You are on page 1of 56

1.

Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα- Ιεραρχία κανόνων δικαίου

1.1 Η μορφή του πολιτεύματος – Η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία

1.2 Το κοινοβουλευτικό σύστημα – Σχέσεις των οργάνων

1.3 Κράτος δικαίου και ειδικότερα:

1.3.1 Κατοχύρωση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και δικαιωμάτων ομαδικής δράσης
(αρ. 4-25 Σ)

1.3.2 Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (αρ. 26 Σ)

1.3.3 Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων (αρ. 93 παρ. 4 και 100 Σ) 1.3.4 Μονιμότητα
των δημοσίων υπαλλήλων (αρ. 103 Σ)

1.4 Οι πηγές του δικαίου: Ο κορμός της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης

1.5 Σχέση Εθνικού και Ευρωπακού Δικαίου

2. Θεμελιώδη Δικαιώματα

2.1 Έννοια και κατηγορίες δικαιωμάτων

2.2 Φορείς, αποδέκτες, πεδίο προστασίας

2.3 Περιορισμοί των δικαιωμάτων

2.4 Η αρχή της αναλογικότητας

2.5 Η αρχή της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης

2.6 Η αξία του ανθρώπου

3. Όργανα του Κράτους –Οργάνωση της Διοίκησης

3.1 Βουλή

3.2 Πρόεδρος της Δημοκρατίας

3.3 Πρωθυπουργός – Πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα

3.4 Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα

3.5 Υπουργοί – Ευθύνη των μελών της κυβέρνησης

3.6 Δικαστική λειτουργία

3.7 Τα Υπουργεία, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου

3.8 Η Τοπική Αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού

3.9 Ανεξάρτητες Αρχές (συνταγματικά κατοχυρωμένες, νομοθετικά προβλεπόμενες)

3.10 Μορφές ελέγχου στη δημόσια διοίκηση


1. Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα- Ιεραρχία κανόνων δικαίου

Το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης
της νομοθεσίας της Ελλάδας όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και
βασικούς κανόνες λειτουργίας του ελληνικού κράτους και των θεσμών. Συντάχθηκε νέο σύνταγμα από την
πέμπτη Αναθεωρητική Βουλή και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου 1975. Ισχύει έως σήμερα όπως
αναθεωρήθηκε το 1986, το 2001, το 2008 και το 2019.

1.1 Η μορφή του πολιτεύματος – Η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία

MEPOΣ ΠPΩTO - Bασικές διατάξεις > TMHMA A΄ - Mορφή του πολιτεύματος

'Αρθρο 1: (Μορφή του πολιτεύματος)

1. Tο πολίτευμα της Eλλάδας είναι Προεδρευόμενη Kοινοβουλευτική Δημοκρατία.

2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.

3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει
το Σύνταγμα.

Η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τύπος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου η


εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση παίρνει τις αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, ο οποίος δεν έχει ουσιαστικές πολιτικες αρμοδιότητες και αρμόδιος για την διοίκηση του
κράτους είναι ο αρχηγός της κυβερνήσεως, ο Πρωθυπουργός.

Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, την εκτελεστική η κυβέρνηση. Η τελευταία πρέπει πάντοτε να
έχει την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου.

Ιστορικά είναι συνέχεια της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της συνταγματικής
μοναρχίας, αφού η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη μεν βασιλευόμενη ο αρχηγός του κράτους είναι
κληρονομικός, στη δε προεδρευόμενη είναι αιρετός. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για παράδειγμα
αντιπροσωπευτικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Το πολίτευμα της προεδρευομένης συναντάται συνήθως σε χώρες που κατήργησαν τον θεσμό της
βασιλείας, είτε είχαν δική τους μοναρχία (π.χ. Αυστρία), είτε είχαν μοναρχία σε πλαίσιο κοινοπολιτείας (π.χ.
Πακιστάν, Ινδία, Μπανγκλαντές, Μαυρίκιος, Ιρλανδία), είτε ήταν τμήματα αυτοκρατοριών ή βασιλείων (π.χ.
Ρωσική Αυτοκρατορία, Γιουγκοσλαβία).

Σε κάποιες χώρες ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκλέγεται από το κοινοβούλιο (π.χ.
Ελλάδα, Ιταλία, Ουγγαρία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές κτλ.), αλλά σε άλλες εκλέγεται κατευθείαν από τον λαό
(π.χ. Ιρλανδία, Βουλγαρία, Σλοβακία, Αυστρία κτλ.).

Στην Ελβετία δεν υπάρχει θέση ούτε πρωθυπουργού, ούτε προέδρου. Υπάρχει ο Πρόεδρος της Ελβετικής
Συνομοσπονδίας, ο οποίος ορίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων στο επταμελές Ελβετικό Ομοσπονδιακό
Συμβούλιο. Το Συμβούλιο είναι ταυτόχρονα κυβέρνηση και αρχηγός του κράτους.

1.2 Το κοινοβουλευτικό σύστημα – Σχέσεις των οργάνων


Ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί μορφή αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, δηλ. έμμεσης, σε αντιδιαστολή
προς την άμεση Δημοκρατία της αρχαίας πόλης κράτους. Ενώ στην αρχαία Αθήνα την εξουσία ασκούσε ο
λαός στην εκκλησία του Δήμου, στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ο λαός, το εκλογικό σώμα,
εκλέγει τη Βουλή, η οποία απαρτίζεται από τους αντιπροσώπους του λαού, τους βουλευτές.

Ο κοινοβουλευτισμός διαφέρει εννοιολογικά από τη δημοκρατία, αν και σήμερα συνδέεται στενά με αυτήν,
επειδή ισχύει η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η δημοκρατική αρχή, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η
καθολική ψηφοφορία, όπου κάθε πολίτης έχει μία ψήφο ισοδύναμη, ίσης βαρύτητας, με την άλλη.
Παλαιότερα, όταν ίσχυαν περιορισμοί της ψήφου, λ.χ. με βάση κριτήρια περιουσιακά, φύλου (στην Ελλάδα
οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές το 1953), μόρφωσης κ.λ.π. ο
κοινοβουλευτισμός ήταν προνόμιο της άρχουσας τάξης και διέφερε από τη Δημοκρατία.

Διαδικασίες του Κοινοβουλευτισμού

Ο σύγχρονος κοινοβουλευτισμός είναι συνυφασμένος με την κομματική Δημοκρατία, όπου κυριαρχεί η


ιδεολογική, κοινωνικοπολιτική σύγκρουση των κομμάτων και η αντιπαράθεση μεταξύ συμπολίτευσης και
αντιπολίτευσης. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινοβουλευτισμού είναι η αρχή ότι η κυβέρνηση οφείλει
να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αν την χάσει είτε στις εκλογές, είτε επειδή η Βουλή αποσύρει
την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση μετά από πρόταση δυσπιστίας, τότε η κυβέρνηση οφείλει να
παραιτηθεί.

Επειδή η Βουλή αποφασίζει με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η συμπολίτευση αποτελείται από το κόμμα
(σε περίπτωση μονοκομματικής κυβέρνησης) ή τα κόμματα (επί συμμαχικής κυβέρνησης) που έχουν την
απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή (151 στους 300 βουλευτές στην Ελλάδα). Δεν αποκλείεται όμως στη χώρα
μας να υπάρχει και κυβέρνηση ανοχής, που υπερψηφίζεται από πλειοψηφία όχι μικρότερη των 120
βουλευτών. Ο αρχηγός του κόμματος που συγκεντρώνει την πλειοψηφία της Βουλής διορίζεται
πρωθυπουργός.

Παραδοσιακά στην κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, την Αγγλία, η Βουλή και ειδικότερα το ένα από τα δύο
σώματα του Κοινοβουλίου, η Βουλή των Κοινοτήτων (σε διάκριση προς την αριστοκρατική Βουλή των
Λόρδων), είχε νομοθετική αρμοδιότητα προκειμένου η φορολογία να επιβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη
των αντιπροσώπων του λαού. Αντίθετα, την κυβέρνηση επέλεγε ο μονάρχης. Σταδιακά με όχημα κυρίως την
ποινική ευθύνη των Υπουργών – το δικαίωμα δηλαδή της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κατά των
Υπουργών και με βάση την υποχρέωση των Υπουργών να εμφανίζονται ενώπιον της Βουλής και να
δικαιολογούν την πολιτική τους, απαντώντας στον έλεγχο της Βουλής για πράξεις ή παραλήψεις τους –
αναπτύχθηκε και θεσμοποιήθηκε η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού
ελέγχου. Με τη σταδιακή διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου, επήλθε η απεξάρτηση της κυβέρνησης
από τον αρχηγό του κράτους, βασιλιά ή Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Στον ώριμο κοινοβουλευτισμό, πρωθυπουργός διορίζεται το πρόσωπο που έχει την δεδηλωμένη
εμπιστοσύνη (δηλαδή υποστηρίζεται από την πλειοψηφία) της Βουλής. Η αρχή της δεδηλωμένης εισήχθη το
1875 στην Ελλάδα με αφορμή το περίφημο άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη, «Τις Πταίει;». Με δεδομένη την
εξάρτηση της κυβέρνησης από τη Βουλή, ο κοινοβουλευτισμός συνεπάγεται τη διασταύρωση της
εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία και διακρίνεται από το προεδρικό σύστημα όπου ο Πρόεδρος, π.χ.
των ΗΠΑ, εκλέγεται άμεσα από το λαό και δεν εξαρτάται από το Κογκρέσο, το οποίο ασκεί τη νομοθετική
λειτουργία.

Τα οφέλη του κοινοβουλευτισμού

Η ιστορική διαδρομή του κοινοβουλευτισμού υπήρξε κάθε άλλο παρά ανέφελη. Καταλύθηκε από
δικτατορίες που κατάργησαν τις βουλευτικές εκλογές. Επικρίθηκε από οπαδούς της άμεσης
δημοψηφισματικής δημοκρατίας για ολιγαρχικό χαρακτήρα. Θεωρήθηκε δυσλειτουργικός και
αναποτελεσματικός, ιδιαίτερα όταν ο εκλογικός νόμος δεν οδηγούσε σε κομματική πλειοψηφία στη Βουλή
και άρα σε σταθερές κυβερνήσεις.

Παρόλα όμως αυτά, ο κοινοβουλευτισμός, που ισχύει παραδοσιακά στην Ευρώπη, παραμένει αξεπέραστος,
επειδή μπορεί να συνδυάσει αρμονικά τη Δημοκρατία (ελεύθερες εκλογές), τον πλουραλισμό
(πολυκομματισμός), την υποχρέωση λογοδοσίας της Κυβέρνησης στη Βουλή (η πλειοψηφία κυβερνά, η
μειοψηφία ελέγχει) και τη διαβούλευση (κυβέρνηση δια του λόγου), έτσι ώστε να υπάρχει ένα κέντρο
δημοσιότητας, όπου ο διάλογος και η αντιπαράθεση σμιλεύουν τις συλλογικές παραστάσεις της κοινωνίας
και επιτρέπουν την ορθολογική συλλογική δράση με βάση την αναζήτηση για το δημόσιο συμφέρον.

Στον κοινοβουλευτισμό, η οργάνωση και προαγωγή του διαλόγου συμπληρώνει την τεχνική λήψης
αποφάσεων με βάση τον συσχετισμό κομματικών δυνάμεων και εξηγεί την διαχρονικότητά του ως
συνδυασμός δημοκρατικής νομιμοποίησης και πολιτικής αρετής.

Γιάννης Τασόπουλος

Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος

Σχέσεις πολιτειακών οργάνων εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσία

Μέσα δυνατής παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη νομοθετική

• Ενδεχόμενη συμμετοχή της εκτελεστικής εξουσίας στον ορισμό μελών του κοινοβουλίου

• Ενδεχόμενη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην οργάνωση του κοινοβουλίου

– (τελικό λόγο στον κανονισμό λειτουργίας των συνελεύσεων, στη σύγκληση των συνόδων, στον καθορισμό
της ημερήσιας διάταξης

κ.ά.)

• Ενδεχόμενη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δραστηριότητα των συνελεύσεων

– Νομοθετική πρωτοβουλία, συμμετοχή υπουργών στις συζητήσεις, δικαίωμα του αρχηγού κράτους να
απευθύνεται στο κοινοβούλιο

Παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο στάδιο της έγκρισης του νόμου

– Ο αρχηγός κράτους εκδίδει τους ψηφισμένους νόμους

– Διαθέτει δικαίωμα αναπομπής του ψηφισμένου νόμου

– Η εκτελεστική εξουσία διαθέτει το δικαίωμα να ενεργεί με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (κείμενα


που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να εγκριθούν από το κοινοβούλιο, θεσπίζονται από την εκτελεστική
εξουσία, η οποία έχει την υποχρέωση να φέρει το κείμενο στο κοινοβούλιο μετά από παρέλευση ενός
χρονικού διαστήματος.

• Η εκτελεστική εξουσία έχει δικαίωμα διάλυσης της συνέλευσης του Κοινοβουλίου που εκλέγεται άμεσα
από τον λαό

Μέσα παρέμβασης του κοινοβουλίου στην εκτελεστική εξουσία

• Παρέμβαση του κοινοβουλίου στην επιλογή των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας
– Ενδέχεται να μετέχει στην εκλογή του αρχηγού κράτους (πχ Ελλάδα)

– Ενδέχεται να εκλέγει τα μέλη της κυβέρνησης

• Παρέμβαση του κοινοβουλίου στη δραστηριότητα της εκτελεστικής εξουσίας

– Δικαίωμα συγκρότησης εξεταστικής του πραγμάτων επιτροπής

– Δικαίωμα των μελών του κοινοβουλίου να απευθύνουν ερωτήσεις και επερωτήσεις στην κυβέρνηση

• Παρέμβαση του κοινοβουλίου στη ζωή της εκτελεστικής εξουσίας

– Ποινική ευθύνη του αρχηγού κράτους (πχ impeachment στις ΗΠΑ)

– Πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης

• Ψήφος εμπιστοσύνης στην αρχή της θητείας της κυβέρνησης (αφού σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις
εκλογές ζητά και λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη συνέλευση του κοινοβουλίου που έχει εκλεγεί
άμεσα από τον λαό)

• Πρόταση δυσπιστίας. Εφόσον υπερψηφιστεί η κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί. Σ’ αυτή την περίπτωση ο
αρχηγός κράτους μπορεί να επιδιώξει σχηματισμό άλλης κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει να λάβει ψήφο
εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο ή να προκηρύξει εκλογές.

Μιχάλης Πολίτης, ΤΞΓΜΔ Ιονίου Πανεπιστημίου

1.3 Κράτος δικαίου και ειδικότερα:

1.3.1 Κατοχύρωση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και δικαιωμάτων ομαδικής δράσης
(αρ. 4-25 Σ)

MΕPOΣ ΔΕYΤΕPO

Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Άρθρο 4

1. Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.2. Oι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και
υποχρεώσεις.3. Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να
αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που
ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη
διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος. 4. Mόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες
λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους.5. Oι Έλληνες πολίτες
συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. 6. Kάθε Έλληνας που
μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους
ορισμούς των νόμων. 7. Τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες
πολίτες.

**Ερμηνευτική δήλωση:
Η διάταξη της παραγράφου 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων
υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων (εναλλακτική θητεία),από όσους έχουν τεκμηριωμένη
αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας.

Άρθρο 5

1. Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην
κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και
δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.

2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της
τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών
πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Aπαγορεύεται η
έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.3. H προσωπική ελευθερία είναι
απαραβίαστη. Kανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε
άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.

**4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη
κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου
περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού
δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως
νόμος ορίζει.

**5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα
σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.

Ερμηνευτική δήλωση:

Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του
εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της
δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει.

**Άρθρο 5Α

1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι
δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους
εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.

2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις
πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους
αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.

Άρθρο 6

1. Kανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να
επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα.

2. Όποιος συλλαμβάνεται για αυτόφωρο έγκλημα ή με ένταλμα προσάγεται στον αρμόδιο ανακριτή το
αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη, αν όμως η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του
ανακριτή, η προσαγωγή γίνεται μέσα στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταγωγή του. O ανακριτής
οφείλει, μέσα σε τρεις ημέρες από την προσαγωγή, είτε να απολύσει τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει
ένταλμα φυλάκισης. H προθεσμία αυτή παρατείνεται για δύο ημέρες, αν το ζητήσει αυτός που έχει
προσαχθεί, σε περίπτωση ανώτερης βίας που βεβαιώνεται αμέσως με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού
συμβουλίου. 3. Όταν περάσει άπρακτη καθεμία από τις δύο αυτές προθεσμίες, κάθε δεσμοφύλακας ή
άλλος, είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός, στον οποίο έχει ανατεθεί η κράτηση εκείνου που έχει
συλληφθεί, οφείλει να τον απολύσει αμέσως. Oι παραβάτες τιμωρούνται για παράνομη κατακράτηση και
υποχρεούνται να επανορθώσουν κάθε ζημία που έγινε στον παθόντα και να τον ικανοποιήσουν για ηθική
βλάβη με χρηματικό ποσό, όπως νόμος ορίζει.

**4. Nόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα
κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα.

Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες,
αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων
ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας
υπόθεσης.

Άρθρο 7

1. Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης
και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την
τέλεση της πράξης.

2. Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και
κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει.

**3. Η γενική δήμευση απαγορεύεται. Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που
προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν.

4. Nόμος ορίζει με ποιους όρους το Kράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους
καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους
ελευθερία.

Άρθρο 8

Kανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές
και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν.

