You are on page 1of 8

A

Εylem Ρήμα Παράδειγμα Μετάφραση

Abartmak Υπερβάλλω Hastalığını abartıyorsun! (υπερβάλεις την αρρώστια σου)

açıklamak εξηγώ, διευκρινίζω Konuyu açıklayalım! (ας διευκρινίσουμε το θέμα)

acıkmak πεινάω Çok acıktım! (πείνασα πολύ)

acımak πονάω,λυπάμαι Köpeğe acıdım (λυπήθηκα για το σκύλο)

açmak Ανοίγω Kapıyı açıyorum (ανοίγω την πόρτα)

adamak Θυσιάζω Kendimi çocuğuma adadım (θυσίασα τον εαυτό μου στο παιδί μου)

afallamak Σαστίζω Seni görünce affaladım (σάστισα όταν σε είδα)

affetmek συγχωρώ Onu affediyorum (τον συγχωρώ)

ağda yapmak κάνω αποτρίχωση Ayaklarıma ağda yaptım (έκανα αποτρίχωση στα πόδια μου)

ağlamak κλαίω Benim için ağlama! (μην κλαίς για μένα)

ağrımak πονάω Başım ağrıyor (πονάει το κεφάλι μου)

akmak ρέω, τρέχω Su akıyor (τρέχει το νερό)

aksamak καθυστερώ İşler çok aksadı (οι δουλειές καθυστέρησαν πολύ)

alay etmek κοροϊδεύω Arkadaşlarınla alay etme! (μην κοροϊδεύεις τους φίλους σου)

aldatmak εξαπατώ, απατώ Ali, karısını aldatmış (Ο Αλί απάτησε την σύζυγο του)

alıkoymak κρατώ, εμποδίζω Hırsız, çocuğu alıkoydu (ο κλέφτης κρατάει το παιδί)

alınmak θίγομαι, πειράζομαι Söylediklerine alındım (θίχτηκα με αυτά που είπες)


alışmak συνηθίζω Yeni evime alıştım (συνήθισα το καινούριο μου σπίτι)

alkışlamak Χειροκροτώ Herkes, sanatçıyı alkışladı (όλοι χειροκρότησαν τον ηθοποιό )

almak παίρνω Yeni bir araba alacağım (θα πάρω ένα καινούριο αυτοκίνητο)

altını çizmek Υπογραμμίζω Bu konunun altını çizmeliyiz (πρέπει να υπογραμμίσουμε αυτό το θέμα)

anlamak καταλαβαίνω Seni anlamıyorum (δεν σε καταλαβαίνω)

anlatmak Εξηγώ Öğretmen, ders anlatıyor (ο καθηγητής εξηγεί μάθημα)

anmak Μνημονεύω Dedemi sevgiyle anıyorum (μνημονεύω με αγάπη τον παππού μου)

ant içmek Ορκίζομαι Buna ant içiyorum (ορκίζομαι για αυτό)

aramak ψάχνω, τηλεφωνώ Dün seni aradım (χθες σε τηλεφώνησα)

aşık olmak Ερωτεύομαι Sana aşık oldum (σε ερωτεύτηκα)

asmak κρεμάω Çantamı kapıya astım (κρέμασα την τσάντα μου στη πόρτα)

aşmak Ξεπερνώ Kendini aştın (ξεπέρασες τον εαυτό σου)

ateşe vermek βάζω φωτιά Adam, evini ateşe vermiş (ο άνθρωπος έβαλε φωτιά στο σπίτι του)

atışmak λογοφέρνω Çift, otobüste atışmaya başladı (το ζευγάρι άρχισε να λογοφέρνει στο λεωφορείο )

atıştırmak Τσιμπολογώ Televizyon karşısında atıştırıyorum (τσιμπολογώ μπροστά στη τηλεόραση)

atlamak πηδάω Kadın, köprüden atlamış (η γυναίκα πήδηξε από τη γέφυρα)

atmak πετάω Eski elbiselerimi çöpe attım (πέταξα τα παλιά μου ρούχα στα σκουπίδια)

avlamak Κυνηγάω Avcı, kuş avlıyor (ο κυνηγός, κυνηγάει πουλιά)

ayarlamak κανονίζω, ρυθμίζω Randevularımı ayarladım (κανόνισα τα ραντεβού μου)


ayırmak χωρίζω, μοιράζω Kışlık elbiseleri ayırdım (χώρισα τα χειμερινά μου ρούχα)

ayrılmak χωρίζω, αποχωρίζομαι, φεύγω Ondan ayrıldım (τον/την χώρισα)

azaltmak Μειώνω İşlerimi azaltmalıyım (πρέπει να μειώσω τις δουλειές μου)

azmak αγριεύω, υπερβάλω το όριο Köpek birden azdı (ο σκύλος ξαφνικά αγρίεψε)

