Professional Documents
Culture Documents
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΟΥΝΤΕΔΑΚΗ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Απρίλιος 2020
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ........................................................................... 5
2
Η ΒΟΥΛΗ ............................................................................... 52
Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ........................................................ 52
Β. ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥΣ STATUS ............................... 53
Γ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ..................................................... 62
Δ. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ......................................... 71
Ε. Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ .............................................. 78
ΣΤ. ΑΛΛΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ........................................ 82
Ζ. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ .................................................. 83
Η. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ................................... 84
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ................. 87
Α. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ................................................ 87
Β. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ........................................................ 94
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ....................................................................... 100
Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ................................................. 100
Β. ΕΙΔΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ............................................................ 101
Γ. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ........................................... 101
Δ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ .......................... 103
Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ....................................... 106
ΣΤ. Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ............................................................ 108
Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ....................... 110
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................................... 116
Α. ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ...................................................... 116
Β. ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ....................................................... 116
Γ. ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΕΚΛΕΓΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............ 116
Δ. Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................ 117
Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ .................. 120
ΣΤ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ (status) ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ......... 126
Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................ 127
Η. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ................ 128
Θ. Η ΕΥΡΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ (1986) ............ 128
3
Ι. ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974 (Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία)
....................................................................................... 128
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
4
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
6
Συγγράμματα και λοιπά βοηθήματα:
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
Το κείμενο του Συντάγματος (1975/1986/2001/2008/2019) το βρίσκετε:
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/FEK%20211-A-24-12-2019%20NEO%20SYNTAGMA.pdf
Το κείμενο του Κανονισμού της Βουλής, όπως έχει τροποποιηθεί, μπορείτε
να το βρείτε στο:
https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/KtV-2019-GR/index.html
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
• Λίνα Παπαδοπούλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Πανεπιστημιακές παραδόσεις,
Κάλλιπος 2015, (ηλεκτρ. έκδοση ελεύθερης πρόσβασης),
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/4277
• Φίλιππος Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2018
• Κωνσταντίνος Χρυσόγονος (συνδρομή: Στυλιανός Κουτνατζής), Εισαγωγή
στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Σάκκουλα, 2014
• Αντώνης Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Βασικές Έννοιες,
Συνταγματική Ιστορία, Όργανα του κράτους, 3η έκδ., Λιβάνης, Αθήνα,
2016
• Κώστας Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι., 5η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας,
2016
• Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Ν.
Σάκκουλας, 2008
• Αντώνης Μανιτάκης, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, Εκδόσεις
Σάκκουλα Α.Ε., 2009
• Αθανάσιος Ράϊκος, Γενική Πολιτειολογία και Συνταγματικό Δίκαιο,
Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο και Οργανωτικό Μέρος I, 5η έκδοση,
Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
• Αθανάσιος Ράϊκος, Γενική Πολιτειολογία και Συνταγματικό Δίκαιο,
Οργανωτικό Μέρος ΙΙ, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
• Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Α΄, Θεωρητικό Θεμέλιο,
Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή, 4η έκδ., 1994
• Αριστόβουλος Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Ι, Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1980
7
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Εάν σας ενδιαφέρει η ερμηνεία ενός συγκεκριμένου άρθρου με
βιβλιογραφία και νομολογία, μπορείτε να προσφύγετε σε δύο βοηθήματα:
• Σπυρόπουλος Φ., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ., Γεραπετρίτης Γ. (επιμ.),
Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλας Α.Ε., 2017
• Κώστας Καράκωστας, Το Σύνταγμα. Ερμηνευτικά Σχόλια – Νομολογία, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, 2006
Απρίλιος 2020
Πηνελόπη Φουντεδάκη
8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
1
Όπου αναγράφεται άρθρο χωρίς περαιτέρω διευκρίνηση, εννοείται ότι πρόκειται για
άρθρο του ισχύοντος Συντάγματος 1975 με τις τροποποιήσεις των αναθεωρήσεων του 1986, του
2001, του 2008 και του 2019.
9
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται για το νόημα οργανωτικών βάσεων του
πολιτεύματος αναφέρεται στη συγκεκριμένη νομική τους σημασία, στη νομική
αξία που έχουν μέσα στο σύνολο του συνταγματικού κώδικα. Θα μπορούσε
δηλαδή κανείς να υποστηρίξει πως το τι είναι π.χ. δημοκρατία ή
κοινοβουλευτισμός προκύπτει, πολύ συγκεκριμένα, από τα μέρη και τα τμήματα
του Συντάγματος που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα προς τις έννοιες θέματα. Ποιά είναι
λοιπόν η νομική χρησιμότητα του άρθ.1 παρ.1 του Συντάγματος; Αποτελεί απλή
πολιτική και ιδεολογική διακήρυξη του συντακτικού νομοθέτη ή είναι διάταξη με
συγκεκριμένες νομικές συνέπειες;
α) Το Σύνταγμα είναι, από την φύση του και την λειτουργία του, σύνολο
κυρίως γενικών κανόνων. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην πρακτική
δεν βρίσκουν πάντοτε τη λύση τους από την αυτούσια διατύπωση του
συνταγματικού κανόνα. Ο συγκεκριμένος κανόνας που επιλύει το συγκεκριμένο
πρόβλημα προκύπτει τις περισσότερες φορές ερμηνευτικά. Η ερμηνεία, όμως,
δεν καταλήγει πάντοτε σε βέβαια συμπεράσματα. Πολλές φορές ο ερμηνευτής
φτάνει, καθώς αναζητεί το νόημα του κανόνα, σε αμφιβολία. Έτσι, π.χ., δεν
ορίζει ρητά το Σύνταγμα τον ελάχιστο αριθμό των εκλογικών περιφερειών, στις
οποίες πρέπει να είναι διαιρεμένη η επικράτεια για την ανάδειξη της Βουλής. Θα
ήταν άραγε συνταγματική η πρόβλεψη δύο ή τριών μόνο εκλογικών περιφερειών,
σε συνδυασμό με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, έτσι ώστε ένα κόμμα, με μία
σχετική μόνο πλειοψηφία ψήφων (π.χ. 35%) να κατελάμβανε και τις τριακόσιες
βουλευτικές έδρες: Αυτό δεν το απαγορεύει καμιά συγκεκριμένη και ειδική
διάταξη του Συντάγματος. Θα μπορούσε όμως κάποιος, ερμηνεύοντας την έννοια
του της δημοκρατίας κατά το άρθ.1 παρ.1, να συναγάγει συνταγματικό κανόνα
απαγορευτικό ενός τέτοιου εκλογικού νόμου. Αυτή είναι μία μορφή νομικής
αξιοποίησης του άρθ.1 παρ.1.
β) Κατά το άρθ. 110 παρ.1 "Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε
αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του
πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας". Το άρθ. 110
παρ.1 όμως δεν προσδιορίζει ποιές είναι ειδικότερα οι διατάξεις που είναι
καθοριστικές για τη μορφή του πολιτεύματος. Έτσι, μπορεί κατά τη διαδικασία
μελλοντικής αναθεώρησης του Συντάγματος να προκύψουν πολλά ερωτήματα
σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησης, ή μη, ορισμένων διατάξεων. Οι λύσεις
τέτοιων προβλημάτων έχουν σημείο αφετηρίας τη διάταξη του άρθ.1 παρ.1 Αυτός
είναι ένας δεύτερος κύκλος περιπτώσεων, κατά τις οποίες η νομική αξιοποίηση
της συνταγματικής αυτής διάταξης είναι και χρήσιμη και αναγκαία.
10
Όλοι οι κανόνες του Συντάγματος είναι νομικά ισότιμοι. Οι διατάξεις που
εμπεριέχουν τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος έχουν ιδιαίτερη
ερμηνευτική αξία, δεν διαφοροποιούνται όμως τυπικώς, από πλευράς νομικής
αξίας, σε σχέση με τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις. Εάν δεχόμασταν μία
τέτοια τυπική διαφοροποίηση, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται το
ενδεχόμενο να υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος, κάτι που
δεν μπορεί να ισχύει. Η ερμηνεία διατάξεων, που εμφανίζονται εκ πρώτης όψεως
να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, γίνεται με κριτήριο, μεταξύ άλλων, την
ενότητα του Συντάγματος εφαρμόζοντας την αρχή της πρακτικής αρμονίας.
2
Η ιδιωτική δράση του κράτους συνδέεται πρωτίστως με την συναλλακτική διοίκηση,
δευτερευόντως και με την παροχική διοίκηση. Συναλλακτική είναι η δραστηριότητα του κράτους
στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομίας, με μορφές και μέσα του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. σύναψη
συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, μίσθωση λατομείων του Δημοσίου, εκμίσθωση ακινήτου της
ιδιωτικής περιουσίας των Νομικών Προσώπων Δημοσίων Δικαίου (ΝΠΔΔ), δημοτική επιχείρηση
εκμετάλλευσης μεταλλικού νερού κ.λπ.). Η δραστηριότητα αυτή υπόκειται στον νόμο της
προσφοράς και της ζήτησης και οι φορείς της διαπραγματεύονται και συμβάλλονται όπως οι
ιδιώτες. Κατά την άσκηση της συναλλακτικής διοίκησης, οι φορείς της δεν επεμβαίνουν άμεσα
11
Το άρθρο 25 του Συντάγματος ορίζει ότι όλα τα κρατικά όργανα
υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου.
Συνήθως λέγεται ότι τα όργανα του κράτους είναι τα φυσικά πρόσωπα
μέσω των οποίων ασκείται η κρατική εξουσία, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους
νόμους. Βάσει αυτού του ορισμού, το κρατικό όργανο είναι ο συγκεκριμένος
άνθρωπος που ασκεί την αντίστοιχη αρμοδιότητα. Όταν όμως το Σύνταγμα
αναφέρεται στα κρατικά όργανα δεν εννοεί το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο,
που είναι κατ’ ακριβολογία ο εκάστοτε φορέας του οργάνου. Είναι άλλο πράγμα
το μονοπρόσωπο όργανο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το οποίο προβλέπονται
συγκεκριμένες αρμοδιότητες και άλλο πράγμα ο εκάστοτε φορέας του οργάνου,
δηλ. το φυσικό πρόσωπο που σε συγκεκριμένη στιγμή διαθέτει την ιδιότητα αυτή.
στην οικονομία με σκοπό τη ρύθμισή της, αλλά μετέχουν στην οικονομική ζωή στο ίδιο
(κατ’αρχήν) επίπεδο όπως οι ιδιώτες. Στο πλαίσιο της συναλλακτικής διοίκησης διαμορφώνονται
νομικές σχέσεις ισοτιμίας. Στη γερμανική θεωρία γίνεται λόγος για τη λειτουργία του κράτους ως
Fiskus, η οποία έγκειται στη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας με μέσα του ιδιωτικού
δικαίου.
Η παροχική διοίκηση είναι η δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή αγαθών ή
υπηρεσιών ζωτικής σημασίας προς τους ιδιώτες. Παροχική είναι η διοίκηση των δημοσίων
πραγμάτων (οδών, πλατειών, αιγιαλού, λιμένων), των ΝΠΔΔ που εξυπηρετούν συγκεκριμένες
πτυχές του δημοσίου συμφέροντος (ΑΕΙ, δημόσιων νοσοκομείων, φορέων κοινωνικής
ασφάλειας). Στον υπό εξέταση τύπο διοίκησης ανήκει και η δραστηριότητα των δημοσίων
επιχειρήσεων που παράγουν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες ζωτικής σημασίας, χωρίς να είναι
ΝΠΔΔ, όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), , ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος
(ΟΣΕ), παλιότερα ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) κλπ. Τέλος, παροχική διοίκηση
συνιστά και η δραστηριότητα των δημοσίων ιδρυμάτων μελέτης και προαγωγής ορισμένων
παραγωγικών τομέων, όπως το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ) ή ο Εθνικός
Οργανισμός Χειροτεχνίας (ΕΟΧ). Σκοπός της παροχικής διοίκησης είναι όχι απλώς η παροχή των
αγαθών και υπηρεσιών καθ’εαυτήν (η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί και από τους ιδιώτες),
αλλά κυρίως η σε κάθε περίπτωση εξασφάλιση της παροχής των εν λόγω ζωτικής σημασίας
αγαθών και υπηρεσιών και η προσφορά τους σε ανεκτούς όρους, τους οποίους δεν μπορεί να
διασφαλίσει πάντοτε ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ούτε η νομοθεσία περί ελεύθερου
ανταγωνισμού ούτε η έμμεση κρατική επιρροή επί της οικονομίας. Βλ. συναφώς ΣτΕ 4291/2009,
3302/2013: σύστημα διοικητικών αδειών για την παροχή ακτοπλοϊκών μεταφορών επιτρέπεται
να προβλεφθεί μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματική ανάγκη για την παροχή
δημόσιας υπηρεσίας λόγω της ανεπάρκειας των παρεχόμενων υπό καθεστώς ελεύθερου
ανταγωνισμού υπηρεσιών τακτικών μεταφορών. Η παροχική διοίκηση μπορεί να επιλέξει μορφές
και μέσα τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελούν οι σιδηροδρομικές μεταφορές: η σχετική υπηρεσία παρεχόταν από ΝΠΔΔ (ΣΕΚ,
Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους), το οποίο στη συνέχεια αναδιοργανώθηκε σε ΝΠΙΔ (ΟΣΕ),
καθώς και η δημόσια ραδιοτηλεόραση, που από ΝΠΔΔ (ΕΙΡΤ) μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρία
(ΕΡΤ). Ανάλογα με τη νομική μορφή του φορέα της σχετικής δραστηριότητας, οι νομικές πράξεις
μέσω των οποίων αυτή ασκείται είναι πράξεις του ιδιωτικού δικαίου ή διοικητικές πράξεις.
Πάντως, οι πράξεις εποπτείας που ασκούν τα κρατικά όργανα επί των φορέων της παροχικής
διοίκησης είναι πράξεις δημοσίου δικαίου (διοικητικές πράξεις) βλ. Πρεβεδούρου
https://www.prevedourou.gr/%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1-
%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82-
%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82/.
12
Με το δεδομένο ότι στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα,3 άρα και στο
ελληνικό, ισχύει η διασταύρωση της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία, η
διάκριση των εξουσιών είναι χαλαρή και όχι απόλυτη. Ακόμη και στο προεδρικό
πολίτευμα όπου η διασταύρωση των λειτουργιών είναι πολύ έντονη, κι εκεί
ακόμη υπάρχουν στοιχεία όπου οι λειτουργίες των δύο διασταυρώνονται, όπως
το veto του Προέδρου σε πράξη των νομοθετικών σωμάτων και η άσκηση δίωξης
κατά του Προέδρου από τα νομοθετικά σώματα.
Τελικώς, η σημαντικότερη εγγύηση που παρέχει η διάκριση των
λειτουργιών στα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι η απόλυτη διάκριση της
δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο. Η δικαστική εξουσία τελεί σε
“λειτουργική απομόνωση”, ώστε η απονομή της δικαιοσύνης να μην επηρεάζεται
από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση.
Β. Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
3
Υπό τις δύο μορφές του: α) προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία και β)
βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
13
Γ. Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
14
• Κατά το άρθ.35 παρ.1, για τις πράξεις του προέδρου της δημοκρατίας,
πλην εκείνων που δεν χρειάζονται την προσυπογραφή.
Δ. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
άρθρα 1, 52
Βασικά στοιχεία:
• Η αναφορά στον λαό (ή στο έθνος) ως φορέα της κυριαρχίας.
• Ελεύθερες εκλογές κατά τακτά χρονικά διαστήματα
• Διασφάλιση του πλουραλισμού
• Δεσμεύσεις του συντακτικού νομοθέτη από τις αρχές της υπερεθνικής
έννομης τάξης
Για την εφαρμογή του περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής έχουν θεσπισθεί
ειδικότερες διατάξεις στο Σύνταγμα.
15
β. Λαός υπό στενή έννοια: Το σύνολο των Ελλήνων πολιτών (οι οποίοι
διαθέτουν το δικαίωμα ψήφου) που συγκροτούν το Εκλογικό Σώμα ως όργανο
της πολιτείας.
Με δεδομένη την ανωτέρω διάκριση οι ταυτίσεις νοούνται ως εξής:
• Ταύτιση θέλησης του λαού υπό ευρεία έννοια με τη θέληση του λαού υπό
στενή έννοια, δηλ. του Εκλογικού Σώματος.
• Ταύτιση της θέλησης του συνόλου του Εκλογικού Σώματος με τη θέληση
της πλειοψηφίας του.
• Ταύτιση της θέλησης όσων ψήφισαν με την θέληση των έγκυρων ψήφων
που υπολογίζονται για την εκλογή των βουλευτών.
• Ταύτιση της θέλησης του συνόλου των βουλευτών με την θέληση της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, από την οποία αναδεικνύεται η
Κυβέρνηση.
16
iii. Το δικαίωμα και η υποχρέωση των Ελλήνων να αντιστέκονται σε
οποιονδήποτε θέλει να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία (άρθ. 120 παρ.4).
άρθ. 29
4
Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019
17
δημιουργεί τόσο για τη νομοθετική όσο και για την εκτελεστική και τη δικαστική
λειτουργία τη νομική υποχρέωση για κατοχύρωση του ελεύθερου ανταγωνισμού
κάτω από ίσες προϋποθέσεις. Το στοιχείο του αυθεντικού ανταγωνισμού είναι
μείζον, διότι υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα διεξαγωγής ψευδο-εκλογών
όπου όλα τα κόμματα είναι ιδεολογικά ταυτόσημα χάριν ενός αυταρχικού
μοντέλου διακυβέρνησης.
Είναι αυτονόητο ότι πέραν των διατάξεων του Συντάγματος και του
Κανονισμού της Βουλής, όλος ο εκλογικός νόμος βασίζεται στα πολιτικά κόμματα
και τους συνασπισμούς κομμάτων.
άρθρο 25 παρ.1
Η αρχή του κράτους δικαίου εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες και τον
αυτοπροσδιορισμό του ατόμου. Το σημαντικότερο στοιχείο του κράτους δικαίου
είναι ότι ο νόμος εφαρμόζεται επί πάντων. Καίριο, επιπλέον, είναι το στοιχείο
της διαφορετικής αντιμετώπισης των οργάνων του κράτους και του δημόσιου
τομέα αφ’ ενός, από τον ιδιώτη αφ’ ετέρου.
• Για τα άτομα (τα υποκείμενα των δικαιωμάτων) ισχύει η αρχή in dubio
pro libertate (=εν αμφιβολία ισχύει η ερμηνευτική εκδοχή υπέρ της
ελευθερίας του ατόμου) δηλαδή ό,τι δεν απαγορεύεται από τον νόμο,
5
https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/Kanonismos-tis-Voulis/
(κωδικοποίηση 2019).
21
του επιτρέπεται. Συνεπώς, ο ιδιώτης επιτρέπεται να πράττει οτιδήποτε
δεν του απαγορεύεται.
• Αντιθέτως, για τα κρατικά όργανα και τη Διοίκηση ισχύει το αντίθετο:
Οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται συγκεκριμένα και περιοριστικά από
τον νόμο. Δηλ. στο κράτος απαγορεύεται οτιδήποτε δεν προβλέπεται
από κανόνα δικαίου.
6
Υπενθυμίζεται ότι μόνο οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι κανόνες δικαίου.
22
εφαρμογή των ατομικών ελευθεριών. Τα κράτη αυτά χαρακτηρίζοναι από
λογοκρισία, φίμωση των ΜΜΕ και δικαιοσύνη εξαρτώμενη από την κυβέρνηση.
[Για την κατανόηση του κράτους δικαίου είναι σημαντική η ανάλυση της
έννοιας και των διακρίσεων των συνταγματικών (ή θεμελιωδών) δικαιωμάτων.
Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει κάθε σύστημα του Δικαίου σε
πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων ή ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός
συμφέροντος στο οποίο έτσι δίνει νομική υπόσταση. Εξουσία σημαίνει έννομη
αξίωση, άρα ικανότητα δικαστικής διεκδίκησης.
Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν κατηγορία των "δημοσίων
δικαιωμάτων". Είναι δικαιώματα που συστηματοποιούν τη σχέση των ατόμων ή
της κοινωνικής ομάδας με την (κρατική) εξουσία και ρυθμίζονται από το δημόσιο
δίκαιο. Είναι έννομες αξιώσεις του ατόμου ή της κοινωνικής ομάδας έναντι της
(κρατικής) εξουσίας.
Συνταγματικά ή Θεμελιώδη δικαιώματα είναι κατά σειρά ιστορικής τους
εξέλιξης:
• Ατομικές ελευθερίες (freedoms), ή ατομικά δικαιώματα: έννομες
αξιώσεις για αποχή της κρατικής εξουσίας από κάθε ενέργεια παρέμβασης
στο βιοτικό και κοινωνικό χώρο που καθορίζεται από το δικαίωμα.
Υποκείμενα των ατομικών ελευθεριών είναι όλα τα άτομα, ημεδαποί και
αλλοδαποί που βρίσκονται στην Ελλάδα.
• Πολιτικά δικαιώματα (rights): έννομες αξιώσεις για συμμετοχή στην
άσκηση της κρατικής εξουσίας (στις διαδικασίες παραγωγής και
διαμόρφωσης της πολιτειακής βούλησης). Υποκείμενα των πολιτικών
δικαιωμάτων είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες.
Οι ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα ανήκουν στην πρώτη γενιά
των δικαιωμάτων (17ος-19ος αιώ.)
• Κοινωνικά δικαιώματα (rights): δικαιώματα για παρέμβαση της κρατικής
εξουσίας, παρέμβαση που συνίσταται σε υλικές παροχές, σε παροχή
υπηρεσιών, σε θεσμικές ρυθμίσεις. Υποκείμενα των κοινωνικών
δικαιωμάτων είναι κατά κανόνα όλα τα άτομα, ημεδαποί και αλλοδαποί που
είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Τα κοινωνικά δικαιώματα ανήκουν στην δεύτερη γενιά των δικαιωμάτων (19ος
20ός αιώ.).
• Στην λεγόμενη τρίτη γενιά των δικαιωμάτων (20ός και 21ος αιώ.)
ανήκουν νέα δικαιώματα σχετικά ιδίως με το ανθρώπινο περιβάλλον, τα
δικαιώματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογική
εξέλιξη, τη βιοϊατρική, τη βιοηθική. Υποκείμενα των δικαιωμάτων αυτών
είναι κατά κανόνα όλα τα άτομα, ημεδαποί και αλλοδαποί που βρίσκονται
στην Ελλάδα.
23
[ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο όρος «Ανθρώπινα Δικαιώματα» ή «Δικαιώματα του
Ανθρώπου» αφορά δικαιώματα που θεσπίζονται στο πεδίο του διεθνούς
δικαίου, π.χ. μέσω συμβάσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα δικαιώματα του ανθρώπου εντάσσονται στις
ανωτέρω κατηγορίες, όπως και τα συνταγματικά δικαιώματα.]
Αυτή η κλασική διάκριση σε τρεις κατηγορίες είναι περισσότερο
μεθοδολογική, αλλά δεν αποτυπώνει την εφαρμογή των δικαιωμάτων στην
πράξη. Στην πραγματικότητα κάθε κατηγορία δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση
για την πραγμάτωση της άλλης. Πρόκειται για τη σύνθετη (Δ. Τσάτσος), ή
παραπληρωματική (Αρ. Μάνεσης), ή συναγωνιστική (Γ. Παπαδημητρίου),
προστατευτική λειτουργία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τα
περισσότερα δικαιώματα έχουν μικτή φύση. Π.χ. το δικαίωμα του συνέρχεσθαι
είναι και ατομικό και πολιτικό. Το δικαίωμα στην παιδεία είναι και ατομικό και
κοινωνικό.
Τα κοινωνικά δικαιώματα αφορούν την διασφάλιση από την κρατική
εξουσία των βασικών βιοτικών αναγκών, την αναγνώριση από το κράτος των
ιδιαιτεροτήτων ορισμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά διαφέρουν από τις άλλες
δύο κατηγορίες, διότι ισχύουν μόνο όταν προβλέπονται από τον νόμο, και εφ’
όσον το κράτος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την ικανοποίησή τους.
Συνεπώς, δεν συνιστούν αξιώσεις (βλ. κατωτέρω στο κοινωνικό κράτος), σε
αντίθεση με τις δύο άλλες κατηγορίες δικαιωμάτων που εμπεριέχουν και την
ικανότητα δικαστικής τους διεκδίκησης με μόνη την αναγραφή στο Σύνταγμα.]
Η έννοια του κράτους δικαίου εκφράζεται στο αγγλικό δίκαιο με τον όρο
‘Rule of Law’ και στο γερμανικό δίκαιο με τον όρο ‘Rechtsstaat’. Και οι δύο όροι
αποδίδουν παρεμφερείς πολιτικο-νομικές αξιολογήσεις που χαρακτηρίζουν τα
σύγχρονα δυτικά κράτη υπό την μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι δύο
αυτοί όροι, όμως, υπό την συγκεκριμένη νομική τους διαμόρφωση, δηλαδή τον
τρόπο που αποτυπώνονται σε κανόνες δικαίου σε κάθε εθνική έννομη τάξη,
διαφοροποιούνται αρκετά μεταξύ τους.
‘Rule of Law’
Αποτελεί προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της Αγγλίας και για τον λόγο αυτό
δύσκολα διατυπώνεται υπό την μορφή κανόνα δικαίου ή γενικής αρχής. Γνωστές
είναι οι εξής τρεις αρχές για τον προσδιορισμό (19ος αιώ.), με δεδομένη την αρχή
της κυριαρχίας του Κοινοβουλίου στην Αγγλία:
1. Ουδείς υποβάλλεται σε ποινή ούτε οφείλει να ανεχθεί ζημία στα
προσωπικά και περιουσιακά του αγαθά, εάν δεν έχει προβεί σε σαφή παραβίαση
του δικαίου, η οποία να έχει διαπιστωθεί κατά νόμο από τακτικό δικαστήριο. Η
24
πρώτη αυτή αρχή υποδηλώνει ότι ο πολίτης έχει το δικαίωμα της προσωπικής
ελευθερίας υπό τρεις σωρευτικές αρνητικές προϋποθέσεις: α. ότι δεν έχει
παραβιάσει το δίκαιο, β. ότι μία τέτοια παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί στο
πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, γ. ότι η παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί από
τακτικό δικαστήριο.
2. Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκεται υπεράνω του δικαίου και ο καθένας
υπόκειται, ανεξάρτητα από την τάξη ή θέση του, στο δίκαιο του κράτους και στη
νομολογία των τακτικών δικαστηρίων. Εδώ τονίζεται ότι το δίκαιο ισχύει όχι μόνο
για τους ιδιώτες αλλά και για το κράτος, δηλαδή τους δημοσίους υπαλλήλους.
Οι διαφορές μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων υπαλλήλων επιλύονται από τα ίδια
δικαστήρια και όχι από διοικητικά δικαστήρια.
3. Στην Αγγλία το συνταγματικό δίκαιο δεν αποτελεί την πηγή αλλά την
συνέπεια των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται και
εφαρμόζονται από τα δικαστήρια και όπως διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια
μακράς ιστορικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, η προσωπική ελευθερία, η
ελευθερία του λόγου και των συγκεντρώσεων δεν χρειάσθηκε να αποτυπωθούν
σε κάποια διακήρυξη, αρκεί πώς δεν είχαν απαγορευθεί από το δίκαιο. Συνεπώς
ισχύει η κλασική φιλελεύθερη αρχή: “ό,τι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται”.
Επειδή όμως στην περίοδο των Stuarts η προσωπική ελευθερία καταργήθηκε, το
Κοινοβούλιο δημιούργησε τα μέσα για την αποκατάσταση αυτών των
δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως “δικαιώματα” του common
law (= κοινό δίκαιο).