Άρθρο 9

1. H κατοικία του καθενός είναι άσυλο. H ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη.
Kαμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την
παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.

2. Oι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για
κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει.

**Άρθρο 9Α

Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα,
των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων
διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.

Άρθρο 10
1. Kαθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Kράτους, να αναφέρονται
εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να
απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο.

2. Mόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής στην οποία απευθύνεται η αναφορά, και με
την άδειά της, επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σ’ αυτή.

**3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και
χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη
προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της
προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών,
καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει.

Άρθρο 11

1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.

2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες


συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν
εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται
σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.

**Άρθρο 12

1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους
νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη
άδεια.

2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού
του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.

3. Oι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν
συνιστούν σωματείο.

4. Oι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους όρους του νόμου
και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το Kράτος, που είναι υποχρεωμένο να
μεριμνά για την ανάπτυξή τους.

5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών
κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης
πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.

Άρθρο 13

1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατομικών και πολιτικών
δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές

πεποιθήσεις καθενός.

** Με δύο αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα της 6ης
Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.
2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την
προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά
ήθη. O προσηλυτισμός απαγορεύεται.

3. Oι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες
υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.

4. Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των
υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.

5. Kανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του.

Άρθρο 14

1. Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του
τηρώντας τους νόμους του Kράτους.

2. O τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.

3. H κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή,
απαγορεύεται.

Kατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:

α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας,

β) για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας,

γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των
ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Xώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή
στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Kράτους,

δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο
νόμος.

4. Σ’ όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από
την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, και αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι
τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της κατάσχεσης, διαφορετικά η
κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης επιτρέπονται στον εκδότη
της εφημερίδας ή άλλου εντύπου που κατασχέθηκε και στον εισαγγελέα.

**5. Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο
ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από
υβριστικό ή δυσφημιστικό δημοσίευμα ή εκπομπή έχει,επίσης, δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο
ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή μετάδοσης της απάντησης. Νόμος ορίζει
τον τρόπο με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα απάντησης και διασφαλίζεται η πλήρης και άμεση
επανόρθωση ή η δημοσίευση και μετάδοση της απάντησης.

6. Το δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη των
εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή παύση της έκδοσης
του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος
από το πρόσωπο που καταδικάστηκε, όπως νόμος ορίζει. H παύση ή η απαγόρευση αρχίζουν αφότου η
καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη.
**7. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη του τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης
και με την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων.

8. Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.

**9. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων
ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους
περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην
ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή
άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων
ενημέρωσης της αυτής μορφής,όπως νόμος ορίζει. Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού
μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα
του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που
αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση
έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει
και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς, οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή
εταιρείες. Νόμος ορίζει τις ειδικότερες ρυθμίσεις, τις κυρώσεις που μπορεί να φθάνουν μέχρι την ανάκληση
της άδειας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού και μέχρι την απαγόρευση σύναψης ή την ακύρωση της
σχετικής σύμβασης, καθώς και τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των καταστρατηγήσεων
των προηγούμενων εδαφίων.

Άρθρο 15

1. Oι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον
κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο
μετάδοσης λόγου ή παράστασης.

**2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή
των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που
λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με
ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την
εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της
ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας
του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.Νόμος ορίζει τα σχετικά με την
υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και
προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.

Άρθρο 16

1. H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους
αποτελεί υποχρέωση του Kράτους. H ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν
απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.

2. H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική
και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή
τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

3. Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα.


4. Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.
Το Kράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή
ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους.

5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν
δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν
τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και
κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει. Ειδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους
φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σ’ αυτούς.

6. Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό
προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με
την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων. Oι
καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το
νόμο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88
παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους
δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει. Nόμος ορίζει το όριο της ηλικίας των καθηγητών των
ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων· εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν
αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό
έβδομο έτος της ηλικίας τους.

7. H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης
βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το
νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.

8. Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία
εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά,
καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. H σύσταση ανώτατων σχολών από
ιδιώτες απαγορεύεται.

9. O αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Kράτους.Το Kράτος επιχορηγεί και
ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Nόμος ορίζει επίσης τη
διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον
προορισμό τους.

Άρθρο 17

1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν
μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.

**2. Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον
προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να
ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο
για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της
αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.Αν η
συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη
συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται
υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει
να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον
συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της
κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.
3. H ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης
απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.

**4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς,
ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του
δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο
νόμος. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο
94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά
προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον
οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες.

Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του
ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την
οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον
οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και
πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου
τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης,
όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις
αυτές.H αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη
δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση
απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής
απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. H αποζημίωση δεν
υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.

5. Nόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία
έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης.

6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της
Xώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις
εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. O ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και
τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για
δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι
αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί.

7. Nόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του Δημοσίου,
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινής ωφέλειας
και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος,
χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου
ακινήτου.

Άρθρο 18

1. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων,
σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του
υπόγειου πλούτου.

2. Mε νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και διαχείριση των λιμνοθαλασσών
και των μεγάλων λιμνών, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από
αποξήρανσή τους.
3. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση
πολέμου ή επιστράτευσης, ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο
τη δημόσια τάξη ή υγεία.

4. Επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόμος, ο αναδασμός αγροτικών εκτάσεων
για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, καθώς και η λήψη μέτρων για την αποφυγή της
υπέρμετρης κατάτμησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης μικρής αγροτικής
ιδιοκτησίας.

5. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους, μπορεί να προβλεφθεί
με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας που απαιτείται από
ιδιαίτερες περιστάσεις. Nόμος ορίζει τον υπόχρεο και τη διαδικασία καταβολής στο δικαιούχο του
ανταλλάγματος της χρήσης ή κάρπωσης, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες κάθε φορά
συνθήκες. Mέτρα που επιβλήθηκαν με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής αίρονται αμέσως μόλις
εκλείψουν οι ιδιαίτεροι λόγοι που τα προκάλεσαν. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης παράτασης των μέτρων
αποφασίζει για την άρση τους, κατά κατηγορίες περιπτώσεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ύστερα από
αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

6. Mε νόμο μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διάθεση εγκαταλειμμένων εκτάσεων για την αξιοποίησή
τους υπέρ της εθνικής οικονομίας και αποκατάσταση ακτημόνων. Mε τον ίδιο νόμο ορίζονται και τα σχετικά
με τη μερική ή ολική αποζημίωση των ιδιοκτητών σε περίπτωση επανεμφάνισής τους μέσα σε εύλογη
προθεσμία.

7. Mε νόμο μπορεί να καθιερωθεί η αναγκαστική συνιδιοκτησία συνεχόμενων ιδιοκτησιών αστικών


περιοχών, εφόσον η αυτοτελής ανοικοδόμηση αυτών ή μερικών απ’ αυτές δεν ανταποκρίνεται στους όρους
δόμησης που ισχύουν ή πρόκειται να ισχύσουν στην περιοχή αυτή.

8. Δεν επιτρέπεται να απαλλοτριωθεί η αγροτική ιδιοκτησία των Σταυροπηγιακών Iερών Mονών της Aγίας
Aναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Xαλκιδική, των Bλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή
Iωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, με εξαίρεση τα μετόχια. Επίσης δεν επιτρέπεται να απαλλοτριωθεί η
περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα των Πατριαρχείων Aλεξάνδρειας, Aντιόχειας και Iεροσολύμων, καθώς
και της Iερής Mονής του Σινά.

Άρθρο 19

1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο
τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν
δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών
εγκλημάτων.

**2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που
διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.

**3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού
και των άρθρων 9 και 9Α.

Άρθρο 20

1. Kαθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’
αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.

2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή
μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του.
Άρθρο 21

****1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η
μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη
διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου
εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.

2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά
εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν
δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος.

3. Το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας,
του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.

4. H απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκών αποτελεί
αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Kράτους.

**5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων
μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.

**6. Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία,
την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας.

**Άρθρο 22

1. H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία
συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου
αγροτικού και αστικού πληθυσμού.

Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη
εργασία ίσης αξίας.

2. Mε νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις
εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που
θέτει η διαιτησία.

3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους δημόσιους
υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου.

4. Oποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται.

Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή
επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Xώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης
από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την
προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών
αναγκών.

5. Το Kράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.

Ερμηνευτική δήλωση:
Στους γενικούς όρους εργασίας περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός του τρόπου και του υποχρέου
είσπραξης και απόδοσης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της συνδρομής των μελών τους που προβλέπεται
από τα καταστατικά τους.

Άρθρο 23

1. Το Kράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την
ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του
νόμου.

2. H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη
διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.

Aπαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που
υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των
υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του
προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία
τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους
συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Oι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν
έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.

Άρθρο 24

**1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και
δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή
κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των
δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.Απαγορεύεται
η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική
Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.

**** Με τέσσερις αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα
της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων

**2. H χωροταξική αναδιάρθρωση της Xώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση
των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του
Kράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται
οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους
κανόνες της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους.

3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που
περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη
διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για
κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών
κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει.

4. Nόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην
αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο,με αντιπαροχή ακινήτων ίσης
αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή
από κτίρια της περιοχής αυτής.

5. Oι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών
περιοχών που ήδη υπάρχουν. Oι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται
για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής
αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.

6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Kράτος.


Nόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της
ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.

**Ερμηνευτική δήλωση:

Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην
αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα,
αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα
(δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο
παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

Άρθρο 25

**1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του
κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να
διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις
σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το
Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα
είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την
Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.

3. H καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.

4. Το Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και
εθνικής αλληλεγγύης.

1.3.2 Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (αρ. 26 Σ)

Άρθρο 26

1. H νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Bουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

2. H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Kυβέρνηση.

3. H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του
Ελληνικού Λαού.
1.3.3 Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων (αρ. 93 παρ. 4 και 100 Σ)

Άρθρο 93

4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το
Σύνταγμα

Άρθρο 100

1. Συνιστάται Aνώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται:

α) H εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58.

β) O έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44
παράγραφος 2.

γ) H κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57.

δ) H άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου
της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών
δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων.

ε) H άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού
νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Aρείου Πάγου ή
του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

στ) H άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων
κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28.

2. Το δικαστήριο της προηγούμενης παραγράφου συ-λγκροτείται από τους Προέδρους του Συμβουλίου της
Επικρατείας, του Aρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις συμβούλους της Επικρατείας
και από τέσσερις αρεοπαγίτες, που ορίζονται ως μέλη με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο αυτό
προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Aρείου Πάγου.

Στις περιπτώσεις δ’ και ε’ της προηγούμενης παραγράφου μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και δύο
τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Xώρας, οι οποίοι
ορίζονται με κλήρωση.

3. H οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου, τα σχετικά με τον ορισμό, την αναπλήρωση και την
επικουρία των μελών του, καθώς και τα σχετικά με τη διαδικασία σ’ αυτό ορίζονται με ειδικό νόμο.

4. Oι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι αμετάκλητες.Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική,


είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση.

**5. Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει
διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός
αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του
άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος
ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων
από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

**Άρθρο 100Α
Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς
και τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων που υπηρετούν σε αυτό. Στην
αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως η δικαστική υποστήριξη και
εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε
διαφορές με αυτό.

Στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κρά-τους έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των
άρθρων 88 παράγραφοι 2 και 5 και 90 παράγραφος 5.

1.3.4 Μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (αρ. 103 Σ)

Yπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της διοίκησης

Άρθρο 103

1. Oι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Kράτους και υπηρετούν το Λαό· οφείλουν πίστη
στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το
νόμο.

2. Kανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις
μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με
προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου.

3. Oργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να
πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Nόμος ορίζει τους όρους για
την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται.

4. Oι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν.
Aυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που
αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς
γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που
αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Kατά των αποφάσεων
των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.

5. Mε νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις
εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της
Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Yπουργών και Yφυπουργών.

6. Oι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Bουλής, οι
οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Kανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

**7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε
φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με
προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος
ορίζει.Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις
διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των
οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής.

**8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο
Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά,για την κάλυψη είτε
οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων
είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει
επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από
το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε
αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με
σύμβαση έργου.

**9. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες του «Συνηγόρου του Πολίτη» που
λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή.

1.4 Οι πηγές του δικαίου: Ο κορμός της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης

Πηγές και πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το δελτίο σε μορφή pdf

Το νομικό σύστημα και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πηγές και πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η αρχή της επικουρικότητας

Υπερεθνικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Η διαδικασία του προϋπολογισμού

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει νομική προσωπικότητα και, κατά συνέπεια, τη δική της έννομη τάξη η οποία
διαφέρει από τη διεθνή. Επιπλέον, το δίκαιο της ΕΕ επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη νομοθεσία των κρατών
μελών της και γίνεται μέρος της έννομης τάξης κάθε κράτους μέλους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί αυτή
αυτόνομη πηγή δικαίου. Η έννομη τάξη αποτελείται συνήθως από το πρωτογενές δίκαιο (τις Συνθήκες και
τις γενικές αρχές του δικαίου), το παράγωγο δίκαιο (με βάση τις Συνθήκες) και το συμπληρωματικό δίκαιο.

Οι πηγές του δικαίου της Ένωσης και η ιεράρχησή τους

Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τα
πρωτόκολλά τους (υπάρχουν 37 πρωτόκολλα, 2 παραρτήματα και 65 δηλώσεις, που επισυνάπτονται στις
Συνθήκες με σκοπό την προσθήκη λεπτομερειών, χωρίς να έχουν ενσωματωθεί στο πλήρες νομικό κείμενο)
1.1.5·

Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 4.1.2·

H Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Euratom) εξακολουθεί να ισχύει
ως ξεχωριστή συνθήκη·

Διεθνείς συμφωνίες 5.2.1·

Γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης·

Παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια Ένωση δικαίου που έχει θεσπίσει πλήρες σύστημα ένδικων μέσων και
διαδικασιών με σκοπό να επιτρέψει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να ελέγχει τη νομιμότητα
των πράξεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ (άρθρο 263 ΣΛΕΕ). Οι Συνθήκες και οι γενικές αρχές βρίσκονται
στην κορυφή της ιεραρχίας και είναι γνωστές ως πρωτογενές δίκαιο. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης
της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, το ίδιο νομικό κύρος απέκτησε επίσης και ο Χάρτης των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπάγονται
στην πρωτογενή νομοθεσία. Ακολουθεί στην ιεραρχία το παράγωγο δίκαιο, το οποίο είναι έγκυρο μόνον
υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατό με τις ιεραρχικά ανώτερες πράξεις και συμφωνίες. Η αρχή της
υπεροχής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της έννομης τάξης της Ένωσης και
αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας και της συνοχής του δικαίου της Ένωσης. Το ΔΕΕ επιμένει
επισήμως ότι το δίκαιο της ΕΕ έχει απόλυτη υπεροχή έναντι των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών και
από πάντα διεκδικεί την τελική εξουσία για τον καθορισμό της σχέσης μεταξύ του ενωσιακού και του
εθνικού δικαίου. Στις υποθέσεις ορόσημο van Gend en Loos κατά Nederlandse Administratie der Belastingen
και Costa κατά ENEL, το ΔΕΕ ανέπτυξε τις θεμελιώδεις αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής
του δικαίου της ΕΕ. Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, το δίκαιο της Ένωσης έχει απόλυτη υπεροχή έναντι του
εθνικού δικαίου και η υπεροχή αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα εθνικά δικαστήρια στις
αποφάσεις τους. Το ΔΕΕ διατήρησε τις εν λόγω αρχές σε μεταγενέστερες υποθέσεις. Ειδικότερα, στην
υπόθεση Internationale Handelsgesellschaft υποστήριξε ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερισχύει ακόμη και σε
σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα.

Στόχοι

Δημιουργία μιας έννομης τάξης της Ένωσης ως βάσης για την πραγμάτωση των στόχων που ορίζονται στις
Συνθήκες.

