You are on page 1of 19

Κεφαλαίο 8ο Μακροοικονομικά μεγέθη και Εθνικοί Λογαριασμοί

Περιεχόμενα
Κεφαλαίο 8ο Μακροοικονομικά μεγέθη και Εθνικοί Λογαριασμοί .................................... 1
8.1 Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν .................................................................................... 2
8.2. Το κατά κεφαλήν πραγματικό Α.Ε.Π. ....................................................................... 4
8.3. Ρυθμός Οικονομικής Μεγέθυνσης ΑΕΠ ................................................................... 5
8.4. Αιτίες αύξησης του ΑΕΠ και συντελεστές παραγωγής ............................................ 6
Συντελεστές παραγωγής ............................................................................................. 6
8.5. Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα ................................................................................. 8
8.6. Ανεργία (Εργατικό Δυναμικό, Απασχολούμενοι, Άνεργοι) ...................................... 9
8.7. Πληθωρισμός ......................................................................................................... 11
Μορφές Πληθωρισμού ............................................................................................. 11
8.8. Δείκτες Τιμών Καταναλωτή ................................................................................... 16
Τροφή για σκέψη .......................................................................................................... 18

1|Σελίδα
8.1 Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Gross domestic product (GDP) είναι το σύνολο
των προϊόντων, υλικών και άυλων, που παράχθηκαν μέσα στην επικράτεια μιας χώρας
σε διάστημα ενός έτους, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες, ακόμα και αν μέρος αυτού
παράχθηκε από παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε κατοίκους του εξωτερικού.
Διαφέρει από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν γιατί δεν συμπεριλαμβάνει το εισόδημα
που απέκτησαν οι κάτοικοι μιας χώρας στο εξωτερικό.
Συνάρτηση ΑΕΠ
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εκφράζεται μαθηματικά ως εξής:

(C) consumption: Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελείται από δαπάνες των νοικοκυριών


(καταναλωτών) για αγορά καταναλωτικών αγαθών διαρκών ή μη διαρκών, όπως για
τρόφιμα, ψυγεία, υπηρεσίες γιατρών, δικηγόρων κτλ.
(Ι) investment: Η ακαθάριστη ιδιωτική επένδυση περιλαμβάνει τρεις υποκατηγορίες:
α) Δαπάνες των επιχειρήσεων για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό π.χ. κτίρια, μηχανήματα. Ο
όρος επένδυση, όπως χρησιμοποιείται στην οικονομική επιστήμη, σημαίνει δημιουργία
νέων κεφαλαιουχικών αγαθών. Περιλαμβάνει τόσο την προσθήκη νέων, όσο και την
αντικατάσταση αυτών που έχουν φθαρεί λόγω της συμμετοχής τους στην παραγωγική
διαδικασία και τα οποία πρέπει να αντικατασταθούν, ώστε να διατηρήσει η οικονομία
την παραγωγική της ικανότητα. Το μέρος του κεφαλαίου που καταστρέφεται
(αναλώνεται) λέγεται απόσβεση του κεφαλαίου. Ο όρος ακαθάριστη ιδιωτική επένδυση
περιλαμβάνει τόσο την απόσβεση όσο και το υπόλοιπο μέρος της επένδυσης, που
αποτελεί κατ' ουσίαν αύξηση του κεφαλαίου της οικονομίας. Αν από την ακαθάριστη
επένδυση αφαιρεθεί η απόσβεση, το υπόλοιπο που απομένει είναι η καθαρή επένδυση.
(Καθαρή Επένδυση = Ακαθάριστη ιδιωτική επένδυση - Αποσβέσεις). Η καθαρή
επένδυση είναι δυνατόν να είναι αρνητική, όταν οι αποσβέσεις είναι μεγαλύτερες από
την ακαθάριστη επένδυση.
Η οικονομική έννοια του όρου επένδυση δε συμπίπτει οπωσδήποτε με την καθημερινή
χρήση του όρου. Αυτό που είναι επένδυση για ένα άτομο ή μια επιχείρηση δεν είναι
αναγκαστικά επένδυση για την οικονομία ως σύνολο. Για παράδειγμα, η αγορά από μια
επιχείρηση κτιρίων και μηχανημάτων άλλης επιχείρησης είναι επένδυση για την
επιχείρηση που αγοράζει, αλλά για την οικονομία είναι μια απλή μεταβίβαση κυριότητας
κεφαλαιουχικών αγαθών.
β) Δαπάνες των νοικοκυριών για απόκτηση νέων σπιτιών. Τα σπίτια είναι τα μόνα διαρκή
αγαθά που βρίσκονται στην κατοχή νοικοκυριών και θεωρούνται κεφάλαιο για την
οικονομία.
γ) Μεταβολές στα αποθέματα. Αποθέματα υπάρχουν στις επιχειρήσεις, αν μια ορισμένη
ποσότητα του προϊόντος που παράγουν σε μια συγκεκριμένη περίοδο δε διατίθεται στην
αγορά την ίδια περίοδο, αλλά είναι στη διάθεση της επιχείρησης για μελλοντική χρήση.
Τα αρχικά αυτά αποθέματα μπορεί στο τέλος του έτους να έχουν αυξηθεί. Αν έχουν
αυξηθεί, προστίθενται στο Α.Ε.Π., γιατί αποτελούν παραγωγή της τρέχουσας περιόδου,
ενώ, αν έχουν μειωθεί, αφαιρούνται, γιατί αποτελούν παραγωγή προηγούμενων

2|Σελίδα
περιόδων. Μεταβολή στα Αποθέματα = Τελικά Αποθέματα - Αρχικά Αποθέματα.

(G) Government purchase: Κρατική ή Δημόσια Δαπάνη


Στην κρατική δαπάνη περιλαμβάνονται δαπάνες επενδυτικές και καταναλωτικές.
Επενδύσεις του δημοσίου γίνονται σε έργα υποδομής (κατασκευή δρόμων, λιμανιών
κ.τ.λ.) ή και σε επιχειρηματική δραστηριότητα. Το υπόλοιπο των δαπανών έχει
καταναλωτικό χαρακτήρα, όπως μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, προμήθεια υλικού,
τροφοδοσία ενόπλων δυνάμεων κ.τ.λ. Δεν περιλαμβάνονται στις δημόσιες δαπάνες για
τον υπολογισμό του Α.Ε.Π. οι μεταβιβαστικές πληρωμές σε άτομα, όπως οι συντάξεις, τα
διάφορα επιδόματα ανεργίας, υποτροφίες κ.τ.λ., επειδή οι πληρωμές αυτές είναι στην
πραγματικότητα απλή ανακατανομή του υπάρχοντος εισοδήματος και δεν παρέχονται
ως αντάλλαγμα για την παραγωγή αγαθών.

(ΝΧ) Εξαγωγές μείον Εισαγωγές: Οι τρεις προηγούμενες κατηγορίες δαπανών δίνουν το