‘Rechtsstaat’
Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε στην Γερμανία τον 18ο και τον 19ο αιώνα ως
έννοια αντιθετική του Polizeistaat (= αστυνομικό κράτος). Το Σύνταγμα της
Βαϊμάρης (1919) δεν περιλάμβανε ρητή αναφορά στο κράτος δικαίου, όπως το
σημερινό γερμανικό σύνταγμα, ούτε και ρητή θεσμοθέτηση της διάκρισης των
εξουσιών. Ως γερμανικό κράτος δικαίου, τότε, θεωρείτο η έννομη τάξη, η οποία
“βασίζεται στην ιδιοκτησία και προσωπική ελευθερία και θεωρεί το κράτος ως
τον ένοπλο εγγυητή της τάξης, ησυχίας και ασφάλειας”. Κατά μία άλλη άποψη,
το κράτος ταυτίζεται με την έννομη τάξη, άρα με το δίκαιο.
Τα στοιχεία της γερμανικής έννοιας του κράτους δικαίου είναι:
1. Το δίκαιο ως παράγων τάξης και η αρχή του Primat (= της
πρωτοκαθεδρίας) του δικαίου. Η υπεροχή του δικαίου εκφράζεται στη δέσμευση
του νομοθέτη να τηρεί τους ορισμούς του Συντάγματος. Απαγορεύεται να θίγεται
ο πυρήνας των συνταγματικών δικαιωμάτων, η νομοθεσία υπόκειται στις
συνταγματικές δεσμεύσεις, ενώ η εκτελεστική και δικαστική εξουσία υπόκεινται
στον νόμο.
25
2. Το κράτος δικαίου εγγυάται την ελευθερία, μέσω της συγκεκριμένης
διαμόρφωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
3. Το κράτος δικαίου εγγυάται την αρχή της ισότητας των πολιτών μέσω
της διαμόρφωσης της αρχής σε θεμελιώδες δικαίωμα.
4. Τέλος, η αρχή του κράτους δικαίου διαμορφώνεται μέσω σειράς άλλων
αρχών όπως π.χ. της ανεξαρτησίας των δικαστών, της απαγόρευσης εκτάκτων
δικαστηρίων, του νόμιμου δικαστή, κ.λπ.
7
Η μη αναθεώρηση ισχύει για όλες τις θεμελιώδεις αρχές.
26
να επιβληθούν, πρέπει είτε να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε να
προβλέπονται από το νόμο, εφόσον όμως υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού.
Αυτή η νέα δέσμη κανόνων που εισάγονται στην παράγραφο 1 του άρθρου
25, προσδίδει νέες διαστάσεις και νέο κανονιστικό περιεχόμενο σε όλα τα
συνταγματικά δικαιώματα. Το άρθρο 25 παρ. 1 είναι ίσως η σημαντικότερη
διάταξη του αναθεωρημένου Συντάγματος.»8
άρθρο 25 παρ.1
8
Τα σχόλια (με πλάγια στοιχεία) είναι του Ευ. Βενιζέλου, Γενικού Εισηγητή της
Πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 2001.
27
• δικαίωμα εργασίας (άρθρο 22)
• δικαίωμα στο περιβάλλον (άρθρο 24 παρ.1)
• μέτρα κοινωνικής πολιτικής (άρθρα 21-23) προστασία οικογένειας, υγεία,
απόκτηση κατοικίας, συνδικαλιστική ελευθερία, απεργία, χωροταξική
διάρθρωση.
28
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
Το εκλογικό σώμα είναι άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, που ασκεί
τις αρμοδιότητές του μέσω της ψήφου του.
Το δικαίωμα του εκλέγειν ή το δικαίωμα της ψήφου, ή το ενεργό εκλογικό
δικαίωμα, συνιστά δικαίωμα του πολίτη. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ψήφου
την καθιστά και δημόσιο λειτούργημα. Στην πλειοψηφία των δυτικών κρατών η
ψήφος νοείται μόνο ως δικαίωμα και γι’ αυτό είναι προαιρετική.
Στην Ελλάδα, η ψήφος είναι υποχρεωτική.9
9
Βλ. αναλυτικά κατωτέρω υπό Ζ. Η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας.
10
Η ιθαγένεια-υπηκοότητα-εθνικότητα (=nationality) σημαίνει τον νομικό δεσμό του ατόμου
με το κράτος, ανεξαρτήτως εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής (=ethnicity). Κριτήριο είναι η κρατική
οντότητα και όχι η ακαθόριστη έννοια του έθνους. Η ιθαγένεια αποκτάται με γέννηση ή με
πολιτογράφηση, χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ως προς το άτομο-πολίτη.
29
καταλόγους δήμου του τόπου κατοικίας τους. Δεν είναι επιτρεπτό όμως να
ψηφίσουν περισσότερο από μία φορά κατά τις ίδιες εκλογές.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου 2019 για την ανάδειξη των
περιφερειακών αρχών ψήφισαν για πρώτη φορά και οι πολίτες των κρατών –
μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται με το άρθρο 48 του ν. 4555/2018
(Α΄ 133), υπό την προϋπόθεση ότι ήσαν εγγεγραμμένοι σύμφωνα με την κείμενη
νομοθεσία στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των οικείων δήμων.
Οι πολίτες της Ένωσης έχουν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι για τα
αξιώματα του δημάρχου, του δημοτικού συμβούλου και του μέλους του
περιφερειακού συμβουλίου, με την προϋπόθεση της εγγραφής τους στους
ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των οικείων δήμων, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στα άρθρα 10 και 48 του ν. 4555/2018.
Για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την οργάνωση και τη
λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, λαμβάνεται για πρώτη φορά υπόψη ο
μόνιμος πληθυσμός της χώρας, αντικαθιστώντας των πραγματικό πληθυσμό που
ίσχυε μέχρι σήμερα. Ως μόνιμος πληθυσμός ορίζεται ο συνολικός πληθυσμός που
δήλωσε ως μόνιμη κατοικία του κατά την απογραφή του τον συγκεκριμένο τόπο,
ανεξάρτητα από το πού βρέθηκε και απογράφηκε στην επικράτεια της χώρας.
Μέχρι την απογραφή του 2001, πραγματικός πληθυσμός ενός τόπου
οριζόταν από τις στατιστικές υπηρεσίες ο συνολικός πληθυσμό που βρέθηκε και
απογράφηκε κατά την απογραφή στον συγκεκριμένο αυτό τόπο, ανεξάρτητα από
το αν διαμένει μόνιμα στον τόπο αυτό, ή αν είναι προσωρινός ή περαστικός.
Ως νόμιμος πληθυσμός θεωρείται ο αριθμός των δημοτών κάθε δήμου της
χώρας, με την ιθαγένεια της χώρας, που διαμένουν μόνιμα στη χώρα. Το μέγεθος
αυτό είναι το κριτήριο για να ορισθεί ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγει κάθε
εκλογική περιφέρεια.11
11
Βλ. κατωτέρω υπό Ι. Ο εκλογικός νόμος
12
Σύμφωνα με τον Ν. 4406/ΦΕΚ Α 133/26.07.2016, άρθ.1.
30
Δ. ΠΟΙΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ - ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
α) ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος, σύμφωνα με το
άρθρο 1666 ΑΚ,
• όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής
αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις
υποθέσεις του
• όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο
της στέρησης τον εαυτό του, τον σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους
ανιόντες του.
13
Που τροποποιήθηκε με τον Ν. 4406/ΦΕΚ Α 133/26.07.2016, ως προς το άρθρο 4 παρ.1
γις τον ορισμό της εκλογικής ηλικίας στο 17 ο έτος και ως προς την καθιέρωση της αναλογικής
εκπροσώπησης των κομμάτων.
31
υποβάλλεται ένα πρόσωπο όταν έχει βαριά νοητική υστέρηση και όταν έχει κριθεί
ανάπηρος από την αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ σε ποσοστό 80%, καθότι αδυνατεί
εν όλω να επιμεληθεί μόνος του των υποθέσεών του (προσωπικές και
περιουσιακές), καθιστώντας αναγκαία τη συνεχή φροντίδα και προστασία του
από άλλο άτομο. Πλήρης είναι η στερητική δικαστική συμπαράσταση, όταν το
δικαστήριο ορίζει ότι το πρόσωπο που υποβάλλεται σε αυτή είναι ανίκανο για
δικαιοπραξία. Δεν μπορεί δηλαδή να επιχειρήσει καμία δικαιοπραξία ούτε να
διεξαγάγει δίκη. Ο δικαστικός συμπαραστάτης του είναι ο νόμιμος αντιπρόσωπός
του (ΑΚ 1676 περ. 1) και ενεργεί αντ’ αυτού. Η υποβολή σε πλήρη στερητική
δικαστική συμπαράσταση πρέπει να ορίζεται ρητώς στην απόφαση (ΑΚ 1678 παρ.
1).
Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το
δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του,
εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα
ή και αυτεπαγγέλτως. Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική
αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου.14
Με την δικαστική απόφαση ο υποβαλλόμενος μπορεί να κριθεί:
• είτε ανίκανος για όλες τις δικαιοπραξίες, οπότε ενεργεί ο δικαστικός
συμπαραστάτης (στερητική δικαστική συμπαράσταση)
• είτε καθίσταται ικανός αλλά με την συναίνεση του του δικαστικού
συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση).
Το άρθρο 128 ΑΚ ορίζει ότι ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι: 1. όποιοι δεν
έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος· 2. όποιοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική
δικαστική συμπαράσταση.
Άρα, ανίκανοι για δικαιοπραξία σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία είναι
οι ευρισκόμενοι σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση.
14
http://efotopoulou.gr/proipothesis-ipovolis-prosopou-se-kathestos-plirous-steritikis-
dikastikis-simparastasis/
32
συνεχίζεται και μετά την έκτιση της ποινής, ως παρεπόμενη ποινή, αναλόγως της
δικαστικής απόφασης, όταν πρόκειται για ατιμωτικά εγκλήματα.
ΠΡΟΣΟΧΗ:
Η στέρηση του δικαιώματος της ψήφου αφορά ΜΟΝΟ όσους διαθέτουν τις
απαραίτητες θετικές προϋποθέσεις, δηλ. έχουν ΚΑΙ την ελληνική ιθαγένεια ΚΑΙ
την εκλογική ενηλικότητα.
Δεν νοείται στέρηση του δικαιώματος από κάποιον που δεν διαθέτει τις
δύο αυτές ιδιότητες.
33
Το Υπουργείο Εσωτερικών είναι αρμόδιο για την κωδικοποίηση και
εκτύπωση των εκλογικών καταλόγων, τους οποίους αποστέλλει στα
πρωτοδικεία, στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, στις νομαρχιακές
αυτοδιοικήσεις, στους δήμους και στις κοινότητες.
15
Το ΕΔΔΑ αποτελεί όργανο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
[https://www.echr.coe.int/Documents/Convention_ELL.pdf] που δεσμεύει 47 κράτη, μεταξύ
των οποίων και την Ελλάδα, βλ.
https://www.echr.coe.int/Pages/home.aspx?p=applicants/gre&c=. Για να διαβάσετε αποφάσεις
του ΕΔΔΑ που αφορούν την Ελλάδα (στα ελληνικά),
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22]}
16
«Άρθρον 3 ‘Δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές’ : Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη
αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς
34
απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη λήψη μέτρων για την ψήφο των
κατοίκων εξωτερικού, παρόλο που το Σύνταγμα της Ελλάδας εδώ και 35 χρόνια
προβλέπει αυτό το δικαίωμα, συνιστούσε μάλλον άδικη μεταχείριση των Ελλήνων
πολιτών που ζούσαν στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι το Άρθρο 3 του
Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν επιβάλλει μόνο μια υποχρέωση για τα Υψηλά
Συμβαλλόμενα Μέρη να διενεργούν εκλογές υπό όρους που διασφαλίζουν την
ελεύθερη έκφραση και γνώμη του λαού, αλλά επίσης επέβαλε ατομικά
δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα ψήφου. Έργο του
Δικαστηρίου, είπε το Τμήμα, είναι να ελέγξει κατά πόσον οι προϋποθέσεις που
ισχύουν για το δικαίωμα ψήφου δεν περιορίζουν το δικαίωμα αυτό σε τέτοια
έκταση ώστε να θίγουν την ουσία του και να ακυρώνουν την πρακτική ενάσκησή
του. Και τούτο, διότι η προσφυγή δεν σχετίζεται με την αναγνώριση δικαιώματος
ψήφου στους κατοίκους εξωτερικού, ως τέτοιο, αλλά στις προϋποθέσεις που
διέπουν την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος.
Στις 5 Οκτωβρίου 2010, η Κυβέρνηση της Ελλάδας ζήτησε την επανεξέταση
της υπόθεσης από το 17μελές Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, αίτηση που έγινε δεκτή.
Η απόφαση εκδόθηκε στις 15.3.2012, ανατρέποντας την αρχική απόφαση του
Τμήματος.17
Το ζήτημα ήταν εάν το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 επιβάλλει στα Κράτη
μια υποχρέωση να εισάγουν ένα σύστημα που να επιτρέπει στους πολίτες που
ζουν στο εξωτερικό να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα από το εξωτερικό.
Προκειμένου να εξετάσει αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο ερμήνευσε τις
διατάξεις του Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου 1 υπό το φως των σχετικών διεθνών
νομοθετικών κειμένων, των πρακτικών των κρατών μελών του Συμβουλίου της
Ευρώπης και των διατάξεων του Ελληνικού εσωτερικού δικαίου. Το Δικαστήριο
σημείωσε ότι ούτε το σχετικό διεθνές και περιφερειακό δίκαιο, ούτε οι ποικίλες
πρακτικές των κρατών μελών σχετικά με αυτό το θέμα περιέχουν κάποια
υποχρέωση ή ομοφωνία που θα επέβαλε στα κράτη να διασφαλίζουν τα εκλογικά
δικαιώματα των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο παρατήρησε
ότι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης
επιτρέπει στους πολίτες τους να ψηφίζουν από το εξωτερικό, κάποια κράτη δεν
το προβλέπουν. Περαιτέρω σε αυτά τα κράτη που επιτρέπεται η ψήφος από το
εξωτερικό, τα πρακτικά μέτρα ποικίλουν.
εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την
εκλογήν του νομοθετικού σώματος.»
17
‘Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδας’ (σε ελληνική μετάφραση)
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166593%22]}.
35
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, αν και το Σύνταγμα της Ελλάδας
περιλαμβάνει μια διάταξη που ενθαρρύνει τον νομοθέτη να οργανώσει την
ενάσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των κατοίκων του εξωτερικού, δεν του
επέβαλε να το πράξει. Παρατηρώντας ότι διάφορες προσπάθειες για ψήφιση
νομοθεσίας σχετικά με την ενάσκηση του δικαιώματος ψήφου των Ελλήνων που
ζουν στο εξωτερικό απέτυχαν να συγκεντρώσουν πολιτική συμφωνία, το
Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δική του δουλειά να υποδείξει στις εθνικές αρχές
πότε και πώς θα ενεργοποιήσει αυτή τη διάταξη. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι
η διατάραξη της οικονομικής, οικογενειακής κι εργασιακής ζωής των
προσφευγόντων που θα προκαλείτο επειδή θα έπρεπε να ταξιδεύσουν στην
Ελλάδα για να ψηφίσουν, δεν ήταν τόσο δυσανάλογη ώστε να θεωρηθεί ότι
παραβίαζε το δικαίωμά τους. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση
του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
18
Βλ. τον ήδη εκδοθέντα Ν.4573/2018 (ΦΕΚ Α΄189/12.11.2018): Κύρωση της απόφασης
(ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/994 του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2018 για την τροποποίηση της πράξης
περί εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, που
προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 του
Συμβουλίου.
36
Ο ισχύων νόμος 4255/201419 προβλέπει τις εξής αποκλίσεις από την
εκλογική διαδικασία των βουλευτικών εκλογών:
• Η Ελλάδα αποτελεί μία ενιαία εκλογική περιφέρεια.
• Οι υποψήφιοι μετέχουν πάντα σε συνδυασμούς και όχι ως ανεξάρτητοι.
• Προτάσεις υποψηφίων υποβάλλονται μόνο από κόμματα (ή συνασπισμούς
κομμάτων).
• Ο αριθμός των υποψηφίων από κάθε φύλο πρέπει να ανέρχεται σε
ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 40% του συνολικού αριθμού των
υποψηφίων τους, αντιστοίχως.
• Το εκλογικό σύστημα είναι (απολύτως) αναλογικό. Το σύνολο των
έγκυρων ψηφοδελτίων όλων των κομμάτων σε όλη την επικράτεια
διαιρείται με τον αριθμό των Ευρωβουλευτών που εκλεγονται (21) για να
λάβουμε το εκλογικό μέτρο. Κάθε συνδυασμός λαμβάνει τόσες έδρες όσες
φορές χωρά η συνολική του εκλογική δύναμη στο εκλογικό μέτρο.
Ακολουθεί επόμενη κατανομή για τις αδιάθετες έδρες.
19
Τροποποιήθηκε σε δύο άρθρα με τον Ν. 4604/2019.
37
Η εκλογή των ΟΤΑ β’ βαθμού, δηλαδή των περιφερειαρχών και των
περιφερειακών συμβούλων, διεξάγεται επίσης κάθε τέσσερα (4) έτη, με άμεση,
καθολική και μυστική ψηφοφορία.
Περιφέρειες ονομάζονται οι 13 δευτεροβάθμιοι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης του ελληνικού κράτους και είναι: 1. Ανατολική Μακεδονία και
Θράκη, 2. Κεντρική Μακεδονία, 3. Δυτική Μακεδονία, 4. Ήπειρος, 5. Θεσσαλία,
6. Ιόνιοι Νήσοι, 7. Δυτική Ελλάδα, 8. Στερεά Ελλάδα, 9. Αττική, 10.
Πελοπόννησος, 11. Βόρειο Αιγαίο, 12. Νότιο Αιγαίο, 13. Κρήτη.
δ. Νομοθετική πρωτοβουλία
Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 περιέλαβε την θέσπιση λαϊκής
νομοθετικής πρωτοβουλίας, με την προσθήκη νέας παραγράφου 6 στο άρθρο 73.
Η προσθήκη αυτή προέκυψε από πρόταση της τότε Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην
Προτείνουσα Βουλή για νομοθετική πρωτοβουλία εκατό χιλιάδων πολιτών, που
έλαβε τότε άνω των 151 ψήφων.
Στην αναθεωρητική Βουλή η διάταξη, αναδιατυπωμένη από την ΝΔ, έλαβε
254 ψήφους, καταψηφίστηκε από 32 βουλευτές και 11 βουλευτές δήλωσαν
«παρών».
Στο ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 73 προστέθηκε παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα
ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο
προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της
παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν
συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του
Σώματος. Οι προτάσεις νόμων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να
αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας.
Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας
παραγράφου.».
ε. δημοψήφισμα (referendum):
Το Δημοψήφισμα αποφασίζεται από την Βουλή και προκηρύσσεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με (ρυθμιστικό) διάταγμα.
Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει δύο ειδών δημοψηφίσματα:20
i. για κρίσιμα εθνικά θέματα [άρθ. 44 παρ.2 εδ.α]
πρόταση : από την Κυβέρνηση
απόφαση : η Βουλή με απόλυτη πλειοψηφία (151 βουλευτές)
20
Στην ελληνική συνταγματική ιστορία υπάρχουν πολλά παραδείγματα προσωπικών
δημοψηφισμάτων (plebiscitum) που δεν υφίστανται στην ισχύουσα ελληνική έννομη τάξη.
38
ii. για ψηφισμένα νομοσχέδια επί σοβαρού κοινωνικού ζητήματος
[άρθ. 44 παρ.2 εδ.β]
πρόταση: από τα δύο πέμπτα (= 120 βουλευτές)
απόφαση: από τα τρία πέμπτα (= 180 βουλευτές)
39
οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών συμμετέχουν
στην αντίστοιχη ‘Επιτροπή Υποστήριξης’».
40
οικείου δήμου ή περιφέρειας, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι
μικρότερος του δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των
εγγεγραμμένων εκλογέων.
Το αντικείμενο του δημοψηφίσματος ορίζεται αρνητικά από τον νόμο, δηλ.
μπορεί να αφορά κάθε θέμα, εκτός από ζητήματα σχετικά με την εθνική
ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, τη μεταναστευτική πολιτική, την ερμηνεία και
εφαρμογή διεθνών συνθηκών, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, την ελευθερία
της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας ή τη θεσμική οργάνωση όλων των
γνωστών θρησκειών. Επίσης δημοψήφισμα δεν προκηρύσσεται για θέματα
δημοσιονομικής διαχείρισης του οικείου Ο.Τ.Α., επιβολής τελών, ανακαθορισμού
του αριθμού και των ορίων των δήμων, των κοινοτήτων, των περιφερειών και
των περιφερειακών ενοτήτων της χώρας.
Ο χαρακτήρας του δημοψηφίσματος ως αποφασιστικού ή συμβουλευτικού
καθορίζεται στην απόφαση προκήρυξής του. Όταν όμως το αντικείμενο του
δημοψηφίσματος δεν ανάγεται στην αποφασιστική αρμοδιότητα του οικείου
δήμου ή της οικείας περιφέρειας, έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Δικαίωμα ψήφου στο δημοτικό ή περιφερειακό δημοψήφισμα έχουν όσοι
έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την ανάδειξη των δημοτικών ή
περιφερειακών αρχών, αντίστοιχα.
Το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με την απόφαση του δημοτικού ή
περιφερειακού συμβουλίου, που προσδιορίζει το ερώτημα ή τα ερωτήματα που
πρόκειται να τεθούν σε ψηφοφορία και οι εναλλακτικές απαντήσεις που θα
τεθούν υπόψη των εκλογέων. Η σχετική απόφαση για την προκήρυξη δημοτικού
ή περιφερειακού δημοψηφίσματος κοινοποιείται στον Υπουργό Εσωτερικών,
καθώς και στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό.
α. Ετεροδημότες:
Οι ετεροδημότες αιτούνται να περιληφθούν στους ειδικούς εκλογικούς
καταλόγους των ετεροδημοτών και η εγγραφή τους ισχύει μέχρι να ανακληθεί
από τους ίδιους. Στις ευρωεκλογές οι ετεροδημότες ψηφίζουν στον τόπο
διαμονής τους, στους ειδικούς καταλόγους του Δήμου του οποίου είναι
εγγεγραμμένοι στα κοινά εκλογικά τμήματα του τόπου διαμονής τους. Στις
εθνικές ή ταυτόχρονες εκλογές (εθνικές και ευρωεκλογές την ίδια μέρα) και στα
δημοψηφίσματα ψηφίζουν σε ειδικά εκλογικά τμήματα ετεροδημοτών που
συστήνονται μόνο στις πρωτεύουσες των νομών με εξαίρεση τους Νομούς Αττικής
και Θεσσαλονίκης. Ο ετεροδημότης ψηφίζει μόνο στον τόπο διαμονής του και όχι
δυνητικά και στον τόπο βασικής του εγγραφής.
21
Βλ. ανωτέρω υπό Ε. Η άσκηση του δικαιώματος της ψήφου.
42
κατά προτίμηση, εισαγγελικοί λειτουργοί. Ως μέλη των εφορευτικών επιτροπών
έχουν κληρωθεί εκλογείς του Δήμου, εντός των ορίων του οποίου υπάγεται το
εκάστοτε σωφρονιστικό κατάστημα. Όταν σε κάθε κατάστημα υπάρχουν άνω των
30 κρατουμένων, καταρτίζεται πρόγραμμα προκειμένου οι εκλογείς να
χωρίζονται σε ομάδες.
43
• Κάθε κόμμα έχει τουλάχιστον 3 υποψηφίους βουλευτές, Έλληνες του
εξωτερικού στο ψηφοδέλτιο επικρατείας και ο ένας θα τοποθετείται
υποχρεωτικά στις τρεις πρώτες θέσεις των ψηφοδελτίων.
• Οι εκλογείς στα τμήματα του εξωτερικού θα επιλέγουν το ψηφοδέλτιο
επικρατείας του κόμματος που επιθυμούν χωρίς να βάζουν σταυρό
προτίμησης.
• Συγκροτείται Ειδική Διακομματική Επιτροπή του υπουργείου Εσωτερικών
στην οποία συμμετέχουν ένας εκπρόσωπος από κάθε κόμμα και ένας
εκπρόσωπος του Συνηγόρου του Πολίτη ο οποίος θα είναι και ο εισηγητής
των ενστάσεων επί απορριπτικών αποφάσεων.
• Επικαιροποίηση εκλογικών καταλόγων Ελλήνων του εξωτερικού κάθε 8
χρόνια.
• Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος με αυτοπρόσωπη παρουσία του
εκλογέα σε εκλογικά τμήματα που θα συσταθούν σε πρεσβείες, προξενεία,
χώρους οργανώσεων απόδημων ή άλλους κατάλληλους χώρους. Ο
ελάχιστος αριθμός για να συγκροτηθεί εκλογικό τμήμα είναι να έχουν
εγγραφεί σαράντα (40) τουλάχιστον εκλογείς.
• Η ψήφος των εκλογέων που ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα στα
εκλογικά τμήματα θα μετράει ισότιμα στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα
και για τη συνολική κατανομή των εδρών.
• Δικαίωμα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους έχουν οι εκλογείς οι
οποίοι τα τελευταία 35 χρόνια έχουν ζήσει δύο χρόνια στην Ελλάδα και
έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση Ε1 ή Ε2 ή Ε3 ή Ε9 είτε το τρέχον είτε
το προηγούμενο φορολογικό έτος.
• Δεν απαιτείται υποβολή φορολογικής δήλωσης εφόσον ο εκλογέας δεν
έχει συμπληρώσει τα 30 έτη ζωής και έχει υποβάλει φορολογική δήλωση
συγγενής α΄ βαθμού κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος.
• Η αίτηση του εκλογέα θα γίνεται ηλεκτρονικά σε ειδική πύλη η οποία
αναμένεται να λειτουργήσει εντός δύο μηνών από τη ψήφιση του νόμου.
2. Η αρχή της ισότητας της ψήφου (άρθρο 4 παρ.1 και 2, άρθρο 1 παρ.2)
Η ίση συμμετοχή σημαίνει ότι:
α) κάθε πολίτης έχει μία μόνο ψήφο και
β) οι ψήφοι όλων των πολιτών είναι νομικώς ισοδύναμες
Συνεπώς, με την αρχή της ισότητας απαγορεύονται οι διακρίσεις μεταξύ των
μελών του εκλογικού σώματος.
44
Δεν υπάρχει ρητή συνταγματική θεμελίωση για την ισότητα της ψήφου.
Κατά μία άποψη αυτή στηρίζεται στην γενική αρχή της ισότητας (άρθ. 4 παρ.1
και 2) σε συνδυασμό με την αρχή της καθολικότητας της ψήφου (άρθ. 51 παρ.3).
Κατά μία άλλη άποψη θεμελιώνεται αποκλειστικά στην αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας.
Αναλόγως του εκλογικού συστήματος και της περιφέρειας στην οποία
ψηφίζει κάθε ψηφοφόρος παρατηρείται διαφοροποίηση στην επιρροή της
ψήφου. Με άλλα λόγια, σε μία εκλογική περιφέρεια η εκλογή ενός βουλευτή
απαιτεί 20.000 σταυρούς, ενώ σε άλλη εκλογική περιφέρεια (πιο
αραιοκατοικημένη) απαιτούνται 6.000 σταυροί. Η αναπόφευκτη αυτή συνέπεια
της διαίρεσης της χώρας σε εκλογικές περιφέρειες και η αδυναμία εφαρμογής
της απλής αναλογικής στις γενικές βουλευτικές εκλογές.22
Θα πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτό ότι η σχέση ισότητας και ισοδυναμίας της
ψήφου εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα, χωρίς όμως να θίγεται ο πυρήνας
της ισότητας της ψήφου: κάθε πολίτης έχει μία ψήφο.
22
Αυτό θα ήταν δυνατόν μόνο αν η Ελλάδα ήταν μία περιφέρεια, κάτι που ούτε επιθυμητό
είναι για την αντιπροσώπευση και των αραιοκατοικημένων περιοχών, ούτε επιτρέπεται από το
Σύνταγμα, που αναφέρει στο άρθρο 54 παρ.1: «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές
περιφέρειες ορίζονται με νόμο».
45
εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.» Από την διατύπωση αυτή θα
μπορούσε να συναχθεί ότι η Σύνταγμα καθιστά την υποχρεωτικότητα της ψήφου
lex imperfecta.