Πηγές δικαίου της ΕΕ

A. Πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1.1.1, 1.1.2, 1.1.3, 1.1.4, 1.1.5, 4.1.2

B. Παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Γενικές παρατηρήσεις

Οι πράξεις της Ένωσης απαριθμούνται στο άρθρο 288 της ΣΛΕΕ. Πρόκειται για τον κανονισμό, την οδηγία,
την απόφαση, τη σύσταση και τη γνώμη. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εκδίδουν τις εν λόγω
νομικές πράξεις μόνο εφόσον τους παρέχεται η σχετική αρμοδιότητα από τις Συνθήκες. Η οριοθέτηση των
αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο
άρθρο 5 παράγραφος 1 της ΣΕΕ. H ΣΛΕΕ ορίζει την έκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και τις χωρίζει σε
τρεις κατηγορίες: αποκλειστικές αρμοδιότητες (άρθρο 3), συντρέχουσες αρμοδιότητες (άρθρο 4) και
αρμοδιότητες υποστήριξης (άρθρο 6), στο πλαίσιο των οποίων η ΕΕ εγκρίνει μέτρα με στόχο την υποστήριξη
ή τη συμπλήρωση των πολιτικών των κρατών μελών. Οι τομείς που υπάγονται στις τρεις αυτές κατηγορίες
ενωσιακής αρμοδιότητας απαριθμούνται με σαφήνεια στα άρθρα 3, 4 και 6 της ΣΛΕΕ. Ελλείψει των
εξουσιών που απαιτούνται για την επίτευξη στόχων που θεσπίζονται στις Συνθήκες, τα θεσμικά όργανα
μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 352 της ΣΛΕΕ και επομένως να θεσπίζουν τις
«κατάλληλες διατάξεις».
Τα θεσμικά όργανα εγκρίνουν μόνο τα νομικά μέσα που απαριθμούνται στο άρθρο 288 της ΣΛΕΕ. Μόνη
εξαίρεση παραμένουν η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας που
εξακολουθούν να υπόκεινται σε διακυβερνητικές διαδικασίες. Σε αυτόν τον τομέα, οι κοινές στρατηγικές, οι
κοινές δράσεις και οι κοινές θέσεις έχουν αντικατασταθεί από τους «γενικούς προσανατολισμούς» και από
τις «αποφάσεις που προσδιορίζουν» τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει και τις θέσεις που πρέπει να
υιοθετήσει η Ένωση, καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω αποφάσεων (άρθρο 25 της ΣΕΕ).

Υπάρχουν επίσης διάφορες μορφές δράσης, όπως οι συστάσεις, οι ανακοινώσεις, καθώς και οι πράξεις που
σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των θεσμικών οργάνων (συμπεριλαμβανομένων των
διοργανικών συμφωνιών), των οποίων η ονομασία, η δομή και οι νομικές συνέπειες απορρέουν είτε από
διάφορες διατάξεις των Συνθηκών είτε από κανόνες που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογήν τους.

2. Ιεράρχηση των κανόνων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης

Με τα άρθρα 289, 290 και 291 της ΣΛΕΕ καθιερώνεται μια ιεράρχηση των κανόνων του παράγωγου δικαίου
που κάνει διάκριση μεταξύ νομοθετικών πράξεων, πράξεων κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων.
Ως νομοθετικές πράξεις ορίζονται οι πράξεις που εγκρίνονται με τη συνήθη ή με ειδική νομοθετική
διαδικασία. Αντιθέτως, οι πράξεις κατ' εξουσιοδότηση είναι μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος που
συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιαστικά στοιχεία της νομοθετικής πράξης. Η αρμοδιότητα
έγκρισης αυτών των πράξεων μπορεί να ανατεθεί από τον νομοθέτη (Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) στην
Επιτροπή. Η νομοθετική πράξη προσδιορίζει τους στόχους, το περιεχόμενο, το πεδίο εφαρμογής και τη
διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και, ενδεχομένως, διαδικασίες επείγοντος. Επιπλέον, ο νομοθέτης
καθορίζει τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η εξουσιοδότηση, οι οποίες μπορεί να είναι το δικαίωμα
ανάκλησης της εξουσιοδότησης, αφενός, και το δικαίωμα έκφρασης αντιρρήσεων, αφετέρου.

Οι εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται κατά κανόνα από την Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια για την έγκρισή
τους όταν απαιτούνται ενιαίοι όροι για την εκτέλεση νομικά δεσμευτικών πράξεων. Μόνο σε ειδικές
δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, οι
εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται από το Συμβούλιο. Οσάκις εκδίδεται βασική πράξη δυνάμει της συνήθους
νομοθετικής διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να
γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή τους, το σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις
εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική πράξη. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή οφείλει
να επανεξετάσει το εν λόγω σχέδιο πράξης.

3. Τα διάφορα νομικά μέσα του παράγωγου δικαίου της Ένωσης

a. Ο κανονισμός
O κανονισμός είναι πράξη γενικής ισχύος, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της και ισχύει άμεσα. Οι
αποδέκτες στους οποίους εφαρμόζεται (ιδιώτες, κράτη μέλη, θεσμικά όργανα της Ένωσης) πρέπει να
συμμορφώνονται πλήρως με αυτόν. Ο κανονισμός ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη αμέσως μετά την
έναρξη ισχύος του (την ημέρα που ορίζεται ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, την εικοστή ημέρα μετά από τη
δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και δεν απαιτείται η μεταφορά του στο
εθνικό δίκαιο.

Ο κανονισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη
μέλη. Επίσης, ο κανονισμός υπερισχύει εθνικών νόμων μη συμβατών με τις ουσιαστικές διατάξεις του.

b. Η οδηγία

Η οδηγία είναι δεσμευτική για κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα, η επιλογή του τύπου και των μέσων επαφίεται ωστόσο στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών
αρχών. Απαιτείται πράξη μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο (αποκαλούμενη επίσης «εθνικό εφαρμοστικό
μέτρο») από τον εθνικό νομοθέτη, με την οποία η εθνική νομοθεσία προσαρμόζεται στους στόχους που
θέτει η οδηγία. Οι πολίτες αποκτούν δικαιώματα και δεσμεύονται με υποχρεώσεις μόνο μετά την έγκριση
της πράξης με την οποία γίνεται η μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Κατά τη μεταφορά της οδηγίας
στο εθνικό δίκαιο, παρέχεται στα κράτη μέλη σχετική διακριτική ευχέρεια, ούτως ώστε να λαμβάνουν
υπόψη τους τις ειδικές εθνικές συνθήκες. Η μεταφορά πρέπει να πραγματοποιείται εντός της προθεσμίας
που ορίζει η οδηγία. Κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη εγγυώνται την
αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της ΕΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που
ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ.

Στην ουσία, η οδηγία δεν ισχύει άμεσα. Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι
ορισμένες διατάξεις μιας οδηγίας μπορούν, κατ' εξαίρεση, να αναπτύσσουν άμεσα αποτελέσματα σε ένα
κράτος μέλος, ακόμη και αν το κράτος αυτό δεν έχει ακόμη εγκρίνει πράξη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο,
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ή έχει μεταφερθεί με
εσφαλμένο τρόπο· β) οι διατάξεις της οδηγίας έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και είναι επαρκώς σαφείς και
ακριβείς· και γ) οι διατάξεις της οδηγίας αναγνωρίζουν δικαιώματα σε μεμονωμένα άτομα.

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, μεμονωμένα άτομα μπορούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις της
οδηγίας έναντι όλων των δημόσιων αρχών. Ακόμη και όταν η διάταξη της οδηγίας δεν απονέμει κάποιο
δικαίωμα σε ιδιώτη, και επομένως πληρούνται μόνο η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση, οι αρχές του
κράτους μέλους έχουν νομική υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη την οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στο
εθνικό δίκαιο. Η ανωτέρω νομολογία στηρίζεται κυρίως στις αρχές της αποτελεσματικότητας, της
αποτροπής παραβιάσεων της Συνθήκης και της έννομης προστασίας. Αντίθετα, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να
επικαλεστεί άμεσα έναντι άλλου ιδιώτη την άμεση ισχύ οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο
(το «οριζόντιο αποτέλεσμα»· Υπόθεση C-91/92 Faccini Dori, Συλλογή, σ. I-3325 και επόμενα, σημείο 25).
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Francονich, Συλλογή 6/90 και 9/90), ένας
πολίτης μπορεί να θεμελιώσει απαίτηση αποζημίωσης κατά κράτους μέλους το οποίο δεν εφαρμόζει το
δίκαιο της Ένωσης. Όταν πρόκειται για οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς στο
εθνικό δίκαιο, παρόμοια προσφυγή είναι δυνατή όταν: α) η οδηγία έχει ως στόχο την εκχώρηση
δικαιωμάτων σε μεμονωμένα άτομα· β) το περιεχόμενο των δικαιωμάτων μπορεί να διαπιστωθεί βάσει των
διατάξεων της οδηγίας· και γ) υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης
μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και της ζημίας που υπέστη το συγκεκριμένο άτομο. Για να
στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του κράτους μέλους δεν απαιτείται να αποδειχθεί υπαιτιότητα.

c. Οι αποφάσεις, οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις

Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη της. Όταν η απόφαση ορίζει αποδέκτες (κράτη μέλη,
φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα), είναι υποχρεωτική μόνο για αυτούς και αποσκοπεί στη ρύθμιση
καταστάσεων που αφορούν ειδικά αυτά τα κράτη μέλη και πρόσωπα. Μεμονωμένα άτομα δεν μπορούν να
επικαλεσθούν δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί με απόφαση που απευθύνθηκε σε κράτος μέλος παρά
μόνον εφόσον το κράτος μέλος έχει εγκρίνει πράξη μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο. Οι αποφάσεις
μπορούν, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι οδηγίες, να έχουν άμεση εφαρμογή.

Οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις δεν θεμελιώνουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους αποδέκτες τους,
παρέχουν όμως στοιχεία για την ερμηνεία και το περιεχόμενο του δικαίου της Ένωσης.

Δεδομένου ότι οι προσφυγές που ασκούνται κατά κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να
αφορούν πράξεις που έχουν εκδοθεί από θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, το ΔΕΕ δεν έχει
δικαιοδοσία επί των αποφάσεων των εκπροσώπων των κρατών μελών, π.χ. όσον αφορά τον καθορισμό της
έδρας των οργανισμών της ΕΕ. Οι πράξεις που εκδίδονται από αντιπροσώπους των κρατών μελών, οι οποίοι
ενεργούν όχι ως μέλη του Συμβουλίου, αλλά ως αντιπρόσωποι των κυβερνήσεών τους και, ως εκ τούτου,
ασκούν συλλογικά τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από τα
δικαστήρια της ΕΕ (γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα της 6ης Οκτωβρίου 2021)[1].

4. Διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητες, τις διαδικασίες, την εφαρμογή και την εκτέλεση των νομικών
πράξεων

a. Νομοθετική αρμοδιότητα, δικαίωμα πρωτοβουλίας και νομοθετικές διαδικασίες: 1.3.2, 1.3.6, 1.3.8 και
1.2.3

Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμμετέχουν στη θέσπιση της νομοθεσίας της Ένωσης σε
διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με την εκάστοτε νομική βάση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητεί από την
Επιτροπή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις στο ίδιο και στο Συμβούλιο.
b. Εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης

Δεδομένου του πρωτογενούς δικαίου της, η ΕΕ διαθέτει περιορισμένες μόνο εκτελεστικές αρμοδιότητες, η
εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ ανατίθεται κατά κανόνα στα κράτη μέλη. Επιπλέον, το άρθρο 291,
παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ διαλαμβάνει ότι «τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα
εθνικά νομοθετικά μέτρα για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης». Όταν
απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, η
Επιτροπή ασκεί την εκτελεστική εξουσία της (άρθρο 291, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ).

c. Η επιλογή του τύπου νομικής πράξης

Σε πολλές περιπτώσεις οι Συνθήκες ορίζουν ποιος είναι ο απαιτούμενος τύπος πράξης. Σε πολλές άλλες
περιπτώσεις, ωστόσο, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τύπος πράξης. Στις περιπτώσεις αυτές το άρθρο 296,
εδάφιο 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι τα θεσμικά όργανα επιλέγουν τον τύπο της προς έκδοση πράξης κατά
περίπτωση, «τηρώντας τις εφαρμοστέες διαδικασίες και την αρχή της αναλογικότητας».

C. Οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και τα θεμελιώδη δικαιώματα

Οι Συνθήκες περιέχουν ελάχιστες αναφορές στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Οι αρχές αυτές
έχουν αναπτυχθεί κυρίως στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ασφάλεια
δικαίου, θεσμική ισορροπία, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη κ.λπ.), η οποία είναι εξάλλου και η βάση για την
αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Οι αρχές αυτές είναι
σήμερα κατοχυρωμένες στο άρθρο 6, παράγραφος 3 της ΣΕΕ, το οποίο αναφέρεται στα θεμελιώδη
δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις
των κρατών μελών, καθώς και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4.1.2).

D. Διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η ΕΕ δυνάμει των άρθρων 216 και 217 της ΣΛΕΕ.

H Ένωση μπορεί να συνάπτει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, διεθνείς συμφωνίες με τρίτα κράτη ή
διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 216, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ). Οι συμφωνίες αυτές δεσμεύουν την Ένωση και
τα κράτη μέλη και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της νομοθεσίας της Ένωσης (άρθρο 216 παράγραφος 2
της ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 217 της ΣΛΕΕ η ΕΕ δύναται επίσης να συνάψει με τις τρίτες χώρες
συμφωνίες σύνδεσης, οι οποίες να συνεπάγονται αμοιβαία δικαιώματα και αμοιβαίες υποχρεώσεις, κοινές
δράσεις και ειδικές διαδικασίες. Η συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης
Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου[2] συνομολογήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη. Στις
28 Απριλίου 2021, το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 6α της
ΣΛΕΕ.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το διεθνές δίκαιο υπερισχύει του
(παράγωγου) δικαίου της ΕΕ: «Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 216, παράγραφος 2,
ΣΛΕΕ, όταν η Ένωση συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεσμεύονται από τις
συμφωνίες αυτές, οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της Ένωσης»[3].

E. Βελτίωση της νομοθεσίας

Στην ΕΕ μπορούν να επιτευχθούν δυνητικά οφέλη ύψους άνω των 2 200 δισ. EUR από τη βέλτιστη
νομοθεσία[4]. Σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την εσωτερική αγορά, θα μπορούσαν να επιτευχθούν
κέρδη ύψους 386 δισ. EUR για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, 189 δισ. EUR για την
τελωνειακή ένωση, 289 δισ. EUR για την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και 177 δισ. EUR για την
ψηφιακή ενιαία αγορά[5].

Όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεσμεύονται να θεσπίσουν μια τέτοια νομοθεσία μέσω της βελτίωσης της
νομοθεσίας. Η διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου[6]καλύπτει τον ετήσιο και
πολυετή προγραμματισμό και όλες τις πτυχές του κύκλου πολιτικής. Καθορίζει επίσης τις διάφορες
δεσμεύσεις των θεσμικών οργάνων για τη θέσπιση υψηλής ποιότητας νομοθεσίας της ΕΕ, η οποία θα είναι
αποδοτική, αποτελεσματική, απλή και σαφής και θα αποφεύγει την υπερβολική ρύθμιση και τον περιττό
φόρτο για τα άτομα, τις δημόσιες αρχές και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ.

Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 της ΣΕΕ: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί, από κοινού με το
Συμβούλιο, νομοθετικά (μέσω της «συνήθους νομοθετικής διαδικασίας») και δημοσιονομικά (μέσω ειδικής
νομοθετικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 314 της ΣΛΕΕ) καθήκοντα. Το Κοινοβούλιο εργάζεται
για την απλούστευση της νομοθετικής διαδικασίας, τη βελτίωση της ποιότητας σύνταξης των νομικών
κειμένων και την επιβολή αποτελεσματικότερων κυρώσεων στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη δεν τηρούν
το δίκαιο της Ένωσης. Στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας και το νομοθετικό πρόγραμμα της Επιτροπής
εκτίθενται οι κυριότερες πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής και προσδιορίζονται συγκεκριμένα μέτρα,
νομοθετικού ή μη νομοθετικού χαρακτήρα με τα οποία υλοποιούνται αυτές οι προτεραιότητες στην πράξη.
Το Κοινοβούλιο διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στη νομοθέτηση, δεδομένου ότι εξετάζει το ετήσιο
πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και προσδιορίζει ποιες νομοθετικές πράξεις θα πρέπει κατά την άποψή
του να θεσπισθούν.

Έχοντας αποκτήσει νομική προσωπικότητα, η Ένωση έχει πλέον τη δυνατότητα να συνάπτει διεθνείς
συμφωνίες (άρθρα 216-217 ΣΛΕΕ). Για όλες τις συμφωνίες που συνάπτονται στον τομέα της κοινής
εμπορικής πολιτικής και σε όλους τους τομείς πολιτικής που εμπίπτουν στη συνήθη νομοθετική διαδικασία
(άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ) απαιτείται η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για
παράδειγμα, το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του στις 28 Απριλίου 2021 στη συμφωνία εμπορίου και
συνεργασίας ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου. Σε άλλες περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι
δεν θα διστάσει να ασκήσει βέτο, αν διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις. Για παράδειγμα, το 2012, απέρριψε την
εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης/απομίμησης (ACTA).

Σε απάντηση στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας:Συνένωση δυνάμεων για
τη θέσπιση καλύτερων νόμων», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διοργάνωσε εργαστήριο για τη βελτίωση της
νομοθεσίας και προετοιμάζει επί του παρόντος έκθεση πρωτοβουλίας.
[1]Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-59/18 Ιταλία κατά Συμβουλίου και C-182/18 Comune di Milano
κατά Συμβουλίου, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/19 Ιταλία κατά Συμβουλίου και Κοινοβουλίου και C-
232/19 Comune di Milano κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, καθώς και υπόθεση C-743/19 Κοινοβούλιο
κατά Συμβουλίου).

[2]Απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της
συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας
από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ L 29 της 31.1.2020, σ. 1).

[3]Απόφαση του Δικαστηρίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America και λοιποί
κατά Secretary of State for Energy and Climate Change, C-366/10, Case C-366/10, σκέψη 50,
ECLI:EU:C:2011:864.

