You are on page 1of 47

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ


Καθηγητής : κ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ

Θέμα :

Η ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ


ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Της Δέσποινας Μανδραγού

Κομοτηνή Νοέμβριος 2011


1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η κοινωνία του "Θεοφύλακτου" στο κράτος του Βυζαντίου, ήταν


δομημένη με αυστηρή ιεραρχία και σύμφωνα με τις αντιλήψεις της
απολυταρχίας. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρισκόταν ο
«ελέω θεού» αυτοκράτορας με την οικογένεια και την αυλή του.
Στην ανώτερη τάξη ανήκαν οι τοπικοί υπάλληλοι, η τοπική
αριστοκρατία και οι ανώτεροι στρατιωτικοί. Η μεσαία αποτελούνταν
από τους αστικούς πληθυσμούς των εμπόρων, βιοτεχνών και των
ιδιοκτητών μεσαίων εκτάσεων γης. Ενώ ο δήμος, στην κατώτερη
τάξη, περιελάμβανε τους μισθωτούς εργάτες και τους πένητες1.
Ο κλήρος δεν αποτελούσε κάποια ιδιαίτερη τάξη, αν και έχριζε
ιδιαίτερης εκτίμησης και απολάμβανε αρκετά προνόμια, αφού είχε
επαφές με όλες τις βαθμίδες. Δούλοι υπήρχαν αν και οι
περισσότεροι ήταν στην εξορία. Υπήρχε ένα εκτεταμένο δίκτυο
μικρών και μεγάλων πόλεων που συνδέονταν με οδικές αρτηρίες
από τις οποίες ένα πλήθος από εμπορεύματα διακινούνταν για να
καταλήξουν στα λιμάνια. Βασική όμως μονάδα του δημοσιονομικού
συστήματος του Βυζαντίου ήταν το χωριό, δηλαδή η μονάδα
παραγωγής.

1
Walter, G, (2007), «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο», εκδόσεις Παπαδήμα.
2

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η

Ιστορική αναδρομή της δουλείας

Η δουλεία απετέλεσε έναν αρχαίο και διαπολιτισμικό θεσμό, ο


οποίος νομιμοποιούσε τη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία
και ο οποίος απαγορεύτηκε σταδιακά για λόγους ανθρωπιστικούς
και ηθικούς στις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Η δουλεία συνεπαγόταν όχι μόνο τον κοινωνικό θάνατο του
ατόμου, αλλά και την αφαίρεση απ’ αυτό κάθε ανθρώπινης
υπόστασης και το υποβίβαζε προς ιδιοκτησία και χρήση
αντίστοιχα2.
Η λέξη δουλεία προέρχεται από το επίθετο «δούλος», το οποίο
προήλθε από την αρχαία λέξη «δόελος» και οι οποίες με τη σειρά
τους προήλθαν από το ρήμα «δέω».
Αρχικά ως δούλος χαρακτηριζόταν ο εκ γενετής σκλάβος, εκείνος
δηλαδή που γεννιόταν από γονιό σκλάβο, σε αντιδιαστολή με τον
ανδράποδο, δηλαδή εκείνον που υποδουλώθηκε στον πόλεμο.
Αμφίδουλος ονομαζόταν εκείνος που και οι δυο γονείς του ήταν
δούλοι.
Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια χρησιμοποιούνταν για σκληρές
εργασίες και σπανιότερα για ενσωμάτωση του πληθυσμού
αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Σε κάποιους πολιτισμούς τα
αγόρια γινόντουσαν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές
υπηρεσίες αφού προηγουμένως είχαν ασπαστεί το θρήσκευμα, την
ιδεολογία και την εθνικότητα της κυριαρχικής ομάδας.

2
Ι. Καραγιαννόπουλος (2001) «Το Βυζαντινό κράτος» εκδόσεις Βάνιας
3

Σε κοινωνίες με χαμηλό πληθυσμό, το φαινόμενο της δουλείας


ήταν πιο ανεπτυγμένο, εξ αιτίας των αναγκών για εργατικά χέρια σε
συνθήκες εκμετάλλευσης. Το φαινόμενο αυτό συνέβαινε πιο πολύ
σε βάρος των γυναικών (πορνεία), των παιδιών (κακοποίηση,
εργασία) και λιγότερο των ανδρών (αιχμάλωτοι πολέμου σε κάποια
αφρικανικά κράτη).
Μορφή δουλείας συνιστά και η αφαίρεση της ελευθερίας για
κάποιους με την ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές, αλλά και
τα καταναγκαστικά έργα στα οποία πολλές χώρες υπέβαλαν τους
καταδίκους τους.
Γενικότερα όμως μορφές δουλείας μπορούν να θεωρηθούν και οι
καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού
κοινωνικών ομάδων.
Οι περισσότεροι όμως θεωρούν πως η κυριολεκτική χρήση του
όρου «δουλεία» προϋποθέτει τη νόμιμη και εθιμική αφαίρεση της
ιδιότητας του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε αντικείμενο εκ
του νόμου. Ως «εθιμικό δίκαιο» η δουλεία παρατηρήθηκε σε όλους
τους πολιτισμούς από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και
στις πρωτόγονες κοινωνίες, αφού δεν υπήρχε η κοινωνική
διαστρωμάτωση ή οι τάξεις.
Το φαινόμενο παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά, όταν ο άνθρωπος
απέκτησε μόνιμη εγκατάσταση και άρχισε να καλλιεργεί τη γη και
να ασχολείται με τις τέχνες. Η ανάγκη για εργατικό δυναμικό
δημιούργησε τη δουλεία. Η δουλεία όμως εξυπηρετούσε και άλλες
ανάγκες. Εφαρμοζόταν σαν άγραφο πολεμικό δίκαιο και
αποτελούσε τη μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών. Πολύ συχνά όμως
εφαρμοζόταν και σε μέλη της ίδιας φυλής για αδικήματα τα οποία
στις μέρες μας θα ενέπιπταν στο ποινικό ή στο αστικό δίκαιο.
4

Παρ’ όλα αυτά, η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρούνταν μια


νόμιμη κατάσταση κατά την οποία οι σκλάβοι ήταν οι υγιείς
αιχμάλωτοι πολέμου και μετά την υποδούλωσή τους
αντιμετωπίζονταν σαν οικόσιτα ζώα αλλά και σαν εχθροί.
Η ιδιότητα του εχθρού ήταν και αυτή που προκαλούσε το μίσος
απέναντί τους, μιας και ήταν αυτοί οι ζωντανοί εχθροί που τους είχε
χαρισθεί η ζωή. Θα έπρεπε λοιπόν να εξοντωθούν σωματικά και
ψυχικά. Αλλά και τα παιδιά τους αντιμετωπιζόντουσαν σαν μια
απειλή.
Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς απ’
αυτούς να αυτοκτονούν πριν ακόμα συλληφθούν ως αιχμάλωτοι.
Στην περίπτωση που θα ζούσαν δεν θα είχαν πλέον κανένα
δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφεντικού
τους, να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά, γιατί ακόμα κι αν έκαναν
θα ανήκαν κι αυτά στον αφέντη τους. Δε θα μπορούσαν ν’
αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν ιατρική
περίθαλψη ή κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Θα έπρεπε πάντα να
είναι υπόδουλοι στον αφέντη τους, χάνοντας ταυτόχρονα και τη
θρησκευτική και πολιτική τους υπόσταση.
Σαν αποτέλεσμα ρατσισμού, όσοι ανήκαν σε διαφορετική φυλή,
οδηγούνταν στον απόλυτο εξευτελισμό. Ένας ακόμα βασικός λόγος
ήταν και το γεγονός πως ήταν ξένοι, με διαφορετικό χρώμα και
χαρακτηριστικά. Ξεχώριζαν εύκολα και δεν μπορούσαν να
δραπετεύσουν όπως επίσης και να αφομοιωθούν από τον εγχώριο
πληθυσμό με γάμους ή υιοθεσίες3.
Φυσικά οι κοινωνίες νομιμοποιούσαν τη δουλεία με διάφορες
θεωρίες περί φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών

3
Κ. Πιτσάκης Παραδόσεις 2ου έτους Μεταπτυχιακό «Ιστορία Δικαίου» Κομοτηνή Φλεβάρης
2010-11-2010.
5

ομάδων. Στη Βίβλο έχουν γίνει αναφορές στη δουλεία, όπως π.χ.
στην αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον κώδικα του
Χαμουραμπί υπήρχαν περισσότερα από 30 νομικά άρθρα που
ρύθμιζαν θέματα δουλείας, για παράδειγμα το πρόστιμο που
κατέβαλλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε το δούλο κάποιου
άλλου, αν η δούλη ήταν έγκυος ή αν κάποιος έδινε άσυλο σε
δούλο4.
Σε πολλές αρχαίες και μεσαιωνικές κοινωνίες, το πρόστιμο
αποτελούσε βασική ποινή για πολλά αδικήματα και εγκλήματα όχι
μόνο σε βάρος των δούλων αλλά και των ελεύθερων. Κάποιες φορές
εφαρμόζονταν η ανταλλαγή αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις
υπήρχε και το φαινόμενο της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων ή και
των δούλων από γενναιοδωρία του νικητή.
Στην Αφρική, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών
να υπερισχύσουν αριθμητικά. Η ενίσχυση της φυλής του νικητή
αποτέλεσε βασικό κίνητρο για αρπαγές και πολέμους. Το
φαινόμενο αυτό διήρκησε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη
των Ευρωπαίων και των Ασιατών εμπόρων και την έναρξη του
συστήματος του δουλεμπορίου.
Σ’ αυτήν την περίπτωση ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην
κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση. Καθώς οι
οικονομίες στηρίζονταν όλο και πιο πολύ στην παροχή εργατικού
δυναμικού, η ανάπτυξή τους είχε άμεση σχέση με την εργασία των
δούλων. Πόλεμοι ξεκινούσαν σε πολλές χώρες του κόσμου με
σκοπό την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την
αρπαγή πληθυσμού για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του
νικητή.

4
Ηλίας Β Οικονόμου «Παραδόσεις Αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής Θεσμολογίας»
εκδόσεις Δ. Μαυρομμάτη
6

Σε περιόδους ειρήνης όμως πολλοί άνθρωποι γινόντουσαν


δούλοι, επειδή όφειλαν χρήματα, τα οποία δεν μπορούσαν να
εξοφλήσουν ή είχαν διαπράξει σοβαρά αδικήματα. Έτσι σε
περίπτωση αδυναμίας εξόφλησης του δανείου έπρεπε να πουλήσουν
τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την ελευθερία τους. Κάποιες
φορές ο δούλος ελευθερωνόταν αν κάποιος εξαγόραζε την
ελευθερία του, πράγμα σπάνιο.
Στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα οι δούλοι παρέμεναν
σκλάβοι ισόβια και μόνο οι συγγενείς τους μπορούσαν να υπάρξουν
δούλοι για συγκεκριμένο διάστημα. Στη Μεσοποταμία, μπορούσε
κάποιος να κρατήσει για δούλο τον αδελφό του, για 5-6 χρόνια αν
του όφειλε χρήματα5.

5
Ηλίας Β. Οικονόμου «Παραδόσεις Αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής Θεσμολογίας
7

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η

1. Η τάξη των δούλων στη Ρωμαϊκή και Πρωτοχριστιανική


κοινωνία.

Ι. Στην αρχαία ρωμαϊκή κοινωνία, ο δούλος εθεωρείτο ως πράγμα


(res). Στο αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο, η ελευθερία ως ανθρώπινο αγαθό
χωριζόταν σε δυο κατηγορίες: στους εκ γενετής ελεύθερους και
στους απελεύθερους. Υπήρχαν δυο κατηγορίες απελεύθερων: «οι
μεν ιδίου δικαίου, οι δε αλλοτρίου». Η δουλεία ήταν αδιαίρετη και
υπήρχε μόνο ένα είδος δούλου.
Η υπεξουσιότης – potestas, ασκείτο στους δούλους και στα
παιδιά τους. Ο μη υπεξούσιος δε σήμαινε ότι ήταν και εξουσιαστής
άλλου6.
Οι δούλοι ανάλογα με τις εργασίες που έκαναν διαιρούνταν και
σε αντίστοιχη κατηγορία, ήτοι σε αγροτική (rusticam) familliam και
σε αστική (urbanam) familliam. Υπήρχαν επίσης και οι servi publici,
οι οποίοι ανήκαν στο κράτος και βοηθούσαν ως εκτελεστικά όργανα
τους ιερείς, τους αγορανόμους, τους ταμίες, τους νυκτοφύλακες κ.ά.
Ο δούλος δεν είχε καμμία κτήση και όλα ανήκαν στον κύριό του.
Δεν είχε επίσης δικαίωμα συμμετοχής στο στράτευμα7. Μετά τη
μάχη στις Κάννες, αναφέρεται πως η σύγκλητος αναγκάστηκε ν’
αγοράσει 8.000 δούλους για να τους κατατάξει στο στράτευμα, τους
οποίους ελευθέρωσε κατόπιν, ως ένδειξη ανταμοιβής της
γενναιότητάς των.
Κάποτε είχε προταθεί επιβολή ειδικής ενδυμασίας για τους
δούλους αλλ’ η σύγκλητος το απέρριψε γιατί περιέκλειε τον κίνδυνο

6
Κ. Πιτσάκης Παραδόσεις 2ου έτους Μεταπτυχιακό στην «Ιστορία Δικαίου» Κομοτηνή, Μάρτιος
2010.
7
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλου Δρανδάκη.
8

