Professional Documents
Culture Documents
ος
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ 19
ΑΙΩΝΑΣ
Από τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους
έως την ήττα (1833-1897)
Αθήνα 2011
Στον αδελφό μου Γιώργο
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
5
άλλως προαπαιτούμενο, το όχημα εκείνο που σε οδηγεί στον τελικό
προορισμό. Και αυτός στην ιστορία δεν είναι άλλος από την κατανόηση
των γεγονότων, την ερμηνεία τους και την εξαγωγή βασικών
συμπερασμάτων. Ο Fernard Braudel αναφέρει κάπου ότι ο «μυστικός
σκοπός της ιστορίας, το βαθύ της κίνητρο, είναι η ερμηνεία της
συγχρονικότητας». Χρήσιμο, ενδιαφέρον και επίκαιρο. Όπως πάντοτε
επίκαιρη είναι η κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Τον τελευταίο,
μάλιστα, καιρό η ιστορία γίνεται όλο και πιο «δημοφιλής». Όλοι την
επικαλούνται, όλοι τη «γνωρίζουν» και μάλιστα «πολύ καλά». Αυτό δεν
είναι κατ’ ανάγκη κακό, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τηρούνται οι
επιστημονικά αναγκαίες προϋποθέσεις. Πράγμα, όμως, δυσεύρετο. Η
ιστορία, λοιπόν, είναι πάντοτε επίκαιρη, αρκεί να μην καταλήγουμε στο
χιλιοειπωμένο –και ασφαλώς λανθασμένο- ότι «επαναλαμβάνεται». Διότι
οι συγκρίσεις μιας κοινωνίας με χρονική απόσταση και σε διαφορετικές
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές περιόδους είναι επισφαλείς,
συνεπώς αδόκιμες. Ωστόσο, η μελέτη του οικονομικού, κοινωνικού και
πολιτικού γίγνεσθαι είναι πολλαπλώς χρήσιμη για την κατανόηση του
σήμερα. Όπως λέει και ένας άλλος σπουδαίος ιστορικός, ο Ε. Καρρ, «η
δουλειά του ιστορικού δεν είναι ούτε αγάπη για το παρελθόν ούτε
χειραφέτηση από το παρελθόν, αλλά η κατανόησή του σαν κλειδί για την
κατανόηση του παρόντος.»
6
Μπορούμε αφοριστικά να απορρίψουμε συλλήβδην το έργο τους και να
τους δούμε ως μία ξενική δύναμη επιβολής προτύπων και θεσμών; Ή,
απ’ την άλλη, να σταθούμε στις αγνές προθέσεις του Όθωνος και στην
αγάπη του προς την Ελλάδα με ρομαντική διάθεση; Ήταν επανάσταση η
3η Σεπτεμβρίου και πώς πολιτεύθηκαν οι πρωταγωνιστές μετά τη
μεταπολίτευση του 1843; Ποιά η σημασία της καθιέρωσης
κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα και η κατοχύρωση δικαιωμάτων
πρωτοποριακού για την Ευρώπη χαρακτήρα, όπως το δικαίωμα της
καθολικής ψηφοφορίας; Πώς ερμηνεύεται το ληστρικό φαινόμενο, το
οποίο γνώρισε μεγάλες διαστάσεις κατά το 19ο αιώνα; Ο ρόλος των
Μεγάλων Δυνάμεων ή κάποιων απ’ αυτές ήταν μονοσήμαντα
φιλελληνικός ή ανθελληνικός και, κυρίως, τι υπαγόρευε τη στάση τους
κατά περίοδο; Και πώς συνδέεται η ευρωπαϊκή διπλωματία με το όραμα
της Μεγάλης Ιδέας που οιστρηλατούσε τον ελληνισμό, εντός ή εκτός
συνόρων; Είναι μερικά μόνο ερωτήματα που καλούμαστε ν’ απαντήσουμε
κι αυτά σε συνδυασμό με την εξέταση των κοινωνικών και οικονομικών
δομών της χώρας. Και για να μην ξεχνάμε και την επικαιρότητα που
επικαλεσθήκαμε στην αρχή, η τελευταία δεκαετία του ΙΘ’ αιώνα
επεφύλασσε οικονομικό αδιέξοδο και, τελικά, πτώχευση. Και εκείνη την
περίοδο εκσυγχρονισμός, ανάπτυξη, φορολογία, εξευρωπαϊσμός,
δυσαρεστημένη και «αγανακτισμένη» κοινή γνώμη, κρίση πολιτικής
εκπροσώπησης, ήταν όροι και συμπτώματα που απασχολούσαν τους
Έλληνες. Άρα από την άποψη αυτή, η εξέταση της συνεχούς
αλληλεπίδρασης των ιστορικών γεγονότων με το σήμερα ως μία διαρκής
συνέχεια για την εξαγωγή χρήσιμων ερμηνευτικών σχημάτων είναι η
βασική προτεραιότητα.
7
Ευχαριστίες οφείλω στη Λένα Κατσούλα, η οποία αγόγγυστα
ανέχθηκε τις ιδιοτροπίες μου και φάνηκε συνεπέστατη στη μετατροπή του
περιεχόμενου σε ηλεκτρονική μορφή. Ακόμη, στον αναπληρωτή
καθηγητή Ανδρέα Καστάνη για τις ενδιαφέρουσες και εποικοδομητικές
συζητήσεις για θέματα απτόμενα της Νεοελληνικής Ιστορίας. Και,
βέβαια, στους Ευέλπιδες, ιδιαίτερα εκείνους με τον φιλέρευνο ζήλο,
υπενθυμίζοντας το Ισοκρατικόν «Τα μεν σώματα τοις συμμέτροις πόνοις,
η δε ψυχή τοις σπουδαίοις λόγοις αύξεσθαι πέφυκε». Πιθανόν η μελέτη
δεν θα έχει αποφύγει κάποια σφάλματα, για τα οποία ζητώ
προκαταβολικά συγγνώμη από τους αναγνώστες. Δηλώνω όμως
πρόθυμος να τα διορθώσω εφ’ όσον επισημανθούν.
8
ΜΕΡΟΣ Α’
ΜΕΡΟΣ Α΄
1 Για τον φιλελληνισμό του Λουδοβίκου, βλ., μεταξύ άλλων, Βόλφ Ζάιντλ,
Βαυαροί στην Ελλάδα. Η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του
Όθωνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1984, ιδιαίτερα σ. 25-115.
11
να ήταν βασιλεύς,2 ισότιμος δηλαδή του Σουλτάνου.
Οι όροι του Λουδοβίκου, αφού συζητήθηκαν στο Λονδίνο, έγιναν
αποδεκτοί, εκτός από εκείνον που αφορούσε τη διεύρυνση των συνόρων.
Ας σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων απουσίαζε η
ελληνική πλευρά, δεδομένου ότι δεν αναγνωριζόταν κάποιος νόμιμος
εκπρόσωπος εκ μέρους των Ελλήνων και δεν υφίστατο ακόμη διεθνώς
αναγνωρισμένη κρατική υπόσταση, από τη στιγμή ιδιαίτερα που το
κρατικό μόρφωμα, το οποίο αναγνωρίστηκε τον Ιανουάριο του 1830
περιδινιζόταν πλέον σ΄έναν ολετήριο εμφύλιο σπαραγμό. Και, βέβαια,
ούτε ο ανήλικος ακόμη Όθων έπρεπε να επικυρώσει τους οποιουσδήποτε
όρους ή κάποιος εξουσιοδοτημένος νόμιμος εκπρόσωπος του ελληνικού
κράτους να προσθαφαιρέσει σε όσα διελάμβανε η συμφωνία.3
Μελετώντας τη συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832 μπορούμε να
διακρίνουμε τα εξής κύρια σημεία. Πρώτα - πρώτα οριζόταν ο ανήλικος
πρίγκιπας Όθων ως κληρονομικός μονάρχης με τον τίτλο «βασιλεύς της
Ελλάδος» (άρθρα 1-3). Η Ελλάδα στο εξής θα αποτελούσε «Κράτος
μοναρχικόν ανεξάρτητον» και ετίθετο κάτω από την προστασία,
«εγγύησιν», των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ τα όρια του κράτους
παρέμεναν όπως είχαν χαραχθεί μετά τη συμφωνία με την Πύλη, δηλαδή
στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού (άρθρο 4). Οριζόταν η
κληρονομική διαδοχή (άρθρο 8) και μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνος (20
Μαΐου 1835) θα κυβερνούσε τριμελής αντιβασιλεία, την οποία θα διόριζε ο
Λουδοβίκος ο Α’ (άρθρα 9-10). Τον νεαρό Μονάρχη θα συνόδευε βαυαρικό
επικουρικό σώμα, αποτελούμενο από 3.500 στρατιώτες και αξιωματικούς,
οι οποίοι θα ανελάμβαναν την οργάνωση του ελληνικού στρατού (άρθρα
14-15). Τέλος, δινόταν δάνειο 60 εκατομμυρίων φράγκων με τη
μεσολάβηση και την εγγύηση των τριών Δυνάμεων (άρθρο 12), ένα
οικονομικό κεφάλαιο αναγκαίο για την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου
κράτους.4
2Για το ζήτημα, βλ. Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος,
1821-1921, τ. Α’, 1821-1865, εν Αθήναις, 1922, σ. 113-114.
3 Βλ. John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο
(1833-1843), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, τ. Α’, σ. 174.
4Ολόκληρο το κείμενο της συνθήκης, βλ. Επαμεινώνδας Κυριακίδης, Ιστορία του
Συγχρόνου Ελληνισμού από της ιδρύσεως του βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των
ημερών μας, 1832-1892, εν Αθήναις, 1892, τ.Α’ σ. 216-219. Επίσης, Τρύφων
12
Από τα συγκεκριμένα άρθρα προκύπτει ότι βασική πρόθεση των
Μεγάλων Δυνάμεων και του Λουδοβίκου Α’ ήταν να εξασφαλιστούν τα
αναγκαία μέσα προκειμένου να ορθοποδήσει το νεοελληνικό κράτος στα
πρώτα του βήματα. Και τα μέσα αυτά αφορούσαν τόσο τους οικονομικούς
πόρους, αφού η κεντρική εξουσία θα ξεκινούσε εκ του μηδενός, όσο και
την οπλική ισχύ, προκειμένου να διασφαλιστεί η, όσο το δυνατό,
απρόσκοπτη εδραίωση της κρατικής ισχύος σε μία χώρα που χειμαζόταν
από εξοντωτικούς εμφυλίους πολέμους. Ταυτόχρονα, γίνεται αμέσως
αντιληπτό ότι ο όρος ανεξαρτησία περιοριζόταν σ’ ό,τι αφορούσε την
Πύλη, τον Σουλτάνο. Και αυτό, διότι απροσχημάτιστα οι εγγυήτριες
Δυνάμεις μπορούσαν να ασκούν δραστικό έλεγχο στα τεκταινόμενα του
ελληνικού κράτους επιβάλλοντας μια ασφυκτική κηδεμονία στο
«προτεκτοράτο» της νότιας Βαλκανικής.5 Από την άποψη αυτή επρόκειτο
σαφέστατα για μια περιορισμένη κυριαρχία, εφ’ όσον κανείς από τους
όρους της συγκεκριμένης συνθήκης δεν μπορούσε να μεταβληθεί χωρίς τη
συναίνεση των Δυνάμεων που τη συνομολόγησαν. Ήταν ακριβώς αυτοί οι
όροι που θα παγιώσουν σταδιακά στη συνείδηση των Ελλήνων ό,τι
ονομάστηκε βαυαροκρατία και αφορούσε είτε την αντιβασιλεία είτε την
οθωνική βασιλεία. Κι αν με μια πρώτη- ασφαλώς επιφανειακή- ανάγνωση
η εγγύηση των Δυνάμεων παρουσιαζόταν ως ευεργετική προς τους
Έλληνες, οι τελευταίοι γνώριζαν ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να
πραγματοποιηθεί χωρίς να συναινέσουν οι τρεις Αυλές. Γιατί, εκτός από
την αδιαμφισβήτητη ισχύ τους, εξαρτούσαν την πορεία του ελληνικού
κράτους από την παροχή του δανείου έτσι ώστε τα όρια της πολιτικής και
της οικονομικής κηδεμονίας να μην είναι απλώς δυσδιάκριτα αλλά να
αποτελούν ένα άρρηκτο πλέγμα περιορισμού των κινήσεων της
οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης. Τέλος, να σημειωθεί ότι δύο
ζητήματα, τα οποία θα αποτελέσουν σημεία αιχμής κατά την αμέσως
επόμενη περίοδο δεν θίγονταν καθόλου: συγκεκριμένα, δεν γινόταν ούτε
καν υπαινικτική αναφορά για σύνταγμα, ενώ παραβλεπόταν το γεγονός
ότι εκλεγόταν ένας καθολικός στο θρησκευτικό δόγμα βασιλιάς για μία
χώρα με έντονη την ορθόδοξη βιωματική πίστη.
Ευαγγελίδης, Ιστορία του Όθωνος, Βασιλέως της Ελλάδος, 1832-1862, Αθήναι 1893,
σ. 7-13.
5 Βλ. χαρακτηριστικά την εμπεριστατωμένη μελέτη, Nicholas Kaltchas,
Introduction to the Constitutional History of Modern Greece, New York 1940, σ. 92.
13
Άφιξη του Όθωνος και της αντιβασιλείας. Το μεσημέρι της
25ης Ιανουαρίου 1833 έφτανε με τη βρετανική φρεγάτα Μαδαγασκάρη ο
νέος βασιλιάς στο Ναύπλιο. Εκτός από τα πρόσωπα της στενής συνοδείας
του, έφτασε η αντιβασιλεία, Βαυαροί αξιωματικοί και 3.500 στρατιώτες,
όπως προβλεπόταν από τη συνθήκη. Προηγουμένως, ο νεαρός μονάρχης
είχε περάσει από την Ρώμη και ως πιστός καθολικός που ήταν έλαβε τις
ευλογίες του πάπα Γρηγορίου ΙΣΤ’, ο οποίος του υπέδειξε να φροντίζει
τους Έλληνες καθολικούς που ζούσαν στην Ελλάδα.6 Ας σημειωθεί ότι τη
Μαδαγασκάρη συνόδευε κατά την άφιξη η ρώσικη κορβέτα Άννα και η
γαλλική Κορνηλία, γεγονός που υποδήλωνε την τριπλή κηδεμονία του
νέου βασιλείου.
Η υποδοχή του Όθωνος και της συνοδείας του στο Ναύπλιο ήταν -
σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες της εποχής- θερμή έως ενθουσιώδης.
Πλήθος λαού, στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, αρχιερείς και προύχοντες
είχαν σπεύσει στην αποβάθρα για να υποβάλουν τα σέβη τους στο νεαρό
βασιλιά.7 Είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ανδρών του βαυαρικού
επικουρικού σώματος, το οποίο απέδωσε τιμές στους υψηλούς επισήμους.
Πάντως η παράταξη των Βαυαρών στρατιωτικών στην αποβάθρα του
Ναυπλίου μπορεί να ερμηνευθεί και ως απόδειξη της ανασφάλειας που
διακατείχε τόσο τον Όθωνα όσο και την αντιβασιλεία απ’ τη στιγμή που
14
έφταναν σε μία άγνωστη χώρα, βυθισμένη το αμέσως προηγούμενο
διάστημα στη βία των ασύδοτων οπλισμένων ομάδων.8
Η θετική υποδοχή που έτυχαν οι Βαυαροί κατά την άφιξή τους στο
Ναύπλιο αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τις υψηλές προσδοκίες των
Ελλήνων από τη νέα Αρχή. Η χώρα ταλαιπωρημένη από έναν
πολυαίμακτο δεκαετή απελευθερωτικό Αγώνα και, κυρίως, εξαντλημένη
από τον εξουθενωτικό εμφύλιο που ακολούθησε, έπρεπε να σταθεί
σταδιακά ως μία ανεξάρτητη κρατική οντότητα δίπλα στα ευρωπαϊκά
κράτη. Βέβαια, οι προσδοκίες διέφεραν μεταξύ των κοινωνικών
στρωμάτων και, ασφαλώς, κάθε πλευρά αντιμετώπιζε μέσα από
διαφορετικό πρίσμα τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν. Ούτως ή
άλλως η προοπτική της απελευθέρωσης είχε θέσει ήδη το ζήτημα της
οργάνωσης τού υπό διαμόρφωση ανεξαρτήτου κράτους9 και αυτό υπήρξε
το κύριο αίτιο των εμφυλίων της περιόδου 1824-1827.10
Έτσι, για παράδειγμα, η πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού –
το αγροτικό στοιχείο εν προκειμένω– διείδε μέσα από την αποτίναξη του
οθωμανικού ζυγού και την κοινωνική του απελευθέρωση, υπό την έννοια
ότι οι παραδοσιακοί εξουσιαστικοί μηχανισμοί, όπως αυτοί
αποκρυσταλλώθηκαν κατά την τουρκοκρατία με την κατά τόπους
επικυριαρχία των προυχόντων, θα μετατεθούν και θα μετασχηματιστούν
προς όφελός τους σε μία νέα κρατική οργάνωση. Αυτό, βέβαια, δεν
σήμαινε ότι για τις ευρύτερες λαϊκές μάζες το πρόβλημα της εθνικής
απελευθέρωσης και της συνολικής οργάνωσης του κράτους ως την
15
Επανάσταση δεν αποτέλεσε τον πρώτιστο στόχο, ένα πρόκριμα άμεσης
προτεραιότητας.11
Από την άλλη, οι ηγέτιδες ομάδες -πρόκριτοι, ανώτερος κλήρος,
οπλαρχηγοί- προσδοκούσαν στη διατήρηση ή στη διεύρυνση των
προνομίων τους μέσα στο νέο κράτος, που ανελάμβαναν να οργανώσουν
οι Βαυαροί. Το ζήτημα, βέβαια, είναι να επισημανθούν οι προθέσεις της
νέας Αρχής, όπως αυτές διατυπώθηκαν από την πρώτη στιγμή της άφιξής
της στην Ελλάδα. Αυτές γνωστοποιήθηκαν με το διάγγελμα της 25ης
Ιανουαρίου 1835, το οποίοι υπέγραψαν τα μέλη της αντιβασιλείας εξ
ονόματος του ανήλικου μονάρχη.
Το συγκεκριμένο διάγγελμα είναι δηλωτικό των προθέσεων της
πολιτικής βούλησης των Βαυαρών, δεδομένου ότι όπως τόνισε ο ένας από
τους αντιβασιλείς «[…] η προκήρυξη αυτή στάθηκε ο οδηγός μας για την
μελλοντική μας διοίκηση, και ποτέ δεν ξεφύγαμε έστω και κατά γράμμα
απ’ εκείνο το δρόμο».12 Στην αρχή του διαγγέλματός του ο Όθων
αναφέρεται στο ρόλο των «ενδόξων και μεγαλοψύχων μεσιτών», που
έλαβαν την πρωτοβουλία να τον εκλέξουν για τον ελληνικό θρόνο αλλά,
παράλληλα, επισημαίνεται και η «ελευθέρα εκλογή των Ελλήνων».13 Δύο
16
παρατηρήσεις: πρώτον γίνεται σαφής αναφορά στον καταλυτικό ρόλο
που διεδραμάτισαν και προφανώς θα συνέχιζαν εφεξής οι Μεγάλες
Δυνάμεις. Δεύτερον, αποπειράται από την πρώτη στιγμή της εκλογής του
ως μονάρχη ν’ αποσπάσει την αναγκαία νομιμοποίηση. Διότι η «ελευθέρα
εκλογή» των Ελλήνων δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η επικύρωση εκ μέρους
της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως (Πρόνοια, Ιούλιος 1832) της προειλημμένης
αποφάσεως των ευρωπαϊκών ανακτοβουλιών. Ωστόσο, πρέπει να
επισημανθεί η αντιφατικότητα των Βαυαρών στο συγκεκριμένο ζήτημα,
δεδομένου ότι η Δ’ Εθνοσυνέλευση την οποία επικαλούνταν δεν
αναγνωρίστηκε ποτέ από τους ίδιους, με το πρόσχημα ότι θα
μεροληπτούσαν υπέρ μιας πολιτικής παράταξης.14
Στο ίδιο διάγγελμα, ο συντάκτης είναι σαφές ότι εμπνέεται από την
ελέω Θεού μοναρχία και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παραχώρηση
συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Γνωρίζοντας, μάλιστα, τις
συνθήκες αναρχίας που επικράτησαν μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια
και τις δυσκολίες που ορθώνονταν, χωρίς περιστροφές εξαπολύει τις
πρώτες απειλές: απεύχεται να περιέλθει στην «θλιβεράν ανάγκην τού να
κάμει να καταδιωχθώσι με όλην την αυστηρότητα των νόμων οι
ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και οι αποστάται». Παράλληλα,
προσδοκά ότι «έκαστος [εκ των Ελλήνων] θα αποδώση εις το έθνος την
προσήκουσαν υποταγήν εις τους νόμους και εις τας αρχάς τας
επιτετραμμένους την τούτων εκτέλεσιν και να επιστρέψει εις την εστίαν
των».
Είναι φανερή η πρόθεση της κεντρικής εξουσίας να κάνει επίδειξη
δύναμης από την πρώτη στιγμή, προκειμένου να παγιωθεί ως η μόνη
νόμιμη εξουσία σε μία κοινωνία με έντονα πολυκεντρικό χαρακτήρα.
Στην προκειμένη περίπτωση, το «κοινόν καλόν» του διαγγέλματος
ταυτιζόταν πλήρως με τη συγκρότηση ισχυρού, απόλυτα συγκεντρωτικού,
κράτους, στο οποίο ο μονάρχης προσωποποιούσε αυτήν την ενότητα ως
επικεφαλής της εκάστοτε κυβερνήσεως. Η καθυποταγή των επιμέρους
ατομικών βουλήσεων και των κοινωνικοπολιτικών παράκεντρων
εξουσίας (προυχοντισμός) για την επίτευξη του «κοινού καλού», γινόταν
στη μία και αδιαίρετη εξουσία, στον μονάρχη. Αυτός στηριγμένος στην
17
ύφανση περίξ αυτού μιας γραφειοκρατικής elite νομοθετούσε
(auctoctaritas facit legem). 15
18
Βαυαροί ήταν απολύτως εναρμονισμένη με τα αυταρχικά καθεστώτα της
Ευρώπης, όπως αυτά παγιώθηκαν μετά το 1815, και τις επιταγές των
Μεγάλων Δυνάμεων, γεγονός που διασφάλιζε την έξωθεν καλή μαρτυρία
και τη νομιμοποίηση της πολιτικής τους προς εκείνους ακριβώς που τους
είχαν ορίσει στον ελληνικό θρόνο.
πράξεις της Συμμαχίας και της Αυλής του Μονάχου, εν Αθήναις, 1843, Εθνική
Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σ. 26.
18Βλ. και Γεώργιος Π. Νάκος, Το πολιτειακόν καθεστώς της Ελλάδος επί Όθωνος
μέχρι του Συντάγματος του 1844. Εκ των δημοκρατικών ιδεωδών της
επαναστάσεως του 1821 εις την Απόλυτον Μοναρχίαν, διατριβή επί διδακτορία,
Θεσσαλονίκη 1974, Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών
Επιστημών, τ. 12, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
19 Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Α’, σ. 188.
19
της εποχής»,20 αντλούσε τα ερείσματά του κυρίως απ’το Λονδίνο. Με
ισχυρή προσωπικότητα θέλησε ν’ αποδείξει ότι δεν είναι εντολοδόχος του
Λουδοβίκου, αποστασιοποιούμενος από τις επιλογές του βασιλιά της
Βαυαρίας. Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε «πολλές επιφυλάξεις» για την
καταλληλότητα του συγκεκριμένου προσώπου και αυτό επιβεβαιώθηκε
σύντομα όταν ο πρώτος τη τάξει αντιβασιλιάς διεκήρυξε ότι ‹‹η
αντιβασιλεία, από τη φύση της επιφορτισμένη με την άσκηση της
βασιλικής εξουσίας σε ένα ανεξάρτητο κράτος, έπρεπε να παραμείνει
εντελώς ανεξάρτητη από κάθε ξένη επέμβαση, ακόμη και από τη
βαυαρική››.21
Ωστόσο, ο Άρμανσμπεργκ σύντομα, μετά την άφιξή του στην
Ελλάδα, φαίνεται να «λησμόνησε τας δια τα συνταγματικά πολιτεύματα
συμπαθείας του».22 Και όχι μόνον αυτό, αλλά αποδείχθηκε υπέρμετρα
φιλόδοξος με αποτέλεσμα ν’ αναλωθεί σε ένα παιχνίδι παρασκηνίου,
ερχόμενος σε ρήξη με τα άλλα μέλη της αντιβασιλείας. Χωρίς να
παραγνωρίζονται οι αδιαμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες και η
συσσωρευμένη εμπειρία του, θεωρήθηκε ότι προέβαλε «το προσωπικό του
συμφέρον πάνω από τα συμφέροντα της Ελλάδος»,23 ενώ υπερήφανος για
την αριστοκρατική του καταγωγή, «δεν απέκρυπτε ποίαν όπως είναι τινά
περιφρόνησιν προς τους δύο πληβείους μεθ’ ων είχε να συνεργασθή εν τη
αντιβασιλεία»24. Αλλά την οξύτερη κριτική την είχε δεχθεί ο
Άρμανσμπεργκ απ’ τον συνάδελφό του, τον Μάουρερ, ο οποίος του
καταλόγιζε, με παράθεση λεπτομερειών, πλήθος από άστοχες ενέργειες
και λάθη χαρακτηρίζοντας τον «πανούργο», «συνωμότη» και
«μηχανοράφο».25 Όμως αυτού του είδους οι σχέσεις μεταξύ εκείνων που
ήταν επιφορτισμένοι με την οργάνωση του κράτους αποδεικνύει μια
ακόμη πλευρά των δυσχερειών που έπρεπε να ξεπεράσει η βαυαρική
εξουσία.
Ο Μάουρερ ήταν επιστήμονας υψηλού κύρους, καθηγητής της
Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και μέλος της
20 Βλ. Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αφοί Τολίδη χ.χ.,
τ. Β’, σ. 280.
21 Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Α’, σ. 188.
22 Βλ. Σταμάτιος Λάσκαρις, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1947, σ.50.
23 Γεώργιος Φίνλεϋ, ό.π., τ. Β’, σ. 281.
24 Σταμάτιος Λάσκαρις, ό.π., σ. 50.
25 Γκ.Λ. Μάουρερ, ό.π., τ. Α’, σ. 429-437.
20
Ακαδημίας Επιστημών, ενώ είχε διατελέσει και υπουργός Δικαιοσύνης
στη Βαυαρία. Οι απόψεις για τον συγκεκριμένο βασιλιά είναι μάλλον
θετικές, χωρίς να λείπουν και οι επισημάνσεις αρνητικών πλευρών του
χαρακτήρα του: «εργατικός, συνεπής και ακέραιος στην εκτέλεση των
καθηκόντων του […] άνθρωπος με αρχές» αλλά και «σχολαστικός,
ευερέθιστος, φιλάργυρος και αυταρχικός»26. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο
έγκριτος Βαυαρός νομομαθής ήταν αυτός που θεμελίωσε τη νομοθεσία
του νεοελληνικού κράτους, αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη για πολλές
δεκαετίες.
Ο Έιντεκ ήταν ο αντιβασιλιάς εκείνος που είχε εμπειρία από την
ελληνική πραγματικότητα, καθώς μετά από εντολή του Λουδοβίκου
έφτασε το 1826, επικεφαλής μικρής ομάδας Βαυαρών στρατιωτικών,
συμμετέχοντας στην επανάσταση στις επιχειρήσεις της Αττικής.
Αξιωματικός εμπειροπόλεμος, καθώς συμμετείχε στους ναπολεόντειους
πολέμους στο πλευρό των Γάλλων, έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης
του Λουδοβίκου, αλλά είχε και την εμπιστοσύνη της ρωσικής Αυλής. Το
γεγονός αυτό συνέβαλε στο να αναμειχθεί κατά τη διάρκεια της
αντιβασιλείας σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, εναντιούμενος κυρίως στην
πολιτική του Άρμανσμπεργκ.27
21
Κωλέττης).29 Όλες αυτές οι Γραμματείες συγκροτούσαν το υπουργικό
συμβούλιο, τα καθήκοντα του οποίου ανέθεσε ο Μονάρχης σύμφωνα με
την κρίση του.
Παράλληλα, δημιουργήθηκε και το Ανακτοβούλιο, ένα όργανο το
οποίο φαινομενικά δεν είχε στην αρχή κάποια σημαντική εξουσία, αφού
ήταν επιφορτισμένο να μεταφράζει από τη γερμανική γλώσσα τα
επίσημα έγγραφα του κράτους και να τα διεκπεραιώνει στις διοικητικές
αρχές. Σταδιακά, όμως, και ιδιαίτερα μετά το 1835 απέκτησε μεγάλη
εξουσία, συγκεντρώνοντας πολλές αρμοδιότητες και προκαλώντας συχνά
το μίσος της κοινής γνώμης.30
Επιπλέον, μέσα στη Γραμματεία των Εσωτερικών δημιουργήθηκε
ένα ιδιαίτερο τμήμα για τη δημοσιονομική υπηρεσία, η οποία είχε ως
σκοπό να προωθήσει τον εποικισμό της χώρας31, καθώς πολλά τμήματα
της υπαίθρου παρουσίαζαν εικόνα εγκατάλειψης και πλήρους
ερήμωσης.32
Βλέποντας κάποιος τους επικεφαλής των Γραμματειών να είναι
Έλληνες, θα μπορούσε να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η
διοίκηση του αρτισύστατου κράτους παρέμενε στα χέρια των Ελλήνων.
Ωστόσο, την πραγματική εξουσία διατηρούσε η αντιβασιλεία, «ένα είδος
υπερσυμβουλίου»33, το οποίο φρόντισε να τοποθετήσει σε κομβικές θέσεις
του κρατικού μηχανισμού Βαυαρούς συμβούλους, τεχνοκράτες της
απόλυτης εμπιστοσύνης της. Η έλευση και ο διορισμός πλήθους Βαυαρών
απέβλεπε αφ’ ενός μεν στον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού,
καθώς η νέα Αρχή αισθανόταν ανασφαλής στο νέο περιβάλλον και αφ’
ετέρου στην οργάνωση των νέων θεσμών από άτομα με γνώσεις
22
εξειδικευμένες και εμπειρία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον
αναπόφευκτο αποκλεισμό των Ελλήνων από την πραγματική εξουσία
παγίωσε μία εξουσιαστική δομή, που έμεινε γνωστή ως βαυαροκρατία.
Θέλοντας οι Βαυαροί να μην συνδέσουν την οργάνωση του κράτους με
την εγχώρια πολιτική ελίτ, βασικά επιδίωξαν να απεμπλακούν από
κομματικές διαμάχες που ταλάνιζαν τη χώρα στο αμέσως προηγούμενο
διάστημα34, ωστόσο σύντομα θα συντελέσουν στη δημιουργία ενός
διπολικού σχήματος, στο οποίο θα βρουν απέναντί τους την παραδοσιακή
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του τόπου.
23
Η όλη οργάνωση απέβλεπε -όπως και κατά την καποδιστριακή
περίοδο- στον πλήρη έλεγχο της τοπικής κοινωνίας από την κεντρική
εξουσία κάτι που αποτελούσε τον βασικό άξονα της πολιτικής των
Βαυαρών.37 Και αυτή ακριβώς η πολιτική θα αποτελέσει σημείο τριβών και
οξύτητας ανάμεσα στη βαυαρική απολυταρχία και στην παγιωμένη από
την ύστερη φάση της τουρκοκρατίας προυχοντική ολιγαρχία. Η τελευταία,
έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια της σημαντική οικονομική και πολιτική
ισχύ, μπορούσε να προκαλέσει προσκόμματα και αναταράξεις στην
κοινωνία, ιδιαίτερα μεταξύ του αγροτικού πληθυσμού38. Η εκ των άνω
επιβολή νέων θεσμικών προτύπων από τους Βαυαρούς στερούσε από τις
παραδοσιακές αυτές δυνάμεις την πηγή άντλησης της εξουσιαστικής
ισχύος. Συνεπώς, αν από τη σύγκρουσή τους με τον Καποδίστρια εξήλθαν
νικητές, στις νέες περιστάσεις μετά το 1833 όφειλαν να
επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους και να αναζητήσουν νέα ερείσματα.
Αυτά θα τα βρουν κυρίως στην πολιτική, καθώς θα αποδυθούν σε έναν
σκληρό αγώνα επικράτησης μέσα από τους υπάρχοντες κομματικούς
σχηματισμούς.
Συνεπώς, η συγκεκριμένη σύγκρουση της κεντρικής εξουσίας με
την παραδοσιακή προυχοντική ολιγαρχία δεν θα πρέπει να ιδωθεί και να
ερμηνευθεί μέσα από το παραμορφωτικό και άκρως υπεραπλουστευτικό
πρίσμα μιας διαπάλης ανάμεσα σε θεσμούς και φορείς, που διαπνέονταν
από δημοκρατικές αρχές και διέθεταν αυτοδιοικητικά δικαιώματα, με την,
όντως, απολυταρχική κεντρική εξουσία. Περισσότερο αφορά την
προσπάθεια της νέας Αρχής να επιβάλει θεσμικά πλαίσια που οδηγούσαν
στη συγκρότηση συγκεντρωτικού κράτους σύμφωνα με τα δυτικά
πρότυπα.
24
Το εκπαιδευτικό σύστημα. Με πρωτοβουλία του αρμόδιου
αντιβασιλέα, του Μάουρερ, συστάθηκε το Μάρτιο του 1833 μία ειδική
επιτροπή υπεύθυνη για την εκπόνηση ενός σχεδίου που θα αφορούσε
στην οργάνωση της εκπαίδευσης. Την επιτροπή, στην οποία προήδρευε ο
αρμόδιος Γραμματέας, αποτελούσαν ο Ιωάννης Κοκκώνης, ο Ιωάννης
Βενθύλος, ο Αλέξανδρος Σούτσος, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο
Κωνσταντίνος Σχινάς. Το σχέδιο της συγκεκριμένης επιτροπής κρίθηκε
μάλλον ανεφάρμοστο και, τελικά, τον Φεβρουάριο του 1834 εκδόθηκε το
σχετικό διάταγμα,39 που αφορούσε στη στοιχειώδη εκπαίδευση και
αποτελούσε περισσότερο αντιγραφή του γαλλικού νόμου Guizot (Ιούλιος
1833).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το ιδρυτικό διάταγμα προβλεπόταν η
λειτουργία Δημοτικού σχολείου σε κάθε δήμο της χώρας, ο οποίος θα
ανελάμβανε και τα έξοδα για τη συντήρησή του. Αν ληφθούν υπόψη τα
πενιχρά οικονομικά των δήμων αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πρόβλεψη
απείχε πολύ από την εφαρμογή του νόμου. Στο Δημοτικό σχολείο
φοιτούσαν παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, η φοίτηση ήταν υποχρεωτική και
διαρκούσε επτά έτη.40 Η έλλειψη δασκάλων είχε ως αποτέλεσμα να
αναβιώσει η πρακτική της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, η οποία είχε
εισαχθεί το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία. Να σημειωθεί ότι η
διδασκαλία στηριζόταν στην αρχαΐζουσα, γεγονός που δημιουργούσε
πρόσθετα εμπόδια στους μαθητές, οι περισσότεροι γονείς των οποίων
ήταν αναλφάβητοι.41
Ως προς τη μέση εκπαίδευση, εκδόθηκε Β. Διάταγμα στις 21
Νοεμβρίου του ίδιου έτους, με το οποίο ιδρύθηκε το Ελληνικόν Σχολείον
και το Γυμνάσιον στο Ναύπλιο. Δύο χρόνια αργότερα λειτουργούσαν άλλα
δύο Ελληνικά, στην Αθήνα και τη Σύρο. Κατόπιν ιδρύθηκαν κι άλλα στις
25
μεγαλύτερες πόλεις, κυρίως μονοτάξια. Αρτιότερη οργάνωση της μέσης
εκπαίδευσης συντελέστηκε με το Β.Δ. της 31ης Δεκεμβρίου 1836.42
Το Ελληνικό Σχολείο λειτούργησε σύμφωνα με τα γερμανικά
πρότυπα, ενώ σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα διδασκαλίας παρατηρείται
σοβαρή υστέρηση των θετικών επιστημών, δηλαδή της αριθμητικής, της
γεωμετρίας και της φυσικής.43 Το ίδιο ίσχυε και για τη δεύτερη βαθμίδα
της μέσης εκπαίδευσης, το Γυμνάσιο, το οποίο είχε ως κύριο στόχο, κατά
την τετραετή φοίτηση, την προπαρασκευή των μαθητών προκειμένου να
εγγραφούν στο πανεπιστήμιο.
Στη μέση εκπαίδευση εντάσσονται και μια σειρά από
εκπαιδευτήρια, τα οποία είχαν επαγγελματικό χαρακτήρα και τα οποία
ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της οθωνικής βασιλείας. Έτσι, για
παράδειγμα, από το 1837 λειτούργησαν τα Ναυτικά Σχολεία στη Σύρο και
το Ναύπλιο για όσους επρόκειτο να ακολουθήσουν ναυτικά
επαγγέλματα. Ένα άλλο σχολείο ήταν η Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας, η
οποία είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια το 1829, διέκοψε τη λειτουργία
της το 1838 και επαναλειτούργησε το 1846. Προοριζόταν για όσους θα
ασχολούνταν με τα αγροτικά επαγγέλματα, ένα είδος γεωπονικής
σχολής. Λειτούργησαν επίσης Ιερατικά Σχολεία για όσους νέους ηλικίας
15 έως 18 ετών επρόκειτο να ακολουθήσουν το στάδιο της ιερωσύνης.
Ξεχωρίζει η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή, η οποία ιδρύθηκε το 1843 με
δωρεά των αδερφών Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρη44 και από την οποία
μετά την τετραετή φοίτηση οι απόφοιτοι μπορούσαν να συνεχίσουν στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου.
26
Ξεχωριστή σημασία είχε η ίδρυση το 1836 του Πολυτεχνικού
Σχολείου, με στόχο τη διδασκαλία των τεχνών. Το Πολυτεχνικό Σχολείο
ήταν ο πρόδρομος του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και οι μαθητές
του διδάσκονταν μαθηματικά, ιχνογραφία και αρχιτεκτονική. Μετά το
1843, όταν χωρίστηκε σε τρία τμήματα, το ένα απ’ αυτά ονομάστηκε
Καλών Τεχνών και διδάσκονταν η ζωγραφική, η γλυπτική, η ξυλογραφία
και η κοσμηματογραφία. Επρόκειτο για το τμήμα που αργότερα
ονομάστηκε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.45
Απ΄ το Διδασκαλείο, το οποίο λειτουργούσε από το 1834 στο
Ναύπλιο, αποφοιτούσαν όσοι ήθελαν να ασκήσουν το επάγγελμα του
δασκάλου. Επρόκειτο για έναν διετή κύκλο σπουδών και διευθυνόταν από
τον Γερμανό καθηγητή Κόρκ, ο οποίος ήταν από χρόνια εγκατεστημένος
στην Ελλάδα νυμφευμένος με Ελληνίδα.46
Εκτός από τα σχολεία που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από το
κράτος, υπήρξαν κι άλλα που στηρίχθηκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία,
κυρίως από ξένους ιεραποστόλους, προτεστάντες ή καθολικούς. Η
λειτουργία αυτών των σχολείων γνώρισε ισχυρή αντίδραση και
αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από όσους θεωρούσαν ότι μέσω αυτών
των εκπαιδευτηρίων ασκείτο προσηλυτισμός.47 Τέλος, να σημειωθεί ότι
27
στο πλαίσιο της μέσης εκπαίδευσης, λειτούργησε από το 1837 το
Διδασκαλείο Θηλέων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, αρχικά διετούς και
κατόπιν πενταετούς φοίτησης, το οποίο τρεις δεκαετίες μετά την ίδρυσή
του άρχισε να παρέχει πτυχίο δασκάλας.
Ως προς την Ανώτατη εκπαίδευση στις προθέσεις της
αντιβασιλείας ήταν να ιδρυθεί πανεπιστήμιο. Το ζήτημα, ωστόσο,
προσέκρουε κυρίως σε οικονομικούς λόγους μέχρι το 1837, οπότε
πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Οθωνικού, όπως ονομάστηκε,
πανεπιστημίου, το οποίο είχε προσωρινή έδρα την οικία του αρχιτέκτονα
Σταμάτη Κλεάνθη στην Πλάκα. Το ιδρυτικό διάταγμα όριζε τη λειτουργία
τεσσάρων σχολών: Φιλοσοφίας, Νομικής, Θεολογίας, και Ιατρικής.48 Οι
πρώτοι φοιτητές που ενεγράφησαν ήταν μόλις 52, ενώ τα μαθήματα
δίδασκαν 34 καθηγητές, από τους οποίους οι 7 ήταν Γερμανοί.
Αναμφισβήτητα, το εκπαιδευτικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε επί
αντιβασιλείας και αργότερα καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωνικής
μοναρχίας ήταν σημαντικό και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του για πολλές
δεκαετίες στην ιστορία της εκπαίδευσης της χώρας. Το όλο οικοδόμημα
στηρίχθηκε, ως επί το πλείστον, στην αντιγραφή γερμανικών ή
γερμανογενών προτύπων, χωρίς να υπάρχει λειτουργική συναρμογή με
την ελληνική εμπειρία.49 Κύριο γνώρισμα της εκπαιδευτικής πολιτικής -
όπως εξάλλου η πολιτική των Βαυαρών σε όλες τις θεσμικές εκφάνσεις -
ήταν ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της, αφού η λειτουργία όλων των
βαθμίδων της εκπαίδευσης υπαγόταν στο υπουργείο Παιδείας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο
μονοδιάστατος χαρακτήρας του, υπό την έννοια ότι υστερούσαν
σημαντικά οι θετικές επιστήμες εν σχέσει με την κλασική παιδεία σε όλες
28
τις βαθμίδες.50 Η αρχαιολατρία, κύριο γνώρισμα εξάλλου του
φιλελληνισμού, ήταν διάχυτη και κυρίαρχη αντίληψη στην παρεχόμενη
εκπαίδευση και υπαγορευόταν απ’ την ανάγκη σύνδεσης με τις ρίζες του
κλασικισμού. Ταυτόχρονα, όμως, δεν παρείχε ουσιαστικές ευκαιρίες ώστε
το εκπαιδευτικό σύστημα να εξυπηρετήσει τις παραγωγικές ανάγκες της
χώρας ή να χαράξει νέους δρόμους που να συνδέονται με τις καθημερινές
ανάγκες της ζωής και τα τεχνικού χαρακτήρα επαγγέλματα. Ανεξάρτητα
πάντως με την κριτική που μπορεί να ασκήσει κάποιος στη συγκεκριμένη
εκπαιδευτική πολιτική, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι οι προσπάθειες
ξεκίνησαν από μηδενική βάση, σε μία χώρα με ελάχιστους οικονομικούς
πόρους και σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό προσωπικό. Τέλος, ως προς
το τελευταίο ζήτημα, ας σημειωθεί ότι υπήρχε σε μεγάλο βαθμό
προκατάληψη αλλά και καχυποψία προς τους προερχόμενους από το
εξωτερικό δασκάλους, γεγονός που δημιούργησε επιπλέον προσκόμματα
στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.51
50 Στο ίδιο, σ. 486: χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1836 στη μέση
εκπαίδευση τα φιλολογικά μαθήματα κάλυπταν το 53,2% του συνολικού
αριθμού των ωρών της διδασκαλίας, ενώ οι θετικές επιστήμες μόλις το 19,2%.
51Μάλιστα, ο Μάουρερ, ό.π., σ. 533, θίγοντας το ζήτημα το αποδίδει σε γνώρισμα
του Έλληνα, αναγόμενο στην αρχαιότητα, παραπέποντας σε μία αποστροφή του
Τάκιτου: «Οι Έλληνες τα δικά τους μόνο θαυμάζουν».
52 Φ.Ε.Κ., φ. 23, της 1/13 Αυγούστου 1833.
29
στην Επανάσταση.53 Και ενώ στις επαναστατημένες περιοχές δεν ανέλαβε
κανείς απεσταλμένος απ’ το Φανάρι καθήκοντα επισκόπου, ο
Καποδίστριας αντιμετώπισε το ζήτημα με διπλωματικότητα, χωρίς να
προχωρήσει στη λήψη κάποιας απόφασης, αφού έθεσε άλλες
προτεραιότητες. 54
30
σε λιγότερες από επτά ώρες, να αποκοπεί επίσημα από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως».57
Με τη συγκεκριμένη απόφαση το κράτος ανελάμβανε πλήρως τη
διοικητική κηδεμονία της Εκκλησίας και απέκοπτε οριστικά τον ομφάλιο
λώρο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολιτικός αρχηγός της
αυτοκέφαλης Εκκλησίας ήταν ο βασιλιάς, τη σύνοδο αποτελούσαν πέντε,
διορισμένοι από τον Όθωνα, επίσκοποι, ενώ στις συνεδριάσεις της θα
παρευρίσκετο ο βασιλικός επίτροπος. Γραμματέας της συνόδου ορίστηκε ο
αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης. Ο τελευταίος υπήρξε, σε αγαστή
συνεργασία με τον Μάουρερ, ο ιθύνων νους του όλου εγχειρήματος. Με
σπουδές στη Γερμανία, ο συγκεκριμένος λόγιος κληρικός, φαίνεται να είχε
δεχθεί ισχυρές επιδράσεις από τα προτεσταντικά πρότυπα, τα οποία
προσπάθησε να εφαρμόσει από την πρώτη στιγμή της άφιξης της
αντιβασιλείας.58 Εξάλλου, και ο Μάουρερ, συνειδητός και πιστός
προτεστάντης, αντιλαμβανόταν την Εκκλησία ως θεσμό πλήρως
υποταγμένο στην Πολιτεία, άρα ελεγχόμενο και, συνεπώς, λιγότερο
επικίνδυνο για τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας. Αυτό γίνεται
κατανοητό, αν συνυπολογιστεί η μεγάλη απήχηση που είχε ο ιερός
κλήρος ανάμεσα στο ορθόδοξο πλήρωμα εκ παραδόσεως στον ελλαδικό
χώρο.
Κι αν στο χώρο του ανώτερου κλήρου δεν σημειώθηκε άξια λόγου
αντίσταση στις επιλογές της αντιβασιλείας,59 σαφώς αντίθετη θέση
διατύπωσε ο αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, ο
31
μεγάλος αντίπαλος τού Φαρμακίδη. Κληρικός με μεγάλη μόρφωση και
ρητορικές ικανότητες, στάθηκε απολύτως αντιμέτωπος στις επιλογές της
αντιβασιλείας για το εκκλησιαστικό. Κατά τον Οικονόμο, μόνο το
Οικουμενικό πατριαρχείο είχε τη δικαιοδοσία να εγκρίνει την
αυτοκεφαλία της ελληνικής Εκκλησίας και, συνεπώς, η μονομερής
ανακήρυξη ήταν παράνομη.60 Εκτός αυτού, η απόφαση ελλόχευε
κινδύνους για το ορθόδοξο δόγμα και επρόκειτο για σχέδιο αλλοιώσεώς
του από τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό.61
Ο ίδιος ο Μάουρερ ήταν σαφέστατα ικανοποιημένος από την
επιτυχία του εγχειρήματος, θεωρώντας ότι «η Ελληνική Ιερά Σύνοδος
είναι πολύ πιο ελεύθερη και διατηρεί πολύ μεγαλύτερη ανεξαρτησία
απέναντι στο Κράτος απ΄ό,τι η Ρώσικη». Απέρριπτε, μάλιστα, την αιτίαση
ότι αντέγραψε τα βαυαρικά πρότυπα, προχωρώντας σε σχετική
σύγκριση.62 Το βέβαιο είναι ότι επιτεύχθηκε ο πλήρης, σχεδόν, έλεγχος της
κρατικής εξουσίας προς την εκκλησιαστική, γεγονός που προσέδιδε
ασφάλεια στη νεοπαγή βασιλεία. Ωστόσο, κατά τις επόμενες δεκαετίες ο
ασφυκτικός εναγκαλισμός του κράτους προς την Εκκλησία και η
32
αμφίδρομη ανάμειξη των δύο φορέων σε ζητήματα εκτός της δικαιοδοσίας
τους, θα έχει αρνητικές συνέπειες και θα αποτελέσει αφορμή
κοινωνικοπολιτικών ανωμαλιών και διχασμού.
Συναφές είναι και το ζήτημα των μοναστηριών, ζήτημα το οποίο
τέθηκε ένα μόλις μήνα μετά την εγκαθίδρυση της Ιεράς Συνόδου. Η
τελευταία εισηγήθηκε το κλείσιμο των μοναστηριών που είχαν
λιγότερους από τρεις μοναχούς και τη δήμευση των περιουσιών τους,
προκειμένου να προικοδοτηθεί το Εκκλησιαστικό Ταμείο για τη
μισθοδοσία του κλήρου.
Πράγματι, η αντιβασιλεία διέταξε το κλείσιμο των μοναστηριών
που είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς, τον αποσχηματισμό των
μοναζουσών που δεν είχαν συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας τους και
τη δήμευση της κτηματικής περιουσίας καθώς και των συσκευών ή άλλων
περιουσιακών στοιχείων. Αιτιολογώντας την απόφαση αυτή ο Μάουρερ
ισχυρίστηκε ότι ο αριθμός των μοναστηριών ήταν υπερβολικά μεγάλος,
ενώ τα, επίσης, μεγάλα εισοδήματά τους “θα έπρεπε να
χρησιμοποιούνται κατά καλύτερο τρόπο.”63 Και στο ζήτημα αυτό υπήρξαν
αντιδράσεις τόσο για την απόφαση καθ’ εαυτήν, όσο και για τη βιαιότητα
που χρησιμοποιήθηκε εκ μέρους των οργάνων της Πολιτείας, όταν
κλήθηκαν να εφαρμόσουν τον νόμο.64 Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που δεν
θίχθηκαν οι μονές των καθολικών, η συμπεριφορά του επίσημου κράτους
δημιούργησε λαϊκή δυσφορία και ενίσχυσε τα επιχειρήματα όσον
εναντιώνονταν στη γενικότερη εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών.65
33
Οι αντιδράσεις για την εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών
προέρχονταν κυρίως από τα στελέχη και τους οπαδούς του Ρωσικού
κόμματος αλλά και από τους ίδιους τους ιθύνοντες της Πετρούπολης.
Πράγματι, η καθυποταγή ενός τόσο σημαντικού θεσμού στην κεντρική
εξουσία, συνιστούσε περιορισμό της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα, κάτι
που φυσικά δεν ικανοποιούσε τη ρωσική διπλωματία. Γι΄ αυτό, εξάλλου,
θα πολεμήσει με κάθε τρόπο την αυτοκεφαλία. Κυρίως, όμως, απέβλεπε
σ’ αυτό που με διορατικότητα, ήδη από το 1832, διατύπωσε ο νεαρός
Μονάρχης απευθυνόμενος προς τον πατέρα του Λουδοβίκο: «Μια
πνευματική κυριαρχία στη χώρα θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη για
την κοσμική ηγεμόνα, αν κάποια στιγμή η κεφαλή της Εκκλησίας πήγαινε
με το μέρος ενός κόμματος: γιατί τότε ολόκληρος ο Κλήρος, και μαζί του ο
λαός, θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του».66
είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν
αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες˙ και ζούσαν μαζί τους τόσοι
φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και
οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωνσταντινοπολίτης
Κωστάκης Σκίνας συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν
όλους τους ναούς των μοναστηριών»˙ βλ. Ιωάννης Μακρυγιάννης,
Απομνημονεύματα, Πέλλα, χ.χ., τ. 2ος , σ. 77.
66 Βλ. John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., τ. Α’, σ. 218.
67 Φ.Ε.Κ. της 9ης Φεβρουαρίου 1833, αρ. 8. Για το θέμα της οργάνωσης της
δικαιοσύνης, βλ. λεπτομέρειες, Γκ. Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 606-732, όπου ο Βαυαρός
νομοθέτης αναλύει επισταμένα ολόκληρο το δικαϊκό σύστημα, όπως
θεσμοθετήθηκε την περίοδο της αντιβασιλείας. Επιπλέον, για την κατάσταση
στο χωριό της δικαιοσύνης πριν την άφιξη των Βαυαρών, βλ. Gustav Geib,
Παρουσίαση της κατάστασης του Δικαίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της
34
δεδομένο το κλίμα της αναρχίας και της διάχυσης του ανομικού
φαινομένου σε ολόκληρη την επικράτεια η αντιβασιλεία φρόντισε να
θωρακίσει τη χώρα με αυστηρούς νόμους. Στα νεοσυσταθέντα δικαστήρια
διορίστηκαν ένας πρόεδρος, τέσσερις δικαστές, ένας εισαγγελέας και ένας
γραμματέας.
Στη συνέχεια, ιδρύθηκαν δέκα πρωτόκλητα δικαστήρια, τα
λεγόμενα σήμερα Πρωτοδικεία, ένα στην πρωτεύουσα κάθε νομού. Το
κάθε πρωτόκλητο δικαστήριο είχε ποινικό και αστικό τμήμα. Επίσης,
ιδρύθηκαν δύο εφετεία, το ένα στην Αθήνα, η οποία εν τω μεταξύ είχε
γίνει πρωτεύουσα, και το άλλο στην Τρίπολη, ενώ στη Σύρο, στην Πάτρα
και στο Ναύπλιο –πόλεις με αξιοσεμείωτη εμπορική δραστηριότητα -
ιδρύθηκαν Εμποροδικεία. Επιπλέον, ιδρύθηκε το ανώτατο δικαστήριο, ο
Άρειος Πάγος, που έδρευε στην πρωτεύουσα. 68
Το έργο συνεχίστηκε το Δεκέμβριο του 1833 με την έκδοση του
Ποινικού Κώδικα, το Μάρτιο του 1834 της Ποινικής Δικονομίας και τον
Απρίλιο του ίδιου χρόνου της Πολιτικής Δικονομίας. Επίσης, εκδόθηκαν ο
Κανονισμός των Συμβολαιογραφείων και ο Εμπορικός Κώδικας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον συγκεκριμένο τομέα η
αντιβασιλεία -στην ουσία αποκλειστικά ο Μάουρερ- πέτυχε
σημαντικότατο έργο. Και μόνον το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες
ρυθμίσεις και το νομοθετικό πλαίσιο διατηρήθηκαν επί πολλές δεκαετίες
σε ισχύ αποδεικνύει τη διαχρονική του αξία και τις εύστοχες επιλογές. Η
αξία, μάλιστα, φαίνεται αν ληφθεί υπόψη ότι η όλη προσπάθεια ξεκίνησε
από μηδενική βάση, σε μία χώρα όπου κυριαρχούσε, στη συγκεκριμένη
συγκυρία, η αυθαιρεσία.
τουρκοκρατίας και ως τον ερχομό του βασιλιά Όθωνα του Α’, Χαϊδελβέργη 1835
(μτφρ. Ίρις Αυδή – Καλκάνη), Γκοβόστης, χ.χ.
68 Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο Μάουρερ, θέλοντας να εξάρει τη
σημασία του Αρείου Πάγου, ταυτόχρονα, όμως, δίνει ένα πλαίσιο της
κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την περίοδο: «Βρισκόμασταν σε
μια χώρα όπου κανείς σχεδόν δεν ήξερε ποιό είναι το δίκαιο […] όπου είχε
δημιουργηθεί ένα πλήθος από τοπικά έθιμα, άγνωστα στο σύνολό τους, και τα
οποία ελάχιστα ο κόσμος τα σεβόταν. [Ο Άρειος Πάγος θα έβαζε] μια τάξη στη
χαώδη κατάσταση» που επικρατούσε στη χώρα. Βλ. Γκ. Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 630-
631.
35
Ελλάδα, ασφαλώς δεν απείχε καθόλου από την πραγματικότητα ούτε η
περιγραφή του είχε κάποια δόση υπερβολής.69 Στις ίδιες διαπιστώσεις με
τον Βαυαρό αντιβασιλιά καταλήγουν όλες οι μαρτυρίες.70
Με δεδομένα, τον δεκαετή πόλεμο της ανεξαρτησίας και την
περίοδο της αναρχίας (1831-1832), οπότε είχε ουσιατικά σταματήσει κάθε
παραγωγική δραστηριότητα και η χώρα έμοιαζε περισσότερο με
ερειπιώνα, γίνεται αντιληπτό αμέσως ότι η προσπάθεια θα έπρεπε να
ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Σε όλα αυτά να προστεθεί ότι το κράτος
είχε άμεση ανάγκη χρημάτων για τις λειτουργικές του ανάγκες, ενώ το
εμπόριο είχε παραλύσει και οι φόροι δεν εισπράττονταν.
Έτσι, λοιπόν, ο δανεισμός από το εξωτερικό αποτελούσε
αναγκαστικά μονόδρομο. Ήδη με τη συνθήκη εκλογής του Όθωνος είχε
εγκριθεί δάνειο ύψους 60 εκατομμυρίων φράγκων. Το δάνειο δόθηκε
τμηματικά και θα χρησίμευε στις αναγκαίες προσπάθειες που έπρεπε να
γίνουν για να συγκροτηθεί το κράτος. Είτε, όμως, επειδή έπρεπε να
καταβληθούν κάποια χρήματα στην Οθωμανική κυβέρνηση για τη
ρύθμιση των βορείων συνόρων, είτε επειδή έπρεπε να επιστραφούν οι
προκαταβολές που είχε παράσχει η Βαυαρία και οι Μεγάλες Δυνάμεις,
απέμεινε ένα μικρό ποσό για να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες τού
νεοσύστατου κράτους.71
Όπως σε όλες τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου έτσι και στην
Ελλάδα η οικονομία βασιζόταν κυρίως στην αγροτική παραγωγή.
Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Καποδίστρια, η δομή της
αγροτικής παραγωγής δεν είχε εξελιχθεί σημαντικά εν σχέσει με την
περίοδο της τουρκοκρατίας. Ακόμη και οι νέες καλλιέργειες που είχαν
69Ιδού μία περιγραφή: «Όπου κι αν γύριζες τα μάτια σου, βράχοι γυμνοί και
ξεραΐλα, χωράφια ακαλλιέργητα, πουθενά δρόμος, πουθενά γεφύρια. Οι
άνθρωποι έμεναν είτε σε σπηλιές, είτε σε καλύβες, αλλού χωμάτινες κι αλλού
φτιαγμένες από πέτρες, που τις είχαν βάλει απλώς τη μία πάνω στην άλλη. Δεν
έβλεπες μονάχα σπίτια ερειπωμένα, αλλά κι ολόκληρα χωριά και πόλεις»˙ βλ.
Γκ. Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 410-411.
70 Ενδεικτικά, βλ. Φρειδερίκος Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα
κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή
της, έκδ. Τολίδη 1972, τ. Β’, ιδιαίτερα στις σ. 21-40 και 238-239. Ακόμη, Frederick
Strong, Greece as a kingdom, London 1842, σ. 21-40, 238-239.
71Βλ. Άνδρέας Ανδρεάδης, Ιστορία των Εθνικών Δανείων. Μέρος Α’, Τα δάνεια της
ανεξαρτησίας (1824-1825). Το δημόσιον χρέος επί της Βαυαρικής δυναστείας, εν
Αθήναις 1904, σ. 81 και επ.
36
εισαχθεί, όπως για παράδειγμα η πατάτα, δεν άλλαξαν την πορεία της
αγροτικής παραγωγής, αφού οι κάτοικοι δεν είχαν βάλει στις
παραγωνικές ή στις καταναλωτικές τους συνήθειες τα νέα προϊόντα.
Χαρακτηριστικό δείγμα της αγροτικής οικονομίας εκείνη την περίοδο
ήταν ότι τα σιτηρά αποτελούσαν το κυριότερο εισαγωγικό προϊόν,
γεγονός το οποίο αποδεικνύει την ανεπάρκεια της ελληνικής παραγωγής,
για ένα είδος πρώτης ανάγκης. Η σταφίδα ήταν το κυριότερο προϊόν που
παραγόταν και βρισκόταν στην κορυφή των εξαγώγιμων αγαθών, αφού
επρόκειτο για επικερδή καλλιέργεια.72 Κύριο γνώρισμα πάντως της
αγροτικής παραγωγής παρέμενε η αυτοκατανάλωση και, συνεπώς,
ελάχιστα σχετιζόταν με τις διαδικασίες της αγοράς.
Αν θέλαμε να εντοπίσουμε τα αίτια της σημαντικής υστέρησης της
αγροτικής παραγωγής, ασφαλώς θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις
συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον δεκαετή πόλεμο της ανεξαρτησίας,
οπότε οι εκτεταμένες καταστροφές που σημειώθηκαν προκάλεσαν γενική
στασιμότητα. Επιπλέον, για να αποδώσουν οι νέες φυτείες θα έπρεπε να
περάσει αρκετό χρονικό διάστημα.73
Από τη μεριά του, το κράτος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια
για την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, πάντοτε στο πλαίσιο των
περιορισμένων δυνατοτήτων που είχε. Έτσι, για παράδειγμα, στο
υπουργείο των Εσωτερικών λειτούργησε το 1834 το Γραφείον της Δημοσίου
Οικονομίας, με εκτεταμένες -και ως εκ τούτου φιλόδοξες- αρμοδιότητες,
που αφορούσαν προτάσεις για τη γεωργία, το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη
χωρογραφία του Βασιλείου, την απογραφή του πληθυσμού και των ζώων
κ.λ.π.74 Η προσπάθεια του Άρμανσμπεργκ, ως προέδρου της
αντιβασιλείας το 1834, να προμηθεύσει τη χώρα με αγγλικά γεωργικά
εργαλεία, με τα οποία θα εκσυγχρονιζόταν η γεωργική παραγωγή,
απέτυχε καθώς περιέπεσε στις καλένδες της ελληνικής γραφειοκρατείας
και της πολιτικής ρευστότητας.75 Στις προσπάθειες για την ανάπτυξη της
37
γεωργίας εντάσσεται η διατήρηση του πρότυπου αγροκτήματος στη
Τίρυνθα, το οποίο είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας και το οποίο αποτελούσε
ένα είδος γεωργικής σχολής, ενώ ιδρύθηκε και Βοτανικός κήπος στην
Αθήνα, με φυτώριο και ποικιλια δένδρων και φυτών. Παράλληλα,
θεσπίστηκαν μέτρα για επιβράβευση των αγροτών, οι οποίοι δικρίνονταν
για την εισαγωγή νέων καλλιεργειών, ενώ ακολουθήθηκε πολιτική
δασμών προκειμένου να ενθαρρυνθεί η εγχώρια αγροτική παραγωγή. 76
Στο ζήτημα της φορολογίας στην αγροτική παραγωγή, οι Βαυαροί
διατήρησαν το φόρο της δεκάτης, μια πολιτική που αποτελούσε συνέχεια
της προεπαναστατικής περιόδου και αποτέλεσε αφορμή για συγκρούσεις
του αγροτικού κόσμου με την κεντρική εξουσία. Η φορολογία της δεκάτης
σχετιζόταν με το δικαίωμα της κεντρικής εξουσίας να αποσπά με τη
μορφή φόρου το 1/10 της γεωργικής παραγωγής από τον αγρότη-
παραγωγό. Το κράτος εισέπραττε το φόρο κυρίως σε χρήμα γεγονός που
συνέβαλλε στο σταδιακό εκχρηματισμό της οικονομίας, αφού οι αγρότες
ήταν υποχρεωμένοι να πωλούν σημαντικό μέρος της παραγωγής τους.77
Αντίθετα με τον αγροτικό τομέα, το εμπόριο γνώρισε από τα
πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου σημαντική πρόοδο. Τόσο το
εσωτερικό, όσο και το εξωτερικό κατά την περίοδο 1833-1840 σημείωσαν
αύξηση κατά 194%.78 Αυτό οφειλόταν στην ανάπτυξη του
διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης με επίκεντρο
την Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα τα ελληνικά λιμάνια. Τη μερίδα
του λέοντος σ’ αυτήν τη διαδικασία είχε το εισαγωγικό εμπόριο, ιδίως των
δημητριακών που αποτελούσαν είδος πρώτης ανάγκης, αλλά γινόταν και
εισαγωγή ζάχαρης, χαρτιού, καφέ, υφασμάτων καθώς και ειδών
πολυτελείας -βούτυρο, χαβιάρι, αρώματα- προκειμένου να καλυφθούν οι
ανάγκες των ανώτερων τάξεων.
Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου
ήταν ασφαλώς η ύπαρξη αξιόλογου εμπορικού στόλου. Η συσσωρευμένη
38
εμπειρία της προεπαναστατικής περιόδου -ιδίως των νησιωτών- μετά την
αναγκαστική διακοπή της επαναστατικής δεκαετίας, συνέβαλε
σημαντικά στην ταχεία πρόοδο της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Τόσο
ο αριθμός των πλοίων όσο και η χωρητικότητά τους σημείωσαν απ΄ τα
μετεπαναστατικά χρόνια σημαντική αύξηση. Έτσι τα λιμάνια της
Σύρου79, της Ύδρας, των Σπετσών, της Αίγινας, των Πατρών, του Πόρου
κ.α. έγιναν κέντρα του διαμετακομιστικού εμπορίου και στήριξαν την
ελληνική οικονομία στα πρώτα βήματα του ανεξάρτητου ελληνικού
κράτους.80
Στον τομέα της βιομηχανίας το ελληνικό κράτος ακολουθούσε
αργούς, μεσογειακούς, ρυθμούς. Η έλλειψη σημαντικών κεφαλαίων -τόσο
από το κράτος, όσο και από ιδιώτες- και, κυρίως, η απουσία
επιχειρηματικού, επενδυτικού, πνεύματος καθήλωσαν την ελληνική
βιομηχανία σε βραδύτατους ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τις φιλότιμες
-πλήν, όμως, αδιέξοδες- προσπάθειες του ελληνικού κράτους. Αυτές
εξαντλούνταν σε, μάλλον ερασιτεχνικού χαρακτήρα, προσπάθειες μέσω
της εκδόσεως νόμων, οι οποίοι περισσότερο εξέφραζαν επιθυμίες και
προσδοκίες παρά την προαστική παραδοσιακή κατάσταση των
παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Έτσι, για παράδειγμα, τον Ιανουάριο
του 1837 συστάθηκε ειδική δωδεκαμελής Επιτροπή επί της Εμψυχώσεως
39
της Εθνικής Βιομηχανίας, η οποία θα πρότεινε τα «μεταχειριστέα μέσα»
για την «αύξησιν του εθνικού πλούτου της Ελλάδος».81 Το σκεπτικό του
νομοθέτη αποδείκνυε την αδυναμία σύλληψης και κατανόησης του
προβλήματος της ελληνικής οικονομίας και το εγχείρημα ήταν
καταδικασμένο σε αποτυχία ή έστω απλώς στη λήψη μέτρων, τα οποία σε
καμιά περίπτωση δεν σηματοδοτούσαν την έναρξη μιας περιόδου
αξιοσημείωτης βιομηχανικής ανάπτυξης.
Έτσι, όταν αναφερόμαστε στη βιομηχανία της οθωνικής περιόδου, ο
λόγος αφορά περισσότερο τη ναυπηγική, η οποία συνδέεται με την
ανοδική πορεία της εμπορικής ναυτιλίας και την οικοδομή. Η τελευταία
απορρόφησε σημαντικό μέρος των κεφαλαίων, καθώς η ανάγκη για
ανοικοδόμηση ήταν επιτακτική. Η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων,
από τον πολυετή Αγώνα, πόλεων και η ίδρυση νέων -Πάτρα, Σπάρτη,
Αμαλιάπολη κ.α.- δεν έπρεπε να καθυστερήσει, δεδομένου ότι είχε
ξεκινήσει ένας σταδιακός εξαστισμός του πληθυσμού. Άλλες άξιες λόγου
βιομηχανικές δραστηριότητες σχετίζονται με τη δημιουργία κρατικών
μονοπωλίων και αφορούσαν τις αλυκές, καθώς υπήρχε αυξημένη ζήτηση
αλατιού, τη σμύριδα στη Νάξο, το πεντελικό μάρμαρο, τα ανθρακωρυχεία
της Κύμης, το γύψο της Μήλου και τον πηλό της Θήρας. Οι τελευταίες
αυτές δραστηριότητες αφορούν οικοδομικά υλικά και αποδεικνύουν τη
σχετικά αναπτυγμένη οικοδομική κίνηση.
Αλλά η έλλειψη παραγωγικών και επενδυτικών κεφαλαίων
αποδεικνύει και την απουσία ενός άλλου παράγοντα, αναγκαίου να
τροχιοδρομήσει την ελληνική οικονομία σε μία αναπτυξιακή προοπτική:
ενός τραπεζικού συστήματος. Η έλλειψη ρευστού και οι υψηλοί τόκοι
δανεισμού, που έφταναν στο 20 - 24 % με εγγύηση την ακίνητη περιουσία
ή στο 36 – 50 % με προσωπική εγγύηση καθιστούσε αδήριτη την ανάγκη
για την άμεση σύσταση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Έτσι
ιδρύθηκε το 1841 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με αρχικό κεφάλαιο
40
5.000.000 δραχμές. Κύριος μέτοχος της τράπεζας ήταν το ελληνικό κράτος,
ενώ σημαντικοί αρχικοί μέτοχοι υπήρξαν ο Ελβετός φιλέλληνας Εϋνάρδος
και οι αδελφοί Ζωσιμάδες. Πρώτος διοικητής ορίστηκε ο Γεώργιος
Σταύρου. Η τράπεζα απέκτησε το εκδοτικό δικαίωμα, το οποίο διατήρησε
μέχρι το 1928.82
Συναφές είναι, τέλος, και το ζήτημα του εθνικού νομίσματος. Ο
Φοίνικας, το νόμισμα που εξέδωσε ο Καποδίστριας αποσύρθηκε με
απόφαση της αντιβασιλείας, λόγω κακής κατασκευής. Με διάταγμα της
8ης Φεβρουαρίου 1833 καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα η δραχμή. Τα
νομίσματα παραγγέλθηκαν από το Μόναχο, ενώ ταυτόχρονα ζητήθηκε η
εισαγωγή μηχανημάτων από τη Βαυαρία για την κοπή στο μέλλον του
νέου νομίσματος.83
Η οργάνωση του στρατού. Όπως είδαμε, ένας από τους όρους που
έθεσε ο Λουδοβίκος ο Α’ προκειμένου να αποδεχθεί ο γιός του Όθωνας το
θρόνο της Ελλάδας, ήταν να συνοδεύεται από ένα βαυαρικό επικουρικό
στρατιωτικό σώμα 3.500 ανδρών, κάτι που έγινε αποδεκτό. 84 Με βάση
αυτόν τον όρο υπογράφηκε ξεχωριστή συνθήκη μεταξύ Βαυαρίας και
Ελλάδας, με την οποία ορίζονταν όλες οι λεπτομέρειες που αφορούσαν το
συγκεκριμένο σώμα, όσον αφορά την αποστολή του, τη μισθοδοσία και το
82Για το ζήτημα, βλ. Ιωάννης Βαλαωρίτης, Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της
Ελλάδος (1842-1902), τ. Α’, Αθήναι 1902. Αναστατική έκδοση Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1980, ιδιαίτερα σ. 1-45.
83 Βλ. Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 116, καθώς και Αλέξανδρος Μανσόλας,
Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, εν Αθήναις 1867. Αναστατική
έκδοση Διον. Καραβία, χ.χ., σ. 133-137.
84Συγκεκριμένα ο 14ος όρος της συνθήκης περί εκλογής του Όθωνος όριζε: «Η
Α.Μ. ο Βασιλεύς της Βαυαρίας θέλει διευκολύνει προς τον πρίγκηπα Όθωνα τα
μέσα τού να στρατολογήση εν Βαυαρία και να παραλάβη εις την υπηρεσίαν
αυτού ως Βασιλέως της Ελλάδος, σώμα στρατιωτικόν μέχρι τριών χιλιάδων
πεντακοσίων ανδρών, του οποίου τον οπλισμόν, την αποσκευήν και μισθοδοσίαν
θέλει χορηγήση το Ελληνικόν κράτος. Το σώμα τούτο θέλει αποσταλή αυτό σε
όσον τάχιστα, δια να αντικαταστήση τα μέχρι τούδε διατελούντα συμμαχικά
στρατεύματα. Αλλ’ ο τελευταίος ούτος στρατός θέλει διαμένει εις την διάθεσιν
της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος μέχρι της αφίξεως του ανωτέρου σώματος».
Βλ. Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., σ. 216-219, υποσημείωση 1.
41
χρόνο παραμονής του.85 Περιελάμβανε άνδρες του πεζικού, του ιππικού,
του πυροβολικού καθώς και τεχνίτες(ξυλουργοί,πυρουργοί),αφού
παρουσιαζόταν άμεση ανάγκη για την επισκευή ορισμένων φρουρίων.
Ήταν φανερό ότι οι Βαυαροί διέβλεψαν εγκαίρως την, κομβικής
σημασίας, ύπαρξη ενός πειθαρχημένου στρατιωτικού σώματος, της
απόλυτης εμπιστοσύνης του θρόνου, που θα στήριζε στα πρώτα –
ιδιαίτερα δύσκολα- χρόνια τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας. Πόσο
μάλλον, όταν η Ελλάδα έβγαινε από εμφύλιο πόλεμο, με στρατό πλήρως
αποδιοργανωμένο και, κυρίως, υποχείριο των κομματικών φατριών και
των παραδοσιακών στρατιωτικών ηγετών.86
Πάντως η έλευση του βαυαρικού στρατιωτικού σώματος
συγκέντρωσε γρήγορα τα πυρά της κριτικής του ντόπιου στοιχείου. Η
κριτική εστιαζόταν σε τρία βασικά σημεία: α) στις υψηλές δαπάνες που
απαιτούσε η συντήρησή του· β) στην ποιότητα των ανδρών του σώματος
ως προς τον χαρακτήρα τους αλλά και τις τεχνικές γνώσεις που διέθεταν·
γ) στην εύνοια που έτυχαν εκ μέρους του κράτους με τον παράλληλο
παραγκωνισμό του ελληνικού στρατιωτικού στοιχείου.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, είναι γενική η παραδοχή ότι –ειδικά με
βάση την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας- το κόστος συντήρησης
του σώματος αυτού ήταν πολύ μεγάλο.87 Είναι κάτι, εξάλλου, το οποίο
85Βλ. Φ.Ε.Κ., 10 Ιουλίου 1833, αρ. 22, Συνθήκη της 9ης Δεκεμβρίου 1832, «Περί
αποστολής επικουρικού σώματος», καθώς και Ανώνυμος, Αι περί του
Συντάγματος..., ό.π., σ. 40.
86Το ίδιο ενδιαφέρον για το ζήτημα του επικουρικού αυτού στρατιωτικού
σώματος εκδήλωσαν και οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε «απόρρητη
απάντηση» της Συνέλευσης του Λονδίνου (Μάιος 1832) προς το «Βαυαρικόν
πληρεξουσίον» τονιζόταν ότι «[...] Αι δε τρεις Αυλαί περί πλείστου ποιούνται το
να μορφωθή άνευ ουδεμίας αναβολής το σώμα τούτο και να σταλή εις την
Ελλάδα όσον ένεστι τάχιον»· βλ. στο ίδιο.
87 Βλ. χαρακτηριστικά: Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία του Όθωνος…, ό.π., σ. 47:
«[...] η στρατολόγησις εθελοντών και η μισθοδοσία του Βαυαρικού Επικουρικού
σώματος απερρόφησαν σπουδαιότατον μέρος των μετά κόπου ληφθέντων
χρημάτων του δανείου των 60.000 δραχμών». Αναστάσιος Γούδας, Βίοι
παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών.
Όθων, τ. Ζ’, Άθήναι 1875, σ. 59: «[...] είναι μυθώδη και απίστευτα τα επιμίσθια και
οδοιπορικά και έκτακτα έξοδα, άτινα ελάμβανον μόνον, οι εκ της Βαυαρίας».
Νικόλαος Δραγούμης, ό.π., τ. Β’, σ. 20, όπου παραθέτει επιστολή που του
απέστειλε ο Σπυρίδων Τρικούπης: «[...] άρπασαν το ψωμί από το στόμα των
πεινόντων Ελλήνων και το παρεχώρησαν εις τους ξένους [...] εν ενί λόγω
ηθέλησαν να νομίσουν την Ελλάδα επαρχίαν τινά της Γερμανίας και κτήμα της
42
παραδέχονταν και οι Βαυαροί ιθύνοντες.88 Ως προς την ποιότητα των
ανδρών του συγκεκριμένου σώματος οι απόψεις διίστανται. Ο Μάουρερ
τονίζει την αναγκαιότητα της συγκρότησης του σώματος, αφού επρόκειτο
για «κυρίως τεχνίτες», τους οποίους «η Ελλάδα είχε απόλυτη ανάγκη»89
προκειμένου να αναλάβουν την κατασκευή δημόσιων έργων. Η άποψη
αυτή δεν αμφισβητείται. Αντιρρήσεις –και μάλιστα πολλές-
διατυπώθηκαν ως προς το χαρακτήρα και το ήθος των Βαυαρών
εθελοντών, αφού δεν έλειψαν οι χαρακτηρισμοί όπως ότι επρόκειτο για
«συρφετό αλητών» και «τυχοδιώκτες».90 Όλα αυτά δημιουργούσαν κλίμα
καχυποψίας απέναντι στο επείσακτο αυτό σώμα, πόσο μάλλον όταν
υπήρχε η αίσθηση ότι αδικούνται οι Έλληνες και Φιλέλληνες με μακρά
υπηρεσία αφού έμειναν «αχρησιμοποίητοι».91
Βαυαρίας». Βλ. επίσης, Σπύρος Μαρκεζίνης, ό.π., τ. Α΄, σ. 122, υποσ. 57, όπου με
βάση το υπόμνημα του Αλέξανδρου Ραγκαβή (28 Ιουλίου 1856) τα έξοδα
υπολογίζονταν στα 11.500.000 δραχμές. Η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη, όμως,
φαίνεται ότι είναι του Ανδρέα Ανδρεάδου, ό.π., σ. 88, η οποία στηρίζεται στην
έρευνα του Γάλλου C. Leconte, Etude Economique de la Grece, 1847, και υπολογίζει τη
συνολική δαπάνη στα 4.748.000 δραχμές.
88Βλ. χαρακτηριστικά, Αναφορά του Γραμματέα επί των Στρατιωτικών Christian
Schmaltz, 5 Δεκεμβρίου 1836, σ. 491. Επίσης, Άιδεκ Καρόλου, Απομνημονεύματα.
Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829, περ. Αρμονία,
(μτφρ. Ν. Κωστή) σ. 617-618.
89 Γκ. Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 272.
90Βλ. Χριστόφορος Νέεζερ, Απομνημονεύματα. Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του
ελληνικού Βασιλείου. Αφιέρωμα εις την Ελλάδα, Αθήναι 1963, σ. 20. Ακόμη,
Χριστιάννα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα –μαρτυρία της εποχής.
Σημειωματάριο, Ημερολόγιο, Γράμματα, β’ έκδοση, Ερμής, 1988, σ. 34: «Οι
περισσότεροι [εθελοντές] κατάφεραν να βρουν αυτό που ήθελαν. Εκείνοι που
δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα έβριζαν τη χώρα και το λαό, δεν έφευγαν όμως
γιατί δεν μπορούσαν να κινούνται πιο ελεύθεροι στη Βαυαρία, όπου έπρεπε να
υποταχθούν σε αυστηρούς νόμους». Επίσης, Αναστάσιος Γούδας, Υπόμνημα
Δεύτερον προς τας προστάτιδας της Ελλάδος Δυνάμεις και προς άπαντα τον
πεπολιτισμένον κόσμον, εν Κερκύρα 1862, Γ.Α.Κ. Αρχείον Συλλογής Βλαχογιάννη,
Κυτίον Δ5: [οι Βαυαροί εθελοντές αποτελούσαν] «σμήνος άπειρον τυχοδιοκτών
πάσης της Βαυαρίας». Τέλος, βλ. εφ. Η Εποχή, 13 Ιανουαρίου 1835, αρ. 30, με
ανάλογους χαρακτηρισμούς.
91Γεώργιος Φίνλεϋ, ό.π., τ. Β’, σ. 281. Βλ. ακόμη, Ιωάννης Ζυμβρακάκης, Αι
αγορεύσεις το Ελληνικόν Κοινοβούλιον, χ.χ. σε αγόρευση του 1862: «Ήσαν ολίγοι
λοχαγοί του Βαυαρικού στρατού. […] Όλοι οι λοιποί ήσαν ανθυπασπισταί οι
οποίοι από τον Βαυαρικόν στρατόν κατετάχθησαν κατά την συνθήκη
ανθυπολοχαγοί εις τον επικουρικόν στρατόν, κατά δε τον διάπλουν έγιναν
43
Αλλά ακριβώς αυτή η πανθομολογούμενη εύνοια προς τους
Βαυαρούς στρατιωτικούς αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που είχε για
την κεντρική εξουσία η αποστολή του συγκεκριμένου σώματος, καθώς η
Μοναρχία ένιωθε ανασφαλής στηριζόμενη μόνον στο εγχώριο
στρατιωτικό στοιχείο. Γι’ αυτό, εξάλλου, αποφασίστηκε σε κάθε τάγμα να
υπάρχουν τρείς ελληνικοί και τρεις βαυαρικοί λόχοι ανάμεικτοι, ούτως
ώστε να εξασφαλίζεται ο έλεγχος.92 Και, κυρίως, σε κομβικής σημασίας
θέσεις τοποθετήθηκαν ανώτεροι Βαυαροί στρατιωτικοί.93 Την εξήγηση
για αυτήν την επιλογή τη δίνει πάντως με περισσή ειλικρίνεια ο ίδιος ο
Μάουρερ: «Τα “παλικάρια” –ο μοναδικός τότε εθνικός στρατός- ήσαν κι
αυτοί ενταγμένοι σε κόμμα, και το αντίπαλο κόμμα τους μισούσε».94
Πράγματι, με την τακτική που ακολούθησαν οι Βαυαροί στερούσαν από
τις διάφορες στρατιωτικοπολιτικές φατρίες μέρος της ισχύος τους και
μπορούσαν να επιβληθούν ευκολότερα ως κυρίαρχος εξουσιαστικός
πόλος.
Συμπερασματικά, η αποστολή του βαυαρικού επικουρικού σώματος
στην Ελλάδα, τη συγκεκριμένη περίοδο, εξυπηρετούσε διττό σκοπό:
αφενός αποτελούσε το κύριο στήριγμα του θρόνου κι αφετέρου συνέβαλε
στην παροχή γνώσεων και εμπειριών τεχνικού χαρακτήρα στον υπό
οργάνωση εθνικό τακτικό στρατό. Και με αυτά τα δεδομένα μπορεί
κάποιος να ισχυρισθεί ότι –παρά τις βάσιμες πολλές φορές κριτικές που
ασκήθηκαν- η αποστολή πέτυχε. Και, βέβαια, αυτό που έμενε ήταν να
οργανωθεί παράλληλα ο τακτικός στρατός.
υπολοχαγοίκ ελθόντες δε εις την Ελλάδα μετά 2 ή 3 μήνες έγιναν λοχαγοί». Βλ.
ακόμη, εφ. Αιών, Απρίλιος 1843, αρ. 351 και εφ. Η Εποχή, 30 Δεκεμβρίου 1835, αρ.
34, στην οποία καταγγέλεται ότι οι περισσότεροι Έλληνες στρατιωτικοί
«περιφέρονται ημίγυμνοι, κεκαλυμμένοι με τετριμένην και κατεξεσχισμένην
στρατιωτικήν στολήν · τινές μάλιστα περπατούν ανυπόδητοι εις όλων δε τα
πρόσωπα είναι ζωγραφισμένοι η αθυμία, και η εγκάρδιος λύπη των».
92Βλ. Χρήστος Βυζάντιος, Συλλογή Στρατιωτικών Νόμων και Διατάξεων. Από του
1821 μέχρι του 1853, μέρος Α’, εν Αθήναις 1853, σ. 106.
93Λεπτομέρειες, βλ. Δημήτρης Μαλέσης, Στρατιωτική Πολιτική και Θεμελίωση
του Ελληνικού Κράτους. Οργάνωση, εκπαίδευση και λειτουργία του στρατού στην
περίοδο της οθωνικής απολυταρχίας, Παπαζήσης 2004, σ. 65.
94 Γκ.Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 404.
44
Ένα από τα πρώτα διατάγματα που εξέδωσαν οι Βαυαροί ήταν
αυτό που αφορούσε στη διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων.95 Αμέσως
μετά έσπευσαν να οργανώσουν τακτικό στράτευμα, μισθοδοτούμενο
από το κράτος και πειθήνιο στα κελεύσματα της κεντρικής εξουσίας.96
Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ο πρώτος τακτικός στρατός, ο οποίος είχε
την εξής δομή:
95 Βλ. Φ.Ε.Κ., Μάρτιος 1833, αρ. 6, διάταγμα της 2/14 Μαρτίου 1833 «Περί
διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων».
96Βλ. Φ.Ε.Κ. 25 Φεβρουαρίου (9 Μαρτίου) 1833, αρ. 5, «Περί διοργανισμού των
στρατιωτικών».
97 Βλ. αναλυτικά, Δημήτρης Μαλέσης, Στρατιωτική Πολιτική και Θεμελίωση…,
ό.π., σ. 86.
45
Με βάση την τελευταία διαπίστωση, αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα
η σύσταση και η λειτουργία του σώματος της Χωροφυλακής, η οποία είχε
στρατιωτικό χαρακτήρα. Το συγκεκριμένο σώμα συστάθηκε το 1833,
αποτελούσε «συμπληρωματικόν μέρος του στρατού»98 και απέβλεπε στη
διατήρηση της τάξης τόσο μεταξύ των πολιτών, όσο και σε ό,τι αφορούσε
τη στρατιωτική πειθαρχία, ένα είδος δηλαδή στρατιωτικής αστυνομίας.
Λόγω, λοιπόν, αυτού του χαρακτήρα που είχε η Χωροφυλακή, η σημασία
της κατέστη σημαντική, αφού αποδείχθηκε το πλέον πιστό στο θρόνο
στρατιωτικό σώμα και ο κύριος διώκτης της ληστείας. Για αυτό άλλωστε η
αντιβασιλεία παρείχε αυξημένα προνόμια σε όσους κατατάσσονταν στο
σώμα, όπως καλύτερη μισθοδοσία, σύνταξη σε όσους συμπλήρωναν το
εξηκοστό έτος της ηλικίας, καλλιεργήσιμες γαίες, «ωραιότερη στολή»99
κ.α. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε απροθυμία κατάταξης, μολονότι το ζήτημα
της ανεργίας ήταν οξύτατο. Επιχειρώντας να ερμηνεύσει αυτήν την
φαινομενική αντίφαση ο Μάουρερ καταλήγει σε τρεις λόγους: στην
αντιπάθεια των Ελλήνων σε οτιδήποτε καινοφανές –ιδιαίτερα σε ό,τι
δυτικότροπο- στην ιδιοτέλεια των πρώην καπετάνιων, που διέβαλαν στα
παλικάρια την πολιτική των Βαυαρών και στην απέχθεια που εξεδήλωναν
οι Έλληνες στην αυστηρή πειθαρχία του τακτικού στρατού και της
Χωροφυλακής.100 Δεν έχουμε λόγους να διαφωνήσουμε. Πάντως, αν
λάβουμε υπόψη τη βασική πρόθεση της αντιβασιλείας για τη δημιουργία
ενός πιστού στην κεντρική εξουσία στρατού, στην περίπτωση της
Χωροφυλακής οι Βαυαροί πέτυχαν απόλυτα.101
Ένα άλλο στρατιωτικό σώμα με βαρύνουσα σημασία ήταν το
Μηχανικό, οι άνδρες του οποίου είχαν διπλή αποστολή. Αφενός την
46
κατασκευή έργων υποδομής στη χώρα, όπως δρόμοι, γέφυρες, κτήρια και
υδραυλικές εγκαταστάσεις κι αφετέρου στρατιωτικού χαρακτήρα
κατασκευές, όπως οχυρωματικά έργα, φρούρια, στρατώνες. Η διττή
αποστολή του σώματος το καθιστούσε πολύ σημαντικό στο νέο κράτος,
ιδιαίτερα μάλιστα αν συνυπολογίσουμε τις συνθήκες γενικής ερήμωσης
και καταστροφής που επικρατούσαν στη χώρα.102 Και ενώ αυτές ακριβώς
οι συνθήκες καθιστούσαν το Μηχανικό ως ένα από τα πιο σημαντικά
μέσα για μια αναπτυξιακή πολιτική, η προσπάθεια μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως ημιτελής. Κι αυτό, γιατί η αναπτυξιακή προοπτική
καθυστερούσε, λόγω των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων της
χώρας, η οποία παρέμενε εγκλωβισμένη σε προκαπιταλιστικού
χαρακτήρα μορφές παραγωγικής οργάνωσης, με περιορισμένη εθνική
αγορά και κύριο γνώρισμα την αυτοκατανάλωση. Συνεπώς, στον
συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο και με δεδομένες τις πολιτικές συγκυρίες,
οι προτεραιότητες του ελληνικού κράτους αφορούσαν, κυρίως, στην
εμπέδωση της τάξης και στην ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας.
Ασχέτως πάντως των δυσκολιών, μπορούμε να πούμε ότι οι αξιωματικοί
του Μηχανικού με τις εξειδικευμένες γνώσεις και την τεχνογνωσία
έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία βασικών έργων υποδομής. Από τα
έργα αυτά μπορούμε να ξεχωρίσουμε την κατασκευή στρατώνων στην
Αθήνα, στο Ναύπλιο και σε παραμεθόριες περιοχές, ενώ αποξηράνθηκαν
έλη, βελτιώθηκαν ορισμένα λιμάνια. Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η
διάνοιξη του πορθμού του Ευρίπου, έργο στηριγμένο πάνω σε σχέδιο του
υπολοχαγού Δημητρίου Σκαλιστήρη. Επίσης Βαυαροί αξιωματικοί
εκπόνησαν μεγάλο αριθμό σχεδίων πόλεων, όπως της Σπάρτης, της
Ερμούπολης, της Λαμίας της Χαλκίδας και της Καρύστου.103 Πάντως, οι
αργοί ρυθμοί υλοποίησης των μεγαλεπίβολων στόχων δεν αναιρούν τη
σημασία τού έργου που επιτέλεσε το συγκεκριμένο σώμα. Ασφαλώς, εάν
η οικονομική συγκυρία το επέτρεπε τα πραγματοποιούμενα τα έργα θα
ήταν περισσότερα και μεγαλύτερης κλίμακας.
Αξίζει, τέλος, να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ένα άλλο στρατιωτικό
σώμα, τη Βασιλική Φάλαγγα. Επρόκειτο για ένα τιμητικό,
συνταξιοδοτικό, σώμα, με το οποίο το κράτος επιχείρησε να αφομοιώσει
έναν σημαντικό αριθμό παλαιών αγωνιστών και, συνεπώς, να
47
αντιμετωπισθεί εν μέρει το πρόβλημα της επαγγελματικής
αποκατάστασης. Η Βασιλική Φάλαγξ, ιδρύθηκε το 1835 και συγκροτήθηκε
σε Τετραρχίες.104 Οι άνδρες της έφεραν τιμητικά τα όπλα που κατείχαν
κατά τον Αγώνα της ανεξαρτησίας και τη φουστανέλα, παρακάμπτοντας
έτσι η αντιβασιλεία ένα πρόβλημα που προκάλεσε τη δυσφορία πολλών
στρατιωτικών και αφορούσε στα «στενά», δηλαδή τη δυτικού τύπου
στρατιωτική ένδυση. Συμμετείχαν συχνά στον αγώνα κατά της ληστείας,
συνδράμοντας στο έργο της Χωροφυλακής. Το 1838 ιδρύθηκε η
Προικοδοτημένη Φάλαγξ105, όταν το κράτος διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε
να μισθοδοτεί μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών. Έτσι, όποιος παραιτείτο του
μισθού του, μπορούσε να λάβει καλλιεργήσιμη γη από τα εθνικά
κτήματα, ενώ –εκτός από τον περιορισμό των στρατιωτικών δαπανών-
προωθείτο ο θεσμός της μικρής έγγειας ιδιοκτησίας. Η ίδρυση της
Βασιλικής Φάλαγγας αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
κοινωνικής πολιτικής, αποβλέποντας στην ενσωμάτωση των εν δυνάμει
επικίνδυνων –για την κεντρική εξουσία- στρατιωτικών με τον τιμητικό
παροπλισμό τους.
Τέλος, ως προς τη στρατιωτική εκπαίδευση, με Βασιλικό Διάταγμα
του 1834 αποφασίστηκε η ανασυγκρότηση της Σχολής Ευελπίδων106, η
οποία, ως αποτέλεσμα της γενικότερης παραλυσίας που γνώριζε η χώρα,
υπολειτουργούσε. Ως έδρα της Σχολής ορίστηκε η Αίγινα, ενώ το 1837
μεταφέρθηκε στον Πειραιά, προκειμένου να είναι κοντά στην
πρωτεύουσα και, επίσης, να εκπαιδεύονται καλύτερα οι Ναυτικοί
Ευέλπιδες, αφού δεν λειτουργούσε ακόμη η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Το διάταγμα προέβλεπε σπουδές οκτώ ετών, εκ των οποίων τα
τέσσερα πρώτα θα παρείχαν βασικές γνώσεις, «προπαιδευτικού»
χαρακτήρα, αφού οι ανεπάρκειες τής στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης
στην Ελλάδα ήταν εμφανέστατες. Ακολουθούσαν τέσσερα έτη
εξειδικευμένης στρατιωτικής εκπαίδευσης, ενώ στην ακαδημαϊκή
104Βλ. Φ.Ε.Κ. της 18ης (30) Σεπτεμβρίου 1835, αρ. 6 και της 11ης (23) Οκτωβρίου
1835, αρ. 12.
105 Βλ. Φ.Ε.Κ. της 1ης Ιανουαρίου 1838, αρ. 1.
106Βλ. Φ.Ε.Κ. 1834, αρ. 32, παράρτημα. Για την καποδιστριακή περίοδο και μέχρι
την πρώτη αναδιοργάνωση της Σχολής από τους Βαυαρούς (1834), βλ. Ανδρέας
Καστάνης, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της
λειτουργίας της: 1828-1834, Ελληνικά Γράμματα 2000 και του ίδιου, Το πρώτο
κτίριο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο, περ. Παρνασσός, τ. ΜΒ΄,
Αθήνα 2000, σ.137-146.
48
κυριαρχούσαν οι θετικές επιστήμες.107 Οριζόταν ότι στη Σχολή
μπορούσαν να σπουδάζουν 140 Ευέλπιδες, ο αριθμός όμως δεν
συμπληρώθηκε ποτέ, καθώς οι σπουδές προϋπέθεταν καταβολή
διδάκτρων. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι σε περίπτωση που κάποιος
σπουδαστής απορριπτόταν στις ετήσιες προαγωγικές εξετάσεις,
αποβαλλόταν από τη Σχολή, γίνεται κατανοητό γιατί οι μισοί περίπου
Ευέλπιδες δεν κατάφερναν να αποφοιτήσουν.108 Για παράδειγμα, το 1846 η
Σχολή διέθετε μόλις 51 σπουδαστές.109 Ως αιτία θα πρέπει, επίσης, να
θεωρηθεί ότι από την πρώτη στιγμή είχαν επιβληθεί συνθήκες πολύ
σκληρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης, γεγονός που οδήγησε τους
«περισσοτέρους [Ευέλπιδες] να ζητούσι την παραίτησιν των».110
Να σημειωθεί ότι στις περισσότερες αιτήσεις για εισαγωγή στη
Σχολή111 οι ενδιαφερόμενοι ζητούσαν τη χορήγηση, ολικής ή μερικής,
υποτροφίας, κάτι που εξασφαλιζόταν με τη μεσολάβηση πολιτικών
προσώπων, οπότε στη διαδικασία εμπλέκονταν οι παγιωμένες στην
ελληνική κοινωνία πελατειακές σχέσεις. Ακόμη, ένας περιορισμένος
αριθμός αποφοίτων της Σχολής συνέχιζε μεταπτυχιακές σπουδές στο
εξωτερικό, στο Μετς της Γαλλίας, ή στη Στρατιωτική Ακαδημία του
Μονάχου.
49
Ως διοικητής της Σχολής διατηρήθηκε ο, από το 1832 διορισμένος,
Συνταγματάρχης Eduard von Rheineck, Βαυαρός στρατιωτικός της
απόλυτης εμπιστοσύνης του θρόνου. Τον αντικατέστησε ο
αντισυνταγματάρχης Σπύρος Μήλιος το 1840, για να ακολουθήσει το 1844
και μέχρι το 1855 ο Γεώργιος Καρατζάς, επίσης αντισυνταγματάρχης.
Βασικό μέλημα της κεντρικής εξουσίας, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε η
ανάθεση της διοίκησης σε στρατιωτικούς απολύτως αφοσιωμένους στις
επιλογές του θρόνου. Με εξαίρεση τον Σπύρο Μήλιο, ο οποίος ενεπλάκη
στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η τακτική αυτή εφαρμόστηκε
απόλυτα. Κι αν στην οθωνική περίοδο πολλοί Ευέλπιδες ανέπτυξαν, κατά
καιρούς, αντικυβερνητικές δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να
ερμηνευθούν με βάση τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις
της περιόδου και πάντως να μη συνδεθούν με αυτά καθεαυτά τα
πρόσωπα των εκάστοτε διοικητών.112
Η Σχολή Ευελπίδων, το πρώτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της
χώρας, παρείχε ένα πρωτοποριακό και ικανοποιητικού επιπέδου
εκπαιδευτικό πρόγραμμα, απαλλαγμένο από τις μονοδιάστατου τύπου
θεωρητικές αγκυλώσεις, που χαρακτήριζαν το εκπαιδευτικό σύστημα της
χώρας. Μάλιστα, μέχρι την ίδρυση του Πολυτεχνείου (1887) οι απόφοιτοί
της ασκούσαν χρέη αρχιτεκτόνων και μηχανικών, τόσο για δημόσια όσο
και για ιδιωτικά έργα. Επιπλέον, η αποφοίτηση από τη Σχολή σήμαινε
κοινωνική καταξίωση, ένα «καλό όνομα» στην κοινωνία, κάτι που
επέτρεψε σε πολλούς αξιωματικούς να το εξαργυρώσουν κατά τον 19ο
αιώνα με την εκλογή τους ως βουλευτών, εφόσον δεν είχε καθιερωθεί
ακόμη το ασυμβίβαστο της παράλληλης στρατιωτικής και βουλευτικής
ιδιότητας.113
50
σχήματος, το οποίο ούτως ή άλλως είχε προσωρινό και μεταβατικό
χαρακτήρα, και διόρισε νέο υπουργικό συμβούλιο. Πρόεδρός του
διατηρήθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης και η πλειοψηφία του απαρτίστηκε
από στελέχη του Αγγλικού κόμματος, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι
Βαυαροί στην πρώτη φάση της θητείας τους είχαν αποφασίσει να
συνεργαστούν με τη συγκεκριμένη παράταξη. Και τούτο, διότι στη σκέψη
των ιθυνόντων της αντιβασιλείας πρυτάνευσε η λογική να υπάρξει
συνεργασία με μετριοπαθείς πολιτικούς και σε κάθε περίπτωση να
αποκλεισθούν στελέχη του Ρωσικού, τα οποία πριν από το 1833 είχαν
εναντιωθεί στην προοπτική να αναλάβει τον ελληνικό θρόνο ο Όθων.114
Αλλά αν αυτός ήταν ο άμεσος και βραχυπρόθεσμος στόχος της
αντιβασιλείας, η κύρια επιδίωξή της ήταν να εφαρμόσει ένα
«αντικομματικό» πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα συνενώνονταν όλοι οι
κομματικοί σχηματισμοί γύρω από το Στέμμα και θα εξασφαλιζόταν η
όσο το δυνατό, απεμπλοκή της χώρας από τις ξένες επεμβάσεις. 115
Πρόγραμμα εξαιρετικά φιλόδοξο και τολμηρό, ιδιαίτερα αν ληφθούν
υπόψη οι ισχυροί δεσμοί των κομματικών μηχανισμών με το στρατιωτικό
στοιχείο μέσω των πελατειακών δικτύων. Και, βέβαια, μοιάζει με ουτοπία
η επιδίωξη να αποκλεισθούν από τα τεκταινόμενα της χώρας εκείνες
ακριβώς οι Δυνάμεις, οι οποίες επενέβαιναν σταθερά όλα τα
προηγούμενα χρόνια και εν πάση περιπτώσει είχαν εκλέξει τη βαυαρική
λύση για το ελληνικό κράτος.116 Επιπλέον, το εγχείρημα γινόταν
δυσκολότερο από τη στιγμή που υπήρχαν ισχυροί δεσμοί και εξάρτηση
των κομμάτων από τις Δυνάμεις και, συνεπώς, η κοινή απειλή
51
σφυρηλατούσε εντονότερους δεσμούς των εγχώριων ηγεσιών με τις εδώ
πρεσβείες.
Αλλά για να επιβληθεί η αντιβασιλεία όφειλε να περιορίσει τις
κατά τόπους ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες είχαν εδραιωμένη από
χρόνια απήχηση στην κοινωνία. Για το λόγο αυτό διόρισε επιφανείς
πολιτικούς σε διοικητικές ή δικαστικές θέσεις, μακριά από τις επαρχίες
τους, εκεί δηλαδή που η επιρροή τους θα ήταν σαφώς πιο περιορισμένη.117
Κατόπιν, για να απαλλαγεί από την επικίνδυνη παρουσία των ίδιων των
πολιτικών ηγετών διόρισε το 1834 τον Σπυρίδωνα Τρικούπη πρεσβευτή
στο Λονδίνο, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στο Μόναχο, τον Ανδρέα
Μεταξά αρχικά στο Κάιρο και κατόπιν στη Μαδρίτη και το 1835 τον
Ιωάννη Κωλέττη στο Παρίσι.118 Ήταν σαφής η πρόθεση της κεντρικής
εξουσίας να απαλλαγεί από την ενοχλητική παρουσία όλων εκείνων που
έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα από την έναρξη
του Αγώνα και μετά, πρόσωπα τα οποία εκτός από την προσφορά τους
στην υπόθεση της ανεξαρτησίας, είχαν εμπλακεί με τον ένα ή τον άλλον
τρόπο στις εμφύλιες διαμάχες.
Πάντως η συγκεκριμένη «αντικομματική» πολιτική της
αντιβασιλείας και η πρόθεσή της να αποκόψει από οποιαδήποτε
προοπτική συμμετοχής στην εξουσία των κομμάτων, δεν θα μπορούσε να
μείνει χωρίς απάντηση. Ιδιαίτερα το Ρωσικό, το οποίο ένιωθε να
απειλείται περισσότερο από την πολιτική των Βαυαρών, άρχισε από την
πρώτη στιγμή να απεργάζεται την ανατροπή της αντιβασιλείας.
52
επιστολής διέρρευσε μεταξύ των δυσαρεστημένων προς την αντιβασιλεία
κύκλων και θεωρήθηκε ως μία απόδειξη του αδιάπτωτου ενδιαφέροντος
του τσάρου προς τις ελληνικές εξελίξεις. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι φιλορωσικοί
κύκλοι επιχειρούσαν τη συλλογή υπογραφών προκειμένου να
απευθυνθούν στον τσάρο, ζητώντας την απομάκρυνση της αντιβασιλείας
και την ανάληψη του θρόνου από τον Όθωνα, πριν καν ενηλικιωθεί. Τον
ίδιο καιρό ο διερμηνέας της αντιβασιλείας Φραντς απέστειλε επιστολή
προς τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας ζητώντας την απομάκρυνση του
Μάουρερ και του Έϋντεκ προκειμένου να μείνει μόνος αντιβασιλεύς ο
Άρμανσμπεργκ.120
Οι κινήσεις αυτές έγιναν γνωστές στην αντιβασιλεία, η οποία
έδρασε αστραπιαία: απέσυρε τον Φραντς και τρεις εβδομάδες αργότερα
διέταξε τη σύλληψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη121, του γιού του Γενναίου,
του Πλαπούτα, του Τζαβέλλα και άλλων στελεχών που υποστήριζαν την
καποδιστριακή πολιτική, εναντιούμενοι στα μέτρα της αντιβασιλείας για
το εκκλησιαστικό και τα στρατιωτικά. Παράλληλα, έλαβε μέτρα κατά της
ελευθεροτυπίας, προσπαθώντας έτσι να καταπνίξει κάθε εναντίον της
αντίδραση. Κερδισμένος από τα γεγονότα φαινόταν να βγαίνει ο
Κωλέττης, ο «δυναμικός»122 πολιτικός, ο οποίος ανελάμβανε το υπουργείο
Εσωτερικών, στη θέση του Γεωργίου Ψύλλα, ο οποίος είχε διαμαρτυρηθεί,
διότι οι συλλήψεις είχαν πραγματοποηθεί χωρίς προηγούμενη ενημέρωση
του υπουργικού συμβουλίου. Καθόλου τυχαία και η ανάληψη του
υπουργείου Δικαιοσύνης από τον Κωνσταντίνο Σχινά, πολιτικού της
απόλυτης εμπιστοσύνης του Μάουρερ, εν όψει της παραπομπής σε δίκη
των «συνωμοτών». Να σημειωθεί ότι ο Σχινάς ως υπεύθυνος για τον
120 Βλ. John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., τ. Α’, σ. 238.