[4]https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/STUD/2019/631745/EPRS_STU(2019)631745_EN.pdf

[5]Sion J., «Βελτίωση της νομοθεσίας στην ΕΕ: Δυναμικό και κενά», Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Γενική
Διεύθυνση Εσωτερικών Πολιτικών, Θεματικό Τμήμα Γ — Δικαιώματα των πολιτών και συνταγματικές
υποθέσεις, 2022, υπό έκδοση

[6]ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ.1. Η συμφωνία (υπογεγραμμένη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο
και την Επιτροπή) αντικατέστησε την προηγούμενη συμφωνία (2003) και τη διοργανική συμφωνία του 2005
για την εκτίμηση επιπτώσεων.

Udo Bux / Mariusz Maciejewski

https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/
file/lib/default/data/2887267/
theFile&ved=2ahUKEwichrDPu4X8AhWpRPEDHYMaDzIQFnoECBgQAQ&usg=AOvVaw2GWhBK0MDvUKNF9rF
uoAb6

1.5 Σχέση Εθνικού και Ευρωπακού Δικαίου

Η σχέση των συνταγμάτων των κρατών-μελών με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πρωτογενές αλλά και
παράγωγο, απασχόλησε από τη δεκαετία του '60 τόσο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και
τα συνταγματικά ή τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών-μελών.

Το ΔΕΚ θεμελίωσε την άμεση εφαρμογή και την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου στην ίδια του τη φύση: Στο
πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης η ανώτατη βαθμίδα κατέχεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ενωσης.

Αυτή η αυτοαναφορική θεμελίωση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου δεν έγινε δεκτή από τα εθνικά
δικαστήρια ακόμη και εκείνων των κρατών-μελών που διέπονται από τη λεγόμενη «μονιστική» παράδοση,
σύμφωνα με την οποία οι κανόνες του διεθνούς δικαίου ισχύουν αυτομάτως στο πλαίσιο μιας ενιαίας
διεθνούς και εθνικής έννομης τάξης με συνεχή πυραμιδοειδή διάρθρωση. Τα συνταγματικά ή ανώτατα
δικαστήρια των κρατών-μελών υπήγαγαν σε πρώτη φάση το κοινοτικό δίκαιο σε έλεγχο με κριτήριο το
εθνικό τους σύνταγμα και κυρίως το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Στο μεταξύ όμως οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις αφενός μεν του πρωτογενούς δικαίου της Ενωσης, με
τελευταία τη Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αφετέρου δε των εθνικών συνταγμάτων των κρατών-
μελών που έλαβαν πολύ σοβαρά υπόψη τους την εξέλιξη και τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,
διαμόρφωσαν ένα νέο πλαίσιο αναφοράς βασισμένο στην αρχή του αμοιβαίου σεβασμού και του
αλληλοεπηρεασμού μεταξύ των δύο εννόμων τάξεων. Αυτός ο αμοιβαίος σεβασμός αφορά, πρώτον, την
εθνική συνταγματική βάση της συμμετοχής κάθε κράτους-μέλους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σε εμάς
αυτή η βάση είναι το άρθρο 28 του Συντάγματος σύμφωνα με ρητή ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε
με την αναθεώρηση του 2001. Και, δεύτερον, τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ ενωσιακού δικαίου και εθνικού
συντάγματος. H Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αξιώνει να γίνει αποδεκτή η αυτοαναφορική θεμελίωση της
υπεροχής του κοινοτικού δικαίου σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, ούτε καν μια μονιστικού χαρακτήρα
θεμελίωση. Αποδέχεται και τη δυαδική θεμελίωση που βασίζεται στην κύρωση των συνθηκών και τώρα της
Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα κατά τους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες κάθε κράτους-μέλους.

H Συνθήκη όμως αυτή προβλέπει ρητά την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και όλου του δικαίου της
Ενωσης έναντι των συνταγμάτων και της νομοθεσίας των κρατών-μελών για τα ζητήματα που εμπίπτουν
στην ύλη και στις αρμοδιότητες της Ενωσης.

Το ζήτημα τίθεται συνεπώς με σαφή και επιτακτικό τρόπο γιατί καλούμαστε να κυρώσουμε τώρα το
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που προβλέπει ρητά και πανηγυρικά στο άρθρο 1-6 την υπεροχή του Ευρωπαϊκού
Συντάγματος και του παραγώγου δικαίου της Ενωσης έναντι του δικαίου και του συντάγματος κάθε
κράτους-μέλους.

Στην ελληνική έννομη τάξη υπάρχει όμως η ιδιομορφία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις συντριπτικά
περισσότερες χώρες-μέλη, να μην προβλέπεται μηχανισμός γενικού, αφηρημένου και προληπτικού
δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα πριν από την κύρωσή
της. Αντιθέτως προβλέπεται, κατά το άρθρο 93 παρ. 4, ο παρεμπίπτων, διάχυτος και συγκεκριμένος έλεγχος
της συνταγματικότητας από όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και όλων των δικαιοδοσιών, μετά την
κύρωση. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε τραγελαφικά και αδιέξοδα αποτελέσματα, να δημιουργήσει
μεγάλη ανασφάλεια δικαίου και να μειώσει την ευρωπαϊκή αξιοπιστία της χώρας.

Εφόσον κυρώνουμε μια σύμβαση που προβλέπει ρητά την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, είμαστε
υποχρεωμένοι και να τη σεβαστούμε, αλλιώς δεν θα έπρεπε να την κυρώσουμε.

H συμμετοχή στην Ενωση και η κύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος συνιστούν ταυτοχρόνως και
περιορισμό στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας και μεταφορά αρμοδιοτήτων στα όργανα της Ενωσης που
ασκεί δοτές αρμοδιότητες με βάση τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Εφαρμόζονται
συνεπώς για την κύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος συνδυαστικά οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 28
και η Συνθήκη πρέπει να κυρωθεί με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων, ενδεχομένως δε να
ακολουθήσει και δημοψήφισμα, αν αυτό αποφασιστεί από τη Βουλή.

H υπεροχή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος προβλέπεται συνεπώς ρητά. Αυτό δεν συνιστά παράκαμψη ή
υποβάθμιση του Ελληνικού Συντάγματος, αλλά εφαρμογή σχετικών διατάξεων του. Το Ελληνικό Σύνταγμα
ούτε καταργείται, ούτε αναθεωρείται έμμεσα και σιωπηρά, αλλά εφαρμόζεται. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι
η αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων μεταφέρεται για
τα ζητήματα που εμπίπτουν στο ενωσιακό δίκαιο στα όργανα της Ενωσης και τελικά στο ΔΕΚ. Διατηρείται
βέβαια πάντοτε ο οριακός έλεγχος των ρητρών του άρθρου 28 παρ. 3 (βάσεις δημοκρατικού πολιτεύματος,
ανθρώπινα δικαιώματα κ.ο.κ.). Αν βέβαια υπάρχει τέτοιο θέμα, τίθενται σε αμφισβήτηση οι ίδιες οι αξίες
της Ενωσης και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών. Αυτό συνεπώς δεν αφορά επί
μέρους διατάξεις ενός εθνικού συντάγματος αλλά το ίδιο το πλαίσιο του ευρωπαϊκού συνταγματικού
πολιτισμού.

* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στο Βήμα της Κυριακής, 27 Μαρτίου 2005


2. Θεμελιώδη Δικαιώματα

Τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι βασικά δικαιώματα και ελευθερίες που παρέχονται σε όλους εντός της ΕΕ.
Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα ανεξαρτήτως καταγωγής, πεποιθήσεων ή τρόπου ζωής.

Τα δικαιώματα αυτά θεμελιώνουν σημαντικές αρχές όπως η αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, ο σεβασμός και η
ισότητα. Θέτουν πρότυπα για τον τρόπο ζωής και εργασίας στην Ευρώπη σήμερα.

Τα θεμελιώδη δικαιώματα βρίσκονται στην καρδιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Και η ΕΕ τα κατοχύρωσε
στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ο FRA συστάθηκε με σκοπό την προστασία και την προαγωγή
τους.

Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις. Ο FRA
συγκεντρώνει και αναλύει δεδομένα ώστε να κατανοεί και να αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα.

Στο πλαίσιο των εργασιών μας, έχουμε συνάψει εταιρικές σχέσεις με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, με κράτη
μέλη και με την κοινωνία των πολιτών. Συνεργαζόμενοι συμβάλλουμε ώστε όλοι όσοι ζουν στην ΕΕ να
απολαμβάνουν πραγματικά τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Τι είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ;

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο κατάλογος ανθρωπίνων
δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιλαμβάνει 50 άρθρα τα οποία συγκεντρώνουν τα δικαιώματα και
τις ελευθερίες που χαίρουν όλοι εντός της ΕΕ.

Οι γενικές διατάξεις του Χάρτη παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του. Τα
κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να σέβονται και να τηρούν τον Χάρτη όταν ενεργούν στο πλαίσιο του
δικαίου της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Συνέλευση συνέταξε τον Χάρτη το 1999. Και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον επικύρωσε έναν
χρόνο αργότερα. Ο Χάρτης απέκτησε πλήρη νομική ισχύ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου
2009.

Πότε υποχρεούνται οι αρχές να εφαρμόζουν τον Χάρτη;

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είναι δεσμευτικός για τα κράτη μέλη «μόνον όταν εφαρμόζουν το
δίκαιο της Ένωσης». Ωστόσο, το δίκαιο της ΕΕ εφαρμόζεται συχνά σε εθνικό επίπεδο. Επηρεάζει σημαντικά
τόσο τη νομοθεσία όσο και τη χάραξη πολιτικής των κρατών μελών.

Το γεγονός αυτό καθιστά δικαστές, πολιτικούς, διοικητικούς υπαλλήλους και ασκούντες νομικά
επαγγέλματα βασικούς παράγοντες του Χάρτη. Ο Χάρτης έχει εφαρμογή όποτε οι ανωτέρω εργάζονται στο
πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ.

Η εφαρμογή του Χάρτη είναι κεντρικής σημασίας για την ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ. Το εγχειρίδιο
του FRA με τίτλο Applying the Charter of Fundamental Rights (Εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων) παρέχει κατευθύνσεις.

2.1 Έννοια και κατηγορίες δικαιωμάτων

Στα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνονται, επίσης, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα,
όπως το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τροφή, το δικαίωμα στην
κατοικία, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό.
2.2 Φορείς, αποδέκτες, πεδίο προστασίας

Φορείς ισότητας

Βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται από τα κράτη μέλη να ιδρύσουν φορέα ή φορείς για την
προαγωγή της ίσης μεταχείρισης σε ό,τι αφορά τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή και το φύλο. Ο FRA
συνεργάζεται με φορείς ισότητας μέσω της συντονιστικής τους δομής Equinet (ευρωπαϊκό δίκτυο φορέων
ισότητας) και μέσω άμεσης διμερούς συνεργασίας. Διεξάγονται τακτικές συνεδριάσεις μεταξύ του FRA και
του Equinet καθώς και με τα μέλη του Equinet για διάφορα θέματα. Ο FRA καλείται τακτικά να συμβάλει σε
εκπαιδευτικές συνεδρίες και σεμινάρια του Equinet

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους φορείς ισότητας, βλ.:

Έκθεση του FRA Data Protection in the European Union: the role of National Data Protection Authorities
(Strengthening the fundamental rights architecture in the EU II) (Μάιος 2010)

Equinet

Εθνικοί φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Οι εθνικοί φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΕΦΑΔ) είναι ανεξάρτητοι φορείς συσταθέντες βάσει νόμου
σύμφωνα με τις «αρχές του Παρισιού» που υιοθετήθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Εντολή των
εν λόγω φορέων είναι η προστασία και η προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο
σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες και πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο FRA συνεργάζεται με τους
ΕΦΑΔ μέσω του ευρωπαϊκού δικτύου ΕΦΑΔ και μέσω άμεσης διμερούς συνεργασίας. Μεταξύ του FRA και
των ΕΦΑΔ διεξάγονται επίσης και ετήσιες θεματικές συνεδριάσεις.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους ΕΦΑΔ, βλ. τα ακόλουθα:

Έκθεση του FRA Handbook on the establishment and accreditation of National Human Rights Institutions in
the European Union (Οκτώβριος 2012)

Έκθεση του FRA National Human Rights Institutions in the EU Member States (Strengthening the
fundamental rights architecture in the EU I) (Μάιος 2010)

International Coordinating Committee (ICC) of National Institutions for the Protection and Promotion of
Human Rights

Συνήγοροι του πολίτη

Οι Συνήγοροι του πολίτη είναι ανεξάρτητοι και εύκολα προσβάσιμοι μηχανισμοί της εθνικής δημόσιας
διοίκησης. Σε αρκετά κράτη μέλη, οι Συνήγοροι του πολίτη έχουν εξουσιοδοτηθεί να παρακολουθούν την
εφαρμογή ορισμένων προτύπων στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως σε ό,τι αφορά το
δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση που θεσπίζεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την εντολή των Συνηγόρων του Πολίτη στην ΕΕ και τις
εκχωρούμενες σε αυτούς εξουσίες. Ο FRA συνεργάζεται με Συνηγόρους του ολίτη σε διάφορα επίπεδα και
διερευνά συνεχώς τρόπους ενίσχυσης της συνεργασίας.

2.3 Περιορισμοί των δικαιωμάτων


Περιορισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων

2.4 Η αρχή της αναλογικότητας

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί συνταγματικό θεσμό, ο οποίος ανήκει στους αποκαλούμενους
«περιορισμούς των περιορισμών» των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Ειδικότερες εκφάνσεις
αυτής αποτελούν η αρχή της καταλληλότητας, η αρχή της αναγκαιότητας και η η stricto sensu
αναλογικότητα.

https://www.syntagmawatch.gr/infographics/2020/04/09/i-arxi-tis-analogikotitas/

2.5 Η αρχή της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες
την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Μια ξεχασμένη διάταξη που ήρθε στο
φως της δημοσιότητας με την υγειονομική κρίση που βιώνει η χώρα με τον ιό του covid-19. Οι περισσότεροι
τείνουν να σχολιάζουν ότι το άρθρο αυτό είναι αδίκως παραμελημένο στη συνταγματική θεωρία και
ταυτόχρονα νοιώθουν ότι η νομική του σημασία είναι πολύ μεγάλη και επίκαιρη. Μια πρώτη προσέγγιση
επικαλείται τη διάταξη ως συνταγματική πλαισίωση για μια σειρά από επιλογές και δράσεις, που έχουν ως
άξονα την αυτοπροσφορά, τον εθελοντισμό. Όταν φερεπείν οι κυβερνώντες μας προτείνουν να
συμβάλλουμε χρηματικά σε ειδικούς λογαριασμούς αλληλεγγύης που έχουν ανοίξει. Όταν η λεγόμενη
κοινωνία των πολιτών αναπτύσσει ή αγκαλιάζει διάφορες δράσεις, από συγκέντρωση ειδών ανάγκης έως τη
συγκρότηση δικτύων παροχής κι ανταλλαγής υπηρεσιών. Η συνταγματική απορία όμως είναι εμφανής: το
άρθρο μιλάει ρητά για «χρέος»και δη «εκ μέρους όλων» επομένως όχι εθελοντικά. Μια δεύτερη προσέγγιση
τείνει, αντίθετα, να αντιλαμβάνεται το συζητούμενο καθήκον ως μια στιβαρή, έννομη επιταγή. Το διαβάζει
ωστόσο στον αντίποδα ή ως αντίστιξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έχει ειπωθεί ότι η αλληλεγγύη,
τρόπον τινά, διαγράφει τα όρια άσκησης ή τον «σκοπό» των συνταγματικών δικαιωμάτων. Όμως τα
συνταγματικά δικαιώματα δεν έχουν άλλο σκοπό πέραν από τον ίδιο τον αυτοκαθορισμό του φορέα τους.
Μια τρίτη προσέγγιση (σχετικώς ορθότερη) βλέπει στη διάταξη αυτή το κανονιστικό θεμέλιο για την
εκπλήρωση των συνταγματικών οφειλών: όσων ρητώς ορίζονται σε οικεία άρθρα του Συντάγματος (βλ. λ.χ.
τη συμβολή στα κοινά βάρη, άρθρο 4 παρ. 5 Σ). Η αρχή της αλληλεγγύης ορίζει εν ολίγοις τα εν λόγω
καθήκοντα ως όρους της κοινωνικής συνοχής και αναπαραγωγής ενώ ταυτόχρονα καθοδηγεί ερμηνευτικά
την επιβολή και εκπλήρωσή τους. Η προσέγγιση αυτή είναι σωστή αρκεί να αναδειχθεί στην πλήρη της
διάσταση. Αν διαβάσουμε τη διάταξη αυτή στο ευρύτερο κανονιστικό της πλαίσιο, θα δούμε ότι δεν αφορά
μονομερώς και περιοριστικά την τέλεση συνταγματικών καθηκόντων από πλευράς του πολίτη. Μόλις δυο
διατάξεις παραπάνω, στο ίδιο άρθρο, προηγούνται οι αναφορές στο «κοινωνικό κράτος» και στην
«κοινωνική πρόοδο»ως θεμελιώδεις αποστολές και αρχές της πολιτείας. Έτσι, πηγάζει μια οφειλή συμβολής
στην αλληλεγγύη από πλευράς του πολίτη, όπως το χρέος εκπλήρωσης της αλληλεγγύης από πλευράς της
πολιτείας. Σχηματοποιώντας κάπως, η αλληλεγγύη ως αρχή έχει δύο πτυχές: η πρώτη αφορά τη θετική της
διάσταση, που ισοδυναμεί με κατάφαση στην απαίτηση του κάθεανθρώπου να ζητάει από την οργανωμένη
πολιτεία κατοχύρωση της βιοτικής του υπόστασης και η δεύτερη την αποφατική διάσταση, με την έννοια ότι
καθένας αναγκάζεται να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης του, «στο μέτρο των δυνατοτήτων του», για την
εδραίωση τηςβιοτικής υπόστασης όλων (=καθήκοντα αλληλεγγύης). Κατά συνέπεια τα θεμελιώδη
δικαιώματα πρέπει να ασκούνται και αντίστοιχα να περιορίζονται κατά τρόπο που συνάδει με την
εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ένα τέτοιο χρέος αξιώνει με την επιβολή
και πάνω από όλα με την τήρηση των μέτρων αυτών από τους φορείς των δικαιωμάτων η Πολιτεία και όλοι
εμείς ως φορείς αυτών των δικαιωμάτων και αποδέκτες των περιορισμών τους πρέπει να ανταποκριθούμε.
Η ζωή και η υγεία είναι τα ύψιστα αγαθά και αποτελούν την βιοτική βάση και προϋπόθεση για την άσκηση
των υπολοίπων.Η έννοια της αλληλεγγύης μνημονεύτηκε για πρώτη φορά στο προοίμιο της Συνθήκης για
την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), όπως υπογράφηκε στο Παρίσι το 1951
και σταδιακά απέκτησε νομικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που
υπογράφτηκε στο Μάαστριχτ το 1992. Στη Συνθήκη αυτή, πέραν του προοιμίου, η αλληλεγγύη απαντάται
ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικά δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της
νεοσυσταθείσας Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Πλέον, ρητά μετά την υπογραφή της
Συνθήκης της Λισαβόνας συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενού ευρωπαϊκού δικαίου και αποτελεί
βασικό συνεκτικό δεσμό τόσο μεταξύ των κρατών – μελών όσο και των πολιτών των κρατών – μελών μεταξύ
τους, αποκτώντας έτσι δομική σημασία για το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αλληλεγγύη
μπορεί να αντιμετωπισθεί αφενός ως ηθική αξία ή επιταγή συνδρομής σε κάποιον που βρίσκεται σε
κατάσταση ανάγκης και αφετέρου ως συμβατική υποχρέωση αμοιβαίας συνδρομής, που συνδέει τα μέλη
μιας κοινότητας. Έτσι, η αρχή της αλληλεγγύης έρχεται να αντισταθμίσει τον κίνδυνο κατάχρησης της
ελευθερίας εις βάρος των άλλων. Για να μπορέσει η κοινοτική τάξη να έχει διάρκεια, οφείλει να
αναγνωρίσει ως θεμελιώδη αρχή την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της και να κατανέμει ισότιμα και δίκαια
σε αυτά τόσο τα πλεονεκτήματα δηλαδή την ευημερία, όσο και τα βάρη. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση
δεν είναι απλά μια κοινότητα συμφερόντων, αλλά προπαντός μια κοινότητα αλληλεγγύης. Συνοψίζοντας, η
συνταγματική αρχή της αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Σ) εγκλείει το εξής κανονιστικό περιεχόμενο: στην
καταφατική του διατύπωση, κάθε πολίτης αξιώνει από το οργανωμένο σύνολο επίδειξη κοινωνικής
μέριμνας, κατά το μέτρο κατοχύρωσης της βιοτικής του αυτοτέλειας, εξίσου όπως, στην αποφατική του
διατύπωση, οφείλει να συμβάλλει αναλογικά στη βιοτική αυτοτέλεια όλων, στο μέτρο της οικονομικής του
δύναμης.

