You are on page 1of 157

Ηλιάδου-Τάχου Σοφία

Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες

Διαδρομές ζωής ή θανάτου


(μέσα από το αρχείο του Ν. Τσιρώνη)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
Πρώτη έκδοση, Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Α.Ε. · Θεσσαλονίκη, 2014

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή
του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης
Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης
αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

Επιμέλεια έκδοσης: Δήμητρα Ασημακοπούλου


Σελιδοποίηση: Αθηνά Ντάβα

Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Α.Ε.


Αθήνα: Κιάφας 5 - ΤΚ 10678
Τηλ.: 210 3811077 · Fax: 210 3811086
Θεσσαλονίκη: Καμβουνίων 9 - ΤΚ 54621
Τηλ.: 2310 256146 · Fax: 2310 256148
www.epikentro.gr
e-mail: epikentro@epikentro.gr

ISBN: 978-960-458-515-1
ΜΕΡΟΣ Α΄

Εισαγωγή
Βιβλιογραφία και σκοποί της μελέτης

Η διερεύνηση της ιστορίας της κατοχικής ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης και των στελεχών της, στο βιβλίο μου
«Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη: τα χρώματα της βίας (1941-1945)», που εκδόθηκε πρόσφατα από το
«Επίκεντρο», μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα «υιοθεσίας» ή «μητρότητας» απέναντι στα
στελέχη της οργάνωσης. Κάτι σαν δέσμευση απέναντί τους. Έπρεπε, επομένως, να απαντηθούν τα
ερωτήματα που σχετίζονται με τις διαδρομές που ακολούθησαν μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας (12
Φεβρουαρίου 1945) εκείνα από τα στελέχη της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης που ένιωσαν εκτεθειμένα απέναντι
στο μετακατοχικό κράτος και προέβλεψαν πως η παραμονή τους στην Ελλάδα θα εξελισσόταν σε
Γολγοθά χωρίς τέλος.

Η υπάρχουσα βιβλιογραφία αναφορικά με το ζήτημα του Μπούλκες χωρίζεται στις εξής κατηγορίες: α)
Στις έρευνες στις πηγές των βαλκανικών κρατών1 β) στα αυτοβιογραφικά κείμενα, στα οποία θα
συμπεριλάβουμε και αυτά του Αρχείου Ν. Τσιρώνη2 γ), στα έμμεσα σχετικά με το θέμα αυτοβιογραφικά
κείμενα3 δ) στα κείμενα που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του πλαισίου.4

Αντίθετα για το νησί της ντροπής5 δεν διασώζονται μαρτυρίες, εκτός από το άρθρο της «Καθημερινής»6
και τις αναφορές των Κ. Σιαπέρα7 και Χρύσας Χατζηβασιλείου.8 Σημαντικές όμως θα πρέπει να
θεωρηθούν οι μαρτυρίες που διασώζονται από τον Ρ. Κυργιαζόφσκι.9

Η πρωτοτυπία της παρούσας μελέτης έναντι άλλων που αφορούν στην πορεία των πολιτικών προσφύγων
εντός της Γιουγκοσλαβίας και μάλιστα στο Μπούλκες έγκειται: α) στη σημασία των αυτοβιογραφικών
στοιχείων που καταθέτει ο N. Τσιρώνης, τόσο για το ζήτημα του Μπούλκες, όσο και για το ζήτημα του
νησιού της ντροπής, β) στην προσεκτική αποδελτίωση των τευχών της εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες που
διασώθηκαν στο Αρχείο παράνομου τύπου του ΑΣΚΙ10 και γ) στη συγκέντρωση των υπαρχουσών
βιβλιογραφικών αναφορών και στη συνεξέτασή τους με τα πρωτότυπα στοιχεία που προαναφέρθηκαν.

Επομένως, στους σκοπούς της μελέτης εντάσσεται η περιγραφή: α) των κοινοτικών δομών στο
Μπούλκες,11 β) της οικονομίας, γ) της εκπαίδευσης και του πολιτισμού της κοινότητας, δ) των σχέσεων
Ελλήνων-«Σλαβομακεδόνων» στο Μπούλκες, ε) των σχέσεων ΚΚΕ και ΚΚΓ, στ) των διεθνών διαστάσεων
του ζητήματος «Μπούλκες», ζ) των μεθόδων πειθαρχίας που επιβλήθηκαν, με εστίαση στην περίπτωση
του νησιού-κάτεργου στον Δούναβη. Τέλος, στους στόχους εγγράφεται και η απόπειρα μιας συνολικής
αποτίμησης του εγχειρήματος.

Η εγκατάσταση στο Μπούλκες

Η επιλογή του Μπούλκες ως χώρου εγκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων μετά τη Βάρκιζα οφειλόταν
σε τρεις λόγους: α) στην ύπαρξη των προϋποθέσεων για εγκατάσταση και συντήρηση των προσφύγων,
αφού το χωριό είχε εγκαταλειφθεί από τους Γερμανούς κατοίκους του και είχε εύφορη γη,12 β) στην ικανή
απόστασή του από τα ελληνικά σύνορα και στη συνακόλουθη αποφυγή ελέγχου από εχθρικές
κατασκοπευτικές αρχές.13 Κατά τον Eudes, η επιλογή του χωριού αποδίδεται στον Ανδρέα Τζίμα.14

Μετά τη Βάρκιζα εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο Μπούλκες Έλληνες και «Σλαβομακεδόνες».15 Ο


Τσιρώνης προσδιορίζει την εγκατάστασή του στη Γιουγκοσλαβία, με πρώτο σταθμό το Μοναστήρι, στις
23-24 Φεβρουαρίου 1945, και δίνει ξεχωριστή έμφαση στην έλευση στην ξένη γη, χωρίς καμία
προειδοποίηση από το κόμμα.16 Οι πρώτοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν, κατά τον Ρίστοβιτς, στη
Βοϊβοντίνα, στις 25 Μαΐου 1945, και ήταν 1.454. Το δεύτερο ρεύμα δημιουργήθηκε στις αρχές Ιουνίου
1945, όταν, μετά από παραμονή στο Νόβι Σίβατς, εγκαταστάθηκαν 2.702 άτομα σε 625 σπίτια στο
Μπούλκες. Με την εγκατάσταση των πρώτων προσφύγων στο Μπούλκες, τον Ιούνιο του 1945, συμφωνεί
και ο Κιργιαζόφσκι.17 Κατά τον Ρίστοβιτς, οι πρόσφυγες που κατοίκησαν στο Μπούλκες ήταν περίπου
4.000-4.500,18 ενώ κατά τον Κιργιαζόφσκι ανέρχονταν σε 6.000.19
Οι κοινοτικές δομές στο Μπούλκες20

Τον Ιούνιο του 1946, στην εφημερίδα Φωνή του Μπούλκες21 δημοσιεύεται κύριο άρθρο με τίτλο «Για την
καινούργια μας κατάχτηση». Μέσα από αυτό συνάγουμε τα εξής συμπεράσματα: α) προϋπήρξε Γραφείο
της Ομάδας το οποίο, κατά την εφημερίδα, εκλέχτηκε δημοκρατικότατα και το οποίο αντιμετώπισε
αποτελεσματικά τις απαιτήσεις της οργανωμένης ζωής των κατοίκων του Μπούλκες, β) οι όροι
λειτουργίας της κοινότητας των πολιτικών προσφύγων έπρεπε να επαναπροσδιοριστούν, μετά την
παραχώρηση από το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας στους κατοίκους του Μπούλκες όλων των
δικαιωμάτων του Γιουγκοσλάβου πολίτη, γ) η καθοδήγηση καθόρισε τη μετονομασία της ομάδας σε
«Κοινότητα Ελλήνων Λαϊκών Αγωνιστών Μπούλκες» και συνέστησε τη δημιουργία Κανονισμού στον οποίο
θα περιγράφονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών της ομάδας,22 δ) ο Κανονισμός θα
προέκυπτε μετά από συζήτηση με τις «γκρούπες», στην οποία όλοι είχαν την υποχρέωση να εκφράσουν
άποψη, ε) ο Κανονισμός θα εγκρινόταν από τη ΓΣ της ομάδας και θα αποτελούσε τον Κανονισμό της
Κοινότητας.23

Στην ίδια εφημερίδα, στις 29 Ιουνίου 1946, συμπεριλήφθηκε η Προκήρυξη των Εκλογών για τις 7 Ιουλίου
1946, οι οποίες θα διεξάγονταν από την 9μελή Επιτροπή Εκλογών που εκλέχτηκε από Αντιπροσώπους,
σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού της Κοινότητας.24 Εκλέκτορες θα ήταν όλοι όσοι είχαν
συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, ανεξαρτήτως φύλου, και οι αγωνιστές με δράση, οι οποίοι
είχαν ηλικία μικρότερη των 18 ετών. Δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για το ΚΣ είχαν όσοι είχαν
συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους και είχαν υποβάλει υποψηφιότητα έως τις 2.7.1946, στην
Επιτροπή Εκλογών. Παράλληλα με τα τακτικά μέλη, εκλέγονταν και Αναπληρωματικά και μέλη που
διενεργούσαν τον έλεγχο των οικονομικών. Ακολουθούσε ο καταμερισμός των εκλογικών τμημάτων. Η
ψηφοφορία γινόταν κατά «γκρούπες».25

Από τα τέλη, λοιπόν, του Ιουλίου του 1946 ο πλήρης έλεγχος του Μπούλκες περιήλθε στο Κομματικό
Γραφείο. Η κοινότητα τελούσε υπό τον έλεγχο της γιουγκοσλαβικής UDB (Διοίκησης Κρατικής
Ασφάλειας), επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αλέξανδρος Ράνκοβιτς.26 Το κομματικό κοινοτικό Γραφείο
καθοδηγούνταν από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και διόριζε τη Διοίκηση των εργατικών συλλόγων,
τη Διεύθυνση της Γεωργίας, και την Διεύθυνση του εργαστηρίου.27

Το Κομματικό Γραφείο Μπούλκες αποτελούνταν από τους: Μιχάλη Πεχτακτσίδη-Τερζή,28 Οδυσσέα


Μπάτση,29 Περικλή Καλοδίκη,30 Δημήτρη Βίσσιο, Γιώργο Κοντογιώργη31 (Παύλο),32 Αλέξη, Κ. Σιαπέρα,33
Μπαρμπα-Φώκο, παλιό Γκούντβη, Λαμπρινάκο (Προμηθέα) πρώην αστυνομικό, Λεπενιώτη, Θανάση
Στράντζαλη.34 Ο Πεχτακτσίδης αντικαταστάθηκε την περίοδο 1948-1949 από τον Λευτέρη Ματσούκα και
ο τελευταίος Πρόεδρος ήταν ο Μιχάλης Σούστας. Η νομενκλατούρα των κομματικών στελεχών
διαμόρφωσε ένα ταξικό σύστημα με υπηρεσίες που δεν ήταν ίδιες για όλους.35 Έτσι τα στελέχη του
κόμματος διέθεταν μεγάλα σπίτια, ξεχωριστή λέσχη και έθεταν στο περιθώριο τους καπετάνιους και τους
αντάρτες. Το τίμημα της όποιας αντίρρησης ήταν η διαγραφή και ο παροπλισμός.36

Η σημαντικότερη γιορτή της κοινότητας ήταν της Πρωτομαγιάς. Σύμφωνα με τη Φωνή του Μπούλκες η
Πρωτομαγιά του 1947 γιορτάστηκε με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια ως «ημέρα διαμαρτυρίας των Ελλήνων
πολιτικών προσφύγων θυμάτων του μοναρχοφασισμού και της Αγγλοαμερικάνικης επέμβασης […]»37 Η
συγκέντρωση των μελών κάθε «γκρούπας» έγινε στο γήπεδο. Μίλησε κάποιος Κοντός προσδιορίζοντας το
Μπούλκες ως «την Κοινότητα πρότυπο που δείχνει πού μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες στο πεδίο της
ανοικοδόμησης, της μόρφωσης και του πολιτισμού, όταν το δολοφονικό χέρι του ιμπεριαλισμού δεν
πνίγει τη θέλησή τους». Οι ομάδες εργασίας έπειτα, με πλακάτ, σημαιούλες και λάβαρα, παρουσίασαν
κομμάτια της δουλειάς τους, αφού η Πρωτομαγιά ήταν η μέρα Επιθεώρησης των αγωνιστικών δυνάμεων
των εργαζομένων. Τα συνθήματα ήταν «Έξω οι Αγγλοαμερικάνοι από την Ελλάδα» και «Με το δολάριο
και τη λίρα δεν αγοράζεται το αίμα των ηρώων».38

Το πρωί έφτασαν οι ομάδες και στις 8:40 συγκλήθηκε το Κοινοτικό Συμβούλιο. Τη συγκέντρωση άνοιξε ο
Π. Κωνσταντόπουλος και έδωσε τον λόγο στον Κοντό. Τη συγκέντρωση χαιρέτισαν εκπρόσωποι της
Ένωσης Ελληνίδων Μπούλκες, και της Νεολαίας Μπούλκες. Ακολούθησαν πρωτομαγιάτικα τραγούδια.39

Η οικονομία

Ο ανταποκριτής της New Herald Tribune που επισκέφτηκε τον Ιούνιο του 1948 το Μπούλκες απέδιδε
εύσημα στην πρόοδο που, κατά τη γνώμη του, είχε συντελεστεί:
μεταξύ των άλλων βιομηχανικών επιχειρήσεων υπάρχει ένα υφαντουργείο και ένας σταθμός επισκευής
τρακτέρ. Οι περισσότεροι Έλληνες εργάζονται στο αγροτικό τμήμα των 20.000 στρεμμάτων που έχουν
οργανώσεις σε τυπική γιουγκοσλαβική ζάντρουγκα (κολεκτίβα). Μου έδειξαν τη φυτεία με τα 3.000
οπωροφόρα δέντρα που φύτεψαν και τους κάμπους με το καλαμπόκι και τα ζαχαρότευτλα. Έχτισαν μεγάλο
στάβλο από μπετόν, όπου έχουν 174 αγελάδες, 1.630 χοίρους, 171 μοσχάρια, 175 ίππους, 148 κυψέλες,
2.725 πουλερικά και 821 πρόβατα […]40

Το καλοκαίρι του 1946 διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 3.500 στρέμματα στην περιοχή Μπάτσκα.
Ξεκίνησε, επομένως, το πείραμα της κολεκτιβοποίησης της οικονομίας. Σε ότι αφορούσε στα αγροτικά
προϊόντα απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Οι κάτοικοι κατανάλωναν μόνο αυτά τα προϊόντα που
παρήγαγαν. Τα λοιπά προϊόντα τα προμηθεύονταν από τις αποθήκες του στρατού. Συνέστησαν φάρμες
εκτροφής ζώων.

Ακόμα ιδρύθηκαν επαγγελματικά σωματεία (οικοδόμων, ξυλουργών, ραφτάδων κ.λπ.), υπήρχε η ομάδα
των μορφωμένων (ομάδα αριθμός 67), η γεωργική ομάδα (αριθμός 14), ιδρύθηκαν νοσοκομείο (ομάδα
αριθμός 16), ορφανοτροφείο. Το 1946, κατά τον Ρίστοβιτς, λειτουργούσαν στο Μπούλκες εργαστήρια
ραπτικής, με 45 εργάτες, τσαγκάρηδων με 40 εργάτες, κουρέων με 55 εργάτες, αμαξοποιών με 15 εργάτες,
κλειδαράδων με 41 και κτιστών με 164 εργάτες. Υπήρχε ακόμα βιομηχανικό τμήμα επεξεργασίας της
κάνναβης.

Σύμφωνα με την Έκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΣ, της 29ης Ιουνίου 1946,41 ο καταμερισμός
εργασίας στο Μπούλκες ήταν ο εξής:
Πίνακας 1. Εργαζόμενοι στο Μπούλκες
Επάγγελμα Συχνότητα
γεωργικοί εργάτες 2.000
γιατροί/νοσηλευτές 54
εργάτες εργαστηρίων 196
χτίστες 164
φύλακες ζώων 320
αμαξάδες 195
ανίκανοι 30
μάγειρες/σερβιτόροι 300
στρ/κοί εκπαιδευτές 112
μουσικοί 25
τυπογράφοι 20
μαθητές σερβικών 20
Γράφημα 2

Πίνακας 2. Εργαζόμενοι εκτός Μπούλκες


Επάγγελμα Συχνότητα
συνεργεία Novi Sad 40
διανομείς τροφής στρατού 4
δημοσιογράφοι Βελιγράδι 5
οδηγοί για Γευγελή Δοϊράνη 10
φύλακες αγελάδων 10
κατασκευή χωριών 110
σε νοσοκομεία 66
Γράφημα 2

Κατά τον Ρίστοβιτς κατοικούσαν στο Μπούλκες 14 Καθηγητές, 32 αγρονόμοι, 18 αξιωματικοί, 300
μάγειροι, 43 δάσκαλοι, 6 γιατροί, 25 μουσικοί, 320 χοιροβοσκοί, 161 γυναίκες και 30 παιδιά.42 Τον Ιούνιο
του 1948 υπήρχαν στο Μπούλκες 400 παιδιά.43
Πίνακας 3. Εξειδικευμένες ομάδες
Επάγγελμα Συχνότητα
Καθηγητές 14
μαθητές 43
αγρονόμοι 32
γιατροί 6
πολιτικοί μηχανικοί 7
τεχνίτες 7
αξιωματικοί 18
νομικοί 10
Γράφημα 3

Παρά την εξειδίκευση όμως των παραγωγικών διαδικασιών και τη συστηματική ενασχόληση των
κατοίκων με αυτές, η οικονομική αυτοδυναμία της κοινότητας υπήρξε κατά τον Ρίστοβιτς ανέφικτη.44

Τον Ιούλιο του 1947, σύμφωνα με την εφημερίδα Φωνή του Μπούλκες έγινε διαγωνισμός στη Διεύθυνση
Γεωργίας, ο οποίος είχε προκηρυχτεί τον Ιούνιο. Βραβεύτηκαν 20 πρωτοπόροι δουλευτές στον τομέα της
γεωργικής παραγωγής, την περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου 1947.45 Το ενδιαφέρον μάλιστα για την αύξηση της
παραγωγής είναι έκδηλο και σε άλλα άρθρα της ίδιας εφημερίδας, στα οποία δίνονται οδηγίες για
λαχανόκηπους, κηπευτικά, για την αποφυγή του κινδύνου της πυρκαγιάς, για τον θερισμό και τον ρόλο
του «μηχανοτρακτερικού» σταθμού.46

Η τοποθέτηση του Τσιρώνη για τις παραγωγικές δομές που διαμορφώνονται στο Μπούλκες και για τον
επιμερισμό των δραστηριοτήτων στο πλαίσιο των δομών αυτών, είναι περιγραφική. Η αξιολόγηση όμως
της συμβολής του Μιχάλη Πεχτακτσίδη στην οργάνωση της παραγωγής είναι χωρίς παλινδρομήσεις
θετική.47

Η εκπαίδευση της κοινότητας

Η στρατιωτική σχολή αξιωματικών

Σήμερα, μετά τα τεκμήρια που ήρθαν στο φως, θεωρείται πλέον δεδομένο ότι στο στρατόπεδο
λειτουργούσε στρατιωτική σχολή, ή σχολή αξιωματικών τετράμηνων σπουδών, στην οποία δίδασκαν
μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί, όπως ο Δημήτριος Ζυγούρας. Διοικητής της σχολής την ίδια εποχή
ήταν ο Γεράσιμος Μαλτέζος. Σύμφωνα με την Έκθεση του Ivan Karajanov για τη Σχολή Αξιωματικών του
Μπούλκες, με ημερομηνία 12 Ιουνίου 1946,48 στη σχολή του Μπούλκες εκπαιδεύονταν 140 αξιωματικοί οι
οποίοι επιλέγονταν με βάση δύο κριτήρια: α) τη συμμετοχή τους στον ΕΛΑΣ και β) τη συμμετοχή τους
στο ΚΚΕ. Ο Μίλαν Ρίστοβιτς, με βάση τα αρχεία των στρατιωτικών υπηρεσιών της πρώην
Γιουγκοσλαβίας, έγραψε ότι το 1946 εκπαιδεύτηκαν σε συνθήκες μυστικές εκατόν δώδεκα αξιωματικοί,49
ενώ το διάστημα 1946-1947 ο αριθμός των εκπαιδευθέντων ξεπέρασε τους εξακόσιους.50

Στην σχολή αναδείχθηκαν πολλοί από τους Καπετάνιους της περιοχής, όπως ο Βασίλειος Γκανάτσιος ή
Χείμαρρος, ο Νικόλαος Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας), ο Ιωάννης Πατσούρας, ο Γιώργος Γιαννούλης, ο
Ηλίας Παπαδημητρίου (Λιάκος), ο Δημήτριος Κυριαζόπουλος (Φωτεινός), ο Κώστας Ράφτης και ο
Αχιλλέας Παπαϊωάννου.

Η εκπαίδευση διαρκούσε 2-3 μήνες. Το Αναλυτικό Πρόγραμμα της Σχολής περιλάμβανε:51


Πίνακας 4
Πρόγραμμα Μαθήματα Συχνότητα
Μαθήματα Γενικής Παιδείας Γεωγραφία, Ιστορία 2
Κομμουνιστικά γνωστικά αντικείμενα Μαρξισμό, λενινισμό, Ιστορία του ΚΚΕ 2
Βασική στρατιωτική εκπαίδευση

Τα εγχειρίδια με βάση τα οποία γινόταν η εκπαίδευση προέρχονταν από το τυπογραφείο του Γ΄ Σώματος
Στρατού και ήταν τα εξής: α) η μέθοδος της σκοπευτικής πειθαρχίας, που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά
(Έκδοση Γενικού Τυπογραφείου), β) οι κανόνες αγώνα πεζικού (Έκδοση Στρατιωτικής Εκδοτικής
Υπηρεσίας, 1945), γ) οι οδηγίες και τα εγχειρίδια για τον αντιαρματικό αγώνα.

Σύμφωνα με την Έκθεση της UDB του Μαρτίου-Απριλίου 1947, η στρατιωτική σχολή του Μπούλκες το
1947 είχε 4 τμήματα, η φοίτηση στα οποία είχε διάρκεια 3 μηνών. Στη σχολή φοιτούσαν 110 οικότροφοι
σπουδαστές. Την περίοδο 1945-1947 είχαν εκπαιδευτεί στη Σχολή 600 άτομα συνολικά. Σε αυτήν γίνονταν
δεκτοί μόνο αντάρτες, ενώ η σχολή χαρακτηριζόταν ως «απόρρητη».52

Το σχολείο, σύμφωνα με τις κριτικές που δημοσιεύει ο Ρίστοβιτς, παρείχε περισσότερο θεωρητική
μόρφωση παρά γνώσεις για τον εξοπλισμό, τα αντιαεροπορικά, τις διαβιβάσεις, και παρά τις προσδοκίες
που επενδύθηκαν, δεν διαπιστώθηκε ενασχόληση Γιουγκοσλάβων αξιωματικών σε θέματα στρατιωτικής
εκπαίδευσης και ασκήσεων.53 Η εκπαίδευση, επομένως, δεν περιλάμβανε την πρακτική άσκηση με
οπλισμό. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αφορά και η κριτική του Τσιρώνη για το είδος της στρατιωτικής
εκπαίδευσης που παρεχόταν στο Μπούλκες. Κατά την εκτίμησή του, η έλλειψη πρακτικής άσκησης, ο
θεωρητικός χαρακτήρας της, η ατολμία του προγράμματός της, η διάσταση ανάμεσα στις προσδοκίες που επενδύθηκαν
και στα αποτελέσματα που προέκυψαν, καθιστούν το εγχείρημα ατελέσφορο και τα αποτελέσματά του επισφαλή. Ο
ίδιος καταλήγει ότι , η συμβολή της στρατιωτικής σχολής Μπούλκες, που τόσο πολύ μεγεθύνθηκε από την
προπαγάνδα, υπήρξε μηδαμινή στη διαχείριση του β΄ γύρου του εμφυλίου πολέμου. Είναι γεγονός ότι η κριτική
του απορρέει από την εμπειρία του στην ΟΠΛΑ και από τις γνώσεις που ο ίδιος είχε για το αντάρτικο
πόλεων.54
Κατά τον Ρίστοβιτς, μετά τη λήξη των ασκήσεων, οι αγωνιστές και οι αξιωματικοί στέλνονταν στην
Ελλάδα και στελέχωναν τις τάξεις του ΔΣΕ.55 Συγκεκριμένα μνημονεύεται ότι στα τέλη του 1946
οργανώθηκε η μετάβαση μιας ομάδας αξιωματικών στην Ελλάδα από το Μπούλκες, με υπεύθυνο της όλης
επιχείρησης τον συνταγματάρχη Μπιλιάνοβιτς, που σχεδίασε και υλοποίησε εκ μέρους της
γιουγκοσλαβικής UDB τη διέλευση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνόρων από τρία σημεία, τη Γευγελή,
τη Δοϊράνη και το Μοναστήρι. Η διέλευση γινόταν από ομάδες των είκοσι πέντε ατόμων που διέρχονταν
τα σύνορα μέρα παρά μέρα, μέσα από δύσβατα περάσματα. Από τον Ιούνιο του 1946, έως τον Μάρτιο του
1947, έχουμε, κατά τον Ρίστοβιτς, το πέρασμα μεγάλου αριθμού ατόμων από τα σύνορα.56 Η τότε ηγεσία
του ΚΚΕ αρνιόταν ότι στο Μπούλκες λειτουργούσε κέντρο εκπαίδευσης κομμουνιστών αξιωματικών. Μια
επιτροπή του ΟΗΕ επισκέφθηκε το χωριό, έπειτα από καταγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά δεν
βρήκε τίποτε. Ηθελημένα μάλλον, παρά εκ παραδρομής, ο Αμύντας και πολλοί άλλοι ηγέτες του ΕΛΑΣ
και μελλοντικά τα στελέχη του ΔΣΕ δεν αναφέρουν τον μηχανισμό προωθήσεως διωκομένων Ελασιτών και
Αριστερών στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία και τελικά στο στρατόπεδο του Μπούλκες. Ο Αμύντας,
ωστόσο, υπαινίσσεται αυτόν τον μηχανισμό με την αναφορά στην προώθηση των «αυτοεξόριστων» από
το Τέτοβο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προς βορρά, δηλαδή προς το Μπούλκες.

Ο ελληνικός τύπος, τον Αύγουστο του 1947, έβριθε δημοσιευμάτων για τη διείσδυση στο ελληνικό έδαφος
των προσφύγων του Μπούλκες. Έτσι, στην «Καθημερινή» του Αυγούστου του 1947, διαβάζουμε:
Εις τας αμερικανικάς εφημερίδας θα δημοσιευθή αύριον Τρίτην εξαιρετικώς βαρυσήμαντον άρθρον του
Αμερικανού παρά τη Βαλκανική Επιτροπή ερεύνης αντιπροσώπου κ. Μαρκ Έθεριτς το οποίο παραχωρηθέν
εις την Καθημερινήν σας μεταδίδω κατωτέρω. Η Βαλκανική Επιτροπή Ερεύνης επανειλημμένως ανέφερε
προς το Συμβούλιον Ασφαλείας ότι η σημερινή αναταραχή εις την Ελλάδα είναι κληρονομιά των
οικονομικών και πολιτικών αναστατώσεων του Β παγκοσμίου πολέμου. Η αφετηρία της σημερινής
ιστορικής φάσεως εντός της οποίας τόσον ατυχώς ενεπλάκη η Ελλάς χρονολογείται από των πρώτων
ημερών του πολέμου τούτου. Εις το εσωτερικόν όλων των χωρών τας οποίας κατείχε ο Χίτλερ οι
Σύμμαχοι ενθάρρυναν κινήματα αντιστάσεως η δε Ρωσία ανέπτυξε ιδιαιτέραν δραστηριότητα εις τα της Αν.
Ευρώπης και οργάνωσε και διεύθυνε τοιαύτα κινήματα εις την Βουλγαρίαν, την Γιουγκοσλαβίαν. Δεν είχε
καταστεί βεβαίως τόσον εμφανές διαρκούντος του πολέμου αλλά η Ρωσία ανέπτυξε δράσιν και εις την
Ελλάδα η οποία κατέστη απολύτως εμφανής έκτοτε. Καθ’ όλην την Ανατολικήν Ευρώπην διεξήγετο εις
αγών ο οποίος ουσιαστικώς δεν εστρέφετο κατά των Γερμανών. Ο αγών απέβλεπεν εις την κατάληψιν της
εξουσίας ευθύς ως η Γερμανία θα ηττείτο […]. Εις την Ελλάδα υπήρχεν ο ΕΛΑΣ ο οποίος απετέλει την
στρατιωτικήν οργάνωσιν του ΕΑΜ εις το οποίον μετείχε το ΚΚΕ. Αρχικώς η οργάνωσις αυτή ήτο
συνασπισμός των κομμάτων της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ Κέντρου, οι μη κομμουνισταί όμως
απεχώρησαν. Τώρα η οργάνωσις αυτή ευρίσκεται τελείως εις χείρας κομουνιστών […]57

Και στην εφημερίδα Εμπρός της 12ης Αυγούστου 1947 διαβάζουμε επίσης:
Κατά εξακριβωμένας πληροφορίας εγκύρου πηγής κατά τον μήνα Ιούλιον πολυάριθμοι συμμορίται
προερχόμενοι εκ Μπούλκες και φέροντες γιουγκοσλαβικάς στολάς και πολωνικά αυτόματα εισήλθον εις το
ημέτερον έδαφος. Οι περισσότεροι τούτων ωρίσθησαν ως ομαδάρχαι συμμοριτών με προοπτικήν εξελίξεώς
των εις μεγάλα κλιμάκια. […]58

Η συμβολή του Μπούλκες στην προετοιμασία του εμφυλίου τονίζεται και από τον Σιαπέρα.
Το Μπούλκες δεν αποτέλεσε μόνο βασικό κέντρο για την συγκέντρωση και τη διαφύλαξη των
κυνηγημένων αγωνιστών και στελεχών της Εθνικής Αντίστασης αλλά και πολύτιμο κέντρο ηθικής και
υλικής προετοιμασίας αυτών των αγωνιστών για τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949.59
Η πολιτική σχολή

Στο Μπούλκες λειτουργούσε και «πολιτική» σχολή στην οποία φοιτούσαν ορισμένα εξάμηνα 30-40 μέλη
του ΚΚΕ, τα οποία, κατά τον Ρίστοβιτς, ανέρχονταν από το 1947-1948 σε 2.800, ενώ τα 1.000 από αυτά
ήταν μέλη της κομουνιστικής νεολαίας.60 Το Περιφερειακό Λαϊκό Συμβούλιο του Μπούλκες είχε, έως το
1948, το δικαίωμα να επιλέγει τους δασκάλους και το προσωπικό των σχολείων. Μετά τη σύγκρουση Τίτο-
Κομινφόρμ, τη διαχείριση της επιλογής ανέλαβαν οι υποστηρικτές της ομάδας Ζαχαριάδη.61

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες, με ημερομηνία 9.1.1949, περιλαμβάνεται


λεπτομερειακή αναφορά σε γιορτή άμιλλας, που συντελέστηκε στο συγκεκριμένο σχολείο.62 Ο τίτλος του
δημοσιεύματος είναι «Η σχολική άμιλλα των αετόπουλων» και σύμφωνα με αυτό επιβραβεύτηκε μια τάξη,
στο πλαίσιο διαγωνισμού αριστείας που προκηρύχτηκε από την «Αετοπουλίστικη Οργάνωση» και από την
«Οργάνωση Νεολαίας Μπούλκες». Την απονομή της «ουντάρνικης σημαίας» έκανε ο Αντιπρόεδρος της
Κοινότητας, η «Αετοπουλίστικη» χορωδία άνοιξε την τελετή με το τραγούδι της άμιλλας και στην
εκδήλωση μίλησαν ο Γραμματέας Νεολαίας και ο Αντιπρόσωπος των μαθητών του σχολείου
εργαζομένων. Την Έκθεση των αποτελεσμάτων έκανε κάποιος εκπρόσωπος του διδακτικού προσωπικού.
Οι «ουντάρνικοι» προβιβάζονταν κατά μία τάξη, κατά τα ειωθότα στην κοινότητα. Στη συνέχεια, ο
Αντιπρόεδρος της Κοινότητας χαιρέτισε τα αετόπουλα εκφράζοντας την ευχή να φανούν αντάξιοι των
γονιών και των αδερφών τους, στη μόρφωση που αγωνίζονταν για τη λευτεριά της πατρίδας. Στο τέλος, η
Κοινότητα μοίρασε στα αετόπουλα γλυκίσματα.63

Ο πολιτισμός

Στην τοποθεσία του δημοτικού σχολείου του χωριού είχε κατασκευαστεί με προσωπική εργασία των
κατοίκων η θεατρική αίθουσα Αθήνα, στην οποία ανέβασαν παραστάσεις επαγγελματίες ηθοποιοί, μέλη
και συμπαθούντες του ΔΣΕ.

Ο Τύπος

Το τοπικό τυπογραφείο εξέδιδε, στην αρχή 3 φορές την εβδομάδα (το 1946) και έπειτα 2 φορές την
εβδομάδα (από το 1947-1949), την εφημερίδα Φωνή του Μπούλκες. Επιχειρώντας μια ποιοτική ανάλυση
των άρθρων της εφημερίδας που διασώθηκαν στο ΑΣΚΙ και αφορούσαν στην περίοδο 1946-1949
διαμορφώνουμε 4 συνολικά κατηγορίες δημοσιευμάτων.
Κατηγορία 1η: Κοινοτική ζωή
1: Κοινοτική ζωή Κείμενο εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες
1.1. Κοινοτικός Κανονισμός Η επεξεργασία ενός σχεδίου Κανονισμού της Κοινότητας 62/Ιούνιος 1946
1.2. Εκλογικές διαδικασίες Μέρα εκλογών η 7η Ιούλη 1946 63/29 Ιουνίου 1946
1.3. Η οργάνωση της δουλειάς Ο ρόλος του μηχανοτρακτερικού σταθμού μας στον θερισμό 201/18.6.1947
1.5. Οι γιορτές Ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς στο χωριό μας 188/3.5.1947
1.6. Οι συμβουλές Δεν διορθώνουμε μόνοι βλάβες ηλεκτρικού 62/Ιούνιος 1946
1.7. Η 2η Ολομέλεια της ΚΟΜ Συνεδρίαση της 2ης Ολομέλειας 350/16.1.1949
1.8. Οι δράσεις της Νεολαίας Η εργατική μας ταξιαρχία πρώτη στη γραμμή Σάματς-Σεράγεβο 186/26.4.1947
1.9. Η αριστεία στην εκπαίδευση Η σχολική άμιλλα των αετόπουλων 349/9.1.1949

Κατηγορία 2η: Η κατάσταση στην Ελλάδα


2. Η κατάσταση στην Ελλάδα Κείμενο εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες
2.1. Η «μοναρχοφασιστική» Κυβέρνηση Με τη φωτιά και το μαχαίρι η μοναρχο-φασιστική κυβέρνηση 61/Ιούνιος 1946
2.2. Η αγγλοαμερικανική επέμβαση Η ιμπεριαλιστική άγκυρα της αγγλικής κατοχής 61/Ιούνιος 1946
2.3. Η τρομοκρατία Αποκορύφωμα της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας 62/Ιούνιος 1946
Κατηγορία 3η: Διαφώτιση
3. Η διαφώτιση Κείμενο εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες
3.1. Ο αγώνας μας Το βροντερό ΟΧΙ του 40 σήμερα αντηχεί και πάλι στα βουνά της Ελλάδας 239/28.10.1947
3.2. Οι λόγοι του Ζαχαριάδη Ο κάθε βράχος και κάθε ρεματιά πρέπει να γίνει φρούριο εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 239/28.10.1947
3.3. Οι εκκλήσεις του Μάρκου Σκληρή πάλη 239/28.10.1947
3.4. Οι αποφάσεις του ΚΚΕ Ο αγώνας για τη δημοκρατία και ανεξαρτησία θα θριαμβεύσει 201/18.6.1947
3.5. Οι αποφάσεις της ΚΕ του ΕΑΜ Ηρωική και αλύ-γιστη η αντίσταση του ελληνικού λαού 203/25.6.1947
3.6. Τα διαγγέλματα της Προσωρινής Κυβέρνησης Να κάνουμε το 1949 έτος νίκης 348/1.1.1949

Κατηγορία 4η: Οι Διεθνείς Σχέσεις


4. Οι διεθνείς σχέσεις Κείμενο εφημερίδας Φωνή του Μπούλκες
4.1. Η Εξεταστική Επιτροπή Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι… 164/12.12.1947
4.2. Η ΕΠΟΝ και το φεστιβάλ της Πράγας Οι νεολαίοι μας απάντησαν… 220/23.8.1947
4.3. Οι ταξιαρχίες Νεολαίας Η ταξιαρχία Ρήγας Φερραίος στην Αλβανία πήρε την ουνταρνική σημαία 220/23.8.1947

Εκδίδονταν επίσης α) το παιδικό περιοδικό Αετόπουλα, και β) τα σχολικά βιβλία και εγχειρίδια
ιδεολογικής καθοδήγησης. Επιπλέον στο Μπούλκες τυπώθηκαν νομίσματα κόπηκε Ελληνικό δηνάριο –
(κόπηκαν από την «κυβέρνηση» του Μπούλκες 9.253.255 δηνάρια που χρησιμοποιούνταν μέσα στο
χωριό) που κυκλοφόρησαν αποκλειστικά στην ελληνική κοινότητα του Μπούλκες. Επίσης τυπώθηκε και
το υλικό της προπαγάνδας, που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό,64 για να
υλοποιηθούν οι στόχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.

Οι μέθοδοι πειθαρχίας (ΥΤΟ, επαγρυπνητές, εκτοπισμοί)

Το Συμβούλιο της κοινότητας είχε συστήσει μια εσωτερική πολιτοφυλακή, αποτελούμενη, κατά τον
Eudes, από 100 άτομα, που υπήρξαν, στην πλειοψηφία τους, παλιά μέλη της ΟΠΛΑ. Τα άτομα αυτά
θεωρούνταν οι εκπρόσωποι της τάξης, φορούσαν το περιβραχιόνιο με τα τρία γράμματα του ΥΤΟ
(Υπηρεσία Τάξης Ομάδας) και δεν επέτρεπαν την απόδραση από την κοινότητα.65 Στην καθοδήγηση της
ΥΤΟ κατά τoν Κυργιαζόφσκι μετείχαν οι Περικλής Καλοδίκης, Οδυσσέας Μπαστής, Γιώργος Βενέτης,
Παύλος Κοντογιώργης.66 Για τη συμμετοχή του στην ΥΤΟ ο Τσιρώνης αναφέρει:
[…] την εποχή εκείνη ήμουν υπεύθυνος μιας ομάδας της ΥΤΟ, κάτι σαν αστυνομία που είχε έργο την
φύλαξη του σιδηροδρομικού σταθμού και της γύρω από αυτόν περιοχής. Έπρεπε να εμποδίζουμε με κάθε
τρόπο την αποβίβαση ανεπιθύμητων, αλλά και την χρησιμοποίηση των τρένων που περνούν από τους
συντρόφους που θα αποφάσιζαν να το σκάσουν. Γιατί πρέπει να ομολογήσω ότι ήδη είχαν γίνει κάποιες
απόπειρες […]67

Για την ΥΤΟ ο Κ. Σιαπέρας γράφει:


δεν ήταν η δουλειά μου και δεν μπορούσα να ξέρω συγκεκριμένα πράγματα από την δραστηριότητα της
ΥΤΟ. Την ευθύνη για την ΥΤΟ είχε προσωπικά ο Μιχάλης Πεχτακτσίδης με τον Οδυσσέα Μπάτση, κάτω
από την άμεση καθοδήγηση του Πολιτικού Γραφείου που είχε τότε την έδρα του στο Βελιγράδι. Η δουλειά
της ΥΤΟ ήταν απόρρητη και για την δράση της δεν γίνονταν Έκθεση στις συνεδριάσεις του γραφείου.
Τούτο μόνο ξέρω θετικά και από προσωπική αντίληψη: ο Μιχάλης δεν έπαιρνε απολύτως καμία απόφαση
σοβαρή σχετικά με την δράση της ΥΤΟ χωρίς εντολή και οδηγίες του ΠΓ. Το μέλος του ΠΓ που είχε την
ευθύνη για την όλη δουλειά και ζωή στο Μπούλκες ; ερχόταν συχνά και μυστικά στο χωριό όπου έμενε
λίγες μέρες ή στην ανάγκη πήγαινε ο ίδιος ο Μιχάλης στο Βελιγράδι […]68

Η τοποθέτηση του Σιαπέρα είναι μάλλον ορθή, γιατί διασταυρώνεται με την αντίστοιχη του
Κυργιαζόφσκι. Σύμφωνα με αυτόν, καθοριστικός ήταν ο καθοδηγητικός ρόλος του Γιάννη Ιωαννίδη και
του Πέτρου Ρούσου, που αποτελούσαν το κλιμάκιο Εξωτερικού του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ. Ο ίδιος
μάλιστα μας ενημερώνει ότι σκοπός της παρακολούθησης των αγωνιστών ήταν η απαγόρευση των
συζητήσεων, για τα αίτια αποτυχίας του κινήματος του ΕΑΜ κατά την Εθνική Αντίσταση, και για τα
αίτια της αποδοχής της συνθήκης της Βάρκιζας από την ηγεσία του τότε ΕΑΜ/ΚΚΕ.69
Και σε άλλο σημείο, ο Σιαπέρας, αναφερόμενος στην δράση της ΥΤΟ τονίζει:
[…] από την κομματική δραστηριότητα της ΥΤΟ στο Μπούλκες θυμάμαι την περίπτωση του Κώστα
Παπαδάτου, που έβγαζε το δελτίο ειδήσεων στο Τέτοβο και στο Μπούλκες, δούλευε στη Διαφώτιση και την
περίπτωση του Προκόπη Μπέκου, που χρημάτισε Διοικητής της Λαϊκής ασφάλειας, στην Δράμα. […] Ο
Παπαδάτος φαίνεται πως είχε εκφραστεί έξω από την γραμμή, γιατί τίποτα το σοβαρό δεν θυμάμαι ενάντιά
του και νάσου μια μέρα στα κρατητήρια της ΥΤΟ. Δεν ξέρω τι είπε, τι έκανε ο Προκόπης και ποιο ήταν το
αμάρτημά του, αλλά βρέθηκε και αυτός μια μέρα στα κρατητήρια της ΥΤΟ. Όπως ψιθύριζαν... είχαν σκοπό
να τον καθαρίσουν […]70

Η δυσφορία απέναντι στην τυφλή πειθαρχία που απαιτούσε το Κομματικό Γραφείο προκειμένου να
ευοδωθούν οι στόχοι του, είχε δημιουργήσει έντονη δυσφορία κατά τον Τσιρώνη, από την πρώτη στιγμή.
Για τον Τσιρώνη οι πολίτες του Μπούλκες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: α) σε εκείνους που υπάκουαν
τυφλά και χωρίς δεύτερη σκέψη στο κομματικό γραφείο, β) στη μερίδα των «αδιάφορων», και γ) στην
ομάδα των αντιφρονούντων, οι οποίοι στρέφονταν ενάντια στην αγελοποίηση και τις επιταγές της
εξουσίας.71 Για τον Τσιρώνη η συγκεκριμένη αντιπολίτευση ήταν απρόσωπη: ούτε ένας επώνυμα δεν
θέλησε να παρουσιάσει σοβαρά και με θάρρος τις δικές του σκέψεις στα προβλήματά τους.72 Ως
ενδεικτικό μάλιστα της μειωμένης σοβαρότητας της ηγεσίας του κόμματος στις κρίσιμες εκείνες
συγκυρίες, ο Ν. Τσιρώνης παραθέτει δύο παραμέτρους που αφορούν στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ που έλαβε
χώρα στις 1-6 Οκτωβρίου 1945. Πρόκειται για τη διαπίστωση ότι το συνέδριο, αντί να ασχοληθεί με τα
μείζονα, ασχολήθηκε με τα ελάσσονα: από τη μια αποφάνθηκε υπέρ της ανατροπής που έπρεπε να
συντελεστεί, εξαιτίας της παρουσίας πολλών αγωνιστών μικροαστικής προέλευσης σε ηγετικές θέσεις, κάτι
που δεν ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις ενός εργατικού κόμματος, και από την άλλη εισηγήθηκε την
αφαίρεση εξουσιών σε «δηλωσίες» κομουνιστές, οι οποίοι είχαν πυκνώσει τις γραμμές του κόμματος.73

Σε λίγο, η παρακολούθηση των στελεχών γενικεύτηκε,74 αφού προηγουμένως διακηρύχτηκε ότι επρόκειτο
για μια κομματικά ορθόδοξη συμπεριφορά. Οι «επαγρυπνητές», οι ανήκοντες στις μικρές ομάδες καταδοτών που
αναλάμβαναν, χάριν του Συμβουλίου, την παρακολούθηση των «υπόπτων» για αντικομματική δράση, ασκούσαν μια
ιδιότυπη εξουσία ως στελέχη μιας άνωθεν επιβεβλημένης τρομοκρατίας.75 Σύμφωνα με τον Eudes, επρόκειτο για
πεντάδες καταδοτών, οι οποίοι αναλάμβαναν το ρόλο της «κομματικής επαγρύπνησης». Τις συνιστούσαν δύο άτομα
που εμπιστευόταν απόλυτα η διοίκηση και τρία τα οποία ανήκαν στον χώρο των πρώην υπόπτων, που τελούσαν υπό
ανάνηψη και δοκιμή. Ο ρόλος τους ήταν η συστηματική παρακολούθηση τόσο των υπόπτων, όσο και των λοιπών,
στους οποίους είχε δοθεί εντολή να μην τους συναναστρέφονται. Οι πέντε, κατά τον Eudes, ζούσαν και κινούνταν
πάντα μαζί, ασκώντας τη λειτουργία της κατάδοσης, ή της εποπτείας. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, διασφαλιζόταν με
απόλυτο τρόπο ο έλεγχος στους παρεκκλίνοντες και στους στιγματισμένους.

Η διαδικασία απονομής της κομματικής δικαιοσύνης ήταν απλή: οι «επαγρυπνητές» προέβαιναν σε


καταγγελίες στην ΥΤΟ (υπηρεσία τήρησης της τάξης) αντικομματικών στοιχείων. Οι περισσότερες από τις
καταγγελίες αυτές ήταν «τραβηγμένες από τα μαλλιά». Κατά τον Τσιρώνη, ο υπερβάλλων ζήλος ενείχε τις
περισσότερες φορές στοιχεία ιδιοτέλειας, αφού η προσδοκία κάποιας κομματικής αναβάθμισης
ενθάρρυνε τέτοιες συμπεριφορές. Επίσης ο ίδιος θεωρούσε ότι οι «επαγρυπνητές» έκαναν πολύ
περισσότερο κακό από όλους τους αντικομματικούς, που υποτίθεται ότι ξεσκέπαζαν. Και η τοποθέτηση
του Τσιρώνη έκλεινε με την απόφανση:
[…] όλοι αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως στο Μπούλκες ... κρίνεται η αξιοπιστία του κόμματος.
Γίνεται φανερό ότι τα περί ισότητας δικαιοσύνης, δημοκρατίας κλπ στο Μπούλκες μένουν μακρινά
οράματα […]76

Τα υπόλοιπα επαφίενται στην ισχυρή λειτουργία του «παραδείγματος», αφού τα αδιέξοδα στα οποία
περιπλέκονταν οι ύποπτοι αντικομματικοί, συνιστούσαν παράδειγμα προς αποφυγήν για τους
υπόλοιπους. Η απομόνωση και η περιφρόνηση των απείθαρχων και ο συνακόλουθος κοινωνικός
αποκλεισμός τους, ο στιγματισμός τους ως «σκουληκιών» ή ως αντικομματικών, στο πλαίσιο των
συνελεύσεων, κατόπιν υποδείξεων των αστυνομικών οργάνων, αποσκοπούσε στη μη διάδοση του ιού. Η
μη συμμόρφωση των υπολοίπων με τις εντολές του Κομματικού Γραφείου, επέσειε ποινές.77

Η πρακτική της αστυνόμευσης δεν δικαιολογούνταν, κατά τον Τσιρώνη, από τις συχνά «προβληθείσες
προφάσεις», όπως, για παράδειγμα, ότι διασφαλίζονταν μέσα από αυτήν οι σχέσεις των Ελλήνων
προσφύγων με τη γιουγκοσλαβική ηγεσία. Η ένταση και η έκταση της παρακολούθησης που είχε
διεισδύσει στις προσωπικές σχέσεις, στις ερωτικές συναναστροφές, στις στιγμές εργασίας και ανάπαυλας,
ήταν κατά τον Τσιρώνη αδικαιολόγητη. Για τον εαυτό του ο Τσιρώνης κρατούσε τον ρόλο του
παρατηρητή:
[…] μόνο η ελπίδα πως κάτι θα γινόταν και πως κάπως γρήγορα όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο κάνει
πολλούς να στέκουν στην άκρη, απλοί παρατηρητές […]78

Χαρακτηριστικό για την αποτύπωση των πρακτικών του κομματικού γραφείου είναι το επεισόδιο που
καταγράφει ο Eudes:
Ένα πρωί, ο επίτροπος του στρατοπέδου ζητάει έναν κατάλογο αυτών που επιθυμούν να επιστρέψουν στην
Αθήνα. Ήταν ένα τέχνασμα, δηλώνει ο Πεχτακτσίδης μια βδομάδα αργότερα, για να αποκαλυφθούν τα
σκουλήκια που δεν τους αρέσει εδώ και θέλουν να πάνε να συνεργαστούν με τους μοναρχοφασίστες. Όταν
ένας οργανισμός μολύνεται, όλα τα μέσα είναι καλά, προκειμένου να τον απαλλάξεις από τα μικρόβια79

Με αυτούς τους τρόπους διασφαλιζόταν ο ιδεολογικός έλεγχος των μελών της κοινότητας.80

Επιπλέον, το είδος της «ελευθεροστομίας» που επικρατούσε στο Μπούλκες, καταδεικνύεται περίτρανα
από το επεισόδιο στο οποίο φαίνεται ότι πρωταγωνίστησε ο Ν. Τσιρώνης και το οποίο αφορούσε στην
άσκηση κριτικής στη γραμμή του ΚΚΕ, για αποχή από τις εκλογές του 1946. Σε ανοιχτή «επιδοκιμαστική»
συγκέντρωση, όπου χειροκροτήθηκε η απόφαση του κόμματος για αποχή, ο Τσιρώνης, όπως αναφέρει ο
ίδιος, άσκησε κριτική δημόσια, αναφερόμενος στις αρνητικές προεκτάσεις που, κατά τη γνώμη του, θα
είχε η επιλογή της αποχής. Η απουσία κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κόμματος, σε μια τόσο
κρίσιμη περίοδο, θα είχε ως συνέπεια, κατά τη ρήση του Τσιρώνη, τον παροπλισμό των στελεχών του από
τη ζωή του τόπου και τη θεώρηση των απόψεών τους ως περιθωριακών στην πολιτική ζωή.
«Η απόφαση του κόμματος για αποχή νομίζω πως είναι αντίθετη με το πνεύμα του Λένιν σύντροφοι.
Ανοίγουμε τον δρόμο στην δεξιά, της λύνουμε τα χέρια να μας σπρώξει στην πιο βαθιά παρανομία, θα
χτυπήσει τις οργανώσεις μας, τα στελέχη και τα μέλη τους αλύπητα, αφού δεν θα υπάρχει κάποια νόμιμη
εκπροσώπησή μας για να βάλει φραγμό στο όργιο» […]81

Όσο κι αν η σύγχρονη έρευνα καταλήγει στην εκδοχή ότι η τακτική της εκλογικής αποχής οφειλόταν στον
Ζαχαριάδη, ο οποίος στο Υπόμνημά του προς τον Στάλιν της 13ης Μαΐου 1947 πίστευε πως οι συνθήκες
που επικρατούσαν το 1946 στην Ελλάδα ευνοούσαν την ένοπλη εξέγερση και πως η ανασύνταξη των
λαϊκών δυνάμεων είχε ήδη ολοκληρωθεί,82 η άποψη που εκφράστηκε δημόσια από τον Τσιρώνη
συνιστούσε μια κριτική ανάγνωση, με πολλά εχέγγυα τεκμηρίωσης. Ωστόσο, παρά την τεκμηρίωσή του, το
επιχείρημα Τσιρώνη έγινε αφορμή για ένα αυστηρό μάλωμα από τον συναγωνιστή-αρχηγό του στην
ΟΠΛΑ, τον Θανάση Στράντζαλη, ο οποίος ανέλαβε να τον συνετίσει με το επιχείρημα του μεγαλείου του
κόμματος και της απύθμενης εμβρίθειας των υψηλά ιστάμενων στελεχών του, τα οποία δεν έπρεπε να
υφίστανται κριτική, από ένα κατώτερο νεαρό στέλεχος, επειδή έπρεπε να συντηρηθεί η κομματική
ιεραρχία.

Η πρόκριση της σιωπής, έναντι της έλλογης σκέψης, αναδείχτηκε από το σημείο εκείνο του βίου του
Τσιρώνη σε «χρυσούν κανόνα».83 Ο ίδιος προσδιορίζει τη στάση του ως παθητικό συμβιβασμό και την
εξαρτά από δύο παραμέτρους: από την διαπίστωση ότι η παραμονή στο Μπούλκες ήταν θέμα χρόνου και
από τη συναίσθηση ότι η εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών μπορούσε να περιμένει, γιατί
διακυβεύονταν άλλα ζητήματα σημαντικότερα, που δεν παρείχαν την πολυτέλεια της αμφισβήτησης και
της αντίδρασης.84

Η άρνηση του δικαιώματος της έκφρασης που επιβλήθηκε από την ηγεσία στο Μπούλκες καταγγέλλεται
και από τον Βασίλη Γκανάτσιο-Χείμαρρο:
Όταν άρχισαν οι συνελεύσεις των ΚΟΒ μίλησα ανοιχτά για τους διωγμούς και διασυρμούς των
αγωνιστών, τόνισα ότι φαινόμενα ανυπακοής και απειθαρχίας πρέπει να αντιμετωπίζονται με κομματικές
μεθόδους, με πειθώ, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία και ενότητα της οργάνωσης, να αποφευχθεί
ο φανατισμός, η πόλωση, η διάσπαση. Την ίδια μέρα, η διασπασμένη Κομματική Επιτροπή… με διέγραψε,
καθώς και άλλους συντρόφους που μίλησαν με το ίδιο πνεύμα […]85

Μόνο που για τον Χείμαρρο το ζήτημα που διακυβευόταν δεν ήταν αυτό που οι άλλοι αποδέχονταν,
δηλαδή η εξουσία και η επικυριαρχία. Για αυτόν το ζήτημα ήταν ιδεολογικό και είχε να κάνει με την
πάταξη κάθε απόπειρας άσκησης κριτικής, απέναντι στην επιλογή της εξουσίας να δεχτεί να υπογράψει
τη συνθήκη της Βάρκιζας. Η φίμωση κάθε αντίθετης θέσης προς την κυρίαρχη, ήταν αναγκαία για τη
διαιώνιση της εξουσίας Πεχτακτσίδη, πολύ περισσότερο μάλιστα, αν αυτή εκφραζόταν από σεβαστούς
στην κοινότητα αγωνιστές.86

Μετά την ομιλία Ζαχαριάδη στο Μπούλκες που έλαβε χώρα, κατά τον Ρίστοβιτς, στις 25 Μαρτίου 194687
και κατά τον Τσιρώνη στις 12 Απριλίου,88 έγινε σαφές ότι το κόμμα δεν απέρριπτε την ένοπλη
αναμέτρηση.89 Στο καινούργιο πλαίσιο και μετά την αναβάπτιση της εξουσίας της κομματικής
νομενκλατούρας, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επίταση των προσπαθειών, που αφορούσαν
στον εντοπισμό των αντικομματικών, οι οποίοι, κατά Τσιρώνη, χαρακτηρίζονταν επιπλέον
«φραξιονιστές», «αλήτες», «εχθροί του λαού», «πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις». Την περίοδο αυτή, η
ομάδα των στελεχών που είχε αποδυθεί σε έναν υποβόσκοντα, κατά τον Τσιρώνη, πόλεμο ενάντια στο
Κομματικό Γραφείο, αποτελούνταν από τους Περικλή (Χουλιάρα), Σμόλικα, Ραφτούδη, Καραντάου,
Μαύρο.90 Από αυτούς, ο μόνος που εκφραζόταν με καθαρούς όρους, σύμφωνα με τον Τσιρώνη, ήταν ο
καπετάν Μαύρος, ο οποίος θεωρήθηκε και η κεφαλή της όλης κίνησης και φυσικά επέσεισε πάνω του την
μήνιν του κομματικού γραφείου.91 Αφορμή για αυτό έδωσε μια ανοιχτή συγκέντρωση, στο πλαίσιο της
οποίας ο Μαύρος πέτυχε να εξασφαλίσει τη συναίνεση μιας μερίδας στελεχών να αιτηθούν καλύτερης
μεταχείρισης από το Κομματικό Γραφείο.92

Μετά από τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, οργανώθηκε από το Κομματικό Γραφείο η αποπομπή του
καπετάν Μαύρου και των άλλων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα σύνορα, εγκαλούμενοι για απειθαρχία,
αντικομματική νοοτροπία και προδοσία. Κατά τον Eudes:
Μετά την παράσταση της δημόσιας ανάγνωσης των κατηγοριών, με εξέδρα, μουσική και σκηνοθεσία
κατάλληλη, ο Μαύρος και οι 20 αντάρτες οδηγούνται στο σταθμό ανάμεσα σε δύο σειρές αντρών που έχουν
ψυχολογικά συνθηκολογήσει, σφυρίζουν περιφρονητικά και φτύνουν κατάμουτρα τους παρίες. Εκείνοι
που δε συμμετέχουν, και είναι πολλοί, θα περιμένουν τη σειρά τους. Είναι τα σκουλήκια.93

Για το ίδιο ζήτημα ο Τσιρώνης καταθέτει τη δική του εμπειρία:


Σε χρόνο μηδέν το Κομματικό Γραφείο κινητοποίησε τους πιστούς σε αυτό Εβρίτες... αυτούς τους πιστούς
κάλεσε σε βοήθεια… όρμησαν στην αίθουσα, και με χτυπήματα διέλυσαν τους αντικομματικούς. Ένας
μάλιστα όρμησε πάνω στον Μαύρο και με μια δαγκωνιά του έκοψε το αυτί… Τόσο ήταν το μίσος τους για
τους πράκτορες του εχθρού […]94

Στη συνέχεια ο Μαύρος και άλλοι 60, αφού πέρασαν από κομματικές συνελεύσεις και διαγράφηκαν,
φορτώθηκαν σε ένα βαγόνι-κλούβα και απελάθηκαν στην Ελλάδα. Ο Τσιρώνης εκφράζει έντονη
αμφισβήτηση για τα κριτήρια, με βάση τα οποία έγινε η επιλογή των προσώπων, διαμορφώνοντας
παράλληλα την υπόθεση πως επρόκειτο για στελέχη δεύτερης γραμμής, για να μην δειχτεί η διαφωνία
των κρατούντων, με γνωστούς αγωνιστές.95 Παρά τον κομματικό διασυρμό του, ο Μαύρος οργάνωσε στο
ελληνικό έδαφος νέες αντάρτικες ομάδες και σκοτώθηκε, πολεμώντας στον ΔΣΕ.96

Κατά τον Χρήστο Καινούργιο, το δεύτερο κύμα διωγμών έγινε τον Απρίλιο του 1946 και αφορούσε σε 100
περίπου –98– διανοούμενους και καπετάνιους, που χαρακτηρίζονταν ως «τροτσκιστές», των οποίων
βασικό μειονέκτημα ήταν η μικροαστική τους προέλευση.97 Η κάθαρση από τα στοιχεία αυτά
πραγματοποιήθηκε, κατά τον Eudes, δεκαοχτώ μήνες μετά την εκδίωξη του Μαύρου και απηχούσε τις
επαναστατικές αντιλήψεις του Ζαχαριάδη.98
Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Καινούργιου:
Όλοι αυτοί έπρεπε να συγκεντρωθούν στο τσαΐρι, όπου ήταν παραταγμένες, από τις δύο πλευρές του
δρόμου, όλες οι γκρούπες (συνολικά 24). Οι καθοδηγητές του Μπούλκες, ύστερα από έγκριση των
γιουγκοσλαβικών αρχών και δεν αμφιβάλλω και του υπεύθυνου εκπροσώπου της ΚΕ του ΚΚΕ, πήραν
απόφαση να τους παραδώσουν στην ΟΣΝΑ (γιουγκοσλαβική υπηρεσία ασφαλείας) και να τους «πετάξουν»
στο ελληνικό έδαφος, μέσω των συνόρων.99 Στο τσαΐρι, ώσπου να μπουν στο τρένο οι δύσμοιροι αυτοί
αγωνιστές, έγιναν ανήκουστα πράγματα… Επονείδιστα και βάρβαρα για κομμουνιστές – αγωνιστές.
Φτύνανε, σπρώχνανε, κλωτσούσανε και χλευάζανε φριχτά, σαν «προέπεμπαν» στην πατρίδα, τους
«ανάξιους» αυτούς συντρόφους, συναγωνιστές και συμπολεμιστές. Νομίζω, περισσότερη χλεύη και
ατίμωση δε δέχτηκε και ο Χριστός από το φανατισμένο όχλο […] Ταυτόχρονα, με τις άπρεπες και βάναυσες
χειρονομίες, ακούονταν και οι ανατριχιαστικοί χαρακτηρισμοί: «Σκουλήκια!», «προδότες!»,
«πουλημένοι!…» Ποια ήταν η παραπέρα τύχη αυτών των αγωνιστών; Τους «πέταξαν» σε κάποιο μέρος
του νομού Κιλκίς στο φρικτό «λάκκο των λεόντων», για να τους κατασπαράξουν οι αιμοβόροι παρακρατικοί
[…] Ελάχιστοι παραδόθηκαν στις Ελληνικές αρχές. Οι άλλοι κατατάχτηκαν σε διάφορες ένοπλες ομάδες
καταδιωκόμενων αγωνιστών.100

Για το ίδιο ζήτημα η Μ. Λαζαρίδου γράφει:


Δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες από την εγκατάστασή μας στο Μπούλκες και μια νύχτα ξυπνήσαμε από έναν
μεγάλο θόρυβο. Ένα αλαλάζον πλήθος, με χοντρά ξύλα, με σιδερόβεργες, με πέτρες, φτυσίματα και
γιουχαΐσματα έδιωχνε τους αντικομματικούς, τους «φραξιονιστές» από το Μπούλκες. […] θα ήταν
περίπου 100 άνθρωποι, συναγωνιστές άλλοτε αυτού του πλήθους, περιτριγυρισμένοι τώρα από την
αστυνομία του Μπούλκες ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξεως Ομάδας) με δεμένα τα χέρια τους προσπαθούσαν να
σωθούν από τα κτυπήματα των μανιασμένων καταδιωκτών τους. Λίγο πιο κάτω τους περίμεναν οι
κλούβες. Πού τους πήγαιναν μέσα στη νύχτα; Κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες: Ότι τους άφησαν στα
σύνορα της Ελλάδας. Άλλοι έλεγαν ότι πολλούς τους εξαφάνισαν στα στρατόπεδα. Αυτό που σε
εντυπωσίαζε ήταν η αγριάδα των Ανθρώπων που υπερασπίζονταν «την κομματική γραμμή». Ήταν ένα
αφηνιασμένο πλήθος, ρομπότ, άνθρωποι μηχανές, χωρίς ψυχή, χωρίς αισθήματα, χωρίς αγάπη . . . . Με
υψωμένες τις γροθιές, ουρλιάζοντας ρυθμικά «Μιχάλης - Περικλής» ζητούσαν το κεφάλι των
«φραξιονιστών». Η βία κυριαρχούσε παντού. . . Όλοι μιλούσαν για ένα στρατόπεδο έξω από το Μπούλκες
όπου στρατοπεδάρχης ήταν ο «μπάρμπα Στέλιος Κάλφας» (Σιδέρης). Εκεί σε βαθιά πηγάδια έριχναν
ζωντανούς, τον ένα μετά τον άλλον, όσους έκαναν κριτική στην καθοδήγηση του Μπούλκες (και κυρίως
όσους μιλούσαν ενάντια στον Μιχάλη Πεχτακτσίδη ή Τερζή.101

Ξεχωριστή μνεία γίνεται από τον Τσιρώνη στην περίπτωση του άσχημου τέλους του Θανάση
Παπαδόπουλου, συναγωνιστή του στην ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης, ο οποίος τιμωρήθηκε από το κομματικό
γραφείο για το κόψιμο ενός τσαμπιού σταφυλιού, στιγματίστηκε, απομονώθηκε και αυτοκτόνησε
πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.102

Ένα άλλο φαινόμενο ήταν οι απόπειρες δραπέτευσης. Στις πηγές αναφέρεται ότι από το Μπούλκες
δραπέτευσαν 100 περίπου άτομα.103 Ορισμένοι από αυτούς πήγαν στην Ελλάδα, άλλοι στην Ουγγαρία
και στην Βουλγαρία, οι περισσότεροι όμως έμειναν στη Γιουγκοσλαβία. Από αυτούς 3 έφτασαν και
παραδόθηκαν στην Ελληνική Πρεσβεία του Βελιγραδίου και από εκεί επέστρεψαν στην Ελλάδα.104

Η περίπτωση του νησιού-κάτεργου στον Δούναβη

Ο πρώτος πρόεδρος της κοινότητας Μπούλκες, ο Μιχάλης Πεχτακτσίδης-Τερζής, εφάρμοσε μια


τρομοκρατική εξουσία: οι κομματικά απείθαρχοι εξοντώνονταν στο νησί του Δούναβη ή στα πηγάδια.105

Κατά τον Κυργιαζόφσκι στις αρχές του 1947 η Υπηρεσία Ασφαλείας ΥΤΟ του Μπούλκες, με την έγκριση
του μέλους του ΠΓ Γιάννη Ιωαννίδη, οργάνωσε σε ένα νησάκι του Δούναβη στρατόπεδο για τους
πρόσφυγες που είχαν ανακηρυχτεί «εχθρικά στοιχεία». Οι κρατούμενοι σε αυτό το νησί προσδιορίστηκαν
ως Ταξιαρχία του Δούναβη. Για τους λόγους που υπαγόρευσαν τη σύσταση της Ταξιαρχίας του Δούναβη, ο
Κυργιαζόφσκι παραθέτει δήλωση του Περικλή Καλοδίκη ή Νεροβίλη, καθοδηγητικού στελέχους της ΥΤΟ, ο
οποίος δήλωσε στις 16 Νοεμβρίου 1950 ότι ο Πεχτακτσίδης ανέθεσε στον Οδυσσέα Γκαστή106 να
απομακρυνθούν τα ύποπτα στοιχεία από το Μπούλκες, καθώς αναμενόταν η έλευση της Εξεταστικής
Επιτροπής του ΟΗΕ, που δημιουργήθηκε μετά από αίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης, για να
διερευνήσει τις καταγγελίες της Αθήνας ότι η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία και η Βουλγαρία υποκινούσαν
και συνέδραμαν το ΚΚΕ, κατά τη διεξαγωγή του εμφυλίου πολέμου.107 Σύμφωνα με τη δήλωση του
Οδυσσέα Γκαστή, στην ΠΓ του ΚΚΕ της 19ης Οκτωβρίου 1950, το ζήτημα της εξαφάνισης των αδιόρθωτων
στοιχείων το πήρε πάνω του ο Μ. Πεχτακτσίδης και το καθοδηγούσε προσεκτικά. Ο Οδυσσέας Γκαστής φαίνεται
ότι πρότεινε στον Πεχτακτσίδη ποιοι έπρεπε να εκτοπιστούν, γιατί, ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι
ανέθεσε στους Στέλιο Κάλφα, Θανάση Στράντζαλη και Θεόφιλο Παπαδόπουλο να μελετήσουν τα ύποπτα
στοιχεία και να διαμορφώσουν τον κατάλογο, καταλήγει ότι οι τρεις προαναφερθέντες συμφώνησαν με
τις δικές του προτάσεις. Ο φάκελος των εκτοπισθέντων στον Δούναβη δόθηκε από τον Οδυσσέα Γκαστή
στον Λευτέρη Ματσούκα (Μπαρμπα-Αλέξη), τελευταίο Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας. Τον φάκελο
αυτό των Αρχείων ΚΚΕ, στον οποίο περιλαμβάνονταν τα ονόματα και τα σύντομα βιογραφικά των
εκτοπισθέντων, φαίνεται ότι μελέτησε ο Κυργιαζόφσκι.108 Παράλληλα παρουσιάζεται και η μαρτυρία του
Στέλιου Κάλφα, της 31ης Ιανουαρίου 1951, στην οποία ο ίδιος, συμφωνώντας με τον Γκαστή, δήλωνε ότι
κλήθηκε από τον Πεχτακτσίδη, μαζί με τον Θανάση Στράντζαλη και τον Θεόφιλο Παπαδόπουλο να
καθαρίσουν ορισμένους πράκτορες του εχθρού,109 με απόλυτη μυστικότητα. Για τη διαδικασία μάλιστα που
ακολουθήθηκε, έγραφε ότι του ανατέθηκε να μάθει να οδηγεί και ότι μαζί με τον Θεόφιλο
παραλάμβαναν 1-2 υπόπτους κάθε φορά και τους παρέδιδαν στον Στράντζαλη. Ως καθοδηγητή
κατονόμαζε τον Οδυσσεά Γκαστή, ο οποίος είχε τον κατάλογο των υπόπτων.110 Ακόμα ο ίδιος ερευνητής
παραθέτει δήλωση του Δημήτρη Ελευθερίου, της 28ης Μαΐου 1954, στην ΚΕ του ΚΚΕ, σύμφωνα με την
οποία, ο ίδιος στάλθηκε να φρουρήσει γέροντες κρατούμενους, σε ένα νησί του Δούναβη, μεταξύ δύο
ποταμών. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συμπεριφορά των στελεχών της ΥΤΟ απέναντι σε αυτούς ήταν πολύ
κακή, ένας άρρωστος εξαφανίστηκε τη νύχτα και από τους 50 κρατούμενους δεν επέστρεψε κανείς.111
Ακόμα, στη γραπτή μαρτυρία του, ο Κ. Σιαπέρας,112 που είχε προσωπική αντίληψη της ιστορίας έγραφε:
«Ούτε έμαθα ούτε άκουσα αν απόμεινε κανένας ζωντανός από κείνους τους 36». Για το ζήτημα αυτό ο Τσιρώνης
τοποθετείται αρχικά, αντλώντας από τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο Μπούλκες για το νησί, ενώ
αργότερα θα γράψει για αυτό ένα από τα καλύτερα κείμενά του, που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την
ουσιαστικότερη συμβολή, γύρω από το ζήτημα του καταραμένου νησιού.
[…] Μια φήμη για ξεκαθάρισμα ορισμένων αντικομματικών που κυκλοφόρησε μας κάνει να ανησυχούμε.
Ψιθυριστά για τον φόβο του επαγρυπνητή κυκλοφορεί ανάμεσά μας η πληροφορία πως σε ένα νησάκι που
βρισκόταν στη μέση του Δούναβη […] η οργάνωσή μας έστησε ένα στρατόπεδο σωφρονισμού όπου έστελνε
τους ζωηρούς συναγωνιστές μας […] Όταν το γραφείο κατάλαβε πως δεν μπορούσε άλλο να κρύψει την
αλήθεια παραδέχτηκε την ύπαρξή του και την αποστολή σε αυτό συναγωνιστών, αλλά είπε πως η αποστολή
τους γίνεται μέσα στα πλαίσια του πλάνου εργασίας για… ξύλευση. Εκείνο όμως που δεν θέλησε ποτέ να
εξηγήσει ήταν πώς συνέβαινε να στέλνει για ξύλευση στο νησάκι μόνο αυτούς που εντονότερα αντιδρούσαν
στις αποφάσεις του ή δεν συμφωνούσαν με τον τρόπο της ζωής μας. […]113

Όσον αφορά τώρα στη θέση του επίσημου κόμματος για το νησί-κάτεργο θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή
διαμορφώθηκε μετά την Γ΄ Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, που συνήλθε στις 25 Απριλίου 1951 και περιλαμβάνει
τα εξής:
Το Μπούλκες δεν έγινε φυτώριο δημιουργίας στελεχών του αγώνα, αλλά εστία αντικομματικής μόλυνσης
και διαφθοράς. Η κομματική καθοδήγηση του Μπούλκες, με επικεφαλής το Μ. Πεχτακτσίδη, εφάρμοζαν
στρατοκρατικές τραμπουκικές – αντικομματικές μεθόδους καθοδήγησης, μέθοδες αστυνομικές, χαφιέδικες.
Στο Μπούλκες επιβλήθηκε ένα καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας, χαφιεδισμού και φαυλοκρατίας.
Δημιούργησαν στον κόσμο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας.
Καλλιέργησαν το πνεύμα της δουλικότητας, της υποταγής και κολακείας. Κάθε προσπάθεια ελέγχου και
κριτικής χαρακτηρίζονταν εχθρική ενέργεια και επακολουθούσαν μέτρα απομόνωσης, φτάνοντας μέχρι
εγκλήματα σε βάρος αγωνιστών. Γι’ αυτές τους τις πράξεις οι υπεύθυνοι έχουν κομματικές – πολιτικές και
ποινικές ευθύνες
Η απόφαση τέλος καταλόγιζε την πρώτη ευθύνη στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και στους Γ. Ιωαννίδη και Π.
Ρούσσο, που είχαν ευθύνη για το Μπούλκες εκ μέρους του ΚΓ του ΚΚΕ.114

Η Ζ΄ Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που συνήλθε τον Φεβρουάριο του 1957, συζήτησε τις εκτελέσεις στο
Μπούλκες, οι οποίες, κατά τον Ζαχαριάδη, ανέρχονταν στον αριθμό των 95 ατόμων και κατά τον Μάρκο
Βαφειάδη, στον αριθμό των 300 ατόμων.115 Μετά την απομάκρυνση του Ζαχαριάδη (1956), συστήθηκε
Νέα Εξεταστική Επιτροπή, η οποία θεώρησε ως υπεύθυνους για τα εγκλήματα του Μπούλκες, τα μέλη του
ΠΓ του ΚΚΕ Π. Ρούσο και Γ. Ιωαννίδη, που καθοδηγούσαν τα τεκταινόμενα στο Μπούλκες και
απάλλασσαν τη Γιουγκοσλαβία από τις κατηγορίες που της είχαν επιδικαστεί από την προηγούμενη
Επιτροπή. Στις 9 Οκτωβρίου του 1967, η Νέα Εξεταστική Επιτροπή του ΚΚΕ αποφάσισε να
αποκαταστήσει όλα τα θύματα του Μπούλκες.116

Η εφημερίδα Καθημερινή, επικαλούμενη το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής του ΚΚΕ για το νησί-
κάτεργο,117 αναφέρει ότι τον Μάιο του 1947, στο στρατόπεδο του ΔΣΕ στην Μπερκοβίτσα (Βουλγαρία),
δημιουργήθηκε με «άνωθεν» εντολή μία λίστα 100 «λυγισμένων». Από τον κατάλογο των «100», φαίνεται
ότι ο Ζαχαριάδης διάλεξε 36 ανθρώπους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο περιβόητο νησί-κάτεργο στον
Δούναβη, το Μπέλενε.118 Τα ονόματα αυτών των 32 από τα 36 άτομα που αποκαταστάθηκαν από το ΚΚΕ
το 1967 και περιλαμβάνονταν στη λίστα του φακέλου Μπούλκες είναι τα εξής:119 α) Αδαμίδης Κώστας
από Σέρρες, β) Αδελφίδης Δημοσθένης από Δράμα, γ) Αλεξίου Χρήστος, δ) Αντωνίου Θωμάς, ε)
Ασπρασίδης Δημήτρης από Κατερίνη, στ) Γκουμπζέρης Αναστάσης από Θράκη, ζ) Δαφτσίδης
Τριαντάφυλλος από Θράκη, η) Δίγκας Αναστάσης από Θράκη, θ) Ζαριριάδης Γιάννης από Ξάνθη, ι)
Καζδαγλής Παναγιώτης, ια) Καλιμέρης Νικόλαος από Δράμα, ιβ) Καραμιχάλης Γιάννης από Θράκη, ιγ)
Κόνσουλας Χρήστος από Διδυμότειχο, ιδ) Κονσουλίδης Ραφαήλ από Σέρρες, ιε) Μαρκάκης Άγγελος από
Θράκη, ιστ) Μπαρτζίδης Δημήτρης, ιζ) Μπαζαβανίδης Παναγιώτης από Κιλκίς, ιη) Ναουμφίδης
Γρηγόρης από Κατερίνη, ιθ) Ντινίδης Νικόλαος, κ) Ορμανλίδης Νικόλαος, κα) Ουτζόλας Πασχάλης από
Θράκη, κβ) Παπαδόπουλος Αλέξανδρος από Θράκη, κγ) Πακίδης Θεόφιλος από Κιλκίς, κδ)
Πεχλιβάνογλου Ευθύμιος από Κατερίνη, κε) Πωλημένος Κώστας από Θεσσαλονίκη, κστ) Σπυρίδης
Ιάκωβος από Κιλκίς, κζ) Τακαλατσίδης Εμμανουήλ από Θράκη, κη) Τολίδης Πέτρος από Καβάλα, κθ)
Τουτουντζόγλου Χαράλαμπος από Βόλο, λ) Τσουκαλάς Γιάννης από Κιλκίς, λα) Φουντανίδης Κώστας
από Θράκη, λα) Χαλκόπουλος Λεωνίδας, λβ) Κολεσίδης Χριστόφορος από Κατερίνη.120

Σε αυτό το πλήθος των πληροφοριών, η ανέκδοτη γραπτή μαρτυρία του Ν. Τσιρώνη έρχεται να
προσθέσει στοιχεία και προπάντων να δώσει την άλλη, την ανθρώπινη διάσταση της τραγωδίας.

Οι σχέσεις Ελλήνων-«Σλαβομακεδόνων» στο Μπούλκες

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι σχέσεις Ελλήνων και «Σλαβομακεδόνων» στο Μπούλκες
προσδιορίστηκε από τις εξελίξεις στο διπλωματικό παρασκήνιο και επηρεάστηκε καθοριστικά από τους
ελιγμούς του ΚΚΕ, αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένες επιλογές
συναρτούνταν ευθέως με τους σκοπούς του ΚΚΕ και με τις ανάγκες του, στο πλαίσιο της εκάστοτε
διπλωματικής συγκυρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για όλα όσα προαναφέρθηκαν, είναι η
αναγνώριση από το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (17 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1924) της Ενιαίας
και Ανεξάρτητης Μακεδονίας,121 η αναγνώριση του «Μακεδονικού Έθνους» το 1934, επίσης από το
Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς,122 και τέλος η αναγνώριση των σλαβοφώνων από το ΚΚΕ ως
σλαβομακεδονικής μειονότητας, η οποία, στο πλαίσιο της πλήρους ισοτιμίας των μειονοτήτων, έπρεπε να
απολαμβάνει ισότητας δικαιωμάτων εντός του ελληνικού κράτους.

