You are on page 1of 21

To “Νουάρ Πρότζεκτ”

της
Aναστασίας Μπαρτζουλιάνου

ΤΕΛΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟΥ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Σωτήρη Πέτρουλα 11,


57001, Θέρμη, Θεσσαλονίκη
Τηλ: +30 2310 464 279,
+30 693 6463 673
email: bartzoulianou@yahoo.com
FADE IN:

1 ΕΣΩΤ. ΚΟΥΖΙΝΑ – ΝΥΧΤΑ – ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ


Ένα μπρελόκ με ΤΡΙΑ ΚΛΕΙΔΙΑ πετά στον αέρα. Ένα χέρι με
ανοιχτή την παλάμη και τα δάχτυλα περιμένει να πιάσει τα
κλειδιά. Το χέρι πιάνει τα κλειδιά. Τα σφίγγει σε μια γροθιά.
Το Logo που κρέμεται από το μπρελόκ είναι ένα ΤΕΤΡΑΦΥΛΛΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ. Το χέρι, που μοιάζει νεαρού εφήβου, όλο κόκκαλα,
φλέβες και νεύρα, βάζει τα κλειδιά στην τσέπη που βρίσκεται
στο μηρό ενός μαύρου παντελονιού τύπου army.

Ακούγεται δυνατά ο ΗΧΟΣ ΜΙΑΣ ΠΟΡΤΑΣ που κλείνει και ο ΗΧΟΣ


ΝΕΡΟΥ που τρέχει. Βλέπουμε την πόρτα. Το κλειδί της είναι πάνω
στην κλειδαριά. Το ίδιο χέρι, του εφήβου, γυρίζει το κλειδί
και διπλοκλειδώνει την πόρτα. Τα πόδια του ίδιου
ατόμου, που φορά αθλητικά παπούτσια, περπατούν προς το
τραπέζι. ΚΗΛΙΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ και ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
βρίσκονται σκορπισμένα στο πάτωμα.

Ο ΙΑΚΩΒΟΣ, 16 ετών, ψηλός, αδύνατος, και μυώδης, κοιτά την


μητέρα του, ΕΛΕΝΗ, 46 ετών. Εκείνη είναι μια καταβεβλημένη,
μεσόκοπη γυναίκα με ευγενικά χαρακτηριστικά, τα μάτια της
είναι κλειστά και το κεφάλι της γερμένο μπροστά στο στήθος
της. Φορά έναν χρυσό ΣΤΑΥΡΟ. Το αίμα στάζει ποτάμι από την
πρησμένη μύτη της πάνω στο ανοιχτόχρωμο πουκάμισό της. Δεν το
προσέχει. Ο Ιάκωβος την ταρακουνά, για να την ξυπνήσει. Εκείνη
δεν αντιδρά,είναι αδύναμη, μοιάζει ανίκανη να κάνει οτιδήποτε.
Τα χέρια της κρέμονται άτονα έτσι όπως είναι καθισμένη σε μια
καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν έχει χάσει όμως
τις αισθήσεις της, η Ελένη: αφήνει μόνο ένα σιωπηλό αναφιλητό.

Ο Ιάκωβος αρπάζει μια γυναικεία ΤΣΑΝΤΑ από τον πάγκο της


κουζίνας. Δίπλα στην τσάντα υπάρχουν ΑΔΕΙΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ
ΡΕΤΣΙΝΑΣ. Ο Ιάκωβος βάζει την τσάντα στον ώμο. Βγάζει από την
τσέπη του παντελονιού του το μπρελόκ με τα τρία κλειδιά,
διαλέγει το ένα και ξεκλειδώνει ένα συρτάρι στον πάγκο της
κουζίνας. Η κλειδαριά του είναι εξωτερική, ένα ΛΟΥΚΕΤΟ
τοποθετημένο πρόχειρα, περασμένο σε μεταλλικές ΘΗΛΙΕΣ.

Από το συρτάρι βγάζει μια ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και ένα ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ.


Τα χώνει στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του. Από το συρτάρι
βγάζει μερικά χαρτονομίσματα. Τα μετρά. Είναι 100 Ευρώ. Από
την αριστερή τσέπη βγάζει ένα ΜΑΣΟΥΡΙ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ
20 ΕΥΡΩ, διπλωμένα και πιασμένα με ένα ΠΡΑΣΙΝΟ ΛΑΣΤΙΧΟ. Μετρά
πέντε χαρτονομίσματα και τα βάζει στο συρτάρι της κουζίνας.

Κλείνει το συρτάρι, κλειδώνει, και χώνει τα κλειδιά πάλι στην


τσέπη του, στον μηρό. Από το πάτωμα μαζεύει έναν ΑΝΟΙΧΤΟ
ΣΟΥΓΙΑ, τον κλείνει και τον βάζει στην αριστερή τσέπη του
παντελονιού, στη θέση στον μηρό. Λίγο πιο πέρα βλέπουμε ένα
ΣΦΥΡΙ πεταμένο στο πάτωμα.

Γυρίζει πίσω στη μητέρα του, παίρνει ένα ποτήρι νερό από το
τραπέζι, της ρίχνει λίγο νερό με τη χούφτα του, για να την
δροσίσει, να φύγουν τα αίματα. Πασαλίβει τα χέρια του με το
αίμα, αντί να το καθαρίσει, αλλά δεν δίνει σημασία. Βιάζεται.
Εκείνη ανοίγει τα μάτια. Την παίρνει από το χέρι, και την
τραβά μαλακά να σηκωθεί.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Έλα μαζί μου! Χρειάζεσαι καθαρό
αέρα.

Ο Ιάκωβος βάζει των ώμο του στη μασχάλη της και την στηρίζει
για να σηκωθεί, με το χέρι της γύρω από το λαιμό του. Περπατά
μαζί της προς την έξοδο της κουζίνας. Εκείνη κουτσαίνει. Ο
ήχος από το νερό που τρέχει χάνεται, σιγά σιγά, καθώς
προχωρούν προς την εξώπορτα. Βγαίνουν από το σπίτι.

ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
Ο Ιάκωβος οδηγεί την μητέρα του προς το ΗΜΙΦΟΡΤΗΓΟ που είναι
παρκαρισμένο στην αυλή. Καθώς ανοίγει την πόρτα του, βλέπουμε
γραμμένο στο πλάι του ημιφορτηγού: “ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ”.
Ο Ιάκωβος βοηθά την μητέρα του να μπει και να καθίσει
στην θέση του συνοδηγού. Της δίνει την τσάντα της, κλείνει την
πόρτα πίσω της, και τρέχει προς την ΑΠΟΘΗΚΗ, ένα μικρό κτίσμα
στο χώρο της αυλής. Μπαίνει μέσα στην αποθήκη.

ΣΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΗ
Ο Ιάκωβος ανασηκώνει ένα μαύρο πλαστικό κάλυμμα που καλύπτει
μια στοίβα από σακούλες με τσιμέντο. Πίσω από τις σακούλες
είναι κρυμμένος ένας ΕΚΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ με μεγάλους ιμάντες. Ο
Ιάκωβος αρπάζει το σάκο, αφήνει το κάλυμμα να πέσει πάνω στους
σάκους με το τσιμέντο και βγαίνει τρέχοντας από την αποθήκη.

ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
Ο Ιάκωβος ανοίγει διάπλατα τις σιδερένιες πόρτες για να
περάσει το αυτοκίνητο.