Α.Ε.Π. μιας οικονομίας, εφόσον αυτή δεν έχει συναλλαγές με άλλες χώρες. Στη σημερινή
πραγματικότητα όλες οι οικονομίες είναι ανοιχτές, έχουν δηλαδή εισαγωγές και
εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον
υπολογισμό του Α.Ε.Π.. Οι εξαγωγές (η διαδικασία μεταφοράς εγχώριων προϊόντων,
εμπορευμάτων και ανθρώπων προς μία ξένη χώρα όπου τα προϊόντα θα
επεξεργαστούν, θα χρησιμοποιηθούν, θα πωληθούν ή θα επανεξαχθούν) προϊόντων
και υπηρεσιών σε άλλες χώρες συνιστούν παραγωγή της οικονομίας και η αξία τους
πρέπει να προστίθεται στο Α.Ε.Π.. Οι εισαγωγές, αντίθετα, δεν πρέπει να
συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό του Α.Ε.Π., γιατί είναι παραγωγή άλλων χωρών.
Για τον υπολογισμό επομένως του Α.Ε.Π. έχει σημασία η διαφορά: Αξία εξαγωγών - Αξία
των Εισαγωγών. Συνοπτικά λοιπόν από την πλευρά της δαπάνης το Α.Ε.Π. μπορεί να
υπολογιστεί ως το άθροισμα των παραπάνω δαπανών, δηλαδή:
Α.Ε.Π. = Ιδιωτική Κατανάλωση + Ακαθάριστη ιδιωτική επένδυση + Κρατική ή Δημόσια
Δαπάνη + (Εξαγωγές – Εισαγωγές).
Παράδειγμα:
Η αξία των τηλεοράσεων που κατασκευάζονται από μια αμερικανική εταιρία στη
Γερμανία, όπως μετριέται από την αμοιβή που εισπράττει από την κυβέρνηση της
Γερμανίας, υπολογίζεται στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Γερμανίας, όχι όμως στο
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.
Ομοίως, το μέρος της αξίας των τηλεοράσεων που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, από
εταιρία γερμανικών συμφερόντων, υπολογίζεται στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της
Γερμανίας και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των ΗΠΑ, όχι όμως στο Ακαθάριστο Εθνικό
Προϊόν των ΗΠΑ.
Μη μετρήσιμα αγαθά / υπηρεσίες
1) Υπάρχουν αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται στην οικονομία, αλλά επειδή δεν
εμφανίζονται στην αγορά και δε γίνονται αντικείμενα αγοραπωλησίας είναι δύσκολο να
εκτιμηθεί και να υπολογιστεί η αξία τους στο εθνικό ή εγχώριο εισόδημα.
Παράδειγμα:
• Υπηρεσίες νοικοκυριών: (βάψιμο σπιτιού, επιδιορθώσεις, υπηρεσίες νοικοκυράς)
• Ιδιοκατανάλωση: (τα αγαθά που παράγονται και καταναλώνονται από τους

3|Σελίδα
ίδιους)
• Τεκμαρτά ενοίκια: (ιδιοκατοίκηση)
• Οι αμοιβές των εργαζομένων σε είδος αντί σε χρήμα (δεν δηλώνονται)
2) Αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία παρατηρούνται διπλοί υπολογισμοί, λάθη και
παραλήψεις.
Παράδειγμα:
• Δυσκολίες διάκρισης των αγαθών σε τελικά και ενδιάμεσα (διπλός υπολογισμός)
• Η αποφυγή δήλωσης του πραγματικού εισοδήματος στις εισοδηματικές
αρχές, φοροδιαφυγή (παράληψη)
• Δήλωση αγαθών που δεν προέρχονται από την τρέχουσα παραγωγική
δραστηριότητα (κληρονομιές, δωρεές).
• Η καταχώριση των εταιρικών κερδών πριν και μετά την κατανομή τους (διπλός
υπολογισμός)
• Η αποφυγή δήλωσης επαγγέλματος από δεύτερη εργασία (παράληψη)
3) Τεχνικές δυσκολίες.
Δυσκολίες κατά τον υπολογισμό των αποσβέσεων όπως π.χ. αεροδρόμια, λιμάνια,
υδατοφράκτες, δρόμοι, κλπ γιατί είναι δύσκολο να υπολογιστεί η διάρκεια ζωής τους.

8.2. Το κατά κεφαλήν πραγματικό Α.Ε.Π.


Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετρά την ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που αντιστοιχούν
σε κάθε άτομο.
Χρησιμοποιείται για λόγους σύγκρισης του βιοτικού επιπέδου μεταξύ χωρών.
Είναι ένας δείκτης του ατομικού εισοδήματος σε μια οικονομία, αλλά δεν πρέπει να
παραγνωρίζεται το μειονέκτημα ότι αποτελεί απλά ένα μέσο όρο.
Το πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι ο σημαντικότερος δείκτης με τον
οποίο μετράται η οικονομική ευημερία μιας οικονομίας. Δεν είναι ιδεώδης, όπως θα
εξηγήσουμε στην επόμενη παράγραφο, αλλά είναι ο καλύτερος που υπάρχει. Αν
διαιρέσουμε το πραγματικό Α.Ε.Π. ενός έτους με τον πληθυσμό της χώρας του ίδιου
έτους, προκύπτει το κατά κεφαλήν πραγματικό Α.Ε.Π., που μετρά το εισόδημα ενός
ατόμου (κατά μέσο όρο) στην οικονομία.

Το πραγματικό κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. δίνει το προϊόν που θα αντιστοιχούσε σε κάθε


κάτοικο μιας οικονομίας, αν η διανομή του ήταν ίση. Όπως γίνεται αντιληπτό, όσο
μικρότερη είναι η ανισοκατανομή τόσο πιο αξιόπιστο μέτρο γίνεται το κατά κεφαλήν
Α.Ε.Π., και το αντίθετο. Το θετικό και συγχρόνως σημαντικό στοιχείο είναι ότι το κατά
κεφαλήν Α.Ε.Π. λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή του πληθυσμού, γι' αυτό και
χρησιμοποιείται για να μετρά τις επιδόσεις των οικονομιών διαχρονικά, αλλά και μεταξύ
των χωρών για διεθνείς συγκρίσεις.
Κατά κεφαλήν εισόδημα είναι το εισόδημα που αναλογεί κατά μέσο όρο σε κάθε
κάτοικο μιας συγκεκριμένης χώρας ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του στην παραγωγική
διαδικασία.
Εναλλακτικά, είναι το σύνολο του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος μιας χώρας

4|Σελίδα
διαιρούμενο με τον συνολικό πληθυσμό της και χρησιμοποιείται σαν δείκτης του
επιπέδου διαβίωσης.
Υπολογίζεται ως ακολούθως:

Εν τούτοις πολλοί οικονομολόγοι δεν τον θεωρούν αντικειμενικό δείκτη καθώς δεν
λαμβάνει υπόψη
• την κατανομή του εισοδήματος και τις τυχόν έντονες εισοδηματικές ανισότητες
και
• την ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία απασχολούνται για την
παραγωγή μέρους του εισοδήματος.

8.3. Ρυθμός Οικονομικής Μεγέθυνσης ΑΕΠ


Οικονομική ανάπτυξη/οικονομική μεγέθυνση είναι η αυξανόμενη δυνατότητα μιας
κοινωνίας να ικανοποιεί τις οικονομικές ανάγκες των μελών με το πέρασμα του χρόνου,
συνέπεια της αύξησης των διαθέσιμων παραγωγικών συντελεστών.
Παράδειγμα: Η αύξηση του πληθυσμού συνεπάγεται και αύξηση του εργατικού
δυναμικού σε μια κοινωνία.
Επίσης με τον καιρό αυξάνονται το κτήρια, τα μηχανήματα και άλλα στοιχεία του υλικού
κεφαλαίου (capital) που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, ενώ οι εξελίξεις στην
τεχνολογία και οι επιστημονικές έρευνες επιτρέπουν συνήθως την καλύτερη αξιοποίηση
ορισμένων πρώτων υλών, την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων ορυκτών ή την
εκμετάλλευση κοιτασμάτων που προηγουμένως ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν.
Ρυθμός Μεγέθυνσης είναι ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται το πραγματικό ΑΕΠ.
Ως οικονομική μεγέθυνση ορίζεται η ποσοστιαία ετήσια μεταβολή του παραγόμενου
προϊόντος μιας οικονομίας. Ο όρος οικονομική μεγέθυνση χρησιμοποιείται συχνά έναντι
του όρου οικονομική ανάπτυξη και το αντίστροφο.

πρ. = πραγματικό, t = χρόνος.


Γενικότερα, ως μεγέθυνση ορίζεται η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή μιας μεταβλητής
(στη συγκεκριμένη περίπτωση του εισοδήματος ή του παραγόμενου προϊόντος) και
συνεπώς αποτελεί έναν ποσοτικό δείκτη. O όρος οικονομική ανάπτυξη είναι ένας
(κυρίως) ποιοτικός δείκτης, ο οποίος σχετίζεται με τις δυνατότητες ικανοποίησης των
ατομικών και κοινωνικών αναγκών.
Το περιεχόμενο των δύο όρων είναι, κυρίως, συμπληρωματικό, καθώς η οικονομική
ανάπτυξη προϋποθέτει την οικονομική μεγέθυνση. Ενδέχεται, όμως, η εφαρμογή
κάποιων πολιτικών μεγέθυνσης να περιορίζουν τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης.

