Professional Documents
Culture Documents
The Noir Project - Final Draft
The Noir Project - Final Draft
της
Aναστασίας Μπαρτζουλιάνου
Γυρίζει πίσω στη μητέρα του, παίρνει ένα ποτήρι νερό από το
τραπέζι, της ρίχνει λίγο νερό με τη χούφτα του, για να την
δροσίσει, να φύγουν τα αίματα. Πασαλίβει τα χέρια του με το
αίμα, αντί να το καθαρίσει, αλλά δεν δίνει σημασία. Βιάζεται.
Εκείνη ανοίγει τα μάτια. Την παίρνει από το χέρι, και την
τραβά μαλακά να σηκωθεί.
ΙΑΚΩΒΟΣ
Έλα μαζί μου! Χρειάζεσαι καθαρό
αέρα.
Ο Ιάκωβος βάζει των ώμο του στη μασχάλη της και την στηρίζει
για να σηκωθεί, με το χέρι της γύρω από το λαιμό του. Περπατά
μαζί της προς την έξοδο της κουζίνας. Εκείνη κουτσαίνει. Ο
ήχος από το νερό που τρέχει χάνεται, σιγά σιγά, καθώς
προχωρούν προς την εξώπορτα. Βγαίνουν από το σπίτι.
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
Ο Ιάκωβος οδηγεί την μητέρα του προς το ΗΜΙΦΟΡΤΗΓΟ που είναι
παρκαρισμένο στην αυλή. Καθώς ανοίγει την πόρτα του, βλέπουμε
γραμμένο στο πλάι του ημιφορτηγού: “ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ”.
Ο Ιάκωβος βοηθά την μητέρα του να μπει και να καθίσει
στην θέση του συνοδηγού. Της δίνει την τσάντα της, κλείνει την
πόρτα πίσω της, και τρέχει προς την ΑΠΟΘΗΚΗ, ένα μικρό κτίσμα
στο χώρο της αυλής. Μπαίνει μέσα στην αποθήκη.
ΣΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΗ
Ο Ιάκωβος ανασηκώνει ένα μαύρο πλαστικό κάλυμμα που καλύπτει
μια στοίβα από σακούλες με τσιμέντο. Πίσω από τις σακούλες
είναι κρυμμένος ένας ΕΚΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ με μεγάλους ιμάντες. Ο
Ιάκωβος αρπάζει το σάκο, αφήνει το κάλυμμα να πέσει πάνω στους
σάκους με το τσιμέντο και βγαίνει τρέχοντας από την αποθήκη.
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
Ο Ιάκωβος ανοίγει διάπλατα τις σιδερένιες πόρτες για να
περάσει το αυτοκίνητο.
Περνάνε μέσα από τους δρόμους του χωριού. Έρημοι δρόμοι και
καλντερίμια. Βγαίνουν στον κεντρικό δρόμο, και γλιστράνε μέσα
στη νύχτα. Τα δέντρα αριστερά και δεξιά τους χάνονται το ένα
μετά το άλλο. Περνάνε μια ταμπέλα που γράφει “ΕΛΑΤΟΧΩΡΙ”.
Μόλις την αφήνουν πίσω τους, ο Ιάκωβος ξεφυσά. Γυρίζει και
κοιτά την μητέρα του, η οποία κοιτά γύρω της σαν χαμένη.
ΕΛΕΝΗ
Που πάμε;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Πάμε εκεί όπου δεν θα σκεφτεί
κανείς να μας βρει!
ΙΑΚΩΒΟΣ
Έτοιμη.
ΙΑΚΩΒΟΣ (CONT'D)
ΤΑΞΙ!
ΕΛΕΝΗ
Ιάκωβε... Τι κάνουμε; Που θα πάμε;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Πρέπει να φύγουμε! Το
καταλαβαίνεις; Πρέπει να φύγουμε
από δω.
ΕΛΕΝΗ
Θεέ μου, βοήθα.
ΕΛΕΝΗ (CONT'D)
Δεν μπορώ άλλο.
ΙΑΚΩΒΟΣ
Έλα μαζί μου. Ξέρω που πρέπει
να πάμε. Δεν θα μας βρεί κανείς!
ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο Ιάκωβος βοηθά την μητέρα του να περπατήσει μέχρι το WC.
ΙNSERT – H TAYTOTHTA
Η φωτογραφία της ταυτότητας είναι ενός σκυθρωπού ΜΕΣΗΛΙΚΑ
ΑΝΤΡΑ που μοιάζει με τον Ιάκωβο.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΣΤΟ ΕΚΔΟΤΗΡΙΟ
Ο Ιάκωβος κάνει ερωτήσεις στην υπάλληλο. Παίρνει δυο
εισιτήρια. Η υπάλληλος του χαμογελά.
ΕΛΕΝΗ
Θα μας βρούν! Όπου και να πάμε,
θα μας βρούν!
Ο Ιάκωβος σκύβει από πάνω της και την κρατά στην αγκαλιά του.
