Professional Documents
Culture Documents
Gri 2012 8380
Gri 2012 8380
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
Ντίνου Χριστιανόπουλου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
Ντίνου Χριστιανόπουλου
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011
Νικολαΐδης Αναστάσιος 2
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 3
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Περιεχόμενα
Πρόλογος ………………………………………………5
Εισαγωγή
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ερωτικός ή/και κοινωνικός ποιητής; ………7
Κεφάλαιο Ι
Το Πάθος στην Εποχή των ισχνών αγελάδων…………………...24
Κεφάλαιο ΙΙ
Το Ήθος στην Εποχή των ισχνών αγελάδων……………………47
Συμπεράσματα
Σύγκλιση Πάθους και Ήθους
στην Εποχή των ισχνών αγελάδων ………………………74
Τα επαναλαμβανόμενα θέματα Πάθους και Ήθους
στην Εποχή των ισχνών αγελάδων ………………………77
Επίλογος……………………………………………….88
Βιβλιογραφία………………………………………….. 90
Περίληψη………………………………………………92
Summary………………………………………………..93
Νικολαΐδης Αναστάσιος 4
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Πρόλογος
Νικολαΐδης Αναστάσιος 5
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Από τον χώρο του πανεπιστημίου ευχαριστώ επίσης βαθύτατα την Επίκουρη
καθηγήτρια Κα Μαρία Ιατρού, η οποία, ως μία από τις πιο συστηματικές μελετήτριες
του έργου του Χριστιανόπουλου, όχι μόνο εμπλούτισε και προήγαγε ποικιλοτρόπως
τη σχετική με τον Χριστιανόπουλο βιβλιογραφία σε προγενέστερο χρόνο,
προσφέροντάς μου πολύτιμο ερευνητικό έρεισμα, αλλά στάθηκε πάντα ιδιαιτέρως
πρόθυμη να μου προσφέρει τη βοήθειά της και να συζητήσει μαζί μου τα διάφορα
προβλήματα που εγείρονταν από το έργο και τις προεκτάσεις στις οποίες ενίοτε αυτό
οδηγούσε. Επίσης, ευχαριστώ το τρίτο μέλος της εξεταστικής επιτροπής, τον
Λέκτορα κ. Μιχάλη Μπακογιάννη, για τον κόπο του να διαβάσει προσεκτικά και να
βαθμολογήσει την εργασία μου.
Πολλές ευχαριστίες οφείλω, βεβαίως, και στον ίδιο τον ποιητή, η προσωπική
γνωριμία με τον οποίο μου προσέφερε αρκετές απολαυστικές συζητήσεις, όχι
απαραίτητα επικεντρωμένες στο θέμα της εργασίας, αλλά σίγουρα πολύ
ενδιαφέρουσες και ικανές να ανοίξουν νέους ορίζοντες στην ενασχόλησή μου με το
έργο του. Άλλωστε, η παρούσα εργασία λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο ως μια
ευχαριστήρια χειρονομία προς τον Ντίνο Χριστιανόπουλο για το σημαντικό έργο που
έχει προσφέρει.
Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω βαθύτατα όλους τους συμφοιτητές μου στο
πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών για το ενδιαφέρον που έδειξαν για την εξέλιξη
του θέματός μου. Κυρίως, όμως, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους και
φίλους Vladimir Bošković και Χαρά Σ υμεωνίδου, τον πρώτο για τις ποικίλες
εξυπηρετήσεις που μου έκανε καθ’ όλη τη διάρκεια της ερευνάς μου, τη δεύτερη για
την αδιάκοπη ψυχολογική υποστήριξη και ώθηση που μου πρόσφερε ώστε να
εργαστώ συστηματικά και σοβαρά σε στιγμές που η παρούσα εργασία κινδύνευσε να
βρεθεί σε αδιέξοδο.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 6
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
Στο εξής Εποχή…
2
βλ. Στέλιος Μαράντος, «”Εποχή των ισχνών αγελάδων” Ντ. Χριστιανόπουλος», στον τόμο:
Δημήτρης Κόκορης (επιμ.), Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, Λευκωσία,
Αιγαίον, 2003, σ.32 (στο εξής: Για τον Χριστιανόπουλο)
3
Κίμων Φράιερ, «Το κορμί και το σαράκι: Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.179
4
Ξενοφών Α. Κοκόλης, Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979,
σ.106 (στο εξής: Δώδεκα ποιητές)
5
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π. (σημ.2), σ.287
6
Αρχικά φέρει τον τίτλο Προάστια και στην πρώτη της έκδοση αποτελεί μέρος της συγκεντρωτικής
έκδοσης Ποιήματα 1949-1960, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962
7
Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, «Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο απεγνωσμένος του έρωτα», Ματιές ενόλω,
Αθήνα, Σοκόλης, 2003, σσ.93-94 (στο εξής: Ματιές ενόλω)
8
Δημήτρης Κόκορης, Λόγος Γυμνός. Εισαγωγή στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Θεσσαλονίκη,
Νησίδες, 2011, σ.17 (στο εξής: Λόγος Γυμνός)
9
Ό.π., σ.19
Νικολαΐδης Αναστάσιος 7
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
10
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2002, σ.342
11
Δημήτριος Τσάκωνας, «Επίτομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π. (σημ.2), σ.341
12
, Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο λυρικός υποκειμενικός λόγος, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα
1949-1960”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.105
13
Περικλής Σφυρίδης, Χριστιανόπουλος-Καβάφης. Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους, Θεσσαλονίκη, Τα
τραμάκια, 1993, σ.10 (στο εξής: Χριστιανόπουλος-Καβάφης)
14
Ματιές ενόλω, ό.π. (σημ. 7), σσ.93-94
15
Περικλής Σφυρίδης, «Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου: Η επιρροή τους σε νεότερους
ποιητές εντός και εκτός “Διαγωνίου”», στο: Περικλής Σφυρίδης (επιμ.), Πρακτικά Συνεδρίου «Η
ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα. Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 6-7 Δεκ. 2001», Δήμος
Θεσσαλονίκης, 2003, σ.157 (στο εξής: Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα)
16
Νίκος Καρατζάς, Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης. 1930-1980, Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1981, σ.16
17
Περικλής Σφυρίδης, «Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου: Η επιρροή τους σε νεότερους
ποιητές εντός και εκτός “Διαγωνίου”», στο: Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, ό.π. (σημ.15),
σ.194
Νικολαΐδης Αναστάσιος 8
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
18
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Στρογγυλό τραπέζι. Υπάρχουν αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες στην
ποίηση της Θεσσαλονίκης;», στο: Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, ό.π. (σημ.15), σσ. 433-
434
19
Σ’ αυτό το δοκίμιο ο Χριστιανόπουλος χωρίζει σε τέσσερις τριάδες τους σημαντικότερους
Θεσσαλονικείς ποιητές της περιόδου ως εξής: υπαρξιακοί ποιητές (Βαφόπουλος, Καρέλλη, Πεντζίκης),
λυρικοί ποιητές (Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Στογιαννίδης), κοινωνικοί ποιητές (Αναγνωστάκης, Κύρου,
Θασίτης), ερωτικοί ποιητές (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου).
20
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δοκίμια, Μπιλιέτο Παιανία, 1999, σ.115 (στο εξής: Δοκίμια)
21
βλ. Δημήτριος Γρ. Τσάκωνας, Η σχολή της Θεσσαλονίκης, Αθήνα, Liquid letter, 1990
22
Ό.π., σσ.45-46
23
Σύμφωνα με το Χριστόφορο Μηλιώνη, η παρουσία του ερωτισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία
οφείλεται εν μέρει και στην ένδεια ιδεολογιών, πεποιθήσεων και προσανατολισμού που βίωσαν οι
λογοτέχνες της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και έτσι, «επόμενο ήταν να στραφούν στον ίδιο τον
εαυτό τους, ως τις ρίζες της ατομικής τους ζωής, προσπαθώντας όχι τόσο να ερμηνεύσουν όσο να
στηρίξουν μια ύπαρξη χαμένη μέσα στην ερημιά του καιρού»/ Χριστόφορος Μηλιώνης, «Ο ποιητής
Ντίνος Χριστιανόπουλος» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.130
24
Ο Δημήτρης Κόκορης επισημαίνει: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για την ποίηση του
Χριστιανόπουλου έχει επικρατήσει ένα στερεότυπο, ανάλογο και παραπληρωματικό με το στερεότυπο
που έχει επικρατήσει για την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Το έργο του Αναγνωστάκη
θεωρείται μια σχεδόν αποκλειστικά πολιτική κατάθεση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, παρόλο που
διαθέτει μεταφυσικό βάθος και υπαρξιακές προεκτάσεις, ενώ η ποίηση του Χριστιανόπουλου
εκλαμβάνεται σαν μία ηθικά τολμηρή και αποκλειστικά ατομική έκφραση του μεταπολεμικού
ποιητικού λόγου, μολονότι τα κοινωνικά στοιχεία δεν απουσιάζουν από αυτήν»/ Λόγος Γυμνός,
ό.π.(σημ.8), σ.16
Νικολαΐδης Αναστάσιος 9
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
να ξεκινήσει κανείς από τις απόψεις του ίδιου του δημιουργού για το έργο του. Ας
μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πέρα από λογοτέχνης, είναι
επίσης φιλόλογος και κριτικός. 25 «Είμαι ερωτικός ποιητής», δηλώνει. «Αυτό δεν
σημαίνει πως τάχθηκα να εκφράζω ολόκληρο το φάσμα του έρωτα, αλλά μόνο το
μικρό κομματάκι που μου αναλογεί. Αν καταφέρω να το εκφράζω καλά, τότε το
κομματάκι αυτό δε θά ’ναι και τόσο μικρό: η ποίηση θα το μεγαλώσει».26 Όσο κι αν
αφορμάται από την προσωπική του περίπτωση και περιορίζεται στην έκφραση μιας
συγκεκριμένης πλευράς του έρωτα, δεν παύει να απευθύνεται «σε όλους, και
προπάντων σ’ εκείνους που έχουν τραυματικές εμπειρίες απ’ τον έρωτα» 27 και να
πιστεύει πως «ο πόνος μάς ενώνει όλους».28 Άλλωστε, αρνείται κατηγορηματικά τον
χαρακτηρισμό «ομοφυλόφιλη» για την ποίησή του και υποστηρίζει ότι όποιος την
αντιμετωπίζει ως τέτοια «αυτομάτως αδικεί τα 4/5 της».29 Φαίνεται, δηλαδή, πως ο
Χριστιανόπουλος εξαρχής, παρά τον βιωματικό χαρακτήρα των ποιημάτων του,
επιδιώκει να διευρύνει την προσωπική του εμπειρία ώστε να εκφράσει τον καημό
όλων των ερωτικά στερημένων, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η στέρηση στο
κοινωνικό πλαίσιο: «Μπορεί εγώ να γράφω για έρωτες, και τα ποιήματά μου να είναι
κυρίως ερωτικά, αλλά δεν παύω να έχω και κοινωνικά ενδιαφέροντα, από τη στιγμή
άλλωστε που ο ίδιος ο έρωτας με απασχολεί πιο πολύ σαν κοινωνικό φαινόμενο, και
λιγότερο σαν αισθηματολογία». 30 Όπως, μάλιστα, σημειώνει για τον Αλλήθωρο:
«Κοινωνικός ποιητής με την τρέχουσα σημασία δεν είμαι, αλλά οι οδυνηρές μου
εμπειρίες από τον έρωτα με κάνουν να ζω και να νιώθω τη δυστυχία των άλλων έτσι
μπορώ να αισθάνομαι και ορισμένες καταστάσεις έξω από μένα», 31 κάτι το οποίο
επίσης πιστεύει πως ήταν ο λόγος που το έργο του επιβίωσε, σε αντίθεση με το έργο
των καθαρά ερωτικών ή υπαρξιακών ποιητών μεταξύ 1955 και 1980.32
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τον αυτοσχολιασμό του Χριστιανόπουλου,
φαίνεται πως και ο ίδιος αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας κοινωνικής διάστασης στα
έργα του, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον αποκαλύπτει και μια άλλη πλευρά
των ενδιαφερόντων του ποιητή. Αρχικά η κριτική, πάντως, σε πολλές περιπτώσεις
φάνηκε ανίκανη να εντοπίσει το κοινωνικό επίχρισμά του, και μάλιστα συχνά
επέμεινε στην άποψη πως μια τόσο προσωπική ερωτική ποίηση δεν μπορεί να
μεταγγίσει καθολικότερες ιδέες και απόψεις. Έτσι, δεν έλειψαν οι χαρακτηρισμοί
όπως «αντικοινωνικός»33 ή «ακοινώνητος»,34 ή απόψεις που μιλούν για «εγωκεντρική
απασχόληση γύρω από το ερωτικό πάθος».35 Ο Μανόλης Λαμπρίδης γράφει πως ο
25
Το πλούσιο και σημαντικό ερευνητικό έργο του Χριστιανόπουλου περιλαμβάνει μελέτες για το
Ρεμπέτικο, για τη λογοτεχνία και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης, για εικαστικούς καλλιτέχνες, κ.ά.
26
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το επ’ εμοί. Δοκίμια, Αθήνα, Μπιλιέτο, 1993, σ.56 (στο εξής: Το επ’ εμοί)
27
Ό.π., σ.57
28
Ό.π. σ.56
29
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ο δε υπομείνας εις τέλος…», συνέντευξη στον Χρίστο Ζαφείρη, Ο
Παρατηρητής 6-7 (Ιούλιος 1988), σ.44 (στο εξής: «Ο δε υπομείνας εις τέλος…»)
30
Ό.π., σσ.42-43
31
Το επ’ εμοί. ό.π.(σημ.26), σ.15
32
«Μεταξύ εκείνων που επέζησαν ήμουν κι εγώ, ίσως γιατί δεν υπήρξα ποτέ “υπαρξιακός”, ούτε
αισθηματολογικός, αλλά αντίθετα είχα πολλά κοινωνικά ενδιαφέροντα, που όμως δεν επισημαίνονταν
εύκολα στα ποιήματά μου»/ Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ο δε υπομείνας εις τέλος…», ό.π.(σημ.29),
σ.43
33
Αστέρης Κοββατζής, «Η κριτική του βιβλίου. Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Η εποχή των ισχνών
αγελάδων”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.58
34
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο λυρικός υποκειμενικός λόγος, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα
1949-1960”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.105
35
Τάκης Σινόπουλος, «Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ανυπεράσπιστος καημός”», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.92
Νικολαΐδης Αναστάσιος 10
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
36
Μανόλης Λαμπρίδης, «Η κριτική του βιβλίου, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα 1950-1955”»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.84
37
Νίκος Μπακόλας, «Κριτική. Ντίνου Χριστιανόπουλου “Ποιήματα”», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σσ.103-104
38
Λόγος Γυμνός, ό.π.(σημ.8), σσ.20-21
39
Μανώλης Γιαλουράκης, «”Ανυπεράσπιστος καημός”. Ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.88
40
Δώδεκα ποιητές ό..π.(σημ.4), σσ.102-103
41
Αλέξανδρος Κοτζιάς, «”Ποιήματα, 1949-1960”. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εκδόσεις Διαγωνίου»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.111
Νικολαΐδης Αναστάσιος 11
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
42
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.283
43
Crescenzo Sangiglio, «Ντίνος Χριστιανόπουλος”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.143
44
«Απέναντι στον ηδονισμό του Καβάφη, εγώ είχα μια ηθική συντριβή»/ Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26),
σ.12. Για το θέμα βλ. και Χριστιανόπουλος-Καβάφης, ό.π.(σημ.13)
45
Crescenzo Sangiglio, «Ντίνος Χριστιανόπουλος”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2),
σ.145
46
Tino Sangiglio, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση: Απόψεις και κείμενα», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σσ.358-359
47
βλ. το ποίημα «Διάλειμμα χαράς»
48
Κίμων Φράιερ, «Το κορμί και το σαράκι: Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
στον τόμο:Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.188
49
Τάσος Κόρφης, «Δύο ποιητές της “Διαγωνίου”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.157
50
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο,
ό.π., σ.137
51
Κωστής Μοσκώφ, «”Ερωτικοί” ποιητές της Θεσσαλονίκης» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.,
σσ.154-155
Νικολαΐδης Αναστάσιος 12
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ο δρόμος που επέλεξε ο ποιητής προκειμένου να δώσει μια κοινωνική διάσταση στο
έργο του.52 Έτσι, άρχισαν να εκφράζονται κριτικές απόψεις, όπως αυτή του Γιώργου
Μπλάνα,53 πως ο Χριστιανόπουλος ασκεί την κοινωνική του κριτική «από το βήμα
του έρωτα», οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην αναθεώρηση της
γραμματολογικής τοποθέτησής του και τη στροφή της κριτικής σε μια επιμονή προς
την κοινωνική πρωτίστως διάσταση του έργου του Χριστιανόπουλου.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί πως παράλληλα με τα ερωτικά
ποιήματα το έργο του Χριστιανόπουλου συμπληρώνουν ποιήματα και πεζά που έχουν
αμιγώς κοινωνικό περιεχόμενο, αν και αποτελούν ένα πολύ μικρό κομμάτι του.
Πρόκειται για κείμενα «όπου η κριτική αποδεσμεύεται από την ερωτική προοπτική,
και απλώνεται αντιμετωπίζοντας θέματα που, από τη φύση τους, έχουν ένα
καθολικότερο ενδιαφέρον»,54 και τα οποία εντοπίζονται στη συλλογή Αλλήθωρος (βλ.
«Αποστρατευμένοι», «Κατατρέχουν τη γραφικότητα», κ.ά.), της οποίας ο τίτλος,
σύμφωνα με τον ποιητή,55 σημαίνει ότι έχει το ένα μάτι του στραμμένο στον εαυτό
του και το άλλο στον διπλανό του, σε κάποια από τα πεζά ποιήματα και κυρίως στη
σειρά Η πιο βαθιά πληγή (γραμμένα μεταξύ 1995-1998, βλ. «Αυτά τα τέσσερα»,
«Ρωσοπόντιοι», κ.ά.) όπου ο ερωτισμός δίνει τη θέση του στην εξιστόρηση
γεγονότων σχετικών με τις περιπέτειες των προσφύγων και την πολιτική
επικαιρότητα,56 σε αρκετά από τα μικρά ποιήματα από Το κορμί και το σαράκι, στα
οποία η κριτική έχει διαπιστώσει την αισθητή παρουσία μιας κοινωνικής
ευαισθησίας,57 καθώς και σε ορισμένα διηγήματα (βλ. «Ο χιλιαστής», «Ο Χίλιος»,
κ.ά.), στα οποία ο συγγραφέας προχωράει σε τέτοιο βάθος ώστε η απόδοση του
ψυχισμού των ηρώων να επιτυγχάνει τη μετάδοση μιας καθολικής
πραγματικότητας.58 Σ’ αυτά ο ερωτικός καημός υποχωρεί προκειμένου ν’ αφήσει το
πεδίο ελεύθερο για μετωπικές προσεγγίσεις κοινωνικών ζητημάτων ή, εν πολλοίς,
ιστοριών που άπτονται του συναισθηματικού και ηθικού κόσμου του συγγραφέα,
αλλά δεν προέρχονται από τον στίβο του έρωτα.
Για ν’ αποφευχθεί η σύγχυση με ό,τι συμβατικά έχει κυριαρχήσει να σημαίνει
ο όρος «κοινωνικός» για την ιστορία της λογοτεχνίας, πρέπει να υπογραμμιστεί αυτό
που αναφέρθηκε ήδη παραπάνω: ότι ο Χριστιανόπουλος δεν είναι κοινωνικός με τη
συνηθισμένη έννοια. Σε αντίθεση με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον κατεξοχήν
«κοινωνικό» ποιητή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος γράφει μια ποίηση «που τα
συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από
τον χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή», 59 ο Χριστιανόπουλος γράφει μια
ποίηση που, όπως εύστοχα σημειώνει ο Νίκος Δαββέτας, «δεν ταυτίστηκε ποτέ με
κάποιου είδους επικαιρότητα ή με πολιτικά μανιφέστα και εθνικά
“προσκλητήρια”». 60 Απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι πολιτικές νύξεις και οι
52
Παναγιώτης Π. Πίστας, «Ένα επίμετρο για τα “Ποιήματα” (1985) του Ντίνου Χριστιανόπουλο, στον
τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.206
53
Γιώργος Μπλάνας, «Ιησούν ή Αρχίλοχον;», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.351
54
Δώδεκα ποιητές, ό.π.(σημ.4), σ.111
55
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.15
56
Ματιές ενόλω, ό.π.(σημ.7), σ.107
57
Μαρία Ιατρού, «Εσωτερική ποιητική στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.316
58
Τάσος Καλούτσας, Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω Βόλτας» του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, μελέτη, Θεσσαλονίκη, τα τραμάκια, , 1994, σ.29 (στο εξής: Αλήθεια και βίωμα στα
διηγήματα της «Κάτω Βόλτας»)
59
Δώδεκα ποιητές, ό.π.(σημ.4), σσ.133-134
60
Νίκος Δαββέτας, «Το κορμί και το σαράκι» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σσ.361-
362
Νικολαΐδης Αναστάσιος 13
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
διαδεδομένες ιδεολογίες, ούτε καν η gay ιδεολογία, 61 εφόσον ο ποιητής ποτέ δεν
«αποπειράθηκε να δικαιώσει την ερωτική του προτίμηση ή να την θέσει στην
υπηρεσία της κοινωνικής αναμόρφωσης ή προόδου».62 Η εγκόλπωση ενός ευρύτερου
κοινωνικού φάσματος στα έργα του γίνεται καθαρά μέσα από την ατομική του
περίπτωση, μέσα από τον αγώνα αυτοαποδοχής και συμβιβασμού με την
ιδιαιτερότητά του, που, αναγκάζοντάς τον να αντιμετωπίσει διαφόρων ειδών
δυσκολίες, τον ευαισθητοποίησε κοινωνικά 63 και του δημιούργησε το χρέος να
συνθέσει, έστω και ασυνείδητα, ως σκηνικό των ερωτικών του εμπειριών έναν κόσμο
που βασανίζεται από τις δικές του έγνοιες και τους δικούς του πόνους. 64
Χαρακτηρίζεται, επομένως, ως κοινωνικό το έργο του Χριστιανόπουλου επειδή ο
προσωπικός πόνος ανάγεται σε ενδιαφέρον για τον πόνο του διπλανού.65
Κομβικό σημείο επαφής της ερωτικής και της κοινωνικής όψης του έργου του
Χριστιανόπουλου αποτελεί το αίσθημα της μοναξιάς που το διατρέχει ολόκληρο με
σταθερή επιμονή και «φτάνει στα όρια της απόγνωσης».66 Ο Tino Sangiglio θεωρεί
πως «παράλληλα με το θέμα του έρωτα, σαν φυσικό αντίβαρο, σαν αχώριστη
σύντροφός του, υπάρχει η μοναξιά που διαπνέει όλη την ποιητική διαδρομή του
Χριστιανόπουλου. Έτσι, η μοναξιά αρχίζει να απλώνει και πάλι το πέπλο της, αφού ο
έρωτας δεν είναι παρά μονάχα μια μοναξιά που ανταλλάσσεται, γίνεται όλο και πιο
επιθετική και απόλυτη, σε σημείο που να καθιστά μη αναγνωρίσιμη ακόμα και την
αγάπη». 67 Όλες οι απόπειρες βίωσης της ερωτικής εμπειρίας μένουν τελικά
αδικαίωτες και η μοναξιά προβάλλει διαρκώς ως μοναδική κατάληξη, με την οποία
πρέπει να συμβιβαστεί ο ποιητής.68 Και σχετίζεται με την κοινωνικότητα του ποιητή
η μοναξιά, διότι αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προσέγγισης του άλλου,
τη διάθεση του ανθρώπου να μοιραστεί τη ζωή του με τον συνάνθρωπο, αλλά που
τελικά καταδικάζεται σε μια μοναξιά που δεν έχει επιλέξει κι απομένει να ξαναζεί
«τις ερωτικές συναντήσεις του παρελθόντος μέσα από τη μόνιμη βεβαιότητά του για
τις ανολοκλήρωτες ανθρώπινες σχέσεις ή μέσα από την πεποίθησή του ότι κάθε φορά
είναι μοιραία η επιστροφή του στη μοναξιά».69 Μέσα από τέτοιου είδους βιώματα και
συναισθήματα, ο ατομικός καημός διαστέλλεται και περικλείει τον κατοπτρισμό ενός
φαινομένου που κάθε άλλο παρά ατομικό είναι: Η μοναξιά ως αποτέλεσμα μιας
αδόκιμης ερωτικής επιδίωξης και η συνακόλουθη απογοήτευση που δημιουργεί δεν
αφορούν, βεβαίως, μόνο τον ποιητή, αλλά εκφράζουν την κατάρρευση των ονείρων
ολόκληρης της κοινωνίας.70 Έτσι, ο Βαγγέλης Κάσσος έχει δίκιο όταν αναφέρει πως
ο Χριστιανόπουλος δεν οφείλει την προσέγγιση προς τον διπλανό, που επιτυγχάνει
μέσω τον ποιημάτων του, στην αποκάλυψη των δικών του μυστικών, αλλά «στη
σκληρή διαμάχη που έχει ανοίξει με τη μοναξιά». Θεωρεί μάλιστα ότι «είναι τόσο
61
«Ο δε υπομείνας εις τέλος…», ό.π.(σημ.29), σ.44-45
62
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.283
63
Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω Βόλτας», ό.π.(σημ.58), σ.8
64
Νίκος Δαββέτας, «Το κορμί και το σαράκι» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.363
65
Βαγγέλης Κάσσος, «Η έκπτωση από τη μοναξιά στα ποιητικά έργα του Νίκου Ασλάνογλου και του
Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.220
66
Τάσος Πορφύρης, «Ντίνου Χριστιανόπουλο: “Θητεία στη μοναξιά και στην απόγνωση”, στον τόμο:
Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.123
67
Tino Sangiglio, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση: Απόψεις και κείμενα», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σσ.359-360
68
Βαγγέλης Κάσσος, «Η έκπτωση από τη μοναξιά στα ποιητικά έργα του Νίκου Ασλάνογλου και του
Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.,σ.216
69
Αλέξης Ζήρας, «Ντίνος Χριστιανόπουλος», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.383
70
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.289
Νικολαΐδης Αναστάσιος 14
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
εριστικός στο θέμα αυτό, που ο λόγος του διεκδικεί την εγκυρότητα της συλλογικής
διαμαρτυρίας για την ασφυκτική μοναξιά, ένα πανανθρώπινο φαινόμενο της εποχής
μας».71
Η σύγκρουση του ποιητή με τη μοναξιά σημάδεψε όχι μόνο τη θεματολογία
του αλλά και την έκφρασή του. Από τα Ξένα Γόνατα και μετά ο Χριστιανόπουλος
επιχειρεί να διαμορφώσει «μια έκφραση πιο γυμνή και πιο τολμηρή»,72 την οποία θα
κατακτήσει με τον Ανυπεράσπιστο καημό και θα την αξιοποιήσει ως πολύτιμο όπλο
ενάντια στα «ύπουλα χτυπήματα της μοναξιάς». 73 Εδώ βρίσκεται η ρίζα της
εξομολογητικής διάθεσής του 74 η οποία, και πάλι, γίνεται έρμαιο των ερωτικών
συναισθημάτων. Η εξομολόγηση και η έκθεση των εσώψυχών του είναι κομμάτι του
κύκλου αυτοτιμωρίας και λύτρωσης στον οποίο ωθείται ο ποιητής μέσα από την
σύγκρουσή του με τη σεξουαλική του ταυτότητα και η ποίηση λειτουργεί ως
καθαρτήριο μιας ψυχής που βασανίζεται από τα πάθη της. 75
Τελικά, λοιπόν, δεν είναι τόσο παράδοξο το γεγονός ότι ένας ποιητής
ομοερωτικός καταφέρνει να αποτυπώσει ποιητικά τον έρωτα με τρόπο τέτοιο ώστε να
υπερβαίνει τα σύνορα που ενδεχομένως χωρίζουν το ομοφυλοφιλικό από το
ετεροφυλοφιλικό ερωτικό βίωμα και να εκφράζει τον ερωτικό καημό αποδεσμευμένο
από λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με φύλα και σεξουαλικές προτιμήσεις, αφού
πάνω απ’ όλα «είναι ένας άνθρωπος που αγωνίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του, καθώς
δίνει λογοτεχνική έκφραση στα πιο βαθιά μύχια της ύπαρξής του».76 Όπως δήλωσε
και ο ίδιος,77 αν και αιρετικός του έρωτα, κατόρθωσε να τον εκφράσει καλύτερα κι
από τους ορθόδοξους του έρωτα. Κι αυτό, βεβαίως, δεν είναι μια κατάκτηση άνευ
σημασίας, σε εποχές μάλιστα κατά τις οποίες αφενός οι ερωτικές παρεκκλίσεις
ήγειραν σωρεία μειωτικών αντιδράσεων και κοινωνικών αποκλεισμών, και αφετέρου
η ελληνική κοινωνία άλλαζε πρόσωπο και, μεταξύ άλλων, υπέστη την αστική
αλλοίωση της ερωτικής της φυσιογνωμίας. Πρόκειται για μια κατάκτηση που
προέκυψε μέσα από την ειλικρίνεια, τη συνέπεια και την απλότητα της λογοτεχνικής
κατάθεσης. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν έκανε το σφάλμα να επιδιώξει δύσκολες
και ανούσιες γενικεύσεις έμεινε πάντα προσηλωμένος στη διαχείριση του μοναδικού
υλικού που είχε δικαίωμα να επεξεργαστεί,78 αυτού που εδραζόταν στη βιωματική και
όχι επινοημένη επαφή με τον έρωτα, άφησε όμως ένα έργο τόσο διευρυμένο
κοινωνικά, που επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο ότι «ο μόνος δρόμος προς το
71
Βαγγέλης Κάσσος, «Η έκπτωση από τη μοναξιά στα ποιητικά έργα του Νίκου Ασλάνογλου και του
Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.218
72
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.13
73
Βαγγέλης Κάσσος, «Η έκπτωση από τη μοναξιά στα ποιητικά έργα του Νίκου Ασλάνογλου και του
Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σσ.215-216
74
Σε συνέντευξή του στον Χρίστο Ζαφείρη δηλώνει ο ποιητής: «Από 19 χρονών που άρχισα να
δημοσιεύω ποιήματα, παρουσιάζω έντονες εξομολογητικές διαθέσεις στα γραφτά μου. Αυτό σημαίνει
ότι θεωρητικά και πρακτικά αποδέχομαι την εξομολόγηση ως βασική ποιητική έκφραση και ως μια
διέξοδο της ύπαρξής μου. Μια εξομολόγηση που δεν την αποφεύγω όσο οδυνηρή κι αν είναι. Μια
εξομολόγηση ειλικρινέστατη, και σε βάθος, η οποία όμως, όπως καταλαβαίνεις, με φέρνει γυμνό και
ακάλυπτο στα μάτια οποιουδήποτε θα ήθελε να μου κάνει κακό»./ «Ο δε υπομείνας εις τέλος…»,
ό.π.(σημ.29), σ.38
75
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.291
76
Ό.π., σσ.283-284
77
Ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο βιβλιοπωλείο Ιανός, Θεσσαλονίκη, Σάββατο, 13
Δεκεμβρίου 2008
78
βλ. Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ,26), σσ.48-49
Νικολαΐδης Αναστάσιος 15
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
καθολικό που έπρεπε ν’ ακολουθήσει ήταν αυτός που τελικά διάλεξε, δηλαδή η
ατομική περίπτωση».79
Λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος, την ερωτική
και την κοινωνική διάσταση του έργου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, η παρούσα
εργασία ξεκίνησε ως μια προσπάθεια περιδιάβασης στα λογοτεχνικά πονήματα του
συγγραφέα, με σκοπό την ανίχνευση των διαφόρων πτυχών ερωτισμού και
κοινωνικότητας, στοιχεία, βεβαίως, που σπάνια αυτονομούνται στα ποιήματα και τα
πεζά, αλλά διαρκώς αλληλοδιαπλέκονται και τα καθιστούν πιο δύσκολα στην
προσέγγισή τους, αλλά παράλληλα πιο γοητευτικά κατά την αναγνωστική πράξη. Για
τον λόγο αυτό κρίθηκαν αναγκαίες δύο υποχωρήσεις ως προς το θέμα πραγμάτευσης:
Πρώτον, εγκαταλείφθηκε λόγω τεράστιου όγκου το θέμα της συστηματικής
προσέγγισης του ερωτισμού και της κοινωνικότητας του συγκεκριμένου έργου, και
στη θέση του προτιμήθηκε μια σμίκρυνσή του που αφορά σε δύο συγκεκριμένες αλλά
έντονα αισθητές στο έργο του Χριστιανόπουλου πτυχές, το πάθος και το ήθος. Η
επιλογή αυτή δεν έγινε τυχαία, καθώς οι δύο αυτές έννοιες, όπως θα φανεί παρακάτω,
παρόλο που στο επίπεδο της ποιητικής έμπνευσης λειτουργούν ως σχεδόν
αποκλειστικά προσωπικοί παράγοντες, στο επίπεδο της ανάγνωσης συμβάλλουν
καθοριστικά στη μετατόπιση του δημιουργικού αποτελέσματος από το προσωπικό
στο καθολικό.80 Έτσι, παρακολουθώντας τες, θα γίνει δυνατή η αποκάλυψη ενός από
τους τρόπους με τους οποίους αυτή η τόσο προσωπική ποίηση κατορθώνει να αποκτά
ευρύτερη κοινωνική απήχηση. Δεύτερον, παρά την αναγκαστική εστίαση στα δύο
παραπάνω, τα κοιτάσματα των κειμένων του Χριστιανόπουλου αποδείχθηκαν τόσο
πλούσια, ώστε υποχρέωσαν σε μια δεύτερη περίσφυξη του θέματος και στην ανάγκη
να επιλεχθεί τελικά μόνο μία από τις λογοτεχνικές καταθέσεις του ποιητή. Έτσι, η
εξέταση αποκλειστικά της πρώτης ποιητικής συλλογής του Χριστιανόπουλου,
συνέβαλε στο να αποκτήσει ισχυρότερη συνοχή η παρούσα εργασία, ενώ η επέκτασή
της σε όλο το έργο του Χριστιανόπουλου θα παρέσυρε αναγκαστικά σε επικίνδυνες
γενικεύσεις και χάσματα, και θα διέλυε την αίσθηση της ολοκλήρωσης.