να καταστήσει γνωστό τον αριθμό των δούλων και να τους


συνειδητοποιήσει. (Senec Declem 1, 24).
Οι δούλοι ζούσαν υπό αθλίας συνθήκας, και οι επαναστάσεις
ομάδων εξ αυτών ήσαν συχνό φαινόμενο. Παρά την οξύτητά τους,
οι παραπάνω εξεγέρσεις ήσαν καταδικασμένες σε αποτυχία. Κατά
τα πρώτη έτη των αγώνων μεταξύ πατρικίων και πληβείων έχουμε
τις πρώτες συνωμοσίες δούλων.
Σοβαρές εξεγέρσεις δούλων σημειώθηκαν στη Σικελία, όπου η
κατάσταση ήταν αφόρητη. Η σημαντικότερη επανάσταση των
δούλων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπεκινήθηκε και διοργανώθηκε
από το θρακικής καταγωγής μονομάχο Σπάρτακο, όπου και το
ρωμαϊκό κράτος, χρειάστηκε τρία έτη για ν’ απαλλαγεί απ’ τον
κίνδυνο του. Μικρότερης κλίμακας επαναστάσεις έγιναν και επί
Τιβερίου και Νέρωνος.
ΙΙ. Αναμφίβολα η χριστιανική θρησκεία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο
στην άμβλυνση της δουλειάς, εφόσον δίδαξε ότι ο Θεός είναι πατήρ
όλων των ανθρώπων και επομένως ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον αυτού
και ότι οι άνθρωποι είναι αδελφοί προς αλλήλους και υπέρτατος
νόμος είναι η αγάπη του Θεού προς τον πλησίον. Μας ξενίζει όμως
το γεγονός πως δεν συναντάμε πουθενά στις πηγές της Χριστιανικής
Θρησκείας οποιαδήποτε μνεία περί καταδίκης της δουλείας. Ο
Χριστιανισμός ως εξωκοσμική ηθική μεταφυσική απέφυγε ν’
αποφανθεί περί των συνθηκών διαβίωσης του κόσμου τούτου.
Στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες μετείχον και δούλοι, αλλ’ η
συμμετοχή τους δεν έφερε χαρακτήρα διαμαρτυρίας κατά του
θεσμού και δεν αποτελούσε απαρχή αντιδραστικής κατ’ αυτού
τακτικής. Οι δούλοι γινόντουσαν δεκτοί ως ίσοι ενώπιον του Θεού,
πλην όμως, ενώ οι Απόστολος Παύλος σε διακήρυξή του αναφέρει
πως «οὐκ ἔνι δούλος ἤ ἐλεύθερος ἀλλά πάντα καί ἔν πᾶσι Χριστός»,
9

εν τούτοις σε άλλη επιστολή του αναφέρει πως «οἱ δοῦλοι


ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατά σάρκα, μετά φόβου καί τρόμου, ἐν
ἁπλότητι τᾶς καρδίας ὑμῶν ἐν τῷ Χριστῷ…». (π. Εφεσ. στ΄5).
Συναντάμε επίσης τον ίδιο Απόστολο να παραινεί τους δούλους να
υποτάσσονται στους κυρίους τους μετ’ αγάπης προς αυτούς, για να
επιτύχουν την ελευθερίαν τους, δια της αγάπης. Όπως
συμπεραίνουμε η ωρίμανση της κοινωνίας επήλθε στους μετέπειτα
Χριστιανικούς χρόνους, η οποία και επέτρεψε τη σταδιακή
υποχώρηση του θεσμού.
ΙΙ. Η τάξη των δούλων στο Βυζάντιο
Στα μετέπειτα χρόνια της βυζαντινής κοινωνίας παρατηρούμε
πως γενικό υπόστρωμα του πληθυσμού της, αστικού και αγροτικού
ήταν οι δούλοι8. Η αγορά εφοδιαζόταν με δούλους κυρίως από
αιχμαλώτους πολέμου. Αν και οι μεγάλοι πόλεμοι του 2ου και του
3ου αιώνα κατά των βαρβάρων είχαν κοπάσει, εν τούτοις η
εξωτερική κατάσταση του πρωτοβυζαντινού κράτους, επέτρεπε τον
εφοδιασμό της αγοράς με δούλους.
Ο μεγαλύτερος αριθμός δουλεμπόρων δρούσε σε λιμάνια ή σε
μεγάλες πόλεις. Σαν ειδικότητα είχαν να αγοράζουν παιδιά ή
γυναίκες και δυνατούς άνδρες. Οι τιμές των δούλων κυμαίνονταν -
γύρω στα 530-531 μ.Χ., ως εξής:
Για δούλους 10-20 ετών: είκοσι νομίσματα για τους
ανειδίκευτους και ως τριάντα για τους ειδικευμένους. Για τους
ευνούχους δούλους μέχρι δέκα ετών: ως τριάντα νομίσματα. Για
τους πάνω από δέκα ετών: ως πενήντα για τους ανειδίκευτους και ως
εβδομήντα για τους ειδικευμένους. Για τους ειδικευμένους στην

8
Α. Ηadjinicolaou Marava Vie 12k.e
10

ταχυγραφία, η τιμή κυμαινόταν στα πενήντα νομίσματα ενώ η τιμή


των γιατρών έφτανε τα εξήντα9.
Η βασική απασχόληση των δούλων ήταν στη γεωργία αλλά και
σε άλλους τομείς, όπως το προσωπικό εργαστηρίων, ιδιωτικών ή
κρατικών, σπανιότερα δε βυζαντινοί νέοι είχαν και παιδαγωγούς
δούλους που τους παρέδιδαν μαθήματα. Κάποιες αλλαγές άρχισαν
να φαίνονται στη γεωργική οικονομία σε σχέση με τη δουλική
εργασία, στα μετέπειτα χρόνια ανάπτυξης του Βυζαντίου.
Η ιδιότητα του δούλου ήταν κληρονομική και την κληροδοτούσε
η μητέρα10. To παλαιότερο δίκαιο της πρωτοβυ-ζαντινής εποχής
θεωρούσε αποφασιστική για την τύχη του νεογέννητου παιδιού την
κατάσταση της μητέρας την ώρα του τοκετού. Το δίκαιο του
πανδέκτη «Digesta 533, συλλογή γνωμοδοτήσεων των παλαιότερων
ρωμαίων νομοδιδασκάλων» το οποίο κυρώθηκε στις 16-12 του 533
μ.Χ. όντας πιο φιλάνθρωπο, καθορίζει ότι αν η μητέρα κατά τη
σύλληψη ήταν ελεύθερη και το παιδί της γεννιόταν ελεύθερο 11,
ανεξάρτητα από την κατάσταση της μητέρας την ώρα του τοκετού
διότι «δεν επιτρέπεται να βλάπτει την τύχη του εμβρύου η ατυχία
της μητέρας» αποφαίνεται σε σχετική γνωμάτευση ο
νομοδιδάσκαλος Μαρκιανός (Ρωμαίος αυτοκράτορας 450-457)12.
O διαχωρισμός μεταξύ ελεύθερων και δούλων ήταν ιδιαίτερα
αυστηρός στη ρωμαϊκή νομοθεσία. Επί της εποχής του Μ.
Κωνσταντίνου, η νομοθεσία τιμωρούσε την ελεύθερη γυναίκα που
είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με δούλο, πρόσθετε όμως πως τα παιδιά
που θα γεννιόντουσαν απ’ αυτήν την ένωση δεν θα ήταν δούλοι

9
C J. 7..1, 5, 5a, 5b – a 530 - CJ. 6.43 3,1- a 531
10
Dig. I. 5,5,2: «… si libera conceperit, deinde ancilla pariat, placuit eum qui nascitur liberum
nasci…»
11
Inst. i. 3,4 : «Servi…. nascuntur ex ancillis nostris» - Gaius I,82 -Dig. 7.5.5,2: «.qui non debet
calamitas matriw nocere ei qui in ventre est»
12
C. Th.4.12.1 a.314-C.TH.4.12.4-A.331-c.Th.4.12.3-a.320/6
11

αλλά απελεύθεροι εφ’ όσον οι πατέρες τους ήταν δούλοι


αυτοκρατορικών ή δημόσιων γαιών. Τέλος η νομοθεσία καθόριζε
ότι, σε όσες περιπτώσεις η μητέρα ήταν νεαρής ηλικίας ή δεν ήξερε
την ιδιότητα του συντρόφου της, ούτε αυτή θα έχανε την ελευθερία
της ούτε τα παιδιά της θα γινόντουσαν δούλοι.
H νομοθεσία, μεταγενέστερα κατά την περίοδο του Ιουστινιανού,
κωδικοποιήθηκε με την κατάρτιση του Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις
(Institutones). Οι εισηγήσεις είχαν ως βάση το ομώνυμο έργο του
Γαΐου και άλλων νομικών της κλασικής περιόδου. Το πρώτο βιβλίο
των εισηγήσεων, περιέχει το δίκαιο της προσωπικής κατάστασης.
Σχετικά με το θέμα της δουλείας, καθορίστηκε ως εξής: η ελεύθερη
που συζεί με δούλο, χάνει και η ίδια την ελευθερία της όπως επίσης
και τα παιδιά της. Αναφέρει όμως πως αυτό θα γίνει μόνο στην
περίπτωση που αυτή επιμείνει στο δεσμό με το δούλο, έπειτα από
τρεις επίσημες προειδοποιήσεις των αρχών (denuntiationes)13.
Eρχόμενος ο Ιουστινιανός καταργεί τις παλιές διατάξεις και
περιορίζεται στο να τιμωρεί τους δούλους που είχαν ερωτικές
σχέσεις με ελεύθερη γυναίκα14.
Η ολοένα και πιο ήπια πολιτική προς τους δούλους, η οποία είχε
ξεκινήσει από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους,
συνεχιζόταν στο Βυζάντιο. Παρ’ όλο που ο χριστιανισμός ανέβασε
τον άνθρωπο ως υπόσταση, δεν απαίτησε την κατάργηση της
δουλείας. Βοήθησε όμως πολύ με τη διδασκαλία του ώστε να
απαλυνθεί ο θεσμός αυτός15.
Στη νομοθεσία του Ιουστινιανού διακρίνουμε εκτός από την
επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας που διακατέχεται από την
13
C.Th.4,12.5-a362-C.Th.4.12.6-a366-C.Th.4.12.7-a398
14
CJ.7.24.I-a.531/34: «…semel et enim libertate potitam per tale dedecus in servitutem reduci
religio temporum meorum nullo patitut modo»
15
Κ. Πιτσάκης Παραδόσεις 2ου έτους Μεταπτυχιακό στην «Ιστορία Δικαίου» Κομοτηνή
Φλεβάρης 2010
12

αγάπη για τον συνάνθρωπο και επιρροή από την στωική διδασκαλία
των Ελλήνων φιλοσόφων για τη φυσική ισότητα μεταξύ των
ανθρώπων16. Η ίδια νομοθεσία όριζε επίσης πως όσοι δούλοι
ελευθερώνονταν θεωρούνταν πλέον ως Ρωμαίοι πολίτες.
Παρατηρούμε λοιπόν, πως ενώ η δουλεία εξακολουθεί να υφίσταται,
διαρκώς απαλύνεται και οι συνθήκες διαβίωσης των δυστυχισμένων
της κατηγορίας αυτής συνεχώς βελτιώνονται.
Ο θεσμός της δουλείας γίνεται κατά κάποιο τρόπο πιο
φιλάνθρωπος. Ενώ ο Λιβάνιος τον 4ο αιώνα έγραφε ότι οι δούλοι
ήταν πανταχού παρόντες και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην
πραγματεία του «Περί κενοδοξίας» αναφερόταν στους δούλους
συχνότερα απ’ ότι στο Θεό, την εποχή του Γεωργικού Νόμου (7ος-
8ος αιώνας), οι δούλοι είναι προφανές ότι λιγόστεψαν αριθμητικά.
Η Εκκλησία μεταλαμβάνει τους δούλους, τους βαπτίζει, τους
εξομολογεί, τους δίνει ευχέλαιο. Ο τόπος ταφής δούλου, καθίσταται
κι αυτός ιερός χώρος. (Αυτή η αντίφαση ίσχυε και στη ρωμαϊκή
εποχή)17. Ο γάμος όμως μεταξύ δούλων είναι χωρίς νομική
υπόσταση. Δεν υπάρχει δουλική συγγένεια. Δεν επιτρέπεται στους
δούλους ο γάμος, μόνο να συζούν. (contuberium) Ένας δούλος δεν
έχει πατέρα, παρά μόνο μητέρα18.
Σταδιακά η νομοθεσία αλλάζει προς όφελος των δούλων.
Απαγορεύεται λοιπόν να χωρίζονται τα μέλη της οικογένειας ενός
δούλου όταν διανέμονται οι ιδιοκτησίες19. Απαγορεύτηκαν επίσης
παλαιές συνήθειες, όπως το σημάδεμα μιας κατηγορίας δούλων με

16
Dig.1.5.4-NJ.89,c.1.539: «Ἡ μέν φύσις ἔξ ἀρχής …ἄπαντας ὁμοίως μέν ἐλευθέρους ὁμοίως δέ
εὐγενεῖς προήγαγε». –NJ.78, c.4-a.539: «ἡμῖν δέ πάσα καθέστηκε σπουδή τάς ἐλευθερίας
κρατεῖν τε καί ἰσχύειν καί ἐν τῆ καθ’ ἡμᾶς ἀνθεῖν τε καί αὐξάνεσθαι πολιτεία. Καί γάρ δή
ταύτης ἓνεκα τῆς ἐπιθυμίας καί ἐπί Λιβύης καί ἐπί τῆς Ἑσπέρας τηλικού τους ἡράμεθα»
17
Κ. Πιτσάκης Παραδόσεις 2ουέτους Μεταπτυχιακό στην Ιστορία Δικαίου Κομοτηνή, Μάρτιος
2010
18
Κ. Πιτσάκης….. Κομοτηνή Μάρτιος 2010
19
C.Th.2.51.1.-a.324/5-CJ.3.38.11
13