Ωστόσο, ο εκλογικός νόμος (π.δ. 26/2012) στο άρθρο 117 ορίζει: «1. Ο
εκλογέας που αδικαιολόγητα δεν ασκεί το δικαίωμα του εκλέγειν, τιμωρείται με
φυλάκιση από ένα μήνα μέχρι ένα έτος. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις
στερήσεις των αξιωμάτων και θέσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 63 του
Ποινικού Κώδικα, από ένα μέχρι τρία χρόνια.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις γενικές βουλευτικές
εκλογές και στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου μόνο για τον εκλογέα που έχει περάσει το εβδομηκοστό έτος της
ηλικίας του, για τον εκλογέα που θα βρίσκεται στο εξωτερικό. ...»
6. Η αρχή της μυστικότητας της ψήφου (άρθρο 51 παρ.3 για βουλευτές και
με διατάξεις νόμων για τις λοιπές περιπτώσεις)
(Είναι ανεκτή η κάμψη της αρχής της μυστικότητας της ψήφου μόνο για
εκλογείς με σωματική αδυναμία)
• παράδοση όλων των ψηφοδελτίων στον εκλογέα
• παράδοση φακέλου με σφραγίδα και μονογραφή
• ειδικός χώρος - “παραβάν”
• κόλληση του φακέλου
• επίδειξη του φακέλου στην εφορευτική επιτροπή
• ρίψη του φακέλου από τον εκλογέα
46
Τα λευκά αυτά ψηφοδέλτια είναι από το ίδιο χαρτί, έχουν το ίδιο σχήμα
και τις ίδιες διαστάσεις με τα έντυπα. Παραδίδονται στον εκλογέα, σε
αντικατάσταση έντυπου ψηφοδελτίου, αφού πρώτα έχει τεθεί η σφραγίδα της
εφορευτικής επιτροπής, η ημερομηνία της εκλογής και η μονογραφή του
δικαστικού αντιπροσώπου. Στο λευκό ψηφοδέλτιο ο εκλογέας γράφει ο ίδιος, με
μολύβι μαύρης ή γαλάζιας απόχρωσης ή με μελάνι μαύρης ή γαλάζιας
απόχρωσης, το όνομα του συνδυασμού ή το όνομα μεμονωμένου υποψηφίου της
προτίμησής του. Κάθε λευκό ψηφοδέλτιο, που δεν έχει τη σφραγίδα της
εφορευτικής επιτροπής, την ημερομηνία της εκλογής και τη μονογραφή του
οικείου δικαστικού αντιπροσώπου, είναι άκυρο. Επιπλέον, το άρθρο 70
προβλέπει ότι τα ψηφοδέλτια είναι μόνο έντυπα. Όποιο ψηφοδέλτιο δεν είναι
έντυπο, έστω και μερικά, είναι άκυρο.
47
έκρινε ότι δεν πρέπει να παρέχονται "διευκολύνσεις ή μέσα που να επιτρέπουν
την ουσιαστική μη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος...".
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ' αρ. 12/2005 απόφασή του
έκρινε με οριακή πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η ρύθμιση του νόμου για την
ακυρότητα της λευκής ψήφου είναι αντισυνταγματική. Το δικαστήριο έκρινε ότι
η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού
δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Έκρινε ακόμη ότι οι
διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να
συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και
την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές
διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο
του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του ΣτΕ, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών
κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του
ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση
των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το
Σύνταγμα.
Ο αποκλεισμός των λευκών από τις έγκυρες ψήφους έγινε με
μεταγενέστερο ερμηνευτικό νόμο τον Ν. 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου
ήταν αντισυνταγματική.
Η. Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
49
Ως de facto πληθυσμό ή (σύμφωνα με την ορολογία μέχρι την απογραφή
του 2001) πραγματικό πληθυσμό ενός τόπου ορίζουν οι στατιστικές υπηρεσίες
τον συνολικό πληθυσμό που βρέθηκε και απογράφηκε στον συγκεκριμένο αυτό
τόπο, ανεξάρτητα από το αν διαμένει μόνιμα στον τόπο αυτό, ή αν είναι
προσωρινός ή περαστικός.23
23
Βλ. για την Ελληνική Στατιστική Αρχή, https://www.statistics.gr/2011-census-pop-hous.
50
στις εκλογικές περιφέρειες, που παρουσιάζουν κατά σειρά, το μεγαλύτερο
υπόλοιπο.
Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με
προεδρικό διάταγμα.
Ως εκλογικό «κατώφλι» για να εισέλθει ένα κόμμα στο κοινοβούλιο
ορίζεται το ποσοστό 3%. Οι λευκές και μη έγκυρες ψήφοι, καθώς και οι ψήφοι
κομμάτων με ποσοστό μικρότερο του 3%, δεν λαμβάνονται υπόψη για τη
κατανομή των εδρών.
Αν για παράδειγμα δώσουν 8.000.000 πολίτες έγκυρη ψήφο, θα πρέπει το
κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος να λάβει τουλάχιστον 240.000 ψήφους
(=8.000.000 x 3%), προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Αν
όμως, από τα 8.000.000 πολιτών οι 100.000 ρίξουν άκυρο και άλλες 400.000
λευκό τότε ως έγκυρα θεωρούνται τα υπόλοιπα 7.500.000 ψηφοδέλτια και το
κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος θα πρέπει να λάβει 225.000 ψήφους
(=7.500.000 x 3%), προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών.
51
Η ΒΟΥΛΗ
Το Σύνταγμα δεν ορίζει τον ακριβή αριθμό των βουλευτών. Στο άρθρο 51
παρ.1 προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, μεταξύ
διακοσίων και τριακοσίων βουλευτών.
24
Βλ. http://www.parliament.gr
52
Β. ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥΣ STATUS
53
Σχετικά είναι τα κωλύματα που αίρονται με την προηγούμενη παραίτηση
του έχοντος την ιδιότητα ή που ισχύουν μόνο σε τοπικό επίπεδο. Η παραίτηση
συντελείται με μόνη την υποβολή της χωρίς να χρειάζεται αποδοχή ή παρέλευση
κάποιου χρόνου. Αποκλείεται η επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των
στρατιωτικών που παραιτούνται. Τα σχετικά κωλύματα είναι γενικά (για όλη την
επικράτεια) και τοπικά (για συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια) – άρθρο 56
παρ.1 και 3 αντιστοίχως.
Τα σχετικά (γενικά) κωλύματα εκλογιμότητας, που ισχύουν για όλη την
επικράτεια και αίρονται με παραίτηση πριν την υποβολή υποψηφιότητας,
καταγράφονται στο άρθρο 56 παρ.1 και αφορούν τις εξής κατηγορίες :
• Οι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί (εξαιρούνται οι Καθηγητές
Πανεπιστημίων)
• Οι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι
• Υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στις δυνάμεις ασφαλείας
• Οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων
• Οι υπάλληλοι και οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων
των ΝΠΔΔ
• Οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των δημόσιων ή
δημοτικών επιχειρήσεων
55
δημοκρατίας διεπόμενης από την υπεροχή του δικαίου. Εν τούτοις, τα
δικαιώματα αυτά δεν είναι απόλυτα. Υπάρχει θέση για «σιωπηρούς
περιορισμούς» και στα συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να χορηγείται διακριτική
ευχέρεια επί του ζητήματος αυτού. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να οργανωθούν και
να λειτουργήσουν τα εκλογικά συστήματα και πολλές διαφορές στην Ευρώπη
ειδικότερα στην ιστορική εξέλιξη, την πολιτισμική διαφορετικότητα και την
πολιτική σκέψη, που εναπόκειται σε κάθε συμβαλλόμενο Κράτος να ενσωματώσει
στην δική του άποψη περί δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου: «Εν τούτοις, το Δικαστήριο
είναι αρμόδιο να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό επί της τήρησης των απαιτήσεων
του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1. Πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι
προϋποθέσεις στις οποίες υπάγονται τα δικαιώματα ψήφου ή της θέσης
υποψηφιότητος σε εκλογές δεν περιορίζουν τα εν λόγω δικαιώματα σε βαθμό
που να τα προσβάλει στην ίδια την ουσία τους και να τους στερήσει την
αποτελεσματικότητά τους, ότι οι προϋποθέσεις αυτές επιδιώκουν έναν νόμιμο
σκοπό και ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα δεν αποδεικνύονται δυσανάλογα ...
Ειδικότερα, καμία από τις επιβαλλόμενες σε κάθε περίπτωση προϋποθέσεις δεν
πρέπει να παρεμποδίζει την ελεύθερη έκφραση του λαού στην επιλογή του
νομοθετικού σώματος – με άλλα λόγια, αυτές πρέπει να αντανακλούν ή να μην
αντιτάσσονται στην μέριμνα της διατήρησης της ακεραιότητος και της
αποτελεσματικότητος μιας εκλογικής διαδικασίας που στοχεύει στον καθορισμό
της βούλησης του λαού μέσω των εκλογών ... Επίσης, μόλις εκφραστεί ελεύθερα
και δημοκρατικά η εκλογή του λαού, καμία μεταγενέστερη τροποποίηση του
εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να αμφισβητήσει την επιλογή αυτή, εκτός αν
συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι για την δημοκρατική τάξη. ... [Ο] προσφεύγων
εξελέγη κάτω από συνθήκες άψογες, ήτοι σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα και
το Σύνταγμα που ίσχυαν τότε. Ούτε ο ενδιαφερόμενος, ως υποψήφιος, ούτε οι
ψηφοφόροι του δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι η εκλογή του πρώτου θα
μπορούσε να έχει ελάττωμα και να κριθεί ελαττωματική κατά την διάρκεια της
περιόδου για την οποία εξελέγη, εξαιτίας ενός ασυμβίβαστου απορρέοντος από
την παράλληλη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητος. ...Το Δικαστήριο δεν
πείθεται από το επιχείρημα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο το επίδικο
ασυμβίβαστο ανακοινώθηκε πολύ πριν τις εκλογές της 9 Απριλίου 2000. ...
Τελικώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το εν λόγω επαγγελματικό ασυμβίβαστο
αιφνιδίασε τόσο τον προσφεύγοντα όσο και τους ψηφοφόρους του κατά την
διάρκεια της εν λόγω θητείας.»
56
Η προσφυγή του Λυκουρέζου έγινε δεκτή και η Ελλάδα καταδικάστηκε για
παραβίαση του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1.25
Στην Αναθεώρηση του 2008, η Βουλή έκανε δεκτή την απόφαση του ΕΕΔΑ,
ανέτρεψε το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο και δέχθηκε τον καθορισμό
με ειδικό νόμο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που η άσκησή τους δεν
επιτρέπεται στους βουλευτές, επιπλέον όσων ρητώς απαγορεύει το ίδιο το
Σύνταγμα.
25
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγή αριθ. 33554/03), ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ, 15 Ιουνίου 2006,
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166446%22]} (στα ελληνικά)
57
4. Η ελεύθερη εντολή: Ανεύθυνο και Ακαταδίωκτο
Σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.1 : “Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το
δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση”. Νομική συνέπεια της
ελεύθερης εντολής είναι ότι η απομάκρυνση ή η διαγραφή ενός βουλευτή από
το κόμμα του δεν συνεπάγεται την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας.
Η αρχή της ελεύθερης εντολής θα πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με
τη συνταγματική αναγνώριση των πολιτικών κομμάτων. Η συστηματική, κυρίως,
ερμηνεία του Συντάγματος δεν επιτρέπει την αντιμετώπιση της ελεύθερης
εντολής ως απολιθώματος της συνταγματικής τάξης αντίθετα, επιβάλλει την
ένταξη της αρχής αυτής σε όλο το πλέγμα των διατάξεων που αφορούν τη Βουλή
και τον βουλευτή.
Η κύρια πηγή διακινδύνευσης της ελεύθερης εντολής είναι σήμερα τα
πολιτικά κόμματα. Η πολιτική σχέση που συνδέει τον βουλευτή με το κόμμα του
έχει συνταγματικό όριο τη συνείδηση του βουλευτή. Η επίκλησή της επιτρέπει
στον βουλευτή κάθε μορφής διαφοροποίηση με την κοινοβουλευτική του ομάδα.
Η αξιολόγηση της στάσης του μέλους του Κοινοβουλίου έναντι της κομματικής
του ταυτότητας δεν αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης αλλά στοιχείο
της κρίσης του εκλογικού σώματος.
Η ελεύθερη εντολή διασφαλίζεται με ένα σημαντικό όπλο του βουλευτή:
Παραμένει στην Βουλή, δηλ. δεν χάνει την κοινοβουλευτική του ιδιότητα ακόμη
και αν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με το οποίο
εξελέγη, ή αν αποχωρήσει οικειοθελώς.
Ο βουλευτής απολαμβάνει ορισμένα προνόμια που συγκροτούν την
βουλευτική ασυλία και συνδέονται με την φύση του λειτουργήματός του. Τα
“προνόμια” αυτά είναι θεσμικές εγγυήσεις και εξυπηρετούν κατ’ αρχήν την
Βουλή, παρέχοντας στα μέλη του Κοινοβουλίου εγγυήσεις για την ανεξαρτησία
τους και την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής.
58
“επιτρέπουν” την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των βουλευτών “κατά
συνείδηση”.
Η ανυπαρξία, επί της ουσίας, κανονισμών λειτουργίας των
κοινοβουλευτικών ομάδων, που θα δημιουργούσε την βάση για μία συστημική
αυτονομία τους, επιτρέπουν άλλωστε την άκριτη σύνδεσή τους με τον κομματικό
μηχανισμό. Η μόνη διέξοδος για την υπέρβαση της αντίθεσης του κομματικού με
το κοινοβουλευτικό πεδίο είναι η ad hoc στάθμιση των δύο συνταγματικών
αρχών, στο πλαίσιο της θεωρίας της πρακτικής αρμονίας. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος δύσκολα θα μπορούσε να εισφέρει στην αντιμετώπιση της εγγενούς
αυτής συνταγματικής “αντίθεσης”. Η προαναφερόμενη στάθμιση εντάσσεται
στην γενικότερη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και κυρίως του πολιτικού
πολιτισμού μας και δεν επιλύεται αφηρημένα σε επίπεδο συνταγματικής
διάταξης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι νέες νομοθετικές και ελεγκτικές
αρμοδιότητες των Διαρκών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών ενισχύουν τον λόγο
των βουλευτών σε προσωπικό επίπεδο που μπορεί να διαφοροποιείται μερικώς
από το κόμμα του.
β. Ανεύθυνο
Το ανεύθυνο του βουλευτή διασφαλίζεται με τη διάταξη του άρθρου 61
παρ.1, που ορίζει ότι “ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με
οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των
βουλευτικών του καθηκόντων”.
Το ανεύθυνο του βουλευτή περιλαμβάνει όχι μόνο το ποινικά, αλλά και το
αστικά, πειθαρχικά και πολιτικά ανεύθυνο. Χρονικά είναι απεριόριστο, δηλαδή
καλύπτει τον βουλευτή και μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
Μοναδική εξαίρεση: ο βουλευτής διώκεται για συκοφαντική δυσφήμηση
ύστερα από άδεια της Βουλής. Η άδεια δίδεται εντός σαράντα πέντε ημερών από
την ημέρα που περιήλθε η έγκληση στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή
αρνηθεί να δώσει άδεια ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται
ανέγκλητη.
γ. Ακαταδίωκτο
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή θεσπίζεται στο άρθρο 62 όπως αυτό
τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του 2019: «Όσο διαρκεί η βουλευτική
περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε
με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για
πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της
και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η σχετική άδεια
59
δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής
αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την
πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Η Βουλή, με ευθύνη του Προέδρου της,
αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με το αίτημα μέσα σε τρεις μήνες αφότου η
αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η
τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής.
Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.».
Η πρόταση τροποποίησης του άρθρου 62 προερχόταν και από την ΝΔ και
από τον ΣΥΡΙΖΑ και έγινε δεκτή στην Προτείνουσα Βουλή με άνω των 230 ψήφων.
Στην Αναθεωρητική Βουλή έλαβε 179 θετικές ψήφους.
Η συναίνεση ως προς την αυστηροποίηση της διαδικασίας οφείλεται στην
επί μακρό χρόνο καταστρατήγηση των προηγούμενων διατάξεων και στην
συντεχνιακή αντίληψη των βουλευτών, με συνέπεια να ασκείται σπάνια δίωξη σε
βουλευτές, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η αξιόποινη πράξη τους δεν είχε
καμία σχέση με τα βουλευτικά τους καθήκοντα.
Στην τροποποίηση της διάταξης, ρόλο έπαιξε και η καταδίκη της Ελλάδας
από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας (2006)26 και στην υπόθεση
Συγγελίδης κατά Ελλάδας (2010).27 Στην πιο πρόσφατη υπόθεση, ο προσφεύγων
παραπονέθηκε, στη βάση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, και σε
συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να
άρει τη βουλευτική ασυλία της πρώην συζύγου του Μ.Α. προσέβαλε το δικαίωμά
του πρόσβασης σε δικαστήριο. Αναγνώρισε ότι η Βουλή είχε (ενν. κατά την προ
του 2019 διατύπωση) την διακριτική ευχέρεια περί άρσης της ασυλίας με τρόπο
συμβατό με την Σύμβαση και το νόημα της διάταξης. Υποστήριξε όμως ότι η
άρνηση της Ελληνικής Βουλής να δώσει άδεια για άσκηση δίωξης κατά της Μ.Α.
αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης και σταθερής πρακτικής εκ μέρους της Βουλής
σχετικής με τη χρήση των συνταγματικών διατάξεων περί ασυλίας προκειμένου
να προστατευθούν οι βουλευτές από την τσιμπίδα του ποινικού δικαίου. Ο
προσφεύγων προσκόμισε μία έρευνα του τύπου, όπου αναφερόταν ότι από το
1974 έως το 2003 είχαν γίνει οκτακόσιες αιτήσεις για χορήγηση της εν λόγω
αδείας και μόνο σε πέντε από αυτές είχε αρθεί η ασυλία. Ως προς τούτο,
26
Βλ. υπόθεση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας, απόφαση, Στρασβούργο 16 Νοεμβρίου 2006
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166632%22]}
27
Βλ. υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας, απόφαση, Στρασβούργο 11 Φεβρουαρίου 2010
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Descending%22],%22languageisoco
de%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22i
temid%22:[%22001-166051%22]}
60
υποστήριξε ότι η παραβίαση του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο
καθίστατο ακόμα πιο κατάφωρη δεδομένου ότι η Μ.Α. είχε τη δυνατότητα να
κινήσει ποινική διαδικασία σε βάρος του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε δεσμός μεταξύ της συμπεριφοράς της
Μ.Α., που αποτέλεσε τη βάση της προτεινόμενης ποινικής διαδικασίας και των
βουλευτικών καθηκόντων της. Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται περισσότερο με
μία προσωπική διαμάχη μεταξύ ενός πρώην ανδρόγυνου όσον αφορά τη ρύθμιση
της επικοινωνίας με το τέκνο τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η
Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής δεν προέβαλε λόγους για τη μη άρση της
ασυλίας της Μ.Α. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκανε μία γενική αναφορά στο άρθρο
83 παρ.3 του ΚτΒ προσθέτοντας ότι συνέτρεχε μία εκ των προϋποθέσεων
άρνησης της άρσης της ασυλίας της Μ.Α., χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει αν το
αδίκημα για το οποίο ζητείτο η άρση της ασυλίας σχετιζόταν με την πολιτική
δραστηριότητα της Μ.Α., αν η δίωξη βασιζόταν σε πολιτικούς λόγους ή αν
στόχευε στο να υπονομεύσει το κύρος της Βουλής. Συνεπώς, η απουσία
οποιουδήποτε επιχειρήματος που να καταδεικνύει το σκεπτικό της εν λόγω
Επιτροπής στέρησε τον προσφεύγοντα ακόμα και από τη δυνατότητα να λάβει
οποιαδήποτε σαφή πληροφορία για τη βάση και τα κριτήρια επί των οποίων η
Βουλή αρνήθηκε να άρει την ασυλία της Μ.Α. Επιπλέον, συμπέρανε ότι η Μ.Α.
παρέμεινε στο απυρόβλητο της ποινικής δικαιοσύνης σχετικά με τις μηνύσεις που
κατέθεσε ο προσφεύγων, ενώ η ίδια ήταν ελεύθερη να επιδιώξει την κίνηση
ποινικής διαδικασίας σε βάρος του. Άρα η διαδικασία δεν εξασφάλισε μια δίκαιη
στάθμιση μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και
της ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων. Για τους
λόγους αυτούς καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση των διατάξεων περί
δίκαιης δίκης.
61
5. Δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας
Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας ή βουλευτικό απόρρητο στηρίζεται στο
άρθρο 61 παρ.3, που επιτρέπει στον βουλευτή να αρνηθεί τη μαρτυρία, σχετικά
με πληροφορίες που πήρε ή έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή
σχετικά με τα πρόσωπα από τα οποία πήρε ή στα οποία έδωσε τις πληροφορίες.
1. Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες
(άρθρα 15-20 ΚτΒ)
62
συγκρότηση των κοινοβουλευτικών ομάδων, «... oι Boυλευτές θεωρoύνται ότι
ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν,
εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση» (άρθρο 16 παρ.1).
Η κοινοβουλευτική ομάδα διαλύεται αν αποχωρήσουν βουλευτές, με
συνέπεια να μην τηρούνται οι αριθμητικές προϋποθέσεις.
63
Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η Βουλή των Ελλήνων συνέρχεται σε
τακτικές, έκτακτες και ειδικές συνόδους. Σε τακτική σύνοδο η Ολομέλεια της
Βουλής των Ελλήνων συνέρχεται αυτοδικαίως την πρώτη Δευτέρα του μηνός
Οκτωβρίου κάθε έτους. Η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι
μικρότερη από πέντε μήνες, σε αυτήν δε ψηφίζεται υποχρεωτικά ο
προϋπολογισμός του Κράτους. Σε τακτική σύνοδο, επίσης, συγκαλείται η
Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων μέσα σε τριάντα ημέρες από τη διεξαγωγή
των γενικών βουλευτικών εκλογών. Οι τακτικές σύνοδοι αριθμούνται, με
ελληνική και πάλι αρίθμηση, για κάθε περίοδο ξεχωριστά.
Σε έκτακτη σύνοδο συγκαλεί τη Βουλή των Ελλήνων ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας "κάθε φορά που το κρίνει σκόπιμο" (άρθρο 40 παρ. 1 Σ.). Η διάρκεια
και τα θέμα της έκτακτης συνόδου καθορίζονται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας. Πάντως, η Βουλή των Ελλήνων κατά την έκτακτη σύνοδο μπορεί
να ασχοληθεί με οποιοδήποτε θέμα, εκτός της ψήφισης του προϋπολογισμού που
γίνεται πάντοτε κατά τη διάρκεια της τακτικής συνόδου.
Σε ειδική σύνοδο συνέρχεται υποχρεωτικά η Βουλή των Ελλήνων όταν
συντρέξουν ορισμένες περιστάσεις, για να ασκήσει μια ειδική συνταγματική
αρμοδιότητά της. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι οι εξής: α) στην περίπτωση
εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 32 παρ. 5 Σ.), β) σε περίπτωση
παρατεινόμενης αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα
καθήκοντά του, για να αποφασίσει εάν συντρέχει ανάγκη εκλογής νέου
Προέδρου (άρθρο 34 παρ. 2 Σ.), γ) εάν έχει εκδοθεί προεδρικό διάταγμα για
εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση της πολιορκίας, για να εγκρίνει το
διάταγμα αυτό (άρθρο 48 παρ. 2 και 3 Σ.), και δ) στην περίπτωση σχηματισμού
νέας Κυβέρνησης για να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης (άρθρο 84
παρ. 1 Σ.). Κατά τη διάρκεια της ειδικής συνόδου η Βουλή των Ελλήνων
ασχολείται αποκλειστικά και μόνον με το θέμα για το οποίο έχει συγκληθεί.
Είναι, βέβαια, προφανές ότι η Βουλή των Ελλήνων συγκαλείται σε έκτακτη
ή ειδική σύνοδο, μόνον εφόσον δεν ευρίσκεται σε τακτική σύνοδο.
Η Ολομέλεια της Βουλής ασκεί αρμοδιότητες νομοθετικού έργου,
κοινοβουλευτικού ελέγχου καθώς και κάποιες άλλες αρμοδιότητες (βλ.
κατωτέρω για τις αρμοδιότητες της Βουλής).
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων,
δηλ. για το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συνόδων (συνήθως κατά τους θερινούς
μήνες), ένα μέρος του νομοθετικού έργου αλλά και του κοινοβουλευτικού
ελέγχου ασκείται από το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής. Σε αυτό
μετέχει το 1/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Δεδομένου δε ότι, κατά πάγια
κοινοβουλευτική πρακτική, μια τακτική σύνοδος που ξεκινά τις εργασίες της στις
64
αρχές Οκτωβρίου λήγει τον Μάιο ή τον Ιούνιο του επόμενου έτους, κάθε
καλοκαίρι συγκροτούνται τρία Τμήματα Διακοπών (για τους μήνες Ιούλιο,
Αύγουστο και Σεπτέμβριο) και με τον τρόπο αυτό μετέχουν διαδοχικά όλοι
ανεξαιρέτως οι βουλευτές.
28
Βλ. http://www.parliament.gr
65
τεκμήριο αρμοδιότητας συντρέχει υπέρ του Προέδρου. Πέραν της εσωτερικής
λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων, ο Πρόεδρος αναπληρώνει τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας όταν ο τελευταίος απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο
εξωτερικό, πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή κωλύεται για
οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Οι Αντιπρόεδροι ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με απόφασή
του ο Πρόεδρος ή που αναφέρονται στον Κανονισμό. Οι Κοσμήτορες επικουρούν
τον Πρόεδρο σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Βουλής των Ελλήνων,
ενώ οι Γραμματείς επικουρούν τον Πρόεδρο στις συνεδριάσεις της Βουλής των
Ελλήνων και έχουν όσες άλλες αρμοδιότητες τους αναθέσει ειδικά ο Πρόεδρος.
Από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975, Πρόεδροι της Βουλής
των Ελλήνων έχουν διατελέσει οι εξής:
66
4. Η Διάσκεψη των Προέδρων
(άρθρα 13-14 ΚτΒ)
67
Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, του Προέδρου, του Γενικού Επιτρόπου και των
Αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και του Γενικού Επιτρόπου των
Διοικητικών Δικαστηρίων·
68
Προβλέπονται, επίσης, τέσσερις ειδικές διαρκείς επιτροπές, στις οποίες
εφαρμόζονται οι διατάξεις περί διαρκών επιτροπών:
• Επιτροπή του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους
και ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Κράτους (άρθ.
31Α)
• Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων (άρθ. 31Β)
• Επιτροπή για την Παρακολούθηση του Συστήματος Κοινωνικής
Ασφάλισης (άρθ. 31Γ – 32)
• Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (άρθ. 32A)
69
των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, θ΄ και ι΄ συνιστώνται στην αρχή κάθε
τακτικής συνόδου.
72
• την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση (κατ’ αρχήν, κατ’ άρθρο,
στο σύνολο) στο Κοινοβούλιο
• την έκδοση και δημοσίευση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Η Βουλή ψηφίζει νόμους χωρίς να χρειάζεται ειδική πρόβλεψη προς τούτο,
εφόσον έχει αυτή την αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 26 παρ.1 Σ (επιφύλαξη υπέρ
του νόμου). Συχνά, όμως, το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη την εξειδίκευση
διατάξεών του, με τη φράση «όπως ορίζει ο νόμος».
73
την Βουλή, με την συνήθη νομοθετική διαδικασία. Τέτοια περίπτωση είναι οι
νόμοι που προβλέπονται στο άρθρο 107 Σ., με συνέπεια να εξισώνονται με την
τυπική ισχύ του Συντάγματος. Το περιεχόμενό τους αφορά προστασία κεφαλαίων
εξωτερικού, φορολογία πλοίων και εγκατάσταση αλλoδαπών ναυτιλιακών
επιχειρήσεων, κ.ά.
