You are on page 1of 25

Εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου – Φαίδων Μαθιουδάκης

§2: κοινωνικές σχέσεις και ρύθμιση τους


Συναντάμε το Δίκαιο στην καθημερινότητα – σχέσεις μας με άλλους
 κοινωνική συμβίωση = συστατικό του Δικαίου
Δεν ενδιαφέρεται για όλες τις πτυχές της όμως

Σκοπός κοινωνικής συμβίωσης; Λόγοι που επιβεβαιώνουν την αξία της;


με βάση την εμπειρία μας και…
ιστορία, βιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία  ορμή μας προς κοινωνικότητα
 Επιβίωση (ατομικά αλλά και του ανθρωπίνου γένους)
Διότι…
Ικανοποίηση υλικών αναγκών απαιτεί συνεργασία
Μειονεκτούμε σε σχέση με τα (άλλα) ζώα  μαζί όμως > πολιτισμός…
Μετάδοση στις νέες γενιές γνώσεων μέσω της γλώσσας

Αριστοτέλης: «άνθρωπος εστί φύσει πολιτικόν ζώον»


Πολλοί τρόποι συμβίωσης με ανώτερο την «πόλιν» (με πολίτευμα)

Σήμερα: άλλο κοινωνία άλλο κράτος (αλληλεξαρτώνται= οικονομία <-> πολιτική)


Αριστοτέλης: αυτά μαζί αποτελούν την «πόλιν» που καθορίζει το δίκαιο/άδικο

Γιατί η οργανωμένη σε κράτος κοινωνία είναι η βασικότερη μορφή κοινωνικής


συμβίωσης;

Αριστοτέλης:
 Παρομοίωση με ζωντανό οργανισμό  μέλη (πολίτες) δεν μπορούν να
υπάρξουν χωρίς το όλο – έτσι και το όλο (κράτος) δε μπορεί χωρίς τα μέλη
 Επειδή είναι το στάδιο που η κοινωνική συμβίωση «τελειούται» (καθώς η
εξουσία ασκείται λογικά και όχι αυθαίρετα/δεσποτικά)
 Δεν είναι ανεξέλεγκτη μορφή – νόμοι καθορίζουν το δίκαιο/άδικο (κεντρικά
οργανωμένη = επιβολή ρυθμού + σταθερότητας)

Άλλοι:
 Ιστορικά κυρίαρχη μορφή (τεκμήριο υπεροχής)
 Από αυτήν εξαρτώνται οι άλλες ενώσεις ανθρώπων.

1
§3: τρόποι ρυθμίσεως των κοινωνικών σχέσεων

Ομαλότητα + διάρκεια εκεί που οι συμβιώσαντες έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους:


 Εμπιστοσύνη κοινωνικής σταθερότητας → Οι άλλοι δε θα αντιδράσουν
απρόβλεπτα στη δική μας συμπεριφορά, δλδ δε θα μας αιφνιδιάσουν.
 Εμπιστοσύνη δικαιοσύνης → Οι άλλοι δε θα προκαλέσουν χωρίς λόγο
βλάβη στα αγαθά κ συμφέροντα μας που θεωρούμε ότι οφείλει να
εξασφαλίζει στον καθένα η κοινωνική συμβίωση.
 Εμπιστοσύνη κοινωνικής αλληλεγγύης → Οι άλλοι θα βοηθήσουν αν
χρειαστεί.
Και τα 3 είδη εξασφαλίζονται αν οι σχέσεις υποβληθούν σε κανόνες συμπεριφοράς.

Βασικοί τρόποι ρύθμισης κοινωνικών σχέσεων:


Συνήθειες: Πράξεις που επικράτησε να τελούνται ομοιόμορφα από ευρεία ομάδα
ανθρώπων, οι οποίοι συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο επειδή όχι μόνο το
θεωρούν αυτονόητο, αλλά κ δεσμευτική συνέπεια του ότι ανήκουν στην ομάδα.
Περιορισμένη ικανότητα εξασφάλισης ομαλότητας κ διάρκειας γιατί 1) Δε
δημιουργούνται από συγκεκριμένο πρόσωπο προμελετημένα με σκοπό, αλλά
τυγχάνει να υπάρχουν 2) ο κοινωνός γνωρίζει ότι αν παρεκκλίνει ενδέχεται να
αποδοκιμαστεί/εκτοπιστεί, αλλά και ότι ίσως γίνει υπόδειγμα νέας συνήθειας 3)
μόνο εμπιστοσύνη κοινωνικής σταθερότητας

Κοινωνική ηθική: Σύνολο αντιλήψεων περί αγαθού και κακού που επικρατούν στην
εκάστοτε κοινωνία (μορφή ηθικής). Όπως οι συνήθειες, δεν επιβάλλεται σκόπιμα &
τηρείται ασυνείδητα (εκτός κι αν συνδέεται με θρησκεία). Αφορά το σύνολο της
κοινωνίας (όχι επί μέρους ομάδες) & ρυθμίζει μόνο ηθικά σημαντικές πράξεις.
(σχετικότητα). Αυξημένη ικανότητα εξασφάλισης ομαλότητας + διαρκείας διότι 1)
ηθική μομφή προς παραβάτες ενδιέφερε πολύ 2) εξασφαλίζει μερικώς και τα τρία
είδη εμπιστοσύνης.

Δίκαιο: από το «δείκνυμι» (υποδεικνύει το σωστό/πρέπον). Στο παρελθόν


συγχεόταν με κοινωνική ηθική και συνήθειες. Θεσπίζεται ή τροποποιείται
ενσυνείδητα και (το μόνο σύνολο κανόνων που) σκόπιμα με προκαθορισμένη
διαδικασία. Σύνδεση του με κοινωνία εκδηλώνεται πολλαπλά:
 Είναι το μέσο οργάνωσης της κοινωνίας σε κράτος  πολίτευμα
 Σύνδεση δικαίου – κράτους = αφορά το σύνολο του δικαίου κ εξηγεί
ορισμένα χαρακτηριστικά του. Σημαντικότερο η παρεμβολή του
κράτους στη δημιουργία κ εφαρμογή του δικαίου (με κρατικά
οργανωμένο μηχανισμό εξαναγκασμού, κυρώσεις, δικαστήρια).
 Ρυθμίζει μόνο τις κρίσιμες για την διατήρηση της οργανωμένης σε
κράτος κοινωνίας (νομικά σημαντικές).

2
§4: ζητήματα γύρω από τον ορισμό του δικαίου

Αριστοτελική αντίληψη περί ορισμού: βρες το γενικότερο/προσεχές γένος & την


ειδοποιό διαφορά (από τα υπόλοιπα που εμπεριέχονται στο γένος). Διώξε τα
επουσιώδη και τυχαία γνωρίσματα.

Συνήθης ορισμός του Δικαίου (από τα κοινά στοιχεία στη νομική βιβλιογραφία):
Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό τις σχέσεις των ανθρώπων
που συμβιούν σε μία κοινωνία οργανωμένη σε κράτος.
 Προσεχές γένος = σύνολο κανόνων + υποχρεωτικότητα (§6)
 Ειδοποιός διαφορά = κοινωνία οργανωμένη σε κράτος
 Παράλειψη (όχι τα επουσιώδη) = περιεχόμενο + σχέση με δικαιοσύνη

§5: το δίκαιο ως σύνολο κανόνων

Κανόνας:
αρχικά σημαίνει χάρακας. Μεταφορικά -> μέσο μέτρησης = πρότυπο
Ετυμολογικά συγγενής η «κανονικότητα» = τακτική & προβλεπτή επανάληψη
=διαπιστώνεται με τις αισθήσεις  εμπειρικός κανόνας ≠ εξαίρεση
Πχ ο κανόνας είναι να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο τα ανώτερα στρώματα

Η δεύτερη σημασία του κανόνα σχετίζεται με το ομαλό/ανώμαλο.