5|Σελίδα
8.4. Αιτίες αύξησης του ΑΕΠ και συντελεστές παραγωγής

Συντελεστές παραγωγής
Παραγωγικοί συντελεστές είναι όλοι οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι που
χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο των παραγωγικών συντελεστών είναι ότι για συγκεκριμένη
χρονική περίοδο και για κάθε οικονομία θεωρούνται δεδομένοι, συνεπώς και τα
προϊόντα που μπορούν να παραχθούν με τους συντελεστές αυτούς είναι περιορισμένα.
Οι παραγωγικοί συντελεστές είναι:
1. Η εργασία
2. Η γη
3. Το κεφάλαιο
4. Η επιχειρηματικότητα

1) Εργασίας: Είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες,


πνευματικές και σωματικές, που καταβάλλονται για την παραγωγή, τη μεταφορά και το
εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών.
Η εργασία είναι ο πλέον ευέλικτος παραγωγικός συντελεστής καθώς μπορεί να
απασχοληθεί σε διαφορετικά στάδια παραγωγής, να εξειδικευθεί, να αυξηθεί σε
ποσότητα και να εκπαιδευθεί ώστε να αποκτήσει νέες δεξιότητες.
Για να θεωρηθεί η καταβολή προσπάθειας ως εργασία, πρέπει να αποβλέπει κυρίως
στην παραγωγή οικονομικών αγαθών ή υπηρεσιών και όχι μόνο στην ψυχική
ικανοποίηση εκείνου που την καταβάλλει.
Παράδειγμα: Ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής εργάζεται όταν παίζει ποδόσφαιρο στο
γήπεδο ενώ το παιδί που παίζει ποδόσφαιρο με τους φίλους του δεν εργάζεται, απλώς
ψυχαγωγείται.
Η εργασία είναι πρωτογενής συντελεστής παραγωγής. Χωρίς εργασία τίποτα δεν
μπορεί να παραχθεί από οικονομικής άποψης, γιατί ακόμη και τα αυτοφυή προϊόντα της
γης χρειάζεται να συλλεχθούν προκειμένου να μεταβληθούν σε οικονομικά αγαθά.
2) Γη: Ο συντελεστής γη περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που παρέχει η φύση τα οποία
μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, στις μεταφορές,
στις επικοινωνίες και γενικά σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες.
Παράδειγμα: Στον συντελεστή γη εντάσσονται τα δάση, τα ποτάμια, το έδαφος, οι
λίμνες, οι θάλασσες, η ατμόσφαιρα, το υπέδαφος, τα ορυκτά κτλ.
Οι φυσικοί πόροι χωρίζονται σε:
• ανανεώσιμους (π.χ. τα ποτάμια) και
• μη ανανεώσιμους (π.χ. το πετρέλαιο)
Η γη θεωρείται και αυτή πρωτογενής παραγωγικός συντελεστής.
3) Κεφάλαιο: Κεφάλαιο θεωρούνται όλα τα παραγόμενα αγαθά που
δεν καταναλώνονται, δεν ικανοποιούν δηλαδή οικονομικές ανάγκες άμεσα, αλλά
χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία ώστε να κατασκευαστούν προϊόντα που
θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγής μελλοντικά.
Οι σύγχρονες οικονομίες στηρίζονται στη χρησιμοποίηση τεράστιων ποσοτήτων

6|Σελίδα
κεφαλαίου (περιουσιακών στοιχείων), ενώ όσο αυτοί αυξάνονται, παρατηρείται αύξηση
της παραγωγικής ικανότητας μιας οικονομίας.
Παράδειγμα: Κεφάλαιο θεωρούνται τα κτίρια, τα μηχανήματα, ο εξοπλισμός, τα
μεταφορικά μέσα, οι πρώτες ύλες, τα αποθέματα, τα ημικατεργασμένα προϊόντα κτλ
Το κεφάλαιο δεν είναι πρωτογενής αλλά παράγωγος συντελεστής, δηλαδή
συντελεστής που έχει ο ίδιος παραχθεί.
4) Επιχειρηματικότητα: Επιχειρηματικότητα ονομάζεται η ανθρώπινη ικανότητα
συνδυασμού των τριών άλλων παραγωγικών συντελεστών (εργασία, γη και κεφάλαιο)
για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με σκοπό το κέρδος.
Ο επιχειρηματίας παίρνει τις βασικές αποφάσεις για την πορεία της επιχείρησης, όπως
η συλλογή και η κατανομή των συντελεστών παραγωγής, και αναλαμβάνει
τους οικονομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η λειτουργία της.
Ορισμένοι οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι παραγωγικοί συντελεστές είναι τρεις και ότι η
επιχειρηματικότητα αποτελεί ουσιαστικά κομμάτι του παραγωγικού συντελεστή
“Εργασία”.

7|Σελίδα
8.5. Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα Commented [KB1]: Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι η
συνολική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που
Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα είναι το άθροισμα του Ακαθάριστου Εθνικού
παράγονται κατά τη διάρκεια ενός έτους, από συντελεστές
Προϊόντος και του καθαρού εισοδήματος από το εξωτερικό σε τιμές συντελεστών παραγωγής που ανήκουν σε μόνιμους κατοίκους μιας
παραγωγής, στο οποίο εάν προστεθούν οι καθαροί έμμεσοι φόροι έχουμε το ΑΕΠ χώρας, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου βρίσκονται οι
συντελεστές παραγωγής.
σε αγοραίες τιμές.
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν αποτελεί δηλαδή δείκτη της
Το καθαρό εισόδημα από το εξωτερικό αναφέρεται στη ροή εισοδημάτων από και προς συνολικής οικονομικής δραστηριότητας μιας χώρας.
την αλλοδαπή, τα οποία προέρχονται από επενδύσεις ή απασχόληση. Η έκταση αυτών Διαφέρει από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν γιατί δεν
συμπεριλαμβάνει το εισόδημα που απέκτησαν αλλοδαπές
των εισοδηματικών εισροών-εκροών καθορίζει και την απόκλιση μεταξύ εγχώριου και
επιχειρήσεις εντός της χώρας.
εθνικού προϊόντος μιας χώρας. Υπολογισμός ΑΕθΠ
Οι οικονομολόγοι μετράνε το εθνικό εισόδημα κατά βάσιν με δυο μεθόδους: Το εθνικό προϊόν ταυτίζεται με το εθνικό εισόδημα (αν
αφαιρεθούν οι καθαροί έμμεσοι φόροι) και προκύπτει από
• Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ)
το άθροισμα των επιμέρους αμοιβών των συντελεστών
• Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕθΠ) παραγωγής για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική
Και τα δυο μετράνε το σύνολο της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Η διαφορά διαδικασία.
Το ΑΕΠ υπολογίζεται με τρεις εναλλακτικούς τρόπους όπως
είναι ότι το ΑΕθΠ μετράει την παραγωγή των πολιτών της χώρας,
οι λογαριασμοί εθνικού εισοδήματος:
συμπεριλαμβάνοντας κέρδη εγχώριων εταιρειών από το εξωτερικό, ενώ το ΑΕγχΠ 1. Μέθοδος δαπάνης, όπου το ΑΕΠ υπολογίζεται
μετράει την παραγωγή στο εσωτερικό της χώρας περιλαμβάνοντας κέρδη που φεύγουν αθροίζοντας τις αξίες όλων των νεοπαραχθέντων τελικών
αγαθών και υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του έτους. Το
προς ξένους ιδιοκτήτες.
άθροισμα αυτό ονομάζεται Εθνικό Προϊόν.
Συνήθως τα δυο μεγέθη είναι παραπλήσια εκτός από περιπτώσεις χωρών που έχουν 2. Εισοδηματική μέθοδος, όπου το ΑΕΠ υπολογίζεται
υπερβολικά πολλές θυγατρικές ξένων εταιρειών, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία. αθροίζοντας τις αμοιβές (εισοδήματα) των συντελεστών που
χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του προϊόντος. Το
Το συνολικό εισόδημα εμφανίζεται σε διάφορες μορφές:
άθροισμα αυτό ονομάζεται Εθνικό Εισόδημα.
• Καθαρό 3. Μέθοδος παραγωγής, όπου αθροίζονται οι δαπάνες που
• Ακαθάριστο πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους για την
απόκτηση όλων των νεοπαραχθέντων τελικών αγαθών και ...
• Εγχώριο
• Εθνικό Commented [KB2]: Καθαρό εισόδημα εξωτερικού είναι το
εισόδημα που λαμβάνεται από το εξωτερικό μείον το
• Προσωπικό
εισόδημα που καταβάλλεται στους κατοίκους άλλων χωρών.
• Διαθέσιμο Το εισόδημα που εισρέει σε μια χώρα, και καταχωρίζεται ως
• Σε τιμές συντελεστών παραγωγής (factor cost prices) πίστωση στις τρέχουσες συναλλαγές, συνίσταται στις
αμοιβές που λαμβάνουν οι κάτοικοι της που εργάζονται στο
• Σε αγοραίες τιμές (market prices)
εξωτερικό συν το εισόδημα από επενδύσεις σε περιουσιακά
• Σε τρέχουσες τιμές (current prices) στοιχεία στο εξωτερικό.
• Σε σταθερές τιμές (constant prices) Το εισόδημα από επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία στο
εξωτερικό περιλαμβάνει τόκους, μερίσματα, χρήσεις
Εθνικό Προϊόν = Εθνικό Εισόδημα = Εθνική Δαπάνη δικαιωμάτων (royalties) και άλλες αποδόσεις που
Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα = Καθαρό Εθνικό Εισόδημα + Απόσβεση λαμβάνουν οι κάτοικοι μιας χώρας από περιουσιακά
στοιχεία (όπως ομόλογα, μετοχές και ευρεσιτεχνίες) που
κατέχουν στο εξωτερικό.
Παράδειγμα:
Τα κέρδη που έχει μια αμερικανική επιχείρηση από μια
θυγατρική της στο εξωτερικό, αποτελεί εισόδημα που
αποκτήθηκε στο εξωτερικό.
Το εισόδημα που εκρέει από μια χώρα (καταχωρίζεται ως
χρέωση στις τρέχουσες συναλλαγές) συνίσταται στις
αμοιβές που λαμβάνουν οι κάτοικοι του εξωτερικού που
εργάζονται σ’ αυτή τη χώρα και το εισόδημα των
αλλοδαπών από επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία της
χώρας.
Παράδειγμα:
Οι μισθοί που καταβάλλει μια αμερικανική επιχείρηση σ’
ένα Ιταλό μηχανολόγο που διαμένει προσωρινά στις ΗΠΑ,
αποτελούν εισόδημα που εισπράττουν κάτοικοι άλλων ...