δ. Νόμοι – μέτρα
Πρόκειτα για νομοθετήματα που θεσπίζονται για την αντιμετώπιση
συγκεκριμένων αναγκών, π.χ. εισφορά για σεισμοπλήκτους. Δεν ρυθμίζουν
ατομικές περιπτώσεις, γι’ αυτό δεν συνιστούν ατομικούς νόμους. Ρυθμίζουν
συγκεκριμένες κατηγορίες περιπτώσεων, για τούτο διακρίνονται από το
μοναδικό και το ανεπανάληπτο του αντικειμένου που ρυθμίζουν. Διαφέρουν από
τους κοινούς τυπικούς νόμους στο ότι συνιστούν προσωρινές εξαιρέσεις από τις
γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις σχετικά με το αντικείμενο στο οποίο
αναφέρονται.
Το σημαντικότερο πρακτικό ζήτημα που θέτουν οι νόμοι-μέτρα είναι η λήξη
της ισχύος τους. Οι νόμοι-μέτρα αποτελούν μεγάλο μέρος της νομοθεσίας κατά
την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας από το 2010 μέχρι σήμερα.
ε. Νόμοι – πλαίσια
Το Σύνταγμα προβλέπει την κατηγορία αυτή των τυπικών νόμων στα
άρθρα 43 παρ.4 και 5. Οι νόμοι-πλαίσια ρυθμίζουν συγκεκριμένα θέματα με πολύ
γενικό τρόπο και παρέχουν εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων
από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περιορισμός ως προς το περιεχόμενο των
ρυθμίσεων ορίζεται στην παρ.5, που προβλέπει ότι τέτοιοι νόμοι δεν μπορούν να
αφορούν θέματα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ολομέλειας της Βουλής,
σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ.1 Σ.
74
«Κώδικας οργανώσεως των υπηρεσιών της Βουλής, καταστάσεως του
προσωπικού της και άλλες διατάξεις».
Το Κοινοβουλευτικό Μέρος είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη
λειτουργία της Βουλής. Το Μέρος Β του Κανονισμού περιλαμβάνει τον Κώδικα
Οργάνωσης των Υπηρεσιών της Βουλής, κατάστασης του προσωπικού και άλλες
διατάξεις.
Ο Κανονισμός της Βουλής είναι ένας ιδιότυπος νόμος, με ισχύ ίση προς
αυτήν του τυπικού νόμου, και με περιεχόμενο ειδικό που συνίσταται
αποκλειστικά και μόνο στην εσωτερική λειτουργία της Βουλής. Το
χαρακτηριστικό αυτής της ιδιότυπης πηγής του δικαίου είναι η αρχή της
αυτονομίας της, που νοείται ως εσωτερική και ως εξωτερική.
Εσωτερική αυτονομία σημαίνει την αποκλειστικότητα της της
αρμοδιότητάς της: κανένα άλλο όργανο του κράτους δεν συμμετέχει στην
θέσπιση του κανονισμού της. Αυτό αποδεικνύεται και από το άρθρο 65 παρ.1 που
ορίζει πως, σε αντίθεση με τους τυπικούς νόμους που εκδίδονται και
δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Κανονισμός της Βουλής
δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής.
Εξωτερική αυτονομία σημαίνει την απαγόρευση να ρυθμίζονται ζητήματα,
που εμπίπτουν στην εσωτερική οργάνωση της Βουλής, έστω και εμμέσως από
άλλες πολιτειακές πράξεις (τυπικοί νόμοι, διατάγματα, δικαστικές αποφάσεις).
Από την αυτονομία της Βουλής απορρέει το λογικό συνεπακόλουθο πως κάθε
διάταξη του Κανονισμού που υπερβαίνει την αυστηρά προσδιορισμένη
θεματολογία του (εσωτερική οργάνωση της Βουλής) είναι αντισυνταγματική και
ανίσχυρη.
Η αρμοδιότητα της Βουλής να ρυθμίζει την εσωτερική της οργάνωση δεν
είναι απεριόριστη. Περιορίζεται από το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις αρχές του
Κοινοβουλευτικού δικαίου:
75
• Η ισότητα μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών και των βουλευτών -
μελών κοινοβουλευτικών ομάδων
• Η διαδικαστική ισότητα πλειοψηφίας-μειοψηφίας
76
6. Η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης
(άρθρο 79 παρ. 8 Σ.)
77
νομοσχέδιο (ή η πρόταση νόμου) εισάγεται στην Ολομέλεια, η οποία όμως το
συζητά και το ψηφίζει ενιαία, σε μία συνεδρίαση.
Τροπολογίες ή προσθήκες σε υπό ψήφιση νομοσχέδια και προτάσεις
νόμου μπορούν να υποβάλουν τόσο οι Υπουργοί όσο και οι Βουλευτές. Οι
τροπολογίες αυτές πρέπει να κατατεθούν το αργότερο τρεις ημέρες πριν αρχίσει
η συζήτηση του νομοσχεδίου.
Το Σύνταγμα απαγορεύει τις άσχετες διατάξεις και τις άσχετες
τροπολογίες (άρθ. 74 παρ.25, εδ.β και γ):
«Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο
αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου
ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση.»
Ε. Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Με βάση την κοινοβουλευτική αρχή, η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει
την εμπιστοσύνη της Βουλής των Ελλήνων. Έτσι, κάθε φορά που σχηματίζεται
μια νέα Κυβέρνηση (ύστερα από βουλευτικές εκλογές ή μετά από την παραίτηση
της προηγούμενης), και πιο συγκεκριμένα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την
ορκωμοσία του νέου Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση οφείλει να εμφανίζεται
ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων και να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 84 Σ.).
Για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, πρέπει η Κυβέρνηση να ψηφιστεί από την
απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί όμως να είναι
κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
78
Η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα και όποτε άλλοτε θελήσει, κατά τη
διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, να ζητήσει από τη Βουλή των Ελλήνων ψήφο
εμπιστοσύνης. Αντίστοιχα, από την ίδια τη Βουλή των Ελλήνων μπορεί να
προέλθει η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη της
Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι
υπογεγραμμένη από τουλάχιστον πενήντα βουλευτές (το ένα έκτο του συνόλου)
και να αναφέρει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Για να
γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή για να αποδειχθεί ότι η Κυβέρνηση
δεν διαθέτει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, πρέπει να υπερψηφιστεί από
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι, βέβαια, το μόνο μέσο ελέγχου της
Κυβέρνησης από τη Βουλή. Το Σύνταγμα και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής
προβλέπουν και άλλα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με αυτά είτε ζητούνται
απλώς πληροφορίες και διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, είτε ασκείται έλεγχος,
με την έννοια ότι αποδίδεται μομφή στην Κυβέρνηση για την πολιτική της σε έναν
ορισμένο τομέα.
Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ορισμένα μόνο μέσα κοινοβουλευτικού
ελέγχου, ειδικότερα την αναφορά (άρθρο 69 Σ.), την κλήτευση υπουργού (άρθρο
66 παρ.3 Σ.), τις εξεταστικές επιτροπές (άρθρο 68 παρ.2 Σ.) και βεβαίως την
πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 Σ.), που κατά την ελληνική συνταγματική θεωρία
αποτελεί το ύψιστο μέσον κοινοβουλευτικού ελέγχου. Τα λοιπά μέσα εξειδικεύει
ο Κανονισμός της Βουλής.
79
3. Οι ερωτήσεις
(άρθρα 126 έως 128 ΚτΒ).
Οι βουλευτές μπορούν να απευθύνουν εγγράφως στους Υπουργούς
ερωτήσεις για οποιαδήποτε δημόσια υπόθεση, οι οποίες σκοπούν στην
ενημέρωση της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι Υπουργοί οφείλουν να
απαντούν εγγράφως στους ερωτώντες βουλευτές εντός είκοσι πέντε ημερών. Σε
κάθε περίπτωση, στην αρχή μιας συνεδρίασης κάθε εβδομάδα εγγράφονται στην
ημερήσια διάταξη της Βουλής και συζητούνται αναφορές και ερωτήσεις. Aν o
αρμόδιoς Yπoυργός δεν απαντήσει ή απαντήσει εκπρόθεσμα, η ερώτηση μπορεί
να συζητηθεί ως επερώτηση.
4. Οι επίκαιρες ερωτήσεις
(άρθρα 129 έως 132 ΚτΒ)
Για θέματα άμεσης επικαιρότητας, κάθε Βουλευτής έχει δικαίωμα να
υποβάλλει επίκαιρη ερώτηση που απευθύνεται στον Πρωθυπουργό ή τους
Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά. Μία φορά τουλάχιστον την
εβδομάδα, ο Πρωθυπουργός απαντά ο ίδιος σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες
ερωτήσεις που αυτός επιλέγει εκτός αν το θέμα της ερώτησης είναι της
αποκλειστικής αρμοδιότητας Υπουργού, οπότε απαντά εκείνος. Επίκαιρες
ερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων σε τρεις
συνεδριάσεις κάθε εβδομάδα, αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των εργασιών.
6. Οι επερωτήσεις
(άρθρα 134 έως 137 ΚτΒ)
Οι επερωτήσεις αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης για πράξεις ή
παραλείψεις της. Οι βουλευτές που έχουν καταθέσει ερωτήσεις ή αιτήσεις
κατάθεσης εγγράφου μπορούν να τις μετατρέψουν σε επερωτήσεις εάν κρίνουν
ότι η απάντηση του Υπουργού δεν είναι επαρκής. Οι επερωτήσεις συζητούνται
στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων. Εάν υπάρχουν περισσότερες
επερωτήσεις για το ίδιο θέμα, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ταυτόχρονη
συζήτησή τους, ή ακόμη και τη γενίκευση της συζήτησης.
80
7. Ο επίκαιρες επερωτήσεις
(άρθρο 138 ΚτΒ)
Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας κάθε Βουλευτής έχει το δικαίωμα να
υποβάλλει επίκαιρη επερώτηση. Κατά γενικό κανόνα, οι διαδικασίες που
προβλέπει ο Κανονισμός για τις επερωτήσεις εφαρμόζονται και στις επίκαιρες
επερωτήσεις.
8. Κλήση μελών της Κυβέρνησης και άλλων από τις Διαρκείς Επιτροπές
(άρθρο 41Α ΚτΒ)
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος υποβοηθείται από την αρμοδιότητα των
Διαρκών Επιτροπών να καλούν μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς αλλά και
κάθε άλλον, υπηρεσιακό παράγοντα ή μη για να παράσχει διευκρινήσεις για κάθε
εξεταζόμενο ζήτημα.
29
Βλ. αναλυτικά κατωτέρω για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
82
3. Η Βουλή διαπιστώνει την αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα
καθήκοντά του
Η αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους
υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (βλ. τις λεπτομέρειες
της διαδικασίας στο άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 151Α ΚτΒ).
5. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Προέδρου
της Δημοκρατίας
(άρθρα 49 Σ. και 159 ΚτΒ)
6. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όσων διατελούν
ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για αδικήματα που
τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους
(άρθρα 86 Σ. και 153 επ. ΚτΒ).
7. Η Βουλή παρέχει άδεια για την ποινική δίωξη βουλευτή για συκοφαντική
δυσφήμηση που έκανε κατά την άσκηση των καθηκόντων του
(άρθρο 61 παρ. 2 Σ.),
καθώς και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της
βουλευτικής περιόδου (άρθρο 62 Σ.).
8. Η Βουλή παρέχει τη συγκατάθεσή της για την απονομή από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας χάρης σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86
του Συντάγματος
(άρθρο 47 παρ. 3 Σ.).
Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής της λειτουργίας
με τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 65 παρ. 1 Σ.). Ο Κανονισμός της Βουλής,
ένας οδηγός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ψηφίζεται από την Ολομέλεια
83
της Βουλής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με παραγγελία
του Προέδρου της Βουλής. Όπως διαπιστώνουμε, κανένα άλλο πολιτειακό
όργανο εκτός της Βουλής (πχ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) δεν αναμειγνύεται
στη διαδικασία ψήφισης και δημοσίευσης του Κανονισμού. Αυτό είναι συνέπεια
της λεγόμενης αρχής της αυτονομίας της Βουλής, ότι δηλαδή για τα εσωτερικά
θέματά της η Βουλή είναι αποκλειστικά μόνη αρμόδια για να αποφασίσει.
Ο πρώτος Κανονισμός της Βουλής της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας
τέθηκε σε ισχύ το 1975. Ένας νέος Κανονισμός, με σημαντικές καινοτομίες,
ψηφίστηκε το 1987 και έκτοτε τροποποιήθηκε πολλές φορές. Εκτεταμένες
τροποποιήσεις υπέστη ο Κανονισμός αυτός το 2001, ως συνέπεια της
συνταγματικής αναθεώρησης του ίδιου έτους, αλλά επακολούθησαν και πολλές
άλλες αλλαγές.30
Υπάρχει επίσης και Μέρος Β΄ του Κανονισμού που περιλαμβάνει τον
Κώδικα Οργάνωσης των Υπηρεσιών της Βουλής, κατάστασης του προσωπικού
και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 51/Α/97), με τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν έκτοτε.
30
https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/KtV-2019-GR/index.html
84
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής εποπτεύεται από το Επιστημονικό
Συμβούλιο και συγκροτείται από τέσσερις διευθύνσεις:
• Πρώτη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών
• Δεύτερη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών
• Διεύθυνση Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών
• Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Βασική αποστολή των Διευθύνσεων Επιστημονικών Μελετών είναι η
επιστημονική υποστήριξη του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση του έργου του και
η επιστημονική συνδρομή των Βουλευτών κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και του κανόνες της επιστήμης. Συντάσσουν
εκθέσεις επί των νομοσχεδίων που περιέχουν έρευνα της σχέσης των
προτεινόμενων ρυθμίσεων με την ισχύουσα νομοθεσία, συγκριτικά στοιχεία από
τα κυριότερα ξένα δίκαια, μελέτη για την εναρμόνιση της προτεινόμενης
ρύθμισης προς το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Επίσης
διενεργούν κοινοβουλευτικές έρευνες και εκπονούν μελέτες που αφορούν το
θεσμικό ρόλο, την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής, την ελληνική και διεθνή
κοινοβουλευτική παράδοση και κάθε θέμα που παρουσιάζει γενικότερο
κοινοβουλευτικό ενδιαφέρον.
Η προηγούμενη ανάλυση σχετίζεται με τις ισχύουσες διατάξεις του
Κανονισμού για την επιστημονική και διοικητική στήριξη του έργου της Βουλής.
Σύμφωνα με αυτές, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής (άρθρα 160-170 ΚτΒ)
μεγεθύνεται κατά πολύ31 και το επιστημονικό συμβούλιο αποκτά διευρυμένες
αρμοδιότητες. Η επιστημονική στήριξη του κοινοβουλευτικού έργου εμφανίζεται
να κατευθύνεται ειδικότερα προς τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή θέματα καθώς και
την πληροφορική. Τα ερωτήματα προς τους επιστημονικούς συνεργάτες θέτουν,
ωστόσο, αποκλειστικά οι πρόεδροι των Επιτροπών, ενώ οι βουλευτές ατομικά
διαθέτουν μόνο έναν επιστημονικό συνεργάτη. Το υπάρχον έλλειμμα ενημέρωσης
των βουλευτών και επιστημονικής στήριξης του έργου τους δεν φαίνεται πάντως
να καλύπτεται από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Σε κάθε Κοινοβούλιο
η επιστημονική υπηρεσία δεν μπορεί παρά να προσφέρει τη δυνατότητα στήριξης
αλλά και άσκησης κριτικής στη νομοθετική πρωτοβουλία, που στην Ελλάδα
μονοπωλείται από την Κυβέρνηση. Η ανάγκη κριτικής εξέτασης των
προτεινόμενων νομοθετημάτων βοηθά τη Βουλή έναντι της Κυβέρνησης, ενισχύει
όμως συνήθως την αντιπολίτευση.
H Διεύθυνση Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών υποστηρίζει, με ένα
συνεχώς αναβαθμιζόμενο πληροφορικό σύστημα, τους Βουλευτές και τις
υπηρεσίες της Βουλής στο έργο τους. Αξιοποιώντας τη τεχνολογία του
31
Προβλέπονται 80 θέσεις επιστημόνων.
85
Διαδικτύου και των πολυμέσων, παρέχει όλα εκείνα τα μέσα ώστε να
διευκολύνεται η ενημέρωση των πολιτών για τις εργασίες της Βουλής και η
επικοινωνία τους με αυτή.
Το έργο της αυτό στηρίζεται αφενός μεν στο εξειδικευμένο επιστημονικό
προσωπικό που τη στελεχώνει και αφετέρου στον εξοπλισμό πληροφορικής που
διαθέτει.
Η Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής εποπτεύει μια από τις
πλουσιότερες και αρχαιότερες δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας (ιδρύθηκε το
1845). Ένα μέρος της βιβλιοθήκης βρίσκεται στο κτήριο του Κοινοβουλίου, ενώ
άλλο μέρος της στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη. Η Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής
είναι αρμόδια για την ταξινόμηση των πάσης φύσεως εντύπων καθώς επίσης για
την επιλογή βιβλίων, περιοδικών και λοιπών εντύπων και τη συνεργασία με
άλλες Βιβλιοθήκες του εσωτερικού και του εξωτερικού.
86
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
32
Αυτό συνάγεται από το άρθρο 16 παρ.1 ΚτΒ: «Aν συντρέχoυν oι πρoϋπoθέσεις των
παραγράφων 1 έως 3 τoυ πρoηγoύμενoυ άρθρoυ (ενν. οι προϋποθέσεις σύστασης
κοινοβουλευτικής ομάδας), oι Boυλευτές θεωρoύνται ότι ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα
τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν, εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση.
H ενυπόγραφη αυτή δήλωση μπoρεί να υπoβληθεί στoν Πρόεδρo της Boυλής oπoτεδήπoτε κατά
τη διάρκεια της βoυλευτικής περιόδoυ.
87
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο βουλευτής, στο πλαίσιο της ελεύθερης εντολής,
μπορεί να αποχωρήσει από το κόμμα ή να προκαλέσει την διαγραφή του,
ηθελημένα ή μη, παραμένοντας βουλευτής. Στην συνέχεια μπορεί με δήλωσή
του στον Πρόεδρο της Βουλής:
• Να δηλώσει ανεξάρτητος (οπότε θα ενταχθεί στην ‘ομάδα των
ανεξαρτήτων’ της Βουλής)
• Να προσχωρήσει σε ένα άλλο κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή
• Να ιδρύσει ένα νέο κόμμα ή να συμμετάσχει στην ίδρυση ενός νέου
κόμματος που θα είναι κοινοβουλευτική ομάδα αν διαθέτει το
λιγότερο 10 βουλευτές
88
1. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ - Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Ο θεσμός της εμπιστοσύνης της Βουλής στην Κυβέρνηση έχει την
καταγωγή του στο αγγλικό πολίτευμα.
Το άρθρο 37 του Συντάγματος οργανώνει διαδικαστικά την ανάδειξη της
Κυβέρνησης. Η αρχή της δεδηλωμένης συνδέεται με το πρόσωπο του
πρωθυπουργού και την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των
βουλευτών που πρέπει να διαθέτει για να του ανατεθεί η εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι συγκεκριμένες ρυθμιστικές
αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας εξαρτώνται από το εάν το Εκλογικό
Σώμα, με την επιλογή του, έδωσε ή όχι σε κάποιον από τους υποψήφιους
κομματικούς σχηματισμούς την πλειοψηφία των εδρών της Βουλής.
89
που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία των εδρών. Στόχος της διερευνητικής
εντολής είναι να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που θα
λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν η διερευνητική εντολή δεν τελεσφορήσει
εντός τριών ημερών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει την δεύτερη
διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου κόμματος και σε περίπτωση
αποτυχίας του στον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Εάν υπάρχει τρίτο και τέταρτο
κόμμα με ίσο αριθμό εδρών, τότε δίνεται η διερευνητική εντολή και στον αρχηγό
του τέταρτου κόμματος.
Εάν η διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποβεί άκαρπη, ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας κάνει μία τελευταία προσπάθεια για τον σχηματισμό
Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής: καλεί τους αρχηγούς
όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή, προκειμένου να
πεισθούν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης από δύο ή περισσότερα κόμματα.
Καλούνται όλα τα κόμματα που εξελέγησαν στη Βουλή, ασχέτως του αριθμού των
βουλευτών τους, ασχέτως δηλ. αν συγκροτούν κοινοβουλευτική ομάδα. Η
κοινοβουλευτική ομάδα συγκροτείται όταν ο ελάχιστος αριθμός βουλευτών του
κόμματος είναι 10 βουλευτές. Μπορεί να αρκούν και 5 βουλευτές εάν το κόμμα
τους έλαβε μέρος στις εκλογές έχοντας συνδυασμούς στα 2/3, τουλάχιστον, των
εκλογικών περιφερειών και έλαβε 3% τουλάχιστον έγκυρες ψήφους σε όλη την
επικράτεια.
Πρωθυπουργός θα διορισθεί αυτός που συγκεντρώνει την προφανή και
βέβαιη εμπιστοσύνη τουλάχιστον 151 βουλευτών. Η εκτίμηση αυτή για την
στήριξη που προσφέρουν οι βουλευτές στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού είναι
στην πραγματικότητα ένα τεκμήριο, ότι πράγματι διαθέτει την εμπιστοσύνη της
απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών. Το πρόσωπο του Πρωθυπουργού
υποδεικνύεται στον Πρόεδρο από τα κόμματα που δηλώνουν ότι θα στηρίξουν
την Κυβέρνησή του («αρχή της δεδηλωμένης»).
Για όσους βουλευτές έχουν εκλεγεί με τα κόμματα, οι αρχηγοί των οποίων
στηρίζουν τον προτεινόμενο για πρωθυπουργό, ισχύει το μαχητό τεκμήριο ότι
και αυτοί προσωπικά στηρίζουν τον προτεινόμενο, και από τον αρχηγό τους,
πρωθυπουργό. Το τεκμήριο καταπίπτει (δεν ισχύει) για όσους από αυτούς
δηλώσουν ρητώς και δημοσία ότι προσωπικώς δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο
πρωθυπουργό.
Για όσους βουλευτές έχουν εκλεγεί με τα κόμματα, οι αρχηγοί των οποίων
δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο για πρωθυπουργό, ισχύει το μαχητό τεκμήριο
ότι και αυτοί προσωπικά δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο, από τους αρχηγούς
άλλων κομμάτων, πρωθυπουργό. Για να καταπέσει το τεκμήριο και για να
θεωρηθεί ότι πράγματι οι ίδιοι προσωπικώς στηρίζουν τον προτεινόμενο
πρωθυπουργό, οφείλουν να το δηλώσουν ρητώς και δημοσία.
90
Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να είναι
βέβαιος, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο διοριζόμενος πρωθυπουργός διαθέτει
την στήριξη τουλάχιστον 151 βουλευτών, δηλ. ισχύει στο πρόσωπο του
πρωθυπουργού η αρχή της δεδηλωμένης.
Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί το πρώτο σκέλος της κοινοβουλευτικής
αρχής και συνιστά ένα τεκμήριο, μία εκτίμηση, μία βεβαιότητα για το πρόσωπο
του πρωθυπουργού.
91
τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει τον συμφωνηθέντα
ως Πρωθυπουργό, ο οποίος θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή.
Για τον σχηματισμό πολιτικής εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται
στην Βουλή με σκοπό να τους πείσει να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του
Πρωθυπουργού και στον σχηματισμό εκλογικής Κυβέρνησης.
Εάν τα κόμματα δεν συμφωνήσουν ούτε σε αυτό, μόνη λύση είναι η
υπηρεσιακή εκλογική Κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει
Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου πάγου
ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όποιον κρίνει ο ίδιος ως καταλληλότερο κατ’
ελεύθερη κρίση. Δεν χρειάζεται καμία αιτιολόγηση της προτίμησης του Προέδρου
της Δημοκρατίας προς τον έναν από τους τρεις. Τα υπόλοιπα μέλη της
Κυβέρνησης (που απαγορεύεται να είναι δικαστές) επιλέγονται από τον
διορισθέντα Πρωθυπουργό με μοναδικό όρο, κατά το Σύνταγμα, να χαίρουν όσο
το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου ο
Πρωθυπουργός δεσμεύεται νομικά για την επιλογή των υπουργών της
κυβέρνησής του.
Μετά τον σχηματισμό της εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας διαλύει την Βουλή και προκηρύσσει νέες εκλογές εντός τριάντα
ημερών [βλ. και άρθρο 53 παρ.1 για το προεδρικό διάταγμα στην περίπτωση της
λήξης της βουλευτικής περιόδου].
92
δυσπιστίας πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού
των βουλευτών (151 βουλευτές).
Η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση, είτε μέσω της
μη αποδοχής πρότασης εμπιστοσύνης, είτε μέσω της αποδοχής πρότασης
δυσπιστίας, συνεπάγεται πάντα τον νομικό εξαναγκασμό της Κυβέρνησης σε
παραίτηση.
93
120 βουλευτές, εάν το σύνολο των παρόντων βουλευτών είναι 239 βουλευτές,
δηλαδή εάν απέχουν ή δεν παρευρίσκονται 61 βουλευτές (ψήφος ανοχής).
Η διαφοροποίηση αυτή θεσπίστηκε το 1975, όταν η επιστροφή στο
δημοκρατικό πολίτευμα ήταν ακόμη σχετικώς ασταθής και έπρεπε η χώρα να
μπορεί να έχει Κυβέρνηση και σε αντίξοες συνθήκες, οπότε διευκολυνόταν ο
σχηματισμός Κυβέρνησης με την μείωση των βουλευτών για την παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης (παρότι για τον διορισμό του Πρωθυπουργού απαιτείτο βεβαίως η
στήριξη από 151 τουλάχιστον βουλευτές -αρχή της δεδηλωμένης).
Σήμερα, ο μειωμένος αριθμός των βουλευτών για την παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης (υπό την προϋπόθεση της αποχής τουλάχιστον του 1/5 των
τριακοσίων βουλευτών) δεν υπηρετεί κάποιον εύλογο σκοπό και προκαλεί
αμφισβήτηση για μία ορθολογική αιτιολόγηση. Η αμφισβήτηση αυτή μεγεθύνεται
όταν δεν αναφερόμαστε στην υποχρεωτική ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά στην
δυνητική ψήφο εμπιστοσύνης, που συνιστά το λειτουργικό ανάλογο της ψήφου
δυσπιστίας, οπότε κάθε διαφοροποίηση είναι αναιτιολόγητη.
Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη κυβέρνησης μειοψηφίας μόνο προβλήματα
μπορεί να προκαλέσει, χωρίς να μπορεί να ελπίζει σε σταθεροποίηση.
Η θητεία της Βουλής λήγει κατά κανόνα με την παρέλευση της τετραετούς
βουλευτικής περιόδου. Η λήξη της βουλευτικής περιόδου κηρύσσεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα. Το Σύνταγμα προβλέπει όμως ορισμένες
περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, ως εξαιρέσεις στον κανόνα της
τετραετούς θητείας των φορέων του Κοινοβουλίου.
Ιστορικά, ο θεσμός της διάλυσης της Βουλής από τον ανώτατο άρχοντα
αποτελούσε βασικό προνόμιο του μονάρχη που εξισορροπούσε την, αναγκαστική
από μέρους του, αναγνώριση του αντιπροσωπευτικού οργάνου της αστικής
τάξης, του Κοινοβουλίου. Λειτουργούσε ως έσχατη λύση, όταν η διαφωνία
μονάρχη και Βουλής δεν μπορούσε να λυθεί αλλιώς.
33
Εννοείται μετά την αναθεώρηση του 2019. Πριν την αναθεώρηση, η Βουλή διαλυόταν
υποχρεωτικά εάν δεν ψηφιζόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τα 3/5 του συνόλου των
βουλευτών.
94
α. Πρώτον, κατά το άρθρο 41 παρ.2 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει
ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να
αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”.
