα κριτήρια της ισχύος του θετικού δικαίου είναι διαδικαστικά, είναι κριτήρια
που στηρίζονται στην αναζήτηση του τι ισχύει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς
το δίκαιο ως θετικό δίκαιο δεν είναι το αντίθετο του αδίκου. Η φιλοσοφική αναζήτηση
της δικαιοσύνης, ως θεμελίου του δικαίου, ώστε αυτό να γίνεται αποδεκτό, είναι κάτι
εντελώς διαφορετικό.
Ορισμένες φορές η ανεπάρκεια του θετικού δικαίου, σήμερα, οδηγεί στην
αναζήτηση κανόνων που έχουν τα χαρακτηριστικά του φυσικού δικαίου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα αυταρχικά καθεστώτα είναι η επίκληση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου για να στηρίξουν τον αγώνα κατά του αυταρχισμού. Στα
δημοκρατικά καθεστώτα, η επίκληση του φυσικού δικαίου είναι νοητή για ζητήματα που
άπτονται της βιοηθικής (π.χ. υποβοηθούμενη αυτοκτονία – ευθανασία, παρένθετη
μητρότητα, αμβλώσεις, κλωνοποίηση).1
Το θετικό δίκαιο μπορεί, συνεπώς να είναι είτε γραπτό, δηλ. κανόνες που
θεσπίζει η πολιτεία μέσα από τα νομοθετικά της όργανα, είτε άγραφο, δηλ. εθιμικό. Η
δημιουργία του εθίμου προϋποθέτει την ύπαρξη των εξής προϋποθέσεων, σωρευτικά:
έχει φορέα του την κοινωνία
αποτελεί μακρόχρονη επαναλαμβανόμενη πρακτική
ασκείται εν συνειδήσει δικαίου (δηλ. η συγκεκριμένη πρακτική θεωρείται πως
ανταποκρίνεται σε κανόνα δικαίου –opinio juris)
δεν μπορεί να είναι αντίθετο με τυπικό νόμο και επιπλέον, καταργείται
οποτεδήποτε με γραπτό κανόνα δικαίου νόμο. Συνεπώς το έθιμο γίνεται
ανεκτό από το κράτος για να συμπληρώνει κανόνα δικαίου, μέχρις ότου το
κράτος είτε το καταστήσει περιεχόμενο νόμου, είτε το καταργήσει με νόμο.
Το έθιμο υπό την νομική του έννοια διακρίνεται απολύτως από το έθιμο π.χ. στην
λαογραφία. Έτσι, το «έθιμο» της ζωοκλοπής, ή της οπλοχρησίας σε γάμους δεν
συνιστούν έθιμα υπό την νομική του έννοια. Στο μέτρο που υπάρχουν αντίθετες
1
Για τη σχέση θετικού και φυσικού δικαίου βλ. Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ.
Α΄, Θεωρητικό Θεμέλιο, 1994, σ. 72 επ.
11
διατάξεις γραπτού νόμου, τα «έθιμα» αυτά είναι απλώς παράνομες πράξεις που
επισύρουν κυρώσεις στους δράστες.
2
Βλ. στο ίδιο, σ. 4. Αναλυτικότερα βλ. Karl Engish, Εισαγωγή στη νομική σκέψη, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1981 [μετάφραση Δ. Σπινέλλη], σ. 23επ.
12
την αρχή αριθμό προσώπων. Το αφηρημένο χαρακτηριστικό του νόμου περιέχει εξάλλου
την αξίωση, η ρύθμιση να είναι διατυπωμένη έτσι, ώστε να υπάγεται σε αυτή ομάδα
περιπτώσεων της κοινωνικής ύλης με κοινά χαρακτηριστικά και όχι συγκεκριμένες
περιπτώσεις.
Το σύνολο των κανόνων δικαίου είναι ταυτόσημο με τους ουσιαστικούς νόμους.
Στην σύγχρονή του έννοια ουσιαστικός νόμος είναι κάθε πράξη της πολιτείας που
περιέχει κανόνες δικαίου, άσχετα με το όργανο που την θέσπισε και τη διαδικασία από
την οποία προήλθε. Κανόνες δικαίου, δηλ. ουσιαστικούς νόμους, παράγουν όχι μόνο τα
κατ’ εξοχήν νομοθετικά όργανα (η Βουλή), αλλά και όργανα της εκτελεστικής
λειτουργίας (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση, η Διοίκηση, τα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου). Ο τυπικός νόμος, όπως θα δούμε στις πηγές του δικαίου,
αποτελεί μέρος του ουσιαστικού νόμου και παράγεται αποκλειστικά από την Βουλή (με
τη σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας στην ελληνική έννομη τάξη).
Οι αρχές του δικαίου είναι γενικότερες σε σχέση με τους κανόνες δικαίου, εφόσον
συνιστούν τον πυρήνα της έννομης τάξης, και είναι, π.χ. στο συνταγματικό δίκαιο, η
δημοκρατική αρχή, η αρχή του κράτους δικαίου, η αρχή της ελευθερίας κλπ. Πέραν
αυτού υπάρχουν και υπο-αρχές. Η αρχή της αξιοκρατίας π.χ. πηγάζει από την αρχή της
ισότητας. Οι αρχέ και οι υπο-αρχές διατυπώνονται ρητά είτε συνάγονται από κανόνες
δικαίου. Έτσι, π.χ. στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, η αρχή του πολυκομματισμού
δεν διατυπώνεται ρητά αλλά συνάγεται από συνδυασμό περισσότερων διατάξεων.
Το σύνολο των κανόνων και αρχών δικαίου αποτελούν το ισχύον δίκαιο. Το
ισχύον δίκαιο συνιστά μέρος του θετικού δικαίου, είναι το σύνολο των νόμων (υπό
ουσιαστική έννοια) που ισχύουν. Συνεπώς, π.χ. το ελληνικό Σύνταγμα του 1952
αποτελεί θετικό δίκαιο, αλλά όχι ισχύον.
Το σύνολο των κανόνων και αρχών δικαίου που ισχύουν κάθε δεδομένη χρονική
στιγμή σε μία χώρα συναποτελούν ένα οργανωμένο σύστημα που ονομάζεται έννομη
τάξη. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για την ελληνική έννομη τάξη, τη γαλλική έννομη τάξη,
τη γερμανική έννομη τάξη κ.ο.κ.
Κάθε έννομη τάξη αναγνωρίζει τους δικούς της γενεσιουργούς λόγους κανόνων
δικαίου, δηλαδή τις δικές της πηγές δικαίου. Στην Αγγλία και στις Η.Π.Α. π.χ., η
νομολογία (δηλ. οι αποφάσεις των δικαστηρίων) αναγνωρίζεται ως πηγή δικαίου,
πράγμα που δεν συμβαίνει στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης με ρωμαϊκή παράδοση
δικαίου. Σε ορισμένες ισλαμικές χώρες (θεοκρατικά καθεστώτα) το Κοράνι θεωρείται
πηγή δικαίου - θεωρείται, δηλαδή, ότι από το Κοράνι προκύπτουν δεσμευτικοί και
κρατικά εξαναγκάσιμοι κανόνες δικαίου.
Το ελληνικό ισχύον δίκαιο είναι, επομένως, το σύνολο των κανόνων δικαίου που
είναι υποχρεωτικοί μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας, και το ελληνικό κράτος
έχει την ευχέρεια να εξαναγκάζει όλα τα άτομα που ζουν μέσα στο έδαφός του μόνιμα
ή παροδικά, Έλληνες πολίτες ή αλλοδαπούς πολίτες, να τηρούν αυτούς τους κανόνες.
Οι κανόνες δικαίου περιλαμβάνονται σε διατάξεις. Οι διατάξεις των νόμων
εντάσσονται σε τμήματα, κεφάλαια, άρθρα, παραγράφους, εδάφια, υποεδάφια,
περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις.
13
V. Κλάδοι του δικαίου3
A. Δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο
Οι περισσότερες σύγχρονες έννομες τάξεις, όπως και η ελληνική, έχουν εξελιχθεί
σε πολύπλοκα συστήματα κανόνων δικαίου και αρχών δικαίου που αποσκοπούν στη
ρύθμιση του συνόλου, σχεδόν, της κοινωνικής δραστηριότητας μέσα σε μία κοινωνία. Η
κοινωνική αυτή δραστηριότητα σε ευρεία έννοια, μπορεί να διακριθεί σε δύο
κατηγορίες: στην κατ' εξοχήν δημόσια δραστηριότητα των προσώπων και στην ιδιωτική
δραστηριότητά τους.
Η πρώτη, η δημόσια δραστηριότητα, είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα
άτομα ή τα πρόσωπα όταν ενεργούν ως φορείς δημόσιας εξουσίας (π.χ. ως δημόσιοι
υπάλληλοι που εκδίδουν ένα πιστοποιητικό, εγκρίνουν και χορηγούν μία άδεια
οικοδομής, απορρίπτουν μία αίτηση για τη χορήγηση τέτοιας άδειας, βεβαιώνουν και
εισπράττουν φόρους κ.ο.κ.), ή συναλλάσσονται με φορείς δημόσιας εξουσίας.
Η ιδιωτική δραστηριότητα είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα πρόσωπα
όταν συναλλάσσονται με άλλα πρόσωπα ως ίσοι προς ίσους, ως ιδιώτες, π.χ.
πουλώντας, αγοράζοντας, ενοικιάζοντας κ.ο.κ.
Η διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό θεωρείται η ύπατη διαίρεση του
δικαίου. Η ανθρώπινη δράση λοιπόν μπορεί, γενικά, να διακριθεί μεταξύ δημόσιας και
ιδιωτικής. Η διάκριση αυτή παρακολουθείται και από το δίκαιο, το οποίο έχει
επικρατήσει να διακρίνεται σε δύο μεγάλους κλάδους: στο δημόσιο δίκαιο και στο
ιδιωτικό δίκαιο.
Δημόσιο δίκαιο είναι το σύστημα των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν σχέσεις,
στις οποίες μετέχει το κράτος (μέσω των αρμοδίων οργάνων του) ή άλλοι οργανισμοί ή
πρόσωπα (με σχετική κρατική εξουσιοδότηση) ως φορείς δημόσιας εξουσίας, ασκώντας
δηλ. δημόσια εξουσία.
Αλλιώς: Δημόσιο δίκαιο είναι το δίκαιο που διέπει τα πρόσωπα (και προπαντός
το κράτος) σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ενεργούν ως φορείς
δημοσίας εξουσίας. Εξάλλου, το δημόσιο δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες που αποτελούν
το πλαίσιο της έννομης τάξης (το Σύνταγμα) καθώς και τους κανόνες που ρυθμίζουν την
οργάνωση, τη λειτουργία και τη δραστηριότητα εν γένει των δημοσίων οργάνων
(Υπουργείων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.ο.κ.).
Ιδιωτικό δίκαιο είναι σύστημα νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ
προσώπων (φυσικών ή νομικών) που είναι ή ενεργούν σαν ιδιώτες (έστω κι αν είναι
φορείς δημόσιας εξουσίας – πρβλ. έννοια fiscus)
3
Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος, Σημειώσεις για μια εισαγωγή στο Δίκαιο, Βόλος, 2006, που
ευγενώς τις παραχώρησε στους φοιτητές του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Βλ. και το
πρόσφατο βιβλίο του, Κράτος δικαίου, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2011
14
Αλλιώς: Ιδιωτικό είναι το δίκαιο που διέπει τα πρόσωπα όταν εμφανίζονται και
δρουν ως ιδιώτες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος "πρόσωπα" που χρησιμοποιείται στις αμέσως πιο
πάνω διακρίσεις και ορισμούς, δεν αναφέρεται μόνο στα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή σε
ανθρώπους, αλλά και σε νομικά πρόσωπα, δηλαδή σε οργανώσεις που έχουν ιδρυθεί
κατά τον προβλεπόμενο από το δίκαιο τρόπο, έχουν γίνει ιδιαίτεροι φορείς δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων και διαθέτουν δική τους "βούληση", ανεξάρτητη από τα φυσικά
πρόσωπα που τα συναποτελούν, η οποία εκδηλώνεται από τα προβλεπόμενα όργανα
του νομικού προσώπου. Το νομικό πρόσωπο, δηλαδή είναι ένα κατασκεύασμα του
δικαίου που έχει σκοπό να διευκολύνει ομάδες ανθρώπων να επιδιώξουν από κοινού
ιδιωτικούς ή δημόσιους σκοπούς κατά τρόπο αποτελεσματικότερο. Οι ρυθμίσεις του
εκάστοτε ισχύοντος δικαίου δεσμεύουν, συνεπώς, όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και
τα νομικά πρόσωπα. Νομικά πρόσωπα υπάρχουν τόσο ιδιωτικού δικαίου (π.χ. εταιρείες,
ιδρύματα, σωματεία), όσο και δημοσίου δικαίου (π.χ. τα κρατικά πανεπιστήμια,
ορισμένοι δημόσιοι οργανισμοί αλλά και ιδίως το ίδιο το κράτος, το οποίο υπό νομικής
επόψεως θεωρείται νομικό πρόσωπο).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του δημοσίου δικαίου είναι ότι κατοχυρώνει ως
κυρίαρχη τη θέληση του κράτους απέναντι στη θέληση του ιδιώτη, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι το κράτος και μάλιστα η Δημόσια Διοίκηση δεν δεσμεύεται από τους νόμους.
Σημαίνει απλώς ότι το κράτος μπορεί, μέσα στα όρια των νόμων, να επιβάλλει
μονομερώς ορισμένες υποχρεώσεις στους ιδιώτες και ότι έχει κάποια προνόμια.
Αντίθετα, το ιδιωτικό δίκαιο θεωρείται ότι διαδραματίζει ρόλο συντονιστικό των
θελήσεων των ιδιωτών. Έτσι το ιδιωτικό δίκαιο καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας
της ιδιωτικής βουλήσεως (άρθ. 361 ΑΚ =Αστικού Κώδικα) η οποία είναι γνωστή και ως
αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Κατά την αρχή αυτή οι ιδιώτες μπορούν να
συνάπτουν συμβάσεις με όποιον άλλον ιδιώτη το επιθυμεί και με όποιους όρους
συμφωνούν και οι δύο, και με αυτόν τον τρόπο να καθορίζουν αμοιβαίως δικαιώματα
και υποχρεώσεις τους ή να καταργούν προσυμφωνημένα δικαιώματα και υποχρεώσεις
τους. Στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου δηλαδή, το δίκαιο δεν επιβάλλει στα άτομα
συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα, αλλά αφήνει τα άτομα ελεύθερα να
καθορίζουν με αμοιβαίες συμφωνίες ποιά δικαιώματα και υποχρεώσεις επιθυμούν
αμοιβαία να αναλάβουν. Η ελευθερία αυτή παρέχεται βέβαια στο πλαίσιο κάποιων
κανόνων που ορίζουν τα ακρότατα όριά της: ορισμένες συμφωνίες απαγορεύονται
απολύτως από κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των κανόνων
του ιδιωτικού δικαίου είναι κανόνες ενδοτικού δικαίου, δηλαδή κανόνες δικαίου τους
οποίους οι ιδιώτες μπορούν με συμφωνία τους να μην εφαρμόσουν στις μεταξύ τους
σχέσεις.
Τα κριτήρια που έχουν προταθεί κατά καιρούς για την παραδοσιακή διάκριση
δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου είναι κυρίως τα εξής:
• η θεωρία της υπεροχής των βουλήσεων : σχέση υπεροχής – σχέση ισοτιμίας
• η θεωρία των υποκειμένων : φορέας δημόσιας εξουσίας –ιδιώτης
15
• η θεωρία της εξουσίας : πραγματική άσκηση δημόσιας εξουσίας
Η εφαρμογή κάθε κριτηρίου στην πράξη οδηγεί σε αδιέξοδα. Για τον λόγο τούτο
υιοθετήθηκε ένα σύνθετο κριτήριο.4 Σύμφωνα με αυτό, στο ιδιωτικό δίκαιο εντάσσονται
οι κανόνες δικαίου, όταν παρέχουν δικαιώματα ή δημιουργούν υποχρεώσεις, των
οποίων φορέας μπορεί να είναι ο καθένας. Στο δημόσιο δίκαιο ανήκουν οι κανόνες του
δικαίου, όταν παρέχουν δικαιώματα ή δημιουργούν υποχρεώσεις, των οποίων φορέας
δεν μπορεί να είναι ο καθένας, παρά μόνο υποκείμενα που, με βάση μια πολιτειακή
πράξη είναι επιφορτισμένα με τη ρύθμιση ή τη διαχείριση κοινών θεμάτων, πρόσωπα
που μεταξύ τους δεν συνδέονται ατομικά αλλά δημόσια. Το υποκείμενο αυτών των
σχέσεων δεν είναι αναγκαστικά μόνο το κράτος. Μπορεί να είναι και ένα επαγγελματικό
σωματείο (π.χ. Δικηγορικός Σύλλογος) ή μια θρησκευτική κοινότητα (π.χ. η Ορθόδοξη
Εκκλησία της Ελλάδας).
Ορισμένες φορές το κράτος δρα σαν να είναι ιδιώτης, δηλ. δεν ασκεί δημόσια
εξουσία, π.χ. όταν το κράτος μισθώνει ένα ακίνητο για να στεγάσει μια υπηρεσία. Η
σχέση μεταξύ του ιδιώτη-εκμισθωτή και του κράτους-μισθωτή είναι σχέση που υπάγεται
στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.
4
Για τα κριτήρια διάκρισης του δημόσιου από το ιδιωτικό δίκαιο βλ. αναλυτικά Δημήτρης
Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο τόμ.Α’ Θεωρητικό Θεμέλιο, 1994, σ. 78επ.
16
Αυτή η αρχή θα έμενε χωρίς περιεχόμενο, δηλ. δεν θα εφαρμοζόταν, εάν το
Σύνταγμα δεν προέβλεπε ανεξάρτητο δικαστικό όργανο αρμόδιο να ελέγχει και να
ακυρώνει τις παράνομες πράξεις της Διοίκησης, είτε αυτές είναι ατομικές διοικητικές
πράξεις, είτε κανονιστικές διοικητικές πράξεις (κυρίως υπουργικές αποφάσεις και
προεδρικά διατάγματα, αλλά και αποφάσεις νομάρχη, δημάρχου κ.λπ.). Στην Ελλάδα
το δικαστήριο αυτό είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας.
α. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Από τους κλάδους αυτούς σπουδαιότερος είναι το συνταγματικό δίκαιο. Το
συνταγματικό δίκαιο περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν τη μορφή
του κράτους, τη διάκριση των λειτουργιών του, τις βασικές αρχές οργάνωσης των
θεμελιωδών λειτουργιών και οργάνων του κράτους, τα όρια της άσκησης της κρατικής
εξουσίας απέναντι στα πρόσωπα που ζουν μέσα στο κράτος, δηλαδή τα ατομικά
δικαιώματα των πολιτών, αλλά επιπλέον τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Πηγή
του ισχύοντος ελληνικού συνταγματικού δικαίου είναι το Σύνταγμα του 1975 όπως
αναθεωρήθηκε το 1986, το 2001 και το 2008.