8|Σελίδα
8.6. Ανεργία (Εργατικό Δυναμικό, Απασχολούμενοι, Άνεργοι)
Εργατικό Δυναμικό
Εργατικό δυναμικό (ή ενεργά οικονομικών πληθυσμός) ονομάζεται το κομμάτι του
πληθυσμού συμπεριλαμβανομένων τόσο των απασχολούμενων (μισθωτών και
αυτοαπασχολούμενων) όσο και των ανέργων, αλλά όχι των οικονομικά ανενεργών, όπως
τα παιδιά, οι μαθητές, οι φοιτητές και οι συνταξιούχοι.

Απασχολούμενοι
Απασχολούμενοι είναι τα άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω τα οποία την εβδομάδα
αναφοράς είτε εργάστηκαν έστω και μία ώρα με σκοπό την αμοιβή ή το κέρδος, είτε
συμβοηθούντα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων, είτε δεν εργάστηκαν αλλά είχαν μια Commented [KB3]: Συμβοηθούντα μέλη οικογενειακής
εργασία ή επιχείρηση από την οποία απουσίαζαν προσωρινά (λόγω ασθένειας, άδειας, επιχείρησης είναι τα άτομα που βοηθούν άλλο έλος της
οικογενείας στην λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης
κλπ.). υπό τον όρο ότι δεν κατατάσσονται ως μισθωτοί (δεν
Στο πλαίσιο της έρευνας εργατικού δυναμικού (ΕΕΔ), απασχολούμενος είναι ένα άτομο λαμβάνουν μισθό και δεν έχουν άμεσο κέρδος από την
ηλικίας 15 έως 89 ετών (σε συμπληρωμένα έτη στο τέλος της εβδομάδας αναφοράς), το επιχείρηση).
οποίο, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς, ανήκε σε μία από τις ακόλουθες Commented [KB4]: ΕΛΣΤΑΤ
κατηγορίες:
a) Άτομα που κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς εργάστηκαν για τουλάχιστον
1 ώρα έναντι αμοιβής ή κέρδους, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφέροντων
οικογενειακών εργαζομένων,
b) Άτομα με εργασία ή επιχείρηση που δεν εργάζονταν προσωρινά κατά τη διάρκεια της
εβδομάδας αναφοράς, αλλά είχαν προσκόλληση στην εργασία τους, όπου οι ακόλουθες
ομάδες έχουν προσκόλληση στην εργασία:
1. άτομα που δεν εργάζονταν λόγω διακοπών, ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας,
αναρρωτικής άδειας, άδειας μητρότητας ή πατρότητας,
2. άτομα που παρακολουθούν κατάρτιση σχετική με την εργασία τους,
3. άτομα σε γονική άδεια, τα οποία είτε λαμβάνουν ή/και δικαιούνται εισόδημα ή
παροχές που σχετίζονται με την εργασία, είτε των οποίων η γονική άδεια αναμένεται
να είναι 3 μήνες ή λιγότερο,
4. εποχικοί εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια της εκτός εποχής, εφόσον συνεχίζουν να
εκτελούν τακτικά καθήκοντα και υποχρεώσεις για την εργασία ή την επιχείρηση,
εξαιρουμένης της εκπλήρωσης νομικών ή διοικητικών υποχρεώσεων,
5. πρόσωπα που δεν εργάζονται προσωρινά για άλλους λόγους, όταν η αναμενόμενη
διάρκεια της απουσίας είναι 3 μήνες ή λιγότερο,
c) Πρόσωπα που παράγουν γεωργικά προϊόντα των οποίων το κύριο μέρος προορίζεται
για πώληση ή ανταλλαγή. Commented [KB5]: EUROSTAT

Άνεργοι
Ο άνεργος ορίζεται από τη Eurostat, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της
Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, ως:
• Κάποιος ηλικίας 15 έως 74 ετών (16 έως 74 ετών σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ),
• Δεν απασχολούνταν κατά την εβδομάδα αναφοράς σύμφωνα με τον ορισμό της
απασχόλησης,

9|Σελίδα
• Διαθέσιμος για εργασία, δηλαδή διαθέσιμος για μισθωτή εργασία ή αυτοαπασχόληση
πριν από το τέλος των 2 εβδομάδων που ακολουθούν την εβδομάδα αναφοράς,
• Αναζητούν ενεργά εργασία, δηλ. είτε είχαν πραγματοποιήσει δραστηριότητες κατά
την περίοδο των τεσσάρων εβδομάδων που έληγε με την εβδομάδα αναφοράς για την
αναζήτηση αμειβόμενης απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης είτε είχαν βρει μια θέση
εργασίας για να ξεκινήσουν εντός περιόδου το πολύ 3 μηνών από το τέλος της
εβδομάδας αναφοράς.
Το ποσοστό ανεργίας είναι ο αριθμός των ανέργων ως ποσοστό του εργατικού
δυναμικού. Commented [KB6]: EUROSTAT