2 ΕΣΩΤ./ΕΞΩΤ. ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Ο Ιάκωβος κάθεται στη θέση του οδηγού, βάζει το κλειδί στην
μίζα και το αμάξι παίρνει μπρος. Ανάβει τους προβολείς, και
ξεκινά. Με το που βγαίνουν από την αυλή, κρατάει την ανάσα
του. Βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα, με τα δυο χέρια πάνω στο
τιμόνι, γεμάτος ένταση.

Περνάνε μέσα από τους δρόμους του χωριού. Έρημοι δρόμοι και
καλντερίμια. Βγαίνουν στον κεντρικό δρόμο, και γλιστράνε μέσα
στη νύχτα. Τα δέντρα αριστερά και δεξιά τους χάνονται το ένα
μετά το άλλο. Περνάνε μια ταμπέλα που γράφει “ΕΛΑΤΟΧΩΡΙ”.
Μόλις την αφήνουν πίσω τους, ο Ιάκωβος ξεφυσά. Γυρίζει και
κοιτά την μητέρα του, η οποία κοιτά γύρω της σαν χαμένη.
ΕΛΕΝΗ
Που πάμε;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Πάμε εκεί όπου δεν θα σκεφτεί
κανείς να μας βρει!

Η μητέρα του Ιάκωβου γέρνει αποκαμωμένη το κεφάλι της στο


κάθισμα και αποκοιμιέται. Στην αγκαλιά της κρατά την τσάντα
της, σφιχτά. Ο Ιάκωβος κοιτά το ρολόι του αυτοκινήτου. Η ώρα
είναι 03.10 μετά τα μεσάνυχτα.

3 ΕΞΩΤ. ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Οι προβολείς φωτίζουν το παλιό κτίριο του Λιμένα. Η είσοδος
είναι κλειστή. Το ημιφορτηγό που οδηγεί ο Ιάκωβος σταματά λίγο
παρακάτω από την είσοδο του Λιμανιού και παρκάρει.

4 ΕΣΩΤ./ΕΞΩΤ. ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Το ρολόι του αυτοκινήτου δείχνει 04.40 μετά τα μεσάνυχτα. Ο
Ιάκωβος σκουπίζει με προσοχή το πρόσωπο της μητέρας του από τα
αίματα με υγρά χαρτομάντιλα. Εκείνη τον κοιτά σαν χαμένη. Ο
Ιάκωβος σκουπίζει στο τέλος τα χέρια του από το ξεραμένο αίμα.

Βγαίνουν από το αμάξι. Ο Ιάκωβος κουβαλά τον εκδρομικό σάκο.


Κλειδώνει το αυτοκίνητο. Ανοίγει τον σάκο και της δίνει μια
ζακέτα να φορέσει πάνω από το πουκάμισό της για να καλύψει τα
αίματα. Την βοηθά να την κουμπώσει. Τα αίματα πάνω στη
σκουρόχρωμη φούστα της δεν διακρίνονται πολύ καλά μες το
σκοτάδι. Ο Ιάκωβος της ρίχνει μια τελευταία ματιά.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Έτοιμη.

Γυρίζει προς το δρόμο και φωνάζει:

ΙΑΚΩΒΟΣ (CONT'D)
ΤΑΞΙ!

5 ΕΣΩΤ./ΕΞΩΤ. ΣΤΟ ΤΑΞΙ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Το ταξί κινείται κατά μήκος της παραλιακής οδού. Βλέπουν το
Λευκό Πύργο, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το “Μακεδονία
Palace”. Είναι όλα φωτισμένα, απόκοσμα. H ώρα περνά. Το
φεγγάρι φαντάζει ολόγιομο στον ουρανό. Η Ελένη, καθισμένη
πίσω, δίπλα στον Ιάκωβο, κοιτά μια εκείνον, μια το δρόμο,
θέλοντας κάτι να πει, αλλά δεν βρίσκει τις λέξεις. Αντί γι'
αυτό αναζητά το χέρι του, το πιάνει σφιχτά, και γέρνει
αποκαμωμένη στον ώμο του. Με το άλλο της χέρι συνεχίζει να
σφίγγει την τσάντα της λες κι εξαρτάται η ζωή της από αυτό.

6 ΕΞΩΤ. ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


To ταξί σταματά μπροστά στην είσοδο και τους αφήνει να
αποβιβαστούν. Η Ελένη κοιτά τον αερολιμένα με δέος. Πιάνει
τον Ιάκωβο από το χέρι, σαν χαμένο παιδί.

ΕΛΕΝΗ
Ιάκωβε... Τι κάνουμε; Που θα πάμε;

Ο Ιάκωβος της μιλά με αποφασιστικότητα.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Πρέπει να φύγουμε! Το
καταλαβαίνεις; Πρέπει να φύγουμε
από δω.

Την πιάνουν τα κλάματα, γιατί τώρα συνειδητοποιεί ότι πρέπει


να αφήσει πίσω της τη ζωή της όπως την ξέρει. Πέφτει κάτω
αδύναμη, πάνω στα γόνατά της. Ψελίζει μια προσευχή και κάνει
τον σταυρό της.

ΕΛΕΝΗ
Θεέ μου, βοήθα.

Ο Ιάκωβος γυρίζει να δει μήπως τους βλέπει κανείς. Σκύβει και


την πιάνει απ' τις μασχάλες, την σηκώνει και την κρατά στην
αγκαλιά του. Εκείνη ομολογεί:

ΕΛΕΝΗ (CONT'D)
Δεν μπορώ άλλο.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Έλα μαζί μου. Ξέρω που πρέπει
να πάμε. Δεν θα μας βρεί κανείς!

Περπατάνε αργά προς την είσοδο του αερολιμένα, εκείνη


κουτσαίνοντας. Μπαίνουν μέσα.

7 ΕΣΩΤ. ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Ο Ιάκωβος βοηθά την μητέρα του να κάτσει σε μια καρέκλα.
Εκείνη κλαίει τώρα με ανακούφιση, με αναφιλητά. Ο Ιάκωβος της
κρατά τα χέρια, καθισμένος στο πάτωμα, πάνω στα γόνατά του.
Την κοιτά στα μάτια, γεμάτος κατανόηση, και γεμάτος χαρά.
Τα μάτια του γυαλίζουν από ένα δάκρυ που δεν τολμά να βγει.

ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο Ιάκωβος βοηθά την μητέρα του να περπατήσει μέχρι το WC.

ΣΤΟΥΣ ΝΙΠΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ


Ο Ιάκωβος βγάζει ένα καθαρό φόρεμα από τον εκδρομικό σάκο.
Της βγάζει τη ζακέτα που έχει λερωθεί. Ξεκουμπώνει το λερωμένο
πουκάμισό της. Την βοηθά να βγάλει το πουκάμισο και να βάλει
το καθαρό φόρεμα. Πάνω στο σώμα της, κάτω απ' τα ρούχα, έχει
παντού μελανιές. Της χτενίζει τα γκρίζα της μαλλιά.
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ
Ο Ιάκωβος βγάζει από την τσέπη του τον σουγιά/πολυεργαλείο
και ανοίγει το ΨΑΛΙΔΙ. Από την άλλη του τσέπη βγάζει την
ταυτότητα και το διαβατήριο που είχε πάρει προηγουμένως από το
συρτάρι της κουζίνας.

ΙNSERT – H TAYTOTHTA
Η φωτογραφία της ταυτότητας είναι ενός σκυθρωπού ΜΕΣΗΛΙΚΑ
ΑΝΤΡΑ που μοιάζει με τον Ιάκωβο.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ

Ο Ιάκωβος αρχίζει να κόβει την ταυτότητα σε κομμάτια.