Η έννοια του πάθους επιλέχθηκε ως αντιπροσωπευτική της ευρύτερης
ερωτικής διάθεσης που, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, χαρακτηρίζει έντονα το
έργο του Χριστιανόπουλου. Άλλωστε, είναι μια έννοια η οποία έλαβε μια κατεξοχήν
κεντρική θέση στις κριτικές προσεγγίσεις του έργου του: «Υπάρχει ένα βασικό,
υπαρξιακό δράμα στον Χριστιανόπουλο και είναι το δράμα του συχνά
ανικανοποίητου ερωτικού πάθους, που γίνεται μόνιμο κλίμα και μοναδικός πυρήνας
της ποιήσεώς του». 81 «Των παθών είναι δέσμιος ο ποιητής, των παθών που δε
βρίσκουν ποτέ τέλεια ικανοποίηση».82 «Από την Εποχή των ισχνών αγελάδων ώς Το
κορμί και το σαράκι έχουμε μιαν αδιάκοπη κάθοδο στην κόλαση του πάθους, όπου η
79
Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω Βόλτας», ό.π.(σημ.58), σ.26
80
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς αναφέρει ότι η επικοινωνία των ποιημάτων του Χριστιανόπουλου με τον
αναγνώστη «οφείλεται στην ένταση αυτού του πάθους (στοιχείο μεταδόσιμο) και προ παντός στην
μαρτυρική μέχρις εξουθενώσεως αυτοσυντριβή που μοιραία το παρακολουθεί (στοιχείο καθολικό)»/
Αλέξανδρος Κοτζιάς, «”Ποιήματα, 1949-1960”, Ντίνος Χριστιανόπουλος», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.111
81
Τάκης Σινόπουλος, «Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ανυπεράσπιστος καημός”», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.89
82
Λυκούργος Αγγελόπουλος, «Ποιήματα Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π. σ.113
Νικολαΐδης Αναστάσιος 16
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
83
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο,
ό.π., σ.136
84
Περικλής Σφυρίδης, «Ντίνος Χριστιανόπουλος: μια ψυχογραφική προσέγγιση», Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο, Ελένη Μ. Λαζαρίδου (επιμ.), Θεσσαλονίκη, 1987, σ.66 (στο εξής:
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο)
85
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.284
86
Χριστιανόπουλος-Καβάφης, ό.π.(σημ.13), σ.13
87
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο, ό.π.(σημ.84), σσ.60 και 63-66
88
Ό.π., σ.60
89
Στο έργο του Χριστιανόπουλου δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η σεξουαλική διέγερση
φουντώνει λόγω της ανεπιτήδευτης λαϊκότητας κάποιων αντρών (βλ. «Στην ταβέρνα», «”έτσι στο
τσάμπα;”»), ενώ συχνά αντιμετωπίζεται από απαξιωτικά έως χλευαστικά η κίβδηλη επιτήδευση του
αστικού εκμοντερνισμού (βλ. «Κοσμικοί νέοι», «Αλήτης 1986»)
90
Η συμπάθεια και η εκτίμηση του ποιητή προς τους λαϊκούς τύπους γίνεται φανερή και στο έργο του
(κυρίως στα πεζά «Ο Χίλιος» και «Ο Φώτης»), αλλά και γενικότερα στη ζωή του, όπως φαίνεται από
το συναισθηματικό δέσιμο που ανέπτυξε με διάφορους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες (βλ. Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ αθέσπισεν… Αυτοβιογραφικά κείμενα, Θεσσαλονίκη, Ιανός,
2008 στο εξής: Θεσσαλονίκην, ου μ’ αθέσπισεν…)
91
Για τον Καθαρό Ουρανό σημειώνει ο Περικλής Σφυρίδης: «Εδώ μπαίνουμε σε μια άλλη πτυχή της
λογοτεχνικής δημιουργίας του Χριστιανόπουλου, όπου ως πρότυπά της έχει το λαϊκό, το γνήσιο και το
αχάλαστο. Υπάρχει η τάση του εκθειασμού των λαϊκών χαρακτήρων που έμειναν μακριά από τι
κοινωνικές συμβατικότητες, οι οποίες επικράτησαν στην καταναλωτική μεταπολεμική πραγματικότητα.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 17
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
στο υπόλοιπο έργο του. Μέσα από την ανάδειξη αυτών των χαρακτήρων σε πρότυπα
ζωής, πρεσβευτές και υπερασπιστές μιας ελληνικής παράδοσης που διαρκώς
αλλοιώνεται, «ο Χριστιανόπουλος μπόλιασε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση με το
λαϊκό στοιχείο».92
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τρέφει ένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο τόσο για την αισθητική, όσο και για την καλλιτεχνική
και ιστορική του αξία. Αποτέλεσμα αυτής της συμπάθειας είναι σε καλλιτεχνικό
επίπεδο η στιχουργική σύνθεση και μελοποίηση από τον ίδιο τον ποιητή (αν και δεν
γνωρίζει από μουσική) ρεμπέτικων τραγουδιών (Το αιώνιο παράπονο, 1981), και σε
ερευνητικό επίπεδο η μελέτη της ιστορίας και των χαρακτηριστικών του
ρεμπέτικου,93 σε εποχές μάλιστα κατά τις οποίες δεν είχε αναγνωριστεί ακόμα η αξία
του και κυριαρχούσε η πολεμική εναντίον του. Η σχέση αγάπης του
Χριστιανόπουλου με το ρεμπέτικο συνέβαλε καθοριστικά στην εμφάνιση και
διαμόρφωση των ηρώων της λογοτεχνίας του που φέρουν τα χαρακτηριστικά του
ρεμπέτη.94 «Στην κοινή αντίληψη ρεμπέτης είναι ταυτόχρονα ο άσωτος, ο αλήτης, το
παλικάρι, ο επαναστάτης, το περιθωριακό άτομο αυτός που δεν λογαριάζει τις
επικρατούσες συνθήκες και κάνει το κέφι του, πιστεύοντας σε δικές του αξίες που
λίγο ή πολύ είναι ταυτόσημες και διαχρονικές σε ανθρώπους της ίδιας κατηγορίας.
Αυτός, τελικά, που διαθέτει γνησιότητα αισθημάτων και φιλότιμο». 95 Έτσι, οι
ρεμπέτες των ποιημάτων και, κυρίως, των πεζών του Χριστιανόπουλου, καθίστανται
κύριοι εκφραστές αυτής της μορφής πάθους που ονομάσαμε «μεράκι».
Η έννοια του ήθους, από την άλλη, στην παρούσα εργασία επιλέχθηκε ως
αντίποδας του πάθους, με σκοπό να αναδείξει αυτή την ιδιαίτερη, αλλά τόσο
καθοριστική για το έργο του Χριστιανόπουλου όψη της κοινωνικότητας. Για την
αποφυγή προσκρούσεων σε σημασίες που κατά καιρούς έχουν δοθεί στον όρο, είναι
απαραίτητος ο σαφής καθορισμός του τρόπου με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί εδώ.
Με τον όρο «ήθος» εννοούμε το σύνολο των αντιλήψεων του ποιητή για τον άνθρωπο,
τη συμπεριφορά του και την οποιαδήποτε σχέση του με τον εαυτό του και με τους
άλλους όπως αντικατοπτρίζεται στις λογοτεχνικές του δημιουργίες, τη στάση ζωής
που μορφώνεται μέσα από τα περιβάλλοντα ερεθίσματα του Χριστιανόπουλου και
μεταπηδά στο έργο του προκειμένου να πλάσει τις συνειδήσεις των λογοτεχνικών του
ηρώων. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου, όπου
έχουμε να κάνουμε με ένα έργο τόσο έντονα βιωματικό, συγγραφέας και αφηγητής
πολλές φορές ταυτίζονται, ενώ ακόμα και για τα κείμενα όπου δε συμβαίνει αυτό, η
επιλογή και ανάδειξη των ηρώων γίνεται πρωτίστως με κριτήριο το ηθικό προφίλ
τους, επομένως μέσω της λογοτεχνίας του ο Χριστιανόπουλος αποκαλύπτει ανοιχτά
τις προσωπικές του απόψεις περί ήθους. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν οι όροι
«ήθος» και «ηθική» και από την κριτική, η οποία επισήμανε πως «από τότε που ο
[…] Το Καθαρός Ουρανός υποδηλώνει την αξία της άδολης λαϊκής ψυχής»/ Περικλής Σφυρίδης, Εν
Θεσσαλονίκη. 13 σύγχρονοι πεζογράφοι. Μελέτη-Ανθολογία, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2001, σσ.43-44 (στο
εξής: Εν Θεσσαλονίκη. 13 σύγχρονοι πεζογράφοι)
92
Τάσος Κόρφης, «Δύο ποιητές της “Διαγωνίου”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2)
σ.158
93
βλ. «Ρεμπέτικο» και «Η μάνα στα ρεμπέτικα» στο: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Με τέχνη και με Πάθος.
Δοκίμια, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1988
94
Ο ορισμός του Χριστιανόπουλου για τον ρεμπέτη: «Ρεμπέτης δεν είναι ο λαϊκός τύπος με τη μαγκιά
αλλά εκείνος που έχει φιλότιμο, κιμπαρλίκι, μεράκι και πείσμα για ελεύθερη ζωή. Αυτά είναι η
αναπνοή της ψυχής του και η ανάγκη της ύπαρξής του, γι’ αυτό παλεύει κάθε μέρα μην τα χάσει κι
όταν δεν τα καταφέρνει, τραβιέται στο περιθώριο που έχει πιο ανθρώπινους ρυθμούς»/ Το επ’ εμοί,
ό.π.(σημ.26), σ.23
95
Εν Θεσσαλονίκη. 13 σύγχρονοι πεζογράφοι. ό.π.(σημ.91), σ.45
Νικολαΐδης Αναστάσιος 18
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Χριστιανόπουλος απόχτησε μια κάποια συνειδητοποίηση του εαυτού του, ζει κάτω
από μια ηθική ένταση που οδηγεί στην αυτογνωσία». 96 Πολλές φορές μάλιστα
επισημάνθηκε η απόσταση που χωρίζει την ηθική στάση του Χριστιανόπουλου από
τη συμβατική ηθική, καθώς «έχει την τόλμη που του υπαγορεύει μια απώτερη ηθική,
μια ηθική που δεν γνωρίζει συμβιβασμούς ούτε προσπαθεί να κρύψει τα ταπεινά
πάθη των ανθρώπων, που δεν καλύπτει με σιωπή τον έρωτα και δεν υποχωρεί στη
δυστυχία. Με άλλα λόγια που δεν είναι, καθώς λέει κι ο ίδιος, “τρεχάμενη ηθική”»,97
αλλά μια ηθική απολύτως προσωπική που αντικατοπτρίζει την κοσμοθεωρία του για
πολλούς τομείς της ζωής του.
Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στη διάπλαση του ήθους του
στάθηκε η εκκλησία και τα διδάγματά της. Όπως σημειώνει ο Tino Sangiglio: «Η
αντίθεση ψυχή-σώμα, μαζί με ένα συναίσθημα θρησκευτικότητας βαθιά ριζωμένο,
διαποτίζει ήδη τα πρώτα του ποιήματα».98 Ο ποιητής, μεγαλώνοντας στα κατηχητικά
και ενστερνιζόμενος, πριν ακόμα από τη σεξουαλική του ωρίμανση, τη χριστιανική
αντίληψη για τη ζωή και την αγάπη, διαμόρφωσε έναν εσωτερικό ηθικό κώδικα
εμποτισμένο από την αγνότητα του ιερού και καθαγιασμένου και το μίασμα του
αμαρτωλού. «Αν και ο Χριστιανόπουλος ενδεχομένως απέρριψε τις διδαχές της
Εκκλησίας, μέσα στην οποία ανατράφηκε, τόσο αυτός όσο και το έργο του έχουν
σφραγιστεί από τον χριστιανισμό» 99 με έναν τρόπο μοναδικό και πρωτότυπο. Ο
χριστιανισμός λειτουργεί διπλά, καθώς πέρα από ηθικό βάρος που ενσταλάζει στον
ποιητή, καταφέρνει να καθάρει την ψυχή του και να τον σώσει σωματικά και
πνευματικά. «Η αυτοκαταστροφή του θα ήταν και η φυσική συνέπεια της
διεστραμμένης του ζωής, αν δεν είχε την χριστιανική συνείδηση, να του ελέγχει τις
πράξεις, να τον κάνει να βράζει μέσα στην ενοχή να τον πιέζει να βάνει φρένο στην
καταστροφή του».100
Δεύτερη μορφή ήθους που συναντάμε είναι κάποιου είδους ηθική στον έρωτα.
Όταν ο ποιητής καταφέρνει να ξεπεράσει ή να αποτινάξει τους ενδοιασμούς που του
προκαλεί ο χριστιανισμός όσον αφορά την αίσθηση της ερωτικής ηδονής, έρχεται
αντιμέτωπος με τον ίδιο τον έρωτα, ο οποίος αποδεικνύεται ένα δύσκολο παιχνίδι που
απαιτεί τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντί του προκειμένου να
γίνει πιο αποδοτικός αλλά και να ελαχιστοποιηθούν οι ύπουλοι κίνδυνοι που κρύβει
για τον ποιητή. Στο πλαίσιο αυτού του ήθους, ο έρωτας εξιδανικεύεται και γίνεται ο
μόνος αληθινός σκοπός που μπορεί και πρέπει να αγιάσει όλα τα μέσα προκειμένου
να φτάσει στην ολοκλήρωσή του. Δεν είναι λίγα τα κείμενα όπου διαφαίνεται αυτή η
ηθική στάση απέναντι στον έρωτα, 101 σε σημείο μάλιστα κάποια από αυτά να
προσλαμβάνουν διδακτικές διαστάσεις 102 και να εκλαμβάνονται ως συμβουλές ενός
«ανθρωπολόγου του έρωτα».
96
Κίμων Φράιερ, «Το κορμί και το σαράκι: Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.195
97
Λυκούργος Αγγελόπουλος, «Ποιήματα Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π. σ.114
98
Tino Sangiglio, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση: Απόψεις και κείμενα», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π. σ.357
99
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π, σ.284
100
Βασίλης Δημητράκος, Ανοιχτή πληγή ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου,
Θεσσαλονίκη, Μπιλιέτο, 1988, σσ.10-11
101
βλ. «Περιστατικό στην Αθήνα», «Το έγκλημα της μοναξιάς», «Βολέματα καταστροφής», «Νύχτα
χάρισέ μου ένα κορμί», «Στη Σκύρο», κ.ά.
102
βλ. «Εκείνοι που μας παίδεψαν», «Ενός λεπτού σιγή», «Μην περιμένεις», «Προκοπή απ’ τους
όμορφους δεν έχει», «Στο φίλο που πάει για δάσκαλος», κ.ά.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 19
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
103
βλ. «Αποστρατευμένοι», «Η αγκίδα», «Το χούφταλο», «Ο Χιλιαστής», «Η Μαρία και η Πόπη», κ.ά.,
καθώς και αρκετά από τα μικρά ποιήματα.
104
Otto Mannheimer, «Ο Ποσειδώνας ανάμεσα στο πάθος και την ηθική», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.209
105
Το θέμα του ρεμπέτη είναι χαρακτηριστικό της αντίστασης σε απόπειρες σαφούς διαχωρισμού των
εννοιών «πάθος» και «ήθος» στο έργο του Χριστιανόπουλου, καθώς συχνά, όπως και στην προκειμένη
περίπτωση, η μεταξύ τους σχέση είναι τόσο στενή και οργανική, που είναι αδύνατον να ταξινομηθούν
σε κατηγορίες.
106
Εν Θεσσαλονίκη. 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, ό.π.(σημ.91) σσ.46-47
107
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.285
108
Αλέξης Ζήρας, «Ντίνος Χριστιανόπουλος», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π. σσ.382-383
109
Λόγος Γυμνός, ό.π.(σημ.8), σ.9
Νικολαΐδης Αναστάσιος 20
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι το πάθος και το ήθος αποτελούν δύο διαφορετικές
δυνάμεις που μέσω άλλοτε της ταύτισής τους και άλλοτε της διαρκούς σύγκρουσής
τους, συμβάλλουν καθοριστικά και στη διαμόρφωση του ποιητικού του προσώπου.
Μόνιμο σχεδόν αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι οι τύψεις και οι ενοχές,
συναισθήματα που πηγάζουν κυρίως από τη μάχη που δίνει ο έρωτας με τη
χριστιανική ηθική, στην προσπάθεια του ποιητή να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη
επιλογή και την πίστη. «Η τύψη και η μετάνοια, ο αγώνας και η ήττα του ανθρώπου,
που απεγνωσμένα προσπαθεί να υποτάξει τον πειρασμό της σάρκας χωρίς να το
επιτυγχάνει, που τον βασανίζει το όραμα της χαμένης αγνότητας επανέρχονται στα
Ποιήματά του, δίνοντάς τους το ιδιαίτερο χρώμα που διαθέτουν».110 Ο ποιητής δεν
υποκύπτει στην πρόσκαιρη ερωτική απόλαυση χωρίς αντίσταση ούτε αναζητά μονάχα
αυτό, αλλά παλεύει για τη βίωση μιας αγάπης που έχει, τουλάχιστον στη βάση της,
μια χριστιανική ανωτερότητα, 111 ικανή να εξαγνίσει τον αμαρτωλό. 112 «Η ψυχή,
παγιδευμένη στη θολή δίνη του πάθους, στα πλοκάμια ενός κόσμου που μυρίζει σήψη
και διαφθορά, ζει το μοναχικό δράμα της αναζήτησης μιας αντίστασης και μιας
εναντίωσης και αυτό το δράμα αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα, για να μην πούμε
ενίοτε και τον μοναδικό, της ποίησης του Χριστιανόπουλου».113 Ελάχιστες είναι οι
φορές που οι τύψεις δεν κυριεύουν τον ποιητή, κι αυτό συμβαίνει όταν η ερωτική
εμπειρία καταφέρνει να κατακτήσει κάποια υποκειμενική ποιότητα.