Το περιεχόμενο του Συνταγματικού Δικαίου συνοπτικά περιλαμβάνει τρεις ομάδες
κανόνων:
α) Αυτούς που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του κράτους καθώς και τις
σχέσεις των οργάνων του κράτους μεταξύ τους.
β) Αυτούς που αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα (ή ατομικές ελευθερίες),
στα πολιτικά δικαιώματα και στα κοινωνικά δικαιώματα, που στο σύνολό τους
αποτελούν τα λεγόμενα συνταγματικά δικαιώματα.
γ) Αυτούς που αφορούν τη σχέση του κράτους με τα λοιπά κράτη, διεθνείς
οργανισμούς και συνδέεται επίσης με τα λεγόμενα «Δικαιώματα του Ανθρώπου» (Human
Rights). Ως δικαιώματα του ανθρώπου ή ανθρώπινα δικαιώματα χαρακτηρίζονται τα
δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο.
Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει κάθε σύστημα του Δικαίου σε πρόσωπο ή
κατηγορία προσώπων ή ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός συμφέροντος στο
οποίο έτσι δίνει νομική υπόσταση. Εξουσία, εδώ, σημαίνει έννομη αξίωση, άρα
ικανότητα δικαστικής διεκδίκησης.
17
κοινωνικής ομάδας με την (κρατική) εξουσία και ρυθμίζονται από το δημόσιο δίκαιο.
Είναι έννομες αξιώσεις του ατόμου ή της κοινωνικής ομάδας έναντι της (κρατικής)
εξουσίας.
Συνταγματικά ή Θεμελιώδη δικαιώματα είναι κατά τη σειρά ιστορικής τους
ανάδυσης:
Ατομικές ελευθερίες (freedoms), ή ατομικά δικαιώματα: έννομες αξιώσεις για
αποχή της κρατικής εξουσίας από κάθε ενέργεια παρέμβασης στον βιοτικό και
κοινωνικό χώρο που καθορίζεται από το δικαίωμα. Παράδειγμα: το δικαίωμα στη
ζωή, στην ιδιοκτησία, στην ελευθερία συνείδησης.
Πολιτικά δικαιώματα (rights): έννομες αξιώσεις για συμμετοχή στην άσκηση της
κρατικής εξουσίας (στις διαδικασίες παραγωγής και διαμόρφωσης της
πολιτειακής βούλησης). Παράδειγμα: το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι,
το δικαίωμα ίδρυσης κόμματος και συμμετοχής σε κόμμα.
Κοινωνικά δικαιώματα (rights): δικαιώματα για παρέμβαση της κρατικής
εξουσίας, παρέμβαση που συνίσταται σε υλικές παροχές, σε παροχή υπηρεσιών,
σε θεσμικές ρυθμίσεις. Παράδειγμα: δικαίωμα στην παιδεία, στην υγεία, στην
ασφάλιση, προστασία της οικογένειας και των παιδιών.
Τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι «πλήρη» δικαιώματα και διαφέρουν από τις
άλλες δύο κατηγορίες, διότι ισχύουν μόνο όταν προβλέπονται από τον νόμο, και εφ’
όσον το κράτος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την ικανοποίησή τους. Συνεπώς,
δεν συνιστούν έννομες αξιώσεις που μπορεί κάποιος να επικαλεσθεί στο δικαστήριο.
β. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Διοικητικό δίκαιο είναι το δίκαιο που ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της
Διοίκησης καθώς και τις σχέσεις της προς τους ιδιώτες αφ’ ενός, και τις άλλες κρατικές
λειτουργίες αφ’ ετέρου.
Στην Ελλάδα το διοικητικό δίκαιο αναπτύχθηκε ιδίως μετά το 1929, όταν ιδρύθηκε
το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο. Το Συμβούλιο της
Επικρατείας με τη νομολογία του διατύπωσε σταδιακά και καθιέρωσε γενικές αρχές και
κανόνες σχετικούς με την οργάνωση και τη λειτουργία της διοίκησης και τη νομιμότητα
18
της δράσης των διοικητικών οργάνων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν είναι
Συνταγματικό Δικαστήριο.
Για πολλές δεκαετίες, η διάπλαση του διοικητικού δικαίου στη χώρα μας ήταν
κυρίως νομολογιακή. Σχετικά πρόσφατα ορισμένα νομοθετήματα, όπως το Διάταγμα
18/1989, το οποίο κωδικοποίησε διατάξεις σχετικές με την αρμοδιότητα και τη
διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ακόμη πιο πρόσφατα ο Κώδικας
Διοικητικής Διαδικασίας [ΚΔΔια] (ν. 2690/1999) και ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας
[ΚΔΔικ] (ν. 2717/1999) κωδικοποίησαν σε κείμενο νόμου ορισμένες από τις νομολογιακά
διαπλασμένες αυτές αρχές.
γ. ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ποινικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν ποιές άδικες πράξεις
και υπό ποιούς όρους επισύρουν την εκ μέρους της πολιτείας επιβολή ποινικών
κυρώσεων κατά του δράστη, δηλαδή λογίζονται ως εγκλήματα, καθώς και ποιές ποινές
ή μέτρα ασφαλείας επιβάλλονται σε περίπτωση τέλεσης κάθε εγκλήματος.
Βασική πηγή του ισχύοντος ελληνικού ποινικού δικαίου είναι ο Ποινικός Κώδικας
[ΠΚ] του 1951. Βεβαίως διάσπαρτες διατάξεις που ποινικοποιούν ορισμένες
συμπεριφορές βρίσκουμε και σε πολλά άλλα νομοθετήματα.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι χαρακτηριστικό του ποινικού δικαίου είναι πως
απομονώνει και τιμωρεί ως εγκλήματα ορισμένες μόνο συμπεριφορές. Αυτό σημαίνει
πως είναι αδιάφορη, από άποψη ποινικού δικαίου, εκείνη η συμπεριφορά που δεν
εμπίπτει στην περιγραφή εγκλήματος όπως το προβλέπει ο νόμος. Εδώ εστιάζεται ο
ιδιάζων χαρακτήρας του ποινικού δικαίου: Με τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως
εγκληματικής και την επιβολή της ποινής, η Πολιτεία αξιολογεί ως ιδιαζόντως
αντικοινωνική τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και προβαίνει στον έντονο κοινωνικό
στιγματισμό του δράστη, αναγνωρίζοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να τον τιμωρήσει
αποστερώντας τον συχνά από το θεμελιώδες συνταγματικό του δικαίωμα της
προσωπικής ελευθερίας. Είναι προφανές λοιπόν ότι η ποινικοποίηση οποιασδήποτε
συμπεριφοράς στο πλαίσιο ενός Κράτους Δικαίου οφείλει να γίνεται με φειδώ και με
τέτοιο τρόπο ώστε κάθε πολίτης να γνωρίζει κατά το δυνατόν επακριβώς και εκ των
προτέρων τι είναι και τι δεν είναι ποινικά κολάσιμο, ώστε να είναι σε θέση να
αναπτύσσει την κοινωνική δράση του χωρίς το φάσμα της πιθανής δίωξής του.
Οι θεμελιώδεις έννοιες του ποινικού δικαίου είναι οι έννοιες του εγκλήματος και
της ποινής. Κατά το άρθ. 14 ΠΚ, το έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον
πράξαντα, η οποία τιμωρείται από τον νόμο.
Εξάλλου, κατά το άρθ. 7 παρ.1 Σ [Συντάγματος] "Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε
ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να
ορίζει τα στοιχεία της" [είναι η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege =κανένα
έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο].
Από τις παραπάνω θεμελιώδεις διατάξεις συνάγεται ότι στον χώρο του ποινικού
δικαίου όταν μιλάμε για "έγκλημα" δεν εννοούμε οποιαδήποτε αντικοινωνική ή ηθικά
καταδικαστέα ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά μόνον εκείνες τις συμπεριφορές που ο
19
νόμος περιγράφει, αξιολογεί και τιμωρεί ως τέτοιες. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι
η εγκληματική συμπεριφορά οφείλει, κατά κανόνα, να συνίσταται σε πράξη ή
παράλειψη. Επίσης, για να υπάρξει έγκλημα πρέπει η εγκληματική συμπεριφορά να
μπορεί να καταλογισθεί στον δράστη, δηλαδή ο δράστης να ενήργησε με δόλο ή (σε
ορισμένες περιπτώσεις) με αμέλεια και να είναι ικανός για καταλογισμό (δηλ. να μην
είναι πχ. τόσο σοβαρά ψυχικά άρρωστος ώστε να μην είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται
τη σημασία των πράξεών του).
Με βάση τη βαρύτητά τους, τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα,
πλημμελήματα και πταίσματα.
Κακούργημα κατά το άρθ. 18 ΠΚ είναι κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή
του θανάτου ή με κάθειρξη. Η κάθειρξη είναι ποινή στερητική της ελευθερίας
μεγαλύτερη των 5 ετών και διακρίνεται σε ισόβια και πρόσκαιρη (από 5 μέχρι 20 χρόνια)
(άρθ. 52 ΠΚ). Τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνο αν διαπράχθηκαν από δόλο (άρθ. 26
ΠΚ).
Πλημμέλημα είναι κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή (ή
για τους έφηβους από 13 μέχρι 17 ετών, με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα).
Η φυλάκιση είναι ποινή στερητική της ελευθερίας που δεν είναι μικρότερη από 10 ημέρες
και δεν υπερβαίνει τα 5 χρόνια (άρθ. 53 ΠΚ). Και τα πλημμελήματα τιμωρούνται κατ'
αρχήν μόνο αν διαπράχθηκαν από δόλο, κατ' εξαίρεση όμως ορισμένα τιμωρούνται και
όταν διαπράχθηκαν από αμέλεια (άρθ. 26 ΠΚ).
Πταίσμα είναι κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο (άρθ. 18 ΠΚ).
Η κράτηση είναι ποινή στερητική της ελευθερίας που, αν ο νόμος δεν ορίζει
διαφορετικά, ξεκινά από μία ημέρα έως έναν μήνα (άρθ. 55 ΠΚ). Το πρόστιμο είναι ποινή
σε χρήμα μικρότερη από την κατ’ εξοχήν χρηματική ποινή (άρθ. 57 ΠΚ).
α. ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το αστικό δίκαιο είναι ο σημαντικότερος κλάδος του ιδιωτικού δικαίου. Είναι, ο
κορμός ολόκληρου του ιδιωτικού δικαίου και περιέχει διατάξεις μάλλον γενικές που
εφαρμόζονται σε όλες τις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, εφ’ όσον οι τελευταίες δεν
ρυθμίζονται ειδικότερα από κάποιον άλλο κλάδο του ιδιωτικού δικαίου.
Αστικό δίκαιο δεν σημαίνει δίκαιο των αστών, ούτε δίκαιο της αστικής τάξης. Η
ονομασία προέρχεται από μετάφραση του λατινικού όρου jus civile που ήταν το δίκαιο
που ρύθμιζε τις σχέσεις των Ρωμαίων πολιτών (πολίτης = cives) σε αντίθεση με το jus
gentium, που ήταν το τμήμα εκείνο του ρωμαϊκού δικαίου που ρύθμιζε τις σχέσεις των
υπηκόων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που δεν είχαν την civitas -τη ρωμαϊκή
"υπηκοότητα". Επιτυχέστερη θα ήταν ίσως η απόδοση του jus civile ως "πολιτικού"
δικαίου, μία τέτοια μετάφραση όμως θα κινδύνευε σήμερα να δημιουργήσει σύγχυση,
20
αφού για πολιτικά δικαιώματα ομιλούμε σήμερα μόνο στο πλαίσιο του συνταγματικού
δικαίου (δικαίωμα του εκλέγειν, του εκλέγεσθαι κλπ). Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι
στη σημερινή νομική ορολογία, ενώ έχει καθιερωθεί ο όρος αστικό δίκαιο, τα δικαστήρια
στα οποία υπάγονται οι υποθέσεις αστικού δικαίου δεν λέγονται "αστικά" δικαστήρια,
αλλά πολιτικά δικαστήρια και το αστικό δικονομικό δίκαιο είναι ευρύτερα γνωστό ως
πολιτική δικονομία.
Το αστικό δίκαιο, λοιπόν, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "το γενικό ιδιωτικό
δίκαιο". Το νεότερο αστικό δίκαιο απορρέει από τις φιλόδοξες προσπάθειες στον χώρο
του δικαίου που εκδηλώνεται τον 18ο αιώνα με την άνοδο του καπιταλισμού και
εμπνέεται από τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής. Η θεμελιώδης σύλληψη πάνω στην
οποία στηρίζεται, είναι ότι υπάρχει ένα ευρύ πεδίο ιδιωτικής δραστηριοποίησης των
ατόμων, όπου τα άτομα μπορούν με αμοιβαίες συμφωνίες να αναλαμβάνουν
υποχρεώσεις και να αποκτούν δικαιώματα, ενεργώντας ελεύθερα και ισότιμα. Ο
εκάστοτε νομοθέτης δεν είχε κανένα λόγο να επεμβαίνει σε αυτόν τον χώρο της
ιδιωτικής πρωτοβουλίας: Αρκούσε να θέσει μόνο τους γενικούς κανόνες του παιχνιδιού,
επικουρικού κυρίως χαρακτήρα. Το αστικό δίκαιο ήταν ένα σύνολο αφηρημένων
ρυθμίσεων κατάλληλο να συνοδεύει τα άτομα -ως αφηρημένα "υποκείμενα δικαίου"
νοούμενα- από τη γέννηση έως τον θάνατο.
Από την ψήφιση του πρώτου ελληνικού αστικού κώδικα που άρχισε να ισχύει από
τις 23 Φεβρουαρίου 1946, πολλά πράγματα είχαν κιόλας αλλάξει. Ο ελληνικός αστικός
κώδικας συμπεριλάμβανε ήδη διατάξεις που έχουν σκοπό να μετριάσουν τις δυσμενείς
συνέπειες μίας απόλυτης και αυστηρής ισονομίας, με βάση ηθικο-κοινωνικά κριτήρια.
Εξ άλλου, από τις αρχές του αιώνα, ο "κορμός", του αστικού δικαίου πέταξε κλωνάρια:
το εργατικό δίκαιο αλλά και τμήματα του εμπορικού δικαίου αναπτύσσονται αυτόνομα
προκειμένου να ανταποκριθούν στις κοινωνικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες ορισμένων
ευπαθών τομέων του κοινωνικού βίου.
Ο Αστικός Κώδικας χωρίζεται σε πέντε μέρη (ή βιβλία):
Γενικές Αρχές: γενικές διατάξεις που έχουν καθολική εφαρμογή σε όλους τους
τομείς του ιδιωτικού δικαίου (εκτός ρητής αντίθετης πρόβλεψης)
Ενοχικό Δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις του ατόμου με τους συνανθρώπους του
Εμπράγματο Δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις του ατόμου με τα πράγματα
Οικογενειακό Δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις του ατόμου εντός της οικογένειας
Κληρονομικό Δίκαιο: ρυθμίζει την τύχη της περιουσίας του ατόμου μετά τον
θάνατό του
β. ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Σημαντικότατος κλάδος του ιδιωτικού δικαίου είναι το εμπορικό δίκαιο που
ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των εμπόρων κατά την άσκηση της εμπορίας και τις
εμπορικές πράξεις που χαρακτηρίζονται ως εμπορικές ανεξάρτητα από την ιδιότητα των
προσώπων που τις επιχειρούν.
21
γ. ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το εργατικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη σχέση
εξαρτημένης εργασίας. Εξαρτημένη εργασία είναι η εργασία του (ιδιωτικού) υπαλλήλου
(ακριβώς: αυτού ο οποίος ευρίσκεται υπό-άλλον) ή του εργάτη που εργάζεται για
λογαριασμό άλλου (δηλαδή για λογαριασμό του εργοδότη). Δεν είναι εξαρτημένη
εργασία η εργασία του ελεύθερου επαγγελματία (δικηγόρου, γιατρού, υδραυλικού,
καταστηματάρχη κοκ.) ο οποίος εργάζεται για δικό του λογαριασμό. Επίσης, το
εργατικό δίκαιο δεν ρυθμίζει τις σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες
ρυθμίζονται από ειδικό κλάδο του δημοσίου δικαίου, το δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο.
22
(άρθ. 93 παρ.2 Σ). Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένη (άρθ. 93 παρ.3 Σ), ενώ τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόσουν
νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθ. 93 παρ.4 Σ). Στα
διοικητικά δικαστήρια ανήκει η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας (άρθ. 94
παρ.1 Σ). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι
υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο (άρθ. 94 παρ.2 Σ). Στα
ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που
προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι (άρθ. 96 παρ. 1 Σ). Είναι προφανές ότι στη διάκριση αυτή
των δικαστηρίων αντιστοιχεί και η διάκριση του δικονομικού δικαίου σε διοικητική,
πολιτική, και ποινική δικονομία.
23
Η συστηματική ερμηνεία: Στηρίζεται στον συσχετισμό των διατάξεων και στην
αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η αποσπασματική ερμηνεία μιας διάταξης συχνά
οδηγεί σε παρερμηνεία. Για τον λόγο τούτο είναι σημαντική η επίγνωση της
αντίληψης του δικαίου ως συστήματος με εσωτερικές συνδέσεις και
αλληλεπιδράσεις.
Η λογική ερμηνεία: Βασίζεται στην εφαρμογή των κανόνων της τυπικής λογικής
(κλάδου της φιλοσοφίας) στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Οι κανόνες της
τυπικής λογικής εφαρμόζονται και μέσω των εξής κλασικών επιχειρημάτων:
α) Το επιχείρημα από το μείζον στο έλασσον: όταν ο νόμος επιβάλλει ή
επιτρέπει το μείζον, επιτρέπει η επιβάλλει και το έλασσον. Προσοχή:
Εφαρμόζεται μόνο όταν ο νόμος επιτρέπει ή επιτάσσει.
β) Το επιχείρημα από το έλασσον στο μείζον: όταν ο νόμος απαγορεύει
το έλασσον, απαγορεύει και το μείζον. Προσοχή: Εφαρμόζεται μόνο όταν
ο νόμος απαγορεύει.
γ) Το επιχείρημα της αναλογίας: όταν ένας κανόνας δικαίου επιτρέπει,
επιβάλλει ή απαγορεύει μία συμπεροφορά, παραλείποντας να ρυθμίσει μία
άλλη σχεδόν όμοια συμπεριφορά που θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί
στη ρύθμιση.
δ) Το επιχείρημα της αντεστραμένης αναλογίας: όταν μία περίπτωση δεν
ρυθμίζεται από έναν κανόνα δικαίου, ενώ ρυθμίζεται μία εντελώς αντίθετη
περίπτωση, συνάγεται ότι η μη ρυθμισμένη περίπτωση δεν υπόκειται στον
κανόνα δικαίου που ρυθμίζει την αντίθετή της. Αυτό είναι το επιχείρημα εκ
του αντιθέτου ή εξ αντιδιαστολής (argumentum e contrario).