B
bağırmak φωνάζω, μαλώνω Anne, çocuğuna bağırıyor. (Η μαμά μαλώνει το παιδί της )

bağışlamak συγχωρώ Seni bağışlıyorum. (Σε συγχωρώ)

bağlamak δένω Köpeği bahçeye bağladım. (Έδεσα το σκύλο στο κήπο)

bakmak Κοιτάω Bütün gece bana bakıyordu. (Με κοίταζε όλο το βράδυ)

barışmak συμφιλιώνομαι Nihayet kardeşiyle barıştı. (Επιτέλους συμφιλιώθηκε με τον αδερφό του)

başarmak καταφέρνω Sonunda ben de başardım. (Επιτέλους τα κατάφερα και εγώ)

başlamak αρχίζω, ξεκινάω Dans kursuna başladım. (Ξεκίνησα σε σχολή χωρού)

basmak πατάω Halıya basma! (Μην πατάς στο χαλί!)

batmak βυθίζομαι Gemi okyanusta battı. (Το καράβι βυθίστηκε στον ωκεανό.)

bayılmak λιποθυμάω(πεθαίνω για κάτι) Makarnaya bayılıyorum. (Μου αρέσουν πολύ τα μακαρόνια)

becermek καταφέρνω Bu işi ancak sen becerebilirsin. (Αυτή τη δουλειά μπορείς να την καταφέρεις μόνο εσύ)

beklemek περιμένω Seni durakta bekliyorum. (Σε περιμένω στη στάση)

belirlemek καθορίζω Patron, maaşımızı belirliyor. (Το αφεντικό καθορίζει τους μισθούς μας)

belirmek εμφανίζομαι Aniden kapıda belirdi. (Ξαφνικά εμφανίστηκε στη πόρτα)


belirtmek αναφέρω Bu konuyu müdüre belirteceğim. (Θα αναφέρω αυτό το θέμα στον διευθυντή)

bellemek απομνημονεύω Söylediklerini belledim. (Απομνημόνευσα αυτά που είπες)

benzemek μοιάζω Ben kardeşime benzemiyorum. (Εγώ δεν μοιάζω με τον αδερφό μου)

beslemek τρέφω Her sabah tavukları besliyorum. (Κάθε πρωί τρέφω τα κοτόπουλα)

bıçaklamak μαχαιρώνω Hırsız, adamı bıçaklamış. (Ο κλέφτης μαχαίρωσε τον άνθρωπο)

bilmek ξέρω, γνωρίζω Ben türkçe biliyorum. (Ξέρω τουρκικά)

binmek επιβιβάζομαι Arabaya biniyorum. (Επιβιβάζομαι στο αυτοκίνητο)

bırakmak αφήνω Anahtarları masaya bırak. (Άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι).

birleşmek ενώνομαι Köprü, iki kıtayı birleştiriyor. (Η γέφυρα ενώνει τις δυο ηπείρους)

bitirmek τελειώνω (κάτι) Derslerimi bitirdim. (Τελείωσα τα μαθήματα μου)

bitmek τελειώνω (παθητικό) Ders bitti. (Το μάθημα τελείωσε)

bölmek διαιρώ Ekmeği iki parçaya böldüm. (Χώρισα το χωμί σε δυο κομμάτια)

bombalamak βομβαρδίζω Savaş uçakları şehri bombalıyor. (Τα πολεμικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τη πόλη)

boşaltmak αδειάζω Buzdolabını boşaltıyoruz. (Αδειάζουμε το ψυγείο)

boşanmak χωρίζω ,παίρνω διαζύγιο Ali’yle Ayşe boşandı. (Ο Αλί και η Αϊσέ χώρισαν)

boyamak βάφω Boyacı, evi boyadı. (Ο βαφέας, έβαψε το σπίτι)

bozmak χαλάω Bilgisayarımı bozdum. (Χάλασα τον υπολογιστή μου)

buharlaşmak εξατμίζομαι Sıcaktan su buharlaşıyor. (Το νερό εξατμίζεται από τη ζέστη)

bükmek στραβώνω,λυγίζω Eliyle demiri büktü. (Λύγισε το σίδερο με το χέρι του)


bulmak βρίσκω Sonunda güzel bir ev buldum. (Επιτέλους βρήκα ένα όμορφο σπίτι)

buluşmak συναντιέμαι Akşam arkadaşlarımla buluşacağım. (Το βράδυ θα συναντηθώ με τους φίλους μου)

büyülemek μαγεύω Güzelliğinle beni büyüledin. (Με μάγεψες με την ομορφιά σου)

büyümek μεγαλώνω Kızım çok büyüdü. (Μεγάλωσε πολύ η κόρη μου)

buyurmak διατάζω Padişah buyurdu. (Ο Σουλτάνος διέταξε)

