You are on page 1of 108

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Μεγάλες προσδοκίες

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
Διευθυντής σειράς: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις
διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή
άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει
εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Φωτογραφία σελ. 4: Ο Ανδρέας και ο Γεώργιος Παπανδρέου


σε επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, Ιούλιος 1964
(© Hulton Archive / Getty Images / Ideal Image)
Eκδόσεις Πατάκη – Σειρά «Προσωπογραφίες»
Θάνος Βερέμης, Ανδρέας Παπανδρέου: Μεγάλες προσδοκίες
Διορθώσεις: Μαρίνα Κολιτσοπούλου
Σελιδοποίηση και δημιουργία ψηφιακής έκδοσης: ΦΑΣΜΑ ΑΦΟΙ Καπένη Κ. & Α. Ο.Ε.
Φιλμ, μοντάζ: Μαρία Ποινιού-Ρένεση
Copyright© Θάνος Βερέμης
και Σ. Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη), 2016
Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Μάρτιος 2017
Κ.Ε.Τ. Α722 • Κ.Ε.Π. 121/17 • ISBN 978-960-16-7206-9
Πρώτη ψηφιακή έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Ιούνιος 2017
Κ.Ε.Τ. A723 • ISBN 978-960-16-7308-0

ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ,


ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600, ΦΑΞ: 210.36.50.069
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078
ΥΠΟΚ/ΜΑ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ – ΠΕΡΙΟΧΗ Β´ ΚΤΕΟ), 57009 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,
ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, 2310.75.51.75, ΦΑΞ: 2310.70.63.55
Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr
Ευχαριστίες

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ είναι υπόχρεος στους ακόλουθους φίλους και συναfδέλφους που είχαν την
υπομονή να διατρέξουν το χειρόγραφο και να προσφέρουν τις πολύτιμες συμβουλές τους για τη βελτίωση
του τελικού προϊόντος. Οι κύριοι Θεόδωρος Κουλουμπής, Μιλτιάδης Χατζόπουλος, Σταύρος Θωμαδάκης,
Σωτήρης Ριζάς και Ευάνθης Χατζηβασιλείου προσέφεραν στον συγγραφέα τις πολύτιμες συμβουλές τους,
ενώ για ενδεχόμενες ατέλειες και παραλείψεις υπεύθυνος είναι μόνον ο ίδιος.
Ευχαριστώ τέλος τον κ. Άγγ. Κοκολάκη για την επιμέλεια του βιβλίου και τον νονό του υπότιτλου,
Χάρη Βλαβιανό.
Θάνος Βερέμης
Νοέμβριος 2016
Εισαγωγή

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ επηρέασε την ελληνική κοινωνία όσο λίγοι πολιτικοί και άφησε υποθήκη
χειρισμών που συνήθως ξαφνιάζουν εχθρούς και φίλους. Στοιχείο της προσωπικότητάς του υπήρξαν οι
αστάθμητες αντιδράσεις στις μεγάλες προκλήσεις της ζωής του. Εξίσου απρόβλεπτες ήταν και οι
μεταμορφώσεις, από φιλελεύθερο κατά την αμερικανική του θητεία, σε τριτοκοσμικό ριζοσπάστη όταν
στόχευε στην πρωθυπουργία· και μετά την κατάκτηση της εξουσίας σε διαχειριστή της μακροζωίας των
κυβερνήσεών του. Ασφαλώς ο ριζοσπαστισμός και η άρνηση ενυπήρχαν στον ψυχισμό του, ο οποίος
συγκλονιζόταν συχνά από εσωτερικές θύελλες.
Ως άτομο με ευαίσθητη ψυχοσύνθεση, είχε την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνεται τον συναισθηματικό
κόσμο των οπαδών του και τις εσωτερικές τους ανάγκες. Δεν είναι συνεπώς περίεργο ότι το κοινό αυτό
τον ελάτρευσε.
Γεννήθηκε σε ευνοημένο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά η απουσία από νωρίς του πατέρα του θα τον
σημαδέψει. Μεγάλο όπλο για την πρόοδό του υπήρξε η μαθησιακή του ευχέρεια. Στην Αμερική, εκτός
από τις σπουδές στο Harvard, γνώρισε την εμπειρία της συμβίωσης με την πρώτη του σύζυγο. Τα
απομνημονεύματα από τον άτυχο αυτό γάμο άφησε αργότερα ως ψυχίατρος η Χριστίνα Ρασσιά. Πρόκειται
για έργο ψυχογραφικό του νεαρού Ανδρέα, το οποίο θα φανεί χρήσιμο σε μελλοντικούς βιογράφους.
Δυστυχώς δεν έχουμε τίποτα από τον ίδιο τον Ανδρέα για την πρώτη αυτή σημαντική του σχέση με το
άλλο φύλο. Η δεύτερη συζυγική του επιλογή αποδείχθηκε επωφελής για την προσωπική του ισορροπία.
Η Μαργαρίτα τού χάρισε τέσσερα παιδιά και πολλά χρόνια οικογενειακής ομαλότητας.
Όταν αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του για να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς του δαίμονες,
θέλοντας και μη εγκαινιάζει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Αναζητώντας τις καταβολές του, γνωρίζεται
και επαγγελματικά με τον ένοχο πατέρα του (που τον είχε εγκαταλείψει νήπιο), στόχο πλέον αλλά και
πρότυπο. Αντίθετα από τον κατακτητή Γεώργιο, ο οποίος δεν δίσταζε να αρπάζει κυρίες σε επίσημα
δείπνα, ο Ανδρέας υπήρξε ευαίσθητος εραστής, διατηρώντας έναν εφηβικό σεβασμό, αλλά και μια
ανάλογη συνέπεια προς τους δεσμούς του. Η τρίτη του σύζυγος αποτελεί την επιλογή του πάσχοντος
ηλικιωμένου ο οποίος προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή που του φεύγει.
Ο δημόσιος βίος του αρχίζει με τη θριαμβευτική πρώτη οκταετία, που τελειώνει μέσα στον θόρυβο
σκανδάλων και σοβαρής ασθένειας. Το ότι πλησίασε πολύ στον θάνατο εξηγεί ίσως τη δεύτερη θητεία
του, με την προσεκτική διαχείριση των κοινών.
Όταν ο ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ υποχώρησε, εγκαταλείφθηκαν και οι απειλές απομάκρυνσης από το
ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.1 Ο Ανδρέας υπήρξε ο πρώτος λαϊκιστής ηγέτης ανάμεσα στα μέλη
της Kοινότητας. Κατάφερε να κατασκευάσει την έννοια του ενιαίου «λαού», των καλών και αδικημένων
που μάχονται πάντα κατά των κακών εκμεταλευτών, Ελλήνων και ξένων. Ο λαός τον αντάμειψε με την
ψήφο του.
Η προσαγωγή του σε δίκη, λόγω της σχέσης του με τον επιχειρηματία-εκδότη Γιώργο Κοσκωτά,
κατέληξε σε αθώωση, όμως προκάλεσε αναστάτωση στον Έλληνα πρωθυπουργό.
Ο Ανδρέας αναμφίβολα αποτέλεσε μια νέα εμπειρία για τους Έλληνες ψηφοφόρους. Γόνος
πρωθυπουργού πατέρα και μορφωμένης μητέρας, με άριστες σπουδές στις ΗΠΑ και σημαντική καριέρα ως
οικονομολόγος καθηγητής, επέλεξε συνεργάτες οι οποίοι, με λίγες εξαιρέσεις, δεν ήταν δυνατόν να
αμφισβητήσουν τα πρωτεία του. Το μάθημα της αποστασίας εναντίον του πατέρα του το 1965 υπήρξε
καθοριστικό στα κατοπινά του σχέδια. Ο ευάλωτος εξάλλου ψυχικός του κόσμος αποτέλεσε σε όλη τη
σταδιοδρομία του τροχοπέδη στην κατάκτηση ενός ήρεμου ιδιωτικού βίου. Οι καθηγητές που τον
παρακολουθούσαν, δεσμευμένοι από το επαγγελματικό απόρρητο, δεν μας άφησαν μαρτυρίες για τον
ψυχικό του κόσμο. Υπάρχουν ωστόσο δημοσιευμένες νύξεις, και ίσως αυτές αρκούν προς το παρόν.
Η πιο θετική του προσφορά ήταν ο νέος οικογενειακός κώδικας, που εξασφάλισε τη νομική ισότητα των
δύο φύλων (Κωστής 2013: 817).
Το βιβλίο τούτο βασίστηκε εξ ολοκλήρου σε δημοσιευμένες πηγές. Φιλοδοξία του συγγραφέα ήταν να
χαράξει κάποιες βασικές γραμμές για την κατανόηση του φαινομένου Ανδρέας και της διάρκειας της
επιρροής του στον πολιτικό μας βίο. Προσπάθησε κατά το δυνατόν να κρίνει το έργο του αντικειμενικά,
με κριτήριο πάντοτε τα τελικά αποτελέσματα των ενεργειών του.

1. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ονομαζόταν έως το 1987 ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), μετά και έως το 1993 ΕΚ
(Ευρωπαϊκή Κοινότητα). Έκτοτε ονομάζεται ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση) και ενίοτε ΕΚ.
Ι
ΑΦΕΤΗΡΙΑ
Τα νεανικά χρόνια

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ήταν γενικός διοικητής των νήσων του Αιγαίου, με έδρα τη Χίο, όταν απέκτησε
το 1919 τον πρώτο του γιο Ανδρέα από τη Σοφία Μινέικο, κόρη Πολωνών εγκατεστημένων στην
Ελλάδα.
Οι πρώτες αναμνήσεις του μικρού Ανδρέα, πριν οι γονείς του χωρίσουν, δεν ήταν ανέφελες. Ό,τι
γνωρίζουμε από την παιδική του ηλικία είναι από εξομολογήσεις του ίδιου σε στενούς του φίλους.
Πρόκειται κυρίως για αλγεινές ανακλήσεις, οι οποίες συνδέονται με τη διαφυγούσα πατρική στοργή. Ο
χαρισματικός Γεώργιος δεν ήταν φτιαγμένος για τις χαρές της οικογένειας και αφιέρωσε σημαντικό μέρος
της ζωής του σε περισσότερο ή λιγότερο εφήμερες περιπέτειες. Η απουσία του πατρικού προτύπου
σημαδεύει από νωρίς τον ευαίσθητο Ανδρέα.
Χάρη στον Μιχάλη Μακράκη υπάρχουν πληροφορίες ερανισμένες από την εφηβική και τη φοιτητική
του ηλικία, που είναι συγκεντρωμένες σε βραχύ τόμο με τον τίτλο Το ξεκίνημα (2000). Είναι και τίτλος
του σοσιαλιστικού πολυγραφημένου περιοδικού που ο Ανδρέας εξέδιδε στα 15 του χρόνια με συμμαθητές
του στο Κολλέγιο Αθηνών (1934). Η περιγραφή των αντιδράσεων που προκάλεσαν τα τολμηρά σε
σοσιαλιστική ορολογία άρθρα των μαθητών ανήκει στον φιλελεύθερο διευθυντή του Κολλεγίου Όμηρο
Ντέιβις (1895-1984):
Όταν το δεύτερο τεύχος του περιοδικού, με σαφή κομμουνιστικό προσανατολισμό, ήταν έτοιμο για
διανομή […] ειδοποιήθηκαν οι γονείς και έμειναν σύμφωνοι να κατασχεθεί το περιοδικό και να
συνεργαστούν με το σχολείο […] Ακολούθησε επίπληξη και τιμωρία των μαθητών, διότι παρέβησαν τον
κανονισμό ο οποίος απαγορεύει δημοσιεύσεις χωρίς την έγκριση και την επίβλεψη του καθηγητικού
προσωπικού […] Η άποψή μας ήταν ότι τα πλέον απαράδεκτα άρθρα ήταν εκδηλώσεις πνευματικά
καλλιεργημένων αλλά ανώριμων νέων των οποίων οι επιδόσεις ήταν υποδειγματικές.
(Davis 1992, παρατίθεται στο Μακράκης 2000: 21)

Σε επίσκεψη του Ντέιβις και του συνδιευθυντή του Κολλεγίου στον Γεώργιο Παπανδρέου προκειμένου να
απαλλαγεί το σχολείο από τις κατηγορίες του τύπου ότι συνεργούσε με τους αριστερούς, ο πατέρας του
Ανδρέα «μας εξέπληξε», κατά τον Ντέιβις, «με την προχειρότητά του, λέγοντας ότι οι επιθέσεις αυτές
δεν είναι παρά επιθέσεις εναντίον του ίδιου και του Κολλεγίου, το οποίο είχε ιδρυθεί από διακεκριμένους
βενιζελικούς» (Μακράκης 2000: 22).
Ήταν άραγε η τελευταία φορά που ο Γεώργιος Παπανδρέου αντιμετώπιζε τις πατρικές του ευθύνες με
τόση ελαφρότητα; Ο Ανδρέας διηγήθηκε αργότερα σε δημοσιογράφο ότι ο πατέρας του τον μύησε στον
μαρξισμό για να τον ξεπεράσει, όπως είχε κάνει και εκείνος (Μακράκης 2000: 31-32).
Οι γνωστοί του περιγράφουν τον νεαρό Παπανδρέου ως πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τον Γεώργιο.
Ήταν κλειστός στους ξένους και επιφυλακτικός ακόμη και με τους φίλους του. Ο ίδιος προσπαθεί, σε
εξομολογητικό του άρθρο στο περιοδικό του σχολείου Αθηναίος (3 Μαρτίου 1936), να εμφανιστεί
διαφορετικός από ό,τι πραγματικά είναι, ίσως γιατί θεωρεί τον αληθινό του εαυτό ένα επτασφράγιστο
μυστικό: «δεν σας παρουσιάζω αυτό το παιδί όπως είναι στ’ αλήθεια. Όχι, δεν έχω το θάρρος για κάτι
τέτοιο. Προσπαθώ να σας επιδείξω έναν άνθρωπο με μεγάλες πνευματικές δυνάμεις, έναν φιλόσοφο, έναν
μεγάλο συγγραφέα, έναν κοινωνικό μεταρρυθμιστή και κατά κάποιο τρόπο είναι (ένα από αυτά)»
(Μακράκης 2000: 33). Πρόκειται για κείμενο που αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα του.
Η προσπάθεια να κρύψει την ανασφάλειά του και η εντύπωσή του ότι απειλείται θα τον ακολουθούν
τουλάχιστον στα πρώτα επαγγελματικά του βήματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία της Ντένης Βαχλιώτη, που έγινε διάσημη ενδυματολόγος στις
ΗΠΑ. Γνώρισε τον Ανδρέα, όταν αυτή ήταν 12 ετών, στο Καστρί.

Αργότερα κάναμε παρέα γύρω στα 1939, ήταν φοιτητής, κι εγώ 16-17 χρονών. Τότε όλοι ήταν παρέες
παρέες, κι η δική μας ήταν η παρέα του Ψυχικού, με αγόρια του Κολλεγίου κι εμείς τα κορίτσια του
Κολλεγίου. Τον θυμάμαι με μαλλιά φριζέ, καστανά προς κοκκινωπά, στενό μέτωπο, ωραία μάτια.
Φορούσε col roulant, που ήταν και το σύνθημα της παρέας. Του άρεσε να έχει τον πρώτο λόγο, να
κατευθύνει τα πάρτυς, να εντυπωσιάζει την παρέα, είχε μια exaltation, έναν έντονο ναρκισσισμό.
Επίσης προστάτευε την κοινωνική του θέση, είχε συνείδηση ελίτ και μια κάποια ηθικολογία, ώστε αν
κάποιος καλούσε μια κοπέλα που δεν ήταν κοινωνικά ενταγμένη στην παρέα αντιδρούσε αρνητικά. Η
αλήθεια είναι ότι μας είχε επιβληθεί, το ’παιζε Μεσσίας, αλλά είχε και charme.
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 1, 249)

Ο Ανδρέας με δύο φίλους του και συμμαθητές, τους Πάρι Κωνσταντινίδη και Γιώργο Σκιαδαρέση,
έφυγαν από το Κολλέγιο μόλις τελείωσαν την πέμπτη γυμνασίου για να αποφύγουν το πρόσθετο
κολλεγιακό έτος, την εβδόμη τάξη (αργότερα έγινε «τρίτη προκαταρκτική»). Ο Ανδρέας γράφτηκε στο
Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ενδιαφέρον δίτομο έργο της Εύης Σκληράκη
Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Οδοιπορικό μέσα στο χρόνο, το οποίο εκδόθηκε το 1994,
περιλαμβάνει σημαντικές πληροφορίες για τον Ανδρέα. Στον φάκελό του υπάρχει η έκθεση που
υπογράφεται από τον καθηγητή Ιωάννη Σταματάκο και περιέχει τα ακόλουθα:
Υπήρξεν άριστος εις πάντα τα μαθήματα. Το μόνον μειονέκτημά του, οφειλόμενον αφ’ ενός εις
κληρονομικότητα και αφ’ ετέρου εις τους περί αυτόν παράγοντας της αγωγής, είναι ότι τυγχάνει
πείσμων δημαγωγός, συνεπεία δε τούτου αποφασίζει ενίοτε να καταφεύγη ενσυνειδήτως εις σοφίσματα ή
και εις κενήν λογοκοπίαν. Πείσμα ωσαύτως αλλά και εμπάθειάν τινα δεικνύει και εν τη υποστηρίξει
των πολιτικών και πολιτειακών του αντιλήψεων […] Αγαπά τους συμμαθητάς του, ιδία τους ομόφρονας.
Εν παντί και πάντοτε αναλαμβάνει την πρωτοπορίαν. Εάν η υγεία του [αναφέρεται στη φυματίωση η
οποία τον καθήλωσε έναν χρόνο στην Ελβετία] τον βοηθήση, ασφαλώς θα απασχολήση το Πανελλήνιον
μίαν ημέραν.
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 1, 36-37)

Το 1936 ομάδα μαθητών από διάφορα γυμνάσια σχημάτισαν την άτυπη ΔΕΜ (Δημοκρατική Ένωση
Μαθητών, αλλά ίσως και Mαρξιστών). Κάποιες από τις συγκεντρώσεις έγιναν στο σπίτι της Σοφίας
Παπανδρέου στο Ψυχικό. Όταν εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία Μεταξά, η οργάνωση κυκλοφόρησε ένα
βραχύ φυλλάδιο με τίτλο Σπίθα, κατά την εφημερίδα του Λένιν Ίσκρα.
Ο Ανδρέας ήταν ένα προστατευμένο παιδί, χωρίς ευκαιρία να αποκοπεί από τη μορφωμένη και
στοργική του μητέρα. Η πίκρα που τον πότισε η πατρική απουσία έγινε τραύμα ζωής και η εύθραυστη
υγεία του άφησε πάνω του τα ίχνη της. Ένα αγύμναστο σώμα, που του στέρησε πολλά από τα παιχνίδια
των συνομηλίκων του. Η σχέση με το άλλο φύλο βρισκόταν ακόμη εγκλωβισμένη στη φαντασία του. Του
έμενε το οξύ του πνεύμα και η μαθησιακή ευχέρεια, που έμαθε να καλλιεργεί με επιμονή. Στον κύκλο
των συμμαθητών του παρουσιαζόταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικός, χρησιμοποιώντας τις ακαδημαϊκές του
επιδόσεις σαν το πιο αποτελεσματικό του όπλο.
Μετά την κτήση του απολυτηρίου, ο Ανδρέας πέρασε στη Nομική του Πανεπιστημίου Αθηνών πρώτος.
Στο τέλος του πρώτου έτους ο μέσος όρος των βαθμών του ήταν άριστα. Τα πολιτικά ενδιαφέροντα του
φοιτητή Ανδρέα κινήθηκαν προς την κατεύθυνση των τροτσκιστών, και ιδιαίτερα των Ελλήνων
εκπροσώπων τους. Σε συνέντευξή του στον Γεώργιο Ν. Δρόσο στις 17 Ιουνίου 1976, ο Ανδρέας είπε τα
εξής: «Όταν ήμουν φοιτητής εδώ, στο πρώτο έτος της Νομικής Σχολής, επί εποχής Μεταξά, είχα
ιδιαίτερα εκτιμήσει τη δράση αυτών των ανθρώπων. Υπήρχε μια φυσιογνωμία εκπληκτική τότε στην
Ελλάδα, ο Π. Πουλιόπουλος2 […] Με είχε πραγματικά συναρπάσει. Ήταν αγωνιστές οι άνθρωποι αυτοί»
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 1, 50-51).
Το πανεπιστήμιο τον έβγαλε από το οικείο του σχολικό περιβάλλον και τον έφερε σε έναν διαφορετικό
γι’ αυτόν κοινωνικό χώρο. Ανακάλυψε όμως ως πεδίο ανάδειξης ανάμεσα στους ομοίους του τον πολιτικό
στίβο. Σε εποχή δικτατορίας το αντιπολιτευτικό παιχνίδι υποσχόταν έντονες συγκινήσεις, όμως ο Ανδρέας
γνώρισε μια επίπονη προσγείωση όταν η δράση του έγινε αντιληπτή από την Ασφάλεια. Η περιπέτειά
του εκεί και η ενδεχόμενη υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης των αριστερών του πεποιθήσεων τον
κατέστησαν ευάλωτο στην κριτική των ομοίων του. Ο απόηχος από τις κατηγορίες των συμφοιτητών του
θα τον ακολουθεί έκτοτε με επαναλήψεις όταν πλέον θα ασχοληθεί με την πολιτική. Η απόλυτη σχεδόν
αποχή του από κάθε ιδεολογική ένταξη στα χρόνια της Αμερικής οφείλεται στις τραυματικές αυτές
μνήμες από την εποχή Μεταξά.
Κατά τη Μιμίκα Κρανάκη, η οποία γνώριζε τον Ανδρέα, ο τελευταίος είχε κληθεί στην Ασφάλεια, όπου
τον ανέκριναν με βίαιο τρόπο (Μακράκης 2000: 53). Οι γνώμες για τις λεπτομέρειες διίστανται. Κάποιοι
υποστηρίζουν ότι του έσπασαν το σαγόνι και άλλοι ότι βρέθηκε πάνω του σημείωμα συνδρομητών του
αριστερού περιοδικού Προλετάριος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Τάκης
Κύρκος και ο Χρήστος Καράμπελας (ο τελευταίος εκτελέστηκε από τις δυνάμεις κατοχής). Ο ίδιος ο
Ανδρέας στο βιβλίο του Democracy at Gunpoint ισχυρίζεται ότι τα ονόματα βρέθηκαν σπίτι του όταν η
Ασφάλεια έκανε έρευνα εξαιτίας τηλεγραφήματος που έστειλε ο πατέρας του στον δικό του γραμματέα
Μίδη, που έμενε τότε στο σπίτι του Ανδρέα (Μακράκης 2000: 56). Ο Καστοριάδης πάντως θεώρησε τον
Ανδρέα υπεύθυνο για τις συλλήψεις των φίλων του και αρνήθηκε έκτοτε να του ξαναμιλήσει, χωρίς
ωστόσο να πείθει απόλυτα με τα επιχειρήματά του (επιστολή του Καστοριάδη στο Βήμα, 10/8/1986).
Η Κρανάκη χρησιμοποίησε σε γράμμα της της 7ης Νοεμβρίου 1997 το υποτιμητικό «την εκοπάνησε
στην Αμερική πριν από τις 28 Οκτ. 1940» για την αναχώρηση του Ανδρέα (Μακράκης 2000: 53).
Περισσότερα για τις συνθήκες με τις οποίες η δικτατορία τού επέτρεψε να φύγει από τη χώρα δεν
γνωρίζουμε, γιατί δεν διασώθηκαν τα αρχεία της Ασφάλειας εκείνης της εποχής. Ενδεχομένως να υπάρχει
κάποια μνεία στο προσωπικό αρχείο του υπουργού Κωνσταντίνου Μανιαδάκη για συμφωνία με τον
Γεώργιο Παπανδρέου ότι ο γιος του θα απείχε από κάθε πολιτική εκδήλωση, καθώς και η δήλωση
μετανοίας του ίδιου του Ανδρέα.

2. Έλληνας τροτσκιστής που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.


Στην Αμερική

ΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΒΙΟΓΡΑΦΟΙ του Ανδρέα που θα δώσουν στο απομνημονευματικού χαρακτήρα βιβλίο της
πρώτης του συζύγου Χριστίνας Ρασσιά, με τον τίτλο 10 χρόνια σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου (1992),
την προσοχή την οποία χρειάζεται θα ανακαλύψουν ίσως μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τον
χαρακτήρα του Ανδρέα. Το έργο αυτό είναι προϊόν αυτοπαρατήρησης της ψυχιάτρου πλέον Ρασσιά χρόνια
μετά την περίοδο που περιγράφει. Ο Ανδρέας παίζει τον ρόλο του καταλύτη στη ζωή της θλιμμένης
συζύγου του. Η αφήγηση της Ρασσιά περιέχει άφθονη μνησικακία για τον αδιάφορο σύντροφό της, ο
οποίος δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει τα προβλήματά της. Το σύντομο όμως αυτό αφήγημα
καταγράφει αυθεντικά την προβληματική συμβίωση δύο μοναχικών ανθρώπων με ελάχιστα κοινά σημεία
αναφοράς. Του απορροφημένου από τις νευρώσεις και τις αντισταθμιστικές του φιλοδοξίες νεοφερμένου
στο Χάρβαρντ, και μιας χαριτωμένης Ελληνοαμερικανίδας που βιαζόταν να εγκαταλείψει τη μελαγχολική
ζωή της οικογένειάς της. Η αμοιβαία έλξη που συνήθως γεφυρώνει αυτές τις διαφορές απουσιάζει εδώ.
Η μονομερής εξιστόρηση της σχέσης δεν αρκεί για να διαμορφώσει ο ιστορικός μια ισόρροπη αντίληψη
για τους δύο πρωταγωνιστές, όμως είναι φανερή η επιρροή που ασκεί ο Ανδρέας στην τότε σύντροφό του.
Αναμφίβολα η Ρασσιά είναι ένα οξυδερκές άτομο, που ξεχωρίζει από νωρίς τα χαρακτηριστικά του
Ανδρέα: την ενδοστρέφεια και την κρυψίνοιά του, τον ανταγωνισμό με τον επικούρειο πατέρα του και
κυρίως την τάση του να χρησιμοποιεί τους γύρω του, αλλά και την ανάγκη του να τους κατακτά.
Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι βέβαια η ίδια η συγγραφεύς και, παρά την πρόχειρη ελληνική
μετάφραση και έκδοση (ο συγγραφέας ανακάλυψε το βιβλίο σε καροτσάκι της πλατείας Βικτωρίας), μας
άφησε μια λογοτεχνική μαρτυρία με τη γεύση της νεανικής απογοήτευσης. Στο μεταξύ ο Ανδρέας
πολιτογραφήθηκε Αμερικανός πολίτης και υπηρέτησε στο αμερικανικό ναυτικό.
Η δεκαετία την οποία πραγματεύεται το στοχαστικό αυτό απομνημόνευμα είναι η τρίτη της ζωής του
Ανδρέα. Η τελευταία δεκαετία της ζωής του έγινε έργο της τρίτης και τελευταίας του συμβίας, της
Δήμητρας Λιάνη, με τον τίτλο Δέκα χρόνια και πενήντα τέσσερις μέρες (1997). Παρά την ομοιότητα
στον τίτλο, η αντιπαραβολή των δύο απομνημονευμάτων προδίδει το χάσμα που τα χωρίζει. Το χάσμα
αφορά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ανδρέα κατά τα χρόνια της θριαμβευτικής του πορείας στην
πολιτική. Πολλές από τις προβλέψεις της Ρασσιά επαληθεύονται. Ο νέος ηγέτης είναι ανειλικρινής και
ανασφαλής.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου μετά το διαζύγιό του από τη Χριστίνα Ρασσιά και τον γάμο του με τη
Μάργκαρετ Τσαντ σκιαγραφείται κυρίως από τις διηγήσεις του φίλου και συνεργάτη του Διαμαντή
Πεπελάση. Μετά το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα ο Παπανδρέου διδάσκει οικονομικά σε δύο κορυφαία
αμερικανικά πανεπιστήμια, το Νορθγουέστερν στο Ιλινόις και το Μπέρκλεϊ στο Σαν Φρανσίσκο. Ο
Πεπελάσης διηγείται την πρώτη τους γνωριμία και μεταφέρει τον θαυμασμό του γι’ αυτόν τον ιδιαίτερο
άνθρωπο. Η γοητεία που ασκεί ο Ανδρέας στους συνομιλητές του εκδηλώνεται παρά τον κλειστό
χαρακτήρα του. Οι εξομολογητικές του στιγμές με τη βοήθεια του αλκοόλ αποκαλύπτουν τα μόνιμα
τραύματα και τις ανασφάλειές του. Η σχέση με τον πατέρα κατέχει κυρίαρχη θέση εδώ. Έπειτα
υπάρχουν οι ψυχοσωματικές αντιδράσεις στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1959, όταν χωρίς λόγο
εξαρθρώνεται το σαγόνι του και παραμένει στην κατάσταση αυτή έως την ημέρα της αναχώρησής του
(Λακόπουλος 2008: 27-45).
Θα υπάρξει συνέχεια. Μολονότι η Ελλάδα τον τρομάζει, καθώς η μνήμη της Ασφάλειας τον ακολουθεί,
ξέρει καλά ότι η λύση του προσωπικού του γρίφου βρίσκεται εκεί. Και ο πατέρας του, ίσως για να
ξεκαθαρίσει κι αυτός τις παλιές του οφειλές, επιμένει να τον κάνει διάδοχό του.
Η επιστροφή

ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ δεν ήταν η εμπλοκή του στην πολιτική, που ο Ανδρέας έλεγε ότι δεν
ήθελε ούτε να την ακούσει, αλλά η δημιουργία και η στελέχωση του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών
(ΚΟΕ) που του ζήτησε η κυβέρνηση Καραμανλή. Ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής προσπαθούσε να φτιάξει γέφυρες με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του
1958 έπεσε στην τρίτη θέση, μετά την ΕΔΑ. Η πρόσκληση προς τον Ανδρέα αποτέλεσε μέρος της
προσπάθειας αποκατάστασης των σχέσεων Δεξιάς και Κέντρου. Έτσι άρχισε η μεταμόρφωση, που θα
κρατήσει χρόνια. Του πρωτότοκου Τζέφρυ σε Γιώργο, της Γκέιλ σε Σοφία και της ομαδικής βάπτισης
των παιδιών και της μητέρας. Πραγματοποιήθηκε ακόμη ο θρησκευτικός γάμος του Ανδρέα με τη
Μαργαρίτα (Λακόπουλος 2008: 109-143).
Σε μία από τις πολλές παλινδρομήσεις του, ο Ανδρέας γύρισε στις 26 Αυγούστου 1960 στις ΗΠΑ, κι
έτσι παρακολούθησε από κοντά την άνοδο του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο προεδρικό αξίωμα. Ήταν μια
νέα σελίδα στην ιστορία της Αμερικής. Παρά τον Ψυχρό Πόλεμο, το περιβάλλον του νεανικού πολιτευτή
από τη Βοστόνη έβλεπε τον κόσμο με τον αμερικανικό πραγματισμό και όχι με τις ιδεολογικές
παρωπίδες του Τζον Φόστερ Ντάλες, υπουργού Εξωτερικών του Αϊζενχάουερ.
Κάποιοι θεωρούσαν τον Καραμανλή υπεύθυνο για την άνοδο της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 και γι’
αυτό αναζητούσαν νέους ηγέτες για την Ελλάδα, οι οποίοι θα οικοδομούσαν την ανοιχτή, φιλελεύθερη
κοινωνία του μέλλοντος. Ο Ανδρέας με το ΚΟΕ αποτέλεσε μια τέτοια όαση για τους οπαδούς του Κένεντι
μέσα στη συντηρητική Ελλάδα.
Στις 15 Ιανουαρίου 1961 ο Ανδρέας επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Ο τότε πολιτικός
σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας και μετέπειτα (1983) πρέσβης στην Αθήνα Μοντίγκλ Στερνς
περιγράφει με τα καλύτερα λόγια τον νέο οικονομολόγο και τους συνεργάτες του (Draenos 2012: 33).3
Η φιλία του με τον Ανδρέα και την οικογένειά του θα διαρκέσει.
Οι εκλογές του 1961 έδωσαν στην Ένωση Κέντρου μόνο 34%, έναντι του εντυπωσιακού 51% της ΕΡΕ.
Σε αντίθεση με τη Μάργκαρετ, η οποία από νωρίς ταυτίστηκε τόσο με τα σχέδια του Γεωργίου να φέρει
τον γιο του στην Ελλάδα όσο και με τον Ανένδοτο Αγώνα του κατά της «βίας και νοθείας» των
εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Ανδρέας επέλεξε να απόσχει και παραδόθηκε στην απαισιοδοξία του, η
οποία τον οδήγησε πάλι στη φυγή από την πραγματικότητα. Όταν όμως βρέθηκε για μία ακόμη φορά
στις ΗΠΑ, μεσούντος του Ανένδοτου στην Ελλάδα, άρχισαν να τον βασανίζουν τα γνωστά ψυχοσωματικά
συμπτώματα.
Στις 11 Ιουνίου 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, για να βρει τον Καραμανλή παραιτημένο μετά την
ασυμφωνία του με τα Ανάκτορα. Από τη στιγμή εκείνη ο βασιλιάς Παύλος έκανε μια φιλική προς τον
Γεώργιο Παπανδρέου στροφή. Αρνήθηκε αρχικά την υπόδειξη του Καραμανλή να προκηρύξει αμέσως
εκλογές και όρισε πρωθυπουργό τον πιστό στα Ανάκτορα Παναγιώτη Πιπινέλη. Όταν επιτέλους διέλυσε
τη Βουλή και ο Γεώργιος Παπανδρέου εόρτασε τον θρίαμβο του Ανένδοτου, ο Παύλος επέλεξε τον φιλικό
προς το Κέντρο πρόεδρο του Αρείου Πάγου Στυλιανό Μαυρομιχάλη ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό
(Βερέμης & Κολιόπουλος 2013: 280-284).
Οι κινήσεις αυτές του άνακτος αποτελούσαν χαρμόσυνο προανάκρουσμα για την Ένωση Κέντρου.
Πράγματι, στις εκλογές το Κέντρο κέρδισε με 42%, έναντι του 39% της ΕΡΕ. Η ΕΔΑ εξακολούθησε να
πέφτει, φτάνοντας στο 14%. Η διαφορά δεν ήταν συντριπτική, όμως ο Καραμανλής αποφάσισε να
εγκαταλείψει την Ελλάδα για τη μακρά αυτοεξορία του στη Γαλλία και το κόμμα στα χέρια του νέου
αρχηγού, Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Η αδυναμία του Γεωργίου Παπανδρέου να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στη Βουλή στις 24 Δεκεμβρίου
χωρίς τη στήριξη από την ΕΔΑ, την οποία αρνήθηκε, οδήγησε σε διάλυση της Βουλής και προκήρυξη
εκλογών για τις 16 Φεβρουαρίου 1964. Η νέα αυτή εξασφαλισμένη προοπτική κατανίκησε τις παλιές
επιφυλάξεις του Ανδρέα και τον έπεισε να λάβει μέρος στις εκλογές.
Ο φίλος του και κατοπινός διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Γιώργος Μίρκος αφηγείται πώς αποφάσισε
ο Ανδρέας να κατέβει στις εκλογές: «[…] επιστρέφοντας από ένα μεσημεριάτικο γεύμα που είχε τον
Δεκέμβριο του 1963 με τους Μητσοτάκη-Κόκκα,4 μου είπε ότι μετά την κουβέντα που είχε με τους
συνδαιτυμόνες του αποφάσισε να βγει στην πολιτική» (Μίρκος 2002: 53) – ο ενθουσιασμός και η
απογοήτευση εναλλάσσονταν στις περισσότερες επιλογές του.
Με απαίτηση του Γεωργίου ο Ανδρέας έθεσε υποψηφιότητα στην Πάτρα, κι έτσι, κατά το αστείο του
πατέρα του, «επαναπατρίστηκε». Ο Μίρκος περιγράφει με προσοχή τις σχέσεις των δύο ανδρών, πατέρα
και γιου. Ήταν φανερό ότι κινούνταν σε δύο χωριστούς κόσμους: ο γέρος με την παραδοσιακή αντίληψη
του πολιτικού αρχηγού και ο νέος με σεβασμό μεν προς τον πατέρα, αλλά χωρίς διάθεση απόλυτης
υποταγής στις προτροπές του να χρησιμοποιήσει στις εκλογές παλαιοκομματικούς συμβούλους. Μολονότι
ο Μίρκος εκθειάζει το νεωτερικό πνεύμα του Ανδρέα, οι δύο πρώτες επιλογές στενών συνεργατών
υπήρξαν δύο όχι και τόσο νεωτεριστές επαγγελματίες των παρασκηνίων. Ο Αντώνης Λιβάνης από την
Πάτρα και ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας από το Αίγιο θα παραμείνουν και οι δύο κοντινοί του Ανδρέα
(Μίρκος 2002: 63).
Ένας από αυτούς που είχαν εντυπωσιάσει τον Ανδρέα στα πρώτα του βήματα στην πολιτική ήταν και ο
Ασημάκης Φωτήλας, απόγονος αγωνιστών και πολιτευτών της Αχαΐας (Μίρκος 2002: 66). Είκοσι
περίπου χρόνια αργότερα ο Ανδρέας ως πρωθυπουργός τον έπαψε από το αξίωμα του υφυπουργού
Εξωτερικών, κυριολεκτικά στον αέρα. Το λάθος του ήταν ότι τον Ιανουάριο του 1982 ο Φωτήλας είχε
υπογράψει κοινή δήλωση των υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την οποία καταδίκαζαν τη
δικτατορία του στρατηγού Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου η Ένωση Κέντρου θριάμβευσε με 53%, ενώ η ΕΡΕ έπεσε στο 35% και η
ΕΔΑ στο 12%. Η θέση του Ανδρέα ως αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού αποτέλεσε την πραγματική
του είσοδο στην πολιτική. Η θητεία του στην προηγούμενη θέση, του υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ,
δεν κράτησε πολύ. Καθώς μάλιστα ο υπουργός Γεώργιος Μαύρος ανέλαβε τη διοίκηση της Εθνικής
Τράπεζας, ο Ανδρέας άσκησε ουσιαστικά τα καθήκοντα του υπουργού (Μίρκος 2002: 66).
Η πρώτη κρίση του Κυπριακού κατά την πρωθυπουργία Γεωργίου Παπανδρέου συνέπεσε με την
υπουργοποίηση του Ανδρέα. Η προετοιμασία της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο, η αποτρεπτική
επιστολή του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού, το ταξίδι του
Γεωργίου Παπανδρέου στις ΗΠΑ και το Σχέδιο Άτσεσον για λύση του Κυπριακού αποτέλεσαν τα κύρια
γεγονότα του 1964. Υπάρχει όμως και η συνέντευξη που παραχώρησε ο Ανδρέας στον γνωστό
δημοσιογράφο της εφημερίδας Le Monde, Ερίκ Ρουλό, στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Υποστηρίζοντας την αγορά σοβιετικών αντιαεροπορικών συστημάτων ως τον μόνο τρόπο αποτροπής
μελλοντικών τουρκικών βομβαρδισμών της Κύπρου, ο Ανδρέας εγκαινίασε την περίοδο της φήμης του ως
αντιδυτικού συμμάχου.
Η εξέλιξη αυτή τον έφερε πιο κοντά στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπο
Μακάριο, ο οποίος είχε ήδη δημιουργήσει ένταση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αλλά και σοβαρούς
προβληματισμούς στον Έλληνα πρωθυπουργό. Αναγκασμένος να συμπλέει με όλες τις αποφάσεις του
Μακαρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου έγινε ο ενοχλημένος δέσμιός του (Draenos 2012: 95-96). Στις
δύσκολες αυτές σχέσεις ο Ανδρέας πρόσθεσε τους δικούς του αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι τελικά διέκοψαν
την πρωθυπουργία του πατέρα του.
Η υπόθεση των Σχεδίων Άτσεσον αποτελεί ένα ακόμη κεφάλαιο του Κυπριακού που χρειάζεται να
μελετηθεί, αλλά που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Είναι όμως ενδιαφέρουσα η απολύτως αρνητική θέση
του Ανδρέα από την πρώτη στιγμή στην πρόταση. Δεν θεωρούσε άλλωστε τον Άτσεσον σημαντική
προσωπικότητα. Στο απομνημονευματικό βιβλίο του Ανδρέα Democracy at Gunpoint απουσιάζει η
απόφαση του πατέρα του να ανακηρύξει μονομερώς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα χωρίς
εδαφικές παραχωρήσεις στην Τουρκία, αλλά με εγγυήσεις για την τουρκική μειονότητα (A. Papandreou
1973: 37). Γνωρίζουμε πλέον ότι ο Ανδρέας είχε ειδοποιήσει τον Μακάριο για την επικείμενη απόφαση
της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να βρεθεί προετοιμασμένος όταν θα τον επισκεπτόταν ο Έλληνας
υπουργός Εθνικής Αμύνης, Πέτρος Γαρουφαλιάς. Την αρχική συμφωνία του αρχιεπισκόπου ακολούθησε η
άρνηση, που οφειλόταν, κατά τα λεγόμενά του, στην ιερατική του απέχθεια για τις αιματοχυσίες
(Γαρουφαλιάς 1982: 191-198).
Μολονότι ο Γαρουφαλιάς, που διηγείται λεπτομερώς τα της συνάντησης, στερείται αξιοπιστίας εξαιτίας
της κατοπινής του εμπλοκής στις προσπάθειες των Ανακτόρων να ξεφορτωθούν τον Γεώργιο Παπανδρέου,
η δράση του Ανδρέα πίσω από την πλάτη του πατέρα του προσθέτει μία ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των
δύσκολων σχέσεών τους.
Την ίδια περίπου εποχή ο Ανδρέας παραιτήθηκε από το υπουργικό του αξίωμα, χωρίς όμως να αναφέρει
τους πραγματικούς λόγους στο απομνημόνευμά του (A. Papandreou 1973: 141). Η παραίτησή του
προκλήθηκε από τον θόρυβο που δημιούργησε η ανάθεση για την εκπόνηση του πολεοδομικού σχεδίου
της Πάτρας χωρίς διαγωνισμό, στον παιδικό του φίλο Γιώργο Σκιαδαρέση. Η στενή σχέση του Ανδρέα με
το ζεύγος Σκιαδαρέση επισημάνθηκε από τον αντιπολιτευόμενο τύπο, κι έτσι το σκάνδαλο κοινοποιήθηκε
ευρύτατα.
Στη δύσκολη αυτή ώρα της παραίτησής του ο Ανδρέας βρήκε θερμό συμπαραστάτη τον Μακάριο. Η
πρόσκληση στην Κύπρο και η υποδοχή αρχηγού κυβέρνησης που του επιφύλαξε μνημονεύονται στο
απομνημόνευμα του Ανδρέα με ενθουσιασμό. Η προσωπικότητα του Μακαρίου και η πολιτική του
δεξιοτεχνία αποτέλεσαν έκτοτε αντικείμενο θαυμασμού για τον Ανδρέα, ο οποίος όμως δεν αναφέρει την
υπηρεσία που ο ίδιος προσέφερε στον αρχιεπίσκοπο, και μάλιστα παρά την πολιτική του πατέρα του.
Η συμμαχία των δύο δεν πέρασε απαρατήρητη. Οι Αμερικανοί, που είχαν ήδη θεωρήσει υπερβολικές τις
επαφές του Μακαρίου με τους Σοβιετικούς, με αποτέλεσμα να τον αποκαλούν «κάστρο της Μεσογείου»,
προσέθεσαν και τον γιο του πρωθυπουργού της Ελλάδας στους αντιπάλους τους. Η φιλοδοξία του
αρχιεπισκόπου και η συμπεριφορά του Ανδρέα συνέπραξαν στην κατασκευή μίας ακόμη εικονικής
πραγματικότητας. Ουδείς από τους δύο υπήρξε πραγματικός αριστερός ριζοσπάστης.
Η ιστορική παρεξήγηση της περιόδου 1965-1967 βασίστηκε σε παρερμηνεία σκηνών που είχαν
ξαναπαιχτεί, αλλά κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες. Η σύγκρουση μονάρχη και πρωθυπουργού
παρέπεμπε τους φιλελεύθερους στον Μεγάλο Διχασμό, οι κινητοποιήσεις εξαιτίας της πτώσης της
κυβέρνησης Παπανδρέου και για τη βελτίωση της παιδείας θύμιζαν στους τρομαγμένους αστούς την
καθημαγμένη μεταπολεμική Ελλάδα, και βέβαια στους αυτόκλητους στρατιωτικούς σωτήρες τα
Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Όμως η Ελλάδα του 1965 δεν είχε καμία σχέση με τη χώρα του 1915,
του 1944 ή του 1946-1949. Τίποτα σημαντικό στις σχέσεις της Ελλάδας με τον έξω κόσμο δεν
βρισκόταν υπό αναθεώρηση, οι ηττημένοι του Εμφυλίου δεν διέθεταν δυνάμεις πυρός και όλοι οι
οικονομικοί δείκτες απείχαν πολύ από εκείνους της πρώτης μεταπολεμικής πενταετίας.
Το παράδοξο είναι ότι στην παντομίμα αυτή συνέπραξαν όλοι σχεδόν (εκτός ίσως από τους
κομμουνιστές) με ενθουσιασμό. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει ο ανώτατος άρχων, ακριβώς γιατί
δεν έπαιξε όπως θα έπρεπε τον θεσμικό του ρόλο, αλλά συμπεριφέρθηκε σαν πολιτικός ηγέτης ομάδας
πολιτικών και στρατιωτικών. Οι στρατιωτικοί της Χούντας επωφελήθηκαν από τις πολιτειακές ανωμαλίες
για να απολαύσουν 6-7 αξέχαστα χρόνια παραμονής στην εξουσία.
Ο Ανδρέας έζησε το προσωπικό του ψυχόδραμα την περίοδο αυτή ως Δαβίδ που τα βάζει με τους
Γολιάθ του κοινωνικού αλλά και του ενδοκομματικού κατεστημένου. Φρόντισε ακόμη να προκαλέσει τους
Αμερικανούς συμπατριώτες του, νομίζοντας ότι έπαιζε το ανώδυνο παιχνίδι του εσωτερικού αμερικανικού
ανταγωνισμού συντηρητικών-φιλελευθέρων.
Από την εχθρική στάση των στελεχών της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα έναντι του Ανδρέα
κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, πρέπει να εξαιρεθεί ο νέος τότε διπλωματικός Ρόμπερτ Β.
Κίλι. Η ανάλυση του φαινομένου Ανδρέας σε προσωπικές παρατηρήσεις και υπηρεσιακές αναφορές του
είναι ασφαλώς η πιο ψύχραιμη που θα μπορούσε να κάνει διπλωμάτης. Οι απόψεις του συνοψίζονται ως
εξής: Η στάση του Ανδρέα δικαιολογούνταν από τη σύγκρουσή του με τους ανόητους υπαλλήλους της CIA,
οι οποίοι θεωρούσαν ότι η Ελλάδα ήταν περίπου φέουδό τους. Κατά τον Κίλι, η αντιαμερικανική του
ρητορεία σκόπιμα απευθυνόταν σε αριστερούς ψηφοφόρους πάσης μορφής, γεγονός που αποδυνάμωνε το
ΚΚΕ (ΕΔΑ) και τον καθιστούσε αξιόπιστο στην αριστερή πτέρυγα του Κέντρου. Ο Κίλι θεωρούσε ότι η
στρατηγική αυτή εξυπηρετούσε και τα απώτερα συμφέροντα των ΗΠΑ, εφόσον βέβαια στήριζαν πολιτικά
και τον ίδιο τον Ανδρέα (Keeley 2010: 102-103). Η κατηγορία όμως των φιλελεύθερων διπλωματών με
ανάλογες ερμηνείες των ελληνικών υποθέσεων αποτελούσε μειοψηφία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.5
Η μετριοπάθεια του Κίλι δεν απαλλάσσει τον Ανδρέα από τις δικές του αμετροέπειες, και μάλιστα σε
μια εποχή που άρχισε καλά για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Οι Αμερικανοί στην αρχή είχαν δει με
συμπάθεια την άνοδο του Γ. Παπανδρέου στην εξουσία ύστερα από χρόνια δεξιάς αποκλειστικότητας. Ας
μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η περίοδος αυτή υπήρξε και για την αμερικανική πολιτική ιστορία μία από τις
πιο φιλελεύθερες.
Αν, όπως παρατηρεί ο Κίλι, η στάση του Ανδρέα ήταν κατανοητή ως προς την ασυδοσία της CIA στην
Ελλάδα, ήταν λιγότερο κατανοητή η γενική επίθεσή του κατά του συστήματος των ΗΠΑ. Γιατί την
αριστερά του Κέντρου την είχε ήδη εξασφαλίσει, ενώ αντίθετα δημιουργούσε πανικό στο συντηρητικότερο
τμήμα της παράταξης.
Από τους πολλούς εχθρούς του Ανδρέα στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο πιο επίμονος υπήρξε
ο διπλωμάτης Τζον Όουενς.6 Ο Όουενς διετέλεσε στέλεχος του πολιτικού τμήματος της αμερικανικής
πρεσβείας στην Αθήνα (1962-1966) και υποδιευθυντής στο τμήμα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την
Ελλάδα (1966-1968). Ο Όουενς ευθύνεται για την άποψη ότι η Χούντα ήταν προϊόν της ακραίας
συμπεριφοράς του Ανδρέα την εποχή που πολιτευόταν με την Ένωση Κέντρου. Πίστευε δηλαδή ότι οι
στρατιωτικοί αντέδρασαν κυρίως στα ακραία συνθήματα του νέου Παπανδρέου:
Υποστήριξα την άποψη ότι το πρόωρο τέλος της δημοκρατίας στην Ελλάδα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό
στην προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου. Πιστεύω ότι με τις πράξεις του ο Ανδρέας Παπανδρέου
δημιούργησε την ψυχολογική ατμόσφαιρα που κατέστησε εφικτό το πραξικόπημα. Με τις εμπρηστικές
ομιλίες του, με τη διχαστική τακτική του μέσα στο κόμμα του, αλλά και με τις επιθέσεις του εναντίον
του βασιλιά, των συντηρητικών κομμάτων, των Ηνωμένων Πολιτειών, του ΝΑΤΟ και του ελληνικού
κατεστημένου, ο Ανδρέας διέγειρε τους φόβους των αντιπάλων του –και υπήρχαν πολλοί– ότι μια
εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου, που θα του επέτρεπε να διαδραματίσει μείζονα ρόλο στη
διακυβέρνηση της χώρας, θα είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί στην Ελλάδα μια αφόρητη κατάσταση.
(Stavrou 1998: 80)

Παρόλο που ο Ανδρέας είχε αναφερθεί επανειλημμένα στο όραμά του για μια «νέα Ελλάδα», οι εχθροί του
θεωρούσαν ότι τα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητάς του υπόσχονταν μόνο διχόνοια, καταστροφή και
σύγχυση.
Η διήγηση του Παρασκευά Αυγερινού επιβεβαιώνει τη θέση του Όουενς:
Τρεις μέρες πριν το πραξικόπημα του ’67, του οργανώσαμε μια μεγάλη συγκέντρωση γιατρών στο
Χίλτον. Σ’ εκείνη την ομιλία του, παρασυρμένος ο Ανδρέας από τη μεγάλη συμμετοχή και θερμή
υποδοχή, ήταν ιδιαίτερα σκληρός στις αναφορές του για τον στρατό, τη Δικαιοσύνη και το παρακράτος.
Είναι σίγουρο ότι ενόχλησε πολύ. Ίσως, όπως έλεγαν τότε, να επιτάχυνε το πραξικόπημα.
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 2, 280)

Η οξύτητα του Ανδρέα προς όσους του εναντιώνονταν συνιστούσε το πιο αδύνατο σημείο του ψυχισμού
του. Η τάση του να καθιστά προσωπική υπόθεση κάθε επίθεση κατά της πολιτικής του υπήρξε ένα
γνώρισμα που τον καθιστούσε ευάλωτο τόσο στην όποια αντίθεση του περιβάλλοντός του, όσο και στην
κολακεία. Η αδυναμία αυτή συνοψίζει την ανασφάλεια που τον κατέτρυχε σε όλη του τη ζωή.
Η θρυλούμενη εμπλοκή του Ανδρέα σε μια στρατιωτική οργάνωση με ελάχιστη αξιοπιστία προκάλεσε,
εκ του μη όντος, τη σύγκρουση του πρωθυπουργού με τον άνακτα. Έχουμε και εδώ μια σειρά από
εικονικές πραγματικότητες. Τον αρχηγό του ΑΣΠΙΔΑ Άρη Μπουλούκο να βεβαιώνει ότι σημαντικά
στελέχη του ΑΣΠΙΔΑ επισκέφθηκαν τον Ανδρέα, και εκείνον να το αρνείται. Τον Γεώργιο Παπανδρέου να
αποδέχεται την πρόταση του βασιλιά για τον διορισμό του φιλοβασιλικού Ιωάννη Γεννηματά ως αρχηγού
του Γενικού Επιτελείου Στρατού και να προκαλεί την κρίση με τα Ανάκτορα για τη συγκάλυψη του γιου
(Μπουλούκος 1989: 169-171).7
Ωστόσο, αν η ζημιά που προκάλεσε στον πατέρα του ο Ανδρέας το 1965 δεν ήταν εσκεμμένη, η
εκστρατεία εναντίον του συμβιβασμού που επιχείρησε ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον Κωνσταντίνο και
τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, και με τις ευλογίες του Καραμανλή από το Παρίσι, το 1967, ήταν
απολύτως δικό του έργο και πρωτοβουλία. Παρά την ανοιχτή του αντίθεση προς τη συμφωνία του πατέρα
του με τον Κωνσταντίνο, ο Ανδρέας αναγκάστηκε να υπερψηφίσει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Η
συνέχιση της αντιπολιτευτικής του δραστηριότητας δημιούργησε στους κύκλους της ΕΡΕ τη βεβαιότητα
ότι συνεργαζόταν με τους Έλληνες κομμουνιστές και τους Σοβιετικούς. Η εντύπωση αυτή ασφαλώς
έφτασε έως τους εκκολαπτόμενους κινηματίες (Ριζάς 2008: 409-410).
Στις αρχές του 1967 ο Γεώργιος Παπανδρέου, αδυνατώντας να ελέγξει τις δημόσιες δηλώσεις του γιου
του, άρχισε να ματαιώνει συγκεντρώσεις του κόμματος και έστειλε τον πιστό του Μιχάλη
Παπακωνσταντίνου να νουθετήσει τον Ανδρέα «να μετριάσει την ένταση των δηλώσεών του, γιατί
κινδύνευαν να δουν τις προσεχείς εκλογές να ματαιώνονται από κάποιο κίνημα» (Draenos 2012: 258).
Η τελευταία αρνητική υπηρεσία προς τον πατέρα του υπήρξε ο θόρυβος γύρω από την άρση της
βουλευτικής του ασυλίας μετά τη διάλυση της Βουλής και έως την ημέρα των εκλογών. «Στις 29
Μαρτίου η Βουλή συνεδρίαζε για να καθορίσει τον νέο εκλογικό νόμο, όταν η Ένωση Κέντρου εισήγαγε
τροποποίηση σύμφωνα με την οποία η βουλευτική ασυλία επεκτεινόταν και στην περίοδο ανάμεσα στη
διάλυση της Βουλής και τις εκλογές» (Draenos 2012: 286). Η μέριμνα του Γεωργίου ήταν να μην
εμπλακεί ο γιος του στην πιθανή δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Λίγες ημέρες μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης της
ΕΡΕ, ο Κανελλόπουλος ως πρωθυπουργός ανέστειλε το ένταλμα κατά του Ανδρέα (Ριζάς 2008: 407).
Η σύλληψη του Ανδρέα από τη Xούντα και η κάθειρξή του στις φυλακές Αβέρωφ έχουν γίνει
αντικείμενο πολλών περιγραφών, συμπεριλαμβανομένης της δικής του μαρτυρίας (A. Papandreou 1973:
32-37).
Την κατάσταση της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Ανδρέα περιγράφει με
ευρηματικό τρόπο ο γιος του Νίκος σε ένα από τα ωραία διηγήματά του στο Father Dancing. Οι
νυχτερινές επισκέψεις απέναντι από τις φυλακές και η καύτρα του τσιγάρου της μητέρας του στον δρόμο
και του πατέρα του από το παράθυρο της φυλακής αποτελούσαν τρόπο επικοινωνίας τη ζοφερή εκείνη
εποχή (N. Papandreou 1996: 97-98).
Η συλλογή διηγημάτων του Δέκα μύθοι και μια ιστορία (2001), όπου ο Νίκος Παπανδρέου προσφέρει
στον αναγνώστη πολλές μικρές πληροφορίες για τον Ανδρέα, πέρα από τη λογοτεχνική της ποιότητα,
αρχίζει με την παρατήρηση: «Οι παιδικές αναμνήσεις μου για τον πατέρα ήταν για έναν άνθρωπο σε
απόσταση. Δεν θυμάμαι τη μυρουδιά του αρώματος που έβαζε όταν ξυριζόταν ή το σχήμα των χεριών
του…» (Ν. Παπανδρέου 2001: 2).
Στο απομνημόνευμά του ο Ανδρέας ζει δύο ξεχωριστές σχέσεις με τη δεύτερη πατρίδα του: νοσταλγεί
τα χρόνια του στα πανεπιστήμια και δέχεται τα προνόμια της υπηκοότητάς του και των γνωριμιών του
στις ΗΠΑ, ενώ στον δημόσιο βίο του τους αποδίδει όλα τα προβλήματα της Ελλάδας. Η διχογνωμία αυτή
επηρεάζει και τις αναλύσεις του. Όποιες αξιοποιούν τις γνώσεις του στην οικονομία παρουσιάζουν το
εύρος της ευφυΐας του, άλλες εναντίον των ΗΠΑ και του διεθνούς ιμπεριαλισμού θυμίζουν προεκλογικούς
λόγους. Η πεποίθησή του ότι η δικτατορία της 21ης Απριλίου υπήρξε αποκλειστικά έργο της CIA και του
ελληνικού κατεστημένου είναι εξαιρετικά απλουστευτική. Εξίσου απογοητευτική ήταν και μια άλλη
βεβαιότητά του, που επίσης διατυπώνεται στο απομνημόνευμά του, ότι δηλαδή η Ελλάδα ανήκε στον
Τρίτο Κόσμο, γιατί μαζί με την Αίγυπτο και την Ινδία αγωνιζόταν να κερδίσει την ανεξαρτησία της από
την επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων (A. Papandreou 1973: 376).