Κατά την ερμηνεία ακολουθούμε με τη σειρά τις τρεις αυτές αρχές. Κατά
συνέπεια:
5
Βλ. ενδεικτικά, Φ. Σπυρόπουλος, ό.π. σ.133επ.
24
Ο ανώτερος νόμος κατισχύει του κατώτερου, έστω κι αν ο κατώτερος είναι
μεταγενέστερος ή ειδικότερος.
Ο ειδικότερος νόμος κατισχύει του γενικότερου, έστω κι αν ο γενικότερος είναι
μταγενέστερος.
25
Μέρος Δεύτερο: Το Σύνταγμα
«Ι. Εισαγωγή
Το «τυπικό» Σύνταγμα, δηλαδή ένα γραπτό και συνήθως κωδικοποιημένο ενιαίο
κείμενο που υπήρξε το προϊόν της άσκησης μιας ιδιαίτερης, έκτακτης εξουσίας, της
συντακτικής, και τοποθετείται στην υψηλότερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας των
κανόνων μιας (προς το παρόν τουλάχιστον) εθνικής έννομης τάξης είναι ένα ιστορικό
φαινόμενο διάρκειας δυόμισι περίπου αιώνων (από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ως
σήμερα). Η κατανόηση των πραγματικών διαστάσεων του φαινομένου αυτού, δηλαδή
των προϋποθέσεων θέσπισης, ισχύος και εφαρμογής των συνταγματικών κειμένων,
είναι εφικτή μόνο με την τοποθέτησή του μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης εξέλιξης
των ανθρώπινων κοινωνιών. Το συνταγματικό φαινόμενο δεν προήλθε ούτε τυχαία,
ούτε ως αποτέλεσμα των επιθυμιών και/ή ιδεών συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων,
αλλά ως πρόσφορη και αναγκαία απάντηση σε ζητούμενα τα οποία προέκυψαν
αντικειμενικά για τις κοινωνίες αυτές στη ροή του ιστορικού γίγνεσθαι, γι’ αυτό
άλλωστε και διαδόθηκε ευρύτατα ανά την υφήλιο.
26
(σε λόγους του Ισοκράτη), ή απλώς ένα συντεταγμένο κείμενο και μάλιστα όχι κατ’
ανάγκη φιλολογικό, αλλά μουσικές συνθέσεις (στα Πολιτικά του Αριστοτέλη).
Εξάλλου στην αρχαία Ρώμη, τουλάχιστον κατά την ύστερη φάση της res publica
(1ος αιώνας π.Χ.), ο όρος constitutio χρησιμοποιούνταν ενίοτε, αν και όχι κατ’
αποκλειστικότητα, για να υποδηλώσει το πολίτευμα. Έτσι ο Κικέρων έκανε λόγο για το
«έξοχο πολίτευμα του Ρωμύλου» και για γενικούς κανόνες, οι οποίοι διέπουν την
άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα ο Σύλλας είχε
ανακηρυχθεί με νόμο σε δικτάτορα και φορέα της εξουσίας να νομοθετεί και να
διαμορφώνει το πολίτευμα. Αργότερα πάντως ο ίδιος όρος (constitutio)
χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηρισμός αυτοκρατορικών πράξεων ποικίλων μορφών με
ισχύ νόμου και έτσι καταγράφηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ στους Πανδέκτες του Ιουστινιανού.
Παρά ταύτα καμιά από τις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας δεν φαίνεται να έφθασε
ποτέ σε σημείο θέσμισης συγκρίσιμο προς εκείνα των συνταγματικών κρατών της
νεωτερικότητας. Ειδικότερα έλειπε η αυστηρά ιεραρχική, πυραμιδωτή διάρθρωση της
έννομης τάξης, την οποία συναντούμε στα κράτη αυτά, με το «τυπικό» Σύνταγμα στην
κορυφή της όπως και η ανάθεση μιας διακεκριμένης δικαιοδοτικής (δικαστικής)
λειτουργίας σ’ ένα εξειδικευμένο σώμα τεχνοκρατών επιφορτισμένο με τη διασφάλιση
της παραπάνω ιεραρχίας (δηλαδή τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και της
νομιμότητας των διοικητικών πράξεων). Ακόμη και όταν αναγνωρίζονταν ποικίλες
πηγές δικαίου, όπως συνέβαινε π.χ. στη Ρώμη (lex, plebiscitum, senatus consultum,
edictum, decretum, constitutio κ.λπ.) δεν υφίστατο σαφής και σταθερή ιεραρχία
μεταξύ τους.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται πάντως εδώ για την αρχαία Αθήνα, όπου το 403-2 π.Χ.,
στην κωδικοποίηση του ισχύοντος δικαίου μετά την πτώση του καθεστώτος των
τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, συμπεριλήφθηκαν νέοι
κανόνες σχετικοί με τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων. Στους
κανόνες αυτούς, οι οποίοι εγχαράχθηκαν στη Βασίλειο Στοά, ανήκε η απαγόρευση των
άγραφων και των ατομικών (επ’ ανδρί) νόμων, καθώς και η υπεροχή των νόμων, που
θεσπίζονταν με μια σύνθετη διαδικασία (με τη συμμετοχή της Εκκλησίας του Δήμου και
των «νομοθετών»), έναντι των ψηφισμάτων (της Εκκλησίας). Στο αθηναϊκό δίκαιο
περιεχόταν εξάλλου και ο πλησιέστερος σε ένα νομικό έλεγχο της κρατικής δράσης
θεσμός, δηλαδή η «γραφή παρανόμων». Από τις διαθέσιμες πληροφορίες φαίνεται ότι
επρόκειτο για διαδικασία με διττό σκοπό, ακυρωτικό (κατάργηση του προσβαλλόμενου
νόμου ή ψηφίσματος) και συνάμα ποινικό (επιβολή κυρώσεων, όπως προστίμου, και
ενδεχομένως στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, στον εισηγητή της θέσπισης του νόμου
ή του ψηφίσματος, εκτός αν είχε παρέλθει από τότε ένα και πλέον έτος, οπότε παρέμενε
μόνο το ακυρωτικό σκέλος). Οι λόγοι μπορούσαν να αφορούν είτε τη μη τήρηση της
προβλεπομένης διαδικασίας, κατά την εισαγωγή στην Εκκλησία του Δήμου και την
ψήφιση από αυτήν της προσβαλλομένης με τη «γραφή παρανόμων» πράξης, είτε την
αντίθεση της τελευταίας προς το ισχύον δίκαιο ή το δημόσιο συμφέρον. Αρμόδιο να
αποφασίσει, τόσο για το ακυρωτικό, όσο και για το ποινικό σκέλος της «γραφής
παρανόμων», ήταν το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας. Παραλλαγή της «γραφής
27
παρανόμων» ήταν, από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και την έκτοτε διαφοροποίηση
μεταξύ νόμων και ψηφισμάτων, η «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι», που στρεφόταν
κατά νόμου. Από όλα αυτά διαφαίνεται η ανάμειξη στοιχείων ελέγχου νομιμότητας και
ελέγχου σκοπιμότητας, καθώς και ο προεχόντως πολιτικός χαρακτήρας της όλης
διαδικασίας, αφού η Ηλιαία, συγκροτούμενη από εκατοντάδες κληρωτούς λαϊκούς
δικαστές, ήταν κατ’ ουσία μια μικρογραφία της Εκκλησίας του Δήμου.
Παρεμφερή χαρακτηριστικά είχαν και διαδικασίες ελέγχου της λαϊκής βούλησης
που αποτελούσαν στοιχείο ολιγαρχικών κατά βάση πολιτευμάτων, όπως στη Ρώμη και
τη Σπάρτη. Έτσι η σχετική αρμοδιότητα ανήκε σε πολιτικά όργανα (η Ρωμαϊκή
Σύγκλητος μπορούσε να ακυρώσει αποφάσεις των comitia centuriata και η Σπαρτιατική
Γερουσία αποφάσεις της Απέλλας) και αφορούσε κυρίως ζητήματα πολιτικής
σκοπιμότητας και/ή διαδικαστικές παραβάσεις. ...
Η άσκηση της εξουσίας από το κυρίαρχο σώμα, είτε αυτό ήταν η συνέλευση
(δυνητικά όλων) των ελεύθερων πολιτών (και πάλι βέβαια μικρής μειονότητας σε σχέση
με το σύνολο των ενήλικων κατοίκων, αφού εξαιρούνταν έτσι ή αλλιώς οι δούλοι, οι
μέτοικοι και οι γυναίκες), είτε μια ομάδα προυχόντων, ήταν άμεση και διαρκής. Αυτή η
φυσική παρουσία του συλλογικού κυρίαρχου καθιστούσε περιττή τη διάκριση μεταξύ
συντακτικής εξουσίας και συντεταγμένων λειτουργιών της πολιτείας, αλλά και τις
περαιτέρω ιεραρχικές διακρίσεις μεταξύ των κανόνων δικαίου ανάλογα με την
προέλευσή τους, που χαρακτηρίζουν τα συνταγματικά κράτη της νεωτερικότητας.
Η ανυπαρξία «τυπικού» Συντάγματος στην αρχαιότητα συναρτάται πιθανότατα
και με το γεγονός ότι τότε η επικοινωνία και η ανταλλαγή πληροφοριών και ιδεών
μεταξύ των ανθρώπων διεξαγόταν κυρίως προφορικά. Η πλειονότητα του πληθυσμού
αποτελούνταν από αναλφάβητους, ενώ ακόμα και οι εγγράμματοι είχαν πρόσβαση μόνο
στα ελάχιστα (με τα σημερινά μέτρα) γραπτά κείμενα που μπορούσαν να παραχθούν και
αναπαραχθούν χειρόγραφα, πάνω σε υλικά δυσεύρετα (όπως πάπυροι και αργότερα
περγαμηνές), ή δύσχρηστα (εγχάραξη λίθινων επιγραφών). Η προφορική επικοινωνία,
όμως, κατ’ ανάγκη συνίσταται, σε μεγάλο βαθμό, στην επανάληψη στερεότυπων
εκφράσεων κατάλληλων για απομνημόνευση και στην περιγραφή συγκεκριμένων, κατά
το μάλλον ή ήττον, εμπειριών. Η διάπλαση αφηρημένων εννοιών και συμβόλων
διευκολύνεται αντίθετα μέσα από τη χρήση του γραπτού λόγου και κατ’ ευθεία αναλογία
προς την έκτασή της. Συνεπώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι το επικοινωνιακό καθεστώς
της αρχαιότητας δεν καθιστούσε εφικτή τη θεμελίωση της πολιτειακής οργάνωσης, πόσο
μάλλον συνολικά της κοινωνικής συμβίωσης, σ’ ένα γραπτό κείμενο κοσμικού
χαρακτήρα, πλήρες από αφηρημένες έννοιες και συμβολισμούς, όπως το τυπικό
Σύνταγμα. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο διαμορφώθηκαν πολύ
αργότερα, μετά τη διάδοση της τυπογραφίας και τη συνακόλουθη μετάβαση από την
εποχή της «θεολογικής» σε εκείνη της «ιδεολογικής» συνείδησης.
β. Οι μεσαιωνικοί χάρτες
Τα ίδια ή και ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάδυση του συνταγματικού
φαινομένου υφίσταντο βέβαια και στη διάρκεια του μεσαίωνα. Ωστόσο, η πολλαπλότητα
28
των επάλληλων εξουσιαστικών δομών, η οποία χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική
φεουδαρχική κοινωνία, δημιουργούσε την ανάγκη ρύθμισης των προσωπικών δεσμών
και σχέσεων υποτέλειας που συνέδεαν τους ποικίλους φορείς εξουσίας. Τέτοιες
ρυθμίσεις είχαν συνήθως εθιμικό χαρακτήρα, ενώ και όταν προσελάμβαναν τη μορφή
γραπτού νόμου ήταν αποσπασματικές, αφορώντας επιμέρους ζητήματα και όχι συνολικά
την οργάνωση και άσκηση της αυτοκρατορικής, βασιλικής, φεουδαρχικής,
εκκλησιαστικής κ.λπ. εξουσίας και τις σχέσεις όλων αυτών των εξουσιών μεταξύ τους.
Ενίοτε περιλάμβαναν και ορισμένες «ελευθερίες» για τους εξουσιαζόμενους, αλλά
αυτές, εκτός του ότι ήταν κατά βάση εθιμικές και άρα ρευστές και αβέβαιες, είχαν άνισο
και (μόνο) συλλογικό χαρακτήρα. Ήταν άνισες, επειδή απέρρεαν συνήθως από
προνόμια που αναγνωρίζονταν σε συγκεκριμένα άτομα εξαιτίας της κοινωνικής τους
θέσης. Και ήταν (μόνο) συλλογικές, επειδή φορέας των ελευθεριών δεν ήταν τόσο το
μεμονωμένο άτομο, αλλά μάλλον η περιχαρακωμένη ομάδα ή τάξη στην οποία ανήκε
αυτό και η οποία λειτουργούσε ως εγγυήτρια της προστασίας του.Το πιο γνωστό
παράδειγμα γραπτού κειμένου με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι η αγγλική Magna
Charta του 1215 (κυρίως περιορισμοί στην επιβολή φορολογικών βαρών, εγγυήσεις
προσωπικής ασφάλειας έναντι αυθαίρετης σύλληψης και απαγόρευση υπέρμετρων
ποινών).
[Ωστόσο, εν μέρει συγκρίσιμα κείμενα εμφανίστηκαν και στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπως οι
ρυθμίσεις του Καρόλου του Φαλακρού (Capitulare Carisiacum) το 877 στο δυτικό φραγκικό κράτος
(εγγυήσεις προς τους υποτελείς ευγενείς ότι θα διασφαλιζόταν η κληρονομική διαδοχή στα φέουδά τους,
σε περίπτωση θανάτου κατά τη διάρκεια των επικείμενων τότε εκστρατειών στην Ιταλία), το χρυσόβουλο
(Bulla aurea) του 1222 στο Βασίλειο της Ουγγαρίας (κωδικοποίηση του ισχύοντος στη χώρα φεουδαρχικού
δικαίου, με περιεχόμενο σε μεγάλο βαθμό ανάλογο προς τη Magna Charta), η «ειρήνη» (Mainzer
Landfriede) του 1235 (κυρίως ρυθμίσεις για την απονομή της αυτοκρατορικής δικαιοσύνης, ώστε να
αποφεύγονται οι βίαιες ενδοφεουδαρχικές συγκρούσεις) και το χρυσόβουλο (Goldene Bulle) του 1356
στη «Ρωμαϊκή» (Γερμανική) αυτοκρατορία, η Joyese Entrée στο δουκάτο της Βραβάντης (περιοχές του
Βελγίου και της Ολλανδίας), επίσης το 1356 (διάφοροι περιορισμοί για την εξουσία του εκάστοτε δούκα,
ο οποίος μάλιστα είχε εθιμική υποχρέωση να ορκίζεται ότι θα τους σεβαστεί, κατά την ανάληψη του
αξιώματός του, και κατοχύρωση ελευθεριών για τους υπηκόους, όπως και του δικαιώματος των
τελευταίων να μη συμμορφώνονται προς αντίθετες εντολές του δούκα), ο Δανικός Χάρτης του 1282, τα
«προνόμια» του 1283 και του 1287 στο βασίλειο της Αραγωνίας και Σικελίας, η Grand Ordinance του 1357
στη Γαλλία (ευρεία διοικητική μεταρρύθμιση, με πρόβλεψη αυξημένων ελεγκτικών αρμοδιοτήτων για τις
Γενικές Τάξεις, ιδίως σε ζητήματα νομισματικής πολιτικής και δημοσιονομικής διαχείρισης) κ.ά.]
Τα παραπάνω κείμενα του ύστερου (κυρίως) μεσαίωνα είχαν συνήθως τη μορφή
παραχώρησης του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του, αν και στην πραγματικότητα οι
παραχωρήσεις αυτές δεν ήταν οικειοθελείς, αλλά το αποτέλεσμα άσκησης πίεσης,
κυρίως εκ μέρους των ευγενών σε στιγμές αδυναμίας της μοναρχικής εξουσίας.
[Έτσι π.χ. η Magna Charta του 1215 ακολούθησε την ήττα στη μάχη της Bouvines το 1214 και την
απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ηπειρωτικών κτήσεων του αγγλικού στέμματος, το χρυσόβουλο
του 1222 ήταν το αποτέλεσμα της καταστροφικής συμμετοχής του βασιλιά της Ουγγαρίας στην πέμπτη
σταυροφορία και ο διάδοχος της Γαλλίας συγκατατέθηκε στην Grand Ordinance το 1357 μετά την
πανωλεθρία στη μάχη του Poitiers το 1356 και την αιχμαλωσία του βασιλιά από τους Άγγλους.]
Οι συμβιβασμοί οι οποίοι ενσωματώνονταν σε όλα αυτά δεν συνίσταντο στη
θεμελίωση της πολιτικής εξουσίας σε νέα, και μάλιστα κοσμική, βάση, όπως αντίθετα
συμβαίνει στο «τυπικό» Σύνταγμα της νεωτερικότητας (βλ. παρακάτω, ΙΙΙ), αλλά στη
μερική ανακατανομή της μέσα στα υφιστάμενα φεουδαρχικά πλαίσια. Κεντρικός άξονας
29
της κυρίαρχης ιδεολογίας τότε, όπως άλλωστε και αργότερα, την εποχή του
απολυταρχικού κράτους, ήταν η εκπόρευση της εξουσίας από τη θεϊκή βούληση.
Όσο για τον όρο constitutio, αυτός εξακολούθησε και στη μεσαιωνική περίοδο
να χρησιμοποιείται ως τίτλος διαφόρων κοσμικών και εκκλησιαστικών νομοθετημάτων,
χωρίς θεματική εξειδίκευση και χωρίς ιδιαίτερη (και μάλιστα ανώτερη) τυπική ισχύ.
Παράλληλα ο ίδιος όρος στη λατινική γλώσσα, ή παράγωγά του σε επιμέρους
ευρωπαϊκές γλώσσες, είχε αρχίσει να εμφανίζεται και με ιατρική σημασία,
υποδηλώνοντας την κατάσταση και/ή τη διαμόρφωση του ανθρωπίνου σώματος.
30
εθνικά κράτη, καθ’ υπέρβαση της κυριαρχίας της λατινικής (γλώσσας της καθολικής
εκκλησίας) στον μεσαιωνικό γραπτό λόγο, διευκολύνοντας έτσι την εθνογένεση.