121Για τη σύλληψη του Θ. Κολοκοτρώνη, βλ.Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Άπαντα,
Ιστορικές εκδόσεις 1821, τ. 2, σ. 181-186.
122Χαρακτηρισμός του Μάουρερ, ό.π., σ. 739. Την αντιπάθεια του Κωλέττη προς
τον Κολοκοτρώνη επιχειρεί να ερμηνεύσει ο Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Α’, σ. 132:
«Δεν ηδύνατο να λησμονήση ουδέ να συγχωρήση ο πολιτικός εκείνος ανήρ [ενν.
ο Κωλέττης] την ήτταν και την ταπείνωσιν, την οποίαν είχεν υποστή υπό του
Κολοκοτρώνη. Εγνωρίζεν ο Κωλέττης ότι ο Κολοκοτρώνης εξεφράζετο περί
αυτού μετά του συνήθους εις τον πολιτικόν και στρατιωτικόν εκείνον άνδρα,
φιλοσκώμμονος ύφους δια τας εις την Αυλήν του Αλή πασσά πολιτικάς σπουδάς
του και δεν παρέλιπεν ευκαιρίαν να διαβάλλη τον Κολοκοτρώνη ως τον πλέον
επικίνδυνον άνδρα του Βασιλείου». Βλ. και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος,
ό.π.,τ. Στ,΄σ. 226.
53
διακανονισμό του εκκλησιαστικού είχε συγκεντρώσει τα πυρά των
Ναπαίων και η μεταξύ τους εχθρότητα ήταν αδιαμφισβήτητη. Αλλά οι
παρασκηνιακές ενέργειες και οι επαφές με τις ξένες πρεσβείες δεν
άφησαν ανεπηρέαστη την αντιβασιλεία. Ο Άρμανσμπεργκ, σε
συνεργασία με τον Βρετανό πρεσβευτή Ντόκινς, κατάφερε να πετύχει την
απομάκρυνση τόσο του Μάουρερ όσο και του αναπληρωματικού μέλους
της αντιβασιλείας, του Άμπελ.123
Μέσα, λοιπόν, σε μία ζοφερή ατμόσφαιρα έντονου παρασκηνίου
μεταξύ των Δυνάμεων, του Άρμανσμπεργκ και του Λουδοβίκου, ξεκίνησε
στις 30 Απριλίου του 1834 η δίκη του Κολοκοτρώνη και των συντρόφων
του. Η απόφαση, ασφαλώς, είχε ιδιαίτερη σημασία, διότι τυχόν αθώωση
των κατηγορουμένων θα αποτελούσε κόλαφο για την αντιβασιλεία,
καθώς οι συλλήψεις και οι προφυλακίσεις124 θα ήταν παράνομες και
απόδειξη κατάχρησης της εξουσίας εκ μέρους των Βαυαρών. Δηλωτικό
των προθέσεων, πάντως, της αντιβασιλείας ήταν το γεγονός ότι
ανακριτής ανέλαβε ο Εδουάρδος Μάσσον, Σκωτσέζος φιλέλληνας, οπαδός
του Γαλλικού κόμματος και βοηθός του ο Κανέλλος Δηληγιάννης, επίσης
του Γαλλικού και επιπλέον θανάσιμος εχθρός του Πλαπούτα για παλιές
οικογενειακές διαφορές. Στο έργο τους συνάντησαν πολλές δυσκολίες,
καθώς δυσκολεύονταν να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία, ελλείψει
αξιόπιστων μαρτύρων. Αν προστεθεί και το γεγονός ότι πριν την έναρξη
της δίκης αντικαταστάθηκαν δύο από τους δικαστές, επειδή θεωρήθηκαν
Ναπαίοι, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η απόφαση ήταν μάλλον
προειλημμένη.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας και
οι συνεργάτες τους είχαν οργανώσει συνωμοσία την άνοιξη του 1833 με
σκοπό να διασαλευθεί η δημόσια τάξη, να προκληθούν ανταρσίες και να
ανατραπεί, τελικά, η αντιβασιλεία. Κατηγορούνταν, επίσης, για τις
επιστολές προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με τις οποίες ζητούσαν την
επέμβασή τους για να αλλάξει το καθεστώς. Βάσει της κατηγορίας –
΄΄εσχάτη προδοσία΄΄- προτεινόταν η θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη
54
και του Πλαπούτα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κατηγορούμενοι είχαν
αναμειχθεί σε κάποιες από τις πράξεις που περιελάμβανε το
κατηγορητήριο, όπως για παράδειγμα η έκκληση προς τις Μεγάλες
Δυνάμεις. Ωστόσο, τέτοιου είδους ενέργειες ήταν συνηθισμένες στην
ελληνική πολιτική πρακτική και απολύτως αποδεκτές από το πολιτικό
σύστημα. Οι υπόλοιπες κατηγορίες έμειναν αναπόδεικτες, καθώς οι
μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία.
Η σκοπιμότητα της δίκης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, μόλις ο
Μαυροκορδάτος επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν η δίκη,
παύθηκε από την κυβέρνηση, με τον Κωλέττη να κυριαρχεί απολύτως
στην πολιτική σκηνή. Με αυτά τα δεδομένα η αναμενόμενη απόφαση
ψηφίστηκε από τα τρία μέλη του δικαστηρίου, ενώ ο Γεώργιος Τερτσέτης
και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, όχι μόνον διαφώνησαν αλλά και
αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρακτικό της απόφασης, με αποτέλεσμα
να απολυθούν και να τους ασκηθεί στη συνέχεια δίωξη. 125 Και η μεν
αντιβασιλεία πέτυχε τον αντικειμενικό της σκοπό, στη συνείδηση όμως
της ελληνικής κοινής γνώμης οι δύο άντρες έμειναν ως «εθνικοί
δικαστές». Τελικά, χάρη στην επέμβαση του Όθωνος η θανατική καταδίκη
μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και αργότερα σε εικοσαετή κάθειρξη. Με
την ενηλικίωση του Μονάρχη (1835) δόθηκε χάρη.
125 Για το κατηγορητήριο και τη δίκη, βλ. George Finlay, A History of Greece from the
Conqest by the Romans to the present times, B.C. 146 to A.D. 1864, r. VIII, The Greek
revolution, part II, Establishment of the Greek Kingdom, Oxford 1876, σ. 138-140· Τάκης
Πιπινέλης, σ. 136-137· John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., τ. Α’, σ.
242-244, ενώ λεπτομερής παράθεση των γεγονότων στο Τάκης Κανδηλώρος, Η
δίκη του Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα, Αθήναι 1960 και Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, ό.π., τ. 2 και 3.
55
αποτέλεσμα το τραγικό τέλος του Κυβερνήτη.126 Ειδικά για τη
συγκεκριμένη περιοχή της Πελοποννήσου υπήρχε ανοικτό το ζήτημα των
800 περίπου πύργων, οι οποίοι εξοπλισμένοι όπως ήταν συμβόλιζαν την
άμυνα της τοπικής κοινωνίας ενάντια στην «αυθαιρεσία», όπως την
αντιλαμβάνονταν, της κεντρικής εξουσίας.
Ο Μάουρερ θεώρησε ότι η συγκεκριμένη εξέγερση «είχε άμεση
σχέση με τη δίκη του Κολοκοτρώνη» και ότι η οργάνωσή της προήλθε από
το Ναύπλιο, από αντίπαλους πολιτικούς, κύκλους που επιδίωκαν την
ανατροπή της αντιβασιλείας.127 Στα αιτήματα των εξεγερμένων μπορεί να
διακρίνει κάποιος ένα σύμφυρμα αξιώσεων που σχετίζονταν με την
προστασία του ορθόδοξου δόγματος, την άρνηση καταβολής «κεφαλικού
φόρου» και την περιφρούρηση της ιδιότυπης αυτονομίας που έχαιρε η
περιοχή παραδοσιακά.128
Η απόπειρα βίαιης καταστολής της εξέγερσης από τον Κρίστιαν
Σμάλτς και τους 2.500 περίπου Βαυαρούς στρατιώτες στον δύσβατο ορεινό
προσπάθεια των οικογενειών Τζανετάκη και Μαυρομιχάλη –με μεγάλη
επιρροή μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού- κατέστη δυνατό να επιτευχθεί
μία συμβιβαστική λύση. Δόθηκαν, λοιπόν, διαβεβαιώσεις ότι δεν θα θιγεί
το ορθόδοξο δόγμα, δεν θα αναιρείτο το ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας
της περιοχής και ότι θα συγκροτούνταν ξεχωριστές στρατιωτικές μονάδες
Μανιατών, ως αντιστάθμισμα στον μερικό αφοπλισμό των πύργων. Είναι
προφανές ότι η αντιβασιλεία έβγαινε πολλαπλά τραυματισμένη απ’
αυτήν την κρίση. Και, κυρίως, αποδεικνυόταν αδύναμη να επιβάλει
αμέσως την πολιτική της, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε προσδοκίες και
σε άλλους ενδιαφερόμενους ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν δυναμικά
την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Έτσι, λοιπόν, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ξέσπασε νέα
εξέγερση, στη Μεσσηνία αυτή τη φορά καθώς και σε ορισμένες περιοχές
της Αρκαδίας. Τα αιτήματα ποικίλα: η ανατροπή της αντιβασιλείας και η
126 Για το ζήτημα, βλ. Χρήστος Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω.
Καποδίστρια, 1828-1832, Θεμέλιο 1988. Επίσης, του ίδιου, Ο Κυβερνήτης Ιωάννης
Καποδίστριας και οι Μαυρομιχαλαίοι, περ. Μνήμων, τ. 4ος, 1974, σ. 1-100 και του
ίδιου, Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο νέο ελληνικό
κράτος: η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων, στο περ. Τα Ιστορικά, τχ. 2, 1984,
σ.283-296.
127 Γκ. Λ. Μάουρερ, ό.π., σ. 743-744.
128Για το ζήτημα, βλ. Καίτη Αρώνη – Τσίχλη, Αγροτικές εξεγέρσεις στην παλιά
Ελλάδα, 1833-1881, β’ έκδοση, Παπαζήσης 2009, σ. 85-100.
56
ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο τον Όθωνα, η αποφυλάκιση του
Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, η ψήφιση συντάγματος, η
αποκατάσταση των αγωνιστών του Αγώνα αλλά και ζητήματα που
αφορούσαν στη φορολογία.129 Την εξέγερση είχαν οργανώσει στελέχη του
Ρωσικού κόμματος, με την προσδοκία ότι θα διαδοθεί και σε άλλες
περιοχές, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και η Ρούμελη. Αυτό δεν συνέβη.
Αντιθέτως, η παρέμβαση του Κωλέττη υπήρξε αποφασιστική και με
εγκύκλιο της 16ης Αυγούστου κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο στις περιοχές
που είχε σημειωθεί η εξέγερση. Ταυτόχρονα, με έναν κατάλληλο ελιγμό
κατάφερε να προσεταιρισθεί πολλούς Μανιάτες στρατιωτικούς, στους
οποίους προσέφερε αμνηστία και προαγωγές. Το ίδιο έπραξε και με
πολλούς Ρουμελιώτες, ενώ τον Κωνσταντίνο Σχινά, την πέτρα του
σκανδάλου για τα εκκλησιαστικά, τον απέλυσε ο Άρμανσμπεργκ από το
υπουργείο Παιδείας.130 Όταν, αυτή τη φορά, ο Σμαλτς επιτέθηκε με 1.000
στρατιώτες του τακτικού και 500 Μανιάτες συνεργάσθηκαν
συντονισμένα, κατάφεραν μέσα σε μια εβδομάδα να καταπνίξουν πλήρως
την εξέγερση. Στήθηκαν πολλά στρατοδικεία και επιβλήθηκαν βαρύτατες
ποινές, ενώ σε τρεις από τους επικεφαλής, τον Κρίτσαλη, τον Τσαμαλή
και τον Μητροπέτροβα, επιβληθηκε η εσχάτη των ποινών. Στον
τελευταίο, λόγω της ηλικίας του και της μεγάλης προσφοράς του στην
Επανάσταση, δόθηκε τελικά χάρη.
Και στις δύο αυτές εξεγέρσεις ήταν εμφανής η αντίθεση μεταξύ της
παραδοσιακής πολιτικής του αποκεντρωτισμού και της διατήρησης των
προνομίων σε τοπικό επίπεδο αφενός και στην πολιτική του
συγκεντρωτισμού που επιδιωκόταν από τους Βαυαρούς. Ταυτόχρονα, η
μόνιμη οικονομική καχεξία που χαρακτήριζε τους αγροτικούς
πληθυσμούς της υπαίθρου σε συνδυασμό με άλλα αιτήματα, όπως για
παράδειγμα η προάσπιση του θρησκευτικού δόγματος, δημιουργούσαν
ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο απειλούσε την αντιβασιλεία. Πράγματι,
τόσο ο Μάουρερ όσο και ο Άμπελ υπήρξαν θύματα των έντονων
57
αντιδράσεων αλλά και των παρασκηνιακών κινήσεων, με αποτέλεσμα –
και παρά τη συμπάθεια που έτρεφε ο Όθων προς το πρόσωπό τους- να
ανακληθούν στη Βαυαρία. Αυτός που φαινόταν να κυριαρχεί στην
πολιτική σκηνή της χώρας ήταν ο Άρμανσμπεργκ.
58
σε χέρια λίγων και ταυτόχρονα οι ιθύνοντες ήλπιζαν ότι οι νέοι
μικροϊδιοκτήτες θα αποτελούσαν ένα σημαντικό λαϊκό έρεισμα του
θρόνου.134 Ταυτόχρονα, ο Αρχικαγκελάριος θεωρούσε ότι η συγκεκριμένη
μεταρρύθμιση ταυτισμένη με την περίοδο της παντοδυναμίας του θα
συντελούσε στη δημιουργία οπαδών της πολιτικής του. Ωστόσο, και σ’
αυτήν την περίπτωση δεν έλειψε το φαινόμενο της διαφθοράς των
συνειδήσεων, καθώς με τη συνεργία του φίλου του, υπουργού των
Οικονομικών, Γ. Λασσάνη ευνοήθηκαν φίλοι του καθεστώτος.135
Το πολιτικό σύστημα που επέβαλε ο Άρμανσμπεργκ ήταν ένα
απολυταρχικό καθεστώς, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ότι ενώ οι
κυριότεροι πολιτικοί αρχηγοί υπηρετούσαν σε πρεσβείες ευρωπαϊκών
πρωτευουσών, ένας στενός κύκλος έμπιστων προσώπων προσπαθούσε να
υλοποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές του Αρχικαγκελάριου. Το
καθεστώς διαφθοράς και ευνοιοκρατίας που έτεινε να παγιωθεί ήταν
λογικό να δημιουργήσει δυσπιστία και κατόπιν αντιδράσεις απ’ όσους
ένιωθαν αδικημένοι. Στον ολοένα και εντονότερα διαμορφούμενο
αντιπολιτευτικό κύκλο θα πρέπει να προστεθεί και η δυσφορία των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων –πλην της Αγγλίας- για το καθεστώς
Άρμανσμπεργκ. Η αυξανόμενη αγγλική επιρροή στην Ελλάδα –κύρια
επιλογή της εξωτερικής πολιτικής του Άρμανσμπεργκ- ανησυχούσε τα
υπουργεία των Εξωτερικών των άλλων Δυνάμεων, γεγονός που
λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για την εσωτερική πολιτική ζωή.
Σύντομα, λοιπόν, ο Άρμανσμπεργκ κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα
σοβαρό πρόβλημα που απειλούσε την κεντρική εξουσία: την εξέγερση
στην Ακαρνανία (Φεβρουάριος 1836). Ετερόκλητες ομάδες, με επικεφαλής
πρώην οπλαρχηγούς, ξεσηκώθηκαν προβάλλοντας σειρά αιτημάτων, τα
οποία, ενώ δεν συνδέονταν μεταξύ τους, είχαν κοινό στόχο το πρόσωπο
του Αρχικαγκελάριου. Άλλοι εξέφραζαν την οργή τους, επειδή δεν
συμπεριελήφθησαν στη Βασιλική Φάλαγγα, άλλοι απαιτούσαν την
ψήφιση συντάγματος, ενώ άλλοι πρόβαλαν τον κίνδυνο για την
134 Για το ζήτημα των εθνικών γαιών, βλ. αναλυτικά Κώστας Βεργόπουλος, Το
αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εξάντας
1975, ιδιαίτερα σ. 104-115. Επίσης, Θεόδωρος Σταυρόπουλος, Ιστορική ανάλυση
του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, τ. Β’, 1828-1909, Νέα Σύνορα, 1979, σ. 59-
64.
135Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Α’, σ. 272-275, καθώς και Τάκης Πιπινέλης, ό.π., σ.
160-161.
59
Ορθοδοξία.136 Τη συγκεκριμένη εξέγερση κατάφερε όμως να την
αντιμετωπίσει αμέσως, χάρη σε επιδέξιους χειρισμούς που αφορούσαν
στον προσεταιρισμό ορισμένων στρατιωτικών.137 Χαρακτηριστικό πάντως
ήταν το γεγονός ότι πολλοί πρώην ληστές συνέπρατταν
με τα κυβερνητικά στρατεύματα, προσδοκώντας επαγγελματική
αποκατάσταση μέσω του τακτικού στρατού, ενώ άλλοι συνέπρατταν με
τους εξεγερμένους.138 Αυτό αποδεικνύει την ασάφεια και τον ετερόκλητο
χαρακτήρα των προθέσεων και των αιτημάτων των εξεγερμένων καθ’
όλη την οθωνική περίοδο. Μέχρι τις αρχές Απριλίου το κίνημα, παρά την
έκταση που είχε προσλάβει αρχικά, κατεστάλη πλήρως, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι η δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης προς την
κεντρική εξουσία και ειδικά προς τον Άρμανσμπεργκ εν προκειμένω, είχε
αμβλυνθεί.139 Κάθε άλλο. Για το λόγο αυτό έλαβε μέτρα εναντίον του
τύπου, ενώ τον Ιανουάριο του 1837 απέλυσε τον δήμαρχο Αθηναίων Θ.
Καλλιφρονά, διέλυσε το Δημοτικό Συμβούλιο και κατέστρεψε τα
Πρακτικά των Συζητήσεων ούτως ώστε να πάψει η εναντίον του κριτική.
60
Τον Μακρυγιάννη, ο οποίος ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου
πρωτοστατούσε στην άσκηση κριτικής, αποφάσισε να τον περιορίσει στο
σπίτι του με φρουρά.140
Στο μεταξύ, από το Νοέμβριο του 1835 ξεκίνησε η επίσκεψη του
Λουδοβίκου του Α’ της Βαυαρίας στην Ελλάδα. Αναχώρησε το Μάρτιο και
κατά τη διάρκεια της παραμονής του θεμελιώθηκαν τα νέα ανάκτορα
(Ιανουάριος 1836),141 ενώ συζητήθηκε και το θέμα του γάμου του γιού του.
Τον Μάιο του ίδιου χρόνου ο Όθων αναχώρησε για το Μόναχο και
επέστρεψε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1837 συνοδευόμενος από τη
σύζυγό του Αμαλία,142 κόρη του μεγάλου δούκα του Όλντεμπουργκ
Φρειδερίκου Αυγούστου. Την επιστροφή του Όθωνος χαρακτήρισαν δύο
γεγονότα: η θερμή υποδοχή που επιφύλαξε ο αθηναϊκός λαός και η
απόφαση για την παύση του Άρμανσμπεργκ από την Αρχικαγκελαρία.
140 «Μ’ είχαν κλεισμένον εις το σπίτι μου όσο οπούρθε ο Βασιλέας –κι’ ως τώρα
να μην έρχεταν, εγώ θα ήμουν ακόμα φυλακωμένος», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β’,
σ. 90.
141Για τη θεμελίωση του έργου, την κατασκευή του βάσει των σχεδίων του
Βαυαρού αρχιτέκτονα Φρ. Γκαίρτνερ και τις πανηγυρικές τελετές εκείνων των
ημερών, βλ. Σπύρος Μαρκεζίνης, ό.π.,τ. Α΄, σ. 146-150.
142
Για το γάμο του Όθωνος και τις πρώτες ημέρες της βασίλισσας στην ελληνική
πρωτεύουσα, στο ίδιο, σ. 150-154.
143 Βλ. περισσότερα, Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 156-157.
61
αποτελέσει το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, έγιναν
προσπάθειες για την περαιτέρω συγκοινωνιακή ανάπτυξη με τη Δύση με
τη ναυπήγηση πλοίων, θεμελιώθηκε το Δημοτικό νοσοκομείο στην
Αθήνα, κατασκευάστηκαν έργα στον Πειραιά, ενώ τέθηκε το ζήτημα της
ίδρυσης τράπεζας, χωρίς όμως να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες. Επίσης,
κατά τη διάρκεια της θητείας του ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών,
όπως έχει προαναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο.144
Ωστόσο, ο Βαυαρός αξιωματούχος είχε να αντιμετωπίσει δύο
σημαντικά προβλήματα, τα οποία θα καταστήσουν την παραμονή του
στην Ελλάδα επισφαλή και όπως αποδείχθηκε σύντομη. Το ένα αφορούσε
τη μεγάλη δυσπιστία που έτρεφε η αγγλική διπλωματία προς το πρόσωπό
του και το άλλο σχετιζόταν με τη βαυαρική καταγωγή του. Ως προς το
πρώτο ζήτημα θα πρέπει να συνυπολογισθεί το γεγονός ότι το Λονδίνο
κάθε άλλο παρά ευχαριστημένο ήταν από την απομάκρυνση του
αγγλόφιλου Άρμανσμπεργκ. Πολύ δε περισσότερο έγινε δύσπιστη από τη
στιγμή που ο Ρούντχαρτ έχαιρε της εμπιστοσύνης της Αυστρίας και του
Μέττερνιχ. Η αγγλική διπλωματία, συνεπώς, κατέβαλε κάθε δυνατή
προσπάθεια για να υπονομεύσει τη θέση του και να δυσχεράνει το έργο
του.145
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, για πολλούς Έλληνες δεν αποτελούσε
καλόν οιωνό ότι ο ένας Βαυαρός αντικαθίστατο από έναν άλλο. Η
δυσπιστία των Ελλήνων δεν κάμφθηκε ακόμη κι όταν ο Ρούντχαρτ
αποφάσισε την κατάργηση της γερμανικής ως δεύτερης επίσημης
γλώσσας ή όταν εισηγήθηκε τη δημιουργία τακτικού στρατού αμιγώς από
Έλληνες. Αντιθέτως, ο τύπος, με προεξάρχουσα την Ελπίδα του
Κ.ωνσταντίνου Λεβίδη, άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση και
προκάλεσε μεγάλες εντάσεις, οι οποίες μάλιστα οξύνθηκαν όταν
δημοσιεύτηκε ο νόμος περί Τύπου στις 23 Νοεμβρίου 1837.146 Το
144 Για το έργο του Ρούντχαρτ, βλ. περισσότερα στο ίδιο, σ. 164-165.
145Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Α’, σ. 309. .Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Παπαρρηγόπουλος, μετά την απομάκρυνση του Άρμανσμπεργκ ο Όθων
«εξετέθη εις φοβεράν εκδικήσεως μένεα πνέουσαν οργήν τού [πρεσβευτή]
Λάιονς, μετ’ ολίγον δε και του λόρδου Παλμερστον, όστις από θερμού
υπερμάχου τού Όθωνος και τού οίκου αυτού, οίος ήτο μέχρι νυν, εγένετο
ασπονδότατος και αμείλικτος πολέμιος αυτών».Κωνσταντίνος
Παπαρρηγόπουλος, ό.π. τ. Στ΄, σ. 236.
146
Βλ. Ιωάννης Πετρόπουλος – Αικατερίνη Κουμαριανού, Περίοδος Απόλυτης
Μοναρχίας, ό.π., σ. 69.
62
φθινόπωρο του 1837 η οξύτητα έφτασε στο έπακρο, όταν η κυβέρνηση
αποφάσισε να παρατείνει την παρουσία των Βαυαρών στρατιωτών στην
Ελλάδα για μια ακόμη περίοδο,147 γεγονός που δημιούργησε την αίσθηση
διαιώνισης της βαυαροκρατίας148.
Εκείνο που στάθηκε, όμως, μοιραίο για την παρουσία του
Ρούντχαρτ στην Ελλάδα ήταν η σύγκρουσή του με τον ίδιο τον Μονάρχη.
Δεν διαφώνησαν ως προς το πολιτικό καθεστώς που έπρεπε να επιβληθεί,
διότι και οι δύο άντρες ήταν υπέρ της απολυταρχίας. Το ζήτημα ανέκυψε
ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων και ως προς την ανάθεση
αποφασιστικών λειτουργιών στους υπουργούς. Το ερώτημα για την
ουσιαστική εξουσία που θα ανελάμβανε ο ίδιος ο πρόεδρος του
υπουργικού συμβουλίου ήταν κρίσιμης σημασίας, δεδομένου ότι ο Όθων
δεν ήταν διατεθειμένος να απωλέσει μέρος των αρμοδιοτήτων του.
Συνεπώς ο Ρούντχαρτ θα έπρεπε να επιλέξει αν θα γινόταν απλός
διεκπεραιωτής των βασιλικών αποφάσεων ή θα ανελάμβανε ουσιαστικές
αρμοδιότητες. Εφ΄ όσον, λοιπόν, ο Όθων «επιθυμούσε όχι μόνο να
βασιλεύει, αλλά και να κυβερνά»,149 η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και
ο Ρούντχαρτ υπέβαλε την παραίτηση του στις 11 Σεπτεμβρίου του 1837.
Αυτή δεν έγινε αποδεκτή, ο Μονάρχης φάνηκε να προβαίνει σ’ έναν
ελιγμό, αλλά στις 28 Νοεμβρίου υποβλήθηκε νέα παραίτηση, από τη
στιγμή που οι λόγοι της διαφωνίας του Βαυαρού αξιωματούχου δεν είχαν
147 Για το ζήτημα, βλ. Δημήτρης Μαλέσης, Στρατιωτική Πολιτική…, ό.π., σ. 70-79.
148 Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 η Φρεντερίκα Μπρέμερ, μία Σουηδέζα
αρχαιολάτρις περιηγήτρια, επισκεύθηκε την Ελλάδα καταγράφοντας τις
εντυπώσεις της. Για το ζήτημα της βαυαροκρατίας σημείωνε σχετικά: « Η
βαυαρική κυβέρνηση […] επέλεξε να τοποθετήσει Βαυαρούς σε όλες σχεδόν τις
ανώτατες διοικητικές θέσεις, τόσο στην πρωτεύουσα, όσο και στην επαρχία.
Αυτό το σύστημα επρόκειτο να συνεχιστεί για πολλά ακόμη χρόνια. Έτσι το 1842,
ένας Σκωτσέζος [ενν.τον W. Mure, Journal of a Tour in Greece ] γράφει στις
εντυπώσεις του, ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν συνάντησε ΄΄ έναν Έλληνα σε
σημαντική δημόσια θέση΄΄ κατά τη διάρκεια πολλών ταξιδιών του στη χώρα. […]
οι Έλληνες σιγά-σιγά άρχισαν να κουράζονται μ΄αυτή την ξενόφερτη
γραφειοκρατία. Εξάλλου, αυτή δεν ήταν μόνο δυσκίνητη και σχολαστική, αλλά
και πολύ συχνά ανίκανη και διεφθαρμένη. Για παράδειγμα, ένας Βαυαρός είχε
διοριστεί επιθεωρητής υδροδότησης και δασών στη Σύρο όπου δεν υπήρχαν, ούτε
νερό, ούτε δάση». Βλ. Στούρε Λίννερ, Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Προσκήνιο 1997, σ. 97.
149 John Petropoulos, ό.π., τ. Α΄, σ. 310.
63
εκλείψει.150 Ο ίδιος, όχι άδικα, ένιωθε παραγκωνισμένος και πολιτικά
παροπλισμένος από ανθρώπους του παλατιού, άτομα δηλαδή της
απόλυτης εμπιστοσύνης του στέμματος. Όταν, όμως, επιχείρησε να
εξαγγείλει αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και στο δικαστικό κλάδο και
συνάντησε την απροθυμία του Όθωνος, υπέβαλε τρίτη φορά παραίτηση, η
οποία αυτή τη φορά έγινε αποδεκτή (Δεκέμβριος 1837).151 Έτσι
τερματίστηκε η περίοδος Ρούντχαρτ και προς στιγμή δημιουργήθηκε στην
ελληνική κοινωνία η αίσθηση ότι τερματιζόταν η απολυταρχία. Τις
προσδοκίες αυτές, όμως, θα φροντίσει να τις διαψεύσει αμέσως ο ίδιος ο
Μονάρχης.
150Βλ. σχετικά, Leonard Bower – Gordon Bolitho, Otho I: King of Greece. A biography,
London 1939, σ. 98.
151 Φ.Ε.Κ. αρ. 40, της 8ης Δεκεμβρίου 1837.
152 Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Α’, σ. 315-339.
64
να απεμπλακεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της αγγλικής
διπλωματίας, όπως αυτός διαμορφώθηκε επί Άρμανσμπεργκ.153 Έκτός
αυτού, η Ρωσία είχε διαμηνύσει ότι η επόμενη δόση του δανείου προς την
Ελλάδα εξαρτιόταν από την εξομάλυνση των σχέσεων προς την
Πετρούπολη. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε όλες τις εξεγέρσεις ηγούνταν
στελέχη του Ρωσικού κόμματος δημιουργούσε την προσδοκία στον Όθωνα
ότι θα κατάφερνε να αμβλύνει τις αντιθέσεις, με την ενσωμάτωση στον
κρατικό μηχανισμό των πλέον επικίνδυνων στοιχείων. Έξάλλου,
ουδέποτε οι Ναπαίοι είχαν θέσει επιτακτικά το ζήτημα της παραχώρησης
συντάγματος, κάτι δηλαδή που συμβάδιζε με τις προθέσεις του ίδιου του
Μονάρχη. Διότι ο Όθων είτε λόγω πολιτικής παιδείας, είτε λόγω της
επιρροής που ασκούσε ο πατέρας του από το Μόναχο ήταν αντίθετος σε
οποιαδήποτε σκέψη για παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών. Μια
πολιτική, η οποία συμβάδιζε, εξάλλου, με τις αντιλήψεις των
αυτοκρατόρων τόσο της Ρωσίας όσο και της Αυστρίας.
Ωστόσο, η τακτική του Όθωνος δεν απέτρεψε τις εξεγέρσεις το 1838.
Η πιο σημαντική σημειώθηκε στην Ύδρα τον Απρίλιο του 1838, με αφορμή
τη δημοσίευση του νόμου περί απογραφής και στρατολογίας. Οι Υδραίοι
έχοντας υποστεί μεγάλες οικονομικές θυσίες κατά τον αγώνα της
ανεξαρτησίας, χωρίς να έχουν αποζημιωθεί στο ελάχιστο και έχοντας
υποστεί καταστροφές από έναν σεισμό το Μάρτιο του προηγούμενου
χρόνου, θεωρούσαν ότι η υποχρεωτική στρατολογία τους έπληττε
καίρια.154 Τελικά, τόσο η συγκεκριμένη εξέγερση, όσο και αυτές των
153Βλ. όσα χαρακτηριστικά αναφέρει ο Όθων σε επιστολή του προς τον πατέρα
του (Νοέμβριος 1837), εν σχέσει με τον Βρετανό πρεσβευτή Λάιονς και την
εξωτερική πολιτική γενικότερα της Αγγλίας: « Το να διατηρήσωμεν ευμενείς
σχέσεις μετά της Αγγλίας αποκλείεται απολύτως, εφ΄όσον ο Λάιονς εξακολουθεί
να είναι ο απεσταλμένος αυτής εν Ελλάδι […] Μόνον με υπομονήν δύναται ο
οχληρός αυτός ξένος να φθαρή ώστε ν΄αναγκασθή ν΄αποχωρήση. Μόνον όταν η
σημερινή δυσπιστία εκ μέρους της Αγγλικής Κυβερνήσεως εξουδετερωθή και η
υφισταμένη έντασις εις τας σχέσεις των δύο χωρών υποχωρήση, τότε θα
δυνηθώμεν να λάβωμεν μέτρα προς τον σκοπόν αυτόν, δηλαδή την
απομάκρυνσιν του Λάιονς.Δυστυχώς δεν δύναμαι να κάμω έκκλησιν προς Σας
διά να με βοηθήσετε, διότι και η Βαυρία προσβλέπεται μετά δυσπιστίας υπό της
Αγγλίας», στο Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 930.
154Βλ. Φ.Ε.Κ., αρ. 2, της 31ης Ιανουαρίου 1838, Β.Δ. «Περί εκτελέσεως τού από 28
Νοεμβρίου (10 Δεκεμβρίου) Νόμου περί συμπληρώσεως του στρατού» με το
οποίο καθιερωνόταν η διαδικασία της κλήρωσης μεταξύ των νέων κάθε
επαρχίας, προκειμένου να καταταγούν στον στρατό, αντικαθιστώντας τους,
65
Σπετσών και του Πόρου κατεστάλησαν σχετικά εύκολα και στη συνέχεια
δόθηκε αμνηστία με απόφαση του Όθωνος.155
Στη συγκεκριμένη περίοδο εκείνη η φυσιογνωμία που ξεχωρίζει,
εκπροσωπώντας τη φιλορωσική τάση, ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο
εξ Οικονόμων. Με σπουδαία παιδεία, οπαδός του Διαφωτισμού και του
Κοραή, μετέβαλε αντιλήψεις κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη
Ρωσία.156 Τα βέλη της κριτικής του συγκέντρωσε η ασκούμενη από την
αντιβασιλεία εκκλησιαστική πολιτική και, φυσικά, η αυτοκεφαλία της
ελληνικής Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα ο Οικονόμος ηγείτο ατύπως
του Ρωσικού κόμματος, από τη στιγμή που ο Ανδρέας Μεταξάς είχε
66
διοριστεί πρεσβευτής στην Ισπανία και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν
φυλακισμένος.157 Ο έτερος των ηγετών του Ρωσικού κόμματος ήταν ο
Γενναίος Κολοκοτρώνης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο πατέρας του
Θεόδωρος θα αποσυρθεί από την πολιτική. Μάλιστα, ο Γενναίος από το
1836 διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνος, θέση πολύ σημαντική για να
μπορεί να ασκεί- στο μέτρο του δυνατού-επιρροή στις αποφάσεις του
Μονάρχη και να αποτελεί ένα αντίβαρο στις προτάσεις των Βαυαρών
συμβούλων. Στους δύο αυτούς άνδρες οφείλουμε να προσθέσουμε τον,
ελληνικής καταγωγής, πρεσβευτή της Ρωσίας στην Αθήνα, τον Γαβριήλ
Κατακάζυ, ο οποίος ενορχήστρωνε τη φιλορωσική στροφή από το
παρασκήνιο.
Το τέλος της φιλορωσικής πολιτικής του Όθωνος συνδέεται με την
αποκάλυψη της συνομωσίας της Φιλορθόδοξης Εταιρείας το 1839. Η
αποκάλυψη έγινε το Δεκέμβριο εκείνου του χρόνου, όταν έφτασαν στα
χέρια του Μονάρχη έγγραφα, με τα οποία παρουσιαζόταν ο ίδιος ως
μελλοντικό θύμα μιας συνωμοσίας, που εξύφαιναν οι Ναπαίοι. Ως ηγέτης
της Φιλορθόδοξης Εταιρείας φερόταν ο Γεώργιος Καποδίστριας,
μικρότερος γιός του Κυβερνήτη, με μέλη τον Νικήτα Σταματελόπουλο,
τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, τον Ανδρέα Μεταξά, τον Μιχαήλ Βόδα κ.α.158
Σκοποί της οργάνωσης, η οποία είχε συσταθεί με όλους τους
συνωμοτικούς κανόνες και προφυλάξεις, ήταν, μεταξύ άλλων, να
ακυρωθεί η αυτοκεφαλία της ορθόδοξης ελληνικής Εκκλησίας, να
διωχθούν από τη χώρα οι ξένες ιεραποστολές που ασκούσαν
προσηλυτισμό ανάμεσα στο ορθόδοξο ποίμνιο, να ανεγερθεί μνημείο για
τον Ιωάννη Καποδίστρια και να υποχρεωθεί ο βασιλιάς να δεσμευτεί ότι ο
διάδοχος του θρόνου θα ασπαστεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Σύμφωνα με το σχέδιο που αποκαλύφθηκε, μέλη της Εταιρείας θα
συνελάμβαναν τον Όθωνα κατά τη διάρκεια της δοξολογίας της 1ης
Ιανουαρίου του 1840 και θα τον εξανάγκαζαν ή να παραιτηθεί του θρόνου
ή να ασπαστεί την Ορθοδοξία. Η κυβέρνηση Γ. Γλαράκη, ο οποίος
συμμετείχε στην Εταιρεία, προσπάθησε να υποβαθμίσει το ζήτημα,
67
ωστόσο ήταν υποχρεωμένη να λάβει μέτρα προστασίας του βασιλιά.
Βέβαια, η αποκάλυψη της συνωμοσίας υποχρέωσε τη Φιλορθόδοξη να
αναστείλει κάθε ενέργεια σχετικά με το πρωτοχρονιάτικο σχέδιο,159 αλλά
διατάχθηκαν ανακρίσεις και παραπέμφθηκαν σε δίκη οι ενεχόμενοι. Οι
περισσότεροι αθωώθηκαν, εκτός από τον Γ. Καποδίστρια, τον Νικήτα
Σταματελόπουλο και τον Νικόλαο Ρενιέρη. Η απόφαση εξόργισε τον
Όθωνα, ο οποίος έλαβε διοικητικά μέτρα εναντίον των δικαστών. Στην
ουσία, όμως, ο ίδιος βρισκόταν σε δύσκολη θέση και ένιωθε να πιέζεται
από δύο αντιτιθέμενες παρατάξεις: η ρωσόφιλη, την οποία εμπιστεύθηκε,
τον υπονόμευε, ενώ η άλλη πλευρά, η συνταγματική, του Γαλλικού και
του Αγγλικού, άμεσα ή έμμεσα έθετε ζήτημα συνταγματικών ελευθεριών.
Ο Μονάρχης φαίνεται ότι διάλεξε την υπεκφυγή: υιοθέτησε την, ελάχιστα
πειστική, άποψη ότι η Φιλορθόδοξος Εταιρεία εργαζόταν για την
απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και δεν είχε στόχο τον
ίδιο.160 Έτσι απέφευγε να δίνει λαβή για επιχειρήματα στους
συνταγματικούς, συνεχίζοντας να ασκεί μόνος του την εξουσία.
Η δυσχερής θέση του Όθωνος επιβεβαιώθηκε την ίδια περίοδο με το
επεισόδιο Ζωγράφου. Συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 1839 ο
Κωνσταντίνος Ζωγράφος ως υπουργός των Εξωτερικών μετέβη στην
Κωνσταντινούπολη για να συγχαρεί το νέο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ επί
τη αναλήψει του θρόνου, ταυτόχρονα όμως είχε συνομιλίες με
Οθωμανούς ιθύνοντες, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή της
«Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Συμμαχίας».161 Στην Ελλάδα που
επικρατούσε πνεύμα αλυτρωτισμού και μεγαλοϊδεατισμού η
συγκεκριμένη συνθήκη θεωρήθηκε ως προδοσία, με αποτέλεσμα ο
68
Ζωγράφος να δεχτεί τα πυρά του Αγγλικού και Γαλλικού κόμματος,
καθώς και του φιλικού προς αυτά τύπου. Ο Όθων, για να κατευναστεί η
αντίδραση, απέλυσε τον υπουργό του και δεν επικύρωσε ποτέ τη συνθήκη,
γεγονός το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε ένταση στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι απολύτως συναρτημένο με την
εξωτερική πολιτική της χώρας και μάλιστα με το Ανατολικό ζήτημα,
καθώς το 1839 η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε υποστεί καθαρή ήττα
στον πόλεμό της με την Αίγυπτο. Η ήττα της Πύλης δημιούργησε
κινητικότητα στην περιοχή και προσδοκίες εκ μέρους των Ελλήνων.
Παράλληλα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, πλην της Γαλλίας, διακήρυξαν την
αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε απόσχιση εδαφών από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Με αυτό το δεδομένο η Ελλάδα θα έπρεπε να προσδιορίσει
τη στάση της και να χαράξει την εξωτερική πολιτική της με όρους
ρεαλιστικούς . Τον ίδιο καιρό οι Κρήτες επαναστάτησαν διεκδικώντας την
ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Για την ελληνική ηγεσία όλα αυτά τα
ζητήματα υπαγόρευαν την αλλαγή πλεύσης της εξωτερικής πολιτικής.
Από τη στιγμή που δεν απέδωσε η φιλορωσική στροφή τα αναμενόμενα,
μία προσέγγιση με την πανίσχυρη Αγγλία ή η αναθέρμανση των σχέσεων
με τη Γαλλία μπορούσαν να φανούν χρήσιμες για μία τολμηρή
αλυτρωτική πολιτική. Αλλά τέτοιου είδους τολμηρές σκέψεις τις
προκαλούσε περισσότερο το λαϊκό συναίσθημα, παρά η ψύχραιμη
εκτίμηση και ερμηνεία της ευρωπαϊκής ισορροπίας και της πολιτικής των
Μεγάλων Δυνάμεων.
69
τον ελληνικό στρατό· β) να διοριστεί Έλληνας ως Γραμματέας επί των
Στρατιωτικών· γ) να καταργηθεί το Ανακτοβούλιο· δ) να μεταβιβασθούν
ευρείες αρμοδιότητες και εξουσίες στο υπουργικό συμβούλιο· ε) να
προβλεφθεί η ύπαρξη μονίμου προέδρου του υπουργικού συμβουλίου,
δηλαδή πρωθυπουργού· στ) να εκχωρηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας
το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε θέματα φορολογίας και
προϋπολογισμού.162
Είναι προφανές από τους συγκεκριμένους όρους ότι το πρόγραμμα
ξεπερνάει τα στενά όρια ενός κόμματος, του Αγγλικού εν προκειμένω, και
προσλαμβάνει εθνικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι επιδιώκει τη
μετατόπιση του εξουσιαστικού κέντρου από το Παλάτι, το Ανακτοβούλιο
και τους Βαυαρούς ιθύνοντες προς μία υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση.
Μπορεί να ερμηνευθεί ως μία πρόθεση του ηγέτη του Αγγλικού κόμματος
να υπάρξει ένα στάδιο ως «συγκερασμένη μοναρχία»,163 υπό την έννοια
ότι δημιουργούνται θεσμοί, οι οποίοι –παράλληλα με τον σταδιακό
περιορισμό των εξουσιών του Μονάρχη- θα προετοιμάσουν την κοινωνία
για την καθιέρωση συνταγματικών ελευθεριών.
Οι μετριοπαθείς, όπως χαρακτηρίστηκαν, αυτοί όροι απορρίφθηκαν
από τον Όθωνα, ο οποίος, είναι αλήθεια, δεν είχε μέχρι τότε
αντιμετωπίσει τέτοιο ενδεχόμενο, να τίθενται δηλαδή όροι προκειμένου
να αναληφθεί ένα τόσο υψηλό αξίωμα. Ήταν προφανές ότι ο μονάρχης
«σκόπευε να αντλήσει τα οφέλη από την παρουσία του Μαυροκορδάτου
χωρίς να πληρώσει το πολιτικό τίμημα»,164 με την εκχώρηση έστω μέρους
της εξουσίας του. Πάντως ένα από τα αιτήματα του ηγέτη του Αγγλικού
έγινε αποδεκτό και ήταν αυτό που αφορούσε τον Γραμματέα των
Στρατιωτικών, τον Κρίστιαν Σμαλτς. Πράγματι, τοποθετήθηκε στη θέση
162Βλ. John Petropoulos, ό.π., τ. Β’, σ. 532, καθώς και υποσημείωση 103, σ. 661-662,
όπου παρατίθενται λεπτομερώς οι όροι από επιστολή του Lyons προς τον
Palmerston (10 Ιουνίου 1841). Για το ίδιο θέμα, βλ. επίσης, Θεόδωρος Θεοδώρου, Η
κοινωνική διάσταση της πολιτικής διαφωνίας Όθωνα και Μαυροκορδάτου το 1841,
Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1978· Τάκης Πιπινέλης, ό.π., σ. 324 και Παύλος Καρολίδης,
Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων, Αθήναι 1922-29, τ. 2, σ. 308.
163 «Εις την συγκερασμένην μοναρχίαν η ισχύς των νόμων πρέπει να είναι
πλήρης, ουδέ να δύναται να υπάρξη δύναμις οποιαδήποτε παραβιάζουσα
αυτούς, διότι τότε η μοναρχία καθίσταται απόλυτος». Στο «Προσωπικό
Υπόμνημα», από το αρχείο Μαυροκορδάτου, όπως το παραθέτει ο John
Petropoulos, ό.π., τ. Β’, υπος. 101, σ. 660-661.
164 στο ίδιο, σ. 534.
70
του ο Ανδρέας Μεταξάς, αλλά αυτό συνέβη κυρίως λόγω του φόβου και
της ανασφάλειας που ένιωθε ο θρόνος από την παρουσία χιλίων περίπου
οπλισμένων εθελοντών, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα
προκειμένου να μεταβούν στην Κρήτη για να ενισχύσουν τους
επαναστάτες εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Αν όλοι αυτοί
εξεγείρονταν –ασφαλώς ενισχυμένοι κι από άλλους- θα ήταν εξαιρετικά
αμφίβολο αν μπορούσαν οι πιστές στο θρόνο δυνάμεις να υπερασπιστούν
επιτυχώς το μονάρχη.
Σημασία πάντως έχει ότι και οι δύο πλευρές στάθηκαν
αμετακίνητες στις θέσεις τους με φυσικό αποτέλεσμα ο Μαυροκορδάτος
να υποβάλει την παραίτησή του έξι εβδομάδες μετά την ανάληψη της
προεδρίας του υπουργικού συμβουλίου. Το πείραμα απέτυχε και ο Όθων
θα έπρεπε να αναζητήσει νέα λύση. Όμως τα περιθώρια ανοχής προς τον
ίδιο και τις απολυταρχικές εμμονές του στένευαν. Ήδη σημειωνόταν
προσέγγιση του Αγγλικού και του Ρωσικού κόμματος, κάτι που θα ήταν
αδιανότητο λίγα χρόνια πριν. Με εξαίρεση την περίοδο της πρώτης
αντιβασιλείας (1833-1834), οπότε υπήρξε μία συγκυριακή συνεργασία, τα
δύο αυτά κόμματα αντιμάχονταν σφοδρά το ένα το άλλο, ιδιαίτερα μέσα
από την πύρινη αρθρογραφία των δύο δημοσιογραφικών τους
(ημιεπίσημων) οργάνων, του Αιώνος (Ρωσικό) και της Αθηνάς (Αγγλικό).
Τώρα, ακόμη και μέσα από τις στήλες αυτών των εφημερίδων, φαινόταν
να υπάρχει πνεύμα συνεργασίας εναντίον του Δημητρίου Χρηστίδη, ο
οποίος ανέλαβε το κρίσιμο υπουργείο των Εσωτερικών μετά την
παραίτηση Μαυροκορδάτου. Ηγετικό στέλεχος του Γαλλικού κόμματος ο
Χριστίδης, φερόταν ως ο αντικαταστάτης του φυσικού ηγέτη του
κόμματος, του Κωλέττη, ο οποίος υπηρετούσε ως πρεσβευτής στο Παρίσι.
Ήδη, όμως, οι καθιερωμένες από το παρελθόν διαχωριστικές
γραμμές μεταξύ των τριών κομμάτων είχαν αρχίσει να αμβλύνονται και
τα κόμματα να δείχνουν διάθεση συνεργασίας εναντίον της οθωνικής
απολυταρχίας. Στην προκειμένη περίπτωση τα κόμματα άρχισαν να
παίζουν έναν από τους θεσμοθετημένους ρόλους, να καταστούν δηλαδή
δέκτες μιας ολοένα διογκούμενης δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης
εναντίον της βαυαροκρατίας. Ένα περιστατικό, για παράδειγμα, στο
Ναύπλιο το 1842 στον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου,165 όταν
71
Έλληνες στρατιωτικοί εκφράστηκαν εναντίον των Βαυαρών συναδέλφων
τους είναι χαρακτηριστικό των σχέσεων που έτειναν να παγιωθούν
μεταξύ των δύο πλευρών. Το κλίμα επιβάρυνε και η συνεχιζόμενη δράση
των ξένων ιεραποστολών, στην οποία- στελέχη κυρίως του Ρωσικού –
διέβλεπαν πάντοτε και όχι άδικα προσηλυτιστική πρόθεση και συνεπώς
αλλοτρίωση του ορθοδόξου φρονήματος, σε συνδυασμό με απροκάλυπτη
επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Επιπλέον, να σημειωθεί ότι την
προσέγγιση του Αγγλικού και του Ρωσικού κόμματος ευνόησε το πνεύμα
συνεργασίας που άρχισε να πνέει στις αγγλορωσικές σχέσεις εκείνη την
περίοδο.166
Αλλά το αντιπολιτευτικό στρατόπεδο ενισχύθηκε σε μεγάλο
βαθμό, όταν σημαίνοντα στελέχη του Γαλλικού κόμματος
διαφοροποίησαν τη στάση τους έναντι του Χρηστίδη. Ο Ρήγας Παλαμίδης,
εσωκομματικός του αντίπαλος, με μεγάλη απήχηση στη Γορτυνία, καθώς
και ο Μακρυγιάννης, με απήχηση στους στρατιωτικούς της ανατολικής
Στερεάς, προσχώρησαν στην αντιπολίτευση. Από τη στιγμή, μάλιστα, που
ο ίδιος ο Κωλέττης είχε άρει την εμπιστοσύνη του στον Χριστίδη, ενώ η
γαλλική κυβέρνηση τήρησε όμοια στάση, ήταν πλέον γεγονός ένας
συνασπισμός αντιπολιτευομένων με διακομματικό χαρακτήρα. Ο Όθων
είχε οδηγήσει με την τακτική του σε κάτι που μέχρι τότε φάνταζε
ακατόρθωτο: τη συνεργασία των σημαντικότερων στελεχών και των
τριών κομμάτων εναντίον του. Όλα έδειχναν ότι τα πολιτικά πράγματα
έβαιναν σε δυναμική λύση και ρήξη. Εν τω μεταξύ, το Φεβρουάριο του
1843 πέθανε σε ηλικία 73 ετών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο
σπουδαιότερος στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης, και η κηδεία του
δια την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου,
είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν
τού περί της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους [...]». Δεν έλειψαν,
όμως, οι αντιδράσεις για την καθιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας από τον τύπο
και από άλλους επιζώντες Φιλικούς. Ο Ιωάννης Φιλήμων στον Αιώνα έγραφε ότι
«υφ’ οιανδήποτε αν εξετάση τις έποψιν την εποχήν της 25ης Μαρτίου, ή ως
εναρκτήριον ή ως τελειωτικήν, ή ως μέσον όρον, ευρίσκει αυτήν ασυμβίβαστον
προς τα γεγονότα». Ο παλιός Ιερολοχίτης και εκδότης της Ελπίδος Κωνσταντίνος
Λεβίδης διατύπωσε την άποψη ότι «η 25η Μαρτίου διαγράφει τον εν
Μολδοβλαχία αγώνα, όπερ είναι εθνική αγνωμοσύνη». Ανάλογη θέση
διατύπωσε και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Βλ. Σπύρος Μπρέκης, Ιστορία της
Νεωτέρας Ελλάδος (19ος αιώνας), 4η έκδοση, Αθήνα 2001, σ. 181.
166 Βλ. Ιωάννης Πετρόπουλος – Αικατερίνη Κουμαριανού, ό.π., σ. 88-89.
72
στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε με όλες τις τιμές που άρμοζε σ’ έναν
ήρωα.167
167Τα της κηδείας του «Γέρου του Μοριά» και των τιμών που του αποδόθηκαν,
βλ. εφ. Αιών, 10 Φεβρουαρίου 1843, αρ. 417 και εφ. Αθηνά, 7 Φεβρουαρίου 1843, αρ.
990.
73
2. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ (1843-1862)
75
ευμάρειας μέχρι τότε, αλλά τον Ιανουάριο του 1843 ο υπουργός των
Εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ανακοίνωσε στις προστάτιδες
Δυνάμεις ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να καταβάλει τα τοκοχρεολύσια του
δανείου για το εξάμηνο που έληγε. Από τη στιγμή που οι πιστώτριες
χώρες αρνούνταν να χορηγήσουν νέο ποσό δανείου, η Ελλάδα βρέθηκε σε
δυσχερέστατη θέση, η πολιτική του Όθωνος χρεοκοπημένη και η χώρα
απομονωμένη. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να περιστείλει
δραστικά τις δημόσιες δαπάνες,3 δεν απέφυγε όμως τον αυστηρό
δημοσιονομικό έλεγχο που επέβαλαν οι Δυνάμεις, καθώς οι πρεσβευτές
τους στην Αθήνα και εκπρόσωπος του Οίκου Rothschild θα επέβλεπαν
στενά την πορεία της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αυτή ήταν η
προϋπόθεση για να διευκολύνουν οικονομικά την Ελλάδα.4
Το γεγονός αυτό ταπείνωσε τη χώρα, έθιξε την εθνική φιλοτιμία
των Ελλήνων και τραυμάτισε το γόητρο του στέμματος, Διότι αν μέχρι
τότε το πρόσωπο του Μονάρχη συγκέντρωνε τη συναίνεση των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και παρέχονταν δανειακές διευκολύνσεις για
να ανταπεξέλθει η χώρα στις δυσκολίες των πρώτων ετών, τώρα εξαιτίας
ακριβώς της πολιτικής του παλατιού, η ελληνική κοινωνία ένιωθε τις ίδιες
ευρωπαϊκές Δυνάμεις αντίθετες. Συνεπώς, το οικονομικό αδιέξοδο
διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ιδιαίτερα
στους κόλπους των στρατιωτικών η δυσαρέσκεια είχε προσλάβει μεγάλες
διαστάσεις, καθώς ο ανταγωνισμός με τους Βαυαρούς συναδέλφους τους,
που παρέμεναν στην Ελλάδα, οξυνόταν. Αν η παράταση της παρουσίας
των Βαυαρών στρατιωτικών συνδυαστεί με τη δραστική περιστολή των
αμοιβών των Ελλήνων, γίνεται ευεξήγητο γιατί ο Όθων δεν θα μπορούσε
να ελπίζει σε μία αποφασιστική στήριξη του στρατιωτικού μηχανισμού σε
περίπτωση εκδήλωσης ενός πραξικοπήματος.
Έτσι, λοιπόν, τέθηκε αναπόφευκτα σε εφαρμογή το σχέδιο του
κινήματος τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου του 1843. Αυτό προέβλεπε
τον αποκλεισμό του παλατιού από τις δυνάμεις του Καλλέργη και του
Σκαρβέλη. Ο Όθων, έχοντας πληροφορηθεί για τις ύποπτες κινήσεις,
επέβαλε με τους άνδρες της Χωροφυλακής που διοικούσε ο μοίραρχος
Τζήνος, αποκλεισμό στο σπίτι του Μακρυγιάννη, με αποτέλεσμα ο
76
Ρουμελιώτης στρατηγός να μην μπορεί να κινητοποιήσει τους άντρες του.5
Η γενική επιφυλακή που διατάχθηκε και η παραπομπή σε δίκη 83
υπόπτων δεν ανέκοψαν τις συνομωτικές εξελίξεις. Το σίγουρο είναι ότι ο
Όθων αντέδρασε σε όλη την περιρρέουσα φημολογία των προηγούμενων
ημερών ασυντόνιστα και με σπασμωδικές κινήσεις.
Και ενώ η οικία του Μακρυγιάννη ήταν περικυκλωμένη, ξεκίνησε η
ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των ανδρών του στρατηγού και της
Χωροφυλακής, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας ενωμοτάρχης. Την ίδια
ώρα ο Καλλέργης κινητοποίησε τους άνδρες των στρατοπέδων της
πρωτεύουσας με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα» και όλοι μαζί έφτασαν
μπροστά στα ανάκτορα. Ταυτόχρονα, δόθηκε η διαταγή ν’ ανοίξει η
φυλακή για την απελευθέρωση των κρατουμένων, οι οποίοι θα
συνέδραμαν τους κινηματίες.6 Οι εντολοδόχοι του βασιλιά, ο υπουργός
των Στρατιωτικών Βλαχόπουλος και ο υπασπιστής του Γαρδικιώτης
Γρίβας, όχι μόνον απέτυχαν να πείσουν τους κινηματίες, αλλά
συνελήφθησαν αμέσως. Στο διάλογο που είχε ο Καλλέργης με τον
Όθωνα, όχι μόνον δεν φάνηκε διάθεση να υποχωρήσει, αλλά αντιθέτως
77
απαίτησε την παραχώρηση συντάγματος με απόφαση που θα έπαιρνε ο
ίδιος ο Μονάρχης και το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Πράγματι, και ενώ οι υπουργοί τελούσαν υπό κράτηση, συνήλθε
στις τρεις το πρωί το Συμβούλιο της Επικρατείας με την παρουσία
πολιτικών ηγετών του κινήματος, το οποίο εξέδωσε «Προκήρυξιν» με την
οποία αναγνώριζε το κίνημα. Ταυτόχρονα, συντάχθηκε αναφορά με την
οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας ζητούσε από τον βασιλιά την
παραχώρηση συντάγματος και με διάταγμα τη σύγκληση συντακτικής
Εθνοσυνέλευσης εντός τριάντα ημερών. Τα κείμενα δόθηκαν στον
Όθωνα, ο οποίος δεν μπόρεσε να συναντηθεί με τους ξένους πρεσβευτές,
προκειμένου να πάρει τη γνώμη τους, αφού ο Καλλέργης δεν το
επέτρεψε.7 Κι όχι μόνον υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τα αιτήματα των
επαναστατών αλλά, παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, όρκισε το νέο
υπουργικό συμβούλιο και υπέγραψε δύο διατάγματα με τα οποία
αναγνωριζόταν η 3η Σεπτεμβρίου ως εθνική εορτή, απονέμονταν
τιμητικές διακρίσεις και εκφραζόταν η ευαρέσκεια στους επικεφαλής του
κινήματος.8
78
Ο τρόπος με τον οποίο τερματίστηκε το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου
φανερώνει και τον χαρακτήρα του: «ο στρατός παρήλασε μπροστά στα
ανάκτορα ζητωκραυγάζοντας “ζήτω ο συνταγματικός βασιλεύς Όθων ο
Α’ ‘’και ενώ η μουσική παιάνιζε γύρισε στους στρατώνες επευφημούμενος
από το λαό».9 Τερματιζόταν η περίοδος της απόλυτης Μοναρχίας και
ξεκινούσε αυτή της συνταγματικής. Το κίνημα σε καμία περίπτωση δεν
στράφηκε εναντίον του ίδιου του Όθωνος, αλλά εναντίον της τακτικής του
και του περιβάλλοντός του. Οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν κατά την
πρώτη οθωνική δεκαετία αφορούσαν τη βαυαροκρατία, τη βασιλική
καμαρίλα, η ύπαρξη της οποίας λειτουργούσε ανασχετικά για τις
κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες μεγάλης μερίδας της εγχώριας
πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ. Στρατιωτικοί και πολιτικοί βάλλουν
κατά της αντιβασιλείας μέχρι το 1835, οπότε προσδοκούσαν ότι η
ενηλικίωση του νεαρού Μονάρχη θα αποκαθιστούσε στο επίπεδο της
εξουσίας τις ισορροπίες. Όταν οι προσδοκίες διαψεύδονται τα πυρά της
κριτικής στρέφονται κατά των Βαυαρών που περιστοιχίζουν τον Όθωνα
και λυμαίνονταν τον κρατικό μηχανισμό. Για όλα τα κακώς κείμενα του
νεοσύστατου κράτους υποδεικνύονται οι Βαυαροί και η γραφειοκρατία
που είχαν παγιώσει, σε καμία περίπτωση όμως ο ίδιος ο Όθων. Το αίτημα
για παραχώρηση σύνταγματος το προωθούσαν ετερόκλητες, από
κοινωνική και ιδεολογική άποψη, ομάδες, οι οποίες απέβλεπαν στην
καθιέρωση της συνταγματικής Μοναρχίας και του κοινοβουλευτισμού ως
μέσων για την επίτευξη των κομματικών τους επιδιώξεων. Αυτές,
συνήθως, εξαντλούνταν απλώς στην εξυπηρέτηση των πολιτικών τους
πελατών.10
Από την άποψη αυτή είναι επιστημονικά παρακινδυνευμένο να
ταυτίσουμε τυπολογικά τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου με την έννοια
της επανάστασης. Μία επανάσταση προϋποθέτει ευρεία λαϊκή
Ελληνισμού, Μέρος β’, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και η Επανάσταση της 3ης
Σεπτεμβρίου 1843, Εστία 1978, σ. 125-164.
9 Βλ. Ιωάννης Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, ό.π., σ. 94.
10Για τις πελατειακές σχέσεις κατά τον 19ο αιώνα, βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,
Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα,
Θεμέλιο 1981, σ. 324· του ίδιου, Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην
Ελλάδα του 19ου αιώνα, στο Γιώργος Κοντογιώργης (επιμ.), Κοινωνικές και
πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Εξάντας 1977, σ. 76. Για έναν ορισμό του
φαινομένου, John D. Powell, Peasant Society and clientalistic politics, στο American
Political Science Review, 1970, vol. 64, Νο 2, σ. 411 κ.επ.
79
συμμετοχή, κάτι που δεν σημειώθηκε στο συγκεκριμένο γεγονός.
Επιπλέον, δεν οδήγησε σε ανατροπή των υπαρχουσών οικονομικών,
κοινωνικών και πολιτικών δομών. Αναμφισβήτητα, υπήρξαν αντίρροπες
και αντιεξουσιαστικές τάσεις, ως προς την απολυταρχία του Όθωνος και
του περιβάλλοντός του, οι οποίες ήταν μάλλον αποτέλεσμα της
δυσαρέσκειας από τη μη ικανοποίηση προσωπικών ή οικογενειακών
επιδιώξεων. Αυτή η δυσαρέσκεια εντάθηκε με την πάροδο του χώρου,
λόγω του κοινωνικού και επαγγελματικού αδιεξόδου και του
συστηματικού παραγκωνισμού πολλών αγωνιστών της επανάστασης του
1821. Επιπλέον, η δυσαρέσκεια αυτή μπορεί να ερμηνευθεί και λόγω της
δυσπροσαρμοστικότητας που παρουσίαζε η κοινωνία στην προσπάθεια
των Βαυαρών να επιβάλουν εκ των άνω, τις –δυτικοευρωπαϊκού τύπου-
θεσμικές καινοτομίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι ομαδοποιήσεις, οι
συνωμοτικές κινητοποιήσεις και η μύηση στα «συνταγματικά ιδεώδη» δεν
απέβλεπαν στη μεταβολή των κοινωνικών δομών ή έστω στην
αποτελεσματική αναδιάρθρωση του εξουσιαστικού πλέγματος, παρά
μόνον στο βαθμό που ικανοποιούνταν οι προσωπικές και κομματικές
βλέψεις. Μία απλή μετατόπιση του εξουσιαστικού κέντρου από το παλάτι
και την καμαρίλα, ως αποκλειστικών φορέων κρατικής εξουσίας, με
παράλληλη αναδιανομή των προνομίων και σε άλλες –αποκλεισμένες ως
τότε- ομάδες ή πρόσωπα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός
αποσυμπίεσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας και να στηρίξει τη
Μοναρχία, με τη συνταγματική της μορφή αυτή τη φορά.
Έτσι, η περίοδος που ακολουθεί την 3η Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζεται
από έναν συνεχή αγώνα και εναλλαγή ανταγωνιζόμενων ομάδων για την
κατάληψη προνομιακών θέσεων μέσα στον παθολογικά και
ανορθολογικά διογκούμενο κρατικό μηχανισμό. Οι «συνταγματικοί»
ηγέτες που θα δεσπόσουν στο πολιτικό σκηνικό μετά το 1843
πολιτεύονται επίσης με αντιδημοκρατικό και αυταρχικό πνεύμα,
παραβιάζουν συστηματικά το σύνταγμα, φαλκιδεύουν τις ελευθερίες και
νοθεύουν το εκλογικό αποτέλεσμα κατά τρόπο απροσχημάτιστο.11 Είναι
χαρακτηριστικές οι θέσεις και οι απόψεις κάποιων ένθερμων
υποστηρικτών του συντάγματος και πρωταγωνιστών των γεγονότων της
3ης Σεπτεμβρίου. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Μεταξάς, ο ηγέτης του
Ρωσικού κόμματος, τασσόταν υπέρ της συνταγματικής Μοναρχίας, όμως
80
προτιμούσε η κυβέρνηση να είναι δοτή από το Παλάτι. Και αυτός, όπως
και άλλοι «μετριοπαθείς συνταγματικοί» (Ζαΐμης, Κουντουριώτης,
Κωλέττης, Κολοκοτρώνης) θεωρούσαν ότι «ο καιρός δεν ήταν ώριμος
ακόμη» για συνταγματική κυβέρνηση, ακολουθώντας απέναντι στο λαό
«την ίδια πατερναλιστική στάση όπως ο βασιλιάς, μόνο που επιθυμούσαν
έναν πατερναλισμό που θα ασκούσαν οι ίδιοι στο όνομα του βασιλιά».12
Ο πιστός στο θρόνο Σπυρίδων Τρικούπης, από τους πλέον
ένθερμους υποστηρικτές της συνταγματικής μοναρχίας, εισηγήθηκε στον
Όθωνα την παραχώρηση συντάγματος, όχι μόνον διότι ο ίδιος ως
αγγλόφιλος είχε πρότυπο την Αγγλία και τους πολιτικούς θεσμούς της,
αλλά κυρίως «γιατί νόμιζε ότι μόνο με την υιοθέτησή τους θα
προλαμβάνονταν ταραχές αναπότρεπτες».13 Ο πρωταγωνιστής του
κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου Δημήτριος Καλλέργης, απολογούμενος σε
επιστολή του προς τον πρέσβη της Βαυαρίας στη Βιέννη, γράφει ότι το
κίνημα δεν ήταν επανάσταση, «διότι δεν εχρειάσθησαν ουδέ μίαν
πυροβόλου βολήν». Για τον Καλλέργη το «κίνημα δεν διηθύνθη παντελώς
κατά της Βασιλείας, αλλ’ εξ εναντίας εγένετο υπέρ αυτής, και αναλαβών
την διοίκησιν αυτού, νομίζω ότι έδωκα δείγματα πατριωτισμού και
μοναρχικής αφοσιώσεως».14
81
προκηρύχθηκαν οι εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν την πρώτη εβδομάδα
του Νοεμβρίου του 1843 και στις 8 του ιδίου μήνα πραγματοποιήθηκε η
επίσημη έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης.Την Εθνοσυνέλευση
αποτελούσαν 244 βουλευτές, εκλεγμένοι από 92 εκλογικές περιφέρειες ,
ακόμη κι απ’ αυτές που επαναστάτησαν το 1821 αλλά δεν
συμπεριελήφθησαν στα όρια του ελληνικού κράτους. Σ’ αυτήν 30
βουλευτές ήταν ανεξάρτητοι, 80 ανήκαν στο Ρωσικό κόμμα, 50 στο
Αγγλικό και 100 στο Γαλλικό.15 Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι τις
κοινοβουλευτικές ομάδες δεν τις χαρακτήριζε η κομματική πειθαρχία και,
συνεπώς, οι διαφωνίες των μελών τους με τις ηγεσίες κατά τη διάρκεια
των συζητήσεων ήταν συχνές. Σε μία απ’ αυτές τις συζητήσεις προέκυψε
διαφωνία του πρωθυπουργού Α. Μεταξά σχετικά με την ισοβιότητα των
μελών της Γερουσίας και επειδή ένιωθε πολιτικά αποδυναμωμένος
παραιτήθηκε. Τον αντικατέστησε ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος
έμεινε στην πρωθυπουργία μέχρι τις 30 Μαρτίου 1844.16
Μετά την υποβολή του σχεδίου συντάγματος από ειδική επιτροπή,
ξεκίνησαν οι εργασίες για την ψήφισή του στις 3 Ιανουαρίου του 1844 και
στις 4 Μαρτίου το αποτελούμενο από 107 άρθρα σύνταγμα ψηφίστηκε στο
σύνολό του.17 Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με τη μορφή που
έπρεπε να πάρει το περιεχόμενο του Καταστατικού Χάρτη της χώρας
μπορεί να διακρίνει κανείς τρεις τάσεις. Η πρώτη μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως συντηρητική, υπό την έννοια ότι ταυτιζόταν με την
απόλυτη Μοναρχία και είχε εναντιωθεί στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου.
Επρόκειτο για ολιγάριθμη ομάδα με κύριο εκφραστή τον Γενναίο
Κολοκοτρώνη. Στον αντίποδα διακρίνει κάποιος μία αντιδυναστική τάση,
η οποία επιδίωξε την έξωση του Όθωνος και ήταν επίσης ευάριθμη.
Κυρίαρχη αποδείχθηκε η τάση των μετριοπαθών, βουλευτών δηλαδή που
υποστήριζαν την 3η Σεπτεμβρίου και τη διατήρηση του βασιλιά για να
ασκεί τα καθήκοντά του μέσα στα συνταγματικά πλαίσια. Την ισχύ της η
συγκεκριμένη τάση την αντλούσε από το γεγονός ότι σ’ αυτήν ανήκαν οι
ηγέτες των τριών κομμάτων, Αλ. Μαυροκορδάτος (Αγγλικού), Ι. Κωλέττης
82
(Γαλλικού), ο οποίος είχε επανακάμψει στην κεντρική πολιτική σκηνή
μετά τη θητεία του στην πρεσβεία του Παρισιού και ο Α. Μεταξάς
(Ρωσικού). Ιδιαίτερα ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης ήταν αυτοί που
ανέλαβαν να πείσουν την Εθνοσυνέλευση να αποδεχθεί τις γενικές αρχές
του συντάγματος, αρχές με τις οποίες ήταν σύμφωνος τόσο ο Όθων όσο
και οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Η μετριοπαθής και συμβιβαστική διάθεση της βουλής
αποτυπώθηκε στην απάντηση που δόθηκε στο βασιλικό λόγο, τον οποίο
είχε εκφωνήσει ο Όθων κατά την πανηγυρική έναρξη των εργασιών.
Σημείο αιχμής στάθηκε το γεγονός ότι δεν γινόταν μνεία στην 3η
Σεπτεμβρίου, με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση να αντιδράσει. Με την
παρέμβαση του Μαυροκορδάτου και του Κωλέττη δόθηκε η πολιτικά
άχρωμη και υποτονική λύση να ονομαστεί απλώς «ευτυχές γεγονός»,
χωρίς καμία αναφορά στα αίτια που προκάλεσαν το κίνημα, όπως
επίμονα ζητούσε η αντιπολίτευση.18 Η διαφωνία για τον χειρισμό στο
συγκεκριμένο ζήτημα προκάλεσε το πρώτο ρήγμα στις κοινοβουλευτικές
ομάδες και των τριών κομμάτων, γεγονός που αποδείκνυε έναν εγκάρσιο
διαχωρισμό μεταξύ όλων των πληρεξουσίων, που ξεπερνούσε τις στενές
κομματικές γραμμές.
Διαφωνία, και μάλιστα έντονη, υπήρξε και σε ό,τι αφορούσε τα
άρθρα για την Εκκλησία. Το ζήτημα πολώθηκε μεταξύ δύο τάσεων:
εκείνης που τασσόταν υπέρ μιάς καισαροπαπικής αρχής, αυτής δηλαδή
που είχε επιβάλει το αυτοκέφαλον το 1833 και της άλλης που αντιτάχθηκε
στην αποκοπή από το Πατριαρχείο. Το θέμα,τυπικά, δεν ήταν αν θα
διετηρείτο το αυτοκέφαλο καθεστώς αλλά ο τρόπος που κηρύχθηκε και
κυρίως οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Κωνσταντινούπολη.
Ο Μιχαήλ Σχινάς, Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών, υπέρμαχος της
ιδέας να διατηρηθούν ισχυρότατοι δεσμοί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
δήλωσε στην Εθνοσυνέλευση ότι η ανακήρυξη δεν πραγματοποιήθηκε με
κανονικό τρόπο και συνεπώς θα έπρεπε να γίνει –φραστική τουλάχιστον-
επανόρθωση. Στην ουσία επρόκειτο για λεπτομέρεια, εφόσον το
18Βλ. Νίκος Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, τχ. Α΄,
1821-1941, Σάκκουλας 1981, σ. 61· βλ. επίσης το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του
ίδιου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, 1800-2010, Πόλις 2011, σ. 89-95. Ακόμη,
Γεώργιος Αναστασιάδης, Η Α’ Εθνική Συνέλευση 1843-1844, στο Γεώργιος
Αναστασιάδης (επιμ.), Ιστορία των Ελλήνων, Δομή 2006, σ. 146-147· Παύλος
Πετρίδης, Πολιτικές Δυνάμεις και συνταγματικοί θεσμοί στη Νεώτερη Ελλάδα
(1844-1940), Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 16-18.
83
καθεστώς δεν μεταβαλλόταν ούτως ή άλλως, λεπτομέρεια όμως που
αποκάλυπτε τους βαθύτερους λόγους της διαμάχης των δυτικόφιλων
εκσυγχρονιστών με τους υπερασπιστές των παραδόσεων.
Στη διαμάχη για το ζήτημα ενεπλάκησαν ακόμη ο κληρικός, και
μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών Μισαήλ Αποστολίδης και ο
Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, γνωστός όπως είδαμε,
πολέμιος του αυτοκεφάλου με τη συγγραφή δύο πονημάτων που
αποτύπωναν τις διαμετρικά αντίθετες απόψεις.19 Το κύριο βάρος της
απάντησης στην επίθεση των «πατριαρχικών» σήκωσε στην
εθνοσυνέλευση ο Σπυρίδων Τρικούπης, πιστός πάντοτε στη γραμμή της
ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος θεωρούσε ότι η
ανακήρυξη του αυτοκεφάλου δεν χρειαζόταν την προηγούμενη έγκριση
του Πατριαρχείου.20 Τη λύση –συμβιβαστική και πάλι- έδωσαν ο
Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης, σύμφωνα με την οποία «οι κανόνες και
αι παραδόσεις αποτελούσι τον Συνταγματικόν χάρτην της Εκκλησίας
ταύτης, ανεξάρτητον τού της Πολιτείας Συνταγματικού χάρτου» και «η
Εκκλησία [αποτελούσα] αυτοτελή πνευματικόν οργανισμόν, διακρίνεται
της Πολιτείας, χωρίς όμως να είναι εντελώς απ’ αυτής κεχωρισμένη, ουδέ
ξένη προς αυτήν».21 Στην ουσία δεν θίχτηκε καθόλου η ρύθμιση του 1833
και από την άποψη αυτή η ρύθμιση του άρθρου 2 του συντάγματος
συνιστούσε νίκη των νεωτεριστών.
Ένα άλλο άρθρο, το 3, που αφορούσε τον ορισμό της έννοιας του
Έλληνα πολίτη προκάλεσε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ αυτοχθόνων και
ετεροχθόνων. Η διαμάχη είχε χαρακτήρα τοπικιστικό και πολιτισμικό,
καθώς οι δεύτεροι, ως επί το πλείστον, διέθεταν υψηλότερη μόρφωση και
είχαν υιοθετήσει περισσότερο έναν δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό κατά την
προηγούμενη δεκαετία, προκαλώντας την αντιπάθεια των αυτοχθόνων,
οι οποίοι θεωρούσαν ότι αδικούνται από τους «νεοφερμένους». Εκτός του
19[Μισαήλ Αποστολίδης], Διατριβή αυτοσχέδιος περί της αρχής και εξουσίας των
Πατριαρχών και περί της σχέσεως της εκκλησιαστικής αρχής προς την πολιτικήν
εξουσίαν, 1843 και Κωνσταντίνος Οικονόμου, Τα σωζόμενα..., ό.π., σ. 530 και επ.,
όπου η Απάντησις εις την αυτοσχέδιον διατριβήν περί της αρχής και εξουσίας των
Πατριαρχών κ.τ.λ. υπό χ.χ.χ.
20 Δημήτριος Πετράκακος, Κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1946, τ.
2, σ. 395· Τρύφων Ευαγγελίδης, ό.π., σ. 220-267· Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,
ό.π., σ. 303-322.
21 στο ίδιο, σ. 320.
84
καλού μορφωτικού τους επιπέδου οι ετερόχθονες ήταν σε καλύτερη
οικονομική κατάσταση, λόγω της ενασχόλησης των ίδιων και των
οικογενειών τους με εμπορικές δραστηριότητες. Συνεπώς, η υπεροχή τους
τούς κατέτασσε σε μία προνομιούχο θέση, με αποτέλεσμα ο διορισμός σε
δημόσιες υπηρεσίες να συνιστά πρόκληση για τους αυτόχθονες.22
Στην Εθνοσυνέλευση μορφοποιήθηκαν δύο κύριες τάσεις,
αποτελούμενες από πληρεξουσίους και των τριών κομμάτων η κάθε μια.
Των αυτοχθόνων ηγήθηκε ο Ρήγας Παλαμήδης, ο οποίος μετά την
παραίτησή του από το υπουργείο των Εσωτερικών, συσπείρωσε γύρω του
όλους τους «αυτοχθονιστές» εναντίον του διδύμου Κωλέττη –
Μαυροκορδάτου. Ωστόσο, οι τελευταίοι κατάφεραν να δώσουν πάλι μία
23
85
αγωνιώδεις προσπάθειες πολλών ετεροχθόνων να αποδείξουν ότι
δικαιούνται να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια.24
Πρόβλημα προέκυψε, επίσης, για το αν θα έπρεπε να θεσπιστεί ένα
ακόμη νομοθετικό σώμα, παράλληλα με τη Βουλή, η Γερουσία. Η
κυβέρνηση υποστήριξε τη θέσπισή της, αλλά η αντιπολίτευση αντέδρασε
με το σκεπτικό ότι η λειτουργία της θα ήταν δαπανηρή και ότι επρόκειτο
για αριστοκρατικής προέλευσης θεσμό που υποβάθμιζε το ρόλο της
εκλεγμένης βουλής. Τελικά, επικράτησε η εισήγηση της κυβέρνησης,
ψηφίσθηκε η σχετική διάταξη και δόθηκε σκληρή μάχη για τη διάρκεια
της θητείας των Γερουσιαστών. Έστω και με μικρή πλειοψηφία και χάρη
στις συντονισμένες ενέργειες και πάλι των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη,
αποφασίστηκε το αξίωμα του Γερουσιαστή να είναι ισόβιο και τα μέλη του
συγκεκριμένου σώματος να διορίζονται από τον βασιλιά.25
Στο θέμα που σημειώθηκε ομοφωνία ήταν αυτό που αφορούσε τη
διαδοχή στο θρόνο. Θεωρήθηκε σχεδόν αυτονόητο ότι κάθε διάδοχος του
ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να πρεσβεύει το ορθόδοξο δόγμα και για να
αποφευχθεί κάτι ανάλογο με ό,τι συνέβη στην περίοδο 1833-1835,
ορίστηκε ότι, αν ο διάδοχος ήταν ανήλικος, στην αντιβασιλεία διοριζόταν
«πολίτης Έλλην του Ανατολικού δόγματος».26 Επρόκειτο για μία πλήρη –
τη μοναδική ίσως- επικράτηση της Εθνοσυνέλευσης εις βάρος των
επιθυμιών του θρόνου.
Όταν οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης για το σύνταγμα
τερματίσθηκαν, ο νέος Καταστατικός Χάρτης υποβλήθηκε στον Όθωνα
για επικύρωση. Ο τελευταίος έκανε περιορισμένες υποδείξεις, κυρίως για
να υπογραμμίσει τον μοναρχικό χαρακτήρα του. Το γεγονός αυτό
αποδεικνύει τη σχετική ικανοποίηση του στέμματος, η οποία είναι
ευεξήγητη αν ληφθεί υπόψη ότι αποφεύχθηκαν χειρότερες εξελίξεις για
τη δυναστεία. Δεν ήταν άλλωστε και εξαιρετικά περιορισμένες οι εξουσίες
του βασιλιά, αφού καθιερωνόταν η μοναρχική αρχή, με την οποία ο
ανώτατος άρχοντας γινόταν πρόσωπο «ιερό» και «απαραβίαστο», ως
φορέας ανωτάτου οργάνου του κράτους. Εκτός από την εκτελεστική
24Ιωάννης Δημάκης, ό.π., σ. 207-225, όπου και η εφαρμογή των μέτρων για τους
ετερόχθονες. Να σημειωθεί ότι ένα από τα θύματα των απολύσεων υπήρξε ο
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1844), ο οποίος από το 1834 υπηρετούσε στο
υπουργείο Δικαιοσύνης. Βλ. Δημήτριος Πετρακάκος, ό.π., τ. 2, σ. 415.
25 Βλ. Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 259-261.
26 Νικηφόρος Διαμαντούρος, Περίοδος Συνταγματικής..., ό.π., σ. 111.
86
εξουσία, την οποία ασκούσε διορίζοντας τους υπουργούς «του»,
συμμετείχε στη νομοθετική, ενώ διόριζε τους Γερουσιαστές. Ταυτόχρονα,
οριζόταν αρχηγός του στρατού, ενώ η δικαιοσύνη «πήγαζε από του
βασιλέως», αφού ο ίδιος διόριζε και έπαυε τους δικαστές.27
Δίπλα σ’ αυτές τις διατάξεις υπήρχαν ορισμένες που κατοχύρωναν
θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ισότητα όλων των πολιτών απέναντι
στους νόμους, η απαγόρευση της δουλείας, το απαραβίαστο του
οικογενειακού ασύλου, η ελευθερία γνώμης και τύπου κ.α. Η διάταξη,
βέβαια, που ήταν εξαιρετικά φιλελεύθερη αφορούσε το εκλέγειν και
εκλέγεσθαι, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο που ψηφίσθηκε στις 18
Μαρτίου του 1844, και με τον οποίο κατοχυρώθηκε με ελάχιστες
εξαιρέσεις η καθολική ψηφοφορία για τους άνδρες άνω των 25 ετών.28 Ο
συγκεκριμένος εκλογικός νόμος, ο οποίος ήταν πρωτοποριακός για τα
δεδομένα της Ευρώπης, θα πρέπει να ερμηνευθεί βάσει του γεγονότος ότι
η Ελλάδα, ως μία προκαπιταλιστικού χαρακτήρα κοινωνία, δεν γνώριζε
τις κοινωνικές εντάσεις και τις ταξικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες είχαν
αρχίσει να παγιώνονται στη Δύση. Με υποτυπώδη βιομηχανία, δεν
υπήρχαν οι όροι για συγκρότηση ταξικών και εργατικών κομμάτων και
οργανώσεων και οι ποικίλες αντιδράσεις αφορούσαν την ικανοποίηση
προσωπικών και οικογενειακών ωφελημάτων, όπως διορισμοί, μεταθέσεις
κ.τ.λ. Συνεπώς, η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σ’ όλους τους πολίτες όχι
μόνον δεν έθετε εν αμφιβόλω την κοινωνική πυραμίδα, αλλά
λειτουργούσε και ως δικλίδα ασφαλείας για το σύστημα.29
Η ψήφιση του συγκεκριμένου συντάγματος αποτελούσε «σύμβασιν
μεταξύ του Μονάρχου, όστις αυτοδεσμέυεται, και του λαού», ένα είδος
«Συνθήκης», όπως ονομάστηκε, η οποία «συνωμολογήθη μεταξύ Ημών
27Βλ. περισσότερα, Νίκος Αλιβιζάτος, Εισαγωγή…, ό.π., σ. 63-65 και του ίδιου, Το
Σύνταγμα…, ό.π.,σ.95-100. Ολόκληρο το κείμενο του συντάγματος, Γεώργιος
Ασπρέας, ό.π., τ. Α’, σ. 174-184.
28στο ίδιο, σ. 65-67· Νικηφόρος Διαμαντούρος, Περίοδος Συνταγματικής..., ό.π., σ.
112-113· Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 262-264.
29 Βλ., μεταξύ άλλων, Νικηφόρος Διαμαντούρος, Η εγκαθίδρυση του
κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, στο Δημήτρης Τσαούσης (επιμ.), Όψεις της
ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, Εστία 1984, σ. 55-71· Βασίλης Φίλιας,
Κοινωνικές δομές στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, στο Δημήτρης Τσαούσης (επιμ.),
ό.π., σ. 11-21 και του ίδιου, Νόθα..., ό.π.
87
[ενν. του Όθωνος] και των πληρεξουσίων του Έθνους»30 και υπό την
έννοια αυτή συνιστά έναν συμβιβασμό ή μία «“γέφυρα” για να
πραγματοποιηθεί η μετάβαση από την απόλυτη μοναρχία» στη
συνταγματική.31 Εγκαινιαζόταν έτσι η πρώτη περίοδος του
κοινοβουλευτικού βίου της χώρας.
88
γεγονός που αποδεικνύει ότι η κοινοβουλευτική περίοδος της χώρας
εγκαινιάσθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι
επίσης το γεγονός ότι, ενώ η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο,
εκδηλώθηκε ένοπλη ανταρσία στην Ακαρνανία με επικεφαλής τον
Θεόδωρο Γρίβα, ο οποίος έχοντας συμμαχήσει με τον Κωλέττη, στρεφόταν
κατά του Μαυροκορδάτου.33
Έχοντας ασκήσει οξεία αντιπολίτευση στον Μαυροκορδάτο, ο
Κωλέττης κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές και διαθέτοντας την
υποστήριξη του παλατιού, ορκίστηκε ως πρωθυπουργός στις 18
Αυγούστου 1844. Οι προθέσεις του Κωλέττη ως πρωθυπουργού φάνηκαν
όχι τόσο με την προκήρυξη που εξέδωσε για τις βασικές αρχές του
προγράμματός του, όσο με την πρώτη του ενέργεια, που ήταν η ακύρωση
της εκλογής 40 βουλευτών της αντιπολίτευσης και του ίδιου του
Μαυροκορδάτου.34 Ως προς τη συγκεκριμένη προκήρυξη, ο αναγνώστης
μπορεί να διαπιστώσει γενικόλογες υποσχέσεις περί «ακριβείας
θρησκευτικής εις την εφαρμογήν του πολύτιμου Συντάγματος και των εν
ισχύι νόμων». Υποσχέθηκε «οικονομίαν όσον ενδέχεται αυστηρά εις τα
πάντα», ενώ η «Δικαιοσύνη και η αμεροληψία» θα ήταν το «σύνθημα» της
πολιτικής.35
Η τριετής διακυβέρνησή του, πάντως, διέψευσε όλες τις
μεγαλόστομες διακηρύξεις του. Κύριο γνώρισμα της πολιτικής του ήταν ο
συγκεντρωτισμός και ο αυταρχισμός. Ευνόησε τους κομματικούς του
πελάτες, τους οποίους διόρισε σε θέσεις του Δημοσίου, την ίδια στιγμή
που γινόταν διασπάθιση των γλίσχρων οικονομικών του κράτους, από
89
ένα «σύστημα», όπως ονομάστηκε, γεμάτο «από ανωμαλίες, αταξίες,
καταχρήσεις των δημοσίων χρημάτων, διορισμούς και παύσεις
υπαλλήλων, ταραχές κ.λ.π.».36 Όχι μόνον δεν τήρησε την υπόσχεσή του
για αποκεντρωμένες πολιτικές διαδικασίες, αλλά αντιθέτως «πέτυχε να
θέσει υπό τον έλεγχό του τους νομάρχες, τους επάρχους, τους δημάρχους,
τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, τους εφοριακούς και τους
δικαστικούς υπαλλήλους στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας».37
Ικανοποιώντας, ταυτόχρονα, τα αιτήματα των κατά τόπους ισχυρών
οπλαρχηγών, εξασφάλισε τη συναίνεσή τους και, κατά συνέπεια, την
υποταγή του μεγαλύτερου μέρους των επαρχιών στην πολιτική του. Εκτός
από τους κομματικούς του πελάτες, ο ηγέτης του Γαλλικού κόμματος
διέθετε ως κύρια ερείσματα τον Όθωνα και τη γαλλική πρεσβεία. Οι
συνταγματικές του αντιλήψεις εγκαταλείφθηκαν μόλις ανέλαβε τα ηνία
του κράτους και προσέβλεπε στη βασιλική συνεργασία και εύνοια για την
επίλυση των προβλημάτων.38
Το, ευρισκόμενο πάντοτε στην επικαιρότητα, εκκλησιαστικό
πρόβλημα στάθηκε η αφορμή για να διασπαστεί η –ούτως ή άλλως
εύθραυστη- συμμαχία του με τον ηγέτη του Ρωσικού κόμματος Ανδρέα
Μεταξά. Όταν, λοιπόν, έφερε ένα νομοσχέδιο που αφορούσε στη διοίκηση
της Εκκλησίας, τον αριθμό των Επισκόπων και τον τρόπο μισθοδοσίας
τους, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στους δυτικότροπους και τον
Όθωνα αφενός και τους «φιλορθόδοξους» αφετέρου, πράγμα που
αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο. Ο Μιχαήλ Σχινάς τον κατηγόρησε ως
πράκτορα μιας φιλοκαθολικής συνωμοσίας. Το νομοσχέδιο δεν
κατατέθηκε στη Γερουσία, υποβλήθηκε στη Βουλή και ψηφίστηκε, ωστόσο
η διαμάχη αυτή απέδειξε πόσο δύσκολο ήταν να συγκεράσει τις δύο αυτές
τάσεις ο Κωλέττης, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Το
καλοκαίρι του 1845 ο Μεταξάς, βρίσκοντας μία ακόμη αφορμή, υπέβαλε
την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού των Οικονομικών, με
αποτέλεσμα να σχηματιστεί αντιπολιτευτικό μέτωπο με τους Ναπαίους
και τους οπαδούς του Αγγλικού κόμματος.39
90
Έκτός, όμως, της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό ο Κωλέττης είχε να
αντιμετωπίσει και την εχθρική στάση της Αγγλίας. Για άλλη μια φορά η
Αγγλία βρήκε την ευκαιρία να ασκήσει πιέσεις σε μία ελληνική
κυβέρνηση, που δεν ήταν της αρεσκείας της. Ο πρέσβης Λάυονς
απειλούσε ότι, αν η Ελλάδα δεν φαινόταν οικονομικά συνεπής στις
υποχρεώσεις της από το δάνειο των 60.000.000 του 1832, θα έθετε σε
λειτουργία τον μηχανισμό επιβολής διεθνούς οικονομικού ελέγχου.
Μεσολάβησε η Γαλλία, η οποία για να βγάλει από τη δύσκολη θέση τον
εκλεκτό της Έλληνα πρωθυπουργό διευκόλυνε τη χώρα με 1.000.000
φράγκα. Το πρόβλημα, βέβαια, βρήκε προσωρινή λύση, αφού η κυβέρνηση
Πάλμερστον συνέχιζε να ασκεί πιέσεις στο ευάλωτο ελληνικό κράτος σε
κάθε ευκαιρία.40
Το γεγονός που συγκλόνισε τη χώρα το 1847 ήταν το επεισόδιο
Μουσούρου. Ο Κωνσταντίνος Μουσούρος, ελληνικής καταγωγής και
ορθόδοξος, υπηρετούσε ως πρέσβης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην
Αθήνα. Εκτελώντας οδηγίες της Πύλης αρνήθηκε να χορηγήσει βίζα στον
Τσάμη Καρατάσο, συνταγματάρχη και υπασπιστή του Όθωνος,
προκειμένου να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Ο λόγος ήταν ότι ο
συγκεκριμένος αξιωματικός είχε εμπλακεί σε αλυτρωτικές ενέργειες υπέρ
της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μακεδονίας. Ο Όθων οργίστηκε από τη
στάση του Μουσούρου και σε έναν ανακτορικό χορό έδειξε στον
παρευρισκόμενο πρέσβη έντονα τη δυσαρέσκειά του. Εκείνος αποχώρησε
δυσαρεστημένος από τα Ανάκτορα και την επομένη επέδωσε διακοίνωση,
με την οποία επέρριπτε τις ευθύνες για το επεισόδιο στον Κωλέττη.
Ταυτόχρονα, αντέδρασε έντονα και η Πύλη ζητώντας την έμπρακτη
συγγνώμη του βασιλιά της Ελλάδας. Ο Κωλέττης απέρριψε τις τουρκικές
προτάσεις και έτσι διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Οποιαδήποτε μεσολαβητική προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ
Αθηνών και Κωνσταντινούπολης απέτυχε, με αποτέλεσμα ο Σουλτάνος
να λάβει μέτρα που έθιγαν την οικονομία των Ελλήνων υπηκόων του
αλλά και την ελληνική εμπορική ναυτιλία. Ακολούθησε η μεσολαβητική
προσπάθεια του Αυστριακού καγκελαρίου Μέττερνιχ, η οποία δεν
καρποφόρησε και, τελικά, με τη συμβουλή του πατέρα του ο Όθων κάλεσε
τον Μουσούρο στα Ανάκτορα εκφράζοντας τη λύπη του για ό,τι συνέβη.
Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας αποκαταστάθηκαν σε διπλωματικό
91
επίπεδο, ωστόσο το τυχαίο αυτό επεισόδιο απέδειξε πόσο εύθραυστες
ήταν και ακόμη πώς διαπλέκονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι
ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών δυνάμεων.41
Τέλος, η τριετής διακυβέρνηση της χώρας από τον Κωλέττη
σημαδεύτηκε και από ένοπλες εξεγέρσεις, η φύση των οποίων ερμηνεύει
τις πολλαπλές αντιφάσεις και αντινομίες της ελληνικής πολιτικής
σκήνης. Συγκεκριμένα, το 1845 εκδηλώθηκε ανταρσία στη Μάνη, επειδή
θεωρήθηκε ότι η κυβέρνηση ευνοούσε την οικογένεια Μαυρομιχάλη σε
βάρος των άλλων και ιδιαίτερα την οικογένεια Πιερράκου. Χάρη στην
Εθνοφυλακή, η οποία στελεχωνόταν και ελεγχόταν από την οικογένεια
Μαυρομιχάλη, η εξέγερση κατεστάλη και, μάλιστα, με εξαιρετική
σκληρότητα. Η συγκεκριμένη εξέγερση οφειλόταν σε εκλογικές
αντιπαλότητες και στα βίαια μέσα που χρησιμοποίηθηκαν απ’ όλες τις
πλευρές για να επικρατήσουν κατά τη μακρά προεκλογική περίοδο του
1844.42 Η προσφυγή στην ένοπλη ρήξη μέσα σε συνθήκες
κοινοβουλευτισμού, αποδεικνύει το ασταθές και ευθραυστό πολιτικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούσε τα πρώτα του βήματα ο
κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα.
Το 1847 ο Θεόδωρος Γρίβας, οπαδός και προστατευόμενος του
Κωλέττη, παραιτήθηκε από τη θέση τού Επιθεωρητή του στρατού
στρεφόμενος κατά του πολιτικού του προστάτη. Οι λόγοι που τον
οδήγησαν στη σύγκρουση ήταν καθαρά προσωπικοί και σχετιζόνταν με
την άρνηση της κυβέρνησης να ικανοποιήσει κάποια απαίτησή του,
καθώς και με την υποστήριξη του πρωθυπουργού προς τον αδελφό του
Γαρδικιώτη Γρίβα σε μία ενδοοικογενειακή διένεξη. Τα αιτήματα που
πρόβαλε ο Θ. Γρίβας προκειμένου να έχει απήχηση αφορούσαν στην
προάπιση του συντάγματος και της Ορθοδοξίας καθώς και τη φορολογία.
Το εντυπωσιακό γεγονός ήταν ότι το συγκεκριμένο κίνημα υπέθαλψαν
και ενθάρρυναν τόσο η Αγγλία όσο και η Ρωσία, μολονότι ο
συγκεκριμένος στρατιωτικός ανήκε στο Γαλλικό κόμμα. Αυτό, βέβαια,
αποδεικνύει την έλλειψη συνεκτικού ιστού και ιδεολογίας στον κομματικό
χώρο και τη ρευστότητα των πολιτικών συνειδήσεων. Με την
αποφασιστική στάση της κυβέρνησης το κίνημα κατεστάλη, ωστόσο οι
92
ιδιοτελείς πολιτικές έξεις λειτουργούσαν υπονομευτικά προς το σαθρό
ούτως ή άλλως πολιτικό σύστημα. Να σημειωθεί ότι το κίνημα
εκδηλώθηκε, ενώ η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.43
Αναλογίες με την προηγούμενη εξέγερση παρουσιάζει κι αυτή του
Νικολάου Κριεζώτη, ομοίως οπαδού του Γαλλικού κόμματος. Ο
Κριεζώτης, στρατιωτικός με μεγάλη απήχηση στην Ανατολική Στερεά,
συμπεριφερόταν με τρόπο βίαιο και αλαζονικό προς τους κατοίκους,
χωρίς να υπόκειται σε κανέναν περιορισμό του νόμου. Έχοντας
κατηγορηθεί από το 1843 για σωρεία παράνομων πράξεων (ξυλοδαρμούς,
παρακράτηση δημοσίου χρήματος, κλοπές κ.λ.π.), συνελήφθη μόλις το
1847 και φυλακίστηκε στις φυλακές της Χαλκίδας. Η καθυστερημένη
αντίδραση του νόμου και η εφαρμογή του κατά την προεκλογική περίοδο
δεν πρέπει να είναι άσχετη με το γεγονός ότι ο Κριεζώτης είχε διακηρύξει
πως θα αντιπολιτευθεί τον Κωλέττη, οπότε ο τελευταίος έσπευσε να
εφαρμόσει το νόμο πριν αποβεί μοιραία η δράση του και η απήχησή του
για το εκλογικό αποτέλεσμα. Πάντως ο Ευβοιώτης τοπάρχης δεν
δυσκολεύτηκε να πείσει τους φύλακες να τον ελευθερώσουν, οπότε με
συνθήματα περί συντάγματος και ελευθεριών συγκρότησε στρατιωτική
δύναμη 2.000 ανδρών. Οι κυβερνητικές δυνάμες υπό τον Γαρδικιώτη Γρίβα,
κατέστειλαν την εξέγερση.44 Και για αυτήν την εξέγερση ισχύουν οι
διαπιστώσεις που έγιναν προηγουμένως με την εξής προσθήκη: στην
περίπτωση του Κριεζώτη η θεσμοθετημένη Αρχή, η κυβέρνηση Κωλέττη
εν προκειμένω, σπεύδει να κινητοποιηθεί και να εφαρμόσει το αυτονόητο
για το οποίο ήταν τεταγμένη, δηλαδή το νόμο, μόνον όταν νιώθει να
απειλείται στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. Συνεπώς,
διαπιστώνεται μία αμφίδρομη ελαστικότητα ως προς την ερμηνεία και
την εφαρμογή του νόμου, κάτι που ήταν γενικευμένο φαινόμενο και
άφηνε όλα τα περιθώρια για τη διαιώνιση έκνομων συμπεριφορών, ακόμη
και από τους επίσημους κρατικούς φορείς.
Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές και
εξωτερικές πιέσεις ο Κωλέττης σκέφτηκε τη φυγή προς τα μπρος, δηλαδή
την προσφυγή στις κάλπες και την ανανέωση της λαϊκής ετυμηγορίας. Η
κίνηση θεωρείται σωστή, δεδομένου ότι είχε τηρήσει άκαμπτη στάση στις
εξωτερικές πιέσεις, όπως για παράδειγμα στο επεισόδιο Μουσούρου, με
93
αποτέλεσμα να έχει το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης με το μέρος
του. Στις εκλογές που διεξήχθησαν το καλοκαίρι του 1847 ο Κωλέττης
σημείωσε εμφατική νίκη. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, όμως,
πέθανε σε ηλικία 73 ετών από πάθηση των νεφρών, η οποία τον
ταλαιπωρούσε χρόνια, βυθίζοντας σε πένθος τους πολυάριθμους οπαδούς
του στην Ελλάδα αλλά και στους διπλωματικούς κύκλους της Γαλλίας.
94
αυτών των εδαφών και πληθυσμών διατυπώθηκε από την πρώτη στιγμή
της ανεξαρτησίας, επίσημα όμως από τη συγκεκριμένη ομιλία του
Κωλέττη, μολονότι έμμεσα, αφού ο Ηπειρώτης πολιτικός με τη
συγκεκριμένη ομιλία αγωνιούσε μάλλον για το αποτέλεσμα της
επικείμενης ψηφοφορίας, καθώς και ο ίδιος ήταν ετερόχθων. Και, βέβαια,
ο Κωλέττης δεν ήταν μόνος. Τις αντιλήψεις του συμμεριζόταν όλος ο
πολιτικός κόσμος και ασφαλώς όλος ο ελληνισμός.
Το γεγονός που λειτουργούσε δυναμοποιητικά στο συγκεκριμένο
ζήτημα ήταν η αδιαμφισβήτητη αδυναμία τής πάλαι ποτέ πανίσχυρης
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να διατηρήσει τις κτήσεις της. Κατά το 19ο
αιώνα ο «Μεγάλος Ασθενής» ταυτιζόταν με αυτό που έμεινε γνωστό ως
Ανατολικό Ζήτημα. Ζήτημα περίπλοκο, στο οποίο εμπλέκονταν κατά
τρόπο δυναμικό και κυνικό τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της
Ευρώπης. Άρα η υλοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας θα έπρεπε
να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες τής ευρωπαϊκής διπλωματίας και η
ελληνική εξωτερική πολιτική να ελιχθεί ανάμεσα στα
αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των ευρωπαϊκών Αυλών. Ήδη από
την προεπαναστατική περίοδο η Ρωσία φάνταζε ως ο προστάτης του
ελληνισμού, ήταν η Δύναμη εκείνη που τροφοδοτούσε τις προσδοκίες των
Ελλήνων για την ελευθερία και την εθνική αποκατάσταση. Οι προσδοκίες
συνεχίστηκαν και μετά την ανεξαρτησία, καθώς πιθανός πόλεμος της
ομόδοξης Ρωσίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναζωπύρωνε τις
αλυτρωτικές επιδιώξεις. Συνεπώς η προαιώνια εχθρότητα των δύο χωρών
μπορούσε να υπηρετήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως
πίστευαν ιδιαίτερα τα στελέχη του Ρωσικού κόμματος.
Αν, όμως, η στάση της Ρωσίας δημιουργούσε προσδοκίες στους
Έλληνες, σε τι θα έπρεπε να ελπίζουν οι οπαδοί και τα στελέχη του
Αγγλικού κόμματος, από τη στιγμή που η Γηραιά Αλβιών ήταν η μόνη
Δύναμη που είχε ξεκάθαρη θέση; Διότι για το Λονδίνο η ακεραιότητα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε όρο και προϋπόθεση για την
κατοχύρωση των συμφερόντων της στην Εγγύς Ανατολή, ένα ισχυρό
φραγμό στις επιθετικές βλέψεις της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο. Το
επιχείρημα των στελεχών του Αγγλικού κόμματος εστιαζόταν στο
γεγονός ότι η Αγγλία ήταν η ισχυρότερη από τις Μεγάλες Δυνάμεις,
συνέπως οποιαδήποτε αλυτρωτική πολιτική περνούσε από τις διαθέσεις
του Foreign Office. Εξάλλου, για τον Φαναρίωτη ηγέτη του Αγγλικού
κόμματος, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, η Μεγάλη Ιδέα ήταν ένας
95
εθνικά δίκαος και θεμιτός στόχος, όχι όμως άμεσης προτεραιότητας.