Η διάλυση της Βουλής προέρχεται από μία Κυβέρνηση που διαθέτει την
ψήφο εμπιστοσύνης. Δηλαδή, αντιστρόφως, μία Κυβέρνηση που έχασε την
εμπιστοσύνη της Βουλής και υποχρεούται να παραιτηθεί, δεν μπορεί να ζητήσει
εκλογές για εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Εδώ προβλέπεται η υποχρέωση του Προέδρου να κάνει δεκτή πρόταση της
Κυβέρνησης για τη διάλυση της Βουλής. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την
πρωτοβουλία-πρόταση της Κυβέρνησης είναι η ύπαρξη εθνικού θέματος
εξαιρετικής σημασίας και η "πρωτοτυπία" του εθνικού αυτού θέματος (άρθρο 41
παρ.2 εδ.β: “Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα”).
Ως εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε
σημαντικό ζήτημα είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτή την
περίπτωση διάλυσης της Βουλής, το σχετικό διάταγμα προσυπογράφεται από το
Υπουργικό Συμβούλιο.
Το όφελος που έχει η παραιτούμενη Κυβέρνηση είναι διπλό:
α) ο Πρωθυπουργός μπορεί να επιλέξει μία στιγμή ευνοϊκή δημοσκοπικά
για να παραιτηθεί προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές που θα προκηρυχθούν
(υποχρεωτικά) μετά την παραίτηση.
β) Την διεξαγωγή των εκλογών αναλαμβάνει η Κυβέρνηση που με την
παραίτησή της οδήγησε στις εκλογές.
97
δ. Τέταρτον, κατά το άρθρο 41 παρ.1 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και
καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει
κυβερνητική σταθερότητα”.
Εδώ προβλέπεται η δυνατότητα - ευχέρεια του αρχηγού του κράτους να
διαλύει τη Βουλή, εάν κρίνει ότι η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική
σταθερότητα, παρότι μπορεί να υπάρχει κυβέρνηση που απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη της Βουλής, υπό μία δεσμευτική προϋπόθεση, που είναι η
παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της ίδιας
βουλευτικής περιόδου.
Ως καταψήφιση νοείται και η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης και η
αποδοχή πρότασης δυσπιστίας, όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 84.
Τα "αριθμητικά" κριτήρια που θέτει το άρθρο 84 παρ.6 οριοθετούν
αυστηρά την έννοια της κυβερνητικής σταθερότητας.
98
Σε όλες τις περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, τίθενται από το
Σύνταγμα κάποιοι περιορισμοί. Κατά το άρθρο 41 παρ.4 δεν μπορεί να διαλυθεί
η Βουλή, που εξελέγη μετά την πρόωρη διάλυση της προηγούμενης, προτού
περάσει ένας χρόνος από την έναρξη των εργασιών της. Αυτός ο περιορισμός δεν
ισχύει, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.3), και
εάν, μετά την παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας κρίνει ότι δεν εξασφαλίζεται η κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41
παρ.1).
Το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (όπως και το διάταγμα λήξης
της τετραετούς θητείας) πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει :
• προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες
• σύγκληση της νέας Βουλής μέσα στις τριάντα επόμενες ημέρες
(ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 41).
99
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
34
Υπάρχουν πολιτεύματα όπου ισχύει το παλαιό ‘ορλεανικό μοντέλο’, δηλαδή η διπλή
εξάρτηση της Κυβέρνησης και από την Βουλή και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τα
πολιτεύματα αυτά (κυρίως των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης) είναι μεν κοινοβουλευτικά,
όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρκετά ισχυρός.
100
Β. ΕΙΔΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ
101
Οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζουν
ειδικές διατάξεις, καθώς και τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει ο
Πρωθυπουργός. Στους Αντιπροέδρους της Κυβέρνησης μπορεί να ανατεθούν και
αρμοδιότητες, που ανήκουν σε Υπουργείο άλλο από εκείνο, του οποίου
ενδεχομένως προΐστανται ή να τους ανατεθεί η εποπτεία ορισμένων τομέων της
κυβερνητικής δραστηριότητας.
Οι αρμοδιότητες των Υπουργών Επικρατείας (ή Υπουργοί χωρίς
χαρτοφυλάκιο) καθορίζονται με απόφαση του Πρωθυπουργού, η οποία
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και μπορεί να αφορούν σε: (α)
αρμοδιότητες που ανήκουν στον Πρωθυπουργό ή/και (β) αρμοδιότητες που
ανήκουν σε Υπουργό Προϊστάμενο Υπουργείου. Οι Υπουργοί Επικρατείας
μπορούν να προΐστανται Υπουργείου.
Αναπληρωτής Υπουργός μπορεί να διορίζεται σε οποιοδήποτε Υπουργείο.
Οι αρμοδιότητες του Αναπληρωτή Υπουργού ορίζονται με απόφαση του
Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοια
απόφαση μπορεί να ανατεθεί σε Αναπληρωτή Υπουργό η άσκηση συναφούς προς
τις αρμοδιότητές του, αρμοδιότητας που ανήκει σε άλλο Υπουργείο.
Οι Υφυπουργοί διορίζονται στα Υπουργεία ή στον Πρωθυπουργό και
ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζονται αντιστοίχως με απόφαση του
Πρωθυπουργού (ή και του αρμόδιου Υπουργού). Με τις ανωτέρω αποφάσεις
μπορεί να προβλέπεται ότι: (α) ορισμένες από τις ανατιθέμενες σε Υφυπουργό
αρμοδιότητες ασκούνται παράλληλα και από τον Υπουργό, (β) στον Υφυπουργό
υπάγονται και οι αντίστοιχες υπηρεσίες και προσωπικό και (γ) η νομοθετική
πρωτοβουλία και η αρμοδιότητα για την έκδοση των κανονιστικών πράξεων για
τις οικείες αρμοδιότητες ασκούνται από τον Υφυπουργό.
Κανένα Υπουργείο δεν μπορεί να έχει περισσότερες από τρεις (3) συνολικά
θέσεις Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών. Οι θέσεις των Αναπληρωτών
Υπουργών δεν μπορεί να είναι παραπάνω από μία σε κάθε Υπουργείο.
35
Βλ. κατωτέρω αναλυτικά για την Προεδρία της Κυβέρνησης.
103
Η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να διεξαχθεί με
τηλεδιάσκεψη ως προς ορισμένα ή και ως προς όλα τα μέλη.
Στις συνεδριάσεις παρίσταται το προσωπικό που είναι απαραίτητο για την
τήρηση των πρακτικών και τη μαγνητοφώνηση των συζητήσεων εκτός εάν ο
Πρωθυπουργός κρίνει ότι τα προς συζήτηση θέματα είναι άκρως απόρρητα. Τα
επίσημα πρακτικά είναι και παραμένουν απόρρητα για τριάντα (30) χρόνια.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκαλείται σε τακτική συνεδρίαση από τον
Πρωθυπουργό ή τον αναπληρωτή του μία φορά τον μήνα μετά από γραπτή ή
ηλεκτρονική πρόσκληση, η οποία αποστέλλεται προς τα μέλη της Κυβέρνησης
μαζί με την ημερήσια διάταξη και τον χώρο της συνεδρίασης, το αργότερο δύο
(2) ημέρες πριν τη συνεδρίαση. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει επίσης
εκτάκτως, όταν παρίσταται ανάγκη, ύστερα από σχετική γραπτή ή ηλεκτρονική
ή προφορική πρόσκληση του Πρωθυπουργού. Τα τακτικά Υπουργικά Συμβούλια
των μηνών Απριλίου και Σεπτεμβρίου ορίζονται ως Υπουργικά Συμβούλια
Προγραμματισμού και Αξιολόγησης του Κυβερνητικού Έργου.
Σημαντική για τον έλεγχο της δράσης της Κυβέρνησης και της Διοίκησης
είναι η προβλεπόμενη στον νόμο για την λειτουργία της Κυβέρνησης Εθνική Αρχή
Διαφάνειας (ΕΑΔ), που αποτελεί ανεξάρτητη αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα
με σκοπό: α) την ενίσχυση της διαφάνειας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας
στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κρατικών φορέων,
και δημόσιων οργανισμών και β) την πρόληψη, αποτροπή, εντοπισμό και
αντιμετώπιση των φαινομένων και των πράξεων απάτης και διαφθοράς στη
δράση των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών.
Η ΕΑΔ έχει λειτουργική ανεξαρτησία, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια
και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς
φορείς ή άλλες Διοικητικές Αρχές, ενώ υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό
έλεγχο. Η έδρα της Αρχής είναι στην Αθήνα αλλά προβλέπονται έξι (6)
Περιφερειακές Υπηρεσίες της ΕΑΔ που λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη, στη
Λάρισα, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, στις Σέρρες και στο Ρέθυμνο. Η ΕΑΔ ορίζεται
ως η Ελληνική Υπηρεσία Συντονισμού Καταπολέμησης της Απάτης σύμφωνα με
τον Κανονισμό (αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (ΕΕ L248), σε συνεργασία με το Σώμα
Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
107
ΣΤ. Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ
108
χαρακτηρίζεται απόρρητο ή εμπιστευτικό, οπότε εξαρτάται από την
προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Πρωθυπουργού και
• (θ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι
νόμοι.
Με απόφαση του Πρωθυπουργού μπορεί να ανατίθεται η άσκηση μέρους ή
όλων των υπό στοιχεία (γ), (δ), (ε) και (στ) αρμοδιοτήτων σε Αντιπρόεδρο της
Κυβέρνησης ή σε Υπουργό Επικρατείας. Με όμοια απόφαση, η άσκηση της υπό
στοιχείο (ζ) αρμοδιότητας μπορεί να ανατεθεί στον Γενικό Γραμματέα Νομικών
και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και, σε περίπτωση απουσίας του, σε υπάλληλο
της Προεδρίας της Κυβέρνησης.
109
υπηρεσιών, όπου αυτές αναφύονται, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι
της κυβερνητικής πολιτικής,
• (β) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των αρχών και
εργαλείων της Καλής Νομοθέτησης,
• (γ) σχεδιάζει και υλοποιεί την επικοινωνιακή στρατηγική της
Κυβέρνησης και μεριμνά για την έγκαιρη ενημέρωση της κοινής γνώμης
και
• (δ) υποστηρίζει το Υπουργικό Συμβούλιο, τα συλλογικά κυβερνητικά
όργανα και τις λοιπές διυπουργικές ομάδες κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Η πολιτική ή κοινοβουλευτική ευθύνη μέλους της Κυβέρνησης ή της
Κυβέρνησης συνολικά συνδέεται με παραλείψεις ή λάθη του ελεγχόμενου και
καταλογίζεται (αποδίδεται) από την Βουλή με τα μέσα κοινοβουλευτικού
ελέγχου. Στο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης της Κυβέρνησης
εντάσσονται:
• Το δικαίωμα της Βουλής να ελέγχει διαρκώς τους υπουργούς.
Σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.6 ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται
110
από τη Βουλή σε Ολομέλεια, αλλά και από το Τμήμα διακοπής των
εργασιών της Βουλής και από τις Διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές
που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου.36
• Η υποχρέωση των Υπουργών να λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής. Η
άσκηση του ελέγχου από την Βουλή υποχρεώνει τα μέλη της
Κυβέρνησης σε λογοδοσία, δηλαδή υποχρεώνονται σε διευκρινίσεις επί
αναφορών όποτε τους ζητηθούν (άρθρο 69)∙ επιπλέον η Βουλή και οι
κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να ζητήσουν την παρουσία του
Υπουργού ή του Υφυπουργού που είναι αρμόδιος για τα θέματα που
συζητούν άρθρο 66 παρ. 3).
• Η πρόταση δυσπιστίας.
36
Βλ. ανωτέρω για τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου.
111
αμέσως σε εκλογές, παρά μόνον εμμέσως, αν δηλ. δεν μπορεί να σχηματισθεί
άλλη Κυβέρνηση που θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται εν τέλει από το εκλογικό σώμα μέσω των
βουλευτικών εκλογών.
Υπό το ισχύον Σύνταγμα δεν έχει υπάρξει περίπτωση που να έχει γίνει
δεκτή πρόταση δυσπιστίας, παρότι αρκετές φορές έχει υποβληθεί.
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπέχουν πλήρη αστική ευθύνη
για κάθε ζημιογόνα ενέργειά τους (με πράξη ή παράλειψη) που δεν σχετίζεται με
τα καθήκοντά τους.
37
Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα
112
Μέχρι το 1997, προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Yπουργού ήταν η
προηγούμενη καταδίκη του από το Ειδικό Δικαστήριο. Με νόμο του 1997 και στην
συνέχεια με τον νόμο 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών, η έγερση αγωγής από
τον ζημιωθέντα δεν προϋποθέτει πλέον την καταδίκη του Yπουργού από το
Ειδικό Δικαστήριο.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Η ποινική ευθύνη των υπουργών (impeachment) προηγήθηκε ιστορικά και
από την πολιτική και από την αστική τους ευθύνη κι αναγράφεται σε όλα τα
ελληνικά Συντάγματα. Το ισχύον Σύνταγμα εισάγει την ευθύνη των μελών της
κυβέρνησης και των υφυπουργών και ατομικά και συλλογικά, ορίζοντας ότι τα
μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικά υπεύθυνοι για την
γενική πολιτική της κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή
παραλείψεις της αρμοδιότητας του σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την
ευθύνη των Υπουργών, ενώ συγχρόνως κατά το άρθρο 35 παρ. 1 είναι υπεύθυνοι
και για τις πράξεις του ΠτΔ που προσυπογράφουν.
Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών
ρυθμίζεται από το αναθεωρημένο (το 2019) άρθρο 86 Σ. Η ποινική ευθύνη αφορά
την τέλεση εγκλήματος, σε αντίθεση με την πολιτική ευθύνη που αφορά λάθος ή
παράλειψη.
Το Σύνταγμα προβλέπει αποκλίσεις σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα κατά
την ποινική νομοθεσία. Οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν ως θεσμική
εγγύηση, προκειμένου τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί να μπορούν
να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται από προσχηματικές
διώξεις εναντίον τους. Την αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά
μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους έχει, κατά το Σύνταγμα, η Βουλή.
Η αναθεώρηση των διατάξεων περί την ποινική ευθύνη των μελών της
Κυβέρνησης και των Υφυπουργών αποτέλεσε σημείο συναίνεσης όλων των
πολιτικών κομμάτων στην Αναθεώρηση του 2019, παρά τις διαφορετικές απόψεις
που διατυπώθηκαν ως προς το περιεχόμενο των νέων ρυθμίσεων. Σημείο
απόλυτης σύγκλισης ήταν η τροποποίηση της βραχύτατης αποσβεστικής
προθεσμίας που προβλεπόταν υπό το προηγούμενο Σύνταγμα και οδηγούσε
συχνότατα σε αδυναμία καταλογισμού ποινικής ευθύνης των μελών της
Κυβέρνησης και των υφυπουργών. Είναι ενδεικτικό ότι στην Προτείνουσα Βουλή
• το άρθρο 86 παρ. 3 (προς την κατεύθυνση περιορισμού των προνομιακών
ρυθμίσεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών, ιδίως μέσω της κατάργησης
της αποσβεστικής προθεσμίας και της κατάργησης της δυνατότητας
113
αναστολής της δίωξης της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας) έλαβε
253 «ΝΑΙ» και 17 «ΟΧΙ».
• το άρθρο 86 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης) (προς την κατεύθυνση
διευκρίνισης ότι το πεδίο ισχύος του άρθρου αναφέρεται αποκλειστικά στα
αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση και όχι επ’ ευκαιρία της
άσκησης των υπουργικών καθηκόντων) έλαβε 179 «ΝΑΙ» και 92 «ΟΧΙ».
Στην Αναθεωρητική Βουλή το άρθρο 86 παρ. 3 αναθεωρήθηκε με θετική ψήφο
από 274 βουλευτές (καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών),
που τάχθηκαν υπέρ της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας για άσκηση
δίωξης υπουργών ή υφυπουργών.
Τελικώς η διαφορά μεταξύ του άρθρου 86 πριν και μετά την αναθεώρηση
του 2019 εδράζεται μόνο στο (σημαντικότατο) εδάφιο της παρ.3 που όριζε:
«Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι
το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει
μετά την τέλεση του αδικήματος.» Το χρονικό αυτό όριο δεν υπερέβαινε την
διετία, διάστημα ελάχιστο για την άσκηση δίωξης που μπορούσε να σμικρυνθεί
ακόμη περισσότερο αν η Βουλή, που θα προέκυπτε μετά την τέλεση των
εγκλημάτων, θα διαλυόταν γιατί δεν μπορούσε να αναδείξει Κυβέρνηση.
Το εδάφιο αυτό απαλείφθηκε ενώ στα λοιπά σημεία η παρ. 3 παρέμεινε
ως είχε, όπως και οι παράγραφοι 1, 2, 4, 5. Με την απάλειψη της κομβικής αυτής
πρόβλεψης, καταργήθηκε κάθε χρονικός περιορισμός για την άσκηση δίωξης και
εφαρμόζονται πλέον οι γενικές διατάξεις, που αφορούν την παραγραφή.
Όπως αναφέρθηκε, η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε έναν χρονικό
περιορισμό (αποσβεστική προθεσμία), δηλαδή η άσκηση δίωξης μπορούσε να
ασκηθεί μόνο κατά την βουλευτική περίοδο της τέλεσης του αδικήματος ή έως το
τέλος της δεύτερης συνόδου της επόμενης περιόδου, δηλαδή σε διάστημα
μικρότερο της διετίας. Η ισχύουσα ρύθμιση Κατά τα λοιπά, οι παράγραφοι
114
εξέτασης, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών,
διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.
• Σε ένα δεύτερο στάδιο, το πόρισμα της ανωτέρω Επιτροπής εισάγεται στην
Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης.
Και εδώ η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του
όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί
την απόφασή της ή να αναστέλλει την δίωξη, την προδικασία ή την κύρια
διαδικασία, πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών.
115
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Α. ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
άρθρο 31
α. ελληνική ιθαγένεια, τουλάχιστον πέντε ετών πριν την εκλογή του
β. ελληνική καταγωγή από πατέρα ή μητέρα (εκ γενετής)
γ. τουλάχιστον σαράντα ετών
δ. νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν
Β. ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
α. άρθρο 30 παρ.5
οριστικό κώλυμα: ο αριθμός των θητειών
Απαγορεύεται η παραμονή στο αξίωμα του αρχηγού του κράτους για χρόνο
μεγαλύτερο των δύο θητειών (άρθρο 30 παρ.1 : η θητεία είναι 5ετής).
άρθρο 32 παρ.1 Σ.
116
θεωρητικούς του Συνταγματικού Δικαίου, να εκλέγεται ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα.
Πρόταση για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό
σώμα περιείχε η Αιτιολογική Έκθεση του ΣΥΡΙΖΑ (5.11.2018) στην προτείνουσα
Βουλή: «Προτείνουμε την τροποποίηση της παραγράφου 4 του άρθρου 32,
προκειμένου να αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη
διάλυση της Βουλής. Η διάλυση της Βουλής αποτελεί κορυφαία στιγμή στη
λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο
μιας πολιτικής απόφασης και όχι την παράπλευρη συνέπεια της αποτυχίας άλλων
διαδικασιών. Άλλωστε, η πάγια εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος
(προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 54) καθιστά περιττή κάθε «τεχνητή»
πρόκληση κυβερνητικής αστάθειας. Προτείνουμε λοιπόν, αν μετά από τρεις
ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκεντρωθεί η
απαιτούμενη πλειοψηφία (των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των
βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες και των τριών πέμπτων στην τρίτη), να
μην διαλύεται η Βουλή, αλλά οι ψηφοφορίες να επαναλαμβάνονται ανά μήνα
μέχρις ότου επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση
εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής. Με τον τρόπο αυτόν θα
μπορούν να διενεργηθούν άλλες τέσσερις (4), δηλαδή μέχρι και επτά (7)
συνολικά ψηφοφορίες στη Βουλή. Μετά την παρέλευση του εξαμήνου και εφόσον
σε καμία από τις ψηφοφορίες αυτές δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη
πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται από το λαό, δηλαδή
με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν
εκλογικό δικαίωμα, οι οποίοι θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο
προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία. Εκτελεστικός
νόμος θα καθορίζει ειδικότερα τη διαδικασία της άμεσης εκλογής Προέδρου από
το λαό. Κατά το διάστημα μέχρι την εκλογή νέου Προέδρου εξακολουθεί να ασκεί
τα καθήκοντά του ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει η
παράγραφος 6 του άρθρου 32.»38
Η πρόταση για εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και από το εκλογικό
σώμα απορρίφθηκε στην Αναθεωρητική Βουλή.
38
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚH EΚΘΕΣΗ στην πρόταση του Προέδρου και Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ
για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος
και 119 του Κανονισμού της Βουλής Προς τη Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2018.
117
Ο Πρόεδρος εκλέγεται για πλήρη θητεία (5 ετών) και αναλαμβάνει τα
καθήκοντά του την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου
Προέδρου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις αναλαμβάνει από την επομένη της
εκλογής του [άρθρο 33 παρ.1 Σ.].
2. Ο χρόνος εκλογής
Το άρθρο 32 παρ.1 ορίζει ότι η εκλογή του νέου Προέδρου διεξάγεται έναν
τουλάχιστον μήνα πριν λήξει η θητεία τού εν ενεργεία Προέδρου.
Εάν η Βουλή είναι απούσα (δηλ. δεν βρίσκεται σε τακτική σύνοδο), τότε
συγκαλείται εκτάκτως. Εάν η Βουλή έχει διαλυθεί, τότε η εκλογή Πρόεδρου της
Δημοκρατίας αναβάλλεται για να συγκροτηθεί η νέα Βουλή σε σώμα και η εκλογή
γίνεται μέσα σε είκοσι μέρες από την συγκρότησή της [άρθρο 32 παρ.5].
3. Η διαδικασία εκλογής
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με ονομαστική (συνεπώς φανερή)
ψηφοφορία σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής.
Πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 η ψηφοφορία ήταν μυστική. Η
παραβίαση της μυστικότητας κατά την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 1985
οδήγησε στην τροποποίηση της διαδικασίας, ώστε να αποφεύγεται η απαξίωση
του Συντάγματος. Η αρνητική πλευρά της φανερής ψηφοφορίας είναι το
ενδεχόμενο άσκησης πιέσεων στους βουλευτές από τις κομματικές τους ηγεσίες.
118
Δεν προβλέπεται προθεσμία για την υποβολή προτάσεων υποψηφίων.
Συνεπώς, προτάσεις υποψηφίων μπορούν να υποβάλλουν οι κοινοβουλευτικές
ομάδες μέχρι την έναρξη της ειδικής συνεδρίασης και πριν από κάθε ψηφοφορία,
με εξαίρεση την έκτη και τελευταία ψηφοφορία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, απαγορεύεται τόσο η συζήτηση
πριν την εκλογή του Προέδρου (άρθρο 140 παρ.4 ΚτΒ), όσο και η αιτιολόγηση
της ψήφου (άρθρο 140 παρ.6, προτελ. εδ.).
Αναλόγως της δύναμης των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και του
συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, η εκλογή μπορεί να κλιμακωθεί από μία
έως πέντε φάσεις, ανά 5 ημέρες.
• 1η φάση: εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τα 2/3, δηλ. 200 βουλευτές.
• 2η φάση: εάν δεν υπάρξει εκλογή ακολουθεί δεύτερη ψηφοφορία
πέντε ημέρες μετά την πρώτη, όπου απαιτούνται πάλι τα 2/3, δηλ. 200
βουλευτές.
• 3η φάση: εάν η προηγούμενη ψηφοφορία αποβεί άκαρπη, η
ψηφοφορία επαναλαμβάνεται πέντε μέρες μετά και εκλέγεται ο
υποψήφιος που συγκεντρώνει τα 3/5 των 300, δηλ. 180 βουλευτές.
• 4η φάση: Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη
αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από 5
ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που
συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών (151/300).
• 5η φάση: Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ύστερα από 5 ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την σχετική πλειοψηφία. Σε
περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος
που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην 1η φάση
(πρώτη ψηφοφορία που απαιτούσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του
συνολικού αριθμού των βουλευτών),
39
Βλ. ανωτέρω για τις συνόδους της Βουλής.
119
Αν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη
Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά την
λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος.
Δεν υπάρχει τρόπος δικαστικού ελέγχου της εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας, αφού δεν προβλέπεται αντίστοιχο δικαιοδοτικό όργανο. Η Ελλάδα
δεν διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο που θα είχε ενδεχομένως μία τέτοια
αρμοδιότητα και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ελέγχει την εσωτερική
διαδικασία της Βουλής (interna corporis).
Το Σύνταγμα προβλέπει την «κύρωση» του Προέδρου της Δημοκρατίας που
παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του: δεν μπορεί να λάβει μέρος στην
εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του (ερμηνευτική δήλωση του
άρθρου 32). Μπορεί βεβαίως να εκλεγεί οποτεδήποτε άλλοτε στο μέλλον.
120
Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται εάν δεν υπογράψει ο αρμόδιος, κάθε φορά,
Υπουργός ή Υπουργοί, πλην όσων ρητά ορίζει το Σύνταγμα.
Υπό την οπτική των ανωτέρω ερμηνεύουμε το άρθρο 26 παρ.2 Σ., όπου
ορίζεται πως η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. Η σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας
δεν σημαίνει σύμπραξη στην πολιτική απόφαση, δηλ. στην πολιτική επιλογή που
υποκρύπτει κάθε νομική πράξη (συνήθως διάταγμα), αλλά σύμπραξη στον νόμιμο
τύπο. Στον τυπικό νόμο η σύμπραξη του ΠτΔ αποτυπώνεται στην έκδοση και
δημοσίευση του νόμου.
121
εξαίρεση όταν κρίνει ότι υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας οπότε αναπέμπει
το ψηφισμένο νομοσχέδιο στη Βουλή.
122
εκτέλεσης νόμου.
• Μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα ειδικής νομοθετικής
εξουσιοδότησης (άρθρο 43 παρ.2 εδ.α Σ.] με ισχύ τυπικού νόμου.
• Μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα γενικής νομοθετικής
εξουσιοδότησης [άρθρο 43 παρ.4 Σ.] με ισχύ τυπικού νόμου.
ε. Θέση σε ισχύ του νόμου για κατάσταση πολιορκίας [άρθρο 48] και
έκδοση κανονιστικών πράξεων έκτακτης ανάγκης
Κατάσταση πολιορκίας μπορεί να κηρυχθεί :
• Σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων
• Σε περίπτωση επιστράτευσης λόγω “άμεσης απειλής της εθνικής
ασφάλειας”
• Σε περίπτωση εκδήλωσης ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του
δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η πρωτοβουλία για την κήρυξη σε κατάσταση ανάγκης ανήκει στην Κυβέρνηση,
η δε απόφαση λαμβάνεται από την Βουλή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι
απλώς διεκπεραιωτής της απόφασης της Βουλής, μέσω της δημοσίευσής της στο
ΦΕΚ.
Η λήψη των μέτρων, που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της
κατάστασης ανάγκης, προϋποθέτει πρόταση της Κυβέρνησης και έγκριση από
την Βουλή. Σε περίπτωση απουσίας της Βουλής, ή αν υπάρχει αντικειμενική
αδυναμία σύγκλησή της, τα απαιτούμενα μέτρα λαμβάνονται με προεδρικό
διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στην περίπτωση αυτή (αν απουσιάζει η Βουλή, δηλ. δεν βρίσκεται σε
τακτική σύνοδο), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει διάταγμα με το οποίο
τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας (άρθ. 48 παρ.2 Σ.)
και στην συνέχεια εκδίδει κανονιστικές πράξεις έκτακτης ανάγκης (άρθ. 48
παρ.5). Οι πράξεις αυτές έχουν ιδιαίτερη ισχύ, παραμερίζουν κάθε αντίθετο
προγενέστερο τυπικό νόμο και μπορούν να περιέχουν ρυθμίσεις αντίθετες προς
τις διατάξεις του Συντάγματος που έχουν πλέον ανασταλεί.