καυτό σίδερο στο πρόσωπο20, όπως επίσης απαγορεύτηκε και η


εκπόρνευση αυτών21. Σιγά σιγά οι αυθαιρεσίες των κυρίων απέναντι
στους ανυπεράσπιστους αυτούς ανθρώπους αρχίζουν να
μειώνονται. Περιορίζεται η δυνατότητα του κυρίου να θανατώνει
τους δούλους του22.
Είναι πια φανερό πως ο θεσμός της δουλείας αμφισβητείται. Από
την περίοδο του Ιουστινιανού αρχίζουν να γίνονται τα πρώτα
βήματα προς την απελευθέρωση. Ο αυτοκράτωρ τολμά και, σε
αντίθεση με ό,τι ίσχυε παλαιότερα, εφαρμόζοντας μια σειρά από
μέτρα, κάνει τη διαδικασία της απελευθέρωσης ευκολότερη και
απλούστερη. Αν ο κύριος κάποιου δούλου, θελήσει αυτοβούλως να
του χαρίσει την ελευθερία του, ο δούλος καθίσταται ελεύθερος.
Επίσης αν ένας δούλος φερόμενος ως δούλος, διεκδικούσε την
ελευθερία του και διέθετε οποιοδήποτε στοιχείο, έστω ένδειξη ή
αρχή αποδείξεως αποκτούσε την ελευθερία του, διότι απαγορευόταν
η αρχή της ανταπόδειξης23.
Ο Ιουστινιανός βελτιώνει πολύ και τη θέση των απελεύθερων
και τους εξομοιώνει εντελώς με τους υπόλοιπους πολίτες.
Επιβαρύνονται όμως ακόμη με τα «πατρωνικά δίκαια» αλλά τους
δίδεται το δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ν’
απαλλαγούν από αυτά24.
Ο αυτοκράτορας καθόριζε επίσης και τα πολιτικά δικαιώματα
που μπορούσαν να έχουν όσοι απελευθερώνονταν, όπως επίσης και
μια σειρά από μέτρα που θα τους βελτίωναν τη ζωή.

20
C.J.9.47.17
21
C.J.1.11.12-11.41.6-11.41-a457/67
22
C.Th.2.25.1-a.334/25:CJ.3.38.11-C.Th.9.40.2-a.315/6:CJ.9.47.17-C.Th.15.8.2 α.428:CJ.1.4.12:
CJ.11.41.6 - CJ.11.41.7-A.457/67-C.Th.9.12.1-a.319:CJ.9.14.1.-C.Th.9.12.2-a.326
23
Κ. Πιτσάκης Παραδόσεις 2ου έτους Μεταπτυχιακό στην «Ιστορία Δικαίου» Κομοτηνή, Απρίλιος
201
24
CJ.6.4.3-A-529-CJ.6.4.4.-a.531-Πρβ.CJ.6.4.1.-a-210-CJ.6.4.2-A.367
14

Με την πάροδο των χρόνων και την ωρίμανση της κοινωνίας


παρατηρείται η τάση να μην υπόκεινται οι δούλοι στην αυθαίρετη
θέληση και δεσποτεία του εκάστοτε κυρίου τους, αλλά να υπάγονται
σε μια σειρά κανόνων που ο Elliot ονόμασε «οικιακή υπηρεσία»
(service domestique).
Ο Λέων ΣΤ΄, ο σοφός, - που καταλαμβάνει από άποψη
νομοθετικής εργασίας τη δεύτερη θέση μετά τον Ιουστινιανό - με
νεαρά 89, που συνέταξε τα πρώτα χρόνια της άσκησης της εξουσίας
του, θεωρεί την ιερολόγηση του γάμου ως το μόνο τύπο τελέσεως
γάμου. Η ιερολόγηση όμως, σημαίνει και νόμιμο γάμο. Θα
χρειαστούν δύο αιώνες, οπότε ο Αλέξιος ο Κομνηνός (1.081-1.118),
με μια νεαρά (Ν. Αλεξ. Α΄, ΧΧΧV (A = JGR. I. 342-3) - XXXV B
(=I.345-6), αναγνωρίζει το γάμο των δούλων μεταξύ τους και την
εκκλησιαστική του τέλεση, χωρίς όμως να πάψουν να διατηρούν την
ιδιότητά τους ως δούλοι. Έτσι δημιουργείται η δουλική συγγένεια 25.
Αυτό όμως σημαίνει και το τελικό κτύπημα κατά της δουλείας,
εφόσον εξομοιώνει ηθικά τους δούλους με τους ελεύθερους.
Πληροφορίες για τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο
μας αφήνουν την εντύπωση πως η δουλεία συνεχίζει να υφίσταται
μέχρι τέλους του βυζαντινού κράτους.
Βεβαίως έχει αλλάξει μορφή, με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Μια
προσεκτικότερη όμως μελέτη του ζητήματος αυτού, θα μας
οδηγούσε σε άλλο δρόμο. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως
απαγορεύτηκε το δικαίωμα των οφειλετών να πουλούν τον εαυτό
τους, όσοι ήταν ελεύθεροι και πολλοί αυτής της κατηγορίας,
κατέληξαν να γίνουν ναύτες για βιοποριστικούς λόγους.

25
Κ.Πιτσάκης Παραδόσεις 2ου έτους Μεταπτυχιακό στην «Ιστορία Δικαίου» Κομοτηνή Απρίλης
2010
15

Ο Μανουήλ Κομνηνός τον 12ο αιώνα, απελευθέρωσε όλους


εκείνους που ανελάμβαναν έναντι του χρέους τους και ώσπου να το
αποτίσουν, να υπηρετούν ως δούλοι στο δανειστή τους26.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι σταδιακά άρχισε να χορηγείται
οικονομική βοήθεια σε όσους γονείς δε διέθεταν τα μέσα να
αναθρέψουν τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να μην καταλήγουν τα
παιδιά τους να γίνουν δούλοι.
Πολλοί χριστιανοί στο Βυζάντιο απελευθέρωναν τους δούλους
τους και μάλιστα κατά χιλιάδες. Ήδη από τον 9ο αιώνα αρχίζουν
στην Εκκλησία στεντόρειες φωνές, ότι δεν επιτρέπεται η
χρησιμοποίηση των συνανθρώπων μας ως δούλων. Ο Θεόδωρος
Στουδίτης, τονίζει πως ένας ηγούμενος μονής, δεν επιτρέπεται να
έχει δούλους ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τις αγροτικές
εργασίες της μονής27.
Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, γεννήθηκε το 759 στην
Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του λεγόταν Φωτεινός και ήταν ταμίας
του κράτους. Η μητέρα του λεγόταν Θεοκτίστη και ήταν σπάνια γυναίκα.
Στον τάφο της ο άγιος Θεόδωρος έκλαψε και εξεφώνησε λόγο, όπου την
χαρακτηρίζει με το όνομα «διμήτηρ», δηλαδή δύο φορές μητέρα.

Ο Θεόδωρος προσπάθησε να ανυψώσει τον μοναχικό βίο, αλλά


ενεπλάκη σε πολιτικές και εκκλησιαστικές έριδες με αποτέλεσμα να
εξοριστεί τέσσερις φορές. Το 796 τιμωρήθηκε με ραβδισμό και
εξορίστηκε για ένα έτος στη Θεσσαλονίκη από τον αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο ΣΤ’, διότι αντιτάχτηκε στον παράνομο (δεύτερο) γάμο του
τελευταίου με τη συγγενή του Θεοδώρου, Θεοδότη, την οποία είχε

26
Ιω. Κίνναμος 275,10κ.ε.- Πρβ. Ευστάθιος, Opuscula
27
«οὐ κτήση δούλον οὔτε εἰς τήν οἰκίαν, οὔτε εἰς τήν οἰκίαν χρείαν, οὔτε εἰς τούς ἀγρούς, κατ’εἰκόνα
Θεοῦ γεγονότα ἄνθρωπον»
16

θαλαμηπόλο, κριτικάροντας παράλληλα τον Πατριάρχη Ταράσιο, που


είχε ανεχτεί το γάμο28.

Το 797 εγκαταστάθηκε στη Μονή Στουδίου της Πόλης, την οποία


ανέδειξε σε κυψέλη κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας,
συγκροτώντας συνεργεία αντιγραφής ιερών χειρογράφων. Τότε απέκτησε
το προσωνύμιο Στουδίτης. Υπήρξε υμνογράφος και συγγραφέας πολλών
ασκητικών, θεολογικών και εκκλησιαστικών έργων, καθώς και
επιστολών. Συνέθεσε μέρος του Τριωδίου με τον αδερφό του Ιωσήφ,
αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Σώζονται πάνω από 500 επιστολές του,
κυρίως κατά των εικονομάχων, που αποτελούν σπουδαία πηγή για τη
βυζαντινή εποχή του 9ου αιώνα29.

Το 809 εξορίστηκε πάλι από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄, διότι


στηλίτευσε ως αντικανονική την εκλογή ως Πατριάρχη του
αυτοκρατορικού μυστικοσυμβούλου Νικηφόρου και αρνήθηκε να
επικυρώσει την άρση του αφορισμού του ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος είχε
ευλογήσει τον παράνομο γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ’.

Αργότερα εξορίστηκε για τρίτη φορά από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄


Αρμένιο, ως υπερασπιστής των εικόνων. Σε πείσμα του αυτοκράτορα
τέλεσε επίσημη λιτανεία των εικόνων στους δρόμους της
Κωνσταντινούπολης και συνέχισε να τις υπερασπίζεται με σθένος από
τον τόπο της εξορίας του, παρά τους βασανισμούς που υπέστη.
Εξορίστηκε για τέταρτη φορά από τον Μιχαήλ Ε’ Τραυλό και πέθανε
εξόριστος το 826 σε ηλικία 67 ετών30.

Ετάφη στην Πρίγκηπο, αλλά το 844 έγινε ανακομιδή των λειψάνων


του στη Μονή Στουδίου. Οι μοναστικοί κανόνες που θέσπισε στη Μονή
Στουδίου σταδιακά επεκράτησαν σε όλες τις μονές της αυτοκρατορίας. Η

28
Kazhdan A. κ.α. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, New York-Oxford 1991, σελ. 2044.
29
Kazhdan A. κ.α. (επιμ.), ό.π., σελ. 1960.
30
Ό.π., σελ. 2045.
17

Ορθόδοξη Εκκλησία τον τίμησε ως άγιο, η μνήμη του οποίου εορτάζεται


στις 11 Νοεμβρίου.

Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης επίσης καταγγέλλει πως τους


συνανθρώπους μας, από το ύψος της ισότητας που έπρεπε να τους
είχαμε τοποθετήσει, τους βάλαμε στο βάραθρο της δουλείας31.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ήταν ένας εκκλησιαστικός πατέρας και
συγγραφέας που γεννήθηκε περίπου το 1195 και πέθανε στη
Θεσσαλονίκη, πιθανόν κατά το 1195/6. Έλαβε υψηλή μόρφωση στην
Κωνσταντινούπολη και ήταν ένας αντιγραφέας χειρογράφων υπό την
εποπτεία του μελλοντικού Πατριάρχη Μιχαήλ Γ’. Έγινε διάκονος,
ακολούθως το 1166 μάγιστρος των ρητόρων και το 1178 αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης.

Ο Ευστάθιος έγραψε ένα σχολιασμό για τον Όμηρο, χρησιμοποιώντας


μερικές φορές το έπος για να δηλώσει αλληγορικά ορισμένα σύγχρονά
του γεγονότα. Επιπλέον, σχολίασε τον Πίνδαρο, τον Αριστοφάνη και τον
Ιωάννη Δαμασκηνό. Αν και αρχικώς εργαζόταν ως μεταφραστής αρχαίων
κειμένων και ήταν συλλέκτης αρχαίων σχολιασμών, ο Ευστάθιος ήταν
ένας γνήσιος και εξαιρετικός συγγραφέας32.

Σε πολιτικό επίπεδο, υποστήριζε το Μανουήλ Α’, αλλά τόλμησε


ορισμένες φορές να ασκήσει κριτική στον αυτοκράτορα, ειδικότερα τις
προσπάθειές του για να κάνει συμβιβασμούς με το δόγμα του Ισλάμ. Ο
Ευστάθιος επαινούσε τη στρατιωτική ανδρεία, αλλά λογόκρινε τόσο την
αργυρώνητη γραφειοκρατία, όσο και την απληστία και την
αγραμματοσύνη ανάμεσα στους μοναχούς. Επιπλέον, απέρριπτε τη
δουλεία ως ένα δαιμονικό και αφύσικο θεσμό. Ως συγγραφέας,

31
Πρβ. Ευστ.Θεσ/νίκης. Επ.26 (Tafel 334): «Καί γάρ οὐκ ἄν συγγνώμης εἴημεν ἄξιοι, εἱ ὁ Θεός μέν
ὁ φύσει δεσπότης τούς δούλους ἡμᾶς ἀνάγει πρός ἀδελφότητα, καί καλεῖν ἀδελφούς οὐκ ἀπαξιοί
ἡμεῖς δέ τούς ἀδελφούς ἐκ τοῦ τῆς ἱσότητος ὕψους εἰς δουλείας βάραθρον κατάγειν ἐθέλομεν).
32
Kazhdan A. κ.α. (επιμ.), ό.π., σελ. 754.
18

προσπάθησε να παρουσιάσει σημαντικά γεγονότα με επικέντρωση στις


μικρές λεπτομέρειες, με αρκετές δόσεις ειρωνείας και σαρκασμού.

Ο ίδιος απολάμβανε τη ζωή και θεωρούσε ότι οι ανθρώπινες σχέσεις


είναι πιο σημαντικές από τις τελετουργίες, κάτι που αντανακλάται και
στο έργο του.