Προείχε η ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, ο εκσυγχρονισμός σε
όλες τις πτυχές του και ακολουθούσε ο μεγαλοϊδεατικός στόχος με
σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Εξάλλου, στο πέρασμα του χρόνου, στο
ιστορικό της ταξίδι, η Μεγάλη Ιδέα γνώρισε τις αναγκαίες προσαρμογές,
αναδιπλώσεις, εντάσεις ή υφέσεις,χωρίς να αφίσταται ή να αναθεωρείται
ο τελικός στόχος. Είναι χαρακτηριστικές, από την άποψη αυτή, οι απόψεις
του Αναστασίου Γούδα το 1864. Σε υποτιθέμενο διάλογο με έναν «εύπιστο
πατριώτη»αναφέρει: « H Μεγάλη Ιδέα φίλε μου, τω απαντήσαμεν, ήτο
και θα είναι το αιώνιον όνειρόν μας […] τότε μόνον θα λογισθώμεν
ευτυχείς όταν αξιωθώμεν ν΄ ακούσωμεν μίαν λειτουργίαν εις την Αγίαν
Σοφίαν. Αλλά διά ν΄απολαύσωμεν όλα ταύτα ταχύτερον, φρονούμεν ότι
αντί να μεταχειρισθώμεν το καρυοφίλι […] ή και αυτά του τακτικού
στρατού όπλα, τα οποία σήμερον δυστυχώς […] δεν τα έχωμεν, και διότι
πεινώμεν […] φρονούμεν ότι θα φθάσωμεν εκεί ασφαλέστερον, αν
μεταχειρισθώμεν άροτρα, τέχνας, επιστήμας και πολιτισμόν».47
Και, βέβαια, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη, ως προϋπόθεση
της Μεγάλης Ιδέας, υπήρχε και η πνευματική, στενά συνυφασμένες όπως
είναι ευνόητο. Και αν ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αποτέλεσε το
εφαλτήριο για την πνευματική αναγέννηση προεπαναστατικά του
υπόδουλου Γένους, το πνευματικό εργαστήριο για τη σφυρηλάτηση της
εθνικής συνείδησης, και συνεπώς μία βασική συνιστώσα του μεγάλου
εθνικού ξεσηκωμού, η καλλιέργεια της παιδείας τόσο στο εθνικό κέντρο,
όσο-και κυρίως- στον αλύτρωτο ελληνισμό αποτελούσε την πνευματική
κρηπίδα για τη διάσωση τών εκτός συνόρων Ελλήνων. Κι αυτό, ιδιαίτερα
από τη στιγμή που, συν τω χρόνω, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης
των άλλων λαών της Βαλκανικής λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς
τα συμφέροντα του ελληνισμού. Γιατί ποιό θα ήταν το νόημα, η
αντικειμενική στόχευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με πυρήνα
της τη Μεγάλη Ιδέα, σε περιοχές με αποδεκατισμένο ελληνικό πληθυσμό;
Στις τελευταίες δεκαετίες του ΙΘ΄αιώνα το διακύβευμα ουσιαστικά
ήταν,πρωτίστως, η διατήρηση των ελληνικών πληθυσμών στις εστίες του
και η αλώβητη διατήρηση της εθνικής συνείδησης μέσω της παιδείας, από
96
τη στιγμή που οι βαλκανικοί εθνικισμοί όχι μόνον οξύνονταν, αλλά η
προπαγάνδα και η χρήση βίας γενικεύονταν.
Ως προς τη Γαλλία,για να επανέλθουμε στο ρόλο των Μεγάλων
Δυνάμεων, υπήρχε η ψευδαίσθηση της φιλελληνικής πολιτικής, η οποία
υπέθαλπε αλυτρωτικά τολμήματα. Ουδέποτε όμως το Παρίσι έλαβε
ξεκάθαρη θέση υπέρ των ελληνικών επιδιώξεων και η εξωτερική πολιτική
ισορροπούσε ανάμεσα στα αντιθετικά ελληνοτουρκικά συμφέροντα.
Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η επιστολή του Υπουργού
Εξωτερικών Φρανσουά Γκιζώ προς τον πολιτικό του φίλο Κωλέττη.
Γράφει, μεταξύ άλλων: « [...] η Ευρώπη δεν θέλει την προσεχή πτώσιν του
οθωμανικού κράτους· η Ευρώπη θα πράξη ό,τι είναι δυνατόν ίνα βραδύνη
την πτώσιν ταύτην και τα επακολουθήματα αυτής [...] η πολιτική της
Ευρώπης θα στραφή εναντίον υμών, και οι κράτιστοι των φίλων υμών
ουδέν δυνήσονται να πράξωσιν υπέρ υμών. Δεν θέλω να περιπέσητε ως
προς τούτο εις ουδεμίαν πλάνην [...] ζητώ μόνον να μη ενεργώσι τα [ενν.
αλυτρωτικά] αισθήματα παρακαίρως· διότι ούτως ούτε τιμήν ούτε όφελος
περιποιήσωσιν υμίν». Και η απάντηση του Έλληνα πολιτικού: «[...] ο
προορισμός της Ελλάδος είναι ευρύτερος τού δια του πρωτοκόλου
ορισθέντος αυτή. Τοιάυτη είναι η πίστις μου· αλλά ουδέποτε διενοήθην ότι
ο προορισμός ούτος έδει να εκπληρωθή δι’ εισβολής εις το οθωμανικόν
κράτος ή δια προσηλυτισμού (propagande) ενόπλου. [...] Ειμί λοιπόν
θιασώτης του καθεστώτος. Δια τούτο ευθύς από της εις την κυβέρνησιν
εισόδου μου ηγωνίσθην σοβαρώς να θέσω χαλινόν εις την παράφορον
ορμήν των ολίγον περιεσκεμμένων και ολίγον προβλεπτικών πνευμάτων
των βουλομένων να ωθήσωσι την κυβέρνησιν εις οδόν κινδυνώδη και
αντεθνικήν».48
Ποιά ήταν λοιπόν, η εξωτερική πολιτική του Κωλέττη και τι πίστευε
για τη Μεγάλη Ιδέα ο ανάδοχός της; Η πολιτική ήταν διπρόσωπη, υπό την
έννοια ότι καθησύχαζε τον Γάλλο υπουργό, ενώ ουδέποτε προσπάθησε να
ελέγξει «την παράφορον ορμήν» του. Και αυτό, γιατί ούτε μπορούσε να
ελέγξει τους ενόπλους ούτε το ήθελε, διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε
με απώλεια σημαντικών κοινωνικών ερεισμάτων. Καλλιεργούσε τη
μεγαλοϊδεατική πολιτική με την προσοχή του στραμμένη στην κάλπη.
Συχνά, μάλιστα, ενθάρρυνε τα άτακτα σώματα που δημιουργούσαν
97
επεισόδια στην ελληνοτουρκική μεθόριο.49 Όχι ότι δεν επιθυμούσε ή δεν
ευχόταν την υλοποίηση αυτού του πανεθνικού οράματος. Τις επιθυμίες
και τις ευχές, όμως, θα μπορούσε να τις εκφράσει ο οποιοσδήποτε
Έλληνας πολίτης. Όχι, όμως, να ορίζουν και να συμπυκνώσουν με
συνθηματικό τρόπο και συνεπώς επικίνδυνο την εξωτερική πολιτική της
χώρας. Κι αυτό, διότι η συνθηματική συμπύκνωση ενός ζητήματος-
λιγότερο ή περισσότρο σοβαρού- το καθιστά εύπεπτο, συσκοτίζει όμως τις
αντιθέσεις που εμπεριέχει λειτουργεί υπεραπλουστευτικά και συνεπώς
ανεύθυνα.
Κι όλα αυτά σε αγαστή σύμπνοια με το παλάτι, το άλλο έρεισμα
του Κωλέττη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σχηματιζόταν ένας ισχυρός
συνεκτικός εξουσιαστικός ιστός, ο οποίος στη συνέχεια απλωνόταν σε
ολόκληρο το έθνος.50 Με τη διαφορά, όμως, ότι ενώ η Μεγάλη Ιδέα συνείχε
το πανελλήνιο, λειτουργούσε σαν προπέτασμα καπνού, ως μέσο
αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα ζέοντα εσωτερικά
προβληματα. Ουδείς πολιτικός απέρριπτε τη μεγαλοϊδεατική πολιτική,
διότι αυτό θα σήμαινε την περιθωριοποίησή του και τον πολιτικό του
θάνατο. Ταυτόχρονα, όμως, ουδείς πολιτικός έθεσε το ζήτημα πάνω σε
ρεαλιστικούς όρους –εκτός του Μαυροκορδάτου- ξεκαθαρίζοντας τις
προϋποθέσεις και τις προτεραιότητες. Έτσι, επιδιωκόταν η άρδευση
ψήφων στα θολά νερά ενός άκρατου λαϊκισμού με δημαγωγικές κορώνες.
Επιπλέον, όπως θα αποδείξουν και οι επόμενες δεκαετίες, η Μεγάλη Ιδέα
λειτούργησε ως μηχανισμός πολιτικής αστάθειας, με τις διάφορες
κυβερνήσεις να εναλλάσσονται, αδύναμες να εκπληρώσουν ό,τι είχαν
διακηρύξει με προεκλογικές μεγαλοστομίες λίγο καιρό πριν. Η έλλειψη
συντονισμού και η χάραξη μιας ρεαλιστικής εθνικής πολιτικής δεν
δημιουργούσε απλώς σύγχυση στο εσωτερικό, αλλά επέτεινε την ξενική
επέμβαση ζημιώνοντας τελικά τα εθνικά συμφέροντα. Και μέσα στην
παραζάλη των ψευδαισθήσεων, που προκαλούσε η ανερμάτιστη
εξωτερική πολιτική και οι υποτιθέμενες φιλελληνικές διαθέσεις των
Δυνάμεων, ερχόταν η κυνική και ψυχρή προσγείωση στην
πραγματικότητα, ακολουθούσαν οι απογοητεύσεις και η αναζήτηση
98
ευθυνών.51 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της στρατιωτικής ήττας του
1897 και τραγική αυτή του 1922, που σήμαινε και τη ληξιαρχική πράξη
θανάτου της Μεγάλης Ιδέας. Στο μεσολαβήσαν διάστημα, η χάραξη
σταθερής και συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής απέδειξε ακριβώς το
αντίθετο (Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913).
99
παλικάρια ή διαδίδοντας λογιών – λογιών ψευτιές σε βάρος της
Κυβέρνησης στην οποία απέδιδαν τις πιο σκοτεινές προθέσεις».54
Είναι αλήθεια ότι μόνον ένα μικρό μέρος από τους καπετάνιους της
προοθωνικής περιόδου επιλέχθηκε από τη Γραμματεία για να ηγηθεί της
Χωροφυλακης και να την επανδρώσει. Οι περιοριστικές διατάξεις του Β.Δ.
«Περί συστάσεως της Χωροφυλακής», αλλά και η αδυναμία απορρόφησης
του συνόλου των παλικαριών είτε στη Χωροφυλακή είτε στο στρατό
γενικότερα, δεν άφηνε «αδικημένους» απλώς μερικούς καπετάνιους αλλά
εκείνους ακριβώς που είχαν πρωτοστατήσει στις εμφύλιες συγκρούσεις
του Αγώνα και, κυρίως της μετακαποδιστριακής περιόδου (Σεπτέμβριος
1831 – Δεκέμβριος 1832). Ήταν επόμενο, λοιπόν, αυτοί οι καπετάνιοι,
διαθέτοντας ως κύριο μέσο την προσήλωση που είχαν τα παλικάρια προς
το πρόσωπό τους,55 να επιδιώξουν την αναπαραγωγή των σχέσεων
κυριαρχίας μέσω των παραδοσιακών πελατειακών δικτύων. Ενώπιον του
κινδύνου να απολέσουν τα παραδοσιακά τους προνόμια, αντιδρούν
διαβάλλοντας τη Χωροφυλακή ή υποσχόμενοι μεγαλύτερες απολαβές
στους στρατιωτικούς.
Ως βασική διέξοδος, μπροστά στη νέα κατάσταση που
διαμορφώθηκε, παρουσιαζόταν η καταφυγή στη ληστεία απ’ όπου
μπορούσαν, πράγματι, να προσπορισθούν σημαντικά οφέλη, χωρίς,
μάλιστα, να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο από την παράνομη
δραστηριότητά τους, λόγω του τρόπου λειτουργίας του δικτύου της
ληστείας.56 Αγροτικής προέλευσης57 οι άνδρες που στελέχωναν τη
Χωροφυλακή είχαν, βέβαια, το πλεονέκτημα να γνωρίζουν καλύτερα τον
τρόπο καταδίωξης των ληστών αλλά παράλληλα, δοθείσης ευκαιρίας,
περνούσαν στο αντίπαλο στρατόπεδο προσδοκώντας μία πιο ελεύθερη
ζωή με περισσότερες ευκαιρίες. Η μεταπήδηση από τη Χωροφυλακή στη
ληστρική ζωή και το αντίστροφο ήταν συχνό φαινόμενο, λόγω της
αδυναμίας του κράτους να ελέγξει και να περιορίσει τις παγιωμένες
εξωθεσμικές σχέσεις των στρατιωτικών.58 Στις 31 Δεκεμβρίου 1842 ο
54 στο ίδιο.
55 Βλ. σχετικά, Στέφανος Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική…, ό.π., σ. 15-22.
56 Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές…, ό.π., σ. 193 κ. επ.
57 Βλ. Χριστίνα Βάρδα, Πολιτευόμενοι…, ό.π., σ. 46-63.
58Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο περιηγητής – αρχαιολόγος Ε.
Αμπού: περιγράφει την ιστορία ενός Χωροφύλακα που «λαχταρούσε εδώ και
πολλά χρόνια τα γαλόνια του δεκανέα». Αφού επανήλθε στη Χωροφυλακή,
100
αρχηγός της Χωροφυλακής Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος σε αναφορά του
προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών «περί των συμβαινουσών
δραπετεύσεων εκ των Συνοδειών»,59 αναφέρει ότι οι «δραπετεύσεις
πολλαπλασιάζονται» και ζητεί από τη Γραμματεία να λάβει αυστηρά
μέτρα (παραδειγματική αποβολή από το σώμα) με την έκδοση σχετικής
διαταγής.
Μία ακόμη πτυχή του προβλήματος που σχετίζεται με την
οργάνωση και τη λειτουργία της Χωροφυλακής αφορά τη στάση που
τήρησαν οι πολιτικοί έναντι του σώματος. Ενώ οι πολιτικές παρατάξεις
συλλήβδην υπερθεμάτιζαν στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσής της και
στηλίτευαν τα κακώς κείμενα, παράλληλα διαπίστωναν ότι σε μεγάλο ή
μικρό βαθμό κινδύνευαν να χάσουν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα
που διέθεταν: το στρατιωτικό στοιχείο. Η διάλυση των ατάκτων και η
οργάνωση του τακτικού στρατού και της Χωροφυλακής απευθείας
υπαγομένων στο θρόνο, θα μπορούσε να σημάνει και την απομάκρυνσή
τους από τις πραγματικές εστίες εξουσίας και την άμβλυνση, συνεπώς,
των διαπραγματευτικών τους ικανοτήτων. Μόνιμη επιδίωξή τους έτσι,
ήταν η διαιώνιση των κατεστημένων πολιτικών τους λειτουργιών,
έχοντας ρόλο καθοριστικό μέσα στους εξουσιαστικούς διαύλους, όπως
αυτοί αρθρώνονταν στη νέα θεσμοθετημένη μορφή. Δεν είναι τυχαίο,
άλλωστε, ότι όταν ο Άρμανσμπεργκ το 1835 ζήτησε τις συμβουλές
τεσσάρων πολιτικών, των Τάτση Μαγγίνα (Αγγλικού κόμματος),
Αναστάσιου Λοιδορίκη (Γαλλικού), Δρόσου Μανσόλα (Γαλλικού –
ετερόχθων) και Αναγνώστη Μοναρχίδη (Αγγλικού-ετερόχθων) για τον
περιορισμό της ληστείας, πήρε τελείως διαφορετικές απαντήσεις και
συμβουλές, «ανάλογα κάθε φορά με τα κομματικά ή τοπικά συμφέροντα
του κάθε συντάκτη».60 Η ενεργός ανάμειξη των πολιτικών στο πρόβλημα
της ληστείας προκειμένου να αποκομίσουν κομματικά κέρδη ομολογείται
και καταγγέλεται ήδη από την περίοδο έξαρσης του φαινομένου. Σε
περιμένοντας την προαγωγή του, ξανακατέφυγε στη ληστεία μετά από καιρό,
επειδή δεν τηρήθηκε η υπόσχεση που του έδωσαν. Γρήγορα, όμως, επανέκαμψε
στη Χωροφυλακή, αυτή τη φορά με το βαθμό του λοχία. Και ο Αμπού καταλήγει:
«Βρέθηκε ένας διοικητής χωροφυλακής που ήθελε σοβαρά να ξεπατώσει τη
ληστεία. Μέσα σε μερικούς μήνες έκανε όλους τους ληστές να κρυφτούν. Άλλα
βιάστηκαν να τον απολύσουν. Είχε υπονομεύσει τα θεμέλια της κοινωνίας», βλ.
Εντμόντ Αμπού, ό.π., σ. 246.
59 Γ.Α.Κ., ΜΑ (Υπουργείο Στρατιωτικών), φ. 604.
60 Γ. Κολιόπουλος, Ληστές…, ό.π., σ. 12.
101
μελέτη του ανθυπολοχαγού του Πεζικού Ανδρέα Μοσχονησίου, σχετικά
με το πρόβλημα αυτό, επισημαίνεται η παλινδρόμηση των ενόπλων
ανάμεσα στην νομιμότητα και την παρανομία: «Εάν ερωτήση τις
συστηματικόν ληστήν περί του επαγγέλματός του, ουδέν άλλο θ’ ακούση,
ή ότι θα έλθη ημέρα, κατά την οποίαν θα λάβη η Πατρίς την ανάγκη του,
ως εκ του παλικαρισμού του...».61 Ταυτότοχρονα, υποδεικνύεται η άμεση
σύνδεση πολιτών και ληστών μέσα σε ένα κύκλωμα άρθρωσης αμοιβαίων
συμφερόντων ως μία από τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος, αφού
«η ληστεία ευρίσκει την ύπαρξίν της [...] εις την έλλειψιν πατριωτισμού εκ
μέρους των λεγόμενων εν ταις παρά την οροθετικήν γραμμήν Επαρχιών
ισχυρών, οίτινες αποτελούσι δυστυχώς την πρώτην της κοινωνίας τάξιν.
Εις την ύπαρξιν της ληστείας στηρίζωσι πάντα τα πολιτικά των
συμφέροντα. Δια των ληστών εκφοβίζωσι τους ψηφοφόρους [...] δυνάμει
αυτών εισέρχονται εις τον περίβολον της Βουλής».62 Η αντίληψη αυτή για
τα αίτια του ληστρικού φαινομένου, χωρίς να αναιρεί τους κοινωνικούς
λόγους –περιθωριοποίηση πολλών στρατιωτικών, ανέχεια, αδικίες –
φανερώνει μία επιπλέον όψη, την κομμματική, που συνετέλεσε από τη
μεριά της στην αναπαραγωγή του φαινομένου.
Η στρατιωτική πολιτική των Βαυαρών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε
το συγκεκριμένο σώμα, οδήγησε αναπόφευκτα σε μία μετωπική
αντιπαράθεση μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων. Από την μία μεριά ήταν οι
νομοταγείς, εκείνοι που υπηρετούσαν ή έστω ανέχονταν τη νέα Αρχή κι
από την άλλη οι «παράνομοι», όλοι όσοι επέλεξαν τη σύγκρουση και τον
αυτοπροσδιορισμό σε σχέση με το «νέο». Στην προκειμένη περίπτωση η
ένταξη στη Χωροφυλακή ισοδυναμούσε με μία συγκεκριμένη επιλογή,
δηλαδή την παροχή υπηρεσιών στην εκάστοτε κυβέρνηση και την κρατική
Αρχή, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος της υπονόμευσης τής
κεντρικής εξουσίας από τις φυγόκεντρες τάσεις και τον τοπικισμό. Μία
τέτοια επιλογή θα είχε για τους εντασσόμενους κάποιο κοινωνικό βάρος,
που, πιθανόν, μετρούσε αρνητικά στη λαϊκή συνείδηση, αν ληφθεί υπόψη
ότι μία σημαντική μερίδα του πληθυσμού διέκειτο ευνοϊκά προς τους
ληστές, έστω και από αντίδραση στην πολιτική των Βαυαρών.63 Η ληστεία
102
αποτελούσε την ακραία μορφή αντίδρασης στους Βαυαρούς, ιδιαίτερα από
εκείνους που κατείχαν την οπλική ισχύ και ήσαν παραγκωνισμένοι.
Πολλές φορές τα ληστρικά κυκλώματα σχημάτιζαν ένα αντιδυναστικό
μέτωπο, που εμπεριείχε ετερόκλητα στοιχεία κάθε μορφής, το οποίο
παρότι δημιουργούσε συναισθήματα ανάμεικτα «με τρόμο και θαυμασμό,
στα δημοτικά τραγούδια υπερισχύει ο θαυμασμός και η συμπάθεια
απέναντι των ληστών».64 Σε ένα άρθρο με τίτλο «Σκέψεις περί του
στρατού» του 1865 διαβάζουμε: «Τον ληστήν και εις την λαιμητόμον
φερόμενον η γνώμη των πολλών δεν περιβάλλει με τον άτιμον του
κακούργου μανδύα τον λυπάται μάλιστα και ασμένως ακούουσα το
τελευταίον του ληστρικόν άσμα ένδακρις επιφωνεί “κρίμα το παλικάρι”.
Ο ληστής, ως άνθρωπος διαπρέψας εις το στάδιόν του και θύμα
απανθρώπων νόμων λογιζόμενος αναβαίνει μεθ’ υπερηφανείας εις το
ικρίωμα».65
Είναι χαρακτηριστική από την άποψη αυτή η πρόσληψη της έννοιας
«ληστής» και «ληστεία» από ένα ευρύ φάσμα της αγροτικής ελληνικής
κοινωνίας του 19ου , όπως τη δίνει ο Παύλος Καλλιγάς στο μυθιστόρημά
του Θάνος Βλέκας. Στο ηθικογραφικό αυτό μυθιστόρημα ο συγγραφέας
απεικονίζει με ρεαλιστικό τρόπο τη συγκεκριμένη κοινωνική
103
πραγματικότητα και μας δίνει, μεταξύ των άλλων, ένα μέτρο των
δυσλειτουργιών και των αντινομιών που παρουσίαζε το ελληνικό κράτος.
Μία από τις ηρωίδες του έργου έχει δύο γιούς, τον Τάσο και τον Θάνο.
Διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, διαγράφουν μία κοινωνική πορεία
τελείως διαφορετική, αλλά αυτό που έχει σημασία, εν προκειμένω, είναι η
στάση της μάνας: «Εκτός του φιλοπόνου τούτου υιού (ενν. του Θάνου),
είχεν άλλον πρωτότοκον στρατιωτικόν, όστις, αν και πολύν χρόνον
υπηρετών, ως εκ του ατάκτου του όμως βίου δεν είχε υπερβή τον ευτελή
βαθμόν του ανθυπολοχαγού [...] Αυτόν όμως ηγάπα η μήτηρ, διότι
μετήρχετο το ανδρικόν επάγγελμα του πατρός του, πεσόντος κατά την
Επανάστασιν εν τω πεδίω της μάχης. Ο Τάσος, ούτως ωνομάζετο ο
ανθυπολοχαγός, αγανακτών διότι δεν προεβιβάζετο αναλόγως των
πατραγαθιών του, ενίοτε συνηκολούθη και αυτούς τους ληστάς, μεθ’ ων
είχε πάντοτε σχέσιν, εωσού ελάμβανεν αμνηστία και υπόσχεσιν
προβιβασμού, αλλά μη εκπληρουμένην. Τούτο μάλιστα καθίστανεν
αγαπητότερον τον Τάσον εις την μητέρα του, συμμεριζομένην την
αγανάκτησίν του, διότι δεν εβραβεύετο ο υιός της, και ενθυμουμένη τον
βίον του ανδρός της, όστις κατά τον αυτόν τρόπον πρεσεφέρετο προς την
Οθωμανικήν εξουσίαν». Και αλλού: «[Ο Θάνος] ήκουε τας αράς της
μητρός του, ήτις τον απεκήρυττεν ως ανάξιον τέκνον και προδότην του
ονόματός του [...] Πόσας αράς επρόφερεν η Βαρβάρα κατά των αρχών
όλων και κατ’ εξοχήν κατά του μοιράρχου, είναι περιττόν να
επαναλάβωμεν. Οι εχθροί του Τάσου ήσαν δι’ αυτήν εχθροί του Θεού και
των ανθρώπων. “Διατί”, έλεγε, “δεν έχω δεύτερον παλικάρι να εκδικηθή
αμέσως τον Τάσον μου;”». Στο ίδιο έργο, ένας άλλος ήρωας, ο Νίκος
Αϋφαντής, «πλούσιος και εις άκρον εύσπλαχνος Θετταλός [...]
περιέθαλπεν, εν γένει όλους όσοι εζήτουν την βοήθειάν του και μάλιστα
τους ληστάς».66
Οπότε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην Ελλάδα της οθωνικής
περιόδου «εν αντιθέσει με την Γαλλία» η Χωροφυλακή «συκοφαντείται
και προσβάλλεται», ενώ οι ληστές « υποκρύπτονται, υπερασπίζονται και
περιθάλπονται»; 67Ήταν προφανές ότι η Χωροφυλακή εκπροσωπούσε την
66Βλ. Θάνος Βλέκας, στο περ. Πανδώρα, τόμος Στ’, 15 Οκτωβρίου 1855, φύλλο 134
– 15 Φεβρουαρίου 1856, φύλλο 142. Βλ. και πρόσφατη έκδοση, Παύλος Καλλιγάς,
Θάνος Βλέκας, ό.π., σ. 11 και επ.
67 Γεώργιος Κροκιδάς, Περί Χωροφυλακής. Απάντησις προς τον Λοχαγόν
Κ.Χ.Δημητρακόπουλον, εν Αθήναις, 8 Φεβρουαρίου 1867, σ. 12.
104
κύρια δύναμη ένοπλης καταστολής που διέθετε το καθεστώς και
συγκέντρωνε την μήνι όλων των αντίπαλων κοινωνικών και πολιτικών
δυνάμεων.
Η άποψη που θεωρούσε ότι η ληστεία ως κοινωνικό φαινόμενο
αφορμάται από κοινωνικά αίτια είχε υποστηριχθεί ήδη από τον 19ο αιώνα.
Με τρόπο καυστικό και τολμηρό ύφος επιχειρείται η ερμηνεία του
ληστρικού φαινομένου σε μία μελέτη του 1861: «Ληστής κακούργος! Οι
πλούσιοι τους τρέμουσιν οι πτωχοί τους τιμώσι [...] Καθήκον μέγα
επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους διαφεύγοντας το
βλέμμα του νόμου· να χύνωμεν το αίμα αυτών αφειδώς, διότι το
ερρόφησαν επ’ άλλων». Ο συγγραφέας υποδυόμενος το ληστή – τιμωρό
καταγγέλει: «Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους
πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους» και έτσι «εις την φωνήν
του πένητος ελεούμεν και βοηθούμεν τον αδύνατον», άρα «ό,τι πράττει ο
ληστής το πράττει εξ ανάγκης».68
Διαμορφώθηκε έτσι ένα ιδιότυπο διπολικό μέτωπο κοινωνικής
αντιπαράθεσης, στο οποίο τον ένα πόλο συναποτελούσαν μεγάλες
μερίδες αγροτικού πληθυσμού και στελέχη των αντιπολιτευομένων
κομμάτων και τον άλλο, η Χωροφυλακή ως κύριο στήριγμα της κεντρικής
εξουσίας.69 Πράγματι, πολλοί αγρότες συνεργούσαν στη ληστρική δράση
είτε από φόβο έιτε από προσδοκία για προσωπικά ή οικογενειακά οφέλη,
υποθάλποντας και διευκολύνοντας το έργο των ληστών. Από την άλλη,
πολλές φορές τα κόμματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν το
ληστρικό φαινόμενο ως μέσο πίεσης για την ανατροπή του εκάστοτε
κυβερνητικού σχήματος. Στην πραγματικότητα, λοιπόν η Χωροφυλακή
έχοντας να αντιμετωπίσει αυτό το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, στο οποίο
οι φορείς τους, αγρότες – κόμματα, συνυπήρχαν μέσω των δικτύων
πελατείας – προστασίας, αντιμετώπιζε πολλές δυσχέρειες. Οι ληστές
105
εκμεταλλευόμενοι αυτό το κενό μεταξύ της κρατικής εξουσίας και του
κοινωνικού σώματος και σε συνδυασμό με την οπλική τους ισχύ,
μπορούσαν να διαπραγματεύονται ευκολότερα με το κράτος. Οι κατά
καιρούς αμνηστίες που χορηγούσε ο Όθων προς τους ληστές ήταν το
αποτέλεσμα αφενός της αδυναμίας του κράτους για αποτελεσματική
αντιμετώπισή τους κι αφετέρου της βούλησης των ίδιων των ληστών να
επανακάμψουν στη νομιμότητα παίρνοντας, όμως, κάποια θέση, στον
κρατικό μηχανισμό, κυρίως (ή αναγκαστικά) στρατιωτική.70 Όπως
σημείωνε ο Μάουρερ για τους ατάκτους που πέρασαν στο τουρκικό,
«κάμποσοι απ’ αυτούς που γύρισαν μπήκαν στις τάξεις του στρατού και
αργότερα μεταπήδησαν στη Χωροφυλακή».71 Η παλινδρόμηση αυτή που
προαναφέρθηκε μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας παρουσιαζόταν με
μεγαλύτερη συχνότητα σε εκείνους τους άνδρες που είχαν ως ληστρικό
ορμητήριο τις παραμεθόριες περιοχές ή υπηρετούσαν στις ίδιες περιοχές
ως ένστολοι του ελληνικού κράτους σε κάποιο διωκτικό σώμα,
Χωροφυλακή ή Οροφυλακή. Τη συμπεριφορά αυτή διευκόλυναν οι
τουρκικές αρχές της Θεσσαλίας με αποτέλεσμα η αμοιβαία καχυποψία
και εχθρότητα ανάμεσα στις δύο επικράτειες να διαιωνίζει το πρόβλημα.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι «οι ληστές – άτακτοι ήταν οι δύο όψεις του
ίδιου νομίσματος· στην ιδιότητά τους ενώνονταν και συγχωνεύονταν η
ληστεία και η καταδίωξή της, η παρανομία και η νομιμότητα».72
106
Αυλικές κυβερνήσεις και κυβερνητική αστάθεια (1847-1854). Ο
θάνατος του Ιωάννη Κωλέττη φαινόταν να δημιουργεί δυσαναπλήρωτο
κενό στην ηγεσία του Γαλλικού κόμματος, καθώς κανείς δεν έδειχνε
ικανός να τον διαδεχθεί. Ο Όθων βρέθηκε σε αμηχανία, καθώς με τον
Κωλέττη στην πρωθυπουργία θεωρούσε ότι εξασφάλιζε την στήριξη
τουλάχιστον της Γαλλίας. Προσπάθησε να καλύψει το κενό, διατηρώντας
το Γαλλικό κόμμα στην εξουσία, με τον διορισμό στην πρωθυπουργία τού,
μέχρι τότε υπουργού των Στρατιωτικών Κίτσου Τζαβέλλα. Ο Κίτσος
Τζαβέλλας, σπουδαίος στρατιωτικός, είχε ξεδιπλώσει τις αρετές του κατά
τη διάρκεια του Αγώνα της ανεξαρτησίας, είχε λάβει μέρος στις
Εθνοσυνελεύσεις ως πληρεξούσιος των Σουλιωτών και είχε διατελέσει
υπασπιστής του Όθωνος. Προηγουμένως είχε φυλακισθεί, καθώς
συμμετείχε στην ομάδα του Θ. Κολοκοτρώνη που διώχθηκε με την
κατηγορία της συνωμοσίας. Κανείς δεν αμφέβαλλε για το ήθος, την
εντιμότητά του και τη γενναιότητά του. Το ζήτημα ήταν ότι απαιτούνταν
πολιτικές και διπλωματικές αρετές ούτως ώστε να είναι σε θέση να
ανταποκριθεί στα δύσκολα προβλήματα της εσωτερικής πολιτικής και
τους σκολιούς της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Και αυτές, όπως ομολογείται
απ’ όλες τις πλευρές, ο Τζαβέλλας δεν τις διέθετε. 73 Ωστόσο, ο βασιλιάς
τον εμπιστεύθηκε.74
Το πρώτο μέλημα της κυβέρνησης Τζαβέλλα ήταν να διευθετήσει
το ζήτημα Μουσούρου, το οποίο παρέμενε εκκρεμές και είχε αρνητικές
συνέπειες, όχι μόνον πολιτικές και διπλωματικές, αλλά και οικονομικές,
από τη στιγμή που η Πύλη δημιουργούσε προσκόμματα στο ελληνικό
εμπόριο και τη ναυτιλία. Για το λόγο αυτό ο Όθων ανέθεσε το υπουργείο
κυβέρνηση, ενώ οι μεταπηδήσεις τους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο ήταν
συνηθισμένες», ό.π., σ. 125.
73 Χαρακτηριστικό είναι το εξής γεγονός: όταν ο Όθων πρότεινε στα 1844 τον
Τζαβέλλα ως υπουργό, ο Κωλέττης αντέτεινε ότι ο συγκεκριμένος στρατιωτικός
ήταν αγράμματος και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην
αποστολή του. Η απάντηση του Όθωνος ήταν ότι ο Τζαβέλλας ήταν
αφοσιωμένος στο θρόνο και ότι τα «υπόλοιπα θα τα αναλάβουν οι υπάλληλοι».
Βλ. Έλλη Σκοπετέα, To Πρότυπο…, ό.π., σ. 144, υπ. 22, από Αναστάσιος Γούδας,
Βίοι παράλληλοι …ό.π., σ. 229.
74 «Ο Όθων [...] προτιμούσε πάντα να διαλέγει τους υπουργούς του ανάμεσα
στους παλιούς στρατιωτικούς [...] που δεν ανησυχούσαν και τόσο για τις
διοικητικές και συνταγματικές λεπτομέρειες αλλά αντίθετα ήταν ευτυχισμένοι
που μπορούσαν να υπηρετούν το βασιλιά τους και να απολαμβάνουν και οι ίδιοι
την αίγλη της βασιλικής αυλής»· βλ. Douglas Dakin, ό.π., σ. 136.
107
των Εξωτερικών στον Γεώργιο Γλαράκη, έμπειρο και μορφωμένο πολιτικό.
Το ζήτημα τελικά διευθετήθηκε από τη στιγμή που η Ελλάδα έδειξε
συμβιβαστική στάση και μεσολάβησε ο Τσάρος Νικόλαος. Με επιστολή
που εστάλη προς το υπουργείο των Εξωτερικών της Τουρκίας η ελληνική
κυβέρνηση εξέφραζε τη λύπη της «δια μίαν παρεξήγησιν, ήτις έσχεν ως
αποτέλεσμα την αναχώρησιν του Απεσταλμένου της Α. Μ. του
Σουλτάνου».75 Η επιστολή κρίθηκε ικανοποιητική από την Πύλη, ο
Μουσούρος επανήλθε ως πρεσβευτής στην Αθήνα και οι διπλωματικές
σχέσεις των δύο χωρών αποκαταστάθηκαν.
Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει άλλη
μία εξέγερση, αυτή του Ιωάννη Φαρμάκη. Ο συνταγματάρχης Φαρμάκης,
μαζί με άλλους αξιωματικούς και με μερικές εκατοντάδες ενόπλους,
ύψωσε τη σημαία της εξέγερσης στο χωριό Βελβίτσαινα των Κραββάρων
υπέρ «της υπερασπίσεως των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του
λαού».76 Και σ’ αυτήν την περίπτωση, πάντως, πίσω από τις
«φιλελεύθερες» και «δημοκρατικές» διακηρύξεις των εξεγερμένων θα
πρέπει να δούμε την ιδιοτέλεια, καθώς η κυβέρνηση είχε μεροληπτήσει
υπέρ ενός άλλου κομματικού πελάτη της, του Φ. Βεΐκου, συντοπίτη του
Φαρμάκη. Τελικά, το κίνημα κατεστάλη από τις δυνάμεις του Ιωάννη
Μαμούρη και οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν.
Κι αν σ’ αυτήν την περίπτωση διαπιστώνεται ιδιοτέλεια, σε μίαν
άλλη, αυτήν του Μερεντίτη, βρισκόταν ξένος δάχτυλος. Συγκεκριμένα, ο
άλλοτε προστατευόμενος του Κωλέττη, ο λοχαγός Μερεντίνης με τους
ενόπλους που είχε υπό τον έλεγχό του, προέβη σε ληστρικές πράξεις και
όταν κινδύνευε με σύλληψη κατέφυγε σε αγγλικό πλοίο όπου βρήκε
άσυλο.77 Οι υποψίες και οι αιτιάσεις στράφηκαν εναντίον του Βρετανού
πρεσβευτή Λάυονς, ο οποίος επιδίωκε την πτώση της κυβέρνησης, μέσω
της δημιουργίας κλίματος ταραχών και αναρχίας.78
Εν τω μεταξύ, αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Γάλλου
πρεσβευτή Πισκάτορυ από τον Θουνεβέλ. Το γεγονός ερμηνεύτηκε ως
108
απαρχή της υποχώρησης του Γαλλικού κόμματος και χαιρετίστηκε από
την αντιπολίτευση. Γεγονός είναι ότι ο δυναμικός και ικανός αυτός
διπλωμάτης κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην Αθήνα, στενότατα
συνδεδεμένος με τον Κωλέττη, κατάφερε να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο
επηρεάζοντας τα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας. Η κυβέρνηση
Τζαβέλλα χάνοντας τα ερείσματά της και αδυνατώντας ν’ ανταποκριθεί
στα καθήκοντά της με μία ξεκάθαρη πολιτική γραμμή υπέβαλε την
παραίτησή της στις 6 Μαρτίου 1848.
Νέος πρωθυπουργός ανέλαβε στις 8 Μαρτίου ο Γεώργιος
Κουντουριώτης, μετά την άρνηση του Αλ. Μαυροκορδάτου, ο οποίος
έθεσε πάλι όρους για να αναλάβει, κυριότερος των οποίων ήταν ο
σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της βραχύβιας
κυβέρνησης Κουντουριώτη σημειώθηκαν μια σειρά από νέες εξεγέρσεις,
τέτοιες που οδήγησαν ορισμένους στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για
«δημοκρατικά» και «φιλελεύθερα» κινήματα, ανάλογα με αυτά που είχαν
ξεσπάσει στην Ευρώπη τον ίδιο χρόνο.79 Η πρώτη εξέγερση εκδηλώθηκε
στη Στερεά με πρωταγωνιστές τον Βελέτζα, τον Κοντογιάννη και άλλους,
οι οποίοι μόλις είχαν αμνηστευθεί με απόφαση του Όθωνος επ’ ευκαιρία
της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου.80 Οι κινηματίες για άλλη μια φορά
προχώρησαν σε διακηρύξεις υπεράσπισης των συνταγματικών
ελευθεριών και δικαιωμάτων για να συνεγείρουν τις αγροτικές μάζες.
Ωστόσο, η αποφασιστική αντιμετώπιση από τον κυβερνητικό στρατό είχε
ως αποτέλεσμα να κατασταλεί η εξέγερση και οι πρωταγωνιστές να
καταφύγουν στην ασφάλεια της οθωμανικής επικράτειας. Την ίδια
περίοδο εξεγέρσεις σημειώθηκαν και στην Πελοπόννησο. Η πρώτη στη
Μεσσηνία από τον τοπικό προύχοντα Γεώργιο Περρωτή, η δεύτερη στην
Κορινθία από τους στρατιωτικούς Αρ. Ρέντη και Γ. Λύκο ή Χελιώτη και η
τρίτη στον Πύργο από τον πρόκριτο Λύσανδρο Βιλαέτη. Και στις τρεις
79Βλ. Τάσος Βουρνάς, Το ελληνικό 1848. Αγώνες για κοινωνικό και πολιτικό
μετασχηματισμό στην Ελλάδα κάτω από την επίδραση των ευρωπαϊκών και
αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων, Αθήνα 1952.
80Φ.Ε.Κ. 9ης Μαρτίου 1848. Η αμνηστία χορηγήθηκε από τον Όθωνα προκειμένου
να επιτευχθεί ο κατευνασμός των παθών και να εξασφαλιστεί η αναγκαία
συναίνεση προς την κεντρική εξουσία, συνηθισμένη άλλωστε τακτική της
οθωνικής περιόδου.
109
περιπτώσεις οι εξεγερμένοι υπέκυψαν εύκολα και γρήγορα στις
κυβερνητικές δυνάμεις.81
Η άποψη που θέλει τις εξεγέρσεις στην Ελλάδα του 1848 ως
απόρροια του επαναστατικού κλίματος που επικρατούσε τότε στην
Ευρώπη, είναι μάλλον επιπόλαιη. Πράγματι, το 1848 η γηραιά Ήπειρος
συγκλονιζόταν από επαναστάσεις κοινωνικού χαρακτήρα,82 όμως δεν
παρατηρείται αναλογία με ό,τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Πρώτα – πρώτα,
διότι οι οικονομικές και κοινωνικές δομές στην Ελλάδα διέφεραν από
αυτές της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Επιπλέον, οι εξεγέρσεις στην
Ελλάδα δεν είχαν σαφή κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό, παρά
τις μεγαλόστομες φιλελεύθερες διακηρύξεις, ενώ ήταν πασιφανή τα
ιδιοτελή κίνητρα των εξεγερμένων. Πρωταγωνιστές στην πολιτική σκηνή
της Ευρώπης είναι τα αστικά στρώματα, η εργατική τάξη και οι τεχνίτες,
όλες εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις που βγαίνουν μέσα από τη διαδικασία
της ωρίμανσης του καπιταλιστικού μετασχηματισμού, διαδικασία
ολωσδιόλου ξένη προς την ελληνική ιδιαιτερότητα. Βεβαίως, είναι
γεγονός ότι ο απόηχος του ευρωπαϊκού 1848 φτάνει μέσω του τύπου και
στην Ελλάδα, αλλά εξαντλείται σε πολιτικά συμπόσια κατά μίμηση των
παρισινών ή μικρής κλίμακας διαδηλώσεις στην πρωτεύσουσα από
φοιτητές.83
Στο μεταξύ η κυβέρνηση της Αγγλίας πίεζε μέσω του Στράτφορντ
Κάνιγκ, του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, τον Όθωνα να
προχωρήσει σε αλλαγές στην κυβέρνηση υποδεικνύοντας ως
καταλληλότερη λύση τον Μαυροκορδάτο. Ο βασιλιάς αρνηθήκε και
προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στα συγκρουόμενα συμφέροντα
των Μεγάλων Δυνάμεων αρκέστηκε να αλλάξει κάποιους υπουργούς.
Όμως αυτό δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει την παραίτηση της
110
κυβέρνησης στις 12 Οκτωβρίου 1848, ελλείψει εσωτερικών και εξωτερικών
ερεισμάτων καθώς και σαφούς πολιτικού προσανατολισμού.
Νέος πρωθυπουργός ανέλαβε ο ναυμάχος του Αγώνα
Κωνσταντίνος Κανάρης. Το νέο υπουργικό συμβούλιο απαρτίστηκε από
στελέχη του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος, γεγονός που ενέτεινε
τη δυσαρέσκεια της Αγγλίας. Αυτή εκφράστηκε με πιέσεις και εκβιασμούς
προς την ελληνική πλευρά, που πήραν χαρακτήρα ωμής επέμβασης στα
εσωτερικά της χώρας. Ο υπουργός των Εξωτερικών της Βρετανίας, λόρδος
Πάλμερστον, στην προσπάθειά του να ρυμουλκήσει την ελληνική
εξωτερική πολιτική προς τα αγγλικά συμφέροντα, έθεσε ζήτημα για τα
νησιά Σιαπέντζα και Ελαφόνησος, τα οποία ευρισκόμενα στα
αγγλοκρατούμενα Κύθηρα θεωρήθηκαν μέρος των Επτανήσων. Η
ελληνική πλευρά απέρριψε τις αγγλικές αξιώσεις επικαλούμενη τις
συνθήκες του Κάρλοβιτς, του Πασάροβιτς και τη ρωσοτουρκική συνθήκη
του 1800, η οποία όριζε ότι τα συγκεκριμένα νησιά ανήκαν στην
οθωμανική επικράτεια, συνεπώς μετά το 1830 στην ελληνική.84
Η εκβιαστική πολιτική της Αγγλίας προς την Ελλάδα και οι απειλές
συνεχίστηκαν με την υπόθεση Πατσίφικο. Ο Δαβίδ Πατσίφικο,
πορτογαλικής καταγωγής Εβραίος, είχε γεννηθεί στο Γιβραλτάρ και
συνεπώς είχε βρετανική υπηκοότητα. Από το 1837 έως το 1842 διετέλεσε
πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα. Λόγω καταχρήσεων απολύθηκε
από το διπλωματικό σώμα, αλλά συνέχισε να παραμένει στην ελληνική
πρωτεύουσα. Τον Απρίλιο του 1849 αθηναϊκός όχλος λαφυραγώγησε το
σπίτι του, «προυξένησε βλάβιν εις τα πενιχρά αυτού έπιπλα κακοποιήσας
ελαφρώς και αυτόν».85 Αιτία για την πράξη αυτή ήταν η απαγόρευση εκ
μέρους της κυβερνήσεως της καύσης του ομοιώματος του Ιούδα, σύμφωνα
με ένα παλαιό έθιμο, την ημέρα του Πάσχα. Εισηγητής για την
απαγόρευση ήταν ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας «δια λόγους
λεπτότητος», διότι εκείνες τις ημέρες «διέτριβε εις Αθήνας» ο Εβραίος
τραπεζίτης Ρότσιλντ.86 Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν δεν ήταν
ιδιαίτερα σημαντικές, αλλά η Αγγλία απαίτησε ως αποζημίωση για τον
υπήκοό της το υπερβολικό ποσό των 886.736 δραχμών. Και ενώ η ελληνική
111
κυβέρνηση παρέπεμπε το ζήτημα στα ελληνικά δικαστήρια ο Βρετανός
πρεσβευτής Λάυονς πρόβαλε τη γνωμοδότηση του συμβουλίου των
νομικών του Βρετανικού Στέμματος. Στις ήδη βεβαρυμένες
ελληνοβρετανικές σχέσεις ήρθε να προστεθεί και το επεισόδιο με τον
Σκωτσέτζο ιστορικό Φίνλεϊ, όταν ο τελευταίος απαίτησε το ποσό των
45.000 δραχμών για αποζημίωση,87 λόγω της απαλλοτριώσεως του
κτήματός του για να υπαχθεί στους κήπους των βασιλικών ανακτόρων.
Οι πιέσεις της Αγγλίας προς την Ελλάδα ήταν πλέον αφόρητες και
η κυβέρνηση Κανάρη στεκόταν ανήμπορη να τις αντιμετωπίσει. Στις 12
Δεκεμβρίου 1849 σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τον Υδραίο ναύαρχο
Αντώνιο Κριεζή, ο οποίος ανήκε στο Αγγλικό κόμμα, όπως εξάλλου και
ορισμένοι υπουργοί, γεγονός που φανερώνει μία διάθεση του Όθωνος να
εξευμενίσει την Αγγλία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν επιτεύχθηκε, αφού τον
επόμενο μήνα ο νέος Βρετανός πρεσβευτής Γουάιζ σε συνάντησή του με
τον υπουργό των Εξωτερικών Λόντο απαίτησε την ικανοποίηση των
αξιώσεων της αγγλικής κυβέρνησης. Όταν ο Έλληνας υπουργός
επικαλέστηκε τη γνώμη των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ρωσίας ο
ανένδοτος Βρετανός πρεσβευτής επέδωσε τελεσίγραφο προθεσμίας 24
ωρών. Στις 6 Ιανουαρίου 1850 ο αγγλικός στόλος, με επικεφαλής το
ναύαρχο Πάρκερ, αρχηγό του στόλου της Μεσογείου, άρχισε τον
αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραία. Ταυτόχρονα, καταλήφθηκαν τα
ελληνικά πολεμικά πλοία, ενώ τα εμπορικά ακινητοποιήθηκαν.
Ο Όθων, η ελληνική κυβέρνηση και όλα τα κόμματα αντέδρασαν
με αξιοπρέπεια, μη ενδίδοντας στη βρετανική αλαζονεία. Ο αποκλεισμός
διήρκεσε 42 ημέρες και προκάλεσε μεγάλη ζημιά στο ελληνικό εμπόριο.
Τα Παρκερικά, όπως έμειναν γνωστά στην ιστορία, προκάλεσαν διεθνείς
αντιδράσεις, με τη Γαλλία και τη Ρωσία να στηρίζουν την αρνητική στάση
της ελληνικής κυβέρνησης, Μάλιστα, και στο εσωτερικό της Αγγλίας
προκάλεσαν σφοδρές πολιτικές επικρίσεις, με τον Πάλμερστον να δέχεται
οξεία κριτική για τον αποκλεισμό της Ελλάδας.88 Με τη μεσολάβηση της
Γαλλίας, αποφασίστηκε να δοθεί στον Πατσίφικο αποζημίωση 140.000
δραχμών και έτσι λύθηκε ο αποκλεισμός του 1850. Το γεγονός αυτό όμως,
προκάλεσε σημαντικές πολιτικές συνέπειες στην Ελλάδα. Πρώτον, γιατί
ενώ η Αγγλία θέλησε εκβιαστικά να θέσει την Ελλάδα στο άρμα της
112
εξωτερικής πολιτικής –η υπόθεση Πατσίφικο ήταν απλώς πρόφαση-
πέτυχε το αντίθετο: το Αγγλικό κόμμα άρχισε να χάνει οπαδούς και από
το 1850 άρχισε η αντίστροφη πορεία προς την πλήρη παρακμή του. Κι
αυτό, μολονότι είχε ταυτισθεί πλήρως με τη σθεναρή στάση του Όθωνος.89
Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι για πρώτη φορά τα κόμματα
έδειξαν στάση απόλυτης σύμπνοιας, μπροστά στη βρετανική ιταμότητα,
ενώ η δημοτικότητα του Όθωνος, που δοκιμαζόταν το τελευταίο
διάστημα, παρουσίασε σημαντική ανάκαμψη.
Οι εκλογές που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 1850 ανέδειξαν
νικητή τον συνασπισμό στον οποίο ηγείτο ο Κριεζής, απόρροια προφανώς
της σθεναρής στάσης που τήρησε η κυβέρνησή του στα πρόσφατα
γεγονότα και η οποία εκτιμήθηκε από το εκλογικό σώμα. Για την
ερμηνεία του εκλογικού αυτού αποτελέσματος θα πρέπει να
συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι ο Όθων διόρισε ως πρεσβευτές τους
σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες: τον Μαυροκορδάτο στο Παρίσι, τον
Τρικούπη στο Λονδίνο και τον Μεταξά στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι
διευκολυνόταν η άσκηση της προσωπικής του πολιτικής, καθώς οι
διορισμένοι πρωθυπουργοί είχαν την αίγλη από τη δοξασμένη συμμετοχή
τους στον Αγώνα της ανεξαρτησίας, ήταν αδύναμοι όμως να αντιταχθούν
στις βασιλικές αποφάσεις και να χαράξουν ξεκάθαρη μακροπρόθεσμη
πολιτική.
Στα θετικά της κυβέρνησης Κριεζή θα πρέπει πάντως να θεωρηθεί
η αποκατάσταση των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν ανύπαρκτες
μετά τη μονομερή ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου από την Αθήνα το 1833.
Η κυβέρνηση Κριεζή κατέβαλε συστηματικές προσπάθειες για τη
γεφύρωση του χάσματος και η λύση άρχισε να διαφαίνεται με τη
μεσολάβηση του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Η Μεγάλη
Σύνοδος του Οικομενικού Πατριαρχείου συγκλήθηκε για να συζητήσει
την έκκληση που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση για αναγνώριση της
Εκκλησίας της Ελλάδος και η τελική απόφαση έδινε λύση στο πρόβλημα,
αφού οριζόταν ότι «η εν τω βασιλείω της Ελλάδος ορθόδοξος Εκκλησία [...]
113
υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην Εκκλησιαστικήν
αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή [...] πρόεδρον έχουσαν τον κατά
καιρόν ιερότατον Μητροπολίτην Αθηνών, και διοικούσαν τα της Εκκλησίας
κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και απολύτως από πάσης
κοσμικής επεμβάσεως».90 Με τον Συνοδικό Τόμο, όπως ονομάστηκε η
συγκεκριμένη απόφαση, σημειώθηκε αμοιβαία υποχώρηση των δύο
πλευρών, υπό την έννοια ότι το μεν Πατριαρχείο συγκατατέθηκε και
αναγνώρισε την αυτοκέφαλη ελλαδική Εκκλησία, η δε ελληνική Πολιτεία
αποδέχθηκε να μην επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η επίτευξη
της λύσης γιορτάστηκε με δοξολογίες στην Αθήνα, αλλά εκείνοι που
είχαν πρωτοστατήσει στη διάρρηξη των σχέσεων το 1833 διαφώνησαν. Και
πρώτος απ’ όλους ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο οποίος απολύθηκε από τη
θέση του Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου.91 Το θέμα δεν είχε, όμως,
τελειώσει οριστικά, δεδομένου ότι εκ μέρους του ελληνικού κράτους
καταβλήθηκε προσπάθεια να γίνει ένας συγκερασμός μεταξύ του
πνεύματος που διείπε τον Συνοδικό Τόμο και του ελέγχου που επιδίωκε να
ασκεί στην Εκκλησία. Τελικώς, ψηφίσθηκε ο νόμος ΣΑ’ το 1852, με τον
οποίο, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στον Τόμο, διατηρήθηκαν οι αρχές
των αποφάσεων του 1850, ωστόσο με το 4ο άρθρο καθιερωνόταν ο όρκος
που όφειλαν να δίνουν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου για την προσήλωσή
τους στο θρόνο. Κυρίως, όμως, με το 6ο άρθρο αποφασιζόταν η καθιέρωση
του θεσμού του Βασιλικού Επιτρόπου, ο οποίος αντιπροσώπευε τη
βασιλική εξουσία στη Σύνοδο και η προσυπογραφή του οποίου ήταν
απαραίτητη προκειμένου να ισχύσει οποιαδήποτε απόφαση.92 Στην
πραγματικότητα καθιερωνόταν ο ασφυκτικός εναγκαλισμός της κρατικής
εξουσίας προς την Εκκλησία, μία σχέση που θα προκαλέσει τις επόμενες
δεκαετίες μεγάλα προβλήματα με αμφίπλευρες απώλειες.
Την ίδια εποχή εκδηλώθη το κίνημα του Παπουλάκου. Ο μοναχός
Χριστόφορος, κατά κόσμον Χρήστος Παναγιωτόπουλος, από το 1847
άρχισε να περιοδεύει στα χωριά της Πελοποννήσου κηρύσσοντας το θείο
λόγο. Με την ελεημοσύνη και τους πύρινους λόγους του άρχισε σταδιακά
να αποκτά οπαδούς, πολλοί από τους οποίους τον ακολουθούσαν πιστά
114
στις πόλεις και στα χωριά που επισκεπτόταν. Δεν θα υπήρχε κάποιο
πρόβλημα, αν ο συγκεκριμένος καλόγερος περιοριζόταν στο αυστηρά
θρησκευτικό του κήρυγμα, όμως «μεθυσθείς προφανώς από το λαϊκόν
προσκύνημα που του εγίνετο και από την επιρροήν που είχεν επί των
λαϊκών τάξεων, επίστευσεν ότι [...] ήτο ίσως κεκλημένος υπό της Θείας
Προνοίας να διαδραματίση ρόλον θεοπέμπτου ηγέτου».93 Άρχισε, λοιπόν,
να στρέφει την κριτική του κατά της Ιεράς Συνόδου, αποκαλώντας την
«μιαράν ως εξ Εβραίων εγκαταστάσαν», του Θεόκλητου Φαρμακίδη, αλλά
και εναντίον του καθολικού βασιλιά, ζητώντας ν’ αναλάβει το θρόνο
Ρώσος ορθόδοξος.94 Η ολοένα μεγαλύτερη απήχησή του άρχισε να
θορυβεί τόσο την κεντρική εξουσία όσο και την επίσημη Εκκλησία. Οι
προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύλληψή του δεν απέδωσαν, γιατί
συνάντησαν ισχυρή λαϊκή αντίδραση και δυναμική άρνηση. Η εγκύκλιος
της Ιεράς Συνόδου, με την οποία απαγορευόταν να διδάσκει από τον
εκκλησιαστικό άμβωνα δεν πτόησαν του Παπουλάκο, ο οποίος
περιοδεύοντας αύξανε τους οπαδούς του.
Λέγεται ότι το κίνημα του Παπουλάκου συνδεόταν με τη
Φιλορθόδοξη Εταιρεία, της οποίας εκείνη την εποχή ηγείτο ο
Κεφαλλονίτης Κοσμάς Φλαμιάτος. Η κυβέρνηση συνέλαβε τον Φλαμιάτο,
ο οποίος εγκατεστημένος από το 1849 στην Πάτρα εξέδιδε το έντυπο Η
Φωνή της Ορθοδοξίας, καθώς και μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου
λεγόταν ότι βρισκόταν ο κύριος πυρήνας της Εταιρείας. Συλλήψεις,
κυρίως κληρικών, πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας,
ενώ η κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να τελειώσει με την υπόθεση
του Παπουλάκου. Έτσι τον Ιούνιο του 1852 δύναμη της Χωροφυλακής τον
συνέλαβε στη μονή Τζέγκου, με τη βοήθεια ενός πρώην οπαδού του, του
ιερέα Παπαβασίλαρου, ο οποίος είχε λάβει ως αμοιβή για τη συνδρομή
του το σημαντικότατο για την εποχή ποσό των 6.000 δραχμών.
Οι συλληφθέντες οπαδοί του Παπουλάκου, κατηγορούμενοι για
στάση εναντίον του κράτους, τελικά αμνηστεύθηκαν. Ο ίδιος, παρέμεινε
έγκλειστος στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου, όπου και πέθανε το 1861.
Το κίνημά του, πάντως, συγκλόνισε την Ελλάδα –ιδίως την Πελοπόννησο-
στα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της κίνησης Παπουλάκου ήταν
η μεγάλη λαϊκή απήχησή του και το γεγονός ότι στράφηκε κατά της
93Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 499. Για το ίδιο θέμα, βλ. Μπάμπης Άννινος, Ο
Παπουλάκης, (επανέκδοση) Δημιουργία, Αθήνα 1995.
94 Καίτη Αρώνη – Τσιχλή, Αγροτικές εξεγέρσεις..., ό.π., σ. 362.
115
θεσμοθετημένης και συντεταγμένης Πολιτείας χωρίς να υπάρχει κάποιο
στοιχείο ιδιοτέλειας, όπως άλλα προηγούμενα κινήματα στρατιωτικών.
Χαρακτηριστικό ήταν επίσης το γεγονός ότι δεν έστρεψε τα πυρά του
μόνον εναντίον του Παλατιού –πράγμα ούτως ή άλλως ασυνήθιστο, αν
γίνει πάλι σύγκριση με άλλα κινήματα –αλλά και της επίσημης διοίκησης
της Εκκλησίας, δηλαδή της Ιεραρχίας. Για να κατανοηθεί δε το
συγκεκριμένο κίνημα θα πρέπει να ενταχθεί στην προϋπάρχουσα
διαμάχη μεταξύ των οπαδών της ακραιφνούς ορθόδοξης παράδοσης και
των νεωτεριστών με τις τάσεις εκδυτικισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Συνεπώς το κίνημα του Παπουλάκου θα πρέπει να ενταχθεί και να ιδωθεί
μέσα από το συγκεκριμένο αυτό δίπολο. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε
πολιτικές και κομματικές προεκτάσεις, αν ληφθεί υπόψη ότι το κύριο
πρόταγμα του Ρωσικού κόμματος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η
προάσπιση των παραδοσιακών εκκλησιαστικών θεσμών. Σ’ όλα αυτά, αν
προστεθούν και ορισμένες αρνητικές συγκυρίες της εποχής, με θεομηνίες
και καταστροφές της αγροτικής παραγωγής,95 μπορεί να γίνουν
αντιληπτές οι μεσιανικού χαρακτήρα πύρηνες ομιλίες του Παπουλάκου
και να κατανοηθούν οι λατρευτικές αντιδράσεις των αγροτικών μαζών.
Εκκλησιαστικής υφής ήταν και το άλλο μεγάλο ζήτημα που
προέκυψε την ίδια περίοδο και αφορούσε τον ιερωμένο και φιλόσοφο
Θεόφιλο Καΐρη. Είχε γεννηθεί στην Άνδρο το 1784 και σε ηλικία 18 ετών
εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Θεόφιλος αντί του κοσμικού
Θωμάς. Σπούδασε στις Κυδωνίες, δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης
και στη Σχολή των Κυδωνιών. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έλαβε
μέρος στον Αγώνα της ανεξαρτησίας. Το 1836 ίδρυσε στην ιδιαίτερη
πατρίδα του Ορφανοτροφείο. Εκεί άρχισε να διδάσκει ένα νέο φιλοσοφικό
σύστημα τη Θεοσέβεια, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Ιεράς
Συνόδου, η οποία τον κατηγόρησε για αντιχριστιανικές θέσεις.
Καθαιρέθηκε και μετά από σύντομο εγκλεισμό σε μονές της Σκιάθου και
της Θήρας μετέβη στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Μετά την ψήφιση του
συντάγματος (1844) επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, συνεχίζοντας
το διδακτικό του έργο. Ωστόσο, κατηγορήθηκε για προσηλυτισμό,
παραπέμφθηκε σε δίκη το 1852 και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση.
Κλείστηκε στις φυλακές της Σύρου, όπου τον επόμενο χρόνο, με
95στο ίδιο, σ. 384-387, καθώς και Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Α’, σ. 601 και
621.
116
κλονισμένη την υγεία του, πέθανε. Λίγες ημέρες αργότερα ο Άρειος
Πάγος με απόφασή του τον απάλλαξε από την κατηγορία.96
Η ζωή και το έργο του Καΐρη προκάλεσε πολλές συζητήσεις και
δίχασε τόσο τους συγχρόνους του, όσο και τους μελετητές του έργου του
τα επόμενα χρόνια. Η συνεισφορά στον Αγώνα και η πνευματική του
ακτινοβολία ήταν αναμφισβήτητη και κατατάσσεται στους τελευταίους
χρονικά εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αυτό το
παραδέχονταν ακόμα και οι πολέμιοί του, πριν ξεσπάσει το 1839 η
διαμάχη και η καθαίρεσή του.97 Μετά τη ρήξη, όμως, και αφού το σχολείο
του είχε αποκτήσει πανελλήνια φήμη, ο Καΐρης αντιμετωπίζεται από την
Ιερά Σύνοδο ως ένας κληρικός της, ο οποίος αναιρούσε με τη διδασκαλία
του όχι μόνο το ορθόδοξο δόγμα αλλά και αυτήν τη χριστιανική
διδασκαλία, κατηγορούμενος για «καινήν θρησκείαν» «ασέβειαν και
αθεΐαν».98 Και από την άποψη αυτή η απόφαση της επίσημης Εκκλησίας
ήταν δικαιολογημένη και αναπόφευκτη, από τη στιγμή που οι δοξασίες
96 Για μια βιογραφία του Θεόφιλου Καΐρη, βλ. Δημήτριος Πασχάλης, Θεόφιλος
Καΐρης. Ιστορική και φιλοσοφική μελέτη, Αθήναι 1928, επανέκδοση Τυπωθήτω
2000. Για τη Θεοσέβεια, από επικριτική σκοπιά, βλ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,
ό.π., τ. Α’, σ. 244 και επ.
97 Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε η Ευαγγελική Σάλπιγξ, περιοδικό με
ταυτόσημες προς τον Κωνσταντίνο Οικονόμου θέσεις: «[...] τού κατά πάντα
εναρέτου και σοφωτάτου ανδρός και κλεινού διδασκάλου ημών Κυρίου Θεοφίλου
Καΐρου, όστις κατέστησε και το ευεργετικώτατον τούτο σχολείον [ενν. το
Ορφανοτροφείο της Άνδρου] καθώς και εαυτόν παντός επαίνου ανώτερον». Βλ.
Γεώργιος Μεταλληνός, Καϊρικά Ι. Θύμα ή θύτης; Ερμηνευτική προσέγγιση του
«Καϊρείου δράματος», στο έργο του ίδιου, Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην
πνευματική πορεία του νεώτερου ελληνισμού κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο,
Δόμος 1994, σ. 333. Για μία εκτενή προσέγγιση του ζητήματος του Θεόφιλου
Καΐρη, βλ. Πρακτικά συμποσίου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Άνδρος 1984, Θεόφιλος
Καΐρης, εκδ. Gutenberg 1988. Eπίσης, Νίκος Σωτηράκης, Η διδασκαλία του
Θεόφιλου Καΐρη στη Σχολή των Κυδωνιών και στην Άνδρο, στο περ. Μικρασιατικά
Χρονικά (Σύγγραμμα Περιοδικόν εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών
Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων), τ. 7ος, Αθήναι 1957, σ. 116-152.
98 Γεώργιος Μεταλληνός, Καϊρικά…, ό.π., σ. 329. Ένας από τους μαθητές της
σχολής, ο οκταετής τότε Ανδρέας Συγγρός, αναφερόμενος στο γεγονός τονίζει,
μεταξύ άλλων: « Έκτοτε [το 1838] έπαυσαν αι θείαι χριστιανικαί λειτουργείαι εν
τη Εκκλησία, αντικατασταθείσαι διά θρησκευτικών τελετών εν τη Σχολή […] Αι
τελεταί αύται συνίσταντο εις ύμνους και προσευχάς προς ένα και μόνον Θεόν,
τελούμεναι υπό του Θεοφίλου Καΐρη όστις και πλήρες ασματολόγιον και
ευχολόγιον είχε συντάξει προς τούτο». Βλ. Ανδρέας Συγγρός Απομνημονεύματα,
Εστία 1998 (φωτοαναπαραγωγή της πρώτης έκδοσης του 1908), τ. Α΄, σ.40.
117
του εισήγαγαν ένα νέο θρησκευτικό και φιλοσοφικό σύστημα, με
ιδιαίτερες τελετουργίες. Όμως η δίωξή του μετά την καθαίρεση και η δίκη
του 1852 με τη φυλάκιση που ακολούθησε μπορεί να χαρακτηριστεί
αποτέλεσμα μισαλλοδοξίας και γνώρισμα της πνευματικής σύγχυσης της
εποχής.99
Η κυβέρνηση Κριεζή (1849-1854) ήταν η μακροβιότερη μέχρι τότε
κυβέρνηση στο νεοελληνικό κράτος, παρά τα συσσωρευμένα προβλήματα
-εσωτερικά και εξωτερικά- που είχε να αντιμετωπίσει. Κι αυτό χάρη στη
σταθερή υποστήριξη που παρείχε ο Όθων. Ο τελευταίος, τον Αύγουστο
του 1850, αναχώρησε για το Μόναχο, όπου παρέμεινε για εννέα μήνες.
Την αντιβασιλεία εκείνο το διάστημα ασκούσε η βασίλισσα Αμαλία, η
οποία μάλιστα επέδειξε αρετές που δεν χαρακτήριζαν τον σύζυγό της,
όπως αποφασιστικότητα και ταχύτητα στη λήψη των αναγκαίων
αποφάσεων. 100 Κύριος λόγος του ταξιδιού του Όθωνος ήταν το ζήτημα
της διαδοχής στο θρόνο και σημείο αιχμής το θρησκευτικό δόγμα του
μελλοντικού μονάρχη.101
Στο ίδιο διάστημα (Σεπτέμβριος 1850) διεξήχθησαν εκλογές, από τα
αποτελέσματα των οποίων δεν σημειώθηκαν αξιόλογες μεταβολές στη
σύνθεση του κοινοβουλίου. Στην κυβέρνηση Κριεζή μπορεί να
αναγνωριστεί το γεγονός ότι κατέβαλε συντονισμένες προσπάθειες για
την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, με την υπογραφή διακρατικών
συμφωνιών. Επίσης, έλαβε μέτρα για την παιδεία, όπως η αναμόρφωση
των προγραμμάτων των σχολείων, η ίδρυση του Βοτανικού κήπου για την
εξάσκηση των φοιτητών της Φυσικής, ενώ ορίστηκαν αυστηρότερα
κριτήρια για τα προσόντα των καθηγητών και των δασκάλων. Τέλος, στις
14 Οκτωβρίου 1853 συνάφθηκε δάνειο 5.000.000 δραχμών από τη Σουηδία
με σκοπό την καλύτερη στρατιωτική προπαρασκευή. Ήδη η προοπτική
ενός πολέμου διαγραφόταν έντονα στην ευρύτερη περιοχή.
99Αξίζει να σημειωθεί ότι τον ίδιο καιρό σημειώθηκε και η απέλαση του
Αμερικανού μισιοναρίου Ιωνά Κίγκ , ο οποίος κατηγορήθηκε για προσηλυτισμό.
100« Η Αμαλία έχει τουλάχιστον το προσόν να αποφασίζει γρήγορα, σε αντίθεση
με τον Όθωνα που ήταν αργός. Τα κουτσομπολιά έλεγαν, ότι ο Όθωνας, ως
συνήθως, έβαζε στην άκρη εκατοντάδες έγγραφα, που τα είχε μελετήσει
επιμελώς χωρίς να τα έχει υπογράψει, ενώ η Αμαλία, αντίθετα, τα υπέγραφε
πυρετωδώς, χωρίς να τα μελετάει». Βλ. Στούρε Λίννερ, ό.π., σ.106.
101 Λεπτομέρειες, βλ. Gunnar Herring, ό.π., τ. Α’, σ. 290-292.
118
Ο Κριμαϊκός πόλεμος. Η μόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε νέο οξύτατο πρόβλημα περί τα
μέσα του 19ου αιώνα. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) η
Ρωσία, που μόλις είχε επιβληθεί στρατιωτικά της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, εξασφάλισε το προνόμιο να εμφανίζεται ως προστάτης
των ορθόδοξων πληθυσμών στη Μολδοβλαχία και στα νησιά του Αιγαίου.
Η εξάπλωση της ρωσικής επιρροής στις βαλκανικές κτήσεις της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθιγε τα γαλλικά συμφέροντα και στην
ουσία ακύρωνε τη γαλλοοθωμανική σύμβαση του 1740, με την οποία η
Γαλλία παρουσιαζόταν ως αποκλειστικός προστάτης των χριστιανικών
πληθυσμών της Παλαιστίνης και των Αγίων Τόπων. Η Πύλη μπροστά στο
δίλημμα ποιά από τις δύο δυνάμεις να ικανοποιήσει τάχθηκε με το μέρος
του Παρισιού και το 1852 αναγνώρισε τις γαλλικές διεκδικήσεις στα ιερά
προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει τη
θρυαλλίδα για τις καταιγιστικές εξελίξεις και τον πόλεμο που θα
ακολουθήσουν.
Το Φεβρουάριου του 1853 ο ειδικός απεσταλμένος του Τσάρου,
πρίγκιπας Μεντσικώφ, επισκέφθηκε την Πύλη και δήλωσε στις
οθωμανικές αρχές την πρόθεση της Ρωσίας να αναλάβει την προστασία
των 12.000.000 ορθόδοξων υπηκόων. Η, τελεσιγραφικού χαρακτήρα,
απαίτηση απορρίφθηκε από τον Σουλτάνο και έτσι ο Ρώσος
απεσταλμένος αποχώρησε και οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χώρων
διακόπηκαν.102 Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ρωσικά στρατεύματα
κατέλαβαν όλες τις πόλεις μέχρι τον Δούναβη και η Οθωμανική
Αυτοκρατορία με παρότρυνση της Αγγλίας και της Γαλλίας κήρυξε τον
πόλεμο. Ακολούθησε η ναυμαχία της Σινώπης, κατά την οποία ο ρωσικός
στόλος κατάφερε καίριο πλήγμα στον τουρκικό, γεγονός που κατέστησε
τον Τσάρο περισσότερο αδιάλλακτο.
Το Φεβρουάριο του 1854 Αγγλία και Γαλλία έσπευσαν σε βοήθεια
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κηρύσσοντας τον πόλεμο. Οι λόγοι που
ώθησαν τις δυτικές δυνάμεις σε σύγκρουση με τη Ρωσία σχετίζονταν
ασφαλώς με τον αδιάπτωτο κίνδυνο να επεκταθεί η ρωσική επιρροή στη
Βαλκανική και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί
με ένα ολοένα διογκούμενο ρεύμα της αγγλικής κοινής γνώμης, το οποίο
διαπνεόταν από αντιρωσική διάθεση, κάτι που έκαμψε και τους
102
Βλ. Norman Rich, Why the Crimean War? A Cautionary Tale, University Press of
New England, Hanover and London 1985, σ. 34-58.
119
τελευταίους ενδοιασμούς της βρετανικής κυβέρνησης. Ως προς τη Γαλλία,
εκτός από την επιμονή της να διατηρήσει ζώνες επιρροής στην Εγγύς
Ανατολή, θα πρέπει να συνδυαστεί και να ερμηνευθεί η φιλοπόλεμη
διάθεσή της με την αναγκαιότητα να σημειώσει μία εύκολη νίκη στο
εξωτερικό προκειμένου να εδραιωθεί το καθεστώς της Β’ Γαλλικής
Αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Ναπολέοντα. Την ίδια στιγμή η Αυστρία
και η Πρωσία επέλεξαν την ουδέτερη στάση, καθώς δεν διέβλεψαν κάποια
κέρδη από την προοπτική της συμμετοχής τους στον πόλεμο.
Τον Σεπτέμβριο του 1854 οι δυτικοί σύμμαχοι πραγματοποίησαν
απόβαση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Κριμαίας
με σκοπό να καταλάβουν τη ναυτική βάση των Ρώσων στη
Σεβαστούπολη. Η επιχείρηση απέτυχε, όπως και αυτή των Ρώσων, όταν
αντεπιτέθηκαν. Οι αμοιβαίες επιδρομές και οι αψιμαχίες οδηγούσαν τον
πόλεμο σε αδιέξοδο και παράταση των διαφορών. Σημαντικό γεγονός των
στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν η νίκη των δυτικών στη Σεβαστούπολη
τον Σεπτέμβριο του 1855. Ωστόσο, η νίκη αυτή αντισταθμίστηκε από
ανάλογες επιτυχίες των Ρώσων στα βορειοανατολικά σύνορα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιμονή της Αγγλίας για συνέχιση των
επιχειρήσεων μέχρι την οριστική και πλήρη κάμψη της Ρωσίας δεν
έβρισκε σύμφωνη τη Γαλλία, η οποία διέβλεπε ότι μέσα από τον
συγκεκριμένο πολυδάπανο πόλεμο εξυπηρετούνταν μάλλον τα
βρετανικά συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά η Αγγλία πέτυχε να
προσεταιρισθεί την Αυστρία εκβιάζοντάς την ότι τυχόν άρνηση θα είχε ως
αποτέλεσμα να υποστηρίξει την ιταλική ενοποίηση με υποκίνηση του
Πεδεμοντίου. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ευρύτερο αντιρωσικό μέτωπο,το
οποίο επικράτησε στρατιωτικά. Ακολούθησαν μεσολαβητικές
προσπάθειες και οι εμπλεκόμενες χώρες οδηγήθηκαν σε
διαπραγματεύσεις. 103
103 στο ίδιο, σ. 89-105. Για τις επιχειρήσεις στην Κριμαία, βλ. επίσης, George
Shuldham Peard, Campaign in the Crimea. Battles of Alma, Balaklava and Inkermann,
London 1855, κυρίως σ. 36-167. Έπίσης, Andrew D. Lambert, The Crimean War.
British grand stategy, 1853-1856, Manchester University Press, 1990· Gavin Burus
Henderson, Crimean War diplomacy and the other historical essays, Glascow 1947.
120
δικαιωμάτων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Οι τελικές ρυθμίσεις έγιναν στο Συνέδριο του Παρισιού,
το οποίο έλαβε χώρα από το Φεβρουάριο ως τον Απρίλιο του 1856. Η
συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε προέβλεπε:104
121
νότο η προοπτική της ιταλικής ενοποίησης αλλά και από τον βορρά η
εθνική αποκατάσταση των Πολωνών έθιγαν τα συμφέροντά της.
Συνεπώς, μία τέτοια Αυστρία δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την παγίωση
του νέου καθεστώτος, όπως επίσης και η Αγγλία, η οποία φαινόταν ν’
ακολουθεί μονήρη πορεία. Ως προς τη Γαλλία, το γεγονός ότι συμμετείχε
στον Κριμαϊκό πόλεμο και συγκλήθηκε το Συνέδριο ειρήνης στην
πρωτεύουσά της την εμφάνιζαν ως μία ισχυρή δύναμη, η οποία είχε την
πρωτοβουλία των κινήσεων. Σύντομα, όμως οι διεθνείς εξελίξεις θα
διαλύσουν αυτήν την αυταπάτη.
Ασφαλώς, μεγάλη νικήτρια του πολέμου υπήρξε η Οθωμανική
Αυτοκρατορία, η ήττα της οποίας αποτράπηκε με την επέμβαση των
Δυτικών. Η απόφαση, μάλιστα, για την εγγύηση της ακεραιότητάς της
συνιστούσε μια επαρκή παράταση χρόνου προκειμένου να αντιμετωπίσει
τα συσσωρευμένα και ολοένα διογκούμενα προβλήματά της. Το
μεγαλύτερο απ’ αυτά σχετιζόταν ασφαλώς με την έγερση αξιώσεων των
υπόδουλων εθνοτήτων, κάτι που λειτουργούσε δυναμοποιητικά και,
συνεπώς, αποδιαρθωτικά στην πάλαι ποτέ ισχυρή αυτοκρατορία.
Για την αντιμετώπιση αυτών ακριβώς των αξιώσεων και την
ανακοπή των διαλυτικών τάσεων καθιερώθηκαν μεταρρυθμίσεις στον
τρόπο διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις του
1856, γνωστές ως Χάτι Χουμαγιούν, επιβλήθηκαν από την Αγγλία ως
αντίδωρο για την σωστική επέμβασή της στον προηγηθέντα πόλεμο, με το
σκεπτικό ότι η παραχώρηση δικαιωμάτων στους χριστιανούς υπηκόους
του Σουλτάνου θα εξασφάλιζε εύρυθμη λειτουργία του κράτους και θα
απέτρεπε νέες εξεγέρσεις. Για το Λονδίνο η ακεραιότητα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, του «Μεγάλου Ασθενούς» όπως είχε αρχίσει πλέον να
αποκαλείται στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους, αποτελούσε όρο
αναγκαίο για να διατηρεί τον έλεγχο στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, η
εισαγωγή δυτικογενούς προελεύσεως θεσμών οδηγούσε σε συνθήκες που
επέτρεπαν την ξένη οικονομική διείσδυση.
Μεταξύ άλλων, το αυτοκρατορικό διάταγμα της 18ης Φεβρουαρίου
του 1856 όριζε τα εξής: α) καθιερωνόταν η ελεύθερη θρησκευτική λατρεία,
ενώ επιτρεπόταν, υπό προϋποθέσεις, η ανέγερση ναών και σχολείων από
τους χριστιανούς· β) επιτρεπόταν η κατάληψη δημόσιων θέσεων σε όλους
τους υπηκόους, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκεύματος, με μόνο
κριτήριο τις ικανότητές τους· γ) η είσπραξη των φόρων θα γινόταν απ’
όλους τους υπηκόους με πνεύμα ισότητας και όχι θρησκευτικά κριτήρια·
122
δ) κατοχυρωνόταν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ενώ η δικαιοσύνη
βελτιωνόταν και οι διάδικοι, όταν δεν ήταν μουσουλμάνοι, θα δικάζονταν
από μικτά δικαστήρια· ε) αναγνωρίζονταν τα προνόμια που είχε
παραχωρήσει ο Μωάμεθ Β’ στον Πατριάρχη, προσαρμοσμένα στις
συνθήκες του 19ου αιώνα.105
Οι μεγαλόστομες διακηρύξεις του 1856, μολονότι βελτίωσαν
μερικώς τις συνθήκες ζωής των υπηκόων όλων των θρησκευμάτων, σε
πολλές περιπτώσεις δεν εφαρμόστηκαν. Ωστόσο, αν και δεν
εφαρμόστηκαν με συνέπεια, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για αλλαγές
που δεν ευνοούσαν πάντοτε τους Τούρκους: μειώθηκαν οι δασμοί στα
εισαγόμενα είδη, η Αυτοκρατορία έγινε μια μεγάλη αγορά των
βιομηχανικών προϊόντων της Δύσης, ενώ επλήγησαν οι εγχώριες
παραδοσιακές βιοτεχνίες. Από την ανάπτυξη του διαμετακομιστικού
εμπορίου επωφελήθηκαν οι –ρέκτες του είδους- χριστιανικοί πληθυσμοί,
καθώς η Κωνσταντινούπολη και άλλες, κυρίως παράλιες, πόλεις
κατέστησαν εμπορομεσολαβητικά κέντρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
123
κλίματος, προτίμησε να μην έρθει σε ευθεία πολεμική ρήξη. Απ’ την
άλλη, όμως, ο πανελλήνιος πόθος για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας,
σε συνδυασμό με την ευνοϊκή συγκυρία που δημιουργούσε ο Κριμαϊκός
πόλεμος, οιστρηλατούσε τόσο τον Όθωνα, όσο και τη συντριπτική
πλειονότητα των πολιτικών.106 Έτσι προτιμήθηκε μία ενδιάμεση λύση,
ένας ακήρυκτος πόλεμος, με την υποκίνηση και την υπόθαλψη
επαναστατικών κινημάτων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Πρώτα ξεκίνησε η εξέγερση στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στην
περιοχή της Άρτας. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την
Ήπειρο και απειλούσε τα Ιωάννινα. Επικεφαλής των εξεγερμένων τέθηκε
ο Θοδωράκης Γρίβας, ο γιός του Δημήτριος, ενώ συνέδραμε ο Σπυρίδων
Καραϊσκάκης, γιός του ήρωα της Επανάστασης, ο οποίος παραιτήθηκε
από τον ελληνικό στρατό και ακολούθησαν πολλοί άλλοι, είτε
παλαίμαχοι του Αγώνα της ανεξαρτησίας είτε υπηρετούντες στον
ελληνικό στρατό, όπως ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο
Αθανάσιος Πετμεζάς και ο Σωτήρης Στράτος. Την ίδια στιγμή στην
106 Βλ. Δόμνα Δοντά, Η Ελλάς και οι Δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκόν πόλεμον,
Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 15-24. Το
κλίμα του πατριωτικού καθήκοντος και του εθνικού ενθουσιασμού που
επικρατούσε αποτύπωσε εύγλωττα τον επόμενο χρόνο ο βουλευτής Νικόλαος
Νάζος. Έγραφε, λοιπόν, μεταξύ άλλων: «Ότε περί τας αρχάς του παρελθόντος
έτους 1854 ηκούσαμεν ότι εν τη Ηπείρω και Θεσσαλία έλαβον τα όπλα κατά της
εξουσίας των Οθωμανών, ότε εμάθομεν την αγγελίαν ταύτην, ήτις ηλέκτρισεν
άπαν το ελληνικόν έθνος, το τεταραγμένον και γρηγορούν ένεκα των εν τη
ανατολή διατρεχόντων, όλοι μας[...] είχομεν εις τας κεφαλάς μας την ιδέαν, ότι η
ανέγερσις τών εν τη Ανατολή μη ελευθέρων Ελλήνων και λοιπόν εν γένει
χριστιανών ηδύνατο να εμποδίση και τον Ευρωπαϊκόν πόλεμον. [...] το κίνημα
των έξω αδελφών μας ήταν εξακολούθησις τής του 1821 επαναστάσεως του
έθνους, ήτις σκοπόν είχε την εν τη Ανατολή αποκατάστασιν ενός ισχυρού
πεπολιτισμένου χριστιανικού κράτους. Έτρεχον εθελονταί άνευ όπλων, τροφών
και ενδυμάτων εν καιρώ βαρυτάτου χειμώνος, καταφλεγόμενοι από το ιερόν της
φιλοπατρίας πυρ, εκθέτοντες εκ νέου και οικογένειαν, και ζωήν, και περιουσίαν
άπασαν [...] μόνον και μόνον δια να βοηθήσωσι τους έξω ομογενείς και
ομοθρήσκους [...] προς υποστήριξιν των έξω όπως έν μέλος οικογενείας τρέχει
προς βοήθειαν του άλλου. [...] Έτρεχον εθελονταί, διότι έλεγον [...] ότι αν από του
ιερού βήματος της Ελληνίδος εκκλησίας Αγίας Σοφίας δεν ακουσθή φωνή
Έλληνος ιερέως ελληνιστί λέγουσα “ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΣΙ” ούτε ειρήνη διαρκής εν τη
Ευρώπη γίνεται, ούτε οι πόλεμοι καταπαύουσιν, ούτε το Ανατολικόν Ζήτημα
οριστικώς λύεται». Νικόλαος Νάζος, Απολογία του Ελληνικού Έθνους ή σύντομος
έκθεσις τών κατά το παρελθόν έτος διατρεξάντων, και ολίγαι λέξεις προς
απάντησιν, Αθήνησιν 1855.
124
πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις ο ενθουσιασμός ξεχείλιζε, ενώ ο τύπος
με πύρινα άρθρα καλλιεργούσε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και πολεμικού
κλίματος. Οι επαναστάτες τροφοδοτούμενοι συνεχώς από νέους
εθελοντές, οι οποίοι έσπευδαν από το ελληνικό βασίλειο σημείωσαν
διαδοχικές επιτυχίες. Καμία, όμως, απ’ αυτές δεν ήταν αρκετή για την
αίσια έκβαση του αγώνα, από τη στιγμή μάλιστα που δεν καταλήφθηκαν
διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα. Με ενισχυμένες δυνάμεις οι Τούρκοι,
αφού κατέστειλαν την επανάσταση στην Άρτα, επιβλήθηκαν σε όλες τις
επαναστατημένες περιοχές, ενώ πολλοί Έλληνες στρατιωτικοί
επέστρεψαν στην ελληνική επικράτεια. Μεγάλος αριθμός, εξάλλου,
ντόπιων κατοίκων που εξεγέρθηκαν κατέφυγαν στη Δυτική Στερεά και
επανήλθαν στις πατρογονικές τους εστίες μετά τη χορήγηση αμνηστίας
εκ μέρους των Οθωμανικών Αρχών και αφού μεσολάβησε η Αγγλία και η
Γαλλία γι’ αυτό το σκοπό.107
Στη Θεσσαλία την ευθύνη της οργάνωσης της επανάστασης είχε ο
μοίραρχος της Χωροφυλακής Λαμίας Γεώργιος Κροκιδάς, αλλά την
αρχηγία του αγώνα ανέλαβε ο ίδιος ο υπασπιστής του Όθωνος
υποστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρου. Οι πρώτες στρατιωτικές
επιχειρήσεις υπήρξαν επιτυχημένες και το Μάρτιο οι δυνάμεις του
Παπακώστα Τζαμάλα κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Πλάτανος
Αλμυρού και να υψώσουν την ελληνική σημαία. Άλλες νίκες σημείωσε ο
Χατζηπέτρος κοντά στα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα. Όμως οι υπέρτερες
τουρκικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη εφοδίων, συντονισμού
και συμπαράστασης από την ελληνική κυβέρνηση –η οποία ήδη πιεζόταν
από τους Άγγλους και τους Γάλλους- συνέτειναν ούτως ώστε η
επανάσταση να τερματισθεί μέχρι τον Ιούνιο, οπότε και ο Χατζηπέτρος
επέτρεψε στην ελληνική επικράτεια.108
Στη Μακεδονία η επιχείρηση ήταν ακόμη πιο δύσκολη, καθώς δεν
συνόρευε με το ελληνικό κράτος και, συνεπώς, η οποιαδήποτε ενίσχυση
από το εθνικό κέντρο ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Επιπλέον στη Μακεδονία
έδρευαν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Εδώ ηγήθηκαν ο Τσάμης Καρατάσος
107Για την επανάσταση του 1854 στην Ήπειρο, βλ. Στέφανος Παπαδόπουλος, Ο
Κριμαϊκός πόλεμος και ο ελληνισμός: Η επανάσταση στην Ήπειρο, στο Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ. ΙΓ’, σ. 148-156, καθώς και Επαμεινώνδας Κυριακίδης,
ό.π., τ. Α’, σ. 639-649.
108Στέφανος Παπαδόπουλος, Η επανάσταση στη Θεσσαλία, ό.π.,σ.156-159·
Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Α’, σ. 649-655.
125
και ο Θεόδωρος Ζιάκας. Ο πρώτος, αξιωματικός με το βαθμό του
συνταγματάρχη και πρώην υπασπιστής του Όθωνος, κινήθηκε στη
Χαλκιδική όπου έδωσε σκληρές μάχες, αλλά τελικά ηττήθηκε στη θέση
Κουμίτσα και αποχώρησε με γαλλικό πλοίο. Ο δεύτερος πολέμησε στη
Δυτική Μακεδονία και κυρίως στα Γρεβενά. Έμπειρος στρατιωτικός ο
Ζιάκας, με συμμετοχή στην επανάσταση του 1821, έδωσε άνισο αγώνα με
τους άνδρες του και, τελικά, με τη μεσολάβηση των Ευρωπαίων προξένων
υποχώρησε το Μάιο επιστρέφοντας στη Λαμία. Ο τρίτος επαναστατικός
πόλος, που είχε έδρα τον Όλυμπο σημείωσε σημαντικές στρατιωτικές
επιτυχίες,με τους επαναστάτες να καταφέρνουν να φτάσουν έξω από την
Κατερίνη. Από τη στιγμή, όμως, που έγινε γνωστή η αποχώρηση του
Καρατάσου, η οποιαδήποτε θετική προοπτική έπαψε να υφίσταται και
έτσι έλαβε τέλος και η επανάσταση στη Μακεδονία.109
109 Στο ίδιο, Η επανάσταση της Μακεδονίας, σ. 159-165. Βλ. επίσης, του ίδιου, Οι
επαναστάσεις του 1854 και 1878 στη Μακεδονία, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
22, Θεσσαλονίκη 1970· Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέα ιστορικά στοιχεία για τις
επαναστάσεις του 1821 και 1854 στη Μακεδονία, Επιστημονική Επετηρίς
Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 7,
Θεσσαλονίκη 1957, σ. 63-103· Ιωάννης Βασδραβέλλης, Η επανάστασις του 1854 εις
την Χαλκιδικήν Χερσόνησον, Μακεδονικά, τ. Ε’, 1961-1963, Θεσσαλονίκη 1963, σ.
102-124.
126
από έναν ανεδαφικό ενθουσιασμό. Γνωρίζοντας τις διαθέσεις των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, προειδοποιούσαν την ελληνική κυβέρνηση για
τους κινδύνους που ελλόχευε μια τυχοδιωκτική πολιτική, η οποία
παρέσυρε ευλόγως την κοινή γνώμη, υποθήκευε όμως το παρόν και το
μέλλον της χώρας με μία επιπόλαιη και μυωπική ηγεσία.110
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1854 οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της
Αγγλίας σε συνάντηση με τον Όθωνα συνέστησαν να μην αναμειχθεί η
Ελλάδα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με την Τουρκία, αλλά η απάντηση
που έλαβαν από το μονάρχη ήταν υποκριτική: «η κυβέρνησή του έκανε
ό,τι μπορούσε για να συγκρατήσει την έκρηξη του λαϊκού αισθήματος».111
Ειλικρινής υπήρξε ο Όθων στην επιστολή του προς τον ομόλογο της
Γαλλίας Ναπολέοντα Γ’, όταν ο τελευταίος του υπέδειξε ανάλογη στάση,
και απάντησε ότι πρόκειται για αγώνα «υπέρ των ιερών αιτημάτων του
Σταυρού».112
Και ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις μαίνονταν στις υπόδουλες
περιοχές ο Τούρκος πρεσβευτής επέδωσε τελεσίγραφο προθεσμίας 48
ωρών στο υπουργείο Εξωτερικών, με το οποίο ζητούσε να διαταχθεί η
ανάκληση των Ελλήνων αξιωματικών που συμμετείχαν στις εξεγέρσεις,
να απαγορευτεί ο εξοπλισμός και η έξοδος νέων ενόπλων σωμάτων, να
αποκηρυχθούν τα κινήματα, αλλά και να ληφθούν κατασταλτικά μέτρα
εναντίον του τύπου και όσων εξερέθιζαν τα πνεύματα σε βάρος της
Τουρκίας, όπως π.χ. των καθηγητών του Πανεπιστημίου. Ο Όθων
βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεδομένου ότι η απειλή της διακοπής των
διπλωματικών σχέσεων «ηπείλει και την δίωξιν τού εν Τουρκία
Ελληνισμού και ως δεινότερον επακόλουθον τον πόλεμον».113 Το τουρκικό
τελεσίγραφο ενισχύθηκε με διακοίνωση της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι
οποίες συμβούλευαν την ελληνική πλευρά να συμμορφωθεί στις
127
τουρκικές υποδείξεις. Την ίδια στιγμή η Αυστρία, παρά τις προσδοκίες του
Όθωνος, συνιστούσε ουδετερότητα, ενώ δεν ήταν θετικές στο ενδεχόμενο
στρατιωτικής εμπλοκής της Ελλάδας ούτε η Βαυαρία ούτε η Πρωσία.
Ακόμη και ο Ρώσος πρεσβευτής στην Αθήνα –και αυτό είναι το
εντυπωσιακό- συνιστούσε ουδετερότητα. Η κυβέρνηση Κριεζή
προσπαθώντας «να δικαιολογήση τα αδικαιολόγητα και να καλύψη τα
ακάλυπτα»,114 έδωσε μία μετριοπαθή και αξιοπρεπή απάντηση, στην
ουσία όμως απορριπτική. Στις 10 Μαρτίου ο Τούρκος πρεσβευτής
αναχώρησε από την Ελλάδα και οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών
διακόπηκαν.115
Οι επικίνδυνες, για τα συμφέροντα της χώρας, διπλωματικές
εξελίξεις προκάλεσαν κυβερνητική κρίση, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης
Σπυρίδων Πήλικας και Οικονομικών Κωνσταντίνος Προβελέγγιος
παραιτήθηκαν, υποδεικνύοντας στον Όθωνα αλλαγή πλεύσης στην
εξωτερική πολιτική , εκείνος όμως δεν έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος από τη
διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αντιθέτως, ενίσχυε με κάθε
τρόπο τα επαναστατική κινήματα. Στη συγκεκριμένη φάση φέρεται να
επηρέαζε τη στάση του Όθωνος η Αμαλία, η οποία υπερθεμάτιζε στην
αλυτρωτική πολιτική με δηλώσεις που έδειχναν άγνοια κινδύνου,
ιδεολογικά και συναισθηματικά φορτισμένες.116 Και ενώ η πολεμική
προπαρασκευή εντεινόταν και μεταφέρονταν στρατιωτικές μονάδες στα
σύνορα, ξέσπασε νέα κυβερνητική κρίση, καθώς ακούστηκαν νέοι
ενδοιασμοί και επικρίσεις για την ακολουθούμενη πολιτική και μάλιστα
128
αυτή τη φορά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αντώνιο Κριεζή. Ο Όθων, ο
οποίος στην ουσία κυβερνούσε μόνος του, αποφάσισε στις 20 Απριλίου να
διακόψει τις εργασίες τόσο της Βουλής όσο και της Γερουσίας. Ο ίδιος
φερόταν αποφασισμένος να τεθεί επικεφαλής του στρατεύματος σε
πόλεμο εναντίον των Τούρκων, προσκαλώντας στα ανάκτορα τους
βουλευτές και τους γερουσιαστές ώστε να «ανακοινώσει την απόφασίν
του, διατάξει τα κατά την απουσίαν του και ενώπιον όλων ιππεύσει όπως
μεταβή εις τον αγώνα των λαών της Ανατολής».117
Αλλά οι δονκιχωτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες φαίνεται ότι δεν
έπειθαν πλέον μεγάλο αριθμό πολιτικών, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στις 30
Μαρτίου οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας ανήγγειλαν ότι τα
πολεμικά τους πλοία θα επισκέπτονταν τα ελληνικά λιμάνια και θα
έκαναν κατάσχεση των πλοίων που θα μετέφεραν όπλα και πολεμοφόδια.
Ταυτόχρονα η Βρετανία διατύπωνε αρνητικούς υπαινιγμούς για την τύχη
του Όθωνος και του ελληνικού θρόνου. Στις 29 Απριλίου οι ίδιοι
πρεσβευτές επέδωσαν τελεσίγραφο πέντε ημερών προς το παλάτι
ζητώντας την επίσημη αποκήρυξη των επαναστάσεων και την έκδοση
διαταγής ανακλήσεως όλων των στρατιωτικών που είχαν περάσει τα
βόρεια σύνορα. Όταν, μάλιστα, άρχισαν να εμφανίζονται τα γαλλικά
πολεμικά πλοία, ο Όθων αναγκάστηκε να υποκύψει, εκδίδοντας τη
διακήρυξη της ουδετερότητας που του είχαν υποδείξει οι Αγγλογάλλοι. Η
επόμενη κίνηση ήταν να αντικατασταθεί η κυβέρνηση Κριεζή με νέα υπό
τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος κλήθηκε εσπευσμένα από το Παρίσι.118 Έτσι
ξεκίνησε η περίοδος του «Υπουργείου Κατοχής», όπως ονομάστηκε η νέα
κυβέρνηση. Πρώτη της πράξη ήταν να καλέσει να επιστρέψουν στις
υπηρεσίες τους όσοι στρατιωτικοί μετείχαν των εξεγέρσεων, κάτι το
οποίο, όπως είδαμε, πραγματοποιήθηκε.
Στο μεταξύ Αγγλικά και Γαλλικά στρατεύματα είχαν αποβιβασθεί
στον Πειραιά και ξεκινούσε η περίοδος της κατοχής της πρωτεύουσας. Η
συμπεριφορά των ξένων στρατευμάτων υπήρξε ιταμή προκαλώντας το
κοινό αίσθημα. Κατέστρεψαν τα πιεστήρια της εφημερίδας Αιών και
απήγαν τον εκδότη της Ιωάννη Φιλήμονα, επειδή ήταν ρωσόφιλος,
συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Κωνσταντίνο Λεβίδη, διευθυντή και
αρχισυντάκτη της εφημερίδας Ελπίς, ενώ αναμειγνύονταν ακόμη και στις
129
μεταθέσεις στρατιωτικών ή δικαστικών. Σε λίγο ξέσπασε και χολέρα την
οποία μετέφεραν Γάλλοι στρατιώτες. Η ζωή στην πρωτεύουσα έγινε
απελπιστική, ενώ η επιδημία προκάλεσε το θάνατο 3.000 κατοίκων. Αλλά
το αποκορύφωμα των προκλήσεων των Αγγλογάλλων υπήρξε το γεγονός
ότι έκαναν παρέλαση μπροστά στο κτήριο των Ανακτόρων, θέλοντας να
εξευτελίσουν τον βασιλιά της Ελλάδος,«όστις έγκλειστος μετ’
αξιοπρεπείας τας πικράς ημέρας της δοκιμασίας διήρχετο».119 Είναι
γεγονός ότι η συμπεριφορά των στρατευμάτων κατοχής έθιξε την εθνική
φιλοτιμία των Ελλήνων και η αξιοπρεπής στάση του Όθωνος
δημιούργησε θετικά λαϊκά αισθήματα, σε μία συγκυρία κατά την οποία η
δημοτικότητά του δοκιμαζόταν.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μολονότι διαφωνούσε με τις
βασικές επιλογές του Όθωνος, τον στήριξε σ’ εκείνες τις δύσκολες
στιγμές, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός κλίματος εθνικής
ομοψυχίας. Παράλληλα, προσπάθησε να περιστείλει την αλαζονική
συμπεριφορά των Αγγλογάλλων, ενώ προχώρησε σε επανάληψη των
ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μάλιστα, υπογράφηκε στις 27 Μαΐου του
ίδιου χρόνου εμπορική συνθήκη με τις δύο χώρες, η Συνθήκη Εμπορίου
και Ναυτιλίας, γνωστή ως συνθήκη της Κάνλιτζας από το
προάστιο της Κωνσταντινούπολης στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι
διαπραγματεύσεις.120 Ως συμπληρωματική τής ανωτέρω συνθήκης υπήρξε
η υπογραφείσα μεταξύ των δύο χωρών σύμβαση, με την οποία
προβλεπόταν η από κοινού αντιμετώπιση των ληστρικών συμμοριών, οι
οποίες κινούνταν στις παραμεθόριες περιοχές των δύο κρατών.. Αλλά ο
Μαυροκορδάτος δεν θα παραμείνει για πολύ στην πρωθυπουργία. Στις 28
Σεπτεμβρίου 1855 παραιτήθηκε διαπιστώνοντας ότι δεν είχε τη στήριξη
ούτε των δυτικών Δυνάμεων ούτε του Όθωνος. Αφορμή στάθηκε η
ανάρμοστη συμπεριφορά του υπουργού των Στρατιωτικών Δημητρίου
Καλλέργη προς το βασιλικό ζεύγος, εξαιτίας ενός ζητήματος ηθικής
τάξης.121 Ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος αξιωματικός, ο πρωταγωνιστής
των γεγονότων της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, είχε επιδείξει κατά την διάρκεια
της ξενικής κατοχής επηρμένη συμπεριφορά, έχοντας αποβεί
130
«τυραννίσκος, απερίσκεπτος και οξύς ως πάντοτε»,122 προβάλλοντας κατά
κόρον τη φιλία του με το βασιλιά της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ’. Αυτή
υπήρξε η τελευταία πρωθυπουργία του Φαναριώτη πολιτικού. Τη θέση
τού πρωθυπουργού θα καταλάβει ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο οποίος
ανελάμβανε για πρώτη φορά τον πρωθυπουργικό θώκο.
Τα γεγονότα του 1854 αποδείκνυαν τις περιορισμένες δυνατότητες
που διέθετε η χώρα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ωστόσο, δεν έλειψαν οι
υπεραισιόδοξες διακηρύξεις μιας ανερμάτιστης πολιτικής τυχοδιωκτικού
χαρακτήρα. Με την υπόθαλψη της δράσης των άτακτων καταδρομικών
σωμάτων και τις εύπεπτες και συγκινησιακά φορτισμένες διακηρύξεις
των Αθηνών προκλήθηκε ενθουσιασμός, ο οποίος κατέληξε σε εθνική
ταπείνωση. Κι αυτό, γιατί η υπεύθυνη ηγεσία –πλην λίγων εξαιρέσεων-
δεν στάθμισε σωστά τα δεδομένα και συμπεριφέρθηκε επιπόλαια. Η ήττα
που σημειώθηκε αφορούσε σε όλα τα επίπεδα: διπλωματικό, στρατιωτικό
και οικονομικό. Η χώρα διπλωματικά απομονωμένη, με καχεκτικές
παραγωγικές δομές, παντελώς απαράσκευη, οδηγήθηκε σε μία
περιπέτεια χωρίς σχεδιασμό και χωρίς προϋποθέσεις. Το ταπεινωτικό
τέλος της συγκεκριμένης εθνικής περιπέτειας στην ουσία σηματοδοτεί το
τέλος των ψευδαισθήσεων για το ρόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αυτό
θα επιδράσει καταλυτικά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, καθώς τα
υπάρχοντα ξενικά πολιτικά κόμματα, έχοντας υποστεί φθορά από τη
συμπεριφορά των ευρωπαϊκών Αυλών απέναντι στη χώρα έπνεαν τα
λοίσθια.123 Θα ακολουθήσει μια μεταβατική περίοδος, πριν σημειωθούν
ουσιαστικές τομές στη χώρα.
131
παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο τις τρεις επόμενες δεκαετίες. 124 Η
διακυβέρνηση της χώρας από τον Υδραίο πολιτικό ήταν αρχικά γόνιμη
και σχετικά ανέφελη. Πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα υποδομής,
όπως λιμάνια, δρόμοι, εγγειοβελτιωτικά κ.α., με τα οποία η ηγεσία της
χώρας έδειχνε ότι θα έστρεφε πλέον την προσοχή της στην εσωτερική
ανάπτυξη, μετά την παταγώδη αποτυχία της αλυτρωτικής πολιτικής του
1854. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργίας τού Βούλγαρη
τερματίστηκε (Φεβρουάριος 1857) η αγγλογαλική κατοχή, μετά από
παραμονή 29 μηνών και αφού προηγουμένως η Ρωσία είχε αντιδράσει με
έντονη διαμαρτυρία στην παράτασή της. Ωστόσο, στις 13 Νοεβρίου του
1857 ο πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του, εξαιτίας των
απροκάλυπτων επεμβάσεων του θρόνου στην κυβερνητική πολιτική. Οι
άμεσες η έμμεσες παρεμβάσεις του Όθωνος ήταν ούτως ή άλλως συνήθης
πρακτική καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα. Ο Βούλγαρης, δυναμική
πολιτική προσωπικότητα με έντονα στοιχεία αυταρχικής
διακυβέρνησης,125 ήταν φυσικό να έρθει σε σύγκρουση με τον Ανώτατο
Άρχοντα, στην πραγματικότητα όμως ελίχθηκε υποβάλλοντας την
παραίτησή του, θεωρώντας ότι ο βασιλιάς θα του έδινε αμέσως και πάλι
την πρωθυπουργία, οπότε η νέα κυβέρνησή του θα στελεχωνόταν από
πολιτικά πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του.126 Κάτι τέτοιο, όμως,
δεν συνέβη και ο Όθων διόρισε στην πρωθυπουργία έναν πρώην
πρωθυπουργό, τον Αθανάσιο Μιαούλη. Έκτοτε ο Βούλγαρης θα ηγηθεί
της αντιδυναστικής μερίδας.
