You are on page 1of 182

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


‘ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ’
Κ.Μ.: 110345

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΟΥΝΤΕΔΑΚΗ

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ


ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
(κατά το Σύνταγμα 1975/1986/2001/2008/2019)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, ΑΘΗΝΑ

Απρίλιος 2020
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ........................................................................... 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ................... 9

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ................................................. 9


Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ..................9
Β. Η ΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ......9
ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ............................................. 11
Α. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ................................................ 11
άρθρα 26, 1, 110 παρ.1 ............................................................ 11
Β. Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ .................................................. 13
Γ. Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ .................................................... 14
Δ. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ......................................................... 15
Ε. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ............................................. 17
ΣΤ. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ .............................................. 21
Ζ. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ .......................................... 27
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ...................................... 29

ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ ................................................................. 29


Α. Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ...................................... 29
Β. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ .................................. 29
Γ. ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΕΑ ........................................ 30
Δ. ΠΟΙΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ - ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ . 31
Ε. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ................................................. 33
ΣΤ. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ............................ 36
Ζ. ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ............... 41
Η. Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ........................................................... 49

2
Η ΒΟΥΛΗ ............................................................................... 52
Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ........................................................ 52
Β. ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥΣ STATUS ............................... 53
Γ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ..................................................... 62
Δ. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ......................................... 71
Ε. Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ .............................................. 78
ΣΤ. ΑΛΛΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ........................................ 82
Ζ. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ .................................................. 83
Η. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ................................... 84
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ................. 87
Α. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ................................................ 87
Β. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ........................................................ 94
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ....................................................................... 100
Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ................................................. 100
Β. ΕΙΔΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ............................................................ 101
Γ. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ........................................... 101
Δ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ .......................... 103
Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ....................................... 106
ΣΤ. Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ............................................................ 108
Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ....................... 110
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................................... 116
Α. ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ...................................................... 116
Β. ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ....................................................... 116
Γ. ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΕΚΛΕΓΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............ 116
Δ. Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................ 117
Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ .................. 120
ΣΤ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ (status) ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ......... 126
Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ............................ 127
Η. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ................ 128
Θ. Η ΕΥΡΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ (1986) ............ 128

3
Ι. ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974 (Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία)
....................................................................................... 128

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2019 ....................................... 130

Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑ ΒΟΥΛΗ .......................................................... 130


Α. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ο. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ........................................... 130
Β. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ο. ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ........................... 144
Γ. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑΣ ΒΟΥΛΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ......................................................................... 153
Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ 2019 ........................................... 157

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ, ΠΙΝΑΚΕΣ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΩΝ .......... 160


Α. Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ
....................................................................................... 160
Β. ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ .................................... 164
Γ. ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ................................. 167
Δ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1974-2019 .................................. 168
Ε. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ 1974-2019 .................... 171
ΣΤ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 1974 - 2019 .................. 172
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1974-1985 ............................................... 172
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1989 - 1990 .............................................. 173
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1993 - 2000 .............................................. 174
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 -ΕΚΛΟΓΕΣ 2004-2007 ............................................... 175
ΠΙΝΑΚΑΣ 5 -ΕΚΛΟΓΕΣ 4 Οκτωβρίου 2009 ..................................... 177
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 -ΕΚΛΟΓΕΣ 6 Μαΐου 2012 ........................................... 178
ΠΙΝΑΚΑΣ 7 -ΕΚΛΟΓΕΣ 17 Ιουνίου 2012 ........................................ 179
ΠΙΝΑΚΑΣ 8 -ΕΚΛΟΓΕΣ 25 Ιανουαρίου 2015 ................................... 180
ΠΙΝΑΚΑΣ 9 -ΕΚΛΟΓΕΣ 20 Σεπτεμβρίου 2015 ................................. 181
ΠΙΝΑΚΑΣ 10 -ΕΚΛΟΓΕΣ 7 Ιουλίου 2019 ........................................ 182

4
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Οι Πανεπιστημιακές αυτές Παραδόσεις προορίζονται για τους φοιτητές του


Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, στο μάθημα με τίτλο “Συνταγματικό
Δίκαιο - Όργανα του κράτους”. Για τις ανάγκες των φοιτητών του Τμήματος
αναφέρονται πολλά στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του Συντάγματος και
παρατίθεται παράρτημα με αναφορές στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, για την
καλύτερη κατανόηση της επίδρασης του Συντάγματος στην πολιτική ζωή και το
αντίθετο. Επιπλέον αναλύεται σε ειδικό κεφάλαιο η πρόσφατη Αναθεώρηση του
2019.
Για την αποτελεσματικότερη χρήση τους θα ήταν σκόπιμο να τονισθούν τα
εξής :

Πρώτον, σε καμία περίπτωση οι περιληπτικές αυτές παραδόσεις δεν


υποκαθιστούν τα συγγράμματα Συνταγματικού Δικαίου της ελληνικής
βιβλιογραφίας. Η χρησιμότητά τους έγκειται στο περιληπτικό τους περιεχόμενο
που διευκολύνει, ελπίζω, την πρώτη συνάντηση του αναγνώστη-φοιτητή με το
αντικείμενο της μελέτης. Με άλλα λόγια, διευκολύνει τους φοιτητές να
αποκτήσουν μία πρώτη συνολική, ελλειπτική βέβαια, εικόνα του οργανωτικού
Συνταγματικού Δικαίου, την οποία οφείλουν να συμπληρώσουν μέσω αναλυτικών
συγγραμμάτων, πρόσθετης βιβλιογραφίας, αλλά και της παρακολούθησης των
παραδόσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι σημειώσεις αυτές δεν αρκούν για την
κατανόηση του μαθήματος. Απαιτείται οπωσδήποτε προσφυγή στα
συγγράμματα.

Δεύτερον, η δομή των Παραδόσεων είναι προσαρμοσμένη στις


προφορικές παραδόσεις των μαθημάτων χωρίς να ακολουθείται πάντα η σειρά
προφορικής ανάπτυξης των θεματικών. Επιπλέον, κάθε σύγγραμμα από τα
προτεινόμενα ακολουθεί τη δική του δομή, χωρίς αυτό να επηρεάζει την
κατανόηση της συνολικής ύλης. Για τον λόγο τούτο, οι αναγνώστες πρέπει να
ανατρέχουν αντιστοίχως στα περιεχόμενα του συγγράμματος που έχουν επιλέξει.
Οι παραδόσεις αυτές περιέχουν αρκετά σημεία από το σύγγραμμα του Δημήτρη
Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Β΄, Οργάνωση και Λειτουργία της
5
Πολιτείας, έκδ. Β΄, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1993, την επιμέλεια του οποίου είχε η
γράφουσα.

Τρίτον, η μελέτη των σημειώσεων αυτών είναι σκόπιμο να συνδυάζεται


με την παράλληλη ανάγνωση και κατανόηση των άρθρων του Συντάγματος
και του Κανονισμού της Βουλής, όπου αυτά αναφέρονται, έτσι ώστε να
διευκρινίζεται το νόημά τους και να εμπεδώνεται η νομική ορολογία. Οι φοιτητές
δεν χρειάζεται να απομνημονεύουν τον αριθμό συγκεκριμένου άρθρου. Σημασία
έχει να κατανοούν το περιεχόμενο κάθε συνταγματικής διάταξης και να
εξοικειώνονται με την ορολογία του συνταγματικού κειμένου. Οι εξετάσεις του
μαθήματος προβλέπουν την ελεύθερη χρήση του συνταγματικού κειμένου
(χωρίς προσωπικές σημειώσεις των φοιτητών).

Τέταρτον, η παρακολούθηση των προφορικών παραδόσεων βοηθά τόσο


στην κατανόηση των συγκεκριμένων αναλύσεων, όσο και στην δυνατότητα
εξέτασης των συνταγματικών προβλημάτων τα οποία έχουν τεθεί κατά καιρούς
στην πολιτική ζωή και έχουν αποτελέσει αφορμές για την ανεύρεση του νοήματος
των συνταγματικών κανόνων. Ο συσχετισμός των συνταγματικών διατάξεων με
την ζώσα πολιτική πραγματικότητα είναι απαραίτητη, κατ’ εξοχήν στους φοιτητές
του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας.

Πέμπτον, υπάρχουν και άλλα συγγράμματα, πλην των προτεινομένων,


στα οποία μπορούν να καταφύγουν οι φοιτητές. Θα πρέπει, πάντως, να έχουν
πάντα υπ’ όψη τους τη χρονολογία έκδοσης κάθε συγγράμματος σε συσχετισμό
με τις αναθεωρήσεις που έχουν εν τω μεταξύ συντελεσθεί. Επειδή η πρόσφατη
αναθεώρηση (του 2019) δεν έχει προλάβει να ενσωματωθεί σε σύγγραμμα, σας
παρακαλώ πολύ να λάβετε υπ’ όψη σας τις αλλαγές που επέφερε η Αναθεώρηση
και που προφανώς διαφοροποιούν, στα συγκεκριμένα άρθρα, όσα αναφέρονται
στα βιβλία σας.

Έκτον, αποφύγετε απολύτως την πρακτική της άκριτης απομνημόνευσης,


την επιλογή θεμάτων “SOS” και την απομνημόνευση μεμονωμένων λέξεων και
φράσεων που δεν κατανοείτε. Αντιθέτως, θα σας βοηθήσει να διαβάσετε τα ίδια
ή παρεμφερή μέρη της ύλης σας από ένα ή περισσότερα συγγράμματα και τις
παραδόσεις που έχετε στα χέρια σας, πάντα σε συνδυασμό με τις συνταγματικές
διατάξεις στις οποίες αναφέρονται. Θα διαπιστώσετε οι ίδιοι, από την ανάγνωση
των κεφαλαίων, την διασύνδεση των θεματικών.

6
Συγγράμματα και λοιπά βοηθήματα:

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
Το κείμενο του Συντάγματος (1975/1986/2001/2008/2019) το βρίσκετε:
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/FEK%20211-A-24-12-2019%20NEO%20SYNTAGMA.pdf
Το κείμενο του Κανονισμού της Βουλής, όπως έχει τροποποιηθεί, μπορείτε
να το βρείτε στο:
https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/KtV-2019-GR/index.html

ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
• Λίνα Παπαδοπούλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Πανεπιστημιακές παραδόσεις,
Κάλλιπος 2015, (ηλεκτρ. έκδοση ελεύθερης πρόσβασης),
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/4277
• Φίλιππος Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2018
• Κωνσταντίνος Χρυσόγονος (συνδρομή: Στυλιανός Κουτνατζής), Εισαγωγή
στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Σάκκουλα, 2014
• Αντώνης Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Βασικές Έννοιες,
Συνταγματική Ιστορία, Όργανα του κράτους, 3η έκδ., Λιβάνης, Αθήνα,
2016
• Κώστας Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι., 5η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας,
2016
• Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Ν.
Σάκκουλας, 2008
• Αντώνης Μανιτάκης, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, Εκδόσεις
Σάκκουλα Α.Ε., 2009
• Αθανάσιος Ράϊκος, Γενική Πολιτειολογία και Συνταγματικό Δίκαιο,
Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο και Οργανωτικό Μέρος I, 5η έκδοση,
Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
• Αθανάσιος Ράϊκος, Γενική Πολιτειολογία και Συνταγματικό Δίκαιο,
Οργανωτικό Μέρος ΙΙ, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
• Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Α΄, Θεωρητικό Θεμέλιο,
Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή, 4η έκδ., 1994
• Αριστόβουλος Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Ι, Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη, 1980

7
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Εάν σας ενδιαφέρει η ερμηνεία ενός συγκεκριμένου άρθρου με
βιβλιογραφία και νομολογία, μπορείτε να προσφύγετε σε δύο βοηθήματα:
• Σπυρόπουλος Φ., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ., Γεραπετρίτης Γ. (επιμ.),
Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλας Α.Ε., 2017
• Κώστας Καράκωστας, Το Σύνταγμα. Ερμηνευτικά Σχόλια – Νομολογία, εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, 2006

Θα σας ήμουν υπόχρεη για τις παρατηρήσεις σας στο


penelope.foundethakis@gmail.com

Απρίλιος 2020
Πηνελόπη Φουντεδάκη

8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ

Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

Συνήθως τα ίδια τα Συντάγματα περιέχουν γενικούς χαρακτηρισμούς του


πολιτεύματος που θεσπίζουν. Τους γενικούς αυτούς χαρακτηρισμούς αποδίδει η
κρατούσα θεωρία με τον περιφραστικό όρο οργανωτικές βάσεις του
πολιτεύματος ή τον όρο θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος. Στην πρώτη
περίπτωση τονίζεται ο χαρακτήρας του θεμελίου επί του οποίου οργανώνεται το
συνταγματικό κείμενο, στη δεύτερη περίπτωση υπογραμμίζεται ο χαρακτήρας
αυτού του θεμελίου ως ουσιαστικού, κυρίως για την αρχή του κράτους δικαίου,
του κοινωνικού κράτους και την δημοκρατική αρχή.
Νομική αρχή είναι μια επιταγή δικαίου που δεν μπορεί από μόνη της να
εφαρμοσθεί άμεσα, αλλά χρειάζεται την εξειδίκευσή της με συγκεκριμένους
κανόνες.
Διατάξεις νόμων ή Συντάγματος είναι συγκεκριμένα άρθρα ή παράγραφοι
άρθρων ή εδάφια παραγράφων.

Β. Η ΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

Όπως τα περισσότερα ξένα, έτσι και το ελληνικό Σύνταγμα στην πρώτη


του διάταξη (άρθρο 1 παρ.11) διατυπώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του
πολιτεύματος που θεσπίζει. Αυτά είναι: ο δημοκρατικός, ο προεδρευόμενος και ο
κοινοβουλευτικός του χαρακτήρας. Στα χαρακτηριστικά αυτά προστίθενται η
αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η αντιπροσωπευτική αρχή, η αρχή του
κράτους δικαίου, και η αρχή του κοινωνικού κράτους, που συνάγονται
ερμηνευτικά. Ο προεδρευόμενος χαρακτήρας του πολιτεύματος και ο
πολυκομματισμός συχνά νοούνται ως επιμέρους στοιχεία της δημοκρατικής αρχής
κατά το πολίτευμά μας.

1
Όπου αναγράφεται άρθρο χωρίς περαιτέρω διευκρίνηση, εννοείται ότι πρόκειται για
άρθρο του ισχύοντος Συντάγματος 1975 με τις τροποποιήσεις των αναθεωρήσεων του 1986, του
2001, του 2008 και του 2019.
9
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται για το νόημα οργανωτικών βάσεων του
πολιτεύματος αναφέρεται στη συγκεκριμένη νομική τους σημασία, στη νομική
αξία που έχουν μέσα στο σύνολο του συνταγματικού κώδικα. Θα μπορούσε
δηλαδή κανείς να υποστηρίξει πως το τι είναι π.χ. δημοκρατία ή
κοινοβουλευτισμός προκύπτει, πολύ συγκεκριμένα, από τα μέρη και τα τμήματα
του Συντάγματος που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα προς τις έννοιες θέματα. Ποιά είναι
λοιπόν η νομική χρησιμότητα του άρθ.1 παρ.1 του Συντάγματος; Αποτελεί απλή
πολιτική και ιδεολογική διακήρυξη του συντακτικού νομοθέτη ή είναι διάταξη με
συγκεκριμένες νομικές συνέπειες;
α) Το Σύνταγμα είναι, από την φύση του και την λειτουργία του, σύνολο
κυρίως γενικών κανόνων. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην πρακτική
δεν βρίσκουν πάντοτε τη λύση τους από την αυτούσια διατύπωση του
συνταγματικού κανόνα. Ο συγκεκριμένος κανόνας που επιλύει το συγκεκριμένο
πρόβλημα προκύπτει τις περισσότερες φορές ερμηνευτικά. Η ερμηνεία, όμως,
δεν καταλήγει πάντοτε σε βέβαια συμπεράσματα. Πολλές φορές ο ερμηνευτής
φτάνει, καθώς αναζητεί το νόημα του κανόνα, σε αμφιβολία. Έτσι, π.χ., δεν
ορίζει ρητά το Σύνταγμα τον ελάχιστο αριθμό των εκλογικών περιφερειών, στις
οποίες πρέπει να είναι διαιρεμένη η επικράτεια για την ανάδειξη της Βουλής. Θα
ήταν άραγε συνταγματική η πρόβλεψη δύο ή τριών μόνο εκλογικών περιφερειών,
σε συνδυασμό με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, έτσι ώστε ένα κόμμα, με μία
σχετική μόνο πλειοψηφία ψήφων (π.χ. 35%) να κατελάμβανε και τις τριακόσιες
βουλευτικές έδρες: Αυτό δεν το απαγορεύει καμιά συγκεκριμένη και ειδική
διάταξη του Συντάγματος. Θα μπορούσε όμως κάποιος, ερμηνεύοντας την έννοια
του της δημοκρατίας κατά το άρθ.1 παρ.1, να συναγάγει συνταγματικό κανόνα
απαγορευτικό ενός τέτοιου εκλογικού νόμου. Αυτή είναι μία μορφή νομικής
αξιοποίησης του άρθ.1 παρ.1.
β) Κατά το άρθ. 110 παρ.1 "Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε
αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του
πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας". Το άρθ. 110
παρ.1 όμως δεν προσδιορίζει ποιές είναι ειδικότερα οι διατάξεις που είναι
καθοριστικές για τη μορφή του πολιτεύματος. Έτσι, μπορεί κατά τη διαδικασία
μελλοντικής αναθεώρησης του Συντάγματος να προκύψουν πολλά ερωτήματα
σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησης, ή μη, ορισμένων διατάξεων. Οι λύσεις
τέτοιων προβλημάτων έχουν σημείο αφετηρίας τη διάταξη του άρθ.1 παρ.1 Αυτός
είναι ένας δεύτερος κύκλος περιπτώσεων, κατά τις οποίες η νομική αξιοποίηση
της συνταγματικής αυτής διάταξης είναι και χρήσιμη και αναγκαία.

10
Όλοι οι κανόνες του Συντάγματος είναι νομικά ισότιμοι. Οι διατάξεις που
εμπεριέχουν τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος έχουν ιδιαίτερη
ερμηνευτική αξία, δεν διαφοροποιούνται όμως τυπικώς, από πλευράς νομικής
αξίας, σε σχέση με τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις. Εάν δεχόμασταν μία
τέτοια τυπική διαφοροποίηση, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται το
ενδεχόμενο να υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος, κάτι που
δεν μπορεί να ισχύει. Η ερμηνεία διατάξεων, που εμφανίζονται εκ πρώτης όψεως
να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, γίνεται με κριτήριο, μεταξύ άλλων, την
ενότητα του Συντάγματος εφαρμόζοντας την αρχή της πρακτικής αρμονίας.

ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ

Α. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ


άρθρα 26, 1, 110 παρ.1

Η διάκριση των λειτουργιών συχνά αναφέρεται ως διάκριση των εξουσιών.


Ωστόσο, η θεωρία της αδιαίρετης εξουσίας του κράτους ανταποκρίνεται στην
δημοκρατική αρχή που δέχεται τον λαό ως αποκλειστική πηγή και αποκλειστικό
φορέα της κρατικής εξουσίας. Συνεπώς, η διάκριση σε νομοθετική, εκτελεστική
και δικαστική λειτουργία είναι ορθότερη.
Όταν το Σύνταγμα αναφέρεται σε μία λειτουργία της πολιτείας εννοεί μία
μορφή δράσης της. Λειτουργία και δράση της πολιτείας δεν είναι ταυτόσημες
έννοιες, αλλά υπάλληλες. Η δράση της πολιτείας υπόκειται στον σκοπό της
συγκεκριμένης λειτουργίας. Για μία λειτουργία συνήθως προβλέπονται
περισσότερες δράσεις. Έτσι, η λειτουργία είναι α) δράσεις των οργάνων της
κρατικής εξουσίας β) δράσεις που ρυθμίζουν τον κοινωνικό βίο γ) δράσεις με τις
οποίες παράγεται πολιτική βούληση της εξουσίας που υλοποιεί αποφάσεις
σύμφωνα με τις προβλεπόμενες συνταγματικές διαδικασίες.
Οι δράσεις της πολιτείας έχουν και μορφές που βρίσκονται εκτός των
τριών λειτουργιών. Σε αυτές υπάγονται α) η δράση των πολιτικών κομμάτων, β)
η δράση της αντιπολίτευσης, γ) η αμιγώς ιδιωτική δράση του κράτους ή δράσεις
της παροχικής διοίκησης.2

2
Η ιδιωτική δράση του κράτους συνδέεται πρωτίστως με την συναλλακτική διοίκηση,
δευτερευόντως και με την παροχική διοίκηση. Συναλλακτική είναι η δραστηριότητα του κράτους
στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομίας, με μορφές και μέσα του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. σύναψη
συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, μίσθωση λατομείων του Δημοσίου, εκμίσθωση ακινήτου της
ιδιωτικής περιουσίας των Νομικών Προσώπων Δημοσίων Δικαίου (ΝΠΔΔ), δημοτική επιχείρηση
εκμετάλλευσης μεταλλικού νερού κ.λπ.). Η δραστηριότητα αυτή υπόκειται στον νόμο της
προσφοράς και της ζήτησης και οι φορείς της διαπραγματεύονται και συμβάλλονται όπως οι
ιδιώτες. Κατά την άσκηση της συναλλακτικής διοίκησης, οι φορείς της δεν επεμβαίνουν άμεσα
11
Το άρθρο 25 του Συντάγματος ορίζει ότι όλα τα κρατικά όργανα
υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου.
Συνήθως λέγεται ότι τα όργανα του κράτους είναι τα φυσικά πρόσωπα
μέσω των οποίων ασκείται η κρατική εξουσία, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους
νόμους. Βάσει αυτού του ορισμού, το κρατικό όργανο είναι ο συγκεκριμένος
άνθρωπος που ασκεί την αντίστοιχη αρμοδιότητα. Όταν όμως το Σύνταγμα
αναφέρεται στα κρατικά όργανα δεν εννοεί το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο,
που είναι κατ’ ακριβολογία ο εκάστοτε φορέας του οργάνου. Είναι άλλο πράγμα
το μονοπρόσωπο όργανο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το οποίο προβλέπονται
συγκεκριμένες αρμοδιότητες και άλλο πράγμα ο εκάστοτε φορέας του οργάνου,
δηλ. το φυσικό πρόσωπο που σε συγκεκριμένη στιγμή διαθέτει την ιδιότητα αυτή.

στην οικονομία με σκοπό τη ρύθμισή της, αλλά μετέχουν στην οικονομική ζωή στο ίδιο
(κατ’αρχήν) επίπεδο όπως οι ιδιώτες. Στο πλαίσιο της συναλλακτικής διοίκησης διαμορφώνονται
νομικές σχέσεις ισοτιμίας. Στη γερμανική θεωρία γίνεται λόγος για τη λειτουργία του κράτους ως
Fiskus, η οποία έγκειται στη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας με μέσα του ιδιωτικού
δικαίου.
Η παροχική διοίκηση είναι η δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή αγαθών ή
υπηρεσιών ζωτικής σημασίας προς τους ιδιώτες. Παροχική είναι η διοίκηση των δημοσίων
πραγμάτων (οδών, πλατειών, αιγιαλού, λιμένων), των ΝΠΔΔ που εξυπηρετούν συγκεκριμένες
πτυχές του δημοσίου συμφέροντος (ΑΕΙ, δημόσιων νοσοκομείων, φορέων κοινωνικής
ασφάλειας). Στον υπό εξέταση τύπο διοίκησης ανήκει και η δραστηριότητα των δημοσίων
επιχειρήσεων που παράγουν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες ζωτικής σημασίας, χωρίς να είναι
ΝΠΔΔ, όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), , ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος
(ΟΣΕ), παλιότερα ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) κλπ. Τέλος, παροχική διοίκηση
συνιστά και η δραστηριότητα των δημοσίων ιδρυμάτων μελέτης και προαγωγής ορισμένων
παραγωγικών τομέων, όπως το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ) ή ο Εθνικός
Οργανισμός Χειροτεχνίας (ΕΟΧ). Σκοπός της παροχικής διοίκησης είναι όχι απλώς η παροχή των
αγαθών και υπηρεσιών καθ’εαυτήν (η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί και από τους ιδιώτες),
αλλά κυρίως η σε κάθε περίπτωση εξασφάλιση της παροχής των εν λόγω ζωτικής σημασίας
αγαθών και υπηρεσιών και η προσφορά τους σε ανεκτούς όρους, τους οποίους δεν μπορεί να
διασφαλίσει πάντοτε ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ούτε η νομοθεσία περί ελεύθερου
ανταγωνισμού ούτε η έμμεση κρατική επιρροή επί της οικονομίας. Βλ. συναφώς ΣτΕ 4291/2009,
3302/2013: σύστημα διοικητικών αδειών για την παροχή ακτοπλοϊκών μεταφορών επιτρέπεται
να προβλεφθεί μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματική ανάγκη για την παροχή
δημόσιας υπηρεσίας λόγω της ανεπάρκειας των παρεχόμενων υπό καθεστώς ελεύθερου
ανταγωνισμού υπηρεσιών τακτικών μεταφορών. Η παροχική διοίκηση μπορεί να επιλέξει μορφές
και μέσα τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελούν οι σιδηροδρομικές μεταφορές: η σχετική υπηρεσία παρεχόταν από ΝΠΔΔ (ΣΕΚ,
Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους), το οποίο στη συνέχεια αναδιοργανώθηκε σε ΝΠΙΔ (ΟΣΕ),
καθώς και η δημόσια ραδιοτηλεόραση, που από ΝΠΔΔ (ΕΙΡΤ) μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρία
(ΕΡΤ). Ανάλογα με τη νομική μορφή του φορέα της σχετικής δραστηριότητας, οι νομικές πράξεις
μέσω των οποίων αυτή ασκείται είναι πράξεις του ιδιωτικού δικαίου ή διοικητικές πράξεις.
Πάντως, οι πράξεις εποπτείας που ασκούν τα κρατικά όργανα επί των φορέων της παροχικής
διοίκησης είναι πράξεις δημοσίου δικαίου (διοικητικές πράξεις) βλ. Πρεβεδούρου
https://www.prevedourou.gr/%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1-
%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82-
%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82/.
12
Με το δεδομένο ότι στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα,3 άρα και στο
ελληνικό, ισχύει η διασταύρωση της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία, η
διάκριση των εξουσιών είναι χαλαρή και όχι απόλυτη. Ακόμη και στο προεδρικό
πολίτευμα όπου η διασταύρωση των λειτουργιών είναι πολύ έντονη, κι εκεί
ακόμη υπάρχουν στοιχεία όπου οι λειτουργίες των δύο διασταυρώνονται, όπως
το veto του Προέδρου σε πράξη των νομοθετικών σωμάτων και η άσκηση δίωξης
κατά του Προέδρου από τα νομοθετικά σώματα.
Τελικώς, η σημαντικότερη εγγύηση που παρέχει η διάκριση των
λειτουργιών στα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι η απόλυτη διάκριση της
δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο. Η δικαστική εξουσία τελεί σε
“λειτουργική απομόνωση”, ώστε η απονομή της δικαιοσύνης να μην επηρεάζεται
από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση.

Β. Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

άρθρα 51 παρ.2, 53 παρ.1

Το Σύνταγμα ορίζει ότι «Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και ότι


«... εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών
εκλογών».
Συνεπώς στοιχεία της αντιπροσωπευτικής αρχής είναι:
• Ύπαρξη συνέλευσης αντιπροσώπων – εθνική κυριαρχία
• Ελεύθερη εντολή των αντιπροσώπων (βουλευτών)
• Ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα – λαϊκή κυριαρχία
• Η αντιπροσωπευτική αρχή συνιστά προϋπόθεση για κάθε μορφή
δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η αντιπροσωπευτική αρχή δεν εξαντλείται στην εκλογή Κοινοβουλίου,


αλλά εκτείνεται και σε άλλες μορφές δράσεων του εκλογικού σώματος, που
καλούνται στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Τέτοια είναι:
• δημοψήφισμα (άρθρο 44 παρ.2 εδ.α και εδ.β, άρθ.73 παρ.6)
• ίδρυση και συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29)
• δικαίωμα συνδικαλισμού (άρθρα 12 και 22)
• δικαίωμα συλλογικής αυτονομίας –συλλογικές συμβάσεις εργασίας
(άρθρα 22 παρ.2 και 3)
• δικαίωμα ακρόασης και αναφοράς (άρθρα 10 και 20 παρ.2)

3
Υπό τις δύο μορφές του: α) προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία και β)
βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
13
Γ. Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

άρθρα 37, 84, 85, 35

• Κοινοβουλευτικός μονισμός – κλασικός κοινοβουλευτισμός


• Εκλογικευμένος κοινοβουλευτισμός
• Κοινοβουλευτικός δυϊσμός – ορλεανικό μοντέλο – διπλή εξάρτηση (και από
την Βουλή και από τον αρχηγό του κράτους)
• Εισαγωγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Ελλάδα το 1875 (αρχή
της δεδηλωμένης)

Μιλώντας για την κοινοβουλευτική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος


αναφερόμαστε σε δύο θέματα της όλης συνταγματικής ρύθμισης. Πρώτον, στη
σχέση κυβέρνησης και Βουλής και, δεύτερον, στον ρόλο της Βουλής (του
Κοινοβουλίου) μέσα στο πολίτευμα. Κατά την κοινοβουλευτική αρχή, η
Κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και η Βουλή αποτελεί,
μετά το εκλογικό σώμα, το κύριο όργανο της πολιτείας, υπέρ του οποίου
λειτουργεί και το τεκμήριο της αρμοδιότητας.
Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή συνεπάγεται την εφαρμογή του
κανόνα ότι η Κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής
(άρθ.84 παρ.1). Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, η Κυβέρνηση εξαρτάται από τη
Βουλή διττώς: Η εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής είναι αναγκαία για
τον διορισμό του Πρωθυπουργού, δηλ. η ανάθεση εντολής σχηματισμού
Κυβέρνησης πρέπει να γίνεται μόνο σε εκείνο το πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι
έχει ήδη, προφανώς και προκαταβολικά, την “δεδηλωμένη” εμπιστοσύνη της
Βουλής (άρθ.37 παρ.2- 4), δηλαδή γίνεται αποδεκτός από την απόλυτη (ή απλή)
πλειοψηφία της Βουλής (50% του συνόλου των βουλευτών + 1 βουλευτής). Σε
επόμενο στάδιο, η εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής είναι αναγκαία όταν
ο νεοδιοριζόμενος Πρωθυπουργός παρουσιάζεται με τα μέλη της Κυβέρνησης που
έχει επιλέξει και ζητεί (υποχρεωτικώς) από τη Βουλή να λάβει ψήφο
εμπιστοσύνης για να έχει την συνταγματική αρμοδιότητα να κυβερνήσει.
Άλλο κύριο χαρακτηριστικό της κοινοβουλευτικής αρχής είναι ο θεσμός
της ευθύνης των Υπουργών και Υφυπουργών (άρθ.85). Τα μέλη του Υπουργικού
Συμβουλίου και οι Υφυπουργοί ευθύνονται:
• Κατά το άρθ.85 εδ.1, για τις δικές τους πράξεις ή παραλείψεις.
• Κατά το ίδιο άρθ.85 εδ.1, για τις πράξεις και τις παραλείψεις της
κυβέρνησης

14
• Κατά το άρθ.35 παρ.1, για τις πράξεις του προέδρου της δημοκρατίας,
πλην εκείνων που δεν χρειάζονται την προσυπογραφή.

Δ. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

άρθρα 1, 52

Βασικά στοιχεία:
• Η αναφορά στον λαό (ή στο έθνος) ως φορέα της κυριαρχίας.
• Ελεύθερες εκλογές κατά τακτά χρονικά διαστήματα
• Διασφάλιση του πλουραλισμού
• Δεσμεύσεις του συντακτικού νομοθέτη από τις αρχές της υπερεθνικής
έννομης τάξης
Για την εφαρμογή του περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής έχουν θεσπισθεί
ειδικότερες διατάξεις στο Σύνταγμα.

Ι. Η έννοια της δημοκρατικής αρχής


Με τον όρο «Δημοκρατία» χαρακτηρίζονται τα πολιτεύματα όπου ο λαός
είναι η πραγματική πηγή εξουσίας. Δεν συνιστούν Δημοκρατίες τα πολιτεύματα
που αυτοχαρακτηρίζονται διακηρυκτικά με τον όρο αυτό, χωρίς να αποτελούν
πραγματικές δημοκρατίες, διότι ούτε προβλέπονται ούτε εφαρμόζονται οι
θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η βασική συνιστώσα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι η νομιμοποίηση,
δηλαδή η δυνατότητα αναγωγής κάθε μορφής κρατικής βούλησης στη «λαϊκή
βούληση». Σε αντίθεση με την πλατωνική θεωρία περί «βασιλικών ανδρών»,
δηλαδή σοφών που κυβερνούν, η σύγχρονη πολιτευματική δημοκρατία
στηρίζεται στις εκλογές, στην αρχή της πλειοψηφίας, που αναδεικνύει την
κυβέρνηση, και στη μειοψηφία που ελέγχει, σε συνδυασμό με τη θεσμική και
πραγματική δυνατότητα της μειοψηφίας να καταστεί πλειοψηφία μέσω των
εκλογών.
Για την αποδοχή της πολιτευματικής δημοκρατίας ως ταύτισης των
κυβερνώντων με τους κυβερνωμένους, δηλαδή για την επιβεβαίωση της «λαϊκής
κυριαρχίας», η συνταγματική θεωρία αποδέχεται μία σειρά τεκμηρίων –
ταυτίσεων. Για την κατανόηση των ταυτίσεων αυτών, κρίσιμη είναι η διάκριση
του λαού ως εξής:
α. Λαός υπό ευρεία έννοια: Το σύνολο των Ελλήνων πολιτών ως πηγή
όλων των εξουσιών και ως συλλογικό υποκείμενο της «λαϊκής κυριαρχίας»

15
β. Λαός υπό στενή έννοια: Το σύνολο των Ελλήνων πολιτών (οι οποίοι
διαθέτουν το δικαίωμα ψήφου) που συγκροτούν το Εκλογικό Σώμα ως όργανο
της πολιτείας.
Με δεδομένη την ανωτέρω διάκριση οι ταυτίσεις νοούνται ως εξής:
• Ταύτιση θέλησης του λαού υπό ευρεία έννοια με τη θέληση του λαού υπό
στενή έννοια, δηλ. του Εκλογικού Σώματος.
• Ταύτιση της θέλησης του συνόλου του Εκλογικού Σώματος με τη θέληση
της πλειοψηφίας του.
• Ταύτιση της θέλησης όσων ψήφισαν με την θέληση των έγκυρων ψήφων
που υπολογίζονται για την εκλογή των βουλευτών.
• Ταύτιση της θέλησης του συνόλου των βουλευτών με την θέληση της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, από την οποία αναδεικνύεται η
Κυβέρνηση.

Η δημοκρατική αρχή προβλέπει πρώτον, την τυπική νομιμοποίηση που


γεννά η συνταγματική νομιμότητα (άρθ.1 παρ.3), και δεύτερον, την ουσιαστική
νομιμοποίηση που δημιουργείται από τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές των
εκάστοτε φορέων των πολιτειακών οργάνων. Η τυπική νομιμοποίηση είναι
τυπικώς ελέγξιμη, ενώ η ουσιαστική νομιμοποίηση προκύπτει από την
κοινωνικοπολιτική αξιολόγηση και συνδέεται με την πολιτική αξιοπιστία.

ΙΙ. Οι εγγυήσεις τήρησης της δημοκρατικής αρχής


Το ζήτημα των εγγυήσεων τήρησης ανέδειξε ο Αριστόβουλος Μάνεσης,
υπογραμμίζοντας πως οι εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος αφορούν κυρίως
την άσκηση εξουσίας από τους κυβερνώντες.
Βασικές εγγυήσεις είναι:
• Ορισμένες άλλες θεμελιώδεις αρχές:
i. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διότι τις ανάγει στη βούληση του
Εκλογικού Σώματος, αλλά και διότι ενεργοποιεί τον αμοιβαίο μεταξύ τους
έλεγχο.
ii. Η αρχή του κοινωνικού κράτους, διότι διασφαλίζει την κατ’ αρχήν
αντιθετική σχέση ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

• Τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών:


i. Η ενεργοποίηση των πολιτών με την ψήφο τους, αλλά και με άλλες μορφές
πολιτικής συμμετοχής.
ii. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και η αφοσίωση στη Δημοκρατία (άρθ. 120
παρ.2).

16
iii. Το δικαίωμα και η υποχρέωση των Ελλήνων να αντιστέκονται σε
οποιονδήποτε θέλει να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία (άρθ. 120 παρ.4).

• Η υποχρέωση του κράτους να τηρεί ουδετερότητα (θρησκευτική,


κοσμοθεωρητική και πολιτική) έναντι των κοινωνικών διαδικασιών που
συνδιαμορφώνουν την λαϊκή βούληση. Αυτή η υποχρέωση συνάγεται από τις
εξής διατάξεις:
i. Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθ.5)
ii. Ελεύθερη πληροφόρηση (άρθ.5Α)
iii. Ελεύθερη θρησκευτική συνείδηση (άρθ.13)
iv. Ελεύθερη έκφραση και διάδοση των στοχασμών και ελευθερία τύπου
(άρθ.14)
v. Ελευθερία τέχνης, επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας (άρθ.16)

• Ειδικές ρυθμίσεις για την αποτελεσματική τήρηση του Συντάγματος:


i. Τα άρθ. 134 -152 του Ποινικού Κώδικα4 (Δεύτερο Βιβλίο Ειδικό Μέρος,
Πρώτο Κεφάλαιο-Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος, Δεύτερο
Κεφάλαιο- Προσβολές της διεθνούς υπόστασης της χώρας).
ii. Το άρθ.14 παρ.3 (κατάσχεση εντύπου για δημοσίευμα που σκοπεύει στη
βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος).
iii. Το άρθρο 16 παρ.1 εδ.β (η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της
διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο
Σύνταγμα).
iv. Το άρθρο 29 παρ.1 (η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων
οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού
πολιτεύματος).

Ε. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

άρθ. 29

Η αρχή του πολυκομματισμού θα μπορούσε να νοηθεί ως απόρροια της


δημοκρατικής αρχής. Η δημοκρατική αρχή συνδέεται με την ύπαρξη
περισσότερων πολιτικών κομμάτων, που ανταγωνίζονται μέσω ελεύθερων
εκλογών. Ο θεσμός του κόμματος, ως θεσμός πολιτικής οργάνωσης και
άρθρωσης της λαϊκής κυριαρχίας, προϋποθέτει τον ελεύθερο ανταγωνισμό κάτω
από ίσες προϋποθέσεις. Η συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων

4
Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019
17
δημιουργεί τόσο για τη νομοθετική όσο και για την εκτελεστική και τη δικαστική
λειτουργία τη νομική υποχρέωση για κατοχύρωση του ελεύθερου ανταγωνισμού
κάτω από ίσες προϋποθέσεις. Το στοιχείο του αυθεντικού ανταγωνισμού είναι
μείζον, διότι υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα διεξαγωγής ψευδο-εκλογών
όπου όλα τα κόμματα είναι ιδεολογικά ταυτόσημα χάριν ενός αυταρχικού
μοντέλου διακυβέρνησης.

Ο πολυκομματισμός τεχνικά συνάγεται και από τον πληθυντικό αριθμό των


κομμάτων στο άρθρο 29 παρ.1: «Έλληνες πολίτες ...μπορούν ελεύθερα να
ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα ...»
Το ισχύον Σύνταγμα δεν περιορίζει την αναγνώριση του θεσμού του
πολιτικού κόμματος στο άρθρο 29. Πέρα από τη διάταξη αυτή, τα πολιτικά
κόμματα αναφέρονται σε σειρά διατάξεων του Συντάγματος:
• Σύμφωνα με το άρθρο 37, όλο το σύστημα του σχηματισμού της
Κυβέρνησης βασίζεται στον θεσμό του πολιτικού κόμματος.
• Σύμφωνα με το άρθρο 38, η αναπλήρωση του πρωθυπουργού προϋποθέτει
την συμμετοχή των κομμάτων.
• Το άρθρο 54 σχετικά με τους βουλευτές Επικρατείας συνδέεται με τις έδρες
των κομμάτων.
• Τα άρθρα 68 παρ.3, 70 και 71 ορίζουν, ότι οι διαρκείς κοινοβουλευτικές
και εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, αλλά και το Τμήμα διακοπής των
εργασιών της Βουλής συνιστώνται με βάση τη δύναμη των πολιτικών
κομμάτων.
• Το άρθρο 73 παρ.4 αναφέρεται σε τροπολογία που μπορεί να υποβάλλει
αρχηγός κόμματος ή εκπρόσωπος ομάδας.
• Όλη η λογική του Κανονισμού της Βουλής βασίζεται στην ύπαρξη και
λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, είτε με τη μορφή των
κοινοβουλευτικών ομάδων και των προέδρων τους, είτε με τη μορφή
κομμάτων (που δεν διαθέτουν επαρκή αριθμό για να συγκροτήσουν
κουνοβουλευτική ομάδα) και των αρχηγών τους.

Είναι αυτονόητο ότι πέραν των διατάξεων του Συντάγματος και του
Κανονισμού της Βουλής, όλος ο εκλογικός νόμος βασίζεται στα πολιτικά κόμματα
και τους συνασπισμούς κομμάτων.

Βασική αποστολή του πολιτικού κόμματος είναι η πολιτική οργάνωση και


άρθρωση της λαϊκής κυριαρχίας με την ενεργοποίηση του πολίτη μέσα από τις
κομματικές διαδικασίες. Η ανάπτυξη του θεσμού λειτουργεί ως αντίβαρο στο
σύστημα της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η συνειδητοποίηση του πολίτη
18
και των κοινωνικών ομάδων με αποτέλεσμα την αξίωση για αμεσότερη
συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις βρίσκει έκφραση μέσα από τις κομματικές
διαδικασίες. Γι’ αυτό και η συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων
σημαίνει κυρίως συνταγματική κατοχύρωση του πολίτη για ενεργητική
συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Το ίδιο το Σύνταγμα δεν περιέχει ορισμό του πολιτικού κόμματος.
Μολονότι όμως ούτε η κοινή νομοθεσία περιέχει στοιχεία που θα διευκόλυναν τη
διαπίστωση της έννοιας του πολιτικού κόμματος, από την οποία εκκινεί η έννομη
τάξη κατά τις σχετικές της ρυθμίσεις, μπορούν να καταγραφούν τα βασικά
εννοιολογικά στοιχεία του κομματικού θεσμού, όπως εξετάζεται στην πολιτική
επιστήμη:
i. Το πολιτικό κόμμα είναι ιδιαίτερη μορφή ένωσης πολιτών.
ii. Η ένωση αυτή των πολιτών έχει χαρακτήρα διαρκή ή πάντως
μεγάλης διάρκειας.
iii. Η ένωση αυτή έχει σκοπό την απόκτηση της πλειοψηφίας στο
Εκλογικό Σώμα και στα αντιπροσωπευτικά όργανα που προβλέπει
η έννομη τάξη, ή τουλάχιστον την πολιτική έκφραση μέρους της
κοινής γνώμης και τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής
βούλησης, διαμέσου των θεσμικών μέσων που διασφαλίζει το
Σύνταγμα.

Τα κόμματα κινούνται εκτός της τριμερούς κλασικής διάκρισης των


λειτουργιών, που αφορά την δράση του κράτους. Εάν θεωρήσουμε την Πολιτεία
ως συναίρεση του Κράτους με την Κοινωνία, τα κόμματα κινούνται και στα δύο
συστατικά μέρη της Πολιτείας.
Από την μία πλευρά δρουν μέσα στην πολυδιασπασμένη, συγκρουσιακή,
πλουραλιστική κοινωνία, προκειμένου να εκφράσουν και να επηρεάσουν όσο το
δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα της (με κομματικές οργανώσεις, κοινωνικές δράσεις,
άσκηση επιρροής).
Από την άλλη πλευρά συνιστούν απαραίτητους μηχανισμούς για την
διεξαγωγή εκλογών προκειμένου να εκλεγεί το Κοινοβούλιο, που θα αναδείξει
την Κυβέρνηση και θα εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επιπλέον, εάν
αποκτήσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, εντάσσονται ως κοινοβουλευτικές
ομάδες στην λειτουργία του Κοινοβουλίου, αποτελώντας μέρος του μηχανισμού
λειτουργίας της νομοθετική εξουσίας.

Η έννομη τάξη ενδιαφέρεται να ρυθμίσει πρωτίστως την δεύτερη πλευρά


δράσης των κομμάτων, αυτή που συνδέεται με την κρατική εξουσία. Για τον λόγο
τούτο οι νομικοί ορισμοί του κόμματος είναι δύο και έχουν σκοπό να καλύψουν
19
την δράση των κομμάτων στις εκλογές και την δράση των κομμάτων στη
Βουλή υπό τον μανδύα των κοινοβουλευτικών ομάδων.

Στον εκλογικό νόμο (π.δ. 26/2012), το κόμμα δεν ορίζεται, ωστόσο


ρυθμίζονται το όνομα και το έμβλημά του: «Κάθε πολιτικό κόμμα γνωστοποιεί το
αργότερο εν νέα (9) ημέρες μετά την κατά το άρθρο 31 παράγραφος 3 έναρξη
της προεκλογικής περιόδου με γραπτή δήλωσή του, η οποία επιδίδεται στον
πρόεδρο της Βουλής και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το όνομα και το
έμβλημα του κόμματος, για όλη την Επικράτεια. Δικαίωμα να χρησιμοποιεί, στο
εξής αποκλειστικά, το όνομα και το έμβλημα που δηλώνονται έχει το πολιτικό
κόμμα που τα δήλωσε.» Επιπλέον, «Απαγορεύεται η χρήση ως ονόματος και
εμβλήματος ή σήματος κόμματος: α) συμβόλου θρησκευτικής λατρείας, της
σημαίας της πατρίδας ή άλλου παρόμοιου συμβόλου ή σημείου ιδιαίτερης
ευλάβειας, β) του στέμματος, γ) συμβόλων ή εμβλημάτων του δικτατορικού
καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 ή φωτογραφιών προσώπων που έχουν
καταδικαστεί για τη συμμετοχή τους σ’ αυτό.»
Όταν δημιουργούνται διαφωνίες για τη χρήση του ονόματος και του
εμβλήματος πολιτικού κόμματος ή αμφισβητήσεις για τον χαρακτήρα αυτοτελούς
κόμματος ή συνασπισμού (αντιμετωπίζονται διαφορετικά στην εκλογικό νόμο),
τότε αποφαίνεται ελεύθερα το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου βάσει των
υπαρχόντων στοιχείων.

Στον νόμο 3023/2002 για την χρηματοδότηση των πολιτικών


κομμάτων, το άρθρο 29 προβλέπει τα απαιτούμενα στοιχεία για να ιδρυθεί ένα
πολιτικό κόμμα.
• Το πολιτικό κόμμα πριν αναλάβει δραστηριότητα καταθέτει ιδρυτική
δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τη δήλωση καταθέτει ο
Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή του και σε αυτή αναφέρεται ότι η
οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του
δημοκρατικού πολιτεύματος.
• Στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γνωστοποιούνται επίσης το όνομα,
το έμβλημα και η έδρα του πολιτικού κόμματος και υποβάλλονται το
καταστατικό ή η ιδρυτική του διακήρυξη, που υπογράφονται από
διακόσιους, τουλάχιστον, πολίτες με δικαίωμα ψήφου. Με τη
γνωστοποίηση του ονόματος και του εμβλήματος το πολιτικό κόμμα
έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης τους. Απαγορεύεται η χρήση
συμβόλων θρησκευτικών, της σημαίας, του στέμματος, της
δικτατορίας της 21ης Απριλίου, που αναφέρονται και στον εκλογικό
νόμο.
20
• Το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα
για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του. Η νομική αυτή
προσωπικότητα δεν αναγνωρίζεται γενικώς, μόνο ad hoc (σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις) για όσα θέματα δηλ. απαιτείται για την
επιτέλεση του συνταγματικού του ρόλου.

Στον Κανονισμό της Βουλής5 (άρθρο 15) ορίζεται η έννοια της


κοινοβουλευτικής ομάδας, που συνιστά την αντανάκλαση του πολιτικού
κόμματος στο Κοινοβούλιο. Για την είσοδο ενός κόμματος στην Βουλή απαιτείται
να έχει λάβει πoσoστό τoυλάχιστoν τρία τoις εκατό (3%) τoυ συνoλικoύ αριθμoύ
των έγκυρων ψήφων oλόκληρης της επικράτειας.
O ελάχιστoς απαιτoύμενoς αριθμός Boυλευτών για τη συγκρότηση μιας
Koινoβoυλευτικής Oμάδας oρίζεται σε δέκα (10). Κατ’ εξαίρεση αρκούν και πέντε
(5) βουλευτές υπό δύο όρους: α) να συμμετείχε στις εκλογές από τις oπoίες
πρoήλθε η Boυλή, με συνδυασμoύς στα δύo τρίτα (2/3) τoυλάχιστoν των
εκλoγικών περιφερειών της χώρας∙ β) οι πέντε τουλάχιστον βουλευτές να
εξελέγησαν με το εν λόγω Κόμμα και να συνεχίζουν να ανήκουν σε αυτό.
Η κατά κανόνα συσχέτιση του βουλευτή με το πολιτικό κόμμα με το οποίο
εξελέγη αποδεικνύεται και από την διάταξη του ΚτΒ, που προβλέπει ότι για την
συγκρότηση των κοινοβουλευτικών ομάδων, «... oι Boυλευτές θεωρoύνται ότι
ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν,
εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση» (άρθρο 16 παρ.1).

ΣΤ. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

άρθρο 25 παρ.1

Η αρχή του κράτους δικαίου εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες και τον
αυτοπροσδιορισμό του ατόμου. Το σημαντικότερο στοιχείο του κράτους δικαίου
είναι ότι ο νόμος εφαρμόζεται επί πάντων. Καίριο, επιπλέον, είναι το στοιχείο
της διαφορετικής αντιμετώπισης των οργάνων του κράτους και του δημόσιου
τομέα αφ’ ενός, από τον ιδιώτη αφ’ ετέρου.
• Για τα άτομα (τα υποκείμενα των δικαιωμάτων) ισχύει η αρχή in dubio
pro libertate (=εν αμφιβολία ισχύει η ερμηνευτική εκδοχή υπέρ της
ελευθερίας του ατόμου) δηλαδή ό,τι δεν απαγορεύεται από τον νόμο,

5
https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/Kanonismos-tis-Voulis/
(κωδικοποίηση 2019).
21
του επιτρέπεται. Συνεπώς, ο ιδιώτης επιτρέπεται να πράττει οτιδήποτε
δεν του απαγορεύεται.
• Αντιθέτως, για τα κρατικά όργανα και τη Διοίκηση ισχύει το αντίθετο:
Οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται συγκεκριμένα και περιοριστικά από
τον νόμο. Δηλ. στο κράτος απαγορεύεται οτιδήποτε δεν προβλέπεται
από κανόνα δικαίου.

Συνεπώς το άτομο έχει πολύ περισσότερη ελευθερία απ’ ό,τι το κράτος.


Προϋπόθεση για το κράτος δικαίου είναι η διάκριση του δημόσιου από το
ιδιωτικό, διάκριση που συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας. Αυτή η διάκριση, σε
βάρος των κρατικών οργάνων, αποτελεί τη βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας
και έρχεται να εξισορροπήσει την υπερέχουσα βούληση του κράτους και το
μονοπώλιο του έννομου καταναγκασμού που αυτό διαθέτει και δικαιούται να
ασκεί. Θεμέλιο αυτών των προβλέψεων είναι ότι το κράτος αποτελεί τον
σημαντικότερο παράγοντα διακινδύνευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των
ατόμων, κυρίως των ατομικών ελευθεριών. Για τον λόγο τούτο δικαιολογείται η
αυστηρότερη ρύθμιση ως προς τον τρόπο δράσης του, ώστε να διασφαλίζεται η
νομιμότητα της δράσης του.
Αυτή η αρχή θα έμενε χωρίς περιεχόμενο, δηλ. δεν θα εφαρμοζόταν, εάν
το Σύνταγμα δεν προέβλεπε ανεξάρτητο δικαστικό όργανο αρμόδιο να ελέγχει
και να ακυρώνει τις παράνομες πράξεις της Διοίκησης, είτε αυτές είναι ατομικές
διοικητικές πράξεις, είτε κανονιστικές διοικητικές πράξεις6 (κυρίως υπουργικές
αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα, αλλά και αποφάσεις νομάρχη, δημάρχου
κ.λπ.). Στην Ελλάδα το δικαστήριο αυτό είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Σχετικό προς το κράτος δικαίου είναι το δημοκρατικό κράτος, αλλά οι
έννοιες δεν ταυτίζονται.
• Για το δημοκρατικό κράτος, κρίσιμα στοιχεία είναι η εφαρμογή της
αρχής της πλειοψηφίας για την σύνθεση του Κοινοβουλίου καθώς και
η διεξαγωγή περιοδικών ελεύθερων εκλογών.
• Για την έννοια του κράτους δικαίου κρίσιμα είναι τα συνταγματικά
δικαιώματα και οι μηχανισμοί προστασίας τους. Τα δικαιώματα
ασκούνται από καθέναν, χωρίς να εξαρτώνται από την βούληση της
πλειοψηφίας.

Υπάρχουν κράτη που είναι δημοκρατικά ως προς την αντιπροσώπευση,


αλλά πάσχουν ως προς την αρχή του κράτους δικαίου, δηλ. ως προς την

6
Υπενθυμίζεται ότι μόνο οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι κανόνες δικαίου.
22
εφαρμογή των ατομικών ελευθεριών. Τα κράτη αυτά χαρακτηρίζοναι από
λογοκρισία, φίμωση των ΜΜΕ και δικαιοσύνη εξαρτώμενη από την κυβέρνηση.
[Για την κατανόηση του κράτους δικαίου είναι σημαντική η ανάλυση της
έννοιας και των διακρίσεων των συνταγματικών (ή θεμελιωδών) δικαιωμάτων.
Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει κάθε σύστημα του Δικαίου σε
πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων ή ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός
συμφέροντος στο οποίο έτσι δίνει νομική υπόσταση. Εξουσία σημαίνει έννομη
αξίωση, άρα ικανότητα δικαστικής διεκδίκησης.
Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν κατηγορία των "δημοσίων
δικαιωμάτων". Είναι δικαιώματα που συστηματοποιούν τη σχέση των ατόμων ή
της κοινωνικής ομάδας με την (κρατική) εξουσία και ρυθμίζονται από το δημόσιο
δίκαιο. Είναι έννομες αξιώσεις του ατόμου ή της κοινωνικής ομάδας έναντι της
(κρατικής) εξουσίας.
Συνταγματικά ή Θεμελιώδη δικαιώματα είναι κατά σειρά ιστορικής τους
εξέλιξης:
• Ατομικές ελευθερίες (freedoms), ή ατομικά δικαιώματα: έννομες
αξιώσεις για αποχή της κρατικής εξουσίας από κάθε ενέργεια παρέμβασης
στο βιοτικό και κοινωνικό χώρο που καθορίζεται από το δικαίωμα.
Υποκείμενα των ατομικών ελευθεριών είναι όλα τα άτομα, ημεδαποί και
αλλοδαποί που βρίσκονται στην Ελλάδα.
• Πολιτικά δικαιώματα (rights): έννομες αξιώσεις για συμμετοχή στην
άσκηση της κρατικής εξουσίας (στις διαδικασίες παραγωγής και
διαμόρφωσης της πολιτειακής βούλησης). Υποκείμενα των πολιτικών
δικαιωμάτων είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες.
Οι ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα ανήκουν στην πρώτη γενιά
των δικαιωμάτων (17ος-19ος αιώ.)
• Κοινωνικά δικαιώματα (rights): δικαιώματα για παρέμβαση της κρατικής
εξουσίας, παρέμβαση που συνίσταται σε υλικές παροχές, σε παροχή
υπηρεσιών, σε θεσμικές ρυθμίσεις. Υποκείμενα των κοινωνικών
δικαιωμάτων είναι κατά κανόνα όλα τα άτομα, ημεδαποί και αλλοδαποί που
είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Τα κοινωνικά δικαιώματα ανήκουν στην δεύτερη γενιά των δικαιωμάτων (19ος
20ός αιώ.).
• Στην λεγόμενη τρίτη γενιά των δικαιωμάτων (20ός και 21ος αιώ.)
ανήκουν νέα δικαιώματα σχετικά ιδίως με το ανθρώπινο περιβάλλον, τα
δικαιώματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογική
εξέλιξη, τη βιοϊατρική, τη βιοηθική. Υποκείμενα των δικαιωμάτων αυτών
είναι κατά κανόνα όλα τα άτομα, ημεδαποί και αλλοδαποί που βρίσκονται
στην Ελλάδα.
23
[ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο όρος «Ανθρώπινα Δικαιώματα» ή «Δικαιώματα του
Ανθρώπου» αφορά δικαιώματα που θεσπίζονται στο πεδίο του διεθνούς
δικαίου, π.χ. μέσω συμβάσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα δικαιώματα του ανθρώπου εντάσσονται στις
ανωτέρω κατηγορίες, όπως και τα συνταγματικά δικαιώματα.]
Αυτή η κλασική διάκριση σε τρεις κατηγορίες είναι περισσότερο
μεθοδολογική, αλλά δεν αποτυπώνει την εφαρμογή των δικαιωμάτων στην
πράξη. Στην πραγματικότητα κάθε κατηγορία δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση
για την πραγμάτωση της άλλης. Πρόκειται για τη σύνθετη (Δ. Τσάτσος), ή
παραπληρωματική (Αρ. Μάνεσης), ή συναγωνιστική (Γ. Παπαδημητρίου),
προστατευτική λειτουργία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τα
περισσότερα δικαιώματα έχουν μικτή φύση. Π.χ. το δικαίωμα του συνέρχεσθαι
είναι και ατομικό και πολιτικό. Το δικαίωμα στην παιδεία είναι και ατομικό και
κοινωνικό.
Τα κοινωνικά δικαιώματα αφορούν την διασφάλιση από την κρατική
εξουσία των βασικών βιοτικών αναγκών, την αναγνώριση από το κράτος των
ιδιαιτεροτήτων ορισμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά διαφέρουν από τις άλλες
δύο κατηγορίες, διότι ισχύουν μόνο όταν προβλέπονται από τον νόμο, και εφ’
όσον το κράτος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την ικανοποίησή τους.
Συνεπώς, δεν συνιστούν αξιώσεις (βλ. κατωτέρω στο κοινωνικό κράτος), σε
αντίθεση με τις δύο άλλες κατηγορίες δικαιωμάτων που εμπεριέχουν και την
ικανότητα δικαστικής τους διεκδίκησης με μόνη την αναγραφή στο Σύνταγμα.]

Η έννοια του κράτους δικαίου εκφράζεται στο αγγλικό δίκαιο με τον όρο
‘Rule of Law’ και στο γερμανικό δίκαιο με τον όρο ‘Rechtsstaat’. Και οι δύο όροι
αποδίδουν παρεμφερείς πολιτικο-νομικές αξιολογήσεις που χαρακτηρίζουν τα
σύγχρονα δυτικά κράτη υπό την μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι δύο
αυτοί όροι, όμως, υπό την συγκεκριμένη νομική τους διαμόρφωση, δηλαδή τον
τρόπο που αποτυπώνονται σε κανόνες δικαίου σε κάθε εθνική έννομη τάξη,
διαφοροποιούνται αρκετά μεταξύ τους.

‘Rule of Law’
Αποτελεί προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της Αγγλίας και για τον λόγο αυτό
δύσκολα διατυπώνεται υπό την μορφή κανόνα δικαίου ή γενικής αρχής. Γνωστές
είναι οι εξής τρεις αρχές για τον προσδιορισμό (19ος αιώ.), με δεδομένη την αρχή
της κυριαρχίας του Κοινοβουλίου στην Αγγλία:
1. Ουδείς υποβάλλεται σε ποινή ούτε οφείλει να ανεχθεί ζημία στα
προσωπικά και περιουσιακά του αγαθά, εάν δεν έχει προβεί σε σαφή παραβίαση
του δικαίου, η οποία να έχει διαπιστωθεί κατά νόμο από τακτικό δικαστήριο. Η
24
πρώτη αυτή αρχή υποδηλώνει ότι ο πολίτης έχει το δικαίωμα της προσωπικής
ελευθερίας υπό τρεις σωρευτικές αρνητικές προϋποθέσεις: α. ότι δεν έχει
παραβιάσει το δίκαιο, β. ότι μία τέτοια παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί στο
πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, γ. ότι η παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί από
τακτικό δικαστήριο.
2. Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκεται υπεράνω του δικαίου και ο καθένας
υπόκειται, ανεξάρτητα από την τάξη ή θέση του, στο δίκαιο του κράτους και στη
νομολογία των τακτικών δικαστηρίων. Εδώ τονίζεται ότι το δίκαιο ισχύει όχι μόνο
για τους ιδιώτες αλλά και για το κράτος, δηλαδή τους δημοσίους υπαλλήλους.
Οι διαφορές μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων υπαλλήλων επιλύονται από τα ίδια
δικαστήρια και όχι από διοικητικά δικαστήρια.
3. Στην Αγγλία το συνταγματικό δίκαιο δεν αποτελεί την πηγή αλλά την
συνέπεια των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται και
εφαρμόζονται από τα δικαστήρια και όπως διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια
μακράς ιστορικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, η προσωπική ελευθερία, η
ελευθερία του λόγου και των συγκεντρώσεων δεν χρειάσθηκε να αποτυπωθούν
σε κάποια διακήρυξη, αρκεί πώς δεν είχαν απαγορευθεί από το δίκαιο. Συνεπώς
ισχύει η κλασική φιλελεύθερη αρχή: “ό,τι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται”.
Επειδή όμως στην περίοδο των Stuarts η προσωπική ελευθερία καταργήθηκε, το
Κοινοβούλιο δημιούργησε τα μέσα για την αποκατάσταση αυτών των
δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως “δικαιώματα” του common
law (= κοινό δίκαιο).