Εργασία

2.6 Η αξία του ανθρώπου

Αρθρο 2: (Πρωταρχικές υποχρεώσεις της πολιτείας)

1. O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
Πολιτείας.

2. H Eλλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την
εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών
και των κρατών.

Αρθρο 5: (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία)

1. Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην
κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και
δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.

2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Eλληνική Eπικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της
τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών
πεποιθήσεων. Eξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο.

Aπαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.

3. H προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Kανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε
φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
**4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη
κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου
περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού
δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως
νόμος ορίζει.

**5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα
σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.

3. Όργανα του Κράτους –Οργάνωση της Διοίκησης

https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://eclass.uoa.gr/modules/document/
file.php/LAW250/%25CE%2594%25CE%25B9%25CE%25BF%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF
%2584%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25AE%2520%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25B3%25CE%25AC
%25CE%25BD%25CF%2589%25CF%2583%25CE%25B7%2520%25CF%2584%25CE%25BF%25CF
%2585%2520%25CE%259A%25CF%2581%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CF
%2582%2520%25CE%259C%25CE%2591%25CE%2598%25CE%2597%25CE%259C%25CE
%2591%25202.pptx&ved=2ahUKEwiurIC-
w4X8AhV4XvEDHXqTCEoQFnoECAsQAQ&usg=AOvVaw24kPuBg4EmjH32TvQq6Da2

3.1 Βουλή

ΤMHMA Γ’

Bουλή

KΕΦAΛAIO ΠPΩΤO

Aνάδειξη και συγκρότηση της Bουλής

Άρθρο 51

1. O αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε
μεγαλύτερος από τριακόσιους.

2. Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.

3. Oι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν
εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο
αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια
αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.

**4. Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια. Νόμος που ψηφίζεται
με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την
άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς
τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του
εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η
ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.

**5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.

Άρθρο 52
H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την
εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε
περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.

Άρθρο 53

1. Oι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών.
Mόλις λήξει η βουλευτική περίοδος, με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από το Yπουργικό
Συμβούλιο, διατάσσεται η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και η
σύγκληση της νέας Bουλής σε τακτική σύνοδο μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες από αυτές.

2. Bουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με
αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από
το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών.

3. Σε περίπτωση πολέμου η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε όλη τη διάρκειά του. Aν η Bουλή έχει
διαλυθεί, η διενέργεια των εκλογών αναστέλλεται εωσότου τελειώσει ο πόλεμος, ανακαλείται δε
αυτοδικαίως η Bουλή που έχει διαλυθεί έως το τέλος του.

Άρθρο 54

**1. Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες
εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που
ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

**2. Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, με βάση το
νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας που προκύπτει, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, από τους
εγγεγραμμένους στα οικεία δημοτολόγια, όπως νόμος ορίζει. Τα αποτελέσματα της απογραφής θεωρείται
ότι έχουν δημοσιευθεί με βάση τα στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας μετά την πάροδο ενός έτους από την
τελευταία ημέρα διεξαγωγής της.

3. Mέρος της Bουλής, όχι μεγαλύτερο από το ένα εικοστό του όλου αριθμού των βουλευτών, μπορεί να
εκλέγεται ενιαίως σε ολόκληρη την Επικράτεια, σε συνάρτηση με τη συνολική εκλογική δύναμη του κάθε
κόμματος στην Επικράτεια, όπως νόμος ορίζει.

****4. Με το νόμο της παραγράφου 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις στην άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους από τους εκλογείς που κατοικούν έξω από την Επικράτεια,
όπως πραγματικός δεσμός με τη Χώρα, αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα, χρόνος απουσίας από
τη Χώρα ή παρουσία στη Χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν. Με το νόμο του προηγούμενου εδαφίου
μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες θέσεις του ψηφοδελτίου επικρατείας κάθε κόμματος της παραγράφου 3
του παρόντος άρθρου καταλαμβάνονται υποχρεωτικά από απόδημους Έλληνες. Νόμος μπορεί να
προβλέπει, ότι η ψήφος των εκλογέων που ψηφίζουν σε εκλογικά τμήματα έξω από την Επικράτεια, δεν
προσμετράται σε συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια αλλά μόνο σε επίπεδο Επικρατείας. Με το νόμο της
παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να ορίζονται μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες
απόδημου Ελληνισμού, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

KΕΦAΛAIO ΔΕYΤΕPO

Kωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών

Άρθρο 55
1. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να
εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής.

2. Bουλευτής που στερήθηκε κάποιο από τα παραπάνω προσόντα εκπίπτει αυτοδικαίως από το βουλευτικό
αξίωμα.

Άρθρο 56

**1. Έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του Δημοσίου, υπηρετούντες στις
ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή
εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού
δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το
Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος ή επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν
μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν από την
ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. Η παραίτηση συντελείται με μόνη τη γραπτή υποβολή της. Αποκλείεται η
επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών που παραιτούνται. Τα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα
όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν
υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και
αν παραιτηθούν.

2. Aπό τους περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι καθηγητές των ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Nόμος ορίζει τον τρόπο της αναπλήρωσής τους· κατά τη διάρκεια της
βουλευτικής περιόδου αναστέλλεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων των σχετικών με την ιδιότητα του
καθηγητή που εκλέχθηκε.

**3. Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν βουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια
υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους μέσα στους
τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου:

α) Οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, διευθύνοντες και εντεταλμένοι


σύμβουλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πλην των σωματειακών, των κρατικών νομικών
προσώπων ιδιωτικού δικαίου και των δημόσιων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη διοίκηση των
οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.

β) Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά το άρθρο 101Α, καθώς και
των αρχών που χαρακτηρίζονται με νόμο ως ανεξάρτητες ή ρυθμιστικές.

γ) Οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.

δ) Οι έμμισθοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεών
τους, καθώς και των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων της περίπτωσης α’ που κατείχαν θέση
προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει.
Υπάλληλοι που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και είχαν ευρύτερη τοπική αρμοδιότητα υπάγονται
στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής ως προς εκλογικές περιφέρειες άλλες από αυτήν της έδρας
τους, μόνο εφόσον κατείχαν θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου γενικής διεύθυνσης ή άλλη
αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει.

ε) Οι γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων ή αυτοτελών γενικών γραμματειών ή περιφερειών και όσοι ο
νόμος εξομοιώνει με αυτούς.
Δεν υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής οι υποψήφιοι βουλευτές Επικρατείας.

4. Πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά, που έχουν κατά το νόμο αναλάβει υποχρέωση να
παραμείνουν στην υπηρεσία για ορισμένο χρόνο, δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να
εκλεγούν βουλευτές όσο χρόνο διαρκεί η υποχρέωσή τους.

Άρθρο 57

**

***1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή
με-τόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των
αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:

α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή
συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.

β) Απολαμβάνει ειδικών προνομίων.

γ) Κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας


κυκλοφορίας.

δ) Ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας.

ε) Μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου.

Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου,
οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις
τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Μέτοχος
επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής είναι όποιος κατέχει ποσοστό του
μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό.Με ειδικό νόμο μπορεί να καθορίζονται
επαγγελματικές δραστηριότητες, πέραν αυτών που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η άσκηση των
οποίων δεν επιτρέπεται στους βουλευτές.

*** Με τρεις αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα της
27ης Μαΐου 2008 της Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

Μέχρι άρθρο 80

3.2 Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Αρθρο 30: (Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ρυθμιστής του πολιτεύματος)

1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος. Εκλέγεται από τη Bουλή για περίοδο
πέντε ετών, όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33.

2. Tο αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.

3. H προεδρική περίοδος αρχίζει από την ορκωμοσία του Προέδρου.


4. Σε περίπτωση πολέμου, η προεδρική θητεία παρατείνεται έως τη λήξη του.

5. Eπανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία φορά μόνο.

_______________________

* Με έναν αστερίσκο δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Α΄ Ψήφισμα της 6ης
Μαρτίου 1986 της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

**** Με τέσσερις αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα
της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

*'Αρθρο 31: (Προσόντα εκλογιμότητας)

Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι Έλληνας πολίτης πριν από πέντε τουλάχιστον
έτη, έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή, έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του
και έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.

_______________________

** Με δύο αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα της 6ης
Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων

Αρθρο 32: (Εκλογή)

*1. H εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική
συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του
εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στον Kανονισμό της Bουλής.

Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, κατά
τους ορισμούς του άρθρου 34 παράγραφος 2, καθώς επίσης και σε περίπτωση που ο Πρόεδρος παραιτηθεί,
πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του Συντάγματος, η συνεδρίαση της Bουλής για την εκλογή
νέου Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαλείται μέσα σε δέκα ημέρες το αργότερο αφότου έληξε πρόωρα η
θητεία του προηγούμενου Προέδρου.

2. H εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται σε κάθε περίπτωση για πλήρη θητεία.

3. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του
συνολικού αριθμού των βουλευτών.

Aν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες.

Aν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται
ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που
συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
* ****4. Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που
συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η
πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται
Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη
ψηφοφορία της προηγούμενης παραγράφου.

5. Aν η Bουλή είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τους
ορισμούς της παραγράφου 4.

Aν η Bουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναβάλλεται
ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Bουλή και μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο, από τη συγκρότησή
της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, αφού τηρηθούν και οι ορισμοί της παραγράφου
1 του άρθρου 34.

6. Aν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου, που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν
περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη
λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος

_______________________

Eρμηνευτική δήλωση:Πρόεδρος της Δημοκρατίας που παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του δεν
μπορεί να λάβει μέρος στην εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του.

_______________________

* Με έναν αστερίσκο δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Α' Ψήφισμα της 6ης
Μαρτίου 1986 της ΣΤ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

**** Με τέσσερις αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα
της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.

Αρθρο 33: (Έναρξη θητείας, όρκος, χορηγία)

1. O εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει την άσκηση των καθηκόντων του από την
επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου Προέδρου? σε όλες τις άλλες περιπτώσεις από
την επομένη της εκλογής του.

2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον της Bουλής
τον ακόλουθο όρκο:

«Oρκίζομαι στο όνομα της Aγίας και Oμοούσιας και Aδιαίρετης Tριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους
νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα
της Xώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Eλλήνων και να υπηρετώ το γενικό
συμφέρον και την πρόοδο του Eλληνικού Λαού».
3. Nόμος ορίζει τη χορηγία που καταβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη λειτουργία των
υπηρεσιών που οργανώνονται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

'Αρθρο 34: (Αναπλήρωση)

1. Tον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν
πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά
του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της Bουλής? αν δεν υπάρχει Bουλή, ο Πρόεδρος της
τελευταίας Bουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, η Kυβέρνηση συλλογικά.

Kατά την περίοδο της αναπλήρωσης του Προέδρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διάλυση της
Bουλής, με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 32 παράγραφος 4, καθώς και οι διατάξεις για την παύση
της Kυβέρνησης και την προσφυγή σε δημοψήφισμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 παράγραφος 2 και
του άρθρου 44 παράγραφος 2.

2. Aν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από
τριάντα ημέρες, συγκαλείται υποχρεωτικά η Bουλή, ακόμη και αν αυτή έχει διαλυθεί, για να αποφασίσει με
την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των μελών της, αν συντρέχει περίπτωση εκλογής νέου
Προέδρου. Σε καμία πάντως περίπτωση η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να
καθυστερήσει περισσότερο από έξι συνολικά μήνες, αφότου άρχισε η αναπλήρωσή του που προκλήθηκε
από αδυναμία του.

'Αρθρο 35: (Ισχύς των πράξεων, προσυπογραφή)

*1. Kαμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του
αρμόδιου Yπουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος, και χωρίς τη δημοσίευσή της
στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως.

Στην περίπτωση που η Kυβέρνηση απαλλαγεί από τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος
1, αν ο Πρωθυπουργός δεν προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται μόνο από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας.

*2. Kατ' εξαίρεση δεν απαιτείται προσυπογραφή για τις ακόλουθες πράξεις:

α) το διορισμό Πρωθυπουργού,

β) την ανάθεση διερευνητικής εντολής σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3 και 4,

γ) τη διάλυση της Bουλής κατά το άρθρο 32 παράγραφος 4 και κατά το άρθρο 41 παράγραφος 1, αν δεν την
προσυπογράψει ο Πρωθυπουργός, και κατά το άρθρο 53 παράγραφος 1, αν δεν την προσυπογράψει το
Yπουργικό Συμβούλιο,

δ) την αναπομπή κατά το άρθρο 42 παράγραφος 1 νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφιστεί από
τη Bουλή,

ε) το διορισμό του προσωπικού των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

*3. Tο διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα για νομοσχέδιο, σύμφωνα με το άρθρο 44


παράγραφος 2, προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Bουλής.

Αρθρο 36: (Διεθνής παραστάτης, διεθνείς συνθήκες)

1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τήρηση οπωσδήποτε των ορισμών του άρθρου 35 παράγραφος 1,
εκπροσωπεί διεθνώς το Kράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής
συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και τις ανακοινώνει στη Bουλή, με τις
αναγκαίες διασαφήσεις, όταν το συμφέρον και η ασφάλεια του Kράτους το επιτρέπουν.

2. Oι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή
ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του
Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν
ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει.

3. Mυστικά άρθρα συνθήκης δεν μπορούν ποτέ να ανατρέψουν τα φανερά.

4. H κύρωση διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά
το άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 4.

3.3 Πρωθυπουργός – Πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα

Αρθρο 82: (Κυβέρνηση, Πρωθυπουργός, Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής
Πολιτικής)

1. H Kυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Xώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του
Συντάγματος και των νόμων.

2. O Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Kυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της, καθώς και
των δημόσιων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο των
νόμων.

**3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Oικονομικής και
Κοινωνικής Επιτροπής, αποστολή της οποίας είναι η διεξαγωγή του κοινωνικού διαλόγου για τη γενική
πολιτική της Χώρας και ιδίως για τις κατευθύνσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, καθώς και η
διατύπωση γνώμης επί των νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων που παραπέμπονται σε αυτήν.

**4. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου
Εξωτερικής Πολιτικής με τη συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής και προσώπων με ειδικές
γνώσεις ή εμπειρία.