8 FLASHBACK – EΞΩΤ. ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ – ΜΕΡΑ


Ο ΑΝΤΡΑΣ της ταυτότητας, ΠΑΤΕΡΑΣ του ΙΑΚΩΒΟΥ, σε νεότερη
ηλικία σε σχέση με τη φωτογραφία, χαμογελά καθώς ξετυλίγει ένα
δίχτυ μπασκέτας. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ τρέχει γελώντας προς το
μέρος του. Στα χέρια του κρατά μια θήκη με εργαλεία. Ο πατέρας
του ανοίγει την θήκη, παίρνει από μέσα ένα ΣΦΥΡΙ, και καρφώνει
την μεταλλική μπασκέτα πάνω σε ένα χειροποίητο ξύλινο πλαίσιο.
Έπειτα περνάει το δίχτυ στην μπασκέτα.

Η μητέρα του Ιάκωβου, σαφώς νεότερη, χαμογελά κι εκείνη, καθώς


βγαίνει στην αυλή και προσφέρει μια μπύρα στον άντρα της και
ένα χυμό στον Ιάκωβο σε έναν δίσκο.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ

Τώρα ο Ιάκωβος κόβει κομμάτια την φωτογραφία της ταυτότητας


του πατέρα του. Μετά αρχίζει να κόβει σε κομμάτια και το
διαβατήριο, ξεκινώντας πάλι από την φωτογραφία
στην τελευταία σελίδα. Πετά τα κομματιασμένα έγγραφα μέσα
στην τουαλέτα. Τραβά το καζανάκι ξανά και ξανά μέχρι να φύγουν
τα χαρτιά τελείως. Ύστερα πετά τον σουγιά μέσα στο καλάθι με
τα σκουπίδια.

ΣΤΟ ΕΚΔΟΤΗΡΙΟ
Ο Ιάκωβος κάνει ερωτήσεις στην υπάλληλο. Παίρνει δυο
εισιτήρια. Η υπάλληλος του χαμογελά.

ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ


Η μάνα κάθεται σιωπηλή. Φορά το μπουφάν του Ιάκωβου στους
ώμους της και κάθεται κρατώντας την τσάντα ακόμη πιο
σφιχτά πάνω της. Ανασαίνει κοφτά. Την έχει πιάσει πανικός.

ΕΛΕΝΗ
Θα μας βρούν! Όπου και να πάμε,
θα μας βρούν!

Ο Ιάκωβος σκύβει από πάνω της και την κρατά στην αγκαλιά του.
Της δείχνει την ταμπέλα των ανακοινώσεων, όπου βρίσκεται
μεταξύ άλλων γραμμένο: “ΜΟΝΑΧΟ – ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ 07.30”

ΙΑΚΩΒΟΣ
Κοίτα! Είμαστε τυχεροί. Υπάρχει
πτήση για Μόναχο σε δυο ώρες!

Η μάνα του κοιτά τον Ιάκωβο σαν χαμένη. Έχει πανιάσει.

ΕΛΕΝΗ
Τόσο μακριά;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Όσο πιο μακριά γίνεται.

Η Ελένη κομπιάζει. Δεν ξέρει πως να το πει αυτό που σκέφτεται.


Τελικά βρίσκει τις λέξεις. Αρχίζει να κλαίει πάλι, τώρα για
έναν διαφορετικό λόγο:

ΕΛΕΝΗ
Κι εκείνος; Πως θα ζήσει, εκείνος;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Μη στεναχωριέσαι. Του άφησα
λεφτά στο συρτάρι της κουζίνας.

ΕΛΕΝΗ
Πόσα;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Διακόσια ευρώ. Του φτάνουν για
τώρα. Και δεν είναι αρκετά
για να μας πάρει στο κατόπι.

ΕΛΕΝΗ
Κι εμείς; Εμείς πως θα τα
βγάλουμε πέρα, παιδί μου;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Θα δουλέψω, μάνα. Στη Θεία
Ευτέρπη, στο εστιατόριο.
ΕΛΕΝΗ
Κι αν το μάθουνε; Ότι πήγαμε
εκεί;

ΙΑΚΩΒΟΣ
Μη στεναχωριέσαι. Όλοι είναι
μέσα στο κόλπο. Σου είπα. Τα έχω
κανονίσει όλα. Το μεσημέρι θα
είμαστε Ντύσελντορφ.

ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ


Ο Ιάκωβος υποβαστάζει τη μητέρα του που συνεχίζει να
κουτσαίνει, φεύγοντας από τον έλεγχο. Εκείνη έχει περασμένη
την τσάντα της στον ώμο. Ο σάκος είναι περασμένος στον ώμο του
Ιάκωβου. Κατεβαίνουν τις σκάλες για να μπουν στο λεωφορείο
που θα τους οδηγήσει στο αεροπλάνο. Ο ήλιος ανατέλλει πάνω από
την πίστα του αεροδρομίου. Η Ελένη κάνει πάλι τον σταυρό της
μόλις πατά μέσα στο αεροσκάφος.

ΣΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
Ο Ιάκωβος σκεπάζει τη μάνα του με το μπουφαν του. Εκείνη έχει
γείρει να κοιμηθεί στο κάθισμά της, κρατώντας την τσάντα της
σφιχτά στην αγκαλιά της.

Από το σάκο του βγάζει ένα μπλοκ σχεδίου. Το ανοίγει. Στην


πρώτη σελίδα είναι σχεδιασμένο το εξώφυλλο ενός κόμικ με τον
τίτλο “ΤΗΕ NOIR PROJECT”. Το σχέδιο στο εξώφυλλο του κόμικ
είναι μια γροθιά που κρατά τρία κλειδιά περασμένα σε ένα
μπρελόκ με ένα τετράφυλλο τριφύλλι. Γυρίζει στην επόμενη
σελίδα όπου το μεγαλύτερο μέρος της ανάμεσα στα διάφορα στριπ-
καρέ πιάνει ένα μεγάλο καρέ που απεικονίζει ένα τραπέζι με
πράσινη τσόχα και ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΚΤΕΣ. Είναι ένας ΦΑΛΑΚΡΟΣ, ένας με
ΚΟΥΡΕΜΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ και ένας ΤΥΠΟΣ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ και ζώνη ώμου για
το 45αρι του που βρίσκεται σε κοινή θέα όπως και το αστυνομικό
του σήμα. Αυτός είναι ο αφηγητής του κόμικ, ο ΤΖΑΚ Ο
ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ. Τα μανίκια από το πουκάμισό του είναι ανεβασμένα.
Καπνίζει ένα πούρο και ο καπνός στροβιλίζεται. Σε ένα διπλανό
καρεδάκι ένας σκληροτράχηλος γκάνγκστερ φωνάζει: «Άσε κάτω το
όπλο. Τι στο διάολο νομίζεις ότι κάνεις;». Ο χαρακτήρας
χρειάζεται μόνο μερικές τελευταίες πινελιές για να
ολοκληρωθεί. Ο Ιάκωβος τονίζει τις σκιές στο καπέλο του, στην
καμπαρντίνα του, στο όπλο που κρατά.

Ύστερα γυρίζει στην τελευταία σελίδα και σχεδιάζει το επόμενο


σκίτσο: Μέσα στην νύχτα ένα σπορ κάμπριο τρέχει σαν σίφουνας.
Ο οδηγός του είναι ο ψηλός γκάνκστερ με το θεληματικό
πηγούνι και συνοδηγός η όμορφη ξανθιά με το μαντίλι της να
ανεμίζει στον άνεμο. Σε καρέ-κοντινό πλάνο στην ίδια σελίδα
μια γροθιά με το τατουάζ “ΤAKE” κείτεται σε μια λίμνη αίματος.