3. Ο Στερνς ολοκλήρωσε πριν πεθάνει τη βιογραφία του Ανδρέα, η οποία θα κυκλοφορήσει στα αγγλικά.
4. Πρόκειται για τον εκδότη της εφημερίδας Ελευθερία και κατοπινό εχθρό του Ανδρέα.
5. Ο Μοντίγκλ Στερνς υπήρξε ένας ακόμη διακεκριμένος διπλωμάτης με ανάλογες ιδέες για τον Ανδρέα.
6. Στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Νικόλαος Σταύρου με τίτλο Greece under Socialism – A NATO Ally Adrift (Stavrou 1988), ο Όουενς
επιχειρεί μια διεισδυτική σκιαγράφηση του Ανδρέα με το ψευδώνυμο Τζέφρι Σέιφερ (Jeffrey Schaffer).
Εκτεταμένες αναφορές του Όουενς για τον Ανδρέα έως το 1990 δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο βιβλίο των Μ. Ευρυβιάδη και Μ.
Ιγνατίου CIA. Ο απόρρητος φάκελος του Ανδρέα (2010: 55). Το όνομα του Όουενς εμφανίζεται συχνά και στο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά
Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων, 1946-1967 (1997). Οι συμβουλές του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι
συνήθως ευθύβολες (σ. 91). Από τη συζήτησή του με τον Ανδρέα, μετά την πρώτη εκλογική επιτυχία της Ένωσης Κέντρου, ο Όουενς
μεταφέρει καλόπιστα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τις διαβεβαιώσεις του πρώτου ότι η Ένωση Κέντρου θα αποδεικνυόταν πιο φιλοαμερικανική
από την ΕΡΕ. Ο Όουενς κατέληγε στο συμπέρασμα: «Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου ο γιος του πρωθυπουργού
είναι Αμερικανός. Για όνομα του Θεού, ας το εκμεταλλευτούμε!» (σ. 95).
7. Βλ. την άποψη του Ανδρέα στο απομνημονευματικό του έργο (A. Papandreou 1973: 152-153). Ο Ανδρέας σημειώνει ότι συναντήθηκε
για πρώτη φορά με τον Μπουλούκο όταν εκείνος του ζήτησε να του εξασφαλίσει «δωρεάν εισιτήριο» για να επισκέπτεται το κορίτσι του
στην Αθήνα. Υπήρξε κατά τον Ανδρέα και δεύτερη συνάντηση με τον Μπουλούκο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν του εξασφάλισε το
ρουσφέτι. Όμως με την ευκαιρία, λέει ο Ανδρέας, τον ενημέρωσε για την κατάσταση στην Κύπρο.
Η περίοδος της αντίστασης

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1968 ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ)
στο εξωτερικό, το οποίο συνόψιζε την ιδεολογία του για την κατάκτηση και τη διαχείριση της εξουσίας
στην Ελλάδα. Το παράδοξο ήταν ότι η ανατρεπτική του επαγγελία δικαίωνε ex post facto την ισχνή
πρόφαση των συνταγματαρχών, ότι δηλαδή κατέλαβαν την εξουσία για να σώσουν το κοινωνικό καθεστώς
από τη μαρξιστική επανάσταση. Καθώς μάλιστα γνώριζε ότι η ανατροπή της Χούντας μόνο με ευρωπαϊκή
συμμαχία ήταν εφικτή, ήταν αφελές να νομίζει ότι θα αποκτούσε φίλους κατά της δικτατορίας σε δυτικές
κυβερνήσεις με το να επιτίθεται στο κοινωνικό τους καθεστώς. Οι Βρετανοί Εργατικοί πάντως δεν του
επιφύλαξαν φιλική υποδοχή. Η Εργατική κυβέρνηση άλλωστε απέφευγε τις προκλήσεις προς τη Χούντα.8
Σε επιστολή του το 1971 (παρατίθεται στο Παρασκευόπουλος 1995) διατύπωνε ως αμετακίνητες θέσεις
του τις ακόλουθες:
α) Δεν υπήρχε προοπτική εξελικτικής λύσης του προβλήματος της δικτατορίας. «Ο κυρίαρχος ρόλος που
παίζουν στη διαμόρφωση της πολιτικής το Πεντάγωνο και τα μεγάλα μονοπωλιακά συγκροτήματα των
ΗΠΑ καθιστούν αδύνατη μια οποιαδήποτε αλλαγή στην Ελλάδα» (σ. 47).
β) Ο αγώνας κατά της Χούντας απαιτούσε «τη δημιουργία ενός πολιτικοστρατιωτικού
εθνοαπελευθερωτικού κινήματος στα κλασικά πλαίσια του Τρίτου Κόσμου» (σ. 47).
γ) Έπρεπε «να εξασφαλισθεί με κάθε τρόπο το μπλοκάρισμα όλων των συμβιβαστικών ψευτολύσεων
που προωθούνται από την CIA και το Πεντάγωνο μόνο για να επιφέρουν σύγχυση στις τάξεις μας» (σ. 48).
Γνωρίζοντας τις κατοπινές εξελίξεις, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι καμία από τις τρεις προβλέψεις
της πολιτικής του δεν επαληθεύτηκε.
Από την αντιχουντική δραστηριότητα του Ανδρέα στο εξωτερικό, ο συγγραφέας υπήρξε μάρτυρας της
συγκέντρωσης στην αίθουσα του Lyceum στο Στραντ του Λονδίνου, τον χειμώνα του 1969. Μέσα σε
ατμόσφαιρα εξαιρετικά φορτισμένη, ο Ανδρέας εμφανίστηκε έτοιμος να ανταποκριθεί στον συναισθηματικό
οίστρο του κοινού του. Εξεφώνησε μια επινίκια ομιλία ωσάν να είχε πέσει η δικτατορία και να γιορτάζαμε
το γεγονός. Η έκφρασή του ήταν θυμωμένη, με ένα κακό χαμόγελο να συνοδεύει τα σμιγμένα φρύδια του.
Συνδιαλεγόταν με τον κόσμο περισσότερο απ’ ό,τι μιλούσε μόνος του και επαναλάμβανε αργά τα
συνθήματα της πλατείας.
Στους προγραμμένους για τα δεινά των Ελλήνων συμπεριέλαβε το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα
της Αμερικής, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Τομ Πάπας και πολλούς ακόμη επωνύμους. Στην ερώτηση
κραυγάζοντα θαυμαστή του «και τους Έλληνες εφοπλιστές τι θα τους κάνεις;», ο Ανδρέας έλαβε έκφραση
χαιρεκακίας και δήλωσε: «Θα έρθει και αυτών η ώρα». Μολονότι πολλοί δυσπιστούσαν στα όσα είχαν δει
και ακούσει, οι περισσότεροι φαίνονταν ανακουφισμένοι, σαν να είχαν υποστεί κάθαρση από την
απαισιοδοξία εκείνης της εποχής.
Το 1970 ο Ανδρέας βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία τον Φεβρουάριο στις
δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, δίνοντας δύο με τρεις ομιλίες την ημέρα σε φοιτητές. Συζητούσε με ντόπιους
πολιτικούς και έδωσε συνεντεύξεις στα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Ακόμη οργάνωσε και τους απόδημους
Έλληνες κι έκανε εράνους για την οικονομική στήριξη του ΠΑΚ. Τον Μάρτιο πήγε στο Λονδίνο και
συνέχισε με ταξίδια στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Νίκος Παπανδρέου θυμάται μια οδική περιπέτεια πατέρα και γιου, ταξιδεύοντας από το Τορόντο στη
Νέα Υόρκη, που αποτελεί σκιαγραφία του ίδιου του Ανδρέα, ή τουλάχιστον μιας πλευράς του χαρακτήρα
του (Ν. Παπανδρέου 2001: 144-162). Σε μια στάση τους για να γευματίσουν έδειξε στον γιο του το
περίστροφο που κουβαλούσε πάνω του, συνομίλησε με τον Έλληνα εστιάτορα, που τον αναγνώρισε,
χαριεντίστηκε με τη σερβιτόρα, αλλά καταχέρισε τον γιο του γιατί τον καθυστέρησε λίγα λεπτά
φεύγοντας. «Η οργή του ήταν σαν τον άνεμο του Αιγαίου: τη μια στιγμή ήρεμη σαν τη θάλασσα, και την
άλλη σαν θύελλα» (Ν. Παπανδρέου 2001: 151).
«Τον Απρίλιο [ο Ανδρέας] κάνει ομιλίες στον Καναδά και τον Μάιο ταξιδεύει στη Σκανδιναβία» (Ν.
Παπανδρέου 2003: 117) (εκεί συνάπτει μια σχέση που αποδίδει ένα εξώγαμο κοριτσάκι).
Ο Νίκος θα συμπαρασταθεί στον πατέρα του όταν αυτός γεράσει. Γράφει:
Από το 1989 και μετά, κάτω από το βάρος των κατηγοριών περί διαφθοράς για το θέμα Κοσκωτά, με
τους πρώην πολιτικούς φίλους να τον αποφεύγουν, με το θορυβώδες και πολιτικά ακριβό διαζύγιο και
τον ψυχολογικά φθοροποιό γάμο, ο Ανδρέας απομονώνεται από τους δικούς του. Όσο προχωράει στη
νέα του έγγαμη ζωή, όλο και περισσότερο θα μετανιώνει.
(Ν. Παπανδρέου 2003: 115)

Όλα αυτά όμως βρίσκονται στο μέλλον. Προς το παρόν, την περίοδο 1970-1974, δίνει τη μάχη κατά
των δυνάμεων που δυναστεύουν τον ελληνικό λαό, ο οποίος όμως στη μεγάλη του πλειοψηφία τον αγνοεί.
Η μάχη αυτή είναι μοναχική, σαν μέρος ενός εσωτερικού αγώνα.
Ο προσωπικός γολγοθάς του Ανδρέα υπήρξαν καταρχήν τα ψυχοσωματικά πλήγματα που δεχόταν σε
εποχές μεγάλης πίεσης. Ο Πεπελάσης μιλάει για το μαύρο πέπλο που έπεφτε τότε ανάμεσα σε αυτόν και
στον υπόλοιπο κόσμο. Σταδιακά οι εσωτερικές αυτές προβολές τον εξουθένωναν με τη μορφή
συντριπτικής κατάθλιψης. Το γεγονός παρέμεινε επτασφράγιστο μυστικό από το κομματικό περιβάλλον
σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, λες και οι ψυχικές παθήσεις απαξιώνουν όποιους έχουν την ατυχία να
τις βιώνουν. Ωστόσο το πρόβλημα αυτό ίσως αποτελεί κλειδί για να κατανοήσει ο ιστορικός την
αστάθμητη ενίοτε συμπεριφορά του Ανδρέα και κάποιες από τις αυτοκαταστροφικές επιλογές του.
Στο αυτοβιογραφικό του ανάγνωσμα ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ Παρασκευάς Αυγερινός δίνει για πρώτη
φορά πληροφορίες για την ψυχική πάθηση του αρχηγού του (Αυγερινός 2013: 97). Διηγείται πώς ο
Ανδρέας αρρώστησε μετά το καλοκαίρι του 1979, με συμπτώματα την αδιαφορία για τα σοβαρά
ζητήματα, τη βασανιστική αϋπνία και την προσπάθεια να την αντιμετωπίσει με αγχολυτικά φάρμακα.
Όταν η σύζυγός του ειδοποίησε τον Αυγερινό, αυτός διαπίστωσε ότι ο Ανδρέας βρισκόταν σε χειρότερη
κατάσταση απ’ ό,τι το περιβάλλον του ήθελε να πιστεύει.
Τον βρήκα καθισμένο σε μια πολυθρόνα, φορούσε τη ρόμπα του, δε σηκώθηκε, δε με ρώτησε γιατί
πήγα. Τον συνόδεψα στον ψυχίατρο και, όπως περίμενα, η διάγνωση ήταν βαριάς μορφής κατάθλιψη.
Δε θυμάμαι αν μου το είπε ακριβώς έτσι, αλλά εγώ έτσι το εξέλαβα. Ιατρικά αυτή η καταθλιπτική
κρίση αναφέρεται ως διπολική διαταραχή. Ακολούθησε πολύμηνη θεραπεία φαρμακευτικής και
ψυχολογικής υποστήριξης. Άργησε να συνέλθει. Πρέπει να πω ότι τότε, στις παραμονές της με
βεβαιότητα αναμενόμενης πρωθυπουργίας, του επέβαλαν τη διακοπή μιας μακράς ερωτικής σχέσης που
διατηρούσε και δεν αποκλείω ότι αυτή η απογοήτευση αποτέλεσε και την κύρια αφορμή της
καταθλιπτικής κρίσης. Έπειτα από μήνες, ένα βράδυ στις αρχές του ’80, καλεσμένοι στο σπίτι της
Μελίνας, τον θυμάμαι να μην έχει ακόμη αποκατασταθεί, να μην τον ικανοποιεί η συντροφιά και η
συζήτηση, να μη συμμετέχει. Τον κοιτάζαμε και αναρωτιόμασταν αν το όνειρο τέλειωσε. Καταφέραμε
βέβαια να μην περάσει στη δημοσιότητα το θέμα, και μόνον ο βουλευτής της ΝΔ Θανάσης
Κανελλόπουλος είχε γράψει κάποια μέρα στον Τύπο ότι ο Ανδρέας είναι πολύ άρρωστος και αναχωρεί
για την Αμερική. Δεν είχε συνέχεια. Απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν παρουσίασε άλλη καταθλιπτική κρίση· τον
παρακολουθούσε βέβαια τακτικά ψυχίατρος. Δεν ξέρω αν άλλοτε είχε υποστεί τέτοιες κρίσεις, όταν
όμως του ανακοινώσαμε αυτό που του συνέβαινε έδειξε να το γνώριζε. Δεν ξέρω τι είπε στον ψυχίατρο.
(Αυγερινός 2013: 99)

Ένα πολιτισμικό ψυχογράφημα του Ανδρέα επιχειρεί η σύζυγός του Μάργκαρετ στο δικό της
απομνημόνευμα. «Ο Ανδρέας ζούσε σε μεγάλο βαθμό μια διχασμένη ζωή. Ήταν Έλληνας από τη γέννησή
του, αλλά και πολιτογραφημένος Αμερικανός· έβλεπε τα πράγματα πάντα από δύο σκοπιές» (M.
Papandreou 1970: 61).
Αυτός ο διχασμός της προσωπικότητάς του έγινε επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις αναφορές των
αξιωματούχων της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Τζον Όουενς υπήρξε, όπως είδαμε, ο πιο
συστηματικός επικριτής του και ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η συμπεριφορά του νέου Παπανδρέου
οφειλόταν στην πολιτισμική του σχιζοφρένεια (Ευρυβιάδης & Ιγνατίου 2010: 74-75).
Όταν έπεσε η Χούντα το καλοκαίρι του 1974, ο Ανδρέας αρνήθηκε να επιστρέψει αμέσως στην
Ελλάδα, γιατί θεώρησε ότι ο Καραμανλής ήταν ένα άλλο πρόσωπο του δεξιού κατεστημένου. Ωστόσο
διέλυσε το ΠΑΚ, παρά τις διαμαρτυρίες των οπαδών του, οι οποίοι συμφωνούσαν με τη γνώμη του ότι οι
όροι που συνιστούσαν το αυταρχικό καθεστώς στην Ελλάδα ίσχυαν ακόμη. Αρνούμενος να αναλάβει την
ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, απέφυγε τον ανταγωνισμό με άλλους επωνύμους της προχουντικής περιόδου
και παράλληλα αναζήτησε ένα νέο κοινό, που η δικτατορία είχε ριζοσπαστικοποιήσει.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 ανακοίνωσε την ιδρυτική διακήρυξη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού
Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Με την κίνηση αυτή ο Ανδρέας στέρησε την επαναστατική Αριστερά από το
μονοπώλιο των αναδιανεμητικών υποσχέσεων και παράλληλα από το ανατρεπτικό κεντρί της. Η
αργοπορημένη επιστροφή του δεν συνέγειρε τα πλήθη, όπως του Καραμανλή, όμως με την άρνησή του να
συνεργαστεί με την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Καραμανλή και τον αρχηγό της Ένωσης
Κέντρου Γεώργιο Μαύρο κατάφερε να δημιουργήσει τον δικό του πολιτικό χώρο.

8. Ο Ανδρέας επισκέφθηκε το Λονδίνο τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 1969 και συναντήθηκε με βουλευτές του Εργατικού Κόμματος
από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Κοινοτήτων. Από τα Βρετανικά Αρχεία γνωρίζουμε σήμερα ότι τα σχόλιά τους
για τον Ανδρέα ήταν αρνητικά.
Προετοιμασία για την εξουσία

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΣΟΚ είναι εκτός εξουσίας οι τάσεις οι οποίες διαμορφώνονται μέσα στο κίνημα
είναι πολυσυλλεκτικές:
Η «Δεξιά» του αποτελούνταν κυρίως από στελέχη της Ένωσης Κέντρου. Ήταν αυτοί που διαφώνησαν
με τον στόχο της «κοινωνικοποίησης» των μέσων παραγωγής και της ρήξης με τον δυτικό κόσμο. Τελικά
θα συμβιβαστούν με την κοινωνικοποίηση ορισμένων τομέων της οικονομίας και τη μερική ρήξη με
παλαιούς συμμάχους.
Η αριστερή τάση, η οποία συγκροτήθηκε από μέλη του ΠΑΚ στο εξωτερικό και πρόσωπα της
Αντίστασης, συνδέθηκε με τα στοιχεία του καταστατικού κειμένου που τόνιζαν την απεξάρτηση από ξένες
επιρροές και τον ταξικό χαρακτήρα του αγώνα αυτού. Η εθνική ανεξαρτησία γι’ αυτούς συνδεόταν με την
κοινωνική απελευθέρωση (Σπουρδαλάκης 1998: 20-22).
Το ρεύμα των τεχνοκρατών στο κίνημα αποτελούνταν από στελέχη της «Κεντροαριστεράς» του
Ανένδοτου Αγώνα με υψηλό βαθμό πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επίσης πολλοί φοιτητές της χουντικής
περιόδου συνέβαλαν στο ρεύμα αυτό. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης (1998: 22), «η τάση
αυτή θα αποκτήσει μεγαλύτερη συνοχή και εμβέλεια μόνο μετά τις εκλογές του 1977».
Η αντισυστημική παρουσία του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης το 1974 ήταν πρόωρη
για ένα εκλογικό σώμα που φοβόταν ακόμη την επιστροφή στη δικτατορία. (Ο διαδεδομένος
αντιαμερικανισμός, που προκλήθηκε κυρίως από την ανοχή των ΗΠΑ προς την τουρκική εισβολή στην
Κύπρο, θα πριμοδοτούσε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1977.) Η απογοήτευση του Ανδρέα από το
αποτέλεσμα του 1974 ήταν φανερή. Το κόμμα του βρέθηκε στην τρίτη θέση, με 12 μόνο βουλευτές,
έναντι 220 της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, 60 της Ένωσης Κέντρου - Νέες
Δυνάμεις και 8 της Ενωμένης Αριστεράς. Σαράντα πέντε ημέρες μετά τις εκλογές έγινε δημοψήφισμα για
το μέλλον της μοναρχίας, στο οποίο 69,18% των εκλογέων είπε όχι στον θεσμό. Ο Ανδρέας κατηγόρησε
τον Καραμανλή ότι έθεσε το δημοψήφισμα μετά τις εκλογές για να ευνοήσει την επιστροφή του
Κωνσταντίνου. Η ουδέτερη έως εχθρική στάση του πρωθυπουργού έναντι της μοναρχίας βέβαια τον
διέψευσε. Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ υπήρξε η δεύτερη σημαντική διάψευση
των προγνωστικών του Ανδρέα.
Το σύνταγμα του 1975 δημιούργησε έναν προεδρικό θεσμό με ορισμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ο
Καραμανλής είχε αρχικά θελήσει να υπάρξει σύστημα σαν το γαλλικό, αλλά ο κίνδυνος του διχαστικού
διπολισμού (πρόεδρος και πρωθυπουργός εκλεγμένοι από τον λαό) τον ανάγκασε να αρκεστεί στην
προεδρευομένη δημοκρατία με πρόεδρο εκλεγμένο από τη Βουλή.
Στις 16 Μαρτίου 1975 πραγματοποιήθηκε το προσυνέδριο του ΠΑΣΟΚ, χωρίς παρουσία των ΜΜΕ.
Διαβάστηκαν τρεις εισηγήσεις: από τον Ανδρέα, τον πιστό του Άκη Τσοχατζόπουλο και τον Βασίλη
Κεδίκογλου. Οι σύνεδροι μπορούσαν να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις, αλλά όχι ερωτήσεις. Ο ίδιος
δήλωσε καθαρά τις προθέσεις του:
Αντιμετωπίσαμε […] μια συστηματική και καλά μονταρισμένη προσπάθεια για την προώθηση της
δημοκρατικής διαδικασίας στους κόλπους του κινήματος, που αποσκοπούσε ουσιαστικά στη δημιουργία
πολλαπλών κέντρων δύναμης μέσα στο κίνημα, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αποτελεσματικότητα του
κεντρικού εκτελεστικού οργάνου του κινήματος.
(Παππάς 2008: 105-106)
Τη μεγαλύτερη όμως κατακραυγή ανάμεσα στους αντιφρονούντες προκάλεσε η εισήγηση του
Τσοχατζόπουλου, ο οποίος υποστήριξε ότι ο αρχηγός έπρεπε να αναβαθμιστεί σε αυτόνομο κομματικό
όργανο (Παππάς 2008: 106). Έκτοτε ο Τσοχατζόπουλος έγινε ο απολύτως έμπιστος του αρχηγού και
φρόντισε, όπως μάθαμε πολύ αργότερα, να επωφεληθεί από τη θέση του αυτή ποικιλοτρόπως. Οι
γνωστότεροι αντιστασιακοί του ΠΑΚ διαμαρτυρήθηκαν για τον προσωποπαγή χαρακτήρα του κινήματος
και άσκησαν κριτική στον αρχηγό τους. Απαίτησαν την αναδιατύπωση της ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ και την
ανασυγκρότησή του με πιο δημοκρατικές διαδικασίες. Το αποτέλεσμα έγινε μάθημα για μελλοντικούς
αμφισβητίες: ο Ανδρέας φρόντισε να διαγράψει όλα τα στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής που του
εναντιώθηκαν. Έκτοτε ο αρχηγικός χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ εδραιώθηκε και ο Ανδρέας έγινε ο
αναμφισβήτητος ηγέτης, αλλά και η προσωποποίηση του κινήματος. Έτσι το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να φτάσει
στις εκλογές του 1977 συντεταγμένο και να κερδίσει την πρώτη μεγάλη εκλογική του επιτυχία. Οι
ενδοκομματικοί αντίπαλοι στο μέλλον θα αποδειχτούν όλο και λιγότερο αξιόμαχοι.
Η επιλογή του Ανδρέα να αποφύγει τη σοσιαλδημοκρατία ως προμετωπίδα του κινήματός του
αποδείχτηκε η καλύτερη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας (πρόκειται για μια θέση καλά
επεξεργασμένη στο Παππάς 2008: 63-87). Ο ασαφής ριζοσπαστισμός που επέλεξε ως ιδεολογία ενός
καταρχήν αριστερού κόμματος χωρίς γραμμή πλεύσης ταίριαζε με τον ρευστό χαρακτήρα της κοινωνίας,
την απουσία σημαντικής εργατικής τάξης και το θυμικό των ψηφοφόρων, που προτιμούσαν να δονούνται
παρά να κατανοούν. Οι έννοιες που καλλιέργησε, όπως εκείνη του «μη προνομιούχου», ήταν συμβατές με
το συναίσθημα αδικίας που κάθε Έλληνας καλλιεργεί μέσα του. Όταν υιοθέτησε την πόλωση πριν από
τις εκλογές που του έδωσαν τη νίκη, είχε ήδη επιβληθεί μέσα στο κόμμα ως μοναδικός και
αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον να συμβεί σε ένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα (Παππάς 2008: 87, 148-149).

Η μεταβολή της ποινής των τριών ηγετών της Χούντας από θανατική σε ισόβια κάθειρξη κατέστησε πάλι
τον Καραμανλή στόχο του Ανδρέα. Αυτή τη φορά η επίθεση ήταν σκληρή: «δεν πρόκειται ούτε περί
πιέσεων ούτε περί δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ο Καραμανλής. Πρόκειται για ταύτιση με τη Χούντα.
Πρόκειται για γέφυρα. Στον λαό έχει καταστεί συνείδηση πλέον ότι ο κ. Καραμανλής εξετέλεσε τον ρόλο
που προδιαγράφηκε από τον κ. Αβέρωφ» (Τα Νέα, 1/9/1975). Οι εξελίξεις ωστόσο και πάλι διέψευσαν τις
προβλέψεις του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. Οι καταδικασθέντες θα εκτίσουν μακρότατες ποινές, ενώ οι
Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης θα τελευτήσουν στη φυλακή.
Η αναγέννηση του κοινοβουλευτισμού μετά το τέλος της δικτατορίας πραγματοποιήθηκε υπό την
εποπτεία ενός αναγεννημένου επίσης ηγέτη της Δεξιάς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος έφτασε
αεροπορικώς από το Παρίσι το βράδυ της 24ης Ιουλίου 1974, βρήκε να τον περιμένει ένα πλήθος
Ελλήνων που δεν αποτελούνταν μόνο από τους παλαιούς οπαδούς του. Η μοναχική του θητεία στην
Εσπερία, αλλά και η συναινετική βάση της νέας του εισόδου στην πολιτική ως επικεφαλής της Νέας
Δημοκρατίας μεταμόρφωσαν τη συντηρητική παράταξη σε αβασίλευτη (το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου
του 1974 απέδωσε 69% κατά του βασιλευόμενου πολιτεύματος) Κεντροδεξιά.
Η άρνησή του να δεχτεί την απλή αναλογική ως πάγιο εκλογικό σύστημα επανέφερε τις διάφορες
κατηγορίες της ενισχυμένης αναλογικής, ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει στον παραδοσιακό
κοινοβουλευτισμό και στις μονοκομματικές κυβερνήσεις του παρελθόντος. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού
άλλωστε δεν ξαναφάνηκαν μετά το 1952, αν εξαιρεθεί η βραχύβια συνεργασία των κομμάτων το 1989-
1990.
Το σύστημα απώλεσε σταδιακά τον κεντρώο προχουντικό του άξονα. Αφού έπαιξε τον ριζοσπαστικό
πολιτικό της ρόλο τη δεκαετία του 1960, η Ένωση Κέντρου ήλπισε να τον συνεχίσει από εκεί που τον
άφησε το 1967. Οι νέες δυνάμεις –το νέο στοιχείο που ήρθε να προστεθεί στην Ένωση Κέντρου–
συγκέντρωναν το άνθος της αντίστασης κατά της Χούντας (Αλέξανδρο Παναγούλη, Αναστάσιο Μήνη,
Αλέξανδρο Μαγκάκη, Βιργινία Τσουδερού, Γιάγκο Πεσμαζόγλου κ.ά.) και την εκτίμηση ενός ευρέος
φάσματος ψηφοφόρων. Όμως η προσέγγιση Αριστεράς και Δεξιάς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η
σταθερή μετακίνηση της ΝΔ προς τον κεντρώο χώρο και ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ ως δυναμικού διεκδικητή
ενός εθνικού ριζοσπαστισμού στέρησαν από την Ένωση Κέντρου τον λόγο ύπαρξής της. Στις εκλογές
εξάλλου του 1974, στις οποίες ο αντιστασιακός ρόλος των νέων δυνάμεων ήταν ακόμη ζωντανός στη
συνείδηση των ψηφοφόρων, πρυτάνευσε ο φόβος της παλινδρόμησης προς τη δικτατορία («Καραμανλής ή
τανκς»). Έως τις εκλογές του 1977 η ευκαιρία είχε πια στραφεί προς το ΠΑΣΟΚ και οι πρόκριτοι της
Ένωσης Κέντρου είχαν διασκορπιστεί.

Για τον χαρακτήρα του πρώτου μεταπολεμικού σοσιαλιστικού κόμματος που κέρδισε την εξουσία το 1981
και την κράτησε είκοσι χρόνια έχουν γραφεί πολλά. Στις εκλογές του 1977 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 93
βουλευτές, 73 από τους οποίους εξελέγησαν για πρώτη φορά, ενώ άλλοι 6 είχαν εκλεγεί για πρώτη φορά
το 1974. Οι αντίπαλοί του αναγνώρισαν τον καινοτόμο χαρακτήρα του κόμματος, τις οργανώσεις λαϊκής
βάσης, τη σωματειακή του συσπείρωση και την ιεραρχική του δόμηση. Όμως οι αριστεροί επικριτές του
ΠΑΣΟΚ κατέδειξαν τον χαρισματικό ρόλο του ηγέτη του Ανδρέα Παπανδρέου, τη λαϊκιστική του σχέση με
τους οπαδούς του και την πολυσυλλεκτική στρατηγική του. «Ο Παπανδρέου δρα σαν καθρέφτης των
λαϊκών απαιτήσεων –όσο ασαφείς και αν είναι–, μεταμορφώνοντας τα νεφελώδη αιτήματα του λαού σε
πολιτική οργάνωση, εκλογική ισχύ, βουλευτές, τοπικούς παράγοντες και συνδικαλιστές» (Elephantis
1981: 117). Όμως η πολυγλωσσία του κινήματος, που του εξασφάλιζε ψήφους, οδηγούσε κατά τον
Ελεφάντη:
τον λαϊκισμό του σε κατάτμηση των λαϊκών αιτημάτων και τελικά σε ψευδή αντικατοπτρισμό του λαού.
Ο κοινός παρονομαστής που θηρεύει κρύβει τις αντιφάσεις του και τα διιστάμενα συμφέροντα των
ψηφοφόρων του. Όσο ψαρεύει ψήφους από τη θέση του ως κόμματος της αντιπολίτευσης, ο λαϊκισμός
του υιοθετεί θραύσματα σοσιαλιστικής και αστικής σοφίας που προέρχονται από όλα τα σημεία του
πολιτικού φάσματος.
(Elephantis 1981: 117)

Ο ελληνικός λαϊκισμός ενδημούσε σε μια κοινωνία χωρίς αριστοκρατικά πρότυπα. Μια μικρή μόνο
μερίδα της αστικής κοινωνίας άντλησε υποδείγματα από τη Δύση, ενώ οι αυτόχθονες αντιστάθηκαν
ελάχιστα στη γοητεία του. Το ιδεολόγημα αυτό προβάλλει τον μέσο όρο ως υπόδειγμα, κολακεύοντας την
αυταρέσκεια του μέσου ανθρώπου. Το άτομο που υπακούει στο θυμικό και στα ένστικτά του γίνεται
παράγοντας καθημερινής σοφίας και ενόρασης. Γίνεται επίσης ο πολιορκητικός κριός που αλώνει τα
κάστρα των επιλέκτων και επιβάλλει τη μετριοκρατία. Η λαϊκιστική οργάνωση υποθάλπει την άμεση,
χωρίς διαμεσολαβήσεις επικοινωνία ανάμεσα στον ηγέτη και στον λαό. Με την έννοια αυτή, ο
διαπρεπέστερος λαϊκιστής πολιτικός του 19ου αιώνα υπήρξε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που πρέσβευε ότι η
δημοψηφισματική δημοκρατία, με καθοδήγηση από τον λαοπρόβλητο αρχηγό της, εξέφραζε καλύτερα από
το κοινοβουλευτικό πολίτευμα τη λαϊκή βούληση (περί Δηλιγιάννη βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τόμ. ΙΔ΄, 22-29).
Αν οι πελατειακές σχέσεις συνδέονται στην Ελλάδα με τον παλαιοκομματισμό, ο λαϊκισμός σχετίζεται
με την πολιτική ενεργοποίηση των μαζών εν ονόματι μιας πρωτόγονης δημοκρατίας. Ωστόσο τόσο οι
πελατειακές σχέσεις όσο και η λαϊκιστική επιστράτευση είναι φαινόμενα παρακωλυτικά του
εκσυγχρονισμού και της αξιοκρατίας (Βερέμης & Κολιόπουλος 2013: 435-443).

Τον Σεπτέμβριο του 1977 ο Καραμανλής ζήτησε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο
να συναινέσει στην προκήρυξη εκλογών πριν από το τέλος της τετραετίας. Έθεσε δύο σοβαρά εθνικά
ζητήματα ως αιτία για την επίσπευση των εκλογών: το Κυπριακό ζήτημα και την είσοδο της Ελλάδας
στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ο Ανδρέας, μολονότι επιθυμούσε τις πρόωρες εκλογές, δήλωσε ότι η
απόφαση του πρωθυπουργού αποτελούσε «αντισυνταγματική μεθόδευση» (Clogg 1987: 70).
Η προεκλογική εκστρατεία του ΠΑΣΟΚ βασίστηκε στο σύνθημα «Αλλαγή». Ο Ανδρέας επανέλαβε τις
τρεις αρχές του κινήματός του: κοινωνικοποίηση, αποκέντρωση και αυτοδιαχείριση. Η κοινωνικοποίηση
ήταν μια νέα απόδοση της κρατικοποίησης. Σκόπευε, καθώς υποσχόταν, να κρατικοποιήσει τις
επιχειρήσεις ενέργειας, τις τράπεζες, τις συγκοινωνίες, τα ναυπηγεία, τα χημικά λιπάσματα και τις
τσιμεντοβιομηχανίες. Θα επέτρεπε να υπάρξουν μόνο μικρομεσαίες επιχειρήσεις ιδιωτών, οι οποίες δεν θα
δημιουργούσαν κίνδυνο ανταγωνισμού με το κράτος. Υποσχόταν ακόμη ότι θα καταργούσε την ιδιωτική
εκπαίδευση. Στον τομέα της αποκέντρωσης σχεδίαζε τη δημιουργία έντεκα περιφερειακών συμβουλίων με
σημαντική αυτονομία και ευρεία δικαιοδοσία. Υποσχέθηκε ακόμη νέο σύνταγμα, με πανίσχυρο
πρωθυπουργό. Συνέχισε να υπόσχεται πλήρη αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και μια σχέση με την Ευρωπαϊκή
Κοινότητα όχι διαφορετική από εκείνη της Νορβηγίας, ώστε να μη δεσμεύεται η ελευθερία της χώρας
στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα. Η φιλοδοξία του ήταν να συμβάλει στη δημιουργία μιας
ομοσπονδιακής σοσιαλιστικής Ευρώπης με μέλη όλες τις χώρες της ηπείρου, δυτικές και ανατολικές.
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υποσχόταν ρήξεις που απειλούσαν με σύγκρουση σε όλα τα μέτωπα.
Έναν χρόνο πριν από τις εκλογές του 1977 ο Ανδρέας είχε απαιτήσει από την κυβέρνηση Καραμανλή να
βυθίσει το τουρκικό ωκεανογραφικό «Χόρα», το οποίο διενεργούσε έρευνες στο Αιγαίο για πετρέλαιο. Η
διπολική ερμηνεία του της ελληνικής πολιτικής, ότι δηλαδή ο Καραμανλής υπήρξε η συνέχεια της
Χούντας, ήταν τόσο υπερβολική, ώστε λίγοι ψηφοφόροι την πρόσεχαν. Η ίδια λογική επεκτεινόταν σε
ολόκληρο τον πλανήτη, με τους κακούς θύτες και τα καλά θύματα. Έτσι η τριτοκοσμική του πρόταση
για την Ελλάδα δεν εντυπωσίαζε το κοινό του, που αντιλαμβανόταν ότι οι ακραίες αυτές επαγγελίες ήταν
κινήσεις τακτικής μάλλον για να πετύχει ο Ανδρέας τις λιγότερο ακραίες επιδιώξεις του. Έκτοτε η
τακτική της υπόσχεσης του μείζονος διαβεβαίωνε τους οπαδούς του ότι θα τους προσέφερε τουλάχιστον το
έλαττον. Ήταν προφανές ότι μόνο ο δικός του σοσιαλισμός μπορούσε να απειλήσει πραγματικά τον
δυτικό ιμπεριαλισμό (Clogg 1987: 75-76). Ο υπερφίαλος αυτός ισχυρισμός κολάκευε τον εγωισμό των «μη
προνομιούχων Ελλήνων» (αυτοπροσδιορισμός της πλειοψηφίας). Μια μικρή χώρα μικρομεσαίων απειλούσε
το διεθνές σύστημα με ανατροπή.
Ο Ανδρέας υποσχόταν την τελεσίδικη επανάσταση στην πολιτική ζωή. Στους αριστερούς, και μάλιστα
στη Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων, επιδείκνυε την περιφρόνησή του και στο ΚΚΕ
αδιαφορία. Όλα του τα όπλα στρέφονταν εναντίον του πιο αξιόμαχου από τους αντιπάλους του, του
Καραμανλή και της «επάρατης Δεξιάς».
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 1977 δικαίωσαν τις προσδοκίες του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία έπεσε
στο 41,9% και το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στο 25,3%, αυξάνοντας τους βουλευτές του από 13 σε 93. Η Ένωση
Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) αντίθετα έπεσε από το 20,4% στο 12%. Το ΚΚΕ έλαβε μόνο 9,4% και
11 βουλευτές.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις του φαινομένου του ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευσης στη Νέα
Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι εκείνη του Γιώργου Μαυρογορδάτου, που ασχολείται με
τον μετασχηματισμό των οπαδών της Ένωσης Κέντρου της περιόδου 1965-1967. Σύμφωνα με την
ανάλυση αυτή, η μαθητεία του Ανδρέα στην κυβέρνηση, και κυρίως στην αντιπολίτευση του πατέρα του,
τον είχε διδάξει ότι ο κόσμος της Ένωσης Κέντρου είχε ριζοσπαστικοποιηθεί από τη δικτατορία των
συνταγματαρχών και ότι αναζητούσε πια νέου τύπου ηγεσίες (Mavrogordatos 1983). Η προσωπική του
πείρα επιπλέον και οι δικές του ανασφάλειες τον είχαν διδάξει να μην εμπιστεύεται παρά μόνο τον εαυτό
του και να ασκεί πλήρη έλεγχο στο κόμμα του. Επέλεξε συνεπώς στελέχη χωρίς πολιτικό παρελθόν και
με πλήρη εξάρτηση από τον ίδιο. Το μειονέκτημα βέβαια αυτής της επιλογής και της απόλυτης
εξάρτησης ήταν άτομα στα όρια της σοβαρότητας, χωρίς γνώση του διεθνούς περίγυρου και με ελάχιστη
καλλιέργεια. Η ροπή άλλωστε και του ίδιου προς τα λαϊκά στρώματα και η αντιπάθειά του για τους
«κουλτουριάρηδες» διαμόρφωσε τη συμπεριφορά του στα μπαλκόνια και στη Βουλή. Ήταν πάντοτε το
παιδί του Κολλεγίου που θέλει να καταλάβει τον γνήσιο λαό.
Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος αναλύει συστηματικά και τη σχέση του ΠΑΣΟΚ με τα συντεχνιακά
συμφέροντα. Το δόγμα του λαϊκισμού του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι ουδείς μπορεί να σταθεί απέναντι στα
συμφέροντα του λαού, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του λαού. Όπως είχε διαπιστώσει ο Ζαν Ζακ Ρουσό
μερικούς αιώνες πριν, η «γενική βούληση» (του λαού) είναι μια ενιαία και αδιαίρετη έννοια. Στην
περίπτωση της πασοκικής εκδοχής του λαϊκισμού, ο χαρισματικός ηγέτης αποτελεί την προσωποποίηση
της γενικής βούλησης, κι έτσι οι εκλογές αποκτούν δημοψηφισματικό χαρακτήρα.
Στο ιδεολόγημα αυτό η θέση των οργανωμένων συμφερόντων ήταν επισφαλής. Οι ομάδες συμφερόντων,
σύμφωνα με την ανδρεϊκή ερμηνεία της πολιτικής, στερούνταν νομιμοποίησης από τον λαό, και συνεπώς
ήταν δυνατόν να υπονομεύσουν τη γενική βούληση όπως εκφραζόταν από τη Βουλή (Mavrogordatos
1993: 49-50). Ενώ τα συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και των μικροαστών ήταν εξ ορισμού
νόμιμα, τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης σε όλες τους τις εκφάνσεις ήταν ύποπτα, αν όχι παράνομα
(Mavrogordatos 1993: 50).
Σύμφωνα πάντα με τον Μαυρογορδάτο, το ΠΑΣΟΚ θέλησε να γίνει το προϊόν της σύνθεσης τριών
αλλεπάλληλων ιστορικών επιδράσεων: α) της κατοχικής αντίστασης, β) της αντίθεσης προς τις βασιλικές
κυβερνήσεις των ετών 1965-1967, και γ) της αντίστασης κατά της Χούντας του 1967-1974. Κατά τον
ίδιο, μόνο η δεύτερη επιρροή είναι πραγματική, ενώ οι άλλες δύο είναι κατασκευασμένες. Αν και ένα
ολότελα νέο φαινόμενο στην ελληνική κομματική παράδοση, το ΠΑΣΟΚ, όπως όλα τα έργα των ανθρώπων,
είχε φυσικούς και «υιοθετημένους» γονείς. Οι φυσικοί του γονείς, με πρώτο τον αρχηγό του, προέρχονταν
κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από την Ένωση Κέντρου, που έγινε από τις περιστάσεις ένα από τα πιο
ριζοσπαστικά κινήματα της μεταπολεμικής κοινοβουλευτικής ιστορίας (Mavrogordatos 1993: 80). Ο
ρευστός χαρακτήρας των εξελίξεων της αστικής κοινωνίας, με τις μεταλλάξεις και τις παλινδρομήσεις
της, αποτελούσε και το θέμα των μεταμορφώσεων του ίδιου του αρχηγού. Δεν συνιστούσε ο Ανδρέας
σταθερό σημείο αναφοράς για τους οπαδούς του, όπως ο Καραμανλής, αλλά ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο
υβρίδιο των πολιτικών εξελίξεων. Ήταν «γάτα», όπως έλεγαν με καμάρι οι φίλοι του, και
«κεραμιδόγατος» για τους φθονερούς του αντιπάλους. Οι «υιοθετημένοι» από τον Ανδρέα γονείς είναι μια
αριστερή παράδοση την οποία προσάρμοσε στα εθνολαϊκιστικά του πρότυπα. Οι ηγέτες του Τρίτου
Κόσμου, Τίτο, Νάσερ, Νεχρού, υπήρξαν υποδείγματα αρχηγικά για τον Ανδρέα.
Ο Μαυρογορδάτος ολοκληρώνει την άποψή του περί φυσικής κεντρώας καταγωγής του ΠΑΣΟΚ με την
ακόλουθη αποστροφή:
Περί το τέλος του 1980 το ΠΑΣΟΚ έμοιαζε αρκετά με την Ένωση Κέντρου του 1965-1967 ως προς δύο
τουλάχιστον χαρακτηριστικά: τη δυσαρέσκεια, αν όχι και απελπισία, του κόσμου με τα καμώματα της
συντηρητικής ηγεσίας, και ως εκ τούτου την ταύτιση με τη μόνη αξιόπιστη εναλλακτική λύση
διακυβέρνησης που επέτρεπε το κομματικό σύστημα.
(Mavrogordatos 1993: 81)
ΙΙ
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΕΝΩ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΤΑΝ για τις νικηφόρες εκλογές του 1981, το ΠΑΣΟΚ και ο χαρισματικός του ηγέτης
είχαν διαμορφώσει το στίγμα τους στην κοινή γνώμη. Όπως απέδειξαν οι εκλογές του 1977, μεγάλο
μέρος των ψηφοφόρων δέχτηκε με ενθουσιασμό τις υποσχέσεις του Ανδρέα. Την ίδια εποχή η Αριστερά
του εικονοκλαστικού περιοδικού Ο Πολίτης ασκούσε ήδη την πιο σοβαρή κριτική στο μελλοντικό κόμμα
εξουσίας. Κατά τον Άγγελο Ελεφάντη, διευθυντή του Πολίτη, επρόκειτο για κόμμα απόλυτα αρχηγικό,
όπως άλλωστε αναγνώριζαν και τα μέλη που είχαν επιβιώσει από τις δοκιμασίες υπακοής το 1975-1977.
Ο μύθος του σωτήρα υιού και πατέρα προηγήθηκε της δημιουργίας του ΠΑΣΟΚ, και οι ειδικές γνώσεις του
Ανδρέα στον οικονομικό τομέα αποτέλεσαν εγγύηση για τη σωτηρία της Ελλάδας. Η σύγκρουσή του με
το στέμμα και μετά με τους ταπεινούς του θεράποντες ολοκλήρωσαν το φωτοστέφανο του αδιάφθορου
σταυροφόρου των λαϊκών δικαίων. Στην πραγματικότητα, η περίοδος του δεύτερου Ανένδοτου, με
πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ανδρέα, υπήρξε από τις μεγαλύτερες πολιτικές αποτυχίες του ελληνικού
κοινοβουλευτισμού, αφού μάλιστα οδήγησε στην κατάργησή του για μια επταετία (Elephantis 1981).
Ο Μαυρογορδάτος πηγαίνει ένα βήμα πιο μακριά, χαρακτηρίζοντας το κόμμα «περονιστικό»
(Mavrogordatos 1993: 48). Οι κατοπινές εξελίξεις και το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας μετά το
2009 θυμίζουν σε κάποια σημεία τη μεσοπολεμική και μεταπολεμική Αργεντινή.
Το θεμελιώδες στοιχείο της οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε η χρησιμότητά της ως διαύλου ελέγχου του
κόμματος από τον Ανδρέα. Παρά το γεγονός ότι στο καταστατικό του εξαίρονται οι δημοκρατικές αρετές
του ΠΑΣΟΚ, στην πράξη τα μέλη δεν είχαν λόγο για τις σημαντικές αποφάσεις του αρχηγού. Το κυρίαρχο
σώμα ήταν το συνέδριο του κόμματος, το οποίο όμως δεν είχε συνέλθει έως τις εκλογές του 1981. Η
Κεντρική Επιτροπή αποτελούνταν από 80 μέλη, 60 από τα οποία εκλέγονταν από το συνέδριο και τα
υπόλοιπα 20 ήταν μέλη του κοινοβουλίου. Η Κεντρική Επιτροπή εξέλεγε το Εκτελεστικό Γραφείο και
την Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Το Γραφείο αποτελούνταν από 9 μέλη, συμπεριλαμβανομένου του
προέδρου του κόμματος. Έτσι, μέσα από έναν λαβύρινθο εκλεγμένων οργάνων που δεν είχαν ποτέ
εκλεγεί, η εξουσία κατέληγε στον πρόεδρο (Elephantis 1981: 122-123).
Η εκλογή από τη Βουλή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάιο του
1980 υπήρξε το προανάκρουσμα των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981. Ο Γεώργιος Ράλλης κέρδισε με
μικρή διαφορά την εκλογή του ως αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας έναντι του Ευάγγελου Αβέρωφ. (Για
πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος η διαδοχή αποφασίστηκε δημοκρατικά από τους βουλευτές του.)
Χωρίς τον ιδρυτή της, η ΝΔ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επίθεση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο κέρδισε τις
εθνικές εκλογές με 48,1% και 172 βουλευτές, ενώ η ΝΔ έπεσε στο 35,9% με 115 βουλευτές. Το ΚΚΕ
πήρε 10,9% και 13 μόνο βουλευτές. Κατά την προεκλογική εκστρατεία ο Ανδρέας φρόντισε να
καθησυχάσει τους μικροϊδιοκτήτες ότι δεν κινδύνευαν να χάσουν τα υπάρχοντά τους από το ΠΑΣΟΚ και
ακούστηκαν ελάχιστες αναφορές σε μαρξιστικές ερμηνείες της οικονομίας και της πολιτικής. Οι «μη
προνομιούχοι» Έλληνες επεκτάθηκαν στο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ενώ οι «προνομιούχοι»
περιορίστηκαν σε μερικές εκατοντάδες οικογένειες (Kapetanyannis 1987).
Ο Ανδρέας ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 21 Οκτωβρίου 1981, σε ηλικία 62 ετών. Την ίδια νύχτα της
νίκης ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε και τις πρώτες δηλώσεις του:
Ελληνίδες, Έλληνες.
Απόψε κατέχομαι από βαθιά συγκίνηση. Είμαι πράγματι συγκινημένος για τη μεγάλη εμπιστοσύνη που
μου έχετε δείξει. Και έχω ταυτόχρονα το αίσθημα της βαθιάς ευθύνης την οποία επωμίζομαι εγώ και οι
συνεργάτες μου για να πραγματώσουμε το έργο της Αλλαγής. Πράγματι, πιστεύετε αυτά που πιστεύω
και εγώ, γιατί η αλλαγή σήμερα είναι όρος για την επιβίωση του έθνους, για την ευημερία του λαού
μας. Και αισθάνομαι πραγματικά περήφανος που αυτή η θέση, αυτή η προοπτική για τη χώρα μας,
εγκρίθηκε κατά τόσο δυνατό, ισχυρό και δημοκρατικό τρόπο από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού.
Όπως σας είπα στις πολλές μου ομιλίες –και σε πλατείες και από την τηλεόραση–, από αύριο, στις
19 Οκτώβρη, αρχίζει η σκληρή δουλειά. Και επαναλαμβάνω αυτό που σας έχω ήδη πει: ότι, για να βγει
πέρα το πρόγραμμα της μεγάλης Αλλαγής, για να εδραιωθούν επιτέλους οι προσδοκίες του λαού μας, θ’
απαιτηθεί η άμεση, ενεργή συμμετοχή σας στο πρόγραμμα της Αλλαγής. Θα προχωρήσουμε με σταθερά
βήματα, πάντοτε ζητώντας τη συναίνεσή σας. Την πλατιά λαϊκή συναίνεση σε κάθε νέο μέτρο που θα
πάρουμε. Και θα κάνουμε την Αλλαγή χειροπιαστή. Η Αλλαγή θα δείξει το πρόσωπό της πάρα πολύ
γρήγορα, πολύ άμεσα. Θα ήθελα να τονίσω ότι θα υπάρξει στενή συνεργασία όλων των πολιτειακών
παραγόντων. Δεν πρόκειται με κανένα τρόπο, όπως το είχαμε τονίσει και στο παρελθόν, να οδηγήσουμε
τη χώρα σε οποιαδήποτε περιπέτεια. Στόχος μας, πολιτική μας, είναι η ευημερία του λαού. Είναι η
εθνική υπερηφάνεια και η κοινωνική δικαιοσύνη.
Είμαστε αποφασισμένοι να εκτελέσουμε το πρόγραμμά μας κατά γράμμα, γιατί μας δώσατε αυτό που
ζητούσαμε. Ζητούσαμε ισχυρή, αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή των Ελλήνων για να προχωρήσουμε
δίχως δισταγμούς, δίχως αναστολές στην πραγμάτωση του προγράμματός μας. Σας ευχαριστώ από τα
βάθη της καρδιάς μου γιατί μας δώσατε αυτή την ευκαιρία. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι θα μείνουμε
στις επάλξεις αυτού του αγώνα για τη νέα Ελλάδα9 που όλοι προσδοκούμε. Μια Ελλάδα που θ’ ανήκει
στον λαό της. Μια Ελλάδα που θα τη διαφεντεύει ο λαός της.
Απόψε γιορτάζουμε τη νίκη πρώτα απ’ όλα των δημοκρατικών θεσμών, που καταξιώθηκαν στις 18
Οκτώβρη του 1981. Γιορτάζουμε τη νίκη της Αλλαγής. Και θα ’θελα να σας παρακαλέσω να μην
ξεχάσετε, μέσα στη γιορτή και τη χαρά σας, πως το ΠΑΣΟΚ είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Πως
το ΠΑΣΟΚ ζητά από τον λαό μας τώρα συμφιλίωση, λήθη στο παρελθόν.
Έλληνες, εμπρός για το μεγάλο αξιόλογο έργο της οικοδόμησης της νέας Ελλάδας. Γεια σας,
ευχαριστώ. Και να ξέρετε πως θα τιμήσω το μεγάλο συμβόλαιο τιμής που συνήψα εδώ και τόσα χρόνια
μαζί σας.
(Τα Νέα, 22/10/1981)