3.4 Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα

https://gslegal.gov.gr/?page_id=43

Υπουργικό Συμβούλιο

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελείται από τον Πρωθυπουργό, τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, τους
Yπουργούς και τους Αναπληρωτές Υπουργούς. Οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη του Υπουργικού
Συμβουλίου, ωστόσο ο Πρωθυπουργός μπορεί να τους/τις προσκαλέσει να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις
του, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρωθυπουργό σε τακτικές συνεδριάσεις την πρώτη και τρίτη
Τετάρτη κάθε μήνα, εκτός αν ορίσει άλλως ο Πρωθυπουργός. Συνεδριάζει επίσης εκτάκτως, όταν παρίσταται
ανάγκη, ύστερα από σχετική πρόσκληση του Πρωθυπουργού. Η σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου σε
συνεδρίαση γίνεται με γραπτή πρόσκληση και κοινοποίηση της ημερήσιας διάταξης των προς συζήτηση
θεμάτων.

Οι συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου πραγματοποιούνται σε ειδικά διασκευασμένη αίθουσα του


κτηρίου της Βουλής ή και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο ορίσει ο Πρωθυπουργός. Τα επίσημα πρακτικά του
Υπουργικού Συμβουλίου παραμένουν απόρρητα για 30 χρόνια.

Το Υπουργικό Συμβούλιο:

Καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και
των νόμων.

Αποφασίζει για πολιτικά θέματα γενικότερης σημασίας.

Αποφασίζει για κάθε θέμα αρμοδιότητας συλλογικών κυβερνητικών οργάνων ή για κάθε θέμα
αρμοδιότητας ενός ή περισσότερων Υπουργών που παραπέμπει σε αυτό ο Πρωθυπουργός. Οι σχετικές
αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου υποκαθιστούν τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων.

Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού και
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί:

Να καταργεί τα ήδη προβλεπόμενα ή με οποιοδήποτε τρόπο συνιστώμενα συλλογικά κυβερνητικά όργανα ή


να μεταβάλλει τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές τους.

Να συνιστά νέα συλλογικά όργανα από μέλη του ή και με τη συμμετοχή Υφυπουργών, βουλευτών,
δημόσιων λειτουργών και λειτουργών του δημόσιου τομέα ορίζοντας τις αρμοδιότητές τους και τον τρόπο
οργάνωσης και λειτουργίας τους.

Να συνιστά επιτροπές και ομάδες εργασίας από Υπουργούς, Υφυπουργούς, βουλευτές, δημόσιους
λειτουργούς και λειτουργούς του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες για την επεξεργασία
θεμάτων της κυβερνητικής πολιτικής, ορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους καθώς και την
αμοιβή που ενδεχομένως θα καταβληθεί για το έργο τους στους ιδιώτες και στους δημόσιους λειτουργούς
και λειτουργούς του δημόσιου τομέα, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη.

Να καταργεί τις γραμματείες των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων, να συνιστά νέες για την εξυπηρέτηση
οποιουδήποτε συλλογικού οργάνου, συνιστώντας τις αναγκαίες θέσεις και ορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης
και λειτουργίας τους, καθώς και να συγχωνεύει τις υφιστάμενες μεταξύ τους ή με τη Γενική Γραμματεία της
Κυβέρνησης.

Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας

Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) προεδρεύει ο Πρωθυπουργός και μετέχουν οι
Υπουργοί α) Εξωτερικών, β) Εθνικής Άμυνας, γ) Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καθώς και ο Αρχηγός
του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας.

Το ΚΥΣΕΑ:

Διαμορφώνει την πολιτική εθνικής άμυνας και εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Αποφασίζει για θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, καθώς και για θέματα δημόσιας τάξης που
σχετίζονται με την εξωτερική και αμυντική πολιτική.

Αποφασίζει για θέματα που αφορούν τη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων, εγκρίνει τα μακροπρόθεσμα και
μεσοπρόθεσμα προγράμματα ανάπτυξης των αμυντικών ικανοτήτων της χώρας, καθώς και τα μείζονα
προγράμματα εκσυγχρονισμού, έρευνας, προμήθειας και παραγωγής αμυντικών μέσων και υλικού.

Προβαίνει σε έκτακτες εκτιμήσεις κρίσεων και αποφασίζει για την οργάνωση του συστήματος χειρισμού
κρίσεων, παρέχοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες προς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τα συναρμόδια
υπουργεία και τους λοιπούς εμπλεκόμενους φορείς.

Αποφασίζει την κήρυξη και άρση μέτρων και σταδίων συναγερμού για τη μερική ή γενική κινητοποίηση της
χώρας και την εφαρμογή και άρση των κανόνων εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεων και αναθέτει
αρμοδιότητες, σχετικά με τα παραπάνω, για την άμεση αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων ή επεισοδίων.

Εξουσιοδοτεί τον Πρωθυπουργό να εισηγηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του
Υπουργού Εθνικής Άμυνας, την κήρυξη και άρση γενικής ή μερικής επιστράτευσης και την κήρυξη πολέμου.

Αποφασίζει τη διάθεση εθνικών δυνάμεων στο πλαίσιο διεθνών υποχρεώσεων.

Καθορίζει την πολιτική συμμετοχής των εμπλεκόμενων φορέων στη δοκιμή εφαρμογής των σχεδίων της
Πολιτικής Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης.

Ύστερα από πρόταση του ανά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, επιλέγει, τοποθετεί, μεταθέτει, προάγει και
αποστρατεύει τα ανώτατα στελέχη της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας,
συμπεριλαμβανομένων των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων Εθνικής Άμυνας, Στρατού, Ναυτικού και
Αεροπορίας, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος –
Ελληνικής Ακτοφυλακής.

Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής

Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) προεδρεύει ο Αντιπρόεδρος

της Κυβέρνησης και μετέχουν οι Υπουργοί α) Οικονομίας και Ανάπτυξης, β) Οικονομικών, γ) Περιβάλλοντος
και Ενέργειας, δ) Υποδομών και Μεταφορών, ε) Ναυτιλίας και Νησιωτικής

Πολιτικής, στ) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ζ) Τουρισμού, η) Επικρατείας, αρμόδιος για την Επιτροπή
Συντονισμού Μεγάλων Έργων Υποδομής και για την

Επιτροπή Συντονισμού Κυβερνητικής Πολιτικής για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, θ) Επικρατείας,
αρμόδιος για τη διασφάλιση της ενότητας της Κυβέρνησης και της συνοχής του κυβερνητικού έργου, καθώς
και οι Αναπληρωτές Υπουργοί ι) Οικονομίας και Ανάπτυξης και ια) Οικονομικών, ως μέλη. Στις συνεδριάσεις
παρίσταται, επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης.

Σε συνεδριάσεις του ΚΥΣΟΙΠ προσκαλούνται κατά περίπτωση και αναλόγως των θεμάτων ημερήσιας
διάταξης, προς ενημέρωση του οργάνου και διατύπωση απόψεων ή υποβολή εισηγήσεων, και άλλα μέλη
της Κυβέρνησης, καθώς και γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων και γενικών ή ειδικών γραμματειών,
πρόεδροι οργανισμών και εποπτευόμενων φορέων, εμπειρογνώμονες, υπηρεσιακοί παράγοντες και άλλα
πρόσωπα, κατά την κρίση του Προέδρου.

Το ΚΥΣΟΙΠ συνεδριάζει τακτικά μια φορά το μήνα και εκτάκτως, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του. Οι
αποφάσεις του Συμβουλίου είναι συλλογικές κυβερνητικές αποφάσεις, οι οποίες υλοποιούνται από τον καθ’
ύλην αρμόδιο Υπουργό.

Το ΚΥΣΟΙΠ είναι αρμόδιο για:

την επεξεργασία και προώθηση του προγράμματος της Κυβέρνησης για την οικονομική πολιτική, την
ανάπτυξη και τις σχετικές μεταρρυθμίσεις, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, καθώς και τη
συστηματική παρακολούθηση και τον έλεγχο υλοποίησής τους,

την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των προωθούμενων πολιτικών στη βάση προκαθορισμένων στόχων,
δεικτών και χρονοδιαγραμμάτων,

την ενίσχυση της συνοχής και συμπληρωματικότητας των πολιτικών που εφαρμόζουν οι υπουργοί-μέλη του
ΚΥΣΟΙΠ,

την εξέταση των χρηματοδοτικών προβλέψεων και δεδομένων των προωθούμενων πολιτικών και
μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους,

τον σχεδιασμό διυπουργικών και διατομεακών δράσεων οικονομικής πολιτικής, συναρμοδιότητας


περισσότερων του ενός υπουργείων, καθώς και τη συνεργασία με άλλα κυβερνητικά όργανα,

τη συστηματική και συγκροτημένη ενημέρωση των πολιτών για τις κυβερνητικές προτεραιότητες και
μεταρρυθμίσεις στα πεδία της οικονομικής πολιτικής και της ανάπτυξης,
την επεξεργασία και λήψη αποφάσεων επί θεμάτων κυβερνητικής πολιτικής που τυχόν παραπέμπονται στο
ΚΥΣΟΙΠ από το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Πρωθυπουργό.

Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής

Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥΣΚΟΙΠ) προεδρεύει ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης
και μετέχουν οι Υπουργοί α) Εσωτερικών, β) Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, γ) Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δ) Υγείας, ε) Πολιτισμού και Αθλητισμού και στ) ο Υπουργός
Επικρατείας, αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, ως τακτικά μέλη. Στις συνεδριάσεις
παρίσταται, επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης.

Στις συνεδριάσεις του ΚΥΣΚΟΙΠ προσκαλούνται, κατά περίπτωση και αναλόγως των θεμάτων ημερήσιας
διάταξης, προς ενημέρωση του οργάνου και διατύπωση απόψεων ή εισηγήσεων, και άλλα μέλη της
Κυβέρνησης, καθώς και γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων και γενικών ή ειδικών γραμματειών,
πρόεδροι οργανισμών και εποπτευόμενων φορέων εμπειρογνώμονες, υπηρεσιακοί παράγοντες και άλλα
πρόσωπα, κατά την κρίση του Προέδρου του ΚΥΣΚΟΙΠ.

Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής συνεδριάζει τακτικά μια φορά το

μήνα και εκτάκτως, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου είναι
συλλογικές κυβερνητικές αποφάσεις, οι οποίες υλοποιούνται από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό.

Το ΚΥΣΚΟΙΠ είναι αρμόδιο για:

την επεξεργασία και προώθηση του προγράμματος κοινωνικής πολιτικής της Κυβέρνησης και των σχετικών
μεταρρυθμίσεων, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία,

τη χάραξη πολιτικών κοινωνικής ένταξης και κοινωνικής προστασίας, κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,

τη συστηματική παρακολούθηση και τον έλεγχο υλοποίησης του προγράμματος κοινωνικής πολιτικής της
Κυβέρνησης και των σχετικών μεταρρυθμίσεων,

την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των προωθούμενων πολιτικών στη βάση προκαθορισμένων στόχων,
δεικτών και χρονοδιαγραμμάτων,

την ενίσχυση της συνοχής και συμπληρωματικότητας των πολιτικών που εφαρμόζουν οι υπουργοί-μέλη του
ΚΥΣΚΟΙΠ,

την εξέταση των χρηματοδοτικών προβλέψεων και δεδομένων των προωθούμενων πολιτικών και
μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διασφάλιση και την επάρκεια πόρων για τη συνέχειά τους,

τον σχεδιασμό διυπουργικών και διατομεακών δράσεων κοινωνικής πολιτικής, με συναρμοδιότητα


περισσότερων υπουργείων, καθώς και τη συνεργασία με άλλα

κυβερνητικά όργανα,

τη συστηματική και συγκροτημένη ενημέρωση των πολιτών για τις κυβερνητικές προτεραιότητες και
μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής,
την επεξεργασία και λήψη αποφάσεων επί θεμάτων κυβερνητικής πολιτικής που τυχόν παραπέμπονται στο
ΚΥΣΚΟΙΠ από το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Πρωθυπουργό.

Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης

Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ προεδρεύει ο
Πρωθυπουργός και μετέχουν οι Υπουργοί α) Εσωτερικών, β) Οικονομίας και Ανάπτυξης, γ) Ψηφιακής
Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, δ) Οικονομικών, ε) Διοικητικής Ανασυγκρότησης, και στ) ο
Υπουργός Επικρατείας, αρμόδιος για την υποστήριξη των ενεργειών και των δράσεων του Πρωθυπουργού
που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ενότητας της Κυβέρνησης και της συνοχής του κυβερνητικού έργου,
ως μέλη. Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης μπορεί να μετέχουν, εκτός των προαναφερομένων,
και οι εκάστοτε αρμόδιοι Υπουργοί ανάλογα με το προς συζήτηση

θέμα. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του Πρωθυπουργού,
με εισηγητή τον/την Υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης, ενεργώντας στο πλαίσιο των αποφάσεων και κατευθύνσεων
του Υπουργικού Συμβουλίου και του Πρωθυπουργού, είναι αρμόδιο για τη διαμόρφωση πολιτικών σχετικά
με τη βελτίωση της οργάνωσης, της λειτουργίας και

της αποτελεσματικότητας, καθώς και για την άμεση και αποτελεσματική αξιολόγηση των υπηρεσιών και των
φορέων της δημόσιας διοίκησης, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ και τη λήψη αποφάσεων στα θέματα αυτά.

Οι εργασίες του Συμβουλίου επικουρούνται από την Ομάδα Υποστήριξης της Μεταρρύθμισης, μέλη της
οποίας είναι: οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων α) Εσωτερικών, β) Διοικητικής Ανασυγκρότησης, γ)
Οικονομίας και Ανάπτυξης, δ) Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, ε) Οικονομικών, στ)
ο/η Γενικός/-ή Γραμματέας του Πρωθυπουργού, ζ) ο/η Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης
και Αυτοδιοίκησης.

Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταναστευτικής και Προσφυγικής Πολιτικής

Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Προσφυγικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής προεδρεύει

ο Πρωθυπουργός και μετέχουν ως μέλη οι Υπουργοί α) Εσωτερικών, β) Εθνικής Άμυνας, γ) Εξωτερικών, δ)


Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ε) Μεταναστευτικής Πολιτικής, στ) Επικρατείας, αρμόδιος για τον
συντονισμό του κυβερνητικού έργου, καθώς και οι Αναπληρωτές Υπουργοί ζ) Εσωτερικών, αρμόδιος για
θέματα Προστασίας του Πολίτη, η) Εθνικής Άμυνας, θ) Οικονομίας και Ανάπτυξης, αρμόδιος για το ΕΣΠΑ.
Μετέχουν, επίσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, ο Αρχηγός
της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος και ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης,
καθώς και όσα άλλα μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί καλούνται κάθε φορά από τον Πρωθυπουργό.
Μπορεί, επίσης, να καλούνται για παροχή γνώμης στελέχη της δημόσιας διοίκησης.

Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Προσφυγικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής συνεδριάζει κάθε φορά που το
συγκαλεί ο Πρωθυπουργός.

Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Προσφυγικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής:


Συντονίζει τη διαλειτουργικότητα των συναρμόδιων πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, φορέων και
υπηρεσιών και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την εφαρμογή της προσφυγικής και μεταναστευτικής
πολιτικής της χώρας, στο πλαίσιο του εθνικού, ενωσιακού και διεθνούς δικαίου.

Λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της κυβερνητικής προσφυγικής και μεταναστευτικής
πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της νομοθετικής πρωτοβουλίας των υπουργείων, και παραλλήλως
παρακολουθεί και συντονίζει την εφαρμογή των αποφάσεών του και των αποφάσεων του Υπουργικού
Συμβουλίου και των λοιπών συλλογικών κυβερνητικών οργάνων.

Αποφασίζει για τη συγκρότηση επιχειρησιακών και επιτελικών ομάδων για την εφαρμογή και υλοποίηση της
προσφυγικής και μεταναστευτικής πολιτικής.

Συμβούλιο Εθνικής Επικοινωνιακής Πολιτικής

Το Συμβούλιο Εθνικής Επικοινωνιακής Πολιτικής (ΣΕΕΠ) αποτελείται από τον Πρωθυπουργό, ως πρόεδρο,
και τους Υπουργούς α) Εσωτερικών β) Οικονομίας και Ανάπτυξης, γ) Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών
και Ενημέρωσης, δ) Εθνικής Άμυνας, ε) Πολιτισμού και Τουρισμού, στ) Εξωτερικών, ζ) Οικονομικών, η)
Τουρισμού. Στις συνεδριάσεις του ΣΕΕΠ παρίσταται, επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ενώ
συμμετέχουν αμισθί, χωρίς δικαίωμα ψήφου και με συμβουλευτικό ρόλο, δύο καθηγητές Τμημάτων
Επικοινωνίας Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι οποίοι ορίζονται για τριετή θητεία με κοινή απόφαση
του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής,
Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Για την ενημέρωση των μελών του ΣΕΕΠ σε ειδικά επιστημονικά και
τεχνικά ζητήματα ο Πρωθυπουργός μπορεί να προσκαλεί σε συνεδρίασή του δημόσιους λειτουργούς και
υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ιδιώτες εμπειρογνώμονες, καθώς και άλλα
πρόσωπα, τα οποία μπορεί να διευκολύνουν το έργο του Συμβουλίου.

Το ΣΕΕΠ είναι αρμόδιο για τον στρατηγικό σχεδιασμό της εθνικής επικοινωνιακής πολιτικής, την αξιολόγηση
και την αναθεώρησή του, καθώς και για τη διαχείριση σε κεντρικό επίπεδο επικοινωνιακών κρίσεων.