C–Ç
çağırmak φωνάζω Annem bizi yemeğe çağırıyor. (H μάμα, μας φωνάζει για φαγητό)

çakmak καρφώνω Duvara çivi çakıyorum. (Καρφώνω καρφί στο τοίχο)

çalışmak δουλεύω Ben ofiste çalışıyorum. (Εργάζομαι στο γραφείο)

çalmak κλέβω Hırsız, çantamı çaldı. (Ο κλέφτης έκλεψε την τσάντα μου)

can vermek ψυχορραγώ Küçük kuş kaldırımda can verdi. (Το μικρό πουλάκι ψυχορράγησε στο πεζοδρόμιο)

cansızlaşmak απονεκρώνω Çocuk bilgisayarın önünde adeta cansızlaştı. (Το παιδί λες και απονεκρώθηκε απέναντι στον
υπολογιστή)

çarpmak χτυπώ Hoşçakal deyip kapıyı çarptı. (Είπε αντίο και χτύπησε πίσω του την πόρτα)

çekilmek αποχωρώ Oyuncu yorulunca oyundan çekildi. (Ο παίκτης όταν κουράστηκε, αποχώρησε από το
παιχνίδι)

çekmek τραβάω Günümüzde insanlar birçok zorluk çekiyor. (Στις μέρες μας οι άνθρωποι τραβούν πολλές
δυσκολίες)

cevap vermek απαντάω Lütfen bana cevap ver! (Απάντησε σε παρακαλώ)

cevaplamak απαντάω Zor soruları cevaplayamadım. (Δεν μπόρεσα να απαντήσω τις δύσκολες ερωτήσεις)

çevirmek γυρίζω, περιστρέφωμεταφράζω Bu belgeyi çevirebilir misin? (Μπορείς να μεταφράσεις αυτό το έγγραφο)
cezalandırmak καταδικάζω,τιμωρώ Mahkeme hırsızı cezalandırdı. (Το δικαστήριο καταδίκασε τον κλέφτη)

çiftleşmek ζευγαρώνω Geçen ay köpeğimi çiftleştirdim. (Τον περασμένο μήνα ζευγάρωσα το σκύλο μου)

çiğnemek καταπατώ, παραβιάζω Kuralları bu şekilde çiğneyemezsin. (Δεν μπορείς να παραβιάζεις έτσι τους κανόνες)

çıkarmak βγάζω Lütfen eve girerken ayakkabılarını çıkar! (Παρακαλώ όταν μπαίνεις στο σπίτι να βγάζεις τα
παπούτσια σου)

çıkmak βγαίνω Bugün işten geç çıktım. (Σήμερα βγήκα αργά από τη δουλειά)

çıldırmak τρελαίνομαι Onu görünce çıldırıyorum. (Όταν τον βλέπω τρελαίνομαι)

çizmek σχεδιάζω, ζωγραφίζω Yeni bir proje çiziyorum. (Σχεδιάζω ένα καινούριο σχέδιο)

çökmek κάθομαι, παρακμάζω Yer sofrasına çöküp yedik. (Καθίσαμε κάτω και φάγαμε)

çözmek λύνω Bu problemi çözemiyorum. (Δεν μπορώ να λύσω αυτό το πρόβλημα)

çürümek σαπίζω Buzdolabındaki meyveler çürümüş. (Σάπισαν τα φρούτα που βρισκόταν στο ψυγείο )

D
dağılmak διαλύομαι Sen gidince bütün aile dağıldı. (Όταν έφυγες εσύ, όλη η οικογένεια διαλύθηκε)

dağıtmak διαλύω Çocuklar bütün evi dağıttı. (Τα παιδιά διέλυσαν όλο το σπίτι)

dalgalanmak κυματίζομαι Saçları rüzgarda dalgalanıyordu. (Τα μαλλιά της κυματίζονταν στον αέρα)

dalmak καταδύομαι, αφαιρούμε Yine hayallere daldın. (Πάλι αφαιρέθηκες στα όνειρα)

darılmak παρεξηγώ Lütfen bana darılma. (Σε παρακαλώ μην με παρεξηγήσεις.