Η κομματική θέση «ΕΟΚ και NATO το ίδιο συνδικάτο» εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η σύγκρουση του Ανδρέα με τον Καραμανλή για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ τη δεκαετία του ’70
και η απουσία του από την επίσημη τελετή της υπογραφής της συμφωνίας στο Ζάππειο ξεχάστηκαν. Στις
κυβερνητικές προγραμματικές δηλώσεις που ανέγνωσε στη Βουλή είπε:
Επιδίωξή μας είναι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες,
δημοψηφίσματος για ν’ αποφανθεί ο ελληνικός λαός πάνω στο σοβαρό αυτό θέμα. Σημειώνουμε ότι η
απόφαση για διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ανήκει στις προνομίες του προέδρου της Δημοκρατίας.
Αταλάντευτη φυσικά παραμένει η θέση μας για τη διαμόρφωση ειδικής συμφωνίας με τις Ευρωπαϊκές
Κοινότητες, που θα επιτρέπει την εφαρμογή του αναπτυξιακού μας προγράμματος, ιδιαίτερα στον
βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, και θα κατοχυρώνει την εθνική μας ανεξαρτησία. Η κυβέρνηση όμως
θα τιμήσει την απόφαση του ελληνικού λαού, όποια και αν είναι αυτή, όταν ο λαός εκφραστεί. Σε κάθε
περίπτωση, μέχρις ότου αποφανθεί ο ελληνικός λαός, θα δώσουμε τη μάχη, μέσα στα όργανα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για την προάσπιση των συμφερόντων του ελληνικού λαού, θα εξαντλήσουμε
τις ρήτρες διαφυγής και κάθε περιθώριο που δίνει η Συμφωνία της Ρώμης ή και η συμφωνία της
ένταξης, αλλά δεν θα διστάσουμε για τη λήψη μέτρων που είναι αναγκαία για την προάσπιση των
εργαζομένων και των παραγωγών και για την ανάπτυξη της χώρας μας, ανεξάρτητα από κοινοτικές
δεσμεύσεις.
(Πρακτικά Βουλής, 22/11/1981)
Ένα από τα πιο έξυπνα συνθήματα του Ανδρέα για την υπαναχώρηση (από ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, βάσεις κτλ.) ήταν
το απόφθεγμα «το κόστος της αποχώρησης είναι μεγαλύτερο από το κόστος παραμονής».
Η πρώτη του κυβέρνηση σχηματίστηκε από άτομα που ουδείς γνώριζε. Φρόντισε πάντως να αναλάβει ο
ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, για να ελέγχει τις κινήσεις των αξιωματικών.
Οι προγραμματικές του δηλώσεις κινήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις: φιλολαϊκοί νόμοι στον κοινωνικό
και τον οικονομικό τομέα, και διατήρηση του status quo στην εξωτερική πολιτική. Η τριτοκοσμική
ρητορεία μετριάστηκε και η έξοδος από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ ακουγόταν όλο και λιγότερο. Διατηρήθηκαν
επίσης οι βασικές παράμετροι των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Θέλησε όμως ο Ανδρέας να ξεχωρίσει τον ρόλο
του κόμματός του από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όπως έκανε και στο παρελθόν:
Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο. Βασίζεται στις ίδιες σχέσεις
παραγωγής, στο ίδιο σύστημα αξιών. Σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου
από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος, για την
εδραίωση του μονοπωλιακού και ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού.
(συνέντευξη στα Νέα, 3/11/1975)

Το ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε με ευκολία το λαϊκιστικό του πρόσωπο μέσα στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της
Μεταπολίτευσης. Το ριζοσπαστικό αυτό ρεύμα σε μια συντηρητική κατά βάση κοινωνία ήταν αποτέλεσμα
των αυθαιρεσιών της δικτατορίας, και κυρίως των τραγικών της λαθών ως προς την Κύπρο. Με ένα
τελείως μαξιμαλιστικό πρόγραμμα παροχών και απραγματοποίητων υποσχέσεων, ο Ανδρέας κατάφερε να
νικήσει τελικά τη μετριοπάθεια του Καραμανλή και να αποκτήσει έναν σταθερό πυρήνα ψηφοφόρων.
Ο χαρακτήρας του Ανδρέα δεν του άφηνε περιθώρια μεγαλοψυχίας απέναντι στους αντιπάλους του, και
μάλιστα απέναντι σε όσους του θύμιζαν τη νεανική του αδυναμία όταν έπεσε στα χέρια της δικτατορίας
Μεταξά. Αποκαλώντας τον Λεωνίδα Κύρκο «άνθρωπο των σαλονιών», στην ουσία ξεπέρασε τα όρια της
αγέρωχης συμπεριφοράς του έναντι του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ήταν μια απόπειρα ταπείνωσης ενός αντιπάλου
με ιδιαίτερο ηθικό ανάστημα, πρακτική που ο Ανδρέας γνώριζε καλά. Σε περιστάσεις ανταγωνισμού ο
Ανδρέας έχανε κάθε έννοια ισορροπίας και προδιδόταν η εσωτερική του ταραχή. Το παιδί της κυρίας
Σοφίας στο Κολλέγιο Αθηνών διεκδικούσε τότε το δικαίωμα να οικειοποιηθεί άκοπα την ιδιότητα του
λαϊκού αγωνιστή. Το επεισόδιο στη Βουλή διηγείται ο Λεωνίδας Κύρκος:
Κάποια μέρα ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, χωρίς λόγο, επετέθη κατά του ΚΚΕ Εσωτερικού
και εναντίον εμού προσωπικά:
«Εσείς δεν ξέρετε από λαϊκά προβλήματα. Είστε άνθρωποι των σαλονιών».
Πετάχτηκα από τη θέση μου. Ήταν μια καθαρή ύβρις.
«Τον λόγο επί του προσωπικού», κραύγασα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο.
«Δεν υπάρχει προσωπικό θέμα», είπε ο Αλευράς. «Μην επιμένετε, καθίστε κάτω. Θα υποχρεωθώ να
απευθυνθώ στη Βουλή για να κρίνει. Όπως προβλέπει ο κανονισμός. Λοιπόν, υπάρχει προσωπικό θέμα;»
«Όχι! Όχι!» απάντησαν ωρυόμενοι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.
Ήταν μια πολύ κακιά στιγμή. Με τον Ανδρέα είχα από τα νιάτα μας στενό φιλικό δεσμό, και με
πολλούς από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαμε συνδεθεί μέσα από κοινούς αγώνες. Δεν πίστευα σε μια
τόσο εχθρική και άδικη συμπεριφορά. Μου αρνούνταν με κραυγές να υπερασπίσω την πολιτική μου
τιμή και την τιμή της παράταξής μου. Μέσα στο πανδαιμόνιο ούρλιαξα:
«Είσαι άδικος, ήσουν απών!»
Η φωνή μου πνίγηκε μέσα σε αποδοκιμασίες. Ήταν η χειρότερη στιγμή της κοινοβουλευτικής μου
θητείας.
(Κύρκος 2007: 133-134)

Ο ίδιος ο Κύρκος σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά (Καθημερινή, 3/12/2006) ερμήνευσε με
ενάργεια τη σκόπιμη πολιτική της πόλωσης του Ανδρέα: «Και επικράτησε η λογική της κάθετης
αντιπαράθεσης του Ανδρέα, που δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά την άνοδο στην εξουσία. Και η άνοδος
στην εξουσία σήμαινε συνέχιση της διχοτομίας δεξιά-αντιδεξιά. Λυσσαλέο μίσος για να μπορέσουμε να
συγκεντρώσουμε τον κόσμο».
Στις 22 Νοεμβρίου 1981 οι προγραμματικές δηλώσεις του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή περιείχαν φιλολαϊκά
μέτρα που αφορούσαν όλες τις κατηγορίες φορολογουμένων: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή,
αύξηση του κατώτατου αφορολόγητου ορίου, αύξηση φορολογικών απαλλαγών, αναμόρφωση του
συνταξιοδοτικού καθεστώτος των αγροτών και βέβαια αθρόες κοινωνικοποιήσεις εταιρειών
(κρατικοποιήσεις). Το τελευταίο μέτρο τρόμαξε τον ιδιωτικό τομέα, αλλά γρήγορα ξεχάστηκε.
Ο Γεράσιμος Αρσένης έγραψε γι’ αυτή την πολιτική των παροχών:
Από τη μια μιλούσαμε για καμένη γη και από την άλλη δίναμε παροχές σε όλους. Κάτω από την πίεση
της υλοποίησης των προεκλογικών υποσχέσεων, ακολουθήθηκε επεκτατική εισοδηματική και
δημοσιονομική πολιτική, που είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής. Αυτά τα
θέματα δεν συζητήθηκαν σε πολιτικό και υπουργικό επίπεδο.
(Αρσένης 1987: 69-70)

Η πολιτική των παροχών είχε επιπτώσεις στην οικονομία, που έγιναν αντιληπτές από πολλά στελέχη
της κυβέρνησης. Ο υπουργός Συντονισμού Απόστολος Λάζαρης προειδοποίησε τον Ανδρέα ότι η αύξηση
των αμοιβών του 1982 χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας ήταν μεγάλο λάθος. Ο Ανδρέας, κατά τη
γνωστή πλέον πρακτική του, συμφώνησε με τον υπουργό και συνέχισε τις παροχές.
Τα πρώτα τρία χρόνια του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία πέρασαν χωρίς ηχηρές διακηρύξεις, αλλά με γενναίες
παροχές. Στο πρώτο όμως συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, που πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 1984, ακούστηκε
και πάλι η αριστερή και ριζοσπαστική ορολογία του παλιού κινήματος. Έκπληξη αποτέλεσε η παρουσία
στο συνέδριο του αρχηγού του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκου Βαφειάδη. Με την ευχέρειά του να
επιβάλλει ακόμη και τα μεγαλύτερα στραβοπατήματά του, ο Ανδρέας χαιρέτησε με οικειότητα παλιού
συναγωνιστή τον κατοπινό του βουλευτή Επικρατείας με το γνωστό «Γεια σου, καπετάν Μάρκο». Το
γεγονός σχολιάστηκε από δεξιές κυρίως εφημερίδες, οι οποίες υπενθύμιζαν στους Βορειοελλαδίτες ότι ο
Δημοκρατικός Στρατός πολεμούσε μεταξύ άλλων και για την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας από
την ελληνική επικράτεια. Καλεσμένοι στο συνέδριο ήταν και εκπρόσωποι της Κούβας, της Νικαράγουας,
η χήρα του Σαλβαδόρ Αλιέντε και ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης
Γιάσερ Αραφάτ. Στο συνέδριο ο Ανδρέας θύμισε στο κοινό του ότι οι ΗΠΑ ήταν η μητρόπολη του
ιμπεριαλισμού, ενώ η Σοβιετική Ένωση μια ηγεμονική αλλά φιλειρηνική χώρα. Οι σύνεδροι επανεξέλεξαν
διά βοής τον Ανδρέα Πρόεδρο αρχηγό του κινήματος.
Στις ευρωεκλογές τον ίδιο χρόνο το ΠΑΣΟΚ έχασε λίγη από τη δύναμή του και η ΝΔ ανέβηκε. Ο
Ευάγγελος Αβέρωφ παραιτήθηκε από την ηγεσία του συντηρητικού κόμματος και αντικαταστάθηκε από
τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αμέσως μετά την αλλαγή αυτή ο Ανδρέας δήλωσε από τη Θεσσαλονίκη:
Αποτελεί δείγμα εκφυλισμού της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ ότι εξέλεξε αρχηγό της έναν
Εφιάλτη, έναν άνθρωπο που πήρε θέση εθνικής μειοδοσίας στο θέμα του στρατηγείου της Λάρισας, που
εκπροσωπεί τα μεγάλα μονοπωλιακά ξένα και ντόπια συμφέροντα, που εκφράζει τη συναλλαγή με την
Τουρκία εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
(Παρασκευόπουλος 1995: 181)

Η μνησικακία του Ανδρέα εκδηλώθηκε στην περίπτωση αυτή με την οξύτητα που έδινε σε όλες τις
προσωπικές του διαφορές με αντιπάλους. Ο Μητσοτάκης, σε αντίθεση με τον Καραμανλή, υπήρξε το
πρώτο σημαντικό εμπόδιο στην πορεία του προς την εξουσία. Οι δύο άνδρες θα διασταυρώσουν ξανά τα
ξίφη τους σε μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι εκλογές του 1989 αποτελούν το ακραίο ορόσημο της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και
έτσι προσφέρουν την ευκαιρία στον μελετητή να επιχειρήσει μια αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτής
της περιόδου. Ο ίδιος ο Ανδρέας ξεκίνησε την εντυπωσιακή του θητεία στην εξουσία σαν αρχάγγελος της
«Αλλαγής» και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο τέλος της οκταετίας ήταν πια ένας άρρωστος άνθρωπος
που επιπλέον τον βάραιναν κατηγορίες διαφθοράς.
Η υπόθεση Κοσκωτά περιείχε τα πλέον επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον του και αποτέλεσε το
προσφιλές ζήτημα όσων εκδοτών εφημερίδων αισθάνονταν απειλούμενοι από την εξάπλωση της
παπανδρεϊκής επιρροής.
Η οικονομική πολιτική του Ανδρέα πριμοδότησε τα μικρομεσαία στρώματα της κοινωνίας, που
αποτελούσαν και την εκλογική του βάση. Οι τακτικές μισθολογικές αναπροσαρμογές δεν απέδωσαν, γιατί
δεν βασίστηκαν σε αύξηση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών. Τα έσοδα από τους φόρους
χρησιμοποιήθηκαν για νέους κρατικούς διορισμούς και όχι για παραγωγικές επενδύσεις.
Η έφοδος του ΠΑΣΟΚ για τον έλεγχο του κράτους υπήρξε εντυπωσιακή. Τον πρώτο χρόνο στην εξουσία
αντικαταστάθηκαν οι υψηλά ιστάμενοι στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, δηλαδή γενικοί γραμματείς
υπουργείων, διευθυντές οργανισμών και νομάρχες. Παράλληλα το ΠΑΣΟΚ φρόντισε να αποκαταστήσει τους
ανθρώπους του με αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο. Ανάμεσα στο 1981 και το 1988 ο αριθμός των
εργαζομένων στο δημόσιο εξαπλασιάστηκε. Έως το τέλος του 1985 είχαν προστεθεί 224.000 άτομα στον
δημόσιο τομέα. Παρά το γεγονός ότι το δημόσιο υπήρξε πάντοτε στόχος προεκλογικών υποσχέσεων, το
ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην πραγματοποίηση των υποσχέσεων αυτών. Δεν είναι συνεπώς
περίεργο ότι η περιλάλητη ανεξαρτησία του κράτους από τα κόμματα είναι αδύνατη στη χώρα μας.
Εξίσου αδύνατη είναι και η είσοδος της αριστείας και της αξιοκρατίας σε ένα σύστημα πελατειακής
γραφειοκρατίας (Sotiropoulos 1993: 43-54).
Η κοινωνικοοικονομική πολιτική του Ανδρέα αύξησε τα έξοδα του κράτους το 1982-1988 κατά 40%,
ενώ το 1975-1981 είχαν αυξηθεί κατά 28%. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 433% σε σύγκριση με το
106% της ΝΔ την προηγούμενη εξαετία. Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ δεν άλλαξε τα δομικά χαρακτηριστικά
της οικονομίας, τη φοροδιαφυγή, τον παρασιτισμό και την αύξηση του αριθμού των μικρών οικογενειακών
επιχειρήσεων. Σαράντα προβληματικές εταιρείες περιήλθαν στο δημόσιο, με νέες διοικήσεις, που βέβαια
προήλθαν από τις τάξεις των κομματικών φίλων. Σε μικρό χρονικό διάστημα τα χρέη τους αυξήθηκαν
κατακόρυφα και η απόδοσή τους επιδεινώθηκε. Παράλληλα σημειώθηκαν φαινόμενα διαφθοράς στον
αγροτικό τομέα με το «σκάνδαλο του καλαμποκιού», όπου «διακρίθηκε» ο υπουργός Ν. Αθανασόπουλος, ο
οποίος αγόραζε γιουγκοσλάβικο καλαμπόκι φθηνά, για να το μεταπουλάει ως ελληνικό στην ΕΕ
ακριβότερα. Η γνωστή αποστροφή του, όταν κατέθετε στο δικαστήριο ο εκπρόσωπος της ΕΕ ως
κατήγορος, έγινε σήμα κατατεθέν της ελληνικής έπαρσης και αφροσύνης: «Όταν εσείς [οι Γερμανοί]
τρώγατε βελανίδια, εμείς [οι Έλληνες] χτίζαμε Παρθενώνες».
Το δημόσιο χρέος αυξανόταν διαρκώς από την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να κρατήσει ζωντανές τις
ασύμφορες επιχειρήσεις για να μην αυξηθεί η ανεργία, επιβαρύνοντας όμως τους φορολογουμένους με το
τίμημα της διάσωσης. «Το αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής ήταν η προώθηση της κερδοσκοπίας, όπου
κάθε κοινωνική ομάδα ικανοποιούσε τα σωματειακά της συμφέροντα και το κράτος έγινε εγγυητής
μόνιμης απασχόλησης και άκοπου πλουτισμού» (Lyrintzis 1993: 28).
Το κίνημα πρόβαλλε ως εκπρόσωπος του αντιδεξιού κόσμου, ώστε να διεκδικεί τις ψήφους της
Αριστεράς, αλλά και του παλιού Κέντρου. Βασική επιδίωξη του Ανδρέα ήταν να δημιουργήσει ένα κόμμα
στην εξουσία με τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια. Έτσι, με στόχο τη μακροβιότητα του νέου
κατεστημένου, κατασκεύασε δεξιές απειλές που συσπείρωσαν τους ικανοποιημένους οπαδούς του, αλλά
και όσους θα γίνονταν στο μέλλον.
Από όλες τις κοινωνικές διχογνωμίες ο Ανδρέας διατήρησε μόνο εκείνη ανάμεσα στον λαό και τους
εχθρούς του. Οι ταξικοί αγώνες συναιρέθηκαν σε δύο στρατόπεδα, των καλών και των κακών. Η
υπεραπλουστευτική αυτή ανάλυση δεν είχε βέβαια ως αποδέκτη τους διανοουμένους, που έτσι κι αλλιώς
δεν συμφωνούσαν με τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, αλλά προσέφερε στις λαϊκές μάζες μια εύληπτη ερμηνεία
της κοινωνίας.
Οι «γραφειοκρατικές πελατειακές σχέσεις» υπήρξαν μία ακόμη εφεύρεση του κινήματος. Το κράτος,
διαβρωμένο από το κόμμα, διαμόρφωνε στο εξής τους διμερείς δεσμούς ανάμεσα στον προστάτη και τον
πελάτη. Η αφοσίωση στο κόμμα αντικατέστησε την αφοσίωση στον βουλευτή (Lyrintzis 1993: 29-33).
Η κινητοποίηση μιας ευρύτατης και ετερογενούς πολιτικής βάσης κατασκεύασε την ελληνική εκδοχή
του λαϊκισμού (Lyrintzis 1993: 33). Πρόκειται για εξισωτική κοινωνική φιλοσοφία, η οποία απαλλάσσει
τις μάζες από την καταπίεση της αριστείας και τους προσφέρει την αυθεντικότητα της δημοκρατίας του
μέσου όρου. Η κατάργηση των πρότυπων δημόσιων σχολείων από το ΠΑΣΟΚ υπάκουε στη λογική αυτή, η
οποία πρεσβεύει ότι η επιδίωξη και η επιβολή του μέσου όρου καταργεί την κοινωνική διαφορά ανάμεσα
στους αρίστους και τους μετρίους. Επειδή όμως η αριστεία δεν είναι μόνο προνόμιο των προικισμένων
αλλά και των εργατικών, η κατάργηση των απαιτητικών προτύπων οδήγησε και στη διάδοση της
νοοτροπίας της ελάχιστης προσπάθειας.
Αλλά τι ακριβώς είναι ο λαϊκισμός; Κατά τον Αριστοτέλη, η έκπτωση της δημοκρατίας παράγει τη
«δημαγωγία», η οποία περιέχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου λαϊκισμού. Για τη δεξιά και
την αριστερή εκδοχή του λαϊκισμού, η δημοκρατία είναι προϊόν μιας ομάδας επιλέκτων, ένα είδος
αριστοκρατίας των ικανών, την οποία αντιπαθεί ο μέσος όρος. Συνεπώς η πλειοψηφία των μετρίων
οφείλει, κατ’ αυτούς, να ανατρέψει τη δημοκρατία των αρίστων και να εγκαθιδρύσει το σύστημα της
μετριοκρατίας. Οι μέτριοι επικαλούνται τη νομιμότητα των αριθμών και τη γνησιότητα της λαϊκής
αυθεντίας.
Χωρίς αμφιβολία, ο λαϊκισμός στην Ελλάδα ενισχύθηκε από τις αποτυχίες των δύο κομμάτων που
κυβέρνησαν εναλλάξ τη χώρα από το 1974. Κι ενώ οι πολιτικές φιλοσοφίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας
Δημοκρατίας διέφεραν ως προς τα προγράμματά τους, οι ομοιότητές τους βρίσκονταν στην παλιά
πρακτική των πελατειακών σχέσεων, ακόμη και όταν το κράτος αναλαμβάνει τον ρόλο του προστάτη, τον
κρατισμό και την ικανοποίηση του καταναλωτισμού.
Ο μύθος του χαρισματικού ηγέτη που απευθύνεται στον λαό για να πολεμήσουν μαζί το κατεστημένο
εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα από το γνησιότερο προϊόν της αστικής ελίτ, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ολόκληρη η φιλοσοφία του πρώιμου ΠΑΣΟΚ ήταν βασισμένη στον φθόνο, στον φόβο για τους ξένους και
στη λατρεία του περιούσιου λαού. Η εξωτερική πολιτική του «τρίτου δρόμου» απομάκρυνε την Ελλάδα
προσωρινά από τον εκσυγχρονιστικό δυτικό προσανατολισμό της και την ταύτισε με χώρες που δεν
γνώριζε και από τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να αντλήσει οφέλη. Στην εσωτερική πολιτική ενισχύθηκε
ένας λαϊκισμός της «αυριανικής» ποικιλίας, ώστε τα χρηματικά «δωράκια» εις εαυτούς να θεωρούνται
νόμιμες πράξεις. Η Αυριανή υπήρξε για πολλά χρόνια η λαϊκιστική εφημερίδα που συνοδοιπορούσε με τον
Ανδρέα. Διακρίθηκε για το υβρεολόγιό της κατά των αντιπάλων της.
Ο λαϊκισμός διαπέρασε σταδιακά το σύνολο του πολιτικού φάσματος, διότι οι εκλογικές επιτυχίες του
ΠΑΣΟΚ δημιούργησαν και για τη Νέα Δημοκρατία πρότυπα προς μίμηση. Τα πολιτικά άκρα πλησίασαν
όσο ποτέ, ώστε σήμερα η αριστεροπατριωτική Σπίθα του Μίκη Θεοδωράκη λίγο να απέχει σε ιδεολογικά
πρόσημα από τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Όλοι τους καταδεικνύουν λεγεώνες από δωσίλογους Έλληνες,
και βέβαια τους απάτριδες κεφαλαιούχους. Οι αναφορές στο ΕΑΜ ως υποδειγματική οργάνωση αντίστασης
κατά των δυνάμεων κατοχής και των εχθρών της Ελλάδας γενικότερα ακούγονται από αριστερούς αλλά
και από συντηρητικούς. Κατά τον θεωρητικό του λαϊκισμού Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, ο λαϊκισμός είναι σαν
παρασιτικός οργανισμός που μπορεί να νοθεύσει κάθε ιδεολογία στην οποία θα προσκολληθεί.

Η εκλογική συμμαχία που έδωσε στον Ανδρέα τη νίκη το 1981 σταδιακά χαλάρωσε. Ήδη από το 1985
σημειώνονταν δυσαρέσκειες στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Εκπρόσωποι της υψηλότερης κοινωνικής
τάξης επέστρεψαν στη Νέα Δημοκρατία και κατά το 1988-1989 ένωσαν τη φωνή τους με τις
διαμαρτυρίες για τα σκάνδαλα κομματικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του αρχηγού. Θα ασχοληθούμε
αλλού με τις επιπτώσεις της δίκης στον Ανδρέα και τους συνεργάτες του. Εδώ σημειώνουμε μόνο ότι η
αθώωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ τού εξασφάλισε το φωτοστέφανο του ήρωα των μικρομεσαίων, δηλαδή
του 40%-45% του εκλογικού σώματος. Ο Ανδρέας πλέον εισερχόταν σταδιακά στην περιοχή της
πολιτικής αθανασίας και για τους πιστούς του ήταν ο «σιδερένιος», που όλα τού συγχωρούνταν. Οι
κατοπινές του αποφάσεις απέκτησαν μια ιδιότυπη ασυλία από την κριτική που συνήθως ασκείται κατά
των πολιτικών.

Από τις λιγότερο πετυχημένες διεισδύσεις του ΠΑΣΟΚ ήταν στα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα στον τύπο. Ένα κακό
υποκατάστατο με μεγάλη κυκλοφορία υπήρξε η Αυριανή, η οποία έγινε φερέφωνο του κόμματος, αλλά και
διέδωσε ένα ήθος που δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν ο ελληνικός τύπος. Η εφημερίδα πρωτοεκδόθηκε
το 1980 και συγκέντρωνε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πιο βάρβαρου λαϊκισμού: ρατσισμό,
αντισημιτισμό και σκανδαλολογία. Δημοσίευσε τους πιο χυδαίους χαρακτηρισμούς για εξέχοντες Έλληνες.
Εκείνοι κατά του Μάνου Χατζηδάκι δεν αξίζει καν να επαναλαμβάνονται. Δυστυχώς η παράδοση αυτής
της ποταπής γραφής επηρέασε και άλλα έντυπα, τα οποία κυκλοφορούν ακόμη. Ο Ανδρέας δεν
καταδίκασε ποτέ τους λιβέλους της Αυριανής, αλλά τιμωρήθηκε για τη συγκάλυψη αργότερα, όταν η
εφημερίδα τον εξεβίαζε με αποκαλυπτικές φωτογραφίες της τρίτης συζύγου του (Βασιλάκης 1995).
Το ότι το ΠΑΣΟΚ δεν απέκτησε τη δική του αξιόπιστη εφημερίδα απασχολούσε πολύ την ηγεσία του. Η
υπόθεση Κοσκωτά ξεκίνησε ακριβώς από την προσπάθεια του Ανδρέα να κατασκευαστεί ένα έντυπο που
θα γινόταν απολύτως δικό του όργανο. Ο Γιώργος Κοσκωτάς, ένας αυτοδημιούργητος τυχοδιώκτης,
ανέλαβε να πραγματοποιήσει το έργο αυτό με τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ και των συνεργατών του. Αγόρασε
με απάτη την Τράπεζα Κρήτης το 1984, και μετά μια σειρά επιχειρήσεων οι οποίες είχαν σχέση με τον
τύπο. Εξέδωσε αρκετά περιοδικά, καθώς και την εφημερίδα 24 Ώρες. Στρατηγική του Κοσκωτά και του
ΠΑΣΟΚ ήταν η δημιουργία ενός νέου συγκροτήματος μόνιμα προσδεμένου στο κόμμα, αλλά και η
χρηματοδότηση επιχειρηματιών από τις τράπεζες Κοσκωτά, οι οποίοι θα βρίσκονταν κοντά στον Ανδρέα.
Ο κόσμος της δημοσιογραφίας, όμως, με επικεφαλής τον Χρήστο Λαμπράκη και τον Κίτσο Τεγόπουλο,
ένωσε τις δυνάμεις του εναντίον της νέας απειλής. Με τις αποκαλύψεις τους ήρθε στην επιφάνεια το
σύνολο της απάτης Κοσκωτά, που έφτανε τα 32 δισεκατομμύρια δραχμές. Στις 19 Οκτωβρίου 1988
ασκήθηκε δίωξη εναντίον του και ο Κοσκωτάς διέφυγε στις ΗΠΑ. Όμως εκδόθηκε στην Ελλάδα και
καταδικάστηκε το 1994 σε κάθειρξη 25 ετών (Λουκάκος 2013: 162-163).
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή των Ελλήνων παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ανδρέα
Παπανδρέου, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα και τους πρώην
υπουργούς Δημήτριο Τσοβόλα, Γεώργιο Πέτσο και Παναγιώτη Ρουμελιώτη. Η κατηγορία κατά του
Ανδρέα ήταν «ηθική αυτουργία σε απιστία». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, είχε δώσει εντολή σε
διοικητές δημόσιων οργανισμών να καταθέσουν τα αποθέματά τους στην Τράπεζα Κρήτης, ώστε να
διευκολυνθεί ο ιδιοκτήτης Κοσκωτάς στην αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας. Επίσης ο Ανδρέας
κατηγορούνταν επειδή είχε προκαλέσει διά του τότε υπουργού Οικονομικών Δ. Τσοβόλα τη ρύθμιση των
χρεών του φίλου του επιχειρηματία Σωκράτη Καλκάνη. Το χρέος του τελευταίου προς το δημόσιο
ανερχόταν στα 437.734.000 δραχμές. Ο Ανδρέας κατηγορούνταν ακόμη για παθητική δωροδοκία. Είχε,
κατά το κατηγορητήριο, ζητήσει 150.000.000 δραχμές από τον Κοσκωτά, και πήρε τον Αύγουστο του
1988 το ποσό των 250.000 μάρκων, το οποίο διατέθηκε για την πληρωμή των εξόδων νοσηλείας του στο
νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου.
Ενάμιση χρόνο μετά την παραπομπή το δικαστήριο άρχισε τις εργασίες του. Ο Ανδρέας αρνήθηκε να
παρουσιαστεί και ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης εξαιρέθηκε ως ευρωβουλευτής. Ο Αγαμέμνων
Κουτσόγιωργας υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης και εξέπνευσε μερικές
ημέρες αργότερα.
Από την άλλη πλευρά, στην πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ σημειώθηκαν ορισμένα θετικά φαινόμενα. Η
παλιά θέση των αποσυνάγωγων του Εμφυλίου βελτιώθηκε αισθητά. Έτσι η αριστερή αντίσταση κατά των
δυνάμεων κατοχής αναγνωρίστηκε ως τμήμα της εθνικής ιστορίας των Ελλήνων. Ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ
Γιώργος Γεννηματάς δήλωσε το 1986 ότι ο Άρης Βελουχιώτης αποτελούσε συνέχεια του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη. Τον χρόνο εκείνο αναγνωρίστηκαν 130.000 αντιστασιακοί της Κατοχής, ενώ με τον Ν.
1813 δόθηκαν 50.000 συντάξεις. Πολλές από αυτές καταργήθηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη,
αλλά το ΠΑΣΟΚ τις επανέφερε όταν επέστρεψε στην εξουσία το 1993. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι οι
συνταξιοδοτηθέντες αυτοί έγιναν ισόβιοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και διά βίου θαυμαστές του Ανδρέα.
Από τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του Ανδρέα ήταν να κάνει υποχρεωτικό τον πολιτικό γάμο
και προαιρετικό τον θρησκευτικό. Ύστερα από μεγάλη αντίδραση της Εκκλησίας, ο Ανδρέας δέχτηκε την
ισότητα των δύο γάμων.
Από τις προεκλογικές εξαγγελίες του κόμματος δεν πραγματοποιήθηκαν οι πιο επικίνδυνες για τα
συμφέροντα της χώρας. Η Ελλάδα ούτε από το ΝΑΤΟ αποσύρθηκε ούτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το
«ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» έγινε το ξεχασμένο σύνθημα της αφετηρίας του κινήματος. Η
οικονομία επιβαρύνθηκε με έναν μεγεθυμένο κρατικό τομέα, όμως δεν απώλεσε τον μεικτό της
χαρακτήρα. Οι κρατικοποιήσεις μεγάλων εταιρειών δεν πραγματοποιήθηκαν στην έκταση των
υποσχέσεων.
Από το 1981 έως το 1983 ο αριθμός των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών αυξήθηκε κατά 18%,
δηλαδή 130.000 πρόσθετα μέλη. Οι συνεχείς αυξήσεις μελών σε περίοδο ανεργίας είχαν ως αποτέλεσμα
να υποβαθμιστούν οι συνεταιρισμοί, αλλά και να αποκτήσει το ΠΑΣΟΚ μεγάλη πλειοψηφία (55%) στην
ΠΑΣΕΓΕΣ των αγροτών. Έως το 1986 τα μέλη της συντεχνίας αυξήθηκαν κατά 33%. Εξίσου υπέρ του
ΠΑΣΟΚ επέδρασε και ο Ν. 1264.
Εκεί όπου το κίνημα κατίσχυσε θριαμβευτικά ήταν ο δημόσιος τομέας, στον οποίο το ΠΑΣΟΚ έθεσε σε
λειτουργία τα πελατειακά του δίκτυα. Οι ομοσπονδίες των δασκάλων και των καθηγητών υπήρξαν ο
πολιορκητικός κριός του ΠΑΣΟΚ για την κατάκτηση της συνομοσπονδίας της ΑΔΕΔΥ (Ανώτατη Διοίκηση
Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων). Πράγματι, το κίνημα κατάφερε να ξεπεράσει τη Νέα Δημοκρατία στην
ΑΔΕΔΥ, αλλά και το ΚΚΕ στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) (Mavrogordatos 1993: 54-
55). Ο έλεγχος των οργανισμών μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιβλήθηκε και στα προπύργια
της αστικής τάξης, στα επιμελητήρια (εμπορικό και βιομηχανικό), με τη σύμπηξή τους. Παράλληλα ο
Ανδρέας προειδοποίησε τους δικαστικούς ότι, αν έβρισκαν αντισυνταγματικές τις μεταρρυθμίσεις του, θα
είχαν να κάνουν με τον λαό. Έτσι καθιέρωσε την αντίληψη ότι «δεν υπάρχουν θεσμοί, μόνο λαός». Όπως
εύστοχα σημειώνει ο Μαυρογορδάτος, οι συνέπειες των μεταρρυθμίσεων του Ανδρέα στον συνδικαλισμό
ήταν να τον δέσουν σφιχτά στο άρμα του κόμματός του. Με τον τρόπο αυτό «μια διαιρεμένη κοινωνία
πολιτών αποδέχθηκε παθητικά να γίνει θύμα πολιτικού κανιβαλισμού» (Mavrogordatos 1993: 60).10
Μολονότι φαινομενικά τα κόμματα διαθέτουν μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία από τα συνδικάτα,
είναι πιθανότερο ότι ισχύει η αλληλεξάρτηση κομματικών οπαδών και συνδικάτων. Σταδιακά η ισχύς των
ειδικών συμφερόντων καταφέρνει να επικρατήσει των κομματικών.
Στις αναμνήσεις του ο Θεόδωρος Πάγκαλος σχολιάζει τα συνδικαλιστικά ζητήματα κατά την περίοδο
της ασθένειας του Ανδρέα:
Δυστυχώς η συμφωνία που αφορούσε νέες εργασιακές σχέσεις και συστήματα οργάνωσης δεν
εφαρμόστηκε κάτω από την πίεση των συνδικάτων και χάρις στην ανάμειξη ορισμένων πολιτευόμενων
παραγόντων του συνδικαλισμού. Αλλά το πρόβλημά μου δεν ήταν μόνο η Ολυμπιακή, την οποία είχα
προτείνει στον Ανδρέα με ένα υπόμνημα να πουλήσουμε αμέσως στον ιδιωτικό τομέα και είχα έρθει
έτσι σε σύγκρουση με όλο τον εσμό αεροσυνοδών που συγκροτούσε το άμεσο περιβάλλον του τότε.
(Πάγκαλος 2011: 139)

Ο έλεγχος που άσκησε το ΠΑΣΟΚ στα συνδικάτα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Με νομοθεσίες αλλά και
με δικαστικές αποφάσεις, το κόμμα-κυβέρνηση διαμόρφωσε τον ελληνικό συνδικαλισμό όπως λειτουργεί
σήμερα. Πρώτα απ’ όλα το ΠΑΣΟΚ καθιέρωσε την απλή αναλογική σε όλες τις συνδικαλιστικές εκλογές,
επιβάλλοντας έτσι έναν κατακερματισμό που επέτρεψε τη συστηματική παρέμβαση του κράτους. Ο
Κώστας Σημίτης ως υπουργός Γεωργίας απέρριψε την άποψη των συνδικαλιστών ότι η προαγωγή των
συμφερόντων τους ήταν αποκλειστικά δική τους υπόθεση. Είναι, υποστήριξε, υπόθεση του κράτους, διότι
η προώθηση των αγροτικών συμφερόντων εμπλέκεται σε ολόκληρο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων,
ώστε για να αποφευχθεί το χάος να απαιτείται κρατική ρύθμιση (Μαυρογορδάτος 1988: 52).
Για την ενότητα της κοινωνίας φροντίζει ο χαρισματικός ηγέτης, ο οποίος καταφέρνει με μαγικό τρόπο
να συμβιβάσει ασύμπτωτες επιδιώξεις και αντιμέτωπα συμφέροντα. Ουδεμία βέβαια σχέση υπάρχει
ανάμεσα στο «χάρισμα» και τον σοσιαλισμό ή τον φιλελευθερισμό. Πρόκειται για φαινόμενο που υπακούει
στο θυμικό και προϋποθέτει τυφλή πίστη στο συγκεκριμένο πρόσωπο του ηγέτη.

9. Όλοι μέχρι και σήμερα διαγκωνίζονται για την πατρότητα αυτού του μεταξικού συνθήματος: «Εμπρός για μια Ελλάδα νέα».
10. Οι πρωτότυπες παρατηρήσεις του Γιώργου Μαυρογορδάτου για την ταύτιση κομματισμού και συνδικαλισμού περιέχονται στο
Μαυρογορδάτος 1988.
Τα κλιμάκια εξουσίας του ΠΑΣΟΚ

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ το 1974, υποσχέθηκε να προσφέρει στην ελληνική κοινωνία το πρώτο
σοσιαλιστικό κόμμα. Ανάμεσα στις πολλές υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ ήταν και η κατάργηση του
παλαιοκομματικού πελατειακού συστήματος και η δημιουργία ενός ακραιφνούς ιδεολογικού σχηματισμού
με δημοκρατικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων.
Ο πιο εντυπωσιακός όμως πολιτικός ελιγμός του Ανδρέα ήταν όταν μπόρεσε να μετασχηματίσει έναν
κομματικό μηχανισμό με ιδεολογικό προσανατολισμό σε κίνημα με πελατειακά δίκτυα τα οποία
αντλούσαν ισχύ και νομιμότητα από τον ίδιο. Έτσι κατάφερε να εξαρτήσει το ΠΑΣΟΚ από τη βούλησή του
και να καταστήσει τους βουλευτές πελάτες του. Ως ύπατος προστάτης απέκλεισε την επανάληψη του
πατρικού παθήματος της μεγάλης αποστασίας του 1965.
Τους ιδεολόγους του ΠΑΣΟΚ οι οποίοι φιλοδοξούσαν να κάνουν το κίνημα ένα σοσιαλιστικό ευρωπαϊκό
κόμμα αρχών, υποτάσσοντας τον αρχηγό στους κανόνες λειτουργίας ενός αριστερού δημοκρατικού θεσμού,
φρόντισε να τους ξεφορτωθεί νωρίς. Έμεινε έτσι σκόπιμα με παλαιοκομματικούς του Κέντρου που
γνώριζαν καλά τη λειτουργία των πελατειακών σχέσεων και με νέους πολιτευτές απόλυτα εξαρτημένους
από τον ίδιο. Και οι δύο κατηγορίες ήξεραν να εκτιμούν την απήχηση του Ανδρέα σε ένα εκλογικό σώμα
που δεχόταν οποιεσδήποτε αρχές προσυπέγραφε ο χαρισματικός του ηγέτης. Η στρατηγική του Ανδρέα
να συγκεντρώσει όλες τις σημαντικές λειτουργίες του κόμματος στα χέρια του απέκλεισε κάθε
πιθανότητα συλλογικής αποστασίας από το ΠΑΣΟΚ. Στελέχη όπως ο Αρσένης, ο Κουλουριάνος και ο
Δρεττάκης έφυγαν (ή διώχθηκαν) από το ΠΑΣΟΚ ως άτομα και όχι ως ομάδα. Ο Κουλουριάνος δεν
ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική, ο Αρσένης ίδρυσε δικό του κόμμα, ενώ ο Δρεττάκης προσχώρησε στο
ΚΚΕ (Pappas 2009: 315-334).
Στην ανάλυση του του ΠΑΣΟΚ, ο Τάκης Παππάς θεωρεί ακόμη ότι ο Ανδρέας φρόντισε να
κομματικοποιήσει το κράτος, έτσι ώστε να το διατηρεί υπό τον έλεγχό του (Pappas 2009: 315-334).
Παραπέμποντας στον Δ. Σωτηρόπουλο, παρατηρεί ότι «οι τοπικές και νομαρχιακές οργανώσεις
περιέπεσαν σε λήθαργο, οι εκδιώξεις διαφωνούντων με συνοπτικές διαδικασίες συνεχίστηκαν, και το
πρώτο κομματικό συνέδριο (άνοιξη 1984) χρησίμευσε ως βήμα για την αποθέωση της κομματικής
ηγεσίας» (Sotiropoulos 1996: 57).
Μέσα στο πλαίσιο αυτό διαγράφονται δύο τάσεις με αντίθετες ροπές. Συντηρητική η μεν, προοδευτική
η δε. Οι λαϊκιστές απέβλεπαν κυρίως στη διατήρηση της εξουσίας με κάθε τρόπο, ενώ οι μεταρρυθμιστές
φιλοδοξούσαν να αλλάξουν το σύστημα σύμφωνα με τις δικές τους αρχές (Παππάς 2008: 189). H
αποφασιστική περίοδος για την αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο υπήρξε το διάστημα 1981-1989. Ο
Ανδρέας ευνόησε τους λαϊκιστές εις βάρος των μεταρρυθμιστών.
Τα μέλη του κινήματος που τοποθετήθηκαν σε διάφορα κλιμάκια εξουσίας ακολούθησαν σε γενικές
γραμμές τον κανόνα υπεροχής του λαϊκισμού.
Για το θέμα αυτό έχουν γράψει πολλοί, κυρίως δημοσιογράφοι. Δεν είναι συνεπώς δύσκολο να
αναγνωρίσουμε τις ομάδες στις οποίες ο Ανδρέας επέτρεψε να ανταγωνίζονται για τη νομή της εξουσίας
υπό τη δική του αυστηρή επιτήρηση. Ο ελεγχόμενος ανταγωνισμός τον προστάτευε από τις φιλοδοξίες
των υπουργών του, ή, το πιο σημαντικό γι’ αυτόν, από την ομαδοποίηση και την αποστασία. Στην ομιλία
του στις 30 Αυγούστου 1981, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, έλεγε:
«Στο παρελθόν, ένας από τους τρόπους που το ξένο και ντόπιο κατεστημένο υπονόμευσε την πορεία του
λαού ήταν η διάσπαση των δημοκρατικών κοινοβουλευτικών ομάδων. Τέτοια διάσπαση δεν είναι νοητή,
στα πλαίσια του ΠΑΣΟΚ, που σημαίνει ότι οποτεδήποτε υπάρξει –τώρα και στο μέλλον– οποιαδήποτε
προσπάθεια ομαδοποίησης, θα χτυπηθεί σκληρά από το λαό μας».
(Κούλογλου 1986: 62)

Στα θέματα ασφαλείας πρωτοστατούσε ο στρατηγός Αντώνης Δροσογιάννης, ο οποίος ως υφυπουργός


παρακολουθούσε με ζήλο τις κινήσεις των στρατιωτικών. Το Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος
αντικαθίσταται μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ από την τριμελή γραμματεία, τη λεγόμενη «τρόικα», υπό τον
Κώστα Λαλιώτη, τον Γιώργο Γεννηματά και τον πιστό θεράποντα του Ανδρέα, Άκη Τσοχατζόπουλο. Οι
τρεις είχαν το προνόμιο της άμεσης πρόσβασης στον αρχηγό. Αντίπαλοι της τρόικας υπήρξαν μονίμως ο
πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς και ενίοτε ο Μένιος Κουτσόγιωργας, αρχικά πανίσχυρος υπουργός
Προεδρίας και μετά Εσωτερικών. Ο Μένιος συνδέθηκε στενά με τον Ανδρέα ως πολιτευτής Αιγίου από
τη δεκαετία του 1960 και γνώριζε όλες (ή σχεδόν όλες) τις προσωπικές υποθέσεις του αρχηγού του. Με
την παρέμβαση και τις νουθεσίες του, ο Ανδρέας αναγκάστηκε, πριν από τις εκλογές που τον έφεραν
στην εξουσία, να τερματίσει μια μακροχρόνια ερωτική σχέση, γεγονός που του κόστισε την εσωτερική του
ισορροπία για ένα διάστημα (Αυγερινός 2013). Ο Μένιος εγκαταλείφθηκε από τους συναδέλφους και τον
αρχηγό του κατά τη δίκη του 1989. Η αίσθηση της μοναξιάς είναι πιθανό ότι συνεισέφερε στον θάνατό
του ενώ κατέθετε στη δίκη.
Ο αποτελεσματικότερος και μακροβιότερος στον χώρο της επιρροής του υπήρξε ο Αντώνης Λιβάνης, ο
οποίος κατά καιρούς συνέπραξε με όλους τους παραπάνω και ήταν έμπιστος της Μαργαρίτας αλλά και
φίλος της τελευταίας συζύγου του Ανδρέα. Οι Γιώργος Κατσιφάρας, Μιχάλης Ζιάγκας και Γιώργος
Λούβαρης επιτελούσαν έργο υποστηρικτικό της οικογένειας Παπανδρέου, συχνά με οικονομικό και
διαχειριστικό περιεχόμενο. Ο τελευταίος προφυλακίστηκε για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος στις 12
Απριλίου 1989, διότι παρέλαβε χαρτοκιβώτια με ενενήντα εκατομμύρια δραχμές από τον Κοσκωτά. Η
αφοσίωση των τριών υπήρξε πάντοτε υπεράνω υποψίας και συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά τα οποία ο
Ανδρέας εκτιμούσε περισσότερο από όλα τα άλλα. Ο Κατσιφάρας διόρισε τον Λούβαρη στο Δ.Σ. της ΕΠΟ
και ο υπουργός Εμπορίου το 1987, Παναγιώτης Ρουμελιώτης, τον έκανε πρόεδρο εξαγωγικής εταιρείας
του δημοσίου (ΙΤCO).
Στον κανόνα της αυστηρής επιτήρησης εξαίρεση αποτέλεσε ένας παλιός δεσμός του Ανδρέα και ο
Γεράσιμος Αρσένης, που του επιβαλλόταν με τους ήπιους τρόπους του.
Η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως υποψηφίου προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο
του 1985 και η επιλογή του Χρ. Σαρτζετάκη ως αντικαταστάτη του υπήρξαν έργα του Κουτσόγιωργα.
Αργότερα ο Ανδρέας θεώρησε την επιλογή Σαρτζετάκη λάθος, ώστε να τιμωρήσει ετεροχρονισμένα τον
Μένιο στον ανασχηματισμό του 1987. Όταν όμως ο Ανδρέας βρέθηκε στο νοσοκομείο Χέρφιλντ του
Λονδίνου με σοβαρό πρόβλημα υγείας, ο Κουτσόγιωργας διετέλεσε ο «αντ’ αυτού» στην κυβέρνηση. Στην
πραγματικότητα, η υπόθεση αλλαγής του Καραμανλή έγινε σε εποχή που το ΠΑΣΟΚ δεχόταν σοβαρή
επίθεση από τα δύο ΚΚΕ για τη φιλοδυτική του στροφή. Το διαζύγιό του με τον ηγέτη της ΝΔ κατά την
αντίληψη του Ανδρέα ήταν απαραίτητη απόδειξη ριζοσπαστισμού του κινήματος.
Αφετηρία της δυσαρέσκειας του Ανδρέα με τον Γεράσιμο Αρσένη υπήρξε η κρατικοποίηση της
εταιρείας τσιμέντου ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ. Ο «τσάρος» της οικονομίας ήταν ένας από τους λίγους συνεργάτες
του Ανδρέα με προσωπικό εκτόπισμα. Στις 9 Ιουλίου 1985 ο Αρσένης μίλησε επικριτικά για τα
ελλείμματα του δημοσίου και ζήτησε μείωση στα έξοδα των υπουργείων. Την επομένη ο Ανδρέας
γνωστοποίησε την απομάκρυνση του υπουργού του από το πεδίο της οικονομίας. Στη ρήξη των δύο
εβάρυνε και η διαφωνία Αρσένη με τους όρους εξαγοράς από την ΕΤΒΑ των ναυπηγείων Νιάρχου στον
Σκαραμαγκά (Κεραμάς 1989: 143-152).
Η ρήξη με τον Αρσένη, κατά άλλους, οφειλόταν στην κοινοποίηση των στοιχείων για τα ελλείμματα
του δημοσίου (χωρίς βέβαια να φταίει εκείνος). Στην προσπάθειά του να αποφύγει την εμπλοκή του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο Ανδρέας στρέφεται προς την ΕΟΚ για νέο δάνειο. Στην υπόθεση αυτή
αντίπαλος του Αρσένη αναδείχτηκε και ο Λαλιώτης. Ο Ανδρέας πάντως πρόκρινε έκτοτε μια πολιτική
«σύμφωνα με τις επιλογές του διευθυντηρίου της ΕΟΚ» (Αρσένης 1987: 209).
Αντίπαλος του Αρσένη, εκτός από την τριανδρία του Εκτελεστικού Γραφείου, ήταν και ο διοικητής της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Στ. Παναγόπουλος. Στη ρήξη του με το τραπεζικό σύστημα ο «τσάρος»
δεν κατάφερε να υπερκεράσει την απόφαση του Παναγόπουλου να μη χρηματοδοτήσει η ΕΤΕ τις
προβληματικές επιχειρήσεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις στενές σχέσεις του Ανδρέα με την οικογένεια
Παναγοπούλου.
Ο Αρσένης σημειώνει στην απολογητική του συνέντευξη: «[…] ο πρωθυπουργός συνηθίζει, σε στιγμές
μεγάλων αποφάσεων, να περιστοιχίζεται από κύκλους που θα τον στηρίξουν συναισθηματικά, όχι
εγκεφαλικά, στην απόφαση που ενδόμυχα έχει ήδη πάρει και που την ψυχική φόρτισή της δεν μπορεί να
την σηκώσει μόνος του» (Αρσένης 1987: 214).
Στη 18η Σύνοδο του ΠΑΣΟΚ στα τέλη Σεπτεμβρίου 1985, ο Ανδρέας, κατά τη συνήθειά του να
αιφνιδιάζει το κόμμα, άλλαξε το σύνολο του προσωπικού στο Εκτελεστικό Γραφείο με νέα μέλη. Οι
Στάθης Γιώτας, Γιάννης Σουλαδάκης, Χρήστος Παπουτσής, Κώστας Σκανδαλίδης, Τζένη Καραβέλη,
Στέφανος Τζουμάκας, Βαγγέλης Μαμαλάκης, Μενέλαος Γκίβαλος και Μαρία Κυπριωτάκη έδιναν την
εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός ετοίμαζε κάποια νέα οικονομική πολιτική και γι’ αυτό χρειαζόταν
αδύναμους και πρόθυμους υποστηρικτές.
Πράγματι, το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, όπως είχε προειδοποιήσει ο διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Δημήτρης Χαλικιάς, ξεπερνούσε την πρόβλεψη των δύο δις δολαρίων. Ο Ανδρέας ήταν
αποφασισμένος να αποφύγει το ενδεχόμενο της στήριξης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, φοβούμενος
την απώλεια της ανεξαρτησίας της κυβέρνησής του, κι έτσι προετοιμάστηκε για αντιδημοτικά μέτρα
λιτότητας. Αντ’ αυτού, όμως, προτίμησε να πλησιάσει την ΕΟΚ για νέο δανεισμό, έτσι ώστε να
εγκαταλείψει οριστικά τις παλιές του αντιρρήσεις για την παραμονή της χώρας στην ΕΟΚ. Οι σχέσεις του
με τον οργανισμό άλλαξαν έκτοτε ριζικά (Κούλογλου 1986: 144-148). Η οργάνωση του ΠΑΣΟΚ
Θεσσαλονίκης επισημαίνει στα τέλη του 1985: «Τα δίκτυα προσωπικών διασυνδέσεων αποδυναμώνουν τον
ενιαίο κομματικό κορμό και διαβρώνουν την πολιτική συνείδηση μελών της κυβέρνησης και του
κινήματος» (Κούλογλου 1986: 148)
Στην κλίμακα της ιεραρχίας των εμπίστων αλλά όχι προβεβλημένων ήταν οι Θεοφάνης Τόμπρας,
γενικός διευθυντής του ΟΤΕ (γνωστός για τις τηλεφωνικές υποκλοπές του και τις σχέσεις με τη
Siemens), και Κ. Τσίμας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και από το 1985 διοικητής της
ΚΥΠ. Ο Τσίμας, με το ριζοσπαστικό του παρελθόν, αφού φερόταν ως εκπαιδευμένος σε στρατόπεδα των
Παλαιστινίων, απομόνωσε την ΚΥΠ από την επικοινωνία με ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες. Ο Ανδρέας
είχε κλίση προς τους πάσης μορφής περιπετειώδεις ηγέτες και φρόντιζε να εξασφαλίζει αναίτιες
συναντήσεις μαζί τους. Οι Φιντέλ Κάστρο και Ντανιέλ Ορτέγκα, και ο Γιάσαρ Αραφάτ, ελάχιστα οφέλη
προσέφεραν στην Ελλάδα, εκτός από το να προκαλούν τη δυσαρέσκεια των συμμάχων. Ακόμη και σε
ώριμη ηλικία ο Ανδρέας, ο γιος της κυρίας Σοφίας, ονειρευόταν εφηβικές περιπέτειες και παιχνίδια με
πιστόλια.
Το πιο ενδιαφέρον όμως φαινόμενο και εξαίρεση στα κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ ήταν ο κατοπινός διάδοχος
του Ανδρέα, Κώστας Σημίτης. Ο ανάδελφος διανοούμενος κατάφερε να επιζήσει μέσα στο κόμμα και να
κατισχύσει. Το ΠΑΣΟΚ δεν τον ήθελε και ο αρχηγός του τον αντιπαθούσε.
«Κανένα άλλο στέλεχος δεν μπορεί να διεκδικήσει τέτοια διάρκεια. Ένα παράξενο ζευγάρι (με τον
Ανδρέα) που επί τριάντα δύο χρόνια βρέθηκε σταθερά στον ίδιο πολιτικό χώρο και εξίσου σταθερά σε
εσωκομματικά αντίθετες πλευρές».
(Πρετεντέρης 1996: 25)