Συνδέεται με το δέον, όχι με το όν…
 Δεοντολογικός κανόνας ≠ αντικανονικό
Πχ στο θέατρο να απενεργοποιείς το κινητό / στην πυγμαχία να μην κλοτσάς

Η απόκλιση από τον κανόνα αποδοκιμάζεται…


1. είτε λόγω της διάψευσης της προσδοκίας (για το εμπειρικό γεγονός)
2. είτε λόγω της μη ορθότητας της συμπεριφοράς (αν όφειλε να υποταχθεί στον
κανόνα)

Νομικός ρεαλισμός: Διαφωνεί. θεωρεί ότι το δίκαιο είναι μια κοινωνική πρακτική,
δηλαδή σύνολο ομοιόμορφων συμπεριφορών (εμπειρικών κανόνων) & διαθέτει
μόνο πραγματική ισχύ, δεν εμπεριέχει δηλαδή καθήκον υπακοής.

Τι προσδίδει στους κανόνες ενότητα και τους κάνει αυτοτελές δίκαιο (έννομη τάξη);
 Ο σύνδεσμος τους με την χώρα στην οποία υφίστανται.
 Σχετικότητα δικαίου = κάθε χώρα αντιλαμβάνεται τους δικούς της κανόνες
ως δίκαιο (Έλληνες το ελληνικό δίκαιο – το γερμανικό δεν αποτελεί δίκαιο
για αυτούς). Μεταβάλλεται το περιεχόμενο αλλά όχι η ταυτότητα της
έννομης τάξης που καθορίζεται από τη χώρα.

3
§6: υποχρεωτικότητα, ισχύς και θετικότητα του δικαίου

Υποχρεωτικότητα: δεσμευτικότητα -> καθήκον υπακοής. Το δίκαιο δεν αφήνει


ελεύθερους τους κοινωνούς να κρίνουν αν θέλουν να συμμορφωθούν προς τους
κανόνες, αλλά έχει αξίωση να ρυθμίζει τη συμπεριφορά τους.
Διάκριση από…
Εξαναγκαστό: η δυνατότητα χρήσης βίας για την τήρηση των κανόνων (από κράτος)

Πραγματική ισχύς: η υλική δύναμη που διαθέτει το δίκαιο με την οποία κατορθώνει
να υποτάξει του κοινωνούς στους κανόνες. Η δύναμη αυτή πραγματώνεται από το
κράτος με εμπειρικά γεγονότα σε ορισμένο τόπο και χρόνο (ξεκινά και λήγει με την
αρχή και το τέλος των ομοιόμορφων συμπεριφορών). Όταν οι κανόνες
παραβιάζονται, αντιλαμβανόμαστε ότι το δίκαιο δεν έχει πραγματική ισχύ.

Κανονιστική ισχύς: η σχετική υποχρεωτικότητα. Δημιουργεί καθήκον υπακοής σε


ορισμένο τόπο και χρόνο (παύει και λήγει όποτε το αποφασίσουν οι άνθρωποι).

Θετικότητα: ιστορικά γεγονότα/πράξεις που γίνονται αντιληπτά και αποδεκτά ως


δημιουργία δικαίου (ρύθμιση του περιεχομένου του). Είναι ο λόγος που ξεκινά η
κανονιστική ισχύ του δικαίου.

Αντίκρουση νομικού ρεαλισμού – αιτιολόγηση κανονιστικής ισχύος:


ο ν.ρ. θεωρεί ότι το δίκαιο έχει μόνο πραγματική ισχύς και άρα να εξετάζουμε τις
πράξεις μόνο μετά την τέλεση τους (αφού είναι εμπειρικοί κανόνες). Για να
κατανοήσουμε την κανονιστική ισχύ του δικαίου πρέπει να εξετάσουμε τις πράξεις
πριν εκδηλωθούν, το στάδιο δηλαδή όπου ο κοινωνός σταθμίζει τους λόγους που
συνηγορούν υπέρ & κατά μιας πράξης. Αφού μέσα σε αυτούς τους λόγους
βρίσκεται και το δίκαιο το οποίο επηρεάζει τη στάθμιση και συνεπώς την πράξη, η
κανονιστική ισχύς υπάρχει. Αν δεν υπήρχε, τότε το δίκαιο δε θα εκπλήρωνε το
σκοπό της ύπαρξης του (ρύθμιση κοινωνικής συμπεριφοράς) και, επομένως, δε θα
υπήρχε.
 Δίκαιο χωρίς υποχρεωτικότητα δεν είναι δίκαιο.

§7: θεμέλιο της ισχύος του Δικαίου


4
[πως αιτιολογείται η πραγματική ισχύς ή γιατί υπακούμε στο Δίκαιο; (διαπιστώνεται
εμπειρικά)  Αποτελεσματικότητα κράτους, ιδιαιτερότητα λαού (συμβιβάζεται) κ.α. ]

Γιατί έχουμε καθήκον να υπακούμε στο Δίκαιο;

 Κοινωνιολογικές θεωρίες:
Κανονιστική ισχύς του Δ οφείλεται σε πραγματικά γεγονότα =
Επιβολή από τους κοινωνικά ισχυρότερους / Αναγνώριση κανόνων από τους
κοινωνούς ως δεσμευτικούς με τη συναινετική συμπεριφορά τους

Austin (θεωρία προσταγών) = δίκαιο υπάρχει και δεσμεύει αποκλειστικά και μόνο
επειδή αποτελεί προσταγή του κυρίαρχου μαζί με απειλή εξαναγκασμού  αίτιο
υποχρεωτικότητος είναι ο φόβος

Χαρτ: Διαφωνία με τον Κέλσεν μόνο ως προς τον θεμελιώδη κανόνα  ισχύς του
οφείλεται σε εμπειρικά γεγονότα. Ο Χαρτ τον ονομάζει «κανόνα αναγνωρίσεως»
διότι μας λέει ποιοι κανόνες εμπεριέχονται στην έννομη τάξη.

[Διάκριση από νομικό ρεαλισμό: Ισχύς Δ είναι μόνο πραγματική, όχι κανονιστική =
δεν έχουμε καθήκον υπακοής, απλώς υπακούμε λόγω της δύναμης του δικαίου που
εκφράζεται από το κράτος]

 Νομικές θεωρίες:
Εξετάζουν το δίκαιο από την πλευρά των προσώπων που ασκούν νομικά
επαγγέλματα (εσωτερικό έννομης τάξης). Κανόνας έχει κανονιστική
ισχύ/υποχρεώνει αν:
 ανήκει στις πηγές του Δικαίου
 έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία για τη θέσπιση του…
 από τα αρμόδια όργανα
 έχει δημοσιευτεί
 δεν υπάρχει αντινομία
Προϋπόθεση, δηλαδή, είναι η θετικότητα (κρίνεται από το ίδιο το Δίκαιο).
= θεμέλιο της ισχύος ενός κανόνα δικαίου αποτελούν άλλοι κανόνες δικαίου.

Κέλσεν: θεμέλιο της ισχύς ενός δέοντος είναι ένα άλλο δέον (αντίθεση με
κοινωνιολογικές θεωρίες). Οι κΔ δεν έχουν το ίδιο κύρος  πυραμίδα.

5
Ο ανώτερος ιεραρχικά κανόνας που επιτάσσει υπακοή στο Σύνταγμα θεμελιώνει
την ισχύ του στον «θεμελιώδη κανόνα» (Grundnorm) που δεν έχει περιεχόμενο (δε
ρυθμίζει σχέσεις). Το μόνο που ορίζει είναι = το Σύνταγμα είναι υποχρεωτικό. Δεν
έχει τεθεί, αλλά είναι λογική προϋπόθεση ώστε να ισχύει η έννομη τάξη.

 Φιλοσοφικές θεωρίες:
Συμφωνία με κοινωνιολογικές στο ότι ο λόγος ισχύς μιας έννομης τάξης δε μπορεί
να αναζητηθεί μέσα στην ίδια. Συμφωνία με Κέλσεν στο ότι το δέον δε μπορεί να
στηρίζει την ισχύ του στη σφαίρα του όντος. Γι’ αυτό αναζητούν το θεμέλιο της
υποχρεωτικότητος του δικαίου, εκτός έννομης τάξης και εκτός εμπειρικών
γεγονότων, σε ηθικές αξίες (δικαιοσύνη, ελευθερία, ισότητα). Η έννομη τάξη που δε
τις σέβεται δεν αξίζει τον τίτλο «δίκαιο» και δεν έχει δικαίωμα να απαιτεί υπακοή
σε αυτή.
Κριτική = κίνδυνος δογματισμού  χαλάρωση δεσμευτικότητας θετού δικαίου με το
πρόσχημα της επικλήσεως δυσαπόδεικτων ηθικών αξιών.