Άνεργοι είναι τα άτομα ηλικίας 15-74 ετών που ήταν χωρίς εργασία την εβδομάδα
αναφοράς (δηλαδή δεν θεωρούνται απασχολούμενοι σύμφωνα με τον προηγούμενο
ορισμό), ήταν άμεσα διαθέσιμοι για εργασία και είτε αναζητούσαν ενεργά εργασία τις
τελευταίες τέσσερις εβδομάδες είτε είχαν βρει μια εργασία που θα αναλάβουν μέσα
στους επόμενους τρεις μήνες. Commented [KB7]: ΕΛΣΤΑΤ

10 | Σ ε λ ί δ α
8.7. Πληθωρισμός
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα τελευταία χρόνια οι
περισσότερες από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, και το οποίο ορισμένες αντιμετωπίζουν
ακόμη, είναι το πρόβλημα του πληθωρισμού. Ως πληθωρισμός ορίζεται η τάση για
συνεχή άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών.
Συνεπώς, πληθωρισμός δε σημαίνει ένα υψηλό επίπεδο τιμών, αλλά ένα συνεχώς
ανερχόμενο επίπεδο τιμών. Η ποσοστιαία μεταβολή του επιπέδου των τιμών (ή του
δείκτη τιμών) μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο ονομάζεται ρυθμός πληθωρισμού.
Έτσι, όταν λέμε ότι ο ρυθμός πληθωρισμού είναι 5%, εννοούμε ότι το επίπεδο των τιμών
του τρέχοντος έτους είναι 5% υψηλότερο από αυτό του προηγούμενου έτους.
Μορφές Πληθωρισμού
Οι οικονομολόγοι διακρίνουν διάφορα είδη πληθωρισμού που αντιστοιχούν σε
διαφορετικές απόψεις για τα αίτια που τον προκαλούν. Θα δώσουμε τα βασικά σημεία
των δύο πιο σημαντικών απόψεων που αναφέρονται στον πληθωρισμό ζήτησης και στον
πληθωρισμό κόστους.
α) Πληθωρισμός ζήτησης Commented [KB8]: οφείλεται σε άνοδο των τιμών λόγω
Κατά την άποψη αυτή ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης. αύξησης της συνολικής ζήτησης της οικονομίας
Όπως αναφέραμε προηγουμένως, καθώς η οικονομία πλησιάζει το επίπεδο της πλήρους
απασχόλησης, αρχίζουν να δημιουργούνται στενότητες στην αγορά ορισμένων
παραγωγικών συντελεστών, με συνέπεια την αύξηση της τιμής τους. Η αύξηση της τιμής
των παραγωγικών συντελεστών προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής και,
επομένως, αύξηση της τιμής των προϊόντων. Όταν η οικονομία φτάσει στο επίπεδο της
πλήρους απασχόλησης, παραπέρα αύξηση της συνολικής ζήτησης είναι εξ ορισμού
πληθωριστική, εφόσον δεν αυξάνεται η παραγωγή.

β) Πληθωρισμός κόστους Commented [KB9]: οφείλεται σε άνοδο των τιμών λόγω


Η άποψη ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης δεν εξηγεί αύξησης του κόστους παραγωγής.
γιατί υπάρχει πληθωρισμός και σε περιόδους χαμηλής σχετικά ζήτησης, δηλαδή σε
περιόδους ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος. Ο πληθωρισμός κόστους τονίζει το
ρόλο των εργατικών σωματείων και τη δύναμη των ολιγοπωλίων. Σύμφωνα με τη θεωρία
αυτή, τα εργατικά σωματεία ή, ορισμένα απ' αυτά έχουν αρκετή δύναμη, ώστε να
μπορούν να πετυχαίνουν αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων, ακόμα και όταν
υπάρχει ανεργία. Από τη μεριά τους τα μεγάλα μονοπώλια και ολιγοπώλια έχουν αρκετή
δύναμη στην αγορά, ώστε να μεταβιβάζουν τις αυξήσεις του κόστους, που προκαλούνται
από την αύξηση των εργατικών μισθών, στους αγοραστές αυξάνοντας την τιμή του
προϊόντος. Πολλά, όμως, από τα προϊόντα αυτά αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή
άλλων αγαθών, που σημαίνει αύξηση του κόστους και της τιμής τους. Κατ' αυτόν τον
τρόπο η αρχική αύξηση του κόστους σε ορισμένους κλάδους διαχέεται σε ολόκληρη την
οικονομία, με αποτέλεσμα, την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών.
Είναι φανερό ότι η παραπάνω διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει τόσο από τα εργατικά
σωματεία (αύξηση μισθών) όσο και από τις επιχειρήσεις (αύξηση κερδών). Στον
πληθωρισμό κόστους ανήκει φυσικά και η περίπτωση που η αύξηση του κόστους
προέρχεται από την αύξηση της τιμής ορισμένων βασικών πρώτων υλών και ενέργειας,

11 | Σ ε λ ί δ α
κυρίως της τιμής του πετρελαίου. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου που πέτυχαν κατά
το 1973 και 1979 οι χώρες του ΟΠΕΚ (OPEC) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα
πληθωρισμού κόστους.

Στασιμοπληθωρισμός
Σε παλαιότερες περιόδους ο πληθωρισμός και η ανεργία ήταν φαινόμενα που δεν
μπορούσαν να παρατηρηθούν ταυτόχρονα. Σε περιόδους άνθησης παρατηρούσαμε
αύξηση των τιμών, αλλά ταυτόχρονα οικονομική ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας. Σε
περιόδους ύφεσης παρατηρούσαμε κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση
της ανεργίας, αλλά ταυτόχρονα πτώση του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια ο πληθωρισμός
και η ανεργία παρουσίαζαν αντίθετες μεταβολές. Μετά το 1965 οι αναπτυγμένες
οικονομίες παρουσιάζουν διαφορετική συμπεριφορά. Ανεργία και πληθωρισμός
συνυπάρχουν ή ακόμη μπορεί να αυξάνονται ταυτόχρονα. Το φαινόμενο αυτό
ονομάστηκε στασιμοπληθωρισμός, γιατί παρατηρείται πληθωρισμός και ταυτόχρονα η
οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας και ανεργίας.

Η θεωρία υποστηρίζει ότι έχουμε τρία είδη πληθωρισμού. Τα είδη αυτά αντιστοιχούν
στις αιτίες που προκαλούν την εμφάνιση του πληθωρισμού. Τα είδη πληθωρισμού είναι:
• πληθωρισμός ζήτησης
• πληθωρισμός κόστους
• πληθωρισμός που οφείλεται σε νομισματικούς παράγοντες.

Ο Πληθωρισμός ζήτησης (demand-pull inflation)


Αιτία εκδήλωσης του πληθωρισμού ζήτησης είναι η συνεχής αύξηση της συνολικής
ζήτησης. Η αύξηση της συνολικής ζήτησης μπορεί να οφείλεται με τη σειρά της είτε σε
δημοσιονομικές αιτίες (αύξηση των δημόσιων δαπανών ή μείωση της φορολογίας) είτε
σε νομισματικούς παράγοντες (αύξηση της προσφοράς χρήματος) είτε στην αύξηση των
εξαγωγών (και μείωση των εισαγωγών) είτε στις συνθήκες ανάπτυξης στον υπόλοιπο
κόσμο. Η παρουσία πληθωρισμού ζήτησης είναι περισσότερο συχνή στη φάση ανόδου
του οικονομικού κύκλου.

Ο Πληθωρισμός Κόστους
Ο πληθωρισμός ζήτησης αντιδιαστέλλεται από τον πληθωρισμό κόστους (cost -push
inflation), του οποίου το σημείο εκκίνησης προέρχεται από την πλευρά προσφοράς της
οικονομίας. Ο πληθωρισμός ο οποίος οφείλεται σε μια προς τα πάνω μετατόπιση της
καμπύλης προσφοράς, ονομάζεται γενικά πληθωρισμός κόστους. Ο πληθωρισμός
ζήτησης δεν είναι δυνατό να ερμηνεύσει το φαινόμενο της συνεχούς υψώσεως των τιμών
σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας και ανεργίας. Στο φαινόμενο αυτό δίνει
ερμηνεία ο πληθωρισμός κόστους.