Στα συγκρατημένα απομνημονεύματά του (Δρόμοι ζωής, Πόλις, 2015) ο Σημίτης ανασκευάζει μια
εποχή χωρίς πάθος. Η αντιπαλότητα του Ανδρέα με τον Σημίτη είχε σίγουρα σχέση με τον διαμετρικά
αντίθετο χαρακτήρα τους. Ο ολιγόλογος και αγοραφοβικός καθηγητής της Παντείου υπήρξε ακόμη και
μια υπολογίσιμη οντότητα που αρνιόταν να υποκύψει στη γοητεία και την ισχύ του αρχηγού του.
Κατάφερε να αντέξει σε όλες τις ταπεινώσεις του Ανδρέα και τις κατά καιρούς δηλώσεις του στα ΜΜΕ
που τον ανάγκασαν δύο φορές σε παραίτηση από υπουργική θέση, την πρώτη από το Υπουργείο
Οικονομίας και τη δεύτερη από το Βιομηχανίας. Για τον αρχηγό του κινήματος ο ανεξάρτητος Σημίτης
αποτελούσε ενόχληση και για τους περισσότερους συναδέλφους του υπόμνηση της δικής τους υστέρησης.
Περιγράφει τον Ανδρέα ως άνθρωπο που βαριόταν τη ρουτίνα της διοίκησης, ώστε μετά τις πρώτες
συγκινήσεις της εκλογής του στο αξίωμα του πρωθυπουργού να αποζητάει την προβολή στη διεθνή
πολιτική και τις χαρές των σχέσεων με το ωραίο φύλο. Τις ικανότητες και τις επιδόσεις του στον τομέα
αυτό υπερασπίζεται παραδόξως και η τρίτη του σύζυγος, για να αντικρούσει την άποψη του Draenos
(εγκάθετου της Μαργαρίτας, κατά τη Λιάνη) ότι η πρώτη του σύζυγος ήταν ψυχρή σεξουαλικά. Η κ.
Λιάνη περιγράφει σε δικό της πόνημα: «Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό για τον Ανδρέα, απλούστατα δεν θα
την επέλεγε αν ήταν έτσι. Αντίθετα μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Ανδρέας, λόγω της δικής του
υπερδραστηριότητας ως άνδρα, πέταγε σαν πεταλούδα και δεν πιανόταν ποτέ. Ήταν κυνηγός και
κυρίαρχο αρσενικό. Αν το αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό, τα λόγια είναι περιττά. Ένας ηγέτης τα ’χει
αυτά τα χαρακτηριστικά. Η κ. Ρασσιά βεβαίως ως ψυχίατρος, προσπάθησε να τον εκδικηθεί επειδή τη
χώρισε, περιγράφοντας και αυτή σε παλαιό βιβλίο που εξέδωσε τις δικές της ανοησίες…» (Δήμητρα Α.
Παπανδρέου 2015: 317-318).
Αν και αποκομμένος από το περιβάλλον του αρχηγού, ο Σημίτης αναφέρεται θετικά στους
περισσότερους επώνυμους του κινήματος. Εξαίρεση σ’ αυτό αποτελεί ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Από τα
συμφραζόμενα του βιβλίου του ο αναγνώστης ανακαλύπτει μερικούς από το «περιβάλλον» του Ανδρέα: τον
Παπουτσή, τον Χαραλαμπόπουλο και τον Λιβάνη. Με τον Αυγερινό ο Σημίτης διατήρησε πολύ καλές
σχέσεις και μαζί μ’ αυτόν, τη Βάσω Παπανδρέου και τον Πάγκαλο υπήρξαν η τετράδα της «συνάντησης
των τεσσάρων» και πηγή εσωκομματικής κριτικής τα τελευταία χρόνια του αρχηγού (Σημίτης 2015:
567-569).
Οι αλλεπάλληλες παλινωδίες του Ανδρέα που ο Σημίτης περιγράφει λεπτομερώς, η υπονόμευσή του από
αυτόν σε κάθε ευκαιρία, η κρίση των τελευταίων ημερών δυσκολεύουν τον αναγνώστη του
απομνημονευματικού του έργου να πιστέψει στις συναισθηματικές του μεταπτώσεις μπροστά στον
νοσούντα Ανδρέα. Παρ’ όλα αυτά ο Σημίτης σημειώνει: «Άλλαξα άποψη βαθμιαία, από το 1990 και μετά.
Έβλεπα ότι σιγά-σιγά είχαν πάψει να λειτουργούν ακόμη και οι ελλιπείς διαδικασίες συνεννόησης που
υπήρχαν σε επίπεδο ηγετικής ομάδας. Δημιουργήθηκε περί τον Ανδρέα ένας κύκλος αδιαφανής, ασύδοτος,
που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις […] Το ΠΑΣΟΚ κινδύνευε να γίνει υποστηρικτής μιας
συντηρητικής πελατειακής νοοτροπίας ενός κράτους παροχών, φοβικού ως προς τις διεθνείς εξελίξεις,
αρνητικού απέναντι στις αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές […] Το ενδιαφέρον του (Ανδρέα) εστιαζόταν
αποκλειστικά στην ενίσχυση της εξουσίας του» (Σημίτης 2015: 559).
Όπως στον αγώνα για τη διαδοχή του Ανδρέα, έτσι και στη συνολική αποτίμηση του έργου του, ο
Σημίτης είχε την τελευταία λέξη.
ΙΙΙ
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ πέθανε στις 23 Ιουνίου 1996. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ακολούθησε δύο
χρόνια αργότερα, στις 22 Απριλίου 1998. Κατά αρκετά παράδοξο τρόπο, ήταν σαν οι δύο πιο σημαίνοντες
πολιτικοί της μεταπολεμικής περιόδου να σκηνοθέτησαν τον θάνατό τους με τον ίδιο τρόπο που είχαν
οργανώσει και τις πολιτικές τους καριέρες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου προσέλκυσε την προσοχή των ΜΜΕ
μέχρι τις τελευταίες του μέρες και η κηδεία του αποτέλεσε ένα μεγάλο δημόσιο γεγονός για να τιμηθεί η
ζωή ενός επικούρειου ο οποίος πάντοτε επιζητούσε την αγάπη του κοινού του. Ο Καραμανλής πέθανε
χωρίς να προσελκύσει τη δημόσια προσοχή και η διακριτική κηδεία του μεταξύ συγγενών και φίλων έγινε
το σήμα κατατεθέν μιας στωικής ύπαρξης και μιας δωρικής προσωπικότητας. Ο στενός του φίλος
Κωνσταντίνος Τσάτσος παρουσίασε τον Καραμανλή ως έναν συνεπή πολιτικό που επιδίωξε να ενώσει τους
Έλληνες στην κεντροδεξιά πολιτική θέση του (Τσάτσος 1984: 17).
Στην πραγματικότητα, υπήρξε ένας γνήσιος συντηρητικός με τον σκεπτικισμό του για την ανθρώπινη
φύση, τον χομπσιανό του φόβο για την αναρχία, την προτίμηση για μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία στην
κοινοβουλευτική πολιτική και την εμπιστοσύνη του στην κρατική διαχείριση της οικονομίας.11 Σπάνια
αυτοσχεδίαζε και οι αποφάσεις του ήταν προσεκτικά μελετημένες. Ποτέ δεν κολάκεψε το κοινό του και
συχνά επέπληττε τους Έλληνες για την ακραία συμπεριφορά τους. Για τους οπαδούς του υπήρξε ο
αυστηρός και σκληρά εργαζόμενος Έλληνας πατέρας σε μια περίοδο ελλείψεων και αναγκών. Η
προτεσταντική του ηθική οδήγησε τους Έλληνες από τις δυσκολίες της ανασυγκρότησης στην ευημερία.
Ο Καραμανλής αντιπροσώπευε το συλλογικό υπερεγώ, ενώ ο μετά το 1974 αντίπαλός του, ο Ανδρέας
Παπανδρέου, συγκέντρωνε την προσοχή του στο να θωπεύει το εγώ του κοινού του. Δεδομένων των
πλήρως αντίθετων χαρακτήρων και του διαφορετικού κοινωνικού υποβάθρου (της αγροτικής καταγωγής
του Καραμανλή και της αστικής προέλευσης του Παπανδρέου), δεν υπήρξε ποτέ μια συναντίληψη
ανάμεσά τους. Ο Καραμανλής θεωρούσε τον αντίπαλό του μια ιδιοτροπία της εποχής και ήλπιζε ότι αυτό
θα ήταν ένα παροδικό φαινόμενο. Εκνευριζόταν που ο Παπανδρέου, σαν άσωτος γιος, ξόδευε τις
αποταμιεύσεις μιας ζωής σε πολιτικές εφήμερης σημασίας, αλλά σπανίως αποκάλυπτε την ενόχλησή του
δημοσίως. Εντούτοις η σύγκριση των πολιτικών απόψεων και του ύφους των δύο δεν είναι απλώς ένα
ζήτημα μελέτης μιας προσωπικής αντιπαλότητας ανάμεσα σε διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες,
αλλά περισσότερο μια περιγραφή ενός χάσματος γενεών μεταξύ των ψηφοφόρων των δύο ηγετών. Ο
Καραμανλής προσείλκυε τους ψηφοφόρους που ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια των στερήσεων του
τέλους της δεκαετίας του 1940 και της δεκαετίας της ανασυγκρότησης του 1950, ενώ οι υποστηρικτές
του Ανδρέα Παπανδρέου εκπροσωπούσαν τους Έλληνες που έφτασαν σε ηλικία ψήφου κατά την
οικονομική ευημερία της δεκαετίας του 1970.
Το πρόσωπο που άγγιξε πραγματικά τον ευαίσθητο πυρήνα του Καραμανλή υπήρξε ο πατέρας του
Ανδρέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Ανένδοτος Αγώνας της δεκαετίας του 1960 εναντίον της εκλογικής
νοθείας και οι κατηγορίες που εκτόξευσε εναντίον του προσώπου του Καραμανλή άφησαν στον τελευταίο
ένα βαθύ τραύμα. Τη μεγαλύτερη ταπείνωση ο Καραμανλής την εισέπραξε από την παραπομπή του στο
Ειδικό Δικαστήριο. Η δίωξη άρχισε με την πρόταση της ΕΔΑ για την υπόθεση Πεσινέ, και στη
συζήτηση στη Βουλή (Ιανουάριος-Ιούνιος 1965) η Ένωση Κέντρου τάχθηκε τελικά υπέρ της
παραπομπής. Επρόκειτο για σκόπιμο διασυρμό του Καραμανλή, χωρίς ο ίδιος να μπορεί ή να θέλει να
παρέμβει, ενώ το όνομά του και μόνο υφίστατο φθορά, αφού έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ήταν
παραγραμμένη και δεν θα έφτανε ποτέ στα δικαστήρια (Χατζηβασιλείου 2010: 467-468).12
Αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει τέτοιες προσωπικές επιθέσεις και μη διαθέτοντας τη ρητορική
ικανότητα που διέθετε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Καραμανλής επέλεξε να απομακρυνθεί από την
πολιτική, παρά να διεξαγάγει μια μάχη λέξεων, για την οποία ελάχιστα ήταν προικισμένος.
Το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος το 1974 παρείχε το σκηνικό για μια σημαντική αλλαγή στην
ελληνική πολιτική ζωή. Το καθεστώς της Χούντας είχε καταπιέσει όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς,
αλλά υπήρξε ιδιαίτερα βάναυσο κατά της Αριστεράς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου θεώρησε καθήκον του να
επικρίνει τη Δεξιά με την κατηγορία ότι είχε εκκολάψει τους συνταγματάρχες. Μετά το 1974 ένα
ευρύτερο φάσμα που περιλάμβανε ένα σοσιαλιστικό και δύο κομμουνιστικά κόμματα εισήγαγε έναν άνευ
προηγουμένου πλουραλισμό στην ελληνική Βουλή. Ήταν επίσης η εποχή που μια περίοδος
παρατεταμένης ανάπτυξης είχε τελειώσει απότομα εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης και του παραλυτικού
στασιμοπληθωρισμού που ακολούθησε. Αν δεν είχε υπάρξει αυτή η αρνητική επίδραση των διεθνών
εξελίξεων στις προσδοκίες του λαού, η πολιτική ζωή θα συνεχιζόταν κατά πάσα πιθανότητα από το
σημείο εκείνο που οι συνταγματάρχες είχαν παγώσει την εξέλιξή της. Η προ του 1967 φιλελεύθερη
μεταρρύθμιση ενδεχομένως θα είχε βρει τον αξιόλογο διάδοχό της στην ΕΔΗΚ, κόμμα φιλελεύθερων
προσωπικοτήτων, οι οποίες διακρίθηκαν με την αντίστασή τους στη δικτατορία. Οπωσδήποτε υπήρξαν
μεγάλες προσδοκίες και πολύ ταλέντο σ’ εκείνο το διάδοχο κόμμα της παλιάς Ένωσης Κέντρου. Ωστόσο
οι νέες πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις, και κυρίως ο παράγοντας Ανδρέας Παπανδρέου, ανέτρεψαν
όλες τις προβλέψεις. Στις εκλογές του 1977 η ΕΔΗΚ απώλεσε το 48% της εκλογικής της βάσης κυρίως
προς το ΠΑΣΟΚ και οι βουλευτές της τελικά διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα
(Veremis 1981: 90-92).
Σε αντίθεση με τον Καραμανλή, που κατέστησε εφικτή την ειρηνική μετάβαση στη δημοκρατία
βρίσκοντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στη Δεξιά και στο φιλελεύθερο Κέντρο, ο Ανδρέας Παπανδρέου
χειραγώγησε το κοινό του εισάγοντας ένα καινούριο προϊόν. Το προϊόν αποτελούνταν από σειρά
ριζοσπαστικών μηνυμάτων που μεταδίδονταν από τον ίδιο τον ηγέτη. Προσέφερε στον λαό ένα νέο
αφήγημα, «βασισμένο σε μια περιεκτική κοσμοθεωρία και την υπόσχεση της ριζικής αλλαγής»
(Elephantis 1981: 116-120). Αυτή η κατασκευή του κοινωνικού και πολιτικού σύμπαντος εκτεινόταν σε
δύο άξονες. Ο πρώτος διαχώριζε τον κόσμο σε «μητρόπολη» και σε «περιφέρεια». Ο δεύτερος άξονας
αντιπροσώπευε τη δήθεν εγγενή πάλη ανάμεσα σε ένα κατεστημένο-εκμεταλλευτή, ξένο και εγχώριο, και
στον λαό, δηλαδή όλους τους «μη προνομιούχους Έλληνες» που ήταν αντίθετοι προς το κατεστημένο.
Μολονότι ο Καραμανλής κατάφερε να προλάβει τον Ανδρέα με μέτρα όπως η νομιμοποίηση του ΚΚΕ το
1974 αλλά και η ύφεση με τα κομμουνιστικά Βαλκάνια, παρέμεινε ένας πολιτικός της συντηρητικής,
όπως ήδη έχουμε πει, παράδοσης. Ενώ ο Ανδρέας επαγγελλόταν σε όλους τους τομείς την Aλλαγή, η
μεγάλη διαφορά τους υπήρξε αρχικά το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΕ. Ο Καραμανλής θεωρούσε την
εμπέδωση των δημοκρατικών αξιών της δυτικής Ευρώπης ως την καλύτερη εγγύηση ότι η χώρα δεν θα
ξανακυλούσε στο εντόπιο καθεστώς των πραιτοριανών. Ο Ανδρέας, αντίθετα, έβλεπε πάντοτε τον εχθρό
εκτός των τειχών, γι’ αυτό και θεωρούσε την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως παράδοση στα
συμφέροντα των ξένων. Σταδιακά άλλαξε γνώμη, και όχι μόνο ως προς το θέμα της ΕΕ. Η οικονομική του
φιλοσοφία ξεκίνησε από έναν φιλελεύθερο κεϊνσιανισμό (1964), πήγε στον λενινιστικό μαρξισμό (1968-
1974) και μετά στον τριτοκοσμικό αντιιμπεριαλισμό (λίγο πριν από τις εκλογές του 1981). Κατέληξε σε
έναν διαμαρτυρόμενο σοσιαλισμό, με σταδιακό μετασχηματισμό στη σοσιαλδημοκρατία (Couloumbis
1989: 137).
Οι διαφορές ανάμεσα στον Καραμανλή και τον Ανδρέα ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι δύο
ασκούσαν την εξουσία ήταν ποσοτικές και ποιοτικές. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε ένα
προσωποπαγές σύστημα, με λίγους επιτηρούμενους συμβούλους στην περίπτωση Καραμανλή, και με
πολλούς που συνωστίζονταν χωρίς αρμοδιότητες στο χαοτικό σύμπαν του Ανδρέα. Ο Καραμανλής
εμπιστευόταν το μικρό του υπουργικό συμβούλιο και τους κοντινούς του συνεργάτες. Ο Ανδρέας
πειραματιζόταν διαρκώς με νέα πρόσωπα που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν στους συχνούς
ανασχηματισμούς των κυβερνήσεών του. Ο Καραμανλής παρακολουθούσε άγρυπνος και ενίοτε επενέβαινε
στα νομοσχέδια των υπουργών του, ενώ ο Παπανδρέου έδειχνε ενδιαφέρον για τα νομοσχέδια τα οποία
ανταποκρίνονταν στους οραματισμούς του.
Ο αριθμός των στελεχών του Γραφείου Καραμανλή ήταν πάντοτε μικρός και η απόδοσή τους
ελεγχόμενη. Οι σύμβουλοι και οι συνεργάτες του Ανδρέα ήταν πολυάριθμοι και συχνά διορίζονταν με
κομματικά-πελατειακά κριτήρια. Και στις δύο περιπτώσεις οι ηγέτες δήλωναν με τις αποφάσεις τους τη
μονοκρατορική τους αντίληψη περί εξουσίας (Featherstone & Papadimitriou 2013: 531-537). Η μία
αυστηρά δομημένη, και η δεύτερη χαοτική και διάτρητη από πρόσωπα που αναζητούσαν –και μερικά
έβρισκαν– παράδρομους προσέγγισης και επηρεασμού του αρχηγού.
Εξαιρετικά γλαφυρή αλλά και ενδεικτική των χαρακτηρολογικών στοιχείων των δύο πολιτικών είναι η
περιγραφή των επίσημων μεταβάσεών τους στο εξωτερικό από τον Πάνο Λουκάκο. Ο πρώτος σε άδειο
αεροπλάνο με ελάχιστους δημοσιογράφους και πρωτόκολλο στις συζητήσεις «εν πλω», ο δεύτερος με
πανηγυριώτικο πλήθος πάσης μορφής και προέλευσης και αστακούς στην πρώτη θέση (Λουκάκος 2013:
84-89).13
Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα μας απασχολήσει αλλού, όμως η πρόοδος στον τομέα
αυτό αποτέλεσε αφετηρία μεταμόρφωσης και των σχέσεων με τον έξω κόσμο. Μετά τη δεκαετία του
1980 ο Ανδρέας περιορίστηκε στην υποστήριξη της διεθνούς ύφεσης, της αποπυρηνικοποίησης (ακόμη και
συνοικισμών της Αθήνας, όπως «αποπυρηνικοποιημένο Παγκράτι»), καθώς και της επίλυσης όλων των
μεγάλων διαφορών ανάμεσα στα έθνη του κόσμου (Λάμψας 1985: 138-149).
Ο λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου όξυνε την πόλωση στην ελληνική πολιτική ζωή και δημιούργησε έναν
«ξεχωριστό τύπο στρατηγικής με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις» (Pappas 2008). Αν και το ΠΑΣΟΚ
θεωρούνταν από μέρος των ψηφοφόρων του ένα κόμμα κοντά στο Κέντρο, η ηγεσία του επέμεινε στην
πολωτική της στρατηγική. «Η Ένωση Κέντρου, ένα κόμμα της κεντροαριστεράς, εξελίχθηκε στο κύριο
κόμμα της αντιπολίτευσης στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σφυρηλάτησε μια συλλογική ταυτότητα
βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στο σχίσμα της δημοκρατίας εναντίον της μοναρχίας, το παραδοσιακό
σχίσμα […] το οποίο έχει ως αφετηρία τον Εθνικό Διχασμό του 1915» (Pappas 2008).
Άραγε η νέα διαχωριστική γραμμή που επινοήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ανάμεσα στη Δεξιά
και τις δημοκρατικές δυνάμεις βασίστηκε σε ταξική ανάλυση; Ένας από τους λίγους διανοουμένους του
ΠΑΣΟΚ, ο Κώστας Σημίτης, θεωρούσε την ταξική πολιτική ακατάλληλη για μια χώρα της οποίας οι
πολίτες αποτελούνταν από ελεύθερους επαγγελματίες και μικροϊδιοκτήτες (Σημίτης 1984: 15). Επιπλέον
οι μικρές διαφορές πολιτικής μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ δεν δικαιολογούσαν τον πολωτικό
λόγο που εγκαινίασε ο Παπανδρέου. Αν και το ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών στην εξουσία
όντως προχώρησε σε κάποιες αναδιανεμητικές πολιτικές, αυξάνοντας τα κατώτερα ημερομίσθια και τις
συντάξεις, σε γενικές γραμμές απέφυγε τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις (Kalyvas 1997: 102). Ο λόγος
του ΠΑΣΟΚ σχετικά με τη δεξιά-αριστερή διαίρεση αναφερόταν περισσότερο στους νικητές και στους
ηττημένους του Εμφυλίου πολέμου του 1946-1949 παρά σε μια μαρξιστική ταξική πάλη. Σε τελική
ανάλυση, ο κύριος στόχος της διαμάχης ήταν ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού και των λαφύρων που
αυτός συνεπαγόταν. Το κυριότερο θύμα των πολωτικών τακτικών του Παπανδρέου υπήρξε η
«μακροπρόθεσμη νομιμότητα των δημοκρατικών θεσμών» (Kalyvas 1997: 101). Σε αντίθεση με το ΚΚΕ,
που ήταν ένας πραγματικός αντισυστημικός οργανισμός (Kalyvas 1997: 85), αντίθετος με το ελληνικό
κατεστημένο, το ΠΑΣΟΚ γενικώς τηρούσε τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην πράξη
ωστόσο ο Παπανδρέου συχνά αμφισβήτησε συγκεκριμένες αρχές του συνταγματικού καθεστώτος, δίνοντας
προτεραιότητα στις «ανάγκες» του λαού έναντι της δικαιοδοσίας των θεσμών (Kalyvas 1997: 96).14

11. Τη διαφοροποίησή του από τον φιλελεύθερο Κ. Μητσοτάκη επισημαίνει ο Σωτήρης Ριζάς (2009: 96).
12. Λεπτομέρειες για την προσπάθεια αναθεώρησης της σύμβασης με την Πεσινέ βλ. στο Κωστής 1999: 69-90.
13. Μια λεπτομερή περιγραφή των συνεπιβατών του Ανδρέα στα ταξίδια του, καθώς και της συζύγου του Μάργκαρετ, βλ. στο Λάμψας
1985: 26-28.
14. Για μια εις βάθος ανάλυση της πολιτικής στρατηγικής του Παπανδρέου, βλ. Παππάς 2008.
Συζητήσεις στη Βουλή15
Διαξιφισμοί με τον πρωθυπουργό
στο θέμα των πιέσεων από ξένους

Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Διερωτώμαι, κύριοι συνάδελφοι, εάν σεις πιστεύετε, είτε ανήκετε στην πλειοψηφία, είτε
ανήκετε στην μειοψηφία, ότι αυτό που έγινε σήμερα είναι ενημέρωση. Όσοι διαβάζουν καθημερινό Τύπο
γνωρίζουν όλα όσα είπε ο κ. πρωθυπουργός με μόνη ίσως την εξαίρεση εκείνων, τα οποία είπε σχετικά με
τις αρχές που διέπουν τις διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, αλλά και αυτές ακόμη σε μεγάλο μέτρο ήταν
γνωστές.
Σήμερα η Ελλάδα είναι απομονωμένη, διαβρώνεται και υπονομεύεται από τους δήθεν συμμάχους της
τους οποίους ο κ. πρωθυπουργός εξήρε σαν φίλους και συμμάχους. Μα υπάρχει αμφιβολία, ότι ο κίνδυνος
σήμερα είναι τεράστιος, όταν η συμμαχία στηρίζη τον τουρκικό σωβινισμό; Μα το ξέρει αυτό κάθε παιδί,
σε κάθε καφενείο και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Και έχομε τον κ. πρωθυπουργό να μας ενημερώνη
στην Βουλή και να μας λέγη, ότι δεν ασκούνται πιέσεις. Όσοι ήσαν ποτέ υπουργοί σε ελληνική
κυβέρνηση, γνωρίζουν άριστα πόσες, ποιες και με τι τρόπους ασκούνται πιέσεις. Μα χρειάζεται κάθε φορά
να τα επαναλαμβάνουμε; […]

Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Όταν ο κ. Μακναμάρα είπε στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, ότι αν δεν συμφωνήση στο
Κυπριακό, η τουρκική αεροπορία θα κάψη ελληνικά χωριά, αυτό ήταν άσκηση πιέσεως; Ναι ή όχι;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Σε μένα δεν το είπε.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Κύριε πρόεδρε, έχετε κυβερνήσει την Ελλάδα πολλά χρόνια και είναι δύσκολο να
πιστέψω ότι δεν έχει ασκηθή πάνω σε οποιαδήποτε κυβέρνηση πίεση.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Στην δική μου κυβέρνηση όχι.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Είσθε μια εξαίρεση απίθανη στην ιστορία αυτού του τόπου κ. πρόεδρε.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Δεν έχω λόγον να ψεύδομαι. Εάν ησκείτο όχι μόνον θα ενημέρωνα την Βουλήν και την
Αντιπολίτευσιν, αλλά θα εγύρευα την συμπαράστασίν της. […]
(Παρατεταμένα χειροκροτήματα).
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Είσθε, κ. πρόεδρε της κυβερνήσεως έτοιμος να διατυπώσετε το ίδιο δι’ όλους τους
υπουργούς της κυβερνήσεώς σας; Είσθε; Μας λέγετε, ότι ασκούμε αντιδυτική πολιτική.
Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν έχουμε κανένα πάθος με την Δύση, με την Ανατολή, με τον Νότο ή τον
Βορρά. Είμαστε εναντίον της εξάρτησης της χώρας μας, από ξένα πολιτικά και οικονομικά κέντρα
αποφάσεων […]
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Ακούστε εδώ. Να μη μονοπωλήτε τον πατριωτισμό της χώρας αυτής.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ευτυχώς δεν είμαι μόνος, κ. πρόεδρε.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Με την θέσιν που λαμβάνετε απεμονώθητε εις την Ελλάδα. Ουδείς υπεστήριξε τας
θέσεις τας ιδικάς σας. Ακόμη και το Κ.Κ.Ε. (εξ.). Και γνωρίζω γιατί το κάνετε.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Γιατί το κάνω;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Είναι ολοφάνερο. Αλλά σας πληροφορώ ότι αυτό που κάνετε είναι επικίνδυνο.
(Χειροκροτήματα).
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Κύριε πρόεδρε, λυπάμαι που επαναφέρατε τη συζήτηση επί προσωπικού επιπέδου. Μα
δεν νομίζω πως μας πάει. Εγώ δεν θέτω υπό αμφισβήτηση τις προθέσεις σας. Γιατί το κάνω;
Κύριε πρόεδρε, έχουν γίνει τόσα παράδοξα, όλα στη χώρα αυτή –τι έχουμε πάθει– να λέμε ότι
προσδιορίζουμε τα σύνορά μας και αφού τα προσδιορίσουμε θα τα προστατεύσουμε; Αν αυτό είναι το
αμάρτημά μου, το αποδέχομαι, κ. πρόεδρε. Είναι εξτρεμιστική θέση αυτή; Πού έχουμε φθάσει πια σ’ αυτό
τον τόπο;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Και ποιος σας είπε ότι αφήνομε απροστάτευτα τα σύνορά μας;
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δεν είναι σύνορά μας;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Ποιος σας είπε ότι τα αφήσαμε απροστάτευτα;
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Η Γενεύη, το 1958, που λέει ότι υπάρχει νησιώτικη υφαλοκρηπίδα.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Πού;
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Στα νησιά μας.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Είδατε να έπαθαν τίποτε τα νησιά μας;
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Υπάρχει νησιώτικη υφαλοκρηπίδα και παρεβιάσθη από το «Χόρα».
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Ακούστε, κ. Παπανδρέου…
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μη το πάτε στο αστείο, κ. πρόεδρε. Παίζετε με τη φωτιά. Δεν είναι θέμα προσωπικό,
ούτε αστείο…
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Ακούστε, σας παρακαλώ…
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Θα σας ακούσω, αλλά θα ακούσετε και σεις εμένα.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Σας εκάλεσα όταν ανέκυψε η κρίσις και σας ενημέρωσα. Και σας εξέθεσα τους λόγους,
διά τους οποίους την στιγμήν εκείνην δεν ήτο δυνατόν να ακολουθήση η χώρα μας διάφορον πολιτικήν.
Και γνωρίζετε ότι δεν ημπορώ να τους αποκαλύψω δημοσία, εφάνητε δε συμφωνών μαζί μου.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Όχι κ. πρόεδρε. Με υποχρεώνετε κ. πρόεδρε, να παραδώσω στη δημοσιότητα το
πρακτικό των συζητήσεών μας. Το θέλετε; Θέλετε να το παραδώσω στη δημοσιότητα; Δεν δέχομαι να
μου πήτε ότι συνεφώνησα μαζί σας κ. πρόεδρε.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Πρώτον, διεπράξατε το απαράδεκτον σφάλμα, εν όψει ενημερώσεώς σας να κάμετε
εμπρηστικές δηλώσεις στην Αλεξανδρούπολη. Σας εκάλεσα το Σάββατο για την Δευτέρα, για να σας
ενημερώσω. Και αντί να περιμένετε την ενημέρωση η οποία θα σας επέτρεπε υπεύθυνα πλέον να
ομιλήσετε, εκάματε την παραμονήν ακριβώς δηλώσεις. Είναι δημοκρατική, είναι κοινοβουλευτική, είναι
σοβαρά συμπεριφορά αυτή; Και θέλετε να υπάρχη ενημέρωση της αντιπολιτεύσεως; Και ημπορεί υπό
αυτάς τας συνθήκας να υπάρχη διάλογος καλής πίστεως; […]
(Χειροκροτήματα).
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Κύριε πρόεδρε, λυπάμαι γιατί επιλέξατε ένα πάρα πολύ ευαίσθητο σημείο. Ήμουν καθ’
οδόν προς την Δράμα να μιλήσω επί του εθνικού θέματος. Στην Ελευθερούπολη, ώρα 8 Σάββατο με
εσταμάτησε η Χωροφυλακή και μου είπε ότι πρέπει να επικοινωνήσετε με την προεδρία της
κυβερνήσεως. Επήγαμε στο αστυνομικό τμήμα. Μου είπαν ότι το τηλεφώνημα ήταν από τον «Αστέρα
Γλυφάδας». Ετηλεφωνήσαμε και βρήκαμε εκεί τον Γεν. Διευθυντή του πρωθυπουργού, τον κ. Μολυβιάτη.
Ο κ. Μολυβιάτης είναι παρών. Δεν δικαιούται να ομιλήση αλλά είναι παρών. Μου ανεκοίνωσε ότι
παρεβιάσθη πολλάκις η ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η απάντησή μου ήταν: Διακόπτω το ταξίδι μου και
έρχομαι στην Αθήνα. Η απάντηση του κ. Μολυβιάτη ήταν: Δεν χρειάζεται. Δώδεκα παρά τέταρτο την
Δευτέρα, είναι εντάξει;
Αν μπορήτε να απαντήσετε κ. πρωθυπουργέ, γιατί ένας αρχηγός της αντιπολιτεύσεως δεν έπρεπε να
είναι στην Αθήνα εκείνη την ώρα; Θα ήθελα να γνωρίζω τι είδους απάντηση θα ήταν αυτή.
Αλλά ακούσατε και κάτι άλλο, ακούσατε. Πηγαίνω στη Δράμα και στους γραμματείς μου και
συνεργάτες μου λέγω, ότι δεν θα αναφέρω το περιστατικό στο λόγο μου, διότι σαφώς είναι μυστικό
εθνικό. Φθάνω στη Δράμα και ευρίσκω έξαλλο τον κόσμο λέγοντας, άκουσες για την διακοίνωση της
ελληνικής κυβέρνησης στην Τουρκία; Ποία διακοίνωση; Είχε ήδη υπάρξει διακοίνωση, είχε ήδη το
ραδιόφωνο ανακοινώσει αυτή, δεν με είχε δε καν ενημερώσει η κυβέρνηση ούτε ότι είχε υπάρξει η
διακοίνωση, όχι διά το περιεχόμενον της διακοινώσεως.
Κύριε πρόεδρε της κυβερνήσεως συναντηθήκαμε για ενημέρωση 3 φορές. Την πρώτη φορά συνεφώνησα
μαζί σας. Δεν θα είπω το περιεχόμενον της συμφωνίας. Αισθάνθηκα πως ήτο κοινή η πορεία. Την δεύτερη
προβληματίστηκα. Την τρίτη διεφώνησα ανοικτά και σας το είπα. Και ήτο παρών και ο κ. Μολυβιάτης
όταν σας είπα ότι διαφωνώ.
Κανένα από τα στοιχεία της συνομιλίας μας δεν έχω δώσει προς τον Τύπον, εις την δημοσιότητα.
Μόνον αν σεις αποφασίσετε ότι ημπορούν οι συζητήσεις μας να αποκτήσουν σήμερον δημοσιότητα θα το
κάνω. Όχι άλλως. Δεν νομίζω ότι βοηθά. Νομίζω ότι θα ήτο βλαπτικό, εάν εδίδαμε αυτές τις συζητήσεις
στην δημοσιότητα.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Το έχω είπει πολλές φορές και το επανέλαβα και σήμερον και με υποχρεώνετε δι’
άλλην μίαν φοράν να το τονίσω. Εκμεταλλεύεσθε το γεγονός ως αντιπολίτευσις, ότι δεν δύναμαι ως
κυβέρνησις να είπω ορισμένα πράγματα, τα οποία θα εδικαίωναν την πολιτικήν μου, αλλά θα ημπορούσε
να γίνουν όπλα στα χέρια των εχθρών μας. Και αυτά σάς τα είπα στην τελευταία μας συνάντηση. Σας
εξήγησα διατί την στιγμήν εκείνην δεν ήτο δυνατόν να ακολουθήσωμεν διάφορον πολιτικήν […]
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ανάλογος υπήρξε και ο κυβερνητικός χειρισμός των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.
Παρά τις υποσχέσεις της κυβερνήσεως πως θα αναθεωρήσει το καθεστώς των βάσεων με γνώμονα το
εθνικόν συμφέρον, κατέληξεν ύστερα από την Ελληνο-αμερικανική συμφωνία πλαίσιον και τις
διαπραγματεύσεις που επηκολούθησαν σε ουσιαστική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η υπογραφή
της οποίας έχει αναβληθή. Από ό,τι γνωρίζομε –και γνωρίζομε ομολογουμένως πολύ ολίγα– η Αμερική
επεκτείνει το δίκτυον βάσεων και διευκολύνσεών της στην Ελλάδα.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Δεν είναι αληθές. Ως υπεύθυνος κυβερνήσεως το διαψεύδω.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δεκτή η διάψευσις. Εφ’ όσον το διαψεύδετε ευθέως, είναι η διάψευσίς σας αυτή δεκτή.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Εάν μάλιστα γνωρίζετε ότι εν αγνοία της κυβερνήσεώς μου γίνεται, θα μου προσφέρετε
υπηρεσίαν να μου το αποκαλύψετε, διά να λάβω τα μέτρα μου.
(Χειροκροτήματα εκ της κυβερνητικής πτέρυγος).
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Καλώς κ. πρόεδρε. Αλλά επιθυμώ να τονίσω κάτι το οποίον και η κυβέρνηση έχει
ομολογήσει. Ελληνικός έλεγχος πάνω στις αμερικανικές βάσεις, το υποθετικό αντίβαρο διά την παρουσίαν
τους, αποτελεί ουτοπία ή φενάκη. Διαλέξατε και πάρτε. Το έχω αναλύσει ήδη. Δεν θα σας κουράσω πάλι.
Είναι αδύνατος ο ουσιαστικός έλεγχος ακόμα και από αμερικανικό προσωπικό με εξαίρεση ενός μικρού
ποσοστού 2% που έχει γνώσι των συγχρόνων συστημάτων. Μιλάμε για διοίκησι, γραμματεία, και κάτι
τέτοια και σημαία; Βεβαίως, μιλάμε για ουσιαστικό έλεγχο. Αυτό είναι αδύνατον, ό,τι κι αν πη η
κυβέρνηση. Το γνωρίζει και η κυβέρνηση και ο λαός. Οι βάσεις, το επαναλαμβάνω, μας εκθέτουν σε
κίνδυνο πυρηνικού ολοκαυτώματος σε περίπτωση παγκοσμίου πολέμου. Σε περίπτωση τοπικού πολέμου τι
συνεισφέρουν στην άμυνα της χώρας μας; Δεν είναι αντίθετα ο Δούρειος Ίππος στα νώτα μας, όταν η
πολιτική των Αμερικάνων είναι τόσο κατάφωρα φιλοτουρκική; Χρειάζονται ψιλά γράμματα, για να γίνη
αυτό κατανοητό.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Δεν θέλω να συνεχίσω τον διάλογον αλλά με προκαλείτε.
Εάν αυτό το οποίον λέγετε το πιστεύετε, δέχεσθε ή ότι είμεθα κυβέρνηση ηλιθίων ή ότι είμεθα
κυβέρνηση προδοτών.
Όταν λέγετε, ότι δεχόμεθα ένα καθεστώς βάσεων, το οποίον είναι Δούρειος Ίππος διά την Ελλάδα και
απειλή κατά της ασφαλείας της, ποίον πρέπει να είναι το συμπέρασμα ως κρίσις διά την κυβέρνησιν
αυτήν;
Σας είπα, αρχόμενος της ομιλίας μου, ότι πολλάκις χρησιμοποιείτε χαρακτηρισμούς και εκφράσεις, αι
οποίαι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από άνθρωπον, ο οποίος ασκεί υπευθύνως την πολιτικήν.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ποίες φράσεις, κ. πρόεδρε;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Είπατε, ότι διαμορφώνομεν ένα καθεστώς βάσεων που είναι Δούρειος Ίππος διά την
Ελλάδα.
Σας είπα, διατί δεν πρέπει να ανησυχήτε και περαιτέρω ότι αμφιβάλλομεν διά την ειλικρίνεια των
ανησυχιών σας.
Εξέθεσα, πρώτον, ποία είναι η μορφή της νέας συμφωνίας, τι θεραπεύει εκ του παρελθόντος και ποία
είναι τα πλεονεκτήματα για μας, εφ’ όσον εξακολουθούμε να συνεργαζώμεθα αμυντικώς με την Δύσιν.
Όταν, όμως, λέγετε, ότι δεχόμεθα καθεστώς βάσεων, το οποίον θα είναι Δούρειος Ίππος της Αμερικής εις
την Ελλάδα, με πρόθεσιν να βλάψη εις περίπτωσιν ανάγκης τα συμφέροντα της χώρας, ποίον είναι το
συμπέρασμα διά τας προθέσεις της κυβερνήσεως; Δι’ αυτό είπα ότι πολλάς φοράς, ομιλείτε κατά τρόπον,
ώστε να δημιουργήτε την εντύπωσιν ότι δεν ασκείτε κατά τρόπον υπεύθυνον την αντιπολίτευσιν.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Πώς θέλετε, κ. πρόεδρε, να εννοήσω και εγώ, ότι είναι εν γνώσει της κυβερνήσεως ο
ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στο κυπριακό και στην 7χρονη δικτατορία και μία φωνή κυβερνητική
δεν υψώνεται να το πη. Αντίθετα μιλείτε όλοι περί φίλης και συμμάχου χώρας. Δεν ξέρω και δεν
αντιλαμβάνομαι και εγώ, τι γίνεται, κύριε πρόεδρε.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Διά να τελειώνωμεν την διαλογικήν συζήτησιν: Σας είπα ότι δεν ημπορώ να
συμμερισθώ τας απόψεις σας, όσον αφορά την θέσιν μας έναντι της Δύσεως και ιδιαιτέρως έναντι της
Αμερικής. Θα σας επαναλάβω ότι η θέσις την οποίαν υποστηρίζετε σεις, θα μας οδηγήσει εις επικίνδυνον
απομόνωσιν. Η θέσις μας έναντι της Αμερικής δεν αφορά την πολιτικήν της α´ ή β´ κυβερνήσεως, αφορά
τον αμερικανικόν λαόν με τον οποίον η Ελλάς έχει και επιθυμεί να έχη και φιλικάς και συμμαχικάς
σχέσεις.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Εύχομαι, κ. πρόεδρε, ο ελληνικός λαός να έχη αγαθές και φιλικές σχέσεις με όλους
τους λαούς του κόσμου. Το θέμα όμως είναι: ποτέ δεν ήταν οι λαοί αλλά οι κυβερνήσεις των και η
πολιτική που ακολουθούν.
Είμαστε στο πλευρό όλων των λαών, χωρίς εξαίρεση, οι οποίοι είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και
κακής καθοδήγησης από τις κυβερνήσεις τους σε πολλές περιπτώσεις. Άραγε ο τουρκικός λαός είναι
αυτός που κατασκευάζει την κρίση του Αιγαίου ή η κυβέρνησή του; Και πίσω απ’ την κυβέρνησή του το
Πεντάγωνο και το ΝΑΤΟ;
Η σπουδή της κυβέρνησης να εντάξη την Ελλάδα στην ΕΟΚ έδωσε αποφασιστικά μέσα εκβιασμού,
ουσιαστικά στις χώρες του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα στη Γερμανία που προωθεί σαν αντάλλαγμα και την
τυπική επάνοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, για την διεύρυνση των διευκολύνσεων και ουσιαστικές
παραχωρήσεις της χώρας μας στο κυπριακό και στο Αιγαίο.
Και όλα αυτά, ενώ η Δυτική Γερμανία εξοπλίζει την Τουρκία για να βελτιώση η Τουρκία την
διαπραγματευτική της θέση απέναντι στην Ελλάδα ή την πολεμική της θέση σε περίπτωσι ένοπλης
σύγκρουσης.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Δεν είναι αληθές αυτό που λέτε. Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλάς επήρε περισσότερα
όπλα από τη Γερμανία παρά η Τουρκία. Δεν θα ήτο ίσως χρήσιμο να σας αναφέρω αριθμούς.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Όχι, δεν επιθυμώ να έχω αριθμούς.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Πέραν αυτού, πρέπει να σας είπω το εξής: Τα τελευταία δύο χρόνια, ο οπλισμός της
Ελλάδος ενισχύθη πολλαπλασίως από ό,τι ο οπλισμός της Τουρκίας, τόσον λόγω του αμερικανικού
εμπάργκο, όσο και λόγω των περιωρισμένων συναλλαγματικών της μέσων.
Ωμιλήσατε περί τρίτης χώρας, και όπως είπα και προηγουμένως, το να δημιουργούμεν ψευδείς
εντυπώσεις διά την συμπεριφοράν τρίτων χωρών, βλάπτει την εξωτερικήν μας πολιτικήν. Ήθελα, εφ’ όσον
εδηλώσατε ότι η Γερμανία εξοπλίζει την Τουρκία, να σας κάνω και αυτή την διευκρίνιση. Πέραν του ότι
από απόψεως βοηθείας η Ελλάς τα δύο αυτά χρόνια επήρε από την Γερμανία όσα περίπου και η Τουρκία,
έχομεν παραγγείλει στην Γερμανία οπλισμόν για 600 εκατομμύρια μάρκα. Αυτήν την στιγμήν, η Τουρκία
διαπραγματεύεται αγοράν και όχι βοήθειαν για πολεμικό υλικό. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του πώς κρίνετε
την γενική πολιτική της γερμανικής κυβερνήσεως, επί του σημείου αυτού την αδικείτε.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Κύριε πρόεδρε, βεβαίως αναφέρθηκα σε αυτό το τελευταίο. Δηλαδή στην σύναψη
δανείου ύψους περίπου δύο δισεκατομμυρίων μάρκων τα οποία και σεις ως Κυβέρνηση, είπατε ότι είναι
στην πορεία, αλλά δεν έχει κλείσει.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Η Κυβέρνηση δεν είπε τίποτε. Αντιθέτως, σας λέγω ότι δεν είναι αληθές αυτό.
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ούτε είναι αληθές;
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Όχι, δεν είναι αληθές. Απλώς η Τουρκία διαπραγματεύεται ή μάλλον βολιδοσκοπεί την
Γερμανίαν, εάν θα ήταν διατεθειμένη να της πουλήση υλικόν. Αλλά δεν έχει ακόμη προχωρήσει η
υπόθεσις, διότι, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει ακόμη λυθή το ζήτημα της πληρωμής του υλικού. Οι δε
πολεμικές βιομηχανίες στις οποίες απετάθησαν για υλικό, μόνον επί πληρωμή το κάνουν.
Λέγεται επίσης ότι η Τουρκία διαπραγματεύεται με την Γερμανίαν και την εγκατάστασιν πολεμικής
βιομηχανίας και συγκεκριμένα βιομηχανίας αρμάτων. Δεν ξέρω τι κάνει η Τουρκία. Σας πληροφορώ όμως,
εκτός των άλλων προτάσεων από άλλες χώρες, έχομεν και πρότασιν γερμανικήν, διά την κατασκευήν εν
Ελλάδι βιομηχανίας αρμάτων. Και αυτή η διαπραγμάτευση προάγεται κατά τρόπον ώστε να ελπίζω ότι
συντόμως θα αναγγείλωμεν την απόφασιν διά την ίδρυσιν πέραν των άλλων και βιομηχανίας κατασκευής
αρμάτων.
(Χειροκροτήματα εκ της πτέρυγος της Ν. Δημοκρατίας).
Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αυτή η τελευταία παρατήρηση του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, δίνει ίσως μία μικρή
εικόνα του επιπέδου στο οποίο θα μπορούσε να διεξαχθεί μια συζήτηση στη Βουλή αν είχαμε
πληροφορίες.
Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Μπορούσατε να ρωτήσετε.

15. Λόγοι, άρθρα, συνεντεύξεις, δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, Αθήνα: Εκδόσεις Λαδιά, 1977.
IV
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ υπήρξε ο τομέας που συγκέντρωσε τους πιο γνωστούς αυτοσχεδιασμούς του
Ανδρέα. Στο πεδίο αυτό άλλωστε πραγματοποίησε τις πιο εντυπωσιακές του μεταστροφές και έκανε τις
χειρότερες προβλέψεις του. Επιστρέφοντας από ταξίδι στη Λιβύη το 1977, ο Ανδρέας περιέγραψε το
καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι σαν άμεση δημοκρατία, που χάραζε την πιο επαναστατική τροχιά της
εποχής (Loulis 1985: 11). Δεν έκρυβε άλλωστε τον θαυμασμό του για το αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο της
Αλγερίας, της Λιβύης και των Παλαιστινίων (Loulis 1985: 11).
Απέρριψε την πιθανότητα μιας συμμαχικής επίθεσης κατά του Ιράκ το 1991 και, όταν παρ’ όλα ταύτα
συνέβη, προέβλεψε πάλι λανθασμένα ότι ο πόλεμος στον Κόλπο θα ήταν μακροχρόνιος και θα απαιτούσε
τεράστια αριθμητική εμπλοκή συμμαχικών δυνάμεων. Το 1984 έλαβε μέρος στην Πρωτοβουλία των Έξι
για την Ειρήνη, προκειμένου να πραγματοποιηθεί διεθνώς πάγωμα των πυρηνικών εξοπλισμών.
Συμπαίκτες του υπήρξαν ο Τζούλιους Νιερέρε της Τανζανίας, ο Σουηδός πρωθυπουργός Όλαφ Πάλμε, η
Ινδή πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, ο Ραούλ Αλφονσίν της Αργεντινής και ο πρόεδρος του Μεξικού
Μιγκέλ ντε λα Μαντρίτ. Λίγα χρόνια αργότερα οι ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων έφτασαν στη
μεγαλύτερη συμφωνία για τη μείωση των πυρηνικών όπλων στην ιστορία. Είχε προηγηθεί η συνέντευξη
της Πρωτοβουλίας στην τηλεοπτική εκπομπή του Τεντ Κόπελ στο ABC, ο οποίος ρώτησε τους
παρισταμένους τι ήταν αυτό που τους έκανε να πιστεύουν ότι οι δύο μεγάλοι, Ρέιγκαν και Γκορμπατσόφ,
θα έδιναν την παραμικρή σημασία στις καλοπροαίρετες προτάσεις τους. Η Πρωτοβουλία των Έξι είχε την
τύχη άλλων θνησιγενών ιδεών του Ανδρέα και των φίλων του στο διεθνές προσκήνιο.
Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπήρξε διαρκώς μεταβαλλόμενη. Καθώς η πρώτη
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σχηματίστηκε μόλις δέκα μήνες μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΚ, ο Ανδρέας
ανέλαβε κατά την πιο κρίσιμη περίοδο των κοινοτικών σχέσεων με την Ελλάδα. Είναι προφανές ότι τα
σχετικά ζητήματα τα χειρίστηκε αποκλειστικά ο ίδιος. Ακολουθώντας τη συνηθισμένη του πρακτική,
κράτησε μακριά από τη Βουλή τα πιο σημαντικά θέματα της πρωθυπουργίας του. Ο Γεράσιμος Αρσένης,
«τσάρος της οικονομίας» ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά την πρώτη πενταετία του ΠΑΣΟΚ, μας
πληροφορεί ότι ζητήματα σχετικά με την ΕΚ έφτασαν στη Βουλή ελάχιστες φορές (Αρσένης 1987: 168).
Στην προεκλογική εκστρατεία του 1981 η σχέση με την Κοινότητα απασχόλησε μόνο μία σελίδα από
το μανιφέστο του ΠΑΣΟΚ. Ο προβληματισμός του κόμματος υπήρξε το αν συνέφερε τη χώρα να παραμείνει
στην ΕΚ και όχι η ιδεολογική ορθότητα της επιλογής.
Παρά τη συνήθεια του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ να αλλάζει συχνά το προσωπικό των υπουργικών του
συμβουλίων με «αναδομήσεις», τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών για την ΕΚ κατείχε ο Γρηγόρης
Βάρφης έως τον Ιανουάριο του 1984, όταν αντικαταστάθηκε από τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Η επαφή του
Ανδρέα με τους σοσιαλιστές ηγέτες της Νότιας Ευρώπης υπήρξε το προανάκρουσμα της προσέγγισης με
την Κοινότητα (Verney 1993: 131-138).
Πέρα από την αντισυστημική στάση του ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές του 1981, υπήρχε στο κόμμα και
η πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια κοινή αγορά, που στη
χειρότερή της μορφή απέβλεπε στην υποδούλωση του λιγότερο ανεπτυγμένου Νότου από τον πλούσιο
Βορρά. Ακόμη και μετά την άνοδο στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ εξακολούθησε να υπονομεύει τις ευρωπαϊκές
προσπάθειες για ενοποίηση, απέχοντας από κοινές ψηφοφορίες.
Όμως σε γενικές γραμμές η πολιτική του Ανδρέα ήταν «βλέποντας και κάνοντας» (Verney 1993: 137-
138).
Ο Γιάννος Παπαντωνίου, ως σύμβουλος του Ανδρέα στην πρώτη κυβέρνησή του, εισηγήθηκε την
πρόταση να απειλήσει η Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με βέτο στην ένταξη της Ισπανίας και της
Πορτογαλίας αν δεν εγκρίνονταν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ).
Η μάχη που έδωσε ο πρωθυπουργός στο Δουβλίνο υπήρξε σκληρή. Επί πέντε ώρες
επιχειρηματολογούσε υπέρ των ελληνικών θέσεων απέναντι κυρίως στον Κολ και τη Θάτσερ […] Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έλαβε καμιά απόφαση. Το βέτο είχε εκ των πραγμάτων ασκηθεί […] Η
δυσφορία των εταίρων μας, ακόμη και των φίλων μας, ήταν ορατή και διάχυτη. Τελικά στη νέα σύνοδο
του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 1985 η μάχη κερδήθηκε χάρη στη
σταθερότητα των θέσεων και τη συνεκτικότητα της επιχειρηματολογίας μας […] Ήταν μια νίκη του
ευρωπαϊκού Νότου απέναντι στον Βορρά.
(Παπαντωνίου 2014: 59-60)