Το παλιό ρωμαϊκό καθεστώς της δουλείας εξαλείφθηκε και σ’


αυτό συνετέλεσε η χριστιανική διδασκαλία. Οι δούλοι πλέον έχριζαν
μεγαλύτερης προστασίας έναντι των καταχρήσεων της απόλυτης
εξουσίας των αφεντικών τους. Νομικά πλαίσια άρχισαν να ισχύουν
ανάμεσα στους δούλους και στους ελεύθερους και η απελευθέρωσή
τους ήταν πια γεγονός.

Η «Εν Εκκλησία Απελευθέρωσις» έδινε το δικαίωμα στον


ελεύθερο πλέον δούλο, αλλά και στους δραπέτες δούλους, να
καταφύγουν σε μοναστήρι. Η διαδικασία απελευθέρωσης
μετατράπηκε σε απλή υπόθεση χορηγούμενη ακόμα και από
κληρικούς. Επίσης οι δούλοι μπορούσαν να ασκούν το εμπόριο και
να συμμετέχουν στις συντεχνίες. Σύμφωνα με το Νικόλαο Μεθώνης
- ευσεβή συγγραφέα του βίου του Αγίου Μελετίου της Μυούπολης –
οι Βυζαντινοί δεν εμπόδιζαν όσους είχαν την απαραίτητη δεξιότητα
ή τις τεχνικές γνώσεις να επιλέγουν το επάγγελμά τους, ανεξάρτητα
της ιδιότητάς τους.
Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, με τις νεαρές 38,40, θέσπισε τον
κανόνα πως οι δούλοι θνησκόντων στην αιχμαλωσία, όταν τελούν
χωρίς διαθήκη, ελευθερώνονται εφ’όσον η απελευθέρωση τους
δεν εμποδίζει την απότιση των χρεών των θνησκόντων.
Από τον 9ο με 10ο αιώνα, αρχίζουν να λαμβάνονται τα δραστικά
μέτρα καταργήσεως της δουλείας. Τον 10ο αιώνα ο Κωνσταντίνος
19

Πορφυρογέννητος, καθορίζει πως οι δούλοι αυτού που πεθαίνει


χωρίς διαθήκη, καθίστανται ελεύθεροι33.
IV. Η δουλεία στα χρόνια των Κομνηνών
Ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός, το έτος 1095, ανέχεται το υπάρχον
καθεστώς αφού δεν μπορεί να το αλλάξει, παρόλο που αναγνωρίζει
την ύπαρξη αδικίας των αντιθέτων όρων στην χριστιανική
κοινότητα. Δεν φαίνεται όμως έτοιμος ν’ αλλάξει αυτή την
κατάσταση, ισχυριζόμενος πως η κυβέρνησή του παρέλαβε αυτό το
καθεστώς και είναι υποχρεωμένη να το τηρήσει – «καί ἅπερ ἡ καθ’
ἡμάς πολιτεία παρέλαβε ταῦτα καί ἐπί τούτων χρεών κρατεῖν»34.

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το


έτος 1081 έως το 1118. Ήταν ανηψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄
Κομνηνού και γιός του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής. Ο
Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και
αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού
θρόνου, προτού στασιάσει και ο ίδιος με τους αδελφούς του και πάρει το
θρόνο από το Νικηφόρο Γ΄.

Ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκρατήσει τις


φυγόκεντρες δυνάμεις των τοπικών αρχόντων στις επαρχίες και να
αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο αλλά και να σταματήσει το
κατρακύλισμα του βυζαντινού νομίσματος.

Για να βρει πόρους αναγκάστηκε να επιβάλλει επιπλέον φόρους στο


λαό. Αναφορικά με τις εξωτερικές απειλές αναγκάστηκε ν’
αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς και τους Σελτζούκους Τούρκους. Για να
μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει τους δεύτερους ζήτησε τη βοήθεια του Πάπα
της Ρώμης Ουρβανού Β΄, ο οποίος ανταποκρίθηκε στέλνοντας

33
G.E. Heimbach, Anecota I I 270. Πρβ. JGR.I.237 – A. Hadjinikolaou – Marava. Vie 26
34
Ράλλης, τομ.. II, σελ. 499
20

μισθοφόρους. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την πρώτη Σταυροφορία, την


οποία ο Αλέξιος αντιμετώπισε με διπλωματία35.
Παρόλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του Ιωάννη Β’ ένα
σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός
είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση
υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες
μακροπρόθεσμα έπληξαν παρά ωφέλησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που
εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία
τον εξυμνεί36. Όπως αποδεικνύεται και από τις Νεαρές που είχε συντάξει
ο ίδιος, ήταν αρνητικός με τη δουλεία και θεωρούσε ότι όλοι οι άνθρωποι
είμαστε εξίσου δούλοι μπροστά στα μάτια του Θεού.
Ο Αλέξιος ο 1ος φέρνει μία αξιόλογη καλυτέρευση στη ζωή των
δούλων ενώ ταυτοχρόνως διευκολύνει απείρως τη διαβίωσή τους.
Αναγνώριζε πως και οι δούλοι είναι όντα ανθρώπινα τα οποία
δύνανται να συμμετέχουν στην «εορτή του μεγάλου και σεβάσμιου
ονόματος του θείου νόμου». Εμποδίζει να ζουν οι δούλοι μέσα στον
εξευτελισμό και διατάζει μέτρα για να τους δώσει τη δυνατότητα να
παντρευτούν από ιερέα στην εκκλησία.
Στους τελευταίους αιώνες ο Μανουήλ ο 1ος ο Κομνηνός έδωσε
την ελευθερία στους δούλους με το να γίνουν στρατιώτες
υπηρετώντας την αυτοκρατορία, μπροστά στην ανάγκη δημιουργίας
στρατού. Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς: Οι δούλοι εξαφανίζονται
μέσα στους νόμους των Κομνηνών; Η απάντηση είναι αρνητική. Θα
τους ξαναβρούμε στον Κ. Αρμενόπουλο (μέγα Βυζαντινό
νομοδιδάσκαλο 1320 – 1380) το 14ο αιώνα. Μόνο που ο όρος
«δούλος» τώρα αντανακλά μια πιο σύγχρονη θεώρηση. Μέσα στη
συλλογή του Αρμενόπουλου, αυτός ο τίτλος έχει μάλλον το
ενδιαφέρον να μας κάνει να γνωρίσουμε τις διαθέσεις των
αντιθέσεων μεταξύ της μεσαίας τάξης των Βυζαντινών.

35
Γλύκατζη – Αρβελέρ Ε., Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, σελ. 42.
36
Chalandon F., ό.π., σελ. 8.
21

Η αλήθεια είναι πως ο θεσμός της δουλείας είχε κατάπτωση –


χωρίς φυσικά οι δούλοι να εξαφανιστούν – όχι μόνο στην Ανατολή
αλλά και στη Δύση.
JUS GRAECOROMANUM
Επιμέλεια Ι. ΖΕΠΟΥ και ΠΑΝ. ΖΕΠΟΥ
ΝΕΑΡΑΙ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΛΑ
ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ
Εκ της εκδόσεως
C.E. ZACHARIAE VON LINGENTHAL

Αυτοκρ. Αλεξίου Κομνηνού

VON. XXXV
Imp. Alexii Comneni

A. (1α)
Περί τοῦ μή κρατεῖν ἀντιπαραστατικήν μαρτυρίαν περί τῶν εἰς
ἐλευθερίαν ἀναφωνούντων δούλων, καί περί τοῦ ἱερολογίας καί ἐπί τῶν
δούλων γίνεσθαι καί μή ἐν τούτοις ἐλευθερίας τυγχάνειν αὐτούς (2).
Ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός ρύθμισε με τη νεαρά αυτή τις
περιπτώσεις των ξένων δούλων οι οποίοι ήλθαν στην πολιτεία του
Βυζαντίου ως αιχμάλωτοι, με την ιδιότητα του δούλου και οι οποίοι
ηδύναντο να αποδείξουν με αδιάβλητους μάρτυρες ότι ήσαν
ελεύθεροι στη χώρα τους.
22

Όταν ένας δούλος διεκδικεί την ελευθερία του, μπορεί να το αποδείξει


με κάθε νόμιμο μέσο.

Κατά της μαρτυρίας αυτών δεν χωρούσε ανταπόδειξη και τα


πολιτικά ή εκκλησιαστικά δικαστήρια όφειλαν να σεβαστούν αυτή
τη μαρτυρία. Οι κύριοι των δούλων ή γενικά οι ισχυροί δεν
νομιμοποιούνταν να ακυρώσουν την απόφαση ελευθερίας των
δούλων με μέσα ανταπόδειξης παρά μόνον εάν απεδείκνυαν ότι οι
μαρτυρίες ήταν διαβλητές (π.χ. ψευδορκία).
Εφόσον ο κύριος έδινε την άδειά του για το γάμο των δούλων του,
πλέον τους έχανε από την κυριότητά του και εκείνοι θεωρούνταν
ελεύθεροι. Συνεπώς, ο κύριος δεν είχε το δικαίωμα να διαλύσει μία
νόμιμη οικογένεια, πουλώντας χωριστά τους γονείς από τα τέκνα.

Η παραπάνω διάταξη ετέθη χάριν προστασίας των ασθενεστέρων


έναντι των ισχυρών.
Επιπλέον με την παραπάνω διάταξη επετράπη και η ιερολογία του
γάμου μεταξύ των δούλων και όχι μόνον μεταξύ των ελευθέρων.
Επίσης προτρέπει τους κυρίους των δούλων να ωθούν τους δούλους
τους στη συμμετοχή των υπολοίπων μυστηρίων της εκκλησίας π.χ.
της βαπτίσεως, της θείας κοινωνίας, ούτως ώστε να μην
αποξενωθούν απ’ τη χριστιανική πίστη αλλά συγχρόνως να
παραμένουν υποταγμένοι στους δεσπότες τους. Διότι μέχρι τότε
αποτελούσε πάγια τακτική η σύναψη σχέσεων ανάμεσα στους
δούλους,.
Με το παραπάνω διάταγμα βλέπουμε επίσης πως κυριαρχεί η
αντίληψη ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους και
της κοινωνικής τους θέσης (δεσπότες ή δούλοι) παραμένουν δούλοι
του Θεού. Δίδεται δε παραγγελία να απαγγελθεί το παραπάνω
διάταγμα σ’ όλες τις εκκλησίες και να τύχει εφαρμογής τόσο από τα
εκκλησιαστικά όσο και από τα πολιτικά δικαστήρια.
23

Επιπλέον το ίδιο διάταγμα υποστηρίζονται και οι γάμοι που είχαν


τελεσθεί χωρίς ιερολογία, ούτως ώστε αν ποτέ αυτοί οι γάμοι
ιερολογηθούν, θα έχουν την ίδια ισχύ.

Β. (33α)
Νεαρά τοῦ βασιλέως κυροῦ ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ ἐκφωνηθεῖσα
κατά τον μάρτιον μῆνα τῆς γ΄ ἰνδ. τοῦ 5χγ΄ ἔτους ἐξ ὑπομνήσεως
Θεοδούλου τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, περί τοῦ μή δίδοσθαι
ἀντιπαράστασιν μαρτύρων παρά τῶν κυρίων τῶν δούλων τῶν
ἀναφωνούντων εἰς ἐλευθερίαν ἀλλά μόνην διαβολήν, καί περί τοῦ
ἀνάγκην εἶναι τοῖς δεσπόταις τῶν δούλων ἱερολογεῖν αὐτούς καί μή
ἀνέχεσθαι πορνεύειν τούτους πρός ἀλλήλους εἰ μή βούλονται
στερεῖσθαι τῆς ἐπ’ αὐτοῖς δεσποτείας καί ἐλευθεροῦσθαι τούς
δούλους, φέρουσα τόν μήνα ὑποσεσημασμένον διά γραμμάτων τοῦ
βασιλέως.
Με την παραπάνω διάταξη εξετάζεται από τον Αλέξιο το θέμα της
απόδειξης της ελευθερίας από μέρους των δούλων, όπου σε μερικές
περιπτώσεις δεν επιτρέπεται ακόμη και η προσβολή της διαβλητής
μαρτυρικής κατάθεσης.
Η ίδια διάταξη αναφέρει στη συνέχεια πως οι κύριοι των δούλων
δεν πρέπει να φοβούνται την ιερολογία του γάμου των δούλων τους
ενώπιον της εκκλησίας, με την πρόφαση πως έτσι θα γίνουν
ελεύθεροι, γιατί αυτό δεν ισχύει. Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως
και μετά την ιερολόγηση του γάμου των, οι δούλοι θα παραμείνουν
ως έχουν και θα εξακολουθούν να δουλεύουν στους κυρίους τους
όπως και πριν, χωρίς να χάσουν την ιδιότητα του δούλου. Μ’ αυτό
τον τρόπο αντιλαμβανόμαστε πως ο αυτοκράτορας δε θέλει να έρθει
σε ευθεία αντιπαράθεση με τους δεσπότας των δούλων.
Στη συνέχεια η διάταξη αναφέρει πως στη συμμετοχή του αγίου
βαπτίσματος και των αχράντων μυστηρίων έχουν δικαίωμα όλοι οι
άνθρωποι και πως ο Θεός δεν ξεχωρίζει αν ο συμμετέχων είναι
κύριος ή δούλος. Οι παραπάνω διατάξεις είχαν κυρώσεις και για
24