Σύμφωνα με τους Κόντη‒Σφέτα,123 την περίοδο της κατοχής, προκειμένου να περιφρουρηθεί η ενότητα
του ΕΑΜ, το ΚΚΕ προσπάθησε να ελέγξει τα ΣΝΟΦ, δηλαδή τα σλαβόφωνα τάγματα Φλώρινας-
Καστοριάς και Αριδαίας και να αποτρέψει την από μέρους τους εκδήλωση εθνοτικών ζητημάτων. Το
1946, η εξάρτηση του ΚΚΕ από τη Γιουγκοσλαβία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια συμφωνία
ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, σχετική με την ένταξη των ΝΟΦ στον ΔΣΕ. Η
συγκατοίκηση όμως αποδείχτηκε δύσκολη και στο πλαίσιο του εμφυλίου.124
Μετά την κατοχή και την εγκατάσταση στο Μπούλκες, η σχέση των Ελλήνων και των «Σλαβομακεδόνων»
παρέμεινε τεταμένη. 150 άτομα που «αυτοπροσδιορίζονταν ως Σλαβομακεδόνες» αρνήθηκαν να
εργαστούν και να συμμετάσχουν στη ζωή της κοινότητας Μπούλκες. Υπήρχε ένα δίκτυο προπαγάνδας
που λειτουργούσε υπέρ της εγκατάστασης προσφύγων που προέρχονταν από τη Μακεδονία στη Λαϊκή
Δημοκρατία της Μακεδονίας του Τίτο και του Τέμπο. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου
χρησιμοποιούνταν όλα τα μέσα: υποσχέσεις, απειλές κλπ. Από τη μεριά τους οι Έλληνες κατηγορούσαν
όσους ενέδιδαν και αποφάσιζαν να εγκατασταθούν στη χώρα, ως «λιποτάκτες».125 Ο Ρίστοβιτς αναφέρει
ότι το Συμβούλιο αρνήθηκε το 1948 να δεχτεί δασκάλα της «σλαβομακεδονικής» γλώσσας που στάλθηκε
από τα Σκόπια. Τελικά, όσοι θεωρούσαν ότι είναι «Σλαβομακεδόνες» πήγαν και εγκαταστάθηκαν σε δύο
χωριά, το Sombor και το Gakovo.126

Στον ρόλο του Γκότσε αναφέρεται διεξοδικά ο Τσιρώνης. Η διατύπωση των απόψεων Τσιρώνη έγινε στο
πλαίσιο της έκθεσης της μετάβασής του με κομματική απόφαση, ως πρόσφυγα στο Μοναστήρι και
παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, κυρίως, επειδή αφορμή για αυτήν, ήταν η συνάντησή του εκεί, με
τον Γκότσε (Ηλία Δημάκη).
Μπροστά στη σκοπιά, καβάλα στο άλογο ένας Γιουγκοσλάβος αξιωματικός κουνούσε απειλητικά το
μαστίγιό του, έτοιμος να εκραγεί από το θυμό του. Τι τρέχει Χρήστο; ρώτησα τον πιστό σύντροφό μου.
«Θέλει να μπει στο στρατόπεδο χωρίς να ζητήσει άδεια του Γραφείου» […] «Είστε τρελοί; Ποιοι είστε εσείς
[…] Τραβηχτείτε στην άκρη είμαι ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής» […] Άρπαξα το αυτόματο και
το έστρεψα πάνω του […] Αμέσως σχεδόν έφτασε ο σ. Σμόλικας. «Εσύ Γκότση» είπε και όρθωσε το
ανάστημά του […] Αλλά και ο Γκότσης όπως κοίταζε τον Σμόλικα μου φάνηκε θεριό έτοιμο να
κομματιάσει το θύμα του. Ήταν φανερό ότι κάποια παλιά έχθρα τους χώριζε […] «Φύγε από δω, δεν έχεις
δουλειά μαζί μας» πάτησε τις φωνές ο Σμόλικας, κάνοντας χειρονομίες […]

Μετά την περιγραφή του επεισοδίου, ο Τσιρώνης βρήκε αφορμή να περιγράψει τη θέση του για το
Μακεδονικό:
[…] Χρόνια πολλά το πρόβλημα της αυτονομίας της Μακεδονίας ή και περιοχών της έκαιγε το ΚΚΕ που
πραγματικά άλλαξε δυο και τρεις φορές θέση πάνω στο πρόβλημα. Η στάση αυτή του ΚΚΕ φυσικό ήταν να
δημιουργήσει σε ορισμένα στελέχη της περιοχής σύγχυση και απορίες […] Την εποχή όμως αυτή στα
χρόνια του απελευθερωτικού πολέμου το πρόβλημα γίνεται οξύτερο […]

Και συνέχισε αναφερόμενος στην ενδοτικότητα απέναντι στη βουλγαρική προπαγάνδα, μερίδας των
σλαβοφώνων Φλώρινας και Καστοριάς, αν και δεν αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό σλαβόφωνοι και τον
θεωρούσε μάλιστα επικίνδυνο. Στη συνέχεια στηλίτευσε τη μεταξική δικτατορία που όξυνε το πρόβλημα
και αφού χαρακτήρισε όλους τους κατοίκους της Ελλάδας Έλληνες, εξέφρασε την άποψη ότι όσοι
δήλωσαν σλαβόφωνοι παραπλανήθηκαν από τη φασιστική βουλγαρική προπαγάνδα (την Οχράνα).

Υπήρχαν όμως και εκείνοι που –όπως αυτός–


εξαγριώνονται και μόνο στο άκουσμα της λέξης αυτονομία. Οι οικογένειές τους έχουν ποτίσει με πολύ αίμα
το χώμα αυτό στο όνομα της Ελλάδος και δεν ανέχονται ούτε για αστείο να ακούν για Μακεδονικό,
αυτονομία και τέτοια. Τώρα υπάρχουν και οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό τους […]
και αντιδρούν σε καθετί που βλάπτει την Ελλάδα […] Για αυτό τον λόγο η κίνηση Γκότση δυσαρέστησε
την ηγεσία του αγώνα που θέλησε να τον επαναφέρει στην τάξη […] Το αρχηγείο μόλις έμαθε για την
κίνηση συνέχισε, ζήτησε από την τοπική οργάνωση και το στρατιωτικό τμήμα του ΕΛΑΣ που ανήκε ο
Γκότσης να του συστήσουν ότι κάθε κίνηση για αυτονομία θα θεωρηθεί εχθρική […] Δυστυχώς όμως ο
Γκότσης δυνάμωσε την προσπάθεια για στρατολόγηση οπαδών […] Ήρθε διαταγή να συλληφθεί και το
τμήμα του να διαλυθεί. Ο Γκότσης το μαθαίνει και περνά τα σύνορα […] Εδώ θα τον δεχτούν. […] Έτσι,
όταν η Γιουγκοσλαβία απελευθερωθεί στον Γκότση θα δοθεί ο βαθμός του ταγματάρχη του
Γιουγκοσλαβικού στρατού. Η στάση αυτή των συντρόφων με κάνει να υποπτεύομαι πως μάλλον αυτοί τον
ενθάρρυναν να κρατήσει την στάση που κράτησε και ήταν τόσο εχθρική για το κόμμα. […] Όσοι
καταγόμασταν από τη Μακεδονία και ζήσαμε […] τη φασιστική βουλγαρική κατοχή σκεφτήκαμε, δεν
άλλαξε τίποτα;
Δεν μπορούσα να καταλάβω ‒ακόμα και μέχρι σήμερα‒ γιατί είναι σωβινισμός η άρνησή μας να
παραχωρήσουμε μέρος της πατρίδας μας για να δημιουργηθεί μια άλλη που δεν είναι πατρίδα μας και δεν
είναι σωβινισμός η απαίτηση των συναγωνιστών όσων ζητούν κάτι τέτοιο […] Ούτε σπιθαμή στους
ξένους ήταν το σύνθημά μας στα χρόνια του αντιφασιστικού πολέμου που ήταν πατριωτικό πόλεμος. Οι
αγωνιστές λοιπόν που πολέμησαν και πολλοί έπεσαν στη μάχη με το σύνθημα στα χείλη ούτε σπιθαμή γης
στον εχθρό ήταν σωβινιστές; Όχι φίλοι Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας, η υπεράσπιση της χώρας μας,
ολόκληρης της χώρας ήταν καθήκον όλων μας και πρώτα των κομμουνιστών. Αυτό κάνουμε όσες φορές
και αν χρειαστεί […]127

Και παρακάτω αναφερόμενος σε νέα πρόκληση Γκότση έγραφε:


Σε μια στιγμή βρεθήκαμε κυκλωμένοι από ενόπλους Μακεδόνες στρατιώτες που μάλιστα προκλητικά είχαν
προταγμένα ενάντιά μας τα όπλα τους. […] Η φανφαρονική επιδειξιακή εμφάνιση του ταγματάρχη Γκότση
δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες: «Παραταχτείτε όλοι με το πρόσωπο στραμμένο σε μένα» φώναζε […]
Το τι ήθελε το ξεκαθάρισε αμέσως […] «Όσοι από σας είστε Μακεδόνες καλείστε να προσφέρετε τις
υπηρεσίες σας στην «ελεύθερη Μακεδονία». Να έρθετε αμέσως μαζί μας δεν έχετε καμιά δουλειά στο ΚΚΕ.
Είστε διαλεχτά στελέχη και μέλη του αγώνα και Μακεδόνες […] Τι περιμένετε συναγωνιστές Μακεδόνες,
εδώ σας περιμένουν τιμές, θα ζήσετε σαν νικητές θα έχετε ότι τραβά η καρδιά σας […] Τότε ακούστηκε
βαριά σαν σφυριά η φωνή του Σ. Μιχάλη: […] Πρόσεξε Γκότση, η ενέργειά σου αυτή μας εξοργίζει, δεν
μας φοβίζει και είναι κρίμα να σκοτωθούμε μεταξύ μας […] Γρήγορα μια εικοσάδα από μας κάναμε ένα
ημικύκλιο μπροστά από τον σ. Μιχάλη έτοιμοι και αποφασισμένοι να τον προστατέψουμε με κάθε θυσία
[…] Για κάθε ενδεχόμενο είμαστε έτοιμοι. Όλα μετά συνέβηκαν σε δευτερόλεπτα. Ένα επιβατικό
αυτοκίνητο […] σταμάτησε μπροστά μας. Μια πανύψηλη γυναίκα ντυμένη στρατιωτικά βγήκε από το
αυτοκίνητο και πήγε κατευθείαν στον Γκότση. Κάτι του είπε αυστηρά […] Ο ταγματάρχης Γκότσης είχε
παγώσει. […] Αυτός χωρίς να πει λέξη μάζεψε τους άνδρες του και χάθηκε, χωρίς να μας ενοχλήσει ποτέ
πια […]

Η προσπάθεια προσεταιρισμού των στελεχών του ΕΑΜ/ΚΚΕ που είχαν καταφύγει μετά την κατοχή στη
Γιουγκοσλαβία του Τίτο από τον Γκότση και τους δικούς του μαρτυρούνταν και από τον Κώστα Σιαπέρα
στο βιβλίο του Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού στρατού. Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες.128 Στο βιβλίο
περιγραφόταν η πρόσκληση που απηύθυναν τα στελέχη του Γκότση στους μαχητές που προέρχονταν από
τη Μακεδονία, να μείνουν στα Σκόπια. Η άρνηση του Σιαπέρα ως στελέχους του ΚΚΕ έγινε ευγενικά και
ακολουθήθηκε από την επισήμανση των ευθυνών του απέναντι στο κόμμα και στην αποστολή του στην
πρώην Γιουγκοσλαβία.

Και ο Σιαπέρας συνέχιζε:


Μας είπε μόνο πως θα το μετανιώσουμε, μας αποχαιρέτισε πάλι φιλικά και έφυγε. Αργότερα μάθαμε πως
με αυτόν τον τρόπο είχαν καταφέρει να αποκόψουν και να κρατήσουν πολλούς αγωνιστές από τα μέρη της
Μακεδονίας. Όπως κατάλαβα […] ο καυγάς για το Μακεδονικό Ζήτημα είχε ανάψει ξανά και αυτό το
παλιό μήλο της έριδας είχε πέσει τώρα στα πόδια των κομουνιστών που το κλωτσούσαν από δω και από εκεί
[…]129

Μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν και την προσχώρηση Ζαχαριάδη στη γραμμή της Κομινφόρμ, η διάσταση
απόψεων ανάμεσα στους Έλληνες κομουνιστές και τους «Σλαβομακεδόνες» προσέλαβε μεγάλες
διαστάσεις. Η φιλογιουγκοσλαβική μερίδα των σλαβοφώνων με αρχηγούς τους Κεραμιτζίεφ, Γκότσε και
Αγιάνοφσκι-Ότσε ενθάρρυνε φανερά τις λιποταξίες από τον ΔΣΕ προς τη γιουγκοσλαβική «Μακεδονία»
καταγγέλλοντας την προδοσία του ΚΚΕ απέναντι στον «μακεδονικό λαό».130 Επιχειρώντας τον
προσεταιρισμό τους ή την απεμπλοκή τους από τον εναγκαλισμό του Τίτο, η 5η Ολομέλεια του ΚΚΕ
αναγνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του «Μακεδονικού λαού», σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο
«μακεδονικό κράτος» μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών κρατών,131 προκαλώντας
ρήξη στις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, το ΚΚ Βουλγαρίας, αλλά και με την Κυβέρνηση της
Αθήνας, που κατηγόρησε το ΚΚΕ για εθνική μειοδοσία.132

Σε συνάντηση του Μιλτιάδη Πορφυρογέννητου, Υπουργού της Προσωρινής Κυβέρνησης του ΚΚΕ και
του Γκότσε, που έλαβε χώρα στις 9 Φεβρουαρίου 1949 στα Σκόπια, ο τελευταίος κατηγόρησε την ελληνική
κοινότητα Μπούλκες ότι σαμποτάρισε την στράτευση 300 «Σλαβομακεδόνων», για τον ΔΣΕ.133

Οι σχέσεις όμως ΚΚΕ και σλαβόφωνων θα αποδειχτούν δύσκολες, παρά τον μήνα του μέλιτος. Έτσι, στις 1
Απριλίου 1949, ο Π. Ρούσος, εκπρόσωπος της ΚΕ του ΚΚΕ, κατηγόρησε τους «Σλαβομακεδόνες» Γκότσε,
Κεραμιτζίεφ κλπ. για λιποταξία και προπαγάνδα προς τους καταγόμενους από τη Μακεδονία με σκοπό να μην
μεταβούν στο Μπούλκες και από εκεί στον ΔΣΕ.134

Οι σχέσεις ΚΚΕ και ΚΚΓ με αφορμή το Μπούλκες135

Η διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Ζαχαριάδη και ΚΚ Γιουγκοσλαβίας άρχισε να υλοποιείται την άνοιξη
του 1946, όταν ο Ζαχαριάδης συναντήθηκε με τον Τίτο στο Βελιγράδι και τον Στάλιν στην Κριμαία και
διασφάλισε την υλική, πολιτική και στρατιωτική τους στήριξη για την επίτευξη του σκοπού της ένοπλης
αναμέτρησης.136 Η επιστολή του Ζαχαριάδη προς τον Τίτο, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1947,
περιλάμβανε την καταμέτρηση των αδυναμιών του ΔΣΕ, αλλά και τις ευχαριστίες του ΚΚΕ προς τον Τίτο,
τον οποίο προσφωνούσε ως τον μεγαλύτερο προστάτη του κόμματος.137 Το καλοκαίρι του 1948, μετά τη ρήξη
Τίτο-Στάλιν, οι σχέσεις ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας έχουν πλέον διαρραγεί: οι διαφορές
τους στο μακεδονικό ζήτημα καθίστανται πλέον έκδηλες.138

Είναι η περίοδος κατά την οποία οι Έλληνες του Μπούλκες χωρίστηκαν σε Ζαχαριαδικούς και Τιτοϊκούς.
Ανάμεσα στους δεύτερους ήταν και ο Πεχτακτσίδης, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τους
κύκλους του Ζαχαριάδη, με τους οποίους προηγουμένως συνέπραττε. Στις 25 Ιουνίου του 1949, ο υπουργός
Παιδείας και Λαϊκής Υγείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Πέτρος Κόκκαλης, απέστειλε στη
γιουγκοσλαβική Πρεσβεία στη Βουδαπέστη επιστολή, με την οποία ζητούσε να επιτραπεί «[…] η αναχώρηση και η
αποδοχή […] πέντε περίπου χιλιάδων (5.000) ατόμων, τα οποία βρίσκονταν στην κοινότητα Μπούλκες και ήταν στην
πλειοψηφία τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι άνω των πενήντα ετών». Ο Κόκκαλης αιτιολόγησε το αίτημά
του με επιχειρήματα την ανάγκη καθημερινής και άμεσης φροντίδας, αναφορικά με την εκπαίδευση και
τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών στο εθνικό πνεύμα, καθώς και την αναγκαιότητα μέριμνας για τους
ηλικιωμένους και τους αρρώστους. Στις 7 Ιουλίου του 1949, ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Εσωτερικών
Αλεξάντερ Ράνκοβιτς γνωμοδότησε τα εξής:
«Σε ό,τι αφορά τη [χορήγηση] άδειας στους πρόσφυγές τους [να μεταβούν] σε άλλες χώρες, θεωρώ ότι
πρέπει να επιτραπεί στους Έλληνες, οι οποίοι βρίσκονται μόνο στο Μπούλκες, να αναχωρήσουν, εάν οι
ίδιοι το επιθυμούν. Η αποχώρησή τους, ουσιαστικά, θα ήταν χρήσιμη, καθώς η ηγεσία τους στο Μπούλκες
περιήλθε στα χέρια κλεφτών και εχθρών της χώρας μας. Επέφεραν μεγάλη οικονομική και υλική ζημία
στη χώρα μας και για το ζήτημα αυτό θα σας αποστείλω χωριστή έκθεση».

Η Έκθεση περιλάμβανε κατηγορίες: Το Συμβούλιο του Μπούλκες κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε και
προξένησε ζημιά στη Γιουγκοσλαβία 5.900.000.000 δηνάρια, δεν κατέβαλε ποτέ φόρο στο γιουγκοσλαβικό
δημόσιο και από αυτό χάθηκαν 344.300.040 δηνάρια, έγιναν κομπίνες με την προμήθεια πρώτων υλών,
ενώ οι εργαζόμενοι (Έλληνες) στο Μπούλκες έγιναν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης, για
παράδειγμα, ένας Γιουγκοσλάβος εργάτης αμειβόταν με 3.120 δηνάρια (μεροκάματο πενιχρότατο), ενώ
ένας εργάτης του Μπούλκες (Έλληνας) με 1.946 δηνάρια. Στις πρώτες ύλες που προμήθευε η
Γιουγκοσλαβία για να λειτουργήσουν τα εργαστήρια, γινόταν τεράστια κατάχρηση, για παράδειγμα, στο
εργαστήριο υποδηματοποιίας για κάθε ζευγάρι έπαιρναν 10,25 κιλά δέρμα, ενώ για το αντίστοιχο
γιουγκοσλαβικό εργαστήριο ξοδεύονταν 9 κιλά δέρμα, και επομένως το «Κέρδος» πήγαινε προφανώς
στις τσέπες κάποιων. Αυτό συνέβαινε και με το ύφασμα και με τα τρόφιμα και με όλα, τέλος πάντων, τα
πράγματα.139

Στις 8 Αυγούστου 1949 ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Μ. Σούστας ζήτησε από τον Τίτο να επιτραπεί να
μετακομίσουν στην Τσεχοσλοβακία, ενώ οι Έλληνες του Μπούλκες έγιναν δεκτοί και από την Ουγγαρία.
Στα τέλη του 1949 το χωριό άδειασε από τους κατοίκους του.

Οι διεθνείς διαστάσεις του ζητήματος «Μπούλκες»


Η αύξηση του ενδιαφέροντος για το Μπούλκες οφειλόταν στη συμβολοποίησή του ως μήλου της έριδος
ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία. Οι μεταξύ τους αντεγκλήσεις αφορούσαν στη θεώρησή του
ως στρατοπέδου εκπαίδευσης των μελλοντικών ανταρτικών δυνάμεων που απειλούσαν το καθεστώς του
ελλαδικού χώρου. Η Κυβέρνηση των Αθηνών εγκαλούσε, χρησιμοποιώντας τα τεκταινόμενα στο
Μπούλκες, την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, με το επιχείρημα της ευθείας ανάμειξής της στα ελληνικά
ζητήματα. Στην αρχή οι καταγγελίες της Ελλάδας στους Διεθνείς Οργανισμούς κατέπιπταν.
Συγκεκριμένα, την περίοδο 1945-1946, η έντεχνη διασκέδαση των εντυπώσεων, μέσα από οργάνωση-
σκηνοθεσία επισκέψεων ομάδων δημοσιογράφων στο Μπούλκες, από την γιουγκοσλαβική ηγεσία, δεν
τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς αυτούς. Έτσι, τον Αύγουστο του 1945 επισκέφτηκαν το στρατόπεδο
Μπούλκες, με άδεια των γιουγκοσλαβικών αρχών, Σοβιετικοί, Αμερικανοί, Γάλλοι και Τσεχοσλοβάκοι
ανταποκριτές. Τον Οκτώβριο έγινε επίσκεψη Γάλλων, Ελβετών και Αμερικανών δημοσιογράφων. Τον
Ιούλιο του 1946 εμφανίστηκε μια Κινέζα δημοσιογράφος.140 Τον Ιούλιο του 1946 επισκέφτηκαν το
Μπούλκες Αμερικανοί γερουσιαστές και δημοσιογράφοι.141

Η επιβεβαίωση των ισχυρισμών της ελληνικής πλευράς πως στο Μπούλκες εκπαιδεύονταν οι μελλοντικοί
αντάρτες ήρθε από εκείνους που απέδρασαν από το Μπούλκες προς την Ελλάδα. Η ομολογία φαίνεται
ότι έγινε στην UNSCOB, τη Διεθνή Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια.142 Στις 2 Απριλίου 1947 έφτασε
στο Μπούλκες η Υποεπιτροπή της Εξεταστικής Επιτροπής του ΟΗΕ, η οποία εξέτασε 6 μάρτυρες,
προτεινόμενους από τους Γιουγκοσλάβους και 6 από την ελληνική πλευρά.143 Η Επιτροπή δεν βρήκε κάτι
που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς της Ελλάδας.144 Από τον Αύγουστο του 1947
πληθαίνουν τα δημοσιεύματα της ελληνικής μεριάς που αναφέρονται σε διείσδυση, από το Μπούλκες στο
ελληνικό έδαφος, αγωνιστών του ΕΛΑΣ.145

Μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν και τη συστράτευση του ΚΚΕ με την Κομινφόρμ, μια σειρά άρθρων των
εφημερίδων Μπόρμπα και Πολίτικα δημοσίευσαν φωτογραφίες των σκοτωμένων Ελλήνων αγωνιστών, στο
νησί του Δούναβη.146 Τότε μια διεθνής επιτροπή, σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, επισκέφτηκε το
Μπούλκες και εξέτασε διάφορους μάρτυρες.147

Απόπειρα μιας συνολικής αποτίμησης του εγχειρήματος

Το κείμενο του Τσιρώνη αποτιμά το «πείραμα» Μπούλκες μέσα από δύο οπτικές γωνίες: Η πρώτη αφορά
στη θεώρηση εκείνων που ο ίδιος προσδιορίζει ως «αντιδραστικούς» κύκλους της πατρίδας. Σε αυτούς
συμπεριλαμβάνει τους Άγγλους, τους Αμερικανούς και τους συντηρητικούς και τους αποδίδει μίσος για
ότι συντελέστηκε εκεί. Ως μέσα έκφρασης του μίσους αναφέρει τη σύσταση Επιτροπών και ουδέτερων
παρατηρητών, την ενεργοποίηση μυστικών υπηρεσιών και την προπαγάνδα ενάντια στο Μπούλκες.148 Η
δεύτερη αφορά στα σοσιαλιστικά κράτη, τα οποία έβλεπαν το Μπούλκες ως καταφύγιο των κυνηγημένων
αγωνιστών και το στήριζαν με κάθε μέσο.149 Οι δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις οδηγούν στη
διαπίστωση ότι το Μπούλκες ήταν ένα πλαίσιο, στο οποίο η επιτυχία μπορούσε να διασφαλιστεί με
εντατική δουλειά και πειθαρχία. Παραθέτοντας το συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο, ο Τσιρώνης
καταλήγει με πολλές αμφισβητήσεις και ακόμα περισσότερα ερωτηματικά, ότι υπήρξαν αναγκαιότητες
που έπρεπε να εξυπηρετηθούν μέσα από την αυστηρή και πειθαρχημένη διαχείριση, εναποθέτει όμως
στον ιστορικό του μέλλοντος την υποχρέωση να κρίνει απροκατάληπτα.150 Η κριτική του αποτίμηση
μάλιστα εμπλουτίζεται στο τέλος από μια μακροσκοπική θεώρηση: για το Μπούλκες και το έλλειμμα
δημοκρατίας δεν ήταν καν υπεύθυνα τα μέλη της κομματικής ηγεσίας. «Υπεύθυνη ήταν η λαθεμένη
αντιδημοκρατική νοοτροπία του Ηγεμονισμού, του Αλάθητου, του Χαρισματικού που χαρακτήριζε την ανώτερη
βαθμίδα της Ηγεσίας του ΚΚΕ και λιγότερο τους πιο κάτω […]»151

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των εκατέρωθεν αυτοκριτικών προσεγγίσεων ξεχωριστό ενδιαφέρον για την
αποτίμηση του «πειράματος» Μπούλκες αποκτά η θεώρηση-απόφανση του Τσιρώνη που συμπυκνώνει
όλα όσα προαναφέρθηκαν, κατά την προσωπική μας εκτίμηση:
Στο Μπούλκες μας δόθηκε η […] ευκαιρία […] να υποστηρίξουμε πως ήταν δυνατή η εφαρμογή στην
πράξη όλων όσων θεωρητικά υποστηρίζαμε […] και τι κάναμε; Φτιάξαμε μια κοινωνία απροσδιόριστη ούτε
καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική […], μια νόθα κοινωνία με σίγουρα τα στοιχεία του ετσιθελισμού και την
ψυχολογία του στρατώνα, αφού οργανώσαμε τη ζωή μας στη βάση της ομάδας και όχι του ατόμου […] Η
ομαδοποίηση στον χώρο της ζωής και της εργασίας κουβαλάει αναπόφευκτα την ψυχολογία του στρατώνα,
δημιουργεί μια μορφή κοινωνίας απροσδιόριστης, ίσως πειθαρχημένης, αλλά ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ […]152

Μεθοδολογικά και άλλα

Κλείνοντας την εισαγωγή είμαι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να αιτιολογήσω γιατί επέλεξα αυτή τη
φορά να ακολουθήσω την πιο «εύκολη» μέθοδο, την παράθεση, μετά την εισαγωγή, του πλήρους κειμένου
του Ν. Τσιρώνη, αντί να κάνω ότι έπραξα στην περίπτωση της ΟΠΛΑ: να διασταυρώσω δηλαδή μέσα
από αρχειακές πηγές όσα ο ίδιος έγραψε και να τα δώσω μέσα από την ιστορική ερμηνευτική μέθοδο σε
πλάγιο λόγο, καθαρμένα από υποκειμενισμούς και επιτονισμούς.

Η επιλογή μου να αφήσω τον ίδιο να μιλήσει υπαγορεύτηκε αυτή τη φορά από την ίδια την ποιότητα του
λόγου του. Πραγματικά ο τελευταίος στην αποτύπωση της διαδρομής της πολιτικής προσφυγιάς άφησε
τον εαυτό του να μιλήσει χωρίς στερεοτυπικές ή ιδεοληπτικές ωραιοποιήσεις, επιστράτευσε την κριτική
του ικανότητα, αξιολόγησε τις εμπειρίες του και αποτολμώντας μια εμβριθέστατη προσέγγιση της πορείας
αυτής μας έδωσε τη δική του βιωμένη αντίληψη της ιστορίας, συμπληρώνοντας ένα κενό στο πεδίο της
έρευνας.

Και στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει να μείνουμε μακριά από εύκολες αξιολογήσεις ή
εξιδανικεύσεις. Γιατί επιβάλλεται να τονιστεί ότι το κείμενο κινείται στο επιστημονικό πεδίο της
προφορικής ιστορίας153 και ως τέτοιο πρέπει να εκληφθεί και να μελετηθεί. Αυτό σημαίνει πως η
προφορική αφήγηση των γεγονότων που βίωσε ο συγγραφέας τους και τα οποία καταγράφηκαν πολλά
χρόνια μετά από τον ίδιο, χάρις στην ενθάρρυνση και συμπαράσταση του ανεψιού του,154 αποτελούν μια
κατασκευή της μνήμης του πρωταγωνιστή, η οποία όμως εμπεριέχει μια ορισμένη ερμηνευτική σκοπιά.
Εκείνο που στην πράξη διαφοροποιεί την καταγεγραμμένη, αλλά ωστόσο προφορική αφήγησή του, από
την επίσημη ιστορία των γραπτών τεκμηρίων είναι μια πραγματικότητα: η προφορική μνήμη του
επαναδιαπραγματεύεται το παρελθόν με βάση τις μεταγενέστερες εμπειρίες της ζωής του, αφού ο χρόνος
αποτύπωσής τους είναι πολύ μεταγενέστερος των γεγονότων στα οποία ο ίδιος αναφέρεται. Θέλω να πω
πως η ωριμότητα με την οποία προσεγγίζει πλέον όσα έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας, επηρεάζεται
καθοριστικά από την έκβαση του εμφυλίου, την αποτίμηση των λαθών, την άμβλυνση των
εξιδανικεύσεων, την υποβολή των όποιων επιλογών στον κριτικό έλεγχο της μετέπειτα αντίληψής του για
όσα είχαν συμβεί. Και άρα το κείμενό του εκφράζει μια συνείδηση των γεγονότων που τελεί υπό
καθεστώς διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης, καθώς η μνήμη που φτάνει να καταθέσει στο τέλος
επαναπροσδιορίζεται, τόσο από τα βιώματα του χρόνου καταγραφής των εμπειριών του, όσο και από την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών στερεότυπων, μετά το 1981.

Το ερώτημα βέβαια που εύλογα προκύπτει είναι γιατί ο ίδιος δεν ανασημασιοδοτεί με ανάλογο
ορθολογιστικά καταλυτικό τρόπο και τα γεγονότα της αντίστασης, τα γεγονότα της ΟΠΛΑ. Η άποψή
μου είναι πως δεν το πράττει με τον ίδιο τρόπο, επειδή τα γεγονότα εκείνα έχουν κριθεί από την ιστορία
ως ηρωικά κομμάτια ενός απελευθερωτικού εθνικού αγώνα και έχουν ενταχθεί ως τέτοια στη συλλογική
μνήμη, αλλά και στην ατομική του. Επομένως επιτρέπει στον εαυτό του μια πιο συναισθηματική
προσέγγιση.

Αντίθετα στην περίπτωση της πολιτικής προσφυγιάς ο συγγραφέας ξεκινά μια απόπειρα να
ανασυγκροτήσει το παρελθόν του ως μέλος μιας ομάδας που διατηρεί όμοιες ή παραπλήσιες εμπειρίες,
και επομένως οι ατομικές του αναμνήσεις κινούνται στο πλαίσιο των συλλογικών αναπαραστάσεων.
Επομένως οι μαρτυρίες που κατατίθενται στο συγκεκριμένο βιβλίο μπορούν να μας βοηθήσουν να
επιχειρήσουμε μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας, αφού, αξιοποιώντας την οπτική του, αποφορτίζουμε την
ιστορία από τη μονοσήμαντη φωνή των ισχυρών και την εμπλουτίζουμε με τη φωνή των απλών
ανθρώπων, φτιάχνουμε δηλαδή μια ιστορία από τα κάτω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ακρίβεια της
μνήμης παύει να αποτελεί τον κύριο στόχο, κυρίως επειδή μέσα από τις μαρτυρίες αποτυπώνεται το
πολιτισμικό υπόστρωμα, που στην περίπτωσή μας είναι το habitus των αγωνιστών της αντίστασης και
των πολιτικών προσφύγων, αυτό που στη βιβλιογραφία ορίζεται ως ένα «σύνολο διαθέσεων, ένα
αποκρυστάλλωμα εμπειριών, από το οποίο πηγάζουν αντιλήψεις, εκτιμήσεις και δράσεις». Θεωρημένη λοιπόν μέσα
από αυτό το πρίσμα, η ανάγνωση της εμπειρίας του Τσιρώνη μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην
ανασύσταση της βιωμένης εμπειρίας των αγωνιστών που πορεύτηκαν από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες και
από εκεί στην Ελλάδα του εμφυλίου.

Και ακόμα είναι πιθανόν να μπορέσει να δώσει απάντηση στο κομβικό και μαζί καταλυτικό ερώτημα:

«Ήταν εκείνες οι διαδρομές, διαδρομές ζωής, ή θανάτου;»

Οπωσδήποτε και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε όλες τις άλλες η απάντηση μπορεί να δοθεί με
διαφορετικό τρόπο από τον καθένα από μας…

ΑΡΧΕΙΟ ΑΣΚΙ

ΑΣΚΙ. Βιβλ. Παράνομος τύπος 1936-1974.


Φωνή του Μπούλκες, Περ. Β, 61, 62, 63 (Ιούνιος 1946), 29 Ιουνίου 1946, Περ. Γ 164/12. 2.1947,
180/9.4.1947, 181/12.4.1947, 184/23.4.1947, 186/26.4.1947, 188/3.5.1947, 201/18.6.1947, Περ. Δ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αργυρόπουλος, Σ. (1980). Προσφυγιά, Αντάρτικο, εξορία 1924-1949. Αθήνα: Γραμμή.
Ασδραχάς Σ. (1995). Ιστορικά Απεικάσματα. Αθήνα: Θεμέλιο.
Βαφειάδης, Μ. (1985). Απομνημονεύματα, τ. Γ΄, Αθήνα.
Γκανάτσιος, Β. (Χείμαρρος). (2011). Ανιχνεύοντας τις ρίζες της ήττας. Επανεκτιμήσεις και
παραλειπόμενα για τον εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά. Μ.Δ. Πολυβίου (πρόλογος). Θεσσαλονίκη:
Επίκεντρο.
Γκαγκούλιας, Γ. (2001). Η αθέατη πλευρά του Εμφυλίου- Τα τραγικά γεγονότα της 7ης Μεραρχίας του ΔΣΕ.
Αθήνα: Ιωλκός.
Δρίτσας, Θ. (1983). Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε. Αθήνα.
Eudes, D. (1970). Les Kapetanios. La guerre civile grecque, 1943-1949. Παρίσι: Fayard.
Καινούργιος Χρ. ή Βρασίδας. (1984). Η Ελλάδα στις φλόγες του Εμφυλίου Πολέμου, 1945-1949. Αθήνα.
Καινούργιος, Χρ. (2003). Στα άδυτα του εμφυλίου πολέμου, στρατόπεδα Ρουμπίκ και Μπούλκες, Κ.Ι. Κορίδας
(επιμ.) Αθήνα: Ιωλκός.
Kirjazovki R. (Κυργιαζόφσκι). (1989). Μακεντόσκατα πολίτιτσκα εμιγκράτσια βο ιστότσνα Ευρώπα, ανέκδοτη
μετάφραση στα Ελληνικά από τα Σλαβομακεδονικά. Θεσσαλονίκη, Σκόπια: Ίδρυμα Μελετών
Χερσονήσου του Αίμου.
Κολιόπουλος, Ι. (1995). Λεηλασία φρονημάτων «Επισφαλής ανακωχή». Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Koliopoulos, J., Veremis, Th. (2002). Greece: the modern sequel. From 1831 to the Present. London: Hurst &
Company.
Κόντης Β. ‒ Σφέτας Σπ. (2006). Εμφύλιος πόλεμος. Από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά αρχεία.
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Κουτσούκαλης, Αλ. (1999). Το χρονικό μιας τραγωδίας 1945-49. Αθήνα: Ιωλκός.
Κυριακίδου ‒Νέστορος, Α. (1987). Ο χρόνος της Προφορικής Ιστορίας. στο Mètis. Anthropologie des
mondes grecs anciens. V. 2, n°1.
Κωφός, E. (1998). Το Μακεδονικό στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚΓ κατά τα τέλη του 1944. Στο Μακεδονία και Θράκη
1941-1944. Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ στο http:// www. imma. edu. gr/
Λαζαρίδου, Μ. (2007). Πόλεμος και αίμα. Ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στον πόνο. Η αληθινή ζωή μιας
αγωνίστριας. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας.
Μαλτέζος, Γ. ή Τζουμερκιώτης. (1984). Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της
ηγεσίας του. Αθήνα.
Μητρόπουλος, Γ. (2009), Προφορική Ιστορία «Μνήμες πολέμου, κατοχής, τρομοκρατίας, εμφυλίου»,
Ανακοίνωση στο: The 8th International conference on Greek Research, 2nd-5th July 2009, Finders
University Adelaide, Australia
Μπούσχοτεν Ρ., Β. (1997). Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-
1950). Αθήνα: Πλέθρον.
Παπαϊωάννου, Αχ. (1990). Γεώργιος Γιαννούλης, η θρυλική μορφή του Γράμμου: Το άγνωστο
ημερολόγιό του. Αθήνα.
Ρεπούση, Μ. (2004). Μαθήματα Ιστορίας. Αθήνα: Καστανιώτης
Ρίστοβιτς, Μ. (2006). Το πείραμα Μπούλκες. Η Ελληνική Δημοκρατία» στη Γιουγκοσλαβία 1945-1949.
Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Ρίστοβιτς, Μ. (2008). Ένα μακρύ ταξίδι. Τα παιδιά του παιδομαζώματος στη Γιουγκοσλαβία 1948-1960.
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Prokle H., Wildmaan G. et al. (2001) Genocide of the Ethnic Germans in Yugoslavia 1944-1948. (2001).
Danube Swabian Association of the USA.
Σιαπέρας, Κ. (1990). Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού Στρατού. Από την Βάρκιζα στο Μπούλκες. Αθήνα:
Γλάρος.
Σπανός, Κ. ή Αμύντας. (1986). Εθνική Αντίσταση, εμφύλιος πόλεμος, Αναμνήσεις ενός καπετάνιου.
Θεσσαλονίκη: Μπίμπης.
Σφέτας Σ. (2001). Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Σφέτας Σ. (2003). Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Thompson, P. (2002). Φωνές από το παρελθόν. Προφορική Ιστορία. Αθήνα: Πλέθρον
Woodhouse, C. M. (1948). Apple of Discord. A Survey of Recent Greek Politics in their International Setting.
Λονδίνο.
Υπόθεση Ζαχαριάδη, απόρρητα ντοκουμέντα. Καταδίκη και αποκατάσταση του κομμουνιστή ηγέτη:
Πρακτικά της ΚΕ του ΚΚΕ 1957-1967. (2002). Μπάμπης Γραμμένος (επιμ). Αθήνα: Φιλίστωρ.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

http://xrisaxatzivasiliou.blogspot.gr/
http://neoskosmos.com/news/
http://www.kostaskappos.gr/
http://www.ekathimerini.gr/
1 Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται:
D. Eudes. (1970). Les Kapetanios. la guerre civile grecque, 1943-1949. Παρίσι: Fayard.
R. Kirjazovki (Κυργιαζόφσκι). (1989). Μακεντόσκατα πολίτιτσκα εμιγκράτσια βο ιστότσνα Ευρώπα, ανέκδοτη μετάφραση στα Ελληνικά από τα
Σλαβομακεδονικά, από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, Σκόπια.
Μ. Ρίστοβιτς. (2006). Το πείραμα Μπούλκες. «Η Ελληνική Δημοκρατία» στη Γιουγκοσλαβία 1945-1949. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Β. Κόντης ‒ Σπ. Σφέτας. (2006). Εμφύλιος πόλεμος. Από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά αρχεία. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

2 Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται:


Χρ. Καινούργιος-Βρασίδας. (1984). Η Ελλάδα στις φλόγες του Εμφυλίου Πολέμου, 1945-1949. Αθήνα.
Κ. Σιαπέρας. (1990). Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού Στρατού. Από την Βάρκιζα στο Μπούλκες. Αθήνα: Γλάρος.
Χρ. Καινούργιος. (2003). Στα άδυτα του εμφυλίου πολέμου, στρατόπεδα Ρουμπίκ και Μπούλκες. Κ.Ι. Κορίδας (επιμ.) Αθήνα: Ιωλκός.
Μαργαρίτα Λαζαρίδου. (2007). Πόλεμος και αίμα. Ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στον πόνο. Η αληθινή ζωή μιας αγωνίστριας. Εταιρεία Μελέτης
Ελληνικής Ιστορίας.
Β. Γκανάτσιος-Χείμαρρος (2011). Ανιχνεύοντας τις ρίζες της ήττας. Επανεκτιμήσεις και παραλειπόμενα για τον εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά. Μ.Δ.
Πολυβίου (πρόλογος). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Αρχείο Ν. Τσιρώνη. Πολιτικοί πρόσφυγες. Μοναστήρι – Τέτοβο - Νόβι Σίβατς. Μπούλκες. Το νησί της ντροπής.

3 Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται:


Σ. Αργυρόπουλος. (1980). Προσφυγιά, Αντάρτικο, εξορία 1924-1949. Αθήνα: Γραμμή.
Γ. Μαλτέζος ή Τζουμερκιώτης. (1984). Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της ηγεσίας του. Αθήνα.
Θ. Δρίτσας. (1983). Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε. Αθήνα.
Μ. Βαφειάδης. (1985). Απομνημονεύματα, τομ. Γ΄. Αθήνα.
Κ. Σπανός ή Αμύντας. (1986). Εθνική Αντίσταση, εμφύλιος πόλεμος, Αναμνήσεις ενός καπετάνιου. Θεσσαλονίκη: Μπίμπης.
Αχ. Παπαϊωάννου. (1990). Γεώργιος Γιαννούλης, η θρυλική μορφή του Γράμμου: Το άγνωστο ημερολόγιό του. Αθήνα.
Αλ. Κουτσούκαλης. (1999). Το χρονικό μιας τραγωδίας 1945-49. Αθήνα: Ιωλκός.
Γ. Γκαγκούλιας. (2001). Η αθέατη πλευρά του Εμφυλίου. Τα τραγικά γεγονότα της 7ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Αθήνα: Ιωλκός.
Υπόθεση Ζαχαριάδη, απόρρητα ντοκουμέντα. Καταδίκη και αποκατάσταση του κομμουνιστή ηγέτη: Πρακτικά της ΚΕ του ΚΚΕ 1957-1967. (2002).
Επιμέλεια Μπάμπης Γραμμένος. Αθήνα: Φιλίστωρ.

4 Στην τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνονται:


C. M. Woodhouse. (1948). Apple of Discord. A Survey of Recent Greek Politics in their International Setting. London.
Ι. Κολιόπουλος. (1995). Λεηλασία φρονημάτων «Επισφαλής ανακωχή». Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
J. S. Koliopoulos, Th. M. Veremis. (2002). Greece: the modern sequel. From 1831 to the Present. Λονδίνο: Hurst & Company.
Genocide of the Ethnic Germans in Yugoslavia 1944-1948. (2001). Danube Swabian Association of the USA.
Μ. Ρίστοβιτς. (2008). Ένα μακρύ ταξίδι. Τα παιδιά του παιδομαζώματος στη Γιουγκοσλαβία 1948-1960. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

5 Η διατύπωση ανήκει στον Τσιρώνη και θα χρησιμοποιείται από δω και πέρα με πλάγια γράμματα.

6 http://www.ekathimerini.gr/

7 Κ. Σιαπέρας. (1990). Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού Στρατού. Από την Βάρκιζα στο Μπούλκες. Αθήνα: Γλάρος.

8 http://xrisaxatzivasiliou.blogspot.gr/2010/01/ ελάχιστες αναφορές.

9 Kirjazovski, ό.π.

10ΑΣΚΙ. Βιβλ. Παράνομος τύπος 1936-1974. Φωνή του Μπούλκες, Περ. Β, 61, 62, 63 (Ιούνιος 1946), 29 Ιουνίου 1946, Περ. Γ 164/12. 2.1947,
180/9.4.1947, 181/12.4.1947, 184/23.4.1947, 186/26.4.1947, 188/3.5.1947, 201/18.6.1947, Περ. Δ 245/19.11.1947, 245/19.11.1947,
246/22.11.1947, 342/21.11.1948, Περ. Στ 348/1.1.1947, 354/13.2.1949-359/13.3.1949.

11 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π.

12 Αρχείο Ν. Τσιρώνη, Μπούλκες, 208 […] όμορφο χωριό, όπως όλα τα χωριά της εύφορης Βοϊβοντίνας. Ίδια η αρχιτεκτονική των σπιτιών,
μελετημένες κατασκευές για άνετη κατοίκηση […] ίδια γοτθική γραμμή των εκκλησιών τους, όμοιοι οι φαρδείς χαραγμένοι δρόμοι[…] σύγκριση με τα
χωριά της πατρίδας μας ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει[…] η διαφορά είναι εξόφθαλμη.

13 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π., 9.

14 Στο ίδιο, 13-14.

15 Στο ίδιο, 8. Ο όρος χρησιμοποιείται ως ενδεικτικός μιας εθνοτικής ταυτότητας και όχι ως ταυτόσημος με τον όρο σλαβόφωνοι. Πρόκειται
δηλαδή για εκείνους από τους σλαβόφωνους που ανέπτυξαν «σλαβομακεδονική συνείδηση» ή για εκείνους που αποδέχτηκαν την
διακήρυξη του ΚΚΕ περί «σλαβομακεδονικής μειονότητας» με διακριτά εθνοτικά χαρακτηριστικά. Στο εξής θα χρησιμοποιείται μέσα σε
εισαγωγικά.

16Αρχείο Ν. Τσιρώνη, Μπούλκες, 241: […] με το κλείσιμο του χρόνου (1945) εμείς οι εξόριστοι του Μπούλκες μετράμε τον 10ο μήνα από εκείνο το
βράδυ της 23ης προς 24η Φεβρουαρίου που το κόμμα έμπαζε εμάς και λίγους ακόμα αγωνιστές στην ξένη γη χωρίς καμία προειδοποίηση.

17 Kirjazovski, ό.π., 24.

18 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π., 13-15.

19 Kirjazovski, ό.π., 25.

20 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π.

21 ΑΣΚΙ. Παράνομος τύπος. Φωνή του Μπούλκες, Περ. Β, 62/Ιούνιος 1946, εις http://62103.28.111/paranomos/rec.asp?id=95410

22 Στο ίδιο.

23 Στο ίδιο.

24 Φωνή του Μπούλκες, 63/29.6.1946.

25 Στο ίδιο.

26 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π., 13.

27 Στο ίδιο, 22-23.

28Μιχάλης Πεχτακτσίδης. Ανεψιός της γυναίκας του Γ. Ιωαννίδη, στέλεχος της ΟΠΛΑ στην Κατοχή. Το φθινόπωρο του ’47 πήρε εντολή να
κατέβει στο ΔΣΕ, όπου αμέσως ανέλαβε το νεοσυσταθέν γραφείο επαγρύπνησης του ΔΣΕ. Ο Πεχτακτσίδης-Τερζής εξαφανίστηκε
μυστηριωδώς το 1949, όταν συντάχθηκε με τον Τίτο και αποσκίρτησε από τον Ζαχαριάδη. «Μετά από χρόνια ένας σύντροφος από τα
Γιάννενα ονόματι Σεραφείμ, πιστός του Ζαχαριάδη, μου είπε», όπως αφηγείται ο Αχιλλέας Παπαϊωάννου, «...ότι τον σκότωσε ο ίδιος και
τον έριξαν σε κάποιο πηγάδι του Μπούλκες».

29Ο Μπάτσης ήταν κατά τον Τσιρώνη ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος από τον Βόλο (Αρχείο Ν. Τσιρώνη, Μπούλκες, 6). Ο Μπάτσης επέζησε
και επέστρεψε στην Ελλάδα.

30 Ο Περικλής Καλοδίκης επέζησε και επέστρεψε στην Ελλάδα.

31 Ήταν κατά τον Τσιρώνη οικονομολόγος-δημοσιογράφος. (Αρχείο Ν. Τσιρώνη, ό.π., 216.).

32 Μ. Λαζαρίδου (2007) ό.π.

33 Δικηγόρος. (Αρχείο Ν. Τσιρώνης, ό.π., 216.).

34Ο Θανάσης Στράντζαλης γεννήθηκε το 1904 στην Στράντζα της Ανατολικής Θράκης κι έζησε και μεγάλωσε στην Καβάλα. Δραστήριο
μέλος της ΟΚΝΕ, διώκεται για τη δράση του και εξορίζεται στον Αϊ-Στράτη. Στην διάρκεια της Κατοχής υπήρξε γραμματέας του ΕΕΑΜ
(Εργατικό ΕΑΜ) Θεσσαλονίκης και επικεφαλής των ενόπλων ομάδων της συμπρωτεύουσας. Ο Θανάσης Στράντζαλης μετέχει στα πρώτα
σαμποτάζ κατά των γερμανικών στόχων και την απόδραση κρατουμένων του Αϊ-Στράτη το 1943. Καταδιωγμένος μετά την Βάρκιζα, ο
Στράντζαλης εντάσσεται στον ΔΣΕ και τοποθετείται ταγματάρχης και πολιτικός επίτροπος της Θεσσαλονίκης. Το καλοκαίρι του 1949,
τραυματισμένος σε συμπλοκή, αυτοκτονεί. Για τον Στράντζαλη βλ. Σ. Ηλιάδου-Τάχου (2013). Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σ. 283 στον πίνακα.

35 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π., 34.

36 Eudes, ό.π.

37 Φωνή του Μπούλκες, 188/3.5.1947.

38 Στο ίδιο.

39 Στο ίδιο.

40 Biggard, Herald Tribune, 13 June 1948, εις Ρίστοβιτς Το πείραμα Μπούλκες..., ό.π., 81.

41 Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες. …, ό.π., 113-120.

42 Στο ίδιο, 28.

43 Ρίστοβιτς, Ένα μακρύ ταξίδι. …, ό.π.

44 Ρίστοβιτς, Το πείραμα .., ό.π., 39-41


45 Φωνή του Μπούλκες, 213/30.7.1947.

46 Φωνή του Μπούλκες, 201/18.6.1947.

47 Τσιρώνης, ό.π., 6.

48 Ρίστοβιτς, Το πείραμα .., ό.π., 121.

49 Στο ίδιο, 50.

50 Στο ίδιο, 50.

51 Στο ίδιο, 121-123.

52 Στο ίδιο, 126-127.

53 Στο ίδιο, 50.

54 Στο ίδιο, 9-15.

55 Στο ίδιο, 53.

56 Στο ίδιο, 53.

57Η Καθημερινή, 12 Αυγούστου 1947, 28 έτος, αρ.φ. 10730. «Μια φωνή ανθρώπου που είδε. Το κατηγορώ του Μαρκ Έθεριτζ κατά του ΕΑΜ
και της ανταρσίας. Η επαίσχυντος συμφωνία με τους Γερμανούς η οποία κατεπρόδιδε τους συμμάχους και αυτήν την Ρωσίαν. Ο απώτερος
σκοπός δεν ήτο ο αγών κατά του κατακτητού αλλά η κατάληψις της εξουσίας. Οι μαχηταί του ΕΛΑΣ εκρύβησαν εις τας γειτονικάς χώρας».

58 Εμπρός, 12 Αυγούστου 1947.

59 Σιαπέρας, ό.π., 84-85.

60 Ρίστοβιτς, Το πείραμα .., ό.π., 50.

61 Ρίστοβιτς, Ένα μακρύ ταξίδι. …, ό.π., 90.

62 Φωνή του Μπούλκες, 349/9.1.1947.

63 Στο ίδιο.

64 Καινούργιος, Στα άδυτα του Εμφυλίου πολέμου, ό.π.

65 Eudes, ό.π., 323.

66 Kirjazovski, ό.π., 28.

67 Τσιρώνης, Μπούλκες, 252.

68 Σιαπέρας, ό.π., 75.

69 Kirjazovski, ό.π., 28-29.

70 Στο ίδιο, 76-77.

71 Τσιρώνης, Μπούλκες, 229.

72 Στο ίδιο, 26.

73 Στο ίδιο, 20-21.

74 Στο ίδιο, 29. […] έβαλαν σε κίνηση τον μηχανισμό παρακολούθησης των κομματικών στελεχών.

75 Εudes, ό.π., 370.

76 Τσιρώνης, Μπούλκες, 253.

77 Eudes, ό.π., 323.

78 Τσιρώνης, Μπούλκες, 254.

79 Eudes, ό.π., 239.

80 Στο ίδιο, 323.

81 Τσιρώνης, Μπούλκες, 258.


82 Κόντης‒Σφέτας, ό.π., 22.

83 Τσιρώνης, Μπούλκες, 255-258.

84 Στο ίδιο, 278.

85 Γκανάτσιος-Χείμαρρος, ό.π., 22-23.

86 Στο ίδιο.

87 Ρίστοβιτς, Το πείραμα.., ό.π., 49-50, υποσ. 62.

88Τσιρώνης, Μπούλκες, 270-271. Ο Τσιρώνης φαίνεται ότι παρασύρεται από τον Σόλωνα Γρηγοριάδη. (1979). Ο εμφύλιος πόλεμος. Η Ελλάδα
κατά το 1945-1949. τ. 1, 159, αφού ο Γρηγοριάδης τοποθετεί την επίσκεψη Ζαχαριάδη στο Μπούλκες τον Απρίλιο του 1946.

89 Τσιρώνης, Μπούλκες, 274.

90 Στο ίδιο, 274-275.

91 Στο ίδιο, 274.

92 Στο ίδιο, 44.

93 Eudes, ό.π.

94 Τσιρώνης, Μπούλκες, 274.

95 Στο ίδιο, 45.

96 Eudes, ό.π.

97 Καινούργιος, Στα άδυτα του Εμφυλίου…, ό.π., 129-130.

98 Eudes, ό.π., 239.

99 Καινούργιος, Στα άδυτα του Εμφυλίου…, ό.π., 129-130.

100 Στο ίδιο.

101 Λαζαρίδου, ό.π.

102 Τσιρώνης, Μπούλκες, 281.

103 Ρίστοβιτς, Το πείραμα…, ό.π. 51.

104 Στο ίδιο.

105 Στο ίδιο, 34.

106 Μπάστη στις άλλες πηγές.

107 Kirjazovski, ό.π., 30-31.

108 Στο ίδιο, 31, όπου και η αναφορά στο Αρχείο ΚΚΕ, ΑΜ, Φ-17/1481.

109 Στο ίδιο.

110 Στο ίδιο.

111 Στο ίδιο.

112 Σιαπέρας, ό.π.

113 Τσιρώνης. Μπούλκες, 273.

114 http://www.kostaskappos.gr/apantisi.html

115 Kirjazovski, ό.π., 31, όπου και η αναφορά σε 24/7η Ολομέλεια ΚΕ του ΚΚΕ 1957, Πρακτικά, σ. 724.

116 Στο ίδιο, 33.

117 http://www.ekathimerini.gr/

118 Στο ίδιο.

119 Kirjazovski, ό.π., 32-33, Αρχείο ΚΚΕ, ΑΜ, Φ-17/1481.


120 Αρχείο ΚΚΕ, ΑΜ, Φ-17/1481.

121 Σ. Σφέτας. (2001). Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ό αιώνα. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 43.

122 Στο ίδιο, 37.

123 Κόντης‒Σφέτας, ό.π., 27.

124 Στο ίδιο.

125 Ρίστοβιτς, Το πείραμα…, ό.π., 20.

126 Στο ίδιο, 21.

127 Αρχείο Ν. Τσιρώνης, Μοναστήρι, 142.

128 Σιαπέρας, ό.π.

129 Στο ίδιο.

130 Κόντης‒Σφέτας, ό.π., 28.

131 Στο ίδιο.

132 Στο ίδιο, 29.

133 Ρίστοβιτς, Το πείραμα…, ό.π., 89.

134 Στο ίδιο, 91.

135Ε. Κωφός. (1998). Το Μακεδονικό στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚΓ κατά τα τέλη του 1944. Στο συλλογικό έργο Μακεδονία και Θράκη 1941-1944.
Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ (269), 131, στο http://www. imma.edu.gr/

136 Κόντης‒Σφέτας, ό.π., 22.

137 Στο ίδιο, 24.

138 Στο ίδιο, 31.

139 Ρίστοβιτς, Το πείραμα…, ό.π.

140 Στο ίδιο, 36-37.

141 Στο ίδιο, 37.

142 Στο ίδιο, 38.

143 Στο ίδιο, 74.

144 Στο ίδιο, 72-78.

145 Η Καθημερινή, 12 Αυγούστου 1947, καθώς και Ελληνικόν Αίμα, Εθνικός Κήρυξ, Ακρόπολις, Εμπρός.

146 Σιαπέρας, ό.π., 82.

147 Στο ίδιο, 85.

148 Αρχείο Ν. Τσιρώνης, Μπούλκες, 210.

149 Στο ίδιο, 210.

150 Στο ίδιο, 210-211.

151 Στο ίδιο, 218.

152 Στο ίδιο, 219-221.

153 P. Thompson, (2002). Φωνές από το παρελθόν. Προφορική Ιστορία. Αθήνα: Πλέθρον, 14, Α. Κυριακίδου – Νέστορος, (1987). Ο χρόνος της
Προφορικής Ιστορίας. στο Mètis. Anthropologie des mondes grecs anciens. V. 2, n°1, 177. Ανακτήθηκε στις 25/9/2012 από
http://www.persee.fr/, Σ. Ασδραχάς (1995). Ιστορικά Απεικάσματα. Αθήνα: Θεμέλιο, 193, Μ. Ρεπούση, (2004). Μαθήματα Ιστορίας. Αθήνα:
Καστανιώτης, 69, Γ. Μητρόπουλος,. (2009), Προφορική Ιστορία «Μνήμες πολέμου, κατοχής, τρομοκρατίας, εμφυλίου», Ανακοίνωση στο: The 8th
International conference on Greek Research, 2nd-5th July 2009, Finders University Adelaide, Australia. Ανακτήθηκε στις 7/8/2012 από
http://dspace.flinders.edu.au/, L. Passerine, (1988), Storia e soggettivita: le fonti orali, la memoria, Firenze: La Nuova Italia στο Ρ., Β.
Μπούσχοτεν (1997). Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950). Αθήνα: Πλέθρον.
154Πρόκειται για τον ανεψιό του Τάσο Βασιλείου τον οποίο και ευχαριστώ για μια ακόμα φορά για την εμπιστοσύνη με την οποία με
περιβάλλει.
ΜΕΡΟΣ Β΄

Αρχείο Ν. Τσιρώνη
Από το Ζενίθ στο Ναδίρ

13 ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 1945. Είναι σκοτεινά ακόμη. Τουλάχιστον θέλει 2 έως 3 ώρες να ξημερώσει. Έχω
σηκωθεί για να ετοιμασθώ. Όχι πως έπρεπε να σηκωθώ από τα βαθειά μεσάνυχτα για να προλάβω. Όχι.
Μια νευρικότητα, μια ανησυχία, ένα απροσδιόριστο αίσθημα, που με κατείχε, δεν μ’ άφηνε στο κρεβάτι.

Αμέσως σχεδόν σηκώθηκαν η μητέρα μου και η αδερφή μου. Νομίζω ίδιο ένοιωθαν, την ίδια
νευρικότητα, την ίδια ανησυχία. Το μαρτυρούσαν οι άσκοπες και νευρικές κινήσεις τους, όσο και αν
προσπαθούσαν να κρυφτούν. Η ματιά τους φανέρωνε όλο τον πόνο και την αγωνία για το τι θα γίνω αν
με ξαναδούν και πότε. Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα, η ατμόσφαιρα γινόταν βαρεία όσο περνούσε η
ώρα. Πόσο δύσκολα νοιώθεις σαν προξενείς, έστω και άθελα σου, πόνο στους δικούς σου.

Ο ερχομός του πιο αγαπημένου μου συναγωνιστή Χρήστου Μπρίκα και του πατέρα του, όπως είχαμε
συνεννοηθεί, χειροτέρεψε τα πράγματα. Νάταν η ματιά του πατέρα Μπρίκα, που προστέθηκε στις
γεμάτες αγωνία και ερωτηματικά των δικών μου; Ήταν που σίμωνε η ώρα του αποχωρισμού; Ήταν και τα
δύο; Ποιος ξέρει.

Καθώς το φως της μέρας προσπαθούσε να διαλύσει το σκοτάδι, δακρυσμένοι αφήσαμε τους δικούς μας,
τα σπίτια μας. Το κρύο εκείνο πρωινό ήταν σημαδιακό. Άρχιζε κάτι καινούργιο, κάτι που θάταν
σημαντικό, μα όχι ευχάριστο, το νιώθαμε. Όσες σκέψεις και αν κάναμε κάτι βαρύ πλάκωνε τα στήθη μας.
Ίσως αυτό το «νέο», το ακαθόριστό, οδήγησε τα βήματά μας στο «στέκι». Ήταν μια κίνηση ανάγκης ή
προσκύνημα το πέρασμά μας από το ορμητήριο του αγώνα; Είναι δύσκολο ν’ απαντήσω. Εκείνο που
ξέρω όμως καλά είναι ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Σταθήκαμε για λίγο κοιτάζοντας το γύρω τοπίο,
που καθώς φωτίζονταν αδύναμα από τις πρώτες αχτίδες της μέρας, έδειχνε τραχύ, εχθρικό. Για
δευτερόλεπτα στη θύμησή μας ήρθαν οι μέρες του αγώνα, όλες οι σκληρές μέρες της παρανομίας, μέρες
ηρωισμών και θυσιών. Από τα μάτια μας πέρασαν οι μορφές των νεκρών συναγωνιστών μας, των
ΑΘΑΝΑΤΩΝ. Ας είναι…..

Στις επτά ήμασταν στο Αρχηγείο της Εθνικής Πολιτοφυλακή ς, που στεγαζόταν στο μέγαρο Δρόσου, όπου
έπρεπε να παρουσιαστούμε. Γρήγορα –αυτός ήταν ο ρυθμός της κίνησης εδώ– συναντήσαμε τον άνθρωπο
που μας καθοδηγούσε τον πιο περιπετειώδη, δύσκολο αλλά και ηρωικό χρόνο της κατοχής, όλο το 1944.
Τον συναγωνιστή Αλέκο ή Γέρο, όπως μου άρεζε να τον λέω. Φυσικό το Αλέκος ήταν ψευδώνυμο, που
χρησιμοποιούσε στην παρανομία. Τώρα, και αυτό πάλι για λίγους, ήταν ο Θανάσης Στράντζαλης, ο
ηρωικός καπνεργάτης, ο ατσάλινος καθοδηγητής. Από τον σ. Αλέκο, (έτσι θα τον αναφέρω από δω και
πέρα), θα περνάμε τις νέες εντολές.» Θα ακολουθήσετε το 1ο και 7ο τμήμα Πολιτοφυλακής συναγωνιστές»
είπε κοφτά, και με μια κίνηση κάπως αφύσικη έκανε να φύγει. Τούπιασα το χέρι και τον ανάγκασα να
γυρίσει προς το μέρος μας και καθώς οι ματιές μας αντάμωναν, ευθύς κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να
επιμείνω. Έτσι θα γίνει σ. Αλέκο, ψιθύρισα σαν να ’θελα να δικαιολογηθώ. Μ’ αγκάλιασε. Είχαμε
συνεννοηθεί. Κατάλαβε ο ένας τον άλλον όπως παλιά, όπως στη σκλαβιά, που τα μάτια μιλούσαν πιο
πολύ και πιο γρήγορα από τη γλώσσα. Έπειτα δεν ήταν και δύσκολο. Τα ίδια συναισθήματα της πικρίας,
της ντροπής και η αμφιβολία, αν ήταν σωστό αυτό που γινόταν, μας κατείχε και τους δύο… ΟΛΟΥΣ. Δεν
ξέρω αν όταν δάκρυα ή σταγόνες βροχής, πούχε αρχίσει να πέφτει, αυτό που κύλησε στα μάγουλά μας.
Καθώς τον κοίταζα να φεύγει αγκάλιασα τον αγαπητό μου σ. Χρήστο σαν νάθελα να πάρω κουράγιο ή
να δώσω σ’ αυτόν που βουβός παρακολουθούσε όλη τη συζήτηση.

Νίκο... Μια αδύναμη, γεμάτη ζεστασιά φωνή μ’ έκανε να γυρίσω να δω ποιος με καλούσε. Και τότε ήταν
που λύγισαν τα γόνατά μου από τη συγκίνηση, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. «Νίκο ήρθα να σε
αποχαιρετίσω» μούπε με την ίδια ζεστή και ήρεμη φωνή καθώς μούβαζε στο χέρι μια κούτα τσιγάρα.
Ένας κόμπος μούφραξε τον λαιμό και δεν μ’ άφηνε να φωνάξω δυνατά «Σ’ ευχαριστώ φίλε». Έσφιξα στην
αγκαλιά μου τον φίλο σιδηροδρομικό (που το σπίτι του ήταν στη γειτονιά που ’χαμε το « στέκι» και από
κει με γνώριζε) και πράγμα παράξενο, ένοιωθα σαν ν’ αγκάλιασα όλους τους φίλους, γνωστούς μα και
άγνωστους, όλους όσοι βουβοί από συγκίνηση παρακολουθούσαν, τις ώρες εκείνες, τους πατέρες, τ’
αδέρφια τους, τους νικητές, να φεύγουν, να τους χάνουν.

Η βροχή μάλλον χιονόνερο, που πέφτει « με κάνει δύσθυμο. Η πορεία με τέτοιον καιρό ως τη Βέροια
(πόλη προορισμού μας), δεν ήταν κάτι το ευχάριστο, και για μας τους αγωνιστές της πόλης, αμάθητοι
καθώς ήμασταν σε πορείες, θάταν μαρτύριο.

Ο σύνδεσμος με τις φωνές του με φέρνει στην πραγματικότητα.

– Να παρουσιαστείς στον Παύλο, γρήγορα.

– Τι συμβαίνει συναγωνιστή;

– Δεν ξέρω τίποτε, αυτή την εντολή πήρα. Και φεύγει γρήγορα, σαν να μούλεγε πως δεν είχε καιρό για
χάσιμο.

Στο γραφείο του Παύλου ήταν και ο Αλέκος. Όρθιος ο Παύλος άπλωσε τα χέρια του καθώς έμπαινε, και
ήρεμα όπως πάντα, μου λέει:

– Έμαθα ότι είσαι οδηγός, είναι αλήθεια;

– Μάλιστα συναγωνιστή, του απαντώ

– Υπέροχα. Τότε θα πάρεις την ΣΕΒΡΟΛΕΤ της διοίκησης και θα φύγεις για τη Βέροια.

Σταμάτησε για λίγο, ξερόβηξε και συνέχισε. Ξέρεις, ο οδηγός της, ένας πρώην υπενωμοτάρχης, τόσκασε
την τελευταία στιγμή, μα εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε το αυτοκίνητο. Ίσως νάσαι τυχερός και γλυτώσεις
τον ποδαρόδρομο. Γεια σου.

– Μου επιτρέπετε; (τόπα σιγά και κοκκίνισα).

– Σ’ ακούω φίλε (μούπε και χαμογέλασε).

– Μπορώ να πάρω τους συναγωνιστές Χρήστο και Παναγιώτη μαζί μου;

– Να πάρεις όποιον θέλεις, άντε γεια σου. Είδα στα κλεφτά, καθώς έφευγα, να μου χαμογελούν και
ένοιωσα για μια ακόμη φορά πόση αγάπη κρύβει ο πολεμιστής για τον συμπολεμιστή του.

Το αυτοκίνητο ήταν μια σπορ ΣΕΒΡΟΛΕΤ του ’30 μοντέλο. Αν έκρινα από τα φθαρμένα λάστιχά της θα
έπρεπε να μη ήταν και τόσο σίγουρη για ένα τέτοιο ταξίδι. Από το να περπατάς όμως μέσα στη βροχή,
στα χιόνια και στις λάσπες, σκέφθηκα, ήταν χίλιες φορές καλή. Την ίδια γνώμη είχαν και οι σύντροφοί
μου που κάναν σαν παιδιά από τη χαρά τους, όταν τους είπα γιατί με είχαν ζητήσει επάνω.

– Γρήγορα γεμίστε τα κάνιστρα βενζίνη, φώναξα, έτσι για να τους δείξω ότι τώρα εγώ έχω τον λόγο. Και
ενώ ο Παναγιώτης με τον Χρήστο πήγαν να γεμίσουν τα κάνιστρα, εγώ έριχνα μια ματιά στο νερό του
ψυγείου, στα λάδια και τις μπάρες. Έτσι κάνουν οι οδηγοί πριν από κάθε ταξίδι. Όλα ήταν εντάξει,
μπορούσαμε να φύγουμε.

Ξεκίνησα χωρίς καθυστέρηση, λες και φοβόμουν μη πα-ρουσιασθεί ο οδηγός και μου την πάρουν.
Οδηγούσα προσεκτικά, θάλεγα μ’ ευλάβεια στους γεμάτους από κόσμο δρόμους, πούτρεχε πάνω-κάτω
συγκινημένος να μας αποχαιρετήσει.

Στην πλατεία Βαρδαρίου είδαμε τις πρώτες νιφάδες χιονιού να πέφτουν αραιά. Χιόνιζε... Τώρα όλα
γίνονταν πιο δύσκολα.

Πρέπει να προσέχω πολύ. Η κατάσταση του αυτοκινήτου, ο καιρός, μα και η απειρία μου σε ταξίδια, μ’
έκανε να σκεφτώ αν έκανα καλά που πήρα τ’ αυτοκίνητο να το οδηγήσω στη Βέροια. Ο φόβος μούσφιξε
την καρδιά, τάχα λίγο χαμένα. Δίπλα οι σύντροφοί μου γελούσαν με αστεία που λέγανε, ευτυχισμένοι
που βρέθηκαν καβάλα στο σαραβαλάκι. Και όσο προχωρούσαμε ανάμεσα σε φάλαγγες των
συναγωνιστών που σκυφτοί, φορτωμένοι, πεζοπορούσαν μέσα στη λάσπη, ακόμα δεν είχε πιάσει το χιόνι,
τόσο πιο πολύ χαιρόταν και ας προσπαθούσαν να κρυφθούν.

Σιγά-σιγά ξεθάρρεψα, πήρα τα χούγια, που λένε, του αυτοκινήτου (όσοι οδηγούν ένα αυτοκίνητο για
πρώτη φορά καταλαβαίνουν), μα και τα 19 μου χρόνια έδιωξαν γρήγορα τον φόβο που μου δημιούργησε
η ευθύνη.

Όταν αντίκρισα τον Αξιό, (ο ποταμός αυτός από τα μεσάνυχτα θάταν τα σύνορα που θα μας χώριζαν
από τους Άγγλους και τους συμμάχους τους. Έτσι έγραφε η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ». Θα αιχμαλώτιζαν όσους
πιάναν. Ελασίτες και Πολιτοφύλακες, που δεν μπόρεσαν να περάσουν στην άλλη πλευρά του ποταμού).
Θάταν γύρω στις δύο το μεσημέρι, αν θυμάμαι καλά. Εκείνο όμως που θυμάμαι ήταν η ομίχλη που
άρχισε να πέφτει και έκανε το φως της μέρας πολύ αδύνατο. Ήμουν βέβαιος ότι σε καμιά ώρα δεν θα
βλέπαμε ούτε τη μύτη μας. Ο δρόμος προς τη γέφυρα σταματούσε εκεί μπροστά μας και ένας άλλος
φτιαγμένος από πατημασιές ανθρώπων και ζώων μας οδηγούσε στην άκρη του ποταμού, σ’ ένα πλάτωμά
του. Από εκεί αντικρίσαμε την τσακισμένη γέφυρα. Ένα τμήμα της, μεταξύ των δύο τελευταίων πυλώνων,
ήταν γκρεμισμένο, βουτηγμένο στα σκούρα νερά του. Οι Γερμανοί την είχαν αχρηστεύσει. Τώρα το
πέρασμα γινόταν με το «σάλι» (μεγάλη πλατφόρμα την οποία σέρνανε με συρματόσχοινο και προς τις
δύο πλευρές). Από δω, μ’ αυτό το « σάλι» θα περνούσαμε απέναντι. Καθώς κοίταζα το πλήθος των
ανταρτών μα και των εφοδίων, που θα περνούσαν πριν από εμάς, σκέφθηκα πως θα ’πρεπε να
περιμένουμε τουλάχιστον 4 ώρες για να έρθει η σειρά μας. Πολλές πονηρές σκέψεις πέρασαν από το
μυαλό μας για το πώς θα μπορέσουμε να προηγηθούμε, αλλά μείναν σκέψεις. Σαν έβλεπες τους
ταλαιπωρημένους από την πορεία συναγωνιστές με πόσο υπομονή, χωρίς παράπονο, με μια γαλήνη
πρωτόγνωρη για Έλληνες να περιμένουν την σειρά τους, ντρεπόσουν. Στο διάολο κάθε πονηρή σκέψη.
Στη σειρά, χωρίς εξυπνάδες.

Πέρασε πάνω από ώρα όταν φάνηκαν τ’ αυτοκίνητα. Ήταν μια σειρά επιβατηγά γεμάτα από
στρατιωτικούς του ΕΛΑΣ που από τις στολές τους καταλάβαινες ότι ήταν αξιωματικοί. Ναι. Ήταν ο
στρατηγός Μάρκος και το επιτελείο της Ο.Μ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Προχώρησαν ίσια στο «σάλι». Δεν ήταν
ανάγκη νάχεις μαντικές ικανότητες για να καταλάβεις ότι η σειρά θα χαλούσε. Πράγματι έτσι έγινε. Ο
ερχομός τους θα βράδυνε για πολλές ώρες το πέρασμά μας. Το κρύο δυνάμωνε. Γρήγορα εξήγησα στους
συντρόφους μου ότι υπήρχε κι’ ένας άλλος δρόμος, που ήταν μακρύτερος και άγνωστος σε μένα, έπρεπε
όμως ν’ αποφασίσουμε. Θα μέναμε κουρνιασμένοι στο αυτοκίνητο ώρες, περιμένοντας τη σειρά μας, ή θα
προχωρούσαμε στον άλλο δρόμο; Η ακινησία απορρίφθηκε. Γύρισα με κόπο την Σεβρολέτ προς τα πίσω
φωνάζοντας να μ’ ανοίξουν δρόμο οι εκατοντάδες πεζοί που περίμεναν στο πλάτωμα. Σε λίγη ώρα, και
όχι χωρίς κόπο, βρισκόμουν στον δρόμο που οδηγεί στην Αξιούπολη. Από εκεί μούπαν θα βγω.

Ο δρόμος εδώ, αντίθετα από τον πρώτο, ήταν έρημος. Δεν έβλεπες ούτε πεζούς, ούτε υποζύγια. Μια
διαφορετική εικόνα φανερώθηκε στα μάτια μας. Το χιόνι δεν πατιόταν είχε στρώσει για καλά. Τώρα
προχωρούσαμε με μικρή ταχύτητα. Τα φθαρμένα λάστιχα μας δημιουργούσαν προβλήματα. Πόσες φορές
δεν βγήκαμε από το δρόμο. Οι ρόδες του αυτοκινήτου δεν υπάκουαν στους χειρισμούς μου. Δεν
οδηγούσα τότε, με οδηγούσε.

– Συναγωνιστή ντελαπάρουμε, φώναζε δυνατά ο Παναγιώτης κάθε τόσο.

– Ναι Παναγιώτη, ντελαπάρουμε, τ’ απαντούσα, σφίγγοντας το τιμόνι σαν έβλεπα την Σεβρολέτ να
γλιστρά σαν έλκηθρο στο χιόνι.

Παρά τις δυσκολίες προχωρούμε αργά, αλλά προχωρούμε κι’ αυτό μετρούσε εκείνες τις ώρες. Έχει
νυχτώσει. Όλα γύρω είναι υπέροχα. Το φως του φεγγαριού χλωμό, αδύναμο, σπάει ωστόσο το σκοτάδι
και καθώς φτάνει στ’ άσπρο του χιονιού, που είναι απλωμένο στα σπίτια, δέντρα, στο χώμα, φτιάχνει μια
υπέροχη εικόνα. Ένα καπνισμένο ασημί χρώμα γεμίζει το μάτι, που δεν χορταίνει να κοιτάζει. Σπάνιες
φορές αντίκρισα τέτοιο θέαμα. Ήταν υπέροχο.

Το κρύο όμως σφίγγει καθώς περνούν οι ώρες, γι’ αυτό η πρόταση του σ. Παναγιώτη, του « επιμελητή»,
για ένα κονιάκ, έγινε δεκτή στην στιγμή. Εδώ θ’ ανοίξω μια παρένθεση, απαραίτητη όμως, και δεν θάναι
η μοναδική, για να περιγράφω όσο καλύτερα γίνεται και τους αγαπητούς μου συντρόφους.

«Επιμελητή» λέγαμε τον Παναγιώτη από τα χρόνια της σκλαβιάς, γιατί από τότε ο συναγωνιστής
φρόντιζε τα στομάχια μας. Κοντός, γεματούτσικος, με ήρεμη γλυκιά φυσιογνωμία, θάταν τότε γύρω στα
30 του χρόνια.

Είχε ένα χάρισμα, γινόταν αγαπητός μέσα σε λίγη ώρα και από τους πιο δύσκολους σε συναναστροφές
ανθρώπους. Ήταν ικανός, με μια ματιά του, ένα χαμόγελο, να σου κάνει και έναν στριμένο αγαθό και
καλοσυνάτο. Πολλές φορές τον ρωτούσαμε πως τα καταφέρνει και αυτός, αντί να μας απαντήσει
χαμογελούσε. Ε, αν τον έβλεπες εκείνη τη στιγμή καταλάβαινες. Χάρη σ’ αυτό το χάρισμα του κανείς δεν
μας αρνιόταν ψωμί και φαγητό τις δύσκολες μέρες της κατοχής. Πόσοι όμως πρόσφυγες από τη
Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία, κύρια από την Καβάλα, απ’ όπου και καταγόταν, δεν έφαγαν και δεν
χαρτζιλικώθηκαν από τον υπέροχο αυτόν αγωνιστή.

Ο Παναγιώτης διατηρούσε ένα πάγκο στο άνοιγμα πούναι τα ουρητήρια της αγοράς Βλάβη. Οι γύρω
μαγαζάτορες και πωλητές, που έτρεχαν να πιούν ένα ούζο και να τσιμπήσουν στο πόδι καμιά ζεστή
τηγανιτή ή ψητή σαρδελίτσα, δεν φανταζόταν ότι τα χρήματα που άφηναν ήταν πρόσφορο για τους
πρόσφυγες τις πρώτες μέρες της προσφυγιάς τους. Ο πάγκος του Παναγιώτη ήταν ένας σταθμός
υποδοχής και βοήθειας για τους ανθρώπους αυτούς. Ποτέ δεν κρατούσε γι’ αυτόν πέρα από τα
απαραίτητα και γι’ αυτόν, ένα λιτό φαγητό και μια τριμμένη φορεσιά ήταν τα απαραίτητα. Αυτός ήταν ο
Παναγιώτης ο «επιμελητής», ο αγαπητός μας επιμελητής.

Ούτε λοιπόν και σήμερα ξέχασε ότι αυτός έπρεπε να φροντίσει για το στομάχι μας. Χαμογελαστός
τράβηξε από το πίσω κάθισμα ένα μπιτόνι και ένα πτυσσόμενο ποτήρι από το γυλιό του, στο οποίο
άδειασε λίγο από το περιεχόμενο του μπιτονιού. Καθώς άπλωνε το χέρι του για να μου δώσει να πιω
ψιθύριζε τάχα μισοκακόμοιρα.

– Ξέρεις, μου λέει, δίπλα στην αποθήκη που πήραμε την βενζίνη ήταν ένα κατάστημα ποτών, του οποίου
οι άνθρωποι μας πρόσφεραν το κονιάκ. «Για την κούραση και το κρύο μας είπαν»

Τον κοίταξα ίσια στα μάτια για να δω αν λέει αλήθεια, γιατί θα πρέπει να πω ότι όσο έξυπνος και αν ήταν
δεν μπορούσε να πει ψέματα χωρίς να κοκκινίσει σαν κοριτσόπουλο.

Με μια γρήγορη κίνηση ήπια το κονιάκ και βγήκαν τα μάτια μου. Πήγα σε μια άκρη να φτύσω από
αηδία. Βέβαια ήμουν αμάθητος στο ποτό αλλά εκείνο το κονιάκ ήταν κάτι άλλο. Ήρθαν κοντά μου και με
κοίταζαν μ’ απορία, αλλά εγώ έφτυνα συνέχεια. Δοκίμασε κι’ άλλος, δεν θυμάμαι ποιος απ’ όλους, και
δεν άργησε να έρθει δίπλα μου.

Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, δεν είχαν ξεπλύνει το μπιτόνι και το κονιάκ πήρε την έντονη μυρουδιά της
βενζίνης, μα θάλεγα χωρίς να πέφτω έξω, και τη γεύση της. Μια κονσέρβα και το ψωμί που φάγαμε
έφτιασε λίγο τον ουρανίσκο και τα στομάχια μας.

Σφίχτηκε ο ένας κοντά στον άλλον και ξεκινήσαμε. Θα πρέπει να σας πω ότι η Σεβρολέτ δεν είχε στις
πόρτες τζάμια παρά μουσαμά με τζελατίνα που άφηναν τον αέρα να ενοχλεί τους επιβάτες. Ήταν «σπορ»
όπως είπαμε και πιο μπροστά.

Ο δρόμος ήταν άσχημος, στενός, και καθώς ήταν παρατημένος από καιρό, είχε γεμίσει λακκούβες που αν
δεν τις πρόσεχες, σίγουρα θάφηνες μέσα τους και κανένα κομμάτι από το αυτοκίνητό σου.

Θυμάμαι και κάτι γεφύρια μικρά, καμωμένα, με κορμούς δένδρων, από τους χωρικούς για περασιά δική
τους και των ζώων τους, που τώρα όμως έπρεπε να περάσουμε με τ’ αυτοκίνητο. Σταματούσα τότε και
μετρούσα με το μάτι αν θα μ’ έπαιρνε, ενώ ταυτόχρονα σκεπτόμουν αν θα μας κρατούσε. Όταν
αποφάσιζα να τα περάσω κατέβαζα τους συντρόφους μου και ό,τι βάρος μπορούσαν να πάρουν μαζί για
να ελαφρύνει. Τότε ο σ. Χρήστος πήγαινε μπροστά και, μ’ ένα φακό του χεριού, μου έφεγγε γιατί εδώ που
τα λέμε και τα φανάρια της Σεβρολέτ ήταν για κλάψιμο.
– Λίγο δεξιά, ίσια, έλα, εντάξει! και ξεφύσαγε ικανοποιημένος, που βοήθησε κι’ αυτός να περάσουμε.