Ενώ η σύγκρουση του ερωτικού πάθους με τις υπερβατικές απόψεις του
χριστιανισμού οδηγεί στις τύψεις, η δυναμική του πάθους της ψυχής, όπως
παρουσιάστηκε παραπάνω, χαράσσει έναν παράλληλο προς τις τύψεις δρόμο μέσα
στα έργα του Χριστιανόπουλου. Έχοντας το θάρρος να μιλήσει ανοιχτά για τη ζωή
του, κατακτά τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια του χαρακτήρα, που δεν διαθέτουν οι
εκπρόσωποι της υποκριτικής κοινωνικής ηθικής, κι αυτό του δίνει το θάρρος να
μεμφθεί τη φαυλότητα των συμβάσεων και να διεκδικήσει την ελευθερία του
αυτοπροσδιορισμού. Κηρύσσοντας πόλεμο στον κομφορμισμό που επιβάλλει η
κοινωνία, «αγωνίζεται να σπάσει το απόστημα του καθωσπρεπισμού και της
σεμνοτυφίας που τον περισφίγγει, να κερδίσει σε τελευταία ανάλυση το δικαίωμα να
διαχειρίζεται ο ίδιος το σώμα του και την ψυχή του».114 Απέναντι στη σκληρότητα
της ερωτικής πιάτσας, στην αυτοταπείνωση του αγοραίου έρωτα, στη ντροπή του
κοινωνικού στίγματος και στη θλιβερή διαπίστωση πως η πάλη με το κορμί του τον
βρίσκει πάντα ηττημένο, ο ποιητής καταφέρνει να διατηρήσει ένα αίσθημα
αφοπλιστικής αξιοπρέπειας. «Αφού ο Χριστιανόπουλος κατάλαβε ότι του είναι
αδύνατο να τιθασεύσει το πάθος του, αγωνίζεται για την αξιοπρέπειά του» 115 και δεν
επιτρέπει σε κανέναν να τον κατηγορήσει για πράγματα τα οποία ο ίδιος πρώτος απ’
όλους παραδέχεται. «Ο κυνισμός δεν τον κυριεύει, γιατί δεν χάνεται η συνείδησή του,
110
Βάσος Βαρίκας, «[για τα Ποιήματα 1950-1955]», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2),
σ.69
111
Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το δίστιχο «ἔχτισα τὸν παράδεισό μου/ μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς
κόλασής σου» της συλλογής Το κορμί και το σαράκι, όπου αποτυπώνεται με πρωτοτυπία, σαφήνεια και
λακωνικότητα η άρρηκτη σχέση του προσδοκωμένου παραδείσου με την κόλαση της πραγματικότητας.
112
«Είναι αλήθεια ότι η λαχτάρα για ερωτική ζωή με έριξε τόσο πολύ χαμηλά, όμως το αίτημα για
αληθινό έρωτα υπήρχε πάντα. Μέσα απ’ το πολύ ψουνιστήρι, έλπιζα πως όλο και θα βρίσκονταν μια
σχέση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αληθινό έρωτα και να με εξαγνίσει.» / Ντίνος
Χριστιανόπουλος, «Σταυρούπολη. Νυχτερινή μου πατρίδα», στο: Θεσσαλονίκη, ου μ’ εθέσπισεν,
ό.π.(σημ90), σ.160
113
Tino Sangiglio, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση: Απόψεις και κείμενα», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.359
114
Ματιές ενόλω, ό.π.(σημ.2), σ.108
115
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο, ό.π.(σημ.84), σ.70
Νικολαΐδης Αναστάσιος 21
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
δεν επικαλύπτεται. Αναδύεται κάθε τόσο μέσα από τη φθορά, για να φωτίσει τα
ερείπια με τη γνωστική της ιδιότητα και να βασανιστεί σαν ηθική συνείδηση. Αυτή
είναι κιόλας που δίνει τον τραγικό χαρακτήρα στην ποίησή του, μα και την κάθαρση
σε τελευταία ανάλυση».116
Από την άλλη, η τόσο συνεπής προσήλωσή του στις ηθικές του αρχές, του
δίνει συχνά την ελευθερία να μιλήσει καυστικά και ειρωνικά για ό,τι βρίσκεται στο
στόχαστρο της κριτικής του. Και πολύ συχνά στο στόχαστρό του βρίσκεται η
υποκρισία σε όλες τις εκφάνσεις. Έτσι, ειρωνεύεται την υποκρισία των χριστιανικών
μύθων σε σημείο να γίνεται βέβηλος, ειρωνεύεται την απότομη και χωρίς νόημα
μεταμόρφωση των πόλεων και των ανθρώπων σε πρωτευουσιάνους που έχασαν τη
γνησιότητα του λαϊκού τους παρελθόντος, ειρωνεύεται τη μαλθακότητα που
επικράτησε στις ερωτικές αναζητήσεις, καθώς η ελληνική κοινωνία προσπαθούσε να
γίνει κομμάτι της Δύσης, και ορισμένες φορές ειρωνεύεται και τον εαυτό του, που
πιστεύει σε ιδανικά που καθημερινά διαψεύδονται.
Όσον αφορά την ανάγκη να περιοριστεί η παρούσα εργασία στη μελέτη ενός
συγκεκριμένου έργου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μεταξύ των ποιητικών του
συλλογών και των διηγημάτων του επιλέχθηκε η πρώτη του ποιητική κατάθεση, η
Εποχή των ισχνών αγελάδων. Η επιλογή αυτή βασίστηκε σε λόγους οι οποίοι έχουν
να κάνουν κυρίως με την ιδιαιτερότητά της σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ποιητικές
και πεζογραφικές σειρές του καλλιτέχνη. Αν και πρόκειται για ένα έργο που
γράφτηκε από τον ποιητή σε πολύ μικρή ηλικία, παρουσιάζει μια αξιοθαύμαστη
ωριμότητα όσον αφορά τη διαχείριση τόσο της ποιητικής έμπνευσης, όσο και του
ποιητικού λόγου, ώστε πολλοί να είναι αυτοί που θεωρούν ότι πρόκειται ίσως για το
καλύτερο έργο του, αλλά και για ένα από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά ποιητικά
έργα. 117 Αυτό είναι λογικό να κινεί το φιλολογικό ενδιαφέρον μιας έρευνας που
πραγματεύεται τους δύο βασικούς πυλώνες της ποίησης του Χριστιανόπουλου, ώστε
να φανεί σε ποιο βαθμό είναι αποκρυσταλλωμένες σε αυτό το πρώτο έργο οι δυνάμεις
που θα διαπλάσουν και θα χαρακτηρίσουν όλο το μετέπειτα. Επιπλέον, όπως
ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής,118 την περίοδο που γράφτηκαν αυτά τα ποιήματα, αφενός
η ζωή του ήταν εμποτισμένη από το θρησκευτικό κλίμα των κατηχητικών, αφετέρου
δεν είχε αποκτήσει ακόμα ερωτικές εμπειρίες. Και τα δύο αυτά μας ενδιαφέρουν,
καθώς διαφοροποιούν την Εποχή… από τις άλλες συλλογές τόσο ως προς τα σημάδια
που αφήνει επάνω της η επίδραση της χριστιανικής ηθικής, όσο και ως προς τη
μοναδικότητά τους στο θέμα της ερωτικής ικανοποίησης, αφού όλα τα υπόλοιπα έργα
γράφτηκαν όταν ο έρωτας δεν ήταν πλέον μια απαγορευμένη ελπίδα, αλλά ένα
ενοχικό βίωμα.
Από την άλλη, η Εποχή… είναι το μοναδικό έργο του Χριστιανόπουλου, όπου
αξιοποιείται η «τεχνική των ιστορικών προσωπείων»,119 που έλκει την καταγωγή της
από την καβαφική ποίηση και όπου τα περισσότερα από τα ποιήματα χρησιμοποιούν
116
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος» στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο,
ό.π.(σημ.2), σσ.136-137
117
«Η συλλογή αυτή πρέπει να θεωρηθεί ορόσημο στα μεταπολεμικά ποιητικά δρώμενα: Συμπυκνώνει
εμβληματικά τις κύριες νεοελληνικές εκφάνσεις του μοντέρνου (εκτός του υπερρεαλισμού) και τις
προβάλλει στο άνυδρο μετεμφυλιακό τοπίο: H καβαφική ειρωνεία, ο αστικός ρεαλισμός του
Καρυωτάκη, το «μυθιστορηματικό» ταξίδι του Σεφέρη καθώς και ο σεμνός, απέριττος λόγος του
Αναγνωστάκη ανακαλούνται με αναστοχαστική έμφαση και οδηγούνται στα όριά τους.»/ Μαρία
Ιατρού, Ντίνου Χριστιανόπουλου έπαινος, Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την αναγόρευση του ποιητή σε
επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Φιλολογίας του Α. Π. Θ. την 01. 06. 2011, σ.2 (στο εξής: Ντίνου
Χριστιανόπουλου έπαινος)
118
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.9
119
Ό.π., σ.10
Νικολαΐδης Αναστάσιος 22
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 23
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
126
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
Νικολαΐδης Αναστάσιος 24
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Το πάθος στην Εποχή των ισχνών αγελάδων
127
«Ένας όμως από τον κύκλο των “Μορφών”, ο Τάκης Γκοσιόπουλος, πού επί χρόνια κρατούσε στον
“Ελληνικό Βορρά” τη στήλη των λογοτεχνικών νέων […] πολύ συχνά έβαζε διαφόρους δικούς του να
του στέλνουν επιστολές αγανακτήσεως για την προστυχιά των ποιημάτων μου», Ντίνος
Χριστιανόπουλος, «Τα δύσκολα χρόνια της κατακραυγής (1950-1954)», συνέντευξη στον Γιώργο
Κορδομενίδη, Εντευκτήριο 3 (Ιούνιος 1988), σ.111 (στο εξής: «Τα δύσκολα χρόνια της κατακραυγής
(1950-1954)»)
128
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρεται στην έντονη κατακραυγή που δέχτηκε από την οικογένειά
του, τους καθηγητές της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ όπου φοιτούσε, τα κατηχητικά (από τα οποία μάλιστα
αποπέμφθηκε μετά την δεύτερη έκδοση της Εποχής…), τον τύπο και τον λογοτεχνικό κόσμο: «Όλα
αυτά [...] είχαν σαν αποτέλεσμα να στραπατσαριστεί η ζωή μου τουλάχιστον δυο χρόνια, και με πολύ
βραδύ ρυθμό άρχισα να συνέρχομαι.» / Ό.π., σ.113
129
Οι μόνες, αρκετά αόριστες, αναφορές που έπεσαν στην αντίληψή μου είναι του Μπάμπη Κλάρα:
«Όλοι του σχεδόν οι στίχοι είναι δεμένοι στο πλέγμα της σεξουαλικότητας και βάλλουν σαρκαστικά
κατά της “τρεχάμενης”, όπως την αποκαλεί, ηθικής» [Μπάμπης Κλάρας, [για την «Εποχή των ισχνών
αγελάδων»], Βραδυνή, 19.02.1951], του Αιμίλιου Χουρμούζιου: «Η ποίηση του κ. Χρ. είναι, καθώς
αρχή-αρχή το σημείωσα, πολύ έξυπνη, όσο και τολμηρή, με κάποια νοσηρότητα στην τόλμη της.»
[Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Εποχή των ισχνών αγελάδων”», Νέα Εστία 591,
15.02.1952, σ.277], και του Αστέρη Κοββατζή: «Θεώμενος τα πράγματα από μια δική του σκοπιά και
ερμηνεύοντάς τα με την ιδιόρρυθμη ηθική και αισθητική του, φτάνει στο σημείο να εγείρη ένα
οικοδόμημα που ξαφνιάζει και ενοχλεί τους συντηρητικούς και ικανοποιεί εκείνους που βλέπουν τα
πράγματα με παρθενική όρασι.» [Αστέρης Κοββατζής, «Η κριτική του βιβλίου. Ντίνου
Χριστιανόπουλου: “Εποχή των ισχνών αγελάδων”», Απογευματινή, 25.05.1953]
130
Γιάννης Δάλλας, «Κριτική βιβλίου. Η πνευματική Θεσσαλονίκη. Ντ. Χριστιανόπουλου: Ποιήματα
(1950-1955), στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σσ.66-67
Νικολαΐδης Αναστάσιος 25
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
131
Βασίλης Φράγκος, «Ένας σύγχρονος ερωτικός ποιητής», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.
σ.72
132
Μανόλης Λαμπρίδης, «Η κριτική του βιβλίου, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα 1950-1955”»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.79
133
Nicholas Kostis, «Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.287
134
Γιώργος Μπλάνας, «Ιησούν ή Αρχίλοχον;», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.350
135
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.10
136
«Στο ξεκίνημά του ο Χριστιανόπουλος δεν ήθελε να ομολογήσει το πάθος του. Έβαζε διάφορα
ιστορικά πρόσωπα να μιλήσουν γι’ αυτόν»/ Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο, ό.π.(σημ.84),
σ.68
137
Κίμων Φράιερ, «Το κορμί και το σαράκι: Εισαγωγή στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.179
138
Τίμος Μαλάνος, «”Εποχή των ισχνών αγελάδων”, ποιήματα, Έκδοση “Κοχλία”, Θεσσαλονίκη 1950,
Ντίνου Χριστιανόπουλο, στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π. σ.42-43
139
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.11
Νικολαΐδης Αναστάσιος 26
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ποιητή, η τεχνική αυτή, όμως, μας ενδιαφέρει εδώ στον βαθμό που αυτά τα
προσωπεία καλύπτουν ή αποκαλύπτουν τις ποικίλες εκφάνσεις του ερωτικού πάθους
και αξίζει να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό αυτά τα ιστορικά προσωπεία μεταμφιέζουν
τον πραγματικό ερωτισμό του ποιητή 140 ή χρησιμοποιούνται ως μέσα για να
εκφραστεί μια ευρύτερη ερωτική αντίληψη.
Από τα δεκατρία ποιήματα που απαρτίζουν την οριστική έκδοση της
Εποχής…, στα τέσσερα ο αφηγητής είναι γένους θηλυκού («Μαγδαληνή», «Μαρία η
Αιγυπτία», «Στίχοι της αγίας Αγνής για τον άγιο Σεβαστιανό», «Αντιγόνης υπέρ
Οιδίποδος»), ενώ άλλο ένα αναπτύσσεται σε α΄ πληθυντικό αφηγηματικό πρόσωπο
(«Στον δρόμο της Δαμασκού»). Από τα υπόλοιπα οκτώ ποιήματα, στα οποία ο
αφηγητής είναι άνδρας και πρωτοπρόσωπος, μόνο τα τέσσερα αποπνέουν κάποιο
κλίμα έντονου ερωτισμού («Εκατόνταρχος Κορνήλιος», «Ο θάνατος του Αυνάν»,
«Σοδομίτες», «Περιστατικό στην Αθήνα») και μάλιστα όλα τους εκφράζουν έναν
«αποκλίνοντα» ερωτισμό, προβάλλοντας σεξουαλικές ή συναισθηματικές σχέσεις
μεταξύ αντρών. Αλλά και τα τρία πρώτα από τα ποιήματα με θηλυκό αφηγητή
παρουσιάζουν έντονο ερωτικό πάθος, το οποίο, αν και ετεροφυλοφιλικό, αντίκειται
στις κοινωνικές συμβάσεις και τείνει να πάρει τις φετιχιστικές διαστάσεις του
απαγορευμένου. «Το αισθησιακό πάθος εδώ προβάλλεται κυρίως με την μορφή της
παράνομης ηδονής», 141 κάτι που είναι προφανές πως ισχύει, και σε ακόμα
μεγαλύτερο βαθμό, και για τα ομοφυλοφιλικά ποιήματα. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο
ποιητής για την Εποχή…, «δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον έρωτα και βρισκόμουν σε
διαρκή έξαψη», 142 επομένως η αίσθηση του απαγορευμένου και η ανάγκη του
κορμιού, στοιχεία που στιγματίζουν όλα τα αμιγώς ερωτικά ποιήματα της συλλογής,
έχουν βιωματικές ρίζες και γίνονται ο κύριος άξονας πάνω στον οποία αποτυπώνεται
ο ερωτισμός.
Και αν είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τον ποιητή πίσω από τους Κορνήλιο,
τον Αυνάν και τους λοιπούς άρρενες αφηγητές των ερωτικών ποιημάτων, αξίζει να
διερευνηθεί αν οι γυναίκες αφηγητές απαντούν στην Εποχή… με την ίδια λειτουργία.
Βεβαίως, μια ταύτιση σε ερωτικό επίπεδο του ποιητή με τις γυναικείες παρουσίες της
συλλογής μόνο με ένα εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο θα μπορούσε να γίνει δεκτό,
λαμβάνοντας υπόψη πως αν κάτι τέτοιο πράγματι ισχύει, τότε έχει ψυχολογικές ρίζες
και αποτελεί μια προβολή του ασυνείδητου του ποιητή στο έργο. Όμως, έτσι
ξεφεύγουμε εντελώς από τη φιλολογία. Αντίθετα, αν κανείς ανατρέξει στο σύνολο
του λογοτεχνικού έργου του Χριστιανόπουλου, θα διαπιστώσει πως πουθενά αλλού
από τα Ξένα Γόνατα και μετά δεν θα χρησιμοποιήσει αφηγηματικές μορφές γένους
θηλυκού, ενώ παράλληλα οι γυναικείες παρουσίες είναι επίσης ελάχιστες και
ουδέποτε παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τον ποιητή. Αν η ψυχολογική του
ταύτιση με γυναικείες ερωτικές μορφές ήταν υπαρκτή, πιθανότατα θα συνέχιζε να
χρησιμοποιεί γυναίκες ως φορείς λόγου και στο κατοπινό του έργο, και η
εξομολόγηση θα μπορούσε να επιτευχθεί και με φωνές γένους θηλυκού. Άρα, η
Μαγδαληνή, η Μαρία και η Αγία Αγνή δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν προσωπεία
που φορά ο ποιητής για να κρύψει τον δικό του ερωτισμό, αλλά χρησιμοποιούνται ως
σκεύη έκφρασης του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε εν γένει το θέμα «έρωτας»,
κάτι που παραπέμπει σαφώς στην τάση προς την καθολικότητα που παρατηρείται
στην ποίηση του Χριστιανόπουλου, και για την οποία έγινε λόγος στην εισαγωγή.
Πράγματι, ο Χριστιανόπουλος εμφανίζεται από την πρώτη του συλλογή με μια
140
Ματιές ενόλω, ό.π.(σημ.7), σ.95
141
Βάσος Βαρίκας, «[για τα Ποιήματα (1950-1955)], στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2),
σ. 70
142
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.9
Νικολαΐδης Αναστάσιος 27
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
143
«Ο ποιητής μας δεν αρκείται στο να μεταχειρίζεται για γενεσιουργό αίτιο τα παλιά θέματα και απλά
και μόνο να διοχετεύει τις αγωνίες του, διατηρώντας τους τύπους και την ατμόσφαιρα εκείνης της
εποχής, όπως κάνει ο Καβάφης. Παίρνει τούτους τους παλιούς και συμβολικούς πια ανθρώπινους
τύπους και τους τοποθετεί μέσα στους σημερινούς ανθρώπους και μέσα στη σημερινή ατμόσφαιρα.
[…] Τους γδύνει όμως απ’ τον ανθρώπινο εσωτερικό τους παλμό και τους τυλίγει με τις αγωνίες και με
τα οράματα, και με τους αγώνες των σημερινών μας καθημερινών ανθρώπων και τους βουτά μέσα σε
τούτη τη δραματική ατμόσφαιρα των ημερών μας»/ Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Ντίνου Χριστιανόπουλου:
“Εποχή των ισχνών αγελάδων”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.46
144
Κεφάλαιο Η΄, 6
145
Κεφάλαιο Ζ΄, 2
146
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.98
147
Η έκφραση «ερωτική αγωνία» χρησιμοποιείται συχνότατα από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στις
ομιλίες του για να προσδιορίσει την οπτική της ποίησής του πάνω στο ευρύτερο θέμα του έρωτα.
148
«Ο φόβος μήπως αποκαλυφθούν οι αμαρτωλές, κατά τη χριστιανική άποψη, ροπές του ποιητή είναι
αυτός που τον ωθεί στη χρήση των μυθικών, βιβλικών και μη, προσωπείων, τα οποία αξιοποιεί
εκτεταμένα η Εποχή…. Τα πρόσωπα της Εποχής… ζουν έντονα τη βασανιστική αντίφαση ανάμεσα
στην πίστη και στον έρωτα, στη χριστιανική και την κοσμική ζωή, κι αυτό εκφράζεται στο ποίημα
άλλοτε υπαινικτικότερα κι άλλοτε πιο έκδηλα. Έτσι ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, μιλώντας στο θεό,
Νικολαΐδης Αναστάσιος 28
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Εδώ η λέξη «αγάπη», μια θεμελιώδης λέξη για τις διδαχές του χριστιανισμού,
προκρίνεται σαφώς έναντι της λέξης «έρωτας» που ανταποκρίνεται περισσότερο στην
αλήθεια. Η επιλογή δεν φαίνεται να γίνεται τυχαία, αφού η σύνδεση των εννοιών
αγάπη-πίστη υπό τη σκέπη του χριστιανικού ήθους είναι εύκολα αφομοιώσιμη από
τον αναγνώστη και τον εισάγει ομαλά στο βιβλικό περιστατικό, μόνο και μόνο για να
τον ξαφνιάσει αμέσως παρακάτω, όταν θα αποκαλυφθεί ότι η «αγάπη» αυτή καθόλου
χριστιανικά εφαλτήρια δεν έχει, αλλά, αντιθέτως, μάλλον βέβηλα. Πρόκειται, όπως
αναφέρει η Μαρία Iατρού, 149 για ένα δείγμα μεταβολής των κινήτρων
(transmotivation κατά τον Genette), κατά το οποίο ο Κορνήλιος, παρόλο που θα
έπρεπε να ζητά την ίαση του δούλου του, αφορμώμενος από τη χριστιανική διδαχή
«αγάπα τον πλησίον σου», τελικά τη ζητά λόγω των απαγορευμένων ερωτικών
συναισθημάτων του προς τον πλησίον του. Όλα αυτά αποκαλύπτονται σε επόμενους
στίχους του ποιήματος και εκπλήσσουν τον αναγνώστη, ο οποίος αντιλαμβάνεται τι
βρίσκεται πίσω από τις συναισθηματικά φορτισμένες παρακλήσεις του Κορνήλιου
προς τον Ιησού. Στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει την παράκλησή του,
προσκολλάται σε χαρακτηριστικά του Αντώνιου που τον κάνουν περισσότερο ιδανικό
εραστή παρά ιδανικό δούλο:
Ο Κορνήλιος εξυμνεί τα χαρακτηριστικά του δούλου του, αλλά «οι λόγοι που
επικαλείται δεν είναι καθόλου επαρκείς για να δικαιολογήσουν στα μάτια του
αναγνώστη και στα μάτια του θεού την αγωνία και τη θέρμη που βάζει στην
προσευχή του ο κύριός του». 150 Αντίθετα, καθιστούν ένα μικρό πορτρέτο του
ερωτεύσιμου άνδρα, ο οποίος έχει πνευματικά ενδιαφέροντα, αλλά ταυτόχρονα
διατηρεί και τη σωματική ρώμη151 που του επιβάλει η θέση του:
αποσιωπά τον έρωτά του για το δούλο του Αντώνιο.», Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, «Ενοχές και Τύψεις
στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», Φιλόλογος 133 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2008),
σ.430
149
Για την ακρίβεια δεν πρόκειται ακριβώς για μετατόπιση κινήτρων, αφού το ευαγγελικό επεισόδιο
δεν παρουσιάζει κανενός είδους κίνητρα από την πλευρά του Εκατόνταρχου, πέρα από αυτά που
εύκολα μπορούν να εννοηθούν από τον ευαγγελικό λόγο. Γι’ αυτό, στην προκειμένη περίπτωση,
έχουμε μάλλον μια περίπτωση επινόησης κινήτρων (motivation κατά τον Genette). / Η «Εποχή των
ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σσ.97-100
150
Μανόλης Λαμπρίδης, «Η κριτική του βιβλίου, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα 1950-1955”»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.79
151
«Εδώ υποτίθεται ότι μιλάει πάλι ο πρακτικός Ρωμαίος, προσπαθώντας να πείσει ότι τα κίνητρά του
είναι ωφελιμιστικά. Αλλά μάταια ακόμα και η «μεγάλη του ρώμη» φορτίζεται αισθησιακά μέσα στο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 29
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Αυτό που δεν τολμά να ζητήσει ο Κορνήλιος, αλλά που αφήνει στη φαντασία του
καθενός να καταλάβει τι είδους ανηθικότητα είναι, τελικά είναι και αυτό που
ουσιαστικά ζητά, έχοντας φτάσει στην κορύφωση του πάθους του, και μην
μπορώντας πλέον να αποκρύψει πως οι μύχιες σκέψεις του δεν μπορούν να
αποτελέσουν επιχειρήματα υπέρ της ίασης του δούλου του. 154 Επίσης, η
προκλητικότητα του Εκατόνταρχου φτάνει στα ύψη της όταν αφήνει ανοιχτό το
ενδεχόμενο να ενστερνιστεί τον χριστιανισμό ως έσχατη θυσία του για τη σωτηρία
του δούλου. Αυτός ο στίχος μάς φέρνει πάλι πίσω στους δύο πρώτους στίχους του
ποιήματος και στη σύνδεση αγάπης-πίστης. Είναι τώρα σαφές ότι αυτή η αγάπη δεν
είναι χριστιανική, επομένως αυτή η σύνδεση αποκτά ιερόσυλες προεκτάσεις, ενώ,
παράλληλα, η πίστη φαίνεται να είναι και ο μοναδικός δρόμος αυτής της ερωτικής
αγάπης. Ο Κορνήλιος δεν ενδιαφέρεται για τη θρησκεία που προωθεί ο Ιησούς, ούτε
θα σκόπευε ποτέ να γίνει χριστιανός, αν δε βρισκόταν μπροστά στην ανάγκη ενός
θαύματος για να σωθεί ο Αντώνιος. Κι αυτό το θαύμα φαίνεται πως μπορεί να το βρει
μόνο μέσω του Ιησού. Για τον λόγο αυτό είναι πρόθυμος να «θυσιαστεί», να
απαρνηθεί την πρότερη θρησκεία του και να ασπαστεί τον χριστιανισμό, κι όλα αυτά
του τα «υπαγορεύει» ο έρωτας. Ο ποιητής αξιοποιεί εδώ τον χαρακτηρισμό του
χριστιανισμού ως θρησκεία της αγάπης, και επεμβαίνοντας αναθεωρητικά στο
ευαγγελικό επεισόδιο, καθιστά τον έρωτα ως κινητήρια δύναμη της πίστης. Στην
Αγία Γραφή η απάντηση του Ιησού προς τον Εκατόνταρχο είναι «οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ
τοσαύτην πίστιν εὗρον», 155 και μέσω της αιρετικής ανάγνωσης που προτείνει ο
κλίμα της ικεσίας και του συγκεκαλυμμένου ερωτισμού που έχει ήδη δημιουργηθεί»./ Η «Εποχή των
ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.99
152
Μανόλης Λαμπρίδης, «Η κριτική του βιβλίου, Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Ποιήματα 1950-1955”»,
στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.79
153
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.60
154
Ό.π., σ.100
155
Κατά Λουκάν, Κεφάλαιο Ζ΄, 9 / Κατά Ματθαίον, Κεφάλαιο Η΄, 10
Νικολαΐδης Αναστάσιος 30
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
«Η ειρωνεία εδώ έγκειται στην αντιστροφή των όρων της εξουσίας: διαβλέπουμε,
παρά τα λεγόμενα ή και εξαιτίας αυτών, ότι ο Κορνήλιος είναι ουσιαστικά ο δούλος
και ο Αντώνιος ο κύριος».157 Οι στίχοι αυτοί, με τη διπλή τους σημασία και με την
έντονη ειρωνεία που κρύβουν, «εισάγουν και ένα βασικό θέμα της ποίησης του
Χριστιανόπουλου, τον έρωτα ως σχέση εξουσίας-υποταγής», 158 αναιρούν τις
συμβατικές ταξικές διακρίσεις και προβάλλουν τον Κορνήλιο ως ένα από τα πολλά εν
δυνάμει θύματα του ερωτικού πάθους.