12 | Σ ε λ ί δ α
Έστω λοιπόν ότι η συνολική ζήτηση απεικονίζεται αρχικά από την καμπύλη AD0. Ο
παράγοντας της πίεσης του κόστους προκαλεί τη μετατόπιση της συναθροιστικής
καμπύλης προσφοράς από AS0 σε AS1 και την άνοδο των τιμών από P0 σε P1, ενώ η
παραγωγή μειώνεται από y0 σε y1. Καθώς
μειώνεται η παραγωγή σε y1, η απασχόληση
μειώνεται και η ανεργία αυξάνεται. Η
κυβέρνηση μπορεί τότε να αποφασίσει να λάβει
επεκτατικά μέτρα οικονομικής πολιτικής για να
αντισταθμίσει την αύξηση της ανεργίας. Με τα
μέτρα αυτά, που αυξάνουν τη συναθροιστική
ζήτηση, προκαλείται μετατόπιση της καμπύλης
AD από AD0 σε AD1 και έτσι ενισχύεται ακόμη
περισσότερο η τάση ανόδου των τιμών, οι
οποίες προσεγγίζουν τώρα το επίπεδο Ρ2.
Ταυτόχρονα, αντισταθμίζεται η μείωση της
απασχόλησης, δεδομένου ότι η παραγωγή
επανέρχεται στο επίπεδο y0.
Κατά τη θεωρία του πληθωρισμού κόστους τα εργατικά σωματεία ή τουλάχιστον
ορισμένα ισχυρά από αυτά έχουν τη δύναμη να ζητούν και να πετυχαίνουν αυξήσεις του
εργατικού μισθού κατά ποσοστό υψηλότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας,
ακόμα και σε περιόδους ανεργίας και στασιμότητας. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεται το
κόστος ανά μονάδα προϊόντος στις επιχειρήσεις, στις οποίες γίνεται η αύξηση μισθών.
Λόγω της ολιγοπωλιακής μορφής της αγοράς, οι επιχειρήσεις έχουν τη δύναμη να
μεταφέρουν την αύξηση του κόστους στους αγοραστές των αγαθών με αύξηση των
τιμών. Επειδή τα αγαθά αυτά αποτελούν σε μεγάλη έκταση πρώτη ύλη για την παραγωγή
άλλων αγαθών, η αρχική αύξηση των τιμών διαχέεται σε ολόκληρη την οικονομία και το
γενικό επίπεδο των τιμών ανέρχεται παρά την ύπαρξη ανεργίας.
Επιπλέον υποστηρίζεται ότι η αύξηση των μισθών πέρα από την αύξηση της
παραγωγικότητας οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας, γιατί ο μισθός γίνεται υψηλότερος
από την αξία του οριακού προϊόντος της εργασίας και οι επιχειρήσεις προχωρούν σε
απολύσεις. Έτσι, αύξηση των μισθών και ανεργία συνυπάρχουν. Η αύξηση όμως του
γενικού επιπέδου των τιμών μειώνει κατά ένα μέρος την αγοραστική δύναμη των μισθών
και, επομένως, ωθεί τα εργατικά σωματεία σε νέες διεκδικήσεις για αυξήσεις μισθών.
Με αυτό τον τρόπο αρχίζει νέα σειρά αυξήσεων μισθών και, στη συνέχεια, τιμών κ.ο.κ. Η
συνεχής αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μειώνει την πραγματική αξία της
ποσότητας του χρήματος και έχει για αποτέλεσμα την ύψωση του επιτοκίου, που
επηρεάζει πτωτικά τις δαπάνες για επενδύσεις. Συνέπεια των μειωμένων επενδύσεων
είναι η πιο πέρα αύξηση της ανεργίας. Καθώς όμως αυξάνεται το ποσοστό της ανεργίας,
η δύναμη των εργατικών σωματείων μειώνεται και δεν μπορούν αυτά με ευκολία να
πετύχουν αυξήσεις μισθών. Ταυτόχρονα, εφόσον τα εργατικά σωματεία ενδιαφέρονται
και για την απασχόληση των μελών τους, δεν επιδιώκουν μεγάλες αυξήσεις μισθών όταν
το επίπεδο ανεργίας είναι υψηλό, αλλά μάλλον την εξασφάλιση της απασχολήσεως τους.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο πληθωρισμός κόστους, όπως και ο πληθωρισμός ζητήσεως,
θα τερματισθεί σε κάποιο σημείο λόγω της μειώσεως της πραγματικής αξίας της

13 | Σ ε λ ί δ α
ποσότητας του χρήματος, την οποία προκαλεί η ύψωση των τιμών. Συνέχιση του
πληθωρισμού απαιτεί αύξηση της ποσότητας του χρήματος. Στην πράξη είναι εξαιρετικά
δύσκολο να διαχωριστεί ο πληθωρισμός ζήτησης από τον πληθωρισμό κόστους. Αν
επιλέξουμε μια αύξηση των μισθών ως αφετηριακή απομάκρυνση από την ισορροπία,
τότε ο πληθωρισμός που θα προκύψει μπορεί να ονομασθεί πληθωρισμός κόστους. Αν
όμως επιλέξουμε ως αφετηρία μια άνοδο των τιμών, τότε ο πληθωρισμός είναι
πληθωρισμός ζήτησης.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε λοιπόν, με βάση τα προαναφερθέντα, ότι στην
Ελλάδα έχουμε πληθωρισμό κόστους, διότι αυξάνεται το ανά μονάδα κόστος παραγωγής
(π.χ. από αύξηση μισθών) και όχι ζήτησης, πράγμα που θα σήμαινε ότι η ζήτηση για
προϊόν αυξάνεται με γρηγορότερο ρυθμό από τη δυνατότητα της οικονομίας να το
παράγει, κάτι που δεν ισχύει στην τωρινή φάση της οικονομίας.

Πληθωρισμός που οφείλεται σε νομισματικούς παράγοντες


Στην περίπτωση αυτή ο πληθωρισμός μπορεί να έχει ξεκινήσει είτε λόγω συνθηκών
ζήτησης είτε λόγω συνθηκών κόστους. Για να συνεχίσουν οι πληθωριστικές πιέσεις είναι
απαραίτητο οι νομισματικές αρχές να επιτρέπουν τη χαλάρωση της νομισματικής
πολιτικής μέσω συνεχών αυξήσεων της προσφοράς χρήματος. Έτσι έχουμε την
περίπτωση όπου, σύμφωνα με τους μονεταριστές οικονομολόγους, ο πληθωρισμός
αποτελεί σε όλα τα μέρη και σε όλες τις χρονικές περιόδους ένα νομισματικό φαινόμενο.

Ο στασιμοπληθωρισμός
Στασιμοπληθωρισμός είναι η κατάσταση εκείνη της οικονομίας, στην οποία τείνουν να
συνδυάζονται υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού με εκτεταμένη ανεργία. Σύμφωνα με τον
ορισμό αυτό, ο στασιμοπληθωρισμός είναι μια τάση συνδυασμού μιας συνεχιζόμενης
αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών με υψηλούς ρυθμούς και μιας εκτεταμένης
ανεργίας. Με τον όρο «τάση» τονίζεται ότι ο στασιμοπληθωρισμός δεν είναι μια στατική
κατάσταση ταυτόχρονης εμφάνισης υψηλού πληθωρισμού και εκτεταμένης ανεργίας,
και γενικότερα χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης σε ένα ορισμένο έτος, αλλά ταχείας
αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών παρά την ύπαρξη εκτεταμένης ανεργίας, και
γενικότερα χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης, κατά τη διάρκεια μιας σχετικά μεγάλης
χρονικής περιόδου, η οποία είναι δυνατόν να διακόπτεται πρόσκαιρα.
Ο στασιμοπληθωρισμός διακρίνεται σε στασιμοπληθωρισμό ζήτησης και σε
στασιμοπληθωρισμό προσφοράς. Στασιμοπληθωρισμός ζήτησης ονομάζεται ο
στασιμοπληθωρισμός ως μια διαδικασία προσαρμογής μετά από κάποια αυτόνομη
μετατόπιση της καμπύλης συνολικής ζήτησης προς τα δεξιά, ενώ στασιμοπληθωρισμός
προσφοράς είναι εκείνος που προέρχεται από κάποια αυτόνομη μετατόπιση της
καμπύλης συνολικής προσφοράς προς τα πάνω.
Ο στασιμοπληθωρισμός ζήτησης διακρίνεται σε δύο φάσεις: α) τη φάση της επέκτασης
της οικονομικής δραστηριότητας, κατά την οποία η αύξηση της συνολικής ζήτησης έχει
ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και πρόσκαιρα του συνολικού εισοδήματος ή
προϊόντος, και κατά συνέπεια της απασχόλησης, και β) τη φάση του
στασιμοπληθωρισμού, κατά την οποία η καμπύλη συνολικής προσφοράς προσαρμόζεται
στις αυξήσεις των τιμών και των μισθών, με αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού

14 | Σ ε λ ί δ α
εισοδήματος ή προϊόντος και, κατά συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης, ενώ οι τιμές
εξακολουθούν να αυξάνουν. Η αντιμετώπιση του στασιμοπληθωρισμού συνιστά ένα
σημαντικό πρόβλημα οικονομικής πολιτικής, γιατί η τυχόν εφαρμογή επεκτατικής
νομισματικής ή/και δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να αυξηθεί η συνολική
ζήτηση και να περιοριστεί η ανεργία θα έχει ως αποτέλεσμα την παραπέρα αύξηση του
γενικού επιπέδου των τιμών, ενώ η τυχόν εφαρμογή συσταλτικής ή περιοριστικής
νομισματικής ή/και δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να μειωθεί η συνολική
ζήτηση και να περιοριστεί ο πληθωρισμός θα έχει ως αποτέλεσμα την παραπέρα αύξηση
της ανεργίας. Οι φορείς της οικονομικής πολιτικής πρέπει να χρησιμοποιούν τα μέσα της
νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για τον κατάλληλο επηρεασμό της
συνολικής ζήτησης, ώστε να αποφεύγονται οι πληθωριστικές ή αντιπληθωριστικές
σπειροειδείς εξελίξεις. Η πολιτική όμως αντιμετώπισης του στασιμοπληθωρισμού,
πρέπει να πλαισιώνεται και από τα κατάλληλα μέσα επηρεασμού της συνολικής
προσφοράς και πιο συγκεκριμένα από τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταβολές, οι
οποίες θα καθιστούν την οικονομία περισσότερο εύκαμπτη και ανταγωνιστική, καθώς και
ευκολότερα προσαρμόσιμη στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών.

Ο πληθωρισμός διακρίνεται σε ανοικτό ή φανερό και απωθημένο ή συγκαλυμμένο, με


βάση το κατά πόσον η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών είναι ελεύθερη ή
ελεγχόμενη. Στον ανοικτό πληθωρισμό, οι τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των
συντελεστών παραγωγής διαμορφώνονται χωρίς την εφαρμογή εκ μέρους του κράτους
διαφόρων ειδών άμεσων ελέγχων των τιμών για λόγους αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Έτσι, τυχόν υπερβάλλουσα ζήτηση οδηγεί σε αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών.
Αντίθετα, στον απωθημένο πληθωρισμό οι τιμές καθορίζονται διοικητικά με τη
χρησιμοποίηση διάφορων μορφών άμεσων ελέγχων τους και η παρατηρούμενη αύξηση
των τιμών αποτελεί μια ανεπαρκή εκτίμηση των αληθινών πληθωριστικών πιέσεων στην
οικονομία. Εδώ, η τυχόν υπερβάλλουσα ζήτηση συγκαλύπτεται. Αν ανακληθούν οι
έλεγχοι, η υπερβάλλουσα ζήτηση θα εκδηλωθεί και το γενικό επίπεδο των τιμών θα
αυξηθεί.
Μια άλλη διάκριση του πληθωρισμού, είναι αυτή η οποία γίνεται με βάση το ρυθμό
έντασης του.
Σε αυτήν την περίπτωση, ο πληθωρισμός διακρίνεται σε έρποντα, τρέχοντα και
καλπάζοντα. Ο έρπων πληθωρισμός αναφέρεται στην αύξηση του γενικού επιπέδου των
τιμών με χαμηλούς ρυθμούς (δηλαδή 2-5% το έτος), σε σημείο που να μην θεωρείται
αναγκαία η εφαρμογή σταθεροποιητικής πολιτικής.
Ο τρέχων πληθωρισμός αναφέρεται στην αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών με
υψηλούς ρυθμούς, σε σημείο που να καθίσταται απαραίτητη η εφαρμογή
σταθεροποιητικής πολιτικής. Τέλος, ο υπερπληθωρισμός αναφέρεται στην αύξηση του
γενικού επιπέδου των τιμών με εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς, η οποία έχει ως
αποτέλεσμα την κατάρρευση της συγκεκριμένης οικονομίας, δεδομένου ότι το εγχώριο
νόμισμα χάνει μεγάλο μέρος της αγοραστικής του δύναμης και του ρόλου του ως μέσου
συναλλαγών.

15 | Σ ε λ ί δ α
8.8. Δείκτες Τιμών Καταναλωτή
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι ένας από τους δείκτες μέτρησης του πληθωρισμού. Ο
Δείκτης Τιμών Καταναλωτή μετράει τις μεταβολές του κόστους ζωής των καταναλωτών
εξαιτίας των μεταβολών των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών που πληρώνουν. Η
επιλογή και στάθμιση των αγαθών και υπηρεσιών που υπεισέρχονται στον υπολογισμό
του δείκτη, είναι βασικής σημασίας για την παρακολούθηση της εξέλιξης των τιμών
καταναλωτή και γίνεται με βάση τα αποτελέσματα των Ερευνών των Οικογενειακών
Προϋπολογισμών που διεξάγονται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες (ΕΣΥΕ). Οι
συντελεστές στάθμισης των αγαθών και υπηρεσιών που υπεισέρχονται στον υπολογισμό
του δείκτη, αντανακλούν τη μέση μηνιαία δαπάνη του μέσου νοικοκυριού. Από την
πλευρά των σταθμίσεων, ο ΔΤΚ καλύπτει μόνο τα ιδιωτικά νοικοκυριά, και όχι τα
συλλογικά και τους τουρίστες. Η συχνή αναθεώρηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είναι
επιβεβλημένη, δεδομένου ότι οι συνθήκες διαβίωσης και η διάρθρωση της κατανάλωσης
μεταβάλλονται διαχρονικά εξαιτίας της επίδρασης διαφόρων οικονομικοκοινωνικών
παραγόντων καθώς και των μεταβολών της τεχνολογίας, ώστε να αντικατοπτρίζει τα
υφιστάμενα καταναλωτικά πρότυπα σε κάθε περίοδο.

Στην οικονομική επιστήμη ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) ή τιμάριθμος είναι ο


δείκτης μέτρησης του κόστους ζωής και διαβίωσης που βασίζεται στις μεταβολές των
λιανικών τιμών των περισσότερων αγαθών ή υπηρεσιών. Μετρά τη διακύμανση των
τιμών στα αγαθά και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο «καλάθι του καταναλωτή».
Οποιαδήποτε προσαρμογή διαφόρων οικονομικών μεγεθών στον τιμάριθμο
ονομάζεται τιμαριθμοποίηση. Χαρακτηριστική περίπτωση τιμαριθμοποίησης είναι η
λεγόμενη «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή», που γίνεται κατά περιοδική άνοδο
του τιμαρίθμου και που αφορά μισθούς υπαλλήλων και ημερομίσθια εργατών.
Τέτοιοι δείκτες αφορούν τόσο αγαθά όσο και υπηρεσίες που παρέχονται σε
καταναλωτές και λαμβάνονται περιοδικά επί ενός δείγματος πληθυσμού με στόχο τον
καθορισμό εκείνων των αγαθών που συνθέτουν το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» ή
το «καλάθι του καταναλωτή». Στη συνέχεια, αφού προσδιοριστούν αυτά τα αγαθά,
παρακολουθούνται και καταγράφονται οι τιμές τους, οι οποίες ακολούθως σταθμίζονται
ανάλογα της σπουδαιότητας των προϊόντων δίνοντας τον γενικό δείκτη. Αυτός
συγκρινόμενος με προηγούμενο που συνήθως αποτελεί τον αρχικό (ή έτους βάσης),
προσδιορίζει την ποσοστιαία αύξηση ή μείωση.
Οι Δείκτες Τιμών Καταναλωτή συντάσσονται από δημόσιες υπηρεσίες ή ανεξάρτητες
αρχές σχεδόν σ΄ όλες τις χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα καταρτίζεται από
την ΕΛΣΤΑΤ από το έτος 1959. Μέχρι το 2000, ο ΔΤΚ αναφερόταν μόνο στις αστικές
περιοχές της χώρας, αλλά πλέον, από τον Ιανουάριο του 2001, αναφέρεται στο σύνολο
της (αστικές, ημιαστικές και αγροτικές περιοχές).