Το ΣΕΕΠ συνεδριάζει τακτικά μία φορά το χρόνο, κάθε Δεκέμβριο, για την έγκριση, αξιολόγηση ή
αναθεώρηση του στρατηγικού σχεδίου εθνικής επικοινωνιακής πολιτικής και έκτακτα οποτεδήποτε το κρίνει
αναγκαίο ο Πρωθυπουργός. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του υποστηρίζεται από τη Γενική
Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας του Υπουργειού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και
Ενημέρωσης.

3.5 Υπουργοί – Ευθύνη των μελών της κυβέρνησης

Η πολιτική, η ποινική και η αστική ευθύνη αντιπροσωπεύουν τις τρεις μορφές ευθύνης των Υπουργών που
μπορούν να συνεπάγονται αντιστοίχως την παύση, την επιβολή ποινικών κυρώσεων και την αποκατάσταση
της ζημίας.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι υφυπουργοί είναι συλλογικώς
υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις
της αρμοδιότητάς του. Μπορούν να διακριθούν τρεις μορφές ευθύνης των υπουργών, ως μελών της
Κυβέρνησης: η πολιτική, η ποινική και η αστική ευθύνη που μπορούν να συνεπάγονται αντιστοίχως την
παύση, την επιβολή ποινικών κυρώσεων και την αποκατάσταση της ζημίας.
Η πολιτική ευθύνη

Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται καταρχάς από τη Βουλή: τα μέλη της Κυβέρνησης λογοδοτούν ενώπιον της
Βουλής ως προς τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους (κοινοβουλευτικός έλεγχος). Ως έσχατο μέσο
κοινοβουλευτικού ελέγχου, η Βουλή είναι δυνατόν, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών (άρα, με τα σημερινά δεδομένα των 300 βουλευτών, με 151 ψήφους), να εκφράσει τη δυσπιστία
της προς την Κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της, οπότε, αντιστοίχως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
υποχρεωτικά απαλλάσσει την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της ή ο Πρωθυπουργός υποχρεούται να
προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την παύση του συγκεκριμένου Υπουργού και το διορισμό άλλου
στη θέση του.

Η αποτελεσματικότητα του κοινοβουλευτικού ελέγχου της Κυβέρνησης είναι πάντως περιορισμένη. Έτσι,
ουδέποτε στην ελληνική μεταπολιτευτική συνταγματική ιστορία έχει γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας κατά
της Κυβέρνησης ή μέλους της. Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται εν τέλει από το λαό, μέσω των βουλευτικών
εκλογών.

Η ποινική ευθύνη

Ως προς την ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών ισχύουν λεπτομερειακές
συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν αποκλίσεις σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα κατά την ποινική
νομοθεσία. Οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν ως θεσμική εγγύηση, προκειμένου τα μέλη της
Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται
από προσχηματικές διώξεις εναντίον τους. Την αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά μελών της
Κυβέρνησης και Υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει, κατά
το Σύνταγμα, η Βουλή.

Σχετικά στοιχεία που τυχόν προκύπτουν στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, δικαστικής ή διοικητικής,
διαβιβάζονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στη Βουλή. Η σχετική διαδικασία ενώπιον της Βουλής προβλέπει
δύο στάδια: σε ένα πρώτο στάδιο, μετά από την υποβολή πρότασης δίωξης από τριάντα τουλάχιστον
βουλευτές, η Βουλή αποφασίζει τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια
προκαταρκτικής εξέτασης. Σε ένα δεύτερο στάδιο, στη βάση του πορίσματος της επιτροπής, η Ολομέλεια
της Βουλής αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Και για τις δύο ανωτέρω αποφάσεις της Βουλής
απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρα, σήμερα, η θετική ψήφος των
151 από τους 300 βουλευτές).

Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολιτικών διώξεων, το Σύνταγμα προβλέπει επίσης έναν χρονικό
περιορισμό (αποσβεστική προθεσμία). Η αρμοδιότητα της Βουλής ως προς την άσκηση δίωξης μπορεί να
ασκηθεί μόνο κατά τη βουλευτική περίοδο της τέλεσης του αδικήματος ή έως το τέλος της δεύτερης
συνόδου της επόμενης περιόδου. Μπορεί να ασκηθεί, συνεπώς, εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου
από μια διετία από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου κατά την οποία τελέσθηκε το αδίκημα. Στην
περίπτωση, ιδίως, που στην επόμενη βουλευτική περίοδο δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός
Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να διαλυθεί αμέσως η Βουλή, η ανωτέρω προθεσμία συντέμνεται ακόμη
περισσότερο.
Η βραχύτατη αποσβεστική προθεσμία οδηγεί συχνά σε αδυναμία καταλογισμού ποινικής ευθύνης των
μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον ευρύτατη πολιτική
και επιστημονική συναίνεση ως προς την ανάγκη αναθεώρησης της σχετικής διάταξης. Απόκλιση από τα
γενικώς ισχύοντα προβλέπεται και ως προς την αρμοδιότητα για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων που
ανατίθεται, κατά το Σύνταγμα, σε Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του
Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου.

Η αστική ευθύνη

Αντίθετα, ως προς την αστική ευθύνη ισχύουν καταρχήν οι γενικές διατάξεις. Σύμφωνα με αυτές, σε
περίπτωση παράνομων πράξεων ή παραλείψεων μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού, για την
αποκατάσταση της ζημίας ευθύνονται «σε ολόκληρο» το Δημόσιο και ο ίδιος. Με άλλα λόγια, και οι δύο
ευθύνονται σε αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας, ο ζημιωθείς έχει όμως το δικαίωμα να την απαιτήσει
μόνο μία φορά.

Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής

Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

3.6 Δικαστική λειτουργία

'Αρθρο 87: (Ανεξαρτησία των δικαστών)

1. H δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν
λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.

2. Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και
σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση
του Συντάγματος.

3. H επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και από τον
Eισαγγελέα και τους Aντεισαγγελείς του Aρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αρεοπαγίτες και
εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου.

'Αρθρο 88: (Εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, αποδοχές, μετατάξεις)

1. Oι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα
και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι.

**2. Oι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη
βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς
νόμους.

Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις
συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να
επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων,
εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται
με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος
ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών.
3. Mε νόμο μπορεί να προβλεφθεί εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδος των δικαστικών λειτουργών,
διάρκειας έως τριών ετών, πριν διοριστούν ως τακτικοί. Kατά την περίοδο αυτή μπορούν να ασκούν και
καθήκοντα τακτικού δικαστή, όπως νόμος ορίζει.

4. Oι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής
καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που
βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93.

5. Oι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους
με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο
έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς
αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας
τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το
όριο αυτό η 30ή Iουνίου του έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού.

**6. Μετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η μετάταξη μεταξύ
παρέδρων σε πρωτοδικεία και παρέδρων σε εισαγγελίες, ύστερα από αίτηση των μετατασσομένων, όπως
νόμος ορίζει. Oι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προάγονται στο βαθμό του Συμβούλου της
Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος ορίζει.

7. Στα προβλεπόμενα ειδικώς από το Σύνταγμα δικαστήρια ή συμβούλια, στα οποία μετέχουν μέλη του
Συμβουλίου της Eπικρατείας και του Aρείου Πάγου, προεδρεύει όποιος από τα μέλη τους είναι ο
αρχαιότερος στο βαθμό.

_______________________

** Eρμηνευτική δήλωση: Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88, επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου
βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των
δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως
νόμος ορίζει.

3.7 Τα Υπουργεία, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου

Υπουργεία

 Προεδρία της Κυβέρνησης


 Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
 Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων
 Υπουργείο Δικαιοσύνης
 Υπουργείο Εθνικής Άμυνας
 Υπουργείο Εξωτερικών
 Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
 Υπουργείο Εσωτερικών
 Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου
 Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
 Υπουργείο Οικονομικών
 Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
 Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας
 Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
 Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
 Υπουργείο Τουρισμού
 Υπουργείο Υγείας
 Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών
 Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης

Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση αποτελεί βαθμίδα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, η οποία συστάθηκε το
2011, όταν τέθηκε σε ισχύ η νέα διοικητική διαίρεση της χώρας σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης»
(Ν. 3852/2010). Οι Αποκεντρωμένες ∆ιοικήσεις αποτελούν ενιαίες μονάδες για τις αποκεντρωμένες
υπηρεσίες του κράτους και ασκούν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα στις κρατικές υποθέσεις της
περιφέρειάς τους, σύμφωνα με το άρθρο 101 του Συντάγματος. Η σύσταση των Αποκεντρωμένων
Διοικήσεων έγινε για να αναλάβουν βασικές αρμοδιότητες των Περιφερειών, μετά την καθιέρωση των
τελευταίων ως τοπικών αυτοδιοικούμενων οργανισμών. Πρόκειται για αρμοδιότητες που, είτε λόγω των
διατάξεων του Συντάγματος είτε λόγω του χαρακτήρα τους, αποφασίστηκε να μην περάσουν στην τοπική
αυτοδιοίκηση, αλλά να παραμείνουν στην ευθύνη του κράτους.

Αποκεντρωμένη Διοίκηση

Περιφέρειες της Ελλάδας σε συγκεκριμένα ζητήματα

Συνολικά συστάθηκαν επτά Αποκεντρωμένες Διοικήσεις με χώρο ευθύνης που περιλαμβάνει από μία έως
τρεις περιφέρειες και καθήκον την εφαρμογή των κυβερνητικών πολιτικών σε περιφερειακό επίπεδο.
Επικεφαλής τους είναι ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας, ο οποίος διορίζεται από την Κυβέρνηση και
λειτουργεί βάσει των οδηγιών της. Στη λειτουργία τους συμμετέχει επίσης ένα συμβούλιο, όπου
εκπροσωπούνται οι οικείες περιφέρειες και δήμοι, αλλά αυτό έχει επικουρικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να
λάβει αποφάσεις.

Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις έχουν διοικητική και οικονομική αυτονομία και έχουν αρμοδιότητες στον
πολεοδομικό, περιβαλλοντικό[1] και ενεργειακό τομέα, στη δασοκομία, στη μετανάστευση και στην
ιθαγένεια.

Μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών, και πρώην
Πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης δήλωσε ότι οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις θα καταργηθούν και οι
αρμοδιότητές τους θα μεταφερθούν στις περιφέρειες,[2] [3]πράγμα το οποίο ωστόσο δεν έγινε ποτέ.

Κατάλογος Αποκεντρωμένων Διοικήσεων

 Αττικής Αθήνα Αττικης


 Μακεδονίας - Θράκης Θεσσαλονίκη Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και
Θράκης
 Ηπείρου - Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννινα Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας
 Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας Λάρισα Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας
 Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου Πάτρα Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας, Ιονίων
Νήσων
 Αιγαίου Πειραιάς Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου
 Κρήτης Ηράκλειο Κρήτης

Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (συντομογραφία: Ν.Π.Δ.Δ.) ονομάζεται κάθε αυτοδιοικούμενος,


δημόσιος οργανισμός, που διαθέτει ίδια νομική προσωπικότητα, άλλη από αυτήν του Κράτους, και ασκεί
δημόσια εξουσία με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος. Τα Ν.Π.Δ.Δ. διαφέρουν
τόσο από τους κρατικούς φορείς, που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Κράτους, όσο και από τα Νομικά
Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που έχουν ως σκοπό την προαγωγή ιδιωτικών συμφερόντων.
[Ακριβοπούλου 1]

Χαρακτηριστικά, τα Ν.Π.Δ.Δ. ιδρύονται και καταργούνται με νόμο τυπικό ή ουσιαστικό (κανονιστικό


προεδρικό διάταγμα) και ασκούν όσες αρμοδιότητες τους εκχωρεί το κράτος, μαζί με τους ανάλογους
οικονομικούς πόρους, καθώς και ορισμένα φορολογικά προνόμια. Έτσι, απολαμβάνουν δημοσιονομική
αλλά και διοικητική αυτοτέλεια, αφού αυτοδιοικούνται -συνήθως- από πολυμελή διοικητικά συμβούλια,
ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπεται να υπάρχει και ένα δεύτερο συλλογικό όργανο με εκτελεστικό
χαρακτήρα (π.χ. εκτελεστική ή διοικούσα επιτροπή). Γι' αυτό, οι πράξεις, που εκδίδουν κατόπιν ειδική
νομοθετικής εξουσιοδότησης, υπόκειται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας -εκφεύγοντας του ιεραρχικού έλεγχου
(σκοπιμότητας)- από το εποπτεύον υπουργείο. Επιπλέον, μπορούν να ιδρύσουν νέα Ν.Π.Δ. ή Ι.Δ. υπό την
εποπτεία τους[Ακριβοπούλου 1].

Σύμφωνα με το Διοικητικό δίκαιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. του Κράτους αποτελούν τη διοικητική αυτοδιοίκηση, η οποία
διακρίνεται στην τοπική (ή κατά τόπον) και την λειτουργική (ή καθ' ύλην) αυτοδιοίκηση[Ακριβοπούλου 1].
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι Ο.Τ.Α., που συνίστανται με σκοπό τη διοίκηση των τοπικών ζητημάτων
μιας συγκεκριμένης εδαφικής περιφέρειας, εποπτεύονται από το Υπουργείο Εσωτερικών, τα δε όργανά τους
εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από τους δημότες αυτής της περιφέρειας (Κοινότητα, Δήμος, Νομαρχία
ή Περιφέρεια). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν επαγγελματικοί (Εμπορικά και Τεχνικά Επιμελητήρια,
Δικηγορικοί, Ιατρικοί και Φαρμακευτικοί Σύλλογοι, επαγγελματικά σωματεία), εκπαιδευτικοί και
ερευνητικοί οργανισμοί (ΑΕΙ, ΑΤΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα, Ανώτερες και Ανώτατες Σχολές δημόσιου χαρακτήρα,
Δημόσιες Βιβλιοθήκες) και γενικά δημόσιοι φορείς, που ασκούν δημόσια υπηρεσία (Δημόσια Νοσοκομεία,
Ασφαλιστικά Ταμεία) ή εξυπηρετούν ειδικότερο σκοπό δημοσίου χαρακτήρα (Εκκλησία της Ελλάδος) και μια
σειρά άλλων, που υπάγονται σε όλο το εύρος της Δημόσιας Διοίκησης, εποπτεύονται από το αρμόδιο ή τα
συναρμόδια υπουργεία ή επιμέρους Γενικές Γραμματείες αυτών (π.χ. ΝΠΔΔ των Υπουργείων Γεωργίας,
Βιομηχανίας, Ναυτιλίας, Μεταφορών, Οικονομίας, Παιδείας, Πολιτισμού, Τουρισμού κ.ά.), ενώ τα
διοικητικά τους όργανα, είτε εκλέγονται μεταξύ των μελών τους, είτε επιλέγονται από την κεντρική
διοίκηση, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους.

3.8 Η Τοπική Αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού

Η τοπική διοίκηση είναι μία αρχή καθορισμού και εκτέλεσης μέτρων εντός μίας οριοθετημένης γεωγραφικής
περιοχής μέσα σε ένα κράτος. Ως τοπική αυτοδιοίκηση έχει ιδιαίτερη σημασία στην τοπική (χωρική)
ελευθερία στο να αποφασίζει και να δρα. [1]

Ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση

Βαθμός

Ο.Τ.Α.

Υποδιαιρέσεις

α΄
Δήμος

• Δημοτική ενότητα

• Κοινότητα

β΄

Περιφέρεια

Περιφερειακή ενότητα

Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ονομάζονται τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθένα από
τα οποία έχει συσταθεί σε συγκεκριμένη εδαφική περιφέρεια και έχει ως σκοπό τη διοίκηση των τοπικών
ζητημάτων, τα δε όργανά του εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από τους δημότες της περιφέρειας.

Εμμέσως ο όρος εμπεριέχει και γεωγραφική και δημογραφική σημασία, υπό την έννοια ότι κάθε Ο.Τ.Α. έχει
καθορισμένη έκταση, έδρα και συγκεκριμένο πληθυσμό.

Βαθμοί και αρμοδιότητες

Βάσει της τρέχουσας διοικητικής διαίρεσης, οποιοδήποτε σημείο της ελληνικής επικράτειας (εξαιρουμένου
του Αγίου Όρους) υπάγεται ταυτόχρονα στη δικαιοδοσία δύο Ο.Τ.Α.: ενός πρωτοβάθμιου, που ονομάζεται
δήμος, κι ενός δευτεροβάθμιου, που ονομάζεται περιφέρεια.

Οι βασικές αρχές συγκρότησης και λειτουργίας των Ο.Τ.Α. τίθενται από το Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο:

Οι Ο.Τ.Α. είναι υπεύθυνοι για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων· μάλιστα σε περίπτωση σύγκρουσης
αρμοδιοτήτων μεταξύ Ο.Τ.Α. και κεντρικής διοίκησης, συντρέχει υπέρ των πρώτων τεκμήριο αρμοδιότητας.
Επίσης η κεντρική διοίκηση μπορεί να αναθέσει στους Ο.Τ.Α. και δικές της αρμοδιότητες (102§1).

Οι Ο.Τ.Α. χαίρουν διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική
μυστική ψηφοφορία (102§2).

Η εποπτεία του κράτους στους Ο.Τ.Α. περιορίζεται αποκλειστικά στον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων
και πράξεών τους (102§4). Επίσης το κράτος είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα που
απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α., καθώς και να τους ενισχύει
οικονομικά όταν τους μεταβιβάζει δικές του αρμοδιότητες (102§5).