156
Σε σύμβολο πίστης και έρωτα αναδεικνύεται και η Μαγδαληνή, στο ομώνυμο ποίημα.
157
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.194
158
Ό.π., σ.194
159
Ο υποτιθέμενος έρωτας μεταξύ της Μαγδαληνής και του Ιησού ξεκίνησε από την συχνότατη
αναφορά και την όλως εξέχουσα θέση που κατέχει στην Αγία Γραφή, αλλά έγινε αντικείμενο έρευνας
και έμπνευσης από τον 20ό αιώνα και εξής, όταν ήρθαν στο φως ορισμένα απόκρυφα ευαγγέλια, όπως
αυτό του Φιλίππου, το οποίο χαρακτηρίζει τη Μαγδαληνή ως «κοινωνό» (σύντροφο;) του Ιησού και
αναφέρει ότι συχνά τη φιλούσε (63, 34-36). Αυτό στη συνέχεια έφτασε μέχρι την ιδέα ενός γάμου
μεταξύ τους, και έδωσε τροφή σε έργα λογοτεχνικά και μη, όπως Ο τελευταίος πειρασμός του Νίκου
Καζαντζάκη, το The Holy Blood and the Holy Grail των Michael Baigent, Richard Leigh, και Henry
Lincoln, το DaVinci Code του Dan Brown, κ.ά., σε θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, όπως το Jesus
Christ Superstar του Andrew Lloyd Webber, το The passion of the Christ του Mel Gibson, κ.ά., ενώ
αποτέλεσε και τον θεμέλιο λίθο μιας από τις μεγαλύτερες θεωρίες συνωμοσίας όλων των εποχών, η
οποία ξεκίνησε από τον Pierre Plantard στη γαλλική πόλη Rennes-le-Château και αφορούσε την
ύπαρξη υποτιθέμενων απογόνων του Ιησού και της Μαρίας Μαγδαληνής.
160
Το 591 ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, σε ένα κήρυγμά του συνένωσε τρεις γυναικείες μορφές της
Καινής Διαθήκης (την αμαρτωλή με το αλαβάστρινο δοχείο του Λουκά, την Μαρία, αδερφή της
Νικολαΐδης Αναστάσιος 31
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Η Μαγδαληνή, λοιπόν, επωμίζεται το βάρος της αμαρτίας της πορνείας, αλλά αυτό
συμβαίνει ύστερα από την πρώτη, «αποκαλυπτική» της συνάντηση με τον Ιησού,
γίνεται με πλήρη συνείδηση των πράξεών της και αφορμάται από την αντικειμενική
ανάγκη της για χρήματα, ώστε να μπορεί να ακολουθεί τον Ιησού στα διδάγματά του
και να βρίσκεται πλάι του. Μάλιστα, δεν φαίνεται πουθενά να νιώθει τύψεις για τις
αμαρτωλές της πράξεις. Αντιθέτως, η θυσία του κορμιού, με απώτερο στόχο την
πνευματική βίωση του (πλατωνικού) έρωτα, αντιμετωπίζεται με μια εξιδανικευτική
αφοσίωση:
Μάρθας και του Λαζάρου, του Ιωάννη, και την Μαρία Μαγδαληνή από την οποία ο Ιησούς
απομάκρυνε επτά δαιμόνια του Μάρκου) σε μία, υπό το όνομα της Μαρίας της Μαγδαληνής. Το 1969
το Βατικανό έκανε πλέον σαφή και επίσημο διαχωρισμό των τριών γυναικών, αποκαθιστώντας το
όνομα της Μαγδαληνής. / Kripal, Jeffrey John, The Serpent's Gift: Gnostic Reflections on the Study of
Religion, Chicago: The University of Chicago Press, 2007, σ.52
161
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.2), σσ.35-38
162
Κεφάλαιο Ζ΄, 36-50
163
«Ο Χριστιανόπουλος είναι ο τραγικός ποιητής του έρωτα γιατί έχει ενστερνιστεί την χριστιανική
ηθική, κατά την οποία η ομορφιά που διεγείρει την επιθυμία είναι η βιτρίνα της αμαρτίας»/ Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Μικρό Πορτρέτο, ό.π.(σημ.84), σ.68
164
«Το καταστάλαγμα σε αυτόν εκτείνεται σε μια διαδρομή που αρχίζει με την έλξη που ασκεί επάνω
του ο Καβάφης και φθάνει έως τον αισθησιασμό τον οποίο αντλεί από την Παλαιά Διαθήκη και είναι
επομένως μια λύση καθαρά “σωματική”, που παγιώνεται πολύ σύντομα με όλα τα τυπικά
χαρακτηριστικά της αντίθεσης ψυχή-σώμα, με στοιχεία που υπάγονται στους κανόνες της πτώσης, και
της ανάνηψης, του αμαρτήματος και της μεταμέλειας»/ Tino Sangiglio, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση:
Απόψεις και κείμενα», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σσ.356-357
165
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.39
166
Ό.π., σ.38
Νικολαΐδης Αναστάσιος 32
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
συγχώρεσης και θα της προσδοθεί μια νέα σκοπιμότητα: αυτή της έκφρασης του
ισχυρού ερωτικού πάθους της Μαγδαληνής.
Πράγματι, οι στίχοι όπου περιγράφεται το πλύσιμο των ποδιών είναι εντόνως
ερωτικά φορτισμένοι:
Το σκούπισμα των ποδιών του Ιησού με τα μαλλιά της κεφαλής της, το φίλημα των
ποδιών και η επάλειψή τους με μύρο, αντλούνται από το ευαγγελικό χωρίο του
Λουκά, 167 ωστόσο εδώ παραλείπεται η πρώτη (και ίσως πιο σημαντική) από τις
πράξεις της αμαρτωλής γυναίκας, δηλαδή το «πλύσιμο» των ποδιών του με τα
δάκρυα μετανοίας της, κάτι που επικυρώνει τη συνειδητή αποσύνδεση της
συγκεκριμένης σκηνής από τη διδακτική πρόθεση περί ανάγκης για μετάνοια του
ευαγγελικού της προτύπου. Επιπλέον, ο Χριστιανόπουλος αλλάζει τη σειρά των
κινήσεων της αμαρτωλής, επιλέγοντας να τοποθετήσει στο τέλος το φίλημα των
ποδιών, το οποίο με τις ερωτικές του προεκτάσεις οδηγεί στην κορύφωσή της μια
σκηνή η οποία ούτως ή άλλως είναι σκηνοθετημένη με έντονο αισθησιασμό. Τα
επίθετα «ἐξαίσια» και «ἄχραντα» (τα οποία σημειωτέον δεν υπάρχουν στον Λουκά)
είναι σοφά επιλεγμένα ώστε να διατηρούν τη σεπτή τους σημασία, αλλά παράλληλα
φορτίζονται ερωτικά, κι έτσι, καθώς το πλύσιμο των ποδιών μετατρέπεται από πράξη
μεταμέλειας σε εκπεφρασμένη μορφή πάθους, ο ίδιος ο Ιησούς μετατρέπεται από
λυτρωτής των αμαρτιών στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου της Μαγδαληνής. Οι
αμέσως επόμενοι στίχοι υπογραμμίζουν την υπεροχή του έρωτα έναντι της μετάνοιας
και κάνουν σαφείς τις προθέσεις της Μαγδαληνής:
167
Κεφάλαιο Ζ΄, 38. Ο Μάρκος (Κεφάλαιο ΙΔ΄, 3) και ο Ματθαίος (Κεφάλαιο ΚΣΤ΄, 6) αναφέρουν ότι
η αμαρτωλή σταλάζει μύρο στο κεφάλι του Ιησού.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 33
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Κορνήλιο», όπου και πάλι η στροφή προς τον χριστιανισμό προτείνεται ως μια πράξη
εκδήλωσης αυτού του πάθους, αλλά με πιο συγκαλυμμένη έκφραση, ενώ εδώ η
Μαγδαληνή δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει τη λέξη «έρωτας»,168 ενδεχομένως γιατί
ο δικός της έρωτας δεν βαρύνεται από την αίσθηση του απαγορευμένου που βαραίνει
τον ομόφυλο έρωτα του Κορνήλιου. Βέβαια, επιτρεπτός είναι μονάχα σύμφωνα με τη
συνείδηση της Μαγδαληνής και καθόλου σύμφωνα με τις συντηρητικές ορθόδοξες
αντιλήψεις, με τις οποίες ο Χριστιανόπουλος παίζει το παιχνίδι της πρόκλησης στο
συγκεκριμένο ποίημα.
168
«Τα δύο ποιήματα έχουν κοινό θέμα, τον έρωτα ως πηγή θρησκευτικής πίστης. Ωστόσο, το ίδιο
θέμα εκφράζεται στις δύο περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο, ανάλογο με το ήθος των προσώπων.
Έτσι ο Κορνήλιος λέει “η αγάπη μού υπαγορεύει την πίστη”, ενώ η Μαγδαληνή “ο έρωτας μού ανάβει
την πίστη”. Ο πρώτος εκφράζεται πιο τυπικά και συγκρατημένα, ανάλογα με τη θέση και τον
χαρακτήρα του.» / Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.62
(υποσημείωση αρ.40)
169
«Ενώ η Οσία Μαρία αποτάσσεται την αμαρτία για να αφιερωθεί στον Θεό, η Μαγδαληνή
στρέφεται στην αμαρτία για να μπορέσει να ακολουθήσει τον Ιησού. Εξάλλου η Μαγδαληνή βιώνει
την πίστη μέσω του έρωτα, ενώ η Οσία Μαρία βιώνει τον έρωτα μέσω της πίστης (η άσκηση ως
ηδονή).» / ό.π., σ.102 (υποσημείωση αρ.88)
170
Ο Ιησούς αναφέρεται εδώ ως Νυμφίος, τόσο λόγω της χρονικής απόστασης που χωρίζει την Μαρία
από τη δράση του Ιησού (και εκ των πραγμάτων της απαγορεύει να είναι ερωτευμένη με το ιστορικό
του πρόσωπο, αλλά μόνο με το βιβλικό), όσο και εξαιτίας της εγγενούς ερωτικής σημασίας που έχει η
λέξη και στα πλαίσια της ερμηνείας των εκκλησιαστικών κειμένων.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 34
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 35
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
μορφής της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς ο θάνατός της είναι η τιμωρία της για μια
αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά 176 . Ο πρώτος στίχος κάνει σαφές στον
αναγνώστη πως η θανατική ποινή είναι συνέπεια μιας διαστροφής, λέξη η οποία με τη
σειρά της, και μέσω των ηθικών της συνδηλώσεων, εγείρει μια νέα σειρά
ερωτημάτων:
Στὰ φυματικά μου μάτια ποιὸς θ’ ἀναγνώριζε τὸ νέο μὲ τὸ ρόδο στὸ στῆθος
νὰ τριγυρνάει στὰ μηχανουργεῖα τὴν ὥρα ποὺ σχολνοῦνε οἱ φάμπρικες,
νὰ μὴ χάνει παρέλαση γιὰ παρέλαση
ἤ νὰ στριμώχνεται στὰ γήπεδα προσμένοντας σὰ θεῖο δῶρο τὸ συνωστισμό
176
Μαρία Ιατρού, «Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου»,
Ο Παρατηρητής 14 και 15-16 (Νοέμβριος 1989-Ιανουάριος 1990 και Φεβρουάριος-Ιούνιος 1990),
σ.149-159 και σ.173-182, σ.153 (στο εξής: «Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του
Ντίνου Χριστιανόπουλου»)
177
Γένεσις, Κεφάλαιο ΛΗ΄, 9
178
Για την αναχρονιστική διάσταση αυτών των στίχων βλ. Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του
Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σσ.72-74
179
«Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176),
σ.155
180
Για το μοτίβο αυτό βλ. Φ. Μαργαρίτη, «Διαδρομές του έρωτα μέσα στην πόλη. Η παρουσία της
κακόφημης συνοικίας στην ποίηση του Καβάφη και του Χριστιανόπουλου», Αντί 239 (19.08.1983),
σσ.34-37
181
Ντίνου Χριστιανόπουλου έπαινος, ό.π.(σημ.117), σ.3
182
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.73
Νικολαΐδης Αναστάσιος 36
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
των οποίων οι καταχρήσεις και ο σεξουαλικός πειραματισμός, 183 όσο και την
παρακμή, την καταστροφή και τον θάνατο που έρχονται ως συνέπεια ενός τέτοιου
έκλυτου βίου.184 Έτσι, «στον Αυνάν της Βίβλου και στον Αυνάν της μεταγενέστερης
παράδοσης το ποίημα έρχεται να προσθέσει έναν τρίτο, δημιουργώντας έτσι μια
ακόμα πιο σύνθετη μορφή, φορτισμένη και από τις τρεις εκδοχές. Ένα κοινό σημείο,
πάντως, των ερωτικών πρακτικών και των τριών μορφών του Αυνάν είναι ότι όλες
τους (διακεκομμένη συνουσία, αυτοϊκανοποίηση, ομοφυλοφιλία) αποκλείουν την
αναπαραγωγή, τη συνέχιση της ζωής».185 Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια εικόνα
για τον Αυνάν με σαφείς αντισυμβατικές και επαναστατικές προεκτάσεις (και όχι
μόνο στον τομέα του ερωτισμού) είναι ένας αντι-ήρωας που προκρίνει το
«διαστροφικό» του πάθος ενάντια σε κάθε είδους ηθικό κατεστημένο, όπως δείχνουν
και οι στίχοι
οι οποίοι κυμαίνονται στο ίδιο μοτίβο που αναφέρθηκε ήδη στην περίπτωση της
Μαγδαληνής, αυτό της «παράδοσης «άνευ ορίων/ άνευ όρων στον έρωτα, μέχρι το
σημείο της προσωπικής εκμηδένισης, και την απελευθέρωση μέσω της υποταγής».186
Στη συνέχεια εισάγεται ένα ακόμα πρόσωπο στο ποίημα, το οποίο θα
κυριαρχήσει μέχρι το τέλος του. Είναι ο Ιωσήφ, θείος του Αυνάν σύμφωνα με την
Παλαιά Διαθήκη, τον οποίο όμως ποτέ δεν έχει γνωρίσει και η μεταξύ τους σύνδεση
είναι καθαρά ποιητική επινόηση «που δεν βασίζεται κατά κανέναν τρόπο σε
εξωτερικές μαρτυρίες, αλλά σε μια εσωτερική αντίθεση, που θα μπορούσε να
αποδοθεί με το σχήμα: Αυνάν – αμαρτία, στέρηση, θάνατος/ Ιωσήφ - λύτρωση,
έρωτας, ζωή».187 Ο Ιωσήφ δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υπαρκτή παρουσία, αλλά
ως ανάπλαση της φυσιογνωμίας του από τον Αυνάν μέσω των λειτουργιών της
ανάμνησης, της φαντασίας και της υποκατάστασης.188
Έχουμε εδώ μία από τις πιο αισθησιακές σκηνές της συλλογής, ο
αισθησιασμός της οποίας πηγάζει από την άκρως γοητευτική παρουσίαση του Ιωσήφ,
183
M. H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μετάφραση Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία Χατζηιωαννίδου,
Αθήνα, Πατάκης, 2005, σσ.354-355
184
«κατά την εποχή που γράφεται το ποίημα γνωρίζουν ευρεία διάδοση, κυρίως σε εκκλησιαστικούς
και παραεκκλησιαστικούς κύκλους, απόψεις που συνδέουν την κάθε μορφής «αθέμιτη» ερωτική
συμπεριφορά με τη σωματική παρακμή, τη φθορά και τέλος τον θάνατο» / «Ο Θάνατος του Αυνάν.
Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176), σ.154 όπου και βιβλιογραφία
185
Ό.π., σ.155
186
Ό.π., σ.159
187
Ό.π., σ.173
188
Ό.π., σ.176
Νικολαΐδης Αναστάσιος 37
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
από μια «κρυπτική εικόνα ερωτικής φαντασίωσης»,189 καθώς κι από τις καβαφικές
απηχήσεις της σκηνοθεσίας ενός «ερωτικού οράματος». 190 Πιο συγκεκριμένα, η
σύνθεση της εικόνας του Ιωσήφ γίνεται με μια ασυνήθιστη για την ποίηση του
Χριστιανόπουλου 191 πληθώρα επιθέτων («γλυκός», «καλός», «ὡραῖος») και
προσδιορισμών («δόξα κι ὀμορφιὰ τῆς Αἰγύπτου» και παρακάτω «λυτρωτὴς»,
«ἀφέντης τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς σκέψης»), ενώ με το ακριβές βιβλικό παράθεμα του
στίχου 13, 192 το οποίο στην Παλαιά Διαθήκη εισάγει μια σκηνή σεξουαλικής
παρενόχλησης, «αυτόματα η ομορφιά του νέου φορτίζεται αισθησιακά, καθώς
προσλαμβάνει τον χαρακτήρα αντικειμένου ερωτικής επιθυμίας». 193 Ας σημειωθεί
εδώ ότι ο Ιωσήφ ως αντικείμενο πόθου συγκεντρώνει, όπως και ο δούλος του
Εκατόνταρχου Κορνήλιου, πολλές αρετές ευγενείας και ηθικής ακεραιότητας,
στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από τους πρόσκαιρους εραστές των μετέπειτα
συλλογών.
Υλικό για τη φανταστική ανάπλαση του Ιωσήφ αντλεί ο Αυνάν από τις
λιγοστές πηγές πληροφοριών που του είναι διαθέσιμες: τις αφηγήσεις του θείου
Ρουβήν (αδερφού του Ιωσήφ), καθώς και από τη θέαση των ματιών του ομομήτριου
αδερφού του Ιωσήφ, του Βενιαμίν, «ο οποίος φαίνεται ότι αποτελεί ένα είδος
υποκατάστατου του ανέφικτου Ιωσήφ». 194 Η υποκατάσταση αυτή κορυφώνεται με
την χρήση του άσπιλου/ σπιλωμένου χιτώνα ως ύστατης απόπειρας επαφής με τον
τελευταίο ιδιοκτήτη του (και μάλιστα τη στιγμή του θανάτου του), που παίρνει
φετιχιστικές διαστάσεις, εισάγοντας ένα ακόμα μοτίβο του έργου του
Χριστιανόπουλου που θα επισημανθεί και σε άλλα ποιήματα παρακάτω, αυτό της
ερωτικής σύνδεσης των ενδυμάτων με τα άτομα που ήρθαν σε επαφή μαζί τους.195
Επιπλέον, ο αισθησιασμός της σκηνής τονίζεται με την υποβλητική ατμόσφαιρα του
ημίφωτος των στίχων 14-15, που είναι «κατάλληλη για την ανάκληση αισθησιακών
οραμάτων», 196 και εντείνεται με την εξωκειμενική πληροφορία πως ο ποιητής
συνέθεσε αυτήν την εικόνα ως ένα σκηνικό αυνανισμού.197
Η τρίτη ενότητα του ποιήματος ξεκινά με μια επίκληση, η οποία λίγο
παρακάτω επαναλαμβάνεται, προς τον Ηρ, μεγαλύτερο αδερφό του Αυνάν, που
επίσης μοιράστηκε την ίδια θεϊκή τιμωρία μαζί του, επειδή «ἐγένετο πονηρὸς ἔναντι
Κυρίου». 198 Η επίκληση, επομένως, στο συγκεκριμένο πρόσωπο δεν είναι τυχαία,
αφού οι δύο αδερφοί «παρουσιάζονται δεμένοι σε μια κοινή, αδιέξοδη μοίρα, όπου
189
Ό.π., σ.175
190
Όπως σημειώνει η Μ. Ιατρού, ό.π., σ.175, το ημίφως που δημιουργούν τα κηροπήγια του Αυνάν,
θυμίζουν το ημίφως που εντοπίζουμε στα ποιήματα του Καβάφη «Για νάρθουν», «Καισαρίων», «Απ’
τες εννιά», «Ἐν ἑσπέρᾳ», και αυτή η ατμόσφαιρα υποβολής «έχει κοινό στόχο: το κάλεσμα ενός
ερωτικού οράματος»
191
«Εκπληκτική είναι κι η τέλεια σχεδόν έλλειψη κάθε επιθέτου» / Κώστας Δήμας, «Ντίνου
Χριστιανόπουλου: “Η εποχή των ισχνών αγελάδων”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2),
σ.45
192
Γένεσις, Κεφάλαιο ΛΘ΄, 6
193
«Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176),
σ.174
194
Ό.π., σ.176
195
Για πληροφορίες σχετικά με το μοτίβο αυτό καθώς και για τα σημαινόμενα των όρων άσπιλος και
σπιλωμένος βλ. «Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.
σσ.176-177
196
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.75
197
«Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176),
σ.175, υποσημείωση 44
198
Γένεσις, Κεφάλαιο ΛΗ΄, 7
Νικολαΐδης Αναστάσιος 38
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
τους έχει οδηγήσει η αμαρτία»,199 ενώ το επίθετο «πονηρός» χαρακτηρίζει επίσης την
ερωτική τακτική του Αυνάν, 200 δημιουργώντας στον ενημερωμένο αναγνώστη την
υποψία πως και ο Ηρ τιμωρήθηκε για κάποια αμαρτία σεξουαλικής φύσεως.
Ἀδελφέ μου Ἤρ, ἐσὺ ποὺ ξέρεις γράμματα, γράψ’ του κάτι γιὰ μένα:
ὅταν ἀνθίζουν οἱ πασχαλιές μὲ παιδεύει ἡ νοσταλγία
συχνὰ παίρνω Κάιρο στὸ ράδιο ν’ ἀκούσω τὰ διαγγέλματά του.
Η πρώτη είναι αντίστροφη, δεν αφορά κάποιο ερέθισμα που προσπαθεί να προσλάβει
ο Αυνάν, αλλά ένα γράμμα που ζητά από τον Ηρ να στείλει στον Ιωσήφ, ένα έμμεσο
ερωτικό μήνυμα που θα εκφράζει τα συναισθήματά του, ενώ η δεύτερη, μέσω των
«βίαιων αναχρονισμών» 203 της επιχειρεί μια ηχητική επαφή με τον Ιωσήφ,
χρησιμοποιώντας τη φωνή ως υποκατάστατο και πάλι του ιδιοκτήτη της.
Το τέλος του ποιήματος έρχεται με τον προαναγγελθέντα από τον τίτλο
θάνατο του Αυνάν:
199
«Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176),
σ.178
200
«πονηρὸν δὲ ἐφάνη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐποίησε τοῦτο», Γένεσις, Κεφάλαιο ΛΗ΄, 10
201
Ματιές ενόλω, ό.π.(σημ.7), σ.95
202
«Ο Θάνατος του Αυνάν. Σημειώσεις σε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ό.π.(σημ.176),
σ.178
203
Ό.π., σ.179
Νικολαΐδης Αναστάσιος 39
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Στην έσχατη στιγμή του θανάτου του ο Αυνάν φοράει τον σπιλωμένο χιτώνα, το
μοναδικό απτό φετιχιστικό υποκατάστατο του Ιωσήφ, και αναγκαστικά τον μοναδικό
φορέα της τελευταίας ηδονής. Ο έρωτας και ο θάνατος συνυπάρχουν, φέροντας το
καθένα το δικό του ιδιαίτερο βάρος και τα δικά του ποιητικά συμφραζόμενα, όπως
φορτίστηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος του ποιήματος.
204
Η Μαρία Ιατρού εντοπίζει ως πηγή έμπνευσης για το ποίημα το λαϊκό θρησκευτικό ανάγνωσμα
Φαβιόλα, όπου απαντώνται και οι δύο άγιοι, χωρίς όμως να αναπτύσσεται κάποια σχέση μεταξύ του. /
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.45
205
Ό.π., σσ.48-49 όπου και βιβλιογραφία.
206
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τον βίο του, ο Άγιος Σεβαστιανός επέζησε του εμβολισμού και
προκάλεσε εκ νέου τον Διοκλητιανό, ο οποίος διέταξε να τον θανατώσουν με μαστίγωμα. Ωστόσο,
στην εικονογραφία επικράτησε η συμβολική εικόνα του διάτρητου με βέλη Σεβαστιανού, κάτι το οποίο
επιλέγει εδώ και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ταυτίζοντας και αυτός το πρώτο μαρτύριο του
Σεβαστιανού με τη στιγμή του θανάτου του.
207
Απαριθμούνται δεκάδες αφίσες, φωτογραφίες, διαφημίσεις, εξώφυλλα gay περιοδικών, καθώς και η
ταινία του Ντέρεκ Τζάρμαν (1976) με τίτλο Sebastiane, όπου ο άγιος θανατώνεται επειδή αντιστάθηκε
στη σεξουαλική παρενόχληση ενός άντρα. Στα ελληνικά πράγματα ο Σεβαστιανός απεικονίστηκε με το
πινέλο του Γιάννη Τσαρούχη περισσότερες από μία φορές.
208
Ο Oscar Wilde υιοθέτησε το ψευδώνυμο Sebastian Melmoth από τον Άγιο Σεβαστιανό όσο
βρισκόταν εξόριστος στη Γαλλία, και στο κείμενο «The Tomb of Keats» που δημοσίευσε τον Ιούλιο
του 1877 έγραφε: «a lovely brown boy, with crisp, clustering hair and red lips, bound by his evil
enemies to a tree, and though pierced by arrows, raising his eyes with divine, impassioned gaze
towards the Eternal Beauty of the opening heavens». Αναφορές στον Σεβαστιανό κάνουν επίσης ο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 40
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Οι στίχοι αυτοί της απεικόνισης της στιγμής του μαρτυρίου του Σεβαστιανού
συνθέτουν μια εικόνα ιδιαιτέρως ερωτική, καθώς εδώ εντοπίζεται για πρώτη φορά
στην ποίηση του Χριστιανόπουλου το στοιχείο της αντρικής γύμνιας με ερωτικές
προεκτάσεις (έχει ήδη γίνει αναφορά στη γύμνια της Μαρίας της Αιγυπτίας, χωρίς
όμως καμία υπόνοια ηδονής), και μάλιστα σε συνδυασμό με ένα ακόμα σταθερό
φετιχιστικό σύμβολο ερωτισμού, αυτό της στρατιωτικής στολής 210 (ο Σεβαστιανός
ήταν πιθανώς αξιωματικός της ρωμαϊκής φρουράς). Επιπλέον, το γυμνό αντρικό
κορμί του Σεβαστιανού εισάγει άλλο ένα μοτίβο χαρακτηριστικό της ποίησης του
Χριστιανόπουλου, την «αντίληψη ότι το ένδυμα καλύπτει εκτός από το σώμα και την
ψυχή, και ότι η αποβολή του σημαίνει την αποκάλυψη ενός νέου ανθρώπου».211 Στην
προκειμένη περίπτωση η αποβολή του στρατιωτικού χιτώνα του Σεβαστιανού, αν και
γίνεται βίαια και ως τμήμα της εκτελεστικής διαδικασίας, αποκαλύπτει την αγιότητά
του, μια αγιότητα, όμως, όχι θρησκευτική αλλά αισθησιακή, καθορισμένη από την
υποκειμενική οπτική της Αγνής, η οποία υπογραμμίζει την αντίθεση μεταξύ ιερού-
βέβηλου, που «αποτελεί βασικό άξονα του ποιήματος».212 Η συγκλονιστική στιγμή
του μαρτυρίου του Σεβαστιανού που κατοχυρώνει θρησκευτικά την αγιοσύνη του,
Thomas Mann στο λόγο του κατά τη βράβευσή του με το Νόμπελ το 1929, ο Tennessee Williams στο
Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, κ.ά.