Περαιτέρω η επέκταση των τυπογραφικών δραστηριοτήτων σε περιοδικές (από τις
αρχές του 17ου αιώνα) και αργότερα και σε ημερήσιες εκδόσεις με επίκαιρο
περιεχόμενο, σε συνδυασμό με τη βαθμιαία βελτίωση των συγκοινωνιών, κατέστησε
εφικτή τη δημιουργία νοητών «δημόσιων χώρων» επικοινωνίας και διαλόγου, με χρήση
των εθνικών γλωσσών. Όλα αυτά προλείαναν το έδαφος για τη συγκρότηση
αντίστοιχων εθνικών «δήμων», δηλαδή φαντασιακών συλλογικών οντοτήτων, ικανών
να υποκαταστήσουν τους μονάρχες ως φορείς κυριαρχίας (είναι χαρακτηριστικό ότι στη
δεκαετία του 1640, αμέσως πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ
βασιλικών και κοινοβουλευτικών, παρατηρήθηκε στην Αγγλία μια χωρίς προηγούμενο
αύξηση του αριθμού των δημοσιευμάτων κάθε είδους, περιλαμβανομένων, για πρώτη
φορά στη χώρα αυτή, και ημερήσιων εφημερίδων, η έκδοση των οποίων ήταν έως τότε
απαγορευμένη).
Εξαιρετικής σημασίας εξελίξεις σημειώθηκαν, κατά την ίδια ιστορική περίοδο, και
στη ναυτική και στρατιωτική τεχνολογία, με πρωτοπόρες και εδώ χώρες της δυτικής
Ευρώπης. Κατά συνέπεια δημιουργήθηκε ένα τέτοιο τεχνολογικό χάσμα, ώστε ακόμη
και ολιγάριθμες ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις να επιβάλλονται με σχετική
ευχέρεια στους ιθαγενείς πληθυσμούς των άλλων ηπείρων, ενώ οι νέες πρωτοφανείς
δυνατότητες θαλάσσιας συγκοινωνίας επέτρεψαν την αποτελεσματική οικονομική
εκμετάλλευσή τους. Έτσι από τον 16ο αιώνα η αναγκαστική μεταφορά πλούτου από τις
αποικίες στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις είχε αρχίσει να συμβάλει στην «πρωταρχική
συσσώρευση» κεφαλαίου στις τελευταίες. Τα οφέλη αυτών από τις αποικίες τους,
κυρίως στην αμερικανική ήπειρο, δεν ήταν μόνο διμερή, αλλά ενέπλεκαν και τις
ηπείρους, στις οποίες ο ευρωπαϊκός αποικισμός, για ιδιαίτερους στην κάθε μία λόγους,
είχε προχωρήσει πολύ λίγο ως τα τέλη του 18ου αιώνα. ...
31
Ευρώπη και κατόπιν βαθμιαία σε ολόκληρη την υφήλιο. Δεν πρόκειται βέβαια για μια
πορεία ομοιόμορφη και αδιατάρακτη. Παρά ταύτα η ταχύτητα και η γεωγραφική
ευρύτητά της, στην κλίμακα του μακρού ιστορικού χρόνου, είναι εντυπωσιακή. Από την
αρχαιότητα έως τα μέσα του 18ου αιώνα περίπου η δημοκρατία θεωρούνταν γενικά ως
«παρεκβατικό» πολίτευμα, ενώ τα πρώτα «τυπικά» Συντάγματα με τη σύγχρονη
σημασία του όρου θεσπίστηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου της αμερικανικής
ανεξαρτησίας, από το 1776 και έπειτα. Στα τέλη του 20ου αιώνα η δημοκρατία αντίθετα
έφθασε να θεωρείται περίπου ως η μοναδική ορθή, ή πάντως επιθυμητή ή αποδεκτή,
μορφή πολιτεύματος σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω και με διάφορες προσθήκες
(ισλαμική, σοσιαλιστική κ.ά.) ή de facto υποσημειώσεις που αποκλίνουν από το
κυρίαρχο αστικοδημοκρατικό «παράδειγμα». Εξάλλου το σύνολο σχεδόν των κρατών,
με ελάχιστες εξαιρέσεις, διαθέτει πια τυπικά Συντάγματα, έστω και αν η κανονιστική
ποιότητα πολλών από αυτά είναι αμφισβητήσιμη ή κυμαινόμενη. Οι εξελίξεις αυτές δεν
μπορούν να είναι τυχαίες, ούτε οφείλονται στο ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη είδε
ξαφνικά το «φως το αληθινό» της δημοκρατίας και του συνταγματισμού. Καπιταλισμός
και συνταγματισμός συνδέονται με μια σχέση αμοιβαίας αναγκαιότητας, η οποία καθιστά
το συνταγματικό κράτος την προνομιακή μορφή εμφάνισης του αστικού
(καπιταλιστικού) τύπου κράτους.
Ως κύρια χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από την
οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ, θα μπορούσαν να εντοπισθούν τα εξής: Πρώτο,
η καπιταλιστική παραγωγή είναι κυρίως εμπορευματική, δηλαδή προορίζεται για
πώληση στην αγορά. Δεύτερο, τα μέσα παραγωγής αποτελούν καταρχήν αντικείμενο
ιδιωτικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης (ακόμη και όταν ιδιοκτήτης κάποιων από αυτά
είναι το κράτος ή νομικά πρόσωπα ελεγχόμενα από εκείνο, πρόκειται κατά κανόνα για
σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, όπου το κράτος εμφανίζεται ως διαχειριστής της «ιδιωτικής»
του περιουσίας ή fiscus και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας), αντίθετα με τον
φεουδαρχικό ιδίως τρόπο παραγωγής, όπου η σχέση φεουδάρχη και φέουδου είχε
μικτό, δημόσιο και ιδιωτικό συνάμα χαρακτήρα. Τρίτο, η εργασία είναι τυπικά
ελεύθερη, αλλά διαχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής, αντιμετωπίζεται δηλαδή ως
εμπόρευμα το οποίο καθίσταται κι αυτό, όπως τα πραγματοπαγή εμπορεύματα,
αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά. ... Όλα αυτά καταλήγουν στο ότι η δομή της
αγοράς και τελικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο σύνολό του είναι κατά
βάση συναινετική. Η συναίνεση αυτή είναι μάλλον τυπική παρά ουσιαστική, αφού οι
περισσότεροι εργαζόμενοι, στα πλαίσια της λειτουργίας των οικονομικών «νόμων» της
προσφοράς και ζήτησης, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πωλούν την εργατική τους
δύναμη στους εργοδότες και μάλιστα σε μία τιμή (μισθό) που συχνά αρκεί για την
αναπαραγωγή της και μόνο (δηλαδή για την ικανοποίηση των άμεσων βιοτικών
αναγκών των ίδιων και των οικογενειών τους)... Στη συναινετική δομή της
καπιταλιστικής παραγωγής και της αγοράς αντιστοιχεί «φυσιολογικά», δηλαδή υπό
ομαλές συνθήκες και σε κοινωνικούς σχηματισμούς με εδραιωμένη την κυριαρχία και τη
λειτουργικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια συναινετική δομή λήψης
των πολιτικών αποφάσεων. Η συναίνεση καθίσταται θεμελιώδης οργανωτική αρχή της
32
κοινωνικής συμβίωσης τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Συχνά
βέβαια η συναίνεση του ψηφοφόρου στις εκλογές είναι εξίσου τυπική με τη συναίνεση
του εργαζόμενου στη σύμβαση εργασίας, δηλαδή η παροχή της εμπεριέχει περίπου τόση
πραγματική συμμετοχή του στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, όση συμμετοχή του
εργαζομένου στο υπερπροϊόν της εργασίας εμπεριέχει ο μισθός. ... Έστω και ως προϊόν
αφανούς εκβιασμού όμως, η συναίνεση αποτελεί το εμβληματικό στοιχείο τόσο της
οικονομίας της αγοράς όσο, κατά κανόνα, και του πολιτικού της εποικοδομήματος,
δηλαδή του αστικού κράτους. Γι’ αυτό και τα κυρίαρχα ρεύματα στην πολιτική θεωρία
αντιμετωπίζουν πια ως παρεκβατικά τα «ιεραρχικά» πολιτεύματα που επικρατούσαν σε
παγκόσμια κλίμακα έως και τον 18ο αιώνα.
Ο μετασχηματισμός του κράτους σε μια λιγότερο ιεραρχική και περισσότερο
συναινετική κατεύθυνση εκφράστηκε κυρίως μέσω της συγκρότησης ολοένα
ισχυρότερων συλλογικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, εκλεγμένων με τη συμμετοχή
ενός ολοένα μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Η σταδιακή αυτή διεύρυνση και
ενίσχυση της σημασίας του εκλογικού δικαιώματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις
αλλαγές που επέφεραν στη δομή των ανθρώπινων κοινωνιών η βιομηχανική
επανάσταση και η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η βιομηχανική
επανάσταση είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη συγκέντρωση ενός όλο και
μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού σε αστικά κέντρα, αμβλύνοντας το διαχρονικό
οργανωτικό μειονέκτημα του προλεταριάτου απέναντι στην άρχουσα τάξη.
Αναπτύχθηκε έτσι μια μάλλον πρωτοφανής (για τα δεδομένα του μακρού ιστορικού
χρόνου) σε ένταση και έκταση επαναστατική δυναμική, σε σημείο ώστε κορυφαίος
ιστορικός να χαρακτηρίζει τις πρώτες δεκαετίες της περιόδου αυτής ως την «εποχή των
επαναστάσεων». ...
36
Η ιδέα, εξάλλου, ότι υφίστανται θεμελιώδεις κανόνες δικαίου, έστω και εθιμικού
χαρακτήρα, οι οποίοι διέπουν τη συγκρότηση της εξουσίας και περιορίζουν τα
περιθώρια δράσης ακόμη και του αρχηγού του κράτους, προέρχεται και αυτή από τον
μεσαίωνα. Έτσι π.χ. στη Γαλλία ο μονάρχης δεσμευόταν από τους λεγόμενους
«θεμελιώδεις νόμους του βασιλείου», δηλαδή μια σειρά συνταγματικών εθίμων που
αφορούσαν την ανάδειξη στο ύπατο αξίωμα, το αναπαλλοτρίωτο της επικράτειας κ.ά.
Στη Γερμανική («Αγία Ρωμαϊκή») αυτοκρατορία το χρυσόβουλο του 1356 κωδικοποίησε
τους προϋπάρχοντες εθιμικούς κανόνες για την εκλογή του αυτοκράτορα από ένα
ολιγάριθμο σώμα κοσμικών και εκκλησιαστικών χωροδεσποτών. Από το 1519, μάλιστα,
η εκλογή προϋπέθετε τη σύναψη ειδικής δεσμευτικής συμφωνίας του υποψηφίου με το
εκλεκτορικό σώμα σχετικά με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας (οι δεσμεύσεις των
μνηστήρων της εξουσίας απέναντι στον «κυρίαρχο» λαό, οι οποίες περιέχονται στα
προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές
δημοκρατίες, απέχουν παρασάγγας σε πρακτική αποτελεσματικότητα από εκείνες τις
«εκλογικές διομολογήσεις» των αυτοκρατόρων). Αργότερα, τον 17ο αιώνα, η επιβολή
της κληρονομικής απόλυτης μοναρχίας στη Δανία συνοδεύτηκε από τη θέσπιση ενός
γραπτού θεμελιώδη νόμου (Lex Regia, 1665), με αντικείμενο την κωδικοποίηση των
κανόνων του απολυταρχισμού, και αυτός χρησιμοποιούνταν ως παράδειγμα προς
αποφυγή στις συζητήσεις σχετικά με το Σύνταγμα και το περιεχόμενό του στη Γαλλία
πριν και μετά το 1789.
Η σύνδεση του όρου constitutio με τους θεμελιώδεις κανόνες συγκρότησης και
τους περιορισμούς της πολιτικής εξουσίας και η ανανοηματοδότησή του με διεκδικητικό
περιεχόμενο έλαβε χώρα στην Αγγλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Εκεί είχε
μεταφυτευθεί η σκωτική δυναστεία των Stuart, μετά τον θάνατο της άτεκνης βασίλισσας
Ελισάβετ το 1603, και άρχισε σχεδόν αμέσως να προβάλλει το ζήτημα της μοναρχικής
κυριαρχίας, εμπνεόμενη και από τις αντίστοιχες εξελίξεις στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το
ιδεολογικό επίχρισμα της αντίδρασης κατά των Stuart ήταν ο ισχυρισμός ότι η Αγγλία
διέθετε ένα, κατά βάση εθιμικό, «αρχαίο Σύνταγμα» (ancient constitution), το οποίο
εκπορευόταν από τη «σοφία των προγόνων» (και όχι από το «θεϊκό δικαίωμα» ή από το
δίκαιο της κατάκτησης) και περιόριζε τη βασιλική εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό
επιχειρήθηκε η μετάλλαξη ακόμη και του αξιώματος «ο βασιλεύς δεν αδικεί» (The King
can do no wrong), με την έννοια ότι ο μονάρχης δεν επιτρέπεται νομικά να «αδικήσει»,
δηλαδή να επέμβει αυθαίρετα σε βάρος της ελευθερίας και ιδιοκτησίας των υπηκόων
του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πεδίο εφαρμογής του αξιώματος εκείνου
συρρικνώθηκε οριστικά στο πρόσωπό του ίδιου του βασιλιά, χωρίς να εμποδίζεται η
απόδοση ποινικών ευθυνών στους υπουργούς και συμβούλους του.
Ο όρος «constitution» φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε αρχικά όχι ως
ανανοηματοδότηση του λατινικού constitutio, αλλά με την έννοια της κράσης ή
διαμόρφωσης του «πολιτικού σώματος» (constitution of the body), δηλαδή της
λειτουργικής ενότητας του βασιλιά (ή βασίλισσας) και των δύο Βουλών. Έτσι π.χ. μέλος
του κοινοβουλίου υποστήριξε το 1610 ότι η επιβολή φορολογίας χωρίς τη συναίνεση του
τελευταίου αντίκειται στο πλαίσιο και τη διαμόρφωση του πολιτεύματος του βασιλείου
37
και έτσι υπονομεύει τον θεμελιώδη νόμο... Πιο ευδιάκριτη ακόμα είναι η μεταφορική
προέλευση του όρου στο ιδρυτικό σύμφωνο (Plantation Covenant) άγγλων αποίκων στη
Βόρεια Αμερική το 1620, με την αμοιβαία δέσμευσή τους ότι ενώνονται σε ένα αστικό
πολιτικό σώμα και (θα) συντάσσουν δίκαιους και ίσους νόμους για το γενικό συμφέρον
της αποικίας... Μεταγενέστερα, το 1688, ψήφισμα του Βρετανικού Κοινοβουλίου
δικαιολόγησε την εκθρόνιση του Βασιλιά Ιακώβου Β’ με την εναντίον του μομφή ότι
απέβλεψε στην υπονόμευση του Συντάγματος του Βασιλείου.... To αργότερο τότε,
επομένως, ο όρος constitution είχε ταυτισθεί εννοιολογικά με το, δεσμευτικό και για
τον αρχηγό του κράτους, θεμέλιο της έννομης τάξης, έστω και αν δεν επρόκειτο ακόμη
για ενιαίο γραπτό κείμενο, αλλά για ένα σύνολο νόμων και εθίμων.
Σε ό,τι αφορά τα περιεχόμενά τους, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι και εκεί τα
τυπικά Συντάγματα του 18ου-21ου αιώνα έχουν «δανεισθεί» κατά ένα σημαντικό μέρος
«υλικά» προερχόμενα από το παρελθόν. Έτσι, μεταξύ άλλων, τα συλλογικά
αντιπροσωπευτικά σώματα έλκουν την ιστορική καταγωγή τους από τον ύστερο
μεσαίωνα (όχι μόνο στην Αγγλία, που είναι το πιο γνωστό παράδειγμα, αλλά σχεδόν σε
ολόκληρη τη χριστιανική Ευρώπη). Επίσης ο έλεγχος της συνταγματικότητας είχε το
πρόπλασμά του στον έλεγχο των βασιλικών διαταγμάτων και άλλων πράξεων για τη
συμφωνία τους με τους «θεμελιώδεις νόμους του Βασιλείου», ο οποίος διενεργούνταν
στη Γαλλία από δικαστήρια συγκροτούμενα κυρίως από ευγενείς, με το παράδοξο όνομα
parlements, το αργότερο από τον 15ο αιώνα. Όσο για τη δημοκρατία, εκείνη βέβαια
κατάγεται από την κλασσική αρχαιότητα, έστω και με άλλη (άμεση) μορφή. Με άλλες
λέξεις, παλιοί όροι, ιδέες και πρακτικές αναμείχθηκαν, αναμορφώθηκαν και
ανανοηματοδοτήθηκαν, με τελικό αποτέλεσμα μια νέα μορφή κράτους, το συνταγματικό
κράτος, που αποτέλεσε ταυτόχρονα (και εξακολουθεί να αποτελεί) την προνομιακή
μορφή εμφάνισης ενός νέου τύπου κράτους, δηλαδή του αστικού (καπιταλιστικού)
κράτους.
39
γ. Οι δύο έννοιες του συνταγματισμού
Ως συνταγματισμό, με τη στενή έννοια του όρου αυτού, μπορούμε να εννοήσουμε
το ιστορικό κίνημα που διεκδίκησε τη θέσπιση τυπικού Συντάγματος με τα
χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν, από τα τέλη του 18ου ώς τα τέλη του 20ου αιώνα
στο μεγαλύτερο μέρος της υφηλίου. Με μια ευρύτερη έννοια πάντως γίνεται λόγος για
συνταγματισμό, προκειμένου να υποδηλωθεί γενικότερα η απαίτηση για επιβολή
νομικών περιορισμών στην κρατική εξουσία από την αρχαιότητα ως σήμερα. Με την
έννοια αυτή θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς π.χ. σε βρετανικό συνταγματισμό, αν
και η Μεγάλη Βρετανία ποτέ δεν απέκτησε τυπικό Σύνταγμα, ούτε έγινε σοβαρή
προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, με την πιθανή εξαίρεση ενός σύντομου
διαστήματος στη διάρκεια της πουριτανικής επανάστασης.
Στον συνταγματισμό με την ευρεία έννοια του όρου αντιστοιχεί το λεγόμενο
«ουσιαστικό» σύνταγμα. Ως αντιπροσωπευτικός θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ορισμός
του Georg Jellinek ότι «το σύνταγμα του κράτους περιλαμβάνει….τους νομικούς κανόνες
οι οποίοι καθορίζουν τα ανώτατα όργανα του κράτους, τον τρόπο της ανάδειξής τους,
την αμοιβαία σχέση και τον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους (και) ακόμη τη βασική θέση
του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας».. Ο ίδιος παρατηρούσε ότι κάθε κράτος
διαθέτει σύνταγμα με την έννοια αυτή, διότι διαφορετικά δεν θα επρόκειτο καν για
κράτος, αλλά για αναρχία. Εδώ βέβαια οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται δυσδιάκριτες,
αφού ακόμη και σε δεσποτικές μοναρχίες, όπως π.χ. η οθωμανική αυτοκρατορία ώς τον
19ο αιώνα, μπορεί να υπάρχουν νομικοί κανόνες, έστω και εθιμικού χαρακτήρα, για τα
παραπάνω ζητήματα (διαδοχή στο θρόνο, καθεστώς της ισλαμικής και των άλλων
θρησκειών καθώς και των οπαδών τους), χωρίς όμως να υφίσταται μέσα στα πλαίσια
αυτά κανενός είδους συνταγματισμός. Η ειδοποιός διαφορά θα μπορούσε να εντοπισθεί
στο κατά πόσο εμφανίζεται διεκδίκηση, και στη συνέχεια κατοχύρωση, έστω και σε
εμβρυακή μορφή, πολιτικής και ατομικής ελευθερίας μέσω των παντοειδών κανόνων
ενός «ουσιαστικού» συντάγματος. Τούτο συνέβαινε στα βρετανικά νησιά τον 17ο-18ο
αιώνα, ενώ αντίθετα στην οθωμανική αυτοκρατορία την ίδια εποχή οι διεκδικήσεις των
Χριστιανών, στην πλειονότητά τους, υπηκόων της στη Βαλκανική χερσόνησο δεν
αφορούσαν τόσο τον μετασχηματισμό της σε πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση, όσο μάλλον
την έξωσή της από τον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, αν μη και τη διάλυσή της.