Ο ορισμός τού τι αποτελεί «τοπική υπόθεση», καθώς και το πώς οι σχετικές αρμοδιότητες κατανέμονται
ανάμεσα σε πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους Ο.Τ.Α., γίνονται με νόμο. Σύμφωνα με τη γενικότερη
λογική, συνήθως ο δήμος είναι αρμόδιος για τα στενά τοπικά ζητήματα και η περιφέρεια για τα ευρύτερα.
Παραδείγματος χάριν, η συντήρηση των τοπικών δρόμων ή η έκδοση άδειας λειτουργίας των συνεργείων
αυτοκινήτων αποτελούν αρμοδιότητες του δήμου, όμως η συντήρηση του οδικού δικτύου που συνδέει τους
δήμους ή η έκδοση πιστοποιητικών καταλληλότητας για βιομηχανίες ανήκουν στην αρμοδιότητα της
περιφέρειας. Η εμπειρία πάντως έχει δείξει ότι ο διαχωρισμός είναι δύσκολος, λόγω της πολυνομίας που
συχνά οδηγεί σε αντικρουόμενες διατάξεις.

3.9 Ανεξάρτητες Αρχές (συνταγματικά κατοχυρωμένες, νομοθετικά προβλεπόμενες)

Οι ανεξάρτητες Αρχές είναι συλλογικά διοικητικά όργανα, ενταγμένα στο νομικό πρόσωπο του κράτους,
δηλαδή στο Δημόσιο. Εμφανίσθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη ήδη από τη δεκαετία του 1980 ως
«ανεξάρτητες διοικητικές αρχές» και ορισμένες από αυτές κατοχυρώθηκαν, στη συνέχεια, από το ίδιο το
Σύνταγμα, με την αναθεώρηση του 2001, το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία επιλογής των μελών τους, θέτει
τους βασικούς κανόνες λειτουργίας τους και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους (άρθρο 101Α του Συντάγματος
σε συνδυασμό με τις ειδικές διατάξεις που αφορούν κάθε Αρχή Βλ. και άρθρο 56, παρ. 3 στοιχ. β΄).

Προς επίταση της ανεξαρτησίας των εν λόγω μορφωμάτων, απαλείφθηκε από το συνταγματικό κείμενο ο
όρος «διοικητικές». Με εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο ρυθμίζονται τα βασικά θεσμικά χαρακτηριστικά
καθώς και θέματα σχετικά με το προσωπικό και τον καθορισμό των προσόντων των μελών των ανεξάρτητων
Αρχών (Ν. 3051/2002, ΦΕΚ Α΄ 220, Συνταγματικά Κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές κ.λπ., ο οποίος
τροποποιήθηκε με το άρθρο 61 του Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α΄ 51 και με το άρθρο 85 του Ν. 4139/2013, ΦΕΚ Α΄
74).

Η μεγάλη πλειονότητα των ανεξάρτητων Αρχών προβλέπεται, πάντως, από την κοινή νομοθεσία, συχνά δε η
σύστασή τους συνιστά εκπλήρωση υποχρέωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιες ανεξάρτητες Αρχές έχουν ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα, δηλαδή
αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η Ρυθμιστική Αρχή
Ενέργειας.

Χαρακτηριστικά και Αποστολή των Ανεξάρτητων Αρχών

Το βασικό χαρακτηριστικό των παραπάνω μορφωμάτων είναι η ενδοδιοικητική ανεξαρτησία τους: Είναι μεν
ενταγμένες στο νομικό πρόσωπο του Κράτους, όχι όμως και στη διοικητική ιεραρχία, δηλαδή δεν υπάγονται
σε ιεραρχικό έλεγχο εκ μέρους του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού. Με άλλα λόγια, η άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους και οι πράξεις που εκδίδουν δεν υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας (πολλώ δε μάλλον
σε έλεγχο σκοπιμότητας) από τον Υπουργό. Περαιτέρω, τα μέλη τους διαθέτουν προσωπική και λειτουργική
ανεξαρτησία.

Η προσωπική ανεξαρτησία εκδηλώνεται στον διορισμό τους βάσει διαδικασίας που παρέχει εγγυήσεις
αδιάβλητης κρίσης, στην πρόβλεψη ορισμένης θητείας και στη διασφάλιση αντίστοιχης στοιχειώδους
οικονομικής ανεξαρτησίας. Η λειτουργική ανεξαρτησία έγκειται στη μη υπαγωγή τους στον ιεραρχικό έλεγχο
ή στη διοικητική εποπτεία του Δημοσίου, ούτε φυσικά σε εντολές, διαταγές, οδηγίες ή παρεμβάσεις κάθε
τύπου. Ως προς τα χαρακτηριστικά αυτά, διαφέρουν από τις αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες (Εθνικό
Τυπογραφείο, Γενικό Λογιστήριο).
Τέλος, οι ανεξάρτητες αρχές διαθέτουν οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια, δηλαδή δικό τους προσωπικό
και ιδιαίτερο προϋπολογισμό. Τονίζεται ότι η ως άνω ανεξαρτησία στρέφεται έναντι των υπολοίπων
οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, Κυβέρνησης και Διοίκησης, αφορά δηλαδή στην εσωτερική οργάνωση
της μίας από τις τρεις εξουσίες, της εκτελεστικής. Πράγματι, οι ανεξάρτητες Αρχές υπόκεινται σε
κοινοβουλευτικό έλεγχο. Οι πράξεις τους, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών Αρχών, υπόκεινται στον έλεγχο
του διοικητικού δικαστή, κατά τα διαλαμβανόμενα στις οικείες διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 94 και 95)
και στα σχετικά δικονομικά νομοθετήματα.

Η αποστολή των ανεξάρτητων Αρχών έγκειται είτε στη ρύθμιση της άσκησης ενός συνταγματικού
δικαιώματος, είτε στη ρύθμιση μιας οικονομικής, κατά κανόνα δραστηριότητας, η οποία συνιστά αγορά
απελευθερωμένης δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια (π.χ. ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες,
ταχυδρομικές υπηρεσίες).

Για την εκπλήρωση της παραπάνω αποστολής, οι ανεξάρτητες Αρχές είναι εξοπλισμένες με αποφασιστικές
αρμοδιότητες άσκησης δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, διαθέτουν γνωμοδοτικές αρμοδιότητες,
κανονιστικές αρμοδιότητες, δηλαδή εξουσία θέσπισης κανόνων δικαίου (άρθρο 43 παρ. 2, δεύτερο εδάφιο
του Συντάγματος), αρμοδιότητες αδειοδότησης, δηλαδή έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων, ελεγκτικές
αρμοδιότητες και αρμοδιότητες επιβολής προστίμων και λοιπών διοικητικών κυρώσεων.

Παραδείγματα Συνταγματικά Προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Αρχών

Οι ανεξάρτητες Αρχές που με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, κατοχυρώθηκαν στο ανώτατο
κανονιστικό επίπεδο, είναι οι ακόλουθες:

1. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (άρθρο 9Α του Συντάγματος), η ίδρυση της
οποίας αποτελούσε και κοινοτική υποχρέωση (οδηγία 95/46/ΕΚ). Πρόκειται για επταμελές όργανο,
συγκροτούμενο από έναν εν ενεργεία ή μη ανώτατο δικαστικό λειτουργό (Σύμβουλο Επικρατείας ή
αντίστοιχο και άνω) ως Πρόεδρο και έξι μέλη, από τα οποία τα τρία είναι εν ενεργεία ή μη καθηγητές
πανεπιστημίου και τα άλλα τρία είναι πρόσωπα κύρους και εμπειρίας στον τομέα της προστασίας
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εκτός από γνωμοδοτικές, έχει και σημαντικές αποφασιστικές
αρμοδιότητες, τόσο κανονιστικού όσο και ατομικού χαρακτήρα.

2. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που ασκεί τον άμεσο κρατικό έλεγχο επί της ραδιοφωνίας
και της τηλεόρασης, στον οποίο περιλαμβάνεται η χορήγηση αδειών, καθώς και η επιβολή σχετικών
διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 15, παρ. 2 του Συντάγματος).

3. Η ανεξάρτητη Αρχή που διασφαλίζει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας (ΑΔΑΕ, άρθρο 19, παρ. 1 και 2 του Συντάγματος). Η διαδικασία ενώπιον της ΑΔΑΕ και η
λειτουργία της προκάλεσαν τη διαμόρφωση σημαντικής νομολογίας που διευκρίνισε σημαντικά ζητήματα
ως προς τη λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών (ΣτΕ Ολ. 3319, 3320/2010, ΣτΕ 3473/2017).
4. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), που ελέγχει την πρόσληψη, είτε με διαγωνισμό είτε
με επιλογή, υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με προκαθορισμένα και
αντικειμενικά κριτήρια (άρθρο 103, παρ. 9 του Συντάγματος).

5. Ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ, άρθρο 103, παρ. 9 του Συντάγματος), που είναι μονοπρόσωπη ανεξάρτητη
αρχή και το πρόσωπο που τη στελεχώνει (ο Συνήγορος) επικουρείται από έξι Βοηθούς Συνηγόρους. Ο ΣτΠ
έχει διαμεσολαβητικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, που ασκούνται με μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Η
βασική αρμοδιότητα του ΣτΠ είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπηρεσιών για
την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της
νομιμότητας.

Οι διατάξεις που κατοχυρώνουν τις τρεις πρώτες ανεξάρτητες Αρχές βρίσκονται στο δεύτερο μέρος του
Συντάγματος, το οποίο αφορά τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενώ οι διατάξεις σχετικά με τις δύο
τελευταίες Αρχές περιλαμβάνονται στο τρίτο μέρος του Συντάγματος (δεύτερο κεφάλαιο του έκτου
τμήματος), που είναι αφιερωμένο στην υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της Διοίκησης.

Οι παραπάνω ανεξάρτητες Αρχές αποφασίζουν για σημαντικά ζητήματα του δημόσιου βίου, όπως η
αναγραφή του θρησκεύματος στα αστυνομικά δελτία ταυτότητας, η εξέταση των ευθυνών σε εκτεταμένες
τηλεφωνικές υποκλοπές δημοσίων προσώπων, η οριοθέτηση της ποιοτικής στάθμης των ραδιοτηλεοπτικών
εκπομπών, η χρήση καμερών σε δημόσιους χώρους.

Άλλα παραδείγματα Ανεξάρτητων Αρχών

Πέρα από τις ανωτέρω, συνταγματικώς προβλεπόμενες Αρχές, θα πρέπει να αναφερθούν και άλλες που
έχουν σημαντικές αρμοδιότητες στο πεδίο της ρύθμισης απελευθερωμένων αγορών υπηρεσιών. Οι
ιδρυτικοί τους νόμοι προβλέπουν ομοίως προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών τους και
διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Οι σημαντικότερες Αρχές της κατηγορίας αυτής είναι οι ακόλουθες:

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ), η οποία έχει «διακεκριμένη νομική προσωπικότητα» και είναι αρμόδια
για την τήρηση των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των
διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

2. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία έχει επίσης ιδία νομική προσωπικότητα. Η ΡΑΕ αποφασίζει
για τη χορήγηση, την τροποποίηση και την ανάκληση αδειών άσκησης ενεργειακών δραστηριοτήτων και
επιβάλλει ρυθμιστικά μέτρα και όρους σε όσους δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας. Επίσης, έχει
ελεγκτικές αρμοδιότητες ως προς τον τρόπο άσκησης των παρεχόμενων με τις άδειες δικαιωμάτων και ως
προς την τήρηση των οικείων υποχρεώσεων από τους κατόχους των αδειών, επιβάλλοντας διοικητικές
κυρώσεις. Με τον ν. 4001/2011, με τον οποίο προσαρμόσθηκε η εσωτερική νομοθεσία προς τις Οδηγίες της
«τρίτης ευρωπαϊκής ενεργειακής δέσμης», που κατοχυρώνουν τον αποφασιστικό ρόλο των ανεξάρτητων
ρυθμιστικών Αρχών ως εγγυητών της εύρυθμης λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς, η θέση της ΡΑΕ
ενισχύθηκε σημαντικά.

3. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η οποία είναι η εθνική ρυθμιστική αρχή
στους τομείς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και ασκεί τον έλεγχο, τη
ρύθμιση και την εποπτεία των οικείων αγορών από τις πρώτες ανεξάρτητες Αρχές της ελληνικής έννομης
τάξης. Είναι συλλογικό όργανο και κατοχυρώθηκε ως «ανεξάρτητη διοικητική αρχή» με τον ν. 2867/2000, ο
οποίος έχει αντικατασταθεί διαδοχικά από τον ν. 3431/2006, με τον οποίο η ελληνική έννομη τάξη
προσαρμόσθηκε προς μια δέσμη Κοινοτικών οδηγιών, ανταποκρινόμενων στα εξελισσόμενα δεδομένα της
τεχνολογικής σύγκλισης των επικοινωνιακών Μέσων, και εν συνεχεία από τον ν. 4070/2012.

Εκτός από τις παραπάνω ανεξάρτητες Αρχές που ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε ευρέα πεδία της
διοικητικής δραστηριότητας, ο νομοθέτης έχει συστήσει πληθώρα ανεξάρτητων Αρχών σε ειδικότερους
τομείς μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001. Χωρίς αξιώσεις εξαντλητικής
απαρίθμησης, αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής:

Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων (άρθρο 5 του ν. 2912/2001)

Εθνική Αναλογιστική Αρχή (άρθρο 9 του ν. 3029/2002)

Συνήγορος του Καταναλωτή (άρθρο 1 του ν. 3297/2004)

Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (η οποία συστάθηκε ως ανεξάρτητη αρχή με το


άρθρο 19 του ν. 3305/2005 και μετατράπηκε σε αυτοτελή διοικητική υπηρεσία υπαγόμενη απ’ ευθείας στον
Υπουργό Υγείας με το άρθρο 4 του ν. 4558/2018)

Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας (που συστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3172/2003 και μετατράπηκε σε
ανεξάρτητη Αρχή με το άρθρο 17 του ν. 3370/2005)

Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (συσταθείσα με το άρθρο 10
του ν. 3374/2005 και μετονομασθείσα με το άρθρο 64 του ν. 4009/2011)

Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (άρθρο 7 του ν.
3424/2005)

Ελληνική Στατιστική Αρχή (άρθρο 10 του ν. 3832/2010)

Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (άρθρο 22 του ν. 3891/2010)

Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (άρθρο 31 του ν. 3943/2011)

Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔηΣυ, άρθρο 1 του ν. 4013/2011)

Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ, συσταθείσα με το άρθρο 16 του ν. 3229/2004 και
μετατραπείσα σε ανεξάρτητη Αρχή με το άρθρο 7 § 10 του ν. 4038/2012)

Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (άρθρο 1 του ν.
4142/2013)
Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων (άρθρο 16 του ν. 4186/2013)

Ρυθμιστική Αρχή Επιβατικών Μεταφορών (άρθρο 55 του ν. 4199/2013)

Εθνική Αρχή Συντονισμού Πτήσεων (άρθρο 1 του ν. 4233/2014), το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο
(άρθρο 2 του ν. 4270/2014)

Επιτροπή Διερεύνησης Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Συμβάντων (άρθρο 2 του ν. 4313/2014)

Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (άρθρο 1 του ν. 4389/2016)

Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (άρθρο 108 του ν. 4389/2016)

Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ, άρθρο 347 του ν. 4412/2016)

Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας (άρθρο 1 του ν. 4427/2016)

Η ρύθμιση ευαίσθητων πεδίων διοικητικής δραστηριότητας

Είναι προφανής η τάση του νομοθέτη να συστήνει ανεξάρτητες Αρχές σε ευαίσθητα πεδία της διοικητικής
δραστηριότητας, αναθέτοντας έτσι τη ρύθμισή τους σε ιδιαίτερα μορφώματα, εκτός της παραδοσιακής
διοικητικής ιεραρχίας. Στόχος είναι η αποτελεσματικότερη ρύθμιση των πεδίων αυτών, με την ανάθεση των
σχετικών αρμοδιοτήτων σε ανεξάρτητες τόσο από την πολιτική όσο και από τη διοικητική ιεραρχία
οντότητες, οι οποίες στελεχώνονται με πρόσωπα που διαθέτουν εξειδίκευση και τεχνογνωσία στους
συγκεκριμένους τομείς.

Παρόλο που η πρόβλεψη της σύστασης και της λειτουργίας ανεξάρτητων διοικητικών Αρχών, δηλαδή
διοικητικών οντοτήτων (οργάνων ή ΝΠΔΔ) που υπόκεινται μόνο σε κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο,
θεωρείται σύμφωνη προς το Σύνταγμα, εξακολουθούν να ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν τους λόγους
ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης συγκεκριμένων μόνον Αρχών και τα όρια της νομοθετικής εξουσίας ως
προς τη σύσταση των εν λόγω ιδιόμορφων δομών Δημόσιας Διοίκησης.

Ευγενία Β. Πρεβεδούρου

Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

3.10 Μορφές ελέγχου στη δημόσια διοίκηση

Σχετικά σχετικό

 Ιεραρχικός έλεγχος
 Διοικητική εποπτεία

Ασκείται είτε μετά από διοικητική προσφυγή, είτε αυταπάγγελτα, είτε μετά από αναφορά πολίτη.

https://slideplayer.gr/?
_gl=1*18axqxa*_ga*WFpuYnlDSkROajFDWkpWYjBheGFrRzl3d0tBVnRpN3BfN0pfbHZSSlpHUG90WmZNenhm
OE56dmVpRGxQOEZlNA..

You might also like