§8: φυσικό δίκαιο και νομικός θετικισμός

6
= ρεύματα φιλοσοφίας του δικαίου

Φυσικό δίκαιο:
Το δίκαιο αντλεί την ισχύ του από ορισμένες αξίες και δεν είναι απαραίτητο να έχει
τεθεί. Το θετικό δίκαιο μπορεί να αποκαλείται δίκαιο μόνο αν δεν συγκρούεται με
το παραπάνω. (Υποστηρίζει τις φιλοσοφικές θεωρίες περί ισχύος του δικαίου.)

Κλασική θεωρία περί φυσικού δικαίου (Α + Α):


φύση = τάξη σκοπών = κάθε πράγμα / άνθρωπος εξελίσσεται συνεχώς προς την
«τελείωση» του. Η φύσις του καθενός εναρμονίζεται με των άλλων. Αφού η φύσις
είναι προκαθορισμένη πορεία, δεν κρίνει ο καθένας τι είναι ορθή πράξη, αλλά η
κοινωνία και η τάξη που τη διέπει. Ευδαιμονία εφικτή μόνο εντός της κοινωνίας
διότι άνθρωπος εστί ζώον πολιτικόν.

Αριστοτέλης: χωρίζει το δίκαιο εντός «πόλεως» στα δύο. Αυτό που υπάρχει εκ
φύσεως κ δεν εξαρτάται από γνώμες (φυσικό) & σε αυτό που θεσπίζεται με πράξη
(νομικό). Αν το νομικό δίκαιο δεν ρυθμίσει μια σχέση που του αναλογεί, δεν
ρυθμίζεται από το φυσικό δίκαιο, αλλά μένει ανεφάρμοστη. Επίσης, η θέσπιση του
δεν αρκεί, χρειάζεται και «έθος» ώστε να θεωρείται νομικό δίκαιο. Ο Αριστοτέλης
δεν ενδιαφέρεται για το θεμέλιο της δεσμευτικότητας του δικαίου αφού πόλις =
δίκαιο.

Ακυινάτης: συνεχίζει διδασκαλία Αριστοτέλη εμπλουτίζοντας την με θρησκευτικά.


Διμερής -> Τριμερής διάκριση δικαίου:
 Αιώνιο δίκαιο = Θεϊκό. Απρόσιτο στον ανθρώπινο νου εκτός των
αποκαλυφθέντων στα ιερά κείμενα.
 Φυσικό δίκαιο = ορθολογικό. Το μέρος του αιωνίου που δύναται να
συλλάβουμε με το νου.
 Ανθρώπινο δίκαιο = θεσπισμένο από την εκάστοτε κοσμική εξουσία
Οι συγκρούσεις τους λύνονται χάρη στην ιεραρχία. Αν το ανθρώπινο αντιπαρατεθεί
στο Αιώνιο, οι κοινωνοί έχουν καθήκον να μην υπακούσουν.

Νεότερη θεωρία περί φυσικού δικαίου: φύση δεν είναι τάξη σκοπών, αλλά
αποτέλεσμα εμπειρικής επιστημονικής γνώσης για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Εξετάζεται πριν ενταχθεί στην κοινωνία = πρόταξη του έναντι της κοινωνίας την
οποία δε χρειάζεται για να τελειωθεί (διαφωνία με κλασική θεωρία)  ελεύθερος +
ίσος εκ φύσεως. Το δίκαιο δεν προέρχεται ούτε από το Θεό ούτε από την παράδοση
 αλλά από ανθρώπινες αποφάσεις υποχρεωτικά συναφείς με τη φύση του
ανθρώπου. Ο σκοπός του καθενός δεν είναι προκαθορισμένος, αλλά επιλέγεται

7
συλλογικά με βάση την ισότητα. Αν η εξουσία παραβιάζει αυτές τις αρχές, οι
κοινωνοί έχουν δικαίωμα ανυπακοής. [θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου]

Χομπς: ικανοποίηση αναγκών + εγωισμός + πλεονεξία  δυσπιστία + εναντίωση


προς τους άλλους  φόβος για το θάνατο  κοινωνική συμβίωση

Άλλοι λένε ότι η φυσική αγαθότητα  συνεργασία  κοινωνική συμβίωση

Λοκ: κλίση προς αυτοσυντήρηση + αποκλειστική χρήση αναγκαίων αγαθών


 φυσικά δικαιώματα

 Κοινωνικό συμβόλαιο = είτε θα αποτρέψει τον αλληλοσκοτωμό (Χομπς)


είτε θα επιτρέψει την κλίση προς αλληλεγγύη είτε θα προστατέψει τα
φυσικά δικαιώματα (Λοκ)

Νομικός θετικισμός:
Υποστηρίζει κοινωνιολογικές + νομικές θεωρίες περί ισχύος. Γέννημα του νεότερου
φυσικού δικαίου.
Το μόνο δίκαιο που υπάρχει είναι αυτό που έχει τεθεί χάρη σε ένα εμπειρικό
γεγονός. Δεν δεσμεύεται από φυσικές αρχές & δεν έχει απαραίτητα σχέση με την
ηθική. Αν τυχαίνει να αποκλίνουν είναι άξια κατακρίσεως ή και ηθικά ανάξιο
υπακοής.

Κοινωνιολογικός θετικισμός:
νομικός ρεαλισμός = το δίκαιο ανήκει στη σφαίρα του όντος & συνίσταται
αποκλειστικά σε εμπειρικούς κανόνες (μόνο πραγματική ισχύς).

κοινωνιολογικές θεωρίες περί ισχύος = αιτία της κανονιστικής ισχύος δικαίου είναι
εμπειρικό γεγονός (επικρατούσα κοινωνική δύναμη / συναίνεση κοινωνών).

Κρατικός θετικισμός: δίκαιο θεσπίζεται μόνο από το κράτος (όχι ως σύνολο νομικών
ρυθμίσεων), δηλαδή την κυρίαρχη εξουσία (θεωρία προσταγών).

Κανονιστικός θετικισμός: κανόνες ισχύουν όταν πηγάζουν από ανώτερους κανόνες.


Ο ανώτερος (Σύνταγμα) πηγάζει από τον θεμελιώδη κανόνα που το μόνο του
περιεχόμενο είναι «καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα» (θεωρία Κέλσεν).

§9: δίκαιο και πολιτική

8
Καθήκον υπακοής στο δίκαιο = 1. προϊόν της πολιτικής επικράτησης των εκάστοτε
κοινωνικών δυνάμεων (θετικισμός) ή 2. ηθικά δικαιολογήσιμο και συνεπώς πειστικό
για την υποχρεωτικότητα του (φυσικό Δ);

Πολιτική: δράση στοχεύουσα στον επηρεασμό/διαμόρφωση των αποφάσεων


σχετικά με την κοινωνική συμβίωση. Αμφίδρομη σχέση με δίκαιο…

1.
Ο κυρίαρχος τρόπος διαμόρφωσης του δικαίου (από το κοινοβούλιο) μέσα από
πολιτικές διαδικασίες, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις έχει ως άμεση συνέπεια τον
έντονο πολιτικό του χαρακτήρα (πριν). Γι’ αυτό οι κανόνες δικαίου αντικατοπτρίζουν
τις πολιτικές αποφάσεις της οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας (μετά). Η πολιτική
είναι, λοιπόν, διαρκώς παρόν στο δίκαιο.
Αντικείμενο πολιτικής διαμάχης = Η επιλογή των προτεραιοτήτων κ η κατανομή των
διαθέσιμων πόρων = ρύθμιση κοινωνικής συμβίωσης (σκοπός δικαίου).