Τιμοληψία
Ερευνώμενα Είδη (αγαθά και υπηρεσίες)
Τα είδη και το ποσοστό συμμετοχής τους στον υπολογισμό συνήθως μεταβάλλονται
μετά από έρευνες. Τα είδη δεν είναι μόνο τα βασικά αλλά πολλά των οποίων οι τιμές
διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα την εποχή. Τα ερευνώμενα είδη μπορεί να
16 | Σ ε λ ί δ α
μεταβληθούν επίσης με βάσει τις συνήθειες των νοικοκυριών. Στο «καλάθι της
νοικοκυράς» μπορεί να περιληφθούν και παλαιότερα χρησιμοποιούμενα είδη τα οποία
πλέον συμμετέχουν με μεγαλύτερο ποσοστό στην οικονομία του νοικοκυριού.

Πόλεις τιμοληψίας
Η συλλογή των τιμών πραγματοποιείται σε 27 πόλεις με αντιπροσωπευτικές αγορές,
προκειμένου να καλύπτονται και οι 13 περιφέρειες της Ελλάδας. Σε κάθε περιφέρεια
επιλέγονται 1-2 πόλεις, εκτός από την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας όπου
επιλέγονται 3 πόλεις. Κριτήρια επιλογής αποτελούν το μέγεθος, η ιδιαιτερότητα των
αγορών στην πόλη καθώς και το συνεπαγόμενο κόστος τιμοληψίας.

Πηγές τιμοληψίας
Ενδεικτικές πηγές τιμοληψίας είναι τα καταστήματα λιανικής πώλησης, οι επιχειρήσεις
παροχής υπηρεσιών, οι λαϊκές αγορές Αρχειοθετήθηκε (μόνο για τα φρέσκα φρούτα και
λαχανικά). Στις πηγές αυτές δεν περιλαμβάνονται πολλά καταστήματα που διαθέτουν
προϊόντα είτε χαμηλής ποιότητας είτε εξαιρετικά υψηλών τιμών. Επίσης, δεν
συλλέγονται τιμές για αγαθά που διατίθενται στους δρόμους.

Οι τιμές συλλέγονται από υπαλλήλους και συνεργάτες της ΕΛΣΤΑΤ και είναι οι τιμές που
θα πλήρωνε ο καταναλωτής αν αγόραζε το προϊόν. Η συχνότητα της τιμοληψίας είναι
μηνιαία ή εβδομαδιαία ανάλογα με τη φύση του προϊόντος. Συγκεκριμένα, οι τιμές των
φρέσκων προϊόντων και των καυσίμων, που επηρεάζονται από καιρικές συνθήκες ή
διεθνείς αγορές, συλλέγονται συχνότερα. Ετήσια είναι η συχνότητα συλλογής για είδη
των οποίων οι τιμές καθορίζονται από το δημόσιο (π.χ. ΔΕΗ, νερό, δημόσιες
συγκοινωνίες) αλλά και για δίδακτρα και ασφάλιστρα.

17 | Σ ε λ ί δ α
Τροφή για σκέψη
03/2022: Τη δεύτερη χειρότερη επίδοση σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης κατέγραψε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων, με βάση τα στοιχεία της Eurostat
και τα σχετικά γραφήματα που αφορούν στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2021, όπως αυτό
εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Ειδικότερα, κατά 35% χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ ήταν πέρυσι το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων, με τη Βουλγαρία να είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που ήταν
σε χειρότερη μοίρα με 45% χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Όπως προκύπτει από το flash estimate της Eurostat, ενόψει των τελικών στοιχείων για
την χρονιά που πέρασε, η χώρα μας βρίσκεται στο κάτω άκρο της μεγάλης ψαλίδας που
τη χωρίζει από τις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ. Πέραν περιπτώσεων που λόγω ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών τους εμφανίζονται να «καλπάζουν» με υπερδιπλάσια μεγέθη (177% και
121% του μέσου όρου για Λουξεμβούργο και Ιρλανδία αντίστοιχα), τις καλύτερες
επιδόσεις παρουσιάζουν η Δανία με 33% πάνω από το μέσο όρο, η Ολλανδία με 32%, η
Σουηδία με 23% και το Βέλγιο με 22% πάνω από το μέσο όρο.
Αντίθετα, η Κροατία (30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ), η Σλοβακία (32% κάτω), η
Ελλάδα (35% κάτω) και η Βουλγαρία (45% κάτω) κατέγραψαν το χαμηλότερο κατά
κεφαλήν ΑΕΠ.

ΑΕΠ και κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Είναι δείκτες ευημερίας;


Αν διαιρέσουμε το ΑΕΠ με τον συνολικό πληθυσμό μιας χώρας, βρίσκουμε το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ (GDP per capita), που είναι ο μέσος όρος εισοδήματος.
Το ΑΕΠ είναι ένα μέτρο συνολικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, που έχει αρκετά
μειονεκτήματα. Για παράδειγμα δεν περιλαμβάνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που
παράγονται στα νοικοκυριά. Με απλά λόγια δεν μετρά τις οικιακές εργασίες μιας
μητέρας που άφησε την καριέρα της για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Όπως είπε ο
οικονομολόγος John Hicks, αν κάποιος παντρευτεί τη μαγείρισσά του θα μειωθεί το ΑΕΠ.
Επίσης δεν μπορεί να μετρήσει την παραοικονομία ή την υποβάθμιση του
περιβάλλοντος.
Δεν είναι μέτρο ευημερίας ή πλούτου αλλά μέτρο παραγωγής με τα όποια
μειονεκτήματα έχει.
Ωστόσο η παραγωγή αποτελεί σημαντική διάσταση της ευημερίας. Επίσης σε μια μικρή
οικονομία με πολλές ξένες επενδύσεις το ΑΕΠ υπερτιμά το πραγματικό εισόδημα που
μένει στη χώρα. Για παράδειγμα τα κέρδη των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται σε
μια χώρα επαναπατρίζονται στη χώρα καταγωγής τους.
Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να μην συμβαδίζει με μια
μείωση της ανεργίας ή η ποιότητα της εργασίας να υποβαθμίζεται.
Από την άλλη το ΑΕΠ κατά κεφαλήν δεν μας λέει τίποτα για την κατανομή του πλούτου.
Μπορεί αυτοί που βρίσκονται στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού να καρπώνονται το
μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος. Γενικά οι δυτικές χώρες (Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδάς,
Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ιαπωνία) έχουν υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ μαζί με άλλους
δείκτες ευημερίας. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες όμως μπορεί να εμφανίζουν υψηλά
επίπεδα ανάπτυξης αλλά να αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα ανισότητας,
περιβαλλοντικής υποβάθμισης, κοινωνικού αποκλεισμού, επιδημιών και ακόμα πείνας.
18 | Σ ε λ ί δ α
Για παράδειγμα πάνω από δέκα χώρες στην Αφρική αναπτύσσονται με ρυθμούς της
τάξης άνω του 6%. Η αύξηση αυτή δεν αντανακλά την πραγματικότητα.

19 | Σ ε λ ί δ α

You might also like