You are on page 1of 52

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΠΑΛ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΦΥΡΗ ΝΑΤΑΣΑ

Πλαγιότιτλος

Ο πλαγιότιτλος είναι ο σύντομος συμπληρωματικός τίτλος ενός


μέρους του κειμένου, συνήθως μιας παραγράφου, ο οποίος
αποδίδει συνοπτικά το θεματικό κέντρο της παραγράφου. Ο
πλαγιότιτλος μας βοηθά αφενός να κατανοήσουμε πληρέστερα το
κείμενο που διαβάζουμε, αφετέρου είναι εξαιρετικά χρήσιμος και
βοηθητικός κατά την σύνταξη της περίληψης του κειμένου ή
τμήματός του.
Για τη σύνθεση του πλαγιότιτλου λαμβάνουμε υπόψη μας, αρχικά
τη θεματική περίοδο της παραγράφου, ώστε να κατανοήσουμε
το θέμα που πραγματεύεται. Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη μας τον
τρόπο ή τους τρόπους που αναπτύσσεται η παράγραφος
αλλά και λέξεις ή φράσεις κλειδιά που θα μας βοηθήσουν να
κατανοήσουμε και να αποδώσουμε το νόημα της παραγράφου.
Τέλος, ο πλαγιότιτλος που θα συντάξουμε πρέπει να είναι
σύντομος, περιεκτικός, λιτός, με λόγο πυκνό ή και ελλειπτικό
και να αποδίδει το συνολικό νόημα της παραγράφου.

Να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο σε καθεμιά από τις


παραγράφους του παρακάτω κειμένου:

Μητρικής γλώσσης εγκώμιον

Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα:


μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για
ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και
ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου,
τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και
μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα
ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε,
αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα.
Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει
τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το
υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις
οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις της
μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες)
περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.

Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη


μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη
μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες
ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική
γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική
και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες
πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι’
αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον
όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης
γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο
(εκ)μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου
γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή
λιγότερο καλά.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κατεξοχήν διακρίνει τη


μητρική από μια ξένη γλώσσα είναι ότι για κάθε φυσικό ομιλητή η
γνώση της μητρικής γλώσσας δεν είναι ένα απλό
εργαλείο συνεννόησης («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά είναι κύριο
συστατικό της ταυτότητάς του, είναι ο πολιτισμός του μέσα από το
ιστορικό εννοιολογικό φορτίο των λέξεων που χρησιμοποιεί, είναι
η ψυχοσύνθεσή του και η νοοτροπία τού λαού του, είναι ο τρόπος
που βλέπει και εκφράζει τον κόσμο του, είναι η σκέψη του, είναι η
πατρίδα του. Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που συνιστούν
την «αξιακή αντίληψη» της γλώσσας, μια έννοια
που υπερβαίνει κάθε απλή χρηστική αντίληψη.

Η έννοια μιας «ενιαίας γλώσσας» για όλους ούτε υπήρξε


ποτέ ούτε μπορεί να υπάρξει, γιατί θα προσκρούει πάντα σε μια
αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα, στην εγγενή διαφοροποίηση
τής γλώσσας που διαμορφώνουν πάντα διαφορετικοί λαοί, με
διαφορετικό πολιτισμό, ιστορία και νοοτροπία. Το μόνο που
μπορεί να υπάρξει - και έχει υπάρξει κατά καιρούς - είναι
μια ευρύτερης χρήσεως δεύτερη γλώσσα, μια ξένη δηλ. γλώσσα
που χρησιμοποιείται ως lingua franca, γλώσσα επικοινωνίας για
πρακτικές ανάγκες συνεννόησης, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται
υπεργενικευτικά και ως «κοινή γλώσσα».

Συνήθως θεωρούμε ως δεδομένη και συγκριτικά πιο εύκολη


τη γνώση της μητρικής γλώσσας από εκείνη μιας ξένης γλώσσας. Η
άποψη αυτή ισχύει με την έννοια ότι μια σημαντική παράμετρος
της γλώσσας, το γλωσσικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο,
κοινωνία, ΜΜΕ κ.ά.), που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση της
γλώσσας, συνοδεύει κατά φυσικό τρόπο μόνο τη μητρική γλώσσα.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που φυσικοί ομιλητές χαρακτηρίζονται μόνο
οι ομιλητές της μητρικής γλώσσας. Ωστόσο, θα πρέπει να
παρατηρηθεί ότι, αν ζήσει κανείς επί μακρόν στη χώρα όπου
ομιλείται μια γλώσσα και ασχοληθεί συστηματικά με τη μάθησή
της, τότε αποκτά μια βιωματική γνώση της μη μητρικής γλώσσας
που μπορεί να εγγίσει τα όρια της κατάκτησης.

Τέλος, ακόμη και προκειμένου για τη μητρική γλώσσα δεν


πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη ζωή μας, από την ώρα που
γεννιόμαστε μέχρι βαθέος γήρατος, διατελούμε μονίμως
«μαθητές» της μητρικής μας γλώσσας, η δε κατάκτησή της σ’ ένα
απαιτητικό επίπεδο είναι πάντα «έργο ζωής».
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Το Βήμα, 1 Φεβρουαρίου 2014

Να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο σε καθεμιά από τις


παραγράφους του παρακάτω κειμένου:

Γλώσσα και κοινωνικοποίηση

Ο πρώτος κώδικας επικοινωνίας, δηλαδή η μητρική γλώσσα,


είναι κοινωνικός θεσμός. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση της
μητρικής γλώσσας και η καλή χρήση της είναι το κυριότερο
μέσο ένταξης στην κοινότητα, εφόσον αποτελεί τη βασικότερη
προϋπόθεση για επικοινωνία και για δημιουργία σωστών και
ολοκληρωμένων σχέσεων με τα υπόλοιπα μέλη. Χρησιμοποιούμε
την ομιλία για να έρθουμε σε επαφή με τους άλλους. Για να μην
είμαστε μόνοι ή αποξενωμένοι. Και από την άποψη αυτή, η
κατάκτηση της γλώσσας μας βοηθάει να αποφύγουμε την
απομόνωση.

Κι ακόμα, ο κοινωνικός χαρακτήρας της γλώσσας


υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί
πέρα και πριν από τα συγκεκριμένα άτομα. Κάθε νέος άνθρωπος
υποχρεώνεται να μαθαίνει και να χρησιμοποιεί τη μητρική του
γλώσσα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση διατρέχει τον κίνδυνο της
περιθωριοποίησης ή και της απόρριψής του από την ομάδα. Και
από την άποψη αυτή η κατάκτηση της μητρικής του γλώσσας δεν
είναι απλώς μια ευγενική πρόσκληση προς το κάθε νέο άτομο
αλλά, μέσα σε ορισμένα πλαίσια, πρέπει να νοείται ως κοινωνική
επιταγή. Έτσι, η κοινωνικοποίηση του ατόμου και η
επικοινωνία του με τα άλλα άτομα της γλωσσικής κοινότητας
έρχεται ως αποτέλεσμα της κατάκτησης της μητρικής του
γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα αποτελεί το αίτιο για
περαιτέρω καλλιέργεια και βελτίωση της γλωσσικής του
ικανότητας.

Η σχέση όμως μεταξύ ατόμου και γλώσσας δεν πρέπει να


θεωρηθεί ως μονόδρομος, ως πλήρης δηλαδή υποταγή του ατόμου
στον κώδικα του κοινωνικού συνόλου. Όπως, βέβαια, είναι φυσικό,
κατά την πρώτη περίοδο κατάκτησης της γλώσσας από το άτομο,
στην οποία μπαίνουν οι βάσεις της κοινωνικοποίησής του, υπάρχει
σίγουρα η έννοια της υποταγής του στην κοινωνική απαίτηση.
Όμως, σε ένα δεύτερο στάδιο ανοίγεται μια ευρεία προοπτική που
του παρέχει δυνατότητες για ελεύθερη προσωπική του έκφραση.
Στο πλαίσιο, επομένως, της χρήσης της μητρικής γλώσσας το κάθε
άτομο δημιουργεί το προσωπικό του ύφος και προβάλλει την
ατομικότητά του, παρά το γεγονός ότι η γλωσσική επικοινωνία
στηρίζεται σε ένα φαινόμενο που δημιουργείται και λειτουργεί με
κανόνες και αρχές, οι οποίες καθιερώνονται από το κοινωνικό
σύνολο.

Ν. Μήτσης. (1996). Διδακτική του γλωσσικού μαθήματος. Από τη γλωσσική θεωρία


στη διδακτική πράξη, 39-40. Αθήνα: Gutenberg (διασκευή).

επιταγή: προσταγή, διαταγή

Να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο σε καθεμιά από τις


παραγράφους του παρακάτω κειμένου:

Ο λόγος είναι ικανότητα συμβολισμού που συνδέεται με τη


σκέψη με τρόπο αδιαίρετο. Δεν μπορεί να υπάρξει σκέψη χωρίς
τον λόγο, αλλά επίσης, και αντίθετα με τους μύθους για τη σχέση
της απλής γλώσσας και της σύνθετης νόησης, δεν υπάρχει σκέψη
που να μην έχει γλωσσική έκφραση. Αυτά τα δύο πολύ σημαντικά
συμπεράσματα είναι γνωστικές κατακτήσεις που δημιούργησαν
τομή ανάμεσα στη γλωσσολογία και αυτό που ονομαζόταν
γλωσσολογία τον 19ο αιώνα, τότε που οι μελετητές πίστευαν ότι οι
γλώσσες προέρχονται από την προσπάθεια της ανθρωπότητας να
περιγράψει τη σκέψη, και αυτονομώντας την από τον λόγο έδιναν
στη σκέψη αλλά και στις γλώσσες ανιστορική και υπερκοινωνική
διάσταση. […]

Ο λόγος δεν είναι απλώς (όπως πίστευε η προεπιστημονική


γλωσσολογία) μέσο για τη μετάδοση της σκέψης, δεν περιέχει
απλώς το γεγονός, ούτε είναι δευτερεύων σε σχέση με το γεγονός,
είναι κοινωνική πράξη, κοινωνική ενέργεια ο λόγος ο ίδιος.
Δηλαδή, ο λόγος δεν είναι μόνο κώδικας του γύρω κόσμου. Είναι
συγχρόνως και πριν απ’ όλα πράξη κοινωνική. Ικανότητα
συμβολισμού από την οποία πηγάζει η κοινωνική ζωή. Δεν είναι
μόνο το σημείο συνάντησης των ανθρώπων (επικοινωνία), αλλά
επιβάλλει συγκεκριμένες μορφές σ’ αυτή τη συνάντηση. Δεν είναι
μόνο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής και προϋπόθεση για
την ύπαρξή της, αλλά επιβάλλει όρους στην κοινωνική ζωή, είναι
τρόπος κοινωνικής ζωής, επιβάλλει όρους στις κοινωνικές σχέσεις.
[…]

Η πραγμάτωση του λόγου στις διάφορες γλώσσες παίζει έναν


ακόμα σπουδαίο ρόλο στις διάφορες κοινωνίες. Η γλώσσα
αποτελεί για την κάθε κοινότητα βασικό ενοποιητικό στοιχείο.
Ομοιογενοποιεί τα μέλη της κοινωνικής ομάδας, όντας ένας από
τους ισχυρότερους δεσμούς που τα ενώνουν. Η γλώσσα αποτελεί
τη σημαντικότερη και πιο απτή απόδειξη των ιδιαιτεροτήτων της
ομάδας, στις οποίες τα μέλη της αλληλοαναγνωρίζονται ως
διακριτή κοινότητα. Είναι από τα ισχυρότερα σύμβολα της
επιβίωσης και της εξέλιξης, η δημιουργική απόδειξη για κάθε
κοινωνική ομάδα της δυνατότητάς της να υπάρχει και να
προοδεύει.

Συστατικό ενοποιητικό της κοινωνικής ομάδας λοιπόν, η


γλώσσα συνθέτει την παλιά ταυτότητα του γένους, και σήμερα που
τις εθνικές κοινότητες απαρτίζουν ομάδες με πλήθος βιολογικές
και πολιτισμικές διαφορές προέλευσης, η γλώσσα αποτελεί ένα
από τα ισχυρότερα συστατικά της εθνικής ταυτότητας.

Ο λόγος είναι τέλος το «οικονομικότερο» σύστημα


συμβολισμού και επικοινωνίας, όπως θαυμάσια περιγράφει ο Εμίλ
Μπενβενίστ: «Σε αντίθεση με άλλα αναπαραστατικά συστήματα,
δεν απαιτεί καμιά μυϊκή προσπάθεια, δεν χρειάζεται μετακίνηση
του σώματος, δεν επιβάλλει επίμοχθούς χειρισμούς. Ας
φανταστούμε την εργασία και τον αδιανόητο μόχθο που θα
απαιτούσε για να αναπαρασταθεί οπτικά μια «δημιουργία του
κόσμου», αν ήταν δυνατό να την παρουσιάσει κανείς με
ζωγραφικές ή γλυπτές ή άλλες παραστάσεις. Για να δούμε ύστερα
τι συμβαίνει με την ίδια την ιστορία, όταν υλοποιείται με τη
διήγηση, τη διαδοχή σύντομων φωνητικών ήχων, που χάνονται
αμέσως μόλις εκφραστούν, αμέσως μόλις γίνουν αντιληπτοί, και
όμως η ψυχή νιώθει ανάταση και οι γενεές τούς επαναλαμβάνουν,
και κάθε φορά που η ομιλία ξετυλίγει το γεγονός, κάθε φορά ο
κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ αυτή του
λόγου, που δημιουργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο.

Άννα Φραγκουδάκη, Γλώσσα και Ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, 7η έκδοση,


Αθήνα, 1996, σελ.15- 19

Η Περίληψη

Η περίληψη ενός κειμένου αποτελεί την συνοπτική παρουσίαση


του περιεχομένου ενός άλλου κειμένου (άρθρου, δοκιμίου,
λογοτεχνικού έργου, θεατρικού έργου, ομιλίας κ.α.)Είναι δηλαδή,
η αναφορά και η παρουσίαση των βασικών σημείων του αρχικού
κειμένου.
Η σύνθεση της περίληψης περιλαμβάνει δύο στάδια: αυτό της
προετοιμασίας και αυτό της σύνθεσης:

 κατά την προετοιμασία:

1.διαβάζω πολύ προσεκτικά το αρχικό κείμενο, του οποίου την


περίληψη έχω κληθεί να συντάξω,
2.κρατάω σημειώσεις
3.υπογραμμίζω τα βασικά σημεία του κειμένου, που θεωρώ ότι
θα πρέπει να συμπεριλάβω στην περίληψή μου,
4.εντοπίζω τους θεματικούς άξονες, τα νοηματικά κέντρα των
παραγράφων του κειμένου και συντάσσω έναν πλαγιότιτλο για
την καθεμιά,
5.ακολουθώ μια αφαιρετική διαδικασία καθώς πρόκειται να
συντάξω ένα κείμενο μικρότερης έκτασης από το αρχικό, οπότε
διακρίνω τα ουσιώδη (που πρέπει να αναφέρω στην περίληψή
μου) από τα επουσιώδη, δευτερεύουσες πληροφορίες και
λεπτομέρειες (τα οποία δεν θα συμπεριλάβω σε αυτή).

 κατά την σύνθεση της περίληψης:

1.κάνω μια αναφορά στο αρχικό κείμενο ή στον γράφοντα (π.χ.