124 Για τον Δ. Βούλγαρη, ο οποίος θα αναλάβει συνολικά οκτώ φορές την
πρωθυπουργία, βλ. περισσότερα, Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί
της Ελλάδος, 1828-1897, Σιδέρης 1997, σ. 315-318.
125Ήδη στις εκλογές που διενήργησε η κυβέρνησή του τον Οκτώβριο – Νοέμβριο
του 1856 και τις οποίες κέρδισε με άνεση, είχε δείξει δείγμα πολιτικής γραφής με
την άσκηση νοθείας. Αλλά αν αυτό ήταν συνηθισμένη πρακτική στα πολιτικά
πράγματα της χώρας, στις επόμενες πρωθυπουργικές του θητείες θα ξεδιπλώσει
όλες τις παράνομες και εξωθεσμικές... αρετές του.
126 Βλ. Οδυσσεύς Δημητρακόπουλος, Στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς
την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ. ΙΓ’,
σ. 171-172.
132
προσπάθειες για την ανασύνταξη της χώρας με την εκτέλεση δημοσίων
έργων. Ωστόσο, υπέβοσκε το ζήτημα της διαδοχής στο θρόνο, θέμα
μείζονος σημασίας για τη χώρα και τη δυναστεία. Η αδυναμία του
βασιλικού ζεύγους να αποκτήσουν διάδοχο, εκτός του ότι τροφοδοτούσε
την κοινή γνώμη με πλήθος φημών, ενίοτε κακεντρεχών και
υποβολιμαίων,127 έθετε επιτακτικά το ζήτημα της διαδοχής. Το ζήτημα
ήταν δυσεπίλυτο ιδιαίτερα από τη στιγμή που το 40ο άρθρο του
συντάγματος όριζε ότι ο διάδοχος έπρεπε να ασπασθεί το ορθόδοξο
δόγμα. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν άρεσε στη βαυαρική δυναστεία, η οποία
ήταν προσηλωμένη στον καθολικισμό.
Στη Συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1852
μεταξύ των αντιπροσώπων των Δυνάμεων και της Ελλάδας είχε
αποφασισθεί ότι όποιος διαδεχόταν τον Όθωνα θα έπρεπε να
συμμορφωθεί με τις επιταγές του ελληνικού συντάγματος και το άρθρο
40. Ξεκίνησαν, μάλιστα, οι συζητήσεις και οι διερευνητικές προσπάθειες
για την εξεύρεση λύσης. Οι δύο αδελφοί του Όθωνος δεν ήταν
διατεθειμένοι να ακολουθήσουν το ορθόδοξο δόγμα, οπότε αποκλείονταν
αυτομάτως. Από τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο τέθηκε η ιδέα να
εξετασθεί το ενδεχόμενο να χρισθεί ως διάδοχος ο πρίγκιπας του
Όλντεμπουργκ, αδελφός της Αμαλίας. Η ιδέα ναυάγησε, λόγω της
σφοδρής αντίδρασης του Βαυαρού πρεσβευτή στην Αθήνα Φέδερ, ο οποίος
μάλιστα ήρθε σε οξεία αντιπαράθεση γι’ αυτόν τον λόγο με την Αμαλία
και ανακλήθηκε στην πατρίδα του.128 Μία άλλη υποψηφιότητα που τέθηκε
ήταν αυτή του δευτερότοκου γιού του βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρος
127 Εκτενή αναφορά στο ζήτημα της ατεκνίας του βασιλικού ζεύγους, με
προσπάθεια να αντικρούσει ορισμένους ισχυρισμούς περί της «ανδρικής»
ικανότητας του Όθωνος, κάνει ο Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 299-320. Βλ. επίσης,
Νικόλαος Λούρος, Ανέκδοτα έγγραφα σχετικώς με την ατεκνίαν των Βασιλέων
Όθωνος και Αμαλίας, Αθήναι 1958. Ακόμη, E. Poulakou – Rebelakou, C. Tsiamis, N.
Tompros, G. Creatsas, The lack of a child, the loss of a throne: the infertility of the first royal
couple of Greece (1833-62), The Journal of the Royal College of Physicians of Edinburg,
40, 2011, σ. 73-77.
128Βλ. Οδυσσεύς Δημητρακόπουλος, Ο αντιδυναστικός αγώνας και η έξωση του
Όθωνος, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ. ΙΓ’, σ. 186. Το γεγονός ότι η
Αμαλία υιοθέτησε ασμένως την ιδέα για τον αδελφό της δεν σήμαινε ότι
«υπέσκαπτε» το θρόνο του συζύγου της, αλλ’ αντιθέτως «απεπειράθη να
προσλάβη υπέρμαχον του σχεδίου τούτον αυτόν τον βασιλέα», διότι αυτό
«επέβαλλε και αυτό το πολιτικόν συμφέρον του βασιλέως». Βλ. Επαμεινώνδας
Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 61.
133
Εμμανουήλ, του δούκα της Αόστας, Αμεδέο. Η πρόταση είχε υποστηρικτές
αλλά και αντίθετους μέσα στην Ιταλία και μετά την έκφραση των
αντιρρήσεων των άλλων Δυνάμεων, ο Ιταλός βασιλιάς απέσυρε την
υποψηφιότητα του γιού του.129
Όλη αυτή η συζήτηση πάντως φανέρωνε μία ολοένα διογκούμενη
δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας, μία δυσαρέσκεια η οποία
στρεφόταν κυρίως εναντίον της Αυλής και του ίδιου του Όθωνος. Ο
βασιλιάς, όπως προαναφέρθηκε, είχε καταφέρει, χάρη στην αξιοπρεπή
στάση που τήρησε κατά τη διάρκεια της ξενικής κατοχής, να
αναβαπτισθεί στη λαϊκή συνείδηση. Όσο, όμως, ο απόηχος των
γεγονότων του 1854 απομακρυνόταν, τόσο αυξανόταν ένα αντιδυναστικό
κύμα που απειλούσε πλέον τον ίδιο τον Όθωνα. Για να κατανοηθεί αυτή η
εξέλιξη θα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογισθούν οι αργόσυρτες αλλά
σταδιακές μεταβολές που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία. Κατ’
αρχάς η γενιά των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, που είχε
πρωταγωνιστήσει στον Αγώνα της ανεξαρτησίας είχε πλέον ολοκληρώσει
τον πολιτικό αλλά και τον βιολογικό της κύκλο. Στο προσκήνιο είχε
αρχίσει να εμφανίζεται μια νέα γενιά πολιτικών, διανοούμενων,
επαγγελματιών με διαφορετικές καταβολές, άλλη νοοτροπία, νέες
ανάγκες και προτεραιότητες.130 Ασφαλώς οι ρυθμοί εξέλιξης στο ελληνικό
κράτος δεν ακολουθούσαν τους ρυθμούς της δυτικοευρωπαϊκής
πραγματικότητας, ωστόσο σημειωνόταν μια βαθμιαία αστικοποίηση, με
αποτέλεσμα οι πολίτες να βρίσκονται εγγύτερα στα κέντρα λήψης των
αποφάσεων και, συνεπώς, να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση για τις
πολιτικές εξελίξεις.131 Στο γεγονός αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η
σχετική μείωση του αναλφαβητισμού, γεγονός που συνέβαλε στην
αύξηση των απαιτήσεων αλλά και της κριτικής διάθεσης απέναντι στην
εξουσία.132 Επιπλέον, η πολιτική του αλυτρωτισμού είχε οδηγηθεί σε
αδιέξοδο, ιδιαίτερα μετά την περιπέτεια της περιόδου του Κριμαϊκού
πολέμου και αποδείκνυε τη μεγάλη απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στην
ανέξοδη ρητορεία και τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας για να
134
ασκηθεί ουσιαστική εξωτερική και εθνική πολιτική. Όλη αυτή η
συσσωρευμένη απογοήτευση και δυσαρέσκεια άρχισε δειλά – δειλά να
αρθρώνεται σε έναν αντιπολιτευτικό και αντιδυναστικό λόγο, ο οποίος
όσο περισσότερο ενδυναμωνόταν, τόσο μεγαλύτερη αμηχανία
προκαλούσε στην κεντρική εξουσία, ουσιαστικά δηλαδή στο παλάτι.
Η αντίδραση του παλατιού, όποια μέθοδο κι αν χρησιμοποιούσε δεν
ήταν πλέον πειστική. Η συνταγή με την αναζωπύρωση της αλυτρωτικής
πολιτικής, μετά το 1854, ήταν όχι μόνον ατελέσφορη, αλλά και επικίνδυνη
και αυτό το γνώριζε καλά πλέον ο βασιλιάς, ο οποίος δεν ήταν
διατεθειμένος να οδηγήσει τη χώρα σε νέες, ερασιτεχνικού χαρακτήρα,
περιπέτειες. Συνεπώς, η λύση θα έπρεπε να αναζητηθεί εκ των ένδον. Για
παράδειγμα, με την εναλλαγή των κυβερνητικών σχημάτων, προκειμένου
να αποσυμφορηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια. Αλλά οι συγκεκριμένες
αναλώσιμες κυβερνήσεις μπορούσαν στο παρελθόν να παράσχουν
προσωρινές λύσεις, όχι όμως πλέον στα τέλη της δεκαετίας του 1850, αφού
τα παλαιά ξενικά κόμματα είχαν «εξαντληθεί».133 Η μόνη «λύση» που
απέμενε ήταν η προσφυγή στην καταστολή. Αλλά κάτι τέτοιο, όχι μόνον
δεν συνιστούσε διέξοδο, αλλά ανατροφοδοτούσε τη βία και παρέτεινε την
κρίση. Τα δείγματα μιας τέτοιας πολιτικής ολοένα πύκνωναν.
Έτσι, το Φεβρουάριο του 1859 ο φιλελεύθερος ποιητής Αλέξανδρος
Σούτσος καταδικάστηκε σε φυλάκιση, λόγω του προλόγου της ποιητικής
του συλλογής «Περιπλανώμενος», επειδή ασκούσε κριτική στην
απολυταρχική πολιτική του Όθωνος. Το Μάιο του 1859 η πρωτεύουσα
συγκλονίστηκε από εκτεταμένα επεισόδια, που έμειναν γνωστά στην
ιστορία ως Σκιαδικά. Ο υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής σε ιδιωτικές συζητήσεις τόνιζε την ανάγκη να τονωθεί η
εγχώρια βιοτεχνική παραγωγή μέσω της αυξήσεως της εσωτερικής
καταναλώσεως των προϊόντων που παράγονταν στην Ελλάδα. Ο γιός του
υπουργού, Κλέων, υπέβαλε την ιδέα στους συμμαθητές του και
αποφασίστηκε να εμφανιστούν στο Πεδίο του Άρεως, φορώντας ψάθινα
καπέλα (σκιάδια) της Σίφνου με γαλανόλευκη κορδέλα, αντί για τα
εισαγόμενα ευρωπαϊκά. Το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση των
καταστηματαρχών που πωλούσαν τα ευρωπαϊκού τύπου «σκιάδια» και οι
133 Βλ. Παύλος Καλλιγάς, Η εξάντλησις των κομμάτων, ήτοι τα ηθικά της
κοινωνίας μας, Αθήναι 1842. Ο σπουδαίος νομικός διατεινόταν με διορατικότητα
ήδη από το 1842 για τον ανεπαρκή πολιτικό λόγο των υπαρχουσών πολιτικών
παρατάξεων.
135
οποίοι άρχισαν να χλευάζουν και να αποδοκιμάζουν τους νέους με τα
σιφνέικα. Το ζήτημα θα μπορούσε να μείνει εκεί, αν δεν επενέβαινε ο
αστυνομικός διευθυντής Δημητριάδης, ο οποίος ερμηνεύοντας την κίνηση
των νέων ως αντιπολιτευτική, ζήτησε τη διάλυσή τους. Ακολούθησαν
βίαια επεισόδια και συλλήψεις. Οργισμένοι οι νέοι επανήλθαν την
επόμενη ημέρα με συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά στο κτήριο του
Πανεπιστημίου και ακολούθησε διαδήλωση προς το υπουργείο
Εσωτερικών. Εκεί απαίτησαν την αποφυλάκιση των συλληφθέντων και
την απόλυση του αστυνομικού διευθυντή. Η όξυνση των πνευμάτων και η
αόριστη απάντηση που έλαβαν οι φοιτητές ενέτειναν την αγωνιστικότητά
τους και ζήτησαν ακρόαση από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο τελευταίος
αρνήθηκε να δεχθεί την επιτροπή των φοιτητών, γεγονός που
«εξηρέθισεν επί πλέον τους νέους και η εν των Πανεπιστημίω
συνάθροισις αυτών απειλητικώτερον προσελάμβανε χαρακτήρα».134 Θα
χρειαστεί «ικανή στρατιωτική» δύναμη υπό τον φρούραρχο Αθηνών
Σούτσο για να διαλύσει τη συγκέντρωση των νέων και να τερματισθούν
τα επεισόδια. Για την εκτόνωση της έντασης ο πρωταίτιος των επεισοδίων
αστυνομικός διευθυντής Δημητριάδης παύθηκε από τα καθήκοντά του.
Τα συγκεκριμένα επεισόδια μπορεί να είχαν αφορμή «ταπεινή, χλεύη και
σκώμμα», όμως «ευρέθη εις αντίθεσιν η Πανεπιστημιακή νεολαία»135 για
πρώτη φορά και το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας θα γίνει το
εκκολαπτήριο των αντιδυναστικών ιδεών.
Η Μεγάλη Ιδέα, διαρκώς παρούσα στην ελληνική πολιτική, στις
συζητήσεις, στους πόθους και στον σχεδιασμό της ηγεσίας του τόπου,
ήρθε κατά τρόπο επιτακτικό στην επικαιρότητα και το 1859, δηλαδή πέντε
χρόνια μετά την απογοήτευση που σκόρπισε ο Κριμαίκός πόλεμος. Μόνον
που αυτή τη φορά λειτούργησε αντίστροφα για τον Μονάρχη.
Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1859 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της
Αυστρίας και των Ιταλών του Πεδεμοντίου, οι οποίοι υπό την ηγεσία του
πρωθυπουργού Καβούρ συνέχιζαν τον αγώνα για την ενοποίηση και την
ανεξαρτησία της Ιταλίας. Στον αγώνα των Ιταλών έσπευσε και ο Γάλλος
αυτοκράτορας Ναπολέων ο Γ’, γεγονός το οποίο ερμηνεύτηκε από
ορισμένους πολιτικούς κύκλους στην Ελλάδα ως ένδειξη μιάς
136
φιλελεύθερης πολιτικής της Γαλλίας, που θα μπορούσε να ευνοήσει και
τα ελληνικά απελευθερωτικά συμφέροντα. Η ερμηνεία αυτή της
αντιπολίτευσης ήταν παντελώς αστήρικτη και, συνεπώς, οι προσδοκίες
για γαλλική επέμβαση στη Βαλκανική υπέρ των Ελλήνων ήταν
ολωσδιόλου έωλες. Ο Όθων αυτή τη φορά δεν παρασύρθηκε σε νέα
αδιέξοδη αλυτρωτική πολιτική κηρύσσοντας πόλεμο στην Τουρκία,
γεγονός που στάθηκε αφορμή να κατηγορηθεί για προδοσία των εθνικών
συμφερόντων. Η στάση ουδετερότητας που τήρησε η Ελλάδα
συνδυάστηκε από την αντιπολίτευση με το γεγονός ότι ο αυστριακός
βασιλικός οίκος συγγένευε με τον βαυαρικό και, συνεπώς, ο Όθων έθετε
τα εθνικά συμφέροντα σε δεύτερη μοίρα εν σχέσει με τα συμφέροντα της
Βαυαρίας και τους συγγενικούς δεσμούς.136 Τελικά, η Γαλλία συνήψε
ανακωχή με την Αυστρία, όμως στην Ελλάδα ο «αυστροσαρδικός»
πόλεμος άφησε πάλι την απογοήτευση ότι δεν προωθείτο η υλοποίηση
της Μεγάλης Ιδέας και στην περίπτωση αυτή υποδείχθηκε ως υπεύθυνος
ο βασιλιάς, κάτι που επιβάρυνε ακόμη το εις βάρος του κλίμα.
Εν τω μεταξύ στην πρωθυπουργία παρέμενε ο Αθανάσιος
Μιαούλης, παρά τις προσπάθειες του Όθωνος να ανατεθεί στον, γηραιό
πλέον, Ανδρέα Μεταξά ή στον Δημήτριο Καλλέργη. Ο γιός του ναυάρχου
του Αγώνα παρέμεινε στην εξουσία, ενώ οι συχνοί ανασχηματισμοί των
υπουργικών συμβουλίων δεν φαινόταν να δίνουν κάποια λύση στο
πολιτικό αδιέξοδο. Οι εκλογές που διεξήχθησαν το 1861 ανέδειξαν νικητή
τον Μιαούλη, ο οποίος συνέχιζε στην πρωθυπουργία, εκτελώντας πάντως
μια σειρά από σημαντικά δημόσια έργα.137 Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν
μπόρεσε να ανακόψει το αντιδυναστικό ρεύμα και να αλλάξει τη φορά
των πολιτικών πραγμάτων. Η επέτειος της εθνεγερσίας γιορτάστηκε το
1861 με συμπόσια, όπου εκφωνήθηκαν αντιδυναστικοί λόγοι. Στο κλίμα
αυτό πρωτοστατούσε ο Τύπος με καυστικά για την εξουσία άρθρα. Οι
παραδοσιακές εφημερίδες Αθηνά, Αιών και Ελπίς είχαν ταχθεί με το μέρος
της αντιπολίτευσης, ενώ νέες εφημερίδες –μερικές εκ των οποίων και
136 Ο συλλογισμός ήταν αυθαίρετος και μπορεί να ερμηνευθεί μόνον μέσα από
το πρίσμα του αντιδυναστικού πυρετού που είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τη
χώρα. Όπως σημειώνει εύστοχα ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 62,
«[...] ανοήτως και αδίκως διέδιδον οι αντιπολιτευόμενοι την συκοφαντίαν ότι ο
Όθων ήν όργανον της Αυστρίας, πολιτευόμενον κατά τας εκάστοτε
αποστελλομένας αυτώ οδηγίας εκ Βιέννης».
137 Βλ. αναλυτικά, Douglas Dakin, ό.π., σ. 147-153.
137
βραχύβιες- ασκούσαν δριμεία κριτική και επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό
την κοινή γνώμη, ιδίως τη νεολαία όπου ο αναλφαβητισμός ήταν
μικρότερης έκτασης. Από τις εφημερίδες αυτές ξεχωρίζει Το Μέλλον της
Πατρίδος, με αρθρογράφους τον Αναστάσιο Γούδα και τον Οδυσσέα
Ιάλεμο, ο οποίος διέθετε ευρεία μόρφωση και μαχητικό πνεύμα. Τα
γραφεία της συγκεκριμένης εφημερίδας έγιναν τόπος συνάντησης των
αντιπολιτευόμενων λογίων, όπως του Αχιλλέως Παράσχου, του
Αναστάσιου Γενναδίου, του Αριστείδη Γλαράκη και άλλων. 138 Το Μάρτιο
του 1861 παραπέμφθηκαν σε δίκη φοιτητές και χαμηλόβαθμοι
αξιωματικοί με την κατηγορία ότι εξύφαιναν συνωμοσία με σκοπό την
ανατροπή της δυναστείας, αφού κατελάμβαναν προηγουμένως τα
ανάκτορα. Η απόφαση του δικαστηρίου πάντως ήταν αθωωτική, επειδή
δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία που να θεμελιώνουν την κατηγορία.139
Η ατμόσφαιρα φορτίσθηκε επιπλέον με την απόπειρα δολοφονίας
σε βάρος της Αμαλίας. Δράστης ήταν ο φοιτητής της Νομικής Σχολής
Αριστείδης Δόσιος, ο οποίος στις 6 Σεπτεμβρίου του 1861 πυροβόλησε τη
βασίλισσα που επέστρεφε από τον βραδινό της περίπατο, χωρίς όμως να
ευστοχήσει. Ο δράστης συνελήφθη, ομολόγησε το σκοπό του, δικάστηκε
και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η Αμαλία, όμως, «μεγαλοψύχως
φερομένη, τού εχάρισε την ποινήν του θανάτου, επιφυλασσομένη μάλλον
να μετριάση και την ποινήν των ισοβίων δεσμών». 140 Η κυβέρνηση,
παράλληλα με την έκδοση προκήρυξης με την οποία εκφραζόταν η
138
συμπάθεια και η ευγνωμοσύνη προς τη βασίλισσα, προχώρησε σε σειρά
κατασταλτικών μέτρων σε βάρος του Τύπου και των αντιπολιτευτικών
κύκλων, με σκοπό να κάμψει το διογκούμενο αντιδυναστικό ρεύμα. Τα
προβλήματα της κυβέρνησης, όμως, γίνονταν μεγαλύτερα, ιδιαίτερα μετά
τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την Κορινθία, το Αίγιο, την Πάτρα
και τη νοτιοδυτική Στερεά Ελλάδα στα τέλη του 1861.
Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους ο Όθων, ο οποίος είχε εν τω
μεταξύ επιστρέψει από ταξίδι στη Βαυαρία, προσπάθησε να οδηγήσει τη
χώρα σε δυναμική έξοδο από τη μόνιμη πλέον κρίση, καλώντας τον
παλαίμαχο ναυμάχο Κωνσταντίνο Κανάρη να σχηματίσει νέα κυβέρνηση.
Ο βασιλιάς πίστευε ότι, αναθέτοντας το σχηματισμό κυβέρνησης σ’ έναν
ζωντανό θρύλο της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, θα επανακτούσε την
κλονισμένη εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού. Ο Κανάρης αποδέχτηκε
την πρόταση, αλλά υπέβαλε προηγουμένως ένα υπόμνημα με το οποίο
έθετε κάποιους όρους στο βασιλιά. Μεταξύ άλλων ζητούσε να
επιλέγονται οι υπουργοί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και να φέρουν οι
ίδιοι όχι μόνον τη νομική αλλά και την πραγματική ευθύνη των πράξεών
τους. Ακόμη, να καταργηθεί το ανακτοβούλιο, οι εκλογές να διεξάγονται
κατά τρόπο αδιάβλητο και ανόθευτο και να διασφαλιστεί η - ήδη
καθιερωθείσα από το σύνταγμα του 1844 -ελευθερία του τύπου. Ο Όθων
αποδέχθηκε τους όρους, παρουσιάστηκε όμως πρόβλημα στη συγκρότηση
της κυβέρνησης, λόγω των αξιώσεων που πρόβαλλαν ορισμένα πολιτικά
πρόσωπα σχετικά με τα υπουργεία που επιθυμούσαν. Σε πρώτη φάση οι
δυσκολίες ξεπεράστηκαν, αλλά ανέκυψαν νέες απαιτήσεις από το
Βούλγαρη και το Χρηστίδη. Τελικά, όταν οριστικοποιήθηκε το κυβερνητικό
σχήμα, ο Όθων –αφού ευχαρίστησε τον Κανάρη- ανακάλεσε την πρότασή
του.141 Το αδιέξοδο ήταν πλήρες.
139
δεν ήταν τυχαίο, γιατί στην πόλη υπήρχαν αρκετοί αξιωματικοί, είτε
φυλακισμένοι είτε εκτοπισμένοι, εμφορούμενοι από αντιδυναστικά
φρονήματα. Πρωτοστάτης στις σχετικές συζητήσεις ήταν ο
αντισυνταγματάρχης Αρτέμιος Μίχος, ενώ στον συγκεκριμένο κύκλο
ανήκαν ο υπίλαρχος Τριτάκης και ο υπολοχαγός Δημήτριος Θ. Γρίβας, ο
οποίος τυπικά ήταν φυλακισμένος στο Παλαμήδι, πλην όμως
προφασιζόμενος ασθένεια εκινείτο ελεύθερος και προωθούσε τις
διαδικασίες για εξέγερση. Εκτός από τους αξιωματικούς μυούνταν στην
κίνηση και ευυπόληπτες προσωπικότητες της πόλης, δικηγόροι, δικαστές
και άλλοι με αντικαθεστωτικές αντιλήψεις. Σημείο συνάντησης ήταν το
σπίτι τής Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, «προσόμοιος των γυναικών των
πολιτευθεισών κατά την γαλλικήν επανάστασιν», η οποία «δια της
φλεγούσης ευγλωττίας της μετέδιδε τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας».142
Η εξέγερση επρόκειτο να εκδηλωθεί στις 3 Φεβρουαρίου του 1862.
Όμως από ένα συμπτωματικό λάθος η κυβέρνηση πληροφορήθηκε την
κίνηση και υπήρχε κίνδυνος συλλήψεων, οπότε η διαδικασία
επισπεύσθηκε και τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1 Φεβρουαρίου οι
μυημένοι κατέλυσαν τις Αρχές του Ναυπλίου. Πλήθος πολιτών
συγκεντρώθηκε στο κέντρο της πόλης, ενώ το δημοτικό συμβούλιο
τασσόμενο με τους επαναστάτες εξέδωσε προκήρυξη προς το λαό.143
142 Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 127. Για την προετοιμασία της
εξέγερσης στο ίδιο, σ. 127-145. Ακόμη, βλ. Σπύρος Μαρκεζίνης, ό.π., τ. Α’, σ. 264-
266· Ανδρέας Σκανδάμης, ό.π., σ. 484-490, ο οποίος ως φιλοοθωνικός συγγραφέας
αναφέρεται σε «συνονθύλευμα σταστιαστών», θέλοντας να ερμηνεύσει τις
ετερόκλητες ομάδες που δημιούργησαν την κίνηση. Βλ. επίσης, Τάσος Γούναρης,
Η Ναυπλιακή Επανάστασις 1η Φεβρουαρίου – 8 (Απριλίου 1862). Ιστορική μελέτη,
Αθήνα 1963, όπου ο συγγραφέας κάνει λόγο για «προηγμένη αστική
πρωτοπορία, που αποτέλεσε τη βάση και τον κινητήριο μοχλό της
επαναστάσεως» (σ. 48), διαπίστωση μάλλον υπεραπλουστευτική.
143Στην προκήρυξη γίνεται λόγος για «καταποντισθέντα εθνικά συμφέροντα»
και το κίνημα χαρακτηρίζεται ως «εθνοσωτήριον»: «Ο εν τη πόλει στρατός,
τεθείς υπό τα όπλα από της 3ης ώρας της νυκτός, καθιέρωσε στην επάνοδον των
καταποτισθέντων από πολλού εθνικών συμφερόντων, τηρήσας αξιοσημείωτον
καθ’ όλον το διάστημα τάξιν και περιβαλών υπό την ασφάλειάν του τας
δημοσίας και ιδιωτικάς περιουσίας. Η διαγωγή αυτή του στρατού, του αρχηγού
αυτού και των κ.κ. αξιωματικών των λαβόντων μέρος, είναι εθνοσωτήριος.
Συσταίνων εις άπαντας την τήρησιν της τάξεως, επισφραγιζούσης το κίνημα, ως
εθνικόν, τους προκαλώ να επιδοθώσιν ανενδότως εις τα έργα των έκαστος, έχων
υπ’ όψιν ότι ο στρατός είναι φρουρός της τιμής και της περιουσίας του». Η
140
Επικεφαλής των στρατιωτικών, ως ο αρχαιότερος, τέθηκε ο
αντισυνταγματάρχης Αρτέμιος Μίχος, ενώ άλλοι αξιωματικοί
τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις. Η ηγεσία της εξέγερσης αντιμετώπισε
αμέσως μετά ένα δίλημμα: να εκστρατεύσουν εναντίον των δυνάμεων της
πρωτεύουσας, άποψη που πρόβαλλε ο αντισυνταγματάρχης Πάνος
Κορωναίος, ή να περιμένουν να εκδηλωθεί ανάλογη εξέγερση και στην
Αθήνα, όπως πίστευε ο Μίχος;144 Υιοθετήθηκε η δεύτερη θέση, γεγονός
όμως το οποίο συνέτεινε τελικά στην αποτυχία και την καταστολή της
εξέγερσης.
Πράγματι, οι πιστές στον βασιλιά δυνάμεις ετοιμάζονταν για
αντεπίθεση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οργανώθηκαν δυνάμεις υπό
τον υποστράτηγο Χαν με έδρα την Κόρινθο, ενώ ο Γενναίος
Κολοκοτρώνης στάλθηκε στους Μύλους. Στις 3 του μηνός στην Κόρινθο
έφτασε και ο ίδιος ο Όθων για να έχει ιδίαν αντίληψη των πραγμάτων.
Ακολούθησαν σφοδρές μάχες στην ευρύτερη περιοχή του Ναυπλίου με
σημαντικότερη εκείνη της 1ης Μαρτίου, με μεγάλες απώλειες και για τις
δύο πλευρές. Τελικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις υπερίσχυσαν, οι
περισσότεροι επαναστάτες συνθηκολόγησαν και στις 24 Μαρτίου
εκδόθηκε διάταγμα, με το οποίο χορηγείτο αμνηστία. Το διάταγμα αυτό
εξαιρούσε 19 άτομα, εκείνους δηλαδή που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι της
εξέγερσης. Ακολούθησαν νέες διαπραγματεύσεις και, τελικά,
αποφασίστηκε να αναχωρήσουν από την Ελλάδα με δύο ξένα πλοία όλοι
όσοι εξαιρέθηκαν της αμνηστίας.
Η σπίθα της εξέγερσης μεταδόθηκε, όμως, και σ’ άλλα μέρη της
Πελοποννήσου, όπως στην Τρίπολη με τους αξιωματικούς της φρουράς
Κουμουνδουράκη, Καπετανάκη και Καρουσόπολη να πρωταγωνιστούν σε
141
στάση στις 3 Φεβρουαρίου και στην Κυπαρισσία δύο ημέρες αργότερα. Και
σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπερίσχυσαν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Πιο
σημαντική, μετά το Ναύπλιο, ήταν η εξέγερση στις Κυκλάδες με
επίκεντρο τη Σύρο. Την εξέγερση εδώ υποκίνησαν δύο τοπικές
εφημερίδες, η Ένωσις και η Σάλπιγξ καθώς και ο σχολάρχης Άρ. Τσάτσος.
Σε βοήθεια έσπευσαν στρατιωτικοί, με πρωταγωνιστή τον υπολοχαγό
Νικόλαο Λεωτσάκο, οι οποίοι κήρυξαν την επανάσταση, προκαλώντας τη
γενική κινητοποίηση των κατοίκων. Ανοίχτηκαν οι φυλακές και
απελευθερώθηκαν αντιπολιτευόμενοι, ενώ καταλήφθηκαν τα ατμόπλοια
Καρτερία και Όθων. Στο νησί έσπευσαν κυβερνητικές δυνάμεις με το
πλοίο Αμαλία και κυβερνήτη τον πιστό οθωνικό Παλάσκα. Ακολούθησαν
σφοδρές μάχες με εκατέρωθεν θύματα μέχρι τελικά η εξέγερση να
κατασταλεί πλήρως.145
Μπορεί οι συγκεκριμένες εξεγέρσεις να καταπνίγηκαν, όμως το
πρόβλημα για την κεντρική εξουσία δεν είχε λυθεί, αφού δεν έπαψαν να
υφίστανται οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώθηκαν. Στο υπόμνημα που
υπέβαλε ο υπουργός των Εσωτερικών Χ. Χριστόπουλος προς τον Όθωνα
ήταν σαφής: «[...] Η στάσις κατεστράφη και η τάξις επανήλθεν, αλλ’ αύτη
δεν θεωρείται παγιωμένη εντελώς, διότι διαμένουσιν εις τα πνεύματα αι
προκηρυχθείσαι υπό των στασιαστών αρχαί».146 Αυτές, σύμφωνα με τον
υπουργό, συνοψίζονται στην ανάγκη περιορισμού της βασιλικής επιρροής
στην εκάστοτε κυβέρνηση, στη διενέργεια ανόθευτων εκλογών και στη
λύση του ζητήματος της διαδοχής στο θρόνο.
142
Το αδιάπτωτο ενδιαφέρον της Αγγλίας για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και
η ενεργός ανάμιξή της φανερώνονται στην αποστολή του έκτατου
απεσταλμένου της Έρικ Έλιοτ, ο οποίος υπέδειξε στον Όθωνα τρόπους
για να βγει από το αδιέξοδο: διάλυση της βουλής, αλλαγή του
κυβερνητικού σχήματος, αποδοχή των αιτημάτων της αντιπολίτευσης,
διενέργεια ανόθευτων εκλογών, τη μη ανάμιξή του στους διορισμούς,
διευθέτηση του ζητήματος της διαδοχής. Ως προς την εξωτερική πολιτική
υπέδειξε την ανάγκη καλής γειτονίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.147
Η κυνικότητα και η χωρίς περιστροφές ανάμιξη της Αγγλίας δεν
εξέπληξε, διότι εθεωρείτο κάτι δεδομένο. Το ζήτημα ήταν αν μπορούσε ο
Όθων να αποδεχθεί τις υποδείξεις. Στην πραγματικότητα, τυχόν αποδοχή
τους ισοδυναμούσε με πλήρη παραίτηση των βασιλικών προνομίων και
εξουσιών, όχι όπως αυτά καθορίζονταν από το σύνταγμα, αλλά όπως τα
αντιλαμβανόταν ο Μονάρχης. Και κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο να το
αποδεχθεί.
Στις 26 Μαΐου 1862 σχηματίστηκε η τελευταία κυβέρνηση της
οθωνικής περιόδου. Πρόεδρός της ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, στο
πρόσωπο του οποίου ο βασιλιάς έβλεπε, λόγω ονόματος, τη διέξοδο από
την παρατεταμένη κρίση. Επιπλέον, μία άλλη δοκιμασμένη μέθοδος ήταν
να στρέψει το ενδιαφέρον στα εξωτερικά θέματα και συγκεκριμένα στην
αλυτρωτική πολιτική.
Ο αγώνας στην ιταλική χερσόνησο για ενοποίηση και ο μύθος του
Γαριβάλδι ενέπνεαν πολλούς Έλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο αγώνας
των Ιταλών μπορούσε να αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα για την
υλοποίηση της αλυτρωτικής πολιτικής. Έτσι δημιουργήθηκαν, κατά
μίμηση της ιταλικής πραγματικότητας, τα «Κομιτάτα της Ενεργείας», τα
οποία έθεταν ως στόχο να προετοιμάσουν τον αγώνα των υπόδουλων
ελληνικών επαρχιών, στον οποίο θα συνέδραμε με εκστρατεία και ο
Γαριβάλδι.148 Ο τελευταίος δήλωνε πρόθυμος να συνεργαστεί με τους
Έλληνες των «Κομιτάτων» εκστρατεύοντας στην Ήπειρο και για το λόγο
αυτό απέσπασε και τη συγκατάθεση του Ιταλού βασιλιά Βίκτωρος
Εμμανουήλ. Έτσι καταρτίσθηκε ένα σχέδιο, βάσει του οποίου θα
εκδηλωνόταν εξέγερση στην Ήπειρο και τη Μακεδονία με τη συνεργασία
Ελλήνων – Σέρβων και Αλβανών. Κατόπιν θα ακολουθούσε απόβαση του
143
στρατού του Γαριβάλδι, ενώ θα εξασφαλιζόταν η ουδετερότητα των
Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και η Ελλάδα θα κήρυττε τον πόλεμο στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επρόκειτο για ένα σχέδιο, όχι απλώς
παράτολμο αλλά και ουτοπικό. Πρώτα – πρώτα ήταν δύσκολο να
υλοποιηθεί, αφού χρειαζόταν να πραγματοποιηθεί ένας άριστος
συντονισμός πολλών και διαφορετικών εταίρων, ενώ δεν υπήρχε ένα
ισχυρό συντονιστικό κέντρο για να κατευθύνει τις ενέργειες. Επιπλέον, τα
συμφέροντα τών εν δυνάμει συμμάχων δεν ήταν πάντοτε ταυτόσημα,
εκτός του γεγονότος ότι είχαν ως κοινό εχθρό την Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Κυρίως, όμως, κανείς δεν μπορούσε να διασφαλίσει την
ουδετερότητα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, πολύ δε περισσότερο της
Αγγλίας, η οποία είχε καταστήσει σαφές ότι εναντιωνόταν σε
οποιαδήποτε πολιτική απειλούσε την ακεραιότητα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.149 Το μεγαλεπίβολο αυτό σχέδιο εγκαταλείφθηκε χωρίς
να πραγματοποιηθεί καμία από τις προβλεπόμενες ενέργειες. Συνεπώς, ο
Όθων θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την αμείλικτη εσωτερική
πραγματικότητα.
Εν τω μεταξύ η αντιπολίτευση, της οποίας ηγείτο πλέον ο
Βούλγαρης, προετοίμαζε συστηματικά τις κινήσεις της. Σε ορισμένες
πόλεις της επαρχίας είχαν δημιουργηθεί συνωμοτικοί πυρήνες, όπως στην
Πάτρα όπου τον πρώτο λόγο είχε ο Μπενιζέλος Ρούφος και στο
Μεσολόγγι ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης. Εκείνος που έδειξε πρωτοφανή
επαναστατικό ζήλο και προθυμία ήταν ο παλαίμαχος στρατηγός
Θεόδωρος Γρίβας, ο οποίος ήταν έτοιμος, επικεφαλής στρατεύματος, να
κινηθεί προς την Αθήνα εναντίον του καθεστώτος. Σε όλη τη χώρα
149Ο Υπουργός των Εξωτερικών της Αγγλίας Russel από τον Ιούνιο του 1861είχε
εκφράσει την πρόθεση της κυβέρνησής του να υπερασπιστεί την Οθωμανική
Αυτοκρατορία σε περίπτωση που δεχόταν οποιαδήποτε επίθεση. Μάλιστα, η
αγγλική κυβέρνηση ανεπίσημα είχε προτείνει στον Όθωνα, κατά τη διάρκεια της
Ναυπλιακής εξέγερσης, να παραχωρηθούν τα Επτάνησα στην Ελλάδα, με την
προϋπόθεση ότι δεν θα εγερθούν αξιώσεις σε βάρος της Τουρκίας. Την
αναγκαιότητα σεβασμού της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με
ανάλογες σαφείς συστάσεις προς τον Όθωνα, υπογράμμισαν τόσο ο έκτακτος
απεσταλμένος στην Αθήνα Henry Eliot, όσο και ο Άγγλος πρεσβευτής στην
Κωνσταντινούπολη Henry Bulwer. Σε πιο αυστηρό ύφος ο Άγγλος Υπουργός των
Εξωτερικών προειδοποιούσε, μέσω του πρεσβευτή του στην Αθήνα:
«Ειδοποίησον εξαιρέτως τον βασιλέα της Ελλάδος, ότι ο πόλεμος κατά της
Τουρκίας θέλει φέρει εντός βραχυτάτου χρόνου την εκθρόνισιν και την
καθαίρεσιν αυτού». Βλ. λεπτομέρειες, στο ίδιο, σ. 191-193.
144
υπήρχε «συνωμοτικός οργασμός [...] χάος και κυκεών επεκράτει καθ’
άπαν το θέρος του 1862»,150 ενώ η κυβέρνηση Γ, Κολοκοτρώνη στεκόταν
αδύναμη να αποτρέψει τη φορά των εξελίξεων.
Και ενώ ο Γρίβας σε συνεννόηση με τον Δεληγιώργη όρισαν ως
ημέρα κηρύξεως της επαναστάσεως την 5η Οκτωβρίου, στην Αθήνα
αποφασίστηκε να αρχίσει το βασιλικό ζεύγος περιοδείες ανά την
επικράτεια, επιδιώκοντας να αναβαπτισθεί στη λαϊκή στήριξη.151 Έτσι,
παρά τις αντιρρήσεις του διευθυντή της αστυνομίας Αθηνών Π.
Βακάλογλου, ο οποίος θεωρούσε ότι ήταν παρακινδυνευμένο να
εγκαταλείψει την πρωτεύουσα ο βασιλιάς εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, το
βασιλικό ζεύγος επιβιβάσθηκε στο πλοίο Αμαλία και αναχώρησε με
κυριότερους σταθμούς τα νησιά του Σαρωνικού, τη Ν.Δ. Πελοπόννησο,
την Ακαρνανία, το Μεσολόγγι και άλλες πόλεις της Δυτικής Στερεάς. Η
είδηση για την έναρξη της βασιλικής περιοδείας επέσπευσε την έναρξη
της επανάστασης. Ο Γρίβας έστειλε τον Στάικο στη Βόνιτσα και ο
τελευταίος κατέλαβε το φρούριο, ενώ αιχμαλώτισε τον ταγματάρχη της
Χωροφυλακής Τζάνη και το βουλευτή Γεροθανάση, οι οποίοι είχαν
μεταβεί στην πόλη για να προετοιμάσουν την υποδοχή του βασιλιά. Ο
ίδιος ο Γρίβας εξουδετέρωσε τις δυνάμεις των αξιωματικών Ίσκου,
Σκυλοδήμου και Στράτου και ετοιμαζόταν να βαδίσει με τους άνδρες του
προς την πρωτεύουσα. Τον πρόλαβαν, όμως, τα γεγονότα. Ήδη στις 10
Οκτωβρίου είχε ξεσπάσει στάση στην πρωτεύουσα. Η επαναστατική
φλόγα άρχισε μετά να διαδίδεται αστραπιαία στις μεγαλύτερες πόλεις.152
Το βασιλικό ζεύγος βρισκόταν στην Καλαμάτα, όπου σύμφωνα με
τον κυβερνήτη τού Αμαλία Λεωνίδα Παλάσκα, πιστού στον Όθωνα
145
αξιωματικού, «πώποτε από της πρώτης αφίξεώς του εις την Ελλάδα δεν
έτυχε τοιαύτης διαπύρου υποδοχής».153 Αποφασίστηκε η άμεση επιστροφή
του βασιλικού ζεύγους στην Αθήνα, προκειμένου να προληφθεί η
επανάσταση στην καρδιά του βασιλείου. Εκεί η κυβέρνηση του Γενναίου
Κολοκοτρώνη επέδειξε αδράνεια και με καθυστέρηση διέταξε τον Σωτήρη
Πετμεζά να παρατάξει τα πεδινά πυροβόλα μπροστά στα ανάκτορα. Η
στάση του Κολοκοτρώνη είναι δυσερμήνευτη. Λέγεται ότι ήταν
δυσαρεστημένος με τον Όθωνα ή ότι ήθελε ν’ αποφύγει την αιματηρή
σύγκρουση, δεδομένου μάλιστα ότι «εκ πεποιθήσεως εφρόνει την πτώσιν
του Βασιλεώς Όθωνος άφευκτον επί τοσούτον, ώστε περιττήν εθεώρει
πάσαν ενέργειαν προς αποτροπήν αυτής».154 Οι κινήσεις, γενικά, των
πιστών προς το παλάτι στρατιωτικών δυνάμεων υπήρξαν ασυντόνιστες,
αποσπασματικές και καθυστερημένες, ό,τι δηλαδή θα χρειαζόταν για να
επιταθεί η σύγχυση και η αβεβαιότητα.155 Καθώς ξημέρωνε η 11η
Οκτωβρίου πολίτες –κυρίως νέοι- και στρατιωτικοί συγκεντρώθηκαν
μπροστά στον στρατώνα του πυροβολικού. Εκεί ο Βούλγαρης, ο
Δεληγιώργης, ο Κουμουνδούρος, ο Ζαΐμης και ο Καλλιφρονάς διάβασαν
ψήφισμα156 με το οποίο αναγγελόταν η κατάργηση της βασιλείας του
146
Όθωνος και ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης υπό τους Δ.
Βούλγαρη, Κ. Κανάρη και Μπ. Ρούφο. Οι εξελίξεις έκτοτε υπήρξαν
ταχύτατες.
Ο Βούλγαρης κατευθύνθηκε στο Πανεπιστήμιο, εκεί όπου η
αντιδυναστική κίνηση είχε προσλάβει καθολικό σχεδόν χαρακτήρα. Προς
στιγμή παρουσιάστηκε πρόβλημα, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο
Μπενιζέλος Ρούφος βρισκόταν στην Πάτρα και ο Κωνσταντίνος Κανάρης
αρνιόταν να αναλάβει τη θέση του στην προσωρινή τριμελή κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, ο Βούλγαρης δίσταζε να αναλάβει την αρχηγία και
χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθειες ο –παυθείς για τα αντιοθωνικά
του αισθήματα- καθηγητής της Νομικής Νικόλαος Σαρίπολος για να τον
πείσει να ηγηθεί μιας μεταβατικής υπηρεσιακής κυβέρνησης. Τελικά, η
κυβέρνηση σχηματίστηκε και ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος την
όρκισε στο Πανεπιστήμιο, ενώπιον αθηναϊκού πλήθους που είχε
συρρεύσει.157 Την ίδια στιγμή ο Παπαδιαμαντόπουλος και άλλοι
αξιωματικοί έσπευσαν να καταλάβουν τα ανάκτορα, κάτι που πέτυχαν
εύκολα, αφού ούτε ο Βαυαρός στρατηγός Χαν ούτε ο ναύαρχος Σαχίνης
πρόβαλαν κάποια αντίσταση.158 Η βασιλεία του Όθωνος είχε πλέον
καταλυθεί.
Εγένετο εις Αθήνας, εν έτει σωτηρίω 1862 και μηνί Οκτωβρίου τη δεκάτη αυτού.
147
Όταν το Αμαλία με τον πλωτάρχη Λεωνίδα Παλάσκα κατέπλευσε
στο λιμάνι του Πειραιά, αθηναϊκός λαός είχε συγκεντρωθεί στις ακτές για
να εκδηλώσει το επαναστατικό φρόνημα. Ο Γάλλος ναύαρχος Τουσέρ
ενημέρωσε τον Όθωνα και συμβούλεψε να μην επιχειρηθεί κατάπλους
και αποβίβαση, διότι τα πνεύματα ήταν οξυμένα. Επί του πλοίου
συνεχίστηκε η ενημέρωση του βασιλικού ζεύγους και από τους
πρεσβευτές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η άποψη που εκφράσθηκε
από τη βασίλισσα για επιστροφή στην Καλαμάτα εγκαταλείφθηκε
αμέσως και ο μέχρι τότε αναποφάσιστος Όθων έλαβε την τελική του
απόφαση: ζήτησε από τον Άγγλο πρεσβευτή να αναχωρήσει με το
παραπλέον βρετανικό σκάφος Σκύλλα για τη Βενετία. Πράγματι, την 12η
Οκτωβρίου του 1862 το βασιλικό ζεύγος αναχώρησε από την Ελλάδα για
τη Βενετία και από εκεί έφτασε σιδηροδρομικώς στο Μόναχο. Τελευταία
πράξη του Όθωνος,πριν την αναχώρηση του, ήταν η έκδοση προκήρυξης
προς τον ελληνικό λαό. Σε αυτήν ανέφερε ότι η τυχόν παραμονή του στην
Ελλάδα ελλόχευε κινδύνους για «ταραχάς αιματηράς», ότι εργάσθηκε
πάντοτε με γνώμονα «μόνον τ’ αληθή της Ελλάδος συμφέροντα»,
εξέφραζε τη διηνεκή αγάπη του για τη χώρα, αλλά και τη λύπη του
«αναλογιζόμενος τας συμφοράς, υφ’ ων επαπειλείται η προσφιλής μου
Ελλάς εκ της νέας πλοκής των πραγμάτων».159
Το βασιλικό ζεύγος αποσύρθηκε στη βαυαρική πόλη Βαμβέργη,
όπου και έζησε μέχρι το τέλος. Ο Όθων απεβίωσε τον Ιούλιο του 1867 σε
ηλικία 52 ετών και ετάφη, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, με
την ελληνική φουστανέλλα. Το 1875 απεβίωσε και η Αμαλία, κλείνοντας
έτσι και το βιολογικό κύκλο της πρώτης δυναστείας του νέου ελληνικού
κράτους. Μια δυναστεία που ξεκίνησε το 1833, όταν το νεοσύστατο
ελληνικό κράτος κάνοντας τα πρώτα του βήματα όφειλε να οργανωθεί εκ
του μηδενός. Αυτό το γνώριζε τόσο ο ανήλικος ακόμη τότε βασιλιάς όσο
και οι πεπειραμένοι αντιβασιλείς που τον συνόδευαν. Είναι αλήθεια ότι
εργάσθηκαν συστηματικά για την οργάνωση του κράτους και
οικοδόμησαν από την πρώτη στιγμή θεσμούς, οι οποίοι διατηρήθηκαν για
πολλές δεκαετίες. Όπως, όμως, σημείωνε εύστοχα αρθρογράφος, λίγες
δεκαετίες μετά, «[...] εν Βαυαρία εισέτι ευρισκόμενοι, [οι Βαυαροί] και εν
148
πληρεστάτη αγνοία όντες της Εθνικής ημών καταστάσεως ήρχισαν να
νομοθετώσι δια την Ελλάδα, τουτέστιν ήρχισαν να κατασκευάζωσιν
υποδήματα δια τους πόδας, τους οποίους δεν είχον πρότερον μετρήση».160
Η δημοτικότητα του Όθωνος ήταν υψηλή τα πρώτα χρόνια και οι αστοχίες
της αντιβασιλείας δεν έτρωσαν το γόητρό του για μεγάλο διάστημα.
Γαλουχημένος με τις αρχές της απόλυτης μοναρχίας δεν έδειξε
διατεθειμένος να ενδώσει σε πιέσεις για την παραχώρηση συνταγματικών
ελευθεριών. Και όταν πιεζόμενος το έκανε μετά το 1843, στην ουσία
εφάρμοζε προσωπική πολιτική, ελισσόμενος ανάμεσα στα αντίπαλα
κομματικά στρατόπεδα. Δεν φάνηκε ποτέ να πιστεύει στις
κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τα γεγονότα του 1843-1844 μπορούν να
ερμηνευθούν ως ένας τακτικός ελιγμός. Όπως ελιγμοί μπορούν να
θεωρηθούν και οι συχνές απονομές της βασιλικής χάριτος σε άτομα και
ομάδες που εκτρέπονταν από τους νόμους και τα όρια της συντεταγμένης
πολιτείας. Έτσι έμοιαζε να ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτό που πίστευε και σε
ό,τι ήταν αναγκαίο για να αποσπάσει τη συναίνεση ή έστω την ανοχή.
Η εξωτερική πολιτική συνίστατο στον αλυτρωτισμό, στην
υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό το παράτολμο –για τα δεδομένα της
εποχής- όραμα τον κατέστησε ως ένα βαθμό δημοφιλή, αφού οι
αλύτρωτες πατρίδες συνήγειραν το πανελλήνιο. Χαρακτηριστικά, από την
άποψη αυτή, ήταν τα γεγονότα του 1854. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η
πολιτική με τα αδιέξοδά της συνέτεινε στην ανατροπή του. Πρώτα-πρώτα,
γιατί η επιθετική αυτή εξωτερική πολιτική αντέβαινε στα συμφέροντα
των Μεγάλων Δυνάμεων –ιδίως της Αγγλίας- και αυτές, συνεπώς, δεν
συγχωρούσαν στο Βαυαρό βασιλιά οποιαδήποτε παρέκκλιση. Επιπλέον, η
αλυτρωτική πολιτική δεν προσέθεσε το παραμικρό εδαφικό όφελος κατά
την οθωνική βασιλεία. Αντιθέτως, λειτούργησε ανασταλτικά ως προς την
εσωτερική ανασυγκρότηση και αποπροσανατολιστικά ως προς την
αντιμετώπιση των –ούτως ή άλλως δυσεπίλυτων- εσωτερικών
προβλημάτων. Δεν αγνοούνται ούτε παραβλέπονται οι αγαθές προθέσεις
του πρώτου βασιλιά του ελληνικού κράτους. Αλλά ο Όθων «εστερείτο τού
149
όντως βασιλικού προτερήματος τού βλέπειν ταχέως, ευκρινώς και
πόρρω».161
150
ΜΕΡΟΣ Β’
ΜΕΡΟΣ Β΄
153
Το κλίμα των πρώτων ημερών μετά την πτώση του Όθωνος ήταν
πανηγυρικό και η μεταπολίτευση εορτάσθηκε με δοξολογία, συμπόσια
και εκφωνήσεις λόγων.4 Ταυτόχρονα, προκειμένου να υπογραμμισθεί η
σημασία της πολιτειακής μεταβολής πραγματοποιήθηκε μετονομασία
ιδρυμάτων, δήμων, πλοίων, οδών, οτιδήποτε δηλαδή θύμιζε το οθωνικό
καθεστώς. Πέρα, όμως, από το πανηγυρικό πνεύμα και το περίσσευμα
αισιοδοξίας υπελάνθαναν σημαντικά προβλήματα, τα οποία σύντομα θα
σκιάσουν το πολιτικό σκηνικό, με αποτέλεσμα η μεταβατική αυτή
περίοδος να χαρακτηρισθεί από τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν
ως εμφυλιοπολεμική.
Με ειδικό ψήφισμα της 23ης Οκτωβρίου 1862 ορίσθηκε η 24η
Νοεμβρίου ως η ημέρα ενάρξεως της εκλογικής διαδικασίας προκειμένου
να συγκληθεί η νέα συντακτική Εθνοσυνέλευση. 5 Κατά την πάγια
τακτική εκείνης της εποχής οι εκλογές δεν διεξάγονταν σε μία ημέρα,
αλλά διαρκούσαν ημέρες ή και εβδομάδες, ανάλογα με τις συνθήκες που
επικρατούσαν και το μέγεθος των παρατυπιών και των εξωθεσμικών
παρεμβάσεων που σημειώνονταν. Στη συγκεκριμένη εκλογική
αναμέτρηση η διαδικασία τερματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου και
εξελέγησαν 327 βουλευτές.6
Και ενώ η χώρα όδευε προς την εκλογική αναμέτρηση μία είδηση
που έφτασε στην πρωτεύουσα ανησύχησε την κυβέρνηση και απέδειξε
πόσο εύθραυστο ήταν το μεταπολιτευτικό καθεστώς. Συγκεκριμένα,
διαδόθηκε η φήμη ότι ο παλαίμαχος αξιωματικός Θοδωράκης Γρίβας,
πρωτοστάτης στα γεγονότα που οδήγησαν στην επανάσταση και την
έξωση της δυναστείας, σκόπευε με τους πολυάριθμους άντρες που
έλεγχε7 να κινηθεί προς την Αθήνα, να ανατρέψει την κυβέρνηση και να
αναλάβει την εξουσία. Κι αυτό, διότι δεν είχε συμπεριληφθεί στην τριμελή
προσωρινή επιτροπεία, ενώ δεν είχε ζητηθεί καν η γνώμη του για τις
εξελίξεις. Η κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο έσπευσε να
αποστείλει στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν ο Γρίβας, τον Μπενιζέλο
Ρούφο και τον υπουργό Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, προκειμένου να
154
έρθουν σε συνεννόηση και να αποτρέψουν το θρυλούμενο κίνημα. Η
συνάντηση πραγματοποιήθηκε με τον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, ο οποίος
αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Η κυβέρνηση, προφανώς για
να αποτρέψει την εικαζόμενη ανταρσία προσέφερε τον τίτλο του
στρατάρχη, τίτλος ανύπαρκτος τότε στην Ελλάδα.8 Παράλληλα, μολονότι
ήταν φανερό ότι ο 65χρονος στρατηγός δεν μπορούσε να προσφέρει
κάποια ενεργό υπηρεσία, του ανατέθηκε το αξίωμα του Γενικού
Επιθεωρητή του στρατού. Η αφειδής παραχώρηση υψηλότατων
αξιωμάτων εκ μέρους της επίσημης Πολιτείας φαινόταν να λειτουργεί
αποτρεπτικά στα υποτιθέμενα σχέδια του στρατηγού. Αυτή ήταν και η
κυβερνητική πρόθεση. Όμως, το συγκεκριμένο περιστατικό αποδεικνύει
τη διάχυτη σύγχυση που επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό, την απουσία
συντεταγμένης κρατικής εξουσίας, την ανασφάλεια των κυβερνώντων, οι
οποίοι σπεύδουν να συνομιλήσουν ως ισότιμοι εταίροι με έναν εν δυνάμει
στασιαστή, ο οποίος διέθετε προσωπικό στρατό. Τελικά, ο Γρίβας πέθανε
την επόμενη ημέρα «κατόπιν εξαιρετικώς υπόπτου γεύματος».9
Και, βέβαια, στην πολιτική ρευστότητα πρέπει να προστεθεί η
άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, αυτή που υποχρέωσε την
κυβέρνηση ν’ αναζητήσει εξωτερικό δάνειο. Με επείγον τηλεγράφημα
που εστάλη στον προσωρινό επιτετραμένο στην Κωνσταντινούπολη
Πέτρο Ζάνα, του ζητήθηκε να διαπραγματευτεί δάνειο με ξένες τράπεζες
ύψους μέχρι 200.000 λιρών, ενώ με νεώτερη οδηγία ο υπουργός των
Εξωτερικών Α. Διαμαντόπουλος διευκρίνιζε προς τον Ζάνα ότι μπορούσε
να διαπραγματευθεί έστω και μικρότερο ποσό, εάν δεν «κατόρθωνε την
συμπλήρωσιν των 200.000 λιρών», λόγω των «κρισίμων περιστάσεων της
Πατρίδος».10 Παράλληλα, αποφασίστηκε η έκδοση ομολογιακού δανείου
ύψους 6.000.000 δραχμών. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση πίστευε ότι θα
έλυνε προσωρινά το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα
155
ξεκινούσαν οι δύσκολες προσπάθειες για την εξεύρεση του κατάλληλου
ανθρώπου, ο οποίος θα κατελάμβανε τον ελληνικό θρόνο.
Η προσωρινή κυβέρνηση αποφάσισε τη διεξαγωγή
δημοψηφίσματος για την ανάδειξη του νέου βασιλιά, στο οποίο
μπορούσαν να λάβουν μέρος όλοι οι άνδρες που είχαν συμπληρώσει το
εικοστό έτος της ηλικίας τους. Δεν τέθηκαν υποψηφιότητες, αλλά ο κάθε
ψηφοφόρος μπορούσε να γράψει το όνομα εκείνου που επιθυμούσε για
τον θρόνο στο δημόσιο πρωτόκολλο που υπήρχε για το σκοπό αυτό σε
κάθε δήμο της χώρας. Τη διεξαγωγή αυτής της ιδιόμορφης
δημοψηφισματικής διαδικασίας επέβλεπε τριμελής επιτροπή σε κάθε
δήμο, ενώ ανάλογη διαδικασία τηρήθηκε και σε προξενεία χωρών όπου
κατοικούσαν Έλληνες.11 Το ζήτημα πάντως της εκλογής ήταν περίπλοκο,
δεδομένου ότι συνδεόταν με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων,
με περιορισμούς που έθεταν διεθνείς συμβάσεις, το χριστιανικό δόγμα
του υποψηφίου, ακόμη και με το ενδεχόμενο της διεύρυνσης των εδαφών
του ελληνικού κράτους.
Υπενθυμίζεται ότι το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας (1830) όριζε
κατά τρόπο δεσμευτικό ότι ο μελλοντικός βασιλιάς του κράτους δεν θα
έπρεπε να είχε συγγένεια με κανένα από τους τρεις θρόνους των
Δυνάμεων που υπέγραφαν το Πρωτόκολλο, δηλαδή της Αγγλίας, της
Γαλλίας και της Ρωσίας. Ωστόσο, όπως είδαμε στα προηγούμενα, οι
αγγλικές κυβερνήσεις ενεργούσαν πάντοτε υπονομευτικά προς τη
βασιλεία του Όθωνος, επιδιώκοντας τη μελλοντική ανάρρηση στον
ελληνικό θρόνο του Αλφρέδου, δευτερότοκου γιού της βασίλισσας
Βικτωρίας. Την προοπτική αυτή υποστήριζαν οι ακραιφνείς
αντιοθωνιστές, κυρίως αυτοί που συγκρότησαν μέσα στην
Εθνοσυνέλευση το, ριζοσπαστικών αρχών, Εθνικόν Κομιτάτον υπό τον
Επαμεινώνδα Δεληγιώργη. Συγκεκριμένα, ο πολιτικός σύλλογος Ρήγας
Φερραίος, ο οποίος ιδρύθηκε αμέσως μετά την πτώση του Όθωνος και
έδρασε έως τη σύγκληση της εθνοσυνέλευσης, το Δεκέμβριο του 1862,
υποστήριξε με θέρμη την περίπτωση ν’ αναλάβει τον ελληνικό θρόνο ο
Αλφρέδος, διότι τα μέλη του θεωρούσαν ότι ένας Άγγλος βασιλιάς
αποτελούσε εγγύηση για την ομαλή λειτουργία των κοινοβουλευτικών
θεσμών και της συνταγματικής τάξης, σύμφωνα δηλαδή με ό,τι ίσχυε στη
χώρα του. Ταυτόχρονα, έτσι αυξάνονταν οι πιθανότητες για την
156
ενσωμάτωση τής (αγγλοκρατούμενης ακόμη) Επτανήσου αλλά και της
Ηπειροθεσσαλίας, όπως πίστευαν. Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να
οργανώσουν και διαδηλώσεις προκειμένου να προβληθεί η υποψηφιότητα
Αλφρέδου.12 Επιπλέον, η εμπέδωση θεσμικών προτύπων βρετανικού
τύπου στην Ελλάδα, πίστευαν ότι θα λειτουργούσε θετικά όχι μόνον για
τα εθνικά αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας, καθώς η
Ελλάδα ως εταίρος της Αγγλίας θα μπορούσε να επιτύχει
αποτελεσματική οικονομική διείσδυση στη νοσούσα Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Τέλος, θα έμπαινε ένας αποφασιστικός φραγμός στα
ρωσικά σχέδια και στον αναδυόμενο τότε πανσλαβισμό.13 Εν σχέσει
πάντως με το τελευταίο αυτό ζήτημα, αξίζει να σημειωθεί και μία ακόμη
υποψηφιότητα που τέθηκε και αφορούσε τον δούκα Νικόλαο του
Λόυχτεμπουργκ, ο οποίος ήταν εγγονός του Ευγενίου Μπωαρναί και
ανιψιός του τσάρου Αλεξάνδρου Β’. Ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε το
πλεονέκτημα ότι ακολουθούσε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και,
συνεπώς, ξεπερνιόταν ένα πρόβλημα που τόσο πολύ είχε απασχολήσει
τους Έλληνες κατά την προηγούμενη τριακονταετία. Ευνόητο είναι ότι,
λόγω των συγγενικών δεσμών του Νικολάου, η υποψηφιότητά του είχε
την υποστήριξη τόσο της Γαλλίας όσο και της Ρωσίας.14
Στην υποψηφιότητα Αλφρέδου αντιτάχθηκε σφόδρα η Γαλλία, η
οποία με διακοίνωσή της προς το αγγλικό ανακτοβούλιο κατέστησε σαφή
την αντίθεσή της.15 Αλλά και η βασίλισσα Βικτωρία είχε αντίθετη γνώμη
στην υποψηφιότητα του γιού της, οπότε η αγγλική κυβέρνηση
157
ευθυγραμμίστηκε πλήρως με το παλάτι.16 Οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις
του Πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας της Ελλάδος αποφάσισαν να
ανανεωθεί η ισχύς του Πρωτοκόλλου, οπότε το θέμα θεωρήθηκε λήξαν με
έγγραφο που επέδωσαν οι τρεις πρεσβευτές στην ελληνική κυβέρνηση.
Παρ’ όλα αυτά διεξήχθη δημοψήφισμα με πρωτοβουλία των
«αλφρεδιστών», με τελικό αποτέλεσμα το αναμενόμενο: ο πρίγκιπας της
Αγγλίας έλαβε 230.016 ψήφους επί 240.701 ψηφισάντων.17 Το πανηγυρικό
κλίμα που επικράτησε στη συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης στις 22
Ιανουαρίου του 1863 και γενικότερα στην πρωτεύουσα καταλάγιασε, όταν
ο Άγγλος απεσταλμένος Έρρικ Έλλιοτ ανακοίνωσε ότι η χώρα του
απορρίπτει την εκλογή, λόγω της υπάρξεως τού δεσμευτικού
πρωτοκόλλου.
158
Ηγέτης των Πεδινών ήταν ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο οποίος
προσπάθησε να δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα στο στρατό προκειμένου
να διατηρήσει την εξουσία. Αφού εκκαθάρισε τη διοίκηση και το σώμα
των αξιωματικών από όσους είχαν ταυτισθεί με το προηγούμενο, το
οθωνικό, καθεστώς, προχώρησε σε μεγάλο αριθμό προαγωγών τόσο
υπαξιωματικών όσο και αξιωματικών, δημιουργώντας ένα είδος
«πραιτοριανών». Όσοι δεν επωφελήθηκαν από την ανενδοίαστη ανάμιξη
του Υδραίου πολιτικού στο στράτευμα ήταν λογικό να δυσαρεστηθούν,
καταγγέλλοντας αυτήν την τακτική, ενώ όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό
η πειθαρχία στο στράτευμα διαταράχθηκε πλήρως. Μέλημα του
Βούλγαρη ήταν η συγκέντρωση των εξουσιών και η αναπαραγωγή της
εξουσίας του, εκμεταλλευόμενος το κύρος που του προσέδιδε το όνομά
του αλλά και ο ρόλος του στην ανατροπή του Όθωνος. Η αντιφατικότητα
των επιλογών του, ο λαϊκισμός και η αδίστακτη ψηφοθηρία του
φανερώνουν έναν αρχολίπαρο ηγέτη, ο οποίος υπονόμευε συστηματικά
τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ένα ετερόκλητο πλήθος ψηφοφόρων –
πτυχιούχοι Πανεπιστημίου, αξιωματικοί, μικροκαλλιεργητές, παράνομα
διορισμένοι- αποτελούσαν τη βάση των οπαδών του, οι οποίοι επιδίωκαν
να προσπορισθούν προσωπικά ή οικογενειακά οφέλη με την παγιωμένη
για τα ελληνικά πολιτικά ήθη πρακτική, δηλαδή μέσω των πελατειακών
σχέσεων.20
159
Η παράταξη των Ορεινών είχε ως ηγέτες τον Δημήτριο Γρίβα, γιό
του Θεόδωρου που πρωταγωνίστησε στην έξωση του Όθωνος, και τον
Κωνσταντίνο Κανάρη, που συνέχιζε να προσφέρει ακόμη τις υπηρεσίες
του στην πατρίδα σε προχωρημένη ηλικία. Μικροκαλλιεργητές της
κεντρικής Πελοποννήσου, κτηνοτρόφοι και μικρογεωργοί της Στερεάς,
καραβοκυραίοι και έμποροι αποτελούσαν, κατά κύριο λόγο, τη βάση των
υποστηρικτών του συγκεκριμένου κόμματος.21 Να σημειωθεί ότι στην
κοινοβουλευτική ομάδα των Ορεινών ανήκαν «οι ορμητικώτεροι τών εν τη
Εθνοσυνελεύσει στρατιωτικών αντιπροσώπων»,22 αυτών δηλαδή που
προσέδωσαν μία «φιλελεύθερη» χροιά στο κόμμα. Σε κάθε περίπτωση
πάντως δεν επρόκειτο για αυστηρά οργανωμένες κοινοβουλευτικές
ομάδες, με σαφή πολιτικό προσανατολισμό και ευδιάκριτες
διαφοροποιήσεις στις πολιτικές τους επιλογές. Η άποψη ότι τα δύο αυτά
κόμματα «εξεπροσώπευον πρόσωπα και επεζήτουν την επικράτησιν των
μεν δια της ήττης των άλλων» ή ότι «διεφιλονείκουν προς αλλήλους την
εξουσίαν και τα πάντα εμηχανώντο ίνα επί την αρχήν ανέλθωσιν»,23
φαίνεται ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα.
Μία μικρότερη κοινοβουλευτική ομάδα στην εθνοσυνέλευση
αποτέλεσε το Εθνικόν Κομιτάτον, με ηγέτη τον Επαμεινώνδα
Δεληγιώργη, ο οποίος στην ύστερη φάση της οθωνικής περιόδου είχε
πρωταγωνιστήσει συνεγείροντας κυρίως τη φοιτητική νεολαία. Οι
βουλευτές του επαγγέλονταν εκσυγχρονιστικές κατά κύριο λόγο ιδέες,
δεν είχαν μεγάλη πολιτική πείρα, χαρακτηρίζονταν όμως από
ριζοσπαστικές θέσεις και ορμητικότητα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων
στην εθνοσυνέλευση. Η πολεμική τους στρεφόταν βασικά κατά των
Ορεινών, επειδή τους θεωρούσαν προστάτες των υπολειμμάτων του
οθωνισμού.24 Μία άλλη μικρή ομάδα αποτέλεσαν οι Εκλεκτικοί, με
μετριοπαθείς θέσεις και κύρια επιδίωξη τον σχηματισμό σταθερών
κυβερνήσεων αναλαμβάνοντας μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στα άλλα
κόμματα. Με σπουδές στην Ευρώπη οι περισσότεροι Εκλεκτικοί, φαίνεται
εσπατάλησε ό,τι δημόσιον χρήμα εύρε […] διέφθειρε δε το πνεύμα του στρατού
και παρέλυσεν την πειθαρχίαν», αναφερόμενος στο πρώτο τρίμηνο της
διακυβέρνησής του μετά την έκπτωση του Όθωνος.
21 στο ίδιο, σ. 379.
22 Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Α’, σ. 267.
23 Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 221.
24 Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Α’, σ. 271-272.
160
ότι είχαν επηρεαστεί έντονα από το συντηρητικό ρεύμα που έπνεε εκείνη
την εποχή στην Ευρώπη. Πάντως δεν τους διέκρινε ταυτότητα ιδεών και
τις περισσότερες φορές ταυτίστηκαν με τους Πεδινούς, εκτός αν
θεωρούσαν ότι παραβιαζόταν η συνταγματική τάξη.25
Ο χαρακτήρας της κυβέρνησης Βούλγαρη ήταν, όπως
προαναφέρθηκε, προσωρινός και συνεπώς, ως όφειλε, υπέβαλε στην
εθνοσυνέλευση την παραίτησή της στις 21 Ιανουαρίου 1863. Την επόμενη
εβδομάδα η εθνοσυνέλευση ανανέωσε την εμπιστοσύνη της, με απόλυτη
πλειοψηφία, στον Βούλγαρη και τον Ρούφο, όχι όμως και στο τρίτο μέλος
της τριανδρίας, τον Κανάρη. Χρειάστηκε επαναληπτική ψηφοφορία για να
εκλεγεί ο Ψαριανός ήρωας, ο οποίος θιγμένος από την εξέλιξη υπέβαλε
την παραίτησή του. Χρειάστηκαν πολύωρες συζητήσεις και έκκληση 26
προς τον γηραιό ναύαρχο για να πειστεί και να καταστεί τελικά μέλος της
τριανδρίας. Έμενε να σχηματισθεί πλήρως το υπουργικό συμβούλιο, κάτι
όμως που αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσχερές και η χώρα οδηγήθηκε στην
πρώτη μεγάλη κρίση μετά την έξωση του Όθωνος.
161
μεταφερθεί κατά τρόπο διχαστικό μεταξύ των κατοίκων της
πρωτεύουσας. Ήταν Φεβρουάριος του 1863, όταν η Αθήνα έγινε πεδίο
μάχης μεταξύ των οπαδών των δύο παρατάξεων. Το χάσμα μεταφέρθηκε
και στους κόλπους του στρατεύματος και της Χωροφυλακής: τους
Πεδινούς υποστήριζε η Χωροφυλακή και το τάγμα του Π. Λεωτσάκου, ενώ
ο υπόλοιπος στρατός τάχθηκε με τους Ορεινούς, με εξαίρεση την
Εθνοφυλακή27 και την Πανεπιστημιακή Φάλαγγα.
Η τελευταία είχε συγκροτηθεί μετά την έξωση του Όθωνος με
πρωτοβουλία της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου και των φοιτητών. Στην
Πανεπιστημιακή Φάλαγγα κατατάχθηκαν 840 φοιτητές διαιρεμένοι σε 5
λόχους και ειδικές στολές, όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό
λειτουργίας της. Επικεφαλής ήταν αξιωματικός του στρατού αλλά και
καθηγητές, οι οποίοι έφεραν τον βαθμό του λοχαγού ή του υπολοχαγού.
Ο ρόλος των φοιτητών τόσο στην επανάσταση του 1862 όσο και το αμέσως
επόμενο διάστημα ήταν πολύ σημαντικός.28 Στις τάξεις της Φάλαγγος
υπηρέτησαν ως αξιωματικοί σπουδαίοι καθηγητές, όπως ο Νικόλαος
Σαρίπολος της Νομικής, ο Κωνσταντίνος Φρεαρίτης, καθηγητής Ιστορίας
και Ρωμαϊκού Δικαίου, ο Βασίλειος Λάκων της Πειραματικής Φυσικής29
κ.α.
162
Πιστοποίηση για την άρση της εμπιστοσύνης της εθνοσυνέλευσης
προς τον Βούλγαρη υπήρξε η ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε, κατά
την οποία 101 πληρεξούσιοι καταψήφισαν την κυβέρνησή του, έναντι 78
υποστηρικτών του. Η επιμονή, όμως, του Βούλγαρη οδήγησε την
κατάσταση στα άκρα και την 8η Φεβρουαρίου μονάδες του στρατού
προσκείμενες στους Ορεινούς κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις σε κομβικά
σημεία της πρωτεύουσας, καλώντας ταυτόχρονα το λαό να ξεσηκωθεί.
Τμήματα στρατού, που υποστήριζαν τον Βούλγαρη αντιπαρατάχθηκαν
και από την ανταλλαγή πυροβολισμών φονεύθηκαν δύο στρατιώτες και
ένας δεκανέας.30 Στις 9 Φεβρουαρίου η εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα,
με το οποίο αποφασιζόταν η ανάληψη της εκτελεστικής εξουσίας από την
ίδια και ανετίθετο η αντιπροεδρία στον Αριστείδη Μωραϊτίνη. Μολονότι,
τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα, η κατάσταση φαινόταν να βαίνει προς
εκτόνωση, καθώς η αντίδραση του Βούλγαρη κάμφθηκε και το
μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος χαιρέτησε το γεγονός. Νέος
επικεφαλής της «Προσωρινής Κυβερνήσεως της Ελλάδος» ανέλαβε ο
Ζηνόβιος Βάλβης, ενώ οι Ορεινοί φαινόταν ότι επικρατούσαν πλέον
ολοκληρωτικά σ’ αυτήν την πρώτη αναμέτρηση.31 Το γεγονός γιορτάστηκε
από τους οπαδούς τους –πολίτες και στρατιωτικούς- με μεγάλη
συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας.
Ένα άλλο γεγονός που ήρθε να ταράξει την πολιτική ζωή της
χώρας ήταν τα Μπερναϊκά, όπως επικράτησε να ονομάζεται το επεισόδιο
που είχε ως επίκεντρο τον πρόξενο της Βαυαρίας στην Αθήνα Μπερνάου.
Συγκεκριμένα, ο Βαυαρός διπλωμάτης κατηγορήθηκε ότι εξύφανε
συνωμοσία με σκοπό την παλινόρθωση του Όθωνος. Όταν επιλήφθηκε
του θέματος η δικαιοσύνη και πραγματοποιήθηκαν ανακρίσεις
αποφασίστηκε η σύλληψη και άλλων, μεταξύ των οποίων ήταν ο
στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος και ο Κ. Παπούλας. Η πρόοδος του
ανακριτικού έργου ακολούθησε αργούς ρυθμούς και υπήρξε η υπόνοια ότι
η κυβέρνηση του –ούτως ή άλλως μετριοπαθούς- Ζηνόβιου Βάλβη
προσπαθούσε να συγκαλύψει τους συνωμότες. Μάλιστα, το ζήτημα
άρχισε να προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς συνδέθηκαν τα
Φεβρουαριανά με τους νοσταλγούς του οθωνικού καθεστώτος. Στην
απολογία του ο Μπερνάου παραδέχθηκε ότι προέβη σε ενέργειες
163
προκειμένου να ανέλθει στον χηρεύοντα ελληνικό θρόνο, όχι ο Όθων,
αλλά ο ανιψιός του Λουδοβίκος.32 Τελικά, οι κατηγορούμενοι
φυλακίσθηκαν, αλλά για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αφού στα τέλη
Μαρτίου του 1863 τους δόθηκε χάρη και όσοι από τους εμπλεκόμενους
θεωρήθηκαν πιο επικίνδυνοι εκτοπίσθηκαν.33 Το ζήτημα αυτό καθ’ εαυτό
ήταν μάλλον ασήμαντο και ο πανικός που δημιουργήθηκε φανερώνει τη
διάχυτη ανασφάλεια που διακατείχε την πολιτική ηγεσία της χώρας μέσα
σ’ ένα καθεστώς ρευστότητας και συνωμοσιών, χωρίς εμπεδωμένα
θεσμικά πλαίσια.
164
Έτσι, λοιπόν το ελληνικό στέμμα «περιεφέρετο ανά την Ευρώπην
“εκπλειστηριαζόμενον υπό της αγγλικής κυβερνήσεως”, κατά την φράσιν
του Άγγλου βουλευτού Φιτζγέραλδ» αλλά τελικά «απορριπτόμενον παρά
“των πειναλέων πριγκίπων”, κατά την φράσιν έτερου Άγγλου
βουλευτού», του Σμόλετ. 36 Τελικά, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας
Πάλμερστον κατέληξε στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο Γουλιέλμο. Τον είχε
συναντήσει στο Λονδίνο, όταν τελέστηκε ο γάμος της αδελφής
τούΓεωργίου με τον πρίγκιπα της Ουαλλίας και θεώρησε ότι θα μπορούσε
να αποτελέσει την ενδεδειγμένη λύση στο ελληνικό ζήτημα.37 Από τη
στιγμή που δεν εκφράστηκε κάποια αντίρρηση εκ μέρους των άλλων
ευρωπαϊκών Αυλών οι διαδικασίες προχώρησαν κανονικά.
Στις 18 Μαρτίου 1863 ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης
Ζηνόβιος Βάλβης ανακοίνωσε στη βουλή ότι οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις
υπέδειξαν ως μελλοντικό βασιλιά τον πρίγκιπα της Δανίας και η εθνική
αντιπροσωπεία δια βοής αποδέχθηκε την πρόταση. Εκδόθηκε, μάλιστα,
και ψήφισμα,38 με το οποίο επισημοποιείτο η αποδοχή εκ μέρους της
Ψήφισμα ΚΕ’
165
Ελλάδος της ιστορικής αυτής απόφασης. Η γνωστοποίηση εκ μέρους του
πρωθυπουργού Ζ. Βάλβη προς το λαό της εκλογής του νέου βασιλιά
προκάλεσε αισθήματα χαράς και ανακούφισης, επειδή θεωρήθηκε ότι θα
πραγματοποιηθεί μία νέα αρχή για τη χώρα, μακριά από τα μίση και τους
διχασμούς που ταλάνιζαν τους Έλληνες την τελευταία διετία. Οι θετικές
αυτές προσδοκίες μεγάλωναν τη λαϊκή ικανοποίηση από το γεγονός ότι
είχε γίνει γνωστή η πρόθεση της Αγγλίας να προικοδοτήσει το νεαρό
βασιλιά με την παραχώρηση της Επτανήσου προς την Ελλάδα. Έτσι,
λοιπόν, η πρωτεύουσα έγινε το επίκεντρο πανηγυρικών εκδηλώσεων,
πραγματοποιήθηκαν παρελάσεις της Πανεπιστημιακής Φάλαγγος, της
Εθνοφυλακής και τμημάτων του στρατού, ενώ εψάλη δοξολογία.
Μετά από μυστική ψηφοφορία η εθνοσυνέλευση αποφάσισε να
σταλεί τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τον Κωνσταντίνο Κανάρη,
τον Θρασύβουλο Ζαΐμη και τον Δημήτριο Γρίβα, στην Κοπεγχάγη,
προκειμένου να επιδώσει το στέμμα. Η επιτροπή έγινε δεκτή με μεγάλες
τιμές στην πρωτεύουσα της Δανίας, αλλά ο βασιλιάς Φρειδερίκος ο Ζ’
-θείος του Γεώργιου- προκειμένου να συναινέσει οριστικά έθεσε τρεις
όρους: α) να παραιτηθεί η βαυαρική δυναστεία από τις αξιώσεις της στον
ελληνικό θρόνο· β) να προσαρτηθούν τα Επτάνησα· γ) να ενισχυθεί η
βασιλική χορηγία από τις τρεις Δυνάμεις. Ως προς τον πρώτο όρο, επειδή
η βαυαρική δυναστεία αρνιόταν να παραιτηθεί από τις βλέψεις της, οι
αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων παρέκαμψαν με συνοπτικές
διαδικασίες το ζήτημα υπογράφοντας νέο πρωτόκολλο, αποδέχθηκαν και
τους δύο άλλους όρους και οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν με
σχετική ευκολία. Έτσι στις 25 Μαΐου 1863 πραγματοποιήθηκε η τελετή
προσφοράς του ελληνικού στέμματος με τον γηραιό ναύαρχο να
Άρθρον 3. Τριμελής επιτροπή εκλεγομένη υπό της Συνελεύσεως θέλει μεταβή εις
Κοπεγχάγην και προσφέρει Αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.
166
προσφωνεί το νέο βασιλιά στην ελληνική και τον δεύτερο στη δανική. 39
Αργότερα, στις 11 Ιουνίου, με επιστολή του προς την εθνοσυνέλευση ο
νέος βασιλιάς διεκήρυσσε την πίστη και την αφοσίωσή του προς τη νέα
πατρίδα.
Η εθνοσυνέλευση για να μην επαναληφθεί το ανεπιτυχές πείραμα
της αντιβασιλείας της περιόδου 1833-1843 έσπευσε να ανακηρύξει τον
Γεώργιο ενήλικο, μολονότι δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 18ο έτος της
ηλικίας. Το ζήτημα έληξε και τυπικά με την υπογραφή τριμερούς
συνθήκης, η οποία υπογράφηκε στο Λονδίνο την 1η Ιουλίου μεταξύ των
εκπροσώπων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Σ’ αυτήν,
επιβεβαιωνόταν η συναίνεση των τριών Δυνάμεων, μεταξύ άλλων,
προβλεπόταν η προσάρτηση της Επτανήσου και οριζόταν ότι ο νόμιμος
διάδοχος του θρόνου θα ασπαζόταν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.40 Ο
νέος βασιλιάς θα αναχωρούσε τον Σεπτέμβριο από την πατρίδα του
προκειμένου να αναλάβει τα υψηλά καθήκοντα που του ανατέθηκαν.
Προηγουμένως πέρασε από τις πρωτεύουσες της Αγγλίας, της Γαλλίας
και της Ρωσίας για να φτάσει στα μέσα του επόμενου μήνα στην Αθήνα.
Στο μεσολαβήσαν διάστημα η ελληνική πρωτεύουσα θα βρισκόταν ξανά
στη δίνη ενός νέου εμφυλίου πολέμου, ακόμη πιο έντονου απ’ ό,τι το
Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.
39 Λεπτομέρειες για την τελετή και τις προσφωνήσεις, στο Τρύφων Ευαγγελίδης
,Ιστορία Γεωργίου του Α΄, Βασιλέως των Ελλήνων. Από της μεσοβασιλείας
μέχρι,των καθ΄ημάς ημερών, εκδ. Φέξη, εν Αθήναις 1898, σ. 54 και Σπύρος
Μαρκεζίνης, τ. Α΄ ό.π., σ. 305-308. Χαρακτηριστική ήταν μία αποστροφή της
ομιλίας του Γεωργίου, η οποία έμελλε να γίνει η συμβολική φράση της
δυναστείας στα επόμενα χρόνια: «Ισχύς μου η αγάπη του λαού.»
40 Βλ. Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία Γεωργίου του Α΄…,ό.π., σ. 53-54.
167
τόσο των Ορεινών, όσο και των Πεδινών. Μη μπορώντας, όμως, ο Κυριακός
να επιβληθεί στο στράτευμα, πολλά στελέχη του οποίου δεν δίσταζαν να
εκφράζουν προσωπική πολιτική, παραιτήθηκε στις 29 Απριλίου. Νέος
πρωθυπουργός ανέλαβε ο Μπενιζέλος Ρούφος, χωρίς να μπορέσει όμως
και αυτός να επιβληθεί στο στράτευμα και να ανακόψει τα εκφυλιστικά
φαινόμενα, τα οποία ολοένα και περισσότερο πλήθαιναν, σε τέτοιο βαθμό
που στη χώρα είχε αρχίσει να επικρατεί παραλυσία. Επίκεντρο του
φατριασμού και της ανυπακοής υπήρξε ο στρατός, οι διοικητές του οποίου
δεν υπάκουαν στα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας, αλλά στον
εκάστοτε κομματάρχη. Το κλίμα επιβαρυνόταν από τις ομάδες οπαδών,
που οπλοφορούσαν και προσπαθούσαν να επιβληθούν σε βάρος των
αντιπάλων τους. Ενδεικτικό του κλίματος διάλυσης και ηθικού
εκτραχηλισμού ήταν το επεισόδιο που σημειώθηκε σε βάρος μιάς
Αυστριακής ηθοποιού, μέλους περιοδεύοντος γαλλικού θιάσου:
στρατιώτες την απήγαγαν και την κακοποίησαν, με αποτέλεσμα να
παρέμβει η γαλλική πρεσβεία. Οι σχέσεις της χώρας με τη Γαλλία και την
Αυστρία οξύνθηκαν και, τελικά, η κυβέρνηση δέχθηκε να καταβάλει
60.000 δραχμές στο θιασάρχη και 4.000 στην ηθοποιό. Έτσι το ζήτημα
έκλεισε όσον αφορά τη διπλωματική του πλευρά, νέο μέτωπο όμως άνοιξε
στο εσωτερικό με τους Ν. Σαρίπολο και Κ. Πεισάλη να ζητούν την
παραίτηση της κυβέρνησης, λόγω της υποχωρητικής και ενδοτικής της –
όπως οι ίδιοι θεωρούσαν- στάσης στο ζήτημα. Η κυβέρνηση έλαβε,
ωστόσο, ψήφο εμπιστοσύνης και απλώς παραιτήθηκαν οι υπουργοί
Στρατιωτικών Δ. Μπότσαρης και Ναυτικών Ν. Μπουντούρης, στελέχη
των Πεδινών. Το γεγονός αυτό, όμως, υπήρξε η θρυαλλίδα, που
προκάλεσε την πολιτική έκρηξη αμέσως μετά. Χαρακτηριστικό του
κλίματος σύγχυσης και ανασφάλειας ήταν το γεγονός ότι ο Επ.
Δεληγιώργης καυτηρίασε, βεβαίως, τη συμπεριφορά των στρατιωτικών
απέναντι στην αλλοδαπή καλλιτέχνιδα αλλά αντιστρέφοντας τα
πράγματα έβλεπε πίσω από αυτές τις ενέργειες την υπονομευτική δράση
των οθωνιστών, οι οποίοι απεργάζονταν, υποτίθεται, την ανατροπή του
καθεστώτος και πρότεινε η εθνοσυνέλευση να βρίσκεται σε διαρκή
συνεδρίαση.41
Με διάχυτη, λοιπόν, την καχυποψία και την αδυναμία λειτουργίας
των θεσμών η ανομική συμπεριφορά έτεινε να γίνει κανόνας. Το ληστρικό
168
φαινόμενο βρισκόταν σε νέα έξαρση με τα θεσμοθετημένα όργανα του
κράτους να αδυνατούν να δράσουν αποτελεσματικά. Ένας περιβόητος
ληστής εκείνη την περίοδο ήταν ο Κυριάκος, ο οποίος έχοντας
αποφυλακισθεί τη νύχτα που εξερράγη η επανάσταση κατά του Όθωνος,
λυμαινόταν με τη συμμορία του τα χωριά της Αττικής. Συνδεόταν με τους
Πεδινούς, λόγω του μίσους που έτρεφε προς τον Δ. Καλλιφρονά, ο οποίος
ως υπουργός των Εσωτερικών είχε κηρύξει πόλεμο στη ληστεία. Στις 17
Ιουνίου η συμμορία του Κυριάκου εγκλωβίστηκε στον Υμηττό και οι
άνδρες του παραδόθηκαν υπό τον όρο ότι θα κρατούσαν τα όπλα τους.
Ενώ, όμως, οδηγούνταν στην Αθήνα, εκμεταλλεύτηκαν κάποια αδράνεια
των χωροφυλάκων και οχυρώθηκαν στη Μονή Πετράκη, η οποία -στην
αραιοκατοικημένη τότε Αθήνα- βρισκόταν στις παρυφές της
πρωτεύουσας. Ο υπουργός των Στρατιωτικών διέταξε τον μοίραρχο Ν.
Τζαλακώστα και τον διοικητή του 6ου τάγματος Πεζικού Πέτρο Λεωτσάκο
να κινηθούν με τους άνδρες τους για την εξουδετέρωση της συμμορίας.
Μπροστά στα έκπληκτα, όμως, μάτια του κόσμου, που είχε συρρεύσει
στην περιοχή για να παρακολουθήσει την όλη επιχείρηση, «πολιορκητές»
και «πολιορκούμενοι» συμφιλιώθηκαν, ενώ όσοι χωροφύλακες
προσπάθησαν να εκτελέσουν την αποστολή τους εξουδετερώθηκαν από
τους άνδρες του Λεωτσάκου. Ο τελευταίος, οπαδός των Πεδινών, είχε
αρνηθεί να εκτελέσει την εντολή του υπουργού του, του Πάνου
Κορωναίου, γνωστού στελέχους των Ορεινών. Η κατάσταση από εκεί και
μετά εκτραχύνθηκε.
Ο Π. Κορωναίος διέταξε την Εθνοφυλακή, η οποία είχε ταχθεί
ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης, «αποφασισμένης να παλαίση
εναντίον αρπάγων και δικτατόρων»,42 να συλλάβει τον απειθή Λεωτσάκο.
Στη σύλληψη, όμως, του Λεωτσάκου οι άνδρες απάντησαν με τη σύλληψη
του υπουργού Οικονομικών Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και
Εκκλησιαστικών και Παιδείας Δημητρίου Καλλιφρονά. Οι δύο υπουργοί
κρατήθηκαν όμηροι μέχρι την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Η
υποχωρητικότητα της κυβέρνησης αποθράσυνε τους στασιαστές, οι οποίοι
συνεπικουρούμενοι από άνδρες των ληστρικών συμμοριών εισέβαλαν
στην πρωτεύουσα τη νύχτα της 18ης προς 19η Ιουνίου. Στόχος τους η
επανάκαμψη στον πρωθυπουργικό θώκο του αρχηγού τους Δ. Βούλγαρη.
Η φανερή αδυναμία του πρωθυπουργού Μπενιζέλου Ρούφου να επιβάλει
169
την τάξη τον οδήγησε αναπόφευκτα σε παραίτηση. Στη συγκεκριμένη
συγκυρία τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των στασιαστών
ανέλαβαν, εκτός από τον Π. Κορωναίο, και ο υπουργός των Ναυτικών
Μιλτιάδης Κανάρης, γιός του ναυάρχου. Η εθνοσυνέλευση, εν τω μεταξύ,
ανέθεσε την πρωθυπουργία πάλι στον Διομήδη Κυριακό. Από νωρίς το
πρωί, όμως, της 19ης Ιουνίου είχε ξεκινήσει η ένοπλη αναμέτρηση μεταξύ
των οπαδών των δύο μεγάλων παρατάξεων.
Τα διάφορα σώματα του στρατού είχαν διχαστεί, ακολουθώντας
είτε τη μία είτε την άλλη παράταξη. Έδρα, υπό κάποια έννοια, των
Ορεινών ήταν η πλατεία Ομονοίας και των Πεδινών η πλατεία
Συντάγματος. Οι οδομαχίες ήταν σφοδρές και πολυαίμακτες. Οι δυνάμεις
των Πεδινών, παράλληλα με τις λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων
επιχείρησαν να καταλάβουν τα ανάκτορα, τα οποία υπερασπιζόταν ο,
επίσης γιός του ναυάρχου, υπολοχαγός Αριστείδης Κανάρης, ο οποίος
κατά τη διάρκεια της μάχης φονεύθηκε. Η στιγμιαία ανακωχή για να
κηδευτεί ο γιός του ήρωα του Αγώνα σημαδεύτηκε από πυκνούς
πυροβολισμούς που αντηλλάγησαν μεταξύ των αντιμαχομένων. 43 Τελικά,
η «μάχη των ανακτόρων» έληξε με 80 θύματα, νεκρούς και τραυματίες,
και από τις δύο πλευρές.
Την επομένη οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν στην Ομόνοια, εκεί που
βρισκόταν το κατάστημα της Εθνικής τράπεζας. Οι Ορεινοί, επιτέθηκαν
στην τράπεζα με σκοπό να την καταλάβουν, επειδή ο διοικητής της
Γεώργιος Σταύρου ήταν με τους Πεδινούς και προσωπικός φίλος του
Βούλγαρη. Αξιοσημείωτο και ασφαλώς εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι
το κτήριο όπου στεγαζόταν η τράπεζα το υπερασπιζόταν ο ληστής
Κυριάκος με τους άνδρες του! Τελικά, το εγχείρημα απέτυχε και οι
δυνάμεις των Πεδινών, λόγω της υπεροχής που διέθεταν με το
πυροβολικό, κατάφεραν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους προς το
Βαρβάκειο Λύκειο. Γεγονός είναι ότι σε αυτόν τον κυκεώνα του μίσους και
της αιματοχυσίας διεξαγόταν μία μάχη χωρίς αρχές, χωρίς ιδεολογικό
43 «Και κατά την κηδείαν του [ενν. του Αριστείδη Κανάρη] εγένετο απόπειρα
παρά των εναντίων να δολοφονηθώσιν οι συγκεντρωθέντες συγγενείς αυτού. Η
σύζυγός του το γένος Μαμούρη εξέλθουσα εις τον εξώστην κατά την εκφοράν
ολίγου δειν να πέση θύμα αγνώστου σφαίρας· εις την γέφυραν του νεκροταφείου
στίφος αντιθέτων περιέμενε να επιτεθή εξ ενέδρας κατά των εκ της κηδείας
επιστρεφόντων, αλλ’ απατηθέν δεν κατόρθωσε να εκτελέση τον σκοπό του. Εις
τοιαύτην αγριότητα είχον εξαφθή τα πάθη κατά το τριήμερον του εμφυλίου
πολέμου»· Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 251, υποσημείωση.
170
προσανατολισμό, με γνώμονα τις περισσότερες φορές την εξυπηρέτηση
πελατειακών σχέσεων ή την επίλυση προσωπικών διαφορών. Τέλος, μετά
από σκληρές μάχες που κράτησαν τρεις νύχτες και δύο ημέρες, με κόστος
πάνω από διακόσιους νεκρούς, ο εμφύλιος στην πρωτεύουσα
τερματίσθηκε μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Συγκεκριμένα, οι γραμματείς των πρεσβειών της Αγγλίας, της
Γαλλίας και της Ρωσίας με εντολή των προϊσταμένων τους πρεσβευτών,
διαβίβασαν έγγραφο στους αντιμαχόμενους, με το οποίο απειλούσαν ότι
θα αποχωρήσουν από τη χώρα, αν δεν κηρυσσόταν εντός 48 ωρών
ανακωχή προκειμένου η εθνοσυνέλευση να επιβάλει την τάξη.44 Είχε
προηγηθεί έκκληση του μητροπολίτη Αθηνών Θεοφίλου προς τα δύο
στρατόπεδα για να επικρατήσει πνεύμα συνδιαλλαγής. Πράγματι,
υπογράφηκε ανακωχή και στις 23 Ιουνίου συνήλθε η εθνοσυνέλευση, η
οποία μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εξέδωσε ψήφισμα, με το οποίο
προσδιοριζόταν ο τρόπος με τον οποίο θα διασφαλιζόταν η τάξη στην
Αθήνα. Σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Μπενιζέλο Ρούφο και
υπουργούς προερχόμενους και από τις δύο μεγάλες παρατάξεις. Ήταν
ένα μεταβατικό σχήμα, με τις πολιτικές δυνάμεις να εναποθέτουν τις
προσδοκίες τους στο νεοεκλεγέντα βασιλιά, ο οποίος αναμενόταν στη
χώρα.
171
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΜΕΡΟΣ Γ΄
1 Τα της αφίξεως του Γεωργίου και το πανηγυρικό κλίμα, βλ. μεταξύ άλλων,
Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 257-258· Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Α’, σ.
285-286. Επίσης, Σπύρος Μαρκεζίνης,ό.π. τ. Β΄(Συνταγματική Βασιλεία), σ.12-13.
2 Ολόκληρο το κείμενο της προκήρυξης, βλ. Παύλος Πετρίδης, Πολιτικές
Δυνάμεις …, ό.π., σ. 48-49.
175
εμπιστοσύνης και έθετε ως άμεση προτεραιότητά του τον έλεγχο του
στρατεύματος μεταφέροντας το «δικό του» 6ο τάγμα στην πρωτεύουσα.3
Στις 2 Μαρτίου του 1864 υπέβαλε την παραίτησή του, με αφορμή μία
ανταρσία της φρουράς του Μεσολογγίου, την οποία προσπάθησε να
καταστείλει με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων,4 χωρίς να
ενημερώσει προηγουμένως τον Γεώργιο. Ο Βούλγαρης γνώριζε πολύ καλά
ότι χωρίς να ελέγχει απόλυτα το στράτευμα δεν θα μπορούσε να
διατηρηθεί στην εξουσία επί μακρόν, οπότε η παραίτησή του είναι
ευεξήγητη.
Αμέσως μετά η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Κανάρη, ο οποίος
επίσης σύντομα παραιτήθηκε, θεωρώντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων
μέσα στο κοινοβούλιο δεν τον ευνοούσε. Αφορμή στάθηκε η εκλογή του
Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ως προέδρου της εθνοσυνέλευσης, δηλαδή ενός
προσώπου της αντιπολίτευσης, γεγονός το οποίο ο γηραιός ναύαρχος
ερμήνευσε ως αποδοκιμασία της κυβέρνησής του, «επιδεικνύοντας υψηλή
κοινοβουλευτική ευαισθησία».5 Στις 16 Απριλίου ορκίστηκε η νέα
μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Ζηνόβιο Βάλβη, η οποία αποδείχθηκε κι
αυτή θνησιγενής, αφού στις 26 Ιουλίου παραιτήθηκε. Αιτία στάθηκε η
αποδοκιμασία της από τη βουλή με αφορμή πάλι ένα γεγονός που
σχετιζόταν με το στράτευμα: η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να
επαναφέρει ορισμένους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν τεθεί σε
διαθεσιμότητα. Κατά τη θητεία της συγκεκριμένης κυβέρνησης
πραγματοποιήθηκε η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (21 Μαΐου
1864) και ένας επιπλέον λόγος της ανατροπής της υπήρξε η είσοδος των
Επτανησίων βουλευτών στο κοινοβούλιο που μετέβαλαν το συσχετισμό
δυνάμεων. Πρωθυπουργός ανέλαβε ξανά ο Κανάρης για να συμπληρωθεί
έτσι μέχρι το Μάρτιο του 1865 ένας δεκαπεντάμηνος κύκλος συνεχών
εναλλαγών στη διακυβέρνηση του τόπου. Κατά τη διάρκεια της
συγκεκριμένης κυβέρνησης τού Κανάρη ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα
(1864). Άρχισαν έτσι να επουλώνονται οι πληγές, που προκάλεσε μία
ταραγμένη περίοδος (1862-1864), περίοδος κατά την οποία «η Ελλάς
176
εγένετο έρμαιον της ειδεχθεστέρας αναρχίας και διήλθε περιόδους
σπαραγμού και πένθους».6
177
από την αγγλική «γενναιοδωρία».8 Έτσι η Βρετανική κυβέρνηση
γνωστοποίησε την πρόθεσή της στις άλλες Δυνάμεις και αφού
ξεπεράστηκαν γρήγορα κάποιες αυστριακές αντιρρήσεις, η ανάδειξη του
Γεωργίου ως βασιλιά συνδέθηκε με την υπόσχεση της ένωσης Ελλάδος –
Επτανήσων.9
Οι εξελίξεις έκτοτε υπήρξαν ραγδαίες. Με το πρωτόκολλο του
Αυγούστου του 1863, το οποίο υπογράφηκε στο Λονδίνο, η Αυστρία, η
Πρωσία, η Ρωσία και η Γαλλία αναγνώριζαν το δικαίωμα της Αγγλίας να
παραιτηθεί από την προστασία των νησιών. Το Σεπτέμβριο
διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Ιονίου Κοινοβουλίου, το
οποίο θα εξέφραζε τη βούληση του λαού για την προοπτική της ένωσης.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δύο ριζοσπάστες πολιτικοί, ο Ηλίας
Ζερβός Ιακωβάτος και ο Ιωσήφ Μομφεράτος αρνήθηκαν να θέσουν
υποψηφιότητα, επειδή θεωρούσαν ότι η όλη διαδικασία οδηγεί σε μία
λύση στηριγμένη όχι στους γνήσιους αγώνες του επτανησιακού λαού
αλλά στις διεργασίες της διεθνούς διπλωματίας και τα συμφέροντα των
Δυνάμεων.10 Οι εκλογές διεξήχθησαν με κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις άνευ
όρων» και το Ιόνιο Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο η Ιόνιος
Πολιτεία κηρυσσόταν «αναπόσπαστον» μέρος του Βασιλείου της
Ελλάδος.11 Σε όλα τα νησιά κηρύχθηκε τριήμερος εορτασμός, ενώ ο
178
πρόεδρος του κοινοβουλίου Στέφανος Παδοβάς ανακοίνωσε στο Βρετανό
αρμοστή E. Storks την απόφαση.
Οι εκπρόσωποι των πέντε Δυνάμεων υπέγραψαν στο Λονδίνο στις
14 Νοεμβρίου συνθήκη, με την οποία γινόταν αποδεκτή η παραίτηση της
Αγγλίας από τα νησιά και αναγνωριζόταν η ένωση με την Ελλάδα, υπό
τον όρο όμως ότι δεν θα επιτρεπόταν να εγκατασταθεί στο χώρο
στρατιωτική ή ναυτική δύναμη, παρά μόνον όση χρειαζόταν για την
τήρηση της τάξης. Παράλληλα, θα έπρεπε να κατεδαφιστούν τα φρούρια
της Κέρκυρας. Προβλεπόταν, επίσης, προστασία της θρησκευτικής
ελευθερίας των υπηκόων που πρέσβευαν καθολικό ή προτεσταντικό
δόγμα. Επειδή, όμως, οι προβλέψεις για τις στρατιωτικές ή ναυτικές
δυνάμεις που μπορούσαν να εγκατασταθούν στα νησιά, περιόριζαν τα
κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους ανατέθηκε στο Χαρίλαο
Τρικούπη να μεταβεί στο Λονδίνο και να επιδώσει διαβήματα προς την
αγγλική κυβέρνηση. Με τη συμπαράσταση της Γαλλίας η Ελλάδα πέτυχε
τελικά να περιορίσει την ουδετερότητα στην Κέρκυρα και τους Παξούς.12
Στις 17 Μαρτίου 1864 υπογράφηκε από την Ελλάδα και τις τρεις
εγγυήτριες Δυνάμεις -Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία- συνθήκη, με την οποία
επικυρωνόταν η προηγούμενη της 14ης Νοεμβρίου 1863 και ρυθμίζονταν
ΨΗΦΙΖΕΙ
179
ορισμένα εκκρεμή ζητήματα που αφορούσαν τα Ιόνια. Τέλος, στις 21
Μαΐου ο Βρετανός αρμοστής παρέδωσε στον απεσταλμένο, ειδικά γι’
αυτόν τον λόγο στην Κέρκυρα, Θρασύβουλο Ζαΐμη ό,τι αποτελούσε μέχρι
εκείνη την ώρα την Ιόνιο Πολιτεία. Η ένωση είχε συντελεσθεί και στις 22
Ιουλίου 1864 οι πληρεξούσιοι των νησιών εισήλθαν στο ελληνικό
κοινοβούλιο μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού.