Στην Γουμένιτσα μπήκαμε σχεδόν μεσάνυχτα. Σταματήσαμε στην πλατεία, δίπλα σ’ έναν πλάτανο πούχε
κοντά του βρύση. Εδώ θα ξαποστάζαμε για λίγη ώρα. Είχαμε τόση ανάγκη για λίγη ξεκούραση.

Αν και αργά, γρήγορα μαζεύτηκαν γύρω μας κάτοικοι της όμορφης κωμόπολης. Μας ρωτούσαν για χίλια
δυό πράγματα. Για την κατάσταση, αν ταλαιπωρηθήκαμε στο δρόμο και τέλος, πώς φθάσαμε στη
συμφωνία εκκένωσης. Κάθε τόσο μας ρωτούσαν αν έχουμε ανάγκη από κάτι που μπορούσαν να μας το
προσφέρουν. Η αγάπη τους ήταν τόσο τονωτική όσο και απαραίτητη αυτές τις ώρες. Ξαφνικά πάγωσαμε.
Μια φάλαγγα από Αγγλικά αυτοκίνητα της ΕΜ-ΕΛ έμπαινε στην κωμόπολη. Τραγούδια, εμβατήρια,
ακουστήκανε από φωνές στριγκλιές, παράφωνες. «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία» λέγαν και
ξανάλεγαν. Ήταν χωροφύλακες που είχε αφήσει ο ΕΛΑΣ από το στρατόπεδο της Αριδαίας και
επέστρεφαν με φροντίδα του Ερυθρού Σταυρού, καλλίτερα όμως να πούμε των Άγγλων. Για μία στιγμή
τα χέρια μας σφίξαν τα όπλα. Μόνο για μια στιγμή... Όχι, δεν θ’ απαντούσαμε στη πρόκληση. Κακίσαμε
μάλιστα τον εαυτό μας για την έστω και στιγμιαία σκέψη που πέρασε από το μυαλό μας με τη ταχύτητα
μίας αστραπής. Χαμογελάσαμε στους φίλους κατοίκους που μας κοίταζαν αμήχανα και λίγο
ερωτηματικά.

– Ε, όχι, του κερατά και «Βούλγαροι». Μπορεί πολλοί από αυτούς (χωροφύλακες) να ταλαιπωρήθηκαν
χωρίς αιτία· (ήταν κατά τη γνώμη μου ένα λάθος πούγινε), αλλά να μας βρίζουν πάει πολύ.

Απόλεμοι θεατές της σύγκρουσης, της γιγάντιας σύγκρουσης του λαού μας, οι περισσότεροι, βρίζαν
προκαλούσαν ξεδιάντρο πα. Ποιους; Όσους στάθηκαν ορθοί απέναντι στα όπλα των τριών κατακτητών.
Όσους δεν κιότεψαν. Τι ντροπή θεέ μου!

Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Έτσι έπρεπε να γίνει για να μη συμβεί το δυσάρεστο και
δώσουμε αφορμή στους « συμμάχους» να μας κατηγορήσουν, όπως συνέβαινε κάθε φορά που
προκαλούσαν και δημιουργούσαν ένα επεισόδιο οι ίδιοι. Από κάτι τέτοια είχα προσωπική εμπειρία. Πιο
κάτω, όταν θάρθει η στιγμή, θα γράψω για ένα τέτοιο επεισόδιο που παρ’ ολίγο να με στείλει στο
στρατοδικείο.

Προχωρούσαμε πολύ δύσκολα. Διασχίζουμε μια περιοχή ορεινή με ανηφοριές απότομες, κατηφοριές
επικίνδυνες, ξεροπο τάμους που τώρα όμως έχουν αρκετό νερό. Κάθε τόσο νομίζω ότι θα μας αφήσει η
Σεβρολέτ.

Δεν ξέρω πόση ώρα, τι ώρες πέρασαν, η ένταση που με κατείχε σαν πρωτοτάξιδος οδηγός που ήμουν
έκανε την ώρα χρόνο. Σταματήσαμε. Μπροστά μας δύο ή τρία κάρρα σταματημένα και από τις καύτρες
των τσιγάρων, που έφεγγαν σα πυγολαμπίδες στο σκοτάδι, καταλάβαμε ότι αρκετοί συναγωνιστές μας
θάταν μαζεμένοι σε κείνο το σημείο. Κατέβηκα να δω τι συμβαίνει. Γιατί είχαν σταματήσει και εμπόδιζαν
το πέρασμά μας. Χώθηκα ως τους αστραγάλους στη λάσπη. Δεν ήταν δρόμος αυτός που θα περνούσαμε.
Ούτε, καν χωραφόδρομος. Ένα μονοπάτι που λες και το λάξεψαν στους βράχους κατέβαινε ως το
χείμαρρο που βρισκόταν στην άκρη του. Στο χείμαρρο αυτό που είχε αρκετό νερό κόλλησε ένα κάρρο
φορτωμένο με διάφορα υλικά του Ε.Λ.Α.Σ. και οι συναγωνιστές μας βουτηγμένοι ως τα γόνατα στα
παγιωμένα νερά προσπαθούσαν να το βγάλουν. Για πέρασμα λοιπόν, μέχρι να ξεκολλήσει, δεν γινόταν
λόγος. Τυλιχθήκαμε στις χλαίνες μας και περιμέναμε. Τότε φάνηκε η «ΧΟΡΣ» (αυτοκίνητο του
γερμανικού εργοστασίου, η ΧΟΡΣ που είχαμε πάρει λάφυρο). Σταμάτησε πίσω από τη δική μας
ΣΕΒΡΟΛΕΤ και αμέσως αναγνωρίσαμε τους επιβάτες της. Ήταν ο συν. Βασίλης Βενετσανόπουλος,
μοίραρχος, τώρα διοικητής Εθνικής Πολιτοφυλακής Θεσσαλονίκης, και ο Λαμπρινάκος ή Προμηθέας,
της Αστυνομίας Πόλεων και τώρα διοικητής Λαϊκής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Ο οδηγός της, ο Θανάσης
ή η Αρκούδα, όπως τον φώναζαν, λόγω της σωματικής του διάπλασης, (τον είχα πολιτοφύλακα στο Α΄
Τμήμα Πολιτοφυλακής). Μας ρώτησαν γιατί σταματήσαμε. Τι συνέβαινε; Με δυό λόγια τους εξήγησα,
αλλά και οι ίδιοι αντιλήφθηκαν ότι θάπρεπε να περιμένουν. Χώθηκαν μέσα στο αυτοκίνητό τους. Μετά
από προσπάθειες, και αφού κουβάλησαν στη πλάτη τα περισσότερα υλικά, κατάφεραν να το βγάλουν
από το νερό, αλλά η ανηφοριά που άρχιζε αμέσως, γεμάτη λάσπη, καθήλωσε για άλλη μια φορά το
κάρρο. Παρά τις προσπάθειες των συναγωνιστών που βοηθούσαν, ήταν αδύνατο το άλογο να στήσει τα
πόδια του που γλιστρούσαν σε κάθε δυνατή προσπάθειά του.

Έριξα μια ματιά στο χώρο και είδα ότι είχε ανοίξει κάπως το στενό και με πολλή προσοχή μπορούσα να
περάσω. Το συζητήσαμε και αποφασίστηκε. Θα περνούσα. Δεν μπορούσε να ήταν και άλλη η απόφαση
γιατί όλοι ήξεραν πόσο πεισματάρης ήμουν. Στη συζήτηση πήρε μέρος και η «Αρκούδα» που σαν
επαγγελματίας θέλησε να με πείσει ότι ένα τέτοιο πέρασμα ήταν επικίνδυνο. Δεν τα κατάφερε. Θα
περνούσα και ό,τι γίνει. Η προσπάθειά μου ήταν φοβερή. Έριξα τις δύο ρόδες στο βράχο και με μια κλίση
στα δεξιά περνούσα τα κάρρα, που εμπόδιζαν τον δρόμο μου, ξύνοντάς τα. Έσφιγγα δυνατά το τιμόνι
και έκανα προσπάθεια να κρατηθώ ίσια στο κάθισμα. Με την πρώτη ταχύτητα προσπέρασα τα εμπόδια
και ρίχτηκα στο χείμαρρο. Τώρα, σκέφθηκα, θα κάνει το θαύμα της η Σεβρολέτ ή θα έσβηνε μέσα στα
νερά, σβήνοντας και τις ελπίδες μας να φθάσουμε «επί αυτοκινήτου» στη Βέροια; Πάτησα το γκάζι από
φόβο μήπως με λίγες στροφές σβήσει η μηχανή και είδα το αυτοκίνητο να γίνεται… βάρκα. Πέρασα, το
θαύμα έγινε και καθώς το μούγκρισμα της μηχανής δυνάμωνε από το μάξιμουμ της απόδοσής της για το
πέρασμα της λασπωμένης ανηφοριάς, άκουσα ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Ήταν οι φίλοι μου,
συναγωνιστές που παρακολουθούσαν την «τρελή» προσπάθεια. Γρήγορα, γρήγορα, μη σταματάς,
φώναζαν λες πως έτσι θα βοηθούσαν στο πέρασμα. Τα κατάφερα. Είχαμε περάσει την λασπωμένη
ανηφοριά, ο δρόμος τώρα ήταν ανοικτός. Ζήτησα από τους συν. Χρήστο και Παναγιώτη να περάσουν
τον χείμαρρο για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Δεν ήταν όμως γραφτό να συνεχίσουμε. Φαίνεται ότι η
τύχη μας εγκατέλειψε.

Αντί να έρθουν οι σύντροφοί μου, άκουσα να με καλούν. Ήταν οι συν. Βενετσανόπουλος και
Λαμπρινάκος. Πήγα κοντά τους βουτώντας στις λάσπες και ρώτησα τι ήθελαν.

– Να μας ρυμουλκήσεις, είπαν με ένα στόμα.

Τάχασα. Δεν μπορούσε να γίνει ρυμούλκηση. Τους εξήγησα γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο
αλλά αυτοί ήταν αμετάπειστοι. Αρνήθηκα και όταν με διέταξαν.

– Είναι αδύνατο, τους είπα. Θα μείνουν και τα δύο αυτοκίνητα.

Η «Αρκούδα», που πριν από λίγο συμβούλευε εμένα να μη περάσω, τώρα σιωπούσε. Εκνευρισμένοι
περισσότερο από την ανυπακοή μου ζήτησαν από τον Θανάση –έτσι θα τον αναφέρω από τώρα– να
περάσει.

– Μη επιχειρήσετε κάτι τέτοιο, το αυτοκίνητό σας είναι χαμηλό και θα «βρεί». Θα κολλήσει στα σίγουρα,
τους είπα, καθώς τους είδα να σπρώχνουν τον Θανάση.

Σε λίγα λεπτά της ώρας δικαιώθηκα. Τ’ αυτοκίνητό τους, χαμηλό όπως ήταν, αντίθετα από τη Σεβρολέτ,
κτύπησε σε μια πέτρα, που την έκρυβαν τα νερά, και σταμάτησε. Από το χτύπημα τρύπησε το κάρτερ και
χύθηκαν τα λάδια. Αυτό ήταν το τέλος. Στη μέση του χειμάρρου θα έμενε η Χορς. Είδα τον συν.
Βενετσανόπουλο να κοιτά σκεπτικός το αυτοκίνητο που θάμενε μέσα στο νερό από ένα πείσμα τους. Ο
άλλος όμως; Ε, ο συν. Λαμπρινάκος έγινε θηρίο. Τάβαλε μαζί μου, ύψωσε στον τόνο της φωνής του και
απειλούσε θεούς και δαίμονες. Δεν είχε, όπως φάνηκε, ξεχάσει τις συνήθειες πούχε κληρονομήσει από την
Αστυνομία Πόλεων.

Έκανα να φύγω για να δώσω τόπο στην οργή, αλλά δε μ’ άφησε ο Θανάσης. Λυπημένος, έτοιμος να
κλάψει γι’ αυτό που έγινε, με παρακάλεσε να τραβήξω το αυτοκίνητο από το νερό, και, αν μπορούσα, να
το ρυμουλκούσα ως το κοντύτερο χωριό. Αρνήθηκα πάλι. Αν έκανα κάτι τέτοιο θα έχανα τη Σεβρολέτ.
Ήταν σίγουρο. Οι σύντροφοί μου με κοίταζαν καθώς εξηγούσα στον Θανάση γιατί δεν έπρεπε να γίνει η
ρυμούλκηση και νομίζω ότι λυπόντουσαν για την άρνησή μου. Ντράπηκα. Όταν σε λίγο ήλθε κοντά μου
ο συν. Βενετσανόπουλος και μου ζήτησε με ήρεμο τρόπο να κάνω μια προσπάθεια, λύγισα.

– Ρίξε το σχοινί, φώναξα στο Θανάση και έκανα όπισθεν να δέσω τη Χορς.

Ένοιωσα πως όλοι θέλαν αυτή τη λύση, αν κρίνω από τις χαρές που έκαναν. Αλλοίμονο όμως. Εγώ και ο
Θανάσης ξέραμε. Είμασταν βέβαιοι για το τι θα γινόταν. Ξεκινάμε. Το μοτέρ της Σεβρολέτ ακούγεται
χιλιόμετρα καθώς πατώ στο φουλ το γκάζι. Το σχοινί τεντώνεται, έτοιμο να σπάσει. Και οι ρόδες
προσπαθούν να σκαλώσουν κάπου. Μια, δύο, δέκα, προσπάθειες, δεν θυμάμαι. Το ντεμπραγιάζ άρχισε
να μυρίζει, αλλά στο τέλος ξεκόλλησε. Αργά-αργά τραβώ τη Χορς από το νερό προς την ανηφοριά.

– Μη σταματάς, μου φωνάζουν, προχώρα.

Να προχωρήσω ήθελα κι’ εγώ, όσο θέλανε και αυτοί, θα ’θελα μάλιστα να τους « τραβήξω» ως τη Βέροια.
Γιατί, πρέπει να πω, ότι είναι νόμος, άγραφος νόμος, ο οδηγός να βοηθά όσο μπορεί το συνάδελφό του.
Εκεί όμως, στο ανηφόρι, κόλλησαν οι ρόδες της Σεβρολέτ. Ήταν αδύνατο να «πιάσουν», όσα ξύλα και
πέτρες κι’ αν βάλαμε. Γυρνούσαν με ταχύτητα στον αέρα, ενώ το μοτέρ έδινε όλες τις στροφές του. Η
λάσπη σκέπασε τις μισές ρόδες, έφθασε ως το διαφορικό. Ανέβηκε και ο Θανάσης, σαν πιο έμπειρος,
μήπως καταφέρει τίποτα καλύτερο, μα στάθηκε αδύνατο να κουνήσει τα αυτοκίνητα. Μόνο όταν η
μηχανή της Σεβρολ έτ άναψε μου ζήτησαν οι ίδιοι να τους αφήσω. Με κόπο πολύ μπόρεσα να βγάλω τη
Σεβρολέτ για να συνεχίσουμε μόνοι το ταξίδι. Λίγα πιο πέρα κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, το μοτέρ
δεν δούλευε όπως πρώτα. Είδα να βγαίνουν ατμοί από το ψυγείο και κατάλαβα πως το νερό είχε
εξατμισθεί. Νερό δεν είχαμε, ούτε υπήρχε εκεί γύρω, μόνο χιόνι άφθονο. Με τις χούφτες μας ρίχναμε
χιόνι στο ψυγείο για να συμπληρώσουμε τα νερά. Κάναμε λίγα χιλιόμετρα ακόμη, και αυτά με δυσκολία.
Τέλειωσε. Η Σεβρολέτ έμεινε στη μέση του δρόμου.

Χιόνιζε. Πήραμε ότι είχαμε και με τα πόδια τώρα ψάχνουμε για κανένα χωριό να περάσουμε το υπόλοιπο
της νύκτας, που θάταν σύντομο.

Μπήκαμε σε ένα από τα σπίτια που ήταν στην άκρη του πρώτου χωριού. Ερείπιο. Χτισμένο με πέτρα,
θάταν κάποτε ένα όμορφο γερό σπίτι, μα τώρα εκτός από τις μαυρισμένες πέτρες από τη φωτιά, δεν
έβλεπες τίποτα άλλο. Το χωριό είχε πολλά καμμένα σαν αυτό που διαλέξαμε να ξαποστάσουμε, έργο των
ταγματασφαλιτών. Στριμωχτήκαμε σε μια γωνιά, που νομίζαμε πώς θάταν πιο ζεστή, μακρύτερα από το
παράθυρο και την πόρτα, που τώρα δεν υπάρχουν, για να μας κόψουν τον αέρα, την βροχή, το κρύο. Το
χάραμα μας βρήκε ξύπνιους. Ήταν αδύνατο να κοιμηθείς. Είχαμε ξυλιάσει γι’ αυτό το ρίξαμε στις
ασκήσεις και στο επί τόπου τροχάδην.

Αφήσαμε το χωριό πριν καλά-καλά ξημερώσει, έπρεπε να παρουσιαστούμε στη Βέροια όσο πιο γρήγορα
μπορούσαμε. Η τύχη και πάλι στάθηκε στο πλάι μας. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο πήγαινε στη Βέροια και το
πιο σπουδαίο, είχε χώρο για όλους μας.

Όταν μπήκαμε στη Βέροια θάταν μεσημέρι. Δε χρειάσθηκε ρολόι, ούτε να κοιτάξουμε που βρισκόταν ο
ήλιος, τα στομάχια μας ήταν τη στιγμή αυτή τέλεια όργανα μέτρησης του χρόνου. Η πόλη ήταν γεμάτη
στρατό. Ελασίτες, πολιτοφύλακες, πεζοί, έφιπποι, κάρρα βρισκόταν σε διαρκή κίνηση στους δρόμους. Αν
προσθέσεις στις εκατοντάδες «ξένους» και τους κατοίκους της όμορφης αυτής πόλης, θα καταλάβεις την
εικόνα που παρουσιάστηκε στα μάτια μας. Μια εικόνα που νομίζω ότι βλέπεις μόνο σε μέρες
επιστράτευσης και κήρυξης πολέμου. Η Βέροια τώρα θα ήταν η έδρα του Στρατηγείου της Ομάδας
Μεραρχιών Μακεδονίας. Η εγκατάστασή του με όλες τις Υπηρεσίες, όσο πιο γρήγορα γινόταν,
κινητοποίησε στρατιωτικές και πολιτικές Οργανώσεις. Αν σκεφθείς ότι η Βέροια είναι και « κόμβος», απ’
όπου θα περνούσαν στρατιωτικές μας δυνάμεις για να πάνε στις νέες θέσεις τους, ύστερα από τη
«συμφωνία», αντιλαμβάνεστε αμέσως τι νιώσαμε τις πρώτες στιγμές του ερχομού μας.

Παρουσιαστήκαμε στο κλιμάκιο Πολιτοφυλακής και ανάφερα ότι συνέβη από την ώρα της αναχώρησής
μας από τη Θεσσαλονίκη ως εδώ, και παρακάλεσα με θέρμη να δώσουν εντολή για τη ρεμούλκηση της
Σεβρολέτ. Θα σας φανεί περίεργο, αλλά το είχα αγαπήσει το σαραβαλάκι μου. Μου είπαν να βρω τη
μονάδα (Μοίρα) αυτοκινήτων που είχε έδρα εδώ, να της αναφέρω σχετικά και να ζητήσω από τους
συναγωνιστές τη ρυμούλκηση και επισκευή της.

– Εσείς, μου είπαν, να βρίσκεστε στη Νάουσα. Έγινε η τοποθέτησή σας στη διλοχία Πολιτοφυλακής που
σχηματίζεται τώρα και θα έχει έδρα τη Νάουσα.
Τους χαιρέτισα και έτρεξα να πω τα νέα στους συντρόφους μου.

Ένας Βεροιώτης σύνδεσμος φρόντισε να τσιμπήσουμε κάτι και μετά μας οδήγησε στο μηχανικό, τη Μοίρα
αυτοκινήτων. Εκεί μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε. Συνάντησα ένα παλιό μου μάστορα που είχα ένα
μικρό διάστημα, όταν δούλευα σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Ήταν ο μόνιμος ανθυπολοχαγός Ηλίας
Σαφρωνίδης. Χάρηκα, γιατί ο Ηλίας ήταν, εκτός από μάστοράς μου, και αγαπητός φίλος. Όπως τον
αγκάλιαζα τούδειξα τις μπότες μου, χάρις στις οποίες άφοβα βουτούσα στις λάσπες. Γελάσαμε. Ήταν
δικές του, μου τις είχε δώσει μια μέρα του Δεκέμβρη, σαν με είδε πως περπατούσα μέσα στη βροχή με
πάνινα παπούτσια. Μπορεί να είχα απελευθερωθεί, αλλά στολές δεν υπήρχαν για όλους, οι περισσότεροι
βολευόμαστε με κάτι λάφυρα. Τα θυμόμαστε και γελούμε. Μετά από μια ώρα χωριστήκαμε αφού μου
υποσχέθηκε ότι θα κάνει ότι μπορεί για το σαραβαλάκι.

Αποφασίσαμε να μείνουμε εκείνο το βράδυ στη Βέροια. Έτσι έγινε. Η Υπηρεσία καταλυμάτων φρόντισε
να μας βρει ένα σπίτι για ύπνο. Μετά από το πρόχειρο φαγητό σε μια λέσχη μας οδήγησαν σε ένα σπίτι
που ήταν σε συνοικισμό της Βέροιας. Ένα κλασικό χωριάτικο σπίτι. Η πόρτα άνοιξε και το πρόσωπο ενός
νέου άνδρα πρόβαλε και καθώς ο Βεροιώτης σύντροφος του εξηγούσε, αυτός μας κοίταζε από πάνω ως
κάτω.

Νοιώσαμε κάτι σαν ντροπή, κάποια δυσφορία, δε μας άρεσε το μπάσιμο σε οικογένειες. Περάσαμε μέσα,
όπως ακούσαμε το νέο να λέει καληνυχτώντας τον Βεροιώτη συναγωνιστή, που όπως φάνηκε θα ήταν και
γνωστός της οικογένειας.

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, στρωμένο με βέλεντζες, τζάκι σε μια πλευρά του και ένα από εκείνα τα χαμηλά
τραπέζια (σοφράδες) στη μέση. Άκουσα το νέο να μιλά στο γέρο, που καθόταν κοντά στο τζάκι κι
καπνίζοντας ένα από τα στριφτά τσιγάρα που αντί για τσιγαρόχαρτο είχαν εφημερίδα. Κατάλαβα. Θα
μας φιλοξενούσε μια βλάχικη οικογένεια. Σε λίγο κουβεντιάζαμε και γελούσαμε με διάφορες ιστορίες που
έλεγε ο γέρος, λες κι γνωριζόμαστε χρόνια. Τι έγινε, τι έκανε και διαμορφώθηκε μια τόσο ευχάριστη
ατμόσφαιρα; Θα το γράψω. Ήταν τα ρούχα. Τα καθαρά ρούχα μας; Θα το γράψω. Ήταν τα ρούχα. Τα
καθαρά ρούχα μας. Μη σας φανεί περίεργο. Τις δύσκολες εκείνες μέρες, που έλειπε το σαπούνι, ή
καλύτερα, σπάνιζε, η μπουγάδα γινόταν μαρτύριο. Γι’ αυτό η χαρά των γυναικών, που θα φιλοξενούσαν
στα σπίτια τους συναγωνιστές που ήταν καθαροί, ήταν φανερή. Είχαν απόλυτο δίκαιο, το νιώθαμε. Έτσι
και το βράδυ εκείνο τα καθαρά και σιδερωμένα ρούχα μας –που δεν πρόλαβαν να λερωθούν– μας
χάρισαν ώρες χαράς. Ο γέρος έδωσε εντολή στη νύφη του να ξαναστρώσει το τραπέζι για τα παιδιά (έτσι
μας έλεγε), και το κρασί που μας πρόσφεραν τόνωσε την ευθυμία μας. Όταν όμως αργότερα ζήτησε από
το γιό του και από τη νύφη να μας στρώσουν να κοιμηθούμε στο κρεβάτι τους, (νιόπαντροι αυτοί),
τάχασα. Τα έχασα μα δεν αντέδρασα. Οι συναγωνιστές μου δεν κατάλαβαν τίποτα γιατί ο γέρος με τους
δικούς του μιλούσε βλάχικα. Εγώ όμως τάξερα, γι’ αυτό το πρωί του φίλησα το χέρι και του χάρισα τη
κούτα με τα τσιγάρα.

Στο δρόμο προς τη Νάουσα, καθισμένοι καθώς είμαστε στο κάρρο, εξήγησα στους συντρόφους μου, όχι
χωρίς ντροπή, ότι γνώριζα τα βλάχικα και ότι παρακολουθούσα κάθε τι που λεγότανε από τους καλούς
αυτούς ανθρώπους. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή μας με οικογένειες χωρικών, μετά την απελευθέρωση της
πατρίδας.

Σε ένα διώροφο, στη κεντρική πλατεία της Νάουσας στεγάστηκε η Διοίκηση των τμημάτων
Πολιτοφυλακής που εφθάσαν εκεί. Εκεί παρουσιαστήκαμε. Τα πρόσωπα εδώ είναι όλα γνωστά. Ο συν.
Αλέκος, ο συν. Στέλιος, ένας Αειστρατίτης και άλλοι δημιουργούν μια γνώριμη ατμόσφαιρα. Θάλεγα πως
βρισκόμαστε στα σπίτια μας. Ο συν. Στέλιος έκανε τις τοποθετήσεις. Θάπρεπε να αναλάβω καπετάνιος
της Διλοχίας που είχε δημιουργηθεί από τους άνδρες διαφόρων τμημάτων Πολιτοφυλακής
Θεσσαλονίκης, που είχαν φθάσει πριν από μας στη Νάουσα. Έριξα μια ματιά στους θαλάμους που θα
μέναμε και σ’ όλους τους χώρους του εργοστασίου και στεναχωρέθηκα. Το ξύλινο πάτωμα που θάταν
κρεβάτι και το κοντό παλτό μου, στρώμα και πάπλωμα, ήταν κάτι που δεν με ενθουσίαζε. Γράφω «θάταν»
γιατί τελικά δεν έγινε.
Στη πόλη αυτή ήξερα ότι μένει μια θεία μου με τα δυο παιδιά της. Δυο αγόρια, που τους έψαξα και
βρήκα. Εκτός από τη συγγένεια, την οικογένεια της θείας μου και τη δική μου την έδενε μια ξεχωριστή
αγάπη, γι’ αυτό όταν με είδαν χάρηκαν πραγματικά. Δεν μ’ άφησαν να φύγω στο εργοστάσιο όταν
βράδιασε και έπρεπε να γυρίσω πίσω. Έμεινα όχι μόνο εκείνο το βράδυ αλλά και πολλά ακόμη.
Αξέχαστες μέρες. Ένα ευτυχισμένο διάλειμμα από τα σπάνια στη ζωή μας. Τα δυο ξαδέλφια μου είχαν στο
σπίτι πλεκτομηχανή και πλέκανε φανέλες, πουλόβερ και ότι άλλο ζητούσαν οι συντοπίτες τους, αυτή
ήταν η δουλειά τους. Πρέπει μάλιστα να πω ότι είχαν πολλή δουλειά. Ήταν βλέπετε οι πρώτοι μήνες από
την απελευθέρωση και όλα σπάνιζαν στα μαγαζιά. Λίγο η Κατοχή, λίγο οι έμποροι που κρύψανε το καλό
εμπόρευμα, για να δουν τι θα γίνει, και η αγορά νέκρωσε. Θα πρέπει να πω ότι δεν υπήρχε και χρήμα. Το
κατοχικό δεν ίσχυε αλλά δεν είχε τυπωθεί και νέο και το πάρε-δώσε γινόταν περισσότερο με είδος. Ήθελες
κρέας έδινες ανάλογο σιτάρι ή ό,τι άλλο είχες για ανταλλαγή. Στην επαρχία και η αγορά εργασίας, όπως
και οι προμήθειες αγαθών, γινόταν με προϊόντα σχεδόν πάντα. Έτσι στο σπίτι της θείας μου υπήρχαν
πολλά φαγώσιμα. Βλάχικες πίτες, χοιρινό, υπέροχο ναουσαίϊκο κρασί και βουνίσια μήλα δεν έλειπαν από
το τραπέζι.

Σ’ αυτά, αν προσθέσεις και την όμορφη ατμόσφαιρα, που δημιουργούσαν με τις διάφορες ιστορίες,
περισσότερο με τα τραγούδια τους, τα δυο μου ξαδέλφια, καταλαβαίνετε ότι δεν με ξεκολλούσες με τίποτα
από εκείνο το σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη τους. Όταν τους ζήτησα να βοηθήσουν λίγο και
τον αγαπητό μου Χρήστο που υπέφερε από το πόδι του, χωρίς δισταγμό τον κάλεσαν και αυτόν κοντά
τους. Τώρα η χαρά μου ήταν διπλή. Είχα κοντά στη ζέστη του φιλόξενου αυτού σπιτιού και τον πιστό και
αγαπητό μου συμπολεμιστή.

Δεν θάχαν περάσει μέρες και φάνηκε ο «επιμελητής». Είχε όσφρηση ο άνθρωπος και όπως γινόταν πάντα
τους κατάκτησε όλους. Γρήγορα αγαπούσαν αυτόν πιο πολύ από μένα. Βέβαια αυτός ερχόταν για μία έως
δύο ώρες, τρώγαμε, πίναμε, κανένα κρασάκι, λέγαμε τα τραγούδια μας, και μετά δρόμο για τον
στρατώνα. Ήταν ο πειθαρχικός της συντροφιάς.

Εκείνη την ημέρα, καθώς μπήκε στο σπίτι, καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά.

– «Τι συμβαίνει Παναγιώτη και κατέβασες κάτι μούτρα ως το πάτωμα;» του λέω κτυπώντας τον στη
πλάτη.

– Σε θέλουν επάνω. Να πας αμέσως. Είναι διαταγή μου είπαν. Κι αν κρίνω από το ύφος που είχαν, δεν θα
περάσεις καλά.

Το ΕΠΑΝΩ, όπως θα καταλάβατε, εννοούσε τη Διοίκησή μας.

– Νομίζω, συνέχισε, πως το θεώρησαν περιφρόνηση και μάλιστα προσωπική που δεν έμεινες στο
εργοστάσιο, στη Διλοχία, που ήταν η θέση σου. Ήταν μου είπαν απειθαρχία και μάλιστα από τις πιο
σοβαρές. Τι να πω. Μήπως ήταν ψέματα;

Έχουν δίκιο Παναγιώτη. Το καταλαβαίνω. Μα είχα τόσο ανάγκη από ένα τόσο μικρό διάλειμμα.

Παρουσιάστηκα την ίδια μέρα και φυσικά η υποδοχή ήταν αυτή που περίμενα. Με φωνές που ακουγόταν
ως τον δρόμο, μα και με απειλές προσπαθούσαν να εκτονωθούν οι ίδιοι παρά να με φοβίσουν.

Θα δώσεις λόγο. Αυτό δεν θα περάσει έτσι.

Έλεγε και ξανάλεγε ο συν. Στέλιος, ο παλιός κομμουνιστής που δεν συγχωρούσε το παραμικρό στους
άλλους κτυπώντας την γροθιά του στο γραφείο.

«Αλέκο, μίλα και συ, ξεφώνησε και κάθισε στη μαλακιά πολυθρόνα του. Είχε ξεφουσκώσει.

Γύρισα προς το μέρος του αγαπητού μου καθοδηγητή και φίλου –συν. Αλέκο– που τόση ώρα έμενε
άφωνος.

Δεν μίλησε αλλά το ’βλεπα καθαρά ότι η στάση μου τον είχε πληγώσει. Ντράπηκα πραγματικό.
Μη προσθέτεις τίποτε παρά πάνω από όσα είπε ο συν. Στέλιος, τον παρακάλεσα. Έχετε απόλυτο δίκιο,
είμαι αδικαιολόγητος. Σας βεβαιώ όμως πως δεν περιφρόνησα κανέναν, όπως άφησε να καταλάβετε ο
συν. Στέλιος.

Έκανα ένα μικρό διάλειμμα για λίγη ανάπαυση που είχα απόλυτη ανάγκη. Δέχομαι ότι απειθάρχισα, ότι
ζήτησα την άδειά σας όπως είχα υποχρέωση. Τίποτε όμως παραπάνω.

Κύτταξα μια τον Αλέκο, μετά τον άλλον και είπα. «Περιμένω την απόφασή σας».

Την άλλη μέρα μου την είπε ο Αλέκος. Θάπρεπε να φύγω για την Βέροια.

Θα θυμάμαι για πάντα εκείνη τη Κυριακή. Το χιόνι είχε παγώσει και οι δρόμοι είχαν γίνει φοβερά
επικίνδυνοι για πεζούς και ζώα. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, παρά τον χλωμό ήλιο που είχε βγει, και
προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα να ζεστάνει.

Στην πλατεία της Νάουσας μαζεμένοι πολλοί συναγωνιστές, που για να ζεσταθούν, κτυπούσαν τις
αρβύλες τους στον παγωμένο δρόμο. Τι άραγε θέλανε και μένανε στο κρύο; Ήταν απλό. Οι περισσότεροι
ήταν κοινοί φίλοι μου, που είχαν μάθει ότι το παγωμένο εκείνο πρωϊνό θάφευγα για τη Βέροια. Άλλοι
από αυτούς ήρθαν για να με αποχαιρετήσουν, και άλλοι από περιέργεια. Από περιέργεια και να δουν
πως θα τα κατάφερνα να φύγω με τη μοτοσικλέτα. Ναι, θάπρεπε να πάω στη Βέροια με μοτοσικλέτα, για
τη νέα μου «δουλειά». Θα ήταν απαραίτητο.

Ήταν μια εγγλέζικη NORTON που τον οδηγό της –νομίζω πως τον έλεγαν Φρένελη– παλιός
ποδοσφαιριστής του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, ήταν στο Νοσοκομείο με σπασμένο το χέρι ή το πόδι, δεν
θυμάμαι ποιο από τα δύο. Όταν τον επισκέφθηκα για να του πω περαστικά, αλλά και ότι θα του πάρω
την NORTON, με παρακάλεσε να προσέχω τους δρόμους, που ήταν αληθινές παγίδες, για να μη
κάνουμε, είπε, γελώντας παρέα.

Θα ήταν έντεκα η ώρα όταν ξεκίνησα. Οι ευχές και τα χειροκροτήματα των φίλων συναγωνιστών, για
καλό ταξίδι, τόνωσαν το ηθικό μου, με πείσμωσαν, και είπα μέσα μου ότι σίγουρα θα τα καταφέρω να
φθάσω στη Βέροια. Άπλωσα το χέρι μου στο σ. Αλέκο και τούπα απ’ την καρδιά μου: «Γεια σου γέρο,
καλή αντάμωση».

Νομίζω πως τον είδα δακρυσμένο, μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να βήχει σαν τότε που τον έπιανε το
άσθμα. Φυσικά τους άλλους μπορούσε να τους ξεγελάσει. Εμένα όμως όχι. Εγώ ξεχώριζα τον ήχο που
έβγαινε μέσα από τα πνευμόνια του, σαν τον έπιανε οδυνηρός βήχας, πούλεγες πως θα τον πνίξει, από
χιλιόμετρα. Πόσες φορές, τις μέρες ή τις νύχτες, της παρανομίας μας δεν αναγκάσθηκα να τον
κουκουλώσω με πετσέτες, σακάκια, ή ότι έβρισκα πρόχειρο, σαν τον έπιανε ο καταραμένος, αλλά και
προδοτικός, βήχας για να μην αντιληφθεί ο εχθρός την παρουσία μας.

Τα λίγα χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Νάουσα από τη Βέροια, μου φάνηκαν ατέλειωτα. Εκείνο το
παγωμένο κατηφόρι, από την πόλη της Νάουσας, έως το Σταθμό της, έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει
πολλές φορές, τόσες όσες βρέθηκα ξαπλωμένος στην άσφαλτο. Ήταν θαύμα που έφθασα στη νέα μου
θέση, μόνο με μώλωπες.

Στη Βέροια έπρεπε να παρουσιαστώ στον σ. Βενετσανόπουλο. Αυτό έκανα. Το ίδιο απόγευμα ήμουν
κοντά στον υπέροχο αυτόν άνθρωποι που τώρα ήταν διοικητής του κλιμακίου πολιτοφυλακής με έδρα τη
Βέροια. Μούπε αμέσως ποια θα ήταν η δουλειά μου στο κλιμάκιο.

– Θα είσαι σύνδεσμος-αγγελιοφόρος του κλιμακίου με την ανωτέρα διοίκηση πολιτοφυλακής, που έχει
έδρα την Έδεσσα.

Θα μετέφερα έγγραφα, ή ό,τι άλλο έκριναν οι διοικήσεις. Ήταν μια δουλειά σκληρή, επικίνδυνη,
απόρρητη. Βλέπετε οι καιροί ήταν πονηροί και το «συμμαχικό ενδιαφέρον» μεγάλο. Έδρα θα είχα τη
Βέροια, όπου το κλιμάκιο. Ένα πέτρινο τριώροφο κτίριο, από τα πιο ωραία στη θέση Ελιά στέγαζε τις
υπηρεσίες του θυμάμαι πως στον πρώτο του όροφο έμενε ο σ. Μάρκος Βαφειάδης, καπετάνιος Ομάδας
Μεραρχιών Μακεδονίας, με τη γυναίκα του. Στο δεύτερο όροφο ήταν τα γραφεία μας και στον τρίτο η
τραπεζαρία και οι θάλαμοι των οπλιτών. Ακριβώς απέναντι, σε μια όμορφη μονοκατοικία, έμενε ο σ.
στρατηγός Ε. Μπακιρτζής. Διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών, και πιο πέρα, στο κέντρο της Ελιάς, το
Μακεδονικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Πολλά πρωινά, πριν ξεκινήσω για την Έδεσσα καθόμουν στην άκρη του πάρκου της Ελιάς και κοίταζα
στο βάθος την πεδιάδα που άπλωνε μπροστά μου. Τότε χάζευα μια παράξενη εικόνα, που δικαιολογούσε
όσους ονόμαζαν την τοποθεσία αυτή «παραλία».

Η πρωινή πάχνη απλωνόταν σε όλο τον κάμπο και σκέπαζε το κάθε τι, σπίτια, δρόμους, δένδρα, και από
ψηλά έβλεπες μια γαλαζοπράσινη άχνη, κάτι που έμοιαζε με γαληνεμένη θάλασσα. Γι’ αυτό οι Βεροιώτες
όταν θέλαν να έρθουν στην Ελιά λέγαν: «πάμε στην παραλία».

Στη Βέροια σαν σύνδεσμος έμεινα ως το «τέλος». Η διαρκής κίνηση και η ένταση μούκανε ένα καλό, δεν
θυμόμουν τίποτα. Ζούσα έντονα. Πολύς καιρός για σκέψεις ή όνειρα για το μέλλον, όπως έκαναν οι
συναγωνιστές μου! Πολλοί έλεγαν ότι ήμουν σκληρός και δεν νοιαζόμουν για τίποτα. Δεν είχαν δίκιο.
Πότε να σκεφθώ; Μόνο την ώρα του φαγητού, που ήταν τόσο λίγη, κάποιες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό
μου. Ούτε στο κρεβάτι, που τότε όλοι κάτι θα σκεφθούν, εμένα, κουρασμένος καθώς ήμουν, με έπαιρνε
αμέσως ο ύπνος που θα κρατούσε λίγες ώρες.

Ποτέ δεν έβρισκα κρεβάτι στο κλιμάκιο, γιατί γυρνούσα αργά το βράδυ, και έτσι η υπηρεσία
καταλυμάτων μούβρισκε καινούργιο σπίτι κάθε φορά να με φιλοξενήσει για λίγες ώρες. Ευτυχώς. Ναι,
ευτυχώς, γιατί έτσι γνώρισα περίφημες οικογένειες, γεμάτες καλοσύνη για τα «παιδιά» τους. Έτσι μας
φώναζαν. Παιδιά τους, και μας χάριζαν ώρες οικογενειακής θαλπωρής, χαράς. Αξέχαστες ώρες. Ας μη
φανεί περίεργο, αλλά νομίζω πως η επαφή με τις οικογένειες αυτές, όπως και τις προηγούμενες, της
περιόδου της σκλαβιάς και των κατοπινών, μου διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου, μούφτιαξε ένα
αλλιώτικο πιστεύω. Ένα πιστεύω φτιαγμένο με τα πιο γνήσια λαϊκά υλικά. Χωρίς δισταγμό λέω ότι η
περίοδος αυτή, όσο μικρή κι αν ήταν, μούδωσε πάρα πολλά. Στα αλήθεια, πόσα πράγματα δεν έμαθα από
τις συζητήσεις που έκανα με τους καλούς αυτούς ανθρώπους; Σίγουρα έμαθα τόσα όσα δεν είχα μάθει στα
προηγούμενα δεκαεννιά χρόνια μου. Τότε έμαθα να αντιλαμβάνομαι τι ήθελε ο απλός άνθρωπος τις
στιγμές εκείνες και πως ήθελε το μέλλον του. Κοντολογίς, έμαθα να ξεχωρίζω την πολιτική και τακτική
που εκφράζανε και εξυπηρετούσαν πράγματι τον λαό μας. Τότε, και όχι χωρίς έκπληξη, διαπίστωσα ότι
πολλές φορές αυτό που χαρακτηρίζαμε λαϊκό, ήταν κάτι άλλο, πάντως όχι λαϊκό. Μόνο η στενή και
διαρκής επαφή με τους απλούς ανθρώπους του μόχθου μας δίνει τον τρόπο να αντιλαμβανόμαστε κάθε
φορά σωστά τα μηνύματά του. Τότε ασφαλώς καθορίζεις την τακτική που θα ακολουθήσεις και που
σίγουρα είναι λαϊκή. Πόσα στραπάτσα δεν θα αποφεύγαμε αν γινόταν έτσι, γιατί ποτέ δεν θα ερχόμαστε
σε αντίθεση με το λαϊκό συμφέρον. Δυστυχώς δεν έγινε κάτι τέτοιο και πληρώσαμε. Κρατήσαμε μια
απόσταση από το λαό, από ένα αρρωστημένο εγωισμό, που αποκτήθηκε από πολλούς από μας με την
απελευθέρωση και την απόκτηση πόστων, που ούτε στα όνειρά μας φανταστήκαμε.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Στη Βέροια λοιπόν έμαθα κάτι βασικό. Κάτι που πρέπει να γνωρίζει κάθε
αγωνιστής. Γι’ αυτό λέω ότι το μικρό διάστημα της παραμονής μου ήταν διάστημα πολύτιμης μάθησης,
που με τη σειρά της μου δημιούργησε ένα νέο χαρακτήρα. Στο διάστημα αυτό έρχομαι σε επαφή, λόγω
της υπηρεσίας μου, με πολλά στελέχη του αγώνα. Η συναναστροφή σε μια κάπως ειρηνική περίοδο σου
δίνει πολλά. Τότε ο άνθρωπος δεν πιέζεται από τίποτα, είναι απαλλαγμένος από φοβίες και σκέψεις
αυτοάμυνας, καθώς δε, δεν αντιμετωπίζεται οικονομικά προβλήματα, αφήνεται ελεύθερος. Ενεργεί
ανοικτά, αυθόρμητα, τις πιο πολλές φορές. Ε, τότε τον ζεις, τον μαθαίνεις και ανακαλύπτεις ποιος είναι
πραγματικά. Τότε θαύμασα ανθρώπους για το μεγαλείο που κρύβαν και γκρεμίστηκαν είδωλα που μέχρι
τότε λάτρευα.

Αξέχαστε συναγωνιστή Βενετσανόπουλε, υπέροχε Κουκουδέα, επάξια σας είπαν λαϊκούς αγωνιστές.

Ας μου επιτραπεί πάλι μια παρένθεση. Ο σ. Κουκουδέας ήταν συνταγματάρχης του αστικού στρατού,
διοικητής τώρα της ανώτατης διοίκησης πολιτοφυλακής Μακεδονίας. Ο σ. Βενετσανόπουλος,
υπομοίραρχος χωροφυλακής, παλιός αγωνιστής, τώρα διοικητής του κλιμακίου πολιτοφυλακής.
Λεβέντες, φωτεινά μυαλά και οι δύο, πράοι αλλά και γεμάτοι αποφασιστικότητα, ήταν το καμάρι της
πολιτοφυλακής.

Χαιρόσουν να τους βλέπεις και να τους ακούς. Γεννημένοι ηγέτες.

Μούρχεται στο νου ένα περιστατικό, που δείχνει την καλωσύνη του σ. Κουκουδέα, αξίζει να το γράψω.
Οι συναγωνίστριες που μας μαγείρευαν, κάποιο μεσημέρι σερβίρισαν ρεβύθια. Παρά την όρεξη όμως που
είχαμε, ένας-ένας έκανε στην άκρη το πιάτο και φρόντιζε να χορτάσει με σκέτο ψωμί, δεν υπήρχε τίποτα
άλλο. Τι είχε το φαγητό; Τα ρεβύθια ήταν γεμάτα ίνες κάνναβης (τρίχες από το τσουβάλι είχαν κολλήσει
πάνω τους). Μαζί με άλλα εφόδιά μας είχαν περάσει με κάρρα από τον Αξιό και όπως μάθαμε, μερικά
τσουβάλια πέσανε στο ποτάμι που βγάλανε αργότερα με πολύ κόπο συναγωνιστές που είχαν την ευθύνη
της μεταφοράς τους. Τότε τα τσουβάλια κόλλησαν με τα ρεβύθια, έγιναν ρεβυθοτσούβαλα, όπως
χαρακτηριστικά είπε κάποιος από μας που προσπάθησε να τα φάει. Όπως λοιπόν τα έβγαλαν από το
τσουβάλι, χωρίς να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να καθαρίσουν τις ίνες, τα έρριξαν στο καζάνι.
Φυσικό ήταν να γίνει αυτό που έγινε, κάτι άλλο παρά φαγητό, που να τρώγαμε, όσες φιλότιμες
προσπάθειες και να κάναμε. Τότε ξέσπασε η καταιγίδα. Και καταιγίδα στη περίπτωση αυτή, ήταν ο σ.
Δάφνης (πολιτικός επίτροπος της Ανώτερας διοίκησης πολιτοφυλακής). Νευρικός, απότομος, χωρίς
πολιτική στους τρόπους του, αλλά –όλοι τους το αναγνώριζαν–δίκαιος.

Η φωνή του σίγουρα θα έφθανε πολύ μακριά, έβριζε θεούς και δαίμονες. Έξαλλος τις κατσάδιαζε χωρίς
να λογαριάσει την παρουσία μας, που τόσο τις κόστιζε. Ξαφνιασμένες, άφωνες, τα κακόμοιρα τα
κορίτσια, ζάρωσαν στη γωνιά της τραπεζαρίας. Τότε, από την άκρη του τραπεζιού, που ήταν η θέση του,
ακούστηκε ήρεμη, γλυκιά, η φωνή του σ. Κουκουδέα.

– Ηρέμησε σ. Δάφνη, μη τα μαλώνεις τα καημένα, δεν βλέπεις πόσο στεναχωρέθηκαν; Μη μας πάθουν και
τίποτα. Έπειτα δεν έχεις και πολύ δίκιο, το φαγητό δεν είναι και τόσο άσκημο, κύτταξέ με. Καθώς δε
μιλούσε κατάπινε με ύφος ευχαριστημένου καλοφαγά τα ρεβύθια με μούσι ή μουσάτα, όπως τα
ονομάσαμε αργότερα.

Αυτό ήταν. Ο σ. Δάφνης βλέποντας τον υπέροχο αυτό άνθρωπο να κάνει κάτι, που δεν θα τόκανε άλλη
φορά, κι’ ας ήταν νηστικός μέρες, μόνο για να επανέλθει η ηρεμία, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του
ζήτησε συγνώμη. Χειροκροτήσαμε όλοι, ήταν μια από τις ωραίες, και όχι σπάνιες στιγμές μας. Φυσικά
αμέσως μετά είδαμε τον συναγωνιστή Κουκουδέα στον νεροχύτη να βγάζει όσα πριν λίγο κατάπιε.

Αυτές τις μέρες, ήταν αρχές του Φλεβάρη, διέκρινες μια κινητικότητα που δικαιολογούσε τις φήμες ότι
κάτι γίνεται. Τα τζιπ με τις άσπρες σημαίες, που σταματούσαν μπροστά στο σπίτι του σ. Μπακιρτζή, και
οι επιβάτες τους που βιαστικά τρύπωσαν μέσα, δικαιολογούσαν τις φήμες. Ο ένας από τους επιβάτες,
έγινε γνωστός από συναγωνιστή που τον αναγνώρισε, ήταν ο πρώην υπουργός Λεβαντής. Τι άραγε
ήθελε; Ήταν άγγελος καλών ειδήσεων. Όλοι γνωρίζανε ότι στην Αθήνα η ηγεσία μας είχε μπλεχθεί σε
συζητήσεις και έκανε αγώνα να βρει μια λύση έντιμη και ειρηνική για τον λαό. Από το δελτίο
πληροφοριών παρακολουθούσαμε τα γεγονότα που μας δίνονταν με κάποια αισιοδοξία, η δική μας
λογική, ή ας πούμε προαίσθημα, μας έλεγε ότι πρέπει να ανησυχούμε. Οι αντίπαλοι –Εγγλέζοι κυρίως–
είχαν αναθαρρήσει από την υποχωρητικότητα που έδειχνε η ηγεσία μας. Το αγωνιώδες ερώτημα «Τι θα
γίνει:», μας βασάνιζε όλους. Τόβλεπες καθαρά. Μας βασάνιζε, αλλά όχι για πολλές μέρες. Η βόμβα δεν
άργησε να σκάσει. Υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Η πιο άδικη και καταραμένη συμφωνία, που
μπορούσε να υπογράψει η ηγεσία μας. Τα χάσαμε στη κυριολεξία. Δεν τολμούσαμε να πιστέψουμε ότι
βρέθηκαν ηγέτες να υπογράψουν μια τέτοια συμφωνία. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, οι στρατιώτες με το
δικό μας κριτήριο, νοιώσαμε αμέσως ότι αυτό που υπέγραψαν οι άνθρωποί μας δεν ήταν συμφωνία,
αλλά μια πραγματική ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ. Όσες δικαιολογίες και αν βρήκαν ύστερα, και όσα
αληθοφανή ή πολιτικά στολίσματα και αν χρησιμοποίησαν, δεν πέτυχαν να πείσουν κανένα. Πήγαν στον
βρόντο, που λέει ο λαός μας. Κανείς δεν πίστεψε ότι αυτή ήταν η σωστή λύση. Θάπρεπε να παραδώσουμε
τον οπλισμό μας. Θα παραδίδαμε τον οπλισμό, ενώ οι αντίπαλοί μας θα κρατούσαν τον δικό τους, που
τώρα προμήθευαν οι νέοι τους σύμμαχοι, οι Εγγλέζοι.
Δεν ήταν ανάγκη να σκεφθεί πολύ για να καταλάβει κανείς, τι έμελλε να γίνει. Όλοι ξέραμε, είμαστε
βέβαιοι για το ποια θα ήταν η συνέχεια. Όλοι ξέραμε τι θα γίνει, από τον ασπρομάλλη αντάρτη ως το
αετόπουλο.

Ε, μια και ανέφερα για αετόπουλο, θα γράψω κάτι χαρακτηριστικό που ήρθε στο μυαλό μου.

Μια από τις μέρες εκείνες, στον κήπο του σπιτιού, (Διοίκησης) ανέλυε την συμφωνία και πως κατά τη
γνώμη του θα εξελιχθεί, η παραπέρα κατάσταση, ένα από τα στελέχη του Κόμματος. Αφοσιωμένοι στον
ομιλητή, δεν προσέξαμε ένα «μπόμπιρα» γύρω στα εννέα χρόνια, που είχε τρυπώσει μέσα στα λουλούδια
με θρησκευτική θάλεγα ευλάβεια, προσπαθούσε να καταλάβει όσα έλεγε ο σύντροφός μας. Έγινε
αντιληπτός μόνο όταν, για μια στιγμή, μη μπορώντας να πολυκαταλάβει, γύρισε και με την ψιλή
φωνούλα του είπε:

– Θα παραδώσουμε τα όπλα; Δηλαδή θα μείνουμε άοπλοι; Ω, ρε, μανούλα μου!

Δεν ξέρω αν το γέλιο πούπεσε ήταν για την αστεία εμφάνιση του πιτσιρίκου ή εκδήλωση της αμηχανίας
μας μπροστά σε αυτή την αλήθεια που εμείς για λόγους πειθαρχίας δεν φωνάζαμε με όλη τη δύναμη των
πνευμόνων μας.

Βέβαια, οι ερωτήσεις που έκαναν οι αντάρτες, οι απλοί πολίτες, πέφτανε βροχή και αμείλικτες, φοβερές
στην ειλικρίνειά τους. Επίμονα ζητούσα από τους καπεταναίους και άλλους μεγάλους, απάντηση. Αυτοί,
αμήχανοι, μετέωροι μεταξύ της πραγματικότητας και πειθαρχίας, σιωπούσαν. Σιωπούσαν αλλά ένιωθες
ότι μέσα τους γινόταν πάλη, δεν συμφωνούσαν με αυτό που γίνηκε, αλλοίμονο όμως συνέχιζαν και
συνέχισαν να σιωπούν.

Η ημερομηνία του αφοπλισμού μας έφθασε διαψεύδοντας πολλούς, που πίστευαν ότι κάτι θα άλλαζε στο
τέλος. Στην πλατεία, καθώς και σε άλλα δύο-τρία σημεία της πόλης, θα έπρεπε οι αγωνιστές να
παραδίδουν σε επιτροπές αξιωματικών του Ε.Λ.Α.Σ. τον οπλισμό τους και αφού παίρνανε τα απολυτήρια
να οδοιπορούν για το σπίτι τους θα γυρνούσαν στις οικογένειές τους. Έτσι και έγινε.

Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, και άλλα τόσα αν περάσουν δεν θα ξεχάσω. Δεν θα ξεχάσω
ποτέ τις σκηνές που αντίκρισα, που είδαν τα μάτια μας. Σκηνές άφθαστου μεγαλείου και φοβερής
συγκίνησης. Με κλάματα, γονατιστοί, ακουμπούσαν κατάχαμα το όπλο τους, αφού πρώτα το
καταφιλούσαν, σαν νάταν η μάνα τους, η αδελφή τους, η ερωμένη τους. Τα ακούμπαγαν με τέτοια
προσοχή, πούλεγες, ότι ναι, αυτό ήταν το πιο πολύτιμο και ιερό πράγμα που διέθεταν. Με κλάματα
ΟΛΟΙ και ΟΛΕΣ συναγωνιστές και συναγωνίστριες, οι ΑΕΤΟΙ των βουνών και του κάμπου
παρακαλούσαν, έστω και την τελευταία στιγμή να αλλάξει η απόφαση. Και οι καθοδηγητές, οι
καπεταναίοι, μπροστά στο υπέροχο αυτό θέαμα, ξαφνιασμένοι, ανυποψίαστοι μέχρι τώρα για το τι
μεγαλειώδη στρατό και κόσμο καθοδηγούσαν, χαμήλωναν το κεφάλι, ανήμποροι να αλλάξουν το
παραμικρό.

Ήταν ηλιόλουστη ημέρα, γι’ αυτό είχαν μαζευτεί στη περίφραξη του «πέτρινου σπιτιού» καμιά δεκαριά
συναγωνιστές, μεταξύ μας και ο σ. Βενετσανόπουλος, ο σ. Μάρκος με τη γυναίκα του. Ακριβώς δε
απέναντι, στον κήπο του σπιτιού που έμενε ο σ. Μπακιρτζής. Όλοι μας ήμασταν αναστατωμένοι. Το
θέαμα των πολεμιστών που άοπλοι τώρα, με ένα ντουρβά πούχε μέσα λίγο ψωμί και ελιές γυρνούσαν στα
χωριά τους, ματώνει τις καρδιές μας. Όταν μάλιστα αντιλαμβάνονταν την παρουσία των δύο στρατηγών,
Μπακιρτζή, Βαφειάδη, ξεσπούν σε κλάμα, σε μοιρολόγι, καθώς μέσα στα αναφιλητά τους ξεχώριζες και
λέξεις όπως «γιατί», «άδικα». Τότε ε, τότε μας έπαιρναν και μας τα κλάματα.

Κάποια στιγμή το μάτι του Μάρκου έπεσε επάνω μου.

– Πού έχουμε γνωριστεί συναγωνιστή; μούπε πιο πολύ για να ξεδώσει, παρά από περιέργεια.

– Είμαι αυτός που θα στέλνατε στρατοδικείο για την υπόθεση των Εγγλέζων, απάντησα, ίσως λίγο
υστερόβουλα, σαν να τούλεγα, «είδες που είχα δίκιο;».
Γέλασε καλόκαρδα.

– Μάλιστα, θυμήθηκα, ναι… ναι…

Τι θυμόταν ο στρατηγός, δεν ξέρω, αλλά εγώ στη θύμηση εκείνου του επεισοδίου, και μάλιστα τις μέρες
αυτές, γινόμουν θηρίο.

Μια ακόμη παρένθεση, για να γνωρίσετε και σεις την υπόθεση «Εγγλέζων» που υπαινίχθηκα στον σ.
Μάρκο.

Ήταν αρχές του Δεκέμβρη 1944. Διοικούσα το τμήμα πολιτοφυλακής και λαϊκής ασφάλειας στο
συνοικισμό Χαριλάου. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι συγκρούσεις στην Αθήνα είχαν αρχίσει και
εδώ, παρά την κάποια ηρεμία, το καζάνι έβραζε. Θαυμαστές αυτού του καζανιού οι «σύμμαχοί» μας, οι
εγγλέζοι. Προκλήσεις που έφθαναν μέχρι και απαγωγές ΕΛΑΣιτών και πολιτοφυλάκων, ανάγκασαν την
ηγεσία μας να εκδώσει διαταγές που μας καθιστούσαν προσεκτικούς και υπεύθυνους για περιορισμό και
καταστολή τους. Όλοι μας έπρεπε νάμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε κατάσταση. Φυσικά δεν
θάπρεπε για κανένα λόγο να προκαλέσουμε εμείς τους «συμμάχους».

Εκείνες λοιπόν τις μέρες μου αναφέρθηκε ότι ένα τζιπ αγγλικό με επιβάτες έναν Άγγλο αξιωματικό, έναν
Έλληνα επίσης αξιωματικό και δύο Ινδούς στρατιώτες, μοίραζαν προκηρύξεις αντιΕΑΜικές μπροστά το
τμήμα και προσπαθούσαν να αφοπλίσουν τον σκοπό πολιτοφύλακα, που τους ζητούσε να φύγουν.
Κάλεσα τους άνδρες του Τμήματος και αφού τους εξήγησα το πνεύμα της διαταγής που ήταν σχετική με
το επεισόδιο, του συνέστησα να είναι προσεκτικοί και ιδιαίτερα να φυλάγονται από αφοπλισμό ή και
απαγωγή τους.

Θα πέρασαν τρεις έως τέσσερες ημέρες και το τζιπ με το «περιεχόμενό» του έκανε πάλι την εμφάνισή του.
Ο σκοπός με ειδοποίησε αμέσως. Κατέβηκα τρέχοντας. Μπροστά στην πύλη του τμήματος οι επιβάτες του
τζιπ καλούσαν τους πολίτες και τους έδιναν προκηρύξεις, που όπως έγραψα ήταν αντιΕΑΜικές. Οι
περισσότεροι, μόλις βλέπαν το περιεχόμενό τους, τις πετούσαν και μας κοίταζαν ερωτηματικά. «Τι κάνετε
εσείς;»…… Πλησίασα το τζιπ, δίνοντας διαταγή στους άνδρες μου να μη κινηθούν. Θα έπρεπε να
ενεργήσω προσεκτικά, να μην ερεθίσω τους συμμάχους. Μέσα στο τζιπ ήταν ο Ινδός οδηγός του, ένας
Άγγλος και ένας Έλληνας υπολοχαγός, όλοι με τις στρατιωτικές στολές τους. Τους ζήτησα με ευγένεια να
απομακρυνθούν και άπλωσα τα χέρια μου να πάρω το πακέτο των προκηρύξεων, λέγοντάς τους ελληνικά
βέβαια, γιατί δεν γνώριζα παρά δύο μόνο λέξεις αγγλικές, το γιες και το γκουντ-μόρνινγκ, να φύγουν
αμέσως, όταν ένοιωσα το αυτόματο του Άγγλου να ακουμπά στο στήθος μου. Η κατάσταση άλλαξε
μεμιάς. Και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχα αποφασίσει. Έσπρωξα με δύναμη το αυτόματο από το
στήθος μου και τράβηξα το πιστόλι. Ξαφνιάστηκαν, δεν περίμενα μια τέτοια ενέργειά μου, γιατί κάτι
φώναξε τον οδηγό ο Άγγλος και το τζιπ, με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει, απομακρύνθηκε. Το
κοίταζα να φεύγει και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου. Και καθώς στο ένα χέρι μου κρατούσα όσες
προκηρύξεις πρόλαβα και πήρα, στο δε άλλο το πιστόλι, τόκανα το σφάλμα. Τούριξα δύο πιστολιές.

Πυροβόλησα το τζιπ που έφευγε όχι να το χτυπήσω, διότι η απόσταση όταν πυροβολούσα ήταν τέτοια,
που το βεληνεκές του πιστολιού δεν το κάλυπτε, αλλά πιο πολύ για εκφοβισμό τους μη επαναλάβουν κάτι
σαν το σημερινό. Βέβαια εγώ αυτά σκεπτόμουν όταν πυροβολούσα αλλά ο σκοπός ΕΛΑΣίτης του λόχου
διοίκησης του 19 συντάγματος του ΕΛΑΣ, που είχε έδρα παρακάτω και σε ευθεία γραμμή από το Τμήμα –
στο Δημοτικό Σχολείο Χαριλάου– βλέποντας τον Διοικητή του Τμήματος Πολιτοφυλακής να πυροβολεί,
σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε, μια ή δυο φορές, δεν θυμάμαι ακριβώς. Το τζιπ με διάφορα ζιγκ-
ζαγκ, που παραλίγο να αποβούν μοιραία γι’ αυτό εξαφανίστηκε. Αμέσως πήρα στο τηλέφωνο τα δύο
παρατηρητήρια, που είχαμε να παρακολουθούμε τις ύποπτες κινήσεις προς τα μέσα ή προς τα έξω της
πόλης, και όπως θα καταλάβατε, των Άγγλων. Τους ζήτησα, με όποια πρόφαση θέλαν, να σταματούν τ’
αγγλικά τζιπ, τα οποία θα άφηναν αμέσως ελεύθερα, ζητώντας και την οφειλόμενη συγνώμη.

Στο ελάχιστο εκείνο διάστημα θα κοιτούσαν στο εσωτερικό τους, και αν συμφωνούσε η περιγραφή που
τους έδωσα, με τους επιβάτες κάποιου από τα τζιπ που θα περνούσε από το φυλάκιό τους, αδιάφορα, σαν
να έγινε λάθος, θα του επέτρεπαν να φύγει, αφού κρατούσαν αριθμό και όποιο άλλο χαρακτηριστικό
στοιχείο είχε το τζιπ. Τους έδωσα και ένα αριθμό που είχε το τζιπ και είχαν συγκρατήσει συναγωνιστές
πολιτοφύλακες του τμήματός μου. Θα σας πω ότι τέτοια φυλάκια είχαμε δύο. Ένα στην Πυλαία, κοντά
στο Αμερικανικό Κολλέγιο, το άλλο στο Βότση (στο σημείο που ήταν ο Δημοτικός Φόρος), απέναντι από
την πύλη της μονάδας αρμάτων σήμερα.

Επιλέχθηκαν τα δύο αυτά σημεία διότι σε απόσταση χιλιομέτρου στρατωνίζονταν μονάδες του αγγλικού
στρατού. Η μία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, η άλλη στη σημερινή Σχολή Πολέμου.

Όπως καταλάβατε, τα δύο φυλάκιά μας αποτελούσαν για μας κάτι το ξεχωριστό, το πολύτιμο, δύο
άγρυπνα μάτια που παρακολουθούσαν, νύκτα και μέρα, κάθε κίνηση.

Γρήγορα, πιο γρήγορα από όσο περίμενα, το φυλάκιο του Βότση μου ανέφερε ότι τζιπ με τους παρακάτω
αριθμούς, και ανέφερε τους αριθμούς, καθώς και με τρεις επιβάτες, που η περιγραφή που τους είχα δώσει
ταίριαζε απόλυτα, πέρασε την τάδε ώρα και χώθηκε στη Σχολή.

Ένα βάρος έφυγε από το στήθος μου, θάγραφα την αναφορά μου με συγκεκριμένα στοιχεία, που θα
ελάφρυνε, έτσι νόμιζα, τη θέση μου. Δεν πρόλαβα να αρχίσω το γράψιμο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με
καλούσαν να παρουσιαστώ στο σ. Λαμπρινάκο (Προμηθέα, Διοικητή της Λαϊκής Ασφάλειας
Θεσσαλονίκης). Κατάλαβα ότι ήταν ο ίδιος που με καλούσε, από τη φωνή του –είχε μια παράξενη, λεπτή
φωνή που σαν θύμωνε και ύψωνε τον τόνο της νόμιζες ότι στρίγκλιζε γυναίκα –αλλά και από το
στόλισμα που μούκανε σαν διαπίστωσε ότι ο συνομιλητής του ήταν αυτός που πυροβόλησε τους Άγγλους.
Με τη μοτοσικλέτα που είχα σε λίγο βρισκόμουν «ενώπιόν του». Καθώς τον χαιρετούσα στρατιωτικά,
ήμουν με στολή, δέχτηκα μια πρωτοφανή σε βρισιές επίθεση. Το «αλήτη» τόπε τουλάχιστον δέκα φορές,
χωρίς να καταλάβω τι άλλο έλεγε. Μπέρδευε τα λόγια του από την ταραχή, έξαλλος νόμιζες πως είχε
χάσει τα λογικά του. Ο άνθρωπος αυτός που γενικά μπορεί να τον χαρακτηρίσουμε ήρεμο είχε στιγμές
που δεν τον αναγνώριζες –αυτό το διαπίστωσα πολλές φορές στα επόμενα χρόνια της εξορίας μας στη
Γιουγκοσλαβία. Η αντίδρασή μου ήταν το ίδιο ορμητική, τα δεκαεννιά μου χρόνια δεν σήκωναν τέτοιου
είδους «περιποιήσεις». Έβγαλα την εξάρτησή μου και το πιστόλι και τα πέταξα δυνατά πάνω στο γραφείο
του. Αφρίζοντας από θυμό του είπα:

– Πάρτα, τα παρατάω. Δεν ταιριάζουν αλήτες σαν κι εμένα με σένα «αριστοκράτη». Αν και το πιστόλι δεν
μου το δώσατε ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος, το πήραμε από τον εχθρό μαζί με δεκάδες άλλους………1

Γύρισα την πλάτη και άνοιξα την πόρτα να φύγω αφήνοντας το σύζυγό…… όταν είδε να προβάλει τον
Αλέκο….

– Τι συμβαίνει; τι γίνεται εδώ;

Του εξήγησα στα γρήγορα ότι έγινε και του δήλωσα ότι αποφάσισα να τα παρατήσω, να πάω στο σπίτι
μου με όσα λέγανε…….

Μέχρι εδώ, του είπα, για μένα τελειώσαν όλα, και μάλιστα κατά τον χειρότερο τρόπο.

Με άρπαξε από το πουκάμισο και φώναξε:

– Πάψε, πάψε αυτό το τροπάρι, και, γυρίζοντας προς τον σ. Λαμπρινάκο τούπε αυστηρά.

– Εσύ τι λες συναγωνιστή;

Αυτός στο μεταξύ είχε ηρεμήσει, ίσως κατάλαβε ότι ο τρόπος του ήταν ξένος σε μας, ή ότι οι φωνές του
φέρναν τ’ αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που ήθελε. Είπε στον Αλέκο γιατί με κάλεσε στο γραφείο του,
τη δύσκολη θέση μου και την εντολή που πήρε να παρουσιάσει στον κ. Μάρκο Βαφειάδη, ο οποίος δεν
του έκρυψε ότι θα με στείλει στρατοδικείο. Με την προτροπή του σ. Αλέκου φόρεσα ξανά την εξάρτηση
και έφυγα να παρουσιαστώ στην Ομάδα Μεραρχιών, συγκεκριμένα στον καπετάνιο της Μάρκο.

Έξω από το γραφείο του στρατηγού ένοιωσα μια ταραχή, κάποιοι φόβο, καθώς αναλογίστηκα τις ευθύνες
μου. Τι άραγε να αντιμετώπιζα; Πώς θα με έκρινε ο στρατηγός; Ο υπασπιστής με έμπασε χτυπώντας με
ελαφρά στην πλάτη. Στάθηκα προσοχή και χαιρέτησα τον στρατηγό. Ο σ. Μάρκος, όρθιος, γύρισε και με
κοίταξε αυστηρά, ένοιωσα χαμένος καθώς διέκρινα στο πρόσωπό του μια σκληράδα. Γύρισα τα μάτια μου
αλλού και τότε διαπίστωσα ότι δεν είμαστε μόνοι. Σε μια πολυθρόνα, στ’ αριστερά του γραφείου του
στρατηγού, καθόταν ένας ιερωμένος με αποφασιστικό πρόσωπο. Δεν δυσκολεύτηκα ν’ αναγνωρίσω τον
Μητροπολίτη Κοζάνης. Με κοίταξε κι’ αυτός αλλά η ματιά του έπεφτε πάνω μου γαλήνια, σαν χάδι, και,
πράγμα περίεργο, ο φόβος μούφυγε, θάρρεψα. Η φωνή του στρατηγού αντήχησε σαν κανονιά.

– Ξέρεις τι έκανες; Θα σε στείλω στρατοδικείο γι’ αυτό. Θα βάλεις φωτιά στη Θεσσαλονίκη. Πόσο χρονών
είσαι; Ποιος σε τοποθέτησε σ’ αυτό το πόστο;

Τα έλεγε γρήγορα, φανερά ταραγμένος, χωρίς να περιμένει απάντηση. Στράφηκε προς τον Μητροπολίτη
και είπε:

Αυτοί Σεβασμιώτατε δυναμιτίζουν τις προσπάθειες που καταβάλουμε να κρατήσουμε τη φωτιά του
πολέμου μακριά, αλλά δεν θα τους περάσει, έχουν γνώση οι φύλακες.

Απότομα στράφηκε σε μένα

– Λέγε, σ’ ακούω. Θέλω την αλήθεια. Γιατί πυροβόλησες τους Άγγλους;

Είχε πλησιάσει τόσο που ένιωθα την αναπνοή του στο πρόσωπό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαρρετά
του ανέφερα για την πρώτη τους «επίσκεψη» και τη σημερινή τους απόπειρα, χωρίς να προσθέσω ή να
κρύψω το παραμικρό. Ανέλαβα την ευθύνη της πράξης μου, λέγοντας ότι σε καμιά περίπτωση δεν θ’
άφηνα τους «συμμάχους» στον χώρο ευθύνης μου να ταπεινώσουν το κίνημα με τέτοιου είδους πράξεις ή
αφοπλισμούς και απαγωγές συναγωνιστών μας. Έβγαλα από την τσέπη μου λίγες από τις αντιΕΑΜικές
προκηρύξεις που ’χα πάρει από το τζιπ και του τις έδωσα.

Ορίστε συναγωνιστή, είναι τα ραβασάκια που μοίραζαν οι «σύμμαχοι».

Απόρησα και εγώ με το θράσος μου. Τον είδα να κοκκινίζει, καθώς διάβαζε τις προκηρύξεις και να κουνά
χαρακτηριστικά το κεφάλι. Στράφηκε προς τον Μητροπολίτη και κάπως στεναχωρημένος είπε:

– Να δούμε τώρα τι θα πει ο άλλος!

Ο «άλλος» ήταν ο Άγγλος ταγματάρχης που έφθασε σε λίγο. Ήταν νεαρός, μιλούσε σχετικά καλά
ελληνικά κι αν κρίνω από το δίκωχό του, ήταν Σκοτσέζος, ή θανήκε σε τάγμα Σκοτσέζων. Νευρικός, χωρίς
να σεβαστεί την παρουσία του Δεσπότη, άρχισε να διαμαρτύρεται.

– Τι είναι αυτά που κάνετε; Έτσι φέρονται στους συμμάχους; και άλλα τέτοια ευτράπελα.

Πήγαινε κι ερχόταν στο γραφείο παριστάνοντας τον πολύ στεναχωρημένο. Αλλά ο Μάρκος είχε αλλάξει,
δ εν ήταν αυτός που είχα αντικρύσει εγώ, ήταν τώρα πολύ διαφορετικός. Μ ε ευγένεια, σοβαρά και με
αποφασιστικό ύφος τον αναγκάζει να σταματήσει το «μουρμουρητό» του.

- Ιδού ο δράστης, Ταγματάρχη, είπε και με έδειξε με τον δείκτη του χεριού του.

Αυτός, ξαφνιασμένος, ίσως για την ηλικία μου, για λίγο θυμωμένα ζήτησε να μάθει γιατί πυροβόλησα το
τζιπ που διέσχιζε το δρόμο προς τη μονάδα που είχε το Αμερικανικό Κολλέγιο. Τον κοίταζα αμίλητος όση
ώρα έλεγε το παραμύθι, αλλά μέσα μου έβραζα. Πόσο θάθελα εκείνη τη στιγμή να του πω κατάμουτρα
πόσο ψεύτης είναι και πόσο σύμμαχοι μας, αλλά, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, κατάλαβα τη
σοβαρότητα της ώρας και το βούλωσα.

Όση ώρα έπαιζε θέατρο ο Άγγλος ένιωθα το βλέμμα του Δεσπότη στραμμένο επάνω μου.

– Γι’ αυτό τον έχω εδώ, τον διέκοψε ο συναγωνιστής Μάρκος. Ν’ ακούσουμε όλοι γιατί δημιούργησε ένα
τόσο σοβαρό και λυπηρό επεισόδιο.

Γύρισε προς το μέρος μου και προστακτικά μου λέει:


– Λέγε:

Και εγώ τα είπα. Ήρεμα, χωρίς τον πιο μικρό φόβο, τους είπα όπως έγινε το επεισόδιο, για την
προκλητική, βίαιη διαγωγή των επιβατών του τζιπ. Του έδωσα και μια προκήρυξη από αυτές που
μοίραζαν και στις οποίες διέκρινα καθαρά πως μας έβλεπαν και πως μας αντιμετώπιζαν οι «σύμμαχοι».

Καθώς αναφερόμουν στο επεισόδιο, ο Άγγλος διαρκώς διαμαρτυρόταν λέγοντάς με ψεύτη και ότι, για να
δικαιολογηθώ, αραδιάζω ένα σωρό ψέματα. Όταν όμως ανάφερα στοιχεία του τζιπ και μονάδα που
ανήκει και ζήτησα για την αλήθεια των όσων είπα να πάμε αυτή τη στιγμή –πριν προλάβει αυτός να
ειδοποιήσει την μονάδα κι εξαφανίσουν κάθε στοιχείο– να βρούμε το τζιπ και συγκεντρώνοντας τους
άνδρες της μονάδας να αναγνωρίσω και τους επιβάτες του, άλλαξε τακτική. Ζήτησε πίστωση χρόνου να
«ενεργήσει έρευνα» γιατί δεν μπορούσε να δεχθεί ότι έλεγα την αλήθεια. Δεν έπαψε όμως ούτε στιγμή να
ζητά, άχρωμα τώρα, την τιμωρία μου. Είχε έρθει σε δύσκολη θέση, καθώς ο στρατηγός επέμενε στη
πρότασή μου (για επίσκεψη στη μονάδα τους).

Δεν διέφυγε από κανένα η ταραχή του, γι’ αυτό ο συναγωνιστής Μάρκος μαλακά και με μεγάλη δόση
πολιτικότητας, του σύνεστησε να αποφεύγουν τέτοιου είδους προκλήσεις για το καλό όλων μας.

– Ταγματάρχη, ας κάνουμε ότι είναι δυνατό για να μη γίνει στη Θεσσαλονίκη ότι στην Αθήνα, είναι
χρέος μας.

Ο Ταγματάρχης δεν απάντησε, χαιρέτησε και βιαστικός όπως ήρθε, έφυγε. Η δίλεπτη σιωπή που
ακολούθησε διακόπηκε από τον σ. Μάρκο.

– Και τώρα, μαζί σου συναγωνιστή, ήρθε η σειρά να τα πούμε οι δυο μας και φυσικά να σε στείλω κατ’
ευθείαν στο στρατοδικείο.

Κοφτά και αυστηρά εξετόξευσε τους κεραυνούς του. Προσπαθούσα κοιτώντας τον να ανακαλύψω πόσο
θυμωμένος ήταν μαζί μου, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ψυχρός, ανέκφραστος, δεν άφηνε περιθώρια μελέτης
των αισθημάτων που των κατείχαν. Αλλά πράγμα περίεργο κι εγώ δεν ένοιωθα καμιά ανησυχία παρά τη
δύσκολη θέση μου. Το κτύπημα του τηλεφώνου τον υποχρέωσε να σηκώσει το ακουστικό. Κάθισε βαρύς
στην πολυθρόνα του γραφείου του, φανερά ενοχλημένος που τον διέκοψαν και άχρωμα είπε το
«εμπρός». Αμέσως όμως όλα άλλαξαν. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, πήρε χαρούμενη όψη, ακόμη και τα
μάτια του γελούσαν, καθώς τα είχε στραμμένα συνεχώς σε μένα.

Απαντούσε μονολεκτικά, «Ναι», «καλά», «ωραία», «έτσι» «συμφωνώ». Όταν έκλεισε το τηλέφωνο
κατάλαβα ότι πράγματι όλα είχαν αλλάξει. Ήμουν σίγουρος ότι το τηλεφώνημα με αφορούσε, ήταν για
μένα. Κάποιος, ή κάποιοι ενημέρωναν τον συναγωνιστή Μάρκο και σίγουρα «αυτός» ή «αυτοί» ήταν
σύντροφοι υπεύθυνοι, δεν χώραγε αμφιβολία. Το κτύπημα στην πλάτη και το πλατύ χαμόγελό του
σφράγισαν την συνάντηση.

– Πάνε στο καλό και θα φροντίσω ν’ αλλάξεις πόστο νεαρέ συναγωνιστή. Και για να τελειώσω, σου
συνιστώ νάσαι προσεκτικός, πολύ προσεκτικός, τάκουσες;

Τάκουσα, και με το παραπάνω, γιατί δεν το κρύβω, είχα ήδη καταλάβει τι παιζόταν από εκείνη την
πράξη μου.

– Μάλιστα συναγωνιστή. Σου υπόσχομαι να είμαι προσεκτικός, είπα και στάθηκα προσοχή.

Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν από την πολυθρόνα του σηκώθηκε ο μέχρι την στιγμή εκείνη σιωπηλός
Δεσπότης. Θα τον θυμάμαι ως το τέλος της ζωής μου. Πλησίασε, άπλωσε το χέρι του και αφού μου
χάϊδεψε το κεφάλι με τη βαριά, μπάσα φωνή του τον άκουσα πούλεγε.

– Είσαι τόσο νέος, Θεέ μου. Άλλοι στην ηλικία σου και σ’ άλλους καιρούς θα ’παιζαν τόπι, ή άλλα
παιχνίδια. Σε σένα και σ’ άλλους σαν και σένα τα γεγονότα, η φρικτή σκλαβιά της πατρίδας ανάτρεψαν
το φυσιολογικό μεγάλωμά σας. Σας φόρτωσε ευθύνες, που πιο βαριές απ’ όσες μπορούσατε να σηκώσετε,
και όμως, τα καταφέρατε. Είστε άξιοι της πατρίδας. Άξια γενιά. Τα καταφέρατε τόσο καλά εσείς οι μικροί!
που αφήσατε άφωνους εμάς τους «μεγάλους». Εύγε παιδί μου! Θάθελα όμως κι εγώ να σου πω κάτι που
ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσεις. Φρόντιζε να είσαι ήρεμος όταν παίρνεις αποφάσεις και ποτέ γρήγορα, ποτέ
αυθόρμητα, αλλά μόνο ύστερα από σκέψη, πολλή σκέψη. Έχε την ευχή του Θεού παιδί μου.

Μέχρι σήμερα, σαράντα τόσα χρόνια τώρα, δεν θα ξεχάσω την όμορφη, γαλήνια αυτή μορφή του
Μητροπολίτη Κοζάνης και τα λόγια του αντηχούν μέσα μου σαν όμορφη μουσική.