Σύμφωνα με το κείμενο.., Κατά τον συγγραφέα…, Το κείμενο
αναφέρεται…, Στο κείμενο παρουσιάζονται…, Ο αρθρογράφος
εκθέτει τις σκέψεις/τους προβληματισμούς του/ τις ιδέες του/
τις θέσεις του σχετικά με…, Στο κείμενο εκτίθενται οι απόψεις
του αρθρογράφου σχετικά με…, κ.τ.λ.),
2.ακολουθώ όσο πιο πιστά μπορώ τη δομή του αρχικού
κειμένου,
3.λαμβάνω υπόψη μου το ύφος του αρχικού κειμένου (για το
ύφος της περίληψης λαμβάνω υπόψη μου: το ύφος, την
επικοινωνιακή περίσταση και τους στόχους του αρχικού
κειμένου),
4.δεν παραθέτω δικές μου σκέψεις, ιδέες, γνώμες ή σχόλια
σχετικά με το θέμα το οποίο πραγματεύεται το αρχικό κείμενο
αλλά μεταφέρω τις απόψεις που παρουσιάζονται και
αναλύονται σε αυτό (από την περίληψη απουσιάζει το
7υποκειμεν7ικό στοιχείο),
5.δεν χρησιμοποιώ πρώτο πρόσωπο,
6.δεν παραθέτω αυτούσιες φράσεις ή χωρία του αρχικού
κειμένου (παρά μόνο αν πρόκειται για ειδική ορολογία) αλλά
χρησιμοποιώ συνώνυμα και διαφοροποιώ την έκφρασή μου από
αυτή του αρχικού κειμένου χωρίς όμως να παραλλάσω τα
νοήματα που θέλω που να αποδώσω,
7.επιδιώκω η περίληψή μου να χαρακτηρίζεται από συνοχή και
συνεκτικότητα,
8.αποφεύγω την μεταφορική χρήση της γλώσσας και προτιμώ
την κυριολεκτική, αναφορική, δηλωτική,
9. χρησιμοποιώ κατάλληλες τεχνικές πύκνωσης λόγου, καθώς
επιθυμώ να αποδώσω περιληπτικά το περιεχόμενου του
αρχικού κειμένου. (π.χ. μετατροπή δευτερευουσών προτάσεων
σε μετοχές, μετατροπή αναφορικών δευτερευουσών προτάσεων
σε ισοδύναμο ονοματικό τύπο ή επίρρημα, αντικατάσταση των
υπωνύμων με τα υπερώνυμά τους, αντικατάσταση περίφρασης
από μονολεκτικό τύπο, απαλοιφή επιθέτων ή προσδιορισμών).

Συνοπτική ή εκτενής περίληψη:

Η περίληψη ανάλογα με την έκτασή της μπορεί να είναι


συνοπτική (σύντομη) ή εκτενής.
Η συνοπτική περίληψη περιλαμβάνει μόνο τα βασικά σημεία του
αρχικού κειμένου, οπότε περιοριζόμαστε στην παράθεση μόνο
αυτών και όχι σε λεπτομέρειες. Η συνοπτική περίληψη είναι
συνήθως σε έκταση όσο το 1/6 του αρχικού κειμένου.
Η εκτενής περίληψη καταλαμβάνει συνήθως έκταση αντίστοιχη με
το 1/3 του αρχικού κειμένου και συμπεριλαμβάνονται σε αυτή και
κάποιες νοηματικά αξιοσημείωτες λεπτομέρειες.

Περίληψη ενός μέρους του κειμένου:


Εκτός από την περίληψη ολόκληρου κειμένου, μπορεί να ζητηθεί η
περίληψη ενός μέρους του κειμένου, για παράδειγμα των δύο
πρώτων παραγράφων ή των δύο τελευταίων ή οποιουδήποτε
άλλου μέρους του κειμένου. Και στην περίπτωση αυτή
εργαζόμαστε όπως και παραπάνω, απλώς εστιάζουμε την προσοχή
μας στο μέρος του κειμένου του οποίου έχουμε κληθεί να
συνθέσουμε την περίληψη έτσι ώστε να αξιοποιήσουμε σωστά τα
στοιχεία και τις πληροφορίες που θα συμπεριλάβουμε στην
περίληψή μας.

Περίληψη μιας συνέντευξης:

Στην περίπτωση που επιθυμούμε να αποδώσουμε περιληπτικά μια


γραπτή συνέντευξη, φροντίζουμε ήδη από την αρχή του
περιληπτικού κειμένου μας, να διατυπώσουμε ποιος παραχωρεί τη
συνέντευξη, σε ποιον παραχωρείται η συνέντευξη (δημοσιογράφο/
μέσο) και ποιο είναι το βασικό θέμα της.

Χρήσιμα ρήματα για την περίληψη (Martins-Baltar, 1976,


σελ.197-208)

1. Αναφορική όψη
αναφέρει, μνημονεύει, παραθέτει αυτολεξεί (ένα άλλο κείμενο)

σχολιάζει, ερμηνεύει, συζητά (ένα άλλο κείμενο)

συνοψίζει (ένα άλλο κείμενο)

παρατηρεί, διαπιστώνει

ορίζει με ακρίβεια, προσδιορίζει, καθορίζει

αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, επεξηγεί

εξηγεί, αιτιολογεί

ονομάζει, αποκαλεί, χαρακτηρίζει


συγκρίνει, αντιθέτει, αντιπαραθέτει, αντιπαραβάλλει

επιχειρηματολογεί (υπέρ ή κατά), υπερασπίζεται, υπεραμύνεται, συνηγορεί,


συμφωνεί με, ταυτίζεται με,

δικαιολογεί, ανασκευάζει, απορρίπτει, αντικρούει, αντιτείνει

τεκμηριώνει, στηρίζει (την άποψή του)

αποδεικνύει, δείχνει

κρίνει, αξιολογεί, εκτιμά, αποτιμά

βεβαιώνει, ισχυρίζεται, αποφαίνεται, υποστηρίζει, επιμένει (ότι), προβλέπει

λέει, σημειώνει, τονίζει, επισημαίνει, υπογραμμίζει

πραγματεύεται, εξετάζει, συζητά, ασχολείται (με), αναφέρεται (σε)

αναλύει, αναπτύσσει

ορίζει

διαιρεί, ταξινομεί

περιγράφει

απαριθμεί, συμπληρώνει, προσθέτει

αφηγείται, διηγείται

αναρωτιέται, απορεί

ρωτά

υποδεικνύει, προτείνει, αντιπροτείνει, συμβουλεύει, συστήνει

απολογείται

εύχεται

εξεγείρεται, αγανακτεί, εκφράζει την έκπληξή του

2. Ποσοτική όψη
προσπερνά βιαστικά, με συντομία

αποσιωπά, παραλείπει, δεν αναφέρει / αναφέρεται

θίγει πλαγίως, έμμεσα, επιφανειακά

εξετάζει διεξοδικά, αναλυτικά, προσεκτικά


3. Μεταγλωσσική όψη
επεξηγεί, συγκεκριμενοποιεί (για άλλο κείμενο)

παραφράζει (για άλλο κείμενο)

4. Διορθωτική όψη
τροποποιεί, αλλάζει (τη διατύπωση)

διορθώνει (τον εαυτό του / τους συνομιλητές του)

5. Διαλογική όψη
απευθύνει τον λόγο

δίνει τον λόγο

ζητά τον λόγο

παίρνει, υφαρπάζει τον λόγο

διεκδικεί τον λόγο

παρεμβαίνει

διακόπτει

6. Οργανωτική όψη
αρχίζει

συνεχίζει

μεταβαίνει (σε άλλο θέμα)

παρεκβαίνει

τελειώνει, καταλήγει, συμπεραίνει, ανακεφαλαιώνει

Δομή / Δομικά στοιχεία της παραγράφου

Μια παράγραφος ακολουθεί της εξής δομή/ αποτελείται από τα


παρακάτω δομικά στοιχεία:
Θεματική πρόταση/ περίοδος: ο γράφων διατυπώνει την βασική
ιδέα της παραγράφου. Συνήθως, παρατίθεται στην αρχή της
παραγράφου αλλά μπορεί να βρίσκεται και στην μέση της.

Λεπτομέρειες/ σχόλια: ο γράφων αναπτύσσει/ αναλύει/ σχολιάζει/


τεκμηριώνει την βασική ιδέα που διατύπωσε στην θεματική
περίοδο, εκθέτει τις απόψεις του σχετικά με την θεματική περίοδο.

Κατακλείδα: αποτελεί είτε μια μικρή ανακεφαλαίωση της


παραγράφου είτε διατυπώνεται εδώ κάποιο συμπέρασμα που
προκύπτει από την ανάπτυξη της παραγράφου είτε λειτουργεί
μεταβατικά, δηλαδή σαν μια ομαλή μετάβαση σε επόμενη
παράγραφο. Πολύ συχνά η κατακλείδα απουσιάζει από μια
παράγραφο αλλά όταν υπάρχει τοποθετείται πάντα στο τέλος της
παραγράφου.

Να βρείτε τη δομή των παρακάτω παραγράφων:

1. Η εφηβεία εξακολουθεί να προβάλει σαν μια άγνωστη χώρα που


φοβίζει, εκπλήσσει, συγκινεί. Για τους γονείς είναι μια άγνωστη
χώρα, όπου βλέπουν από τη μια στιγμή στην άλλη το παιδί τους
να μεταµορφώνεται σε κάποιον άλλον. Κάποιον που προτάσσει
τις δικές του επιθυμίες και πειραματίζεται για τον σχηματισμό
μιας ανεξάρτητης ταυτότητας. Άγνωστη χώρα είναι και για τον
ίδιο τον έφηβο η εφηβεία, έτσι καθώς παρακολουθεί σαν αμήχανος
θεατής συγκλονιστικές αλλαγές να συμβαίνουν στο σώμα, στο
μυαλό, στον ψυχισµό του.
Π.Γ., σχολική εφημερίδα του Γυμνασίου Πλατανιάς, 20.09.2014 (διασκευή)

2. Η γλωσσική κοινότητα ως έννοια περιγράφει το σύνολο των


ατόμων που έχουν την ίδια μητρική γλώσσα. Τα άτομα αυτά
διαφέρουν από άλλα τα οποία μιλούν μια ορισμένη γλώσσα ως
«ξένη» (μη μητρική), κυρίως ως προς τους όρους εκμάθησης της
γλώσσας. Όταν αναφερόμαστε στη µητρική γλώσσα, µιλάμε για
«γλωσσική κατάκτηση», γιατί λαµβάνουµε υπόψη μας ότι τα
άτοµα μιας κοινότητας έχουν μάθει τη γλώσσα µέσα στο στενότερο
(οικογενειακό) και ευρύτερο (κοινωνικό) περιβάλλον και έχουν
διαµορφώσει ό, τι ονομάζουµε «γλωσσικό αίσθηµα».
Γ. Μπαµπινιώτης (1980).Θεωρητική Γλωσσολογία. Αθήνα: αυτοέκδοση,
32-33 (διασκευή)

3. Το ποδόσφαιρο είναι, κατά γενική παραδοχή, ο βασιλιάς των


σπορ. Παιχνίδι με υψηλή αισθητική, που παράγεται από τη
χορογραφία της σύγκρουσης - πότε αυθόρμητης, πότε
προσχεδιασμένης - δύο ομάδων πάνω σε πράσινο γκαζόν. Θέαμα
για γερά νεύρα. Τα σοκ των φάσεων διαδέχονται συνεχώς το ένα
το άλλο. Ένας θεατής, σύμφωνα με άλλες μετρήσεις, μπορεί να
νιώσει στα ενενήντα λεπτά ενός παιχνιδιού περισσότερες
συγκινήσεις, από ό,τι σε πολλά χρόνια εκτός γηπέδου.
Υποκειμενικά ζει έτσι 2,3 περισσότερες ζωές. Η θεά μπάλα κάνει
και τον ίδιο αθάνατο.
Νίκος Χειλάς, Δημοσιογράφος

Να αναπτυχθούν σε ολοκληρωμένες (Θ.Π., Σχόλια,


Κατακλείδα) παραγράφους οι παρακάτω θεματικές
προτάσεις:

1. Γλώσσα είμαι εγώ. ( Στοιχεία για ανάπτυξη: έκφραση σκέψεων,


προσωπικών απόψεων, συναισθημάτων, εξωτερίκευση του
εσωτερικού κόσμου)

2. Γλώσσα είναι επικοινωνία. (Στοιχεία για ανάπτυξη:


εξωτερίκευση συναισθημάτων, έκφραση προσωπικών απόψεων,
μέσο ανάπτυξης του διαλόγου, επίλυσης διαφορών, σύναψης
διαπροσωπικών σχέσεων)

Γνωρίσματα μιας καλής παραγράφου:

 Σαφής σκοπός: Να έχει ξεκαθαρίσει αυτός που γράφει την


παράγραφο, τι ακριβώς θα γράψει. H θεματική περίοδος θα
πρέπει να διαμορφωθεί ανάλογα με το σκοπό που θέτει ο
γράφοντας.
 Επαρκής ανάπτυξη: Η ιδέα που εκφράζεται με τη θεματική
περίοδο πρέπει να αναπτυχθεί και να υποστηριχθεί με
εξηγήσεις, παραδείγματα ,συγκρίσεις κ.ά.
 Ενότητα: Αυτά που γράφουμε πρέπει να έχουν άμεση σχέση
με την κύρια ιδέα της παραγράφου.
 Αλληλουχία νοημάτων: Αυτά που γράφουμε πρέπει να
διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο.
 Συνοχή

ΣΥΝΟΧΗ – ΣΥΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μια παράγραφος (όπως και ένα ολόκληρο κείμενο άλλωστε)


πρέπει να οργανώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ενότητα,
λογική αλληλουχία των ιδεών, νοηματική σύνδεση και συνάφεια
και η μετάβαση από το ένα νόημα στο άλλο να συντελείται φυσικά,
αβίαστα και ομαλά.

Πώς επιτυγχάνεται η συνοχή;

Α. ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ – ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ:

1. Προσθήκη: επιπλέον, επίσης, ακόμη, επιπρόσθετα,


επιπροσθέτως, συμπληρωματικά, εξάλλου, θα ήταν
παράλειψη να μην αναφερθεί ότι…, εκτός από αυτό, ένα
ακόμη αίτιο/ στοιχείο/ πρόβλημα/ αποτέλεσμα/
επακόλουθο…, ας σημειωθεί ακόμα…, αφενός… αφετέρου…,
ύστερα, στη συνέχεια, κ.λπ.
2. Αντίθεση- εναντίωση: αντίθετα, ωστόσο, όμως, από την
άλλη πλευρά, αλλά, μολονότι, εντούτοις, αντίστροφα,
αντιστρόφως, παρόλο, ενώ, παρ’ όλα αυτά, μολαταύτα,
απεναντίας, κ.λπ.
*επιδοτική αντίθεση/ επιδοτική αντιθετική σύνδεση (αλλά και,
αλλά κυρίως): τονίζεται το δεύτερο σκέλος της αντίθεσης (π.χ.
όχι μόνο δεν παρευρέθηκε στην σύσκεψη αλλά δημιούργησε και
προβλήματα μεταξύ των συναδέλφων, επίδοση- έμφαση)
3. Αιτιολόγηση: γιατί, επειδή, διότι, καθώς, αφού, λόγω,
εξαιτίας, γι’ αυτό το λόγο, αυτό οφείλεται σε…, κ.λπ.
4. Αίτιο – αποτέλεσμα: αυτό έχει ως αποτέλεσμα/ συνέπεια/
επακόλουθο/ απόρροια…, από αυτό προκύπτει ότι…,
αποτέλεσμα είναι…, κατά συνέπεια…, κ.λπ.
5. Συμπέρασμα/ αποτέλεσμα: επομένως, συνεπώς, άρα,
ανακεφαλαιώνοντας, συμπερασματικά, καταλήγοντας,
κλείνοντας, τέλος, ολοκληρώνοντας, επιλογικά,
συνοψίζοντας, λοιπόν, εύλογα προκύπτει ότι…, κ.λπ.
6. Επεξήγηση/ διευκρίνιση: δηλαδή, ειδικότερα, με άλλα
λόγια, (πιο) συγκεκριμένα, αναλυτικότερα, για να γίνει/
καταστεί πιο σαφές…, αυτό σημαίνει ότι…, για να
αποσαφηνίσουμε…, κ.λπ.
7. Παράδειγμα: για παράδειγμα, λόγου χάρη, όπως,
παραδείγματος χάρη, κ.λπ.
8. Βεβαίωση/ βεβαιότητα: αναμφίβολα, ασφαλώς, βέβαια,
οπωσδήποτε, αναμφισβήτητα, φυσικά, σίγουρα, είναι
βέβαιο/ αδιαμφισβήτητο…, κ.λπ.
9. Απαρίθμηση/ τάξη/ σειρά: πρώτον… δεύτερον…,
καταρχήν… τέλος/ τελικά, κ.λπ.
10. Έμφαση: μάλιστα, προπάντων, ιδιαίτερα, κατεξοχήν,
είναι αξιοσημείωτο…, ιδιαίτερη αναφορά/ μνεία πρέπει να
γίνει…, αξίζει να επισημανθεί/ να σημειωθεί/ να
υπογραμμιστεί…, το σημαντικότερο είναι…, μεγάλη σημασία
έχει…, το κυριότερο είναι…, πρέπει να τονιστεί κ.λπ.
11. Προϋπόθεση/ όρος: αν, εάν, εφόσον, με τον όρο/ την
προϋπόθεση…, υπό τον όρο/ την προϋπόθεση…, σε
περίπτωση που…, κ.λπ.
12. Διάζευξη: ή(… ή), είτε… είτε, ούτε… ούτε, μήτε… μήτε,
κ.λπ.
13.Χρονική σχέση: ύστερα, μετά, έπειτα, στη συνέχεια, εν τω
μεταξύ, προηγουμένως, ταυτόχρονα, παράλληλα, αφού, ενώ,
μόλις, μέχρι που, έως ότου, κατόπιν, κ.λπ.
14.Τοπική σχέση: εδώ, εκεί, κοντά, μακριά, κ.λπ.
15.Γενίκευση: γενικά, γενικότερα, ευρύτερα, κ.λπ.
16.Αναλογία/ ομοιότητα/ παραβολή- σύγκριση: όπως,
σαν, ομοίως, όμοια, παρομοίως, παρόμοια, με ανάλογο
τρόπο…, ανάλογα, όπως… έτσι (και)…, κ.λπ.
17.Σκοπό: για να, με σκοπό/ στόχο να…., στοχεύοντας σε…,
προκειμένου να, κ.λπ.
18.Παραχώρηση: και αν, κι αν ακόμη, κι ας, κ.λπ.