Της δείχνει την ταμπέλα των ανακοινώσεων, όπου βρίσκεται
μεταξύ άλλων γραμμένο: “ΜΟΝΑΧΟ – ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ 07.30”
ΙΑΚΩΒΟΣ
Κοίτα! Είμαστε τυχεροί. Υπάρχει
πτήση για Μόναχο σε δυο ώρες!
ΕΛΕΝΗ
Τόσο μακριά;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Όσο πιο μακριά γίνεται.
ΕΛΕΝΗ
Κι εκείνος; Πως θα ζήσει, εκείνος;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Μη στεναχωριέσαι. Του άφησα
λεφτά στο συρτάρι της κουζίνας.
ΕΛΕΝΗ
Πόσα;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Διακόσια ευρώ. Του φτάνουν για
τώρα. Και δεν είναι αρκετά
για να μας πάρει στο κατόπι.
ΕΛΕΝΗ
Κι εμείς; Εμείς πως θα τα
βγάλουμε πέρα, παιδί μου;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Θα δουλέψω, μάνα. Στη Θεία
Ευτέρπη, στο εστιατόριο.
ΕΛΕΝΗ
Κι αν το μάθουνε; Ότι πήγαμε
εκεί;
ΙΑΚΩΒΟΣ
Μη στεναχωριέσαι. Όλοι είναι
μέσα στο κόλπο. Σου είπα. Τα έχω
κανονίσει όλα. Το μεσημέρι θα
είμαστε Ντύσελντορφ.
ΣΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
Ο Ιάκωβος σκεπάζει τη μάνα του με το μπουφαν του. Εκείνη έχει
γείρει να κοιμηθεί στο κάθισμά της, κρατώντας την τσάντα της
σφιχτά στην αγκαλιά της.
Ο Βάκης κλείνει την πόρτα για να μην βγουν τα ζώα έξω. Ύστερα
πιάνει ένα μικρό ξύλινο ΣΚΑΜΠΟ που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα
κι έναν ΚΟΥΒΑ από δίπλα. Κάθεται και αρχίζει να αρμέγει την
κατσίκα. Εκείνη είναι φορτωμένη γάλα και τον υπακούει. Η ώρα
περνά.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο κτηνοτρόφος, ο κυρ-Ανέστης, μπαίνει στον αυλόγυρο και
χαιρετά τον Ιάκωβο.
ΚΥΡ-ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλημέρα, Βάκη. Άντε πάρε τούτα
για χθες και για σήμερα.
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Ο Ιάκωβος αρίστευσε και πάλι στο
διαγώνισμα! Οι υπόλοιποι είστε
για κλάματα!
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Τι συμβαίνει εδώ;
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Ντροπή σας! Wer ist gut genug hier,
um sich über ihn lustig zu machen?
(Υπότιτλοι: “Ποιός είναι αρκετά
καλός, εδώ, ώστε να τον κοροϊδεύει;”)
ΑΝΤΡΑΣ (Ο.S.)
Σε ποιόν έδωσες λεφτά πίσω απ'
την πλάτη μου;
ΑΝΤΡΑΣ (Ο.S.)
Λέγε μωρή, σε ποιόν τα έδωσες;
ΓΥΝΑΙΚΑ (Ο.S.)
Στη μητέρα μου, έδωσα λίγα λεφτά
μόνο, Μανώλη μου, στ' ορκίζομαι!
ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Πρώτα βλέπει τον πατέρα του, ΜΑΝΩΛΗ (52), ιδρωμένο και γυμνό
από τη μέση και πάνω, να κρατά ένα σφυρί και να καρφώνει
μεταλλικές θηλιές στο συρτάρι της κουζίνας. Ο Μανώλης παίρνει
από την γυναικεία τσάντα που βρίσκεται στον πάγκο μια χούφτα
χαρτονομίσματα. Τα μετράει, ρίχνει πέντε μέσα στο συρτάρι και
τα υπόλοιπα στην τσέπη του. Στις θηλιές του συρταριού περνάει
ένα λουκέτο και το κλειδώνει. Ύστερα πετάει με θυμό το σφυρί
πέρα, στην άλλη άκρη του πάγκου της κουζίνας, και χώνει το
κλειδί στην τσέπη του.
ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ
Ο Ιάκωβος βγάζει τα κόμικς από την τσέπη του και προχωρά προς
το δωμάτιό του. Καθώς προχωρά στον διάδρομο, οι γονείς του
συνεχίζουν τον καυγά τους. Οι φωνές τους χάνονται όσο η
απόσταση μεγαλώνει.
ΜΑΝΩΛΗΣ (O.S.)
Λες ψέμματα! Στον γαμπρό σου
τα έδωσες! Σ' αυτόν τον μαλάκα,
τον μπινέ, που σε γλυκοκοιτάει!
ΕΛΕΝΗ (O.S.)
Όχι! Τ' ορκίζομαι!
ΜΑΝΩΛΗΣ (O.S.)
Μην λες ψέμματα! Ήταν αυτός εδώ,
το ξέρω! Ήπιε όλο το κρασί μου!
Μόνο αυτός πίνει απ' το κρασί μου!
Η Έβελυν σηκώνεται.