123
στ. Προκήρυξη νομοθετικού δημοψηφίσματος για ψηφισμένα
νομοσχέδια που αφορούν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα [άρθ. 44 παρ.2
εδ.β]
125
ii) Η ανάθεση διερευνητικών εντολών
iii) Η διάλυση της Βουλής κατά τα άρθρα 37 παρ.4, 41 παρ.1, 53 παρ.1.
Ειδικότερα, όταν η Κυβέρνηση απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της
(λόγω παραίτησης ή καταψήφισης), εάν ο Πρωθυπουργός δεν
προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που ασκεί “δέσμια” αρμοδιότητα, δηλ. δεν
έχει διακριτική ευχέρεια να πράξει αλλιώς. Το ίδιο συμβαίνει όταν
διαλύεται η Βουλή και ο Πρωθυπουργός αρνείται να προσυπογράψει το
διάταγμα διάλυσης καθώς και όταν λήγει η τετραετής θητεία της Βουλής
και το Υπουργικό Συμβούλιο αρνείται να προσυπογράψει το προεδρικό
διάταγμα που πιστοποιεί την λήξη της βουλευτικής περιόδου.
iv) Η αναπομπή νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφισθεί από την
Βουλή
v) Ο διορισμός του προσωπικού των υπηρεσιών της προεδρίας της
δημοκρατίας.
126
3. Η αναπλήρωση του ΠτΔ
Την αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για όλες τις περιπτώσεις
που δεν ασκεί τα καθήκοντά του (θάνατος, αποδημία άνω 10 ημερών,
παραίτηση, έκπτωση) ρυθμίζει το άρθρο 34.
Η αναπλήρωση γίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής. Εάν δεν υπάρχει
Βουλή, δηλ. εάν έχει διαλυθεί, τότε αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο της
τελευταίας Βουλής. Εάν αυτός δεν υπάρχει ή αρνείται, τότε αναπληρώνεται
συλλογικά από την κυβέρνηση. Ερμηνευτικά συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της
Βουλής, αντίθετα από τον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, δεν δικαιούται να
αρνηθεί την αναπλήρωση.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να προβεί σε
διάλυση της Βουλής. Επίσης, ο αναπληρωτής Πρόεδρος δεν μπορεί να
προκηρύξει δημοψήφισμα.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος μπορεί να διορίσει Πρωθυπουργό, σύμφωνα με
το άρθρο 38 παρ.2 και την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 38.
40
Βλ. εκτελεστικό νόμο 265/1976.
127
Για τις πράξεις που δεν σχετίζονται με το λειτούργημά του, ο Πρόεδρος
έχει πλήρη ευθύνη. Η δίωξη όμως αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα
κατέχει το αξίωμα.
Τη διαδικασία της παραπομπής, της εκδίκασης και της καταδίκης ή της
απαλλαγής του Προέδρου ορίζουν τα άρθρα 49 και 86 του Συντάγματος.
1. Μιχαήλ Μεταβατικός
18.12.1974
Στασινόπουλος Πρόεδρος 1η ψηφοφορία 206 υπέρ
Πρόταση ΝΔ
2. Κωνσταντίνος
Τσάτσος 19.6.1975 Πρόταση ΝΔ 1η ψηφοφορία 210 υπέρ
128
3. Κωνσταντίνος 5.5.1980 1η ψηφοφορία 179 υπέρ
Πρόταση Ν.Δ.
Καραμανλής (10.3.1985 2η ψηφοφορία 181 υπέρ
* 1η θητεία
παραιτείται) 3η ψηφοφορία 183 υπέρ
Ιωάννης Ορίστηκε αναπληρωτής
Αλευράς ΠτΔ (ως Πρόεδρος της
10.3.1985 Προσωρινός
Βουλής) μετά την
Πρόεδρος
παραίτηση του Κ.
Καραμανλή
4. Χρήστος 1η ψηφοφορία 178 υπέρ
29.3.1985 Πρόταση
Σαρτζετάκης 2η ψηφοφορία 181 υπέρ
ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ
3η ψηφοφορία 180 υπέρ
5. Κωνσταντίνος Μετά τη διάλυση της
Πρόταση Ν.Δ.
Καραμανλής 4.5.1990 Βουλής λόγω μη εκλογής
* 2η θητεία
ΠτΔ, εκλέγεται στην 2η
ψηφοφορία με 153 υπέρ
6. Κωστής Πρόταση ΠολΑν
10.3.1995
Στεφανόπουλος και ΠΑΣΟΚ 3η ψηφοφορία 181 υπέρ
* 1η θητεία
7. Κωστής Πρόταση ΝΔ και
12.3.2000
Στεφανόπουλος ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 269 υπέρ
* 2η θητεία
8. Κάρολος Πρόταση ΝΔ,
12.3.2005
Παπούλιας ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 279 υπέρ
* 1η θητεία
9. Κάρολος Πρόταση ΝΔ,
13.3.2010
Παπούλιας ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 266 υπέρ
* 2η θητεία
10. Προκόπης Μετά τη διάλυση της
Παυλόπουλος 13.3.2015 Πρόταση Βουλής λόγω μη εκλογής
ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ΠτΔ , εκλέγεται στην 1η
ψηφοφορία με 233 υπέρ
11. Κατερίνα
Σακελλαροπούλου 22.1.2020 Πρόταση ΝΔ 1η ψηφοφορία 261 υπέρ
Από το 1974 έως σήμερα έχουν εκλεγεί σε 11 εκλογές ΠτΔ οκτώ πρόσωπα.
129
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2019
«Έχοντας υπόψη:
Τη Β’ παράγραφο του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.
παραγγέλλουμε:
να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ολόκληρο το κείμενο του
Συντάγματος, όπως μεταφέρθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Β’ Ψήφισμα της 6ης
Μαρτίου 1986 της ΣΤ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και όπως
αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων, το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων και το Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ
187/Α’/28.11.2019, το οποίο έχει ως εξής:»
Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑ ΒΟΥΛΗ
Στις 2 Νοεμβρίου 2018 κατατέθηκε η πρόταση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την
συνταγματική αναθεώρηση.41
«Αιτιολογική έκθεση
41
Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/el/syntagmatikianatheorisi
130
Γενικά
Η συνταγματική αναθεώρηση συνιστά κεντρική στιγμή στη λειτουργία του
πολιτεύματος, ειδικά προκειμένου για αυστηρά Συντάγματα, όπως το ελληνικό.
Αποσκοπεί όχι μόνο να διορθώσει ατέλειες, αστοχίες και δυσλειτουργίες ως προς
την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά κυρίως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα
ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πραγματικό σύνταγμα, η
εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου στην πολιτική πράξη.
Η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και η μετάβαση σε μια
νέα ιστορική φάση, μας υποχρεώνει να αφοσιωθούμε στις μεγάλες θεσμικές τομές
και μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την
εμβάθυνση της δημοκρατίας, την προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, την
προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, τον απαραίτητο θεσμικό
εκσυγχρονισμό.
Μια προσπάθεια που εκκινήσαμε ήδη από το 2015, ενισχύοντας την
κοινοβουλευτική διαδικασία και προχωρώντας σε σειρά θεσμικών παρεμβάσεων,
παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη
της αυστηρής επιτροπείας.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές και
αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και
κατοχυρώνοντας, όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική ισότητα της
ψήφου.
Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νομοθετημάτων για τη διεύρυνση των
ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων,
κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών
ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις
συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Όλα αυτά ήταν βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και
απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά και λαϊκά αιτήματα. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος όμως δεν συγκεφαλαιώνει απλώς, αλλά προωθεί περαιτέρω, ώριμες
και αναγκαίες προοδευτικές τομές, τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο όμως και για την εμβάθυνση της
δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Βασικός στόχος της αναθεώρησης, είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες
προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό
σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η
ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του
νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες.
Από τη μια μεριά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες
παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας οργάνωσης -μη οργάνωσης- που δεν
ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Αλλά αντίθετα, αποτελούσε πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και
διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση:
• για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό
προσωπικό,
• τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη
βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού
• για την ανοχή, σε τελική ανάλυση, της γενικευμένης φοροδιαφυγής που
λειτούργησε και ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
131
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα.
Έφερε στο προσκήνιο με ένταση, λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της ίδιας
της δημοκρατίας. Και τέλος, μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι
η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και
ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Tα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, έπληξαν τον πυρήνα της
οικονομικής κυριαρχίας της χώρας μας. Απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης
και πολιτικούς φορείς. Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όχι μόνο στο
πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία. Και όλα αυτά συνέβησαν σε
συνθήκες μετασχηματισμών του κράτους, των θεσμών και των δομών του.
Μετασχηματισμών που έχουν ήδη οδηγήσει σε ενίσχυση μηχανισμών, των οποίων
η εξουσία δεν πηγάζει από τη λαϊκή βούληση αλλά από μια δήθεν αντικειμενική
τεχνική γνώση που υποτίθεται πως κατέχουν. Μια γνώση που είναι στην
πραγματικότητα η άλλη όψη μιας εξουσίας.
Πρόκειται εδώ, για την κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που
υψώνει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του από τη μια και
των πολλαπλών πλέον κέντρων λήψης των αποφάσεων από την άλλη. Και πρέπει
να κατανοήσουμε τόσο την ιδεολογία αυτή, όσο και τους μετασχηματισμούς που
προκαλεί. Με κυριότερο από αυτούς, τη διαρκή αφαίρεση πεδίων από την ύλη
της δημοκρατικής πολιτικής σύγκρουσης. Έτσι, κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί
φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί, ανεξάρτητες αρχές, αποκτούν συχνά όχι μόνο
την δυνατότητα να ασκούν πειθαρχικές λειτουργίες αλλά και να επιβάλουν
πολιτικές που παρουσιάζονται μάλιστα ως μονόδρομος, ως αναγκαιότητες.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη, είμαστε υποχρεωμένοι να
προωθήσουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του
Κοινοβουλίου, όσο όμως και του ελέγχου που αυτό ασκεί, τόσο στις εκάστοτε
κυβερνήσεις, όσο όμως, και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εν τέλει
εξουσία. Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες, η εξουσία των οποίων
πηγάζει απευθείας και άρα ελέγχεται απευθείας, από το λαό. Αλλά και μέτρα που
θα ενισχύουν τη λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην
πολιτική ζωή αλλά και τη λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό προτείνουμε:
Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και την
ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.
ΑΞΟΝΑΣ 1
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ - ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
1. Ενίσχυση της πολιτικής νομιμοποίησης των βουλευτών.
Περιορισμός θητείας βουλευτών - Ασυλία.
2. Λειτουργία της Κυβέρνησης - Κατάργηση ποινικών προνομίων υπουργών.
Εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας
Ποινική ευθύνη Υπουργών.
3. Εκλογικό Σύστημα.
Καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος.Ρύθμιση ψήφου ομογενών.
4. Ανεξάρτητες αρχές.
ΑΞΟΝΑΣ 2
ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Αναγνώριση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
2. Πολιτικός όρκος.
ΑΞΟΝΑΣ 3
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΘΕΣΜΩΝ ΑΜΕΣΗΣ
ΛΑΪΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
1. Κύρωση διεθνών συνθηκών μεταβίβασης κυριαρχίας με δημοψήφισμα.
2. Δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία.
ΑΞΟΝΑΣ 4
ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ
«ΚΟΙΝΩΝ»
1. Θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην εργασία, την υγεία, την πρόνοια
και την κοινωνική ασφάλιση.
2. Προστασία εργαζομένων από διακρίσεις λόγω ηλικίας.
3. Κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Ειδικό μέρος
1. Άρθρο 3
Προτείνουμε την αναδιατύπωση και τον εκσυγχρονισμό του άρθρου 3,
προκειμένου να κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, με
διατήρηση πάντως, για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους, της
αναγνώρισης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας.
Με την πρότασή μας το άρθρο 3 συμπτύσσεται σε μία παράγραφο. Προτάσσεται η
διακήρυξη ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη και ακολουθεί η
αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Για την οποία
διευκρινίζεται περιγραφικά, για ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη
135
με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες
εκκλησίες, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και την
εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον
Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη
του 1928. Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της
Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές,
όπως και η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την
καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας, και καταργείται η σημερινή
παράγραφος 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής.
Το άρθρο συμπληρώνεται από ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται
ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής
θρησκείας και, κυρίως, δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων
θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής
ελευθερίας.
5. Άρθρο 28 παρ. 2
Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίου στην παρ. 2 του άρθρου 28, προκειμένου να
οριστεί ότι διεθνής συνθήκη ή συμφωνία που προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών
αρμοδιοτήτων του κράτους κυρώνεται υποχρεωτικά με δημοψήφισμα.
138
α) η τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 30, σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος
εκλέγεται από τη Βουλή, προκειμένου να οριστεί εναλλακτικά ότι μπορεί να
εκλέγεται και από το εκλογικό σώμα,
β) η τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 32, η οποία προβλέπει ότι, αν η Βουλή
είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
κατά τους ορισμούς της παραγράφου 4, προκειμένου να προστεθεί η παραπομπή
και στην παρ. 3.
γ) η τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 34, σύμφωνα με
το οποίο κατά την περίοδο της αναπλήρωσης του Προέδρου δεν εφαρμόζονται οι
διατάξεις για τη διάλυση της Βουλής «με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 32
παράγραφος 4», προκειμένου να διαγραφεί αυτή η τελευταία φράση ως άνευ
αντικειμένου, διότι η διάταξη αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.
δ) η τροποποίηση της περίπτ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 35, που ορίζει ότι δεν
απαιτείται προσυπογραφή για τη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να διαγραφεί
η φράση «κατά το άρθρο 32 παράγραφος 4 και» ως άνευ αντικειμένου, διότι η
διάταξη αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.
ε) η κατάργηση της παρ. 5 του άρθρου 41, σύμφωνα με την οποία η Βουλή
διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παρ. 4, διότι η διάταξη
αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.
7. Άρθρο 37 παρ. 2
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 37, προκειμένου να οριστεί
ότι ο πρωθυπουργός απαιτείται να έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Για να πάψει η
πρακτική να διορίζονται και να διεκδικούν την εμπιστοσύνη της Βουλής
εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί. Από την υποχρέωση αυτή θα εξαιρούνται οι
πρωθυπουργοί εκλογικών κυβερνήσεων, οικουμενικών ή υπηρεσιακών, που
σχηματίζονται με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών μετά την αποτυχία
σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
9. Άρθρο 44 παρ. 2
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 44, προκειμένου να
καθιερωθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία. Θα μπορεί να
προκηρύσσεται για κρίσιμα εθνικά θέματα μετά από αίτηση πεντακοσίων χιλιάδων
139
πολιτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που
ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, μετά από
αίτηση ενός εκατομμυρίου πολιτών. Η διαδικασία και οι όροι ενεργοποίησης του
θεσμού θα καθορίζονται με εκτελεστικό νόμο. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για το
αν η αίτηση δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα
ή νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, θα αποφαίνεται η Βουλή με
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Το θεσμό του
δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, και μάλιστα τόσο του νομοθετικού
δημοψηφίσματος όσο και εκείνου για κρίσιμα εθνικά θέματα, τον είχε περιλάβει
στην πρότασή της το 2014 και η Νέα Δημοκρατία. Αντίστοιχη πρόταση, μόνο για
το νομοθετικό δημοψήφισμα, είχε υποβάλει το ΠΑΣΟΚ το 2006, όπου προσδιόριζε
τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών στο 5% του εκλογικού σώματος.
Τόσο τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία όσο και οι άλλοι δύο θεσμοί
διεύρυνσης της λαϊκής συμμετοχής που προτείνουμε, δηλαδή η κύρωση διεθνών
συμβάσεων με δημοψήφισμα (προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 28 παρ. 2)
και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 73
παρ. 1), ενισχύουν τα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, χωρίς όμως να θίγουν τον
αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Αντιθέτως, εντάσσονται ομαλά
στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και το συμπληρώνουν δημιουργικά.
140
11. Άρθρο 56, προσθήκη παρ. 5
Προτείνουμε την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 5 στο άρθρο 56, προκειμένου
να καθιερωθεί προσωρινό κώλυμα εκλογιμότητας, για τις αμέσως επόμενες
βουλευτικές εκλογές, όσων έχουν διατελέσει βουλευτές σε τρεις διαδοχικές
βουλευτικές περιόδους. Στις οποίες πάντως δεν θα συνυπολογίζονται βουλευτικές
περίοδοι με διάρκεια μικρότερη των 2/3 της πλήρους διάρκειας της βουλευτικής
περιόδου, δηλαδή μικρότερη των τριάντα δύο μηνών. Από το κώλυμα εξαιρούνται
οι πρόεδροι κοινοβουλευτικών ομάδων και όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί.
Πρόκειται για έναν ήπιο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, αφού
επιτρέπει τη συμμετοχή στις αμέσως επόμενες εκλογές μετά απ’ αυτές για τις
οποίες συντρέχει το κώλυμα, ο οποίος δικαιολογείται ως μέτρο που αποτρέπει
την επαγγελματοποίηση της πολιτικής και συμβάλλει στην ανανέωση της εθνικής
αντιπροσωπείας.
12. Άρθρο 62
Προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 62, προκειμένου να περιοριστεί στο
απολύτως αναγκαίο μέτρο ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας, και συγκεκριμένα
το λεγόμενο ακαταδίωκτο, δηλαδή η απαίτηση προηγούμενης άδειας της Βουλής
για την άσκηση δίωξης, τη σύλληψη, φυλάκιση ή με άλλο τρόπο περιορισμό του
βουλευτή.
Με την πρότασή μας η προηγούμενη άδεια της Βουλής περιορίζεται μόνο στα
αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή,
ενώ καταργείται για όλα τα υπόλοιπα αδικήματα, για τα οποία θα ισχύει για τους
βουλευτές ό,τι ακριβώς και για όλους τους πολίτες. Επίσης καταργείται η διάταξη
σύμφωνα με την οποία η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν
αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες.
142
Πρόταση
Για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω, προτείνουμε την αναθεώρηση των
ακόλουθων διατάξεων του Συντάγματος:
1. του άρθρου 3, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της θρησκευτικής
ουδετερότητας του κράτους,
2. των άρθρων 13 παράγραφος 5, 33 παράγραφος 2 και 59 παράγραφοι 1 και
2, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης του πολιτικού όρκου,
3. του άρθρου 21 παράγραφοι 1 και 3 και προσθήκη παραγράφου 7, προς την
κατεύθυνση κατοχύρωσης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, αναγνώρισης
δικαιώματος στην υγεία και κατοχύρωσης βασικών κοινωνικών αγαθών,
4. του άρθρου 22 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, προς την κατεύθυνση ενίσχυσης
του δικαιώματος στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση και
κατοχύρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του δικαιώματος
μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία,
5. του άρθρου 28 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση της υποχρέωσης
κύρωσης με δημοψήφισμα διεθνών συνθηκών που προβλέπουν
μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους,
6. των άρθρων 30 παράγραφος 1, 32 παράγραφοι 4 και 5, 34 παράγραφος 1
εδάφιο β΄, 35 παράγραφος 2 περίπτωση γ΄ και 41 παράγραφος 5, προς
την κατεύθυνση αποσύνδεσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από
τη διάλυση της Βουλής,
7. του άρθρου 37 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης της
υποχρεωτικής βουλευτικής ιδιότητας για τον πρωθυπουργό,
8. των άρθρων 38 παράγραφος 1 και 84 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση
καθιέρωσης της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας,
9. του άρθρου 44 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης
δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία,
10. του άρθρου 54 παράγραφος 1 και προσθήκη παραγράφου 4 και
ερμηνευτικής δήλωσης, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης αναλογικού
εκλογικού συστήματος και της δυνατότητας ορισμού έως πέντε βουλευτών
απόδημου Ελληνισμού,
11. του άρθρου 56 με προσθήκη παραγράφου 5, προς την κατεύθυνση
καθιέρωσης προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας μετά από τρεις
βουλευτικές περιόδους,
12. του άρθρου 62, προς την κατεύθυνση περιορισμού της βουλευτικής
ασυλίας,
13. του άρθρου 73, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης της λαϊκής νομοθετικής
πρωτοβουλίας,
14. του άρθρου 86 παράγραφος 3 και προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, προς
την κατεύθυνση περιορισμού των προνομιακών ρυθμίσεων περί ποινικής
ευθύνης υπουργών,
15. του άρθρου 101Α, προς την κατεύθυνση του περιορισμού της δυνατότητας
ίδρυσης ανεξάρτητων αρχών, της διευκόλυνσης του τρόπου επιλογής των
μελών της και της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού ελέγχου τους,
16. του άρθρου 102 παράγραφος 3, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης
αναλογικού εκλογικού σύστημα στις εκλογές για τους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκηση και θέσπισης τοπικών λαϊκών συνελεύσεων,
δημοψηφισμάτων και λαϊκών πρωτοβουλιών.»
143
Στην αρχική αυτή πρόταση προστέθηκαν διατάξεις κατά την διάρκεια των
συζητήσεων στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι προτάσεις αυτές
είναι οι εξής:
• Προσθήκη στην παρ. 4 του άρθρου 101 και ερμηνευτικής δήλωσης σχετικά
με την ανάγκη ειδικών προβλέψεων για τις νησιωτικές και ορεινές
• Αναθεώρηση του άρθρου 5 παρ.2 με αναφορά στην μη διάκριση φύλου,
ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.
• Προσθήκη στο άρθρο 24 διάταξης για την προστασία των ζώων.
• Αναθεώρηση του άρθρου 25 παρ.3 για την αναγνώριση της δικαιοσύνης
και της επιείκειας, ως αρχών που διέπουν ειδικώς την άσκηση και την
προστασία των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων (αντί της
μνείας της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος).
• Αναθεώρηση του άρθρου 101 παρ. 1 για τον καθορισμό με νόμο του
συστήματος περιφερειακής οργάνωσης της Κεντρικής Διοίκησης και παρ.
3 προς την κατεύθυνση καθιέρωσης τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ ΟΤΑ με
βάση τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας.
• Αναθεώρηση του άρθρου 108 για τον απόδημο ελληνισμό με τεχνικές
αλλαγές ώστε το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού να ενεργοποιηθεί και
με άλλο όνομα.
Στις 2 Νοεμβρίου 2018 κατατέθηκε η πρόταση της Κ.Ο. της Νέας Δημοκρατίας για
την συνταγματική αναθεώρηση.42
«Αιτιολογική έκθεση
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ:
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Η µεταπολίτευση εισέφερε στην Ελλάδα µια µακρά περίοδο συνταγµατικής
οµαλότητας µε ενίσχυση του κράτους δικαίου και εδραίωση πολιτικών, ατοµικών
και κοινωνικών δικαιωµάτων. Το µείζον αυτό θεσµικό κεκτηµένο έθεσε τις βάσεις
της σταθερής δηµοκρατικής πορείας της χώρας, µε σεβασµό στη λαϊκή
πλειοψηφία αλλά και διασφάλιση των εγγυήσεων κάθε ατόµου και κάθε οµάδας.
Εντούτοις, η οµαλότητα αυτή συνέβαλλε εν µέρει σε µια θεσµική αδράνεια η οποία
συντήρησε και δοµές οι οποίες αποτελούν σοβαρή ανάσχεση σε µια ου- σιαστική
εξέλιξη του κράτους, όπως είναι οι παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις, η στατική
και γραφειοκρατική διοίκηση, η κρατικιστική αντίληψη περί ανάπτυξης και η
ευµετάβολη νοµοθεσία. Οι ιστορικές αναταράξεις που µεσολάβησαν από τη θέση
σε ισχύ του Συντάγµατος του 1975 δηµιούργησαν νέα δεδοµένα σε εθνικό και
42
Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/el/syntagmatikianatheorisi
144
υπερεθνικό επίπεδο έναντι των οποίων η ανταπόκριση των θεσµών δεν ήταν
πάντοτε επιτυχής. Η ένταξη της χώρας µας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η
διεύρυνση και εµβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι θρησκευτικές και πο-
λιτισµικές εντάσεις, η αλληλεπίδραση του οικονοµικού φαινοµένου σε παγκόσµια
κλίµακα, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, ιδίως σε επίπεδο µεταφοράς
µεγάλων δεδοµένων και µετάδοσης πληροφοριών κάθε είδους, η µετακίνηση
πληθυσµών και η έκρηξη της σοβούσας οικονοµικής κρίσης, η οποία έπληξε µε
ιδιαίτερη ένταση και διάρκεια τη χώρα µας, µεγιστοποίησαν τα θεσµικά προ-
βλήµατα και ανέδειξαν στοιχεία ανελαστικότητας του καταστατικού µας χάρτη να
αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά τις δυσµενείς προκλήσεις.
Τα αναθεωρητικά εγχειρήµατα της µεταπολίτευσης βρίσκονται αντιµέτωπα
µε νέες σοβαρές προκλήσεις που επιβάλλουν αλλαγές. Η αναθεώρηση του 1986
επιβλήθηκε µονοµερώς από την κρατούσα πολιτική δύναµη µε παραγωγικά αίτια
συγκυριακής πολιτικής φύσεως και κεντρικό πυρήνα διατάξεων που αφορούσε
την αποµείωση των προεδρικών αρµοδιοτήτων, που όµως αποδείχθηκε ότι
δηµιούργησε κυβερνητικό πόλο συγκεντρωµένης πολιτικής εξουσίας χωρίς
ουσιαστικά αντίβαρα. Η αναθεώρηση του 2001, µέσα σε ένα πνεύµα εξαιρετικά
συναινετικό, είχε χαρακτήρα διάχυτο καταλαµβάνοντας την πλειονότητα των
άρθρων του Συντάγµατος, χωρίς όµως να αγγίζει τα δοµικά ζητήµατα θεσµών και
ως εκ τούτου δεν άφησε κάποιο ουσιαστικό και θεσµικά µακρόπνοο αποτύπωµα.
Η αναθεώρηση του 2008 λόγω της έλλειψης διαβουλευτικού πνεύµατος στα
βασικά αναθεωρητικά κεφάλαια κατέστη άνευρη. Έτσι, οι αναθεωρήσεις είτε
υποτάχθηκαν σε ένα κλίµα αµήχανης πολιτικής αντιπαράθεσης είτε περιορίστηκαν
σε ήσσονα ζητήµατα, χωρίς για το λόγο αυτόν να παράγουν ιδιαιτέρως ωφέλιµα
αποτελέσµατα.
Σήµερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται µια βαθιά συνταγµατική
αναδιάταξη, που δεν θα έχει χαρακτήρα συντήρησης των υφιστάµενων δοµών
αλλά ριζικό και καινοτόµο. Η χώρα χρειάζεται µια γενναία αναθεώρηση, υπέρ των
επόµενων γενεών, δηµιουργώντας ένα σύγχρονο µοντέλο αποτελεσµατικής
δηµοκρατίας και απελευθερώνοντας τις δηµιουργικές δυνάµεις της χώρας. Για το
λόγο αυτό η Νέα Δηµοκρατία εµµένει στην πρότασή της να τεθούν προς
αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή όλα τα άρθρα που θα προταθούν από κάθε
δηµοκρατική πλευρά του Κοινοβουλίου, ώστε να υπάρξουν οι πολιτικές συνθήκες
µιας ριζικής αναθεώρησης στην επόµενη Βουλή. Με τον τρόπο αυτόν, θα
µπορούσε να υπάρξει ένας ευρύς και ουσιαστικός κοινοβουλευτικός διάλογος, ο
οποίος θα οδηγούσε σε µια γενναία, διαβουλευτική και προοπτική αναθεώρηση.
Μια τέτοια αναθεώρηση προϋποθέτει µια έλλογη προσέγγιση, ώστε να προηγείται
η διαπίστωση των παθογενειών που η πολιτική πρακτική ανέδειξε σε σχέση µε
την εφαρµογή των συνταγµατικών διατάξεων. Έτσι, µπορεί να προσδιοριστούν οι
προς αναθεώρηση διατάξεις και στη συνέχεια να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για
τις προτεινόµενες λύσεις, οι οποίες θα τεθούν εν τέλει και στην κρίση του
εκλογικού σώµατος στις εκλογές που θα υπάρξουν µεταξύ της προτείνουσας και
της αποφασίζουσας Βουλής. Στη διαδικασία αυτή η Νέα Δηµοκρατία, πιστή στις
φιλελεύθερες και δηµοκρατικές αξίες της, εισηγείται προτάσεις που στηρίζονται
στις πέντε βασικές αρχές του προγραµµατικού της λόγου: την ανάπτυξη, την
αξιοκρατία, την αλληλεγγύη, την αριστεία και την αξιοπιστία.