Β. Αντωνυμίες
Γ. Επανάληψη λέξης ή φράσης (ή χρήση συνώνυμης ή χρήση
υπερώνυμων)
Δ. Παράλειψη λέξης που εννοείται, νοηματική συνάφεια/
συγγένεια

Τρόποι/ μέθοδοι ανάπτυξης παραγράφου

Μια παράγραφος μπορεί να αναπτύσσεται με κάποιον ή κάποιους


(συνδυαστικά) από τους παρακάτω τρόπους:
παραδείγματα

σύγκριση- αντίθεση

ορισμός

αίτια- αποτελέσματα

αιτιολόγηση

αναλογία

διαίρεση

συνδυασμός μεθόδων

Αναλυτικά:

1. Παραδείγματα
Ο συντάκτης χρησιμοποιεί παραδείγματα ώστε να αναπτύξει
ή να τεκμηριώσει τη βασική ιδέα/ θέση που διατύπωσε στην
θεματική περίοδο. Τα παραδείγματα μπορούν να
προέρχονται από την καθημερινή ζωή, την προσωπική
εμπειρία, την κοινωνία, την ιστορία, την επικαιρότητα, κτλ.

Όσο πιο κοντά μας διαδραματίζεται ένα γεγονός, τόσο πιο ενδιαφέρον είναι.
Για την αθηναϊκή εφημερίδα η διακοπή του ρεύματος στην Αθήνα είναι η
πρώτη είδηση, για τους “Τάιμς της Ν. Υόρκης” δεν είναι ούτε μονόστηλο. Οι
δέκα πρόσκοποι που χάθηκαν στην Πάρνηθα είναι για μας σπουδαίο θέμα,
ενώ οι εκατό Ινδοί στρατιώτες που χάθηκαν στα Ιμαλάια πάνε κατευθείαν στο
καλάθι. Η έδρα της εφημερίδας ή του πρακτορείου ειδήσεων παίζει
αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή και την ιεράρχηση των ειδήσεων. Για την
τοπική εφημερίδα της Καλλιθέας πρώτο θέμα είναι ο θάνατος του δημάρχου
της και όχι ο θάνατος του Μπρέζνιεφ. Το δεύτερο, λοιπόν, αστέρι της είδηση

2. Σύγκριση – αντίθεση
Κατά την μέθοδο της σύγκρισης- αντίθεσης, ο γράφων
παραθέτει και συγκρίνει δύο ή περισσότερες έννοιες,
εντοπίζοντας και αναλύοντας τα σημεία που αυτές που
συγκλίνουν και τα σημεία που αποκλίνουν, δηλαδή τις
ομοιότητες και τις διαφορές τους. Χαρακτηριστική σε αυτή
τη μέθοδο είναι σε πολλές περιπτώσεις η ύπαρξη
αντιθετικών ζευγών, που ανταποκρίνονται στα
χαρακτηριστικά των συγκρινόμενων εννοιών.

Ένα χάσμα χωρίζει το Σωκράτη από τους σοφιστές. Ο Σωκράτης ζήτησε τη


μία και καθολική έννοια, τη μία και καθολική αλήθεια, ενώ οι σοφιστές
υποστήριζαν τις πολλές γνώμες για το ίδιο πράγμα. Επίσης και στον τρόπο της
ζωής υπάρχει ριζική αντίθεση μεταξύ σοφιστών και Σωκράτους. Οι σοφιστές
ήταν έμποροι γνώσεων, ενώ ο Σωκράτης υπήρξε ένας άμισθος δάσκαλος και
ερευνητής της αλήθειας. Το μόνο κοινό μεταξύ των σοφιστών και του
Σωκράτη ήταν ότι αυτός και εκείνοι διαπίστωσαν ότι η παραδεδομένη
μόρφωση και παιδεία δεν ήταν αρκετή για τη εποχή τους.

3. Ορισμός

Παρατίθεται μία βασική έννοια, της οποίας, στη συνέχεια,


δίνεται ο ορισμός (οριστέα έννοια). Ορίζεται μια έννοια,
εντάσσεται στο γένος στο οποίο ανήκει και παρουσιάζονται
τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της, που την
διαφοροποιούν σε σχέση με τις υπόλοιπες έννοιες του
είδους/ γένους της. Για παράδειγμα αν η οριστέα έννοια
είναι η δημοκρατία, το γένος στο οποίο εντάσσεται είναι το
πολίτευμα. Για να δοθεί ο ορισμός πρέπει να αναφερθούν τα
στοιχεία εκείνα και τα γνωρίσματα που συνθέτουν την
έννοια της δημοκρατίας και την διαφοροποιούν από τα άλλα
πολιτεύματα, τις άλλες έννοιες του γένους της.
(οριστέα έννοια- γένος- ειδοποιός διαφορά)

Τέχνη ονομάζεται το σύνολο της ανθρώπινης δημιουργίας με βάση την


πνευματική κατανόηση, επεξεργασία και ανάπλαση, κοινών εμπειριών της
καθημερινής ζωής σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και
γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διέπονται. Αποτελεί μια ευρύτερης ερμηνείας
ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε τη διαδικασία, της
οποίας προϊόν είναι κάτι το μη φυσικό, το οποίο ακολουθεί τους κανόνες του
δημιουργού. Κατά συνέπεια όροι με κοινή ρίζα όπως τεχνικό, τεχνίτης,
καλλιτέχνης αποδίδονται σε ανθρώπινες δημιουργίες και δραστηριότητες
αυθαίρετες με τη ροπή του φυσικού κόσμου. Στον Δυτικό κόσμο η τέχνη
περιγράφεται ως art, από το Λατινικό ars που εν μέρει σημαίνει διακανονίζω,
διευθετώ. Η τέχνη, με την ευρύτερη έννοια, είναι η έκφραση της ανθρώπινης
δημιουργικότητας και φαντασίας.
4. Αίτια – αποτελέσματα
Στην θεματική περίοδο αναφέρονται τα αίτια ενός
φαινομένου/ προβλήματος/ κατάστασης και στη συνέχεια,
στις λεπτομέρειες- σχόλια παρουσιάζονται τα αποτελέσματα.
Μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο, να παρουσιάζονται
δηλαδή πρώτα τα αποτελέσματα- συνέπειες και έπειτα τα
αίτια που οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα.
Οι κίνδυνοι από την επίδραση της ραδιενέργειας είναι πολύ μεγάλοι και για
τον άνθρωπο και για το φυσικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, τα
ραδιενεργά στοιχεία που αποδεσμεύονται με οποιοδήποτε τρόπο από τους
πυρηνικούς αντιδραστήρες μολύνουν την ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και
το έδαφος, με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των φυτών και των ζώων. Ας μη
ξεχνάμε τέλος και τον κίνδυνο κλιματικών αλλαγών, ο οποίος θα προκύψει
από ένα ενδεχόμενο πυρηνικό νέφος, καθώς και από τη θερμότητα που
εκλύεται και διαχέεται από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες...

5. Αιτιολόγηση
Στην θεματική περίοδο διατυπώνεται μια άποψη, μια θέση,
μια κρίση, μια ιδέα που γεννά στον αναγνώστη το ερώτημα
«γιατί;». Έτσι, κατά την μέθοδο αυτή, ο γράφων αιτιολογεί
μια θέση, αναπτύσσει μια αιτιολογία.

Σήμερα η εξειδίκευση έγινε απολύτως αναγκαία. Πρώτον, γιατί οι ασχολίες


του σύγχρονου ανθρώπου καλύπτουν ένα τόσο ευρύ φάσμα, ώστε να είναι
αδύνατη η ταυτόχρονη επίδοση του σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς.
Έπειτα, η εξειδίκευση επιβάλλεται στην εποχή μας από την έκρηξη των
επιστημονικών γνώσεων. Όσο περισσότερα αντικείμενα περιλαμβάνονται στο
πλάτος μιας επιστήμης, όσο πιο δύσκολη γίνεται η έρευνα τους σε βάθος.
(…).Αν σε αυτά προσθέσουμε και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν
αποτελεσματικά τα πολύπλοκα προβλήματα που υπάρχουν στην εποχή μας,
αντιλαμβανόμαστε πόσο απαραίτητη είναι σήμερα η εξειδίκευση.

6. Αναλογία
Μια έννοια δυσνόητη ή δύσκολη ως προς τον προσδιορισμό
της παραλληλίζεται/ παρομοιάζεται με κάποια άλλη έννοια
πιο οικεία στον αναγνώστη, ώστε η πρώτη να γίνει
κατανοητή. Παρουσιάζεται δηλαδή μια έννοια σε αναλογία
με κάποια άλλη.
Μια ανθρώπινη ψυχή χωρίς την πρέπουσα παιδεία μοιάζει με ένα μάρμαρο
λατομείου, που δεν αποκαλύπτει καμιά από τις ομορφιές του, ως τη στιγμή
που η τέχνη του μαρμαρά αποκαλύψει τα χρώματα και φέρει στο φως κάθε
απόχρωση, κηλίδα και φλέβα που περνά μέσα απ’ τον κορμό του. Με τον ίδιο
τρόπο και η παιδεία, όταν επενεργήσει πάνω σ’ ένα έξοχο πνεύμα, μας
αποκαλύπτει όλες τις κρυφές αρετές και τα προτερήματά του, που χωρίς μια
τέτοια βοήθεια δε θα μπορούσαν να βγουν στο φως.

7. Διαίρεση
Μια έννοια διαιρείται στα μέρη της, στα είδη της, δύο ή
περισσότερα, με βάση κάποιο κριτήριο.
(διαιρετέα έννοια- διαιρετική βάση- μέρη/ είδη της έννοιας)

Παράδειγμα Ο πολιτισμός έχει δύο όψεις: την υλική και την πνευματική. Η
πρώτη αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου και
περιλαμβάνει όλα τα ορατά επιτεύγματά του, από τα ατελή παλαιολιθικά
εργαλεία μέχρι την τηλεόραση και τους υπολογιστές. Η δεύτερη έχει στόχο να
ικανοποιήσει τις πνευματικές ανησυχίες του ανθρώπου, να απαντήσει στα
προαιώνια ερωτήματά του για τη ζωή, το θάνατο, τη φύση, την αλήθεια, την
ελευθερία. Εκφράζεται κατά κύριο λόγο με τη θρησκεία, την επιστήμη και την
τέχνη.

8. Συνδυασμός των παραπάνω μεθόδων

Όταν μια παράγραφος αναπτύσσεται όχι μόνο με έναν από τους


παραπάνω τρόπους ανάπτυξης αλλά με δύο ή περισσότερους,
γίνεται συνδυασμός των μεθόδων.
 Η παρουσία της γυναικείας μορφής στις διαφημίσεις έχει στόχο να προσελκύσει
κυρίως τη γυναίκα καταναλώτρια αλλά και το ανδρικό καταναλωτικό κοινό με
διαφορετική χρήση της γυναικείας μορφής. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται
για διαφημίσεις που προβάλλουν προϊόντα που συνδέονται με τους
παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας ως μητέρας και νοικοκυράς (είδη σπιτιού,
οικιακές συσκευές, βρεφικά είδη, είδη καθαρισμού σπιτιού κτλ.), καθώς και
προϊόντα που αφορούν τη φροντίδα της εξωτερικής εικόνας της γυναίκας
(καλλυντικά, ρούχα, είδη προσωπικής υγιεινής κτλ.). Στη δεύτερη περίπτωση,
όταν στόχος είναι πρωτίστως αν και όχι πάντοτε αποκλειστικά το ανδρικό κοινό,
η γυναικεία μορφή εμφανίζεται στον εξίσου παραδοσιακό ρόλο του συμβόλου της
σεξουαλικότητας και του αντικειμένου της ανδρικής επιθυμίας (π.χ. σε
διαφημίσεις αυτοκινήτων).

Η παραπάνω παράγραφος αναπτύσσεται με συνδυασμό δύο


μεθόδων. Συγκεκριμένα:
 διαίρεση, διότι στη θεματική περίοδο αναφέρεται ο διπλός
στόχος της διαφήμισης και έπειτα αναπτύσσεται
παραδείγματα (είδη σπιτιού, οικιακές συσκευές, βρεφικά είδη, είδη
καθαρισμού σπιτιού κτλ.)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Με ποιον τρόπο ή με ποιους τρόπους αναπτύσσονται οι


παρακάτω παράγραφοι;

1. Ο Ντούσσελ, ο γιατρός που μοιράστηκε μαζί μου την


καμαρούλα, έχει να μας πει ένα σωρό πράγματα για τον έξω
κόσμο, τώρα πια που πάψαμε ν' ανήκουμε σ' αυτόν. Οι ιστορίες
του είναι θλιβερές. Πολλοί φίλοι εξαφανίστηκαν. Η τύχη τους μας
τρομάζει. Κάθε βραδιά χτενίζουν την πόλη τα στρατιωτικά
αυτοκίνητα με τους πράσινους μουσαμάδες. Οι Γερμανοί χτυπούν
όλες τις πόρτες και ψάχνουν για Εβραίους. Αν βρουν Εβραίους,
φορτώνουν στα καμιόνια ολόκληρη την οικογένεια. ΄Οσοι δεν
κρύβονται υπογράφουν την καταδίκη τους. Οι Γερμανοί το κάνουν
αυτό συστηματικά με τη λίστα στο χέρι, χτυπώντας εκείνη την
πόρτα που θα βρουν να τους περιμένει πλούσια λεία. Άλλοτε πάλι,
οι δυστυχισμένοι πληρώνουν λύτρα για κάθε κεφάλι. Το πράγμα
είναι τραγικό. Το βράδυ βλέπω να περνάνε συχνά αυτές οι
λιτανείες των ασθενών με τα παιδιά τους να κλαίνε, να σέρνονται
κάτω απ' τις διαταγές μερικών κτηνανθρώπων, που τους χτυπούν
με το μαστίγιο και τους βασανίζουν, ώσπου να πέσουν κάτω. Δε
λυπούνται κανένα, ούτε τους γέρους, ούτε τα μωρά, ούτε τις
έγκυες γυναίκες, ούτε τους αρρώστους. Όλοι είναι κατάλληλοι για
το ταξίδι προς το θάνατο.
(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2000 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)
 