209
Σε αντίθεση με την αναγεννησιακή εικονογραφία της καθολικής εκκλησίας, ο συντηρητισμός της
ορθόδοξης ουδέποτε μπόρεσε να δεχτεί τη θέα ενός γυμνού κορμιού, γι’ αυτό και ο βυζαντινός
Σεβαστιανός δε σχετίζεται με τον ηδονισμό των καθολικών έργων τέχνης.
210
Στην Εποχή… συναντάμε άλλους δύο στρατιωτικούς: έναν προφανώς στρατονόμο, στο ποίημα
«Δημάς»:
Ὅλοι μὲ θεωροῦν εὐτυχισμένο καθὼς μὲ βλέπουν μὲ τὸ χακί,
τὸ περίστροφο στὰ δεξιά, νὰ βαδίζω γεμάτος αὐτοπεποίθηση,
και έναν ακόμα στο «Περιστατικό στην Αθήνα» που θα αναλυθεί παρακάτω. Σύζευξη των μοτίβων
στρατιωτικός-γύμνια, όπως αυτή του Σεβαστιανού, συναντάμε και σε δύο μικρά ποιήματα: «Βγάλε τη
στολή σου» και «Με τι συστολή».
211
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.156
212
Ό.π., σ.157
Νικολαΐδης Αναστάσιος 41
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
κινεί το ενδιαφέρον της Αγνής με εντελώς διαφορετικό τρόπο και γίνεται η στιγμή
ανάδυσης ανομολόγητων συναισθημάτων, που κατοχυρώνουν ερωτικά την
εξιδανίκευσή του. Και στη συνέχεια:
213
Η Μαρία Ιατρού, με την καβαφικού χαρακτήρα παραίνεση που εντοπίζει στον στίχο «κυρίως ὅμως
μὴν ξεχνᾶς τὴν ἐπαφή μας», επισημαίνει επιπλέον πως «η υποτιθέμενη αθωότητα της επαφής των
νεαρών αγίων τίθεται υπό αμφισβήτηση με την έμμεση διείσδυση ενός υπονομευτικού προγενέστερου
κειμένου» / Ό.π., σ.157
214
Ό.π., σ.49
215
Ό.π., σ.195
216
Έχει ήδη επισημανθεί η εμφάνιση αυτού του μοτίβου στον «Θάνατο του Αυνάν» / Ό.π., σ.50
Νικολαΐδης Αναστάσιος 42
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
έρωτα, 217 αλλά λατρεύονται με τον ίδιο τρόπο από τους στρατιώτες, αποτελεί μια
ακόμα νύξη. Η συγκριτική αντίθεση, μάλιστα, μεταξύ των στρατιωτών και του
Σεβαστιανού, επειδή γίνεται με βάση τις ερωτικές συνήθειες των πρώτων στους
στίχους 2-5, τονίζει την ερωτική πλευρά του Σεβαστιανού και επίσης προσδίδει στο
μαρτύριό του μια διάσταση «ερωτική». Τέλος, νύξη σε γνωστό στον Χριστιανόπουλο
μοτίβο ερωτικής αναζήτησης γίνεται στον στίχο 12, με την αναφορά στα
μηχανοστάσια (όπως τα μηχανουργεία στον «Θάνατο του Αυνάν»), όπου εργάζονται
νέοι που συνήθως συγκεντρώνουν πολλά από τα ερωτεύσιμα για τον ποιητή
χαρακτηριστικά.
……………………Ὅμως
τώρα ποὺ δὲν ἀφήσατε κανένα
ἔφηβο ἁγνὸ στὴ γειτονιά σας, κι ὅλους
τοὺς μελαψούς, μὲ τὴ σκληρὴ ὀμορφιά, τοὺς κάνατε
θεοὺς καὶ τρέχετε μαζί τους, γιὰ μιὰ νύχτα,
στὰ Γόμορα μὲ τὰ φτηνὰ τὰ πανδοχεῖα,
σὰν ποιὰ καρδιὰ νὰ σπλαχνιστεῖ τὴν πόρωσή σας;
Οι αμαρτίες των κατοίκων των Σοδόμων και τον Γομόρρων που γίνονται η
αιτία της θεϊκής οργής στην Παλαιά Διαθήκη 221 εδώ συγκεκριμενοποιούνται και
παίρνουν τη μορφή άνομων ομοφυλοφιλικών ακολασιών, οι οποίες έχουν
217
Ό.π., σ.77
218
Ό.π., σ.110
219
Γένεσις, Κεφάλαιο ΙΘ΄, 1-11
220
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.110
221
Γένεσις, Κεφάλαιο ΙΗ΄, 20
Νικολαΐδης Αναστάσιος 43
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Αξιοσημείωτο είναι ότι για πρώτη και μοναδική φορά στην Εποχή… η
σεξουαλική απόκλιση και η άνομη ηδονή αντιμετωπίζονται με τέτοια πολεμική και με
ιδιαίτερα αιχμηρό λεξιλόγιο, όπως «πρόστυχες νύχτες», «πώρωση», «λυσσιασμένοι»,
«τὰ χέρια σας τὰ διεστραμμένα», κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, πιο
χαρακτηριστικές από τις οποίες είναι η νοσταλγική αναπόληση της εποχής της
πορνείας από την Μαρία την Αιγυπτία και η συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζεται
η διαστροφή του Αυνάν.222 Όπως θα αποκαλύψει στη συνέχεια το ίδιο το ποίημα,
τελικά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η πράξη, αλλά τα συναισθηματικά και ηθικά
εφαλτήρια που κρύβονται πίσω της, γι’ αυτό και οι Σοδομίτες κατακεραυνώνονται
και γίνονται άξιοι της βιβλικής τους μοίρας, παραδομένοι καθώς είναι στα ζωώδη
τους ένστικτα.
Στην άλλη πλευρά βρίσκεται ο αφηγητής, ο βιβλικός Λωτ, που όμως
παραμένει ανώνυμος, καθώς η ποιητική παρέμβαση τον διαφοροποιεί ριζικά από το
πρότυπό του. Αυτός γίνεται ο υποδοχέας της θεϊκής ευλογίας των τριών αγγέλων,
αποστασιοποιείται από την παρακμή των συμπολιτών του και τοποθετείται στην
πλευρά της ηθικής ακεραιότητας και της ουράνιας ομορφιάς, της αγνότητας και της
εγκαρτέρησης.
Οι τρεις άγγελοι που καταλύουν στο σπίτι του αφηγητή αποτελούν εκφράσεις
ενός ανώτερου, εξιδανικευμένου έρωτα, που συνεχίζει, όμως, να φορτίζεται με
πινελιές ηδονικής ικανοποίησης που του προσδίδουν εκφράσεις όπως «νὰ τοὺς
ριχτεῖτε μόλις σᾶς ἀνοίξω», «οὐράνια ὀμορφιά», «τὸ κάλλος τους τ’ ἄγγελικὸ». Έτσι,
«η αντίθεση ιερό-βέβηλο διαγράφεται εδώ καθαρότατα σε σχέση με την προηγούμενη
κατάσταση. Ακόμα και τα σωματικά χαρακτηριστικά (“μελαμψοί”, “σκληρή
ομορφιά”/ “γαλανά μάτια”, “ουράνια ομορφιά”) στοιχίζονται, σύμφωνα με τα
222
Αλλά και γενικότερα, ο έρωτας του Κορνήλιου, της Μαγδαληνής και της Αγνής, όπως
επισημάνθηκε παραπάνω, αν και ενάντιος στους κανόνες της (θρησκευτικής) ηθικής, προβάλλονται
ευνοϊκά.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 44
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ισχύοντα στερεότυπα, στους πόλους της αντίθεσης». 223 Όμως, μέσα στο ποίημα
βρίσκεται διάχυτη η υποψία πως η αντίθεση αυτή δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε
στεγανή, καθώς από τον στίχο 10, «παρά τις υποτιθέμενες “ηθοπλαστικές” προθέσεις
του χωρίου, η περιγραφή των ερωτικών προτιμήσεων των Σοδομιτών γίνεται με τόση
γλαφυρότητα, ώστε να αυτοδιαψεύδεται η φωνή του κειμένου και να δημιουργούνται
σοβαρές υπόνοιες ότι ο ίδιος ο τιμητής δεν μένει τελικά ασυγκίνητος από τα “αίσχη”
που στηλιτεύει». 224 Προς την ίδια κατεύθυνση μας οδηγούν οι στίχοι που
παρατέθηκαν μόλις παραπάνω, στους οποίους φαίνεται πως ο αφηγητής «δεν
προστατεύει τους θεϊκούς ξένους του από ευσέβεια και αίσθηση του ιερού
καθήκοντος, αλλά από έρωτα. Έναν έρωτα, βέβαια, διαφορετικής ποιότητας από
αυτόν που επιδιώκει ο ακόλαστος όχλος, όπως διαφορετικός είναι και ο έρωτας που
νιώθει η Μαγδαληνή για τον Ιησού από αυτόν που πουλάει στους ανυποψίαστους
πελάτες της, ή όπως οι ηδονές της ερήμου απέχουν πολύ από τις άνομες ηδονές της
Μαρίας της Αιγυπτίας. Αυτό που είναι βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο αφηγητής του
ποιήματος δεν βλέπει τους Σοδομίτες μόνον ως επικίνδυνους βιαστές, αλλά και ως
αντίζηλους»,225 οι οποίοι απειλούν όχι μόνο να μολύνουν, αλλά και να αρπάξουν μια
θεϊκή ομορφιά που ο ίδιος θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του. Αποκαλυπτικότατοι,
ωστόσο, είναι οι επιλογικοί στίχοι:
οι οποίοι με την καβαφική συνάφεια που απηχούν226 και την ειρωνική διάθεση που
τους χαρακτηρίζει, ξεκλειδώνουν μια νέα αναγνωστική διάσταση στο ποίημα και
«έρχονται σε απόλυτη υφολογική αντίθεση με τον προφητικό λυρισμό που έχει
προηγηθεί. Επιπλέον, ο άτεγκτος βιβλικός κριτής που μιλούσε μέχρι πρό τινος δεν
μας είχε καθόλου προετοιμάσει για συμβατικότητες όπως η τήρηση των
προσχημάτων. Αν τελικά η όλη υπόθεση είναι θέμα προσχημάτων –αν δηλαδή η
διακριτική ακολασία κρίνεται επιεικέστερα από την απροκάλυπτη– τότε μήπως ο
υποτιθέμενος αγνός αφηγητής, ο “Λωτ”, δεν είναι και τόσο αγνός;».227
Μέσα από αυτό το αποκαλυπτικό πρίσμα, ο ερωτισμός που παρουσιαζόταν
μέσω μιας ηθοπλαστικής καταγραφής, αποκτά πλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον και
πλημμυρίζει το ποίημα ως βασικό συστατικό τόσο μιας ηθικά παρακμάζουσας
κοινωνίας, όσο και μιας πνευματικής λυτρωτικής ολοκλήρωσης. «Έτσι ο “Λωτ”, οι
άγγελοι της Παλαιάς Διαθήκης και οι Σοδομίτες εμπλέκονται σ’ ένα ερωτικό τρίγωνο
αντιζηλίας, όπου ο ηθικός έλεγχος και το όραμα της ιδανικής αγάπης ισορροπούν
επικίνδυνα με τα ομολογημένα και ανομολόγητα πάθη και την απροκάλυπτη
σεξουαλική βία. Και όλα αυτά την παραμονή μιας βιβλικής καταστροφής. Οι
Σοδομίτες θα χαθούν για τις αμαρτίες τους, ο αφηγητής όμως θα σωθεί (και εδώ) “ότι
ηγάπησεν πολύ”»,228 όπως και τόσες άλλες φυσιογνωμίες της Εποχής…, των οποίων
ο αντισυμβατικός ερωτισμός προσέκρουσε στην ηθική του συνόλου, αλλά τους
ύψωσε στη συναισθηματική λύτρωση.
223
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.111
224
Ό.π., σ.110
225
Ό.π., σ.110
226
Ό.π., σ.172
227
Ό.π., σ.199
228
Ό.π., σ.111
Νικολαΐδης Αναστάσιος 45
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
229
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σσ.37-39
230
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.92
Νικολαΐδης Αναστάσιος 46
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
καλά ότι όλα αυτά δεν γίνονται από ανθρωπισμό, αλλά από μια ερωτική έξαψη που
πρέπει να ικανοποιηθεί. Ίσως τελικά γι’ αυτόν τον λόγο η συγκεκριμένη ερωτική
ιστορία να έχει τέτοιο τέλος: πόσες ελπίδες δικαίωσης έχει η ερωτική επαφή ενός
ανθρώπου που υποτάσσεται στο αντικείμενο του πόθου του, όχι από αληθινή
συναισθηματική ανάγκη για υποταγή, αλλά με απώτερο σκοπό να κερδίσει ένα
σεξουαλικό αντάλλαγμα, και ενός ανθρώπου που ξεπουλάει το κορμί του για το
χρήμα; «Ο ένας αρνείται γιατί δεν μπορεί να υποφέρει μια πληρωμένη σχέση ο
άλλος αρνείται γιατί δεν μπορεί να διανοηθεί εκδούλευση χωρίς αμοιβή. Κανένας δεν
υποχωρεί ο ένας καλύπτει με πείσμα το πληγωμένο του φιλότιμο ο άλλος επιμένει
στο διαψευσμένο του συμφέρον. Και φυσικά η τελική άρνηση αποτελεί τη χειρότερη
λύση: δεν προέρχεται από ηθική σύγκρουση αλλά από κακή εκτίμηση».231 Η ωμότητα
αυτή στάθηκε ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τελικά στην ενσωμάτωση του
ποιήματος στην Εποχή….232
231
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.39
232
«Τα Ξένα Γόνατα είναι ποιήματα λυρικά, αισθηματικά και εξομολογητικά. Καμιά από τις τρεις
αυτές ιδιότητες δεν ταιριάζει με την ωμότητα του «Περιστατικού». Γι’ αυτό και εγκατέλειψα την ιδέα
να αφήσω το ποίημα αυτό στα Γόνατα» / Ό.π., σ.38
Νικολαΐδης Αναστάσιος 47
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Το ήθος στην Εποχή των ισχνών αγελάδων
233
Άρης Δικταίος, «Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Εποχή των Ισχνών Αγελάδων»”, στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.33
234
Ό.π., σσ.33-34
235
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Εποχή των ισχνών αγελάδων”, Ποιήματα.
Έκδοση “Κοχλία”. Θεσσαλονίκη 1950», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.28
236
Στέλιος Μαράντος, «”Εποχή των ισχνών αγελάδων” Ντ. Χριστιανόπουλος», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.31
237
Πέτρος Σπανδωνίδης, «Ποιηταί και βιβλία: Χριστιανόπουλος», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο,
ό.π., σσ.38,41
Νικολαΐδης Αναστάσιος 48
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Κοββατζή ο ποιητής «δημιουργεί κάτι τι, που έχει δική του γεύση, μια γλυκόπικρη
ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχεί η αλήθεια και το χιούμορ και η απογοήτευση».238
Αργότερα, με την έκδοση Ποιήματα (1950-1955), όπου περιλαμβάνονται οι
σειρές Εποχή των ισχνών αγελάδων και Ξένα Γόνατα, η φωνή του ποιητή φαίνεται πιο
ξεκάθαρη, προσωπική και ολοκληρωμένη στους κριτικούς. Ο Γ.Κ. Ζωγραφάκης
αναφέρει: «Δεν ξέρω εάν έχουμε το δικαίωμα να μιλούμε για κοσμοθεωρία. Δεν
μπορούμε παρά ταύτα να του αρνηθούμε μια ευσυνείδητη δύναμη, ένα κλίμα “δικό”
του, που αποπνέει χριστιανική διάθεση».239 Ο Βασίλης Φράγκος συμπληρώνει: «Έτσι
καθώς ο έρωτας δεν φτάνει στην εκπλήρωση, με διαρκή αναβολή, για μια στιγμή πιο
απελπισμένη η ξαναμμένη φαντασία, καθαρτήριο πυρ, βασανίζει και λυτρώνει μαζί
τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Όταν ένας ιδιόρρυθμος ερωτισμός μέσα σε μια ανένδοτα
αγωνιζόμενη συνείδηση γίνεται πηγή μιας τέτοιας πνευματικότητας, μιας τέτοιας
καθαρότητας, ας δοξάσομε την Ποίηση κι ας τιμήσουμε τον πονεμένο πάναγνο
Ποιητή που μετουσιώνει το ερωτικό του μαρτύριο σε αισθητική και πνευματική
ομορφιά»240. Είναι φανερό πως πολλοί ήταν αυτοί που αναγνώρισαν στον ποιητή μια
περισσότερο ή λιγότερο εμφανή προσωπική άποψη για τον κόσμο, χωρίς ωστόσο να
μπορέσουν να τη συγκεκριμενοποιήσουν. Σ’ αυτό ασφαλώς θα έπαιξε ρόλο και η
χρήση των βιβλιακών προσωπείων η οποία δημιουργούσε την εύλογη απόσταση
ανάμεσα στον ποιητή και τον αφηγητή, απόσταση η οποία εξαλείφθηκε από τα Ξένα
Γόνατα και μετά και μαζί με την προϊούσα ωριμότητα του δημιουργού, καθώς τα
χρόνια περνούσαν, αποκαλύφθηκε πιο σφαιρικά η κοσμοθεωρία του.
Στην Εποχή… έχουμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τη συμπάθεια του
Χριστιανόπουλου προς τους περιθωριακούς και στιγματισμένους χαρακτήρες, καθώς
αντλεί το υλικό του από κείμενα ευρύτατα γνωστά. Είναι εμφανές ότι στην
προσπάθειά του να μιλήσει για όσα τον καίνε μέσω του παρωχημένου παρελθόντος,
ταυτίζεται περισσότερο με τους ήρωες που έμειναν αμέτοχοι της ιστορίας και που
τιμωρήθηκαν ή αυτοτιμωρήθηκαν επειδή είχαν το θάρρος να μείνουν πιστοί στην
ηθική τους. Αν αυτή η ηθική είναι σωστή ή λάθος ελάχιστα απασχολεί τον ποιητή.
Αξία έχει κυρίως το σθένος με το οποίο αντιμετωπίζει ο άνθρωπος τις συνέπειες της
πίστης και του πάθους του, «η φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού», όπως
άλλωστε μαρτυρεί και η ελιοτική προμετωπίδα της συλλογής. Επομένως, ο Αυνάν, η
Μαγδαληνή, η Μαρία η Αιγυπτία, ο Οιδίποδας και άλλα πρόσωπα της συλλογής
αποτελούν την πρώτη εύγλωττη μαρτυρία της ηθικής που την διατρέχει και που
προασπίζεται την επαναστατική διατήρηση της προσωπικής ηθικής έναντι της
κομφορμιστικής συγκατάβασης. Εκτός όμως από τα πρόσωπα, μέσα στα ποιήματα
γίνονται σαφείς νύξεις και σε πληθώρα ζητημάτων, τα οποία, μέσω της
επαναλαμβανόμενης χρήσης των αναχρονισμών, αποδεσμεύονται από τα ιστορικά
τους συμφραζόμενα και αναδεικνύονται σε ζητήματα διαχρονικά. Συχνά μέσω της
«αιρετικής» ανάγνωσης των βιβλιακών του πηγών, ο Χριστιανόπουλος προσεγγίζει
θέματα που παραμένουν επίκαιρα και καταθέτει την προσωπική του άποψη για τις
ανθρώπινες αξίες, μια άποψη κατεξοχήν προσκρούουσα στην κατεστημένη αντίληψη.
238
Αστέρης Κοββατζής, «Η κριτική του βιβλίου. Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Η εποχή των ισχνών
αγελάδων”», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.58
239
Γ. Κ. Ζωγραφάκης, «Τα νέα βιβλία. Ποιήματα Ντίνου Χριστιανόπουλου (1950-1955), στον τόμο:
Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π., σ.63
240
Βασίλης Φράγκος, «Ένας σύγχρονος ερωτικός ποιητής», στον τόμο: Για τον Χριστιανόπουλο, ό.π.,
σ.74
Νικολαΐδης Αναστάσιος 49
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Παρόλο που το επεισόδιο, έτσι όπως παραδίδεται από τον Ματθαίο 243 και τον
244
Λουκά , δεν δικαιολογεί την αγωνιώδη παράκληση ενός άρχοντα για τον δούλο του,
ο ποιητής το αξιοποιεί προκειμένου να διατυπώσει τις αξίες του: «ποιος είναι ο
μοναδικός λόγος που ωθεί τον άνθρωπο να παραβλέπει φυλετικές, θρησκευτικές και
ταξικές διαφορές και να διακινδυνεύει τη θέση και τη σταδιοδρομία του; Ο έρωτας
βέβαια ή μάλλον η “αγάπη”, όπως διακριτικά διατυπώνεται στο ποίημα. Εκεί που το
υπο-κείμενο σιωπά, το υπερ-κείμενο δίνει ελεύθερα τη δική του ερμηνεία». 245 Η
διαπλοκή αυτή έρωτα-αγάπης-πίστης φέρνει σε αμηχανία τον επίδοξο κατήγορο,
καθώς εξυψώνει εκ των προτέρων τη δύναμη της αγάπης, της αρετής που αποτελεί το
241
Εξαιρέθηκε μόνο το «Λουκάς ο Αγαπητός», όπως έγινε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, λόγω του
ότι το συγκεκριμένο ποίημα μοιάζει περισσότερο με ένα αποστασιοποιημένο πορτρέτο του
συγκεκριμένου βιβλικού προσώπου, όπου τόσο το πάθος όσο και το ήθος δε γίνονται σε μεγάλο βαθμό
αντικείμενα ποιητικής εκμετάλλευσης.
242
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.9
243
Κεφάλαιο Ζ΄, 2
244
Κεφάλαιο Η΄, 6
245
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.98
Νικολαΐδης Αναστάσιος 50
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
246
Ό.π., σ.60
247
Ό.π., σ.193
Νικολαΐδης Αναστάσιος 51
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
κοινωνικής ηθικής, ενώ στο δεύτερο ο ποιητής έρχεται να εκφράσει την άποψή του
για το ανώφελο της αποσιώπησης του συναισθήματος και να δικαιώσει τον έρωτα.
Για να καταφέρει τη σύνδεση αυτών των δύο επιπέδων, και να αναγάγει τη
μεμονωμένη περίπτωση του Κορνήλιου σε καθολικό φαινόμενο, ο ποιητής
χρησιμοποιεί αναχρονισμούς, όπως θα κάνει σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της
συλλογής. Η ύπαρξη των λέξεων «ακορντεόν», «αρχαία ελληνική» και κυρίως η λέξη
«χριστιανός», η οποία είναι αδύνατον να αποτελούσε μέρος του λεξιλογίου του
εκατόνταρχου, τον αποδεσμεύουν από το βιβλικό επεισόδιο και του επιτρέπουν να
μεταγγίσει το ήθος του στο παρόν. «Η ιστορική υπέρβαση δηλώνει την αγάπη χωρίς
όρια, που υπερβαίνει τον χρόνο, όπως υπερβαίνει και τους φραγμούς ανάμεσα σε
έναν εκπρόσωπο της ρωμαϊκής εξουσίας και μια διδασκαλία πολύ αμφίβολης
νομιμοφροσύνης. Η προσεκτική, επιφυλακτική εισαγωγή («Αν παραστεί ανάγκη…»)
προβάλλει ακόμα εντονότερα το μέγεθος της τόλμης, και έτσι, σε συνδυασμό με το
στοιχείο του αναχρονισμού, δημιουργείται ένα σύστημα από λεπτές ισορροπίες
ανάμεσα στην ειρωνεία και τη συμπάθεια, που φέρνει τον πόνο του εκατόνταρχου
αναλλοίωτο από τα χρόνια του Χριστού ώς τις μέρες μας».248
Τόσο η πίστη (στον χριστιανισμό) όσο και η μετάνοια είναι δυο πράξεις με
μεγάλη ηθική βαρύτητα, που όμως ελάχιστα απασχολούν τη Μαγδαληνή, αλλά
248
Ό.π., σ.61
Νικολαΐδης Αναστάσιος 52
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
προτίθεται να τις κάνει αν αυτό χρειάζεται για να μείνει πιστή στην ηθική του έρωτα.
Και πράγματι, με τον προφητικό τελευταίο στίχο η Μαγδαληνή αναγνωρίζει πως αν
μείνει στην ιστορία, θα είναι όχι λόγω της συνειδητής προσήλωσής της στις
χριστιανικές αρετές, αλλά λόγω του έρωτά της.
249
Κεφάλαιο Ζ΄, 47
250
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.118
251
Ό.π., σ.118, όπου και βιβλιογραφία
252
Ό.π., σ.62
253
Ό.π., σ.88
254
Ό.π., σσ.62-63
Νικολαΐδης Αναστάσιος 53
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
255
Ό.π., σ.64
256
Για το θέμα βλ. Μαρία Ιατρού, « “Μεγάλωσε η σερμαγιά του πάθους”. Η οικονομική μεταφορά
στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου», Φιλόλογος 113 (Φθινόπωρο 2003), 486-492
257
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.66
258
Ό.π., σ.102
Νικολαΐδης Αναστάσιος 54
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
προσωπική αυτή λύση στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από την πνευματική ηδονή
που βιώνει η Μαρία μέσω του ασκητισμού, περιλαμβάνει και ένα ακόμα μέσο, την
ποιητική τέχνη:
Ο ποιητής εδώ παρεμβαίνει ριζικά στο βιβλιακό του πρότυπο259 και προσδίδει
στην Μαρία την ιδιότητα της ποιήτριας, καθώς ανατρέπει εξ’ ολοκλήρου τη
θρησκευτικότητα της πράξης της και την αντικαθιστά με την καλλιτεχνική
πνευματικότητα, παραποιώντας παράλληλα τις θεμελιώδεις αξίες της πηγής του.