13Βλ. Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 402 και υποσημείωση 2, σ. 402-403. Επίσης,
Δημήτριος Κυριαζής – Γουβέλης, Συνταγματικόν Δίκαιον. Συστηματική θεώρησις,
Πάνταινος, Αθήναι 1981, ε’ έκδοσις, σ. 350-351.
180
άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία με σφαιρίδια (άρθρο 66). Στο
σημείο αυτό να διευκρινισθεί ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης η
ψήφος ανήκε σε αστούς και γαιοκτήμονες, με τις ασθενέστερες κοινωνικά
τάξεις να μη μπορούν με την ψήφο τους να συμμετέχουν στο πολιτικό και
κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, λόγω «ανωριμότητας».14 Ανατέθηκε, ακόμη,
αποκλειστικά στη βουλή η αναθεωρητική λειτουργία του συντάγματος,
χωρίς να μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτήν ο ανώτατος άρχων (άρθρο 117).
Προβλέφθηκε επίσης η διάκριση των εξουσιών, θεμελιώδες στοιχείο του
δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ως προς τις βασιλικές εξουσίες, οριζόταν ότι ο βασιλιάς ασκούσε
μαζί με τη βουλή τη νομοθετική εξουσία (άρθρο 22), υπό την έννοια ότι
μπορούσε μέσω των υπουργών να υποβάλει σχέδια νόμων, τους οποίους
και επικύρωνε μετά την ψήφισή τους (άρθρο 36). Το πρόσωπο του βασιλιά
δεν ήταν πια «ιερό» και «απαραβίαστο», όπως στο σύνταγμα του 1844,
αλλά «ανεύθυνο» και «απαραβίαστο» και υπεύθυνοι ήταν οι υπουργοί
που προσυπέγραφαν όλες τις πράξεις του (άρθρα 29-30). Επίσης, ο
βασιλιάς ήταν αρχηγός του στρατού και του στόλου, εκήρυττε τον πόλεμο
και υπέγραφε διεθνείς συνθήκες και συμμαχίες (άρθρο 22).
Η Γερουσία, ως δεύτερο νομοθετικό σώμα, καταργήθηκε, μολονότι
η συντακτική επιτροπή είχε εισηγηθεί τη διατήρησή της. Εν τούτοις η
εθνοσυνέλευση με ψήφους 211 έναντι 62 αποφάσισε την κατάργησή της,
«καθόσον διέβλεπεν εν τη Γερουσία στοιχείον υπενθυμίζον την παλαιάν
απολυταρχίαν».15 Η εκτελεστική εξουσία ανατέθηκε στο βασιλιά, ο οποίος
θα την ασκούσε μέσω των υπουργών, τους οποίους θα διόριζε ο ίδιος.
Εξασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ενώ, τέλος, ως προς τα
ατομικά δικαιώματα, αυτά διασφαλίστηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι
στο προηγούμενο σύνταγμα. Καθιερώθηκε το συνέρχεσθαι και το
συνεταιρίζεσθαι (άρθρα 10-11), καθώς και η ελευθερία γνώμης και τύπου,
με εξαίρεση στην περίπτωση που προσβαλλόταν η χριστιανική θρησκεία
και το πρόσωπο του βασιλιά (άρθρο 14).
Και μόνο το γεγονός ότι το σύνταγμα του 1864 αποδείχθηκε το
μακροβιότερο όλων, αφού η ισχύς του διατηρήθηκε και μετά τη σημαντική
181
αναθεώρηση του 1911, ενώ πολλές διατάξεις του επιβιώνουν μέχρι
σήμερα με την ίδια διατύπωση στο σύνταγμα του 1975, αποδεικνύει ότι η
συγκεκριμένη συντακτική εθνοσυνέλευση επιτέλεσε σημαντικό έργο. Το
συγκεκριμένο σύνταγμα, εκτός του ότι καθιέρωσε τη δημοκρατική αρχή,
είχε ένα επιπλέον θετικό στοιχείο: απέδειξε ότι «η λογική της άκριτης
μεταφύτευσης ξένων θεσμών είχε πλέον παρέλθει»,16 υπό την έννοια ότι
χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από μία αυτόφωτη ιδεολογική και
πολιτική θεμελίωση και όχι –όπως το 1844- από μονόπλευρη επιβολή
επείσακτων δυτικογενών προτύπων.
182
Με δεδομένη την οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας και το
γεγονός ότι το κράτος εκπλήρωνε τις τρέχουσες υποχρεώσεις του χάρη
στα εξωτερικά δάνεια,18 ο Κουμουνδούρος κατέβαλε κάθε δυνατή
προσπάθεια έτσι ώστε να βελτιωθούν οι οικονομικοί δείκτες. Η
κυβέρνησή του στηριζόταν στην ψήφο των βουλευτών της ομάδας του
Θρασύβουλου Ζαΐμη και ορισμένων ανεξάρτητων. Όταν, όμως, στις αρχές
Οκτωβρίου του 1865 καταψηφίσθηκε ένα νομοσχέδιο που εισήγε και
αφορούσε την ανάπτυξη των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών,
προτίμησε να παραιτηθεί.19
Από τον Γεώργιο κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Βούλγαρης,
ο οποίος για να αναλάβει την πρωθυπουργία έθεσε ως αναγκαίο όρο την
απομάκρυνση του συμβούλου του στέμματος Σπόνεκ. Ο Γουλιέλμος
Κάρολος Έπινγκερ κόμης Σπόνεκ υπήρξε βουλευτής και υπουργός στη
Δανία και το 1863 τού ζητήθηκε να συνοδεύσει το Γεώργιο στην Ελλάδα,
ασκώντας χρέη συμβούλου. Διακρινόταν από πείρα διοικητική, πολιτική
και διπλωματική, δεν είχε όμως καμία σχέση με την Ελλάδα, υπό την
έννοια ότι δεν γνώριζε τίποτα για τη χώρα, εν αντιθέσει με την
αντιβασιλεία της περιόδου 1833-1835, η οποία ανεξαρτήτως του έργου που
επιτέλεσε ή όχι, είχε σε κάποιο βαθμό επίγνωση των προβλημάτων και
της ιστορίας του τόπου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παρουσία του
Σπόνεκ ανακαλούσε μνήμες εκείνης της περιόδου και ο Δανός κόμης και
σύμβουλος αντιμετώπισε την εχθρότητα όχι μόνον της εγχώριας
πολιτικής τάξης αλλά και των προστάτιδων δυνάμεων. Η απομάκρυνσή
του, συνεπώς, το Νοέμβριο του 1865 υπήρξε αναπόφευκτη. Πάντως, ένα
μήνα πρίν,το αίτημα του Βούλγαρη είχε απορριφθεί από τον Γεώργιο,
οπότε ο Υδραίος πολιτικός κατέθεσε αμέσως την εντολή σχηματισμού
κυβέρνησης.20
18Για τα οικονομικά της περιόδου 1860-1864, βλ. Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του
Ελληνικού… ό.π.,σ. 296-305.
19Το νομοσχέδιο προέβλεπε την επιβολή φόρων στη γεωργία, την κτηνοτροφία
και δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα (ζάχαρη, καφές, ρύζι, ξυλεία, υφάσματα)
με σκοπό να εξοικονομηθούν έσοδα 1,5 εκατομμυρίου δραχμών το χρόνο, έτσι
ώστε η χώρα να «είχε πολύ γρήγορα ένα καλό δίκτυο δρόμων και καλές
ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες»· βλ. περισσότερα, Γρηγόριος Δαφνής, Η πολιτική
κατάσταση …, ό. π., σ. 244.
20Η δημοκρατική και κοινοβουλευτική ευαισθησία του αρχομανούς Δημητρίου
Βούλγαρη παραπέμπει σε ακριβώς αντίθετη ερμηνεία για την πολιτική του
στάση. Ο όρος που έθεσε δεν αποδεικνύει οπωσδήποτε πολιτικό άνδρα με
183
Αμέσως μετά ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Επαμεινώνδα
Δεληγιώργη, στον δυναμικό εκπρόσωπο της «χρυσής νεολαίας» της
ύστερης οθωνικής περιόδου, ο οποίος ανελάμβανε για πρώτη φορά τόσο
σημαντικό αξίωμα και μάλιστα σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η κυβέρνησή του,
όμως, αποδείχθηκε εξαιρετικά σύντομη, αφού δώδεκα μόλις ημέρες μετά
υπέβαλε την παραίτησή του. Ο λόγος σχετιζόταν πάλι με το ρόλο του
Σπόνεκ. Η διαδήλωση διαμαρτυρίας των οπαδών του Βούλγαρη εναντίον
του Δανού συμβούλου προκάλεσε αιματηρές συγκρούσεις στην
πρωτεύουσα και η παραίτηση του νεαρού πρωθυπουργού ήταν
αναπόφευκτη. Και αφού τελικά απομακρύνθηκε ο Σπόνεκ και εξέλειπε ο
λόγος της αρνήσεως του Βούλγαρη, ο γηραιός πολιτικός κλήθηκε πάλι
από το βασιλιά ν’ αναλάβει τα ηνία της χώρας. Ούτε αυτή η προσπάθεια,
όμως, ευδοκίμησε, επειδή ο Βούλγαρης ζήτησε να διακοπούν οι εργασίες
της βουλής για διάστημα μεγαλύτερο του μηνός, κάτι που δεν
αποδέχθηκε ο Γεώργιος. Έτσι μέσα σε 48 ώρες κατατέθηκε και αυτή η
εντολή, αφού εκτός του Γεωργίου και το κοινοβούλιο απέρριψε το αίτημα
του Βούλγαρη. Η κυβερνητική κρίση συνεχίστηκε, αφού ούτε ο
επανακάμψας στην πρωθυπουργία Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
κατάφερε να παραμείνει πάνω από επτά ημέρες μετά την καταψήφισή
του από τη βουλή. Την ίδια τύχη είχε και η νέα κυβέρνηση του
Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (13-28 Νοεμβρίου 1865). Συνοπτικά, δηλαδή,
σχηματίσθηκαν 4 διαφορετικές κυβερνήσεις σε διάστημα ενός περίπου
μήνα. Η πολιτική ζωή της χώρας διήγε τη «νηπιακή ηλικία» του
κοινοβουλευτισμού και η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να
συνεργαστεί, σχηματίζοντας βιώσιμη κυβέρνηση, προκαλούσε τις
προαναφερθείσες τραγελαφικές εξελίξεις.21
Από το αδιέξοδο αυτό προσπάθησε να βγει η πολιτική ηγεσία
σχηματίζοντας μία συμμαχική κυβέρνηση υπό τον Μπενιζέλο Ρούφο
(Νοέμβριος 1865). Την κυβέρνηση στήριζε τόσο ο Βούλγαρης όσο και ο
Κουμουνδούρος. Ωστόσο, οι αντιθέσεις των πολιτικών συνιστωσών που
στήριζαν το κυβερνητικό σχήμα δεν επέτρεψαν στη συγκεκριμένη
184
κυβέρνηση να διατηρηθεί πέρα από τον Ιούνιο του 1866. Ακολούθησε πάλι
η κυβέρνηση Βούλγαρη, την οποία στήριζαν και οι βουλευτές υπό τον Επ.
Δεληγιώργη, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο των Εξωτερικών. Εν τω
μεταξύ είχε ξεσπάσει επανάσταση στην Κρήτη και η συγκεκριμένη
κυβέρνηση δεν φαινόταν ικανή να διαχειριστεί το εθνικό αυτό θέμα,
σύμφωνα τουλάχιστον με την πλειοψηφία των βουλευτών. Έτσι, όταν τον
Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο στηριζόμενος από τη δυαδική αυτή
κυβέρνηση υποψήφιος πρόεδρος της βουλής καταψηφίστηκε, ο Βούλγαρης
υπέβαλε την παραίτησή του. Η νέα κυβέρνηση του Αλ. Κουμουνδούρου,
η οποία σχηματίστηκε στα μέσα του Δεκεμβρίου θα καταφέρει κάτι
ασυνήθιστο για την εποχή: παρέμεινε στην εξουσία πάνω από 12 μήνες!
Όμως, το εθνικό ζήτημα της Κρήτης και οι χειρισμοί του οδήγησαν σε
σύγκρουση με το παλάτι και, αναπόφεύκτα, σε παραίτηση. Ήταν
προφανές ότι το αδιέξοδο ήταν παρατεταμένο και μόνη λύση φαινόταν η
προσφυγή στις κάλπες. Χαρακτηριστικό τής διάχυτης πολιτικής
ρευστότητας εκείνης της περιόδου είναι το γεγονός ότι ακόμη και η
κομματικά «άχρωμη» προεκλογική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο του
Αρείου Πάγου Αριστείδη Μωραϊτίνη δεν κατάφερε να επιβιώσει και
διαλύθηκε σε 35 ημέρες, μη μπορώντας να εκπληρώσει την αποστολή της.
Αυτό θα γίνει από τον Δημήτριο Βούλγαρη, ο οποίος ορκίστηκε για έκτη
φορά πρωθυπουργός, έστω και ως υπηρεσιακός, μέχρι τις εκλογές της 21ης
Μαρτίου 1868.
Η συγκεκριμένη πολιτική περίοδος χαρακτηρίστηκε από μία
πρωτοφανή κυβερνητική αστάθεια, καθώς οι εναλλαγές των
κυβερνήσεων ήταν τόσο συχνές που όχι μόνον δεν είχαν προηγούμενο
αλλά δεν θα ξανασημειωθούν με τέτοια ένταση ούτε στις επόμενες
δεκαετίες. Η απουσία κομμάτων αρχών, με σαφή ιδεολογικό και πολιτικό
λόγο, δημιουργούσαν μεγάλη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό. Οι
μετακινήσεις βουλευτών αλλά και υπουργών από τη μία πολιτική
παράταξη στην άλλη συνέτειναν στη διαμόρφωση ενός θολού πολιτικού
τοπίου, με την αβεβαιότητα και τον καιροσκοπισμό να δίνουν τον τόνο
στην πολιτική κονίστρα. Μπορεί κανείς να διαγνώσει τις «παιδικές
ασθένειες» της πρώτης φάσης ενός κοινοβουλευτικού συστήματος μέσα
στο οποίο τυπικά, βέβαια, έγιναν σεβαστοί οι κανόνες, ουσιαστικά όμως οι
διαδικασίες και οι πρακτικές αποδείκνυαν στείρο κομματισμό, χωρίς
προγραμματική σύγκληση. Εφόσον, λοιπόν, αναφερόμαστε σ’ ένα
185
πολυκομματικό πολιτικό σύστημα22 τα συμπτώματα που παρουσιάστηκαν
ήταν αναπόφευκτα: ασταθείς κυβερνήσεις, αδυναμία των κυβερνητικών
συνδυασμών να ελέγχουν το νομοθετικό έργο της βουλής, διαρκής
μεταβολή των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.23 Κι αν διαπιστώθηκε
αστάθεια στα κυβερνητικά σχήματα, το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε στα
πρόσωπα, τα οποία εναλλάσσονταν στα πρωθυπουργικά ή υπουργικά
αξιώματα με τρόπο σχεδόν μονότονο. Στις εγγενείς αδυναμίες του
πολιτικού συστήματος θα πρέπει να προστεθεί και ένα άλλο ζήτημα, το
οποίο βάραινε στην πολιτική σκηνή: η εξωτερική πολιτική και τα εθνικά
θέματα. Ήδη, όπως είπαμε, από τον Αύγουστο του 1866 είχε ξεσπάσει
επανάσταση στην Κρήτη.
186
νέο βασιλιά, ο οποίος έχαιρε της εμπιστοσύνης της Αγγλίας και η
ταυτόχρονη ψήφιση ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος,
δημιούργησαν ένα κλίμα αισιοδοξίας στην Κρήτη και οι ελπίδες για την
υλοποίηση της πολυπόθητης ένωσης πολλαπλασιάζονταν. Σε αυτή την
πεποίθηση συνηγορούσαν και οι θετικές εξελίξεις στα Επτάνησα,
μολονότι τα νησιά δεν ήταν κάτω από το οθωμανικό καθεστώς, αλλά υπό
βρετανική κυριαρχία και συνεπώς η ένωσή τους με την Ελλάδα θα πρέπει
να ερμηνευθεί βάσει των επιδιώξεων και τη στρατηγική της αγγλικής
διπλωματίας. Κυρίως, όμως, οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν το 1866, διότι όχι
μόνον δεν υπήρχε καμία πρόοδος στο ενωτικό ζήτημα, αλλά οι
σουλτανικές διακηρύξεις περί ισονομίας και δικαιωμάτων είχαν μείνει
κενό γράμμα στο νησί. Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων δεν εισακούονταν,
αντιθέτως μετά την επάνοδο του Ισμαήλ πασά ως διοικητή του νησιού η
φορολογία έγινε δυσβάστακτη, οι καταδιώξεις, οι συλλήψεις και οι φόνοι
για ασήμαντη αφορμή εντάθηκαν. Ιδιαίτερα στην ανατολική Κρήτη το
ζήτημα των προσόδων των μοναστηριών αποτελούσε ένα ακανθώδες
ζήτημα και μεγάλωνε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων, οι οποίοι
απαιτούσαν ένα μέρος των εσόδων να διατίθεται για τη λειτουργία και τη
συντήρηση των σχολείων.25
Με πρωτοστάτη τον Ιωάννη Μητσοτάκη, υποπρόξενο της Ρωσίας
στο Ηράκλειο, οργανώθηκε Μυστική Εταιρεία που έθεσε ως σκοπό το
συντονισμό της δράσης και υποβολή υπομνήματος προς τον σουλτάνο.
Στις 14 Μαΐου 1866 επιτροπές κατοίκων συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι
της Αγίας Κυριακής και υπέγραψαν υπόμνημα με τα αιτήματά τους. Αυτά
ήταν: α) ανακούφιση του χριστιανικού πληθυσμού από τους υπέρογκους
φόρους· β) τροποποίηση της εκλογής συμβούλων και δημογερόντων· γ)
ίδρυση τράπεζας· δ) αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης· ε) σεβασμός στα
δικαιώματα της ελευθερίας και της ανεξιθρησκίας· στ) άνοιγμα των
δευτερευόντων λιμανιών του νησιού και επί τόπου εξέταση της
κατάστασης του νησιού από πρόσωπα αμερόληπτα. Το υπόμνημα
υποβλήθηκε και στους προξένους των Δυνάμεων στο νησί. Πάντως
μεταξύ των Ελλήνων του νησιού είχαν επικρατήσει δύο τάσεις: η μία
25Περισσότερα για τα αίτια της κρητικής επανάστασης του 1866, βλ. Ιωάννα
Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, ό.π., τ. ΙΓ’, σ. 253. Βλ. επίσης, Νίκος Ανδριώτης, Χριστιανοί και
Μουσουλμάνοι στην Κρήτη,1821-1924. Ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός
και εκτός του πεδίου της μάχης, στο περ. Μνήμων, τ. 26ος, 2004, σ.63-93.
187
επιδίωκε την ένωση με την Ελλάδα, μέσα από ένοπλο αγώνα και η άλλη,
η μετριοπαθής, έκρινε ότι εφόσον αυτό ήταν ακατόρθωτο να ζητηθεί η
αυτονομία του νησιού με χριστιανό ηγεμόνα ως ένα μεταβατικό στάδιο
προς την ένωση.26
Τα συμφέροντα των Δυνάμεων και η στάση τους απέναντι στο
Κρητικό ζήτημα ήταν, όπως αναμενόταν, διαφορετικά και η ερμηνεία
μπορεί να δοθεί μέσα από το πρίσμα του ευρύτερου Ανατολικού
Ζητήματος και της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συγκεκριμένα, η Αγγλία τηρούσε σταθερή θέση, υπερασπιζόμενη την
ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, καθώς ο αποικιοκρατικός δρόμος προς
τις Ινδίες υπαγόρευε μια τέτοια στάση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να
συνυπολογισθεί και αναμενόμενη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (θα
ολοκληρωθεί το 1869), γεγονός που καθιστούσε την Κρήτη στρατηγικής
σημασίας σταυροδρόμι, που ένωνε τους εμπορικούς δρόμους Ανατολής
και Δύσης. Η Γαλλία, έχοντας βλέψεις στην Αίγυπτο, θεωρούσε επίσης
κομβικής σημασίας το νησί αλλά τηρούσε στάση ανακόλουθη,
ταυτιζόμενη άλλοτε με την πολιτική της Αγγλίας στο ζήτημα και άλλοτε
με τη Ρωσία. Η τελευταία, μετά την ήττα που υπέστη στον Κριμαϊκό
πόλεμο, προσπαθούσε να αναστηλώσει το χαμένο της γόητρο. Συνεπώς,
οποιαδήποτε εξέγερση στη Βαλκανική θα την εξυπηρετούσε, καθώς θα
μετέβαλε το status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, προς όφελος των
στρατηγικών της επιδιώξεων.27
26 στο ίδιο, σ. 254. Το πνεύμα αυτής της κατά, κάποιον τρόπο, διχοστασίας
φαίνεται και στο υπόμνημα της 14ης Μαΐου του 1866: Αρχικά διεκτραγωδείται η
δεινή κατάσταση των Ελλήνων κατοίκων του νησιού: «Βαρυτάτους φόρους καθ’
εκάστην αυξανομένους πληρώνομεν πλην ουδέν των καλών, όσα πάντες οι λαοί
εις αντάλλαγμα των βαρών τούτων χαίρουσιν, απολαμβάνομεν· η δικαιοσύνη
είναι παρ’ ημίν άγνωστος […] διοίκησις είναι η αυθαίρετος θέλησις του
αντιπροσώπου της Υψηλής Πύλης. Τα τέκνα ημών ένεκα ελλείψεως σχολείων
ανατρέφονται εν τω σκότει της αμαθείας […] εις ουδεμίαν θέσιν είμεθα δεκτοί
[…] είμεθα παντελώς δούλοι της ετέρας φυλής […]». Απευθυνόμενοι, λοιπόν,
προς τις Δυνάμεις ζητούν τη συνδρομή τους για την ένωση. «Αν όμως τούτο είναι
σήμερον αδύνατον […] τουλάχιστον ευδοκιμήσατε […] να μας χορηγηθή
οργανισμός πολιτικός, να μας δοθώσι νόμοι […]» κ.λ.π. Βλ. Νικόλαος
Τσιριντάνης, Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη Εθνικής
Επαναστάσεως, 1866-1869, Αθήναι 1950-1951, τ. Α’, Υπόμνημα σ. 160-165.
27Για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Κρητικό ζήτημα, βλ. Domna Dontas,
ό.π., σ. 63-155 και Σπύρος Μαρκεζίνης, ό.π.,τ.Β΄σ.24.
188
Και ενώ στην Κρήτη ο αναβρασμός μεγάλωνε, στην Αθήνα η
κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου έδειχνε απρόθυμη να αναμιχθεί στο
ζήτημα θεωρώντας το πρόωρο και επικίνδυνο για τα ευρύτερα εθνικά
συμφέροντα. Οι μνήμες του 1854 ήταν ακόμη νωπές. Η κυβέρνηση
Βούλγαρη – Δεληγιώργη, χωρίς να αποστεί από τη γραμμή της
ουδετερότητας, άρχισε να ευνοεί κάποιες συνεννοήσεις και επαφές έστω
και με μυστικό τρόπο, ιδίως μάλιστα όταν ανέλαβε υπουργός των
Στρατιωτικών ο Κρητικός Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης.28 Οι εξελίξεις στο
νησί είχαν αρχίσει να προσλαμβάνουν μία δυναμική και γίνονταν
παράλληλες κινήσεις: οι Έλληνες ετοιμάζονταν για ένοπλο αγώνα, ενώ η
τουρκική πλευρά φαινόταν αδιάλλακτη και στρατιωτικές δυνάμεις
Τούρκων και Αιγυπτίων αποβιβάστηκαν στη Σούδα έτοιμες να
καταπνίξουν οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση.
Οι πρώτες αψιμαχίες ξεκίνησαν στα τέλη Αυγούστου του 1866 και
τις πρώτες ημέρες του επόμενου μήνα η εκτελεστική επιτροπή της
Κρητικής συνέλευσης κήρυξε την κατάργηση της οθωμανικής κυριαρχίας
και την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η νίκη των Ελλήνων επί των
Αιγυπτίων στη θέση Βρύσες το Σεπτέμβριο προκάλεσε ενθουσιασμό και η
επανάσταση τον Οκτώβριο είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο το νησί.29
Εθελοντικό σώμα 800 ανδρών, κάτω από τις οδηγίες του υποστρατήγου
Πάνου Κορωναίου και του συνταγματάρχη Ιωάννη Ζυμβρακάκη, αδελφού
του υπουργού Στρατιωτικών, αναχώρησε για την Κρήτη, ενώ ο τύπος της
πρωτεύουσας με πύρινα άρθρα και σχετική ειδησεογραφία ενίσχυε το
φιλοπόλεμο κλίμα. Γενικώς, ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος και η
οποιαδήποτε μετριοπαθής στάση, όπως υποδείκνυαν η Αγγλία και η
Γαλλία, αποκρουόταν. Όταν οι δυνάμεις των Σφακιανών ηττήθηκαν στον
Βαφέ (12 Οκτωβρίου 1866) η ελληνική κυβέρνηση με παρότρυνση της
Ρωσίας προχώρησε σε αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατιωτικές
189
δυνάμεις υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο, τον Σπυρομήλιο και τον
Κωνσταντίνο Σμολένσκι στα βόρεια σύνορα, προκειμένου να
προκαλέσουν εξέγερση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία.30
Στην Κρήτη, ακολούθησε στις 20 Οκτωβρίου η μάχη στο Βρύσινα,
όπου οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν και, μάλιστα, κινδύνευσε να
συλληφθεί ο Π. Κορωναίος. Παράλληλα, ο γενικός διοικητής του νησιού
απέστειλε προς τον ηγούμενο της μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκη
επιστολή με την οποία ζητούσε την υποταγή της μονής. Ο ηγούμενος,
παρά την προτροπή του Κορωναίου να οργανωθεί αλλού η άμυνα,
αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη μονή ελπίζοντας στην άφιξη
επαναστατικών δυνάμεων. Διαψεύσθηκε, όμως, στις προσδοκίες του και
λίγοι κάτοικοι του Μυλοποτάμου ακροβολίστηκαν στους λόφους γύρω
από τη μονή. Έτσι μέσα σ’ αυτήν βρίσκονταν τα γυναικόπαιδα και 250
πολεμιστές για να αποκρούσουν τις δυνάμεις του Μουσταφά, την οποία
συγκροτούσαν 15.000 Τουρκοαιγύπτιοι, Αλβανοί και ντόπιοι
μουσουλμάνοι. Οι οχυρωμένοι επαναστάτες υπό τον γενναίο
ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο, από την Πελοπόννησο,
απέκρουσαν τις πρώτες επιθέσεις, αλλά όταν από τον βομβαρδισμό έπεσε
η δυτική πύλη, οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στη μονή και συνάφθηκε
άγρια μάχη με εκατέρωθεν απώλειες. Μόλις εκδηλώθηκε η τρίτη και
τελευταία έφοδος εκτυλίχθηκε και η τελευταία πράξη του δράματος. Ο
Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης (κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς)
ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο όχι
μόνον τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν εκεί για να σωθούν αλλά και
πολλοί Τούρκοι. Ακολούθησε ανηλεής σφαγή, πυρπολήσεις και λεηλασίες
ιερών κειμηλίων. Σύμφωνα με μαρτυρίες από τα 964 άτομα, τα οποία ήταν
στη μονή διέφυγαν μόλις 3 ή 4, ενώ αιχμαλωτίσθηκαν 114. Ο
Δημακόπουλος εκτελέστηκε με λογχισμό, όπως και πολλοί άλλοι
εθελοντές. Από τις οθωμανικές δυνάμεις υπολογίζεται ότι οι νεκροί και οι
τραυματίες ξεπέρασαν τους 1.400. Η 8η Νοεμβρίου 1866 υπήρξε ορόσημο
στον αγώνα της Κρήτης για ένωση με την Ελλάδα, ιστορική συνέχεια του
Σαμουήλ στο Κούγκι, του Γιωργάκη Ολύμπιου στη μονή Σέκου και του
Καψάλη στο Μεσολόγγι και συγκλόνισε όχι μόνον το πανελλήνιο αλλά
και την ανθρωπότητα ολόκληρη. Προκλήθηκε κύμα φιλελληνισμού,
ανάλογου με ό,τι συνέβη στην Επανάσταση του 1821, ενώ εθελοντές
190
προσέτρεξαν σε βοήθεια του αγώνα. Στην Ευρώπη και στην Αμερική
δημιουργήθηκαν κομιτάτα, τα οποία πραγματοποίησαν εράνους.31 Η
θυσία του Αρκαδίου, ακόμη, δημιούργησε εντονότερη κινητικότητα στο
διπλωματικό πεδίο και η Ρωσία άρχισε παρασκηνιακές πρωτοβουλίες για
έναν βαλκανικό συνασπισμό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.32
Και ενώ η επανάσταση στην Κρήτη συνεχιζόταν, τον Αύγουστο του
1867 υπογράφηκε συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, και συνάμα ο
Χαρίλαος Τρικούπης ως υπουργός Εξωτερικών ξεκίνησε από τον
Ιανουάριο διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία, βάσει μιας προοπτικής για
κοινή δράση των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής εναντίον του
σουλτάνου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν ευοδόθηκαν, λόγω των
σημαντικών επιφυλάξεων που έδειξε το Βουκουρέστι. Ωστόσο, όλες αυτές
οι διεργασίες κινητοποίησαν τις δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες όφειλαν να
προλάβουν ανεξέλεγκτες εξελίξεις στη Βαλκανική. Τα
αλληλοσυγκρουόμενα, όμως, συμφέροντά τους δεν οδηγούσαν σε καμία
ουσιαστική παρέμβαση και όλες οι διπλωματικές επαφές εξαντλούνταν
σε υποβολή παραινέσεων, υποδείξεων και σχεδίων, τα οποία απλώς
παρέμεναν επί χάρτου. Από τη μεριά της η Πύλη αταλάντευτα
προσπαθούσε να καταπνίξει την επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα φαινόταν
διαλλακτική προς τη Σερβία, προκειμένου να διασπάσει την
ελληνοσερβική συμμαχία, κάτι που πέτυχε τελικά.
Ο Μουσταφά πασάς αντικαταστάθηκε από τον Κροάτη εξωμότη
Ομέρ, ο οποίος αφου απέτυχε στο στόχο του αντικαταστάθηκε από τον
Ααλή πασά. Ο τελευταίος συνδέθηκε με την παραχώρηση του Οργανικού
Νόμου το 1867. Αφορούσε ένα καθεστώς υποτυπώδους αυτονομίας του
νησιού, το οποίο θα παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η
31Για τη φιλελληνική αμερικανική στάση στον αγώνα της Κρήτης, βλ. Emmanuel
Marcoglou, The American interest in the Cretan revolution, 1866-69, Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, 1971. Για την αποστολή Ιταλών εθελοντών και τη δράση
τους, βλ, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Οι Γαριβαλδινοί στην κρητική επανάσταση
του 1866: το παιχνίδι των αριθμών, στο περ. Τα Ιστορικά, τχ. 5, 1986, σ. 121-138.
32 Για το ολοκαύτωμα της μονής Αρκαδίου και τη σημασία που είχε για το
Κρητικό ζήτημα,βλ. μεταξύ άλλων, Τιμόθεος Βενέρης, Το Αρκάδι δια μέσου των
αιώνων, Αθήναι 1938· Ιωάννης Μαμαλάκης, Το «Αρκάδι» εις τον αγώνα δια την
ένωσιν της Κρήτης, Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 16, 1962·
Ελευθέριος Πρεβελάκης, Η μεγάλη Κρητική επανάσταση, 1866-1869, Αθήνα 1966·
εφ. Αιών, 19 Νοεμβρίου 1866, όπου και η πρώτη γραπτή περιγραφή του
γεγονότος.
191
Κρήτη χωριζόταν σε 5 διοικήσεις και στα δικαστήρια θα μπορούσαν να
διορίζονται και χριστιανοί. Αναγνωρίστηκε ισοτιμία των δύο γλωσσών,
πουθενά όμως δεν γινόταν λόγος για ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Ο Οργανικός Νόμος βρήκε θετική ανταπόκριση σε ελάχιστους
χριστιανούς, κυρίως των πεδινών περιοχών. Αντιθέτως, η ηγεσία των
επαναστατών τον απέρριψε και ζητούσε επίμονα την παρουσία Διεθνούς
Επιτροπής στο νησί, προκειμένου να εξετάσει επί τόπου την κατάσταση
και να εγγυηθεί την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Έτσι
αποφασίστηκε η συνέχιση της επανάστασης, με τη σύμφωνη γνώμη και
της κυβέρνησης Κουμουνδούρου. Όταν το Φεβρουάριο του 1868 ο Ααλή
πασάς αποχώρησε από το νησί, αφήνοντας ως διοικητή τον Χουσεΐν,
θεωρούσε ότι είχε επιτύχει στην αποστολή του. Ωστόσο, η επανάσταση
συνεχιζόταν.33
Από τον Ιανουάριο, όμως, του ίδιου χρόνου είχε αναλάβει
πρωθυπουργός ο Βούλγαρης. Είτε επειδή δεν πίστευε στην αίσια έκβαση
του Κρητικού αγώνα είτε επειδή ήταν αγγλόφιλος, ο Υδραίος πολιτικός
ήθελε να κλείσει το ζήτημα και μάλιστα άμεσα. Υπολογίζοντας, όμως,
στο πολιτικό κόστος δεν προχώρησε σε μία ανοικτή και ξεκάθαρη
διατύπωση της θέσης του και αρκέστηκε απλώς να περικόψει την
οικονομική ενίσχυση. Στην ουσία οι Κρήτες έμεναν αποκομμένοι από το
εθνικό κέντρο και η οποιαδήποτε ελλαδική ενίσχυση ήταν έργο
παράτολμων εθελοντικών πρωτοβουλιών. Η αποστολή ενός σώματος
εθελοντών στα τέλη του Νοεμβρίου του 1868, όχι μόνον κατέληξε σε
τελική αποτυχία του εγχειρήματος, αλλά στάθηκε αφορμή να διακοπούν
οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για άλλη μια φορά η ανερμάτιστη εξωτερική
πολιτική του Βούλγαρη σχοινοβατούσε επικίνδυνα, με ορατό κίνδυνο να
οδηγήσει τη χώρα στον πόλεμο, ενώ έχοντας πάντα κατά νου την
εσωτερική πολιτική σκηνή αναλωνόταν σε λεονταρισμούς χωρίς
αντίκρυσμα στο εθνικό θέμα. Ο πόλεμος αποφεύχθηκε χάρη στην
επέμβαση των Δυνάμεων,34 ήταν, όμως σαφές στις αρχές του 1869 ότι η
Κρητική επανάσταση ψυχορραγούσε.
33Για τον Οργανικό Νόμο, βλ. Γεώργιος Δασκαλάκης, Ο Οργανικός Νόμος της
Κρήτης του 1867, Αθήναι 1966· Νικόλαος Τσιριντάνης, ό.π., τ. 3, σ. 524-528· Ιωάννα
Διαμαντούρου, ό.π., σ. 271-272 και 276-277.
34Βλ. Domna Dontas, ό.π., σ. 141-150, όπου και η Διάσκεψη των Παρισίων για το
ζήτημα.
192
Μετά από επαναστατικό αγώνα δυόμισι χρόνων το μόνο που
κέρδισε ο Κρητικός λαός ήταν η παραχώρηση του Οργανικού Νόμου.
Μικρό το όφελος, αν αναλογιστεί κανείς το φόρο αίματος που πλήρωσε:
περισσότεροι από 8.000 νεκροί αγωνιστές και τριπλάσιος αριθμός
τραυματιών. Οι καταστροφές στα σπίτια και στις καλλιέργειες
ανυπολόγιστες. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας,
δεν βοήθησε στην επιτυχή κατάληξη του αγώνα. Αν, όμως, αυτή
καθορίζεται από τα επιμέρους συμφέροντά τους, οι ελληνικές
κυβερνήσεις την ίδια περίοδο παλινωδούσαν, χωρίς στρατηγική, ανάμεσα
στο ευκταίο και στο εφικτό. Αλλά και στο ίδιο το νησί η μη ανάδειξη μιας
ξεχωριστής ηγετικής φυσογνωμίας, με τις παράλληλες έριδες και
διαφωνίες μεταξύ των στελεχών συνετέλεσε στην αποτυχία του αγώνα.
Αλλά το Κρητικό, ως ένα ακανθώδες ζήτημα για την περιοχή της
ανατολικής Μεσογείου θα επανέλθει μετ’ επιτάσεως και τις επόμενες
δεκαετίες.
35 Οι καλές προθέσεις πάντως του Ζαΐμη αλλά και άλλων πολιτικών για
αδιάβλητες εκλογές δεν σήμαινε και πρακτική εφαρμογή, καθώς οι έντονες
κομματικές αντιπαραθέσεις και η βιωματική εμπειρία πολλών ετών δεν
επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Βλ. Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 464-486.
193
ο οποίος ήταν αδελφός του τσάρου Αλέξανδρου του Β’. Είχαν προηγηθεί
αλλεπάλληλες επισκέψεις του νεαρού βασιλιά στις πρωτεύουσες της
Αγγλίας, της Γαλλίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας. Αφού επισκέφθηκε
και τη γενέτειρά του, στις 26 Ιουνίου ετέλεσε τους αρραβώνες, και στις 15
Οκτωβρίου τελέστηκε ο γάμος στην Πετρούπολη. Καθ’ όλη τη διάρκεια
της πολύμηνης απουσίας του από την Ελλάδα χρέη αντιβασιλιά ασκούσε
ο θείος του Ιωάννης. Ο γάμος συνέπεσε με την έξαρση του Κρητικού
ζητήματος και οι προσδοκίες για το πρόσωπο της μέλλουσας βασίλισσας
και για το κατά πόσο θα προωθούσε ή θα απέκλειε μία ευνοϊκή στάση
των Δυνάμεων είχαν πληθύνει.36 Στις 12 Νοεμβρίου 1867 το νεόνυμφο
βασιλικό ζεύγος επέστρεψε στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή
υποδοχή.
Οκτώ μήνες αργότερα, στις 21 Ιουνίου 1868, γεννήθηκε ο διάδοχος
του θρόνου. Αν αναλογισθεί κανείς πόσο πολύ απασχόλησε την ελληνική
κοινή γνώμη - με πολιτικές, μάλιστα, προεκτάσεις και συνέπειες- η
ατεκνία του Όθωνος και τις Αμαλίας, κατανοεί κανείς γιατί το γεγονός
γιορτάστηκε έντονα στην πρωτεύουσα και σε όλη την Ελλάδα. Η επιλογή
των αναδόχων προσομοίαζε περισσότερο με ανάπτυξη διπλωματικών
σχέσεων: ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄, η βασίλισσα τής Δανίας, ο διάδοχος της
Δανίας, η πριγκίπισσα της Ουαλίας, ο αδελφός της βασίλισσας Όλγας και
άλλοι μεγαλοσχήμονες, όλοι με αντιπροσώπους αφού δεν ήταν δυνατό να
παραστούν αυτοπροσώπως, ήταν οι νονοί του διαδόχου. Η
μεγαλοπρέπεια,η χλιδή και ο ενθουσιασμός περίσσευαν. Καθώς σε μία
περίοδο κατά την οποία μαινόταν η Κρητική επανάσταση και ο
μεγαλοϊδεατισμός κυριαρχούσε, επισήμως και ανεπισήμως, το όνομα που
δόθηκε στον διάδοχο, Κωνσταντίνος, παρέπεμπε στη δυναστεία των
Παλαιολόγων. Καθόλου τυχαία, συνεπώς, η σύνδεση της γέννησης του
194
διαδόχου του θρόνου με την εξωτερική πολιτική, με το πλήθος των
Αθηναίων να ζητωκραυγάζει απαιτώντας: «Στην Πόλη»!37
Την ημέρα που έγινε η βάπτιση δόθηκε με βασιλικό διάταγμα στο
διάδοχο ο τίτλος του «Δούκα της Σπάρτης». Το γεγονός αυτό προκάλεσε
αντιδράσεις από μερίδα βουλευτών, οι οποίοι επικαλούμενοι το άρθρο 3
του συντάγματος τόνισαν ότι δεν αναγνωρίζονταν τίτλοι ευγενείας ή
διακρίσεως σε κανέναν Έλληνα πολίτη. Τελικώς, η κυβέρνηση Βούλγαρη
επέμεινε, η βουλή με ψήφους 78, έναντι 26, αποφάνθηκε ότι το
συγκεκριμένο διάταγμα «είχε καλώς» και το ζήτημα έληξε.38 Αν πάντως
αξίζουν ιδιαίτερης μνείας αυτά τα γεγονότα, είναι γιατί η διάχυτη αυτή
νοοτροπία, συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα,
θα βαρύνει στη σκέψη του τότε διαδόχου και τα αρνητικά αποτελέσματά
της θα φανούν δεκαετίες αργότερα, όταν θα αναλάβει το θρόνο. Με τη
νοοτροπία ενός βασιλιά, ο οποίος από τη «μοίρα» έφερε βαρύ φορτίο για
την εκπλήρωση των εθνικών οραμάτων, συνεχιστής μιας ένδοξης από τη
λαϊκή παράδοση δυναστείας, ο Κωνσταντίνος, εν αντιθέσει με τον πατέρα
του, θα συμπεριφερθεί ως ηγέτης πολιτικής παράταξης και όχι ως
ενοποιητικός παράγοντας του έθνους.
195
απαγωγή τριών Άγγλων περιηγητών στην Ακαρνανία (Νοέμβριος 1865) ή
η απαγωγή του βουλευτή Τριφυλίας Σωτήριου Σωτηρόπουλου
(Αύγουστος 1866).39
Στις 30 Μαρτίου του 1870 πάλι μία ομάδα ξένων περιηγητών έπεσε
θύμα απαγωγής στο Πικέρμι, ενώ επέστρεφαν από τον Μαραθώνα.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο Άγγλος λόρδος Μανκάστερ, η
σύζυγός του, δυο γραμματείς των πρεσβειών Αγγλίας και Ιταλίας καθώς
και μερικοί συνοδοί και φίλοι. Η συμμορία των ληστών είχε επικεφαλής
τον Τάκο και τον Σπύρο Αρβανιτάκη. Οι απαγωγείς απαίτησαν υπέρογκα
ποσά προκειμένου να απελευθερώσουν τους ομήρους και μετά από
διαπραγματεύσεις περιορίστηκαν στις 25.000 λίρες Αγγλίας. Ένα από τα
αιτήματά τους, επίσης, ήταν η παροχή αμνηστίας, κάτι όμως που
αντέβαινε στο σύνταγμα, το οποίο προέβλεπε αμνηστία μόνον για
πολιτικά αδικήματα. Η αγγλική πλευρά δια μέσου του υπουργού των
Εξωτερικών Κλάρεντον πίεζε την κυβέρνηση Ζαΐμη να παραχωρήσει
αμνηστία. Η ελληνική πλευρά περιορίστηκε να στείλει ως
διαπραγματευτή με τους ληστές τον απόστρατο συνταγματάρχη
Θεαγένη. Η συμμορία του Αρβανιτάκη, η οποία εν τω μεταξύ είχε
απελευθερώσει τον Άγγλο λόρδο και τις γυναίκες, προκειμένου να
διευκολύνονται στις μετακινήσεις τους στις δύσβατες περιοχές αλλά και
να επιδώσουν την επιστολή με τα αιτήματά τους, παρέμεινε αμετάπειστη
στο ζήτημα της αμνηστίας και η αποστολή Θεαγένη δεν έφερε
αποτελέσματα. Στις διαπραγματεύσεις οι ληστές αξίωσαν ακόμη και
αλλαγή του συντάγματος στο άρθρο εκείνο που αφορούσε την χορήγηση
αμνηστίας και με περισσότερο θράσος αξίωναν την ικανοποίηση των
αιτημάτων τους.40
196
Το χειρότερο πάντως για τη χώρα ήταν ότι είχε καταστεί το
πανευρωπαϊκό επίκεντρο αρνητικών σχολίων. Κι όταν στις 9 Απριλίου οι
ληστές, περικυκλωμένοι από στρατιωτική δύναμη στο χωριό Δήλεσι,
εκτέλεσαν τους ομήρους ξέσπασε σάλος. Ο ξένος τύπος επιτέθηκε με
καυστικά και πικρόχολα σχόλια εναντίον της Ελλάδος αλλά και του
λαού.41 Προς στιγμήν απειλήθηκε επέμβαση των Δυνάμεων, ακόμη και
κατάληψη τμήματος της ελληνικής επικράτειας. Η άρνηση της Ρωσίας και
ο επικείμενος Γαλλογερμανικός πόλεμος ματαίωσαν την υλοποίηση ενός
τέτοιου εγχειρήματος.
Η σφαγή στο Δήλεσι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την
άποψη ότι αποτελεί ένα δείγμα της κατάστασης που επικρατούσε στην
Ελλάδα τέσσερις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία. Έχει αναλυθεί σε
προηγούμενο κεφάλαιο το ζήτημα της ληστείας κατά τον 19ο αιώνα και
επιχειρήθηκε να εντοπιστούν οι σύνδεσμοι μεταξύ ληστών και πολιτικής.
Αν στα 1870 το πρόβλημα παρέμενε άλυτο, ήταν διότι οι αρμοί του
συστήματος παρέμεναν οι ίδιοι. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η
αντιπολίτευση χειρίστηκαν το ζήτημα με κριτήρια ψηφοθηρικά, με λόγο
καταγγελτικό,42 ενώ ήταν δεδομένη η διασύνδεση πολλών κομματαρχών
με ληστρικές συμμορίες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ποικιλοτρόπως για
απόσπαση ωφελημάτων κάθε είδους. Ο υπουργός των Στρατιωτικών
Σκαρλάτος Σούτσος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του,
επειδή η αντιπολίτευση τον κατηγόρησε ότι συνδεόταν με τους ληστές ή
τους είχε στην υπηρεσία του. Ωστόσο, για τον συγκεκριμένο υπουργό δεν
αποδείχθηκε κάτι τέτοιο και η παραίτησή του ήταν αποτέλεσμα της
ευθιξίας του.
41 Μερικά σχόλια έκαναν λόγο για «φωλιά ληστών και πειρατών», «χώρα
ημισλάβων, ημιελλήνων και ημιβαρβάρων» και το ελληνικό κράτος θεωρήθηκε
«ντροπή για τον πολιτισμό». Βλ. Ευάγγελος Κωφός, Περίοδος περισυλλογής
(1869-1875). Προσπάθειες ανορθώσεως στην τετραετία 1869-1872, στο Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ’, σ. 307. Επίσης, Romily Jenkins, ό.π., σ. 75-98.
42Βλ. Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 509. Προηγουμένως, όσα μέλη της
συμμορίας δεν είχαν φονευθεί κατά τη συμπλοκή, παραπέμφθηκαν σε δίκη.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι «οι λησταί, ασθενείς ως εκ των πληγών
των, μετηνέχθησαν εν τη αιθούση επι κραββάτων». Οι πέντε που
καταδικάστηκαν σε θάνατο καρατομήθηκαν στις 20 Ιουνίου. Των επτά που είχαν
φονευθεί «αι κεφαλαί μετηνέχθησαν εις Αθήνας και εξετέθησαν επί πίναικι,
στηθέντι εν δημοσία τινι πλατεία παρά την πόλιν, εν μέσω των αρών του
πλήθους»· Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία Γεωργίου του Α’…, ό.π., σ. 282.
197
Ταυτόχρονα, η χώρα βρέθηκε πάλι στη δίνη επικρίσεων και
πιέσεων, ενώ η ανάμειξη των ξένων στον χειρισμό της υπόθεσης
φανέρωνε τις αδύναμες δομές του κρατικόυ μηχανισμού, την απουσία
πειστικής και ισχυρής κρατικής οντότητας. Η συντεταγμένη ελληνική
πολιτεία είχε όλο εκείνο το νομικό οπλοστάσιο -σύνταγμα φιλελεύθερο,
δημοκρατικό και νομοθεσία επαρκή- η εφαρμογή όμως μέσω των
παγιωμένων σχέσεων αναιρούσε την ουσία και διατηρούσε απλώς τους
τύπους. Στην περίπτωση της συμμορίας του Αρβανιτάκη η κυβέρνηση
έμεινε αμετακίνητη στην πιστή τήρηση του συντάγματος, προσπαθώντας
να διαφυλάξει το κρατικό κύρος. Την ίδια στιγμή με σκωπτικό και
αλαζονικό ύφος ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κλάρεντον
δήλωνε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο: «Το Ελληνικόν Σύνταγμα
έχει παραβιασθή τόσο συχνά παρά της Κυβερνήσεως […] ώστε δεν θα
ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένης υπό τοιαύτης
δικαιολογίας».43 Οι διάτρητοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί λειτουργούσαν σε
ευθεία αναλογία με την αδύναμη εξωτερική πολιτική.
Οι διεθνείς πιέσεις και η καταγραυγή ανάγκασαν το κράτος να
λάβει μέτρα κατά της ληστείας. Τα μέτρα αυτά συμπεριλήφθηκαν στο
νόμο «Περί καταδιώξεως της ληστείας» της 29ης Μαΐου του 1871.44 Τα
μέτρα ήταν αυστηρότερα, οι ποινές πιο σκληρές τόσο για τα μέλη των
συμμοριών όσο και για όσους συνεργάζονταν μαζί τους. Προβλέπονταν
θανατικές καταδίκες, εκτοπίσεις σε νησιά αλλά και κυρώσεις για τους
στρατιωτικούς εκείνους που θα έδειχναν αδράνεια κατά την εκτέλεση της
αποστολής τους. Δρακόντειος ο νόμος, ωστόσο το φαινόμενο δεν
εξαλείφθηκε, απλώς περιορίστηκε. Χρειάστηκε, επίσης, υπογραφή ειδικής
συμφωνίας με την Τουρκία, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ούτως ώστε
να ελεγχθούν τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους με συνεργασία
ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων. Ο νόμος αυτός που εισηγήθηκε η
198
κυβέρνηση Κουμουνδούρου ήταν σημαντικός για τον περιορισμό του
διαχρονικού αυτού φαινομένου. Από μία σκοπιά και ο νόμος που έλυνε το
ζήτημα των εθνικών γαιών, που ψηφίστηκε την ίδια χρονιά, συνέβαλε στο
μέτρο του δυνατού στην αντιμετώπισή του.
199
Με το συγκεκριμένο νόμο διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217
κληρούχους με αγοραία αξία 90.000.000 δραχμές.46 Κάθε άκληρος αγρότης
μπορούσε να αγοράσει κατά ανώτατο όριο 80 στρέμματα, αν ήταν ξηρική
γη, και μέχρι 40 στρέμματα, αν ήταν αρδευόμενη, πληρώνοντας το
αντίτιμο σε 26 ετήσιες δόσεις με επιτόκιο 2%. Η συγκεκριμένη
μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε το 1911 και το σύνολο του αγροτικού
πληθυσμού της χώρας είχε αποκατασταθεί.47
Το γεγονός αυτό σήμανε τη διαμόρφωση μίας νέας δυναμικής για
την ελληνική οικονομία, καθώς οι νέοι ιδοκτήτες επιδόθηκαν με ζήλο σε
κερδοφόρες καλλιέργειες, με στόχο τις εξαγωγές. Η ανάπτυξη της
παραγωγής σταφίδας, βαμβακιού και καπνού αύξησε την εισροή ξένου
συναλλάγματος, ενώ πολλαπλασιάστηκαν τα κρατικά έσοδα από τους
δασμούς εξαγωγής. Απ’ την άλλη, βέβαια, ο περιορισμός της παραγωγής
δημητριακών επέτεινε το επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας, το οποίο
καλυπτόταν με εισαγωγές, θα την καθιστούσε ωστόσο -πολύ αργότερα-
έρμαιο των αρνητικών συγκυριών. Η πάγια τακτική του ελληνικού
κράτους να εμποδίσει την ανάπτυξη της μεγάλης ιδιοκτησίας γης -με
εξαίρεση ίσως την Αττική- συνέτεινε στην ενσωμάτωση του αγροτικού
πληθυσμού και το αγροτικό ζήτημα προσέλαβε άλλο περιεχόμενο εν
σχέσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η σχετική περιστολή του ληστρικού
φαινομένου, επίσης, πρέπει να σχετίζεται με την αποκατάσταση μεγάλου
αριθμού αγροτών. Έτσι μέσω των πελατειακών σχέσεων ο αγρότης –
ιδιοκτήτης μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί πολιτικά και κομματικά
και δεν είναι τυχαίο ότι δεν αναπτύχθηκε κανένα άξιο λόγου Αγροτικό
κόμμα ή άλλο το οποίο να έθετε ως πρόταγμα τα αγροτικά προβλήματα.
Η γενναία αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 δεν σήμαινε βέβαια
την επίλυση όλων των προβλημάτων του αγροτικού κόσμου. Η απουσία
Αγροτικής τράπεζας παρέμενε αίτημα και δυσχαιρενόταν η χορήγηση
πιστώσεων στους μικροϊδιοκτήτες. Η υιοθέτηση νέων καλλιεργητικών
μεθόδων καθυστερούσε, ενώ και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων
υπολειπόταν, λόγω του κάκιστου οδικού δικτύου της χώρας. Τέλος, να
υπογραμμιστεί και το γεγονός ότι, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που
μάστιζε την πλειονότητα των νέων κληρούχων, παρατηρήθηκε
200
καθυστέρηση ή και αδυναμία καταβολής των δόσεων εξαγοράς, οπότε ο
στόχος της βελτίωσης των εσόδων του κράτους έμεινε ημιτελής.
201
επιφανειακών αποθεμάτων από την ιταλογαλλική εταιρεία προκάλεσε
την αντίδραση της αντιπολίτευσης, κυρίως του Δεληγιώργη, ο οποίος
υποστήριξε ότι το δικαίωμα περιοριζόταν μόνον στην εξόρυξη και όχι
στην εκμετάλλευση των επιφανειακών μεταλλευμάτων.53 Το θέμα πήρε
ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ οι φήμες ότι στις εκβολάδες του ορυχείου
βρέθηκε χρυσός οργίαζαν. Και ενώ ο νόμος του 1867 δεν προσδιόριζε
ακριβώς τα δικαιώματα της εταιρείας, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου
ψήφισε νόμο στις 15 Μαΐου του 1871, με τον οποίο αποσαφηνιζόταν ότι οι
εκβολάδες αποτελούσαν περιουσία του ελληνικού κράτους. Η αντίδραση
της εταιρείας ήταν άμεση και οξεία. Προσέφυγε -κατά πάγια τακτική σε
ανάλογες περιπτώσεις που θίγονταν συμφέροντα ξένων- στις πρεσβείες
της Γαλλίας και της Ιταλίας. Το ζήτημα έτσι προσέλαβε διπλωματικές και
εθνικές διαστάσεις. Οι απαιτήσεις της εταιρείας, μέσω των πρεσβειών,
έφτασαν τα 15.000.000 δραχμές ως αποζημίωση. Τόσο η κυβέρνηση
Κουμουνδούρου όσο και αυτή του Βούλγαρη που ακολούθησε δεν
μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Τότε ο Γεώργιος ανέθεσε την
πρωθυπουργία στον Δεληγιώργη, σε εκείνον δηλαδή που είχε
πρωτοστατήσει στην καταγγελία κατά της εταιρείας.54
Ο πρωθυπουργός παρέπεμψε το θέμα στη δικαιοσύνη αλλά η
ιταλογαλλική πλευρά αρνήθηκε, θεωρώντας ότι κάτω από την πίεση της
53 «Το βέβαιον είναι ότι κατ’ ουσίαν η εταιρεία είχε κερδοσκοπήσει επί των
ατελειών του περί μεταλλείων νόμου του 1861 εκ της αγνοίας των εν Ελλάδι περί
των μεταλλικών ζητημάτων και ότι αφήρπασε την εκχώρησιν αποσιωπήσασα
τας σκωρίας και εκβολάδας άς είτα διεξεδίκησεν»· Επαμεινώνδας Κυριακίδης,
ό.π., τ. Β’, σ. 520.Εκβολάδες και σκωρίες ήταν τα κατάλοιπα από τις εξορύξεις
και τις επεργασίες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την αρχαιότητα και
βρίσκονταν ακόμη στην επιφάνεια, αφού στην αρχαιότητα δεν υπήρχε η
τεχνολογία για την επεξεργασία και την αξιοποίησή τους. Τα σύγρονα μέσα που
διέθετε η εταρεία επέτρεπε την εκμετάλλευσή τους, γεγονός που απέφρε
τεράστια κέρδη στους νέους ιδιοκτήτες. Βλ. Ανδρέας Κορδέλας, Η Ελλάς
εξεταζομένη γεωλογικώς και ορυκτολογικώς, Αθήναι 1878. Επίσης, του ίδιου, Ο
μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαί της Ελλάδος, Αθήναι 1902 και Αdreas
Cordellas, The mining and metallurgical industries of Laurium for the Exhibition of
Chicago US America, Αθήναι 1893. Ο συγγραφέας,μεταλλειολόγος με ειδικές
σπουδές στη Γερμανία, ήταν αυτός που συνέλαβε την ιδέα της επαναλειτουργίας
των μεταλλείων Λαυρίου,όταν επισκέφθηκε το 1860 την περιοχή.
54 Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό η ερμηνεία του Κυριακίδη: «είναι τούτο
συνήθεια του Βασιλέως Γεωργίου, αποτέλεσμα ευφυούς σκέψεως, ν’ αφοπλίζη
τοιουτοτρόπως εκάστοτε τους πολιτικούς άνδρας όταν φωνασκώσιν υπέρ το δέον
επί ζητήματος τινος σοβαρού»· ό.π., τ. Β΄, σ. 519.
202
κοινής γνώμης τα ελληνικά δικαστήρια θα μεροληπτούσαν. Αντιπρότεινε
η υπόθεση να εκδικασθεί από τρίτη χώρα, την Αυστρία εν προκειμένω.
Κάτι τέτοιο η ελληνική κυβέρνηση το αρνήθηκε, θεωρώντας ότι αποτελεί
απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αφού στην ουσία θα
εφαρμοζόταν η ήκιστα τιμητική για το κύρος της χώρας πρακτική της
ετεροδικίας. Η ένταση κορυφώθηκε και απειλήθηκε ακόμη εμπορικός και
διπλωματικός πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών.
Ο Δεληγιώργης, ο οποίος έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του,
έχοντας και τη συμπαράσταση του Γεωργίου, είδε ως κατάλληλη λύση την
εξαγορά της εταιρείας από Έλληνες επιχειρηματίες. Πράγματι, μετά από
βολιδοσκοπίσεις και παρασκηνιακές συζητήσεις, βρέθηκε ο Έλληνας
επενδυτής στο πρόσωπο τού Ανδρέα Συγγρού, ο οποίος τέθηκε
επικεφαλής ομάδας Ελλήνων επενδυτών και εξαγόρασε το 50% της
εταιρείας, καταβάλλοντας 11,5 εκατομμύρια φράγκα.55 Συνιδιοκτήτης
παρέμενε ο Σερπιέρι. Ικανότατος επιχειρηματίας ο αυτοδημιούργητος
Χιώτης μεγιστάνας δημιούργησε την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων
Λαυρίου.Το αρχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ορίστηκε στα 14.000.000
φράγκα, το οποίο αντιστοιχούσε σε 100.000 μετοχές.Άρχισε να διαχέεται
ένα κλίμα εμπιστοσύνης και οικονομικής ευφορίας στη χώρα, ενώ η
δημόσια εγγραφή για τις 50.000 μετοχές ξεπέρασε τις 600.000 αιτήσεις. Το
νέο επιχειρηματικό σχήμα μπορούσε τώρα να εκμεταλλεύεται τόσο το
υπέδαφος όσο και τις εκβολάδες. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις της Ελλάδας με
την Ιταλία και τη Γαλλία είχαν αποκατασταθεί και έτσι το ζήτημα έκλεισε
ως προς τη διεθνή του πλευρά.
Στο εσωτερικό της χώρας, όμως, τα ορυχεία Λαυρίου έμελλε να
γίνουν το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο του νεοσύστατου τότε ελληνικού
χρηματιστηρίου, το οποίο στεγαζόταν στο καφενείο «Η ωραία Ελλάς».
Συγκεκριμένα, ολοένα και περισσότερες φήμες κυκλοφορούσαν ότι είχε
βρεθεί φλέβα χρυσού, συνεπώς οι μετοχές της εταιρείας άρχισαν μία
ξέφρενη ανοδική πορεία, καθώς οι αγοραστές -κάθε κοινωνικής
κατηγορίας- έσπευσαν να επενδύσουν.56 Όταν οι διαδόσεις και οι φήμες
203
διαψεύστηκαν η τιμή της μετοχής ακολούθησε κάθετη πτώση. Οι
νεόκοποι επενδυτές, όμως, είχαν απωλέσει τα χρήματά τους, τις
αποταμιεύσεις τους, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και τα κτήματά τους,
τα οποία είχαν ήδη πωλήσει προκειμένου να αποκτήσουν ρευστότητα και
να επενδύσουν στην εταιρεία Λαυρίου. Επρόκειτο για μια βίαιη
αναδιανομή του πλούτου εις βάρος των μικρών και μεσαίων στρωμάτων.
204
Στη Ρωσία ο «μεγαλοϊδεατισμός» εκφραζόταν με δύο τάσεις: η μία,
διατυπωμένη από τον στρατιωτικό Φεντέγιεφ, υποστήριζε ότι με πόλεμο
και επαναστάσεις θα πληττόταν η Αυστρία, οπότε θα ήταν ευκολότερη
κατόπιν η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια. Εκεί μία συνομοσπονδία
σλαβικών κρατών θα ετύγχανε της προστασίας της Ρωσίας. Στο σχέδιο
συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάδα, για την οποία το δέλεαρ θα ήταν η
Ήπειρος, η Θεσσαλία και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όχι όμως η
Μακεδονία και η Θράκη. Την άλλη θέση εξέφραζε ο ικανότατος
διπλωμάτης Νικολάι Ιγνάτιεφ και θεωρούσε ως πρώτιστο στόχο την
Κωνσταντινούπολη και τον έλεγχο των Δαρδανελίων.58 Χωρίς να είναι η
επίσημα εκπεφρασμένη θέση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, η
Πετρούπολη υπέθαλπε το σλαβικό εθνικισμό, επιφυλάσσοντας για την
ίδια το ρόλο του προστάτη.
Μία τέτοια προοπτική, βέβαια, έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τα ζωτικά
εθνικά συμφέροντα των μη σλαβικών πληθυσμών της Βαλκανικής. Για
την Ελλάδα, συγκεκριμένα, ισοδυναμούσε με την απώλεια της
Μακεδονίας και της Θράκης, περιοχές που απειλούνταν από τον
βουλγαρικό εθνικισμό. Τον τελευταίο άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα
να υποθάλπει η Ρωσία. Λέγεται ότι μία τέτοια πολιτική άρχισε να
καλλιεργείται από την εποχή του νικηφόρου πολέμου της Ρωσίας
εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1828-1829. Όταν τα ρωσικά
στρατεύματα προέλασαν στη Βαλκανική υπό στον στρατηγό Δείβιτς, πριν
υπογραφεί η συνθήκη της Αδριανούπολης, «ανακάλυψαν» πλήθος από
χωρογραφικές και εθνολογικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες
κατοικούσε στα νότια του Αίμου σλαβικός πληθυσμός, ο οποίος
χρησιμοποιούσε μία γλωσσική διάλεκτο συναφή με τη ρωσική.59 Η
εθνολογική ιδιοσυστασία των Βουλγάρων είχε τονισθεί ήδη από τον
Αγιορείτη Βούλγαρο μοναχό Παΐσιο το 1762, ο οποίος συνέγραψε τη
«Σλαβοβουλγαρική Ιστορία περί των Βουλγαρικών λαών, βασιλέων και
αγίων». Ο Παΐσιος με το έργο αυτό καλούσε τους Βουλγάρους να
αφυπνισθούν και να ξεκινήσουν διμέτωπο αγώνα: εναντίον του
Οθωμανού κατακτητή και εναντίον της ελληνικής παιδείας, η οποία
έχοντας θέση υπεροχής ανάμεσα σε όλους τους βαλκανικούς λαούς
κυριαρχούσε πολιτισμικά. Όταν το έργο αυτό τυπώθηκε για πρώτη φορά
205
το 1844 αποτέλεσε το πρόπλασμα και τη βάση για την εθνική αφύπνιση
των Βουλγάρων. Τον επόμενο χρόνο περιόδευσε ο Ρώσος σλαβολόγος
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς Γκριγκορόβιτς στη Μακεδονία, ενώ κινήσεις
πνευματικής αφύπνισης πραγματοποίησαν και οι αδελφοί Μιλαντίνοφ,
δραστηριοποιούμενοι στον εκπαιδευτικό και λαογραφικό χώρο.60
Η στοχοθέτηση εκ μέρους των Βουλγάρων της παιδείας ως κύριου
μοχλού για την εθνική αφύπνιση ήταν καίριας σημασίας. Και τούτο
γίνεται ευεξήγητο, δεδομένης της αναμφήριστης κυριαρχίας της
ελληνικής παιδείας στο χώρο της Βαλκανικής. Η εκπαιδευτική
αναγέννηση του ελληνισμού, πριν και μετά την επανάσταση του 1821, ως
απότοκος του Διαφωτισμού, δημιουργούσε όρους πνευματικής ηγεμονίας
στο χώρο και, συνεπώς, εθνικής υπεροχής. Τα σχολεία που συντηρούσαν
ιδίαις δαπάναις οι εύποροι Έλληνες των παροικιών αποτελούσαν
πνευματικές κυψέλες για τον ελληνικό πληθυσμό που εγκαταβιούσε στο
χώρο της σημερινής Βουλγαρίας, στα αστικά κέντρα ή στις οικονομικά
ακμάζουσες παράλιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Αυτή η πνευματική
υπεροχή είχε ως αποτέλεσμα να στέλνουν πολλές βουλγαρικές
οικογένειες τα παιδιά τους στα συγκεκριμένα σχολεία προκειμένου να
μορφωθούν.61 Η ανάγκη για ίδρυση, συνεπώς, βουλγαρικών σχολείων
ήταν αναγκαία, προκειμένου να αποτιναχθεί σταδιακά το αίσθημα της
κατωτερότητας αλλά και να σφυρηλατηθεί η εθνική βουλγαρική
206
συνείδηση. Και στην περίπτωση των Βουλγάρων σημαντικό ρόλο έπαιξε η
σταδιακή ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία –όπως και η ελληνική-
εδραστηριοποιείτο στη νότια Ρωσία και άλλα εμπορικά κέντρα της εγγύς
Ανατολής. Πρόθυμοι υποστηρικτές αυτών των σχεδίων υπήρξαν πάλι οι
Ρώσοι, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να παράσχουν κάθε μέσο για την
πνευματική κατάρτιση των Βουλγάρων. Προς την ίδια κατεύθυνση
εργάζονταν και πολλοί Σέρβοι από τη δεκαετία του 1860, σχεδιάζοντας
μία νοτιοσλαβική ομοσπονδία, η οποία θα περιελάμβανε και τους
Βουλγάρους.62
Βασικός συντελεστής για την ανάπτυξη της παιδείας και την
καλλιέργεια της γλώσσας υπήρξε αναμφισβήτητα εκείνη την εποχή η
Εκκλησία. Οι ιθύνοντες του βουλγαρικού εθνικισμού άρχισαν να βάλουν
εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου με βασική αιτίαση ότι Έλληνες
επίσκοποι μονοπωλούσαν τους μητροπολιτικούς θρόνους στις περιοχές
που κατοικούσαν βουλγαρικοί πληθυσμοί. Ταυτόχρονα, κατηγορούσαν
τους συγκεκριμένους επισκόπους για οικονομική αφαίμαξη του
αγροτικού πληθυσμού. Πάντως, ακόμη και αν δεχθεί κανείς τις
βουλγαρικές αιτιάσεις, θα πρέπει να μην αγνοήσει ότι τέτοια φαινόμενα
δεν παρουσιάζονταν μόνον στο συγκεκριμένο χώρο και οφείλει να τα
ερμηνεύσει ως ένα σύνηθες σύμπτωμα ενός διεφθαρμένου διοικητικού
μηχανισμού της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.63 Πάντως, η
ίδρυση ανεξάρτητης Εκκλησίας κατέστη για τους Βουλγάρους όρος εκ των
ων ουκ άνευ.
Βέβαια, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε ρήξη με τον
Οικουμενικό θρόνο. Έτσι κι έγινε. Προηγουμένως οι Βούλγαροι έθεσαν
κάποια αιτήματα, χωρίς να προβάλουν το ζήτημα δημιουργίας
ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας. Προκειμένου, λοιπόν, να
εκτελεστούν οι διατάξεις που όριζε το Χάτι Χουμαγιούν συγκλήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη από το 1857 έως το 1860 εθνοσυνέλευση
εκκλησιαστικών και λαϊκών εκπροσώπων ώστε να συνταχθούν οι
κανονισμοί που θα διείπαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι τέσσερις
Βούλγαροι εκπρόσωποι έθεσαν ζήτημα επανιδρύσεως του πατριαρχείου
Τυρνόβου και της αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Επίσης, απαίτησαν να
συσταθεί βουλγαρική ιεραρχία, να συμμετέχουν Βούλγαροι στα όργανα
207
διοίκησης του Πατριαρχείου και να έχουν μερίδιο από τους οικονομικούς
πόρους. Σημειώνεται ότι στη δεδομένη αυτή στιγμή υπήρχαν 14 αρχιερείς
του κλίματος του πατριαρχείου που ήταν βουλγαρικής καταγωγής. Η
συνέλευση απέρριψε τα αιτήματα με το αιτιολογικό ότι εισάγουν στην
Εκκλησία τον φυλετισμό.64 Οι Βούλγαροι εκπρόσωποι αποχώρησαν, ενώ
ορισμένοι επίσκοποί τους έπαψαν να μνημονεύουν, δηλαδή να
αναγνωρίζουν, τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Στο θρόνο τότε της
Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Σωφρόνιος, ο οποίος παραιτήθηκε το 1867
για να ανέλθει ο Γρηγόριος ο Στ’, ο οποίος δεν έπαψε να καταβάλει
προσπάθειες για να γεφυρωθεί το χάσμα. Πλην, όμως, οι Βούλγαροι
έχοντας τη σταθερή υποστήριξη της Ρωσίας και τη φαινομενικά ουδέτερη
στάση της Πύλης επέμειναν. Παρά τις επιμέρους υποχωρήσεις της
Συνόδου του Πατριαρχείου η βουλγαρική πλευρά έμεινε αδιάλλακτη και
τολμηρότερη στα διαβήματά της από τη στιγμή που διορίστηκε
πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη ο Ιγνάτιεφ.
Ο Ρώσος διπλωμάτης γνώριζε καλά ότι τυχόν ίδρυση ανεξάρτητης
Βουλγαρικής Εκκλησίας θα ενίσχυε τους δεσμούς της χώρας του με τη
Βουλγαρία και για το σκοπό αυτό εργάσθηκε μεθοδικά και ακατάπαυστα.
Παράλληλα, θεωρούσε ότι μία ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία θα
αναχαίτιζε την προσηλυτιστική δράση των απεσταλμένων του Πάπα, η
οποία εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να προσλαμβάνει μεγάλη έκταση.65
Για την άρση του αδιεξόδου ο Γρηγόριος ΣΤ’ πρότεινε την ίδρυση
αυτόνομης Εκκλησίας των Βουλγάρων, η οποία διοικούμενη από
Βουλγάρους επισκόπους θα ανήκε ως «θέμα» στο Οικουμενικό
64 στο ίδιο, σ. 302. Βλ. ακόμη, Δημήτριος Γόνης, Ιστορία των Ορθοδόξων
Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας, Συμμετρία, 1996, σ. 129 κ. εξ.
65 Το σχέδιο προσηλυτισμού των Βουλγάρων στον καθολικισμό φέρεται να
συνέλαβε ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Βουρέ, ο οποίος
συνεννοήθηκε με την κυβέρνησή του και τον Πάπα, εκμεταλλευόμενος την
αναταραχή στην περιοχή και την πρόθυμη στάση ορισμένων Βουλγάρων. Βλ.
Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ. 66. Ας σημειωθεί ότι μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο
είχε σταλεί ιεραποστολή παπικών στο Μοναστήρι και σε άλλες περιοχές της
Μακεδονίας, όπου η Ουνία είχε αρχίσει να βρίσκει οπαδούς μεταξύ του
βουλγαρικού πληθυσμού· βλ. Βασίλης Γούναρης, ό.π., σ. 323. Εκτός των
καθολικών σημειωνόταν και δράση προτεσταντών ιεραποστόλων στην περιοχή.
Βλ. ενδεικτικά, Λυδία Παπαδάκη, Η γερμανική προτεσταντική προπαγάνδα στην
καθ΄ ημάς Ανατολή: Μία «μυστική εγκύκλιος» της Ιεραποστολικής Εταιρείας του
Ρήνου και οι κοινοτικές έριδες στις Σέρρες (1870-1874), στο περ. Ίστωρ, τχ. 10,
Δεκέμβριος 1987, σ. 35-89.
208
Πατριαρχείο. Και ενώ το σχέδιο φαινόταν να ικανοποιεί τόσο τον
Ιγνάτιεφ, όσο και μέρος της βουλγαρικής πλευράς, οι αδιάλλακτοι
Βούλγαροι -με την ενθάρρυνση της Τουρκίας- το απέρριψαν. Το ζήτημα
των ορίων για τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής Εκκλησίας αποτελούσε το
σημαντικότερο ζήτημα, γεγονός που φανερώνει ότι το θέμα ήταν κυρίως
εθνικό και πολιτικό. Ήταν δεδομένο ότι η δύναμη τής Εκκλησίας ως
ενοποιητικού συντελεστή μιάς εθνότητας,66 μπορούσε να λειτουργήσει
κατά τρόπο διαιρετικό μεταξύ των Ορθοδόξων υπηκόων του σουλτάνου,
εξυπηρετώντας τα εθνικιστικά σχέδια των Βουλγάρων, τα διπλωματικά
τής Ρωσίας και τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά της Τουρκίας.Έτσι η Πύλη, η
οποία ενδιαφερόταν προφανώς για να κρατήσει διαιρεμένους τους
ορθόδοξους πληθυσμούς, έσπευσε να εκδώσει στις 27 Φεβρουαρίου του
1870 φιρμάνι, με το οποίο ιδρυόταν αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία.
Συγκεκριμένα, ανακηρυσσόταν η ίδρυση στους κόλπους του
Οικουμενικού Πατριαρχείου μία αυτοδιοικούμενη Εκκλησία Ορθοδόξων, η
Βουλγαρική Εξαρχία, με δικαιοδοσία στις περιοχές όπου περίπου
εκτείνεται η σημερινή Βουλγαρία. Επίσης, ο επικεφαλής της Εξαρχίας
μητροπολίτης θα μπορούσε να επικοινωνεί και να συνδιαλλέγεται
απευθείας με τον σουλτάνο, χωρίς τη διαμεσολάβηση του Οικουμενικού
Πατριάρχη. Ο τελευταίος δεν θα αναμειγνυόταν στα εσωτερικά ζητήματα
της Εξαρχίας, η οποία, μάλιστα, αποκτούσε ναό στην Κωνσταντινούπολη.
Η πιο σημαντική και επίμαχη διάταξη, όμως, ήταν αυτή που όριζε ότι
εφόσον τα ⅔ των ορθοδόξων κατοίκων μιας περιοχής αποφάσιζαν να
ενταχθούν στη νέα Εκκλησία, αυτό καθίστατο δυνατό με απόφαση της
Πύλης.67 Ήταν η διάταξη που επιδίωκε η βουλγαρική πλευρά, αυτή που
αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για να προσλάβει το Μακεδονικό ανεξέλεγκτες
διαστάσεις κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Είναι αυτονόητο ότι η συγκεκριμένη απόφαση του σουλτάνου
συνιστούσε βαρύτατο πλήγμα για το κύρος του Οικουμενικού θρόνου. Ο
Γρηγόριος ΣΤ’ υπέβαλε την παραίτησή του τον Ιανουάριο του 1871. Τον
διαδέχθηκε ο 82χρονος Άνθιμος ΣΤ’, ο οποίος συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο
66Βλ. σχετικά, Έλλη Σκοπετέα, Η Δύση της Ανατολής. Εικόνες από το τέλος της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γνώση, 1992, σ. 21-22..
67 Βλ. Μανουήλ Γεδεών, Έγγραφα πατριαρχικά και συνοδικά περί του
βουλγαρικού ζητήματος (1852-1873), Κωνσταντινούπολη 1908. Για τις συνθήκες
ίδρυσης της Εξαρχίας, βλ. Μιχαήλ Λάσκαρις, Το Ανατολικό Ζήτημα 1800-1923, τ.
Α’, 1800-1878, Θεσσαλονίκη 1978.
209
Πατριαρχών και μητροπολιτών. Η συγκεκριμένη σύνοδος καθαίρεσε και
αφόρισε τους Εξαρχικούς, οι οποίοι, όμως, δεν πτοήθηκαν και εξέλεξαν
ως επικεφαλής της Εκκλησίας τους τον μητροπολίτη Λοφτσού Ιλαρίωνα.
Το σχίσμα ήταν πλέον οριστικό γεγονός.
Για την ελληνική πλευρά η Εξαρχία συνιστούσε μεγάλο κίνδυνο,
καθώς το εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα γινόταν αυτομάτως εθνικό, αφού
με όχημα τη νέα Εκκλησία οι Βούλγαροι απέκοπταν την πνευματική τους
σχέση με τον Έλληνα Οικουμενικό Πατριάρχη και θα ενέτειναν στα
αμέσως επόμενα χρόνια την προπαγάνδα τους ανάμεσα στους
ορθόδοξους πληθυσμούς της Μακεδονίας και της Θράκης.68 Η ελλαδική
πολιτική ηγεσία αντέδρασε στα ορατά σχέδια της Βουλγαρίας με τον τότε
πρωθυπουργό Επαμεινώνδα Δεληγιώργη να τηρεί την πιο αδιάλλακτη
αντιβουλγαρική και αντιρωσική στάση. Η αντισλαβική τοποθέτηση τού
Δεληγιώργη τον οδήγησε στην ιδέα της συμμαχίας Ελλάδας –
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον του από βορρά κινδύνου69.
Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει, θέλοντας να ερμηνεύσει τη στάση
του, ένας πολιτικός φίλος και συνεργάτης του, ο Πέτρος Ζάνος, σε
επιστολή του λίγο μετά το θάνατο του Δεληγιώργη: « […] Ιδιοτρόπως
εσκέπτετο αληθώς ο αείμνηστος ανήρ ως προς τας σχέσεις ημών μετά της
Τουρκίας, διότι ενώπιον αυτού είχε πάντοτε του Πανσλαυισμού το φάσμα.
Τόσον δε φοβερόν παρίστατο εις τους οφθαλμούς του το φάσμα τούτο,
ώστε το έβλεπε παντού ειδεχθές και αρπακτικόν, και εις αυτάς ακόμη τας
αποκρύφους συνεννοήσεις μας μετά των άλλων λαών της Ανατολής. […]
Ο περί τούτου φανατισμός του τον ημπόδιζε πολλάκις να διαγνώση την
αλήθειαν ως προς την πολιτικήν ημών εν τη Ανατολή,και ο κατά τα άλλα
210
διορατικός αυτού νους εχάνετο εις το χάος και απεσκοτίζετο ένεκα της
υπερβαλλούσης ρωσοφοβίας του».70
Διαφοροποιημένη ήταν η στάση του Κουμουνδούρου.Όμως η
πολιτική του Δεληγιώργη στο ζήτημα φαινόταν να είναι πιο κοντά στην
πλειονότητα της κοινής γνώμης. Ο αντισλαβισμός, βέβαια, δεν ήταν μία
απλή ανακλαστική κίνηση του ελληνισμού που εκδηλώθηκε το 1870.
Προϋπήρχε.71 Έκανε την εμφάνισή του μετά το δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα και σταδιακά κέρδιζε έδαφος. Μέχρι τότε η ομόδοξη Δύναμη, το
ομόδοξο «ξανθό» γένος, φάνταζε σαν ο φυσικός προστάτης του
υπόδουλου γένους των Ελλήνων, έτρεφε τις προσδοκίες για
απελευθέρωση προεπαναστατικά αλλά και για την υλοποίηση του
οράματος της Μεγάλης Ιδέας μετεπαναστατικά. Αυτή η αχλύ των
προσδοκιών είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό ιδεολογικό υπόστρωμα στις
συνειδήσεις των Ελλήνων, το οποίο τώρα υφίστατο ρωγμές. Ο ελληνισμός
θα έπρεπε να επανατοποθετηθεί ως προς τους βασικούς άξονες της
εξωτερικής πολιτικής και από την άποψη αυτή το 1870 σηματοδοτεί
πολλαπλές σημασίες.
211
συστήματος να παρουσιάσει συγκεκριμένο πρόγραμμα, στηριγμένο σε
αρχές και όχι σε ψηφοθηρική ευκαιριακή λογική. Στις εκλογές που
διενεργήθηκαν το 1874 η κυβέρνηση Βούλγαρη χρησιμοποίησε κάθε μέσο,
θεμιτό και (κυρίως) αθέμιτο προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγκαία
πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.72 Παρά την εκτεταμένη νοθεία και την
άσκηση βίας δεν μπόρεσε ο -παλαίμαχος πλέον- πολιτικός να
εξασφαλίσει τον αναγκαίο αριθμό εδρών.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1874 η βουλή συζητούσε τον
προϋπολογισμό του 1875, όταν παρουσιάστηκε ένα ζήτημα ως προς την
ερμηνεία του άρθρου 56 του συντάγματος. Το ερώτημα ήταν πότε η
συνεδρίαση της βουλής διαθέτει την αναγκαία απαρτία βουλευτών
προκειμένου να λαμβάνει αποφάσεις. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο
άρθρο απαιτείτο η παρουσία στη συνεδρίαση του σώματος των μισών
βουλευτών και ενός. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία η βουλή
διέθετε 190 αντιπροσώπους, συνεπώς ο αναγκαίος αριθμός που
εξασφάλιζε την απαρτία ήταν (95+1) 96 βουλευτές. Ωστόσο, η κυβέρνηση
Βούλγαρη αυθαιρετώντας ερμήνευσε τη συγκεκριμένη διάταξη
διαφορετικά με τον ισχυρισμό ότι θα έπρεπε να υπολογίζονται οι
υπάρχοντες βουλευτές και όχι όσοι είχαν αποβιώσει, παραιτηθεί ή
ταξίδευαν έξω από την πρωτεύουσα. Με βάση, λοιπόν, αυτήν την
ερμηνεία ο προϋπολογισμός του 1875 ψηφίστηκε από 85 βουλευτές, κάτι
που η αντιπολίτευση κατήγγειλε ως αντισυνταγματικό. Μέσα σε
εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα η αντιπολίτευση αποχώρησε από τη
βουλή και την επομένη κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της συνόδου. Η
κοινή γνώμη με έντονες διαμαρτυρίες προς τους κυβερνητικούς βουλευτές
αποδοκίμασε την αντισυνταγματική πρακτική του Βούλγαρη.73
72Βλ. Γιώργος Καρανικόλας, ό.π., σ. 202 κ. επ.· Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 515·
Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία του Γεωργίου Α’…, ό.π., σ. 338. : «[…] αι εκλογαί
αυταί [ενν. της 23ης Ιουνίου 1874] εγένοντο κατά το σύστημα του Βούλγαρη
εξασκουμένης της βίας και της πιέσεως. [...] Ο Βούλγαρης του 1874 δεν ήτο
καλλίτερος, υπό την έποψιν ταύτην, του Βούλγαρη του 1868, αμφότεραι δε αυταί
αι εκλογαί αυτού δύνανται ν’ απομείνωσι παροιμιώδεις επί εκθέσμω
κυβερνητική ενεργεία κατά τας εκλογάς».
73«Η κοινή γνώμη είχεν εξεγερθή κατά του υπουργείου· οι υπουργικοί βουλευταί
εγένοντο δεκτοί δια σφυριγμών άμα ενεφανίζοντο εις δημόσια μέρη· σιωπηρά
αποδοκιμασία εδηλούτο προς τον Βασιλέα παρά του λαού· αι εφημερίδες
επληρούντο άρθρων δι’ ων κατηγγέλετο εις τον λαόν ότι υφίστατο μεταξύ των
μελών του υπουργείου και προσώπων τινών της αυλής συνωμοσία κατά του
212
Το αντισυνταγματικό πραξικόπημα του Βούλγαρη κορυφώθηκε
στην έκτακτο σύνοδο της βουλής στις 19 Μαρτίου, όταν βουλευτές
προσκείμενοι στην κυβέρνηση ορκίσθηκαν, μολονότι η εκλογή τους δεν
είχε επικυρωθεί από το εκλογοδικείο. Προκλήθηκε νέος πολιτικός σάλος,
ενώ θέση για το ζήτημα έλαβε η Νομική σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών, η οποία με απόφασή της καταδίκασε τις έκνομες ενέργειες της
κυβέρνησης Βούλγαρη. Στις 21 Μαρτίου οι τρεις εφημερίδες που
εκδίδονταν στην Αθήνα –η Εφημερίς, η Στοά και ο Νεολόγος- δημοσίευσαν
πίνακα με τα ονόματα των 82 βουλευτών, οι οποίοι παρέμειναν στην
αίθουσα συνεδριάσεων και παρακολούθησαν την ορκωμοσία των 10 νέων
συναδέλφων τους. Κι αυτό σε αναβίωση της πολιτικής πρακτικής που
ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα, όταν γράφονταν σε στήλη τα ονόματα των
προδοτών της πατρίδας.74
Το κλίμα επιβαρύνθηκε περαιτέρω, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο των
σιμωνιακών. Συγκεκριμένα δύο υπουργοί, ο Βασίλειος Νικολόπουλος,
της Δικαιοσύνης και ο Ιωάννης Βαλασόπουλος, της Παιδείας
κατηγορήθηκαν ότι είχαν δωροδοκηθεί προκειμένου να προωθήσουν στις
επισκοπικές έδρες Αργολίδος, Πατρών, Μεσσηνίας, Ηλείας και
Κεφαλληνίας κληρικούς που δεν πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις
για τον αρχιερατικό βαθμό. Ας σημειωθεί ότι ο Νικολόπουλος ήταν
γαμπρός του Βούλγαρη, γεγονός που προσέδωσε στο σκάνδαλο ευρύτερες
213
διαστάσεις.75 Οι συγκεντρώσεις και οι διαμαρτυρίες των κατοίκων της
πρωτεύουσας εναντίον της κυβέρνησης εντείνονταν. Ο Βούλγαρης
εισηγήθηκε στον βασιλιά πραξικόπημα, αλλά ο Γεώργιος διέβλεψε ότι η
παράταση της πολιτικής κρίσης οδηγούσε σε μόνιμο αδιέξοδο και
προτίμησε τη φυγή προς τα εμπρός. Μόλις παραιτήθηκε ο Βούλγαρης (24
Απριλίου) ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Χαρίλαο Τρικούπη.
Το γεγονός χαιρετίσθηκε από την κοινή γνώμη και η κρίση εκτονώθηκε.76
214
συνεχή εναλλαγή των πρωθυπουργών και των υπουργών -σε τέτοιο
βαθμό που τα χρονικά όρια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ήταν
δυσδιάκριτα- σημαντικό ρόλο έπαιζε, εκτός από το κοινοβούλιο, και ο
βασιλιάς. Ο Γεώργιος παρενέβαινε συνεχώς στην κομματική κονίστρα
είτε επειδή έτσι αντιλαμβανόταν το θεσμικό του ρόλο είτε -και κυρίως-
επειδή οι πολιτικοί αδυνατούσαν να ασκήσουν έναν σαφώς
προσδιορισμένο ρόλο, αναλώνοντας κάθε πολιτική ικμάδα σε
παιχνίδι παρασκηνίων και στην ανατροπή των συσχετισμών.
Βέβαια, για να ερμηνευθούν αυτά τα συμπτώματα της κομματικής
συμπεριφοράς θα πρέπει να μην αγνοηθεί η αντινομία
που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία το 19 ο
αιώνα: επιβολή
προτύπων αστικών, κοινοβουλευτικών, θέσμιση αστικού κράτους, σε μια
κοινωνία με παγιωμένες τις προαστικές, παραδοσιακές, πρακτικές.
Πάντως το 1875 θα σηματοδοτήσει ριζικές αλλαγές στο πολιτικό και
κοινοβουλευτικό σύστημα, καθώς εγκαινιάζεται η γνήσια εκδοχή του
κοινοβουλευτισμού με την καθιέρωση της Αρχής της δεδηλωμένης.
215
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΜΕΡΟΣ Δ΄
219
Στο άρθρο αυτό, λοιπόν, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα και
υποδεικνέι τρόπους διεξόδου από την κρίση. Οπαδός του αγγλικού
κοινοβουλευτικού συστήματος, πίστευε ότι η πολιτική κακοδαιμονία της
χώρας οφειλόταν στον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και,
συνεπώς, ως «θεμέλιον του πολιτεύματος» θα έπρεπε να ήταν η ύπαρξη
δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας. Για τον αρθρογράφο ο
πολυκομματισμός δεν ήταν δείγμα υγιούς πολτικής ζωής, απλώς
αποτέλεσμα της αυθαιρεσίας του θρόνου να αναθέτει την εντολή
σχηματισμού κυβέρνησης σε κόμματα μειοψηφίας. Υποστήριζε τη
συγκρότηση κομμάτων αρχών, τα οποία θα εναλλάσονται στην εξουσία,
περιστέλλοντας την πελατειακή αρχή. Αναρωτιέται ποιος φταίει για την
πολιτκή φαυλότητα που επικρατούσε και απαντά: «το έθνος δεν πταίει».
Υπεύθυνη ήταν η τακτική να «καλούνται εις την εξουσίαν αποκρουόμεναι
παρά της πλειοψηφίας του έθνους». Οπότε, «τι δύναται ο λαός» να πράξει;
«Ουδέν άλλο ή να επαναστατήση». Βέβαια, η επανάσταση δεν
αποτελούσε παρά «έσχατον καταφύγιον και πριν ή προσέλθη εις αυτήν
ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα». Πάντως, «ενόσω η
βασιλεία προσφέρει την εξουσίαν, την διάλυσιν και τας επεμβάσεις ως
βραβείον εις τας εν τη Βουλή μεινοψηφίας, θα πολλαπλασιάζωνται επ’
άπειρον οι μνηστήρες της αρχής».2 Συνεπώς, βασική προϋπόθεση για την
εξομάλυνση του πολιτικού βίου ήταν να ανατίθεται ο σχηματισμός
κυβερνήσεως σε εκείνο το κόμμα ή τον βουλευτή που είχε τη δεδηλωμένη
πλειοψηφία της βουλής.
Οι υπαινιγμοί του Τρικούπη για τις ευθύνες του θρόνου ήταν
σαφείς. Αφουγκραζόμενος τη γενική λαϊκή δυσαρέσκεια, διατύπωνε με
θάρρος τη γνώμη του, προκαλώντας πολιτικό σάλο και ανησυχία. Τόσο ο
πρωθυπουργός Βούλγαρης όσο και ο Γεώργιος αντέδρασαν ακαριαία:
κατασχέθηκαν τα φύλλα της εφημερίδας και επειδή το άρθρο ήταν
ανυπόγραφο ασκήθηκε ποινική δίωξη στον Κανελλίδη. Τότε ο Τρικούπης
με επιστολή του στον εισαγγελέα ανέλαβε την ευθύνη του άρθρου και
στις 6 Ιουλίου του 1874 φυλακίστηκε. Παραπέμφθηκε στο κακουργιοδικείο
με τις εξής κατηγορίες: α. ότι επέρριπτε ευθύνες στο βασιλιά για τις
κυβερνητικές ενέργειες· β. ότι διήγερε το μίσος εναντίον του προσώπου
του βασιλιά· γ. ότι επεδίωξε ανατροπή του καθεστώτος με βίαια μέσα.
220
Τελικά, παρέμεινε στη φυλακή μόλις τέσσερις ημέρες, αποφυλακίστηκε
με εγγύηση και στις 23 Ιουλίου το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών τον
απάλλαξε οριστικά με βούλευμα.3
Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του η ίδια εφημερίδα φιλοξένησε κι
άλλο άρθρο του Τρικούπη με τίτλο «Παρελθόν και ενεστώς». Κάνοντας
αναδρομή στο παρελθόν, τόνιζε ότι οι προσωπικές αρετές του Όθωνος δεν
τον απέτρεψαν από μία αυταρχική συμπεριφορά και, συνεπώς, η
επανάσταση του 1862 ήταν αναπόφευκτη. Έτσι εμμέσως υποδείκνυε στο
Γεώργιο να μείνει πιστός στις συνταγματικές αρχές. Παράλληλα,
καυτηρίαζε την τακτική των κομμάτων. Η «καλπονόθευσις», η
κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, η έκλυση των πολιτικών ηθών, η
αθέμιτη συναλλαγή και η «εν τω στρατώ χαλάρωσις της πειθαρχίας»
αποτέλεσαν τους κύριους στόχους της οξείας κριτικής του.4
Ο Γεώργιος ανήσυχος για τις εξελίξεις, υποχρέωσε τον Βούλγαρη
σε παραίτηση και απευθύνθηκε στον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη
Γ. Κουντουριώτη. Ο τελευταίος αδυνατώντας να αναλάβει τις ευθύνες
μέσα σε μια έκρυθμη πολιτική κατάσταση αποποιήθηκε την πρόταση και
υπέδειξε τον Χ. Τρικούπη. Ο Γεώργιος αποδεικνύοντας αξιοθαύμαστη
προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις των καιρών κάλεσε, πράγματι, τον
μέχρι πρό τινος επικριτή του και του έδωσε εντολή να σχηματίσει
κυβέρνηση. Η αποδοχή εκ μέρους του τού όρου να σχηματίσει υπηρεσιακή
κυβέρνηση για τη διενέργεια εκλογών και, κυρίως, της Αρχής της
δεδηλωμένης με το Βασιλικό λόγο στη Βουλή στις 11 Αυγούστου 1875
σήμανε την απαρχή μιας νέας περιόδου στην πολιτική ζωή της χώρας.
Από την άποψη αυτή το 1875 αποτελεί τομή για τη νεοελληνική ιστορία.
Συνιστά τομή, γιατί πρώτα – πρώτα ένας πολιτικός άρθρωσε πολιτικό
λόγο, συνταγματικά τεκμηριωμένο, εκφράζοντας τη διάχυτη λαϊκή
δυσαρέσκεια, η οποία έτεινε να απαξιώσει συλλήβδην το πολιτικό
σύστημα.5 Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος αποδεικνύεται και από
το γεγονός ότι στην κριτική που του ασκήθηκε οι λειτουργοί του δεν
221
απάντησαν πολιτικά, δεν αντιπαρέβαλαν πολιτικά επιχειρήματα,6 αλλά
προτίμησαν την οδό της καταστολής. Αλλά αυτό ακριβώς συνετέλεσε
ώστε η απήχηση της αρθρογραφίας να προσλάβει ακόμη μεγαλύτερες
διαστάσεις. Επιπλέον, με την Αρχή της δεδηλωμένης ολοκληρώθηκε η
μετάβαση από τη μοναρχική αρχή στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι
διευκρινίστηκε οριστικά το περιεχόμενο και η ουσία του δημοκρατικού
πολιτεύματος και ετίθετο φραγμός στην κατασκευή πλασματικών
πλειοψηφιών.
222
καταγγελίες για εξαγορά ψήφου σε πολλές περιφέρειες.8 Αλλά τέτοιου
είδους συμπεριφορές ήταν σύμφυτες με τη ριζωμένη πολιτική συνείδηση
πολλών δεκαετιών και θα παρουσιάζονταν και τα επόμενα χρόνια. Στις
εκλογές αυτές νικητής εξήλθε ο Κουμουνδούρος, ενώ ο Τρικούπης
αναδείχθηκε με μεγάλη πλειοψηφία βουλευτής Μεσολογγίου. Η βουλή
συνήλθε για πρώτη φορά στις 11 Αυγούστου και οι εργασίες ξεκίνησαν με
τον Βασιλικό λόγο, τον οποίο είχε γράψει ο Τρικούπης και αποτελούσε τη
δημόσια δέσμευση του Γεωργίου για την τήρηση όχι μόνο του γράμματος
αλλά και του πνεύματος του συντάγματος.9 Συνεπής στις διακηρύξεις του
ο Τρικούπης υπέβαλε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1875 την παραίτησή του.
Χαρακτηριστικό της νέας κυβέρνησης υπό τον Κουμουνδούρο ήταν
η πρόθεσή της να εκκαθαρίσει από την πολιτική ζωή της χώρας από ό,τι
την είχε επιβαρύνει με εξωθεσμικές συμπεριφορές στο πρόσφατο
παρελθόν. Έτσι ερμηνεύεται η παραπομπή στο ειδικό δικαστήριο τόσο
των δύο υπουργών για τα Σιμωνιακά, όσο και των μελών της κυβέρνησης
Βούλγαρη που διεξήγε τις εκλογές βίας και νοθείας του 1874. Κατά τα
άλλα, η συγκεκριμένη κυβέρνηση καταπιάστηκε με την ανασυγκρότηση
των ενόπλων δυνάμεων, προσπάθησε να εξορθολογικοποιήσει το
φορολογικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση. Οι προσπάθειες που
κατέβαλε η συγκεκριμένη κυβέρνηση Κουμουνδούρου υπήρξαν φιλότιμες,
ωστόσο δεν παρουσίασε έργο εφάμιλλο της αγροτικής μεταρρύθμισης του
1871. Εξάλλου, το Νοέμβριο του 1876 παραιτήθηκε, όταν η πλειοψηφία της
βουλής, με διαφορά μίας ψήφου, καταψήφισε την πρότασή της για
σύναψη δανείου προκειμένου να αναδιοργανωθεί το στράτευμα. Η
επόμενη κυβέρνηση, αυτή του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, έπεσε μέσα σε
πέντε ημέρες, όταν καταψηφίστηκε από τη βουλή. Ο χορός των
βραχύβιων κυβερνήσεων συνεχίστηκε μέχρι το Μάιο του 1877 με τον
Κουμουνδούρο και τον Δεληγιώργη να εναλλάσσονται στην
πρωθυπουργία.
Τότε σχηματίστηκε, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία
οικουμενική κυβέρνηση με σκοπό να εξευρεθεί βιώσιμη λύση. Πρόεδρός
223
της ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής, ο Κωνσταντίνος Κανάρης.10 Στη
συγκεκριμένη κυβέρνηση συμμετείχαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, εκτός
του Βούλγαρη, ο οποίος από το 1875 είχε περάσει στο πολιτικό περιθώριο.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε το υπουργείο των Εξωτερικών. Και ενώ το
Σεπτέμβριο ο Κ. Κανάρης απεβίωσε η πολιτική ηγεσία αποφάσισε τη
διατήρηση της οικουμενικής κυβέρνησης, με την προϋπόθεση ότι η
προεδρία θα ασκείται εναλλάξ, ανάλογα με το θέμα που βρισκόταν στην
ημερήσια διάταξη. Η πολυκέφαλη αυτή κυβέρνηση διατηρήθηκε μέχρι τον
Ιανουάριο του 1878. Η διαφωνία του Γεωργίου και η έντονη παρέμβαση
για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν επέτρεψε την περαιτέρω
διατήρησή της. Προηγουμένως ο υπουργός των Εσωτερικών
Κουμουνδούρος προώθησε την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου, με τον
οποίο, μεταξύ άλλων, οριζόταν ότι η διεξαγωγή των εκλογών θα γινόταν
σε μία ημέρα, αντί για τέσσερις, προκειμένου να περιορισθούν οι κάθε
είδους ατασθαλίες και νοθεύσεις. Από τη μεριά του ο Χ. Τρικούπης
προσπάθησε στο υπουργείο Εξωτερικών να ορθολογικοποιήσει τη δομή
και λειτουργία του, επιχειρώντας να θεσπίσει αξιοκρατικά κριτήρια για το
διορισμό των υπαλλήλων που το στελέχωναν.
Ακολούθησαν συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων, αυτή τη φορά
Κουμουνδούρου – Τρικούπη μέχρι το 1882. Η τελευταία κυβέρνηση του
Μεσσήνιου πολιτικού ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1880 και διήρκεσε μέχρι
το Μάρτιο του 1882. Αυτή υπήρξε η δέκατη και τελευταία κυβέρνησή του.
Τον επόμενο χρόνο πέθανε αφήνοντας έντονα τα ίχνη του στην πολιτική
ζωή.11 Ευτύχισε να δει το 1881 την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της
Άρτας, σε μια περίοδο κατά την οποία η έντονη διεθνής κινητικότητα, οι
ανακατατάξεις στη Βαλκανική και τα εθνικά θέματα κυριαρχούσαν
εντονότατα στην πολιτική ζωή. Αυτός, εξάλλου, ήταν ο βασικός λόγος –τα
εθνικά θέματα- που προκαλούσαν τριβές και εντάσεις μεταξύ των
ηγεσιών της χώρας. Η διαχείριση, η όσο το δυνατό πιο επιδέξια, κατά την
224
περίοδο 1877-1881 έπαιζε καταλυτικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα καθώς
η κοινή γνώμη είχε στραμμένη την προσοχή της, κυρίως, στα εθνικά
θέματα.
225
ανταπαιτητές για τις ίδιες εδαφικές διεκδικήσεις. Επιπλέον, οι
μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, όσο κι αν είχαν τυπικό χαρακτήρα και όχι
πάντοτε ουσιαστικό αντίκρυσμα για τους Έλληνες υπηκόους, μπορούσαν
να δημιουργήσουν προϋποθέσεις μιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Όπως ειπώθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο Δεληγιώργης υπήρξε ο
κύριος πολιτικός εκφραστής αυτής της θεωρίας ως πιό ενδεδειγμένης
στην εξωτερική πολιτική. Ταυτόσημες αντιλήψεις είχε και ο Βούλγαρης,
μολονότι οι πολιτικές του παλινωδίες και ο στείρος κομματισμός του δεν
τον καθιστούσαν φερέγγυο συνομιλητή. Χειρονομίες καλής θελήσεως
προς το σουλτάνο δεν έλειψαν μετά το 1872, αλλά η Πύλη γνώριζε καλά
ότι η επίθεση φιλίας υπέκρυπτε σημάδια αδυναμίας της Ελλάδας. Σε κάθε
περίπτωση πάντως ο φανερός ή υπολανθάνων ανταγωνισμός μεταξύ των
χριστιανών της Βαλκανικής προκαλούσε ικανοποίηση στην Πύλη, κατά το
γνωστό δόγμα «διαίρει και βασίλευε». Σύμφωνος σε μια προοπτική
βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν και ο Γεώργιος, ο οποίος
ως προς τις σχέσεις του με τις Μεγάλες Δυνάμεις προέκρινε «σταθερά και
ανοδικά την πρωτοκαθεδρία της Μ. Βρετανίας».14 Προς την ίδια
κατεύθυνση συνηγορούσαν και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Στην
πιο ακραία μορφή, εκ μέρους της πολυπληθούς και ακμάζουσας
κοινότητας των ομογενών της Πόλης,ήταν η θέση του Γεωργίου Ζαρίφη:
δημιουργία μιάς Ελληνοθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το πρότυπο της
Αυστρο – Ουγγαρίας! Η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία θα
αποτελούσαν με το υπόλοιπο ελληνικό κράτος ένα διευρυμένο «Ελληνικό
Βασίλειο» υπό τον σουλτάνο. Όσο κι αν φαίνεται πάντως ακραία και
«γραφική»15 η συγκεκριμένη πρόταση, δεν εξέφραζε ασφαλώς ούτε το
εθνικό κέντρο ούτε τον απόδημο ελληνισμό, καταγράφηκε πάντως ως μία
υπαρκτή συνιστώσα της συγκεκριμένης τάσης.
Στον αντίποδα αυτής της τάσης στεκόταν σταθερά ο Αλέξανδρος
Κουμουνδούρος, ο οποίος θεωρούσε ότι μόνο η βαλκανική συνεργασία
εναντίον του προαιώνιου εχθρού μπορούσε να αποδώσει τα ευκταία
αποτελέσματα για τον ελληνισμό. Τα κοινωνικά του ερείσματα ο
226
Κουμουνδούρος σε αυτή τη θέση τα έβρισκε σε έναν παράγοντα, ο οποίος
κάθε άλλο παρά αμελητέος μπορούσε να χαρακτηρισθεί, όπως είχε
αποδείξει η πρόσφατη πολιτική εμπειρία: τους φοιτητές. Τους φοιτητές
που προέρχονταν είτε από περιοχές του υπόδουλου ελληνισμού είτε αυτές
του ελληνικού βασιλείου. Ιδιαίτερα η γνώμη των πρώτων είχε βαρύνουσα
σημασία στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.16 Αλλά και πνευματικοί
ταγοί, μεγάλα αναστήματα, όπως ο Νικόλαος Σαρίπολος ή ο
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, υπερθεμάτιζαν σε αυτήν την πολιτική.