 
2. Στην έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής της UNESCO για την
εκπαίδευση στον 21ο αιώνα τονίζεται ότι η διά βίου εκπαίδευση
πρέπει να στηρίζεται στους παρακάτω τέσσερις πυλώνες, που
αποτελούν διαφορετικά είδη μάθησης: 1. Μαθαίνω πώς να αποκτώ
τη γνώση, συνδυάζοντας ικανοποιητικά μια ευρύτατη γενική
παιδεία με τη δυνατότητα εμβάθυνσης   σε   ορισμένα θέματα. 2.
Μαθαίνω να ενεργώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποκτώ όχι μόνο
επαγγελματική κατάρτιση αλλά και γενικότερα τη δυνατότητα να
αντιμετωπίζω διάφορες καταστάσεις και να εργάζομαι αρμονικά
σε ομάδες. 3. Μαθαίνω να συμβιώνω, κατανοώντας τους άλλους
και έχοντας επίγνωση των κοινωνικών αλληλεξαρτήσεων -
συμβάλλοντας στην πραγματοποίηση κοινών δράσεων και στη
διευθέτηση των συγκρούσεων-, με σεβασμό στις αξίες του
πλουραλισμού, της αμοιβαίας κατανόησης και της ειρήνης. 4.
Μαθαίνω να ζω με τέτοιον τρόπο, ώστε να αναπτύσσω την
προσωπικότητά μου και να μπορώ να ενεργώ με μεγαλύτερη
αυτονομία και περισσότερη κρίση και προσωπική υπευθυνότητα.
Για τον λόγο αυτόν η εκπαίδευση δεν πρέπει να παραμελεί την
ανάπτυξη των ατομικών δυνατοτήτων, τη μνήμη, τη λογική κρίση,
την αίσθηση του ωραίου, τις φυσικές ικανότητες του ατόμου και τη
δεξιότητα της επικοινωνίας, με παράλληλη ευαισθησία στη χρήση
της μητρικής γλώσσας.
(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2000 – Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ)
 
 
3. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η τηλεργασία μπορεί να
οριστεί ως η μορφή εργασίας που εκτελείται από ένα άτομο κυρίως
ή σε ένα σημαντικό μέρος της, σε τοποθεσίες εκτός του
παραδοσιακού εργασιακού χώρου, για έναν εργοδότη ή πελάτη,
και η οποία περιλαμβάνει τη χρήση των τηλεπικοινωνιών και
προηγμένων τεχνολογιών πληροφόρησης ως ένα ουσιαστικό και
κεντρικό χαρακτηριστικό της εργασίας. Οι δύο βασικοί τρόποι
τηλεργασίας είναι είτε κάποιος να είναι υπάλληλος σε έναν
εργοδότη είτε ελεύθερος επαγγελματίας. Στην πρώτη περίπτωση, ο
εργαζόμενος είναι μόνιμα συνδεδεμένος με το δίκτυο των
εργοδοτών, η εργασιακή του ζωή είναι πολύ περισσότερο
ελεγχόμενη μέσω της τεχνολογίας και έχει πολύ λιγότερη ευελιξία
ως προς τον τρόπο που θα οργανώσει τον εργάσιμο χρόνο του. Στη
δεύτερη περίπτωση, ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο
ελεύθερος να καθορίσει τον ρυθμό εργασίας του εκτελώντας την
εργασία του στον προσωπικό του υπολογιστή και συνδεόμενος
μόνο, όταν είναι απαραίτητο, με το δίκτυο της επιχείρησης, το
οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλά επαγγέλματα.
(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2001 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)
 
 
4. Αξιοπρόσεκτες, επίσης, είναι και οι επιπτώσεις αυτής της νέας
αίσθησης του χρόνου στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Παρατηρείται π.χ. δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής των
παιδιών, όπως και υπερβολική κινητικότητα, αφού η καθημερινή
ζωή δεν συμβαδίζει με το ρυθμό της τηλεοπτικής εικόνας. Πολύ
φυσικό είναι να θεωρείται ανιαρό το σχολικό μάθημα, όπως και ο
διάλογος στην οικογένεια, που τώρα έχει αντιπάλους τα κανάλια
με τα ελκυστικά τους προγράμματα. Ας μην παραλείψουμε και τις
ταινίες του Σαββατόβραδου, οι οποίες έχουν στοιχίσει σε πλήθος
παιδιών την απουσία από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό ή από το
οικογενειακό τραπέζι.
(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2003 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)
 
 
5. Αξιοπρόσεχτη η παρατήρηση. Δεν αληθεύει όμως στη δική μας
εποχή. Γιατί σήμερα και τα παιδιά είναι πολύ διαφορετικά από
άλλοτε και ο αέρας, το «κλίμα» του σχολείου έχει αλλάξει.
Παλαιότερα ο μαθητής περίμενε να φωτιστεί αποκλειστικά και
μόνο από το Δάσκαλό του. Σήμερα οι πηγές των πληροφοριών
έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό εκπληκτικό και οι κρουνοί τους
(η εφημερίδα, το περιοδικό, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση) ρέουν
μέσα στο σπίτι. Μπορεί λοιπόν ο μαθητής, ανάλογα με τη δύναμη
και την όρεξή του, να προμηθεύεται ελεύθερα και απεριόριστα
«ειδήσεις» από όλες τις περιοχές της ανθρώπινης περιέργειας:
ιστορικές, γεωγραφικές, βιολογικές, ανθρωπολογικές, φυσικής,
χημείας, κοσμογραφίας, ηλεκτρολογίας, κάθε λογής «τεχνικής».
(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2004 – Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ)
 
 
6. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του πρωινού καθ’ όλη τη
διάρκεια τις προετοιμασίας του μαθητή για τις εξετάσεις. Ένα
πλήρες πρωινό αυξάνει τη διάθεση και την ενέργεια του παιδιού,
για να αντεπεξέλθει τις δυσκολίες του διαβάσματος και των άλλων
υποχρεώσεων τις ημέρας. Επιπλέον, μειώνει το αίσθημα τις πείνας
κατά τις μεσημεριανές ώρες, γεγονός που αποτρέπει την
υπερκατανάλωση φαγητού το μεσημέρι, κάτι που θα προκαλούσε
υπνηλία και μείωση τις απόδοσης του μαθητή.
 
 
7. Χαρακτηρολογικά οι άνθρωποι μπορούν να μοιραστούν σε δύο
κατηγορίες: στους «ανθρώπους του ναι» και τους «ανθρώπους του
όχι». Οι πρώτοι, όταν προκαλούνται να εκδηλωθούν (με μιαν
απάντηση, κίνηση ή προσφορά, με τη στάση τους απέναντι σ’ ένα
αίτημα ή σ’ ένα αντιλεγόμενο θέμα), αυθόρμητα συμπεριφέρονται
θετικά, έστω και αν αργότερα, άμα καλοσκεφτούν και ζυγίσουν πιο
ψύχραιμα τα δεδομένα, νικηθούν από τις αμφιβολίες (τις
θεωρητικές) ή τις δυσκολίες (τις πρακτικές) και αναθεωρήσουν την
αρχική τους τοποθέτηση. Το «ναι» έρχεται εύκολα και τις
περισσότερες φορές στο στόμα τους: «ω, βέβαια γίνεται»,
«μάλιστα, δεν αποκλείεται», «δε σας υπόσχομαι, αλλά θα
προσπαθήσω», «θα το ξαναδώ, ελπίζω να το πετύχω», «συμφωνώ,
έχει και αυτή η άποψη την αλήθεια της» κ.ο.κ. Αντίθετα, οι
άνθρωποι της άλλης κατηγορίας αρχίζουν πάντα με το «όχι», η
άρνηση είναι κατά κανόνα η πρώτη αντίδρασή τους, ακόμα και
όταν έπειτα από ψυχραιμότερη κρίση ή επιγενέστερη συμπάθεια
φανούν υποχωρητικοί. Αυτοί ξεκινούν αρνητικά: «αδύνατον, δε
γίνεται», «αποκλείεται, μην το συζητείτε», «έχω την εντελώς
αντίθετη γνώμη», «μη ματαιοπονείτε, χαμένος ο κόπος», «δεν
είναι πολλές οι αλήθειες, αλλά μία» κ.ο.κ. Νομίζει κανείς ότι, στην
κάθε περίπτωση, έχει να κάμει με ένα εντελώς διαφορετικό ψυχικό
κλίμα. Εκεί αιθρία, ανοιχτός ορίζοντας, κάτι το μαλακό και το λείο.
Εδώ συννεφιά, κλεισούρα, κάτι το σκληρό και το τραχύ.
 
 
8.Τα αποτελέσματα της δωρικής εισβολής δεν άργησαν να φανούν.
Όπου εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς, σταμάτησε κάθε πρόοδος, η
τέχνη οπισθοδρόμησε και οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στις
πρωτόγονες συνήθειες . Τα αγγεία τώρα είναι χοντροειδή και
μεγάλα με άτεχνες παραστάσεις ή απλά γεωμετρικά σχήματα εν
αντιθέσει προς τα κομψά κρητομυκηναϊκά με τις φυσικότατες
παραστάσεις. Η θαλασσοκρατία πέρασε στα χέρια των Φοινίκων.
Ακολούθησαν κύματα μεταναστεύσεων προς τα νησιά του Αιγαίου
Πελάγους και τα μικρασιατικά παράλια.

9.Η προκατάληψη ορίζεται ως μια αρνητική στάση απέναντι στα


μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, στάση η οποία
βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή τους στην ομάδα αυτή.
Αναλυτικότερα, κάποιος που είναι προκατειλημμένος απέναντι σε
μια ομάδα τείνει να αξιολογεί τα μέλη της με αρνητικό τρόπο,
απλά και μόνο επειδή ανήκουν σε αυτή την ομάδα. Η
προσωπικότητα, η συμπεριφορά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
κάθε συγκεκριμένου ατόμου παίζουν πολύ μικρό ρόλο εφόσον όλα
τα μέλη της ομάδας έχουν μεταξύ τους ομοιογενή χαρακτηριστικά.

10.Ανθρώπινη ψυχή και χωράφι έχουν ανάγκη καλλιέργειας.


Χωρίς καλλιέργεια, η ψυχή μοιάζει με άγονο χωράφι. Μόνο η
επίδραση της παιδείας στο χωράφι της ψυχής θα το γονιμοποιήσει
και θα ικανοποιήσει τον καλλιεργητή του: αποκάλυψη αρετής,
προτερημάτων, ικανοτήτων. Έτσι και το άγονο χωράφι, με την
κατάλληλη καλλιέργεια θα γίνει εύφορο προς καρποφορία των
σπόρων του φυτού.

Να γράψετε δύο παραγράφους, ξεκινώντας με τις


παρακάτω θεματικές προτάσεις:
1. «Γλώσσα είναι η επικοινωνία.»
2. Η γλωσσομάθεια στις μέρες μας κρίνεται απαραίτητη.

Και στις δύο περιπτώσεις να χρησιμοποιήσετε συνδυασμό


μεθόδων ανάπτυξης των παραγράφων.

ΓΛΩΣΣΑ -

ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ -

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ρηματικά πρόσωπα

α’ ενικό πρόσωπο: προσδίδει ζωντάνια, οικειότητα και


αμεσότητα στο λόγο. Το κείμενο χαρακτηρίζεται από
υποκειμενικότητα, προσωπικό ύφος, βιωματικό χαρακτήρα και σε
πολλές περιπτώσεις αναδεικνύεται ένας εξομολογητικός τόνος.
Τέλος, το ύφος γίνεται οικείο και άμεσο.

β’ ενικό πρόσωπο: προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα και


δραματικότητα στο κείμενο και συνεπώς, ζωντάνια και αμεσότητα.
Δημιουργείται η αίσθηση ότι ο πομπός απευθύνεται άμεσα και
προσωπικά στον δέκτη, ότι συνομιλεί μαζί του, ενισχύοντας, έτσι,
το ενδιαφέρον του. Τέλος χρησιμοποιείται όταν πρόθεση του δέκτη
είναι να συμβουλεύσει, να παρακινήσει, να προτρέψει ή να
αποτρέψει, καθιστώντας το ύφος προτρεπτικό/ αποτρεπτικό,
συμβουλευτικό, παραινετικό, διδακτικό.

γ’ ενικό πρόσωπο: προσδίδει αντικειμενικότητα,


αποστασιοποίηση, ουδετερότητα, αμεροληψία, καθολικότητα και
οι απόψεις παρουσιάζονται ως γενικά αποδεκτές.

α’ πληθυντικό πρόσωπο: ο συγγραφέας γίνεται μέρος του


συνόλου, συμμετέχει στο πρόβλημα/ φαινόμενο, το οποίο
πραγματεύεται στο κείμενό του. Έτσι, αναδεικνύεται μια αίσθηση
συλλογικότητας και δημιουργείται ένα κλίμα οικειότητας.

β’ πληθυντικό πρόσωπο: όπως και β’ ενικό πρόσωπο, προσδίδει


διαλογικό και δραματικό χαρακτήρα στο λόγο, αμεσότητα και
ζωντάνια. Το ύφος γίνεται διδακτικό, παραινετικό, προτρεπτικό/
αποτρεπτικό, συμβουλευτικό. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να
εκφράζει επισημότητα, τυπικότητα και αποστασιοποίηση.

γ’ πληθυντικό πρόσωπο: όπως και το γ’ ενικό πρόσωπο,


συνδέεται με την αντικειμενικότητα, την ουδετερότητα, την
καθολικότητα, την αμεροληψία, την αποστασιοποίηση και
χρησιμοποιείται για να εκφραστούν θέσεις γενικά αποδεκτές.

Για ποιους λόγους ο συγγραφέας στο παρακάτω κείμενο


χρησιμοποιεί α´ πληθυντικό και β´ ενικό πρόσωπο;

«Από την άλλη πλευρά, οι µεγαλύτεροι πρέπει να


προβληµατιστούν και να πείσουν! Ποιον; Τη νεολαία. Μια νεολαία
που τα µέλη της δεν ενθουσιάζονται πάντα από το σχολείο, που
ανάγουν µερικές φορές την παρέα σε κέντρο της ζωής τους και που
κάποτε φυλακίζονται σε ευτελείς φοβίες και κοινοτοπίες. Είναι,
αλήθεια, δύσκολο εµείς οι µεγαλύτεροι να πείσουµε τους νέους ότι
η ανάπτυξη του πολιτισµού µας δηµιούργησε αξίες
αναντικατάστατες και αξιοσέβαστες. Πρέπει, όµως, να πείσουµε
τους νέους ότι µόνο, όταν σέβεσαι την ιστορική διαδροµή της
κοινωνίας σου, τους θεσµούς, τις αρχές της δηµοκρατίας, τα
δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις σου και, ότι µόνο όταν υπεύθυνα
και γόνιµα αµφισβητείς, µπορείς να ελπίζεις και να αισιοδοξείς.
Πρέπει, λοιπόν, εµείς οι µεγαλύτεροι να δώσουµε το παράδειγµα,
γιατί το µήνυµα για το µέλλον το µεταφέρει η νεολαία.»

ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αναφορική και Ποιητική λειτουργία της γλώσσας

αναφορική/ κυριολεκτική/ δηλωτική/ λογική λειτουργία


της γλώσσας: οι λέξεις χρησιμοποιούνται με την κυριολεκτική
σημασία τους. Χρησιμοποιείται σε κείμενα πληροφοριακού κυρίως
χαρακτήρα που στόχο έχουν την ενημέρωση και την
πληροφόρηση. Απευθύνεται στη λογική του δέκτη. Δίνεται έμφαση
στο περιεχόμενο του μεταδιδόμενου μηνύματος, το οποίο
παρουσιάζεται με αντικειμενικότητα. Τέλος, εφαρμόζονται πιστά
οι κανόνες του συντακτικού και της γραμματικής.

ποιητική/ συνυποδηλωτική/ μεταφορική/ συγκινησιακή


λειτουργία της γλώσσας: οι λέξεις χρησιμοποιούνται με την
μεταφορική τους σημασία, χρησιμοποιούνται συνειρμοί και
συσχετισμοί και έτσι αξιοποιείται η συνυποδηλωτική χρήση της
γλώσσας. Συχνά παραβιάζονται οι γραμματικοί και συντακτικοί
κανόνες. Μέσω της ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας, ο πομπός
επιδιώκει την συναισθηματική φόρτιση του δέκτη, τη συγκίνηση,
την πρόκληση/ διέγερση συναισθημάτων και την αισθητική
απόλαυση. Το ύφος αποκτά παραστατικότητα και ζωντάνια.
Δίνεται έμφαση στην μορφή του μεταδιδόμενου μηνύματος, το
οποίο παρουσιάζεται με υποκειμενικότητα. Η μεταφορική
λειτουργία της γλώσσας απαντάται κυρίως στη λογοτεχνία και
ιδιαίτερα στην ποίηση.