Ο Ιάκωβος κλείνει το κόμικ, κλείνει τα μάτια του και


αποκοιμιέται. Η μητέρα του δίπλα του κοιμάται ακίνητη, με την
τσάντα της ακόμη στην αγκαλιά. Το οπισθόφυλλο του κόμικ έχει
το σχέδιο ενός χρυσού αναπτήρα ΖΙΡΡΟ στο κέντρο του οποίου
υπάρχει σκαλισμένο το σύμβολο του ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΟΥ της τράπουλας,
και στο κέντρο του υπάρχει σκαλισμένο το γράμμα “Α”.

9 ΕΣΩΤ. ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ – ΧΑΡΑΜΑΤΑ

SUPER: “XΘΕΣ ΤΟ ΠΡΩΙ”

Ο Ιάκωβος ξυπνά μες τη νύχτα. Το ρολόι στο κομοδίνο του


δείχνει την ώρα: 04.30. Ο Ιάκωβος σηκώνεται και ντύνεται μες
το σκοτάδι. Φορά το ίδιο μαύρο παντελόνι τύπου army που τον
είδαμε να φορά και στην πρώτη σκηνή. Πιάνει την σχολική του
τσάντα, τη βάζει στον ώμο και βγαίνει νυχοπατώντας από το
δωμάτιο.

10 ΕΞΩΤ. ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΧΑΡΑΜΑΤΑ


Ο Ιάκωβος είναι ο μόνος που περπατά τέτοια ώρα στον
πλακόστρωτο δρόμο. Ο Ιάκωβος ανεβαίνει την ανηφόρα, και
προχωρά προς το βουνό. Βγαίνει έξω από το χωριό. Ο δρόμος τον
βγάζει σε μια στάνη.

11 ΕΞΩΤ. ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ – ΧΑΡΑΜΑΤΑ


Ο Ιάκωβος κρεμά την σχολική του τσάντα έξω σε ένα καρφί, δίπλα
στην πόρτα της στάνης. Ανοίγει την πόρτα, εκεί που είναι
μαντρωμένα τα ζώα. Πιάνει μια ΚΑΤΣΙΚΑ από τη λαιμαριά και την
τραβά έξω στην αυλή. Η ΚΟΥΔΟΥΝΑ που είναι κρεμασμένη στη
λαιμαριά κάνει θόρυβο.

Ο Βάκης κλείνει την πόρτα για να μην βγουν τα ζώα έξω. Ύστερα
πιάνει ένα μικρό ξύλινο ΣΚΑΜΠΟ που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα
κι έναν ΚΟΥΒΑ από δίπλα. Κάθεται και αρχίζει να αρμέγει την
κατσίκα. Εκείνη είναι φορτωμένη γάλα και τον υπακούει. Η ώρα
περνά.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο κτηνοτρόφος, ο κυρ-Ανέστης, μπαίνει στον αυλόγυρο και
χαιρετά τον Ιάκωβο.

ΚΥΡ-ΑΝΕΣΤΗΣ
Καλημέρα, Βάκη. Άντε πάρε τούτα
για χθες και για σήμερα.

Ο Κυρ-Ανέστης βάζει είκοσι ευρώ στο χέρι του Ιάκωβου. Ο


Ιάκωβος τα πιάνει με ένα πράσινο λάστιχο μαζί με μερικά ακόμη
χαρτονομίσματα και τα βάζει πίσω στην τσέπη του.

12 ΕΣΩΤ. ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ – ΜΕΡΑ


Η Καθηγήτρια των Γερμανικών μοιράζει τα βαθμολογημένα
διαγωνίσματα στους μαθητές. Περνά δίπλα από το θρανίο του
Ιάκωβου και αφήνει πάνω το γραπτό του, που είναι σημαδεμένο
με ένα μεγάλο, κόκκινο “Α” και παρατηρεί:

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Ο Ιάκωβος αρίστευσε και πάλι στο
διαγώνισμα! Οι υπόλοιποι είστε
για κλάματα!

Η καθηγήτρια συνεχίζει να μοιράζει τα διαγωνίσματα στα


τελευταία θρανία στην υπόλοιπη σειρά όπου κάθεται ο Ιάκωβος.
Μόλις γυρίσει την πλάτη της στον Ιάκωβο, ο μαθητής που
κάθεται μπροστά από τον Ιάκωβο πιάνει τη μύτη του σαν να τον
έχει χτυπήσει μια άσχημη μυρωδιά. Μετά βάζει τα δάχτυλά του
στο κεφάλι του, σαν να έχει δυο κέρατα. Οι υπόλοιποι μαθητές
γελάνε. Ο Ιάκωβος του χώνει μια σφαλιάρα.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Τι συμβαίνει εδώ;

Κανείς δεν μιλά. Ο Ιάκωβος κάθεται στη θέση του, κατακόκκινος.


Ο μαθητής που τον κορόιδεψε κάθεται κι εκείνος με κόκκινο το
ένα μάγουλο. Ένας μαθητής από τα μπροστινά θρανία, πετάγεται
και λέει:
ΜΑΘΗΤΗΣ
Ο Γιάννης κοροϊδεύει τον Ιάκωβο,
ότι μυρίζει κατσικίλας!

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
Ντροπή σας! Wer ist gut genug hier,
um sich über ihn lustig zu machen?
(Υπότιτλοι: “Ποιός είναι αρκετά
καλός, εδώ, ώστε να τον κοροϊδεύει;”)

13 ΕΣΩΤ. ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ – ΜΕΡΑ


Ο Ιάκωβος κλειδώνει την πόρτα από το δωμάτιό του. Βγάζει τον
μεγάλο εκδρομικό σάκο με τους μεγάλους ιμάντες κάτω από το
κρεβάτι του. Ανοίγει τις θήκες με τα φερμουάρ και βάζει μέσα
διάφορα πράγματα που έχει κρυμμένα στα συρτάρια της ντουλάπας
του, κάτω από ρούχα: ΔΥΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ, ΔΥΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ, έναν
σουγιά, έναν ΦΑΚΟ, υγρά χαρτομάντιλα, ένα μασούρι
ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΔΕΜΕΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΛΑΣΤΙΧΟ, έναν ΧΑΡΤΗ ΤΟΥ
ΜΟΝΑΧΟΥ, το μπλοκ σχεδίου με τον τίτλο “THE NOIR PROJECT”.
Μετά αλλάζει γνώμη και βάζει τον σουγιά στην τσέπη του
παντελονιού του και χώνει τα χαρτονομίσματα μέσα σε μια μαύρη
κάλτσα, την οποία παραχώνει βαθιά μέσα στο σάκο κάτω από
διάφορα ρούχα.

14 ΕΣΩΤ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - ΑΠΟΓΕΥΜΑ


Ένα τετράφυλλο τριφύλλι κρέμεται από το μπρελόκ με τα ΔΥΟ
ΚΛΕΙΔΙΑ που είναι στην μίζα. Ο Ιάκωβος οδηγεί μόνος του. Στην
θέση του συνοδηγού έχει δύο-τρία ΚΟΜΙΚΣ.

15 ΕΣΩΤ. ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Ο ΠΑΝΤΟΠΩΛΗΣ, 65 ετών, με βαριεστημένο ύφος, χαζεύει ένα
τούρκικο σήριαλ στην τηλεόραση. Ο Ιάκωβος παίρνει από το
ψυγείο πέντε ρετσίνες ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ. Εστιάζουμε στην ετικέτα της
ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ με τη φιγούρα του ανθρώπου που πίνει και το ΚΛΕΙΔΙ
στο στομάχι του. Ο παντοπώλης του δίνει μια πλαστική σακούλα
καθώς ο Ιάκωβος αφήνει ένα πεντάευρo και μερικά κέρματα πάνω
στον πάγκο. Από τον τρόπο τους και το γεγονός ότι αυτοί οι δυο
δεν ανταλάσσουν λόγια, φαίνεται πως έχουν την ρουτίνα αυτή
καθημερινά.