«Εδώ έχουμε κανονική υποκατάσταση κινήτρων, και όχι μόνον αυτών. Το αίτιο-
κλειδί της συμπεριφοράς της Μαρίας του υπο-κειμένου, η μετάνοια, υποκαθίσταται
από την ηδονή. Επιπλέον, το μέσο υλοποίησης αυτής της μετάνοιας, ο δρόμος προς
τη λύτρωση, η άσκηση, υποκαθίσταται από την καλλιτεχνική δημιουργία».260
Το ποιητικό χρίσμα της Μαρίας καθιστά το κείμενο ένα ποίημα για την
ποίηση και δίνει τη δυνατότητα στον Χριστιανόπουλο να παρουσιάσει κάποιες από
τις απόψεις του σχετικά με αυτήν. Η ασκητική αυτοτιμωρία της Μαρίας ταυτίζεται με
την μάταια και επίπονη ποιητική δημιουργία. 261 Όπως φαίνεται στους παραπάνω
στίχους, η λύτρωσή της έρχεται μέσω της ποιητικής έκφρασης, κάτι που οδηγεί
άμεσα στην απελευθερωτική και λυτρωτική λειτουργία που μπορεί να επιτελέσει η
ποίηση, αλλά επίσης και στην έννοια της εξομολόγησης, η οποία στο πλαίσιο της
υποτιθέμενης μετάνοιας της Μαρίας, συνδέει την ποίηση με το θρησκευτικό
μυστήριο της εξομολόγησης και της άφεσης των αμαρτιών. Άλλωστε, η εξομολόγηση
αποτελεί θεμελιώδη αρετή της σωστής ποιητικής έκφρασης για τον Χριστιανόπουλο
και βασικό χαρακτηριστικό του έργου του. Παράλληλα όμως, η παρουσία των
ανέμων «δηλώνει δύο πράγματα, αντιφατικά μεταξύ τους και συγχρόνως
παραπληρωματικά: από τη μια μεριά ο άνεμος φυσιολογικά σβήνει τη γραφή, από την
άλλη, συμβολικά, της χαρίζει “φωνή” και τη διαχέει». 262 Έτσι, βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με ένα πρώτο σχόλιο «εσωτερικής ποιητικής» του Χριστιανόπουλου,
σύμφωνα με το οποίο «η ποίηση είναι μια δοκιμασία ίσης έντασης (και ίσης μοναξιάς)
με την άσκηση, με την μεταφυσική αναζήτηση του απόλυτου. Παράλληλα, ο αγώνας
αυτός ενέχει πάντα και το σπέρμα της ματαιότητας, όπως υπονοεί το γράψιμο στην
άμμο και η μνεία των ανέμων, μιας ματαιότητας που πηγάζει από το ουσιαστικά
ανέφικτο της άρθρωσης του ποιητικού λόγου».263 Η αγωνία της Μαρίας να αποκτήσει
μέσα που θα καταπολεμήσουν το εφήμερο της ποιητικής της έμπνευσης φαίνεται και
στις παραγγελίες που ζητά από τον πατέρα Ζωσιμά, και που αντικαθιστούν τη θεία
κοινωνία του Βίου της Οσίας Μαρίας,264 τονίζοντας και πάλι τη λυτρωτική δύναμη
της ποίησης:
259
Σύμφωνα με πληροφορία του ποιητή, πηγή για το ποίημα αποτέλεσε ο Βίος της Οσίας Μαρίας όπως
τον κατέγραψε ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κοχλίας ο Ν. Γ. Πεντζίκης
το 1946 / Ό.π., σ.102
260
Ό.π., σ.104
261
Έξι χρόνια αργότερα ο Χριστιανόπουλος θα γράψει το ποίημα «Εγκαταλείπω την ποίηση» (Ο
Αλλήθωρος) με τον χαρακτηριστικό στίχο «κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;»
262
Μαρία Ιατρού, «Εσωτερική ποιητική στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου», στον τόμο: Για τον
Χριστιανόπουλο, ό.π.(σημ.2), σ.298
263
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.103
264
Ό.π., σ.146
Νικολαΐδης Αναστάσιος 55
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
«Η Μαρία, η εξόριστη ποιήτρια, ασκητεύει στην έρημο της τέχνης. Πάντα, βέβαια,
παραμένει στα θρησκευτικά πλαίσια (“θρησκευτικά βιβλία”, “βυζαντινή μουσική”),
όμως το γενικότερο πνεύμα του ποιήματος υπονοεί ότι οι καλλιτεχνικές ανησυχίες
της ξεπερνούν τα όρια που η ίδια τόσο προσεκτικά θέτει […]. Το μαρτύριο της
Μαρίας είναι η τέχνη, που ισοδυναμεί με νηστεία και προσευχή».265
Η συνέχεια και το τέλος του ποιήματος αποσαφηνίζουν τον διχασμό της
ψυχής της Μαρίας όπως προδιαγράφηκε από όσα προηγήθηκαν. Ενόσω ήταν πόρνη,
βίωνε την εκμηδένιση, τώρα όμως που απομονώθηκε στην έρημο, πάλι αδυνατεί να
κατακτήσει την ολοκληρωτική ηδονή της τέχνης και νοσταλγεί ένα κομμάτι της
άσωτης ζωής της.
265
Ό.π., σ.104
266
Ό.π., σσ.65, 147
267
Ό.π., σ.147
268
Ό.π., σ.195
Νικολαΐδης Αναστάσιος 56
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Παρόλο που ο Δημάς εγκατέλειψε συνειδητά την «ἐν Χριστῷ ζωή»,271 εδώ
είναι φανερό πως την αναπολεί νοσταλγικά, και μάλιστα με τρόπο οδυνηρό, που τον
κάνει να διαπιστώνει πως ούτε με τον νέο τρόπο ζωής που επέλεξε, δεν κατάφερε να
γίνει ευτυχισμένος, όσο κι αν ο κόσμος (και κυρίως ο Παύλος) πιστεύουν το αντίθετο.
Έχουμε εδώ μια από τις πιο χαρακτηριστικές στην Εποχή… «προώθηση σε πρώτο
πλάνο μιας σκιώδους μορφής της Καινής Διαθήκης και μιας μεταβολής της εστίασης
(transfocalisation) του πρωτοτύπου, κυρίως με την ευρύτερη έννοια, την έννοια της
προβολής των αξιών της “άλλης πλευράς”». 272 Ο στιγματισμένος και αδικημένος
(τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη του Χριστιανόπουλου) από τη χριστιανική
269
Ο Δημάς αναφέρεται τρεις φορές στην Καινή Διαθήκη. Ως συνεργάτης του Παύλου αναφέρεται
στην επιστολή προς Φιλήμονα (24), και στην επιστολή προς Κολοσσαείς (Κεφάλαιο Δ΄, 14), ενώ η
τρίτη αναφορά στο όνομά του γίνεται όταν έχει ήδη εγκαταλείψει τον Παύλο, στη δεύτερη προς
Τιμόθεον επιστολή (Κεφάλαιο Δ΄, 10), από όπου και ο δέκατος πέμπτος στίχος. Μάλιστα, στην
επιστολή προς Κολοσσαείς, συνυπάρχει με τον Λουκά (Λουκάς ο Αγαπητός), με μια αναφορά στη
Λαοδίκεια (Άνθρωποι της Λαοδικείας) και φυσικά με τον Παύλο ως συγγραφέα της επιστολής (Στο
δρόμο της Δαμασκού). Έχουμε δηλαδή μια μαζική εμφάνιση τεσσάρων προσώπων/τόπων που
αποτέλεσαν θέματα ποιημάτων της Εποχής….
270
Ο επιστολικός χαρακτήρας του ποιήματος λειτουργεί ως άμεση απάντηση του Δημά στην Β΄ προς
Τιμόθεον επιστολή του Παύλου, η οποία αποτελεί και την πηγή έμπνευσης του ποιήματος.
271
Είναι άγνωστο αν ο Δημάς απαρνήθηκε το χριστιανισμό, ή εγκατέλειψε μόνο την αποστολική
διακονία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν επηρεάζει τη διαμόρφωση του ήθους στο ποίημα.
272
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.67
Νικολαΐδης Αναστάσιος 57
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ιστορία επαναστάτης (αντι-)ήρωας, μέσω της τολμηρής φαντασίας του ποιητή 273 έχει
την ευκαιρία μετά από δεκαεννιά αιώνες να αρθρώσει λόγο και έτσι «στη λακωνική
και μονοσήμαντη ερμηνεία του δασκάλου (…ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα)
αντιπαρατίθεται υπονομευτικά ο ρευστός και αμφίθυμος λόγος του μαθητή, γεμάτος
αναστολές («εἶναι ἡ τέταρτη φορὰ ποὺ ἐπιχειρῶ νὰ σᾶς γράψω»), αμφιβολίες και
αδιέξοδα».274
Οι στίχοι της περιπλάνησης του Δημά με τη στολή του στρατονόμου 275 και το
προσωπείο της αυτοπεποίθησης στα κακόφημα στέκια της Θεσσαλονίκης, ενώ μέσα
του βιώνει την σήψη, δίνουν μια πιο γλαφυρή εικόνα της τεράστιας απόστασης που
χωρίζει το «φαίνεσθαι» από το «είναι», και μέσω των αναχρονισμών που
εντοπίζονται σ’ αυτούς τους στίχους, η περιπλάνηση και ο διχασμός του αποκτούν
«μια διάσταση έξω από τον τόπο και τον χρόνο, μια χροιά αιωνιότητας».276
273
Το ποίημα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, παρουσιάζει μεγάλη ελευθερία στη διαμόρφωση του
ήθους και στη διάπλαση της ιστορίας, καθώς για τον Δημά δε μας παρέχει άλλες πληροφορίες η Καινή
Διαθήκη πέρα από το ότι ήταν συνεργάτης του Παύλου, που τελικά τον εγκατέλειψε. Η μέθοδος
ελεύθερης ανάπλασης του Δημά θυμίζει σαφώς στον καβαφικό «Καισαρίωνα»:
….Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα,
κ’ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου.
274
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.91
275
Η πρώτη αναφορά στην ιδιότητα και τη στολή του στρατιωτικού μεταξύ του συνολικού έργου του
Χριστιανόπουλου γίνεται εδώ χωρίς να φορτίζεται αισθησιακά, αλλά σε άμεση σύνδεση με
αισθησιακά φορτισμένους χώρους (Μπάρα, θέατρα, ζαχαροπλαστεία, γυμναστήρια). Ωστόσο, απαντά
εδώ σε πρωτογενές στάδιο ένα άλλο γνωστό μοτίβο για το οποίο έγινε λόγος στο κεφάλαιο του πάθους,
αυτό της στολής (και γενικά των ενδυμάτων) ως αμφίεσης και απόκρυψης της πραγματικότητας. Για
τους συγκεκριμένους στίχους η Μαρία Ιατρού υποστηρίζει πως ο Δημάς, υιοθετώντας την επίφαση
προστασία που του προσφέρει η στρατιωτική σχολή, έχει πρόσβαση σε μέρη που μέμφεται η
χριστιανική ηθική και τα οποία «δικαιούται να προσεγγίζει πλέον ως τιμητής, ως προστάτης του νόμου
και της τάξης, ικανοποιώντας παράλληλα και την περιέργειά του» / Ό.π., σ.70
276
Ό.π., σ.69
Νικολαΐδης Αναστάσιος 58
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
απόψεις που του εμφύσησε το χριστιανικό του παρελθόν, και βίωσε έναν διχασμό που
παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτόν του Δημά. Ο Δημάς, επομένως, αποτελεί
ένα ακόμα προσωπείο του ποιητή, και μάλιστα αυτό που συγκλίνει περισσότερο στα
βιογραφικά του στοιχεία,277 και αποκαλύπτει το ηθικό δίλημμα του Χριστιανόπουλου,
ο οποίος επέλεξε κι αυτός να ακολουθήσει μεν τον «νῦν αἰώνα» και τις απολαύσεις
που είχε να του προσφέρει ο έκλυτος βίος, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τις βασικές αρχές
της ηθικής ακεραιότητας, όπως τις διδάχτηκε από τα (σαφώς προσκολλημένα στο
παρελθόν) κατηχητικά. Η αγωνία του Χριστιανόπουλου να διατηρήσει αλώβητη τη
χριστιανική του αρετή και την επαφή του με τον Θεό και να τα συνδυάσει με μια
ερωτική ζωή, η οποία παρουσιάζεται ως βρόμικη και έχει την τάση να σαρώσει κάθε
ηθική αντίσταση, αποτυπώνεται και σε άλλα ποιήματα που θα ακολουθήσουν και
αναδεικνύεται σε βασικό μοτίβο της λογοτεχνίας του.278
Ο στίχος που ακολουθεί τονίζει εμφαντικά ακόμα περισσότερο τη θλίψη που
πηγάζει από τη διαμετρική αντίθεση μεταξύ χριστιανικού παρελθόντος και
ελευθεριάζοντος παρόντος. Μάλιστα, ο στίχος αποτελεί αυτούσιο παράθεμα από ένα
επεισόδιο της Καινής Διαθήκης279 εντελώς άσχετο με τον Δημά, όπου επισημαίνεται
το μεγάλο χάσμα που χωρίζει την κόλαση από τον Παράδεισο. Η αναλογία που
σχηματίζεται (χριστιανικό παρελθόν-παράδεισος, έκλυτο παρόν-κόλαση) «προσδίδει
στην ερημιά και το αδιέξοδο του Δημά τον χαρακτήρα της αιώνιας θείας καταδίκης,
ενώ συγχρόνως διεγείρει και τους ενδόμυχους φόβους μπροστά στη μέλλουσα
κρίση».280
Η κορύφωση του ποιήματος έρχεται και πάλι μέσω της λειτουργίας της
ανάμνησης, και συγκεκριμένα μέσω των εικόνων που απαθανάτισαν τις
ιεραποστολικές δραστηριότητες και χριστιανικές συντροφιές του Δημά:
Νικολαΐδης Αναστάσιος 59
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Σεφέρη της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, η οποία άλλωστε αποτελεί και την
προμετωπίδα της συλλογής, 282 και φορτίζει τους δύο πόλους του διλήμματος του
Δημά με το επιπλέον αντιθετικό ζεύγος «φρόνηση»-«στιγμή παραδομού». «Έτσι, η
σύνδεση με το προγενέστερο ποιητικό κείμενο δίνει έμμεσα μια νέα διάσταση στην
επιλογή του Δημά: η εγκατάλειψη της χριστιανικής προστασίας και το βήμα στο κενό,
παρά τις αμφιβολίες και τους φόβους που συνεπάγονται, φορτίζονται τελικά θετικά:
σημαίνουν την αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης μέσω μιας οριακής απόφασης,
που μόνο με αυτήν έχουμε υπάρξει».283
Αποτέλεσμα, λοιπόν, δεν θα έχει η επιστροφή στο παρελθόν, ενώ παράλληλα
είναι αδύνατος ο συμβιβασμός με το παρόν. Μοναδική λύση θα αποτελούσε η
διαγραφή του χριστιανικού παρελθόντος, και όσα αυτό συνεπάγεται, από τη μνήμη.
Τότε ο Δημάς θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τον «νῦν αἰῶνα», καθώς δεν θα βίωνε
τη θλίψη αυτών που γνώρισαν μικροί τον Χριστό, δε θα τον «τάραζε ἡ νοσταλγία»,
δε θα ένιωθε «παράταιρος μέσα στὸν κόσμο αὐτό» και δε θα είχε αντίληψη του
χάσματος που χωρίζει τους δύο κόσμους, το παρελθόν του και το παρόν του. Θα
ζούσε μακάρια όπως τόσοι άλλοι, χωρίς το βάρος της φρόνησης και της χριστιανικής
γνώσης.
Η δυσεξάλειπτη μνήμη είναι τελικά και εδώ, όπως και στη «Μαρία την
Αιγυπτία», η πηγή του κακού. Άνθρωποι σαν τον Δημά και την Μαρία που
κουβαλούν μεγάλα βιωματικά φορτία, δεν έχουν περιθώρια επιλογής. Πουθενά δεν
νιώθουν ολοκλήρωση όσο η μνήμη τους γυρνάει στο παρελθόν, όποιο κι αν είναι
αυτό. Η Μαρία δεν μπορεί να αγιοποιηθεί, επειδή δεν μπορεί να εξαλείψει ένα
κομμάτι του άσωτου βίου της, ο Δημάς δεν μπορεί να κατακτήσει την ευτυχία της
πλήρους και χωρίς κανόνες ελευθερίας, επειδή έχει εν μέρει αγκιστρωθεί ηθικά στο
χριστιανικό του παρελθόν. Χριστιανικότητα και πορνεία, αν και εντελώς αντίθετα,
λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Η ανάμνηση που ισούται με τη γνώση (είτε του Θεού,
είτε της σαρκικής απόλαυσης) εμποδίζει την ένταξη, και προτιμητέα είναι τελικά η
άγνοια του «άλλου», η οποία όμως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να
γίνει εφικτή μόνο με λοβοτομή.
Τέλος, παρόλο που ο ποιητής δεν αντιμετωπίζει ειρωνικά τον Δημά, μια
ειρωνική διάθεση προκύπτει μέσω του παραθέματος από την Έρημη Χώρα και πάλι,
που αποτελεί τον προτελευταίο στίχο. Η αβεβαιότητα του τέλους της Έρημης Χώρας
αντικατοπτρίζεται στο αβέβαιο τέλος του διλήμματος του Δημά και η ειρωνεία
εντοπίζεται στην όψιμη εμπειρική γνώση του ποιητή, ότι το αδιέξοδο στο οποίο
εγκλωβίστηκε ο Δημάς, δεν προσφέρει κάποια έξοδο.
282
Οι στίχοι της Έρημης Χώρας που χρησιμοποιούνται ως προμετωπίδα είναι οι εξής:
Φίλε μου, τραντάζει τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μου
ἡ φοβερὴ τόλμη μιᾶς στιγμῆς παραδομοῦ
ποὺ ἡ ἐποχὴ τῆς φρόνησης ποτὲ δὲ θ’ ἀναιρέσει.
Μ’ αὐτή, μόνο μ’ αὐτὴ ἔχουμε ὑπάρξει
Παράθεμα από την Έρημη Χώρα αποτελεί και ο προτελευταίος στίχος.
283
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.132
Νικολαΐδης Αναστάσιος 60
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
οποία τιμωρείται με τον θάνατο. Το θέμα της αμαρτίας έχει ήδη αναλυθεί εκτενώς
στον «Εκατόνταρχο Κορνήλιο» και τη «Μαγδαληνή», και προσεγγίζεται και εδώ με
τον ίδιο τρόπο, ως μια πράξη που είναι ηθικά επιλήψιμη σύμφωνα με τους
εκκλησιαστικούς κανόνες, στην οποία όμως μπορούν να εντοπιστούν τα
συναισθηματικά ελαφρυντικά, δηλαδή ο έρωτας, που απαλλάσσουν τον αμαρτωλό
από το βάρος της αμαρτίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε μια πιο προωθημένη
εικόνα αμαρτωλού: η αμαρτία του Αυνάν φορτίζεται όχι μόνο από το ότι αγαπά
κάποιον που δεν πρέπει (έναν ομόφυλο συγγενή του), αλλά και από μια απόκλιση
σεξουαλικής φύσεως, ενώ αντίστοιχα, η τιμωρία του είναι η εσχάτη των ποινών.
Αυτός ο αμαρτωλός δεν θα σωθεί «ὅτι ἠγάπησεν πολὺ», ωστόσο αντιμετωπίζεται από
τον ποιητή με την ίδια συμπάθεια, ίσως και μεγαλύτερη, για τη μοίρα που τον ορίζει.
Πρωταγωνιστής ενός ποιήματος που κατέχει περίοπτη θέση στη συλλογή, «ο
βιβλικός Αυνάν διαθέτει κάποια από τα γνωρίσματα του κλασικού αντικομφορμιστή,
που πληρώνει στο τέλος με τη ζωή του τις ανορθόδοξες επιλογές του[…]. Και μόνο
το στοιχείο αυτό είναι αρκετό για να κάνει τη μορφή του Αυνάν ελκυστική στα μάτια
του ποιητή των περιθωριακών και των κάθε λογής “τσακισμένων”. Πόσο μάλλον που
το έγκλημα και η τιμωρία του Αυνάν έχουν σχέση με τη γενετήσια
δραστηριότητα». 284 Αποτελώντας κορυφαίο πρόσωπο μεταξύ των ηρώων της
Εποχής…, που ο καθένας με τον δικό του τρόπο και για δικό του λόγο, έκαναν μια
επαναστατική επιλογή, ο Αυνάν εκπροσωπεί την επανάσταση που απέτυχε, χωρίς
αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αξία της. Αξιοποιώντας διακειμενικά το ελιοτικό
«για μια στιγμή παραδομού», που θα εξεταστεί αμέσως παρακάτω, φαίνεται πως ο
Αυνάν «είναι ένα είδος μετεξέλιξης της προσωπικότητας του Δημά, και η μοίρα του
θα μπορούσε να διαβαστεί ως συνέχεια της δικής του μοίρας. Η απομάκρυνση από
την εποχή της φρόνησης του Δημά οδηγεί μοιραία στον παραδομό του Αυνάν και
καταλήγει στον θάνατο».285
Ο στίχος «γιὰ μιὰ στιγμὴ παραδομοῦ» προέρχεται από το ίδιο απόσπασμα της
Έρημης Χώρας που αποτελεί και προμετωπίδα της Εποχής…, και έτσι η σύνδεση με
τον Δημά και την «ἐποχὴ τῆς φρόνησής» του καθίσταται πιο άμεση. Επιπλέον, εδώ η
«στιγμὴ παραδομοῦ» γειτνιάζει με την «ἀστικὴ ἠθική», προκρίνοντας την τόλμη του
Αυνάν απέναντι στις συμβατικότητες των αστικών ηθικών κανόνων, και
προσφέροντας στον Χριστιανόπουλο την ευκαιρία να εκτοξεύσει τα ειρωνικά του
βέλη εναντίον τους. Η «ἀστικὴ ἠθική» του ποιήματος λειτουργεί αναχρονιστικά και
αναφέρεται σαφώς στη συντηρητική τρέχουσα ηθική της εποχής κατά την οποία
γράφεται το ποίημα, και η οποία, σε θεωρητικό έστω επίπεδο, αντιμετωπίζει τους
«διεστραμμένους» σαν τον Αυνάν με την ίδια πολεμική, όπως συνέβαινε στους
βιβλικούς χρόνους. Αυτή «η αντίθεση με την τρέχουσα ηθική είναι ένας ακόμα
θεματικός άξονας του έργου του και στοιχίζεται με την αντίθεση “εγώ-άλλοι”, την
284
Η Μαρία Ιατρού εικάζει πως ο επαναστατικός χαρακτήρας του Αυνάν διαμορφώνεται ως αντίδραση
στο εβραϊκό έθιμο του λεβιρατικού γάμου που τον υποχρέωνε να γονιμοποιήσει την χήρα του αδερφού
του και να γίνει όργανο της γέννησης απογόνων που δε θα ήταν δικοί του. Η άρνησή του να το κάνει,
εκτός από παράβαση του μωσαϊκού νόμου, αποτελεί και προσβολή προς τις επιταγές της πατριαρχικής
οικογένειας. / Ό.π., σ.42
285
Ό.π., σ.134
Νικολαΐδης Αναστάσιος 61
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
αντίθεση της μοναξιάς»,286 μέσω της οποίας ο αντικομφορμισμός και η ρήξη με τον
πουριτανισμό αναδεικνύονται σε εξέχουσες ηθικές αρετές.
Όσον αφορά την παρουσία του χριστιανικού ήθους στο ποίημα πρέπει να
γίνουν ορισμένες επισημάνσεις. Ο «Θάνατος του Αυνάν» είναι το πρώτο
«προχριστιανικό» ποίημα της συλλογής, και από αυτήν την άποψη δεν θα μπορούσε
βεβαίως να υπάρχει κάποια αναφορά στον Ιησού και τα διδάγματά του, όπως
συμβαίνει στα ποιήματα που προηγήθηκαν. Ωστόσο, η παρουσία του Ιησού
αντικαθίσταται εν πολλοίς από την εξιδανικευμένη ερωτικά και ηθικά εικόνα του
Ιωσήφ, ο οποίος, όπως ακριβώς ο χιτώνας του, «είναι ο άσπιλος-σπιλωμένος, ο
άφθαρτος μέσα στη γενικότερη φθορά της εποχής των ισχνών αγελάδων»,287 αλλά
παράλληλα είναι και ένα ιδανικό απρόσιτο για τον Αυνάν που εκπροσωπεί αυτήν την
εποχή περισσότερο από κάθε άλλο ήρωα της συλλογής:
Πέρα από την ερωτική διάσταση αυτών των στίχων που αναλύθηκε παραπάνω,
εδώ αποδίδεται εύγλωττα η απόσταση που χωρίζει τον Αυνάν και τον Ηρ (ο οποίος
μοιράζεται την ίδια μοίρα με τον Αυνάν) από τον Ιωσήφ, και επομένως η απόσταση
που χωρίζει την καταραμένη «διαστροφή» από τη λύτρωση. Παρ’ όλα αυτά, πουθενά
δεν υπάρχει έστω και μία υπόνοια μετάνοιας εκ μέρους του Αυνάν. Δέχεται τη μοίρα
του και την τιμωρία που του αποδόθηκε «γιὰ μιὰ στιγμὴ παραδομοῦ»,
επιβεβαιώνοντας τον ελιοτικό στίχο πως «μ’ αὐτή, μόνο μ’ αὐτὴ ἔχουμε ὑπάρξει».