[η δηλωτική και η συνυποδηλωτική χρήση της γλώσσας]

Kάθε λέξη γεννιέται με μια μονάχα σημασία, την αρχική (την


κύρια) σημασία της. Mε τον καιρό, όμως, με το άνοιγμα στο χρόνο
και στο χώρο και με τη χρήση της η αρχική αυτή σημασία
μεταχρωματίζεται, αποκτά δηλαδή διάφορες σημασιολογικές
αποχρώσεις, χωρίς ωστόσο να απολέσει τον αρχικό της
σημασιολογικό πυρήνα. H λέξη φύλλο π.χ. χρησιμοποιήθηκε στην
αρχή για να δηλώσει το γνωστό μέρος του φυτού (το φύλλο του
δέντρου, τα φύλλα της μηλιάς). Σιγά σιγά, όμως, απέκτησε και
άλλες παραπλήσιες σημασίες, γιατί συνδέθηκε με πράγματα /
αντικείμενα τα οποία είχαν κάποιο κοινό γνώρισμα με τα φύλλα
των δέντρων. Έτσι λέμε: τα φύλλα του βιβλίου, «Δύο φύλλα έχει η
καρδιά», τα φύλλα της πόρτας, το θυρόφυλλο, άνοιξε το φύλλο για
να κάνει πίτα. Oι νεότερες αυτές σημασιολογικές αποχρώσεις (ή
και σημασίες) της λέξης φύλλο ονομάζονται από την παραδοσιακή
γλωσσολογία δ ε υ τ ε ρ ε ύ ο υ σ ε ς ή μ ε τ α φ ο ρ ι κ έ ς
σ η μ α σ ί ε ς   (Aχ. Tζάρτζανος).

H νεότερη γλωσσολογία σε ανάλογες περιπτώσεις κάνει λόγο


για δ ή λ ω σ η  και σ υ ν υ π ο δ ή λ ω σ η . Mε τον όρο δήλωση δηλώνει
το αρχικό σημασιολογικό φορτίο μιας λέξης, το σημασιολογικό
φορτίο δηλαδή με το οποίο τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας
έχουν «συμφωνήσει» να φορτίσουν τη συγκεκριμένη λέξη. Έτσι
π.χ. η λέξη μαύρος δηλώνει τον γνωστό χρωματισμό (ο κόκορας
είναι μαύρος) που χαρακτηρίζεται από το γνώρισμα της
σκοτεινότητας και που η κοινότητα συμφώνησε και αποδέχτηκε
σιωπηλά.

Mε τον όρο σ υ ν υ π ο δ ή λ ω σ η  η νεότερη γλωσσολογία δηλώνει


τις ιδιαίτερες σημασιολογικές αποχρώσεις (ή και σημασίες) που
μπορεί να αποκτήσει το αρχικό σημασιολογικό φορτίο μιας λέξης
και που έχουν σχέση με κάποιες γλωσσικές περιστάσεις ή με τις
εμπειρίες κάποιων ομιλητών. Στην περίπτωση αυτή το μαύρο
χρώμα μπορεί να δηλώνει κατά συνειρμικό τρόπο «τα μαύρα
χρόνια ενός πολέμου» ή τον φασισμό. Aυτό σημαίνει ότι το
περιεχόμενο της λέξης παραπέμπει σε μια ιστορική περίοδο ή σε
ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, συνδεόμενο έτσι με την ιστορία ή την
πολιτική. Eκείνο, βέβαια, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η
συνυποδήλωση συνδέεται με τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας,
αφού συν-κινείται από (και με) τη δήλωση, η οποία με τη σειρά της
ακούγεται μέσα στη συνυποδήλωση.

Πάντως, όπως και αν εξετάσουμε τη σημαντική της λέξης, είτε με


το φακό της παραδοσιακής γραμματικής είτε με το φακό της
νεότερης γλωσσολογίας, καταλήγουμε στην ίδια διαπίστωση: στο
κέντρο της λέξης υπάρχει ένας αρχικός σημασιολογικός πυρήνας, ο
οποίος μεταβάλλεται και ιριδίζει αποκτώντας, ανάλογα με τις
περιπτώσεις / περιστάσεις, ποικίλες σημασίες, χωρίς ωστόσο να
χάνει τα αρχικά / βασικά σημασιολογικά του γνωρίσματα.
Σύμφωνα μ’ αυτά θα μπορούσαμε να εξεικονίσουμε τη λέξη με
κύκλο, του οποίου το κέντρο κατέχει η βασική σημασία της, ενώ
πέρα από αυτό και ως την περιφέρεια του κύκλου ιριδίζουν οι
ποικίλες αποχρώσεις που παίρνει αυτή η (βασική) σημασία.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Να επισημάνετε στο παρακάτω κείμενο δύο παραδείγματα


μεταφορικής/συνυποδηλωτικής χρήσης της γλώσσας. Να
αιτιολογήσετε τη χρήση τους:

«Ορισµένες παιδικές φιλίες διαρκούν µια ολόκληρη ζωή. Σε τέτοιες


µακροχρόνιες φιλίες η σχέση συµβαίνει να είναι ισότιµη και
κανένας φίλος να µην αναλαµβάνει έναν πιο σαφή ή σταθερό
ρόλο. Συνήθως, οι νέοι που συντηρούν τις φιλικές τους σχέσεις για
πολύ χρόνο έχουν κοινές αξίες, στάσεις και προσδοκίες. Η
«κοινότητα» αυτή των «πιστεύω» και των «οραµάτων» αποτελεί
τον συνεκτικό ιστό της φιλίας τους. Εποµένως, οι άνθρωποι που
διατηρούν µακροχρόνια φιλία σπάνια έχουν εντελώς αντίθετους
χαρακτήρες.»

διάσταση, όνειρο:

να γράψετε δύο προτάσεις για καθεμιά από τις παραπάνω


λέξεις, χρησιμοποιώντας μία φορά την κυριολεκτική
σημασία τους και μία τη μεταφορική.

Μακροπερίοδος – Μικροπερίοδος λόγος

μακροπερίοδος λόγος: χρησιμοποιείται κυρίως η υποτακτική


σύνδεση (και η διαδοχική υπόταξη), τα νοήματα εκφράζονται με
σύνθετο και πολύπλοκο τρόπο. Τα κείμενα στα οποία
χρησιμοποιείται μακροπερίοδος λόγος είναι απαιτητικά και
πραγματεύονται σύνθετες ιδέες και νοήματα.

μικροπερίοδος λόγος: τα νοήματα εκφράζονται με πιο απλό,


λιτό, κατανοητό και σαφή τρόπο, χρησιμοποιείται κυρίως η
παρατακτική σύνδεση και προσδίδεται ζωντάνια και γρήγορος
ρυθμός στον λόγο.

Σύνδεση προτάσεων

Παρατακτική σύνδεση: όταν παρατάσσονται όμοιες προτάσεις,


όταν τοποθετούνται δηλαδή όμοιες προτάσεις (είτε κύριες είτε
όμοιες δευτερεύουσες) η μία δίπλα στην άλλη και συνδέονται
μεταξύ τους. Το ύφος έτσι γίνεται απλό, λιτό, κατανοητό. Η
παρατακτική σύνδεση γίνεται με:

συμπλεκτικούς συνδέσμους: και, κι , ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ.

αντιθετικούς συνδέσμους: αν και, μα, παρά, αλλά, όμως, ωστόσο,


ενώ, μόνο (που), μολονότι (η σύνδεση μπορεί να είτε απλή είτε
επιδοτική).

διαζευκτικούς/ διαχωριστικούς συνδέσμους: ή, είτε (ούτε, μήτε


όταν εκφράζεται άρνηση).

συμπερασματικούς συνδέσμους: λοιπόν, επομένως, άρα, ώστε.


και τον επεξηγηματικό: δηλαδή.

Υποτακτική σύνδεση: όταν μια δευτερεύουσα πρόταση


εξαρτάται από μία κύρια, όταν δηλαδή η δευτερεύουσα πρόταση
«υποτάσσεται» στην κύρια. Στην υποτακτική σύνδεση, οι
προτάσεις που συνδέονται είναι κατά κύριο λόγο ανόμοιες (κύρια–
δευτερεύουσα). Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί μια δευτερεύουσα
να εξαρτάται από μία άλλη δευτερεύουσα πρόταση, που συνδέεται
υποτακτικά με την κύρια.

Με την χρήση της υποτακτικής σύνδεσης, ο λόγος γίνεται πιο


σύνθετος, πιο πολύπλοκος και πιο πυκνός, αποδίδοντας έτσι πιο
σύνθετα νοήματα. Στην υποτακτική σύνδεση, οι κύριες προτάσεις
συνδέονται με τις δευτερεύουσες με συνδέσμους: ενδοιαστικούς,
ειδικούς, χρονικούς, αιτιολογικούς, υποθετικούς, τελικούς,
αποτελεσματικούς, εναντιωματικούς, τον βουλητικό να και τον
συγκριτικό παρά.

Ασύνδετο σχήμα: όμοιοι όροι συνδέονται μεταξύ τους με κόμμα.


Με τη χρήση του ασύνδετου σχήματος προσδίδεται ζωντάνια,
παραστατικότητα, ένταση και έμφαση, ο λόγος γίνεται πιο πυκνός
και τέλος συντελεί στην συναισθηματική φόρτιση του δέκτη.

Χρήση των Εγκλίσεων

Οριστική: εκφράζει, κατά κύριο λόγο, τη βεβαιότητα, φανερώνει


το πραγματικό, το οριστικό, το βέβαιο, το αναμφισβήτητο. Επίσης,
μπορεί να εκφράζει και το δυνατό (δυνητική οριστική) αλλά σε
κάποιες περιπτώσεις και το πιθανό.

Υποτακτική: εκφράζει κυρίως το ενδεχόμενο, το πιθανό, το


επιθυμητό και προσδίδει το λόγο υποκειμενικότητα. Επιπλέον,
φανερώνει: ευχή, επιθυμία, το δυνατό, προτροπή/ αποτροπή,
απορία, παραχώρηση, πιθανότητα, προσταγή ή απαγόρευση.

Προστακτική: εκφράζει προσταγή ή απαγόρευση, προτροπή ή


αποτροπή αλλά και παράκληση ή ευχή. Προσδίδει στο λόγο και
στο ύφος αυστηρότητα.
Ενεργητική – Παθητική σύνταξη

ενεργητική σύνταξη: δίνεται έμφαση στο υποκείμενο της


ενέργειας, στο πρόσωπο ή το πράγμα που δρα.

παθητική σύνταξη: δίνεται έμφαση στην ενέργεια, στο γεγονός,


στη δράση που προέρχεται από το ποιητικό αίτιο ή στο
αποτέλεσμα της ενέργειας.

ΑΣΚΗΣΗ:

Να μετατρέψετε την ενεργητική σύνταξη σε παθητική ή το


αντίστροφο και να αιτιολογήσετε την επιλογή της
σύνταξης από τον συγγραφέα:

1.«Στον προφορικό συνομιλιακό λόγο το κείμενο […]


προσλαμβάνεται από το δέκτη.»
2.«Ο αναλφαβητισμός αναστέλλει την οικονομική ανάπτυξη.»
3.«Το προσωπικό στυλ ελεύθερου χρόνου επηρεάζεται και
διαμορφώνεται από την οικογένεια.»
4.«Η μη ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δυσχεραίνει
την επιτυχή ενσωμάτωση των ατόμων στην αγορά εργασίας.»
5.«Η τυπογραφία διεύρυνε τη γλωσσική ποικιλία με τα ποικίλα
‘εργαλεία’ του γραπτού λόγου».
6.«Ο Βιτγκενστάιν δεν μας έχει διδάξει μόνο.»
7.«Η έννοια του εγγραμματισμού δεν έχει κατακτηθεί από την
πλειονότητα των παιδιών.»
8. «Θα πρέπει να αναζητηθούν συστηματικά νέοι τρόποι
εκμάθησης ξένων γλωσσών.»
9. «Οι γονείς κυριεύονται από […] φόβους για τον αποχωρισμό των
παιδιών.»
10. «Η κοινωνία πρέπει να οργανώσει την κοινωνικοποίηση των
νέων.»
11. « …από τα περισσότερα δικτατορικά καθεστώτα απαγορεύεται
η σάτιρα και η κωμωδία.»
12. «Η διάψευση αυτή προκαλεί το γέλιο.»
13. «Μαθήματα ελληνικής γλώσσας προσφέρονται σήμερα σχεδόν
από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας.»
14. «ο ευκολόπιστος […] γοητεύεται από τη ρητορική τους αξία.»
15. « Τα στοιχεία- σοκ παρουσίασε η UNESCO, με αφορμή τη
χθεσινή, παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη του
αναλφαβητισμού.»
Ύφος :

η ιδιαίτερη γλωσσική ποικιλία, ο ιδιαίτερος τρόπος που


χρησιμοποιεί τη γλώσσα ο συντάκτης ενός κειμένου, το οποίο
εξαρτάται και διαμορφώνεται από ποικίλους παράγοντες.
(επικοινωνιακή περίσταση, κειμενικός τύπος, πρόθεση συντάκτη,
σκοπός κειμένου, δέκτης, θέμα του κειμένου, κοινωνικοί
παράγοντες- κοινωνική ποικιλότητα, κ.λπ.).

Για να χαρακτηρίσουμε το ύφος ενός κειμένου, πρέπει να λάβουμε


υπόψη μας: το κειμενικό είδος στο οποίο ανήκει, την
επικοινωνιακή περίσταση, την πρόθεση/ τον σκοπό του
συγγραφέα και το κοινό/ τους δέκτες στους οποίους απευθύνεται,
το λεξιλόγιο, τη σύνταξη, τα ρηματικά πρόσωπα, τις εγκλίσεις, τα
σημεία στίξης, τα σχήματα λόγου κ.λπ.

Χαρακτηρισμοί που μπορούν να αποδοθούν στο ύφος ενός


κειμένου:
 απλό, λιτό, οικείο, ανεπίσημο, φιλικό, φυσικό, ανεπιτήδευτο,
χαλαρό,
 τυπικό, επίσημο, σοβαρό, επιτηδευμένο, φροντισμένο,
εναργές (σαφήνεια, ακρίβεια, λεξιλογικός πλούτος), υψηλό,
επιστημονικό, αυστηρό
 πυκνό, μεστό, σύνθετο, εξεζητημένο,
 λόγιο,
 λαϊκότροπο,
 λυρικό (ποιητική λειτουργία της γλώσσας, συνυποδηλώσεις,
επίκληση στο συναίσθημα, έντονη και ωραία εικονοποιία),
γλαφυρό (παραστατικό, ζωντανό, με πολλά καλολογικά
στοιχεία), κομψό, λογοτεχνικό,
 παραστατικό, ζωντανό,
 χιουμοριστικό, παιγνιώδες,
 ειρωνικό, δηκτικό, σαρκαστικό, σκωπτικό, υπαινικτικό,
καυστικό, περιπαικτικό,
 στομφώδες, φλύαρο, πομπώδες,
 διδακτικό, προτρεπτικό,
 προσωπικό, εξομολογητικό
 αλληγορικό

ΑΣΚΗΣΕΙΣ
* Να αντικαταστήσετε τις λέξεις με έντονα γράμματα με
άλλες νοηματικά ισοδύναμες ώστε το ύφος να γίνει πιο
απλό και οικείο:

1. Σε κάθε συζήτηση ανακυκλώνει τις ίδιες παραδοξολογίες.


2. Είναι πάγια τακτική του να αποποιείται τις ευθύνες.
3. Δυσκολεύεται να εγκλιματιστεί στο νέο σχολικό
περιβάλλον.
4. Η οικογένειά του κάποτε είχε οικονομική ευμάρεια. Τώρα
ζει στην ένδεια.
5. Η αμετροέπειά του μας κούρασε.
6. Η κλιματική αλλαγή εγκυμονεί κινδύνους για όλα τα έμβια
όντα και το μέλλον του πλανήτη.
7. Η επίπλαστη ευγένειά του, κάλυψε τα πραγματικά του
κίνητρα.