Βλέπουμε τα πόδια του Ιάκωβου που φοράει αθλητικά παπούτσια


καθώς βγαίνει από το κατάστημα, και φτάνει έξω από ένα
ημιφορτηγό με την επιγραφή ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ στο πλάι.

16 ΕΣΩΤ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ – ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Ο νεαρός ανοίγει την εξώπορτα και μπαίνει μέσα στο σπίτι
κρατώντας τις ρετσίνες. Τα κόμικ είναι χωμένα στην τσέπη
από το μαύρο army παντελόνι του, στη θέση του μηρού.
Ακούγονται θυμωμένες φωνές στο βάθος, ένας άντρας και μια
γυναίκα που μαλώνουν. Δεν διακρίνονται οι λέξεις τους. Ο
νεαρός περπατά προς την πόρτα της κουζίνας, που είναι κλειστή.
Φως διαχέεται στον διάδρομο μέσα από το τζάμι της πόρτας, ένα
μικρό τετράγωνο παράθυρο από γυαλί. Όσο πλησιάζει, οι φωνές
γίνονται πιο ξεκάθαρες.

ΑΝΤΡΑΣ (Ο.S.)
Σε ποιόν έδωσες λεφτά πίσω απ'
την πλάτη μου;

Ακούγεται δυνατός ο ήχος ενός χτυπήματος πάνω σε ξύλο, και


μετά μια τρομαγμένη γυναικεία φωνή.

ΑΝΤΡΑΣ (Ο.S.)
Λέγε μωρή, σε ποιόν τα έδωσες;

Ακούγεται ήχος μιας καρέκλας που γδέρνει το πάτωμα, άλλο ένα


χτύπημα, και ένα αναφιλητό. Η γυναικεία φωνή τώρα παρακαλάει:

ΓΥΝΑΙΚΑ (Ο.S.)
Στη μητέρα μου, έδωσα λίγα λεφτά
μόνο, Μανώλη μου, στ' ορκίζομαι!

Ο νεαρός κοιτά δεξιά, στο σαλόνι. Τρεις ΤΥΠΟΙ παίζουν χαρτιά.


Ο ένας φορά στολή ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ. Πάνω στο τραπέζι βλέπουμε
χαρτονομίσματα των 20 ευρώ. Στα αριστέρα του Ιάκωβου, στο
διάδρομο, υπάρχει ένας ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, μέσα στον οποίο
καθρεφτίζονται αυτοί που παίζουν χαρτιά. Ακούνε τη φασαρία
χωρίς να αντιδρούν καθόλου, και συνεχίζουν συγκεντρωμένοι το
παιχνίδι τους. Ένα σφυρί χτυπάει δυνατά. Παύση. Κανένας ήχος.
Ο νεαρός παίρνει μια ανάσα και μπαίνει στο χώρο της κουζίνας.

ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Πρώτα βλέπει τον πατέρα του, ΜΑΝΩΛΗ (52), ιδρωμένο και γυμνό
από τη μέση και πάνω, να κρατά ένα σφυρί και να καρφώνει
μεταλλικές θηλιές στο συρτάρι της κουζίνας. Ο Μανώλης παίρνει
από την γυναικεία τσάντα που βρίσκεται στον πάγκο μια χούφτα
χαρτονομίσματα. Τα μετράει, ρίχνει πέντε μέσα στο συρτάρι και
τα υπόλοιπα στην τσέπη του. Στις θηλιές του συρταριού περνάει
ένα λουκέτο και το κλειδώνει. Ύστερα πετάει με θυμό το σφυρί
πέρα, στην άλλη άκρη του πάγκου της κουζίνας, και χώνει το
κλειδί στην τσέπη του.

Η μητέρα του Ιάκωβου, Ελένη (46) κοιτά τον άντρα της


τρομαγμένη. Εκείνος πιάνει ένα μπουκάλι ρετσίνα και πίνει την
τελευταία γουλιά, το στραγγίζει. Είναι αρκετά μεθυσμένος.
Παραπατά. Σε μια γωνιά της κουζίνας πάνω ψηλά, βρίσκεται ένα
ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ. Το ΚΑΝΤΙΛΙ είναι αναμένο και τρεμοσβήνει.

Κανείς δεν γυρνά να κοιτάξει τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος βάζει


τις ρετσίνες στο ψυγείο, αφήνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου
πάνω στον πάγκο και βγαίνει αμίλητος από το δωμάτιο. Κλείνει
την πόρτα πίσω του. Ο πατέρας του αρπάζει το μπρελόκ και
προσπαθεί μάταια, μες το μεθύσι του, να περάσει το καινούριο,
ΤΡΙΤΟ ΚΛΕΙΔΙ.

ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ
Ο Ιάκωβος βγάζει τα κόμικς από την τσέπη του και προχωρά προς
το δωμάτιό του. Καθώς προχωρά στον διάδρομο, οι γονείς του
συνεχίζουν τον καυγά τους. Οι φωνές τους χάνονται όσο η
απόσταση μεγαλώνει.

ΜΑΝΩΛΗΣ (O.S.)
Λες ψέμματα! Στον γαμπρό σου
τα έδωσες! Σ' αυτόν τον μαλάκα,
τον μπινέ, που σε γλυκοκοιτάει!

ΕΛΕΝΗ (O.S.)
Όχι! Τ' ορκίζομαι!
ΜΑΝΩΛΗΣ (O.S.)
Μην λες ψέμματα! Ήταν αυτός εδώ,
το ξέρω! Ήπιε όλο το κρασί μου!
Μόνο αυτός πίνει απ' το κρασί μου!

ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ


Ο Ιάκωβος μπαίνει στο δωμάτιό του και κλείνει την πόρτα. Οι
φωνές χαμηλώνουν αισθητά, αν και ακούγονται ακόμη. Ο Ιάκωβος
κάθεται στο κρεβάτι, ανοίγει ένα κόμικ και προσπαθεί να
διαβάσει. Οι φωνές συνεχίζουν, λιγότερο θυμωμένα τώρα.

Ο Ιάκωβος βγάζει ένα άδειο μπλοκ του σχεδίου από το συρτάρι


του κομοδίνου. Προσπαθεί να σχεδιάσει. Το χέρι του τρέμει.
Εκνευρίζεται και αρχίζει να μουτζουρώνει τη σελίδα, με όλο
και περισσότερη μανία. Μετά σκίζει τη σελίδα, την τσαλακώνει,
και την πετά στο πάτωμα.

Ο Ιάκωβος, εκνευρισμένος, βγάζει ένα σουγιά από την τσέπη του


και παίζει μαζί του. Μια τον ανοίγει, μια τον κλείνει. Ξανά
και ξανά.

Σιωπή. Ο καυγάς έχει σταματήσει. Ο Ιάκωβος χώνει τον σουγιά


πάλι στην τσέπη του.
ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο ύπνος παίρνει τον Ιάκωβο, που κοιμάται πάνω στο άδειο
μπλοκ του σχεδίου. Μες τον ύπνο του σπρώχνει το μπλοκ, που
πέφτει στο πάτωμα, γυρισμένο σε μια λευκή σελίδα.

Η λευκή σελίδα μετατρέπεται στο κόμικ του Ιάκωβου “ΤΗΕ NOIR


PROJECT”. Ο Ιάκωβος ονειρεύεται το κόμικ του.