Κλείνοντας και αυτή την παρένθεσή μου –υπόθεση Εγγλέζων– όπως και πιο μπροστά ανέφερα, θάθελα να
γράψω ότι και την ημέρα που θύμιζα στον συν. Μάρκο, που και πως συναντηθήκαμε, είπα μέσα μου.
«Μήπως θάταν καλύτερα νάναβε το πελεκούδι τότε; από εκείνο το επεισόδιο;» Έτσι δεν θα φθάναμε τώρα
στην καταραμένη συμφωνία και στην ταπείνωση. Αλλά και μια άλλη σκέψη με βασάνιζε. «Ποιο θάταν το
κόστος της σύγκρουσης; Είχε άλλα περιθώρια αιμορραγίας ο ηρωικός λαός μας; Τέσσερα χρόνια θυσίας
δεν ήταν αρκετά;»

Ομολογώ ότι ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να πω τι πραγματικά έπρεπε να γίνει, τι ήταν σωστό. Όλα
μέσα μου ήταν μπερδεμένα, θολά, δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τα γεγονότα, ήταν κάτι παραπάνω από
τις δυνάμεις μου. Εκείνο που ήταν ξεκάθαρο ήταν το άμεσο μέλλον μας. Ήδη τα πρώτα μηνύματά του
φθάσανε στο κλιμάκιο. Ενώ οι στίβες των τιμημένων όπλων μεγάλωναν καθώς οι παραδόσεις των
συνεχιζόταν επέστρεφαν με σπασμένα κεφάλια, ξυλοδαρμένοι, πολλοί συναγωνιστές μας, που αφού
παρέδωσαν τον οπλισμό τους γύριζαν στα σπίτια τους όπως απαιτούσε η «συμφωνία». «Με μελανά
χρώματα περιέγραφαν την επίθεση που δέχθηκαν, άοπλοι οι τιμημένοι αγωνιστές, από την αντίδραση,
παλιούς ταγματαλήπτες και καιροσκόπους αλήτες. Οι σύμμαχοι; Ε, αυτοί, σωστοί «τζέντλεμεν» δεν
έβλεπαν τίποτα, όταν δεν βοηθούσαν και αυτοί στην «υποδοχή».

Οι Οργανώσεις φρόντιζαν να κρύβουν, όσο μπορούσαν, τέτοια περιστατικά, για ευνόητους λόγους;, αλλά
όλο και κάτι γινόταν γνωστό. Στο κλιμάκιο μαθαίναμε τα πάντα με λεπτομέρειες, γι’ αυτό άρχισαν
ορισμένοι να αντιδρούν. Μέσα σ’ αυτούς κι εγώ. Δεν θα παρέδιδα το πιστόλι μου για κανένα λόγο, σε
καμιά περίπτωση. Δεν τόκρυψα, το φώναζα δυνατά, να το ακουσουν όλοι, και πιο πολύ οι υπεύθυνοι.

Τάκουσαν πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμουν και η αντίδρασή τους ήταν ακόμη πιο γρήγορη.

Εκείνο το πρωινό ο σ. Δάφνης, ξεπερνώντας τον γνώριμό μας Δάφνη, μούδωσε να καταλάβω πόσα
απίδια παίρνει ο σάκκος. Ύστερα μούκανε μάθημα πειθαρχίας και ήθους του λαϊκού αγωνιστή. Όλα
σωστά, πράγματι, αλλά σε άλλες περιπτώσεις… Του είπα ότι δεν μπορούσα να βρεθώ άοπλος ανάμεσα
στους αντιπάλους μας, ούτε ήταν δυνατό να γυρίσω σπίτι μου. Το μίσος ενάντιά μου για την δράση μου
κατά των ντόπιων προδοτών –ήταν τέτοιο που πράγματι η θανάτωσή μου ήταν σίγουρη. Θα με σκότωναν
στην πρώτη κιόλας επαφή μας. Δεν ήθελε πολύ να με καταλάβει, αλλά βλέπετε ήταν κομματική απόφαση.

Την άλλη μέρα με κάλεσαν στο Μακεδονικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. Πήγα. Ήταν η πρώτη φορά που
επισκεπτόμουν το ανώτερο όργανο του Κόμματος στη Μακεδονία. Με δέχθηκε ο σ. Σινάκος, ο οποίος
αφού είπε δύο λόγια τυπικά, έδωσε το λόγο σε κάποιον άγνωστο για μένα σύντροφο.

– Σε καλέσαμε εδώ σύντροφε γιατί θέλουμε να μας δώσεις ένα κατάλογο με τα ονόματα των συντρόφων
της Οργάνωσής σας που βρίσκονται τώρα στις περιοχές Νάουσας, Έδεσσας και Βέροιας. Μέχρι αύριο σε
παρακαλώ να τον έχω. Είναι ανάγκη.

Απόρησα, υπήρχαν άλλοι πιο υπεύθυνοι από μένα γι’ αυτό, γιατί λοιπόν εγώ νάδινα τον κατάλογο και
όχι οι «μεγάλοι»;

Τούπα τη σκέψη πούκανα και ζήτησα μια απάντηση. Γέλασε. «Τελειώσαμε» μούπε, και σηκώθηκε όρθιος.
Την ώρα που άνοιγα την πόρτα, τον άκουσα που φώναζε.

– Αύριο το αργότερο σύντροφε. Σύμφωνοι;

Το απόγευμα της επόμενης ημέρας είχαν στα χέρια τους την κατάσταση. Δύο μέρες μετά, την 22α του
Φλεβάρη, με ειδοποίησαν ότι την επόμενη και στις δέκα το πρωί να βρίσκομαι στο Μακεδονικό Γραφείο,
με τα «πράγματά» μου.

Ποια πράγματα, σκέφθηκε, εκτός από τα ρούχα που φορούσα, δεν είχα ούτε δεύτερο μαντήλι. Ας είναι.

Πράγματι, στις δέκα ήμουν στο Μακεδονικό Γραφείο. Στη σάλλα του συνάντησα ένα γνώριμό μου από
την Πολιτοφυλακή Θεσσαλονίκης, τον Δικηγόρο Γεώργιο Τάντο. Μόλις με είδε ήρθε κοντά μου.

– Σε περίμενα, μου είπε. Θάρθουν σε λίγο και οι άλλοι.

«Άλλους» φυσικά εννοούσε τους συναγωνιστές που ανέφερα στον κατάλογο.

– Τι συμβαίνει σ. Γιώργη, τον ρώτησα.

– Το κόμμα αποφάσισε να προστατέψει όσους από μας κινδυνεύει η ζωή τους αν γυρίσουν πίσω. Γι’ αυτό
θα μας στείλει σε πόλεις που θάμαστε άγνωστοι. Πιστεύει ότι σύντομα θα επικρατήσει ηρεμία και τότε
άφοβα και σίγουρα θα δώσει εντολή να γυρίσουμε στα σπίτια μας.

Τάπε γρήγορα, σαν νάλεγε το ποίημα.

– Τάπε γρήγορα, σαν νάλεγε ποίημα.

– Μάζεψε στην αυλή και τα άλλα τα «παιδιά» που θα έρθουν, γιατί στις δώδεκα πρέπει να φύγουμε,
συνέχισε.

Έτσι έγινε. Τα παιδιά μαζεύτηκαν στην αυλή. Έδειχναν ανήσυχοι, οι ερωτήσεις φανέρωναν αναστάτωση,
δεν τους άρεσε αυτή η συγκέντρωση. Για να τους ησυχάσω τους είπα όσα άκουσα πριν λίγο από τον σ.
Τάντο, για προστασία και τέτοια…… Ανάμεσα στα «παιδιά» ήταν και οι αγαπητοί μου σύντροφοι
Χρήστος και Παναγιώτης. Η χαρά από την συνάντηση ήταν μεγάλη. Ξεχάσαμε τα πάντα. Καθήσαμε σε
ένα πάγκο του κήπου και κάναμε όνειρα. Η πικρία τους όμως ήταν φανερή. Φρόντισα με καλαμπούρια ή
αναφορές σε εύθυμα επεισόδια, που συνέβηκαν τις μέρες της σκλαβιάς, να τους αλλάξω τη διάθεση.

Το παλιό λεωφορείο σταμάτησε στην πόρτα, έξω από το Μ. Γραφείο. Σε σύντομο διάστημα –δεν θάχαν
περάσει ούτε δέκα λεπτά– ήμασταν επιβάτες του. Ο σ. Τάντος ζήτησε απ’ όλους μας να επιβιβαστούμε
γρήγορα γιατί έπρεπε ν’ αναχωρήσει αμέσως, σύμφωνα με την εντολή του Κόμματος. Όταν μερικοί από
τους συναγωνιστές, κυρίως καπεταναίοι, ζήτησαν να μάθουν για που θα πηγαίναμε, ο σ. Τάντος, με
μεγάλη δόση διπλωματίας, απάντησε δυνατά για να ακουστεί απ’ όλους:

– Ακόμα δε μου δόθηκε από το Γραφείο το δρομολόγιο, μόλις μάθω κάτι θα σας το ανακοινώσω, αν μου
επιτραπεί βέβαια πρόσθεσε.

Η απάντηση δεν ήταν αυτή που περιμέναμε. Δεν μας άρεσε ο συνωμοτικός τρόπος που εφαρμόζει το
Κόμμα τις στιγμές αυτές, αλλά δεν γίνεται και αλλιώς. Καθώς, ένας-ένας, ανέβαιναν στο λεωφορείο οι
συναγωνιστές, που σαν κι εμένα είχαν κληθεί από το Κόμμα για «προστασία» κάρφωσα τα μάτια μου
πάνω τους. Παλικάρια καπεταναίοι γνωστοί για τη δράση τους, κατά των κατακτητών και των ντόπιων
συνεργατών τους, ήρωες της Αντίστασης, έδειχναν καθαρά ότι πειθαρχούσαν στο Κόμμα, αλλά δεν
συμφωνούσαν με τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Άτρομοι, σφυρηλατημένοι στο αμόνι και στη φωτιά του
πολέμου, προτιμούσαν την αντιπαράθεση από το κρυφτό του συνωμότη, του παρανόμου. Στους επιβάτες
διέκρινα συμπολεμιστές μου και άλλους γνωστούς απ’ την Θεσσαλονίκη συναγωνιστές. Τον αξέχαστο
«Οδυσσέα», Λέανδρο το πραγματικό του, (επίθετο δεν θυμάμαι), ήταν υπάλληλος στα γραφεία
Νομομηχανικού Θεσσαλονίκης λογιστής. Τον Θανασάκη Παπαδόπουλο, (αυτοκτόνησε στο Μπούλκες),
τολμηρό παλικάρι, πούκανε αρκετή ζημιά στους προσκυνημένους. Τον Μόσχο, τον Αχιλλέα Συρά,
θαυμάσιο αγωνιστή των ανατολικών συνοικιών, και άλλους που φυσικά γνώριζα μόνο τα μικρά ονόματά
τους, (κι αυτά μπορεί νάταν ψευδώνυμα) που θάναι πλεονασμός ν’ αναφέρω στο γραπτό μου. Σε κάποιο
άλλο σημείωμά μου, αφού συγκεντρώσω όσα στοιχεία μπορέσω, θαναφερθώ και στους ήρωες αυτούς με
τον σεβασμό που τους αξίζει.

Το λεωφορείο ξεκίνησε στις μία το μεσημέρι. Ο ήλιος ήταν δυνατός, έκαιγε, κι ας ήταν Φλεβάρης. Ήταν
υπέροχη μέρα. Από τα παράθυρα βλέπαμε να περνάνε ένα ύστερα από το άλλο, τα καταστραμμένα
χωριά μας, που οι κάτοικοί τους τώρα κάνανε προσπάθειες να τους δώσουν τουλάχιστον μια ήρεμη,
ειρηνική όψη.

Το λεωφορείο πηγαίνει αργά γιατί εδώ οι δρόμοι είναι κατεστραμμένοι, γεμάτοι λάκκους και πέτρες. Το
ρίξαμε στο τραγούδι. Η παράφωνη χορωδία μας δεν άφησε τραγούδι για τραγούδι αντάρτικο, και όταν
το ρεπερτόριό της εξαντλήθηκε, οι πιο ρομαντικοί θυμήθηκαν τα παλιά ερωτικά που λέγαν στα γλέντια,
στα «πάρτυ» όπως ονόμαζαν στην Κατοχή τα γλέντια.

Ήταν ανάγκη εκείνη την ώρα το τραγούδι, έτσι ξεδίναμε, ξεχνούσαμε. Γιατί το να θυμάσαι τώρα, ότι και
αν θυμηθείς, σου κάνει κακό, σε στεναχωρεί.

Περάσαμε την Έδεσσα χωρίς να σταματήσουμε και αυτό μας έκανε να σκεφθούμε «γιατί άραγε;».

Ρωτήσαμε τον κ. Τάντο και του ζητήσαμε να κάνουμε μια στάση, για ξεμούδιασμα τούπαμε. Έκανε τάχα
πως ξαφνιάστηκε από την ερώτηση.

– Ναι, θα του πω του οδηγού να σταματήσει όπου αυτός να νομίσει καλύτερα, μας είπε χαμογελώντας.

Δεν έπεισε όμως κανένα με την «αφέλειά» του. Καταλάβαμε όλοι ότι κάθε άλλη ερώτηση ήταν περιττή,
ανώφελη.

Ήταν θεοσκότεινα όταν το λεωφορείο σταμάτησε στην πλατεία του χωριού. Οι συναγωνιστές που είχαν
ρολόι είπαν ότι η ώρα ήταν οκτώ, αλλά το σκοτάδι πέφτει νωρίς τους μήνες του χειμώνα, γι’ αυτό εμάς
μας φάνηκε ότι ήταν περασμένη η ώρα.

Πρώτοι κατέβηκαν ο σ. Τάντος –επικεφαλής της αποστολής– και η γυναίκα του.

– Κατεβήτε, είπε ήρεμα.

Αμέσως σχεδόν είχαμε κυκλωθεί από νέες και νέους του χωριού που πιάνοντάς μας από τα χέρια μας
σέρναν στο χορό πούχαν στημένο στην άκρη της πλατείας, δίπλα στη λέσχη της Ε.Π.Ο.Ν.

Ήταν 23 του Φλεβάρη, ημέρα γιορτής της Ε.Π.Ο.Ν., τότε το θυμηθήκαμε. Δεν χορέψαμε. Δεν ήταν ώρες
για τέτοια. Οι νέοι δεν επέμεναν, μόνο μας κύτταζαν κάπως με απορία, γιατί δεν μπορούσαν να
εξηγήσουν τη σύναξη τόσων καπεταναίων την ώρα αυτή στο χωριό τους.

Εμείς χωθήκαμε σε ένα καφενείο, ύστερα από υπόδειξη του σ. Τάντου. Γρήγορα, πολύ γρήγορα, κάπως
περίεργα, η μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί των νέων σταμάτησαν. Τη γιορταστική ατμόσφαιρα
διαδέχτηκε η σιωπή. Μια ησυχία απόλυτη απλώθηκε στην πλατεία. Δεν ήταν τόσο αργά, για να
σταματήσουν, αναρωτηθήκαμε. Αλλά τώρα τίποτα δεν μας φαινόταν περίεργο, συνηθίζαμε.

Ζητήσαμε να πιούμε, αν υπήρχε φυσικά, καφέ ή τσάϊ, μα δεν έγινε τίποτα, το καφενείο δεν διέθετε
ζάχαρη. Τότε μάθαμε ότι είμασταν στο Ξυνό Νερό, ένα κεφαλοχώρι του νομού Φλωρίνης, ακουστό για το
νερό του. Είχαμε χωριστεί σε παρέες και συζητούσαμε. Όλοι σχεδόν προσπαθούσαμε ν’ απαντήσουμε στα
ερωτήματα, «πού θα μας πήγαιναν;», «πώς άραγε σκόπευε να μας χρησιμοποιήσει το Κόμμα, σ’ αυτή τη
φάση;», όταν μπήκε στο καφενείο ο συναγωνιστής.

Καθώς η συζήτηση είχε «ανάψει», οι περισσότεροι δεν τον αντιλήφθηκαν.

– Συναγωνιστές, σας παρακαλώ.

Η φωνή του σ. Τάντου που συνοδεύονταν με κτύπημα των χεριών (παλαμάκια), μας έκανε να στραφούμε
προς το μέρος του. Τότε τον είδαμε. Μέτριος στο ανάστημα, μελαχροινός –ίδιος γύφτος– με μια στολή,
νομίζω γκριζοπράσινη, εξάρτηση και ύφος τουλάχιστον τριών στρατηγών, στεκόταν δίπλα στον Τάντο.

Τον κυττάξαμε με απορία. Ποιος ήταν; Τι να ήθελε ο παράξενος συναγωνιστής αυτή την ώρα; Οι πιο
πολλοί είχαμε στρέψει τα μάτια μας στο δίκωχό του, που στη θέση πούχαν τα δικά μας το σήμα του
Ε.Λ.Α.Σ. (τα γράμματα Ε.Λ.Α.Σ.) ή το Ε.Π. της Πολιτοφυλακής, είχε ένα κόκκινο αστέρι με
σφυροδρέπανο. Φυσικά με την αφέλεια που είχαμε –ευπιστία ας πούμε– σκεφθήκαμε ότι θα ανήκε σε
σλαβόφωνο τμήμα που είχε η περιοχή (νομίζω ένα Λόχο).

– Συναγωνιστές, ξηλώστε αμέσως από τις στολές σας αστέρια, σήματα και κάθε τι που φανερώνει το
βαθμό σας και που ανήκετε. Οι στολές δεν πρέπει να προδίδουν ούτε βαθμούς, ούτε τις Υπηρεσίες που
ανήκει ο καθένας μας, μας είπε με την γνωστή προφορά των σλαβοφώνων.

Παγώσαμε, βουβαθήκαμε για λίγα λεπτά της ώρας. Μετά άρχισαν οι αντιδράσεις. «Τι συμβαίνει; Γιατί
τόση μυστικότητα;» Οι καπεταναίοι, πειραγμένοι από την μεταχείριση, απαιτούσαν από τον σ. Τάντο
εξηγήσεις. Θεωρούσαν πως το κόμμα τους μείωνε, αφού με τον τρόπο αυτόν έδειχνε πως δεν τους είχε
εμπιστοσύνη. «Τα χρειάστηκαν» και ο Τάντος, αλλά και ο «στρατηγός», παρατσούκλι, που κολλήσαμε
αμέσως στον παράξενο συναγωνιστή. Δύσκολα, αλλά τελικά ο σ. Τάντος μας μίλησε για την εφαρμογή
του σχεδίου «μεταφοράς και απόκρυψης» μας που άρχιζε τώρα αμέσως.

– Είναι ανάγκη κανείς, μα κανείς, ούτε οι άνθρωποι των Οργανώσεών μας, να γνωρίζουν ποιοι είναι οι
επισκέπτες. Φίλοι, πρέπει να ξεχάσουμε και οι ίδιοι ποιοι είμαστε, αν θέλουμε να πετύχει η παραπλάνηση
του εχθρού. Κάντε λοιπόν ότι σας λέει ο συναγωνιστής, που από τώρα θα είναι ο οδηγός μας.

Αυτό ήταν, άρχισε το ξήλωμα κάθε διακριτικού. Θα είχαν περάσει τρεις, και τέσσαρες ώρες, δηλαδή θα
ήταν γύρω στις μία μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο σ. Τάντος μας ζήτησε να βγούμε ανά τρεις από το
καφενείο. Απόλυτη ησυχία. Οι κάτοικοι του χωριού έχουν κοιμηθεί από ώρα. Βγαίνουμε «ανά τρεις»,
όπως είπε και ο συναγωνιστής Τάντος, και αμέσως μας υποδείχνουν να μπούμε, να τρυπώσουμε, να
μπούμε καλύτερα στις καρότσες κάποιων στρατιωτικών φορτηγών αυτοκινήτων πούταν σταματημένα
πιο κάτω.

Τα αυτοκίνητα ήταν Τζιπ-Ντόιτς, αγγλικά με τη μικρή φορτηγική καρότσα, που είχε πάρει λάφυρα ο
Ε.Λ.Α.Σ. στην Αθήνα.

Μπήκαμε στην καρότσα που μας δείξανε. Πρέπει να πω ότι δεν καθήσαμε, αλλά στιβαχθήκαμε. Δεν
έφταιγε το μικρό μέγεθος της καρότσας, είχαν βάλει και μέσα ένα βαρέλι και τον εφεδρικό τροχό του.
Όταν λοιπόν, για να μας χωρέσουν όλους, μας μοίρασαν στ’ αυτοκίνητα, έγινε το «σώσε». Ούτε σαρδέλες
νάμαστε. Το κεφάλι μου βρέθηκε στα πόδια άλλου, ενώ τα δικά μου πίεζαν το πρόσωπο άλλου «τυχερού»
επιβάτη.

Διαμαρτυρήθηκαμε μάταια. Ενώ προσπαθούσαμε να καθήσουμε κάπως υποφερτά, νοιώσαμε να δένουν


τον μουσαμά της καρότσας. Αυτό μας έλειπε. Είμασταν «πακεταρισμένοι». Η δυσφορία μεγάλωσε.
Κάποτε τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν. Μέσα στην καρότσα η συζήτηση για το πού μας πάνε ξανάρχισε
ζωηρή.

– Μην ανησυχείτε, τους είπα, γνωρίζω τα μέρη εδώ.

Απόρησαν και μου ζήτησαν να τους πω, πως θα κατάλαβαινα που πάμε, αφού πακεταρισμένοι όπως
είμασταν δεν βλέπαμε ούτε τον διπλανό μας.

– Κυττάξτε, τους είπα, από εδώ ξεκινάνε δύο δρόμοι. Ο ένας πάει στη Φλώρινα, ο άλλος στην Κοζάνη.
Από την απόσταση και από την κατάσταση του δρόμου θα καταλάβουμε την κατεύθυνση.

Σαν να με πίστεψαν, γιατί μου ζήτησαν να τους πληροφορήσω, αν καταλάβω κάτι. Έστησα το αυτί μου
για ν’ ακούσω τον θόρυβο που κάνανε τα λάστιχα, για να «δω» αν πατάμε σε χωματόδρομο ή άσφαλτο.
Είναι χαρακτηριστικός ο ήχος που βγάζουν τα λάστιχα όταν κυλούν σε δρόμο στρωμένο σε άσφαλτο.

Ναι, το αυτοκίνητο έτρεχε πάνω σε άσφαλτο, που σήμαινε ότι είχαμε πάρει τη δημοσιά που οδηγούσε στο
σταυροδρόμι των δύο δρόμων, Φλώρινας-Κοζάνης. Αν λοιπόν σταματούσαμε σε μια περίπου ώρα, θα
έπρεπε να είμαστε στη Φλώρινα, (η απόσταση Ξυνού Νερού – Φλώρινας είναι περίπου τριάντα
χιλιόμετρα), αν όμως συνεχίζαμε, τότε, χωρίς αμφιβολία, οδεύαμε για την Κοζάνη.
Αφοσιωμένος στην προσπάθεια, «ν’ ακούσω» τα λάστιχα και να υπολογίζω, ξεχάστηκα.

– Ε΄ συναγωνιστή, τι γίνεται; Πού πάμε, μου φώναξαν.

Η ώρα είχε περάσει, και το τράνταγμα του αυτοκινήτου, που μας ταλαιπωρούσε, έδειξε ότι βαδίζουμε σε
ανώμαλο δρόμο, και η Φλώρινα μάλλον δεν ήταν ο τόπος φιλοξενίας μας.

Η φάλαγγα σταμάτησε. Ένα μακρυνό στοπ μας φάνηκε πως ακούσαμε.

– Σσσσ…. Σιγά, πάψτε να μιλάτε, έστω και χαμηλόφωνα, μας πρόσταξε ο σ. «στρατηγός», περνώντας έξω
από τα σταματημένα αυτοκίνητα.

Συμμορφωθήκαμε, δεν γινόταν διαφορετικά. Κάτι μακρινές ομιλίες, κι ο ήχος βημάτων, σπάνανε την
ησυχία που επικρατούσε. Θα πέσαμε σε κανένα φυλάκιο του Ε.Λ.Α.Σ. (ακόμη υπήρχε στην περιοχή), είπε
κάποιος. «Έτσι θάναι πρόσθεσε ένας άλλος, τόσο σιγά, που μόλις ακούστηκε.

Τ’ αυτοκίνητα ξεκίνησαν πάλι. Το σκαμπανέβασμα συνεχιζόταν. Πού άραγε πηγαίναμε; Μάλλον στην
Κοζάνη, είπα, μα νομίζω ότι τώρα ούτε εγώ το πίστεψα. Μετά από ώρες, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες,
«άκουσα» τον ήχο που βγάζουν τα λάστιχα σε δρόμους στρωμένους με πέτρα (καλντερίμι). Αλλά ένοιωσα
και τον ελαφρύ κυματισμό τους. Μπήκαμε σε πόλη, ήταν σίγουρο. Φθάσαμε στην Κοζάνη, φώναξα στους
συντρόφους μου, βέβαιος ότι είμαστε εκεί, γιατί η πόλη αυτή είχε δρόμους με καλντερίμια. Σταματήσαμε.
Η φωνή του «στρατηγού» ακούστηκε σιγανή, έξω από τον μουσαμά.

– Όταν σας πούμε, θα πηδάτε ένας-ένας και θα μπαίνετε γρήγορα-γρήγορα στην ανοικτή πόρτα, που
είναι ακριβώς απέναντί σας. Τώρα τσιμουδιά.

Δεν άντεξα άλλο, έβγαλα τον σουγιά μου και χάραξα τον μουσαμά που ώρες τώρα μας κράταγε στα
σκοτάδια, μας είχε πλακώσει τις καρδιές. Έβαλα το μάτι μου στη σχισμάδα που σχηματίσθηκε, να δω
επιτέλους έξω.

Είχε ξημερώσει, έβλεπες καθαρά. Τότε είδα… Είδα και νόμισα πως ονειρευόμουν. Τάχασα, έμεινα
άφωνος… Οι σύντροφοί μου που με παρακολουθούσαν απόρησα. Τι να μου συνέβηκε, σκέφθηκαν. Τι
τρέχει, τι έπαθες, μου λέγει ο Χρήστος που ανησύχησε περισσότερο από όλους.

– Είμαστε στη Γιουγκοσλαβία, ψιθύρισα σαν χαμένος.

Το χαστούκι που μούδωσε κάποιος συναγωνιστής ήταν το μόνο πράγμα που δεν περίμενα.

– Να για να μάθεις ότι και τ’ αστεία έχουν όρια, μου είπε νευριασμένα.

Του άρπαξα το κεφάλι και το κόλλησα στο άνοιγμα. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το ίδιο που είχα
αντικρύσει πριν από λίγο κι’ εγώ, επιγραφές των καταστημάτων γραμμένες ΣΛΑΒΙΚΑ.

– Όπως βλέπεις, δεν ήταν αστείο, είπα και κατέβασα το κεφάλι μου, για να μη δουν την έκφραση που είχε
το πρόσωπό μου.

Στη Γιουγκοσλαβία…. Στο Μοναστήρι. Εδώ λοιπόν ήταν η πόλη που θα μας φιλοξενούσαν για λίγο;….
Τώρα δικαιολογήσαμε τα συνωμοτικά μέτρα που πήραν για την μεταφορά μας στην «σιγουριά». Άνοιξαν
τον μουσαμά και ένας-ένας τρύπωνε σαν κλέφτης, αμίλητος, στην πόρτα που ήταν απέναντι από το
σταματημένο αυτοκίνητό μας, όπως είχε πει ο συναγωνιστής «στρατηγός».

Μια περίοδος της ζωής μου είχε τελειώσει, μια νέα άρχιζε….

Αυτή την νέα θα περιγράψω σε άλλο γραπτό μου, πολύ σύντομα αγαπημένα μου παιδιά.

1 Τα κείμενα είναι κατεστραμμένα στα συγκεκριμένα σημεία.


Πολιτικοί Πρόσφυγες. Μοναστήρι - Τέτοβο - Νόβι Σίβατς

Πολιτικοί πρόσφυγες

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Ο κόκκινος στρατός όμοια πύρινη λάβα κατακαίγει στο πέρασμά του
κάθε φασιστική αντίσταση.

Οι στρατιές του στρατάρχη Ζούκωφ και του στρατάρχη Τολπούχιν συγκλίνουν και πιέζουν το Ναζιστικό
τέρας προς την κεντρική Ευρώπη. Όλα δείχνουν ότι το τέλος είναι κοντά.

Οι «κατούσιες» σύγχρονες σάλπιγγες Ιεριχούς γκρεμίζουν τα τείχη του Χιτλερικού Κράτους,


διαψεύδοντας οικτρά τον ηγέτη του, που μιλούσε και υπόσχονταν Χίλια χρόνια Ναζιστικής επικράτησης.

Η αντίστροφη μέτρηση για την Γερμανία άρχισε και τίποτε πλέον δεν την σώζει.

Με αγωνία οι Γερμανοί παρακολουθούν την τεράστια τανάλια των συμμάχων να σφίγγει μέχρι ασφυξίας
την χώρα τους. Έβλεπαν με τρόμο τον αγώνα δρόμου που έκαναν οι Ρώσοι από την ανατολή, από την
δύση οι Αμερικανοί, Άγγλοι, Καναδοί, Γάλλοι ποιος θα μπει πιο βαθιά, ποιος θα καταλάβει περισσότερο
Γερμανικό έδαφος.

Μια κρυφή ελπίδα για «διάσπαση» των συμμάχων, έσβηνε καθώς περνούσαν οι μέρες απογοητεύοντας
ψιθυριστές και προπαγανδιστές.

Τίποτε δεν σώζει το αιματοβαμμένο Γ΄ Ράιχ, η εξαφάνισή του από το πρόσωπο της γης είναι πλέον
γεγονός που κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί.

Η Γερμανία θα πνιγόταν στο αίμα των θυμάτων της. Το μήνυμα αυτό σκόρπιζε ρίγη χαράς και
ενθουσιασμού στους λαούς της Ευρώπης που τόσο υπέφεραν από την τετράχρονη και κάτι, Χιτλερική
κατοχή.

Οι Εθνικές σημαίες ξεδιπλώνονται και δίπλα στις συμμαχικές, κυματίζουν περήφανα, τονίζοντας με τις
χρωματικές παρουσίες, την ΑΝΑΣΤΑΣΗ των σκλαβωμένων. Είναι φανερό ότι η χρονιά αυτή το 1945 θα
περάσει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, σαν χρόνος Νίκης του ανθρώπου, της αγάπης, της
δικαιοσύνης. Και παρά το αίμα, τα ερείπια, την βιβλική καταστροφή που τον συνοδεύουν, είναι χρόνος
επιθυμητός από όλους, γιατί όλοι βλέπουν καθαρά ότι από τα ερείπια, αιματοβαμμένα έστω, άνοιγε τα
φτερά του να πετάξει στους μαυρισμένους από τους καπνούς της μάχης ουρανούς το περιστέρι της
ειρήνης που μας γέμιζε ευτυχία τις εκατοντάδες μέρες και νύχτες στα δύσκολα χρόνια της κατοχής με την
γλύκα της προσμονής του.

Αυτόν τον χρόνο, που σημαδεύει την νίκη των αντιφασιστικών δυνάμεων, τον Φεβρουάριο 1945,
διωγμένοι από τα πράγματα Έλληνες αντιφασίστες αγωνιστές περνούν στη γειτονική Λαϊκή Δημοκρατία
της Γιουγκοσλαβίας.

Τι συνέβη; Τι υποχρέωσε τους ανθρώπους αυτούς με αγωνιστικές, αντιφασιστικές περγαμηνές να


εγκαταλείψουν την πατρίδα τους πριν καλά καλά χαρούν την Λευτεριά της;

Απλούστατα, η Ελλάδα βρίσκεται στη «ζώνη επιρροής» των Άγγλων, οι οποίοι είδαν το αντιφασιστικό
μέτωπο του ΕΑΜ, του πιο μαζικού και μαχητικού τμήματος του λαού μας, σαν κομμουνιστική,
φιλοσοβιετική οργάνωση και φυσικά σαν τέτοιο και τον στρατό του, τον ΕΛΑΣ.

Ίσως ρωτήσετε, τι σημασία είχε αυτό, αφού οι Ρώσοι ήταν σύμμαχοι και συμπολεμιστές στον μεγάλο
αντιφασιστικό αγώνα.

Αλίμονο, έχει. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι «μεγάλοι» των συμμάχων εκτός από το πώς θα κερδίσουν τον
πόλεμο, φρόντιζαν με το ίδιο, ίσως και περισσότερο πάθος, τι θα ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ. Τώρα
μάλιστα που στην μοιρασιά θα μετάσχει και η Σοβιετική Ένωση, οι σύμμαχοι φροντίζουν να
δημιουργηθούν στις χώρες της Ευρώπης κινήματα που θα επηρεάζουν μόνο αυτοί. Τα άλλα, όσα δηλαδή
δεν ήταν τυφλά όργανά τους, θα φρόντιζαν να εξοντωθούν.

Αυτό έγινε και στην Πατρίδα μας.

Επειδή δεν κατάφεραν παρά τις προσπάθειές τους από την αρχή του απελευθερωτικού πολέμου, να
κάνουν όργανό τους το λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ που θα τους εξασφάλιζε έτσι τα μακροπρόθεσμα
συμφέροντά τους και όχι μόνο τα τωρινά τα πολεμικά, κατάφεραν με τους γνωστούς από την αποικιακή
του εμπειρία, τρόπους, τον Δεκέμβριο του 1944 να το αναγκάσουν σε μια «τακτική υποχώρηση».

Συνέπεια αυτής της «τακτικής υποχώρησης» ήταν το άγριο κυνήγημα και η εξόντωση, όταν μπορούσαν,
των πιο επίλεκτων αγωνιστών. Γι’ αυτό το λόγο με διαταγή των οργανώσεων πολλοί κυνηγημένοι
περνούν τα σύνορα και ζητούν φιλοξενία στην γειτονική Γιουγκοσλαβία, που έχει την τύχη –τα
κατάφερε– να μη βρίσκεται στην «ζώνη επιρροής των Άγγλων».

Ανάμεσα στους αγωνιστές που πήραν αυτόν τον δρόμο είμαι και γω, όπως στο προηγούμενο γραπτό
έγραψα.

Στο Μοναστήρι (Μπιτόλια), Γιουγκοσλαβία.

Το κτίριο ήταν στο κέντρο της πόλης του Μοναστηρίου ή Μπιτόλια όπως την ονομάζουν οι
Γιουγκοσλάβοι, πλάι στο ρολόγι. Ήταν άδειο, μερικά δακτυλογραφημένα φύλλα χαρτιού πεταμένα στο
πάτωμα, τίποτε άλλο. Μάθαμε πως παλιά ήταν τα γραφεία της Μητρόπολης που οι ένοικοί του το ’χαν
εγκαταλείψει. Βέβαια ούτε σκέψη πέρασε για την επιβεβαίωση της πληροφορίας.

Τώρα κάτι άλλο μας έκαιγε. Η απροσδόκητη τροπή, η εξέλιξη των τελευταίων ωρών, βαθειά καθοριστική
για την ζωή μας –το νιώθαμε– μας βασάνιζε.

Η συγκίνηση είναι μεγάλη. Την μια μου ερχότανε να γελάσω, την άλλην να κλάψω, όταν έβλεπα τους
συναγωνιστές μου να γυροφέρνουν στ’ άδεια δωμάτια όμοια θεριά που τα έκλεισαν σε σιδερένια
κλουβιά.

Είναι δυνατό, σκεπτόμουν, αυτοί οι άνδρες που αψήφησαν τόσους και τόσους κινδύνους να χάνουν την
ψυχραιμία τους και να δείχνουν σαστισμένοι μια τέτοια ώρα;

Είναι. Χωρίς αμφιβολία είναι, απαντούσα γιατί το ίδιο σαστισμένος ένιωθα κι εγώ.

Αν μας έβλεπε κάποιος τις στιγμές αυτές θα νόμιζε ότι μπροστά του είχε ανθρώπους που δεν ζούσαν το
παρόν, βρισκότανε μακριά απόκοσμα. Λες και είμαστε υπνωτισμένοι.

Το κτύπημα ήταν ξαφνικό και δυνατό, που σίγουρα δεν το αντέχει και ο πιο σκληρός και ανθεκτικός στα
κτυπήματα άνθρωπος.

Θα πρέπει να εξηγήσω ότι όταν γράφω για το χάσιμο της ψυχραιμίας και την έκπληξή μας το κάνω για
να δείξω ότι η κατάληξη του ταξιδιού μας ήταν η μοναδική αιτία της κατάστασης τις στιγμές εκείνες γιατί
ήταν το μόνο πράγμα που δεν είχε περάσει από το μυαλό μας.

Και κάτι άλλο. Η είσοδός μας στην Γιουγκοσλαβία γκρέμιζε τα όνειρά μας, έσβηνε τους πόθους του
αγωνιστή. Η απομάκρυνση από τον λαό μας, την Πατρίδα μας έστω και αν αυτή έσωζε την ζωή μας, δεν
μας άρεσε. Ήταν το απροσδόκητο, το ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. Πώς μπορούσαμε λοιπόν ν’ αντιδράσουμε; Ήταν
φυσικό να χάσουμε την ψυχραιμία μας, γιατί τ’ αντίθετο θα ’ταν ψέμα, να μη πω εγωιστικό και αφύσικο.

Την κατάσταση αυτή την διαδέχτηκε η λύπη. Καθισμένοι στο πάτωμα (έγραψα πως δεν υπήρχε τίποτε),
όπου μπορούσε ο καθένας μας, χωριστά, λες και ζητούσαμε να μείνουμε μόνοι, βάλαμε το κεφάλι
ανάμεσα στα χέρια και χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μας.
Και τώρα τι γίνεται; Τι μας επιφυλάσσουν οι επόμενες μέρες; Και όπως δεν μπορούσαμε να δώσουμε
απάντηση, ο εκνευρισμός μας όλο και μεγάλωνε. Αυτό κράτησε μέρες.

Η συγκίνηση για μένα ήταν διπλή. Το Μοναστήρι (ας με συγχωρέσουν οι συν. Γιουγκοσλάβοι που το
αναφέρω έτσι και όχι Βιτόλια, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, θ’ ασεβούσα και στην Ιστορία του και
στους νεκρούς γονείς μου. Δεν υπάρχει ίχνος σωβινισμού σ’ όσα γράφω, αυτό πρέπει να γίνει πιστευτό.
Είναι μερικά πράγματα που δεν μπορείς, όσο και να θέλεις, να τα αλλάξεις. Αν π.χ. έγραφα Βιτόλια
νομίζω ότι θα αναφερόμουν σε κάτι ξένο, ενώ εγώ το θεωρούσα δικό μου πολύ δικό μου. Γιατί; θα το δείτε
πιο κάτω.

Το Μοναστήρι λοιπόν, η πόλη που μας φιλοξενούσε τώρα ήταν η πατρίδα των γονιών μου. Δώδεκα
χιλιόμετρα πιο μακριά, στις πλαγιές του βουνού που υψώνεται επιβλητικά απέναντί μας (το Περιστέρι)
μέσα στο πράσινο, σε μια πανέμορφη τοποθεσία, ήταν τα χωριά Τύρναβο και Μεγάροβο, σχεδόν
κολλημένα (τα χώριζε μια νεροφαγιά που όταν έβρεχε ή έλιωναν τα χιόνια γινόταν ποταμάκι)
εγκαταλειμμένα και καταστραμμένα, όπως έμαθα.

Τα χωριά αυτά ήταν η πατρίδα του πατέρα και της μάνας μου. Έφυγαν κατά την διάρκεια του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου. Μαζί με πολλούς άλλους πέρασαν στην Φλώρινα και αργότερα στην
Θεσσαλονίκη.

Το Μοναστήρι είχε παρθεί από τους Σέρβους. Η Πατρίδα χάθηκε. Θ’ αποτελούσε πλέον ανάμνηση, μια
ανάμνηση που θα τους συνοδεύει ως τον τάφο. Πόσες φορές δεν είδα δάκρυα στα μάτια τους, σαν το
ανάφεραν; Σχεδόν πάντα.

Δάκρυσα και γω, τώρα που θυμάμαι, διάφορες ιστορίες που μου ’λεγαν για την πόλη για την περιοχή της,
τους ανθρώπους, τους αγώνες και τις ομορφιές της. Πόση αγάπη και πόση νοσταλγία δεν είχαν οι
ιστορίες τους; Μάλιστα, χωρίς προσπάθεια, διέκρινες και μια κρυφή ελπίδα για επανάκτησή του.

Ξεχάστηκα στις σκέψεις μου. Θυμήθηκα παλιές μέρες όταν περήφανα έλεγα, πως σαν διώξουμε τον
κατακτητή και η ειρήνη επικρατήσει στον χώρο της Βαλκανικής, η αγάπη θα ενώσει τους λαούς της που
θα γκρεμίσουν τα σύνορα, το απαίσιο αυτό αόρατο τείχος που χωρίζει τεχνητά αδέρφια, συγγενείς και
φίλους.

Το ’λεγα και το πίστευα. Ήμουν βέβαιος ότι έτσι θα γινόταν, γιατί ήταν κοινός πόθος. Ένας παλιός πόθος
τραγουδισμένος και από τον Ρήγα τον Βελεστινλή.

Και η σκέψη μου με πήγε μακριά. Έβλεπα χαρούμενος, μέσα στο γενικό πανηγύρι, να παίρνω από το χέρι
την μητέρα μου και να την οδηγώ στους δρόμους του αγαπημένου Μοναστηριού της. Να προσκυνάμε
μαζί το χώμα της πατρίδας Τυρνάβου και Μεγαρόβου.

Έβλεπα να την κρατώ σφιχτά στην αγκαλιά μου και από κει ψηλά, από την πλαγιά του Περιστεριού, να
δείχνω με περηφάνια την αλλαγή, που με τόσους αγώνες φέραμε. Τον ΝΕΟ κόσμο που δημιουργήσαμε.
Και χαιρόμουν, χαιρόμουν διπλά, σαν την έβλεπα τόσο ευτυχισμένη.

Ε, Νίκο. Η φωνή του Χρήστου με ξανάφερε στην πραγματικότητα. «Τι μούτρα είναι αυτά; Λες και σου
’πεσε το λαχείο, Νικόλα ή μήπως σου ’στριψε». Τον άκουγα που μου μίλαγε, αλλά εγώ ακόμα ζούσα τις
ευχάριστες εικόνες, της μάνας, της πατρίδας…

Γέλασα με την παρατήρησή του. «Άστα να παν στο διάβολο, ρε Χρήστο, ξεχάστηκα αυτό ήταν όλο» του
είπα. Τον τράβηξα από το μανίκι και τον υποχρέωσα να κάτσει δίπλα μου.

«Μακριά από τα παράθυρα σύντροφοι» ακούστηκε να φωνάζει ο «στρατηγός». Οι σύντροφοι που ήταν
κοντά στο παράθυρο τον κοίταζαν, σήκωσαν τους ώμους αδιάφορα και τραβήχτηκαν στο κέντρο του
δωματίου.

«Θα τον πιστολίσω, δεν τον αντέχω άλλο» άκουσα τον Χρήστο να μου λέει σιγά, ψιθυριστά λες και μίλαγε
μόνος του. Γέλασα.
«Αμ, θα σε μπιστολίσω πρώτα εγώ, γιατί μου χάλασες τις πιο όμορφες στιγμές, όταν μ’ έσπρωξες για να
δεις αν είμαι καλά ή τρελάθηκα. Έτσι δεν είναι φίλε Χρήστο;» του είπα δήθεν θυμωμένος.

«Σοβαρά Νίκο; Πού τις βρήκες τις όμορφες στιγμές; Μόνο ένας τρελός μιλά για χαρές αυτές τις ώρες και
να μη με λένε Χρήστο, αν η άσχημη αυτή κατάσταση δεν πάει για πολύ καιρό». Θα ’λέγε κι άλλα αν δεν
του ’κλεινα το στόμα με την παλάμη μου.

«Χρήστο, πρέπει να σου πω κάτι που δεν γνωρίζεις. Βρίσκομαι στην πατρίδα των γονιών μου. Εδώ
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Καταλαβαίνεις την συγκίνησή μου. Την
ώρα που εσείς, ποιος ξέρει τι σκεπτόσασταν, εγώ κρατούσα, νοερά, από το χέρι την μάνα μου –όπως ξέρεις
ο πατέρας μου έχει πεθάνει– και τρελοί από χαρά τριγυρνούσαμε στους δρόμους του Μοναστηριού

»Μου ’δείξε το παρθεναγωγείο όπου σπούδασε, την εκκλησιά του Αη-Δημήτρη, που συχνά
εκκλησιαζόταν, την αγορά και και…»

Με κοίταξε και χαμήλωσε τα μάτια. «Είχες δίκιο Νίκο, τώρα δικαιολογώ και νιώθω γιατί ήταν τόσο
χαρούμενο το πρόσωπό σου. Σου ζητώ συγγνώμη», και συνέχισε. «Κάτι παιγνίδια που μας παίζει η
μοίρα; Δεν το χωρά ο νους μου, να συμβούν όσα συνέβηκαν για να βρεθείς στο μέρος που γεννήθηκαν οι
δικοί σου. Θεέ και Κύριε ας ήταν τουλάχιστον διαφορετικά, όχι όπως τώρα» και σταυροκοπήθηκε αν και
δεν ήταν θρήσκος.

«Εσύ Χρήστο;» τον ρώτησα. «Τι εγώ; τι θέλεις να πεις;» μου απαντά, λες και δεν κατάλαβε τι τον ρωτούσα.

«Δηλαδή δεν σκεπτόσουν τίποτε τόση ώρα;»

«Α, αυτό εννοούσες; Ε, όλο και κάτι σκεπτόμουν Νίκο».

«Και τι σκεπτόσουν αγαπητέ, δεν μπορούμε να μάθουμε και μεις, όχι για τίποτε άλλο, να έτσι για να
περάσει η ώρα», τον πείραζα.

«Πως πως… γιατί όχι, εμείς άλλωστε τα λέμε όλα, Νίκο. Να σου πω, λοιπόν». Έκανε έναν μορφασμό,
πήρε ύφος κι άρχισε.

«Εγώ Νίκο, καβάλα στο φτερωτό άλογο της φαντασίας έκανα τη βόλτα μου στο…» Η σφαλιάρα που του
’ριξα έκοψε κάθε διάθεση για παραπέρα λυρισμούς.

Το γέλιο έκανε τους άλλους συντρόφους να μας κοιτάξουν μ’ απορία. Ήταν στιγμές για τέτοια; Όχι,
ασφαλώς όχι.

Πριν από το μεσημέρι δεχτήκαμε την επίσκεψη του συν. Σμόλικα. Δεν τον γνώριζα, είχα μόνο ακουστά
ότι κάποιος Σμόλικας ήταν καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Τώρα τον γνώριζα προσωπικά. Ψηλός, με όμορφο
παρουσιαστικό, ντυμένος με χακί ρούχα Εγγλέζικα, με ριγμένη την χλαίνη στους ώμους, ήταν ο
χαρακτηριστικός τύπος του καπετάνιου.

Μας χαιρέτησε έναν έναν, πέταξε κάνα δυο λεξούλες τυπικές, της ώρας όπως λέμε. Μου ’καναν εντύπωση
τα μάτια του (από μικρός είχα την συνήθεια να κοιτώ ίσια στα μάτια τον συνομιλητή μου, γιατί έτσι
νόμιζα ότι θα τον καταλάβαινα καλύτερα). Αυτό έκανα και την ώρα που μιλούσα μαζί του. Τότε, είμαι
βέβαιος ότι διάκρινα μια υποψία θλίψης να τα σκιάζει.

Το γεγονός ότι ο Σμόλικας ήταν κοντά μας –ήταν το ανώτερο στέλεχος μέχρι την στιγμή– μας έκανε να
χαρούμε. Ήμασταν σίγουροι ότι με το κύρος του θα έλυνε πολλά προβλήματα.

Εκείνο που μας στεναχωρούσε και δεν μπορούσαμε ν’ ανεκτούμε, ήταν ο περιορισμός μας στους
τέσσερους τοίχους ενός δωματίου, χωρίς τη δυνατότητα να σταθούμε ούτε στο παράθυρο. Ήταν στέρηση
της ελευθερίας μας. Δεν περιμέναμε τέτοια μεταχείριση από τους συναγωνιστές Γιουγκοσλάβους.

Βέβαια τα στελέχη μας, με μια σειρά δικαιολογίες θέλησαν να μας πείσουν ότι έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί
έλεγαν είμαστε πολιτικοί πρόσφυγες και ο νόμος λέει σχετικά… παραμύθια της Χαλιμάς. Ή το άλλο. Δεν
πρέπει ο εχθρός να μάθει τίποτε σχετικό με μας, γιατί η Ιντζέλιζετς Σέρβις έχει παντού πράκτορες και …
πράσινα άλογα.

Σε λίγες μέρες θα έψαχναν γι’ άλλα επιχειρήματα.

Στο κτίριο της Μητρόπολης μείναμε στην πιο φρικτή απομόνωση, περίπου δέκα μέρες και καθημερινά ο
αριθμός μας μεγάλωνε με τον ερχομό από την πατρίδα, νέων συναγωνιστών. Τα νέα που μας έφερναν
μεγάλωναν την στεναχώρια μας. Το «ΛΑΘΟΣ» καθώς περνούσε ο καιρός γινόταν φανερά τραγωδία.

Λαός και κίνημα θα περνούσαν άσχημους καιρούς.

Ένα πρωινό μας είπαν να εγκαταλείψουμε τη φυλακή μας. Το κτίριο που μας στέγασε τις λίγες αυτές
μέρες, άδειασε πάλι ήσυχα, διακριτικά και με κάποια ανακούφιση από τους «τυχερούς» που φιλοξένησε.

Μας μεταφέρουν στους στρατώνες της πόλης. Ένα κλασικό στρατόπεδο. Περιφραγμένο με
συρματόπλεγμα, την πύλη και μέσα στο μεγάλο γήπεδό του 3-4 μακρόστενοι θάλαμοι.

Εδώ θα μέναμε. Η «μετακόμιση» αυτή ήταν ανάγκη να γίνει, γιατί ο αριθμός των συναγωνιστών που
ερχότανε από την πατρίδα κάθε μέρα και περίσσευε. Ο αριθμός έγινε τριψήφιος και θα χρειαζόταν
αρκετά κτίρια για τη στέγασή μας. Εδώ οι θάλαμοι είχαν αρκετό χώρο και το πιο σπουδαίο, θα ’μασταν
συγκεντρωμένοι όλοι οι κυνηγημένοι αγωνιστές, μακριά από τα πονηρά μάτια. Ε, και πώς να το κάνουμε
καλύτερα ελεγχόμενοι.

Η ίδια εικόνα και δω, ερημιά, άδεια τα πάντα όπως και στο κτίριο της μητρόπολης. Σταμάτησα μπροστά
στον θάλαμο που θα μας έβαζαν κι ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Αυτή η απόλυτη ησυχία που φέρνει η εγκατάλειψη, το άδειο, με πειράζει. Για ένα λεπτό κοίταζα τον
άδειο θάλαμο που φωτίζονταν έντονα από τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου που έμπαιναν από τ’
ανοικτά παράθυρα –τα ’χαν αφήσει ανοικτά για να αεριστεί ο θάλαμος– να τονίζουν πιο πολύ αυτό το
«άδειο». Λίγα κομμάτια άχυρου, που το ρεύμα του αέρα τα σήκωνε μια ψηλά, μια τα στροβίλιζα και μια
τα στρίμωχνε στις γωνιές, ήταν η μοναδική κίνηση.

Γρήγορα όμως η εικόνα άλλαξε. Ο θάλαμος γέμισε φωνές και τραγούδια. Ναι, φωνές και τραγούδια, μη
σας φαίνεται παράξενο, στο βάθος ήμασταν χαρούμενοι γιατί όπως είπε και κάποιος συναγωνιστής μας
«σήμερα κερδίσαμε πολλά».

Πραγματικά, από τα τρία μέτρα που είχαμε στο κτίριο της μητρόπολης, σήμερα έχουμε στην διάθεσή μας
για περπάτημα, στρέμματα ολόκληρα.

Δεν είχε άδικο. Το γήπεδο του στρατοπέδου έλυνε με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα της κίνησής μας
που ήταν πολύ σοβαρό. Έπειτα ήταν και η ανοιχτωσιά. Σαν έβγαινες έξω από τον θάλαμο αντίκριζες το
υπέροχο βουνό του Περιστερίου που ’ταν χιονισμένο, τα διάφορα χωριά κτισμένα στα πλευρά του να
μοιάζουν πολύ με τα τοπία που βλέπαμε στις κάρτες που μας έστελναν παλιά σαν θέλαν να μας
ευχηθούν.

Γρήγορα βρήκε ο καθένας μας ένα μέρος να κουρνιάσει, στην κυριολεξία να κουρνιάσει, δεν μπορώ να
γράψω ούτε για βόλεμα. Ρίξαμε μια κουβέρτα –μας έδωσαν δυο– στο πάτωμα, κάναμε μαξιλάρι τα ρούχα
μας και κρατήσαμε την δεύτερη για σκέπασμα, μαζί με την χλαίνη ή το παλτό, ό,τι είχε ο κάθε
συναγωνιστής.

Η φωλιά ήταν έτοιμη. Βέβαια η κατάσταση σύντομα βελτιώθηκε. Τ’ αχυρένια στρώματα που πήραμε από
τους Γιουγκοσλάβους, μας έδωσαν την ευκαιρία να νιώσουμε, να χαρούμε καλύτερα την «ομορφιά και
άνεση της πολυτέλειας.»

Ας είναι… Σε διάστημα λίγων ημερών στο στρατόπεδο έφτασαν δεκάδες αγωνιστές από την πατρίδα.
Ανάμεσά τους, γνωστά, διαλεκτά παλληκάρια του αγώνα. Γνωστοί καπεταναίοι καμάρια του ΕΛΑΣ
συμπλήρωναν τον θλιβερό αριθμό των στρατοπεδευμένων.
Λαμπρά κομματικά στελέχη πέρασαν τα σύνορα για να πλουτίσουν με την παρουσία τους την συντροφιά
των πολιτικών προσφύγων.

«Πολιτικοί πρόσφυγες». Αν ξέρατε πόσο άσχημα κτυπούσε στ’ αυτιά μας η φρασούλα με τις δύο λέξεις
Πολιτικοί πρόσφυγες, τι ειρωνεία… Πώς έγινε αυτό; Πώς οι ήρωες μεταμορφώθηκαν σε ανθρωπάκια που
άκουγαν να τους φωνάζουν φυγάδες και πρόσφυγες;

Καθώς τις καλές μέρες του Μάρτη κόβαμε βόλτες στο γήπεδο του στρατοπέδου, κοίταζα τα θεριά του
αντιφασιστικού πολέμου, με ριγμένες τις χλαίνες στους ωμούς τους, να ανεβοκατεβαίνουν
κουβεντιάζοντας ζωηρά, γεμάτοι ζωή. Τότε μ’ έπνιγε η αγανάκτηση. Βάσκανη μοίρα…

Ξέρετε πώς νιώθεις σαν βρίσκεσαι κλεισμένος στο συρματόπλεγμα ενώ γύρω σου –μια σπιθαμή από το
σύρμα– είναι στημένο το πανηγύρι της Νίκης;

Χειρότερο από τον θάνατο η αιχμαλωσία των ΑΕΤΩΝ.

Δεν ξέρω αν έτσι έπρεπε να γίνει, αν δηλαδή το «Διεθνές Δίκαιο» έτσι καθορίζει την ζωή του πολιτικού
πρόσφυγα, αλλά στη δικιά μας περίπτωση η εφαρμογή του είναι πέρα για πέρα άδικη. Ύστερα από έναν
τιτάνιο αγώνα κατά του φασισμού, νικητές στον αγώνα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ για ΛΕΥΤΕΡΙΑ, η εφαρμογή
στην περίπτωση μας αυτού του «Δικαίου» μας λύπησε και μας προβλημάτισε. Τόσο ευαίσθητοι ήταν οι
συναγωνιστές μας Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι;

Ο πόλεμος είχε καταργήσει, πέταξε στο καλάθι των αχρήστων κάθε έννοια νόμου, για να μην πω, πως στ’
όνομά τους έγιναν τα φρικτότερα εγκλήματα. Εμείς λοιπόν έπρεπε να υποστούμε την ταπείνωση που
ζητά το «δίκαιο» από τους πολιτικούς πρόσφυγες;

Κάτι μέσα μας όμως έλεγε ότι και το Κ.Κ.Ε. έβαλε το χεράκι του γι’ αυτήν την μεταχείρισή μας.

Ο λόγος; Μα έτσι θα μέναμε συγκεντρωμένοι σε μια «μονολιθική ενότητα» που με την κατάλληλη
φροντίδα θα ήμασταν έτοιμοι να δεχτούμε κάθε μήνυμά του και τελικά τις εντολές του.

Αργότερα, πολύ αργότερα μας χαρακτήρισαν σαν την «Χρυσή εφεδρεία». Σας λέει τίποτε;

Με την εγκατάστασή μας στο στρατόπεδο αρχίζει και η οργάνωση της ζωής μας. Γρήγορα μια συνέλευση
εκλέγει το «Γραφείο» που θα καθοδηγεί και θα μας εκπροσωπεί στις αρχές του τόπου. Τώρα, υπάρχουν
αρκετά και ικανά στελέχη, με πολύχρονη πείρα σε τέτοιες καταστάσεις.

Υπάρχουν Ακροναυπλιώτες, Αη-Στρατίτες με χρόνια εξορίας στις πλάτες τους. Αυτοί γνωρίζουν καλά
πώς μπορούσαν να κρατήσουν όρθιους, ν’ ατσαλώσουν και αξιοποιήσουν για το Κόμμα, τον καθένα που
βρίσκεται στον κύκλο τους.

Αυτό έγινε. Το «γραφείο» έφτιαξε ένα πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί απ’ όλους και μάλιστα με
θρησκευτική ευλάβεια.

Η υγεία και η μόρφωση ήταν τα πρώτα θέματα που το απασχόλησαν. Για να μην επεκταθώ, σας λέω
γενικά, ότι ήταν ένα πρόγραμμα που με τις υπευθυνότητες που μοίρασε, μας απασχολούσε τις
περισσότερες ώρες της μέρας και δεν μας άφηνε χρόνο για να κάνουμε άλλες σκέψεις. Νομίζω πως αυτό
ήταν και το ζητούμενο.

Κάθε σκέψη, κάθε ενέργεια που δεν βοηθά τα προβλήματα της οργάνωσης, είναι βλαβερές και φυσικά
κολάσιμες. Το «αργία μήτηρ πάσης…» νομίζω ότι εδώ θα βρει την δικαίωση και θα επαληθεύσει την
σοφία του. Γι’ αυτό λοιπόν πολύωρη απασχόληση.

Σε μένα έπεσε ο κλήρος της φύλαξης του στρατοπέδου. Θα πείτε, από ποιους θα φύλαγα το στρατόπεδο;
Ποιος μπορούσε να μας κάνει κακό; Ε, όσο να ’ναι, υπήρχαν πολλοί που δεν καλόβλεπαν την
συγκέντρωση τόσων ανταρτών του ΕΛΑΣ και στελεχών του κόμματος.

Ας μη ξεχνούμε ότι ο πόλεμος κατά της Ναζιστικής Γερμανίας συνεχίζεται. Ακόμα πως το στρατόπεδό
μας απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα της πατρίδας που τώρα κυβερνούν οι «σύμμαχοί» μας
Άγγλοι με τους «Δεξιούς». Είναι σ’ όλους γνωστό το μίσος των «δεξιών» κατά των μαχητών του
στρατοπέδου, που δεν αποκλείει τίποτε.

Ένας ακόμα σοβαρός λόγος ήταν και η «πειθαρχημένη» έξοδος και κίνησής μας προς τα έξω. Έπρεπε να
γίνουν κατόπιν έγκρισης του «Γραφείου».

Στην αρχή μάς επέτρεψαν να βγούμε στην πόλη –ξεχάστηκε το να μη σας δουν και το να μη μάθουν– να
κάνουμε έναν περίπατο, να κάτσουμε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο, σ’ ένα καφενείο, ελεύθεροι ανάμεσα
στους συναγωνιστές Γιουγκοσλάβους.

Η ευτυχία όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Οι περισσότεροι συναγωνιστές που έρχονται τώρα από την
Ελλάδα είναι κάπως οικονομικά «βολεμένοι». Αυτοί, γνώριζαν πού τους έστελνε το Κόμμα και πως η
παραμονή τους μακριά από τα σπίτια τους και τις εργασίες τους θα ’ναι μακρόχρονη. Για τον λόγο αυτόν
φρόντιζαν να «τακτοποιηθούν». Σε πολλών τις τσέπες υπήρχε «νόμισμα» που βγαίνει για να δοθεί στους
σαράφηδες της πόλης με τόση προφύλαξη που θα ζήλευε και ο πιο έμπειρος συνωμότης.

Αυτή η οικονομική ευχέρεια τους οδηγούσε στα εστιατόρια και ταβέρνες, όπου βοηθούντος και του
κρασιού, κάποτε δημιουργούσαν καταστάσεις καθόλου ευχάριστες.

Στην αρχή σαν περιπολάρχης τους οδηγούσα στο στρατόπεδο πριν δημιουργηθεί επεισόδιο που θα
διαταράξει τις σχέσεις μας με τις αρχές του τόπου, ακόμα και με τους κατοίκους της.

Στις εξόδους μου (σαν περιπολάρχης γιατί στις τσέπες μου δεν υπήρχαν παρά λίγα ψίχουλα ψωμιού που
έκρυβα για οικονομία ή τρίματα καπνού από τα τσιγάρα που έσβηνα για τον ίδιο λόγο), διέκρινα κάποια
επιφύλαξη, να μην πω εχθρότητα, από τους κατοίκους, που πολλοί ήταν Έλληνες στην καταγωγή. Ένας
φόβος ανεξήγητος τους κρατούσε μακριά μας. Ίσως γι’ αυτό δεν έψαξα να βρω τους συγγενείς μου.

Μ’ έναν τέτοιο περίγυρο θα ’πρεπε να ’μασταν προσεκτικοί, μετρημένοι, αν θέλαμε να δικαιώσουμε αυτό
που ήμασταν, ΛΑΪΚΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ. Και οι περισσότεροι το θέλαμε.

Τώρα για παραπλάνηση του εχθρού, αποχτήσαμε όλοι ψευδώνυμα. Απαγορεύεται πλέον να φωνάζεις
κάποιον με το πραγματικό του όνομα ή επώνυμο, ακόμα και αν ήταν αδελφός σου.

Εγώ διάλεξα σαν ψευδώνυμο το Μοναστηριώτης γιατί το Μοναστήρι ήταν η πατρίδα των γονιών μου.

Ο αριθμός των αγωνιστών που ερχότανε διαρκώς μεγάλωνε. Οι περισσότεροι του αγώνα της πόλης μας
(Θεσ/νίκης) βρεθήκαμε πάλι, στο …στρατόπεδο. Ο Αλέκος (γέρος), ο Νίκας, ο Νικήτας (Λέανδρος), ο
Θανασάκης Παπαδόπουλος, ο Αχιλλέας Συρράς, ο Μέμος (Γεράσιμος Καμπίτσης), ο Μόσχος, το Αλεκάκι
και τόσοι άλλοι, ανταμώσαμε στην ξένη γη.

Η συγκέντρωση τόσων αγαπητών συντρόφων μαλάκωσε κάπως τον πόνο της ξενιτιάς.

Καθημερινά η οργάνωσή μας βελτιώνεται. Τα μαθήματα που άρχισαν, οι συζητήσεις γύρω από τα
προβλήματά μας, οι αναλύσεις των πολιτικών γεγονότων που κάνουν μορφωμένα στελέχη μας
απασχολούν τώρα ευχάριστα και τονώνουν το ηθικό μας.

Σύντομα όμως αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα υγείας. Το Μοναστήρι όπως είναι γνωστό έχει υπέροχο
κλίμα και ένα πιο υπέροχο νερό, που χωνεύει και πέτρες. Η αλλαγή του κλίματος, ίσως και η επίδραση
του νερού μπορεί και η ποσότητα του φαγητού, έκανε πολλούς –άφραγκοι όπως ήμασταν– να μαζεύουμε
χόρτα για να χορτάσουμε. Το αποτέλεσμα ήταν από έλλειψη βιταμίνης, όπως εξήγησε ένας γιατρός, να
εκδηλωθεί ψωρίαση. Πολλοί συναγωνιστές μας σύμφωνα με τις οδηγίες γιατρού μεταφέρθηκαν σε
χωριστό θάλαμο και άρχισε η φροντίδα για την θεραπεία τους.

Σε σύντομο διάστημα δεν υπήρχε άρρωστος. Το «Γραφείο» και όσοι συναγωνιστές ασχολήθηκαν στο
υγειονομικό, δούλεψαν περίφημα.
Οι μέρες περνούσαν γεμάτες απασχόληση για τον καθένα μας, αλλά και η κάθε μια σαν έδινε την θέση
της στην άλλη μετάδινε και πιο φορτισμένο το ερώτημα. Πόσο θα κρατήσει αυτή η ζωή;

Τώρα είμαστε πολλοί και απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Αθηναίοι
ακόμα και Πελοποννήσιοι. Η συγκέντρωση εδώ τόσων αγωνιστών και από τόσο μακρινές περιοχές της
πατρίδας, έδειχνε πως το «σύντομα», η επιστροφή μάλλον έπρεπε να ’ναι όνειρο. Οι περισσότεροι το
πήραμε απόφαση πως Πατρίδα θ’ αργούσαμε να δούμε.

Άρχισαν να δημιουργούνται παρέες, ομάδες με τοπικιστικό χαρακτήρα. Οι Θεσσαλοί π.χ. μαζεύονται


γύρω από τα στελέχη της περιοχής τους, το ίδιο κάνουν και οι άλλοι από τις διάφορες περιοχές.

Βέβαια το «Γραφείο» δεν βλέπει με καλό μάτι την δημιουργία των ομάδων μα η δημιουργία τους ήταν
κάτι φυσικό. Ο καθένας μας ένιωθε πιο καλά κοντά στους γνωστούς, σ’ αυτούς που τον ήξεραν καλύτερα
και που πονούσαν περισσότερο. Σ’ αυτούς μπορούσε να πει και κάτι που δεν έπρεπε, χωρίς τον κίνδυνο
να παρεξηγηθεί. Κοντολογίς είχαν πιο πολλά σημεία επαφής.

Εκτός όμως από τον τοπικισμό, ή μάλλον παράλληλα, αρχίζει να δημιουργείται μια άλλη κίνηση, ένας
διαχωρισμός.

Στην αρχή φάνηκε φυσιολογικός αλλά αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν αποτέλεσμα μιας κρυφής
αντίδρασης που είχε αρνητικά και οδυνηρά αποτελέσματα.

Από τις πρώτες μέρες της ζωής μας στο στρατόπεδο, έβλεπες να ξεχωρίζουν δύο ομάδες, οι στρατιωτικοί –
όσοι προέρχονται από τον ΕΛΑΣ– και οι πολιτικοί αυτοί των κομματικών οργανώσεων της πόλης και του
χωριού.

Βέβαια η συνεργασία των στελεχών και των δυο ομάδων στο «Γραφείο» και σε κάθε άλλη εκδήλωσή μας
ήταν άριστη, αλλά από ένα έμπειρο μάτι δεν θα διέφευγε πως και οι «στρατιωτικοί» και οι πολιτικοί
φρόντιζαν να κρατήσουν μια απόσταση.

Το πάνω χέρι στην ζωή μας το ’χαν οι πολιτικοί, κάτι που δεν άρεζε στους στρατιωτικούς που νόμιζαν ότι
έτσι περνούσαν σε δεύτερη θέση. Βλέπετε δεν έλειψε ο εγωισμός ούτε και σε τούτες τις δύσκολες ώρες.

Τώρα οι καλές, ανοιξιάτικες μέρες είναι περισσότερες. Η βόλτα στο γήπεδο είναι και πολύωρη και
όμορφη.

Θυμάμαι τον σ. Γιαννούλη, ψηλό με αθλητικό σώμα να περπατά όμοιο κινούμενο κυπαρίσσι έχοντας
πάντα κάτω από την μασχάλη του, κάποιο βιβλίο του στρατάρχη Φος για στρατηγική και τακτική του
πολέμου.

Έβλεπα τον υπέροχο σ. Σκοτίδα (Νίκο Θεοχαρόπουλο) να γυροφέρνει, συντροφιά με τον σ. Λιάκο και
άλλους αγαπητούς του συντρόφους, να συζητούν χίλια δυο θέματα. Από την κατάσταση την σημερινή, ως
το αποικιακό πρόβλημα.

Έβλεπα το Γέρο Σινάκο με τα χοντρά χωριάτικα ρούχα, –δεν του άρεζαν έλεγε τα Ευρωπαϊκά– να φέρνει
τις βόλτες του, μασουλώντας συνεχώς (ήταν από τους βολεμένους).

Τον θυμάμαι σεμνό, διακριτικό, να προσπαθεί να περνά αθέατος, να ζει στην σκιά μας και συλλογίζομαι
πώς άραγε να μισούν οι δεξιοί ένα τόσο αγαθό άνθρωπο, που δεν ήταν ικανός για κακό; Ήταν από την
Επανωμή της Θεσσαλονίκης και θείος του άλλου Σινάκου στελέχους του Μ. Γραφείου.

Αυτός και ο Νάκος Μπελλής ήταν δυο χαρακτηριστικοί αλλά και ενδιαφέροντες τύποι στο στρατόπεδο.

Ο Μπελλής… Ο Νάκος Μπελλής το άλλο του Σινάκου. Ηρωική μορφή, από τους πρώτους αγωνιστές για
την λευτεριά μας… Φυγόδικος (είχε σκοτώσει τον συνέταιρο του σ’ ένα καυγά) γύρναγε στα βουνά
κυνηγημένος, παράνομος, ως την στιγμή που γνώρισε τον ΑΡΗ. Αγωνιστής από τότε, ξέγραψε κάθε τι
που του θύμιζε το παρελθόν του, φρόντιζε κάθε μέρα να γίνεται καλύτερος και πιο χρήσιμος. Με αδρά
χαρακτηριστικά και μουστάκες που κατάληγαν στις άκρες σε τσιγκέλι, έμοιαζε με φιγούρα των
προπάππων μας όπως τους βλέπαμε σε ξεθωριασμένες παλιές φωτογραφίες.

Χαιρόμασταν να τον κοιτάμε και περισσότερο ν’ ακούμε διάφορες ιστορίες ή περιστατικά του αγώνα που
τόσο παραστατικά και με την «βουνίσια» προφορά του μας διηγιόνταν.

Α! Και όταν χόρευε γινόταν μάχη ποιος θα εξασφαλίσει μια θέση καλή, για να χαρεί καλύτερα τον χορό
του.

Όπως τον έβλεπες να δίνει κάτι σάλτους δυο μέτρα ψηλά και να στριφογυρίζει κρατώντας το μαντήλι
που κρατούσε ο σύντροφός του στον χορό, έλεγες, Θεέ δώσε μου κι άλλα μάτια.

Θυμάμαι πως σε μια τέτοια χορευτική επίδειξή του ένιωσα να με τραβούν από το μανίκι του σακακιού
μου. Γύρισα και κοίταξα τον συναγωνιστή, που με τράβαγε να δω τι ήθελε, γιατί μ’ ενοχλούσε αυτή την
ώρα.

Ήταν κι αυτός «βουνίσιος». Τον ρώτησα τι ζητούσε από μένα. Τα ’χασε, ντράπηκε και έκανε μια αόριστη
χειρονομία. Τον ξαναρώτησα και προσπάθησα να του δώσω θάρρος να πει αυτό που ήθελε.

Κόμπιασε λίγο και μετά δείχνοντας μου τον Μπελλή είπε: «Λες να ’ναι ο Ανδρούτσος ρε σύντροφε;» «Όχι
δε λέω πως είναι σύντροφε, μα κάτι όμοιο» του απαντώ.

«Ωρέ ίδιους με την φωτογραφία που έχει ο πρόεδρος της κοινότητάς μας», συνέχισε ο «βουνίσιος».

Του εξήγησα γιατί δεν μπορεί να ’ναι ο Ανδρούτσος. Με κοίταξε με τ’ αγαθά του μάτια και κτυπώντας τα
χέρια του σαν να βρήκε αυτό που ζητούσε, είπε.

«Δίκιου έχς δεν μπουρεί να ’ναι ο Ανδρούτσος, αλλά σίγουρα θαν ου εγγονός του. Δεν γιλιέμαι ιγώ…».

Και οι, μέρες περνούσαν.

Θα ’ταν γύρω στις δέκα η ώρα πρωί, όταν με κάλεσαν στην πύλη. Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα,
γιατί κατάλαβα πως κάτι σοβαρό θα συμβαίνει για να με καλεί ο Χρήστος που ήταν την ώρα αυτή,
σκοπός.

Μπροστά στην σκοπιά, καβάλα σ’ άλογο ένας Γιουγκοσλάβος αξιωματικός κουνούσε απειλητικά το
μαστίγιό του, έτοιμος να εκραγεί από τον θυμό του.

«Τι τρέχει Χρήστο;» Ρώτησα τον πιστό μου σύντροφο.

«Θέλει να μπει στο στρατόπεδο χωρίς να ζητήσει άδεια του Γραφείου», ξέσπασε ο πάντα πειθαρχικός μα
και πολύ νευρικός Χρήστος.

«Είστε τρελοί; Ποιοι είστε εσείς που πρέπει να ζητήσω την άδειά τους; Αυτό μου έλειπε». Τα είπε σε τέλεια
ελληνικά ο Γιουγκοσλάβος και συνέχισε. «Τραβηχτείτε στην άκρη, είμαι ο στρατιωτικός διοικητής της
περιοχής».

Προσπάθησα να του εξηγήσω πως η άδεια ήταν τυπική, αλλά αυτός ούτε που άκουγε. Για μια στιγμή
τράβηξε τα χαλινά του αλόγου για να το υποχρεώσει να σηκωθεί στα δυο πισινά του πόδια και να χιμήξει
πάνω μας.

Άρπαξα το αυτόματο από τα χέρια του Χρήστου και το έστρεψα πάνω του. Το ύφος μου έδειχνε πως δεν
θα ’μενα στην απειλή. Η στάση μου τον ξάφνιασε αλλά και τον ανάγκασε να παραιτηθεί από κάθε βίαιη
προσπάθεια. Τον καθήλωσα στην πύλη και του ζήτησα να περιμένει άνθρωπο του γραφείου.

Δεν περίμενε πολύ. Αμέσως σχεδόν έφθασε ο σ. Σμόλικας που στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί ότι κάτι
συμβαίνει στην πύλη.

Άστραψαν τα μάτια του, κοκκίνισε σαν ντομάτα μόλις τον αντίκρισε. «Εσύ Γκότση» είπε και όρθωσε το
ανάστημά του ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτόν που ονόμασε Γκότση.

Αλλά και αυτός, ο Γκότσης όπως κοίταζε τον σ. Σμόλικα μου φάνηκε θεριό έτοιμο να κομματιάσει το
θύμα του. Ήταν φανερό ότι κάτι παλιό, μια έχθρα χώριζε τους δυο αυτούς συναγωνιστές.

«Φύγε από δω δεν έχεις δουλειά μαζί μας» πάτησε τις φωνές ο Σμόλικας, κάνοντας και χειρονομίες.

Και ο άλλος; Μαστίγωσε το άλογό του και εξαφανίστηκε. Μα πριν φύγει έριξε μια ματιά που ’λεγε «θα τα
πούμε και πολύ γρήγορα μάλιστα».

Όταν γύρισα στον θάλαμο μίλησα στον σ. Σκοτίδα για το επεισόδιο της πύλης, ανάμεσα στον Σμόλικα
και Γκότση.

Αυτός κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Πώς έρχονται τα πράγματα».

Το «πώς έρχονται τα πράγματα», φούντωσε την περιέργειά μου. Ήθελα να μάθω και κατάλαβα πως
καλύτερη «πηγή» από τον σ. Σκοτίδα, δεν υπήρχε.

Τον παρακάλεσα, τον καλόπιασα και στο τέλος τα κατάφερα.

Είχε και κάποια αδυναμία σ’ εμένα, ήμουν ο Επονίτης, το πειραχτήρι του θαλάμου, όπως έλεγε γελώντας.

Ο αγωνιστής και με καλή ιστορία αγώνων. Στο βουνό από τα ενεργητικά στελέχη του ΕΛΑΣ στην
περιοχή Φλώρινας. Νομίζω πως ήταν καπετάνιος λόχου.

Ο αγωνιστής γέννημα θρέμμα, όπως λέμε, της Φλώρινας, πολύ γρήγορα παρουσίασε τάσεις καθόλου
χρήσιμες για τον αγώνα. Εκδηλώθηκε σαν φανατικός αυτονομιστής.

Χρόνια πολλά το πρόβλημα της αυτονομίας της Μακεδονίας ή και περιοχών της, έκαιγε το Κ.Κ.Ε. που
πραγματικά άλλαξε δυο και τρεις φορές θέση πάνω στο πρόβλημα.

Η στάση αυτή του ΚΚΕ φυσικό ήταν να δημιουργήσει σε ορισμένα στελέχη της περιοχής, σύγχυση και
απορίες. Η ανακολουθία του μείωνε το κύρος τους σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της περιοχής, που
θεωρούσαν τον εαυτό τους καταπιεσμένο.

Την εποχή όμως αυτή, στα χρόνια του απελευθερωτικού πολέμου, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο και η
λύση του φοβερά δύσκολη.

Στις περιοχές Φλώρινας-Καστοριάς πολλά χωριά, κυρίως αυτά που χαρακτηρίζονται σλαβόφωνα (πέρα
για πέρα λαθεμένος και επικίνδυνος χαρακτηρισμός) έχουν δεχτεί από χρόνια την επίδραση της θεωρίας
που η φασιστική Βουλγαρία με τους πράκτορές της καλλιέργησε ότι τάχα ήταν γνήσιοι Βούλγαροι, πως
δεν έχουν σχέση με τους Έλληνες και πως πρέπει σύμφωνα πάντα με την ίδια θεωρία η Μακεδονία θα
πρέπει ν’ αποτελέσει αυτόνομο, χωριστό Μακεδονικό κράτος.

Το πολύ χρήμα και τ’ άλλα μέσα που χρησιμοποίησαν οι πράκτορες τους, μα και η κακή πολιτική που
εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις, κυρίως του Μεταξά, βοηθούν να πιάσει σ’ ένα αριθμό χωρικών, η παραπάνω
θεωρία.

Έτσι το σύνθημα «αυτονομία» ακούγεται στις περιοχές Φλώρινας-Καστοριάς από πολλούς μ’


ευχαρίστηση.

Στις ίδιες όμως περιοχές υπάρχουν και οι άλλοι (δεν γράφω Έλληνες γιατί ΟΛΟΙ είναι Έλληνες) που δεν
επηρεάστηκαν από την πλύση εγκεφάλου, ή τα χρήματα της εχθρικής προπαγάνδας. Αντίθετα μάλιστα,
εξαγριώνονται και μόνο στο άκουσμα της λέξης «αυτονομία». Οι οικογένειές τους έχουν ποτίσει με πολύ
αίμα το χώμα αυτό στ’ όνομα της Ελλάδας και δεν ανέχονται ούτε για αστείο ν’ ακούν για Μακεδονικό,
αυτονομία και τέτοια.

Τώρα υπάρχουν εδώ και πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό τους από τις σκλαβωμένες
πατρίδες που αντιδρούν με πείσμα σε κάθε τι που βλάπτει την Ελλάδα την μάνα Ελλάδα όπως την
αποκαλούν.

Και οι δυο ή τρεις «πληθυσμοί» βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά των φασιστών
κατακτητών (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων) που ρήμαζαν την πατρίδα και ήταν ΛΑΘΟΣ να μη γράψω
ΕΓΚΛΗΜΑ να βάλει κάποιος ζήτημα Αυτονομίας, να σηκώσει δηλαδή την σημαία του
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ».

Γιατί ήταν σίγουρο ότι θα δημιουργούσε σάλο στις οργανώσεις, θα ’βαζε σε κίνδυνο την ενότητά του κάτι
που με πάθος ζητούσαν και οι κατακτητές.

Γι’ αυτό τον λόγο, η κίνηση Γκότση δυσαρέστησε την ηγεσία του αγώνα που θέλησε να τον επαναφέρει
στην «τάξη».

Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, τι ανάγκασε τον Ηλία Δημάκη, το πραγματικό ονοματεπώνυμο του
Γκότση να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Γιατί η πίστη του στο Κ.Κ.Ε. ήταν δεδομένη, τουλάχιστον
μέχρι τώρα.

Θέλω ν’ αναφέρω πως τα σχόλια είναι απόλυτα δικά μου και δεν πρέπει ν’ αποδοθούν στον σ. Σκοτίδα σε
καμιά περίπτωση.

«Το αρχηγείο, μόλις έμαθε για την κίνηση», συνέχισε, «ζήτησε από την τοπική οργάνωση και το
στρατιωτικό τμήμα του ΕΛΑΣ που ανήκε ο Γκότσης να του συστήσουν πειθαρχία και απόλυτη υπακοή
στις διαταγές. Να του τονίσουν όχι κάθε κίνηση γι’ αυτονομία θα χαρακτηριστεί από το Κόμμα σαν
πράξη εχθρική και θα χτυπηθεί σκληρά, σαν τέτοια».