Νικολαΐδης Αναστάσιος 62
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
αντιθετική συμπλοκή: τα βέλη ως όπλο των εκτελεστών, και παρά τη φθοροποιό τους
λειτουργία, έχουν την ιδιότητα να «ὑψώσουν στὸν οὐρανὸ» τον Σεβαστιανό, ενώ
αντίθετα η πίστη ως όπλο του καλού, με την προφανώς ευεργετική λειτουργία της,
αποδεικνύεται ότι «τυραννάει τοὺς ἀνθρώπους». Αυτό μας φέρνει πίσω στην «ἐποχὴ
τῆς φρόνησης» του «Δημά» και το δυσβάσταχτο για κάποιους βάρος που αυτή
συνεπάγεται, ενώ παράλληλα γίνεται από τον ποιητή μια αδιόρατη νύξη για τον
ετεροπροσδιορισμό του καλού μέσω του αντιπάλου δέους, του κακού, και ένα
ειρωνικό σχόλιο για την αναγκαιότητα του κακού προκειμένου να εξυψωθεί στον
ουρανό το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ειρωνικά αντιμετωπίζεται και η Αγία Αγνή,
μέσω της αξιοποίησης του αντιθετικού σχήματος που διαμορφώνεται από το όνομα
και τις σκέψεις της. Ενάντια, δηλαδή, στο όνομα και στη συναξαριστική παράδοση, η
Αγνή «παρασύρεται σε ερωτικές αναπολήσεις μπροστά στο αισθησιακά
κακοποιημένο σώμα του νεαρού αγίου, καθώς θυμάται την “τυχαία επαφή” τους την
ώρα της προσευχής μετά τα βασανιστήρια».289 Η ερωτική φόρτιση δύο στιγμών με
ιδιαίτερη θρησκευτική βαρύτητα, του μαρτυρίου και της προσευχής, και η
συνακόλουθη βεβήλωσή τους, αποδεικνύουν πως η Αγία Αγνή δεν είναι τελικά τόσο
αγνή! Ωστόσο, η βεβήλωση του ιερού είναι ένα θέμα ιδιαίτερα προσφιλές για την
Εποχή…, όπου «η πίστη και ο έρωτας φαίνεται ότι συνδέονται το ίδιο όπως ο έρωτας
με τον πόνο και τον θάνατο. Έτσι που τελικά η αντίθεση ιερό-βέβηλο, μια από τις
αξονικές αντιθέσεις στην ποίηση που εξετάζουμε, να αίρεται και να δίνει τη θέση της
σε ταύτιση των δύο εννοιών. Έχουμε, με άλλα λόγια, εδώ μια “κάθαρση” της έννοιας
του βέβηλου, που συντελείται στην προκειμένη περίπτωση και με τη διαμεσολάβηση
της τέχνης», 290 καθώς το ποίημα φέρει τον τίτλο «Στίχοι…». Έτσι, γίνονται
ευδιάκριτα τα ρευστά όρια που, σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο, χωρίζουν τα δύο
άκρα αγνότητα-ανηθικότητα, άκρα που με τόση επιμονή διαχωρίζει η χριστιανική
παράδοση, αλλά που τόσο εύκολα αίρονται μπροστά στα ερωτικά αισθήματα, όπως
αυτά της Αγνής προς τον Σεβαστιανό.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 63
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Εδώ η πίστη παρουσιάζεται ως γενεσιουργό αίτιο της ενοχής, μιας ενοχής προφανώς
για όλα όσα κάνουν και που πιθανόν να θεωρούνται αμαρτίες, κάτι που μας οδηγεί
πίσω στον «Δημά» και στο στίχο «ἐμεῖς ποὺ γνωρίσαμε μικροὶ τὸν Χριστὸ ζοῦμε
τώρα τὴ θλίψη». Και πάλι, δηλαδή, η χριστιανική πίστη διαμορφώνει τις συνθήκες
που θα οδηγήσουν στην ενοχή και τη δυστυχία, καθώς η γνώση των χριστιανικών
προτύπων αρετής υποδεικνύει ρητά τις αποκλίσεις από αυτά και τις μεταφράζει ως
προσεγγίσεις της αμαρτίας.295 Από την άλλη, η αμφιβολία για την πίστη φαίνεται πως
292
Δεν μπορεί παρά να επισημανθεί η εμφανέστατη απόκλιση αυτής της ιδιότυπης αντίληψης από την
Αριστοτελική άποψη για την αρετή και τη μεσότητα: «μεσότης τις ἄρα έστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε
οὖσα τοῦ μέσου» (Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β, 6, 13)
293
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σσ.135-136
294
Η διάχυση των Λαοδικέων ως σύμβολο θυμίζει τη διάχυση του συμβολικού ονόματος του
Σεβαστιανού από το προηγούμενο ποίημα, και στις δύο περιπτώσεις με τη μεσολάβηση του θανάτου,
αν και για διαφορετικό λόγο ο καθένας.
295
Οι δύο αυτοί στίχοι από τα ποιήματα «Δημάς» και «Άνθρωποι της Λαοδίκειας» απηχούν σαφώς τα
αίτια και τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, καθώς η γνώση του τι είναι καλό και τι κακό
Νικολαΐδης Αναστάσιος 64
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
είναι αυτή που κινητοποιεί την προσέγγιση προς το θείο, με την εγκατάλειψη των
εγκοσμίων και την ενασχόληση με την πνευματική ζωή. Έτσι, εδώ η σχέση με την
πίστη οδηγεί σε ανατρεπτικά αποτελέσματα τους Λαοδικείς.
είναι αυτή που υποχρεώνει σε μια δύσκολη ζωή τους πρωτόπλαστους και τους στερεί έναν παράδεισο
που μέχρι τότε τους παρείχε τη μακαριότητα της άγνοιας.
296
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.195
Νικολαΐδης Αναστάσιος 65
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Όλα αυτά, βέβαια, δεν αποτελούν ίδιον μόνο του μυθικού κόσμου του Οιδίποδα, ούτε
της αρχαίας εποχής, αλλά χαρακτηρίζουν μια νοοτροπία που συνεχίζεται και
κυριαρχεί μέχρι τις μέρες μας, καταστρέφοντας ζωές σημαντικών κι ασήμαντων
ανθρώπων, όπως ακριβώς σκιαγραφείται από τη σχεδόν μελοδραματική εικόνα του
ξεπεσμένου βασιλιά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη του ήθους που εξετάζουμε εδώ
παρουσιάζει επίσης το τετράστιχο:
όπου η εισβολή στην ιδιωτικότητα του ατόμου, εκτός από την τάση της να
ικανοποιήσει την περιέργεια, στοχεύει και στην ανίχνευση ηθικώς κολάσιμων
πράξεων, και μάλιστα πράξεων που έχουν σχέση με την σεξουαλική ζωή του, όπως
τα «οἰδιπόδεια συμπλέγματα», οι «ἄνομοι ἔρωτες» και οι «ἡδονὲς». Εδώ βρίσκεται
και το μοναδικό σημείο του ποιήματος όπου εντοπίζεται μια υφέρπουσα αναφορά
στον χριστιανισμό, που δε συνάδει βέβαια με τα συμφραζόμενα του ποιήματος, αλλά
υποδεικνύεται έμμεσα από το κλίμα όλης της συλλογής. Η «τρεχάμενη ἠθική»,
ανεξάρτητα από την εποχή στην οποία αναφέρεται, αντιπροσωπεύει τη συμβατική
επιβεβλημένη ηθική που στόχο έχει να «ἀπαγορεύει» και η οποία στην Εποχή…
Νικολαΐδης Αναστάσιος 66
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
297
«Σ’ ένα βιβλίο παλιό»
298
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σσ.136-137
299
Ό.π., σ.165
300
Δώδεκα ποιητές, ό.π.(σημ4), σσ.104-105
301
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.198
302
Ό.π., σ.105
Νικολαΐδης Αναστάσιος 67
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
και που βεβαίως έχει καταδικαστεί εκ των προτέρων σε μια αποτυχία που φθείρει τη
ζωή του, με τρόπο ίσως χειρότερο από τον τρόπο που την έφθειρε ο παλιός του βίος:
303
Ό.π., σ.107
304
Ό.π., σ.108
305
«Τα δύσκολα χρόνια της κατακραυγής (1950-1954)», ό.π.(σημ.127), σ.108. Στην ίδια συνέντευξη ο
Χριστιανόπουλος μιλάει για την αυστηρότατη και βεβαίως συντηρητική αντίδραση όλου του κύκλου
των κατηχητικών μετά την έκδοση της Εποχής…, καθώς και για την αποπομπή του. Τα χριστιανικά
σωματεία, επομένως, αποτελούν σημαντική πλευρά της ζωής του ποιητή μέχρι περίπου τα εικοσιένα
του χρόνια.
306
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.108
Νικολαΐδης Αναστάσιος 68
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Αυτό που επιδιώκει ο Οδυσσέας είναι να επιστρέφει στην ασφυκτική ασφάλεια και
να κρατήσει τα προσχήματα απέναντι στην ηθική του περιβάλλοντός τους, όχι να
είναι «ἄψογος» και «ἀκέραιος», αλλά απλά να φαίνεται, και όχι να αποτινάξει τον
άσωτο βίο, αλλά να τον ζήσει ιδιωτικά. Επομένως, «όπως ο Οδυσσέας του
Χριστιανόπουλου δεν βλέπει την Ιθάκη ως στόχο ζωής, αλλά ως μια όχι ιδιαίτερα
επιθυμητή λύση ανάγκης, έτσι και ο άσωτος της Ιθάκης δεν επιστρέφει για να
μετανοήσει, αλλά για να ασωτεύσει εκ του ασφαλούς».307 Στους παραπάνω στίχους,
που παραπέμπουν σαφώς στην πασίγνωστη παραβολή του ασώτου υιού, το
οδυσσειακό θέμα εμποτίζεται από τη θρησκευτική ηθική, 308 με αποτέλεσμα να
«επιτυγχάνεται ο εμβολιασμός της καβαφικής (και αρχαιοελληνικής) “αθωότητας” με
τη χριστιανική αίσθηση της αμαρτίας και της ενοχής»,309 κάτι που θα ήταν βέβαια
μέσα στις σκοπιμότητες του ποιητή για ένα ποίημα που πραγματεύεται τόσο έντονα
το θέμα του ήθους, και για μια ποιητική συλλογή στην οποία η χριστιανική αμαρτία
εντοπίζεται σχεδόν παντού. «Τελικά, εδώ ο Χριστιανόπουλος οικειοποιείται και
αφομοιώνει ένα μάλλον τετριμμένο ξένο σύμβολο (με τη βοήθεια πάλι ενός ξένου
κειμένου), προσδίδοντάς του τον προσωπικό χαρακτήρα συγκεκριμένου βιώματος με
όλες τις αβεβαιότητες και τις ιερόσυλες αντιφάσεις που το συνοδεύουν».310
307
Ό.π., σ.168
308
Η παραβολή του ασώτου υιού δεν είναι η μόνη αναφορά περί χριστιανισμού στο κείμενο. Έχουν
ήδη αναφερθεί τα «χριστιανικά σωματεῖα», ενώ επίσης υπάρχει η προσφώνηση «Θεέ μου», χωρίς
ωστόσο να έχουν την ερμηνευτική δυναμική της παραβολής στα πλαίσια ενός προχριστιανικού μύθου.
309
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.169
310
Ό.π., σ.169
Νικολαΐδης Αναστάσιος 69
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Αυτό που εμποδίζει τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη είναι ο ίδιος του ο
εαυτός, ο Ποσειδώνας, ο δαίμονας της ανατροπής που κρύβει μέσα του και δεν του
επιτρέπει να συμβιβαστεί με τη μικροαστική ηθική. Άρα, μέσα στον ήρωα υπάρχουν
δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις: το βάρος ενός καλά εδραιωμένου συντηρητισμού και η
πνοή της επαναστατικής ρήξης. Κανένα από τα δύο δεν είναι αρκετό για να
προσφέρει κάποια λύση στον Οδυσσέα, οπότε απομένει ταλαντευόμενος και
δυστυχισμένος. Η έντονη συνάφεια του στίχου «τὸν Ποσειδώνα μέσα μου τὸν
φέρνω» με το καβαφικό του πρότυπο αμφισβητεί οριστικά τις ιδέες του δεύτερου,
ενώ το ερωτηματικό με το οποίο κλείνει το ποίημα (μαζί με το «δὲν ξέρω» που το
ανοίγει) καλλιεργούν ένα αίσθημα βαθιάς αβεβαιότητας και μια διάθεση αναίρεσης
της διδακτικής βεβαιότητας του Καβάφη. Από την άλλη, και η Ιθάκη δεν είναι
καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να δώσει τη λύση που εναγωνίως αναζητά ο Οδυσσέας
σε όλο το ποίημα είναι ένας στόχος που «εκτός από ανέφικτος, έχει ούτως ή άλλως
και αμφίβολη αποτελεσματικότητα». 311 Η εξιδανικευμένη εικόνα της Ιθάκης
ανατρέπεται για να δώσει τη θέση της σε ένα σύμβολο ματαιότητας και αβεβαιότητας.
Η μετατόπιση της ιδεολογίας του ποιήματος στον ποιητή του μπορεί να
στηριχτεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη βιογραφική του σύνδεση με τον
Χριστιανόπουλο, αλλά και στην ειρωνική χροιά που αποπνέει όλο το ποίημα.
Συγκεκριμένα, ο Χριστιανόπουλος προσπαθεί να αποκαθηλώσει την Ιθάκη-σύμβολο,
ισοπεδώνοντας την πίστη σε υψηλά ιδανικά και ειρωνευόμενος διακριτικά τον
καβαφικό ιδεαλισμό, αλλά και τις σύγχρονες σχολικές ερμηνείες, μια ειρωνεία η
οποία, ωστόσο, προϋποθέτει την αντιμετώπιση τόσο του οδυσσειακού θέματος, όσο
και της καβαφικής φιλολογίας εκ των υστέρων. Έτσι, ο ποιητής (ο οποίος είναι
επιπλέον και φιλόλογος) φαίνεται ξεκάθαρα πίσω από το προσωπείο του Οδυσσέα.
311
Ό.π., σ.166
312
Πράξεις, Κεφάλαιο Θ΄, 1-9
Νικολαΐδης Αναστάσιος 70
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
και:
κι επομένως δεν βρίσκονται μονάχα στο περιθώριο της ιστορίας, αλλά και στο
περιθώριο της θείας βούλησης. Η επιλογή, λοιπόν, των αφανών ηρώων εκ μέρους του
Χριστιανόπουλου φορτίζεται θρησκευτικά για να πάρει αντιθετικά τη μεταφυσική
διάσταση της σχέσης του Θεού με τους ανθρώπους και την ανισότητα όσον αφορά
αυτούς που θα γίνουν οι «εκλεκτοί» Του και θα αξιωθούν να βιώσουν τη χάρη Του. Ο
ποιητής αναρωτιέται τι γίνεται μ’ αυτούς που δεν έγιναν δέκτες ενός θεϊκά ορισμένου
τρόπου ζωής. Και σ’ αυτό το σημείο εισάγεται η ιδέα του κομφορμισμού:
Ακριβώς λόγω της έλλειψης θείας πρόνοιας γι’ αυτούς, οι σύντροφοι του
Παύλου, αν και γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος της μεταστροφής του στον
δρόμο προς τη Δαμασκό, το αντιμετωπίζουν μάλλον αδιάφορα και μένουν οι ίδιοι
όπως και πριν. Αυτό που θα τους κάνει να αλλάξουν αργότερα είναι η ανάγκη τους να
ανήκουν σε κάποιο κοινώς αποδεκτό σύνολο, και μάλιστα αυτή η αλλαγή δεν γίνεται
με θεϊκή παρέμβαση, αλλά είναι μια «ἀπόφαση» που σκοπό έχει να βελτιώσει τη ζωή
τους. Ωστόσο, οι δύο τελευταίοι στίχοι προλαβαίνουν την υποψία της συγκατάβασης
που δημιουργούν οι προηγούμενοι και αναδεικνύουν τους συντρόφους σε πιο
ενδιαφέροντες ήρωες, ακριβώς γιατί δεν άγονται και φέρονται από άλλους, αλλά από
τα ίδια τους τα πάθη και τα ένστικτα. «Τελικά οι κομπάρσοι αποδεικνύονται πιο
ενδιαφέροντες από τον “ήρωα”, που “πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του”.
Δεν τους ταιριάζουν οι οριακές επιλογές και οι ξεκάθαρες τομές περιφέρονται, μαζί
με τους υπόλοιπους χαρακτήρες της Εποχής…, στον ενδιάμεσο χώρο της αμφιβολίας
αλλά και της εξέλιξης προς έναν υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας».313
313
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σ.171
Νικολαΐδης Αναστάσιος 71
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Από την αρχή του ποιήματος γίνεται εμφανές το χάσμα που χωρίζει τη
χριστιανική ηθική από τον έκλυτο βίο των Σοδομιτών. Ωστόσο, αμέσως εισάγεται και
η ιδέα της ελαστικότητας της θείας τιμωρίας:
δηλαδή οι Σοδομίτες θα γλίτωναν από την οργή του Θεού αν κρατούσαν έστω και μια
πτυχή του ήθους τους απαραβίαστη από τις ηδονικές απολαύσεις. Η άποψη αυτή
διαφέρει φανερά από την αντίληψη περί χριστιανικής χρηστοήθειας και τιμωρίας που
καλλιεργήθηκε σε όλη τη συλλογή, η οποία συστηματικά παρουσιάζεται ως
αμείλικτη απέναντι στην παραμικρή παρασπονδία και δεν συνηθίζει να αναγνωρίζει
ελαφρυντικά. Ωστόσο, εδώ αυτή η διαφοροποίηση εκτός από την ειρωνική της
σκοπιμότητα, να στηλιτεύσει, δηλαδή, τη συμπεριφορά τους, εξυπηρετεί και την
εισαγωγή της ιδέας των προσχημάτων που θα εμφανιστεί αργότερα και θα
ερμηνεύσει τους χριστιανικούς ηθικούς κανόνες με εντελώς ανατρεπτικό τρόπο.
Προς το παρόν, αυτό που επιδιώκει ο ποιητής να υπογραμμίσει με τις δύο
πρώτες στροφές είναι η ηθική υπεροχή του αφηγητή απέναντι στους ακόλαστους
Σοδομίτες, κάτι, όμως, που σε ένα δεύτερο επίπεδο υπονομεύεται παράλληλα από το
αισθησιακό λεξιλόγιο και τους καβαφικούς υπαινιγμούς314 που αποπνέουν οι στίχοι:
ενώ παράλληλα «οἱ τρεῖς ὡραῖοι νέοι» εκπροσωπούν την ουράνια αγνότητα και
συμβολίζουν τη θεία επιλογή της ολοκλήρωσης και της λύτρωσης προς το πρόσωπο
του Λωτ, που φαίνεται πως απαρνήθηκε τις σαρκικές απολαύσεις των Σοδόμων και
των Γομόρρων, έχοντας την υστερόβουλη προσμονή μιας άλλης απόλαυσης.
Αξιοσημείωτο είναι πως αυτή η απόλαυση έχει εξίσου ηδονική μορφή με τις
απολαύσεις των υπόλοιπων Σοδομιτών, αλλά είναι διαφορετικής φύσεως, είναι μια
ηδονή προερχόμενη από τον ουρανό, σε αντίθεση με την ηδονή των Σοδομιτών που
είναι επίγεια.
Η ανατροπή, ως συνήθως, έρχεται στο κλείσιμο του ποιήματος:
314
Ό.π., σ.173
Νικολαΐδης Αναστάσιος 72
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Στους στίχους αυτούς, όπου και πάλι γίνεται αισθητή η παρουσία του
Καβάφη,315 γκρεμίζεται οριστικά η εξιδανικευμένη αντίληψη του χριστιανικού ήθους
και προκρίνεται η ιερόσυλη λύση μιας ζωής που φαίνεται ηθική, χωρίς απαραίτητα να
είναι, αλλά που δύναται να «ξεγελάσει» τη θεϊκή οργή, και ίσως ακόμα και να
προσελκύσει τη θεϊκή ευλογία. Καθώς, όμως, με τα θεολογικά δεδομένα του
χριστιανισμού το «είναι» κρίνεται σημαντικότερο του «φαίνεσθαι», ο αναγνώστης
μετατοπίζεται, χωρίς να το καταλάβει, στον χώρο του κοινωνικού καθωσπρεπισμού,
που ενδιαφέρεται περισσότερο για την εμφάνιση παρά για την ουσία, και ο Λωτ
φαίνεται πως σώθηκε επειδή (με σκληρή αυταπάρνηση) ευθυγραμμίστηκε προς τους
συμβατικούς κανόνες της ηθικής, ή έστω, έζησε «μιὰν ἀσωτία ἰδιωτική», όπως ο
Οδυσσέας της Ιθάκης. «Έτσι, η τελευταία στροφή υπονομεύει ό,τι έχει προηγηθεί,
υποχρεώνοντας έμμεσα τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το ποίημα κάτω από νέο
φως. Μήπως τελικά ο “Λωτ” δεν είναι και τόσο αγνός; Μήπως η διαφορά του από
τους Σοδομίτες έγκειται μόνο στα “προσχήματα”; Με την όψιμη αυτή πληροφορία
υπόψη του, ο αναγνώστης ερμηνεύει πια με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ορισμένα
σημεία του ποιήματος που αποτελούν νύξεις προς αυτή την κατεύθυνση»,316 όπως τα
σημεία υπονόμευσης των λεγομένων του Λωτ που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Η διπλή αυτή ανάγνωση του κύριου κορμού του ποιήματος, πριν και μετά από
την τελική αποκάλυψη, αποτελεί έναν από τους πιο κλασικούς ειρωνικούς τρόπους, ο
οποίος, στην προκειμένη περίπτωση, επιτυγχάνεται επιπλέον με «τη λαθραία
εισαγωγή ενός δεύτερου προσωπείου», 317 αυτό του Καβάφη, ενός από τους
κατεξοχήν είρωνες νεοέλληνες ποιητές. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής, «ο Λωτ τα
ψέλνει στους διεστραμμένους συμπατριώτες του, στην αρχή λυρικά, αργότερα με
σαρκασμό, αντιπαραθέτοντας τη δική του αγνότητα, που θα τον σώσει, ενώ αυτοί θα
καταστραφούν, γιατί δεν είχαν κρατήσει ούτε τα προσχήματα!».318 Έτσι, η ειρωνεία
διασπάται σε πολλά επίπεδα, καθώς ο Λωτ ειρωνεύεται τους Σοδομίτες και την
ακολασία τους, ενώ Καβάφης και Χριστιανόπουλος ειρωνεύονται τον Λωτ για την
πλασματική του ηθική.
315
Ό.π., σ.172
316
Ό.π., σ.172
317
Ό.π., σ.199
318
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.34
Νικολαΐδης Αναστάσιος 73
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
319
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει σε όλα τα υπόλοιπα ποιήματα όπου η χρήση των αναχρονισμών
στοχεύει στη διεύρυνση του χωροχρόνου και τη διάχυση του μεμονωμένου περιστατικού έξω από τα
σύνορα της προσωπικής εμπειρίας.
320
Το επ’ εμοί, ό.π.(σημ.26), σ.39
321
Το θέμα της ερωτικής συναλλαγής θα καλλιεργηθεί συστηματικά σε όλο το υπόλοιπο έργο του
Χριστιανόπουλου με την επαναλαμβανόμενη εμφάνιση του αγοραίου έρωτα και όχι μόνο. Βλ. «Το
έγκλημα της μοναξιάς», «Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί», «Τι γυρεύω», «Με κατάνυξη», «Τόση
λατρεία, τόση τρυφερότητα», κ.ά.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 74
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Συμπεράσματα
Σύγκλιση Πάθους και Ήθους στην Εποχή των ισχνών αγελάδων
Νικολαΐδης Αναστάσιος 75
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
χαρακτηρίζεται από την αντίστασή της στα καλούπια του καθωσπρεπισμού και από
την παρουσία του έρωτα ως αρχής και τέλους κάθε ιδέας και κάθε πράξης. Παρόλο
που και τα δύο αποτελούν γνωστούς λογοτεχνικούς τόπους με μεγάλη ιστορία, το
αποτέλεσμα διατηρεί τη δυνατότητά του να ξαφνιάζει τον αναγνώστη, εξαιτίας της
χρήσης συγκεκριμένων ηρώων. Και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε αντιθετικά
ζευγάρια εραστών:
Νικολαΐδης Αναστάσιος 76
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Μαρία με το παρελθόν της σχετίζεται με την εποχή της ακολασίας και στην
πραγματικότητα είναι αυτό που δεν της επιτρέπει να αγιάσει και να ενταχθεί
επιτέλους στα χριστιανικά ηθικά πρότυπα. Και μόνο, πάντως, το γεγονός ότι η Μαρία
αναπολεί την πορνική της ζωή, ενώ έχει επιλέξει να ασκητεύσει, δείχνει εμμέσως τη
δύναμη της χριστιανικής υποχρέωσης για μετάνοια, η οποία και στην προκειμένη
περίπτωση φαίνεται να έχει κυριαρχήσει σε τέτοιο βαθμό στη συνείδηση της Μαρίας,
ώστε να θεωρεί πως η μεταστροφή της θα την κάνει ευτυχισμένη, παρόλο που το
ρεμπέτικο μοτίβο άλλα μαρτυρά. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και αλλού στην
εργασία αυτή, ο Χριστιανόπουλος επιδιώκει να αποτυπώσει τον διχασμό των ηρώων
του σφαιρικά, υποδεικνύοντας τη συνύπαρξη του παλιού και του νέου ήθους στον
ψυχισμό ενός παθιασμένου ατόμου που θέλει την αλλαγή, αλλά δεν μπορεί να την
πετύχει εξολοκλήρου.
Οι περιπτώσεις των «Σοδομιτών» και του «Περιστατικού στην Αθήνα»
παρουσιάζουν η καθεμιά τις δικές της ιδιαιτερότητες, ωστόσο θα μπορούσαν να
ενταχθούν και οι δύο σε μια ομάδα που σχετίζεται με την ηθική στάση απέναντι στον
έρωτα ή στη σεξουαλική επαφή. Από τη μια οι «Σοδομίτες» είναι ένα ποίημα
εμφανέστατα εμποτισμένο με τη χριστιανική αντίληψη για την ακολασία, εφόσον
άλλωστε αξιοποιεί ένα πασίγνωστο βιβλικό επεισόδιο παραδειγματικής καταστροφής
των ακόλαστων. Είναι μάλιστα και η μοναδική φορά που αντιμετωπίζεται τόσο
πολεμικά ο ερωτισμός που έρχεται σε σύγκρουση με τη θρησκευτική ηθική. Μέσα
από τον ανατρεπτικό, όμως, τελευταίο στίχο, γίνεται εμφανές ότι σκοπός του ποιητή
είναι να παρουσιάσει δύο τρόπους αντιμετώπισης του πάθους από αυτόν που το
βιώνει, ή, με άλλα λόγια, να εκθέσει δύο διαμετρικά αντίθετες ηθικές στάσεις
απέναντι σ’ αυτό. Η μία είναι ακόλαστη, αχαλίνωτη και ολοσχερώς σαρκική, η
δεύτερη χαρακτηρίζεται από συναισθηματισμό, αυταπάρνηση και προσχήματα. Η
σύγκρουσή τους δεν συμβαίνει λόγω της επιδίωξης ούτε της ολοκλήρωσης, ούτε της
κοινωνικής αποδοχής, αλλά μάχονται για την κατάκτηση του έρωτα. Τις παραμονές
μιας βιβλικής καταστροφής οι Σοδομίτες βρίσκονται υπόλογοι της Θείας κρίσεως, όχι
επειδή διαπράττουν την αμαρτία της ομοφυλοφιλίας, αλλά γιατί δεν εκδηλώνουν τον
ερωτισμό τους με σύνεση και διακριτικότητα όπως θα ’πρεπε να συμβαίνει, σύμφωνα
τουλάχιστον με τον Λωτ.
Από την άλλη, στο «Περιστατικό στην Αθήνα», αν και απουσιάζει
οποιαδήποτε νύξη σε κοινωνική ή εκκλησιαστική ηθική, το θέμα παραμένει σχεδόν
το ίδιο: οι δύο διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της ερωτικής επαφής των εραστών.