17 ΕΞΩΤ./ΕΣΩΤ. ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΜΑΛΚΟΛΜ – ΝΥΧΤΑ (ΟΝΕΙΡΟ)


Ο ΤΖΑΚ Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ανάβει ένα τσιγάρο κάτω από το φως μιας
λάμπας του δρόμου κοιτώντας το σκοτεινό σπίτι του
αρχιγκάνγκστερ ΜΑΛΚΟΛΜ. Η εισαγωγή του κόμικ δίπλα στην εικόνα
του Τζακ του ντετέκτιβ γράφει:

ΤΖΑΚ Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ (V.O. ΤΟΥ ΒΑΚΗ)


Αυτό που κανένας δολοφόνος δεν
ομολογεί είναι ότι ξέρει πως
πρόκειται να σκοτώσει. Πριν τον
καλέσει ο προορισμός του, μπαίνει
σ’ έναν μακρύ διάδρομο. Αυτός
είναι ο διάδρομος της Μοίρας.
Στο τέλος του υπάρχει μια πόρτα.
Δεν έχει καμία επιλογή- πρέπει να ΣΚΟΤΩΣΕΙ!

Μεταξύ των άλλων στριπ-καρέ βλέπουμε ένα τύπο με καμπαρντίνα


να προχωρά σ’ έναν διάδρομο. Απλώνει το χέρι για ν’ ανοίξει
την πόρτα στο τέλος του.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΤΟΥ MΑΛΚΟΛΜ “TΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟΥ”:
Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΖΕΪΚ μπαίνει τη στιγμή που ο MAΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ
χτυπά την ΟΜΟΡΦΗ EΒΕΛΥΝ. Η εικονογράφηση δείχνει την Έβελυν
πεσμένη στο πάτωμα με την μύτη της να τρέχει αίμα.
ΑΛΛΟ ΚΑΡΕ: Ο Τζέικ σκληρός και αδιάφορος κοιτά την Έβελυν
μασώντας μια οδοντογλυφίδα.

ΚΑΡΕ-ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ που απεικονίζει τον Τζέικ να


κοιτάει μέσα από τον ΔΙΠΛΟ ΚΑΘΡΈΦΤΗ τους ΤΡΕΙΣ ΤΥΠΟΥΣ που
παιζουν χαρτιά, ο ΤΖΑΚ Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ, ο ΦΑΛΑΚΡΟΣ και ο
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΟΥΡΕΜΑ, ενώ ο Μάλκολμ έχει πιασμένα στα χέρια του
το όμορφο κεφάλι της Έβελυν.

ΑΛΛΟ ΚΑΡΕ: Ο Τζακ ο ντετέκτιβ κοιτάει στον διπλό καθρέφτη το


είδωλο του και του κλείνει το μάτι, χωρίς να μπορεί να δει τον
Τζέικ που τον κοιτάει από την άλλη μεριά του καθρέφτη.

ΑΛΛΗ ΣΕΛΙΔΑ: Ο Μάλκολμ είναι ντυμένος με ένα μαύρο παντελόνι.


Φοράει μια αμάνικη λευκή φανέλα, κι ένα ζευγάρι τιράντες. Τα
λιγοστά μαλλιά του είναι χτενισμένα με μπριγιαντίνη και
τραβηγμένα πίσω. Είναι κοντόχοντρος και σχεδόν φαλακρός.
Κρατάει ένα μικρό χρυσό αναπτήρα ΖΙΡΡΟ στο κέντρο του οποίου
υπάρχει σκαλισμένο το σύμβολο του ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΟΥ της τράπουλας,
και στο κέντρο του υπάρχει σκαλισμένο το γράμμα “Α”.

ΚΟΝΤΙΝΟ ΚΑΡΕ: Ο Μάλκολμ ανάβει τον αναπτήρα.

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Λες ψέμματα! Αυτός είναι
ο αναπτήρας του Ace-man!

ΣΤΡΙΠ-ΚΑΡΕ: O Tζέικ συγκρατεί τον Μάλκολμ από το να κάνει


μεγαλύτερη ζημιά στην Έβελυν. Ο Μάλκολμ περπατά προς το
τραπεζάκι με τα ποτά. Αφήνει τον αναπτήρα στο τραπεζάκι και
ψάχνει τα μπουκάλια ένα – ένα. Δεν βρίσκει αυτό που θέλει.
Γυρίζει και ρωτά την Έβελυν:

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Που έχεις βάλει το malt;

Η Έβελυν σηκώνεται.

ΟΜΟΡΦΗ ΕΒΕΛΥΝ (V.O. ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ)


Θα τελείωσε.

Ο Μάλκολμ ορμά προς το μέρος της Έβελυν, και την χτυπά στο
πρόσωπο, δυνατά, με δυο χαστούκια. Σε κάθε χτύπημα ρωτά ξανά
το ίδιο πράγμα:
ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)
Θα τελείωσε; Θα τελείωσε;

Ο Μάλκολμ αρπάζει την Έβελυν και την καθίζει σε μια καρέκλα.

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Μόνο εγώ πίνω από αυτό το
μπουκάλι. Χθες είχε ακόμη μισό.

Πιάνει το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του: πάνω στα δάχτυλά του
έχει δυο τατουάζ που λένε “GIVE” (δεξί) και “TAKE” (αριστερό).

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Μόνο εγώ και ο Ace-man πίνουμε
το ίδιο ποτό εδώ μέσα!

Ο Μάλκολμ ρίχνει άλλο ένα δυνατό χαστούκι στην Έβελυν, που


κάνει το κεφάλι της να γυρίσει απ' τη μια μεριά στην άλλη.

Η μύτη της Έβελυν τρέχει πολύ αίμα τώρα. Ο Τζέικ κοιτά τον
Μάλκολμ απειλητικά.

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε; Φέρε
Μου ένα μπουκάλι ουίσκι.

Ο Μάλκολμ σκουπίζει τα αίματα από το χέρι του πάνω στη λευκή


του φανέλα, κι αφήνει τα αποτυπώματά του στο ύφασμα.

ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Και γέμισέ το, το γαμημένο
το ρεζερβουάρ! Εσύ είσαι ο οδηγός!

Ο Τζέικ του απαντά με σφιγμένο το σαγόνι:

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΖΕΪΚ (V.O. TOY ΒΑΚΗ)


Αν την ξαναγγίξεις θα σε σκοτώσω.

ΑΛΛΑΓΗ ΣΕΛΙΔΑΣ: Ο Μάλκολμ τον κοιτά για δυο – τρια


δευτερόλεπτα και αρχίζει να γελά, με ένα γέλιο ειρωνικό και
παγωμένο. Ο Μάλκολμ πηγαίνει στο τραπεζάκι με τα ποτά.
Βάζει τις τελευταίες γουλιές μπέρμπον σ’ ένα άδειο ποτήρι.
Μετά προσθέτει πάγο με γυμνά χέρια και τα σκουπίζει από το
νερό πάνω στη λερωμένη φανέλα του.

Το βλέμμα του γίνεται σκληρό, αμείλικτο. Σχεδόν κολλάει τη


μούρη του στο πρόσωπο του Τζέικ που είναι ψηλότερος.
ΜΑΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)
Τι στο διάλο κάνεις εδώ πέρα;
Δεν σου είπε το αφεντικό σου να
πας να πάρεις ουίσκι; Το ξέχασες;

Ο Τζέικ τον κοιτά έτοιμος να του χυμήξει. Μουρμουρίζει:

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΖΕΪΚ (V.O. TOY ΒΑΚΗ)


Τα κλειδιά. Ξέχασες να μου
δώσεις τα κλειδιά.