‘Rechtsstaat’
Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε στην Γερμανία τον 18ο και τον 19ο αιώνα ως
έννοια αντιθετική του Polizeistaat (= αστυνομικό κράτος). Το Σύνταγμα της
Βαϊμάρης (1919) δεν περιλάμβανε ρητή αναφορά στο κράτος δικαίου, όπως το
σημερινό γερμανικό σύνταγμα, ούτε και ρητή θεσμοθέτηση της διάκρισης των
εξουσιών. Ως γερμανικό κράτος δικαίου, τότε, θεωρείτο η έννομη τάξη, η οποία
“βασίζεται στην ιδιοκτησία και προσωπική ελευθερία και θεωρεί το κράτος ως
τον ένοπλο εγγυητή της τάξης, ησυχίας και ασφάλειας”. Κατά μία άλλη άποψη,
το κράτος ταυτίζεται με την έννομη τάξη, άρα με το δίκαιο.
Τα στοιχεία της γερμανικής έννοιας του κράτους δικαίου είναι:
1. Το δίκαιο ως παράγων τάξης και η αρχή του Primat (= της
πρωτοκαθεδρίας) του δικαίου. Η υπεροχή του δικαίου εκφράζεται στη δέσμευση
του νομοθέτη να τηρεί τους ορισμούς του Συντάγματος. Απαγορεύεται να θίγεται
ο πυρήνας των συνταγματικών δικαιωμάτων, η νομοθεσία υπόκειται στις
συνταγματικές δεσμεύσεις, ενώ η εκτελεστική και δικαστική εξουσία υπόκεινται
στον νόμο.
25
2. Το κράτος δικαίου εγγυάται την ελευθερία, μέσω της συγκεκριμένης
διαμόρφωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
3. Το κράτος δικαίου εγγυάται την αρχή της ισότητας των πολιτών μέσω
της διαμόρφωσης της αρχής σε θεμελιώδες δικαίωμα.
4. Τέλος, η αρχή του κράτους δικαίου διαμορφώνεται μέσω σειράς άλλων
αρχών όπως π.χ. της ανεξαρτησίας των δικαστών, της απαγόρευσης εκτάκτων
δικαστηρίων, του νόμιμου δικαστή, κ.λπ.

Στο ελληνικό Σύνταγμα η αρχή του κράτους δικαίου πραγματώνεται, κυρίως, με


τις εξής ειδικότερες διατάξεις:
1. Υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη
άσκηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών (άρθρο 25 παρ.1)
2. Μη αναθεώρηση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 110 παρ.1)7
3. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26)
4. Η ανεξαρτησία των δικαστών και η απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με
το Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 87 παρ.1 και 2)
5. Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ.1)
6. Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ.2)
7. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια (άρθρο
93 παρ.4)
8. Αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης - Έλεγχος και ακύρωση των
εκτελεστών πράξεων των διοικητικών οργάνων από το Συμβούλιο της
Επικρατείας (άρθρο 95)

Το άρθρο 25 αναθεωρήθηκε το 2001: «Το άρθρο 25 εμπεριέχει τις αρχές που


διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή όλης της δέσμης των συνταγματικών
δικαιωμάτων:
Με την αναθεωρημένη μορφή της παραγράφου 1 του άρθρου 25:
Πρώτον, εισάγεται και ρητά η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Δεύτερον, εισάγεται ο κανόνας πως όλα τα κρατικά όργανα έχουν την
υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των
συνταγματικών δικαιωμάτων.
Τρίτον, εισάγεται ο κανόνας ότι τα συνταγματικά δικαιώματα ισχύουν και
στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες αυτά προσιδιάζουν, εισάγεται δηλαδή η
αρχή της τριτενέργειας, όπου αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί.
Τέταρτον, εισάγεται και ρητά η αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον
προβλέπεται ρητά ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα

7
Η μη αναθεώρηση ισχύει για όλες τις θεμελιώδεις αρχές.
26
να επιβληθούν, πρέπει είτε να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε να
προβλέπονται από το νόμο, εφόσον όμως υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού.
Αυτή η νέα δέσμη κανόνων που εισάγονται στην παράγραφο 1 του άρθρου
25, προσδίδει νέες διαστάσεις και νέο κανονιστικό περιεχόμενο σε όλα τα
συνταγματικά δικαιώματα. Το άρθρο 25 παρ. 1 είναι ίσως η σημαντικότερη
διάταξη του αναθεωρημένου Συντάγματος.»8

Ζ. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

άρθρο 25 παρ.1

Το κοινωνικό κράτος υλοποιείται με διατάξεις που κατοχυρώνουν


κοινωνικά δικαιώματα. Τα κοινωνικά δικαιώματα διαφέρουν από τα ατομικά και
τα πολιτικά δικαιώματα, στο μέτρο που δεν συνιστούν αξιώσεις δηλαδή, οι
ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλούνται τα κοινωνικά δικαιώματα από μόνη την
αναγραφή τους στο Σύνταγμα, μπορούν όμως να τα απαιτούν μετά από την
εξειδίκευσή τους με νόμο. Το σημαντικό στοιχείο στην κατανόηση των
κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ότι συνιστούν οικονομικές παροχές, που
προφανώς εξαρτώνται από την ευμάρεια του κράτους. Για τον λόγο τούτο
αυξάνονται ή μειώνονται αναλόγως της οικονομικής συγκυρίας, χωρίς πάντως
να είναι συνταγματικώς ανεκτή η πλήρης τους κατάργηση. Ορισμένα θεμελιώδη
κοινωνικά δικαιώματα που απευθύνονται στο σύνολο των ατόμων-ιδιωτών-
διοικουμένων, όπως το δικαίωμα στην παιδεία (πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια), το δικαίωμα στην υγεία (πρόβλεψη δημόσιων νοσοκομείων και
δωρεάν περίθαλψης), το δικαίωμα στη σύνταξη (ενός πυρήνα σύνταξης) δεν
μπορούν να καταργηθούν, μπορούν όμως να περιοριστούν σε περιβάλλον
οικονομικής δυσπραγίας.
Κατά τα λοιπά, τα κοινωνικά δικαιώματα νοούνται και ως παροχές σε
ευάλωτες κατηγορίες ιδιωτών (φτωχοί, άνεργοι, ανάπηροι, πολύτεκνοι κ.λπ.)
με βάση την αρχή της ισότητας ‘ανάποδα’, δηλαδή «άνιση αντιμετώπιση ανίσων
καταστάσεων», σε αντίθεση με την τυπική ισότητα που ισχύει στα ατομικά και τα
πολιτικά δικαιώματα. Τέτοια δικαιώματα είναι ιδίως:
• συμμετοχή στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή (άρθρα 5 παρ.1
και 22 παρ.1)
• δωρεάν παιδεία (άρθρο 16)
• δικαιώματα ατόμων με ειδικές ανάγκες (άρθρο 21 παρ.6)

8
Τα σχόλια (με πλάγια στοιχεία) είναι του Ευ. Βενιζέλου, Γενικού Εισηγητή της
Πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 2001.
27
• δικαίωμα εργασίας (άρθρο 22)
• δικαίωμα στο περιβάλλον (άρθρο 24 παρ.1)
• μέτρα κοινωνικής πολιτικής (άρθρα 21-23) προστασία οικογένειας, υγεία,
απόκτηση κατοικίας, συνδικαλιστική ελευθερία, απεργία, χωροταξική
διάρθρωση.

28
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ

Α. Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Το εκλογικό σώμα είναι άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, που ασκεί
τις αρμοδιότητές του μέσω της ψήφου του.
Το δικαίωμα του εκλέγειν ή το δικαίωμα της ψήφου, ή το ενεργό εκλογικό
δικαίωμα, συνιστά δικαίωμα του πολίτη. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ψήφου
την καθιστά και δημόσιο λειτούργημα. Στην πλειοψηφία των δυτικών κρατών η
ψήφος νοείται μόνο ως δικαίωμα και γι’ αυτό είναι προαιρετική.
Στην Ελλάδα, η ψήφος είναι υποχρεωτική.9

Β. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Λαός υπό ευρεία έννοια: Όλοι οι έχοντες την ελληνική ιθαγένεια


(= υπηκοότητα = εθνικότητα)10
Λαός υπό στενή έννοια: Όλοι όσοι ανήκουν στο εκλογικό σώμα (όσοι
έχουν τα προσόντα του εκλογέα)

Με τις Οδηγίες 94/80/ΕΚ και 93/109/ΕΚ, που ενσωματώθηκαν στο πδ


133/1997, οι πολίτες της ΕΕ που διαμένουν στην Ελλάδα έχουν το δικαίωμα του
εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις ευρωεκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές
εκλογές, υπό την προϋπόθεση της εγγραφής τους στους εκλογικούς καταλόγους,
χωρίς να απαιτείται η ελληνική ιθαγένεια.
Στις ευρωεκλογές οι πολίτες της Ένωσης μπορούν να ασκήσουν τα
πολιτικά τους δικαιώματα είτε στο κράτος μέλος καταγωγής είτε στο κράτος
μέλος της κατοικίας τους, αρκεί να εγγραφούν στους ειδικούς εκλογικούς

9
Βλ. αναλυτικά κατωτέρω υπό Ζ. Η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας.
10
Η ιθαγένεια-υπηκοότητα-εθνικότητα (=nationality) σημαίνει τον νομικό δεσμό του ατόμου
με το κράτος, ανεξαρτήτως εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής (=ethnicity). Κριτήριο είναι η κρατική
οντότητα και όχι η ακαθόριστη έννοια του έθνους. Η ιθαγένεια αποκτάται με γέννηση ή με
πολιτογράφηση, χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ως προς το άτομο-πολίτη.
29
καταλόγους δήμου του τόπου κατοικίας τους. Δεν είναι επιτρεπτό όμως να
ψηφίσουν περισσότερο από μία φορά κατά τις ίδιες εκλογές.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου 2019 για την ανάδειξη των
περιφερειακών αρχών ψήφισαν για πρώτη φορά και οι πολίτες των κρατών –
μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται με το άρθρο 48 του ν. 4555/2018
(Α΄ 133), υπό την προϋπόθεση ότι ήσαν εγγεγραμμένοι σύμφωνα με την κείμενη
νομοθεσία στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των οικείων δήμων.
Οι πολίτες της Ένωσης έχουν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι για τα
αξιώματα του δημάρχου, του δημοτικού συμβούλου και του μέλους του
περιφερειακού συμβουλίου, με την προϋπόθεση της εγγραφής τους στους
ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των οικείων δήμων, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στα άρθρα 10 και 48 του ν. 4555/2018.
Για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την οργάνωση και τη
λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, λαμβάνεται για πρώτη φορά υπόψη ο
μόνιμος πληθυσμός της χώρας, αντικαθιστώντας των πραγματικό πληθυσμό που
ίσχυε μέχρι σήμερα. Ως μόνιμος πληθυσμός ορίζεται ο συνολικός πληθυσμός που
δήλωσε ως μόνιμη κατοικία του κατά την απογραφή του τον συγκεκριμένο τόπο,
ανεξάρτητα από το πού βρέθηκε και απογράφηκε στην επικράτεια της χώρας.
Μέχρι την απογραφή του 2001, πραγματικός πληθυσμός ενός τόπου
οριζόταν από τις στατιστικές υπηρεσίες ο συνολικός πληθυσμό που βρέθηκε και
απογράφηκε κατά την απογραφή στον συγκεκριμένο αυτό τόπο, ανεξάρτητα από
το αν διαμένει μόνιμα στον τόπο αυτό, ή αν είναι προσωρινός ή περαστικός.
Ως νόμιμος πληθυσμός θεωρείται ο αριθμός των δημοτών κάθε δήμου της
χώρας, με την ιθαγένεια της χώρας, που διαμένουν μόνιμα στη χώρα. Το μέγεθος
αυτό είναι το κριτήριο για να ορισθεί ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγει κάθε
εκλογική περιφέρεια.11

Γ. ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΕΑ


Θετικά προσόντα για την απόκτηση του εκλογικού δικαιώματος:
• ελληνική ιθαγένεια
• εκλογική ενηλικότητα (17ο έτος)12
Ο νόμος καθορίζει την εκλογική ηλικία [άρθρο 51 παρ.3 : «Οι βουλευτές
εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που
έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει.»]

11
Βλ. κατωτέρω υπό Ι. Ο εκλογικός νόμος
12
Σύμφωνα με τον Ν. 4406/ΦΕΚ Α 133/26.07.2016, άρθ.1.
30
Δ. ΠΟΙΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ - ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 51 παρ.3, εδ.β τα αρνητικά προσόντα του


εκλογέα, δηλ. προϋποθεσεις που όταν συντρέχουν, ο έχων την ελληνική
ιθαγένεια δεν έχει το δικαίωμα του εκλέγειν : « Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει
το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας
ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης
για ορισμένα εγκλήματα.»
Ο ανήλικος κάτω των 17 ετών δεν διαθέτει το δικαίωμα της ψήφου λόγω
της έλλειψης της κατά νόμον εκλογικής ηλικίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του πδ. 26/2012 (Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο
των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών),13 στερούνται του
δικαιώματος του εκλέγειν:
α) Όσοι βρίσκονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε
πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.
β) Όσοι στερήθηκαν το δικαίωμα αυτό, λόγω αμετάκλητης ποινικής
καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και
στρατιωτικό ποινικό κώδικα, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η στέρηση.

α) ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος, σύμφωνα με το
άρθρο 1666 ΑΚ,
• όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής
αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις
υποθέσεις του
• όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο
της στέρησης τον εαυτό του, τον σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους
ανιόντες του.

Η ψυχική ή διανοητική αυτή διαταραχή πρέπει να έχει ως συνέπεια την


ολική ή μερική αδυναμία του προσώπου να φροντίζει μόνο του για τις υποθέσεις
του. Για τη σχετική κρίση λαμβάνεται υπόψη η όλη προσωπικότητα του
πάσχοντος, καθώς και η φύση και το είδος των υποθέσεων. Έτσι μεταξύ
«διαταραχής» και «αδυναμίας» πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια. Σε πλήρη
στερητική δικαστική συμπαράσταση, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι

13
Που τροποποιήθηκε με τον Ν. 4406/ΦΕΚ Α 133/26.07.2016, ως προς το άρθρο 4 παρ.1
γις τον ορισμό της εκλογικής ηλικίας στο 17 ο έτος και ως προς την καθιέρωση της αναλογικής
εκπροσώπησης των κομμάτων.
31
υποβάλλεται ένα πρόσωπο όταν έχει βαριά νοητική υστέρηση και όταν έχει κριθεί
ανάπηρος από την αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ σε ποσοστό 80%, καθότι αδυνατεί
εν όλω να επιμεληθεί μόνος του των υποθέσεών του (προσωπικές και
περιουσιακές), καθιστώντας αναγκαία τη συνεχή φροντίδα και προστασία του
από άλλο άτομο. Πλήρης είναι η στερητική δικαστική συμπαράσταση, όταν το
δικαστήριο ορίζει ότι το πρόσωπο που υποβάλλεται σε αυτή είναι ανίκανο για
δικαιοπραξία. Δεν μπορεί δηλαδή να επιχειρήσει καμία δικαιοπραξία ούτε να
διεξαγάγει δίκη. Ο δικαστικός συμπαραστάτης του είναι ο νόμιμος αντιπρόσωπός
του (ΑΚ 1676 περ. 1) και ενεργεί αντ’ αυτού. Η υποβολή σε πλήρη στερητική
δικαστική συμπαράσταση πρέπει να ορίζεται ρητώς στην απόφαση (ΑΚ 1678 παρ.
1).
Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το
δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του,
εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα
ή και αυτεπαγγέλτως. Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική
αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου.14
Με την δικαστική απόφαση ο υποβαλλόμενος μπορεί να κριθεί:
• είτε ανίκανος για όλες τις δικαιοπραξίες, οπότε ενεργεί ο δικαστικός
συμπαραστάτης (στερητική δικαστική συμπαράσταση)
• είτε καθίσταται ικανός αλλά με την συναίνεση του του δικαστικού
συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση).

Το άρθρο 128 ΑΚ ορίζει ότι ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι: 1. όποιοι δεν
έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος· 2. όποιοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική
δικαστική συμπαράσταση.
Άρα, ανίκανοι για δικαιοπραξία σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία είναι
οι ευρισκόμενοι σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση.

β) ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ


Η αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα (νόμιμη
απαγόρευση, για λόγους ηθικής αναξιότητας, σε περίπτωση καταδίκης για
εγκλήματα του ποινικού κώδικα ή του στρατιωτικού ποινικού κώδικα) επιφέρει
αυτοδικαίως στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν είτε στην περίπτωση της
ισόβιας κάθειρξης, διαρκώς, είτε στην επιβολή κάθειρξης για 10 έτη και εκκινεί
από την στιγμή που η απόφαση καταστεί αμετάκλητη. Η στέρηση μπορεί να

14
http://efotopoulou.gr/proipothesis-ipovolis-prosopou-se-kathestos-plirous-steritikis-
dikastikis-simparastasis/
32
συνεχίζεται και μετά την έκτιση της ποινής, ως παρεπόμενη ποινή, αναλόγως της
δικαστικής απόφασης, όταν πρόκειται για ατιμωτικά εγκλήματα.

ΠΡΟΣΟΧΗ:
Η στέρηση του δικαιώματος της ψήφου αφορά ΜΟΝΟ όσους διαθέτουν τις
απαραίτητες θετικές προϋποθέσεις, δηλ. έχουν ΚΑΙ την ελληνική ιθαγένεια ΚΑΙ
την εκλογική ενηλικότητα.
Δεν νοείται στέρηση του δικαιώματος από κάποιον που δεν διαθέτει τις
δύο αυτές ιδιότητες.

Ε. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Το δικαίωμα της ψήφου σε ένα δημοκρατικό κράτος συνδυάζεται με την


πρόβλεψη ρυθμίσεων από το κράτος που διευκολύνουν την άσκηση του
δικαιώματος στην πράξη. Το πλέγμα όλων αυτών των ρυθμίσεων εντάσσονται
στην αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας, που πηγάζει από την
δημοκρατική αρχή υπό στενή έννοια, δηλ. την αρχή της πλειοψηφίας στην
ανάδειξη των κυβερνώντων, είτε αυτό αφορά την εκλογή των βουλευτών, είτε
την ανάδειξη της κυβέρνησης από την Βουλή, είτε την εκλογή του Προέδρου της
Δημοκρατίας από την Βουλή.

Οι εκλογικοί κατάλογοι καταρτίζονται βάσει των δημοτολογίων των


δήμων. Η εγγραφή όσων έχουν το δικαίωμα της ψήφου στους εκλογικούς
καταλόγους είναι υποχρεωτική για τα αρμόδια κρατικά όργανα. Ο δήμαρχος
συντάσσει αυτεπαγγέλτως κάθε έτος από 1η έως τέλος Φεβρουαρίου ονομαστικές
καταστάσεις που περιλαμβάνουν τους εγγεγραμμένους στα δημοτολόγια του
δήμου. Οι νέοι εκλογείς υποβάλλουν, εντός του Ιανουαρίου του ίδιου έτους,
προαιρετικώς δήλωση για το εκλογικό διαμέρισμα της προτίμησής τους. Οι νέοι
αυτοί εκλογείς ψηφίζουν μετά την 1η Ιουλίου του έτους εγγραφής τους. Η
εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο ενός δήμου καθιστά τον πολίτη αυτοδικαίως
δημότη στον οικείο δήμο. Στο παρελθόν την ευθύνη εγγραφής τους είχαν οι ίδιοι
οι πολίτες, ορθώς ωστόσο κρίθηκε ότι αυτό δυσχεραίνει την άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος και γι’ αυτό τα κρατικά όργανα υποχρεώθηκαν από τον
νόμο να προβαίνουν τα ίδια στην εγγραφή.
Ειδικοί εκλογικοί κατάλογοι συντάσσονται σε κάθε εκλογική διαδικασία
για δικαστικούς, δημοσίους υπαλλήλους, στρατιωτικούς, το προσωπικό της
ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής.

33
Το Υπουργείο Εσωτερικών είναι αρμόδιο για την κωδικοποίηση και
εκτύπωση των εκλογικών καταλόγων, τους οποίους αποστέλλει στα
πρωτοδικεία, στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, στις νομαρχιακές
αυτοδιοικήσεις, στους δήμους και στις κοινότητες.

Επαναλαμβάνεται ότι η πραγματική ικανότητα άσκησης του δικαιώματος


της ψήφου, από όσους έχουν το δικαίωμα, συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της
συμμετοχής, ως έκφανσης της δημοκρατικής αρχής και ως απόρροιας της λαϊκής
κυριαρχίας. Για τον λόγο αυτό τα κράτη υποχρεούνται να διευκολύνουν με κάθε
τρόπο την άσκηση του δικαιώματος. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα εάν ένα κράτος,
που δεν μεριμνά για την διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου,
δηλαδή παραλείπει να νομοθετήσει σχετικά, μπορεί να υποστεί κυρώσεις.

Στην Ελλάδα είχαμε το παράδειγμα της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό


Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)15 δύο Ελλήνων κατοίκων
εξωτερικού (Γαλλία) οι οποίοι προσέφυγαν για την έλλειψη διαδικασίας
συμμετοχής τους στις εθνικές εκλογές από την χώρα στην οποία κατοικούν. Στις
10 Σεπτεμβρίου 2007 οι προσφεύγοντες εξέφρασαν την επιθυμία τους να
ψηφίσουν από την χώρα της κατοικίας τους για τις κοινοβουλευτικές εκλογές της
Ελλάδας που θα γίνονταν στις 16 Σεπτεμβρίου 2007. Η αίτησή τους απορρίφθηκε
από τον Έλληνα Πρέσβη στη Γαλλία, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν κανόνες
που να ορίζουν τις πρακτικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος
ψήφου από Έλληνες ψηφοφόρους οι οποιοι ζούσαν στο εξωτερικό.
Επικαλούμενοι το Άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα σε
ελεύθερες εκλογές) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η έλλειψη
δυνατότητας για τους Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίσουν από τα μέρη της
κατοικίας τους συνιστούσε δυσανάλογη παρέμβαση στην ενάσκηση του
δικαιώματος ψήφου. Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 20 Σεπτεμβρίου 2007.
Στις 8 Ιουλίου 2010, το Δικαστήριο, σε σχηματισμό Τμήματος, έκρινε ότι
παραβιάστηκε το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1.16 Με την (αρχική) αυτή

15
Το ΕΔΔΑ αποτελεί όργανο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
[https://www.echr.coe.int/Documents/Convention_ELL.pdf] που δεσμεύει 47 κράτη, μεταξύ
των οποίων και την Ελλάδα, βλ.
https://www.echr.coe.int/Pages/home.aspx?p=applicants/gre&c=. Για να διαβάσετε αποφάσεις
του ΕΔΔΑ που αφορούν την Ελλάδα (στα ελληνικά),
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22]}
16
«Άρθρον 3 ‘Δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές’ : Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη
αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς
34
απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη λήψη μέτρων για την ψήφο των
κατοίκων εξωτερικού, παρόλο που το Σύνταγμα της Ελλάδας εδώ και 35 χρόνια
προβλέπει αυτό το δικαίωμα, συνιστούσε μάλλον άδικη μεταχείριση των Ελλήνων
πολιτών που ζούσαν στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι το Άρθρο 3 του
Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν επιβάλλει μόνο μια υποχρέωση για τα Υψηλά
Συμβαλλόμενα Μέρη να διενεργούν εκλογές υπό όρους που διασφαλίζουν την
ελεύθερη έκφραση και γνώμη του λαού, αλλά επίσης επέβαλε ατομικά
δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα ψήφου. Έργο του
Δικαστηρίου, είπε το Τμήμα, είναι να ελέγξει κατά πόσον οι προϋποθέσεις που
ισχύουν για το δικαίωμα ψήφου δεν περιορίζουν το δικαίωμα αυτό σε τέτοια
έκταση ώστε να θίγουν την ουσία του και να ακυρώνουν την πρακτική ενάσκησή
του. Και τούτο, διότι η προσφυγή δεν σχετίζεται με την αναγνώριση δικαιώματος
ψήφου στους κατοίκους εξωτερικού, ως τέτοιο, αλλά στις προϋποθέσεις που
διέπουν την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος.
Στις 5 Οκτωβρίου 2010, η Κυβέρνηση της Ελλάδας ζήτησε την επανεξέταση
της υπόθεσης από το 17μελές Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, αίτηση που έγινε δεκτή.
Η απόφαση εκδόθηκε στις 15.3.2012, ανατρέποντας την αρχική απόφαση του
Τμήματος.17
Το ζήτημα ήταν εάν το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 επιβάλλει στα Κράτη
μια υποχρέωση να εισάγουν ένα σύστημα που να επιτρέπει στους πολίτες που
ζουν στο εξωτερικό να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα από το εξωτερικό.
Προκειμένου να εξετάσει αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο ερμήνευσε τις
διατάξεις του Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου 1 υπό το φως των σχετικών διεθνών
νομοθετικών κειμένων, των πρακτικών των κρατών μελών του Συμβουλίου της
Ευρώπης και των διατάξεων του Ελληνικού εσωτερικού δικαίου. Το Δικαστήριο
σημείωσε ότι ούτε το σχετικό διεθνές και περιφερειακό δίκαιο, ούτε οι ποικίλες
πρακτικές των κρατών μελών σχετικά με αυτό το θέμα περιέχουν κάποια
υποχρέωση ή ομοφωνία που θα επέβαλε στα κράτη να διασφαλίζουν τα εκλογικά
δικαιώματα των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο παρατήρησε
ότι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης
επιτρέπει στους πολίτες τους να ψηφίζουν από το εξωτερικό, κάποια κράτη δεν
το προβλέπουν. Περαιτέρω σε αυτά τα κράτη που επιτρέπεται η ψήφος από το
εξωτερικό, τα πρακτικά μέτρα ποικίλουν.

εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την
εκλογήν του νομοθετικού σώματος.»
17
‘Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδας’ (σε ελληνική μετάφραση)
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166593%22]}.
35
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, αν και το Σύνταγμα της Ελλάδας
περιλαμβάνει μια διάταξη που ενθαρρύνει τον νομοθέτη να οργανώσει την
ενάσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των κατοίκων του εξωτερικού, δεν του
επέβαλε να το πράξει. Παρατηρώντας ότι διάφορες προσπάθειες για ψήφιση
νομοθεσίας σχετικά με την ενάσκηση του δικαιώματος ψήφου των Ελλήνων που
ζουν στο εξωτερικό απέτυχαν να συγκεντρώσουν πολιτική συμφωνία, το
Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δική του δουλειά να υποδείξει στις εθνικές αρχές
πότε και πώς θα ενεργοποιήσει αυτή τη διάταξη. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι
η διατάραξη της οικονομικής, οικογενειακής κι εργασιακής ζωής των
προσφευγόντων που θα προκαλείτο επειδή θα έπρεπε να ταξιδεύσουν στην
Ελλάδα για να ψηφίσουν, δεν ήταν τόσο δυσανάλογη ώστε να θεωρηθεί ότι
παραβίαζε το δικαίωμά τους. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση
του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.

ΣΤ. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

α. Εκλογή βουλευτών [άρθ. 51-54 Σ.]

β. Εκλογή ευρωβουλευτών [άρθ. 28 ερμην. δήλωση]


Το Σύνταγμα δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στην εκλογή Ευρωβουλευτών.
Ωστόσο, στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 (που προστέθηκε στην
αναθεώρηση του 1986) αναγράφεται: «Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη
συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.»18
Οι αρχικοί νόμοι για την εκλογή Ευρωβουλευτών προέβλεπαν εκλογή με
«δεσμευμένους συνδυασμούς», δηλ. εκλογή βάσει της αναγραφής τους στο
ψηφοδέλτιο. Μετά το 2014, οι υποψήφιοι αναγράφονται στο ψηφοδέλτιο κατά
αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους και ο εκλογέας μπορεί να εκφράσει την
προτίμησή του υπέρ τεσσάρων (4), κατ' ανώτατο όριο, υποψηφίων του
συνδυασμού, σημειώνοντας στο ψηφοδέλτιο, δίπλα στο όνομα καθενός από
αυτούς, σταυρό προτίμησης.
Το εκλογικό κατώφλι του 3% που ισχύει στις βουλευτικές εκλογές
εφαρμόζεται και εδώ.

18
Βλ. τον ήδη εκδοθέντα Ν.4573/2018 (ΦΕΚ Α΄189/12.11.2018): Κύρωση της απόφασης
(ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/994 του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2018 για την τροποποίηση της πράξης
περί εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, που
προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 του
Συμβουλίου.
36
Ο ισχύων νόμος 4255/201419 προβλέπει τις εξής αποκλίσεις από την
εκλογική διαδικασία των βουλευτικών εκλογών:
• Η Ελλάδα αποτελεί μία ενιαία εκλογική περιφέρεια.
• Οι υποψήφιοι μετέχουν πάντα σε συνδυασμούς και όχι ως ανεξάρτητοι.
• Προτάσεις υποψηφίων υποβάλλονται μόνο από κόμματα (ή συνασπισμούς
κομμάτων).
• Ο αριθμός των υποψηφίων από κάθε φύλο πρέπει να ανέρχεται σε
ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 40% του συνολικού αριθμού των
υποψηφίων τους, αντιστοίχως.
• Το εκλογικό σύστημα είναι (απολύτως) αναλογικό. Το σύνολο των
έγκυρων ψηφοδελτίων όλων των κομμάτων σε όλη την επικράτεια
διαιρείται με τον αριθμό των Ευρωβουλευτών που εκλεγονται (21) για να
λάβουμε το εκλογικό μέτρο. Κάθε συνδυασμός λαμβάνει τόσες έδρες όσες
φορές χωρά η συνολική του εκλογική δύναμη στο εκλογικό μέτρο.
Ακολουθεί επόμενη κατανομή για τις αδιάθετες έδρες.

γ. Εκλογή των αρχών στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης


[άρθ. 102 παρ.2]
Με το αρθ 102 Σ, δεν καθιερώνεται αυτονομία υπέρ των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), δηλαδή εξουσία αυτοτελούς θεσπίσεως κανόνων
δικαίου, αλλά διασφαλίζεται μόνον αυτοδιοίκηση, δηλαδή εξουσία να
αποφασίζουν επί των τοπικών υποθέσεων δι’ ιδίων οργάνων, εντός του πλαισίου
των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους και θεσπίζονται
από τον τυπικό νόμο ή την κατ’ εξουσιοδότηση νόμου Διοίκηση που δρα
κανονιστικά.
Με τον νόμο 4555/2018 τροποποιήθηκε το θεσμικό πλαίσιο των ΟΤΑ και
ψηφίστηκε το λεγόμενο Πρόγραμμα «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι» Θεωρείται διάδοχος του
σχεδίου Καλλικράτης με βασική φιλοσοφία την μείωση της θητείας των
δημοτικών αρχών από πενταετία σε τετραετία και την υιοθέτηση της απλής
αναλογικής.
Η εκλογή των ΟΤΑ α’ βαθμού, δηλαδή των οργάνων των δήμων και των
κοινοτήτων προβλέπεται ως εξής: «Ο δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι, οι
σύμβουλοι κοινοτήτων με μόνιμο πληθυσμό άνω των τριακοσίων (300) κατοίκων
και οι πρόεδροι των κοινοτήτων με μόνιμο πληθυσμό έως τριακοσίων (300)
κατοίκων, εκλέγονται κάθε τέσσερα (4) χρόνια με άμεση, καθολική και μυστική
ψηφοφορία.» Η εκλογή γίνεται με σταυρό προτίμησης.

19
Τροποποιήθηκε σε δύο άρθρα με τον Ν. 4604/2019.
37
Η εκλογή των ΟΤΑ β’ βαθμού, δηλαδή των περιφερειαρχών και των
περιφερειακών συμβούλων, διεξάγεται επίσης κάθε τέσσερα (4) έτη, με άμεση,
καθολική και μυστική ψηφοφορία.
Περιφέρειες ονομάζονται οι 13 δευτεροβάθμιοι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης του ελληνικού κράτους και είναι: 1. Ανατολική Μακεδονία και
Θράκη, 2. Κεντρική Μακεδονία, 3. Δυτική Μακεδονία, 4. Ήπειρος, 5. Θεσσαλία,
6. Ιόνιοι Νήσοι, 7. Δυτική Ελλάδα, 8. Στερεά Ελλάδα, 9. Αττική, 10.
Πελοπόννησος, 11. Βόρειο Αιγαίο, 12. Νότιο Αιγαίο, 13. Κρήτη.

δ. Νομοθετική πρωτοβουλία
Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 περιέλαβε την θέσπιση λαϊκής
νομοθετικής πρωτοβουλίας, με την προσθήκη νέας παραγράφου 6 στο άρθρο 73.
Η προσθήκη αυτή προέκυψε από πρόταση της τότε Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην
Προτείνουσα Βουλή για νομοθετική πρωτοβουλία εκατό χιλιάδων πολιτών, που
έλαβε τότε άνω των 151 ψήφων.
Στην αναθεωρητική Βουλή η διάταξη, αναδιατυπωμένη από την ΝΔ, έλαβε
254 ψήφους, καταψηφίστηκε από 32 βουλευτές και 11 βουλευτές δήλωσαν
«παρών».
Στο ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 73 προστέθηκε παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα
ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο
προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της
παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν
συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του
Σώματος. Οι προτάσεις νόμων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να
αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας.
Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας
παραγράφου.».

ε. δημοψήφισμα (referendum):
Το Δημοψήφισμα αποφασίζεται από την Βουλή και προκηρύσσεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με (ρυθμιστικό) διάταγμα.
Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει δύο ειδών δημοψηφίσματα:20
i. για κρίσιμα εθνικά θέματα [άρθ. 44 παρ.2 εδ.α]
πρόταση : από την Κυβέρνηση
απόφαση : η Βουλή με απόλυτη πλειοψηφία (151 βουλευτές)

20
Στην ελληνική συνταγματική ιστορία υπάρχουν πολλά παραδείγματα προσωπικών
δημοψηφισμάτων (plebiscitum) που δεν υφίστανται στην ισχύουσα ελληνική έννομη τάξη.
38
ii. για ψηφισμένα νομοσχέδια επί σοβαρού κοινωνικού ζητήματος
[άρθ. 44 παρ.2 εδ.β]
πρόταση: από τα δύο πέμπτα (= 120 βουλευτές)
απόφαση: από τα τρία πέμπτα (= 180 βουλευτές)

Η διαφοροποίηση των απαιτούμενων πλειοψηφιών στην απόφαση για την


προκήρυξη δημοψηφίσματος και των φορέων της πρότασης για την διεξαγωγή
του σχετίζεται με τον σκοπό καθεμιάς από τις δύο μορφές δημοψηφισμάτων. Το
δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα συνδέεται στενά με την αρμοδιότητα της
Κυβέρνησης να καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας (άρθ.82
Σ.). Η εξωτερική πολιτική, που συχνά συνδέεται με τα κρίσιμα εθνικά θέματα,
συνιστά αρμοδιότητα της κυβέρνησης, η οποία μπορεί να προτείνει διεξαγωγή
δημοψηφίσματος, ενώ η απόφαση λαμβάνεται με την απλή πλειοψηφία της
Βουλής, δηλ. την συμπολίτευση που ταυτίζεται πολιτικά με την κυβέρνηση. Άρα
η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος συνιστά επιλογή της κυβέρνησης.
Η δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος σχετίζεται με ευρύτερα κοινωνικά
ζητήματα, που διχάζουν την κοινωνία αλλά και τα πολιτικά κόμματα στο
εσωτερικό τους. Η ανάγκη ευρύτερης συναίνεσης για την διεξαγωγή του
δημοψηφίσματος αποτυπώνεται κυρίως στην απόφαση των 3/5, δηλ. σε μία
ενισχυμένη πλειοψηφία που σίγουρα περιλαμβάνει και κόμματα ή βουλευτές της
αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο
επί σοβαρού κοινωνικού ζητήματος συνάγεται πως έχει δεσμευτικό περιεχόμενο,
συνεπώς, εφ’ όσον εγκριθεί από το εκλογικό σώμα αποστέλλεται στον πρόεδρο
της Δημοκρατίας για δημοσίευση.

Ο Ν. 4023/2011 «Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με


τη διενέργεια δημοψηφίσματος» εξειδικεύει την διάταξη για την διενέργεια
δημοψηφίσματος (και υπό τις δύο του εκδοχές) θέτοντας όρους για την
ουσιαστική πληροφόρηση του εκλογικού σώματος επί των διαφορετικών
απόψεων που υποστηρίζονται. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 12 «Η ψηφοφορία
διεξάγεται εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού
διατάγματος, με το οποίο προκηρύσσεται το δημοψήφισμα, κατά εκλογικές
περιφέρειες, όπως αυτές καθορίζονται κάθε φορά στις διατάξεις του νόμου για
την εκλογή βουλευτών». Επίσης, το άρθρο 10 προβλέπει στην πρώτη του
παράγραφο: «1. Με κριτήριο τη θέση τους στο ερώτημα ή στα ερωτήματα που
τίθενται στην κρίση των ψηφοφόρων, τα πολιτικά κόμματα, οι ενώσεις
προσώπων, οι επιστημονικές, οι επαγγελματικές ή οι συνδικαλιστικές

39
οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών συμμετέχουν
στην αντίστοιχη ‘Επιτροπή Υποστήριξης’».

Στα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης έχουν διενεργηθεί δύο


δημοψηφίσματα.
Στις 22 Νοεμβρίου 1974 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για το πολίτευμα
της χώρας, πριν από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος ήταν 69,2% υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Το μοναδικό δημοψήφισμα που διενεργήθηκε υπό το ισχύον Σύνταγμα
(στις 5.7.2015) για κρίσιμο εθνικό θέμα προτάθηκε από τον τότε Πρωθυπουργό
Αλέξη Τσίπρα στις 26 Ιουνίου 2015, μετά από σύσκεψη του κυβερνητικού (και
αργότερα Υπουργικού) Συμβουλίου το βράδυ της προηγούμενης ημέρας και η
απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων ελήφθη στις 27.6.2015. Το
Π.Δ. 38/2015 (προέβλεπε την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στις 5.7.2015, ενώ
η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση
της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015»
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄64/28.6.2015. Η σύντμηση των προθεσμιών που
προβλέφθηκε στο άρθρο 1 παρ.2 εδ.α, συνιστά εξαίρεση από τις προθεσμίες που
προβλέπει ο Ν. 4023/2011 και παραβίαση των προβλέψεων για την επαρκή
πληροφόρηση του εκλογικού σώματος.
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν αν έπρεπε να γίνει αποδεκτό το
σχέδιο συμφωνίας των τριών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
(Δ.Ν.Τ.), που προτάθηκε στην Ελλάδα στις 25 Ιουνίου. Το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος ήταν η απόρριψη της πρότασης του σχεδίου συμφωνίας με
ποσοστό 61,31%. Ως προς τον δεσμευτικό ή συμβουλευτικό χαρακτήρα των
δημοψηφισμάτων επί κρισίμων εθνικών θεμάτων η θεωρία είναι διχασμένη. Το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5.7.2015 θεωρήθηκε συμβουλευτικό και
δεν εφαρμόστηκε, οδήγησε όμως σε εκλογές.

στ) δημοτικό ή περιφερειακό δημοψήφισμα (προβλεπόμενο από τυπικό


νόμο)
Πρόσφατη ρύθμιση του νόμου για τους ΟΤΑ προβλέπει την διεξαγωγή
δημοτικού ή περιφερειακού δημοψηφίσματος. Πράγματι, σύμφωνα με τον Ν.
4555/2018 (άρθρα 133 έως 151), μπορεί να διεξάγεται δημοτικό ή περιφερειακό
δημοψήφισμα α) μετά από απόφαση του οικείου δημοτικού ή περιφερειακού
συμβουλίου, που λαμβάνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του
συνόλου των μελών του ή β) μετά από αίτηση εγγεγραμμένων εκλογέων του

40
οικείου δήμου ή περιφέρειας, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι
μικρότερος του δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των
εγγεγραμμένων εκλογέων.
Το αντικείμενο του δημοψηφίσματος ορίζεται αρνητικά από τον νόμο, δηλ.
μπορεί να αφορά κάθε θέμα, εκτός από ζητήματα σχετικά με την εθνική
ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, τη μεταναστευτική πολιτική, την ερμηνεία και
εφαρμογή διεθνών συνθηκών, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, την ελευθερία
της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας ή τη θεσμική οργάνωση όλων των
γνωστών θρησκειών. Επίσης δημοψήφισμα δεν προκηρύσσεται για θέματα
δημοσιονομικής διαχείρισης του οικείου Ο.Τ.Α., επιβολής τελών, ανακαθορισμού
του αριθμού και των ορίων των δήμων, των κοινοτήτων, των περιφερειών και
των περιφερειακών ενοτήτων της χώρας.
Ο χαρακτήρας του δημοψηφίσματος ως αποφασιστικού ή συμβουλευτικού
καθορίζεται στην απόφαση προκήρυξής του. Όταν όμως το αντικείμενο του
δημοψηφίσματος δεν ανάγεται στην αποφασιστική αρμοδιότητα του οικείου
δήμου ή της οικείας περιφέρειας, έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Δικαίωμα ψήφου στο δημοτικό ή περιφερειακό δημοψήφισμα έχουν όσοι
έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την ανάδειξη των δημοτικών ή
περιφερειακών αρχών, αντίστοιχα.
Το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με την απόφαση του δημοτικού ή
περιφερειακού συμβουλίου, που προσδιορίζει το ερώτημα ή τα ερωτήματα που
πρόκειται να τεθούν σε ψηφοφορία και οι εναλλακτικές απαντήσεις που θα
τεθούν υπόψη των εκλογέων. Η σχετική απόφαση για την προκήρυξη δημοτικού
ή περιφερειακού δημοψηφίσματος κοινοποιείται στον Υπουργό Εσωτερικών,
καθώς και στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό.

Ζ. ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

1. Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας (51 παρ.3)


Η καθολική ψηφοφορία προβλέπεται ρητά στο άρθρο 51 παρ.3 Σ., με την
προσθήκη «O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο
αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας
ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.»
Η ερμηνεία της διάταξης συνδέεται με την διάταξη του άρθ.1 παρ.2 και 3
και με την θεμελιώδη σημασία της λαϊκής κυριαρχίας.
Από το εννοιολογικό περιεχόμενο της αρχής προκύπτουν τα εξής:
α) Το δικαίωμα της ψήφου αναγνωρίζεται σε όλους τους ενήλικους
Έλληνες πολίτες. Συνεπώς, απαγορεύεται στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει
41
οποιαδήποτε πρόσθετη προϋπόθεση πλην της ιθαγένειας και της εκλογικής
ηλικίας. Πρακτικά σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν επιτρέπεται να ανέλθει το
όριο της εκλογικής ηλικίας. Σήμερα η εκλογική ηλικία ορίζεται στο 17ο έτος. Κάθε
αύξηση του ορίου ηλικίας κρίνεται ως αντισυνταγματική.
β) Ο κοινός νομοθέτης δημιουργεί τις προϋποθέσεις άσκησης του
δικαιώματος της ψήφου μέσω της αυτεπάγγελτης ενημέρωσης των εκλογικών
καταλόγων των δημοτών, δηλ. με την πρωτοβουλία των αρμόδιων διοικητικών
οργάνων.
γ) Το κράτος οφείλει να διασφαλίζει την όσο το δυνατόν ευρύτερη
συμμετοχή στην άσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του εκλογικού
σώματος. Συνεπώς, θα πρέπει το κράτος να διευκολύνει την άσκηση του
δικαιώματος της ψήφου σε όσους πολίτες της έχουν μεν το δικαίωμα,
δυσχεραίνονται όμως για πρακτικούς λόγους να το ασκήσουν.21 Ειδικότερα, οι
κατηγορίες αυτές είναι, μεταξύ αλλων, οι εξής:

α. Ετεροδημότες:
Οι ετεροδημότες αιτούνται να περιληφθούν στους ειδικούς εκλογικούς
καταλόγους των ετεροδημοτών και η εγγραφή τους ισχύει μέχρι να ανακληθεί
από τους ίδιους. Στις ευρωεκλογές οι ετεροδημότες ψηφίζουν στον τόπο
διαμονής τους, στους ειδικούς καταλόγους του Δήμου του οποίου είναι
εγγεγραμμένοι στα κοινά εκλογικά τμήματα του τόπου διαμονής τους. Στις
εθνικές ή ταυτόχρονες εκλογές (εθνικές και ευρωεκλογές την ίδια μέρα) και στα
δημοψηφίσματα ψηφίζουν σε ειδικά εκλογικά τμήματα ετεροδημοτών που
συστήνονται μόνο στις πρωτεύουσες των νομών με εξαίρεση τους Νομούς Αττικής
και Θεσσαλονίκης. Ο ετεροδημότης ψηφίζει μόνο στον τόπο διαμονής του και όχι
δυνητικά και στον τόπο βασικής του εγγραφής.

β. Κρατούμενοι -υπόδικοι και κατάδικοι- που δεν έχουν στερηθεί το


δικαίωμα ψήφου:
Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 2 του π.δ. 26/2012, κατά τις βουλευτικές
εκλογές και τις εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων ευρωβουλευτών όσοι
κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και είναι εγγεγραμμένοι στους
εκλογικούς καταλόγους ψηφίζουν σε εκλογικά τμήματα που οργανώνονται σε
κάθε κατάστημα κράτησης. Ο διευθυντής της εκάστοτε φυλακής επιλέγει τον
καταλληλότερο χώρο, κατά την κρίση του, εντός του καταστήματος κράτησης,
όπου θα τοποθετηθούν οι κάλπες για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Πρόεδροι
των εφορευτικών επιτροπών στα εκλογικά τμήματα των φυλακών διορίζονται,

21
Βλ. ανωτέρω υπό Ε. Η άσκηση του δικαιώματος της ψήφου.
42
κατά προτίμηση, εισαγγελικοί λειτουργοί. Ως μέλη των εφορευτικών επιτροπών
έχουν κληρωθεί εκλογείς του Δήμου, εντός των ορίων του οποίου υπάγεται το
εκάστοτε σωφρονιστικό κατάστημα. Όταν σε κάθε κατάστημα υπάρχουν άνω των
30 κρατουμένων, καταρτίζεται πρόγραμμα προκειμένου οι εκλογείς να
χωρίζονται σε ομάδες.

γ. Εκλογείς εκτός επικρατείας :


Σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ.4 «Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία
των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με
την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω
από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης
διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους
δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση
και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε
ολόκληρη την Επικράτεια.»
Με την πρόσφατη αναθεώρηση του 2019, προστέθηκε παρ.4 στο άρθρο 54
που προβλέπει: «4. Με το νόμο της παρ. 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται
προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους
από τους εκλογείς που κατοικούν έξω από την Επικράτεια, όπως πραγματικός
δεσμός με τη Χώρα, αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα, χρόνος
απουσίας από τη Χώρα ή παρουσία στη Χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν.
Με το νόμο του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες θέσεις
του ψηφοδελτίου επικρατείας κάθε κόμματος της παρ. 3 του παρόντος άρθρου
καταλαμβάνονται υποχρεωτικά από απόδημους Έλληνες. Νόμος μπορεί να
προβλέπει, ότι η ψήφος των εκλογέων που ψηφίζουν σε εκλογικά τμήματα έξω
από την Επικράτεια, δεν προσμετράται σε συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια
αλλά μόνο σε επίπεδο Επικρατείας. Με το νόμο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου
μπορεί να ορίζονται μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες απόδημου
Ελληνισμού, κατά παρέκκλιση της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.».

Ο Νόμος 4648 (ΦΕΚ Α 205/16.12.2019) «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού


δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός Ελληνικής Επικράτειας και
τροποποίηση εκλογικής διαδικασίας» αποτέλεσε πεδίο συγκρούσεων και
αμοιβαίων υποχωρήσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων∙ το νομοσχέδιο στην
τελική του μορφή ψηφίστηκε από 288 βουλευτές.
Τα κυριότερα σημεία του νέου νόμου προβλέπουν:
• Αύξηση των βουλευτών επικρατείας από 12 σε 15

43
• Κάθε κόμμα έχει τουλάχιστον 3 υποψηφίους βουλευτές, Έλληνες του
εξωτερικού στο ψηφοδέλτιο επικρατείας και ο ένας θα τοποθετείται
υποχρεωτικά στις τρεις πρώτες θέσεις των ψηφοδελτίων.
• Οι εκλογείς στα τμήματα του εξωτερικού θα επιλέγουν το ψηφοδέλτιο
επικρατείας του κόμματος που επιθυμούν χωρίς να βάζουν σταυρό
προτίμησης.
• Συγκροτείται Ειδική Διακομματική Επιτροπή του υπουργείου Εσωτερικών
στην οποία συμμετέχουν ένας εκπρόσωπος από κάθε κόμμα και ένας
εκπρόσωπος του Συνηγόρου του Πολίτη ο οποίος θα είναι και ο εισηγητής
των ενστάσεων επί απορριπτικών αποφάσεων.
• Επικαιροποίηση εκλογικών καταλόγων Ελλήνων του εξωτερικού κάθε 8
χρόνια.
• Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος με αυτοπρόσωπη παρουσία του
εκλογέα σε εκλογικά τμήματα που θα συσταθούν σε πρεσβείες, προξενεία,
χώρους οργανώσεων απόδημων ή άλλους κατάλληλους χώρους. Ο
ελάχιστος αριθμός για να συγκροτηθεί εκλογικό τμήμα είναι να έχουν
εγγραφεί σαράντα (40) τουλάχιστον εκλογείς.
• Η ψήφος των εκλογέων που ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα στα
εκλογικά τμήματα θα μετράει ισότιμα στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα
και για τη συνολική κατανομή των εδρών.
• Δικαίωμα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους έχουν οι εκλογείς οι
οποίοι τα τελευταία 35 χρόνια έχουν ζήσει δύο χρόνια στην Ελλάδα και
έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση Ε1 ή Ε2 ή Ε3 ή Ε9 είτε το τρέχον είτε
το προηγούμενο φορολογικό έτος.
• Δεν απαιτείται υποβολή φορολογικής δήλωσης εφόσον ο εκλογέας δεν
έχει συμπληρώσει τα 30 έτη ζωής και έχει υποβάλει φορολογική δήλωση
συγγενής α΄ βαθμού κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος.
• Η αίτηση του εκλογέα θα γίνεται ηλεκτρονικά σε ειδική πύλη η οποία
αναμένεται να λειτουργήσει εντός δύο μηνών από τη ψήφιση του νόμου.

2. Η αρχή της ισότητας της ψήφου (άρθρο 4 παρ.1 και 2, άρθρο 1 παρ.2)
Η ίση συμμετοχή σημαίνει ότι:
α) κάθε πολίτης έχει μία μόνο ψήφο και
β) οι ψήφοι όλων των πολιτών είναι νομικώς ισοδύναμες
Συνεπώς, με την αρχή της ισότητας απαγορεύονται οι διακρίσεις μεταξύ των
μελών του εκλογικού σώματος.

44
Δεν υπάρχει ρητή συνταγματική θεμελίωση για την ισότητα της ψήφου.
Κατά μία άποψη αυτή στηρίζεται στην γενική αρχή της ισότητας (άρθ. 4 παρ.1
και 2) σε συνδυασμό με την αρχή της καθολικότητας της ψήφου (άρθ. 51 παρ.3).
Κατά μία άλλη άποψη θεμελιώνεται αποκλειστικά στην αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας.
Αναλόγως του εκλογικού συστήματος και της περιφέρειας στην οποία
ψηφίζει κάθε ψηφοφόρος παρατηρείται διαφοροποίηση στην επιρροή της
ψήφου. Με άλλα λόγια, σε μία εκλογική περιφέρεια η εκλογή ενός βουλευτή
απαιτεί 20.000 σταυρούς, ενώ σε άλλη εκλογική περιφέρεια (πιο
αραιοκατοικημένη) απαιτούνται 6.000 σταυροί. Η αναπόφευκτη αυτή συνέπεια
της διαίρεσης της χώρας σε εκλογικές περιφέρειες και η αδυναμία εφαρμογής
της απλής αναλογικής στις γενικές βουλευτικές εκλογές.22
Θα πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτό ότι η σχέση ισότητας και ισοδυναμίας της
ψήφου εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα, χωρίς όμως να θίγεται ο πυρήνας
της ισότητας της ψήφου: κάθε πολίτης έχει μία ψήφο.

3. Η αρχή της άμεσης ψηφοφορίας (άρθρο 51 παρ.3)


Στο άρθρο 51 παρ.3 θεσπίζεται ρητά η άμεση ψηφοφορία από τους πολίτες
που έχουν εκλογικό δικαίωμα.
Απαγορεύεται η παρεμβολή ενδιάμεσης βούλησης ή ενδιάμεσου οργάνου μεταξύ
εκλογικού σώματος και Βουλής.
- Διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις για: βουλευτές επικρατείας, ευρωβουλευτές,
βουλευτές εκλεγμένους με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών που
ήρθησαν με δικαστικές αποφάσεις.

4. Η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας


Το άρθρο 51 παρ.5 του Συντάγματος 1975/1986 (πριν την αναθεώρηση
του 2001) όριζε: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.
Νόμος ορίζει κάθε φορά τις εξαιρέσεις και τις ποινικές κυρώσεις». Υπό το
προϊσχύσαν Σύνταγμα η μη συμμετοχή στις εκλογές επέφερε τόσο διοικητικές
(π.χ. μη έκδοση διαβατηρίου) όσο και ποινικές κυρώσεις (φυλάκιση, στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων) για όποιον δεν προσερχόταν αδικαιολόγητα. Με νόμο
του 1998 καταργήθηκαν οι διοικητικές κυρώσεις.
Η αναθεώρηση του 2001 αποφάσισε την κατάργηση της πρόβλεψης
κυρώσεων με νόμο και απέμεινε το πρώτο σκέλος της διάταξης «Η άσκηση του

22
Αυτό θα ήταν δυνατόν μόνο αν η Ελλάδα ήταν μία περιφέρεια, κάτι που ούτε επιθυμητό
είναι για την αντιπροσώπευση και των αραιοκατοικημένων περιοχών, ούτε επιτρέπεται από το
Σύνταγμα, που αναφέρει στο άρθρο 54 παρ.1: «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές
περιφέρειες ορίζονται με νόμο».
45
εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.» Από την διατύπωση αυτή θα
μπορούσε να συναχθεί ότι η Σύνταγμα καθιστά την υποχρεωτικότητα της ψήφου
lex imperfecta.
Ωστόσο, ο εκλογικός νόμος (π.δ. 26/2012) στο άρθρο 117 ορίζει: «1. Ο
εκλογέας που αδικαιολόγητα δεν ασκεί το δικαίωμα του εκλέγειν, τιμωρείται με
φυλάκιση από ένα μήνα μέχρι ένα έτος. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις
στερήσεις των αξιωμάτων και θέσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 63 του
Ποινικού Κώδικα, από ένα μέχρι τρία χρόνια.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις γενικές βουλευτικές
εκλογές και στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου μόνο για τον εκλογέα που έχει περάσει το εβδομηκοστό έτος της
ηλικίας του, για τον εκλογέα που θα βρίσκεται στο εξωτερικό. ...»

5. Η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των βουλευτικών εκλογών και η


ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών [άρθρο 51 παρ.4]
Προϋπόθεση εγκυρότητας η ταυτόχρονη καταμέτρηση και ανακοίνωση όλων των
αποτελεσμάτων, ασχέτως της γεωγραφικής κατανομής των εκλογικών
τμημάτων.

6. Η αρχή της μυστικότητας της ψήφου (άρθρο 51 παρ.3 για βουλευτές και
με διατάξεις νόμων για τις λοιπές περιπτώσεις)
(Είναι ανεκτή η κάμψη της αρχής της μυστικότητας της ψήφου μόνο για
εκλογείς με σωματική αδυναμία)
• παράδοση όλων των ψηφοδελτίων στον εκλογέα
• παράδοση φακέλου με σφραγίδα και μονογραφή
• ειδικός χώρος - “παραβάν”
• κόλληση του φακέλου
• επίδειξη του φακέλου στην εφορευτική επιτροπή
• ρίψη του φακέλου από τον εκλογέα

7. Ειδικό ζήτημα συνιστά η λευκή ψήφος και τα λευκά ψηφοδέλτια


α. Λευκά ψηφοδέλτια κατά τον εκλογικό κώδικα
Σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία, στο π.δ. 96/2007, άρθ.74
προβλέπονται τα λευκά ψηφοδέλτια, μόνο όμως υπό την έννοια της
χρησιμοποίησής τους σε έκτακτη περίπτωση έλλειψης εντύπων ψηφοδελτίων,
εάν ο εφοδιασμός, στην αρχή ή κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, με κάποια
από τα έντυπα ψηφοδέλτια των κομμάτων δεν γίνει έγκαιρα.

46
Τα λευκά αυτά ψηφοδέλτια είναι από το ίδιο χαρτί, έχουν το ίδιο σχήμα
και τις ίδιες διαστάσεις με τα έντυπα. Παραδίδονται στον εκλογέα, σε
αντικατάσταση έντυπου ψηφοδελτίου, αφού πρώτα έχει τεθεί η σφραγίδα της
εφορευτικής επιτροπής, η ημερομηνία της εκλογής και η μονογραφή του
δικαστικού αντιπροσώπου. Στο λευκό ψηφοδέλτιο ο εκλογέας γράφει ο ίδιος, με
μολύβι μαύρης ή γαλάζιας απόχρωσης ή με μελάνι μαύρης ή γαλάζιας
απόχρωσης, το όνομα του συνδυασμού ή το όνομα μεμονωμένου υποψηφίου της
προτίμησής του. Κάθε λευκό ψηφοδέλτιο, που δεν έχει τη σφραγίδα της
εφορευτικής επιτροπής, την ημερομηνία της εκλογής και τη μονογραφή του
οικείου δικαστικού αντιπροσώπου, είναι άκυρο. Επιπλέον, το άρθρο 70
προβλέπει ότι τα ψηφοδέλτια είναι μόνο έντυπα. Όποιο ψηφοδέλτιο δεν είναι
έντυπο, έστω και μερικά, είναι άκυρο.