τους κυρίους των δούλων, διότι αν δεν επέτρεπαν στους δούλους


τους την ιερολογία του γάμου τους, αυτόματα αυτοί θα καθίστανται
ελεύθεροι.
Συγκρίνοντας τους δύο νόμους, ο πρώτος αφορά αποκλειστικά σε
ξένους δούλους οι οποίοι έχουν ως στόχο να αποδείξουν την
ελευθερία τους, προτού βρεθούν σε κατάσταση αιχμαλωσίας.
Επιπλέον, στον πρώτο νόμο, ο Αλέξιος Κομνηνός επέτρεψε το γάμο
ανάμεσα σε δούλους, δίνοντας την ευκαιρία να μετέχουν και εκείνοι
ανεξαιρέτως σε όλα τα Ιερά Μυστήρια. Με αυτόν τον τρόπο δινόταν
ένα τέλος στις εκτός νομίμου πλαισίου σχέσεις των δούλων, όπως
αναφέρεται παραπάνω.
Ο δεύτερος νόμος, αν και στην αρχή επίσης αφιερώνεται στη
δυνατότητα απόδειξης της ελευθερίας των δούλων που ήταν
αιχμάλωτοι, ορίζοντας ότι είναι δυνατή η κατάθεση των μαρτύρων,
ακολούθως εξηγεί ότι η ιερολογία του γάμου δεν αποτελεί ευκαιρία
για απελευθέρωση των δούλων. Η διευκρίνιση αυτή είναι
επεξηγηματική της προηγούμενης Νεαράς του Αλεξίου, καθώς ο
αρχιεπίσκοπος Θεόδουλος, που ήταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
κατά την εποχή της θέσπισης των Νεαρών, είχε τονίσει στον Αλέξιο
την ανάγκη αποδέσμευσης των δούλων από την πορνεία, αλλά χωρίς
αυτό να δηλώνει την οριστική απελευθέρωσή τους εξαιτίας της
ιερολογίας του γάμου37.
Συνεπώς, το πρώτο μέρος της Νεαράς τερματίζει την πορνεία των
δούλων και αποκαθιστά την παλαιότερη αδικία εις βάρος τους, που
είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία συμμετοχής στα Μυστήρια της
Εκκλησίας, ενώ το δεύτερο μέρος της Νεαράς ως ερμηνευτικό της

37
Jus Graecoromanum, Νεαραί και Χρυσόβουλλα των μετά τον Ιουστινιανόν Βυζαντινών
Αυτοκρατόρων, Ζέπος Ι., Ζέπος Π. (επιμ.), τόμος Α’, εκδ. Zachariae von Ligenthal, Αθήνα 1931,
σελ. 341.
25

πρώτης, τονίζει τη μη αυτοδίκαιη απελευθέρωση των δούλων


εξαιτίας της συμμετοχής τους στην ιερολογία του γάμου.
Το βυζαντινό δίκαιο αρνούταν προ του Αλεξίου Α’ Κομνηνού
οποιαδήποτε νομική σημασία στη σχέση ανάμεσα σε δούλους.
Μάλιστα, εκλαμβανόταν αυτή η σχέση ως απλή πραγματική
κατάσταση που χαρακτηριζόταν με τον όρο contubernium. Στην ίδια
αρχή επέμεινε και το ιουστινιάνειο δίκαιο, το οποίο ωστόσο απένεμε
στα παιδιά των δούλων κληρονομικά δικαιώματα απέναντι στους
ελευθερωθέντες γονείς τους. Αυτό σημαίνει ότι η ένωση των
δούλων δεν ήταν άμοιρη νομικής σημασίας. Η αντίληψη αυτή
αποτυπώνεται ακόμα πιο έντονα κατά την εποχή του Λέοντα Σοφού
και συγκεκριμένα στο προοίμιο της 101ης Νεαράς του.
Την εποχή του Αλεξίου Α’ Κομνηνού πλέον ήταν ώριμη η
κοινωνία να δεχθεί τη νομική αλλαγή και καθιέρωση του γάμου
ανάμεσα στους δούλους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, απευθυνόμενος
στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νικόλαο Γ΄ Κυρδινιάτη το
έτος 1095 χαρακτήρισε ρητώς την ένωση των δούλων ως γάμο, που
πρέπει να επικυρώνεται με την ιερολογία. Ρυθμίζοντας αυτό το θέμα
με την 35η Νεαρά του, επανέλαβε τα όσα είχε πει πρωτύτερα στον
Πατριάρχη38.
Ουσιαστικά, όπως αναφέρεται, ο Αλέξιος Α’ επικύρωνε τα όσα
ήδη είχε δεχθεί η κοινή αντίληψη των Βυζαντινών, καθώς οι
δεσπότες των γάμων των δούλων απέφευγαν να τελέσουν την
ιερολογία εξαιτίας του φόβου ότι με αυτή οι δούλοι θα αποκτούσαν
την ελευθερία τους. Η κοινή γνώμη όμως, είχε αποσυνδέσει το
μυστήριο του γάμου από την απόκτηση της ελευθερίας και η
απαίτηση για την τέλεση της ιερολογίας υποδείκνυε ότι όντως η

38
Μαριδάκης Γ., Το αστικόν δίκαιον εν ταις νεαραίς των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: Le droit civil
dans les novelles des empereures Byzantins, εκδ. Ι. Βασιλείου, Παρίσι 1922, σελ. 69.
26

ιερολογία είχε ταυτιστεί με την έννοια του γάμου. Επομένως, ο


Αλέξιος Α’ Κομνηνός επέτρεπε την ιερολογία, όχι όμως και την
απελευθερωτική ενέργεια39.
Στη συγκεκριμένη Νεαρά, ο Θεόδουλος, αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης έκανε υπόμνηση, δεδομένου ότι ήταν αναγκαία η
διευκρίνιση της μη απελευθέρωσης των δούλων, λόγω της
συμμετοχής τους στην ιερολογία, για να καθησυχαστούν οι ιερείς
που επρόκειτο να τελέσουν το μυστήριο του γάμου ανάμεσα σε
δούλους.
Ως προς τη χρονολόγηση της έκδοσης της Νεαράς αυτής, από
τους περισσότερους θεωρείται ως πιθανή η χρονολογία 1095, αν και
ο Πέτρος Χαρτοφύλαξ, που βρισκόταν στο Πατριαρχείο
Κωνσταντινούπολης στα τέλη του 11ου αιώνα, αναφέρει ότι του
ανακοινώθηκε το διάταγμα το 1092, επειδή εκείνη τη χρονιά
δημοσιεύθηκε στο Πατριαρχείο. Επιπλέον, ο Θεόδουλος της
Θεσσαλονίκης είχε στην κατοχή του ένα αντίτυπο ήδη κατά το έτος
1095, γεγονός που δε δικαιολογεί τη χρονολόγηση της Νεαράς σε
τόσο προχωρημένο έτος. Συνεπώς, είναι πιθανή η χρονολόγηση της
Νεαράς στο έτος 1085, αντί του 1095, καθώς έτσι δικαιολογείται
τόσο η αναφορά του Πέτρου Χαρτοφύλακα το 1092, όσο και η
συνύπαρξη του Αλέξιου Α’ Κομνηνού με το Θεόδουλο
αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης40.
Ως προς την παρακίνηση για τη συγγραφή αυτού του νόμου,
φαίνεται ότι στάθηκε κομβικό σημείο το γεγονός ότι ο
αυτοκράτορας είχε ήδη στενές σχέσεις με δούλους, γεγονός, που

39
Μαριδάκης Γ., ό.π., σελ. 70.
40
Μαριδάκης ο.π. σελ. 71.
27

κατά ορισμένους μελετητές, εξηγεί τη θέσπιση των παραπάνω


Νεαρών41.
Ο Αλέξιος είχε αποστείλει στο Άγιο Όρος το Θεόδωρο
Σεναχερείμ - στενό του συνεργάτη - «οικείο» όπως αναφέρεται, να
αποκαταστήσει το Συμεών ως ανώτερο του Ξενοφώντα. Ο Συμεών
ήταν ένας ευνούχος που είχε εξοριστεί επειδή είχε φέρει μαζί του
στο Άγιο Όρος, όταν είχε μετακομίσει εκεί, τρία αμούστακα αγόρια.
Οι ανώτεροι του Συμεών ήταν αποφασισμένοι να αρνηθούν την
παραμονή του στο Άγιο Όρος, ωστόσο ο Αλέξιος Α Κομνηνός, σε
αντίθεση με άλλους, θεώρησε βέβαιο ότι η επιθυμία του για
αποκατάσταση της θέσεως του Συμεών θα εκπληρωνόταν με την
αποστολή του Θεόδωρου Σεναχερείμ. Ο τελευταίος, ήταν έμπιστος
του αυτοκράτορα. Όπως γίνεται κατανοητό, αν ο αυτοκράτορας
έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για κάποιο θέμα ή επιλογή, επικρατούσε
η άποψή του42.
Ωστόσο, η διάταξη του Αλεξίου δεν κατάφερε να επιλύσει
οριστικά το πρόβλημα, καθώς ακόμη και κατά το 13ο αιώνα
υπάρχουν αναφορές ότι ο γάμος ανάμεσα σε δούλους δε
συνοδεύεται πάντοτε από ιερολογία. Χαρακτηριστική είναι η
επιστολή του Νικηφόρου Χαρτοφύλακος προς το μοναχό Θεοδόσιο,
έγκλειστο Κορίνθου, προκειμένου να επεξηγηθούν ορισμένες
λεπτομέρειες θεολογικών ζητημάτων43.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι αρκετοί μοναχοί δεν ιερολογούν το
γάμο των δούλων, αλλά και δεν τους επιτρέπουν να μεταλαμβάνουν
και συχνά να μετέχουν και σε άλλα μυστήρια, επειδή θεωρούν ότι
εκπορνεύονται και επομένως είναι ακάθαρτοι. Ο Νικηφόρος

41
Neville L., Authority in byzantine provincial society 950-1100, Cambridge University Press,
Cambridge 2004, σελ. 74-75.
42
Ό.π., σελ. 111.
43
Jus Graecoromanum, ό.π., σελ. 341.
28

ενημερώνει το Θεοδόσιο ότι οι μοναχοί και οι αρχιερείς, που


λαμβάνουν τη Θεία Οικονομία και την ευλογία του Αγίου
Πνεύματος, οφείλουν να βρίσκονται κοντά στους δούλους, να τους
προσφέρουν τη συγχώρεση και να επιτρέπουν στους κυρίους τους
να είναι συνεργοί των δούλων, δηλαδή να δίνουν την άδειά τους
προκειμένου να μετέχουν οι τελευταίοι στα Μυστήρια της
Εκκλησίας και να έχουν τη δυνατότητα τέλεσης της ιερολογίας44.
Σε παρόμοιο ύφος κινείται η επιστολή προς το Νικήτα
Μυτιληναίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης κατά το 13ο αιώνα. Στο
κείμενο της επιστολής, ο συγγραφέας κάνει μία υπόμνηση σχετικά
με την ιερολογία του γάμου και τονίζει ότι ακόμα και εκείνη την
εποχή, οι κληρικοί δείχνουν αμφιβολίες σχετικά με την αποδοχή της
διάταξης του Αλεξίου Α’ για την ιερολογία του γάμου των δούλων.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως οι ιερείς οφείλουν μεν να δείξουν
υπακοή στην αυτοκρατορική διάταξη, η οποία προέρχεται από το
Θεό, αλλά δυσπιστούν δε από το φόβο ότι μετά το πέρας της
ιερολογίας, οι δούλοι πλέον απελευθερώνονται. Ο συγγραφέας
υπενθυμίζει ότι η Νεαρά του Αλεξίου έχει δώσει επίλυση σε αυτό το
ζήτημα, αλλά αρκετοί ιερείς είτε την αγνοούν είτε εξακολουθούν να
δυσπιστούν.
Για αυτό το λόγο, θεωρείται σημαντική η αποδοχή του νόμου με
την υπογραφή του αρχιεπισκόπου Νικήτα Μυτιληναίου, που θα
χρησιμεύσει ως σύσταση και πληροφόρηση των κληρικών που δεν
υπακούουν στη Νεαρά. Παράλληλα, ο συγγραφέας της επιστολής
ζητά τη συμβουλή του αρχιεπισκόπου σχετικά με τον τρόπο με τον

44
«Νικηφόρου, Επιστολή του Χαρτοφύλακος», στο Ράλλη Γ., Πότλη Μ. (επιμ.), Σύνταγμα των θείων
και ιερών κανόνων των άγιων τε και πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και
τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αποφάσεις συνοδικαί και διατάξεις των
Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών, τόμος Ε’, Αθήνα 1833, σελ. 399.
29

οποίο θα παύσει η εκπόρνευση των δούλων, που προφανώς συνέχιζε


το 13ο αιώνα45.
Εκτός όμως από τους σχολιασμούς και τις παραδόσεις που
σχετίζονται με τη Νεαρά του Αλεξίου και που χρονολογούνται στα
χρόνια του Βυζαντίου, εξίσου οι μεταγενέστεροι σχολιαστές
συμπεριέλαβαν τη Νεαρά αυτή στα έργα τους. Ένας από τους
σημαντικότερους μεταγενέστερους σχολιαστές των βυζαντινών
νόμων, που κατέγραψε τη Νεαρά του Αλεξίου Α’ είναι ο Joannes
Leunclavius, που έζησε κατά το 16ο αιώνα46.
Εκείνη την εποχή είχε δοθεί ιδιαίτερο βάρος στις κλασικές και
μεσαιωνικές πηγές που προέρχονταν από τις ηγεσίες των κρατών,
δηλαδή ως επί το πλείστον νόμους. Επιπλέον, οι στενότερες σχέσεις
που είχε αναπτύξει η Ευρώπη με τις περιοχές της Ανατολικής
Μεσογείου, η ευνοϊκότερη διάδοση των γραμμάτων και των
συγγραμμάτων, αλλά και η ισχυρή αντιπαράθεση των δύο
Εκκλησιών, Ορθόδοξης και Καθολικής, οδήγησαν στην άνθιση της
δυτικής διανόησης.
Μέσα στις παραπάνω κοινωνικές συνθήκες, ο Joannes
Leunclavius γεννήθηκε το 1533 στο Amelbeuern της Βεστφαλίας.
Αν και έχασε πολύ νωρίς τους γονείς του, έλαβε εξαιρετική
εκπαίδευση και διδάχθηκε ελληνικά, ενώ το 1582 ταξίδεψε στην
Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αυτοκρατορικό πρόξενο
Lichtenstein και είχε την ευκαιρία να μάθει τούρκικα, καθώς και να
έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύντομα ξεκίνησε να μεταφράζει, να αντιγράφει και να σχολιάζει