* Να επισημάνετε τρεις λέξεις ή φράσεις που δίνουν στο


κείμενο επίσημο ύφος και να τις αποδώσετε με τρόπο ώστε
το ύφος να γίνει ανεπίσημο:

«Αν τώρα σκεφθεί κανείς ότι η γλώσσα συµβαδίζει µε τον


πολιτισµό, αντιλαµβάνεται ότι το πολιτιστικό στοιχείο είναι ένας
πολύ σηµαντικός παράγοντας στη διαδικασία εκµάθησης των
ξένων γλωσσών. Έχοντας επίγνωση του δεδοµένου αυτού, οι
συγγραφείς των εγχειριδίων διδασκαλίας των ξένων γλωσσών
περιλαµβάνουν πολλές πληροφορίες που αναφέρονται στο φυσικό
περιβάλλον, στην οικονοµία, στην ιστορία, στη θρησκεία, στη
λογοτεχνία, στους θεσµούς, στις αντιλήψεις, στον τρόπο ζωής, στα
ήθη, τα έθιµα και τις αξίες της κοινότητας η οποία χρησιµοποιεί τη
διδασκόµενη γλώσσα... »

* Ο συγγραφέας, στην παρακάτω παράγραφο του


κειμένου, χρησιμοποιεί σε ορισμένες προτάσεις στοιχεία
προφορικού λόγου.

α. Να επισημάνετε τις προτάσεις αυτές.

β. Να επαναδιατυπώσετε τις προτάσεις με τρόπο ώστε το


ύφος να γίνει πιο επίσημο.
«Ο πρώτος κώδικας επικοινωνίας, δηλαδή η µητρική γλώσσα, είναι
κοινωνικός θεσµός. Αυτό σηµαίνει ότι η γνώση της µητρικής
γλώσσας και η καλή χρήση της είναι το κυριότερο µέσο ένταξης
στην κοινότητα, εφόσον αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση για
επικοινωνία και για δηµιουργία σωστών και ολοκληρωµένων
σχέσεων µε τα υπόλοιπα µέλη. Χρησιµοποιούµε την οµιλία για να
έρθουµε σε επαφή µε τους άλλους. Για να µην είµαστε µόνοι ή
αποξενωµένοι. Και από την άποψη αυτή, η κατάκτηση της
γλώσσας µας βοηθάει να αποφύγουµε την αποµόνωση.»

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ

Τα σημεία στίξης και η λειτουργία τους:

1. Τελεία (.)
2. Διπλή τελεία (:)
3. Άνω τελεία (˙)
4. Κόμμα (,)
5. 5. Παύλα(-): στον διάλογο, όταν εναλλάσσονται τα πρόσωπα
και ορισμένες φορές για την ένωση όρων, λέξεων ή φράσεων
6. Διπλή παύλα (- -): για να απομονωθεί μια λέξη ή φράση, με
επεξηγηματικό συνήθως ρόλο. Δεν είναι όμως τόσο
δευτερευούσης σημασίας ώστε να τοποθετηθεί σε
παρένθεση.
7. Παρένθεση ( ): για να απομονώσουμε μία λέξη ή φράση που
επεξηγεί, διευκρινίζει ή συμπληρώνει τα προαναφερθέντα
αλλά και για να παραπέμψουμε σε κάποιο έργο, συγγραφέα,
κ.λπ. Η παραπομπή, πολλές φορές, αναγράφεται μέσα σε
παρένθεση.
8. Αγκύλες [ ]: για να απομονώσουμε λέξη ή φράση που
βρίσκεται ήδη σε παρένθεση.
9. Θαυμαστικό (!): μετά από επιφωνήματα, μετά από λέξεις ή
φράσεις που δηλώνουν θαυμασμό, έντονο συναίσθημα,
ξάφνιασμα, χαρά, φόβο, προσταγή, ελπίδα, ευχή.

10.Αποσιωπητικά (…) με φράσεις που μένουν ανολοκλήρωτες,


όταν κατά την παράθεση ενός κειμένου/ λόγια κάπου
συγγραφέα παραλείπουμε ένα τμήμα του κειμένου αυτού (στην
περίπτωση αυτή τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε
αγκύλες, για να δηλωθεί δισταγμός, φόβος, ειρωνεία, ντροπή,
περιφρόνηση, συγκίνηση, θαυμασμός αλλά και για να δοθεί
έμφαση σε κάτι που έπεται.

11.Ερωτηματικό (;): στο τέλος ευθείας ερώτησης, πολλές φορές


τοποθετείται μέσα σε παρένθεση και δηλώνει αμφιβολία,
αμφισβήτηση ή ειρωνεία.

12.Εισαγωγικά («») χρησιμοποιούνται όταν παρατίθενται


αυτούσια τα λόγια κάποιου άλλου, για τίτλους βιβλίων, ταινιών
κ.λπ., για παροιμίες/ ρήσεις, όταν πρόκειται για όρους που
αποτελούν ειδικό λεξιλόγιο, όταν μια λέξη ή φράση αποκτά
ιδιαίτερο νόημα ή χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία.

Σημεία στίξης που συχνά λειτουργούν ως σχόλιο του συγγραφέα


(σε μια είδηση)

Θαυμαστικό (!)

Ως σχόλιο μπορεί να δηλώσει: θαυμασμό, έκπληξη, απορία,


ειρωνεία, σαρκασμό, αμφισβήτηση, αμφιβολία, έμφαση,
αγανάκτηση, οργή, επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία, ανησυχία,
έντονα συναισθήματα.

Αποσιωπητικά (…)

Ως σχόλιο μπορούν να εκφράσουν: υπαινιγμό, υπονοούμενα,


συγκίνηση, ντροπή, ειρωνεία, αποδοκιμασία, δισταγμό,
προβληματισμό, απειλή, περιφρόνηση, απελπισία,
συναισθηματική φόρτιση, έμφαση, κωμικό στοιχείο ή ενδεχομένως
κάτι αναπάντεχο/ απρόσμενο/ παράδοξο

Ερωτηματικό (;)

Ως σχόλιο μπορεί να δηλώσει: απορία, αμφισβήτηση, αμφιβολία,


δυσπιστία, ειρωνεία, προβληματισμό, ανησυχία, έμφαση,
προτροπή, παράκληση. Επίσης, χρησιμοποιείται για να διατυπωθεί
ρητορικό ερώτημα.

Εισαγωγικά («»)
Ως σχόλιο χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν: έμφαση, ειρωνεία,
αποστασιοποίηση, απαξίωση, αμφισβήτηση αλλά και για να
δηλώσουν μεταφορική χρήση μιας λέξης ενώ σε ορισμένες
περιπτώσεις περικλείουν λέξεις που αποτελούν λογοπαίγνιο του
συγγραφέα.

ΑΣΚΗΣΗ - Χρήση των εισαγωγικών

Να αιτιολογήσετε τη χρήση εισαγωγικών στα παρακάτω


αποσπάσματα:

1. Όπως, όµως, έχει επισηµάνει ο Μ. Τριανταφυλλίδης «οι


διάλεκτοι ενός λαού είναι κι αυτές µια από τις πολυτιµότερες
πηγές για τον πλουτισµό της γραφόµενης γλώσσας του και
θα ήταν λάθος και ασυχώρετη στενοκεφαλιά, αν ήθελε
κανείς να αποκλείσει από την κοινή γλώσσα καθεµιά όµορφη
λέξη, έναν τύπο που εκφράζει κάτι ξεχωριστό, έναν
ιδιωµατισµό, µόνο και µόνο γιατί έτυχε να είναι διαλεκτικός,
Όλες οι ξένες γλώσσες έχουν πλουτιστεί από τα ιδιώµατα και
πολλές φορές µάλιστα µεγάλοι λογοτέχνες συνειδητά
εργάστηκαν γι' αυτόν τον σκοπό.
2. Αν και δεν είναι δυνατή η συστηµατική και γενικευµένη
διδασκαλία των νεοελληνικών γλωσσικών διαλέκτων, όπως η
ποντιακή ή η διδασκαλία των «ειδικών γλωσσών»..., δεν θα
έπρεπε να αποκλειστούν από τη γλωσσική διδασκαλία
ορισµένες ιδιωµατικές ή διαλεκτικές φράσεις των οποίων η
χρήση έχει γενικευθεί.»

Ευθύς και πλάγιος λόγος

Σε λογοτεχνικά κείμενα: ο ευθύς λόγος χρησιμοποιείται για


λόγους δραματοποίησης.

Σε μη λογοτεχνικά, μη αφηγηματικά κείμενα (π.χ. σε κείμενα


επιχειρηματολογίας, κ.λπ.): ο ευθύς λόγος χρησιμοποιείται για να
προσδώσει ζωντάνια, αμεσότητα και υφολογική ποικιλία ενώ η
συνύπαρξη και η εναλλαγή ευθέως και πλαγίου λόγου σε ένα
κείμενο προσδίδει δραματικότητα, συντελείται για λόγους
δραματοποίησης.

Ρητορικές ερωτήσεις – Η χρήση της ερώτησης στο λόγο

Ρητορικές ερωτήσεις είναι οι ερωτήσεις εκείνες των οποίων οι


απαντήσεις είναι αυτονόητες και άρα αυτός που ρωτά δεν
περιμένει κάποια απάντηση. Οι ερωτήσεις αυτές συνήθως
λειτουργούν ως σχήματα λόγου και επίσης, χρησιμοποιούνται από
τον συγγραφέα προκειμένου να ενδυναμώσει την
επιχειρηματολογία του. Τα ρητορικά ερωτήματα μπορούν να
επιτελέσουν πολλαπλές λειτουργίες μέσα σε ένα κείμενο. Πιο
συγκεκριμένα:

 προσδίδουν ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα στον


λόγο, δημιουργούν κλίμα οικειότητας και αίσθηση διαλόγου.
 προβληματίζουν και ευαισθητοποιούν το αναγνώστη.
 εκφράζουν απορία ή ανησυχία.
 εκφράζουν ειρωνεία (προσδίδουν ειρωνικό τόνο στο λόγο),
σαρκασμό ή αποδοκιμασία ή επίπληξη
 συνδέουν διαφορετικές νοηματικές ενότητες, αποτελούν ένα
ομαλό πέρασμα από ένα νόημα/ θέμα σε ένα άλλο,
λειτουργούν μεταβατικά.
 στην αρχή ενός κειμένου, προσελκύουν και διεγείρουν το
ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Τίτλος ενός κειμένου

Στόχος του τίτλου ενός κειμένου είναι να ανταποκρίνεται πλήρως


στο θέμα του κειμένου, να υποδηλώνει το θέμα και τη θέση του
συγγραφέα και να προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να
εξάπτει την περιέργειά του, ώστε να επιθυμεί να το διαβάσει.

Ο τίτλος για να είναι εύστοχος θα πρέπει:

1.να υποδηλώνει το θέμα και τη θέση του συγγραφέα

2.να κινείται στα ίδια υφολογικά επίπεδα με το κείμενο


3.να είναι σχετικά σύντομος, πυκνός, περιεκτικός

Πώς σχολιάζουμε τον τίτλο ενός κειμένου

Όταν καλούμαστε να σχολιάσουμε τον τίτλο ενός κειμένου ή να


αξιολογήσουμε τη λειτουργία του (αν επιτελεί τους στόχους του),
αξιοποιούμε όλα τα χαρακτηριστικά του.

 Σχολιάζουμε αν είναι σύντομος, πυκνός, περιεκτικός ή


εκτενής, μακροσκελής, λεπτομερής
 Αναφέρουμε αν είναι ελλειπτικός ή όχι. Ελλειπτικός είναι
ένας τίτλος όταν απουσιάζει κάποιος όρος της πρότασης. Οι
λέξεις που παραλείπονται συνήθως από τον τίτλο, είναι τα
στοιχεία εκείνα που εννοούνται εύκολα (ρήματα, άρθρα,
προθέσεις, σύνδεσμοι, κ.λπ.). Αυτό ενισχύει την πυκνότητα
του νοήματος και της διέγερση του ενδιαφέροντος.
 Εάν έχει ρήμα, γράφουμε το ρηματικό πρόσωπο (α, β, γ), τη
σύνταξη (ενεργητική ή παθητική) και την έγκλισή του
(οριστική, υποτακτική, προστακτική) και σχολιάζουμε την
εκάστοτε λειτουργία. Εάν δεν έχει ρήμα, γράφουμε ότι ο
συγγραφέας μεταδίδει άμεσα το μήνυμα χωρίς χρήση
ρήματος.
 Αν υπάρχει σημείο στίξης, αναφερόμαστε σε αυτό και
εξηγούμε την λειτουργία του.
 Γράφουμε αν ο τίτλος έχει κυριολεκτική ή μεταφορική
λειτουργία γλώσσας και σχολιάζουμε την εκάστοτε
λειτουργία.
 Γράφουμε αν ο τίτλος κινείται στο ίδιο υφολογικό επίπεδο με
το περιεχόμενο του κειμένου και σχολιάζουμε το ύφος αυτό
(χιουμοριστικό, επίσημο, απλό, κτλ.).
 Σχολιάζουμε τη σειρά των λέξεων, δηλαδή με ποια λέξη
αρχίζει και πού δίνει έμφαση. Για παράδειγμα, αν αρχίζει με
το υποκείμενο δίνει έμφαση στο πρόσωπο, ενώ αν αρχίζει με
χρονικό προσδιορισμό δίνει έμφαση στον χρόνο.
 Αναφερόμαστε στο αν είναι εύστοχος, αν ανταποκρίνεται
στους σκοπούς του, δηλαδή αν αποδίδει το περιεχόμενο του
κειμένου και αν προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ

Η επιδίωξη ή, έστω, η διακήρυξη της αντικειμενικότητας κατέχει πάντα


μια καίρια θέση στη δημοσιογραφική δεοντολογία. Αναγράφεται σε όλους
τους Κώδικες Δεοντολογίας, συχνά στις προγραμματικές επαγγελίες, καμιά
φορά και στις προμετωπίδες των εφημερίδων. […] Και, βέβαια, υποτίθεται ότι
αφορά όλα τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, έντυπα, ραδιόφωνο, τηλεόραση,
τώρα και ιστοσελίδες του Διαδικτύου. Παντού, τα γεγονότα υποτίθεται ότι
εμφανίζονται όπως πραγματικά είναι χωρίς στρεβλώσεις, ανακριβείς
προσθήκες ή σκόπιμες παραλείψεις.

Η εικόνα είναι ειδυλλιακή αλλά εξωπραγματική. Γιατί παραγνωρίζει τη


σημασία της παρουσίασης του γεγονότος: το ίδιο γεγονός, χωρίς καμιά
αλλοίωση, έχει διαφορετική επίπτωση στη λεγόμενη κοινή γνώμη, ανάλογα με
το πώς θα παρουσιασθεί. Άλλη σημασία αποκτά το γεγονός που
παρουσιάζεται στην πρώτη σελίδα (ή στην αρχή της ροής των ειδήσεων) κι
άλλη αυτό που πνίγεται σε κάποια εσωτερική σελίδα (ή ανάμεσα σε άλλες
ειδήσεις), άλλη το γεγονός που θεωρείται άξιο να υπογραμμισθεί με πολύ
χώρο ή χρόνο κι άλλη εκείνο που κάπου αναφέρεται παρενθετικά και
συνοπτικά. Ακόμα, το μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων ή ο τίτλος, ο
τόνος της φωνής του εκφωνητή ή του παρουσιαστή μπορούν να κάνουν το
ίδιο γεγονός να φαίνεται διαφορετικό – πάντα χωρίς να παραβιάζεται η
προσχηματική αντικειμενικότητα.

Ας παραδεχθούμε ότι αυτές οι παραβιάσεις της αντικειμενικότητας


είναι, ως έναν βαθμό, αναπόφευκτες. Επιτέλους, η είδηση κάπως πρέπει να
παρουσιασθεί και κάποιος πρέπει να αποφασίσει για τον τρόπο της
παρουσίασής της. Με τι κριτήριο θα κριθεί η αντικειμενικότητα της
παρουσίασης; Άλλο είναι το θέμα κάποιων περιπτώσεων της ψεύτικης
είδησης ή της σκόπιμης αποσιώπησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το ψέμα της
είδησης ή το ψέμα της σιωπής σύντομα ανακαλύπτονται και μπορούν να
βλάψουν την αξιοπιστία του ψευδόμενου. Το θέμα μας όμως δεν είναι η
κατασκευασμένη είδηση (ή σιωπή), αλλά τα κατασκευασμένα γεγονότα.

[…]

(Διασκευασμένο απόσπασμα από άρθρο «Κατασκευαστές Γεγονότων» του Γ.


Κουμάντου στην Καθημερινή, 12/05/2002)
* Να αναφέρετε ποια νοηματική σχέση υπάρχει ανάμεσα
στην πρώτη και στη δεύτερη παράγραφο του παραπάνω
αποσπάσματος.