β. Το πρόβλημα της λευκής ψήφου


Ιδιαίτερο ζήτημα αποτελεί η κατοχύρωση του δικαιώματος της λευκής
ψήφου. Υπάρχει διαφωνία μεταξύ θεωρίας και νομολογίας σχετικά με το αν
πρέπει να διατίθενται στα εκλογικά τμήματα λευκά ψηφοδέλτια και να
καταμετρώνται χωριστά στο τέλος, ακριβώς όπως γίνεται και με όλα τα άλλα
ψηφοδέλτια. Επίσης υπάρχει διαφωνία εάν οι λευκές ψήφοι καταμετρώνται μεν
χωριστά από τις άκυρες, αλλά δεν συνυπολογίζονται στις έγκυρες, ή εάν
αποτελούν έγκυρες ψήφους. Είναι ενδιαφέρον ότι το άρθρο 91 της
κωδικοποιημένου εκλογικού νόμου προβλέπει ότι στην ανακοίνωση της διαλογής
των ψήφων του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής προς τον νομάρχη
περιλαμβάνεται και ο αριθμός των λευκών ψηφοδελτίων, ξεχωριστά από τα
έγκυρα και τα άκυρα. Είναι προφανές ότι για να καταστεί δυνατή η καταμέτρησή
τους, εννοείται ότι πρέπει να διατίθενται προηγουμένως, μαζί με το υπόλοιπο
εκλογικό υλικό, ατομικά σε κάθε εκλογέα.
Η ελληνική νομολογία, σχεδόν ομόφωνα, είναι αρνητική απέναντι στη
λευκή ψήφο, αρνούμενη να υποχρεώσει τη Διοίκηση να προβεί σε εκείνες τις
ενέργειες που πρακτικά διασφαλίζουν την άσκηση του δικαιώματος της λευκής
ψήφου (π.χ. εφοδιασμός των εκλογικών τμημάτων με επαρκή αριθμό λευκών
ψηφοδελτίων). Αντίθετα, καταφεύγει σε νομικές κατασκευές που δύσκολα
συμβιβάζονται με τη συνταγματική τάξη. Κύριο επιχείρημα των δικαστηρίων μας,
με κορύφωση το ΣτΕ στην απόφασή του 3705/1985, προβάλλεται η επιδίωξη της
όλης εκλογικής νομοθεσίας που είναι "η εκδήλωση προτίμησης από τον
υποχρεωτικώς μετέχοντα σε αυτήν εκλογέα, προς ορισμένο συνδυασμό ή
υποψήφιο και όχι η ουσιαστική άρνηση εκπλήρωσης του λειτουργικού αυτού
δικαιώματος ή η έκφραση άλλων απόψεων" Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο

47
έκρινε ότι δεν πρέπει να παρέχονται "διευκολύνσεις ή μέσα που να επιτρέπουν
την ουσιαστική μη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος...".
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ' αρ. 12/2005 απόφασή του
έκρινε με οριακή πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η ρύθμιση του νόμου για την
ακυρότητα της λευκής ψήφου είναι αντισυνταγματική. Το δικαστήριο έκρινε ότι
η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού
δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Έκρινε ακόμη ότι οι
διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να
συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και
την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές
διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο
του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του ΣτΕ, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών
κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του
ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση
των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το
Σύνταγμα.
Ο αποκλεισμός των λευκών από τις έγκυρες ψήφους έγινε με
μεταγενέστερο ερμηνευτικό νόμο τον Ν. 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου
ήταν αντισυνταγματική.

Η υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει την ακώλυτη λειτουργία του


δικαιώματος της λευκής ψήφου στους πολίτες, παρέχοντας λευκά ψηφοδέλτια
θεμελιώνεται, πέραν της διάταξης αυτής του εκλογικού νόμου, στο Σύνταγμα.
Ειδικότερα :
• Στην επιταγή του άρθ.52 του Συντάγματος για την ελεύθερη και
ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής
κυριαρχίας, εδώ την εκδήλωση της αρνητικής - αποδοκιμαστικής
εκλογικής βούλησης. Την τήρηση της επιταγής αυτής πρέπει να
εγγυώνται και να διασφαλίζουν με όλα να πρόσφορα μέσα, όλοι
ανεξαιρέτως οι λειτουργοί της πολιτείας (ο νομοθέτης, η διοίκηση, οι
εφορευτικές επιτροπές, τα δικαστήρια).
• Στην αρχή της μυστικής ψηφοφορίας (άρθ.51 παρ.3), η οποία συχνά
καταστρατηγείται, όταν δεν διατίθενται λευκά ψηφοδέλτια στα
εκλογικά τμήματα, οπότε οι ψηφοφόροι προβαίνουν σε σημειώσεις επί
των εντύπων ψηφοδελτίων.
• Στην αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας (άρθ.51 παρ.5), η οποία
συνεπάγεται την αναγκαστική προσέλευση του ψηφοφόρου στις
48
κάλπες, δεν επιβάλλει όμως την οπωσδήποτε θετική του στάση προς
έναν από τους προσφερόμενους κομματικούς συνδυασμούς.

Η πολιτική σημασία της λευκής ψήφου πηγάζει από το συγκεκριμένo


νομικοπολιτικό της περιεχόμενο, δηλαδή από τη συνειδητή απόρριψη, εκ μέρους
του εκλογέα των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Η λευκή ψήφος αποτελεί
έτσι μία, αξιολογίσιμη πολιτικά, εκλογική συμπεριφορά, ιδίως σε περιόδους
κρίσης του πολιτικού συστήματος.

Η. Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

1. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 54 εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να ορίσει


με τυπικό νόμο το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες. Η
καταχρηστική πρακτική των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης, να αλλάζουν
τους εκλογικούς νόμους με κριτήριο την εκλογική τους επικράτηση, ακόμη και
ελάχιστο χρόνο πριν τις εκλογές, οδήγησε τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 2001
να προβλέψει πως ο εκλογικός νόμος ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές «εκτός
και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη
που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των
βουλευτών».
Η διάταξη αυτή, που διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία και εκφράζει
βαθύτατη δυσπιστία προς τον κοινό νομοθέτη, επιλύει μία στρέβλωση πολιτικής
πράξης με μία στρέβλωση συνταγματικής υφής.
Ασχέτως του εκλογικού νόμου που κάθε φορά ισχύει, ο Σύνταγμα
προβλέπει τον τρόπο με τον οποίον καθορίζεται ο αριθμός των βουλευτών κάθε
εκλογικής περιφέρειας: κριτήριο είναι ο νόμιμος πληθυσμός, δηλ. οι
εγγεγραμμένοι στα οικεία δημοτολόγια βάσει της τελευταίας απογραφής. Η
πλέον πρόσφατη απογραφή του 2011 κατέγραψε τον νόμιμο πληθυσμό
(9.904.286), τον μόνιμο πληθυσμό (10.816.286) και τον de facto πληθυσμό. Τα
αποτελέσματα της απογραφής θεωρείται ότι έχουν δημοσιευθεί μετά την πάροδο
ενός έτους από την τελευταία ημέρα διεξαγωγής της.
Ως νόμιμος πληθυσμός θεωρείται ο αριθμός των δημοτών κάθε δήμου της
χώρας με την ιθαγένεια της χώρας και διαμένουν μόνιμα στην χώρα. Το μέγεθος
αυτό είναι απαραίτητο για να οριστεί ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγει κάθε
εκλογική περιφέρεια.
Ως μόνιμος πληθυσμός ορίζεται ο συνολικός πληθυσμός που δήλωσε ως
μόνιμη κατοικία του κατά την απογραφή του τον συγκεκριμένο τόπο, ανεξάρτητα
από το πού βρέθηκε και απογράφηκε στην επικράτεια της χώρας.

49
Ως de facto πληθυσμό ή (σύμφωνα με την ορολογία μέχρι την απογραφή
του 2001) πραγματικό πληθυσμό ενός τόπου ορίζουν οι στατιστικές υπηρεσίες
τον συνολικό πληθυσμό που βρέθηκε και απογράφηκε στον συγκεκριμένο αυτό
τόπο, ανεξάρτητα από το αν διαμένει μόνιμα στον τόπο αυτό, ή αν είναι
προσωρινός ή περαστικός.23

2. Ο αριθμός των βουλευτών για όλη την επικράτεια ορίζεται σε


τριακόσιους. Οι βουλευτές Επικρατείας αποτελούν κατ’ ανώτατο όριο το ένα
εικοστό του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλ. 15 βουλευτές. Ο εκλογικός
νόμος προέβλεπε 12 βουλευτές επικρατείας, ωστόσο σήμερα προβλέπονται 15
βουλευτές επικρατείας (μετέπειτα νόμος για την ψήφο των εκτός επικρατείας
Ελλήνων πολιτών), εκ των οποίων οι τρεις είναι Έλληνες κάτοικοι εξωτερικού.

Οι διακόσιοι ογδόντα πέντε (285) εκλέγονται στις εκλογικές περιφέρειες


στις οποίες κατανέμονται οι αντίστοιχες βουλευτικές έδρες, ενώ οι υπόλοιποι
δώδεκα (15) εκλέγονται ενιαίως σε ολόκληρη την επικράτεια. Μέτρο για τον
υπολογισμό του αριθμού των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας
είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνολικού αριθμού των δημοτών της
επικράτειας, που καθορίζεται στους πίνακες της απογραφής, δια του συνολικού
αριθμού των βουλευτικών εδρών οι οποίες κατανέμονται στις εκλογικές
περιφέρειες.
Εν προκειμένω για τον υπολογισμό του αριθμού των βουλευτικών εδρών
κάθε εκλογικής περιφέρειας βρίσκουμε το εκλογικό μέτρο διαιρώντας
9.904.286 πολίτες (νόμιμος πληθυσμός)
διά 285 (βουλευτές που εκλέγονται στις περιφέρειες)
= 34.751,88 (εκλογικό μέτρο για τον καθορισμό των βουλευτικών εδρών)

Στην συνέχεια διαιρούμε τον νόμιμο πληθυσμό μιας εκλογικής περιφέρειας


με το εκλογικό μέτρο,
π.χ. εφ’ όσον η περιφερειακή ενότητα Πέλλας έχει νόμιμο πληθυσμό
151.753 δημότες διαιρώντας με το εκλογικό μέτρο 34.751 = 4,3
Συνεπώς ο νομός Πέλλας διαθέτει 4 βουλευτικές έδρες που θα
κατανεμηθούν μεταξύ των κομμάτων σύμφωνα με το εκάστοτε εκλογικό
σύστημα.
Οι έδρες που απομένουν αδιάθετες, προστίθενται ανά μία ώσπου να
συμπληρωθεί ο συνολικός αριθμός των διακοσίων ογδόντα οκτώ (285) εδρών,

23
Βλ. για την Ελληνική Στατιστική Αρχή, https://www.statistics.gr/2011-census-pop-hous.
50
στις εκλογικές περιφέρειες, που παρουσιάζουν κατά σειρά, το μεγαλύτερο
υπόλοιπο.
Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με
προεδρικό διάταγμα.
Ως εκλογικό «κατώφλι» για να εισέλθει ένα κόμμα στο κοινοβούλιο
ορίζεται το ποσοστό 3%. Οι λευκές και μη έγκυρες ψήφοι, καθώς και οι ψήφοι
κομμάτων με ποσοστό μικρότερο του 3%, δεν λαμβάνονται υπόψη για τη
κατανομή των εδρών.
Αν για παράδειγμα δώσουν 8.000.000 πολίτες έγκυρη ψήφο, θα πρέπει το
κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος να λάβει τουλάχιστον 240.000 ψήφους
(=8.000.000 x 3%), προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Αν
όμως, από τα 8.000.000 πολιτών οι 100.000 ρίξουν άκυρο και άλλες 400.000
λευκό τότε ως έγκυρα θεωρούνται τα υπόλοιπα 7.500.000 ψηφοδέλτια και το
κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος θα πρέπει να λάβει 225.000 ψήφους
(=7.500.000 x 3%), προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών.

3. Η Ελλάδα διαιρείται σε 59 εκλογικές περιφέρειες. Κάθε νομός αποτελεί


μία εκλογική περιφέρεια με εξαίρεση τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης. Ο
νομός Αττικής διαιρείται σε οκτώ εκλογικές περιφέρειες: α) την Α' Αθηνών, β) τη
Β1΄ Βόρειου Τομέα Αθηνών, γ) τη Β2΄ Δυτικού Τομέα Αθηνών, δ) τη Β3΄ Νότιου
Τομέα Αθηνών, ε) την Α' Πειραιώς, στ) τη Β' Πειραιώς, ζ) την Α΄ Ανατολικής
Αττικής και η) τη Β΄ Δυτικής Αττικής.

4. Η πλέον πρόσφατη κωδικοποίηση της εκλογικής νομοθεσίας είναι αυτή


του Π.Δ. 26/2012. Ο Ν. 4406/26.07.2016 (επί ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ) τροποποιεί το Π.Δ.
26/2012 προβλέποντας ένα πολύ αναλογικό σύστημα, το οποίο θα ισχύσει στις
αμέσως επόμενες εκλογές. Η Κυβέρνηση που ανεδείχθη από τις εκλογές της 7ης
Ιουλίου 2019 (ΝΔ) τροποποίησε το εκλογικό σύστημα ψηφίζοντας τον Ν.
4654/29.1.2020, που μειώνει την αναλογικότητα του προηγούμενου εκλογικού
νόμου. Θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές.

51
Η ΒΟΥΛΗ

Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι έμμεσες, δηλαδή οι πολιτικές αποφάσεις


δεν λαμβάνονται απευθείας από τους πολίτες τους, αλλά από τους εκλεγμένους
αντιπροσώπους τους. Αυτοί ασκούν τη νομοθετική εξουσία μέσα σε
αντιπροσωπευτικούς θεσμούς όπως στη Βουλή. Η Βουλή είναι βέβαια ένας
πολιτικός θεσμός, ένα αντιπροσωπευτικό όργανο στο οποίο κατεξοχήν ασκείται
η νομοθετική λειτουργία και ο έλεγχος πάνω στην Κυβέρνηση (κοινοβουλευτικός
έλεγχος). Συγχρόνως, όμως, σήμερα πλέον η Βουλή είναι και μια ιδιαίτερη
οργάνωση, ένας οργανισμός που διαφοροποιείται εσωτερικά σε επί μέρους
μονάδες, με δικό τους προσωπικό και με διαφορετικά καθήκοντα. Η
μεταμόρφωση της Βουλής από αντιπροσωπευτικό όργανο, επιφορτισμένο απλά
με το νομοθετικό έργο, σε έναν σύγχρονο και σύνθετο πολιτικό και διοικητικό
θεσμό της δημοκρατίας οφείλεται σε πολλούς λόγους.
Τα αντιπροσωπευτικά όργανα του κράτους στο παρελθόν είχαν να
αντιμετωπίσουν τεχνικά ευκολότερο έργο από ό,τι σήμερα. Η διεύρυνση της
παρέμβασης του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία, οι τεχνολογικές
εξελίξεις και η στενότερη διασύνδεση των οικονομιών διαφορετικών χωρών είναι
μερικοί από τους παράγοντες που συντείνουν στην πολυπλοκότητα και τη
συνθετότητα των προβλημάτων για τα οποία καλείται να νομοθετήσει η Βουλή.
Για τον σκοπό αυτό η Βουλή σταδιακά απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και
ειδικότερες διαδικασίες, έγινε μια σύγχρονη οργάνωση με τις δικές της ιδιαίτερες
διοικητικές μονάδες και λειτουργίες. Ταυτοχρόνως, η ενδυνάμωση της
εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής εξουσίας, τάση που παρατηρήθηκε
κατά τον εικοστό αιώνα σε όλα σχεδόν τα δημοκρατικά πολιτεύματα, οδήγησε
στην προσπάθεια για καλύτερη οργάνωση και τεχνική υποστήριξη της Βουλής,
προκειμένου αυτή να μπορεί να συνδιαλέγεται με την κυβέρνηση και τη Δημόσια
Διοίκηση και να τις ελέγχει.24

Το Σύνταγμα δεν ορίζει τον ακριβή αριθμό των βουλευτών. Στο άρθρο 51
παρ.1 προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, μεταξύ
διακοσίων και τριακοσίων βουλευτών.

24
Βλ. http://www.parliament.gr
52
Β. ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥΣ STATUS

1. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι - άρθρο 55


Η ιδιότητα του εκλογίμου αναγνωρίζεται σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει
τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν και συμπληρωμένο, κατά την ημέρα της
εκλογής, το εικοστό πέμπτο έτος.
Η βουλευτική ιδιότητα αποκτάται με την εκλογή και από την ημέρα της
εκλογής αυτοδίκαια, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δήλωση αποδοχής. Για να
ασκήσουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές πρέπει να δώσουν τον όρκο που
ορίζει το άρθρο 59 Σ.
Για τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών και για τις
ενστάσεις, που ασκούνται κατά βουλευτών και αφορούν έλλειψη θετικών
προσόντων εκλογιμότητας ή ύπαρξη κωλυμάτων ή ασυμβιβάστων, αποφαίνεται
το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100), που λειτουργεί ως εκλογοδικείο. Ο
έλεγχος δεν γίνεται ποτέ αυτεπάγγελτα, αλλά μόνο μετά από τη νομότυπη
υποβολή αίτησης-ένστασης.

2. Τα κωλύματα εκλογιμότητας - άρθρο 56


Το Σύνταγμα καταγράφει ορισμένα δημόσια λειτουργήματα, που δεν
συμβιβάζονται με την ιδιότητα του υποψηφίου βουλευτή και συνεπώς
παρεμποδίζουν τον κάτοχό τους να ανακηρυχθεί υποψήφιος και να εκλεγεί
βουλευτής. Τα κωλύματα εκλογιμότητας καθορίζονται περιοριστικά από το
Σύνταγμα, στο άρθρο 56, και ερμηνεύονται στενά, διότι αποτελούν εξαιρέσεις
του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Με την αναθεώρηση του 2001
“εκσυγχρονίστηκαν” τα κωλύματα του Συντάγματος του 1975.
Ο σκοπός της θέσπισης κωλυμάτων είναι η αποφυγή υποψηφίων
βουλευτών που μπορούν να εκμεταλλευθούν την θέση που κατέχουν και την
εξουσία που ασκούν προκειμένου να κερδίσουν στουρούς.
Τα απόλυτα κωλύματα (άρθ. 56 παρ.4) ισχύουν για όλη την επικράτεια
και δεν αίρονται με παραίτηση. Αυτά αφορούν τους πολιτικούς υπαλλήλους και
στρατιωτικούς που έχουν αναλάβει υποχρέωση να παραμείνουν στην υπηρεσία
τους για ορισμένο χρόνο. Στο ίδιο κώλυμα υπάγονται και τα ανώτερα αιρετά
μονοπρόσωπα όργανα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης β’ βαθμού (οι
περιφερειάρχες) για τα τέσσερα χρόνια της νομαρχιακής θητείας (άρθρο 56
παρ.1 εδ. τελευταίο).

53
Σχετικά είναι τα κωλύματα που αίρονται με την προηγούμενη παραίτηση
του έχοντος την ιδιότητα ή που ισχύουν μόνο σε τοπικό επίπεδο. Η παραίτηση
συντελείται με μόνη την υποβολή της χωρίς να χρειάζεται αποδοχή ή παρέλευση
κάποιου χρόνου. Αποκλείεται η επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των
στρατιωτικών που παραιτούνται. Τα σχετικά κωλύματα είναι γενικά (για όλη την
επικράτεια) και τοπικά (για συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια) – άρθρο 56
παρ.1 και 3 αντιστοίχως.
Τα σχετικά (γενικά) κωλύματα εκλογιμότητας, που ισχύουν για όλη την
επικράτεια και αίρονται με παραίτηση πριν την υποβολή υποψηφιότητας,
καταγράφονται στο άρθρο 56 παρ.1 και αφορούν τις εξής κατηγορίες :
• Οι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί (εξαιρούνται οι Καθηγητές
Πανεπιστημίων)
• Οι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι
• Υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στις δυνάμεις ασφαλείας
• Οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων
• Οι υπάλληλοι και οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων
των ΝΠΔΔ
• Οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των δημόσιων ή
δημοτικών επιχειρήσεων

Τα σχετικά κωλύματα εκλογιμότητας, που ορίζονται στο άρθρο 56 παρ.3,


αίρονται αν όσοι εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές δεν παραιτηθούν δεκαοκτώ
(18) μήνες πριν τη λήξη της 4ετούς βουλευτικής περιόδου. Αν δεν παραιτηθούν
εγκαίρως, τότε δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν
βουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική
περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους:
• Διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι ΔΣ, σύμβουλοι ΝΠΔΔ και άλλων
νομικών προσώπων που συνδέονται με το Δημόσιο
• Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών
• Οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των
σωμάτων ασφαλείας
• Έμμισθοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των επιχειρήσεών
τους
• Γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων
Δεν υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής οι
υποψήφιοι βουλευτές Επικρατείας. Τα τοπικά αυτά κωλύματα εκλογιμότητας
ισχύουν μόνο για τις εκλογικές περιφέρειες όπου εκτεινόταν η αρμοδιότητά τους,
για το χρονικό διάστημα των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών της τετραετούς
βουλευτικής περιόδου.
54
3. Τα κοινοβουλευτικά ασυμβίβαστα - άρθρο 57
Τα ασυμβίβαστα είναι ιδιότητες που δεν πρέπει να συντρέχουν στο
πρόσωπο του βουλευτή μετά την εκλογή του (άρθρο 57). Η λογική των
ασυμβιβάστων είναι πως ο βουλευτής δεν πρέπει να προσπορίζεται κέρδος από
την βουλευτική του ιδιότητα.
Στην περίπτωση αυτή, ο βουλευτής οφείλει, μετά την εκλογή του, να
επιλέξει, εντός οκτώ ημερών, μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της
ασυμβίβαστης ιδιότητας ή έργου. Εάν δεν υποβάλει τη σχετική δήλωση, εκπίπτει
από το βουλευτικό αξίωμα. Επίσης, εάν ο βουλευτής, κατά τη διάρκεια της
βουλευτικής περιόδου αποδεχθεί κάποιο από αυτά τα ασυμβίβαστα, τότε
εκπίπτει από το κοινοβουλευτικό αξίωμα.
Με την ευρύτατη αναθεώρηση του 2001 τα ασυμβίβαστα αυξήθηκαν σε ό,τι
αφορά τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί
το φαινόμενο του μαύρου χρήματος της πολιτικής διαφθοράς. Ιδιαίτερο ζήτημα
ετέθη ως προς το αν οι βουλευτές μπορούν να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα
και η Αναθεωρητική Βουλή του 2001 θέσπισε την πλήρη απαγόρευση άσκησης
επαγγέλματος, προβλέποντας πάντως την εισαγωγή εξαιρέσεων με νόμους. Εν
τούτοις, ο νόμος εφαρμογής δεν εκδόθηκε ποτέ, αφού το νομοσχέδιο
απορρίφθηκε από την Βουλή τον Φεβρουάριο του 2003. Όμως, το άρθρο 115 § 7
του αναθεωρημένου Συντάγματος ανέφερε ότι το εν λόγω ασυμβίβαστο θα άρχιζε
να ισχύει με την έκδοση του νόμου εφαρμογής που προβλεπόταν από το άρθρο
57 και, το αργότερο, την 1η Ιανουαρίου 2003.
Το ζήτημα της πλήρους απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος ετέθη στην
κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
κατόπιν προσφυγής του δικηγόρου Αλέξανδρου Λυκουρέζου εναντίον της
Ελλάδας. Ο προσφεύγων είχε θέσει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές της
9 Απριλίου 2000 στην πρώτη εκλογική περιφέρεια της Αθήνας, έλαβε 44.387
ψήφους και εξελέγη βουλευτής. Μετά από προσφυγή που κατέθεσε ψηφοφόρος
στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αυτό κήρυξε την έκπτωση του προσφεύγοντος
από το βουλευτικό του αξίωμα τον Ιούλιο 2003.
Ο Λυκουρέζος επικαλέστηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ το άρθρα 3 του
Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης: «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη
αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα,
ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν
έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος.»
Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι τα δικαιώματα του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 είναι
κρίσιμα για την καθιέρωση και την διαχείριση των θεμελίων μιας πραγματικής

55
δημοκρατίας διεπόμενης από την υπεροχή του δικαίου. Εν τούτοις, τα
δικαιώματα αυτά δεν είναι απόλυτα. Υπάρχει θέση για «σιωπηρούς
περιορισμούς» και στα συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να χορηγείται διακριτική
ευχέρεια επί του ζητήματος αυτού. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να οργανωθούν και
να λειτουργήσουν τα εκλογικά συστήματα και πολλές διαφορές στην Ευρώπη
ειδικότερα στην ιστορική εξέλιξη, την πολιτισμική διαφορετικότητα και την
πολιτική σκέψη, που εναπόκειται σε κάθε συμβαλλόμενο Κράτος να ενσωματώσει
στην δική του άποψη περί δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου: «Εν τούτοις, το Δικαστήριο
είναι αρμόδιο να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό επί της τήρησης των απαιτήσεων
του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1. Πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι
προϋποθέσεις στις οποίες υπάγονται τα δικαιώματα ψήφου ή της θέσης
υποψηφιότητος σε εκλογές δεν περιορίζουν τα εν λόγω δικαιώματα σε βαθμό
που να τα προσβάλει στην ίδια την ουσία τους και να τους στερήσει την
αποτελεσματικότητά τους, ότι οι προϋποθέσεις αυτές επιδιώκουν έναν νόμιμο
σκοπό και ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα δεν αποδεικνύονται δυσανάλογα ...
Ειδικότερα, καμία από τις επιβαλλόμενες σε κάθε περίπτωση προϋποθέσεις δεν
πρέπει να παρεμποδίζει την ελεύθερη έκφραση του λαού στην επιλογή του
νομοθετικού σώματος – με άλλα λόγια, αυτές πρέπει να αντανακλούν ή να μην
αντιτάσσονται στην μέριμνα της διατήρησης της ακεραιότητος και της
αποτελεσματικότητος μιας εκλογικής διαδικασίας που στοχεύει στον καθορισμό
της βούλησης του λαού μέσω των εκλογών ... Επίσης, μόλις εκφραστεί ελεύθερα
και δημοκρατικά η εκλογή του λαού, καμία μεταγενέστερη τροποποίηση του
εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να αμφισβητήσει την επιλογή αυτή, εκτός αν
συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι για την δημοκρατική τάξη. ... [Ο] προσφεύγων
εξελέγη κάτω από συνθήκες άψογες, ήτοι σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα και
το Σύνταγμα που ίσχυαν τότε. Ούτε ο ενδιαφερόμενος, ως υποψήφιος, ούτε οι
ψηφοφόροι του δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι η εκλογή του πρώτου θα
μπορούσε να έχει ελάττωμα και να κριθεί ελαττωματική κατά την διάρκεια της
περιόδου για την οποία εξελέγη, εξαιτίας ενός ασυμβίβαστου απορρέοντος από
την παράλληλη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητος. ...Το Δικαστήριο δεν
πείθεται από το επιχείρημα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο το επίδικο
ασυμβίβαστο ανακοινώθηκε πολύ πριν τις εκλογές της 9 Απριλίου 2000. ...
Τελικώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το εν λόγω επαγγελματικό ασυμβίβαστο
αιφνιδίασε τόσο τον προσφεύγοντα όσο και τους ψηφοφόρους του κατά την
διάρκεια της εν λόγω θητείας.»

56
Η προσφυγή του Λυκουρέζου έγινε δεκτή και η Ελλάδα καταδικάστηκε για
παραβίαση του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1.25

Στην Αναθεώρηση του 2008, η Βουλή έκανε δεκτή την απόφαση του ΕΕΔΑ,
ανέτρεψε το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο και δέχθηκε τον καθορισμό
με ειδικό νόμο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που η άσκησή τους δεν
επιτρέπεται στους βουλευτές, επιπλέον όσων ρητώς απαγορεύει το ίδιο το
Σύνταγμα.

Στο ισχύον Σύνταγμα, όπως διαμορφώθηκε το 2001 και παραμένει ως έχει,


τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με το έργο ή την ιδιότητα:
• ιδιοκτήτη, εταίρου, μετόχου, διοικητή, μέλους ΔΣ, γενικού διευθυντή
επιχείρησης που
• α) αναλαμβάνει έργα του Δημοσίου, ή προμήθειες ή συνάπτει
συμβάσεις
• β) απολαμβάνει ειδικά προνόμια
• γ) ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή
επιχείρηση κοινής ωφέλειας
• δ) μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου
• ε) κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει
εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας

Για την ερμηνεία των όρων, το Σύνταγμα προβλέπει ότι μέτοχος


επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής νοείται
όποιος κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του ένα τοις
εκατό.
Επιπλέον το Σύνταγμα προβλέπει ότι ειδικός νόμος θα ορίζει τον τρόπο με
τον οποίο θα συνεχίζονται ή θα διαλύονται συμβάσεις που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από επιχείρηση στην οποία
αυτός μετείχε πριν από την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με
ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα.

25
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγή αριθ. 33554/03), ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ, 15 Ιουνίου 2006,
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166446%22]} (στα ελληνικά)

57
4. Η ελεύθερη εντολή: Ανεύθυνο και Ακαταδίωκτο
Σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.1 : “Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το
δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση”. Νομική συνέπεια της
ελεύθερης εντολής είναι ότι η απομάκρυνση ή η διαγραφή ενός βουλευτή από
το κόμμα του δεν συνεπάγεται την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας.
Η αρχή της ελεύθερης εντολής θα πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με
τη συνταγματική αναγνώριση των πολιτικών κομμάτων. Η συστηματική, κυρίως,
ερμηνεία του Συντάγματος δεν επιτρέπει την αντιμετώπιση της ελεύθερης
εντολής ως απολιθώματος της συνταγματικής τάξης αντίθετα, επιβάλλει την
ένταξη της αρχής αυτής σε όλο το πλέγμα των διατάξεων που αφορούν τη Βουλή
και τον βουλευτή.
Η κύρια πηγή διακινδύνευσης της ελεύθερης εντολής είναι σήμερα τα
πολιτικά κόμματα. Η πολιτική σχέση που συνδέει τον βουλευτή με το κόμμα του
έχει συνταγματικό όριο τη συνείδηση του βουλευτή. Η επίκλησή της επιτρέπει
στον βουλευτή κάθε μορφής διαφοροποίηση με την κοινοβουλευτική του ομάδα.
Η αξιολόγηση της στάσης του μέλους του Κοινοβουλίου έναντι της κομματικής
του ταυτότητας δεν αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης αλλά στοιχείο
της κρίσης του εκλογικού σώματος.
Η ελεύθερη εντολή διασφαλίζεται με ένα σημαντικό όπλο του βουλευτή:
Παραμένει στην Βουλή, δηλ. δεν χάνει την κοινοβουλευτική του ιδιότητα ακόμη
και αν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με το οποίο
εξελέγη, ή αν αποχωρήσει οικειοθελώς.
Ο βουλευτής απολαμβάνει ορισμένα προνόμια που συγκροτούν την
βουλευτική ασυλία και συνδέονται με την φύση του λειτουργήματός του. Τα
“προνόμια” αυτά είναι θεσμικές εγγυήσεις και εξυπηρετούν κατ’ αρχήν την
Βουλή, παρέχοντας στα μέλη του Κοινοβουλίου εγγυήσεις για την ανεξαρτησία
τους και την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής.

α. Η ελεύθερη εντολή και η κομματική πειθαρχία


Κυρίαρχο πρόβλημα συνιστά η σύγκρουση που εμφανίζεται μεταξύ των
δύο συνταγματικών αρχών, της ελεύθερης εντολής και της κομματικής
πειθαρχίας (όπως συνάγεται από το άρθ. 29 Σ. και από διατάξεις του κανονισμού
της Βουλής). Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται με κριτήριο μάλλον το
δεύτερο, καθοδηγούμενο από τις πολιτικές ηγεσίες. Η αυστηρή κομματική
πειθαρχία δικαιολογείται πάντα με την επίκληση της ενότητας και της
αποτελεσματικής λειτουργίας του κόμματος. Το έλλειμμα ενδοκομματικής
δημοκρατίας μεταφέρεται στο κοινοβουλευτικό πεδίο και καθίσταται ορατό όταν
οι πρόεδροι των κοινοβουλευτικών ομάδων δημόσια δηλώνουν ανενδοίαστα πότε

58
“επιτρέπουν” την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των βουλευτών “κατά
συνείδηση”.
Η ανυπαρξία, επί της ουσίας, κανονισμών λειτουργίας των
κοινοβουλευτικών ομάδων, που θα δημιουργούσε την βάση για μία συστημική
αυτονομία τους, επιτρέπουν άλλωστε την άκριτη σύνδεσή τους με τον κομματικό
μηχανισμό. Η μόνη διέξοδος για την υπέρβαση της αντίθεσης του κομματικού με
το κοινοβουλευτικό πεδίο είναι η ad hoc στάθμιση των δύο συνταγματικών
αρχών, στο πλαίσιο της θεωρίας της πρακτικής αρμονίας. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος δύσκολα θα μπορούσε να εισφέρει στην αντιμετώπιση της εγγενούς
αυτής συνταγματικής “αντίθεσης”. Η προαναφερόμενη στάθμιση εντάσσεται
στην γενικότερη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και κυρίως του πολιτικού
πολιτισμού μας και δεν επιλύεται αφηρημένα σε επίπεδο συνταγματικής
διάταξης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι νέες νομοθετικές και ελεγκτικές
αρμοδιότητες των Διαρκών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών ενισχύουν τον λόγο
των βουλευτών σε προσωπικό επίπεδο που μπορεί να διαφοροποιείται μερικώς
από το κόμμα του.

β. Ανεύθυνο
Το ανεύθυνο του βουλευτή διασφαλίζεται με τη διάταξη του άρθρου 61
παρ.1, που ορίζει ότι “ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με
οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των
βουλευτικών του καθηκόντων”.
Το ανεύθυνο του βουλευτή περιλαμβάνει όχι μόνο το ποινικά, αλλά και το
αστικά, πειθαρχικά και πολιτικά ανεύθυνο. Χρονικά είναι απεριόριστο, δηλαδή
καλύπτει τον βουλευτή και μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
Μοναδική εξαίρεση: ο βουλευτής διώκεται για συκοφαντική δυσφήμηση
ύστερα από άδεια της Βουλής. Η άδεια δίδεται εντός σαράντα πέντε ημερών από
την ημέρα που περιήλθε η έγκληση στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή
αρνηθεί να δώσει άδεια ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται
ανέγκλητη.

γ. Ακαταδίωκτο
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή θεσπίζεται στο άρθρο 62 όπως αυτό
τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του 2019: «Όσο διαρκεί η βουλευτική
περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε
με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για
πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της
και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η σχετική άδεια

59
δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής
αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την
πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Η Βουλή, με ευθύνη του Προέδρου της,
αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με το αίτημα μέσα σε τρεις μήνες αφότου η
αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η
τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής.
Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.».
Η πρόταση τροποποίησης του άρθρου 62 προερχόταν και από την ΝΔ και
από τον ΣΥΡΙΖΑ και έγινε δεκτή στην Προτείνουσα Βουλή με άνω των 230 ψήφων.
Στην Αναθεωρητική Βουλή έλαβε 179 θετικές ψήφους.
Η συναίνεση ως προς την αυστηροποίηση της διαδικασίας οφείλεται στην
επί μακρό χρόνο καταστρατήγηση των προηγούμενων διατάξεων και στην
συντεχνιακή αντίληψη των βουλευτών, με συνέπεια να ασκείται σπάνια δίωξη σε
βουλευτές, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η αξιόποινη πράξη τους δεν είχε
καμία σχέση με τα βουλευτικά τους καθήκοντα.

Στην τροποποίηση της διάταξης, ρόλο έπαιξε και η καταδίκη της Ελλάδας
από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας (2006)26 και στην υπόθεση
Συγγελίδης κατά Ελλάδας (2010).27 Στην πιο πρόσφατη υπόθεση, ο προσφεύγων
παραπονέθηκε, στη βάση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, και σε
συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να
άρει τη βουλευτική ασυλία της πρώην συζύγου του Μ.Α. προσέβαλε το δικαίωμά
του πρόσβασης σε δικαστήριο. Αναγνώρισε ότι η Βουλή είχε (ενν. κατά την προ
του 2019 διατύπωση) την διακριτική ευχέρεια περί άρσης της ασυλίας με τρόπο
συμβατό με την Σύμβαση και το νόημα της διάταξης. Υποστήριξε όμως ότι η
άρνηση της Ελληνικής Βουλής να δώσει άδεια για άσκηση δίωξης κατά της Μ.Α.
αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης και σταθερής πρακτικής εκ μέρους της Βουλής
σχετικής με τη χρήση των συνταγματικών διατάξεων περί ασυλίας προκειμένου
να προστατευθούν οι βουλευτές από την τσιμπίδα του ποινικού δικαίου. Ο
προσφεύγων προσκόμισε μία έρευνα του τύπου, όπου αναφερόταν ότι από το
1974 έως το 2003 είχαν γίνει οκτακόσιες αιτήσεις για χορήγηση της εν λόγω
αδείας και μόνο σε πέντε από αυτές είχε αρθεί η ασυλία. Ως προς τούτο,

26
Βλ. υπόθεση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας, απόφαση, Στρασβούργο 16 Νοεμβρίου 2006
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Ascending%22],%22languageisocod
e%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22it
emid%22:[%22001-166632%22]}
27
Βλ. υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας, απόφαση, Στρασβούργο 11 Φεβρουαρίου 2010
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22sort%22:[%22kpdate%20Descending%22],%22languageisoco
de%22:[%22GRE%22],%22documentcollectionid2%22:[%22JUDGMENTS%22,%22DECISIONS%22],%22i
temid%22:[%22001-166051%22]}
60
υποστήριξε ότι η παραβίαση του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο
καθίστατο ακόμα πιο κατάφωρη δεδομένου ότι η Μ.Α. είχε τη δυνατότητα να
κινήσει ποινική διαδικασία σε βάρος του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε δεσμός μεταξύ της συμπεριφοράς της
Μ.Α., που αποτέλεσε τη βάση της προτεινόμενης ποινικής διαδικασίας και των
βουλευτικών καθηκόντων της. Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται περισσότερο με
μία προσωπική διαμάχη μεταξύ ενός πρώην ανδρόγυνου όσον αφορά τη ρύθμιση
της επικοινωνίας με το τέκνο τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η
Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής δεν προέβαλε λόγους για τη μη άρση της
ασυλίας της Μ.Α. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκανε μία γενική αναφορά στο άρθρο
83 παρ.3 του ΚτΒ προσθέτοντας ότι συνέτρεχε μία εκ των προϋποθέσεων
άρνησης της άρσης της ασυλίας της Μ.Α., χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει αν το
αδίκημα για το οποίο ζητείτο η άρση της ασυλίας σχετιζόταν με την πολιτική
δραστηριότητα της Μ.Α., αν η δίωξη βασιζόταν σε πολιτικούς λόγους ή αν
στόχευε στο να υπονομεύσει το κύρος της Βουλής. Συνεπώς, η απουσία
οποιουδήποτε επιχειρήματος που να καταδεικνύει το σκεπτικό της εν λόγω
Επιτροπής στέρησε τον προσφεύγοντα ακόμα και από τη δυνατότητα να λάβει
οποιαδήποτε σαφή πληροφορία για τη βάση και τα κριτήρια επί των οποίων η
Βουλή αρνήθηκε να άρει την ασυλία της Μ.Α. Επιπλέον, συμπέρανε ότι η Μ.Α.
παρέμεινε στο απυρόβλητο της ποινικής δικαιοσύνης σχετικά με τις μηνύσεις που
κατέθεσε ο προσφεύγων, ενώ η ίδια ήταν ελεύθερη να επιδιώξει την κίνηση
ποινικής διαδικασίας σε βάρος του. Άρα η διαδικασία δεν εξασφάλισε μια δίκαιη
στάθμιση μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και
της ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων. Για τους
λόγους αυτούς καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση των διατάξεων περί
δίκαιης δίκης.

δ. Διαφορές του Ανεύθυνου από το Ακαταδίωκτο


Το ανεύθυνο αφορά πράξεις σχετικές με την άσκηση των βουλευτικών
καθηκόντων, το ακαταδίωκτο αφορά κάθε αξιόποινη πράξη, με εξαίρεση τα επ’
αυτοφώρω κακουργήματα.
Το ανεύθυνο αφορά κάθε μορφή δίωξης, το ακαταδίωκτο αφορά μόνο την
ποινική δίωξη.
Το ανεύθυνο δεν αίρεται, με εξαίρεση την συκοφαντική δυσφήμηση, το
ακαταδίωκτο αίρεται με απόφαση της Βουλής
Το ανεύθυνο δεν έχει χρονικό περιορισμό, το ακαταδίωκτο περιορίζεται
στον χρόνο της βουλευτικής περιόδου.

61
5. Δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας
Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας ή βουλευτικό απόρρητο στηρίζεται στο
άρθρο 61 παρ.3, που επιτρέπει στον βουλευτή να αρνηθεί τη μαρτυρία, σχετικά
με πληροφορίες που πήρε ή έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή
σχετικά με τα πρόσωπα από τα οποία πήρε ή στα οποία έδωσε τις πληροφορίες.

6. Βουλευτική αποζημίωση και ατέλειες - άρθρο 63


Το άρθρο 63 παρ.1 ορίζει ότι, οι βουλευτές, για την άσκηση του
λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το
ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, στο
πλαίσιο της αυτονομίας της. Επίσης, οι βουλευτές απολαμβάνουν
συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της
καθορίζεται επίσης από την απόφαση την Ολομέλεια της Βουλής.
Στην περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας βουλευτή σε περισσότερες από
πέντε συνεδριάσεις τον μήνα, κρατείται υποχρεωτικά το ένα τριακοστό της
μηνιαίας του αποζημίωσης για κάθε απουσία.

Γ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

1. Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες
(άρθρα 15-20 ΚτΒ)

Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι κομματικές, δηλαδή οι κύριοι


πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής είναι τα πολιτικά κόμματα. Αυτή η τάση
αντανακλάται και στα σύγχρονα κοινοβούλια, όπου υπάρχουν συνήθως ελάχιστοι
ανεξάρτητοι βουλευτές. Οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται με κομματικά
ψηφοδέλτια και μετά την εκλογή τους σχηματίζουν Κοινοβουλευτικές Ομάδες.
Στη Βουλή των Ελλήνων, Κοινοβουλευτική Ομάδα σχηματίζεται όταν
υπάρχουν τουλάχιστον δέκα (10) βουλευτές που να ανήκουν στο ίδιο κόμμα.
Κοινοβουλευτική Ομάδα μπορεί να συγκροτηθεί και από πέντε (5) βουλευτές, αν
τo Kόμμα με τo oπoίo εκλέχθηκαν, και στo oπoίo εξακoλoυθoύν να ανήκoυν,
έλαβε μέρoς στις γενικές εκλoγές από τις oπoίες πρoήλθε η Boυλή, με
συνδυασμoύς στα δύo τρίτα (2/3) τoυλάχιστoν των εκλoγικών περιφερειών της
χώρας και συγκέντρωσε πoσoστό τoυλάχιστoν τρία τoις εκατό (3%) τoυ συνoλικoύ
αριθμoύ των έγκυρων ψήφων
Η κατά κανόνα συσχέτιση του βουλευτή με το πολιτικό κόμμα με το οποίο
εξελέγη αποδεικνύεται και από την διάταξη του ΚτΒ, που προβλέπει ότι για την

62
συγκρότηση των κοινοβουλευτικών ομάδων, «... oι Boυλευτές θεωρoύνται ότι
ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν,
εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση» (άρθρο 16 παρ.1).
Η κοινοβουλευτική ομάδα διαλύεται αν αποχωρήσουν βουλευτές, με
συνέπεια να μην τηρούνται οι αριθμητικές προϋποθέσεις.

Ο αρχηγός του κόμματος θεωρείται και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής


Ομάδας, εφόσον έχει εκλεγεί βουλευτής. Μπορεί να ορίσει μέχρι δύο
αναπληρωτές - εκπροσώπους του (τρεις αναπληρωτές - εκπροσώπους μπορούν
να ορίσουν ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης σε δύναμη Κοινοβουλευτικής Ομάδας
που μετέχει στην Κυβέρνηση και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης).
Στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες και στους ανεξάρτητους βουλευτές
παραχωρούνται ιδιαίτεροι χώροι στο κτήριο της Βουλής των Ελλήνων. Οι
Κοινοβουλευτικές Ομάδες έχουν δικές τους διοικητικές γραμματείες, οι οποίες
στελεχώνονται από μετακλητούς υπαλλήλους. Οι παραχωρούμενες αίθουσες και
τα γραφεία καθώς και ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων εξαρτώνται από
το μέγεθος της κάθε Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης σε
δύναμη Κοινοβουλευτικής Ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση αποκαλείται
Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αξίωμα που του δίνει ιδιαίτερα
δικαιώματα (π.χ., περισσότερος χρόνος ομιλίας κατά τις συνεδριάσεις της
Βουλής).

2. Η Ολομέλεια και το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής -


Βουλευτική περίοδος και Σύνοδοι
(άρθρα 21-24 και 29-30 ΚτΒ)

Η Ολομέλεια της Βουλής αποτελείται από το σύνολο των βουλευτών,


δηλαδή από 300 μέλη. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτών
μπορεί να είναι άνω των διακοσίων και κάτω των τριακοσίων (άρθ. 51 παρ.1 Σ.),
ωστόσο ο εκλογικός νόμος όρισε τον ανώτατο αριθμό. Οι βουλευτές εκλέγονται
στις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός εάν η
Βουλή διαλυθεί νωρίτερα. Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών
αναμετρήσεων, που θεωρητικά είναι μία τετραετία, ονομάζεται "βουλευτική
περίοδος" (άρθρο 53 παρ.1 εδ.α Σ.). Η έναρξη της βουλευτικής περιόδου
συμπίπτει με την ημέρα των γενικών βουλευτικών εκλογών. Οι βουλευτικές
περίοδοι αριθμούνται σε συνεχή σειρά από το 1975, με ελληνική αρίθμηση.

63
Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η Βουλή των Ελλήνων συνέρχεται σε
τακτικές, έκτακτες και ειδικές συνόδους. Σε τακτική σύνοδο η Ολομέλεια της
Βουλής των Ελλήνων συνέρχεται αυτοδικαίως την πρώτη Δευτέρα του μηνός
Οκτωβρίου κάθε έτους. Η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι
μικρότερη από πέντε μήνες, σε αυτήν δε ψηφίζεται υποχρεωτικά ο
προϋπολογισμός του Κράτους. Σε τακτική σύνοδο, επίσης, συγκαλείται η
Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων μέσα σε τριάντα ημέρες από τη διεξαγωγή
των γενικών βουλευτικών εκλογών. Οι τακτικές σύνοδοι αριθμούνται, με
ελληνική και πάλι αρίθμηση, για κάθε περίοδο ξεχωριστά.
Σε έκτακτη σύνοδο συγκαλεί τη Βουλή των Ελλήνων ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας "κάθε φορά που το κρίνει σκόπιμο" (άρθρο 40 παρ. 1 Σ.). Η διάρκεια
και τα θέμα της έκτακτης συνόδου καθορίζονται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας. Πάντως, η Βουλή των Ελλήνων κατά την έκτακτη σύνοδο μπορεί
να ασχοληθεί με οποιοδήποτε θέμα, εκτός της ψήφισης του προϋπολογισμού που
γίνεται πάντοτε κατά τη διάρκεια της τακτικής συνόδου.
Σε ειδική σύνοδο συνέρχεται υποχρεωτικά η Βουλή των Ελλήνων όταν
συντρέξουν ορισμένες περιστάσεις, για να ασκήσει μια ειδική συνταγματική
αρμοδιότητά της. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι οι εξής: α) στην περίπτωση
εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 32 παρ. 5 Σ.), β) σε περίπτωση
παρατεινόμενης αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα
καθήκοντά του, για να αποφασίσει εάν συντρέχει ανάγκη εκλογής νέου
Προέδρου (άρθρο 34 παρ. 2 Σ.), γ) εάν έχει εκδοθεί προεδρικό διάταγμα για
εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση της πολιορκίας, για να εγκρίνει το
διάταγμα αυτό (άρθρο 48 παρ. 2 και 3 Σ.), και δ) στην περίπτωση σχηματισμού
νέας Κυβέρνησης για να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης (άρθρο 84
παρ. 1 Σ.). Κατά τη διάρκεια της ειδικής συνόδου η Βουλή των Ελλήνων
ασχολείται αποκλειστικά και μόνον με το θέμα για το οποίο έχει συγκληθεί.
Είναι, βέβαια, προφανές ότι η Βουλή των Ελλήνων συγκαλείται σε έκτακτη
ή ειδική σύνοδο, μόνον εφόσον δεν ευρίσκεται σε τακτική σύνοδο.
Η Ολομέλεια της Βουλής ασκεί αρμοδιότητες νομοθετικού έργου,
κοινοβουλευτικού ελέγχου καθώς και κάποιες άλλες αρμοδιότητες (βλ.
κατωτέρω για τις αρμοδιότητες της Βουλής).

Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων,
δηλ. για το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συνόδων (συνήθως κατά τους θερινούς
μήνες), ένα μέρος του νομοθετικού έργου αλλά και του κοινοβουλευτικού
ελέγχου ασκείται από το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής. Σε αυτό
μετέχει το 1/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Δεδομένου δε ότι, κατά πάγια
κοινοβουλευτική πρακτική, μια τακτική σύνοδος που ξεκινά τις εργασίες της στις
64
αρχές Οκτωβρίου λήγει τον Μάιο ή τον Ιούνιο του επόμενου έτους, κάθε
καλοκαίρι συγκροτούνται τρία Τμήματα Διακοπών (για τους μήνες Ιούλιο,
Αύγουστο και Σεπτέμβριο) και με τον τρόπο αυτό μετέχουν διαδοχικά όλοι
ανεξαιρέτως οι βουλευτές.

3. Το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων28


(άρθρα 6-12 ΚτΒ)

Το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων προβλέπεται από το Σύνταγμα


(άρθρο 6 παρ.1 και 2). Αποτελείται από τον Πρόεδρο της Βουλής, από πέντε (5)
τουλάχιστον Αντιπροέδρους, τρεις (3) Κοσμήτορες και έξι (6) Γραμματείς. Κύριο
χαρακτηριστικό είναι η διακομματική του σύνθεση. Έτσι, ο τέταρτος
Αντιπρόεδρος, ένας Κοσμήτορας και ένας Γραμματέας προέρχονται υποχρεωτικά
από την αξιωματική αντιπολίτευση ο πέμπτος Αντιπρόεδρος και ένας Γραμματέας
από την Τρίτη σε δύναμη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Αν οι Κοινοβουλευτικές
Ομάδες είναι περισσότερες από τρεις, εκλέγεται ένας Αντιπρόεδρος για κάθε
επιπλέον Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Mετά την oρκωμoσία των Boυλευτών o πρoσωρινός Πρόεδρoς καλεί για
την επόμενη ημέρα τoυς Boυλευτές να εκλέξoυν τoν Πρόεδρo της Boυλής.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και οι Αντιπρόεδροι εκλέγονται στην
αρχή κάθε περιόδου, και για όλη τη διάρκεια αυτής. Αντίθετα, η θητεία των
Κοσμητόρων και των Γραμματέων διαρκεί όσο και η τακτική σύνοδος της Βουλής
των Ελλήνων για την οποία εκλέχθηκαν.
Η εκλογή του Προέδρου της Βουλής είναι μια από τις σημαντικές στιγμές
της λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων. Και αυτό, όχι μόνον διότι το αξίωμα
του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων είναι αυτό καθ' εαυτό σημαντικό, αλλά
και γιατί η φανερή (από τον Ιούνιο 2017) αυτή ψηφοφορία εκλογής αποτελεί την
πρώτη δοκιμασία συνοχής κάθε νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο
Πρόεδρος εκλέγεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών (δηλ. με 151 ψήφους). Εάν η πλειοψηφία αυτή δεν επιτευχθεί, η
ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, και εκλέγεται ο σχετικώς πλειοψηφήσας.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διευθύνει τις εργασίες του Σώματος,
εκπροσωπεί τη Βουλή των Ελλήνων, έχει την αρμοδιότητα επιβολής πειθαρχικών
ποινών σε βουλευτές και γενικότερα προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Βουλής
και έχει όλες τις αρμοδιότητες που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, ο Κανονισμός
ή που πηγάζουν από την αρχή της αυτονομίας της Βουλής των Ελλήνων. Με άλλα
λόγια, σε ό,τι αφορά την εσωτερική λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων, το

28
Βλ. http://www.parliament.gr
65
τεκμήριο αρμοδιότητας συντρέχει υπέρ του Προέδρου. Πέραν της εσωτερικής
λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων, ο Πρόεδρος αναπληρώνει τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας όταν ο τελευταίος απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο
εξωτερικό, πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή κωλύεται για
οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Οι Αντιπρόεδροι ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με απόφασή
του ο Πρόεδρος ή που αναφέρονται στον Κανονισμό. Οι Κοσμήτορες επικουρούν
τον Πρόεδρο σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Βουλής των Ελλήνων,
ενώ οι Γραμματείς επικουρούν τον Πρόεδρο στις συνεδριάσεις της Βουλής των
Ελλήνων και έχουν όσες άλλες αρμοδιότητες τους αναθέσει ειδικά ο Πρόεδρος.
Από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975, Πρόεδροι της Βουλής
των Ελλήνων έχουν διατελέσει οι εξής:

Περ. Εκλ. Πρόεδρος Κόμμα Ψήφοι Διάρκεια


Α΄ 1974 Κων. Παπακωνσταντίνου ΝΔ 217 21-11-1974 έως 11-12-1977
Β΄ 1977 Δημήτριος Παπασπύρου ΝΔ 157 12-12-1977 έως 16-11-1981
Γ΄ 1981 Ιωάννης Αλευράς ΠΑΣΟΚ 170 17–11–1981 έως 17–06–1985
Δ΄ 1985 Ιωάννης Αλευράς ΠΑΣΟΚ 161 18–06–1985 έως 03–07–1989
Ε΄ 1989 Αθανάσιος Τσαλδάρης ΝΔ 144 04–07–1989 έως 20–11–1989
ΣΤ΄ 1989 Αθανάσιος Τσαλδάρης ΝΔ 146 21–11–1989 έως 21–04–1990
Ζ΄ 1990 Αθανάσιος Τσαλδάρης ΝΔ 151 22–04–1990 έως 21–10–1993
Η΄ 1993 Απόστολος Κακλαμάνης ΠΑΣΟΚ 165 22–10–1993 έως 07–10–1996
Θ΄ 1996 Απόστολος Κακλαμάνης ΠΑΣΟΚ 154 08–10–1996 έως 20–04–2000
Ι΄ 2000 Απόστολος Κακλαμάνης ΠΑΣΟΚ 156 21–04–2000 έως 18–03–2004
Άννα Μπενάκη -
ΙΑ΄ 2004
Ψαρούδα ΝΔ 163 19–03–2004 έως 26–09–2007
ΙΒ΄ 2007 Δημήτρης Σιούφας ΝΔ 158 27–09–2007 έως 14–10–2009
ΙΓ΄ 2009 Φίλιππος Πετσάλνικος ΠΑΣΟΚ 168 15–10–2009 έως 17–05–2012
ΙΔ΄ 2012 Βύρων Πολύδωρας ΝΔ 179 18–05–2012 έως 28–06–2012
ΙΕ΄ 2012 Βαγγέλης Μεϊμαράκης ΝΔ 223 29–06–2012 έως 05–02–2015
ΙΣΤ΄ 2015 Ζωή Κωνσταντοπούλου ΣΥΡΙΖΑ 235 06–02–2015 έως 03-10-2015
ΙΖ΄ 2015 Νικόλαος Βούτσης ΣΥΡΙΖΑ 181 04-10-2015 έως 18-7-2019
ΙΗ΄ 2019 Κώστας Τασούλας ΝΔ 283 18-7-2019

66
4. Η Διάσκεψη των Προέδρων
(άρθρα 13-14 ΚτΒ)

Ο Πρόεδρος της Βουλής προεδρεύει στη Διάσκεψη των Προέδρων. Τη Διάσκεψη


των Προέδρων συγκροτούν :
1. οι προηγούμενοι Πρόεδροι της Βουλής (εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές)
2. οι Αντιπρόεδροι της Βουλής
3. οι Πρόεδροι των Διαρκών Επιτροπών
4. ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας
5. οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων
6. ένας ανεξάρτητος βουλευτής (εφόσον υπάρχουν τουλάχιστον πέντε
ανεξάρτητοι βουλευτές).

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι ένα διακομματικό συλλογικό όργανο της


Βουλής των Ελλήνων με βασική αποστολή την καλύτερη οργάνωση και
διεξαγωγή των εργασιών της Βουλής μέσα από τη συνεργασία του Προεδρείου
της Βουλής των Ελλήνων και όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων. Το όργανο
αυτό ιδρύθηκε με τον Κανονισμό της Βουλής του 1987 και αναγνωρίστηκε
συνταγματικά με την αναθεώρηση του 2001. Όπως διαπιστώνεται από τη
σύνθεση του οργάνου, ο αριθμός των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων δεν
είναι σταθερός. Κυμαίνεται ανάλογα με τον αριθμό των κοινοβουλευτικών
ομάδων και των ανεξαρτήτων βουλευτών, καθώς και με το εάν υπάρχουν ή όχι
τέως Πρόεδροι της Βουλής που έχουν εκλεγεί βουλευτές.
H Διάσκεψη των Πρoέδρων συγκαλείται σε τακτική συνεδρίαση από τoν
Πρόεδρό της κάθε εβδομάδα και σε έκτακτη συνεδρίαση όταν κρίνεται αυτό
αναγκαίο. H συγκεκριμένη ημέρα και ώρα της συνεδρίασης γνωστoπoιείται στην
Kυβέρνηση, πoυ μπoρεί να εκπρoσωπηθεί από μέλoς της.
Η Διάσκεψη των Προέδρων έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) εξετάζει την ημερήσια διάταξη της επόμενης εβδoμάδας ή των
επόμενων εβδομάδων με σκoπό την καλύτερη oργάνωση των εργασιών της
Boυλής· β) καθoρίζει τη διαδικασία και τη διάρκεια συζήτησης των νομοσχεδίων
ή προτάσεων νόμων στην Oλομέλεια της Bουλής και στο Τμήμα διακοπής των
εργασιών της Βουλής∙ γ) απoφασίζει για τη διεξαγωγή oργανωμένης συζήτησης
πάνω σε oπoιoδήπoτε θέμα∙ δ) επιλέγει τα μέλη των Ανεξαρτήτων Αρχών που
προβλέπονται από το Σύνταγμα (πχ. Συνήγορος του Πολίτη, ΑΣΕΠ, ΕλλΣτατ
κλπ.)∙ ε) εκφράζει γνώμη για την επιλογή του Προέδρου και των Αντιπροέδρων
του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των

67
Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, του Προέδρου, του Γενικού Επιτρόπου και των
Αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και του Γενικού Επιτρόπου των
Διοικητικών Δικαστηρίων·

5. Οι Επιτροπές της Βουλής


Η Βουλή των Ελλήνων ασκεί νομοθετικό έργο και κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Για τον σκοπό αυτό συνιστώνται επιτροπές που συγκροτούνται από βουλευτές,
ανάλογα με τη δύναμη των κοινοβουλευτικών ομάδων και των ανεξάρτητων
βουλευτών. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.1 και 3 Σ., η Βουλή στις αρχές κάθε
τακτικής συνόδου συνιστά επιτροπές κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων,
των κοινοβουλευτικών ομάδων και των ανεξαρτήτων. Σε αυτές συμμετέχουν
συνήθως 15 έως 50 περίπου βουλευτές. Με την πρόσφατη τροποποίηση του
Κανονισμού διευκρινίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση, στις επιτροπές την απόλυτη
πλειοψηφία έχει η κοινοβουλευτική ομάδα που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία
της Βουλής (προσθήκη στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 31 ΚτΒ.)
Ο πολλαπλασιασμός των επιτροπών της Βουλής αποτελεί σταθερό
στοιχείο των τροποποιήσεων του Κανονισμού. Από το 1996 και μετά προστίθενται
συνεχώς νέες επιτροπές για να αντιμετωπίσουν νέα ζητήματα, όπως η ραγδαία
ανάπτυξη της τεχνολογίας, η ανάγκη διαφάνειας, η ευρωπαϊκή διάσταση, η
αυξανόμενη ανησυχία για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Οι επιτροπές επιλαμβάνονται του νομοθετικού έργου ή του
κοινοβουλευτικού ελέγχου ή ειδικών θεμάτων. Το Σύνταγμα, αλλά κυρίως ο
Κανονισμός της Βουλής, προβλέπουν τις ακόλουθες επιτροπές:

α. Διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (31 – 41Β ΚτΒ)


Συνιστώνται και συγκροτούνται στην αρχή κάθε τακτικής συνόδου της
Βουλής με απόφαση του Προέδρου της Βουλής προκειμένου να επεξεργάζονται
και να εξετάζουν σχέδια νόμων ή προτάσεις νόμων. Μετά την αναθεώρηση του
Συντάγματος και την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής μπορούν να
ασκούν και νομοθετικό έργο και κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Προβλέπονται έξι (6) διαρκείς επιτροπές, οι εξής:
• Επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων
• Επιτροπή εθνικής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων
• Επιτροπή οικονομικών υποθέσεων
• Επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων
• Επιτροπή δημόσιας διοίκησης, δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης
• Επιτροπή παραγωγής και εμπορίου

68
Προβλέπονται, επίσης, τέσσερις ειδικές διαρκείς επιτροπές, στις οποίες
εφαρμόζονται οι διατάξεις περί διαρκών επιτροπών:
• Επιτροπή του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους
και ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Κράτους (άρθ.
31Α)
• Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων (άρθ. 31Β)
• Επιτροπή για την Παρακολούθηση του Συστήματος Κοινωνικής
Ασφάλισης (άρθ. 31Γ – 32)
• Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (άρθ. 32A)

β. Ειδικές Επιτροπές (άρθ. 42 και 43 ΚτΒ)


Aν oι ανάγκες τoυ νoμoθετικoύ έργoυ της Boυλής τo επιβάλλoυν ή αυτό
κρίνεται αναγκαίo για την επεξεργασία και εξέταση συγκεκριμένων νομοσχεδίων
ή πρoτάσεων νόμων και τo ζητήσει η Kυβέρνηση, o Πρόεδρoς της Boυλής συνιστά
ειδικές επιτρoπές στις oπoίες παραπέμπoνται τα νομοσχέδια ή oι πρoτάσεις
νόμων για τη σχετική επεξεργασία. H λειτoυργία των ειδικών επιτρoπών διαρκεί
εωσότoυ πάρoυν oριστική απόφαση για τα νομοσχέδια και τις πρoτάσεις νόμων
για την επεξεργασία και εξέταση των oπoίων συστάθηκαν. Σε κάθε περίπτωση oι
ειδικές επιτρoπές διαλύoνται αυτoδικαίως με τη λήξη των εργασιών της τακτικής
συνόδoυ κατά τη διάρκεια της oπoίας συστάθηκαν.