Tα ΜΟΠ υπήρξαν λόγος για να μετατεθεί το κέντρο βάρους της πολιτικής του κόμματος από τη
διαπραγμάτευση της ειδικής μεταχείρισης της Ελλάδας στην ανακατανομή των πόρων της Ευρώπης.
Ωστόσο από το 1981 έως το 1985 το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν με το ένα πόδι μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Μόνο τον Μάρτιο του 1985, μετά το Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, ο Ανδρέας δήλωσε, χωρίς
προειδοποίηση, ότι η Ελλάδα βρισκόταν οριστικά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Παπαντωνίου 2014: 60).
Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας επρόκειτο να ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 1984, όμως με διάφορες
ελληνικές αναβολές κατέληξε να λειτουργήσει την 1η Ιανουαρίου 1987, έναν χρόνο μετά την ισχύ του
στην Ισπανία, που έγινε μέλος της Κοινότητας το 1986 (Παπαντωνίου 2014: 71-72).
Το 1985 οι μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πύκνωσαν. Η εσωτερική αγορά χωρίς σύνορα
προκάλεσε νέες ρυθμίσεις σε τεράστια κλίμακα. Οι κανόνες λήψης αποφάσεων έπρεπε να προσαρμοστούν
στον ταχύ ρυθμό των αλλαγών και να ενισχύσουν την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία.
Το ΠΑΣΟΚ επέμεινε ότι δεν έπρεπε να διαχωριστεί το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας από το
πρόβλημα της ανισότητας ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο. Ο ίδιος ο Ανδρέας πίστευε ότι μια αυστηρή
δημοσιονομική και νομισματική πολιτική θα ασκούσε μεγάλη πίεση στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές
της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι διαφορές ανάμεσα στα εύπορα και τα φτωχά μέλη της
Κοινότητας. Το άνοιγμα της ψαλίδας θα δυσκόλευε τη διαδικασία της συνοχής και συνεπώς της
σύγκλισης των μελών. Η λύση για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ ήταν πάντοτε η ίδια: περισσότερες ευρωπαϊκές
πιστώσεις για αναπτυξιακά προγράμματα. Δεν πέρασε ποτέ από τους σχεδιασμούς του η ιδέα των
διαρθρωτικών αλλαγών του ελληνικού συστήματος (Kazakos 1992: 268-274). Η Ενιαία Ευρωπαϊκή
Πράξη αναγνωρίζει την οικονομική και κοινωνική συνοχή ως σημαντικό στόχο της Κοινότητας, αλλά δεν
συνεισέφερε πολλά στην υλοποίηση του οράματος αυτού. Αντίθετα, η Κοινότητα επέδειξε ρεαλισμό στην
προσπάθεια να εμπεδωθεί από τους κοινοτικούς η Ενιαία Πράξη και μερίμνησε λίγο για την
αντιμετώπιση των προβλημάτων όσων υπολείπονταν σε κατά κεφαλήν εισόδημα, σε παραγωγικότητα και
στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα επιδόθηκε από νωρίς σε αύξηση των μισθών, χωρίς όμως μέριμνα για την
αντιμετώπιση της καταναλωτικής φρενίτιδας και τον ισοσκελισμό εισαγωγών-εξαγωγών. Η πρακτική του
περιφρονούσε την ευρωπαϊκή τακτική και επιβάρυνε τα κοινοτικά ταμεία χωρίς να συνεισφέρει στο έργο
της Κοινότητας μακροχρόνια. Μολονότι η στροφή του Ανδρέα υπέρ της Κοινότητας μετά το 1987 υπήρξε
εντυπωσιακή, το φθινόπωρο του 1990 επανήλθε στην κριτική του κατά της κυβέρνησης της ΝΔ διότι
υπάκουε τυφλά στις ντιρεκτίβες της Κοινότητας. Η στάση αυτή, προειδοποιούσε ο Ανδρέας, θα
καθιστούσε την Ελλάδα τη λατινοαμερικανική ζώνη της Κοινότητας. Προειδοποιούσε ακόμη ότι η
κυβέρνηση θα εγκατέλειπε την κοινωνική πρόνοια και θα συμπίεζε τους μισθούς προκειμένου να δελεάσει
ξένους επενδυτές (Τα Νέα, 12/9/1990).
Ο μελλοντικός πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αντίθετα, σημείωνε την ίδια εποχή ότι η
σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και οι αναγκαίες προσαρμογές ήταν απολύτως απαραίτητες (Το
Βήμα, 4/11/1990).
Η περίοδος της πρώτης οκταετίας της Ελλάδας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έμεινε γνωστή
με την επωνυμία «η χαμένη οκταετία». Μολονότι η Κοινότητα προσέφερε ως ετήσιο εισόδημα από
παροχές το σεβαστό ποσό των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η διαρθρωτική αλλαγή της ελληνικής
οικονομίας δεν πραγματοποιήθηκε. Όσον αφορά την περίφημη σύγκλιση που επιδίωκε η Κοινότητα και
το ΠΑΣΟΚ περίπου περιφρονούσε, η Αντιγόνη Λυμπεράκη σημείωνε το 1992 ότι είχε υπάρξει απόκλιση
από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Lyberaki 1993: 178-208). Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας, από
58% του μέσου όρου των άλλων μελών το 1980, έπεσε στο 51% έως το 1989, ενώ της Πορτογαλίας και
της Ισπανίας βελτιώθηκαν σημαντικά. Κατά τον Τάκη Ιωακειμίδη, τα δημόσια ελλείμματα και το
δημόσιο χρέος ήταν από το 1992 (χρονολογία συγγραφής του κειμένου του) τα υψηλότερα στην ΕΚ, ενώ
η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα, όπως και οι εξαγωγές, ήταν ήδη οι χαμηλότερες.
Πράγματι, η κατάσταση χειροτέρεψε το 2004-2009, όμως η υπονόμευση της οικονομίας φαίνεται ότι
είχε αρχίσει νωρίτερα. Η τακτική της σύναψης δανείων για να κλείσουν οι τρύπες έγινε από το 1981
κοινός τόπος (Ioakimidis 1994: 405-420).16
Πώς εξηγείται η ολιγωρία του Ανδρέα σε αυτή την κρίσιμη για τη χώρα εποχή της εισόδου στην
Ευρωπαϊκή Κοινότητα; Ισχύει άραγε η εκτίμηση του Αδαμάντιου Πεπελάση ότι ο παλιός του φίλος, παρά
την ευφυΐα του, ήταν ανίκανος να σχεδιάσει το μέλλον πέρα από την επόμενη μέρα; Αυτό που είναι
βέβαιο είναι ότι η πρόνοια δεν περιλαμβανόταν στις αρετές του.
Το 1992 ο Ιωακειμίδης σημειώνει τα ακόλουθα:
Από την άποψη των Βρυξελλών η Ελλάδα αντιπροσωπεύει ένα άλυτο πρόβλημα. Έχει αποτύχει
τραγικά να προσαρμόσει το οικονομικό της σύστημα και τους θεσμούς της στις απαιτήσεις της
Κοινότητας, ώστε να ενταχθεί οργανικά στην κοινοτική δυναμική. Η ταραγμένη οικονομία της Ελλάδας
αποκλίνει σταθερά από την ευρωπαϊκή ως προς την ανάπτυξη, το κατά κεφαλήν εισόδημα, την
ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Η εντυπωσιακή ανικανότητα της διοικητικής της
μηχανής μπορεί να επιδείξει τις περισσότερες παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αγνοώντας
δεσμευτικές υποχρεώσεις για όλα τα μέλη. Από την οπτική των Βρυξελλών, η εικόνα μας είναι
αποθαρρυντική και το μέλλον προοιωνίζεται σκοτεινό.
(Ioakimidis 1994: 417-418)

Σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου (21/2/1991), η Ελλάδα εμφανιζόταν σαν τον ασθενή της Ευρώπης,
που προκαλούσε απόγνωση στην ΕΚ.
Αντί της προσαρμογής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, η μεγαλύτερη μέριμνα του Ανδρέα υπήρξε η
αποφυγή οποιασδήποτε δέσμευσης θα έκανε την Ελλάδα να φαίνεται ότι άγεται και φέρεται από ξένες
δυνάμεις. Το παλιό σύνδρομο της υποτέλειας και της εξάρτησης λειτούργησε αποτρεπτικά σε
οποιαδήποτε προσαρμογή ή αργότερα σύγκλιση. Ο φόβος του για την επιβολή του πλούσιου Βορρά στον
φτωχό Νότο απέτρεψε τη λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο Υπουργών.
Ανάλογα ήταν τα κίνητρα των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ το 1983, όταν απείχαν από την ψηφοφορία
που επικύρωσε την Έκθεση Σπινέλι, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για την ένωση της Ευρώπης. Το
κόμμα αντιτάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία γιατί θεωρούσε ότι περιόριζε την ελευθερία
των μικρών μελών, ενώ η ιδέα ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος πολεμήθηκε με φανατισμό. Στις
περισσότερες ψηφοφορίες της πρώτης πενταετίας το ΠΑΣΟΚ εναντιώθηκε σε πλείστες προτάσεις της ΕΚ,
εμποδίζοντας την πορεία της Ευρώπης προς την ομοσπονδοποίηση. Η άρνηση της Ελλάδας να
καταδικάσει την Αργεντινή για την κατάληψη των βρετανικών Φόκλαντς τής στέρησε μια μοναδική
ευκαιρία να προβάλει το ζήτημα της Κύπρου ως ανάλογη παραβίαση. Η φροντίδα του Ανδρέα να τηρεί
πάντοτε τα αρνητικά προσχήματα έναντι της ουσίας δίδαξε μια γενιά Ελλήνων την τέχνη της
διεκδικητικής επαιτείας.
Το 1983 υπήρξε από τις χειρότερες χρονιές στις σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΚ. Τον Σεπτέμβριο η
σοβιετική πολεμική αεροπορία κατέρριψε ένα κορεατικό επιβατικό το οποίο είχε παραβιάσει τον
σοβιετικό εναέριο χώρο. Ο Ανδρέας αρνήθηκε να συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία
και να καταδικάσει το επεισόδιο, και η Ελλάδα περιορίστηκε να εκφράσει τη λύπη της για το ατυχές
γεγονός. Από την πλευρά της ΕΚ χάθηκε η ευκαιρία για τη δημιουργία ενιαίας εξωτερικής πολιτικής,
καθώς η Ελλάδα αρνήθηκε να συμπλεύσει με τους περισσότερους εταίρους της. Η εικόνα των
αναξιόπιστων Ελλήνων παγιώθηκε το 1983.
Τα πολλαπλά ωστόσο βέτο του Ανδρέα είχαν θετική απήχηση σε πολλούς Έλληνες, όχι αναγκαστικά
ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Όσο η «υπερήφανη» εθνικά πολιτική του ίσχυε, ο Ανδρέας δεν έπαψε να κάνει
χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας.
Η εισροή όμως ευρωπαϊκής βοήθειας συνετέλεσε στην αλλαγή του ελληνικού κλίματος έναντι της ΕΚ.
Από το 1981 έως το 1989 τα ποσά που ελάμβανε η Ελλάδα αυξήθηκαν από 1,5% του Ακαθάριστου
Εθνικού Προϊόντος έως 4,9%, και το σύνολο των διαρθρωτικών προγραμμάτων κάλυψε το 52% του
ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο ή το 11% του ελλείμματος στον προϋπολογισμό. Η εντύπωση του
κόσμου ότι η χώρα είχε βγει κερδισμένη από την είσοδό της στην ΕΚ αυξήθηκε στις σφυγμομετρήσεις –
από 42% τον Νοέμβριο του 1985, στο 60% το φθινόπωρο του 1986. Έως το τέλος της δεκαετίας είχε
συντελεστεί η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ από απελευθερωτικό κίνημα σε σοσιαλδημοκρατικό ευρωπαϊκό
κόμμα (Verney 1993: 145-149).
16. Ο Ιωακειμίδης ήταν ακόμη πιο αυστηρός στις προβλέψεις του, οι οποίες προανήγγειλαν την κρίση του 2009.
Οι σχέσεις με τη Δύση

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ οι οποίες κατηύθυναν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας μετά το 1974 μας επιτρέπουν
να χωρίσουμε το χρονικό αυτό διάστημα σε δύο περιόδους: πριν και μετά το 1989.
Κατά την πρώτη περίοδο η θέση της χώρας στη νότια πτέρυγα του NATO τής παρείχε έναν ζωτικό ρόλο
όσον αφορά την άμυνα της δυτικής Ευρώπης απέναντι στην απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των
συμμάχων της. Η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν αμοιβαία ενισχυτική, έτσι
που οποιαδήποτε παρενόχληση στη στρατηγική τους συνέχεια μείωνε την αξία της καθεμιάς για τη
δυτική ασφάλεια (Veremis 1982· βλ. επίσης Couloumbis 1983).
Η συγκαταβατικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Χούντα και η απραξία τους κατά τη
διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο άνοιξαν τον δρόμο για την κριτική του Ανδρέα προς τη
Δύση και τη στροφή του προς τον Τρίτο Κόσμο. Αν και η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας το 1981, η εκλογική νίκη του αντιδυτικού ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά απείλησε να βγάλει τη χώρα
από το δυτικό στρατόπεδο. Παρ’ όλα αυτά ο ιδρυτής του επέλεξε να παραμείνει και στην ΕΟΚ και στο
NATO. Το σχέδιό του ήταν να «αρμέξει» την πρώτη και να εκβιάσει το δεύτερο, σε μια εποχή κατά την
οποία η δυτική συμμαχία εξακολουθούσε να θεωρεί τη νότια πτέρυγά της πολύ σημαντική. Η απόκλιση
της Ελλάδας από τον δυτικό προσανατολισμό της μετά το 1981 ήταν περισσότερο ένας πόλεμος λέξεων
παρά πράξεων.
Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στους δορυφόρους της, η
γεωστρατηγική σημασία της νότιας πτέρυγας φάνηκε να μειώνεται. Στο νέο περιβάλλον ασφάλειας, οι
Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν απροθυμία να διατηρήσουν τις ναυτικές και τις αεροπορικές τους βάσεις,
καθώς και τις βάσεις παρακολούθησης, κι έτσι η στάση του ΠΑΣΟΚ κατά της στρατιωτικής παρουσίας
των ΗΠΑ έχασε τη σημασία της.
Πράγματι, οι επιπτώσεις των παγκόσμιων αλλαγών στη νοτιοανατολική Ευρώπη σύντομα έγιναν
ξεκάθαρες. Με τη Ρωσία εκτός πεδίου και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανήμπορη να παίξει σημαντικό
ρόλο κατά την αιματηρή κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μοναδική
αξιόπιστη δύναμη σταθεροποίησης στην επικίνδυνη αυτή περιοχή.
Η σειρά των ριζικών μεταστροφών του Ανδρέα ως προς τη στάση του απέναντι στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα ξεκίνησε το δεύτερο μισό του 1988. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της Ελλάδας
στην εναλλασσόμενη προεδρία της ΕΟΚ, διακήρυξε την πλήρη υποστήριξή του στο ευρωπαϊκό
ομοσπονδιακό σύστημα, δεσμεύοντας ουσιαστικά την Ελλάδα στο «πιστεύω» της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
το οποίο αμφισβητούσε την παραδοσιακή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το κράτος και
συνεπαγόταν σημαντικές περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Οι σχέσεις με την ΕΕ δεν θεωρούνται στην Ελλάδα εξωτερική πολιτική, αλλά ανήκουν σε μια ιδιαίτερη
κατηγορία με βαθύτατη επίδραση στις εσωτερικές εξελίξεις. Τα οφέλη από τη συμμετοχή στην ΕΕ και η
υποχρεωτική σύγκλιση οδήγησαν σταδιακά σε μια ευθυγράμμιση των πολιτικών δυνάμεων που υπερέβη
το παραδοσιακό χάσμα Αριστεράς-Δεξιάς. Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική
Ευρώπη και, ακόμη περισσότερο, με την άνοδο των τεχνοκρατών στο ΠΑΣΟΚ, οι «εκσυγχρονιστές» και οι
«παραδοσιακοί» εισέβαλαν και στα δύο μεγάλα κόμματα στη Βουλή. Η νέα αυτή διαίρεση έγινε πιο
έντονα ορατή στην ψηφοφορία που συνέβαλε στη νίκη του Κώστα Σημίτη στις εσωκομματικές εκλογές
του 1996.
Η επάνοδος της δημοκρατίας στην Ελλάδα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική εισβολή στην
Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, η οποία προκάλεσε την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος και την
επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού. Μία ημέρα μετά τη δεύτερη τουρκική
επίθεση στην Κύπρο στις 14 Αυγούστου, η Ελλάδα αποχώρησε από τη στρατιωτική δομή του NATO εις
ένδειξη διαμαρτυρίας για την αποτυχία της συμμαχίας να εμποδίσει την εισβολή.
Μία άλλη σοβαρή εξέλιξη αφορούσε τις τουρκικές αξιώσεις σε ένα τμήμα των χωρικών υδάτων και του
εναέριου χώρου του Αιγαίου που εκτεινόταν έως και δυτικά μεγάλων νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης, επρόκειτο για έναν δεξιοτεχνικό από την πλευρά
της τουρκικής διπλωματίας αποπροσανατολισμό της διεθνούς προσοχής, από τη διατήρηση των δυνάμεών
της στην Κύπρο, σε «μια σύνθεση άμεσα και έμμεσα σχετιζόμενων και αλληλοσυμπληρούμενων θεμάτων»
στο Αιγαίο (Coufoudakis 1983: 375). Έτσι υπήρξε ομοφωνία μεταξύ των Ελλήνων όλων των πολιτικών
τάσεων ότι ο άμεσος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της χώρας δεν πήγαζε πλέον από τις
κομμουνιστικές γείτονες χώρες, αλλά από την Τουρκία.17
Η κυβέρνηση Καραμανλή πήρε άμεσα μέτρα για να εξασφαλίσει την οχύρωση των νήσων του
ανατολικού Αιγαίου. Η αποχώρηση της Ελλάδας από τη στρατιωτική δομή του NATO ήταν περισσότερο
δοκιμαστικός χωρισμός παρά διαζύγιο, αφού η χώρα παρέμεινε στην πολιτική δομή της συμμαχίας. Ο
Καραμανλής απέρριψε επανειλημμένα την επιλογή της μη ευθυγράμμισης, και μετά την εξομάλυνση της
εσωτερικής κατάστασης εξέφρασε τη βούλησή του η χώρα να επανενταχθεί στη στρατιωτική δομή του
NATO. Αλλά στις απόπειρες της ελληνικής επανένταξης άσκησε βέτο η Τουρκία, η οποία, αφού έθεσε
θέμα επαναπροσδιορισμού του FIR (Flight Information Region) Αθηνών, απαίτησε και
επαναπροσδιορισμό των επιχειρησιακών ζωνών ελέγχου στο Αιγαίο. Σύμφωνα με τις προ του 1974
ρυθμίσεις, το NATO είχε παραχωρήσει τη στρατιωτική ευθύνη για τον εναέριο χώρο του Αιγαίου (ελληνικό
και διεθνή), καθώς και για το Αιγαίο πέλαγος (ελληνικά και διεθνή ύδατα), στην ελληνική διοίκηση.
Οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση θα οδηγούσε σε μια κατάσταση στην οποία ελληνικά εδάφη (τα νησιά του
ανατολικού Αιγαίου) θα ετίθεντο υπό τουρκική προστασία.18
Οι διαπραγματεύσεις για την επανένταξη της χώρας αποδείχτηκαν μακρές και δύσκολες. Τρία σχέδια
επανένταξης με συμβιβαστικές προτάσεις από τον ανώτατο διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων της
Ευρώπης, στρατηγό Χέιγκ, το 1978-1979, καθώς και ένα τέταρτο από τον διάδοχό του, στρατηγό
Ρότζερς, το 1980, απορρίφθηκαν. Λύση βρέθηκε τελικά τον Οκτώβριο του 1980, με τον όρο ότι τα
προβλήματα του επαναπροσδιορισμού θα επιλύονταν αργότερα στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας. Ο
Καραμανλής κατάφερε να μεταμορφώσει τις ελληνικές αντιδράσεις σε μια εποικοδομητική κριτική της
δυτικής αδιαφορίας, που αποδείχτηκε αποτελεσματική τόσο μέσω του αμερικανικού εμπάργκο όπλων
στην Τουρκία που επιβλήθηκε το 1975, όσο και με την πληθώρα των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών
για την Κύπρο (Veremis 1988α: 269-270· Couloumbis 1983).

Με τον ρόλο της ως διαμεσολαβητή μεταξύ των βαλκανικών κρατών, τα οποία παρέμεναν καχύποπτα το
ένα για τα κίνητρα του άλλου, η Ελλάδα ωφελήθηκε σημαντικά από τη Σύνοδο Ασφαλείας και
Συνεργασίας στην Ευρώπη τον Ιούλιο του 1975 και από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Αν και το
πνεύμα του Ελσίνκι τελικά συνέβαλε στη διάβρωση των απολυταρχικών καθεστώτων στην Ανατολική
Ευρώπη, το 1975 έδινε ακόμη την εντύπωση ότι το κομμουνιστικό status quo μπορούσε να εξασφαλιστεί
με αντάλλαγμα «μη επιβεβλημένες υποσχέσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα» (Goodby 1990: 2).
Αυτό επέτρεψε στους κομμουνιστές ηγέτες των βαλκανικών χωρών είτε να επιδιώξουν επιπλέον
αποδέσμευση από τη σοβιετική κηδεμονία (Ρουμανία), είτε να βεβαιωθούν ότι η τοπική συνεργασία δεν
θα έβλαπτε τις σχέσεις τους με τη Μόσχα (Βουλγαρία). Στο Ελσίνκι ο Καραμανλής απέσπασε τη
συμφωνία της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας για μια διαβαλκανική σύνοδο σε
επίπεδο υφυπουργών Συντονισμού και Ανάπτυξης (Σβολόπουλος 1987: 74-79).
Τον Μάιο του 1973, ζώντας ακόμη στο Παρίσι, ο Καραμανλής είχε αναφερθεί στην ευρωπαϊκή προοπτική
της Ελλάδας ως τη νέα Μεγάλη Ιδέα. Η Ελλάδα κατάφερε να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας τον Μάιο του 1979, έπειτα από δύσκολες διαπραγματεύσεις. Ήταν η ανταμοιβή για την
επιμονή του σε μια οργανική παρουσία της Ελλάδας στη Δύση. Αλλά η εσωτερική συζήτηση μεταξύ του
1975 και του 1981 γύρω από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα επικεντρώθηκε σε ιδεολογικές πτυχές, ή ακόμη και στο τι σήμαινε για την ασφάλεια της
χώρας να είναι μέλος της ΕΟΚ, «αντί στις πρακτικές αποφάσεις που χρειάζονταν για να απορροφηθεί το
σοκ της ένταξης και να μεταμορφωθεί το διοικητικό και θεσμικό σύστημα σε ευέλικτα και
αποτελεσματικά όργανα, ικανά να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ΕΟΚ» (Ioakimidis 1996: 36). Η
νηφάλια αξιολόγηση της ελληνικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα αργούσε ακόμη.
Στο μεταξύ η χώρα εισήλθε σε μια νέα ιδεολογική φάση με τον Ανδρέα στην εξουσία. Κατά τη
διάρκεια της πρώτης θητείας του ως πρωθυπουργού (1981-1985), η Ελλάδα επιδίωξε μια πιο
«ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική, αλλά αυτή η πτυχή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ δεν είχε αντίκρισμα
στην πραγματικότητα. Σε μια εποχή κατά την οποία το Κίνημα των Αδεσμεύτων βρισκόταν σε παρακμή,
ο Ανδρέας επέλεξε να συνάψει δεσμούς με ουσιαστικά αντιδυτικές, ουδέτερες χώρες στη Βόρειο Αφρική
και στη Μέση Ανατολή· ενώ, όταν η διελκυστίνδα Ρέιγκαν-Γκορμπατσόφ για τον αφοπλισμό είχε αρχίσει
να αποδίδει, εκείνος προσχώρησε, όπως είδαμε, σε ένα κίνημα ηγετών πέντε άλλων χωρών (του Μεξικού,
της Αργεντινής, της Σουηδίας, της Ινδίας και της Τανζανίας) που προωθούσε τον παγκόσμιο πυρηνικό
αφοπλισμό και συνέχισε να πιέζει για αποπυρηνικοποιημένες ζώνες στα Βαλκάνια. Τελικά η
επιφυλακτικότητα του Ανδρέα να καταδικάσει, μαζί με τη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες,
τη Σοβιετική Ένωση για ζητήματα όπως η επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία και η κατάρριψη
του αεροπλάνου της KAL (Korean Air Lines) έκανε την κυβέρνησή του να κερδίσει μερικούς πόντους στη
Μόσχα, δημιούργησε όμως αρνητικό κλίμα στην Ουάσινγκτον, της οποίας η υποστήριξη ήταν πολύ πιο
σημαντική για την ελληνική ασφάλεια έναντι της Τουρκίας. Αν της αφαιρέσουμε τη ρητορική της όμως,
η πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη Δύση ουσιαστικά δεν διέφερε από εκείνη πολλών μελών της
Κοινότητας. Μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1981 ο Ανδρέας σύντομα εγκατέλειψε την απειλή να
αποχωρήσει από το NATO και να κάνει δημοψήφισμα προκειμένου να αποφασιστεί η συμμετοχή της
χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αρχικά άσκησε κριτική στην επιλογή του Καραμανλή να επιστρέψει
η χώρα στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας. Ωστόσο, αντί να κλείσει τις αμερικανικές βάσεις στην
Ελλάδα, υπέγραψε νέα συνθήκη αμυντικής συνεργασίας το 1983, επεκτείνοντας τη χρήση των βάσεων
για άλλα πέντε χρόνια – αν και δημόσια την παρουσίασε ως κίνηση για την κατάργησή τους.
O Παπανδρέου επιχείρησε συνειδητά να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το ανεξάρτητο,
απείθαρχο μέλος της δυτικής συμμαχίας, και έχει ειπωθεί ότι τα εκλογικά κέρδη από την
πολυδιαφημισμένη επαναστατική εικόνα του δικαιολογούσαν –σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς–
το πλήγμα που προκαλούσε στη θέση της Ελλάδας στη Δύση. Το ΠΑΣΟΚ αντανακλούσε ένα κλίμα
απομονωτισμού κάποιων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας που επιδίωκαν να προστατευτούν από τον
δυτικό ανταγωνισμό και από τις θυσίες της προσαρμογής που απαιτούσε η μεγαλύτερη ταύτιση με την
Ευρώπη. Βασισμένο σε μια τοπικιστική αίσθηση ηθικής ανωτερότητας, αλλά αναγνωρίζοντας την
οικονομική και τεχνολογική ισχύ της Δύσης, το ΠΑΣΟΚ επέλεξε έναν φαντασιακό «τρίτο δρόμο» (Veremis
1988β: 137-139).
Σε αντίθεση με τον Καραμανλή, που είχε οργανώσει διμερείς συζητήσεις με Τούρκους αξιωματούχους
χωρίς επιτυχία, ο Ανδρέας επέμεινε, όπως είδαμε, από την αρχή ότι οποιαδήποτε συζήτηση με την
Τουρκία ισοδυναμούσε με κίνδυνο για την ελληνική ασφάλεια. Έτσι η συνάντηση του 1988 στο Νταβός
μεταξύ του Ανδρέα και του Τούρκου πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ συνιστούσε μια σημαντική
παρέκκλιση από την αρχική πολιτική θέση του ΠΑΣΟΚ. Σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα η ενέργεια της
Τουρκίας να στείλει ένα ερευνητικό σκάφος που συνοδευόταν από πολεμικά πλοία στην αμφισβητούμενη
περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (γύρω από τα νησιά Λέσβο, Λήμνο και Σαμοθράκη) είχε
προκαλέσει κρίση που θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε ένοπλη σύγκρουση. Επιπλέον το υψηλό επίπεδο
αμυντικών δαπανών και ο συνακόλουθος φόρτος στο ισοζύγιο πληρωμών της Ελλάδας προκάλεσαν
προβλήματα στην εικόνα της κυβέρνησης και έπεισαν τον Ανδρέα ότι έπρεπε να ελαττώσει την
προοπτική μιας ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών.
Αλλά την άνοιξη του 1988 ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεσούτ Γιλμάζ έθεσε ζήτημα «τουρκικής»
μειονότητας στην ελληνική Θράκη και απέρριψε οποιαδήποτε πιθανότητα απόσυρσης των τουρκικών
στρατευμάτων από την Κύπρο πριν οι δύο κοινότητες καταλήξουν σε συμφωνία. Αν και σημειώθηκε
κάποια πρόοδος στην ανάπτυξη μέτρων εμπιστοσύνης προκειμένου να αποφευχθούν επικίνδυνα
περιστατικά στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, το «πνεύμα του Νταβός» σταδιακά έχασε τη δυναμική του
και έφτασε σε αδιέξοδο το 1989. Στο μεταξύ ο Ανδρέας ανακάλυψε ότι έπασχε από σοβαρή
καρδιοπάθεια, που τον οδήγησε στο Λονδίνο για να χειρουργηθεί.
Όταν η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του 1990, βασικός στόχος της ήταν να μειώσει τα
τεράστια εσωτερικά και εξωτερικά ελλείμματα και ταυτόχρονα να βελτιώσει την εικόνα της Ελλάδας ως
αξιόπιστου εταίρου της Δύσης. Οι προτεραιότητες αυτές σχετίζονταν με τα δύο βασικά μελήματα της
εξωτερικής πολιτικής: τη διαμόρφωση του σχήματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που θα καθόριζε το
οικονομικό μέλλον της ΕΟΚ, και τις μορφές της δυτικής συλλογικής άμυνας που θα αποτελούσαν εγγύηση
για την ασφάλεια της ΕΟΚ. Η Ελλάδα, μαζί με τα άλλα νότια μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
προτιμούσε την επιτάχυνση της πολιτικής ενότητας της Κοινότητας μέσα από μια «εμβάθυνση» των
θεσμών της (Delors 1991: 99-110· βλ. επίσης Aliboni 1992).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 1991,
χαιρετίστηκε με ικανοποίηση στην Αθήνα και επικυρώθηκε στην ελληνική Βουλή από όλα τα κόμματα
εκτός του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ότι το άρθρο 5 της
τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών, η οποία παρέχει εγγύηση ασφάλειας σε περίπτωση επίθεσης
στα μέλη, δεν θα εφαρμοζόταν ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) προκάλεσε
σοβαρό εκνευρισμό στην Αθήνα. Την ίδια περίοδο η απόφαση της ΔΕΕ να ακυρώσει το άρθρο 5 σε
περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ανανέωσε το ενδιαφέρον της Ελλάδας προς τις Ηνωμένες
Πολιτείες και το NATO ως πιο αξιόπιστους αποτρεπτικούς παράγοντες κατά των κινδύνων για την
ασφάλειά της.19
Οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες βελτιώθηκαν ως αποτέλεσμα της συμφωνίας για αμυντική
συνεργασία τον Ιούλιο του 1990, η οποία, αντίθετα από τον πρώτο ισχυρισμό του Ανδρέα ότι οι βάσεις
έφευγαν, ρύθμιζε τη λειτουργία των αμερικανικών εγκαταστάσεων στο ελληνικό έδαφος για τα επόμενα
οκτώ χρόνια. Η ναυτική υποστήριξη της Ελλάδας στους συμμάχους κατά τη διάρκεια του Πολέμου του
Κόλπου βελτίωσε το θετικό κλίμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και ο Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος
Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον από το 1964. Τονίζοντας την ανάγκη
αποφασιστικής αντιμετώπισης εισβολέων, η Ελλάδα έθεσε επίσης τις βάσεις και τον εναέριο χώρο της
στη διάθεση των δυνάμεων της δυτικής συμμαχίας. Η Κρήτη ιδίως έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις
αμερικανικές επιχειρήσεις στον Κόλπο.

17. Δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων επιβεβαίωσαν τους γενικούς φόβους. Ο Τούρκος πρωθυπουργός δήλωσε στις 30 Ιουλίου 1974 ότι η
άμυνα των νήσων του Αιγαίου θα έπρεπε να έχει αναληφθεί και από την Ελλάδα και από την Τουρκία ως συμμάχους στο NATO. Μισό
χρόνο αργότερα, στις 4 Απριλίου 1975, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών προχώρησε ακόμη περισσότερο δηλώνοντας ότι ούτε η κυβέρνηση
ούτε η τουρκική κοινή γνώμη μπορούσαν να αποδεχτούν ότι το Αιγαίο ανήκει αποκλειστικά στην Ελλάδα. Το μισό Αιγαίο ανήκει στην
Τουρκία και το άλλο μισό στην Ελλάδα. Αυτή ήταν ανέκαθεν, ισχυριζόταν, η επίσημη άποψη.
18. Η διαίρεση του επιχειρησιακού ελέγχου του Αιγαίου θα καθιστούσε τον συντονισμό σε περίοδο πολέμου σε μια τόσο περιορισμένη
περιοχή πάρα πολύ δύσκολο χωρίς την παραβίαση εθνικού εναέριου χώρου ή εθνικών υδάτων. Αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με μια βασική
αρχή της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ που αναφέρει ότι οι χώρες διατηρούν την αυτοδιάθεσή τους και άρα είναι τελικά υπεύθυνες
για την άμυνα και την ασφάλεια των εδαφών και του χώρου τους.
19. Έπειτα από κοπιαστικές διπλωματικές προσπάθειες οι Έλληνες έγιναν δεκτοί ως πλήρη μέλη της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης στη
σύνοδο κορυφής. Τους ζητήθηκαν όμως εγγυήσεις ότι δεν θα επικαλεστούν ποτέ κάποιες από τις διατάξεις ασφαλείας της οργάνωσης. «Μια
προϋπόθεση στην καλύτερη περίπτωση αντιφατική και στη χειρότερη προσβλητική για ένα πλήρες μέλος της ΕΟΚ» (Eyal 1992).
Οι σχέσεις με τα Βαλκάνια

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη εγκαινίασε μια νέα εποχή για όλες
τις βαλκανικές χώρες. Το αυταρχικό καθεστώς της Αλβανίας αρχικά αντιστάθηκε στην αλλαγή, παρά τη
μαζική έξοδο του λαού στην Ελλάδα και την Ιταλία. Η Σερβία θεώρησε τον κομμουνισμό ως τον
μοναδικό συνδετικό κρίκο που κρατούσε ενωμένες τις διάφορες εθνότητες. Το Εθνικό Απελευθερωτικό
Μέτωπο της Ρουμανίας, το οποίο κέρδισε το 66% της λαϊκής ψήφου στις εκλογές του Μαΐου του 1990,
περιλάμβανε έναν σημαντικό αριθμό υψηλόβαθμων αξιωματούχων του πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος,
μεταξύ αυτών και τον πρόεδρο Ιλιέσκου. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας, το οποίο απέσπασε το
47% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου του 1990, ήταν μια τροποποιημένη εκδοχή του παλαιού
κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος (Pridham 1991: 261-268).
Με τον κομμουνισμό όμως να καταρρέει στα Βαλκάνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν έτοιμη να
δρέψει τους καρπούς των βαλκανικών της προσπαθειών. Μετά τον Καραμανλή και τη στάση του ως
τίμιου εκπροσώπου της Δύσης στην περιοχή, ο Παπανδρέου επιδίωξε τη δική του ιδιόμορφη πολιτική.
Ξεκίνησε τις πρωτοβουλίες του στα Βαλκάνια αναβιώνοντας μια παλαιά ρουμανική πρόταση για μια ζώνη
χωρίς πυρηνικά και σταδιακά έγινε εκφραστής όλων των μορφών τοπικής συνεργασίας (Kofos 1991: 217-
220).
Με τα σχέδια μεταβίβασης εξουσίας του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μετά την αποχώρησή του ήδη εν
εξελίξει, η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών έξι βαλκανικών χωρών στο Βελιγράδι τον Φεβρουάριο
του 1988, όπου συζήτησαν για μέτρα ανάπτυξης εμπιστοσύνης και ασφάλειας, καθώς και για ζητήματα
μειονοτήτων, εγκαινίασε μια νέα εποχή διαβαλκανικών σχέσεων. Μία ακόμη συνάντηση των υπουργών
Εξωτερικών στα Τίρανα στις 18-20 Ιανουαρίου 1989 εξέτασε τις κατευθυντήριες γραμμές για την
οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των Βαλκάνιων γειτόνων, ενώ μια συνάντηση ειδικών στο Βουκουρέστι
στις 23-24 Μαΐου 1989 ασχολήθηκε με την ανάπτυξη μέτρων εμπιστοσύνης και ασφάλειας (Kofos 1991:
220-221).
Οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τη Βουλγαρία θεσμοθετήθηκαν με την υπογραφή μιας Διακήρυξης
Φιλίας, Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας τον Σεπτέμβριο του 1986. Η απόφαση της Βουλγαρίας να
συμμετάσχει στο σύμφωνο αυτό οφειλόταν στην αίσθηση απομόνωσής της που πήγαζε από την
αποδυνάμωση της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή, ενώ η Ελλάδα από την πλευρά της ήθελε να
εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά της στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με την Τουρκία.20 Αλλά η άνοδος
στην εξουσία της Ένωσης Δημοκρατικών Δυνάμεων οδήγησε σε μια αλλαγή πολιτικής της Βουλγαρίας
απέναντι στην Τουρκία. Οι εκλογές του Οκτωβρίου του 1991 έδωσαν οριακή νίκη στην Ένωση εις βάρος
των σοσιαλιστών, και έκαναν το Κίνημα Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, ένα κόμμα το οποίο
εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της τουρκικής μειονότητας, τον αποφασιστικό παράγοντα στον σχηματισμό
κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ισχυρή επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στη
Βουλγαρία, αύξησε τη σημασία του ρόλου της Τουρκίας στις βουλγαρικές υποθέσεις (Perry 1992: 36).
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης στη Γιουγκοσλαβία η Ελλάδα υποστήριξε μια μορφή ομοσπονδίας στη
χώρα η οποία θα παρείχε εγγυήσεις στα δικαιώματα των συστατικών της μελών και θα απέτρεπε την
επικείμενη σύγκρουση. Ο Ανδρέας δεν βρισκόταν στην εξουσία την περίοδο αυτή, όμως ως αντιπολίτευση
στήριξε τον εθνικισμό των «Μακεδονομάχων». Λόγω των δεσμών της με τη Σερβία, η Ελλάδα επιχείρησε
πολλές φορές να δράσει ως μεσολαβητής μεταξύ των Σέρβων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και να
διατηρήσει ανοικτές τις πόρτες της επικοινωνίας.
Έως τον Αύγουστο του 1991 η Γιουγκοσλαβία είχε καταρρεύσει ως κράτος. Στις 8 Σεπτεμβρίου έγινε
δημοψήφισμα στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο οποίο η σλαβική πλειοψηφία ψήφισε
συντριπτικά υπέρ της ανεξαρτησίας. Αλλά τον Απρίλιο του 1992 η αλβανική μειονότητα (25% του
πληθυσμού) εξέφρασε την προτίμησή της για μια αυτόνομη δημοκρατία. Η ελληνική κοινή γνώμη
σταδιακά μόνο συνειδητοποίησε τη σημασία αυτών των εξελίξεων. Αρχικά ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης
έδειξε υποχωρητικότητα στο ζήτημα του ονόματος του νέου κράτους (από συνέντευξή του στην
Ελευθεροτυπία, 19/11/1991) και κύριο μέλημα της Ελλάδας ήταν το νέο κράτος να μη χρησιμοποιήσει
τον όρο «Μακεδονία» χωρίς προσδιορισμούς, κάτι που, με βάση το ιστορικό αξιώσεων σε ελληνικά και
βουλγαρικά εδάφη από τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, θεωρήθηκε απαραίτητο. Σε μια
προσπάθεια να εμπλέξει την ΕΕ στη διευθέτηση του ζητήματος της αναγνώρισης, ο υπουργός Εξωτερικών
Αντώνης Σαμαράς αναγνώρισε τη Σλοβενία και την Κροατία στις 7 Δεκεμβρίου του 1991, υιοθετώντας
μια κοινή διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τους όρους αναγνώρισης, οι οποίοι περιλάμβαναν
απαγόρευση «εδαφικών διεκδικήσεων προς μια γειτονική χώρα-μέλος της ΕΚ, εχθρικής προπαγάνδας και
της χρήσης ονομάτων που υπονοούσαν εδαφικές διεκδικήσεις» (Διακήρυξη για τη Γιουγκοσλαβία, έκτακτο
Συμβούλιο Υπουργών, Βρυξέλλες, 16/12/1991).
Άλλη ελληνική αντίρρηση αφορούσε την εισαγωγή του συντάγματος της ιδρυτικής διακήρυξης της
Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας του 1944, στην οποία τονιζόταν «η ανάγκη να ενωθούν όλοι οι
Μακεδόνες γύρω από την αξίωση της αυτοδιάθεσης» (αναφορά στο Valinakis 1992: 27).
Η διαμάχη σχετικά με τους όρους αναγνώρισης προκάλεσε θύελλα στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Με
λίγη βοήθεια από πολιτικούς όλων των παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένου του Ανδρέα, εκτός των
κομμουνιστών, δημιουργήθηκε στην κοινή γνώμη ο φόβος ότι τα Σκόπια θα μονοπωλούσαν το όνομα
«Μακεδονία». Αν και ιδιωτικά ο Μητσοτάκης υιοθέτησε μια πιο μετριοπαθή στάση, η οριακή του
πλειοψηφία στη Βουλή (2 έδρες) μείωσε σημαντικά τα περιθώρια ελιγμών του. Όταν έπαυσε τον Σαμαρά
και ανέλαβε ο ίδιος τα καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών τον Απρίλιο του 1992, αναγκάστηκε, υπό την
εσωτερική πίεση, να ακολουθήσει τη βασική θέση του προκατόχου του. Το σίριαλ της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την ονομαζόμενη «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της
Μακεδονίας» (πΓΔΜ) έγινε υπόδειγμα προς μελέτη του πώς η διπλωματία, όταν καθορίζεται από
εσωτερικές προτεραιότητες, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Ο Σαμαράς κατάφερε τελικά να ρίξει την κυβέρνηση της ΝΔ τον Σεπτέμβριο του 1993, με έναν
βουλευτή να εγκαταλείπει τον Μητσοτάκη.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 10ης Οκτωβρίου επανέφερε τον Ανδρέα στην εξουσία, με το 47% των
ψήφων. Μολονότι η προεκλογική του υπόσχεση, που απευθυνόταν σε κοινό ανάλογο με εκείνο του
Σαμαρά, ότι δεν θα αναγνώριζε ποτέ όνομα για την πΓΔΜ που θα περιείχε τον όρο «Μακεδονία» ως
ουσιαστικό ή επίθετο ίσχυε, θέλησε παράλληλα να παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή των βαλκανικών
εξελίξεων. Ως πλουσιότερη και περισσότερο διασυνδεδεμένη με τη Δύση χώρα, η Ελλάδα εξακολουθούσε
να υπερέχει σε γόητρο έναντι των άλλων βαλκανικών κρατών.
Οι πρώτοι πέντε μήνες της επιστροφής του Ανδρέα χαρακτηρίστηκαν από μια στροφή προς τις ΗΠΑ, η
σχέση των οποίων με την Ελλάδα είχε αδυνατίσει και από την επιλογή του Καραμανλή να παίξει με την
Ευρώπη, αλλά και από τα αρχικά συνθήματα του ίδιου του Ανδρέα κατά της θετής του πατρίδας. Η νέα
του επιλογή ωστόσο έβρισκε τις ΗΠΑ ήδη ως παράγοντα αλλαγής του status quo στην περιοχή. Στην
Αλβανία και στο Κόσοβο υπήρχαν αμερικανικές δυνάμεις και η πΓΔΜ ήταν ήδη προστατευόμενη των
Αμερικανών (Παπαχελάς 1993).
Έως το τέλος του 1993 οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αναγνωρίσει την πΓΔΜ ως
«Μακεδονία» και ο Ανδρέας σοφίστηκε, με συμβουλές του Ευάγγελου Βενιζέλου, να επιβάλει τον
αποκλεισμό της μεταφοράς εμπορευμάτων από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα Σκόπια (16 Φεβρουαρίου
1994). Το εμπάργκο προκάλεσε έντονες δυτικές διαμαρτυρίες κατά της Ελλάδας, όμως ο Ανδρέας
θεώρησε ότι η φασαρία αυτή βελτίωνε τις διαπραγματευτικές του δυνατότητες. Οι προειδοποιήσεις του
προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και οι απειλές του επιτρόπου για τις Εξωτερικές
Σχέσεις Χανς βαν ντεν Μπρουκ ότι θα έφερναν την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έπεισαν τον
Ανδρέα ότι η αμερικανική του επιλογή ήταν σωστή.
Το εμπάργκο έβλαψε την εικόνα της χώρας στην Ευρώπη, αλλά τελικά ανάγκασε τον πρόεδρο
Γκλιγκόροφ της πΓΔΜ να υποχωρήσει στο θέμα της σημαίας της χώρας του, που έφερε τον ήλιο της
Βεργίνας, και να καθιερώσει έναν άλλο ήλιο, που έμοιαζε με την πολεμική σημαία της Ιαπωνίας κατά
τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Ανδρέας αρκέστηκε στην υποχώρηση αυτή για να άρει τον αποκλεισμό,
πρότεινε όμως να συνεχιστεί η συζήτηση για το όνομα σε ένα άλλο πακέτο διαπραγματεύσεων. Ο
Γκλιγκόροφ αρνήθηκε, αλλά τη διαμεσολάβηση ανέλαβε ο Μάθιου Νίμιτς, ειδικός απεσταλμένος του
προέδρου των ΗΠΑ Κλίντον (Μαράκης 1994).
Έπειτα από πολλά εμπόδια, το προσωρινό σύμφωνο που υπογράφηκε από τους δύο υπουργούς
Εξωτερικών της Ελλάδας και της πΓΔΜ Κάρολο Παπούλια και Στέβο Τσερβενκόφσκι, αλλά και από τον
Σάιρους Βανς (ως ειδικό απεσταλμένο του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών), άνοιξε τον δρόμο
της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, χωρίς όμως να λύσει το πρόβλημα της ονομασίας, το οποίο
αφέθηκε για κάποιον άλλο πρωθυπουργό.
Οι σχέσεις με την Αλβανία διευρύνθηκαν έπειτα από μια συμφωνία διασυνοριακού εμπορίου που
υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1988. Έναν χρόνο νωρίτερα η Ελλάδα είχε αποκηρύξει τις παλαιές της
διεκδικήσεις για τη Βόρειο Ήπειρο και είχε θέσει τέλος στην κατάσταση πολέμου που παρέμενε σε ισχύ
από τον Β΄ Παγκόσμιο. Μετά την αναθέρμανση των σχέσεων κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης
Παπανδρέου, υπήρξε αμφιταλάντευση μεταξύ της πολιτικής του καρότου και του μαστιγίου. Η μοίρα της
ελληνικής μειονότητας, που αποτέλεσε και το κύριο πρόβλημα των ελληνοαλβανικών σχέσεων στο
παρελθόν, παρέμεινε αντικείμενο έριδας.21
Οι αλβανικές εκλογές του Μαρτίου του 1991 επέτρεψαν στους σοσιαλιστές (πρώην κομμουνιστές) να
διατηρήσουν την εξουσία, αλλά οι εκλογές του επόμενου έτους έδωσαν ξεκάθαρη εντολή στο Δημοκρατικό
Κόμμα του Σαλί Μπερίσα. Η ελληνική μειονότητα εκπροσωπήθηκε στο αλβανικό κοινοβούλιο του 1991
με πέντε βουλευτές από το μειονοτικό κόμμα Ομόνοια, αλλά το 1992 οι βουλευτές μειώθηκαν σε δύο και
το όνομα του κόμματος άλλαξε, ύστερα από πίεση της κυβέρνησης, σε Ένωση για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα.
Καθώς οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Αλβανία επιδεινώνονταν, περισσότεροι από
400.000 πολίτες της εισήλθαν στην Ελλάδα ως παράνομοι μετανάστες. Αν αυτός ο αριθμός
πολλαπλασιαστεί επί τέσσερα ή πέντε εξαρτημένα οικονομικά από αυτούς μέλη της οικογένειάς τους που
έμειναν πίσω, τότε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι πάνω από το μισό του πληθυσμού της Αλβανίας ήταν
εξαρτημένο από τα εμβάσματα (κατά μέσο όρο 350.000.000 δολάρια τον χρόνο) που έστελναν οι
παράνομα εργαζόμενοι από την Ελλάδα. Όμως, παρά την οικονομική εξάρτηση, ο πρόεδρος Μπερίσα
επέλεξε να ταράξει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις το 1994 με τη φυλάκιση πέντε μελών του κόμματος
Ομόνοια με αμφίβολης σοβαρότητας κατηγορίες για συνωμοσία κατά του κράτους. Αν και οι
κατηγορούμενοι πήραν αμνηστία λόγω αμερικανικής παρέμβασης, η αμοιβαία καχυποψία διατηρήθηκε
(Ziogas 1996: 10-19). Το σκάνδαλο της πυραμίδας του 1997 ακολούθησαν εκτεταμένες αναταραχές που
εξανάγκασαν τον Μπερίσα σε παραίτηση, και η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Φάτος Νάνο
κληρονόμησε ένα διαλυμένο κράτος.
Ο συμβιβασμός στις 21 Νοεμβρίου του 1995 στο Ντέιτον του Οχάιο μπορεί να μην έλυσε όλα τα
δύσκολα προβλήματα μεταξύ των Κροατών, των Βοσνίων και των Σέρβων, τουλάχιστον όμως τερμάτισε
την αιματηρή τους σύγκρουση.
Μεταξύ του 1974 και του 1989 τα Βαλκάνια ήταν ένας πολλά υποσχόμενος παράγοντας στην ελληνική
εξωτερική πολιτική, αλλά την περίοδο μεταξύ 1992 και 1995 η τοπική αξιοπιστία της χώρας
καταβαραθρώθηκε. Μετά την προσωρινή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων το 1995, ολόκληρο το
πλέγμα των βαλκανικών σχέσεων της Ελλάδας άρχισε να βελτιώνεται και ο ιδιωτικός τομέας έκανε
βήματα προόδου. Η απόφαση του NATO να βομβαρδίσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Γιουγκοσλαβίας τον Μάρτιο-Ιούνιο του 1999 εισήγαγε έναν εντελώς νέο παράγοντα στην πολιτική της
περιοχής και προκάλεσε καταστροφές που επρόκειτο να επηρεάσουν όλες τις μέλλουσες εξελίξεις.
Τα «μαλακά» και τα «σκληρά» προτεκτοράτα της Δύσης περιλάμβαναν τη Βοσνία, το Κόσοβο, την
πΓΔΜ (σε μικρότερο βαθμό) και την Αλβανία. Έτσι το NATO και τα Ηνωμένα Έθνη ενεπλάκησαν σε μια
περιοχή με αντιμαχόμενες αλυτρωτικές φιλοδοξίες, με ασθενείς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και
οικονομική παρακμή, που επιδεινώθηκε με την καταστροφή της υποδομής της Σερβίας. Η ελληνική
στήριξη της ακεραιότητας της πΓΔΜ και του συνοριακού status quo μεταξύ Αλβανίας και Κοσόβου
πίστωσε την Ελλάδα με την κατοπινή σταθερότητα στα δυτικά Βαλκάνια (Coufoudakis, Psomiades &
Gerolymatos 1999: 423-431).