davranmak συμπεριφέρομαι Hayvanlara iyi davranmalıyız. (Πρέπει να συμπεριφερόμαστε καλά τα ζώα.)

dedikodu yapmak κουτσομπολεύω Arkadaşlarımla kahve içip dedikodu yaptık. (Ήπιαμε καφέ και κουτσομπολέψαμε με τις φίλες μου )

değerlendirmek αξιολογώ Müdür raporu inceliyor. (Ο διευθυντής αξιολογεί την αναφορά)


değişmek αλλάζω Hava birden değişti. (Ο καιρός άλλαξε ξαφνικά)

delirmek τρελαίνομαι Adam tamamen delirdi. (Ο άνδρας τρελάθηκε εντελώς)

delmek τρυπώ Duvarı deliyoruz. (Τρυπάμε τον τοίχο)

demek λέω Çocuk «Hemen geliyorum» dedi. (Το παιδί είπε: «Έρχομαι αμέσως»)

denemek δοκιμάζω Bu elbiseyi denemek istiyorum. (Θέλω να δοκιμάσω αυτό το φόρεμα)

devam etmek συνεχίζω İşime devam ediyorum. (Συνεχίζω τη δουλειά μου)

dikmek ράβω Terzi güzel bir elbise dikiyor. (Ο ράφτης ράβει ένα ωραίο φόρεμα)

dilemek εύχομαι Mutlu bir yıl diliyorum. (Εύχομαι έναν ευτυχισμένο χρόνο)

dinlemek ακούω Radyoda müzik dinliyorum. (Ακούω μουσική στο ραδιόφωνο)

dinlenmek ξεκουράζομαι Evde dinleniyorum. (Ξεκουράζομαι στο σπίτι)

dizmek βάζω σε σειρά Kitapları rafa dizdim. (Έβαλα σε σειρά τα βιβλία στο ράφι )

doğmak γεννιέμαι 1980 yılında doğdum. (Γεννήθηκα το 1980)

doğramak ψιλοκόβω Patatesleri doğradım. (Ψιλόκοψα τις πατάτες )

doğurmak γεννάω Fatma güzel bir bebek doğurdu. (Η Φατμά γέννησε ένα όμορφο μωρό)

dökülmek χύνομαι Kahve üstüme döküldü. (Ο καφές χύθηκε πάνω μου)

dokunmak ακουμπώ Bana bir daha dokunma! (Μην με ακουμπήσεις ξανά )

dolandırmak εξαπατώ Ortağı Ahmet’i dolandırdı. (Ο συνέταιρος του, εξαπάτησε τον Αχμέτ)

doldurmak γεμίζω Tabağı doldurma! (Μην γεμίσεις το πιάτο)

donmak παγώνω Hava çok soğuk, donuyoruz. (Ο καιρός είναι πολύ κρύος, παγώνουμε)
dönmek επιστρέφω, γυρίζω Ülkeme dönüyorum. (Επιστρέφω στη χώρα μου)

dövmek δέρνω Babası, çocuğunu dövdü. (Ο μπαμπάς, έδειρε το παιδί του.)

dövüşmek μάχομαι,μαλώνω Çocuklar sokakta dövüşüyordu. (Τα παιδιά δέρνονται στο δρόμο.)

doymak χορταίνω Yemekler çok güzeldi ama doymadım. (Τα φαγητά ήταν πολύ καλά, αλλά δεν χόρτασα)

durdurmak σταματάω κάτι Taksiyi durdur lütfen! (Σε παρακαλώ σταμάτα το ταξί)

durmak σταματάω Her zaman kırmızı ışıkta duruyorum. (Πάντα σταματάω στο κόκκινο)

duş almak κάνω ντους Her sabah duş alıyorum. (Κάθε πρωί κάνω ντους)

düşmek πέφτω Saksı balkondan sokağa düştü. (Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι στο δρόμο)

düşünmek σκέφτομαι Her gün seni düşünüyorum. (Σε σκέφτομαι κάθε μέρα)

duymak ακούω Seni duyamıyorum, biraz bağır lütfen! (Δεν σε ακούω, φώναξε λίγο)

düzeltmek επιδιορθώνω Biraz şişmanladım, giysilerimi düzeltmem (Πάχυνα λίγο, πρέπει να επιδιορθώσω τα ρούχα μου)
gerek.

düzmek τακτοποιώ Giysilerimi düzüyorum. (Τακτοποιώ τα ρούχα μου)

You might also like