Δυστυχώς όμως ο Γκότσης όχι μόνο δεν υπάκουσε αλλά και δυνάμωσε τις προσπάθειές του για
στρατολόγηση οπαδών. Τα κατάφερε. Ήταν βλέπετε, γόνιμο το έδαφος. Η Μεταξική δικτατορία όπως και
πιο πάνω ανέφερα φρόντισε γι’ αυτό.

Η τρομοκρατία, το ξύλο, η εξορία δεκάδων «σλαβομακεδόνων» ήταν ό,τι χρειαζότανε για να τους
«πείσει», πως είναι ξένοι σε κάθε Ελληνικό.

Όταν οι αναφορές των οργανώσεων που ’φθάναν στην Μεραρχία μιλούσαν για τη συνέχιση της
«διαλυτικής» δουλείας της αποφάσισε να δράσει. Έδωσε διαταγή να συλληφθεί και το τμήμα του να
διαλυθεί.

Ο Γκότσης το μαθαίνει και με αρκετούς συντρόφους του εγκαταλείπει την περιοχή και περνά τα σύνορα.
Φθάνει και στρατοπεδεύει στα βουνά της Γιουγκοσλαβίας. Εδώ θα τον δεχτούν, θα τον καλοδεχτούν
μάλιστα οι σύντροφοι που θα τους χαρακτηρίσουν Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Έτσι όταν η
Γιουγκοσλαβία απελευθερωθεί στον Γκότση θα δοθεί ο βαθμός του ταγματάρχη του Γιουγκοσλαβικού
στρατού.

Η στάση αυτή των συντρόφων της Γιουγκοσλαβίας με κάνει να υποπτεύομαι, πως μάλλον αυτοί τον
ενθάρρυναν να κρατήσει την στάση που κράτησε και ήταν τόσο εχθρική για το Κόμμα.

Όπως λοιπόν φαίνεται ο σ. Σμόλικας καπετάνιος της 8ης Μεραρχίας θα ήταν από τους ανθρώπους που με
μανία κυνήγησαν τον αυτονομιστή Γκότση.

Ο αυτονομιστής δεν ξέχασε.

Τώρα ο Μέραρχος πολιτικός πρόσφυγας, ο Γκότσης ταγματάρχης, στρατιωτικός διοικητής της περιοχής.
Πράγματι πώς έρχονται τα πράγματα.

Την αναφορά μου στον Γκότση δεν την έκανα έτσι για να γεμίσω μια δυο σελίδες αλλά γιατί τον
άνθρωπο αυτόν θα τον συναντήσουμε και πάλι στον δρόμο μας.

Για να πω όμως την αλήθεια, θαρρετά και χωρίς προκατάληψη ή κομματική τοποθέτηση, το επεισόδιο
Γκότση με προβλημάτισε σοβαρά –και όχι μόνο εμένα.
Δεν ήταν ενέργεια ατομική, δεν μπορούσε να ’ταν μια πράξη εκδίκησης, ήταν μια οργανωμένη επίδειξη
των ανθρώπων που έβαζαν συνέχεια θέμα «Μακεδονικού».

Το «Μακεδονικό» ζητούσαν να ξεκαθαρίσουν οι σύντροφοι της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας με τους


πολιτικούς πρόσφυγες; Δεν ήταν δυνατόν.

Ούτε η θέση μας αλλά ούτε [εμείς] αντιπροσωπεύαμε τίποτε και κανέναν στις στιγμές εκείνες, για να
υποθέσουμε κάτι τέτοιο.

Αλλά τότε; Η ενέργεια του Γκότση που ήξερε πολύ καλά τις συνέπειές της, δημιούργησε το ερώτημα.
Βρισκόμασταν σ’ ένα κύκλο του οποίου η περίμετρος ήταν εχθρική;

Το βέβαιο είναι ότι η ενέργεια αυτή έδειξε την ανωριμότητα των πολιτικών στελεχών που την
«αποφάσισαν».

Γεγονός όμως είναι ότι νιώσαμε κάποιο «τσίμπημα» ένα πόνο στην καρδιά.

Άντρες από όλα τα μέρη της Ελλάδας που πήραν τα όπλα για την λευτεριά της, ξένοι οι περισσότεροι
στην πολιτική ως εκείνη την στιγμή, ίσως και να μη γνώριζαν καλά καλά τι ήταν το Μακεδονικό,
αισθανθήκαμε άσχημα, απογοητευτήκαμε.

Είδαμε να διαψεύδονται τα «αδελφοσύνη» «συντροφικότητα» «αγάπη», συνθήματα που κυριαρχούσαν


στις σχέσεις μας. Όσοι καταγόμασταν από την Μακεδονία και ζήσαμε ή νιώσαμε πολύ κοντά μας τη
φασιστική βουλγαρική κατοχή, σκεφτήκαμε. Δεν άλλαξε τίποτα; Συνεχίζεται η ίδια προσπάθεια;

Κρίμα… Εμείς που δεν γνωρίζαμε τίποτε άλλο, από το να αγωνιζόμαστε για την λευτεριά της πατρίδας
και το στέριωμα της Ειρήνης στα Βαλκάνια, γιατί ξέραμε ότι μόνο έτσι θα ζούσαν ευτυχισμένοι οι λαοί
μας, νομίσαμε για μια στιγμή πως μας πρόδιναν οι συναγωνιστές Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας.

Δεν μπορούσα να καταλάβω –ακόμα μέχρι και σήμερα– γιατί είναι σωβινισμός η άρνησή μας να
παραχωρήσουμε μέρος της πατρίδας μας για να δημιουργηθεί μια άλλη που δε θα ’ναι πατρίδα μας και
δεν είναι σωβινισμός η απαίτηση των συναγωνιστών, όσων ζητούν κάτι τέτοιο.

Γιατί τάχα θα ’πρεπε να γίνουν αλλαγές τόσο ριζικές, που χωρίς αμφιβολία και υπερβολή θα ’λεγα θα
επηρέαζαν για πολλά χρόνια τους λαούς της περιοχής, ΑΡΝΗΤΙΚΑ.

Η παραχώρηση, η ενσωμάτωση εδαφών, η μετατόπιση πληθυσμών είναι γεγονότα σημαντικά και σαν
τέτοια σφραγίζουν με τις συνέπειές τους άσχημα την ζωή στην ή στις περιοχές που συντελούνται.

Γνωρίζουμε καλά από προηγούμενα τέτοια ιστορικά γεγονότα ότι οι συνέπειες τέτοιων ανακατατάξεων
ήταν πάντα οδυνηρές. Όταν μάλιστα επαναλαμβάνονται στον ίδιο χώρο σε σύντομες περιόδους, είναι
καταστρεπτικές.

Στον δικό μας χώρο, στην Βαλκανική ύστερα από αιώνες Τουρκικής κυριαρχίας, σ’ ένα σύντομο
διάστημα είχαμε γεγονότα συνταρακτικά. Δημιουργήθηκαν Κράτη, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο
Εθνολογικός χαρακτήρας του πληθυσμού και αυτό είχε σαν συνέπεια την μετατόπιση μέρος του προς τον
«συγγενικό» του χώρο - Κράτος.

Η Μικρασιατική καταστροφή με την ανταλλαγή πληθυσμών (αριθμούσαν εκατοντάδες χιλιάδες) και


τέλος η αναγνώριση απ’ όλους, των σημερινών συνόρων, σημάδεψε αρνητικά την ιστορία μας.

Γνωρίζουμε ότι πάντα το «νόμιμο» δεν είναι και «δίκαιο». Εμείς οι Έλληνες το ξέρουμε καλύτερα από
κάθε λαό, γιατί κανένας λαός δεν εγκατέλειψε ύστερα από αιώνες παραμονής τις «εστίες» του,
κυνηγημένος από τους ισχυρούς χάρη των συμφερόντων τους.

Μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι οι λαοί που τόσο μεγάλοι πληθυσμοί τους μετακινήθηκαν,
τόσες φορές και άλλες τόσες δολοφονήθηκαν.
Από τις στήλες του Ηρακλή ως τον Καύκασο η ιστορία στις σελίδες της αναφέρει μια σειρά από τέτοια
μεταχείριση του λαού μας.

Παρά την πικρία τους, οι γονείς μας δέχτηκαν, έστω και με «μισή καρδιά» την συμφωνία για την
αναγνώριση των συνόρων –σημερινά– για να επικρατήσει επιτέλους η ειρήνη στα Βαλκάνια.

Δεχτήκαμε την κατάσταση όπως δημιουργήθηκε και ριχθήκαμε σαν λαός ειρηνικός στην οικοδόμηση του
Ελληνικού Κράτους, της Ελλάδας μας. Ασφαλώς δεν καταφέραμε πολλά πράγματα γιατί εκτός τις
καθεστωτικές αλλαγές κάθε τόσο, ο ερχομός των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και η εξαργύρωση
της βοήθειας προς τους συμμάχους μας, δεν επέτρεψαν να φθάσουμε στο επιθυμητό.

Παρ’ όλα αυτά προσπαθήσαμε, μοχθήσαμε γιατί αγαπούσαμε τον χώρο αυτόν, την Πατρίδα μας.

Φοβερή προσπάθεια για την ανάπτυξή της καταβάλουν οι πρόσφυγες, που στην επιτυχία της έβλεπαν και
την δική τους προκοπή.

Η προσπάθεια παίρνει ξεχωριστή μορφή στην Μακεδονία όπου εγκαταστάθηκε η πλειοψηφία των
προσφύγων. Είναι η νέα πατρίδα.

Γηγενείς και πρόσφυγες φτιάχνουν την σημερινή Ελλάδα που παρά τις συχνές πολιτικές μεταβολές –που
κάποτε είναι ανεπιθύμητες–, την ειρηνική Ελλάδα. Δεν ενόχλησε ποτέ, δεν

δημιούργησε προβλήματα στους γείτονες απ’ όσα γνωρίζω, ως την στιγμή που δέχτηκε επίθεση από την
Φασιστική Ιταλία.

Ο λαός μας πρέπει και πάλι να υπερασπίσει την πατρίδα αν δεν ήθελε να ζήσει σκλάβος. Και δεν το ’θελε.
Πολέμησε και πολέμησε σκληρά, όπως όλοι γνωρίζουν, γιατί δεν ήθελε να δώσει στον εχθρό ούτε σπιθαμή
από το έδαφος –από όσο του είχε αφήσει η συμφωνία των «μεγάλων»– και γιατί δεν θέλει άλλη
προσφυγιά.

Ούτε σπιθαμή στους ξένους ήταν το σύνθημά μας στα χρόνια του αντιφασιστικού πολέμου, που ήταν
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Οι αγωνιστές λοιπόν, που πολέμησαν και πολλοί «έπεσαν» στην μάχη με το
σύνθημα στα χείλη «ούτε σπιθαμή γης στον εχθρό», ήταν σωβινιστές;

Όχι, φίλοι Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας η υπεράσπιση της χώρας μας ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ της χώρας ήταν
καθήκον ΟΛΩΝ μας και πρώτα των κομμουνιστών. Αυτό κάνουμε όσες φορές αν χρειαστεί.

Μα το ίδιο κάνατε και σεις. Υπερασπιστήκατε με αυταπάρνηση το έδαφός σας. Μάλιστα τώρα βάζετε
θέμα ΕΔΑΦΩΝ γειτονικών με σας λαών, γιατί λέτε πως τα είχαν αρπάξει παλιά.

Μετά την ΝΙΚΗ, θέλετε να προσαρτήστε περιοχές σαν της Τεργέστης ή του Μάρεμπουργκ. Είναι
σωβινισμός; Τι λέτε;

Χωρίς να περιμένω απάντηση, συνεχίζω.

Εσείς, οι Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας που «πονάτε» για τους Μακεδόνες της Ελλάδας και ζητάτε την
ένωση γιατί τάχα αυτό είναι «δίκιο και ιστορικά, σωστό», δεν δείχνετε την ίδια ευαισθησία για τους
Αλβανικής καταγωγής κατοίκους του Κοσυφοπεδίου που ζητάν επίμονα την ένωσή τους με την «μάνα»
Αλβανία. Περίεργη συλλογιστική, κομμουνιστών συντρόφων. Απίθανη λογική.

Δεν είμαι μορφωμένος, ούτε θέλω να κάνω τον «σοφό», αλλά το λέω ξεκάθαρα. Η θέση των γειτόνων μας
στο θέμα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ» ήταν και είναι ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ και ΑΠΟΛΙΤΙΚΗ.

Μπορούν να πουν ότι έχω «άγρια μεσάνυχτα», ότι είμαι εντελώς αδιάβαστος και πως δεν πρέπει ν’
ασχολούμαι με τόσο σοβαρά προβλήματα. Ίσως. Εκείνο όμως που ξέρω καλά και σίγουρα δεν πέφτω έξω
ούτε χιλιοστό, είναι πως έτσι νιώθαμε οι περισσότεροι Έλληνες αγωνιστές, μέλη και στελέχη του Κ.Κ.Ε.
Αυτή ήταν η απάντηση που δίναμε και αυτό μετρούσε πιο πολύ από τις διάφορες «σοφιστείες».
Παρά την πίκρα που νιώθουμε, δεν πάψαμε ούτε στιγμή να ελπίζουμε ότι κάτι θ’ άλλαζε πως κάθε τι που
σκίαζε τις σχέσεις μας θα παραμεριζότανε. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Νιώθαμε τόση αγάπη για τους συναγωνιστές μας Γιουγκοσλάβους και ήμασταν βέβαιοι πως το ίδιο
όμορφα ένιωθαν και αυτοί για μας.

Εκτός από λιγοστούς που μάλλον για αυτοπροβολή, οι άλλοι, οι πολλοί με αγανάκτηση απορρίπτουν
κάθε τι που εμποδίζει την όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη των σχέσεών μας.

Βέβαια οι «λίγοι» θα βρίσκονται σε ψηλά κλιμάκια της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και είναι φυσικό
να «βαραίνουν» πολύ οι σκέψεις και οι αποφάσεις τους. Γνωρίζαμε την δύναμή τους, μα το ίδιο
γνωρίζαμε ότι οι «θέσεις» τους δε βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους τα στελέχη του αντιφασιστικού αγώνα
και βρισκότανε έξω από τα «όρια της Μακεδονίας».

Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβάκοι, Μαυροβούνιοι μας αγκαλιάζουν σαν συναγωνιστές του μεγάλου πολέμου,
χωρίς υστεροβουλία και αυτό μετρούσε.

Σίγουρα η αγάπη αυτή θα γινόταν φρένο που θα σταματούσε ενέργειες –αν προχωρούσαν σε τέτοιες– που
θα δυναμίτιζαν τις αδελφικές σχέσεις που δημιουργήσαμε στην διάρκεια του αγώνα κατά του κοινού
εχθρού.

Η επίσκεψη του Γκότση στο στρατόπεδό μας ήταν μια ανόητη κίνηση των φίλων του «Μακεδονικού» που
όμως με τον τρόπο που έγινε, θα σημειωθεί σαν ένα γεγονός σοβαρό της ζωής μας στο Μοναστήρι.

Γι’ αυτό επεκτάθηκα στην περιγραφή και ανάλυσή του. Για μια φορά ακόμα τονίζω, πως ό,τι γράφω δεν
είναι ιδεολογικές, ή θεωρητικές σκέψεις. ΟΧΙ. Έγραψα και γράφω αυτό που ένιωθα, αυτά που έζησα.

Ίσως να μην αρέσω. Περιγραφή πιστή αυτής της ανάβασης κάνω.

Η ζωή στο στρατόπεδο συνεχίζεται και ο ερχομός όλο και νέων συντρόφων μάς βάζει σε σκέψεις.

Όλοι μιλούν για φοβερές διώξεις, για δολοφονίες αγωνιστών, ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις, εξορίες.

Κόλαση, κόλαση μας λένε. Η αγωνία για το τι γίνονται οι δικοί μας, μεγαλώνει. «Άραγε είναι καλά;»
διερωτόμαστε.

Από συντρόφους που έρχονται και είναι από την πόλη ή τα χωριά που ζουν δικοί μας, φροντίζουμε να
μάθουμε κάτι γι’ αυτούς. Αλίμονο όμως τις πιο πολλές φορές τους είναι άγνωστοι.

Ζητούμε από το «Γραφείο» να βρει ένα τρόπο επικοινωνίας να μαθαίνουμε τουλάχιστον, αν ζουν. Ούτε
σκέψη για κάθε είδους επικοινωνίας, είναι αυστηρή η απάντηση. Πειθαρχούμε δεν μπορεί να γίνει
διαφορετικά.

Οι θάλαμοι έχουν γεμίσει. Πόσοι άραγε θα μαζευτούμε! Ψιθυρίζεται ότι υπάρχει και άλλο ένα
στρατόπεδο σαν το δικό μας. Στο Κουμάνοβο συγκεντρώνονται Έλληνες αγωνιστές που μπαίνουν στην
Γιουγκοσλαβία από τις περιοχές Κιλκίς, Σερρών και Θεσσαλονίκης.

Ο ένας ρωτούσε τον άλλον μην έμαθε τίποτε γι’ αυτούς του άλλου στρατοπέδου, μήπως άκουσε κανένα
όνομα. Ελπίζαμε έτσι να βρούμε κανένα γνωστό που να ’ρθε πρόσφατα από «κάτω», όπως λέγαμε όταν
θέλαμε ν’ αναφερθούμε στην Πατρίδα και μάθουμε νέα από τα σπίτια μας λες και θα μας επέτρεπαν να
πάμε σε συνάντησή τους. Η ανάγκη όμως να μάθουμε για τις οικογένειές μας ήταν τέτοια που πιστέψτε με
μας αρκούσε και μόνο η είδηση ότι κάποιος γνωστός βρίσκεται στο άλλο στρατόπεδο, χιλιόμετρα μακριά
που όμως σίγουρα θα τον συναντούσαμε σύντομα.

Ζήτησα από το «Γραφείο», να μου επιτρέψει να «μπω» στη Φλώρινα όπου είχα συγγενείς, για να πάρω
ρούχα που δεν είχα και λίγα χρήματα. Σημειώστε πως στην Φλώρινα οι «αρχές»

δεν έλεγχαν ακόμα την κατάσταση. Λίγοι χωροφύλακες και περισσότεροι παρακρατικοί προσπαθούσαν
να επιβάλουν την τάξη πράγμα που θα με βοηθούσε να κινηθώ ανάμεσά τους πολύ εύκολα.

Η απάντηση του «Γραφείου» ήταν αρνητική και μάλιστα «στολισμένη» με σκληρές παρατηρήσεις.
Αργότερα κατάλαβα πόσο αφελής ήμουν όταν ζητούσα να μου επιτραπεί η είσοδος στην Ελλάδα. Τότε
όμως δεν ήμουν μόνο αφελής αλλά και πεισματάρης.

Θύμωσα από την απάντηση και απείλησα ότι θα μπω παρά την απαγόρευσή τους. Και θα έμπαινα αν δεν
με καλούσε ο σ. Αλέκος (Θανάσης Στράντζαλης) που ήταν μέλος του «Γραφείου» αλλά όπως γνωρίζετε
από τα γραπτά μου, αγαπούσα και σεβόμουνα σαν μεγάλο αδελφό και πατέρα. Με παρακάλεσε να
πειθαρχήσω στην διαταγή του Γραφείου αν δεν ήθελα να τον πικράνω. Του το υποσχέθηκα. Δεν θα τον
πίκραινα.

«Πρώτη φορά σε βλέπω να κάνεις πίσω, Νίκο» μου είπε ο σ. Χρήστος, σαν άκουσε να υπόσχομαι στον
Αλέκο πως δεν θα ’κάνα την κουταμάρα, όπως είπε το έμπα μου στη Φλώρινα.

«Ρε αεί στο διάβολο, αφού είναι αντικομματικό ρε Χρήστο. Έτσι δεν είπε ο Γέρος; (Αλέκος)»

Τα είπα αλλά ταυτόχρονα σκεπτόμουν γιατί τάχα να κακοφαινότανε στο κόμμα, αν εγώ πετιόμουν για
λίγο στην Φλώρινα;

Η άγνοια σ’ όλη της την μεγαλοπρέπεια.

Το ίδιο βράδυ όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, άκουσα τον σ. Σκοτίδα που «ξάπλωνε» λίγο πιο πέρα να μου λέει
σιγά. «Κοιμήθηκες Επονίτη;»

«Όχι σύντροφε», αποκρίθηκα.

«Τι έμαθα, τους ζήτησες να μπεις μέσα;» συνέχισε να μιλά ψιθυριστά από φόβο μη μας ακούσουν.

Κούνησα το κεφάλι μου. «Τρελός είσαι; Μην ξανακάνεις τίποτε, αν πρώτα δεν με συμβουλευτείς.
Αργότερα θα μπορείς να κρίνεις σωστά, τώρα όμως χρειάζεσαι βοήθεια. Μου υπόσχεσαι ότι από δω και
πέρα θα με ρωτάς για κάθε σου απορία;»

Έδωσα την υπόσχεση μου στον αγαπητό σύντροφο πιο πολύ για να σταματήσει εδώ η κουβέντα μας,
γιατί νύσταζα φοβερά.

Οι μέρες περνούσαν χωρίς τίποτε το ξεχωριστό, ρουτίνα σκέτη η ζωή μας, μέχρι το πρωινό που μας
ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείπαμε το στρατόπεδο και το Μοναστήρι για να πάμε αλλού. Το «αλλού»
δεν είχε όνομα, αλλά μας δώσανε να καταλάβουμε ότι θα προχωρούσαμε προς το Βορρά, στο εσωτερικό
της Γιουγκοσλαβίας.

Η κίνηση αυτή δικαίωσε όσους υποστήριζαν, πως η επιστροφή μας στην Πατρίδα θ’ αργούσε.

Την άλλη μέρα άρχισε η μετακίνηση. Οι περισσότεροι φεύγαμε με το τρένο, οι άλλοι με τα φορτηγά
αυτοκίνητα που είχαμε και ήταν τα ίδια που μας «πέρασαν» από την Ελλάδα στην Γιουγκοσλαβία.
Καμιά δεκαριά Τζιπ-Ντόιτς που είχε πάρει λάφυρα από τους Άγγλους ο ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη, στην
Αθήνα.

Το ταξίδι ήταν δύσκολο. Το τρένο πήγαινε αργά, γιατί οι ράγες (γραμμές) είχαν το χάλι τους. Οι γέφυρες
καταστραμμένες από τον εχθρό, πρόχειρα φτιαγμένες από τον Γιουγκοσλαβικό στρατό, χρειαζόταν
κάποια προσοχή στο πέρασμά τους. Καθώς πηγαίναμε αργά μας δινότανε η ευκαιρία να χαζεύουμε το
τοπίο που ’ταν πανέμορφο.

Η σιδηροδρομική γραμμή ακολουθούσε αντίστροφα το κύλισμα των νερών του ποταμού Αξιού
(βαρδάρη) που δίνει ζωή και ομορφιά στην κοιλάδα που διασχίζει. Είναι εποχή που τα χιόνια λειώνουν
στα χαμηλά και ανεβάζουν την στάθμη των νερών του ποταμού και το πράσινο οργιάζει.

Ακούγονται τραγούδια, γέλια νομίζεις πως η γύρω ομορφιά επιδρά στον ψυχικό μας κόσμο.
Δεν είναι όμως έτσι. Μόλις η σκέψη μας γυρνά πίσω, στην πατρίδα, στους γονείς, τ’ αδέρφια, στα
αγαπημένα πρόσωπα τα χείλια σφίγγονται, τα μάτια χάνουν την λάμψη τους και, στην άκρη τους πάντα
υπάρχει μια σταγονίτσα, ένα τόσο δα μικρό δάκρυ, όμοιο μαργαριτάρι, έτοιμο να κυλίσει στα μάγουλα
που μόνο ο «ανδρισμός» μας συγκρατεί.

Φθάνουμε στην πόλη που είναι πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, τα
Σκόπια.

Εδώ σταματάμε, θα μείνουμε το βράδυ αυτό στο σταθμό γιατί δεν υπήρχε τρένο να συνεχίσουμε.

Συγκεντρωθήκαμε στην πλατφόρμα του σταθμού και περιμέναμε οδηγίες από τους Γιουγκοσλάβους.

Η πειθαρχία, η τάξη και η ευπρέπεια ήταν φανερά και εντυπωσίασαν τους κατοίκους της πόλης που έτυχε
να βρίσκονται στον σταθμό. Μας παρακολουθούσαν με περιέργεια και κάποιο θαυμασμό. Γρήγορα
διαδόθηκε.

«Γκέτσκι παριζάν», Έλληνες αντάρτες. Πλησίαζαν, μας αγκάλιαζαν και άλλοι μ’ ένα χαμόγελο αμήχανο
επαναλάμβαναν «Γκέτσκι παρτιζάν, Γκρέτσκι παρτιζάν».

Και οι «Γκρέτσκι παρτιζάν» μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνουν, «έκοβαν» βόλτες γύρω από τον
σιδηροδρομικό σταθμό.

Από το απόγευμα βλέπαμε να συγκεντρώνεται στη μεγάλη πλατεία που βρίσκεται λίγο μακρύτερα από
τον σταθμό, ένα πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας.

Ρωτήσαμε, γιατί αυτή η συγκέντρωση; Θα μιλήσουν στελέχη του Λαϊκού Μετώπου –Ναρόντι Φροντ–, μας
απάντησαν.

Περισσότερο από περιέργεια, αφού δεν θα καταλαβαίναμε λέξη απ’ όσα θα έλεγαν, χωθήκαμε, εγώ και ο
Χρήστος, μέσα στο πλήθος. Από τις ομιλίες που ακολούθησαν το μόνο που καταλάβαμε ήταν το «Ντα
Ζιβέε Νάροντι Άρμια» και το «Ζίβε Μάρσαν Τίτο» δηλαδή, ζήτω ο λαϊκός στρατός και ζήτω ο
στρατάρχης Τίτο.

Όταν τέλειωσαν οι ομιλίες και οι συγκεντρωμένοι φεύγαν για τα σπίτια τους –είχε περάσει και η ώρα–
στους ελεύθερους τώρα χώρους της πλατείας ανάφτηκαν φωτιές. Ναι, φωτιές που γύρω τους έστησαν
χορό νέοι και νέες. Χόρευαν τους λαϊκούς χορούς των Σέρβων, Μαυροβουνίων, της Κροατίας,
Μακεδονίας όπως χόρευαν και οι παρτιζάνοι του Τίτο στα βουνά στα μικρά διαλείμματα του αγώνα. Και
δω στην πλατεία, πάλι παρτιζάνοι πρώτοι σέρνουν τον χορό σφιχταγκαλιασμένοι με τους νέους που
θεωρούσαν τιμή τους να χορεύουν με τους ήρωες τους.

Κοιτούσαμε τις θαυμάσιες εκείνες εικόνες που πρόβαλαν μπροστά στα μάτια μας και νιώσαμε ζήλεια. Δεν
είναι ντροπή, τ’ ομολογώ ζηλέψαμε τους συναγωνιστές Γιουγκοσλάβους.

Αυτοί ήταν τυχεροί, πιο τυχεροί από μας, που όχι μόνο δεν γευτήκαμε την αγάπη του λαού μας, μα
είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μακριά του.

Όταν μας αντιλήφθηκαν, μας άρπαξαν από τα χέρια και μας σύραν στο χορό. Δεν ήταν απαραίτητο να
γνωρίζεις τα βήματα του χορού, γι’ αυτό φρόντιζαν οι πρώτοι της σειράς, ενώ οι υπόλοιποι αρκούνταν σε
πηδήματα γύρω από την φωτιά.

Η χαρά και ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος που μικρολάθη δεν είχαν σημασία.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον χορό, καθώς έβλεπα τον σύντροφο μου Χρήστο παρασυρμένο από τον
γενικό ενθουσιασμό να προσπαθεί να πηδήξει κι αυτός μαζί με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους, χωρίς
βέβαια επιτυχία, κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου κάθε φορά. Το γενναίο παλληκάρι μέσα στη γενική
χαρά ξέχασε πως είχε βγαλμένο το πόδι του από τη λεκάνη, δώρο του αγώνα. Στις αρχές του Σεπτέμβρη
1944 για να ξεφύγει την σύλληψή του από τους Γερμανούς και να γλιτώσει από τις ριπές των αυτομάτων
τους, «βούτηξε» και γκρεμίστηκε από ύψος 3 μέτρων στο βάθος ενός τεχνητού ανοίγματος - κανάλι που
κάποτε περνούσε το «ντεκοβίλ» της κεραμοποιίας Αλατίνη.

Κατάφερε να ξεφύγει όπως και ο άλλος σύντροφος του Παναγιώτης Ανθούλης, αλλά με το πέσιμο του
«βγήκε» το πόδι του από ψηλά –από τη λεκάνη. Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να μπει στο
Νοσοκομείο, χωρίς όμως επιτυχία. «Δεν μπαίνω σε Νοσοκομείο, δικαιούμαι να ’μαι όρθιος αυτές τις
στιγμές, έρχεται και η απελευθέρωση» φώναζε.

Η στάση του αυτή και δικός μας «ζαμανφουστισμός» θα του στοιχίσει ακριβά. Θα μείνει ως το τέλος της
σύντομης ζωής του ανάπηρος.

Θα ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα όταν επιστρέψαμε στην πλατφόρμα του σταθμού που ήταν οι
σύντροφοί μας.

Χωρισμένοι σε παρέες προσπαθούμε με συζήτηση για ένα «σωρό» θέματα, τα περισσότερα άκαιρα, να
ξεγελάσουμε λίγο το μυαλό μας και [να] περάσουμε την νύκτα που σε κάτι τέτοιες ώρες είναι δύσκολη.

Το ξημέρωμα μας βρήκε ξύπνιους. Η μέρα έδειχνε ότι θα ήταν ηλιόλουστη. Χαρήκαμε γιατί έτσι θα
ζέστανε και «κοκκαλάκι» μας που από το βραδινό κρύο είχε ταλαιπωρηθεί.

Η λαμπρή αυτή μέρα μας φύλαγε όμως μια έκπληξη. Ο ερχομός του σ. Μιχάλη (Πεταχτσίδη) που ήταν το
ανώτερο στέλεχος αλλά που δεν έμενε μαζί μας ήταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Μαζευτήκαμε γύρω του
και προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε από το στόμα του έστω μια λέξη που θα έδινε απάντηση στο ερώτημα.
Πού πάμε;

«Σύντροφοι μην ανησυχείτε σε λίγο το τρένο που διέθεσαν οι σύντροφοι Γιουγκοσλάβοι, θα μας οδηγήσει
στο ΤΕΤΟΒΟ. Στην πόλη αυτή θα φιλοξενηθούμε, θα ’ναι το προσωρινό σπίτι μας, είπε με την μπάσα
φωνή του. Μας κοίταζε για λίγο για να δει, ποια εντύπωση προκάλεσαν τα λόγια του.

Δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε ακόμα το λόγια του σ. Μιχάλη, όταν συνέβη το επεισόδιο, η νέα
πρόκληση Γκότση.

Σε μια στιγμή βρεθήκαμε κυκλωμένοι από ένοπλους Μακεδόνες στρατιώτες που μάλιστα προκλητικά
είχαν προταγμένα ενάντιά μας τα όπλα τους.

Στην αρχή, για λίγα λεπτά μονάχα νομίσαμε ότι θα ήταν άσκηση, ή κάτι τέτοιο, άσχετο με μας. Αλίμονο,
το αντίθετο συνέβαινε. Η φανφαρονική, επιδειξιακή εμφάνιση του ταγματάρχη Γκότση, δεν άφηνε
περιθώρια για αμφιβολίες.

«Παραταχτείτε όλοι με το πρόσωπο στραμμένο σε μένα» φώναζε και σπρώχνοντας κάνα δυο δικούς μας,
έδειχνε πώς έπρεπε να «παραταχτούμε». Τι ήθελε πάλι; Πού το πήγαινε;

Το τι ήθελε, το ξεκαθάρισε αμέσως. Με φωνή που έδειχνε πως δε θα δεχόταν αντιρρήσεις, άρχισε.

«Όσοι από σας είστε Μακεδόνες καλείστε να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας στην “ελεύθερη Μακεδονία”.
Να ’ρθείτε αμέσως μαζί μας, δεν έχετε καμιά δουλειά στο Κ.Κ.Ε. Είστε διαλεκτά στελέχη και μέλη του
αγώνα και Μακεδόνες. Η θέση σας λοιπόν είναι εδώ, κοντά μας. Η πατρίδα θα σας αγκαλιάσει και θα
ανταμείψει τους αγώνες σας. Σας καλώ κοντά μας. Μη φοβηθείτε τίποτε, κανείς δεν θα τολμήσει να σας
εμποδίσει. Εμπρός λοιπόν».

Μια παγερή σιωπή απλώθηκε για αρκετή ώρα. Με σφιγμένα τα δόντια, έτοιμοι για κάθε τι, μέναμε
ασάλευτοι. Αλλά όσο περνούσαν τα λεπτά της ώρας, ο Γκότσης όλο και αγρίευε. Έκπληκτος, γιατί τα
λόγια του δεν είχαν το αποτέλεσμα που περίμενε, ξέσπασε. «Τι περιμένετε συναγωνιστές Μακεδόνες, εδώ
σας περιμένουν τιμές, θα ζήσετε σαν νικητές θα ’χετε ό,τι τραβά η καρδιά σας.»

Η τελευταία του φράση έθιγε ένα σοβαρό πρόβλημα, την «σεξουαλική πείνα» μας. Αυτή τη φορά το «ό,τι
τραβά η καρδιά σας» έκανε καμιά δεκαριά συντρόφους από τις περιοχές Καστοριάς - Φλώρινας -
Έδεσσας να κάνουν δυο βήματα μπροστά. Ο Γκότσης γέλασε, θέλησε να δώσει θάρρος και σ’ άλλους γιατί
ήταν βέβαιος πως οι υποσχέσεις του, από την μια, οι συνθήκες ζωής μας, από την άλλη, θα παρέσυραν
πολλούς.

Τότε ακούστηκε βαριά σαν σφυριά η φωνή του σ. Μιχάλη. «Σταθείτε σύντροφοι, γυρίστε πίσω η θέση σας
είναι εδώ στην γραμμή». Αυτό που έγινε τάραξε τον Γκότση. Αυτοί που βγήκαν από την γραμμή για να
κάνουν την «ζωή» τους, ταλαντεύτηκαν, γύρισαν το πρόσωπό τους σε μας και τα μάτια τους αντάμωσαν
τα δικά μας που ήταν γεμάτα απορία και πίκρα γι’ αυτό που κάνουν. Σκύψαν το κεφάλι από ντροπή και
εκτός από τρεις, οι άλλοι γύρισαν πίσω, κοντά μας. Σκύλιασε ο Γκότσης, έχασε τα λογικά του, τον έλεγχό
του. Τράβηξε το πιστόλι του και φώναξε. «Βγείτε έξω μη φοβάστε κανέναν, εγώ είμαι εδώ, εμπρός
λοιπόν». Στράφηκε στους άντρες του και τους διέταξε να ’ναι έτοιμοι να ρίξουν πάνω μας, αν
προσπαθούσαμε να εμποδίσουμε κάποιον να πάει μαζί τους. Τα κρακ-κρακ που κάνουν τα κινητά
ουραία καθώς οπλίζουν τα όπλα, μας πείσμωσαν.

«Πρόσεξε Γκότση η ενέργειά σου αυτή μας εξοργίζει, δεν μας φοβίζει και θα ’ναι κρίμα να σκοτωθούμε
μεταξύ μας» ακούστηκε γεμάτος αποφασιστικότητα να του λέει ο σύντροφος Μιχάλης. Όλα δείχνουν πως
η εξαλλοσύνη του Γκότση θα οδηγούσε σε σύγκρουση.

Γρήγορα μια εικοσάδα από μας κάναμε ένα ημικύκλιο μπροστά από τον σ. Μιχάλη, έτοιμοι και
αποφασισμένοι να τον προστατέψουμε με κάθε θυσία. Την ίδια απόφαση την διέκρινες καθαρά και στα
πρόσωπα των υπόλοιπων συντρόφων μας.

Θα πρέπει ν’ αναφέρω με την ευκαιρία πως οι σ. Γιουγκοσλάβοι δεν μας είχαν αφοπλίσει και έτσι όλοι
σχεδόν σήμερα είχαμε το «σιδηρικό» μας, ένα πιστόλι ή καμιά χειροβομβίδα πράγμα που το’ξερε ο
Γκότσης. Θα ήταν τρελός λοιπόν αν καλούσε τους στρατιώτες του να πυροβολήσουν. Αν ήταν όμως;
Ήταν;

Για κάθε ενδεχόμενο είμαστε έτοιμοι. Όλα μετά συνέβηκαν σε δευτερόλεπτα.

Ένα επιβατικό αυτοκίνητο που το δυνατό φρενάρισμά του έδειξε ότι έτρεχε με ταχύτητα, σταμάτησε
μπροστά μας. Μια πανύψηλη γυναίκα ντυμένη στρατιωτικά και με διακριτικά ανώτερου αξιωματικού,
βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε κατευθείαν στον Γκότση. Κάτι του ’πε αυστηρά χτυπώντας με το
μαστίγιο τις μπότες της.

Ο ταγματάρχης Γκότσης είχε «παγώσει». Η παρουσία της γυναίκας αυτής ήταν «καταλυτική», τον είχε
εξουθενώσει.

Η τελευταία προσταγή της δόθηκε αρκετά υψηλόφωνα, τόσο ώστε να την ακούσουν οι σύντροφοί μας
που γνωρίζανε την γλώσσα και να μας την εξηγήσουν αργότερα.

«Μάσε αυτούς γρήγορα και χάσου από δω…» Το σύριγμα που έκανε το μαστίγιό της καθώς νευρικά κι
όλο δύναμη κτυπά στον αέρα, συνοδεύει την τελευταία της φράση.

Αυτός, χωρίς να πει λέξη μάζεψε τους άντρες του και χάθηκε, χωρίς να μας ενοχλήσει ποτέ πιά.

Χαμογελαστή τώρα, άλλος άνθρωπος η συντρόφισσα συζήτησε για λίγο με τον σ. Μιχάλη, μας ευχήθηκε
«καλό ταξίδι» και έφυγε βιαστικά σαν σίφουνας όπως είχε έρθει.

Χαρήκαμε χαρήκαμε πολύ. Τώρα γνωρίζαμε, είμασταν βέβαιοι ότι οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι μας
βλέπουν σαν συναγωνιστές στον ωραίο αντιφασιστικό αγώνα. Το «αδελφοσύνη» το νιώθουν
πραγματικά, είχε γίνει «βίωμά» τους.

Τώρα ξέρουμε πως κάθε άλλη ενέργεια θα ήταν «περίπτωση» κάτι χωρίς σημασία και που δεν θα βάραινε
τις σχέσεις μας.

Μετά από λίγες ώρες ένα τοπικό τρένο μας οδηγούσε στο ΤΕΤΟΒΟ.
Τέτοβο. Ο Δεύτερος Σταθμός

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας (Σκόπια) σε πολύ μικρή απόσταση από
την Αλβανία, βρίσκεται η πόλη Τέτοβο.

Μας θυμίζει λίγο Ξάνθη και Κομοτηνή με κάποια όμως πιο έντονη την επίδραση της Μουσουλμανικής
«κουλτούρας».

Οι μιναρέδες, οι γυναίκες με τους φερετζέδες και τα μακριά μαύρα φουστάνια που φθάνουν ως τους
αστραγάλους, οι πωλητές του μποζά με τα μεγάλα «γκιούμια» στην πλάτη, που σε θάμπωναν όταν πάνω
τους κτύπαγαν οι αχτίδες του ήλιου, σου ’διναν την εντύπωση πως βρίσκεσαι στην ανατολή.

Από δω ο πολιτισμός πέρασε «ξυστά». Σημάδια ενός φεουδαρχικού συστήματος, που το νέο καθεστώς
προσπαθεί να εξαφανίσει, γίνονται αμέσως αντιληπτά. Οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι Μωαμεθανοί,
τυραννισμένοι άνθρωποι.

Η ζωή του δουλοπάροικου που για πολλά χρόνια έζησαν οι προγονοί τους ακόμα και η τωρινή γενιά ως
πριν από λίγα χρόνια, έβαλε πάνω τους την φρικτή σφραγίδα της.

Όταν κάποτε τους δόθηκαν «κάποιες ελευθερίες» το τότε κράτος φρόντισε αυτές να ‘ναι «λογικές».

Τους κράτησαν αγράμματους, καθυστερημένους γιατί έτσι Κράτος –μεγαλοκτηματίες και Χοτζάδες–
εξασφάλιζαν τα συμφέροντά τους και αλίμονο τ’ ανθρωπάκια το πιλάφι του παραδείσου, που έταζε ο
προφήτης στους «καλούς Μωαμεθανούς».

Ήταν να τους λυπάσαι. Τους βλέπαμε αργότερα να εργάζονται στα χωράφια των συνεταιρισμών τους και
λέγαμε. Θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια και χρόνος για ν’ αλλάξουν.

Πολύς φόβος και δουλοφροσύνη ήταν τα «δώρα» που τους χάρισε η μέχρι τώρα σκληρή ζωή τους.

Δεν θυμάμαι πόσες φορές την μέρα σταματούσαν κάθε ασχολία τους, άπλωναν ένα χαλάκι και
στραμμένοι στην ανατολή διπλωμένοι στα δυο, προσευχότανε ζητώντας την βοήθεια του Αλλάχ.

Θρήσκοι, φανατικά προσκολλημένοι στο Κοράνιο που σίγουρα δεν πολυκαταλαβαίνουν από την
αμορφωσιά τους, δεν μπόρεσαν ν’ αντιληφθούν την μεγάλη κοινωνικό-πολιτική αλλαγή που έγινε στην
πατρίδα τους.

Βέβαια σ’ αυτό βοηθούσαν και κάποιοι από τους δικούς τους, που πολύ έξυπνα καλλιεργούσαν τον φόβο
για το «καινούργιο», την μεγάλη ΑΛΛΑΓΗ, που θα άλλαζε προς το καλύτερο την ζωή τους.

Αργότερα, νομίζω πως και από δική τους απαίτηση ο Τίτο τους επιτρέπει να φύγουν, να παν όσοι θέλουν
στην Τουρκία, την μεγάλη πατρίδα όπως την ονομάζουν. Από πολλά χωριά της Γιουγκοσλαβικής
Μακεδονίας ξεσηκώνονται γι’ αυτό το ταξίδι.

Τρένα μεταφέρουν για μέρες τους δυστυχισμένους που έλπιζαν ότι πάνε στον «Παράδεισο».

Εμείς απορούσαμε. Τι διάβολο λέγαμε, δεν υπάρχουν ανάμεσά τους δυο τρεις «φωτισμένοι» να τους
εξηγήσουν ότι αυτό που κάνουν είναι η μεγαλύτερη κουταμάρα της ζωής τους;

Πάμπτωχοι στην πλειοψηφία τους απελπισμένοι από την σκληρή και μίζερη ζωή έχουν χάσει την
ικανότητα να σκεφτούν ψύχραιμα και λογικά.

Αρπάχτηκαν όπως ο ναυαγός αρπάζει την σανίδα από το σύνθημα που έριξαν οι «βαλτοί» να φύγουμε
για την πατρίδα Τουρκία και χωρίς πολύ σκέψη, εγκαταλείπουν την πραγματική τους πατρίδα. Τα μέρη
που είδαν το φως της μέρας, που έζησαν όπως και αν έζησαν οι προγονοί τους, αυτοί οι ίδιοι, τα παιδιά
τους.

Τι θα έχαναν αν έμεναν στον τόπο τους; Τίποτε απολύτως τίποτε. Αντίθετα, όπως απέδειξαν αργότερα τα
πράγματα όσοι έμειναν βγήκαν κερδισμένοι. Και το πιο σπουδαίο:

Πολύ γρήγορα άρχισαν να φθάνουν τα «χαμπάρια» (ειδήσεις) που δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για
όσους είχαν εγκατασταθεί στην «μάνα Τουρκία».

Μέχρι όμως να φθάσουν ως εδώ οι ειδήσεις για την άσχημη ζωή που βρήκαν οι πρόσφυγες στον
«παράδεισο Τουρκία» χιλιάδες Μακεδόνες, Μωαμεθανοί έχουν εγκαταλείψει την Γιουγκοσλαβική
Μακεδονία, ίσως και άλλες δημοκρατίες της.

Έξω από το Τέτοβο περίπου δυο χιλιόμετρα ήταν η Γεωργική σχολή. Ένα μεγάλο κτήμα με τα διάφορα
κτίσματα απαραίτητα για την λειτουργία της.

Ένα τεράστιο κτίριο στο μέσον, μ’ αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία, υπνοδωμάτια και ένα γύρω αποθήκες,
στάβλοι. Αρκετά στρέμματα που ανήκουν σ’ αυτήν ήταν φυτεμένα μηλιές, που το πράσινό τους
δημιουργούσε μια ωραία εικόνα και μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα.

Σ’ αυτό το κτήμα, στην Γεωργική σχολή εγκατασταθήκαμε. Στα μεγάλα δωμάτια, θαλάμους τα
ονομάσαμε, προσπαθήσαμε να βολευτούμε, γιατί τώρα αυτοί θα ’ναι το «καινούργιο σπιτικό μας».

Εδώ θα μέναμε και ποιος ξέρει για πόσο καιρό. Εβδομάδες, μήνες, χρόνια; Κανείς δεν μπορεί ν’
απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα, που μας βασανίζει.

Παρέες παρέες πιάναμε ένα θάλαμο και μετά ο καθένας μας φρόντιζε να βρει ένα μέρος να βάλει τα
πράγματά του, που του ’διναν το δικαίωμα να λέει, «αυτό το μέρος είναι δικό μου» όπως κάποτε έλεγε
«αυτό είναι το σπίτι μου».

Οι περισσότεροι φρόντιζαν να πιάσουν τις «προνομιούχες» θέσεις για τις οποίες γινόταν «μάχη».
Προνομιούχες ήταν αυτές που ήταν κοντά στα παράθυρα, εκεί που ο ήλιος ζεσταίνει τις περισσότερες
ώρες, αερίζονται καλύτερα και κυρίως βρίσκονται μακριά από την πόρτα. Οι γωνιές είναι κι αυτές
«προνομιούχες» γιατί τον κάτοχό τους δεν τον εμποδίζουν οι άλλοι με το πάνε έλα όλη την μέρα.

Πολύ γρήγορα βολευτήκαμε όλοι. Από το «γιατάκι» μου, έτσι ονόμασα το μέρος που ’χα πιάσει, έριξα μια
ματιά στο θάλαμο για να δω αν οι πιο στενοί μου φίλοι είναι ανάμεσα στους ενοίκους του.

Τότε με χαρά διαπίστωσα ότι όλοι ήταν από την Θεσσαλονίκη, ούτε ένας από άλλη περιοχή ή πόλη.
Αργότερα είδα ότι το ίδιο έγινε και στους άλλους θαλάμους. Το περίεργο είναι ότι κανείς μας δεν
επεδίωξε αυτόν τον τοπικιστικό διαχωρισμό. Γεγονός όμως είναι ότι κάθε περιφέρεια ή μεγάλη πόλη είχε
τον θάλαμό της.

Οι Αθηναίοι χωριστά, οι Θεσσαλοί, οι Θεσσαλονικιοί το ίδιο. Το φαινόμενο της συγκέντρωσης ανθρώπων


από την ίδια περιοχή της πατρίδας σ’ ένα χώρο, δεν μας ξένιζε, είχαμε συνηθίσει. Το ίδιο και η συνέχειά
του. Γιατί το ίδιο γινότανε και μέσα στον θάλαμο. Κι εκεί έβλεπες τους φίλους, τους πιο γνωστούς να
βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο ίδιο σημείο ένας δίπλα στον άλλον.

Ας μη νομιστεί όμως ότι υπήρξε προηγούμενα συνεννόηση γι’ αυτό το «μάζεμά» μας. Όχι. Έγινε χωρίς
και μείς να το καταλάβουμε, φυσικά σαν να μη μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όμως μας άρεσε που
μαζευτήκαμε σ’ ένα χώρο όλοι οι γνωστοί. Και ήταν πραγματικά ωραίο.

Στον θάλαμό μας π.χ. των Θεσσαλονικιών όπως τον λέγαμε άκουγες ιστορίες της πόλης μας. Άκουγες ν’
αναφέρονται γεγονότα γνωστά, να μιλούν για τις γειτονιές της και τόσα άλλα, που μας «ξυπνούσαν»
ευχάριστες αναμνήσεις. Αυτό γινότανε και στους άλλους θαλάμους.

Μας λέγανε να μη σκεπτόμαστε τα παλιά, να κοιτάμε μπροστά. Εκείνες όμως τις στιγμές που οι
περισσότερες ώρες ήταν «άδειες» οι αναμνήσεις μας γλύκαιναν την πίκρα και τη κατάθλιψη που φέρνει η
απραξία. Οι αναμνήσεις και η ελπίδα μας κράτησαν δεν άφησαν να τρελαθούμε.

Οι συνθήκες διαβίωσής μας ήταν άσχημες. Αν έμπαινες στο θάλαμο την ώρα που ξαπλώναμε για ύπνο,
θα ένιωθες ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έχεις δει παστωμένα ψάρια στους τενεκέδες τους; Αν ναι, τότε
μπορεί να καταλάβεις τι θα έβλεπες.

Στη σειρά ο ένας δίπλα, κολλητά στον άλλον. Ακόμα και στη μέση υπήρχε σειρά που τα κεφάλια αυτών
που βρίσκονταν σ’ αυτήν έβρισκαν τα πόδια των άλλων.

Φυσικά κοιμόμασταν μ’ ανοικτά παράθυρα γιατί διαφορετικά θα «πηγαίναμε» από ασφυξία. Ε, λοιπόν
την δυσκολία αυτή κι όσες άλλες αντιμετωπίζουμε τις ξεπερνάμε χάρη σ’ αυτές τις αναμνήσεις που μας
χαρίζουν γλυκές ώρες.

Παλιές ιστορίες αλλά και πρόσφατα γεγονότα που διηγούνται οι σύντροφοι του θαλάμου, μας γοήτευαν
μας πηγαίνουν μακριά σε νοσταλγικές ώρες και μέρες.

Ευτυχισμένοι από την θύμησή τους, ξεχνούσαμε την φοβερή πραγματικότητα.

Ο θάλαμός μας ήταν από τους πιο «επιθυμητούς» χάρη στη γεμάτη αγάπη και χαρούμενη ατμόσφαιρα
που είχαμε δημιουργήσει. Όλοι οι άλλοι, αλήθεια σας λέω, μας ζήλευαν και ζητούσαν να ’ρθουν έστω και
για λίγο κοντά μας.

Δεν ξέρω πώς και γιατί το «έμψυχο» υλικό του θαλάμου της Θεσσαλονίκης, διέφερε σε ποιότητα των
άλλων περιοχών.

Όχι πως οι άλλοι υστερούσαν, αλλά οι Σαλονικιοί ήταν το κάτι άλλο.

Μη νομίσετε ότι σκέπτομαι εγωιστικά, πως υπερβάλλω επειδή και γω είμαι μέρος του υλικού. Όχι. Αυτή
είναι η αλήθεια. Η ποιότητα αυτή έκανε τον θάλαμό μας έναν θαυμάσιο χαρούμενο χώρο διαμονής.

Τώρα έχουν έρθει πολλοί σύντροφοι, υπέροχοι άνθρωποι που η παρουσία τους ανάμεσά μας είναι χαρά,
ευτυχία.

Ποιον ν’ αναφέρω απ’ όλους; Αλλοίμονο, μου είναι αδύνατο γιατί σίγουρα θα αδικούσα πολλούς. Θα
αναφερθώ όμως σε δύο αγαπητούς συντρόφους που νομίζω πως με χαρά θα επικροτούσαν όσοι από τον
θάλαμό μας διάβαζαν το γραφτό μου. Ας αποτελέσουν οι δυο την εξαίρεση του κανόνα.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν κανείς μας δεν θα ξεχάσει τον Μίμη τον Θεσσαλονικιό ή Μαύρο (λόγω
χρώματος). Το πραγματικό του ήταν Δημήτρης ΡΗΓΙΝΟΣ. Νομίζω πως γεννήθηκε στην Έδεσσα και έμενε
στη Θεσσαλονίκη, δεν είμαι σίγουρος. Σκοτώθηκε στον Γράμμο με τον βαθμό του λοχαγού, στον φρικτό
εμφύλιο πόλεμο.

Υπέροχος άνθρωπος αγαπητός από όλους, δεξιοτέχνης του μαντολίνου μας, χάριζε αξέχαστες ώρες,
υπέροχα βράδια. Τον λέγαμε και «νανουριστή» γιατί σαν ξαπλώναμε για ύπνο άρπαζε το μαντολίνο του
και φώναζε. «Άντε, θα σας νανουρίσω». Τότε εμείς τον χειροκροτούσαμε, γεμάτοι χαρά.

Έπαιζε υπέροχα κομμάτια και αν κανένα από αυτά ήταν γνωστό, τότε μέσα στην σιωπή της νύκτας,
άκουγες το σιγοντάρισμα των συντρόφων που είχαν «καλή φωνή». Ύστερα από ώρα μας έπαιρνε ο ύπνος
και θα το πιστέψτε στα κοιμισμένα πρόσωπα μας διέκρινες καθαρά χαραγμένη την ευτυχία.

Το ίδιο γινότανε κι όταν ο Λάκης ο άλλος Σαλονικιός έπιανε το φλάουτο. Υπέροχες μελωδίες «γέμιζαν»
το θάλαμό μας και πέρα απ’ αυτόν, υποχρεώνοντας όσους άκουαν να μένουν ασάλευτοι, από φόβο μη
διακόψουν την «μαγεία» των ήχων. Αξέχαστε σύντροφε…

Ο Λάκης Χατζής, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, αργότερα έγινε πολύ γνωστός αρχιμουσικός στις
Ανατολικές χώρες, όπου κατέφυγε για δεύτερη φορά πρόσφυγας.

Περνάμε ατέλειωτες ώρες περπατώντας μέσα στο κτήμα. Ευτυχώς που το κτήμα είναι μεγάλο και
καταπράσινο. Εκατοντάδες δέντρα (μηλιές τα περισσότερα) φτιάχνουν μια ωραία εικόνα που σε
ξεκουράζει. Στον ίσκιο των δέντρων φροντίζαμε να κάτσουμε σαν κουραζόμασταν από το πήγαινε έλα
του περιπάτου.

Το φαγητό δεν διαφέρει από αυτό που μας έδιναν στο Μοναστήρι, αλλά πράγμα περίεργο, ενώ μας
έλεγαν ότι η μερίδα μας είναι ίδια με του Γιουγκοσλάβου στρατιώτη, εμείς πεινούσαμε. Καταφύγαμε πάλι
στα χόρτα και κάτι παραπάνω. Πλουτίσαμε το φαγητό μας με χελώνες.

Εδώ υπάρχουν πολλές χελώνες που τράβηξαν την προσοχή μας από την πρώτη στιγμή του ερχομού μας
στη σχολή. Συμπληρωματική λοιπόν τροφή για όσους πεινούσαν πιο πολύ. Χελώνες βραστές, χελώνες
ψητές και αυγά χελωνίσια. Τώρα κάτι γινόταν.

Δυο αδέρφια (Τάκης-Οδυσσέας) από τον Νομό Σερρών, αλλά της οργάνωσης Θεσσαλονίκης, έτρωγαν με
μεγάλη όρεξη φίδια. Μας έλεγαν πως ήταν υπέροχος μεζές και ακίνδυνος, γιατί γνώριζαν ποια φίδια να
σκοτώσουν, αλλά εγώ τουλάχιστον δεν δέχτηκα να δοκιμάσω. Οι χελώνες και τ’ αυγά τους μου έφθαναν
και περίσσευαν.

Έξω από τον θάλαμό μας σ’ ένα άλλο θάλαμο έμενε ο Λέαντρος (Νικήτας) ο αγαπητός μου συναγωνιστής
και συμπολεμιστής μου στις ομάδες της πόλης. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκε έξω από τον θάλαμό μου. Αυτόν
τον συναγωνιστή και πολύ καλό φίλο με ειδοποίησαν να πάω να δω, γιατί μου είπαν ήταν άρρωστος και
με ζητούσε.

Τον είδα ξαπλωμένο στα σανίδια του πατώματος και σφίχτηκε η καρδιά μου. Είχε πυρετό κι έβηχε
συνέχεια. Τα μεγάλα κι εκφραστικά του ματιά, έδειχναν πόσο αδύναμα αισθανόταν. Ο Λέανδρος
(Νικήτας) ήταν προφυματικός και η αρρώστια του κάτω από τις συνθήκες που ζούσαμε φυσικό ήταν να
«φουντώσει».

Παρακάλεσα το «γραφείο» να του δοθεί συμπληρωματική τροφή, γάλα, βούτυρο και ό,τι άλλο
χρειαζόταν για να παλέψει την αρρώστιά του.

Το γραφείο συμφώνησε πως πραγματικά ο σύντροφος είχε ανάγκη από γερή και άφθονη τροφή αλλά μου
’δωσε και να καταλάβω πως αρρώστους και γέροντες που είχαν τις ίδιες ανάγκες έχουμε πολλούς ενώ τα
τρόφιμα σπάνιζαν.

Του δόθηκε βέβαια συμπληρωματική τροφή όχι όμως όση και αυτή που έπρεπε. Κατάλαβα ότι κάτι
έπρεπε να κάνω. Πώς όμως να βοηθήσω τον αγαπητό μου φίλο;

Το τι θα έκανα για τον άρρωστο συναγωνιστή μου, ανέλπιστα μου έδειξαν οι Τετοβίτες Μουσουλμάνοι,
που καλλιεργούσαν τα χωράφια γύρω από την σχολή.

Ένα πρωινό, έπλενα σ’ ένα ρυάκι στα σύνορα του κτήματος, μια εσωτερική μάλλινη φανέλα (την
μοναδική) που είχα από το σπίτι μου, κι ένα πουκάμισο.

Πολύ κοντά μου βρισκότανε μια ομάδα Μουσουλμάνων αγροτών που με παρακολουθούσε με ξεχωριστή
θα ’λεγα προσοχή.

Τους είδα που κοίταζαν και είπα πως θα με λυπούνται που με βλέπουν να πλένω, άντρας εγώ τα ρούχα
μου.

Δεν ήταν όμως αυτό. Σε λίγο όταν με πλησίασαν μερικοί απ’ αυτούς και με ρώτησαν –ακόμα και με
νοήματα– αν πουλάω τη φανέλα, κατάλαβα τι πρόσεχαν.

Αμέσως σκέφτηκα τον Λέαντρο. Την πουλάω, τους είπα και τους ζήτησα ένα κιλό βούτυρο και είκοσι
αυγά. Άρχισαν τα παζάρια, αλλά τελικά δέχτηκαν να μου φέρουν όσα τους ζήτησα. Την άλλη μέρα αυτοί
πήραν την φανέλα και γω όλο χαρά έδωσα στον σύντροφό μου το βούτυρο και τ’ αυγά, χωρίς φυσικά να
του πω, πώς βρέθηκαν στα χέρια μου.
Αργότερα πούλησα για να πάρω κι άλλο βούτυρο, αυγά και τυρί, μια ωραία πέτσινη κουκούλα
μοτοσικλετιστή που είχα και χρησιμοποιούσα στις μετακινήσεις μου με την μοτοσυκλέτα όταν ήμουν
σύνδεσμος του κλιμακίου Πολιτοφυλακής με την ανωτέρα διοίκηση, τον Ιανουάριο, στην Βέροια.

Δεν ξέρω πόσο έπιασαν τα τρόφιμα αυτά και αν βοήθησαν τον φίλο μου, αλλά ήταν το μόνο που
μπόρεσα να κάνω γι’ αυτόν. Πίστεψα όμως πως έκανα το καθήκον μου, αυτό που έπρεπε εκείνες τις
δύσκολες ώρες.

Όσοι έζησαν σε στρατόπεδα, σε φυλακές θα καταλάβουν. Μια χειρονομία αγάπης μετρά τις στιγμές αυτές
όσο τίποτε άλλο. Η αγάπη είναι τώρα το Άλφα και το Ωμέγα στη ζωή μας.

Μακριά από γονείς, αδέρφια, συγγενείς νιώθεις το σύντροφό σου να αναπληροί με την αγάπη του όλους
αυτούς και δένεσαι μαζί του τόσο γερά που μόνο ο θάνατος σε χωρίζει.

Οι μέρες περνούν δύσκολα, βαρετά, μας κουράζουν φοβερά. Αισθανόμαστε φυλακισμένοι κι αυτό μας
στεναχωρεί πολύ. Το «Γραφείο» ενώ αντιλαμβάνεται το πώς νιώθουμε, την δυσφορία μας που ένα σωρό
προβλήματα μας δημιουργεί, δεν μπορεί να κάνει κάτι που θα βελτιώσει την ζωή μας να την κάνει πιο
ανθρώπινη.

Αντιγράφει πιστά τρόπους οργάνωσης των εξορίστων στα νησιά της πατρίδας. Δεν καταλαβαίνει ή κάνει
πως δεν καταλαβαίνει ότι οι συνθήκες εκεί διαφέρουν πολύ από τις εδώ. Ούτε οι εποχές είναι ίδιες. Τότε
οι σύντροφοι εξόριστοι βρισκότανε κάτω από Φασιστικό καθεστώς. Ήταν δέσμιοι του χειρότερου εχθρού
που ζητούσε ακόμα και την φυσική εξόντωσή τους.

Τώρα είμαστε αγωνιστές που περάσαμε τα σύνορα της Πατρίδας για τους γνωστούς λόγους. Ζητήσαμε
λίγο τόπο και τροφή από τους Γιουγκοσλάβους συναγωνιστές μας που προς τιμή τους δεν μας τ’
αρνήθηκαν.

Μεγάλη λοιπόν η διαφορά γι’ αυτό θα ’πρεπε το «Γραφείο» να χρησιμοποιήσει άλλους τρόπους και
μεθόδους οργάνωσης για να ’χει σωστά αποτελέσματα.

Ήμασταν σίγουροι, πως αν το «Γραφείο» χρησιμοποιούσε άλλη τακτική, αν προσπαθούσε να ξεφύγει από
τις απολιθωμένες μεθόδους, μπορούσε να λύσει μια σειρά προβλήματα που άρχισαν κιόλας να
δημιουργούν «καταστάσεις».

Ενώ έβλεπε πως η μετατόπισή μας σε βάθος δυσανασχέτησε πολλούς, που πείστηκαν ότι ο χρόνος εξορίας
μας θα είναι μακρύς και η ζωή μας κάτω από τις άσχημες συνθήκες, για να μη γράφω κάτι πιο βαρύ,
δύσκολη δεν φρόντισε να «φτιάξει» ένα κλίμα κάπως υποφερτό.

Δεν χρειαζότανε πολλά για ν’ αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή μας. Αν δηλαδή, επέτρεπε να βγαίναμε
στην πόλη, έστω για έναν περίπατο, έτσι για να νιώσουμε ελεύθεροι ή ακόμα έκανε τα «στραβά» μάτια
όταν μάθαινε για το δεσμό ενός συντρόφου μας με Γιουγκοσλάβα ή και δικιά μας πολλά θα άλλαζαν.
Γιατί ας μη ξεχνάμε πως οι περισσότεροι από μας είχαν δυο και τρία χρόνια στα βουνά ή παράνομοι στην
πόλη, πράγμα που σημαίνει αποχή από γυναίκες. Όλοι μας γνωρίζουμε τι επίδραση έχει μια γυναίκα
στην ζωή του άντρα και μάλιστα όταν αυτός βρίσκεται στην πιο όμορφη ηλικία των 18 ως 40 χρόνων.
Τόσο ήταν οι περισσότεροι.

Η παρουσία μάλιστα ζευγαριών παντρεμένων που ζούσαν βέβαια χωριστά, αλλά δίπλα μας αποτελούσε
για τους ανύπαντρους μαρτύριο.

Πώς όμως να νιώσουν κάτι τέτοιο οι άνθρωποι του «Γραφείου» αφού ορισμένοι απ’ αυτούς έτυχε να ’ναι
παντρεμένοι, οι δε άλλοι έβρισκαν τρόπους και δικαιολογίες να κάνουν την «βόλτα» τους έξω από την
σχολή.

Όταν αναφέρομαι στην γυναίκα ας μη πάει ο νους στο πονηρό, γιατί δεν είναι μόνο «αυτό» που κάνει
ευχάριστες τις σχέσεις των δυο φύλων. Ένα χαμόγελο, μια συζήτηση, ένα χάδι, το πλύσιμο ενός ρούχου
ακόμα και το σερβίρισμα ενός ζεστού τις πιο πολλές φορές είναι κάτι πάρα πάνω από επιθυμητό.
Είμαι βέβαιος ότι η έλλειψη θηλυκής συντροφιάς υπήρξε αιτία να δημιουργηθούν μια σειρά προβλήματα
που ταλαιπώρησαν αρκετά την οργάνωσή μας. Γι’ αυτό και αναφέρθηκα στο πραγματικά «λεπτό» αυτό
ζήτημα που το «Γραφείο» ενώ γνώριζε το μέγεθος και το βάρος του –είμαι σίγουρος γι’ αυτό–
αδιαφόρησε.

Όχι μόνο αρνήθηκε να βρει κάποια λύση, αλλά και πήρε μέτρα μήπως και κανένας από μας έβρισκε
τρόπο αντιμετώπισής του.

Θα πουν πολλοί: «Τι αηδίες είναι αυτές που γράφεις; Οι αγωνιστές ξεπερνούν εύκολα τέτοιες δυσκολίες».

Δεν χρειάζεται να απαντήσω, μόνο υπενθυμίζω, ότι οι αγωνιστές ήταν νέοι άντρες, γεμάτοι ζωντάνια και
θα ήταν ψέμα και Φαρισαϊσμός το «ξεπερνούν εύκολα». Το γεγονός πως αργότερα αρκετοί σύντροφοί
μας το ’σκαζαν κρυφά γιατί δεν μπορούσαν να το «ξεπεράσουν», είναι σίγουρη μαρτυρία του
προβλήματος.

Τώρα οι σύντροφοι αρχίζουν να εκδηλώνουν την δυσαρέσκειά τους φανερά και αυτό είναι σημάδι
ανησυχητικό.

Η συζήτηση που γίνεται στις περισσότερες συντροφιές δεν είναι παρά μια δριμύτατη κριτική έργων του
«Γραφείου». Όλα δείχνουν ότι θα ξεσπάσει μπόρα.

Το «Γραφείο» γνωρίζει όσα λέγονται αλλά δεν αντιδρά αφού δεν έχει εκδηλωθεί ακόμα καμιά κίνηση,
Φρόντισε όμως να σκορπίσει στους θαλάμους «πιστά» μέλη του κόμματος. Το καθήκον αυτών των
«καλών» ήταν η παρακολούθηση κάθε συζήτησης που θα γινόταν.

Ο χαφιεδισμός σ’ ενέργεια. Βέβαια εδώ λέγεται «Επαγρύπνηση», αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτε.

Φοβερό. Ο ένας αγωνιστής παρακολουθεί τον άλλον. Πολλές φορές οι αναφορές των «επαγρυπνητών»
είχαν και «σάλτσα». Άλλες, από αμορφωσιά άλλαζαν το νόημα των συζητήσεων.

Μεγάλη ζημιά. Πιο κάτω θ’ αναφερθώ σ’ ένα τέτοιο περιστατικό για να νιώσετε πόσο ζημίωναν την
οργάνωσή μας τέτοιες ενέργειες.

Βέβαια οι «επαγρυπνητές» γίνονται γρήγορα αντιληπτοί από τους συντρόφους, που τους αποφεύγουν
όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Γίνονται αντιπαθείς, τους μισούν.

Κακό. Χθεσινοί συμπολεμιστές –έδινε και την ζωή του ο ένας για τον άλλον–, σήμερα «εχθροί» γιατί ο
ένας από κομματικό καθήκον καρφώνει τον σύντροφό του.

Παρατηρούσαμε το θλιβερό και απαράδεκτο, να παρακολουθούνται γίγαντες του απελευθερωτικού


πολέμου, σαν τον Περικλή (Χουλιάρα) τον Ραπτούδη και άλλων που δεν θέλω να αναφέρω. Από ντροπή.

Τόσο λοιπόν επιπόλαια ενεργούσε το «Γραφείο»; Όχι, αυτή είναι η συνταγή. Είναι η δοκιμασμένη
μέθοδος που χρησιμοποιούν από παλιά ως σήμερα «οι κρατούντες» ανεξάρτητα του πολιτικού,
ιδεολογικού ή θρησκευτικού ΠΙΣΤΕΥΩ τους.

Βέβαια θυμίζει μεσαίωνα, πολύ φασισμό, μα όσο κάτι τέτοιο είναι ανεπιθύμητο, το αποτέλεσμά της
γίνεται ευχάριστα αποδεκτό. Το θετικό, το χρήσιμο που δίνει η τέτοια μέθοδος είναι τόσο απαραίτητο γι’
αυτούς που την χρησιμοποιούν, ώστε με κάθε ευκολία παραμερίζουν κάθε ηθική επιφύλαξή τους.

Η άλλη πλευρά δυσφορεί γιατί νομίζει πως η τέτοια μεταχείριση δεν είναι αυτή που αρμόζει σ’
αγωνιστές. Οι διαμαρτυρίες πληθαίνουν. Πού άραγε θα οδηγήσουν; Κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει με
σιγουριά. Νιώθαμε σαν να πατούσαμε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Μια νευρικότητα μας κατείχε όλους.

Την δύσκολη αυτή στιγμή ακούσθηκε η είδηση που ξάφνιασε άλλους χαρούμενα και άλλους όχι.
«Δραπέτευσαν» τα παλληκάρια του ΑΡΗ, οι μαυροσκούφηδές του.

Ήταν αλήθεια. Τα παλληκάρια, οι σωματοφυλακές του, έμαθαν ότι ο αρχηγός του έπιασε το «κλαρί».
Γι’ αυτούς όμως αυτή η είδηση ήταν το προσκλητήριο. Δεν τους ένοιαζε τι λέει το Κόμμα, ο ΑΡΗΣ είναι ο
θεός τους.

Το συζήτησαν κρυφά απ’ όλους και γρήγορα, όπως έκαναν πάντα, αποφάσισαν και ... από δω παν και οι
άλλοι.

Για την κομματική μας οργάνωση το πλήγμα ήταν βαρύ, γιατί υπήρχε φόβος η απόδραση των
μαυροσκούφηδων (όπως λέγανε τα παλληκάρια του Άρη, για τα μαύρα σκουφιά που φορούσαν) να γίνει
παράδειγμα για μίμηση.

Συνεδριάσεις, στις οποίες στελέχη στηλίτευαν την πράξη χαρακτηρίζοντας για «προδοσία», ή
«λιποταξία», κρατούν ολόκληρες μέρες. Σκοπός τους, ο ερεθισμός του κομματικού φιλότιμού μας.

Τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν. Από «μέσα» μας χαιρόμασταν και παρακαλούσαμε, οι
αγαπητοί μας σύντροφοι, τα παλληκάρια του ΑΡΗ να πετύχουν. Δυστυχώς ύστερα από λίγες μέρες οι
Γιουγκοσλάβοι τους πιάνουν έναν έναν και τους φέρνουν πίσω στην σχολή κοντά μας. Καλύτερα να τους
σκότωναν, δεν θέλανε την ζωή τους. Τόσος ήταν ο καημός τους που δεν μπόρεσαν να σμίξουν με τον Θεό
τους.

Η απόπειρα αυτή φανέρωσε και κάτι άλλο. Οι αγωνιστές τουλάχιστον οι πιο πολλοί, φλέγονταν από την
επιθυμία να ξαναπιάσουν τα όπλα, αδιάφορο αν το κόμμα έβαζε άλλη γραμμή.

Έτσι η απόδραση των μαυροσκούφηδων πέρασε στην ιστορία της κομματικής οργάνωσης μας σαν το
πρώτο ομαδικό κρούσμα απειθαρχίας αλλά και σαν κάτι μοναδικό της γενικής –έστω και κρυφά–
επιδοκιμασίας.

Το «γραφείο» γνωρίζει τώρα ότι δεν μπορεί να ’ναι σίγουρο για την πειθαρχία των συντρόφων.

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε μπορούσε κάθε στιγμή να τινάξει στον αέρα τις μέχρι τώρα
προσπάθειές του για οργανωμένη και πειθαρχημένη ζωή.

Προσπαθεί να κρατήσει στα χέρια του τον έλεγχο της οργάνωσής μας γιατί αυτό επέβαλε το συμφέρον
του κόμματος. Ήταν πραγματικά τιτάνια η προσπάθεια αν αναλογιστεί κανείς τα τόσα πολλά
προβλήματα που αντιμετώπιζε.

Θα τα καταφέρει; Το ερώτημα αυτό βασανίζει το «γραφείο» αλλά και πολλούς από μας, που «βλέπουν»
πως έξω από την οργανωμένη, πειθαρχημένη ζωή της ομάδας υπήρχε η καταστροφή, η διάλυση.

Τώρα μπορούμε να πούμε ότι έστω και δύσκολα τα κατάφερε. Κατάφερε να κρατήσει μια ισορροπία (ίσως
επικίνδυνη) χάρη όχι μόνο στα μέτρα που πήρε ή στους καλούς χειρισμούς του, αλλά και γιατί και αυτοί
που το «πολεμούσαν» (το γραφείο) όσοι σύντροφοι ήταν –και ήταν αρκετοί– δεν ήθελαν την σύγκρουση
γιατί διέκριναν πως τ’ αποτελέσματά της θα ’ταν η διάλυση της ομάδας με απρόβλεπτες συνέπειες για τον
καθέναν μας.

Ήταν σίγουροι, όπως και όλοι οι άλλοι, ότι οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές δεν θ’ άφηναν να περάσει
απαρατήρητη κάθε αντίθετη προς την κομματική οργάνωσή μας ενέργεια. Η επέμβασή τους τότε θα ήταν
σίγουρη, Παρά λοιπόν τις αντιθέσεις τους οι σύντροφοι αυτοί δεν ήθελαν κάτι τέτοιο. Έπειτα ήταν
σίγουρο, πως αγαπούσαν το κόμμα, πως πονούσαν για την οργάνωσή μας.

Η αγάπη τους αυτή ήταν η αιτία της αναβολής μιας αναμέτρησης με το «Γραφείο». Δεν μπορούμε ν’
αποδώσουμε σε άλλους λόγους το ότι δεν ξέσπασε γρήγορα η «καταιγίδα», γιατί δεν θα ήταν σωστό.

Ούτε οι συνθήκες, ούτε οι αιτίες έλλειπαν. Αντίθετα υπήρξαν από τις πρώτες μέρες και τόσο φορτισμένες,
που δε χρειαζότανε μεγάλη προσπάθεια για την «έκρηξη».

Η αγάπη λοιπόν για το κόμμα, το κίνημα του λαού μας σταματούσε κάθε ενέργεια που δεν ήταν
σύμφωνη με τις αποφάσεις του δε βοηθούσε στην ανάπτυξή του.
Την εποχή αυτή σημειώνεται ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Από το ραδιόφωνο ακούμε την
μεγάλη είδηση.

«Ο πόλεμος στην Ευρώπη τέλειωσε». Οι λαοί θα ζούσαν τώρα ειρηνικά. Ο φόβος του θανάτου, της πείνας
και όσων άλλων κακών τον ακολουθούν, από δω και μπρος θα ’ναι παρελθόν.

Η χαρά μας είναι μεγάλη. Εκείνο το βράδυ δεν κλείσαμε μάτι, χορεύαμε σαν τρελοί, τραγουδούσαμε όλα
τα τραγούδια που γνωρίζαμε.

Η ΝΙΚΗ των ΛΑΩΝ κατά του φασισμού ήταν γεγονός μεγάλης σημασίας, από τα λίγα γεγονότα, που
σημειώνονται στην ιστορία του ανθρώπινου γένους από την γέννησή του ως σήμερα και ήμασταν
περήφανοι γιατί σ’ αυτήν την Νίκη συμβάλαμε και μεις. Ήταν και δική μας ΝΙΚΗ.

Πιστέψαμε μάλιστα ότι τώρα «κάτι» θα γινότανε και για μας, γι’ αυτό και γλεντούσαμε διπλά.

Δεν είναι δυνατό, σκεπτόμασταν, οι Λαοί να μας ξεχάσουν, τους λίγους έστω, που τα έδωσαν όλα για να
τσακιστεί ο εχθρός, ο μισητός Φασισμός.

Με τις ευχάριστες αυτές σκέψεις μας πήρε ο ύπνος τις πρώτες πρωινές ώρες.

Για μέρες πολλές κράτησαν οι πανηγυρισμοί. Όλα ξεχάστηκαν, τώρα κανένα πρόβλημα δεν μας
απασχολεί. Ζούσαμε σε μια κατάσταση Νιρβάνας.

Τέτοια επίδραση είχε η είδηση του νικηφόρου τέλους του πολέμου, από τις αντιφασιστικές δυνάμεις.

Η χαρά μάς παρέσυρε σε σκέψεις καθόλου ρεαλιστικές. Όσους από μας ρωτούσες θα σ’ απαντούσε πως
γρήγορα σε λίγες μέρες θα μας καλούσαν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας τιμημένα, περήφανα σαν άξιοι
αντιφασίστες αγωνιστές. Μέχρι αυτού του σημείου «αντιλογικής», αλλά πολύ επιθυμητής σκέψης, μας
οδήγησε ο ενθουσιασμός μας.

Ας μη φανεί περίεργο πώς τόσοι αγωνιστές με πολύχρονη πείρα στα πολιτικά πράγματα παρασύρθηκαν
σε τέτοιες αντιρεαλιστικές σκέψεις, λες και ήταν τίποτε μαθητούδια.

Τα μεγάλα γεγονότα ευχάριστα ή δυσάρεστα έχουν εκτός των άλλων επιδράσεων και την δύναμη,
τουλάχιστον για τις πρώτες ώρες να σε αποπροσανατολίζουν. Να μη σου επιτρέπουν την λογική, την
πραγματική θεώρηση. Είναι αλήθεια ότι γρήγορα προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα και μάλιστα
πολλές φορές ανώμαλα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί φυσικό.

Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μας αλλά πιστέψτε με δε μας πείραζε. Φαίνεται πως το χαρούμενο διάλειμμα
που ακολούθησε την μεγάλη είδηση, του τέλους του πολέμου το είχαμε ανάγκη, ήταν θείο δώρο, που για
σύντομο διάστημα μας έκανε να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Γιατί πραγματικά νιώθαμε ευτυχισμένοι, κάθε
φορά που ένα γεγονός, μια είδηση δυνάμωνε την ελπίδα μας για γρήγορη επιστροφή στην πατρίδα.

Για μας ο γυρισμός ήταν ΕΥΤΥΧΙΑ. Το πιο επιθυμητό. Και όταν σαν πρωταπριλιάτικο αστείο
κυκλοφόρησε η είδηση για επιστροφή, ακόμα και τότε οι καρδιές μας κτύπησαν γρήγορα και δυνατά,
τονίζοντας την τόση επιθυμία μας.

Δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμα οι φωνές οι ζητωκραυγές, δεν είχε σβήσει ο απόηχος των
χειροκροτημάτων όταν μια καινούργια είδηση, ένα ευχάριστο νέο που αφορούσε πιο πολύ εμάς τους
Έλληνες, μας συγκλόνισε.

«Γύρισε στην Ελλάδα ο σύντροφος Ζαχαριάδης, ο Νίκος μας».

«Ο δεσμώτης, λεύτερος επέστρεψε στην Πατρίδα. Ο αρχηγός ξανάπιανε στα δυνατά του χέρια το τιμόνι
του κόμματος».

Μεγάλες χαρές. Ξέφρενοι πανηγυρισμοί για το τόσο σημαντικό για μας νέο.

Τα τραγούδια οι ζητωκραυγές, οι ομιλίες των στελεχών μάς κράτησαν κι αυτή την φορά άυπνους για
μέρες. Δικαιολογημένα γιατί η επιστροφή του αρχηγού σήμαινε για μας τους πολιτικούς πρόσφυγες μια
νέα θεώρηση του προβλήματός μας μέσα από τις νέες τακτικές που θα ακολουθήσει –ήμασταν βέβαιοι γι’
αυτό– «ο μεγάλος, ο αλάθητος ηγέτης».

Ώρες πολλές ακούγαμε τους παλιούς συντρόφους που τον γνώρισαν από κοντά, στις φυλακές ή στην
εξορία να μιλούν με σεβασμό και θαυμασμό γι’ αυτόν.

Θυμάμαι πως στην κυριολεξία «κρεμόμασταν» από τα χείλια τους. Δεν το κρύβω πως ζηλεύαμε για την
τύχη και την ευτυχία που είχαν να τον ζήσουν από τόσο κοντά. Και πιστέψτε, πως όλοι, παλιοί και νέοι,
ήμασταν σίγουροι πως όλα θα άλλαζαν προς το καλύτερο.