Η ανάπτυξη απαντά στην παθολογία της άµετρης κρατικής παρέµβασης,
της έλλειψης σταθερότητας, της βαριάς γραφειοκρατίας, της έλλειψης θεσµικών
αντίβαρων, του προϊόντος πλειοψηφικού κοινοβουλευτισµού, της απαξίωσης του
νοµοθετικού έργου της Βουλής, της στατικής, αδρανούς και ελεγχόµενης
145
διοίκησης και της παρεµπόδισης του επιχειρηµατικού και αναπτυξιακού δυναµι-
κού της χώρας. Η αξιοκρατία απαντά στην παθολογία των πελατειακών δοµών
του κράτους και στην κυριαρχία των ιδιωτικών συµφερόντων έναντι του
θεµελιώδους δηµοσίου συµφέροντος της κοινωνικής ευηµερίας και συνοχής. Η
αλληλεγγύη απαντά στην παθολογία του ατοµικισµού και την έλλειψη πνεύµατος
κοινοτισµού, συνθήκες οι οποίες ευνοούν τη διάρρηξη της κοινωνικής συνο- χής,
ιδίως σε ένα περιβάλλον διάχυτης κρίσης. Η αριστεία απαντά στην παθολογία της
αδράνειας και του ισοπεδωτισµού που ευνοεί τη συντήρηση πολιτικών,
κοινωνικών και οικονοµικών δοµών και καλλιεργεί πνεύµα ήσσονος
προσπάθειας, εµποδίζοντας έτσι την ανάδειξη σε πλήρη έκταση του ανθρώπινου
δυναµικού της χώρας, το οποίο αποτελεί το πλέον πολύτιµο κεφάλαιό της. Η
αξιοπιστία απαντά στην παθολογία της ανάµιξης των λειτουργιών του κράτους,
της υπερσυγκέντρωσης των εξουσιών, της στεγανής προστασίας του πολιτικού
προσωπικού, της έλλειψης δηµοσιονοµικών αναχωµάτων και της περιορισµένης
λογοδοσίας.
Η παρούσα αναθεωρητική πρόταση στηρίζεται σε τρεις άξονες: α) την
πολιτική κανονικότητα και την ισορροπία των θεσµών, β) την οικονοµική
σταθερότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και γ) την κοινωνική
αλληλεγγύη και την ισότητα ευκαιριών όλων των πολιτών.
Ο άξονας της πολιτικής κανονικότητας και της ισορροπίας των θεσµών
αποσκοπεί να εξασφαλιστεί η συνέχεια του κράτους και να διαµορφωθούν οι
συνθήκες µιας αποτελεσµατικής δηµοκρατίας χωρίς ανάµιξη των λειτουργιών του
κράτους, χωρίς υπερσυγκέντρωση εξουσιών, χωρίς στεγανή προστασία του
πολιτικού προσωπικού, αλλά µε όργανα που θα έχουν σαφείς αρµοδιότητες και
θα αλληλοελέγχονται, µε δηµοσιονοµικά αναχώµατα, µε εκτεταµένη λογοδοσία
και µε αναθεωρητική διαδικασία που θα ανταποκρίνεται ευχερέστερα στις
ανάγκες των καιρών. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η καθιέρωση σταθερού
εκλογικού κύκλου µε δραστικό περιορισµό των λόγων πρόωρης διάλυσης της
βουλής για την άντληση ευκαιριακών πολιτικών ωφεληµάτων, ώστε η οικονοµία
και η κοινωνία να πάψει να λειτουργεί σε ένα καθεστώς διαρκούς πολιτικής
εκκρεµότητας και αθέµιτων εξαρτήσεων. Και αυτό σε συνδυασµό µε
συνταγµατικές δράσεις για τον εξορθολογισµό της λειτουργίας των κρατικών
οργάνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης. Στο επίπεδο της νοµοθεσίας,
προτείνονται διαρθρωτικά µέτρα για την καταπολέµηση της πολυνοµίας και της
κακονοµίας, µε θέσπιση κανόνων καλής νοµοθέτησης και δηµιουργίας συνθηκών
για την κωδικοποίηση όλης της υφιστάµενης νοµοθεσίας, ώστε οι πολίτες και οι
επιχειρήσεις να γνωρίζουν µε τρόπο απλό και σαφή τα δικαιώµατα και τις
υποχρεώσεις τους. Στο επίπεδο της κυβέρνησης, προβλέπεται ένας επιτελικός,
συλλογικός, υπεύθυνος και διαφανής τρόπος λειτουργίας της για την παραγωγή
ωφέλιµων για τη χώρα δηµόσιων πολιτικών, ενώ ταυτόχρονα εξορθολογίζονται
υφιστάµενα πολιτικά προνόµια. Στο επίπεδο της διοίκησης, προτείνεται ένα
πλαίσιο για την περιστολή της βαριάς γραφειοκρατίας και της στατικής, αδρανούς
και ελεγχόµενης διοίκησης µέσω κανόνων διαφάνειας, αξιολόγησης και
αξιοκρατίας. Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που φέρνει τον πολίτη
κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, προτείνεται η αναβάθµιση του
θεσµικού της ρόλου µε την καθιέρωση δικών της αυτοτελών πόρων της και µε
την ενισχυµένη λογοδοσία των οργάνων της. Στο επίπεδο της δικαιοσύνης,
τίθεται ως προτεραιότητα η επιτάχυνση στην απονοµή της και η λειτουργική και
οργανική απεξάρτηση των δικαστών από κυβερνητικές παρεµβάσεις, µε
κατάργηση όλων των ειδικών δικαστηρίων και µονιµοποίηση του Ανώτατου
146
Ειδικού Δικαστηρίου και µε αναβάθµιση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως βασικού
ελεγκτικού µηχανισµού του κράτους.
Ο άξονας της οικονοµικής σταθερότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής
αποσκοπεί να απαντήσει στην έλλειψη σταθερού οικονοµικού περιβάλλοντος για
τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, στη στάσιµη εκπαίδευση και στην περιφρόνηση
του αναπτυξιακού δυναµικού της χώρας. Στο περιβάλλον αυτό προτείνεται η
δυνατότητα επιβολής φόρων και άλλων βαρών µόνο για το µέλλον, η καθιέρωση
ουσιαστικών κινήτρων για τις παραγωγικές επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα,
η καθιέρωση µηχανισµών ελέγχου κατά του δηµοσιονοµικού εκτροχιασµού µε την
εισαγωγή δηµοσιονοµικών κανόνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης, η
δηµιουργία σύγχρονων ελεγκτικών µηχανισµών για την ουσιαστική λογοδοσία
όσων διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα, η διασφάλιση της βιώσιµης ανάπτυξης µέσω
ορθολογικού χωροταξικού και πολεοδοµικού σχεδιασµού, η αναβάθµιση, η
εξωστρέφεια και πλήρης αυτονοµία στα δηµόσια πανεπιστήµια µε ταυτόχρονη
καθιέρωση ιδιωτικών πανεπιστηµίων υπό καθεστώς αυστηρής δηµόσιας
εποπτείας από ανεξάρτητη αρχή υψηλού κύρους, ώστε επιτέλους να σταµατήσει
η διαρροή ανθρώπινου δυναµικού στο εξωτερικό και αντ’ αυτού να γίνει η χώρα
µας το επίκεντρο της ακαδηµαϊκής έρευνας και διδασκαλίας στη νοτιοδυτική
Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Ο άξονας της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας ευκαιριών
αποσκοπεί να αντιµετωπιστούν οι πελατειακές δοµές του κράτους, η εµπέδωση
σε όλα τα επίπεδα της ισότητας ευκαιριών των πολιτών µε την ενεργητική
συµµετοχή του κράτους και η ανάδειξη της αριστείας ως οχήµατος κοινωνικής
κινητικότητας και συνθήκη ευηµερίας, ως απάντηση στην παθολογία της αδρά
νειας και του ισοπεδωτισµού που ευνοεί τη συντήρηση πολιτικών, κοινωνικών και
οικονοµικών δοµών και καλλιεργεί πνεύµα ήσσονος προσπάθειας, εµποδίζοντας
έτσι την ανάδειξη σε πλήρη έκταση του σπουδαίου ανθρώπινου δυναµικού της
χώρας. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η µέριµνα του κράτους για τη διασφάλιση
συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών µέσω ενός ελάχιστου
εγγυηµένου εισοδήµατος, προς όφελος των οικονοµικά ασθενέστερων και
ευάλωτων κατηγοριών πολιτών, θετικών δράσεων που ενθαρρύνουν τον
εθελοντισµό, η διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες στην
πρόσβαση σε δηµόσιες θέσεις και αξιώµατα µε την καθιέρωση της υποχρέωσης
του κράτους να ενθαρρύνει την αξιοκρατία σε κάθε δοµή του, η καθιέρωση
ουσιαστικής αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα δηµό- σιας διοίκησης και η ενίσχυση
του ρόλου και της ανεξαρτησίας του ΑΣΕΠ στην επιλογή διοικητικών υπαλλήλων
και στελεχών.
Η ταυτότητα της αναθεωρητικής πρότασης της Νέας Δηµοκρατίας
συνίσταται στην ανάδειξη του κράτους στην υπηρεσία των πολιτών και του
δηµοσίου συµφέροντος και την εµπέδωση αισθήµατος εµπιστοσύνης στους
θεσµούς µε προτάσεις ριζικές, ρεαλιστικές και µακροσκοπικές.
Οι παρούσες προτάσεις είναι ριζικές διότι δεν περιορίζονται µόνο σε
ζητήµατα που είναι απολύτως στοιχειώδη και για τα οποία υπάρχει µια αυτονόητη
πολιτική ωριµότητα, όπως είναι η ποινική ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Η
παρούσα αναθεωρητική αντίθεση κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από
την αναθεωρητική πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία είναι µια
οπισθοδροµική πρόταση που αποσκοπεί στο να δηµιουργήσει ένα συνταγµατικό
τέλµα για να εµποδίσει τη χώρα να αναπτύξει το δυναµικό της. Η κυβερνητική
πρόταση δεν αγγίζει καθόλου: τη δηµόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, την
ανάπτυξη, τη δικαιοσύνη, τη νοµοθέτηση, τις δηµόσιες πολιτικές, τη
147
δηµοσιονοµική σταθερότητα. Προτείνει µόνο ένα µικρό µίγµα διατάξεων χωρίς
σοβαρή υπεραξία για το πολίτευµα και τη χώρα, που συντηρεί τη στασιµότητα και
εµποδίζει τη θεσµική επανεκκίνηση.
Οι παρούσες προτάσεις είναι, επίσης, ρεαλιστικές διότι αποτυπώνουν µια
ωφέλιµη σύνθεση µεταξύ του συµβολισµού που αναγκαία εισφέρει ο καταστατικός
χάρτης της χώρας και του πρακτικά ωφέλιµου αποτελέσµατος που θα πρέπει να
καταγράφεται εφαρµοσµένα και λειτουργικά. Καµία από τις προτάσεις που
τίθενται δεν συνιστούν διατάξεις-ευχολόγια, επιτοµή στείρων ιδεολογικών
θέσεων και παρωχηµένων αιτηµάτων, που αυτονοήτως υποβαθµίζουν την
κανονιστική πρόληψη και δύναµη του Συντάγµατος, ούτε προβάλλουν το
Σύνταγµα ως πανάκεια που από τη µια µέρα στην άλλη θα επαναφέρει την
ευηµερία στην οικονοµικά κλονισµένη χώρα µας, όπως συµβαίνει καθ’
ολοκληρίαν µε την κυβερνητική πρόταση, επιτοµή ενός συνταγµατικού λαϊκισµού
µε προτάσεις όπως η διατήρηση του µονοπωλίου ύδρευσης και ενέργειας του
Δηµοσίου, ενόσω τα ζητήµατα αυτά ρυθµίζονται µέσω δεσµεύσεων από τη
συµµετοχή της χώρας µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αναθεώρηση των σχέσεων
κράτους και εκκλησίας, ενόσω αυτές µπορούν κάλλιστα να επαναπροσδιοριστούν
µε κοινό νόµο χωρίς να απαιτείται η αλλαγή του συνταγµατικού πλαισίου που
αποτελεί ιστορική έκφανση του νέου ελληνικού κράτους, η διεύρυνση των
δηµοψηφισµάτων σε µια εποχή που αυτά κατά κανόνα χρησιµοποιούνται για τη
χειραγώγηση της λαϊκής κρίσης παρέχοντας νοµιµοποίηση σε ανέξοδες
προεκλογικές εξαγγελίες ή σε προειληµµένες απο- φάσεις, τα δε αποτελέσµατά
τους είτε αγνοούνται, είτε δηµιουργούν κραδασµούς στην ευρωπαϊκή οικογένεια
αποδυναµώνοντας έτσι ουσιωδώς τη φυσιογνωµία της αντιπροσωπευτικής
δηµοκρατίας αντί να ενισχύουν τη γνήσια συµµετοχικότητα των πολιτών στο
επίπεδο των τοπικών κοινωνιών.
Οι προτάσεις µας, τέλος, είναι µακροσκοπικές, υπό την έννοια ότι
αντιλαµβάνονται την ιστορικότητα και αυστηρότητα του Συντάγµατος και θέτουν
ένα πλαίσιο µακράς πνοής. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται καιροσκοπικές
συµπεριφορές, οι οποίες µπορεί µεν να αποφέρουν συγκυριακά πολιτικά οφέλη
αλλά υπονοµεύουν το θεσµικό µέλλον της χώρας, όπως ενδεικτικά η κυβερνητική
περί αναθεώρησης εξαγγελία για τη συνταγµατικοποίηση του αναλογικού ως
πάγιου εκλογικού συστήµατος, αγνοώντας την πιο επιτακτική σήµερα από ποτέ
ανάγκη σταθερότητας της διακυβέρνησης της χώρας.
Η ταυτότητα της αναθεωρητικής πρότασης της Νέας Δηµοκρατίας
συνίσταται στην ανάδειξη του κράτους στην υπηρεσία των πολιτών και του
δηµοσίου συµφέροντος και την εµπέδωση αισθήµατος εµπιστοσύνης στους
θεσµούς. Η Νέα Δηµοκρατία θα στηρίξει την πρότασή της για δοµικές αλλαγές
µέσα στο φυσικό χώρο της δηµοκρατίας, το εθνικό κοινοβούλιο, και όχι στις
κλειστές αίθουσες, αποδίδοντας µείζονα έµφαση στην αναθεωρητική διαδικασία
ώστε να υπάρξει θεσµική επανεκκίνηση του πολιτεύµατός µας, µε διασφάλιση της
αναπτυξιακής προοπτικής στη χώρα, κατάργηση αναχρονιστικών θεσµών του
παρελθόντος, απάλειψη αδικαιολόγητων προνοµίων, απελευθέρωση του
ανθρώπινου δυναµικού της χώρας και εισαγωγή ενός µοντέλου αποτελεσµατικής
δηµοκρατίας. Απέναντι στη µικρόπνοη και ιδεοληπτική κυβερνητική πρόταση
θέτουµε στην κρίση του κοινοβουλίου και του ελληνικού λαού µια πρόταση
γενναία για αναθεώρηση 57 άρθρων του Συντάγµατος. Σε αυτή τη βάση καλούµε
όλες τις υγιείς δυνάµεις του τόπου να συζητήσουµε για το µέλλον της χώρας. Η
Νέα Δηµοκρατία, διαχρονικά θεµατοφύλακας των θεσµών, σε καµία περίπτωση
δεν πρόκειται να συναινέσει σε µια εργαλειακή αναθεώρηση που θα κρατάει τη
148
χώρα δέσµια και εγκλωβισµένη σε αναχρονιστικές δοµές. Δεν θα επιτρέψει άλλη
χαµένη ευκαιρία ανασύνταξης των θεσµών. Θα αναζητήσει και θα εισάγει
σύγχρονους και ορθολογικούς θεσµούς για την Ελλάδα του µέλλοντος. Εάν η
κυβέρνηση δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων υιοθετώντας ένα µοντέλο
µεγάλης και προοπτικής αναθεώρησης, η Νέα Δηµοκρατία δεν θα κάνει πίσω στις
αρχές της. Είναι µεγάλη η ευθύνη όλων µας απέναντι στις επόµενες γενιές να µην
επιτρέψουµε µια συρρικνωµένη αναθεωρητική πρωτοβουλία που θα τελµατώσει
τη συνταγµατική µας τάξη για µια δεκαετία.
Β. ΜΕΡΟΣ:
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
149
13. Άρθρο 37: Σε περίπτωση αποτυχίας των διερευνητικών εντολών, τις
εκλογές διεξάγει υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο του Ανωτάτου
Ειδικού Δικαστηρίου.
14. Άρθρο 41: Καταργείται η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής µε πρόταση της
Κυβέρνησης για εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας.
15. Άρθρο 42: Ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας εκδίδει και δηµοσιεύει τους
νόµους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή µέσα σε 5 ηµέρες από τη
διαβίβαση σε αυτόν της γνώµης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, για
ψηφισµένα νοµοσχέδια που έχουν παραπεµφθεί σε αυτόν, και µπορεί να
αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο ή πρόταση νόµου που έχει ψηφιστεί από
αυτή για αντισυνταγµατικότητα ή ασυµβατότητα µε το διεθνές και το
ευρωπαϊκό δίκαιο.
16. Άρθρο 44: Εισαγωγή κανόνων καλής διενέργειας δηµοψηφισµάτων: Το
ερώτηµα πρέπει να διατυπώνεται µε τρόπο εύληπτο και κατανοητό για τους
πολίτες και µετα ξύ της προκήρυξης και της διενέργειας του
δηµοψηφίσµατος θα πρέπει να µεσολαβεί επαρκής χρόνος τουλάχιστον 20
ηµερών.
17. Άρθρο 49: Ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας παραπέµπεται για δίκη στο
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
18. Άρθρο 51: Ο εκλογικός νόµος µπορεί να προβλέπει ότι οι εκτός επικράτειας
εκλογείς ψηφίζουν µόνον υπέρ κόµµατος ή συνασπισµού κοµµάτων ή ότι
εκλέγονται βουλευτές εκτός επικράτειας.
19. Άρθρο 53: Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται σε σταθερή ηµεροµηνία
ανά τετραετία. Η Βουλή µπορεί να αυτοδιαλυθεί µε απόφασή της που
λαµβάνεται µε την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθµού των
βουλευτών. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αφορά τον υπολειπόµενο
χρόνο έως τη διενέργεια των εκλογών στην ορισµένη ηµεροµηνία.
20. Άρθρο 54: Το εκλογικό σύστηµα θα πρέπει να µεριµνά για την εύλογη
αντιπροσώπευση των κοµµάτων και για την κυβερνησιµότητα της χώρας.
21. Άρθρο 59: Καθιερώνεται δυνατότητα όρκου ή διαβεβαίωσης για τους
βουλευτές.
22. Άρθρο 62: Η βουλευτική ασυλία αφορά µόνο αδικήµατα που τελέστηκαν
κατά την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών.
23. Άρθρο 65: Διασφαλίζονται επαρκή δικαιώµατα στις κοινοβουλευτικές
µειοψηφίες.
24. Άρθρο 68: Η Βουλή µπορεί να συνιστά δύο ανά περίοδο εξεταστικές
επιτροπές, εφ’ όσον η σχετική πρόταση υπερψηφισθεί από τα δύο πέµπτα
(2/5) του συνόλου των βουλευτών.
25. Άρθρο 70: Διασφάλιση αποτελεσµατικού κοινοβουλευτικού έλεγχου της
Βουλής προς την κυβέρνηση. Προβλέπεται συγκεκριµένα η σύνθεση της
Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
26. Άρθρο 72: Καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγµατικότητας για
ψηφισµένο νοµοσχέδιο, εκτός από εκείνα που αφορούν αποκλειστικά
κύρωση διεθνών συνθηκών, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως απλή
γνώµη προς τον ΠτΔ πριν την έκδοση, εφόσον κατά την ψήφιση στη Βουλή
ένσταση συνταγµατικότητας έλαβε τα δύο πέµπτα (2/5) του όλου αριθµού
των βουλευτών.
27. Άρθρο 74: Καθιέρωση κανόνων καλής νοµοθέτησης.
150
28. Άρθρο 75: Καθιέρωση επαρκούς προνοµοθετικής διαβούλευσης των
νοµοσχεδίων, αξιολόγησης εφαρµογής των νόµων και µέτρων
κωδικοποίησης της νοµοθεσίας.
29. Άρθρο 76: Η επίκληση επείγοντος ή κατεπείγοντος νοµοσχεδίου θα πρέπει
να συνοδεύεται µε ειδικώς αιτιολογηµένη κρίση της κυβέρνησης.
30. Άρθρο 78: Καταργείται η δυνατότητα αναδροµικής επιβολής φόρου ή άλλου
βάρους. Μπορεί να παρέχονται κίνητρα για σταθερό φορολογικό καθεστώς
σε στρατηγικές για την εθνική οικονοµία ιδιωτικές επενδύσεις.
31. Άρθρο 79: Ο προϋπολογισµός οφείλει να διασφαλίζει τη δηµοσιονοµική
ισορροπία µεταξύ εσόδων και εξόδων και τη βιώσιµη δηµοσιονοµική
λειτουργία. Ο απολογισµός και ο γενικός ισολογισµός συνοδεύονται από
έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Προβλέπεται η κατάθεση και
δηµοσιότητα ετήσιου απολογισµού εκ µέρους φορέων που
χρηµατοδοτούνται, άµεσα ή έµµεσα, από τον Κρατικό Προϋπολογισµό.
32. Άρθρο 81: Δυνατότητα διορισµού Αντιπροέδρων του Υπουργικού
Συµβουλίου και µη υπουργών.
33. Άρθρο 82: Το Υπουργικό Συµβούλιο συνέρχεται περιοδικά και καθορίζει τις
δηµόσιες πολιτικές µε όρους συλλογικότητας και διαφάνειας. Η δράση της
Κυβέρνησης οφείλει να εξυπηρετεί τις αρχές της ανοιχτής διακυβέρνησης
και της διαφάνειας. Συνταγµατική αναγνώριση της «Διαύγειας». Συνίσταται
Συµβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.
34. Άρθρο 86: Καταργείται η ειδική αποσβεστική προθεσµία στα αδικήµατα των
υπουργών.
35. Άρθρο 88: Καταργείται το ειδικό δικαστήριο για µισθολογικές διαφορές
δικαστών και η αρµοδιότητα περιέρχεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Οι δικαστικοί λει- τουργοί αποχωρούν υποχρεωτικά στο εβδοµηκοστό έτος
της ηλικίας τους.
36. Άρθρο 89: Απαγορεύεται σε εν ενεργεία ή διατελέσαντες δικαστικούς
λειτουργούς επί τριετία µετά την αποχώρησή τους από το σώµα η
συµµετοχή µε οποιαδήποτε ιδιότητα στην Κυβέρνηση και η τοποθέτηση σε
πολιτικές θέσεις.
37. Άρθρο 90: Οι προαγωγές στις θέσεις των ανωτάτων δικαστών ενεργούνται
από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή µεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών,
χωρίς κυβερνητική παρέµβαση.
38. Άρθρο 91: Αναµόρφωση της πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς
λειτουργούς για τη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
39. Άρθρο 93: Ρυθµίσεις για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Εισαγωγή
ηλεκτρονικών τεχνολογιών στα δικαστήρια. Κατά προτεραιότητα εκδίκαση
σηµαντικών κατηγοριών υποθέσεων. Δυνατότητα εκδίκασης απευθείας
ενώπιον του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
40. Άρθρο 94: Δικονοµικά προνόµια του δηµοσίου δεν επιτρέπονται.
41. Άρθρο 98: Ενίσχυση ελεγκτικών αρµοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
42. Άρθρο 99: Καταργείται το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας.
43. Άρθρο 100: Μονιµοποίηση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο
αναλαµβάνει την αρµοδιότητα γνώµης επί ορισµένων ψηφισµένων
νοµοσχεδίων και απορροφά τις αρµοδιότητες όλων των ειδικών
δικαστηρίων που καταργούνται.
44. Άρθρο 101: Μέριµνα για τον ψηφιακό µετασχηµατισµό των δηµοσίων
υπηρεσιών.
151
45. Άρθρο 101Α: Η επιλογή µελών ανεξαρτήτων αρχών γίνεται µε πλειοψηφία
τριών πέµπτων (3/5) από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Έως την
επιλογή των νέων µελών παρατείνεται η θητεία των προηγούµενων µελών
των ανεξάρτητων αρχών.
46. Άρθρο 102: Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα των ΟΤΑ επιβάλλονται
µόνο ύστερα από σύµφωνη γνώµη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Οι
ΟΤΑ έχουν ίδιους πόρους που συνίστανται σε ανταποδοτικά τέλη και ίδιο
εύλογο φόρο. Οι προϋπολογισµοί των ΟΤΑ καταρτίζονται µετά από επαρκή
δηµόσια διαβούλευση µε τους κατοίκους των οικείων περιοχών και
οφείλουν να διασφαλίζουν τη δηµοσιονοµική ισορροπία. Καθιέρωση όρων
διαφάνειας των οικονοµικών των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και
ευθύνες για την ορθολογική διαχείριση των πόρων τους.
47. Άρθρο 103: Αξιολόγηση δηµοσίων υπαλλήλων µε βάση τις αρχές της
αµεροληψίας, της ουδετερότητας, της επαγγελµατικής ικανότητας και της
αποδοτικότητας. Αξιολόγηση γίνεται και από τους υφισταµένους προς τους
προϊσταµένους τους. Στην αξιολόγηση και εξέλιξη των υπαλλήλων µπορεί
να συµµετέχει και το ΑΣΕΠ.
48. Άρθρο 106: Σκοπός της ρυθµιστικής παρέµβασης του κράτους η κοινωνική
δικαιοσύνη, η ισόρροπη ανάπτυξη και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της
χώρας. Κατοχυρώνεται η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία σε συνθήκες
ελεύθερου ανταγωνισµού. Δηµόσια και ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία
δεν επιτρέπεται να αναπτύσσονται σε βάρος της ελευθερίας και της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας.
49. Άρθρο 110: Απλοποίηση αναθεωρητικής διαδικασίας µε διασφάλιση,
πάντως, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος. Η προτείνουσα Βουλή
αποφασίζει µε απόλυτη πλειοψηφία για τα προς αναθεώρηση άρθρα, η
αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει µε πλειοψηφία τριών πέµπτων (3/5) και
καταργείται η πενταετία για την εκκίνηση νέας αναθεώρησης.
50. Άρθρο 112: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
51. Άρθρο 113: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
52. Άρθρο 114: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
53. Άρθρο 115: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
54. Άρθρο 116: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις. Μεταφορά
διατάξεων περί ισότητας στη φυσική τους θέση στα ατοµικά δικαιώµατα.
55. Άρθρο 117: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
56. Άρθρο 118: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
57. Άρθρο 119: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.»
152
Γ. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑΣ ΒΟΥΛΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
43
Βλ. την Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος -Βουλή των Ελλήνων
Περίοδος ΙΖ’ – Σύνοδος Δ’, https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-
9148-f24dce6a27c8/%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B71_1.pdf
153
7. Άρθρο 101: Εισαγωγή ερμηνευτικής παραγράφου προς την κατεύθυνση
προσαρμογής του διοικητικού μοντέλου στο περιβάλλον των νησιωτικών
και ορεινών περιοχών με την εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων και την
παροχή κινήτρων στους δημοσίους υπαλλήλους.
8. Άρθρο 101 παρ.1: «Αναθεώρηση ... προς την κατεύθυνση καθορισμού με
νόμο του συστήματος περιφερειακής οργάνωσης της Κεντρικής Διοίκησης
και παρ. 3 προς την κατεύθυνση καθιέρωσης τεκμηρίου αρμοδιότητας
υπέρ ΟΤΑ με βάση τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας.»