45
Νικήτα Θεσσαλονίκης, «Υπόμνησις προς τον Θεσσαλονίκης Κύριον Νικήτα των Μυτιληναίον,
παρά δούλων, ίνα ιερολογώνται», στο Ράλλη Γ., Πότλη Μ. (επιμ.), Σύνταγμα των θείων και ιερών
κανόνων των άγιων τε και πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών
Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αποφάσεις συνοδικαί και διατάξεις των
Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών, τόμος Ε’, Αθήνα 1833, σελ. 443.
46
Hussey J, “Joannes Leunclavius”, στο Leunclavius J., Iuris Graeco Romani form canonici quam
civilis, τόμος Α’, εκδ. Gregg, Famborough 1971, i.
30

κείμενα νομικά και ιστορικά, όπως το δημώδες ποίημα του Γλυκά,


το οποίο και μετέφρασε στα λατινικά.
Αν και υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά με τη ζωή του
Leunclavius, είναι γνωστό ότι ο χαρακτήρας και οι δραστηριότητές
του οδήγησαν στο θαυμασμό των συγχρόνων του, μέσα από τα έργα
των οποίων και μόνο είναι δυνατόν να αντληθούν πληροφορίες για
αυτόν.
Οι εκδόσεις και οι μεταφράσεις του Leunclavius καλύπτουν ένα
χαρακτηριστικά ευρύ πεδίο, που ποικίλλει ανάμεσα στον αγαπημένο
του κλασικό ιστορικό Ξενοφώντα και φθάνει μέχρι τους
μεσαιωνικούς Βυζαντινούς συγγραφείς. Προφανώς, η συμβολή του
Leunclavius στα γράμματα είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς
διαδόθηκαν στα λατινικά έργα που είχαν ήδη μακρά ιστορική
παράδοση. Ο κατάλογος Βυζαντινών συγγραφέων με τους οποίους
ασχολήθηκε ο Leunclavius είναι μακρύς: Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός,
Δίων Κάσσιος, Ζώσιμος, Προκόπιος Καισαρείας, Αγαθίας, αλλά και
οι ιστορικοί Μιχαήλ Γλυκάς και Κωνσταντίνος Μανασσής47.
Στην εποχή του, ο Leunclavius χαρακτηρίστηκε ως ένας
επιτυχημένος μεταφραστής, αν και υπήρχε κάποια κριτική απέναντι
στο έργο του. Αρκετά μέρη του έργου του, εν τούτοις,
συμπεριλήφθηκαν σε άλλες σύγχρονες ή μεταγενέστερες εκδόσεις,
ειδικότερα στην περίπτωση των μεταφράσεων και των σχολιασμών
Βυζαντινών συγγραφέων. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η
συλλογή Bonn Corpus, η οποία περιλαμβάνει αρκετούς νόμους και
ιστορικά έργα της βυζαντινής περιόδου, μερικά εκ των οποίων είχαν
αντιγραφεί και σχολιαστεί από τον Leunclavius.
Ο Leunclavius έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στα πονήματα νομικής
φύσεως, καθώς το 1576 είχε δημοσιεύσει τη λατινική μετάφραση
47
Manasses C., Brevarium historiae metricum, ed. J. Bekker, Bonn 1837, σελ. v.
31

της Μεγάλης Σύνοψης των Βασιλικών (Synopsis major), βασιζόμενος


σε ένα χειρόγραφο που είχε εντοπίσει στο Ταρέντο στη βιβλιοθήκη
του Joannes Sambucus. Το γνωστότερο έργο του είναι το λεγόμενο
Jus Greaco-Romanum, το οποίο ήρθε στην επιφάνεια τρία χρόνια
μετά το θάνατό του, το 1593, από το Γερμανό διανοούμενο
Marquard Friedrich Freher, ο οποίος πρόσθεσε μία αφιέρωση στο
Γερμανό αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’ και ορισμένα σχόλια στο
περιθώριο των γραπτών του Leunclavius48.
Οι δύο τόμοι του Jus Graeco-Romanum περιλαμβάνουν ένα
αριθμό βυζαντινών κανονικών συλλογών και σχόλια, καθώς και
διάφορα νομικά έγγραφα και πραγματείες. Για την εποχή του, ο
Leunclavius έδωσε νέα πνοή στην ευρωπαϊκή διανόηση και
προσέφερε τα μέγιστα στη διάσωση και στη μεταγενέστερη γνώση
για τα βυζαντινά νομικά και εκκλησιαστικά θέματα. Μετά από
έρευνες, διαπιστώθηκε ότι αρκετά από αυτά τα κείμενα αποτελούν
επανεκδόσεις των αρχικών έργων. Ωστόσο, αποτέλεσαν τη βάση για
μεταγενέστερους εκδότες και σχολιαστές, όπως των Dölger και
Grumel.
Στο Jus Graeco-Romanum, ο Leunclavius συμπεριλαμβάνει τη
Νεαρά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, ως μία από τις σημαντικότερες
Νεαρές, καθώς ρυθμίζει βασικά θέματα που σχετίζονται με την
πολυπληθή κοινωνική τάξη των δούλων. Ο Leunclavius παραθέτει
το γνήσιο κείμενο της Νεαράς σε αριστερή στήλη της σελίδας, ενώ
στα δεξιά καταγράφεται η μετάφραση σε λατινικό κείμενο. Στο
περιθώριο του βυζαντινού κειμένου τίθενται ορισμένα σχόλια,
κυρίως λεξιλογικού και γραμματικού χαρακτήρα, τα οποία
πιθανότατα να γράφηκαν από τον Marquard Friedrich Freher, που

48
Hussey J, ό.π., ii.
32

όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επεξεργάστηκε και δημοσίευσε τους


δύο τόμους του Jus Graeco-Romanum και προσέθεσε σχολιασμό49.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι η Νεαρά του
Αλεξίου Α’ Κομνηνού ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά τους
μεταβυζαντινούς και υστεροβυζαντινούς χρόνους, με αποτέλεσμα να
γίνει θέμα συζήτησης και σχολιασμού τόσο από τους ίδιους τους
Βυζαντινούς, όσο και από μεταγενέστερους μεταφραστές και
σχολιαστές, όπως ο Joannes Leunclavius και ο Marquard Friedrich
Freher.

49
. Leunclavius J., Iuris Graeco Romani forms canonici quam civilis, τόμος Α’, εκδ. Gregg,
Famborough 1971, σελ. 145-147.
33

1.2. Δούλοι της υπαίθρου - Δουλοπάροικοι

Οι νέες οικονομικές ανακατατάξεις και κοινωνικές διαρθρώσεις


που εμφανίζονται στη μέσο και υστεροβυζαντινή εποχή, μηδενίζουν
το ρόλο της δουλείας ως παράγοντα υπολογίσιμου στην αγροτική
οικονομία. Στη θέση της βλέπουμε να παρουσιάζεται η εξαρτημένη
εργατική δύναμη, οι μισθωτές – μικροκαλλιεργητές. Αυτή είναι μια
κατηγορία φτωχών ανθρώπων που καλλιεργούν μισθωμένη γη,
αλλά που οι ίδιοι είναι ελεύθερα νομικώς πρόσωπα, με μειωμένη
όμως τη δυνατότητα ελευθερομετακινήσεως50.
Ο Λέων ΣΤ΄ με την 38 Νεαρά, επιτρέπει στους δούλους
αυτοκρατορικών γαιών να κατέχουν δική τους έγγεια κτήση και να
τη διαθέτουν ελεύθερα, χωρίς να ζητούν δηλαδή την έγκριση του
κυρίου τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέτονται οι βάσεις εξομοιώσεώς
τους με άλλους καλλιεργητές – μισθωτούς. Με το να αποκτούν
λοιπόν, δική τους έστω μικρή ιδιοκτησία, αρχίζουν ν’ ανακάμπτουν
οικονομικά και κοινωνικά, διότι «η οικονομική χειραφέτηση
συνεπάγεται και την κοινωνική χειραφέτηση»51.
Τον 8ο και τον 9ο αιώνα, ο αγροτικός πληθυσμός της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας είχε γίνει ομοιογενής. Όταν αναφερόμαστε σε
αγροτικό πληθυσμό με την ευρύτερη έννοια, εννοούμε όλους
εκείνους που ασχολούνταν με τη γη και αποκόμιζαν με οποιοδήποτε
τρόπο εισοδήματα και οφέλη απ’ αυτήν. Σ’ αυτήν την κατηγορία θα
πρέπει να κατατάξουμε τους γαιοκτήμονες, τους μισθωτές γης, τους
εξαρτημένους εργάτες και τους αγροδούλους.
Η εύνοια που είχαν οι κάτοικοι των πόλεων έναντι των χωρικών
ήταν εμφανέστατη. Τα φορολογικά συστήματα της εποχής
50
Ι. Καραγιαννόπουλος : «Το Βυζαντινό κράτος» εκδόσεις Βάνιας.
51
Α. Hadjinicolaou- Marava Vie 25
34

ευνοούσαν τους κατοίκους των πόλεων, αλλά φόρτωναν με φόρους


τους αγρότες, κάνοντας τα πράγματα πιο δύσκολα γι αυτούς. Ακόμα
και οι τιμές για τα προϊόντα τους, είχαν σαν σκοπό τον έλεγχο
των κερδών τους. Η φτώχεια στην οποία ήταν καταδικασμένοι οι πιο
πολλοί, τους οδηγούσε σε μίσος τόσο για τους φοροεισπράκτορες,
όσο και για τον τοπικό άρχοντα52.
Ο αριθμός των ατόμων που εργάζονταν σαν δούλοι σε χωράφια
ήταν μεγάλος, εκτός από τους στρατιώτες και τους κτηματίες
θεμάτων που καλλιεργούσαν παραμεθόριες εκτάσεις. Η ζωή στην
επαρχία θεωρούνταν εξορία για τους εργάτες- ακτήμονες, αλλά για
κάποιους γαιοκτήμονες παράδεισος, αφού ήταν μακριά από το
βλέμμα του αυτοκράτορα.
Γύρω στον 5ο αιώνα παρατηρείται η δημιουργία δύο κατηγοριών
εργατών – αγροτών. Η μία περιλάμβανε τους άνδρες οι οποίοι
ήσαν ελεύθεροι, αλλά πλήρωναν φόρους και η άλλη τους δούλους.
Την εποχή εκείνη πολλοί γαιοκτήμονες είχαν στην ιδιοκτησία τους
πολυάριθμους δούλους. Αναφέρεται πως μερικοί απ’ αυτούς είχαν
στην ιδιοκτησία τους τόσο πολλούς δούλους, ώστε όταν τους
καλούσαν να στείλουν έναν αριθμό στρατιωτών για το κρατικό
στράτευμα, δε δίσταζαν να στείλουν από τους δούλους που
αποτελούσαν το εργατικό δυναμικό τους53.
Συχνά επίσης συνέβαινε το φαινόμενο ένας μεγαλοκτηματίας για
να μπορέσει να φέρει εις πέρας τις αυξημένες εργατικές ανάγκες
του, να χρησιμοποιεί δούλους άλλων κτηματιών. Τότε το ζήτημα
της αμοιβής γινόταν αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τον κύριό
τους.

52
Τρωιάνος Ν.Σ.(1999) «Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου» εκδόσεις Α. Σάκουλα
53
G. Walter “Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο εκδόσεις Παπαδήμα»
35

Οπωσδήποτε κάποιοι από τους αγρότες ήταν πλουσιότεροι κι


άλλοι φτωχότεροι. Κάποιοι από τους πλέον φτωχούς δεν μπο-
ρούσαν να καλλιεργήσουν τους κλήρους τους και γι αυτό
προτιμούσαν να τους νοικιάζουν στους πιο ανεβασμένους
οικονομικά κατοίκους της περιοχής, ή παρείχαν τις υπηρεσίες τους
σε άλλους, συνήθως ως βοσκοί. Αυτοί λεγόντουσαν μισθίοι ή
μισθωτοί. Παρά την κατώτερη κοινωνική θέση τους, δεν έπαυαν να
διατηρούν την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη. Ήσαν όμως
αναξιόπιστοι. Η φήμη για την αναξιοπιστία τους κυκλοφορούσε σε
όλη την τότε γνωστή επικράτεια. Το απόσπασμα από το ευαγγέλιο
του Ιωάννη δίνει χαρακτηριστικά την εικόνα αυτή: «ὁ δέ μισθωτός
φεύγει, ὅτι μισθωτός ἔστι καί οὑ μέλλει αὐτῶ περί τῶν
προβάτων» (10:13).
Εκτός από την ελεύθερη αγροτική εργασία που πληρωνόταν με
μισθό, εξακολουθούσε να υφίσταται και η δουλική εργασία. Είναι
φανερό πως αν ο ιδιοκτήτης χρησιμοποιούσε στη δουλειά του τους
δούλους του, δεν θα χρειαζόταν να τους δίνει μισθό. Παρατηρούμε
το κράτος να εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση και να βρίσκεται
απ’ αυτήν την άποψη σε ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση, γιατί διέθετε
ανθρώπινες εφεδρείες ανεξάντλητες, χάρη στο δικαίωμα που είχε
ιδιοποιηθεί, να προβαίνει σε επιτάξεις, όταν ήθελε να εκτελέσει
έργα εθνικής χρησιμότητας.
Η ριζική διάκριση μεταξύ των αγροτών εμφανίζεται στις σχέσεις
τους με το δημόσιο. Υπάρχουν αυτοί που δύνανται να πληρώνουν
φόρους κι αυτοί που δεν δύνανται. Παρατηρούμε επίσης πως άλλοι
πληρώνουν με μορφή φόρων προς το κράτος, κι άλλοι με μορφή
οφειλών προς το λαϊκό ή εκκλησιαστικό άρχοντα στον οποίο είναι
υποταγμένοι με δεσμούς εξαρτήσεως54.