ΚΑΡΕ-ΚΟΝΤΙΝΟ: H Evelyn κλαίει χωρίς ήχο. Η έκφρασή της


παραμένει κενή καθώς ένα δάκρυ ξεπλένει το αίμα που τρέχει από
το πρόσωπό της. Και μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα.

Ο Μάλκολμ πιάνει το σακάκι του από μια καρέκλα, βγάζει τα


κλειδιά, από την τσέπη, και τα πετά με φανερή αηδία στον
Τζέικ, σαν να απευθύνεται σε βδέλυγμα. Ο Τζέικ πιάνει τα
κλειδιά στον αέρα. Από το μπρελόκ κρέμεται ένα τετράφυλλο
τριφύλλι.

Ύστερα ο Μάλκολμ γυρνά στην Έβελυν. Του τη δίνει άσχημα


που την βλέπει να κλαίει. Την αρπάζει πάλι από τα μαλλιά:

MAΛΚΟΛΜ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (V.O. TOY ΜΑΝΩΛΗ)


Για ποιον κλαις, μωρή πουτάνα;
Για ποιον, μωρή βρώμα; Λέγε!

Ο Mάλκολμ την χτυπά δυο φορές, μια με το ένα χέρι και μια με
τ’ άλλο. Ο Τζέικ πιάνει το όπλο που είχε στερεωμένο στην ζώνη
του, πίσω απ’ την πλάτη, και πυροβολεί δυο φορές τον
Mάλκολμ εν ψυχρώ. Ο Μάλκολμ πεθαίνει με σπασμούς.
Ο Τζέικ στέκεται από πάνω του και του μιλά σαν να μπορούσε
ο Μάλκολμ να τον ακούσει.

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΖΕΪΚ (V.O. TOY ΒΑΚΗ)


Σου το πα, αν την ξαναγγίξεις
θα σε σκοτώσω.

ΑΛΛΑΓΗ ΣΕΛΙΔΑΣ: Το χέρι του Μάλκολμ με το τατουάζ “TAKE”


παραμένει ακίνητο μέσα σε μια λίμνη από το αίμα του που
απλώνει. Σε καρέ γενικό πλάνο ο Τζακ ο ντετέκτιβ στέκεται
από πάνω του ενώ τριγύρω η σήμανση παίρνει φωτογραφίες και
αποτυπώματα.

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΥ ΞΥΠΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Μια κραγή διαπερνά τ' αυτιά του Ιάκωβου ξυπνώντας τον. Ύστερα
ακούγεται η αγριοφωνάρα του πατέρα του.
ΜΑΝΩΛΗΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (O.S.)
Βάκη! Βάκη! Που στο διάολο
είσαι; Κούνα τον κώλο σου
κι έλα εδώ πέρα-

Ανοίγει την πόρτα του δωματίου του και τρέχει προς την κουζίνα
διασχίζοντας έναν διάδρομο που μοιάζει με αυτόν που είναι
σκιτσαρισμένος στο μπλοκ του “Noir Project”. Προσπερνά το
σαλόνι που είναι τώρα άδειο, σκοτεινό. Η αγωνία είναι διάχυτη
στο πρόσωπό του. Ακουμπά το χερούλι απελπισμένος.

18 ΕΣΩΤ. ΚΟΥΖΙΝΑ – ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ


Ο Ιάκωβος μπαίνει στην κουζίνα και βλέπει την μητέρα του με
ματωμένη μύτη και το κεφάλι πεσμένο στο στήθος της, να κάθεται
σε μια καρέκλα με τα χέρια της άτονα ριγμένα προς τα κάτω,
αναίσθητη.

ΜΑΝΩΛΗΣ
Έλα δω μικρέ. Τρέχα πάρε κανά δυό
ρετσίνες ακόμη.

Ο Μανώλης βγάζει ένα χαρτονόμισμα των 5 ευρώ από την τσέπη του
και το αφήνει πάνω στο τραπέζι για τον Ιάκωβο. Ύστερα γυρνά
στην Ελένη, την κοιτά εκνευρισμένος επειδή είναι αναίσθητη και
την πιάνει από το σαγόνι για να την ξυπνήσει. Το αίμα τρέχει
άφθονο μέσα στη χούφτα του. Δεν του δίνει σημασία. Της σηκώνει
το κεφάλι, κουνώντας το, για να συνέλθει. Καμία αντίδραση από
την Ελένη.

Ο Μανώλης τσατίζεται και την χτυπά με το ματωμένο χέρι,


γεμίζοντας το πρόσωπό της με αίμα. Είναι τόσο μεθυσμένος που
την πρώτη φορά αστοχεί και μόνο με την δεύτερη τα καταφέρνει.

Ο Ιάκωβος εξαγριώνεται. Χιμάει επάνω του, τον σπρώχνει, και


τον στριμώχνει στον πάγκο της κουζίνας. Τον κρατά από
τον γιακά και τον ταρακουνά.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Άφησέ μας επιτέλους ήσυχους!
Επιτέλους!

Ο πατέρας του τον κοιτά έκπληκτος. Είναι φανερό ότι δεν


περίμενε τέτοια αντίδραση από τον Ιάκωβο. Σηκώνει τα χέρια
ψηλά. Το ένα είναι ακόμη ματωμένο. Δείχνει μερικά τσαλακωμένα
χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πάει να
δικαιολογηθεί:

ΜΑΝΩΛΗΣ
Η μάνα σου πετάει τα λεφτά της
στον αέρα! Τα χαρίζει στον
γαμπρό της για να πάρει αμάξι,
να τον κάνει μάγκα!

Ο Ιάκωβος τα παίρνει στο κρανίο. Αρπάζει τα χαρτονομίσματα,


και τα σφίγγει στην γροθιά του καθώς ουρλιάζει:

ΙΑΚΩΒΟΣ
Καλά κάνει! Να τα κάψει, τα
ρημάδια τα λεφτά. Δικά της είναι!
Ό,τι θέλει θα τα κάνει!

Ο Μανώλης προσπαθεί να βρει έναν διπλωματικό δρόμο. Κοιτάει


μια τον Ιάκωβο, μια την μπουνιά του που κραδαίνει απειλητικά.
Μιλάει στον Ιάκωβο μαλακά, για να τον καλοπιάσει.

ΜΑΝΩΛΗΣ
Για ησύχασε... Έλα. Και πως θα
ζήσουμε; Δυο χρόνια τώρα,
άνεργος! Ούτε ένα μέτρο μπετό
δεν σηκώνουν, πουθενά!

Ο Ιάκωβος κοκκινίζει και οι φλέβες στο λαιμό του πετάγονται


όταν ουρλιάζει, εκτός εαυτού:

ΙΑΚΩΒΟΣ
Δυό χρόνια τώρα τις ίδιες
μαλακίες ακούω! Όταν τα ξοδεύεις
στο ποτό και στα χαρτιά καλά
είναι;

Ο Μανώλης νευριάζει. Σηκώνεται, απειλητικός.

ΜΑΝΩΛΗΣ
Για να σου πω; Πως μιλάς έτσι
στον πατέρα σου; Σεβασμός!

Ο Ιάκωβος έχει πια ξεφύγει εκτός ορίων. Βγάζει τον σουγιά


από την τσέπη του, τον ανοίγει, και απειλεί τον Μανώλη με
αυτόν.
ΙΑΚΩΒΟΣ
Το βλέπεις αυτό; Αυτό να
σεβαστείς τώρα! Και τσιμουδιά!
Αλλιώς...