Η κρατική εξουσία είναι ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης της πολιτικής, η οποία


εξειδικεύεται ως κρατική πολιτική. Ωστόσο, η κρατική πολιτική δεν ασκείται μόνο
με τη θέσπιση κανόνων δικαίου. Σημαντικό μέρος της ασκείται από τη δημόσια
διοίκηση, η διακριτική ευχέρεια της οποίας φανερώνει ότι το δίκαιο δεν
επεκτείνεται στο σύνολο της (κρατικής) πολιτικής.
 πολιτική = υπερέχει (επιβεβαίωση νομικού θετικισμού)

2.
Πολιτικός αγώνας για την εξουσία = ακολουθεί κανόνες δικαίου, όχι ωμά
Σύνταγμα = προστατεύει δικαιώματα που είναι ανέγγιχτα στην πολιτική & θέτει
αξίες (ισότητα, ελευθερία) και βασικά αγαθά (υγεία, παιδεία, περιβάλλον) που
υποχρεούται να σέβεται η πολιτική. Ακόμη και η δημόσια διοίκηση, αν και έχει
διακριτική ευχέρεια, υποτάσσεται στην αρχή της νομιμότητας.
 δίκαιο = υπερέχει (επιβεβαίωση φυσικού δικαίου)

1+2.
Νομικός θετικισμός  θετικότητα από πολιτικό γεγονός = αναγκαία και μοναδική
προϋπόθεση για την ισχύ του δικαίου
Φυσικό δίκαιο  προσθέτει μια ηθική προϋπόθεση = τρόπος θέσπισης του δικαίου
+ άσκησης πολιτικής = κοινωνική δικαιοσύνη
Συμπέρασμα: Και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο… εν μέρει όμως…
§10: δίκαιο και ηθική

9
Περιεχόμενο θετικού δικαίου = έκφραση των αντιλήψεων που επικρατούν στην
εκάστοτε κοινωνία (κατά κανόνα) = κοινωνική ηθική
Και τα δύο = ετερόνομα (ρυθμίσεις για τον δρώντα πηγάζουν εκτός εαυτού) & κοινό
θεμέλιο ισχύος (εκάστοτε κοινωνική δύναμη)

Ηθική αυτονομία: έκφανση ελευθερίας. Ικανότητα να δρω όπως κρίνω


ενσυνείδητα, όχι όπως μου επιβάλλεται.
Ελευθερία δε σημαίνει ούτε αυθαιρεσία στη συμπεριφορά ούτε προαιρετικότητα
του ηθικά ορθού. Στάθμιση επιλογών επιχειρηματολογώντας για την ορθότερη
συμπεριφορά. Δεν κυριαρχεί υποκειμενισμός, καθώς επιχειρήματα εντελώς
υποκειμενικά, που πείθουν μόνο εαυτόν, δεν είναι επιχειρήματα.

Ηθικός σχετικισμός = Η ορθότητα των κρίσεων που διατυπώνονται σε ηθικά


ζητήματα είναι θέμα οπτικής γωνίας κ εξαρτάται κάθε φορά από το ηθικό σύστημα
(σύστημα αξιών) που υιοθετεί ο κρίνων κ ότι κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η
διατύπωση αντικειμενικά ορθών ηθικών κρίσεων.

Καντ: αυτονομία = πράττω λαμβάνοντας υπόψιν όλους & με βάση γενικεύσιμους


κανόνες υποθετικά νομοθετημένους από όλους για όλους
 Δε συνδέεται με το σχετικισμό
 Απορρέει μια δεσμευτική κατευθυντήρια αρχή για το πως θεμελιώνουμε
τις ηθικές κρίσεις
 Ορθές είναι οι κρίσεις που αντέχουν στον έλεγχο της γενικευσιμότητας

Σχέση δικαίου-ηθικής:

Αυτονομία/ετερονομία…
Ηθική αποτελείται από κανόνες τεθειμένους από τον δρώντα (αυτονομία) ενώ το
δίκαιο από κανόνες των νομοθετών του κράτους (ετερονομία).
- Όμως, η ηθική δεν είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση, διότι μας υποχρεώνει να
σκεφτούμε και τους άλλους.
- Σε δημοκρατικά πολιτεύματα, δε, το δίκαιο δεν είναι αμιγώς ετερόνομο,
γιατί ο πολίτης που δεσμεύεται, συμμετέχει αυτόνομα (εκλογές) στη
διαμόρφωση της πολιτικής και, επομένως, του δικαίου.

Πράξεις και κίνητρα…


Το δίκαιο ενδιαφέρεται για πράξεις με αντίκτυπο στους άλλους, δεν ενδιαφέρεται
για τις σκέψεις και τα συναισθήματα, όπως η ηθική.
- Όμως, επειδή οι πράξεις εξαρτώνται από τα κίνητρα και μαζί αποτελούν
ενιαίο σύνολο, το Δ επεκτείνεται και στον εσωτερικό κόσμο (δόλο/αστεϊσμό)

10
- Από την άλλη, αν η ηθική αδιαφορούσε για το αποτέλεσμα των πράξεων και
αρκούσε η αγαθή πρόθεση  τότε θα ήταν ασήμαντη.

Ρυθμιστικό πεδίο…
Ηθικής = ευρύτερο του δικαίου που ρυθμίζει μόνο τις σημαντικές για κοινωνική
συμβίωση & δεν σκοπεύει στην ηθική τελειότητα των κοινωνών.
Όμως…
Ιστορία = όταν το δίκαιο αποβλέπει αποκλειστικά στην κοινωνική τάξη
αδιαφορώντας για την ηθική (απουσία κοινωνικής δικαιοσύνης) η κοινωνική τάξη
διατηρείται προσωρινά (όσο ο τρόμος της βίας). Η ηθική συμπεριφορά που
επιτυγχάνεται με βία δεν έχει ηθική αξία.
Επίσης, η άνωθεν επιβολή του ορθού ενέχει κίνδυνο καταχρήσεων & δεν εγγυάται
ηθική ορθότητα (ναζί αυτοανακηρύσσονταν ιστορική πραγμάτωση της ηθικής).

Φιλελευθερισμός (Μιλ): το κράτος δε πρέπει να ρυθμίζει τα πάντα. Ορισμένες


πράξεις, ακόμα και ηθικά κατακριτέες, δε πρέπει να ποινικοποιούνται αλλά να
αφήνονται στην αυτονομία (πχ δε μας επιβάλλεται από κανόνα δικαίου να
βοηθήσουμε άστεγο, αν και είναι ηθικό).

Η διάσταση δικαίου – ηθικής = ηθικά επιβεβλημένη. Φιλελεύθερο δίκαιο.


Ηθικό υπόβαθρο Δικαίου = επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής ισομερούς
αυτονομίας.
 Η επιβολή ηθικοκρατίας θα ανέτρεπε το ηθικό υπόβαθρο του δικαίου, αφού
η ηθική αυτονομία δε θα είχε λόγο ύπαρξης (όλα έχουν κριθεί ως
ηθικά/ανήθικα – δεν κρίνεις).
 Η πλήρης αποκοπή από το ηθικό υπόβαθρο του  έννομη τάξη δεν
διαφέρει από τις προσταγές εγκληματιών.

Η θετικότητα, εφόσον γίνεται δημοκρατικά, είναι αναγκαία για να


προφυλάσσεται το ηθικό υπόβαθρο του δικαίου (ηθική αυτονομία).
Το θετικό δίκαιο είναι, επίσης, ανάγκη να αναμορφώνεται τακτικά ώστε να
συμβαδίζει με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες αντιλήψεις περί ηθικής ορθότητας.

Δημοκρατία δε σημαίνει αυθαιρεσία της πλειοψηφίας, αλλά  συναίνεση στη


βάση επιχειρηματολογίας  σεβασμός και του τελευταίου ως αυτοκαθοριζόμενου
υποκειμένου με δικαιώματα.

Συμπέρασμα…
σύνθεση θετικού + φυσικού δικαίου
§11: δίκαιο και εξαναγκασμός

11
Προσεχές γένος:
 Σύνολο δεοντολογικών κανόνων…
 Ισχύει λόγω του Θεμελιώδη κανόνα…
 Ισχύει λόγω αναγνώρισης από κοινωνούς (εμπειρικό γεγονός)…
 Ισχύει λόγω δημοκρατίας…

…Ισχύουν μόνο υπό τις αρχές της δικαιοσύνης (ηθική αυτονομία, ισότητα)

Ειδοποιός διαφορά:
Εξαναγκαστό… (απαλλοτρίωση/σύλληψη/φυλάκιση)
(δε χρειάζεται να επεμβαίνει σε όλους τους κανόνες  ενδοτικού δικαίου) αρκεί να
είναι γνώρισμα της έννομης τάξης
 όμως δίχως φόβο βίας και κυρώσεων = απουσία πραγματικής ισχύς
 εξαναγκαστό δεν υπάρχει  αχρήστευση δικαίου

Κρατική βία =
Νόμιμη + δημόσια + ηθικώς δικαιολογημένη + από αρμόδια όργανα + δικαίωμα
αυτοϋπεράσπισης
Διαφορετικά είναι αυθαίρετη και δε διαφέρει από των ληστών.

Δικαιολόγηση εξαναγκαστού =
1. αναγκαίο + μικρότερο κακό σε σχέση με την παραβίαση του δικαίου  κίνδυνος
για την κοινωνική συμβίωση
2. προέρχεται από όργανα του δημοκρατικού κράτους που αντιπροσωπεύει το λαό

Καντ: ηθικό υπόβαθρο του δικαίου = ελευθερία. Η παραβίαση του δικαίου είναι
και παραβίαση της ελευθερίας. Εξαναγκασμός = «παρεμπόδιση των εμποδίων της
ελευθερίας»

Ορισμός:
Δίκαιο είναι σύνολο κανόνων τεθειμένων με προκαθορισμένες διαδικασίες κ
στηριζόμενων σε ηθικό-πολιτικές αρχές δικαιοσύνης, οι οποίες ρυθμίζουν κατά
τρόπο εξαναγκαστό τις σχέσεις των ανθρώπων που συμβιούν σε μια κοινωνία
οργανωμένη σε κράτος.

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

12
§12: αμφιβολίες γύρω από τη γνώση του δικαίου

Η βεβαιότητα (χαρακτηριστικό) της επιστημονικής γνώσης εξασφαλίζεται μέσω


μεθοδικότητας + συστηματικότητας. Δεν αποκτάται με την καθημερινή εμπειρία.

πορεία επιστήμης = ατέρμονη = νέες γνώσεις καταρρίπτουν τις παλαιές


 βεβαιότητα = πάντα ζήτημα βαθμού, όχι απόλυτη

Σκεπτικισμός:
επίλυση νομικών ζητημάτων βάσει της βούλησης του κρίνοντος – όχι μεθοδικά και
συστηματικά

Κέρτσμαν: Δίκαιο δεν είναι επιστήμη = αξία μόνο ως μέσο  κοινωνική συμβίωση.
 Επίλυση νομικών ζητημάτων = εμπειρία, διαίσθηση, όχι γνώση.
 Μεταβλητότητα θετικού δικαίου αποτρέπει τη σταθερότητα  γνώση του
δεν μπορεί να είναι επιστημονική, επειδή δεν γίνεται να εξετασθεί
ολοκληρωτικά / σφαιρικά.
«Αρκούν δύο τροποποιητικές λέξεις του νομοθέτη για να αχρηστευθούν
ολόκληρες βιβλιοθήκες»

Αντίκρουση σκεπτικισμού:
 αίσθηση συνέχειας έννομης τάξης
 επιτυχής σύνδεση δικαίου – ηθικής μέσω επιχειρημάτων αποδεικνύει
ζητήματα δικαιοσύνης = αντικείμενο γνώσης

§13: νομικά επαγγέλματα

Η γνώση του δικαίου μας αφορά όλους επειδή διέπει τις καθημερινές μας σχέσεις.
Ωστόσο, η πολυπλοκότητα, η έκταση και η μεταβλητότητα του δεν επιτρέπει στον
πολίτη να έχει επαρκή εποπτεία του.
 νομικά επαγγέλματα = λειτουργήματα

 δικηγόροι = υπηρέτηση της αλήθειας


 δικαστές = αμεροληψία + αντικειμενικότητα
 συμβολαιογράφοι
 καθηγητές (νομοδιδάσκαλοι) = αντικειμενικότητα

§14: νομική θεωρία και πράξη

13
Νομική θεωρία = διδάσκοντες σε νομικές & συγγραφείς νομικών βιβλίων
Νομική πράξη = δικαστές / δικηγόροι / συμβολαιογράφοι

Δίκαιο ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση (συμπεριφορά) , τις υπαρκτές περιπτώσεις


& όχι τις υποθετικές (θεωρία)  πρακτικό χαρακτήρα

Κέρτσμαν:
Βασίζεται σε αυτή τη διαφορά θεωρίας-πράξης & γενικεύει.
Ακόμη κι αν η θεωρητική (επιστημονική) ενασχόληση με Δίκαιο ήταν εφικτή, δεν θα
ήταν κοινωνικά χρήσιμη – διότι σκοπός του Δ = ρύθμιση κοινωνικών σχέσεων (κατ’
εξοχήν πρακτικά ζητήματα)

(Απάντηση σε Κέρτσμαν) νομική πράξη δεν είναι ενιαία:


 νομική πρακτική δικαστή (κρατική λειτουργία, δεσμεύει, προσωποποίηση
της έννομης τάξης ως ρυθμιστή)
διαφέρει από πρακτική δικηγόρου/συμβολαιογράφου (συμβουλές / διάπλαση
νομικής πραγματικότητας)
 ο δικαστής έχει καθήκον = αμερόληπτος (παραμερίζει συμπάθειες) &
αντικειμενικός (παραμερίζει άποψη για πως θα έπρεπε να είναι το ισχύον Δ)
 συμβολαιογράφος / δικηγόρος επίσης έχουν καθήκον (αλήθεια)
 νομοδιδάσκοντες επίσης (έντονο σαν του δικαστή)
 σύνδεση νομικής θεωρίας με νομική πράξη = για να μεταχειρίζεται ισότιμα
κάθε υπόθεση, ο δικαστής γενικεύει και θεωρητικοποιεί αιτιολογώντας την
κρίση του (τα όμοια κρίνονται ως όμοια)

η νομική θεωρητική ενασχόληση αποβλέπει πάντα στην διευκόλυνση αυτών που


ασκούν τις νομικές κρίσεις (πρακτική) & στην αντικειμενικότητα/αμεροληψία τους
που από την απόσταση της θεωρίας ενισχύονται

Συνεπώς, συνδέει νομική θεωρία – νομική πράξη

δικαιοδοτική πράξη = περιέχει τη δικαστική κρίση (στόχος η διευθέτηση σχέσεων


σύμφωνα με το ισχύον Δίκαιο) ως αυθεντία (πολιτειακό όργανο)…
Χωρίς το εξωτερικό περίβλημα της αυθεντίας  νομική κρίση

§15: δικαιοδοτική πράξη

14
= νοητικές ενέργειες του δικαστή ώστε να βρει πως θα ρυθμίσει τη συγκεκριμένη
περίπτωση με βάση το ισχύον δίκαιο

Τελική κρίση δικαστή = δικαστική απόφαση (μέρος δικαιοδοτικής πράξης)

διατακτικό:
ρύθμιση της σχέσης με πολιτειακή αυθεντία
(τι πρέπει να γίνει)
Σκεπτικό:
αιτιολόγηση του διατακτικού
(γιατί πρέπει να γίνει αυτό)

Δίκη = σειρά προκαθορισμένων πράξεων (διαδικασία)


Ρυθμίζεται από το Δικονομικό Δίκαιο

δικαιοδοτική πράξη = ξεκινά όταν ο δικαστής μαθαίνει τα στοιχεία της υπόθεσης

στοιχεία =
1. ισχυρισμοί για τα γεγονότα
 δικαστής ελέγχει αν αληθεύουν ή όχι (πραγματικά ζητήματα)

2. αίτημα (διάδικου/εισαγγελέα) προς δικαστήριο (πχ αναγνώριση, ακύρωση,


αποζημίωση)
 δικαστής λέει τι προβλέπει το ισχύον δίκαιο (νομικά ζητήματα)

Ο δικαστής κρίνει (με βάση τα πραγματικά & νομικά ζητήματα) αν θα αποδεχτεί το


αίτημα.