54
Ι. Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό κράτος» εκδόσεις Βάνιας
36

Εκτός από τους ελεύθερους ακτήμονες, οι γαιοκτήμονες


χρησιμοποιούσαν για την κάλυψη των αγροτικών αναγκών τους και
μια άλλη κατηγορία εργατών, την λεγόμενη εξαρτημένη εργατική
δύναμη. Στις πηγές αναφέρονται ως γεωργοί. Στην πρωτοβυζαντινή
εποχή τα πρόσωπα αυτά διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: α) τους
κολωνούς ή μισθωτούς (coloni liberi) και β) τους εναπογράφους
(coloni censibus adscripti, censiti, adscripticii).
Οι κολωνοί (εκ του colore-καλλιεργώ) ήταν ελεύθεροι αγρότες-
εργάτες. Ο Αναστάσιος Α΄ καθόρισε πως αν η μίσθωση κάποιου
κτήματος από ελεύθερο αγρότη-εργάτη ξεπερνούσε τη τριακοντα-
ετία τότε οι ελεύθεροι εργάτες-καλλιεργητές γινόντουσαν μόνιμοι
και έδιναν σε είδος το μίσθωμα της γης, αντί σε χρήμα. Στην
περίπτωση αυτή ο ιδιοκτήτης της γης, δεν είχε το δικαίωμα να
διώξει τον κολωνό, μα ούτε και ο κολωνός μπορούσε να
εγκαταλείψει τη γη55.
Ο ιδιοκτήτης δεν είχε το δικαίωμα ν’ απαιτήσει αύξηση του
μισθώματος, πέραν του αρχικού συμφωνηθέντος από τον κολωνό ή
τους απογόνους του. Μπορούσε όμως, αν δεν υπήρχε άλλος
αρσενικός απόγονος από την οικογένεια του μισθωτού στον τόπο
του μισθίου ν’ απαιτήσει την επιστροφή οποιουδήποτε γυιου του, ο
οποίος είχε παλαιότερα αναχωρήσει, για να αναλάβει και να
συνεχίσει τη μίσθωση και την καλλιέργεια γης, με τους ίδιους όρους
της αρχικής μίσθωσης. Ο νόμος έδινε κάποια δυνατότητα ν’
απαλλαγεί ο κολωνός απ’ την εξαναγκαστική αυτή κατάσταση. Η
δυνατότητα αυτή συνίστατο στο να αποκτήσει δική του γη σε
τέτοια έκταση, ώστε η καλλιέργειά της ν’απαιτεί την πλήρη

55
Ι. Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό κράτος» εκδόσεις Βάνιας
37

απασχόλησή του. Τότε είχε το δικαίωμα ν’αφοσιωθεί στην


καλλιέργεια της δικής του ιδιοκτησίας56.
Οι κολωνοί και οι απόγονοί τους, παρ’ όλη την δέσμευσή τους
με τη γη, εξακολουθούσαν να θεωρούνται ελεύθεροι πολίτες και
φυσικά όλες οι ενέργειες και οι πράξεις τους διέπονταν από το
δίκαιο των ελευθέρων προσώπων.
Οι εναπόγραφοι (adscripticii) διατελούσαν κάτω από διαφορε-
τικές συνθήκες. Θεωρούνταν ότι ανήκαν στο γαιοκτήμονα,
συγκαταλέγονταν δηλαδή στα περιουσιακά του στοιχεία, όπως
ακριβώς οι δούλοι. Ο γαιοκτήμονας που είχε στην κατοχή του
εναπόγραφους ασκούσε σ’αυτούς εξουσία κυρίου (potestas domini).
Οι εναπόγραφοι δεν μπορούσαν να κάνουν αγωγή εναντίον του
κυρίου τους εκτός των περιπτώσεων του κοινού ποινικού δικαίου57.
Η κατάσταση όμως αυτή των εναπογράφων έμοιαζε με την
κατάσταση της δουλείας, ώστε ο Ιουστινιανός Α΄, αναρωτιόταν, τι
διαφορά μπορεί να υπάρχει, μεταξύ δούλου και εναπόγραφου,
εφόσον και οι δυο υπόκεινται στη εξουσία του κυρίου τους58.
Η κατάσταση του δούλου και του εναπόγραφου μπορεί να
έμοιαζε, δεν ήταν όμως ταυτόσημη. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ
τους συνίστατο στο ότι οι εναπόγραφοι θεωρούνταν δούλοι όχι του
ιδιοκτήτη της γης, μα της ίδιας της γης την οποία καλλιεργούσαν.
Σε νόμο του Θεοδοσίου Α΄, Αρκαδίου και Ονωρίου, αναφέρονται
ως «δούλοι της γης στην οποία γεννήθηκαν».(servi terrae ipsius cui
nati sunt aestimentur) και αυτός ήταν και ο βασικότερος λόγος που

56
NJ.162 c.2-a539: «…οὐδέ ἐσταί αὐτοῖς άδεια τοῦτο μέν ἀπολιμπάνειν ἓτερα δέ περινοστεῖν
ἀλλότρια πλήν εἰ μή κύριοι γένοιντο κτήσεως τινός ἰδίας ἱκανῆς οὔσης ἀσχολεῖν αὐτούς περί
αὐτήν καί μή συγχωρούσης καί ἓτερα γεωργεῖν, εἰς ἐκείνων τε μετασταῖεν. Ἐπεί τοί γέ πᾶσι
τρόποις αὐτούς μένειν θεσπίζομεν ἐπί τοῦ χωρίου, ἐλευθέρους μέν καθεστώτας, ἀπό δέ τῆς
οἰκήσεως κατεχομένους».
57
CJ.11.50. 2,4
58
CJ.11.48.21,1(530) «quae etenim differentia inter servos et adscripticios intellegetur, cum uterque
in domini sui positus est potestate?»
38

δεν μπορούσαν να χωριστούν απ’ αυτήν. Είχαν όμως τη δυνατότητα


να διαμαρτυρηθούν στις αρχές εναντίον του γεούχου όπου
δούλευαν, αν εκείνος αθετούσε τη μεταξύ τους συμφωνία και
απαιτούσε απ’ αυτούς αύξηση του μισθώματος.
Η καταγωγή «των δούλων αυτών της υπαίθρου» ήταν από
ελεύθερους μικροκαλλιεργητές που είχαν πτωχεύσει, από ζητιάνους
ή περιπλανώμενους νομάδες (vagi servi). To πιθανότερο πάντως
είναι να προέρχονταν από άτομα σε κατάσταση δουλείας, που οι
γαιοκτήμονες τους παραχώρησαν μερίδες γης προς καλλιέργεια,
προς όφελος βέβαια πάντα του γαιοκτήμονα. Είχαν το δικαίωμα της
σύναψης γάμου τόσο με ενυπόγραφο, όσο και με ελεύθερο. Οι
αρχές όμως έβλεπαν με δυσαρέσκεια την ένωσή τους με ελεύθερους
πολίτες, επειδή δημιουργούνταν προβλήματα σχετικά με την
ιδιότητα των παιδιών τους59.
Με την πάροδο του χρόνου οι συνήθειες βλέπουμε πως
αλλάζουν. Οι γαιοκτήμονες αναγκάζονται να χορηγούν στους
εναπόγραφους κάποια ποσά ικανά για τη συντήρησή τους. Αντ’
αυτών επικράτησε η παροχή του «πεκουλίου», έτσι ονομαζόταν
ένα ποσό που τους εδίδετο για τις ανάγκες τους. Το πεκούλιο όμως
ανήκε στη δικαιοδοσία του γαιοκτήμονα, κι όταν ο εναπόγραφος
έμενε χωρίς απογόνους το πεκούλιο επανερχόταν στα χέρια του
ιδιοκτήτη60. Σιγά σιγά βλέπουμε πως οι εναπόγραφοι αρχίζουν να
αποκτούν δικαiώματα έστω και σαν τη μορφή του πεκουλίου. Τον
6ο αιώνα, τους επιτρέπεται να αποκτούν δική τους γη, αρκεί να
καταβάλλουν τους ανάλογους φόρους.
Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο της εξίσωσης των κολωνών
με τους εναπόγραφους και μετά τον 6ο αιώνα οι όροι αυτοί παύουν

59
CJ.11.50.1-α.χ.-11.50.2,4.α.χ.
60
CJ.1.3.20,a.434
39

να ισχύουν. Αντικαθίστανται από τους παροίκους. Συναντάμε τον


όρο «παροικικόν δίκαιον» το έτος 530 για πρώτη φορά. Με τη
γενική του έννοια ο όρος πάροικος περιλαμβάνει το σύνολο του
εξαρτημένου αγροτικού πληθυσμού. Ορισμένοι από την κατηγορία
αυτή είναι κάποιοι που υποχρεώνονται να καλλιεργούν τις γαίες των
ιδιοκτητών για λογαριασμό των αρχόντων, οι λεγόμενοι δουλο-
πάροικοι. Άλλη κατηγορία είναι κάποιοι που δουλεύουν ως
υπηρέτες σε αγροκτήματα, σαν εργάτες κ.α., κι αυτοί είναι οι
δουλευτές.
Τα δάνεια είχαν επίσης μορφή παγίδας για τους αγρότες-λήπτες.
Όπως ήταν φυσικό, μη μπορώντας να τα ξεπληρώσουν, ήταν
αναγκασμένοι να πουλήσουν τα χωράφια τους στον πλούσιο
γείτονά τους και να συνεχίσουν να δουλεύουν για λογαριασμό του
σαν δουλοπάροικοι.
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός, το 934, βλέποντας τον αφανισμό των
μικροκαλλιεργητών και τη δουλοποίησή τους, με νεαρά του 938/34
απέβλεπε στον περιορισμό του πλούτου των μεγαλοκτημόνων,
απαγορεύοντάς τους να αγοράζουν τα κτήματα των φτωχών 61. Οι
μικροκαλλιεργητές όμως ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν ν’
αντέξουν τη βαριά φορολογία και είδαν το νόμο όχι σαν λύτρωση,
αλλά σαν δυσβάστακτο βάρος.
Ο αριθμός των δούλων λαμβανόταν υπ’ όψη στην καταμέτρηση
του πληθυσμού, οι δούλοι όμως δε φορολογούνταν όπως οι
ελεύθεροι πολίτες. Τα φορολογικά βάρη τα σήκωναν συνήθως οι
μικροϊδιοκτήτες και οι ελεύθεροι εργάτες- καλλιεργητές.

61
JGR I.209 κ.ε. «Πολλοί γάρ ἀφορμήν ἐμπορίας, τήν τῶν πενήτων λαβόμενοι ἀπορίαν…ἀντί
φιλανθρωπίας, ἀντί χρηστότητος…εὐώνως τάς τῶν ἀτυχούντων πενήτων ἐξωνήσαντο
κτήσεις»
40

Με το Γεωργικό Νόμο του 7ου αιώνα που διαχώριζε τον έγγειο


φόρο από τον κεφαλικό, πολλοί από τις κατηγορίες αυτές των
μικροκαλλιεργητών αποφάσιζαν να στερηθούν πολλές φορές των
προνομίων της μικροιδιοκτησίας, λόγω της βαριάς φορολογίας, δια
της μεταβιβάσεως της ιδιοκτησίας των.
Όταν καθιερώθηκε η annona, που ήταν ένας συνδυασμός
εγγείου φόρου και φόρου κατά κεφαλήν, είχε σαν συνέπεια να κάνει
υπεύθυνο το γείτονα ενός κακοπληρωτή για τη μερίδα φόρου που
δεν πλήρωνε ο φοροφυγάς. Αυτό με τη σειρά του έδενε το
φορολογούμενο με τη γη του. Έτσι στερώντας το δικαίωμα του
φτωχού χωρικού να μετακινηθεί αλλού για να αναζητήσει καλύτερη
τύχη, τον υποβίβαζε στην κατάσταση του δούλου. Πολλοί
ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές είχαν στην κατοχή τους από δυο
δούλους ή μίσθωναν έναν υπηρέτη για να τους βοηθάει στο σπίτι ή
στο κτήμα.
Μια άλλη κατηγορία φτωχών χωρικών - η χαμηλότερη της
βυζαντινής κοινωνίας - όχι ακριβώς δούλων - ήταν οι «ελεύθεροι».
Αυτοί ήσαν χωρικοί, που μη έχοντας τα μέσα να πληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους, εγκατέλειπαν τη γη τους ή ήσαν αλήτες που
ζούσαν με ζητιανιά κτλ. Η «ελευθερία» τους συνίστατο στο ότι δεν
υπάγονταν σε φορολόγηση. Δεν διέθεταν νόμιμη κατοικία, με
αποτέλεσμα να φαίνονται σαν ανύπαρκτοι στις κρατικές απογραφές
και έτσι να μην πληρώνουν κανένα φόρο. Ζούσαν μέσα στην
εξαθλίωση κι έβλεπε κανείς ολόκληρα χωριά να κατοικούνταν
απ’αυτούς, το δε δημόσιο ταμείο, έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται
την ύπαρξή τους.
Οι ευπορότεροι από τους γεούχους, για τις αγροτικές ανάγκες
τους, εκτός από τους ελεύθερους εργάτες διέθεταν και δούλους. Η
εργασία όμως των δούλων θεωρούνταν κατώτερη σε ποιότητα και
41