Τέρμα τα λάθη, όχι αμφιταλαντεύσεις, τώρα καθαρή, δυνατή πολιτική, σωστές αποφάσεις που θα φέρουν
την σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του.

Βέβαιοι πως θ’ αναθεωρούσε πολλές αποφάσεις, πως θα έπιαναν τον σφυγμό του λαϊκού κινήματος,
οραματιστήκαμε νέα καθήκοντα για τον καθένα μας. Οι πρώτες ειδήσεις από την Αθήνα κάτι τέτοιο μας
έδιναν να πιστέψουμε.

Αυτή λοιπόν η είδηση ήταν το κάτι άλλο για μας τους πρόσφυγες που τρελοί από χαρά γιορτάζαμε την
«Ανάστασή» μας, την «ανάσταση» του Λαϊκού κινήματος, του κόμματος.

Η επιστροφή του αρχηγού τόνωσε το ηθικό μας, ξεχνάμε τις δυσκολίες, κάθε τι που μας απασχολούσε
δυσάρεστα.

Τώρα φροντίζουμε να προετοιμαστούμε καλύτερα για να γίνουμε άξιοι, όπως αυτός μας ήθελε.

Οι μέρες περνούσαν μέσα σε κλίμα χαράς και ενθουσιασμού. Οι επισκέψεις των συντρόφων Τζίμα
(Σαμαρινιώτη) και Μιχάλη Πεχτακτσίδη στο στρατόπεδο. Η Γεωργική σχολή με τις εκατοντάδες μηλιές,
φάνταζε στα μάτια μας σαν κήπος της Εδέμ.

Ο χρόνος κυλούσε...Τώρα οι ειδήσεις που φθάνουν μας προβληματίζουν, διαψεύδουν τις ελπίδες μας.
Τίποτε ουσιαστικά δεν άλλαξε.

Ο αρχηγός αφού ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση, ενέκρινε τις ΟΣΕΣ αποφάσεις είχε πάρει η ηγεσία
του κόμματος, μέχρι την άφιξή του.

Θεώρησε την συμφωνία της Βάρκιζας σαν συμφωνία που έπρεπε να γίνει, δηλαδή σωστή απόφαση.
«Είναι καθήκον του κάθε κομμουνιστή η πιστή εφαρμογή της» έλεγε.

Η σύγκρουσή του με τον ΑΡΗ. το περίφημο εκείνο άρθρο του στον Ριζοσπάστη, που αποκαλούσε τον
Άρη δηλωσία, εχθρό του κόμματος, τυχοδιώκτη και δεν θυμάμαι τι άλλο, έδειχνε την στάση του πάνω στο
σοβαρό αυτό πρόβλημα. Πρόβλημα από το οποίο ξεπήδησαν μια σειρά άλλα.

Ο θάνατος του ΑΡΗ (ο τόσο τραγικός) ταράζει τα κάπως ήρεμα νερά. Αρχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε…

Είναι πραγματικά αλάθητος ο Ζαχαριάδης; Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι αυτό που για όλους ήταν
ΛΑΘΟΣ, δηλαδή πως η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν μεγάλο σφάλμα, γι’ αυτόν ήταν πράξη συνετή, έστω
πολιτική.

Για μας τους απλούς στρατιώτες του κινήματος η τέτοια τοποθέτηση ήταν σφαλερή, επικίνδυνη. Γι’ αυτό η
θέση του αρχηγού μάς ξάφνιασε.

Ειλικρινά περιμέναμε –οι περισσότεροι– να δούμε έναν Ζαχαριάδη, έναν αρχηγό ίδιο με μας, με τους
ίδιους πόθους. Περιμέναμε να μελετήσει την κατάσταση που βρήκε, να «κατεβεί» στην βάση, τον Λαό, να
γίνει ένα μ’ αυτόν, ν’ ακούσει τα προβλήματά του, την θέση του σ’ αυτά, τους πόθους του.

Τότε σωστά κατατοπισμένος για όσα προηγήθηκαν του ερχομού του στην πατρίδα αλλά και των
σημερινών προβλημάτων, θα χάραζε την νέα, την δική του τακτική, πολιτική.
Μια πολιτική Λαϊκή αποφασιστική που θα ’δινε την δυνατότητα σε φίλους και εχθρούς ν’ αντιληφθούν
τις επιδιώξεις τον τελικό στόχο μας, που δεν είναι άλλος από την ανεξαρτησία της πατρίδας και την
Λαϊκή κυριαρχία.

Τον θέλαμε, όπως μας τον είχαν περιγράψει και φανταστήκαμε, δυνατό, τολμηρό, όμοιο Αρχάγγελο με
την ρομφαία στο χέρι ν’ ανοίγει νέο δρόμο που θα βγάλει τον Λαό μας στο τέρμα, στην ΝΙΚΗ.

Κρίμα, διαψευστήκαμε. Ενώ ο χρόνος μας πιέζει –κυριολεκτικά παιζότανε η τύχη του κινήματος– και
χρειαζόταν γρήγορη μελέτη σε βάθος των άμεσων και καυτών προβλημάτων αποφάσεις σωστές και
ΣΟΦΕΣ, ο αρχηγός ασχολήθηκε με το συνέδριο του κόμματος και την ταξική προέλευση των στελεχών.

«Ανακάλυψε» πώς αστικοποιείται το κόμμα γιατί όπως αναφέρει και στο συνέδριο του κόμματος ο
αριθμός των στελεχών που προέρχονται από την αστική τάξη υπερτερούν των προλεταριακών στελεχών,
πράγμα απαράδεκτο που πρέπει ν’ αλλάξει αμέσως, υπέρ των δεύτερων το ποσοστό στελέχωσης του
κόμματος.

Σωστή η τοποθέτηση στο πρόβλημα μα πέρα για πέρα άκαιρη και επιζήμια για την τόσο κρίσιμη αυτή
ώρα η πραγματοποίηση της απόφασης.

Την ώρα που οι αντίπαλοι –δεξιοί και Εγγλέζοι– έχουν εξαπολύσει μια πρωτοφανή τρομοκρατία σε
βάρος των οργανώσεών μας και ετοίμαζαν το Κράτος έτσι που να γίνει ικανό να τσακίσει το Λαϊκό
κίνημα, ο αρχηγός συζητούσε το θέμα των «δηλωσιών» και την θέση τους στο κόμμα.

«Θα δυναμώσει το κόμμα το ξεκαθάρισμα αυτό», έλεγε. Ίσως, μα δεν ήταν της στιγμής. Την στιγμή που η
ενότητα, ο ενθουσιασμός όλων ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητα, αυτός σκόρπιζε με τέτοιου είδους
αποφάσεις πικρίες και απογοήτευση. Δεκάδες στελέχη –δηλωσίες– που η δράση τους στον αγώνα κατά
του κατακτητή τους καταξίωσε στην συνείδηση του λάου, απομακρύνθηκαν. Πολλές οργανώσεις έχασαν
τους άξιους ηγέτες τους, γιατί κάποτε υπογράψανε δήλωση και την θέση τους πήραν άλλοι, που εκτός
όμως την αντοχής και της πίστης στο κόμμα δεν διέθεταν άλλα προσόντα. Και τώρα εκείνο που μετρούσε
ήταν τα προσόντα γιατί πίστη διέθεταν όλοι.

Η τέτοια αξιολόγηση των προβλημάτων μας έπεισε ότι ο μόνος που είδε σωστά την κατάσταση, ήταν ο
μακαρίτης ΑΡΗΣ, «ο δηλωσίας τυχοδιώκτης».

Την ακραία αυτή θέση του Ζαχαριάδη θα την πληρώσουμε αργότερα.

Πάλι παρασύρθηκα σε κριτική γεγονότων, αποφάσεων και τακτικής κάτι που αντιπαθώ και θέλω ν’
αντιπαρέρχομαι, αλλά τώρα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.

Στο γραπτό μου εκτός από την εξιστόρηση των όσων συνέβηκαν και ήταν πολλά και σημαντικά, πρέπει
να μεταφέρω και τις σκέψεις τις δικές μου, των άλλων συντρόφων μας γύρω από αυτά.

Για να γράψω σωστά κι αληθινά όσα έζησα την περίοδο της εξορίας μου, στο γραπτό μου μεγάλο μέρος
πρέπει να έχει ο απόηχος των πολιτικών γεγονότων που φθάνει ως εμάς και η τοποθέτηση σ’ αυτά, η δική
μου, ολίγων ή πολλών συντρόφων μας. Μια ξερή αναφορά στα γεγονότα νομίζω πως θα ’ταν λάθος.

Ο ενθουσιασμός των ημερών της ΝΙΚΗΣ κατά της Χιτλερικής Γερμανίας και του ερχομού του σ.
Ζαχαριάδη σβήνει σιγά σιγά.

Προβλήματα ξαναπροβάλλουν, η σοβαρότητα των οποίων μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τέρμα
τα όνειρα.

Η ατμόσφαιρα όσο περνούν οι μέρες γίνεται πιο βαριά. Προσπαθούμε με κάτι ψευτοεκδηλώσεις
ψυχαγωγίας να ξεδώσουμε, να καλμάρουμε τα νεύρα μας, που πάνε να σπάσουν.

Χαμένος κόπος. Η χαλάρωση διαρκεί όσο και η εκδήλωση, είναι της στιγμής. Δεν κρατά ούτε ολόκληρη τη
μέρα, που υποτίθεται ότι ψυχαγωγούμασταν.
Το αίσθημα της άδικης μεταχείρισης μας πιέζει ασφυκτικά. Είναι ολοφάνερο πως η πλειοψηφία των
πολιτικών προσφύγων, θέλει την επιστροφή στην πατρίδα. Έστω και παράνομα.

Ακόμα και με κίνδυνο της ζωής των. Διακρίνεται καθαρά ο πόθος να ξαναπιάσουν τ’ άρματα για να
διορθώσουν το «Λάθος» (Βάρκιζα) και να χαρίσουν στον Λαό την λευτεριά του.

Ο πόθος γίνεται πάθος με το κύλισμα του χρόνου και το πάθος δεν οδηγεί ποτέ σε γαλήνιες θάλασσες.

Είναι και κείνο το βασανιστικό «προαίσθημα» πως ο χρόνος δουλεύει προς όφελος του αντίπαλου και σε
βάρος του Λαϊκού κινήματος.

Κάτι ομαδούλες από 5-8 συναγωνιστές, που συζητούν προσπαθώντας να κρατηθούν μακριά από τους
άλλους, ενώ ταυτόχρονα κάνουν κάθε τι που θα πείσει όποιον τις παρατηρεί ότι είναι μια συγκέντρωση
φίλων, που συζητούν για διάφορα θέματα άσχετα με την οργάνωσή μας, είναι σημάδι πως κάτι
ετοιμάζεται. Κάτι που σίγουρα δεν είναι καλό, που θα βλάψει.

Η κίνηση που είχε παρατηρηθεί παλιότερα και που είχε ατονήσει από τα γεγονότα που μεσολάβησαν και
από την διαλλακτικότητα όσων την καθοδηγούσαν, κάνει τώρα πιο δυναμική την παρουσία της.

Ξεχωρίζεις κάτι στρατιωτικούς να βρίσκονται στην κορυφή. Και όταν αυτοί –οι στρατιωτικοί– δεν
καθοδηγούν, δεν παροτρύνουν, ακόμα και τότε γίνονται πόλοι γύρω από τους οποίους κινούνται οι
περισσότεροι από τους συναγωνιστές που ζητούν να οδηγήσουν ακόμα και βίαια, στην αλλαγή της
καθοδήγησης.

Αφελείς, αμελέτητοι οι συναγωνιστές αυτοί, νόμισαν όχι μια δυναμική επέμβασή τους εδώ μπορούσε να
λύσει πολλά προβλήματά μας. Ίσως, ίσως, να φαντάστηκαν πως θα εκβίαζαν και μια παραπέρα απόφαση.

Γι’ αυτόν τον λόγο κινούνται γύρω από τους στρατιωτικούς, που νόμιζαν ότι έχουν τις ίδιες μ’ αυτούς
απόψεις. Γιατί πίστευαν πως οι «στρατιωτικοί» είναι περισσότερο ρεαλιστές από τους «πολιτικούς», τους
οποίους και κατηγορούν σαν «κοντόφθαλμους» και «πειθήνια όργανα».

Ίσως ένας ακόμα λόγος της μετατόπισής τους προς τους στρατιωτικούς να ’ταν και η θέλησή τους να
δείξουν ότι δεν θεωρούν τους πολιτικούς ικανούς για θαρραλέες αποφάσεις.

Το ευτύχημα όμως ήταν πως οι στρατιωτικοί –στην πλειοψηφία τους– ήταν πραγματικά ρεαλιστές,
ψύχραιμοι και γνώστες της κατάστασης. Δεν παρασύρθηκαν από σφαλερές σκέψεις. Γνώριζαν πολύ
καλά, ότι από το «Γραφείο» δεν εξαρτάται τίποτε, ή μάλλον τίποτε και πως οι αποφάσεις παίρνονται,
αλλού, πιο ψηλά από όσο φανταζόμασταν.

Γι’ αυτό κάθε ενέργεια κατά του «Γραφείου» θα δημιουργούσε χειρότερα προβλήματα απ’ αυτά που
θέλανε να λύσουν οι αντιρρησίες.

Έπειτα πολλοί στρατιωτικοί ήταν «πολιτικοί» περισσότερο από τους πολιτικούς αφού οι πιο πολλοί ήταν
παλιά μέλη του κόμματος και είχαν περάσει από φυλακές και εξορίες.

Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν ευλόγησαν την κίνηση, δεν πήραν μέρος σε καμιά εκδήλωση κατά
του «Γραφείου».

Όμως δεν την πολέμησαν, δεν την κατέκριναν. Έμειναν ουδέτεροι. Εκτός από λίγους, οι άλλοι άκουγαν
και έβλεπαν από λάθος γωνία.

Επηρεασμένοι άσχημα από την μεταχείριση και τις ανεκπλήρωτες ελπίδες τους, στάθηκαν τις στιγμές
αυτές αναποφάσιστοι. Αυτή όμως η στάση τους ενθάρρυνε τους αντιρρησίες, που την πήραν για αποδοχή
των ενεργειών τους και βέβαιοι πως στην κρίσιμη στιγμή θα τους στηρίξουν προχώρησαν.

Με μια βρώμικη συκοφαντία σε βάρος δυο στελεχών του «Γραφείου» του σ. Οδυσσέα (Μπάτση) και σ.
Αλέκου (Στράντζαλη) προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους συναγωνιστές ν’ ανατρέψουν την καθοδήγηση
της Ομάδας.
Για λίγο ακολουθεί σύγχυση. Αρκετοί είναι αυτοί που μαζεύονται στην αυλή της σχολής, υψώνοντας
φωνή διαμαρτυρίας.

Ζητούν τις κεφαλές «επί πίνακι» των συναγωνιστών Οδυσσέα και Αλέκου. Μερικοί κινούνται
απειλητικά, θέλουν να πιάσουν και να τους «δικάσουν». Οι περισσότεροι ούτε γνωρίζουν γιατί
στρέφονται κατά των δυο στελεχών. Απλώς τους δόθηκε η ευκαιρία να εκδηλώσουν την δυσφορία τους
για τη ζωή που κάνουν. Αυτό όμως δεν μετριάζει τον κίνδυνο που απειλεί όλους μας.

Πολύ γρήγορα, ευτυχώς οι περισσότεροι των συναγωνιστών της Ομάδας αντιδρούν και δεν επιτρέπουν
την μετατροπή αυτής της στάσης σε σύγκρουση.

Από την αρχή γνωρίζαμε ότι όσα διέδωσαν οι, ας τους ονομάσουμε με επιείκεια, διαμαρτυρόμενοι, για
δήθεν, ανήθικη συμπεριφορά των δυο στελεχών του «Γραφείου» σε βάρος οικογενείας που όλοι
αγαπούσαμε, ήταν ψέμα και συκοφαντία πράξη, που έδειξε αμέσως πόσο χαμηλά έφτασαν όσοι την
σοφίστηκαν και την διέδωσαν.

Έπειτα και το ποιόν αυτού που παρουσίασαν σαν μάρτυρα για του «λόγου το αληθές» ήταν τέτοιο που
κάθε άλλο, από αλήθεια μπορεί να ’ταν όσα μαρτυρούσε. «Λούμπεν» στην κυριολεξία.

Κατά το μεσημέρι οι «ρήτορες» των διαμαρτυρομένων με δεκάρικους της στιγμής, προσπαθούν να


εξωθήσουν τα πράγματα στα άκρα.

Τώρα στο βήμα (που είναι μια εξέδρα που είχαμε φτιάξει για πολύ διαφορετικούς λόγους) ανέβηκε ένας
Θεσσαλονικιός που χωρίς καμιά προσφορά στον αγώνα, παρουσιάζεται σαν υπερεπαναστάτης.

Ήταν ο Σίμος Κωνσταντινίδης από την Τούμπα, αδελφός της αξέχαστης αγωνίστριας, Δέσποινας, που
εκτελέστηκε μαζί με τον άλλο υπέροχο συμπολεμιστή μου, Γιώργο Λυκουργιώτη, από όργανα των
Γερμανών, λίγο πριν από την απελευθέρωση την πατρίδας.

Η συγγένεια αυτή με την ηρωίδα ήταν η μόνη αιτία που βρέθηκε το άτομο αυτό ανάμεσά μας.

Ο άσχετος αυτός άνθρωπος με γελοίο ύφος και κωμικές κινήσεις, καλούσε τους αγωνιστές να κινηθούν
και χωρίς καθυστέρηση ν’ ανατρέψουν το «Γραφείο». Έξαλλος ζητούσε την τιμωρία του σ. Αλέκου.

Γινόταν φανερό ότι ο εκμηδενισμός του σ. Αλέκου ήταν πρώτο μέλημά τους.

Από αρκετή απόσταση παρακολουθούμε την εξέλιξη, μια ομάδα Θεσσαλονικιών. Λυπούμαστε ειλικρινά,
αγωνιούμε.

Τι θα γίνει αν προχωρήσουν στην εφαρμογή των απειλών; Πώς θα πρέπει ν’ αντιδράσουμε; Θα χυθεί
αίμα;

Τα ίδια ερωτήματα είναι φανερό πως βασανίζουν τους περισσότερους συναγωνιστές της Ομάδας και τους
προβληματίζει. Ο προβληματισμός αυτός τους κάνει να διστάζουν.

Τους δισταγμούς της στιγμής εκείνης παρεξήγησαν ορισμένοι των διαμαρτυρόμενων, θεώρησαν την
στάση μας σαν ανοχή και υποστήριξή τους και κινήθηκαν κατά του «Γραφείου».

Δυστυχώς γι’ αυτούς, ήταν λάθος κίνησή τους.

Η αντίδραση μας είναι γρήγορη και βίαιη. Χωρίς να διστάσουμε, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, πηδήξαμε
εγώ, ο Πάνος, ο Ανθούλης και ο Νίκας πάνω στην εξέδρα και γκρεμίσαμε τον «ρήτορα» Σίμο που
συνέχιζε να ξεσηκώνει τους αδικημένους. Όλα όσα έγιναν μετά είχαν την ταχύτητα της αστραπής.

Τον άρπαξα από το σακάκι και τον έσπρωξα μακριά από την εξέδρα, όπου γύρω της ήταν μαζεμένοι οι
θαυμαστές του.

Αυτός προσπάθησε στην αρχή να αντιδράσει ελπίζοντας ότι θα τον βοηθούσαν, πράγμα που δεν έγινε
και επειδή με γνώριζε καλά, ίσως και η κάννη του περιστρόφου μου που χώθηκε στα πλευρά του, τον
έκαναν γρήγορα να ξεφουσκώσει.

Απομακρύνθηκε και από μέσα από τον θάλαμο που κλείστηκε, παρακολουθούσε τις εξελίξεις.

Ούτε σκέψη για δράση, γιατί τώρα είναι σίγουρος για το τι θα πάθαινε αν επέμενε.

Γρήγορα το «Γραφείο» με τα στελέχη του αναλαμβάνουν πρωτοβουλία. Καταφέρνει ν’ απομονώσει όσους


θεωρεί σαν δημιουργούς αυτής της κίνησης, καλούν τους συναγωνιστές –όλους μας– σε συνελεύσεις στις
οποίες ξεσκεπάζουν τους συκοφάντες.

Μέχρι αργά το βράδυ η προσπάθεια για την επαναφορά της ηρεμίας στην Ομάδα μας συνεχίζεται.

Το μεγάλο όμως βήμα έχει γίνει. Δεν σημειώνεται ούτε ένα σοβαρό επεισόδιο ή συμπλοκή.

Φυσικά εμείς οι συμπολεμιστές του σ. Αλέκου, για καλό και για κακό πήραμε στον θάλαμο μας –των
Θεσσαλονικιών– και αυτόν και τον σ. Οδυσσέα.

Όλοι γνώριζαν ότι μέσα εκεί ήταν κάτι παραπάνω από ασφαλείς.

Σε λίγες μέρες όλα ήταν πάλι σαν και πρώτα, λες και δεν είχε γίνει τίποτε.

Η στάση όμως αυτή που νομίζω πως ήταν μάλλον μια κάπως πιο έντονη διαμαρτυρία, δημιούργησε
ερωτηματικά στην ηγεσία μας.

Ο ερχομός των συντρόφων Τζίμα και Μιχάλη στο στρατόπεδο είναι σίγουρη μαρτυρία γι’ αυτό. Με το
κύρος τους και με ομιλίες προσπαθούν να μας πείσουν πως ό,τι γίνεται εδώ είναι προς το συμφέρον του
κόμματος. Στιγματίζουν όσους αντέδρασαν, όπως και αν αντέδρασαν, άφησαν δε να καταλάβουμε ότι
στο μέλλον θα παρθούν μέτρα.

Επώνυμα δεν στράφηκαν ενάντια σε κανέναν, ίσως γιατί κατάλαβαν ότι η στάση δεν είχε βάθος, ήταν
ένα ξέσπασμα.

Ίσως και να διαπίστωσαν πως το κομματικό χρέος εμπόδισε ακόμα κι αυτούς που πρωτοστάτησαν σ’
αυτήν, να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις.

Ακόμα δεν έπρεπε με ενέργειές τους να φορτίσουν την αρκετά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Το «Γραφείο»
είχε τον καιρό και ασφαλώς και τα μέσα για κάτι τέτοιο σε πιο κατάλληλες ώρες.

Τέλος καλό όλα καλά λέει ο λαός μας. Αυτό θα σκέφτηκαν και οι σύντροφοι Τζίμας και Μιχάλης που την
ώρα του αποχαιρετισμού τους, τόνισαν πως πάσχισαν και θα πασχίσουν ακόμα πιο πολύ για τη βελτίωση
των συνθηκών, για μια καλύτερη ζωή.

Με την δήλωση αυτή και κάτι αλλαγές σε πρόσωπα του «Γραφείου», σφράγισαν την παραμονή τους
κοντά μας.

Λίγες μέρες μετά, όταν ασφαλώς θα είχαν ενημερώσει την εκτός της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ηγεσία
και πιο πάνω, φθάνοντας στην κεντρική επιτροπή του Γιουγκοσλαβικού κόμματος, γιατί οι πιο πάνω
σύντροφοι κινούνται στο Βελιγράδι, συνέβη το επεισόδιο που μας έπεισε πως ήμασταν άτομα απόλυτα
διευθυνόμενα χωρίς την παραμικρή ανεξαρτησία, κάτι σαν αιχμάλωτοι.

Ένα επεισόδιο που μας συγκλόνισε βαθειά, μας τσάκισε τα νεύρα την ώρα που ’χαμε περισσότερο από
κάθε άλλη φορά ανάγκη από ηρεμία.

Ένα πρωινό σύντροφοί μας που σηκώθηκαν νωρίς και βγήκαν να κάνουν τον περίπατό τους,
αντιλήφθηκαν ότι ήμασταν κυκλωμένοι από Γιουγκοσλάβους στρατιώτες. Δεν μπορούσαν να το
πιστέψουν, «δεν μπορεί να ’ταν αλήθεια» σκέφτηκαν και όμως έβλεπαν καθαρά τους στρατιώτες να ’χουν
ζώσει τη σχολή.

Αναστατωμένοι γιατί δεν μπορούσαν να δώσουν εξήγηση γι’ αυτό που γινότανε, γύρισαν στους
θαλάμους και ξυπνώντας τους συντρόφους τους, στεναχωρημένοι, μίλησαν γι’ αυτό που είδαν.

Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας όλοι βρισκόμασταν στο πόδι.

Όσοι προσπάθησαν να πλησιάσουν τους στρατιώτες για να μάθουν τι άραγε ήθελαν και γιατί αυτή η
κύκλωσή μας, υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω.

Το «Γραφείο» μας είπε πως η κύκλωσή μας οφείλεται στην επιθυμία των Γιουγκοσλάβων συντρόφων να
ζήσουμε ειρηνικά χωρίς επεισόδια που θα έβαζαν σε κίνδυνο την ενότητα της Ομάδας ή και την ίδια μας
την ζωή. Για να γίνει αυτό, θα ’πρεπε να παραδώσουμε ό,τι όπλο είχε ο καθένας από μας.

Θα έπρεπε ν’ αφοπλιστούμε. Αλίμονο... ό,τι δεν κάναμε στην πατρίδα θα ’πρεπε να κάνουμε τώρα εδώ,
στην Γιουγκοσλαβία και μάλιστα μ’ ένα τρόπο καθόλου τιμητικό για αγωνιστές.

Αηδιασμένοι από την ενέργεια των Γιουγκοσλάβων, που φυσικά δεν είχαν και την απόλυτη ευθύνη γι’
αυτό –καταλαβαίνετε τι εννοώ– παρά από φόβο παραδώσαμε, ό,τι όπλο είχαμε, μοναδικό ενθύμια του
αγώνα, που λατρεύαμε όσο τίποτε άλλο.

Μετά τον αφοπλισμό μας το τμήμα του στρατού έλυσε την κύκλωση κι επέστρεψε στους στρατώνες του,
μα η πικρία για την ενέργεια του θα παραμείνει για πολύ, ίσως για πάντα.

Ήταν πράξη πρόνοιας, θα πουν τα στελέχη μας. Ίσως να ’χαν δίκιο, αλλά ήταν και μια πολύ ταπεινωτική
για μας πράξη, δεν χωρά αμφιβολία.

Ο χρόνος κυλά αργά, τόσο που τη μια μέρα την μετράμε σ’ εβδομάδες και μήνες ακόμα. Έτσι κυλάν και
στην φυλακή, μας λένε παλιοί σύντροφοί μας που η Μεταξική δικτατορία τους είχε κλείσει για αρκετό
χρόνο.

Όσες προσπάθειες και αν κάνει το «Γραφείο» για δραστηριοποίησή μας που θα είχε σα συνέπεια και την
αλλαγή προς το καλύτερο του κλίματος δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Ό,τι κάνουμε –και αναφέρομαι στην
πλειοψηφία των συναγωνιστών– γίνεται μηχανικά, έτσι από υποχρέωση. Ούτε ίχνος ενθουσιασμού, που
έκανε θαύματα την περίοδο της σκλαβιάς.

Το «Γραφείο» δεν μπορεί ν’ αλλάξει την κατάσταση. Αν όμως δεν μπορεί να την αλλάξει, γιατί αυτή την
εντολή έχει, πρέπει με κάθε τρόπο να την παρακολουθεί, να την ελέγχει και αυτό σίγουρα το μπορεί.

Η παρακολούθηση συντρόφων γίνεται στενότερη. Μια λέξη, μια κίνηση που δεν είναι αρεστή, επιθυμητή,
αρκούν να βάλουν αυτόν που την είπε, αυτόν που την έκανε στον κατάλογο των υπόπτων.
Αστυνομεύεται ο καθένας μας, το νιώθουμε.

Ένα πρωινό καθώς έκανα τον συνηθισμένο περίπατό μου μέσα στο καταπράσινο κτήμα, συναντήθηκα
τυχαία με τον σ. Λεπενιώτη, μέλος του «Γραφείου».

Παλιός δάσκαλος, στέλεχος του κόμματος, νομίζω από την περιοχή της Καστοριάς. Ψηλός, μελαχρινός με
μεγάλη κυρτή μύτη, δεν ήταν ο άνθρωπος που κέρδιζε εύκολα την εμπιστοσύνη σου, παρά τις
προσπάθειες που έκανε.

Με χαιρέτησε και αφού μου είπε για το πόσο χάρηκε που με συνάντησε, ζήτησε να περπατήσουμε μαζί,
αν βέβαια το ήθελα.

Δέχτηκα γιατί κατάλαβα ότι δεν ήταν διόλου τυχαία η συνάντησή μας. Αντίθετα μάλιστα, μου φάνηκε
από την πρώτη στιγμή για πολύ στημένη.

Μίλησε για πολλά. Για τους αγώνες του κόμματος, την ζωή των συντρόφων στις φυλακές και εξορίες την
περίοδο 36-40, αναφέρθηκε τέλος στον αγώνα του λαού μας κατά των κατακτητών.

Ήταν καλός ομιλητής, δεν σε κούραζε καθόλου, αντίθετα τον παρακολουθούσες με προσοχή κι όταν
ακόμα το θέμα δε σ’ ενδιέφερε.
Μου είπε και όσα γνώριζε για μένα. Έδειξε μάλιστα πως θαύμαζε την δράση μου και χαιρόταν
πραγματικά για τη γνωριμία μας… «Ο σύντροφος Αλέκος μιλά με τα καλύτερα λόγια για σένα» μου είπε
κτυπώντας με στην πλάτη.

Τον άκουγα, αλλά παρατηρούσα πως φρόντιζε να μένουμε μακριά από τους συντρόφους μας που έκαναν
κι αυτοί τον πρωινό τους περίπατο.

Ήμουν τώρα σίγουρος ότι κάτι άλλο είχε στο μυαλό του και αυτό το κάτι θα ’πρεπε να ’ναι σοβαρό.

«Δεν καθόμαστε σύντροφε καλύτερα» μου λέει σε μια στιγμή και χωρίς να περιμένει να δει τι θα κάνω,
κάθισε κάτω στη ρίζα μιας μηλιάς.

Έκανα υποχρεωτικά και γω το ίδιο. Αμέσως όμως πριν του δώσω χρόνο να σκεφτεί τον ρώτησα.

«Τι θέλεις από μένα σύντροφε Λεπενιώτη;» Γέλασε όπως γελάμε σαν μας πιάνουν να κάνουμε αταξία και
είπε.

«Να κουβεντιάσουμε».

Η σειρά μου ήταν τώρα να γελάσω μα δεν το ’κανα. Δε γέλασα περίμενα όμως την κουβέντα με πολύ
περιέργεια Δεν άργησε καθόλου.

Κάθισε όσο μπορούσε πιο καλά, χάιδεψε με το μαύρο, μακρύ χέρι του το πρόσωπο, σημάδι αμηχανίας
και σαν τον μαθητή που διάβασε καλά το μάθημά του, άρχισε να μου λέει.

«Σύντροφε, το “Γραφείο” εκτίμησε πολύ την στάση σου στα γεγονότα (εννοούσε την κίνηση κατά των δυο
στελεχών του) γι’ αυτό αποφάσισε να σε χρησιμοποιήσει για το συμφέρον του κόμματος, σίγουρο πως η
προσφορά σου θα ’ναι κι αυτή τη φορά σοβαρή. Δεν σου κρύβω πως το “Γραφείο” παίρνοντας υπόψη την
δράση σου στον απελευθερωτικό πόλεμο καθώς και την εδώ τοποθέτησή σου, σκέπτεται σοβαρά για την
προώθησή σου ψηλότερα».

Σταμάτησε να πάρει αναπνοή και για να δει τι απήχηση είχαν σε μένα το λόγια του.

Τον κοίταζα ίσια στα μάτια και του ’πα κοφτά. «Συνέχισε σύντροφε, φτάσε στο ψητό».

Έσκυψε λίγο σα να μην ήθελε να ακούσει κανείς άλλος και είπε.

«Σύντροφε, όπως ξέρεις αντικομματικά στοιχεία μας δημιουργούν άσχημες καταστάσεις. Κάνουν
διαλυτική δουλειά, θέλουν να καταστρέψουν την οργάνωσή μας παρασύροντας πολλούς συντρόφους,
εκμεταλλευόμενοι τις προσωρινές δυσκολίες. Η πειθαρχημένη ζωή είναι καθήκον μας αυτή τη στιγμή,
αυτή είναι άλλωστε κι εντολή του κόμματος. Θα πρέπει λοιπόν με κάθε θυσία ν’ ανακαλύπτουμε όσους με
λόγια ή έργα ζητούν την διάλυση της Ομάδας μας. Πρέπει να τους βρούμε, να τους ξεσκεπάσουμε, να
τους αχρηστεύσουμε Είναι αντικομματικά στοιχεία, συνειδητά ή ασυνείδητα πράκτορες του εχθρού. Εσύ
λοιπόν μαζί με μερικούς ακόμα καλούς συντρόφους θ’ αναλάβεις αυτή τη δουλειά. Θα παρακολουθείτε
τους πάντες και τα πάντα».

Σταμάτησε με κοίταξε και χαμογέλασε σίγουρος πως μου μετέδωσε τον ενθουσιασμό που κατείχε τον
ίδιον όση ώρα μου μιλούσε.

Σηκώθηκα και προχώρησα. «Δεν μου απάντησες;» τον άκουσα να μου λέει καθώς περπατούσε πίσω μου.

Γύρισα τον έπιασα φιλικά από το μπράτσο σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. «Αρνούμαι να κάνω κάτι
τέτοιο, σύντροφε. Θα ’πρεπε να γνωρίζεις ότι δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Βρες λοιπόν κάποιον
κατάλληλο γι’ αυτή την δουλειά. Αυτή είναι η απάντησή μου, καθαρή και αμετάκλητη, σύντροφε
Λεπενιώτη».

Μ’ άκουσε προσεκτικά μα η γκριμάτσα που έκανε έδειξε την έκπληξή του.

«Μα είναι κομματικό καθήκον, το πρώτο καθήκον του κομμουνιστή η διαφύλαξη της ενότητας των
οργανώσεών του», διαμαρτυρήθηκε.

Απομακρύνθηκα βιαστικά βάζοντας τέλος σε μια συζήτηση που δεν την ήθελα καθόλου. Έψαξα να βρω
έναν από τους αγαπητούς συντρόφους και συναγωνιστή στον πόλεμο της πόλης, τον τότε καθοδηγητή
μου Κώστα Σιαπέρα που έμενε με τη γυναίκα του και την μικρή κόρη στους θαλάμους των παντρεμένων.
Σ’ αυτόν μπορούσα να μιλήσω ελεύθερα, να του πω και να του εξηγήσω γιατί αρνήθηκα τη δουλειά που
ήθελαν να μου αναθέσουν. Να του πω ανοικτά για το πόσο σιχαίνομαι την τακτική αυτή, που κατά την
γνώμη μου δεν ταιριάζει σε αγωνιστές και μόνο κακό προξενεί.

Δεν πιστεύω θα του ’λεγα πως ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν το κακό του κόμματος και
δεν με βρίσκουν σύμφωνο οι χαρακτηρισμοί του αντικομματικού στοιχείου του πράκτορα, φραξιονιστή
και όσους άλλους ακόμα καταμαρτυρούσαν με μεγάλη ευκολία τα στελέχη του «Γραφείου» στους πιο
ζωηρούς –κατά τη γνώμη μου– συντρόφους.

Είμαι βέβαιος σύντροφε θα ’λεγα πως κάθε εκδήλωση, ακόμα κι αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα την
επέμβαση των Γιουγκοσλάβων και του αφοπλισμού μας ήταν κίνηση δυσφορίας, ας την πούμε, στην
χειρότερη περίπτωση, αγανάκτησης για τον τρόπο διαβίωσής μας και όχι σωστής μεταχείρισης.

Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορούμε να της χρεώσουμε ταπεινά κίνητρα, ούτε μπορούμε να την
συνδέσουμε με τον εχθρό. Κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά ΑΝΤΙΚΟΜΜΑΤΙΚΗ τοποθέτηση, θα ζημίωνε
το κόμμα.

Για μένα ό,τι συνέβηκε το διάστημα αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας δύσκολης προσαρμογής εκατοντάδων
πολεμιστών και πολιτών, σ’ ένα καινούργιο και σκληρό τρόπο ζωής.

Ακόμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ένα μέρος των συναγωνιστών μας, που δηλώθηκαν μέλη του
κόμματος, δεν ήταν τέτοια ή αν ήταν δεν είχαν κομματική ζωή περισσότερο από ένα χρόνο. (Πολλοί
συναγωνιστές θεωρούσαν πως η συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό πόλεμο ήταν αρκετή για να
δηλώσουν μέλη του κόμματος. Πολλά βιογραφικά σημειώματα που αργότερα διάβασα, αυτό
φανέρωσαν.)

Η απαίτηση λοιπόν από τις εκατοντάδες των πολιτικών προσφύγων για πειθαρχία που ξεπερνά κι αυτή
του στρατιώτη είναι πέρα για πέρα εξωπραγματική.

Η αντίδραση ήταν η φυσική συνέπεια. Το αντίθετο θα ’ταν αφύσικο όσο και αν ήταν επιθυμητό.

Ο παραπάνω συλλογισμός θα ’πρεπε να ’ναι ο οδηγός των στελεχών που χάραζαν τον τρόπο ζωής και
λειτουργίας της ομάδας. Δυστυχώς αντί του φυσιολογικού τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων μας,
ζήτησαν και ακολούθησαν (στελέχη του Γραφείου) τον ΙΔΑΝΙΚΟ που όμως για την ώρα ήταν
ανεφάρμοστος και επιζήμιος.

Μ’ έκπληξη διαπίστωσα πόσα πολλά έκρυβα μέσα μου. Τρόμαξα για τις εξηγήσεις που έδινα στους
τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων μας.

«Μωρέ μπας είμαι και γω από δαύτους;» σκέφτηκα και εννοούσα φυσικά τους αντικομματικούς.

Απόρριψα αμέσως κάτι τέτοιο γιατί ήμουν περισσότερο από βέβαιος ότι αυτά που θα ’λεγα στον αγαπητό
σύντροφο, ήταν αλήθεια, η σωστή άποψη σ’ όσα και ό,τι γινότανε στην Ομάδα μας.

Μήπως όμως η συζήτηση που θα ’κανα με τον συν. Σιαπέρα που ήταν από τα σκληρά στελέχη, θα με
ζημίωνε;

Θα ήταν άραγε η δεύτερη γκάφα μου, αφού η πρώτη σίγουρα ήταν η απόρριψη της πρότασης Λεπενιώτη;

Ένα ρίγος ένοιωσα να περνά όλο μου το σώμα στην παραπάνω σκέψη.

Όσοι έζησαν σε τόπους εξορίας, σε φυλακές είμαι βέβαιος πως με δικαιολογούν όταν γράφω για ρίγος,
γιατί ασφαλώς πολλές φορές θα ένιωσαν όπως εγώ τώρα.
Η διαβίωση σε κομματικές οργανώσεις, μέσα στις φυλακές και τις εξορίες είναι σκληρή. Πειθαρχία
απόλυτη, εκτέλεση των εντολών χωρίς καμιά συζήτηση ή αντίρρηση. Τυφλή υπακοή στους πιο πάνω αν
θέλεις να ζήσεις κομματικά.

Ανεξάρτητη σκέψη, διαφορετική άποψη, ή κριτική διάθεση πάνω στις «γραμμές» που δεν είναι αρεστή
στους επάνω είναι απαράδεκτα και αυστηρά απαγορευμένα.

Ακόμα και στις συνελεύσεις, όταν έμπαινε ένα θέμα για συζήτηση, θα ’πρεπε τις πιο πολλές φορές να
συμφωνήσεις με την εισήγηση ή με όσα θα έλεγε ο γραμματέας έστω και αν αυτά δεν σε εκφράζανε.

Αν παρ’ όλα αυτά, εκδήλωνες κάποια, την πιο μικρή αντίδραση τότε ασφαλώς ένιωθες το ρίγος που
ανάφερα στις πιο πάνω γραμμές.

Γιατί; θα ρωτήσετε. Ήταν φανερό. Η καθοδήγηση αυστηρή, αλύγιστη θα σημείωνε αυτό το «ατόπημά»
σου –την απειθαρχία– και η τιμωρία ήταν σίγουρη. Ούτε τα χρόνια και η προσφορά στό κίνημα είχαν
κάποια –την παραμικρή– επίδραση στις αποφάσεις της.

Δεν ενθάρρυναν το ελεύθερο πνεύμα, έναν ελεύθερο συλλογισμό. Αντίθετα, ζητούσαν με συντονισμένες
και μελετημένες ενέργειες, την δημιουργία ενός πρότυπου μέλους του κόμματος, που τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματά του θα ήταν η ανυπαρξία δικής του σκέψης, άβουλου εντολοδέκτη.

Μας λέγανε ότι το κόμμα στηρίζεται σε «δυο χαλύβδινα πόδια». Την δημοκρατία το ένα, τον
συγκεντρωτισμό το άλλο.

Δημοκρατία έχουμε στο κόμμα τις περίοδες της ειρήνης και νόμιμης λειτουργίας του και εφαρμόζουμε
τον συγκεντρωτισμό (κλειστή καθοδήγηση) τις μέρες της παρανομίας και διώξεων.

Η αλήθεια είναι ότι σπάνια ο «συγκεντρωτισμός» παραχώρησε τη θέση του στη Δημοκρατία –το διάλογο.

Ούτε στη Γιουγκοσλαβία δοκιμάσαμε τη γλυκιά της γεύση, που τίποτε δεν εμπόδιζε γι’ αυτό.

Ειρηνικός πέρα για πέρα ο χώρος –Δημοκρατικό, Σοσιαλιστικό κράτος– ιδανικές συνθήκες για προβολή
της δημοκρατίας στην οργάνωσή μας. Δεν έγινε όμως τίποτε. Ο συγκεντρωτισμός, ο ετσιθελικός τρόπος
τον οποίον χρησιμοποιούν έχει γίνει βίωμα, γιατί όπως λένε η συνήθεια δεύτερη φύση.

Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού χρόνια τώρα δεν γνώρισαν την δημοκρατία. Οι συνθήκες
παρανομίας δεν επέτρεψαν την χρησιμοποίηση δημοκρατικών μεθόδων μέσα στο κόμμα, για μεγάλες
χρονικές περίοδες.

Πώς λοιπόν θα εφαρμόσουν τώρα κάτι που είχαν σχεδόν ξεχάσει;

Όπως όμως κατάλαβα είναι και πολύ δύσκολη η καθοδήγηση μιας ομάδας, μιας οργάνωσης με
δημοκρατικούς τρόπους κι ενέργειες. Μόνο χρόνια μαθήτευσης σε χώρους δημοκρατικούς, μπορούν να
δέσουν την ικανότητα μ’ ευχέρεια να διοικείς δημοκρατικά.

Ποια όμως στελέχη μας είχαν τέτοια ευκαιρία; Να ζήσουν δηλαδή, για καιρό σε «χώρους
δημοκρατικούς»;

Κυνηγητά, φυλακές, εξορίες, παρανομία μια ολόκληρη ζωή, σφράγισαν, διαμόρφωσαν ανάλογα τον
τρόπο σκέψης και μπορώ να πω και τον χαρακτήρα τους.

Και μια που ανάφερα για χαρακτήρα, θα ’θελα να προσθέσω πως και αυτή ακόμα η τρίμηνη ελεύθερη
περίοδος που ακολούθησε την απελευθέρωση είχε επιδράσει άσχημα στον χαρακτήρα πολλών στελεχών
μας.

Η απόκτηση πόστων (θέσεων) που ήταν παραπάνω από και τις προσδοκίες τους, δημιούργησε σ’ αυτά την
ψευδαίσθηση του ικανότερου, του αλάνθαστου, του χαρισματικού. Όλα αυτά είναι νομίζω αρκετά να
πείσουν τον καθένα, πώς να μιλάμε για δημοκρατία στο κόμμα, τουλάχιστον αυτήν την περίοδο είναι
καθαρή ουτοπία.

«Τι συλλογάσε σύντροφε, που τρέχει ο λογισμός σου;»

Ξαφνιάστηκα. Η φωνή που άκουσα ήταν του Χρήστου. Γύρισα και τον είδα. Τον αγκάλιασα και χωρίς να
το θέλω τραβήχτηκα προς τα πίσω. Ήταν μια κίνηση αυθόρμητη, που κάνει ο καθένας μας σαν θέλει να
κοιτάζει καλύτερα κάποιον.

Κατάλαβε και ένα θλιμμένο χαμόγελο χάραζε τα λεπτά χείλια του. «Δεν έγινε τίποτε Νίκο, δε δέχτηκα να
χειρουργηθώ» ψιθύρισε.

Τα έχασα. Τον άρπαξα από τους ώμους και τον τράνταζα δυνατά. «Γιατί ρε Χρήστο; Γιατί έχασες μια
ακόμα ευκαιρία να γίνεις καλά;» Ήμουν πολύ θυμωμένος για την τόσο κουτή απόφασή του.

Το «Γραφείο» τον είχε στείλει μαζί μ έναν ακόμα σύντροφό μας, τον Νάτση ή Φον Κολοκοτρώνη όπως
τον φωνάζαμε, σ’ ένα νοσοκομείο στα Σκόπια να εγχειριστούν. Η περίπτωση του Χρήστου ήταν πιο απλή.
Θα επανέφεραν το μηριαίον στην θέση του. Του «Φον» ήταν δύσκολη. Το ένα του πόδι ήταν πολύ πιο
κοντό από το άλλο (νομίσω πως έτσι γεννήθηκε). Τον λυπόμασταν όταν τον βλέπαμε να περπατά, καθώς
το κορμί του έγερνε στη μια πλευρά που ήταν το κοντό πόδι σε μια «αστεία» κίνηση. Ήταν τόσο νέος –
νομίζω στα δεκαοχτώ χρόνια– γεμάτος ζωή και πανέξυπνος.

Η απόφαση του «Γραφείου» μας γέμισε χαρά ΟΛΟΥΣ και από το βάθος της καρδιάς μας τους
ευχηθήκαμε να γυρίσουν σύντομα κοντά μας, γεροί όπως επιθυμούσαν.

Από τη μέρα της αναχώρησής τους για τα Σκόπια δεν έκανα τίποτε άλλο από το να ενοχλώ το «Γραφείο»
να μου πει αν είχε νέα τους.

Ήμουν βέβαιος ότι θα γυρίσουν πίσω εντελώς καλά και χαιρόμουν προκαταβολικά γι’ αυτό. «Θα δείτε
πώς θα τρέχουν σαν αλογάκια» έλεγα στους συντρόφους, λες και τους έβλεπα κιόλας να τρέχουν.

Αυτό όμως το «δεν έγινε τίποτε, δεν δέχτηκα να χειρουργηθώ» που άκουσα γκρέμισε κάθε ελπίδα μου να
τον δω γερό, ίδιο ελάφι, όπως ήταν παλιά πριν βγάλει το πόδι του.

Η σκέψη αυτή, δηλαδή ότι θα τον έβλεπα να κουτσαίνει μια ζωή με τρέλανε. Φώναζα, έβριζα θεούς και
δαίμονες. Τι συνέβη; Γιατί η βλακώδη άρνησή του; Ήθελα να μάθω γιατί δεν μπορούσα να βρω μια
λογική εξήγηση.

Θυμήθηκα πως ύστερα από το επεισόδιο με τους Γερμανούς, οι γιατροί που τον εξέτασαν μας είπαν πως
πρέπει να μπει σε Νοσοκομείο. Μόνο στο Νοσοκομείο θα μπορέσουν να βάλουν το πόδι του στην θέση
του. Είχε βγει από τη λεκάνη.

Δεν δέχτηκε τότε να μείνει στο Νοσοκομείο με τη δικαιολογία πως ήθελε να ’ταν όρθιος κοντά μας έστω
και αν κούτσαινε. «Η λευτεριά έφθασε και θέλω να τη χαρώ μαζί σας και όχι από το κρεβάτι του
Νοσοκομείου», φώναζε.

Του κάμαμε το χατίρι γιατί τον αγαπούσαμε πολύ και δε θέλαμε να τον κακοκαρδίσουμε, χωρίς όμως να
σκεφτούμε ότι έτσι του κάναμε κακό.

Τώρα όμως γιατί; Του τα θύμισα όλα. Κατέβασε το κεφάλι φανερά στεναχωρημένος.

Μ’ έπιασε από το μπράτσο και είπε. «Πάμε να σου πω».

Τώρα η συνάντηση με το Σιαπέρα δε μ’ απασχολούσε. Ας γίνει άλλη μέρα είπα. Η περιέργεια για το τι
έγινε στα Σκόπια με έκαιγε. Περπατήσαμε χωρίς ν’ αλλάξουμε λέξη μέχρι την άκρη του κτήματος, στο
σημείο που έμεναν οι σύντροφοι που περιποιούνται τ’ άλογά μας. Οι περισσότεροι ήταν από τη
Θεσσαλονίκη. Ήταν ο Κώστας Πετράκης (Χάψας), Γιάννης Λοΐζος (Πεινάλας), ο Γιώργης Ζυμαρίτης, ο
Μπάτσουλης και άλλοι που δε θυμάμαι.
Ήταν η ζωηρή παρέα, απείθαρχοι, αλλά κατά βάθος φιλότιμοι κι εργατικοί. Θυμάμαι πως τη μέρα της
«στάσης» πήραν τ’ άλογα και ... χάθηκαν για λίγο.

Χωρίς λοιπόν να το καταλάβουμε περπατώντας βρεθήκαμε κοντά τους, Η χαρά των ζόρικων για τη
συνάντηση, το καλαμπούρι τους, άλλαζε τη διάθεσή μας. Γελάσαμε πάλι.

Μόνο όταν καταφέραμε να ξεκολλήσουμε από εκεί και στην επιστροφή μας για τους θαλάμους, ζήτησα
από τον συν. Χρήστο να μου μιλήσει για όσα έγιναν στα Σκόπια.

Μίλησε, είπε για σαμποτάζ των Γιουγκοσλάβων γιατρών που έκοβαν χέρια και πόδια τραυματιών τους
ενώ μπορούσαν να τα σώσουν. Για το αντιδραστικό, φασιστικό κλίμα που επικρατούσε όχι μόνο στο
Νοσοκομείο, αλλά γενικά στον μηχανισμό του κράτους.

Τον κοίταζα με δυσπιστία όσο μιλούσε, ενώ από το μυαλό μου πέρασε σαν αστραπή η υποψία μήπως
έπαθαν τα νεύρα του. Τι παραμύθι ήταν πάλι τούτο; σκέφτηκα. Μήπως επηρεάστηκε από το κλίμα
καχυποψίας που επικρατεί σε στιγμές τόσων ριζικών αλλαγών;

Το κατάλαβε και αντέδρασε. «Νομίζεις ότι σου λέω ψέματα; Όχι σύντροφε. Φθάσαμε ως το γραμματέα
της πόλης στον οποίον αναφέραμε ό,τι έπεσε στην αντίληψή μας. Και ξέρεις τι μας απάντησε; Έχετε δίκιο,
είπε, γνωρίζω καλύτερα από σας όσα μου είπατε, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε προς το παρόν.
Δεν έχουμε πολλούς γιατρούς, όσους τουλάχιστον χρειαζόμαστε σήμερα, θα υπομείνουμε λοιπόν
προσπαθώντας να περιορίσουμε τη ζημιά. Όταν με το καλό τελειώσουν τις σπουδές τους τα δικά μας
παιδιά, η κατάσταση θ’ αλλάξει. Καταλάβατε σύντροφοι; Φυσικά ούτε λέξη για όσα ειπώθηκαν εδώ μέσα
φίλοι μου. Αυτή ήταν η απάντηση του λέξη προς λέξη, Νίκο».

Δε θέλησα να τον πικράνω πιο πολύ, μια και τώρα δεν γινόταν τίποτε, ότι και αν έλεγα, όσο και αν
φώναζα.

«Να το ρισκάριζες Χρήστο» του είπα μόνο, απότομα και κάπως σκληρά.

Βρισκόμασταν ήδη ανάμεσα στους συντρόφους Γιάννη Νίκα και του Μέμου (Γεράσιμου Καμπίτση) και η
συζήτηση στράφηκε σε πιο ευχάριστα θέματα.

Ύστερα από μέρες, συνάντησα τον αγαπητό μου σύντροφο Σιαπέρα, αλλά δεν είπα λέξη από όσα είχα
σκοπό να του πω τη μέρα της συνάντησής μου με το Λεπενιώτη. Έχασαν την επικαιρότητα, σκέφτηκα.

Δε θα περάσει καιρός και μια νέα μετακίνηση αναγγέλλεται. Ρωτάμε για πού; Φυσικά κανείς δε γνωρίζει.
Μόνο ο σ. Μιχάλης που φροντίζει για όλα σε συνεργασία με τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους, γνωρίζει
το μέρος που θα μας φιλοξενήσει. Αυτός όμως είναι πιο σιωπηλός και από τη Σφίγγα.

Για μια ακόμα φορά βρισκόμαστε επιβάτες μιας αμαξοστοιχίας με καμιά τριανταριά βαγόνια, απ’ αυτά
που λευκά γράμματα και αριθμοί στα πλευρά τους, πληροφορούν τον ενδιαφερόμενο πως η
χωρητικότητά τους είναι Ίπποι 8 άτομα 40. Μάλιστα τα πιο πολλά είναι τουριστικά, είναι ανοικτά από
πάνω. Οι τυχεροί επιβάτες τους μπορούσαν τα βράδια να μελετούν, τ’ άστρα και οι πιο ρομαντικοί να
θαυμάζουν το φεγγάρι.

Φυσικά το τρένο πηγαίνει βόρεια. Η ταχύτητά του είναι μικρή γιατί οι γραμμές είναι πρόχειρα
φτιαγμένες και οι γέφυρες, όπου υπήρχαν, ετοιμόρροπες.

Οι Γερμανοί οπισθοχωρώντας κατέστρεφαν κάθε τι που θα ήταν χρήσιμο στους Γιουγκοσλάβους και τους
Ρώσους διώκτες τους.

Το ταξίδι κράτησε μερόνυκτα. Ευτυχώς είναι καλοκαίρι και κατά τις συχνές και πολύωρες στάσεις
κατεβαίναμε και ξαπλώναμε στο γρασίδι ή κάναμε βόλτες για να ξεμουδιάσουμε.

Σε μια τέτοια στάση συνέβη και κάτι που ποτέ δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

Το τρένο είχε σταματήσει στη μέση μιας πεδιάδας καταπράσινης, αρκετά μακριά από το χωριό που
βλέπαμε στο βάθος. Κατεβήκαμε όπως σε κάθε στάση για ξεμούδιασμα, αλλά και να χαζέψουμε το τοπίο,
που όσο ανεβαίναμε γινότανε πιο όμορφο.

Σε λίγο από μακριά φάνηκαν μια παρέα αγόρια και κορίτσια να ’ρχονται προς το μέρος μας κρατώντας
μεγάλα καλάθια. Καταλάβαμε και χαρήκαμε. Οι οργανώσεις των χωριών απ’ όσα περνούσαμε είχαν
ειδοποιηθεί και φρόντιζαν να προσφέρουν λίγο ψωμί, τυρί, αυγά ή ό,τι άλλο μπορούσαν να δώσουν.

Αυτό έκανε και η οργάνωση του χωριού που ήταν κοντά στη στάση μας.

Με μεγάλη χαρά δεχτήκαμε τα τρόφιμα, γιατί πρέπει να το γράψω, θα γέμιζαν κάπως τ’ άδεια στομάχια
μας.

Η επιμελητεία μας βρισκότανε σε αδυναμία, δεν μπορούσε να μας χορτάσει. Το ψωμί που μας
πρόσφεραν ήταν κάτασπρο φρέσκο και μαζί με τα βρασμένα αυγά ήταν για μας ένα υπέροχο γεύμα.

Ριχτήκαμε στο φαγητό με τόση λαιμαργία που έκανε τους φίλους και φίλες Γιουγκοσλάβους να μας
κοιτούν περίεργα. Σίγουρα οι κάτοικοι της περιοχής δεν θα είχαν γνωρίσει ποτέ πείνα.

Ξαφνικά ακούσαμε ξεφωνητά και γέλια χαρούμενα. Είδαμε λίγο πιο εκεί, έναν όμιλο κοριτσιών με φωνές
και τραγούδια χαρούμενα να τραβά από τα χέρια έναν δικό μας, ο οποίος προσπαθούσε να ξεφύγει. Δεν
δώσαμε σημασία. Για κανένα παιχνίδι πρόκειται, σκεφτήκαμε. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως δεν
παιζόταν κανένα παιχνίδι. Απαγωγή ήταν και μάλιστα μέρα μεσημέρι, μπροστά στα μάτια μας.

Οι Γιουγκοσλάβες προσπαθούσαν ν’ απαγάγουν για λογαριασμό μιας νεαρής συμπατριώτισσάς τους τον
σύντροφο Καπλάνη (Αλέκο Μήλιο το πραγματικό του.) Τον είχε ερωτευθεί παράφορα μόλις τον
αντίκρισε.

Ιδρώσαμε για να της δώσουμε να καταλάβει πως ο σύντροφός μας είχε κάποιον άλλον προορισμό και ότι
τουλάχιστον για την ώρα ήταν αδύνατο να την παντρευτεί.

Με τη μεσολάβηση των μεγαλυτέρων –σε ηλικία– γυναικών καταφέραμε να τον αποσπάσουμε από τα
χέρια της.

Γρήγορα πηδήσαμε στα βαγόνια, αφήνοντας απαρηγόρητη την ερωτευμένη Γιουγκοσλάβα.

Το επεισόδιο έδωσε τροφή για κουτσομπολιό και αθώα πειράγματα που κάναμε στον όμορφο σύντροφό
μας.

Το τρένο αργά μας οδηγεί όλο και πιο Βόρεια.

Έχουμε μπει για τα καλά στην δημοκρατία της Σερβίας. Πεδιάδες, όμορφα χωριά παρά τις καταστροφές
του πολέμου, γεμίζουν ευχάριστα το μάτι.

Νιώθεις πως βρίσκεσαι πιο κοντά στην Ευρώπη, παρά στα Βαλκάνια. Τίποτε δε μας θυμίζει
«Γιουγκοσλαβική Μακεδονία». Ακόμα και οι άνθρωποι εδώ διαφέρουν. Έχουν άλλο αέρα, είναι πιο
λεπτοί στους τρόπους, κάτι που σπανίζει στους κάτω.

Και πράγμα παράξενο, όσο ανεβαίνουμε τόσο πιο πολύ νιώθουμε να μας αγαπούν. Η αγάπη τους
εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους και αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα και ευχάριστα.

Διαπιστώνουμε ακόμα πως όλοι τους «ζουν» για την εκπλήρωση των στόχων που τους έβαλε η Λαϊκή
τους κυβέρνηση και ο αγαπημένος τους στρατάρχης ΤΙΤΟ.

Το σύνθημα «ΤΙΤΟ ε Νας» δηλαδή ο ΤΙΤΟΣ μας ο δικός μας ΤΙΤΟ κυριαρχεί των άλλων συνθημάτων.

Το πείσμα, η αγωνιστικότητά τους πληθαίνει όσο οι καταστροφές που προξένησαν οι κατακτητές


γίνονται μεγαλύτερες. Κανείς δε θέλει να υστερεί από τον άλλο και δεν είναι σπάνιο να βλέπεις άνδρες
και γυναίκες να δουλεύουν μέχρι εξάντλησής τους.
Πάνω απ’ όλα –και από τη ζωή τους– το καθήκον για την πατρίδα, για τον ΤΙΤΟ.

Όσο προχωρούμε οι δυσκολίες περισσεύουν, Συναντάμε τον ποταμό Σάβα, παραπόταμο του Δούναβη,
ακόμα και τον ίδιο το Δούναβη. Οι γέφυρες έχουν καταστραφεί οι περισσότερες και η ζεύξη τους είναι
σοβαρό πρόβλημα.

Το τρένο σταματά στη μια πλευρά του ποταμού. Κατεβαίνουμε τότε –είναι σίγουρο πως θ’ αργήσουμε
πολύ να περάσουμε απέναντι– για να παρακολουθήσουμε πώς θα γίνει το πέρασμά μας.

Τότε διακρίναμε καθαρά το πείσμα και το πάθος των Γιουγκοσλάβων συναγωνιστών να ξεπεράσουν κάθε
δυσκολία που δημιούργησαν οι καταστροφές.

Μια τεράστια σχεδία (σάλι) πάνω στην οποία είχαν καρφώσει γραμμές σιδηροδρόμου, έρχεται με τη
βοήθεια χοντρών συρματόσχοινων προς τη δική μας πλευρά. Ήρθε κι έκατσε «μαλακά» δίπλα σε μια
πλατφόρμα κατασκευασμένη από κορμούς δέντρων και αποτελούσε συνέχεια της σιδηροδρομικής
γραμμής, που βρισκότανε το τρένο μας.

Τότε σιδηροδρομικοί έλυσαν το πρώτο βαγόνι, το ’συραν στην πλατφόρμα και από εκεί εύκολα στην
μεγάλη σχεδία (σάλι), γιατί όπως έγραψα, οι γραμμές αποτέλεσαν μια συνέχεια. Έδεσαν το βαγόνι και
άρχισαν το τράβηγμα της σχεδίας προς την αντίθετη πλευρά.

Χαιρετούσαμε την προσπάθειά τους με χειροκροτήματα.

Σαν έφτασε απέναντι με την ίδια διαδικασία, έσπρωξαν το βαγόνι ως τις γραμμές που περίμενε μια
ατμομηχανή. Έτσι σιγά σιγά άλλα σίγουρα περνούσαν από τη μια, στην άλλη πλευρά του ποταμού κάθε
τι που έπρεπε να περάσει.

Άξια αυτή η γενιά των Γιουγκοσλάβων, σίγουρα θα αποτελέσει παράδειγμα για τις επόμενες.

Άθελά μας σκεπτόμασταν τότε, πως έτσι θα γινότανε και σε μας, στην πατρίδα, σαν ο λαός μας γινόταν
κύριος στον τόπο του. Μήπως δεν είχε αρχίσει να δουλεύει έτσι και καλύτερα;

Πραγματικά, το δίμηνο της Λαϊκής κυριαρχίας (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1944) είχε αρχίσει ένας σκληρός
αγώνας για την ανοικοδόμηση. Ένας αγώνας χωρίς δυστυχώς συνέχεια.

Ύστερα από μερικά μερόνυκτα ταξιδιού φθάσαμε σ’ ένα όμορφο κεφαλοχώρι, το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ.

Όλα ήταν τόσο όμορφα που νομίζαμε πως ονειρευόμαστε. Μας είπαν πως εδώ θα μέναμε.

Το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ ήταν ο τρίτος σταθμός μέχρι τη στιγμή στην κίνησή μας μέσα στη Γιουγκοσλαβία και
δεν ξέρουμε αν θα είναι και ο τελευταίος.

Ο αριθμός μας έχει ξεπεράσει τις δυο χιλιάδες και δημιουργεί πρόβλημα χώρου για την κάπως αξιοπρεπή
διαβίωσή μας, στους Γιουγκοσλάβους που πραγματικά θέλουν την τακτοποίησή μας.

Άραγε το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες διαβίωσης τόσων ανθρώπων;

Μας μοίρασαν στ’ άδεια σπίτια του. Όταν γράφω άδεια εννοώ από κατοίκους γιατί από επίπλωση και
ρουχισμό ήταν γεμάτα. Δεν τους έλειπε τίποτε. Τι να συνέβαινε; αναρωτηθήκαμε.

Τι έγιναν οι κάτοικοί του; Σύντομα ικανοποιήθηκε η περιέργειά μας.

Οι κάτοικοι πολλών χωριών της περιοχής είχαν ακολουθήσει τα στρατεύματα κατοχής, στην υποχώρησή
τους.

Ήταν Γερμανοί από καταγωγή υπόλοιπα της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας. Με την είσοδο των
Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία και την κατάκτησή της, προσχωρούν ομαδικά στους Ναζί. Κατατάχτηκαν
στον Γερμανικό στρατό οι άντρες και μάλιστα όπως μάθαμε στα πιο σκληρά τμήματά του, τα SS (Ες Ες).
Φυσικά δεν φέρθηκαν μ’ ευγένεια στους κατοίκους των άλλων περιοχών. Πολλοί συμπατριώτες τους
Γιουγκοσλάβοι υπέφεραν από τα Γερμανόδουλα κτήνη.

Από μερικά πράγματα που βρήκαμε στα σπίτια τους, όπως ραπτομηχανές, σερβίτσια, υφάσματα, πολλά
από τα οποία είχαν πάνω τους γραμμένα και τα ονόματα των προκατόχων τους (μέχρι Ελληνικά
ονόματα βρήκαμε γραμμένα) έδειχναν πως υπήρξαν και άξιοι πλιατσικολόγοι.

Φυσικό ήταν η τέτοια στάση τους να προκαλέσει την αντίδραση των Γιουγκοσλάβων πατριωτών. Το μίσος
τους ήταν φανερό και φοβερό.

Η αντιμετώπισή τους ήταν σκληρή κάθε φορά.

Όσο συνεχιζόταν η Γερμανική κατοχή, δεν τους κόστιζε πολύ το μίσος των Λαών της Γιουγκοσλαβίας.
Ευτυχισμένοι χαιρόταν τ’ αγαθά που άρπαζαν από τους συνανθρώπους τους.

Είχαν την τύχη να βρίσκονται τα χωριά τους σε μια περιοχή, που το εκδικητικό χέρι των παρτιζάνων δεν
μπορούσε εύκολα και χωρίς σοβαρές απώλειες, να φθάσει.

Η τεράστια πεδιάδα, ένα απέραντο γήπεδο χωρίς ούτε λόφους για κάποια κάλυψη, ο συγκοινωνιακός
άξονας που την διέσχιζε, ζωτικός για τα στρατεύματα κατοχής που τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους, τους
προστάτευαν από την εκδίκηση των παρτιζάνων.

Όπως όμως τίποτε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι μόνιμο, έτσι και η ευτυχία των συνεργατών των Ναζί
έμελλε να τελειώσει και μάλιστα με τον χειρότερο γι’ αυτούς τρόπο.

Η χειμαρρώδικη επίθεση του κόκκινου στρατού σε συνδυασμό με τις νικηφόρες μάχες των
Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, ανάγκασε τον Γερμανικό στρατό σε μια άτακτη υποχώρηση, πριν
εγκλωβιστεί κι εξοντωθεί μέσα στη χώρα που τέσσερα χρόνια σκοτώνει, καίει, ληστεύει.

Πανικόβλητος υποχωρεί καταστρέφοντας ό,τι μπορεί να βοηθήσει τους Γιουγκοσλάβους και Σοβιετικούς
στην προέλασή τους.

Η ώρα της Νέμεσης έφθασε. Η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτούς και τους συνεργάτες τους άρχισε.
Πανικόβλητοι οι δεύτεροι εκλιπαρούν τους Χιτλερικούς να τους βοηθήσουν να σωθούν αυτοί και οι
οικογένειές τους.

Η βοήθεια τους δίνεται. Γερμανικά αυτοκίνητα, κάθε είδους φορτηγά που υπήρχαν, γεμίζουν με
οικογένειες των συνεργατών τους που εκτός από τα πολύτιμα πράγματά τους, εγκαταλείπουν τα πάντα.
Μόνο να φύγουν μακριά, να γλιτώσουν από την εκδίκηση ζητούν και τίποτε άλλο.

Ολόκληρα χωριά αδειάζουν. Όμορφα χωριά με καλοβαλμένα αγροτικά σπίτια, πλούσια επιπλωμένα, με
πολλά ζωντανά (ζώα) που έδειχναν τον πλούτο της γης τους μοιάζουν στοιχειωμένα τώρα, από την
έλλειψη ανθρώπινων υπάρξεων.

Σε λίγο όταν οι κόκκινοι φαντάροι περάσουν από αυτά θα αντικρίσουν μια εικόνα ερημιάς που δείχνει
την σκληράδα του πολέμου.

Το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ ήταν ένα από αυτά τα χωριά. Οι κάτοικοί του το ’χουν εγκαταλείψει, ακολούθησαν τα
Γερμανικά στρατεύματα. (Αργότερα διαπιστώσαμε πως εδώ υπήρχαν αρκετές γυναίκες).

Η εγκατάσταση μας γέμισε χαρά. Κάναμε σα μικρά παιδιά καθώς κοιτάζαμε τις τόσες ανέσεις που θα
χαιρόμασταν τώρα ύστερα από πολύ καιρό.

Πηδούσαμε πάνω στ’ άνετα κρεβάτια που ήταν στρωμένα με όμορφα στρώματα, παπλώματα, μαξιλάρια
όλα γεμισμένα με πούπουλα και καθώς βούλιαζε το κορμί μας μέσα τους, ξεφωνίζαμε από χαρά για την
τύχη μας.

Τέλος στα πατώματα που είχαν σιάξει την σπονδυλική μας στήλη τώρα έχουμε μαλακά ζεστά κρεβάτια
που πραγματικά ξεκουράζουν και σου χαρίζουν όμορφο και γαλήνιο ύπνο.

Πέσαμε με τα μούτρα στην καθαριότητα του σώματος και των ρούχων. Τώρα έχουμε τα μέσα και τους
χώρους για κάτι τέτοια, που είχαμε επιθυμήσει όσο τίποτε άλλο.

Ύστερα από μήνες τώρα πάλι μπορούσαμε να σταθούμε μπροστά σε καθρέπτη. Πλυμένοι με καθαρά
ρούχα, στηνόμασταν μπροστά στον καθρέπτη της καρυδένιας ντουλάπας αναζητώντας τις αλλαγές που
έφερε ο χρόνος πάνω μας.

Δεν είναι μόνο όμορφος ο χώρος, το περιβάλλον, ανάλογη είναι και η τροφή μας. Το κάτασπρο
φουσκωτό ψωμί, το χοιρινό καπνιστό κρέας, κάτι περίφημα σαλάμια που βρέθηκαν στις αποθήκες
εκατοντάδες αυγά μας χαρίζουν αξέχαστα γεύματα.

Ευτυχισμένοι για την απότομη αυτή αλλαγή της ζωής μας ξεχάσαμε για λίγο ό,τι μας στεναχωρούσε, κάθε
τι που μας βασάνιζε. Ευγνωμονούμε τον σ. ΤΙΤΟ και τους συντρόφους της περιοχής για την προσφορά
τους.

Η εγκατάστασή μας στο ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ εκτός από τ’ άλλα προβλήματα, δημιούργησε και πρόβλημα
οργάνωσης και διοίκησης των χιλιάδων πολιτικών προσφύγων.

Από τις πρώτες μέρες γίνεται φανερό πως ο μέχρι τώρα μηχανισμός και τρόπος διοίκησης ήταν
πρωτόγονος και ανταποδοτικός.

Βέβαια στον περιορισμένο χώρο ενός στρατοπέδου ή ενός κτιρίου με λίγες δεκάδες ανθρώπων, ίσως ο
τρόπος αυτός να εξασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο και μια καλή λειτουργία στην οργάνωση.

Εδώ όμως στο ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ η πληθώρα των συντρόφων και το άπλωμά τους σ’ ένα ολόκληρο χωριό και
μάλιστα από τα μεγάλα, κάνουν επιτακτική την αλλαγή.

Για λίγο και μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς που επικρατεί, για όσα καλά βρήκαμε, χαλαρώνει ο έλεγχος,
κλονίζεται η πειθαρχία. (Αυτοπειθαρχία θέλαμε να λέμε.)

Τώρα που μπορεί κάποιος να κάνει κάτι χωρίς να γίνει εύκολα αντιληπτός οι πονηροί και λιγότερο
ευαίσθητοι στις υποχρεώσεις μας, σύντροφοι, δεν χάνουν την ευκαιρία.

Έχουμε τις πρώτες «κολάσιμες πράξεις». Πολλοί είναι αυτοί που σπάζουν ντουλάπες για να φτιάξουν
βαλίτσες!!! Λες και είχαν ρουχισμό ή κάτι άλλο που να χρειαζόταν φύλαγμα. Άλλοι έκοβαν τα σεντόνια
για να ράψουν εσώρουχα (σώβρακα) που τους έλειπαν.

Μικροβανδαλισμοί, χαρακτηριστικοί όμως της ανωριμότητας των συντρόφων.

Το κρασί που υπάρχει σε πολλά σπίτια είναι η αιτία της εμφάνισης στους δρόμους μεθυσμένων, ευτυχώς
πολύ λίγων. Έχουμε τους πρώτους καυγάδες για γυναίκες. Μάλιστα σύντροφοί μας δημιουργούν
φασαρίες για την κατάκτηση μιας γυναίκας.

Όπως και πιο πάνω έγραφα, εγκατασταθήκαμε σε ολόκληρο σχεδόν το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ, ΣΧΕΔΟΝ όχι Σ’
ΟΛΟ. Στο υπόλοιπο μέρος, όπως από τη δεύτερη μέρα διαπιστώσαμε, έμεναν γυναίκες.

Για την ακρίβεια, χήρες, ζωντοχήρες (Μαγυάρες) οι άντρες των οποίων ή είχαν σκοτωθεί ή ακολούθησαν
τα Γερμανικά στρατεύματα. Υπήρχαν και άλλες που συνελήφθησαν από τους Γιουγκοσλάβους
παρτιζάνους. Πιθανό να υπήρχαν και ορισμένες που να μη θέλησαν να φύγουν γιατί νόμιζαν πως δεν
είχαν λόγο να φοβούνται την εκδίκηση των νικητών.

Δεκάδες νέων γυναικών χωρίς την παρουσία αρσενικών ήταν ασφαλώς για μερικούς συντρόφους μας
κάτι παραπάνω από πειρασμός.

Το ίδιο όμως πειρασμός για τις γυναίκες ήταν και οι νέοι γεροδεμένοι σύντροφοί μας. Μπορώ να πω ότι
τις περισσότερες φορές η πρωτοβουλία ήταν δική τους.
Οι φασαρίες και ξυλοδαρμοί προκάλεσαν τα παράπονα και την αγανάκτηση των άλλων γυναικών –
λιγότερο θερμών– που ζούσαν ήσυχες το δράμα τους.

Δεν ήταν λιγότερη η αγανάκτηση και η αηδία που κι εμείς νιώθαμε.

Το «Γραφείο» αποφάσισε να βάλει τάξη. Συγκρότησε δυο ομάδες που θα περιπολούν και θα επεμβαίνουν
όταν χρειαστεί. Με κάθε μέσο και τρόπο έπρεπε να σταματήσει η διολίσθηση δικών μας στα σπίτια των
γυναικών. Να σταματήσουν οι καυγάδες που μας μείωναν σαν αγωνιστές και μπορούσαν να σκιάσουν
τις σχέσεις μας με τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές.

Η δημιουργία της ΥΤΟ (υπηρεσία τάξης ομάδος) είναι γεγονός. Οι δυο ομάδες, είναι οι πρώτοι πυρήνες
της. Επικεφαλής της μιας ομάδας, θα ’μαι εγώ, με πληροφορούν από το «Γραφείο».

«Η δουλειά σας θα ’ναι “δύσκολη και λεπτή”», μου λέει ο σ. Αλέκος που είναι ο υπεύθυνος της νέας
υπηρεσίας. Το πόσο δύσκολη ήταν, το διαπιστώσαμε από το πρώτο βράδυ.

Άοπλοι όπως ήμασταν δεχόμασταν επιθέσεις, πολλές φορές και κτυπήματα από τους συντρόφους μας που
σ’ έξαλλη κατάσταση, ούτε ήξεραν τι έλεγαν ή τι κάνανε.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που δεχτήκαμε επιθέσεις και από τις γυναίκες, που έβλεπαν να τους παίρνουμε
πότε με το καλό πότε με το άγριο τους «αγαπημένους» τους.

Ευτυχώς με πλαισίωναν δυο πρώην πυγμάχοι – ερασιτέχνες. Ο αγαπητός συμπολίτης μου Ξενοφών και ο
επίσης αγαπητός Πειραιώτης Νίκος. Χάρη σ’ αυτούς αντιμετώπιζα με επιτυχία τους «μπελαλήδες
αντιπάλους» μας.

Οι απανωτές συνεδριάσεις του «Γραφείου» και των διαφόρων επιτροπών που αυτό δημιουργεί,
φανερώνει ότι κάτι πάει ν’ αλλάξει.

Η συμμετοχή όλο και περισσοτέρων και αξιόλογων συντρόφων σε καθοδηγητικό ρόλο είναι σημάδι πως η
δομή της οργάνωσής μας πρέπει να ’ναι τέτοια που να βοηθά την γρήγορη και σωστή αντιμετώπιση των
προβλημάτων.

Για να γίνει όμως αυτό, είναι απαραίτητη η συμμετοχή στους σχεδιασμούς και εφαρμογές όσο το δυνατόν
περισσότερων συντρόφων.

Το άπλωμα της καθοδηγητικής δουλειάς, το μοίρασμα υπευθυνοτήτων σε μεγάλο αριθμό στελεχών, αντί
της ως τα σήμερα σεχταριστικής δουλειάς που γίνεται, πρέπει να ’ναι η επιδίωξη του νέου οργανωτικού
σχήματος (που θα δώσουν οι ατέλειωτες συνεδριάσεις), για ν’ ανταποκριθεί στις καινούργιες συνθήκες
και αυξημένα καθήκοντα

Πληροφορηθήκαμε –ανεύθυνα– ότι άρχισε κιόλας ο σχεδιασμός της νέας μορφής που θα έχει η οργάνωσή
μας

Πριν όμως το «Γραφείο» προχωρήσει στην πρακτική εφαρμογή της αλλαγής μια νέα μετακίνηση
ανακοινώνεται.

Η είδηση πως μια επιτροπή από συντρόφους μας έφυγε για να ετοιμάσει την εγκατάσταση μας σ’
άγνωστο για μας μέρος μας στεναχώρησε.

Είχαμε συνηθίσει και μας άρεσε πολύ το ΝΟΒΙ ΣΙΒΑΤΣ. Άραγε τι θα βρούμε εκεί που θα μας πήγαιναν;

Σε λίγες μέρες αφήσαμε το χωριό που μας χάρισε τόσες ανέσεις και χαρές και που αγαπήσαμε πολύ παρά
το σύντομο διάστημα της παραμονής μας.

Το ΜΠΟΥΛΚΕΣ, ένα άλλο, το ίδιο όμορφο χωριό είναι ο νέος χώρος εγκατάστασής μας,

Ο τελευταίος σταθμός μας στη Γιουγκοσλαβία...


Μπούλκες

ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ, δίπλα στην πόλη του ΝΟΒΙ-ΣΑΝΤ και κοντά στα σύνορα με την
Ουγγαρία και Ρουμανία βρίσκεται το χωριό, το ΜΠΟΥΛΚΕΣ. Όμορφο χωριό, όπως όλα τα χωριά της
εύφορης Βοϊβοντίνας. Όμορφα και όμοια, ίδιες σταγόνες του νερού. Ίδια η αρχιτεκτονική των σπιτιών
(μελετημένες κατασκευές για άνετη κατοίκηση αλλά και σωστή εξυπηρέτηση των αναγκών των αγροτών
κατοίκων τους). Ίδια, Γοτθική, η γραμμή των εκκλησιών τους. Όμοιοι οι φαρδείς χαραγμένοι δρόμοι.
Τίποτε από την ομορφιά εδώ δεν μπορούμε να χρεώσουμε στη φύση, ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός της.
Όλα φανερώνουν την μεγάλη προσπάθεια και την μελετημένη δουλειά του. Σύγκριση με τα χωριά της
Πατρίδας μας φυσικά δεν μπορεί να γίνει, η διαφορά είμαι εξόφθαλμη. Είμαστε πολύ πίσω (αναφέρομαι,
στο 1945) και θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να φθάσουμε το πολιτιστικό επίπεδο των αγροτών
κατοίκων της περιοχής. Εδώ μυρίζει ΕΥΡΩΙΙΗ… Γερμανικής καταγωγής οι κάτοικοί του, όπως και όλης
της περιοχής, αμέσως μετά την κατάκτηση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς, τάχτηκαν στο
πλευρό τους. «Τράβηξε το αίμα». Πανηγύρισαν την «απελευθέρωσή» τους από τους «συγγενείς»
Χιτλερικούς. Οι άντρες, όσοι είχαν ηλικία στράτευσης, κατατάχτηκαν στον Γερμανικό στρατό
υπηρετώντας μάλιστα στα εκλεκτά τμήματα του, τα SS. Από φωτογραφίες και αντικείμενα που βρήκαμε
στα σπίτια τους (ραπτομηχανές, υφάσματα, κουβέρτες) που είχαν χαραγμένες διευθύνσεις και ονόματα
Ελληνικά, καταλάβαμε πως υπήρχαν και αξιόλογοι πλιατσικολόγοι. Από Γιουγκοσλάβους μάθαμε πως
στην διάρκεια της τετράχρονης κατοχής, δεινοπάθησαν από τους Γερμανοντυμένους κατοίκους της
Βοϊβοντίνας. Φυσικό λοιπόν ήταν όταν ο Γερμανικός στρατός υποχωρούσε άταχτα, κάτω από τα
κτυπήματα των Ρώσων και παρτιζάνων Σέρβων, να τον ακολουθήσουν. Το Μπούλκες άδειασε, όπως και
άλλα χωριά της περιοχής από τους κατοίκους του και μάλιστα σε συνθήκες πανικού. Από όσα είδαμε την
πρώτη στιγμή που μπήκαμε στα σπίτια τους, αυτό έδειξαν. Τραπέζια στρωμένα με φαγητά στα πιάτα,
μουχλιασμένα, καρέκλες αναποδογυρισμένες, μια γενική ακαταστασία, μας φανέρωσαν πως το χωριό
εγκαταλείφτηκε με μεγάλη βιασύνη. Ήταν ο φόβος της εκδίκησης. Η Νέμεσις...