Α. πραγματικά περιστατικά = ατομική & συγκεκριμένη περίπτωση


Β. κανόνες Δικαίου = γενικοί & αφηρημένοι

πορεία δικαστή:
ατομικό  γενικό = εφαρμογή των κανόνων δικαίου
γενικό  ατομικό = ερμηνεία των κανόνων δικαίου

δεν επιλέγει μία διότι συνδέονται

15
§16: εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου
ανολοκλήρωτη §
Βήματα =

1. απόδειξη: έλεγχος της αλήθειας των ισχυρισμών των διαδίκων  δε γίνεται


και δε χρειάζεται πλήρης βεβαιότητα  αρκεί ο βαθμός της να δικαιολογεί
την δικαιοδοτική πράξη.

Στις πολιτικές δίκες όλα πρέπει να αποδειχθούν από τον διάδικο. Ο


δικαστής δε λαμβάνει πρωτοβουλίες  αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας.

Στις ποινικές δίκες η καταδίκη προαπαιτεί απόλυτη αλήθεια (άσπρο-μαύρο).


Η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου γιατί

2. νομικός χαρακτηρισμός: αναδιατύπωση των πραγματικών γεγονότων που


αποδείχθηκαν στη νομική γλώσσα που χρησιμοποιείται στους κανόνες
δικαίου. Αφαιρούνται, επίσης, τα νομικώς ασήμαντα γεγονότα
(σημαντικότητα κρίνεται ανάλογα με την υπόθεση).
Γενίκευση των γεγονότων στο βαθμό που ταιριάζουν με τη γενικότητα του
κανόνα δικαίου. Γι΄αυτό πρέπει να γίνεται μαζί με το 3ο βήμα
(αλληλεξάρτηση).

3. Επιλογή του εφαρμοστέου κανόνα: χρειάζεται τον νομικό χαρακτηρισμό,


όπως αντίστοιχα ο νομικός χαρακτηρισμός χρειάζεται τον εφαρμοστέο
κανόνα για να γίνει αποτελεσματικά (αλληλεξάρτηση).

4. Υπαγωγή: έλεγχος για το αν τηρούνται οι προϋποθέσεις του πραγματικού


του κανόνα για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες του

Αρνητική έκβαση = Όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν καλύπτουν τις


προϋποθέσεις του πραγματικού του κανόνα δικαίου
Θετική έκβαση = τα γεγονότα αντιστοιχούν στο πραγματικό του κανόνα
δικαίου

16
§17: η ερμηνεία του δικαίου γενικά
ανολοκλήρωτη §

Εφαρμογή = πορεία αντίστροφη της ερμηνείας

Αντικείμενο ερμηνείας = οτιδήποτε έχει νόημα = προϊόντα ανθρώπων με σκοπό την


επικοινωνία (έργα τέχνης, πινακίδες, δίκαιο) + πράξεις ανθρώπων.
Όλες οι πράξεις έχουν αιτία, ειδεμή δεν είναι πράξεις.

Στάδια ερμηνείας:

1. Βεβαίωση ότι πρόκειται για αντικείμενο επιδεχόμενο ερμηνείας

Προκαταρκτική ερμηνεία = αναγνώριση αν το αντικείμενο χρήζει νομικής


ερμηνείας = αν προέρχεται από πηγή δικαίου & αν έχει κανονιστική ισχύ (πχ
ένα έθιμο)

2. Σύλληψη του περιεχομένου της επικοινωνίας (για αντικείμενο) ή της αιτίας


της πράξης.

Ερμηνεία = ποιες κατηγορίες περιπτώσεων καλύπτει ο κανόνας δικαίου


 Εφαρμογή = η κατηγορία που τοποθετήθηκε το πραγματικό γεγονός είναι
μία από αυτές που καλύπτει ο κΔ…
…Και αντιστρόφως

Σημείο συνάντησης ερμηνείας (αναλυτική εξειδίκευση του κανόνα Δικαίου) &


εφαρμογής (αφαιρετική γενίκευση των πραγματικών γεγονότων)

 πεποίθηση δικαίου = βεβαιότητα για το πως ρυθμίζεται η συγκεκριμένη


σχέση από το δίκαιο

η ερμηνεία προϋποθέτει την εφαρμογή & η εφαρμογή προϋποθέτει την ερμηνεία

17
§18: γραμματική ερμηνεία
ανολοκλήρωτη §
Πρόταξη γραμματικής ερμηνείας (κείμενο–γραπτός νόμος) επειδή…
 Βεβαιότητα του ισχύοντος δικαίου
 Αποτροπή δικαστικής αυθαιρεσίας
 Σεβασμός του δημοκρατικού νομοθέτη
Ικανοποιούνται καλύτερα όσο πιστότερη στο κείμενο είναι η ερμηνεία

Η παραδοσιακή διδασκαλία ακολουθεί τις κλασικές αντιλήψεις περί σημασίας:


 αριθμός λέξεων + συνδυασμών = περιορισμένος, ενώ αριθμός αντικειμένων
& γεγονότων = άπειρος
 συμβατική-μεταβλητή (χωροχρονικά) είναι μόνο η εξωτερική μορφή των
λέξεων/συνδυασμών, ενώ η κατηγοριοποίηση τους είναι σταθερή.
Πχ μπορούμε να αλλάξουμε την εξωτερική μορφή της λέξης «ζώο» , έστω ότι
εθιμικά  «ζωάδι». Παρά την αλλαγή αυτή, έχει ακόμη το ίδιο νόημα και
περιλαμβάνει ακόμη όσα πριν (λύκους, μέλισσες, φίδια κτλ)

Βάθος έννοιας = ορισμός (ουσιώδη γνωρίσματα)

Πλάτος έννοιας = σύνολο των μεμονομέντων αντικειμένων/συμβάντων με


αυτά τα ουσιώδη γνωρίσματα

Αν γνωρίζουμε το βάθος  ξέρουμε και το πλάτος (όχι αντίστροφα όμως)

Πχ έννοια = άνθρωπος | βάθος = έλλογο ζώο | πλάτος = κουτσούμπας,


βαρουφάκης, μέρκελ…

Αν δεν υπάρχει νομοθετικός ορισμός ούτε πρόκειται για νομικό όρο  νομικά
λεξικά.
ορισμοί στα νομικά λεξικά = αντικειμενικοί, γενικής ισχύος  ο ερμηνευτής δεν
παραθέτει κάτι υποκειμενικό αν τους ακολουθήσει

κριτική προς γραμματική ερμηνεία:


- πολυσημία λέξεων (όσο πιο καλό το λεξικό τοτε περισσότερους ορισμούς)
- αοριστία λέξεων (μπορεί να μη βεβαιώνει για το πλάτος της έννοιας)

ανταπάντηση παραδοσιακής διδασκαλίας:


εντοπίζει τυχόν ασάφειες & γιατί χαράζει τα όρια μέσα στα οποία θα συνεχιστεί η
ερμηνεία με άλλες μεθόδους (μία από τις 10 ερμηνείες όχι 1 από τις 100000000)
 γραμματική = πρώτο & αναγκαίο στάδιο ερμηνείας νόμου

18
§19: υποκειμενική, συστηματική, αντικειμενική ερμηνεία

Αν η γραμματική εντόπισε ασάφεια  επιλογή από τις εναλλακτικές που πρόβαλε

1. Υποκειμενική-ιστορική:
Βούληση νομοθέτη
Στοιχεία εκτός νομοθετικού κειμένου (πρακτικά βουλής + αιτιολογική εκθεση νόμου

Αν δεν ικανοποιούν  υποθετική βούληση (έμμεσα συμπεράσματα από τα


παραπάνω και από τις περιστάσεις και τους λόγους που συνόδευσαν τη θέσπιση)

Μειονεκτήματα =
- αβεβαιότητα
- κανονιστική ισχύ έχει το κείμενο του νόμου, όχι η βούληση του νομοθέτη
- βούληση του νομοθέτη θα ήταν καθοριστική μόνο ως θεμέλιο της ισχύος του
νόμου. Έτσι όμως, δεχόμαστε τη θεωρία προσταγών.