Ο πρώτος σε συνομιλία του με τον Γεώργιο: «έν Κράτος με πρωτεύουσαν
την Κωνσταντινούπολιν, έχοντες δ’ υπό τω σκήπτρω τής Υ. Μ. προς τη
Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη Ηπείρω, την Θράκην, την Μακεδονίαν, τον
Εύξεινον μέχρι Τραπεζούντος, την μικράν Ασίαν και απάσας τας νήσους
του Αιγαίου μηδέ της πατρίδος μου Κύπρου εξαιρουμένης». Τον
υπεραισιόδοξο καθηγητή διέκοψε ο βασιλιάς: «Πολύ εκτείνετε τα όρια της
Ελλάδος».17 Ενώ ο Παπαρρηγόπουλος διαπίστωνε: «Οι Σλάβοι ουδέν
έχουσι των προσόντων των απαραιτήτων προς εκπλήρωσιν της μεγάλης
ταύτης κοσμοϊστορικής εντολής», της κατάληψης δηλαδή της
Κωνσταντινούπολης. Και, βέβαια, αφού οι Σλάβοι δεν είχαν τα προσόντα,
την -με βεβαιότητα καταρρέουσα- Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα
διαδεχόταν η ελληνική φυλή «προορισμένη να άρξει της
Κωνσταντινούπολεως».18
Αυτές ήταν οι δύο τάσεις που κυριαρχούσαν μετά το 1870 στην
ελληνική εξωτερική πολιτική, τάσεις που έθεταν κατά τρόπο διλημματικό
τις προτεραιότητες και τις πρωτοβουλίες που έπρεπε να αναληφθούν. Και
στις δύο περιπτώσεις, πάντως, αυτό που προείχε ήταν η πνευματική
θωράκιση του υπόδουλου ελληνισμού, μπροστά στις διαφαινόμενες
εξελίξεις και ανακατατάξεις στη Βαλκανική. Η κινητοποίηση για το
σκοπό ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, αντιστρόφως ανάλογη προς τη
διστακτικότητα και τις αδυναμίες της επίσημης ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, κυρίως, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας,
φιλογενών και ευυπόληπτων ομογενών ή μη, δημιουργήθηκαν σχολεία
και πνευματικά ιδρύματα για τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης
και την αναχαίτιση της σλαβικής απειλής. Ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν
227
των Ελληνικών Γραμμάτων», ιδρύθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του
1860 από διανοούμενους και οικονομικά ισχυρούς παράγοντες των
Αθηνών επιτελώντας σημαντικό έργο για τους παραπάνω σκοπούς. Όχι
μόνον ίδρυσε πνευματικές εστίες σε υπόδουλες περιοχές αλλά
συγκέντρωσε και σπουδαίο υλικό βάσει πληροφοριών για την κατάσταση
που επικρατούσε σ’ αυτές τις περιοχές.19
Ο άλλος σημαντικός φορέας ήταν ο «Ελληνικός Φιλολογικός
Σύλλογος», που ιδρύθηκε το 1861 στην Κωνσταντινούπολη. Η δράση του
εξαπλώθηκε, εκτός της φυσικής του έδρας, και σε άλλες περιοχές όπου
υπήρχαν ελληνορθόδοξες κοινότητες. Παρά την αρχική επιφύλαξη του
Πατριαρχείου, ακολούθησε στη συνέχεια συμπόρευση μπροστά στους
ορατούς κινδύνους: η δράση των καθολικών και των προτεσταντικών
εκπαιδευτικών ιεραποστολών δεν άφηνε περιθώρια για διχογνωμίες.
Κυρίως, όμως, η χειραφέτηση των ομοδόξων Βουλγάρων δημιουργεί την
ανάγκη συσπείρωσης του ομογενειακού ελληνισμού, χωρίς να
αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού θρόνου σε ζητήματα
απτόμενα της παιδείας. Μάλιστα συν τω χρόνω ξεκίνησε και στενή
συνεργασία με το «Σύλλογο προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων»
και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερα
αποτελέσματα.20 Σημαντική άνθηση, επίσης, γνωρίζει ο τύπος, η έκδοση
βιβλίων, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και το θέατρο.21
Όλες αυτές οι προσπάθειες συνέτειναν στην καλλιέργεια και την
ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας έτσι ώστε μέσω αυτής να ενισχυθεί η
εθνική συνείδηση των Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου. Παρά τις
διαφορετικές προσεγγίσεις της πολιτικής και της πολιτειακής ηγεσίας της
χώρας, τα διλήμματα και τις αντιφάσεις που κυριαρχούσαν στην πολιτική
ζωή, η σημαία του μεγαλοϊδεατισμού δεν υπεστάλη στιγμή. Τον
ελληνισμό οιστρηλατούσε το εθνικό όραμα, μολονότι οι μέχρι τότε
228
απόπειρες το μόνο που είχαν κατορθώσει ήταν να εκθέσουν τη χώρα σε
κινδύνους. Ακόμη και εκείνη η τάση που υιοθετούσε μία φιλική στάση
προς την Τουρκία, λόγω του πανσλαβισμού, θα αιφνιδιαστεί σύντομα,
γιατί οι εξελίξεις στη Βαλκανική το 1875 θα είναι ραγδαίες.
22Lefteri S. Stavrianos, The Balkans since 1453, Holt,Rinehart & Winston, NewYork
1965, σ. 397.
229
εξέγερση σλαβικών πληθυσμών μάλλον αντιστρατευόταν τα εθνικά
συμφέροντα.23
Στον άλλο πόλο εκείνοι που έβλεπαν, όχι απλώς με συμπάθεια την
εξέγερση στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, αλλά και ως ευκαιρία να ξεδιπλωθεί η
αλυτρωτική πολιτική. Εκφραστές, κυρίως, εκείνοι που προέρχονταν από
τις αλύτρωτες περιοχές, μερίδα του τύπου και από τους πολιτικούς ηγέτες
σταθερά ο Κουμουνδούρος. Ο τελευταίος ανέλαβε την πρωθυπουργία τον
Οκτώβριο του 1875, αλλά τις ανησυχίες των Δυτικών έσπευσε να
διασκεδάσει ο Γεώργιος διαβεβαιώνοντας για την απαρέγκλιτα
φιλοδυτική στάση της Ελλάδας. Ματαίως το Βελιγράδι, έτοιμο να επέμβει
υπέρ των Βoσνίων, προσπαθούσε να δελεάσει την Αθήνα για την από
κοινού επίθεση εναντίον της Τουρκίας. Οι δελεαστικές προτάσεις των
Σέρβων έβρισκαν απήχηση μόνον σε ιδιώτες, θιασώτες της ιδέας ενός
παμβαλκανικού μετώπου εναντίον της Πύλης.
Και ενώ η Σερβία ετοιμαζόταν να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία,
στη Βουλγαρία ξέσπασε επανάσταση (1876). Οι τουρκικές δυνάμεις
επενέβησαν και με πρωτοφανή βιαιότητα την κατέπνιξαν, γεγονός που
προκάλεσε την αγανάκτηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, ενώ ο
ευρωπαϊκός τύπος έδωσε μεγάλη έκταση στα γεγονότα, επιβαρύνοντας τη
θέση της Πύλης.24 Στις 20 Ιουνίου η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στην
Τουρκία χωρίς, όμως, να σημειώσει κάποια ουσιαστική νίκη. Αντιθέτως, οι
τουρκικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, γεγονός που προκάλεσε το άμεσο και
ενεργό ενδιαφέρον της Ρωσίας. Ο τσάρος θέλοντας να αποφύγει, όμως, τη
230
ρήξη με την Αυστρία ήλθε σε συμφωνία με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ για να
αποφευχθεί η ιδέα δημιουργίας μιας μεγάλης σλαβικής δύναμης στα
Βαλκάνια και η προσπάθειά του απέβλεπε απλώς να προσαρτήσουν
κάποια εδάφη οι βαλκανικές χώρες. Όταν η Ρωσία απείλησε με πόλεμο
την Πύλη, η οποία συνέχιζε την προέλασή της στο εσωτερικό της Σερβίας,
ενεργοποιήθηκαν τα διπλωματικά ανακλαστικά της Αγγλίας, η οποία
πρότεινε τη σύγκληση διάσκεψης στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου
να τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλα τα θέματα της
Βαλκανικής. Έτσι το Λονδίνο ήλπιζε ότι θα αφαιρούσε από τον τσάρο τις
πρωτοβουλίες των κινήσεων και θα αποτρεπόταν ένας νέος
ρωσοτουρκικός πόλεμος. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα και οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις ανέβασαν την φιλοπόλεμη διάθεση στην
Αθήνα, μόνον όμως σε επίπεδο εταιρειών, συλλόγων και ιδιωτικής
πρωτοβουλίας. Ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος βίωνε μία οδυνηρή
σύγκρουση ρόλων, καθώς ως πολιτικός πίστευε πάντοτε σε μία
παμβαλκανική συνεργασία εναντίον της Τουρκίας, ως πρωθυπουργός
όμως -προσδεδεμένος στο φιλειρηνικό άρμα του Γεωργίου- διακήρυσσε
την ουδετερότητα της χώρας.25 Ανεξάρτητα πάντως από τις επιμέρους
επιθυμίες και εκτιμήσεις των πολιτικών αρχηγών, η οποιαδήποτε
εμπλοκή σε πολεμική σύρραξη ενείχε κινδύνους για την Ελλάδα, καθώς
δεν ήταν στρατιωτικά έτοιμη, ενώ υπήρχε η πεποίθηση ότι οι Δυνάμεις θα
επέβαλαν τελικά την ειρήνευση.
Αλλά μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης δεν συμμεριζόταν αυτήν
την τακτική. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια και
συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, με ομιλητές σημαίνουσες προσωπικότητες.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1876, για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε μεγάλη
συγκέντρωση στην Πνύκα, όπου ενώπιον 8.000 περίπου Αθηναίων οι
καθηγητές του Πανεπιστημίου Κ. Παπαρρηγόπουλος, Εμ. Κόκκινος,
Ν. Δαμαλάς εκφώνησαν λόγους με τους οποίους εξέφραζαν την
231
ευαρέσκειά τους προς την Ευρώπη για την αυτονομία της Βοσνίας –
Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας, και διαμαρτύρονταν για την
παραγνώριση των εθνικών διεκδικήσεων του ελληνισμού.26 Η
μεταστροφή αυτή της κοινής γνώμης εξυπηρετούσε την πολιτική του
Κουμουνδούρου, ο οποίος έθεσε ως βασική προτεραιότητα την
αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, καθώς οι εξελίξεις στη
Βαλκανική «κατέδειξαν το επικείμενον του πολέμου», τη στιγμή που η
Ελλάδα μέχρι τότε δεν είχε πάρει «σοβαρά μέτρα στρατιωτικής
παρασκευής».27 Ο Κουμουνδούρος τον Δεκέμβριο του 1876 σύναψε δάνειο
10 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο αργότερα έφτασε τα 32 εκατομμύρια,
με το οποίο αγοράσθηκαν 10 χιλιάδες όπλα και 4 πυροβολαρχίες, ενώ τον
επόμενο χρόνο οργανώθηκε ο στρατός σε ανώτερες μονάδες και
συγκροτήθηκαν 2 μεραρχίες, με 2 ταξιαρχίες η κάθε μία. 28 Ωστόσο, η όλη
οργάνωση, η εκπαίδευση και η προετοιμασία απείχαν πολύ από το να
θεωρηθεί ο ελληνικός στρατός αξιόμαχος για μία πολεμική περιπέτεια.29
Αυτές οι στρατιωτικές προετοιμασίες δημιούργησαν αμφιθυμικά
αισθήματα στις Δυνάμεις. Η ρωσική πολιτική υπερθεμάτιζε στην πολιτική
Κουμουνδούρου, ενώ η Αγγλία ανησυχούσε, γεγονός που υποχρέωσε τον
Γεώργιο να καθησυχάσει τον Άγγλο πρεσβευτή για τις φιλειρηνικές
διαθέσεις της Ελλάδας και ότι σε κάθε περίπτωση η στρατιωτική
αναδιοργάνωση δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως μία ένδειξη κηρύξεως
πολέμου στην Τουρκία. Μάλιστα, στο εσωτερικό της χώρας η αντίρροπη
τάση κατάφερε να εξωθήσει τον Κουμουνδούρο σε παραίτηση τον
Νοέμβριο του 1876, όταν καταψηφίστηκε το νομοσχέδιό του για την
αναδιοργάνωση του στρατού. Έτσι ενάμισυ έτος μετά την ανάφλεξη της
Βαλκανικής το ελληνικό κράτος δεν είχε χαράξει ξεκάθαρη εξωτερική
πολιτική, η οποία ήταν μάλλον έρμαιο της εσωτερικής πολιτικής
ρευστότητας και αστάθειας.
26Βλ. Katerina Gardikas, Parties and Politics in Greece, 1875-1885: towards a Two – Party
system, Ph.. D. King’s College, University of London 1988, σ. 89. Επίσης
Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 552.
27 Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, Ο ελληνικός στρατός..., ό.π., σ. 47.
28 στο ίδιο, σ. 48.
29«Η από του καιρού της ειρήνης εκπαίδευσις εθεωρείτο δευτερεύον τι, η δε
προσωπική ανδρεία και το πλήθος των μαχητών, ενομίζετο ότι απετέλουν τας
ασφαλεστέρας εγγυήσεις πολεμικών επιτυχιών»· στο ίδιο.
232
Οι δραματικές εξελίξεις στα Βαλκάνια οδήγησαν τις Δυνάμεις στην
απόφαση να συγκαλέσουν Συνδιάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη το
Δεκέμβριο του 1876. Στόχος της Συνδιάσκεψης ήταν να ληφθούν μέτρα
έτσι ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και
τη Βουλγαρία και να καταλαγιάσει ο επαναστατικός αναβρασμός που
επικρατούσε στις συγκεκριμένες οθωμανικές επαρχίες. Τα μέτρα που
πρότειναν οι Δυνάμεις στην τουρκική πλευρά αντιμετωπίσθηκαν με έναν
πρωτοφανή ελιγμό από την Πύλη: την ίδια στιγμή που προτείνονταν τα
μέτρα, κανονιοβολισμοί πανηγυρικού χαρακτήρα χαιρέτιζαν το νέο
σύνταγμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το συγκεκριμένο σύνταγμα
κωδικοποιούσε τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856), κατά τρόπο που
να γίνονταν αντιληπτές στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και υποσχόταν
διευρυμένα δικαιώματα στους κατοίκους των διαφόρων εθνοτήτων που
ζούσαν στην αυτοκρατορία.30
Ο ελιγμός αυτός της Τουρκίας δεν έπεισε την -ούτως ή άλλως
προκατειλημμένη απέναντι της- Ρωσία, η οποία δια του εκπροσώπου της
στη Συνδιάσκεψη χαρακτήρισε την ενέργεια αυτή «χονδροειδές τέχνασμα
και χλεύην»,31 με αποτέλεσμα οι μεσολαβητικές προσπάθειες να
ναυαγήσουν. Αμέσως ο τσάρος έσπευσε, με τη μεσολάβηση του Γερμανού
καγκελαρίου Μπίσμαρκ,32 να συνάψει πολιτική σύμβαση με την Αυστρία
και στρατιωτική με τη Ρουμανία. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος βρισκόταν επί
θύραις.
233
«άψογη», όπως ονομάστηκε χλευαστικά, της ουδετερότητας από τις
βαλκανικές εξελίξεις. Χωρίς πυξίδα, χωρίς σαφή προγραμματισμό το
διπλωματικό σκάφος της χώρας βρισκόταν στη δίνη δύο αντίρροπων
τάσεων. Στην πρώτη περίπτωση οι υποσχέσεις της Ρωσίας ήταν ασαφείς,
χωρίς δεσμεύσεις και η ελληνική πολιτική ηγεσία -εδώ εννοείται ο
Κουμουνδούρος- φοβόταν να εκτεθεί σε κινδύνους, τη στίγμη μάλιστα
που οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας, όπως ειπώθηκε, δεν υπόσχονταν
θεαματικά αποτελέσματα. Η τάση αυτή αισθανόταν μεγαλύτερη πίεση
στο εσωτερικό της χώρας, καθώς οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης
-καθηγητές Πανεπιστημίου και εθνικές εταιρείες- δημιουργούσαν
φιλοπολεμικό κλίμα και στην ουσία κατήγγειλαν τη συγκεκριμένη
εξωτερική πολιτική του Κουμουνδούρου και του Τρικούπη ως μειοδοτική ή
έστω ελλιπή. Αλλά ακόμη κι αν δεν υπήρχε το φάντασμα του
πανσλαβισμού -προτιμότερο να ορισθεί ως παμβουλγαρισμός στη
δεδομένη συγκυρία- οι αόριστες υποσχέσεις της Ρωσίας, η αδυναμία για
συνεργασία με τη Σερβία, λόγω γεωγραφικών δεδομένων, και οι σαφείς
υποδείξεις της Αγγλίας για αποχή από κάθε πολεμική ενέργεια, δεν
άφηναν περιθώρια στην ελληνική πλευρά για δεύτερη σκέψη. Η «άψογη»
στάση αποτελούσε για τον Κουμουνδούρο μονόδρομο, ασχέτως αν τότε
και, κυρίως, αργότερα χαρακτηρίστηκε ως στάση δουλοπρεπής και
υποτελής στις δυτικές Δυνάμεις. Γιατί ο Μεσσήνιος πολιτικός δεν είχε
αποστεί από τη βασική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής, που ήθελε μία
παμβαλκανική συνεργασία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
αλλά ως πρωθυπουργός της χώρας «αναδιπλώθηκε» προσωρινά,
προσδοκώντας τη συμπαράσταση των Δυτικών.33 Απ’ την άλλη ο
«αντισλαβιστής» Δεληγιώργης, κλονισμένος από τη Διάσκεψη της
Κωνσταντινούπολης, έβλεπε αδύνατη τη συνεργασία με την Οθωμανική
Αυτοκρατορία εναντίον τού από βορρά κινδύνου και προσχωρώντας
περισσότερο στη λογική Κουμουνδούρου απέβλεπε στη συνδρομή των
Δυτικών για να καταλάβει η Ελλάδα δεσπόζουσα θέση στην περιοχή αντί
της «ασθενούς» αυτοκρατορίας του σουλτάνου.
Σε κάθε περίπτωση, για όλους τους παραπάνω λόγους, η θέση της
Ελλάδας ήταν δύσκολη. Και θα γίνει δυσκολότερη, όταν τον Απρίλιο του
1877 ξεκίνησε ο αναμενόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι ειδήσεις για
234
τις πρώτες νίκες των ρωσικών στρατευμάτων, η αδημονούσα κοινή γνώμη
και ο τύπος πίεζαν για δυναμική λύση, παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο
πόλεμο ως μεγάλη ευκαιρία για την υλοποίηση της αλυτρωτικής
πολιτικής. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει και η λαϊκή πίεση, έντονη και
παρατεταμένη, δεν μπορούσε να αγνοηθεί από κανέναν πολιτικό ούτε και
από το παλάτι. Η Αγγλία επέμενε να υποδεικνύει στην ελληνική πλευρά
ουδετερότητα, αλλά και οι πιο πιστοί εκφραστές της αγγλόφιλης
πολιτικής στην Ελλάδα, ο Γεώργιος και ο Τρικούπης, άρχισαν να
προσανατολίζονται προς την ιδέα της ενεργούς ανάμειξης στις εξελίξεις.
Έπρεπε να προηγηθεί η στρατιωτική προπαρασκευή και να
ακολουθήσουν οι διπλωματικές επαφές με τις βαλκανικές ηγεσίες, χωρίς
φοβίες και προκαταλήψεις αυτή τη φορά. Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος ο
Γεώργιος και, βέβαια, ο Κουμουνδούρος - που ανέλαβε ξανά
πρωθυπουργός το Μάιο - δεν είχε καμιά αντίρρηση να υλοποιήσει μία
πολιτική, την οποία ούτως ή άλλως πάντοτε πρέσβευε.34 Όλοι φαίνεται
να συνέπλεαν προς τη δυναμική λύση, κάτω από τις νέες εξελίξεις και την
πίεση μιας αρειμάνιας κοινής γνώμης.35 Βέβαια, τη φορά αυτή η Ρωσία
δεν ήταν τόσο ένθερμη στις φιλοπόλεμες υποδείξεις προς την Αθήνα.
Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα ήταν προσδεδεμένη με την αγγλική εξωτερική
πολιτική, δεν ήθελε να συμπαρασύρει στο πλευρό της Τουρκίας το
Λονδίνο. Οι μνήμες του Κριμαϊκού ήταν ακόμη νωπές.36
Η οικουμενική κυβέρνηση, υπό τον Κανάρη, αποτελούσε,
τουλάχιστον ως προς την εξωτερική πολιτική, ένα απλό άθροισμα
235
απόψεων σύμπασας της πολιτικής ηγεσίας, ένα άθροισμα που
συμφωνούσε στη δυναμική λύση. Αλλά ένα απλό άθροισμα είναι κάτι
πολύ λιγότερο από μία δομημένη, επεξεργασμένη βάσει σχεδίου,
εξωτερική πολιτική. Επρόκειτο για μία απλή συνισταμένη μιάς
εξωτερικής πολιτικής, που προερχόταν από συμβιβασμούς, κάτω από την
πίεση των γεγονότων και της κοινής γνώμης.37 Αυτό απέδειξε και η
απόφαση που έλαβε η οικουμενική: στρατιωτικές προετοιμασίες,
υποδαύλιση εξεγέρσεων στις υπόδουλες επαρχίες και ανάπτυξη της
διπλωματικής δραστηριότητας. Ως προς τον πρώτο στόχο, ήταν αδύνατη η
αναστροφή της κατάστασης ενός παντελώς παραμελημένου στρατού σε
σύντομο χρονικό διάστημα. Ο δεύτερος στόχος ήταν αποτέλεσμα της
προηγούμενης διαπίστωσης, με αμφίβολης αποτελεσματικότητας
προοπτική, όπως αποδείχθηκε σύντομα. Ως προς τον τρίτο, και εδώ δεν θα
έπρεπε να αναμένονται απτά αποτελέσματα, από τη στιγμή που για το
σλαβικό πόλο η Ελλάδα είχε χάσει την αξιοπιστία της μετά την εμμονή
στην ουδετερότητα, ενώ οι Δυτικοί δεν θα επιθυμούσαν σε καμιά
περίπτωση την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να
επωφεληθούν οι εξ Ανατολών ανταγωνιστές τους. Για το λόγο αυτό,
εξάλλου, αρκέσθηκαν να δεσμευτούν ότι απλώς θα ασκούσαν πίεση προς
το σουλτάνο για να εγγυηθεί τα δικαιώματα των Ελλήνων υπηκόων του.38
Ωστόσο, οι αναπάντεχες ήττες των ρωσικών στρατευμάτων στην
Πλεύνα, δημιούργησαν ανησυχία στην Αθήνα και σκεπτικισμό. Από τη
μία πλευρά τυχόν ήττα της Ρωσίας από την Τουρκία -δεύτερη μέσα σε
λίγα χρόνια- θα αποτελούσε ταφόπετρα στις αλυτρωτικές προσδοκίες.
Από την άλλη, η –ευνοϊκή όπως θεωρήθηκε- καθυστέρηση της προέλασης
236
των Ρώσων, επιβράδυνε και την τελική έκβαση του πολέμου, οπότε θα
προλάβαινε ο αναδιοργανωμένος ελληνικός στρατός να αποτελέσει έναν
ισχυρό πόλο αντιπερισπασμού από το νότο. Αλλά ώσπου να
αναδιοργανωθεί ο ελληνικός στρατός και να ληφθούν οι τελικές
αποφάσεις, η συντονισμένη επίθεση Ρώσων και Ρουμάνων κατέβαλε την
τουρκική αντίσταση στην Πλεύνα και στις 8 Ιανουαρίου 1878 τα ρωσικά
στρατεύματα εισέρχονταν στην Αδριανούπολη. Ταυτόχρονα νίκες
σημείωναν οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι.39
Στην Αθήνα η οικουμενική κυβέρνηση μετεωριζόταν ακόμη μεταξύ
φιλοπόλεμης διάθεσης, αναποφασιστικότητας και γενικότερων
διχογνωμιών. Ο Γεώργιος, αγνοώντας την κυβέρνηση, διέταξε το
στρατηγό Σούτσο να μετακινήσει τα στρατεύματα από τη Χαλκίδα προς
τα σύνορα. Ο Κουμουνδούρος που ανέλαβε τότε ξανά την κυβέρνηση
εξέθεσε το πρόγραμμά του στη βουλή, συνοψίζοντας την εξωτερική
πολιτική στη γεμάτη αοριστία φράση: «ενεργός προστασία των
αλυτρώτων Ελλήνων και υπεράσπισις των δικαίων του ελληνισμού». Σε
μυστική ψηφοφορία η βουλή ενέκρινε με ψήφους 121, έναντι μόλις πέντε,
την πολιτική του Κουμουνδούρου,40 κάτι που αποδεικνύει γενικότερη
συναίνεση για κάτι τόσο σοβαρό όσο και νεφελώδες.
Αλλά μετά την πτώση της Αδριανούπολης οι Τούρκοι είχαν
αποδεχθεί τους ρωσικούς όρους. Ο πόλεμος μόλις είχε τελειώσει και η
ελληνική πλευρά δεν είχε προλάβει να αναλάβει καμιά πρωτοβουλία. Η
ευκαιρία φαινόταν χαμένη για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά, εξαιτίας της
αδράνειας των ελληνικών κυβερνήσεων. Έτσι τουλάχιστον ερμήνευσε τις
εξελίξεις η αθηναϊκή κοινή γνώμη. Αμέσως ξέσπασε λαϊκή οργή για την
κυβερνητική ολιγωρία και ξεκίνησαν εκτεταμένα επεισόδια, με τη μήνι να
στρέφεται κατά των πολιτικών αρχηγών. Οι αγανακτισμένοι πολίτες
39Η είδηση τής τελικής ρωσικής επικράτησης προκάλεσε έντονη ανησυχία στον
ελληνισμό της Θεσσαλονίκης, κάτι που φανερώνει και τη διχογνωμία που
επικρατούσε μεταξύ (και των αλύτρωτων) Ελλήνων. Σύμφωνα με τηλεγράφημα
του Έλληνα προξένου Κωνσταντίνου Βατικιώτη(Δεκέμβριος 1877), το γεγονός
«ελύπησε σφόδρα και κατετάραξε τους ενταύθα Έλληνας, φοβουμένους μήπως
μετά την ανακωχήν επέλθη ειρήνη επιβλαβής εις τον ελληνισμόν της
Μακεδονίας δια της παραδοχής των υπερόγκων αξιώσεων της Ρωσίας, όπως
επεκτείνη την Βουλγαρίαν μέχρι Θεσσαλονίκης», από Σπύρος Καράβας, ό.π., σ.9.
40 Βλ. Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 546 και Katerina Gardikas, ό.π., σ. 116-117.
237
συγκεντρώθηκαν μπροστά στη βουλή και αποδοκίμαζαν τους πολιτικούς
κατά την είσοδο και την έξοδό τους.41
Παρά την καθυστερημένη αντίδραση της Ελλάδας, ο
Κουμουνδούρος κάλεσε τους αντιπροσώπους των οργανώσεων
«Αδελφότης» και «Εθνική Άμυνα», τις οργανώσεις δηλαδή εκείνες που
είχαν αναλάβει την υποδαύλιση των εξεγέρσεων των υποδούλων
Ελλήνων και οι οποίοι είχαν «ανακηρυχθεί οι υπέυθυνοι διερμηνείς του
εθνικού συμφέροντος»42 για να τους αναγγείλει ότι πλέον οι ενέργειές
τους θα είχαν την επίσημη κάλυψη της ελληνικής πολιτείας. Στις 21
Ιανουαρίου 1878 ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης
ανακοίνωσε την εισβολή ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, χωρίς όμως
κήρυξη πολέμου. Η συγκεκριμένη στρατιωτική εισβολή αποδείχθηκε ένα
τεράστιο φιάσκο, καθώς η εντολή που δόθηκε ήταν να αποφύγουν οι
ελληνικές δυνάμεις οποιαδήποτε σύγκρουση με τις τουρκικές. Οι
τελευταίες απέφυγαν την άμυνα και αποσύρθηκαν βορειότερα, με
αποτέλεσμα ο ελληνικός στρατός να φτάσει εύκολα μέχρι το Δομοκό. Το
γενικότερο πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε, οι δοξολογίες, οι
παρελάσεις και ο διάχυτος ενθουσιασμός δεν ανταποκρίνονταν στην ωμή
πραγματικότητα. Οι πρεσβευτές των Δυνάμεων, όλων, ακόμη και της
Ρωσίας, ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκληση του
ελληνικού στρατού, εντολή την οποία η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να
υλοποιήσει αμέσως. Η υπογραφείσα ήδη ρωσοτουρκική ανακωχή δεν
άφηνε περιθώρια για ελληνικό αντιπερισπασμό από το νότο, διότι κάτι
τέτοιο δεν μπορούσε να υφίσταται μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού
238
πολέμου. Και καμία Δύναμη δεν είχε συμφέρον από έναν ελληνοτουρκικό
πόλεμο, οποιαδήποτε κι αν ήταν η έκβασή του, ακόμη κι αν η ελληνική
πλευρά ήταν πράγματι αποφασισμένη να διεξάγει πόλεμο, κάτι που,
βέβαια, η ελληνική ηγεσία απέκλειε.
Τα γεγονότα του 1877-1888 απέδειξαν την επιπολαιότητα, την
ανευθυνότητα και τον τυχοδιωκτισμό της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Καθώς ο ελληνικός στρατός επέστρεφε με καταρρακωμένο ηθικό, η
ελληνική κυβέρνηση πρόβαλε ως δικαιολογία την πίεση που άσκησαν οι
Δυνάμεις. Αλλά κι αυτή ακόμη η δικαιολογία αποδεικνύει την
ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική και αποκρύβει μία πανθομολογούμενη
αλήθεια: ότι, δηλαδή, «η πολιτική εκείνη ατμόσφαιρα του ψεύδους
υπηγορεύθη υπό της ανάγκης του κατευνασμού της λαϊκής
εξεγέρσεως».43 Κατευνασμό, όμως, των εξεγέρσεων στις αλύτρωτες
περιοχές δεν επεδίωξε η ελληνική ηγεσία. Το δεύτερο μέρος του «σχεδίου»
δεν ακυρώθηκε και ο Κουμουνδούρος υπέδειξε στους κατά τόπους
Έλληνες προξένους ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν τις αποτρέπει αλλά αυτές
θα έπρεπε να εξαπλωθούν σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκταση. Έτσι το
βάρος των αλυτρωτικών προσπαθειών έπεφτε πάλι στους εκτός συνόρων
ομογενείς.
239
ανησύχησε την Πύλη. Οι πιέσεις της τουρκικής πλευράς δεν απέδωσαν,
αντιθέτως οι προετοιμασίες για την ένοπλη διεκδίκηση των δικαιωμάτων
του Κρητικού λαού συνεχιζόταν με μεγαλύτερη ένταση.
Από την Αθήνα πρωταγωνιστικό ρόλο στην προετοιμασία έπαιζε το
«Κρητικό Κέντρον» με ιθύνοντα νου τον τραπεζίτη Μάρκο Ρενιέρη, ενώ ο
αδελφός τού τότε υπουργού των Στρατιωτικών Χαράλαμπου
Ζυμβρακάκη, Ιωάννης, είχε δραστηριοποιηθεί έντονα για την αποστολή
πολεμοφοδίων και οικονομικών πόρων στο νησί. Εκεί άρχισαν να
φτάνουν και Κρητικοί οπλαρχηγοί, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια
είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Στις 14
Ιανουαρίου του 1878 ο παλιός οπλαρχηγός Μαυρογένης με 600 άνδρες
ύψωσε την ελληνική σημαία στο Σερβιλί Αλικιανού με σύνθημα την
ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Σύντομα η εξέγερση μεταφέρθηκε στις
περισσότερες περιοχές και επαρχίες, με αποτέλεσμα οι τουρκικές
δυνάμεις να ελέγχουν μόλις οκτώ παραθαλάσσια οχυρά. Όμως με την
υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ο ρωσοτουρκικός πόλεμος
τελείωσε οριστικά και η Πύλη μπορούσε να αποδεσμεύσει δυνάμεις για να
τις αποστείλει στο νησί. Με τη μεσολάβηση της Αγγλίας ζητήθηκε από
τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, χωρίς την παροχή καμιάς απολύτως
εγγύησης για το μέλλον των Ελλήνων. Η αναμενόμενη άρνηση των
Κρητών προκάλεσε κύμα σφαγών και διώξεων με αποτέλεσμα το Κρητικό
ζήτημα να προσλάβει για μία ακόμη φορά οξύτατες διαστάσεις, τη στιγμή
που είχαν ξεκινήσει οι εργασίες του συνεδρίου του Βερολίνου. Η εξέγερση
του 1878 μπορεί να μην απέδωσε για την Κρήτη το αναμενόμενο
αποτέλεσμα,44 ωστόσο τον Οκτώβριο του 1878 υπογράφηκε στο προάστιο
των Χανίων, τη Χαλέπα, η ομώνυμη Σύμβαση.
Επρόκειτο για ένα κείμενο μεταρρυθμίσεων που βελτίωνε τη θέση
των Ελλήνων του νησιού. Οριζόταν, μεταξύ άλλων Γενικός Διοικητής
πενταετούς διάρκειας, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και χριστιανός.
Ιδρυόταν σώμα Χωροφυλακής, το οποίο θα στελέχωναν άνδρες και από
τις δύο κοινότητες, ενώ η ελληνική γλώσσα γινόταν η επίσημη γλώσσα
των συνεδριάσεων των δικαστηρίων. Κυρίως, όμως, στη Γενική Συνέλευση
44 Για την εξέγερση του 1878 στην Κρήτη, βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Κρήτη
1871-1913. Το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος
(επιμ.), ό.π., τ. 5ος, σ. 327-329· Κάλλια Καλλιατάκη – Μερτικοπούλου, Ελληνικός
αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η περίπτωση της Κρήτης, 1868-
1877, Αθήνα 1988.
240
θα υπήρχε σαφής χριστιανική πλειοψηφία (49 έναντι 31) για να
εξασφαλίζεται δικαιότερη αντιπροσωπευτικότητα των κατοίκων του
νησιού.45 Οι ρυθμίσεις αυτές όσο κι αν βελτίωναν τη θέση των Ελλήνων
του νησιού, απείχαν πολύ από τις προσδοκίες όσων ξεσηκώθηκαν τον
Ιανουάριο του 1878. Η συμφωνία του 1878 απέτρεψε σφαγές μεγαλύτερων
διαστάσεων, όπως είχε συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν και αυτό ήταν ένα
ακόμη θετικό γεγονός. Η τυπική και ουσιαστική εφαρμογή των
μεταρρυθμίσεων ήταν ένα ακόμη στοίχημα. Στην περίπτωση αυτή η
τουρκική πλευρά θα φανεί για μια ακόμη φορά αναξιόπιστη.
Η Θεσσαλία αποτελούσε την περιοχή εκείνη που προσφερόταν για
την καλύτερη ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, καθώς η είσοδος
ενόπλων σωμάτων από το ελληνικό κράτος ήταν σχετικά εύκολη. Σε
σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1877 στο σπίτι του
Κουμουνδούρου, με την παρουσία του Τρικούπη, αποφασίστηκε να
ανατεθεί ο γενικός συντονισμός της θεσσαλικής εξέγερσης στο λοχαγό
Ισχόμαχο. Αυτός θα ξεκινούσε την εξέγερση από τον Αλμυρό και αφού
εξαπλωνόταν το κίνημα στην υπόλοιπη Θεσσαλία θα κατευθυνόταν στη
Δυτική Μακεδονία.
Τελικά, η εξέγερση εκδηλώθηκε στο Πήλιο, την Όσσα και τον
Αλμυρό, αλλά η αποχώρηση των δυνάμεων του ελληνικού στρατού και η
έλλειψη συντονισμού καταδίκασαν το εγχείρημα σε αποτυχία. Οι
αποδεσμευμένες από τον ρωσοτουρκικό και σερβοτουρκικό πόλεμο
δυνάμεις των Οθωμανών κατάφεραν να φτάσουν έγκαιρα και να
καταπνίξουν την εξέγερση. Πρώτα έπεσε η Όσσα, κατόπιν τα,
ουσιαστικώς ανυπεράσπιστα, χωριά του Πηλίου παραδόθηκαν στην
καταστροφή και τη λεηλασία. Την ίδια τύχη είχαν και οι πεδινές περιοχές
της Θεσσαλίας.
Στη Μακεδονία η προέλαση του ρωσικού στρατού (1877)
δημιούργησε προσδοκίες για τον εκεί ελληνισμό. Ο Στέφανος Δραγούμης,
δικηγόρος τότε από το Βογατσικό έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην
προετοιμασία για την εξέγερση. Στόχος ήταν η απόβαση ενόπλων στην
Πιερία, τη Χαλκιδική, η εξάπλωση της εξέγερσης στην Ανατολική
Μακεδονία έτσι ώστε να συναντηθούν με τα προελαύνοντα ρωσικά
στρατεύματα. Με πρωταγωνιστές τον Ευάγγελο Κοροβάγγο και τον
241
μητροπολίτη Κίτρους Νικόλαο συγκροτήθηκε η «Προσωρινή Κυβέρνησις
της Μακεδονίας» με έδρα το Λιτόχωρο. Αυτές και πολλές άλλες
προσπάθειες για να ενδυναμωθεί ο εξεγερσιακός αγώνας στη Μακεδονία
αποδείχθηκαν θνησιγενείς. Η αλλοπρόσαλλη εθνική και εξωτερική
πολιτική των Αθηνών άφησε και στη Μακεδονία τον αγώνα αβοήθητο. Ο
ανταρτοπόλεμος που γενικεύτηκε το καλοκαίρι του 1878 και απλώθηκε
από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι δεν αποτελούσε παρά ηρωικές
προσπάθειες, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να ανατρέψουν το status quo
στην περιοχή και τη βούληση της ευρωπαϊκής διπλωματίας.46
Ομοίως και στην Ήπειρο. Το συγκεκριμένο γεωγραφικό διαμέρισμα
βρισκόταν πάντοτε στο σχεδιασμό για την εκδήλωση απελευθερωτικών
εξεγέρσεων. Μάλιστα, ο Κουμουνδούρος επιδίωκε συνεργασία Ελλήνων
και Αλβανών ενόπλων. Η ανακωχή της Αδριανούπολης ανέστειλε, όμως,
οποιοδήποτε σχεδιασμό και έτσι απέμεινε να οργανωθούν τοπικές
επιτροπές, οι οποίες θα συντόνιζαν τον αγώνα, θα φρόντιζαν την
κατάταξη εθελοντών και την προμήθεια των όπλων. Εκπονήθηκε σχέδιο
για έναρξη των εξεγέρσεων από τη Χιμάρα και το Δέλβινο, μέχρι το
Μέτσοβο και όλη την περιοχή προς τα Γρεβενά. Εφ’ όσον εδραιωνόταν
εκεί η εξέγερση, θα μεταλαμπαδευόταν νοτιότερα. Ήταν τόσο κακός ο
συντονισμός, όμως, ώστε τα σχέδια είτε ματαιώθηκαν είτε οδήγησαν σε
σφαγή των εξεγερμένων. Αυτό σε συνδυασμό, πάλι, με την
αναποφασιστικότητα του εθνικού κέντρου, το οποίο εξαντλούσε όλες τις
προσπάθειες σε βερμπαλιστικούς αφορισμούς. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση του Δέλβινου, οι κάτοικοι του οποίου με ενθουσιασμό
προσήλθαν στα όπλα, αλλά μένοντας αβοήθητοι υπέστησαν ισοπεδωτική
ήττα από τις σαφώς υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις (Φεβρουάριος 1878).
Όταν το Μάρτιο καταβλήθηκε νέα προσπάθεια για εξέγερση,
46Για το θέμα της εξέγερσης στη Μακεδονία το 1878, βλ. περισσότερα, Βασίλης
Γούναρης, Μακεδονία 1871-1909. Από τη Βουλγαρική Εξαρχία…, ό.π., σ. 261-263·
Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του
Μακεδονικού αγώνα (1878-1894), Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου
Αίμου, 1983· του ίδιου, Νεότερη ιστορία της Μακεδονίας (1830-1912), Θεσσαλονίκη,
Μπαρμπουνάκης 1986· Νικόλαος Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως φάσις του
Ανατολικού Ζητήματος, 1878-1908, Αθήναι 1935· Ευάγγελος Κωφός, Η
επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών
Χερσονήσου του Αίμου, 1969.
242
διαπιστώθηκε ότι ο αβοήθητος ελληνισμός της περιοχής ήταν πλέον στο
έλεος των τουρκαλβανικών συμμοριών που λυμαίνονταν την περιοχή.47
Την ίδια χρονιά ένα άλλο εθνικό ζήτημα, αυτό της Κύπρου,
μολονότι δεν συνδέεται με τις εκραγείσες εξεγέρσεις στον ελλαδικό
χερσαίο χώρο, γνώρισε μία εξέλιξη, η οποία έμελλε να τη σημαδέψει για
όλες τις επόμενες δεκαετίες. Με μυστική συνθήκη, η οποία υπογράφηκε
στις 4 Ιουνίου του 1878 στην Κωνσταντινούπολη, η Οθωμανική
Αυτοκρατορία παρέδιδε το νησί στην κυριαρχία της Αγγλίας. Η εξέλιξη -η
οποία μάλλον αιφνιδίασε την ευρωπαϊκή διπλωματία- είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη και αποτέλεσμα των καταιγιστικών εξελίξεων που
ελάμβαναν χώρα στη Βαλκανική κατά τη διετία 1877-1878. Ο
ρωσοτουρκικός πόλεμος και η αρνητική του έκβαση υποχρέωσαν την
Πύλη να αναζητήσει στήριξη στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία παρείχε
αμυντική βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, λαμβάνοντας ως
αντάλλαγμα την κυριαρχία στο νησί. Η Αγγλία αναγνωρίζοντας τη
στρατηγικής σημασίας γεωπολιτική θέση της Κύπρου αποκτούσε έτσι
εύκολη και μόνιμη πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, στο δρόμο προς
τις Ινδίες και γενικότερα τη Δυτική Ασία.48 Στην απόφαση αυτή του
Άγγλου πρωθυπουργού Μπένζαμιν Ντισραέλι θα πρέπει ασφαλώς να
βάρυνε και το γεγονός ότι από το 1869 είχε αρχίσει να λειτουργεί η
διώρυγα του Σουέζ, γεγονός που καθιστούσε την Κύπρο σημαντικότατο
συγκοινωνιακό κόμβο.49 Με τη συμφωνία της 4ης Ιουνίου και άλλες που
υπογράφηκαν αμέσως μετά καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες και οι
υποχρεώσεις που προέκυπταν για τις δύο συναλλασσόμενες πλευρές.
Ο ελληνισμός του νησιού, που αποτελούσε τα ⅘ του πληθυσμού
δέχτηκε με ικανοποίηση έως και ενθουσιασμό την εξέλιξη, θεωρώντας ότι
ξεκινά μία νέα, καλύτερη, περίοδος για το νησί, με δεδομένο μάλιστα ότι η
αυταρχικότητα και οι αυθαιρεσίες στο νησί είχαν πολλαπλασιασθεί κατά
το τελευταίο διάστημα. Αυτά τα αισθήματα αποτυπώθηκαν και στο λόγο
243
που εκφώνησε ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος προς τον νέο
κυβερνήτη του νησιού Garnet Wolseley.50
Οι προσδοκίες του κυπριακού ελληνισμού και οι υποσχέσεις των
Άγγλων για χρηστή διοίκηση και βελτίωση των συνθηκών ζωής, γρήγορα
θα διαψευσθούν. Κατ’ αρχάς, οι Άγγλοι δεν είχαν αναλάβει το νησί ως
μεσολαβητές για να το παραδώσουν στην Ελλάδα. Θα αποτελούσε βήμα
για να εξυπηρετήσει τα οικονομικά και πολιτικά της σχέδια στην Εγγύς
Ανατολή και σε καμιά περίπτωση δεν θα επιθυμούσαν να εξελιχθεί το
ζήτημα σε ένα νέο Επτανησιακό.51 Για το λόγο αυτό οι Έλληνες, που
αποτελούσαν το οικονομικά και πνευματικά αναπτυγμένο τμήμα του
νησιού θα έπρεπε, όσο το δυνατό, να αποκλεισθούν από διοικητικές
θέσεις.Από τις πρώτες πρωτοβουλίες που ανέλαβε η νέα διοίκηση ήταν η
αποδυνάμωση του ρόλου της τοπικής ορθόδοξης Εκκλησίας, με αλλαγές
που αφορούσαν στο φορολογικό και δικαστικό καθεστώς του κλήρου.
Επιπλέον, οι Βρετανοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ελληνική
γλώσσα-δηλαδή εκείνη που ομιλούσε η συντριπτική πλειονότητα των
κατοίκων- ως επίσημη γλώσσα του νησιού, αντί της τουρκικής.52 Στα
σχέδια του Λονδίνου, μάλιστα, ήταν και ο εποικισμός του νησιού με
Τούρκους, κάτι που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Αλλά η συγκεκριμένη
πρόθεση ενέχει τα στοιχεία της διαίρεσης, το σπέρμα του διχασμού,
μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κατοίκων, μια πρακτική δηλαδή που
διευκόλυνε τα βρετανικά σχέδια για τη διαιώνιση της κυριαρχίας στο νησί,
όπως απέδειξαν οι επόμενες δεκαετίες.
50Φίλιος Ζαννέτος, Ιστορία της νήσου Κύπρου από της αγγλικής κατοχής μέχρι
σήμερον, τ. Β’, Λάρναξ 1911, σ. 46-47. Ακόμη, Χάιντς Α. Ρίχτερ, Ιστορία της
Κύπρου, τ. 1ος (1878-1949), Εστία 2007, σ. 87-103.
51 Βλ. σχετικά, Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Επτάνησος και Κύπρος: συγκλίσεις και
αποκλίσεις στην ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου, στο περ. Τα Ιστορικά, τχ.
27, 1997, σ. 428-436.
52 Στο ίδιο, σ. 89-90.
244
ικανότητες από τη θητεία του στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και
άοκνος εργάτης της ιδέας του πανσλαβισμού. Ο ίδιος προσπαθούσε να
πείσει τον τσάρο να διατάξει την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων στην
Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να υπογραμμιστεί ο ρωσικός θρίαμβος
και να καταστούν ακόμη ευχερέστερες οι διαπραγματεύσεις με τη
συντετριμένη Τουρκία. Ο φόβος του αγγλικού στόλου ματαίωσε μια
τέτοια ιδέα, αλλά ούτως ή άλλως η εξουθενωμένη αυτοκρατορία του
σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ θα ήταν εύκολος και πρόθυμος συζητητής στις
διαπραγματεύσεις.
Το κείμενο της συνθήκης υπογράφηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1878
και οι βασικότεροι όροι της ήταν οι εξής: α). Η Σερβία, το Μαυροβούνιο και
η Ρουμανία, ηγεμονίες μέχρι τότε, αποκτούσαν την πλήρη ανεξαρτησία
τους. Τα σύνορα και των τριών αυτών κρατών μεγάλωναν, καθώς το
Μαυροβούνιο τριπλασίαζε τα σύνορά του, αποκτώντας διέξοδο στην
Αδριατική, η Σερβία επεκτεινόταν νοτιότερα, ενώ η Ρουμανία αποσπούσε
τη Δοβρουτσά και εκχωρούσε τη Βεσσαραβία στη Ρωσία· β). η Ρωσία
αποσπούσε εδάφη από την ασιατική Οθωμανική Αυτοκρατορία· γ).
εδημιουργείται μία αυτόνομη βουλγαρική ηγεμονία, η οποία εκτεινόταν
από το Δούναβη ως το Αιγαίο και από τη Μαύρη Θάλασσα ως τις λίμνες
Πρέσπες και Αχρίδα. Ήταν η Μεγάλη Βουλγαρία, έξω από την οποία
έμεναν απλώς η Θράκη, νότια της Ροδόπης, η Χαλκιδική, η Θεσσαλονίκη
και τα εδάφη της Μακεδονίας νοτίως του Αλιάκμονα. Για τις άλλες
εθνότητες που επρόκειτο να ζήσουν μέσα στα όρια του νέου βουλγαρικού
κράτους οριζόταν ότι θα ελαμβάνοντο μέτρα, τα οποία θα διασφάλιζαν τα
δικαιώματά τους. Για τις περιοχές της Κρήτης, της Θεσσαλίας και της
Ηπείρου, περιοχές που παρέμεναν εντός της οθωμανικής επικράτειας
διατυπώνονταν αόριστα κάποιες ρυθμίσεις για τη βελτίωση της ζωής των
Ελλήνων. Τέλος, ακόμη και η χερσόνησος του Άθω, με τα προνόμια που
αποκτούσαν οι Ρώσοι μοναχοί, ετίθετο κάτω από τη ρωσική επιρροή.53
Τον αρχικό αιφνιδιασμό της ελληνικής πλευράς, ακολούθησε
απογοήτευση και ανησυχία. Περιοχές ολόκληρες και πόλεις με
ακμάζοντα -πληθυσμιακά, πολιτιστικά και οικονομικά- ελληνισμό
περιέρχονταν στη Βουλγαρία. Για τον ελληνισμό η συγκεκριμένη συνθήκη
έβαζε ταφόπετρα στα όνειρα για την πραγματοποίηση της Μεγάλης
Ιδέας, της βασικής δηλαδή εθνικής ιδεολογίας που κυριαρχούσε τις
245
τέσσερις δεκαετίες από την ίδρυση του πρώτου, περιορισμένου
γεωγραφικά, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι αυτοδιοικητικού
χαρακτήρα ρυθμίσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη
ισοδυναμούσαν με εμπαιγμό για την ελληνική πλευρά. Όσοι μιλούσαν
για τον κίνδυνο του πανσλαβισμού φαίνονταν δικαιωμένοι. Την
αιφνιδιασμένη πολιτική ηγεσία του τόπου υποκατέστησαν εν μέρει
σύλλογοι και σωματεία που κινητοποιήθηκαν με υποβολή διαμαρτυριών.
Οικονομικοί και πνευματικοί παράγοντες που ζούσαν έξω από το
ελληνικό κράτος, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, κινητοποιήθηκαν,
μερικοί μετέβησαν στην Ευρώπη για να «συνηγορήσωσιν υπέρ των
δικαίων της ελληνικής φυλής»,54 ενώ ο οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ
ο Β’ ενημέρωνε τους πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Πόλη και διαβίβαζε
τις διαμαρτυρίες που ελάμβανε.55
Αλλά όλες οι συγκινησιακού χαρακτήρα και συναισθηματικά
φορτισμένες αντιδράσεις αφήνουν παγερά αδιάφορη τη διεθνή
διπλωματία. Τις εκτιμήσεις, τις κινήσεις και τις αποφάσεις των Δυνάμεων
καθορίζουν η ψυχρή λογική και, κυρίως, τα συμφέροντά τους. Να
σημειωθεί ότι εκτός της Ελλάδος θιγμένες με τη συγκεκριμένη συνθήκη
ήταν τόσο η Σερβία, όσο και η Ρουμανία. Η πρώτη, μολονότι κέρδισε
κάποια εδάφη και την ανεξαρτησία της, ένιωθε να πιέζεται από το
τεράστιο βουλγαρικό κράτος και να χάνει το ρόλο που επεφύλασσε για
την ίδια, ρόλο πρωταγωνιστικό μεταξύ των σλαβικών πληθυσμών. Η
Ρουμανία, αν και είχε πολεμήσει στο πλευρό του ρωσικού στρατού,
συμβάλλοντας στη μεγάλη νίκη, ένιωθαν την ίδια πίεση, ενώ δεν τους
ικανοποιούσε η προσάρτηση της Δοβρουτσάς.
Αν στην απογοήτευση των βαλκανικών κρατών, προστεθεί και η
αδιαμφισβήτητη πλέον υπεροχή της Ρωσίας στη Βαλκανική, γίνεται
αντιληπτή η άμεση κινητοποίηση της διπλωματίας των Δυτικών,
προκειμένου να αποτρέψουν τα τετελεσμένα. Την εντονότερη αντίδραση
εξέφρασε η Αγγλία, η οποία απείλησε ευθέως με πόλεμο, αν ίσχυε η
συγκεκριμένη συνθήκη.56 Ταυτόχρονα, η βρετανική διπλωματία άρχισε να
βλέπει την Ελλάδα ως το κράτος – ανάχωμα στο ρωσικό επεκτατισμό.
Από τη στιγμή που ο «Μεγάλος Ασθενής», η Οθωμανική αυτοκρατορία
246
δεχόταν αλλεπάλληλα χτυπήματα και από την τελευταία αναμέτρησή
της με τη Ρωσία είχε καταστεί έρμαιο των διαθέσεων του μεγάλου
αντιπάλου της, η Αγγλία ανακάλυπτε ξανά τον «φιλελληνισμό» της. Την
πρόθεση της αγγλικής κυβέρνησης για επανεκτίμηση του ρόλου της
Ελλάδας στην περιοχή διεμήνυσε ο υπουργός των Εξωτερικών Ντέρμπυ
προς τον Έλληνα επιτετραμμένο στο Λονδίνο Ιωάννη Γεννάδιο, ενώ στην
ίδια και ίσως σαφέστερη γραμμή κινήθηκε και ο Σώλσμπερυ που ανέλαβε
το ίδιο υπουργείο λίγο μετά.57
Η Γερμανία, η οποία ασφαλώς δεν ήταν ευχαριστημένη από όσα
συμφωνήθηκαν στον Άγιο Στέφανο, θέλοντας να αποτρέψει μία νέα
θερμή αναμέτρηση Αγγλίας – Ρωσίας, ανέλαβε πρωτοβουλία να
συγκαλέσει συνέδριο στο Βερολίνο, προκειμένου να επανεκτιμηθεί η
κατάσταση και να ληφθούν νέες αποφάσεις. Η νικήτρια του πολέμου,
πλην όμως καταπονημένη, Ρωσία γνώριζε ότι τα όσα όριζε η συνθήκη που
υπέγραψε με την Τουρκία δεν είχαν πολλές πιθανότητες να ισχύσουν για
πολύ. Θέλοντας να αποφύγει τη ρήξη με τις άλλες Δυνάμεις και ιδίως με
την Αγγλία ήταν πρόθυμη να προσέλθει στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων στη γερμανική πρωτεύουσα. Για την Ελλάδα
παρουσιαζόταν ίσως μια νέα ευκαιρία, ιδιαίτερα αν μπορούσε να
εκμεταλλευθεί τον ανταγωνισμό των ισχυρών.
247
με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο,
υποστήριζε το αντίθετο, με τις άλλες Δυνάμεις να τηρούν επιφυλακτική
στάση. Ένα άλλο θέμα ήταν ποιός θα εκπροσωπούσε την ελληνική
πλευρά, εφόσον τελικά εκαλείτο στις εργασίες του συνεδρίου.
Αποφασίστηκε τη χώρα να εκπροσωπήσει ο υπουργός των Εξωτερικών
Θεόδωρος Δηλιγιάννης, επικεφαλής μιας ομάδας έμπειρων
διπλωματών.58
Η απόφαση που τελικά ελήφθη προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα
παρίστατο στο συνέδριο, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Ο Δηλιγιάννης στις
διεκδικήσεις θα πρόβαλε την αναγκαιότητα να προσαρτηθούν στην
Ελλάδα η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Κρήτη. Πάντως, ως προς την Κρήτη
ήταν κοινή η πεποίθηση ότι η διεκδίκησή της αποτελούσε μάλλον
ουτοπία, καθώς, όπως σημείωνε εύστοχα εφημερίδα της εποχής, οι
Άγγλοι «παν άλλο θέλουσιν ή να παραδοθή εις χείρας ασθενείς το μόνον
κατά θάλασσαν προπύργιον τού Σουέζ».59 Κύριο μέλημα, επίσης, της
αντιπροσωπείας θα ήταν να αποφευχθεί η παραχώρηση της Μακεδονίας
και της Θράκης στη Βουλγαρία, συνεπώς επιβαλλόταν η στενή
συνεργασία με εκείνες τις Δυνάμεις που είχαν ίδιες θέσεις στο ζήτημα.
Δύο εβδομάδες μετά την έναρξη του συνεδρίου κλήθηκε ο Έλληνας
υπουργός να εκθέσει τις ελληνικές θέσεις. Ο Δηλιγιάννης με λιτό και
ξεκάθαρο λόγο εξέθεσε τις ελληνικές απόψεις και διεκδικήσεις, με βάση
248
το σκεπτικό ότι η Ελλάδα ασφυκτιούσε μέσα στα συγκεκριμένα όρια και
ότι τυχόν δικαίωση των ελληνικών θέσεων θα ισοδυναμούσε με την
παγίωση σχέσεων καλής γειτονίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.60
Εντυπωσιακό στοιχείο του συγκεκριμένου συνεδρίου υπήρξε η
έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα και οι πετυχημένοι διπλωματικοί
ελιγμοί της Αγγλίας. Έτσι, για παράδειγμα, η Αγγλία προσποιούμενη ότι
θα ταχθεί υπέρ των θέσεων για παραχώρηση εδαφών στην Ελλάδα, πίεζε
τον Αβδούλ Χαμίτ να ενδώσει για την παραχώρηση της Κύπρου, πράγμα
που τελικά -όπως είδαμε προηγουμένως- πέτυχε. Και από τη στιγμή που η
αγγλική διπλωματία κατάφερε να αποσπάσει από την Τουρκία το,
στρατηγικής σημασίας, νησί και φαινόταν να αποτρέπει τη δημιουργία
της μεγάλης Βουλγαρίας, εξαντλήθηκε ο φιλελληνισμός της. Στην
πραγματικότητα η Ελλάδα μπορούσε να υπολογίζει πλέον μόνο στη
φιλελληνική διάθεση της Γαλλίας.61
Τελικά, την 1η Ιουλίου 1878 υπογράφηκε το κείμενο των αποφάσεων
του συνεδρίου. Σύμφωνα με όσα όριζε η συνθήκη οι Ευρωπαίοι ηγέτες
δημιούργησαν -αντί για το μεγάλο βουλγαρικό κράτος- τρεις εδαφικές
ενότητες: η Βουλγαρία, βόρεια της οροσειράς του Αίμου, γινόταν
αυτόνομη ηγεμονία, υποτελής στο σουλτάνο· η Ανατολική Ρωμυλία,
νοτίως του Αίμου, αυτόνομη ηγεμονία με Χριστιανό διοικητή τον οποίο θα
διόριζε ο σουλτάνος· η Μακεδονία παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής
επικράτειας. Επίσης, αναγνωρίσθηκαν ως ανεξάρτητα κράτη η Σερβία, το
Μαυροβούνιο και η Ρουμανία. Η Ρωσία, ως αντιστάθμισμα για τις
μεταβολές στη Βαλκανική, ελάμβανε ό,τι όριζε η συνθήκη του Αγίου
Στεφάνου για τα εδάφη της ανατολικής Μικράς Ασίας. Η Ελλάδα θα
έπαιρνε τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου, μετά από διαπραγματεύσεις
με την Τουρκία, με τις οποίες θα οριζόταν επακριβώς η οροθετική γραμμή.
249
Τέλος, η Αγγλία προσαρτούσε και επισήμως την Κύπρο, ενώ η Αυστρία
ανελάμβανε τη διοίκηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης.
Μεγάλη χαμένη, ασφαλώς, από το συνέδριο έβγαινε η Βουλγαρία, η
οποία έβλεπε ότι το μεγάλο κράτος που ιδρυόταν με τη συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου αποτελούσε παρελθόν. Η συγκεκριμένη συνθήκη θα
αποτελούσε για τους Βουλγάρους το διεκδικητικό όραμα, εκείνο που θα
καθόριζε πλέον την εξωτερική τους πολιτική. Η ελληνική πλευρά δέχτηκε
ευμενώς τις αποφάσεις. Τουλάχιστον αποφεύχθηκε η απώλεια της
Μακεδονίας και αφήνονταν περιθώρια για μελλοντική διεκδίκηση. Το
κλίμα ευφορίας αποτυπώθηκε στο συγχαρητήριο τηλεγράφημα του
πρωθυπουργού Κουμουνδούρου προς τον Δηλιγιάννη αλλά και τα θετικά
σχόλια του ελληνικού τύπου. Δεν έλειψαν, όμως, οι αρνητικές κριτικές της
αντιπολίτευσης, τόσο της ηγεσίας όσο και του τύπου, όταν μετά την
πρώτη ανακούφιση επικράτησαν δεύτερες σκέψεις. Πρωτοστάτης στην
κριτική ο Τρικούπης, ο οποίος κατηγόρησε τον Δηλιγιάννη ότι
παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος του (μικρού) ελληνικού βασιλείου και όχι
του όλου ελληνισμού. Δηλαδή θεώρησε ότι ο αλύτρωτος ελληνισμός
εγκαταλείφθηκε μάλλον, παρά εκπροσωπήθηκαν τα συμφέροντά του
από το εθνικό κέντρο.62
250
Ανεξαρτήτως της κομματικής εμπάθειας ή μη μπορούμε να πούμε
ότι με τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου η Ελλάδα βγήκε
κερδισμένη υπό την έννοια ότι απέφυγε τη χειρότερη εξέλιξη, δηλαδή
ακύρωσε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Κυρίως άφηνε ελπίδες για
θετική εξέλιξη ως προς τις βόρειες επαρχίες του ελληνισμού και έμενε να
αποδυθεί σε διπλωματικό αγώνα για να ξαναθέσει το ζήτημα. Βέβαια, η
πορεία των γεγονότων απέδειξε ότι το θέμα δε θα λυνόταν διπλωματικά,
ωστόσο από τη στιγμή που οι άλλοι βαλκάνιοι ανταγωνιστές δεν
διασφάλιζαν την κυριαρχία στις επίμαχες περιοχές, το Μακεδονικό
τουλάχιστον παρέμενε ανοιχτό. Ως προς τη Θεσσαλία και το τμήμα της
Ηπείρου έμενε η (δύσκολη) διαπραγμάτευση με την τουρκική πλευρά.
63 Για το ζήτημα, βλ. ενδεικτικά, Stavro Skendi, The Albanian National Awakening
(1878-1912), Princeton University Press Princeton, New Jersey 1967 σ. 5-30· Nathalie
Clayer, Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού, Ισνάφι, Ιωάννινα 2009.
251
να εκδηλώνει τις βλέψεις της προς τη δυτική Βαλκανική, από τη στιγμή
που απ’ τον βορρά η ισχυρή Αυστρο – Ουγγαρία δεν επέτρεπε καμία
απολύτως σκέψη για επέκταση. Έτσι, αυτό που θα γίνει κύριο γνώρισμα
της ιταλικής εξωτερική πολιτικής τις επόμενες δεκαετίες, δηλαδή η άμεση
ή έμμεση ανάμιξη της Ρώμης στις βαλκανικές υποθέσεις θα εγκαινιαστεί
σε εκείνη ακριβώς την περίοδο με διπλωματικές επαφές και υιοθέτηση
φιλοαλβανικής πολιτικής.64
Οι νέες ελληνοτουρκικές συνομιλίες που ξεκίνησαν τον Αύγουστο
στην Κωνσταντινούπολη απέδειξαν ότι οι απευθείας συνομιλίες, χωρίς τη
μεσολάβηση των Δυνάμεων δεν μπορούσαν να καρποφορήσουν.
Στο εσωτερικό της χώρας η δυσφορία, από την παρελκυστική
πολιτική της Τουρκίας και την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων,
μεγάλωνε. Δυσφορούσε ο Γεώργιος αλλά και η αντιπολίτευση για τους
χειρισμούς από πλευράς της κυβέρνησης Κουμουνδούρου. Ο τελευταίος,
θέλοντας να ασκήσει πίεση προς την τουρκική πλευρά, αναλωνόταν σε
λεονταρισμούς με την απειλή πολέμου. Για το λόγο αυτό άλλωστε
προσπάθησε να δημιουργήσει νέες εφεδρείες για το στρατό έτσι ώστε να
φτάσει τις 30.000 άνδρες. Μάλιστα, η αποτυχία να ψηφισθεί το σχετικό
νομοσχέδιο τον οδήγησε εκτός εξουσίας για λίγες μόνο μέρες και όταν
επανήλθε μία από τις πρώτες του μέριμνες ήταν να καθιερώσει την τριετή
στρατιωτική θητεία και να ψηφίσει το νόμο για την εκγύμναση εφεδρικών
ηλικιών.65 Ο Κουμουνδούρος παρουσίαζε αξιοσημείωτες πολιτικές
αντοχές, παρά την οξύτητα που είχαν προσλάβει τα εθνικά ζητήματα και,
μάλιστα, κατάφερε να κερδίσει και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1879.
Ένα νέο νομοσχέδιο, όμως, για την οργάνωση του στρατού σήμανε την
πτώση του και έτσι το Μάρτιο του 1880 ο Τρικούπης κατάφερε να
σχηματίσει την πρώτη του κυβέρνηση, στηριγμένη στη δεδηλωμένη
εμπιστοσύνη της βουλής. Προς την ίδια κατεύθυνση, την αναδιοργάνωση
δηλαδή του στρατεύματος, εργάσθηκε αμέσως και ο Τρικούπης. Πάντως
πεποίθησή του ήταν ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία μία πολεμική
252
αναμέτρηση μάλλον θα έβλαπτε τα εθνικά συμφέροντα και ότι δια της
διπλωματικής οδού η Ελλάδα μπορούσε να προσδοκά οφέλη.66
Κύριο μέλημα, πάντως, της ελληνικής πλευράς ήταν να αποδείξει
ότι στην Ήπειρο κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι οποίοι
αποτελούσαν και την πλειονότητα στην περιοχή. Εκτός από τα
εθνολογικής και ιστορικής υφής επιχειρήματα, την ελληνική διπλωματία
θα ευνοήσει και η κυβερνητική μεταβολή στην Αγγλία, όταν ο Γλάδστον
θα διαδεχθεί τον Ντισραέλι. Η νέα κυβέρνηση του Λονδίνου, παράλληλα
με τα ρωσοφοβικά σύνδρομα, θα εγκαταλείψει και τη φιλοτουρκική
πολιτική. Έτσι, όταν άρχισε η νέα διάσκεψη στο Βερολίνο (Ιούνιος 1880) η
ελληνική πλευρά είχε θετικούς εισηγητές τόσο τους Γάλλους όσο και τους
Άγγλους αντιπροσώπους. Στην απόφαση που ελήφθη ορίστηκε ότι η
οροθετική γραμμή θα ξεκινούσε από τις εκβολές του ποταμού Καλαμά
και ανατολικά θα ακολουθούσε την κορυφογραμμή του Ολύμπου
φτάνοντας έξω από το Κίτρος της Πιερίας. Συνοπτικά, στο ελληνικό
κράτος θα περιέρχονταν η Παραμυθιά, τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, όχι
όμως, οι Φιλιάτες και η Κόνιτσα. Η Θεσσαλία περιερχόταν στο σύνολό
της.
Η απόφαση των Δυνάμεων έγινε ασμένως αποδεκτή από την
ελληνική πλευρά, ενώ ο πρωθυπουργός Τρικούπης με δήλωσή του
αναγνώριζε «την υψηλήν ευθυδικίαν υφ’ ής ενεπνεύσθησαν αι Δυνάμεις
κατά την εκπλήρωσιν της εντολής αυτών».67 Η ελληνική πρωτεύουσα για
άλλη μια φορά έπαιρνε εορταστικό χρώμα με το λαό να πανηγυρίζει την
επίτευξη μιας εθνικής νίκης.68 Όμως οι πανηγυρισμοί αποδείχθηκαν
πρόωροι, καθώς, ενώ η συμφωνία των Δυνάμεων ήταν σχετικά εύκολη,
δεν ελήφθη απόφαση για τον τρόπο με τον οποίο θα επιβαλόταν. Η
253
τουρκική πλευρά ερμήνευσε, δικαίως, αυτήν την παράλειψη ως αδυναμία
των Ευρωπαίων να επιβάλουν τη λύση που προέκριναν, και συνέχισε την
αναβλητική και παρελκυστική της τακτική. Η ελληνική πλευρά, με
απόφαση τόσο του Τρικούπη όσο και του Κουμουνδούρου που τον
διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία, απείλησε με πόλεμο την Τουρκία και για
μία ακόμη φορά σημειώθηκαν στρατιωτικές κινητοποιήσεις στη μεθόριο.
Αλλά, όπως αποδείχθηκε για μια ακόμη, φορά, τέτοιου είδους
κινητοποιήσεις υπείχαν μάλλον χαρακτήρα πίεσης, παρά δημιουργούσαν
σοβαρές πιθανότητες πολέμου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο
Κουμουνδούρος διατήρησε την ψυχραιμία του και δεν παρασύρθηκε από
τις σειρήνες πολέμου που ηχούσαν τόσο από την αντιπολίτευση όσο και
από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Ο Μεσσήνιος πολιτικός στη δύση
του πολιτικού του βίου γνώριζε άριστα ότι σε περίπτωση πολέμου με την
Τουρκία, όχι μόνον θα ήταν παρακινδυνευμένο το αποτέλεσμα, αλλά η
Ελλάδα θα προσέκρουε πάνω στην αρνητική πλέον διάθεση των
Δυνάμεων.69 Τελικά, στις 12 Μαΐου 1881 υπογράφηκε στην
Κωνσταντινούπολη η σύμβαση μεταξύ της Τουρκίας και των Δυνάμεων,
σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η Θεσσαλία προσαρτιόταν στο ελληνικό
κράτος και από την Ήπειρο μόνον η περιοχή της Άρτας. Στις 20 Ιουνίου,
με βάση αυτήν την απόφαση υπογράφηκε ελληνοτουρκική συνθήκη που
ρύθμιζε επιμέρους λεπτομέρειες και έκλεινε το ζήτημα.
Μολονότι η τελική απόφαση, με τη μη προσάρτηση της Ηπείρου,
προκάλεσε απογοήτευση στην ελληνική κοινή γνώμη, το αποτέλεσμα -
τηρουμένων των αναλογιών και δεδομένων των διεθνών συγκυριών- για
την Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί θετικό. Η προσάρτηση των
συγκεκριμένων περιοχών ήταν η πρώτη απόσπαση εδαφών από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία του ελληνικού κράτους. Επιπλέον,
διευρύνθηκαν σημαντικά τα σύνορα, αυξήθηκε ο πληθυσμός της χώρας
και τα εύφορα εδάφη της Θεσσαλίας δημιουργούσαν σπουδαίες
προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Ως προς το τελευταίο ζήτημα,
αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 4 της συνθήκης αναγνώριζε τους
οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας στα τσιφλίκια και απαγόρευε την
απαλλοτρίωσή τους. Από εκεί θα προκύψει το ζήτημα της μεγάλης
έγγειας ιδιοκτησίας στη Θεσσαλία, ένα ζήτημα που απασχόλησε το
ελληνικό κράτος τις επόμενες δεκαετίες.
254
Το ζήτημα των τσιφλικιών της Θεσσαλίας. Ενώ στα όρια του
πρώτου ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους η σταδιακή αναδιανομή των
εθνικών γαιών δεν δημιούργησε σημαντικές εντάσεις στον αγροτικό
χώρο, η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας προκάλεσε το οξύ
κοινωνικό ζήτημα των τσιφλικιών. Τα συγκεκριμένα τσιφλίκια
δημιουργήθηκαν, ως επί το πλείστον, στο χρονικό διάστημα που
μεσολάβησε από την υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου (1878) μέχρι
την τελική προσάρτηση της περιοχής το 1881. Τόσο η πρώτη συνθήκη
(άρθρο 4) όσο και αυτή της Κωνσταντινούπολης προστάτευε την έγγεια
ιδιοκτησία, απαγορεύοντας ουσιαστικά να γίνει ό,τι πραγματοποιήθηκε
στην Παλαιά Ελλάδα. Οι Οθωμανοί ιδιοκτήτες των μεγάλων εκτάσεων
καλλιεργήσιμης γης, δηλαδή, προστατεύονταν από τις διεθνείς συνθήκες.
Ωστόσο, η εύλογη ανασφάλεια που κατέλαβε τους Οθωμανούς
γαιοκτήμονες είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική πώληση των ιδιοκτησιών
τους στη χρηματιστηριακή αγορά της Κωνσταντινούπολης.70 Ως
επενδυτική ευκαιρία για περαιτέρω διεύρυνση των παραγωγικών και
εμπορικών τους δραστηριοτήτων παρουσιάστηκαν οι οικονομικά
πανίσχυροι Έλληνες της ομογένειας, οι οποίοι έσπευσαν να τα
αγοράσουν. Μεταξύ αυτών των νέων ιδιοκτητών διακρίνει κανείς
ονόματα επιφανών Ελλήνων με σημαντική θέση στην πολιτική,
κοινωνική και οικονομική ζωή είτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε
στο ελληνικό κράτος. Μερικοί απ’ αυτούς διατηρήθηκαν στην ιστορική
μνήμη και ως εθνικοί ευεργέτες. Έτσι, μεταξύ άλλων, μπορεί κάποιος να
ξεχωρίσει τα ονόματα του Ευάγγελου Ζάππα, του Χρηστάκη Ζωγράφου,71
255
του Σκυλίτζη, του Μπαλτατζή, του Καραπάνου (στην Άρτα), 72 του
Καρτάλη, του Συγγρού κ.α. Μάλιστα, ο τελευταίος ίδρυσε και την
Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας για να προωθήσει τις αγοραπωλησίες γης
στην περιοχή.73
Οι ελπίδες των ακτημόνων αγροτών για παράλληλη κοινωνική
απελευθέρωση στις νεοαποκτηθείσες περιοχές αποδείχθηκαν φρούδες.
Όχι μόνον δεν συνέβη αυτό, αλλά αντιθέτως η οικονομική και κοινωνική
τους θέση επιβαρύνθηκε. Ενώ κατά την προηγούμενη του 1881 περίοδο η
νομή των κολίγων ήταν ένα εμπράγματο και κληρονομικό δικαίωμα και ο
αγρότης ήταν προσδεδεμένος με τη γη που καλλιεργούσε, τώρα το αστικό
ελληνικό δίκαιο, καταργώντας το οθωμανικό,74 θεωρούσε τους αγρότες
ακτήμονες. Έτσι ο ιδιοκτήτης μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εξώσει τον
αγρότη, βάσει αγροληπτικού συμβολαίου.75
Υπέρμαχος αυτής της πολιτικής υπήρξε ο Χ. Τρικούπης, ο οποίος
μεσουρανούσε τότε στην πολιτική σκηνή. Ο Τρικούπης, θεωρώντας την
οικονομική ανάπτυξη της Χώρας ως μονόδρομο και τα κεφάλαια των
Ελλήνων του εξωτερικού ως την ατμομηχανή της ανάπτυξης προσέφερε
οτιδήποτε μπορούσε ως κίνητρο στο παροικιακό κεφάλαιο, προκειμένου
να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις.76 Έτσι το ζήτημα της
μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας στη Θεσσαλία, μέλλον επιβλήθηκε
συνειδητά από την τρικουπική πολιτική, παρά κληρονομήθηκε από την
προ του 1881 κατάσταση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά πάντοτε στο πλαίσιο
256
της παροχής κινήτρων στο παροικιακό κεφάλαιο, ο Τρικούπης φρόντισε
με νομοθετήματα να αυξηθεί η έγγεια πρόσοδος των γαιοκτημόνων, από
την κατακόρυφη άνοδο της τιμής του εγχώριου σίτου. Αυτό το πέτυχε με
τον πενταπλασιασμό του δασμού στο εισαγόμενο (ρωσικό κυρίως) σιτάρι
(1884) και την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των δασμών κατά 1.600% το
1892. Στην πολιτική αυτή θα πρέπει να συνυπολογίσουμε κι άλλα μέτρα
υπέρ των γαιοκτημόνων, όπως η κατάργηση της φορολογίας της δεκάτης
επί των σιτηρών ή η κατάργηση του τελωνείου Θεσσαλίας για να
διευκολυνθεί η εποχική μετακίνηση της νομαδικής κτηνοτροφίας στα
ελληνοτουρκικά σύνορα. Βρίσκοντας, λοιπόν, πρόσφορο έδαφος από την
πολιτική του κράτους οι νέοι τσιφλικάδες αύξησαν κατακόρυφα τα κέρδη
τους. Για τη μεγιστοποίηση, μάλιστα, του κέρδους τους περιόρισαν τις
καλλιεργούμενες εκτάσεις προκειμένου με τη μείωση της παραγωγής να
αυξηθεί επιπλέον η τιμή του εγχώριου σιταριού και να ενοικιάσουν τις
υπόλοιπες εκτάσεις για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας.77
Αν θέλαμε να δικαιολογήσουμε την προνομιακή πολιτική που
επιφύλαξε με σταθερότητα ο Τρικούπης στους νέους γαιοκτήμονες -εκτός
από την παροχή κινήτρων για επενδύσεις- το θέμα θα πρέπει να ιδωθεί
και μέσα από το πρίσμα της εξωτερικής πολιτικής και της φιλοδοξίας
επεκτάσεως των συνόρων. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε
να παραβιάσει διεθνείς συνθήκες, να εκτεθεί στην ευρωπαϊκή κοινότητα,
κάτι που μπορούσε να είχε αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα σε μία
ενδεχόμενη νέα ρύθμιση του Ανατολικού ζητήματος. Επίσης, για να
πραγματοποιηθεί απαλλοτρίωση και διανομή της Θεσσαλικής γης θα
έπρεπε να ψηφιστεί νόμος που θα ίσχυε σε όλη την επικράτεια, οπότε θα
θίγονταν οι κτηματίες -έστω και λίγοι- της Παλαιάς Ελλάδος.78
Στο σημείο αυτό θα πρέπει πάντως να επισημανθεί μία αντίφαση ή
έστω ένα αδιέξοδο στην οικονομική πολιτική του Τρικούπη. Ενώ έκανε ό,τι
μπορούσε για να προσελκύσει επενδύσεις, με την αφειδή παροχή
προνομίων στους νέους γαιοκτήμονες, προνόμια που επέτρεπαν τεράστια
περιθώρια κέρδους από τη νέα δραστηριότητα, δεν προκαλούσαν όμως το
επενδυτικό ενδιαφέρον στο δευτερογενή τομέα, τη βιομηχανία. Τα
257
υπερκέρδη από την έγγεια πρόσοδο περιόριζαν τα κέρδη στο βιομηχανικό
τομέα, καθώς η πορεία τους ήταν αντιστρόφως ανάλογη και ταυτόχρονα
δεν υπήρχαν επαρκείς πλέον λόγοι να επενδυθούν κεφάλαια σε μία
δραστηριότητα που προϋπέθετε μακροχρόνιο σχεδιασμό και ανάληψη
επιχειρηματικού κινδύνου. Το εύκολο και γρήγορο κέρδος από την
εκμετάλλευση του θεσσαλικού κάμπου ήταν αρκετή για τους ομογενείς
προκειμένου να αντλήσουν την επιθυμητή υπεραξία. Από την άποψη
αυτή η αγροτική πολιτική του Τρικούπη, όχι μόνον δεν απέδωσε ό,τι
προσδοκούσε, αλλά και τον κατέστησε έρμαιο της οξείας
αντιπολιτευτικής κριτικής του μεγάλου του αντιπάλου, του Δηλιγιάννη.
Ο τελευταίος από την πρώτη στιγμή υποστήριξε την ανάγκη
διανομής της θεσσαλικής γης, κατά τα πρότυπα της νότιας Ελλάδας.
Σύμμαχο σε αυτήν την πολιτική βρήκε βουλευτές, οι οποίοι μπορούν -
τηρουμένων των αναλογιών για την Ελλάδα του τέλους του 19 ου αιώνα-
να χαρακτηρισθούν ως σοσιαλίζοντες.79 Για τη ερμηνεία της στάσης του
Δηλιγιάννη, εκτός από τη δεδομένη και αδιάπτωτη δημοκοπική του
στάση, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι απεχθανόταν το
παροικιακό κεφάλαιο, το οποίο θεωρούσε ως τυχοδιωκτικό. Συνεπώς, μη
έχοντας ως στόχο την αναπτυξιακή εκτίναξη της χώρας, δεν φαινόταν να
υπολογίζει καθόλου τη δύναμη του παροικιακού κεφαλαίου, το οποίο σε
κάθε ευκαιρία κατήγγειλε. Έτσι παρουσίασε ένα φιλολαϊκό, φιλαγροτικό,
προφίλ, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει πράξη όσα διακήρυσσε επί
25ετία με στεντόρειο δημαγωγικό λόγο.
Το ζήτημα των τσιφλικιών της Θεσσαλίας δημιούργησε ένα
τεράστιο κοινωνικό ζήτημα για τη χώρα, το οποίο έμελλε να λυθεί μετά
από δεκαετίες. Στην ουσία η χώρα στον αγροτικό τομέα είχε δύο όψεις:
στην Παλαιά Ελλάδα μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες οικογενειακού
χαρακτήρα και στην Θεσσαλία – Άρτα με τα τσιφλίκια και τους κολίγους.
Οι τελευταίοι υφίσταντο δεινή εκμετάλλευση από τους νέους ιδιοκτήτες,
δουλεύοντας με πρωτόγονες καλλιεργητικές μεθόδους, χωρίς
παραγωγικά κίνητρα, αφού οι συμβάσεις που υπέγραφαν ήταν
ετεροβαρείς, προϊόν εκβιασμού και της ανάγκης για να εξασφαλισθεί η
διαβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους.80 Εκτός αυτού, δεν
258
ευνοήθηκε ούτε η αγροτική παραγωγή, προκειμένου να εξασφαλισθεί
επάρκεια από τον θεσσαλικό σιτοβολώνα, αφού η έλλειψη κινήτρων για
τους αγρότες λειτουργούσε ανασταλτικά και έτσι η κατάσταση που
παγιώθηκε τις επόμενες δεκαετίες «δεν εξεπλήρου ούτε το ιδεώδες της
μεγάλης ιδιοκτησίας, ούτε το της μικράς».81
259
εμπορικός ιστός της χώρας. Κατά την τριετία 1882-1884 η κυβέρνηση
δαπάνησε για την κατασκευή αμαξιτών δρόμων μεγάλα ποσά, τόσα όσα
δεν είχαν δαπανηθεί την προηγούμενη δεκαπενταετία.83 Το
σιδηροδρομικό δίκτυο, επίσης αναπτύχθηκε, καθώς η μεγάλη αυτή
«επανάσταση» του 19ου αιώνα στην Ευρώπη θεωρήθηκε συνώνυμη της
ανάπτυξης. Αν κανείς αναλογισθεί ότι μέχρι το 1881 η χώρα διέθετε μόλις
μία σιδηρογραμμική γραμμή, αυτή που συνέδεε την Αθήνα με τον
Πειραιά μήκους μόλις 12 χιλιομέτρων, κατανοεί εύκολα τη διάσταση της
επιτυχίας της τρικουπικής πολιτικής σ’ αυτόν τον τομέα: η χώρα διέθετε
906 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών αξόνων ως το 1892.84 Στις θαλάσσιες
συγκοινωνίες η δημιουργία λιμενικών έργων, ιδίως στην Πελοπόννησο
για να εξυπηρετείται το εμπόριο σταφίδας, ή η κατασκευή φάρων
δημιούργησε μία νέα δυναμική, με την οποία διευκολύνθηκε το
εξαγωγικό και εσωτερικό εμπόριο.85 Σημαντικότατο έργο ήταν η
αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας, έργο που ολοκληρώθηκε δεκαετίες
αργότερα και , βέβαια, η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου (1881-1893),
που διευκόλυνε σημαντικά τη θαλάσσια συγκοινωνία Πειραιά – Ιταλίας.86
Στα μεγάλα έργα υποδομής θα πρέπει να συνυπολογισθούν και αυτά που
αφορούσαν την ανάπτυξη της τηλεγραφικής και ταχυδρομικής
υπηρεσίας.87
Η δημόσια διοίκηση, προνομιακός χώρος για την εκκόλαψη του
στείρου κομματισμού και της πελατειακής φαυλότητας, αποτέλεσε ένα
από τους βασικούς σχεδιασμούς του Τρικούπη, έτσι ώστε να επιτελεί το
83Βλ. Αναλυτικά στοιχεία, Μαρία Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα,
1830-1880, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ 1989, σ. 92.
84 Λεπτομέρειες, Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-
1910). Γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, 1982.
85 Για τα λιμενικά έργα, βλ. Μαρία Συναρέλλη, ό.π., σ. 109-206· Εύη
Παπαγιαννοπούλου, Η αναγκαιότητα ναυτιλιακών υποδομών. Η διώρυγα της
Κορίνθου, στο Καίτη Αρώνη – Τσίχλη, Λύντια Τρίχα (επιμ.), ό.π., σ. 247-255.
86της ίδιας, Η διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα,
Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989.
87 Οι αριθμοί που αποδεικνύουν την αλματώδη ανάπτυξη της τηλεγραφικής και
ταχυδρομικής υπηρεσίας, στο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ανορθωτική πολιτική
του Χαρίλαου Τρικούπη, 1882-1895, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ. ΙΔ’,
σ. 52.
260
ρόλο και το έργο για το οποίο είχε συσταθεί. Η υπερδιόγκωση τού
δημόσιου τομέα κατά τρόπο σταθερό και σταδιακό μετά τα πρώτα χρόνια
του νεοελληνικού κράτους, βάσει μιας λογικής που εξυπηρετούσε
πολιτικούς προστάτες και προστατευόμενους– πελάτες, είχε δημιουργήσει
μια σειρά από έντονα παθογενή γνωρίσματα, τα οποία είχαν αρνητικό
αντίκτυπο τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνικοοικονομική ζωή.88
Δημόσιοι υπάλληλοι, βουλευτές, κομματάρχες, Χωροφύλακες, δικαστές,
αλλά και ληστές ορισμένες φορές, συνέπρατταν διαπλεκόμενοι με
εξωθεσμικού χαρακτήρα συναλλαγές ή ασκούσαν βία προκειμένου να
αντλήσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, προσωπικού ή κομματικού
χαρακτήρα.89 Η εκτεταμένη διαφθορά οφειλόταν, ως ένα βαθμό, στην
έλλειψη μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έπεφταν
θύματα ποικίλων εκβιασμών. Η απειλή, συνεπώς, της απόλυσης ή των
συχνών μεταθέσεων αποτελούσαν όπλο εκβιασμού των λειτουργών της
πολιτικής. Με νόμο που ψηφίστηκε το 1883 ο Τρικούπης προσπάθησε να
καθιερώσει προσόντα για τους δημοσίους υπαλλήλους και θέσπισε το
αμετάθετο για ένα χρονικό διάστημα. Το απολυτήριο του γυμνασίου
τέθηκε ως τυπική προϋπόθεση για την κατάληψη ορισμένων δημοσίων
θέσεων, ενώ για πρώτη φορά προβλεπόταν η διεξαγωγή διαγωνισμού για
την πρόσληψη.90 Ο νομοθετικός οργασμός που παρατηρείται σε αυτόν τον
τομέα, ιδιαίτερα μετά το 1884, φανερώνει την ειλικρινή πρόθεση του
Τρικούπη να ορθολογικοποιήσει τη δημόσια διοίκηση, που αποτελούσε
γάγγραινα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ασχέτως αν οι
προσπάθειες αυτές έμειναν ημιτελείς και ο δημόσιος τομέας συνέχιζε να
261
ασθενεί, οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Τρικούπη σ’ αυτόν τον
τομέα υπήρξαν πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα.
Στην εκπαιδευτική πολιτική οι προσπάθειες των κυβερνήσεων
Τρικούπη εξαντλήθηκαν σε δύο, κυρίως, τομείς: στη μερική
αναπροσαρμογή του περιεχομένου των μαθημάτων και των μεθόδων
διδασκαλίας αφ’ ενός και στη στροφή προς την τεχνική και
επαγγελματική εκπαίδευση αφ’ ετέρου. Ως προς το πρώτο ζήτημα, οι
εκθέσεις που υπέβαλαν το 1882 οι δεκατέσσερις επιθεωρητές, που
απεστάλησαν για αυτόν ακριβώς το λόγο στην ελληνική επαρχία,
αναφέρονται σε ένα καθυστερημένο αναποτελεσματικό και
αντιπαιδαγωγικό εκπαιδευτικό σύστημα.91 Για το λόγο αυτό το 1883
ιδρύθηκαν τρία νέα σχολεία, με στόχο να επιμορφωθούν οι δάσκαλοι και
να εκσυγχρονισθούν οι τρόποι διδασκαλίας. Χορηγήθηκαν υποτροφίες για
μετεκπαίδευση των δασκάλων στο εξωτερικό, ενώ τροποποιήθηκε
μερικώς το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας. Ως προς το τελευταίο,
παρατηρήθηκε κάποια μείωση των ωρών του μαθήματος των Αρχαίων
Ελληνικών έτσι ώστε να βελτιωθεί η αναλογία προς τις θετικές
επιστήμες, δηλαδή τα Μαθηματικά και τη Φυσική.92 Επίσης,
προκηρύχθηκε διαγωνισμός για τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων,
ούτως ώστε να προσαρμοσθεί το περιεχόμενο στις ανάγκες και τις
μεθόδους της εποχής.
Ως προς την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, το 1882
ιδρύθηκαν εμποροναυτικές σχολές, και γεωργικά σχολεία τριετούς
φοίτησης. Το 1882, επίσης, το Πολυτεχνείο «οργανώθηκε σε πολυσχιδή
ανώτατη εκπαίδευση»93 με την προσθήκη σχολής τηλεγραφητών και το
1887 των σχολών πολιτικών μηχανικών και μηχανουργών. Σε αυτές τις
προσπάθειες να προσθέσουμε και την εισαγωγή της νέας ελληνικής
262
γλώσσας στη διδασκαλία των μαθημάτων, εννοείται της απλής
καθαρεύουσας.94
Αν συγκριθούν άλλες παράμετροι της τρικουπικής πολιτικής με
αυτήν της εκπαίδευσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολιτικό
πρόγραμμα του σπουδαίου αυτού πολιτικού για την παιδεία υπολείπεται
κατά πολύ. Και μόνο το γεγονός ότι σε όλες τις κυβερνήσεις που
σχημάτισε -βραχύβιες και μη- δεν ανέθεσε το υπουργείο Παιδείας σε μία
ξεχωριστική πολιτική προσωπικότητα, πλην εκείνης του Γεωργίου
Θεοτόκη κι ο οποίος το ανέλαβε προσωρινά, οδηγούμαστε στην εύλογη
σκέψη ότι «ασήμαντος υπουργός σημαίνει και ασήμαντο έργο».95 Πέραν
αυτού η πολιτική του Τρικούπη εκπαίδευση δημιούργησε πολλά
ερωτηματικά για ορισμένες θέσεις του. Για παράδειγμα, υπήρξε ο πρώτος
πολιτικός που εισηγήθηκε και επέβαλε για μικρό χρονικό διάστημα την
καταβολή υψηλών διδάκτρων στα ελληνικά σχολεία και γυμνάσια. Κι αν
κάποιος αντιτείνει ότι η χώρα διήγε δύσκολες οικονομικές στιγμές, θα
έπρεπε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν ποτέ στο νεοελληνικό
κράτος δεν θα έπρεπε να παρέχεται δωρεάν εκπαίδευση. Το σκεπτικό του
στηριζόταν ότι κάτι τέτοιο ίσχυε και στις προηγμένες χώρες της δυτικής
Ευρώπης,96 τα πρότυπα της οποίας θα έπρεπε να υιοθετήσει η Ελλάδα και
σ’ αυτόν τον τομέα. Καίρια, στο σημείο αυτό, η απάντηση του
αντιπολιτευόμενου Δημητρίου Ράλλη: «[…] ούτω θα καθιερωθή το
263
σύστημα το πλουτοκρατικόν».97 Αλλά αυτό, στην πραγματικότητα δεν
αντέβαινε στις γενικές στοχοθετήσεις του τρικουπισμού, όταν επιδίωκε σε
μόνιμη βάση έναν, ευρωπαϊκού τύπου, αστικό εκσυγχρονισμό, με την
άρχουσα αστική τάξη να ηγείται και να διαχειρίζεται τα κοινά. Συνεπώς,
μπορούμε να διακρίνουμε μια ελιτίστικη αντίληψη σε εκπαιδευτικό
σύστημα δύο ταχυτήτων, με τους γόνους των ασθενέστερων κοινωνικών
τάξεων αποκλεισμένους από τη μέση και ανώτατη εκπαίδευση -αυτό
συνέβαινε ούτως ή άλλως και πριν και πολλές δεκαετίες μετά- να
στρέφονται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της παραγωγής.
Εξάλλου, είχε μεριμνήσει, όπως είπαμε, για την τεχνική εκπαίδευση.
Συμπερασματικά, στον εκπαιδευτικό τομέα η τρικουπική πολιτική
χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστικές προθέσεις με πληθώρα
νομοθετημάτων. Ωστόσο, και αυτή η προσπάθεια, όπως και οι
μεταγενέστερες χαρακτηρίζονται από σπασμωδικές και αποσπασματικές
ενέργειες, χωρίς συνέχεια, θύμα των αγκυλώσεων που διέκρινε τον
εκπαιδευτικό χώρο διαχρονικά, αλλά και της εμπλοκής του στα γρανάζια
του στείρου κομματισμού και των άγονων αντιπαραθέσεων.
Ενδεικτική, πάντως, των προθέσεων του Τρικούπη να περιστείλει το
φαινόμενο της αθέμιτης κομματικής συναλλαγής ήταν η πρόθεσή του να
αλλάξει τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση και το εκλογικό σύστημα. Έτσι,
λοιπόν, ενισχύθηκε ο νομός σε βάρος της επαρχιακής διαίρεσης,
προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των ψηφοφόρων, καθώς θα
διευρυνόταν έτσι ταυτόχρονα και η εκλογική περιφέρεια. Ο εκάστοτε
βουλευτής θα δεχόταν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, λιγότερες πιέσεις, θα
μειώνονταν οι συναλλαγές, οι απειλές και οι δωροδοκίες, θα
αποδυναμωνόταν ο ρόλος του τοπικού κομματάρχη. Τα Επαρχεία ως
διοικητικός θεσμός επιτελούσαν στην ουσία το ρόλο του συντονιστή στις
κάθε είδους πελατειακές συναλλαγές. Αντικαταστάθηκαν από τα
Νομαρχιακά Συμβούλια, παρά την ισχυρή αντίδραση μεγάλου αριθμού
βουλευτών. Ακόμη το 1886 μειώθηκε ο αριθμός των βουλευτών από 245
στο ελάχιστο συνταγματικό όριο των 150, μέτρο που απέβλεπε στη
διεύρυνση της εκλογικής βάσης, άρα στον περιορισμό των πελατειακών
εξυπηρετήσεων.98 Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι στις προθέσεις του
264
Τρικούπη ήταν ο περιορισμός του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας
και η θέσπιση κάποιων κριτηρίων, όπως η ιδιοκτησία ή ένα στοιχειώδες
επίπεδο μόρφωσης. Το τολμηρό εγχείρημα απέβλεπε στο να αρθεί ένα
εμπόδιο, όπως το δικαίωμα της καθολικής ψήφου, προκειμένου να
επιβληθούν ριζικές αλλαγές, τις περισσότερες φορές αντιδημοτικές, βάσει
μιας εκσυγχρονιστικής και αναπτυξιακής προοπτικής. Επίσης, όσο κι αν
φαίνεται αντιφατικό και οξύμωρο ένα τέτοιο αντιλαϊκό μέτρο περιόριζε τη
δύναμη των κομματαρχών και των παραδοσιακών προαστικών πολιτικών
δυνάμεων που εκτρέφονταν από τις αθέμιτες δοσοληψίες με τους
ψηφοφόρους. Ωστόσο, το μέτρο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αφού
αποσύρθηκε πριν καν τεθεί στη βάσανο των συζητήσεων.99
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, στο Καίτη Αρώνη – Τσίχλη, Λύντια Τρίχα (επιμ.), ό.π.,
σ. 240-246.
99 Όπως σχολιάζει ο υπέρμαχος αυτής της ρύθμισης Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ.
Β’, σ. 178, «[...] αι πολιτικαί ορμαί αι λυμαινόμεναι την χώραν και η υπερτάτη
σημασία την οποία εδιδάχθη και απέδιδεν ο όχλος (sic!) εις την ψήφον αυτού, τον
ηνάγκασαν [τον Τρικούπη] να παραιτηθή ταχέως από του τολμηρού εκείνου
σχεδίου».
100 Σωτήρης Καραγιάννης, ό.π., σ. 82. Επίσης, Σπύρος Τζόκας, Το
μεταρρυθμιστικό έργο του Χαριλάου Τρικούπη, 1882-1895, στο Γιώργος
Αναστασιάδης (επιμ.), ό.π., τ. 11, σ. 51.
265
αντιμετωπίσει ο Τρικούπης με την επιβολή υψηλότερων δασμών στα
εισαγόμενα προϊόντα. Προσωρινά η τακτική αυτή βελτίωσε τα έσοδα του
κράτους και προστάτευσε την εγχώρια παραγωγή, αλλά έτσι η λειτουργία
των κάθε είδους παραγωγικών επιχειρήσεων οφειλόταν όχι σε κανόνες
υγιούς οικονομικού ανταγωνισμού, αλλά στην προστατευτική ομπρέλα
που προσέφερε η κρατική πολιτική.
Ως προς τον εξωτερικό δανεισμό, είναι γεγονός ότι συνάφθηκε σε
στιγμές μεγάλης οικονομικής αδυναμίας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες και
όροι να επιβληθούν από τους πιστωτές κατά τρόπο επαχθέστατο και
κερδοσκοπικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπερχρέωση του κράτους,
από τη στιγμή μάλιστα που η παραγωγική βάση της χώρας δεν μπορούσε
να ανταποκριθεί σε τόσο μεγάλα ανοίγματα. Αν οι όροι σύναψης των
δανείων ήταν ασφυκτικοί για την Ελλάδα, αυτό οφειλόταν στη μειωμένη
πιστοληπτική ικανότητα, ένα χαρακτηριστικό που τη συνόδευε από την
εποχή της ανεξαρτησίας, αλλά και στις συνεχείς νομισματικές κρίσεις
που ταλάνιζαν την ελληνική οικονομία. Συνεπώς, οι δανειστές
απαιτούσαν περισσότερες εγγυήσεις προκειμένου να εκταμιεύσουν
οποιοδήποτε ποσό, δηλαδή δημιουργήθηκαν συνθήκες ασφυξίας στην
ελληνική οικονομία. Το γεγονός ότι το ισοζύγιο πληρωμών επιβαρυνόταν
συνεχώς, υποχρέωνε τη χώρα να μετακυλίει το χρέος και να συνάπτει νέα
δάνεια για να εξυπηρετήσει τα προηγούμενα δυσβάστακτα
τοκοχρεολύσια, μία τακτική που οδηγούσε την Ελλάδα σε μία
ανακυκλούμενη οικονομική δίνη.101
Στην προσπάθειά του ο Τρικούπης να τροχιοδρομήσει τη χώρα σε
μία πορεία οικονομικής ανάπτυξης -για να έρθουμε στον τρίτο
παράγοντα- είχε ανάγκη κεφαλαίων και επενδύσεων. Και επειδή το
101Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η πορεία των ελλειμμάτων της
χώρας από το 1882 έως το 1892 . Ενώ λοιπόν το έλλειμμα ξεκινάει με 7,6
εκατομμύρια δραχμές και έκτακτα 4,5, το 1890, φτάνει -είτε από τα τακτικά είτε
από τα έκτακτα- στα 45,9 εκατομμύρια, για να πέσει στα 32,3 τον επόμενο χρόνο
και στα 12,3 τον μεθεπόμενο. Μία ξέφρενη προς τα κάτω πορεία των
δημοσιονομικών της χώρας, η οποία δεν φαινόταν να πτοεί τον Τρικούπη, καθώς
δήλωνε στο κοινοβούλιο: «Πάσαι αι δαπάναι αι εν τω προϋπολογισμώ έχουσι
μίαν την πηγήν, την εθνική πολιτικήν, τας επιστρατεύσεις και τας στρατιωτικάς
δαπάνας». Στόχοι που έπρεπε να επιτευχθούν «πάση θυσία, έστω και δι’
ελλείμματος»· βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Πολιτική των κυβερνήσεων … ό.π.
σ. 75. Για το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και το δημόσιο χρέος της
περίοδου, βλ. αναλυτικά, Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού..., ό.π., τ. Β’, σ.
529-570.
266
κράτος βασανιζόταν από μόνιμη οικονομική καχεξία αναζήτησε τα
κεφάλαια στην ιδιωτική πρωτοβουλία και πιο συγκεκριμένα σ’ εκείνους
που τα διέθεταν, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους πλούσιους Έλληνες
του εξωτερικού, το ομογενειακό κεφάλαιο. Προκειμένου να προσελκύσει ο
Έλληνας πρωθυπουργός το επενδυτικό τους ενδιαφέρον προσέφερε «γην
και ύδωρ». Παρείχε με άλλα λόγια κάθε δυνατή διευκόλυνση και κάθε
δυνατό κίνητρο, σε σημείο τέτοιο που κατηγορήθηκε εντονότατα από τη
δηλιγιαννική αντιπολίτευση. Ωστόσο, οι Έλληνες ομογενείς δεν φάνηκαν
να συμμερίζονται τους στόχους του Έλληνα πρωθυπουργού, αφού
λειτούργησαν με βάση τη λογική του γρήγορου και εύκολου κέρδους.
Ουδέποτε επένδυσαν στο δευτερογενή τομέα της παραγωγής και
εξάντλησαν τις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες στο εμπόριο, στην
κατασκευή ή την αγορά ακινήτων, στο χρηματιστήριο, στην ανάληψη
δημοσίων έργων, στον πρωτογενή τομέα -όπως είδαμε σε προηγούμενα
κεφάλαια για τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας- στον τραπεζικό τομέα102 και
γενικά σε οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ευκαιριακή,
βραχυπρόθεσμη και κερδοσκοπική επένδυση. Επιπλέον, προέβησαν, μέσω
των τραπεζών τους -της Κωνσταντινουπόλεως και της Ηπειρο-Θεσσαλίας-
στο δανεισμό της χώρας, με όρους και κινήσεις που δεν απείχαν καθόλου
από το να χαρακτηρισθούν ως τυχοδιωκτικές. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα
δύο προαναφερθέντα πιστωτικά ιδρύματα βασικός μέτοχος ήταν ο
Ανδρέας Συγγρός, πολιτικός φίλος του Τρικούπη.103 Ο Συγγρός, μάλιστα,
με τον Α. Βλαστό, επιχείρησαν να ιδρύσουν Κρατική Τράπεζα με σκοπό να
ελέγχουν τα έσοδα του κράτους.104
102Τα τραπεζικά ιδρύματα που ιδρύθηκαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα με
πρωτοβουλία των Ελλήνων ομογενών ήταν: Η Γενική Πιστωτική Τράπεζα (1872),
η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως (1873), η Ηπειρο – Θεσσαλίας (1882) και η
Τράπεζα Αθηνών (1893). Βλ. λεπτομέρειες για το θέμα, Γιώργος Δερτιλής, Το
ζήτημα των τραπεζών (1871-1873). Οικονομική και πολιτική διαμάχη στην Ελλάδα
του ΙΘ’ αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1980· Κώστας Κωστής –
Βάσιας Τσοκόπουλος, Οι τράπεζες στην Ελλάδα, 1898-1928, Ένωση Ελληνικών
Τραπεζών – Παπαζήσης 1998.
103 Βλ. Ανδρέας Συγγρός, ό.π., τ. Γ’,σ. 6-8 και 120.
104Δηκτικό, όπως συνήθως άλλωστε, το άρθρο του Βλάση Γαβριηλίδη στην
εφημερίδα Μη Χάνεσαι, για τη δραστηριότητα των ομογενών τραπεζιτών: «Ο
μέλλων ιστορικός πολύ θέλει συλλογισθή επί αξιοσημειώτου ελληνικού
φαινομένου, καθ’ ό ακριβώς αφότου κατεστάλη εν Ελλάδι η ληστεία των ορέων
ήρχισεν η ληστεία των πόλεων. [...] Ο αυτός ιστορικός, εάν έχη ολίγας
267
Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερθέντα, το φιλόδοξο πρόγραμμα του
Τρικούπη για μεγάλης κλίμακας δημόσια έργα, καθώς και τις αυξημένες
στρατιωτικές δαπάνες, λόγω της ιστορικής συγκυρίας, γίνεται εύκολα
κατανοητό πως το μακρόπνοο πρόγραμμά του προσέκρουε σε εγγενείς
και εξωγενείς δυσκολίες και καθίστατο, εν πολλοίς, αντιφατικό ή έστω
παρακινδυνευμένο. Εκτός από την πολιτική σύναψης δανείων, ο
Τρικούπης προσπάθησε να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους για να
υλοποιήσει το πρόγραμμά του στην επιβολή φόρων. Έμμεσων, όμως,
φόρων κατά κύριο λόγο. Διότι οι άμεσοι φόροι ήταν προφανές ότι θα
έθιγαν τους οικονομικά ισχυρούς, δηλαδή τους υποψήφιους επενδυτές.