όχι τόσο αποδοτική όσο των ελεύθερων εργατών ή μισθωτών που


ήταν ως ένα σημείο και εξειδικευμένοι. Επίσης ήταν και
οικονομικοί οι λόγοι, λόγω της δαπανηρότητας της συντήρησής
τους, επειδή το έργο που απέδιδαν αναλογικά ίσως κόστιζε
λιγότερο. Παρ’όλα αυτά η χρησιμοποίηση της δουλικής εργασίας,
παρατηρείται μέχρι του τέλους της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει οι συνθήκες διαβίωσής τους
συνεχώς βελτιώνονται. Όμως εξακολουθούν να υπόκεινται στην
εξουσία του αφέντη τους στερημένοι από κάθε δικαίωμα
ελευθερίας. Θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία του κυρίου τους για
τα οποία φορολογείται και τα οποία μπορεί να πουλήσει62.
Στα χρόνια του Ιουστινιανού επανέρχονται παλαιότερες ρωμαϊκές
διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες οι δούλοι μπορούσαν ν’
αναλάβουν την καλλιέργεια γης, η οποία παραχωρούνταν από τον
κύριό τους. Επίσης μπορούσαν να μισθώνουν τα κτήματα του
κυρίου τους - όπως οι κολώνοι - για δική τους αυτόνομη
καλλιέργεια63.
Με την πάροδο του χρόνου – όπως είπαμε – η απελευθέρωσή
τους ενθαρρύνεται. Η διαδικασία για να γίνουν ελεύθεροι πολίτες
απλοποιείται. Τους παραχωρείται το δικαίωμα αποκτήσεως
πεκουλίου το οποίο ήταν και το εισιτήριο για την απόκτηση της
έγγειας ιδιοκτησίας. Κατοχυρώνεται γι αυτούς το εκκλησιαστικό
άσυλο και τους επιτρέπεται να ζητούν την προστασία του επάρχου
της πόλης έναντι των αυθαιρεσιών του κυρίου τους.
Έτσι με την κατάργηση των διακρίσεων επιτυγχάνεται η ηθική
εξίσωση δούλων και ελευθέρων. Με το δικαίωμα της απόκτησης

62
Βλ. NJVII.1A535: «μῆτε τινά… ἄδειαν ἔχειν ἐκποιεῖν πρᾶγμα ἀκίνητον … μηδέ γεωργικόν
ἀνδράποδον»
63
Dig. 33.7.12. 13: «servus qui quasi colonus in agro erat»
42

ιδιοκτησίας σιγά - σιγά η κατηγορία των δούλων διαλύεται και


αφομοιώνεται μέσα στις τάξεις των καλλιεργητών γης.

Δουλοπάροικοι:

Η έννοια του όρου δουλοπάροικος συνίσταται στη μετάφραση του


αγγλικού και γαλλικού όρου serf και του γερμανικού Leibeigener,
που αποδίδουν τη σημασία του εξαρτημένου από φεουδάρχη
γεωργού. Ωστόσο, δεδομένου ότι στη βυζαντινή επικράτεια η
φεουδαρχία ουδέποτε έλαβε την έκταση της εξάρτησης των απλών
ανθρώπων μίας περιφέρειας όπως στη Δυτική Ευρώπη64, ο
δουλοπάροικος δεν εμφανίζεται συχνά ως έννοια στα κείμενα της
μεσοβυζαντινής περιόδου, δηλαδή στους αιώνες από το 10ο ως το
12ο.
Σύμφωνα με τις μελέτες των σύγχρονων ιστορικών, έχει
διαπιστωθεί ότι η έννοια του δουλοπάροικου διαφέρει από αυτή του
δούλου, αλλά ακόμη και από αυτή του δουλευτοπάροικου, που
εμφανίζεται σε ένα έγγραφο του 13ου αιώνα και δηλώνει το μισθωτό
εργάτη. Στην ουσία, ο όρος «δουλοπάροικος» εμφανίζεται
αποκλειστικά σε κείμενα που είναι σχετικά με την περιοχή της
Θεσσαλονίκης και σχετίζεται με την απονομή ορισμένων
προνομίων, όμως μόνο κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄
Πορφυρογέννητου, δηλαδή στα μέσα του 10ου αιώνα (945-959).
Κάποια από τα προνόμια αυτά έχουν επικυρωθεί κατά τον 11ο
αιώνα65.
Επιπλέον, στα διάφορα αυτοκρατορικά έγγραφα, οι
δουλοπάροικοι εμφανίζονται ως «ατελείς», μαζί με παροίκους που
64
Mango C., Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σελ. 65.
65
Οικονομίδης Ν., «Οι βυζαντινοί δουλοπάροικοι», Σύμμεικτα, τόμος Ε’, ΕΙΕ, Αθήνα 1983, σελ. 297.
43

είτε δεν κατείχαν γη, είτε δεν είχαν καμία υποχρέωση καταβολής
φόρου ή παροχής υπηρεσιών προς το δημόσιο. Η αναφορά αυτή
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δουλοπάροικοι κατά πάσα
πιθανότητα δεν είχαν δημοσιονομικές υποχρεώσεις προτού
εγκατασταθούν σε μοναστηριακά κτήματα. Ωστόσο, το
χρυσόβουλλο του Νικηφόρου Γ’ Βοτανειάτη αναφέρει ότι η
ιδιότητα του δουλοπάροικου ήταν κληρονομική και ήταν εξαιρετικά
πιθανό να εκπέσουν σε αυτή την κατηγορία ακόμη και τα τέκνα των
παροίκων66. Ως προς τις υποχρεώσεις των δουλοπάροικων, σύμφωνα
με τη Διήγηση του Ιωάννη Ταρχανειώτη σχετικά με την
εγκατάσταση των Βλάχων στο Άγιο Όρος, αναφέρεται ότι οι Βλάχοι
ήταν δουλοπάροικοι, που όφειλαν να προσφέρουν οι ίδιοι και οι
οικογένειές τους ένα μέρος από τα προϊόντα τους, αλλά και μερικές
προσωπικές υπηρεσίες67.
Οι βυζαντινοί δουλοπάροικοι, συνεπώς, αποτελούσαν μία
αντίστοιχη μορφή με τους δυτικής προέλευσης δουλοπάροικους,
τους λεγόμενους servi casati ή esclaves chases, οι οποίοι ξεκίνησαν
ως θεσμός μάλλον από τη Γερμανία του 10ου αιώνα και κυρίως τον
11ο, ήταν δούλοι ή απελεύθεροι, κατείχαν οικία μαζί με την
οικογένειά τους και ενοικίαζαν ένα τεμάχιο γης από τον κύριό τους
προκειμένου να συντηρηθούν με την εσοδεία. Παράλληλα, είχαν την
υποχρέωση να προσφέρουν στον κύριό τους οικιακές υπηρεσίες,
μερίδιο από την εσοδεία, καλλιέργεια της γης και ακόμη και αν
γίνονταν απελεύθεροι, όφειλαν να συνεχίσουν να διαμένουν στην
ιδιοκτησία του πρώην κυρίου τους68.
Στην περίπτωση των βυζαντινών δουλοπάροικων, αυτοί ήταν
ταυτόχρονα δούλοι και πάροικοι, δηλαδή ενοικιαστές τη γης,
66
Actes de Lavra, εκδ. Lemerle P., Guillou A., Svoronos N., Papachryssanthou, I, Παρίσι 1970, αρ.
33, στ. 32-33.
67
Οικονομίδης Ν., ό.π., σελ. 296.
68
Lemerle P., Cinq etudes sur le XIe siècle byzantine, Παρίσι 1977, σελ. 27.
44

συνεπώς υποχρεώνονταν να προσφέρουν υπηρεσίες στους κυρίους


τους, ενώ η ιδιότητά τους ήταν και κληρονομική. Η ουσιαστική
διαφορά από τη Δύση είναι πως στην τελευταία με το πέρασμα των
ετών παραμερίστηκε η έλλειψη ελευθερίας και δόθηκε έμφαση στην
ιδιότητα του εξαρτώμενου γεωργού, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί
το φεουδαρχικό σύστημα. Στην Ανατολή, η οποία φαίνεται να ήρθε
σε επαφή με το σύστημα των δουλοπάροικων στο τέλος του 10ου
αιώνα, όταν δηλαδή είχε αυξημένες επαφές με τη Νότια Ιταλία, ο
θεσμός των δουλοπαροίκων δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση. Ο
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος κάνει μία αναφορά στην
εγκατάσταση των δουλοπάροικων κατά το 10ο αιώνα («Περί των
αιχμαλώτων Σαρακηνών των επί θέματι βαπτιζομένων»)69, αλλά η
αναφορά αυτή υποδεικνύει μόνο την εγκατάσταση αιχμαλώτων που
ήταν αναγκασμένοι να νοικιάσουν γη του δημοσίου και να
καλλιεργήσουν άλλες γαίες, προσφέροντας πολλές αγγαρείες.
Οι βυζαντινοί δουλοπάροικοι, κατά πάσα πιθανότητα,
συγχωνεύθηκαν με τους ελεύθερους χωρικούς, που σταδιακά
μεταβάλλονταν σε εξαρτώμενους καλλιεργητές. Ειδικά η
οικονομική κατάσταση του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα
συνετέλεσε στην εξαφάνιση του θεσμού των δουλοπάροικων, με
ελάχιστες εξαιρέσεις σε ορισμένα μοναστήρια που είχαν
συντηρητικό χαρακτήρα.

3. Η κατάργηση της δουλείας


Αναμφισβήτητα, η χριστιανική αντίληψη περί επιείκειας προς τον
ασθενέστερο, που κυριάρχησε στη μεταβυζαντινή κοινωνία,
συνετέλεσε στην ελάφρυνση της θέσεως των κοινωνικά αδυνάτων.
Αυτό είχε σαν συνέπεια, κατά μέγιστο μέρος, στη δημιουργία των
69
Οικονομίδης Ν., ό.π., σελ. 301.
45

προϋποθέσεων εκείνων που συντελούν στην εξάλειψη του θεσμού


της δουλείας.
Η δουλεία επανήλθε μετά την ανακάλυψη του νέου κόσμου και
την εντατικοποίηση της αποικιακής πολιτικής των ευρωπαϊκών
κρατών, υπό νέους εντελώς όρους και με νέο υλικό. Τώρα το υλικό
προσέφερε ο έγχρωμος πληθυσμός των κατακτωμένων χωρών
κυρίως της αφρικανικής ηπείρου.
Ιστορικά αναφέρεται πως η πρώτη χώρα που καταδίκασε επίσημα
τη δουλεία ήταν η Δανία το 1804 με τη Μεγάλη Βρετανία να
ακολουθεί το 1807. Στην Ελλάδα η δουλεία καταργήθηκε την 1η
Ιανουαρίου του 1822 με το Σύνταγμα της Επιδαύρου και όποιος
ερχόταν σε ελληνικό έδαφος θεωρούνταν ελεύθερος.
46

Βιβλιογραφία

1. Τρωιάνος Ν.Σ. (1999) «Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου»


2. Μελέτη της Α. Hadjinikolaou-Marava: Rechercher sur la vie des esclaves dans
le monde Byzantin, Collection de l’institut Français d’Athènes, 1950.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος (2001) «Το Βυζαντινό κράτος» εκδόσεις Παπαδήμα
4. Walter G, (2007) «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» εκδόσεις Παπαδήμα
5. Tamara Talbot Rice «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών».
6. Α.P.Kazhdan / Ann Wharton Epstein «Aλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό»
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας
7. Ηλίας Β. Οικονόμου «Παραδόσεις Αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και
Βιβλικής Θεσμολογίας» εκδόσεις Δ. Μαυρομμάτη.
8. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, εκδοτικός οργανισμός
«Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε.
9. JUS GRAECOROMANUM Επιμέλεια Ι. ΖΕΠΟΥ και ΠΑΝ. ΖΕΠΟΥ ΝΕΑΡΑΙ
ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΛΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ Εκ της εκδόσεως C.E. ZACHARIAE VON
LINGENTHAL.
10. Actes de Lavra, εκδ. Lemerle P., Guillou A., Svoronos N., Papachryssanthou, I,
Παρίσι 1970.
11. Jus Graecoromanum, Νεαραί και Χρυσόβουλλα των μετά τον Ιουστινιανόν
Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, Ζέπος Ι., Ζέπος Π. (επιμ.), τόμος Α’, εκδ. Zachariae
von Ligenthal, Αθήνα 1931.
12. Lemerle P., Cinq etudes sur le XIe siècle byzantine, Παρίσι 1977.
13. Leunclavius J., Iuris Graeco Rominatam canonici quam civilis, τόμος Α’, εκδ.
Gregg, Famborough 1971.
14. Manasses C., Brevarium historiae metricum, ed. J. Bekker, Bonn 1837.
16. Mango C., Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990.
17. Μαριδάκης Γ., Το αστικόν δίκαιον εν ταις νεαραίς των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: Le
droit civil dans les novelles des empereures Byzantins, εκδ. Ι. Βασιλείου, Παρίσι
1922.
18. Neville L., Authority in byzantine provincial society 950-1100, Cambridge University
Press, Cambridge 2004.
19. Οικονομίδης Ν., «Οι βυζαντινοί δουλοπάροικοι», Σύμμεικτα, τόμος Ε’, ΕΙΕ, Αθήνα
1983, σελ. 295-302.
20. Ράλλη Γ., Πότλη Μ. (επιμ.), Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των άγιων τε και
πανευφήμων Αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και των
κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αποφάσεις συνοδικαί και διατάξεις των
Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών, τόμος Ε’, Αθήνα 1833.

You might also like