γ. Μόνιμες Ειδικές Επιτροπές (άρθ.43Α ΚτΒ)


• α) Μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας.
• β) Μόνιμη επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς.
• γ) Μόνιμη επιτροπή προστασίας περιβάλλοντος.
• δ) Μόνιμη επιτροπή έρευνας και τεχνολογίας.
• ε) Μόνιμη επιτροπή ισότητας, νεολαίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου.
• στ) Μόνιμη επιτροπή περιφερειών.
• ζ) Μόνιμη επιτροπή οδικής ασφάλειας.
• η) Μόνιμη επιτροπή κοινοβουλευτικής δεοντολογίας.
• θ) Μόνιμη επιτροπή σωφρονιστικού συστήματος και λοιπών δομών
εγκλεισμού κρατουμένων.
• ι) Μόνιμη επιτροπή παρακολούθησης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Οι επιτροπές των περιπτώσεων α΄ και η΄ συνιστώνται στην αρχή κάθε


βουλευτικής περιόδου και λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκειά της. Οι επιτροπές

69
των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, θ΄ και ι΄ συνιστώνται στην αρχή κάθε
τακτικής συνόδου.

δ. Επιτροπές για Εθνικά Ζητήματα ή Ζητήματα Γενικότερου


Ενδιαφέροντος (άρθ.44 ΚτΒ)
H Boυλή μπoρεί με απόφασή της, ύστερα από πρόταση της Kυβέρνησης,
να συνιστά επιτρoπή από μέλη της για τη μελέτη εθνικών ή γενικότερoυ
ενδιαφέρoντoς ζητημάτων. Aνάλoγες πρoτάσεις μπoρoύν να υπoβάλoυν μία
φoρά σε κάθε σύνoδo ο Πρόεδρος της Βουλής και oι Πρόεδρoι των
Koινoβoυλευτικών Oμάδων. H απόφαση της Boυλής πoυ συνιστά επιτρoπή για
εθνικό ή γενικότερoυ ενδιαφέρoντoς ζήτημα πρέπει να πρoσδιoρίζει τo
αντικείμενo με τo oπoίo θα ασχoληθεί η επιτρoπή και να καθoρίζει πρoθεσμία
υπoβoλής των πρoτάσεών της.
Oι επιτρoπές για εθνικά ή γενικότερoυ ενδιαφέρoντoς ζητήματα
απoτελoύνται από τo ένα εικοστό (1/20) έως ένα δέκατo πέμπτo (1/15) τoυ όλoυ
αριθμoύ των Boυλευτών. Στις συνεδριάσεις των επιτροπών αυτών μπορούν, με
απόφαση του Προέδρου της Βουλής, να συμμετέχουν με δικαίωμα λόγου οι
Έλληνες Ευρωβουλευτές, εφόσον σε αυτές συζητούνται θέματα που σχετίζονται
με την αποστολή τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ε. Επιτροπές Εσωτερικών Θεμάτων της Βουλής (άρθ. 46 – 48 ΚτΒ)


Συνιστώνται στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου και ασχολούνται με
πάγια εσωτερικά θέματα της λειτουργίας της Βουλής. Οι επιτροπές αυτές είναι:
• Επιτροπή Κανονισμού της Βουλής
• Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής
• Επιτροπή Βιβλιοθήκης της Βουλής.

στ. Επιτροπές Διεθνών Σχέσεων της Βουλής (άρθ. 49 ΚτΒ)


Οι Επιτροπές αυτές συγκροτούνται από τον Πρόεδρο της Βουλής,
αποτελούνται από βουλευτές αλλά και από εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα.
Σκοπός αυτών των Επιτροπών η συνεχώς εντεινόμενη συνεργασία της Βουλής με
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα εθνικά Κοινοβούλια και με Διεθνείς Οργανισμούς.

ζ. Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής


Ωφελείας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (άρθ. 49Α ΚτΒ)
Στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, ο Πρόεδρος της Βουλής συγκροτεί
από τα μέλη της 15μελή Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών και
Οργανισμών Κοινής Ωφελείας. Η Επιτροπή λειτουργεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια
70
των τακτικών συνόδων αλλά και στο μεταξύ τους διάστημα. Αρμοδιότητά της
είναι να διατυπώνει γνώμη για την καταλληλότητα των προτεινομένων προς
διορισμό στις ανώτατες θέσεις των ανωτέρω Επιχειρήσεων και Οργανισμών. Στην
παρ. 6 του άρθρου παρατίθεται κατάλογος των Επιχειρήσεων επί των οποίων
εφαρμόζεται.

η. Κοινοβουλευτικές Ομάδες Φιλίας (άρθ. 49Γ ΚτΒ)


Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής συγκροτούνται, μετά από έγγραφη αίτηση
των Βουλευτών, Κοινοβουλευτικές Ομάδες Φιλίας στις οποίες μετέχουν, κατά το
δυνατόν, Βουλευτές από όλες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες. Αντικείμενο των
Κοινοβουλευτικών Ομάδων Φιλίας είναι η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής
διπλωματίας σε διεθνές διμερές επίπεδο, καθώς και η προβολή και η προώθηση
των θέσεων της Χώρας σε εθνικά και διεθνή θέματα.

θ. Εξεταστικές επιτροπές (άρθ.144 – 149 ΚτΒ)


(βλ. κατωτέρω κοινοβουλευτικός έλεγχος)

ι. Ειδικές Κοινοβουλευτικές Επιτροπές για τη διενέργεια


προκαταρκτικής εξέτασης (άρθ.156 ΚτΒ)
Η διάταξη αυτή του Κανονισμού αναφέρεται σε διάταξη του Συντάγματος
που αναθεωρήθηκε το 2019. Βλ. παρακάτω, Κυβέρνηση, Ευθύνη μελών της
Κυβέρνησης, Ποινική ευθύνη.

Δ. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η παλαιότερη ιστορικά, αλλά και σημαντικότερη αρμοδιότητα της Βουλής


των Ελλήνων είναι η νομοθετική, δηλαδή η θέσπιση γενικών και απρόσωπων
κανόνων δικαίου. Τη νομοθετική αρμοδιότητα αυτή δεν θα πρέπει να την
εννοήσουμε μόνον με τη στενή έννοια, δηλ. την ψήφιση τυπικών νόμων. Έτσι,
στη συνέχεια θα παρουσιαστούν όλες οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα
περιπτώσεις όπου η Βουλή παράγει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου.
Σημειώνεται ότι η Βουλή δεν δεσμεύεται από το Σύνταγμα ως προς το ποιούς
νόμους θα ψηφίσει.

1. Η αναθεώρηση του Συντάγματος


Η Βουλή των Ελλήνων ψηφίζει μόνη της, χωρίς δηλ. τη συμμετοχή του
Προέδρου της Δημοκρατίας ή της Κυβέρνησης ως διακριτό αυτοτελές πολιτειακό
όργανο, την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η διαδικασία της αναθεώρησης
71
εκτείνεται σε δύο συνεχόμενες περιόδους (άρα σε δύο συνεχόμενες Βουλές) και
περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 110 του Συντάγματος και στο άρθρο 119 του
Κανονισμού της Βουλής. Το Σύνταγμα του 1975 έχει αναθεωρηθεί μέχρι σήμερα
τέσσερις φορές: το 1986, το 2001, το 2008 και το 2019.

2. Η ψήφιση τυπικών νόμων


Η κύρια λειτουργία κάθε νομοθετικού σώματος είναι να συζητά, να
επεξεργάζεται και να ψηφίζει τους τυπικούς νόμους, δηλ. τους απρόσωπους και
γενικούς κανόνες δικαίου οι οποίοι, στην ελληνική έννομη τάξη, εκδίδονται και
δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Οι νόμοι ψηφίζονται είτε από την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων είτε
από τις αρμόδιες διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές (στην τελευταία
περίπτωση η Ολομέλεια απλώς επικυρώνει με μια γενική πολιτική συζήτηση σε
μια συνεδρίαση, χωρίς να υπεισέλθει στις κατ' ιδίαν ρυθμίσεις). Το άρθρο 72
παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ποια νομοσχέδια (με βάση το περιεχόμενό
τους) συζητούνται και ψηφίζονται από την Ολομέλεια (πχ. τα νομοσχέδια που
οργανώνουν την προστασία ενός ατομικού δικαιώματος ή εκείνα που ερμηνεύουν
αυθεντικά έναν προηγούμενο νόμο ή ο εκλογικός νόμος κλπ.). Στην Ολομέλεια,
επίσης, ψηφίζονται όλοι οι νόμοι για τους οποίους το Σύνταγμα απαιτεί μιαν
ειδική πλειοψηφία (πχ. η αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα, η αναγνώριση σε
διεθνείς οργανισμούς αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα κλπ.)

Έχει προαναφερθεί ότι ουσιαστικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου,


ασχέτως της ιεραρχικής του θέσης, που συνιστά γενική και αφηρημένη ρύθμιση.
Ο νόμος είναι γενικός όταν δεν προσδιορίζεται από την αρχή ο αριθμός των
προσώπων στους οποίους αναφέρεται η ρύθμιση. Ο νόμος είναι αφηρημένος όταν
στην ρύθμιση υπάγονται ομάδες περιπτώσεων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
και όχι συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το αντίθετο του νόμου είναι η ατομική πράξη.
Τυπικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου που ψηφίζεται από τη Βουλή
σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 70-77 Σ. και στη συνέχεια εκδίδεται από
τον ΠτΔ κατά το άρθρο 42 Σ. και δημοσιεύεται στο Φύλλο Εφημερίδας της
Κυβερνήσεως (ΦΕΚ). Ακριβώς επειδή ο τυπικός νόμος οφείλει να είναι γενική και
αφηρημένη ρύθμιση, απαγορεύεται η ψήφιση ατομικών νόμων, δηλ. νόμων στο
πεδίο εφαρμογής των οποίων εμπίπτουν ένα ή περισσότερα, αλλά πάντως
συγκεκριμένα, πρόσωπα και, άρα, η ρύθμιση δεν διαθέτει γενικό χαρακτήρα.
Η παραγωγή των τυπικών νόμων προβλέπεται με συγκεκριμένη
διαδικασία, που προβλέπει:
• την νομοθετική πρωτοβουλία (για νομοσχέδιο και πρόταση νόμου)

72
• την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση (κατ’ αρχήν, κατ’ άρθρο,
στο σύνολο) στο Κοινοβούλιο
• την έκδοση και δημοσίευση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Η Βουλή ψηφίζει νόμους χωρίς να χρειάζεται ειδική πρόβλεψη προς τούτο,
εφόσον έχει αυτή την αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 26 παρ.1 Σ (επιφύλαξη υπέρ
του νόμου). Συχνά, όμως, το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη την εξειδίκευση
διατάξεών του, με τη φράση «όπως ορίζει ο νόμος».

α. (Απλοί) Εκτελεστικοί του Συντάγματος νόμοι


Οι νόμοι αυτοί είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή των διατάξεων του
Συντάγματος, δεν είναι όμως υποχρεωτικοί για τον νομοθέτη. Οι νόμοι αυτοί
μπορούν να αναφέρονται σε διάφορα θέματα (π.χ. άρθρα 102 και 103 Σ.), κατ’
εξοχήν όμως αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα. Η πρόβλεψη από το
Σύνταγμα για την ψήφιση νόμου συνιστά την λεγόμενη «επιφύλαξη υπέρ του
νόμου». Ειδικά για τα δικαιώματα, η επιφύλαξη του νόμου συνεπάγεται την
ψήφιση σχετικού νόμου που εξειδικεύει την άσκηση του δικαιώματος και
προβλέπει και περιορισμούς του δικαιώματος. Ο νομοθέτης δεν υποχρεούται,
πάντως, να θεσπίσει νόμο, οπότε ισχύει απευθείας η συνταγματική διάταξη και
ερμηνεύεται από τα δικαστήρια.

β. Οργανικοί ή οργανωτικοί εκτελεστικοί του Συντάγματος νόμοι


Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νομοθέτης υποχρεούται να θεσπίσει νόμο,
διότι αλλιώς δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η σχετική συνταγματική διάταξη. Οι νόμοι
αυτοί αποτελούν ειδική κατηγορία των εκτελεστικών νόμων και ονομάζονται
οργανικοί ή οργανωτικοί εκτελεστικοί του Συντάγματος νόμοι. Αφορούν πρώτον,
την λειτουργία των άμεσων οργάνων του κράτους και δεύτερον, τα πολιτικά και
κοινωνικά δικαιώματα. Τέτοιοι νόμοι είναι π.χ. ο νόμος για την οργάνωση της
Κυβέρνησης ή για το δημοψήφισμα, ή για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά
και ο εκλογικός νόμος και οι νόμοι για τις ασφαλιστικές εισφορές. Οι νόμοι αυτοί
έχουν την εξής ιδιοτυπία σε σχέση με τους λοιπούς τυπικούς νόμους:
• Η θέσπισή τους είναι υποχρεωτική για το Κοινοβούλιο
• Η κατάργησή τους οφείλει να συνοδεύεται από την θέσπιση νέου
νόμου.

γ. Νόμοι με αυξημένη τυπική ισχύ


Πρόκειται για νομοθετήματα που, σύμφωνα με διάταξη του Συντάγματος,
αποκτούν τυπική ισχύ υπέρτερη των άλλων τυπικών νόμων. Αυτό σημαίνει ότι
δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν από τον κοινό νομοθέτη, δηλ.

73
την Βουλή, με την συνήθη νομοθετική διαδικασία. Τέτοια περίπτωση είναι οι
νόμοι που προβλέπονται στο άρθρο 107 Σ., με συνέπεια να εξισώνονται με την
τυπική ισχύ του Συντάγματος. Το περιεχόμενό τους αφορά προστασία κεφαλαίων
εξωτερικού, φορολογία πλοίων και εγκατάσταση αλλoδαπών ναυτιλιακών
επιχειρήσεων, κ.ά.

δ. Νόμοι – μέτρα
Πρόκειτα για νομοθετήματα που θεσπίζονται για την αντιμετώπιση
συγκεκριμένων αναγκών, π.χ. εισφορά για σεισμοπλήκτους. Δεν ρυθμίζουν
ατομικές περιπτώσεις, γι’ αυτό δεν συνιστούν ατομικούς νόμους. Ρυθμίζουν
συγκεκριμένες κατηγορίες περιπτώσεων, για τούτο διακρίνονται από το
μοναδικό και το ανεπανάληπτο του αντικειμένου που ρυθμίζουν. Διαφέρουν από
τους κοινούς τυπικούς νόμους στο ότι συνιστούν προσωρινές εξαιρέσεις από τις
γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις σχετικά με το αντικείμενο στο οποίο
αναφέρονται.
Το σημαντικότερο πρακτικό ζήτημα που θέτουν οι νόμοι-μέτρα είναι η λήξη
της ισχύος τους. Οι νόμοι-μέτρα αποτελούν μεγάλο μέρος της νομοθεσίας κατά
την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας από το 2010 μέχρι σήμερα.

ε. Νόμοι – πλαίσια
Το Σύνταγμα προβλέπει την κατηγορία αυτή των τυπικών νόμων στα
άρθρα 43 παρ.4 και 5. Οι νόμοι-πλαίσια ρυθμίζουν συγκεκριμένα θέματα με πολύ
γενικό τρόπο και παρέχουν εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων
από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περιορισμός ως προς το περιεχόμενο των
ρυθμίσεων ορίζεται στην παρ.5, που προβλέπει ότι τέτοιοι νόμοι δεν μπορούν να
αφορούν θέματα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ολομέλειας της Βουλής,
σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ.1 Σ.

3. Η ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής


Η Βουλή ψηφίζει μόνη της (χωρίς την σύμπραξη του Προέδρου της
Δημοκρατίας) τον Κανονισμό της και τις τροποποιήσεις που επιφέρει σε αυτόν
(άρθρο 65 παρ. 1 Σ.).
Σύμφωνα με το άρθ. 65 παρ.1 Σ «H Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης
και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό, που ψηφίζεται από την
Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.» Ο Κανονισμός της Βουλής απαρτίζεται από
δύο μέρη. Το πρώτο είναι το Κοινοβουλευτικό Μέρος, ενώ το δεύτερο είναι ο

74
«Κώδικας οργανώσεως των υπηρεσιών της Βουλής, καταστάσεως του
προσωπικού της και άλλες διατάξεις».
Το Κοινοβουλευτικό Μέρος είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη
λειτουργία της Βουλής. Το Μέρος Β του Κανονισμού περιλαμβάνει τον Κώδικα
Οργάνωσης των Υπηρεσιών της Βουλής, κατάστασης του προσωπικού και άλλες
διατάξεις.
Ο Κανονισμός της Βουλής είναι ένας ιδιότυπος νόμος, με ισχύ ίση προς
αυτήν του τυπικού νόμου, και με περιεχόμενο ειδικό που συνίσταται
αποκλειστικά και μόνο στην εσωτερική λειτουργία της Βουλής. Το
χαρακτηριστικό αυτής της ιδιότυπης πηγής του δικαίου είναι η αρχή της
αυτονομίας της, που νοείται ως εσωτερική και ως εξωτερική.
Εσωτερική αυτονομία σημαίνει την αποκλειστικότητα της της
αρμοδιότητάς της: κανένα άλλο όργανο του κράτους δεν συμμετέχει στην
θέσπιση του κανονισμού της. Αυτό αποδεικνύεται και από το άρθρο 65 παρ.1 που
ορίζει πως, σε αντίθεση με τους τυπικούς νόμους που εκδίδονται και
δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Κανονισμός της Βουλής
δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής.
Εξωτερική αυτονομία σημαίνει την απαγόρευση να ρυθμίζονται ζητήματα,
που εμπίπτουν στην εσωτερική οργάνωση της Βουλής, έστω και εμμέσως από
άλλες πολιτειακές πράξεις (τυπικοί νόμοι, διατάγματα, δικαστικές αποφάσεις).
Από την αυτονομία της Βουλής απορρέει το λογικό συνεπακόλουθο πως κάθε
διάταξη του Κανονισμού που υπερβαίνει την αυστηρά προσδιορισμένη
θεματολογία του (εσωτερική οργάνωση της Βουλής) είναι αντισυνταγματική και
ανίσχυρη.
Η αρμοδιότητα της Βουλής να ρυθμίζει την εσωτερική της οργάνωση δεν
είναι απεριόριστη. Περιορίζεται από το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις αρχές του
Κοινοβουλευτικού δικαίου:

i. αρχή της ελευθερίας


• Η ελεύθερη εντολή
• Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι του κράτους
• Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι των εκλογέων
• Η ανεξαρτησία του βουλευτή έναντι του κόμματος και της
κοινοβουλευτικής ομάδας

ii. αρχή της ισότητας


• Η ισότητα των μελών του Κοινοβουλίου
• Η ισότητα των κοινοβουλευτικών ομάδων

75
• Η ισότητα μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών και των βουλευτών -
μελών κοινοβουλευτικών ομάδων
• Η διαδικαστική ισότητα πλειοψηφίας-μειοψηφίας

iii. αρχή της δημοσιότητας


Η Βουλή διέπεται από κανόνες δημοσιότητας, που τείνουν στην ευρύτερη δυνατή
γνωστοποίηση της δράσης της.

4. Η κύρωση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθ.44 παρ.1) και


(άρθ. 48)
Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης
(άρθ. 44 παρ.1) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του
Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι
πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή
μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Aν δεν
υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν
εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να
ισχύουν στο εξής.
Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή
άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα
για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Βουλή, με απόφασή της,
που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε
ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας
(άρθ. 48). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης,
μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν
επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η λειτουργία των
συνταγματικών θεσμών. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στη Βουλή
μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη σύγκλησή της σε σύνοδο και παύουν να ισχύουν
στο εξής, αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις παραπάνω προθεσμίες ή δεν
εγκριθούν από αυτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου υποβλήθηκαν.

5. Η ψήφιση του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του γενικού


ισολογισμού του Κράτους και της Βουλής
(άρθρο 72 παρ. 1 εδ. β΄ Σ.)

76
6. Η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης
(άρθρο 79 παρ. 8 Σ.)

7. Η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος


(άρθρο 44 παρ. 2 Σ.)

8. Η απόφαση για τη θέση σε εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση


πολιορκίας
(άρθρο 48 Σ.)

9. Η παροχή συγκατάθεσης για αναστολή των εργασιών της Βουλής των


Ελλήνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών ή για
επανάληψη της αναστολής των εργασιών κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο
(άρθρο 40 παρ. 3 Σ.).

10. Η νομοθετική διαδικασία


Η νομοθετική πρωτοβουλία ασκείται είτε από την Κυβέρνηση (με
νομοσχέδια) είτε από τους βουλευτές (με προτάσεις νόμων). Στην πράξη, η
κυβέρνηση καταθέτει νομοσχέδια και η αντιπολίτευση προτάσεις νόμων.
Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις (πχ. τα συνταξιοδοτικά θέματα) όπου
η πρωτοβουλία προέρχεται μόνον από την Κυβέρνηση (άρθρο 72).
Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων συνοδεύονται υποχρεωτικά από
αιτιολογική έκθεση (η οποία αναλύει τους σκοπούς των προτεινομένων
ρυθμίσεων) και από το κείμενο των ισχυουσών διατάξεων που καταργούνται ή
τροποποιούνται. Επίσης, εάν το νομοσχέδιο ή η πρόταση νόμου συνεπάγεται
επιβάρυνση του προϋπολογισμού, συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους η οποία καθορίζει το ύψος της δαπάνης, καθώς και
από έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και του προτείνοντος Υπουργού για τον
τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί η δαπάνη αυτή (ή η τυχόν ελάττωση των
εσόδων). Τέλος, τα νομοσχέδια αποστέλλονται στη Διεύθυνση Επιστημονικών
Μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία υποβάλλει έκθεση με
τις παρατηρήσεις της.
Κάθε νομοσχέδιο παραπέμπεται στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική
επιτροπή. Αυτή, εάν μεν πρόκειται για νομοσχέδιο αρμοδιότητας της Ολομέλειας
της Βουλής των Ελλήνων, το επεξεργάζεται και το παραπέμπει στην Ολομέλεια
για ψήφιση. Εάν το νομοσχέδιο δεν ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία, τότε η
επιτροπή το επεξεργάζεται και το ψηφίζει. Και στην περίπτωση αυτή το

77
νομοσχέδιο (ή η πρόταση νόμου) εισάγεται στην Ολομέλεια, η οποία όμως το
συζητά και το ψηφίζει ενιαία, σε μία συνεδρίαση.
Τροπολογίες ή προσθήκες σε υπό ψήφιση νομοσχέδια και προτάσεις
νόμου μπορούν να υποβάλουν τόσο οι Υπουργοί όσο και οι Βουλευτές. Οι
τροπολογίες αυτές πρέπει να κατατεθούν το αργότερο τρεις ημέρες πριν αρχίσει
η συζήτηση του νομοσχεδίου.
Το Σύνταγμα απαγορεύει τις άσχετες διατάξεις και τις άσχετες
τροπολογίες (άρθ. 74 παρ.25, εδ.β και γ):
«Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο
αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου
ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση.»

Παρά την αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος το 2001, επί το


αυστηρότερο, προκειμένου να σταματήσει το σύνηθες φαινόμενο των άσχετων
διατάξεων, η πρακτική αυτή συνεχίζεται με ολέθριες συνέπειες για την ποιότητα
των νόμων.

Προκειμένου να λάβουν απόφαση όταν ασκούν νομοθετικό έργο:


Στην Ολομέλεια απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών,
που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου
αριθμού των βουλευτών. Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η
ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται.
Στο Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής και στις διαρκείς
κοινοβουλευτικές επιτροπές, απαιτείται πλειοψηφία που δεν μπορεί να είναι
μικρότερη από τα δύο πέμπτα του αριθμού των μελών τους.

Ε. Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Με βάση την κοινοβουλευτική αρχή, η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει
την εμπιστοσύνη της Βουλής των Ελλήνων. Έτσι, κάθε φορά που σχηματίζεται
μια νέα Κυβέρνηση (ύστερα από βουλευτικές εκλογές ή μετά από την παραίτηση
της προηγούμενης), και πιο συγκεκριμένα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την
ορκωμοσία του νέου Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση οφείλει να εμφανίζεται
ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων και να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 84 Σ.).
Για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, πρέπει η Κυβέρνηση να ψηφιστεί από την
απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί όμως να είναι
κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

78
Η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα και όποτε άλλοτε θελήσει, κατά τη
διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, να ζητήσει από τη Βουλή των Ελλήνων ψήφο
εμπιστοσύνης. Αντίστοιχα, από την ίδια τη Βουλή των Ελλήνων μπορεί να
προέλθει η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη της
Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι
υπογεγραμμένη από τουλάχιστον πενήντα βουλευτές (το ένα έκτο του συνόλου)
και να αναφέρει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Για να
γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή για να αποδειχθεί ότι η Κυβέρνηση
δεν διαθέτει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, πρέπει να υπερψηφιστεί από
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι, βέβαια, το μόνο μέσο ελέγχου της
Κυβέρνησης από τη Βουλή. Το Σύνταγμα και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής
προβλέπουν και άλλα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με αυτά είτε ζητούνται
απλώς πληροφορίες και διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, είτε ασκείται έλεγχος,
με την έννοια ότι αποδίδεται μομφή στην Κυβέρνηση για την πολιτική της σε έναν
ορισμένο τομέα.
Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ορισμένα μόνο μέσα κοινοβουλευτικού
ελέγχου, ειδικότερα την αναφορά (άρθρο 69 Σ.), την κλήτευση υπουργού (άρθρο
66 παρ.3 Σ.), τις εξεταστικές επιτροπές (άρθρο 68 παρ.2 Σ.) και βεβαίως την
πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 Σ.), που κατά την ελληνική συνταγματική θεωρία
αποτελεί το ύψιστο μέσον κοινοβουλευτικού ελέγχου. Τα λοιπά μέσα εξειδικεύει
ο Κανονισμός της Βουλής.

Τα μέσα αυτά κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι τα ακόλουθα:


1. Οι αναφορές
(άρθρο 125 ΚτΒ)
Καθένας ή πολλοί μαζί μπορούν να απευθύνουν εγγράφως και επωνύμως
παράπονα ή αιτήματα στη Βουλή των Ελλήνων. Οι Βουλευτές μπορούν, εάν το
επιθυμούν, να υιοθετήσουν τις αναφορές αυτές. Ο Υπουργός είναι
υποχρεωμένος, εντός είκοσι πέντε ημερών, να απαντήσει στην αναφορά.

2. Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων


(άρθρο 133 ΚτΒ)
Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν εγγράφως από τους Υπουργούς
την κατάθεση εγγράφων σχετικών με κάποια δημόσια υπόθεση. Ο Υπουργός
οφείλει να καταθέσει εντός μηνός τα ζητούμενα έγγραφα. Πάντως δεν μπορούν
να κατατεθούν έγγραφα που αφορούν διπλωματικό ή στρατιωτικό ή σχετικό με
την ασφάλεια του Κράτους μυστικό.

79
3. Οι ερωτήσεις
(άρθρα 126 έως 128 ΚτΒ).
Οι βουλευτές μπορούν να απευθύνουν εγγράφως στους Υπουργούς
ερωτήσεις για οποιαδήποτε δημόσια υπόθεση, οι οποίες σκοπούν στην
ενημέρωση της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι Υπουργοί οφείλουν να
απαντούν εγγράφως στους ερωτώντες βουλευτές εντός είκοσι πέντε ημερών. Σε
κάθε περίπτωση, στην αρχή μιας συνεδρίασης κάθε εβδομάδα εγγράφονται στην
ημερήσια διάταξη της Βουλής και συζητούνται αναφορές και ερωτήσεις. Aν o
αρμόδιoς Yπoυργός δεν απαντήσει ή απαντήσει εκπρόθεσμα, η ερώτηση μπορεί
να συζητηθεί ως επερώτηση.

4. Οι επίκαιρες ερωτήσεις
(άρθρα 129 έως 132 ΚτΒ)
Για θέματα άμεσης επικαιρότητας, κάθε Βουλευτής έχει δικαίωμα να
υποβάλλει επίκαιρη ερώτηση που απευθύνεται στον Πρωθυπουργό ή τους
Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά. Μία φορά τουλάχιστον την
εβδομάδα, ο Πρωθυπουργός απαντά ο ίδιος σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες
ερωτήσεις που αυτός επιλέγει εκτός αν το θέμα της ερώτησης είναι της
αποκλειστικής αρμοδιότητας Υπουργού, οπότε απαντά εκείνος. Επίκαιρες
ερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων σε τρεις
συνεδριάσεις κάθε εβδομάδα, αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των εργασιών.

5. Οι συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών


(άρθρα 128Β και 132Α ΚτΒ)
Τόσο στις διαρκείς επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια κάθε Bουλευτής
δικαιούται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να υποβάλει θέμα γενικότερης
σημασίας ή ενδιαφέροντος προς συζήτηση.

6. Οι επερωτήσεις
(άρθρα 134 έως 137 ΚτΒ)
Οι επερωτήσεις αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης για πράξεις ή
παραλείψεις της. Οι βουλευτές που έχουν καταθέσει ερωτήσεις ή αιτήσεις
κατάθεσης εγγράφου μπορούν να τις μετατρέψουν σε επερωτήσεις εάν κρίνουν
ότι η απάντηση του Υπουργού δεν είναι επαρκής. Οι επερωτήσεις συζητούνται
στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων. Εάν υπάρχουν περισσότερες
επερωτήσεις για το ίδιο θέμα, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ταυτόχρονη
συζήτησή τους, ή ακόμη και τη γενίκευση της συζήτησης.

80
7. Ο επίκαιρες επερωτήσεις
(άρθρο 138 ΚτΒ)
Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας κάθε Βουλευτής έχει το δικαίωμα να
υποβάλλει επίκαιρη επερώτηση. Κατά γενικό κανόνα, οι διαδικασίες που
προβλέπει ο Κανονισμός για τις επερωτήσεις εφαρμόζονται και στις επίκαιρες
επερωτήσεις.

8. Κλήση μελών της Κυβέρνησης και άλλων από τις Διαρκείς Επιτροπές
(άρθρο 41Α ΚτΒ)
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος υποβοηθείται από την αρμοδιότητα των
Διαρκών Επιτροπών να καλούν μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς αλλά και
κάθε άλλον, υπηρεσιακό παράγοντα ή μη για να παράσχει διευκρινήσεις για κάθε
εξεταζόμενο ζήτημα.

9. Ο έλεγχος που ασκεί η Βουλή επί των Ανεξάρτητων Αρχών


(άρθρα 101Α Σ. και 138 ΚτΒ)
Κάθε ανεξάρτητη αρχή, συνταγματικά κατοχυρωμένη ή συσταθείσα με
νόμο, υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους,
έκθεση πεπραγμένων για το έργο της κατά το προηγούμενο έτος. Ο Πρόεδρος
της Βουλής διαβιβάζει την έκθεση στη μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας ή
στην αρμόδια διαρκή επιτροπή ή και σε επιτροπή συνιστώμενη, κατά περίπτωση,
από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Η μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας ή η
αρμόδια διαρκής επιτροπή ή η κατά περίπτωση συνιστώμενη αρμόδια επιτροπή
επεξεργάζεται τις διαπιστώσεις και προτάσεις των υποβαλλόμενων ετήσιων ή
ειδικών εκθέσεων και μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία ακροάσεων. Μετά την
ολοκλήρωση των ακροάσεων, η επιτροπή μπορεί να συντάσσει έκθεση.

10. Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών


(άρθρο 68 παρ.2 Σ. και 144 - 149 ΚτΒ)
Η αναθεώρηση του 2019 επέφερε τροποποίηση του τρόπου συγκρότησης
των εξεταστικών επιτροπών. Με πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού
των βουλευτών η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με
απόφασή της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν
μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών. Για να
συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για ζητήματα που ανάγονται στην εξωτερική
πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται
με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί
81
να συνιστά δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο εξεταστικές επιτροπές, εφόσον η
σχετική πρόταση δέκα τουλάχιστον βουλευτών υπερψηφισθεί από τα δύο πέμπτα
του συνόλου των βουλευτών, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας. Τα σχετικά με τη
συγκρότηση και τη λειτουργία των επιτροπών αυτών καθορίζονται από τον
Κανονισμό της Βουλής.

ΣΤ. ΑΛΛΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναθέσει στη Βουλή των Ελλήνων, εκτός


από την αρμοδιότητα παραγωγής γενικού περιεχομένου κανόνων δικαίου
(νομοπαραγωγική διαδικασία σε ευρεία έννοια) και εκείνη του κοινοβουλευτικού
ελέγχου, επιπλέον και μια σειρά από άλλες αρμοδιότητες, είτε οιονεί δικαστικού
είτε άλλου χαρακτήρα. Οι αρμοδιότητες αυτές έχουν ως εξής.

1. Η Βουλή των Ελλήνων εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας29


Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή των Ελλήνων
γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία. Στην πρώτη ψηφοφορία, Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων
(2/3) του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200 ψήφοι), αν αποτύχει, στην
δεύτερη ψηφοφορία απαιτούνται επίσης τα δύο τρίτα (2/3) και στην τρίτη
ψηφοφορία τα τρία πέμπτα (3/5) του συνόλου των βουλευτών.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη (το 2019) διάταξη της παρ. 4 του άρθρου
32, αν δεν λάβει τα 3/5, εκλέγεται Πρόεδρος όποιος λάβει την απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, στην συνέχεια την σχετική
πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας
εκείνος που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην ψηφοφορία
εκείνη όπου απαιτούντο τα τρία πέμπτα (3/5) του συνόλου των βουλευτών.

2. Η Βουλή διαπιστώνει την αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να


ασκήσει τα καθήκοντά του
Εάν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά
του παρατείνεται πέρα από τριάντα ημέρες, η Βουλή των Ελλήνων συγκαλείται
υποχρεωτικά (σε ειδική σύνοδο) για να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία των
τριών πέμπτων των μελών της, εάν συντρέχει περίπτωση εκλογής νέου
Προέδρου (άρθρο 34 παρ. 2 Σ.).

29
Βλ. αναλυτικά κατωτέρω για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
82
3. Η Βουλή διαπιστώνει την αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα
καθήκοντά του
Η αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους
υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (βλ. τις λεπτομέρειες
της διαδικασίας στο άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 151Α ΚτΒ).

4. Η Βουλή εκλέγει το Προεδρείο της


(άρθρο 65 παρ. 2 Σ.).
Επίσης, μπορεί να διατυπώσει μομφή κατά του Προέδρου ή μέλους του
Προεδρείου της Βουλής (άρθρο 150 ΚτΒ) ή να διαπιστώσει την αδυναμία κάποιου
μέλους του Προεδρείου να ασκήσει τα καθήκοντά του (άρθρο 152 ΚτΒ).

5. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Προέδρου
της Δημοκρατίας
(άρθρα 49 Σ. και 159 ΚτΒ)

6. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όσων διατελούν
ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για αδικήματα που
τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους
(άρθρα 86 Σ. και 153 επ. ΚτΒ).

7. Η Βουλή παρέχει άδεια για την ποινική δίωξη βουλευτή για συκοφαντική
δυσφήμηση που έκανε κατά την άσκηση των καθηκόντων του
(άρθρο 61 παρ. 2 Σ.),
καθώς και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της
βουλευτικής περιόδου (άρθρο 62 Σ.).

8. Η Βουλή παρέχει τη συγκατάθεσή της για την απονομή από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας χάρης σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86
του Συντάγματος
(άρθρο 47 παρ. 3 Σ.).

Ζ. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής της λειτουργίας
με τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 65 παρ. 1 Σ.). Ο Κανονισμός της Βουλής,
ένας οδηγός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ψηφίζεται από την Ολομέλεια

83
της Βουλής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με παραγγελία
του Προέδρου της Βουλής. Όπως διαπιστώνουμε, κανένα άλλο πολιτειακό
όργανο εκτός της Βουλής (πχ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) δεν αναμειγνύεται
στη διαδικασία ψήφισης και δημοσίευσης του Κανονισμού. Αυτό είναι συνέπεια
της λεγόμενης αρχής της αυτονομίας της Βουλής, ότι δηλαδή για τα εσωτερικά
θέματά της η Βουλή είναι αποκλειστικά μόνη αρμόδια για να αποφασίσει.
Ο πρώτος Κανονισμός της Βουλής της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας
τέθηκε σε ισχύ το 1975. Ένας νέος Κανονισμός, με σημαντικές καινοτομίες,
ψηφίστηκε το 1987 και έκτοτε τροποποιήθηκε πολλές φορές. Εκτεταμένες
τροποποιήσεις υπέστη ο Κανονισμός αυτός το 2001, ως συνέπεια της
συνταγματικής αναθεώρησης του ίδιου έτους, αλλά επακολούθησαν και πολλές
άλλες αλλαγές.30
Υπάρχει επίσης και Μέρος Β΄ του Κανονισμού που περιλαμβάνει τον
Κώδικα Οργάνωσης των Υπηρεσιών της Βουλής, κατάστασης του προσωπικού
και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 51/Α/97), με τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν έκτοτε.

Η. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η παραγωγή νόμων δεν είναι μια απλή διαδικασία, απαιτεί επιστημονική


ενημέρωση και νομοτεχνική ικανότητα. Για τους λόγους αυτούς η Βουλή
υποστηρίζεται στο έργο της από ειδικά επιστημονικά όργανα, το Επιστημονικό
Συμβούλιο και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο προΐσταται της Επιστημονικής Υπηρεσίας,
συντονίζει και εποπτεύει το έργο της. Συγκροτείται από εννέα μέλη, καθηγητές
Πανεπιστημίου, και συνεδριάζει υπό την προεδρεία του Προέδρου του σε
ολομέλεια ή κατά τμήμα. Αρμοδιότητες του Επιστημονικού Συμβουλίου είναι (ΚτΒ
άρθ. 161 παρ. 4) :
• ο προγραμματισμός, η εποπτεία και ο απολογισμός των εργασιών της
Επιστημονικής Υπηρεσίας
• η εποπτεία της βιβλιογραφικής ενημέρωσης της Βιβλιοθήκης της
Βουλής
• η διεξαγωγή σεμιναρίων στις διευθύνσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας
• η εισήγηση για την επιλογή των προϊσταμένων αυτής της Υπηρεσίας
• η εποπτεία των δημοσιευμάτων της Υπηρεσίας
• η εισήγηση για συνεργασία με ανάλογες υπηρεσίες άλλων
κοινοβουλίων και διεθνών οργανισμών και η κατάρτιση συγκριτικών
μελετών.

30
https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/KtV-2019-GR/index.html
84
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής εποπτεύεται από το Επιστημονικό
Συμβούλιο και συγκροτείται από τέσσερις διευθύνσεις:
• Πρώτη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών
• Δεύτερη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών
• Διεύθυνση Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών
• Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Βασική αποστολή των Διευθύνσεων Επιστημονικών Μελετών είναι η
επιστημονική υποστήριξη του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση του έργου του και
η επιστημονική συνδρομή των Βουλευτών κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και του κανόνες της επιστήμης. Συντάσσουν
εκθέσεις επί των νομοσχεδίων που περιέχουν έρευνα της σχέσης των
προτεινόμενων ρυθμίσεων με την ισχύουσα νομοθεσία, συγκριτικά στοιχεία από
τα κυριότερα ξένα δίκαια, μελέτη για την εναρμόνιση της προτεινόμενης
ρύθμισης προς το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Επίσης
διενεργούν κοινοβουλευτικές έρευνες και εκπονούν μελέτες που αφορούν το
θεσμικό ρόλο, την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής, την ελληνική και διεθνή
κοινοβουλευτική παράδοση και κάθε θέμα που παρουσιάζει γενικότερο
κοινοβουλευτικό ενδιαφέρον.
Η προηγούμενη ανάλυση σχετίζεται με τις ισχύουσες διατάξεις του
Κανονισμού για την επιστημονική και διοικητική στήριξη του έργου της Βουλής.
Σύμφωνα με αυτές, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής (άρθρα 160-170 ΚτΒ)
μεγεθύνεται κατά πολύ31 και το επιστημονικό συμβούλιο αποκτά διευρυμένες
αρμοδιότητες. Η επιστημονική στήριξη του κοινοβουλευτικού έργου εμφανίζεται
να κατευθύνεται ειδικότερα προς τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή θέματα καθώς και
την πληροφορική. Τα ερωτήματα προς τους επιστημονικούς συνεργάτες θέτουν,
ωστόσο, αποκλειστικά οι πρόεδροι των Επιτροπών, ενώ οι βουλευτές ατομικά
διαθέτουν μόνο έναν επιστημονικό συνεργάτη. Το υπάρχον έλλειμμα ενημέρωσης
των βουλευτών και επιστημονικής στήριξης του έργου τους δεν φαίνεται πάντως
να καλύπτεται από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Σε κάθε Κοινοβούλιο
η επιστημονική υπηρεσία δεν μπορεί παρά να προσφέρει τη δυνατότητα στήριξης
αλλά και άσκησης κριτικής στη νομοθετική πρωτοβουλία, που στην Ελλάδα
μονοπωλείται από την Κυβέρνηση. Η ανάγκη κριτικής εξέτασης των
προτεινόμενων νομοθετημάτων βοηθά τη Βουλή έναντι της Κυβέρνησης, ενισχύει
όμως συνήθως την αντιπολίτευση.
H Διεύθυνση Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών υποστηρίζει, με ένα
συνεχώς αναβαθμιζόμενο πληροφορικό σύστημα, τους Βουλευτές και τις
υπηρεσίες της Βουλής στο έργο τους. Αξιοποιώντας τη τεχνολογία του

31
Προβλέπονται 80 θέσεις επιστημόνων.
85
Διαδικτύου και των πολυμέσων, παρέχει όλα εκείνα τα μέσα ώστε να
διευκολύνεται η ενημέρωση των πολιτών για τις εργασίες της Βουλής και η
επικοινωνία τους με αυτή.
Το έργο της αυτό στηρίζεται αφενός μεν στο εξειδικευμένο επιστημονικό
προσωπικό που τη στελεχώνει και αφετέρου στον εξοπλισμό πληροφορικής που
διαθέτει.
Η Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής εποπτεύει μια από τις
πλουσιότερες και αρχαιότερες δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας (ιδρύθηκε το
1845). Ένα μέρος της βιβλιοθήκης βρίσκεται στο κτήριο του Κοινοβουλίου, ενώ
άλλο μέρος της στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη. Η Διεύθυνση Βιβλιοθήκης της Βουλής
είναι αρμόδια για την ταξινόμηση των πάσης φύσεως εντύπων καθώς επίσης για
την επιλογή βιβλίων, περιοδικών και λοιπών εντύπων και τη συνεργασία με
άλλες Βιβλιοθήκες του εσωτερικού και του εξωτερικού.

86
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Α. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Για την ανάδειξη της Κυβέρνησης θα πρέπει προηγουμένως να είναι απολύτως


κατανοητά τα εξής:

✓ Η ελεύθερη εντολή του βουλευτή


Η σχέση του βουλευτή με το κόμμα στους συνδυασμούς του οποίου
συμμετείχε, είτε ισχύει το σύστημα της σταυροδοσίας είτε το σύστημα των
δεσμευμένων συνδυασμών («λίστα»), συνεπάγεται μια ισχυρή πολιτικά σχέση.
Θεωρείται ότι η σχέση αυτή είναι αυτονόητη32 και συνιστά ένα τεκμήριο για τις
αποφάσεις που θα λάβει ο βουλευτής. Το τεκμήριο αυτό όμως είναι μαχητό, δηλ.
ανατρέπεται οποτεδήποτε κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, από την
πρώτη στιγμή της ανακήρυξης των βουλευτών (μετά τις εκλογές), με
πρωτοβουλία του βουλευτή. Το Σύνταγμα θέτει την ελεύθερη εντολή πάνω από
την κομματική σχέση, κάτι που σημαίνει ότι ο βουλευτής μπορεί να αποχωρήσει
από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με το οποίο εξελέγη χωρίς να
χάσει την ιδιότητα του βουλευτή. Η κομματική σχέση συνιστά μία εύλογη
υπόθεση, μία ισχυρή ένδειξη ότι υφίσταται, αποτυπώνει μία κανονικότητα,
συνιστά ένα τεκμήριο υποστήριξης του αρχηγού του κόμματος, ωστόσο, μπορεί
να ανατραπεί όταν το αποφασίσει ο βουλευτής (οπότε αποχωρεί), ή όταν η
συμπεριφορά που επιδεικνύει προς τον αρχηγό του κόμματός του καθιστά
εύλογη ή πιθανή την διαγραφή του από την κοινοβουλευτική ομάδα. Θα
μπορούσε να υποστηριχθεί ότι νομικώς το ισχυρότερο στοιχείο είναι η ελεύθερη
εντολή, πολιτικώς, όμως, φαίνεται να υπερισχύει η κομματική πειθαρχία, διότι
η πραγματική δυνατότητα του βουλευτή να επανεκλεγεί συνδέεται με ένα κόμμα.
Ένας βουλευτής, που έρχεται σε σύγκρουση με τον αρχηγό του κόμμματος με το
οποίο εξελέγη και αποχωρεί από την κοινοβουλευτική ομάδα, είναι πολύ
δύσκολο να βρει κομματική στέγη για να είναι υποψήφιος βουλευτής στις
επόμενες εκλογές.

32
Αυτό συνάγεται από το άρθρο 16 παρ.1 ΚτΒ: «Aν συντρέχoυν oι πρoϋπoθέσεις των
παραγράφων 1 έως 3 τoυ πρoηγoύμενoυ άρθρoυ (ενν. οι προϋποθέσεις σύστασης
κοινοβουλευτικής ομάδας), oι Boυλευτές θεωρoύνται ότι ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα
τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν, εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση.
H ενυπόγραφη αυτή δήλωση μπoρεί να υπoβληθεί στoν Πρόεδρo της Boυλής oπoτεδήπoτε κατά
τη διάρκεια της βoυλευτικής περιόδoυ.
87
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο βουλευτής, στο πλαίσιο της ελεύθερης εντολής,
μπορεί να αποχωρήσει από το κόμμα ή να προκαλέσει την διαγραφή του,
ηθελημένα ή μη, παραμένοντας βουλευτής. Στην συνέχεια μπορεί με δήλωσή
του στον Πρόεδρο της Βουλής:
• Να δηλώσει ανεξάρτητος (οπότε θα ενταχθεί στην ‘ομάδα των
ανεξαρτήτων’ της Βουλής)
• Να προσχωρήσει σε ένα άλλο κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή
• Να ιδρύσει ένα νέο κόμμα ή να συμμετάσχει στην ίδρυση ενός νέου
κόμματος που θα είναι κοινοβουλευτική ομάδα αν διαθέτει το
λιγότερο 10 βουλευτές

✓ Η ανάδειξη Κυβέρνησης οποτεδήποτε δεν υπάρχει Κυβέρνηση


Η διαδικασία της ανάδειξης της Κυβέρνησης δεν περιορίζεται μόνο στον χρόνο
μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές, οπότε είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει
Κυβέρνηση. Μπορεί όμως να ανακύψει περίπτωση να αναδειχθεί νέα Κυβέρνηση,
κατά την διάρκεια της τετραετούς βουλευτικής περιόδου εάν η Κυβέρνηση χάσει
την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής (παρακάτω, αναλυτικά), οπότε παραιτείται
υποχρεωτικά. Για να χάσει μία Κυβέρνηση την ψήφο εμπιστοσύνης που είχε
λάβει, σημαίνει πώς κάποιοι βουλευτές της Συμπολίτευσης άλλαξαν γνώμη και
έπαυσαν να στηρίζουν τον αρχηγό του κόμματός τους.
Συνεπώς:
• Όταν η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής επιλέγει να
παραιτηθεί ΔΕΝ επιτρέπεται να αναδειχθεί νέα Κυβέρνηση από την
ίδια Βουλή. Υποχρεωτικά ακολουθούν εκλογές.
• Όταν η Κυβέρνηση χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (θα αναλυθούν
παρακάτω οι τρόποι) οπότε υποχρεούται να παραιτηθεί, θα πρέπει η
Βουλή να προσπαθήσει να αναδείξει νέα Κυβέρνηση. Δεν επιτρέπεται
να προκηρυχθούν εκλογές παρά μόνο αν αποτύχει η διαδικασία
ανάδειξης Κυβέρνησης.

✓ Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει περιορισμένη πολιτική εξουσία, αλλά


ενισχύεται κατά το Σύνταγμα (δηλ. ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες,
δηλαδή έχει περισσότερες επιλογές) κατά την ανάδειξη της Κυβέρνησης ή
την διάλυση της Βουλής όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να
αυτορρυθμισθεί, π.χ. βρίσκεται σε πόλωση, δηλαδή σε ακραία
αντιπαράθεση Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ή σε πολυδιασπασμένο
κομματικό τοπίο εντός του Κοινοβουλίου που δεν μπορεί να συνεννοηθεί
για να καταλήξει σε συμμαχίες.

88
1. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ - Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Ο θεσμός της εμπιστοσύνης της Βουλής στην Κυβέρνηση έχει την
καταγωγή του στο αγγλικό πολίτευμα.
Το άρθρο 37 του Συντάγματος οργανώνει διαδικαστικά την ανάδειξη της
Κυβέρνησης. Η αρχή της δεδηλωμένης συνδέεται με το πρόσωπο του
πρωθυπουργού και την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των
βουλευτών που πρέπει να διαθέτει για να του ανατεθεί η εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι συγκεκριμένες ρυθμιστικές
αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας εξαρτώνται από το εάν το Εκλογικό
Σώμα, με την επιλογή του, έδωσε ή όχι σε κάποιον από τους υποψήφιους
κομματικούς σχηματισμούς την πλειοψηφία των εδρών της Βουλής.

α. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ Ή ΕΝΑΣ


ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΞΕΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 151 ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Εάν ένα κόμμα έχει 151 έδρες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται
να διορίσει τον αρχηγό του ως Πρωθυπουργό (ή όπως, αλλιώς, λέγεται, ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να του δώσει την εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης). Ο Πρωθυπουργός ορίζει μόνος του, ή σε συνεργασία με το κόμμα
του, τα μέλη της Κυβέρνησης. Αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν
ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας δίνει την εντολή σε αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα
του κόμματος. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση των διερευνητικών εντολών.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή ο Πρωθυπουργός είναι πάντα βουλευτής. Η
εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης δίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον
αρχηγό του κόμματος διότι υπάρχει το (μαχητό) τεκμήριο της στήριξης του
διοριζόμενου Πρωθυπουργού από όλους τους βουλευτές που εξελέγησαν υπό τη
σημαία του κόμματός του.

β. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΜΜΑ Ή ΚΑΝΕΝΑΣ


ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΞΕΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 151
ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει 151 έδρες, εκκινεί
η διαδικασία των διερευνητικών εντολών, προκειμένου να σχηματισθεί
Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει την πρώτη διερευνητική εντολή
στον αρχηγό του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, δηλ. σε εκείνον

89
που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία των εδρών. Στόχος της διερευνητικής
εντολής είναι να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που θα
λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν η διερευνητική εντολή δεν τελεσφορήσει
εντός τριών ημερών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει την δεύτερη
διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου κόμματος και σε περίπτωση
αποτυχίας του στον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Εάν υπάρχει τρίτο και τέταρτο
κόμμα με ίσο αριθμό εδρών, τότε δίνεται η διερευνητική εντολή και στον αρχηγό
του τέταρτου κόμματος.
Εάν η διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποβεί άκαρπη, ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας κάνει μία τελευταία προσπάθεια για τον σχηματισμό
Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής: καλεί τους αρχηγούς
όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή, προκειμένου να
πεισθούν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης από δύο ή περισσότερα κόμματα.
Καλούνται όλα τα κόμματα που εξελέγησαν στη Βουλή, ασχέτως του αριθμού των
βουλευτών τους, ασχέτως δηλ. αν συγκροτούν κοινοβουλευτική ομάδα. Η
κοινοβουλευτική ομάδα συγκροτείται όταν ο ελάχιστος αριθμός βουλευτών του
κόμματος είναι 10 βουλευτές. Μπορεί να αρκούν και 5 βουλευτές εάν το κόμμα
τους έλαβε μέρος στις εκλογές έχοντας συνδυασμούς στα 2/3, τουλάχιστον, των
εκλογικών περιφερειών και έλαβε 3% τουλάχιστον έγκυρες ψήφους σε όλη την
επικράτεια.
Πρωθυπουργός θα διορισθεί αυτός που συγκεντρώνει την προφανή και
βέβαιη εμπιστοσύνη τουλάχιστον 151 βουλευτών. Η εκτίμηση αυτή για την
στήριξη που προσφέρουν οι βουλευτές στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού είναι
στην πραγματικότητα ένα τεκμήριο, ότι πράγματι διαθέτει την εμπιστοσύνη της
απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών. Το πρόσωπο του Πρωθυπουργού
υποδεικνύεται στον Πρόεδρο από τα κόμματα που δηλώνουν ότι θα στηρίξουν
την Κυβέρνησή του («αρχή της δεδηλωμένης»).
Για όσους βουλευτές έχουν εκλεγεί με τα κόμματα, οι αρχηγοί των οποίων
στηρίζουν τον προτεινόμενο για πρωθυπουργό, ισχύει το μαχητό τεκμήριο ότι
και αυτοί προσωπικά στηρίζουν τον προτεινόμενο, και από τον αρχηγό τους,
πρωθυπουργό. Το τεκμήριο καταπίπτει (δεν ισχύει) για όσους από αυτούς
δηλώσουν ρητώς και δημοσία ότι προσωπικώς δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο
πρωθυπουργό.
Για όσους βουλευτές έχουν εκλεγεί με τα κόμματα, οι αρχηγοί των οποίων
δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο για πρωθυπουργό, ισχύει το μαχητό τεκμήριο
ότι και αυτοί προσωπικά δεν στηρίζουν τον προτεινόμενο, από τους αρχηγούς
άλλων κομμάτων, πρωθυπουργό. Για να καταπέσει το τεκμήριο και για να
θεωρηθεί ότι πράγματι οι ίδιοι προσωπικώς στηρίζουν τον προτεινόμενο
πρωθυπουργό, οφείλουν να το δηλώσουν ρητώς και δημοσία.
90
Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να είναι
βέβαιος, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο διοριζόμενος πρωθυπουργός διαθέτει
την στήριξη τουλάχιστον 151 βουλευτών, δηλ. ισχύει στο πρόσωπο του
πρωθυπουργού η αρχή της δεδηλωμένης.
Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί το πρώτο σκέλος της κοινοβουλευτικής
αρχής και συνιστά ένα τεκμήριο, μία εκτίμηση, μία βεβαιότητα για το πρόσωπο
του πρωθυπουργού.

2. Η ψήφος ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ της Βουλής προς την Κυβέρνηση

α. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ


Μετά τον διορισμό και την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, αυτός έχει
περιθώριο δεκαπέντε ημερών για να επιλέξει τα μέλη της Κυβέρνησής του. Εντός
του χρόνου των δεκαπέντε ημερών, η Κυβέρνηση οφείλει να παρουσιασθεί στην
Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Για να γίνει δεκτή η πρόταση
εμπιστοσύνης θα πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων
βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων, δηλ.
120 βουλευτών [άρθ. 84]. Στην περίπτωση που εκλεγεί κυβέρνηση με την θετική
ψήφο 120-150 βουλευτών, τότε έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, που δύσκολα
μπορεί να κυβερνήσει. Έως σήμερα, υπό το Σύνταγμα του 1975, δεν έχει υπάρξει
κυβέρνηση μειοψηφίας.
Την ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή ζητεί υποχρεωτικά ο
Πρωθυπουργός είτε μετά τις εκλογές, είτε μετά τον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης
(εννοείται με άλλη κομματική σύνθεση), που ανέκυψε κατά την ίδια βουλευτική
περίοδο, είτε εάν αποχωρήσει ο Πρωθυπουργός, πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας
βουλευτικής περιόδου.

β. ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΛΑΒΕΙ ΤΗΝ


ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ -ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ-
Στην περίπτωση που οι αρχηγοί των κομμάτων δεν συμφωνήσουν στο
πρόσωπο του πρωθυπουργού και στον σχηματισμό Κυβέρνησης που να έχει την
εμπιστοσύνη της Βουλής, μόνη διέξοδος είναι η επανάληψη των εκλογών. Μένει
λοιπόν ο σχηματισμός εκλογικής Κυβέρνησης, είτε πολιτικής εκλογικής, είτε
υπηρεσιακής εκλογικής, με μοναδικό σκοπό να διεξαγάγει τις εκλογές.
Εννοείται ότι οι εκλογικές Κυβερνήσεις δεν έχουν, κατ’ αρχήν, σκοπό να
ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή· εάν ωστόσο κατά την λειτουργία
της εκλογικής κυβέρνησης προκύψει δυνατότητα συνεργασίας με συνέπεια να
εξασφαλίζονται 151 βουλευτές και συμφωνία στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού,

91
τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει τον συμφωνηθέντα
ως Πρωθυπουργό, ο οποίος θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή.
Για τον σχηματισμό πολιτικής εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται
στην Βουλή με σκοπό να τους πείσει να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του
Πρωθυπουργού και στον σχηματισμό εκλογικής Κυβέρνησης.
Εάν τα κόμματα δεν συμφωνήσουν ούτε σε αυτό, μόνη λύση είναι η
υπηρεσιακή εκλογική Κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει
Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου πάγου
ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όποιον κρίνει ο ίδιος ως καταλληλότερο κατ’
ελεύθερη κρίση. Δεν χρειάζεται καμία αιτιολόγηση της προτίμησης του Προέδρου
της Δημοκρατίας προς τον έναν από τους τρεις. Τα υπόλοιπα μέλη της
Κυβέρνησης (που απαγορεύεται να είναι δικαστές) επιλέγονται από τον
διορισθέντα Πρωθυπουργό με μοναδικό όρο, κατά το Σύνταγμα, να χαίρουν όσο
το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου ο
Πρωθυπουργός δεσμεύεται νομικά για την επιλογή των υπουργών της
κυβέρνησής του.
Μετά τον σχηματισμό της εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας διαλύει την Βουλή και προκηρύσσει νέες εκλογές εντός τριάντα
ημερών [βλ. και άρθρο 53 παρ.1 για το προεδρικό διάταγμα στην περίπτωση της
λήξης της βουλευτικής περιόδου].

γ. ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ -άρθ.84


Ο Πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης οποτεδήποτε
κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου (δυνητική ψήφος εμπιστοσύνης).
Η πρόταση της δυνητικής ψήφου εμπιστοσύνης γίνεται δεκτή με τις ίδιες
προϋποθέσεις που ισχύουν και για την υποχρεωτική ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή
με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται
να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων, δηλ. 120 βουλευτών.

δ. ΨΗΦΟΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ – άρθ. 84


Η Βουλή έχει το δικαίωμα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την
Κυβέρνηση ή από μέλος της. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι
υπογεγραμμένη από το ένα έκτο των βουλευτών (50 βουλευτές) και να
περιλαμβάνει τα θέματα που θα συζητηθούν. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να
κατατεθεί μόνο μετά την παρέλευση εξαμήνου από την απόρριψη προηγούμενης
πρότασης. Το εξάμηνο δεν ισχύει εάν η πρόταση δυσπιστίας υπογράφεται από
την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Για να γίνει δεκτή πρόταση

92
δυσπιστίας πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού
των βουλευτών (151 βουλευτές).
Η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση, είτε μέσω της
μη αποδοχής πρότασης εμπιστοσύνης, είτε μέσω της αποδοχής πρότασης
δυσπιστίας, συνεπάγεται πάντα τον νομικό εξαναγκασμό της Κυβέρνησης σε
παραίτηση.