20. Αξιοπρόσεκτη από αυτή την άποψη υπήρξε η διεύρυνση των στρατιωτικών δεσμών μετά την επίσκεψη του Βούλγαρου υφυπουργού
Άμυνας και γενικού επιτελάρχη, Ατανάς Σεμερτζίεφ, στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1988 (Larrabee 1990: 191).
21. Οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της ελληνικής μειονότητας ποικίλλουν. Οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι είναι μόνο 40.000, ενώ οι ελληνικές
εκτιμήσεις αναφέρουν έως και 400.000. Ο πραγματικός αριθμός μάλλον βρίσκεται κάπου μεταξύ των δύο αυτών εκτιμήσεων (μια
πραγμάτευση του ζητήματος της μειονότητας βλ. στα Larrabee 1990: 191· Pettifer 1991).
Ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ αιφνιδίασε τους πάντες τον Δεκέμβριο του 1963 προτάσσοντας 13 σημεία
αναθεώρησης του κυπριακού συντάγματος, τα οποία, δίκαια αλλά όχι ρεαλιστικά, απαιτούσαν την άμεση
κατάργηση των υπερεξουσιών της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η πρωτοβουλία του προκάλεσε τη βίαιη
αντιπαράθεση των δύο κυπριακών κοινοτήτων και ενεργοποίησε τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας και
τη «συμβιβαστική» παρέμβαση των ΗΠΑ.
Το δόγμα του «εθνικού κέντρου» αναπτύχθηκε και ισχυροποιήθηκε από τις κυβερνήσεις της Ένωσης
Κέντρου (1964-1965), όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ενοχλήθηκε από μια σειρά
πρωτοβουλιών του αρχιεπισκόπου Μακαρίου που ξεκάθαρα αιφνιδίασαν την ελληνική κυβέρνηση (π.χ. οι
μονομερείς προτάσεις του Μακαρίου για την αναθεώρηση του κυπριακού συντάγματος τον Δεκέμβριο του
1963, η αντίθεση του ιεράρχη στην τοποθέτηση ειρηνευτικής δύναμης του NATO στην Κύπρο την άνοιξη
του 1964, καθώς και η απόλυτη άρνησή του να αποδεχτεί το Σχέδιο Άτσεσον το 1964-1965). Την
περίοδο εκείνη η Αθήνα ερωτοτροπούσε με το Σχέδιο Άτσεσον (η Ελλάδα, έλεγε ο Γεώργιος
Παπανδρέου, κληρονομεί την κυπριακή «πολυκατοικία» και εκμισθώνει ένα «μικρό διαμέρισμα» στην
Τουρκία). Αντίθετα, η Λευκωσία (ο Μακάριος) έβλεπε στα σχέδια των Αμερικανών μια ωμή απόπειρα
διχοτόμησης και νατοποίησης της Κύπρου. Τελικά η άποψη του Μακαρίου υιοθετήθηκε και από τον
Γεώργιο Παπανδρέου ύστερα από ουσιαστική παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η μυστική αποστολή της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο έγινε με την πρόσκαιρα σύμφωνη γνώμη
των Αμερικανών και η όλη επιχείρηση εντάχθηκε στο πλαίσιο του δόγματος του «εθνικού κέντρου».
Έτσι, με την εξαίρεση επαρκούς αεροπορικής κάλυψης, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες του «ενιαίου
αμυντικού χώρου» Ελλάδας και Κύπρου που θα επέτρεπαν την πραγματοποίηση κάποιας παραλλαγής του
Σχεδίου Άτσεσον. Παράλληλα, και κατά γενική ομολογία, η ελληνική μεραρχία αποτελούσε τη μοναδική
δύναμη αποτροπής μιας τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Κύπρο.
Το καθεστώς των συνταγματαρχών στην Ελλάδα κακοποίησε με τον χειρότερο τρόπο το δόγμα του
«εθνικού κέντρου» (η Ελλάδα αποφασίζει και η Κύπρος ακολουθεί). Οι δικτάτορες –πιεζόμενοι από
Τούρκους και Αμερικανούς, που είχαν στο μεταξύ αναθεωρήσει την τακτική της Ένωσης– υποχρεώθηκαν
να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία στα τέλη του 1967, αφήνοντας την Κύπρο έκθετη στη διάθεση της
τουρκικής στρατιωτικής μηχανής.
Το καλοκαίρι του 1974 –σε στρατιωτικό τουλάχιστον επίπεδο– η Ελλάδα αναγκάστηκε να αποδεχτεί
το προϊόν της βίας, μια και η δικτατορία είχε αφήσει τη χώρα αμυντικά εκτεθειμένη στα μέτωπα του
Αιγαίου και της Κύπρου. Το δόγμα του «εθνικού κέντρου» εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε η φόρμουλα
«η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος
συντονισμένα θα χρησιμοποιούσαν πολιτικές και οικονομικές πιέσεις για να απομονώσουν διεθνώς την
Τουρκία και να την εξαναγκάσουν να δεχτεί κάποιον ικανοποιητικό συμβιβασμό που θα αποκαθιστούσε
την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα η επιλογή μιας δυναμικής απάντησης
στον Αττίλα I και II αναβλήθηκε, γιατί η υιοθέτησή της θα οδηγούσε την Ελλάδα και την Κύπρο σε μια
σειρά πολεμικών αναμετρήσεων με την Τουρκία (τύπου Ισραήλ και Αράβων), αποτρέποντας συγχρόνως
την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Τα προβλήματα στο Αιγαίο παρουσίασαν έξαρση κατά τη δεκαετία του 1970 και μπορούν να αποδοθούν
στην ύφεση του Ψυχρού Πολέμου. Αν και η Τουρκία είχε απαιτήσει την εξαίρεση της Λήμνου από τις
ασκήσεις του NATO από το 1965, η επιχειρησιακή ευθύνη της Ελλάδας στο Αιγαίο δεν είχε αμφισβητηθεί.
Ζητήματα όπως αυτό της υφαλοκρηπίδας, του FIR και της δυσαρμονίας μεταξύ του ορίου των 10 μιλίων
του εναέριου χώρου της Ελλάδας και του ορίου των 6 μιλίων των χωρικών της υδάτων τέθηκαν από την
Τουρκία το 1973-1974 (Veremis 1982: 14-19).
Η ασάφεια που χαρακτήριζε τη μετάβαση από την ακινησία του Ψυχρού Πολέμου στη σχετική
ελευθερία κινήσεων στο κλίμα της ύφεσης υποκίνησε την Τουρκία να ακολουθήσει μια πιο αυτόνομη
πολιτική μέσα στο NATO. Η κρίση της Μέσης Ανατολής του 1967 αύξησε τη στρατηγική της αξία για
τις Ηνωμένες Πολιτείες και έπεισε τους πολιτικούς στην Άγκυρα ότι οι ευάλωτες παρακείμενες περιοχές
δεν ήταν πλέον εκτός ορίων. Επιπλέον η ύφεση της έντασης μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης
ελαχιστοποίησε την πιθανότητα ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης σε περιοχές υψηλής προτεραιότητας
για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία θα ήταν αδιανόητη υπό τον
πρόεδρο Τζόνσον το 1964, έγινε υπό τον Κίσινγκερ ως υπουργό Εξωτερικών το 1974 (Coufoudakis 1981:
179-194).
Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 αποτέλεσε σημείο καμπής στην τουρκική εξωτερική πολιτική, καθώς
ήταν η πρώτη κατάκτηση μετά την εισβολή στη συριακή Αλεξανδρέττα (τώρα Χατάι) το 1938. Και στις
δύο περιπτώσεις παγιώθηκε ένα γεγονός τετελεσμένο, με ελάχιστες διεθνείς διαμαρτυρίες. Το
συμπέρασμα ότι ο πόλεμος μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής
έκανε βαθιά εντύπωση στο τουρκικό στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο.
Η εισβολή άνοιξε επίσης το κουτί της Πανδώρας και για τα υπό διεκδίκηση ζητήματα του Αιγαίου, τα
οποία άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο το ένα μετά το άλλο. Εκτός από την Κύπρο, τρία από
αυτά προκάλεσαν σοβαρή ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο
Αιγαίο έφερε τις δύο χώρες κοντά στον πόλεμο το 1976 και το 1987, ενώ ο έλεγχος της εναέριας
κυκλοφορίας πάνω από τη θάλασσα και η ανάθεση της επιχειρησιακής ευθύνης για το Αιγαίο και τον
εναέριο χώρο του στο πλαίσιο του NATO υπήρξαν επίσης πηγές προβλημάτων (Wilson 1979-1980).
Όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε την εξουσία, ο Ανδρέας πέρασε σταδιακά από την περίοδο των ριζοσπαστικών
ανακοινώσεων σε μια πιο πραγματιστική πρακτική. Βέβαια η αντίθεση ανάμεσα στα λόγια και την πράξη
δεν πέρασε απαρατήρητη στην Τουρκία, με αποτέλεσμα ο Ανδρέας να μη θεωρείται αξιόπιστος. Επέμεινε
ωστόσο ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ασφαλώς δεν αποτελούσε ζήτημα ελληνοτουρκικό, αλλά
υπόθεση διεθνούς δικαίου και ενδιαφέροντος. Για να τονίσει τη θέση του αυτή, επισκέφθηκε τη
Μεγαλόνησο το 1982 ως πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας που πάτησε επίσημα το έδαφός της.
Μίλησε για συμπαράταξη της κυβέρνησής του, αντί για την απλή συμπαράσταση των προηγουμένων.
Στη δημιουργική λογοπλασία του Ανδρέα η λέξη διατηρούσε την ασάφειά της, αλλά για όσους ήθελαν να
την ερμηνεύσουν έτσι σήμαινε στρατιωτικό προσκλητήριο. Συχνά το ότι δυσκολευόταν να βρει τις
κατάλληλες λέξεις για την κάθε περίσταση τον οδηγούσε σε ακροβατισμούς που άφηναν στον καθένα την
ευχέρεια ερμηνείας. Το βέβαιο είναι ότι διέκοψε τον ελληνοτουρκικό διάλογο κατά την περίοδο 1981-
1986.
Είχε προηγηθεί η πρώτη του προσπάθεια συνεννόησης με την Τουρκία το 1981. Το μορατόριουμ στις
εχθροπραξίες ανάμεσα στις δύο χώρες άρχισε στις 22 Ιουλίου 1982 και τελείωσε ξαφνικά τον Νοέμβριο
του ίδιου έτους, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να συμπεριληφθεί η Λήμνος στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ, με
μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Ακολούθησε η μονομερής ανακήρυξη του ανεξάρτητου
τουρκοκυπριακού κράτους στον κατεχόμενο Βορρά της Κύπρου στις 15 Νοεμβρίου 1983. Ο Παπανδρέου
έσπευσε να καταδικάσει πρώτος την αυθαιρεσία και να τεθεί έτσι επικεφαλής της διεθνούς κατακραυγής.
Έκτοτε το «κράτος» αυτό αναγνωρίστηκε μόνο από την Τουρκία και το Πακιστάν του Αλί Μπούτο.
Το ενδιαφέρον του Ανδρέα για το θεσμικό μέρος του κοινοβουλευτισμού ήταν περιορισμένο. Η παρουσία
του άλλωστε στη Bουλή ήταν γεγονός σπάνιο. Αντίθετα, τον τραβούσε η εμφάνιση στο διεθνές
παλκοσένικο, όπου ανταγωνιζόταν επί ίσοις όροις ξένους ηγέτες. Μία από τις καλύτερές του στιγμές
υπήρξε η σχέση του με τον Τούρκο ηγέτη Τουργκούτ Οζάλ και η ύφεση που αυτή προκάλεσε στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις (Σωτηρόπουλος 2014: 517-518).
Η σοβαρή κρίση του 1987 για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου αντιμετωπίστηκε με
αποφασιστικότητα από τον Ανδρέα και οδήγησε σε μια περίοδο προσέγγισης ανάμεσα στην Τουρκία και
την Ελλάδα, που εγκαινιάστηκε στο Νταβός της Ελβετίας στο τέλος Ιανουαρίου του 1988 (Moustakis
2003: 41-43). Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Οζάλ στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 1988 απέδειξε τόσο τον
πραγματισμό του Ανδρέα, όσο και τις διπλωματικές του ικανότητες όταν εγκατέλειπε τη δημαγωγία.
Ο Ανδρέας πραγματοποίησε μία ακόμη απόκλιση από τις δεσμεύσεις του στα μεγάλα ζητήματα της
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής όταν εγκατέλειψε το δόγμα του ότι απαράβατος όρος για να συζητήσει
το Κυπριακό με την Τουρκία ήταν η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής της νήσου. Τον
Ιανουάριο του 1988 στη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του Τουργκούτ Οζάλ συμφώνησε να
δημιουργηθούν δύο μεικτές επιτροπές (σε πολιτικά και οικονομικά ζητήματα) για την επίλυση των
διαφορών. Σκοπός της διαδικασίας αυτής ήταν να οδηγήσει σε συνολική λύση των προβλημάτων ανάμεσα
στις δύο χώρες – παρά το γεγονός ότι το Κυπριακό δεν είχε σημειώσει πρόοδο. Η αποσύνδεση της
Κύπρου από τα αντικείμενα των δύο επιτροπών προκάλεσε ταραχή ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους του
Ανδρέα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του άσκησε αιχμηρή κριτική, αν και ο ίδιος επιδίωξε ανάλογες
ρυθμίσεις με την Τουρκία. Όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική του μικρασιατικής
καταγωγής αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Γιάννη Καψή, ο οποίος δεν είχε κληθεί στο Νταβός. Στο
βιβλίο του Οι τρεις μέρες του Νταβός (Λιβάνης, 1990), ο συγγραφέας σχολιάζει το σύνολο της
εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα κατά την περίοδο 1981-1988. Ανάμεσα σε πολλές εύστοχες
παρατηρήσεις από τη σκοπιά του ελληνικού πατριωτισμού, ο Καψής αποκαλύπτει ότι τα συμπεράσματα
των δύο συνομιλητών στο Νταβός τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα είχαν διατυπωθεί αποκλειστικά
από τους Τούρκους, τους βοηθούς του Οζάλ. Πρόκειται άραγε για χειρονομία εμπιστοσύνης από τον
Ανδρέα, ή για έλλειψη ετοιμότητας και προετοιμασίας της ελληνικής πλευράς;
Οι προσπάθειες του Ανδρέα και του Οζάλ το 1988 να ανακαλύψουν ένα modus vivendi βασισμένο σε
μια ειρηνική διευθέτηση των διαφορών σκόνταψαν στην αρνητική απάντηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
στην τουρκική αίτηση για είσοδο έναν χρόνο αργότερα. Μην έχοντας κάποιο σημαντικό κίνητρο για να
επιδιώξουν ύφεση στα ελληνοτουρκικά, οι μεταγενέστερες τουρκικές κυβερνήσεις απέφυγαν να
ανανεώσουν την πρωτοβουλία. Ακόμη και μετριοπαθείς Τούρκοι αναλυτές δεν αντιστάθηκαν στον
πειρασμό να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη ως τον κύριο παράγοντα στην επίλυση των ελληνοτουρκικών
διαφορών (Bahcheli 1990: 193)· κι όσο ο Ψυχρός Πόλεμος και η αποτρεπτική του επίδραση στις τοπικές
συγκρούσεις έφθινε, τόσο οι τουρκικές απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας αυξάνονταν. Μια αίσθηση
ανεβασμένης αυτοπεποίθησης σχετικά με το μέγεθος, τη στρατιωτική δύναμη και τη στρατηγική αξία
καθόριζε πλέον τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε η Τουρκία τον δυτικό της γείτονα (Hunter 1995: 65).
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1993,
παρατηρήθηκε έντονη κινητικότητα στις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας. Συγκεκριμένα, οι πυκνές επαφές
του προέδρου Κληρίδη με κορυφαία στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης στο διάστημα που ακολούθησε
κατέληξαν σύντομα στην ανακοίνωση του νέου δόγματος της «συναπόφασης», που προοριζόταν προφανώς
να αντικαταστήσει κουρασμένα και αναποτελεσματικά δόγματα του παρελθόντος, όπως αυτό του «εθνικού
κέντρου» (δηλαδή «η Ελλάδα αποφασίζει και η Κύπρος ακολουθεί»), καθώς και τα γνωστά δόγματα,
μετά το 1974, «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» (η άποψη της Νέας Δημοκρατίας)
και «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρατάσσεται» (η λεκτικά δυναμικότερη συνταγή του
ΠΑΣΟΚ).
Τον Μάρτιο του 1995 η Ελλάδα απέσυρε την αντίθεσή της στην είσοδο της Τουρκίας στη Συμφωνία
Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΕ με αντάλλαγμα τη συζήτηση της αίτησης της Κύπρου για είσοδο στην
ΕΕ μετά τη διακυβερνητική σύνοδο του 1997. Η ελληνική αυτή χειρονομία όμως δεν προκάλεσε τη
θετική αντίδραση της νέας πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ. Μια σειρά περιστατικά μεταξύ των δύο κρατών
γύρω από το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια
κλιμακώθηκαν στις 8 Ιουνίου 1995, όταν η τουρκική βουλή έδωσε στην κυβέρνηση την άδεια να αναλάβει
οποιαδήποτε δράση –συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής– θεωρούσε απαραίτητη αν η Ελλάδα
ασκούσε το δικαίωμα (όπως είχε προβλεφθεί από τη Σύνοδο του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης) της
επέκτασης των χωρικών της υδάτων.
Τον Ιανουάριο του 1996 μια ομάδα Τούρκων δημοσιογράφων αφαίρεσε την ελληνική σημαία από τη
βραχονησίδα Ίμια, που αποτελεί τμήμα των Δωδεκανήσων, και ανάρτησαν την τουρκική. Έλληνες
στρατιώτες επανέφεραν την ελληνική σημαία, και το περιστατικό θεωρήθηκε ακίνδυνο από τον υπουργό
Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο, έως ότου η ίδια η Τανσού Τσιλέρ διεκδίκησε επίσημα τη βραχονησίδα
και ξεκίνησε μια αντιπαράθεση που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε πόλεμο. Η κρίση εκτονώθηκε με την
αμερικανική μεσολάβηση, αλλά η τουρκική διεκδίκηση εδαφών προστέθηκε στον βεβαρυμένο κατάλογο
των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Στις προσπάθειες διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο κρατών-μελών της συμμαχίας ενεπλάκησαν όχι μόνο
οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και το NATO. Ο γενικός γραμματέας του, Χαβιέ Σολάνα, πρότεινε μέτρα
δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις. Τον Ιούλιο του
1996 το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ εξέδωσε διακήρυξη σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις μεταξύ
Τουρκίας και ΕΕ έπρεπε να καθορίζονται από τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, στις διεθνείς συμφωνίες και
στην κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα των κρατών-μελών της ΕΕ (Migdalovitz 1997: 4-5).
Το 1997 η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν με την πρόταση της ολλανδικής προεδρίας της ΕΕ να
διοριστεί μια επιτροπή ειδικών για να μελετήσουν τα διμερή προβλήματα. Από τους δύο Τούρκους
ειδικούς, ο πρώην πρέσβης στην Ουάσινγκτον Σουκρού Ελεκντάγκ είχε γράψει ένα άρθρο με τον τίτλο
«Στρατηγική των 2½ πολέμων» (Elekdag 1996) μόλις έναν χρόνο πριν αναλάβει τη νέα του θέση. Στο
άρθρο αυτό ισχυριζόταν ότι η Ελλάδα, «με τις διεκδικήσεις της κατά των ζωτικών συμφερόντων της
Τουρκίας», εμπόδιζε τη χώρα του να απολαύσει το «μερίδιο της ειρήνης». Σε αντίθεση με άλλους
αξιωματούχους, που απέδιδαν τη στρατιωτική κλιμάκωση της Τουρκίας σε απειλές από βόρεια και
ανατολικά, ο Ελεκντάγκ προωθούσε την άποψη ότι η Τουρκία έπρεπε πάντα να είναι σε κατάσταση
ετοιμότητας για να διεξαγάγει δυόμισι πολέμους συγχρόνως (εναντίον της Ελλάδας, της Συρίας και των
Κούρδων). Το ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε επιλέξει τον εκφραστή τέτοιων απόψεων να συμμετάσχει
στις συζητήσεις για την ύφεση στην ελληνοτουρκική ένταση δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό σημάδι.
Η κυβέρνηση Σημίτη, που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1996, εγκατέλειψε σιωπηλά την
παπανδρεϊκή παράδοση στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική· πράγματι, ο νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ
διέφερε ριζικά από τον προκάτοχό του. Βασική του προτεραιότητα, θέτοντας όλα τα άλλα σε δεύτερη
μοίρα, ήταν να επιτύχει τη σύγκλιση με τα κριτήρια της ΕΕ, ώστε η χώρα να καταφέρει να εισέλθει στην
ΟΝΕ. Όσον αφορά την τουρκική πλευρά, ο κυβερνητικός συνασπισμός Νετσμετίν Ερμπακάν και Τανσού
Τσιλέρ του Ιουλίου του 1996 ήταν πολύ απασχολημένος με την εσωτερική στρατιωτική αλλά και τη
δυτική κριτική για να ασκήσει νέες πιέσεις στην Ελλάδα, επανέλαβε όμως τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν
«γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο οι οποίες δεν καλύπτονται από τις συνθήκες. Η αποχώρηση από την εξουσία
της κυβέρνησης συνασπισμού επέτρεψε μια νέα ελληνοτουρκική προσέγγιση, την οποία μηχανεύτηκε η
υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Μαντλίν Ολμπράιτ στη σύνοδο κορυφής του NATO τον
Ιούλιο του 1997. Μια συμφωνία που υπογράφηκε από τον Σημίτη και τον Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν
Ντεμιρέλ αποσαφήνιζε ότι οι δύο πλευρές θα απείχαν από καταπιεστικούς εξαναγκασμούς και από άλλες
πρωτοβουλίες που θα απειλούσαν τα νόμιμα ζωτικά συμφέροντα η μία της άλλης, σεβόμενες τους όρους
των διεθνών συνθηκών (Migdalovitz 1997: 7-8).
Τα ζητήματα της Κύπρου και του Αιγαίου δεν συνδέονται επίσημα με την ελληνική πολιτική απέναντι
στην Τουρκία, στην πραγματικότητα όμως η Κύπρος είναι μείζων καταλύτης στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις.
Αποτελεί σήμερα κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, το διεθνές
σύστημα άλλαξε ριζικά. Ο κόσμος του διπολισμού και της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής μεταξύ του
NATO και του Συμφώνου της Βαρσοβίας αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης των ιστορικών. Η χρεοκοπία
της ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού και η άτακτη υποχώρηση του μοντέλου κεντρικού σχεδιασμού
της οικονομίας άνοιξαν διάπλατα τις πύλες για την εφαρμογή συστημάτων πολυκομματικής δημοκρατίας
και της ελεύθερης οικονομίας στο μέγιστο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης. Συνέπεσαν όμως και με την κατακόρυφη αύξηση εθνοτικών και εθνικιστικών συγκρούσεων που
ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν την πρώην Γιουγκοσλαβία και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Συμπερασματικά, μπορούμε να προτείνουμε ότι το τέλος του διπολισμού μείωσε αισθητά τις
πιθανότητες μιας παγκόσμιας πυρηνικής αναμέτρησης, αλλά αύξησε τις περιφερειακές συγκρούσεις, ιδίως
στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη (Κουλουμπής 1996). Η πολιτική του Ανδρέα έναντι
της Τουρκίας αποτέλεσε αναθεωρητική παράγραφο στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
V
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με διακηρύξεις του Ανδρέα σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου, η πολιτική του στον τομέα
της άμυνας δεν προσφερόταν για πυροτεχνηματικές δηλώσεις. Για την ακρίβεια, η «τουρκική απειλή» και
η ανάγκη διατήρησης αποτρεπτικής αμυντικής θωράκισης του επέτρεψαν να υποχωρήσει από υποσχέσεις
όπως «έξω ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, βάσεις». Η προεκλογική υπόσχεση για έξοδο από το ΝΑΤΟ συνεπώς ήταν από τις
πρώτες που ξεχάστηκαν μετά τις εκλογές.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 αποτέλεσε το μόνο πραγματικό πολεμικό γεγονός στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1922. Το μεγάλο μάθημα για τον Ανδρέα ήταν ότι η ένοπλη
αναμέτρηση δεν μπορούσε να αποτελέσει λύση συμφέρουσα για την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί η απόσταση
ανεφοδιασμού της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας καθιστούσε αδύνατη την κάλυψη της Κύπρου.
Δεύτερον, η προστασία της πληθώρας των νησιών ήταν ένας ακόμη πονοκέφαλος των ελληνικών ενόπλων
δυνάμεων. Έτσι η πολιτική του Ανδρέα ως προς την εθνική άμυνα λίγο απείχε από εκείνη της Νέας
Δημοκρατίας.
Μία από τις πρώτες ενέργειες του αρχηγού της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να ζητήσει από το ΝΑΤΟ να
εγγυηθεί τα σύνορα της Ελλάδας από κάθε επιβουλή. Παράλληλα πάγωσε τη Συμφωνία Ρότζερς
(Δεκέμβριος 1981), αλλά δεν απέσυρε τις ελληνικές δυνάμεις από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Όμως ματαίωσε επανειλημμένα την ελληνική συμμετοχή σε νατοϊκές ασκήσεις στο Αιγαίο, μη θέλοντας
να νομιμοποιήσει την εξαίρεση του αεροδρομίου της Λήμνου από τα αμυντικά σχέδια της συμμαχίας,
πράγμα που επιδίωκε η Τουρκία. Στην προσπάθειά του να λύσει το αδιέξοδο της Λήμνου, ο Ανδρέας
επιχείρησε να εντάξει τις δυνάμεις του νησιού στο ερωτηματολόγιο του Αμυντικού Σχεδιασμού του
οργανισμού, χωρίς όμως να αποφύγει το τουρκικό βέτο (Frinking 1984: 24).
Όπως είδαμε παραπάνω, τον Σεπτέμβριο του 1983 υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ Συμφωνία
Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA), η οποία αντικατέστησε τη συμφωνία του 1953 και
άλλες διμερείς διευθετήσεις. Έτσι ο Ανδρέας ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις που είχε αρχίσει ο
Καραμανλής το 1975 για το μέλλον των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Η νέα συμφωνία περιόρισε
τις δικαιοδοσίες τις οποίες απολάμβαναν οι αμερικανικές δυνάμεις τα τελευταία τριάντα χρόνια στην
ελληνική επικράτεια. Τη συμφωνία ο Ανδρέας την παρουσίασε ως αρχή της απομάκρυνσης των βάσεων,
ώστε οι οπαδοί του να γιορτάζουν έτσι το γεγονός. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί αμφισβήτησαν αυτό τον
ισχυρισμό, διότι σε πέντε χρόνια η συμφωνία δεν θα τερματιζόταν αναγκαστικά, αλλά θα ήταν δυνατόν να
ανανεωθεί, όπως και τελικά έγινε (Μητσοτάκης 2006: 143-193).
Το γεγονός, αλλά κυρίως η εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, έδωσε την ευκαιρία για πολλά ειρωνικά σχόλια του
είδους «φεύγουν οι βάσεις που μένουν ή μένουν οι βάσεις που φεύγουν;». Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας
Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ επισκέφθηκε την Αθήνα τον Απρίλιο του 1984 θέλοντας να ξεκαθαρίσει το
ζήτημα αυτό, αλλά ο Ανδρέας, για εσωτερικούς μάλλον λόγους, απέφυγε να προβεί σε διευκρινιστικές
δηλώσεις και έτσι το ζήτημα παρέμεινε στην ασάφεια, που βόλευε εξαιρετικά το ΠΑΣΟΚ. Την άνοιξη του
1986 έφτασε στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς με την ελπίδα να βελτιώσει τις σχέσεις
των δύο χωρών και να λάβει απάντηση για το ζήτημα των βάσεων. Ο Ανδρέας δήλωσε ότι η υπόθεση
παρέμενε εκκρεμής. Σπάνια η Ελλάδα είχε μεταχειριστεί μια μεγάλη δύναμη με τόση υπεροψία. Η
«ταπείνωση» της υπερδύναμης διαφημίστηκε σαν μεγάλη προσωπική επιτυχία του πρωθυπουργού. Στην
πραγματικότητα, ήταν ένα παιχνίδι χωρίς κέρδος άλλο από το γόητρο του Ανδρέα και τον θαυμασμό των
οπαδών του.
Το ζήτημα που απασχολούσε την Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν η ισορροπία εξοπλισμών με την
Τουρκία. Η Ελλάδα προσδέθηκε στο δόγμα της αναλογίας 7 προς 10 στην αμερικανική βοήθεια για τις
δύο χώρες (Laipson 1985: 1-11). Η Τουρκία ωστόσο ελάμβανε επίσης καθαρή βοήθεια και όχι μόνο
πιστώσεις για την αγορά στρατιωτικού υλικού, πέραν της αναλογίας 7 προς 10. Σταδιακά η αναλογία
καταστρατηγήθηκε, και γι’ αυτό ο Ανδρέας δεν μπορούσε να καυχιέται ότι με τη σκληρή και
«υπερήφανη» στάση του εξασφάλισε τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας.
Από το 1985 η αμυντική διάταξη των ελληνικών δυνάμεων άλλαξε ριζικά. Η αντίληψη ότι η Τουρκία
και όχι η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική επικράτεια είχε ήδη
παγιωθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή. Η στάση αυτή εγγράφηκε στο νέο αμυντικό δόγμα του
Ιανουαρίου του 1985, με το οποίο η Ελλάδα θέλησε να θεσμοθετήσει τις αλλαγές που εφαρμόζονταν στη
διάταξη των αμυντικών δυνάμεων.
Σε γενικές γραμμές, τα θέματα ασφάλειας της Ελλάδας ο Ανδρέας τα διαχειρίστηκε με προσοχή και
χωρίς εμπρηστικές δηλώσεις. Η τακτική του αυτή εφαρμόστηκε και στις σχέσεις της Ελλάδας με τη
Σοβιετική Ένωση. Το 1982, όταν η πολωνική κυβέρνηση επέβαλε δικτατορικό καθεστώς και έθεσε εκτός
νόμου το συνδικάτο της Αλληλεγγύης, η Ελλάδα επιφυλάχθηκε, παρά τις έντονες αμερικανικές
αντιδράσεις. Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, ο Ανδρέας έπαυσε τον υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη
Φωτήλα επειδή συνέπλευσε με την ΕΚ υπογράφοντας κοινή διαμαρτυρία κατά της κυβέρνησης του
στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Στην περίσταση αυτή όμως η Ελλάδα εξέφρασε το κλίμα που επικρατούσε στη
δυτική κοινή γνώμη, η οποία επιθυμούσε την τήξη των πάγων με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας
και τη βελτίωση των σχέσεων Δύσης-Ανατολής (Veremis 1988: 149-150).
Οι συνθήκες υπό τις οποίες κατέρρευσε η Χούντα και η επικρεμάμενη τουρκική απειλή παρέμειναν
σημαντικός εγγυητικός παράγοντας για την ενότητα των ενόπλων δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του
τέλους της δεκαετίας του 1970. Το ελληνικό σώμα των αξιωματικών δεν ήταν ποτέ άλλοτε περισσότερο
αποστασιοποιημένο από την κομματική πολιτική και περισσότερο αφοσιωμένο στις επαγγελματικές του
επιδιώξεις. Οι σύμβουλοι του υπουργού Άμυνας Αβέρωφ του είχαν συστήσει να μην επαναφέρει τους
αποστρατευθέντες αξιωματικούς και, χάρη σε αυτό, οι προαγωγές προχώρησαν ομαλά, χωρίς εξωτερικά
προβλήματα. Μεταξύ 1974 και 1981 η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματικών του στρατού και του
ναυτικού παρέμενε στη συντηρητική παράταξη, αλλά χωρίς να ανακατεύεται στα κομματικά παιχνίδια,
ενώ η αεροπορία φαινόταν να είναι το περισσότερο πολιτικοποιημένο από τα τρία όπλα. Μετά το 1981 το
ΠΑΣΟΚ δεν αποθάρρυνε τους οπαδούς του στον στρατό από το να δηλώνουν τις κομματικές τους
προτιμήσεις. Ωστόσο, εξαιτίας του ότι δεν υπήρχαν οπαδοί του ΠΑΣΟΚ, ή ακόμη και των πρώην
φιλελευθέρων, στις ανώτατες βαθμίδες του στρατεύματος, η πρώτη θητεία του Παπανδρέου δεν γνώρισε
κομματικοποιημένη στρατιωτική ηγεσία. Ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Θεόδωρος Ντεγιάννης, ήταν
μετριοπαθής πολιτικά και οι άλλοι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων ήταν συντηρητικών τάσεων, αλλά το
ΠΑΣΟΚ έδωσε την ευκαιρία εξέλιξης στους οπαδούς του στις κατώτερες βαθμίδες με την αποστράτευση
σημαντικού αριθμού αξιωματικών ανώτερων και μεσαίων βαθμών.
Παρότι ο Ανδρέας υπήρξε επικριτικός έναντι των δεξιών αξιωματικών, φρόντιζε να κάνει πάντα τη
διάκριση μεταξύ των «λίγων προδοτών» και της μεγάλης πλειοψηφίας των πατριωτών αξιωματικών. Σε
αρκετές περιπτώσεις άφησε να εννοηθεί πως οι αξιωματικοί ανήκαν στον λαό και είχαν οδηγηθεί σε
λάθος δρόμο από τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Ως υπουργός Άμυνας κατά την πρώτη του θητεία,
αντικατέστησε ορισμένους ανώτερους αξιωματικούς στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας με
άνδρες πιστούς στο άτομό του.
Η τακτική του διορισμού απόστρατων αξιωματικών σε υπουργικούς θώκους ξεκίνησε από τη Νέα
Δημοκρατία με τον απόστρατο στρατηγό Ιωάννη Κατσαδήμα ως υφυπουργό Άμυνας και τον Σόλωνα
Γκίκα ως υπουργό Δημόσιας Τάξης. Την τακτική αυτή διατήρησε και το ΠΑΣΟΚ με τον Ιωάννη
Χαραλαμπόπουλο ως υπουργό Άμυνας και τον Αντώνη Δροσογιάννη ως υφυπουργό. Στο υπουργικό
συμβούλιο το 1990 η Νέα Δημοκρατία είχε τον απόστρατο ναύαρχο Αλέξανδρο Παπαδόγγονα στη θέση
του αναπληρωτή υπουργού και τους Ιωάννη Σταθόπουλο και Σπήλιο Σπηλιωτόπουλο στις θέσεις των
υφυπουργών. Και τα δύο κόμματα συμπεριέλαβαν στα μέλη τους αξιωματικούς με αντιχουντικό παρελθόν,
συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αποκατάσταση του κύρους του στρατού στα μάτια της κοινής
γνώμης.
Η άλλη όψη της επανένταξης του στρατού στην κοινωνία των μη στρατιωτικών ήταν η βαθμιαία
ανάμειξη της κομματικής πολιτικής στις προαγωγές και τις αποστρατεύσεις. Το 1982 ο αρχηγός του
ναυτικού ναύαρχος Οδυσσέας Καπέτος συγκρούστηκε με τον υφυπουργό Δροσογιάννη όσον αφορούσε τους
διορισμούς των ανώτερων αξιωματικών οι οποίοι γίνονταν με πολιτικά κριτήρια και παραιτήθηκε, έχοντας
παραμείνει στη θέση του λιγότερο από δύο μήνες. Μέχρι τα τέλη της δεύτερης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ (το
1989), το 20% των αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού και το μισό περίπου των αξιωματικών της
αεροπορίας ήταν οπαδοί του ΠΑΣΟΚ (Veremis 1997: 170-182).
Η επάνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, ύστερα από οκτώ χρόνια στην αντιπολίτευση, ήταν
φορτισμένη με συναισθήματα αντεκδίκησης εναντίον του ΠΑΣΟΚ. Η ιεραρχία της αεροπορίας αποτέλεσε
τον πρώτο στόχο της νέας κυβέρνησης και ο υπουργός Άμυνας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ανακάλεσε στην
ενεργό δράση τον απόστρατο σμήναρχο Θανάση Σταθιά και τον διόρισε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου
Αεροπορίας. Η επαναφορά απόστρατων αξιωματικών ήταν ανέκαθεν μέτρο που διατάρασσε την εύρυθμη
λειτουργία των προαγωγών και προκαλούσε επομένως αρνητικές αντιδράσεις μεταξύ των εν ενεργεία
αξιωματικών. Η επιστροφή του Σταθιά με διοικητική απόφαση κηρύχθηκε αντικανονική από το
Συμβούλιο της Επικρατείας για τυπικούς λόγους και η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να περάσει νόμο στο
κοινοβούλιο ο οποίος νομιμοποιούσε αναδρομικά τον διορισμό του. Με αυτή την κίνηση η Νέα
Δημοκρατία άνοιξε τον δρόμο για κατάχρηση της επαναφοράς αποστράτων στην ενεργό υπηρεσία.
Λίγους μήνες μετά την εκλογική του νίκη το 1993, το ΠΑΣΟΚ πέρασε νόμο που επέτρεπε την
ανάκληση απόστρατων αξιωματικών στην ενεργό υπηρεσία εντός έξι μηνών από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβέρνησης (Ν. 2171-6/12/1993). Τον νόμο ακολούθησαν προεδρικά διατάγματα με τα
οποία αντικαταστάθηκε ολόκληρη η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων με απόστρατους αξιωματικούς που
ανακαλούνταν στην ενεργό υπηρεσία. Μεταξύ αυτών, ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, στέλεχος του
ΠΑΣΟΚ, έγινε αρχηγός του ΓΕΕΘΑ. Τριάντα συνολικά υψηλόβαθμοι αξιωματικοί ανακλήθηκαν από τον
υπουργό Άμυνας Γεράσιμο Αρσένη. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την κατακραυγή του στρατεύματος και την
παραίτηση δέκα αντιστρατήγων, δύο υποναυάρχων και ενός αρχισμηνάρχου. Οι παραιτήσεις, σύμφωνα με
τους πρωταγωνιστές τους, απέτρεψαν την περαιτέρω επαναφορά αποστράτων, η οποία θα παρέλυε την
ιεραρχία.22 Είτε η κυβέρνηση είχε την πρόθεση να επαναφέρει και άλλους αξιωματικούς είτε όχι, είχε
δοκιμαστεί σκληρά η αξιοπιστία των πολιτικών αρχών. Κατά την πρώτη τετραετία ο Ανδρέας διπλασίασε
τους μισθούς των στρατιωτικών. Οι συντάξεις και τα υγειονομικά επιδόματα επίσης αυξήθηκαν (Stokes
1986: 20). Ωστόσο μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 ο υπερβολικά υψηλός πληθωρισμός
μείωσε την αξία του εισοδήματος των αξιωματικών. Το 1995 οι εν ενεργεία αξιωματικοί έλαβαν ορισμένες
αποζημιώσεις, χωρίς όμως να υπάρξει πρόνοια για το χαμηλό εισόδημα των συνταξιούχων αξιωματικών.
Το γεγονός ότι το κράτος έπαυσε να αυξάνει τα στρατιωτικά επιδόματα, αντίθετα από την τακτική του
κατά την πρώτη δεκαετία μετά την πτώση της Χούντας, είναι ίσως ενδεικτικό ότι ο στρατός δεν
θεωρούνταν πλέον απειλή για το πολίτευμα.
Από το 1974 και μετά οι κυβερνήσεις κατέβαλαν ενσυνείδητη προσπάθεια να βγάλουν τους
αξιωματικούς από την απομόνωση και να τους εντάξουν στην κοινωνία. Επειδή οι εξετάσεις για την
είσοδο στις στρατιωτικές σχολές είναι οι ίδιες όπως για την είσοδο στο πανεπιστήμιο, πολλοί
διαμαρτύρονταν για την απώλεια του «ηρωικού» στοιχείου στην επιλογή και την εκπαίδευση των
αξιωματικών. Άλλοι όμως πίστευαν πως ο γραφειοκράτης αξιωματικός μπορεί να βελτιώσει τις ικανότητές
του όταν ξεπεράσει τη νοοτροπία του στρατώνα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η «πολιτικοποίηση»
των αξιωματικών, όπως έχει ήδη τονιστεί, τους κατέστησε περισσότερο επιρρεπείς στην κομματική
πολιτική ως μέσο βελτίωσης των επαγγελματικών τους προοπτικών.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις έριδες στα Γενικά Επιτελεία για ζητήματα στρατιωτικών προμηθειών.
Η οικονομική πλευρά των προμηθειών αυτών έκανε τους φορείς της αρμοδιότητας για τις ζωτικές
αποφάσεις στον τομέα αυτόν πυρήνα της αντιπαλότητας αξιωματικών με πολιτικούς.23
Η κρίση του 1989 είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην εικόνα των πολιτικών. Οι στρατιωτικοί, παρότι ήταν
δυσαρεστημένοι με τη μείωση των εισοδημάτων τους από τον πληθωρισμό, δεν προέβησαν σε δημόσιες
δηλώσεις και ενσωματώθηκαν στην κοινωνία των πολιτών σε βαθμό χωρίς προηγούμενο. Υπό την έννοια
αυτή, οι στρατιωτικοί εξέφραζαν ιδιωτικά την απογοήτευσή τους για το πολιτικό κατεστημένο της
Ελλάδας, αλλά ούτε θέλησαν ούτε μπόρεσαν να επαναλάβουν τις πρακτικές του παρελθόντος. Η
συμμετοχή τους στην πολιτική μειώθηκε. Από τους 34 βουλευτές με στρατιωτικό παρελθόν στο
κοινοβούλιο του 1952, ο αριθμός το 1993 είχε περιοριστεί στους 8 (Μαυρής 1996).
Τέλος, έχει καταβληθεί σημαντική προσπάθεια να προστατευθούν τα ατομικά δικαιώματα του
προσωπικού του στρατεύματος εν ώρα υπηρεσίας και εκτός αυτής. Στην περίπτωση αυτή, χάρη στην
ασυνήθιστα νεωτεριστική δραστηριότητα των δικαστηρίων, κυρίως του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, οι στρατιωτικές πρακτικές του παρελθόντος εγκαταλείφθηκαν σταδιακά και έχουν
εκσυγχρονιστεί σημαντικά εσωτερικοί κανονισμοί προκειμένου να αντικατοπτρίζουν την αλλαγή στη
νοοτροπία και στα ήθη μιας εξελισσόμενης κοινωνίας.
(Alivizatos 1991: 16)

22. Ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ στρατηγός Δημήτριος Σκαρβέλης, ο οποίος παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993, προσφέρει μια κριτική
θεώρηση της ανάκλησης των απόστρατων αξιωματικών στο Σκαρβέλης 1994.
23. Εκτενέστερη ανάλυση για το πώς το θεσμικό πλαίσιο του νόμου του 1977 προκάλεσε κωλύματα στο έργο του υφυπουργού Άμυνας
Θεόδωρου Στάθη (1987-1988) βλ. στο Στάθης 1992: ιδίως 137-148 και 164-174.
VI
OIKONOMΙA
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ της κοινωνίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η εγκυρότερη ίσως έρευνα έγινε από
τον Τάσο Γιαννίτση, με αντικείμενο την οικονομική κυρίως συμπεριφορά των Ελλήνων.
Κράτος, πολιτικό σύστημα και κοινωνικές δυνάμεις εκδήλωσαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες έναν
έντονο αρνητισμό απέναντι σε αλλαγές που συνδέθηκαν με την αναπτυξιακή και κοινωνική πρόοδο,
σύμφωνα με πιο επιτυχημένα κοινωνικά πρότυπα. Η εξήγηση γιατί συνέβη αυτό στην Ελλάδα είναι ότι
πιθανότατα έχει οικοδομηθεί εδώ μια πολιτικο-κοινωνική ισορροπία στην οποία ευρύτατα κοινωνικά
στρώματα έφτασαν να ασπαστούν τη λατρεία ενός κρατισμού που εξασφάλιζε μαζικούς διορισμούς στον
δημόσιο τομέα, ιδίως σε προνομιακές θέσεις (ΔΕΚΟ, κρατικές επιχειρήσεις), μονιμότητα, εξαιρετικά
ευνοϊκές συνθήκες εργασίας, περίθαλψης και συνταξιοδότησης και απουσία μηχανισμών ελέγχου. Ο
συνδυασμός αυτός προσανατόλιζε την ελληνική νεολαία και κοινωνία προς το δημόσιο, και ακύρωνε για
μεγάλο τμήμα του πληθυσμού κάθε κίνητρο για πρωτοβουλίες, δημιουργικότητα, καινοτομία,
προσπάθεια, επιχειρηματική πρωτοβουλία, ανάληψη ρίσκου για επενδύσεις.
(Γιαννίτσης 2013: 97-98)

Ο βαθμός στον οποίο η μακρά περίοδος του Ανδρέα στην εξουσία ενίσχυσε ορισμένα γνωρίσματα της
κοινωνίας τα οποία ο Γιαννίτσης αναφέρει παραπάνω μένει να στοιχειοθετηθεί από τους επιγενόμενους,
όταν περισσότερες μαρτυρίες και ευρήματα φτάσουν στη δημοσιότητα. Ωστόσο θα ήταν παράλειψη να μην
επισημάνουμε κάποιες ενδείξεις οι οποίες συνδέουν την κοινωνική συμπεριφορά της εποχής εκείνης με τη
μακροχρόνια κρίση που γνώρισε η Ελλάδα μετά το 2008.
Στους δεκαέξι ανασχηματισμούς της πρώτης οκταετίας του ο Ανδρέας χρησιμοποίησε 113 άτομα,
δηλαδή περίπου τα τρία πέμπτα όσων είχαν εκλεγεί με το κόμμα του την περίοδο αυτή. Θύματα των
ανασχηματισμών υπήρξαν κυρίως οι τεχνοκράτες του και όχι οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, που
παρέμειναν αμετακίνητοι. Έτσι κατάφερε να απαλλαγεί από τους οικονομολόγους του κινήματος και να
μείνει με τους απολύτως αφοσιωμένους συνεργάτες.
Πρώτο θύμα του υπήρξε ο Απόστολος Λάζαρης, ο οποίος ως υπουργός Συντονισμού προσπάθησε να
εφαρμόσει σταθεροποιητικό πρόγραμμα και μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών.
Αντιμέτωπος με τα στελέχη που απαιτούσαν τη δημοφιλή πολιτική της επέκτασης των κρατικών εξόδων,
όπως ο υπουργός Εργασίας Απόστολος Κακλαμάνης, ο Λάζαρης παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε τον
Ιούλιο του 1982 από τον Γεράσιμο Αρσένη. Ο Αρσένης ακολούθησε περίπου την τύχη του προκατόχου
του όταν θέλησε με τη σειρά του να σταθεροποιήσει την οικονομία (Αρσένης 1987: 70, 234, 237).24
Μετά τις εκλογές του 1985 ο Κώστας Σημίτης προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτική λιτότητας. Η
θητεία του στο υπουργείο κράτησε έως τον Νοέμβριο του 1987.25 Ανάλογο σενάριο διαδραματίστηκε στο
υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με θύματα τον Μανόλη Δρεττάκη και τον Δημήτρη Κουλουριάνο. Και οι
δύο παραιτήθηκαν από το υπουργείο και το κόμμα. Ο Δημήτρης Τσοβόλας υπήρξε ο διάδοχος με χρίσμα
του αρχηγού. Καθόλου τεχνοκράτης αλλά λαϊκιστής, εφάρμοσε κατά γράμμα την πολιτική που φέρει το
όνομά του (Παππάς 2008: 191-194).
Το προφίλ του οικονομολόγου Ανδρέα παρουσίασε σε συνέντευξή του ο Αδαμάντιος Πεπελάσης μερικά
χρόνια μετά τον θάνατο του Παπανδρέου:
Για χρόνια τώρα και όσο ακόμη ζούσε ο Παπανδρέου, παρατρεχάμενοι έπλαθαν διάφορους μύθους
κατάλληλους προς βρώσιν από τους γηγενείς. Ένας τέτοιος λοιπόν ήταν και για τον μαρξιστή
οικονομολόγο, τον θεωρητικό της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων κτλ. Ή τις τελευταίες τούτες μέρες
για τον στενό φίλο του Γκάλμπρεϊθ, τον συνεργάτη του, σχεδόν ομοτράπεζό του […] Όλα αυτά δεν
προσθέτουν τίποτα στον οικονομολόγο ή πολιτικό Παπανδρέου.
Ο πανεπιστημιακός Παπανδρέου ήταν ένας φωτισμένος της φιλελεύθερης σκέψης και της
φιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτά εννοούνταν από την αγγλοσαξονική, και ιδιαίτερα την αμερικανική,
εμπειρία στα μέσα του 20ού αιώνα. Το βαθύτερο υπόστρωμα αυτής της σκέψης και πολιτικής ήταν η
συγκράτηση, η ρύθμιση, ο έλεγχος της μονοπωλιακής απειλής και τα οικονομικά της ευημερίας. Η
πρώτη δημοσιευμένη εργασία του ήταν στην American Economic Review του 1949 για τη «Δομή της
αγοράς και τη μονοπωλιακή ισχύ», μια απολογία του αμερικανικού οικονομικού συστήματος, υπό
προϋποθέσεις. Στην ανασκόπηση των οικονομικών του σοσιαλισμού, του A. Bergson, στην Επισκόπηση
της Σύγχρονης Οικονομικής, για την Αμερικανική Οικονομική Εταιρεία, ούτε μνεία ούτε αναφορά
γίνεται στο όνομα του Α. Παπανδρέου ούτε σε εργασία του. Το πρώτο του βιβλίο σε συνεργασία με τον
J. T. Wheeler το 1954 ήταν για τον «Ανταγωνισμό και τη ρύθμιση της αγοράς». Άρθρα και βιβλία που
ακολουθούν όλα περιστρέφονται στη συγκέντρωση και την οικονομική πολιτική (1956), τη δομή της
αγοράς, τη λειτουργία της οικονομίας ή θέματα μεθοδολογίας. Τι έγινε αργότερα στην Ελλάδα, τι
γράφτηκε, πώς ονοματίστηκαν προγράμματα και παίκτες, αυτά είναι άλλη ιστορία.
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 1, 74)

Η πολιτική του Ανδρέα να αυξήσει το 1982 τα κατώτατα όρια μισθών κατά 40% ανέβασε το κόστος
εργασίας τη στιγμή που η Ελλάδα βρισκόταν εκτεθειμένη στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Οι επιπτώσεις
της πολιτικής αυτής στην οικονομία είχαν αθροιστικό αποτέλεσμα. Ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης
Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) ανέλαβε το 1983 την «εξυγίανση» των προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων, με
αποτέλεσμα να περάσουν στον δημόσιο τομέα οι προβληματικές του ιδιωτικού, με επιβάρυνση των
φορολογουμένων και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η διεύρυνση αυτή του δημόσιου τομέα δεν κατάφερε να εμποδίσει την άνοδο της ανεργίας, από 4,1%
το 1981, στο 8,1% το 1984. Η προσπάθεια του Κώστα Σημίτη το 1985 να σταθεροποιήσει την
οικονομία αντιμετώπισε τεράστια αντίδραση από τους κομματικούς μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ. Ο κόσμος
είχε ξεμάθει τις θυσίες.
Μετά την κρίση του 1974 η οικονομία είχε επιστρέψει στους παλαιούς της ρυθμούς ανάπτυξης έως το
1979. Η ανεργία παρέμεινε κάτω από 2%, παρά την παλιννόστηση Ελλήνων από τη Γερμανία και τη
Σουηδία. Την περίοδο αυτή ο κρατικός τομέας επεκτεινόταν συνεχώς, με περισσότερη δημόσια
κατανάλωση και με μεταβιβάσεις και λίγες κρατικές επενδύσεις. Η τάση εντάθηκε επί κυβερνήσεων του
ΠΑΣΟΚ, έτσι ώστε η δημόσια κατανάλωση και οι μεταβιβάσεις να φτάσουν το 1989 το 31% του ΑΕΠ και
να κρατηθούν στο επίπεδο αυτό για μια δεκαετία.
Ανάμεσα στο 1975 και το 1981 κρατικοποιήθηκαν οι τράπεζες Ιονική-Λαϊκή και Εμπορική, η
Ολυμπιακή Αεροπορία, η ΕΚΟ, ενώ ιδρύθηκαν πολλοί νέοι δημόσιοι οργανισμοί (Dragoumis 2004: 85-96).
Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, από 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1971, έφτασε τα 6,8
δισεκατομμύρια το 1981. Η προσπάθεια σταθεροποίησης στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε ως
παρενέργεια την ανατίμηση της δραχμής, που επιβάρυνε το εμπορικό έλλειμμα. Η αδυναμία ελέγχου των
δημοσιονομικών ελλειμμάτων έκανε τη σκληρή δραχμή στοιχείο συγκράτησης του πληθωρισμού, αλλά
συγχρόνως και υπονόμευσης της ανάπτυξης. Η εγκατάλειψη της πολιτικής αυτής το 1989 διόγκωσε και
πάλι το έλλειμμα, το οποίο έφτασε το 14,4% του ΑΕΠ.
Από τα τέλη του 1987, όταν άλλα μέλη της ΕΚ εφάρμοζαν μέτρα σταθεροποίησης, η Ελλάδα
εγκατέλειπε τα δικά της και αποκτούσε έτσι πλήρη εξάρτηση από τα κοινοτικά ταμεία. Την ίδια εποχή
οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας υπολείπονταν των άλλων κρατών-μελών. Από τα κοινοτικά ταμεία η
Ελλάδα έλαβε 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο σε απευθείας επιδοτήσεις στο πλαίσιο των καθιερωμένων
μεταβιβαστικών μηχανισμών. Παρ’ όλα αυτά το κατά κεφαλήν εισόδημα εξακολουθούσε να αποκλίνει από
τον ευρωπαϊκό μέσο όρο («Emerging Market Indicators», The Economist, 22/11/2003: 126). Οι
κοινοτικοί πόροι, που από το 1989 αποτελούσαν το 4,5% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, έγιναν
το υποκατάστατο των παραδοσιακών πηγών ισοσκελισμού του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, της
ναυτιλίας, του τουρισμού και των εμβασμάτων από τους μετανάστες, που παρουσίαζαν κάμψη. Το πρώτο
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) ξοδεύτηκε αρχικά σε αντιπαραγωγικούς στόχους. Το δεύτερο ΚΠΣ
(1994-1999) υπήρξε πιο αποδοτικό, αλλά η οικονομία έβαινε πλέον ολοταχώς προς την κρίση που
γνωρίζουμε σήμερα.
Αν τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ανδρέα ήταν δυσάρεστα για τη δημόσια εικόνα του, το τέλος της
πρώτης του οκταετίας υπήρξε αρνητικό για την υστεροφημία του ως οικονομολόγου. Η κρατική
μεγέθυνση που είχε αρχίσει από τη ΝΔ συνεχίστηκε και κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της οκταετίας του
1980. Οι κατηγορίες για διαφθορά δημοσίων υπαλλήλων και υπουργών του ΠΑΣΟΚ συνέπεσαν με τις
κατηγορίες εναντίον του ίδιου του Ανδρέα, οι οποίες δεν επαληθεύτηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο.
Ο εκλογικός νόμος αφέθηκε στα χέρια του ισχυρού, λόγω της ασθένειας του Ανδρέα, Μένιου
Κουτσόγιωργα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του πιο προβληματικού κατασκευάσματος του είδους. Ο
εκλογικός αυτός νόμος δεν επέτρεπε τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης και την εκτόνωση της
κρίσης. Αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν σε κυβέρνηση τη ΝΔ με τη στήριξη του ΚΚΕ,
και αργότερα σε κυβέρνηση όλων των κομμάτων με πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ώσπου να
καταφέρει επιτέλους ο κ. Μητσοτάκης να σχηματίσει κυβέρνηση με δύο μόνο πρόσθετους βουλευτές, είχε
χαθεί πολύτιμος χρόνος και η οικονομία χρειαζόταν άμεση βοήθεια. Η συναινετική πλέον πολιτική
ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπόρεσε ωστόσο να λύσει το μέγα πρόβλημα των
κομματικοποιημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Η σοβαρότερη ανάλυση των οικονομικών προβλημάτων της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στη
σύντομη αλλά περιεκτική μελέτη των Θωμαδάκη και Σερεμέτη «Fiscal Management, Social Agenda,
and Structural Deficits» (Thomadakis & Seremetis 1992). Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, ο Ανδρέας
είχε την ευκαιρία, την οποία του επέτρεψε η μεγάλη διάρκεια της θητείας του, να προσφέρει
ολοκληρωμένο έργο. Ως πρωταθλητής των μη προνομιούχων, φρόντισε μεν για την ανακατανομή του
πλούτου, αλλά όχι για την ανάπτυξη. Αυτό τελικά αποδείχτηκε και το μεγάλο πρόβλημα που
κληροδότησε στην οικονομία. Από το 1980 έως το 1988 τα κρατικά εισοδήματα και τα έξοδα αυξήθηκαν
έναντι του ΑΕΠ. Και τα μεν έσοδα αυξήθηκαν κατά 7%, ενώ οι δαπάνες κατά 20%. Το έλλειμμα συνεπώς
αυξήθηκε κατά 13%. Έκτοτε τα δημοσιονομικά ζητήματα της οικονομίας απέκτησαν μονιμότητα. Ο
Ανδρέας θεώρησε ότι θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το αναδιανεμητικό έργο με δάνεια, και μάλιστα
ξένα. Με τον τρόπο αυτό επέλεξε τη χειρότερη μέθοδο άντλησης πόρων, αντί της πρόσθετης φορολογίας,
που δεν είχε το θάρρος να αναλάβει. «Το οπλοστάσιο της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ περιοριζόταν διαρκώς στα
μακροοικονομικά» (Thomadakis & Seremetis 1992: 254).
Την περίοδο της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ κατασκευάστηκε ο μύθος ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση
δεν ήταν παρά μία ακόμη μορφή καταπάτησης των λαϊκών δικαιωμάτων. Ακόμη χειρότερα, η ηγεσία του
ΠΑΣΟΚ διέδιδε ότι η ανεξέλεγκτη αγορά υπήρξε το κόλπο των νεοφιλελεύθερων για να υπονομεύσουν τη
μεγάλη αλλαγή. Από το 1985 επιβλήθηκε ως ιδεολογία της δημοσιονομικής πολιτικής ο
μακροοικονομικός λαϊκισμός.26
Η εκτόπιση της οικονομικής μεταρρύθμισης από τον μακροοικονομικό λαϊκισμό αποτελεί ιστορική
αποτυχία της δημοκρατικής τάξης στην Ελλάδα, διότι επέτρεψε τη διαιώνιση του δημόσιου και
εξωτερικού ελλείμματος. Επέτρεψε επίσης τη συστηματική χρήση πρόχειρων μέτρων δημοσιονομικού
και νομισματικού χαρακτήρα σαν οδό διαφυγής από το πρόβλημα: συσσώρευση δημόσιου χρέους αφενός,
και υποτίμηση του νομίσματος αφετέρου. Κανένα από τα δύο δεν ήταν πραγματικός τρόπος
στρατηγικής διαχείρισης της οικονομίας. Ήταν μέτρα τελευταίας λύσης που υποκαθιστούσαν την
έλλειψη οργανωμένης πολιτικής, όμως εξυπηρετούσαν μεγάλες εκλογικές σκοπιμότητες με τον
μακροοικονομικό τους λαϊκισμό, δηλαδή την εμπέδωση της δημοσιονομικής ουτοπίας και του πολιτικού
παρακολουθήματος ότι τα ελλείμματα δεν είχαν σημασία.
(Thomadakis 2015)

Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο λάθος των κυβερνήσεων του Ανδρέα από το 1981 έως το 1989. Η
στραβή νοοτροπία που η χρήση αυτού του λάθους εδραίωσε στην κοινή γνώμη ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό
για την κρίση που άρχισε το 2009. Το πρόβλημα βέβαια ήταν παλαιότερο. «Καθεμιά από τις επτά
εκλογικές αναμετρήσεις στη διάρκεια των είκοσι χρόνων (1974-1993) αύξησε συνολικά το δημόσιο
έλλειμμα κατά 1,83% του Καθαρού Εσωτερικού Προϊόντος, το οποίο σημαίνει ότι ο προεκλογικός
λαϊκισμός μόνος του συσσώρευσε ελλείμματα ανάλογα με το 13% του ΚΕΠ» (Thomadakis 2015).
Το οικοδόμημα της οικονομικής πολιτικής των ψευδαισθήσεων κατασκευάζεται χωρίς θεσμικό
προνοιακό αγκυροβόλιο και στελεχώνεται με ισχυρές οργανώσεις συνδικαλισμού και γενικότερα
κορπορατισμού πάσης μορφής, ακόμη και φοιτητικού. Η δημόσια υπερχρέωση χρηματοδοτείται κυρίως
από εσωτερικές πηγές και περιορίζει έτσι τις αναπτυξιακές επενδύσεις, δημιουργώντας
στασιμοπληθωρισμό και μεγάλο ανταγωνισμό για αυξήσεις και διευκολύνσεις. «Στην πραγματικότητα η
ανακατανομή και η λεγόμενη κοινωνική πολιτική θεμελιώθηκαν σε ελλείμματα, υποτιμήσεις του
νομίσματος και χρέος» (Thomadakis 2015).
Πέραν των σκανδάλων, το τέλος της δεκαετίας του 1980 παρουσίασε μια γνήσια δημοσιονομική κρίση.
Η άνοδος του δημόσιου ελλείμματος στο 15% του Καθαρού Εσωτερικού Προϊόντος ανάγκασε την
κυβέρνηση να συνάψει δάνεια με τεράστιο κόστος, να εξασφαλίσει βοήθεια από την ΕΕ και να καταφύγει
σε σοβαρά μέτρα σταθεροποίησης, ακόμη και στην ιδιωτικοποίηση των πρώτων δημόσιων επιχειρήσεων.
Οι προσπάθειες αυτές υπήρξαν η αρχή της κατοπινής πολιτικής που έφερε την Ελλάδα στην ΟΝΕ.
Πρόκειται για περίοδο ανάκαμψης των ρυθμών ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Η πολιτική της σκληρής δραχμής που επιδίωξε το ΠΑΣΟΚ μετά την επιστροφή του Ανδρέα στην
εξουσία το 1993 συνέβαλε στον αποπληθωρισμό της οικονομίας και στην πτώση των επιτοκίων,
περιορίζοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα (από 9,9% του ΑΕΠ το 1994, σε 4% το 1997). Ήταν η
περίοδος που χαρακτηρίζεται από την ομιλία του της 2ας Δεκεμβρίου 1993: «Είτε το έθνος θα εξαφανίσει
το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος» (βλ. Επίμετρο, σ. 248-252).
Ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ως υφυπουργός τον Οκτώβριο του 1993 και υπουργός Οικονομικών το 1994,
έδειξε προσήλωση στην πραγματική σύγκλιση της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Πρόκειται για
μια από τις καλύτερες εποχές σωστής διαχείρισης των οικονομικών, χωρίς παρεμβάσεις του Ανδρέα
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 2, 233).
Όταν η παγκόσμια κρίση χτύπησε την Ελλάδα το 2008-2009, η οικονομία βρέθηκε τελείως
απροετοίμαστη. Σημειώθηκε τότε μια από τις μεγαλύτερες μετατοπίσεις ψηφοφόρων στην ελληνική
ιστορία. Από τα δυο μεγάλα κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σε τρίτο, το ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόταν ανακούφιση
στους ψηφοφόρους. Η έννοια «λαός» του Ανδρέα, ως το σύνολο των αθώων πληγέντων, ξαναγεννήθηκε. Ο
Ανδρέας επανεμφανίστηκε με τη φωνή του Αλέξη Τσίπρα (Kriesi & Pappas 2016: 191-195).