40
Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και
ανεξαρτησίαν») ή το Νορβηγικό Σύνταγμα της 17ης Μαΐου 1814. Γενικότερα
υπολογίζεται ότι το 85% των σχηματισμένων μετά το 1789 κρατών απέκτησαν το πρώτο
τους (τυπικό) Σύνταγμα μέσα στην πρώτη διετία της ύπαρξής τους και το ποσοστό αυτό
ανέρχεται σε 95% ώς το τέλος της πρώτης πενταετίας (αντίθετα τα μισά περίπου από τα
προγενέστερα του 1789 κράτη χρειάσθηκαν περισσότερους από τρεις αιώνες ως τη
θέσπιση του πρώτου Συντάγματος). Τα συνταγματικά «πειράματα» δεν έλειψαν και σε
προ-νεωτερικής προέλευσης αυτοκρατορίες, όπως στην τσαρική το 1906 και στην
οθωμανική το 1876 και το 1908-9, αλλά δεν απέτρεψαν τη διάλυσή τους και μάλιστα
αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο το προανάκρουσμά της. Ιστορικά-στατιστικά λοιπόν
φαίνεται να προκύπτει μια προνομιακή εσωτερική σχέση μεταξύ εθνικού κράτους και
τυπικού Συντάγματος.
...
Τα «μηνύματα» των εθνικών Συνταγμάτων προς τους αποδέκτες τους, δηλαδή
προς τα αντίστοιχα εθνικά «ακροατήρια», είχαν και έχουν ασφαλώς σημαντικές
διαφορές μεταξύ τους, αντικατοπτρίζοντας το καθένα υπαρκτές εθνικές ιδιαιτερότητες
και/ή τις ιστορικές περιστάσεις της θέσπισής του. Το γενικό, ωστόσο, πλαίσιο είναι
κοινό, τουλάχιστον για τα Συντάγματα με κανονιστική ποιότητα.
Αφενός το (τυπικό) Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος, εξ ορισμού συνιστά έναν
δραστικό περιορισμό για όποιους εκάστοτε ασκούν την κρατική εξουσία,
απαγορεύοντάς τους την αλλαγή των κανόνων του πολιτικού «παιγνίου», ή
επιτρέποντάς την μόνο υπό ειδικές, δυσχερείς προϋποθέσεις. Αφετέρου το ίδιο
υπαγορεύει την κατά διαστήματα ανάδειξη, από ένα περισσότερο ή λιγότερο ευρύ
εκλογικό σώμα, εκείνων που θα ασκήσουν την παραπάνω εξουσία, ή έστω θα
μοιρασθούν την άσκησή της με μη νομιμοποιημένα μέσω εκλογών όργανα (όπως
κληρονομικούς βασιλείς και/ή δικαστήρια). Καθιστά έτσι τουλάχιστον τα μέλη του
σώματος αυτού κατά κάποιον τρόπο συνεταίρους ή συμμετόχους στο κράτος,
αποπειράται να συγκροτήσει έναν «δήμο»-φορέα του τελευταίου.
Η συγκρότηση όμως του «δήμου» δεν είναι εφικτή παρά μόνο αν υφίστανται
αντικειμενικές δυνατότητες, με βάση το επίπεδο εξέλιξης της τεχνολογίας, για πολιτική
κοινωνικοποίηση στην αντίστοιχη κλίμακα και βέβαια η υποκειμενική πρόθεση ή
συγκατάθεση (έστω σιωπηρή) των μελών του. Μια τέτοια συναίνεση είναι πολύ
δυσκολότερο να εκμαιευθεί απ’ ό,τι η συναίνεση των ίδιων για τη συγκρότηση μιας
θρησκευτικής κοινότητας (π.χ. των πιστών του χριστιανισμού, ή του ισλαμισμού ή των
μετέπειτα επιμέρους συνιστωσών, αιρέσεων κ.λπ. των καταρχήν οικουμενικής
στόχευσης θρησκειών), ή απ’ ό,τι κάποιος βαθμός ανοχής των πληθυσμών της προς μια
πολυεθνοτική αυτοκρατορία. Και τούτο επειδή ο «δήμος» είναι ένα θεσμοποιημένο
ενεργητικό συλλογικό υποκείμενο, με άγνωστες τις μελλοντικές του επιλογές, και όχι
το παθητικό ακροατήριο ενός διαχρονικού μηνύματος εξ ουρανών, ή ένα ετερόκλητο
άθροισμα υπηκόων ή υποτελών. ...
41
VI. Αντί επιλόγου: Προοπτικές συνταγματικής διακυβέρνησης
την τρίτη χιλιετία μ.Χ.
Το συνταγματικό φαινόμενο είναι εντελώς πρόσφατο, αν συγκριθεί με την επί
δεκάδες χιλιάδες χρόνια εξέλιξη του homo sapiens. Σε αντίθεση π.χ. με το θρησκευτικό
συναίσθημα, το οποίο υποστηρίζεται πως έχει νευροβιολογικές αφετηρίες και πάντως
εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής της
ανθρωπότητας, η «θέληση για το Σύνταγμα» εμφανίσθηκε στις ανθρώπινες κοινωνίες
πριν από μόλις δυόμισι αιώνες (ή έστω τέσσερις, αν η αντίδραση εναντίον του
απολυταρχισμού των Stuart στην Αγγλία θεωρηθεί ως μια πρώιμη μορφή
συνταγματισμού).
Με μεγάλη πιθανότητα μπορεί πάντως να εικάσει κανείς ότι, όπως και οι
προηγούμενοί του («ασιατικός», δουλοκτητικός, φεουδαρχικός κλπ.), έτσι και ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ή τουλάχιστον η παγκόσμια επικράτησή του, θα έχει
ημερομηνία λήξης. Ημερομηνία λήξης θα έχει, κατά πάσα πιθανότητα, και η αλόγιστη
ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών, η οποία πυροδοτήθηκε από αυτόν και μάλλον
θα προσκρούσει κάποια στιγμή στη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη, δηλαδή στην
εξάντληση των διαθέσιμων πόρων του. Είναι βέβαια αδύνατο να προβλεφθεί τι μπορεί
να επακολουθήσει στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και άρα ποιο μέρος του
θεσμικού εποικοδομήματος των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών μπορεί να
επιβιώσει από μια ενδεχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού και ποιο όχι.
Μακροπρόθεσμα, πάντως, η βιωσιμότητα και η κατεύθυνση της μετεξέλιξης του
συνταγματικού φαινομένου θα εξαρτηθεί ακριβώς από αυτό.
Σε πιο βραχυπρόθεσμη προοπτική η αναβάθμιση ή αντίθετα η υποβάθμιση της
κανονιστικής ποιότητας των τυπικών συνταγμάτων στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές
δημοκρατίες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την περαιτέρω εξέλιξη των
πολιτισμικών παραμέτρων, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος (βλ. παραπάνω ΙΙΙ, β, iii και
iv). Κρίσιμο είναι, ιδίως, το ζήτημα του επικοινωνιακού καθεστώτος, όπου η διάδοση
της τηλεόρασης τον 20ό αιώνα έχει ήδη επιφέρει αξιοσημείωτες αλλαγές. Η μετατροπή
του πολίτη σε τηλεθεατή επί μεγάλο μέρος του καθημερινού του χρόνου τον καθιστά
παθητικό δέκτη μηνυμάτων όχι μόνο πολιτικού, αλλά και κοινωνικού-πολιτισμικού
περιεχομένου (και ειδικότερα η καταιγίδα των διαφημιστικών μηνυμάτων απειλεί να τον
παρασύρει σε άμετρο, βουλιμικό καταναλωτισμό). Η «επικοινωνία» χάνει τον
αμφίπλευρο, διαλεκτικό χαρακτήρα της και τείνει να μεταλλαχθεί σε μονόπλευρη
επιβολή. Ακόμη χειρότερο είναι ότι δεν πρόκειται απλώς για προφορική «επικοινωνία»,
που απειλεί να ακυρώσει ένα μέρος τουλάχιστον του κεκτημένου της τυπογραφικής
επανάστασης, αλλά και για αναγκαστική ένταξη του τηλεθεατή στους υστερικούς
ρυθμούς του ασφυκτικά σύντομου τηλεοπτικού χρόνου, και κατά συνέπεια του φθηνού
εντυπωσιασμού. Ο «δήμος» απειλείται έτσι να υποβαθμισθεί σε φιλοθέαμον κοινό,
δηλαδή σε άθροισμα πολιτικά ακοινώνητων ατόμων, χειραγωγήσιμο από όσους
ελέγχουν τα μέσα μαζικής επιβολής. Ο συνταγματισμός κινδυνεύει λοιπόν να χάσει το
ιστορικό του υποκείμενο. Ερωτηματικό συνιστά εξάλλου η πιθανή μακροπρόθεσμη
42
επίδραση των νέων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως κυρίως το διαδίκτυο, στη
νοοτροπία και τη συμπεριφορά των ανθρώπινων πληθυσμών.
Με τα δεδομένα αυτά θα ήταν εντελώς πρόωρο και παρακινδυνευμένο το
συμπέρασμα ότι το συνταγματικό φαινόμενο αποτελεί ένα σταθερό πια κεκτημένο του
πολιτικού πολιτισμού της ανθρωπότητας. Η ευρεία σημερινή διάδοσή του δεν εγγυάται
τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Είναι πάντως ισχυρό το ενδεχόμενο η βιωσιμότητα
αυτή να προϋποθέτει τη μετεξέλιξη του συνταγματισμού και τη μερική τουλάχιστον
υπέρβαση των εθνικών ταυτοτήτων του, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος (βλ. παραπάνω
V). Και τούτο διότι από πολλές χιλιετίες η επικρατούσα μακροπρόθεσμη τάση στις
ανθρώπινες κοινωνίες φαίνεται να είναι η αντικατάσταση μικρότερων και απλούστερων
σχηματισμών από μεγαλύτερους (σε έκταση και πληθυσμό) και πιο σύνθετους, με
παράλληλη δραστική μείωση του συνολικού αριθμού τους. Το ζητούμενο συνεπώς είναι
η ενίσχυση του υφιστάμενου αποθέματος αλληλεγγύης μεταξύ των λαών, τόσο σε
ηπειρωτικό, όσο τελικά ίσως και σε πλανητικό επίπεδο, και η διαμόρφωση νέων,
ευρύτερων συλλογικών ταυτοτήτων, ικανών ν’ αποτελέσουν το θεμέλιο «δήμων» σε
αντίστοιχα διευρυμένη κλίμακα. Το αν τούτο είναι εφικτό και αν πρόκειται για χρονική
προοπτική δεκαετιών ή αιώνων είναι ανοικτό ερώτημα.»
43
Μέρος Τρίτο: Τα πολιτεύματα
Ι. Η μοναρχία
Αποτελεί την πρώτη ιστορική μορφή πολιτεύματος, όπου ανώτατο όργανο του
κράτους είναι ένα συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο ο μονάρχης, που αναλαμβάνει την
εξουσία κληρονομικά. Είδη μοναρχίας είναι:
Η απόλυτη μοναρχία: η εξουσία του μονάρχη δεν δεσμεύεται από κανόνες
δικαίου, παρά μόνον όσους θέτει ο ίδιος και δεν υποχρεούται να τους
εφαρμόζει
Η περιορισμένη ή συνταγματική μοναρχία: η εξουσία του μονάρχη δεσμεύεται
από ένα Σύνταγμα που δεν μπορεί μόνος του να καταργήσει. Ισχύει το
τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του μονάρχη, δηλ. αυτός ασκεί όλες τις
αρμοδιότητες που του παρέχει το Σύνταγμα και επιπλέον όλες εκείνες για τις
οποίες δεν προβλέπεται ρητά αρμοδιότητα άλλου οργάνου.
Η κοινοβουλευτική μοναρχία: διαφέρει από την συνταγματική μοναρχία στο
ότι ο μονάρχης διορίζει και παύει τους υπουργούς, χρειάζονται όμως την
εμπιστοσύνη της Βουλής.
ΙΙ. Η δημοκρατία
Φιλελεύθερη δημοκρατία (ή αστική δημοκρατία) ονομάζεται μία
αντιπροσωπευτική δημοκρατία η οποία στηρίζεται πολιτικά στις αρχές του
φιλελευθερισμού. Πρόκειται για τον επικρατούντα τύπο δημοκρατίας μετά τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο και διαμορφώθηκε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Θεμέλιο της
φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ένα σύνταγμα το οποίο προβλέπει διάκριση των
44
εξουσιών σε ανεξάρτητα όργανα και εγγύηση ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων για
τους πολίτες της, με στόχο κυρίως τον περιορισμό των δυνατοτήτων παρέμβασης του
κράτους στον βίο τους. Οι κλασικές φιλελεύθερες δημοκρατίες συνήθως
αντιπαρατίθενται με τις λαϊκές δημοκρατίες, τη συμμετοχική δημοκρατία και την άμεση
δημοκρατία, ενώ ιστορικά αποτελούν εξέλιξη της συνταγματικής μοναρχίας.
Εν μέσω του Διαφωτισμού, πρώτα με την Αμερικανική και στη συνέχεια με τη
Γαλλική Επανάσταση, τέθηκε σε φιλελεύθερο πλαίσιο το αίτημα της κατάργησης της
μοναρχίας και της διακυβέρνησης από πολιτικούς αντιπροσώπους, εκλεγμένους από μία
μερίδα του λαού με δικαίωμα ψήφου. Οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα μπορούσαν να
εκφράζουν ανταγωνιζόμενα συμφέροντα και αντιλήψεις στο εσωτερικό της κοινωνίας,
μέσω της υποστήριξης διαφορετικών πολιτικών κομμάτων. Πλάθοντας το σύστημα
αυτό, οι θεμελιωτές του κράτους των ΗΠΑ απέρριψαν ρητά την άμεση δημοκρατία ως
επιλογή, πιστεύοντας ότι θα οδηγούσε στην υπερίσχυση των πολυπληθέστερων
κατώτερων κοινωνικών τάξεων ή σε χαοτική αταξία, και διαμόρφωσαν την
αντιπροσωπευτική δημοκρατία ονομάζοντας το νέο πολίτευμα «ρεπουμπλικανικό» και
όχι «δημοκρατικό», ώστε να παραπέμπει στο ρωμαϊκό κράτος της ελληνιστικής
περιόδου.
Καθώς παράλληλα εξαπλωνόταν και ο εθνικισμός, στη Γαλλική Επανάσταση η
επίσης αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα Εθνοσυνέλευση προβλήθηκε ως ενσάρκωση της
βούλησης του έθνους. Στη συνέχεια, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπό την
πίεση εθνικιστικών, σοσιαλιστικών, φεμινιστικών και άλλων κινημάτων, το δικαίωμα
ψήφου για ανάδειξη αντιπροσώπων επεκτάθηκε σταδιακά σχεδόν στο σύνολο του
πληθυσμού μίας χώρας, με κατάργηση περιορισμών κατώτατου ορίου εισοδήματος,
φύλου, καταγωγής κλπ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αντιπροσωπευτική σύνθεση που
επικράτησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στον δυτικό κόσμο και καλείται σήμερα
φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου πηγή εξουσίας είναι ο λαός που ταυτίζεται
με τους πολίτες που διαθέτουν την ιθαγένεια του κράτους (εκλογικό σώμα) και έχουν
το εκλογικό δικαίωμα, και τελικώς με όσους ασκούν το εκλογικό δικαίωμα. Ως
δημοκρατικό πολίτευμα, σήμερα, νοείται η έμμεση δημοκρατία, όπου συχνά
προβλέπονται στοιχεία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (όπως π.χ. το δημοψήφισμα).
Απαραίτητο στοιχείο της Δημοκρατίας είναι ο πλουραλισμός, δηλ. η ελευθερία των
μελών της κοινωνίας να επιλέγουν τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις που τους
εκφράζουν χωρίς περιορισμούς, πέραν αυτών που θέτει το δίκαιο. Η ελευθερία γνώμης
περιλαμβάνει και την διατύπωση απόψεων αντισυμβατικών, ενοχλητικών ή
αντιπαθητικών στην κοινή γνώμη.
45
1. Η διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών σε τακτά χρονικά διαστήματα για την
συγκρότηση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων (της Βουλής και ενδεχομένως
ενός δεύτερου νομοθετικού σώματος κυρίως στα ομοσπονδιακά κράτη).
2. Η διάκριση των λειτουργιών, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η λειτουργική
απομόνωση της δικαστικής εξουσίας από την νομοθετική και την εκτελεστική.
Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία πάντα διασυνδέονται. Ο βαθμός
διασύνδεσης εξαρτάται αν το πολίτευμα είναι κοινοβουλευτικό (ισχυρή
διασύνδεση) ή προεδρικό (ελάχιστη διασύνδεση).
3. Κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων.
4. Αρχή της ισότητας και μηχανισμοί προστασίας των δικαιωμάτων
Η δημοκρατική αρχή εν ευρεία εννοία περιλαμβάνει α) την αρχή της πλειοψηφίας για
την οργάνωση της κρατικής εξουσίας [σημεία 1 και 2] και β) την αρχή του κράτους
δικαίου [σημεία 3 και 4].
7
υπενθυμίζεται ότι μόνο οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι κανόνες δικαίου
46
προεδρικά διατάγματα, αλλά και αποφάσεις νομάρχη, δημάρχου κ.λπ.). Στην Ελλάδα
το δικαστήριο αυτό είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Σχετικό προς το κράτος δικαίου είναι το δημοκρατικό κράτος, αλλά οι έννοιες
δεν ταυτίζονται.
Για την έννοια του κράτους δικαίου κρίσιμα είναι τα συνταγματικά δικαιώματα
και οι μηχανισμοί προστασίας τους.
Για το δημοκρατικό κράτος, κρίσιμα στοιχεία είναι η εφαρμογή της αρχής της
πλειοψηφίας για την σύνθεση του Κοινοβουλίου καθώς και η διεξαγωγή
περιοδικών ελεύθερων εκλογών.
Για την κατανόηση του κράτους δικαίου είναι σημαντική η ανάλυση της έννοιας
και των διακρίσεων των συνταγματικών (ή θεμελιωδών) δικαιωμάτων.
Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει κάθε σύστημα του Δικαίου σε πρόσωπο ή
κατηγορία προσώπων ή ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός συμφέροντος στο
οποίο έτσι δίνει νομική υπόσταση. Εξουσία σημαίνει έννομη αξίωση, άρα ικανότητα
δικαστικής διεκδίκησης.
Τα κοινωνικά δικαιώματα διαφέρουν από τις άλλες δύο κατηγορίες, διότι ισχύουν
μόνο όταν προβλέπονται από τον νόμο, και εφ’ όσον το κράτος διαθέτει την οικονομική
47
δυνατότητα για την ικανοποίησή τους. Συνεπώς, δεν συνιστούν αξιώσεις, με μόνη την
αναγραφή τους στο Σύνταγμα (βλ. κατωτέρω στο Κοινωνικό κράτος)
Η έννοια του κράτους δικαίου εκφράζεται στο αγγλικό δίκαιο με τον όρο ‘Rule of
Law’ και στο γερμανικό δίκαιο με τον όρο ‘Rechtsstaat’. Και οι δύο όροι αποδίδουν
παρεμφερείς πολιτικο-νομικές αξιολογήσεις που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δυτικά
κράτη υπό την μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι δύο αυτοί όροι, όμως, υπό την
συγκεκριμένη νομική τους διαμόρφωση, δηλαδή τον τρόπο που αποτυπώνονται σε
κανόνες δικαίου σε κάθε εθνική έννομη τάξη, διαφοροποιούνται αρκετά μεταξύ τους.
‘Rule of Law’
Αποτελεί προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της Αγγλίας και για τον λόγο αυτό
δύσκολα διατυπώνεται υπό την μορφή κανόνα δικαίου ή γενικής αρχής. Γνωστές είναι
οι εξής τρεις αρχές για τον προσδιορισμό (19ος αιώ.), με δεδομένη την αρχή της
κυριαρχίας του Κοινοβουλίου στην Αγγλία:
1. Ουδείς υποβάλλεται σε ποινή ούτε οφείλει να ανεχθεί ζημία στα προσωπικά
και περιουσιακά του αγαθά, εάν δεν έχει προβεί σε σαφή παραβίαση του δικαίου, η
οποία να έχει διαπιστωθεί κατά νόμο από τακτικό δικαστήριο. Η πρώτη αυτή αρχή
υποδηλώνει ότι ο πολίτης έχει το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας υπό τρεις
σωρευτικές αρνητικές προϋποθέσεις: α. ότι δεν έχει παραβιάσει το δίκαιο, β. ότι μία
τέτοια παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, γ. ότι η
παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί από τακτικό δικαστήριο.
2. Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκεται υπεράνω του δικαίου και ο καθένας
υπόκειται, ανεξάρτητα από την τάξη ή θέση του, στο δίκαιο του κράτους και στη
νομολογία των τακτικών δικαστηρίων. Εδώ τονίζεται ότι το δίκαιο ισχύει όχι μόνο για
τους ιδιώτες αλλά και για το κράτος, δηλαδή τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι διαφορές
μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων υπαλλήλων επιλύονται από τα ίδια δικαστήρια και όχι από
διοικητικά δικαστήρια.
48
3. Στην Αγγλία το συνταγματικό δίκαιο δεν αποτελεί την πηγή αλλά την συνέπεια
των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται και εφαρμόζονται από τα
δικαστήρια. Με την τρίτη αυτή αρχή, υπογραμμίζεται ότι οι ελευθερίες των πολιτών δεν
προστατεύονται από κάποιες γενικές συνταγματικές αρχές οι οποίες διατυπώνονται σε
κάποιο συνταγματικό κείμενο, αλλά από τα συγκεκριμένα δικαιώματα, όπως αυτά
διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια μακράς ιστορικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, η
προσωπική ελευθερία, η ελευθερία του λόγου και των συγκεντρώσεων δεν χρειάσθηκε
να αποτυπωθούν σε κάποια διακήρυξη. Τούτο διότι δεν είχαν απαγορευθεί από τι
δίκαιο. Συνεπώς ισχύει η κλασική φιλελεύθερη αρχή: “ό,τι δεν απαγορεύεται
επιτρέπεται”. Επειδή όμως στην περίοδο των Stuarts η προσωπική ελευθερία
καταργήθηκε, το Κοινοβούλιο δημιούργησε τα μέσα για την αποκατάσταση αυτών των
δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως “δικαιώματα” του common law (=
κοινό δίκαιο).
‘Rechtsstaat’
Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε στην Γερμανία τον 18ο και τον 19ο αιώνα ως έννοια
αντιθετική του Polizeistaat (= αστυνομικό κράτος). Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης (1919)
δεν περιλάμβανε ρητή αναφορά στο κράτος δικαίου, όπως το σημερινό γερμανικό
σύνταγμα, ούτε και ρητή θεσμοθέτηση της διάκρισης των εξουσιών. Ως γερμανικό
κράτος δικαίου, τότε, θεωρείτο η έννομη τάξη, η οποία “βασίζεται στην ιδιοκτησία και
προσωπική ελευθερία και θεωρεί το κράτος ως τον ένοπλο εγγυητή της τάξης, ησυχίας
και ασφάλειας”. Κατά μία άλλη άποψη, το κράτος ταυτίζεται με την έννομη τάξη, άρα
με το δίκαιο.
Τα στοιχεία της γερμανικής έννοιας του κράτους δικαίου είναι:
1. Το δίκαιο ως παράγων τάξης και η αρχή του Primat (= της πρωτοκαθεδρίας)
του δικαίου. Η υπεροχή του δικαίου εκφράζεται στη δέσμευση του νομοθέτη να τηρεί
τους ορισμούς του Συντάγματος. Απαγορεύεται να θίγεται ο πυρήνας των
συνταγματικών δικαιωμάτων, η νομοθεσία υπόκειται στις συνταγματικές δεσμεύσεις,
ενώ η εκτελεστική και δικαστική εξουσία υπόκεινται στον νόμο.
2. Το κράτος δικαίου εγγυάται την ελευθερία, μέσω της συγκεκριμένης
διαμόρφωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
3. Το κράτος δικαίου εγγυάται την αρχή της ισότητας των πολιτών μέσω της
διαμόρφωσης της αρχής σε θεμελιώδες δικαίωμα.
4. Τέλος, η αρχή του κράτους δικαίου διαμορφώνεται μέσω σειράς άλλων αρχών
όπως π.χ. της ανεξαρτησίας των δικαστών, της απαγόρευσης εκτάκτων δικαστηρίων,
του νόμιμου δικαστή, κ.λπ.
Στο ελληνικό Σύνταγμα η αρχή του κράτους δικαίου πραγματώνεται, κυρίως, με τις
εξής ειδικότερες διατάξεις:
1. Μη αναθεώρηση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 110 παρ.1)8
8
Η μη αναθεώρηση ισχύει για όλες τις θεμελιώδεις αρχές.
49
2. Διάκριση των λειτουργιών (άρθρο 26)
3. Η ελεύθερη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων (άρθρο 29)
4. Αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης - Έλεγχος και ακύρωση των
εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών από το Συμβούλιο της Επικρατείας
(άρθρο 95)
5. Απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους
6. Έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια (άρθρο 93 παρ.4)
7. Υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση
των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών (άρθρο 25 παρ.1)
8. Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα προηγούμενης
ακρόασης (άρθρο 20)
Α. Κοινοβουλευτική δημοκρατία:
α. Βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία
β. Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία
Β. Προεδρική δημοκρατία
Γ. Ημιπροεδρική δημοκρατία
Δ. Κυβερνώσα Βουλή
Ειδικότερα:
Α. Κοινοβουλευτική δημοκρατία (Βασιλευόμενη ή Προεδρευόμενη)
Και στους δύο τύπους το κοινοβούλιο έχει τη νομοθετική και, εμμέσως, την
εκτελεστική (πρωθυπουργός, κυβέρνηση) εξουσία. Η διαφορά τους είναι ότι ο αρχηγός
του κράτους στη βασιλευόμενη είναι κληρονομικός, ενώ στην προεδρευόμενη είναι
αιρετός. Και στους δύο τύπους ο αρχηγός του κράτους έχει ελάχιστες αρμοδιότητες.
Κύριο χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος είναι η εξάρτηση της
κυβέρνησης από την Βουλή και η πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης (μέσω της ψήφου
εμπιστοσύνης και της ψήφου δυσπιστίας).
50
Η Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τύπος κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας, όπου η εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση παίρνει τις πολιτικές
αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι
αιρετός και δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί
το κοινοβούλιο, την εκτελεστική η κυβέρνηση. Η τελευταία πρέπει πάντοτε να
απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου.
Ιστορικά είναι συνέχεια της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και
της συνταγματικής μοναρχίας, αφού η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη μεν
βασιλευόμενη ο αρχηγός του κράτους είναι κληρονομικός, στη δε προεδρευόμενη είναι
αιρετός. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για παράδειγμα αντιπροσωπευτικής και
φιλελεύθερηςδημοκρατίας.
Το πολίτευμα της προεδρευόμενης συναντάται συνήθως σε χώρες που
κατάργησαν τον θεσμό της βασιλείας, είτε είχαν δική τους μοναρχία (π.χ. Αυστρία), είτε
είχαν μοναρχία σε πλαίσιο κοινοπολιτείας (π.χ. Ινδία, Μπαγκλαντές, Μαυρίκιος,
Ιρλανδία), είτε ήταν τμήματα αυτοκρατοριών ή βασιλείων.
Στις περισσότερες χώρες ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
εκλέγεται από το κοινοβούλιο, αλλά σε λίγες εκλέγεται κατευθείαν από το εκλογικό
σώμα (π.χ. Ιρλανδία, Βουλγαρία, Πορτογαλία).
Η Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι μια μορφή
αντιπροσωπευτικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που αποτελεί τη σύγχρονη εξέλιξη
της Απόλυτης Μοναρχίας.
Στο πολίτευμα αυτό οι εξουσίες ασκούνται γενικά από το κοινοβούλιο και την
κυβέρνηση, η οποία και φέρει την απόλυτη ευθύνη όλων των πράξεών της και εφόσον
απολαύει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου. Στον Βασιλιά ανήκουν μόνο
αντιπροσωπευτικές αρμοδιότητες και κυρίως οι επικυρώσεις νόμων και διαταγμάτων.
Το πολίτευμα ιστορικά αποτελεί εξέλιξη της Απόλυτης Μοναρχίας. Οι μονάρχες
μέσα στο πέρασμα των αιώνων, είτε ειρηνικά, είτε λόγω επαναστάσεων, παραχώρησαν
σταδιακά τις εξουσίες τους στους αντιπροσώπους των υπηκόων τους. Έτσι τα
Κοινοβούλια ως έκφραση της λαϊκής βούλησης έγιναν ο μοναδικός πόλος εξουσίας
εγκαθιδρύοντας τη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (ο λαός κυβερνά δια των
αντιπροσώπων του).
Έχουν υπάρξει περιπτώσεις Βασιλευόμενης Δημοκρατίας με χαρακτήρα
φασιστικό, όπως συνέβη στην Ιταλία, Ιαπωνία και Ισπανία, ή και με στρατιωτικές
δικτατορίες, όπως στην Ταϊλάνδη.
Υπάρχουν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες με ένα νομοθετικό σώμα (π.χ. Ελλάδα
Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ισλανδία, Φιλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Λουξεμβούργο,
Ισραήλ, Νέα Ζηλανδία, Τουρκία, Σιγκαπούρη, Μπανγκλαντές) είτε με δύο νομοθετικά
σώματα (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία, Ιταλία, Βέλγιο,
Ολλανδία, Πολωνία, Αυστραλία, Καναδάς, Ινδία, Ιαπωνία, Πακιστάν, Ταϊλάνδη,
Μαλαισία).
51
Β. Προεδρική δημοκρατία
Προεδρική Δημοκρατία είναι ένας τύπος Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στην
οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι όχι μόνο Αρχηγός του Κράτους αλλά και
Αρχηγός της Κυβέρνησης. Υπάρχει Κοινοβούλιο που νομοθετεί αλλά δεν μπορεί να
ανατρέψει συνήθως τον Πρόεδρο πριν λήξει η θητεία του. Η διαφορά με τις
Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες (Βασιλευόμενες ή Προεδρευόμενες) είναι ότι δεν υπάρχει
η θέση του Πρωθυπουργού. Ο Πρόεδρος εκλέγεται είτε άμεσα από τον λαό (π.χ.
Κύπρος), είτε από ειδικό σώμα εκλεκτόρων που εκλέγονται από τον λαό (π.χ. Η.Π.Α.)
και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Στο προεδρικό πολίτευμα υπάρχει ελάχιστη διασύνδεση της νομοθετικής
εξουσίας, στο μέτρο που οι Υπουργοί διορίζονται από τον Πρόεδρο, χωρίς να
χρειάζονται την έγκριση των νομοθετικών σωμάτων, και είναι πολιτικά υπεύθυνοι
απέναντί του. Στις ΗΠΑ, που είναι και ο μοντέλο του πρεδρικού πολιτεύματος, ο
Πρόεδρος δεν παρεμβαίνει στο έργο του Κογκρέσου (Βουλή των Αντιπροσώπων και
Γερουσία) παρά μόνο στην περίπτωση του αναβλητικού βέτο (αναπέμποντας ψηφισμένο
σχέδιο νόμου). Αντιστοίχως, τα νομοθετικά σώματα έχουν την δυνατότητα του
impeachment (άσκηση δίωξης κατά του Προέδρου).
Γ. Ημιπροεδρική δημοκρατία
Η Γαλλία διαθέτει ένα σύστημα ενδιάμεσο των δύο. Το μεικτό αυτό πολίτευμα
προβλέπει την άμεση εκλογή του Προέδρου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες, και
παράλληλα την ύπαρξη Κυβέρνησης και Πρωθυπουργού που εξαρτώνται από το
Κοινοβούλιο.
Δ. Σύστημα της κυβερνώσας Βουλής
Ιδιαίτερη περίπτωση συνιστά το ελβετικό πολίτευμα, στο οποίο η νομοθετική και
η εκτελεστική εξουσία ανήκουν στο νομοθετικό όργανο. Στην Ελβετία δεν υπάρχει θέση
ούτε πρωθυπουργού, ούτε προέδρου. Υπάρχει ο Πρόεδρος της Ελβετικής
Συνομοσπονδίας, ο οποίος ορίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων στο επταμελές Ελβετικό
Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο είναι ταυτόχρονα κυβέρνηση και αρχηγός του
κράτους.
52
υπάρχει η δημοκρατία ως αρχή της πλειοψηφίας, ελλείπει όμως η προστασία ατομικών
ελευθεριών και μηχανισμών προστασίας των δικαιωμάτων. Το βασικότερο κριτήριο για
να διαπιστώσουμε την έλλειψη κράτους δικαίου είναι οι περιορισμοί στην ελευθερία του
τύπου (φυλακίσεις δημοσιογράφων, κλείσιμο σταθμών) και ο κυβερνητικός έλεγχος των
δικαστών και γενικότερα της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
53
Μέρος Τέταρτο: Πηγές του Δικαίου
9
Βλ. Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Α, Θεωρητικό Θεμέλιο, 1994, σ. 336επ.
54
Α. Το τυπικό Συνταγματικό Δίκαιο
Το Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008 είναι ο γραπτός κώδικας κανόνων με
αυξημένη τυπική δύναμη, που καθορίζει τα όργανα του κράτους, τις αρμοδιότητες και
τις σχέσεις μεταξύ τους, τη θέση του ατόμου, του πολίτη και των ομάδων απέναντι στην
κρατική εξουσία και τη σχέση της υπερεθνικής με την εσωτερική έννομη τάξη. Στο
Τυπικό Συνταγματικό Δίκαιο περιλαμβάνονται και ορισμένες γραπτές πράξεις
συντακτικού ή αναθεωρητικού χαρακτήρα, κυρίως τα Ψηφίσματα και οι Συντακτικές
Πράξεις.
Η αυξημένη τυπική δύναμη του ελληνικού Συντάγματος απορρέει από αρκετές
διατάξεις του, όπως το άρθρο 110, που προβλέπει την διαδικασία αναθεώρησης και την
απαγόρευση ενός πυρήνα μη αναθεωρήσιμων διατάξεων, το άρθρο 111, το άρθρο 87
παρ.2, το άρθρο 93 παρ.4. [Βλ. το περιεχόμενο των άρθρων αυτών]
Τμήμα του συνταγματικού κώδικα αποτελούν οι ερμηνευτικές δηλώσεις που
ψηφίζονται από την Συντακτική ή την Αναθεωρητική Βουλή και δημοσιεύονται μαζί με
την ερμηνευόμενη συνταγματική διάταξη. Η ερμηνευτική δήλωση και η κύρια διάταξη
στην οποία αναφέρεται έχουν ίση τυπική ισχύ, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα
ερμηνείας σε περίπτωση αντίφασης των δύο.
Τα Ψηφίσματα αποτελούν προϊόν μια ιστορικής συγκυρίας μετάβασης προς ένα
νέο συνταγματικό καθεστώς. Αφορούν ανάγκες ρύθμισης ειδικές και συγκεκριμένες σε
μεταβατικές περιόδους και φορέα τους έχουν Συντακτικές ή Αναθεωρητικές Βουλές.
Έχουν χαρακτήρα ειδικό και διάρκεια περιορισμένη.
Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε 12 συνολικά Ψηφίσματα, το πρώτο στις
24.12.1974 και το τελευταίο στις 9.6.1975.
Σε ομαλές περιόδους, Ψήφισμα ονομάζεται και η πράξη κάθε Αναθεωρητικής
Βουλής με την οποία δημοσιεύεται και τίθεται σε ισχύ το κείμενο με τις αναθεωρημένες
διατάξεις. Με ψηφίσματα ετέθησαν σε ισχύ οι αναθεωρημένες διατάξεις του
Συντάγματος του 1975, το 1986, το 2001 και το 2008.
Οι Συντακτικές Πράξεις είναι νομοθετήματα της εκτελεστικής εξουσίας (συνήθως
του αρχηγού του κράτους ή της Κυβέρνησης) με αυξημένη τυπική ισχύ και με
περιεχόμενο συντακτικό ή αναθεωρητικό.
Το ζήτημα της ισχύος των συντακτικών πράξεων και των ψηφισμάτων είναι
αρκετά περίπλοκο. Το άρθρο 111 Σ. ορίζει κατά πρώτον, ότι κάθε διάταξη νόμoυ ή
διoικητικής πράξης με κανoνιστικό χαρακτήρα, πoυ είναι αντίθετη πρoς τo Σύνταγμα,
καταργείται από την έναρξη της ισχύoς τoυ Συντάγματος του 1975. Με τον όρο νόμο
εννοεί τον ουσιαστικό νόμο, δηλαδή κάθε κανόνα δικαίου. Στην αμέσως επόμενη
παράγραφο, την δεύτερη, όμως το Σύνταγμα αναγράφει: «Συντακτικές πράξεις πoυ
εκδόθηκαν από τις 24 Ioυλίoυ 1974 έως τη σύγκληση της E' Aναθεωρητικής Boυλής,
καθώς και Ψηφίσματά της, εξακoλoυθoύν να ισχύoυν και κατά τις διατάξεις τoυς τις
αντίθετες πρoς τo Σύνταγμα και επιτρέπεται να τρoπoπoιηθoύν ή να καταργηθoύν με
νόμo.»