[παραδείγματα νοηματικών σχέσεων: επεξηγηματική σχέση,


χρονολογική σχέση, αντιθετική σχέση, αιτιώδης σχέση, δηλαδή
σχέση αιτίου- αποτελέσματος, κ.α.]

Η ΠΕΙΘΩ
Τρόποι πειθούς

1. Επίκληση στη λογική


2. Επίκληση στο συναίσθημα
3. Επίκληση στο ήθος του πομπού

* Επίκληση στην αυθεντία

* Επίθεση στο ήθος του αντιπάλου

Μέσα πειθούς για καθέναν από τους παραπάνω τρόπους

 Επίκληση στη λογική μέσα πειθούς:

Α. επιχειρήματα: (λογικές προτάσεις- προκείμενες- που


λειτουργούν ως βάση για να οδηγηθούμε στη διεξαγωγή ενός
συμπεράσματος).

Β. τεκμήρια: παραδείγματα (προερχόμενα από την ιστορία, την


καθημερινή εμπειρία κ.α.), στατιστικά στοιχεία, αριθμητικά
δεδομένα, πορίσματα- αποτελέσματα ερευνών/ μελετών/
πειραμάτων, ντοκουμέντα, νόμοι της φύσης, μαρτυρίες κ.α.

 Επίκληση στο συναίσθημα μέσα πειθούς:

Α. συναισθηματικά φορτισμένος λόγος (μεταφορική


λειτουργία της γλώσσας, στίξη, ρηματικά πρόσωπα, υποτακτική
και προστακτική έγκλιση, συναισθηματικά φορτισμένο λεξιλόγιο)

Β. περιγραφή
Γ. αφήγηση

Δ. χιούμορ, ειρωνεία

Ε. κινδυνολογία

 Επίκληση στο ήθος του πομπού μέσα πειθούς:

Α. προβολή θετικών στοιχείων της προσωπικότητας και


του χαρακτήρα του πομπού (γνώση, εντιμότητα, εξειδίκευση
κ.λπ.)

Β. προβολή του κοινωνικού κύρους του πομπού

*Επίκληση στην αυθεντία μέθα πειθούς:

Α. αποφθέγματα αναγνωρισμένων προσώπων ή ειδικών


στο θέμα που πραγματεύεται το κείμενο

Β. παροιμίες, λαϊκή σοφία, ρητά, γνωμικά

*Επίθεση στο ήθος του αντιπάλου μέσα πειθούς:

Αρνητικοί χαρακτηρισμοί για το ήθος, το χαρακτήρα, τις


ικανότητες, τις γνώσεις του αντιπάλου.

ΕΙΔΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ

(Σχολικό βιβλίο Έκθεση Έκφραση Γ΄ λυκείου, βιβλίο μαθητή, σελ.


13 -14)

Η διαδικασία με την οποία ο νους καταστρώνει ένα επιχείρημα


λέγεται συλλογισμός.

ΔΙΑΡΕΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ

Οι συλλογισμοί διακρίνονται σε παραγωγικούς, επαγωγικούς,


αναλογικούς.

Στον παραγωγικό συλλογισμό ξεκινούμε από κάτι γενικό και


αφηρημένο (μια αρχή, έναν ορισμό, έναν κανόνα κτλ.), που
θεωρείται ότι έχει αποδειγμένη ισχύ ή ότι αποτελεί εύλογη
υπόθεση, και καταλήγουμε σε κάτι ειδικό - στον καθορισμό ή τη
διευκρίνιση μιας συγκεκριμένης πρότασης.

Π.χ. Προκείμενες: Τα φυτά είναι οργανισμοί.

Η μηλιά είναι φυτό.

Συμπέρασμα: Άρα: Η μηλιά είναι οργανισμός.

Παραγωγικός: Μετάβαση από το Γενικό στο Ειδικό /Μερικό

π.χ. Π1: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί

Π2: Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος

Σ: Ο Σωκράτης είναι θνητός

Στον επαγωγικό συλλογισμό ακολουθούμε πορεία αντίστροφη


προς τον παραγωγικό: ξεκινούμε από το ειδικό και το
συγκεκριμένο και καταλήγουμε στο γενικό και το αφηρημένο· από
τις επιμέρους περιπτώσεις στον κανόνα, στο νόμο που τις διέπει.
Στον επαγωγικό συλλογισμό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα
συνήθως πιθανολογικά, με την πεποίθηση ή την προσδοκία ότι,
αυτό που ισχύει για κάποιο μέρος / τμήμα που μελετήσαμε, θα
ισχύει και για τα υπόλοιπα τμήματα του συνόλου.

Π.χ. Η μηλιά, η αχλαδιά ... είναι οργανισμοί.

Η μηλιά, η αχλαδιά ... είναι φυτά.

Άρα: Τα φυτά είναι οργανισμοί.

Επαγωγικός: Μετάβαση από το Ειδικό/Μερικό στο Γενικό

π.χ. Π1: Το σπουργίτι πετάει στον ουρανό

Π2: Το περιστέρι πετάει στον ουρανό

Π3: Ο γλάρος πετάει στον ουρανό

Π4: Το σπουργίτι, το περιστέρι, ο γλάρος είναι πουλιά.

Σ: Άρα (όλα) τα πουλιά πετούν στον ουρανό

Στον αναλογικό συλλογισμό από τα επιμέρους συμπεραίνουμε


πάλι για τα επιμέρους. Ο αναλογικός συλλογισμός στην περίπτωση
αυτή είναι συχνά πολύ ασθενής ως προς το βαθμό πιθανότητας·
για το λόγο αυτό στην αναλογία πρέπει να καταλήγουμε με
προσοχή σε ένα συμπέρασμα.

Π.χ. Κάποια καλή μαθήτρια βραβεύτηκε.

Η Ελπίδα είναι καλή μαθήτρια.

Άρα: Η Ελπίδα είναι πιθανόν να βραβευτεί.

Αναλογικός: Μετάβαση από ένα Ειδικό/Επιμέρους σε ένα άλλο


Ειδικό/Επιμέρους

π.χ. Π1: Το πορτοκάλι είναι φρούτο και έχει βιταμίνες

Π2: Το μήλο είναι φρούτο

Σ: Άρα, κατά πάσα πιθανότητα, το μήλο έχει βιταμίνες

ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

Η παραπάνω διαίρεση των συλλογισμών γίνεται με βάση την


πορεία που ακολουθεί ο νους, για να φθάσει στο συμπέρασμα. Αν
η διαίρεση γίνει με βάση το είδος των προτάσεων που αποτελούν
τις προκείμενες, διακρίνουμε τους συλλογισμούς σε:

•κατηγορικούς, όταν οι προκείμενες είναι κατηγορικές


προτάσεις· [όταν οι προκείμενες αποτελούν κατηγορικές
προτάσεις, δηλαδή έχουν κατηγορούμενο ή κατηγόρημα (=τι
κάνει/πράττει ένα Υποκείμενο)]

*κατηγορικοί συλλογισμοί είναι όλα τα προηγούμενα


παραδείγματα

•υποθετικούς, όταν η μία προκείμενη ή και οι δύο είναι


υποθετικές προτάσεις·

π.χ.: Αν ο άνεμος έχει δύναμη πάνω από 9 μποφόρ, το


ταξίδι είναι επικίνδυνο.

Ο άνεμος έχει δύναμη πάνω από 9 μποφόρ.

Άρα: Το ταξίδι είναι επικίνδυνο.


•διαζευκτικούς, όταν μία έστω προκείμενη είναι διαζευκτική
πρόταση·

π.χ.: Τα θέματα του διαγωνισμού ανήκουν ή στα


διδαγμένα ή στα αδίδακτα κεφάλαια του
μαθήματος.

Εξακριβώθηκε ότι ανήκουν στα διδαγμένα.

Άρα: Δεν ανήκουν στα αδίδακτα κεφάλαια του


μαθήματος.

Οι συλλογισμοί της λογικής και τα συλλογιστικά επιχειρήματα των


κειμένων παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους, αλλά δεν πρέπει
να συγχέονται. Οι συλλογισμοί της λογικής έχουν μορφή καθαρά
τυπική, στεγνή και σύντομη, περιέχουν μόνο προτάσεις - κρίσεις.
Τα επιχειρήματα σε ένα κείμενο έχουν ανάπτυξη, σύνταξη και
διατύπωση πολυποίκιλη. Αρκετές φορές, μάλιστα, είναι δύσκολο
να εντοπιστούν με ακρίβεια οι προκείμενες που οδηγούν στο
συμπέρασμα με τη μορφή του τυπικού συλλογισμού. Εκείνο που
πρέπει να εντοπίζεται είναι η συλλογιστική πορεία του συγγραφέα,
για να ελέγχεται και η αποδεικτική αξία των επιχειρημάτων του.

Είδη επαγωγικών συλλογισμών

1. Γενίκευση: από κάποιο ή κάποια επιμέρους στοιχεία


οδηγούμαστε γενικεύοντας σε ένα συμπέρασμα για το ευρύτερο
σύνολο.

Παράδειγμα 1 Π1: Το σώμα α θερμαινόμενο διαστέλλεται.

Π2: Το σώμα β θερμαινόμενο διαστέλλεται.

Π3: Το σώμα γ θερμαινόμενο διαστέλλεται.

Π4: Τα σώματα α, β, γ είναι μέταλλα.

Σ: Άρα, όλα τα μέταλλα θερμαινόμενα διαστέλλονται.

Παράδειγμα 2

Π1: Στο περσινό μου ταξίδι στο Παρίσι ένας τελωνειακός μου φέρθηκε
αγενέστατα Π2: Ο τελωνειακός ήταν Γάλλος
Σ: Άρα (όλοι) οι Γάλλοι είναι αγενείς

2. Αίτιο – αποτέλεσμα: Όταν μία Προκείμενη ή το Συμπέρασμα


εμπεριέχουν τη σύνδεση ενός Αιτίου με ένα Αποτέλεσμα.

Παράδειγμα 1 Π1: Μελέτησα πιο πολύ απ’ όλους (αίτιο) [Ειδικό]

Π2: Όποιος μελετάει πιο πολύ απ’ όλους (αίτιο) παίρνει κατά κανόνα το
μεγαλύτερο βαθμό (αποτέλεσμα) [Γενικό]

Σ: Άρα θα πάρω το μεγαλύτερο βαθμό (αποτέλεσμα)

Παράδειγμα 2

Π1: Ένα βαρύ όχημα πέρασε από το δρόμο (αίτιο) [Ειδικό]

Π2: Όταν περνούσε, τα τζάμια του σπιτιού μας έτριζαν (αποτέλεσμα) [Ειδικό]

Σ: Όταν περνούν βαρέα οχήματα (αίτιο) τρίζουν τα τζάμια των σπιτιών


(αποτέλεσμα) [Γενικό]

3.Αναλογία: Όταν μία Προκείμενη ή το Συμπέρασμα


εμπεριέχουν τη Σύγκριση ή Συσχετισμό, πραγματικό ή
μεταφορικό, δύο καταστάσεων.

Παράδειγμα 1 (Κυριολεκτική Αναλογία)

Π1:Ο Πόντιος Πιλάτος γνώριζε πολύ καλά ποιος είχε δίκαιο, αλλά απέφυγε να
πάρει θέση (Κατάσταση Α) [Ειδικό]

Π2: Στη χθεσινή δύσκολη συνεδρίαση πολλοί συνάδελφοι γνώριζαν ποιος είχε
δίκαιο, αλλά απέφυγαν να πάρουν θέση (Κατάσταση Β) [Ειδικό]

Σ: Πολλοί συνάδελφοι στα δύσκολα είναι σαν τον Πόντιο Πιλάτο (Μόνιμος,
Γενικός Συσχετισμός καταστάσεων Α και Β) [Γενικό]

Παράδειγμα 2 (Μεταφορική Αναλογία)

Π1: Το ποδόσφαιρο διδάσκει στα παιδιά τη συνεργασία, την υπευθυνότητα


και την επίμονη προσπάθεια μέχρι την τελική νίκη. (Κατάσταση Α) [Ειδικό]

Π2: Αυτά τα μαθήματα μάς δίνει και η ζωή. (Κατάσταση Β) [Ειδικό]

Σ: Το ποδόσφαιρο είναι σαν τη ζωή. (Μόνιμος, Γενικός Συσχετισμός


καταστάσεων Α και Β) [Γενικό]
Εγκυρότητα, αλήθεια, ορθότητα, ενός επιχειρήματος

Ένα επιχείρημα θεωρείται έγκυρο, όταν οι προκείμενες οδηγούν


με λογική αναγκαιότητα σε ένα βέβαιο συμπέρασμα. Η
εγκυρότητα δηλαδή του επιχειρήματος εξαρτάται από τη λογική
μορφή του και συγκεκριμένα αφορά τη σχέση σύμφωνα με
καθορισμένους κανόνες, μεταξύ των προκειμένων και του
συμπεράσματος.

Αντίθετα, η αλήθεια του επιχειρήματος εξαρτάται από το


περιεχόμενο του, και συγκεκριμένα αφορά τη (νοηματική) σχέση
προκειμένων και συμπεράσματος με την πραγματικότητα. Αν οι
προκείμενες και το συμπέρασμα ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα, τότε τις θεωρούμε αληθείς κρίσεις/προτάσεις.
Επομένως εγκυρότητα και αλήθεια σε ένα επιχείρημα είναι δύο
έννοιες διαφορετικές, που δεν πρέπει να συγχέονται.

Πάντως, για να θεωρηθεί ένα επιχείρημα (ή ένας συλλογισμός)


λογικώς ορθό(ς) πρέπει να είναι συγχρόνως έγκυρο(ς) και οι
προκείμενές του αληθείς. Στην τυπική λογική μάς ενδιαφέρει
κυρίως η εγκυρότητα, ενώ στις εφαρμογές της λογικής
αποκλειστικά η ορθότητα. Ο συλλογισμός που δίνει ορθό
συμπέρασμα λέγεται (και) απόδειξη.

(Σχολικό βιβλίο, Έκθεση Έκφραση Γ’ λυκείου, βιβλίο μαθητή, σελ.


16-17)

1.Έγκυρος συλλογισμός ή επιχείρημα: Όταν οι Προκείμενες οδηγούν


κατά λογικό και αναγκαίο τρόπο στο Συμπέρασμα. Η σωστή/ορθή
λογική πορεία από τις Προκείμενες στο Συμπέρασμα.

Παράδειγμα 1 (έγκυρο)

Π1: Τα ζώα χρειάζονται τροφή

Π2: Ο σκύλος είναι ζώο

Σ: Ο σκύλος χρειάζεται τροφή

Παράδειγμα 2 (έγκυρο)

Π1: Η λαβίδα είναι όργανο

Π2: Η κιθάρα είναι όργανο

Σ: Η λαβίδα είναι κιθάρα


Παράδειγμα 3 (μη έγκυρο)

Π1: Τα ζώα χρειάζονται τροφή

Π2: Ο σκύλος είναι ζώο

Σ: Ο σκύλος γαυγίζει

2. Αληθής συλλογισμός ή επιχείρημα: Όταν οι Προκείμενες και το


Συμπέρασμα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Παράδειγμα 1 (αληθές)

Π1: Τα τεχνολογικά επιτεύγματα στηρίζονται στην επιστήμη

Π2: Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι τεχνολογικό επίτευγμα

Σ: Ο ΗΥ στηρίζεται στην επιστήμη

Παράδειγμα 2 (μη αληθές)

Π1: Τα πτηνά πετούν στον ουρανό

Π2: Η στρουθοκάμηλος είναι πτηνό

Σ: Η στρουθοκάμηλος πετάει στον ουρανό

3.Ορθός συλλογισμός η επιχείρημα: Εγκυρότητα + Αλήθεια. Θα


πρέπει να είναι ταυτόχρονα Έγκυρος και Αληθής.