24. Η τύχη του όμως ήταν χειρότερη. Αντί να παραιτηθεί και αυτός από τη θέση του και από το κόμμα, ο Ανδρέας τον διέγραψε. Ο
Αρσένης σχολίασε τη μεταχείριση αυτή με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο Ανδρέας διακατέχεται από ανασφάλεια και γι’ αυτό είναι αυταρχικός…»
(Αρσένης 1987: 234). «Ύστερα από είκοσι τρία χρόνια προσωπικής γνωριμίας και επιστημονικής συνεργασίας, και τριάμισι χρόνια
συνεργασίας σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο με τον Ανδρέα Παπανδρέου, πώς εκλάβατε το γεγονός ότι σας διέγραψε ο ίδιος άνθρωπος;
Κοιτάξτε, δεν περίμενα τη διαγραφή μου σ’ αυτό το χρονικό σημείο. Δεν είπα όμως πως θεωρούσα αδύνατο από τον Ανδρέα Παπανδρέου να
προχωρήσει στην πράξη της διαγραφής. Και ακριβώς γιατί δεν το θεωρούσα αδύνατο, δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι ή αισθάνθηκα πικρία.
Αυτό που με λύπησε όμως ήταν η άρνησή του να έχει έναν διάλογο μαζί μου πρόσωπο με πρόσωπο για θέματα και ζητήματα που ήταν και
εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική μας συνεργασία. Οι πολιτικοί άνδρες πρέπει να έχουν το θάρρος
της γνώμης τους και να μπορούν τουλάχιστον να εξηγούν στους συνεργάτες τους γιατί ορισμένα πράγματα έγιναν και γιατί άλλα δεν έγιναν.
Το γεγονός ότι αρνήθηκε αυτή την εξήγηση, που μου την όφειλε, το θεωρώ απαράδεκτο» (Αρσένης 1987: 237).
25. «Ο Ανδρέας […] πραγματοποίησε μια χαρακτηριστική στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική, παρεμβαίνοντας σε θέματα
εισοδηματικής πολιτικής με τρόπο που εξανάγκασε τον Κώστα Σημίτη σε παραίτηση» (Παπαντωνίου 2014: 58).
26. Είναι όρος που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την περίοδο 1981-1989 ο Σταύρος Θωμαδάκης (Thomadakis 2015).
VII
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ της προσωπικής ζωής του Ανδρέα δεν είναι αξιομνημόνευτη. Η εικόνα ενός
άρρωστου, ηλικιωμένου πολιτικού που ερωτεύεται μια νέα κοπέλα και τη νυμφεύεται είναι η κατάληξη
μιας πολυτάραχης διαδρομής. Το γεγονός αυτό σχολιαζόταν ποικιλοτρόπως. Ο ίδιος όμως είχε προ πολλού
ξεπεράσει τις νεανικές του ευαισθησίες για τη γνώμη των άλλων. Απολάμβανε την υποταγή και τον
θαυμασμό του περιβάλλοντός του και είχε απαλλαγεί από κάθε ίχνος υπερεγώ (του κοινωνικού ελέγχου,
κατά τον Φρόιντ). Η βιολογική φθορά έκανε τον Ανδρέα να ζει κυρίως με τις προσλαμβάνουσες της
ακμής, χωρίς να τις φιλτράρει μέσα από τη σοφία των γηρατειών.
Η σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη, που άρχισε το 1986, ήταν ένας τρόπος να γαντζωθεί στη ζωή που
του προσέφερε εκείνη. Κατά την «αυτιστική» ροπή του, αγνοούσε τις επικρίσεις τόσο της οικογένειάς του
όσο και του περιβάλλοντος των πολιτικών του φίλων, που προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον εξευτελισμό.
Έτσι η είσοδος στην τελευταία φάση δεν συνοδεύτηκε από την ωριμότητα που διευκολύνει το πέρασμα
προς τον θάνατο. Εξακολουθούσε έως το τέλος να παίζει τα παιχνίδια της ακμής του.
Το απομνημονευτικό έργο της Δήμητρας (Λιάνη) Παπανδρέου αποτελεί μια μελοδραματική καταγραφή
της εξέλιξης του ειδυλλίου έως τον θάνατο του Ανδρέα. Παρελαύνουν οι κοντινοί του φίλοι που του
συμπαραστάθηκαν την περίοδο αυτή, όπως και πολλοί άλλοι που αισθάνονταν τον παραμερισμό να
πλησιάζει. Το βιβλίο περιέχει ακόμη βολές κατά της οικογένειας, που, καθώς φαίνεται, υπήρξε ο
κυριότερος αντίπαλος της Δήμητρας. Στα παραρτήματα περιέχονται ιδιόχειρες επιστολές του Ανδρέα και
μελών της οικογένειας που προδίδουν την ένταση η οποία επικρατούσε ανάμεσά τους. Δεν περιλαμβάνεται
ωστόσο η ακολουθία με τους θεραπευτές και την ξεματιάστρα που η σύζυγός του του επέβαλε. Η κυρία
Σοφία, αρμενικής καταγωγής από τη Μικρά Ασία, υπήρξε η καλύτερη ξεματιάστρα της Αθήνας. Η
σύσταση στη Δήμητρα δόθηκε από την ιδιοκτήτρια του οίκου μόδας που έραβε τα φορέματά της. Έκτοτε
η κυρία Σοφία έγινε στοιχείο της αυλής του Ανδρέα. Το ξεμάτιασμα γινόταν από την τηλεόραση, ώστε η
κυρία Σοφία να έχει οπτική επαφή με τον ματιασμένο Ανδρέα (από συνέντευξη του γράφοντος με την
κυρία Σοφία το 1994).
Ως προς την άλλη πλευρά του Ανδρέα, ο φίλος του Αδαμάντιος Πεπελάσης διηγείται τα ακόλουθα:
Προς το τέλος της ζωής του, μέρος της κοινής γνώμης ξαφνιάστηκε με ορισμένες συμπεριφορές και
τάσεις, όπως π.χ. «κομποσκοίνια, τάματα, ευχέλαια» και άλλα τέτοια. Εντούτοις ο σπόρος ήταν εκεί
από παλιά. Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1962. Συχνά γευματίζαμε οι δυο μας εκεί παραδίπλα
από το γραφείο μας, στα «Καλάμια» της οδού Σταδίου. Ο Ανδρέας είχε πριν από λίγο πιει ένα ουίσκι.
Μετά το τρίτο ποτήρι από τον «Υμηττό» Καμπά, τα μάτια του υγραίνονται καθώς μου εξομολογείται
την ανησυχία του. «Κάθε βράδυ πηγαίνοντας στο κρεβάτι αναρωτιέμαι πόσο ακόμη θα συνεχίσει η καλή
μου τύχη!» Συνέχισε απαριθμώντας τις «τυχερές» στιγμές της ζωής του. Γρήγορα εννόησα ότι λογική
συνομιλία δεν είχε νόημα. Όλα τα «σημαδιακά» γεγονότα της ζωής του, Χάρβαρντ, βιβλία, αναγνώριση,
Μπέρκλεϊ κ.ά., ήταν από τις μοίρες. Και ο πατέρας του έπαιζε με τις «μοίρες», μόνο που εκείνος
αρέσκονταν να ακούει τη φωνή του, ο Ανδρέας αποκάλυπτε την ψυχή του. Ο βαθύς ψυχικός του κόσμος
ήταν πάντα σε εγρήγορση.
(Παναγιωτόπουλος 1993: τόμ. 1, 75)

Η διαθήκη του Ανδρέα, με την οποία άφησε στην τρίτη σύζυγό του όλα τα περιουσιακά του στοιχεία,
συμπεριλαμβανομένης της οικίας της μητέρας του στο Ψυχικό, την οποία εκείνη, όπως αποδείχτηκε
αργότερα, είχε κληροδοτήσει στη συνονόματη εγγονή της, αποτέλεσε αντικείμενο πολλών σχολίων. Ο
Χαράλαμπος Βλαχούτσικος, που αγόρασε από τον Ανδρέα το σπίτι αυτό, το έχασε χωρίς αποζημίωση
όταν μετά τον θάνατο του Ανδρέα τα παιδιά του παρουσίασαν την άγνωστη έως τότε διαθήκη της γιαγιάς
τους.
Από τα σχόλια του Ανδρέα που καταγράφει η Δήμητρα για τους συνεργάτες του και τα μέλη του
κόμματος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εχθρότητά του προς τον Σημίτη. Έως την εκλογή του
τελευταίου ως αντικαταστάτη του, ο Ανδρέας τον πολέμησε συστηματικά. Αντίθετα, η περιγραφή του
Άκη Τσοχατζόπουλου είναι διθυραμβική: «Πίστευε πως ο Άκης είναι από τα πιο ικανά και έμπειρα
στελέχη του κινήματος, με πετυχημένη θητεία και θεσμικό έργο απ’ όποιο υπουργείο κι αν πέρασε» (Δ.
Παπανδρέου 1997: 286-290). Το κυριότερο χαρακτηριστικό του Άκη, ίσως και η μεγαλύτερη αρετή του,
ήταν ότι συμφωνούσε σε όλα με τον Ανδρέα. Η κρίση του Ανδρέα για τους συνεργάτες του βασιζόταν
πρώτιστα στο κριτήριο της αφοσίωσης. Για την επαγγελματική τους επάρκεια δεν έδειχνε ανάλογο
ενδιαφέρον.
Το τέλος του ήταν καλό. Πέθανε μέσα σε περιβάλλον αφοσιωμένων φίλων και της συντρόφου του. Είχε
καταφέρει ακόμη να κερδίσει τη λατρεία μεγάλου μέρους των Ελλήνων ψηφοφόρων. Μένει να
διαπιστωθεί αν η υστεροφημία θα παρακολουθήσει τις άλλες επιτυχίες του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ να σκιαγραφήσει κανείς τον άνθρωπο; Ο Ανδρέας δεν έφερε από τον αμερικανικό
φιλελεύθερο λαϊκισμό τα πλατιά, αισιόδοξα χαμόγελα των πολιτευτών του. Στις ομιλίες ήταν πάντοτε
συνοφρυωμένος, σχεδόν θυμωμένος, σαν τους πολιτικούς οραματιστές των πρώτων δεκαετιών του 20ού
αιώνα. Έδειχνε έτσι στους οπαδούς του ότι ήταν αποφασισμένος να εξουδετερώσει μαζί τους τους
αόρατους κοινούς εχθρούς. Τίποτε άλλωστε δεν συνδέει τον αρχηγό με τους οπαδούς του περισσότερο από
την εντύπωση της συνεργασίας. Παράλληλα κρατούσε απόσταση από κάθε υψηλή έκφραση των τεχνών
και προτιμούσε τη λαϊκή κουλτούρα, ίσως για να κατανοεί καλύτερα τους λαϊκούς ψηφοφόρους. Τους
άλλους μπορούσε να τους κερδίσει με τις σημαντικές αναλυτικές του ικανότητες.
Σε κάποιο βαθύτερο σημείο της ψυχοσύνθεσής του έμοιαζε με τους πρώτους επαναστάτες φουτουριστές
και τους συνδικαλιστές του Σορέλ, γιατί αρνιόταν κάθε επαφή μ’ ένα παρελθόν που τον πλήγωνε. Είχε
τον τρόπο του να κρύβει και να λησμονεί τα τραύματά του. Όμως δεν τον λησμονούσαν αυτά. Η σχέση
του με το μέλλον ωστόσο τελείωνε με τη φροντίδα του για την επόμενη μέρα. Ήταν έτσι παγιδευμένος σ’
ένα παρόν χωρίς προοπτική διαφυγής. Αγαπούσε τις γυναίκες,27 είτε σαν θεότητες τροφούς είτε
ακολουθώντας το ανδρικό πρότυπο που ξεσήκωσε από το πατρικό παράδειγμα.
Ο ελληνικός πολιτικός βίος δεν γνώρισε άλλο φαινόμενο ανάλογο με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

27. Οι φουτουριστές θεωρούσαν τις γυναίκες μόνο όργανα αναπαραγωγής.


ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η κατακερματισμένη κοινωνία

ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ του ελληνικού κράτους, το κοινωνικό μόρφωμα που παρέλαβαν οι πρώτες
κυβερνήσεις ήταν εκείνο της οθωμανικής οικογενειοκρατίας ή της βαλκανικής «κατακερματισμένης», ή
«κατατμημένης», κοινότητας. Ο όρος αποτελεί εύρημα του Βρετανού πολιτικού διανοητή Έρνεστ Γκέλνερ
(Gellner 1986) για να περιγράψει ένα προνεωτερικό σύστημα προστασίας της οικογενειακής μονάδας και
των περί αυτήν από τις αυθαιρεσίες της κεντρικής εξουσίας. Ο ημέτερος αρματολισμός εκφράζει με τον
σαφέστερο τρόπο την κοινωνία των κατακερματισμένων συμφερόντων, τα οποία συγκεντρώνουν την κύρια
μέριμνα όσων τα υπηρετούν. Με τον καιρό κάθε θραύσμα της κοινωνίας αυτής διευρύνεται με νέα μέλη.
Το μεγάλο εμπόδιο που θέτει η ίδια η κοινωνία μας σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού είναι ο
κατακερματισμός. Πρόκειται για φαινόμενο που κατατρύχει το ελληνικό κράτος από τη γένεσή του. Η
εκσυγχρονιστική επαγγελία της Ελληνικής Επανάστασης προερχόταν από φορείς δυτικής ιδεολογίας, και
συγκεκριμένα από τον «κατακτητή ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορο» (σύμφωνα με τον τίτλο άρθρου του
Τραϊάν Στογιάνοβιτς), εκπρόσωπο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των ιδεών της Γαλλικής
Επανάστασης.
Την ένοπλη εξέγερση και τον αγώνα κατά του αναχρονιστικού οθωμανικού καθεστώτος
πραγματοποίησαν τα ισχυρότερα προϊόντα του συστήματος. Εδώ βρίσκεται το παράδοξο που ταλαιπωρεί
έκτοτε το ελληνικό κράτος. Οι πρόκριτοι, οι ένοπλοι και η Εκκλησία, που βρέθηκαν στο πεδίο των
μαχών και κατέβαλαν τον ανάλογο φόρο αίματος, στελέχωσαν ένα νέο κράτος δυτικών προδιαγραφών.
Πίσω από τους υπουργούς του Όθωνα ή του Γεωργίου Α΄ κρύβονταν συχνά αρπακτικοί αρματολοί
αφοσιωμένοι κυρίως στην οικογένεια και στους φίλους. Ζούμε έκτοτε με τον σχιζοφρενικό δυϊσμό ενός
κράτους κατασκευασμένου με τα υλικά του εκσυγχρονιστικού ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, το οποίο
συμβιώνει με μια προνεωτερική κοινωνία, κατακερματισμένη σε διάφορες ομάδες – καθεμία με τη δική
της ιεραρχία, τα δικά της πελατειακά δίκτυα και τους δικούς της υποστηρικτές. Οι ομάδες αυτές είχαν
συνήθως ανταγωνιστικές σχέσεις, με κύριο στόχο την άλωση και τη χειραγώγηση της κρατικής μηχανής.
Πώς εξηγείται η επιτυχία της γενικευμένης εξέγερσης σε μια αγροτική κοινωνία αποκομμένη από τα
νεωτερικά κινήματα της Εσπερίας; Η ελληνική προνεωτερική κοινωνία της Επανάστασης ήταν
κομματιασμένη σε φατρίες, αρματολίκια και κοινότητες με κοινή αντίληψη ότι η απαλλαγή από τους
κυρίαρχους Οθωμανούς δεν μπορούσε παρά να βελτιώσει τη ζωή όλων. Πολλοί καπετάνιοι, πρόκριτοι και
αγρότες ωστόσο συμμετείχαν στην Εθνεγερσία αποδίδοντας διάφορες ερμηνείες στα μηνύματα των
Φιλικών και των λογίων. Τα σχέδια των αρματολών και των ακτημόνων για την επομένη της
Επανάστασης παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία και υπηρετούσαν συχνά αντίπαλους στόχους. Οι περισσότεροι
απέβλεπαν σε επίμαχα έπαθλα από τη μεγάλη ανατροπή. Έτσι ο εμφύλιος που ξέσπασε λίγο μετά τις
πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των Οθωμανών ήταν το φυσικό επακόλουθο μιας
κατακερματισμένης κοινότητας ευκαιριακών συμπολεμιστών. Ο θεσμός της οικογένειας, που συγκέντρωνε
την κατεξοχήν αφοσίωση των υποδούλων, και στη συνέχεια οι συγγενείς, οι φίλοι και οι αδελφοποιτοί
αποτελούσαν μακροχρόνια οργάνωση προστασίας έναντι μιας αυθαίρετης εξουσίας. Στον υπήκοο που δεν
διέθετε τα οικονομικά μέσα για να εξαγοράσει τον καταπιεστή του έμενε ως εγγύηση η εμπιστοσύνη
στους πολύ κοντινούς του.
Η μεγάλη έκπληξη για τους αυτόχθονες επαναστάτες της ανεξαρτησίας υπήρξε το συγκεντρωτικό
κράτος δικαίου το οποίο εισήγαγαν ως πρότυπο εξουσίας οι ετερόχθονες του Αγώνα. Πρόκειται για το
επαναστατικό πραγματικά αποτέλεσμα ενός παραδοσιακού πολέμου. Το σύγχρονο κράτος κατάφερε να
επιβληθεί στην Ελλάδα χάρη στην οικονομική και ιδεολογική υπεροχή της Διασποράς. Οι φωτισμένοι
ηγέτες των πρώτων κυβερνήσεων του ανεξάρτητου κράτους, τόσο ο Καποδίστριας όσο και οι Βαυαροί,
φρόντισαν να δημιουργήσουν θεσμούς οι οποίοι απέβλεπαν στην εξίσωση των πολιτών και στην
αναμόρφωση της κοινωνίας: από τον κατακερματισμό των κάθετων δικτυώσεων, στην ενιαία, οριζόντια
διαστρωμάτωση.
Οι φραγκοφορεμένοι πρωθυπουργοί και υπουργοί θεώρησαν τους αυτόχθονες περιττούς ή και
παρακωλυτικούς της προόδου του νέου κράτους. Η εκδίκηση των αυτοχθόνων εκδηλώθηκε με το πρώτο
οθωνικό σύνταγμα του 1844, διά του αποκλεισμού των ετεροχθόνων από τις δημόσιες θέσεις. Όμως η
επιτυχία τους αυτή δεν κράτησε πολύ. Ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος και οι περί αυτούς εργάστηκαν
συστηματικά για την επιβολή του κράτους δικαίου, το οποίο υπονόμευσε τις φατρίες και μετρίασε τις
συγγενικές και τις πελατειακές σχέσεις στη διαχείριση των κοινών.
Παρά τον θεσμικό θρίαμβο του συγκεντρωτικού κράτους, η κατακερματισμένη κοινότητα δεν έπαψε
ποτέ να λειτουργεί. Στόχος της εξακολούθησε να είναι η εξασφάλιση των οικείων εις βάρος της
αξιοκρατίας στον δημόσιο βίο.
Από τη δεκαετία του 1980 η πρακτική του κατακερματισμού λαμβάνει έμμεσα άφεση αμαρτιών χάρη
στον θριαμβεύοντα λαϊκισμό. Πρόκειται άραγε για μια εφήμερη έξαρση του φαινομένου ή για έρπουσα
λαϊκίστικη πανδημία που έχει πια προσβάλει μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας; Το βέβαιο είναι ότι ο
πολιτικός λαϊκισμός υπονομεύει το κράτος δικαίου και συνεπώς ενισχύει τον κατακερματισμό της
κοινωνίας. Οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη τους στους νόμιμους θεσμούς και συντάσσονται με τους
εξωθεσμικούς εγγυητές της προσωπικής και της οικογενειακής τους ευημερίας.
Η έννοια της «διαφθοράς» δεν έχει στη συνείδηση των Νεοελλήνων ενιαίο περιεχόμενο. Άλλοτε
σημαίνει αθέτηση κανόνων του κράτους δικαίου και άλλοτε τήρηση άγραφων νόμων συμπαράστασης προς
συγγενείς και φίλους. Η κατακερματισμένη κοινότητα υπονομεύει τους κανόνες που διέπουν την κοινωνία
των πολιτών. Κατά τον Έρνεστ Γκέλνερ:
Η κοινωνία των πολιτών είναι ένα σύνολο μη κυβερνητικών θεσμών, αρκετά ισχυρών ώστε να
αντισταθμίζουν το κράτος χωρίς να το εμποδίζουν να εκπληρώνει τον ρόλο του ως εγγυητή της ευταξίας
και διαιτητή ανάμεσα σε διιστάμενα συμφέροντα. Η κοινωνία των πολιτών όμως μπορεί να εμποδίσει το
κράτος να κυριαρχήσει εκμηδενίζοντας την υπόλοιπη κοινωνία.
(Gellner 1986: 48)

Τον καιρό αυτόν της υποβάθμισης της κοινωνίας των πολιτών αυξάνεται η αναζήτηση των λόγων οι
οποίοι προκαλούν τη λαϊκίστικη καθήλωση της δημοκρατίας και την αβελτηρία του καταχρεωμένου
κράτους. Στην αναζήτηση του «τις πταίει» προτεραιότητα έχει η των ονομάτων επίσκεψις.
Όταν μιλάμε για την «κοινωνία των πολιτών», δεν εννοούμε βέβαια την κατακερματισμένη μας
κοινωνία όπως εξελίσσεται ραγδαία, αλλά ένα επιθυμητό πρότυπο που διαρκώς απομακρύνεται. Όταν
μιλάμε με σεβασμό για τη Δημοκρατία, με κεφαλαίο Δ, δεν εννοούμε την υπάρχουσα, αλλά ένα καθεστώς
ενάρετο, θαρραλέο και δίκαιο. Όταν μιλάμε για την επανίδρυση των πρότυπων δημόσιων σχολείων, δεν
έχουμε κατά νου τα απορφανισμένα από μαθητές λύκεια, αλλά το Βαρβάκειο, τη Ζωσιμαία, το
Πειραματικό και άλλα πρότυπα του παρελθόντος τα οποία υπήρξαν υποδείγματα της δευτεροβάθμιας
δημόσιας εκπαίδευσης.
Είναι πιθανό η σημερινή κρίση την οποία διέρχεται η χώρα να οφείλεται στην αδυναμία της κοινωνίας
να αντιμετωπίσει επιπτώσεις της άναρχης ευμάρειας των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Και βέβαια
τη διόγκωση του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο 1980-2010 με κομματικά στελέχη και οπαδούς. Την
ίδια εποχή καθιερώνεται και ο κομματικός συνδικαλισμός, ο οποίος θεωρεί έκτοτε τις δημόσιες
επιχειρήσεις, φαλιρισμένες και μη, κτήμα των συνδικαλιστών.
Ίσως ακόμη το πραγματικό τέλος του Εμφυλίου να στέρησε την Αριστερά από έναν ρόλο για την
ανάπτυξη της δημοκρατίας. Όταν η δημοκρατία αναβαπτίστηκε στα φιλελεύθερα νάματα της
Μεταπολίτευσης, ο ρόλος της Αριστεράς ως υπερασπιστή της ισονομίας μηδενίστηκε. Παρέμειναν τα
φιλεργατικά και αναδιανεμητικά της ανακλαστικά, αλλά ενίοτε και η νοσταλγία της ισχύος του
ολοκληρωτισμού.
Ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε πραγματικά καταλυτικός στη διαμόρφωση της
μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Επέστρεψε από τις ΗΠΑ ύστερα από μακρά απουσία, κομίζοντας προϊόν
περίπου άγνωστο στους Έλληνες. Ο λαϊκισμός παλιά δεν είχε θέση σε μια αγροτική κοινωνία με κύρια
φιλοδοξία την απόδραση από την υπανάπτυξη της υπαίθρου και την είσοδο (διά της εκπαίδευσης) στην
αστική γη της επαγγελίας. Έτσι, ενώ για τους φιλελεύθερους πατρικίους πατέρες του αμερικανικού
συντάγματος ο αυτεξούσιος μέσος αγρότης (και όχι ο καλλιεργημένος μεγαλοαστός) υπήρξε το πρότυπο
του καλού και αγαθού πολίτη, για τους Έλληνες, τουλάχιστον έως την περίοδο του γρήγορου πλουτισμού,
ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός και ο δάσκαλος εξακολουθούσαν να αποτελούν κοινωνικά πρότυπα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου απευθύνθηκε έτσι στους «μη προνομιούχους» (όπως τους ονόμασε), δηλαδή
στους ναυαγούς της κοινωνικής ανέλιξης, στους αποσυνάγωγους του πολιτικού βίου και σε όσους,
ανεξάρτητα από αντικειμενικούς όρους, θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί από το σύστημα. Ο συνολικός
αριθμός των μη προνομιούχων δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος και εξασφάλισε στο ΠΑΣΟΚ
αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες. Έτσι ο καθηλωμένος μικρομεσαίος έγινε το πρότυπο που
ευαγγελιζόταν ο Παπανδρέου.
Η κατάργηση των πρότυπων δημόσιων σχολείων και ο πόλεμος εναντίον της αριστείας και των
επιλέκτων ενοχοποίησαν την αξιοκρατία σε κάθε βαθμίδα της δημόσιας διοίκησης. Ο κανόνας αυτός είχε
δυσμενή επίδραση και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, ώστε να έλκει η πολιτική ως επί το πλείστον τους
ανεπάγγελτους, τους ανθρώπους του θεάματος και τους φοιτητές που κάνουν πολυετή καριέρα στα ΑΕΙ ως
κομματικοί εκπρόσωποι.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο δημιουργός του ελληνικού λαϊκισμού υπήρξε ο ίδιος γόνος επώνυμης οικογένειας,
μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών, απόφοιτος του Χάρβαρντ και καθηγητής στο Μπέρκλεϊ. Η εκλογική του
συνταγή ενέπνευσε και την τότε αντιπολίτευση, τη Νέα Δημοκρατία, ώστε η επιλογή συνεργατών με
κριτήριο την αφοσίωση και όχι την ικανότητα να γίνει έκτοτε κανόνας στον κομματικό βίο.
Το σημερινό αδιέξοδο ωστόσο δεν δημιουργήθηκε μόνον εκ των άνω. Δεν αποτελεί δηλαδή
αποκλειστική εφεύρεση της πολιτικής ηγεσίας, αλλά συνέπραξε και η ίδια η κοινωνία στην κατασκευή
του. Η κατακερματισμένη κοινωνία συνέβαλε με ζήλο στη λαφυραγώγηση του συστήματος.
Στον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ συγκαταλέγεται και η μετάλλαξη της έννοιας «λαός» υπεράνω του
αθροίσματος των ατόμων που τον αποτελούν. Σε ομιλία του ο υπουργός Ευάγγελος Γιαννόπουλος
υποστήριζε ότι παρά τις συγκρούσεις ανάμεσα σε Έλληνες «ο λαός μας στη βάση του έμεινε πάντοτε
ενωμένος […]» (Γιαννόπουλος 1999: 588).
Η μόνη ελπίδα εξορκισμού του λαϊκισμού, ο οποίος προετοιμάζει το δημόσιο για τους ημετέρους και
τους συγγενείς, είναι να επανέλθουν τα πολιτικά κόμματα στην εκσυγχρονιστική πορεία του 19ου και
μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα, επαναφέροντας την αξιοκρατία και την αριστεία στον δημόσιο βίο.
Προέχει η εγκατάλειψη του θλιβερού θριάμβου του μέσου όρου που απεργάζονται οι λαϊκιστές της
Αριστεράς και της Δεξιάς.
Όσο απομακρυνόμαστε από τον αιώνα των δύο ελληνισμών (του ελληνικού κράτους και των κοινοτήτων
εκτός Ελλάδας) και το ελλαδικό κράτος απορροφά σταδιακά τους εκτός και τους μεταμορφώνει από
Έλληνες σε Ελλαδίτες, η στάθμη της πολιτικής ηγεσίας μεταλλάσσεται. Με τον επεκτατικό
μεγαλοϊδεατισμό ή την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922-1923, οι εκτός τείνουν να εξαφανιστούν ως
παράγοντας εκσυγχρονισμού στην ελληνική πολιτική.
Οι νέοι ομογενείς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο δεν θα ασκήσουν πλέον τον
εκσυγχρονιστικό ρόλο της παλαιάς Διασποράς, είτε είναι φυγάδες στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού
είτε μετανάστες στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη.
Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση δεν διακατέχεται από τους αρχικούς ιδεολογικούς προβληματισμούς
των πατέρων του ελληνικού κράτους. Το μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ασχολείται με την
οικονομική ανάπτυξη, η Αριστερά με την ανακατανομή της και όλοι με την άλωση της κρατικής
μηχανής. Ακόμη και εκσυγχρονιστές, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Στέφανος Μάνος, ήταν
περισσότερο απασχολημένοι με την ανάπτυξη του Homo economicus και λιγότερο με τη δημιουργία
φιλελεύθερης κοινωνίας των πολιτών.
Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος υπήρξε κάποτε εκσυγχρονιστικός παράγοντας σε μια κοινωνία
οικογενειακών και πελατειακών δικτύων. Ακόμη και αν δεν συμφωνεί κανείς με το σύνολο μιας
μαρξιστικής ανάλυσης, θα πρέπει να παραδεχτεί ότι η οργάνωση της κοινωνίας με οριζόντιες και όχι
κάθετες τομές ήταν αίτημα της νεωτερικότητας. Ο Εμφύλιος σήμανε το διαζύγιο ανάμεσα στο
δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και το ΚΚΕ, όμως ο εξωκοινοβουλευτικός του ρόλος ως
διωκόμενου τμήματος της κοινωνίας και οι επικλήσεις του στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις
παραβιάσεις τους προκάλεσαν την αναγκαία αυτοκριτική της αστικής δημοκρατίας και την ανάγκασαν να
εκσυγχρονιστεί.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα της εθνικής συμφιλίωσης. Η λειτουργία του
νομιμοποιημένου ΚΚΕ στη Βουλή των Ελλήνων χαρακτηρίζεται κυρίως από τη συντήρηση παλαιών
δογμάτων και την προβλέψιμη επανάληψη επιθέσεων κατά της κοινής γνώμης όπως εκφραζόταν από τα
δύο μεγάλα κόμματα. Έτσι είναι το μόνο ίσως κόμμα που πιστεύει στην ιακωβίνικη αντίληψη ότι η
αντιπροσωπευτικότατα δεν είναι υπόθεση αριθμών αλλά εγκυρότητας της έκφρασης υπέρ των λαϊκών
συμφερόντων. Μια «πεφωτισμένη» μειοψηφία μετράει πολύ περισσότερο από τις εκλογικές πλειοψηφίες.
Ο Ανδρέας κατάλαβε όσο κανένας προηγούμενος πολιτικός την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας,
για να την καταστήσει σύμμαχο στην πορεία προς την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας. Η
κατακερματισμένη μας κοινωνία βρίσκεται πάντοτε σε αναζήτηση ισχυρών προστατών, οι οποίοι να
μπορούν να προσφέρουν εξυπηρετήσεις, όχι εθνωφελείς, αλλά επωφελείς σε όσους τις εξασφαλίζουν. Το
προνεωτερικό αυτό μόρφωμα υπήρξε και το αντικείμενο των αυτοσχεδιασμών του Ανδρέα. Με την έννοια
αυτή, ο Ανδρέας υπήρξε ένας σημαντικός ριζοσπάστης πολιτικός, ο οποίος προσέφερε τον λαϊκιστικό
εξισωτισμό ως εναλλακτική λύση έναντι του εξισωτικού εκσυγχρονισμού.
Διάλεξη του Ανδρέα Παπανδρέου

«Το Σάββατο βράδυ, με πρόσκληση του Θεόδωρου Στάθη (συνεργάτη του Ανδρέα για το ΠΑΚ –
Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα– στη Νέα Υόρκη), πήγαμε όλοι στο εστιατόριο Silver Corner στη
γωνία 33ης και Lexington Avenue.
Σκοπός: να δειπνήσουμε με τον «αρχηγό» (Ανδρέα Παπανδρέου) και να ανταλλάξουμε απόψεις σε
«στενό κύκλο» φίλων. Το δείπνο είχε οριστεί για τις 8:00 μ.μ. […] Μόλις φτάσαμε στο εστιατόριο,
έφτανε επίσης ο Ανδρέας με δύο συνοδούς. Στο πεζοδρόμιο τον περίμεναν πέντε ή έξι νεαροί. Έφτασε
ντυμένος με ένα γκρι παντελόνι, πράσινο πουκάμισο (χωρίς γραβάτα) και ένα ακριβό σκούρο καφέ
(δερμάτινο) τζάκετ. Οι νεαροί τον χαιρέτησαν θερμά με επιφωνήματα όπως: “Καλώς ήρθες, αρχηγέ”,
“Γεια σου, αρχηγέ” κτλ.
Το εστιατόριο στο εσωτερικό ήταν γεμάτο με τους πιστούς υποστηρικτές του – περίπου 30-40
άνθρωποι. Ανάμεσα σ’ εκείνους που γνώριζα ήταν οι Μπενετάτοι, Βουρνάς, Τζούλια Κλώνη, Χάρης
Βίτας, Αθανασιάδης (ο ιδιοκτήτης της ελληνοαμερικανικής εφημερίδας Καμπάνα).
Μετά το δείπνο, ο Θεόδωρος Στάθης σύστησε τον Ανδρέα στα ελληνικά κι εκείνος άρχισε να μιλά
στα ελληνικά, αργά, καθαρά και με σαφήνεια. Καθώς περνούσε η ώρα, η φωνή του γινόταν δυνατότερη,
φτάνοντας σε κρεσέντο σε στιγμές που συνέπιπταν με τα σκληρότερα και πιο αποφασιστικά
επιχειρήματά του.
Η θέση του ήταν καθαρή, ανένδοτη και χωρίς ταλαντεύσεις. Ιδού ορισμένα από τα κύρια σημεία: Η
Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απλώς πρόβλημα Χούντας ή δικτατορίας. Επομένως ο αγώνας δεν είναι
απλώς αντιχουντικός ή αντιδικτατορικός. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό αμερικανική κατοχή. Οι Αμερικανοί
χρησιμοποιούν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, εκπαιδευμένες από το NATO, καθοδηγούμενες από
αξιωματικούς που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου. Επομένως ο ελληνικός αγώνας είναι
εθνικοαπελευθερωτικός, εναντίον των ιμπεριαλιστικών, μιλιταριστικών και μονοπωλιακών-
καπιταλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών.
Επαίνεσε όλους εκείνους που είχαν το κουράγιο να έρθουν και να τον ακούσουν στη χώρα που κατέχει
την Ελλάδα. Τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου αποδεικνύουν ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι
ώριμες για την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Η αντίσταση εκτός Ελλάδος πρέπει να δρα σαν πνεύμονας για τον βασικό κορμό της δράσης που θα
αναληφθεί στο εσωτερικό της χώρας.
Το ΠΑΚ πιστεύει σε δύο αρχές και θα τις υποστηρίξει ανυποχώρητα: Εθνική Ανεξαρτησία και Λαϊκή
Κυριαρχία. Δεν θα υπάρξει ανάπαυλα μέχρις ότου αποκατασταθεί ο λαός στην εξουσία, κοινωνικοποιηθεί
η ιδιωτική βιομηχανία και συντριβούν οι ξένοι σφετεριστές και τοπικοί κομπραδόροι. Ο δρόμος θα είναι
δύσκολος, ειδικά επειδή δεν υπάρχει ξένη κυβέρνηση που να επιθυμεί να προμηθεύσει όπλα στους
Έλληνες. Αλλά αυτό, αν και καθιστά τον αγώνα δυσκολότερο, δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες να
αποφύγουν τις εξαρτήσεις που συνοδεύουν μια τέτοια εξωτερική υποστήριξη.
Τέλος, ο Ανδρέας είπε ότι μετά την αποτυχία του «πειράματος» Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη –και παρά
τις προσπάθειες των ΗΠΑ να βρουν άλλα “προσωπεία”, με ανθρώπους όπως ο Στέφανος Στεφανόπουλος–
οι λεγόμενες πολιτικές λύσεις δεν θα λειτουργήσουν, επειδή ο ελληνικός λαός θα ξεσηκωθεί και θα
καταλάβει την εξουσία, όπως έκανε –και σχεδόν το κατάφερε– με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Όποτε αναφερόταν στην αποφασιστικότητα του λαού να ξεσηκωθεί και να καταλάβει την εξουσία από
τους Αμερικανούς κατακτητές, ζωήρευε, γινόταν έντονος και πολύ αποφασιστικός.
Πείστηκα ότι είναι άριστος, χαρισματικός ομιλητής, που μπορεί να κινητοποιήσει καθοριστικά τους
ανθρώπους, ζωγραφίζοντας με σαφήνεια την εικόνα – με μαύρο και άσπρο, και με ζωηρές παραστάσεις
της δικαιοσύνης έναντι της αδικίας σε μια θεμελιακή σύγκρουση μέχρι τη νίκη ή τον θάνατο.
Ακολούθως άρχισε η φάση των ερωτήσεων-απαντήσεων. Κάποιος ρώτησε από πού θα έβρισκε τα
χρήματα η Αντίσταση να πληρώσει για τα όπλα. Εκείνος απάντησε “από τον ιδρώτα του Έλληνα
εργάτη και του Έλληνα αγρότη”.
Ο Νικολόπουλος τον ρώτησε αν θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα για την τύχη του βασιλιά. Εκείνος
απάντησε με ένα παιχνίδισμα του ματιού του. “Έλα, φίλε μου, αν ακόμη και ο Παπαδόπουλος
κατάφερε να απαλλαγεί από τον βασιλιά, λες να τον φέρουμε εμείς πίσω;” (Σημείωση: η επιθυμία του
Ανδρέα να αποδεχτεί την εκθρόνιση του βασιλιά χωρίς νέο δημοψήφισμα ξεκινά πρωταρχικά,
υποπτεύομαι, από την επιθυμία του να προσελκύσει τους νεότερους αξιωματικούς –τους λεγόμενους
κανταφικούς–, οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι αντιμοναρχικοί και ευνοούν σοσιαλιστικές ιδέες.)
Ο Αθανασιάδης τόνισε με έμφαση την ανάγκη να καταδικάζει στις ομιλίες του ο Ανδρέας τους
Ελληνοαμερικανούς που συνεργάζονται με τη Χούντα, όπως τον Τομ Πάπας, τον Ιάκωβο κ.ά.
Μέχρι που ήρθε η σειρά μου οι περισσότερες ερωτήσεις ήταν φιλικές, του τύπου «ωραία τα λες – πες
μας κι άλλα». Τελικά σηκώθηκα να κάνω την ερώτησή μου. Ήμουν σε υπερένταση και νευρικός, επειδή
δεν είχα σχεδιάσει να υποβάλω ερώτηση, αλλά αυτή σχηματίστηκε σιγά σιγά στο μυαλό μου. Μίλησα
κι εγώ στα ελληνικά. Η ερώτησή μου (η φωνή μου είχε ένταση, και τον αποκαλούσα Ανδρέα,
χρησιμοποιώντας την αντιστασιακή γλώσσα, τον ενικό) ήταν κάπως έτσι:
“Ανδρέα”, είπα, “η ερώτηση που θα υποβάλω είναι κάπως θεωρητική. Θα ήθελα να αξιολογήσεις τις
ελληνοαμερικανικές σχέσεις διαχρονικά. Λες ότι σήμερα η Ελλάδα είναι κατεχόμενη από τις ΗΠΑ και
πιθανώς ήταν κατεχόμενη από τις ΗΠΑ ακόμη και πριν από το πραξικόπημα του 1967. Το Βέλγιο,
μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με μεγάλη οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, είναι
επίσης κατεχόμενο; Ας μου επιτρέψεις, τώρα, να προχωρήσω στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής μου. Αν
η Ελλάδα μπορούσε να μετατοπιστεί από τη σχέση της κατοχής σήμερα σε μια σχέση εξάρτησης
αύριο, μέσω ‘πολιτικής λύσης’, θα υποστήριζες μια τέτοια λύση; Αν επιμένεις σε μια λύση ένοπλου
αγώνα (και υποθέτεις ότι οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να διατηρήσουν την κατοχή τους, όπως στο
Βιετνάμ) και δεδομένου ότι παραδέχεσαι ότι δεν υπάρχουν εξωτερικοί υποστηρικτές (όπως συνέβαινε
στο Βιετνάμ) για τους αγωνιστές της απελευθέρωσης […] έχεις υπολογίσει τη θυσία σε αίμα που θα
χρειαστεί για να πραγματοποιηθεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα;”
Ο Ανδρέας δεν έδειξε αμέσως ότι ενοχλήθηκε από την ερώτηση. Αισθάνθηκα όμως ότι άρχισε να έχει
υπερένταση και να ετοιμάζεται για λεκτική μάχη. Η απάντησή του ήταν κάπως έτσι:
“Άκου”, είπε, “δεν μπορείς να συγκρίνεις την Ελλάδα με το Βέλγιο. Το Βέλγιο είναι προηγμένο, με
ισχυρή βιομηχανία. Η Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση έχει αναπτυσσόμενη μεταπρατική οικονομία
και ανίσχυρη καπιταλιστική δομή. Υπάρχει ιεράρχηση των σχέσεων των ΗΠΑ έναντι της Χ ή Ψ χώρας.
Οι Δυτικοευρωπαίοι έχουν σχετικά καλή μεταχείριση. Ακολουθούν οι Νοτιοευρωπαίοι, τους οποίους
εκμεταλλεύονται οι μεταπρατικές τους τάξεις, που ενεργούν ως εγχώριοι πράκτορες των αμερικανικών
(και των δικών τους) συμφερόντων. Κατόπιν έρχεται η Λατινική Αμερική και στον πάτο είναι η Αφρο-
Ασία”.
“Τώρα”, είπε, “αναφορικά με τη νοοτροπία του να αποδέχομαι τη σκλαβιά επειδή το τίμημα σε αίμα
είναι πολύ υψηλό, πρόκειται για τη νοοτροπία που θα επέτρεπε στους Οθωμανούς να κυβερνούν ακόμη
την Ελλάδα”.
Προσπάθησα να τον διακόψω σ’ αυτό το σημείο, αλλά μου είπε: “Περίμενε. Εγώ δεν σε διέκοψα όταν
εσύ μιλούσες”. Έτσι τέλειωσε λέγοντας ότι “πρέπει να αγωνιστούμε να απελευθερώσουμε τη χώρα μας,
ώστε να είναι ελεύθερη και να ανήκει στους Έλληνες”.
Επανήλθα μία φορά ακόμη με δευτερολογία. Του υπενθύμισα ότι είχε πει πως σε “ψευδολύσεις”
τύπου Μαρκεζίνη θα ξεσηκωνόταν ο λαός κτλ. Έτσι, είπα, γιατί δεν υποστηρίζεις τις λύσεις αυτές
ούτως ώστε στις “ψευτοελευθερίες” που θα δίνονταν στον ελληνικό λαό θα ήταν ευκολότερη η
οργάνωση, ο εξοπλισμός κτλ. και τελικά η επιστροφή της εξουσίας στον λαό;
Στο στάδιο αυτό τον παρέσυρα εκτός πλαισίου περισσότερο απ’ ό,τι πιθανώς θα ήθελε να βγει.
Παραδέχτηκε ότι λύσεις τύπου Καραμανλή θα έδιναν μεγαλύτερες ευκαιρίες στον λαό να ξεσηκωθεί.
Είπε ότι εκείνος και ο λαός (ο Ανδρέας συχνά θεωρεί τον εαυτό του ως τη φωνή του λαού) θα
“εκμεταλλεύονταν” παρόμοιες ψευδολύσεις, αλλά ότι ο ίδιος δεν θα έβγαινε να τις υποστηρίξει. Αν ο
Ανδρέας υποστήριζε παρόμοια ψευτοδημοκρατικά καθεστώτα, ο λαός θα τον απέρριπτε και θα τον
έστελνε στον σωρό των σκουπιδιών, ανάμεσα σε τόσους άλλους απορριφθέντες Έλληνες πολιτικούς.
Στο σημείο αυτό έκλεισε ο μεταξύ μας διάλογος. Αισθανόμουν σαν αποσυνάγωγος σε ιερό χώρο όπου
ένας αρχιερέας μόλις είχε υπνωτίσει το ακροατήριό του κι εγώ είχα διακόψει τη μαγική ατμόσφαιρα
δημιουργώντας… νοηματική παραφωνία!
Τότε μίλησε ο Βουρνάς και ζήτησε από τον Ανδρέα να κάνει τη διάκριση μεταξύ της διεφθαρμένης
πολιτικής των Νίξον-Άγκνιου και της πραγματικής αμερικανικής πολιτικής των Ουάσιγκτον και
Τζέφερσον. Ο Ανδρέας επαίνεσε τον Βουρνά και το θάρρος του και παρέκαμψε την ιστορική σύγκριση.
Στη διάρκεια του διαλόγου αυτού ο Ανδρέας χρησιμοποίησε τη γαλλική λέξη avantage (και ζήτησε
συγγνώμη γι’ αυτό) και ο Βουρνάς χρησιμοποίησε τη φράση cul-de-sac (ζήτησε και αυτός επίσης
συγγνώμη) και το ακροατήριο γέλασε.
Στο τέλος της βραδιάς είχα ανάμεικτα αισθήματα. Αισθανόμουν ότι είχα προκαλέσει πολύ έντονη
αμηχανία στον Ανδρέα μπροστά σε ένα φιλικό ακροατήριο. Επίσης κι εκείνος μου προκάλεσε
εκνευρισμό με τον σαφή υπαινιγμό ότι ήμουν ένας δειλός και δωσίλογος, χωρίς σθένος και θέληση να
αγωνιστώ για την ελευθερία της χώρας μου.
Ο Στάθης έκλεισε τη βραδιά ζητώντας μας να πληρώσουμε 6 δολάρια ο καθένας για το δείπνο. Με
αποκάλεσε Θόδωρο Κουλουμπή και είπε ότι ήταν βέβαιος πως θα μπορούσα να κάνω μια καλή μελέτη
για να υπολογίσω το ελληνικό αίμα που είχε χυθεί επειδή οι Έλληνες δεν ξεσηκώθηκαν στο παρελθόν
ενάντια στις επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων.
Σε λίγο, μετά απ’ αυτά, φύγαμε. Στην πόρτα ένας από τους έμπιστους του Ανδρέα –συστήθηκε σαν
γραμματέας–28 μου έσφιξε θερμά το χέρι. Είπε ότι είχε διαβάσει εργασίες μου και του άρεσαν. Είπε
επίσης ότι με θυμόταν από την Αθήνα, όπου, όπως ανέφερε, είχαμε συναντηθεί το 1966.
Την επόμενη ημέρα πήγαμε στο Hunter College για τη δημόσια ομιλία του Ανδρέα. Άρχισε στις 4
μ.μ. Η αίθουσα ήταν τεράστια και σχεδόν γεμάτη, με 2.000 περίπου άτομα (δική μου εκτίμηση). Η
Μελίνα Μερκούρη, που θα ήταν επίσης ομιλήτρια, δεν ήρθε. Ο Ζυλ Ντασσέν είπε λίγα λόγια
απολογητικά για λογαριασμό της. Η Μελίνα ήταν στη Δυτική Ακτή (Καλιφόρνια) για να εξασφαλίσει
χρήματα για την ταινία που μόλις είχαν τελειώσει για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Υπήρχε μια χορωδία (όχι και σπουδαία) που ερμήνευσε κυρίως τραγούδια του Θεοδωράκη, που
ξεσήκωναν το ακροατήριο με τρόπο που μόνον η μουσική του Θεοδωράκη μπορεί να το κάνει.
Ακολούθησε μια ταινία 18 λεπτών που έδειχνε την παραβίαση της πύλης του Πολυτεχνείου από ένα
τανκ της Χούντας και τους Έλληνες φοιτητές να εξηγούν τους λόγους της αντίστασής τους. Ήταν ένα
εξαιρετικά αποτελεσματικό ντοκιμαντέρ. Με έκανε να κλαίω σχεδόν ασυγκράτητα. Η σκηνή κατά τη
στιγμή που έσπαζε η σιδερένια πόρτα, με τους σπουδαστές να βρίσκονται ακόμη στην κορυφή της,
ήταν μία από τις πιο έντονες εκδηλώσεις βίας που γνώρισα ποτέ.
Κατόπιν ήρθε ο Ανδρέας. Ντυμένος με τα ίδια ρούχα (διαφορετικό πουκάμισο). Έδωσε μια παρόμοια
παράσταση –όπως την προηγούμενη ημέρα–, αλλά πολύ πιο έντονη, δεδομένου του μεγέθους και των
θετικών κραδασμών του ακροατηρίου.
Κατά την επιστροφή μας στην Ουάσιγκτον εκείνο το βράδυ, μιλώντας στον Ρουμπάτη (ο οποίος
φάνηκε να αποξενώνεται από τον Ανδρέα, εξαιτίας του αυταρχισμού του στην ηγεσία του ΠΑΚ, που του
έδινε την εντύπωση ότι υποστήριζε μονοκομματική δικτατορία στην Ελλάδα), προσπάθησα φωναχτά να
καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα.
Ο Ανδρέας μετατοπίστηκε σε μια θέση που κάποιος, ούτως ή άλλως, έπρεπε να καλύψει. Τώρα δεν
μπορούσε να αλλάξει. Υπηρετούσε έναν χρήσιμο σκοπό, επειδή υπενθύμιζε στις ΗΠΑ ότι δεν ήταν όλη η
ελληνική αντιπολίτευση του τύπου “κι εγώ επίσης” (δηλαδή δώστε μου δημοκρατική κυβέρνηση στην
Ελλάδα κι εγώ δεν θα διαταράξω τα οικονομικά και στρατιωτικά σας συμφέροντα στη χώρα αυτή).
Το βραχυπρόθεσμο παιχνίδι του Ανδρέα ήταν με τους νεαρούς “κανταφικούς” Έλληνες αξιωματικούς,
που θα μπορούσαν να εξεγερθούν εναντίον της Χούντας και να τον καλέσουν να ηγηθεί της χώρας.
Το μακροπρόθεσμο παιχνίδι θα ήταν να αφήσει να επιδεινωθούν οι συνθήκες υπό τη δικτατορία (στην
ομιλία του είχε τονίσει τη θλιβερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας υπό τη Χούντα) και ύστερα
από μια λαϊκή εξέγερση να επιστρέψει σαν Λένιν και να αναλάβει τον έλεγχο της επανάστασης. Θα
ήταν τρομερό σφάλμα για τους αντιχουντικούς (σαν κι εμάς) να διαθέσουμε χρόνο και να “αγωνιστούμε”
εναντίον του Παπανδρέου. Θα πέφταμε σε παγίδα της Χούντας. Άσε τον Παπανδρέου να παίξει τον
ρόλο του. Οι υπόλοιποι, κατά συνείδηση, μπορούν να τον ακολουθήσουν ή όχι.
Με την καρικατούρα της εικόνας της σημερινής Ελλάδας (δηλαδή κατοχή των ΗΠΑ, διάβολοι-άγγελοι
κτλ.) ο Ανδρέας απευθύνεται σε βασικές επιθυμίες ελεύθερων ανθρώπων που προτιμούν σαφείς παρά
μπερδεμένες ή «φιλοσοφικές και πολύπλοκες» εξηγήσεις.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην περίπτωση του Ανδρέα έγκειται στην πιθανότητα να ξεσηκωθούν
άοπλοι και απροετοίμαστοι νέοι άνθρωποι, και να σκοτωθούν απέναντι σε ένοπλους τραμπούκους της
Χούντας (με άρματα μάχης κτλ.).
Είμαι ακόμη πεπεισμένος (αν και ταλαντεύομαι) ότι η λύση πρέπει να είναι πολιτική, μέσω
στρατιωτικού πραξικοπήματος και χωρίς –τουλάχιστον στην πρώτη φάση– διακύβευση των ζωτικών
αμερικανικών συμφερόντων στην Ελλάδα».
(Κουλουμπής 2002: 307-313)