Και στην παράγραφο 4 ορίζει: «To ψήφισμα της 16/29 Aπριλίoυ 1952 εξακoλoυθεί
να ισχύει για έξι μήνες από την έναρξη της ισχύoς τoυ Συντάγματoς. Mέσα στην
55
πρoθεσμία αυτή επιτρέπεται να τρoπoπoιηθoύν, συμπληρωθoύν ή καταργηθoύν με νόμo
oι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα πoυ αναφέρoνται στην παράγραφo 1 τoυ
άρθρoυ 3 τoυ ψηφίσματoς αυτoύ ή να διατηρηθoύν oρισμένες συντακτικές πράξεις και
ψηφίσματα, εν όλω ή εν μέρει, και αφoύ περάσει η πρoθεσμία αυτή, με τoν περιoρισμό
ότι oι διατάξεις πoυ τρoπoπoιoύνται, συμπληρώνoνται ή διατηρoύνται σε ισχύ δεν
μπoρεί να είναι αντίθετες πρoς τo Σύνταγμα.»
α. Πρωτογενές Δίκαιο
Πρωτογενές δίκαιο είναι το δίκαιο των ιδρυτικών Συνθηκών και οι γενικές αρχές
που πηγάζουν από αυτές.11 Το 1951 υπογράφηκε η συνθήκη περί ιδρύσεως της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος (ΕΚΑΧ). Ήταν η κατάληξη των
προσπαθειών προσέγγισης Γαλλίας και Γερμανίας μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η
10
Βλ. τα πλέον πρόσφατα, Β. Χριστιανός, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική
Βιβλιοθήκη, 2010, Π. Κανελλόπουλος,Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συνθήκη της Λισσαβώνας,
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2010.
11
Ειδικά για τις γενικές αρχές βλ.
http://elib.ukma.edu.ua/P/petrov_lenaerts_allocation_11.pdf, και Takis Tridimas, The General
Principles of EU Law, Oxford European Union Law Library, 2nd ed., 2007
56
συνθήκη ΕΚΑΧ τέθηκε σε ισχύ το 1952 και προέβλεπε την ανάθεση του συντονισμού των
οικονομικών τομέων άνθρακα και χάλυβα σε μία υπερεθνική αρχή. Η επιτυχία του
εγχειρήματος οδήγησε στην υπογραφή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ)
και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), που υπογράφηκε το 1957
και τέθηκε σε ισχύ το 1958. Οι συνθήκες αυτές διατηρούν χαρακτήρα "θεσμικό",
"συνταγματικό" και "κανονιστικό" και συνιστούν συμβάσεις του διεθνούς δικαίου.
Το πρωτογενές δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ως η υπέρτατη πηγή δικαίου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Βρίσκεται στην κορυφή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και
αποτελείται κυρίως από τις ακόλουθες Συνθήκες:
«Ιδρυτικές» Συνθήκες: η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη για τη
Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Συνθήκη για την Ίδρυση της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ευρωπαϊκής Ενέργειας,
Τα πρωτόκολλα και τα παραρτήματα που προσαρτώνται στις Συνθήκες, τις
συνθήκες προσχώρησης κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες
συνθήκες.
Από κοινού, οι Συνθήκες αυτές καθορίζουν το διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ της
Ένωσης και των κρατών μελών, καθώς επίσης τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων,
τις εξουσίες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και το πεδίο των δραστηριοτήτων τους στο
πλαίσιο κάθε τομέα πολιτικής.
Οι αρχικές συνθήκες τροποποιήθηκαν, με σημαντικούς σταθμούς τα εξής κείμενα:
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1987)
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη οργάνωσε την ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά, με
θεμελιώδες χαρακτηριστικό της την ελεύθερη διακίνηση προσώπων, εμπορευμάτων,
υπηρεσιών και κεφαλαίων χωρίς περιορισμούς από εθνικά σύνορα. Επιπλέον οι
ιδρυτικές συνθήκες συμπληρώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία στο πεδίο
της κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ή Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1992)
Με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συμπεριλαμβάνει την
ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, όπου επεκτείνεται η συνεργασία των κρατών στην κοινή εξωτερική
πολιτική, στην πολιτική ασφάλειας, σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών.
Προβλέπεται η ευρωπαϊκή ιθαγένεια των πολιτών της Ε.Ε., η οικονομική και
νομισματική πολιτική και το κοινό νόμισμα.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) και Η Συνθήκη της Νίκαιας (2000)
Με τις δύο αυτές συνθήκες επήλθαν θεσμικές μεταρρυθμίσεις και προετοιμάστηκε
η διεύρυνση της ΕΕ του 2003 με την είσοδο δέκα νέων κρατών μελών.
Η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2009)
Η Συνθήκη της Λισαβόνας υπεγράφη επισήμως από τους αρχηγούς των κρατών
μελών στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Η Συνθήκη
της Λισαβόνας αποτελεί καρπό των διαπραγματεύσεων που έγιναν ανάμεσα στις χώρες
μέλη στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Συνθήκη κυρώθηκε και από τις 27
57
χώρες μέλη, ανάλογα με το ισχύον συνταγματικό σύστημα κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, η
κύρωση επήλθε με ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο, στις 12.8.2008.
Η Συνθήκη τερματίζει πολυετείς διαπραγματεύσεις σχετικά με θεσμικά ζητήματα,
που στο παρελθόν (2005) είχαν αποτρέψει την ψήφιση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας τροποποιεί τις συνθήκες ΕΕ και ΕΚ, δηλαδή τη Συνθήκη για
την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
χωρίς όμως να τις υποκαθιστά. Κύρια σημεία της Συνθήκης της Λισαβώνας είναι τα εξής:
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες της ΕΕ και
αποκτά νέες σημαντικές εξουσίες όσον αφορά τη νομοθεσία και τον
προϋπολογισμό της αλλά και τις διεθνείς συμφωνίες. Διασφαλίζεται η ισότιμη
θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το Συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί τα
κράτη μέλη για το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας της ΕΕ.
2. Τα εθνικά κοινοβούλια έχουν περισσότερες ευκαιρίες να συμμετέχουν στις
εργασίες της ΕΕ, κυρίως χάρη σε έναν νέο μηχανισμό που θα διασφαλίζει ότι η
Ένωση ενεργεί μόνον στις περιπτώσεις που μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα
αποτελέσματα σε επίπεδο ΕΕ (επικουρικότητα).
3. Εφόσον συγκεντρωθούν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπογραφών από πολίτες
σημαντικού αριθμού κρατών µελών, μπορούν να λάβουν την πρωτοβουλία να
καλέσουν την Επιτροπή να υποβάλει νέες προτάσεις πολιτικής.
4. Η σχέση μεταξύ κρατών μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης καθίσταται σαφέστερη
χάρη στην ξεκάθαρη κατανομή των αρμοδιοτήτων.
5. Αναγνωρίζεται ρητά για πρώτη φορά η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να
αποχωρήσει από την Ένωση.
6. Η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο επεκτείνεται σε νέους τομείς
πολιτικής ώστε η διαδικασία λήψης αποφάσεων να είναι ταχύτερη και
αποτελεσματικότερη. Από το 2014 και μετά, η ειδική πλειοψηφία θα βασίζεται
στη διττή πλειοψηφία των κρατών μελών και των πληθυσμών, εκπροσωπώντας
έτσι τη διττή νομιμότητα της Ένωσης. Διττή πλειοψηφία επιτυγχάνεται όταν μία
απόφαση λαμβάνεται από το 55% των κρατών μελών που αντιπροσωπεύουν
τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της Ένωσης.
7. Καθιερώνεται το αξίωμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος
εκλέγεται για δυόμιση χρόνια, εισάγει άμεση σχέση μεταξύ της εκλογής του
Προέδρου της Επιτροπής και των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, προβλέπει
νέες ρυθμίσεις για τη μελλοντική σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
διατυπώνει σαφέστερους κανόνες ενισχυμένης συνεργασίας καθώς και
δημοσιονομικές διατάξεις.
8. Ενσωμάτωση του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ευρωπαϊκό πρωτογενές
δίκαιο, δημιουργία νέων μηχανισμών αλληλεγγύης και διασφάλιση καλύτερης
προστασίας για τους Ευρωπαίους πολίτες.
9. Διευρυμένη αρμοδιότητα να ενεργεί στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας
και της δικαιοσύνης, γεγονός που αυξάνει άμεσα την ικανότητά της για
καταπολέμηση του εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
58
10. Προβλέπεται Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέµατα Εξωτερικής Πολιτικής
και Πολιτικής Ασφάλειας, ο οποίος είναι και Αντιπρόεδρος της Επιτροπής.
11. Η Ένωση αποκτά ενιαία νομική προσωπικότητα που ενισχύει τη
διαπραγματευτική της δύναμη και, παράλληλα, την καθιστά αποτελεσματικότερη
στη διεθνή σκηνή και πιο αναγνωρίσιμο εταίρο για τις τρίτες χώρες και τους
διεθνείς οργανισμούς.
β. Όργανα της ΕΕ
Για την κατανόηση του ευρωπαϊκού-κοινοτικού δικαίου είναι απαραίτητη μία
πρώτη προσέγγιση των οργάνων της ΕΕ, όπως διαμορφώθηκαν μετά την Συνθήκη της
Λισαβώνας. Παραμένει η κλασική θεσμική δομή της Ένωσης, η οποία εξακολουθεί να
στηρίζεται στο τρίπτυχο: Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή, στην οποία, όμως,
προστίθενται νέα όργανα12. Συνολικά, τα όργανα της Ένωσης είναι πλέον επτά: το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και
το Ελεγκτικό Συνέδριο.
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπροσωπεί τους πολίτες των χωρών μελών. Η
Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τις νομοθετικές και δημοσιονομικές του αρμοδιότητες,
καθώς και τις αρμοδιότητές του σε ό,τι αφορά την έγκριση διεθνών συμφωνιών. Επίσης,
τροποποιεί τη σύνθεσή του: ο αριθμός των ευρωβουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει
τους 751 (750 συν ο πρόεδρος), ενώ η κατανομή των εδρών μεταξύ των χωρών μελών
γίνεται με βάση την αρχή της φθίνουσας αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή
σημαίνει ότι οι ευρωβουλευτές των πολυπληθέστερων χωρών θα εκπροσωπούν
μεγαλύτερο αριθμό πολιτών από τους ευρωβουλευτές των χωρών με μικρότερο
πληθυσμό. Η Συνθήκη προβλέπει ακόμη ότι κάθε χώρα μέλος δεν θα μπορεί να έχει
λιγότερους από 6 και περισσότερους από 96 ευρωβουλευτές.
2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ρόλος του οποίου είναι να δίνει την αναγκαία πολιτική
ώθηση, γίνεται θεσμικό όργανο της Ένωσης χωρίς όμως να αποκτά νέες αρμοδιότητες.
Ωστόσο, ένα νέο πρόσωπο κάνει την εμφάνισή του: ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου. Το πρόσωπο αυτό, το οποίο εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για
δυόμισι χρόνια, έχει ως κύρια αποστολή του, αφενός, να μεριμνά για την κατάλληλη
προετοιμασία και συνέχεια των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και, αφετέρου,
να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συναίνεσης. Η θέση του
Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με άλλα εθνικά αξιώματα.
3. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το Συμβούλιο εκπροσωπεί τις εθνικές κυβερνήσεις. Ο ρόλος του παραμένει
ουσιαστικά ο ίδιος. Το Συμβούλιο συνεχίζει να έχει από κοινού με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο νομοθετικές και δημοσιονομικές αρμοδιότητες, αλλά και να διαδραματίζει
12
Βλ. http://europa.eu/lisbon_treaty/glance/institutions/index_el.htm
59
καθοριστικό ρόλο στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ) καθώς και στον τομέα του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών.Η βασική
αλλαγή που εισάγει η Συνθήκη της Λισαβόνας αφορά τη διαδικασία λήψης των
αποφάσεων. Καταρχάς, προβλέπεται ότι το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική
πλειοψηφία, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι συνθήκες προβλέπουν άλλη
διαδικασία, όπως η ψηφοφορία με ομοφωνία. Ουσιαστικά, το σύστημα ψηφοφορίας με
ειδική πλειοψηφία επεκτείνεται σε πολλούς νέους τομείς πολιτικής (π.χ. μετανάστευση
και πολιτιστικός τομέας).
Εν συνεχεία, η καθιέρωση από το 2014 του συστήματος διττής πλειοψηφίας,
δηλαδή και των κρατών (55%) και του πληθυσμού (65%), το οποίο εκφράζει τη διττή
νομιμότητα της Ένωσης, θα ενισχύσει τόσο τη διαφάνεια όσο και την
αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Ο νέος αυτός τρόπος
υπολογισμού θα συμπληρωθεί από έναν μηχανισμό ανάλογο με τον λεγόμενο
"συμβιβασμό των Ιωαννίνων", χάρη στον οποίο θα μπορεί ένας μικρός αριθμός χωρών
μελών (που προσεγγίζει τον αριθμό που απαιτείται για τη μειοψηφία
αρνησικυρίας/βέτο) να εκδηλώνει την αντίθεσή του σε μια απόφαση. Στην περίπτωση
αυτή, το Συμβούλιο θα πρέπει να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για την
εξεύρεση, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μιας ικανοποιητικής και για τα δύο μέρη λύσης.
4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνίσταται κυρίως στην προαγωγή του
ευρωπαϊκού δημόσιου συμφέροντος. Η Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής
ενός Επιτρόπου από κάθε κράτος μέλος στο Σώμα της Επιτροπής, ενώ σύμφωνα με τις
προηγούμενες συνθήκες ο αριθμός των Επιτρόπων θα έπρεπε να μειωθεί κάτω από τον
αριθμό των κρατών μελών.
Άλλη σημαντική καινοτομία: η Συνθήκη της Λισαβόνας συνδέει άμεσα την επιλογή
υποψηφίου για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής με τα αποτελέσματα των εκλογών
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ρόλος του Προέδρου της Επιτροπής
ενισχύεται, αφού ο ίδιος μπορεί να εξαναγκάζει σε παραίτηση μέλος του Σώματος των
Επιτρόπων.
5. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής
Ασφάλειας / Αντιπρόεδρος της Επιτροπής
Η δημιουργία της θέσης αυτής αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θεσμικές
καινοτομίες της Συνθήκης της Λισαβόνας. Με τον τρόπο αυτόν, διασφαλίζεται η συνοχή
στις σχέσεις της ΕΕ με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος
έχει διττή αρμοδιότητα: είναι, αφενός, ο εντολοδόχος του Συμβουλίου για την κοινή
εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και, αφετέρου, ο αντιπρόεδρος της
Επιτροπής για τις εξωτερικές σχέσεις. Επιφορτισμένος με την εφαρμογή της κοινής
εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου όταν αυτό
συνεδριάζει με τη σύνθεση που προβλέπεται για τις εξωτερικές υποθέσεις. Επιπλέον,
εκπροσωπεί την Ένωση στη διεθνή σκηνή για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική
ασφάλειας και επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, η οποία
60
απαρτίζεται από υπαλλήλους του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των εθνικών
διπλωματικών υπηρεσιών.
6. Τα άλλα όργανα
Οι διατάξεις των σημερινών συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
(ΕΚΤ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο παραμένουν χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή. Ωστόσο,
όσον αφορά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Συνθήκη της Λισαβόνας διευρύνει
το πεδίο παρεμβάσεών του, κυρίως στον τομέα της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις
καθώς και της αστυνομικής συνεργασίας, και συγχρόνως εισάγει ορισμένες
διαδικαστικές τροποποιήσεις.
7. Τα εθνικά κοινοβούλια
Αν και τα εθνικά κοινοβούλια δεν αποτελούν μέρος του επίσημου θεσμικού
οικοδομήματος της ΕΕ, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της. Η Συνθήκη
αναγνωρίζει και ενισχύει τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλιών. Για παράδειγμα, εάν
επαρκής αριθμός εθνικών κοινοβουλιών θεωρεί ότι είναι καλύτερο να αναληφθεί μια
νομοθετική πρωτοβουλία σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή πρέπει
είτε να αποσύρει την πρότασή της, είτε να εξηγήσει με σαφήνεια για ποιο λόγο δεν
θεωρεί ότι η πρωτοβουλία της αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας.
γ. Παράγωγο Δίκαιο
Παράγωγο δίκαιο είναι οι κανόνες δικαίου που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιέχονται κατά βάση σε Κανονισμούς, Οδηγίες και
Αποφάσεις. Οι κανόνες αυτοί αποτελούν πράξεις που λαμβάνονται και εκδίδονται κατά
περίπτωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, οι οποίες
όμως διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά δημιουργώντας έτσι διαφορετικές έννομες
συνέπειες.
Το παράγωγο δίκαιο αποτελείται από τις λεγόμενες μονομερείς πράξεις και
συμφωνίες.
Οι μονομερείς πράξεις είναι κυρίως όσες περιλαμβάνονται στο άρθρο 288 της Συνθήκης
για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Κανονισμοί, Οδηγίες, Αποφάσεις,
Γνωμοδοτήσεις και Συστάσεις. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένες πράξεις που
βασίζονται σε προηγούμενες Συνθήκες: για παράδειγμα, στον τομέα των ποινικών
υποθέσεων εξακολουθούν να ισχύουν «αποφάσεις-πλαίσιο» (είχαν εκδοθεί προτού τεθεί
σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, όταν η δικαστική και αστυνομική συνεργασία σε
ποινικές υποθέσεις υπαγόταν σε ειδικό καθεστώς. Οι νομικά δεσμευτικές πράξεις που
θεσπίζονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας (όπως είναι οι κανονισμοί, οι οδηγίες και
οι αποφάσεις-πλαίσιο) αναφέρονται ως νομοθετικές πράξεις ή «νομοθεσία».
Οι Κανονισμοί έχουν άμεση ισχύ στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών και δεν
χρειάζονται μεταγραφή στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών, πλην όμως μπορεί να
απαιτείται αντίστοιχη εναρμόνιση του εσωτερικού τους δικαίου προς αποφυγή
συγκρούσεων.
61
Οι Οδηγίες είναι νομοθετικές πράξεις που απευθύνονται στα κράτη-μέλη. Δεν
έχουν άμεση ισχύ στις εθνικές έννομες τάξεις. Τα κράτη-μέλη οφείλουν να μεταγράψουν
την Οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο εντός όμως τακτής προθεσμίας προς έναρξη
ισχύος, όπως προβλέπει η ίδια η Οδηγία. Το πώς θα τη μεταγράψουν, (με νόμο,
Προεδρικό Διάταγμα ή Βασιλικό Διάταγμα κλπ.) διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο των
κρατών-μελών. Οφείλουν όμως κατά τη μεταγραφή της να μην αλλοιώνουν το νόημά
της και να διατηρήσουν την ουσία της ρύθμισης (effet utile).