Και όπως προαναφέρθηκε, τα συγκεκριμένα κεφάλαια ο Τρικούπης τα
θεωρούσε τις ατμομηχανές της οικονομικής ανάπτυξης, οπότε δεν θα
έπρεπε να τα αποθαρρύνει. Άρα οι φόροι, τα έσοδα του κράτους θα
έπρεπε να αντλούνται όχι από τους φορείς του πλούτου, αλλά από την
απρόσωπη αγορά, μέσα από την κατανάλωση.105 Συνεπώς, οι
268
ασθενέστερες κοινωνικά τάξεις πλήττονταν, χρηματοδοτώντας την
αναπτυξιακή πολιτική των τρικουπικών κυβερνήσεων.106 Καθόλου τυχαίο
ότι η αντιπολίτευση, και κυρίως ο Δηλιγιάννης, εστίασε την κριτική της
στη φορολογική πολιτική του μεγάλου της αντιπάλου. Το σύνθημα «κάτω
οι φόροι» αποτελούσε μόνιμη προεκλογική επωδό στα χείλη των
αντιπάλων του, ασχέτως αν προβλήθηκε δημοκοπικά και χωρίς πειστικό
εναλλακτικό σχεδιασμό, παρά μόνον για λόγους ψηφοθηρικούς. Τελικά,
αν το τελευταίο, περίπου, τέταρτο του 19ου αιώνα συνιστά, λίγο ως πολύ,
την περίοδο της «συγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού»,107 ο
καθυστερημένος -με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα- οικονομικός και
κοινωνικός μετασχηματισμός ήταν επίπονος και οδυνηρός, όπως κάθε τι
νέο που φιλοδοξεί να αποτελέσει πειστική απάντηση στις πεπαλαιωμένες
μακρόσυρτες διαδικασίες. Ο Τρικούπης, ο πρώτος μετά τον Καποδίστρια
πολιτικός του 19ου αιώνα που είχε σχεδιασμό, απέτυχε στην οικονομική
πολιτική, θύμα κυρίως των ιστορικών ιδιομορφιών της ελληνικής
ανάπτυξης, της ελλείψεως ισχυρών κοινωνικών ερεισμάτων αλλά και των
αντιφατικών – αντιδημοφιλών επιλογών του.
269
θέση του Τρικούπη, θέση την οποία θα προσυπέγραφε ασμένως. Το θέμα
είναι τα μέσα, οι τρόποι, προκειμένου να εκφραστεί αυτή η πολιτική ώστε
να αποδειχθεί λυσιτελής και προπαντός υλοποιήσιμη. Γιατί μέχρι τότε,
αλλά και αργότερα, οι προεκλογικές πομφόλυγες θα διαρρηγνύονταν είτε
μόλις καταλάγιαζε ο ψηφοθηρικός πυρετός των υποψηφίων «σωτήρων»
είτε οι ηγεσίες οδηγούνταν σε επικίνδυνους λεονταρισμούς και
καταρράκωση του εθνικού γοήτρου.
Βασική πολιτική επιλογή τού Τρικούπη στη χάραξη της εξωτερικής
πολιτικής υπήρξε το δόγμα ότι τις αποφάσεις τις λαμβάνει το εθνικό
κέντρο, το οποίο διευθύνει κατά τρόπο ενιαίο όλες τις εξελίξεις και ο
αλύτρωτος ελληνισμός με την πνευματική και κοινοτική του ηγεσία
συντάσσεται απαρέγκλιτα.109 Επιπλέον, όλα τα εκκρεμή εθνικά
προβλήματα Ηπειροθεσσαλικό, Κρητικό, Μακεδονικό θα έπρεπε να
αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο, αδιάσπαστο, ζήτημα, στο πλαίσιο μιάς
εθνικής στρατηγικής, βάσει των κανόνων της διεθνούς νομιμότητας και
των διακρατικών υποχρεώσεών.110Οι επιλογές αυτές του Τρικούπη
χαρακτήριζαν την πολιτική του τόσο κατά τη θητεία του στο υπουργείο
Εξωτερικών (1866 και 1877) όσο -και κυριώς- όταν διετέλεσε
πρωθυπουργός. Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, ο Τρικούπης αρνήθηκε
κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877 να ακολουθήσει το
κυρίαρχο στην Ελλάδα ρεύμα και να ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον
πόλεμο υπέρ της Ρωσίας. Επιλογή που δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του
φόβου που δημιουργούσε ο πανσλαβισμός, αλλά και της ρεαλιστικής
αντίληψης ότι η Ελλάδα δεν ήταν επαρκώς προπαρασκευασμένη από
στρατιωτικής απόψεως για να εμπλακεί σε πόλεμο. Αυτό το γεγονός από
μόνο του φανερώνει υπεύθυνο ηγέτη, ο οποίος δεν ενέδωσε στις σειρήνες
του λαϊκισμού, αποδεχόμενος το πολιτικό - κομματικό κόστος.
109 «Καθήκον έχομεν, και αναλαμβάνομεν πάσαν την ευθύνην, ίνα δώσωμεν εις
αυτούς [ενν. τους αλύτρωτους] γνώμην, και έχομεν την απαίτησιν, ίνα
υποτάσσωνται εις την γνώμην ημών, διότι μόνον αν μη παρασχεθώσι πράγματα
εις την Κυβέρνησιν των Ελλήνων εν τω Εθνικώ Ζητήματι, μόνον αν επιτραπή εις
την Κυβέρνησιν του Κράτους αυτή να διευθύνη τα εις το μέλλον του Ελληνισμού
αφορώντα, αυτή να κανονίζη έως πότε θα διάγομεν εν ειρήνη και πως θα
διεκδικώμεν τα δίκαια ημών, μόνον τότε θα είναι εφικτή των εθνικών ημών
πραγμάτων η αισία διεξαγωγή»· βλ. Λύντια Τρίχα, Διπλωματία και Πολιτική.
Χαρίλαος Τρικούπης και Ιωάννης Γεννάδιος. Αλληλογραφία 1863-1894, Αθήνα
1991, σ. 85.
110 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η εξωτερική πολιτική..., ό.π., σ. 30.
270
Το βασικό δίλημμα, επαναλαμβάνουμε, εκείνη την εποχή ήταν:
σύμπραξη σε μία παμβαλκανική συνεργασία εναντίον της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας ή σύσφιξη (έστω εξομάλυνση) των σχέσεων με την Πύλη;
Ο Τρικούπης το 1867, θιασώτης της πρώτης θέσης, υπέγραψε ως υπουργός
Εξωτερικών με τη Σερβία τη συνθήκη του Φεσλάου, προσβλέποντας στη
διεύρυνση των συμμαχικών ερεισμάτων και με τις άλλες Βαλκανικές
χώρες. Η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε καρπούς και αργότερα
αποδεικνύοντας ότι δεν διακατεχόταν από ιδεοληψίες και αγκυλώσεις
επαναπροσδιόρισε την εξωτερική πολιτική τής χώρας. Τη δεκαετία του
1880 διαπίστωνε ότι ο κίνδυνος προερχόταν από το βορρά και όχι εξ
Ανατολών. Η Ρωσία, διαμέσου της Βουλγαρίας, συνιστούσε τον
μεγαλύτερο κίνδυνο και, συνεπώς, η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών
σχέσεων αποτελούσε πρόκριμα για τη σφυρηλάτηση των δεσμών του
εθνικού κέντρου με τους αλύτρωτους Έλληνες εναντίον του βουλγαρικού
επεκτατισμού. Στο σημείο αυτό συνέπεσε με τις αγγλικές επιδιώξεις.
Οπωσδήποτε στην πρόσδεσή του με το άρμα της εξωτερικής πολιτικής της
Αγγλίας έπαιξε ρόλο και η πολιτική του φιλοσοφία, αφού ήταν
θαυμαστής της αγγλικής πολιτικής κουλτούρας, κάτι που είχε διακηρύξει
ότι θα αποτελούσε ιδανικό πρότυπο για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Όμως από τη στιγμή που η Ρωσία και οι «φυσικοί» της Βαλκάνιοι
σύμμαχοι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τον εν δυνάμει σύμμαχο της
Ελλάδας, αφού διεκδικούσαν τα ίδια εδάφη, η στροφή προς το Λονδίνο
φαίνεται ότι αποτελούσε μονόδρομο. Ταυτόχρονα, η Γαλλία αδύναμη
οικονομικά δεν φαινόταν ν’ αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα
αποφασιστικής σημασίας για τα Βαλκάνια, αφού είχε στραφεί στην
οικοδόμηση των αποικιακών της συμφερόντων στην Αφρική και την Άπω
Ανατολή.111 Τα φιλορωσικά υπολείμματα στην Ελλάδα είχαν εκπνεύσει
μαζί με το τέλος του σπουδαίου του αντιπάλου, του Κουμουνδούρου.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που ήταν βέβαιος για τον ορθό
προσανατολισμό του, προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για μια
ελληνοτουρκική προσέγγιση. Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύεται και από το
γεγονός ότι αποθάρρυνε τα απελευθερωτικά κινήματα των Κρητών. Στο
σημείο αυτό δεν υπολόγισε το πολιτικό κόστος, μολονότι ο Δηληγιάννης
χαρακτήριζε αυτή τη στάση ως προδοτική. Έτσι, όμως, άνοιξε κι άλλο
μέτωπο, ίσως ακόμη πιο σκληρό και επικίνδυνο, αφού αφορούσε την
271
πνευματική και θρησκευτική ηγεσία του αλύτρωτου ελληνισμού, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διότι τα φιλοτουρκικά ανοίγματα του
Τρικούπη προκάλεσαν την οργίλη αντίδραση ενός δυναμικού
προκαθημένου του Οικουμενικού θρόνου, του Ιωακείμ του Γ’. Ο
τελευταίος είχε δική του άποψη για τα εθνικά συμφέροντα και για την
ενδεδειγμένη στάση που έπρεπε να τηρήσει ο ελληνισμός. Για τον Ιωακείμ
τον Γ’ θα έπρεπε να επιδιωχθεί η οικουμενική ορθοδοξία και, συνεπώς, να
γεφυρωθεί το χάσμα με τους Εξαρχικούς. Μία σταθερά
προσανατολισμένη ελληνική εξωτερική πολιτική προς την ομόδοξη
Ρωσία, όπως και με τους Σλάβους γενικότερα, ήταν η εθνοπρεπής στάση
που έπρεπε να τηρήσει το εθνικό κέντρο. Επρόκειτο για τη σύγκρουση των
δύο κέντρων του ελληνισμού: των Αθηνών και της Κωνσταντινουπόλεως.
Με την επιλογή του ο Τρικούπης επιχειρεί να δώσει την οριστική
απάντηση στο ερώτημα που απασχολούσε όλες τις προηγούμενες
δεκαετίες τον ελληνισμό: το εθνικό ελληνικό κράτος αποτελούσε το
κέντρο των Ελλήνων και αυτό μεριμνά για την τύχη και την
απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού. Δεν απεμπολείται η Μεγάλη
Ιδέα, αντιθέτως εξυπηρετείται, ήταν η άποψη του Τρικούπη, βάσει
στρατηγικού σχεδιασμού, τον οποίο, όμως, εκπονεί και υλοποιεί το εθνικό
κέντρο, δηλαδή η Αθήνα και μόνον αυτή. Έτσι, η ανασυγκρότηση τού,
μικρού έστω, ελληνικού κράτους, η εμπέδωση φιλελεύθερων
δημοκρατικών θεσμών και γνήσιας λαϊκής κυριαρχίας με παράλληλη
ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, συνιστούσαν βασικές προϋποθέσεις
για την υλοποίηση τού -καθολικά αποδεκτού- οράματος της Μεγάλης
Ιδέας. Επρόκειτο για μια κρατικιστική εκδοχή του μεγάλου αυτού εθνικού
στόχου.112 Από το πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού του 18ου αιώνα
και του πρώτου μισού του 19ου, το όραμα του Ρήγα για μια Βαλκανική
χριστιανική εθνική συνεννόηση ενάντια στην Οθωμανική τυραννία, για
την αποτίναξη του ανατολικού δεσποτισμού και την αντικατάστασή του
με τις δημοκρατικές αρχές της ισονομίας και της ισοπολιτείας, έμενε μία,
η στενόχωρη, προοπτική του εθνικού κέντρου, του ενός και μοναδικού
αυθεντικού.
Αυτήν την τακτική εγκαινιάζει η τρικουπική πολιτική στο ζήτημα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέες συνθήκες και η επιδίωξη του Έλληνα
πρωθυπουργού συρρίκνωναν τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του
272
Πατριαρχείου.113 Ο Τρικούπης γνωρίζοντας ότι ο Ιωακείμ ήταν ισχυρή
προσωπικότητα προσπάθησε να ενεργήσει διασπαστικά μέσα στους
κόλπους της Ιεραρχίας του Πατριαρχείου. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι,
στο πλαίσιο της οικονομικής ενίσχυσης του Πατριαρχείου από το
ελληνικό κράτος, άρχισε από το 1882 να παρέχει τη βοήθεια απευθείας
στους αρχιερείς του θρόνου, παρακάμπτοντας τον Ιωακείμ. Φρονούσε ότι
έτσι θα προκαλούσε διάσπαση στους κόλπους του Φαναρίου και τελικά
την υποταγή στην Αθήνα.114 Συνήγορος αυτής της νέας τακτικής φαίνεται
ότι ήταν και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος ως πρόεδρος
του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων εκείνη την
περίοδο, έκανε σχετική εισήγηση στον Τρικούπη.115
Τελικά, η διάσπαση συντελέστηκε, αφού τόσο η ελληνική κοινότητα
όσο και η Ιεραρχία διασπάστηκαν σε «οπαδούς» ή αντιπάλους τής θέσης
του Ιωακείμ. Η σύγκρουση των δύο ανδρών υπήρξε οξεία. Το θέμα έλαβε
και ευρύτερες διαστάσεις, συνδεόμενες με την εκπαιδευτική πολιτική στον
υπόδουλο ελληνισμό, δεδομένου η παιδεία ως μηχανισμός προαγωγής τής
εθνικής ιδεολογίας θα έπρεπε να αναπροσαρμόσει το περιεχόμενο τής
παρεχόμενης εκπαίδευσης.116 Η εκβιαστική, στην πραγματικότητα,
πολιτική του Τρικούπη, θα υποχρεώσει τον Ιωακείμ να υποβάλει την
παραίτησή του το Φεβρουάριο του 1884. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση
στην οποία είχε περιέλθει το Οικουμενικό Πατριαρχείοτου αποτελούσε
έναν από τους λόγους για την παραίτηση.117
273
Ο μόνιμος, κατά τη δεκαετία του 1880, προσανατολισμός τής
εξωτερικής πολιτικής του Τρικούπη, συνεπώς, χαρακτηρίζεται από την
αναζήτηση ερεισμάτων στη Δύση, ιδιαίτερα και πιο συγκεκριμένα στην
Αγγλία. Η τακτική του διακρινόταν από μετριοπάθεια και κυρίως,
στρατηγική, αποφεύγοντας παράτολμες ενέργειες. Μοναδική εξαίρεση
αποτελεί, ίσως, η εμπλοκή της Ελλάδας στα γεγονότα της Αιγύπτου, όταν
θέλησε να αποστείλει στο πλευρό των Αγγλογάλλων τα πολεμικά πλοία
Γεώργιος και Ελλάς, προκειμένου να κατασταλεί ένα εθνικιστικό
αντιαποικιακό κίνημα των Αιγυπτίων το 1882.118 Η πρόφαση ή ο λόγος
ήταν η ανάγκη προστασίας του ακμάζοντος τότε ελληνισμού της
Αλεξάνδρειας. Είναι γνωστό ότι ο Τρικούπης βάσιζε πολλές από τις
ελπίδες του για την αναζωογόνηση της χώρας στα κεφάλαια του
παροικιακού ελληνισμού και έχει ήδη αναλυθεί αυτό στα προηγούμενα.
Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε την πρόθεση του
Έλληνα ηγέτη να υποβάλει πιστοποιητικά αφοσίωσης στην Αγγλία,
προκειμένου να δρέψει τους καρπούς που προσδοκούσε για τα εθνικά
θέματα με την αρωγή της συγκεκριμένης μεγάλης δυτικής Δύναμης.
Τηρουμένων των αναλογιών, η τακτική του Τρικούπη στην
εξωτερική πολιτική αποτελεί έναν ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα σε όσα
πρέσβευαν τόσο ο Μαυροκορδάτος όσο και ο Βενιζέλος. Απλώς στη
περίπτωση του Μεσολογγίτη πολιτικού, εν σχέσει με τον Βενιζέλο μπορεί
να διακρίνει κανείς μια πιο συγκρατημένη τακτική, που επιδίωκε να
αποφύγει κυρίως παράτολμες και άκαιρες επεμβάσεις. Από την άποψη
αυτή δεν πρέπει να ήταν τυχαίο το γεγονός ότι αρνητικές εξελίξεις στα
εθνικά θέματα υπήρξαν κατά την τελευταία 25ετία του 19ου αιώνα το 1878,
το 1885 και το 1897, τότε δηλαδή που ο Τρικούπης δεν ασκούσε εξουσία.
274
Κουμουνδούρος ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο της αντιπολίτευσης στον
Τρικούπη. Μάλιστα, η πολιτική του δράση τον ανέδειξε πέντε φορές
νικητή των εκλογών, έναντι τριών των δύο τελευταίων. Όμως η συνολική
κυβερνητική του θητεία μόλις ξεπέρασε τα πέντε χρόνια, πολύ λιγότερα
δηλαδή απ’ ότι οι άλλοι δύο σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες, κάτι που
αποδεικνύει ότι ήξερε να επικρατεί στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά
αδύνατούσε να διατηρηθεί στην εξουσία επί μακρόν.119
Αν θέλαμε να δώσουμε το στίγμα της πολιτικής του Δηλιγιάννη, θα
πρέπει να τον αντιπαραβάλουμε με τον μεγάλο του αντίπαλο, τον
Τρικούπη, με τον οποίο έδωσε σφοδρές κοινοβουλευτικές μάχες, ιδιαίτερα
από το 1883 μέχρι το 1895. Στο Νεωτερικόν, λοιπόν, κόμμα του Τρικούπη ο
Δηλιγιάννης αντιπαρέβαλε το Εθνικόν, κάτι που φανερώνει, ίσως, μία
ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο. Όπως είδαμε κύριο γνώρισμα της
τρικουπικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των θεσμικών
πλαισίων της χώρας, μέσα από μια αναπτυξιακή προοπτική. Αντιθέτως, ο
Γορτύνιος αντίπαλός του τασσόταν υπέρ μιας αργής ανάπτυξης,
στηριζόμενος σε παραδοσιακές πρακτικές. Για τον Τρικούπη η επιβολή
των φόρων στα λαϊκά στρώματα ήταν μια συνειδητή πολιτική επιλογή,
αναγκαία για την εξεύρεση πόρων προκειμένου να καλυφθούν τα διαρκή
δημοσιονομικά ελλείμματα, θυσία στο βωμό της πολυπόθητης
ανάπτυξης. Αυτή ακριβώς η δημοσιονομική πολιτική έδωσε πολιτική
ώθηση στο Δηλιγιάννη έτσι ώστε να αναδειχθεί ο αδιαμφισβήτητος
πολέμιος της τρικουπικής πολιτικής.
Σταθερός στις απόψεις του, δεινός ρήτορας, αντλούσε την εκλογική
του δύναμη κυρίως από την Πελοπόννησο, καθώς το επίθετό του είχε από
παράδοση μεγάλη απήχηση.120 Μόνιμη επωδός της δηλιγιαννικής
αντιπολίτευσης, λοιπόν, ήταν η μείωση των φόρων.121 Συνεπώς, οι
275
οποιεσδήποτε δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού δεν θα έπρεπε να
επιβαρύνουν τους πολίτες. Δεν συμμεριζόταν την αναγκαιότητα του
εκσυγχρονισμού, πολύ δε περισσότερο όταν αυτός είχε κοινωνικό κόστος.
Αντιθέτως, θεωρούσε ότι τα φορολογικά βάρη έπρεπε να επωμισθεί το
μεγάλο κεφάλαιο, μία θέση που τον καθιστούσε ιδιαίτερα δημοφιλή. Και
όταν στην Ελλάδα εκείνης της εποχής αναφερόμαστε στο μεγάλο
κεφάλαιο, εννοούμε το παροικιακό.
Απεχθανόταν, λοιπόν, το μεγάλο παροικιακό κεφάλαιο, αυτό που ο
αντίπαλός του θεωρούσε μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης. Ο
Δηλιγιάννης τους θεωρούσε τυχοδιώκτες και δεν έχανε ευκαιρία να
στιγματίζει την παρουσία τους και το ρόλο τους. Πολύ δε περισσότερο
από τη στιγμή που έχαιραν φοροαπαλλαγών και προνομίων. Η
συνεργασία των τρικουπικών με το παροικιακό κεφάλαιο, οι
χρηματιστηριακές τους δραστηριότητες, οι αναλήψεις εκτέλεσης μεγάλων
δημόσιων έργων, ήταν για τους δηλιγιαννικούς κερδοσκοπικά παιχνίδια
που γίνονταν σε βάρος του λαού. Οι «χρυσοκάνθαροι» της
Κωνσταντινούπολης απομυζούσαν τον πλούτο της χώρας «μέχρις
οστέων», αφού επρόκειτο για ανθρώπους «άνευ χαρακτήρος, άνευ ιδέας
τινός υπερτέρας», ήταν άνθρωποι «μόνον του χρήματος, του ατομικού
συμφέροντος, της ιδιοτελείας» και «εισώρμησαν εις την Ελλάδα, αφού
πρώτον κατήντησαν την Κωνσταντινούπολιν ισχνήν και σκελετώδη».122
Ως λύση για τα προβλήματα της χώρας πρότειναν μία αργόσυρτη
διαδικασία, χωρίς «τυχοδιωκτικά» άλματα, με βάση τις «πατροπαράδοτες
αρετές της φυλής».123
276
Οι πολιτικές αυτές αντιλήψεις παραπέμπουν ευθέως σε μία
προαστική, προκαπιταλιστική, αντίληψη για την οργάνωση της
οικονομίας και της κοινωνίας και από την άποψη αυτή ο Δηλιγιάννης
φαίνεται ότι αποτελούσε γνήσιο εκφραστή και συνεχιστή της
προυχοντικής παράδοσης. Οι θέσεις του «φιλολαϊκές», χωρίς όμως να
δίνουν κάποιο σταθερό ταξικό στίγμα, μπορούσαν να βρουν οπαδούς σε
όλο το φάσμα της κοινωνίας, βάσει μιας μικροαστικής λογικής. Και επειδή
η παραδοσιακή προυχοντική ολιγαρχία παρέπεμπε πλέον στο απώτατο
παρελθόν, ο δηλιγιαννικός λαϊκισμός προσέλαβε τη μορφή του
δημοσιοϋπαλληλικού μικροαστισμού. Η θεσιθηρία, η πελατειακή λογική,
γινόταν αυτοσκοπός και άνοιγαν δρόμους για ψηφοθηρική εκμετάλλευση.
Έτσι η κατάληψη της εξουσίας μετατρεπόταν σε αυτοσκοπό, αρχομανία.
Γι’ αυτό το λόγο ο Δηλιγιάννης δεν δίσταζε να ασκεί δομική
αντιπολίτευση, αδυνατώντας όμως χωρίς σαφείς προγραμματικούς
προσανατολισμούς να σταθεί για μεγάλο διάστημα στη διακυβέρνηση της
χώρας. Η «κατάκτηση» του κράτους, η άλωση του κρατικού μηχανισμού,
θα έπρεπε να συνοδεύεται και από εκπλήρωση των υποσχέσεων για
διορισμό. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που ο Δηλιγιάννης φρόντισε να
καταργήσει τον τρικουπικό νόμο «περί προσόντων» των δημοσίων
υπαλλήλων,124μειώνοντας τις τυπικές επαγγελματικές προϋποθέσεις
(απολυτήριο σχολείου, πανεπιστημιακό πτυχίο) και δίνοντας έμφαση
στην αρχαιότητα του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού.125 Έτσι, στην
ουσία το ζητούμενο ήταν αν το κράτος αποτελούσε την κινητήρια δύναμη
της οικονομικής ανάπτυξης (Τρικούπης) ή λάφυρο για την ικανοποίηση
των κάθε λογής θεσιθήρων κομματικών πελατών. Στην ίδια λογική θα
πρέπει να ενταχθεί και η κατάργηση των νόμων για τις εκλογικές
περιφέρειες και τον αριθμό των εδρών, καθώς η ευρεία εκλογική
περιφέρεια δυσκόλευε τη διαμεσολαβητική διαδικασία του κομματικού
οικονομή τας προίκας των θυγατέρων του, ίνα αποκαταστήση αυτάς μετά
συζύγων μετερχομένων επάγγελμα ευγενέστερον εκείνου όπερ μετήρχετο
αυτός, και να κρίνη εαυτόν ευτυχή, εάν ίδη του υιόν αυτού εκλεγόμενον
βουλευτήν». Από αγόρευση του Θ. Δηλιγιάννη στη βουλή στις 15 Ιανουαρίου
1983· βλ. Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 590.
124 Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, Τα δύο κόμματα, στην ενότητα, Οι πολιτικές
εξελίξεις από το 1881 ως το 1895, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ. ΙΔ’, σ.
24.
125 Gunnar Hering, ό.π., τ. Α’, σ. 597.
277
προστάτη. Οι δηλιγιαννικοί έβλεπαν με αμηχανία και φόβο το πιθανό
ενδεχόμενο να αυτονομηθεί ο κρατικός μηχανισμός από την πελατειακή
ισχύ των βουλευτών και να αντικαθίσταται από μια απρόσωπη
γραφειοκρατία, δομημένη και ελεγχόμενη απευθείας από την κυβέρνηση,
ανατρέποντας έτσι την κατεστημένη λογική του μεσολαβητή –
κομματάρχη.126 Αυτό που οι τρικουπικοί θεωρούσαν ως γενεσιουργό αιτία
της διαφθοράς, οι αντίπαλοί τους ονόμαζαν πολιτικό ενδιαφέρον για τα
προβλήματα των εκλογέων. Η απρόσωπη κρατική γραφειοκρατία ως
μοντέλο εξορθολογισμού της διοίκησης μετέθετε το κέντρο βάρους από
τον βουλευτή στο «απεχθές» μεγάλο κεφάλαιο, κάτι που οι δηλιγιαννικοί
πολέμησαν με πείσμα και συνέπεια. Και επειδή ο επιχειρούμενος
εκσυγχρονισμός του κράτους παρέπεμπε στη δυτικοευρωπαϊκή
πραγματικότητα, ήταν εξοβελιστέος για έναν ακόμη λόγο: αποδομούσε
τις πατροπαράδοτες αρχές και αξίες. Άρα ο κίνδυνος προερχόταν εκ της
Εσπερίας. Γι’ αυτό το λόγο το πρότυπο του Τρικούπη, η Αγγλία,
αποτελούσε ένα κακό παράδειγμα, έναν εχθρό των εθνικών
συμφερόντων. Έτσι οι δηλιγιαννικοί κατέστησαν σταδιακά διαπρύσιοι
κήρυκες της υπεράσπισης των πατρώων ηθών, εθίμων και παραδόσεων,
δαιμονοποιώντας τον επιχειρούμενο εκδυτικισμό.127
Η εχθρική προς την Αγγλία στάση του Δηλιγιάννη τον ώθησε
σταδιακά προς μία γερμανόφιλη στάση, καθώς μάλιστα η ενιαία πλέον
Γερμανία πρόβαλλε ως μία ανερχόμενη δύναμη. Ο προσανατολισμός
αυτός του Δηλιγιάννη προς τη Γερμανία δεν εδραζόταν μόνον στο
μοντέλο της εσωτερικής ανάπτυξης, αλλά γινόταν και πρότυπο για την
278
εξωτερική πολιτική, ένα μείγμα κρατισμού με εθνικιστικές εξάρσεις. Αυτό
θα αποδειχθεί περίτρανα το 1885 με την κρίση της Ανατολικής
Ρωμυλίας. Στις 6 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους η Βουλγαρία
πραξικοπηματικά προχώρησε στην προσάρτηση της Ανατολικής
Ρωμυλίας, παραβιάζοντας έτσι την προ τριών ετών υπογραφείσα
συνθήκη του Βερολίνου. Στην περιοχή κατοικούσαν πυκνοί ελληνικοί
πληθυσμοί και, μάλιστα, είχαν αναπτύξει σημαντική οικονομική
δραστηριότητα. Ανεξαρτήτως των ανθελληνικών ταραχών που ξέσπασαν
στη Φιλιππούπολη,128 η εξαγγελία της προσάρτησης δημιουργούσε νέα
δεδομένα στην περιοχή, κλονιζόταν η πολλά υποσχόμενη βερολίνεια
συνθήκη και ξυπνούσαν μνήμες του πρόσφατου βουλγαρικού εθνικισμού.
Τη φορά αυτή, όμως, πίσω από το βουλγαρικό πραξικόπημα δεν
βρισκόταν η Ρωσία, αλλά η Αγγλία, καθώς ο ηγεμόνας των Βουλγάρων
Βάττεμπεργκ, μολονότι ανηψιός του τσάρου, προσέδεσε τη χώρα του στο
βρετανικό άρμα, αποστασιοποιούμενος από τη ρωσική κηδεμονία.
Φυσικά, η Αγγλία αποδέχθηκε την προσάρτηση της Ανατολικής
Ρωμυλίας, ενώ η Ρωσία έπνεε μένεα κατά του, ρωσικής καταγωγής,
ηγεμόνα της Βουλγαρίας.
Το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση τόσο της Σερβίας όσο και της
Ελλάδας. Η πρώτη στις 17 Νοεμβρίου του 1885, με την ενθάρρυνση της
Αυστρίας, κήρυξε τον πόλεμο στη γειτονική χώρα, πλην όμως νικήθηκε
κατά κράτος μετά την αντεπίθεση του βουλγαρικού στρατού. Στην
Ελλάδα τα γεγονότα της Ανατολικής Ρωμυλίας προκάλεσαν αρχικά
ανησυχία, κατόπιν οργή, την οπία διαδέχθηκε ένα έντονο φιλοπολεμικό
κλίμα. Τον τόνο έδιναν τα μεγάλα λαϊκά συλλαλητήρια στην πρωτεύουσα
και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας
εθεωρείτο, όχι άδικα, προανάκρουσμα για την απόσπαση και της
Μακεδονίας. Ο Δηλιγιάννης θεωρώντας τον πόλεμο αναπόφευκτο ή για
να πιέσει τις Δυνάμεις κήρυξε μερική επιστράτευση, ενώ προβλήθηκαν
αξιώσεις για την Ήπειρο. Πάντως ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν φάνηκε
να επηρεάζεται από το γεγονός ότι η Τουρκία, με την πίεση της Αγγλίας,
υπέγραψε συμφωνία με τη Βουλγαρία, με την οποία επισημοποιείτο η
απόσπαση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το γεγονός αυτό, χωρίς την
279
υποτυπώδη αντίδραση των άλλων Δυνάμεων σήμαινε για την Ελλαδα
αναγνώριση των τετελεσμένων, χωρίς καμία διάθεση άλλης -
στρατιωτικής ή μη- εμπλοκής. Αλλά ο Δηλιγιάννης, παρασυρόμενος από
τη διάχυτη φιλοπόλεμη ατμόσφαιρα δεν θέλησε να κατανοήσει ότι η
χώρα ήταν απομονωμένη και δεν θα έπρεπε να ελπίζει στη συνδρομή
κάποιας ευρωπαϊκής Δύναμης. Τα εθνικά θέματα ήρθαν κατά τρόπο βίαιο
και αναπάντεχο ξανά στην επικαιρότητα, καθώς σύλλογοι, εταιρίες και
λέσχες πλειοδοτούσαν σε φιλοπόλεμες διακηρύξεις, ενώ η Κρήτη, «η
αείποτε έτοιμος όπως τα πάντα θυσιάση ίνα τη μετά της Ελλάδος ένωσιν
αυτής αποκτήση, αμέσως κατελήφθη υπό πολεμικού οργασμού».129
Κι όμως ο Γορτύνιος πολιτικός αποδεικνυόταν δημαγωγός. Παρά
τους λεονταρισμούς του, οι οποίοι απευθύνονταν μάλλον προς το
εκλογικό ακροατήριο, δεν ήταν διατεθειμένος να κηρύξει τον πόλεμο στην
Τουρκία. Η «ένοπλος επαιτεία» ή «ειρηνοπόλεμος», όπως ονομάστηκαν τα
γεγονότα του 1885, αποδεικνύουν ότι η εξωτερική πολιτική και τα κρίσιμα
εθνικά θέματα, γίνονταν έρμαια της ψηφοθηρικής διαπάλης. Στην
ειδοποίηση της Βρετανίας ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να προβεί σε
στρατιωτικές κινητοποιήσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι
ο σκοπός του ήταν απλώς «να πραΰνη τον ερεθισμόν των πνευμάτων εις
το εσωτερικόν της χώρας».130 Ταυτόχρονα, όμως, όταν τον Δεκέμβριο του
1885 οι Δυνάμεις της Ευρώπης διεμήνυσαν ότι το ζήτημα της Ανατολικής
Ρωμυλίας έπρεπε να θεωρείται «οριστικώς λήξαν», ο Έλληνας
πρωθυπουργός υποκίνησε μαχητικά συλλαλητήρια καταγγέλοντας
ιδιαίτερα την αγγλική πολιτική, «με την πεπλανημάνην αντίληψιν ότι
απειλών πολεμικήν κατά της Τουρκίας ενέργειαν, ηδύνατο να στηριχθή
επί της γαλλικής και ρωσσικής πολιτικής»,131 προκαλώντας διάσπαση στις
τάξεις των Δυνάμεων.
Αλλά η ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική του Δηλιγιάννη δεν
έβρισκε σύμφωνο τον Τρικούπη. Ενώ, λοιπόν, αρχικά ως ηγέτης της
αντιπολίτευσης σε μία επίδειξη εθνικής ομοψυχίας ταυτίσθηκε με την
κυβέρνηση, με το αιτιολογικό ότι «ενώπιον τοιούτων εθνικών
280
περιστάσεων ούτε συμπολίτευσις ούτε αντιπολίτευσις υφίσταται»,132 στη
συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από τις κυβερνητικές επιλογές,
διαβλέποντας ότι οι διεθνείς συνθήκες, οδηγούσαν αναπότρεπτα ή σε
ταπείνωση της χώρας ή σε καταστροφή. Εν τω μεταξύ, στη νέα
διακοίνωση των Δυνάμεων (Ιανουάριος 1886) για αποστράτευση των
ελληνικών δυνάμεων, ο Δηλιγιάννης απάντησε με νέα συλλαλητήρια,
ενώ ο Τρικούπης χαρακτηριζόταν ως συνθηκολόγος και προδότης. Ακόμη,
κι όταν ο νέος πρωθυπουργός της Αγγλίας, ο Γλάδστων, που επανέκαμψε
στην πρωθυπουργία, δήλωνε ότι η αγγλική πολιτική στα Βαλκάνια δεν
επρόκειτο να μεταβληθεί, ο Δηλιγιάννης απάντησε με επιστράτευση δύο
ακόμη σειρών από την εφεδρεία. Ουδέποτε, όμως, αποφάσιζε να κηρύξει
τον πόλεμο, επιμένοντας σε μία εξαιρετικά πολυδάπανη επιστράτευση.
Η αλλοπρόσαλλη και αντιφατική πολιτική του Δηλιγιάννη
αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υφιστάμενος την πίεση των
Δυνάμεων δήλωνε στους πρεσβευτές ότι θα προχωρήσει σε αποστράτευση
«βραδέως και τμηματικώς»,133 ενώ ταυτόχρονα, απευθυνόμενος
προφανώς στο εσωτερικό ακροατήριο, διέταξε τον απόπλου του στόλου
στο Αιγαίο και τη συγκέντρωση του στρατού στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Έτσι στις 26 Απριλίου του 1886 με διακοίνωσή τους οι Δυνάμεις -πλην της
Γαλλίας, που τηρούσε μάλλον ήπια στάση και έπαιζε κατευναστικό ρόλο-
ανήγγειλαν τον αποκλεισμό της χώρας.134 Η έναρξη του αποκλεισμού
281
υποχρέωσε τον Δηλιγιάννη σε «ηρωική» έξοδο, υποβάλλοντας την
παραίτησή του και καταγγέλοντας το ρόλο των Δυνάμεων.
Η πτώση της κυβέρνησης Δηλιγιάννη και, κυρίως, ο τρόπος που
πραγματοποίηθηκε ενίσχυσε τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό, καθώς
στα μάτια της κοινής γνώμης είχε πέσει θύμα του φιλοτουρκισμού των
Δυνάμεων. Βέβαια, δεν αμφισβητείται ο ρόλος των Δυνάμεων και η
κυνικότητα με την οποία ελάμβαναν τις αποφάσεις και τις επέβαλαν -
διαχρονικό γνώρισμα άλλωστε- όμως η συγκεκριμένη επέμβασή τους θα
μπορούσε να θεωρηθεί και «σωστική από βαρυτέρων συμφορών», καθώς
η χώρα παρασυρμένη «υπό εξημμένων και αφρόνων πατριωτών»135 θα
οδηγείτο σε μία πολεμική περιπέτεια με την Τουρκία, χωρίς τις
προϋποθέσεις εκείνες που θα καθιστούσαν πιθανή τη νίκη. Στο μεταξύ η
κυβέρνηση Δ. Βάλβη που ανέλαβε δεν μπόρεσε να διατηρήσει την εξουσία
πάνω από λίγες ημέρες, οπότε δόθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης
στον Τρικούπη. Ο τελευταίος κατάφερε να εξασφαλίσει την ψήφο
εμπιστοσύνης της βουλής χάρη στην αποστασία 69 δηλιγιαννικών
βουλευτών, γεγονός που πυροδότησε εντάσεις στην πολιτική ζωή της
χώρας με καταγγελτικούς εκατέρωθεν λόγους.
Αυτό, όμως, που ήταν εντυπωσιακό δεν ελάμβανε χώρα εντός του
κοινοβουλίου, αλλά πολλά χιλιόμετρα μακριά, στα ελληνοτουρκικά
σύνορα. Εν αγνοία της κυβερνήσεως τμήματα του ελληνικού στρατού, με
διαταγές ορισμένων αξιωματικών «πεπλανημένων αντιλήψεων»,136
διέβησαν τη μεθόριο και ξεκίνησαν πολεμικές συγκρούσεις. Ταυτόχρονα,
κατήγγειλαν τον Τρικούπη ως «άνθρωπο των Άγγλων»137 και
προσπάθησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα. Οι στρατιωτικές
συγκρούσεις διήρκεσαν πέντε ημέρες και οι ελληνικές δυνάμεις
σημείωσαν αξιόλογες επιτυχίες. Όμως 280 Έλληνες συνελήφθησαν
αιχμάλωτοι και οι Τούρκοι -παρόλο που είχε κηρυχθεί ανακωχή-
διαπόμπευσαν επί 15 ημέρες τους αιχμαλώτους στα χωριά της
282
Μακεδονίας για να εκφοβίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς.138 Τόσο ο
Τρικούπης όσο και ο Στέφανος Δραγούμης, ως υπουργός των Εξωτερικών,
έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κλείσει το θέμα, σύμφωνα με τις υποδείξεις
των Δυνάμεων και στις 14 Μαΐου διατάχθηκε η αποστράτευση, ενώ δέκα
ημέρες αργότερα τερματίσθηκε ο αποκλεισμός της χώρας και ο
«ειρηνοπόλεμος» της δηλιγιαννικής πολιτικής.
Τα δραματικά γεγονότα του 1885-1886 αποδεικνύουν σαφέστατα
την έλλειψη ρεαλιστικού σχεδιασμού, τη χάραξη μακροπρόθεσμης και
υπεύθυνης -μακριά από μικροκομματικές δημαγωγίες- πολιτικής. Δεν
έλειπε ο πατριωτικός ενθουσιασμός, το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, μία
εξωτερική πολιτική βασισμένη, κυρίως, στην εκλογική κάλπη, χωρίς να
λαμβάνει υπόψη τα διεθνή δεδομένα, δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη
τύχη. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που αναλήφθηκαν αυτοβούλως από
ορισμένους αξιωματικούς αποδεικνύει, επιπλέον, τη σαθρότητα με την
οποία λειτουργούσαν οι θεσμοί στην Ελλάδα, στη συγκεκριμένη
συγκυρία, καθώς στρατιωτικές μονάδες -με όπλο μόνον τον ενθουσιασμό-
αποστασιοποιήθηκαν όχι μόνον από την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία, αλλά
και τη στρατιωτική προϊσταμένη αρχή, την στρατιωτική δηλαδή ηγεσία.
Τον επόμενο χρόνο συγκροτήθηκε στρατοδικείο για να αποδώσει ευθύνες
για τα τραγελαφικά γεγονότα. Ωστόσο, οι ευθύνες θα έπρεπε να
αναζητηθούν στην κεντρική εξουσία, στην αντιφατική κυβέρνηση
Δηλιγιάννη. Γιατί ούτε σαφής πολιτική, για μείζονος σημασίας γεγονότα,
υπήρξε ούτε, όπως αποδείχθηκε, έλεγχε το στράτευμα, το οποίο κινήθηκε
περισσότερο με «προδιαγραφές εθελοντικών σχηματισμών». 139 Η χώρα
εκτέθηκε, το κόστος των κινητοποιήσεων140 βάρυνε τον, ούτως ή άλλως
προβληματικό, κρατικό προϋπολογισμό, ενώ το ηθικό στο εσωτερικό της
χώρας καταρρακώθηκε. Με αυτά τα δεδομένα η πτώση της κυβέρνησης
138Λεπτομέρειες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και την αιχμαλωσία των 280
Ελλήνων, βλ. Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 635-639.
139 Βλ. Γιώργος Μαργαρίτης, Οι λυτρωτές των αλύτρωτων αδελφών: πολιτικές,
οικονομικές και ιδεολογικές παράμετροι της πολεμικής προετοιμασίας της χώρας
(1881-1897), στο Καίτη Αρώνη – Τσιχλή, Λύντια Τρίχα (επιμ.), ό.π., σ. 113.
140«Κατά Φεβρουάριον [1886] υπήρχον επί ποδός πολέμου 80.000 άνδρες. Αλλ’ η
υπό τον Θ. Δηλιγιάννη κυβέρνησις, ήτις επεδείξατο την οργανωτικήν ικανότητά
του να συγκροτήση τας ναυτικάς και στρατιωτικάς δυνάμεις μετ’ αξιοζήλου
φειδωλίας, δαπανήσασα κατά την επτάμηνον επιστρατείαν 60 εκατομμύρια
δραχμών […] κατέτριβε τον χρόνον αναβάλλουσα την λήψιν της υπερτάτης
αποφάσεως»· Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 627.
283
Δηλιγιάννη ήταν αναπόφευκτη. Πάντως, οι οξείες πολιτικές
αντιπαραθέσεις του με το μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο θα συνεχιστούν
αδιάπτωτες για τα επόμενα εννέα χρόνια.
284
οικονομικών δεικτών υποχρέωσε την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να λάβει
μέτρα σκληρής λιτότητας, ενώ προκειμένου να ενισχύσει τους κρατικούς
πόρους, απαίτησε από την Εθνική Τράπεζα το ένα τέταρτο του κέρδους
που προερχόταν από την έκδοση του χαρτονομίσματος. Υπενθυμίζεται
ότι από το 1841, όταν και ιδρύθηκε, η Εθνική Τράπεζα κατείχε το προνόμιο
της έκδοσης των τραπεζογραμματίων. Η κίνηση αυτή του Δηλιγιάννη
υπήρξε η απαρχή της ρήξεως με το μεγάλο κεφάλαιο, καθώς
ακολούθησαν και άλλες προστριβές για άλλα ζητήματα. Ο οικονομικός
πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει και θα πάρει σύντομα ανεξέλεγκτες
διαστάσεις για την ελληνική οικονομία.144 Στον πόλεμο των
κεφαλαιούχων εναντίον του Δηλιγιάννη προΐσταται ο Συγγρός και,
κυρίως, ο φίλος του Αντώνιος Βλαστός, αντιπρόεδρος της Τράπεζας
Προεξοφλήσεων του Παρισιού. Επωφελούμενοι της δημοσιονομικής
καχεξίας επιδίωξαν την ίδρυση Τραπέζης του Κράτους, διεκδικώντας το
προνόμιο να εισπράττουν ορισμένες δημόσιες προσόδους, κάτι ανάλογο
με αυτό που είχε γίνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη δύναμη που
θα αποκτούσε η συγκεκριμένη τράπεζα θα μπορούσε να απορροφήσει τις
μικρότερες, καθιστώντας την κολοσσό στον πιστωτικό τομέα και
ελέγχοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Έχουν εκτεθεί στα
προηγούμενα τα αισθήματα και οι διαθέσεις του Δηλιγιάννη για το
ελληνικό παροικιακό κεφάλαιο, οπότε η άρνησή του ήταν αυτονόητη. Από
εκεί και μετά ξεκίνησε ένας αδυσώπητος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων
κεφαλαιούχων εναντίον της κυβέρνησης με κερδοσκοπικά παιχνίδια. Το
αποτέλεσμα ήταν μέσα σε τρεις μήνες η αξία των ελληνικών
χρεωγράφων στο εξωτερικό να σημειώσει ραγδαία πτώση.
Η σοβούσα οικονομική κρίση διαχύθηκε και στην πολιτική και
αναζητήθηκε εναλλακτική λύση. Ως ενδιάμεση λύση στα δύο μεγάλα
κόμματα άρχισε να κυοφορείται η ίδρυση ενός άλλου κόμματος, του
Τρίτου. Πρωταγωνιστής, από τα παρασκήνια, για την ίδρυσή του ο
Ανδρέας Συγγρός.145 Συμμετείχαν ο Δημήτριος Ράλλης, ο Κωνσταντίνος
285
Κωνσταντόπουλος, ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος, ο αντιβασιλικός Γεώργιος
Φιλάρετος και άλλοι βουλευτές, όχι πάντοτε με ταυτόσημες ιδεολογικές
αναφορές. Δεν εξέλεξαν αρχηγό, αφού σύμφωνα με τον ιθύνοντα νου του
κόμματος, τον Συγγρό, «δεν επρόκειτο ν’ αποτελέση κόμμα αυτοτελές
αποβλέπον προς μονομερή κατάληψιν της εξουσίας, αλλ’ [...] ομάδα
μετριάζουσαν εκάστοτε τας υπερβολάς, ίνα μη είπω παρεκτροπάς των
ετέρων δύο».146 Βασική προσδοκία του Συγγρού και των συνεργατών του
ήταν ότι το νέο κομματικό μόρφωμα θα προωθούσε την ίδρυση της
πολυπόθητης Τραπέζης του Κράτους. Από τα παρασκήνια ο Συγγρός
βυσσοδομούσε εναντίον της κυβέρνησης Δηλιγιάννη, υπέσκαπτε το ρόλο
του και κατάφερε να πείσει τον Γεώργιο να τον αποπέμψει.147 Μολονότι η
κυβέρνηση απολάμβανε της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της βουλής,
σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης, και παρά την αρχική άρνηση του
Δηλιγιάννη και σύσσωμου του υπουργικού συμβουλίου να παραιτηθεί,148
286
ο Γεώργιος πέτυχε να επιβάλει αυτό που του υπέδειξε ο Συγγρός. Έτσι,
όμως, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και η οικονομική κρίση μετατράπηκε
σε πολιτική. Η προσπάθεια του στέμματος ήταν να σχηματιστεί
κυβέρνηση με βάση το νέο Τρίτο Κόμμα και αποστάτες από τα δύο
μεγάλα. Ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Κ. Κωνσταντόπουλο, με τον Δ.
Ράλλη να αποστασιοποιείται, αφού η φιλοδοξία του να ηγηθεί του νέου
κυβερνητικού σχήματος δεν ικανοποιήθηκε.149 Αποστάτες δεν βρέθηκαν
και έτσι η πολιτικά άκομψη παρέμβαση του Γεωργίου όχι μόνον απέτυχε,
αλλά δημιούργησε πολιτική αναταραχή με εκτεταμένα επεισόδια στην
πρωτεύουσα, ενώ στα δύο μεγάλα κόμματα παρατηρήθηκε συσπείρωση
των βουλευτών του. Το πείραμα Κωνσταντόπουλου απέτυχε και,
συνεπώς, το σχέδιο του Συγγρού έμεινε μετέωρο. Μόνη λύση πια ήταν οι
εκλογές.
Αυτές πραγματοποίηθηκαν το Μάιο του 1892 και ο Τρικούπης
κατάφερε με συντριπτική νίκη να επανέλθει στην εξουσία150. 0ι κρίσιμες
οικονομικές περιστάσεις υποχρέωσαν τον Τρικούπη να κρατήσει ο ίδιος το
χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών.Εννοείται ότι πρώτιστο
μέλημα της νέας κυβέρνησης ήταν η εξεύρεση λύσης για τα οικονομικά
πράγματα της χώρας, τα οποία ολοένα χειροτέρευαν. Για τον Τρικούπη η
αυτόν κατ’ εντολήν της Υ.Μ. να υποβάλη την παραίτησιν αυτού. Το άρθρον 31
του Συντάγματος ανέθηκεν εις τον Βασιλέα το δικαίωμα του διορίζειν και παύειν
τους υπουργούς. Επομένως εις την Υ.Μ. απόκειται να ενασκήση καθ’ ημών το
δικαίωμα της παύσεως, διότι το υπουργείον δεν έχει λόγον ουδέ δικαίωμα να
παραιτηθή αφού απολαμβάνει πλήρως της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου». Βλ.
Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ. 195, υποσημείωση. Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
149 Σπύρος Μαρκεζίνης, ό.π., τ. Β΄, σ. 224.
150 Στο Ημερολόγιον τού Νικολάου είναι διάχυτη η αγωνία του παλατιού για το
αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς η αντιπαράθεση Δηλιγιάννη-Γεωργίου είχε
προσδώσει, οιονεί, στις εκλογές καθεστωτικό χαρακτήρα: «[…] Μετά μεσημβρίαν
ήλθεν εις το τηλέφωνον ο κ. Παπαδιαμαντόπουλος και μου είπεν ότι επεσκέφθη
ο ίδιος όλα τα τμήματα και εβεβαιώθη ότι το κορδόνι [ενν. το κόμμα του
Δηλιγιάννη] δεν πηγαίνει καλά διόλου.[…] Ο Tinos[ενν. το διάδοχο] και ο
[πρίγκιπας] Georgie ήσαν εις την σκάλαν του Παλατιού και μας είπαν αμέσως
ότι το κορδόνι τα έχει χαμένα εντελώς και ότι είναι πιθανόν να επιτύχουν και οι
ένδεκα Τρικουπικοί [ενν.υποψήφιοι Αθηνών]. Το βράδυ εμείναμεν έως τας 1 μετά
τα μεσάνυκτα και διαβάζαμεν τα διάφορα αποτελέσματα. Ο Δηλιγιάννης την
έπαθε αισχρά», στο ίδιο, σ. 230.
287
λύση ήταν γνωστή: σύναψη δανείων από το εξωτερικό151 και εφαρμογή
μιάς πολιτικής σκληρής λιτότητας, που έπληττε κυρίως τη δωρεάν
εκπαίδευση. Ως προς τον εξωτερικό δανεισμό, αξίζει να σημειωθεί, ότι οι
όροι που άρχισαν να προβάλονται και να συζητώνται ήταν
δυσμενέστατοι, απόδειξη της χαμηλής πλέον πιστοληπτικής ικανότητας
της χώρας. Ως προς τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική ο Τρικούπης
έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως δε της
φοιτητικής νεολαίας.
Αλλά στο εξωτερικό είχε αρχίσει να παρατηρείται διχογνωμία ως
προς τη σκοπιμότητα ή μη της σύναψης νέου δανείου προς τη χώρα και
ενώ ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν πλέον, όχι μόνον
αναπόφευκτος, αλλά και τετελεσμένο γεγονός. Το δημόσιο χρέος από
168.000.000 (1876), διπλασιάστηκε (1884), τετραπλασιάστηκε (1887) και
επταπλασιάστηκε (1893).152 Ο δημόσιος τομέας είχε υπερδιογκωθεί,153
αποτέλεσμα της πελατειακής λογικής που διαχεόταν στην κοινωνία ως
κυρίαρχη αντίληψη, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες -αποτέλεσμα των
αλλεπάλληλων εθνικών κρίσεων- είχαν υπερδιπλασιαστεί μεταξύ 1879-
1883, εν σχέσει με την προηγούμενη πενταετία και στην τριετία 1884-1886
θα γνωρίσουν ακόμη μεγαλύτερο άνοδο.154 Έτσι, η Ελλάδα δανειζόταν
ανεξέλεγκτα, με επαχθέστατους όρους, «τα επιτόκια ήταν υψηλά, οι
προμήθειες τσουχτερές, οι δόσεις πυκνές, οι περίοδοι χάριτος
288
ανύπαρκτες».155 Στην περίσταση αυτή οι Άγγλοι, θέλοντας να στηρίξουν
τον «έμπιστό» τους Τρικούπη τάσσονταν υπέρ της χορήγησης νέου
δανείου, ενώ οι Γάλλοι τηρούσαν αντίθετη στάση. Τα νήματα από το
Παρίσι κινούσε ο Βλαστός και από την Αθήνα ο Συγγρός, οι οποίοι δεν
είχαν εγκαταλείψει το σχέδιό τους για την ίδρυση της Τραπέζης του
Κράτους και επιδίωκαν την πτώχευση της χώρας, προκειμένου να
αναλάβουν το προνόμιο και τον έλεγχο των προσόδων του κράτους. Για
τον Συγγρό, η πτώχευση ήταν αναπόφευκτη και το μόνο που μπορούσε να
γίνει ήταν απλώς και μόνον η «προμάκρυνσις του μοιραίου τέλους»,
καθώς όπως ισχυριζόταν δεν έβλεπε «ουδέν μέτρον ριζικόν
προπαρασκευάζον τα υλικά μέσα προς αντιμετώπισιν των αναγκών,
όσους παρουσιάζει το τοσούτον εξογκούμενον δημόσιον χρέος».156
Ταυτόχρονα, ο Βλαστός προσπάθησε με επιστολή του προς το περιοδικό
Επιθεώρησις, το Φεβρουάριο του 1895, να αποσείσει τις εναντίον του
αιτιάσεις για τον υπονομευτικό του ρόλο στην ελληνική οικονομία.157
Χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατούσε και των διαθέσεων
που παγιώνονταν μεταξύ των πιστωτριών χωρών, ήταν οι διαφορετικές
εκτιμήσεις που έκαναν η Άγγλία και η Γαλλία. Ο λόρδος Εδουάρδος Λω
διαπίστωσε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις για σύναψη νέου δανείου με την
Ελλάδα, όταν εστάλη στην Αθήνα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Αντιθέτως,
ο Γάλλος επιθεωρητής Ρου που κατέφθασε για τον ίδιο σκοπό στην
ελληνική πρωτεύουσα διαπίστωσε το ακριβώς αντίθετο και η Γαλλία
κίνησε τους μηχανισμούς για την περαιτέρω έκθεση της κακής ελληνικής
οικονομίας στην Ευρώπη. Στην έκθεσή του ο Λω τόνιζε την παντελή
έλλειψη στατιστικών δεδομένων για την ελληνική οικονομία, την ανάγκη
289
περιστολής των δημοσίων δαπανών (ιδιαίτερα των στρατιωτικών), την
αύξηση της φορολογίας και τη βελτίωση του μηχανισμού είσπραξης των
φόρων. Αυτά, με τη σειρά τους, προϋπέθεταν αναδιοργάνωση της
δημόσιας διοίκησης και σταδιακή μείωση του κυκλοφορούντος
χρήματος.158 Με δεδομένη πάντως την πολιτική βούληση του Λονδίνου να
στηρίξει τον Τρικούπη, η Ελλάδα σύναψε δάνειο με την Αγγλία, αξίας
3.500.000 στερλίνων. Αλλά οι, αναμενόμενα, επαχθείς όροι προκάλεσαν
πολλαπλές αντιδράσεις. Η κύρωση του δανείου, καταβλήθηκε
προσπάθεια, να γίνει απευθείας με Βασιλικό Διάταγμα, χωρίς να
πραγματοποιηθεί συζήτηση στη βουλή. Η αντίδραση της αντιπολίτευσης
ήταν σφοδρή, ενώ ο Συγγρός που καιροφυλακτούσε δήλωσε στο Γεώργιο
ότι με το συγκεκριμένο δάνειο υποθηκευόταν η εθνική ανεξαρτησία και
κυριαρχία της Ελλάδας.159 Ο Γεώργιος για μία ακόμη φορά δέχθηκε την
εισήγηση του Συγγρού, αρνήθηκε να επικυρώσει το δάνειο, το οποίο
τελικά ματαιώθηκε. Για τον Τρικούπη δεν έμενε πια, παρά η παραίτηση
της κυβέρνησής του.
Τότε ο Γεώργιος θέλησε να επαναλάβει το πείραμα το Τρίτου
Κόμματος, αναθέτοντας το σχηματισμό κυβέρνησης στον Σωτηρόπουλο, ο
οποίος ας σημειωθεί δεν είχε καταφέρει καν εκλεγεί βουλευτής στις
τελευταίες εκλογές. Η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου πρέπει να
οφείλεται στο γεγονός ότι εθεωρείτο ειδικός στα δημοσιονομικά ζητήματα
και, συνεπώς, ήταν μία ύστατη προσπάθεια για να αποφευχθεί η
χρεοκοπία.160 Ο Σωτηρόπουλος για να αποφευχθεί το μοιραίο για τη χώρα
επί κυβερνήσεώς του, ακολούθησε το δρόμο που είχε πάρει η Αργεντινή
δύο χρόνια πριν, προκειμένου να μην πτωχεύσει. Μη έχοντας
συνάλλαγμα για να ανταποκριθεί στις εξωτερικές υποχρεώσεις, έλαβε
δάνειο από τον οίκο του Λονδίνου Χάμπρο, με το οποίο κεφαλοποίησε
τους καθυστερημένους τόκους, μετατρέποντας τα καθυστερημένα
τοκομερίδια προηγούμενων δανείων σε τίτλους νέου δανείου.161 Επρόκειτο
290
για τέχνασμα, γεγονός που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από
τις διεθνείς αγορές. Οι φήμες για επικείμενη χρεοκοπία φούντωναν.162
Τον Οκτώβριο του 1893, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης
Σωτηρόπουλου, που αποδοκιμάστηκε από την πλειοψηφία της βουλής
ανέλαβε πάλι ο Τρικούπης. Έσπευσε να ακυρώσει το δάνειο - τέχνασμα
του Σωτηρόπουλου για να μην εκτίθεται η χώρα στις ξένες αγορές και
προσπάθησε για τη σύναψη νέου. Όμως κάτι τέτοιο ήταν πια αδύνατο.
Στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου του 1893 κηρύχθηκε από τον
πρωθυπουργό η πτώχευση της χώρας.163 Ο σάλος και τα επιθετικά σχόλια
στην Ευρώπη πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Στο εσωτερικό, όπως ήταν
αναμενόμενο, τα δύο μεγάλα κόμματα αντάλλασαν κατηγορίες για το
ποιός έφερε τη μεγαλύτερη ευθύνη για την πτώχευση.
Οι συνέπειες της πτώχευσης, ως προς τη διεθνή θέση της χώρας,
ήταν οδυνηρές. Περιθωριοποίηση, στιγματισμός και, τελικά, επιβολή του
Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου πέντε χρόνια αργότερα. Βεβαίως το
τελευταίο γεγονός ήταν απότοκο της στρατιωτικής ήττας του 1897.
Ωστόσο, συνδέεται άμεσα ή έμμεσα, αφού η έξοδος από την ταπείνωση
που προκάλεσε η πτώχευση μετασχηματίστηκε σε φιλοπόλεμο οργασμό,
ο οποίος είχε την απόληξή του σε μια άλλη ταπείνωση, αυτήν του
Ιωνίδης, φίλος του Τρικούπη, ρέκτης έμπορος της ελληνικής παροικίας του
Λονδίνου, ο οποίος το «απεδοκίμασε διαρρήδην». Βρήκε ανταπόκριση στο
Σωτηρόπουλο, ο οποίος παραπονιόταν απελπισμένος ότι στο «Κεντρικόν
Ταμείον» δεν υπήρχαν ούτε τραπεζογραμμάτια. Βλ. Ανδρέας Συγγρός, ό.π., τ. Γ’΄,
σ. 147-149.
162 Με σιγουριά πλέον ο πεπειραμένος Συγγρός γράφει με ποιές σκέψεις
αποχαιρέτησε το Σωτηρόπουλο μετά από μία συνάντησή τους, όταν και
διαφώνησαν: «Τετέλεσται, η πατρίς μου εισέρχεται από σήμερον εις περιπετείας
όχι μόνον οικονομικάς, αλλά και πολιτειακάς, αίτινες δύνανται ν’ απολήξουν εις
συνεπείας θλιβεράς [...] Έβλεπον την οικονομικήν καταστροφήν επερχομένην
πλέον μετά βημάτων κατεσπευσμένων [...]»· στο ίδιο, σ. 162-163.
163Πάλι ο Συγγρός περιγράφει με δραματικό ύφος τη στιγμή που ο Τρικούπης
ανήγγειλε την πτώχευση: «Δεν εβράδυνεν ο Τρικούπης κατά την εισήγησιν του
προϋπολογισμού δια το 1894 να είπη το δυστυχώς επτωχεύσαμεν και, πρέπει να
ομολογήσω, μετά θάρρους σχετικού και αποφασιστικότητος επρόφερε τας
βαρυσημάντους ταύτας λέξεις. Εκαθήμην απέναντί του εν τη Βουλή και έβλεπον
αυτόν ασκαρδαμυκτί. Ωσάν να παρετήρησα, ότι και ο Τρικούπης προφέρων
αυτάς εις εμέ προσέβλεπεν [...]»· στο ίδιο, σ. 168-169.
291
πολέμου με την Τουρκία το 1897, όταν δηλαδή η χώρα απαράσκευη
οδηγήθηκε σ’ αυτήν την περιπέτεια.164
Ο Τρικούπης βρέθηκε στο επίκεντρο οξείας κριτικής από σύσσωμη
την αντιπολίτευση, ενώ δεν έλειψαν και αιματηρά συλλαλητήρια. Σε ένα
απ’ αυτά, τον Ιανουάριο του 1895, το Παλάτι δια μέσου του διαδόχου
Κωνσταντίνου προέβη σε απροκάλυπτη επέμβαση στα κομματικά
δρώμενα, γεγονός που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να υποβάλει την
παραίτησή του, βρίσκοντας στην ουσία ευκαιρία να απομακρυνθεί από
την πρωθυπουργία.165 Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 16
Απριλίου 1895 το κόμμα του Τρικούπη υπέστη πανωλεθρία εκλέγοντας
μόλις 20 βουλευτές από τους 207. Ο ίδιος δεν κατάφερε να εκλεγεί καν
βουλευτής Μεσολογγίου.166 Παραιτήθηκε από την πολιτική, αναχώρησε
για τις Κάννες, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο. Μάλλον
προαισθανόμενος την εκλογική ήττα, τρεις μήνες πριν, τον Ιανουάριο του
1895 σε συνέντευξή του στην εφ. Άστυ, κάνοντας απολογισμό τού έργου
του, κατέθετε ταυτοχρόνως και την πικρία του: «Επί είκοσιν ήδη έτη
αγωνιζόμεθα δια να διορθώσωμεν τα κακώς κείμενα, προσπαθούντες αφ’
ενός να επιτύχωμεν δια καταλλήλων οργανικών νόμων, συναδόντων
προς το κοινοβουλευτικόν της χώρας πολίτευμα, την διάκρισιν των
εξουσιών, αφ’ ετέρου δε να ανορθώσωμεν τα οικονομικά του Κράτους.
Ποσάκις δεν διακυβεύσαμεν την δημοτικότητα ημών, ποσάκις δεν
αντιμετωπίσαμεν λυσσώδεις αντιδράσεις, όπως επιτύχωμεν του
ποθουμένου; Και όμως τις ποτέ ανεγνώρισε τους κόπους μας και τους
αγώνας μας; Εκοπιάσαμεν εις μάτην. Δις επειράθημεν την ανόρθωσιν, δις
ο Ελληνικός λαός εκρήμνισεν ημάς εκ της αρχής και έφερεν εις την
εξουσίαν τους δημοκόπους, τους κραυγάσαντας κατά των φόρων και
κατά των προσόντων, και δις οι αντίπαλοί μας ούτοι ανέτρεψαν εντός
ολίγων μηνών ριζηδόν παν ό,τι ημείς επί έτη κοπιωδώς ανεγείρομεν. Την
τρίτην φοράν επανελάβομεν το έργον της ανορθώσεως υπό όρους
164Για τις συνέπειες της πτώχευσης βλ. μεταξύ άλλων Θανάσης Καλαφάτης, Τα
αίτια και τα αποτελέσματα της χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους το 1893, στο
Καίτη Αρώνη – Τσίχλη, Λύντια Τρίχα (επιμ.), ό.π., σ. 293-306.
165Για τη συγκεκριμένη ανάμιξη του θρόνου, βλ. Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ.
200-202· Δημήτριος Πουρνάρας, ό.π., τ. Β’, σ. 248-249.
166Παροιμιώδης έμεινε η φράση του Τρικούπη, όταν κλήθηκε να σχολιάσει το
αποτέλεσμα των εκλογών: «Ανθ’ ημών Γουλιμής τις», αναφερόμενος στον
άγνωστο μέχρι τότε, νέο πληρεξούσιο Μεσολογγίου, Μιλτιάδη Γουλιμή.
292
δυστυχώς καταστάντας ήδη πολύ δυσχερεστέρους ή πριν. [...] Μετά τινας
μήνας αι νέαι εκλογαί κατά πάσαν πιθανότητα θα φέρωσι νέαν
κορδονική θύελλαν και νέαν πρόρριζον ανατροπήν του έργου ημών. Υπό
τους όρους τούτους, το πολιτεύεσθαι δεν καταντά άραγε ματαιοπονία; Τις
έχει όρεξιν να αρχίση το αυτό παιγνίδιον και δια τετάρτην φοράν; [...]
Εικοσαετείς κατ’ αυτόν τον τρόπον μόχθοι ματαιούμενοι είναι πάρα –
πολύ».167
Δεν αμφιβάλλει κάποιος για τις εργώδεις προσπάθειες του
Μεσολογγίτη πολιτικού, προκειμένου να πετύχει τον αστικό
εκσυγχρονισμό της χώρας και να την οδηγήσει σε μία ευρωπαϊκή τροχιά.
Και δεν δίστασε να λάβει και αντιδημοφιλείς, έως και αντιλαϊκές,
αποφάσεις. Η αναγκαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης με κάθε κόστος
αποτέλεσε αυτοσκοπό. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι τόσο γιατί
πολεμήθηκε από τον παραδοσιακό λαϊκισμό και τη δημεγερτική ρητορεία,
αλλά κυρίως γιατί δεν διέθετε τα αναγκαία μέσα. Η αναζήτησή τους στο
μεγάλο παροικιακό κεφάλαιο αποτελούσε μονόδρομο. Ωστόσο, τα
συγκεκριμένα κεφάλαια, λειτουργούσαν τυχοδιωκτικά και κερδοσκοπικά.
Και από την άποψη αυτή, ο μεγάλος του αντίπαλος Δηλιγιάννης είχε
δίκιο. Όταν, λίγο αργότερα, το παροικιακό κεφάλαιο θα αισθανθεί έντονα
την απειλή από την έξαρση των εθνικιστικών κινημάτων στις χώρες όπου
ήταν εγκατεστημένο και δραστηριοποιείτο, θα ανακαλύψει το εθνικό
κέντρο, τον πτωχό συγγενή, το ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε δεν είχε
(οικονομικό) λόγο να το βλέπει ως χώρο σοβαρής και μακροπρόθεσμης
στρατηγικής και σοβαρών επενδύσεων. Οι βαλκανικές ανακατατάξεις και
οι πολιτικές εξελίξεις θα σημάνουν τη μαζική εισροή όλου αυτού του
δυναμικού στον ελλαδικό κορμό. Σύμμαχος και πολιτικός εκφραστής του
θα είναι ο Βενιζέλος. Από την άποψη αυτή ο Τρικούπης προηγήθηκε του
καιρού του.
293
ληστείας, αυτής της μεγάλης μάστιγας που ταλάνιζε το ελληνικό κράτος
τον 19ο αιώνα. Στην ουσία οι δύο αυτοί στόχοι αλληλοσυνδέονται, αφού το
ληστρικό φαινόμενο -σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως το 1870 η σφαγή
στο Δήλεσι- προκαλούσε τριγμούς, ακόμη και σε αυτήν την κρατική
υπόσταση και εξέθετε διεθνώς τη χώρα. Η ουσία πάντως είναι ότι η
προσοχή του στρατεύματος ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, στραμμένη
προς το εσωτερικό της χώρας και σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούσε
στην υλοποίηση του εθνικού οράματος, στη διεύρυνση των συνόρων. Από
μια πρώτη ματιά αυτό μοιάζει αντιφατικό, αφού από το 1844, όταν ο
πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης έθεσε επίσημα το ζήτημα της Μεγάλης
Ιδέας, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας περιστρεφόταν γύρω από αυτόν
τον εθνικό στόχο. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωνικής
τριακονταετίας (1833-1862), αλλά και μετά την άφιξη του Γεωργίου Α’
(1863) η Μεγάλη Ιδέα έμοιαζε περισσότερο με μεγάλη χίμαιρα. Πόθος
εθνικός, ο οποίος εξαντλούνταν είτε σε ρητορικές επιδείξεις υποψήφιων
πρωθυπουργών είτε σε εθνικές ταπεινώσεις, με κυριότερη εκείνη της
περιόδου του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856).
Κυρίως όμως -και το χειρότερο- λειτουργούσε ως προπέτασμα
καπνού, αλλοιώνοντας, παραμορφώνοντας και συσκοτίζοντας τα μεγάλα
υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Στον πολιτικό τομέα, οι
φιλελεύθερες ρυθμίσεις τού, ούτως ή άλλως, συντηρητικού Συντάγματος
του 1844 αναιρούνταν από την πρακτική που ακολουθούσε το Παλάτι,
ενώ οι συνταγματικές ρυθμίσεις παραβιάζονταν ακόμη και από τα ίδια τα
πολιτικά κόμματα, τα οποία μέσω των πελατειακών σχέσεων φαλκίδευαν
τις όποιες συμβουλαιακού τύπου αστικές ελευθερίες.
Επιπλέον, η χώρα παγιδευμένη σε ένα ουτοπικό όραμα αδυνατούσε
να προχωρήσει στην αναγκαία οικονομική ανάπτυξη, αφού οι συχνές
εθνικές κρίσεις -κυρίως λόγω του Κρητικού προβλήματος- καθιστούσαν το
ζήτημα του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών και συνεπώς τη
γεφύρωση του χάσματος με την αναπτυγμένη Ευρώπη, έρμαιο των
πολιτικών αντιδικιών.
Η πραγματοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας προϋπέθετε
στρατηγική, διεθνή ερείσματα με την κατάλληλη εκμετάλλευση των
διεθνών ισορροπιών, και των επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων στη
συγκεκριμένη ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων αλλά και
αναδιοργάνωση του στρατού με τέτοιο τρόπο που να προκαλεί
τουλάχιστον το σεβασμό φίλων και αντιπάλων. Το τελευταίο ζητούμενο
294
δεν φαίνεται να απασχόλησε σοβαρά την πολιτική εξουσία, με όρους
μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στη συγκεκριμένη περίοδο, με εξαίρεση
ίσως κάποιες φιλότιμες προσπάθειες των κυβερνήσεων Χ. Τρικούπη. Ο
αποσπασματικός χαρακτήρας του ζωτικού για τα εθνικά ζητήματα
στόχου, της αναδιοργάνωσης δηλαδή του στρατού, αποδεικνύεται από τις
αλλεπάλληλες αλλαγές που σημειώνονται με την έκδοση νόμων, χωρίς
μάλιστα τις περισσότερες φορές να υπάρχει ευρεία συναίνεση από τους
εμπλεκόμενους φορείς. Συχνά τη θέση της επιβεβλημένης σχεδίασης,
καταλάμβανε ο αυτοσχεδιασμός και, μάλιστα, όταν παρουσιαζόταν
κάποια εθνική κρίση τα μέτρα ήταν έκτακτα και, κυρίως, σπασμωδικά με
πρόχειρους εφοδιασμούς και στρατολογήσεις, ενώ δεν έλειψαν και τα
ολιγομελή άτακτα σώματα που αναλάμβαναν δράση εκτός συνόρων με
άδοξο τέλος.
Κατά την περίοδο 1863-1868 η δύναμη του στρατού ανερχόταν,
τυπικά, σε 11-12.000 άνδρες, στην ουσία όμως δεν υπερέβαινε τις 8.000, με
12 πεδινά πυροβόλα και 8 ορεινά.168 Ταυτόχρονα, η μόνιμη οικονομική
στενότητα που ταλάνιζε τα δημοσιονομικά του κράτους δεν επέτρεπαν
τον επαρκή εφοδιασμό. Σε ανάλογη κατάσταση βρισκόταν τόσο ο τομέας
της επιμελητείας, όσο και της επιτελικής οργανώσεως.
Το 1867 με τη σύναψη «πατριωτικού δανείου» αγοράσθηκαν 10.000
όπλα, δύο πυροβολαρχίες, πυρομαχικά και τρία ταχύπλοα, η
Μπουμπουλίνα, η Ένωσις και η Κρήτη, ονομασίες, όπως γίνεται φανερό,
εμπνευσμένες από τον μεγάλο αγώνα που διεξήγε τότε ο κρητικός λαός.
Ο στρατός το ίδιο διάστημα ανήλθε σε 31.399 άνδρες.169
Πάντως η ελλιπής οργάνωση του στρατεύματος φάνηκε στα
γεγονότα του 1877-1878, όταν αντιμετωπίστηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος
αλλά και η γενικότερη κατάσταση στα Βαλκάνια κατά τρόπο
ερασιτεχνικό. Με τις ενέργειες των κυβερνήσεων Τρικούπη ήταν
προφανές ότι καταβλήθηκαν κάποιες φιλότιμες προσπάθειες για την
ανασύνταξη του στρατεύματος, χωρίς όμως να σημαίνει ότι ήταν και
επαρκείς. Το 1882, η κυβέρνηση Χ. Τρικούπη ψήφισε τον νόμο ΑΛΖ’, Περί
Οργανισμού του Στρατού, βάσει του οποίου το Υπουργείο Στρατιωτικών
απαρτιζόταν από το γραφείο επιτελικής υπηρεσίας και δέκα τμήματα:
προσωπικού, πεζικού, πυροβολικού, μηχανικού, δημόσιας ασφάλειας,
295
δικαιοσύνης, υγειονομικού, οικονομικού, προμηθειών και στρατιωτικού
λογιστηρίου.170
Το πεζικό, που το αποτελούσαν 27 τάγματα, συμπεριλάμβανε
εννέα αυθύπαρκτα τάγματα ευζώνων. Κάθε τάγμα χωριζόταν σε
τέσσερις λόχους.
Το ιππικό είχε τέσσερις ιππαρχίες, η καθεμία από τις οποίες
περιελάμβανε τέσσερις ίλες.
Το πυροβολικό είχε το αρχηγείο, πέντε αυθύπαρκτα τάγματα,
καθένα εκ των οποίων απαρτιζόταν από τέσσερις πυροβολαρχίες, το
οπλοστάσιο, τη γενική διεύθυνση και τις εφορείες υλικού πολέμου.
Το μηχανικό διοικείτο από την επιθεώρηση μηχανικού και
περιελάμβανε επτά διευθύνσεις και τρία αυθύπαρκτα τάγματα,
διαρθρούμενο το καθένα σε τέσσερις λόχους.
Ο νόμος καθόριζε και άλλες λεπτομέρειες όσον αφορά άλλους
τομείς της στρατιωτικής οργάνωσης, όπως μουσική, θρησκευτική
υπηρεσία κλπ. Συνοπτικά η δύναμη του στρατού καθοριζόταν ως εξής:
Άνδρες
Ιππικό 1.500
Μηχανικό 1.490
Νοσοκόμοι 418
Σύνολο 24.505
296
Νέες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν το 1884 με νέο νόμο, χωρίς όμως να
μεταβάλλεται ουσιαστικά η δομή του στρατεύματος, εκτός ίσως από τη
διάταξη που όριζε ότι το κράτος χωριζόταν σε τρεις περιφέρειες, σε
καθεμία από τις οποίες θα έδρευε ένα αρχηγείο.171
Εξαιρετικά σημαντική ήταν η απόφαση της κυβέρνησης Χ.
Τρικούπη (νόμος ΑΛΖ’ του 1882), σχετικά με την άφιξη στην Ελλάδα
ομάδας Γάλλων αξιωματικών, η οποία θα αναλάμβανε την
αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Η οργανωτική αποστολή Βοσσέρ
(Vosseur), όπως ονομάστηκε από τον επικεφαλής Γάλλο υποστράτηγο,
ανέλαβε τη βελτίωση της στρατιωτικής εκπαίδευσης, τη μελέτη για την
καλύτερη και αρτιότερη οργάνωση των διαφόρων σωμάτων αλλά και την
εκπόνηση μελετών που αφορούσαν στην κατασκευή ορισμένων
οχυρωματικών έργων. Η συγκεκριμένη αποστολή παρέμεινε στην Ελλάδα
έως τον Δεκέμβριο του 1887 και το έργο της ήταν αξιόλογο. Ο Τρικούπης
προχώρησε σε αυτή την απόφαση γνωρίζοντας ότι μόνο μία ξένη
αποστολή, στρατιωτικά προηγμένης χώρας, θα μπορούσε να
αναδιοργανώσει το στράτευμα και να προβεί σε έναν ρεαλιστικό
προγραμματισμό ως προς το μείζον αυτό εθνικό πρόβλημα. Παράλληλα,
η ενέργεια αυτή σήμαινε την επανασύνδεση της Ελλάδας με τη Γαλλία σε
στρατιωτικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι Βαυαροί είχαν αποκόψει από
χρόνια και σταδιακά αυτές τις σχέσεις. Η απότομη διακοπή της
παραμονής στην Ελλάδα της αποστολής Βοσσέρ το 1877, ήταν
αποτέλεσμα της κυβερνητικής αλλαγής με την ανάληψη της
πρωθυπουργίας από τον Θ. Δηλιγιάννη, ο οποίος δεν αντιμετώπιζε
ευμενώς την παρουσία των Γάλλων εκπαιδευτών. Το γεγονός αυτό
αποκάλυπτε ότι οι κομματικοί ανταγωνισμοί μεταφέρονταν στο
στράτευμα, κάτι που εμπόδιζε την αρτιότερη οργάνωσή του. Σύμφωνα με
την έκθεση που συνέταξε ο υπασπιστής του Βοσσέρ, Παναγιώτης
Δαγκλής, πολλοί παρακώλυαν το έργο της αποστολής, με αποτέλεσμα το
1877 οι Γάλλοι να αποχωρήσουν δυσαρεστημένοι. 172
297
Το 1882 δημοσιεύτηκε ένας νέος οργανισμός της Σχολής
Ευελπίδων, με τον οποίο οριζόταν ότι η εισαγωγή των υποψηφίων θα
γινόταν πλέον με αυστηρές εξετάσεις.173 Το ζήτημα αυτό είχε γίνει μόνιμο
πεδίο κριτικής κατά την οθωνική περίοδο, αφού ακόμη και όταν
πραγματοποιούνταν εισαγωγικές εξετάσεις αυτές ήταν διαβλητές. Με τη
σταδιακή βελτίωση του επιπέδου της μέσης εκπαίδευσης174 κρίθηκε
αναγκαίο να καταργηθούν τελείως οι προπαρασκευαστικές τάξεις και
έτσι πλέον οι απόφοιτοι του Γυμνασίου, έως 18 ετών, μπορούσαν να
διεκδικήσουν την είσοδό τους. Η εκπαίδευση στην Ευελπίδων ήταν
πενταετής και μπορούσε να περιοριστεί σε τέσσερα χρόνια με βασιλικό
διάταγμα. Αξιοσημείωτη υπήρξε η σχετική μείωση πολλών θεωρητικών
μαθημάτων, με τα οποία ήταν επιβαρημένα τα προγράμματα των
προηγούμενων ετών. Οι απόφοιτοι της Σχολής κατατάσσονταν στα
τέσσερα Όπλα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Διοικητής από το 1881
έως το 1885 διετέλεσε ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κολοκοτρώνης και η
τετραετία αυτή θεωρείται από τις πιο πετυχημένες από τότε που είχε
συσταθεί η Σχολή (1828). Ο κανονισμός που διείπε την Ευελπίδων
συνετέλεσε στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων γνώσεων
αλλά και στην εμπέδωση της πειθαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο
συγκεκριμένος κανονισμός διατηρήθηκε έως τους Βαλκανικούς πολέμους,
αλλά και στα επόμενα χρόνια υπήρξε η βάση για τη σύνταξη ανάλογων
κανονισμών λειτουργίας της σχολής.175
Σταθμός στην ιστορία του ελληνικού στρατού υπήρξε ο νόμος ΑΛΒ’
της 21ης Ιουνίου 1882, με τον οποίο αποφασίστηκε η ίδρυση Στρατιωτικής
Σχολής Υπαξιωματικών.176 Σκοπός της σχολής ήταν να παράσχει τις
απαιτούμενες γνώσεις στους υπαξιωματικούς, σε όσους δηλαδή δεν
κατόρθωναν να εισέλθουν στη Σχολή Ευελπίδων, προκειμένου να
ενταχθούν με τον βαθμό του ανθυπασπιστή στο πεζικό και το ιππικό. Με
νεότερο νόμο, που δημοσιεύτηκε αργότερα, οι απόφοιτοι της σχολής
κατατάσσονταν με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Η διάρκεια των
σπουδών ήταν δύο χρόνια, το 1885 όμως ο κύκλος σπουδών έγινε τριετής.
Η συγκεκριμένη σχολή μετά το 1884 τροφοδοτούσε με υπαξιωματικούς το
173 Φ.Ε.Κ. 20 Ιουλίου 1882, αρ. 66, «Περί οργανισμού τού στρατιωτικού σχολείου».
174 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή..., ό.π., σ. 389-482.
175 Βλ. Δημήτρης Μαλέσης, Ο Ελληνικός στρατός την περίοδο…, ό.π., σ. 551-552.
176 Φ.Ε.Κ. 1 Ιουλίου 1882, αρ. 59, «Περί συστάσεως σχολείου υπαξιωματικών».
298
οικονομικό σώμα του στρατεύματος, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1882. Ο
αριθμός των σπουδαστών ήταν κατά μέσο όρο εκατό σε ετήσια βάση.
Παράλληλα, λειτούργησε από το 1884 το Προπαρασκευαστικό Σχολείο
Υπαξιωματικών, το οποίο προετοίμαζε τους νέους για να καταταγούν στο
στράτευμα με τον βαθμό του λοχία, μετά διετή εκπαίδευση. Και σε αυτήν
την περίπτωση η εισαγωγή γινόταν με εξετάσεις, ο αριθμός δε των
σπουδαστών έφτασε κατά ανώτατο όριο τους 240.
Οι σχολές αυτές, ιδιαίτερα η Σχολή Υπαξιωματικών, είχαν ιδιαίτερη
σημασία για την όλη δομή του στρατεύματος, αρκεί κανείς να
αναλογιστεί ότι μέχρι τότε και από τη σύσταση της Ευελπίδων είχαν
αποφοιτήσει 303 αξιωματικοί, εκ των οποίων μόνον 35 είχαν καταταγεί
στο πεζικό. Ύστερα από πενήντα χρόνια λειτουργίας της σχολής
εντασσόταν στο σημαντικό αυτό σώμα μόλις ένας μορφωμένος
αξιωματικός περίπου ανά διετία. Ήταν σαφής η προτίμηση προς τα
τεχνικά σώματα του πυροβολικού και του ιππικού, τα οποία εξασφάλιζαν
υψηλότερο κύρος και σχετικά καλύτερο μισθό. Η σημασία των σχολών
γίνεται πιο φανερή, αν αναλογισθεί κανείς τη σημαντική συνεισφορά
αυτών των κατώτερων και ανώτερων αξιωματικών στους Βαλκανικούς
πολέμους (1912-1913) μέσα από τις τάξεις του πεζικού. Επιπλέον, η ίδρυση
της Σχολής Υπαξιωματικών σήμανε την είσοδο στο στράτευμα νέων που
προέρχονταν από τα μεσοαστικά και, κυρίως, τα αγροτικά στρώματα,
αφού μέχρι τότε οι δαπάνες που απαιτούνταν για τη φοίτηση στην
Ευελπίδων ήταν σχετικά υψηλές. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι το ότι η
Σχολή Υπαξιωματικών προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών νέων,
αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης, ακόμη και φοιτητών, οι οποίοι βρήκαν την
ευκαιρία να σταδιοδρομήσουν στο στρατό. Πολλοί απόφοιτοί της
διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στην πολιτική ζωή της χώρας και,
μάλιστα, οι υπαξιωματικοί ήταν αυτοί που πρόβαλαν μέσω του
Στρατιωτικού Συνδέσμου τα πιο προωθημένα αιτήματα στο κίνημα του
1909. Ονόματα, όπως αυτά του Νικολάου Πλαστήρα, του Στέφανου
Σαράφη, του Αναστασίου Παπούλα ή του Γεωργίου Κονδύλη, είναι αυτά
που πρωτοστατούν σε στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα στο πρώτο μισό
του 20ου αιώνα.
Το ζήτημα της στρατολογίας, το οποίο είχε αποτελέσει σημείο
έντονης κριτικής για τον τρόπο που κατεστρατηγείτο ο νόμος με τη
διαβλητή κλήρωση, έγινε προσπάθεια να διορθωθεί με την απόφαση για
καθολική στρατολογία το 1878. Το 1882 η κυβέρνηση Τρικούπη αποφάσισε
299
τη μείωση της θητείας από τρία χρόνια σε έναν. Ο λόγος της σημαντικής
αυτής μείωσης σχετίζεται με την προσπάθεια που κατέβαλε το κράτος
προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα, τα οποία θα μπορούσαν να
διατεθούν στη βελτίωση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού.177 Στην
πραγματικότητα, βέβαια, η εντυπωσιακή αυτή μείωση της θητείας
αφορούσε κυρίως στο πεζικό, αφού στο ιππικό, το πυροβολικό και το
μηχανικό η θητεία περιοριζόταν απλώς σε δύο χρόνια.178
177 Βλ. Χριστίνα Βάρδα, Στρατολογία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Παράδειγμα:Δήμος Ναυπλιέων,1870-1877,στο περ. Τα Ιστορικά, τχ.6, 1986,σ. 369-
386, όπου αναλύονται οι λόγοι των δυσχερειών που αντιμετώπιζε το ελληνικό
κράτος για τη στρατολογία και πως οι κονωνικές και πολιτικές συνθήκες
επηρέαζαν την επάνδρωση του στρατεύματος.
178 Η δύναμη του στρατού και η στρατολογία την περίοδο 1882-1886 είχε ως εξής:
Έτη Δύναμη
1882 29.534
1883 29.500
1884 30.692
1885 30.652
1886 32.410
Η σύνθεση του ελληνικού στρατού μετά τις αλλαγές που έγιναν το 1882 έχει
ως εξής:
300
Οι δραματικές εξελίξεις στη Βαλκανική (1877-1878) υποχρέωσαν
τον Τρικούπη να επενδύσει στην καλύτερη οργάνωση του στρατεύματος,
καταβάλλοντας -για τα δεδομένα της χώρας- μεγάλα οικονομικά ποσά
για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αυτό αποδεικνύεται από τους
ετήσιους προϋπολογισμούς της περιόδου 1882-1886.179 Στα ποσά που
διατέθηκαν για το Υπουργείο Στρατιωτικών θα πρέπει να
συνυπολογιστούν και άλλες, έκτακτες, πιστώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα
εκείνες του 1885, οι οποίες είναι εξαιρετικά υψηλές, λόγω της
επιστράτευσης που προκάλεσε η κρίση στη Βαλκανική με αφορμή το
ζήτημα της Aνατολικής Ρωμυλίας. Συγκεκριμένα:
1882: 3.749.600 δραχμές
1884: 1.406.573 και 284.158
1885: 22.352.674 και 200.0001886: 3.986.000
Μηχανικό: Αρχηγείο
Διευθύνσεις:10
Διλοχία σκαπανέων και πυροσβεστών
Σχολείο διλοχίας
Χωροφυλακή: Αρχηγείο
Μοιραρχίες:10
179 Προϋπολογισμός
Έτη Υπουργείου Στρατιωτικών Κράτους
1882 19.609.952 80.436.069
1883 16.560.175 72.011.648
1884 20.216.109 85.814.598
1885 18.235.278 85.497.005
1886 19.605.757 89.074.034
301
Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες είναι απόρροια των
εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και της αύξησης του αριθμού των
αξιωματικών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που άρχισε να λειτουργεί μία
ακόμη παραγωγική σχολή, αυτή των υπαξιωματικών το 1882. Έτσι στο
διάστημα μιας περίπου εικοσιπενταετίας (1872-1895) ο αριθμός τους
αυξάνεται θεαματικά. Από 701 φτάνουν τους 1.859. Η διόγκωση αυτή
συντελείται κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και στις αρχές της
επόμενης και κυμαίνεται μεταξύ 8,36% και 16,81%.180
Η αύξηση των ποσοστών συμπίπτει με την κρίση που προκάλεσε ο
Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 και κορυφώνεται με τη μακροχρόνια,
για τα μέτρα της εποχής, διακυβέρνηση της χώρας από τον Χαρίλαο
Τρικούπη (Μάρτιος 1882 – Απρίλιος 1885), οπότε και καταβλήθηκαν
συντονισμένες προσπάθειες για τη βελτίωση του στρατεύματος.
Χαρακτηριστική είναι η μείωση που συμπίπτει με την πτώχευση του 1893
και τις αρνητικές συνέπειες που ακολούθησαν.
Το 1887 και το 1893 ψηφίστηκαν νέοι νόμοι, με τους οποίους
επήλθαν επιμέρους, όχι πάντως ουσιαστικές, μεταβολές, που δεν
άλλαζαν τη βασική διάρθρωση του στρατεύματος. Αυτό που διακρίνει
κανείς είναι κάποια μείωση της δύναμης του στρατού, σε σχέση με την
πενταετία 1882-1886. Αυτό οφειλόταν στην οικονομική δυσπραγία που
μάστιζε τη χώρα και στο μόνιμο δημοσιονομικό αδιέξοδο από το οποίο η
κυβέρνηση Τρικούπη προσπαθούσε να βγει συνάπτοντας δάνεια με το
εξωτερικό. Μάλιστα, η μείωση του στρατεύματος γίνεται αισθητή το 1893
όταν η στρατιωτική δύναμη της χώρας πέφτει στους 22.667 άνδρες από
28.114 που ήταν τον προηγούμενο χρόνο. Η προσπάθεια εξοικονόμησης
302
πόρων φαίνεται και από τη σημαντική μείωση των στρατιωτικών
δαπανών την περίοδο 1887-1896: Το 1893 οι δαπάνες για το στράτευμα
έφτασαν το ποσό των 14.582.465 δραχμών, ποσό το οποίο υπολειπόταν
πολύ του αντίστοιχου του 1884, που, έφτανε τα 20.216.109 δραχμές. Από
όλα αυτά συνάγεται ότι η στρατιωτική πολιτική της συγκεκριμένης
περιόδου ήταν δέσμια των πενιχρών οικονομικών δυνατοτήτων της
χώρας. Τη στιγμή μάλιστα που επιβαλλόταν η πολιτική των αυξημένων
δαπανών για τα αναγκαία έργα υποδομής, προκειμένου η χώρα να μπει
σε αναπτυξιακή τροχιά, η παράλληλη εθνική ανάγκη διεύρυνσης των
συνόρων λειτουργούσε ανασχετικά, αφού η στρατιωτική προετοιμασία
αναπόφευκτα απορροφούσε σημαντικά ποσά.
Η διχοστασία αυτή των ελληνικών κυβερνήσεων καθιστούσε την
οικονομική ανάπτυξη δέσμια των εθνικών κρίσεων και ταυτόχρονα η
ελληνική πολιτική περιερχόταν σε έναν φαύλο κύκλο καταγγελιών,
αντεγκλήσεων και κομματικού τυχοδιωκτισμού. Παράλληλα, όμως, με τη
μόνιμη οικονομική καχεξία, η εξωτερική πολιτική, μοναδικός άξονας της
οποίας ήταν ο μεγαλοϊδεατισμός, φάνταζε χωρίς ρεαλιστική προοπτική ή
εν πάση περιπτώσει τα αντανακλαστικά της ήταν καθυστερημένα. Αυτό
είχε άμεση αρνητική επίπτωση και στο στράτευμα, το οποίο εξετίθετο σε
οπερετικές κινήτοποιήσεις. Αυτή η στρατιωτική ανυποληψία της Ελλάδας
υποχρέωσε τον Τρικούπη να προχωρήσει σε μία φιλότιμη αναδιοργάνωση
του στρατεύματος, η οποία όμως και αυτή διακόπηκε μετά την πτώση της
κυβέρνησής του. Νέος κόλαφος για την Ελλάδα υπήρξε, όπως είδαμε, η
στρατιωτική κινητοποίηση του 1885. Και στην περιπέτεια αυτή
καταδείχθηκε με τρόπο θλιβερό, πόσο η Ελλάδα ήθελε την υλοποίηση της
αλυτρωτικής πολιτικής αλλά δεν μπορούσε, αφού οι βερμπαλιστικές
κορώνες και η τυχοδιωκτική πατριδοκαπηλία παραμέριζαν κάθε
εμπνευσμένη και μακρόπνοη εξωτερική πολιτική. Απουσίαζε παντελώς ο
σχεδιασμός, ενώ κηρύχθηκε επιστράτευση χωρίς να υφίσταται σχέδιο
επιχειρήσεων. Οι επικεφαλής των μεγάλων μονάδων μάλλον
αυτοσχεδίαζαν, χωρίς συντονισμό και ο κίνδυνος απώλειας εδαφών
γινόταν ορατός μέχρι να υπογραφεί η ανακωχή. Δεν μπορεί κανείς να
ισχυριστεί ότι απουσίασαν άξιοι στρατιωτικοί ηγέτες. Ουσιαστικά απούσα
ήταν η στρατηγική, η πολιτική ηγεσία, ενώ απουσίαζε και ο οργανωτικός
συντονισμός. Οι στρατηγοί Β. Σαπουντζάκης, Ι. Ζυμβρακάκης και Σ.
Καραϊσκάκης, που ηγούνταν των αρχηγείων Λάρισας, Τρικάλων και
Άρτας, ήταν στρατιωτικοί καταρτισμένοι και με ικανότητες, αλλά ποτέ
303
δεν συντονίστηκαν, κινητοποιώντας τις μονάδες τους, σαν να μην
αποτελούσαν ενιαίο στράτευμα. Η ζημιά, βέβαια δεν ήταν μόνο εθνική
και ηθική. Άγγιζε με οδυνηρό τρόπο την ταλαιπωρημένη ελληνική
οικονομία. Τα έξοδα της επιστράτευσης προσέγγισαν τα 40 εκατομμύρια
δραχμές, ενώ το ελληνικό εμπόριο και η ναυτιλία επλήγησαν από τον
εκβιαστικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις τον
Απρίλιο του 1886.
Με τον νόμο της 10ης Νοεμβρίου 1886 είχε αποφασιστεί ότι τόσο ο
διάδοχος Κωνσταντίνος όσο και οι άλλοι πρίγκιπες είχαν προτεραιότητα
και ήταν ανώτεροι των ομοιόβαθμων αξιωματικών του στρατού. Είχε έτσι
δοθεί η βάση για την περαιτέρω ενεργό ανάμειξη του διαδόχου και των
αδελφών του στο στράτευμα. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να δημιουργεί
σταδιακά έναν κύκλο πιστών προς το πρόσωπό του αξιωματικών και να
καλλιεργείται ένα πνεύμα ευνοιοκρατίας στους κόλπους των
στρατιωτικών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη
Σμολένσκη, ο οποίος παρέμεινε στάσιμος μολονότι είχε σειρά προαγωγής
στον βαθμό του υποστρατήγου, επειδή δεν ήταν από τους ευνοούμενους
του Παλατιού. Τα επόμενα χρόνια και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα,
αυτή η νοοτροπία παγιώθηκε, με αποτέλεσμα γύρω από τον Κωνσταντίνο
να συσπειρωθεί μία ολόκληρη ομάδα στρατιωτικών που φιλοδοξούσε να
διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην πολιτική πορεία της χώρας.
Με τις εξελίξεις στο στράτευμα να σημαδεύονται από τέτοιου
είδους νοοτροπίες και την οργανωτική προπαρασκευή ανύπαρκτη
ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1897 ο ατυχής Ελληνοτουρκικός πόλεμος με
αφορμή το Κρητικό ζήτημα. Οι συνέπειες του συγκεκριμένου πολέμου
υπήρξαν καταλυτικές για τον ελληνικό στρατό, καθώς η κηλίδα όπως την
αισθάνονταν οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί έπρεπε να σβήσει το
συντομότερο δυνατό. Η αποτελμάτωση των εθνικών ζητημάτων και η
αναποτελεσματικότητα του στρατιωτικού μηχανισμού ήταν σημεία πλέον
ορατά, χειροπιαστά. Το 1897 ήταν ο πρώτος επίσημος πόλεμος στον οποίο
συμμετείχε ο ελληνικός στρατός μετά την Επανάσταση. Είχαν προηγηθεί
δονκιχωτικές απόπειρες αλυτρωτικής πολιτικής με αποστολές ανδρών
στην Κρήτη και στη Θεσσαλία, που απλώς προειδοποιούσαν την πολιτική
ηγεσία για το εθνικό αδιέξοδο. Έτσι τώρα αρχίζει η άσκηση κριτικής εκ
μέρους των αξιωματικών, η οποία στρέφεται προς το Παλάτι και ιδίως
προς τον Κωνσταντίνο, τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο για τη συντριβή,
καθώς είχε αναλάβει την αρχιστρατηγία με αμφιλεγόμενα προσόντα.
304
Επιπλέον οι συζητήσεις μεταξύ των στρατιωτικών για την επίλυση των
εθνικών ζητημάτων, μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα
αφορούσαν όχι μόνο στο στράτευμα αλλά και στους πολιτικούς θεσμούς
εν γένει, είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται.
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο τού
Τρικούπη, δημιούργησε μεταξύ των στρατιωτικών την αίσθηση ότι οι
πολιτικοί ήταν ανίκανοι να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο. Έτσι
μοιραία άρχισε να υφέρπει μία στρατοκρατική και αντικοινοβουλευτική
νοοτροπία, η οποία ολοένα και περισσότερο κέρδιζε έδαφος σε σημαντική
μερίδα βαθμοφόρων. Άρα αυτό που έμενε ήταν να γίνουν οι ίδιοι
Ηρακλείς μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού τόσο του στρατού όσο και
της δημόσιας διοίκησης. Άρχισε έτσι να παρεισφρέει ένα αντιδημοκρατικό
πνεύμα, το οποίο τις επόμενες δεκαετίες και, κυρίως, στον Μεσοπόλεμο
θα εκδηλωθεί ανοικτά. Άλλοι υποστήριζαν ότι ο θρόνος ήταν ανεύθυνος
για την εθνική ταπείνωση και έστρεφαν τα πυρά της κριτικής μονάχα
στους πολιτικούς, τους οποίους θεωρούσαν συλλήβδην ανίκανους και
δειφθαρμένους. Γι’ αυτούς λύση θα αποτελούσε η επιστροφή στην
απόλυτη μοναρχία. Αλλά αυτοί ήταν λίγοι και κυρίως ευνοημένοι μέχρι
τότε από τον θρόνο. Οι περισσότεροι έβαλαν κατά της τακτικής του
Γεωργίου και βασικά κατά του φιλόδοξου διαδόχου. Ο παλιός στρατηγός
Κορωναίος πρότεινε ανατροπή της δυναστείας και εγκαθίδρυση
αβασίλευτης δημοκρατίας. Αλλά αυτά προς το παρόν ήταν σκέψεις.
Εκείνος που έσωσε το γόητρο του ελληνικού στρατού το ’97 και είχε
περιβληθεί με μεγάλη αίγλη ήταν ο Σμολένσκης. Πριν καν ωριμάσει η
σκέψη να τεθεί επικεφαλής ενός αντιδυναστικού κινήματος, ο Γεώργιος
φρόντισε να τον ενσωματώσει στο σύστημα. Τον προήγε σε στρατηγό, ενώ
ο Δηλιγιάννης τον δελέασε εύκολα τοποθετώντας τον υπουργό των
Στρατιωτικών. Ωστόσο, η πεποίθηση ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι
στρατιωτικοί μπορούσαν να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο,
γενικευόταν.
Ο κόλαφος του 1897 είχε συνέπειες και για έναν σημαντικό αριθμό
αξιωματικών οι οποίοι αποστρατεύτηκαν, ενώ προήχθησαν ορισμένοι
υπαξιωματικοί σε ανθυπολοχαγούς. Είναι πολύ αμφίβολο αν για την ήττα
τιμωρήθηκαν με αποστρατεία αυτοί που έπρεπε. Το Παλάτι φρόντισε με
εκείνους που θεωρούσε πλέον έμπιστους να στελεχώσει το επιτελείο και
τις διάφορες νευραλγικές θέσεις έτσι ώστε να έχει τον έλεγχο σε όλες τις
μονάδες. Σε λίγο καιρό το σώμα των επιτελών, συσπειρωμένο γύρω από
305
τον Κωνσταντίνο, φιλοδοξούσε να παίξει έναν αυτόνομο εξουσιαστικό
ρόλο ως αντίβαρο στη δυναμική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η πολιτική του νεποτισμού που ακολούθησε με συνέπεια ο θρόνος,
άρχισε πάντως να δημιουργεί αντιζηλίες και ανταγωνισμούς μεταξύ των
αξιωματικών, γιατί επρόκειτο για την επαγγελματική τους καταξίωση,
την ανέλιξή τους στην ιεραρχία του στρατεύματος, τον μισθό τους. Η
πρόθεση της κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη να αλλάξει τον κανονισμό
λειτουργίας του στρατού το 1899 προκάλεσε ευρύτατες αντιδράσεις στους
στρατιωτικούς. Άλλοι επεδίωκαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και
άλλοι να τα αποκτήσουν, βάσει του πνεύματος της ισότητας. Κάποιοι που
σύστησαν επιτροπή και διαμαρτυρήθηκαν προς τον πρωθυπουργό,
μετατέθηκαν δυσμενώς. Άρχιζε έτσι ένας φαύλος κύκλος μέσα στο
στράτευμα, με πρωταγωνιστές τους στρατιωτικούς που διαγκωνίζονταν
είτε για την απόσπαση της εύνοιας της εξουσίας είτε με την απόφασή
τους να πάρουν ρεβάνς με την πρώτη ευκαιρία από τους συναδέλφους
τους. Το α’ μισό του 20ού αιώνα θα σηματοδοτηθεί από τη συνεχή
εναλλαγή ευνοημένων και θιγόμενων στρατιωτικών, μέσα σε ένα κλίμα
πρωτοφανούς διπολισμού, που βρήκε την κορύφωσή του στον εθνικό
διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων.
Για να χαρακτηρίσει κανείς την κατάσταση στην οποία είχε
περιέλθει ο στρατός στα τέλη του 19ου αιώνα η καταλληλότερη λέξη είναι
αποσύνθεση. Απουσία υλικών, δηλαδή πολεμικού υλικού και κυρίως
ηθικού. Εβδομήντα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, με τη Μεγάλη Ιδέα
πάντοτε παρούσα, ο ελληνικός στρατός συνέχισε να καταγίνεται με την
αντιμετώπιση της ληστείας. Άλλοι πάλι αξιωματικοί διέτριβαν στην
πολιτική, κατέχοντας βουλευτική έδρα, αφού ο νόμος το επέτρεπε μέχρι
την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911. Σε όλη τη διάρκεια του
κοινοβουλευτικού βίου του 19ου αιώνα, χάρη στο υψηλό κύρος που
διαθέτουν ανάμεσα στο εκλογικό σώμα, πολλοί στρατιωτικοί κατάφερναν
να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ψήφους που τους χάριζε παράλληλα με
τη στρατιωτική και τη βουλευτική ιδιότητα. Στα τέλη του αιώνα ο αριθμός
των στρατιωτικών - βουλευτών είναι αρκετά σημαντικός.181
181Βλ. τον πίνακα «Αριθμοί πολιτευομένων…» στη σελ. 307. Πηγή: Χριστίνα
Βάρδα, Πολιτευόμενοι…, ό. π., σ. 57.
306
Δεν είναι λίγοι λοιπόν εκείνοι που δεν διστάζουν να κατέβουν στον
στίβο της πολιτικής διεκδικώντας βουλευτική έδρα. Έτσι την περίοδο 1872-
1895 το ποσοστό των πολιτευόμενων στρατιωτικών έχει ως εξής:
1872: 10%
1875: 15%
1876: 14%
1877: 13%
1881: 7%
1884: 11%
1891: 8%
1893: 10%
1895: 14%
Βαθμοί 1872 1875 1876 1877 1881 1884 1891 1893 1895
Στρατηγοί - - - - - - - - -
Αντιστράτηγοι 1 1 1 - - - - 1 -
Υποστράτηγοι 1 1 2 1 2 3 1 2 1
Συν/τάρχες 1 4 1 1 5 6 3 2 8
Αντι/τάρχες - 4 5 5 1 2 2 3 7
Ταγματάρχες 2 4 6 5 2 6 5 5 6
Λοχαγοί 10 11 9 10 4 7 1 5 2
Υπολοχαγοί 5 4 2 1 - 2 - 1 6
Ανθυπολοχαγοί - - 1 1 - - - 1 -
Σύνολο 20 29 27 25 14 26 12 20 30
307
υπουργείου Οικονομικών. Προφανώς το πλέον επείγον ζήτημα ήταν τα
οικονομικά της χώρας μετά τη χρεοκοπία του 1893. Οι διαπραγματεύσεις
της κυβέρνησης Τρικούπη δεν είχαν επιτύχει κάποια συμφωνία ως προς
τον πτωχευτικό συμβιβασμό και, συνεπώς, το δύσκολο έργο έπρεπε να
διεκπεραιώσει η νέα κυβέρνηση.182 Πέρασε μεγάλο διάστημα
διαπραγματεύσεων, χωρίς να σημειωθεί πρόοδος, μέχρι τον Οκτώβριο του
1896, οπότε επιτεύχθηκε συμβιβασμός και συμφωνήθηκαν οι όροι183. Ενώ
το θέμα έβαινε προς την ολοκλήρωσή του εκδηλώθηκε νέα οξεία κρίση
στο Κρητικό ζήτημα και η προσοχή στράφηκε στην περιπλοκή που
δημιουργήθηκε. Η πτώχευση του 1893 είχε ανοίξει τους ασκούς του
Αιόλου και στο εσωτερικό της χώρας η αγανάκτηση, οι αφορισμοί και η
αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν τη χώρα σε δεινή κατάσταση είχαν
εξοβελίσει κάθε ψύχραιμη αντιμετώπιση και προσέγγιση των
πραγμάτων. Η αποτελμάτωση των οικονομικών και των εθνικών
θεμάτων ήταν απόλυτη.184
308
Μεγάλο πρόβλημα για το Δηλιγιάννη ήταν ο έλεγχος του
στρατεύματος, καθώς είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται τάσεις δυσφορίας
μεταξύ των αξιωματικών. Τον ίδιο καιρό η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας,
με τον ολοένα αυξανόμενο ρυθμό ενδυνάμωσης και απήχησής της
φιλοδοξούσε να υποκαταστήσει τη συντεταγμένη πολιτεία ως προς τη
διαχείριση των εθνικών θεμάτων.185 Και ενώ στο ευρωπαϊκό διπλωματικό
κλίμα επικρατούσε η τάση για υποστήριξη της ακεραιότητας της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, νέα επαναστατική έκρηξη συγκλόνισε την
Κρήτη. Στο νησί από το 1878 ίσχυε η σύμβαση της Χαλέπας, με την οποία
παραχωρούνταν κάποια δικαιώματα στους Έλληνες κατοίκους και
λειτουργούσε υποτυπωδώς ένα είδος κοινοβουλίου. Όμως η απολυταρχική
πολιτική της Πύλης επί Αβδούλ Χαμίτ δεν άφηνε πολλά περιθώρια για
ουσιαστική βελτίωση της καθημερινής ζωής και την κατοχύρωση
ουσιαστικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, μετά την εξέγερση που σημειώθηκε
το 1889, οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα φαλκιδεύτηκε,
δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του χριστιανικού πληθυσμού.
Στο νησί κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, σημειώθηκαν βιαιοπραγίες
εναντίον των αμάχων και, τελικά, ανακλήθηκαν τα προνόμια που
παραχωρούσε ο Χάρτης της Χαλέπας. Η απροσχημάτιστη τρομοκρατία
και η επαχθέστατη φορολογία εις βάρος των Ελλήνων αποτέλεσαν έκτοτε
τον κανόνα της πολιτικής λειτουργίας της τουρκικής πλευράς.186 Να
σημειωθεί ότι ως διοικητής του νησιού είχε διοριστεί ο χριστιανός
309
Καραθεοδωρής πασάς, πρώην ηγεμόνας της Σάμου. Η κίνηση αυτή της
Πύλης έγινε προφανώς για να εξευμενιστεί ο ελληνισμός του νησιού,
πλην όμως δεν ικανοποιούσε το τουρκικό σχέδιο. Για το λόγο αυτό
προσπαθούσαν οι αδιάλλακτοι Τούρκοι να εξωθήσουν την κατάσταση
στα άκρα, υπονομεύοντας οποιαδήποτε διάθεση κατευνασμού. Οι
δολοφονίες επιφανών Κρητών, αλλά και απλών αμάχων πολιτών, είχαν
ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές στην επαρχία Αποκορώνου με τον
χριστιανό διοικητή να στέκεται ανήμπορος να ελέγξει την κατάσταση.
Και ενώ η ηγεσία των Κρητών, διαπιστώνοντας ότι η λύση της
ένωσης δεν ήταν εφικτή, άρχισε με πρωτοβουλία του Μανούσου
Κούνδουρου να επεξεργάζεται ένα σχέδιο, βάσει του οποίου θα
εμπεδωνόταν ένα προσωρινό καθεστώς μέχρι την πολυπόθητη ένωση,
ένα καθεστώς με το οποίο θα μπορούσαν οι Δυνάμεις να επεμβαίνουν για
την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις τουρκικές βιαιοπραγίες.
Αλλά η παραίτηση του Καραθεοδωρή και η αντικατάστασή του από τον
Αλβανό Τουρχάν πασά, όξυναν περαιτέρω την κατάσταση. Η Κεντρική
Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως Κρήτης, υπό τον Κουμουνδούρο, υπέστη
διώξεις και η αναίτια δολοφονία ενός χριστιανού έξω από το διοικητήριο
του Βάμου προκάλεσε νέα έκρηξη με 1.800 περίπου εξεγερμένους να
πολιορκούν το διοικητήριο και τον πύργο της περιοχής. Η αχαλίνωτη βία
και οι σφαγές αμάχων ενέβαλαν σε ανησυχία τους Ευρωπαίους
προξένους, οι οποίοι κάλεσαν τις κυβερνήσεις τους να επέμβουν
δυναμικά, γιατί διέτρεχαν κίνδυνο, μεταξύ των άλλων, και οι ξένοι
υπήκοοι. Πράγματι, με την επέμβαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων
υλοποιήθηκε το σχέδιο με την παραχώρηση ενός νέου Οργανικού Νόμου,
το οποίο αποτελούσε βελτιωμένη εκδοχή του Χάρτη της Χαλέπας.187 Και
ενώ η παραχώρηση του νέου Χάρτη κατασίγασε προς στιγμήν τα πάθη, η
αδιαλλαξία του ντόπιου τουρκοκρητικού στοιχείου και οι βιαιότητες των
ατάκτων (βασιβουζούκων) τορπίλησαν κάθε προσπάθεια συνεννόησης. Η
συνέχιση των σφαγών και το κλίμα τρομοκρατίας προκάλεσαν την
αντίδραση των Δυνάμεων. Στις 25 Ιανουαρίου 1897 υπογράφηκε από την
ηγεσία των Ελλήνων του νησιού –μεταξύ αυτών και ο Ελευθέριος
Βενιζέλος- Ψήφισμα, με το οποίο κηρυσσόταν η κατάλυση της τουρκικής
κατοχής, η ένωση με την Ελλάδα ενώ καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο να
310
προχωρήσει στην κατάληψη του νησιού.188 Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν
ένοπλα σώματα και κλιμακωνόταν η αντιπαράθεση.
Στην Αθήνα και στο κοινοβούλιο το Κρητικό ζήτημα προκάλεσε
οξείες αντεγκλήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων.
Είναι γεγονός ότι οι ειδήσεις που έφταναν από το νησί για τις σφαγές και
τις πυρπολήσεις εις βάρος του ομοεθνούς πληθυσμού, είχαν προκαλέσει
πανελλήνια αγανάκτηση. Η πυρπόληση της ελληνικής συνοικίας των
Χανίων και ο βίαιος ξεριζωμός των κατοίκων της δεν προκάλεσαν την
αντίδραση των ξένων ναυάρχων, οι οποίοι με το στόλο τους παρέμεναν
απαθείς στα Χανιά. Ο Έλληνας πρόξενος των Χανίων Νικ. Γεννάδης,
βλέποντας την παθητική στάση των Ευρωπαίων, ζήτησε από την
κυβέρνηση Δηλιγιάννη την αποστολή ελληνικής δύναμης για τη διάσωση
του ελληνισμού. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, φοβούμενος επανάληψη της
αποτυχημένης κινητοποίησης του 1886, αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε
ανάμειξη. Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης.
Αλλά ο Δημήτριος Ράλλης σε μία στιγμή έξαψης των πολιτικών παθών
φαίνεται ότι υπερέβη τα εσκαμμένα επιτιθέμενος στον πρωθυπουργό:
απείλησε να «τεθή επί κεφαλής, όπως υψώση την σημαίαν της
επαναστάσεως κατά του καθεστώτος», επειδή το μόνο που έκανε ο
πρωθυπουργός ήταν «να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα».189 Ήταν
προφανές ότι για μία ακόμη φορά ο στείρος κομματισμός οδηγούσε σε
311
άγονες αντιπαραθέσεις και σε μία πολύ κρίσιμη εθνική περίσταση ο
ανέξοδος διαγκωνισμός σε πατριωτικές και φιλοπόλεμες κορώνες έδινε
τον τόνο στην πολιτική ζωή. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πιεζόμενος από
την αντιπολίτευση, την Εθνική Εταιρεία, αλλά και τις δραματικές
εξελίξεις στην Κρήτη, αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα υπό τον
συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Διοικητής της μοίρας των
τορπιλλοβόλων πλοίων ήταν ο δευτερότοκος γιός του βασιλιά, πρίγκιπας
Γεώργιος.190 Κατά την αναχώρηση των πλοίων παραβρέθηκε και ο ίδιος ο
βασιλιάς Γεώργιος, ενώ δόθηκε πανηγυρικός χαρακτήρας από τις
«φρενήρεις ζητωκραυγές του πλήθους», που είχε συρρεύσει στον Πειραιά,
«πρώτην ήδη φοράν βλέποντος στρατόν εθνικόν απερχόμενον προς
κατάκτησιν».191 Η αισιοδοξία και ο εθνικός ενθουσιασμός ήταν διάχυτοι,
όμως δεν ελήφθη υπόψη ξανά ένας παράγοντας: ο διεθνής. Οι Δυνάμεις
ήταν αντίθετες σε οποιαδήποτε ανάμιξη της Ελλάδας και δεν το έκρυψαν.
Με ομόφωνη απόφασή τους οι πρεσβευτές τους επέδωσαν προφορική
διακοίνωση προς το υπουργείο Εξωτερικών, με το οποίο δήλωναν την
αντίθεσή τους στην αποστολή στρατού στην Κρήτη και καθιστούσαν
υπεύθυνη την ελληνική πλευρά για τις συνέπειες. Η ελληνική κυβέρνηση
επικαλέστηκε τη βάναυση συμπεριφορά των Τούρκων εις βάρος των
αμάχων και ανέλαβε, πράγματι, την ευθύνη.
Όμως η υποτίμηση των υποδείξεων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων
αποδείχθηκε μεγάλο σφάλμα. Χωρίς την υποστήριξη καμίας απολύτως
ευρωπαϊκής Δύναμης, η στρατιωτική επέμβαση -εκτός του ότι
ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου προς την Τουρκία- δεν είχε καμία τύχη
να επιτύχει οτιδήποτε, δεδομένου ότι στα βασικά λιμάνια του νησιού ήταν
συγκεντρωμένα τα πολεμικά πλοία των ευρωπαϊκών χωρών. Βέβαια, ο
Τ. Βάσσος αποβιβάστηκε με τους άνδρες του στον όρμο Κολυμπάρι και
ξεκίνησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με μεγάλη επιτυχία αρχικά. Στις
312
μάχες που δόθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις επικράτησαν κατά κράτος των
Τούρκων, όμως ήταν σαφές ότι η κατάληψη του νησιού δεν μπορούσε να
επιτευχθεί με τη μικρή στρατιωτική δύναμη που εστάλη από την Ελλάδα
και τα ντόπια επαναστατικά σώματα. Οι Δυνάμεις ήταν κατηγορηματικά
αντίθετες, αυτός δε που ξιφουλκούσε σε κάθε ευκαιρία εναντίον της
Ελλάδας ήταν ο Κάιζερ, ο οποίος εκτός του ότι έτρεφε αντιπάθεια προς
τον αγγλόφιλο Γεώργιο, είχε εκδηλώσει σαφέστατη φιλοτουρκική
διάθεση.
Η αντίθεση των Ευρωπαίων στην ελληνική πολιτική εκδηλώθηκε
κατά τρόπο εμφατικό στις 9 Φεβρουαρίου 1897 με τον άγριο βομβαρδισμό
του ελληνικού στρατοπέδου από τα πολεμικά πλοία των Δυνάμεων, ενώ
κατόπιν επεξέτειναν σε βάθος πολλών χιλιομέτρων τη διεθνή κατοχή. Οι
διαμαρτυρίες της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης εναντίον των κυβερνήσεών
τους για τους βομβαρδισμούς, δεν μετέβαλαν την κατάσταση, όπως και οι
διαμαρτυρίες του Γεωργίου από την Αθήνα. Κάθε επιμέρους νίκη των
επαναστατών στην Κρήτη χαιρετιζόταν με ενθουσιασμό στην Αθήνα,
όμως ο σχεδιασμός και οι δυνατότητες καθολικής και μόνιμης
επικρατήσεως έλειπαν. Αυτό ήταν προφανές ότι το αγνοούσε η ελληνική
κοινή γνώμη, κάτι άλλωστε φυσικό, όφειλαν όμως να το γνωρίζουν τόσο η
πολιτειακή όσο και η πολιτική ηγεσία της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι το
συλλαλητήριο μπροστά στα ανάκτορα, «όμοιον του οποίου ουδέποτε είδον
αι Αθήναι»,192 μετά από μία μεγάλη ελληνική νίκη στις μάχες που
διεξάγονταν στην Κρήτη. Προς το συγκεντρωμένο πλήθος μίλησε με
ενθουσιασμό ο Γεώργιος, όπως και με ανάλογο ύφος χαιρέτησε τους
συγκεντρωμένους μετά από λίγο μπροστά στο υπουργείο Οικονομικών ο
πρωθυπουργός Δηλιγιάννης. Ο ενθουσιασμός αυτός δημιουργούσε
αισθήματα εθνικής αγαλλίασης αλλά ήταν επαρκής μόνο για εσωτερική
κατανάλωση, αφού επρόκειτο για μία περίοδο κατά την οποία «την μεν
κυβέρνησιν εχαρακτήριζεν ερημία θεληματικότητος, την δεν
αντιπολίτευσιν κούφος αισιοδοξία και ενθουσιώδης παραφορά».193
Και ενώ η Τουρκία οργάνωσε το στρατό της στη Θεσσαλία και όριζε
ως αρχιστράτηγο τον Ετέμ πασά, στην Αθήνα ο υπουργός Στρατιωτικών
Σμολένσκι παραιτήθηκε και ανέλαβε τη θέση του ο Ν. Μεταξάς. Από
εκείνη τη στιγμή ο έλεγχος του στρατεύματος άρχισε να περνάει
313
σταδιακά στο διάδοχο Κωνσταντίνο, με τον οποίο είχε έρθει σε σύγκρουση
ο Σμολένσκι.194 Τελικά, ο διάδοχος ανέλαβε την αρχιστρατηγία και
αναχώρησε εσπευσμένα για τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Η ανάληψη της
αρχιστρατηγίας από τον Κωνσταντίνο εμφανίστηκε ως ανάγκη και τους
αρχικούς ενδοιασμούς του, αληθινούς ή μη, τους έκαμψε η έκκληση που
απηύθυνε ο πρωθυπουργός προς τον ίδιο και τον πατριωτισμό του.195 Στις
29 Ιανουαρίου 1897 η δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν,
σύμφωνα με τους καταλόγους επιστρατεύσεως, σε 210.400 άνδρες,
παρουσιάστηκαν όμως μόλις 85.200.196 Η μεγάλη απόκλιση στους
αριθμούς οφειλόταν στο γεγονός ότι πολλοί στρατεύσιμοι ανήκαν, όπως
είναι φυσικό, στην παραγωγική ηλικία και η ενσκήψασα σταφιδική κρίση
314
είχε ανοίξει το δρόμο της υπερπόντιας μετανάστευσης. Κυρίως, όμως,
οφειλόταν στο γεγονός ότι πολλοί στρατεύσιμοι είχαν απαλλαγεί των
στρατιωτικών τους καθηκόντων, εξαγοράζοντας τη στρατιωτική θητεία.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία ο ελληνικός στρατός διέθετε τις εξής
μονάδες:
Ως προς τον οπλισμό υπήρχαν για το Πεζικό ντουφέκια τύπου Γκρά, ενώ
παρουσιάστηκε έλλειψη ίππων για το Ιππικό.197
Το ναυτικό διέθετε 71 πλοία, από τα οποία 37 ήταν κυρίως
πολεμικά, με προεξάρχοντα τα τρία νέα θωρηκτά, το Ύδρα, το Σπέτσαι,
και το Ψαρά. Στις 19 Απριλίου, μετά την επιστράτευση το ναυτικό διέθετε
7.202 άνδρες.198
Την ίδια στιγμή οι τουρκικές δυνάμεις υπερείχαν ως προς τον
αριθμό των ανδρών, τον οπλισμό, αλλά όπως αποδείχθηκε και από το
εκπονηθέν σχέδιο επιχειρήσεων, σχέδιο που είχε καταρτισθεί από
Γερμανούς αξιωματικούς.199 Αξίζει να υπογραμμισθεί η φιλοτουρκική
στάση της Γερμανίας, η οποία απεργαζόταν την ελληνική ήττα σε έναν
πιθανότατο ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ την ίδια στιγμή ωθούσε τη
Βουλγαρία σε ουδέτερη στάση, κάτι που διέψευδε τις προσδοκίες του
Δηλιγιάννη. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ήλπιζε σε σύμπραξη με τη
Βουλγαρία και τη Σερβία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έτσι
ώστε από το διαμελισμό της τελευταίας να προκύψουν εδαφικά οφέλη για
τα βαλκανικά κράτη.
197 Στο ίδιο, σ. 86-88, όπου και λεπτομερής καταγραφή των δυνάμεων του
ελληνικού στρατού και Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, Ο ελληνικός
στατός…ό.π., σ. 60-61. Επίσης, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Ανιάν, ό.π., τ. Α΄, σ. 313-
330.
198 Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. ό.π., σ. 98-99.
199στο ίδιο, σ. 100-104, όπου και λεπτομέρειες, καθώς και Αλέξανδρος
Μαζαράκης-Ανιάν, ό.π., τ. Α΄, 330-335.
315
Αφορμή για την κήρυξη του πολέμου έδωσε η είσοδος στο τουρκικό
έδαφος 2.000 Ελλήνων ανταρτών στις 28 Μαρτίου 1897. Παρά την
αποστολή τελεσιγράφου των Δυνάμεων, το οποίο συνιστούσε την
αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής σύγκρουσης, η δυναμική των
πραγμάτων καθιστούσε την αποφυγή του πολέμου από δύσκολη έως
αδύνατη. Η συγκεκριμένη εισβολή των Ελλήνων ανταρτών, αποτέλεσμα
της δράσεως της Εθνικής Εταιρείας, δεν είχε την επίσημη κυβερνητική
κάλυψη, αλλά ήταν προφανές ότι γινόταν σε συνεννόηση με την πολιτική
και την πολιτειακή ηγεσία. Αποκαλυπτικός, εν προκειμένω, είναι ο
Ιωάννης Μεταξάς: «Ο Διάδοχος χθες έλαβε τηλεγράφημα Βασιλέως, όπως
παροτρύνη τους αντάρτας να μεταβούν εις Τσάγεζι παρά του και
αποβιβασθούν εις Κατερίνην, ίνα ενοχλήσωσι τα όπισθεν του τουρκικού
στρατού. Ο Γούσιος κληθείς είπεν ότι είναι αδύνατον να φύγωσι εκ των
συνόρων της Μακεδονίας, εις ήν θα εισβάλωσιν προσεχώς, και ότι θα
ετοιμασθή έτερον σώμα δια την εις Κατερίνην απόβασιν».200 Η είσοδος
του συγκεκριμένου σώματος πάντως αποκρούσθηκε από τις τουρκικές
φρουρές και υποχώρησε πάλι εντός συνόρων. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες
εχθροπραξίες έδωσαν την αφορμή στην Πύλη να επιδώσει στον Έλληνα
πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη διακοίνωση, με την οποία
γνωστοποιούσε ότι διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας –
Τουρκίας και καλούσε μέσα σε διάστημα 15 ημερών να εγκαταλείψουν το
τουρκικό έδαφος τόσο τους Έλληνες διπλωμάτες όσο και τους Έλληνες
υπηκόους εμπόρους που βρίσκονταν στην Τουρκία.201 Με τη συγκεκριμένη
διακοίνωση (5 Απριλίου 1897) ξεκινούσε ουσιαστικά ο πόλεμος. Στο
κοινοβούλιο, τόσο ο Δηλιγιάννης, όσο και ο Ράλλης, αλλά και σύσσωμο το
σώμα υποδέχθηκαν τη διακοίνωση μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικού
ενθουσιασμού, ενώ ο διαγκωνισμός σε φιλοπολεμικές και πατριωτικές
ομιλίες ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο.202
316
Οι πρώτες μάχες203 ξεκίνησαν στην ανατολική πλευρά του
μετώπου, όταν δύο τουρκικές μεραρχίες απώθησαν εκτός του τουρκικού
εδάφους το απόσπασμα του συνταγματάρχη Κακλαμάνου, το οποίο είχε
εισβάλει τις προηγούμενες ημέρες. Μάχη μεγάλης έντασης και καίριας
σημασίας ήταν αυτή που δόθηκε στο κέντρο του μετώπου στη Μελούνα.
Εκεί αρχικά οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να αποκρούσουν τις
υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, ωστόσο μετά από σφοδρή μάχη, στις 6
Απριλίου, υποχώρησαν στη θέση Μάτι.204 Ήδη από τη δεύτερη ημέρα των
επιχειρήσεων άρχισαν να φαίνονται οι αδυναμίες των ελληνικών
δυνάμεων. Κύριο γνώρισμα ήταν η αδυναμία συνεννόησης των
επικεφαλής, η έλλειψη συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά και
το πνεύμα ηττοπάθειας σε ορισμένες περιπτώσεις από αξιωματικούς, τη
στιγμή μάλιστα που δεν δέχονταν μεγάλη πίεση.205 Επιπλέον, να
σημειωθεί ότι οι επικεφαλής του ελληνικού στρατού ήταν μακριά από το
μέτωπο: ο συνταγματάρχης Κακλαμάνος βρισκόταν στη Λάρισα, ο
συνταγματάρχης Μαστραπάς μεταξύ Λάρισας – Τυρνάβου, ενώ ο
αρχηγός του στρατού Κωνσταντίνος είχε στρατοπεδεύσει στη Λάρισα. Κι
αυτό, τη στιγμή που οι Τούρκοι επιτελείς βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή
του μετώπου.
Χωρίς, λοιπόν, ουσιαστική καθοδήγηση και αλληλοσυγκρουόμενες
διαταγές και εντολές οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες,
με συνεχώς επιβαρυνόμενη την ελληνική πλευρά. Οι αλλεπάλληλες
διαταγές για υποχώρηση είχαν ως αποτέλεσμα να καταλαμβάνονται από
τις τουρκικές δυνάμεις θεσσαλικές πόλεις. Έτσι, για παράδειγμα, στις 13
317
Απριλίου καταλήφθηκε η Λάρισα, χωρίς ο τουρκικός στρατός να
συναντήσει κάποια αντίσταση, επειδή επικρατούσε αταξία και
διατάχθηκε υποχώρηση εν όψει του κινδύνου εγκλωβισμού των
ελληνικών δυνάμεων.206 Οι πρώτες ήττες στο μέτωπο εξέπληξαν την
ελληνική κοινή γνώμη. Γρήγορα, ο αρχικός ενθουσιασμός έδωσε τη θέση
του στον σκεπτικισμό, μετά στην απογοήτευση και την απογοήτευση
διαδέχθηκε η οργή. Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκε τόσο ο
Δηλιγιάννης όσο και το παλάτι. Ογκώδεις διαδηλώσεις μεταξύ 13ης και 17ης
Απριλίου είχαν ως κύριο αίτημα την πτώση της κυβέρνησης, αλλά δεν
έλειπαν και οι φωνές που απαιτούσαν την πτώση και της δυναστείας. Και,
βέβαια, η αναζήτηση των αιτίων, για την αρνητική τροπή που είχαν πάρει
οι εξελίξεις, είχε ήδη ξεκινήσει, πριν καν τελειώσει ο πόλεμος.207 Θύμα και
θύτης των δυσμενών εξελίξεων ο Δηλιγιάννης, ο οποίος αντικαταστάθηκε
από -τον επίσης υπέρμαχο του πολέμου του 1897- Δημήτριο Ράλλη.
Μετά την πτώση της Λάρισας η προσοχή στράφηκε στο Βόλο, το
λιμάνι του οποίου συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα για τα αντίπαλα
στρατεύματα. Ο Κωνσταντίνος απέστειλε δυνάμεις στο Βελεστίνο
ορίζοντας ως επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Σμολένσκι,
αδελφό τού προσφάτως παραιτηθέντος υπουργού των Στρατιωτικών. Στις
15 Απριλίου ξεκίνησε η μάχη του Βελεστίνου και τερματίσθηκε στις 18 του
μηνός. Επρόκειτο για μία λυσσώδη μάχη, κατά την οποία ο ελληνικός
στρατός κατάφερε να αποκρούσει τον τουρκικό, πολεμώντας με
αυταπάρνηση και καθοδηγούμενος ιδανικά από τον Σμολένσκι. Αυτή
206Ο διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας στην έκθεσή του έγραφε, μεταξύ άλλων: «[…]
ούτω αι Μονάδες διελύθησαν και η όλη φάλαγξ, ως εκχειλίζων χείμαρρος,
διεσκορπίζετο εκατέρωθεν της προς Φάρσαλα αγούσης»· στο ίδιο, σ. 152, στοιχεία
ληφθέντα από το Αρχείο Δ.Ι.Σ., φ. 1707/Β/1, σ. 46-47.
207Σχολιάζει ο Γ. Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ. 259-260: «Ο λαός εν τη πλάνη του
ανέμενε πολλά και σπουδαία· διαβουκολούμενος υπό της Εθνικής Εταιρίας,
παρασυρόμενος υπό φανταστικών εν τω τύπω θριάμβων και νικών και υπό του
τερατώδους θορυβούντος πατριωτισμού των οδών, όπου ερητόρευον και ελάλουν
καθ’ εκάστην αναρίθμητοι πλανόδιοι ρήτορες, επίστευεν ακραδάντως, ότι είχεν
επιστή η ώρα της ανακτήσεως μεγάλου μέρους της εθνικής κληρονομίας, όταν δε
διηνοίχθη προ των οφθαλμών του η ζοφερά εικών της φυγής και της εισβολής
του εχθρού επί του ελλ. εδάφους, απώλεσε και τα τελευταία ίχνη της ψυχραιμίας
του και μη δυνάμενος να προσατενίση την πραγματικότητα και να αναγνωρίση
τα αληθή αίτια της καταστροφής, ετράπη προς την σκοτεινήν οδόν προς την
οποίαν στρέφονται οι υπό των δημαγωγών και των λαοπλάνων εξαπατώμενοι
λαοί, την οδόν της αναζητήσεως προδοτών».
318
υπήρξε η πρώτη και, ουσιαστικά, η τελευταία νικηφόρα μάχη του
πολέμου208. Πάντως, στις 26 Απριλίου καταλήφθηκε από τους Τούρκους
και ο Βόλος, και υπήρχε κίνδυνος εγκλωβισμού των ελληνικών δυνάμεων.
Τελευταίο σημείο άμυνας του, ατάκτως υποχωρούντος, ελληνικού
στρατού, υπήρξε ο Δομοκός. Εκεί συγκεντρώθηκε το σύνολο σχεδόν των
ελληνικών δυνάμεων στις 24 Απριλίου. Ο Κωνσταντίνος σε ημερήσια
διαταγή του προσπάθησε να αναστηλώσει το ηθικό του στρατεύματος,
αλλά το γεγονός ότι είχε ήδη χαθεί η Θεσσαλία είχε σκορπίσει την
απογοήτευση τόσο στο στράτευμα όσο και στο πανελλήνιο. Η ήττα ήταν
δεδομένη και για το λόγο αυτό η κυβέρνηση Ράλλη προσπαθούσε να
εκμαιεύσει τη σωστική μεσολαβητική προσπάθεια των Δυνάμεων. Ως
ένδειξη, μάλιστα, καλής πίστεως έσπευσε να αποσύρει την εληνική
στρατιωτική δύναμη που είχε σταλεί στην Κρήτη. Ωστόσο, στις 5 Μαΐου οι
δυνάμεις του Ετέμ πασά επιτέθηκαν στο Δομοκό και την επόμενη ημέρα,
παρά τη γενναία αντίσταση του ελληνικού στρατού, αλλά και του
σώματος των φιλελλήνων Γαριβαλδινών, κατάφεραν να εισέλθουν στην
πόλη. Ο ελληνικός στρατός οπισθοχώρησε και ο τουρκικός έφτασε έξω
από τη Λαμία, εκεί δηλαδή που είχαν οριστεί τα σύνορα του πρώτου
ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πριν από 70 περίπου χρόνια. Η ήττα
ήταν γεγονός τετελεσμένο και το μόνο που απέμενε ήταν η μεσολάβηση
των Δυνάμεων.
Στις 4 Μαΐου ο Γεώργιος είχε απευθύνει ικετευτική επιστολή προς
τον τσάρο, επικαλούμενος τα «υψηλά αισθήματα της φιλίας και της
γενναιοφροσύνης» του, προκειμένου να ασκήσει πίεση στο σουλτάνο και
να τερματισθεί ο πόλεμος, ένας πόλεμος τον οποίο -όπως σημείωνε
υποκριτικά- «ματαίως ηγωνίσθη να παρεμποδίση». Παραδεχόταν ότι ήταν
πόλεμος «άνισος» και ζητούσε να «αναστείλουν εγκαίρως την προέλασιν»
τα «πολυπληθή και ισχυρότατα στρατεύματα της Α.Μ. του Σουλτάνου».209
Το εθνικό γόητρο βρισκόταν στο ναδίρ. Πράγματι, ο τσάρος Νικόλαος
απέστειλε επιστολή προς το σουλτάνο, με την οποία ζητούσε να επιδείξει
«μετριοπαθή και ειρηνική διάθεσιν».210 Στην κυβέρνηση Ράλλη δεν
απέμενε παρά να δεχθεί τους όρους της ανακωχής. Πράγματι, στις 8
Μαΐου του 1897 στη λοφοσειρά Ταράτσα, κοντά στη Λαμία, ο λοχαγός του
208 Λεπτομέρειες για τη μάχη του Βελεστίνου, βλ. Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., ό.π., σ. 164-171.
209 Βλ. ολόκληρη την επιστολή στο Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ. 271, σημ. (1).
210 Στο ίδιο.
319
Μηχανικού Π. Κοντογιάννης υπέγραφε με τον ταγματάρχη Ιτζέη μπέη
και τον λοχαγό Ριζά μπέη το πρωτόκολλο της ανακωχής.211 Ακολούθησαν
διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συνθήκης.212 Σύμφωνα με αυτήν
η Ελλάδα είχε μικρές εδαφικές απώλειες, αφού επανακτούσε τη
Θεσσαλία. Οι απώλειες αυτές σχετίζονταν με τις απαιτήσεις της
τουρκικής πλευράς, η οποία διατηρώντας υπό τον έλεγχό της ορισμένα
εδάφη, καθιστούσε δυσχερή τη μελλοντική παραβίαση των συνόρων από
τον ελληνικό στρατό. Αλλά, εκτός από την εθνική ταπείνωση σε
στρατιωτικό επίπεδο, η Ελλάδα που μόλις πριν τέσσερα χρόνια είχε
κηρύξει πτώχευση όφειλε να καταβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
πολεμική αποζημίωση τεσσάρων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Ποσό
δυσβάσταχτο για τα δεδομένα της χώρας. Αλλά ήδη το δεύτερο άρθρο της
προκαταρκτικής συνθήκης ειρήνης όριζε τη σύσταση «Διεθνούς
Επιτροπής», η οποία θα είχε τον «απόλυτον έλεγχον» των εισπράξεων και
των διαθέσεων των προσόδων του ελληνικού κράτους έτσι ώστε να
αποπληρωθούν τα δάνεια, οι υποχρεώσεις προς τις ξένες τράπεζες και η
πολεμική αποζημίωση προς την Τουρκία. Επρόκειτο για τον Διεθνή
Οικονομικό Έλεγχο του 1898. Έτσι τερματιζόταν κατά τρόπο δραματικό η
αλυσίδα των ταπεινωτικών γεγονότων της τελευταίας δεκαετίας του ΙΘ’
αιώνα: 1893-1897-1898.
Όταν ο πρωθυπουργός Ράλλης έφερε τη συνθήκη στη βουλή,
δήλωσε συντετριμμένος ότι η αποδοχή της ήταν αναγκαστική, αφού η
Αθήνα «θα ευρίσκετο εις την διάθεσιν του εχθρού και ημείς θέλομεν
αναγκασθή να καταφύγωμεν εις τα όρη όπως επαναρχίσωμεν τον αγώνα
της ανεξαρτησίας».213 Ο Δηλιγιάννης δεν διαφώνησε με τη συνθήκη. Δεν
θα μπορούσε άλλωστε. Κατά τη συνήθη πρακτική του, όμως, ως
αντιπολιτευόμενος καταψήφισε την κυβέρνηση Ράλλη, η οποία μη
έχοντας την πλειοψηφία της βουλής παραιτήθηκε. Πρωθυπουργός
ανέλαβε για πρώτη φορά ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, εγκαινιάζοντας έτσι αυτό
για το οποίο έμεινε γνωστός ως «πρωθυπουργός των εκτάκτων
320
περιστάσεων». Για την Ελλάδα η κρίση βάθαινε και θα χρειαστεί να
περάσουν δώδεκα χρόνια μέχρι την απαρχή της ανάκαμψης.
Για τις ευθύνες της ιλαροτραγωδίας του 1897 δεν προέκυψαν
συγκεκριμένα στοιχεία. Ίσως, γιατί οι ευθύνες ήταν διάχυτες σε όλο το
φάσμα της ηγεσίας - πολιτειακής, πολιτικής, στρατιωτικής. Ο Γεώργιος
ελέγχεται, γιατί δεν επενέβη για να ευθυγραμμίσει τον λαοπλάνο
Δηλιγιάννη σε μία ορθολογικά αρθρωμένη εξωτερική πολιτική και τον
άφηνε να ακροβατεί ανάμεσα στην ψηφοθηρία και στην επίλυση των
εθνικών ζητημάτων, χωρίς διεθνή ερείσματα. Αλλά και η ανάληψη της
αρχιστρατηγίας από τον 29χρονο Κωνσταντίνο, εκτός από τις
αμφισβητούμενες ικανότητές του214 φανέρωνε μία τάση συγκρότησης
ενός παράκεντρου εξουσίας με ευνοούμενους στρατιωτικούς και
καταστρατήγηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας. Την ίδια στιγμή, σύσσωμη η
πολιτική εξουσία αγόταν και φερόταν από τις παράτολμες πρωτοβουλίες
της Εθνικής Εταιρείας, διότι οποιαδήποτε φωνή φρόνησης θα ακουγόταν
παράταιρη μέσα στον ορυμαγδό ενός φρενήρη φιλοπόλεμου παροξυσμού.
Έμεινε έτσι στην εθνική φιλοτιμία να ονομάσει το συγκεκριμένο πόλεμο
ως «ατυχή» και με τέτοιον χαρακτηρισμό να ταξιδέψει στο εθνικό
συλλογικό υποσυνείδητο τις επόμενες δεκαετίες, ωσάν να ξορκιζόταν έτσι
το κακό. Όπως αποποίηση των ευθυνών υπάρχει κι όταν υποδεικνύονται
οι αίτιοι έξω από τα σύνορα, στο «μισελληνισμό»215 των ευρωπαϊκών
χωρών. Όμως, εύστοχα σε λίγες γραμμές ο Αλέξανδρος Μαζαράκης
συμπυκνώνει τα αίτια της ήττας του 1897: « Ο πόλεμος του 1897 αποτελεί
χαρακτηριστικόν σταθμόν εις την ιστορίαν της αναγεννηθείσης Ελλάδος.
Είναι ούτως ειπείν η συνισταμένη όλων των αμελειών και πλανών της
ανισορρόπου εξωτερικής, εσωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής τού
Κράτους μέχρι της εποχής εκείνης. Στείροι κομματικοί αγώνες, αστάθεια
214Ήδη οι πρώτες κριτικές για τον διάδοχο και αρχιστράτηγο είχαν ξεκινήσει
πριν κοπάσει ο θόρυβος από την ήττα: «Ουδέ άπαξ είδομεν αυτόν [ενν. τον
Κωνσταντίνο] εν τω στρατοπέδω, ίνα παραμυθήση τους κακουχουμένους, ίνα
ενθαρρύνη τους δειλούς ή τους αποκαρτερήσαντας, και οι στρατιώται δεν
απέκρυπτον το βαθύ αυτών παράπονον κατά του μέλλοντος βασιλέως»,
Νικόλαος Δημητρακόπουλος, Πολεμικά Απομνημονεύματα, Αθήναι 1897, σ. 40.
215Θεόδωρος Πάγκαλος, ό.π., σ. 30. Βλ. ανάλογο προσανατολισμό στην εφ.
Σάλπιγξ (Λεμεσός), 14 Ιουνίου 1897: η εφημερίδα καταλογίζει ευθύνες στην
«εκπορνευθείσα υπό του συμφέροντος Ευρώπην, η οποία δεν επενέβη για να
αποτρέψει τον πόλεμο, ενώ ήταν βέβαιο “που θα έφερεν το Ελληνικόν Έθνος η
ευγενής του τύφλωσις”»· από Γιάννης Γιαννουλόπουλος, ό.π., σ. 161.
321
κυβερνήσεων, επιπολαία κοινή γνώμη είχον καταπνίξει τας προσπαθείας
[…] Η Εθνική πολιτική εχρησίμευεν κατά κανόνα ως μέσον δημοκοπίας
και καταπολεμήσεως των ανιπάλων». Και καταλήγει: «Ανισορροπία
πλήρης μεταξύ των μεγάλων σκοπών και των πενιχρών μέσων».216
322
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Βιογραφικά σημειώματα των πρωταγωνιστών της
περιόδου 1833-1897.
325
ακολούθησε απολυταρχική πολιτική. Στενά συνδεδεμένος με την αγγλική
εξωτερική πολιτική, αγνοώντας την ιδιαιτερότητα της ελληνικής
κοινωνίας, προώθησε μια πολιτική που τον κατέστησε αντιπαθή στην
κοινή γνώμη. Ικανότατος στις μηχανορραφίες κατάφερε να εξωθήσει τον
Μάουρερ και τον Έιντεκ σε παραιτήσεις για να ελέγχει ο ίδιος τα πολιτικά
πράγματα στην Ελλάδα. Μετά την ενηλικίωση του Όθωνος (1835)
ανέλαβε αρχιγραμματέας, σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση και με το
παλάτι και ο Όθων, σε συνεργασία με τον πατέρα του, τον απέλυσε το
1837. Επιστρέφοντας στη Βαυαρία ιδιώτευσε μέχρι το θάνατό του.
326
ως επί το πλείστον, αυλικές, νοθεύοντας έτσι τη συνταγματική επιταγή
για λαϊκή κυριαρχία. Αυτά μέχρι το 1875, οπότε με εισήγηση του Χαριλάου
Τρικούπη ψηφίστηκε η αρχή της δεδηλωμένης. Ο Γεώργιος, όπως απέδειξε
η πενηντάχρονη βασιλεία του, διέθετε πολιτικό αισθητήριο και παρά την,
αρχικά, αρνητική του διάθεση, δέχτηκε τη συγκεριμένη θεμελιακή για το
πολίτευμα αρχή, αναθέτοντας μάλιστα την πρωθυπουργία στον
Τρικούπη. Περί τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, λόγω της αποτυχίας που σημείωσε
η Ελλάδα στα εθνικά θέματα και της μόνιμης οικονομικής καχεξίας,
άρχισε να δημιουργείται ένα ρεύμα κατά της δυναστείας, ενώ άλλοι
ζητούσαν την παραίτηση του Γεωργίου, υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Το ρεύμα αυτό άρχισε να αλλάζει μετά την αποτυχημένη απόπειρα
δολοφονίας του το 1898 στη Λεωφόρο Συγγρού. Αντιμετώπισε με
ρεαλισμό και ψυχραιμία το κίνημα στο Γουδί, δείχνοντας εξαιρετική
προσαρμοστικότητα στα αιτήματα των καιρών. Το ίδιο έκανε και με τον
Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε άψογα μετά το 1910, μολονότι ο
Κρητικός πολιτικός είχε τη φήμη του αντιδυναστικού. Μετά την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (Οκτώβριος 1912) βρισκόταν στην πόλη
για να υπογραμμίσει με την παρουσία του την ελληνική κυριαρχία. Εκεί,
στις 5 Μαρτίου 1913, θα δολοφονηθεί από κάποιον Σχινά.
327
εξαιρετικά βραχύβιες κυβερνήσεις το 1865. Ως υπουργός Εξωτερικών το
1866 τάχθηκε υπέρ της αποφασιστικής συνδρομής του εθνικού κέντρου
στην κρητική επανάσταση, θέση την οποία σταδιακά εγκατέλειψε,
ακολουθώντας πιο ρεαλιστική πολιτική. Αυτό θα του κοστίσει πολιτικά
στις εκλογές του 1869, ωστόσο το 1870 έγινε ξανά πρωθυπουργός για έξι
περίπου μήνες. Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία το 1872 και παρέμεινε
μέχρι το 1874. Η συγκεκριμένη πρωθυπουργική του θητεία συνέπεσε με το
σκάνδαλο των ορυχείων Λαυρίου, τηρώντας σκληρή στάση έναντι των
Γάλλων και Ιταλών ιδιοκτητών. Στην εξωτερική πολιτική υπήρξε ο κύριος
υπέρμαχος μιας αντισλαβικής αντιρωσικής στάσης, επειδή από εκεί
διέβλεπε τον κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα, προσεγγίζοντας
φιλειρηνικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια της
τελευταίας πρωθυπουργίας του (Φεβρουάριος - Μάιος 1877) ξέσπασε ο
ρωσοτουρκικός πόλεμος και ο Δεληγιώργης υιοθέτησε ουδέτερη στάση,
γεγονός που έστρεψε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης εναντίον του και
έτσι, λόγω των βίαιων εκδηλώσεων εναντίον του, παραιτήθηκε. Τελευταίο
του αξίωμα, πριν πεθάνει, ήταν του υπουργού των Οικονομικών στην
οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Κανάρη.
328
1890 ξανακέρδισε τις εκλογές, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με το Στέμμα και
η κυβέρνησή του παύθηκε το 1892. Μεσολάβησε η χρεοκοπία του 1893 και
ο Δηληγιάννης ανέλαβε το 1895 ξανά την πρωθυπουργία, συντρίβοντας
τον μεγάλο αντίπαλό του στις εκλογές. Το 1897 η πίεση της κοινής γνώμης
και της Εθνικής Εταιρείας ο Δηλιγιάννης, λόγω του Κρητικού ζητήματος,
οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο με την Τουρκία, με οδυνηρά αποτελέσματα.
Το 1902 πλειοψήφισε ξανά στις εκλογές, έχασε την εξουσία το 1903 και
επανέκαμψε το 1904. Το Φεβρουάριο του 1905 κέρδισε τις εκλογές, δύο
μήνες αργότερα όμως δολοφονήθηκε στην είσοδο της βουλής από
κάποιον Κ. Γερακάρη, μανιώδη θαμώνα των χαρτοπαικτικών λεσχών.
329
κράτους. Συνέχισε τις υπηρεσίες του στο πολεμικό ναυτικό κατά την
οθωνική περίοδο, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του υποναυάρχου. Μετά την
3η Σεπτεμβρίου του 1843 ανέλαβε υπουργός των Ναυτικών, ενώ σύντομα
έγινε και πρωθυπουργός (1844) σε μία βραχύβια μεταβατική κυβέρνηση.
Ανέλαβε ξανά την πρωθυπουργία για δύο μήνες το 1849 και σταδιακά
κατέστη ο ηγέτης της αντιδυναστικής κίνησης. Μετά την έξωση του
Όθωνος ανέλαβε άλλες τρεις φορές την πρωθυπουργία για σύντομο
διάστημα, την τρίτη ως επικεφαλής της οικουμενικής κυβέρνησης (1877).
Το Σεπτέμβριο εκείνου του έτους απεβίωσε, έχοντας κερδίσει την
αναγνώριση του έθνους, όχι μόνον ως ο τελευταίος ήρωας του Αγώνα,
αλλά και ως πολιτικός άνδρας με σημαντική συμβολή στην πολιτική ζωή
της χώρας.
330
περίφημος φιλόσοφος και μαθηματικός Αθανάσιος Ψαλίδας. Κατόπιν
σπούδασε ιατρική στην Πίζα. Ανέλαβε ως προσωπικός γιατρός του γιού
του Αλή πασά, του Μουχτάρ, και μετά την έκρηξη της Επανάστασης
πρωτοστάτησε στον αγώνα στη Ήπειρο. Μετά την κατάπνιξη της
επανάστασης στην Ήπειρο, κατέβηκε στο Μεσολόγγι, ενώ συμμετείχε
στην Α’ Εθνοσυνέλευση και το 1822 ανέλαβε το υπουργείο των
Εσωτερικών και του Πολέμου. Φιλόδοξος πολιτικός ο Κωλέττης
παρουσίασε από την πρώτη στιγμή της ανάμειξής του στα κοινά
αμετροέπεια, κυνικότητα και ικανότητα στις ραδιουργίες. Ο ρόλος του
στην Επανάσταση υπήρξε ολέθριος και συνέτεινε στην πυροδότηση των
εμφυλίων πολέμων, ερχόμενος σε σύγκρουση με σπουδαίες ηγετικές
φυσιογνωμίες, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Οδυσσέας
Ανδρούτσος. Ηγήθηκε της φιλογαλλικής μερίδας από το 1825 και έκτοτε
εξάρτησε σταθερά την πολιτική του σταδιοδρομία από τη γαλλική
διπλωματία. Με την έλευση του Καποδίστρια ανέλαβε επίτροπος
Ανατολικών Σποράδων και το 1829 διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου».
Ως μέλος της Γερουσίας πέρασε στην αντιπολίτευση, ενώ μετά τη
δολοφονία του Κυβερνήτη είχε έντονη παρουσία στις εμφύλιες διαμάχες.
Η αντιβασιλεία τον διόρισε το 1833 ως υπουργό των Ναυτικών και
κατόπιν Εσωτερικών. Κύριο μέλημά του ήταν η άλωση του κρατικού
μηχανισμού με το διορισμό των οπαδών του, η σύγκρουσή του όμως με
τον Άρμανσμπεργκ τον οδήγησε στη θέση του πρεσβευτή στο Παρίσι το
1835. Εκεί σφυρηλάτησε τις σχέσεις με την πολιτική ηγεσία της χώρας και
επέστρεψε μετά τη μεταπολίτευση του 1843. Ως ηγέτης του Γαλλικού
κόμματος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ψήφιση του συντάγματος, ενώ το
1844 σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση. Η συγκεκριμένη
πρωθυπουργική θητεία αποτέλεσε το σαφέστερο δείγμα πολιτικής
γραφής με βάση την ευνοικοκρατία, τη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου
και την καταρράκωση των θεσμών. Η αρχομανία του τον οδήγησε σε
στενή συνεργασία με το παλάτι, ενώ στις εκλογές που διεξήγε η
κυβέρνησή του τον Αύγουστο του 1847 σημειώθηκε όργιο νοθείας και βίας.
Κέρδισε τις συγκεκριμένες εκλογές αλλά πέθανε λίγες ημέρες μετά, λόγω
χρόνιας παθήσεως των νεφρών.
331
δουλέψει για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και από την εφηβική του
ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία
και από την πρώτη στιγμή έλαβε μέρος στην επανάσταση, αρχικά στο
σώμα του Γώγου Μπακόλα και κατόπιν σε πολλές μάχες στη Ρούμελη και
στην Πελοπόννησο. Το 1824 του απονεμήθηκε ο τίτλος τού στρατηγού,
ενώ κατά την καποδιστριακή περίοδο ονομάσθηκε Χιλίαρχος στον
νεοσυσταθέντα στρατό. Όπως και η πλειονότητα των Ελλήνων, ο
Μακρυγιάννης χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνος, γρήγορα όμως οι
προσδοκίες του θα διαψευσθούν. Η κριτική του στράφηκε κυρίως εναντίον
του Άρμανσμπεργκ, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να διατάξει τον κατ΄
οίκον περιορισμό τού στρατηγού(1837). Σημαντική ήταν η συνεισφορά του
Μακρυγιάννη στην προετοιμασία του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου του
1843, ενώ ως πληρεξούσιος στη συντακτική εθνοσυνέλευση που
ακολούθησε υπήρξε εισηγητής πολλών προτάσεων. Κατηγορούμενος για
συνωμοσία εναντίον του Όθωνος το 1852, καταδικάστηκε σε θάνατο,
πλην όμως του δόθηκε χάρη και τον επόμενο χρόνο αποφυλακίστηκε.
Πέθανε στην Αθήνα το 1864, αφήνοντας ως μία πολύτιμη μαρτυρία για
την επανάσταση και τις πρώτες δεκαετίες του ανεξάρτητου κράτους τα
Απομνημονεύμα του, τα οποία εξέδωσε για πρώτη φορά ο Γιάννης
Βλαχογιάννης το 1907.
332
παραμονή του στην Ελλάδα, συνέγραψε και εξέδωσε το 1835 το
πολυσήμαντο και ογκώδες έργο του Ο Ελληνικός Λαός, έργο πολύτιμο για
να κατανοηθεί η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα στα
προεπαναστατικά και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Ασφαλώς η
παρουσία του στην Ελλάδα υπήρξε σημαντική από την άποψη ότι
θεμελίωσε θεσμούς που ίσχυσαν επί πολλές δεκαετίες στο ελληνικό
κράτος.
333
παρουσία, το 1841 όμως ο Όθων τον κάλεσε να αναλάβει την
πρωθυπουργία. Ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος έθεσε κάποιους
πολιτικούς όρους για να αναλάβει, αυτοί έγιναν δεκτοί από το μονάρχη,
γρήγορα όμως επήλθε διαφωνία και ο Μαυροκορδάτος μετά από δίμηνη
περίπου πρωθυπουργία παραιτήθηκε. Κατόπιν διορίστηκε πρεσβευτής
στην Κωνσταντινούπολη και μετά το 1843 εξελέγη βουλευτής
Μεσολογγίου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ψήφισης του
συντάγματος του 1844, λαμβάνοντας θέσεις ως επί το πλείστον
συμβιβαστικές. Από το Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1844 ανέλαβε
πρωθυπουργός και από το 1850 έως το 1854 πρεσβευτής στο Παρίσι. Από
εκεί τον κάλεσε ο Όθων για να αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς η
χώρα περνούσε δύσκολες ώρες, λόγω του συμμαχικού αποκλεισμού.
Πράγματι, ο Φαναριώτης πολιτικός, επικεφαλής του «υπουργείου
Κατοχής», όπως ονομάστηκε, έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να
ξεπεράσει η χώρα τις δυσμενείς συνθήκες. Το Σεπτέμβριο του 1855
παραιτήθηκε, αποσύρθηκε από την πολιτική και έζησε στην Αίγινα μέχρι
το θάνατό του (Αύγουστος 1865). Μολονότι, ο Μαυροκορδάτος επικρίθηκε
από πολλούς συγχρόνους του αλλά και ιστορικούς για την πολιτική του
δράση, η συνεισφορά του στον εκσυγχρονισμό των θεσμών της Ελλάδας
και ο πολιτικός του σχεδιασμός, πράγμα σπάνιο για την εποχή, τον
κατατάσσουν στη χορεία των σημαντικών πολιτικών ανδρών.
334
Αμέσως μετά τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ανέλαβε για λίγο
πρωθυπουργός και κατόπιν το υπουργείο Οικονομικών. Η τελευταία του
δημόσια υπηρεσία ήταν ως πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη κατά
την περίοδο 1850-1854. Είχε λάβει τιμητικά το αξίωμα του αντιστρατήγου.
Απεβίωσε το 1860.
335
αναποφάσιστο και λεπτολόγο σύζυγό της. Το ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας
αποτέλεσε βασικό στόχο του Όθωνος, πλην όμως κατά τρόπο που πρόδιδε
αφέλεια και έλλειψη σχεδιασμού. Τα γεγονότα του 1854 με το συμμαχικό
αποκλεισμό, λόγω του Κριμαϊκού πολέμου, προσέδωσαν στον ίδιο υψηλή
δημοτικότητα, λόγω της αξιοπρεπούς στάσεώς του, ωστόσο απέδειξαν και
το ανεφάρμοστο των οραμάτων του. Μεγάλο ζήτημα που αντιμετώπιζε ο
Όθων ήταν η έλλειψη διαδόχου, γεγονός που τροφοδοτούσε έντονους
ψιθύρους μεταξύ της κοινής γνώμης. Το πρόβλημα αυτό σε συνδυασμό με
τη σταθερή προσήλωσή του στον ρωμαιοκαθολικισμό λειτούργησαν
σωρευτικά εναντίον του. Οι πρωτοβουλίες που έπαιρνε με τη συνεχή
εναλλαγή κυβερνήσεων απλώς παρέτειναν την παραμονή στο θρόνο. Το
διογκούμενο αντιοθωνικό ρεύμα, κυριώς στις πόλεις, εκφράστηκε με την
επανάσταση του 1862, αρχικά στο Ναύπλιο και κατόπιν στην ίδια την
πρωτεύουσα. Στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα. Εγκαταστάθηκε στο Βάμπεργκ, μία πόλη
κοντά στο Μόναχο, όπου και πέθανε τον Ιούλιο του 1867 σε ηλικία μόλις
52 ετών. Στα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του έδειξε το ανιδιοτελές
ενδιαφέρον του για την εξέλιξη των ελληνικών θεμάτων και η όλη στάση
του απέδειξε την πραγματική αγάπη που είχε για την Ελλάδα. Ωστόσο, οι
εμφανείς αδυναμίες του να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ελληνικής
κοινωνίας τον κατέστησαν αντιδημοφιλή και, τελικώς, του στοίχησαν το
θρόνο.
336
1873 ανέλαβε τα ορυχεία Λαυρίου και το 1881 ίδρυσε την Τράπεζα
Ηπειροθεσσαλίας. Από πολιτικής πλευράς, υπήρξε θαυμαστής του
Χαριλάου Τρικούπη, μολονότι έχει κατηγορηθεί ότι η κερδοσκοπική του
συμπεριφορά συνετέλεσε στην πτώχευση του 1893. Μετά το 1885
εκλεγόταν βουλευτής Σύρου, αλλά ουδέποτε αποδέχθηκε τις προτάσεις
που του έγιναν για να αναλάβει υπουργείο. Στο ενεργητικό τού Συγγρού
καταγράφονται πλήθος δωρεές και φιλανθρωπικά έργα, που τον
κατέταξαν στους σπουδαιότερους εθνικούς ευεργέτες. Ενδεικτικά
αναφέρονται οι Σωφρονιστικές Φυλακές Αθηνών, το Δημοτικό Θέατρο
Αθηνών, τα μουσεία των Δελφών και της Ολυμπίας, πολλά
εκπαιδευτήρια, ενώ με τη διαθήκη του κληροδότησε μεγάλα ποσά για την
επέκταση του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, την ίδρυση νοσοκομείου
δερματικών παθήσεων που φέρει το όνομά του και πολλές άλλες δωρεές.
Τα Απομνημονεύματά του εκδόθηκαν σε 3 τόμους την περίοδο 1903-1908
και αποτελούν μία πολύτιμη μαρτυρία για την πολιτική και οικονομική
ζωή της Ελλάδας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
337
κινημάτων στις αλύτρωτες περιοχές, θεωρώντας την τακτική αυτή
αδιέξοδη και επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα. Αγωνίστηκε με
σθένος και διπλωματική ικανότητα κατά της ξενικής επέμβασης και η
τελευταία του συνεισφορά στην πατρίδα ήταν οι προσπάθειες από τη
θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο για την ένωση της Επτανήσου.
Υποφέροντας από αρθρίτιδα επέστρεψε στην Αθήνα το 1861 και ιδιώτευσε
μέχρι το θάνατό του το 1873. Τον διέκρινε διαλλακτικότητα, ρητορική
δεινότητα, ενώ σημαντικό έργο υπήρξε η τετράτομη Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως, που κυκλοφορήθηκε το 1875 στο Λονδίνο.
338
Δηλιγιάννη στις εκλογές του 1885, αλλά επανέκαμψε στην εξουσία για τα
επόμενα 4,5 χρόνια ολοκληρώνοντας το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα.
Η βαριά φορολογία και η δημοκοπική στάση του μεγάλου πολιτικού του
αντιπάλου, συνετέλεσαν στην εκλογική ήττα του 1890. Δύο χρόνια
αργότερα ανέλαβε πάλι την εξουσία, ωστόσο ο δημοσιονομικός
εκτροχιασμός της χώρας οδήγησε στην πτώχευση το 1893. Το 1895 υπέστη
εκλογική πανωλεθρία και πικραμένος, αφού δεν κατάφερε να εκλεγεί καν
βουλευτής, εγκαταστάθηκε στις Κάννες, όπου και απεβίωσε σε ηλικία 64
ετών. Έχοντας αναλάβει επτά φορές το πρωθυπουργικό αξίωμα και
θητεύοντας σε πολλά υπουργεία, ο Τρικούπης με το έργο του, τις ιδέες το
και το πολιτικό του ήθος, δικαίως κατατάσσεται στη χορεία των
σημαντικότερων πολιτικών ανδρών της νεοελληνικής ιστορίας.
339
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Κείμενο 1
Έλληνες!
Προσκεκλημένος από την εμπιστοσύνην των ενδόξων και
μεγαλοψύχων μεσιτών, δια της κραταιάς βοηθείας των οποίων
αποπερατώσατε ενδόξως τον την καταστροφής πόλεμον τον υπέρ το δέον
παρεκταθέντα, προσκεκλημένος προσέτι και από την ιδίαν σας
ελευθέραν εκλογήν, αναβαίνω εις τον θρόνον της Ελλάδος δια να
εκπληρώσω όσας υποχρεώσεις ανέλαβα δεχθείς το προσφερθέν μοι
βασιλικόν στέμμα, τόσον προς εσάς, όσον και προς τας μεσιτευούσας
μεγάλας Δυνάμεις.
Δια μακρού και φονικού πολέμου θυσιάζοντες εκουσίως τα μέγιστα
και πολυτιμότατα αγαθά σας, ανεκτήσατε την πολιτικήν σας ύπαρξιν και
ανεξαρτησίαν, τον θεμελιώδη όρον της ευτυχίας και ευημερίας παντός
έθνους και δια της ηρωικής σας ευτολμίας ανεδείχθητε άξιοι απόγονοι
των μεγάλων προγόνων σας, των οποίων η δόξα από το σκότος των
αρχαιοτάτων αιώνων μέχρι τούδε διαυγάζει με απαραμείωτον
λαμπρότητα· αλλ’ έως τώρα στερείσθε ακόμη τους καρπούς του ενδόξου
αγώνος σας. Οι αγροί σας είναι ηρημωμένοι, η βιομηχανία σας
απονεκρωμένη, το εμπόριόν σας το άλλοτε τόσον ακμάζον, εις πτώσιν. Εις
μάτην υπό την αιγίδα της ειρήνης επερίμεναν αι τέχναι και αι επιστήμαι
την ώραν καθ’ ην ήθελε ταις συγχωρεθή να επανέλθωσιν εις την αρχαίαν
πατρίδα των. Τον τόπον του δεσποτισμού κατέλαβεν η αναρχία, η οποία
πλήττει τα νώτα σας απανθρώπως με την αιμοσταγή μάστιγά της. Και
ό,τι καλόν ο έρως της πατρίδος απέκτησε δια σας, δια του πλέον ευγενούς
343
ενθουσιασμού, το αφανίζει η εσωτερική διχόνοια του πλέον βδελυρού
εγωισμού.
Το να δώσω τέλος εις την τοιαύτην κατάστασιν, καθ’ ην δια της
φθοροποιού αλληλομαχίας αναλίσκονται αι πρώτισται δυνάμεις, το να
συγκεντρώσω εις το εξής πάσαν σπουδήν εις ένα και μόνον σκοπόν, τον
της ακμής, της ευδαιμονίας και δόξης της πατρίδος σας,
αποκατασταθείσης ήδη και ιδικής μου, το να εξαλείψω προσέτι κατ’
ολίγον, δια της ευλογίας της ειρήνης και της σωτηριώδους επιρροής της
κοινής ευταξίας, τα πολυάριθμα των προτέρων και εσχάτων
δυστυχημάτων ίχνη, τα οποία καλύπτουσι την τόσο ωραίαν και από την
φύσιν τόσον πλουσίως πεπροικισμένην γην σας, το να λάβω εις σκέψιν
τας υπέρ πατρίδος θυσίας σας και τας εκδουλεύσεις σας, το να
υπερασπισθώ με την αιγίδα του νόμου και της δικαιοσύνης τα πρόσωπά
σας και την ιδιοκτησίαν σας από το αυθαίρετον και την ακολασίαν, και δι’
ωρίμων και σταθερώς θεμελιωμένων θεσμοθεσιών, αναλόγων με την
κατάστασιν του τόπου και με τας δικαίας ευχάς του έθνους, να σας
προμηθεύσω τα αγαθά μιας αληθούς ελευθερίας, η οποία δεν ευρίσκεται
παρά υπό το σκήπτρον των νόμων και ούτως να φέρω εις πέρας την
αναγέννησιν την Ελλάδος, τούτο είναι, ω Έλληνες, το ένδοξον μεν αλλά
δυσχερές έργον, το οποίον ανεθέμην εις εμαυτόν.
Κείμενο 2
344
Μετά πολλών ετών πείραν δυστυχημάτων υψώσαμεν την φωνήν
μετά της Ευρώπης και των συμπολιτών μας κατά της ανικανότητος και
της ακορέστου φιλοκερδίας των ξένων Βαυαρών. Οι λόγοι μας
παρεξηγήθησαν, και η φωνή μας υπήρξε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η
επικίνδυνος νόσος της βαυαροκρατίας εξηκολούθησεν ησύχως
διατρέχουσα τας φλέβας του ασθενούντος κοινωνικού σώματός μας.
Ότε δε πάλιν, μετά παρέλευσιν χρόνου τινός ο Σεβαστός Βασιλεύς
ημών και άπασαι αι φιλικαί της Ευρώπης Δυνάμεις ησθάνθησαν, ότι αι
πληγαί της κοινωνίας μας ηύξανον οσημέρας και αποκαθίστων
προβληματικώτερον το μέλλον της Ελλάδος, προσεκλήθησαν εις την
διεύθυνσιν των πραγμάτων άνδρες εγνωσμένης ικανότητος και
πατριωτισμού, οίτινες ήρχισαν δακτυλοδεικτούντες την βαυαροκρατείαν
ως την πρότερον απασών των άλλων χρήζουσαν ετοίμης θεραπείας
πληγήν. Υψώσαμεν τότε και ημείς φωνήν αλλά το Υπουργείον
Μαυροκορδάτου, αναφανέν ως μετέωρον εν τω μέσω βαθυτάτης νυκτός
και τρομεράς τρικυμίας, έδυσε μετ’ ου πολύ, αι δε ελπίδες του έθνους
εματαιώθησαν, και η φωνή μας υπήρξεν πάλιν φωνή βοώντος εν τη
ερήμω.
Ζοφώδες νέφος εκάλυψεν εκ νέου τον πολιτικόν ορίζοντά μας, και
η Βαυαροκρατεία, αντί του να περισταλθή, έγινε θρασυτέρα,
απαλλαχθείσα μάλιστα της ηθικής ευθύνης, την οποίαν είχε πρότερον,
ότε η επί των Στρατιωτικών Γραμματεία διευθύνετο παρ’ ενός Βαυαρού.
[...] ότε οι Κύριοι Βαυαροί ελθόντες εις την Ελλάδα εθεώρησαν
εαυτούς ως κατακτητάς του τόπου, ηδίκουν αλλ’ οι αδικούμενοι ουδ’
απλούν παράπονον απετόλμων να απευθύνωσιν, ελεεινολογούντες
ενδομύχως την τύχην των.
Ύστερον, βλέποντες οι Έλληνες, ότι όχι εκ προλήψεων αλλ’ εκ
συστήματος εξηκολούθουν οι Βαυαροί αδικούντες τους άνδρας του
αγώνος, ανωφελώς δε κατεσπαταλώντο τα εκατομμύρια της Ελλάδος,
ήρχισαν επισήμως να παραπονώνται, μ’ όλον ότι προκαταλαβόντες
εγνώριζον ότι τα δίκαια παράπονα των κατεπνίγοντο εντός της
Γραμματείας. Μετά παρέλευσιν καιρού ήρχησαν να διαμαρτύρωνται κατά
της Βαυαροκρατείας εντός των καφενείων και των ιδιαιτέρων
συναναστροφών.
Μετ’ ου πολύ, βλέποντες την αδικάν κορυφουμένην, ύψωσαν
φωνήν και κατά πρόσωπον εκατηγόρησαν επί αδικία τους αδικούντας
αυτούς. Επί τέλους, μη δικαιούμενοι ουδέ κατ΄αυτόν τον τρόπον, ήρχησαν
345
να εκφράζωσι την αγανάκτησίν των εις τα συμπόσια και εις τας αγυιάς.
Ιδού πως από βαθμίδος εις βαθμίδα ανέβημεν όλην αυτήν την τρομεράν
κλίμακα.
[...] Τι κακόν άρα έπραξαν οι εν Ναυπλίω αξιωματικοί, θελήσαντες
να ευθυμήσωσι μετά των λοιπών συμπολιτών των, καθ’ ην ημέραν ο Σεβ.
ημών Βασιλεύς και η Ελλάς άπασα εώρταζε την παλλιγενεσίαν του
Ελληνικού Έθνους; Εάν δεν ηθέλησαν να προσκαλέσωσι και τους
Βαυαρούς, αλλά περιωρίσθησαν εις τους Έλληνας και τους τον αγώνα της
ανεξαρτησίας αγωνισθέντας φιλέλληνας, δια να αποφύγωσι παν
ενδεχόμενον σκάνδαλον και να δώσωσι χρώμα καταλληλότερον εις το
συμπόσιον των, είχον άρα δικαίωμα οι Κύριοι Βαυαροί να κάμνωσι
τοσαύτας παρασκευάς, τοσαύτας παρατάξεις, τοσαύτας ραδιουργίας κατά
της αθώας εκφράσεως των κατά την εθνικήν εκείνην ημέραν φυσικώς
εγειρομένων πατρικών αισθημάτων και αναμνήσεων; Είχον το δικαίωμα
να πειθαναγκάσωσι τους αξιωματικούς Έλληνας να μην ευθυμήσωσι
μετά των συμπολιτών των; [...].
Κείμενο 3
346
Προς την υψηλήν Αντιβασιλείαν του Βασιλείου της Ελλάδος
Εξοχότατοι!
347
Εν Ναυπλίω την 22 Σεπτεμβρίου 1833.
Κείμενο 4
348
Κατάλογος περί της ευφυΐας των μελλόντων να εισέλθουν νέων εις
την Σχολήν (Ευελπίδων)
Όνομα/ Τάξις Ευφυΐας Έτος
Εξαιρέ- Καλής Μέτριας Περιορι-
Επώνυμον Σπουδών
του σμένης
Σ. Νικηφοράκης + 2ο/4ης
Σ. Αθανασίου + 3ο
Γ. Γιαννακόπουλος + 3ο
Βαρούχας + 3ο
Ι. Τόλια - Λάζου + 3ο
Ν. Χ. Πέτρου + 3ο
Γ. Φαρμάκης + 3ο
Θεμ. Σταυράκογλου + 3ο
Δ. Παπαγεωργίου + 3ο
Γ. Πετμεζάς + 3ο
Ι. Ευμορφόπουλος + 3ο
Δ. Τζόβας + 3ο (αδύνατος εις
τα μαθηματικά)
Λασσάνης + 3ο (αδύνατος εις
τα μαθηματικά)
Δ. Μαυρογένης + 3ο (αδύνατος εις
τα μαθηματικά)
Κυργούσιος + 3ο (αδύνατος εις
τα μαθηματικά)
Μ. Χρονόπουλος + Ανίκανος
Δ. Χριστοδούλου + Ανίκανος
Ν. Μακρής + Ανίκανος
Γ. Κένταυρος + Ανίκανος
Βελισάριος + Ανίκανος
Σαλωνιτίδης + Ανίκανος
Λιαπέρης + Ανίκανος
Θ. Πάγκαλος + Ανίκανος
Λ. Α. Βάθης + Ανίκανος
Α. Πετμεζάς + Ανίκανος
Κασσάλης + Ανίκανος
Ξεν. Βενιζέλος + Ανίκανος
Α. Β. Μαυροβουνιώτης + Ανίκανος
Μαυρομιχάλης + Ανίκανος
Δ. Βλαχόπουλος + Ανίκανος
Καίσαρ Ρώμας + 2ο/4ης
349
Κείμενο 5
Κείμενο 6
350
Αναγκαζόμεθα να επιβάλωμεν σιωπήν εις την αρχαίαν ημών
ευμένειαν ως προς την Ελλάδα και να μη εμπνεώμεθα πλέον ει μη υπό
των ιδίων ημών συμφερόντων... Θα τω δηλώσητε (τω Κ. Παΐκω) ότι
σύμπασα η διαγωγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως κατά τους τελευταίους
αυτούς χρόνους δεν μας επιιτρέπει πλέον να θεωρώμεν αυτήν ως
ουδετέραν ως προς την Τουρκίαν, μήτε ως φίλην της Γαλλίας και της
Μεγάλης Βρεττανίας· καθιστώμεν λοιπόν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν
υπεύθυνον πασών των κινήσεων και πασών των ενεργειών, αίτινες
αποβλέπουσιν εν Ελλάδι είτε να διεγείρωσιν εις επανάστασιν τους
χριστιανούς υπηκόους της Υψηλής Πύλης, είτε να παράσχωσι βοήθειαν τη
Ρωσσία, εν τω κατά της Τουρκίας πολέμω. Εάν τα γεγονότα ταύτα
συνέβαινε να πραγματοποιηθώσιν ή, ίνα είμεθα ακριβέστεροι, εάν
εξακολουθήσωσι να συμβαίνωσιν υπό τα όμματα υμών χωρίς η Ελληνική
Κυβέρνησις να καταδείξη, ότι εννοεί κατά πόσον η αδικαιολόγητος αυτής
ανοχή είναι τούτων η πρώτη αιτία, δεν θέλομεν διστάσει, εκ συμφώνου
μετά της Αγγλίας να λάβωμεν τα αυστηρότερα μέτρα κατά της Ελλάδος.
Εν τούτοις οι κυβερνήται των πλοίων των δύο εθνών έχουσιν ήδη
διαταγήν να ενεργήσωσι κατά τας περιστάσεις, όπως παράσχωσι τη
Τουρκία τας εκδουλεύσεις, άς η Δύναμις αύτη δικαιούται ν’ αναμένη παρά
των δυνάμεων ημών.
Κείμενο 7
Επιστολή του Όθωνος προς τον πατέρα του, βασιλιά της Βαυαρίας
Λουδοβίκο τον Α’, σχετικά με τον αποκλεισμό του 1854.
351
Αγαπητέ μοι Πάτερ,
Θερμοτάτας ευχαριστίας δια την συμμετοχήν Σας εις τας θλίψεις
μου, ως διεπίστωσα εκ της επιστολής Σας της 22ας Ιουνίου.
Σήμερον κατέφθασεν ενταύθα ο Μαυροκορδάτος, ο από πάσης
πλευράς ενθέρμως αναμενόμενος. Αναμένω από αυτόν ότι θα προκύψη
καλόν δι’ εμέ. Μου είχεν ήδη γράψει εκ Παρισίων ότι δεν θα ήθελε να
επωμισθή τας ευθύνας της Πρωθυπουργίας, αν όμως θα του επεβάλλετο
τούτο, τότε θα έπρεπε να συνομιλήση μαζί μου και να του δοθούν
ωρισμέναι εξηγήσεις... Ήδη είχον μακράν συνέντευξιν μαζί του. Με
παρεκάλεσε δια δύο - τρεις ημέρας να τον αφήσω ελεύθερον από πάσαν
εργασίαν, δια να του δοθή ο χρόνος να έλθη εις επαφήν με τους εδώ
φίλους του δια να κατατοπισθή και ενημερωθή επί της καταστάσεως.
Ήτο καιρός να έλθη. Γενικώς η διαχείρισις των πραγμάτων παν
άλλο ή καλή είναι. Τελευταίως δε σχεδόν απροκαλύπτως ο Καλλέργης
εξεφράσθη δυσμενώς εναντίον μου.
Εξ άλλου ο Γάλλος πρέσβυς είχε το θράσος να επισκεφθή εις τας
φυλακάς μερικούς συντάκτας εφημερίδων, οι οποίοι εφυλακίσθησαν διότι
εδημοσίευσαν άρθρα, δια των οποίων εζήτουν να με εξαναγκάσουν εις
παραίτησιν και να εξεγείρουν εναντίον μου τον λαόν. Όταν ο φύλαξ των
φυλακών δεν του επέτρεψε να εισέλθη, αφήκε το επισκεπτήριόν του δια
να δοθή εις τους εγκλείστους και απήλθε.
Τα Γαλλικά στρατεύματα μετέδωσαν εις τον λαόν του Πειραιώς την
χολέραν. Μέχρι σήμερον χάριτι Θεία, αν και το κακόν εξέσπασε προ
τριών περίπου εβδομάδων, δεν επεξετάθη εισέτι η ασθένεια.
Εσημειώθησαν μόνον μερικά κρούσματα, μεταξύ των κατοίκων του
λιμένος. Καταβάλλομεν κάθε δυνατήν προσπάθειαν να εμποδίσωμεν την
εξάπλωσιν της νόσου εις την Πρωτεύουσαν και εις τα λοιπά μέρη της
χώρας.
Κατασπάζομαι την χείρα της αγαπητής μου Μητρός. Εις τους
λοιπούς συγγενείς διαβιβάσατε την έκφρασιν της αγάπης μου.
Διατελώ με αγάπην και σεβασμόν, ο αφωσιωμένος Σας υιός
Όθων.
Πηγή: Ανδρέας Σκανδάμης, Η τριακονταετία…, ό.π., σ. 979.
352
Κείμενο 8
Έλληνες,
Πεποιθώς ότι μεθ’ όσα συνέβησαν εις τινα μέρη του Βασιλείου και
ιδίως εν τη Πρωτευούση, η κατά ταύτην την στιγμήν εν Ελλάδι διατριβή
μου, θα έφερε τους κατοίκους εις αιματηράς ταραχάς και σοβαράς
δυσχερείας, απεφάσισα να εγκαταλείψω τον τόπον, τον οποίον αείποτε
ηγάπησα και εισέτι αγαπώ, και εις την ευημερίαν του οποίου επί μίαν
τριακονταετίαν σχεδόν, ούτε φροντίδων, ούτε κόπων εφείσθην.
Απέχω από πάσης επιδείξεως, είχον προ οφθαλμών μόνον τα
αληθή της Ελλάδος συμφέροντα, ζητήσας παντί σθένει να προαγάγω την
ηθικήν και υλικήν ανάπτυξιν αυτής. Κατέβαλον ιδιαιτέραν σπουδήν εις
την αμερόληπτον της δικαιοσύνης απονομήν. Οσάκις όμως επρόκειτο
περί των κατά του προσώπου μου πολιτικών εγκλημάτων, μετήλθον
απεριόριστον επιείκειαν και ελησμόνησα τα γενόμενα.
Επιστρέφων εις την γην της γεννήσεώς μου, λυπεί με η προσφιλής
μου Ελλάς, ένεκα της νέας τροπής των πραγμάτων, δέομαι δε του
Παντοκράτορος Θεού να καταπέμπη αείποτε την χάριν του εις τας τύχας
της Ελλάδος.
Όθων.
Πηγή: Aνδρέας Σκανδάμης, Η τριακονταετία…, ό.π., σ.810.
Κείμενο 9.
353
«35 έτη παρήλθον και κατά το διάστημα τούτο η ζωή των πατέρων
ημών και ημών των ιδίων υπήρξε σειρά καταπιέσεων, αδικιών και
δυστυχημάτων. Ουδείς περιηγητής ήλθεν εις τον ωραίον πλην ατυχή
τόπον μας χωρίς να συγκινηθή από τα παθήματά μας. Βαρυτάτους
φόρους καθ’ εκάστην αυξανομένους πληρώνομεν πλην ουδέν των καλών,
όσα πάντες οι λαοί εις αντάλλαγμα των βαρών τούτων χαίρουσιν,
απολαμβάνομεν· η δικαιοσύνη είναι παρ’ ημίν άγνωστος, ούτε δικαστήρια
αντάξια του ονόματος έχομεν, ούτε νόμους· διοίκησις είναι η αυθαίρετος
θέλησις του αντιπροσώπου της Υψηλής Πύλης. Τα τέκνα ημών ένεκα
ελλείψεως σχολείων ανατρέφονται εν τω σκότει της αμαθείας, τα
ολίγιστα σχολεία, τα οποία έχομεν, συντηρούμεν σχεδόν πάντα εκ του
υστερήματος ημών. Ημείς αυτοί διατηρούμεν τον κλήρον μας. Εις
ουδεμίαν δημοσίαν θέσιν είμεθα δεκτοί, οδών και γεφυρών εντελώς
στερούμεθα· η μαρτυρία ημών δεν έχει ισχύν απέναντι της του
Οθωμανού, τα εκ μέρους των Οθωμανών προς ημάς αδικήματα σπανίως
τιμωρούνται· εν γένει δ’ ουδενός, όσων απολαύει και ο ελάχιστος υπήκοος
κράτους πολιτισμένου, απολαμβάνομεν ημείς. Είμεθα παντελώς δούλοι
της ετέρας φυλής» (Τουρκοκρητών)! Περαιτέρω απειλούν με προσφυγήν
εις τα όπλα, τονίζουν το συμφέρον της Τουρκίας όπως εγκαταλείψη την
νήσον και απευθυνόμενοι προς τους τρεις βασιλείς των Μ. Δυνάμεων
(Μ. Βρεταννίας, Γαλλίας, Ρωσίας), ζητούν την επέμβασιν αυτών υπέρ της
ενώσεως της Κρήτης μετά της Ελλάδος. «Αν όμως τούτο· είναι σήμερον
αδύνατον [...] ευδοκήσατε [...] να μας χορηγηθή οργανισμός πολιτικός, να
μας δοθώσι νόμοι, να συστηθώσι τακτικά δικαστήρια· η βαρειά φορολογία
μας να μετριασθή και τακτοποιηθή, η ηθική μόρφωσις του λαού να
εμψυχωθή και μέρος καν των φόρων μας να δαπανάται εις την βελτίωσιν
της Πατρίδος ημών, και εν γένει να θεραπευθώσι τα δίκαια παράπονά
μας δια κυβερνήσεως χριστιανικής και φιλανθρώπου».
354
Αφ’ ότου κατά το 1868 εγκαθιδρύθη η αρχή των κυβερνήσεων της
μειοψηφίας, παν νέον βήμα της εξουσίας μαρτυρεί περί του σκοπού, εις ον
αυτή αποβλέπει· αψευδής δε απόδειξις του διενεργουμένου σχεδίου και αι
άρτι διεξαχθείσαι βουλευτικαί εκλογαί. Βιαιότερον και αδεξιώτερον
μετήλθον τα υπουργεία τού κ. Βούλγαρη τας κυβερνητικάς επεμβάσεις,
υπουλώτερον δε και επιτυχέστερον τα του κ. Ζαΐμη και του Δεληγεώργη·
κατ’ ουσίαν όμως επίσης κακοήθης υπήρξεν υφ’ όλα τα από του 1868 και
μέχρι της σήμερον υπουργεία η της κυβερνήσεως και τας εκλογάς
ενέργεια. Ο κ. Βούλγαρης, ο κ. Ζαΐμης, ο κ. Δεληγεώργης υπήρξαν όργανα
μιας και της αυτής πολιτικής, εκτελεσταί ενός και του αυτού σχεδίου.
Ουδείς αυτών εκλήθη εις την εξουσίαν καθ’ υπόδειξιν των αντιπροσώπων
του Έθνους, ουδείς αυτών εξεπροσώπευσεν εν τη αρχή τας ευχάς του
Έθνους· και οι τρεις υπήρξαν πρόεδροι προσωπικής κυβερνήσεως,
τουτέστιν υπηρέται μιας και της αυτής θελήσεως ενεργούσης οτέ μεν δια
τούτου, οτέ δε δι’ εκείνου. Ουδεμίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το Έθνος επί τη
διαγωγή των προσώπων τούτων. [...] Αν ο λαός εξέλεγεν ελευθέρως τους
εκπροσώπους του δεν θα ήτο εφικτός ο σχηματισμός υπουργείων
προσωπικών, διότι η Βουλή δια της ενασκήσεως των ιδίων αυτής
προνομιών ήθελε καταστήσει αναπόδραστον τον σχηματισμόν
υπουργείου απολαύοντος της εμπιστοσύνης της πλειονοψηφίας αυτής.
Ίνα μη συμβή τούτο και έχη ο τόπος κυβέρνησιν ιδίαν, υπηρετούσαν την
πολιτικήν του Έθνους, απεφασίσθη κατά ξενικήν εισήγησιν, εν τέλει του
έτους 1867, η πτώσις του καθ’ όλον το έτος εκείνο κυβερνήσαντος αληθώς
κοινοβουλευτικού υπουργείου, η αντικατάστασις αυτού δι’ άλλου εκ της
μειονοψηφίας της Βουλής και η διάλυσις της Βουλής παρακολουθουμένη
υπό επεμβάσεων κατά τας εκλογάς προς μετατροπήν της μειονοψηφίας
εις πλειονοψηφίαν. Έκτοτε η πολιτική αύτη η εκμηδενίσασα το
κοινοβουλευτικόν πολίτευμα εν Ελλάδι, εξακολουθεί λειτουργούσα· η δε
τελευταία διάλυσις της Βουλής και αι γενόμεναι εκλογαί ενδεικνύουσιν
ότι θα εξακολουθή αναπτυσσομένη, έως ου φέρει τα πράγματα εις την
μοιραίαν αυτών καταστροφήν.
Καλούνται εις την εξουσίαν κυβερνήσεις αποκρουόμεναι παρά της
πλειοψηφίας του Έθνους, χορηγείται εις αυτάς η διάλυσις της Βουλής και
συνάμα παν μέσον επηρεασμού των συνειδήσεων του λαού και
νοθεύσεως των εκλογών, και λέγομεν ύστερον, ότι πταίει ο λαός δια την
τοιαύτην κατάστασιν. Τι δύναται ο λαός κατ’ αυτής; Ουδέν άλλο ή να
επαναστατήση· αλλά τις ο δυνάμενος να κατακρίνη ευλόγως τον λαόν
355
διότι την επανάστασιν θεωρεί ως έσχατον καταφύγιον, και πριν ή
προέλθη εις αυτήν ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα;
Αν δεν πταίει ο λαός, πταίουν οι πολιτευόμενοι, λέγουν οι άλλοι, και η
εξαχρείωσις αυτών, ευθύνει το Έθνος, αφού ούτοι εις το Έθνος ανήκουσιν.
Απαντώμεν, ότι η διαγωγή των πολιτευομένων θα ηύθυνε το Έθνος, αν η
Ελλάς αυτοδιοικείτο, αλλ’ αφού δια της διαστροφής του Συντάγματος και
της εικονικότητος της Βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάς ως μοναρχία
απόλυτος, επόμενον ήτο να καταστώσι και οι πολιτευόμενοι οποίους
διαπλάττει αυτούς το νόθον καθεστώς. Όστις των πολιτευομένων δεν
ασπάζεται τα γινόμενα ουδέν άλλο δύναται να πράξη ή να παύση
πολιτευόμενος αφού κατά το παρ’ ημίν καθεστώς ουδέν υφίσταται δι’
αυτού στάδιον εννόμου και εντίμου ενεργείας. Οι πολιτευόμενοι είνε
πλάσματα του επικρατούντος εν τη πολιτεία στοιχείου, το δε Έθνος ου
μόνον δεν είνε το επικρατούν στοιχείον εν τη πολιτική, αλλ’ εικονικήν
μόνον έχει μετοχήν εις αυτήν. Η ευθύνη άρα επί τοις συντελουμένοις
ανήκει άπασα εις το στοιχείον εις το οποίον δια της διαστροφής των
συνταγματικών ημών θεσμών συνεκεντρώθη ολόκληρος η εξουσία.
Ίνα επέλθη θεραπεία, πρέπει να γίνη ειλικρινώς αποδεκτή η
θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία
λαμβάνονται εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής. Τα όργανα της νυν και
των πρώην προσωπικών κυβερνήσεων, αι εφημερίδες των κ. Βούλγαρη,
Ζαΐμη και Δεληγεώργη, ανακινήσασαι εσχάτως το ζήτημα τούτο,
εκθύμως υπερεμάχησαν υπέρ του δικαιώματος του Στέμματος να καλή
εις τα πράγματα την μειονοψηφίαν της Βουλής. Ότι τούτο δεν αντίκειται
εις το γράμμα του Συντάγματος, ουδείς αντιλέγει, επίσης αδύνατον να
αρνηθή τις ότι προσκρούει εις την όλην οικονομίαν του Συντάγματος και
ότι καθιστά αδύνατον την λειτουργίαν του κοινοβουλευτικού
πολιτεύματος. Θεμέλιον του πολιτεύματος τούτου είνε η ύπαρξις δύο
κομμάτων εν τη Βουλή, τούτο δε αναγνωρίζουσι και αυτοί οι θιασώται της
προσωπικής κυβερνήσεως, αλλά το αναγνωρίζουσι μόνον, ίνα ονειδίσωσι
την Βουλήν επί τω καταμερισμώ αυτής εις πολλά κόμματα. Πόθεν όμως ο
πολλαπλασιασμός των κομμάτων; Ουχί άλλοθεν ειμή εκ της
προσηλώσεως εις την Εξουσίαν των μειονοψηφιών; Ποίον κόμμα
αποφασίζει να συγχωνευθή μετ’ άλλων προς καταρτισμόν
πλειονοψηφίας, όταν αποτέλεσμα της θυσίας του ταύτης είνε ο
αποκλεισμός του από της εξουσίας, ενώ μένον εν μειονοψηφία έχει την
ελπίδα να κληθή εις την αρχήν, να λάβη την διάλυσιν της Βουλής και να
356
διευθύνη κατά το δοκούν τας εκλογάς; Ενόσω η βασιλεία προσφέρει την
εξουσίαν, την διάλυσιν και τας επεμβάσεις ως βραβείον εις τας εν τη
Βούλη μειονοψηφίας, θα πολλαπλασιάζωνται επ’ άπειρον οι μνηστήρες
της αρχής. Όταν όμως αποφασίση ειλικρινώς να δηλώση, ότι μόνον την
πλεινοψηφίαν καλεί εις την εξουσίαν, ουδεμία αμφιβολία ότι εν Ελλάδι,
όπως και αλλαχού, δε δεν θα μείνη επί πολύ έκθετον το επίζηλον τούτο
γέρας, αλλά θα συνεννοηθώσιν αι μειονοψηφίαι περί των επιβαλλομένων
εις εκάστην υποχωρήσεων όπως συγχωνευθώσιν εις πλειοψηφίαν. Δεν
πταίει άρα το πολίτευμα, δεν πταίουν οι αντιπρόσωποι του Έθνους, δεν
πταίει το Έθνος, αν η Βουλή είνε κατατετμημένη εις πολλά κόμματα και
δεν έχει ετοίμην πλειονοψηφίαν, όταν ζητηθή. Ας αφεθή να λειτουργήση
το πολίτευμα εν τη βεβαιότητι ότι εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής
μορφούται η κυβέρνησις, και ταχέως θα ίδωμεν την Βουλήν
συντασσομένην εις δύο κόμματα. [...] Τα πολλά κόμματα παρ’ ημίν είνε
αποτελέσματα της προσκλήσεως των μειονοψηφιών εις την εξουσίαν· η
ευθύνη άρα πάσης της καταστάσεως ταύτης ανήκει εις τους
παραβιάζοντας την κοινοβουλευτικήν αρχήν του σχηματισμού των
κυβερνήσεων εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής.
Αθυμούντες επί τη καταστάσει εις ην περιήλθον τα της πολιτείας
και άτινα ζωηρότερον αισθανόμεθα ήδη υπό τας εντυπώσεις και παρά
των οργάνων αυτής εκλογικών οργίων, ηθελήσαμεν να εξετάσωμεν
μήπως ημείς πταίωμεν, όπως εν ημίν αυτοίς αναζητήσωμεν την
θεραπείαν. Αλλ’ η ειλικρινής μελέτη του θέματος μας ήγαγεν εις το
αλάνθαστον συμπέρασμα ότι δεν πταίει το Έθνος. Αλλού έγκειται το
κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθή η θεραπεία.
Κείμενο 11
Ο λόγος του Θρόνου από τον Γεώργιο, με τον οποίο αποδέχεται την
Αρχή της Δεδηλωμένης (1875).
357
υπισχνουμένην. Πεποιθότως δ’ αποτείνομαι προς υμάς τους
αντιπροσώπους του λαού, όπως συμπράξητε μετ’ εμού εις την ευόδωσιν
των κοινών δια της παγιώσεως των συνταγματικών του έθνους θεσμών
και της αναπτύξεως του κοινοβουλευτικού αυτού βίου. Η Κυβέρνησίς μου
απέσχεν ευλαβώς από πάσης επί της ψήφου του λαού επηρείας και
ειργάσθη συντόνως εις περιφρούρησιν της ελευθέρας ενασκήσεως των
δικαιωμάτων των εκλογέων. Συγχαίρω δε τω έθνει επί διαγωγή κατά τας
εκλογάς, αποδεικνυούση αυτό άξιον των ελευθεριών του. Εις την
Κυβέρνησίν μου υπολείπεται ήδη η δραστηρία εξακολούθησις και
συμπλήρωσις της νομίμου καταδιώξεως των εκλογικών παραβάσεων. Την
δε κορωνίδα εις την γνήσιαν αντιπροσώπευσιν του έθνους θέλετε
επιθέσει υμείς, εξελέγχοντες δι’ εννόμου αυστηρότητος τα αποτελέσματα
των εκλογών. Όπως πλήρης υπήρξεν ο προς τα δικαιώματα του λαού περί
την εκλογήν των βουλευτών σεβασμός της Κυβερνήσεώς μου, ούτως
ενδελεχής θέλει είσθαι η παρ’ εμού αναγνώρισις των επί του γράμματος
και του πνεύματος του Συντάγματος στηριζομένων προνομιών των
εκλεκτών του έθνους. Αι προνομίαι αύται της Βουλής ανταποκρίνονται
προς καθήκοντα επιβαλλόμενα εις αυτήν. Απαιτών ως απαραίτητον
προσόν των καλουμένων παρ’ εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την
δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των
αντιπροσώπων του έθνους, απεκδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν
την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η
εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος. Εις την εκπλήρωσιν του
καθήκοντος τούτου προσδοκώ ότι θα είναι ετοίμη η Βουλή ευθύς επί τω
καταρτισμώ αυτής, όπως δυνηθώ να ανεύρω ανυπερθέτως εν τη γνώμη
γνησίου κοινοβουλίου οδηγίαν ασφαλή περί τον καταρτισμόν και την
πορείαν συνταγματικής κυβερνήσεως [...]
Πηγή: Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία…,ό.π., τ. Β΄, σ. 55.
Κείμενο 12
ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, τη 5/17 Απριλίου 1897.
358
ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΡΗΜΑΤΙΚΗ.
Κείμενο 13
359
της ειρήνης, αλλ’ αφ’ ου τον πόλεμον μας προκηρύττει το όμορον κράτος
καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν.
360
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1833-1897
361
α/α Όνομα Πρωθυπουργού Έναρξη Λήξη
θητείας θητείας
362
α/α Όνομα Πρωθυπουργού Έναρξη Λήξη
θητείας θητείας
363
α/α Όνομα Πρωθυπουργού Έναρξη Λήξη
θητείας θητείας
364
ΠΗΓΕΣ -
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ – ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Αθήναι 1843.
367
ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ
(1833-1843)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[Αναφέρονται μόνον τα έργα στα οποία έγινε παραπομπή]
Alberson Dolphin Antony, The Structure of the Ottoman Dynasty, Oxford 1956.
368
Αμπού Εντμόντ, Η Ελλάδα του Όθωνος. Η σύγχρονη Ελλάδα, 1854, Αφοί
Τολίδη χ.χ.
369
Άννινος Μπάμπης, Ο Παπουλάκης, (επανέκδοση) Δημιουργία, Αθήνα
1995.
Ανώνυμος, Αι περί Συντάγματος και περί των κατά την Ελλάδα Βαυαρών
πράξεις της Συμμαχίας και της Αυλής του Μονάχου, εν Αθήναις 1843,
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
Ανώνυμος, Σκέψεις περί του εθνικού στρατού της Ελλάδος, Αθήναι 1844.
Ασδραχάς Σπύρος, Ελληνική κοινωνία και οικονομία: ιη’ και ιθ’ αιώνες,
Ερμής 1982.
370
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη
φάση του Μακεδονικού αγώνα (1878-1894), Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών
Χερσονήσου Αίμου 1983.
371
Βερέμης Θάνος, Οι Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ), στο Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών 1977.
Βερέμης Θάνος, Κράτος και Έθνος στην Ελλάδα: 1821-1912, στο Δημήτρης
Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός - Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί
Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Εστία 1983.
Geib Gustav, Παρουσίαση της κατάστασης του Δικαίου στην Ελλάδα, στη
διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως τον ερχομό του βασιλιά Όθωνα του Α’,
Χαϊδελβέργη 1835 (μτφρ.) Ίρις Αυδή - Καλκάνη), Γκοβόστης χ.χ.
372
Clayer Nathalie, Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού, Ισνάφι, Ιωάννινα
2009.
Cordellas Andreas, The mining and metallurgical industries of Laurium for the
Exhibition of Chicago US America, Αθήναι 1893.
373
Δαφνής Γρηγόριος, Η κοινοβουλευτική ζωή της χώρας από το 1872 ως το
1881, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών 1977.
374
Δημητρακόπουλος Οδυσσεύς, Στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς
την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.
ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών 1977.
Διαμαντής Απόστολος, Ο πόλεμος του 1897. Από την Εθνική Εταιρεία στο
οικτρό τέλος, στο Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Ιστορία των Ελλήνων, τ.
11ος, Δομή 2006.
Dontas Domna, Greece and the great powers, 1863-1875, Institute for Balkan
Studies, Θεσσαλονίκη 1966.
Driault Eduard, Το Ανατολικό Ζήτημα. Από τις αρχές έως τη συνθήκη των
Σεβρών, τ. Α’-Β’, Ιστορητής 1997.
375
Δυοβουνιώτης Κωνσταντίνος, Η κατά το 1834 διάλυσις των Μοναστηρίων
εν τη ελευθέρα Ελλάδι, περ. «Ιερός Σύνδεσμος», τ. ΧΙΙ, 1908.
Ζαννέτος Φίλιος, Ιστορία της νήσου Κύπρου από της αγγλικής κατοχής
μέχρι σήμερον, τ. Α’-Β’, Λάρναξ 1911.
Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896, ανατύπωση εφ. Ποντίκι
1996.
376
Harlaftis Gelina, The Role of the Greeks in the Black Sea, 1830-1900, στο Lewis R.
Fischer and Helge (επιμ.), Shipping and Trade, 1750-1950: Essays in International
Maritime Economic History, Yorkshire, Lofthouse Publication 1990.
Henderson Burus Gavin, Crimean War diplomacy and the other historical essays,
Glascow 1947.
Hill George, A History of Cyprus, vol. IV., The Ottoman Province. The British
Colony, 1571-1948, Cambridge 1952.
377
Jelavich Barbara, Russia and Greece during the Regency of King Otho, 1832-1835.
Russian Documents on the first year of Greek Indepedence, Institute for Balkan
Studies, No 55, Θεσσαλονίκη 1982.
378
Καράβας Σπύρος, Η Μεγάλη Βουλγαρία και η «μικρά ιδέα» εν έτει 1878,
στο περ. Τα Ιστορικά, τχ. 44, 2006.
Καρδάσης Βασίλης, Από του ιστίου εις τον ατμόν. Ελληνική εμπορική
ναυτιλία, 1858-1914, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 1993.
Καρολίδης Παύλος, Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών
της Ανατολής από 1821 μέχρι 1921, τ.1-7,Αθήναι 1922-1929.
379
Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα:
προοπτικές από τον ελληνικό 19ο αιώνα, στο Δημήτρης Τσαούσης (επιμ.),
Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, Εστία 1984.
Κολιόπουλος Γιάννης, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα,
Ερμής 1979.
Koner Axel (ed.), 1848: A European Revolution? International Ideas and National
Memories of 1848, Macmillan Press Ltd 2000.
380
πολιτικής πάλης και οι μεταπελευθερωτικές συνέπειες, στο Γιώργος
Κοντογιώργης (επιμ.), Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα,
Εξάντας 1977.
381
Κωνσταντινίδης Εμμανουήλ, Η εν Ελλάδι Εκκλησία κατά την
επαναστατικήν και μέχρι της αφίξεως του Όθωνος μεταβατικήν εποχήν
(1821-1833), Αθήναι 1970.
382
Lambert Andrew, The Crimean War. British grand strategy, 1853-1856,
Manchester University Press 1990.
Lee Dwight, Great Britain and the Cyprus Convention Policy of 1878, Harvard
University Press, Cambridge 1934.
Λίννερ Στούρε, Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Προσκήνιο 1997.
383
Νέου Ελληνισμού,1770-2000, τ. 4ος, Το ελληνικό κράτος, 1833-1871, Ελληνικά
Γράμματα 2003.
Λυτ Χριστιάννα, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα - μαρτυρία της εποχής,
Σημειωματάριο Ημερολόγιο, Γράμματα, β’ έκδοση, Ερμής 1988.
Μαλέσης Δημήτρης, Όψεις της κοινωνίας και της πολιτικής των μέσων του
ΙΘ’ αιώνα στον Θάνο Βλέκα, περ. Εστία, Ιανουάριος 2009.
384
Μαλέσης Δημήτρης, Ο ελληνικός στρατός κατά την πρώτη οθωνική
περίοδο. Πολιτικός σχεδιασμός και πελατειακά δίκτυα, στο Στέφανος
Παπαγεωργίου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ι. Δεσποτόπουλο.
Ανάλεκτα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Παπαζήσης 1985.
Μαμαλάκης Ιωάννης, Το «Αρκάδι» εις τον αγώνα δια την ένωσιν της
Κρήτης, Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 16, 1962.
385
Μαρωνίτη Νίκη, Η εποχή του Γεωργίου Α’. Πολιτική ανανέωση και
αλυτρωτισμός, στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία Νέου
Ελληνισμού, τ. 5ος, Ελληνικά Γράμματα, 2003.
386
Μπαλάνος Δημήτριος, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, περ.
Εκκλησία XXXXIV, 1953.
387
Οικονόμου Κωνσταντίνος του εξ Οικονόμων, Επίκρισις εις την Περί
Νεοελληνικής Εκκλησίας σύντομον απάντησιν του… Νεοφύτου Βάμβα,
Αθήνησιν 1839.
388
Παπαγιαννοπούλου Εύη, Η διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και
οικονομικό τόλμημα, Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989.
389
Πατρικίου - Σταυρίδου Ρένα, Οι προσδοκίες του δημοτικισμού, στο Καίτη
Αρώνη - Τσίχλη, Λύντια Τρίχα (επιμ.), Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή
του. Πολιτικές επιδιώξεις και κοινωνικές συνθήκες, Παπαζήσης 2000.
Peard Shuldham George, Campaign in the Crimea. Battles of Alma, Balaklava and
Inkermann, London 1855.
Πικρός Πέτρος, Προς τον πόλεμον του 1897. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα από
το 1895 ως τις αρχές του 1897, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ’,
Εκδοτική Αθηνών 1977.
390
Πολίτης Αλέξης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην
Ελλάδα του 1830-1880, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Μνήμων
1998.
Powell John, Peasant Society and clientalistic politics, στο American Political
Science Review, 1970, vol 64, No 2.
Rich Norman, Why the Crimenean War? A Cautionary Tale, University Press of
New England, Hanower and London 1985.
391
Ρος Λουδοβίκος, Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα, 1823-1833,
Αθήνα 1975.
Smith – Bickford, R. A. H., Η Ελλάδα την εποχή του Γεωργίου του Α’, Ειρμός
1993.
392
Σταματόπουλος Τάκης, Ο Εσωτερικός Αγώνας - πριν και κατά την
επανάσταση του 1821, τ. 1-4, Κάλβος χ.χ.
Stavrianos Lefteri, The Balkans since 1453, Holt, Rinehart and Winston, New
York, 1965.
Σωτηράκης Νίκος, Η διδασκαλία του Θ. Καΐρη στη σχολή των Κυδωνιών και
στην Άνδρο, στο περ. Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν
393
εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως
Σμυρναίων, τ. 7ος, Αθήναι 1957, σ. 116-152.
Tilly Charles - Tilly Loisse, Tilly Richard, The rebellious century, 1830-1930,
J. M. Dent and sons Ltd, London 1975.
Τσαούσης Δημήτρης (επιμ.), Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα,
Εστία 1984.
394
Τσιριντάνης Νικόλαος, Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη
Εθνικής Επαναστάσεως, 1866-1869, Αθήναι 1950-1951.
395
Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα
από το 1881 ως το 1895, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ’, Εκδοτική
Αθηνών 1977.
Finlay George, A History of Greece from the Conqest by the Romans to the present
times, B. C. 146 to A. D. 1864, r.VIII, The Greek Revolution, part II, Establishment
of the Greek Kingdom, Oxford 1876.
Φίλιας Βασίλης, Κοινωνικές δομές στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, στο
Δημήτρης Τσαούσης (επιμ.), Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα,
Εστία 1984.
396
Χαλκιόπουλος Π. Ι., Βαυαροκρατία και Ελλάς η πως επαιδαγωγήθη η
Ελλάς και πως έπρεπε να παιδαγωγηθή, στο περ. Εβδομάς, Επιθεώρησις
Κοινωνική και Φιλολογική, εν Αθήναις τη 28η Απριλίου 1890, έτος Ζ’,
αρ. 17.
397
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΜΕΡΟΣ Α΄
Η αντιβασιλεία ......................................................................................................... 19
Η οικονομία............................................................................................................... 35
399
1. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ (1843-1862)
Η επέμβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η κατοχή του 1854 ................. 126
ΜΕΡΟΣ Β΄
400
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Τα Λαυρεωτικά …………………………………………………………………..201
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Η μεγάλη βαλκανική κρίση (1875-1877) και η στάση της Ελλάδας ............ 229
401
Το συνέδριο του Βερολίνου .................................................................................. 248
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ…………………………………………………………………….323
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ..................................................................................................... 399
402