Ο Ιάκωβος κάνει πως τον χτυπάει, στον αέρα. Ο Μανώλης χάνει το


χρώμα του. Κάνει βήματα πίσω και σταματά πάλι στον πάγκο.
Δίπλα του είναι τα μπουκάλια με την άδεια ρετσίνα, και
παραδίπλα, η ανοικτή γυναικεία τσάντα. Πιάνει ένα μπουκάλι
που έχει μέσα δυο γουλιές ρετσίνα ακόμη, με το ματωμένο του
χέρι, και το πίνει όλο. Μετά το αφήνει επάνω στον πάγκο. Οι
δαχτυλιές από το αίμα διαγράφονται πάνω στο γυαλί. Ύστερα
κάθεται μαζεμένος με την πλάτη στον πάγκο. Ακουμπά το
λερωμένο του χέρι πάνω στο στήθος του, και αφήνει επάνω μια
στάμπα της παλάμης του από αίμα.

Ο Ιάκωβος πηγαίνει κοντά στην μητέρα του, αφήνοντας τον σουγιά


πάνω στο τραπέζι πριν της ρίξει προσεκτικά λίγο νερό στο
πρόσωπό της από ένα ποτήρι που υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Ο
Μανώλης βλέπει τις κινήσεις του Ιάκωβου και αναθαρρεύει.

ΜΑΝΩΛΗΣ
Έτσι μπράβο, φρόντισε τη μητέρα
σου. Ας τα ξεχάσουμε αυτά που γίναν
σήμερα. Καλύτερα δεν είναι;

Μετά ο Μανώλης αρπάζει το μπρελόκ με τα κλειδιά από τον πάγκο


της κουζίνας με το καθαρό του χέρι, χαμογελώντας στον Ιάκωβο.

ΜΑΝΩΛΗΣ (CONT'D)
Να, ορίστε πάρε τα κλειδιά του
αυτοκινήτου και κάνε μια βόλτα,
να στανιάρεις. Το ξέρω πως σ'
αρέσει. Αν μπορείς καθώς θα
έρχεσαι, φέρε και δυο ρετσίνες.

Δείχνει το ματωμένο του χέρι, το στήθος του και το βρώμικό του


παντελόνι στον Ιάκωβο. Το παντελόνι, παλιό εργατικό ρούχο,
εκτός από τα αίματα είναι λερωμένο με παλιές στάμπες από
διάφορες μπογιές.

ΜΑΝΩΛΗΣ (CONT'D)
Εγώ θα μπω στο μπάνιο τώρα.

Ο Μανώλης κάνει πως κινείται προς το μπάνιο και πετά τα


κλειδιά στον Ιάκωβο. Το τραπέζι βρίσκεται ανάμεσά τους. Το ένα
χέρι του Ιάκωβου, με ανοιχτή την παλάμη και τα δάχτυλα
περιμένει να πιάσει τα κλειδιά, και τα σφίγγει σε μια γροθιά.
Από το μπρελόκ κρέμεται το τετράφυλλο τριφύλλι. Το πλάνο
παγώνει.

Ο Μανώλης οπισθοχωρεί λίγο ακόμη, και φτάνει στην άκρη του


πάγκου, που ήταν και ο στόχος του σε όλη τη διάρκεια του
παραπάνω αντιπερισπασμού. Αρπάζει το σφυρί από την γωνιά που
ήταν αφημένο, ορμά στον Ιάκωβο και πάει να τον χτυπήσει στο
κεφάλι. Είναι όμως πολύ μεθυσμένος και ο Ιάκωβος πολύ
γρηγορότερός του και καταφέρνει να τον αποφύγει.

Ο Ιάκωβος κινείται για να πιάσει τον σουγιά από το τραπέζι.


Ο πατέρας του πάει να του χτυπήσει το απλωμένο χέρι με το
σφυρί. Ο Ιάκωβος μόλις που προλαβαίνει να τραβήξει το χέρι του
μακριά. Το σφυρί χτυπάει το τραπέζι αντί για το χέρι του, και
δεν καταφέρνει να πιάσει τον σουγιά, που πέφτει στο πάτωμα.

Ο Ιάκωβος αρπάζει μια καρέκλα της κουζίνας και χρησιμοποιώντας


την ως ασπίδα πέφτει με όλο του το βάρος πάνω στον Μανώλη.
Εκείνος δεν περιμένει την κίνηση αυτή, παραπατά, πέφτει κάτω
και χτυπά το πίσω μέρος από το κεφάλι του στον πάγκο της
κουζίνας. Μένει εκεί, αναίσθητος. Αίμα αρχίζει να τρέχει από
το φρύδι του, εκεί όπου τον χτύπησε πριν η καρέκλα. Το αίμα
κυλά από το πρόσωπό του, κάτω στο λαιμό του.

MONTAGE – ΔΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΏΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΗΝΗ


-Ο Ιάκωβος αρπάζει τον πατέρα του από τους ώμους και τον
σέρνει μέσα στο μπάνιο. Τον βάζει μέσα στην ντουζιέρα, ανοίγει
το νερό, ώστε να πέφτει πάνω στο κεφάλι του, και τον αφήνει
εκεί μέσα. Ύστερα διπλοκλειδώνει την πόρτα από την έξω πλευρά.

-Ο Ιάκωβος γράφει μερικές λέξεις πάνω σ' ένα σημειωματάριο.


και βάζει το σημείωμα κάτω από την πόρτα του μπάνιου.

-Παίρνει την μητέρα του, μπαίνουν στο αμάξι και φεύγουν από
το σπίτι. Βλέπουμε την εξάτμιση του αυτοκινήτου και μετά το
αμάξι να απομακρύνεται.

-Το σημείωμα γράφει:

INSERT – TO ΣΗΜΕΙΩΜΑ
“Φεύγουμε για πάντα. Μην προσπαθήσεις να μας βρεις. Αύριο θα
τηλεφωνήσω στον φίλο σου τον αστυνόμο για να σε βγάλει από το
μπάνιο”.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ

-Ο πατέρας του Ιάκωβου ξυπνά και ακουμπά το πονεμένο κεφάλι


του. Τα ρούχα του είναι μουσκεμένα και βαριά από το νερό και
παντού λερωμένα με το αίμα το δικό του και της γυναίκας του.

-Σηκώνεται και προχωρά ζαλισμένος προς την πόρτα του


μπάνιου. Προσπαθεί να την ανοίξει. Μάταια. Η πόρτα είναι
διπλοκλειδωμένη και πολύ γερή. Κοιτά κάτω και πιάνει στα χέρια
του το σημείωμα που άφησε ο Ιάκωβος. Το διαβάζει και αρχίζει
να ουρλιάζει και να χτυπά την πόρτα με μεγάλη δύναμη.

-Το σπίτι της οικογένειας του Ιάκωβου είναι μια μονοκατοικία


με μεγάλο κήπο και αποθήκη που περιτριγυρίζεται από άλλες
κατοικίες που βρίσκονται σε μια μέτρια απόσταση. Ένας ΓΕΙΤΟΝΑΣ
ακούει τις φωνές του Μανώλη. Αντί να βγει να βοηθήσει, κουνά
το κεφάλι του σαν να λέει “πάλι τα ίδια” και κλείνει το
παράθυρο για να μην ακούει το θόρυβο.
-Ο Μανώλης προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα με το βάρος του
σώματός του. Αποτυγχάνει.

-Η ώρα έχει περάσει. Τώρα ο Μανώλης κλαίει καθισμένος στο


πάτωμα.

-Πολύ αργά για κλάματα. Ο Ιάκωβος και η μητέρα του βρίσκονται


ήδη στο αεροπλάνο για την Γερμανία.

ΤΕΛΟΣ

You might also like