3. Κριτική των ανωτέρω ρυθμίσεων


Όσον αφορά τον διορισμό του Πρωθυπουργού (εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης), το άρθρο 37 δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα όταν το εκλογικό
σώμα ψηφίσει κατά τρόπο που ένα πολιτικό κόμμα επιτύχει να λάβει την απόλυτη
πλειοψηφία (άνω των 151) των εδρών και δεν υπάρχει ζήτημα αμφισβήτησης του
αρχηγού του κόμματος από τους εκλεγέντες βουλευτές.
Εάν κανένα κόμμα δεν επιτύχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, τότε
αναδεικνύεται το πρόβλημα της εφαρμογής του άρθρου 37, λόγω των
ασφυκτικών προθεσμιών που προβλέπει στις διερευνητικές εντολές, αλλά και
μιας αντίληψης «δικονομικού χαρακτήρα» για τους φορείς της διερευνητικής
εντολής. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, που είναι το εύλογο αποτέλεσμα των
διερευνητικών εντολών, είναι αχεδόν αδύνατον να ανακύψουν μέσα στο
διάστημα των τριών ημερών που διαρκεί κάθε εντολή.
Επιπλέον, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι μπορεί να επιτευχθεί μία κατ’ αρχήν
συμφωνία για κυβερνητική συνεργασία (δηλαδή συμφωνία ως προς το πρόσωπο
του Πρωθυπουργού, συμφωνία ως προς την κατανομή των Υπουργείων, ως προς
την στήριξη με ψήφο εμπιστοσύνης), είναι αδύνατον να υπάρξει κείμενο
συνεργασίας των μερών που θα αναφέρουν τους βασικούς άξονες της
κυβερνητικής δράσης, συνεπώς η συνεργασία καταλήγει συγκυριακή και απλώς
ωφελιμιστική.

Η διάταξη για τον απαιτούμενο αριθμό στην ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο


84 παρ.6), δηλ. η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών η οποία όμως
δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των
βουλευτών, έρχεται σε αντίθεση με τον απαιτούμενο αριθμό στην ψήφο
δυσπιστίας (απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών) και στην
αναγκαία τεκμαιρώμενη υποστήριξη του διοριζόμενου ως πρωθυπουργού (από
τουλάχιστον την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών).
Με άλλα λόγια για την δεδηλωμένη και για την ψήφο δυσπιστίας
απαιτούνται 151 βουλευτές στους 300, ενώ στην ψήφο εμπιστοσύνης αρκούν οι

93
120 βουλευτές, εάν το σύνολο των παρόντων βουλευτών είναι 239 βουλευτές,
δηλαδή εάν απέχουν ή δεν παρευρίσκονται 61 βουλευτές (ψήφος ανοχής).
Η διαφοροποίηση αυτή θεσπίστηκε το 1975, όταν η επιστροφή στο
δημοκρατικό πολίτευμα ήταν ακόμη σχετικώς ασταθής και έπρεπε η χώρα να
μπορεί να έχει Κυβέρνηση και σε αντίξοες συνθήκες, οπότε διευκολυνόταν ο
σχηματισμός Κυβέρνησης με την μείωση των βουλευτών για την παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης (παρότι για τον διορισμό του Πρωθυπουργού απαιτείτο βεβαίως η
στήριξη από 151 τουλάχιστον βουλευτές -αρχή της δεδηλωμένης).
Σήμερα, ο μειωμένος αριθμός των βουλευτών για την παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης (υπό την προϋπόθεση της αποχής τουλάχιστον του 1/5 των
τριακοσίων βουλευτών) δεν υπηρετεί κάποιον εύλογο σκοπό και προκαλεί
αμφισβήτηση για μία ορθολογική αιτιολόγηση. Η αμφισβήτηση αυτή μεγεθύνεται
όταν δεν αναφερόμαστε στην υποχρεωτική ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά στην
δυνητική ψήφο εμπιστοσύνης, που συνιστά το λειτουργικό ανάλογο της ψήφου
δυσπιστίας, οπότε κάθε διαφοροποίηση είναι αναιτιολόγητη.
Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη κυβέρνησης μειοψηφίας μόνο προβλήματα
μπορεί να προκαλέσει, χωρίς να μπορεί να ελπίζει σε σταθεροποίηση.

Β. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η θητεία της Βουλής λήγει κατά κανόνα με την παρέλευση της τετραετούς
βουλευτικής περιόδου. Η λήξη της βουλευτικής περιόδου κηρύσσεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα. Το Σύνταγμα προβλέπει όμως ορισμένες
περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, ως εξαιρέσεις στον κανόνα της
τετραετούς θητείας των φορέων του Κοινοβουλίου.
Ιστορικά, ο θεσμός της διάλυσης της Βουλής από τον ανώτατο άρχοντα
αποτελούσε βασικό προνόμιο του μονάρχη που εξισορροπούσε την, αναγκαστική
από μέρους του, αναγνώριση του αντιπροσωπευτικού οργάνου της αστικής
τάξης, του Κοινοβουλίου. Λειτουργούσε ως έσχατη λύση, όταν η διαφωνία
μονάρχη και Βουλής δεν μπορούσε να λυθεί αλλιώς.

Υπό το ισχύον Σύνταγμα33 προβλέπονται οι εξής περιπτώσεις (πρόωρης)


διάλυσης:

33
Εννοείται μετά την αναθεώρηση του 2019. Πριν την αναθεώρηση, η Βουλή διαλυόταν
υποχρεωτικά εάν δεν ψηφιζόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τα 3/5 του συνόλου των
βουλευτών.
94
α. Πρώτον, κατά το άρθρο 41 παρ.2 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει
ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να
αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”.
Η διάλυση της Βουλής προέρχεται από μία Κυβέρνηση που διαθέτει την
ψήφο εμπιστοσύνης. Δηλαδή, αντιστρόφως, μία Κυβέρνηση που έχασε την
εμπιστοσύνη της Βουλής και υποχρεούται να παραιτηθεί, δεν μπορεί να ζητήσει
εκλογές για εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Εδώ προβλέπεται η υποχρέωση του Προέδρου να κάνει δεκτή πρόταση της
Κυβέρνησης για τη διάλυση της Βουλής. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την
πρωτοβουλία-πρόταση της Κυβέρνησης είναι η ύπαρξη εθνικού θέματος
εξαιρετικής σημασίας και η "πρωτοτυπία" του εθνικού αυτού θέματος (άρθρο 41
παρ.2 εδ.β: “Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα”).
Ως εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε
σημαντικό ζήτημα είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτή την
περίπτωση διάλυσης της Βουλής, το σχετικό διάταγμα προσυπογράφεται από το
Υπουργικό Συμβούλιο.
Το όφελος που έχει η παραιτούμενη Κυβέρνηση είναι διπλό:
α) ο Πρωθυπουργός μπορεί να επιλέξει μία στιγμή ευνοϊκή δημοσκοπικά
για να παραιτηθεί προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές που θα προκηρυχθούν
(υποχρεωτικά) μετά την παραίτηση.
β) Την διεξαγωγή των εκλογών αναλαμβάνει η Κυβέρνηση που με την
παραίτησή της οδήγησε στις εκλογές.

β. Δεύτερον, κατά το άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση τρίτη: “Αν οι


διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν... αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία
σχηματισμού Κυβέρνησης ... (ο ΠτΔ ενν.) επιδιώκει το σχηματισμό
Κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών... και διαλύει τη Βουλή”.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού
Κυβέρνησης που θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τότε ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας υποχρεούται να διαλύσει τη Βουλή, και τις εκλογές θα
διενεργήσει εκλογική Κυβέρνηση, είτε πολιτική, είτε υπηρεσιακή.
Σημειώνεται πως η διαδικασία ανάδειξης Κυβέρνησης με την διαδικασία
των διερευνητικών εντολών και η ενδεχόμενη αποτυχία τους αλλά και η αποτυχία
κάθε άλλης απόπειρας να σχηματισθεί Κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 37,
συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις:
Η πρώτη περίπτωση είναι όταν από τις βουλευτικές εκλογές δεν προκύψει
κόμμα που θα διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής, δηλαδή
151 βουλευτές.
95
Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν, εντός της βουλευτικής περιόδου των
τεσσάρων ετών, η Κυβέρνηση απωλέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής, είτε επειδή
η ίδια η Κυβέρνηση υπέβαλε προαιρετική πρόταση εμπιστοσύνης που δεν έγινε
δεκτή, είτε επειδή η Αντιπολίτευση υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας που έγινε
δεκτή.
Η διάλυση της Βουλής για τον λόγο τούτο σημαίνει ότι το πολιτικό σκηνικό
είναι σε ένταση και η δυνατότητα συμβιβασμού είναι περιορισμένη.
Από την άλλη πλευρά, ο χρόνος που δίδεται για την επικοινωνία των
πολιτικών κομμάτων και των ηγετών τους είναι από το Σύνταγμα ελάχιστος, και
ο συμβιβασμός πολύ δυσχερής.

γ. Τρίτον, κατά το άρθρο 38 παρ.1


εδ.α: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της
την Κυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την
εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84”.
εδ.β: “Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37.”
εδ.γ: “Αν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι
αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του
συνόλου των βουλευτών, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 37
παράγραφος 3 εδάφιο γ'.”
Στις διατάξεις αυτές, η διάλυση της Βουλής δεν αναφέρεται ρητά,
συνάγεται όμως εύκολα. Η παραίτηση της Κυβέρνησης μπορεί να οδηγήσει είτε
στην υποχρεωτική και άμεση διάλυση της Βουλής, είτε στην ενδεχόμενη και
έμμεση διάλυση της Βουλής.
Γνωρίζουμε ότι εάν η Κυβέρνηση απωλέσει την ψήφο εμπιστοσύνης της
Βουλής (είτε δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, είτε λάβει ψήφο δυσπιστίας), τότε
υποχρεωτικά παραιτείται και η Βουλή προσπαθεί να αναδείξει νέα Κυβέρνηση.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής
μπορεί να παραιτηθεί οποτεδήποτε θέλει (προαιρετική παραίτηση), χωρίς καν να
επικαλεστεί κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Τότε οι εκλογές είναι υποχρεωτικές.
Συνεπώς, για να κατανοηθεί η διάταξη αυτή κομβικό σημείο είναι ο
χαρακτήρας που έχει η παραίτηση της κυβέρνησης, εάν είναι υποχρεωτική ή
προαιρετική.

Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 εδ.β : "Στις περιπτώσεις αυτές


εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου
37”. Οι παράγραφοι αυτές του άρθρου 37 αφορούν την διαδικασία των
διευρευνητικών εντολών και κάθε άλλης δράσης για την ανάδειξη Κυβέρνησης
96
όταν το κυβερνών κόμμα (κατά την διάρκεια της 4ετούς περιόδου) χάσει την
εμπιστοσύνη της Βουλής. Συνεπώς από το εδάφιο αυτό, συνάγεται ότι στις
περιπτώσεις άρσης εμπιστοσύνης της Βουλής από την Κυβέρνηση, που οδηγεί σε
υποχρεωτική παραίτηση, είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να καταλήξουμε σε διάλυση
της Βουλής, μετά δηλαδή την αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης κατά τη
διαδικασία του άρθρου 37 παρ.2 και 3. Αυτή η διαδικασία με στόχο τον
σχηματισμό βιώσιμης Κυβέρνησης κινείται από τον Πρόεδρο μόνο όταν ο
Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος
κόμματος που δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των
βουλευτών.
Αντίθετα, όταν πρωθυπουργός της παραιτούμενης κυβέρνησης είναι
αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που συνεχίζει να διαθέτει την απόλυτη
πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή έχει την εμπιστοσύνη της
Βουλής, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 38 §1 εδ.γ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
διορίζει απευθείας εκλογική Κυβέρνηση. Με τη ρύθμιση αυτή, το Σύνταγμα
σωστά θεωρεί πως κάθε απόπειρα σχηματισμού νέας Κυβέρνησης θα αποτελούσε
κάμψη της αρχής της δεδηλωμένης.
Ασχέτως του εάν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι
αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει ή όχι την απόλυτη πλειοψηφία
του συνόλου της Βουλής, η κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών θα είναι είτε
πολιτική εκλογική, είτε υπηρεσιακή εκλογική.

Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 38:


• Όταν η Κυβέρνηση διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής και
παραιτείται οικειοθελώς χωρίς να επικαλεσθεί κάποιον λόγο, τότε
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει εκλογική κυβέρνηση
(πολιτική ή υπηρεσιακή) και η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά
(εφαρμόζεται το άρθρο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ').
• Όταν η Κυβέρνηση δεν διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής (είτε
διότι δεν έλαβε την δυνητική ψήφο εμπιστοσύνης, είτε διότι έλαβε
την ψήφο δυσπιστίας) υποχρεούται να παραιτηθεί. Τότε, με το
δεδομένο ότι δεν υπάρχει πλέον Κυβέρνηση που να έχει την
εμπιστοσύνη της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιχειρεί να
σχηματίσει Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της
Βουλής, με τις διερευνητικές εντολές και την συνάντηση με τους
αρχηγούς των κομμάτων της Βουλής (εφαρμόζεται το άρθρο 37
παραγράφοι 2, 3 και 4).

97
δ. Τέταρτον, κατά το άρθρο 41 παρ.1 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και
καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει
κυβερνητική σταθερότητα”.
Εδώ προβλέπεται η δυνατότητα - ευχέρεια του αρχηγού του κράτους να
διαλύει τη Βουλή, εάν κρίνει ότι η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική
σταθερότητα, παρότι μπορεί να υπάρχει κυβέρνηση που απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη της Βουλής, υπό μία δεσμευτική προϋπόθεση, που είναι η
παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της ίδιας
βουλευτικής περιόδου.
Ως καταψήφιση νοείται και η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης και η
αποδοχή πρότασης δυσπιστίας, όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 84.
Τα "αριθμητικά" κριτήρια που θέτει το άρθρο 84 παρ.6 οριοθετούν
αυστηρά την έννοια της κυβερνητικής σταθερότητας.

Οι "στιγμές" κατά τις οποίες μπορεί να παρέμβει ο Πρόεδρος της


Δημοκρατίας είναι δύο:
Πρώτον, ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, οπότε δεν
υπάρχει Κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε, ο
Πρόεδρος διαλύει τη Βουλή και, όπως προβλέπει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.γ, τις
εκλογές διεξάγει εκλογική Κυβέρνηση, πολιτική (άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση
δεύτερη, "από όλα τα κόμματα") ή υπηρεσιακή (άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση
τρίτη, με Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του
Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε κυβέρνηση "όσο το δυνατόν
ευρύτερης αποδοχής").
Δεύτερον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια, αντί
να διαλύσει τη Βουλή ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, να
κινήσει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, από τις οποίες ενδέχεται να
προκύψει Κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στην περίπτωση
αυτή, εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι, παρά την ύπαρξη Κυβέρνησης που απολαμβάνει
την εμπιστοσύνη της Βουλής, δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα,
διαλύει τη Βουλή. Τότε, όπως ορίζει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.β : "Οι εκλογές
ενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης
Βουλής".

Το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής, αν δεν προσυπογραφεί από τον


Πρωθυπουργό, εκδίδεται, κατά το άρθρο 35 παρ.2 εδ.γ, με μόνη την υπογραφή
του Προέδρου της Δημοκρατίας.

98
Σε όλες τις περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, τίθενται από το
Σύνταγμα κάποιοι περιορισμοί. Κατά το άρθρο 41 παρ.4 δεν μπορεί να διαλυθεί
η Βουλή, που εξελέγη μετά την πρόωρη διάλυση της προηγούμενης, προτού
περάσει ένας χρόνος από την έναρξη των εργασιών της. Αυτός ο περιορισμός δεν
ισχύει, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.3), και
εάν, μετά την παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας κρίνει ότι δεν εξασφαλίζεται η κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41
παρ.1).
Το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (όπως και το διάταγμα λήξης
της τετραετούς θητείας) πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει :
• προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες
• σύγκληση της νέας Βουλής μέσα στις τριάντα επόμενες ημέρες
(ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 41).

99
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Α. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, η Κυβέρνηση έχει την αποκλειστική


ευθύνη της γενικής πολιτικής της χώρας. Στο ημιπροεδρικό πολίτευμα της
Γαλλίας, η κυβερνητική εξουσία μοιράζεται στους δύο πόλους της εκτελεστικής
λειτουργίας, Πρόεδρο της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργό. Σε κάθε περίπτωση,
η Κυβέρνηση εξαρτάται από την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.34
Στα προεδρικά πολιτεύματα, όπου δεν υπάρχει πρωθυπουργός, ο
Πρόεδρος έχει την ευθύνη της γενικής πολιτικής της χώρας, ενώ τα μέλη της
Κυβέρνησης δεν εξαρτώνται από τα νομοθετικά σώματα, είναι «Γραμματείς» του
Προέδρου.
Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει την Κυβέρνηση αρμόδια να κατευθύνει τη
γενική πολιτική της χώρας και τον Πρωθυπουργό αρμόδιο να εξασφαλίζει την
ενότητα της Κυβέρνησης και να την κατευθύνει [άρθ.82 παρ.1, 2]. Την
εξειδίκευση των διατάξεων του Συντάγματος ορίζει ο ισχύων νόμος 4622/2019.
Η Κυβέρνηση ως συλλογικό όργανο είναι
• α) συνεχές, δηλ. δεν διακόπτει ποτέ την λειτουργία της
• β) ιεραρχικά δομημένο.
Επικεφαλής της Κυβέρνησης τίθεται ο Πρωθυπουργός που ελέγχει εάν οι
Υπουργοί εφαρμόζουν τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Τυπικά, οι
Υπουργοί δεν οφείλουν να υπακούν στον Πρωθυπουργό, παρά μόνο στις
αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην πράξη όμως, η κυρίαρχη θέση του
Πρωθυπουργού στο πολίτευμα υποχρεώνει κάθε μέλος της Κυβέρνησης να
υπακούει στις εντολές του. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρξει είτε παραίτηση
του Υπουργού, είτε παύση του από τον Πρωθυπουργό.
Η θέση του Πρωθυπουργού ενισχύεται σε μονοκομματικές Κυβερνήσεις και
επηρεάζεται ιδιαιτέρως από την πολιτική συγκυρία (π.χ. αδιαμφισβήτητη
αποδοχή του πρωθυπουργού ως κυρίαρχου ηγέτη στο κόμμα του, μεγάλο
ποσοστό στις εκλογές με αντίστοιχα υψηλό αριθμό εδρών στη Βουλή).

34
Υπάρχουν πολιτεύματα όπου ισχύει το παλαιό ‘ορλεανικό μοντέλο’, δηλαδή η διπλή
εξάρτηση της Κυβέρνησης και από την Βουλή και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τα
πολιτεύματα αυτά (κυρίως των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης) είναι μεν κοινοβουλευτικά,
όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρκετά ισχυρός.
100
Β. ΕΙΔΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

• Πολιτική κυβέρνηση: ενν. η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της


Βουλής
• Εκλογική κυβέρνηση: η Κυβέρνηση που έχει σκοπό την διεξαγωγή
γενικών βουλευτικών εκλογών. Είδη: α) πολιτική εκλογική, β)
υπηρεσιακή εκλογική (με δικαστή επικεφαλής)
• Μονοκομματική κυβέρνηση
• Κυβέρνηση συνεργασίας: Κυβέρνηση δικομματική ή πολυκομματική
• Οικουμενική κυβέρνηση: όταν, σε εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις και
για περιορισμένο διάστημα η Κυβέρνηση σχηματίζεται με ομοφωνία
των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή
• Κυβέρνηση μειοψηφίας ή «ανοχής» : εφαρμογή του άρθ.84 παρ.6
(απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων > 2/5 του συνόλου = 50% +1 > 120
βουλευτές)

Γ. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

άρθρο 81 και Ν. 4622/2019

Οι όροι Κυβέρνηση και Υπουργικό Συμβούλιο είναι συνώνυμοι.


Οι όροι Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Κυβέρνησης είναι συνώνυμοι.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο συμμετέχουν ex
officio (δηλ. λόγω της θέσης τους) ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί, καθώς και
οι Υπουργοί Επικρατείας και οι Αναπληρωτές Υπουργοί, εφ’ όσον οι δύο
τελευταίες κατηγορίες υπάρχουν. Αυτοί είναι τα μέλη της Κυβέρνησης.
Οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν κατά το Σύνταγμα μέλη της Κυβέρνησης,
μπορούν όμως να συμμετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο αν το προβλέψει
νομοθετική ρύθμιση. Ο ισχύων νόμος 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση,
λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της
κεντρικής δημόσιας διοίκησης» προβλέπει ότι οι Υφυπουργοί μπορούν «να
προσκληθούν να συμμετάσχουν σε αυτό από τον Πρωθυπουργό, χωρίς δικαίωμα
ψήφου».
Με το προεδρικό διάταγμα διορισμού των μελών της Κυβέρνησης και των
Υφυπουργών, ή με Διάταγμα που προτείνει ο Πρωθυπουργός, μπορεί να
ορισθούν Αντιπρόεδρος ή Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης. Αν δεν υπάρχει
Αντιπρόεδρος, ο Πρωθυπουργός ορίζει έναν από τους Υπουργούς προσωρινό
αναπληρωτή του, όταν παρουσιάζεται ανάγκη.

101
Οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζουν
ειδικές διατάξεις, καθώς και τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει ο
Πρωθυπουργός. Στους Αντιπροέδρους της Κυβέρνησης μπορεί να ανατεθούν και
αρμοδιότητες, που ανήκουν σε Υπουργείο άλλο από εκείνο, του οποίου
ενδεχομένως προΐστανται ή να τους ανατεθεί η εποπτεία ορισμένων τομέων της
κυβερνητικής δραστηριότητας.
Οι αρμοδιότητες των Υπουργών Επικρατείας (ή Υπουργοί χωρίς
χαρτοφυλάκιο) καθορίζονται με απόφαση του Πρωθυπουργού, η οποία
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και μπορεί να αφορούν σε: (α)
αρμοδιότητες που ανήκουν στον Πρωθυπουργό ή/και (β) αρμοδιότητες που
ανήκουν σε Υπουργό Προϊστάμενο Υπουργείου. Οι Υπουργοί Επικρατείας
μπορούν να προΐστανται Υπουργείου.
Αναπληρωτής Υπουργός μπορεί να διορίζεται σε οποιοδήποτε Υπουργείο.
Οι αρμοδιότητες του Αναπληρωτή Υπουργού ορίζονται με απόφαση του
Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοια
απόφαση μπορεί να ανατεθεί σε Αναπληρωτή Υπουργό η άσκηση συναφούς προς
τις αρμοδιότητές του, αρμοδιότητας που ανήκει σε άλλο Υπουργείο.
Οι Υφυπουργοί διορίζονται στα Υπουργεία ή στον Πρωθυπουργό και
ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζονται αντιστοίχως με απόφαση του
Πρωθυπουργού (ή και του αρμόδιου Υπουργού). Με τις ανωτέρω αποφάσεις
μπορεί να προβλέπεται ότι: (α) ορισμένες από τις ανατιθέμενες σε Υφυπουργό
αρμοδιότητες ασκούνται παράλληλα και από τον Υπουργό, (β) στον Υφυπουργό
υπάγονται και οι αντίστοιχες υπηρεσίες και προσωπικό και (γ) η νομοθετική
πρωτοβουλία και η αρμοδιότητα για την έκδοση των κανονιστικών πράξεων για
τις οικείες αρμοδιότητες ασκούνται από τον Υφυπουργό.
Κανένα Υπουργείο δεν μπορεί να έχει περισσότερες από τρεις (3) συνολικά
θέσεις Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών. Οι θέσεις των Αναπληρωτών
Υπουργών δεν μπορεί να είναι παραπάνω από μία σε κάθε Υπουργείο.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 81 παρ.1 αναφέρεται στους μόνιμους


υπηρεσιακούς Υφυπουργούς, που μπορεί να προβλέψει ο νόμος περί
Κυβέρνησης. Οι Μόνιμοι Υπηρεσιακοί Υπουργοί θεωρούνται ανώτατοι διοικητικοί
υπάλληλοι και όχι μέλη της Κυβέρνησης. Έως σήμερα δεν έχει εφαρμοσθεί
(δυστυχώς) ο θεσμός των μόνιμων υπηρεσιακών (δηλ. μη κομματικών)
Υφυπουργών, που συνήθως παραμένουν στην θέση τους ανεξαρτήτως εκλογικών
αποτελεσμάτων και σύνθεσης Κυβέρνησης, προκειμένου να διασφαλίζεται η
συνέχεια σε ορισμένους τομείς όπου η κομματική αντίληψη υποχωρεί ενόψει μιας
πολιτικής συναίνεσης κρίσιμης σε μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Κλασικό πεδίο
εφαρμογής αυτής της επιλογής είναι η παιδεία.
102
Κατά το Σύνταγμα αναστέλλεται οποιαδήποτε επαγγελματική
δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών κατά τη
διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους, ενώ νόμος μπορεί να καθιερώνει
το ασυμβίβαστο του αξιώματος του Υπουργού και του Υφυπουργού και προς
άλλα έργα.

Δ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Το Σύνταγμα δεν προβλέπει άλλο όργανο πέραν του Υπουργικού


Συμβουλίου (ΥΣ) και παραπέμπει στον νόμο ως προς «τα σχετικά με την σύνθεση
(ενν. συγκρότηση) και λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου» [άρθ.81 παρ.1
εδ.β, Ν. 4622/2019)
Οι Υπουργοί διορίζονται με διάταγμα που προκαλεί ο Πρωθυπουργός.
Στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου μετέχει, χωρίς δικαίωμα
ψήφου, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο Γραμματέας του
Υπουργικού Συμβουλίου ορίζεται με απόφαση του Πρωθυπουργού, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι ένας από τους Γενικούς
Γραμματείς της Προεδρίας της Κυβέρνησης,35 ο οποίος κατά το μέρος της
αρμοδιότητάς του αυτής υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό.

Η παρουσία των Υπουργών στις συνεδριάσεις είναι υποχρεωτική. Ο


Υπουργός που κωλύεται να παρευρεθεί στη συνεδρίαση για σπουδαίο λόγο
ενημερώνει εγκαίρως τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό
Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, η οποία διαπιστώνεται από τον Πρωθυπουργό,
όταν παρίστανται τα μισά, τουλάχιστον, από τα μέλη του.
Οι συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι απόρρητες. Η διαφύλαξη
του απορρήτου αποτελεί χρέος για τα μέλη του και τους Υφυπουργούς και
υπηρεσιακή υποχρέωση για τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και για
το λοιπό προσωπικό της δημόσιας διοίκησης που παρίσταται. Υποχρέωση
διαφύλαξης του απορρήτου έχουν και οι ιδιώτες που καλούνται στη συνεδρίαση.
Στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ο Πρωθυπουργός μπορεί
να προσκαλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει σκόπιμο για τις ανάγκες της
συνεδρίασης και την ενημέρωση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι
προσκαλούμενοι αποχωρούν από τη συνεδρίαση όταν ο Πρωθυπουργός κρίνει
ότι ολοκληρώθηκε η συμβολή τους στη συνεδρίαση και πάντως, πριν την τελική
φάση της συζήτησης που οδηγεί στη λήψη απόφασης.

35
Βλ. κατωτέρω αναλυτικά για την Προεδρία της Κυβέρνησης.
103
Η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να διεξαχθεί με
τηλεδιάσκεψη ως προς ορισμένα ή και ως προς όλα τα μέλη.
Στις συνεδριάσεις παρίσταται το προσωπικό που είναι απαραίτητο για την
τήρηση των πρακτικών και τη μαγνητοφώνηση των συζητήσεων εκτός εάν ο
Πρωθυπουργός κρίνει ότι τα προς συζήτηση θέματα είναι άκρως απόρρητα. Τα
επίσημα πρακτικά είναι και παραμένουν απόρρητα για τριάντα (30) χρόνια.
Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκαλείται σε τακτική συνεδρίαση από τον
Πρωθυπουργό ή τον αναπληρωτή του μία φορά τον μήνα μετά από γραπτή ή
ηλεκτρονική πρόσκληση, η οποία αποστέλλεται προς τα μέλη της Κυβέρνησης
μαζί με την ημερήσια διάταξη και τον χώρο της συνεδρίασης, το αργότερο δύο
(2) ημέρες πριν τη συνεδρίαση. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει επίσης
εκτάκτως, όταν παρίσταται ανάγκη, ύστερα από σχετική γραπτή ή ηλεκτρονική
ή προφορική πρόσκληση του Πρωθυπουργού. Τα τακτικά Υπουργικά Συμβούλια
των μηνών Απριλίου και Σεπτεμβρίου ορίζονται ως Υπουργικά Συμβούλια
Προγραμματισμού και Αξιολόγησης του Κυβερνητικού Έργου.

Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από πρόταση του


Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, εγκρίνεται Εσωτερικός Κανονισμός
Λειτουργίας του Υπουργικού Συμβουλίου και των Συλλογικών Κυβερνητικών
Οργάνων. Με τον κανονισμό αυτόν ρυθμίζονται όλα τα θέματα, τα σχετικά με τη
λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου και των συλλογικών κυβερνητικών
οργάνων, οι σχέσεις των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών και των
συλλογικών κυβερνητικών οργάνων μεταξύ τους και με τις υπηρεσίες της
Προεδρίας της Κυβέρνησης, για τον συντονισμό της άσκησης των αρμοδιοτήτων
τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Με την αναθεώρηση του 2001, στις νέες παραγράφους 3 και 4 του άρθρου
82, κατοχυρώνονται συνταγματικά δύο μείζονα συμβουλευτικά όργανα της
Κυβέρνησης, μέσα από τα οποία διασφαλίζεται ο κοινωνικός διάλογος, αλλά και
η ευρύτερη συναίνεση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Με την παράγραφο 3
κατοχυρώνεται και συνταγματικά η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Με την
παράγραφο 4 θεσπίζεται το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου δεν
ορίζονται οι αρμοδιότητες, ορίζεται όμως η συμμετοχή εκπροσώπων των
κομμάτων της Βουλής και προσώπων με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία.

Τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα διακρίνονται σε Κυβερνητικά


Συμβούλια και Κυβερνητικές Επιτροπές. Τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα για
τη διευκόλυνση του έργου τους ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από τους
αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες, που οφείλουν να τα παρέχουν χωρίς
καθυστέρηση.
104
Τα Κυβερνητικά Συμβούλια έχουν διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα. Τα
Κυβερνητικά Συμβούλια είναι το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής
(ΚΥ.Σ.Οι.Π.) και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.). Στα
Κυβερνητικά Συμβούλια προεδρεύει ο Πρωθυπουργός και, σε περίπτωση
κωλύματος, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης εφόσον υπάρχει ή ο Υπουργός, στον
οποίον αναθέτει την αρμοδιότητα αυτή ο Πρωθυπουργός.
Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής είναι αρμόδιο για τη
διαμόρφωση διυπουργικών πολιτικών και τη λήψη αποφάσεων, σε θέματα που
αφορούν στην οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική της χώρας.
Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας είναι αρμόδιο για τη
διαμόρφωση διυπουργικών πολιτικών και τη λήψη αποφάσεων σε θέματα που
αφορούν στην ασφάλεια της Χώρας. Σε πολεμική περίοδο το Συμβούλιο Εθνικής
Ασφάλειας μετονομάζεται σε Πολεμικό Συμβούλιο.
Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής εξειδικεύεται με τον νόμο
3132/2003 όπου ορίζεται ότι συγκροτείται από:
α. τον Υπουργό Εξωτερικών, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον
Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών ή Υφυπουργό Εξωτερικών,
β. τον Πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών
Υποθέσεων της Βουλής,
γ. τον Υπηρεσιακό Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,
δ. δύο εκπροσώπους από κάθε κόμμα που είναι αναγνωρισμένο σύμφωνα
με τον Κανονισμό της Βουλής,
ε. τον Προϊστάμενο του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού του Υπουργείου
Εξωτερικών,
στ. πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία σε θέματα εξωτερικής
πολιτικής. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να είναι είτε διατελέσαντες Υπουργοί
Εξωτερικών, Αναπληρωτές Υπουργοί Εξωτερικών, Υφυπουργοί Εξωτερικών,
Γενικοί Γραμματείς του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε Πρέσβεις επί τιμή, μέλη του
διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), πρώην υψηλόβαθμα στελέχη διεθνών οργανισμών,
διατελέσαντες ανώτατοι αξιωματικοί, προσωπικότητες που διαθέτουν ειδικές
γνώσεις και πείρα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η θητεία των μελών του
λήγει με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας
ορίσθηκαν.

Οι Κυβερνητικές Επιτροπές συνιστώνται κατά περίπτωση με Π.Υ.Σ., η


οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο
διαδίκτυο, και ασκούν τις προβλεπόμενες από την πράξη σύστασής τους
αρμοδιότητες, οι οποίες αφορούν στον χειρισμό συγκεκριμένων θεμάτων της
105
κυβερνητικής πολιτικής, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη διαχείριση και συστηματική
παρακολούθηση. Συγκροτούνται από μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ή/και
Υφυπουργούς, δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους.
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έχει αρμοδιότητες: α. την
διεξαγωγή διαλόγου για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας, β.
την διατύπωση γνώμης στα σχετικά νομοσχέδια. Η διάταξη δεν προβλέπει ποιοί
θα συμμετέχουν σε αυτή την Επιτροπή.

Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Το Σύνταγμα στο άρθρο 82 ορίζει ότι η Κυβέρνηση καθορίζει και


κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του
Συντάγματος και των νόμων. Ο σχετικός νόμος προβλέπει τις αρμοδιότητες του
Υπουργικού Συμβουλίου:
• (α) καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας σύμφωνα
με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων,
• (β) αποφασίζει για πολιτικά θέματα γενικότερης σημασίας,
• (γ) αποφασίζει για κάθε θέμα που παραπέμπει σε αυτό ο
Πρωθυπουργός,
• (δ) εγκρίνει τον ετήσιο προγραμματισμό της κυβερνητικής πολιτικής
και παρακολουθεί την εφαρμογή του,
• (ε) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι
νόμοι.

Ο νόμος ορίζει ότι η άσκηση της καλής διακυβέρνησης και χρηστής


διοίκησης διασφαλίζεται με τις αρχές που καθορίζονται από τη διεθνή
επιστημονική ανάλυση και πρακτική, ιδίως δε τις αρχές της νομιμότητας, της
διαφάνειας και λογοδοσίας, της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, της
αναγκαιότητας και επικουρικότητας και της αξιοκρατίας και του
επαγγελματισμού. Ειδικότερα:
• Η αρχή της νομιμότητας έχει την έννοια ότι η δράση της Κεντρικής
Δημόσιας Διοίκησης οφείλει να ερείδεται στο Σύνταγμα, τον νόμο, το
διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο.
• Η αρχή της διαφάνειας και της λογοδοσίας έχει την έννοια ότι η
λειτουργία της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης οφείλει να προβλέπει
διαδικασίες διαβούλευσης κατά τον σχεδιασμό δημοσίων πολιτικών και
να λαμβάνει υπόψη τα πορίσματά της, να καθιστά σαφείς το ρόλο και
την ευθύνη των λειτουργών της, να κάνει χρήση ποιοτικών
106
πληροφοριών και δεδομένων για τη λήψη των αποφάσεων και να
καθιστά προσβάσιμες τις πληροφορίες αυτές στην κοινωνία, με την
επιφύλαξη τυχόν απορρήτου ή προστασίας δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα.
• Η αρχή της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας έχει την έννοια
ότι η λειτουργία της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης οφείλει να
κατατείνει στην εκπλήρωση της αποστολής της, με τη χρήση των
λιγότερων, κατά το δυνατόν, πόρων.
• Οι αρχές της αναγκαιότητας και της επικουρικότητας έχουν την
έννοια ότι η λειτουργία της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να
συμπεριλαμβάνει τις απολύτως αναγκαίες προς την εκπλήρωση της
αποστολής της δράσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αναληφθούν από
χαμηλότερα επίπεδα διοίκησης.
• Οι αρχές της αξιοκρατίας και του επαγγελματισμού έχουν την έννοια
ότι η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση οφείλει να λειτουργεί σε υψηλό
επίπεδο επαγγελματισμού σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της
τόσο σε σχέση με την εσωτερική λειτουργία της, όσο και σε σχέση με
την αλληλεπίδραση με την κοινωνία και να στοχεύει στη συνεχή
αναβάθμιση του επιπέδου των εργαζομένων της μέσω της διά βίου
επιμόρφωσης, της αξιολόγησης και της επιβράβευσης της αριστείας.

Σημαντική για τον έλεγχο της δράσης της Κυβέρνησης και της Διοίκησης
είναι η προβλεπόμενη στον νόμο για την λειτουργία της Κυβέρνησης Εθνική Αρχή
Διαφάνειας (ΕΑΔ), που αποτελεί ανεξάρτητη αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα
με σκοπό: α) την ενίσχυση της διαφάνειας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας
στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κρατικών φορέων,
και δημόσιων οργανισμών και β) την πρόληψη, αποτροπή, εντοπισμό και
αντιμετώπιση των φαινομένων και των πράξεων απάτης και διαφθοράς στη
δράση των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών.
Η ΕΑΔ έχει λειτουργική ανεξαρτησία, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια
και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς
φορείς ή άλλες Διοικητικές Αρχές, ενώ υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό
έλεγχο. Η έδρα της Αρχής είναι στην Αθήνα αλλά προβλέπονται έξι (6)
Περιφερειακές Υπηρεσίες της ΕΑΔ που λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη, στη
Λάρισα, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, στις Σέρρες και στο Ρέθυμνο. Η ΕΑΔ ορίζεται
ως η Ελληνική Υπηρεσία Συντονισμού Καταπολέμησης της Απάτης σύμφωνα με
τον Κανονισμό (αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (ΕΕ L248), σε συνεργασία με το Σώμα
Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.
107
ΣΤ. Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ο Πρωθυπουργός δεν είναι απλώς ένα μέλος της Κυβέρνησης. Ο βαθμός


της πραγματικής επιρροής του Πρωθυπουργού, όσον αφορά συγκεκριμένη
χρονική περίοδο, αποτιμάται με μεθόδους που εκφεύγουν από το πεδίο του
Συνταγματικού Δικαίου. Το θεσμικό πλαίσιο γι’ αυτόν, πάντως, δημιουργούν
έναν «πρωθυπουργοκεντρικό» κοινοβουλευτισμό.
Σύμφωνα με την συνταγματική διάταξη του άρθ. 82 παρ.2 «Ο
Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις
ενέργειές της, καθώς και των δημόσιων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της
κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο των νόμων.» Αυτή η γενική διατύπωση
εξειδικεύεται με τις αρμοδιότητες που καθορίζει ο νόμος:
• (α) εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές
της, καθώς και τις ενέργειες των δημόσιων γενικά υπηρεσιών, για την
εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής (εδώ επαναλαμβάνεται αυτολεξεί η
συνταγματική διάταξη)
• (β) προσδιορίζει επακριβώς την κυβερνητική πολιτική στο πλαίσιο των
αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου,
• (γ) συντονίζει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής,
• (δ) επιλύει τις διαφωνίες ανάμεσα στους Υπουργούς και εντός των
συλλογικών κυβερνητικών οργάνων,
• (ε) εκπροσωπεί την Κυβέρνηση και προεδρεύει στο Υπουργικό Συμβούλιο,
• (στ) εποπτεύει για την εφαρμογή της νομοθεσίας από τις υπηρεσίες του
δημόσιου τομέα και για τη λειτουργία τους προς το συμφέρον του Κράτους
και των πολιτών,
• (ζ) δίνει την άδεια για τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
κάθε κειμένου, του οποίου η δημοσίευση σε αυτήν προβλέπεται από τον
νόμο, με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων του Κανονισμού της Βουλής,
• (η) συνιστά για την υποβοήθηση του έργου του Επιτροπές ή ομάδες
εργασίας, στις οποίες μπορεί να συμμετέχουν Υπουργοί, αναπληρωτές
Υπουργοί, Υφυπουργοί, διοικητές τραπεζών ή άλλων νομικών προσώπων
του δημόσιου τομέα, δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι του δημόσιου τομέα
γενικά, καθώς και ιδιώτες, για τη μελέτη ειδικών θεμάτων, τη συλλογή
στοιχείων και πληροφοριών, τη σύνταξη προγραμμάτων ή νομοσχεδίων,
προς τις οποίες όλες οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα έχουν υποχρέωση
να παρέχουν κάθε αναγκαίο στοιχείο, εκτός αν πρόκειται για θέμα που

108
χαρακτηρίζεται απόρρητο ή εμπιστευτικό, οπότε εξαρτάται από την
προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Πρωθυπουργού και
• (θ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι
νόμοι.
Με απόφαση του Πρωθυπουργού μπορεί να ανατίθεται η άσκηση μέρους ή
όλων των υπό στοιχεία (γ), (δ), (ε) και (στ) αρμοδιοτήτων σε Αντιπρόεδρο της
Κυβέρνησης ή σε Υπουργό Επικρατείας. Με όμοια απόφαση, η άσκηση της υπό
στοιχείο (ζ) αρμοδιότητας μπορεί να ανατεθεί στον Γενικό Γραμματέα Νομικών
και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και, σε περίπτωση απουσίας του, σε υπάλληλο
της Προεδρίας της Κυβέρνησης.

Ο Πρωθυπουργός μπορεί να προΐσταται Υπουργείου ή Υπουργείων. Μετά


το 1975, είχαμε Πρωθυπουργό που ασκούσε και καθήκοντα Υπουργού Εθνικής
Άμυνας ή καθήκοντα Υπουργού Εξωτερικών.
Ο Πρωθυπουργός μπορεί με απόφασή του να ορίζει αναγνωρισμένης αξίας
προσωπικότητες της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής
της Χώρας, ως πρέσβεις εκ προσωπικοτήτων. Τα εν λόγω πρόσωπα ορίζονται
για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είναι άμισθα και αναλαμβάνουν
συγκεκριμένο έργο ειδικού σκοπού, το οποίο προσδιορίζεται με την απόφαση του
Πρωθυπουργού.

Για υποστήριξη του Πρωθυπουργού στην ενάσκηση των καθηκόντων του,


ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού
έργου, συνιστάται αυτοτελής, επιτελική, δημόσια υπηρεσία με την ονομασία
Προεδρία της Κυβέρνησης, η οποία υπάγεται σε αυτόν. Η Προεδρία της
Κυβέρνησης αποτελείται από τις ακόλουθες Γενικές Γραμματείες:
• (α) τη Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού,
• (β) τη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων,
• (γ) τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού Εσωτερικών Πολιτικών,
• (δ) τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού Οικονομικών και Αναπτυξιακών
Πολιτικών,
• (ε) την Ειδική Γραμματεία Παρακολούθησης και Αξιολόγησης του
Κυβερνητικού Έργου και
• (στ) τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης.

Η Προεδρία της Κυβέρνησης:


• (α) συντονίζει τον σχεδιασμό και παρακολουθεί την εφαρμογή του
κυβερνητικού έργου, επιλύοντας διαφορές μεταξύ συναρμοδίων

109
υπηρεσιών, όπου αυτές αναφύονται, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι
της κυβερνητικής πολιτικής,
• (β) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των αρχών και
εργαλείων της Καλής Νομοθέτησης,
• (γ) σχεδιάζει και υλοποιεί την επικοινωνιακή στρατηγική της
Κυβέρνησης και μεριμνά για την έγκαιρη ενημέρωση της κοινής γνώμης
και
• (δ) υποστηρίζει το Υπουργικό Συμβούλιο, τα συλλογικά κυβερνητικά
όργανα και τις λοιπές διυπουργικές ομάδες κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους.

Συνιστάται Μονάδα Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης της


Προεδρίας της Κυβέρνησης, η οποία εντάσσεται στη Γενική Γραμματεία του
Πρωθυπουργού και είναι αρμόδια για την εν γένει διοικητική και οικονομική
υποστήριξη των υπηρεσιών που συναποτελούν την Προεδρία της Κυβέρνησης.

Ο νόμος προβλέπει ότι το σύνολο των θέσεων της Προεδρίας της


Κυβέρνησης, ανέρχεται στις τετρακόσιες σαράντα (440), εκ των οποίων, εκατό
(100) θέσεις μετακλητών υπαλλήλων και τριακόσιες σαράντα (340) οργανικές
θέσεις μόνιμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου και δημοσιογράφων.

Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ

Η ευθύνη της Κυβέρνησης είναι δύο ειδών:


α. πολιτική ή κοινοβουλευτική ευθύνη (είναι είτε ατομική είτε συλλογική)
β. νομική ευθύνη
βα. αστική ευθύνη
ββ. ποινική ευθύνη (είναι πάντα ατομική)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Η πολιτική ή κοινοβουλευτική ευθύνη μέλους της Κυβέρνησης ή της
Κυβέρνησης συνολικά συνδέεται με παραλείψεις ή λάθη του ελεγχόμενου και
καταλογίζεται (αποδίδεται) από την Βουλή με τα μέσα κοινοβουλευτικού
ελέγχου. Στο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης της Κυβέρνησης
εντάσσονται:
• Το δικαίωμα της Βουλής να ελέγχει διαρκώς τους υπουργούς.
Σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.6 ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται

110
από τη Βουλή σε Ολομέλεια, αλλά και από το Τμήμα διακοπής των
εργασιών της Βουλής και από τις Διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές
που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου.36
• Η υποχρέωση των Υπουργών να λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής. Η
άσκηση του ελέγχου από την Βουλή υποχρεώνει τα μέλη της
Κυβέρνησης σε λογοδοσία, δηλαδή υποχρεώνονται σε διευκρινίσεις επί
αναφορών όποτε τους ζητηθούν (άρθρο 69)∙ επιπλέον η Βουλή και οι
κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να ζητήσουν την παρουσία του
Υπουργού ή του Υφυπουργού που είναι αρμόδιος για τα θέματα που
συζητούν άρθρο 66 παρ. 3).
• Η πρόταση δυσπιστίας.

Η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών παρουσιάζεται κατά κανόνα ως


συλλογική δηλαδή ως ευθύνη ολόκληρης της κυβέρνησης, ιδίως για ζητήματα
γενικής πολιτικής (άρθρο 85). Η πολιτική ευθύνη αποβλέπει στην εξασφάλιση
της εμπιστοσύνης που χρειάζεται η Κυβέρνηση απέναντι στο εκλογικό σώμα
(στην «κοινή γνώμη»). Εάν, συνεπώς, ένας Υπουργός διαφωνεί με μία
συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση, οφείλει δημοσίως είτε να ταχθεί υπέρ
αυτής είτε να παραιτηθεί. Στην περίπτωση που αναλάβει αυτοβούλως το μέλος
της Κυβέρνησης την πολιτική ευθύνη για λάθος ή παράλειψη, χωρίς να υπάρξει
πρόταση δυσπιστίας, και πάλι θα πρέπει να οδηγηθεί σε παραίτηση. Το ίδιο
ισχύει και στην περίπτωση που ο Πρωθυπουργός αναλάβει την πολιτική ευθύνη
για μία σοβαρότατη πράξη η παράλειψη, οπότε θα παραιτηθεί η Κυβέρνηση
συνολικά. Κατ’ αποτέλεσμα η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από Υπουργό ή
από την Κυβέρνηση συνολικά είναι νοητή μόνο όταν ακολουθείται από την
παραίτηση του Υπουργού ή της Κυβέρνησης.
Το ισχυρότερο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι η πρόταση
δυσπιστίας κατά μέλους της Κυβέρνησης ή της Κυβέρνησης συνολικά, που
υποβάλλεται από το 1/6 των βουλευτών και γίνεται δεκτή με την απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Εφόσον γίνει δεκτή η πρόταση
δυσπιστίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει υποχρεωτικά το μέλος ή
την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά του. Εάν γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας κατά
της Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει την Κυβέρνηση από
τα καθήκοντά της και εκκινεί τις προσπάθειες για ανάδειξη νέας Κυβέρνησης από
την ίδια Βουλή (δηλ. εντός της ίδιας βουλευτικής περιόδου των 4 ετών),
σύμφωνα με το άρθρο 37 Σ. Η αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας δεν οδηγεί

36
Βλ. ανωτέρω για τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου.
111
αμέσως σε εκλογές, παρά μόνον εμμέσως, αν δηλ. δεν μπορεί να σχηματισθεί
άλλη Κυβέρνηση που θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται εν τέλει από το εκλογικό σώμα μέσω των
βουλευτικών εκλογών.
Υπό το ισχύον Σύνταγμα δεν έχει υπάρξει περίπτωση που να έχει γίνει
δεκτή πρόταση δυσπιστίας, παρότι αρκετές φορές έχει υποβληθεί.

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπέχουν πλήρη αστική ευθύνη
για κάθε ζημιογόνα ενέργειά τους (με πράξη ή παράλειψη) που δεν σχετίζεται με
τα καθήκοντά τους.

Οι ενέργειες που σχετίζονται με τα καθήκοντά τους θεωρούνται


ενέργειες του κράτους, εφόσον είναι κρατικά όργανα. Για τον λόγο αυτό
ευθύνεται το κράτος αλλά και οι ίδιοι ‘εις ολόκληρον’, δηλαδή στο σύνολο της
ζημιάς.
Τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ37 ρυθμίζουν την αποζημιωτική ευθύνη του
Δημοσίου. Στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας
που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή
η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο
πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των
υπουργών» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των
δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των
κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του».
Εδώ υπάγονται και οι διαφορές από την ευθύνη του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου προς αποζημίωση.
Η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου αφορά όχι μόνο παράνομες αλλά
νόμιμες πράξεις ή παραλείψεις, όταν οι τελευταίες προκαλούν στους
διοικουμένους βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, έστω κι αν εξυπηρετείται δημόσιο
συμφέρον.
Επιπλέον έχει κριθεί ότι ευθύνη του κράτους προκύπτει και από
ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όταν υπάρχει πρόδηλο
σφάλμα του δικαστικού λειτουργού.

37
Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα
112
Μέχρι το 1997, προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Yπουργού ήταν η
προηγούμενη καταδίκη του από το Ειδικό Δικαστήριο. Με νόμο του 1997 και στην
συνέχεια με τον νόμο 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών, η έγερση αγωγής από
τον ζημιωθέντα δεν προϋποθέτει πλέον την καταδίκη του Yπουργού από το
Ειδικό Δικαστήριο.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Η ποινική ευθύνη των υπουργών (impeachment) προηγήθηκε ιστορικά και
από την πολιτική και από την αστική τους ευθύνη κι αναγράφεται σε όλα τα
ελληνικά Συντάγματα. Το ισχύον Σύνταγμα εισάγει την ευθύνη των μελών της
κυβέρνησης και των υφυπουργών και ατομικά και συλλογικά, ορίζοντας ότι τα
μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικά υπεύθυνοι για την
γενική πολιτική της κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή
παραλείψεις της αρμοδιότητας του σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την
ευθύνη των Υπουργών, ενώ συγχρόνως κατά το άρθρο 35 παρ. 1 είναι υπεύθυνοι
και για τις πράξεις του ΠτΔ που προσυπογράφουν.
Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών
ρυθμίζεται από το αναθεωρημένο (το 2019) άρθρο 86 Σ. Η ποινική ευθύνη αφορά
την τέλεση εγκλήματος, σε αντίθεση με την πολιτική ευθύνη που αφορά λάθος ή
παράλειψη.
Το Σύνταγμα προβλέπει αποκλίσεις σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα κατά
την ποινική νομοθεσία. Οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν ως θεσμική
εγγύηση, προκειμένου τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί να μπορούν
να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται από προσχηματικές
διώξεις εναντίον τους. Την αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά
μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους έχει, κατά το Σύνταγμα, η Βουλή.
Η αναθεώρηση των διατάξεων περί την ποινική ευθύνη των μελών της
Κυβέρνησης και των Υφυπουργών αποτέλεσε σημείο συναίνεσης όλων των
πολιτικών κομμάτων στην Αναθεώρηση του 2019, παρά τις διαφορετικές απόψεις
που διατυπώθηκαν ως προς το περιεχόμενο των νέων ρυθμίσεων. Σημείο
απόλυτης σύγκλισης ήταν η τροποποίηση της βραχύτατης αποσβεστικής
προθεσμίας που προβλεπόταν υπό το προηγούμενο Σύνταγμα και οδηγούσε
συχνότατα σε αδυναμία καταλογισμού ποινικής ευθύνης των μελών της
Κυβέρνησης και των υφυπουργών. Είναι ενδεικτικό ότι στην Προτείνουσα Βουλή
• το άρθρο 86 παρ. 3 (προς την κατεύθυνση περιορισμού των προνομιακών
ρυθμίσεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών, ιδίως μέσω της κατάργησης
της αποσβεστικής προθεσμίας και της κατάργησης της δυνατότητας

113
αναστολής της δίωξης της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας) έλαβε
253 «ΝΑΙ» και 17 «ΟΧΙ».
• το άρθρο 86 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης) (προς την κατεύθυνση
διευκρίνισης ότι το πεδίο ισχύος του άρθρου αναφέρεται αποκλειστικά στα
αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση και όχι επ’ ευκαιρία της
άσκησης των υπουργικών καθηκόντων) έλαβε 179 «ΝΑΙ» και 92 «ΟΧΙ».
Στην Αναθεωρητική Βουλή το άρθρο 86 παρ. 3 αναθεωρήθηκε με θετική ψήφο
από 274 βουλευτές (καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών),
που τάχθηκαν υπέρ της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας για άσκηση
δίωξης υπουργών ή υφυπουργών.
Τελικώς η διαφορά μεταξύ του άρθρου 86 πριν και μετά την αναθεώρηση
του 2019 εδράζεται μόνο στο (σημαντικότατο) εδάφιο της παρ.3 που όριζε:
«Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι
το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει
μετά την τέλεση του αδικήματος.» Το χρονικό αυτό όριο δεν υπερέβαινε την
διετία, διάστημα ελάχιστο για την άσκηση δίωξης που μπορούσε να σμικρυνθεί
ακόμη περισσότερο αν η Βουλή, που θα προέκυπτε μετά την τέλεση των
εγκλημάτων, θα διαλυόταν γιατί δεν μπορούσε να αναδείξει Κυβέρνηση.
Το εδάφιο αυτό απαλείφθηκε ενώ στα λοιπά σημεία η παρ. 3 παρέμεινε
ως είχε, όπως και οι παράγραφοι 1, 2, 4, 5. Με την απάλειψη της κομβικής αυτής
πρόβλεψης, καταργήθηκε κάθε χρονικός περιορισμός για την άσκηση δίωξης και
εφαρμόζονται πλέον οι γενικές διατάξεις, που αφορούν την παραγραφή.
Όπως αναφέρθηκε, η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε έναν χρονικό
περιορισμό (αποσβεστική προθεσμία), δηλαδή η άσκηση δίωξης μπορούσε να
ασκηθεί μόνο κατά την βουλευτική περίοδο της τέλεσης του αδικήματος ή έως το
τέλος της δεύτερης συνόδου της επόμενης περιόδου, δηλαδή σε διάστημα
μικρότερο της διετίας. Η ισχύουσα ρύθμιση Κατά τα λοιπά, οι παράγραφοι

Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 86, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να


ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή
Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους. Μόνο μετά την απόφαση της Βουλής για άσκηση δίωξης
επιτρέπεται η δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά
των προσώπων.
Η διαδικασία στην Βουλή προβλέπει δύο στάδια:
• Σε ένα πρώτο στάδιο, μετά από την υποβολή πρότασης δίωξης από
τριάντα τουλάχιστον βουλευτές, η Βουλή αποφασίζει τη συγκρότηση
Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής

114
εξέτασης, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών,
διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.
• Σε ένα δεύτερο στάδιο, το πόρισμα της ανωτέρω Επιτροπής εισάγεται στην
Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης.
Και εδώ η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του
όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί
την απόφασή της ή να αναστέλλει την δίωξη, την προδικασία ή την κύρια
διαδικασία, πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών.

Απόκλιση από τα γενικώς ισχύοντα στην ποινική δικονομία προβλέπεται


και ως προς το όργανο που δικάζει τα ανωτέρω πρόσωπα. Αρμόδιο για την
εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων είναι το Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται
για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη
του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού
Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της
Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο
ανώτατων αυτών δικαστηρίων, ενώ προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό δικαστής
από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν. Στο πλαίσιο του Ειδικού
Δικαστηρίου συγκροτείται για κάθε υπόθεση 5μελές Δικαστικό Συμβούλιο,
ορίζεται από τα μέλη του ο Ανακριτής, και η προδικασία λήγει με την έκδοση
βουλεύματος. Καθήκοντα Εισαγγελέα στο Δικαστικό Συμβούλιο και στο Ειδικό
Δικαστήριο ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί
με τον αναπληρωτή του. Μαζί με το μέλος της Κυβέρνησης, που παραπέμπεται
ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι.

115
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Α. ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ

άρθρο 31
α. ελληνική ιθαγένεια, τουλάχιστον πέντε ετών πριν την εκλογή του
β. ελληνική καταγωγή από πατέρα ή μητέρα (εκ γενετής)
γ. τουλάχιστον σαράντα ετών
δ. νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν

Β. ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ

α. άρθρο 30 παρ.5
οριστικό κώλυμα: ο αριθμός των θητειών
Απαγορεύεται η παραμονή στο αξίωμα του αρχηγού του κράτους για χρόνο
μεγαλύτερο των δύο θητειών (άρθρο 30 παρ.1 : η θητεία είναι 5ετής).

β. άρθρο 32 –ερμηνευτική δήλωση


προσωρινό κώλυμα: όταν παραιτειται πριν από τη λήξη της πρώτης θητείας του
απαγορεύεται να λάβει μέρος ΜΟΝΟ στην διαδικασία εκείνη της εκλογής
Προέδρου, που ακολουθεί αμέσως μετά την παραίτησή του και
προξενήθηκε εξαιτίας της παραίτησής του. Εννοείται ότι μπορεί να είναι
υποψήφιος οποτεδήποτε στο μέλλον.

Γ. ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΕΚΛΕΓΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

άρθρο 32 παρ.1 Σ.

Στην Ελλάδα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκλέγει η Βουλή (έμμεση


εκλογή). Η ρύθμιση αυτή είναι χαρακτηριστική για αμιγές κοινοβουλευτικό
πολίτευμα, όπου η Κυβέρνηση εξαρτάται μόνο από τη Βουλή και ο αρχηγός του
κράτους έχει περιορισμένες αρμοδιότητες.
Πολλές φορές έχει διατυπωθεί η πρόταση εντός του Κοινοβουλίου σε
διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά και εκτός Κοινοβουλίου από

116
θεωρητικούς του Συνταγματικού Δικαίου, να εκλέγεται ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα.
Πρόταση για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό
σώμα περιείχε η Αιτιολογική Έκθεση του ΣΥΡΙΖΑ (5.11.2018) στην προτείνουσα
Βουλή: «Προτείνουμε την τροποποίηση της παραγράφου 4 του άρθρου 32,
προκειμένου να αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη
διάλυση της Βουλής. Η διάλυση της Βουλής αποτελεί κορυφαία στιγμή στη
λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο
μιας πολιτικής απόφασης και όχι την παράπλευρη συνέπεια της αποτυχίας άλλων
διαδικασιών. Άλλωστε, η πάγια εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος
(προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 54) καθιστά περιττή κάθε «τεχνητή»
πρόκληση κυβερνητικής αστάθειας. Προτείνουμε λοιπόν, αν μετά από τρεις
ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκεντρωθεί η
απαιτούμενη πλειοψηφία (των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των
βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες και των τριών πέμπτων στην τρίτη), να
μην διαλύεται η Βουλή, αλλά οι ψηφοφορίες να επαναλαμβάνονται ανά μήνα
μέχρις ότου επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση
εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής. Με τον τρόπο αυτόν θα
μπορούν να διενεργηθούν άλλες τέσσερις (4), δηλαδή μέχρι και επτά (7)
συνολικά ψηφοφορίες στη Βουλή. Μετά την παρέλευση του εξαμήνου και εφόσον
σε καμία από τις ψηφοφορίες αυτές δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη
πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται από το λαό, δηλαδή
με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν
εκλογικό δικαίωμα, οι οποίοι θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο
προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία. Εκτελεστικός
νόμος θα καθορίζει ειδικότερα τη διαδικασία της άμεσης εκλογής Προέδρου από
το λαό. Κατά το διάστημα μέχρι την εκλογή νέου Προέδρου εξακολουθεί να ασκεί
τα καθήκοντά του ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει η
παράγραφος 6 του άρθρου 32.»38
Η πρόταση για εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και από το εκλογικό
σώμα απορρίφθηκε στην Αναθεωρητική Βουλή.