Είναι ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε τη μαρτυρία Κουλουμπή για την ομιλία του Ανδρέα στη Νέα
Υόρκη σε κλειστό κύκλο με το αφήγημα «σε πρώτο ενικό» (χωρίς διάλογο) που παρουσιάζει ο Νίκος
Παπανδρέου (2003: 44-54). Η διαφορά βρίσκεται στο ότι το «πρώτο ενικό» απέκλειε τον έλεγχο των
υποθέσεων εργασίας του Ανδρέα, ότι δηλαδή η Ελλάδα υπήρξε πάντοτε κατεχόμενη χώρα από ξένα
συμφέροντα ή στρατό κατοχής. Το άλμα από τα ξένα συμφέροντα όμως έως τον στρατό κατοχής είναι
τεράστιο και δεν είναι δυνατόν τα δύο να ταυτίζονται. Σε ένα λατρευτικό κοινό, που βέβαια δεν
συνδιαλέγεται με τον αγορητή, το «αφήγημα» του Ανδρέα είχε την ίδια απήχηση με τις εντολές του
Μωυσή στους Ισραηλίτες. Ο έλεγχος των λογικών αλμάτων από την αυθαίρετη υπόθεση εργασίας έως το
συμπέρασμα ότι «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», δηλαδή δεν ανήκει τώρα ούτε ποτέ άλλοτε, αλλά θα
πρέπει να ανήκει στο μέλλον, απουσίαζε από αυτό το «αφήγημα». Στην ερώτηση του Κουλουμπή αν το
Βέλγιο με εξάρτηση (στρατιωτική κυρίως) μπορούσε να θεωρηθεί κατεχόμενη χώρα, ο Ανδρέας υπέδειξε
τους διαφορετικούς βαθμούς κατοχής των ΗΠΑ ανάλογα με τη βιομηχανική ανάπτυξη της κάθε χώρας.
Στη συμπληρωματική ερώτηση Κουλουμπή: «Αν η Ελλάδα μπορούσε να μετατοπιστεί από τη σχέση της
κατοχής σήμερα σε μια σχέση εξάρτησης αύριο, μέσω “πολιτικής λύσης”, θα υποστήριζες μια τέτοια
λύση;» –εδώ ο Κουλουμπής πρόσθεσε ότι μια ένοπλη εξέγερση θα ήταν, όπως του Βιετνάμ, δαπανηρή σε
αίμα–, η απάντηση του Ανδρέα συνιστά άλμα υπερβολής: «[…] αναφορικά με τη νοοτροπία του να
αποδέχομαι τη σκλαβιά [οικονομική εξάρτηση] επειδή το τίμημα σε αίμα είναι πολύ υψηλό, πρόκειται
για τη νοοτροπία που θα επέτρεπε στους Οθωμανούς να κυβερνούν ακόμη την Ελλάδα». Η ερώτηση του
Κουλουμπή αφορούσε σύγχρονο υπόδειγμα (Βιετνάμ εναντίον ΗΠΑ) σε σύγκριση με ένα παρελθόν στο
οποίο ο αγώνας των Ελλήνων ευοδώθηκε χάρη στην επέμβαση των ξένων δυνάμεων (Ναβαρίνο 1827).
Έτσι χωρίς κόπο εξισώνονταν κατά τον Ανδρέα η σκλαβιά με την εξάρτηση και τα θύματα μιας
σύγχρονης εξέγερσης του τεχνολογικού πολέμου με τους αγώνες ελευθερίας σε έναν κατ’ ουσίαν
κλεφτοπόλεμο.
28. Ο Γιώργος Κατσιφάρας, πιστός υποστηρικτής και φίλος του Ανδρέα. Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 εξελέγη στο
κοινοβούλιο και υπηρέτησε ως υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
Η κατάθεση του Ανδρέα στη δίκη
των υπευθύνων για τη δικτατορία (1975)

ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΙΤΙΩΝ της Χούντας η κατάθεση του Ανδρέα περιέπλεξε μάλλον παρά συνεισέφερε
στη διαλεύκανση των κινήτρων των κινηματιών. Σε αντίθεση με τους περισσότερους μάρτυρες
κατηγορίας, που θέλησαν να τιμήσουν την άμυνα της δημοκρατίας κατά των εχθρών της, ο Ανδρέας
μετέθεσε την ευθύνη των επίορκων αξιωματικών στους εντολοδόχους τους. Δήλωσε με απόλυτη
βεβαιότητα ότι οι κατηγορούμενοι εκτελούσαν εντολές, και συνεπώς τα ξένα κέντρα αποφάσεων έπρεπε
να θεωρηθούν υπεύθυνα και όχι τα ανδρείκελά τους. Με τον τρόπο αυτό ο Ανδρέας μείωσε τη σημασία
της δίκης, αφού κατ’ αυτόν η δημοκρατία δεν είχε πραγματικά αποκατασταθεί. Η Μεταπολίτευση
υπήρξε απλώς μια αλλαγή φρουράς στο ίδιο κοινωνικό καθεστώς, ενώ οι κοινοβουλευτικοί που προέκυψαν
από τις εκλογές ήταν ακούσιοι ή εκούσιοι συνένοχοι των στρατιωτικών που τους μεταβίβασαν την
εξουσία. Αν και η Μεταπολίτευση έγινε και το δικό του πεδίο δράσης, ο Ανδρέας εξαιρούσε τον εαυτό
του και το κόμμα του από τη «συμπαιγνία» της δίκης.
Κατά τη γνώμη μου οι κατηγορούμενοι εξετέλεσαν αποστολή. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της
αποστολής αυτής νόμισαν ότι έγιναν κύριοι της καταστάσεως […] Όταν οι αφέντες τους (;) αποφάσισαν
να τους ρίξουν, τους έριξαν αμέσως. Όταν η αποστολή τους έληξε, η σκυτάλη παραδόθηκε στον
πολιτικό κόσμο της χώρας […] Η Χούντα δεν ανετράπη, παρέδωσε τη σκυτάλη κατόπιν εντολής, κάτω
από τη σκιά της μεγάλης εθνικής προδοσίας της Κύπρου.
(Δουκίδου 2012: 101)

Όμως ο Ανδρέας δεν εξηγεί πώς και γιατί οι αξιωματικοί αυτοί που υπηρετούσαν με αυταπάρνηση ξένα
συμφέροντα ήταν πρόθυμοι να γίνουν προδότες προκειμένου να τιμήσουν την αποστολή τους.
Η ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν ήταν αντάξια των αναλυτικών του
ικανοτήτων: «Μετά τον εμφύλιο πόλεμο δημιουργήθηκε ένα είδος αποικιακού καθεστώτος με τάση
μαυραγορίτικης αναρρίχησης σε αξιώματα. Κάτι το οποίον ευνοούν οι αφέντες (;) του τόπου μας»
(Δουκίδου 2012: 119).
Θεώρησε ακόμη τη δικτατορία έργο της ΚΥΠ και διαβεβαίωσε το δικαστήριο ότι η ελληνική μυστική
υπηρεσία λειτουργούσε και πριν από τη Χούντα ως παράρτημα της αμερικανικής CIA: «Επειδή διετέλεσα
Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και μια ορισμένη περίοδο είχα την ευθύνη για την ΚΥΠ, μπορώ να
διαβεβαιώσω τους κυρίους δικαστές ότι η ελληνική ΚΥΠ διευθύνετο τότε από την αντίστοιχη αμερικανική
CIA και εχρηματοδοτείτο αμέσως και ευθέως» (Δουκίδου 2012: 119).
Παραμένει το ερώτημα αν ο ίδιος ο Ανδρέας θεωρούσε ή όχι ευθύνη του την αδυναμία αποσύνδεσης της
ΚΥΠ από την αμερικανική της εξάρτηση. Οι συνταγματάρχες εμφανίζονται και εδώ με μειωμένη ευθύνη,
αφού παρέλαβαν τη μυστική υπηρεσία ως είχε από τους πολιτικούς τους οποίους ανέτρεψαν.
Παραμένει επίσης το ερώτημα αν ο Ανδρέας κατάφερε να απεμπλέξει το κράτος από τους ξένους
«αφέντες» του και πότε πραγματοποιήθηκε η απεμπλοκή αυτή κατά τη μακρά θητεία του στην εξουσία.
Απόσπασμα από το βιβλίο
του Αλέξη Παπαχελά
Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας:
Ο αμερικανικός παράγων, 1946-1967 (σ. 282-289)

H δίκη του «ΑΣΠΙΔΑ» προκαλεί νέα κρίση


Ο Ανδρέας βρέθηκε στο προσκήνιο των εξελίξεων όταν η εισαγγελία Αθηνών ζήτησε στις 24
Φεβρουαρίου την άρση της ασυλίας του ίδιου και του βουλευτή Παύλου Βαρδινογιάννη, ώστε να
παραπεμφθούν σε δίκη για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Το αίτημα προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του
Ανδρέα και της Ε.Κ. [Ένωσης Κεντρου], και τελικώς απορρίφθηκε από την αρμόδια Επιτροπή
Δικαιοσύνης της Βουλής. Η πρεσβεία εκτιμούσε, χωρίς να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες ή ενδείξεις,
πως πίσω από τη διαδικασία που κατέληξε στο αίτημα για την άρση της ασυλίας του Ανδρέα βρισκόταν
ο Κωνσταντίνος. «Ατυχές αποτέλεσμα της κίνησης για την άρση της ασυλίας», τόνιζε ο Τάλμποτ, «είναι
το γεγονός πως έφερε τον βασιλέα ακόμη μία φορά στο επίκεντρο της πολιτικής διένεξης, με την
επαναφορά της υπόθεσης “ΑΣΠΙΔΑ”, της διαμάχης γύρω από τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου κτλ. Δεν είναι
σαφές πόσο αναμεμειγμένος ήταν ο βασιλέας στο αίτημα για την άρση της ασυλίας, αλλά είναι γνωστόν
ότι προσφάτως ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τις εξτρεμιστικές θέσεις του Ανδρέα και την
αδυναμία του πατέρα του να τον ελέγξει…» Οι Αμερικανοί διπλωμάτες φοβούνταν πως οι σύμβουλοι του
βασιλέα και ορισμένα στελέχη της ΕΡΕ που είχαν επαφή μαζί του δεν συνειδητοποιούσαν πως χειρισμοί
όπως το αίτημα άρσης της ασυλίας έθεταν σε κίνδυνο την παραμονή της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου
στην εξουσία και ήταν πιθανόν να έφερναν τα ανάκτορα μπροστά στο δίλημμα σχηματισμού νέας
κυβέρνησης ή επιβολής δικτατορίας. «Φοβόμαστε πολύ», τόνιζε χαρακτηριστικά η πρεσβεία σε
τηλεγράφημά της, «πως η απόφαση για αναβολή των εκλογών ή την εκτροπή από τις συνταγματικές
διατάξεις θα οδηγούσε σε βιαιότερες αντιδράσεις σε όλη τη χώρα από ό,τι προβλέπουν η ομάδα των
δεξιών της ΕΡΕ και –όπως φαίνεται– ορισμένοι σύμβουλοι του βασιλέα».
Το ζήτημα της άρσης της ασυλίας ώθησε τον Ανδρέα σε νέο κύκλο ρητορικών επιθέσεων με στόχους το
παλάτι και τους Αμερικανούς. Την 1η Μαρτίου επρόκειτο να μιλήσει κατά τη διάρκεια γεύματος στην
Ένωση Ξένων Ανταποκριτών. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν ο πολιτικός σύμβουλος Τζων Ντέυ
και ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας Πληροφόρησης της πρεσβείας Ρίτσαρντ Χέλγκερσον, οι οποίοι διάβασαν
βιαστικά προτού αρχίσει η ομιλία αντίτυπό της που είχε πολυγραφηθεί και μοιραστεί σε όλους τους
παρευρισκομένους. Ο Ντέυ βρήκε προκλητικό το περιεχόμενο της ομιλίας και απεχώρησε μαζί με τον
συνεργάτη του από την αίθουσα, προκαλώντας πολλά σχόλια και ερωτηματικά. Αργότερα το ίδιο βράδυ
εκπρόσωπος της πρεσβείας δικαιολόγησε την αποχώρηση των δύο διπλωμάτων, την οποία απέδωσε «στην
ευρεία και γενική επίθεση εις την οποία προέβη ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου διά της ομιλίας του κατά των
Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν και αυτός ενοχλημένος από την ομιλία του Ανδρέα, όπως τουλάχιστον
δήλωσε στον Τάλμποτ και δύο συνεργάτες του. Ο πρέσβης επισκέφθηκε τον αρχηγό της Ε.Κ. στις 17
Μαρτίου μαζί με τον Ντέυ και τον Νταν Μπρούστερ, που ήταν υπεύθυνος για την Ελλάδα στο Στέητ
Ντηπάρτμεντ. Ο Μπρούστερ είχε επισκεφθεί την Αθήνα για να διαμορφώσει ο ίδιος άποψη για το
πολιτικό κλίμα και να διατυπώσει προβλέψεις για τις επόμενες εκλογές.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου άρχισε τη συζήτηση ζητώντας συγγνώμη από τους συνομιλητές του για το
περιεχόμενο της ομιλίας του Ανδρέα στην Ένωση Ανταποκριτών. «Δυστυχώς ο Ανδρέας προσπαθεί να
γίνει Κέννεντυ και Φουλμπράιτ (προοδευτικός δημοκρατικός γερουσιαστής) μαζί, αλλά σε λάθος
περιβάλλον», σχολίασε και πρόσθεσε: «Δεν συμμερίζομαι τις απόψεις του για την ανάμειξη της Αμερικής
στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Κατά το παρελθόν, ειδικά κατά τη θητεία του πρέσβη Πιούριφοϊ,
υπήρχε ανοικτή ανάμειξη των ΗΠΑ, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν, ειδικά μετά την άφιξη του πρέσβη
Τάλμποτ, δεν υπάρχει τέτοιου τύπου ανάμειξη». Ο αρχηγός της Ε.Κ. θυμήθηκε εξάλλου ότι ο προκάτοχος
του Τάλμποτ πρέσβης Λαμπουίζ του είχε πει κάποτε ότι «δεν ελέγχει πλήρως τη δράση της CIΑ στην
Ελλάδα».
Η ανάλυση αυτή αποκτά ένα στοιχείο ιστορικής ειρωνείας υπό το φως των όσων έχουν τώρα
αποκαλυφθεί όσον αφορά την ανάμειξη του αμερικανικού παράγοντα κατά την περίοδο 1965-67 και την
πρόταση του Τάλμποτ και του σταθμού της CIΑ στην Αθήνα για μυστική χρηματοδότηση μετριοπαθών
υποψηφίων στις βουλευτικές εκλογές.
Ο 80χρονος πολιτικός συνέχισε τη συζήτηση τονίζοντας πως ο Κανελλόπουλος είχε συμπεριφερθεί ως
«πραγματικός ηγέτης τους τελευταίους μήνες». Τον απασχολούσαν όμως πολύ οι δραστηριότητες της
«χούντας». Ο Τάλμποτ τον ρώτησε ποια είναι τα βασικά της μέλη και εκείνος απάντησε ότι «Πρόεδρος
της χούντας είναι πιθανότατα η Φρειδερίκη» και κατονόμασε ως μέλη τον Γαρουφαλιά, τον Πιπινέλη και
τον απόστρατο στρατηγό Δόβα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου φοβόταν ότι η «χούντα» θα προσπαθούσε να
υπονομεύσει το σχέδιο για την πραγματοποίηση των εκλογών και να δημιουργήσει συνθήκες για επιβολή
δικτατορίας, συλλαμβάνοντας τον Ανδρέα μόλις έκλεινε η Βουλή, οπότε δεν θα είχε πλέον ασυλία. «Αν
συλληφθεί», συνέχισε, «δεν θα γίνουν εκλογές. Θα γίνουν οπωσδήποτε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες και ο
Ανδρέας θα μετατραπεί σε ήρωα και μάρτυρα». Στο σημείο αυτό έκανε το σχόλιο πως «ο Ανδρέας δεν θα
ήθελε τίποτε περισσότερο από το να συλληφθεί».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αποκάλυψε ότι είχε συναντηθεί την προηγουμένη με τον διευθυντή του
Ιδιαίτερου Γραφείου του Κωνσταντίνου Δημήτρη Μπίτσιο στο Καστρί. Του είχε αναπτύξει την άποψη ότι
ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί ο κίνδυνος και να διεξαχθούν οι εκλογές θα ήταν να δοθεί αμνηστία
για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ο αρχηγός της Ε.Κ. εξήγησε κατά τη συνάντηση αυτή ότι το κόμμα του δεν
μπορούσε να ζητήσει την αμνηστία και παραδέχτηκε ότι, αν ο βασιλέας έδινε αμνηστία, θα έκανε ό,τι
μπορούσε για να συγκρατήσει τον Τύπο και τους βουλευτές του, ενώ προειδοποίησε τον Μπίτσιο ότι μια
δικτατορία θα ήταν καταστροφική, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τη μοναρχία. «Ο βασιλέας
Κωνσταντίνος θα ανεκάλυπτε σύντομα», εξήγησε, «πως δεν ήλεγχε την κατάσταση, αλλά αντιθέτως ήταν
δέσμιος του όποιου δικτάτορα, ακριβώς όπως ο βασιλέας (Γεώργιος) κατέστη δέσμιος του Ιωάννη Μεταξά
κατά τη δεκαετία του 1930».
Ο βασιλέας έπρεπε, σύμφωνα με τον ηλικιωμένο ηγέτη, να αντιμετωπίζει την πολιτική κρίση υπό πιο
μακροπρόθεσμο πρίσμα και να ασχολείται λιγότερο με το τι λέει ο Ανδρέας, διότι «είναι οι πράξεις που
μετράνε, όχι οι λέξεις». Σε μιαν εξαιρετικά αποκαλυπτική στιγμή της συζήτησης, ο Γεώργιος
Παπανδρέου είπε στους Αμερικανούς πως «αν δεν ήταν γιος του, θα είχε διώξει τον Ανδρέα από το κόμμα
για τη γενικότερη συμπεριφορά του».
Η συζήτηση κατέληξε με την παράκληση του Γεωργίου Παπανδρέου προς τον Τάλμποτ να
χρησιμοποιήσει την επιρροή του υπέρ της παροχής αμνηστίας για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ο Τάλμποτ
εξέλαβε τη φράση αυτή ως προτροπή για να συμβουλεύσει ο ίδιος τον Κωνσταντίνο να προχωρήσει σε
αμνηστία. Προκειμένου εξάλλου να καθησυχάσει τον Τάλμποτ, και εμμέσως τα ανάκτορα, ο αρχηγός της
Ε.Κ. απέκλεισε το ενδεχόμενο σύμπραξης με την ΕΔΑ μετά τις εκλογές και υπογράμμισε πως ο θεσμός της
μοναρχίας είναι αναγκαίος για την Ελλάδα. Όσο για τον Ανδρέα, εξήγησε ότι ακόμη και αν αποχωρούσε
από το κόμμα «μαζί με 30, 40 ή και 50 βουλευτές και συνεργαζόταν με 20 ή 30 βουλευτές της ΕΔΑ, θα
είχε μαζί του μόνο λιγότερο από το ένα τρίτο των μελών της Βουλής και δεν θα μπορούσε να αλλάξει την
εξωτερική πολιτική της Ελλάδας».
Ο Άνσουτζ μιλάει σκληρά στον Ανδρέα
Ο δεύτερος τη τάξει της πρεσβείας Νορμπ Άνσουτζ αποφάσισε εν τω μεταξύ να μιλήσει σκληρά στον
Ανδρέα, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει τους τελευταίους εννέα μήνες ότι έπρεπε να αποκαταστήσει
κάποιου είδους επαφή με το παλάτι. Ο Ανδρέας είχε προσκαλέσει τον Άνσουτζ και τη σύζυγό του στο
σπίτι του. Στην αρχή της συζήτησης, ο Ανδρέας εκμυστηρεύθηκε ότι ανησυχούσε για την κατάληξη των
ανακρίσεων για τον «ΑΣΠΙΔΑ», δεδομένου ότι είχε πληροφορηθεί ότι επρόκειτο να του ασκηθεί δίωξη για
κατασκοπεία, αδίκημα για το οποίο δεν καλυπτόταν από τη βουλευτική ασυλία. Μια από τις κατηγορίες
που προσπαθούσε να στοιχειοθετήσει η «χούντα», όπως την αποκαλούσε, ήταν ότι είχε συνεργαστεί με τις
γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες, στις οποίες είχε δώσει ονόματα Ελλήνων πρακτόρων. Σε περίπτωση που οι
πληροφορίες που είχε επαληθεύονταν, τόνισε, θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα παραδινόταν στις
δικαστικές αρχές, «οπότε θα γινόταν αμέσως μάρτυρας και η πολιτική του απήχηση θα ενισχυόταν». Την
ίδια στιγμή παρατήρησε πως αυτή η μέθοδος για την προβολή του πολιτικού του προφίλ «δεν θα ήταν
και τόσο άνετη και πιθανώς να αποδεικνυόταν επικίνδυνη προσωπικά για τον ίδιο». Κατόπιν αυτού, και
επειδή δεν πίστευε ότι θα μπορούσε ποτέ να δικαστεί δίκαια και αντικειμενικά, είχε αποφασίσει ότι δεν
θα παραδινόταν στις αρχές. Ο Άνσουτζ συνεπέρανε από τη συζήτηση, αν και ο Ανδρέας δεν το είπε
σαφώς, πως «υπό αυτές τις συνθήκες θα ανέβαινε στα βουνά και θα ηγείτο της αντίστασης των
δημοκρατικών δυνάμεων οι οποίες θα είχαν πλέον εξεγερθεί».
Η ερμηνεία που έδωσε ο Αμερικανός διπλωμάτης στην απειλή του Ανδρέα ότι δεν θα δεχόταν να
δικαστεί αποκτούσε εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Ο Άνσουτζ προέβλεπε ουσιαστικά ότι η πόλωση των
ημερών θα ξεπερνούσε τα παραδοσιακά όρια του πολιτικού παιχνιδιού και κινδύνευε να μεταβληθεί σε
τρίτο γύρο της εμφύλιας σύρραξης. Ο αντίκτυπος της επισήμανσής του δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ειδικά
στο γενικότερο κλίμα της έντασης και ανησυχίας που επικρατούσε στον μικρό σχετικά κύκλο των
Αμερικανών αξιωματούχων που παρακολουθούσαν τις ελληνικές εξελίξεις.
Ο Ανδρέας κατονόμασε εν συνεχεία τα μέλη της «χούντας» που πίστευε ότι κατηύθυναν τη συνωμοσία
εναντίον του: εμπνευστής της ήταν η Φρειδερίκη, μέλη της ο Αρναούτης, ο βουλευτής της ΕΡΕ και
υπουργός των Εσωτερικών του Μεταξά Μανιαδάκης, ο Φαρμάκης, οι στρατηγοί Σπαντιδάκης, Μουρίκης,
Μπεράκης και Κόλλιας, οι δικαστικοί Κόλλιας, Χατζίκος, Μουστάκης, Σωκρατίδης (ανακριτής στην
υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ»), ο στρατιωτικός εισαγγελέας συνταγματάρχης Παπαπούλος και ο απόστρατος
στρατηγός Βέρρος. Ο Άνσουτζ παρέθεσε τα ονόματα στο σημείωμα που έστειλε στην Ουάσιγκτον και
σχολίασε σε παρένθεση πως ύστερα από προσωπική του έρευνα ανακάλυψε ότι ο Βέρρος είχε πεθάνει ένα
χρόνο νωρίτερα.
Ο νεώτερος Παπανδρέου υποστήριξε την πρόταση του πατέρα του για την παροχή αμνηστίας σε όσους
ήταν αναμεμειγμένοι στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ως αντάλλαγμα ήταν διατεθειμένος να σκεφθεί την
πιθανότητα να δεχτεί την αναβολή των εκλογών μερικούς μήνες. Ο Ανδρέας έδειχνε, πρώτη φορά σε
συζήτησή του με τον Άνσουτζ, πως ήταν πραγματικά ανήσυχος για την τύχη του και γι’ αυτό έδειχνε
προθυμία να διαπραγματευτεί μια συμβιβαστική φόρμουλα. Ο Αμερικανός συνομιλητής του δεν είχε όμως
διάθεση να δεχτεί την πρόταση. Προτίμησε να του ασκήσει εντονότατη κριτική, προφανώς απόρροια των
άκαρπων διαβουλεύσεων που είχε μαζί του από τα μέσα του 1966. Ο Άνσουτζ του είπε, μεταξύ άλλων,
ότι:
–«Έπρεπε να δεχτεί ένα μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Η
βιαιότητα των επιθέσεών του εναντίον της μοναρχίας, των δεξιών, της οικονομικής ολιγαρχίας, του
ξένου παράγοντα κτλ., είχε αναπόφευκτα δημιουργήσει κλίμα πολύ βαθιάς αγωνίας».
–«Υπενθύμισα στον Ανδρέα», πρόσθεσε ο Άνσουτζ, «ότι τους τελευταίους εννέα μήνες τον προτρέπω
να υιοθετήσει πιο ήπια δημόσια στάση, που θα βοηθήσει να αποκατασταθεί κλίμα εμπιστοσύνης και θα
διευκολύνει τη διενέργεια εκλογών, που θα πρέπει τελικά να γίνουν για να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Παρά το γεγονός ότι μου είχε δηλώσει πολλές φορές σε ιδιωτικές συζητήσεις ότι στόχος του δεν ήταν
να καταστρέψει τη μοναρχία, αλλά να την τιμωρήσει, και ότι δεν θα συνεργαζόταν ποτέ με την ΕΔΑ,
δεν είχε κάνει τίποτα δημοσίως για να μειώσει τις ανησυχίες διαφόρων».
–«Αντιθέτως είχε προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανό πολιτικό όφελος εκμεταλλευόμενος αυτά
τα ζητήματα. Κατά την άποψή του, ένας άνθρωπος που εσκεμμένα εκμεταλλεύεται το λαϊκό αίσθημα,
κατά τρόπο που έρχεται σε αντίφαση με τις διαβεβαιώσεις που δίνει κατ’ ιδίαν, μπορεί να
χαρακτηριστεί μόνο δημαγωγός».
Το ξέσπασμα του Άνσουτζ κλιμακώθηκε όταν εξέφρασε την πικρία του για την ομιλία του Ανδρέα στην
Ένωση Ξένων Ανταποκριτών, την οποία χαρακτήρισε «κυνική και χαμηλού επιπέδου επίθεση εναντίον
της αμερικανικής πολιτικής». Ο Άνσουτζ υποστήριξε ότι ο Ανδρέας θα έπρεπε να γνωρίζει πως η
κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθούσε τα τελευταία χρόνια να σταματήσει τη συνεχή ανάμειξή της στις
εσωτερικές ελληνικές εξελίξεις και να συνεργαστεί σε διάφορες χώρες με «προοδευτικές» κυβερνήσεις,
όπως την κυβέρνηση Παπανδρέου. Πρόσθεσε ακόμη ότι η Ουάσιγκτον ήταν αντίθετη προς κάθε
συνταγματική εκτροπή. Παρ’ όλα αυτά, εξήγησε στον Ανδρέα, βρήκε την ομιλία «απαράδεκτη». Στο
σημείο αυτό παρενέβη η Μαργαρίτα Παπανδρέου, η οποία σχολίασε πως βρήκε την ομιλία «πολύ φιλική»
έναντι των ΗΠΑ. Ο Ανδρέας από την πλευρά του απέφυγε να απαντήσει στην επίθεση του Άνσουτζ και
επέμεινε απλώς πως όταν επιστρέψει στην εξουσία «θα βρείτε ότι θα είμαι δύσκολος φίλος της Αμερικής,
αλλά πάντως φίλος».
Καθώς η συζήτηση έφτανε στο τέλος της, ο Ανδρέας είπε, με έμμεσο τρόπο, ότι «ήταν πρόθυμος να
συναντηθεί διακριτικά με εκπρόσωπο του παλατιού για να εξετάσουν την κατάσταση». Ο Άνσουτζ, που
είχε προσφερθεί παλιότερα να κανονίσει στο σπίτι του συνάντηση του Ανδρέα με τον βασιλέα, απέφυγε
αυτήν τη φορά να δεσμευθεί. Στον επίλογο του τηλεγραφήματος τόνιζε ότι ο Ανδρέας εμφανιζόταν
σχετικά ανήσυχος για το ενδεχόμενο εκτροπής ή την πιθανότητα σύλληψης και αναγκαστικής
απομάκρυνσής του από την πολιτική. Ο Αμερικανός διπλωμάτης δεν θεωρούσε αδικαιολόγητες τις
ανησυχίες του υιού Παπανδρέου, καθώς ο πρώην βουλευτής της ΕΡΕ Φαρμάκης του είχε πει λίγες ημέρες
πριν ότι «ο Ανδρέας είναι ζωντανό πτώμα και υπάρχουν δυνάμεις που είναι αποφασισμένες να τον
“σκοτώσουν”». Η φράση αυτή προξένησε εντύπωση στον Άνσουτζ, γιατί έκρινε ότι ο Φαρμάκης
«εθεωρείτο άτομο που είχε σχέσεις με τις δυνάμεις που ήταν έτοιμες να προχωρήσουν σε συνταγματική
εκτροπή».
«Είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος,
είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος»
Eισήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου
στο υπουργικό συμβούλιο με θέμα
τη φορολογική μεταρρύθμιση (από Τα Νέα, 2/12/1993)

Αισθάνομαι την ανάγκη να ενημερώσω και εσάς και τον ελληνικό λαό για την οικονομική κατάσταση και
την πορεία της χώρας μας. Το δημόσιο χρέος έχει γονατίσει τον προϋπολογισμό του κράτους. Βλάπτεται
η εθνική οικονομία στο σύνολό της. Οι μεγάλες δανειακές ανάγκες του προϋπολογισμού έχουν κάνει το
χρήμα πανάκριβο. Τα υψηλά επιτόκια στραγγαλίζουν τις επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις συρρικνώνονται. Οι
εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Η οικονομία στο σύνολό της φτωχαίνει και πλουτίζουν μόνο
ορισμένοι μεγάλοι ομολογιούχοι. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να ανεχόμαστε αυτήν την κατάσταση.
Είναι καιρός να αντιδράσουμε. Να βάλουμε ένα τέλος.
Ο καλύτερος και τελικά ο μόνος οριστικός τρόπος για να απαλλαγούμε από το βάρος του δημόσιου
χρέους είναι η ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη. Με τα μεγαλύτερα έσοδα που θα φέρει στο κράτος και με
τα χαμηλότερα επιτόκια που συνοδεύουν την οικονομική ανάκαμψη, θα ελαφρώσουν σημαντικά οι
υποχρεώσεις για την τρέχουσα εξυπηρέτηση των δανείων του Δημοσίου.
Η κυβέρνηση δίνει πρωταρχική σημασία στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Είμαστε αποφασισμένοι να την
επιδιώξουμε με κάθε μέσο. Στην απόφαση αυτή συγκλίνουμε με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς στην
Ενωμένη Ευρώπη. Οι εταίροι μας αρχίζουν πλέον να βλέπουν στην ανεργία την κύρια οικονομική απειλή
της δεκαετίας του 1990.
Την αναπτυξιακή προσπάθεια την εντάσσουμε μέσα σε ρεαλιστικά, ιστορικά και διεθνή πλαίσια. Η
Ευρώπη στο σύνολό της και εμείς είμαστε στη σημερινή συγκυρία υποχρεωμένοι, προκειμένου να
απελευθερώσουμε τις δημιουργικές, παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας, να δαμάσουμε τα ελλείμματα
και τα χρέη.
Γενικά το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, χωρίς να εξαιρούνται ούτε χώρες όπως η Γαλλία ή η
Γερμανία, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, που σήμανε το τέλος της μεταπολεμικής οικονομικής
ευφορίας στις αναπτυγμένες χώρες, προσέφυγαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους. Το έκαναν για να
διαφυλάξουν το βιοτικό τους επίπεδο, δίχως να προωθήσουν παράλληλα πρόσθετη παραγωγική
προσπάθεια στους λαούς τους.
Στη χώρα μας όμως λειτούργησαν και μερικοί πρόσθετοι παράγοντες. Στην εικοσαετία 1950-1970 η
ελληνική οικονομία, προχωρώντας με ρυθμό αύξησης εθνικού προϊόντος 7% τον χρόνο, ταχύτερα από τον
μέσο ευρωπαϊκό 5%, πραγματοποίησε ένα τεράστιο άλμα προς τον οικονομικό εκσυγχρονισμό. Αλλά οι
κρατικοί θεσμοί δεν παρακολούθησαν από κοντά την οικονομική μεταμόρφωση. Ιδιαίτερα το φορολογικό
μας σύστημα δεν προσαρμόστηκε στις γρήγορες κοινωνικές ανακατατάξεις της ταχύρρυθμης ανάπτυξης
του 1950-1970.
Τα χρόνια εκείνα, για να ενισχυθούν συγκεκριμένοι αναπτυξιακοί κλάδοι αιχμής –λόγου χάριν η
οικοδομική δραστηριότητα–, δόθηκαν φοροαπαλλαγές που δεν καταργήθηκαν αργότερα, μολονότι ο
σκοπός τους, δηλαδή η ανάπτυξη του κλάδου, είχε επιτευχθεί.
Η φορολογία που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στους κατοίκους των πόλεων, όταν στην ύπαιθρο
επικρατούσε απ’ άκρου εις άκρον φτώχεια, ουδέποτε προσαρμόστηκε στη νέα πραγματικότητα: Στην
άνοδο των δυνατοτήτων των κατοίκων της υπαίθρου να συνεισφέρουν και αυτοί στα κοινά βάρη.
Η οικονομική ανάπτυξη ανέβασε στο προσκήνιο, σε μεγάλους αριθμούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες,
π.χ. μηχανικούς, γιατρούς, δικηγόρους, τους επαγγελματίες πολλαπλών ειδικοτήτων. Το ίδιο συνέβη και
με τις επιχειρήσεις, μικρομεσαίες και μεγάλες, που προσφέρουν διαφόρων ειδών υπηρεσίες. Ο φορολογικός
μηχανισμός στάθηκε ανίκανος να εντάξει τα στρώματα αυτά στο σώμα των φορολογουμένων κατά τρόπο
ανάλογο με το εισόδημά τους.
Οι διοικητικές υπηρεσίες του κράτους από την άλλη μεριά, πέρα από το να απορροφούν παθητικά ένα
μέρος των εργαζομένων που διαφορετικά θα έμεναν άνεργοι εξαιτίας της ύφεσης, δεν κατόρθωσαν να
ανταποκριθούν στις σύγχρονες αναπτυξιακές ανάγκες της κοινωνίας μας. Έτσι τα ελλείμματα και το
δημόσιο χρέος ξεπέρασαν κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Υπάρχει βέβαια ιστορικά και ένα θέμα δικιάς μας ευθύνης. Μολονότι ως παράταξη πάντοτε τονίζαμε
την ανάγκη της αναπτυξιακής πολιτικής, οι κυβερνήσεις μας δεν στήριξαν εξίσου ισχυρά την πολιτική
αυτή στην πράξη. Αλλά θα ήταν υπερβολικά εύκολο να αποδώσουμε τη διόγκωση του δημόσιου χρέους
αποκλειστικά στη στάση των εκάστοτε κυβερνήσεων – θα μπορούσε να μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι
θα αρκούσε μια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για να αρχίσει αυτόματα να λύνεται το πρόβλημα.
Αυτό θα ήταν λάθος. Η αλλαγή της κυβερνητικής συμπεριφοράς είναι οπωσδήποτε απαραίτητη. Αλλά δεν
φτάνει. Χρειάζεται αλλαγή συμπεριφοράς όλης της κοινωνίας. Οφείλουμε κρατικοί, κυβερνητικοί,
κοινωνικοί φορείς, όλοι μαζί, κυβέρνηση, λαός, συνδικάτα, επιχειρήσεις, επιμελητήρια, πανεπιστήμια,
παντού όπου ζουν και εργάζονται Έλληνες, να στραφούμε αποφασιστικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια.
Να ανεβάσουμε, κατά διαφανή και σταθερό τρόπο, τα εισοδήματά μας.
Η κυβέρνηση γυρίζει μια νέα σελίδα στη ζωή του τόπου. Αυτό είναι το νόημα της δέσμης των
φορολογικών και αναπτυξιακών μας μέτρων.
Στο φορολογικό μέρος, με όσα μέτρα τελικά αποφασισθούν κατά τη διάρκεια του κοινωνικού διαλόγου,
θα επιβάλουμε προς κάθε κατεύθυνση τη συνταγματική αρχή της ίσης συμμετοχής των πολιτών στα
δημόσια βάρη. Το καθεστώς της νόμιμης ή παράνομης αποφυγής της φορολογίας, φοροαποφυγή και
φοροδιαφυγή από μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού τερματίζεται. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο να
μαζέψουμε λίγα ή πολλά έσοδα. Θα αποκαταστήσουμε τη δικαιοσύνη, θα παγιώσουμε το αίσθημα
δικαιοσύνης μέσα στον λαό, ώστε να δοθεί απερίσπαστος στην αναπτυξιακή προσπάθεια.
Στο αναπτυξιακό μέρος, κλειδί της επιτυχίας είναι οι επενδύσεις και η άνοδος της παραγωγικότητας.
Μειώνοντας το χρέος και τα ελλείμματα, απελευθερώνουμε πόρους για τις επενδύσεις. Παράλληλα
αξιοποιούμε στο έπακρο τα ποσά που η κοινοτική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών χωρών έχει θέσει στη
διάθεση της χώρας μας. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των εργαζομένων και των επιχειρηματιών. Αυτοί
μόνο, τελικά, μπορούν να κερδίσουν τη μάχη της παραγωγικότητας, να ανοίξουν τον δρόμο για τη λύση
όλων των άλλων προβλημάτων.
Στη μάχη αυτή καλούμε ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Οφείλουν όλοι να αγωνισθούν ξέροντας ότι είτε το έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε
η υπερχρέωση θα αφανίσει το έθνος. Οικονομική υποβάθμιση σημαίνει και εθνική υποβάθμιση.
Ας αφήσουμε λοιπόν το παρελθόν και τις συνήθειες που μας κληρονόμησε πίσω μας. Στο χέρι μας είναι
να βαδίσουμε προς την εξέλιξη, την πρόοδο, την ευημερία μαζί με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς.
Ναι, χρειάζονται θυσίες. Θα τις κάνουμε όλοι μαζί. Δίκαια.
Ναι, χρειάζεται εργασία και προσπάθεια, θα την καταβάλουμε όλοι μαζί. Ναι, χρειάζεται αλλαγή
νοοτροπίας, θα το συνειδητοποιήσουμε όλοι μαζί.
Bιβλιογραφία

Αρσένης Γεράσιμος (1987). Πολιτική κατάθεση, Οδυσσέας, Αθήνα.


Αυγερινός Παρασκευάς (2013). Η αλλαγή τελείωσε νωρίς. Τρεις ιστορίες από την πολιτική μου ζωή, Εστία, Αθήνα.
Aliboni Roberto (1992) (επιμ.). Southern European Security in the 1990s, Pinter Publishers, London.
Alivizatos Nicos (1991). «Civilian Supremacy over the Military. The Case of Modern Greece», στο Revue de droit militaire et de droit
de la guerre 30, σ. 18-30.
Βασιλάκης Μανώλης (1995, 10 Νοεμβρίου). «Κυβέρνηση Αυριανιστών», περ. Αντί.
Βερέμης Θ. & Ι. Κολιόπουλος (2013). Νεότερη Ελλάδα. Μια ιστορία από το 1821, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Bahcheli Tozun (1990). Greek-Turkish Relations since 1955, Westview Press, Boulder (CO).
Γαρουφαλιάς Πέτρος (1982). Ελλάς και Κύπρος. Τραγικά σφάλματα, ευκαιρίες που χάθηκαν (19 Φεβρουαρίου 1964 – 15 Ιουλίου 1965),
Μπεργαδής, Αθήνα.
Γιαννίτσης Τάσος (2013). Η Ελλάδα στην κρίση, Πόλις, Αθήνα.
Γιαννόπουλος Ευάγγελος (1999). Η Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων κατά των Γερμανών - Ιταλών και Βουλγάρων κατακτητών 1940-41
και η αναγνώρισή της από το κράτος, Αθήνα.
Clogg Richard (1987). Parties and Elections in Greece. The Search for Legitimacy, Duke University Press, Durham (N.C.).
Coufoudakis Van (1981). «Turkey and the United States: The Problems and Prospects of a Post-War Alliance», στο Journal of Political
and Military Sociology 9/2 (φθινόπωρο), σ. 179-194.
————— (1983). «Greco-Turkish Relations and the Greek Socialists: Ideology, Nationalism and Pragmatism», στο Journal of Modern
Greek Studies I/2 (Οκτώβριος), σ. 373-392.
Coufoudakis Van, Harry J. Psomiades & Andre Gerolymatos (1999). «Greece as a Factor of Stability in the Post-Cold War Balkans»,
στο Van Coufoudakis, Harry J. Psomiades & Andre Gerolymatos (επιμ.), Greece and the New Balkans. Challenges and
Opportunities, Pella, New York, σ. 373-392.
Couloumbis Theodore (1983). The United States, Greece and Turkey: The Troubled Triangle, Praeger, New York.
————— (1989). «Karamanlis and Papandreou, Style and Substance of Leadership», στο Yearbook 1988, ELIAMEP, Athens, σ. 129-149.
Δουκίδου Λένα (2012). Πώς φτάσαμε στη δικτατορία του ’67. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, μάρτυρες κατηγορίας το 1975 στη Δίκη των
Συνταγματαρχών, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα.
Davis Homer W. (1992). The Story of Athens College. The First Thirty-Five Years, Athens College Press, Athens.
Delors Jacques (1991). «European Integration and Security», στο Survival (Μάρτιος-Απρίλιος), σ. 99-110.
Dimitrakis Panagiotis (2009). Greece and the English. British Diplomacy and the King of Greece, I. B. Tauris, London.
Draenos Stan (2012). Andreas Papandreou. The Making a Greek Democrat and Political Maverick, I. B. Tauris, London.
Dragoumis Mark (2004). The Greek Economy, 1940-2004, Athens News.
Ευρυβιάδης M. & Μ. Ιγνατίου (2010). CIA. Ο απόρρητος φάκελος του Ανδρέα, Λιβάνης, Αθήνα.
Elekdag Sukru (1996). «2½ War Strategy», στο Perceptions: Journal of International Affairs 1 (Μάρτιος-Μάιος), σ. 33-57.
Elephantis Angelos (1981). «PASOK and the Elections of 1977: The Rise of the Populist Movement», στο Howard R. Penniman (επιμ.),
Greece at the Polls. The National Elections of 1974 and 1977, American Enterprise Institute for Public Policy Research, Washington
(D.C.), σ. 105-129.
Eyal Jonathan (1992, 3 Σεπτεμβρίου). «Α Force for Good in a Cauldron of Turmoil», στο The European, σ. 12.
Featherstone Kevin & Dimitris Papadimitriou (2013). «The Emperor Has no Clothes, Power and Resources within the Greek Core
Executive», στο Governance: An International Journal of Policy, Administration and Institutions 26/3 (Ιούλιος), σ. 531-537.
Frinking Ton (1984). Draft Interim Report of the Sub-Committee on the Southern Region, North Atlantic Assembly, Brussels.
Gellner Ernest (1986). Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της, Παπαζήσης, Αθήνα.
Goodby James E. (1990). CSCE: The Diplomacy of Europe Whole and Free, The Atlantic Council, Washington (D.C.).
Hunter Shireen T. (1995). Turkey at the Crossroads: Islamic Past or European Future?, Centre for European Policy Studies, Brussels.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1977). Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, τόμ. ΙΔ΄.
Ioakimidis Panayiotis (1996). «Contradictions between Policy and Performance», στο Kevin Featherstone & Kostas Ifantis (επιμ.),
Greece in a Changing Europe. Between European Integration and Balkan Disintegration?, Manchester University Press, Manchester,
σ. 33-52.
Κεραμάς Βασίλης (1989). Το απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί, Παπαζήσης, Αθήνα.
Κούλογλου Στέλιος (1986). Στα ίχνη του τρίτου δρόμου. ΠΑΣΟΚ 1974-86, Οδυσσέας, Αθήνα.
Κουλουμπής Θόδωρος (1996). Κυπριακό: λάθη, διδάγματα και προοπτικές, Ι. Σιδέρης, Αθήνα.
————— (2002). …71 …74: Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Κύρκος Λεωνίδας (2007). Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή, Εστία, Αθήνα.
Κωστής Κώστας (1999). Ο μύθος του ξένου. Ή η Pechiney στην Ελλάδα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
————— (2013). Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Πόλις, Αθήνα.
Kalyvas Stathis (1997). «Polarization in Greek Politics. PASOK’s First Four Years, 1981-1985», στο Journal of the Hellenic Diaspora
23/1, σ. 83-116.
Kapetanyannis Vasilis (1987). «The Left in the 1980s: Too Little, too Late», στο Richard Clogg, Parties and Elections in Greece. The
Search for Legitimacy, Duke University Press, Durham (N.C.), σ. 78-91.
Kazakos Panos (1992). «Socialist Attitudes toward European Integration in the Eighties», στο Theodore C. Kariotis (επιμ.), The Greek
Socialist Experiment: Papandreou’s Greece 1981-1989, Pella Publishing, New York, σ. 257-278.
Keeley Robert V. (2010). Η αμερικανική πρεσβεία και η κατάρρευση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. 1966-1969, Εκδόσεις Πατάκη,
Αθήνα.
Kofos Evangelos (1991). «Greece and the Balkans in the 70s and 80s», στο Yearbook 1990, Hellenic Foundation for Defense and
Foreign Policy, Athens, σ. 193-222.
Kriesi, Hanspeter & Takis S. Pappas (2016) (επιμ.). European Populism in the shadow of the great Recession, ECPR, Colchester.
Λακόπουλος Γιώργος (2008). «Του μιλάνε τα κύματα…» Ο Ανδρέας Παπανδρέου πριν μπει στην πολιτική, Καστανιώτης, Αθήνα.
Λάμψας Γιάννης (1985). Η ελληνική νομενκλατούρα. Οι προνομιούχοι της εξουσίας, Ροές, Αθήνα.
Λουκάκος Πάνος (2013). Η αθέατη όψη. Τύπος και πολιτική στη Μεταπολίτευση, Εστία, Αθήνα.
Laipson Ellen (1983, 15 Ιουνίου· αναθεώρηση 12 Απριλίου 1985). The Seven-Ten Ratio in Military Aid to Greece and Turkey: A
Congressional Tradition, CRS Report for Congress, Washington (D.C.).
Larrabee Stephan F. (1990). «The Southern Periphery; Greece and Turkey», στο Paul S. Shoup (επιμ.), Problems of Balkan Security:
Southeastern Europe in the 1990s, The Wilson Center Press, Washington (D.C.), σ. 175-204.
Loulis John C. (1985). Greece under Papandreou: N.A.T.O.’s Ambivalent Partner, European Security Studies 3, Institute for European
Defense & Strategic Studies.
Lyberaki Antigone (1993). «Greece-EC Comparative Economic Performance: Convergence or Divergence?», στο Harry Psomiades &
Stavros Thomadakis (επιμ.), Greece, the New Europe, and the Changing International Order, Pella Publishing, New York, σ. 179-
216.
Lyrintzis Christos (1993). «PASOK in Power: From “Change” to Disenchantment», στο Richard Clogg (επιμ.), Greece, 1981-89. The
Populist Decade, St. Martin’s Press, New York, σ. 26-46.
Μακράκης Μιχάλης (2000). Το ξεκίνημα. Ανδρέας Γ. Παπανδρέου 1933-1943, Κάτοπτρο, Αθήνα.
Μαράκης Νίκος (1994, 15 Μαΐου). «Ψάχνουν να βρουν αλλά δεν μπορούν», Το Βήμα.
Μαυρής Γιάννης (1996, 18 Φεβρουαρίου). «Οι σχέσεις στρατεύματος και πολιτικής εξουσίας», Η Καθημερινή.
Μαυρογορδάτος Γιώργος (1988). Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη. Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα, Οδυσσέας,
Αθήνα.
Μητσοτάκης Κυριάκος (2006). Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής. Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές
διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Μίρκος Γεώργιος Τρ. (2002). Ανδρέας Παπανδρέου. Τα πρώτα βήματα στην πολιτική, Λιβάνης, Αθήνα.
Μπουλούκος Άρης (1989). Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, Αθήνα.
Mavrogordatos George (1983). «The Emerging Party System», στο Richard Clogg (επιμ.), Greece in the 1980s, Macmillan, London, σ.
77-81.
————— (1993). «Civil Society Under Populism», στο Richard Clogg (επιμ.), Greece, 1981-89. The Populist Decade, St. Martin’s Press,
New York, σ. 47-64.
Migdalovitz Carol (1997, 21 Αυγούστου). Greece and Turkey: Aegean Issues – Background and Recent Developments, στο CRS Report
for Congress, Congressional Research Service, Washington (D.C.).
Moustakis Fotios (2003). The Greek-Turkish Relationship and NATO, Frank Cass, London.
Πάγκαλος Θόδωρος (2011). Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Παναγιωτόπουλος Βασίλης (1993) (επιμ.). Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του, εφημ. Τα Νέα – Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, τόμ. 1
και 2.
Παπανδρέου Δήμητρα (1997). Δέκα χρόνια και πενήντα τέσσερις μέρες, Λιβάνης, Αθήνα.
Παπανδρέου Νίκος (2001). Δέκα μύθοι και μια ιστορία, Καστανιώτης, Αθήνα.
————— (2003). Ανδρέας Παπανδρέου. Η ζωή σε πρώτο ενικό και η τέχνη της πολιτικής αφήγησης, Καστανιώτης, Αθήνα.
Παπαντωνίου Γιάννος (2014). Στάσεις και αποστάσεις, Παπαζήσης, Αθήνα.
Παπαχελάς Αλέξης (1993, 7 Νοεμβρίου). «Ο κρίσιμος μήνας μέλιτος Ελλάδας-ΗΠΑ στα Βαλκάνια», Η Καθημερινή.
————— (1997). Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων, 1946-1967, Εστία, Αθήνα.
Παππάς Τάκης Σ. (2008). Το χαρισματικό κόμμα. ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, εξουσία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Παρασκευόπουλος Πότης (1995). Ανδρέας Παπανδρέου. Η πολιτική πορεία του 1960-1995, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Αθήνα.
Πρετεντέρης Ι. Κ. (1996). Η δεύτερη μεταπολίτευση, Πόλις, Αθήνα.
Papandreou Andreas (1973). Democracy at Gunpoint, Penguin Books, London.
Papandreou Margaret (1970). Nightmare in Athens, Prentice Hall, Englewood Cliffs (N.J.).
Papandreou Nick (1996). Father Dancing, Penguin, London.
Pappas Takis S. (2008). «Political Leadership and the Emergence of Radical Mass Movements in Democracy», στο Comparative
Political Studies 41/8 (Αύγουστος), σ. 1117-1140.
————— (2009). «Patrons Against Partisans», στο Party Politics, Vol. 15, No. 3, Sage Publications, σ. 315-334.
Perry Duncan (1992, 19 Ιουνίου). «Macedonia: A Balkan Problem and a European Dilemma», στο Radio Free Europe / Radio Liberty,
Research Report 1/25, σ. 35-45.
Pettifer James (1991). «Albania’s Way out of the Shadows», στο The World Today (Απρίλιος), σ. 55-57.
Pridham Geoffrey (1991). «Political Parties and Elections in the New Eastern European Democracies: Comparisons with Southern
European Experience», στο Yearbook 1990, Hellenic Foundation for Defense and Foreign Policy, Athens, σ. 253-268.
Ρασσιά Χριστίνα (1992). 10 χρόνια σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου, Ξενοφών, Αθήνα.
Ριζάς Σωτήρης (2008). Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Κοινοβουλευτισμός και δικτατορία, Καστανιώτης, Αθήνα.
————— (2009). Μεγάλοι Έλληνες. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Σκάι Εκδόσεις, Αθήνα.
Σβολόπουλος Κ. (1987). Ελληνική πολιτική στα Βαλκάνια 1974-1981, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα.
Σημίτης Κώστας (1984). «Εισαγωγή», στο Ν. Μουζέλης κ.ά., Λαϊκισμός και πολιτική, Γνώση, Αθήνα, σ. 15-16.
Σκαρβέλης Δημήτριος (1994). Η καταγραφή μιας ανωμαλίας. Δεκέμβριος 1993, Αθήνα.
Σκληράκη Εύη (1994). Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Οδοιπορικό μέσα στο χρόνο, Σμίλη, Αθήνα.
Σπουρδαλάκης Μιχάλης (1998) (επιμ.). ΠΑΣΟΚ: κόμμα, κράτος, κοινωνία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Στάθης Θεόδωρος (1992). Η ελληνική άμυνα και η αχίλλειος πτέρνα της, Λιβάνης, Αθήνα.
Σωτηρόπουλος Δημήτρης Π. (2014). «Ο Ανδρέας Παπανδρέου οδεύοντας προς την εξουσία, 1974-1981», περ. Νέα Εστία 175, τχ. 1862
(Ιούνιος), σ. 494-519.
Sotiropoulos Dimitri A. (1993). «A Colossus with Feet of Clay: The State in Post-Authoritarian Greece», στο Harry Psomiades &
Stavros Thomadakis (επιμ.), Greece, the New Europe, and the Changing International Order, Pella Publishing, New York, σ. 43-56.
————— (1996). Populism and Bureaucracy. The Case of Greece Under PASOK 1981-89, University of Notre Dame Press, Notre
Dame.
Stavrou Nikolaos A. (1988). Greece under Socialism – A NATO Ally Adrift, Aristide Caratzas, New York.
Stokes Lee (1986). «The Armed Forces under Papandreou», στο The Athenian (Μάρτιος), σ. 20.
Τσάτσος Κωνσταντίνος (1984). Ο άγνωστος Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
Thomadakis Stavros B. (2015). Growth, Debt and Sovereignty Prolegomena to the Greek Crisis, Hellenic Observatory. GreeSE Paper
No. 91, Μάιος 2015, European Institute, London School of Economics and Political Science, London.
Thomadakis Stavros B. & Dimitris Seremetis (1992). «Fiscal Management, Social Agenda, and Structural Deficits», στο Theodore C.
Kariotis (επιμ.), The Greek Socialist Experiment: Papandreou’s Greece 1981-1989, Pella Publishing, New York, σ. 203-255.
Valinakis Yannis (1992). Greece’s Balkan Policy and the “Macedonian Issue”, Stiftung Wissenschaft und Politik, Ebenhausen.
Veremis Thanos (1981). «The Union of the Democratic Center», στο Howard R. Penniman (επιμ.), Greece at the Polls. The National
Elections of 1974 and 1977, American Enterprise Institute for Public Policy Research, Washington (D.C.), σ. 84-104.
————— (1982). Greek Security: Issues and Politics, Adelphi Papers No. 179, International Institute for Strategic Studies, London.
————— (1988α). «Greece and NATO: Continuity and Change», στο John Chipman (επιμ.), NATO’s Southern Allies: Internal and
External Challenges, Routledge, London, σ. 236-286.
————— (1988β). «Greece», στο Douglas Stuart (επιμ.), Politics and Security in the Southern Region of the Atlantic Alliance,
Macmillan, London, σ. 137-156.
————— (1997). The Military in Greek Politics. From Independence to Democracy, Hurst & Co., London.
Verney Susannah (1993). «From the “Special Relationship” to Europeanism: PASOK and the European Community, 1981-1989», στο
Richard Clogg (επιμ.), Greece, 1981-89. The Populist Decade, St. Martin’s Press, New York, σ. 131-153.
Wilson Andrew (1979-1980). The Aegean Dispute, Adelphi Papers No. 155, The International Institute for Strategic Studies, London.
Χατζηβασιλείου Ευάνθης (2010). Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Ziogas Nikos (1996). «Developments in Albania in 1994», στο Southeast European Yearbook 1996-1997, ELIAMEP, Athens.

You might also like