Απαλλαγμένοι από τους δισταγμούς και τις αμφιταλαντεύσεις των βιβλικών ηρώων
της Εποχής…, οι δύο ανώνυμοι εραστές πρέπει να αντιμετωπίσουν το ερωτικό τους
πάθος σε άμεση σχέση με τον εαυτό τους και μόνο. Καθώς φουντώνει η σεξουαλική
ανάγκη, υπολογίζονται και οι αμοιβαίες προσφορές και υποχωρήσεις μέχρι που
ματαιώνεται η τελική επαφή εξαιτίας της διαφορετικής στάσης απέναντι στον έρωτα.
Το ποίημα αυτό, με την τοποθέτησή του μέσα στον δικό του κόσμο του μικρού
σπιτιού όπου συμβαίνουν όλα, εκτός του ότι φέρνει άμεσα πλέον το ζήτημα της
διαπλοκής του ήθους με το πάθος στη σύγχρονη εποχή, αναδεικνύει και την
πολυπλοκότητά του, καθώς κάνει σαφές ότι δεν υπάρχουν δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα, αυτό της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ηθικής από τη μια, κι αυτό της
επαναστατικής ηθικής από την άλλη, αλλά ότι η προσωπική στάση απέναντι στον
έρωτα μπορεί να διαφέρει ακόμα και ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αμφότεροι
βρίσκονται στο στόχαστρο της χριστιανικής ηθικής λόγω των ερωτικών τους
προτιμήσεων.
Τελικά, αυτό που θέλει να μας πει ο Χριστιανόπουλος μέσα από τα ποιητικά
του παραδείγματα είναι ότι τόσο το πάθος όσο και το ήθος είναι προσωπική υπόθεση
Νικολαΐδης Αναστάσιος 77
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
του καθενός. Στον τομέα του πάθους καθένας έχει το δικαίωμα να νιώθει
συναισθηματική ή σωματική ικανοποίηση με τον τρόπο που θέλει, είτε αυτό λέγεται
έρωτας, είτε πίστη, είτε αφοσίωση, είτε επανάσταση. Στον τομέα του ήθους, ο
καθένας μπορεί, και πρέπει, να διαμορφώσει την προσωπική του στάση
αντιμετώπισης των πραγμάτων, να μείνει πιστός σ’ αυτήν και να την υπηρετήσει με
πάθος. Είναι σαφές ότι αυτή η εξατομικευμένη κοσμοθεωρία περί ήθους και πάθους
έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τους μαζικούς κανόνες που έχουν επιβληθεί στον
άνθρωπο και την προκρίνουν την αντικομφορμιστική διάθεση ως ύψιστη αρετή.
Άλλωστε, αν κανείς ανατρέξει στους βασικούς ήρωες των ποιημάτων, θα
διαπιστώσει πως ο καθένας με τον τρόπο του είναι ένας επαναστάτης. Από τον Αυνάν
που πεθαίνει υπερασπιζόμενος την ανορθόδοξη ερωτική του επιλογή, μέχρι τον
Κορνήλιο και τη Μαγδαληνή που λυτρώνονται συγχέοντας την πίστη με τον έρωτα.
Από την Μαρία που έρχεται σε ρήξη με το αμαρτωλό της παρελθόν για να ζήσει ένα
χρηστό παρόν, μέχρι τον Δημά και τον Οδυσσέα που κάνουν το αντίστροφο. Από την
Αγνή που τολμά να ηδονιστεί σε μια ανάρμοστη στιγμή, μέχρι τον ανώνυμο νέο του
«Περιστατικού στην Αθήνα» που έχει το σθένος να διακόψει μια ερωτική επαφή που
ισοπεδώνει την υπερηφάνεια του. Ακόμα και οι Λαοδικείς ή οι σύντροφοι του
Παύλου στον «Δρόμο της Δαμασκού» δείχνουν σημάδια επαναστατικότητας, οι
πρώτοι επειδή επιμένουν στη μεσότητά τους παρά την επικείμενη τιμωρία, και
μάλιστα προφητεύοντας ότι ο χαμός τους θα γίνει η αρχή της κυριαρχίας τους, οι
δεύτεροι γιατί τολμούν να παραδεχτούν ότι άλλαξαν πίστη περισσότερο από
υποχρέωση παρά από φώτιση, όπως θα ήθελαν τα εκκλησιαστικά βιβλία. Η
επαναστατικότητα των ηρώων αποτελεί μια ακόμα σαφή όψη της σύζευξης πάθους
και ήθους, καθώς ένας επαναστάτης πρέπει να υποκινείται από το πάθος του, αλλά
και να κατευθύνεται από τις συγκεκριμένες ιδέες του ηθικού του κόσμου.
Όπως έγινε φανερό από την αναλυτική επισκόπηση των ποιημάτων της
Εποχής… που προηγήθηκε, οι έννοιες του πάθους και του ήθους, με τις διάφορες
εκφάνσεις που παίρνουν από ποίημα σε ποίημα, κάνουν αισθητή την παρουσία τους
και διατρέχουν ολόκληρη τη συλλογή ως βασική θεματική της. Επίσης,
παρατηρήθηκε ότι κάποια επιμέρους θέματα που σχετίζονται με το πάθος και το ήθος
επαναλαμβάνονται συχνά, τόσο στο πλαίσιο της συλλογής, όσο και γενικότερα στο
έργο του Χριστιανόπουλου, ώστε να αναδεικνύονται σε μοτίβα. Παρακάτω θα γίνει
μια προσπάθεια συγκέντρωσης και ομαδοποίησης όλων των παρατηρήσεων που
έγιναν με αφορμή την ανάλυση των ποιημάτων της Εποχής… που προηγήθηκε, ώστε
ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ομαδοποιημένα όλα εκείνα
τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την οργανική σύνδεση όλων σχεδόν των ποιημάτων
με τους δύο αυτούς βασικότατους άξονες.
Η ομοφυλοφιλία
Νικολαΐδης Αναστάσιος 78
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ταλανίζεται από το ιδιότυπο ερωτικό τους πάθος», 322 την μη αποδεκτή από την
κοινωνία της εποχής τους σεξουαλική τάση της ομοφυλοφιλίας. Από τους τρεις τους,
ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι αυτός που μίλησε πιο άμεσα γι’ αυτό το ιδιότυπο
πάθος και μέσα από τα ποιήματά του εξέφρασε με θάρρος, και ωμότητα πολλές φορές,
τον έρωτα ιδωμένο μέσα από το πρίσμα της ομοφυλοφιλίας.
Στην Εποχή… εμφανίζεται ο ομόφυλος έρωτας από το πρώτο κιόλας ποίημα,
με τον «Εκατόνταρχο Κορνήλιο» να είναι ερωτευμένος με τον δούλο του, και
συνεχίζεται με τον «Θάνατο του Αυνάν», όπου ο Αυνάν είναι ερωτευμένος με τον
Ιωσήφ, τον «Λουκά τον Αγαπητό» που τον ερωτεύεται ένας αρχισυνάγωγος, τους
«Σοδομίτες» που αναλώνονται σε ομοφυλοφιλικές ακολασίες με τους νέους της
περιοχής, και καταλήγει στο «Περιστατικό στην Αθήνα» που αναφέρεται σε μια
ερωτική συναλλαγή μεταξύ ενός φαντάρου κι ενός πολίτη που δεν ολοκληρώνεται
ποτέ. Παράλληλα με αυτές τις περιπτώσεις, όπου η ομοφυλοφιλική σύνδεση ανδρών
σε συναισθηματικό ή σεξουαλικό επίπεδο αποτελεί κατά το μάλλον ή ήττον το
κεντρικό θέμα του κάθε ποιήματος, στην Εποχή… υπάρχουν κι άλλες έμμεσες
αναφορές, όπως στους «Στίχους της Αγίας Αγνής προς τον Άγιο Σεβαστιανό», με τη
χρήση ενός αγίου που, εικονιστικά έστω, δημιουργεί έντονους ομοφυλοφιλικούς
συνειρμούς, στους «Ανθρώπους της Λαοδίκειας», με τον νέο «ποὺ βγαίνει ἔξω
ὕστερα ἀπ’ τὴν πράξη» και τον καβαφικό της απόηχο,323 και στην «Ιθάκη», όπου η
ασωτία του Οδυσσέα, αν και δεν κατονομάζεται, φέρει τις υποψίες της ερωτικής
παρεκτροπής.
Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίζεται
με πολεμική, όχι βεβαίως από τον ποιητή, αλλά από το περιβάλλον στο οποίο
εντάσσεται, και το οποίο με τη χρήση των αναχρονισμών διευρύνεται για να
περιλάβει τις κοινωνίες κάθε τόπου και κάθε εποχής. Καθώς το κάθε ποίημα σκοπό
έχει να μεταδώσει ένα διαφορετικό μήνυμα, η ομοφυλοφιλία κυμαίνεται από το
επίπεδο του θανάσιμου αμαρτήματος («Ο θάνατος του Αυνάν», «Σοδομίτες»), μέχρι
τον υποκινητή της πίστης («Εκατόνταρχος Κορνήλιος»), και η έλξη προς το ίδιο φύλο
εκφράζεται άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ρητά. Συνήθως πάντως συνδέεται με την
αίσθηση της αμαρτίας, κάτι που επιτείνεται και λόγω της θρησκευτικής προέλευσης
των περισσότερων από τα κείμενα που λειτουργούν ως πρότυπα για τη σύνθεση των
ποιημάτων. Έτσι, μόνο στο «Περιστατικό στην Αθήνα» η ερωτική συμπεριφορά των
δύο αντρών είναι πλήρως απαλλαγμένη από οποιαδήποτε νύξη αμαρτίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι πολλές φορές η αμαρτία
παίρνει τη μορφή της ομοφυλοφιλίας όταν το βιβλιακό πρότυπο δεν δίνει ακριβείς
πληροφορίες για το είδος της αμαρτίας (επινόηση) ή όταν ο ποιητής εσκεμμένα
διαφοροποιεί τα συστατικά της αμαρτίας των προτύπων του ώστε να μεταδώσει ένα
μήνυμα που τον ενδιαφέρει (μετατόπιση). Κάτι ανάλογο κάνει ο ποιητής όταν
προσδίδει το χαρακτηριστικό της ομοφυλοφιλίας σε ήρωες για τους οποίες οι πηγές
δεν αναφέρουν κάτι τέτοιο ή όταν καλλιεργούν το έδαφος για μια τέτοιου είδους
ερμηνεία. Επομένως, από όλα αυτά φαίνεται πως ο εμβολιασμός της ποίησής του με
το συγκεκριμένο χώρο του παρεκκλίνοντος ερωτισμού γίνεται σκόπιμα από τον
Χριστιανόπουλο, κάτι που αποδεικνύεται κι από την μετέπειτα καλλιτεχνική του
δημιουργία. Πράγματι, σε όλα τα λογοτεχνικά έργα του Χριστιανόπουλου που
ακολούθησαν η ομοφυλοφιλία παίζει πρωτεύοντα ρόλο, με όλες τις εκφάνσεις της και
από πολλές οπτικές γωνίες. Ακόμα και ο «Αλλήθωρος» που δεν έχει αμιγώς ερωτική
θεματική, παρουσιάζει αναφορές στην ομοφυλοφιλία.
322
Ματιές ενόλω, ό.π.(σημ.7), σσ.93-94
323
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ.122), σσ.159-160
Νικολαΐδης Αναστάσιος 79
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 80
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
εξαίρετους χαρακτήρες, αλλά παράλληλα και με μια σωματική ομορφιά που τονίζει
τη σεξουαλικότητά τους και διεγείρει τους ήρωες.
Μοναδική εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν τα θύματα της ακολασίας των
Σοδομιτών, οι νέοι που έχουν χάσει την αγνότητά τους και γι’ αυτό παρουσιάζονται
ως μελαμψοί, με σκληρή ομορφιά, προκαλώντας ωστόσο το ερωτικό ενδιαφέρον όχι
μόνο των ανίερων Σοδομιτών, αλλά, όπως φάνηκε παραπάνω, και του ίδιου του Λωτ.
Η εξαίρεση αυτή, παρόλο που καταστρέφει την ανομοιομορφία των ερωτικών
αντικειμένων αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον αν ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικών
των εραστών των επόμενων έργων. Εκεί, όπου πλέον η εξομολόγηση των
προσωπικών ερωτικών εμπειριών κυριαρχεί, οι εραστές απαλλάσσονται από την
εξιδανικευτική τους αμφίεση και γίνονται συνήθως τα καθάρματα της νύχτας, που,
ωστόσο, ασκούν μια ακαταμάχητη σαδιστική γοητεία.
Ένα μοτίβο που εμφανίζεται ήδη από την Εποχή… και περνάει και στις
επόμενες συλλογές είναι αυτό της περιδιάβασης σε πολυπληθή μέρη, με σκοπό την
αναζήτηση ερωτικού συντρόφου και της ηδονικής συμμετοχής σε ανθρώπινους
συνωστισμούς. Μέσα από αυτές τις εικόνες σηματοδοτούνται ερωτικά όλο και
περισσότερα μέρη και καταστάσεις, σε βαθμό που να συμβολοποιούνται.
Η πρώτη εμφάνιση αυτού του μοτίβου γίνεται στον «Δημά» με την εικόνα της
περιδιάβασής του στην Μπάρα, την κακόφημη συνοικία της Θεσσαλονίκης, στα
θέατρα, τα ζαχαροπλαστεία και τα γυμναστήρια. Και παρόλο που δε υπάρχει κάποια
σαφής πληροφορία ότι ο Δημάς κυκλοφορεί σ’ αυτούς τους χώρους αναζητώντας τον
έρωτα, όλα τα παραπάνω είναι μέρη που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσφέρουν
κάποια ευχαρίστηση, την οποία ο Δημάς θα μπορούσε επιπλέον να απολαύσει
κάνοντας χρήση της εξουσίας που του δίνει η στρατιωτική του στολή. Στη συνέχεια,
ο Αυνάν εμφανίζεται να τριγυρνάει στα μηχανουργεία και τις φάμπρικες, την ώρα
που σχολάνε οι εργάτες, στις παρελάσεις και στα γήπεδα, μέρη δηλαδή όπου
εντοπίζεται κατά κόρον ανδρικός πληθυσμός και μάλιστα λαϊκής προέλευσης.
Παράλληλα, ο Αυνάν δηλώνει πως του αρέσει να στριμώχνεται μέσα στο πλήθος και
να προσμένει «σὰ θεῖο δῶρο τὸ συνωστισμό». Έτσι, εδώ οι ηδονικές προεκτάσεις που
έχει η συνήθεια της συναναστροφής και δήθεν τυχαίας σωματικής επαφής με έναν
ανδρικό πληθυσμό ο οποίος φέρει έντονα τα σημεία της αρρενωπότητας είναι σαφείς
και προδίδουν τη διάθεση του Αυνάν. Στο επόμενο ποίημα το στρίμωγμα «γιὰ τὴν
πίστη», στο οποίο αναφέρεται η Αγία Αγνή, επαναλαμβάνει τη φιλήδονη
σκοπιμότητά του και επιπλέον, μέσα στο πλαίσιο της πίστης και της προσευχής,
προσλαμβάνει βέβηλες διαστάσεις.
Οι στρατιωτικοί
Νικολαΐδης Αναστάσιος 81
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
324
Η «Εποχή των ισχνών αγελάδων» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ό.π.(σημ122), σ.77
325
Πρόκειται πιθανώς για τους Ιωαννίτες ιππότες / Ό.π., σσ.52-53
Νικολαΐδης Αναστάσιος 82
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Η ερωτική υποταγή
Η απογύμνωση
Νικολαΐδης Αναστάσιος 83
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
«πῆρε τὰ ροῦχα καὶ μοῦ τὰ σιδέρωσε», δεν αξιοποιείται από τον ποιητή ως κινητήρια
εικόνα τους ερωτικού πάθους.
Η ερωτική στέρηση
Νικολαΐδης Αναστάσιος 84
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
326
«Τα δύσκολα χρόνια της κατακραυγής (1950-1954)», ό.π.(σημ.127), σ.110
Νικολαΐδης Αναστάσιος 85
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Ο Διχασμός
Νικολαΐδης Αναστάσιος 86
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
διαταράσσονται από τις βέβηλες αναμνήσεις της πορνικής ζωής. Από την άλλη, ο
Δημάς αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από το ασφυκτικά ασφαλές περιβάλλον της
χριστιανικής ηθικής προς τον επικίνδυνα ελεύθερο χώρο της προσωπικής απόλαυσης,
μετάβαση, όμως, η οποία και πάλι δεν επιτυγχάνεται λόγω των ηθικών καταλοίπων
του πρότερου βίου του. Οι Λαοδικείς, αντιθέτως, μετέωροι κάπου ανάμεσα στη
σύνεση και στην αμαρτία, δεν μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι, όχι επειδή δεν τον
θέλουν οι ίδιοι, αλλά διότι η θεϊκή βούληση δεν επιτρέπει μέσες λύσεις. Τέλος, ο
Οδυσσέας πάει τα πράγματα λιγάκι παραπέρα: τολμά να ξεφύγει από το καταπιεστικό
περιβάλλον του καθωσπρεπισμού αναζητώντας την ελευθερία της ασωτίας, αλλά
όταν δεν ικανοποιείται ούτε μ’ αυτό, επιστρέφει στην παλιά του ζωή, κάνοντας μια
προσπάθεια να συνδυάσει την ασωτία με το ηθικό περιβάλλον, χωρίς ωστόσο να τα
καταφέρει ούτε κι εδώ.
Ο διχασμός, επομένως, της ψυχής του ανθρώπου αποτελεί μείζον θέμα για την
ποίηση του Χριστιανόπουλου, και μάλιστα είναι ένα πρόβλημα δυσεπίλυτο, καθώς
ανάγεται στη σύγκρουση ανάμεσα στο ήθος και το πάθος των ηρώων του. Έτσι,
αποκαλύπτεται ότι και τα δύο ασκούν την ίδια έλξη και άπωση σε ορισμένους
ανθρώπους, ώστε ακόμα κι αν γίνει κάποια απόπειρα να προσεγγίσουν τη μια πλευρά,
πάντα παρεμβαίνει η αντίθετη δύναμη για να ανατρέψει τα δεδομένα και να κρατήσει
το άτομο μετέωρο στο κενό.
Το ποίημα όπου εντοπίζεται πιο έντονα η πολεμική του ποιητή απέναντι στη
επιμονή της κοινωνίας να εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο του ατόμου, για ν’
αποκαλύψει τα μυστικά του, είναι το «Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος», όπου η Αντιγόνη
αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τον πατέρα της απέναντι σε όλους εκείνους τους
περίεργους που προσπαθούν να μάθουν τα μυστικά της οικογενειακής της κατάρας
ώστε να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους.
Ωστόσο, με αφορμή αυτό το ποίημα, είναι δυνατόν να διαπιστώσει κανείς ότι
σε ολόκληρη τη συλλογή διαχέεται η αντίληψη ότι η κοινωνική περιέργεια
υποχρεώνει τους ήρωες, οι οποίοι μάλιστα χαρακτηρίζονται από αντισυμβατικά πάθη,
να εκδηλώσουν τα πάθη τους στον ιδιωτικό χώρο, προκειμένου να περιορίσουν τον
κίνδυνο της διαπόμπευσης. Πράγματι, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε από τον
λόγο του Κορνήλιου ότι η όποια εκδήλωση του πάθους του προς τον δούλο του θα
γίνει κεκλεισμένων των θυρών, ενώ η Μαγδαληνή περιποιείται τον Ιησού, φυσικά, σε
κλειστό χώρο. Η Μαρία απομονώνεται στην έρημο της Παλαιστίνης και κρύβεται
από τα καραβάνια των προσκυνητών, ο Αυνάν πλάθει τις ερωτικές του φαντασιώσεις
για τον Ιωσήφ στο καλύβι του, υπό το φως των κεριών και τον ήχο του ραδιοφώνου,
η Αγνή αναπολεί την επαφή της με τον Σεβαστιανό πιθανώς σε κάποιο κελί. Επιπλέον,
ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη για να ζήσει «μιὰν ἀσωτία ἰδιωτική», μακριά από
τα βλέμματα των συμπολιτών του, όπως και ο Λωτ φιλοξενεί τους τρεις ωραίους
νέους μέσα στο σπίτι του, προσφέροντάς τους ίσως κάτι περισσότερο από φιλοξενία,
ενώ οι λοιποί Σοδομίτες διαπράττουν τις ακολασίες τους στα πανδοχεία και τέλος,
όλα όσα κάνουν οι νέοι του τελευταίου ποιήματος μένουν κρυμμένα μέσα στο σπίτι
του ενός.
Από την άλλη, η προσπάθεια της τήρησης των προσχημάτων από κάποιους
ήρωες (βλ. οικεία παράγραφο) δηλώνει και την προσπάθειά τους να αποφύγουν τα
αδιάκριτα βλέμματα και σχόλια, από τα οποία όμως δεν ξεφεύγει ο Δημάς, τον οποίο
κοιτάζει παραξενεμένο ένα κορίτσι στο μπαρ, καθώς αυτός γράφει την επιστολή του,
Νικολαΐδης Αναστάσιος 87
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
ούτε και ο νέος στο «Άνθρωποι της Λαοδίκειας», που ντρέπεται να κοιτάξει στα
μάτια τους άλλους για να μην καταλάβουν τι έκανε προηγουμένως.
Η μετάνοια
Η έννοια της μετάνοιας, μια έννοια θεμελιώδης για τον χριστιανισμό, κάνει
επίσης έντονη την εμφάνισή της στην Εποχή…, με τρόπο διαφορετικό και ιδιαίτερο.
Η Μαγδαληνή, για παράδειγμα, δεν πλένει τα πόδια του Ιησού ως μετάνοια για την
εκπόρνευσή της, αλλά από έρωτα, ο οποίος είναι και ο μοναδικός λόγος για να
απαρνηθεί τις αμαρτίες της. Η Μαρία από την άλλη, απαρνιέται το παρελθόν της
βρίσκοντας ηδονή στη σχέση της με τον Θεό, αλλά δεν φαίνεται να μετανοεί γι’ αυτό,
πόσο μάλιστα όταν το αναπολεί νοσταλγικά. Τόσο ο Αυνάν, όσο και οι Λαοδικείς δεν
χρησιμοποιούν τη μετάνοια ως πιθανή λύση διάσωσης από τον αφανισμό, αλλά
επιμένουν στις θέσεις τους, ενώ ούτε ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη
μετανιωμένος, όπως ο άσωτος της παραβολής, αλλά επιστρέφει για να προφυλαχθεί
από τους κινδύνους της δημόσιας ασωτίας. Από όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται
φανερό ότι η χριστιανική μετάνοια δεν αντιμετωπίζεται με μεγάλη θέρμη, προφανώς
επειδή αντιπροσωπεύει τη χριστιανική ηθική που καταπιέζει την ελεύθερη βούληση
του ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε και οι μοναδικές περιπτώσεις όπου υπάρχει μια
υπόνοια μετάνοιας, στην Μαγδαληνή και την Μαρία, αυτή προκύπτει από την ανάγκη
ικανοποίησης μιας προσωπικής ηδονής πρωτίστως, παρά από την παραδοχή των
σφαλμάτων τους.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 88
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Επίλογος
Νικολαΐδης Αναστάσιος 89
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
χαρακτηριστικών της Εποχής… με αυτά των έργων που ακολούθησαν ήταν εμφανής.
Τις περισσότερες φορές αυτή η σύνδεση αφορά την επανάληψη ενός μοτίβου
χαρακτηριστικού στον Χριστιανόπουλο που άπτεται του θέματος το οποίο εξετάζω,
και αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, τη στενή σχέση που συνδέει την Εποχή… με τα
υπόλοιπα έργα του, παρά την ιδιαιτερότητά της όσον αφορά τα στοιχεία θεματικής
και τεχνικής. Αν μου επιτρεπόταν μια παρομοίωση από τον χώρο της βιολογίας, θα
παρομοίαζα το «πάθος» και το «ήθος» ως τις αρτηρίες και τις φλέβες του ποιητικού
σώματος του Ντίνου Χριστιανόπουλου αντίστοιχα, που το διαπερνούν ολόκληρο και
του χαρίζουν την ενέργεια να παραμένει πάντα ζωντανό, καθώς οι αρτηρίες-πάθος
μεταγγίζουν ασταμάτητα τη ζωογόνο δύναμή τους στα έργα, ενώ οι φλέβες-ήθος
συγκρατούν τις επικίνδυνες επιταγές του πάθους, εμποδίζουν την ανάλωση της
δημιουργίας και οδηγούν το σώμα στην κάθαρση.
Επομένως, είναι εμφανές πως ό,τι επιχειρεί να επιτύχει η παρούσα εργασία
μπορεί να εφαρμοστεί αντίστοιχα και για τις υπόλοιπες ποιητικές συλλογές του
ποιητή, καθώς και για το πεζογραφικό του έργο. Χρήσιμη πιστεύω πως θα φανεί,
άλλωστε, για τον επίδοξο ερευνητή η ομαδοποίηση των μοτίβων της Εποχής… που
παρουσιάζεται στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων, καθώς μπορεί να λειτουργήσει ως
μια πρώτη βάση για την ανίχνευση αυτών των επαναλαμβανόμενων θεμάτων στα
μεταγενέστερα έργα και την ανάδειξη των ομοιοτήτων ή των διαφοροποιήσεων που
παρατηρούνται μεταξύ τους. Αλλά και πέρα από το συγκεκριμένο θέμα, θεωρώ πως
αυτή η μελέτη έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην κινητοποίηση του ερευνητικού
ενδιαφέροντος για διεισδυτική ενασχόληση με το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου,
αναδεικνύοντας τις πολλές, διαφορετικές και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες εκφάνσεις
του.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 90
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Βιβλιογραφία
Νικολαΐδης Αναστάσιος 91
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 92
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Περίληψη
Νικολαΐδης Αναστάσιος 93
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Summary
Starting from the question whether the label “love poet” can be legitimately attributed
to Dinos Christianopoulos and whether it successfully reflects the style and content of
his poetry, this paper aims at a scholarly perambulation through his work and the
accompanying criticism in order to locate and examine the parameters that play
crucial role in his literary creation. In the introduction an attempt was made to
determine both erotic and social dimension of Christianopoulos’ poetry, through a
compilation of critical perspectives that had been formulated occasionally, while the
main part deals with systematic analysis of the ways in which his poetry displays
pathos (as a characteristic of its erotic side) and ethos (social side) in his first
collection The Season of the Lean Cows. This research approach was chosen in an
attempt to bring out the view that both pathos and ethos, with equal dynamics and an
intensive mutual dependence, can be traced throughout the greatest part of
Christianopoulos’ work, especially since they also form some of the regularly
repeated motifs in his entire literary oeuvre.
Νικολαΐδης Αναστάσιος 94
Πάθος και Ήθος στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Νικολαΐδης Αναστάσιος 95