9. Άρθρο 101 παρ.4: «4. Ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση, όταν δρουν
κανονιστικά, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες
των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για την ολόπλευρη
κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους.»
10. Άρθρο 108 παρ.2: «1.Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου
ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα.
Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική
προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την επικράτεια. 2. Νόμος
ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες
συμβουλίου απόδημου ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την
έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού.»
154
• Άρθρο 86, περιορισμός των προνομιακών ρυθμίσεων περί ευθύνης
υπουργών.
• Άρθρο 96, εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων με τα τακτικά
δικαστήρια
• Άρθρο 101Α, εκλογή μελών Ανεξάρτητων Αρχών με μικρότερη πλειοψηφία
από τα 4/5 που ισχύει σήμερα.
155
Δεύτερη ψηφοφορία της Προτείνουσας Βουλής
Η δεύτερη ψηφοφορία της Προτείνουσας Βουλής ολοκληρώθηκε την
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019. Προς την Αναθεωρητική Βουλή προωθήθηκαν προς
αναθεώρηση 28 άρθρα που έλαβαν άνω των 151 ψήφων και στις δύο
ψηφοφορίες.
156
βουλευτών). Ειδικότερα έλαβαν ψήφους κυμαινόμενες μεταξύ 151 και 179
δεκαεννέα άρθρα ως προς τις κάτωθι διατάξεις:
• άρθρο 3 παρ. 1
• άρθρο 3 παρ. 2
• άρθρο 3 παρ. 3
• άρθρο 3 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 5 παρ. 2
• άρθρο 13 παρ. 5
• άρθρο 21 παρ. 1
• άρθρο 21 παρ. 3
• άρθρο 21 (προσθήκη παραγράφου 7)
• άρθρο 22 παρ. 1
• άρθρο 22 παρ. 2
• άρθρο 22 παρ. 4
• άρθρο 22 παρ. 5
• άρθρο 25 παρ. 3
• άρθρο 28 παρ. 2
• άρθρο 33 παρ. 2
• άρθρο 37 παρ. 2
• άρθρο 38 παρ. 2
• άρθρο 38 παρ. 1
• άρθρο 44 παρ. 2
• άρθρο 54 παρ. 1
• άρθρο 54 παρ. 4
• άρθρο 54 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 56 (προσθήκη παραγράφου 5)
• άρθρο 59 παρ. 1
• άρθρο 59 παρ. 2
• άρθρο 73 (προσθήκη παραγράφου)
• άρθρο 84 παρ. 2
• άρθρο 86 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 101 παρ. 1
• άρθρο 101 παρ. 4
• άρθρο 101 (εισαγωγή ερμηνευτικής παραγράφου)
• άρθρο 102 παρ. 2
157
τελικό εύρος των αναθεωρημένων διατάξεων. Έτσι εξηγείται η απόσταση που
χωρίζει τον μεγάλο αριθμό των προτεινόμενων διατάξεων σε σχέση με τις τελικώς
αναθεωρημένες. Από τις 49 διατάξεις που ψηφίστηκαν ως αναθεωρητέες από την
Προτείνουσα Βουλή της ΙΗ΄ περιόδου, μόνο 18 διατάξεις συγκέντρωσαν την
απαιτούμενη πλειοψηφία και τελικά αναθεωρήθηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι από τις
33 διατάξεις που παραπέμφθηκαν στην Αναθεωρητική Βουλή με πλειοψηφία
κατώτερη των 180 ψήφων (3/5 των βουλευτών), οπότε απαιτείτο για την
αναθεώρησή τους πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, μόνο
3 τελικά συγκέντρωσαν πάνω από 180 ψήφους και συνεπώς αναθεωρήθηκαν.
Η Ολομέλεια της Αναθεωρητικής Βουλής αφιέρωσε μια συνεδρίαση στη
συζήτηση επί της αρχής και 4 συνεδριάσεις επί των αναθεωρητέων διατάξεων.
Το αναθεωρητικό έργο ολοκληρώθηκε με το ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής
Βουλής. 44
44
Βλ. το Ψήφισμα της 5ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
ΦΕΚ 211 Α΄/24-12-2019, με το αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ελλάδας.
158
• Το άρθρο 32 παρ. 4, αναθεωρείται σύμφωνα με την πρόταση της Νέας
Δημοκρατίας που πλειοψήφησε με 158 θετικές ψήφους (139 αρνητικές
ψήφους) και περιλαμβάνει την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τον καθορισμό νέων
πλειοψηφιών για την εκλογή του από τη Βουλή (απόλυτη ή και σχετική
πλειοψηφία).
• Το άρθρο 62 περί του ακαταδίωκτου των βουλευτών συγκέντρωσε 179
θετικές ψήφους (έναντι 117 αρνητικών) για την αναθεώρησή του ως προς
τον περιορισμό της δυνατότητας καταστρατήγησης του θεσμού της
βουλευτικής ασυλίας (πρόταση πλειοψηφίας).
• Το άρθρο 68 παρ. 2 με ευρεία συναίνεση (189 υπέρ, 94 κατά και 14 παρών)
αναθεωρείται, δίνοντας τη δυνατότητα στην εκάστοτε αντιπολίτευση να
επιβάλει τη σύσταση μέχρι δύο εξεταστικών επιτροπών ανά
κοινοβουλευτική περίοδο.
• Το άρθρο 86 παρ. 3 αναθεωρείται με θετική ψήφο από 274 βουλευτές
(καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών), που
τάχθηκαν υπέρ της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας για άσκηση
δίωξης υπουργών ή υφυπουργών.
• Το άρθρο 96 παρ. 5 συγκέντρωσε ευρύτατη σύγκλιση απόψεων (189
βουλευτές υπερψήφισαν, 94 βουλευτές καταψήφισαν και 14 ψήφισαν
παρών) για την αναθεώρησή του ως προς την κατεύθυνση της
συνταγματικής εξομοίωσης του καθεστώτος των στρατιωτικών δικαστών
με αυτό των συναδέλφων τους των πολιτικών δικαστηρίων.
• Το άρθρο 101Α με την αναθεώρησή του σύμφωνα με την πρόταση της
πλειοψηφίας (158 θετικές ψήφους έναντι 139 αρνητικών) μειώνει την
απαιτούμενη για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών
πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 του όλου αριθμού των μελών της
Διάσκεψης των Προέδρων.
• Οι εννέα μεταβατικές διατάξεις του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 112
παρ. 4, 113, 114 παρ.1 και 2, 115 παρ. 1, 2, 3 και 4 και 119 παρ. 1) των
οποίων η ισχύς έχει εκ των πραγμάτων λήξει ψηφίσθηκαν ομόφωνα (297
θετικές ψήφοι – απουσίαζαν τρεις βουλευτές) να καταργηθούν.
159
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ, ΠΙΝΑΚΕΣ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΩΝ
45
Το Δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 ψηφίστηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1968 με νόθο
δημοψήφισμα («Πρακτικόν του Υπουργικού Συμβουλίου» ΦΕΚ 267/Α’/15.11.1968). Με αυτό
διατηρείτο το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Το «Σύνταγμα» του 1973 (ΠΔ 370 ΦΕΚ
266/Α’/4.10.1971) ήταν μία τροποποιημένη εκδοχή του «Συντάγματος» του 1968 (το οποίο δεν
τέθηκε ποτέ πλήρως σε ισχύ) με στόχο την κατάργηση της βασιλείας στην Ελλάδα. Οι όροι
«κοινοβουλευτική μοναρχία» και «βασιλιάς» αντικαταστάθηκαν με τους όρους «προεδρική
δημοκρατία» και «πρόεδρος της Ελλάδας». Καταργήθηκε από την Καταστατική Συντακτική Πράξη
της 1ης Αυγούστου 1974.
160
Το πρωί της 23ης Ιουλίου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και οι
αρχηγοί του Στρατού, Ναυτικού, και Αεροπορίας, σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη διατύπωσαν την άποψη ότι είναι
επιτακτική ανάγκη η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς.
Στην συνέχεια κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου. Στην
σύσκεψη συμμετείχαν οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης
Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς
και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας,
Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας.
Αποφασίστηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη
Κανελλόπουλο, ενώ σε δεύτερη σύσκεψη την ίδια μέρα ελήφθη η η απόφαση για
την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,
που έφθασε από το Παρίσι στις 2 π.μ. της 24ης Ιουλίου 1974. Στις 4 π.μ. το πρωί,
ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε Πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας,
στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, και την ίδια μέρα ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της
κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του
κέντρου. Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου,
με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας».
Από τότε αρχίζει η εποχή της «Μεταπολίτευσης».46
46
Για μία περιγραφική έκθεση των γεγονότων της εποχής βλ.
https://www.sansimera.gr/articles/801
47
Συντακτική Πράξη χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε νομοθέτημα άσκησης εξουσίας, που
εκδίδεται από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας κινούμενα εκτός συνταγματικής νομιμότητας
σε περιόδους συνταγματικής ανωμαλίας, είτε για την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, είτε για
την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στηρίζεται στην άσκηση de facto εξουσίας.
48
Είναι ενδιαφέρον για την «ερευνητική απώθηση» που δημιουργεί το δικτατορικό
καθεστώς ότι τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων του ΥΣ της 1ης και 5ης Αυγούστου 1974 βρέθηκαν
τυχαία μέσα σε δωμάτιο της Βουλής που δεν είχε ανοιχθεί τα τελευταία 44 χρόνια μαζί με χιλιάδες
άλλα σπάνια ντοκουμέντα (συνέντευξη τύπου του Προέδρους της Βουλής Ν. Βούτση (15.11.2017).
161
• προβλέπονται αποζημιώσεις βάσει δικαστικών αποφάσεων για
απαλλοτριώσεις
• αίρεται η δέσμευση των δικαστικών αρχών από το απόρρητο «διά
λόγους εθνικής ασφαλείας και δημοσίας τάξεως ή προς διακρίβωσιν
απεχθών εγκλημάτων»
• απαγορεύεται η αντιποίηση της λαϊκής κυριαρχίας
• μέχρι την εκλογή της Βουλής «η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του
Υπουργικού Συμβουλίου διά νομοθετικών διαταγμάτων» και η
ανάκριση για ποινικά αδικήματα των μελών της Κυβέρνησης και των
Υφυπουργών δεν απαιτούν προηγούμενη άδεια
164
κυβέρνηση Τζαννή Τζανετάκη αποτελούμενη από την Νέα Δημοκρατία
και τον τότε Συνασπισμό (με ΚΚΕ). Η θητεία της Βουλής είναι βραχύβια.
6. 5 Νοεμβρίου 1989: Η Νέα Δημοκρατία βγαίνει πρώτη (με 46,19% και
148 βουλευτές) χωρίς αυτοδυναμία. Δημιουργείται η «οικουμενική»
κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα με στήριξη από την Νέα
Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό. Το 1990 η μη εκλογή του
ΠτΔ έγινε αιτία να διαλυθεί η Βουλή. Ο Πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης ψήφισε τρεις φορές «παρών» στην σχετική ψηφοφορία. Οι
εκλογές διεξήχθησαν με υπηρεσιακή Κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου Ιωάννη Γρίβα.
7. 8 Απριλίου 1990: Η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον Κωνσταντίνο
Μητσοτάκη κερδίζει τις εκλογές (με 46,89% και 150 βουλευτές).
Συμφωνεί με την ΔΗΑΝΑ του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου για να της
παραχωρηθεί μία έδρα. Μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ότι είχε γίνει λάθος στην κατανομή
των εδρών της Νέας Δημοκρατίας και δικαιούται μία επιπλέον έδρα,
οπότε η Κυβέρνηση βρέθηκε με 152 έδρες στην Βουλή.
8. 10 Οκτωβρίου 1993: Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου έχουν
νικητή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ
παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1996 για λόγους υγείας. Την θέση του
ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης ο οποίος οδήγησε τη χώρα σε εκλογές τον
Σεπτέμβριο του 1996.
9. 22 Σεπτεμβρίου 1996: Το ΠΑΣΟΚ με τον Κώστα Σημίτη κερδίζει τις
εκλογές, ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση δεν εξαντλείται η τετραετία
καθώς προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές.
10. 9 Απριλίου 2000: Το ΠΑΣΟΚ σχηματίζει και πάλι αυτοδύναμη
κυβέρνηση και ο Κώστας Σημίτης μένει στην εξουσία μέχρι και τον
Μάρτιο του 2004 ολοκληρώνοντας την θητεία της Βουλής.
11. 7 Μαρτίου 2004: Στις εκλογές της 7ης Μαρτίου η Νέα Δημοκρατία του
Κώστα Καραμανλή επανέρχεται στην εξουσία. Δεν εξανλεί την
τετραετία.
12. 16 Σεπτεμβρίου 2007: Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει ξανά την
αυτοδυναμία. Ωστόσο ο Κώστας Καραμανλής θα παραμείνει στην
πρωθυπουργία για δύο μόνο χρόνια προκαλώντας την διάλυση της
Βουλής για λόγους σχετιζόμενους με την οικονομία.
13. 4 Οκτωβρίου 2009: Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου συγκεντρώνει
44% και σχηματίζει κυβέρνηση. Ο Γ. Παπανδρέου θα παραμείνει στη
θέση του μέχρι τον Νοέμβριο του 2011. Σε αυτά τα δύο χρόνια μεσολαβεί
η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Τη θέση του αναλαμβάνει ο Λουκάς
165
Παπαδήμος (παρότι δεν μεσολάβησε απώλεια της εμπιστοσύνης της
Βουλής προς την Κυβέρνηση Παπανδρέου) επικεφαλής συμμαχικής
Κυβέρνησης, ο οποίος παρέμεινε στο Μέγαρο Μαξίμου μέχρι τον Μάιο
του 2012.
14. 6 Μαΐου 2012: Η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά έλαβε 18,85 %
και 108 έδρες, ωστόσο δεν σχημάτισε κυβέρνηση. Ο κύκλος των
διερευνητικών εντολών και των συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών
εξαντλήθηκε και έτσι προκηρύχθηκαν νέες εκλογές έναν μήνα μετά. Τις
εκλογές διενεργεί υπηρεσιακή Κυβέρνηση υπό τον Παναγιώτη
Πικραμμένο.
15. 17 Ιουνίου 2012: Ο Αντώνης Σαμαράς επέτυχε να σχηματίσει
κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Στις 21.6.2013 αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ
αρνήθηκε να συμπράξει στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας τον
Δεκέμβριο 2014. Η Βουλή οδηγήθηκε σε διάλυση.
16. 25 Ιανουαρίου 2015: Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα αναδείχθηκε
πρώτο κόμμα με σχετική πλειοψηφία και σχημάτισε Κυβέρνηση
συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ υπό τον Πάνο Καμμένο. Ακολούθησε η
διαπραγμάτευση με τους δανειστές και η υπογραφή του τρίτου
Μνημονίου, έπειτα από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Η Βουλή
διαλύθηκε 9 μήνες μετά. Τις εκλογές διενεργεί υπηρεσιακή Κυβέρνηση
υπό την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου.
17. 15 Σεπτεμβρίου 2015: Μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου η χώρα
οδηγήθηκε σε νέες εκλογές. Νικητής αναδείχθηκε και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ με
σχετική πλειοψηφία. Σχηματίστηκε εκ νέου συγκυβέρνηση με τους
ΑΝΕΛ. Η συνεργασία των δύο κομμάτων κράτησε μέχρι και την ψήφιση
της Συμφωνίας των Πρεσπών, οπότε οι ΑΝΕΛ αποχώρησαν από την
Κυβέρνηση, που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και παρέμεινε στην εξουσία.
Η Κυβέρνηση παραιτήθηκε μετά την ήττα του κυβερνώντος κόμματος
στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου έτους και
η Βουλή οδηγήθηκε σε διάλυση.
18. 7 Ιουλίου 2019: Πρώτο κόμμα ήλθε η Νέα Δημοκρατία με ποσοστό
39,85% και 158 έδρες, δεύτερο κόμμα ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής
Αριστεράς με 31,53% και 86 έδρες, τρίτο κόμμα το Κίνημα Αλλαγής με
8,10% και 22 έδρες, τέταρτο κόμμα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με
5,30% και 15 έδρες, πέμπτο κόμμα η Ελληνική Λύση με 3,70% και 10
έδρες και έκτο κοινοβουλευτικό κόμμα το Μέτωπο Ευρωπαϊκής
Ρεαλιστικής Ανυπακοής (ΜΕΡΑ 24) με 3,44% και 9 έδρες. Η κατανομή
των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Την
166
επόμενη ημέρα, Στις 8 Ιουλίου 2019 ορκίστηκε πρωθυπουργός ο
Πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης και τα μέλη της Κυβέρνησης
ορκίστηκαν στις 9 Ιουλίου 2019.
167
Δ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1974-2019
49
Σύμφωνα με όσα έχουν αναλυθεί για την ανάδειξη της Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση
Παπαδήμου θα έπρεπε να έχει σχηματισθεί, μόνο εφόσον θα είχε προηγηθεί η άρση της
εμπιστοσύνης της Βουλής από την προηγούμενη Κυβέρνηση Παπανδρέου.
169
11.4.2012 Διάλυση Βουλής
6.5.2012 Βουλευτικές Εκλογές
Διερευνητικές εντολές στα τρία πρώτα κόμματα. Αδυναμία
σχηματισμού Κυβέρνησης.
19.5.2012 Διάλυση Βουλής
17.6.2012 Βουλευτικές Εκλογές
Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012 διεξήχθησαν από την
υπηρεσιακή κυβέρνηση Παναγιώτη Πικραμμένου. Μετά τις εκλογές τα
κόμματα Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Δημοκρατική Αριστερά
συγκρότησαν την Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά. Στις 21.6.2013
αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση.
18.5.2014 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («α΄ γύρος»)
25.5.2014 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («β΄ γύρος»)
25.5.2014 Ευρωεκλογές
31.12.2014 Διάλυση Βουλής
Προκλήθηκε από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας
από τη Βουλή των Ελλήνων. Ο μοναδικός υποψήφιος, Σταύρος Δήμας,
ο οποίος στηρίχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και κάποιους
ανεξάρτητους βουλευτές, δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό
των 180 ψήφων για την εκλογή του στην τρίτη ψηφοφορία που έγινε
στις 29 Δεκεμβρίου 2014.
25.1.2015 Βουλευτικές Εκλογές
Συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού αποτελούμενη
από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
18.2.2015 ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος
5.7.2015 Διεξαγωγή δημοψηφίσματος
20.8.2015 Παραίτηση Κυβέρνησης Τσίπρα
28.8.2015 Υπηρεσιακή κυβέρνηση Βασιλικής Θάνου (Προέδρου Αρείου Πάγου)
20.9.2015 Βουλευτικές Εκλογές
Συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού αποτελούμενη
από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
26.6.2019 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («α΄ γύρος»)
26.6.2019 Ευρωεκλογές
2.7.2019 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («β΄ γύρος»)
7.7.2019 Βουλευτικές Εκλογές
Σχηματισμός αυτοδύναμης Κυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κυριάκο
Μητσοτάκη.
170
Ε. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ 1974-2019
171
ΣΤ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 1974 - 2019
50
Νέα Δημοκρατία
51
Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα
52
Κεντροδεξιό κόμμα.
53
Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου, κεντροδεξιό κόμμα που ιδρύθηκε μετά την διάλυση της
Ένωσης Κέντρου - Νέων Δυνάμεων.
54
Κόμμα Νεοφιλελευθέρων, κεντροδεξιό κόμμα με τοπικό κέντρο βάρους στη Δυτική Κρήτη.
55
Η Ενωμένη Αριστερά περιελάμβανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το ΚΚΕ εσωτ. και
την Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά.
56
Το ΚΚΕεσωτ. και η ΕΔΑ κατήλθαν σε συνεργασία με τρία ακόμη μικρά κόμματα υπό τον
τίτλο “Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων”.
57
Εθνική Δημοκρατική Ένωση, άκρα δεξιά.
58
Εθνική Παράταξις, άκρα δεξιά.
59
Προοδευτικό Κόμμα, άκρα δεξιά
60
άκρα δεξιά.
172
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1989 - 1990
61
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αποτέλεσε την συνεργασία ΚΚΕ και
ΚΚΕεσωτ., που κατήλθαν μαζί στις δύο εκλογές του 1989 και το 1990. Στις εκλογές του 1985 είχαν
κατέβει ξεχωριστά, ενώ στις εκλογές του 1993 και μετά το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από τον ενιαίο
Συνασπισμό.
62
Κανένα από τα κόμματα ή τους ανεξαρτήτους βουλευτές, που εντάσσονται εδώ, δεν
έλαβε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,8%. Εδώ εντάσσεται η ακροδεξιά Ε.Π.ΕΝ. που έλαβε το 1985 το
μεγαλύτερο ποσοστό της, 0.60%.
63
Ο βουλευτής Ροδόπης Σαδίκ Αχμέτ Σαδίκ, με ποσοστό 0.38 % εξελέγη ως ανεξάρτητος
64
Δύο βουλευτές ανεξάρτητοι
65
Έξι βουλευτές ανεξάρτητοι
173
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1993 - 2000
66
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αποτέλεσε την συνεργασία ΚΚΕ και
ΚΚΕεσωτ., που κατήλθαν μαζί στις δύο εκλογές του 1989 και το 1990. Στις εκλογές του 1985 είχαν
κατέβει ξεχωριστά, ενώ στις εκλογές του 1993 και μετά το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από τον ενιαίο
Συνασπισμό.
67
Πολιτική Άνοιξη υπό τον Αντώνη Σαμαρά, προσωποπαγές κεντροδεξιό κόμμα με
εθνικιστικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική.
68
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα υπό τον Δημήτρη Τσοβόλα πρώην υπουργό του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,
προσωποπαγές αριστερό κόμμα.
69
Κανένα από τα κόμματα ή τους ανεξαρτήτους βουλευτές, που εντάσσονται εδώ, δεν
έλαβε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,8%. Εδώ εντάσσεται η ακροδεξιά Ε.Π.ΕΝ. που έλαβε το 1985 το
μεγαλύτερο ποσοστό της, 0.60%.
174
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 -ΕΚΛΟΓΕΣ 2004-2007
70
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
71
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς - Ενωτικό Ψηφοδέλτιο (Συνασπισμός της
Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας - Κίνηση Ενεργών Πολιτών - Ανανεωτική
Κομμουνιστική και Οικολογική Αριστερά - Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς -
Διεθνιστική Εργατική Αριστερά)
72
Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός - Γ. Καρατζαφέρης
73
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα
74
Οικολόγοι Πράσινοι
75
Δημοκρατική Αναγέννηση
76
Ένωση Κεντρώων
77
Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς
78
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό)
79
Ενωτική Αντικαπιταλιστκή Αριστερά
80
Αντικαπιταλιστική Συμμαχία
81
Ελληνικό Μέτωπο - Μάκης Βορίδης
82
Φιλελεύθερη Συμμαχία
175
Μ-Λ ΚΚΕ 83 4.846 0,07 0
Α.Σ.Κ.Ε. 84 3.180 0,04 0
Κομ.Φιλ. 85 2.658 0,04 0 3.079 0,04 % 0
Ο.Α.Κ.Κ.Ε 86 2.099 0,03 0 2.504 0,03 % 0
Α.Σ.Κ.Ε.87 2.098 0,03 % 0
Δημ. Βεργής88 1.737 0,02 % 0
Φως - Αλήθεια
988 0,01 % 0
- Δικαιοσύνη
Αν.Μεμ. 892 0,01 0
Χριστ. 95 0,00 0
Δημοκρατική
Παγκόσμιος 8 - 0
Ελλάς
Π.Α.Α.89 3 - 0
Νέο Κόμμα
Σωτηρίας
1 - 0
Χριστιανική
Δημοκρατία
Ανεξάρτητοι -
627 - 0
Μεμονωμένοι
300 300
83
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα Ελλάδας
84
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
85
Κόμμα Φιλελευθέρων
86
Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ
87
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
88
Δημοσθένης Βεργής - Έλληνες Οικολόγοι
89
Περιφερειακή Αστική Ανάπτυξη
176
ΠΙΝΑΚΑΣ 5 -ΕΚΛΟΓΕΣ 4 Οκτωβρίου 2009
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΓ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.933.385 - Ψήφισαν: 7.044.756 (70,92 %)
Άκυρα - Λευκά: 2,64 %
177
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 -ΕΚΛΟΓΕΣ 6 Μαΐου 2012
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΔ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.949.401 - Ψήφισαν: 65,10 %
Άκυρα - Λευκά: 2,36 % - Εκτός Βουλής 19,03%
Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες
Νέα Δημοκρατία 1.192.054 18,85 % 108
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο 1.061.265 16,78 % 52
ΠΑ.ΣΟ.Κ 833.529 13,18 % 41
Ανεξάρτητοι Έλληνες 670.596 10,60 % 33
Κ.Κ.Ε. 536.072 8,48 % 26
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 440.894 6,97 % 21
Δη.Μ.Αρ. Δημοκρατική Αριστερά 386.116 6,11 % 19
Οικολόγοι Πράσινοι 185.366 2,93 %
ΛΑ.Ο.Σ. 183.466 2,90 %
Δημοκρατική Συμμαχία 161.510 2,55 %
δημιουργία, ξανά! 135.932 2,15%
Δράση - Φιλελεύθερη Συμμαχία 114.094 1,80%
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. 75.439 1,19%
Κοιν. Συμφωνία 0,96% 60.753
ΟΧΙ (ΔΑ-ΕΠΑΜ) 0,92%, 58.459
"ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ" 0,88% 55.646
Ένωση Κεντρώων 0,61% 38.439
Σ. Εθν. Ενότητας 0,60% 38.193
Κόμμα Πειρατών 0,51% 32.487
ΚΟΙΝΩΝΙΑ 0,45% 28.502
ΚΚΕ (μ-λ)-Μ-Λ ΚΚΕ 0,25% 16.049
ΕΕΚ ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΕΣ 0,10% 6.095
Κόμμα Φιλελευθέρων 0,06% 3.622
Ανεξ. Υποψήφιος 0,05% 3.088
Ο.Α.Κ.Κ.Ε. 0,04% 2.616
ΟΚΔΕ 0,03% 2.002
Αξιοπρέπεια 0,01%, 775
Κ.Ε.ΑΝ. 469
ΑΝΕΞ.ΑΝ.ΑΡΙΣΤ. 307
ΠΑΝΑΘΗΝ. ΚΙΝΗΜΑ 107
Π.Α.Α. 96
Δημ. Βεργής 66
178
ΠΙΝΑΚΑΣ 7 -ΕΚΛΟΓΕΣ 17 Ιουνίου 2012
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΕ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.947.876 - Ψήφισαν: 62,49 %
Άκυρα - Λευκά: 0,99 %
Εκτός Βουλής: 5,98 %
179
ΠΙΝΑΚΑΣ 8 -ΕΚΛΟΓΕΣ 25 Ιανουαρίου 2015
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΣΤ’
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.911.495
Ψήφισαν: 6.330.786 Ποσοστό: 63,87
Αποχή: 3.580.709 Ποσοστό: 35,13
Έγκυρα: 6.181.274 Ποσοστό: 97,64
Λευκά: 34.809 Ποσοστό: 0,55
Άκυρα: 114.703 Ποσοστό: 1,81
180
ΠΙΝΑΚΑΣ 9 -ΕΚΛΟΓΕΣ 20 Σεπτεμβρίου 2015
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.840.525
Ψήφισαν: 5.566.295 Ποσοστό: 56,57
Αποχή: 4.274.230 Ποσοστό: 43,43
Έγκυρα: 5.431.850 Ποσοστό: 97,58
Λευκά: 64.384 Ποσοστό: 1,16
Άκυρα: 70.061 Ποσοστό: 1,26
181
ΠΙΝΑΚΑΣ 10 -ΕΚΛΟΓΕΣ 7 Ιουλίου 2019
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΗ΄
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.961.718
Ψήφισαν: 5.769.503 Ποσοστό: 57,92%
Αποχή: 4.192.215 Ποσοστό: 42,08%
Έγκυρα: 5.649.332 Ποσοστό: 97,92%
Λευκά: 42.668 Ποσοστό: 0,74%
Άκυρα: 77.503 Ποσοστό: 1,34%
182