Δ. Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

άρθρο 32 Σ. μετά την αναθεώρηση 2019

38
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚH EΚΘΕΣΗ στην πρόταση του Προέδρου και Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ
για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος
και 119 του Κανονισμού της Βουλής Προς τη Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2018.
117
Ο Πρόεδρος εκλέγεται για πλήρη θητεία (5 ετών) και αναλαμβάνει τα
καθήκοντά του την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου
Προέδρου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις αναλαμβάνει από την επομένη της
εκλογής του [άρθρο 33 παρ.1 Σ.].

1. Το δικαίωμα πρότασης υποψηφίων


Το Σύνταγμα δεν ορίζει ποιος προτείνει υποψήφιο για το αξίωμα του
αρχηγού του κράτους. Ο Κανονισμός της Βουλής στο άρθρο 140 παρ.5 ΚτΒ ορίζει
ότι δικαίωμα πρότασης υποψηφίου έχουν μόνο οι κοινοβουλευτικές ομάδες. Η
ομάδα των ανεξαρτήτων μπορεί να προτείνει όποιον συγκέντρωσε τις
περισσότερες υποδείξεις των μελών της.
Η ρύθμιση αυτή του ΚτΒ περιορίζει υπερβολικά τα δικαιώματα των
βουλευτών, αφού τους στερεί το δικαίωμα να προτείνουν υποψήφιο, χωρίς να
τεκμαίρεται η βούληση του συντακτικού νομοθέτη για κάτι τέτοιο. Για τον λόγο
αυτό έχει υποστηριχθεί ότι αυτή η ρύθμιση του Κανονισμού είναι αντίθετη προς
το Σύνταγμα. Το πρόβλημα της υπερενίσχυσης των κοινοβουλευτικών ομάδων,
σε βάρος των βουλευτών ατομικώς, αποτελεί γενικότερο χαρακτηριστικό του
ΚτΒ, ο οποίος με τον τρόπο αυτό επιδιώκει την αποτελεσματικότητα της
κοινοβουλευτικής δράσης.

2. Ο χρόνος εκλογής
Το άρθρο 32 παρ.1 ορίζει ότι η εκλογή του νέου Προέδρου διεξάγεται έναν
τουλάχιστον μήνα πριν λήξει η θητεία τού εν ενεργεία Προέδρου.
Εάν η Βουλή είναι απούσα (δηλ. δεν βρίσκεται σε τακτική σύνοδο), τότε
συγκαλείται εκτάκτως. Εάν η Βουλή έχει διαλυθεί, τότε η εκλογή Πρόεδρου της
Δημοκρατίας αναβάλλεται για να συγκροτηθεί η νέα Βουλή σε σώμα και η εκλογή
γίνεται μέσα σε είκοσι μέρες από την συγκρότησή της [άρθρο 32 παρ.5].

3. Η διαδικασία εκλογής
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με ονομαστική (συνεπώς φανερή)
ψηφοφορία σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής.
Πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 η ψηφοφορία ήταν μυστική. Η
παραβίαση της μυστικότητας κατά την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 1985
οδήγησε στην τροποποίηση της διαδικασίας, ώστε να αποφεύγεται η απαξίωση
του Συντάγματος. Η αρνητική πλευρά της φανερής ψηφοφορίας είναι το
ενδεχόμενο άσκησης πιέσεων στους βουλευτές από τις κομματικές τους ηγεσίες.

118
Δεν προβλέπεται προθεσμία για την υποβολή προτάσεων υποψηφίων.
Συνεπώς, προτάσεις υποψηφίων μπορούν να υποβάλλουν οι κοινοβουλευτικές
ομάδες μέχρι την έναρξη της ειδικής συνεδρίασης και πριν από κάθε ψηφοφορία,
με εξαίρεση την έκτη και τελευταία ψηφοφορία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, απαγορεύεται τόσο η συζήτηση
πριν την εκλογή του Προέδρου (άρθρο 140 παρ.4 ΚτΒ), όσο και η αιτιολόγηση
της ψήφου (άρθρο 140 παρ.6, προτελ. εδ.).
Αναλόγως της δύναμης των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και του
συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, η εκλογή μπορεί να κλιμακωθεί από μία
έως πέντε φάσεις, ανά 5 ημέρες.
• 1η φάση: εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τα 2/3, δηλ. 200 βουλευτές.
• 2η φάση: εάν δεν υπάρξει εκλογή ακολουθεί δεύτερη ψηφοφορία
πέντε ημέρες μετά την πρώτη, όπου απαιτούνται πάλι τα 2/3, δηλ. 200
βουλευτές.
• 3η φάση: εάν η προηγούμενη ψηφοφορία αποβεί άκαρπη, η
ψηφοφορία επαναλαμβάνεται πέντε μέρες μετά και εκλέγεται ο
υποψήφιος που συγκεντρώνει τα 3/5 των 300, δηλ. 180 βουλευτές.
• 4η φάση: Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη
αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από 5
ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που
συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών (151/300).
• 5η φάση: Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ύστερα από 5 ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την σχετική πλειοψηφία. Σε
περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος
που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην 1η φάση
(πρώτη ψηφοφορία που απαιτούσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του
συνολικού αριθμού των βουλευτών),

Αν η Βουλή δεν βρίσκεται σε τακτική σύνοδο (είναι απούσα), συγκαλείται


εκτάκτως σε ειδική σύνοδο για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.39
Αν η Βουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της
Δημοκρατίας αναβάλλεται ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή και
προχωρά στην εκλογή μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο, από την συγκρότησή
της.

39
Βλ. ανωτέρω για τις συνόδους της Βουλής.
119
Αν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη
Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά την
λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος.
Δεν υπάρχει τρόπος δικαστικού ελέγχου της εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας, αφού δεν προβλέπεται αντίστοιχο δικαιοδοτικό όργανο. Η Ελλάδα
δεν διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο που θα είχε ενδεχομένως μία τέτοια
αρμοδιότητα και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ελέγχει την εσωτερική
διαδικασία της Βουλής (interna corporis).
Το Σύνταγμα προβλέπει την «κύρωση» του Προέδρου της Δημοκρατίας που
παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του: δεν μπορεί να λάβει μέρος στην
εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του (ερμηνευτική δήλωση του
άρθρου 32). Μπορεί βεβαίως να εκλεγεί οποτεδήποτε άλλοτε στο μέλλον.

Ε. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1. Ο ΠτΔ έχει μόνον όσες αρμοδιότητες του απονέμει το Σύνταγμα


Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας απαριθμούνται κατά
τρόπο περιοριστικό στο Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να συναχθούν
ερμηνευτικά και άλλες αρμοδιότητες πέραν αυτών που ρητά καταγράφονται στο
Σύνταγμα. Το άρθρο 50 Σ., που θεσπίζει το τεκμήριο αρμοδιότητας σύμφωνα με
την δημοκρατική αρχή, προβλέπει: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες
αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που
είναι σύμφωνοι με αυτό.”
Η αναφορά του άρθρου 50 είναι η τυπική αποτύπωση του δημοκρατικού
πολιτεύματος, είτε ο αρχηγός του κράτους είναι βασιλιάς (βασιλευόμενη
κοινοβουλευτική δημοκρατία, είτε είναι εκλεγμένος (προεδρευόμενη
κοινοβουλευτική δημοκρατία ή προεδρικη δημοκρατία, δηλ. republic-
ρεπουμπλικανικό πολίτευμα). Στα μοναρχικά πολιτεύματα, το τεκμήριο
αρμοδιότητας ανήκει στον μονάρχη.

2. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων του από τον ΠτΔ


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους. Κατά την
άσκηση των αρμοδιοτήτων του ισχύει η αρχή του “πολιτικώς ανεύθυνου” του
Προέδρου της Δημοκρατίας και ο, συναφής με την αρχή αυτή, κανόνας της
προσυπογραφής, σύμφωνα με τον οποίον ο προσυπογράφων Υπουργός
καθίσταται υπεύθυνος [άρθρο 35 Σ.]. Αυτό σημαίνει ότι καμία πράξη του

120
Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται εάν δεν υπογράψει ο αρμόδιος, κάθε φορά,
Υπουργός ή Υπουργοί, πλην όσων ρητά ορίζει το Σύνταγμα.
Υπό την οπτική των ανωτέρω ερμηνεύουμε το άρθρο 26 παρ.2 Σ., όπου
ορίζεται πως η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. Η σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας
δεν σημαίνει σύμπραξη στην πολιτική απόφαση, δηλ. στην πολιτική επιλογή που
υποκρύπτει κάθε νομική πράξη (συνήθως διάταγμα), αλλά σύμπραξη στον νόμιμο
τύπο. Στον τυπικό νόμο η σύμπραξη του ΠτΔ αποτυπώνεται στην έκδοση και
δημοσίευση του νόμου.

3. Κατηγορίες αρμοδιοτήτων του ΠτΔ


Οι αρμοδιότητες του ΠτΔ κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
i. αρμοδιότητες νομοθετικής φύσης (κατωτέρω υπό i.)
ii. αρμοδιότητες εκτελεστικής φύσης (κατωτέρω υπό ii.)
iii. αρμοδιότητες δικαστικής φύσης (κατωτέρω υπό iii.)
iv. αρμοδιότητες ρυθμιστικές, δηλ. όσες σχετίζονται με τη λειτουργία
του πολιτεύματος (κατωτέρω υπό iv.)
v. αρμοδιότητες που δεν απαιτούν την υπουργική προσυπογραφή
(κατωτέρω υπό v.)

i. Αρμοδιότητες Νομοθετικής Φύσης


α. Έκδοση και δημοσίευση των νόμων [άρθ. 42 παρ.1 εδ.α]
Ο ΠτΔ ασκεί αυτές τις αρμοδιότητες ως παράγων της εκτελεστικής
λειτουργίας. Το Σύνταγμα εκ παραδρομής αναφέρεται σε «νόμους που έχουν
ψηφιστεί από τη Βουλή», το σωστό είναι «νομοσχέδια που έχουν ψηφιστεί από
τη Βουλή» (έτσι, ορθά, αναφέρεται στην παρ.2 του άρθρου 42). Νόμος (ενν.
τυπικός νόμος) υφίσταται μόνο όταν το ψηφισμένο νομοσχέδιο ή η ψηφισμένη
πρόταση νόμου εκδίδεται και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η έκδοση και δημοσίευση σημαίνουν ότι ο Πρόεδρος ελέγχει την
πιστότητα του κειμένου που του διαβιβάζεται, σε σχέση με το κείμενο που
ψηφίστηκε από την Βουλή· ελέγχει δηλ. ενδεχόμενες τυπογραφικές αβλεψίες. Η
έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων
γίνονται ταυτόχρονα και δηλώνουν την πράξη του ΠτΔ με την οποία ο Πρόεδρος
διατάσσει την καταχώριση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με άλλα
λόγια, η δημοσίευση είναι η εντολή να δημοσιευθεί ο νόμος στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και να αποκτήσει, έτσι, υπόσταση.
Η έκδοση και δημοσίευση του νόμου αποτελούν δέσμια (τυπική)
αρμοδιότητα του Προέδρου, δηλαδή υποχρεούται να προβεί σε αυτές, με μόνη

121
εξαίρεση όταν κρίνει ότι υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας οπότε αναπέμπει
το ψηφισμένο νομοσχέδιο στη Βουλή.

β. Αναπομπή νόμου ψηφισμένου από την Βουλή [άρθ.42 παρ.1 εδ.β]


Ο ΠτΔ ασκεί αυτή την αρμοδιότητα ως παράγων της νομοθετικής
λειτουργίας. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος έχει την δυνατότητα να αναπέμπει στην
Ολομέλεια της Βουλής ψηφισμένο νομοσχέδιο (ή ψηφισμένη πρόταση νόμου),
μέσα σε έναν μήνα από την ψήφισή του, εκθέτοντας και τους λόγους της
αναπομπής. Στην περίπτωση της αναπομπής ο Πρόεδρος ελέγχει κατά πόσον το
ψηφισμένο νομοσχέδιο ή ψηφισμένη πρόταση νόμου είναι συνταγματικό/ή.
Δηλαδή, στην περίπτωση που κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικό αρνείται να
προχωρήσει στην έκδοση και δημοσίευση και ασκεί το δικαίωμα αρνησικυρίας
(veto) που διαθέτει. Η ευχέρεια εναντίωσης που διαθέτει ο ΠτΔ σημαίνει ότι η
Ολομέλεια της Βουλής οφείλει να εξετάσει εκ νέου το νομοσχέδιο ή την πρόταση
νόμου που είχε αναπεμφθεί Αν το/την επαναψηφίσει με την απόλυτη πλειοψηφία
του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές), τότε ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας υποχρεούται να εκδώσει τον νόμο, ο οποίος δημοσιεύεται μέσα σε
δέκα ημέρες από την επιψήφισή του. Συνεπώς το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto)
που διαθέτει ο Έλληνας ΠτΔ είναι μόνο αναβλητικό. Δεν είναι δυνατή η εκ νέου
αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που επιψηφίστηκε από
την Βουλή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιά συνταγματικότητα ελέγχει ο ΠτΔ: την
τυπική συνταγματικότητα (δηλαδή τον έλεγχο των τυπικών εσωτερικών
στοιχείων του νόμου, συνεπώς την τήρηση των κανόνων συζήτησης και ψήφισης
του νομοσχεδίου από ην Βουλή) ή και την ουσιαστική συνταγματικότητα
(δηλαδή την συμφωνία συγκεκριμένων διατάξεων του νομοσχεδίου προς το
Σύνταγμα). Όλοι συμφωνούν για τον έλεγχο της τυπικής συνταγματικότητας,
διχάζονται όμως ως προς το εάν ο ΠτΔ διαθέτει το δικαίωμα να ελέγχει
ψηφισμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου επί της ουσίας των διατάξεών του.
Περισσότερο αποδεκτή φαίνεται, πάντως, να είναι η άποψη ότι ο ΠτΔ μπορεί να
αναπέμπει νομοσχέδια ή προτάσεις νόμων σε κάθε περίπτωση
αντισυνταγματικότητας, τόσο της τυπικής όσο και της ουσιαστικής.

γ. Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων [άρθρο 26 παρ.1 και 43]


• Αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα [άρθρο 43 παρ.1 Σ.] με ισχύ κατώτερη
του τυπικού νόμου. Η αρμοδιότητα του ΠτΔ προέρχεται απευθείας από το
Σύνταγμα (άρα δεν απαιτείται εξουσιοδότηση από την Βουλή).
Αποκλειστικός σκοπός αυτών των διαταγμάτων είναι η ανάγκη της

122
εκτέλεσης νόμου.
• Μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα ειδικής νομοθετικής
εξουσιοδότησης (άρθρο 43 παρ.2 εδ.α Σ.] με ισχύ τυπικού νόμου.
• Μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα γενικής νομοθετικής
εξουσιοδότησης [άρθρο 43 παρ.4 Σ.] με ισχύ τυπικού νόμου.

Τα κανονιστικά διατάγματα υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του


Συμβουλίου της Επικρατείας.

δ. Έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου [άρθρο 44 παρ.1]


Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας εκδίδονται
σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις απρόβλεπτης ανάγκης, κυρώνονται από
την Βουλή και έχουν ισχύ τυπικού νόμου. Και αυτές υπόκεινται σε αίτηση
ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ε. Θέση σε ισχύ του νόμου για κατάσταση πολιορκίας [άρθρο 48] και
έκδοση κανονιστικών πράξεων έκτακτης ανάγκης
Κατάσταση πολιορκίας μπορεί να κηρυχθεί :
• Σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων
• Σε περίπτωση επιστράτευσης λόγω “άμεσης απειλής της εθνικής
ασφάλειας”
• Σε περίπτωση εκδήλωσης ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του
δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η πρωτοβουλία για την κήρυξη σε κατάσταση ανάγκης ανήκει στην Κυβέρνηση,
η δε απόφαση λαμβάνεται από την Βουλή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι
απλώς διεκπεραιωτής της απόφασης της Βουλής, μέσω της δημοσίευσής της στο
ΦΕΚ.
Η λήψη των μέτρων, που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της
κατάστασης ανάγκης, προϋποθέτει πρόταση της Κυβέρνησης και έγκριση από
την Βουλή. Σε περίπτωση απουσίας της Βουλής, ή αν υπάρχει αντικειμενική
αδυναμία σύγκλησή της, τα απαιτούμενα μέτρα λαμβάνονται με προεδρικό
διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στην περίπτωση αυτή (αν απουσιάζει η Βουλή, δηλ. δεν βρίσκεται σε
τακτική σύνοδο), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει διάταγμα με το οποίο
τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας (άρθ. 48 παρ.2 Σ.)
και στην συνέχεια εκδίδει κανονιστικές πράξεις έκτακτης ανάγκης (άρθ. 48
παρ.5). Οι πράξεις αυτές έχουν ιδιαίτερη ισχύ, παραμερίζουν κάθε αντίθετο
προγενέστερο τυπικό νόμο και μπορούν να περιέχουν ρυθμίσεις αντίθετες προς
τις διατάξεις του Συντάγματος που έχουν πλέον ανασταλεί.
123
στ. Προκήρυξη νομοθετικού δημοψηφίσματος για ψηφισμένα
νομοσχέδια που αφορούν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα [άρθ. 44 παρ.2
εδ.β]

ii. Αρμοδιότητες Διοικητικής Φύσης


• Έκδοση ατομικών διαταγμάτων [άρθρο 26 παρ.2]
• Διορισμός και παύση των δημοσίων υπαλλήλων [άρθρο 46 παρ.1] και
των δικαστικών λειτουργών [άρθρο 88 παρ.1]
• Η συμβολική αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων, την διοίκηση των οποίων
ασκεί η Κυβέρνηση [άρθρο 45].
• Η απονομή παρασήμων [άρθρο 46 παρ.2]
• Η διεθνής εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους, η συνομολόγηση
συνθηκών ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής
σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις καθώς και η αρμοδιότητα κήρυξης
πολέμου [άρθρο 36]. Να σημειωθεί ότι η κήρυξη επιθετικού πολέμου
προσκρούει στο άρθρο 2 παρ.4 του Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος προβλέπει
μόνο την δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος άμυνας, άρθρο 51 του
Χάρτη του ΟΗΕ, είτε χρήσης βίας για την αποκατάσταση της διεθνούς
ειρήνης και ασφάλειας κατ’ εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,
άρθρα 42 και 53 του Χάρτη του ΟΗΕ.

iii. Αρμοδιότητες Δικαστικής Φύσης


Αρμοδιότητα δικαστικής φύσης είναι η απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας [άρθρο 47 παρ.1]. Ο Πρόεδρος παρεμβαίνει στην δικαστική
λειτουργία με την δυνατότητα που έχει να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις
ποινές που επιβάλλονται από τα δικαστήρια και επίσης να αίρει τις οποιεσδήποτε
συνέπειες των ποινών που έχουν επιβληθεί ή εκτιθεί. Για την άσκηση της
αρμοδιότητας αυτής απαιτείται πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη
του Συμβουλίου Χαρίτων.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να απονέμει χάρη σε Υπουργούς που
έχουν καταδικασθεί σύμφωνα με το άρθρο 86, μόνο με την συγκατάθεση της
Βουλής [άρθρο 47 παρ.2].
Με την χάρη ανατρέπεται ή αναστέλλεται, μερικά ή ολικά, η ποινή που
επιβλήθηκε σε βάρος ορισμένου προσώπου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Η χάρη έχει προσωπικό χαρακτήρα, αντίθετα με την αμνηστία, που έχει γενικό
και αφηρημένο χαρακτήρα και αποτελεί κατ’ ουσίαν νομοθετική πράξη, η οποία
παρέχεται από την Βουλή μόνο για πολιτικά εγκλήματα και με απόφαση των
124
τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλ. 180 βουλευτών επί των
300.

iv. Ρυθμιστικές αρμοδιότητες (που αφορούν τη λειτουργία του


πολιτεύματος)
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος. Οι
αρμοδιότητες που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα είναι εκείνοι οι χειρισμοί
που διεκπεραιώνουν την βούληση είτε του Εκλογικού Σώματος, είτε της Βουλής,
είτε της Κυβέρνησης, με στόχο την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως
την ορίζει το Σύνταγμα. Αυτές οι πράξεις δεν εντάσσονται στην κλασική τριμερή
διάκριση των εξουσιών. Για την άσκηση των περισσότερων από αυτές τις
αρμοδιότητες, ο Πρόεδρος δημοσιεύει ρυθμιστικά διατάγματα [άρθρο 30 παρ.1].
• Η ανάθεση διερευνητικών εντολών για να διακριβωθεί η δυνατότητα
σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της
Βουλής [άρθ. 37 παρ.2, 3, 4].
• Ο διορισμός Πρωθυπουργού, Υπουργών, Υφυπουργών [άρθ. 37
παρ.1].
• Η απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της [άρθ. 38 παρ.1],
αν αυτή παραιτηθεί ή αν χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
• Η σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο [άρθ. 40 παρ.1 εδ.α].
• Η κήρυξη της έναρξης και της λήξης κάθε βουλευτικής περιόδου [άρθ.
40 παρ.1 εδ.β] εφ’ όσον ο ΠτΔ επιθυμεί να το πράξει αυτοπροσώπως,
αλλιώς τελείται από τον Πρωθυπουργό
• Η αναστολή των εργασιών της Βουλής [άρθ. 40 παρ.2, 3] το ανώτερο
επί τριάντα ημέρες.
• Η διάλυση της Βουλής [άρθ.41 παρ.1, 2] και η προκήρυξη εκλογών
[άρθ.41 παρ.3]
• Η προκήρυξη δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα [άρθρο 44
παρ.2 εδ.α]
• Η ευχέρεια του ΠτΔ να απευθύνει διαγγέλματα σε εντελώς εξαιρετικές
περιστάσεις, με δική του πρωτοβουλία και με την σύμφωνη γνώμη και
την προσυπογραφή του Πρωθυπουργού [άρθρο 44 παρ.3].

v. Αρμοδιότητες που δεν απαιτούν προσυπογραφή


Στο άρθρο 35 παρ.2 Σ. θεσπίζονται, περιοριστικά, ορισμένες πράξεις που
εξαιρούνται από τον κανόνα της προσυπογραφής. Οι πράξεις για τις οποίες δεν
απαιτείται προσυπογραφή είναι οι εξής:
i) Ο διορισμός Πρωθυπουργού

125
ii) Η ανάθεση διερευνητικών εντολών
iii) Η διάλυση της Βουλής κατά τα άρθρα 37 παρ.4, 41 παρ.1, 53 παρ.1.
Ειδικότερα, όταν η Κυβέρνηση απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της
(λόγω παραίτησης ή καταψήφισης), εάν ο Πρωθυπουργός δεν
προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που ασκεί “δέσμια” αρμοδιότητα, δηλ. δεν
έχει διακριτική ευχέρεια να πράξει αλλιώς. Το ίδιο συμβαίνει όταν
διαλύεται η Βουλή και ο Πρωθυπουργός αρνείται να προσυπογράψει το
διάταγμα διάλυσης καθώς και όταν λήγει η τετραετής θητεία της Βουλής
και το Υπουργικό Συμβούλιο αρνείται να προσυπογράψει το προεδρικό
διάταγμα που πιστοποιεί την λήξη της βουλευτικής περιόδου.
iv) Η αναπομπή νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφισθεί από την
Βουλή
v) Ο διορισμός του προσωπικού των υπηρεσιών της προεδρίας της
δημοκρατίας.

ΣΤ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ (status) ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ο Πρόεδρος δίδει όρκο ενώπιον της Βουλής προτού αναλάβει τα


καθήκοντά του [άρθ. 33].

1. Τα ασυμβίβαστα προς το αξίωμα


Το άρθρο 30 παρ.2 ορίζει ότι το αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο
με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.

2. Διάρκεια και λήξη της θητείας


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται για περίοδο πέντε ετών [άρθ. 30
παρ.1]. Κατ’ εξαίρεση η θητεία λήγει πρόωρα (νωρίτερα) σε περίπτωση
απώλειας του προεδρικού αξιώματος, δηλ. στις εξής περιπτώσεις [άρθ. 32 παρ.1
εδ.β] :
• Αν αποβιώσει.
• Αν παραιτηθεί.
• Αν κηρυχθεί έκπτωτος, δηλ. εάν καταδικαστεί εξαιτίας εσχάτης προδοσίας
ή εκ προθέσεως παραβίασης του Συντάγματος.
• Αν περιέλθει σε οριστική αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντά του [άρθ.34
παρ.2 Σ. και 151 ΚτΒ]. Η συνεδρίαση της Βουλής είναι μυστική και η
ψηφοφορία ονομαστική.

126
3. Η αναπλήρωση του ΠτΔ
Την αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για όλες τις περιπτώσεις
που δεν ασκεί τα καθήκοντά του (θάνατος, αποδημία άνω 10 ημερών,
παραίτηση, έκπτωση) ρυθμίζει το άρθρο 34.
Η αναπλήρωση γίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής. Εάν δεν υπάρχει
Βουλή, δηλ. εάν έχει διαλυθεί, τότε αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο της
τελευταίας Βουλής. Εάν αυτός δεν υπάρχει ή αρνείται, τότε αναπληρώνεται
συλλογικά από την κυβέρνηση. Ερμηνευτικά συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της
Βουλής, αντίθετα από τον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, δεν δικαιούται να
αρνηθεί την αναπλήρωση.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να προβεί σε
διάλυση της Βουλής. Επίσης, ο αναπληρωτής Πρόεδρος δεν μπορεί να
προκηρύξει δημοψήφισμα.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος μπορεί να διορίσει Πρωθυπουργό, σύμφωνα με
το άρθρο 38 παρ.2 και την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 38.

Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Το Σύνταγμα, στον καθορισμό της ποινικής ευθύνης του Προέδρου, κάνει


διάκριση μεταξύ πράξεων κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πράξεων
που δεν σχετίζονται με το αξίωμά του [άρθ.49]. Για τις πράξεις κατά την άσκηση
των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος ευθύνεται μόνο για εσχάτη προδοσία ή για εκ
προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος.40
Εσχάτη προδοσία υπάρχει όταν ο Πρόεδρος, χρησιμοποιώντας την
ιδιότητά του και τις εξουσίες που του παρέχονται από το Σύνταγμα, κατέλυσε ή
μετέβαλε ή προσπάθησε να καταλύσει με την βία το πολίτευμα της χώρας.
Εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος υπάρχει όταν ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας προβαίνει ηθελημένα σε έκδοση πράξης, σε ενέργεια ή σε
παράλειψη, που είναι αντίθετη με επιτακτική διάταξη του Συντάγματος, από
αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες που ασκεί ο Πρόεδρος ατομικά και
χωρίς διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια την σοβαρή διατάραξη της λειτουργίας
του πολιτεύματος.
Η ευθύνη του Προέδρου για τις ανωτέρω πράξεις είναι πολιτική, αστική
και ποινική. Η πολιτική ευθύνη, δηλ. η έκπτωση από το αξίωμα, συνάγεται από
τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1 εδ.β και 49 παρ.4. Η ποινική και αστική
ευθύνη προκύπτει από το άρθρο 49.

40
Βλ. εκτελεστικό νόμο 265/1976.
127
Για τις πράξεις που δεν σχετίζονται με το λειτούργημά του, ο Πρόεδρος
έχει πλήρη ευθύνη. Η δίωξη όμως αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα
κατέχει το αξίωμα.
Τη διαδικασία της παραπομπής, της εκδίκασης και της καταδίκης ή της
απαλλαγής του Προέδρου ορίζουν τα άρθρα 49 και 86 του Συντάγματος.

Η. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας απονέμεται ο χαρακτηρισμός του


“ρυθμιστή του πολιτεύματος”, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ.1. Η άσκηση των
αρμοδιοτήτων του οφείλει να γίνεται κατά τρόπο που να δείχνει αμεροληψία
έναντι των πολιτικών κομμάτων και αυτοπεριορισμό σε ζητήματα που άπτονται
της κυβερνητικής πολιτικής.

Θ. Η ΕΥΡΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ (1986)

Η μορφή του πολιτεύματος που θεσπίζει το ισχύον Σύνταγμα είναι αυτή


της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Το ζήτημα του αιρετού ή
μη αρχηγού του κράτους ρυθμίστηκε οριστικά μετά την κατάρρευση της
δικτατορίας (24.7.1974), με το δημοψήφισμα της 8.12.1974, και αποτυπώθηκε
στο άρθρο 1 παρ.1 Σ.
Το εύρος των προεδρικών αρμοδιοτήτων αποτέλεσε το αντικείμενο της
αναθεώρησης του 1986, κατά την οποία αυτές μειώθηκαν δραστικά. Η
αναθεώρηση κινήθηκε προς την κατεύθυνση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα
του πολιτεύματος, αίροντας ρυθμίσεις που ενίσχυαν υπερβολικά τον
πολιτευματικό ρόλο του αρχηγού του κράτους, χωρίς όμως να επιτύχει την
ενδυνάμωση του Κοινοβουλίου. Προκάλεσε, έτσι, την ενίσχυση του
πρωθυπουργο-κεντρικού στοιχείου του πολιτεύματος, ανατρέποντας κάθε
αντίβαρο στην πολιτική εξουσία του Πρωθυπουργού.

Ι. ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974 (Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία)

1. Μιχαήλ Μεταβατικός
18.12.1974
Στασινόπουλος Πρόεδρος 1η ψηφοφορία 206 υπέρ
Πρόταση ΝΔ
2. Κωνσταντίνος
Τσάτσος 19.6.1975 Πρόταση ΝΔ 1η ψηφοφορία 210 υπέρ

128
3. Κωνσταντίνος 5.5.1980 1η ψηφοφορία 179 υπέρ
Πρόταση Ν.Δ.
Καραμανλής (10.3.1985 2η ψηφοφορία 181 υπέρ
* 1η θητεία
παραιτείται) 3η ψηφοφορία 183 υπέρ
Ιωάννης Ορίστηκε αναπληρωτής
Αλευράς ΠτΔ (ως Πρόεδρος της
10.3.1985 Προσωρινός
Βουλής) μετά την
Πρόεδρος
παραίτηση του Κ.
Καραμανλή
4. Χρήστος 1η ψηφοφορία 178 υπέρ
29.3.1985 Πρόταση
Σαρτζετάκης 2η ψηφοφορία 181 υπέρ
ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ
3η ψηφοφορία 180 υπέρ
5. Κωνσταντίνος Μετά τη διάλυση της
Πρόταση Ν.Δ.
Καραμανλής 4.5.1990 Βουλής λόγω μη εκλογής
* 2η θητεία
ΠτΔ, εκλέγεται στην 2η
ψηφοφορία με 153 υπέρ
6. Κωστής Πρόταση ΠολΑν
10.3.1995
Στεφανόπουλος και ΠΑΣΟΚ 3η ψηφοφορία 181 υπέρ
* 1η θητεία
7. Κωστής Πρόταση ΝΔ και
12.3.2000
Στεφανόπουλος ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 269 υπέρ
* 2η θητεία
8. Κάρολος Πρόταση ΝΔ,
12.3.2005
Παπούλιας ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 279 υπέρ
* 1η θητεία
9. Κάρολος Πρόταση ΝΔ,
13.3.2010
Παπούλιας ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ 1η ψηφοφορία 266 υπέρ
* 2η θητεία
10. Προκόπης Μετά τη διάλυση της
Παυλόπουλος 13.3.2015 Πρόταση Βουλής λόγω μη εκλογής
ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ΠτΔ , εκλέγεται στην 1η
ψηφοφορία με 233 υπέρ
11. Κατερίνα
Σακελλαροπούλου 22.1.2020 Πρόταση ΝΔ 1η ψηφοφορία 261 υπέρ

Από το 1974 έως σήμερα έχουν εκλεγεί σε 11 εκλογές ΠτΔ οκτώ πρόσωπα.

129
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2019

Το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα, που προέκυψε από την Αναθεωρητική Βουλή


του 2019 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 211/Α’/24.12.2019:

«Έχοντας υπόψη:
Τη Β’ παράγραφο του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.
παραγγέλλουμε:
να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ολόκληρο το κείμενο του
Συντάγματος, όπως μεταφέρθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Β’ Ψήφισμα της 6ης
Μαρτίου 1986 της ΣΤ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και όπως
αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων, το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων και το Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ
187/Α’/28.11.2019, το οποίο έχει ως εξής:»

Η αναθεώρηση του Συντάγματος συνιστά πολιτική διαδικασία που στηρίζεται σε


αυστηρούς συνταγματικούς (ουσιαστικούς και δικονομικούς) κανόνες. Για την
κατανόηση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην πράξη, βάσει του άρθρου
110 Σ. ακολουθεί η περιγραφή της πρόσφατης τέταρτης αναθεώρησης.

Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑ ΒΟΥΛΗ

Α. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ο. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Στις 2 Νοεμβρίου 2018 κατατέθηκε η πρόταση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την
συνταγματική αναθεώρηση.41

«Αιτιολογική έκθεση

41
Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/el/syntagmatikianatheorisi
130
Γενικά
Η συνταγματική αναθεώρηση συνιστά κεντρική στιγμή στη λειτουργία του
πολιτεύματος, ειδικά προκειμένου για αυστηρά Συντάγματα, όπως το ελληνικό.
Αποσκοπεί όχι μόνο να διορθώσει ατέλειες, αστοχίες και δυσλειτουργίες ως προς
την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά κυρίως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα
ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πραγματικό σύνταγμα, η
εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου στην πολιτική πράξη.
Η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και η μετάβαση σε μια
νέα ιστορική φάση, μας υποχρεώνει να αφοσιωθούμε στις μεγάλες θεσμικές τομές
και μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την
εμβάθυνση της δημοκρατίας, την προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, την
προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, τον απαραίτητο θεσμικό
εκσυγχρονισμό.
Μια προσπάθεια που εκκινήσαμε ήδη από το 2015, ενισχύοντας την
κοινοβουλευτική διαδικασία και προχωρώντας σε σειρά θεσμικών παρεμβάσεων,
παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη
της αυστηρής επιτροπείας.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές και
αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και
κατοχυρώνοντας, όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική ισότητα της
ψήφου.
Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νομοθετημάτων για τη διεύρυνση των
ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων,
κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών
ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις
συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Όλα αυτά ήταν βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και
απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά και λαϊκά αιτήματα. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος όμως δεν συγκεφαλαιώνει απλώς, αλλά προωθεί περαιτέρω, ώριμες
και αναγκαίες προοδευτικές τομές, τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο όμως και για την εμβάθυνση της
δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Βασικός στόχος της αναθεώρησης, είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες
προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό
σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η
ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του
νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες.

Από τη μια μεριά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες
παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας οργάνωσης -μη οργάνωσης- που δεν
ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Αλλά αντίθετα, αποτελούσε πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και
διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση:
• για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό
προσωπικό,
• τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη
βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού
• για την ανοχή, σε τελική ανάλυση, της γενικευμένης φοροδιαφυγής που
λειτούργησε και ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
131
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα.
Έφερε στο προσκήνιο με ένταση, λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της ίδιας
της δημοκρατίας. Και τέλος, μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι
η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και
ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Tα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, έπληξαν τον πυρήνα της
οικονομικής κυριαρχίας της χώρας μας. Απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης
και πολιτικούς φορείς. Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όχι μόνο στο
πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία. Και όλα αυτά συνέβησαν σε
συνθήκες μετασχηματισμών του κράτους, των θεσμών και των δομών του.
Μετασχηματισμών που έχουν ήδη οδηγήσει σε ενίσχυση μηχανισμών, των οποίων
η εξουσία δεν πηγάζει από τη λαϊκή βούληση αλλά από μια δήθεν αντικειμενική
τεχνική γνώση που υποτίθεται πως κατέχουν. Μια γνώση που είναι στην
πραγματικότητα η άλλη όψη μιας εξουσίας.
Πρόκειται εδώ, για την κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που
υψώνει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του από τη μια και
των πολλαπλών πλέον κέντρων λήψης των αποφάσεων από την άλλη. Και πρέπει
να κατανοήσουμε τόσο την ιδεολογία αυτή, όσο και τους μετασχηματισμούς που
προκαλεί. Με κυριότερο από αυτούς, τη διαρκή αφαίρεση πεδίων από την ύλη
της δημοκρατικής πολιτικής σύγκρουσης. Έτσι, κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί
φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί, ανεξάρτητες αρχές, αποκτούν συχνά όχι μόνο
την δυνατότητα να ασκούν πειθαρχικές λειτουργίες αλλά και να επιβάλουν
πολιτικές που παρουσιάζονται μάλιστα ως μονόδρομος, ως αναγκαιότητες.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη, είμαστε υποχρεωμένοι να
προωθήσουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του
Κοινοβουλίου, όσο όμως και του ελέγχου που αυτό ασκεί, τόσο στις εκάστοτε
κυβερνήσεις, όσο όμως, και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εν τέλει
εξουσία. Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες, η εξουσία των οποίων
πηγάζει απευθείας και άρα ελέγχεται απευθείας, από το λαό. Αλλά και μέτρα που
θα ενισχύουν τη λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην
πολιτική ζωή αλλά και τη λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό προτείνουμε:
Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και την
ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.

Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί τον θεσμό σύμφωνα με τον


οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά
μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και νέος
Πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά, δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής
σταθερότητας, καθώς διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει
την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί και
τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους, πέρα και έξω από
τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.
Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό είναι ένα μέτρο που ισχυροποιεί την
εκάστοτε Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γι’ αυτό το λόγο, που δεν μπορεί να νοηθεί
και να λειτουργήσει, παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή
ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον
κοινοβουλευτισμό, εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται εδώ για ένα
εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό αντίβαρο της ισχυροποίησης της
κυβέρνησης.
132
Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης, αλλά και
σεβασμού της λαϊκής βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών,
εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή
την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από
το Κοινοβούλιο.
Επίσης εντός της ίδιας λογικής, εντάσσεται και η πρόταση για την
υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό
λαό, δηλαδή εκλεγμένος βουλευτής. Μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την
πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από τα χρόνια της κρίσης. Ώστε να μην
επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών
που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου.
Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών είναι και η
υποχρέωση, νέες ανεξάρτητες αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πλειοψηφία
των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός
τους, έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους.
Αν η ενίσχυση του Κοινοβουλίου όμως και της εκλεγμένης Κυβέρνησης
αποτελεί τον έναν πόλο της πρότασής μας, η ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης
αποτελεί τον άλλο. Και τούτο φυσικά, συναρτάται επίσης με την εμπειρία των
προγραμμάτων προσαρμογής, την κρίση αντιπροσώπευσης που πυροδότησαν και
τις λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, ιδίως στην αρχή της κρίσης.
Το κίνημα των πλατειών, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, πέραν του
θυμού και της οργής απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έθεσε στην
ημερήσια διάταξη και ένα καίριο ερώτημα που αφορά τα όρια της
αντιπροσώπευσης. Έθεσε το αίτημα για απευθείας συμμετοχή του λαού στη
διαμόρφωση της πολιτικής και των κρίσιμων αποφάσεων. Απαίτησε να μην είναι
ο λαός παρατηρητής των εξελίξεων όσο θα διαρκεί η τετραετία μεταξύ δύο
εκλογικών αναμετρήσεων.
Και ο λαός αποτελεί για μας τη βασική εγγύηση τήρησης της δημοκρατικής
αρχής. Επειδή είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, επιμένουμε
να την υπερασπιζόμαστε, ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει
τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Για αυτό προτείνουμε την κατοχύρωση του
δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για
κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και τη θεσμοθέτηση
της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν το λαό, αλλά
και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων
στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν
εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται τη λαϊκή κρίση.
Θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστούν και οι παθογένειες της οργάνωσης
του κράτους, που αποτέλεσαν και μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης, που δεν
ήταν μόνο οικονομική αλλά ήταν και θεσμική. Παθογένειες όπως η διαφθορά και
η διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, αλλά και η απαράδεκτη
ισχύουσα ανισότητα στην ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.
Διότι η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση, δημιουργεί στην
πραγματικότητα μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού και οργανώνει
θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος των προνομίων σε ειδικές κατηγορίες
πολιτών.
Βεβαίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ανάγκη προστασίας των
αντιπροσώπων του λαού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς όμως να
γίνεται ανεκτή η θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας.
133
Επίσης, είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν τη
βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που
τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Και ακόμα, προτείνουμε να αναμετρηθούμε με την αντίληψη που δεν τιμά
το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς, τη διαδεδομένη αντίληψη των πολιτών,
δυστυχώς, ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές,
και όχι προσφορά. Γι’ αυτό και προτείνουμε να προβλεφθεί όριο θητειών για τους
βουλευτές, ώστε να μη δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.
Ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική
αναθεώρηση είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.
Η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί,
έχουν σήμερα την ωριμότητα, τη σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν
τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και εκτιμούμε ότι μπορεί να
διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις, ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις
σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί
ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, με ό,τι
αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα
για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας.

Ο τελευταίος άξονας των προτάσεών μας, αφορά την ενίσχυση της


προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρέπει να αντιμετωπισθεί η επίθεση
στα κοινωνικά δικαιώματα, η οποία ιδιαίτερα τα χρόνια των μνημονίων αλλά και
πριν απ’ αυτά, ήταν ταυτισμένη με το νεοφιλελευθερισμό. Πρέπει να αναστραφεί
η απαξίωση του δικαιώματος στην εργασία, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας,
η αποδυνάμωση της προστασίας των κοινών αγαθών, η συνταγματική αφωνία για
κρίσιμα πεδία του κοινωνικού κράτους.
Και από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του
διαλόγου είχαμε διακηρύξει τη βούλησή μας για ένα Σύνταγμα:
• Που θα προστατεύει δημόσια αγαθά, όπως το νερό και την ηλεκτρική
ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
• Που θα κατοχυρώνει εμφατικά την προστασία της εργασίας και των
εργαζομένων.
• Που θα αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών
εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό.
• Που θα ενισχύει τις κρατικές εγγυήσεις για καθολική πρόσβαση σε
υπηρεσίες υγείας σε όλους τους πολίτες.

Βεβαίως, όλες αυτές οι προτάσεις, αντανακλούν τις δικές μας ιδεολογικές


επιλογές, αλλά είναι και θέσεις που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες,
τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών από
το πολιτικό σύστημα.

Η πρότασή μας επιδιώκει τις συναινέσεις, εκεί που είναι δυνατές.


Περιλαμβάνει αρκετές από τις προτάσεις Αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας του
2014, αλλά και από τα σημεία αναθεώρησης που πρότεινε πρόσφατα το ΚΙΝΑΛ.
Μαζί με άλλες, βεβαίως, που αποτελούν το δικό μας πολιτικό και ιδεολογικό
στίγμα, όπως κάθε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα -και την υποχρέωση- να
καταθέτει στον κοινοβουλευτικό διάλογο.
Θα επιδιώξουμε συναινέσεις, όχι μόνον ως προς τον κατάλογο των άρθρων
που θα αναθεωρηθούν, αλλά και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησής τους.
134
Διότι, όπως έκρινε και η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 11/2003,
θεωρούμε ότι τόσο η αρχική μας πρόταση όσο και η τελική απόφαση της Ειδικής
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος θα πρέπει να
προσδιορίζει δεσμευτικά και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων.
Η πρότασή μας περιλαμβάνει τους εξής επιμέρους άξονες, με σκοπό την
πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική
βάση:

ΑΞΟΝΑΣ 1
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ - ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
1. Ενίσχυση της πολιτικής νομιμοποίησης των βουλευτών.
Περιορισμός θητείας βουλευτών - Ασυλία.
2. Λειτουργία της Κυβέρνησης - Κατάργηση ποινικών προνομίων υπουργών.
Εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας
Ποινική ευθύνη Υπουργών.
3. Εκλογικό Σύστημα.
Καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος.Ρύθμιση ψήφου ομογενών.
4. Ανεξάρτητες αρχές.

ΑΞΟΝΑΣ 2
ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Αναγνώριση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
2. Πολιτικός όρκος.

ΑΞΟΝΑΣ 3
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΘΕΣΜΩΝ ΑΜΕΣΗΣ
ΛΑΪΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
1. Κύρωση διεθνών συνθηκών μεταβίβασης κυριαρχίας με δημοψήφισμα.
2. Δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία.

ΑΞΟΝΑΣ 4
ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ
«ΚΟΙΝΩΝ»
1. Θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην εργασία, την υγεία, την πρόνοια
και την κοινωνική ασφάλιση.
2. Προστασία εργαζομένων από διακρίσεις λόγω ηλικίας.
3. Κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ειδικό μέρος

1. Άρθρο 3
Προτείνουμε την αναδιατύπωση και τον εκσυγχρονισμό του άρθρου 3,
προκειμένου να κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, με
διατήρηση πάντως, για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους, της
αναγνώρισης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας.
Με την πρότασή μας το άρθρο 3 συμπτύσσεται σε μία παράγραφο. Προτάσσεται η
διακήρυξη ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη και ακολουθεί η
αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Για την οποία
διευκρινίζεται περιγραφικά, για ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη

135
με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες
εκκλησίες, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και την
εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον
Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη
του 1928. Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της
Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές,
όπως και η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την
καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας, και καταργείται η σημερινή
παράγραφος 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής.
Το άρθρο συμπληρώνεται από ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται
ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής
θρησκείας και, κυρίως, δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων
θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής
ελευθερίας.

2. Άρθρα 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1 και 2


Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίων στην παρ. 5 του άρθρου 13, προκειμένου να
κατοχυρωθεί συνταγματικά ο πολιτικός όρκος, ως έκφραση της θρησκευτικής
ουδετερότητας του κράτους, σε εναρμόνιση προς την προτεινόμενη τροποποίηση
του άρθρου 3. Ο θρησκευτικός όρκος, εάν είναι υποχρεωτικός, αντίκειται στην
αρνητική θρησκευτική ελευθερία, δηλαδή στο δικαίωμα του καθενός να μη
γίνονται γνωστές οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εάν δεν το επιθυμεί ο ίδιος.
Με την πρότασή μας η ορκωμοσία όλων ανεξαιρέτως των κρατικών αξιωματούχων
και των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων θα γίνεται υποχρεωτικά με πολιτικό
όρκο, δηλαδή με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή τους. Ενώ στις
υπόλοιπες περιπτώσεις που επιβάλλεται όρκος ο υπόχρεος θα έχει τη δυνατότητα
να επιλέγει ελεύθερα αν θα δώσει όρκο πολιτικού ή θρησκευτικού τύπου.
Σε εναρμόνιση με την πρόταση αυτή, είναι αναγκαίο να απαλειφθεί η θρησκευτική
καθομολόγηση από τον όρκο του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 33 παρ. 2)
και των βουλευτών (άρθρο 59 παρ. 1) και να αντικατασταθεί με διαβεβαίωση στην
τιμή και τη συνείδησή τους. Επίσης καταργείται, ως περιττή πλέον, και η παρ. 2
του άρθρου 59 για τον όρκο αλλόθρησκων ή ετερόδοξων βουλευτών.

3. Άρθρο 21 παρ. 1 και 3 και προσθήκη παρ. 7


Στον πυρήνα της πρότασής μας για την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών
δικαιωμάτων βρίσκονται τρεις σημαντικές παρεμβάσεις στο άρθρο 21, οι οποίες
ενισχύουν την δεσμευτικότητα των δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη και την
εμπειρία της αμφισβήτησης της εφαρμογής τους κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε:
Πρώτον, τη ριζική αναδιατύπωση της παρ. 1, προκειμένου να κατοχυρωθεί
συνταγματικά η κρατική εγγύηση, μέσα από καθολικές κοινωνικές υπηρεσίες και
εισοδηματικές ενισχύσεις, ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για όλους.
Διευκρινίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του επιπέδου διαβίωσης, καθιερώνεται
υποχρέωση του νομοθέτη, δικαστικά ελέγξιμη, να χρησιμοποιεί επιστημονικές
μεθόδους και να λαμβάνει υπόψη τις επίκαιρες αντικειμενικές κοινωνικές
συνθήκες. Η διάταξη αυτή, στην οποία θεμελιώνεται ένα γενικό δικαίωμα στην
κοινωνική πρόνοια, συμπληρώνεται με αναφορά στην ειδική προστασία που
οφείλει να παρέχεται στην οικογένεια, το γάμο, τη μητρότητα, τα παιδιά, τους
νέους, τους ηλικιωμένους, τα άτομα με αναπηρία και τους άπορους.
136
Δεύτερον, τον εκσυγχρονισμό της παρ. 3 για το δικαίωμα στην υγεία. Με την
πρότασή μας αναγνωρίζεται ρητά ως κοινωνικό δικαίωμα (και όχι απλά ως
κρατική υποχρέωση μέριμνας) το δικαίωμα στην υγεία, από το οποίο απορρέει η
υποχρέωση του κράτους να παρέχει καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές
παροχές υγείας, και κατοχυρώνεται συνταγματικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας,
μέσω του οποίου παρέχονται οι παροχές αυτές.
Τέλος, τρίτον, την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 7, προκειμένου να
κατοχυρωθεί ο δημόσιος έλεγχος των βασικών κοινωνικών αγαθών. Με την
πρότασή μας ορίζεται ότι βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό και η ηλεκτρική
ενέργεια, και τα δίκτυα διανομής τους υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας
υπηρεσίας και τελούν σε δημόσιο έλεγχο.

4. Άρθρο 22 παρ. 1, 2, 4 και 5


Με τις προτάσεις μας για το άρθρο 22 διευρύνουμε την προστασία, αφενός, της
εργασίας και των συλλογικών και εργασιακών δικαιωμάτων και, αφετέρου, του
δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης.
Όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος στην εργασία, προτείνουμε:
Πρώτον, να διευκρινιστεί και ρητά, στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, ότι το
δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία κατοχυρώνεται για όλους τους
εργαζόμενους ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Βεβαίως, ήδη από την ισχύουσα
διατύπωση, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα το έχουν όλοι οι εργαζόμενοι
«ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση», απορρέει μεταξύ άλλων και η
απαγόρευση διάκρισης λόγω ηλικίας, που είναι προφανές ότι συνιστά «άλλη
διάκριση». Η ρητή προσθήκη της ηλικίας ως απαγορευμένου λόγου διάκρισης
αποσαφηνίζει οριστικά το ζήτημα και αποκλείει εφεξής κάθε απόπειρα
παράκαμψης της αρχής «ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία».
Δεύτερον, να αναδιατυπωθεί και να εμπλουτιστεί η παρ. 2, προκειμένου να
κατοχυρωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του ελάχιστου
μισθού και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των κοινωνικών εταίρων στη
διαιτησία. Συγκεκριμένα, προτείνουμε να οριστεί ότι γενικοί, ελάχιστοι όροι
προστασίας των εργαζομένων τίθενται με νόμο, αλλά πάντα με σεβασμό στα όρια
που θέτουν οι διεθνείς συμβάσεις και η αρχή της ανθρώπινης αξίας. Κατά τα
λοιπά, οι ειδικότεροι όροι εργασίας και ο ελάχιστος μισθός καθορίζονται με
συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες συλλογικές
διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με διαιτητικές αποφάσεις που
εξομοιώνονται πλήρως με συλλογικές συμβάσεις. Διευκρινίζουμε επίσης ότι η
μονομερής προσφυγή στη διαιτησία αποτελεί δικαίωμα καθενός από τα μέρη της
συλλογικής διαφοράς, δηλαδή δεν προϋποθέτει τη συναίνεση των μερών, αλλά
μπορεί να γίνει και μονομερώς. Τέλος, προτείνουμε να κατοχυρωθεί
συνταγματικά η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή ότι σε περίπτωση
σύγκρουσης ή σώρευσης συλλογικών ρυθμίσεων ή νομοθετικών ή κανονιστικών
πράξεων ισχύει η αρχή της εύνοιας. Επισημαίνουμε ότι όλοι αυτοί οι κανόνες
απορρέουν ήδη ερμηνευτικά από την ισχύουσα διατύπωση της διάταξης της παρ.
2, κάτι που, ειδικά όσον αφορά το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη
διαιτησία, έχει επιβεβαιωθεί και νομολογιακά (με την απόφαση 2307/2014 του
Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια). Επομένως, η πρότασή μας αποσκοπεί
να επιβεβαιώσει και να καταστήσει εφεξής αναμφισβήτητους κανόνες που ήδη
συνάγονται ερμηνευτικά.
Τρίτον, να προστεθεί εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 4, με το οποίο θα
διευκρινίζεται ότι η επίταξη υπηρεσιών απαγορεύεται ως μέτρο αντιμετώπισης
137
των συνεπειών απεργίας. Και στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι η ορθή ερμηνεία της
υφιστάμενης διάταξης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 23 για την
προστασία του δικαιώματος της απεργίας, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.
Επομένως, με την πρότασή μας επιδιώκουμε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε
αμφιβολία και να αποκατασταθεί το αληθές νόημα της συνταγματικής διάταξης.
Όσον αφορά το δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης, προτείνουμε τη ριζική
αναδιατύπωση της παρ. 5, προκειμένου να αναγνωριστεί ρητά ως κοινωνικό
δικαίωμα (και όχι απλά ως κρατική υποχρέωση μέριμνας) το δικαίωμα στην
κοινωνική ασφάλιση και να διευκρινιστεί ότι το κράτος υποχρεώνεται να
εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία έναντι όλων των ασφαλιστικών κινδύνων
μέσω ενός ενιαίου συστήματος καθολικής κάλυψης, στο πλαίσιο δημόσιου
αναδιανεμητικού συστήματος, που λειτουργεί βάσει των αρχών της αλληλεγγύης
και της ανταποδοτικότητας. Με την πρότασή μας επιδιώκουμε, επομένως, να
κατοχυρώσουμε συνταγματικά τα θεμελιώδη και δομικά χαρακτηριστικά του
κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά στη
χώρα μας και έχουν παγίως επιβεβαιωθεί από το νομοθέτη και τη νομολογία.

5. Άρθρο 28 παρ. 2
Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίου στην παρ. 2 του άρθρου 28, προκειμένου να
οριστεί ότι διεθνής συνθήκη ή συμφωνία που προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών
αρμοδιοτήτων του κράτους κυρώνεται υποχρεωτικά με δημοψήφισμα.

6. Άρθρα 30 παρ. 1, 32 παρ. 4 και 5, 34 παρ. 1 εδάφιο β΄, 35 παρ. 2 περίπτ. γ΄


και 41 παρ. 5
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 32, προκειμένου να
αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Η
διάλυση της Βουλής αποτελεί κορυφαία στιγμή στη λειτουργία του
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μιας πολιτικής
απόφασης, και όχι την παράπλευρη συνέπεια της αποτυχίας άλλων διαδικασιών.
Άλλωστε, η πάγια εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος (προτεινόμενη
τροποποίηση του άρθρου 54) καθιστά περιττή κάθε «τεχνητή» πρόκληση
κυβερνητικής αστάθειας. Προτείνουμε λοιπόν, αν μετά από τρεις ψηφοφορίες για
την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη
πλειοψηφία (των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών στις δύο
πρώτες ψηφοφορίες και των τριών πέμπτων στην τρίτη), να μη διαλύεται η
Βουλή, αλλά οι ψηφοφορίες να επαναλαμβάνονται ανά μήνα μέχρις ότου
επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου
από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούν να
διενεργηθούν άλλες τέσσερις, δηλαδή μέχρι και επτά συνολικά ψηφοφορίες στη
Βουλή. Μετά την παρέλευση του εξαμήνου, και εφόσον σε καμία από τις
ψηφοφορίες αυτές δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας θα εκλέγεται από το λαό, δηλαδή με άμεση, καθολική και μυστική
ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, οι οποίοι θα κληθούν
να επιλέξουν μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία
ψηφοφορία. Εκτελεστικός νόμος θα καθορίζει ειδικότερα τη διαδικασία της
άμεσης εκλογής Προέδρου από το λαό. Κατά το διάστημα μέχρι την εκλογή νέου
Προέδρου εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του ο ήδη Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, όπως προβλέπει η παρ. 6 του άρθρου 32.
Σε εναρμόνιση με την πρόταση αυτή, είναι επίσης αναγκαία:

138
α) η τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 30, σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος
εκλέγεται από τη Βουλή, προκειμένου να οριστεί εναλλακτικά ότι μπορεί να
εκλέγεται και από το εκλογικό σώμα,
β) η τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 32, η οποία προβλέπει ότι, αν η Βουλή
είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
κατά τους ορισμούς της παραγράφου 4, προκειμένου να προστεθεί η παραπομπή
και στην παρ. 3.
γ) η τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 34, σύμφωνα με
το οποίο κατά την περίοδο της αναπλήρωσης του Προέδρου δεν εφαρμόζονται οι
διατάξεις για τη διάλυση της Βουλής «με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 32
παράγραφος 4», προκειμένου να διαγραφεί αυτή η τελευταία φράση ως άνευ
αντικειμένου, διότι η διάταξη αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.
δ) η τροποποίηση της περίπτ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 35, που ορίζει ότι δεν
απαιτείται προσυπογραφή για τη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να διαγραφεί
η φράση «κατά το άρθρο 32 παράγραφος 4 και» ως άνευ αντικειμένου, διότι η
διάταξη αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.
ε) η κατάργηση της παρ. 5 του άρθρου 41, σύμφωνα με την οποία η Βουλή
διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παρ. 4, διότι η διάταξη
αυτή δεν θα προβλέπει πλέον διάλυση της Βουλής.

7. Άρθρο 37 παρ. 2
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 37, προκειμένου να οριστεί
ότι ο πρωθυπουργός απαιτείται να έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Για να πάψει η
πρακτική να διορίζονται και να διεκδικούν την εμπιστοσύνη της Βουλής
εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί. Από την υποχρέωση αυτή θα εξαιρούνται οι
πρωθυπουργοί εκλογικών κυβερνήσεων, οικουμενικών ή υπηρεσιακών, που
σχηματίζονται με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών μετά την αποτυχία
σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

8. Άρθρα 38 παρ. 1 και 84 παρ. 2


Προτείνουμε την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 84,
προκειμένου να καθιερωθεί η λεγόμενη εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας,
σύμφωνα με την οποία η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης θα πρέπει
υποχρεωτικά να συνοδεύεται από την πρόταση για διορισμό νέου πρωθυπουργού.
Έτσι, η Βουλή δεν θα μπορεί απλώς να αίρει, αρνητικά, την εμπιστοσύνη της από
την κυβέρνηση. Αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να διαμορφώνεται, θετικά, απόλυτη
πλειοψηφία υπέρ του προσώπου που προτείνεται για νέος πρωθυπουργός.
Διατηρείται πάντως η δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας ατομικά κατά
υπουργού (αλλά, εννοείται, όχι κατά του πρωθυπουργού) όπως ισχύει σήμερα.
Σε εναρμόνιση με την πρόταση αυτή, είναι αναγκαία η τροποποίηση και της παρ.
1 του άρθρου 38, όπου ορίζεται ότι αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της
από την κυβέρνηση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του
άρθρου 37 (διαδικασία διερευνητικών εντολών). Με την καθιέρωση της
εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας η παραπομπή αυτή καθίσταται περιττή, αφού
ο νέος πρωθυπουργός θα υποδεικνύεται από τη Βουλή.

9. Άρθρο 44 παρ. 2
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 44, προκειμένου να
καθιερωθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία. Θα μπορεί να
προκηρύσσεται για κρίσιμα εθνικά θέματα μετά από αίτηση πεντακοσίων χιλιάδων
139
πολιτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που
ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, μετά από
αίτηση ενός εκατομμυρίου πολιτών. Η διαδικασία και οι όροι ενεργοποίησης του
θεσμού θα καθορίζονται με εκτελεστικό νόμο. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για το
αν η αίτηση δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα
ή νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, θα αποφαίνεται η Βουλή με
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Το θεσμό του
δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, και μάλιστα τόσο του νομοθετικού
δημοψηφίσματος όσο και εκείνου για κρίσιμα εθνικά θέματα, τον είχε περιλάβει
στην πρότασή της το 2014 και η Νέα Δημοκρατία. Αντίστοιχη πρόταση, μόνο για
το νομοθετικό δημοψήφισμα, είχε υποβάλει το ΠΑΣΟΚ το 2006, όπου προσδιόριζε
τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών στο 5% του εκλογικού σώματος.
Τόσο τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία όσο και οι άλλοι δύο θεσμοί
διεύρυνσης της λαϊκής συμμετοχής που προτείνουμε, δηλαδή η κύρωση διεθνών
συμβάσεων με δημοψήφισμα (προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 28 παρ. 2)
και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 73
παρ. 1), ενισχύουν τα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, χωρίς όμως να θίγουν τον
αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Αντιθέτως, εντάσσονται ομαλά
στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και το συμπληρώνουν δημιουργικά.