2. Συστηματική:
Με βάση το που τοποθετείται η διάταξη στην έννομη τάξη.
Επιλέγουμε την ερμηνεία που εξασφαλίζει αλληλουχία της διάταξης με τις άλλες
Πέντε εκδηλώσεις της συστηματικής…

 Εσωτερική ενότητα = σε ποιο κεφάλαιο πχ του ΑΚ (περίβλημα του νόμου).


Μπορεί μια ρύθμιση να επεκτείνεται σε πολλούς κΔ  μια διάταξη μπορεί
να χρειάζεται να ληφθούν υπόψιν κι άλλες γιατί μόνη της είναι ατελής
Πχ ρύθμιση μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου εκτείνεται σε 3 άρθρα

 Χρονική ενότητα = μεταγενέστερος υπερισχύει

 Λογική ενότητα = αποτρέπουμε αντινομία, δεν επιλέγουμε την ερμηνεία


που θα αντιτίθεντο σε άλλη διάταξη.

 Ιεραρχική = προτιμούμε την ερμηνεία που συνάδει περισσότερο με τους


ανώτερους κΔ

 Αξιολογική = ποια ερμηνεία δικαιολογείται περισσότερο από τις αρχές που


διέπουν την έννομη τάξη (ηθικό υπόβαθρο δικαίου)
5=Παρεμφερές με τελολογική ερμηνεία

3. Αντικειμενική-τελολογική:
κοινωνικό-πολιτικός σκοπός του νόμου / δικαιολογητικός λόγος ισχύς του
δε πρέπει να σκεφτούμε υποκειμενικά ως νομοθέτες αλλά να σκεφτούμε τι θα
στόχευε ένας νομοθέτης με τις «αγαθότερες δυνατές προθέσεις» που υποκινείται
από ηθικό-πολιτικές αρχές.
Ποια ανάγκη εξυπηρετεί η διάταξη;
Ορθότερη ερμηνεία= υπηρετεί το ηθικό υπόβαθρο του δικαίου και μόνο

19
§20: ενότητα της ερμηνείας

Κανένα είδος ερμηνείας της παραδοσιακής διδασκαλίας δεν είναι αυτοτελές.

Κείμενο του νόμου = βουβό = δεν αποκαλύπτει την ερμηνεία του παρά μόνο σε
εκείνον που έχει τα κατάλληλα εφόδια (κρίση + εξοικείωση με τον νομικό κόσμο
μέσα από την τριβή), δηλαδή στον νομικό.
Η γραμματική ερμηνεία ποτέ δεν αρκεί από μόνη της (ειδεμή, θα μπορούσε να
ερμηνεύσει το δίκαιο μέχρι και ο γιατρός με προσφυγή σε λεξικά) αλλά σε
συνδυασμό με την τελολογική που είναι πάντα παρόν.

Ρύθμιση των κοινωνικών συμπεριφορών εμπλέκει ηθικές αξίες, τη ζωή, την


ελευθερία, την προσωπικότητα, δικαιώματα, συμφέροντα…
Ο νομικός-ερμηνευτής δε μπορεί να αγνοήσει αυτό το γεγονός, το οποίο είναι μέρος
του δικαίου.

Στα νομικά προβλήματα ενδημεί αντιπαράθεση, διότι η ορθή συμπεριφορά είναι


λεπτό ζήτημα & απαιτεί προσεκτική εξέταση και του τελευταίου δυνατού
επιχειρήματος. Να μεταφέρουμε, δηλαδή, την αντιπαράθεση από την εκάστοτε
επίδικη σχέση στην αντίστοιχη προσπάθεια ερμηνείας αναζητώντας το ισχυρότερο
επιχείρημα.

Το γράμμα του νόμου πηγάζει από τη βούληση του νομοθέτη  ο τελευταίος


νομοθέτησε μέσα σε ένα σύστημα (έννομη τάξη) προφανώς λαμβάνοντας το
υπόψιν  το σύστημα σύμφωνα με το οποίο έδρασε στηρίζεται σε ορισμένες
αντικειμενικές αρχές τις οποίες είναι αδύνατο να αγνοήσει
 Αλληλοσυνδέονται

Σύμφωνα με τον ορισμό του δικαίου υπάρχει ηθικό υπόβαθρο δικαίου.


Πως, λοιπόν, ερμηνεύουμε το δίκαιο παραγκωνίζοντας ένα στοιχείο του ορισμού
του δικαίου;

Συμπέρασμα:
Ερμηνευτής πρέπει να…
 επιδιώκει την εναρμόνιση θετικότητας (αυθεντία νομοθέτη) και ηθικότητας
(ηθικό-πολιτικές αξίες δικαίου)
 εξαντλεί όλα τα δυνατά επιχειρήματα
 μην αυθαιρετεί (υποκειμενισμός)
 κατευθύνεται από την δικαιοσύνη
 ερμηνεύει από τη σκοπιά της ηθικής αυτονομίας

20
§22: δικανικός συλλογισμός

= Μέρος της δικαιοδοτικής πράξης. Οδηγεί στη δικαστική απόφαση (συμπέρασμα)


την οποία αιτιολογεί, περιορίζοντας την αυθαιρεσία της δικαστικής κρίσης (έλεγχος
νοητικής πορείας).
Απαιτεί την αλήθεια της μείζονος (=εφαρμοστέος κανόνας) και της ελάσσονος
(=πραγματικά́ περιστατικά́) πρότασης. Για την πρώτη, προϋποτίθεται η ερμηνεία
του κανόνα.

21
Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

§23: γνώση και κρίση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του Δ

Σκεπτικισμός:
 αμφισβήτηση δυνατότητας γνώσης του δικαίου
 ο νομικός κρίνει μεταξύ αντικρουόμενων
συμφερόντων/δικαιωμάτων/αγαθών/αξιών (γενική παραδοχή)
 οι νοητικές ενέργειες του τελούνται αυτόματα/διαισθητικά, όχι
προγραμματισμένα
 θεωρεί ότι η γνώση δεν είναι παρούσα στην δικαιοδοτική πράξη & πως
υπάρχει μόνο κρίση
 δεν υπάρχουν ορθά θεμελιωμένες δικαστικές κρίσεις, παρά μόνο
εξουσιαστικές επιλογές

Αντίκρουση σκεπτικιστών:
 σύγχυση ερμηνείας και εφαρμογής (μονόπλευρη σημασία στην πρακτική
πλευρά της νομικής εργασίας = επίλυση κοινωνικών προβλημάτων)
 φαινόμενο δικαστικών συνηθειών (κοινωνιολογικό επίπεδο) δεν σημαίνει
ότι δεν υπάρχουν μεθοδολογικοί κανόνες που όφειλαν να ακολουθήσουν

Ερμηνεία νόμου:
μεθοδικότητα & συστηματικότητα (χαρακτηριστικά επιστήμης)
Δύσκολα αμφισβητείται η απουσία γνώσης

Εφαρμογή:
Κρίση = αναγνώριση του ατομικού ως στοιχείου του γενικού (την επίδικη σχέση ως
μια από τις περιπτώσεις που ρυθμίζει ο νόμος).
Γνώση δε μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση, μόνο να την βοηθήσει με…
 εύρεση = στήριξη του «ζητητικού» προσταδίου της κρίσης (αναζήτηση του
γενικού)
 έλεγχο (μόνο μετά την κρίση) = αντίστροφη πορεία  πρώτα ερμηνεία που
απαιτεί γνώση