Οι Αποφάσεις λαμβάνονται από το Συμβούλιο (είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με
το Κοινοβούλιο) και από την Επιτροπή. Άλλοτε έχουν ατομικό χαρακτήρα (π.χ. επιβολή
προστίμου), άλλοτε έχουν κανονιστικό χαρακτήρα όταν θεσπίζεται, τροποποιείται ή
καταργείται κανόνας του ευρωπαϊκού δικαίου. Οι κανονιστικές αποφάσεις έχουν άμεση
εφαρμογή και θεωρούνται κανονισμοί.
Οι Συστάσεις και οι Γνώμες είναι πράξεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο (είτε
αυτοτελώς, είτε από κοινού με το Κοινοβούλιο) και από την Επιτροπή. Διατυπώνουν
υποδείξεις χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, ωθώνατας τα κράτη να λάβουν συγκεκριμένα
μέτρα.
Οι Συμφωνίες περιλαμβάνουν τα εξής: διεθνείς συμφωνίες ή συμβάσεις που
υπογράφηκαν από την Κοινότητα ή την Ευρωπαϊκή Ένωση και μία χώρα ή έναν
οργανισμό εκτός της ΕΕ, συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και διοργανικές συμφωνίες
που συνάπτονται από διαφορετικά θεσμικά οργάνα της ΕΕ.
62
τεράστιες αντιστάσεις στην αναγνώριση αυτής της υπεροχής, προκειμένου να
διατηρήσουν την κλασική αντίληψη της κυριαρχίας.
Στην πράξη, όμως, η μη εφαρμογή ενός κανόνα κοινοτικού δικαίου, από τα
ελληνικά δικαστήρια, με την αιτιολογία πως προσκρούει σε διάταξη του Συντάγματος
θα οδηγήσει οπωσδήποτε στην καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η κρίση του συγκεκριμένου ελληνικού δικαστηρίου περί
την υπεροχή του Συντάγματος θα θεωρηθεί τελικώς παράνομη.13
Γ. Το Διεθνές Δίκαιο
Το ελληνικό Σύνταγμα αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο ως πηγή του δικαίου.
Χαρακτηριστικές είναι οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ.2, 5 παρ.2, 28 και 36.
Η διάταξη του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει: «Oι γενικά
παραδεγμένoι κανόνες τoυ διεθνoύς δικαίoυ, καθώς και oι διεθνείς συμβάσεις, από την
επικύρωσή τoυς με νόμo και τη θέση τoυς σε ισχύ σύμφωνα με τoυς όρoυς καθεμιάς,
απoτελoύν αναπόσπαστo μέρoς τoυ εσωτερικoύ ελληνικoύ δικαίoυ και υπερισχύoυν από
κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμoυ.»
Συνεπώς, το διεθνές δίκαιο νοείται υπό δύο μορφές:
1. Διεθνείς συμβάσεις
2. Γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου
Και στην περίπτωση του διεθνούς δικαίου, το ζήτημα της ιεραρχίας σε σχέση με
το Σύνταγμα δημιουργεί τριβές. Η τεράστια επίδραση που έχει ασκήσει, π.χ. η
Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και οι καταδίκες της
Ελλάδας για ζητήματα που έρχονται σε σύγκρουση με διατάξεις της, υποδηλώνουν κι
εδώ μία αμφισβήτηση της απόλυτης κυριαρχίας του Συντάγματος.
Επιπλέον, η μετάβαση από την διεθνή κοινότητα προς την παγκόσμια κοινωνία
δηλώνει την μεγαλύτερη σύνδεση των κρατών με το διεθνές περιβάλλον αλλά και κάτι
περαπάνω. Δεν υπάρχουν αποκλειστικά διακρατικές σχέσεις, όπως στο παρελθόν, αλλά
μία ευρύτατη «παγκόσμια κοινωνία», όπου συμμετέχουν κράτη, διεθνείς οργανισμοί, μη
κυβερνητικές οργανώσεις, «δίκτυα» (“networks”), ενώσεις προσώπων, που
αλληλοσυνδέονται και επηρεάζουν το δίκαιο, που πλέον χαρακτηρίζεται ως
υπερεθνικό.15
Δ. Το Συνταγματικό Έθιμο
Το συνταγματικό έθιμο ελάχιστη σημασία έχει υπό την ισχύ του σημερινού
Συντάγματος. Όπως είδαμε στο θετικό δίκαιο, το (απλό) έθιμο δημιουργείται όταν
υπάρχουν σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στο συνταγματικό έθιμο ισχύουν τα
ίδια, με μόνη διαφορά πως φορέας της δημιουργίας συνταγματικού εθίμου είναι τα
κρατικά όργανα.
Συνεπώς, για τη δημιουργία συνταγματικού εθίμου απαιτείται:
μακρόχρονη επαναλαμβανόμενη πρακτική
εκ μέρους οργάνου του κράτους
15
Βλ. Αχ. Σκόρδας, «Το διεθνές δίκαιο την εποχή της παγκοσμιοποίησης», Νομικό Βήμα, τόμ. 53
(2005), τεύχ. 10, σ. 1521-1539.
64
εν συνειδήσει δικαίου (δηλ. η συγκεκριμένη πρακτική θεωρείται πως
ανταποκρίνεται σε κανόνα δικαίου –opinio juris)
συμπληρωματικό προς το Σύνταγμα, προς το ευρωπαϊκό και το διεθνές
δίκαιο, προς τον τυπικό νόμο. Συνεπώς δεν μπορεί να αναπτυχθεί έθιμο
αντίθετο προς τις προαναφερθείσες πηγές δικαίου.
Ε. Ο Τυπικός Νόμος
Έχει προαναφερθεί ότι ουσιαστικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου, ασχέτως
της ιεραρχικής του θέσης, που συνιστά γενική και αφηρημένη ρύθμιση. Ο νόμος είναι
γενικός όταν δεν προσδιορίζεται από την αρχή ο αριθμός των προσώπων στους οποίους
αναφέρεται η ρύθμιση. Ο νόμος είναι αφηρημένος όταν στην ρύθμιση υπάγονται ομάδες
περιπτώσεων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το
αντίθετο του νόμου είναι η ατομική πράξη.
Τυπικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου που ψηφίζεται από τη Βουλή σύμφωνα
με τη διαδικασία των άρθρων 70-77 Σ. και στη συνέχεια εκδίδεται από τον ΠτΔ κατά το
άρθρο 42 Σ. και δημοσιεύεται στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ). Ακριβώς
επειδή ο τυπικός νόμος οφείλει να είναι γενική και αφηρημένη ρύθμιση, απαγορεύεται
η ψήφιση ατομικών νόμων, δηλ. νόμων στο πεδίο εφαρμογής των οποίων εμπίπτουν
ένα ή περισσότερα, αλλά πάντως συγκεκριμένα, πρόσωπα και, άρα, η ρύθμιση δεν
διαθέτει γενικό χαρακτήρα.
Η παραγωγή των τυπικών νόμων προβλέπεται με συγκεκριμένη διαδικασία, που
προβλέπει:
i. την νομοθετική πρωτοβουλία (για νομοσχέδιο και πρόταση νόμου)
ii. την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση (κατ’ αρχήν, κατ’ άρθρο, στο
σύνολο) στο Κοινοβούλιο
iii. την έκδοση και δημοσίευση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
65
α. (Απλοί) Εκτελεστικοί του Συντάγματος νόμοι
Οι νόμοι αυτοί είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή των διατάξεων του
Συντάγματος, δεν είναι όμως υποχρεωτικοί για τον νομοθέτη. Οι νόμοι αυτοί μπορούν
να αναφέρονται σε διάφορα θέματα (π.χ. άρθρα 102 και 103 Σ.), κατ’ εξοχήν όμως
αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα. Η πρόβλεψη από το Σύνταγμα για την ψήφιση
νόμου συνιστά την λεγόμενη «επιφύλαξη υπέρ του νόμου». Ειδικά για τα δικαιώματα, η
επιφύλαξη του νόμου συνεπάγεται την ψήφιση σχετικού νόμου που εξειδικεύει την
άσκηση του δικαιώματος και προβλέπει και περιορισμούς του δικαιώματος. Ο νομοθέτης
δεν υποχρεούται, πάντως, να θεσπίσει νόμο, οπότε ισχύει απευθείας η συνταγματική
διάταξη και ερμηνεύεται από τα δικαστήρια.
δ. Νόμοι – μέτρα
Πρόκειτα για νομοθετήματα που θεσπίζονται για την αντιμετώπιση
συγκεκριμένων αναγκών, π.χ. εισφορά για σεισμοπλήκτους. Δεν ρυθμίζουν ατομικές
περιπτώσεις, γι’ αυτό δεν συνιστούν ατομικούς νόμους. Ρυθμίζουν συγκεκριμένες
κατηγορίες περιπτώσεων, για τούτο διακρίνονται από το μοναδικό και το ανεπανάληπτο
του αντικειμένου που ρυθμίζουν. Διαφέρουν από τους κοινούς τυπικούς νόμους στο ότι
συνιστούν προσωρινές εξαιρέσεις από τις γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις σχετικά με
το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται.
66
Το σημαντικότερο πρακτικό ζήτημα που θέτουν οι νόμοι-μέτρα είναι η λήξη της
ισχύος τους. Οι νόμοι-μέτρα αποτελούν μεγάλο μέρος της νομοθεσίας κατά την διάρκεια
της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας από το 2010 μέχρι σήμερα.
ε. Νόμοι – πλαίσια
Το Σύνταγμα προβλέπει την κατηγορία αυτή των τυπικών νόμων στα άρθρα 43
παρ.4 και 5. Οι νόμοι-πλαίσια ρυθμίζουν συγκεκριμένα θέματα με πολύ γενικό τρόπο
και παρέχουν εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας. Περιορισμός ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεων ορίζεται στην παρ.5,
που προβλέπει ότι τέτοιοι νόμοι δεν μπορούν να αφορούν θέματα της αποκλειστικής
αρμοδιότητας της ολομέλειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ.1 Σ.
Ειδικό ζήτημα τίθεται για την χρονική ισχύ των νόμων. Η τυπική ισχύς του νόμου
αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ουσιαστική ισχύς
του αρχίζει από τον συγκεκριμένο χρόνο που αυτός ορίζει με την ακροτελεύτια,
συνήθως, διάταξή του. Αν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη, εφαρμόζεται γενική διάταξη,
σύμφωνα με την οποία η ισχύς του νόμου αρχίζει δέκα ημέρες μετά από τη δημοσίευσή
του. Κανόνας, συνεπώς, για την χρονική έκταση του νόμου είναι η αρχή ότι «ο νόμος
ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον
καταργήσει ρητά ή σιωπηρά» (άρθρο 2 του Αστικού Κώδικα).
Το Σύνταγμα, όμως, περιλαμβάνει τρεις ειδικές διατάξεις:
Το άρθ. 7 παρ.1 Σ. απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των ουσιαστικών
ποινικών νόμων.
Το άρθ. 78 παρ.2 Σ: Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί
να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το
οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε. Κατά
κυριολεξία δεν πρόκειται για απαγόρευση αλλά για οριοθέτηση της
ενδεχόμενης αναδρομικής ισχύος του φορολογικού νόμου.
Το άρθ. 77 παρ.2 Σ. απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των
«ψευδοερμηνευτικών» νόμων.
Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η ύπαρξη των
τριών ειδικών απαγορευτικών διατάξεων του Σ. οδηγεί εξ αντιδιαστολής στο
συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης μπορεί να προσδώσει στις διατάξεις που θεσπίζει
αναδρομική ισχύ, εφόσον δεν προσβάλλουν δικαιώματα που προστατεύονται από το
Σύνταγμα, και πάντως δεν προσκρούουν στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και
στην αρχή της ισότητας.
67
άρθρo 76 και δημoσιεύεται με παραγγελία τoυ Πρoέδρoυ της στην Eφημερίδα της
Kυβερνήσεως».
Ο Κανονισμός της Βουλής απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι το
Κοινοβουλευτικό Μέρος, ενώ το δεύτερο είναι ο «Κώδικας οργανώσεως των υπηρεσιών
της Βουλής, καταστάσεως του προσωπικού της και άλλες διατάξεις».16
Το Κοινοβουλευτικό Μέρος είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη λειτουργία της
Βουλής. Οι πλέον πρόσφατες τροποποιήσεις του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Α -
Κοινοβουλευτικό) έγιναν με τις από 16.5.2011 (ΦΕΚ 119 Α'/25.5.2011) και 15.12.2011
(ΦΕΚ 272 Α'/31.12.2011) αποφάσεις της Ολομέλειας της Βουλής.
Το Μέρος Β του Κανονισμού περιλαμβάνει τον Κώδικα Οργάνωσης των
Υπηρεσιών της Βουλής, κατάστασης του προσωπικού και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ
51/Α/97, με τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν με το ΦΕΚ 276 Α΄/16.12.2013).
Ο Κανονισμός της Βουλής είναι ένας ιδιότυπος νόμος, με ισχύ ίση προς αυτήν του
τυπικού νόμου, και με περιεχόμενο ειδικό που συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στην
εσωτερική λειτουργία της Βουλής. Το χαρακτηριστικό αυτής της ιδιότυπης πηγής του
δικαίου είναι η αρχή της αυτονομίας της, που νοείται ως εσωτερική και ως εξωτερική
αυτονομία.
Εσωτερική αυτονομία σημαίνει την αποκλειστικότητα της της αρμοδιότητάς της:
κανένα άλλο όργανο του κράτους δεν συμμετέχει στην θέσπιση του κανονισμού της.
Αυτό αποδεικνύεται και από το άρθρο 65 παρ.1 που ορίζει πως, σε αντίθεση με τους
τυπικούς νόμους που εκδίδονται και δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
ο Κανονισμός της Βουλκής δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής.
Εξωτερική αυτονομία σημαίνει την απαγόρευση να ρυθμίζονται ζητήματα, που
εμπίπτουν στην εσωτερική οργάνωση της Βουλής, έστω και εμμέσως από άλλες
πολιτειακές πράξεις (τυπικοί νόμοι, διατάγματα, δικαστικές αποφάσεις).
Από την αυτονομία της Βουλής απορρέει το λογικό συνεπακόλουθο πως κάθε
διάταξη του Κανονισμού που υπερβαίνει την αυστηρά προσδιορισμένη θεματολογία του
(εσωτερική οργάνωση της Βουλής) είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη.
Η αρμοδιότητα της Βουλής να ρυθμίζει την εσωτερική της οργάνωση δεν είναι
απεριόριστη. Περιορίζεται από το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις αρχές του
Κοινοβουλευτικού δικαίου17:
i. αρχή της ελευθερίας
Η ελεύθερη εντολή
Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι του κράτους
Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι των εκλογέων
Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι του κόμματος και της
κοινοβουλευτικής ομάδας
16
Βλ. http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/Kanonismos-tis-Voulis/
17
Βλ. αναλυτικά Π. Φουντεδάκη, Τα δικαιώματα των βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο: Βουλή
των βουλευτών ή Βουλή των κοινοβουλευτικών ομάδων; τόμ. Α’, Οι θεμελιώδεις αρχές του
κοινοβουλευτικού δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1993
68
ii. αρχή της ισότητας
Η ισότητα των μελών του Κοινοβουλίου
Η ισότητα των κοινοβουλευτικών ομάδων
Η ισότητα μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών και των βουλευτών -
μελών κοινοβουλευτικών ομάδων
Η διαδικαστική ισότητα πλειοψηφίας-μειοψηφίας
iii. αρχή της δημοσιότητας
70
Στην περίπτωση αυτή η εκτελεστική λειτουργία αποκτά ευρύτατες αρμοδιότητες
και αναστέλλεται η ισχύς συνταγματικών διατάξεων.
α. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ
Τα κανονιστικά διατάγματα (άρθρο 43 Σ.) παράγονται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας18 (με τη σύμπραξη του αρμόδιου Υπουργού) και είναι δύο ειδών:
α) αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα (άρθρο 43 παρ.1) όπου η αρμοδιότητα του
Προέδρου της Δημοκρατίας προέρχεται απευθείας από το Σύνταγμα (άρα δεν απαιτείται
εξουσιοδότηση από την Βουλή). Αποκλειστικός σκοπός αυτών των διαταγμάτων είναι η
ανάγκη της εκτέλεσης νόμου. Τα αυτοτελή διατάγματα είναι ιεραρχικώς κατώτερα από
τον τυπικό νόμο.
β) μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα, που είναι δύο ειδών:
αα) διατάγματα ειδικής εξουσιοδότησης (άρθ. 43 παρ.2 εδ.α.: «Ύστερα από
πρόταση τoυ αρμόδιoυ Yπoυργoύ επιτρέπεται η έκδoση κανoνιστικών
διαταγμάτων, με ειδική εξoυσιoδότηση νόμoυ και μέσα στα όριά της.»)
ββ) διατάγματα γενικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (νόμοι-πλαίσια) (άρθ. 43
παρ.4: «Mε νόμoυς πoυ ψηφίζoνται από την Oλoμέλεια της Boυλής μπoρεί να
παρέχεται εξoυσιoδότηση έκδoσης κανoνιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση
των θεμάτων πoυ καθoρίζoνται σ' αυτoύς σε γενικό πλαίσιo. Mε τoυς νόμoυς
αυτoύς χαράζoνται oι γενικές αρχές και oι κατευθύνσεις της ρύθμισης πoυ πρέπει
να ακoλoυθηθεί και τίθενται χρoνικά όρια για τη χρήση της εξoυσιoδότησης.»)
Τα μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα έχουν ισχύ τυπικού νόμου.
18
Τα διατάγματα είναι πράξεις του αρχηγού του κράτους, του Προέδρου της Δημοκρατίας στο
ελληνικό πολίτευμα. Τα διατάγματα είναι : α) Κανονιστικά (26 § 1 Σ.), β) Ατομικά (26 § 2 Σ.), γ)
Ρυθμιστικά (30 § 1 Σ.). Τα ατομικά και τα ρυθμιστικά διατάγματα δεν είναι νόμοι και δεν αποτελούν πηγές
του δικαίου. Στις πηγές του δικαίου, συνεπώς, μας απασχολούν μόνο τα κανονιστικά διατάγματα.
19
Η πολιτική ευθύνη, υπενθυμίζεται, πως μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια του αξιώματος. Στην
περίπτωση των μελών της Κυβέρνησης, π.χ., η ψήφος δυσπιστίας οδηγεί στην αναγκαστική παραίτηση
της Κυβέρνησης.
71
Τα διατάγματα υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της
Επικρατείας, όπως και κάθε πράξη οργάνου της εκτελεστικής λειτουργίας, είτε ατομική,
είτε κανονιστική.
72