10. Άρθρο 54 παρ. 1 και προσθήκη παρ. 4 και ερμηνευτικής δήλωσης


Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 54, προκειμένου να
κατοχυρωθεί συνταγματικά η εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος στις
βουλευτικές εκλογές. Προτείνουμε επίσης την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης,
με την οποία διευκρινίζεται ότι αναλογικό θεωρείται ένα εκλογικό σύστημα,
εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει
περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε
κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας. Ο εκλογικός νομοθέτης θα έχει τη
δυνατότητα να θεσπίσει ελάχιστο όριο ποσοστού ψήφων για την εκλογή
βουλευτών, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατό.
Με την πρότασή μας επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε την αρχή της ισοτιμίας της
ψήφου και την αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε το
Κοινοβούλιο να αντανακλά τους πραγματικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς
συσχετισμούς. Η πρότασή μας βάζει τέλος στις μονοκομματικές κυβερνήσεις και
αναδεικνύει ως θεσμική και δημοκρατική εγγύηση τον αμοιβαίο έλεγχο των
κυβερνητικών εταίρων στη βάση προγραμματικών συμφωνιών. Παράλληλα,
ενισχύει τη Βουλή, αφού κάθε κοινοβουλευτική ομάδα θα αποτελεί ανά πάσα
στιγμή εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, ενώ σε θέματα εκτός κυβερνητικής
συμφωνίας θα μπορούν να διαμορφώνονται συναινέσεις μεταξύ βουλευτών της
πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης. Άλλωστε και η Νέα Δημοκρατία, στην
πρόταση αναθεώρησης που είχε υποβάλει το 2014, συνομολογούσε ότι «το
αναλογικό σύστημα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες διεύρυνσης της
δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής, συνακόλουθα δε της Κυβέρνησης, η
οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της Βουλής».
Περαιτέρω, προτείνουμε την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 4 του άρθρου 54,
με την οποία θα παρέχεται στον εκλογικό νομοθέτη η δυνατότητα να ορίσει ότι
έως πέντε βουλευτές εκλέγονται σε ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες μόνιμης
εγκατάστασης απόδημου Ελληνισμού, με ενιαίο ψηφοδέλτιο σε κάθε μία από
αυτές

140
11. Άρθρο 56, προσθήκη παρ. 5
Προτείνουμε την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 5 στο άρθρο 56, προκειμένου
να καθιερωθεί προσωρινό κώλυμα εκλογιμότητας, για τις αμέσως επόμενες
βουλευτικές εκλογές, όσων έχουν διατελέσει βουλευτές σε τρεις διαδοχικές
βουλευτικές περιόδους. Στις οποίες πάντως δεν θα συνυπολογίζονται βουλευτικές
περίοδοι με διάρκεια μικρότερη των 2/3 της πλήρους διάρκειας της βουλευτικής
περιόδου, δηλαδή μικρότερη των τριάντα δύο μηνών. Από το κώλυμα εξαιρούνται
οι πρόεδροι κοινοβουλευτικών ομάδων και όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί.
Πρόκειται για έναν ήπιο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, αφού
επιτρέπει τη συμμετοχή στις αμέσως επόμενες εκλογές μετά απ’ αυτές για τις
οποίες συντρέχει το κώλυμα, ο οποίος δικαιολογείται ως μέτρο που αποτρέπει
την επαγγελματοποίηση της πολιτικής και συμβάλλει στην ανανέωση της εθνικής
αντιπροσωπείας.

12. Άρθρο 62
Προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 62, προκειμένου να περιοριστεί στο
απολύτως αναγκαίο μέτρο ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας, και συγκεκριμένα
το λεγόμενο ακαταδίωκτο, δηλαδή η απαίτηση προηγούμενης άδειας της Βουλής
για την άσκηση δίωξης, τη σύλληψη, φυλάκιση ή με άλλο τρόπο περιορισμό του
βουλευτή.
Με την πρότασή μας η προηγούμενη άδεια της Βουλής περιορίζεται μόνο στα
αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή,
ενώ καταργείται για όλα τα υπόλοιπα αδικήματα, για τα οποία θα ισχύει για τους
βουλευτές ό,τι ακριβώς και για όλους τους πολίτες. Επίσης καταργείται η διάταξη
σύμφωνα με την οποία η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν
αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες.

13. Άρθρο 73 παρ. 1


Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 73, προκειμένου να
καθιερωθεί συνταγματικά ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Δηλαδή να αναγνωριστεί η δυνατότητα σε εκατό χιλιάδες πολίτες που έχουν το
εκλογικό δικαίωμα να υποβάλλουν προτάσεις νόμου, οι οποίες θα εισάγονται
υποχρεωτικά στη Βουλή για συζήτηση, επεξεργασία και ψήφιση. Τη διαδικασία
και τους όρους ενεργοποίησης του θεσμού θα καθορίζει εκτελεστικός νόμος.

14. Άρθρο 86 παρ. 3 και προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης


Είναι πια κοινός τόπος η ανάγκη να μεταρρυθμίσουμε το θεσμό της ποινικής
ευθύνης των υπουργών, για να αποκαταστήσουμε το αίσθημα δικαιοσύνης και
ισότητας μεταξύ των πολιτών και να άρουμε τις ακρότητες στις οποίες οδήγησαν
μια στρεβλή κοινοβουλευτική πρακτική και συνταγματικές διατάξεις που τη
διευκόλυναν. Με προσοχή όμως, για να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή να
μην επιτρέψουμε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και τη μεταφορά της
πολιτικής αντιπαράθεσης στα δικαστήρια.
Η πιο σημαντική, και η πιο επιτακτικά αναγκαία, παρέμβαση που προτείνουμε
είναι η κατάργηση της ασφυκτικής αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέφθηκε
με την αναθεώρηση του 2001 και ορίζει ότι ποινική δίωξη δεν μπορεί πια να
ασκηθεί μετά το πέρας της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που
ακολουθεί την τέλεση του αδικήματος. Η διάταξη αυτή έχει κατ’ αποτέλεσμα
οδηγήσει σε ατιμωρησία των υπουργικών αδικημάτων. Με την πρότασή μας
καταργείται το σχετικό εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86 και ποινική δίωξη κατά
141
υπουργού θα μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε εντός του χρόνου παραγραφής του
αδικήματος. Ό,τι δηλαδή ισχύει για όλους τους πολίτες.
Παράλληλα, προτείνουμε να εισαχθεί ερμηνευτική δήλωση, προκειμένου να
αποσαφηνιστεί κάτι που ήδη προκύπτει ερμηνευτικά από την ισχύουσα ρύθμιση:
Δεδομένου ότι η ειδική ποινική μεταχείριση των υπουργικών αδικημάτων αποτελεί
εξαίρεση από την κοινή δικαιοδοσία και, ως τέτοια, πρέπει να ερμηνεύεται στενά,
στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 υπάγονται μόνο τα υπουργικά αδικήματα με
τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή όσα τελούνται κατά την άσκηση υπουργικών
καθηκόντων, και όχι όσα τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης τέτοιων
καθηκόντων. Διευκρινίζουμε έτσι και επιβεβαιώνουμε ότι όλα τα υπόλοιπα
αδικήματα που τελούν υπουργοί, πλην των με στενή έννοια υπουργικών
αδικημάτων, διώκονται κατά την κοινή νομοθεσία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όπως
για όλους τους πολίτες.

15. Άρθρο 101Α


Η πρότασή μας περιλαμβάνει τρεις παρεμβάσεις στο άρθρο 101Α αναφορικά με το
συνταγματικό καθεστώς των ανεξάρτητων αρχών,
Πρώτον, προτείνουμε να προστεθούν εδάφια στην παρ. 1, προκειμένου να
περιοριστεί η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να ιδρύει ανεξάρτητες αρχές. Με
την πρότασή μας, ανεξάρτητες αρχές που δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα θα
μπορούν να ιδρύονται μόνο με νόμο που ψηφίζεται με την αυξημένη πλειοψηφία
των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Διευκρινίζεται ότι η
πρόταση αυτή δεν θίγει αρχές που έχουν ιδρυθεί με νόμο προγενέστερο της
τροποποίησης της διάταξης.
Δεύτερον, προκειμένου να διευκολύνεται η συγκρότηση και η συνέχεια της
λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 2, η
οποία όπως ισχύει προβλέπει ότι τα μέλη τους επιλέγονται από τη Διάσκεψη των
Προέδρων της Βουλής με την επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη
πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Η πρότασή μας είναι, τα μέλη
των ανεξάρτητων αρχών να επιλέγονται με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών
πέμπτων των μελών της Διάσκεψης.
Τρίτον, προτείνουμε να ενισχυθεί και να θωρακιστεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος
επί των ανεξάρτητων αρχών. Με την πρότασή μας, προστίθεται εδάφιο στην παρ.
3 που προβλέπει ότι οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται στον έλεγχο της Βουλής για
πράξεις ή παραλείψεις τους.

16. Άρθρο 102 παρ. 2


Προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 2 του άρθρου 102, προς δύο κατευθύνσεις.
Αφενός, με στόχο να ενισχύσουμε την αντιπροσωπευτική αρχή στην τοπική
αυτοδιοίκηση. Γι’ αυτό προτείνουμε να κατοχυρωθεί η αμεσότητα της
ψηφοφορίας, όπως και αναλογικό εκλογικό σύστημα στις εκλογές για τους
οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Αφετέρου, προκειμένου να πλαισιώσουμε
και να συμπληρώσουμε την αντιπροσώπευση με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.
Γι’ αυτό προτείνουμε να θεσπιστούν τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και να δοθεί η
δυνατότητα να διενεργούνται τοπικά δημοψηφίσματα και να αναλαμβάνονται
λαϊκές πρωτοβουλίες σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας, κατά τους ειδικότερους
ορισμούς του εκτελεστικού νόμου που θα εκδοθεί.

142
Πρόταση

Για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω, προτείνουμε την αναθεώρηση των
ακόλουθων διατάξεων του Συντάγματος:
1. του άρθρου 3, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της θρησκευτικής
ουδετερότητας του κράτους,
2. των άρθρων 13 παράγραφος 5, 33 παράγραφος 2 και 59 παράγραφοι 1 και
2, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης του πολιτικού όρκου,
3. του άρθρου 21 παράγραφοι 1 και 3 και προσθήκη παραγράφου 7, προς την
κατεύθυνση κατοχύρωσης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, αναγνώρισης
δικαιώματος στην υγεία και κατοχύρωσης βασικών κοινωνικών αγαθών,
4. του άρθρου 22 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, προς την κατεύθυνση ενίσχυσης
του δικαιώματος στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση και
κατοχύρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του δικαιώματος
μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία,
5. του άρθρου 28 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση της υποχρέωσης
κύρωσης με δημοψήφισμα διεθνών συνθηκών που προβλέπουν
μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους,
6. των άρθρων 30 παράγραφος 1, 32 παράγραφοι 4 και 5, 34 παράγραφος 1
εδάφιο β΄, 35 παράγραφος 2 περίπτωση γ΄ και 41 παράγραφος 5, προς
την κατεύθυνση αποσύνδεσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από
τη διάλυση της Βουλής,
7. του άρθρου 37 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης της
υποχρεωτικής βουλευτικής ιδιότητας για τον πρωθυπουργό,
8. των άρθρων 38 παράγραφος 1 και 84 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση
καθιέρωσης της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας,
9. του άρθρου 44 παράγραφος 2, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης
δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία,
10. του άρθρου 54 παράγραφος 1 και προσθήκη παραγράφου 4 και
ερμηνευτικής δήλωσης, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης αναλογικού
εκλογικού συστήματος και της δυνατότητας ορισμού έως πέντε βουλευτών
απόδημου Ελληνισμού,
11. του άρθρου 56 με προσθήκη παραγράφου 5, προς την κατεύθυνση
καθιέρωσης προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας μετά από τρεις
βουλευτικές περιόδους,
12. του άρθρου 62, προς την κατεύθυνση περιορισμού της βουλευτικής
ασυλίας,
13. του άρθρου 73, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης της λαϊκής νομοθετικής
πρωτοβουλίας,
14. του άρθρου 86 παράγραφος 3 και προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, προς
την κατεύθυνση περιορισμού των προνομιακών ρυθμίσεων περί ποινικής
ευθύνης υπουργών,
15. του άρθρου 101Α, προς την κατεύθυνση του περιορισμού της δυνατότητας
ίδρυσης ανεξάρτητων αρχών, της διευκόλυνσης του τρόπου επιλογής των
μελών της και της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού ελέγχου τους,
16. του άρθρου 102 παράγραφος 3, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης
αναλογικού εκλογικού σύστημα στις εκλογές για τους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκηση και θέσπισης τοπικών λαϊκών συνελεύσεων,
δημοψηφισμάτων και λαϊκών πρωτοβουλιών.»

143
Στην αρχική αυτή πρόταση προστέθηκαν διατάξεις κατά την διάρκεια των
συζητήσεων στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι προτάσεις αυτές
είναι οι εξής:
• Προσθήκη στην παρ. 4 του άρθρου 101 και ερμηνευτικής δήλωσης σχετικά
με την ανάγκη ειδικών προβλέψεων για τις νησιωτικές και ορεινές
• Αναθεώρηση του άρθρου 5 παρ.2 με αναφορά στην μη διάκριση φύλου,
ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.
• Προσθήκη στο άρθρο 24 διάταξης για την προστασία των ζώων.
• Αναθεώρηση του άρθρου 25 παρ.3 για την αναγνώριση της δικαιοσύνης
και της επιείκειας, ως αρχών που διέπουν ειδικώς την άσκηση και την
προστασία των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων (αντί της
μνείας της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος).
• Αναθεώρηση του άρθρου 101 παρ. 1 για τον καθορισμό με νόμο του
συστήματος περιφερειακής οργάνωσης της Κεντρικής Διοίκησης και παρ.
3 προς την κατεύθυνση καθιέρωσης τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ ΟΤΑ με
βάση τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας.
• Αναθεώρηση του άρθρου 108 για τον απόδημο ελληνισμό με τεχνικές
αλλαγές ώστε το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού να ενεργοποιηθεί και
με άλλο όνομα.

Β. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ο. ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στις 2 Νοεμβρίου 2018 κατατέθηκε η πρόταση της Κ.Ο. της Νέας Δημοκρατίας για
την συνταγματική αναθεώρηση.42

«Αιτιολογική έκθεση
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ:
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Η µεταπολίτευση εισέφερε στην Ελλάδα µια µακρά περίοδο συνταγµατικής
οµαλότητας µε ενίσχυση του κράτους δικαίου και εδραίωση πολιτικών, ατοµικών
και κοινωνικών δικαιωµάτων. Το µείζον αυτό θεσµικό κεκτηµένο έθεσε τις βάσεις
της σταθερής δηµοκρατικής πορείας της χώρας, µε σεβασµό στη λαϊκή
πλειοψηφία αλλά και διασφάλιση των εγγυήσεων κάθε ατόµου και κάθε οµάδας.
Εντούτοις, η οµαλότητα αυτή συνέβαλλε εν µέρει σε µια θεσµική αδράνεια η οποία
συντήρησε και δοµές οι οποίες αποτελούν σοβαρή ανάσχεση σε µια ου- σιαστική
εξέλιξη του κράτους, όπως είναι οι παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις, η στατική
και γραφειοκρατική διοίκηση, η κρατικιστική αντίληψη περί ανάπτυξης και η
ευµετάβολη νοµοθεσία. Οι ιστορικές αναταράξεις που µεσολάβησαν από τη θέση
σε ισχύ του Συντάγµατος του 1975 δηµιούργησαν νέα δεδοµένα σε εθνικό και

42
Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/el/syntagmatikianatheorisi
144
υπερεθνικό επίπεδο έναντι των οποίων η ανταπόκριση των θεσµών δεν ήταν
πάντοτε επιτυχής. Η ένταξη της χώρας µας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η
διεύρυνση και εµβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι θρησκευτικές και πο-
λιτισµικές εντάσεις, η αλληλεπίδραση του οικονοµικού φαινοµένου σε παγκόσµια
κλίµακα, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, ιδίως σε επίπεδο µεταφοράς
µεγάλων δεδοµένων και µετάδοσης πληροφοριών κάθε είδους, η µετακίνηση
πληθυσµών και η έκρηξη της σοβούσας οικονοµικής κρίσης, η οποία έπληξε µε
ιδιαίτερη ένταση και διάρκεια τη χώρα µας, µεγιστοποίησαν τα θεσµικά προ-
βλήµατα και ανέδειξαν στοιχεία ανελαστικότητας του καταστατικού µας χάρτη να
αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά τις δυσµενείς προκλήσεις.
Τα αναθεωρητικά εγχειρήµατα της µεταπολίτευσης βρίσκονται αντιµέτωπα
µε νέες σοβαρές προκλήσεις που επιβάλλουν αλλαγές. Η αναθεώρηση του 1986
επιβλήθηκε µονοµερώς από την κρατούσα πολιτική δύναµη µε παραγωγικά αίτια
συγκυριακής πολιτικής φύσεως και κεντρικό πυρήνα διατάξεων που αφορούσε
την αποµείωση των προεδρικών αρµοδιοτήτων, που όµως αποδείχθηκε ότι
δηµιούργησε κυβερνητικό πόλο συγκεντρωµένης πολιτικής εξουσίας χωρίς
ουσιαστικά αντίβαρα. Η αναθεώρηση του 2001, µέσα σε ένα πνεύµα εξαιρετικά
συναινετικό, είχε χαρακτήρα διάχυτο καταλαµβάνοντας την πλειονότητα των
άρθρων του Συντάγµατος, χωρίς όµως να αγγίζει τα δοµικά ζητήµατα θεσµών και
ως εκ τούτου δεν άφησε κάποιο ουσιαστικό και θεσµικά µακρόπνοο αποτύπωµα.
Η αναθεώρηση του 2008 λόγω της έλλειψης διαβουλευτικού πνεύµατος στα
βασικά αναθεωρητικά κεφάλαια κατέστη άνευρη. Έτσι, οι αναθεωρήσεις είτε
υποτάχθηκαν σε ένα κλίµα αµήχανης πολιτικής αντιπαράθεσης είτε περιορίστηκαν
σε ήσσονα ζητήµατα, χωρίς για το λόγο αυτόν να παράγουν ιδιαιτέρως ωφέλιµα
αποτελέσµατα.
Σήµερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται µια βαθιά συνταγµατική
αναδιάταξη, που δεν θα έχει χαρακτήρα συντήρησης των υφιστάµενων δοµών
αλλά ριζικό και καινοτόµο. Η χώρα χρειάζεται µια γενναία αναθεώρηση, υπέρ των
επόµενων γενεών, δηµιουργώντας ένα σύγχρονο µοντέλο αποτελεσµατικής
δηµοκρατίας και απελευθερώνοντας τις δηµιουργικές δυνάµεις της χώρας. Για το
λόγο αυτό η Νέα Δηµοκρατία εµµένει στην πρότασή της να τεθούν προς
αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή όλα τα άρθρα που θα προταθούν από κάθε
δηµοκρατική πλευρά του Κοινοβουλίου, ώστε να υπάρξουν οι πολιτικές συνθήκες
µιας ριζικής αναθεώρησης στην επόµενη Βουλή. Με τον τρόπο αυτόν, θα
µπορούσε να υπάρξει ένας ευρύς και ουσιαστικός κοινοβουλευτικός διάλογος, ο
οποίος θα οδηγούσε σε µια γενναία, διαβουλευτική και προοπτική αναθεώρηση.
Μια τέτοια αναθεώρηση προϋποθέτει µια έλλογη προσέγγιση, ώστε να προηγείται
η διαπίστωση των παθογενειών που η πολιτική πρακτική ανέδειξε σε σχέση µε
την εφαρµογή των συνταγµατικών διατάξεων. Έτσι, µπορεί να προσδιοριστούν οι
προς αναθεώρηση διατάξεις και στη συνέχεια να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για
τις προτεινόµενες λύσεις, οι οποίες θα τεθούν εν τέλει και στην κρίση του
εκλογικού σώµατος στις εκλογές που θα υπάρξουν µεταξύ της προτείνουσας και
της αποφασίζουσας Βουλής. Στη διαδικασία αυτή η Νέα Δηµοκρατία, πιστή στις
φιλελεύθερες και δηµοκρατικές αξίες της, εισηγείται προτάσεις που στηρίζονται
στις πέντε βασικές αρχές του προγραµµατικού της λόγου: την ανάπτυξη, την
αξιοκρατία, την αλληλεγγύη, την αριστεία και την αξιοπιστία.
Η ανάπτυξη απαντά στην παθολογία της άµετρης κρατικής παρέµβασης,
της έλλειψης σταθερότητας, της βαριάς γραφειοκρατίας, της έλλειψης θεσµικών
αντίβαρων, του προϊόντος πλειοψηφικού κοινοβουλευτισµού, της απαξίωσης του
νοµοθετικού έργου της Βουλής, της στατικής, αδρανούς και ελεγχόµενης
145
διοίκησης και της παρεµπόδισης του επιχειρηµατικού και αναπτυξιακού δυναµι-
κού της χώρας. Η αξιοκρατία απαντά στην παθολογία των πελατειακών δοµών
του κράτους και στην κυριαρχία των ιδιωτικών συµφερόντων έναντι του
θεµελιώδους δηµοσίου συµφέροντος της κοινωνικής ευηµερίας και συνοχής. Η
αλληλεγγύη απαντά στην παθολογία του ατοµικισµού και την έλλειψη πνεύµατος
κοινοτισµού, συνθήκες οι οποίες ευνοούν τη διάρρηξη της κοινωνικής συνο- χής,
ιδίως σε ένα περιβάλλον διάχυτης κρίσης. Η αριστεία απαντά στην παθολογία της
αδράνειας και του ισοπεδωτισµού που ευνοεί τη συντήρηση πολιτικών,
κοινωνικών και οικονοµικών δοµών και καλλιεργεί πνεύµα ήσσονος
προσπάθειας, εµποδίζοντας έτσι την ανάδειξη σε πλήρη έκταση του ανθρώπινου
δυναµικού της χώρας, το οποίο αποτελεί το πλέον πολύτιµο κεφάλαιό της. Η
αξιοπιστία απαντά στην παθολογία της ανάµιξης των λειτουργιών του κράτους,
της υπερσυγκέντρωσης των εξουσιών, της στεγανής προστασίας του πολιτικού
προσωπικού, της έλλειψης δηµοσιονοµικών αναχωµάτων και της περιορισµένης
λογοδοσίας.
Η παρούσα αναθεωρητική πρόταση στηρίζεται σε τρεις άξονες: α) την
πολιτική κανονικότητα και την ισορροπία των θεσµών, β) την οικονοµική
σταθερότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και γ) την κοινωνική
αλληλεγγύη και την ισότητα ευκαιριών όλων των πολιτών.
Ο άξονας της πολιτικής κανονικότητας και της ισορροπίας των θεσµών
αποσκοπεί να εξασφαλιστεί η συνέχεια του κράτους και να διαµορφωθούν οι
συνθήκες µιας αποτελεσµατικής δηµοκρατίας χωρίς ανάµιξη των λειτουργιών του
κράτους, χωρίς υπερσυγκέντρωση εξουσιών, χωρίς στεγανή προστασία του
πολιτικού προσωπικού, αλλά µε όργανα που θα έχουν σαφείς αρµοδιότητες και
θα αλληλοελέγχονται, µε δηµοσιονοµικά αναχώµατα, µε εκτεταµένη λογοδοσία
και µε αναθεωρητική διαδικασία που θα ανταποκρίνεται ευχερέστερα στις
ανάγκες των καιρών. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η καθιέρωση σταθερού
εκλογικού κύκλου µε δραστικό περιορισµό των λόγων πρόωρης διάλυσης της
βουλής για την άντληση ευκαιριακών πολιτικών ωφεληµάτων, ώστε η οικονοµία
και η κοινωνία να πάψει να λειτουργεί σε ένα καθεστώς διαρκούς πολιτικής
εκκρεµότητας και αθέµιτων εξαρτήσεων. Και αυτό σε συνδυασµό µε
συνταγµατικές δράσεις για τον εξορθολογισµό της λειτουργίας των κρατικών
οργάνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης. Στο επίπεδο της νοµοθεσίας,
προτείνονται διαρθρωτικά µέτρα για την καταπολέµηση της πολυνοµίας και της
κακονοµίας, µε θέσπιση κανόνων καλής νοµοθέτησης και δηµιουργίας συνθηκών
για την κωδικοποίηση όλης της υφιστάµενης νοµοθεσίας, ώστε οι πολίτες και οι
επιχειρήσεις να γνωρίζουν µε τρόπο απλό και σαφή τα δικαιώµατα και τις
υποχρεώσεις τους. Στο επίπεδο της κυβέρνησης, προβλέπεται ένας επιτελικός,
συλλογικός, υπεύθυνος και διαφανής τρόπος λειτουργίας της για την παραγωγή
ωφέλιµων για τη χώρα δηµόσιων πολιτικών, ενώ ταυτόχρονα εξορθολογίζονται
υφιστάµενα πολιτικά προνόµια. Στο επίπεδο της διοίκησης, προτείνεται ένα
πλαίσιο για την περιστολή της βαριάς γραφειοκρατίας και της στατικής, αδρανούς
και ελεγχόµενης διοίκησης µέσω κανόνων διαφάνειας, αξιολόγησης και
αξιοκρατίας. Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που φέρνει τον πολίτη
κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, προτείνεται η αναβάθµιση του
θεσµικού της ρόλου µε την καθιέρωση δικών της αυτοτελών πόρων της και µε
την ενισχυµένη λογοδοσία των οργάνων της. Στο επίπεδο της δικαιοσύνης,
τίθεται ως προτεραιότητα η επιτάχυνση στην απονοµή της και η λειτουργική και
οργανική απεξάρτηση των δικαστών από κυβερνητικές παρεµβάσεις, µε
κατάργηση όλων των ειδικών δικαστηρίων και µονιµοποίηση του Ανώτατου
146
Ειδικού Δικαστηρίου και µε αναβάθµιση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως βασικού
ελεγκτικού µηχανισµού του κράτους.
Ο άξονας της οικονοµικής σταθερότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής
αποσκοπεί να απαντήσει στην έλλειψη σταθερού οικονοµικού περιβάλλοντος για
τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, στη στάσιµη εκπαίδευση και στην περιφρόνηση
του αναπτυξιακού δυναµικού της χώρας. Στο περιβάλλον αυτό προτείνεται η
δυνατότητα επιβολής φόρων και άλλων βαρών µόνο για το µέλλον, η καθιέρωση
ουσιαστικών κινήτρων για τις παραγωγικές επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα,
η καθιέρωση µηχανισµών ελέγχου κατά του δηµοσιονοµικού εκτροχιασµού µε την
εισαγωγή δηµοσιονοµικών κανόνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης, η
δηµιουργία σύγχρονων ελεγκτικών µηχανισµών για την ουσιαστική λογοδοσία
όσων διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα, η διασφάλιση της βιώσιµης ανάπτυξης µέσω
ορθολογικού χωροταξικού και πολεοδοµικού σχεδιασµού, η αναβάθµιση, η
εξωστρέφεια και πλήρης αυτονοµία στα δηµόσια πανεπιστήµια µε ταυτόχρονη
καθιέρωση ιδιωτικών πανεπιστηµίων υπό καθεστώς αυστηρής δηµόσιας
εποπτείας από ανεξάρτητη αρχή υψηλού κύρους, ώστε επιτέλους να σταµατήσει
η διαρροή ανθρώπινου δυναµικού στο εξωτερικό και αντ’ αυτού να γίνει η χώρα
µας το επίκεντρο της ακαδηµαϊκής έρευνας και διδασκαλίας στη νοτιοδυτική
Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Ο άξονας της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας ευκαιριών
αποσκοπεί να αντιµετωπιστούν οι πελατειακές δοµές του κράτους, η εµπέδωση
σε όλα τα επίπεδα της ισότητας ευκαιριών των πολιτών µε την ενεργητική
συµµετοχή του κράτους και η ανάδειξη της αριστείας ως οχήµατος κοινωνικής
κινητικότητας και συνθήκη ευηµερίας, ως απάντηση στην παθολογία της αδρά
νειας και του ισοπεδωτισµού που ευνοεί τη συντήρηση πολιτικών, κοινωνικών και
οικονοµικών δοµών και καλλιεργεί πνεύµα ήσσονος προσπάθειας, εµποδίζοντας
έτσι την ανάδειξη σε πλήρη έκταση του σπουδαίου ανθρώπινου δυναµικού της
χώρας. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η µέριµνα του κράτους για τη διασφάλιση
συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών µέσω ενός ελάχιστου
εγγυηµένου εισοδήµατος, προς όφελος των οικονοµικά ασθενέστερων και
ευάλωτων κατηγοριών πολιτών, θετικών δράσεων που ενθαρρύνουν τον
εθελοντισµό, η διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες στην
πρόσβαση σε δηµόσιες θέσεις και αξιώµατα µε την καθιέρωση της υποχρέωσης
του κράτους να ενθαρρύνει την αξιοκρατία σε κάθε δοµή του, η καθιέρωση
ουσιαστικής αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα δηµό- σιας διοίκησης και η ενίσχυση
του ρόλου και της ανεξαρτησίας του ΑΣΕΠ στην επιλογή διοικητικών υπαλλήλων
και στελεχών.
Η ταυτότητα της αναθεωρητικής πρότασης της Νέας Δηµοκρατίας
συνίσταται στην ανάδειξη του κράτους στην υπηρεσία των πολιτών και του
δηµοσίου συµφέροντος και την εµπέδωση αισθήµατος εµπιστοσύνης στους
θεσµούς µε προτάσεις ριζικές, ρεαλιστικές και µακροσκοπικές.
Οι παρούσες προτάσεις είναι ριζικές διότι δεν περιορίζονται µόνο σε
ζητήµατα που είναι απολύτως στοιχειώδη και για τα οποία υπάρχει µια αυτονόητη
πολιτική ωριµότητα, όπως είναι η ποινική ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Η
παρούσα αναθεωρητική αντίθεση κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από
την αναθεωρητική πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία είναι µια
οπισθοδροµική πρόταση που αποσκοπεί στο να δηµιουργήσει ένα συνταγµατικό
τέλµα για να εµποδίσει τη χώρα να αναπτύξει το δυναµικό της. Η κυβερνητική
πρόταση δεν αγγίζει καθόλου: τη δηµόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, την
ανάπτυξη, τη δικαιοσύνη, τη νοµοθέτηση, τις δηµόσιες πολιτικές, τη
147
δηµοσιονοµική σταθερότητα. Προτείνει µόνο ένα µικρό µίγµα διατάξεων χωρίς
σοβαρή υπεραξία για το πολίτευµα και τη χώρα, που συντηρεί τη στασιµότητα και
εµποδίζει τη θεσµική επανεκκίνηση.
Οι παρούσες προτάσεις είναι, επίσης, ρεαλιστικές διότι αποτυπώνουν µια
ωφέλιµη σύνθεση µεταξύ του συµβολισµού που αναγκαία εισφέρει ο καταστατικός
χάρτης της χώρας και του πρακτικά ωφέλιµου αποτελέσµατος που θα πρέπει να
καταγράφεται εφαρµοσµένα και λειτουργικά. Καµία από τις προτάσεις που
τίθενται δεν συνιστούν διατάξεις-ευχολόγια, επιτοµή στείρων ιδεολογικών
θέσεων και παρωχηµένων αιτηµάτων, που αυτονοήτως υποβαθµίζουν την
κανονιστική πρόληψη και δύναµη του Συντάγµατος, ούτε προβάλλουν το
Σύνταγµα ως πανάκεια που από τη µια µέρα στην άλλη θα επαναφέρει την
ευηµερία στην οικονοµικά κλονισµένη χώρα µας, όπως συµβαίνει καθ’
ολοκληρίαν µε την κυβερνητική πρόταση, επιτοµή ενός συνταγµατικού λαϊκισµού
µε προτάσεις όπως η διατήρηση του µονοπωλίου ύδρευσης και ενέργειας του
Δηµοσίου, ενόσω τα ζητήµατα αυτά ρυθµίζονται µέσω δεσµεύσεων από τη
συµµετοχή της χώρας µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αναθεώρηση των σχέσεων
κράτους και εκκλησίας, ενόσω αυτές µπορούν κάλλιστα να επαναπροσδιοριστούν
µε κοινό νόµο χωρίς να απαιτείται η αλλαγή του συνταγµατικού πλαισίου που
αποτελεί ιστορική έκφανση του νέου ελληνικού κράτους, η διεύρυνση των
δηµοψηφισµάτων σε µια εποχή που αυτά κατά κανόνα χρησιµοποιούνται για τη
χειραγώγηση της λαϊκής κρίσης παρέχοντας νοµιµοποίηση σε ανέξοδες
προεκλογικές εξαγγελίες ή σε προειληµµένες απο- φάσεις, τα δε αποτελέσµατά
τους είτε αγνοούνται, είτε δηµιουργούν κραδασµούς στην ευρωπαϊκή οικογένεια
αποδυναµώνοντας έτσι ουσιωδώς τη φυσιογνωµία της αντιπροσωπευτικής
δηµοκρατίας αντί να ενισχύουν τη γνήσια συµµετοχικότητα των πολιτών στο
επίπεδο των τοπικών κοινωνιών.
Οι προτάσεις µας, τέλος, είναι µακροσκοπικές, υπό την έννοια ότι
αντιλαµβάνονται την ιστορικότητα και αυστηρότητα του Συντάγµατος και θέτουν
ένα πλαίσιο µακράς πνοής. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται καιροσκοπικές
συµπεριφορές, οι οποίες µπορεί µεν να αποφέρουν συγκυριακά πολιτικά οφέλη
αλλά υπονοµεύουν το θεσµικό µέλλον της χώρας, όπως ενδεικτικά η κυβερνητική
περί αναθεώρησης εξαγγελία για τη συνταγµατικοποίηση του αναλογικού ως
πάγιου εκλογικού συστήµατος, αγνοώντας την πιο επιτακτική σήµερα από ποτέ
ανάγκη σταθερότητας της διακυβέρνησης της χώρας.
Η ταυτότητα της αναθεωρητικής πρότασης της Νέας Δηµοκρατίας
συνίσταται στην ανάδειξη του κράτους στην υπηρεσία των πολιτών και του
δηµοσίου συµφέροντος και την εµπέδωση αισθήµατος εµπιστοσύνης στους
θεσµούς. Η Νέα Δηµοκρατία θα στηρίξει την πρότασή της για δοµικές αλλαγές
µέσα στο φυσικό χώρο της δηµοκρατίας, το εθνικό κοινοβούλιο, και όχι στις
κλειστές αίθουσες, αποδίδοντας µείζονα έµφαση στην αναθεωρητική διαδικασία
ώστε να υπάρξει θεσµική επανεκκίνηση του πολιτεύµατός µας, µε διασφάλιση της
αναπτυξιακής προοπτικής στη χώρα, κατάργηση αναχρονιστικών θεσµών του
παρελθόντος, απάλειψη αδικαιολόγητων προνοµίων, απελευθέρωση του
ανθρώπινου δυναµικού της χώρας και εισαγωγή ενός µοντέλου αποτελεσµατικής
δηµοκρατίας. Απέναντι στη µικρόπνοη και ιδεοληπτική κυβερνητική πρόταση
θέτουµε στην κρίση του κοινοβουλίου και του ελληνικού λαού µια πρόταση
γενναία για αναθεώρηση 57 άρθρων του Συντάγµατος. Σε αυτή τη βάση καλούµε
όλες τις υγιείς δυνάµεις του τόπου να συζητήσουµε για το µέλλον της χώρας. Η
Νέα Δηµοκρατία, διαχρονικά θεµατοφύλακας των θεσµών, σε καµία περίπτωση
δεν πρόκειται να συναινέσει σε µια εργαλειακή αναθεώρηση που θα κρατάει τη
148
χώρα δέσµια και εγκλωβισµένη σε αναχρονιστικές δοµές. Δεν θα επιτρέψει άλλη
χαµένη ευκαιρία ανασύνταξης των θεσµών. Θα αναζητήσει και θα εισάγει
σύγχρονους και ορθολογικούς θεσµούς για την Ελλάδα του µέλλοντος. Εάν η
κυβέρνηση δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων υιοθετώντας ένα µοντέλο
µεγάλης και προοπτικής αναθεώρησης, η Νέα Δηµοκρατία δεν θα κάνει πίσω στις
αρχές της. Είναι µεγάλη η ευθύνη όλων µας απέναντι στις επόµενες γενιές να µην
επιτρέψουµε µια συρρικνωµένη αναθεωρητική πρωτοβουλία που θα τελµατώσει
τη συνταγµατική µας τάξη για µια δεκαετία.

Β. ΜΕΡΟΣ:
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

1. Άρθρο 2: Διασφάλιση ευρωπαϊκού προσανατολισµού της χώρας.


2. Άρθρο 4: Κατοχύρωση ισότητας ευκαιριών και αξιοκρατίας.
3. Άρθρο 15: Η αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών παρόχων περιέρχεται στο
Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, αναγνωρίζεται η υποχρέωση
πολυφωνίας στα ΜΜΕ και τίθεται υποχρέωση κατά το δυνατόν εξάντλησης
της διαθέσιµης χωρητικότητας του φάσµατος.
4. Άρθρο 16: Επιτρέπεται η ίδρυση πανεπιστηµίων από ιδιώτες υπό την
εποπτεία ανεξάρτητης αρχής η οποία θα διασφαλίζει τους όρους για την
υψηλή ποιοτική στάθµη των παρεχόµενων σπουδών. Διασφαλίζεται η
αυτοτέλεια και η αυθυπαρξία των δηµόσιων Α.Ε.Ι.. Το κράτος µεριµνά για
τη δηµιουργία πρότυπων σχολικών δοµών.
5. Άρθρο 17: Οι διατάξεις περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εφαρµόζονται
και στην περίπτωση απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται κατ’ εφαρµογήν
πολεοδοµικής, χωροταξικής ή αρχαιολογικής νοµοθεσίας.
6. Άρθρο 24: Προβλέπεται η λήψη µέτρων για τη συµβολή στην αντιµετώπιση
του φαινοµένου της κλιµατικής αλλαγής και της διαχείρισης των υδάτινων
πόρων, η ενίσχυση των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, η υποχρεωτική
αναδάσωση σε δηµόσια ή ιδιωτικά δάση που καταστράφηκαν ή
καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που µε άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν και η
κατοχύρωση περιβαλλοντικού ισοζυγίου σε κάθε κρατική παρέµβαση.
Δάσος λογίζεται η έκταση που, σύµφωνα µε τα πορίσµατα της επιστήµης,
φέρει τα οικεία χαρακτηριστικά κατά την 11η Ιουνίου 1975.
7. Άρθρο 25: Το κράτος µεριµνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς
διαβίωσης όλων των πολιτών µέσω ενός συστήµατος ελάχιστου
εγγυηµένου εισοδήµατος. Το κράτος ενθαρρύνει µε θετικές δράσεις τον
εθελοντισµό.
8. Άρθρο 29: Ο έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κοµµάτων και των
υποψήφιων βουλευτών διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
9. Άρθρο 32: Η εκλογή του Προέδρου της Δηµοκρατίας αποσυνδέεται από τη
διάλυση της Βουλής.
10. Άρθρο 33: Καθιερώνεται δυνατότητα όρκου ή διαβεβαίωσης για τον
Πρόεδρο της Δηµοκρατίας.
11. Άρθρο 34: Αναπλήρωση του Προέδρου της Δηµοκρατίας.
12. Άρθρο 35: Ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας µπορεί να συγκαλεί υπό την
προεδρία του Συµβούλιο των αρχηγών των πολιτικών κοµµάτων.

149
13. Άρθρο 37: Σε περίπτωση αποτυχίας των διερευνητικών εντολών, τις
εκλογές διεξάγει υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο του Ανωτάτου
Ειδικού Δικαστηρίου.
14. Άρθρο 41: Καταργείται η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής µε πρόταση της
Κυβέρνησης για εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας.
15. Άρθρο 42: Ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας εκδίδει και δηµοσιεύει τους
νόµους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή µέσα σε 5 ηµέρες από τη
διαβίβαση σε αυτόν της γνώµης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, για
ψηφισµένα νοµοσχέδια που έχουν παραπεµφθεί σε αυτόν, και µπορεί να
αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο ή πρόταση νόµου που έχει ψηφιστεί από
αυτή για αντισυνταγµατικότητα ή ασυµβατότητα µε το διεθνές και το
ευρωπαϊκό δίκαιο.
16. Άρθρο 44: Εισαγωγή κανόνων καλής διενέργειας δηµοψηφισµάτων: Το
ερώτηµα πρέπει να διατυπώνεται µε τρόπο εύληπτο και κατανοητό για τους
πολίτες και µετα ξύ της προκήρυξης και της διενέργειας του
δηµοψηφίσµατος θα πρέπει να µεσολαβεί επαρκής χρόνος τουλάχιστον 20
ηµερών.
17. Άρθρο 49: Ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας παραπέµπεται για δίκη στο
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
18. Άρθρο 51: Ο εκλογικός νόµος µπορεί να προβλέπει ότι οι εκτός επικράτειας
εκλογείς ψηφίζουν µόνον υπέρ κόµµατος ή συνασπισµού κοµµάτων ή ότι
εκλέγονται βουλευτές εκτός επικράτειας.
19. Άρθρο 53: Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται σε σταθερή ηµεροµηνία
ανά τετραετία. Η Βουλή µπορεί να αυτοδιαλυθεί µε απόφασή της που
λαµβάνεται µε την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθµού των
βουλευτών. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αφορά τον υπολειπόµενο
χρόνο έως τη διενέργεια των εκλογών στην ορισµένη ηµεροµηνία.
20. Άρθρο 54: Το εκλογικό σύστηµα θα πρέπει να µεριµνά για την εύλογη
αντιπροσώπευση των κοµµάτων και για την κυβερνησιµότητα της χώρας.
21. Άρθρο 59: Καθιερώνεται δυνατότητα όρκου ή διαβεβαίωσης για τους
βουλευτές.
22. Άρθρο 62: Η βουλευτική ασυλία αφορά µόνο αδικήµατα που τελέστηκαν
κατά την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών.
23. Άρθρο 65: Διασφαλίζονται επαρκή δικαιώµατα στις κοινοβουλευτικές
µειοψηφίες.
24. Άρθρο 68: Η Βουλή µπορεί να συνιστά δύο ανά περίοδο εξεταστικές
επιτροπές, εφ’ όσον η σχετική πρόταση υπερψηφισθεί από τα δύο πέµπτα
(2/5) του συνόλου των βουλευτών.
25. Άρθρο 70: Διασφάλιση αποτελεσµατικού κοινοβουλευτικού έλεγχου της
Βουλής προς την κυβέρνηση. Προβλέπεται συγκεκριµένα η σύνθεση της
Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
26. Άρθρο 72: Καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγµατικότητας για
ψηφισµένο νοµοσχέδιο, εκτός από εκείνα που αφορούν αποκλειστικά
κύρωση διεθνών συνθηκών, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως απλή
γνώµη προς τον ΠτΔ πριν την έκδοση, εφόσον κατά την ψήφιση στη Βουλή
ένσταση συνταγµατικότητας έλαβε τα δύο πέµπτα (2/5) του όλου αριθµού
των βουλευτών.
27. Άρθρο 74: Καθιέρωση κανόνων καλής νοµοθέτησης.

150
28. Άρθρο 75: Καθιέρωση επαρκούς προνοµοθετικής διαβούλευσης των
νοµοσχεδίων, αξιολόγησης εφαρµογής των νόµων και µέτρων
κωδικοποίησης της νοµοθεσίας.
29. Άρθρο 76: Η επίκληση επείγοντος ή κατεπείγοντος νοµοσχεδίου θα πρέπει
να συνοδεύεται µε ειδικώς αιτιολογηµένη κρίση της κυβέρνησης.
30. Άρθρο 78: Καταργείται η δυνατότητα αναδροµικής επιβολής φόρου ή άλλου
βάρους. Μπορεί να παρέχονται κίνητρα για σταθερό φορολογικό καθεστώς
σε στρατηγικές για την εθνική οικονοµία ιδιωτικές επενδύσεις.
31. Άρθρο 79: Ο προϋπολογισµός οφείλει να διασφαλίζει τη δηµοσιονοµική
ισορροπία µεταξύ εσόδων και εξόδων και τη βιώσιµη δηµοσιονοµική
λειτουργία. Ο απολογισµός και ο γενικός ισολογισµός συνοδεύονται από
έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Προβλέπεται η κατάθεση και
δηµοσιότητα ετήσιου απολογισµού εκ µέρους φορέων που
χρηµατοδοτούνται, άµεσα ή έµµεσα, από τον Κρατικό Προϋπολογισµό.
32. Άρθρο 81: Δυνατότητα διορισµού Αντιπροέδρων του Υπουργικού
Συµβουλίου και µη υπουργών.
33. Άρθρο 82: Το Υπουργικό Συµβούλιο συνέρχεται περιοδικά και καθορίζει τις
δηµόσιες πολιτικές µε όρους συλλογικότητας και διαφάνειας. Η δράση της
Κυβέρνησης οφείλει να εξυπηρετεί τις αρχές της ανοιχτής διακυβέρνησης
και της διαφάνειας. Συνταγµατική αναγνώριση της «Διαύγειας». Συνίσταται
Συµβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.
34. Άρθρο 86: Καταργείται η ειδική αποσβεστική προθεσµία στα αδικήµατα των
υπουργών.
35. Άρθρο 88: Καταργείται το ειδικό δικαστήριο για µισθολογικές διαφορές
δικαστών και η αρµοδιότητα περιέρχεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Οι δικαστικοί λει- τουργοί αποχωρούν υποχρεωτικά στο εβδοµηκοστό έτος
της ηλικίας τους.
36. Άρθρο 89: Απαγορεύεται σε εν ενεργεία ή διατελέσαντες δικαστικούς
λειτουργούς επί τριετία µετά την αποχώρησή τους από το σώµα η
συµµετοχή µε οποιαδήποτε ιδιότητα στην Κυβέρνηση και η τοποθέτηση σε
πολιτικές θέσεις.
37. Άρθρο 90: Οι προαγωγές στις θέσεις των ανωτάτων δικαστών ενεργούνται
από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή µεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών,
χωρίς κυβερνητική παρέµβαση.
38. Άρθρο 91: Αναµόρφωση της πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς
λειτουργούς για τη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
39. Άρθρο 93: Ρυθµίσεις για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Εισαγωγή
ηλεκτρονικών τεχνολογιών στα δικαστήρια. Κατά προτεραιότητα εκδίκαση
σηµαντικών κατηγοριών υποθέσεων. Δυνατότητα εκδίκασης απευθείας
ενώπιον του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
40. Άρθρο 94: Δικονοµικά προνόµια του δηµοσίου δεν επιτρέπονται.
41. Άρθρο 98: Ενίσχυση ελεγκτικών αρµοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
42. Άρθρο 99: Καταργείται το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας.
43. Άρθρο 100: Μονιµοποίηση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο
αναλαµβάνει την αρµοδιότητα γνώµης επί ορισµένων ψηφισµένων
νοµοσχεδίων και απορροφά τις αρµοδιότητες όλων των ειδικών
δικαστηρίων που καταργούνται.
44. Άρθρο 101: Μέριµνα για τον ψηφιακό µετασχηµατισµό των δηµοσίων
υπηρεσιών.

151
45. Άρθρο 101Α: Η επιλογή µελών ανεξαρτήτων αρχών γίνεται µε πλειοψηφία
τριών πέµπτων (3/5) από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Έως την
επιλογή των νέων µελών παρατείνεται η θητεία των προηγούµενων µελών
των ανεξάρτητων αρχών.
46. Άρθρο 102: Πειθαρχικές ποινές στα αιρετά όργανα των ΟΤΑ επιβάλλονται
µόνο ύστερα από σύµφωνη γνώµη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Οι
ΟΤΑ έχουν ίδιους πόρους που συνίστανται σε ανταποδοτικά τέλη και ίδιο
εύλογο φόρο. Οι προϋπολογισµοί των ΟΤΑ καταρτίζονται µετά από επαρκή
δηµόσια διαβούλευση µε τους κατοίκους των οικείων περιοχών και
οφείλουν να διασφαλίζουν τη δηµοσιονοµική ισορροπία. Καθιέρωση όρων
διαφάνειας των οικονοµικών των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και
ευθύνες για την ορθολογική διαχείριση των πόρων τους.
47. Άρθρο 103: Αξιολόγηση δηµοσίων υπαλλήλων µε βάση τις αρχές της
αµεροληψίας, της ουδετερότητας, της επαγγελµατικής ικανότητας και της
αποδοτικότητας. Αξιολόγηση γίνεται και από τους υφισταµένους προς τους
προϊσταµένους τους. Στην αξιολόγηση και εξέλιξη των υπαλλήλων µπορεί
να συµµετέχει και το ΑΣΕΠ.
48. Άρθρο 106: Σκοπός της ρυθµιστικής παρέµβασης του κράτους η κοινωνική
δικαιοσύνη, η ισόρροπη ανάπτυξη και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της
χώρας. Κατοχυρώνεται η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία σε συνθήκες
ελεύθερου ανταγωνισµού. Δηµόσια και ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία
δεν επιτρέπεται να αναπτύσσονται σε βάρος της ελευθερίας και της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας.
49. Άρθρο 110: Απλοποίηση αναθεωρητικής διαδικασίας µε διασφάλιση,
πάντως, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος. Η προτείνουσα Βουλή
αποφασίζει µε απόλυτη πλειοψηφία για τα προς αναθεώρηση άρθρα, η
αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει µε πλειοψηφία τριών πέµπτων (3/5) και
καταργείται η πενταετία για την εκκίνηση νέας αναθεώρησης.
50. Άρθρο 112: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
51. Άρθρο 113: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
52. Άρθρο 114: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
53. Άρθρο 115: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
54. Άρθρο 116: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις. Μεταφορά
διατάξεων περί ισότητας στη φυσική τους θέση στα ατοµικά δικαιώµατα.
55. Άρθρο 117: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
56. Άρθρο 118: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.
57. Άρθρο 119: Καταργούνται παρωχηµένες µεταβατικές διατάξεις.»

Κατά την διάρκεια των συζητήσεων στην Επιτροπή, η ΝΔ κατέθεσε πρόσθετη


πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 96, για την ενίσχυση του κράτους
δικαίου στο πεδίο της στρατιωτικής δικαιοσύνης μέσω της εξομοίωσης των
στρατιωτικών δικαστηρίων με τα τακτικά δικαστήρια και της αναγνώρισης
εγγυήσεων ανεξαρτησίας στους στρατιωτικούς δικαστές.

152
Γ. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΣΑΣ ΒΟΥΛΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος συγκροτήθηκε με απόφαση του


Προέδρου της Βουλής της 12.11.2018 και συνήλθε σε δεκαοκτώ (18) συνεδριάσεις
υπό την προεδρία του Νίκου Παρασκευόπουλου, εργαζόμενη επί δύο σχεδόν
μήνες.43

Προτάσεις για αναθεωρητέες διατάξεις


Κατά την διαδικασία των συζητήσεων στην Επιτροπή Αναθεώρησης προστέθηκαν
και μερικές ακόμη διατάξεις:

1. Άρθρο 5 παρ.2: «Αναθεώρηση ... προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της


απόλυτης προστασίας ζωής, τιμής και ελευθερίας χωρίς διάκριση
(επιπλέον των ήδη αναφερομένων διακρίσεων και) φύλου, ταυτότητας
φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.»
2. Άρθρο 24: «Προτείνεται διάταξη, που θα κινείται προς την κατεύθυνση της
προστασίας των ζώων. Επιπρόσθετα, θα καταδεικνύει την ευθύνη του
Κράτους να μεριμνά για την προστασία της άγριας ζωής, αλλά και την
ευζωία όλων των ζωικών ειδών, τις συνθήκες διαβίωσης, φύλαξης,
μεταφοράς και εισαγωγής τους, θεσπίζοντας το κατάλληλο νομικό πλαίσιο
και κεφαλαιοποιώντας την ήδη υπάρχουσα θετική κατεύθυνση στη
νομοθεσία.»
3. Άρθρο 25 παρ.3: «Προτείνεται ... στην κατεύθυνση της αναγνώρισης της
δικαιοσύνης και της επιείκειας, ως αρχών που διέπουν ειδικώς την άσκηση
και την προστασία των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων (αντί
της μνείας της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.»
4. Άρθρο 38 παρ.2: «Ορισμός αναπληρωτή πρωθυπουργού σε περίπτωση
αδυναμίας επιτέλεσης των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον
πρωθυπουργό για λόγους υγείας.»
5. Άρθρο 89 παρ. 4: Απαγόρευση σε εν ενεργεία ή διατελέσαντες δικαστικούς
λειτουργούς επί τριετία μετά την αποχώρησή τους από το σώμα να
συμμετέχουν με οποιαδήποτε ιδιότητα στην κυβέρνηση και να
τοποθετηθούν σε πολιτικές θέσεις.
6. Άρθρο 96 παρ.5: (δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων)

43
Βλ. την Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος -Βουλή των Ελλήνων
Περίοδος ΙΖ’ – Σύνοδος Δ’, https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-
9148-f24dce6a27c8/%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B71_1.pdf

153
7. Άρθρο 101: Εισαγωγή ερμηνευτικής παραγράφου προς την κατεύθυνση
προσαρμογής του διοικητικού μοντέλου στο περιβάλλον των νησιωτικών
και ορεινών περιοχών με την εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων και την
παροχή κινήτρων στους δημοσίους υπαλλήλους.
8. Άρθρο 101 παρ.1: «Αναθεώρηση ... προς την κατεύθυνση καθορισμού με
νόμο του συστήματος περιφερειακής οργάνωσης της Κεντρικής Διοίκησης
και παρ. 3 προς την κατεύθυνση καθιέρωσης τεκμηρίου αρμοδιότητας
υπέρ ΟΤΑ με βάση τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας.»
9. Άρθρο 101 παρ.4: «4. Ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση, όταν δρουν
κανονιστικά, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες
των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για την ολόπλευρη
κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους.»
10. Άρθρο 108 παρ.2: «1.Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου
ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα.
Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική
προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την επικράτεια. 2. Νόμος
ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες
συμβουλίου απόδημου ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την
έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού.»

Πρώτη ψηφοφορία της Προτείνουσας Βουλής


Την Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019 ολοκληρώθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής η
πρώτη ψηφοφορία για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος. Κατά την
ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές της ΔΗΣΥ και μετείχε μόνο ο εισηγητής Ανδρέας
Λοβέρδος. Απείχε και η ΚΟ της Ενωσης Κεντρώων με εξαίρεση τον Ιωάννη Σαρίδη
που ψήφισε. Απουσίαζαν επίσης ο Γ. Κασαπίδης (ΝΔ) και οι Πάνος Καμμένος και
Αριστείδης Φωκάς από τους ΑΝΕΛ. Απουσίαζε επίσης ο Στάθης Παναγούλης.

Κατά την πρώτη ψηφοφορία εγκρίθηκαν 6 διατάξεις με πάνω από 180


ψήφους, καθώς και 12 προτάσεις Κοινοβουλευτικών Ομάδων συν πέντε
προτάσεις μεμονωμένων βουλευτών με τουλάχιστον 151 ψήφους.
Με πάνω από 180 ψήφους εγκρίθηκαν οι εξής διατάξεις:
• Άρθρο 32, για την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής.
• Άρθρο 62, για περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας.
• Άρθρο 68, για το δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας να συγκροτεί
μέχρι δύο Εξεταστικές, Επιτροπές

154
• Άρθρο 86, περιορισμός των προνομιακών ρυθμίσεων περί ευθύνης
υπουργών.
• Άρθρο 96, εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων με τα τακτικά
δικαστήρια
• Άρθρο 101Α, εκλογή μελών Ανεξάρτητων Αρχών με μικρότερη πλειοψηφία
από τα 4/5 που ισχύει σήμερα.

Οι διατάξεις που εγκρίθηκαν με πάνω από 151 ψήφους:


• Άρθρο 3, κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
• Άρθρα 13, 33 και 59, κατοχύρωση του πολιτικού όρκου.
• Άρθρο 21, κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών αγαθών.
• Άρθρο 22, κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων.
• Άρθρο 28, κύρωση διεθνών συνθηκών με δημοψήφισμα.
• Άρθρο 37, υποχρεωτική βουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού.
• Άρθρο 44, καθιέρωση δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία.
• Άρθρο 54, καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος και βουλευτών
απόδημου ελληνισμού
• Άρθρο 56, περιορισμός σε 3 κοινοβουλευτικές θητείες εκλογής βουλευτών
• Άρθρο 73, καθιέρωση λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
• Άρθρο 84, καθιέρωση επικοδομητικής ψήφου.
• Άρθρο 102, καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος και θεσμών
άμεσης Δημοκρατίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Επίσης εγκρίθηκαν με 151 ψήφους οι μεμονωμένες προτάσεις βουλευτών που


αφορούν:
• Άρθρο 5, απαγόρευση διακρίσεων φύλου, ταυτότητας φύλου και
σεξουαλικού προσανατολισμού.
• Άρθρο 25, καθιέρωση της αρχής της επιείκειας και κατάργηση της
διάταξης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
• Άρθρο 38, αναπλήρωση του πρωθυπουργού για λόγους υγείας.
• Άρθρο 96, επέκταση των εγγυήσεων δικαστικής ανεξαρτησίας στους
στρατιωτικούς δικαστές.
• Άρθρο 101, ορισμός του συστήματος περιφερειακής οργάνωσης και
προστασία των νησιωτικών και ορεινών περιοχών.

Συνολικά, στην ψηφοφορία εγκρίθηκαν 32 από τις 36 συνολικά προτάσεις που


είχε καταθέσει προς αναθεώρηση ο ΣΥΡΙΖΑ και δύο από τις 59 της Ν.Δ.

155
Δεύτερη ψηφοφορία της Προτείνουσας Βουλής
Η δεύτερη ψηφοφορία της Προτείνουσας Βουλής ολοκληρώθηκε την
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019. Προς την Αναθεωρητική Βουλή προωθήθηκαν προς
αναθεώρηση 28 άρθρα που έλαβαν άνω των 151 ψήφων και στις δύο
ψηφοφορίες.