Ο Μάλκολμ ορμά προς το μέρος της Έβελυν, και την χτυπά στο
πρόσωπο, δυνατά, με δυο χαστούκια. Σε κάθε χτύπημα ρωτά ξανά
το ίδιο πράγμα:
ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)
Θα τελείωσε; Θα τελείωσε;
Πιάνει το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του: πάνω στα δάχτυλά του
έχει δυο τατουάζ που λένε “GIVE” (δεξί) και “TAKE” (αριστερό).
Η μύτη της Έβελυν τρέχει πολύ αίμα τώρα. Ο Τζέικ κοιτά τον
Μάλκολμ απειλητικά.
Ο Mάλκολμ την χτυπά δυο φορές, μια με το ένα χέρι και μια με
τ’ άλλο. Ο Τζέικ πιάνει το όπλο που είχε στερεωμένο στην ζώνη
του, πίσω απ’ την πλάτη, και πυροβολεί δυο φορές τον
Mάλκολμ εν ψυχρώ. Ο Μάλκολμ πεθαίνει με σπασμούς.
Ο Τζέικ στέκεται από πάνω του και του μιλά σαν να μπορούσε
ο Μάλκολμ να τον ακούσει.
Μια κραγή διαπερνά τ' αυτιά του Ιάκωβου ξυπνώντας τον. Ύστερα
ακούγεται η αγριοφωνάρα του πατέρα του.
ΜΑΝΩΛΗΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (O.S.)
Βάκη! Βάκη! Που στο διάολο
είσαι; Κούνα τον κώλο σου
κι έλα εδώ πέρα-
Ανοίγει την πόρτα του δωματίου του και τρέχει προς την κουζίνα
διασχίζοντας έναν διάδρομο που μοιάζει με αυτόν που είναι
σκιτσαρισμένος στο μπλοκ του “Noir Project”. Προσπερνά το
σαλόνι που είναι τώρα άδειο, σκοτεινό. Η αγωνία είναι διάχυτη
στο πρόσωπό του. Ακουμπά το χερούλι απελπισμένος.
ΜΑΝΩΛΗΣ
Έλα δω μικρέ. Τρέχα πάρε κανά δυό
ρετσίνες ακόμη.
Ο Μανώλης βγάζει ένα χαρτονόμισμα των 5 ευρώ από την τσέπη του
και το αφήνει πάνω στο τραπέζι για τον Ιάκωβο. Ύστερα γυρνά
στην Ελένη, την κοιτά εκνευρισμένος επειδή είναι αναίσθητη και
την πιάνει από το σαγόνι για να την ξυπνήσει. Το αίμα τρέχει
άφθονο μέσα στη χούφτα του. Δεν του δίνει σημασία. Της σηκώνει
το κεφάλι, κουνώντας το, για να συνέλθει. Καμία αντίδραση από
την Ελένη.
ΙΑΚΩΒΟΣ
Άφησέ μας επιτέλους ήσυχους!
Επιτέλους!
ΜΑΝΩΛΗΣ
Η μάνα σου πετάει τα λεφτά της
στον αέρα! Τα χαρίζει στον
γαμπρό της για να πάρει αμάξι,
να τον κάνει μάγκα!
ΙΑΚΩΒΟΣ
Καλά κάνει! Να τα κάψει, τα
ρημάδια τα λεφτά. Δικά της είναι!
Ό,τι θέλει θα τα κάνει!
ΜΑΝΩΛΗΣ
Για ησύχασε... Έλα. Και πως θα
ζήσουμε; Δυο χρόνια τώρα,
άνεργος! Ούτε ένα μέτρο μπετό
δεν σηκώνουν, πουθενά!
ΙΑΚΩΒΟΣ
Δυό χρόνια τώρα τις ίδιες
μαλακίες ακούω! Όταν τα ξοδεύεις
στο ποτό και στα χαρτιά καλά
είναι;
ΜΑΝΩΛΗΣ
Για να σου πω; Πως μιλάς έτσι
στον πατέρα σου; Σεβασμός!
ΜΑΝΩΛΗΣ
Έτσι μπράβο, φρόντισε τη μητέρα
σου. Ας τα ξεχάσουμε αυτά που γίναν
σήμερα. Καλύτερα δεν είναι;
ΜΑΝΩΛΗΣ (CONT'D)
Να, ορίστε πάρε τα κλειδιά του
αυτοκινήτου και κάνε μια βόλτα,
να στανιάρεις. Το ξέρω πως σ'
αρέσει. Αν μπορείς καθώς θα
έρχεσαι, φέρε και δυο ρετσίνες.
ΜΑΝΩΛΗΣ (CONT'D)
Εγώ θα μπω στο μπάνιο τώρα.
-Παίρνει την μητέρα του, μπαίνουν στο αμάξι και φεύγουν από
το σπίτι. Βλέπουμε την εξάτμιση του αυτοκινήτου και μετά το
αμάξι να απομακρύνεται.
INSERT – TO ΣΗΜΕΙΩΜΑ
“Φεύγουμε για πάντα. Μην προσπαθήσεις να μας βρεις. Αύριο θα
τηλεφωνήσω στον φίλο σου τον αστυνόμο για να σε βγάλει από το
μπάνιο”.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΤΕΛΟΣ