Professional Documents
Culture Documents
Πόσο γερμανικό ήταν το ελληνικό τραγούδι; Τι ελληνικό είχε το γερμανικό τραγούδι;
Πόσο γερμανικό ήταν το ελληνικό τραγούδι; Τι ελληνικό είχε το γερμανικό τραγούδι;
eu/el/compendium/essay/109622/
ΕΠΙΤΟΜΗ
Δοκίμια
Περιεχόμενα
1. Ασυνείδητες και συνειδητές επιδράσεις στην ελληνική μουσική
2. Το ρητορικό ασυνείδητο του Επιταφίου του Μίκη Θεοδωράκη
3. Το ρητορικό ασυνείδητο της διάλεξης του Μάνου Χατζιδάκι για
το ρεμπέτικο
Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα
λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια
τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας
ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ’ ένα έθνος μαζί με τις
διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.[…]. Τα χρόνια μας είναι
δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από
ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να
νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα
υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια
(Χατζιδάκις, 31.01.1949).
Περίληψη
Το «γερμανικό» στοιχείο στο ελληνικό τραγούδι διαδραμάτισε
εντελώς διαφορετικό ρόλο από ότι το «ελληνικό» στοιχείο στο
γερμανικό τραγούδι. Ιδέες και αντιλήψεις, που εδραιώθηκαν στη
Γερμανία κατά τον 19ο αι, όπως η διάκριση μεταξύ της μουσικής-
ως-τέχνης και της μουσικής-ως-διασκέδασης, καθώς και η
προγενέστερη χερντεριανή αντίληψη για τον λαϊκό πολιτισμό
αφομοιώθηκαν στην παιδεία των μουσικών που είχαν σπουδάσει
στα ωδεία, και τους προσέφεραν τις έννοιες μέσω των οποίων
κατανόησαν τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Η Γερμανία του 20ου
αιώνα τούς προσέφερε κάποια χειροπιαστά παραδείγματα του πώς
να ξεπεράσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε η σύγκρουση
μεταξύ του εκ Γερμανίας αφομοιωμένου τρόπου αντίληψης της
μουσικής και της βιωμένης, ελληνικής μουσικής πραγματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία υπήρξε άμεσος ή έμμεσος τόπος
προέλευσης ιδεών για τους μουσουργούς που φιλοδοξούσαν να
δημιουργήσουν στην ευρύτερη λογική της μουσικής-ως-τέχνης.
Αντιθέτως, η σύγχρονη Ελλάδα αποτέλεσε ονειρικό «τόπο» για την
άλλη πλευρά του γερμανικού πολιτιστικού διπόλου, για τη
μουσική-ως-διασκέδαση. Στο δυτικογερμανικό Schlager
θεματοποιήθηκε ο εξωτισμός και η νοσταλγία για τις διακοπές
στον ήλιο, όπου η Ελλάδα βρήκε τη θέση της ανάμεσα στις άλλες
χώρες της Μεσογείου, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Τουρκία, που
στη συνέχεια έγιναν αντιληπτές και ως χώρες προέλευσης
μεταναστών. Έλληνες τραγουδιστές, συχνά άγνωστοι στην Ελλάδα
και οπωσδήποτε λιγότερο δημοφιλείς από ότι στη Γερμανία,
εμπλούτισαν το γερμανικό ελαφρό τραγούδι, άλλοτε πλήρως
ενσωματωμένοι και άλλοτε ως φορείς εξωτισμού. Η Δυτική
Γερμανία δεν αναζήτησε κάτι περισσότερο από την ελληνική
μουσική, όπως δείχνει το παράδειγμα της μουσικής του Χατζιδάκι,
που βρήκε τη θέση της στη γερμανική μουσική μόνο στην πιο
απλουστευμένη της μορφή. Στη δε Ανατολική Γερμανία, ο
Θεοδωράκης βρήκε φιλόξενο έδαφος, ως ένα επιτυχημένο
παράδειγμα σοσιαλιστή μουσουργού. Η διερεύνηση του μουσικού
γίγνεσθαι και των αντιλήψεων για τη μουσική σε συνδυασμό με τη
μελέτη της μουσικής αυτής καθεαυτής αναδεικνύει τον
διαφορετικό τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο πολιτισμός της
μίας χώρας στο εσωτερικό του πολιτισμικού γίγνεσθαι της άλλης·
αναδεικνύει την άνιση σχέση μεταξύ των δύο χωρών ―που
Σημειώσεις
1. Οι εν λόγω επιδράσεις θα πρέπει να γίνουν κατανοητές εντός
των ευρύτερων ευρωπαϊκών ή δυτικών επιδράσεων στην
Ελλάδα, όπως δείχνουν και τα παραδείγματα του Fauriel, του
Gibbon ή του Ψυχρού Πολέμου, που θα αναφερθούν στη
συνέχεια. ↑
2. Για τη χρήση του δημοτικού τραγουδιού στον Ρίτσο, βλ.
Βελουδής, 1984, 87–88 και 98–99. ↑
3. Για τις διαφορετικές στιγμές της ελληνικότητας που
ενσωματώνονται στον Επιτάφιο, βλ. Ρίτσος 1990 [1972],
52–53. ↑
4. Για τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Fauriel, βλ.
Herzfeld, 2002 [1982], 65. Η συλλογή του Fauriel
μεταφρασμένη στα ελληνικά, Fauriel, 2000 [1824]. ↑
5. Για την πολυεθνική καταγωγή του ρεμπέτικου και την
εθνικοποίησή της, ως αποκλειστικά ελληνικής, βλ. Pennanen,
2004. ↑
6. Δημοσιεύτηκε στην Αυγή την 28η Μαρτίου 1961.
Αναδημοσιεύτηκε στο: Θεοδωράκης, 1986, 169–180. ↑
7. Η ένταξη του ρεμπέτικου στην παράδοση του δημοτικού
τραγουδιού, θα μπορούσε να ιδωθεί ταυτόχρονα ως αποδοχή
και κριτική της «επινοημένης παράδοσης» (Hobsbawm), με
αποδοχή μεν της έννοιας της «ιστορικής συνέχειας», αλλά με
αναπροσδιορισμό των πολιτισμικών πρακτικών και των
κοινωνικών ομάδων που μπορούν να μετέχουν σε αυτήν,
αφού με το ρεμπέτικο, οι φορείς της παράδοσης βρίσκονται
πιο κοντά στον καθημερινό λαό της μεταπολεμικής Ελλάδας,
από ότι η εξιδανικευμένη «ύπαιθρος» του δημοτικού
τραγουδιού, της οποίας η «αυθεντικότητα» διαμεσολαβείται
Βιβλιογραφία
Χέρντερ
Μεταδεδομένα
Γλώσσα Ελληνικά
ComDeG
Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων
Ταυτότητα
Επίκαιρα
Όροι χρήσης
Η συμβολή σας
Σύνδεση
Ενημερωτικά δελτία
Επικοινωνία
Χάρτης πλοήγησης
Στοιχεία ιστοσελίδας