Από την πρώτη μέρα της εγκατάστασής μας, ευχόμασταν το όμορφο αυτό χωριό να ’ναι ο τελευταίος
σταθμός μας όσο θα μέναμε στην Γιουγκοσλαβία. Οι τρεις μετακινήσεις μέσα σε διάστημα 6-7 μηνών μας
«φόρτωσαν» με προβλήματα. Πρόβλημα ψυχολογικό, πρόβλημα σωστής οργάνωσης και δεν
συμμαζεύεται… Θέλουμε να πιστεύουμε πως από δω και μπρος όλα θα πάνε καλά, όπως εμείς θέλουμε. Το
χωριό με όλα του τα κτήματα (χωράφια, αμπέλια, δυο εργοστάσια επεξεργασίας καναβιού) τα πολλά
ζωντανά και τα άφθονα τρόφιμα που υπήρχαν στις αποθήκες μας δόθηκαν από τους Γιουγκοσλάβους
συντρόφους για να οργανώσουμε την ζωή μας όπως αρμόζει σε αγωνιστές. Πάρτε τα, δουλέψτε και
προκόψτε ήταν τα λόγια που συνόδεψαν την προσφορά τους.

Αυτό κάναμε από την πρώτη κιόλας μέρα. Δουλέψαμε πολύ και σκληρά. Γρήγορα το ταπεινό χωριουδάκι
θα γίνει «διάσημο» Αιτία; Η εγκατάσταση των Ελλήνων αγωνιστών που θα ανησυχήσει τους
αντιδραστικούς κύκλους της πατρίδας. Και όχι μονό αυτούς, αλλά και τους ξένους. Το Μπούλκες θα
αγαπηθεί πολύ και θα μισηθεί το ίδιο δυνατά. Η δεξιά της πατρίδας, οι Άγγλοι, Αμερικανοί και
συντηρητικοί άλλων κρατών θα το πολεμήσουν σε κάθε ευκαιρία. Το μίσος τους για τους νέους κατοίκους
του Μπούλκες, τους Έλληνες αγωνιστές, είναι τόσο φοβερό που τους τυφλώνει, δεν τους αφήνει να δουν
σωστά. Το Μπούλκες θα ταλαιπωρήσει για λίγα χρόνια τις κυβερνήσεις και τις μυστικές υπηρεσίες
πολλών «δημοκρατικών» χωρών. Θα γίνει μέγα θέμα προς δόξα της συντηρητικής ΥΣΤΕΡΙΑΣ.

Η δεξιά της πατρίδας εκμεταλλευόμενη έξυπνα το θέμα της τακτοποίησης των αγωνιστών στο Μπούλκες,
δημιουργεί τέτοια κατάσταση που καλούνται οι ξένοι να ξεκαθαρίσουν. Βέβαια για το «ξεκαθάρισμα»
ενδιαφέρονται το ίδιο πολύ και οι «σύμμαχοί» μας Άγγλοι και Αμερικανοί που φαίνεται πως
καθοδηγούν όλη την υπόθεση γιατί όπως καταλαβαίνουμε το «ξεκαθάρισμα» θα δημιουργούσε
προβλήματα στην Γιουγκοσλαβία μια και το Μπούλκες ήταν δικός τους χώρος. Αυτό το θέλανε πολύ. Η
είσοδος επιτροπών, «ουδετέρων παρατηρητών» στην κλειστή γι’ αυτούς Γιουγκοσλαβία ήταν αυτό που
ποθούσαν περισσότερο. Ήταν να πούμε ο από …σπόντα στόχος τους. Το Μπούλκες τους έδινε την
ευκαιρία να πετύχουν διπλά, γι’ αυτό κίνησαν γη και ουρανό με πολύ πάθος και μίσος. Θα γινόταν όμως
το χωριό μας η Κερκόπορτα από την οποία θα έμπαιναν στην χώρα που μας φιλοξενεί ή και στις άλλες
Βαλκανικές, σοσιαλιστικές χώρες αυτοί που δόλια ζητούσαν την δημιουργία αντικαθεστωτικού
προβλήματος; Παρά τις κινητοποιήσεις και τον θόρυβο που δημιούργησαν δεν πέτυχαν τον σκοπό τους.

Αλλά το Μπούλκες αγαπήθηκε με πάθος, το ίδιο δυνατά από την «άλλη» πλευρά.

Οι αγωνιστές, οι Λαϊκές οργανώσεις στην Πατρίδα, τα Σοσιαλιστικά κράτη «έβλεπαν» το Μπούλκες σαν
το καταφύγιο των κυνηγημένων αγωνιστών και σαν εργαστήρι που μέσα του χαλυβδώνεται η πίστη,
πλουτίζει η γνώση και καλλιεργείται η αγάπη στον Λαό και την Ειρήνη. Αγαπήθηκε γιατί όλοι
γνωρίζουν πως οι νέοι κάτοικοί του αργά ή γρήγορα θα παίξουν κάποιο ρόλο στα «πράγματα» της
Πατρίδας τους.

Και γιατί πίστευαν πως στο Μπούλκες είχε στηθεί ο ναός που μέσα του λάτρευαν τη δημοκρατία.
Αγαπήθηκε γιατί σ’ αυτό συγκεντρώθηκε ένα μέρος από τ’ ωραιότερο έμψυχο υλικό της Εθνικής μας
Αντίστασης.

Τόσο μίσος …τόση αγάπη… Τ’ άξιζε στ’ αλήθεια; Ποιος μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση, σίγουρος ότι
η απάντησή του θα ’ναι η σωστή;

Η κάθε πλευρά έχει τα δικά της επιχειρήματα που τα θεωρεί πραγματικά ακλόνητα για όσους είχαν κοινά
συμφέροντα. Θα γεννηθεί το ερώτημα. «Ποια ήταν η γνώμη των τρίτων, των ουδετέρων;» Δυστυχώς στις
περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχουν ουδέτεροι. Σε περιόδους μεγάλων γεγονότων, όπως αυτά που
ακολουθούν τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο χωρισμός γίνεται στα δυο και αν υπάρξουν
τρίτοι αυτοί θα ’ναι τόσο λίγοι που σωστά μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν. Αν όμως, παρ’ ελπίδα,
κάποιος θελήσει να «βαθύνει» στη σκέψη αυτού του «τρίτου» θ’ αντιληφθεί ότι κι αυτό δεν μένει και τόσο
«ακέραιο», ουδέτερο. Λίγο πολύ, κάποια συμφέροντα (κυρίως οικονομικά) επηρεάζουν τελικά την κρίση
του, όσο και αν αρνείται κάτι τέτοιο. Έχω τη γνώμη πως αυτή είναι η αλήθεια. Ουσιαστικά, ουδέτεροι με
την πραγματική σημασία της λέξης, δεν υπάρχουν. Για τώρα λοιπόν το ερώτημα ας μείνει αναπάντητο,
αργότερα όταν τα πάθη γίνουν ανάμνηση, όταν ο χρόνος μας δώσει πολλά στοιχεία που τώρα με
επιμέλεια κρύβουν και οι δυο πλευρές, άλλα και όταν δεν θα υπάρχουν στη ζωή οι πρωταγωνιστές της
περιόδου αυτής, ίσως ο μελετητής που θα ασχοληθεί με το Μπούλκες δώσει την σωστή απάντηση. Ας
αφήσουμε λοιπόν τον ιστορικό του αύριο, τον ανεπηρέαστον με την καθαρότητα της σκέψης, αφού τίποτε
το πονηρό δεν θα τον ενοχλεί, να δώσει την ΣΩΣΤΗ απάντηση.

«Έπρεπε ν’ αγαπηθεί;» «Έπρεπε να μισηθεί;» Αν μπορέσει…

***

Από την πρώτη στιγμή του ερχομού μας στο χωριό διακρίνεται καθαρά η αλλαγή. Η προσπάθεια της
καθοδήγησης για μια διαφορετική βελτιωμένη οργάνωση είναι φανερή. Η χρησιμοποίηση πολλών
ικανών στελεχών για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου φέρνει όπως είναι φυσικό καλά
αποτελέσματα. Η κινητοποίηση όλων των αγωνιστών για τον ίδιον στόχο γίνεται σε χρόνο μηδέν.

Η ανευθυνότητα τερματίζεται. Τώρα για την επιβίωσή μας δεν θα φροντίζουν οι Γιουγκοσλάβοι. Η
παραχώρηση του χωριού με όλα του τα κτήματα τερματίζει την μέχρι τώρα κατάσταση.

Η δουλειά και η καλή διαχείρισή τους θα μας δώσει όσα χρειαστούμε για να ζήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο
που θα ’ναι κατοικία μας για κάποιον «άγνωστον» χρόνο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι
πολλά. Ένα από αυτά και πιο σοβαρό που πρέπει να βρει γρήγορα την λύση του, είναι η πειθαρχία, η
«συνειδητή πειθαρχία». Η συγκέντρωση χιλιάδων αγωνιστών απ’ όλα τα διαμερίσματα της πατρίδας μας
διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, διαφόρων επαγγελμάτων, διάφορης μόρφωσης σ’ ένα
περιορισμένο χώρο όπως ήταν το χωριό μας (Μπούλκες) και στις συνθήκες εξορίας, ήταν η γενεσιουργός
αιτία μιας επαναστατικότητας, μιας άρνησης στην πειθαρχία.
Για πολλούς η βεβαιότητα της χρησιμοποίησής μας σε χειρονακτική εργασία είναι μια ακόμα αιτία
αντίδρασης.

Η καθοδήγηση (Κομ. γραφείο) γνώριζε, όπως και όλοι μας ότι η χρησιμοποίηση για την επίτευξη των
στόχων της, του τόσο διαφορετικού και «δύσκολου» υλικού ήταν δουλειά που απαιτούσε σοβαρή
προσπάθεια. Ήταν ανάγκη όμως να επιβληθεί και γρήγορα μάλιστα η πειθαρχία, γιατί ο καιρός μας
πίεζε. Έπρεπε να λείψουν οι εγωισμοί και να ριχτούμε στη δουλειά πειθαρχημένα, οργανωμένα αν
θέλαμε να ζήσουμε τιμημένα με το κεφάλι ψηλά, περήφανοι σαν πραγματικοί λαϊκοί αγωνιστές. Η
προσπάθεια αρχίζει.

Στα σπίτια που έχουμε τακτοποιηθεί, βρίσκουμε άφθονα τρόφιμα και κρασιά. Τα πιο πολλά είναι
καπνιστά, χοιρινά, παστωμένα κρέατα και λίπη (σλανίνα) που κρατούν χωρίς να χαλάσουν αρκετούς
μήνες. Η εντολή του κομ. γραφείου να συγκεντρωθούν όλα τα τρόφιμα και τα ποτά στις αποθήκες για να
γίνεται από κει η «λογική» διάθεσή τους αν και δεν ακούγεται μ’ ευχαρίστηση, εκτελείται χωρίς πολλά
παρατράγουδα. Ήταν ένα καλό σημάδι.

Το μάζεμα του καλαμποκιού από τα χωράφια, που ήταν έτοιμο να σαπίσει, θα ’πρεπε να γίνει χωρίς την
παραμικρή καθυστέρηση. Τώρα ήταν δικό μας και θα αποτελούσε το προϊόν που θα έλυνε το πρόβλημα
της διαβίωσής μας. Οι τόνοι καλαμποκιού (ήταν πολλοί) αξιοποιημένοι κατάλληλα στην αγορά της
Βοϊβοντίνας θα μας έδιναν ό,τι άλλο χρειαζόμασταν. Πρώτα όμως έπρεπε να μαζευτεί και να μπει στις
αποθήκες. Η εντολή να μαζευτεί το καλαμπόκι από τα χωράφια δίνεται σαν καθήκον. «Όλοι στην
παραγωγή» είναι το σύνθημα. Μόνο οι άρρωστοι και οι γέροι δεν παίρνουν μέρος. Από το πρωί ως αργά
το βράδυ, μέρες πολλές, ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα των συντρόφων με τα καλάθια στις πλάτες και των
άλλων που ’χουν «ζευτεί» κάρρα (δεν υπήρχαν τότε τρακτέρ και τ’ άλογα ήταν πέντε όλα κι όλα) για την
μεταφορά του, δίνουν την εικόνα μιας κυψέλης με τις χιλιάδες μέλισσες.

Πρώτοι στην δουλειά οι αγρότες. Μαθημένοι στις γεωργικές εργασίες, οι αγωνιστές προσφέρουν πολλά.
Δεν υστερούν όμως και οι άλλοι, οι αμάθητοι. Φιλότιμη και αξιέπαινη η προσπάθειά τους. Πονάν,
τρικλίζουν, έτοιμοι να πέσουν από την κούραση, μα συνεχίζουν. Δεν λείπουν, βέβαια οι γκρινιάρηδες, οι
τεμπέληδες, ευτυχώς όμως είναι λίγοι.

Το καλαμπόκι μαζεύτηκε. Το «Γραφείο» εκτός από το καλαμπόκι κέρδισε και κάτι πιο σπουδαίο. Κέρδισε
την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των συντρόφων και φυσικά την συμπαράστασή τους. Σε καταπληκτικά
μικρό χρόνο η οργάνωσή μας παίρνει την τελική της μορφή.

Το χωριό, η Κοινότητα όπως τώρα λέμε, εκλέγει το καθοδηγητικό της όργανο. Το γραφείο με τον
Πρόεδρο και τα μέλη του. Οι χιλιάδες των αγωνιστών χωρίζονται σ’ ομάδες εργασίας (γκρούπες),
ανάλογα με την δουλειά που θα κάνουν. Δημιουργούνται οι γκρούπες οι αγροτικές, η γκρούπα των
καναβουργίων (των δυο εργοστασίων επεξεργασίας καναβιού σε σχοινί), η γκρούπα των καρροποιών,
των τσαγκαράδων, του τυπογράφείου, πολιτισμού, μηχανοτρακτερικού σταθμού κ.τ.λ. Τα μέλη κάθε
γκρούπας συγκεντρώνονται σε σπίτια που είναι όλα γύρω από μια περιοχή. Εκεί δίπλα είναι και το
μαγειρείο, η λέσχη, το γραφείο τους.

Παράλληλα με την οργάνωση των συντρόφων στις γκρούπες για την χρησιμοποίησή τους στην
παραγωγική διαδικασία, το Κομματικό γραφείο δημιουργεί σε κάθε γκρούπα και μια κομματική
οργάνωση (Κ.Ο.Β.). Καθήκον των οργανώσεων (Κ.Ο.Β.) είναι το μορφωτικό, πολιτιστικό ανέβασμα των
κομματικών μελών της. Ακόμα η διοχέτευση των αποφάσεων του –μέσω αυτων– στην γκρούπα και την
καλύτερη χρησιμοποίηση των μη κομματικών μελών της γκρούπας. Σίγουρα και για μια συνεχή και
πετυχημένη παρακολούθησή τους.

Ένα δυαδικό σύστημα διοίκησης εφαρμόζεται σ’ όλες τις οργανώσεις του χωριού. Ο πρόεδρος της
Κοινότητας –ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης. Ο Γκρουπάρχης –ο γραμματέας της Κ.Ο.Β. Ο
ομαδάρχης –ο κομματικός υπεύθυνος της ομάδας. Πολλοί οι υπεύθυνοι από την κορυφή ως τη βάση. Ένα
σύστημα διοίκησης όμοιο με το Σοβιετικό, όπως διαβάζουμε αλλά και μας λένε σύντροφοι που παλιά
είχαν επισκεφθεί την Σοβ. Ένωση. Ήταν κάτι δοκιμασμένο και η επιτυχία ήταν σίγουρη. Γρήγορα
μπαίνουν σε κίνηση οι μηχανισμοί. Η εργασία, παραγωγική κυρίως χάρη στον καταμερισμό της και την
συνειδητή προσπάθεια των συντρόφων που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν, αποδίδει.

Τα χωράφια παρά τις ελλείψεις μας σε μηχανήματα, οργώνονται. Δημιουργούνται πρόχειρα χοιροστάσια
όπου συγκεντρώνονται όσα γουρούνια υπάρχουν σκορπισμένα στα διάφορα σπίτια. Το ίδιο γίνεται και
με τις αγελάδες. Χιλιάδες κότες και πάπιες θα πρέπει ν’ αξιοποιηθούν κατά τον καλύτερο τρόπο. Κι αυτό
γίνεται. Μια κουραστική δουλειά που κρατά πολλές ώρες κάθε μέρα είναι το καινούργιο στη ζωή μας. Οι
ώρες της ανάπαυσης είναι μετρημένες, γιατί στις ώρες της δουλειάς πρέπει να προσθέσουμε κι άλλες τρεις
τουλάχιστον για μαθήματα και συνεδριάσεις. Η ολοκληρωτική απασχόληση έχει ένα καλό, μας κάνει να
ξεχνάμε την επιστροφή στην πατρίδα και τους δικούς μας. Η κούραση είναι τόση που μόλις μας δοθεί
ελεύθερος χρόνος φροντίζουμε να κοιμηθούμε για να επανακτήσουμε τις χαμένες δυνάμεις που αύριο θα
μας είναι απαραίτητες.

Η επιτυχία των πρώτων προσπαθειών ενθαρρύνει την ηγεσία (κομματική και κοινοτική) που προχωρεί σε
νέες αποφάσεις. Ζητά την επιτάχυνση των ρυθμών στον παραγωγικό και τον μορφωτικό τομέα. Θέλει την
γρήγορη ανάπτυξή τους. Καθορίζει νόρμες εργασίας και επιμένει στο ξεπέρασμά τους.

Το κομματικό γραφείο (ουσιαστικά αυτό αποφασίζει για όλα) είναι σίγουρο ότι θα πετύχουν τα μέτρα
που κάθε τόσο ανακοινώνει. Ο πλήρης έλεγχος του δίνει σιγουριά. Είναι σωστό ότι έχει επιβάλει την
θέλησή του πάνω στην πλειοψηφία των κομματικών και εξωκομματικών συντρόφων. Πραγματικά οι
περισσότεροι των αγωνιστών πιστεύουν ότι μόνο με την εργασία μας μπορούμε να ζήσουμε στην ξένη
χώρα. Το φιλότιμο του Έλληνα είναι γνωστό και αν «κεντρισθεί» κατάλληλα μπορεί να δώσει πολλά. Σ’
αυτό ποντάρει το κομματικό γραφείο. Ο γραμματέας της κομ. οργάνωσης Μιχάλης (Πεχτακτσίδης) που
τώρα μένει συνέχεια μαζί μας στο χωριό, είναι η ψυχή του σχεδιασμού της νέας ζωής μας.

Δεκάδες στελέχη, συνεργάτες του, πασχίζουν για την υλοποίησή του. Ο Οδυσσέας Μπάτσης
(ηλεκτρολόγος μηχανολόγος) απ’ τον Βόλο, ο Γιώργης Κοντογιώργης (Παύλος) οικονομολόγος-
δημοσιογράφος, ο Αλέξης, ο Κώστας Σιαπέρας (δικηγόρος), ο Μπάρμπα Φώκος παλιός Γκούντβης, ο
Λαμπρινάκος (Προμηθέας) αστυνομικός, ο Λεπενιώτης, ο Μπάρμπα Αλέκος (Θανάσης Στράντζαλης) και
άλλοι, καθοδηγούν μια εκατοντάδα, τουλάχιστον, άλλα στελέχη που παίρνουν άμεσα μέρος στην
παραγωγή. Ένας οργασμός εργασίας σ’ όλους τους τομείς, παραγωγής, μόρφωσης, εκπολιτισμού
παρατηρείται.

Κτίζονται βουστάσια, χοιροστάσια σύγχρονα που θα βοηθήσουν στην αύξηση του ζωικού μας πλούτου.
Στρώνονται πλατείες με κυβόλιθους, δρόμοι που ομορφαίνουν περισσότερο το χωριό μας. Χτίζουμε κι
ένα κινηματοθέατρο, ΑΘΗΝΑ τ’ ονομάσαμε και το χαρήκαμε πραγματικά.

Δημιουργούνται παιδικοί-Βρεφοκομικοί σταθμοί. Τώρα, έχουμε το Νοσοκομείο μας (για ελαφρά έστω
περιστατικά), το οδοντιατρείο. Όλα πλαισιωμένα με το ειδικό επιστημονικό προσωπικό που εξασφαλίζει
κατά τον καλύτερο τρόπο την υγεία μας.

Δεν λείπουν τα σχολεία για τα παιδιά αλλά και για τους αναλφάβητους. Μια πολυμελής χορωδία, μία
αρκετά καλή ορχήστρα κι ένας θίασος με καλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς φροντίζουν μ’ επιτυχία για την
ψυχαγωγία.

Ο μηχανισμός διαφώτισης μας δίνει πλούσιο μορφωτικό υλικό. Εκτός από την εφημερίδα «Φωνή του
Μπούλκες», εφημερίδες του «τοίχου», περιοδικά, μπροσούρες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος από τις
ανάγκες μας. Μια πλειάδα αγωνιστών με φοβερές ικανότατες εργάζονται μέχρι εξαντλήσεως για την
ανάπτυξη της οργάνωσής μας. Οι νόρμες ξεπερνιούνται κάθε φορά. Η άνοδος της Κοινότητας είναι
φανερή. Τα στοιχεία που δίνουν οι Γιουγκοσλάβοι των κεντρικών υπηρεσιών της επαρχίας, φέρνουν το
Μπούλκες πρώτο στην παραγωγή καλαμποκιού, τεύτλων και άλλων αγροτικών προϊόντων.

Το τίμημα αυτής της επιτυχίας είναι μια άλλη υπόθεση που λίγο απασχόλησε τα καθοδηγητικά μας
όργανα. Ενθουσιασμένα από τ’ αποτελέσματα που έδωσαν οι σχεδιασμοί τους, κυρίως στην παραγωγή,
που κατά τη γνώμη τους ήταν συνυφασμένη με την βελτίωση των αγωνιστών και την συνειδητή
πειθαρχία, νόμισαν πως πέτυχαν τους στόχους που είχε βάλει το Κόμμα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη
αυτό ήταν λάθος. Η σκληρή δουλειά ήταν φανερό πως κούραζε τους αγωνιστές που έβλεπαν πως είχαν
καταντήσει ο καθένας τους ένα γρανάζι μιας μηχανής που παράγει και τίποτε άλλο.

«Δούλεψε να ζήσεις» ή καλύτερα «δούλεψε για να ζήσουμε». Γιατί τώρα ανάμεσά μας υπάρχουν πολλοί
ηλικιωμένοι (άντρες-γυναίκες) παιδιά και βρέφη. Εκατοντάδες είναι αυτοί που πέρασαν τα
Γιουγκοσλαβικά σύνορα γιατί φοβήθηκαν αντίποινα από τους «δεξιούς» (κυρίως από τα παραμεθόρια
χωριά που πολλά άδειασαν) και οι Γιουγκοσλάβοι τους φέρανε στην κοινότητά μας.

Η φροντίδα για μια καλή ζωή, ξεκούραστη και όσο γίνεται ευτυχισμένη για τους απομάχους και την
καινούργια γενιά πέφτει στους ώμους των αγωνιστών που και υγεία έχουν και συνείδηση της
κατάστασης. Αν προσθέσω τους άρρωστους, αλλά και τους συντρόφους που για διάφορους άλλους
λόγους δεν παίρνουν μέρος στην παραγωγή, τότε ο καθένας καταλαβαίνει πως το παραγωγικό έργο που
πέτυχε η οργάνωσή μας –και ήταν αξιέπαινο– ήταν έργο που πραγματοποιήθηκε από τους συντρόφους
με πολύ ιδρώτα, γιατί ήταν σχετικά λίγοι για μια τέτοια προσπάθεια.

Για την αναζήτηση κι άλλων πόρων στέλνονται σύντροφοι τεχνίτες (μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι,
τορναδόροι, εφαρμοστές) στην κοντύτερη πόλη το ΝΟΒΙ-ΣΑΝΤ να εργαστούν στα εργοστάσιά του. Τα
χρήματα που παίρνουν από την δουλειά τους τα εισπράττει η Κοινότητα, εκτός από ένα 10% που
κρατούν για τσιγάρα και μικροέξοδα. Για να μη «σπαταλούν» πολλά το γραφείο δημιούργησε μαγειρεία
στα σπίτια που έμεναν οι σύντροφοι. Φυσικά και με τρόφιμα που έστελναν από το χωριό.

Η επιτυχία είναι εξόφθαλμη. Όπως θα ’ταν φυσικό έπρεπε να ’μασταν ικανοποιημένοι κι ευτυχισμένοι.
Ήμασταν όμως; Ικανοποιημένοι για όσα πετύχαμε και ήταν πολλά, μπορώ να πω, πως ήμασταν.
Ευτυχισμένοι, όχι. Δεν ξέρω τι εντολές έδινε η ηγεσία του Κόμματος, Ζαχαριάδης, Ιωαννίδης, στο
κομματικό γραφείο του Μπούλκες ή πώς έβλεπε αυτό (το γραφείο) την επιτυχία του και την επίδραση
που είχε αυτή στο σύνολο των αγωνιστών, αλλά η γνώμη μου είναι πως ό,τι εντολές κι αν είχε από το
«κέντρο» η προσπάθειά του, μοναδικό μέλημά του, να μετατρέψει την ομάδα των αγωνιστών σε μια
ευημερούσα κοινότητα (που σίγουρα θα ενίσχυε οικονομικά τον αγώνα) ήταν σφάλμα. Σφάλμα γιατί το
80% των κατοίκων της Κοινότητας (πολλοί την ονόμαζαν και «Πολιτεία») ήταν αγωνιστές που θυσίασαν
κάθε τι προσωπικό (οικογένειες, επάγγελμα, σπουδές) για χάρη του αγώνα, για την απελευθέρωση της
πατρίδας. Δεν ήταν οι αγωνιστές, οι κυνηγημένοι χωρικοί που ψάχνουν να βρούνε μέρος στο οποίο με τη
δουλειά τους θα χτίσουν το νέο τους νοικοκυριό. Το μεγαλύτερο μέρος των αγωνιστών που βρίσκονται
στο Μπούλκες φλέγεται από την επιθυμία να μάθει όσα μπορεί περισσότερα, να αξιοποιήσει με τον
καλύτερο τρόπο τον χρόνο της εξορίας του. Και γι’ αυτούς (αγωνιστές) η καλύτερη αξιοποίηση είναι η
καλλιέργεια του μυαλού. Δεν τους πολυενδιαφέρει η άνεση, η χαρά του καλού φαγητού, ή κάποια άλλη
ψυχαγωγία, όσο το πλούτισμα της γνώσης τους. Είναι λένε, η δίψα για μάθηση, ένα χαρακτηριστικό
γνώρισμα του λαϊκού αγωνιστή. Ναι, αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Με συγκίνηση θα θυμάμαι τις
προσπάθειες των αγωνιστών –κάθε ηλικίας– να μάθουν όσο γίνεται περισσότερα. Μπορεί η δουλειά στα
χωράφια ή η απασχόληση σε άλλες χειρονακτικές εργασίες να ήταν ανάγκη για την ζήση τους, το
έβλεπαν και οι ίδιοι, αυτή όμως δεν τους «γέμιζε». Θέλανε την δουλειά, ποθούσαν την ανάπτυξη της
κοινότητας μα πιο πολύ λαχταρούσαν την μάθηση, την απόκτηση πολιτικο-στρατιωτικής (κυρίως
στρατιωτικής) γνώσης.

Στελέχη του ΕΛΑΣ κυρίως καπεταναίοι που οι στρατιωτικές τους γνώσεις ήταν από ελάχιστες ως
μηδαμινές «διψούσαν» πραγματικά για την απόκτησή τους. Δεν ήθελαν να μειονεκτούν των
στρατιωτικών. Μα και οι πιο πολλοί στρατιωτικοί καταλάβαιναν πως η βελτίωσή τους ήταν μια ανάγκη
που δεν έπρεπε να παραγνωρίσουν. Το ίδιο ένιωθαν και τα πολιτικά στελέχη. Μια θαυμαστή έφεση για
μάθηση μας είχε καταλάβει όλους. Η απόκτηση, λοιπόν, περισσότερων γνώσεων είχε καταστεί ΑΝΑΓΚΗ
που δεν έπρεπε να παραγνωριστεί από την ηγεσία του κομματικού μας γραφείου και σε προέκταση θα
’λεγα του κόμματος.

Δυστυχώς οι προσπάθειες της κομματικής ηγεσίας δεν ήταν τόσες και αυτές που θα έδιναν το ποθούμενο.
Ίσως τα στελέχη που ήταν επιφορτισμένα με την πνευματική μας καλλιέργεια να θεώρησαν ουσιαστική
προσπάθεια τα λίγα μαθήματα Μαρξισμού-Λενινισμού, ή κάτι πολιτικοοικονομικές αναλύσεις που
παρακολουθούσε η πλειοψηφία των συντρόφων. Ίσως να ’ταν κάποια προσφορά κι αυτά, αν δυστυχώς,
δεν γινόταν χωρίς πρόγραμμα, σε ώρες πολλές φορές ακατάλληλες, μετά δηλαδή από την κουραστική
εργασία της ημέρας, ακόμα και μετά από συνεδριάσεις, που για πολλούς καταντούσε μαρτύριο παρά
μάθημα. Όση όρεξη κι αν είχαν η κούραση δεν τους επέτρεπε να παρακολουθήσουν την παράδοση. Δεν
ήταν λίγες οι φορές που τα μάτια έκλειναν από την νύστα. Η γνώμη μου είναι πως στον τομέα
«μόρφωση» δεν τα πήγαμε τόσο καλά όσο στην παραγωγή.

Κάτι σχολές «στελεχών» που για περιοδικά διαστήματα λειτούργησαν δεν έκαναν πολλά πράγματα, γιατί
οι περισσότεροι των συντρόφων που παρακολούθησαν τα μαθήματά τους ήταν τόσο μορφωμένοι που
αυτά που μάθαιναν να μη είναι κάτι το καινούργιο γι’ αυτούς. Για τους άλλους, τους όχι τόσο
«μορφωμένους» η φοίτησή τους στις σχολές, εκτός από την ικανοποίηση του εγωισμού τους νομίζω δεν
τους πρόσφερε τίποτα άλλο. Εκτός αν θεωρήσουμε για προσφορά την αφομοίωση ορισμένων τσιτάτων ή
απόψεων του ΛΕΝΙΝ και Στάλιν σε θέματα όπως η Επανάσταση, το Κράτος, το Έθνος κ.τ.λ. που
φρόντιζαν –οι σύντροφοί μας– να πιπιλίζουν σαν καραμέλες σε κάθε περίπτωση για να μας δείξουν το
«μέγεθος» των γνώσεών τους. Αστεία πράγματα πραγματικά γιατί έγιναν –το επαναλαμβάνω– πρόχειρα,
όχι για να μορφώσουν, γιατί τότε έπρεπε να προγραμματιστούν σωστά, ανάλογα με το επίπεδο των
μαθητών, την κατάλληλη ύλη, τις σωστές ώρες διδασκαλίας και τους σωστούς δασκάλους, αλλά γιατί έτσι
έπρεπε να γίνει. Για να λέμε ότι πραγματικά μεριμνήσαμε για την μορφωτική ανάπτυξη των συντρόφων.
Αυτή είναι η αλήθεια.

Με την ευκαιρία θα μου επιτρέψτε να πω κάτι σχετικό.

Λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τους Αμερικανούς με τις
χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, το κομ. γραφείο διαπιστώνοντας την φοβερή εντύπωση που προκάλεσε
το γεγονός κάλεσε έναν αριθμό στελεχών να παρακολουθήσει μια διάλεξη που θα έκανε ο συν. Ζούλας με
θέμα την «Ατομική βόμβα».

Παρακολουθήσαμε την πραγματικά αξιόλογη διάλεξη του συντρόφου μας που γνώριζα πως ήταν ένας
από τους μορφωμένους αξιωματικούς του στρατού (ταγματάρχης του μηχανικού) με αξιόλογη δράση
στον ΕΛΑΣ.

Μας μίλησε όσο πιο απλά μπορούσε, για να τον παρακολουθήσουμε όλοι, για το «ΑΤΟΜΟ», την
διάσπασή του και το αποτέλεσμα αυτής της διάσπασης, που είναι η φοβερή δύναμη που
απελευθερώνεται. Είπε πολλά, έγραψε μαθηματικούς τύπους, σχεδίασε στον μαυροπίνακα σχέδια
περίεργα, πρωτόγνωρα για μένα, για να καταλάβουμε τι είναι το άτομο και πώς γίνεται η διάσπασή του.
Δεν ξέρω αν γνώριζε από παλιά τόσες λεπτομέρειες ή τις είχε διαβάσει πρόσφατα (μετά τους
βομβαρδισμούς δημοσιεύτηκαν πολλά, σε εφημερίδες και περιοδικά) γεγονός όμως είναι ότι ήταν
γνώστης του θέματος και σωστός αναλυτής.

Όπως έβγαινα από την αίθουσα βρέθηκα δίπλα στους συντρόφους Γιώργο Τάντο και Νιόνιο, δικηγόρο
και γεωπόνο αντίστοιχα. Τους ρώτησα τι κατάλαβαν σχετικά με την «σχάση», γιατί όπως τους είπα, κάτι
τέτοια θέματα ήταν πιο πάνω από την μόρφωσή μου.

Γέλασαν. Όσο καταλαβαίνουμε από την πολιτική Οικονομία που ξαναμαθαίνουμε στην σχολή
«στελεχών» μου απάντησαν. Μπορεί η απάντησή τους να ήταν λίγο τραβηγμένη, δεν απείχε όμως και
πολύ από την αλήθεια. Ανάλογη μόρφωση, ίσως και λίγο πιο χαμηλή, θα ’λεγα, γύρω από τη στρατιωτική
τέχνη απόχτησε ένας αριθμός συντρόφων που επιλέχτηκαν από το κομματικό γραφείο. Μία στρατιωτική
σχολή που φτιάχτηκε για να μυήσει στη στρατιωτική τέχνη τους μελλοντικούς αξιωματικούς και
καπεταναίους, αμφιβάλλω αν πέτυχε το μίνιμουμ των προθέσεων και τις επιθυμίες αυτών που την
δημιούργησαν αλλά και δίδαξαν σ’ αυτήν. Άτολμα χωρίς οραματισμούς μετατράπηκε πολύ γρήγορα σ’
επίπεδο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων παρά σε σχολή βαθμοφόρων «Αξιωματικών» όπως πολύ
μετριόφρονα ονόμαζαν οι ιδρυτές του.

Οι γκαζοτενεκέδες που παρίσταναν τα πολυβόλα κατά την «απόκρουση» του εχθρού στις ασκήσεις,
φανερώνουν το επίπεδο της παρεχόμενης μόρφωσης. Αν δε λάβουμε υπόψη ότι το 90% των μαθητών
ήταν δοκιμασμένοι βαθμοφόροι και αντάρτες του ΕΛΑΣ, καταλαβαίνουμε ότι η σχολή δεν τους
πρόσφερε πολλά πράγματα.

Μήπως όμως έτσι έπρεπε να γίνει; Μήπως, δηλαδή δεν έπρεπε να δημιουργηθεί μια στρατιωτική σχολή
όπως εμείς την θέλαμε, για να μη δώσουμε στους εχθρούς μας την απόδειξη που γύρευαν; Ότι δηλαδή
εκπαιδευόμαστε στρατιωτικά για να επιτεθούμε κατά της Ελλάδος… και να μας καταγγείλουν στους
διεθνείς οργανισμούς. Ακόμα να κατηγορήσουν και την φίλη Γιουγκοσλαβία ότι «παρέχει άσυλο σε
τρομοκράτες». Πραγματικά η «δεξιά» και οι «σύμμαχοι» Άγγλοι δεν άφηναν ευκαιρία να μη μας
κατηγορήσουν πως προετοιμάζαμε επίθεση κατά της Πατρίδας. Αν λοιπόν τους δίναμε κάποιο στοιχείο
για στρατιωτική εκπαίδευση στο Μπούλκες θα ενισχύαμε τις κατηγορίες των εχθρών του Λαϊκού
κινήματος και αυτό θα ήταν λάθος. ΛΑΘΟΣ και μάλιστα σοβαρό.

Αν όμως αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημά μας «γιατί η σχολή δεν πρόσφερε στους μαθητές της όσα θα
έπρεπε», τότε η ανταπάντηση ήταν. «Τότε και αυτή η δημιουργία της σχολής, μ’ όλες της τις ατέλειες ήταν
ΛΑΘΟΣ, γιατί ο εχθρός δεν είχε ανάγκη ν’ αποδείξει το έργο της σχολής παρά μονό την ΥΠΑΡΞΗ της».
Γιατί και μόνο αυτή στήριζε την κατηγορία. Η σχολή Αστυνόμων για την οποία έγινε πολύς λόγος, έμεινε
μόνο στα χαρτιά ευτυχώς.

Θεαματική επιτυχία λοιπόν είχαμε μόνο στον παραγωγικό τομέα όπως και παραπάνω έγραψα. Πώς
λοιπόν να ’μαστε ευτυχισμένοι; Για ποιον λόγο; Γιατί μετατραπήκαμε σ’ επιτυχημένους εργάτες ή
αγρότες; Ή γιατί τώρα μπορούμε να φάμε περισσότερο κρέας και κανένα γλυκό; Δεν κάνω κακόπιστη
κριτική μ’ όσα γράφω, ούτε γκρινιάζω, απλά περιγράφω τι έγινε, πως έγινε και τι θέλαμε εμείς να γίνει.
Βέβαια με κάποιο παράπονο για την ευκαιρία που χάθηκε χάρη μιας λανθασμένης αντιμετώπισης του
θέματος από το κομματικό γραφείο και των στελεχών της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε. που
παρακολουθούσαν τα «πράγματα» στο Μπούλκες. Τι να πω; Τόσο κοντόφθαλμοι ήταν ώστε να μη
βλέπουν πως μόνο η προετοιμασία μας για τον αγώνα ήταν αυτό που μας συγκινούσε; Δεν
καταλάβαιναν αυτό που καταλάβαινε κι ένα παιδί, πως εμείς αν μέναμε στη Γιουγκοσλαβία μέναμε γιατί
ξέραμε πως σύντομα θα πιάναμε τα όπλα. Από τις πρώτες μέρες, ύστερα από την Βάρκιζα ήταν φανερό
πως η σύγκρουση ήταν σίγουρη, ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ. Κάθε μέρα που περνούσε δυνάμωνε αυτή την
σιγουριά.

Αν ξέραμε πως στην Γιουγκοσλαβία θα μέναμε για χρόνια, δεν ξέρω πόσοι θα ήταν αυτοί που θα ’μεναν
στο Μπούλκες. Το βέβαιο όμως είναι πως αυτοί θα ήταν ελάχιστοι. Άρα αυτό που μας κρατούσε και
μάλιστα τόσο πειθαρχημένα ήταν η βεβαιότητα ότι σύντομα θα καλούμασταν να επιστρέψουμε στην
πατρίδα, με τον ένα ή άλλον τρόπο. Αν όμως γράφω «με τον ένα ή άλλον τρόπο» το κάνω μόνο για να
καλύψω όλες τις περιπτώσεις και όχι γιατί πίστευα «σ’ άλλον τρόπο».

Ουσιαστικά ο μόνος τρόπος επιστροφής μας είναι η πολεμική προσπάθεια. Αυτό άλλωστε φανερώνουν
κάθε μέρα και πιο έντονα τα γεγονότα. Για τον παραπάνω λόγο η μη προετοιμασία μας (στρατιωτική
εκπαίδευση) μας στεναχωρεί. Ενώ είναι ανάγκη για τους περισσότερους των συντρόφων που θα κληθούν
να πάρουν το όπλο, η γνώση της πολεμικής τέχνης να ’ναι η μοναδική, καθημερινή φροντίδα τους, αυτοί
μετατρέπονται σε αγρότες, τεχνίτες στην ξένη γη. Ε, αυτό δεν μπορούσαμε να το δεχτούμε αγόγγυστα.
Δεν μας άφηνε να χαρούμε όσα επιτεύγματα και αν πετυχαίναμε. Δεν ήταν η τεμπελιά, ούτε η αποστροφή
για την εργασία που κάνουμε, το ξανατονίζω, που κάνει (πολλούς) ν’ αγανακτούμε και να μη νοιώθουμε
την υλική αφθονία και την «καλή» ζωή που κερδίσαμε με τους κόπους μας.

Θα ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι αν ζούσαμε λιτά, ακόμα και στερημένα, αρκεί η στρατιωτική εκπαίδευση
να ήταν τέτοια που θα μας έκανε «σωστούς» στρατιωτικούς όπως τους θέλει ο σύγχρονος πόλεμος. Όσο
«αντάρτικος» να ήταν ο πόλεμος που θα κάναμε, η άριστη εκπαίδευση μας ήταν καθήκον, αλλά και
ελπίδα για κάτι σωστό. Η προσωπική παλληκαριά των αγωνιστών και οι πετυχημένοι σχεδιασμοί
ορισμένων ηγετών δεν μας δίνουν πάντα τ’ αποτελέσματα που θέλουμε. Κι αυτό αποδείχτηκε στο
παρελθόν πολλές φορές και το χειρότερο πληρώθηκε ακριβά. Η «Μάχη της Αθήνας» τον Δεκέμβριο του
1944 είναι ένα πειστικό παράδειγμα. Ούτε ο άφθαστος ηρωισμός των αγωνιστών, ούτε η σωστή
καθοδήγηση από μερικούς στρατιωτικούς μας χάρισαν τη νίκη. Όλοι, αργότερα, παραδέχτηκαν πως ήταν
μεγάλο σφάλμα η μη χρησιμοποίηση από την πρώτη κιόλας μέρα, των ανταρτών του βουνού. Γιατί ήταν
σφάλμα; Απλούστατα, γιατί ήταν εμπειροπόλεμοι και στρατιωτικά εκπαιδευμένοι. Την αλήθεια αυτή την
δέχτηκαν όλοι η ηγέτες μας, δυστυχώς όμως όταν όλα είχαν τελειώσει. Έτσι τουλάχιστον άφηναν να
καταλάβουμε. Και ενώ αναγνωρίζαμε το πόσο πολύτιμη ήταν η άρτια στρατιωτική εκπαίδευση, στο
Μπούλκες δεν προσπαθούμε όσο θα ’πρεπε. Εκτός αν θέλουμε να θεωρήσουμε τα όποια μαθήματα της
σχολής, που πιο πάνω ανάφερα για «άρτια εκπαίδευση».

Απορούμε πραγματικά για την μυωπική αντιμετώπιση του τόσο σοβαρού για το κίνημα, προβλήματος,
δηλαδή της προετοιμασίας μας για τον πόλεμο που είναι σίγουρος, όσο σίγουρη είναι και η περιστροφή
της γης περί τον άξονά της. Τα γεγονότα στην Πατρίδα αλλά και στον χώρο της Ευρώπης, δεν άφηναν
καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά και αν ακόμα δεν φθάναμε στην σύγκρουση (το ευχόμασταν από το
βάθος της καρδιάς μας) δεν νομίζω πως θα έβλαπτε μια προσπάθεια ν’ αποκτήσουμε στρατιωτικά στελέχη
με γνώσεις διοίκησης από διμοιρίας ως και μεραρχίας. Και αν το Μπούλκες δεν ήταν ο τόπος για κάτι
τέτοιο, επειδή είχε γίνει στόχος των εχθρών μας, μπορούσε κάπου αλλού ένας αριθμός συντρόφων ν’
αποκτούσαν την ικανότητα ενός σύγχρονου στρατιωτικού ηγέτη. Ήταν η μοναδική ευκαιρία, η χρυσή
ευκαιρία, θα ’λεγα που χάσαμε αδικαιολόγητα.

Στο Μπούλκες είχε συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτικών διοικητών και καπεταναίων που
[ως] επικεφαλής μονάδων του ΕΛΑΣ έπαιξαν σοβαρό ρόλο στις περιοχές από Στερεά, Ήπειρο ως τον
Έβρο. Οι άνθρωποι αυτοί όπως είναι φυσικό θα ’ναι και πάλι, σε μελλοντική σύγκρουση, οι ηγέτες των
μεγάλων ή και μικρότερων μονάδων μας. Είχαν όμως τα φόντα για κάτι τέτοιο; Μπορούσαν δηλαδή να
διοικήσουν με επιτυχία μεγάλες μονάδες; Νομίζω όχι. Η πείρα τους από τον απελευθερωτικό πόλεμο
ήταν προσόν, αλλά αυτή (πείρα) μόνη τώρα δεν ήταν αρκετή για να καταξιώσει τους περισσότερους σε
πετυχημένους ηγήτορες. Όλοι σχεδόν (και μιλάμε για τους διοικητές μεγάλων μονάδων) ήταν μόνιμοι ή
έφεδροι ανθυπολοχαγοί ως ταγματάρχες, παλικάρια του Αλβανικού Έπους. Καθηγητές, δάσκαλοι κι
άλλοι υπάλληλοι που θεώρησαν χρέος τιμής να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά των φασιστών επιδρομέων,
ως την τελική καταστροφή τους και την απελευθέρωση της πατρίδας. Ξεκίνησαν μια «χούφτα» κι έγιναν
πολλοί και διοίκησαν τους πολλούς με επιτυχία. Μα στην επιτυχία αυτή συνέβαλαν οι τότε συνθήκες και
αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί του «αστικού» στρατού (όπως χαρακτηρίζαμε τον στρατό του πριν του
1940) που πρόσφεραν τις γνώσεις τους με τον ίδιο με μας ενθουσιασμό.

Μιλάμε πολύ για το θαύμα των λαϊκών στρατών και τις στρατιωτικές ιδιοφυίες που ξεπετιούνται από
αυτούς, μα ας μη γελιόμαστε, το ΣΙΓΟΥΡΟ είναι η γνώση. Απέναντι στους «επιστήμονες» στρατηγούς
Γκουντέριαν, Ρούστεντ, Ρόμμελ, Μανστάιν κι άλλους Γερμανούς, ορθώθηκαν ο Ζούκωφ, ο Κόνιεφ, ο
Τολπούχιν, ο Τσουΐκωφ, Ρώσοι «πανεπιστήμονες», όπως ακόμα οι Αμερικανοί Αϊζενχάουερ, Πάττον, ο
Άγγλος Μοντγκόμερυ (υπάρχουν και πολλοί άλλοι) που «σπούδασαν» τον Πόλεμο πρώτα στο θρανίο.

Τώρα οι συνθήκες άλλαξαν. Δεν είναι καθόλου όμοιες της Γερμανικής κατοχής. Άλλαξαν ακόμα και οι
αντίπαλοί μας. Αυτό σημαίνει και αλλαγή της ταχτικής και τρόπων διεξαγωγής του αγώνα. Βλέπαμε «να
’ρχεται ο πόλεμος» κι όσο πλησίαζε τα ερωτήματα πλήθαιναν. Τι πόλεμος θα ’ναι; Θ’ αρχίζαμε μ’
αντάρτικο, αυτό ήταν σίγουρο, και θα προχωρούσαμε ως ότου οι συνθήκες μας το επέτρεπαν. Αργότερα;

Τώρα σκοπός μας θα είναι η τελικά συντριβή του αντιπάλου, η κατάληψη χωριών, περιοχών,
κωμοπόλεων, πόλεων με επιδίωξη την μόνιμη κατοχή τους. Τότε (1941-44) σκοπός μας ήταν η
απασχόληση και καταστροφή μονάδων του εχθρού με επιθέσεις και σαμποτάζ, για να ανακουφίσουμε το
Ανατολικό και Αφρικανικό μέτωπο. Γιατί σε κείνα τα μέτωπα θα κρινότανε η τύχη του πολέμου. Η
απασχόληση, λοιπόν, και καταστροφή μονάδων του εχθρού και όχι η μόνιμη απελευθέρωση περιοχών ή
ολόκληρης της πατρίδας, που και να θέλαμε δεν ήταν στις δυνατότητες μας, ήταν ο σκοπός μας. Και γι’
αυτόν τον σκοπό η διεξαγωγή ανταρτικού πολέμου ήταν μια σοφή απόφαση. Η λευτεριά τότε θα
ερχότανε ουσιαστικά «από έξω» από τους νικητές συμμάχους μας. Και με την δική μας βοήθεια, βέβαια.

Τώρα όμως δεν θα ’ναι το ίδιο. Εμείς θα πρέπει να πολεμάμε για την μόνιμη απελευθέρωση χωριών,
κωμοπόλεων, πόλεων και περιοχών. Και κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει από στρατό με αντάρτικη
μορφή. Με το «κτύπα» και «φύγε» ή «κτύπα όταν ο αντίπαλος είναι πιο αδύνατος από σένα», που
αναφέρονται στο εγχειρίδιο του ΜΑΟ δεν απελευθερώνονται πόλεις ή περιοχές. Στην Κίνα με τις αχανείς
περιοχές, ιδανικές για ελιγμούς μεγάλης στρατιωτικές σημασίας είναι διαφορετικά τα πράγματα. Για να
μην αναφέρω και το δουλοκτητικής μορφής καθεστώς που επικρατούσε στην Κινεζική ύπαιθρο, που
μετέτρεπε τον αγρότη όταν χρειαζότανε οπλίτη του Λαϊκού στρατού της Κίνας.

Η κατάληψη, λοιπόν, και απελευθέρωση πόλεων και περιοχών θέλουν στρατό «ταχτικό» με σοβαρό
οπλισμό και πιο σοβαρή υποδομή. (Αναφέρομαι πάντα για την Ελλάδα.)

Και η στελέχωση ενός τέτοιου στρατού είναι το Άλφα και το Ωμέγα της υποδομής. Γι’ αυτό η δημιουργία
σχολής ή και σχολών που θα έδιναν τις απαραίτητες γνώσεις σε μια σειρά από συντρόφους είναι μια
αξίωσή μας, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να χαρούμε. Για λόγους που δεν μάθαμε ποτέ, το κόμμα δεν
έκανε καμιά σοβαρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ίσως πίστευε πως με πολιτικό αγώνα και με
κάποια πίεση από ανταρτικές δυνάμεις θα φθάναμε στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Οι εντολές και οι
ενέργειές του, δισταχτικές, άτολμες αυτό βεβαιώνουν.

Μπορεί να πέφτω έξω, να κάνω λάθος στις εκτιμήσεις μου, γεγονός πάντως είναι ότι αφήσαμε μια
ευκαιρία να χαθεί. Δε φτιάξαμε στελέχη με σοβαρή στρατιωτική μόρφωση που με την πείρα από το
αντάρτικο και την άφθαστη παλληκαριά τους θα αποτελούσαν εγγύηση για την Νίκη μας, αν τελικά
οδηγούμασταν στην σύγκρουση. Αλλά κι αν ακόμα ο αγώνας του Λαού μας, ο ειρηνικός, έδινε μια ομαλή
λύση –κάτι που ευχόμασταν– η δημιουργία στρατιωτικών στελεχών θα ήταν πράξη συνετή και χρήσιμη.
Θα δίναμε στον στρατό της Πατρίδας άξιους και δοκιμασμένους αξιωματικούς. Ας είναι, «ό γέγοναι,
γέγοναι» έλεγαν οι προγονοί μας, το επαναλαμβάνω και γω για να υπογραμμίσω αυτό που χάθηκε…

Για να μη χαρακτηριστώ όμως και σαν αρνητής κάθε προσπάθειας του κομματικού γραφείου και αυτό
δεν θα ήταν σωστό, γράφω υπεύθυνα, πως αν και η προσπάθεια εξύψωσης του μορφωτικού επιπέδου δεν
ήταν αυτή που θέλαμε, βοήθησε πάντως αρκετά πολλούς συντρόφους μας, κύρια, τους λιγότερο
μορφωμένους και τους αναλφάβητους. Δεν είναι λίγο κι αυτό.

***

Ο χρόνος, κυλά κι εμείς εντείνουμε τις προσπάθειές μας για την μεγαλύτερη ανάπτυξη της Κοινότητας. Η
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι φανερή. Η σκληρή δουλειά δίνει καρπούς. Μόνο που οι καρποί δεν
είναι πάντα και όλοι επιθυμητοί, έτσι όπως τους θέλαμε. Το κλίμα που δημιουργεί η σκληρή δουλειά και
περισσότερο η πειθαρχία –η τυφλή πειθαρχία– που ζητάει απ’ όλους το κομ. γραφείο (απαραίτητη
προϋπόθεση για την επιτυχία των στόχων του) δεν είναι ευχάριστο για πολλούς συντρόφους, δεν τους
«σηκώνει».

Από τις πρώτες στιγμές της εγκατάστασης μας στο Μπούλκες φάνηκε πως οι αντιδράσεις στις αποφάσεις
του κομ. γραφείου, αν αυτές είχαν στόχους όμοιους με αυτούς του Μοναστηρίου, Τετόβου, δηλαδή την
αυστηρή πειθαρχημένη ζωή αποκλεισμένοι από τον γύρω κόσμο, θα ’ταν πολλές και ίσως πιο σοβαρές
από τις προηγούμενες.

Η δυσφορία των συντρόφων για τον τρόπο ζωής που επέβαλλε το κομ. γραφείο δεν μπορεί να κρυφτεί.
Όλο κα πιο πολλοί αντιδρούν και τα σχόλια για τα μέτρα που παίρνει δεν είναι καθόλου κολακευτικά.
Μερικές φορές οι αντιδράσεις ξεπερνούν και αυτά τα «δικά μας όρια». Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει
κάποιος τον χωρισμό των συντρόφων σε τρεις ομάδες. Ένας σημαντικός αριθμός αγωνιστών «ζει» την
ζωή που το κόμμα επιβάλλει, δηλαδή, πειθαρχημένα χωρίς κανένα παράπονο. Η ομάδα αυτή πειθαρχεί
«τυφλά» στις εντολές του κομματικού γραφείου και καταδικάζει χωρίς μάλιστα συζήτηση κάθε ενέργεια,
ακόμα και σκέψη που δεν είναι σύμφωνη με αυτή του «γραφείου».

Ένας άλλος αριθμός αγωνιστών δεν συμφωνεί, αλλά δέχεται παθητικά, σαν να μη μπορούσε να γίνει
διαφορετικά, τις αποφάσεις του γραφείου. Είναι οι «αδιάφοροι» όπως τους λέγαμε.

Έχουμε και την τρίτη ομάδα, αυτή που αρνείται να δεχτεί κάθε απόφαση που ενισχύει τον τρόπο ζωής
που κάνουμε. «Ομαδοποίηση, η μετατροπή μας σε αγέλη είναι ΑΠΑΡΑΔΕΧΤΗ για αγωνιστές της
ελευθερίας» φωνάζουν κάθε φορά που οι πρώτοι μιλούν για «οργανωμένη κυψέλη», όπου οι αγωνιστές
ενωμένοι σε μια κοινότητα αγωνίζονται για έναν σκοπό που δεν είναι άλλος από το συμφέρον του
κόμματος, του Λαού μας.

Το περίεργο είναι πως κάθε μια ομάδα πιστεύει πως αυτή ερμηνεύει σωστά τα μηνύματα και τις σωστές
θέσεις του Κόμματος σ’ ό,τι αφορά την ζωή μας στην ξένη χώρα. ΟΛΟΙ και ΟΛΑ, λοιπόν για το κόμμα
και στ’ όνομά του. Αυτό όμως σημαίνει σκληρότερη αντιπαράθεση και όσο αυτή βρίσκεται σε
«φιλολογικά» επίπεδα πάει καλά…

Ο χρόνος, τα γεγονότα και τα μέτρα του γραφείου όμως είναι αδύνατο να περιορίσουν σ’ ένα κύκλο
ελεγχόμενο, ίσως και λογικής τις όσες αντιδράσεις. Η πειθαρχία δοκιμάζεται. Η μονολιθικότητα μένει
σύνθημα. Ευτυχώς γεγονότα που συμβαίνουν πέρα από τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας και που
επηρεάζουν με τον ένα ή άλλον τρόπο την τύχη της ανθρωπότητας και φυσικά και την δική μας ζωή,
επιδρούν κατασταλτικά, προσωρινά βέβαια, συμφιλιωτικά ανάμεσα στις «παρατάξεις».

Το δεύτερο εξάμηνο του 1945 σημαδεύτηκε από γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας που άλλαξαν την
όψη του κόσμου. Η «αλλαγή» σίγουρα ενδιέφερε και μας γι’ αυτό όσο χρόνο κρατούσε η αναμονή του
αποτελέσματος που θα είχε αυτή, μονοπωλούσε την προσοχή μας. Δεν μας άφηνε χρόνο γι’ άλλη σκέψη
και το κυριότερο απομάκρυνε τον κίνδυνο για μια σοβαρή αναμέτρηση.

Ένα τέτοιο γεγονός που κράτησε αρκετό χρόνο το ενδιαφέρον μας ήταν οι εκλογές στην Αγγλία. Από την
εξαγγελία τους ακόμα, βασάνιζε εμάς περισσότερο και από τους ίδιους τους Άγγλους. Η εκλογική
αναμέτρηση των δύο σημαντικότερων κομμάτων, του Συντηρητικού και του Εργατικού ήταν το μεγάλο
θέμα στις καθημερινές συζητήσεις. Η αγωνία μας μεγάλωνε όσο πλησίαζε η μέρα της εκλογής, που ήταν η
25η Ιουλίου. Ποια άραγε θα ήταν η επιλογή των Άγγλων ψηφοφόρων; Η επιθυμία μας να κερδίσει τις
εκλογές ο αρχηγός του Εργατικού κόμματος Άττλη, διακρίνεται καθαρά σε κάθε συγκέντρωση και ομιλίες
μας. Η ήττα του Τσώρτσιλ του φανατικότερου εχθρού του Λαϊκού κινήματός μας, θέλουμε να ’ναι
καθολική. Μισούμε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, τον άνθρωπο που με φανατισμό πολέμησε τον αγώνα
μας από τη σκλαβιά ως τα σήμερα. Τον μισούμε γιατί θεωρούμε πως είναι ο εμπνευστής και πρωτεργάτης
της υποδούλωσης του Ελληνικού λαού στ’ Αγγλικά συμφέροντα. Τον μισούμε, γιατί αυτός δίχασε τους
Έλληνες στ’ όνομα τάχα της «ελευθερίας» και ματοκύλισε την Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944. Κρίμα γιατί
δεν ξεχνούμε πως ήταν ένας από τους λίγους ηγέτες στον κόσμο που πολέμησαν με πείσμα τους
Χίτλερικούς, γιατί πραγματικά ο κόσμος του οφείλει ΠΟΛΛΑ. Ευχόμασταν νικητής των εκλογών να ’ναι
ο ηγέτης των Εργατικών που οι δημοκρατικές του διακηρύξεις μας ενθουσιάζουν, μας γεμίζουν ελπίδες.
Η υπόσχεσή του, για νέους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων πάντα μέσα στ’ αυστηρά
δημοκρατικά πλαίσια και διαδικασίες μας πείθουν ότι και το πρόβλημα της πατρίδας μας, το
«ΕΛΛΗΝΙΚΟ» που την λύση του κρατούν οι Άγγλοι, θα λυθεί σωστά, δίκαια, δημοκρατικά. Ήμασταν
σχεδόν βέβαιοι πως όπως ο Τσώρτσιλ είναι ο νικητής του πολέμου, ο Άττλη θα ’ναι ο νικητής της Ειρήνης.
Πως θα ’ναι ο ηγέτης που θα οδηγήσει την Αγγλία στον χώρο των αντι-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Θα
χαρίσει την λευτεριά στους λαούς των αποικιών και θα πάψει να επιβάλει με σκοτεινές ίντριγκες και
στρατιωτικές επεμβάσεις τα συμφέροντα των Άγγλων σε άλλες χώρες. Αυτές οι υποσχέσεις, τα
«μηνύματα» των Εργατικών (αυτά τουλάχιστον αφήνουν να καταλάβουμε) αυτή την περίοδο, δονούσαν
ευχάριστα τις καρδιές όλων μας. Γιατί είχαμε την αφέλεια να πιστέψουμε πως το μήνυμα της
δημοκρατική ς και «σοσιαλιστικής» σκέψης του Άγγλου ηγέτη κάλυπτε και μας, τους εξόριστους
αντιφασίστες αγωνιστές. Γι’ αυτό ευχόμασταν να νικήσει τον αντίπαλό του, τον «μισητό» Τσώρτσιλ.

Ήρθε η μέρα, 25 Ιουλίου, ιστορική πραγματικά για το Εργατικό κόμμα, που κέρδισε τις εκλογές. Η
ανακοίνωση των αποτελεσμάτων που φθάνουν από κάθε γωνιά της Αγγλίας, σφραγίζει πανηγυρικά την
μεγάλη νίκη. Οι εργατικοί έγιναν κυβέρνηση, ο Άττλη, πρωθυπουργός της Αγγλίας. Αυτό τα λέει όλα.
Τίποτε δεν άλλαξε, τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική και ειδικότερα σ’ ό,τι αφορούσε την πατρίδα
μας. Οι Εγγλέζοι όταν μιλούν για δημοκρατία, ελευθερία και τέτοια δεν λένε ψέματα, μόνο που και την
δημοκρατία και την ελευθερία τις θέλουν μόνο γι’ αυτούς, κλεισμένες στο στενά δικό τους χώρο. Το
μέτρημα τέτοιων αξιών, όπως της ελευθερίας, δημοκρατίας, ισοτιμίας κ.τ.λ. από τους Άγγλους, θυμίζει το
μέτρημα που κάνει ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών. «Ένα δικό μου, ένα δικό σου, ένα του
Καραγκιόζη...» Και με τον τρόπο αυτόν ο Καραγκιόζης καρπούταν τα διπλά. Φυσικά οι μαιτρ (Άγγλοι)
βελτίωσαν πολύ το πρωτόγονο σύστημα μέτρησης του Καραγκιόζη.

Ο πρωθυπουργός Άττλη μας «προσγείωσε» πολύ γρήγορα. Η Αγγλία ήταν, είναι και θα έμενε μια
ιμπεριαλιστική, αποικιοκρατική δύναμη (όσο θα ’ταν δυνατό) όποιο κόμμα και αν έπαιρνε την
«εξουσία», όποιον πρωθυπουργό κι αν είχε. (Εκτός του Κ.Κ. Αγγλίας που όμως δεν είχε καμιά ελπίδα
επικράτησης).

PAX BRITTANI[C]A, λοιπόν. Ως πότε όμως… Ο Βρετανικός λέων, ύστερα από την περιπέτεια του
πολέμου δείχνει τόσο εξαντλημένος, κυρίως οικονομικά, που μπορεί ο καθένας να καταλάβει πως το
υπόλοιπο της ζωής του δεν θα ’ναι μακρύ. Το άδειο θησαυροφυλάκιο της «Μεγάλης Βρετανίας» δεν
αφήνει περιθώρια για αισιόδοξες προβλέψεις. Και ενώ αυτές είναι οι διαπιστώσεις, η Αγγλία ακόμα
συνεχίζει να παρουσιάζεται στην διεθνή κονίστρα σαν «μεγάλη» και προσπαθεί να επηρεάζει τις
αποφάσεις που θα καθορίζουν το μέλλον της ανθρωπότητας. Στις 17 του Ιούλη στο Πότσν[τ]αμ γίνεται η
συνάντηση των «Μεγάλων», των «Νικητών». Οι αποφάσεις που θα πάρουν θα ’ναι ιστορικές, ορόσημο
του «νέου» κόσμου που άρχισε κιόλας να δημιουργείται.

Οι νικητές θα μοιράσουν για τελευταία φορά την πίτα που λέγεται ΕΥΡΩΠΗ. Εχθροί και σύμμαχοι
αγωνιούν. Και, είναι η πρώτη φορά που αγωνιούν και οι σύμμαχοι, γιατί αντιλαμβάνονται πως όχι μόνο
δεν θα ’χουν «μερτικό» από την «πίτα» αλλά πως ο κίνδυνος να μπουν κάτω από την «κηδεμονία»
κάποιου από τους μεγάλους είναι φανερός. Τα ωραία λόγια τελείωσαν, τα όνειρα των «μικρών»
συμμάχων έσβησαν μαζί με τις ελπίδες τους. Η μεταχείρισή τους δεν θα ’ναι ανάλογη με την προσφορά
τους, το βλέπουν και νοιώθουν προδομένοι. Για μια ακόμη φορά τα συμφέροντα των «τρανών» θα
θάψουν το «δίκαιο» των «μικρών». Ίσως και την πραγματική ανεξαρτησία τους. Τον ίδιο χρόνο που με
αγωνία περιμέναμε (εμείς οι εξόριστοι του Μπούλκες) τα αποτελέσματα των αγγλικών εκλογών, η
διάσκεψη του Πότσν[τ]αμ ανεβάζει στα ύψη την ένταση, μας τσακίζει στην κυριολεξία τα νεύρα.

Έχουμε πολλές ελπίδες πως θα ελεγχθεί αυστηρά η στάση των Άγγλων στα «πράγματα» της Ελλάδας.
Πιστεύουμε ειλικρινά στην δημοκρατική ευαισθησία του Αμερικανού και του Ρώσου ηγέτη. Δυστυχώς
διαψευστήκαμε. Ο Τσώρτσιλ που γύρισε στην Αγγλία πριν ακόμα τελειώσει η διάσκεψη για να
παρακολουθήσει από κοντά τις εκλογές, εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο της Αγγλίας σε βάρος της
συμμάχου Ελλάδας. Με τις ευλογίες των άλλων δυο «μεγάλων» οι Άγγλοι θα συνεχίσουν να ’χουν τον
πρώτο λόγο σε ό,τι αφορά την πατρίδα μας, θα κρατούσαν στα χέρια τους την τύχη του Ελληνικού λαού.
Ούτε εχθροί να ’μασταν…

Η Ελλάδα σύμφωνα με την απόφασή τους θα βρίσκεται στην ζώνη επιρροής των Άγγλων «φίλων» μας.
Και αυτή η απόφαση δεν άλλαξε ούτε όταν στην δεύτερη φάση της διάσκεψης, αντί του ηττημένου
Τσώρτσιλ έφθασε στο Πότσν[τ]αμ ο εργατικός Άττλη, ο νέος πρωθυπουργός της Αγγλίας, που τόσες
ελπίδες είχαμε στηρίζει πάνω του.

… Το ρίξιμο των ατομικών βομβών από τους Αμερικανούς στις δυο Ιαπωνικές πόλεις και η ολοκληρωτική
καταστροφή τους, με τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες στις αρχές του Αυγούστου (6 και 9) είναι
γεγονός μεγάλης σημασίας, που θα σημαδεύσει βαθειά από δω και μπροστά την ζωή και τον πολιτισμό
της ανθρωπότητας. Το διαισθανόμεθα και ανησυχούμε.

Οι Ιάπωνες υπογράφουν στις 2 του Σεπτέμβρη πάνω στο καταδρομικό «Μισούρι» των ΗΠΑ την άνευ
όρων παράδοσή τους. Λιγότερο από ένα μήνα από την πρώτη έκρηξη της ατομικής βόμβας τερματίζεται
ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, ο φονικότερος πόλεμος που γνώρισε η ανθρωπότητα. Η ειρήνη ξανάρχεται
στην γη κι ο άνθρωπος λυτρωμένος από τον φόβο, θ’ ασχοληθεί στα ειρηνικά του έργα.

Στο Μπούλκες η είδηση γιορτάστηκε ανάλογα. Η χαρά για την συντριβή του Ιάπωνα ιμπεριαλιστή,
τελευταίου εταίρου του άξονα είναι μεγάλη και γεννά κάποιες ελπίδες σε μας που νοιώθουμε πως
ήμασταν οι προδομένοι του αντιφασιστικού πολέμου. Ελπίζουμε πως ύστερα από το νικηφόρο τέλος του
οι «μεγάλοι» νικητές θ’ αναθεωρήσουν ορισμένες θέσεις τους-λάθη, στα προβλήματα που
παρουσιάστηκαν ανάμεσα σ’ αυτούς και τις μικρές συμμαχικές χώρες. Πολύ γρήγορα απογοητευτήκαμε.
Δικαιώθηκαν με πανηγυρικό μάλιστα τρόπο οι δύσπιστοι σύντροφοί μας που από την επομένη της
καταστροφής της Χιροσίμα έβαλαν το ερώτημα: «Γιατί οι Αμερικανοί έριξαν την βόμβα; Το ρίξιμό της
ήταν πράξη αυτοάμυνας που συντόμευε τον πόλεμο; Η δικαιολογία τους πως έτσι γλίτωναν την ζωή
χιλιάδων Αμερικανών και συμμάχων στρατιωτών, ήταν σωστή;» Και σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντούσαν,
οι ίδιοι σύντροφοί μας κατηγορηματικά. ΟΧΙ δεν είναι αλήθεια είναι φτηνή δικαιολογία. Ο πόλεμος στον
Ειρηνικό, έλεγαν, είχε ήδη κριθεί. Η Ιμπεριαλιστική Ιαπωνία κάτω από τα κτυπήματα των Αμερικανών
και Ρώσων (είχαν εισβάλει στην Μαντζουρία) μετρούσε τις τελευταίες μέρες για να μη πούμε ώρες της.
Και συνέχιζαν. Το ρίξιμο της βόμβας (ατομικής) ήταν, όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση,
ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ. Η βόμβα δεν ρίχτηκε ΜΟΝΟ για να γονατίσουν οι Ιάπωνες αλλά και για ένα άλλο
λόγο. Ποιος ήταν αυτός; Η Ρωσία απαντούσαν. Η Σοβιετική Ένωση ήταν ο άλλος στόχος. Το ρίξιμό της
αυτή την στιγμή ήταν πράξη ΠΟΛΙΤΙΚΗ και λιγότερο στρατιωτική. Οι Αμερικανοί θέλησαν να
προειδοποιήσουν και τρομοκρατήσουν τους «μελλοντικούς αντιπάλους» κάνοντας επίδειξη το φοβερό
όπλο.

Με τον θάνατο του Ρούσβελτ και την ανάληψη της προεδρίας από τον Τρούμαν, γίνεται φανερή η
αλλαγή στον τρόπο επικοινωνίας των Αμερικανών με τους Ρώσους. Οι αντισοβιετικοί πληθαίνουν και με
την βοήθεια του Τσώρτσιλ, επηρεάζουν τον πρόεδρο Τρούμαν. Οι αντιθέσεις των δυο κοινωνικών
συστημάτων που κατά την διάρκεια του πολέμου αναγκαστικά είχαν ατονήσει, ξαναφούντωσαν τώρα
που τέλειωνε και που δεν είναι απίθανο, αν δεν επικρατήσει η λογική, να μας οδηγήσει σ’ έναν τρίτο
πόλεμο, χειρότερο από τους μέχρι σήμερα.

Το ρίξιμο των βομβών και οι καταστροφές που προξένησαν έπρεπε να τονίσουν την δύναμη των ΗΠΑ.
Έτσι θ’ αποκτούσαν μια άλλη ΔΥΝΑΤΗ «διαπραγματευτική» γλώσσα στις μεταξύ τους συζητήσεις. Και
την τόνισαν με το παραπάνω μάλιστα, επέμεναν οι σύντροφοί μας. Αυτή ήταν η αλήθεια, ένα
αντικομμουνιστικό κίνημα απλώνεται με ταχύτητα στις ΗΙΙΑ και ΑΓΓΛΙΑ. Όλος ο κόσμος «πάγωσε».
Όλοι καταλαβαίνουν πως η νέα δύναμη θα ’ναι καθοριστική για την τύχη της ανθρωπότητας, ακόμα κι
αυτής της ύπαρξης του πλανήτη μας.

Η σκιά του θανάτου απλώθηκε πέρα από την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, σ’ ολόκληρη την γη. Ο Δαυίδ
Οπενχάουερ, ένας από τους «πατέρες» της ατομικής βόμβας θα πει. «Σήμερα ο άνθρωπος απόκτησε τη
μεγαλύτερη δύναμη που μπορούσε να φανταστεί. Αν αυτήν την χρησιμοποιήσει για ειρηνικούς σκοπούς,
μια νέα ευτυχισμένη εποχή ανοίγεται μπροστά του. Αν όμως θελήσει μ’ αυτή ν’ αποκτήσει νέα
καταστρεπτικότερα όπλα η σημερινή μέρα θα είναι η ΑΡΧΗ του τέλους του ανθρώπινου γένους και του
πλανήτη μας». Βέβαια το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός στους περισσοτέρους από μας στο Μπούλκες έκανε
φοβερή εντύπωση. Λίγο πολύ όλοι καταλάβαμε την φοβερή δύναμη που πλούτισε το Αμερικανικό
οπλοστάσιο, αλλά κανείς μας δεν πανικοβλήθηκε, γιατί ήμασταν βέβαιοι πως και οι Ρώσοι είναι κάτοχοι
του φοβερού αυτού όπλου, αλλά δεν το ανακοινώνουν όπως συνηθίζουν για λόγους σκοπιμότητας και
δεν θα επιτρέψουν για κανέναν λόγο την χρησιμοποίησή του. Ακόμα το νεαρό της ηλικίας των
περισσοτέρων από μας ήταν ένας λόγος της αισιοδοξίας μας. Μπορεί και η ολοκληρωτική απασχόληση
του νου μας στα όσα συμβαίνουν στην Πατρίδα και τις οικογένειές μας για τις οποίες δεν μπορούμε να
μάθουμε τίποτε, κανένα νέο…

***

Τον Οκτώβρη θα σημειωθεί ένα ακόμα γεγονός μεγάλης σημασίας για μας τους Έλληνες κομμουνιστές.
Το 7ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. είναι το γεγονός. Το συνέδριο που συγκαλεί ο λεύτερος τώρα αρχηγός μας και
που όπως εξαγγέλλουν όλα τα όργανα του κόμματος (τύπος και στελέχη) θ’ αποτελέσει την αφετηρία για
μια ανοδική πορεία του κόμματος.

Μέρες πολλές, όχι μόνο όσες διαρκέσει αλλά πολύ πριν αρχίσει και μετά το τέλος του, η προσοχή μας
είναι στραμμένη αποκλειστικά σ’ αυτό. Ο ενθουσιασμός, η χαρά μας είναι φανερή. Πιστεύουμε πολύ στο
αποτέλεσμά του (αποφάσεις που θα πάρει) γιατί ήμασταν βέβαιοι πως θα ’ναι οι σωστές. Αυτές που τόσο
είχαμε ανάγκη. Σ’ αυτό συνηγορούσε η παρουσία του σ. Ν. Ζαχαριάδη, η λεύτερη διεξαγωγή του, η
ποιότητα των αντιπροσώπων, αφού υπήρχε η ευχέρεια μιας σωστής επιλογής και ο χρόνος για μια βαθειά
μελέτη των θεμάτων που θα τους απασχολούσαν. Βέβαια εκτός από εμάς που πανηγυρίζαμε και
περιμέναμε «πολλά» από το συνέδριο, υπήρχαν αρκετοί σύντροφοί μας κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας και
παλιοί αγωνιστές, που δεν κρύβανε την απαισιοδοξία τους. «Πανηγύρι» ή και «Ρωμαϊκή φιέστα» το
χαρακτήριζαν. Το αποτέλεσμα –αποφάσεις του– μάλλον δεν τους διέψευσαν.

Το συνέδριο παρά τις εξαγγελίες, τις μεγαλοστομίες ουσιαστικά δεν θα ξεχωρίσει από τα προηγούμενα.
Ούτε οι καιροί, ούτε οι ανάγκες του κινήματος δεν μπόρεσαν να ταρακουνήσουν την ηγεσία και τον
αρχηγό μας. Μακάριοι συνεχίσουν να σκέπτονται το ίδιο, σαν και παλιά και ν’ αντιμετωπίζουν κάθε
πρόβλημα μ’ εμπνεύσεις της στιγμής, στο ποδάρι που λέμε. Και το κακό είναι ότι νομίζουν πως
δημιουργούν εποχή. Αυτοϊκανοποιημένοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τον αρχηγό, ο
οποίος παρά τις θεωρίες για μετριοφροσύνη, φιγουράρει περίπου σαν θεός. Φυσικό ήταν, λοιπόν, πως με
ηγέτες που ο ναρκισσισμός τους δεν τους επέτρεπε να δουν πιο μακριά από την μύτη τους, οι αποφάσεις
του συνεδρίου να ’ναι ανάλογες με το ύφος τους. Τίποτε το σπουδαίο, τίποτε το συναρπαστικό που τώρα
έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ή μάλλον τίποτε, γιατί από κάθε συνέδριο όλο και
κάτι θα «βγει». Δυο όμως θέματα και αποφάσεις που πάρθηκαν ύστερα από εισήγηση –μάλλον του
αρχηγού– απόδειξαν πόσο λίγη φαιά ουσία διέθεταν οι καθοδηγητές μας. Αφορούσαν και οι δυο
αποκλειστικά την «ποιότητα» και κοινωνική προέλευση των στελεχών και μελών του κόμματος.

Η ηγεσία του κόμματος διαπίστωσε μια μεγάλη απόκλιση της ταξικής προέλευσης των στελεχών σε βάρος
αυτών της εργατικής τάξης. Μιλούσαν για ταξική διαφοροποίηση του κόμματος. Πολύ μεγάλο μέρος,
αναφέρουν, των στελεχών μας, έχει αστική και μικροαστική προέλευση, κάτι που είναι απαράδεκτο για
κομμουνιστικό κόμμα. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η γρήγορη επανόρθωση του λάθους.

Αυτό όμως σήμαινε, εκτός των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζαν όλες οι οργανώσεις με τις αλλαγές στην
στελέχωσή τους και την πίκρα των στελεχών που θα έχαναν τα πόστα που κατείχαν, μόνο γιατί δεν ήταν
προλετάριοι.

Το θέμα των δηλωσιών ήταν ένα άλλο θέμα. Τι έπρεπε να γίνει με τους δηλωσίες και ποια θα ήταν η θέση
τους μέσα στο κόμμα. Και πήραν την μεγάλη απόφαση να ερευνήσουν την κάθε υπόθεση χωριστά.
Μέχρις όμως της επανεξέτασής τους οι δηλωσίες θα έμεναν έξω από κάθε καθοδηγητική δουλειά. Ίσως και
από κάθε κομματική εκδήλωση. Οι δηλωσίες όμως ήταν πολλοί περισσότεροι θα ’λεγα από τους μη
δηλωσίες και ήταν αυτοί που από την πρώτη ώρα οργάνωσαν και στήριξαν πολλές κομματικές
οργανώσεις στην διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου και με σκληρούς αγώνες κατέλαβαν
επάξια ψηλά πόστα. Ο παραμερισμός τους θα δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα, σοβαρότερο απ’ αυτό
που ήθελαν να λύσουν οι ηγέτες μας.

Στο Μπούλκες όπου υπήρχαν αρκετοί δηλωσίες η «επανεξέταση» αυτή όπως ήταν φυσικό προκάλεσε
σχόλια καθόλου κολακευτικά για την ορθή κρίση των εισηγητών του μέτρου. Και δεν ήταν μόνο οι
δηλωσίες που επηρεάστηκαν άσχημα από τις πιο πάνω αποφάσεις. Πολλά στελέχη και μέλη του κόμματος
ένιωσαν πως ζουν σε κλίμα ανασφάλειας. Κατάλαβαν πως το έδαφος που πατούσαν δεν ήταν καθόλου
στέρεο.

Δεν ήταν όμως και λίγοι αυτοί που χειροκρότησαν τις αποφάσεις (νομίζω πως ήταν η πλειοψηφία των
κομματικών μελών της οργάνωσης) που τις θεώρησαν σαν απαραίτητες για την ισχυροποίηση του Κ.Κ.Ε.
Μάλιστα αναφέρουν και το προηγούμενο του Κ.Κ. Σοβιετικής Ένωσης, όπου ο ίδιος ο Λένιν ζήτησε το
ξεκαθάρισμά του. Έχω την εντύπωση πως δεν έχουν δίκιο. Ο Λένιν ζήτησε το ξεκαθάρισμα του κόμματος
και το ’κανε, όταν αυτό είχε πετύχει το κύριο μέρος του σκοπού του, είχε καταλάβει την εξουσία, ήταν
ΚΡΑΤΟΣ. Το ξεκαθάρισμα τότε δεν του δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Αντίθετα ήταν μια σοφή
κίνηση την σωστή στιγμή για ν’ απαλλαγεί το κόμμα από τα καιροσκοπικά στοιχεία που τρυπώνουν
πάντα σε στιγμές δύσκολες, στιγμές επαναστατικές που η διαλογή είναι δύσκολη και πολλές φορές ας τ’
ομολογήσουμε και ασύμφορη. Αυτή είναι η διαφορά. Οι ηγέτες μας έβαλαν τα δυο θέματα και
εκμαίευσαν τις αποφάσεις σε στιγμές που η ηρεμία και η σωστή λειτουργία των οργανώσεων ήταν
απαραίτητη. Σοβαρό λάθος η τόσο πρόωρη υποβολή της υποστήριζαν πολλοί και δεν είχαν άδικο. Άλλοι
πιο κατηγορηματικοί έλεγαν πως με τις δυο αποφάσεις η ηγεσία (καλύτερα να λέμε ο Ζαχαριάδης) θα
προχωρήσει σε ξεκαθάρισμα των στελεχών που δεν θα ήταν της εμπιστοσύνης του. Αρχίζαμε να
καταλαβαίνουμε ότι οι αγώνες, η προσφορά λίγο θα μετρούσουν.