22
§24: από τη φρόνηση στην επιστήμη
Αρχαιότητα:
 το Δίκαιο δεν καλλιεργήθηκε συστηματικά λόγω απουσίας ενιαίων εννόμων
τάξεων
 Ορθός τρόπος συμπεριφοράς = σύγχυση πολιτικής, οικονομίας & δικαίου
 Γνώση Δικαίου θεωρούνταν είδος πρακτικής γνώσης

Αριστοτέλης: Το ονομάζει φρόνησις (prudentia) & το διακρίνει τόσο από την


επιστήμη όσο κ από την τέχνη, γιατί δεν αποβλέπει ούτε στη θεωρητική ενατένιση
του κόσμου ούτε στην κατασκευή αντικειμένων, αλλά στην κατάκτηση της αρετής.
(στα λατινικά) γνώση του δικαίου = jurisprudentia

Σχολή Γλωσσογράφων: Με κέντρο το Πανεπιστήμιο της Bologna άρχισε μια νέα


πανεπιστημιακής διδασκαλίας που ξεκίνησε ως φιλολογική επεξεργασία κ
σχολιασμός χειρόγραφων. Με την αντιγραφή των χειρόγραφών αυτών κ την
προσθήκη σχολίων στο περιθώριο η πανεπιστημιακή αυτή διδασκαλία
αναπτύχθηκε σε σχολή (12ος-13ος αιώνας).
Glossa ordinaria = η ενοποίηση των σχολίων -> πιο συστηματική επεξεργασία της
ύλης του ρωμαϊκού δικαίου από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Διάδοση της
διδασκαλίας  επιρροή σε θεσμούς

Μεταγλωσσογράφοι: νέοι συστηματικοί σχολιαστές του ρωμαϊκού δικαίου.


 Επιρροή στην απονομή δικαιοσύνης και στο ισχύον δίκαιο.
Η Jurisprudentia ξεκίνησε από την πρακτική ενασχόληση με το ισχύον δίκαιο, για να
προσλάβει με το χρόνο ακαδημαϊκή μορφή κ υποτυπώδη συστηματικότητα, ενώ οι
Μεταγλωσσογράφοι κινήθηκαν αντίστροφα: από ακαδημαϊκό έργο στην επιρροή θεσμών.

Νεότερη θεωρία φυσικού Δικαίου (Χομπς & Λοκ):


Επιδίωξε άμεσα και ενσυνείδητα σε αντίθεση με τους Μεταγλωσσογράφους…
1. την ανάπτυξη επιστήμης του δικαίου
2. την επιρροή στην νομική πρακτική
3. την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικαίου από ένα ορθολογικό
βασιζόμενο στην ελευθερία κ τη δημοκρατία.
23
Προήλθε από τη Σχολή των Γλωσσογράφων ξεκινώντας καθαρά φιλοσοφικά.
Αποτελεί πηγή έμπνευσης για θεσμούς, συντάγματα και κωδικοποιήσεις.

Ιστορική σχολή δικαίου: συγκέρασε τη σχολή των γλωσσολόγων με τους νεότερους


θεωρητικούς του φυσικού δικαίου. Ιδρύθηκε από τον Σαβινύ ο οποίος με το έργο
του «Σύστημα του σύγχρονου Ρωμαϊκού Δικαίου» μπούλαρε τα πλέον άχρηστα του
ρωμαϊκού και έκανε μια συστηματική επεξεργασία του καθοδηγούμενος από ηθικό-
πολιτικές αρχές του φυσικού Δικαίου και του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Ο Σαβιγκνι
έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης επιστήμης του Δικαίου.

Σχολή Πανδεκτιστών: οι επίγονοι του Savigny επιδόθηκαν στη σημασιολογική και


λογική επεξεργασία των εννοιών του ιδιωτικού δικαίου που αυτός κράτησε από το
ρωμαϊκό κ προσπάθησαν να τις κατατάξουν σε ένα σύστημα, το οποίο εμφάνισαν
σαν να υπάρχει αφ’ εαυτού, σαν να μην έχουν οι ρυθμίσεις του δικαίου καμία
σχέση με κοινωνικά προβλήματα και ηθικό-πολιτικές αξιολογήσεις. Το
«πανδεκτιστικό δίκαιο» εκτόπισε τα τοπικά δίκαια και εφαρμόστηκε στα δικαστήρια
μέχρι τον γερμανικό Αστικό Κώδικα ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές ανάγκες.
Εγκαινίασε από άποψη μεθοδολογίας τη νομική τυποκρατία (ή νομικός
φορμαλισμός).
Πανδέκτης = τίτλος ενός κεφαλαίου της Ιουστινιάνειας Κωδικοποίησης

Νομική τυποκρατία (ή νομικός φορμαλισμός): Έδινε ορισμούς σε έννοιες που


συναντάμε στο Δίκαιο και τις τοποθετούσε σε ένα σύστημα (νομική εννοιοκρατία).
Σε αυτό έπρεπε να αρκεστεί ο νομικός για να την επίλυση νομικών ζητημάτων (με
λογικά συμπεράσματα από τους ορισμούς), αδιαφορώντας για ηθικό-πολιτικές
αρχές (νομικός θετικισμός). Παρόμοια με τη γραμματική ερμηνεία.

24
§25: μια επιστήμη του δικαίου και του αδίκου;

Ο χαρακτηρισμός «επιστήμη Δικαίου» προήλθε από το συγκρητισμό ρευμάτων


γλωσσολογίας και νεότερης θεωρίας φυσικού Δ. Η θεωρητική ενασχόληση με το
ισχύον Δίκαιο δε θεωρείται παντού επιστήμη. Διαφέρει από τα
μαθηματικά/φυσικές ως προς την αμφισβήτηση & τη μέθοδο. Πάντως, λόγω της
μεθοδικής + συστηματικής γνώσης του δικαίου  βεβαιότητα που δικαιολογεί τον
χαρακτηρισμό «επιστήμη».

Οι Γλωσσογράφοι έφεραν τη νομική κοντά στην Ιστορία & τη Φιλολογία λόγω της
κοινής μεθόδου = ερμηνεία κειμένων/πηγών  συμπεράσματα για το σήμερα.
Ο Savigny τη θεωρούσε ιστορική επιστήμη.
Γενίκευση των παραπάνω χαρακτηρίστηκε ερμηνευτική/ανθρωπιστική επιστήμη
Αυτή η κατάταξη οφείλεται στην διάδοση της παραδοσιακής διδασκαλίας
 στη γραμματική ερμηνεία ο νομικός λειτουργεί ως φιλόλογος
 στην υποκειμενική λειτουργεί σαν ιστορικός

νεότερες θεωρίες φυσικού Δ: (που αισιοδοξούσαν ότι γίνεται να προσεγγίσουμε το


δίκαιο/άδικο με την ίδια αποδεικτική βεβαιότητα των μαθηματικών)
παραμερίστηκαν από την τυποκρατία και τον 19ο αντικαταστάθηκαν από νέες
κοινωνικές επιστήμες που παραγκώνισαν την κανονιστική διάσταση επηρεάζοντας
ελάχιστα το δίκαιο αφού δεν εμπεδώθηκε η κατάργηση του δέοντος σε αυτό.

Ρωλς: με το έργο του «Θεωρία της δικαιοσύνης» επανέφερε στο προσκήνιο το


πρόβλημα της δικαιοσύνης ανακατατάσσοντας την επιστήμη του δικαίου στη σωστή
της θέση…
 ερμηνευτική επιστήμη = νοηματοδοτεί το ισχύον δίκαιο στα κείμενα
(αναγκαίος ενδιάμεσος στόχος, σε αντίθεση με Φιλολογία + Ιστορία για τις
οποίες είναι αυτοσκοπός)
 πρακτική επιστήμη = στοχεύει στη ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς
(απώτερος, τελικός σκοπός)
 ηθική επιστήμη = χρειάζεται τις αρχές της δικαιοσύνης (ηθικό υπόβαθρο
δικαίου) ως καθοδηγητές για την επίτευξη του σκοπού (δεν αρκεί η
μεθοδικότητα & συστηματικότητα)

25

You might also like