Με ψήφους 180 και άνω


Έξι άρθρα (4 προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και 2 προτάσεις της ΝΔ) είναι εκείνα που
συγκέντρωσαν αυξημένη πλειοψηφία άνω των 180 βουλευτών, συνεπώς η
επόμενη Βουλή θα μπορεί να τα αναθεωρήσει με την απλή πλειοψηφία των 151
επί του συνόλου των βουλευτών. Σε αυτά συγκαταλέγεται το άρθρο 32 για την
εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για
περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας, κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας
για την ποινική δίωξη των υπουργών και ανάδειξη μελών των Ανεξάρτητων
Αρχών, καθώς και εκείνες της ΝΔ για το δικαίωμα της μειοψηφίας να συστήνει
εξεταστικές επιτροπές και την εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους
τακτικούς δικαστές. Επιπλέον εγκρίθηκε με την αυξημένη πλειοψηφία άνω των
180 η κατάργηση μεταβατικών διατάξεων, μη ισχυουσών.
Συγκεκριμένα, εγκρίθηκε η αναθεώρηση των διατάξεων:
• άρθρο 32 παρ. 4
• άρθρο 32 παρ. 5
• άρθρο 62
• άρθρο 68 παρ. 2
• άρθρο 86 παρ. 3
• άρθρο 96 παρ. 5
• άρθρο 101 Α
• άρθρο 112 παρ. 4
• άρθρο 113
• άρθρο 114 παρ. 1
• άρθρο 114 παρ. 2
• άρθρο 115 παρ. 1
• άρθρο 115 παρ. 2
• άρθρο 115 παρ. 3
• άρθρο 115 παρ.4
• άρθρο 119 παρ. 1

Με ψήφους 151 έως 179


Περισσότερες ήταν οι διατάξεις που έλαβαν 151 έως 179 ψήφους, καθιστώντας
εφικτή την αναθεώρησή τους από την επόμενη (Αναθεωρητική) Βουλή μόνο με
αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον 180 βουλευτών (3/5 του συνόλου των

156
βουλευτών). Ειδικότερα έλαβαν ψήφους κυμαινόμενες μεταξύ 151 και 179
δεκαεννέα άρθρα ως προς τις κάτωθι διατάξεις:
• άρθρο 3 παρ. 1
• άρθρο 3 παρ. 2
• άρθρο 3 παρ. 3
• άρθρο 3 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 5 παρ. 2
• άρθρο 13 παρ. 5
• άρθρο 21 παρ. 1
• άρθρο 21 παρ. 3
• άρθρο 21 (προσθήκη παραγράφου 7)
• άρθρο 22 παρ. 1
• άρθρο 22 παρ. 2
• άρθρο 22 παρ. 4
• άρθρο 22 παρ. 5
• άρθρο 25 παρ. 3
• άρθρο 28 παρ. 2
• άρθρο 33 παρ. 2
• άρθρο 37 παρ. 2
• άρθρο 38 παρ. 2
• άρθρο 38 παρ. 1
• άρθρο 44 παρ. 2
• άρθρο 54 παρ. 1
• άρθρο 54 παρ. 4
• άρθρο 54 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 56 (προσθήκη παραγράφου 5)
• άρθρο 59 παρ. 1
• άρθρο 59 παρ. 2
• άρθρο 73 (προσθήκη παραγράφου)
• άρθρο 84 παρ. 2
• άρθρο 86 (εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης)
• άρθρο 101 παρ. 1
• άρθρο 101 παρ. 4
• άρθρο 101 (εισαγωγή ερμηνευτικής παραγράφου)
• άρθρο 102 παρ. 2

Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ 2019

Η αναθεώρηση του 2019 εκκίνησε με Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Προτείνουσα


Βουλή (της ΙΗ’ περιόδου) και ολοκληρώθηκε στην Θ’ Αναθεωρητική Βουλή με
Κυβέρνηση ΝΔ. Είναι η πρώτη φορά κατά την Μεταπολίτευση όπου η Προτείνουσα
και η Αναθεωρητική Βουλή έχουν διαφορετικές, ως προς τον ιδεολογικό τους
προσανατολισμό Κυβερνήσεις, και το γεγονός αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στο

157
τελικό εύρος των αναθεωρημένων διατάξεων. Έτσι εξηγείται η απόσταση που
χωρίζει τον μεγάλο αριθμό των προτεινόμενων διατάξεων σε σχέση με τις τελικώς
αναθεωρημένες. Από τις 49 διατάξεις που ψηφίστηκαν ως αναθεωρητέες από την
Προτείνουσα Βουλή της ΙΗ΄ περιόδου, μόνο 18 διατάξεις συγκέντρωσαν την
απαιτούμενη πλειοψηφία και τελικά αναθεωρήθηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι από τις
33 διατάξεις που παραπέμφθηκαν στην Αναθεωρητική Βουλή με πλειοψηφία
κατώτερη των 180 ψήφων (3/5 των βουλευτών), οπότε απαιτείτο για την
αναθεώρησή τους πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, μόνο
3 τελικά συγκέντρωσαν πάνω από 180 ψήφους και συνεπώς αναθεωρήθηκαν.
Η Ολομέλεια της Αναθεωρητικής Βουλής αφιέρωσε μια συνεδρίαση στη
συζήτηση επί της αρχής και 4 συνεδριάσεις επί των αναθεωρητέων διατάξεων.
Το αναθεωρητικό έργο ολοκληρώθηκε με το ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής
Βουλής. 44

Άρθρα που αναθεωρήθηκαν


• Το άρθρο 21 παρ.1 που με 190 θετικές ψήφους (107 αρνητικές)
αναθεωρείται σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας περί
κατοχύρωσης ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τη
διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών. Η
εναλλακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ απορρίφθηκε με 182 ψήφους (έλαβε 106
θετικές ψήφους, ενώ 9 βουλευτές ψήφισαν παρών).
• Την προσθήκη νέας παραγράφου (4) στο άρθρο 54, που δίδει τη
δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει ειδικές διατάξεις για την
άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στους απόδημους Έλληνες. Η σχετική
πρόταση της Νέας Δημοκρατίας πλειοψήφησε σε σχέση με εκείνη του
ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνοντας 212 θετικές ψήφους (84 αρνητικές και 1 παρών).
• Το άρθρο 73, που αποτέλεσε πεδίο σύγκλισης συμπολίτευσης και
αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού με 254 θετικές ψήφους (32 αρνητικές
και 11 παρών) υπερψηφίσθηκε η δυνατότητα της λαϊκής νομοθετικής
πρωτοβουλίας με υπογραφή 500.000 πολιτών.

Όσον αφορά στις υπόλοιπες 16 αναθεωρητέες διατάξεις που συγκέντρωσαν στην


Προτείνουσα Βουλή πλειοψηφία μεγαλύτερη των 3/5 και συνεπώς αρκούσαν για
την αναθεώρησή τους πλέον 151 ψήφοι, από αυτές οι 15 τελικώς
υπερψηφίσθηκαν στην Αναθεωρητική Βουλή. Συγκεκριμένα:

44
Βλ. το Ψήφισμα της 5ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
ΦΕΚ 211 Α΄/24-12-2019, με το αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ελλάδας.
158
• Το άρθρο 32 παρ. 4, αναθεωρείται σύμφωνα με την πρόταση της Νέας
Δημοκρατίας που πλειοψήφησε με 158 θετικές ψήφους (139 αρνητικές
ψήφους) και περιλαμβάνει την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τον καθορισμό νέων
πλειοψηφιών για την εκλογή του από τη Βουλή (απόλυτη ή και σχετική
πλειοψηφία).
• Το άρθρο 62 περί του ακαταδίωκτου των βουλευτών συγκέντρωσε 179
θετικές ψήφους (έναντι 117 αρνητικών) για την αναθεώρησή του ως προς
τον περιορισμό της δυνατότητας καταστρατήγησης του θεσμού της
βουλευτικής ασυλίας (πρόταση πλειοψηφίας).
• Το άρθρο 68 παρ. 2 με ευρεία συναίνεση (189 υπέρ, 94 κατά και 14 παρών)
αναθεωρείται, δίνοντας τη δυνατότητα στην εκάστοτε αντιπολίτευση να
επιβάλει τη σύσταση μέχρι δύο εξεταστικών επιτροπών ανά
κοινοβουλευτική περίοδο.
• Το άρθρο 86 παρ. 3 αναθεωρείται με θετική ψήφο από 274 βουλευτές
(καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών), που
τάχθηκαν υπέρ της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας για άσκηση
δίωξης υπουργών ή υφυπουργών.
• Το άρθρο 96 παρ. 5 συγκέντρωσε ευρύτατη σύγκλιση απόψεων (189
βουλευτές υπερψήφισαν, 94 βουλευτές καταψήφισαν και 14 ψήφισαν
παρών) για την αναθεώρησή του ως προς την κατεύθυνση της
συνταγματικής εξομοίωσης του καθεστώτος των στρατιωτικών δικαστών
με αυτό των συναδέλφων τους των πολιτικών δικαστηρίων.
• Το άρθρο 101Α με την αναθεώρησή του σύμφωνα με την πρόταση της
πλειοψηφίας (158 θετικές ψήφους έναντι 139 αρνητικών) μειώνει την
απαιτούμενη για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών
πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 του όλου αριθμού των μελών της
Διάσκεψης των Προέδρων.
• Οι εννέα μεταβατικές διατάξεις του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 112
παρ. 4, 113, 114 παρ.1 και 2, 115 παρ. 1, 2, 3 και 4 και 119 παρ. 1) των
οποίων η ισχύς έχει εκ των πραγμάτων λήξει ψηφίσθηκαν ομόφωνα (297
θετικές ψήφοι – απουσίαζαν τρεις βουλευτές) να καταργηθούν.

159
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ, ΠΙΝΑΚΕΣ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΩΝ

Α. Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Το ισχύον Σύνταγμα (Σ. 1975) προέκυψε από μία ιδιαίτερη ιστορική


περίοδο, που στιγματίζεται από την στρατιωτική δικατορία της 21ης Απριλίου
1967 και τα συνταγματικά της «κείμενα».45
Η περίοδος αυτή και οι συνθήκες της μετάβασης από την στρατιωτική
δικτατορία στο δημοκρατικό καθεστώς έχουν επηρεάσει καθοριστικά πολλές
πλευρές της πολιτικής ζωής και του περιεχομένου του Συντάγματος, ακόμη και
με τρόπο «υπόγειο» και άρρητο.
Η πτώση της δικτατορίας ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά
το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο, που διατάχθηκε από το
δικτατορικό καθεστώς και πραγματοποιήθηκε από την κυπριακή Εθνική Φρουρά
σε συνεργασία με την οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄. Το πραξικόπημα ανέτρεψε τον
Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στόχος του ήταν η ένωση της Κύπρου με την
Ελλάδα. Ο νέος Πρόεδρος, Νίκος Σαμψών, τοποθετημένος από τους
πραξικοπηματίες, ανακήρυξε την Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου. Στις 20
Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στο νησί, υποστηρίζοντας πως η επιχείρηση
αποτελεί ειρηνευτική επέμβαση νομιμοποιημένη από το άρθρο 4 της Συνθήκης
Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου). Ωστόσο, τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο
και το Συμβούλιο της Ευρώπης την χαρακτηρίζουν εισβολή.
Η γενική επιστράτευση που κηρύχθηκε στις 21 Ιουλίου, μία ημέρα μετά την
τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν χαώδης και ανοργάνωτη καταδεικνύοντας
την άθλια κατάσταση του ελληνικού στρατού, μετά από επτά χρόνια δικτατορίας.
Η Κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, υποχείριο του «αόρατου δικτάτορα» Δημητρίου
Ιωαννίδη, ήταν ανίκανη να πάρει σοβαρές αποφάσεις, οπότε η προσφυγή στους
πολιτικούς ήταν μονόδρομος για την στρατιωτική ηγεσία της χώρας.

45
Το Δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 ψηφίστηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1968 με νόθο
δημοψήφισμα («Πρακτικόν του Υπουργικού Συμβουλίου» ΦΕΚ 267/Α’/15.11.1968). Με αυτό
διατηρείτο το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Το «Σύνταγμα» του 1973 (ΠΔ 370 ΦΕΚ
266/Α’/4.10.1971) ήταν μία τροποποιημένη εκδοχή του «Συντάγματος» του 1968 (το οποίο δεν
τέθηκε ποτέ πλήρως σε ισχύ) με στόχο την κατάργηση της βασιλείας στην Ελλάδα. Οι όροι
«κοινοβουλευτική μοναρχία» και «βασιλιάς» αντικαταστάθηκαν με τους όρους «προεδρική
δημοκρατία» και «πρόεδρος της Ελλάδας». Καταργήθηκε από την Καταστατική Συντακτική Πράξη
της 1ης Αυγούστου 1974.
160
Το πρωί της 23ης Ιουλίου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και οι
αρχηγοί του Στρατού, Ναυτικού, και Αεροπορίας, σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη διατύπωσαν την άποψη ότι είναι
επιτακτική ανάγκη η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς.
Στην συνέχεια κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου. Στην
σύσκεψη συμμετείχαν οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης
Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς
και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας,
Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας.
Αποφασίστηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη
Κανελλόπουλο, ενώ σε δεύτερη σύσκεψη την ίδια μέρα ελήφθη η η απόφαση για
την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,
που έφθασε από το Παρίσι στις 2 π.μ. της 24ης Ιουλίου 1974. Στις 4 π.μ. το πρωί,
ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε Πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας,
στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, και την ίδια μέρα ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της
κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του
κέντρου. Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου,
με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας».
Από τότε αρχίζει η εποχή της «Μεταπολίτευσης».46

Η Συντακτική Πράξη47 της 1ης Αυγούστου 1974 αποφασίστηκε στην


συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου της ίδιας ημέρας.48 Με την Πράξη μεταξύ
άλλων:
• καταργούνται τα δικτατορικά Συντάγματα και επαναφέρεται σε ισχύ το
Σύνταγμα της 1ης Ιανουαρίου 1952 πλην των διατάξεων για την μορφή
του πολιτεύματος, που θα ορισθεί με δημοψήφισμα (προεδρευόμενη ή
βασιλευόμενη δημοκρατία
• παραμένει ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης ως Προέδρος της Δημοκρατίας
(μέχρι το δημοψήφισμα για την μορφή του πολιτεύματος)

46
Για μία περιγραφική έκθεση των γεγονότων της εποχής βλ.
https://www.sansimera.gr/articles/801
47
Συντακτική Πράξη χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε νομοθέτημα άσκησης εξουσίας, που
εκδίδεται από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας κινούμενα εκτός συνταγματικής νομιμότητας
σε περιόδους συνταγματικής ανωμαλίας, είτε για την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, είτε για
την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στηρίζεται στην άσκηση de facto εξουσίας.
48
Είναι ενδιαφέρον για την «ερευνητική απώθηση» που δημιουργεί το δικτατορικό
καθεστώς ότι τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων του ΥΣ της 1ης και 5ης Αυγούστου 1974 βρέθηκαν
τυχαία μέσα σε δωμάτιο της Βουλής που δεν είχε ανοιχθεί τα τελευταία 44 χρόνια μαζί με χιλιάδες
άλλα σπάνια ντοκουμέντα (συνέντευξη τύπου του Προέδρους της Βουλής Ν. Βούτση (15.11.2017).
161
• προβλέπονται αποζημιώσεις βάσει δικαστικών αποφάσεων για
απαλλοτριώσεις
• αίρεται η δέσμευση των δικαστικών αρχών από το απόρρητο «διά
λόγους εθνικής ασφαλείας και δημοσίας τάξεως ή προς διακρίβωσιν
απεχθών εγκλημάτων»
• απαγορεύεται η αντιποίηση της λαϊκής κυριαρχίας
• μέχρι την εκλογή της Βουλής «η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του
Υπουργικού Συμβουλίου διά νομοθετικών διαταγμάτων» και η
ανάκριση για ποινικά αδικήματα των μελών της Κυβέρνησης και των
Υφυπουργών δεν απαιτούν προηγούμενη άδεια

Η Πρώτη Συντακτική συμπληρώθηκε σε νεότερη συνεδρίαση του


Υπουργικού Συμβουλίου στις 5 Αυγούστου 1974 με προβλέψεις για την
Δικαιοσύνη :
• Στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 προστέθηκε άρθρο (20Α) το
οποίο όριζε ότι: «Τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου ως
ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ως και η ελευθέρα και
ανόθευτος εκδήλωσις της λαϊκής θελήσεως τελούσιν υπό την εγγύησιν
του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεουμένων να
διασφαλίζουν, εντός των ορίων της αρμοδιότητάς των, την ακώλυτον
άσκησιν των ως άνω δικαιωμάτων και ελευθεριών». Επίσης, τονιζόταν
ότι «το κράτος δικαιούται να αξιώση παρ’ όλων των πολιτών την
εκπλήρωσιν του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», ενώ
διακηρυσσόταν ότι «έκαστος δικαιούται εις την παροχήν εννόμου
προστασίας υπό του Δικαστηρίου και δύναται να αναπτύξη ενώπιον
τούτου τας απόψεις του περί των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».
Προβλεπόταν δε ότι «η κατάχρησις των ατομικών δικαιωμάτων, η
αποβλέπουσα εις βλάβην ή εξυπηρετούσα επιδιώξεις εναντίον των
ελευθέρων θεσμών ή των ατομικών ελευθεριών, ή δυναμένη να
απειλήση την εθνικήν ανεξαρτησίαν και εδαφικήν ακεραιότητα του
Κράτους, τιμωρείται ως ο νόμος ορίζει» (άρθρο 1).
• Με άλλη προσθήκη (στο άρθρο 87 Σ. 1952) οριζόταν ότι «οι δικασταί
κατά την άσκησιν των καθηκόντων των υπόκεινται μόνος εις το
Σύνταγμα και τους Νόμους» και ότι «η παράβασις της υποχρεώσεως
ταύτης, πλην της αξιώσεως προς αποζημίωσιν, ως και της τυχόν
ποινικής ευθύνης, συνιστά οπωσδήποτε πειθαρχικόν αδίκημα επισύρον
την ποινήν της οριστικής παύσεως». Μάλιστα το αδίκημα αυτό δεν
παραγραφόταν «προ της παρελεύσεως δεκαετίας». Αποσαφηνιζόταν
ότι οι ανώτατοι δικαστικοί αποχωρούν από το Σώμα υποχρεωτικά με
162
τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους και οι λοιποί
δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι στα εξήντα πέντε.
• Αντικαθίστατο το άρθρο 95 Σ. 1952 και οριζόταν ότι τα κακουργήματα
και τα πολιτικά εγκλήματα θα δικάζονται από μεικτά ορκωτά
δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, ενώ
τα κακουργήματα υπαχθέντα στην αρμοδιότητα των εφετείων θα
εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά. Οσον αφορά τα αδικήματα
Τύπου, θα υπάγονταν στα τακτικά ποινικά δικαστήρια.
• οριζόταν ως ανώτατο όριο προφυλάκισης το ένα έτος για
κακουργήματα και οι έξι μήνες για πλημμελήματα, ενώ προβλέπονταν
και εξαιρέσεις (ύστερα από απόφαση του αρμόδιου Δικαστικού
Συμβουλίου). Ενώ για την πειθαρχική εξουσία επί των μελών του ΣτΕ,
του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου οριζόταν ότι ασκείται
από συμβούλιο που συγκροτείται από δύο μέλη εκάστου των
δικαστηρίων αυτών και από δύο καθηγητές της Νομικής Αθηνών ή
Θεσσαλονίκης, υπό την προεδρία του προέδρου του ΣτΕ. Τα μέλη αυτά
ορίζονταν με κλήρωση, ενώ, εφόσον επρόκειτο για πειθαρχική δίωξη
κατά μελών του ΣτΕ, του Πειθαρχικού Συμβουλίου προήδρευε ο
Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
• Το εμβληματικό άρθρο 114 Σ. 1952, στο όνομα του οποίου δόθηκαν
μεγάλοι δημοκρατικοί αγώνες κατά την προδικτατορική περίοδο,
αντικαθίστατο ως εξής: «Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και τους
Νόμους και η αφοσίωσις προς την Πατρίδα και την Εθνικήν Ενότητα
συνιστούν θεμελιώδη υποχρέωσιν πάντων των Ελλήνων. Η τήρησις του
Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων» (στο
Σύνταγμα του ’52 υπήρχε μόνο η τελευταία φράση).
• Διευκρινίζεται πως οι νομοθετικές διατάξεις που εκδόθηκαν βάσει των
δικτατορικών Συνταμάτων «διατηρούνται προσωρινώς εν ισχύι και
καθ’ ο μέρος αύται δεν αντιβαίνουν εις τα διατάξεις του επανατεθέντος
εν ισχύι Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952 ως τούτο ετροποποιήθη
και συνεπληρώθη διά της καταστατικής Συντακτικής Πράξεως της 1ης
Αυγούστου 1974 και της παρούσης».
• Αναστέλλονται άρθρα του Συντάγματος του 1952 (αφορούσαν τους
περιορισμούς για συλλήψεις δίχως ένταλμα, τη δυνατότητα απόλυσης
για πολιτικό έγκλημα με εγγύηση, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι
«ησύχως και αόπλως», το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τους
περιορισμούς για την κατ’ οίκον έρευνα, την απαγόρευση της
λογοκρισίας, το απόρρητο των επιστολών κ.λπ.) παρατεινομένης της
ισχύος του Προεδρικού Διατάγματος 411/1973 «περί κηρύξεως της
163
χώρας εις κατάστασιν πολιορκίας και αναστολής της ισχύος διατάξεων
του Συντάγματος»

Ακολούθησαν τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση του δημοκρατικού


πολιτεύματος: κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, απόλυση όλων των
κρατουμένων, αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων και απόδοση της
ιθαγένειας στους πολίτες από τους οποίους την είχε στερήσει η δικτατορία του
1967. Τον Σεπτέμβριο του 1974 νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ.
Ο βίος της κυβέρνησης αυτής διήρκεσε ως τις 17 Νοεμβρίου 1974, δηλαδή
την διενέργεια των εκλογών.

Β. ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, δηλ. στα χρόνια της


Μεταπολίτευσης, έχουν πραγματοποιηθεί 18 εκλογικές αναμετρήσεις.

1. 17 Νοεμβρίου 1974: Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Ελλάδα μετά


την πτώση της Δικτατορίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε ο
πρωθυπουργός της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ το κόμμα του η Νέα
Δημοκρατία συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει πάρει
πολιτικός σχηματισμός μέχρι και σήμερα (54,37%).
2. 20 Νοεμβρίου 1977: Στις 20 Νοεμβρίου 1977 πραγματοποιούνται ξανά
βουλευτικές εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία τις κερδίζει ξανά (41,84%).
Αυτές οι εκλογές είναι η απαρχή της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία,
αλλά και η τελευταία φορά που θα ορκιζόταν πρωθυπουργός ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού το 1980 εξελέγη Πρόεδρος της
Δημοκρατίας. Ο διάδοχός του ήταν ο Γεώργιος Ράλλης. Έχουμε
ολοκλήρωση της θητείας της Βουλής.
3. 18 Οκτωβρίου 1981: Με το σύνθημα της «Αλλαγής» το ΠΑΣΟΚ του
Ανδρέα Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές. Η θητεία της Βουλής θα λήξει
τον Ιούνιο του 1985, τέσσερις μήνες πριν την ολοκλήρωση της 4ετίας.
4. 2 Ιουνίου 1985: Νικητής το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Πλήρης
θητεία της Βουλής, ψήφιση αναλογικότατου εκλογικού νόμου για να
αποφευχθεί η εκλογική αυτοδυναμία της ΝΔ.
5. 18 Ιουνίου 1989: Η Νέα Δημοκρατία έχει την σχετική πλειοψηφία με
μεγάλο ποσοστό ψήφων (44,28%) και 145 έδρες. Ωστόσο στις 2 Ιουλίου
έπειτα από κύκλο διερευνητικών εντολών σχηματίζεται η συμμαχική

164
κυβέρνηση Τζαννή Τζανετάκη αποτελούμενη από την Νέα Δημοκρατία
και τον τότε Συνασπισμό (με ΚΚΕ). Η θητεία της Βουλής είναι βραχύβια.
6. 5 Νοεμβρίου 1989: Η Νέα Δημοκρατία βγαίνει πρώτη (με 46,19% και
148 βουλευτές) χωρίς αυτοδυναμία. Δημιουργείται η «οικουμενική»
κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα με στήριξη από την Νέα
Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό. Το 1990 η μη εκλογή του
ΠτΔ έγινε αιτία να διαλυθεί η Βουλή. Ο Πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης ψήφισε τρεις φορές «παρών» στην σχετική ψηφοφορία. Οι
εκλογές διεξήχθησαν με υπηρεσιακή Κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου Ιωάννη Γρίβα.
7. 8 Απριλίου 1990: Η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον Κωνσταντίνο
Μητσοτάκη κερδίζει τις εκλογές (με 46,89% και 150 βουλευτές).
Συμφωνεί με την ΔΗΑΝΑ του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου για να της
παραχωρηθεί μία έδρα. Μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ότι είχε γίνει λάθος στην κατανομή
των εδρών της Νέας Δημοκρατίας και δικαιούται μία επιπλέον έδρα,
οπότε η Κυβέρνηση βρέθηκε με 152 έδρες στην Βουλή.
8. 10 Οκτωβρίου 1993: Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου έχουν
νικητή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ
παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1996 για λόγους υγείας. Την θέση του
ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης ο οποίος οδήγησε τη χώρα σε εκλογές τον
Σεπτέμβριο του 1996.
9. 22 Σεπτεμβρίου 1996: Το ΠΑΣΟΚ με τον Κώστα Σημίτη κερδίζει τις
εκλογές, ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση δεν εξαντλείται η τετραετία
καθώς προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές.
10. 9 Απριλίου 2000: Το ΠΑΣΟΚ σχηματίζει και πάλι αυτοδύναμη
κυβέρνηση και ο Κώστας Σημίτης μένει στην εξουσία μέχρι και τον
Μάρτιο του 2004 ολοκληρώνοντας την θητεία της Βουλής.
11. 7 Μαρτίου 2004: Στις εκλογές της 7ης Μαρτίου η Νέα Δημοκρατία του
Κώστα Καραμανλή επανέρχεται στην εξουσία. Δεν εξανλεί την
τετραετία.
12. 16 Σεπτεμβρίου 2007: Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει ξανά την
αυτοδυναμία. Ωστόσο ο Κώστας Καραμανλής θα παραμείνει στην
πρωθυπουργία για δύο μόνο χρόνια προκαλώντας την διάλυση της
Βουλής για λόγους σχετιζόμενους με την οικονομία.
13. 4 Οκτωβρίου 2009: Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου συγκεντρώνει
44% και σχηματίζει κυβέρνηση. Ο Γ. Παπανδρέου θα παραμείνει στη
θέση του μέχρι τον Νοέμβριο του 2011. Σε αυτά τα δύο χρόνια μεσολαβεί
η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Τη θέση του αναλαμβάνει ο Λουκάς
165
Παπαδήμος (παρότι δεν μεσολάβησε απώλεια της εμπιστοσύνης της
Βουλής προς την Κυβέρνηση Παπανδρέου) επικεφαλής συμμαχικής
Κυβέρνησης, ο οποίος παρέμεινε στο Μέγαρο Μαξίμου μέχρι τον Μάιο
του 2012.
14. 6 Μαΐου 2012: Η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά έλαβε 18,85 %
και 108 έδρες, ωστόσο δεν σχημάτισε κυβέρνηση. Ο κύκλος των
διερευνητικών εντολών και των συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών
εξαντλήθηκε και έτσι προκηρύχθηκαν νέες εκλογές έναν μήνα μετά. Τις
εκλογές διενεργεί υπηρεσιακή Κυβέρνηση υπό τον Παναγιώτη
Πικραμμένο.
15. 17 Ιουνίου 2012: Ο Αντώνης Σαμαράς επέτυχε να σχηματίσει
κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Στις 21.6.2013 αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ
αρνήθηκε να συμπράξει στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας τον
Δεκέμβριο 2014. Η Βουλή οδηγήθηκε σε διάλυση.
16. 25 Ιανουαρίου 2015: Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα αναδείχθηκε
πρώτο κόμμα με σχετική πλειοψηφία και σχημάτισε Κυβέρνηση
συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ υπό τον Πάνο Καμμένο. Ακολούθησε η
διαπραγμάτευση με τους δανειστές και η υπογραφή του τρίτου
Μνημονίου, έπειτα από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Η Βουλή
διαλύθηκε 9 μήνες μετά. Τις εκλογές διενεργεί υπηρεσιακή Κυβέρνηση
υπό την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου.
17. 15 Σεπτεμβρίου 2015: Μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου η χώρα
οδηγήθηκε σε νέες εκλογές. Νικητής αναδείχθηκε και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ με
σχετική πλειοψηφία. Σχηματίστηκε εκ νέου συγκυβέρνηση με τους
ΑΝΕΛ. Η συνεργασία των δύο κομμάτων κράτησε μέχρι και την ψήφιση
της Συμφωνίας των Πρεσπών, οπότε οι ΑΝΕΛ αποχώρησαν από την
Κυβέρνηση, που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και παρέμεινε στην εξουσία.
Η Κυβέρνηση παραιτήθηκε μετά την ήττα του κυβερνώντος κόμματος
στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου έτους και
η Βουλή οδηγήθηκε σε διάλυση.
18. 7 Ιουλίου 2019: Πρώτο κόμμα ήλθε η Νέα Δημοκρατία με ποσοστό
39,85% και 158 έδρες, δεύτερο κόμμα ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής
Αριστεράς με 31,53% και 86 έδρες, τρίτο κόμμα το Κίνημα Αλλαγής με
8,10% και 22 έδρες, τέταρτο κόμμα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με
5,30% και 15 έδρες, πέμπτο κόμμα η Ελληνική Λύση με 3,70% και 10
έδρες και έκτο κοινοβουλευτικό κόμμα το Μέτωπο Ευρωπαϊκής
Ρεαλιστικής Ανυπακοής (ΜΕΡΑ 24) με 3,44% και 9 έδρες. Η κατανομή
των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Την
166
επόμενη ημέρα, Στις 8 Ιουλίου 2019 ορκίστηκε πρωθυπουργός ο
Πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης και τα μέλη της Κυβέρνησης
ορκίστηκαν στις 9 Ιουλίου 2019.

Γ. ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

1. Νοέμβριος 1974- Μάιος 1980: Κωνσταντίνος Καραμανλής


2. Μάιος 1980- Οκτώβριος 1981: Γεώργιος Ράλλης
3. Οκτώβριος 1981-Ιούνιος 1989: Ανδρέας Παπανδρέου
4. Ιούλιος - Οκτώβριος 1989: Τζαννής Τζανετάκης
5. Οκτώβριος - Νοέμβριος 1989: Ιωάννης Γρίβας (υπηρεσιακός)
6. Νοέμβριος 1989 - Απρίλιος 1990: Ξενοφώντας Ζολώτας
7. Απρίλιος 1990 - Οκτώβριος 1993: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
8. Οκτώβριος 1993 - Ιανουάριος 1996: Ανδρέας Παπανδρέου
9. Ιανουάριος 1996 - Μάρτιος 2004: Κώστας Σημίτης
10. Μάρτιος 2004 - Οκτώβριος 2009: Κώστας Καραμανλής
11. Οκτώβριος 2009 - Νοέμβριος 2011: Γιώργος Παπανδρέου
12. Νοέμβριος 2011 - Μάιος 2012: Λουκάς Παπαδήμος
13. Μάιος 2012 - Ιούνιος 2012: Παναγιώτης Πικραμμένος (υπηρεσιακός)
14. Ιούνιος 2012 - Ιανουάριος 2015: Αντώνης Σαμαράς
15. Ιανουάριος 2015 - Αύγουστος 2015: Αλέξης Τσίπρας
16. Αύγουστος 2015 - Σεπτέμβριος 2015: Βασιλική Θάνου (υπηρεσιακή)
17. Σεπτέμβριος 2015 – Ιούλιος 2019: Αλέξης Τσίπρας
18. Ιούλιος 2019 - σήμερα: Κυριάκος Μητσοτάκης

167
Δ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1974-2019

23.7.1974 Κατάρρευση της δικτατορίας


24.7.1974 Κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κων/νο Καραμανλή
1.8.1974 Επαναφέρεται το Σύνταγμα του 1952 εκτός από τις διατάξεις περί
βασιλευόμενης δημοκρατίας
17.11.1974 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση Ν.Δ. (Κων/νος Καραμανλής)
8.12.1974 Δημοψήφισμα
- με ποσοστό 69,2% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας
18.12.1974 ΠτΔ - Μ. Στασινόπουλος
19.6.1975 ΠτΔ - Κ. Τσάτσος
20.11.1977 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση Ν.Δ. (Κων/νος Καραμανλής -Γ.
Ράλλης)
15.5.1980 ΠτΔ - Κων/νος Καραμανλής -1η θητεία
18.10.1981 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (Α. Παπανδρέου)
18.10.1981 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: ΠΑ.ΣΟ.Κ.
17.6.1984 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Μάρτιος Παραίτηση Καραμανλή
1985 Αναπληρωτής Πρόεδρος: Ι. Αλευράς
30.3.1985 ΠτΔ Χρήστος Σαρτζετάκης
2.6.1985 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (Α. Παπανδρέου)
18.6.1989 Βουλευτικές Εκλογές
- Κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.+ ΚΚΕ-Συνασπισμός
18.6.1989 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: Ν.Δ.
2.7.1989 - Κυβέρνηση Τζανή Τζαννετάκη
12.10.1989 (Παραπομπές μελών της προηγούμενης Κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στο
Ειδικό Δικαστήριο)
12.10.1989 - Εκλογική Κυβέρνηση Ιωάννη Γρίβα
23.11.1989
5.11.1989 Βουλευτικές Εκλογές - «Οικουμενική» Κυβέρνηση
23.11.1989 - 1η Κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα
13.2.1990 - πολιτική Κυβέρνηση
13.2.1990 - 2η Κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα - «Οικουμενική» Κυβέρνηση
11.4.1990 προσωπικοτήτων
8.4.1990 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη
168
Ν.Δ. - + ΔΗΑΝΑ
4.5.1990 ΠτΔ Κων/νος Καραμανλής -2η θητεία
11.9.1993 Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη χάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής
10.10.1993 Βουλευτικές Εκλογές - Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ
13.10.1993 - 17.1.1996 (Α. Παπανδρέου)
22.1.1996 - 22.9.1996 (Κ. Σημίτης)
12.6.1994 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: ΠΑ.ΣΟ.Κ
10.3.1995 ΠτΔ Κώστας Στεφανόπουλος -1η θητεία
22.9.1996 Βουλευτικές Εκλογές
- Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ (Κ. Σημίτης)
13.6.1999 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: Ν.Δ.
8.2.2000 ΠτΔ Κώστας Στεφανόπουλος -2η θητεία
9.4.2000 Βουλευτικές Εκλογές
Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ (Κ. Σημίτης)
7.3.2004 Βουλευτικές Εκλογές
- Κυβέρνηση Ν.Δ. (Κ. Καραμανλής)
13.6.2004 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: Ν.Δ.
8.2.2005 ΠτΔ Κάρολος Παπούλιας
16.9.2007 Βουλευτικές Εκλογές
- Κυβέρνηση Ν.Δ. (Κ. Καραμανλής)
7.6.2009 Ευρωεκλογές
- πρώτο κόμμα: ΠΑ.ΣΟ.Κ
4.10.2009 Βουλευτικές Εκλογές
Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ (Γ. Παπανδρέου)
3.2.2010 ΠτΔ Κάρολος Παπούλιας
5.11.2011 Δυνητική ψήφος εμπιστοσύνης. Δεκτή με 153 «ναι» και 145 «όχι»
10.11.2011 παραίτηση Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου
11.11.2011 σχηματισμός Κυβέρνησης Λ. Παπαδήμου
ΠΑΣΟΚ 35 μέλη Κυβ. / Νέα Δημοκρατία 6 μέλη Κυβ. /ΛΑΟΣ 4 μέλη
Κυβ.
15.11.2011 Υποχρεωτική ψήφος εμπιστοσύνης 49
255 θετικές ψήφους / 38 αρνητικές

49
Σύμφωνα με όσα έχουν αναλυθεί για την ανάδειξη της Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση
Παπαδήμου θα έπρεπε να έχει σχηματισθεί, μόνο εφόσον θα είχε προηγηθεί η άρση της
εμπιστοσύνης της Βουλής από την προηγούμενη Κυβέρνηση Παπανδρέου.
169
11.4.2012 Διάλυση Βουλής
6.5.2012 Βουλευτικές Εκλογές
Διερευνητικές εντολές στα τρία πρώτα κόμματα. Αδυναμία
σχηματισμού Κυβέρνησης.
19.5.2012 Διάλυση Βουλής
17.6.2012 Βουλευτικές Εκλογές
Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012 διεξήχθησαν από την
υπηρεσιακή κυβέρνηση Παναγιώτη Πικραμμένου. Μετά τις εκλογές τα
κόμματα Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Δημοκρατική Αριστερά
συγκρότησαν την Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά. Στις 21.6.2013
αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση.
18.5.2014 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («α΄ γύρος»)
25.5.2014 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («β΄ γύρος»)
25.5.2014 Ευρωεκλογές
31.12.2014 Διάλυση Βουλής
Προκλήθηκε από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας
από τη Βουλή των Ελλήνων. Ο μοναδικός υποψήφιος, Σταύρος Δήμας,
ο οποίος στηρίχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και κάποιους
ανεξάρτητους βουλευτές, δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό
των 180 ψήφων για την εκλογή του στην τρίτη ψηφοφορία που έγινε
στις 29 Δεκεμβρίου 2014.
25.1.2015 Βουλευτικές Εκλογές
Συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού αποτελούμενη
από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
18.2.2015 ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος
5.7.2015 Διεξαγωγή δημοψηφίσματος
20.8.2015 Παραίτηση Κυβέρνησης Τσίπρα
28.8.2015 Υπηρεσιακή κυβέρνηση Βασιλικής Θάνου (Προέδρου Αρείου Πάγου)
20.9.2015 Βουλευτικές Εκλογές
Συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού αποτελούμενη
από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
26.6.2019 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («α΄ γύρος»)
26.6.2019 Ευρωεκλογές
2.7.2019 Εκλογές δημοτικών και περιφερειακών αρχών («β΄ γύρος»)
7.7.2019 Βουλευτικές Εκλογές
Σχηματισμός αυτοδύναμης Κυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κυριάκο
Μητσοτάκη.

170
Ε. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ 1974-2019

Ημερομηνία Διάρκεια Βουλευτικής Βουλευτικ Λήξη θητείας ή


εκλογών περιόδου ή Περίοδος Διάλυση
-κατά προσέγγιση-
1. 17.11.1974 3 έτη και 3 ημέρες 1η -Α΄ Διάλυση
2. 20.11.1977 3 έτη 11 μήνες 2 ημέρες 2η -Β΄ Λήξη θητείας
3. 18.10.1981 3 έτη 8 μήνες 3η -Γ΄ Διάλυση
4. 2.6.1985 4 έτη 1 μήνα 4η -Δ΄ Λήξη θητείας
5. 18.6.1989 0 έτη 5 μήνες 5η -Ε΄ Διάλυση
Διάλυση -Μη
6. 5.11.1989 0 έτη 5 μήνες 6η -ΣΤ΄
εκλογή ΠτΔ
7. 8.4.1990 3 έτη 6 μήνες 7η -Ζ΄ Διάλυση
8. 10.10.1993 2 έτη 11 μήνες 8η -Η΄ Διάλυση
9. 22.9.1996 3 έτη 8 μήνες 9η -Θ΄ Διάλυση
10. 9.4.2000 3 έτη 11 μήνες 10η -Ι΄ Λήξη θητείας
11. 7.3.2004 3 έτη 6 μήνες 11η -ΙΑ΄ Διάλυση
12. 16.9.2007 2 έτη 2 μήνες 12η -ΙΒ΄ Διάλυση
13. 4.10.2009 2 έτη 7 μήνες 13η -ΙΓ΄ Διάλυση
14. 6.5.2012 0 έτη 1 μήνας 14η -ΙΔ΄ Διάλυση
Διάλυση -Μη
15. 17.6.2012 2 έτη 1 μήνας 15η -ΙΕ΄
εκλογή ΠτΔ
16. 25.1.2015 0 έτη 8 μήνες 16η -ΙΣΤ΄ Διάλυση
17. 20.9.2015 3 έτη 10 μήνες 17η -ΙΖ΄ Διάλυση
18. 7.7.2019

171
ΣΤ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 1974 - 2019

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1974-1985


Περίοδος Α’ Περίοδος Β’ Περίοδος Γ’ Περίοδος Δ’
Κόμματα 17 Νοεμβρίου 20 Νοεμβρίου 18 Οκτωβρίου 2 Ιουνίου
1974 1977 1981 1985
% έδρες % έδρες % έδρες % έδρες
ψή ψή ψήφων ψή
φων
φων φων
Ν.Δ.50 54,37 216 41,84 171 35,88 115 40,84 126
ΠΑ.ΣΟ.Κ51 13,58 14 25,34 93 48,07 172 45,82 161
Ε.Κ. - Ν.Δ.52 20,42 62 - - - -
Ε.ΔΗ.Κ.53 11,95 16 0,4 0
Κ.ΝΦ.54 1,08 2
ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ. 0,71 0
Κ.Κ.Ε. 9,36 11 10,94 13 9,89 12
Κ.Κ.Ε.εσωτ. 9,4755 8 1,35 0 1,84 1
Ε.Δ.Α. 2,7256 2
Ε.Δ.Ε.57 1,07 0
Ε.Π.58 6,82 5
Κ.Π.59 1,69 0
Ε.Π.ΕΝ.60 0,59 0
Λοιποί 1,09 0 0,89 0 0,96 0 1,02 0
300 300 300 300

50
Νέα Δημοκρατία
51
Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα
52
Κεντροδεξιό κόμμα.
53
Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου, κεντροδεξιό κόμμα που ιδρύθηκε μετά την διάλυση της
Ένωσης Κέντρου - Νέων Δυνάμεων.
54
Κόμμα Νεοφιλελευθέρων, κεντροδεξιό κόμμα με τοπικό κέντρο βάρους στη Δυτική Κρήτη.
55
Η Ενωμένη Αριστερά περιελάμβανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το ΚΚΕ εσωτ. και
την Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά.
56
Το ΚΚΕεσωτ. και η ΕΔΑ κατήλθαν σε συνεργασία με τρία ακόμη μικρά κόμματα υπό τον
τίτλο “Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων”.
57
Εθνική Δημοκρατική Ένωση, άκρα δεξιά.
58
Εθνική Παράταξις, άκρα δεξιά.
59
Προοδευτικό Κόμμα, άκρα δεξιά
60
άκρα δεξιά.
172
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1989 - 1990

Περίοδος Ε΄ Περίοδος ΣΤ΄ Περίοδος Ζ΄


Κόμματα 18 Ιουνίου 1989 5 Νοεμβρίου 1989 8 Απριλίου 1990
%
έδρες % ψήφων έδρες % ψήφων έδρες
ψήφων
ΠΑ.ΣΟ.Κ. 39,13 125 40,67 128 38,61 123
Ν.Δ. 44,28 145 46,19 148 46,89 150
Κ.Κ.Ε.
Συνασπισμός61 13,12 28 10,97 21 10,28 19
ΔΗ.ΑΝΑ 1,01 1 0,67 1
Οικολόγοι
Εναλλακτικοί - - 0,58 1 0,77 1
Λοιποί62 2,46 163 1,59 264 2,78 665
300 300 300

61
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αποτέλεσε την συνεργασία ΚΚΕ και
ΚΚΕεσωτ., που κατήλθαν μαζί στις δύο εκλογές του 1989 και το 1990. Στις εκλογές του 1985 είχαν
κατέβει ξεχωριστά, ενώ στις εκλογές του 1993 και μετά το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από τον ενιαίο
Συνασπισμό.
62
Κανένα από τα κόμματα ή τους ανεξαρτήτους βουλευτές, που εντάσσονται εδώ, δεν
έλαβε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,8%. Εδώ εντάσσεται η ακροδεξιά Ε.Π.ΕΝ. που έλαβε το 1985 το
μεγαλύτερο ποσοστό της, 0.60%.
63
Ο βουλευτής Ροδόπης Σαδίκ Αχμέτ Σαδίκ, με ποσοστό 0.38 % εξελέγη ως ανεξάρτητος
64
Δύο βουλευτές ανεξάρτητοι
65
Έξι βουλευτές ανεξάρτητοι
173
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 -ΕΚΛΟΓΕΣ 1993 - 2000

Περίοδος Η΄ Περίοδος Θ΄ Περίοδος Ι΄


Κόμματα 10 Οκτωβρίου 1993 22 Σεπτεμβρίου 1996 9 Απριλίου 2000
% έδρες % έδρες % έδρες
ψήφων ψήφων ψήφων
ΠΑ.ΣΟ.Κ. 46,88 170 41,49 162 43,79 158
Ν.Δ. 39,30 111 38,12 108 42,73 125
Κ.Κ.Ε. 4,54 9 5,61 11 5,53 11
Συνασπισμός66 2,94 0 5,12 10 3,20 6
ΠΟΛ.ΑΝ.67 4,87 10 2,94 0 - -
ΔΗ.Κ.ΚΙ68 - - 4,43 9 2,69 0
Οικολόγοι
Εναλλακτικοί - - 0,08 0 0,05 0
Λοιποί69 1,47 0 2,21 0 2,01 0
300 300 300

66
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αποτέλεσε την συνεργασία ΚΚΕ και
ΚΚΕεσωτ., που κατήλθαν μαζί στις δύο εκλογές του 1989 και το 1990. Στις εκλογές του 1985 είχαν
κατέβει ξεχωριστά, ενώ στις εκλογές του 1993 και μετά το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από τον ενιαίο
Συνασπισμό.
67
Πολιτική Άνοιξη υπό τον Αντώνη Σαμαρά, προσωποπαγές κεντροδεξιό κόμμα με
εθνικιστικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική.
68
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα υπό τον Δημήτρη Τσοβόλα πρώην υπουργό του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,
προσωποπαγές αριστερό κόμμα.
69
Κανένα από τα κόμματα ή τους ανεξαρτήτους βουλευτές, που εντάσσονται εδώ, δεν
έλαβε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,8%. Εδώ εντάσσεται η ακροδεξιά Ε.Π.ΕΝ. που έλαβε το 1985 το
μεγαλύτερο ποσοστό της, 0.60%.
174
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 -ΕΚΛΟΓΕΣ 2004-2007

7 Μαρτίου 2004 16 Σεπτεμβρίου 2007


ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΑ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΒ’
Ψήφισαν
Εγγεγραμμέν Έγκυρα Ψήφισαν
Εγγεγραμμέν Έγκυρα
οι 9.897.626 7.404.93 7.355.94
7.571.60 οι 9.921.343 7.159.897
4 6
1
% %
Κόμμα Ψήφοι Έδρες Ψήφοι Έδρες
ψήφων ψήφων
N.Δ. 3.359.058 45,36 165 2.995.321 41,83 % 152
ΠA.ΣO.K 3.002.531 40,55 117 2.727.702 38,11 % 102
K.K.E.70 436.573 5,90 12 583.768 8,15 % 22
ΣYN 71 241.539 3,26 6
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 361.216 5,04 % 14
ΛΑ.Ο.Σ. 72 162.103 2,19 0 271.761 3,80 % 10
ΔH.K.KI.73 132.750 1,79 0
Οικολ. Πράσ.74 75.477 1,05 % 0
Δ.Α.75 57.175 0,80 % 0
Έν. Κεντ. 76 19.531 0,26 0 20.800 0,29 % 0
ΜΕ.Ρ.Α. 77 11.261 0,15 0 11.867 0,17 % 0
ΚΚΕ (Μ-Λ)78 10.754 0,15 0 17.538 0,24 % 0
ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α.79 10.605 0,15 % 0
Αντ. Συμ. 80 8.313 0,11 0 8.104 0,11 % 0
Ελ.Μέτ. 81 6.751 0,09 0
Φ.Σ.82 7.518 0,11 % 0

70
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
71
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς - Ενωτικό Ψηφοδέλτιο (Συνασπισμός της
Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας - Κίνηση Ενεργών Πολιτών - Ανανεωτική
Κομμουνιστική και Οικολογική Αριστερά - Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς -
Διεθνιστική Εργατική Αριστερά)
72
Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός - Γ. Καρατζαφέρης
73
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα
74
Οικολόγοι Πράσινοι
75
Δημοκρατική Αναγέννηση
76
Ένωση Κεντρώων
77
Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς
78
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό)
79
Ενωτική Αντικαπιταλιστκή Αριστερά
80
Αντικαπιταλιστική Συμμαχία
81
Ελληνικό Μέτωπο - Μάκης Βορίδης
82
Φιλελεύθερη Συμμαχία
175
Μ-Λ ΚΚΕ 83 4.846 0,07 0
Α.Σ.Κ.Ε. 84 3.180 0,04 0
Κομ.Φιλ. 85 2.658 0,04 0 3.079 0,04 % 0
Ο.Α.Κ.Κ.Ε 86 2.099 0,03 0 2.504 0,03 % 0
Α.Σ.Κ.Ε.87 2.098 0,03 % 0
Δημ. Βεργής88 1.737 0,02 % 0
Φως - Αλήθεια
988 0,01 % 0
- Δικαιοσύνη
Αν.Μεμ. 892 0,01 0
Χριστ. 95 0,00 0
Δημοκρατική
Παγκόσμιος 8 - 0
Ελλάς
Π.Α.Α.89 3 - 0
Νέο Κόμμα
Σωτηρίας
1 - 0
Χριστιανική
Δημοκρατία
Ανεξάρτητοι -
627 - 0
Μεμονωμένοι
300 300

83
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα Ελλάδας
84
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
85
Κόμμα Φιλελευθέρων
86
Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ
87
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
88
Δημοσθένης Βεργής - Έλληνες Οικολόγοι
89
Περιφερειακή Αστική Ανάπτυξη
176
ΠΙΝΑΚΑΣ 5 -ΕΚΛΟΓΕΣ 4 Οκτωβρίου 2009
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΓ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.933.385 - Ψήφισαν: 7.044.756 (70,92 %)
Άκυρα - Λευκά: 2,64 %

Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες


ΠΑ.ΣΟ.Κ 3,012,373 43.92 % 160
Νέα Δημοκρατία 2,295,967 33.48 % 91
Κ.Κ.Ε. 517,154 7.54 % 21
ΛΑ.Ο.Σ. 386,152 5.63 % 15
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 315,627 4.60 % 13
ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ 173,449 2.53 %
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 30,856 0.45 %
Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία 24,737 0.36 %
(ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.)
Δημ. Βεργής ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ 20,019 0.29 %
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 19,636 0.29 %
Ένωση Κεντρώων 18,278 0.27 %
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΞΗ 10,682 0.16 %
συνεχιστών του ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
ΚΚΕ (μ-λ) 10,213 0.15 %
Δημοκρατικοί 7,611 0.11 %
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ-ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΟ ΚΚΕ 5,506 0.08 %
Εργατικό Επαναστικό Κόμμα 4,536 0.07 %
Ο.Α.Κ.Κ.Ε. Οργάνωση για την 1,652 0.02 %
Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ
ΧΑΡΙΖΩ ΟΙΚΟΠΕΔΑ, ΧΑΡΙΖΩ ΧΡΕΗ, 1,376 0.02 %
Παναγροτικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδος
(ΠΑΕΚΕ)
Κ.Ο.Τ.Ε.Σ. Καπνιστικές Ομάδες για 1,355 0.02 %
την Τέχνη και την Εικαστική Συγκρότηση
Φως. Αλήθεια. Δικαιοσύνη. 867 0.01 %
Ανεξ. Υποψ. 277
ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 8
ΠΕΡΙΦ. ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (Π.Α.Α) 8
ΠΑΛΑΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 3

177
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 -ΕΚΛΟΓΕΣ 6 Μαΐου 2012
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΔ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.949.401 - Ψήφισαν: 65,10 %
Άκυρα - Λευκά: 2,36 % - Εκτός Βουλής 19,03%
Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες
Νέα Δημοκρατία 1.192.054 18,85 % 108
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο 1.061.265 16,78 % 52
ΠΑ.ΣΟ.Κ 833.529 13,18 % 41
Ανεξάρτητοι Έλληνες 670.596 10,60 % 33
Κ.Κ.Ε. 536.072 8,48 % 26
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 440.894 6,97 % 21
Δη.Μ.Αρ. Δημοκρατική Αριστερά 386.116 6,11 % 19
Οικολόγοι Πράσινοι 185.366 2,93 %
ΛΑ.Ο.Σ. 183.466 2,90 %
Δημοκρατική Συμμαχία 161.510 2,55 %
δημιουργία, ξανά! 135.932 2,15%
Δράση - Φιλελεύθερη Συμμαχία 114.094 1,80%
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. 75.439 1,19%
Κοιν. Συμφωνία 0,96% 60.753
ΟΧΙ (ΔΑ-ΕΠΑΜ) 0,92%, 58.459
"ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ" 0,88% 55.646
Ένωση Κεντρώων 0,61% 38.439
Σ. Εθν. Ενότητας 0,60% 38.193
Κόμμα Πειρατών 0,51% 32.487
ΚΟΙΝΩΝΙΑ 0,45% 28.502
ΚΚΕ (μ-λ)-Μ-Λ ΚΚΕ 0,25% 16.049
ΕΕΚ ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΕΣ 0,10% 6.095
Κόμμα Φιλελευθέρων 0,06% 3.622
Ανεξ. Υποψήφιος 0,05% 3.088
Ο.Α.Κ.Κ.Ε. 0,04% 2.616
ΟΚΔΕ 0,03% 2.002
Αξιοπρέπεια 0,01%, 775
Κ.Ε.ΑΝ. 469
ΑΝΕΞ.ΑΝ.ΑΡΙΣΤ. 307
ΠΑΝΑΘΗΝ. ΚΙΝΗΜΑ 107
Π.Α.Α. 96
Δημ. Βεργής 66
178
ΠΙΝΑΚΑΣ 7 -ΕΚΛΟΓΕΣ 17 Ιουνίου 2012

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΕ’
Ενσωμάτωση: 100,00 % - Τελικά
Εγγεγραμμένοι: 9.947.876 - Ψήφισαν: 62,49 %
Άκυρα - Λευκά: 0,99 %
Εκτός Βουλής: 5,98 %

Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες


Νέα Δημοκρατία 1.825.637 29,66% 129
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ενωτικό Κοινωνικό
1.655.086 26,89% 71
Μέτωπο
ΠΑ.ΣΟ.Κ 755.868 12,28% 33
Ανεξάρτητοι Έλληνες 462.466 7,51% 20
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 425.990 6,92 % 18
Δημοκρατική Αριστερά 385.077 6,25 % 17
Κ.Κ.Ε. 277.204 4,50 % 12
Δημιουργία, ξανά! 98.061 1,59 % -
ΛΑ.Ο.Σ. 97.094 1,58 % -
Οικολόγοι Πράσινοι 54.420 0,88 % -
Κίνημα δεν πληρώνω 23.734 0,39 % -
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. 20.391 0,33 % -
Κοινωνία 17.774 0,29 % -
Ένωση Κεντρώων - Δημ. Βεργής 17.191 0,28 % -
Κόμμα Πειρατών Ελλάδας 14.170 0,23 %
Παναθηναϊκό Κίνημα 12.439 0,20 %
ΚΚΕ (μ-λ)-Μ-Λ ΚΚΕ 7.648 0,12 %
Εθνική Ελπίδα 4.302 0,07 %
Κόμμα Φιλελευθέρων 615 0,00 %
Κίνημα Εθνικής Αντίστασης 80 0,00 %
ΠΑΕΚΕ 1 0,00 %
Ανεξάρτητοι υποψήφιοι 417 0,00 %

179
ΠΙΝΑΚΑΣ 8 -ΕΚΛΟΓΕΣ 25 Ιανουαρίου 2015

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΣΤ’
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.911.495
Ψήφισαν: 6.330.786 Ποσοστό: 63,87
Αποχή: 3.580.709 Ποσοστό: 35,13
Έγκυρα: 6.181.274 Ποσοστό: 97,64
Λευκά: 34.809 Ποσοστό: 0,55
Άκυρα: 114.703 Ποσοστό: 1,81

Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες


ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο 2.246.064 36,34 149
Νέα Δημοκρατία 1.718.815 27,81 76
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 388.447 6,28 17
Το Ποτάμι 373.868 6,05 17
Κ.Κ.Ε. 338.138 5,47 15
Ανεξάρτητοι Έλληνες 293.371 4,75 13
ΠΑ.ΣΟ.Κ 289.482 4,68 13
Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών 152.230 2,47
Ένωση Κεντρώων 110.826 1,79
Τελεία - Απόστολος Γκλέτσος 109.483 1,77
ΛΑΪΚΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ
63.692 1,03
(ΛΑ.Ο.Σ.)
ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μ.ΑΡ.Σ 39.455 0,64
Πράσινοι-Δημοκρατική Αριστερά 30.074 0,48
ΚΚΕ (μ-λ) - Μ-Λ ΚΚΕ 8.033 0,13
ΕΝΩΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ
7.609 0,12
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ (Ε.Δ.Ε.Μ.)
ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α. 4.789 0,08
ΕΕΚ ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΕΣ 2.441 0,04
ΟΚΔΕ 2.206 0,03
Κ.Ε.ΑΝ. - (Ε.Λ.Κ.Σ.Ι.) 619 0,01
"ΡΟ ΜΑ" 105 0,00
Ελληνικό Λευκό Κίνημα Σημερινής
86 0,00
Ιδεολογίας
ΑΝ.ΑΝ.ΑΡΙΣΤ., ΑΝ.ΔΕΞΙΑ, ΑΝ.ΠΑΣΟΚ,
27 0,00
ΑΝ.Ν.Δ., ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ Κ. …
Ανεξ./Μεμονωμένοι Υποψήφιοι 1.414 0,02

180
ΠΙΝΑΚΑΣ 9 -ΕΚΛΟΓΕΣ 20 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.840.525
Ψήφισαν: 5.566.295 Ποσοστό: 56,57
Αποχή: 4.274.230 Ποσοστό: 43,43
Έγκυρα: 5.431.850 Ποσοστό: 97,58
Λευκά: 64.384 Ποσοστό: 1,16
Άκυρα: 70.061 Ποσοστό: 1,26

Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες


Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς-ΣΥΡΙΖΑ 1.925.904 35.46% 140
Νέα Δημοκρατία 1.526.205 28.10% 71
Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή 379.581 6.99% 17
Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑ.ΣΟ.Κ.- ΔΗΜ.ΑΡ.) 341.390 6.28% 16
Κ.Κ.Ε. - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ 301.632 5.55% 14
Το Ποτάμι 222.166 4.09% 11
Ανεξάρτητοι Ελληνες - Πάνος Καμμένος 200.423 3.69% 10
Ενωση Κεντρώων 186.457 3.43% 9
Λαϊκή Ενότητα 155.242 2.86% 0
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α - ΕΕΚ 46.096 0.85% 0
Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο (Ε.ΠΑ.Μ) 41.631 0.77% 0
Κοινωνία 35.534 0.65% 0
δημιουργία, ξανά! Θάνος Τζήμερος 28.936 0.53% 0
Δημοκρατικοί, κοινωνία αξιών, Κόμμα Πειρατών 15.257 0.28% 0
Ελλάδας
ΚΚΕ (μ-λ) - Μ-Λ ΚΚΕ 8.944 0.16% 0
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ-ΕΛΛ. ΛΑΪΚ. ΣΥΣΠ. (ΕΛ.ΛΑ.Σ.) 6.253 0.12% 0
[ΚΟΜ. ΕΘΝ. ΣΩΤ. (Κ.Ε.ΣΩ)-ΕΘΝ. ΛΑΪΚ. ΣΧΗΜ.
(Ε.ΛΑ.Σ)-Κίν. Πολ/κής Αλήθ. (ΚΙ.Π.ΑΛ.)]
ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α. (Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική 4.425 0.08% 0
Απελευθέρωση)
Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας 2.372 0.04% 0
(Ο.Κ.Δ.Ε.)
Ο.Α.Κ.Κ.Ε. Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση 2.263 0.04% 0
του ΚΚΕ
Ανεξάρτητοι - Μεμονωμένοι Υποψήφιοι 1.139 0.02% 0

181
ΠΙΝΑΚΑΣ 10 -ΕΚΛΟΓΕΣ 7 Ιουλίου 2019
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΗ΄
Ενσωμάτωση: 100,00 %
Εγγεγραμμένοι: 9.961.718
Ψήφισαν: 5.769.503 Ποσοστό: 57,92%
Αποχή: 4.192.215 Ποσοστό: 42,08%
Έγκυρα: 5.649.332 Ποσοστό: 97,92%
Λευκά: 42.668 Ποσοστό: 0,74%
Άκυρα: 77.503 Ποσοστό: 1,34%

Κόμμα Ψήφοι Ποσοστό Έδρες


Νέα Δημοκρατία 2.251.411 39,85% 158
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς-ΣΥΡΙΖΑ 1.781.174 31,53% 86
Κίνημα Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ-ΚΙΔΗΣΟ-Ανανεωτική
Αριστερά-Προοδευτικό Κέντρο-ΕΔΕΜ-Κινήσεις 457.519 8,10% 22
Πολιτών)
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας 299.592 5,30% 15
Ελληνική Λύση - Κυριάκος Βελόπουλος 208.805 3,70% 10
ΜέΡΑ25 194.232 3,44% 9
Λαϊκός Σύνδεσμος- Χρυσή Αυγή 165.709 2,93% 0
Πλεύση Ελευθερίας - Ζωή Κωνσταντοπούλου 82.672 1,46% 0
Ένωση Κεντρώων 70.161 1,24% 0
Δημιουργία ξανά - Θάνος Τζήμερος 41.646 0,74% 0
Ε.ΠΑ.Μ - Α.Κ.Κ.ΕΛ (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο και 0
28.269 0,50%
Αγροτικό Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας)
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α - Αντικαπιταλιστική Αριστερή
23.191 0,41% 0
Συνεργασία για την Ανατροπή
Λαϊκή Ενότητα 15.930 0,28% 0
Ελλήνων Συνέλευσις 14.173 0,25% 0
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό- 0
7.778 0,14%
λενινιστικό)
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα 0
2.791 0,05%
Ελλάδας
Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας 0
1.675 0,03%
(Ο.Κ.Δ.Ε.)
Ανεξάρτητοι/Μεμονωμένοι Υποψήφιοι 472 0,01% 0
Συν...φωνία Πολιτικών Κομμάτων 96 0
Δημοσθένης Βεργής Έλληνες Οικολόγοι 0 0% 0

182

You might also like