Παράδειγμα 1 (έγκυρο – μη αληθές – μη ορθό)

Π1: Η θάλασσα είναι νερό

Π2: Το νερό σταματάει τη δίψα

Σ: Η θάλασσα σταματάει τη δίψα

Παράδειγμα 2 (μη έγκυρο – αληθές – μη ορθό)

Π1: Μερικοί άνθρωποι είναι φιλόσοφοι

Π2: Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος

Σ: Ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος

Παράδειγμα 3 (έγκυρο – αληθές – ορθό)


Π1: Τα φυτά χρειάζονται οξυγόνο

Π2: Η τριανταφυλλιά είναι φυτό

Σ: Άρα η τριανταφυλλιά χρειάζεται οξυγόνο

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ

Για να αξιολογήσουμε την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων


μας ή για να ανασκευάσουμε τα επιχειρήματα κάποιου άλλου,
ελέγχουμε:
α) αν οι προκείμενες είναι αληθείς, δηλαδή αν ανταποκρίνονται
στην πραγματικότητα,
β) αν το συμπέρασμα απορρέει με λογική αναγκαιότητα από τις
προκείμενες, οπότε το επιχείρημα θεωρείται έγκυρο.

Ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση ενός επιχειρήματος έχει


να διακρίνουμε αν οι κρίσεις που αποτελούν τις προκείμενες είναι
γενικά αποδεκτές αλήθειες (π.χ. η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο) ή
προσωπικές γνώμες (π.χ. ο συναγωνισμός στα αθλήματα
ενθαρρύνει τη βία). Σε ένα επιχείρημα είναι δυνατόν να
χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία και τα δύο, αλλά
πρέπει να κάνουμε σωστή διάκριση μεταξύ τους, γιατί ένα
επιχείρημα που βασίζεται μόνο σε γνώμες δεν έχει απόλυτη ισχύ.

(Σχολικό βιβλίο, σελ. 17)

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ

Οι επαγωγικοί συλλογισμοί κανονικά αξιολογούνται ως προς το


κατά πόσο οδηγούν σε τέλεια και ασφαλή επαγωγή. Αυτό είναι το
βασικό κριτήριο που καθορίζει την αλήθεια, άρα και την ορθότητά
τους.

Ειδικότερα λοιπόν, ελέγχουμε κατά πόσο υπάρχει:

1. Τέλεια και ασφαλής επαγωγή, κατά πόσο δηλαδή είναι


πλήρες και επαρκές το πλήθος των ειδικών στοιχείων, βάσει
των οποίων συνάγεται το γενικό συμπέρασμα, οπότε
οδηγούν σε ένα βέβαιο συμπέρασμα και οι συλλογισμοί
θεωρούνται αληθείς-ορθοί.
2. Ατελής και επισφαλής επαγωγή, κατά πόσο δηλαδή είναι
ανεπαρκές το πλήθος των ειδικών στοιχείων, βάσει των
οποίων συνάγεται το γενικό συμπέρασμα, οπότε οδηγούν σε
συμπέρασμα το οποίο

α. ή έχει απλώς πιθανολογικό χαρακτήρα, χωρίς να είναι όμως


απολύτως ασφαλές, ούτε όμως και απολύτως λανθασμένο,

β. ή είναι αυθαίρετο, και οι συλλογισμοί θεωρούνται μη αληθείς


μη ορθοί.

Άρα έχουμε:

1. Τέλεια επαγωγή: όταν ελέγχονται όλα τα επιμέρους στοιχεία


ενός συνόλου ή ένα επαρκές πλήθος του, ένα προς ένα, και
καταλήγουμε με ασφάλεια σε ένα γενικότερο συμπέρασμα για
το σύνολο

2. Ατελή επαγωγή: όταν ελέγχονται δειγματοληπτικά κάποια


στοιχεία, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ευρύτερου
συνόλου και βγαίνει πιθανολογικά και κατ’ εκτίμηση ένα
συμπέρασμα για το ευρύτερο σύνολο.

*Ειδικότερα ως προς τα τρία είδη του επαγωγικού συλλογισμού


ισχύουν τα ακόλουθα:

1. Στην επαγωγή ως Γενίκευση έχουμε Τέλεια Επαγωγή, εφόσον


η γενίκευση στηρίζεται σε επαρκή αριθμό στοιχείων και Ατελή
Επαγωγή, εφόσον η γενίκευση στηρίζεται σε ανεπαρκή αριθμό
στοιχείων (Ο επαρκής ή ανεπαρκής αριθμός καθορίζεται από το
πλήθος των επιμέρους σε σχέση με το σύνολο)

2. Στην επαγωγή ως Αίτιο-Αποτέλεσμα υπάρχει το σύστημα


Αναγκαίας και Επαρκούς Αιτίας (Αναγκαία είναι η αιτία που
χωρίς αυτή δεν μπορεί να προκύψει το συγκεκριμένο
αποτέλεσμα και Επαρκής είναι η αιτία που μόνη της μπορεί να
οδηγήσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα (αρκεί και μόνο αυτή).
Τέλεια Επαγωγή υπάρχει, εφόσον η αιτία είναι αναγκαία και
επαρκής. Ατελής Επαγωγή, εφόσον η αιτία είναι μόνο το ένα
από τα δύο ή και τίποτα από τα δύο.

3. Στην επαγωγή ως Αναλογία υπάρχει Τέλεια Επαγωγή,


εφόσον οι ομοιότητες είναι επαρκείς σε αριθμό και σχετικές με
το θέμα και Ατελής Επαγωγή, εφόσον οι ομοιότητες των
συγκρινόμενων δεν είναι επαρκείς σε αριθμό και σχετικές με το
θέμα.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Να βρεθεί η συλλογιστική πορεία (παραγωγική –


επαγωγική) στις παρακάτω παραγράφους:

1. Ανέκαθεν η οικονομική δράση του ανθρώπου ήταν μια δράση


μέσα στη φύση και πάνω στη φύση. Αν στην πρώτη φάση της
ιστορικής εξέλιξης των σχέσεων του ανθρώπου με αυτήν το
κυρίαρχο γνώρισμα στάθηκε η εξάρτηση του ανθρώπου από τις
δυνάμεις της φύσης και του περιβάλλοντος, στη δεύτερη και πιο
πρόσφατη φάση, και μάλιστα από τη βιομηχανική επανάσταση και
μετά, η σχέση μεταβάλλεται και το κυρίαρχο γνώρισμα γίνεται
πλέον η υποταγή της φύσης στον άνθρωπο. Έτσι, ενώ αρχικά και
επί μακρόν έκτοτε η φυσική τάξη φάνηκε να επιβάλλεται στον
άνθρωπο, στη συνέχεια και ιδίως τα τελευταία 200 περίπου χρόνια
η ανθρώπινη τάξη (ή αταξία) επιβλήθηκε πάνω στη φύση και το
περιβάλλον.

2. Πολλοί υπεύθυνοι του Άουσβιτς ήταν αναγνώστες του Γκαίτε


και λάτρεις του Μπραμς. Δεν πιστεύω ότι η διάδοση της
λογοτεχνικής παιδείας και της μουσικής καλλιέργειας συντελεί
απαραιτήτως στην πρόοδο του καλού.

3. Ο τουρισμός γενικά, κυρίως δε σε χώρες μικρές σαν την Ελλάδα,


αποτελεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία εντάσσεται στις
προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, περιέχει όμως
πολλά στοιχεία αστάθειας στις σχέσεις ανθρώπου και
περιβάλλοντος και περικλείει πολλούς κινδύνους. Αρκεί να
θυμηθούμε ότι σε μικρές κοινωνίες (π.χ. νησιά) ο ανθρώπινος
πληθυσμός στην τουριστική περίοδο μπορεί και να
δεκαπλασιαστεί, με όλα τα επακόλουθα αυτής της αύξησης για
τους τοπικούς φυσικούς πόρους, τους ρυθμούς ζωής της
συγκεκριμένης κοινότητας και τον πολιτισμό της. Σε αυτή την
κλίμακα του κοινωνικού φαινομένου της απότομης πληθυσμιακής
επίθεσης η συμβατική λύση που δίνει ο βιομηχανοποιημένος
τουρισμός είναι κατ' ανάγκη επιθετική. Μεγάλα ξενοδοχειακά
συγκροτήματα βιάζουν πολλές φορές το περιβάλλον, «πακέτα» για
την καλύτερη «εκμετάλλευση» των τουριστών ετοιμάζονται,
αγροτικά προϊόντα γεμάτα χημικά στοιχεία και κακότεχνα
προϊόντα «δήθεν» λαϊκής τέχνης παράγονται.

4. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε ανταγωνιστικοί.


Από το να πετύχουμε, δηλαδή, να οικοδομήσουμε μια υγιή
οικονομία, από το να παρακολουθούμε τις τεχνολογικές εξελίξεις,
από το να εξυγιάνουμε τον δημόσιο τομέα, από το να
δημιουργήσουμε ένα κράτος ευέλικτο, χωρίς ωστόσο να υστερεί
στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και της φροντίδας προς τις
ενδεείς οικονομικά και κοινωνικά κατηγορίες πολιτών. Μόνον έτσι
θα πάψουμε να είμαστε και να χαρακτηριζόμαστε «ουραγοί της
Ευρώπης» και «υπηρέτες των Ευρωπαίων». Η επίτευξη των
στόχων σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με τα ευρωπαϊκά
οικονομικά μεγέθη δεν είναι θέμα μόνο αριθμών. Είναι και θέμα
ουσίας. Διότι η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών
μακροπρόθεσμα, αλλά σε ορισμένους τομείς και μεσοπρόθεσμα,
οδηγεί στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, των υπηρεσιών, του
κράτους πρόνοιας και γενικότερα στη βελτίωση της ποιότητας
ζωής για όλους μας.

Παραλογικοί συλλογισμοί: Συχνά ορισμένα συλλογιστικά


σχήματα, ενώ αντιβαίνουν στον ορθό λόγο και δεν έχουν
αποδεικτική αξία, μπορούν εντούτοις να επηρεάσουν το δέκτη του
μηνύματος και να τον παραπλανήσουν, επειδή εξωτερικά
παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους έγκυρους συλλογισμούς.
Τα συλλογιστικά αυτά σχήματα, που λέγονται και παραλογισμοί,
μπορεί να οφείλονται είτε σε λογικά σφάλματα είτε σε πρόθεση
εξαπάτησης, σε λογική δηλαδή παγίδα που στήνει ο πομπός στο
δέκτη. Στην τελευταία περίπτωση ο παραλογισμός
ονομάζεται σόφισμα.

(Σχολικό βιβλίο, σελ.21)

ΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΕΙΔΗ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Το άρθρο είναι κείμενο ειδησεογραφικού συνήθως χαρακτήρα που
δημοσιεύεται στον γραπτό ή τον ηλεκτρονικό Τύπο (εφημερίδα,
περιοδικό, διαδίκτυο). Έχει επικαιρικό χαρακτήρα. Ο
αρθρογράφος αφορμάται από συγκεκριμένο γεγονός της
επικαιρότητας (αφόρμηση) και στη συνέχεια πραγματεύεται το
ευρύτερο θέμα του. Σκοπός του άρθρου είναι να πληροφορήσει, να
ερμηνεύσει και να σχολιάσει γεγονότα της επικαιρότητας.
Πραγματεύεται θέματα γενικού ενδιαφέροντος – πολιτικά,
κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά αλλά και θέματα
εξειδικευμένα, όπως επιστημονικά, οικονομικές αναλύσεις κ.α.,
στα οποία ο συντάκτης χρησιμοποιεί ειδικό λεξιλόγιο. Το άρθρο
έχει τίτλο (σύντομο και περιεκτικό) που αποδίδει το κεντρικό θέμα
του κειμένου και προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το άρθρο στοχεύει στην πληροφόρηση του δέκτη, συνεπώς


κυριαρχεί η αναφορική- δηλωτική- κυριολεκτική λειτουργία της
γλώσσας (χωρίς όμως να αποκλείεται και η μεταφορική-
συγκινησιακή λειτουργία της). Το ύφος του άρθρου είναι σοβαρό,
απρόσωπο και αντικειμενικό. Όταν πρόκειται να δημοσιευτεί σε
σχολικό έντυπο, τότε το ύφος του είναι πιο οικείο, πιο απλό
(ανάλογα με το ύφος που επιθυμεί να προσδώσει ο συντάκτης του
άρθρου, χρησιμοποιεί τα κατάλληλα ρηματικά πρόσωπα).

ΔΟΚΙΜΙΟ

Το δοκίμιο είναι ιδιαίτερο, μεικτό γραμματειακό είδος που


συνδέεται τόσο με τον επιστημονικό, ρητορικό λόγο όσο και την
πληροφορία.

Είδη δοκιμίου: αποδεικτικό δοκίμιο

στοχαστικό δοκίμιο

Το αποδεικτικό δοκίμιο:

 Παρουσιάζει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του


επιστημονικού λόγου, εφόσον στόχος του είναι να
ερμηνεύσει και να αναλύσει το εξεταζόμενο θέμα,
επιδιώκοντας είτε απλώς να πληροφορήσει το αναγνωστικό
κοινό είτε ακόμη και να πείσει για την ορθότητα κάποιου
συμπεράσματος.
 Ο δοκιμιογράφος προσεγγίζει ένα θέμα που τον ενδιαφέρει,
εκθέτει τις ιδέες του, τις διασαφηνίζει και τις υποστηρίζει,
χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, τεκμήρια, παραδείγματα
(επίκληση στη λογική). Επιχειρεί, επίσης, να ερμηνεύσει ένα
φαινόμενο και καταλήγει σε κάποιες προτάσεις για την
αντιμετώπιση ενός προβλήματος.
 Η χρήση της γλώσσας είναι αναφορική/ κυριολεκτική/
δηλωτική (όπως και στον επιστημονικό λόγο), καθώς κύρια
επιδίωξη του δοκιμιογράφου είναι η αντικειμενικότητα και η
σαφήνεια
 Το αποδεικτικό δοκίμιο οργανώνεται λογικά, εφόσον έχει
αποδεικτικό χαρακτήρα και προσεγγίζει τον επιστημονικό
λόγο. Η δομή του συνήθως είναι η ακόλουθη:

πρόλογος: ο δοκιμιογράφος εκθέτει το θέμα , την προβληματική


του, επιδιώκοντας να προσελκύσει το ενδιαφέρον του
αναγνώστη. Στη συνέχει εκθέτει την κύρια ή την κατευθυντήρια
ιδέα που αποτελεί και τη θέση του πάνω στο θέμα.

κύριο μέρος: ο συντάκτης προσκομίζει το υλικό που διαθέτει,


ώστε να εξηγήσει και να διασαφηνίσει την κύρια ιδέα ή να
αποδείξει και να ενισχύσει τη θέση που διατύπωσε στον
πρόλογο.

επίλογος: παρουσιάζονται συμπυκνωμένα τα αποδεδειγμένα


στοιχεία ή επανεκτίθεται η αρχική θέση του δοκιμιογράφου.

Το στοχαστικό δοκίμιο:

 Το στοχαστικό δοκίμιο έχει πιο ελεύθερη οργάνωση και


προσεγγίζει περισσότερο τη λογοτεχνία (συνήθως είναι
έντονο το στοιχείο της λογοτεχνικότητας).
 Η δομή του δεν καθορίζεται από τη σχέση απόδειξης
ανάμεσα στη θέση του συγγραφέα και την υποστήριξη αυτής
της θέσης. Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα με το οποίο οι
επιμέρους ιδέες συνδέονται περισσότερο συνειρμικά.
 Είναι εμφανής ο υποκειμενικός χαρακτήρας, καθώς
χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο το α’ ενικό πρόσωπο. Ο
δοκιμιογράφος εκφράζει και εκθέτει προσωπικές σκέψεις,
ιδέες και προβληματισμούς.
 Η γλώσσα είναι κυρίως ποιητική, μεταφορική, συγκινησιακή.
Περιλαμβάνει πλήθος εκφραστικών μέσων και το ύφος
προσιδιάζει στο ύφος των λογοτεχνικών κειμένων.
 Βασίζεται στην επίκληση στο συναίσθημα

*Γενικά, το δοκίμιο πραγματεύεται ένα επιστημονικό –


εγκυκλοπαιδικό θέμα, με γενικότερο, μονιμότερο ενδιαφέρον και
επιχειρεί μια θεωρητική προσέγγιση. Αναπτύσσει
προβληματισμούς πάνω σε θέματα διαχρονικού ενδιαφέροντος,
παρουσιάζοντας ορισμένες πτυχές του συγκεκριμένου θέματος. Ο
συγγραφέας του είναι άτομο προερχόμενο από το χώρο της
διανόησης (διανοούμενος, στοχαστής, κ.α.). Στοχεύει στη
μετάδοση γνώσεων, στον προβληματισμό του αναγνώστη, στην
καλλιέργεια και στην τέρψη.

You might also like