Η εκλογή της νέας κεντρικής επιτροπής, που δεν είναι καθόλου νέα πλην 2-3 συντρόφων, δείχνει πως
μάλλον τίποτε δεν θ’ αλλάξει.

Η αναφορά σε κάποιον στρατηγό που εκλέχτηκε στην κεντρική επιτροπή που γι’ άγνωστους λόγους δεν
αναφέρουν το όνομά του αφήνει την φαντασία μας να ερμηνεύσει όπως ήθελε ο καθένας μας, την εκλογή
του.

Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν σίγουροι πως η εκλογή έγινε γιατί η ηγεσία μας μάλλον μελετούσε
την περίπτωση της πολεμικής σύγκρουσης με την δεξιά και τους συμμάχους της. Σ’ αυτό βοηθούσαν και
κάτι φήμες που κυκλοφορούσαν τις μέρες αυτές, ανάμεσά μας. Δεν έλειψαν και μερικοί που υποστήριζαν
πως η εκλογή και ο τρόπος ανακοίνωσής της ήταν μια προειδοποίηση –απειλή– για τον εχθρό, με
διπλωματικό τρόπο.

Μαζί με τις άλλες αποφάσεις που πάρθηκαν και που δεν αλλάζουν στην ουσία την μέχρι σήμερα
κατάσταση (κυρίως στον τρόπο σκέψης μέσα στο κόμμα) τερματίζει τις εργασίες του το 7ο συνέδριο.

***

Τους τελευταίους μήνες οι ειδήσεις που φθάνουν στο Μπούλκες μιλούν για αλλαγή κυβέρνησης και για
κάποιες προσπάθειες για το στήσιμο μιας κάπως «καπελωμένης» από τους Άγγλους δημοκρατικής
κυβέρνησης.

Η χρησιμοποίηση πολιτικών από το δημοκρατικό χώρο, όπως τους Σοφούλη, Σοφιανόπουλο,


Καφαντάρη, Τσουδερό, Μυλωνά κι άλλων από τον Αντιβασιλιά - Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, με υπόδειξη
φυσικά του Άγγλου πρέσβη Λήπερ, είναι μια κίνηση ανάγκης για αλλαγή ταχτικής. Η συμμετοχή
στελεχών του δημοκρατικού κέντρου στη κυβέρνηση θα έδινε στον «έξω κόσμο» την καλή μαρτυρία για
την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας. Άνθρωποι με δημοκρατικό κύρος στον ευρύτερο
ευρωπαϊκό χώρο, καλούνται να δανείσουν στο Κράτος της δεξιάς, την αίγλη τους. Βέβαια για τον Έλληνα
που η τρομοκρατία του έχει κάνει τον βίο αβίωτο αυτό είναι λεπτομέρεια, ψιλά γράμματα που λέμε. Ο
απλός πολίτης χειροκροτεί την ανάληψη υπουργείων από τους παλαιοδημοκρατικούς, συνεργάτες
ορισμένοι του Βενιζέλου (Λευτέρη) ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Δεν κρύβω πως και πολλοί από μας
στο Μπούλκες το ίδιο ελπίζαμε και χαιρόμασταν γι’ αυτό.

Με την εξαγγελία πως σύντομα θα οδηγηθεί ο Ελληνικός λαός σε ελεύθερες εκλογές ο υπερφορτωμένος
από γεγονότα χρόνος, που σημάδεψαν και σημαδεύουν για πολύ ακόμα την ζωή μας περνά στην ιστορία.
Βέβαια για μας τους Έλληνες αντιφασίστες αγωνιστές ο χρόνος αυτός υπήρξε χρόνος πικρών εμπειριών.
Η συμφωνία της Βάρκιζας μ’ όλες τις συνέπειές της, ο θάνατος του αρχικαπετάνιου μας ΑΡΗ, το κτύπημα
των οργανώσεών μας δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του 1945 σαν μαύρου χρόνου στην ιστορία του
λαϊκού κινήματος. Με το κλείσιμο του χρόνου εμείς οι εξόριστοι του Μπούλκες μετράμε τον δέκατο μήνα
από εκείνο το βράδυ της 23ης προς 24η Φεβρουαρίου που το κόμμα μάς «έμπαζε» (εμένα και λίγους
ακόμα αγωνιστές) στην ξένη γη, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Δέκα μήνες «περιπλανώμενοι» στην Λαϊκή
Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στις εντολές του κόμματος, όσο και
αν αυτές είναι οδυνηρές, γιατί μας κρατούν μακριά από την πατρίδα και τους δικούς μας. Αν κάποιος
μας ρωτούσε πόσος χρόνος πέρασε από το πέρασμα μας «μέσα» σίγουρα θα του απαντούσαμε δέκα
χρόνια, γιατί τόσο μας φάνηκαν οι δέκα μήνες. Αλήθεια σας λέω, ο χρόνος στην εξορία κυλά αργά, πολύ
αργά και μάλιστα σαν περιμένεις το κάλεσμα της επιστροφής. Με τον ευχή να γίνει αυτό μέσα στον
καινούργιο χρόνο αποχαιρετούμε τον παλιό, το 1945.
1946… Ο καινούργιος χρόνος, ο δεύτερος στην εξορία από την αρχή του δείχνει πως κι αυτός θα ’ναι
φορτισμένος από φοβερή ένταση και φορτωμένος από ένα σωρό συγκλονιστικά γεγονότα καθοριστικά
όχι μόνο για μας τους εξόριστους του Μπούλκες αλλά και για όλους τους Έλληνες.

Η κομματική και Κοινοτική ηγεσία μας χαιρέτησε τον νέο χρόνο και πρόβλεψε πως θα ’ναι χρόνος
ανάπτυξης της οργάνωσής μας. Χάρη στην πείρα του περασμένου, την οργάνωση και την συμπλήρωση
των κενών στην στελέχωση των 20 περίπου ομάδων (γκρούπες) εργασίας και των αντίστοιχων κομ.
οργανώσεων βάσης, το ανέβασμα σε ψηλότερα επίπεδα της ζωής μας και της οργάνωσης, ήταν
περισσότερο από βέβαιο. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε –η οργάνωση– ήταν σίγουρο πως οι
στόχοι που είχε βάλει θα πραγματοποιηθούν. Μάλιστα από τώρα τον χαρακτηρίζει σαν χρόνο επιτυχιών.
Σίγουρα θα ήταν τέτοιος αυτό το πιστεύουμε, όλοι όσοι ζούμε στο Μπούλκες, γιατί οι προσπάθειές μας
είναι τόσο πολλές και τέτοιες που δεν μπορεί το αποτέλεσμά τους να είναι άλλο από επιτυχία. Η ανοδική
πορεία της κοινότητας έχει ήδη δρομολογηθεί. Ο χειμώνας εδώ είναι Πολικός, πολλές φορές η
θερμοκρασία πέφτει στους 20 και πλέον βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν. Το χιόνι τις περισσότερες
φορές περνά τους είκοσι πόντους και δυσκολεύει τις εργασίες μας. Οι μεταφορές μέσα και έξω από το
χωριό γίνονται με έλκηθρα που τα έσερναν γεροδεμένα άλογα. Τώρα έχουμε μερικά από τα τόσο
πολύτιμα ζώα. Το γρήγορο γλίστρημα του έλκηθρου πάνω στο χιόνι είναι κάτι το πρωτόγνωρο για τους
πιο πολλούς από μας που αψηφώντας το κρύο μέναμε να παρακολουθήσουμε την όμορφη εικόνα του
χιονισμένου δρόμου που πάνω του γλιστρά με μεγάλη ευκολία το φορτωμένο έλκηθρο. Πέρα όμως από
τις όμορφες εικόνες ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς και τα προβλήματα που μας δημιουργεί πολλά. Αλλά
και το δικό μας πείσμα μεγάλο, αντιμετωπίζαμε κάθε πρόβλημα πολλαπλασιάζοντας τις προσπάθειές μας
μέχρι να πάψει αυτό να μας ενοχλεί. Ούτε ο νόστος, ούτε η πικρία, που νιώθουμε για την τύχη μας (να
βρισκόμασταν μακριά από την πατρίδα) μειώνουν έστω και για λίγο την θέλησή μας για παραγωγική
εργασία. Ελάχιστοι, μετριούνται στα δάκτυλα των δυο χεριών μου, είναι αυτοί που δεν συμμετέχουν στην
προσπάθεια. Ευτυχώς, οι άλλοι οι πολλοί δουλεύουν σκληρά και με τόσο πάθος που μέχρι τότε δεν
γνώρισα μα και ούτε πιστεύω να γνωρίσω. Ακόμα και αυτοί που διαφωνούν με το κομ. γραφείο τα
«αντικομματικά στοιχεία» όπως αυτό τους χαρακτηρίζει, δεν υστερούν των άλλων συντρόφων.
Προσπαθούν το ίδιο δυνατά, το ίδιο αποδοτικά. Γνωρίζουμε όλοι πως η συμμετοχή του καθένα μας στην
παραγωγή είναι διπλή υποχρέωση και προς το άτομό μας και στο σύνολο. Μάλιστα νιώθαμε άσχημα αν
μερικές φορές για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής μας δεν μετείχαμε στην παραγωγή. Κανείς δεν ήθελε
να χαρακτηριστεί σαν τεμπέλης, ήταν μεγάλη ντροπή. Στον τομέα της παραγωγής δεν υπάρχουν
διαφωνίες, ενωμένοι πορευόμασταν από επιτυχία σε επιτυχία. Ας ήταν να γινότανε το ίδιο και στη
κομματική οργάνωση. Εδώ οι αντιθέσεις οξύνονται, χωρίς προοπτική εξάλειψής τους. Δυστυχώς μέσα στις
κομματικές οργανώσεις διεξάγεται ένας σκληρός αγώνας που κατά την γνώμη μου είναι αγώνας των
κρατούντων να μη χάσουν την «καρέκλα» και των άλλων να κερδίσουν αυτό που δεν έχουν και που τόσο
ποθούν, τις καρέκλες των πρώτων. Λυπάμαι που το γράφω, αλλά έχω την πεποίθηση ότι αυτό ήταν η
κύρια αιτία όσων κακών συνέβηκαν στο Μπούλκες. Οι άλλες αιτίες ήταν ή πρόσχημα ή τόσο μικρής
σημασίας που η αναφορά τους είναι περιττή και χωρίς αξία. Κρίμα γιατί τις περισσότερες φορές
γινόμασταν μάρτυρες μιας σύγκρουσης μεταξύ αξιόλογων κομματικών στελεχών της οργάνωσής μας. Η
κριτική που γίνεται στις αποφάσεις του κομ. γραφείου είναι πολλές φορές σκληρή και δεν βοηθά καθόλου
τη σωστή δουλειά μέσα στις Κ.Ο.Β. Αντίθετα αποπροσανατολίζει και διχάζει τους συντρόφους που
πελαγώνουν μπροστά στις άσχημες καταστάσεις που δημιουργούν αυτές οι ταχτικές. Αν ακόμα λάβουμε
υπόψη τις συνθήκες που δεν είναι τόσο ευνοϊκές (η ψυχολογική κατάστασή μας μια και είμαστε μακριά
απ’ τις οικογένειές μας, η σκληρή δουλειά, η εντύπωση πως χάνεται πολύτιμος χρόνος για την ευνοϊκή
εξέλιξη του κινήματός μας) η δημιουργία αιτίων για αντιπαράθεση στις θέσεις του κομ. γραφείου, ήταν
πολύ εύκολη υπόθεση.

Απ’ την πλευρά του το κομ. γραφείο στην προσπάθεια να περάσει την γραμμή του, που έλεγε πως ήταν
γραμμή του κόμματος και για να κρατήσει τον έλεγχο της κομ. οργάνωσης φυσικά και της κοινότητας,
ξεπερνά πολλές φορές τα επιτρεπτά όρια αυστηρότητας. Τα μέτρα που παίρνει γίνονται όλο και
σκληρότερα, που όπως είναι φυσικό δημιουργούν μια πολύ άσχημη ατμόσφαιρα μεταξύ των
κομμουνιστών στο Μπούλκες. Κάποια σημάδια δείχνουν πως και στον καινούργιο χρόνο –1946– θα
οξυνθούν ακόμα οι αντιθέσεις αυτές και είναι άγνωστο πού θα μας οδηγήσουν αν στο μεταξύ δεν συμβεί
κάποιο γεγονός ικανό να μας χαρίσει την ενότητα που τόσο έχουμε ανάγκη. Να εξομαλύνει τις διαφορές
που στο κάτω κάτω δεν είναι μεγάλες. Είχα από την αρχή την γνώμη πως αν κάτι μας δημιουργούσε
προβλήματα, αυτό το κάτι ήταν ο εγωισμός μας, ο παθολογικός εγωισμός που μας τυφλώνει και που δεν
μας αφήνει να δούμε και πιο πολύ να ενεργήσουμε σωστά… Αυτό ισχύει και για τους «κομματικούς» και
για τους «αντικομματικούς». Άλλωστε είναι και το ελάττωμά μας των Ελλήνων), ένα ελάττωμα που
πληρώσαμε ακριβά πολλές φορές στην μακριά ιστορία μας. Και ενώ αναγνωρίζουμε το κακό που μας
προκαλεί αυτός ο αρρωστημένος εγωισμός δεν προσπαθούμε να κάνουμε το παραμικρό που θα μας
γλίτωνε από το «προπατορικό αμάρτημα». Γιατί πραγματικά είναι αμάρτημα και κατάρα που
κουβαλάμε χρόνια πολλά και ποιος ξέρει για πόσο ακόμα διάστημα. Κι ενώ για πολλούς λαούς ο
εγωισμός αποτελεί την προωθητική δύναμη που τους οδηγεί σε μια σειρά κατακτήσεις (επιστημονικές και
άλλες) για μας τους Έλληνες είναι πηγή κακών και οπισθοδρόμησης. Γιατί; Ποια είναι η αιτία της τόσο
διαφορετικής επίδρασης; Νομίζω πως είναι θέμα παιδείας και του ταμπεραμέντου μας. Και πιο απλά,
στενοκεφαλιάς.

Ε, λοιπόν αυτή η στενοκεφαλιά μας είναι η αιτία των όσων συμβαίνουν στο Μπούλκες και είναι κρίμα
γιατί θέλουμε να λέμε πως είμαστε κομμουνιστές κι έχουμε ξεπεράσει τέτοιου είδους αδυναμίες.

Κάτι ονόματα που ακούγονται σε χαμηλό τόνο (ψιθυριστά) και που είναι αυτών που χαρακτηρίζονται
σαν «ύποπτοι» βεβαιώνουν τα πιο πάνω. Γιατί μόνο η στενοκεφαλιά μπορεί να οδηγήσει έναν Περικλή
(Χουλιάρα) έναν Σμόλικα, έναν Ραφτούδη, Καραντάου και άλλους σε πράξεις αντικομματικές –αν
βέβαια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι τις διαμαρτυρίες τους– αφού ήταν γνωστή σ’ όλους μας η
πίστη τους στον αγώνα και το κόμμα. Εγωισμός και στενοκεφαλιά τους εμποδίζουν και όχι μόνο αυτούς,
να δουν σωστά και πιο πολύ να βρουν το σωστό τρόπο διατύπωσης της θέσης τους στα διάφορα
προβλήματά μας.

Το ίδιο ισχύει και για την άλλη πλευρά. Ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει το κομ. γραφείο τα
διάφορα προβλήματα, όπως της πειθαρχίας, το ίδιο πράγμα μαρτυρά. Έλειψε η ευρύτητα πνεύματος, η
ήρεμη σκέψη ακόμα και η μεγαλοψυχία στις αποφάσεις του. Γιατί όσο προσπαθούσαμε να βρούμε ποιες
διαφορές χωρίζουν κομ. γραφείο και «αντικομματικούς» και πόσο μεγάλες είναι αυτές, τόσο
βεβαιωνόμασταν πως ουσιαστικές διαφορές δεν υπήρχαν. Και όταν λέμε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ εννοούμε
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ, γιατί στο κομμουνιστικό κόμμα μόνο αυτού του είδους οι διαφορές είναι σοβαρές και
επικίνδυνες, ικανές να το προβληματίσουν, όλες οι άλλες είναι παρωνυχίδες, ένα τίποτε που με έναν
σωστό διάλογο μπορεί να λείψουν. Και είναι αδύνατο να μην υπάρχουν, νομίζω μάλιστα πως είναι
απαραίτητες (οι διαφορές) όπως είναι τα μικρόβια στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο διάλογος για όσες
διάφορες παρουσιάζονται βοηθάει στο ζωντάνεμα των οργανώσεων και οδηγεί τα μέλη τους στο δρόμο
της συλλογικής εργασίας –πνευματικής– τα βοηθάει να σκέπτονται και ν’ αποφασίζουν σωστά. Ο
διάλογος είναι ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης και η εφαρμογή της στην πράξη.

Δυστυχίες στο Μπούλκες δεν έγινε σωστός και σοβαρός διάλογος που σίγουρα θα έλυνε αρκετά
προβλήματά μας. Γιατί; Απλά, γιατί φανερά «επίσημα» μόνο η πλευρά του κομ. γραφείου υπήρχε. Η
άλλη, ας την ονομάσουμε διαφωνούσα και όχι «αντικομματική» ήταν ΑΠΡΟΣΩΠΗ. Σωστά διαβάζετε
απρόσωπη. Κανείς δεν την εκπροσωπούσε. Ούτε ένας επώνυμα δεν θέλησε σοβαρά και με θάρρος να
παρουσιάσει τις δίκες της σκέψεις στα όσα προβλήματά μας. Ορισμένοι –γνωστοί σε πολλούς από μας–
που πραγματικά εκμεταλλευτήκαν τις δυσκολίες, ίσως και τα λάθη του κομ. γραφείου, καλλιέργησαν την
δυσφορία χωρίς όμως ν’ αναλάβουν ποτέ τις ευθύνες τους. Πώς λοιπόν να γίνει διάλογος; Διάλογος με
σκιές δεν γίνεται. Και αυτό ήταν το λάθος των διαφωνούντων. Άφηναν να κυκλοφορούν οι κατηγορίες
κατά του γραφείου με την μορφή της γκρίνιας, ψιθυριστά σίγουροι πως θα επηρέαζαν όλο και
περισσότερους συντρόφους. Βέβαια αυτή η τακτική είχε κάποιες επιτυχίες αλλά δεν βοήθησε ποτέ να
διορθωθεί κανένα στραβό της οργάνωσής μας. Αντίθετα ανάγκαζε το κομ. γραφείο να ακολουθεί σκληρή
πολιτική για την αντιμετώπιση αυτής της τακτικής, που δεν ήταν καθόλου αρεστή σ’ όλους μας. Μήπως
όμως είχε και κάποιο δίκιο; Πώς αλλιώς να αντιμετώπιζε κάτι θολό, κάτι απρόσωπο;
Έκανε μια προσπάθεια να απομονώσει από τη «βάση» ορισμένους γνωστούς για την αντίθεσή τους στις
τακτικές του γραφείου χωρίς να τους εκθέσει για λόγους σκοπιμότητας, αλλά μάλλον απέτυχε. Απότυχε
γιατί τίποτε το καλό δεν προέκυψε και από αυτή του την κίνηση. Η διαφωνία με τη μορφή γκρίνιας
συνεχίζεται προκαλώντας μεγάλη ζημιά στην οργάνωσή μας. Αποτέλεσμα αυτού του «κλεφτοπολέμου»
ήταν να σκληρύνει την στάση του το κομ. γραφείο, παίρνοντας μέτρα που μάλλον κακό προξένησαν
παρά ωφέλησαν την οργάνωσή μας. Γιατί όπως λέει και ο λαός μας «κοντά στο ξερό καίγεται και το
χλωρό» την «νύφη την πλήρωσαν και σύντροφοι που χωρίς καμιά πρόθεση έκαναν παράπονα για κάτι
που δεν τους άρεζε. Γκρινιάρης λοιπόν άρα αντικομματικός, γράψτον στα μαύρα κατάστιχα… Μύλος
και να ήταν μόνο ο χαρακτηρισμός «αντικομματικός» πάει κι έρχεται, ήταν όμως και οι χαρακτηρισμοί
… πράχτορας της Ιντζέλιτζες Σέρβις, εχθρός του λαού και…

Τώρα πότε οι σύντροφοι έγιναν πράκτορες και εχθροί του λαού είναι ένα ερώτημα που μόνο οι σοφοί
καθοδηγητές μας μπορούν ν’ απαντήσουν. Η τέτοια όμως αντιμετώπιση του προβλήματος δείχνει πόσο
«ελαφριά», αβασάνιστα και αντικομματικά θα έλεγα ενεργούσε πολλές φορές και το κομ. γραφείο.

…Η κυβέρνηση Σοφούλη έχει εξαγγείλει για τον Μάρτη εκλογές. Ελεύθερες εκλογές που θα βάλουν τέρμα
στην καθόλου όμορφη κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα. Ομιλεί η κυβέρνηση, για αποκατάσταση
Κράτους δικαίου, δυνατού δημοκρατικού. Όλοι όμως γνωρίζουμε πως η δύναμη του Κράτους
περιορίζεται και όχι πάντα, το πολύ μέχρι τα όρια του Νομού Αττικής. Πέρα από εκεί υπάρχει μόνο το
«παρακράτος» και είναι το παρακράτος με τις συμμορίες του η δύναμη που εξουσιάζει και κυβερνά με
τους δικούς του νόμους, με την βία, με το έγκλημα. Ακόμα κι αυτά τα όργανα που έχουν καθήκον να
κρατούν την τάξη, τις περισσότερες φορές μετατρέπονται σε υποχείρια του παρακράτους. Στο όνομα του
αντικομμουνισμού οργιάζει ένα πλήθος ύποπτων υποκειμένων. Τα περισσότερα είναι δοσίλογοι,
συνεργάτες των κατακτητών (εκτελεστικά όργανα, μαυραγορίτες που πλούτισαν κλέβοντας τον λαό μας
και «ιδεολόγοι» του Φασισμού) που άρπαξαν την χρυσή ευκαιρία που τους έδωσε η επέμβαση των
Άγγλων στα πράγματα της πατρίδας μας, όχι μόνο να σώσουν το βρωμερό σαρκίο τους αλλά και να
συνεχίσουν το κατάπτυστο έργο που είχαν αρχίσει στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Τώρα όμως με την
ευλογία του Κράτους και της εκκλησίας το «έργο» τους ονομάζεται πατριωτικό και εθνοσωτήριο!!!

Έχει περάσει χρόνος από την απελευθέρωση της πατρίδας και ούτε μια δεκάρα συνεργάτες των
κατακτητών αντιμετώπισε στρατοδικεία ή δικαστήρια για να δώσουν λόγο για τις πράξεις τους, σε
αντίθεση με τα κράτη της Ευρώπης που δικάζουν και εκτελούν τα ανθρωπόμορφα κτήνη. Στην Ελλάδα
της αγγλικής επιρροής δεν άλλαξε τίποτε, οι θύτες είναι πάλι θύτες, τα θύματα οι άξιοι Έλληνες…

Πολλοί πιστεύουμε στην καλή θέληση του «γερο-Σοφούλη» αλλά αναρωτιόμασταν, πώς θα επιβληθεί του
παρακράτους για να κάνει ελεύθερες εκλογές; Στο Μπούλκες πολλοί είναι οι αισιόδοξοι που πιστεύουν
πως μπορεί να γίνει το θαύμα, να κυβερνήσει δηλαδή μια δημοκρατική κυβέρνηση την πατρίδα. Η
επιθυμία μας να δούμε μια Ελλάδα δημοκρατική, ειρηνική στην οποία θα μπορούσαμε να ζήσουμε με
τιμή (οι αγωνιστές) μας «φόρτωνε» πολλές φορές με ψευδαισθήσεις. Ίσως σ’ αυτό να βοήθησε και η
απόσταση. Μας χωρίζανε χίλια χιλιόμετρα από την πατρίδα και όπως ήμασταν απομονωμένοι από τον
«έξω κόσμο» φυσικό ήταν ο απόηχος των γεγονότων να ’ναι απόμακρος και η επίδρασή τους ελάχιστα
έντονη.

Υπήρχαν και οι απαισιόδοξοι «σκεπτικιστές». Ψυχροί αναλυτές των γεγονότων σημείωναν την αδυναμία
αποκατάστασης της ειρήνης στην χώρα μας με εκλογές, όση καλή θέληση και αν υπήρχε από τους
δημοκρατικούς πολιτικούς. Θα είναι σφάλμα να πιστέψουμε πως το τόσο αίμα που χύθηκε για να ΜΗ
εδραιωθεί η δημοκρατία και που εξέθεσε την «δεξιά» παγκόσμια, ήταν απλά μια αντίδρασή της στον
κομμουνιστικό «κίνδυνο» και πως τώρα θα υποστήριζε μια έστω παλαιοδημοκρατική επικράτηση. Γιατί
όταν μιλούμε για «δεξιά» δεν εννοούμε μόνο τους Λαϊκούς του Παναγή Τσαλδάρη ή τους συντηρητικούς
φιλελευθέρους ή ακόμα τους βασιλικούς. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Πρέπει να τονιστεί η
διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη νεοδεξιά, αν θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα
τον αντίπαλό μας. Και η διαφορά είναι εξόφθαλμη, η παραδοσιακή δεξιά παρουσιάζεται
μετριοπαθέστερη των νεοδεξιών. Σ’ αυτούς λοιπόν τους νεοφασίστες, τον εσμό των πιο άνομων
συμφερόντων, τα κατάλοιπα της Μεταξικής δικτατορίας και ξεβράσματα της κατοχικής περιόδου,
αναφέρομαι. Γιατί στην διάρκεια της τετράχρονης κατοχής εκτός των άλλων κακών έγινε και μια
διαφοροποίηση –προς το χειρότερο– στην τάξη της «υψηλής κοινωνίας» που αποτελούσε την κεφαλή της
παλαιοκομματικης δεξιάς παράταξης. Πολλά «τζάκια» καταστράφηκαν στην προσπάθειά τους να
επιζήσουν. Παλιοί «άρχοντες» χάσανε τις περιουσίες τους γιατί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στην
νέα κατάσταση. Όσοι διατήρησαν την Εθνική τους υπερηφάνεια και δεν συνεργάστηκαν με τον
κατακτητή είδαν τις περιουσίες τους να περνάνε σ’ άλλα χέρια. Στα χέρια των ανθρώπων που ο λαός μας
ονόμαζε ΤΣΑΚΑΛΙΑ. Τώρα αυτοί (τα τσακάλια) είναι οι οικονομικά δυνατοί και όπως είναι σκληροί,
δίχως ίχνος ανθρωπιάς και ηθικής, αποτελούν ένα μεγάλο κίνδυνο για την πατρίδα. Ήταν κάθε μορφής
αλήτες. Προδότες που υπηρέτησαν τον κατακτητή σαν καταδότες των συμπατριωτών τους,
ταγματασφαλίτες, μαυραγορίτες που με τις πλάτες των κατακτητών θησαύρισαν. Υπήρχαν ακόμα και οι
«εργολάβοι» που αναλάμβαναν οχυρωματικά έργα από τους Γερμανοϊταλούς και βγάζανε πολλά λεφτά.
Ήταν και οι λεσχιάρχες, άλλα καθάρματα, που είχαν μετατρέψει τις λέσχες σε άντρα των Γερμανών.
Ήταν και άλλοι. Αυτοί όμως ήταν η «αφρόκρεμα», οι άλλοι ήταν ψιλικατζήδες μπροστά τους. Βρωμεροί
ό,τι χειρότερο υπήρχε ανάμεσά μας, αδίστακτοι, γρήγορα έγιναν οι οικονομικά δυνατοί. Και όπως είχαν
την τύχη (χάρη των γεγονότων που ακολούθησαν την απελευθέρωση της πατρίδας) όχι μόνο δεν έδωσαν
λόγο για την συμπεριφορά τους στα τέσσερα σκληρά χρόνια της σκλαβιάς και πώς απόκτησαν όσα τώρα
είχαν στην κατοχή τους, αλλά το εκπληκτικότερο, παρουσιάζονται σαν υπερασπιστές των ιδανικών
Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια… Πόση κατάπτωση, αλήθεια. Αγράμματοι οι περισσότεροι «νεόπλουτοι»,
αυτοί και οι οικογένειές τους έχουν γίνει ο στόχος των γελοιογράφων με τις πολλές γκάφες που κάνουν
στην προσπάθειά τους να παραστήσουν τους άρχοντες. Ε, αυτά τα γλοιώδη υποκείμενα που έκαναν τόσο
κακό στην πατρίδα υπηρετώντας τον κατακτητή, τώρα με την ίδια ευκολία γλείφουν τις Αγγλικές
αρβύλες και κάθε άλλον που θα τους σώσει από την τιμωρία. Βρήκανε καταφύγιο στην δεξιά παράταξη
που είχε μεγάλη ανάγκη από οπαδούς την εποχή εκείνη. Ενίσχυσαν την δεξιά και όπως ήταν σκληροί και
αδίστακτοι γρήγορα την «καπέλωσαν» για να γίνουν το πιο μισητό κομμάτι της.

Κατάφεραν να βάλουν στην άκρη τους «ιδεολόγους» της παράταξης και όπως γίνεται τις περισσότερες
φορές, η λογική και η μετριοπάθεια έδωσαν την θέση τους στον φανατισμό, στο παράλογο.

Πώς λοιπόν να συνεννοηθείς, πώς να πείσεις την «άλλη πλευρά» να δεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών,
αν αυτό έδινε μια δημοκρατική κυβέρνηση, όταν αυτή εξουσιάζεται ουσιαστικά από τους νέους
«άρχοντες»; Όση καλή θέληση και αν διαθέτεις δεν μπορείς να πιστέψεις πως είναι δυνατή μια συμφωνία
ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ήταν φανερό πως κάτι τέτοιο ήταν ουτοπία, δεν χρειαζότανε πολύ μυαλό για
να καταλάβεις πως τώρα που η «Δεξιά» απόχτησε την δύναμη που της δίνουν τα Αγγλικά όπλα, η
οριστική συντριβή του αντίπαλου ήταν η μοναδική επιδίωξή της. Το είπαμε και πρωτύτερα, οι λογικοί, οι
μετριοπαθείς είχαν μπει στη γωνία.

…Η τρομοκρατία, οι φόνοι πολιτών κυρίως στην ύπαιθρο τίποτε το καλό δεν προμηνύουν.

Στο Μπούλκες παρακολουθούμε με αγωνία όσα συμβαίνουν «κάτω» και αγανακτούμε για τον τρόπο που
το κόμμα αλλά και άλλοι ηγέτες της αριστεράς αντιμετωπίζουν την φοβερή κατάσταση. Δεν
δικαιολογούμε την υποχωρητικότητά τους, τους αποκαλούμε τυφλούς που δεν έβλεπαν αυτό που
διέκρινε κάθε Έλληνας.

***

Οι επικριτές της κομ. Οργάνωσης του Μπούλκες όλο και πληθαίνουν και «απειλούν» κατ’ την γνώμη των
στελεχών του γραφείου την κομματική συνοχή μας. Για τον λόγο αυτόν ζητά από τις Κ.Ο. Βάσης να
πάρουν μέτρα για την ανακάλυψη και την παραδειγματική τιμωρία τους. «Έβγαινε στην επίθεση». Δεν θ’
άφηνε για κανένα λόγο την πρωτοβουλία στους «κακούς συντρόφους». Για τους κομ. γραμματείς των
Κ.Ο.Β. δημιουργήθηκε το μεγάλο πρόβλημα. Πώς, δηλαδή θα ξεσκέπαζαν τα αντικομματικά στοιχεία;
Ποιους θα χαρακτήριζαν σαν τέτοιους; Γιατί πραγματικά ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο, γιατί εκτός από
ελάχιστους συντρόφους που είχαν το θάρρος να μιλούν ανοικτά, οι άλλοι ήταν ψιθυριστές, άτομα που
εμπιστευότανε λίγους, γι’ αυτό και ο κύκλος μέσα στον οποίο κινούνται είναι πολύ περιορισμένος. Έπειτα
υπήρχε ο κίνδυνος να χαρακτηριστούν σαν αντικομματικά στοιχεία και οι από φύση γκρινιάρηδες που
όμως η πίστη τους στο κόμμα δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί. Παρά την σοβαρότητα του προβλήματος τα
κομματικά στελέχη δεν πίεσαν πολύ το μυαλό τους. Έβαλαν σε κίνηση τον μηχανισμό παρακολούθησης,
την συνηθισμένη και δοκιμασμένη μέθοδο. Καλούν όλα τα κομματικά μέλη να γίνουν επαγρυπνητές για
να διαφυλάξουν την… ενότητα της κομ. οργάνωσής μας. Διακηρύττουν σ’ όλους τους τόνους πως η
παρακολούθηση των συντρόφων σου είναι πράξη καθαρά κομματική (όχι ρουφιανιά όπως πολλοί
σύντροφοί μας [τη] χαρακτήριζαν) και πως από την δουλειά που θα κάνει ο κάθε ένας μας –στον τομέα
παρακολούθησης– θα κριθεί και θ’ αξιολογηθεί η πίστη του στο κόμμα…

Γρήγορα η εμπιστοσύνη που υπήρχε στις μεταξύ μας σχέσεις περιορίζεται στο ελάχιστο. Δύσκολα
εμπιστευότανε ο ένας τον άλλον.

Την εποχή εκείνη ήμουν υπεύθυνος μιας ομάδας της Υ.Τ.Ο. (υπηρεσίας τάξης Ομάδας) κάτι σαν
αστυνομία, που είχε έργο την φύλαξη του σιδηροδρομικού σταθμού και της γύρω από αυτόν περιοχής.
Έπρεπε να εμποδίζουμε με κάθε τρόπο την αποβίβαση «ανεπιθύμητων» αλλά και την χρησιμοποίηση των
τρένων που περνούν από τους συντρόφους που θα αποφάσιζαν να το σκάσουν. Γιατί πρέπει να
ομολογήσω πως ήδη έχουν γίνει κάτι απόπειρες. Από την θέση αυτή μπόρεσα να «δω» πως οι
επαγρυπνητές έκαναν περισσότερο κακό στο κόμμα από όσο θα έκαναν άλλα τόσα αντικομματικά
στοιχεία από όσα αυτοί «ξεσκέπασαν». Όλοι οι ομαδάρχες της Υ.Τ.Ο ενημερωνόμασταν τακτικά για τα
περιστατικά της αρμοδιότητάς μας. Το 90% των καταγγελιών ήταν σίγουρα τραβηγμένες. Οι σύντροφοι-
επαγρυπνητές στην προσπάθεια να αποδείξουν την πίστη τους στο κόμμα έκαναν πολλά φάλτσα.
Παρεξηγούσαν και την πιο αθώα συζήτηση, δίνοντας τις δικές τους ερμηνείες. Μεγάλο μέρος ευθύνης για
το απαράδεκτο των καταγγελιών φέρνουν τα στελέχη του κομ. γραφείου που κυριολεκτικά έκαναν πλύση
εγκεφάλου στους άτυχους επαγρυπνητές. Ακόμα και στον ύπνο τους έβλεπαν πράκτορες, εχθρούς του
λαού, φραξιονιστές και... πράκτορες των Άγγλων. Οι κομματικοί καθοδηγητές μας (όχι και όλοι για να
’μαστε δίκαιοι) ενώ διέκριναν πολλές φορές ακόμα και το πάθος της ζήλειας και την λαχτάρα του
καταγγέλλοντα επαγρυπνητή για μια «ψηλότερη καρέκλα», όχι μόνο δεν του ζητούσαν εξηγήσεις, αλλά
πολύ συχνά, τον ενθάρρυναν. Το αποτέλεσμα της τέτοιας επαγρυπνητικής δουλειάς ήταν να
χαρακτηριστούν σαν αντικομματικά στοιχεία και αξιόλογοι σύντροφοί μας που είχαν το θάρρος να
ζητούν περισσότερη δημοκρατία στην οργάνωση και που αρνιότανε κάθε παρακολούθηση των
συντρόφων. Και ήταν ανάμεσά τους και στελέχη με περγαμηνές που κανένας δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει.
Η πίκρα γι’ αυτό που γινότανε ήταν μεγάλη γιατί καταλαβαίναμε πως η ζημιά που θα πάθαινε το κόμμα
σίγουρα θα ήταν σοβαρή. Όλοι αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως στο Μπούλκες δεν δοκιμάζεται μόνο
η ικανότητα του σ. Μιχάλη (Γ.Πεχτακτσίδη) και των άλλων στελεχών του κομ. γραφείου, αλλά και η
ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ του κόμματος. Γίνεται φανερό πως τα περί ισότητας, αξιοσύνης, δημοκρατίας κ.λπ.
τουλάχιστον στο Μπούλκες μένουν «μακρινά οράματα». Η εντύπωση που δημιουργήθηκε στους
περισσότερους από μας, πως οι αγώνες, η προσφορά του καθένα μας κινδυνεύει να σπιλωθεί από κάποιον
επαγρυπνητή ήταν τόσο άσχημη που νιώσαμε ανασφάλεια. Ο φόβος μήπως παρεξηγηθεί μια λέξη μας, ή
μια κίνησή μας έγινε το καθημερινό μαρτύριο που δεν μας άφηνε να ησυχάσουμε ούτε λεπτό. Κρίμα...
Μπορεί βέβαια να υπήρχαν μεταξύ μας ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ που δημιουργούσαν προβλήματα στην οργάνωση,
κυρίως προβλήματα [στις] σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί ούτε την ένταση,
ούτε την έκταση του μέτρου της παρακολούθησης. Αν το «έσκαζαν» μερικοί και πήγαιναν στα διπλανά
χωριά για να συναντήσουν μία γυναικεία συντροφιά, ένα ποτήρι κρασί ή επειδή δεν άντεχαν την
κλεισούρα στο χώρο του χωριού μας –όχι πάντως για να βλάψουν την οργάνωσή μας– δεν δικαιολογεί
ούτε έδινε το δικαίωμα στο κομ. γραφείο να αστυνομεύει και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο τη ζωή μας.
Οι πικραμένοι και απογοητευμένοι έστω και αν δεν εκδηλώνονται όλο και πληθαίνουν. Μόνο η ελπίδα
πως κάτι θα γίνει, πως γρήγορα όλα θ’ αλλάξουν προς το καλύτερο κάνει πολλούς να στεκόμαστε στην
άκρη απλοί παρατηρητές.

***
Οι εκλογές στην πατρίδα έχουν οριστεί για το τέλος του Μαρτίου. Η αγωνία είναι μεγάλη και μια στάλα
ελπίδας πως κάτι μπορεί να γίνει, μας αναστατώνει ευχάριστα, ύστερα μάλιστα και από την ανακοίνωση
πως τις εκλογές θα τις παρακολουθήσουν για την σωστή και τίμια διεξαγωγής τους, παρατηρητές από
ξένα κράτη. Κι ενώ η αγωνία μας μεγάλωνε όσο πλησίαζε η ημέρα των εκλογών, η είδηση πως το κόμμα
μας το Κ.Κ.Ε. δεν θα έπαιρνε μέρος στις εκλογές, έπεσε σαν βόμβα στην Κοινότητά μας. Σαν ΓΡΑΜΜΗ
περνά στην κομ. οργάνωσή μας η σημαντική, ίσως η σημαντικότερη απόφαση που πήρε το κόμμα μετά
την Βάρκιζα. ΑΠΟΧΗ λοιπόν παρασέρνοντας και τους ΕΑΜΙΚΟΥΣ.

Σε συγκεντρώσεις στελεχών γίνεται ανάλυση της σκέψης που οδήγησε την Κεντρική Επιτροπή του
κόμματος στη λήψη αυτής της απόφασης, για να μεταφερθεί από αυτούς στα κομματικά μέλη αλλά και
στους εξωκομματικούς. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις έγινε φανερό πως οι αποφάσεις που παίρνει το
ανώτερο όργανο του κόμματος μπορεί να φθάνουν στην βάση για συζήτηση αλλά μόνο για συζήτηση,
τίποτε παραπάνω. Ο εισηγητής εξηγεί την απόφαση στους συντρόφους, που παρακολουθούν με προσοχή
τα όσα λέει και στο τέλος επικροτούν με «θέρμη» την ορθότητα της απόφασης. Ο φόβος μήπως
χαρακτηριστούν αντικομματικοί, ίσως και επειδή γνώριζαν από άλλες φορές πως όσα θα έλεγαν αν δεν
ήταν σύμφωνα με την εισήγηση θα πήγαιναν στον «βρόντο» ανάγκαζε κι αυτούς που είχαν κάποια
σωστή γνώμη να σωπαίνουν. Και γινόμασταν μάρτυρες, τις περισσότερες φορές, μιας καθόλου
κολακευτικής εικόνας, μιας εικόνας που πραγματικά αξίζει να σας την περιγράψω γιατί δείχνει πόσο
μέρος παίρνει η βάση του κόμματος στις αποφάσεις του.

Μετά την ανάλυση του θέματος από τον εισηγητή καλούνται να πάρουν τον λόγο όσοι επιθυμούν να
μιλήσουν. Τότε και αυτό γίνεται πάντα, πρώτοι έπαιρναν τον λόγο οι «πειθαρχικοί» οι Ηρακλείς του
κόμματος, οι βαλτοί όπως τους χαρακτηρίζαμε. Με θέρμη αλλά με κούφια λόγια, χιλιοειπωμένα,
προσπαθούν να μας πείσουν για την σοφία αυτών που «πήραν την απόφαση» αφού πρώτα ζύγισαν
σωστά το «συμφέρον του κόμματος» και σε υψηλούς επαναστατικούς τόνους καλούν τους ακροατές τους
να παινέσουν και να χειροκροτήσουν την «ιστορική απόφαση». Χειροκροτήματα από τον εισηγητή και
μερικούς που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τελειώσει η συγκέντρωση. Είναι και οι «άλλοι» αυτοί
που τακτοποιημένοι στην κομ. ιεραρχία δεν θέλουν με κανένα τρόπο να έρθουν αντιμέτωποι με τους πιο
ψηλά. Χωρίς ίχνος εγωισμού, χωρίς υπεύθυνη σκέψη και θέση δεχότανε χωρίς συζήτηση την απόφαση.
«Συμφωνώ με τον προλαλήσαντα», τον βαλτό δηλαδή, ήταν η φράση που ουσιαστικά χαρακτήριζε την
ομιλία τους. Μεγαλειώδες δείγμα δουλοφροσύνης. Γι’ αυτό όταν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον
δουλοπρεπή, πετούσαμε την φράση, «ο κύριος συμφωνώ με τον προλαλήσαντα».

Σε μια συγκέντρωσή μας σχετική με την ΑΠΟΧΗ θα παρατηρήσουμε την ίδια εικόνα, παρά την
σοβαρότητα του θέματος. Μετά την εισήγηση και από τους λόγους των «πιστών» μίλησε ένας σύντροφος
–δεν θυμάμαι το όνομά του– δικηγόρος και παλιός κομμουνιστής. Από τις πρώτες κιόλας λέξεις του όλοι
στην αίθουσα αναστατώθηκαν. Τι ήθελε ο ευλογημένος ν’ αρχίσει την ομιλία του με το «υπάρχει και
άλλος δρόμος, η συμμετοχή μας αντί της αποχής…» Προσπάθησε να πει κάτι στα δυο λεπτά, τόσο
κράτησε η ομιλία του, μέσα σε αποδοκιμασίες, που λίγοι άκουσαν.

Μετά μίλησα εγώ. Τους είπα πως είμαι πολύ νέος με καθόλου πείρα στα πολιτικά πράγματα. Όσα ξέρω
εδώ στο Μπούλκες τα έμαθα, κοντά σε σας, από εσάς. Τους μίλησα για τον Λένιν που όπως είχα διαβάσει,
πάντα ζητούσε από τα στελέχη και μέλη του κόμματος να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για νόμιμη
δουλειά. «Ακόμα και όταν το κόμμα βρίσκεται σε βαθειά παρανομία θα πρέπει να δημιουργούμε τις
κατάλληλες συνθήκες για την παρουσία του κόμματος μέσα στον Λαό, αν δεν θέλουμε να χάσουμε την
τόσο πολύτιμη επαφή μαζί του. Κι αυτό θα το πετύχουμε αν εκμεταλλευτούμε σωστά τις ΝΟΜΙΜΕΣ
μορφές πάλης που θα δημιουργήσουμε.

Η απόφαση του κόμματος για ΑΠΟΧΗ νομίζω πως είναι αντίθετη με το πνεύμα του ΛΕΝΙΝ, σύντροφοι.
Ανοίγουμε τον δρόμο στην δεξιά, της λύνουμε τα χέρια. Θα μας σπρώξει στην πιο βαθειά παρανομία, θα
κτυπήσει τις οργανώσεις μας, τα στελέχη και μέλη τους αλύπητα αφού δεν θα υπάρχει κάποια νόμιμη
εκπροσώπησή μας για να βάλει φραγμό στο όργιο.

Στην περίπτωση που πάρουμε μέρος στις εκλογές είναι βέβαιο, πως όση τρομοκρατία και αν ασκήσουν,
όση νοθεία και αν γίνει και αυτό είναι βέβαιο, θα εκλέξουμε σ’ όλη την χώρα κάμποσους βουλευτές. Το
κόμμα θα μείνει ΝΟΜΙΜΟ και όσο άσχημη να γίνει η κατάσταση, οι εφημερίδες μας θα κυκλοφορούν, οι
οργανώσεις θα συνεχίσουν το έργο τους. Η παρουσία όσων βουλευτών εκλεγούν θα είναι σοβαρό εμπόδιο
στα σχέδια των αντιπάλων μας. Στην αντίθετη περίπτωση δεν διστάζω να πω πως λύνουμε τα χέρια όσων
θέλουν την καταστροφή μας».

Προσπάθησαν με χαμόγελα ειρηνικά και κάτι ψευτοχειροκροτήματα να με γελοιοποιήσουν για μεγάλη


ικανοποίηση του εισηγητή-καθοδηγητή. Μερικοί παριστάνοντας τους συμβουλάτορες θέλησαν να μου
δώσουν να καταλάβω –ίσως και όσους άλλους είχαν την ίδια γνώμη με μένα– πως κακώς ερμήνευσα τον
Λένιν που ανέφερα, αλλά και πως ήμουν ανόητος αφού τόλμησα ν’ αμφισβητήσω την πολυμάθεια αυτών
που πήραν την απόφαση για ΑΠΟΧΗ. Την άλλη μέρα όμως σε μια «τυχαία» συνάντησή μου με τον σ.
ΑΛΕΚΟ (Θανάση Στράντζαλη) καθοδηγητή μου στην οργάνωση Θεσσαλονίκης όλο το 1944, τον οποίον
υπεραγαπούσα και σεβόμουνα πολύ, άκουσα «ανεπίσημα» όσα δεν μου είπαν όλοι μαζί στην αίθουσα,
«προλαλήσαντες» και στελέχη του κομ. γραφείου. Νευρικός όσο ποτέ άλλοτε, έτρεμε ολόκληρος καθώς με
τραβούσε στην άκρη του δρόμου για να μου μιλήσει. Πολλές φορές μπερδεύει τα λόγια του στην
προσπάθεια να μου δώσει να καταλάβω το μέγεθος της ζημιάς που προξένησα στην κομματική μας
οργάνωση με την χθεσινή στάση μου.

Χρειάστηκε να του υπενθυμίσω πως έπρεπε να ηρεμίσει γιατί στην κατάσταση που ήταν μπορούσε να
πάθει κακό. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει ο βήχας τον έπνιγε (έπασχε από άσθμα) όπως προσπαθούσε
να μιλήσει γρήγορα κι αυστηρά. Και στην περίοδο της κατοχής «είδα» να τον τυραννά το άσθμα, αλλά
αυτή την φορά ο μεγάλος εκνευρισμός τού δημιούργησε μια κατάσταση που πρώτη φορά έβλεπα και που
ειλικρινά μ’ έκανε να νιώσω πόνο και ντροπή.

«Τι ήθελες μωρέ και μίλησες; Τι σου ήρθε να κριτικάρεις την απόφαση του κόμματος; Ποιος διάβολος σε
έβαλε να κάνεις τέτοια ανοησία; Ακόμα δεν έγινες καλά καλά μέλος του κι έγινες κριτής του; Ούτε ξέρεις
τι θέλεις, μια ζητάς να κρατήσει σκληρή στάση, την άλλη να συνδιαλλαγεί με τον αντίπαλο. Την μια
κατηγορείτε την ηγεσία γιατί δεν λύνει με τα όπλα το πρόβλημα και μόλις κάνει μια κίνηση σ’ αυτή την
κατεύθυνση φωνάζετε πως κάνει σφάλμα. Για λοιπόν συμμορφώσου με το πνεύμα που υπάρχει στη
οργάνωσή μας και άσε τα μεγάλα προβλήματα σ’ αυτούς που και την πείρα έχουν και την γνώση».

Δεν μίλησα, άλλωστε τι να πω, δεν θα καταλάβαινε και αν ακόμα του έλεγα πως δεν έκανα κριτική στην
απόφαση, μόνο την γνώμη μου είπα σ’ ένα ζήτημα που η καθοδήγηση έφερε για «ΣΥΖΗΤΗΣΗ» στην
συνέλευση. Αν ήταν απόφαση γιατί να την συζητήσουμε;

Δεν μίλησα και για έναν άλλο λόγο. Όσα άκουσα να μου λέει για αλλαγή της γραμμής, για πιο σκληρή
στάση, με προβλημάτισαν. Μήπως άρχιζε η πολεμική αναμέτρηση; Όσο το σκεφτόμουν τόσο πιο άσχημα
ένιωθα. Πώς στο διάβολο δεν είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο; Ούτε και όταν μ’ έσπρωξε βίαια ο σύντροφός μου
για να του απαντήσω δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Είχα «παγώσει». Τώρα ήμουν σίγουρος πως
έκανα ζημιά με την ομιλία μου. Ζήτησα συγνώμη από τον σύντροφό μου κι έτρεξα να φύγω από κοντά
του. Ήθελα να μείνω μόνος, ένιωθα τόσο άσχημα που να μη θέλω την παρουσία κανενός. Αργότερα
ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη μέσα στο μυαλό μου όσα συνέβηκαν τις
δυο τελευταίες ήμερες. Άδικα όμως. Όσο προσπαθούσα τόσο πιο πολύ πελάγωνα. Η λογική μού έλεγε ότι
όσα είπα στην συγκέντρωση μας για την «αποχή» ήταν σωστά, αλλά την ίδια στιγμή, μια άλλη, λογική κι
αυτή μου ’λεγε ότι η ομιλία μου ήταν μια ανοησία, γιατί η απόφαση του κόμματος για αποχή ήταν η
μόνη σωστή κίνηση. Γρήγορα σταμάτησα να σκέπτομαι, πήρα την απόφασή μου, θα πειθαρχούσα στο
κόμμα. Μέσα στο μυαλό μου άρχισαν κιόλας να σχηματίζονται εικόνες της σύγκρουσης, της
αποφασιστικής αναμέτρησης που άρχιζε...

***

Οι ειδήσεις από την πατρίδα δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Οι τρομοκράτες οργιάζουν, συμμορίες
παρακρατικών αλωνίζουν την ύπαιθρο σ’ όλη την επικράτεια. Η ένταση της βίας όσο πλησίαζε η 31 του
Μάρτη φανέρωνε καλύτερα από κάθε άλλη μαρτυρία πόσο «λεύτερες» θα ’ναι οι εκλογές. Γιατί το φοβερό
όργιο τρομοκρατίας χωρίς αμφιβολία είναι συνδεδεμένο μ’ αυτές. Είναι μέσα στα σχέδια της «δεξιάς» η
αλλοίωση του αποτελέσματος με κάθε μέσο αθέμιτο και θεμιτό. Ένα από τα μέσα, το πιο αποτελεσματικό,
ήταν η τρομοκράτηση των εκλογέων, όσων τουλάχιστον μπορούσαν να σπάσουν το ηθικό και να τους
οδηγήσουν στις κάλπες υπέρ των υποψηφίων της, τόσο το καλύτερο. Η «δεξιά» γνώριζε πως με ελεύθερες
εκλογές ήταν καταδικασμένη σ’ ένα 20% με 25% το πολύ των ψήφων της εκλογικής αναμέτρησης. Γι’ αυτό
οι εντολές «κάψτε», «σκοτώστε», «τρομοκρατήστε» όσο κρυφά κι αν δόθηκαν έγιναν αντιληπτές, όχι μόνο
από τους ομοϊδεάτες τους, αλλά από όλους τους Έλληνες. Γιατί δεν ήταν οι αριστεροί μόνο τα θύματα της
βίας και τρομοκρατίας της «δεξιάς» ήταν όλοι όσοι δεν συμφωνούσαν μαζί της. Τόση ήταν η
τρομοκρατία που εξαπέλυσε η δεξιά, κυρίως στην ύπαιθρο, που ανάγκασε πολλά στελέχη των κομμάτων
που συμμετέχουν στην κυβέρνηση και χαρακτηρίζονται δημοκρατικοί, να διαμαρτυρηθούν έντονα.
Άδικος κόπος, η κυβέρνηση ήταν πολύ αδύναμη να περιορίσει το κακό. Η αστυνομία, η χωροφυλακή, ο
στρατός (τα στελέχη τους) έχουν αλωθεί από την άκρα δεξιά. Ο λόγος της, διαταγή. Φυσικά υπήρχαν μέσα
στα «σώματα ασφαλείας» και στελέχη με δημοκρατικές ευαισθησίες αλλά ήταν τόσο λίγα που ήταν
αδύνατο να κάνουν κάτι, όση καλή διάθεση και αν είχαν. Ήταν και το κλίμα αβεβαιότητας που έκανε
την θέση τους ακόμα πιο δύσκολη.

...Χάος, ο θάνατος απλώνει τα μαύρα φτερά του πάνω από όλη την πατρίδα. Η σκιά τους γίνεται όλο και
πιο ορατή απ’ όλους. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ο Ελληνικός λαός «βαδίζει» σε εκλογές που χωρίς
ντροπή χαρακτηρίζουν «ελεύθερες», αυτοί που έχουν συμφέρον να φανούν τέτοιες.

«Θα είναι ελεύθερες» διακήρυττε ο εργατικός Μπέβιν, ο πρώην τραμβαγέρης του Λονδίνου και τώρα
υπουργός εξωτερικών της «προστάτιδας» Αγγλίας και γι’ αυτό όταν του ζητούσαν να πείσει τους
«δικούς» του στην Ελλάδα να αναβάλλουν τις εκλογές για αργότερα, όσο να δημιουργηθούν
καταλληλότερες συνθήκες, αρνιόταν πεισματικά. Ο Άγγλος κύριος της πολιτικής μας ζωής –και όχι μόνο
αυτής– είχε πεισμώσει, έκανε πως δεν έβλεπε ούτε άκουγε τις εκκλήσεις και αυτών ακόμα των
κυβερνητικών υποψηφίων για την αναβολή μια και ήταν αδύνατη η επικοινωνία με τους ψηφοφόρους
τους. Οι παραιτήσεις υπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη όπως οι Πετμεζάς, Καφαντάρης, Καρτάλης,
Μυλωνάς, Νόβας, Γεωργάκη, Μερκούρη μέσα στην προεκλογική περίοδο και μάλιστα τόσο κοντά στην
ημέρα της διεξαγωγής τους αποδείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία το μέγεθος της βίας.

***

Όλων εδώ στο Μπούλκες η προσοχή είναι στραμμένη στην πατρίδα και τον αγώνα που κάνει ο
δημοκρατικός κόσμος, από τους κομμουνιστές μέχρι των φιλελευθέρων. Οι περισσότεροι τώρα (ύστερα,
από όσα συμβαίνουν στην πατρίδα) δικαιολογούμε την απόφαση του κόμματος για ΑΠΟΧΗ. Πιστέψαμε
πως κάτω από τις τόσες σκληρές και ανελεύθερες συνθήκες η συμμετοχή μας στις εκλογές το λιγότερο θα
ήταν κοροϊδία και το χειρότερο, θα νομιμοποιήσουμε το αποτέλεσμά τους. Ένα αποτέλεσμα που θα ήταν
προϊόν βίας, νοθείας και δεν συμμαζεύεται...

Οι δυο πρώτοι μήνες του 1946 ταλαιπωρούν φοβερά τα ήδη ταραγμένα νεύρα μας. Μέρα και νύκτα σε
όλους τους χώρους, εργασίας και ανάπαυσης, μοναδική συζήτηση μεταξύ των συντρόφων είναι οι
εκλογές. Πώς θα γίνουν; Το κόμμα θα επιμείνει στην ΑΠΟΧΗ; Τι θα γίνει μετά; Για το αποτέλεσμά τους
κανείς δεν ρωτούσε, μας ήταν γνωστό.

Αν και ήμασταν βέβαιοι πως το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι αυτό που θέλει η «δεξιά’ (άλλωστε δεν
μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού η βία και η νοθεία ήταν οι παράγοντες που θα έδιναν το
αποτέλεσμα) τρέφαμε και κάποια ελπίδα πως ίσως την τελευταία, έστω, στιγμή ξεσηκωθεί η παγκόσμια
γνώμη, περισσότερο η Αμερικανική, Γαλλική, Αγγλική και αναγκάσει τους Άγγλους κυβερνητικούς και
Έλληνες «δεξιούς» να ρίξουν λίγο νερό στο κρασί τους. Στους «έξω» από την πατρίδα είχαμε στρέψει την
προσοχή μας, πιο πολύ στους Ρώσους και περιμέναμε κάποια βοήθεια, γιατί πιστεύαμε πως μόνο από
«έξω» υπήρχε η ελπίδα να υποχρεωθεί η Αγγλική κυβέρνηση να ζητήσει (διατάξει) την Ελληνική «δεξιά»
ν’ αλλάξει προς το δημοκρατικότερο την πολιτική της αφού μέσα στην Ελλάδα δεν υπήρχε η δύναμη που
θα την υποχρέωνε σε μια τέτοια αλλαγή. Εκτός βέβαια από τον αγώνα του Λαού μας, που όμως κάθε
μέρα που περνούσε γινότανε και πιο δύσκολος…

***

Η είδηση πως ο σ. Ζαχαριάδης πηγαίνει στην Πράγα για να παρακολουθήσει το συνέδριο του Κ.Κ.
Τσεχοσλοβακίας δέκα ήμερες πριν από τις εκλογές, μας βάζει σε σκέψεις. Οπωσδήποτε το συνέδριο είναι
ένα γεγονός, αλλά ένα γεγονός μικρότερης σημασίας από αυτή που έχουν, για τους Έλληνες, οι εκλογές
και τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στην πατρίδα. Ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή το
συνέδριο είχε τόσα ενδιαφέροντα για την Ελλάδα, η απουσία από την πατρίδα του αρχηγού μας,
δημιουργούσε ερωτηματικά. Υποπτευόμαστε πως κάτι άλλο κρύβει αυτό το ταξίδι, κάτι που περνά από το
μυαλό μας αλλά δεν είναι σίγουρο. Η ανακοίνωση πως πάει επικεφαλής αντιπροσωπείας του Κ.Κ.Ε. για
να παρακολουθήσει το συνέδριο δεν πείθει ούτε μικρά παιδιά. Γι’ αυτό ζητούμε από τα κομματική
στελέχη μας κάποιες εξηγήσεις, μήπως μάθουμε την πραγματική αιτία του ταξιδιού. Η απάντηση
στερεότυπη «πήγε σαν επίσημος προσκεκλημένος» κάθε άλλη ερμηνεία απέχει από την αλήθεια, αν δεν
είναι… ύποπτη. Παρά τον υπαινιγμό, εμείς ήμασταν βέβαιοι πως μας κρύβουν την αλήθεια.

Πολλές ήταν οι φήμες που κυκλοφόρησαν. Ακούστηκε πως το συνέδριο ήταν η ευκαιρία για μια
συνάντηση του Ζαχαριάδη με τα κορυφαία στελέχη των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου
που θα παρευρίσκονταν σ’ αυτό. Θα συζητούσε το Ελληνικό πρόβλημα και σίγουρα θα ζητούσε και την
βοήθειά τους. Ακούστηκε ακόμα πως θα «πεταχτεί» και ως την Μόσχα για μια συνάντηση με τον Στάλιν.
Η γνώμη του πατριάρχη του κομμουνισμού βάραινε όσο τίποτε άλλο και ήταν καθοριστική στις
αποφάσεις των κομ. κομμάτων, και ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη την γνώμη του αρχηγού των
Μπολσεβίκων. Άλλοι είπαν πως το κόμμα για να τον προφυλάξει τις δύσκολες αυτές μέρες από μια
πιθανή σύλληψη ή και δολοφονία τον έστειλε στο εξωτερικό. Ποια ήταν η αλήθεια; Κανείς δεν μπορούσε
ν’ απαντήσει με βεβαιότητα. Αν όμως δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την αιτία που οδήγησε τον
αρχηγό μας στην Πράγα, όλοι προαισθανόμασταν πως κάτι σημαντικό κρύβει αυτή του η κίνηση. Βέβαια
εμείς οι νέοι (σε ηλικία και στο κόμμα) τις περισσότερες φορές αρκούμασταν στις εξηγήσεις που έδινε το
κομματικό γραφείο. Απορούσαμε μάλιστα γιατί οι άλλοι πίστευαν στις «κατασκευασμένες» φήμες.
...Λίγες ημέρες αργότερα «έσκασε» η βόμβα. Το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή, 30-31 Μαρτίου,
παραμονή των εκλογών, ομάδα ανταρτών χτύπησε το ΛΙΤΟΧΩΡΟ. Το χτύπημα ήταν μια κανονική
επίθεση αντάρτικου σχηματισμού σε κωμόπολη. Η είδηση ήταν μεγάλης σημασίας γιατί οριοθετούσε μια
άλλη εποχή για το κίνημά μας. Μας συγκλόνισε γιατί νιώσαμε πως το Λιτόχωρο ήταν η αρχή, ο ένοπλος
αγώνας άρχιζε.

Τότε δώσαμε και μια εξήγηση για το ταξίδι του Ζαχαριάδη, δεν ξέρω όμως αν στέκει. Είπαμε πως πήγε
στην Πράγα για να μη βρίσκεται στην Ελλάδα όταν οι αντάρτες χτυπήσουν το Λιτόχωρο.

Παρά την προσπάθεια του κομ. γραφείου να υποβαθμίσει το γεγονός εμείς είχαμε βγάλει τα
συμπεράσματά μας. Η επίθεση στο Λιτόχωρο ήταν το σάλπισμα, το κάλεσμα για ένοπλη αντιμετώπιση
της τρομοκρατικής πολιτικής της «δεξιάς». Και ήταν σωστά τα συμπεράσματά μας γιατί αυτή την φορά
δεν ήταν μια σύγκρουση κρυμμένων συναγωνιστών μας που έπεσαν σε ενέδρα παρακρατικών ή και
κρατικών οργάνων, αλλά μια καλοσχεδιασμένη επίθεση κατά οχυρωμένου χώρου. Ακόμα τα ονόματα
των καπεταναίων που ακούστηκαν πως πήραν μέρος στην επιχείρηση βεβαιώνουν το συμπέρασμά μας,
ότι δηλαδή, η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. έδωσε το «ελεύθερο». Σε αντίθετη περίπτωση οι καπεταναίοι αυτοί δεν θα
κτυπούσαν ακόμα και αν κινδύνευε η ζωή τους. Η πίστη τους στο κόμμα και η τυφλή υπακοή στις εντολές
του ήταν γνωστή.

Ο Υψηλάντης, ο Παππούς, ο Φωτεινός και οι συναγωνιστές που πήραν μέρος στην επίθεση είναι οι
εκφραστές της νέας τακτικής που θ’ ακολουθήσει το κόμμα και που δεν είναι άλλη –όσο και αν αυτό δεν
παραδέχεται κάτι τέτοιο– από την ένοπλη αναμέτρηση. Το μήνυμα θα γεμίσει χαρά τους κυνηγημένους
και κρυμμένους αγωνιστές που ζούνε καιρό τώρα σε σπηλιές και χαράδρες όμοια θεριά που έχουν
παγιδευτεί. Πειθαρχώντας στην εντολή του κόμματος «καμιά δράση», παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι,
κρυφτούλι, με τους ένοπλους της δεξιάς, το Λιτόχωρο τώρα τους λύνει τα χέρια, θα μπορούν να κτυπούν
κι αυτοί τον αντίπαλο που αλώνιζε ατιμώρητος την ύπαιθρο.

Μέσα στα ζεστά δωμάτιά μας με τα διπλά τζάμια, τις μεγάλες πήλινες σόμπες συζητούμε αυτό που έγινε
με τέτοια λαχτάρα λες και είχαμε πάρει κιόλας την εντολή «πίσω στην πατρίδα». Όλοι συμφωνούσαμε
πως το Μπούλκες σύντομα θα γίνει ανάμνηση και απορούσαμε μάλιστα γιατί το κομ. γραφείο έδινε
διαφορετική ερμηνεία σε ένα γεγονός που . . . μίλαγε μόνο του.

Ούτε λίγο ούτε πολύ προσπαθούσε να μας πείσει πως η μάχη του Λιτόχωρου ήταν ένα συνηθισμένο
επεισόδιο από αυτά που μπορούν να συμβούν κάθε μέρα. Τι άραγε ήθελε να πετύχει με τέτοιου είδους
αναλήθειες που μας σερβίριζε; Και άλλοτε σε γεγονότα επίσης σοβαρά και «καθαρά», χωρίς ίχνος
μυστηρίου, όπως ήταν ο θάνατος του Γ. Σιάντου ή η επίθεση κατά των αεροπόρων στην Θεσσαλονίκη,
έδωσε εξηγήσεις που προκάλεσαν τα ειρωνικά σχόλια όλων μας. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που
αργότερα άλλαζε την πρώτη ερμηνεία τους. Πολλοί πίστευαν πως η τέτοια, λαθεμένη ερμηνεία που έδινε,
ήταν παλιά τακτική του κόμματος που του έδινε την ευκαιρία να δει τις αντιδράσεις στο συγκεκριμένο
γεγονός και ανάλογα να τοποθετηθεί.

Άλλοι πάλι έλεγαν πως τα στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος επίτηδες μπέρδευαν τα μέλη
του κομ. γραφείου μας για λόγους που μόνο αυτοί ήξεραν.

Όποια όμως εξήγηση και αν δίναμε γεγονός ήταν πως μας αποπροσανατόλιζαν, δεν ξέρω ούτε θέλω να
πιστεύω πως αυτό ήταν το ζητούμενο, γιατί δεν είχαν κανένα κέρδος και γιατί είχαμε μυαλό και κάποια
πείρα που μας βοηθούσε να δούμε σωστά ένα γεγονός. Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αποκάλυψη
της αλήθειας είναι ζήτημα χρόνου, με τα στοιχεία που στο μεταξύ έρχονται στο φως. Παράδειγμα η
επίθεση κατά των αεροπόρων που έγινε λίγο αργότερα. Την άλλη μέρα της επίθεσης το κομ. γραφείο
έδωσε εντολή στην σύνταξη της εφημερίδας μας «Φωνή του Μπούλκες» να δημοσιεύσει την είδηση στην
πρώτη σελίδα με τίτλο «προβοκάτσια της δεξιάς η επίθεση κατά των αεροπόρων» η δεξιά δολοφονεί στην
Θεσσαλονίκη τους αεροπόρους. Πολλοί πιστέψαμε πως η επίθεση ήταν προβοκάτσια και προσπαθούσαμε
να βρούμε μια άκρη, γιατί από την περιγραφή που έκανε η εφημερίδα μάς έβαλε σε σκέψεις. Ήταν όμως
και άλλοι σύντροφοί μας που από την πρώτη στιγμή δεν πίστεψαν πως η επίθεση ήταν προβοκάτσια και
παρά τον φόβο να κατηγορηθούν, μίλησαν για απόκρυφη της αλήθειας.

Ύστερα από δυο ή τρεις ημέρες το κομ. γραφείο ανακάλεσε το «προβοκάτσια» και η εφημερίδα μας
έγραψε. «Η επίθεση κατά των αεροπόρων έργο των λαϊκών αγωνιστών». Είχε φτάσει η σωστή
πληροφόρηση; Ήταν η νέα γραμμή που δόθηκε από την Κ.Ε. του κόμματος; Αυτοί μόνο γνωρίζουν.

Ύστερα από καιρό σ’ ένα «Ριζοσπάστη» που έπεσε τυχαία στα χέρια μας διαβάσαμε με έκπληξη πως και
το επίσημο φύλλο του κόμματος χαρακτήριζε την επίθεση σαν προβοκάτσια. Αργότερα φυσικά θα
δημοσίευσε την αλήθεια. Η επίθεση κατά των αεροπόρων ήταν ένα κλασικό παράδειγμα
αποπροσανατολισμού μας, για πολύ λίγο χρόνο. Βέβαια αυτό μας ενοχλούσε γιατί μας δημιουργούσε την
εντύπωση πως οι καθοδηγητές μας υποτιμούσαν τις πνευματικές ικανότητές μας. Εκείνο όμως που μας
ΕΞΟΡΓΙΖΕ ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε η ηγεσία τις δικές της αποφάσεις σε τέτοιου είδους γεγονότα.

Με διαταγή τους, συναγωνιστές μας χτυπούν τους αεροπόρους σαν αντίποινα για τους βομβαρδισμούς
χωριών, τον θάνατο χωρικών κ.τ.λ. Σωστά ή όχι είναι άλλη υπόθεση. Αφού λοιπόν είναι δική σας η
εντολή γιατί δεν αναλαμβάνετε και την ευθύνη του αποτελέσματός της; Τι κερδίζετε με το να μπερδεύετε
προσωρινά τον κόσμο που σας παρακολουθεί; Σκεφτήκατε την θέση των αγωνιστών που πήραν μέρος στο
«κτύπημα» μετά από αυτή σας την τοποθέτηση; Ίσως πουν πολλοί πως είναι και η πολιτική σκοπιμότητα
που μετρά πολλές φορές περισσότερο από την αλήθεια, αλλά για ένα κόμμα λαϊκό όπως είναι το Κ.Κ.Ε. το
να μιλούμε για σκοπιμότητες τέτοιου είδους είναι το λιγότερο απαράδεκτο.

***

Όπως και παραπάνω γράφω η χαρά που νιώσαμε από το κτύπημα του Λιτόχωρου ήταν τόση που μας
έκανε να ξεχάσουμε ότι λίγες ώρες αργότερα στην πατρίδα έγιναν εκλογές που κέρδισαν οι δεξιοί. Βέβαια
η «νίκη» τους ήταν σίγουρη και την περιμέναμε γι’ αυτό μας άφησε αδιάφορους. Ούτε που λογαριάσαμε
τις συνέπειες. Μας είχε παρασύρει ο ενθουσιασμός γι’ αυτό που θα επακολουθούσε και τόσο
λαχταρούσαμε, η επιστροφή μας στην πατρίδα. Η πετυχημένη επιχείρηση του Λιτόχωρου απέδειξε
ακόμα, την αδυναμία του κράτους της δεξιάς ν’ αντιμετωπίσει ένοπλα τις δημοκρατικές δυνάμεις,
τουλάχιστον αυτές τις ώρες.

Τις στιγμές αυτές στο μυαλό μας «έρχεται» ο πρωτοκαπετάνιος, ο ηγέτης μας που τόσο άδικα χάσαμε και
που τώρα θα ’χουμε την ανάγκη του και η καρδιά μας σφίγγεται από πόνο. Αγανακτούμε σαν
αναγνωρίζουμε πόσο δίκιο είχε ΑΥΤΟΣ που δεν ξεγελάστηκε από την δόλια Αγγλική πολιτική. Δεν
κρύβουμε την απογοήτευσή μας τώρα που διαπιστώνουμε πως μετά από 13 μήνες, πολύτιμους μήνες, και
αφού παραδώσαμε τόσο ηλίθια τον οπλισμό μας, καλούμαστε να ακολουθήσουμε τον δρόμο που αυτός
είχε ξεχωρίσει σαν τον μόνο σωστό. Και που από διαίσθηση και η πλειοψηφία των αγωνιστών ΑΥΤΟΝ
τον δρόμο ζητούσε να ακολουθήσει. Όχι βέβαια γιατί της άρεζε ο πόλεμος, γιατί οι λαϊκοί αγωνιστές είναι
πρώτα απ’ όλα αγωνιστές της ειρήνης, αλλά γιατί η πολιτική των Άγγλων και της «δεξιάς» μαθηματικά
μόνο στον δρόμο που ο ΑΡΗΣ έδειχνε οδηγούσε.

Δεν είναι κάτι παραπανίσιο (πλεονασμός) η αναφορά μου στον αρχικαπετάνιο μας. Όχι, είναι ο τονισμός
της ορθής του σκέψης, είναι η μεθύστερη αναγνώριση της μεγαλοσύνης του.

Μάτωνε η καρδιά μας σαν αναλογιζόμασταν το κακό που έκανε στον λαό μας και το κόμμα το χάσιμο
τόσο πολύτιμου χρόνου. Χαρακτηρισμοί όπως «κοντόφθαλμοι», «ηλίθιοι», «καλοπερασάκηδες» και
«απολιτικοί» που δεν τιμούν την ηγεσία μας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Υπερβολές θα πείτε. Ίσως ναι
αλλά εκείνη την ώρα της επιβεβαίωσης του «λάθους» δικαιολογημένοι. Ήταν το ξέσπασμα της
αγανάκτησης, κυρίως των στρατιωτικών για τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Ο καθένας μας διέκρινε την
περιφρονητική στάση τους προς τα στελέχη του κομ. Γραφείου, λες και ήταν αυτά υπεύθυνα για όσα
έγιναν. Ο εγωισμός δεν έλειψε ούτε τώρα…

***

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν από μόνο του απόδειξη α) της βίας που επικράτησε β) της νοθείας που
έγινε –ψήφισαν και πεθαμένοι και γ) της μυωπίας των παρατηρητών. Οι «κουκουβάγιες», έτσι
αποκαλούσε ο λαός μας τους παρατηρητές, επειδή φορούσαν περιβραχιόνιο με την εικόνα του πουλιού
της σοφίας. Το περιβραχιόνιο ήταν ένα μέτρο ασφαλείας τους γιατί χωρίς αυτό το διακριτικό θα
κινδύνευαν κάθε λεπτό. Με την φόρα που είχαν πάρει οι παρακρατικοί ο κίνδυνος ήταν μεγάλος ακόμα
και για τους κυρίους της επιτροπής παρακολούθησης των εκλογών. Το περιβραχιόνιο με την
κουκουβάγια εξασφάλιζε την ζωή τους, αφού αυτοί που το φορούσαν ήταν άνθρωποι του Ο.Η.Ε. και πώς
να το κάνουμε και λίγο «δικοί» μας. Ήταν αυτοί που το ίδιο βράδυ των εκλογών νομιμοποίησαν με την
απόφασή τους το νόθο αποτέλεσμα.

Κρίμα, γιατί όλοι οι Έλληνες είχαν πιστέψει στην εντιμότητα και ευθυκρισία τους.

Κρίμα, γιατί ένας ολόκληρος λαός στήριξε πάνω τους τις ελπίδες του για ένα ειρηνικό και καλύτερο
μέλλον.

Κρίμα, γιατί με το πόρισμά τους νομιμοποίησαν το πιο παράνομο αποτέλεσμα των πιο νόθων εκλογών
που έγιναν ποτέ στην πατρίδα.

Κρίμα, γιατί έφεραν στην εξουσία τα πιο αντιδραστικά, αντιλαϊκά στοιχεία που σίγουρα δεν θα
προσπαθούσαν για την ανεξαρτησία της πατρίδας ή και για την καλυτέρευση της ζωής των Ελλήνων, αν
αυτό ήταν το δικό τους, ίσως και των ξένων το συμφέρον.

Κρίμα, γιατί δεν μπόρεσαν να δουν ό,τι είδαν όλοι οι Έλληνες, ακόμα και μικρά παιδιά.

Κρίμα, γιατί όπως διεξήχθηκαν καμιά δικαιολογία δεν καλύπτει την στραβομάρα τους.
Πολλοί είπαν πως κατά τα άλλα αξιοπρεπείς κύριοι, δεν ήρθαν να παρακολουθήσουν τις εκλογές, αλλά
να υπογράψουν μια έκθεση γραμμένη από πριν από άλλους ΚΥΡΙΟΥΣ. Από εκείνους που τους έστειλαν
στην Ελλάδα με την εντολή «Θάψτε τους». Ποιους; Όλοι ξέρουμε ποιοι ήταν για «θάψιμο».

Έχω όμως την γνώμη πως οι άνθρωποι του ΟΗΕ αν δεν είδαν όσα είδε ο ελληνικός λαός οφείλονταν στην
…μειωμένη όρασή τους. Γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε οι κουκουβάγιες την ημέρα βλέπουν πολύ λίγο,
αντίθετα με το βράδυ, και δυστυχώς για τους Έλληνες οι εκλογές έγιναν ημέρα...

Η δεξιά πανηγυρίζει τον …θρίαμβό της. Το ίδιο και οι πάτρωνές τους Άγγλοι, οι αρχιτέκτονες του
εκλογικού πραξικοπήματος που χωρίς ντροπή το χαρακτηρίζουν σαν «ελεύθερες, δημοκρατικές» εκλογές.
Για μια ακόμα φορά δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν πως ο πιο φανατικός αντίπαλος των Λαϊκών
συμφερόντων είναι η σοσιαλδημοκρατία. Ο εργατικός Μπέβιν αποδείχτηκε πιο εχθρικός και από τον
ηγέτη των συντηρητικών Ουίλσον Τσώρτσιλ. Ξεπέρασε σε μίσος τον λόρδο, στο Ελληνικό κίνημα. Τώρα
σίγουρα χαίρεται το έργο του που με τόση επιμέλεια σχεδίασε και ανέθεσε στους «δεξιούς» της πατρίδας
μας την εφαρμογή του. Δεν είναι μικρό πράγμα να καπελώσεις ένα λαϊκό κίνημα που αν επικρατούσε θα
έβαζε σε κίνδυνο τα Αγγλικά συμφέροντα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον χώρο της Μέσης
Ανατολής.

…Κάποια ελπίδα μιας μερίδας δημοκρατικών πολιτικών πως μπορούσαν να κάνουν κάτι στις εκλογές
και να περιορίσουν τις φιλοδοξίες της «δεξιάς» έσβησαν με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Είχαν σκεφτεί πως με την αποχή του Κ.Κ.Ε. και των άλλων μικρών δημοκρατικών κομμάτων, αυτοί θα
καρπούνταν τις ψήφους –όσων θα ψήφιζαν. Ενισχυμένοι λοιπόν με τις ψήφους των αριστερών πίστεψαν
στην άνοδό τους στην εξουσία και στον περιορισμό της δεξιάς στον ρολό της αντιπολίτευσης.
Γελάστηκαν, ίσως η εμπιστοσύνη τους σε Αγγλικές υποσχέσεις για τίμιες εκλογές δεν τους επέτρεψε να
δούνε σωστά. Όταν «είδαν» ήταν αργά. Το ερώτημα που τώρα μπαίνει είναι θα συνεχίσουν να στηρίζουν
τις Αγγλικές ενέργειες και την «δημοκρατία» τους; Όποια να ’ναι όμως η στάση τους το μέλλον της
πατρίδας διαγράφεται σκοτεινό.

Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ποια θα είναι η τύχη της δημοκρατίας
στην πατρίδα και όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά και των αγωνιστών της. Αυτό δεν ήταν μυστικό. Οι
έξαλλοι δεξιοί το διαλαλούσαν παντού. Το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών ήταν επιθυμία και απαίτησή
τους που συμπτωματικά ήταν και επιθυμία των συμμάχων μας Άγγλων. Αυτών όμως κρυφή επιθυμία.
Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κάποιος ποια θα ήταν η συνέχεια της πολιτικής που θα
χάραζαν οι Άγγλοι και θα εφάρμοζε με υπερβάλλοντα ζήλο η δεξιά. Η τακτική όμως των άκρων
μαθηματικά οδηγεί στην σύγκρουση που όπως υποπτευόμαστε την επιδιώκουν Άγγλοι και «δεξιοί».

***

Ο ερχομός στο Μπούλκες του Ν. Ζαχαριάδη (Απρίλιος 1946) είναι το σημαντικότερο γεγονός για μας
τους εξορίστους. Ήταν ένα γεγονός ευχάριστο, ελπιδοφόρο και όπως χαρακτηριστικά λέγαμε, ήταν η
«επαφή μας με την αλήθεια». Οι χιλιάδες των αγωνιστών από νωρίς συγκεντρώθηκαν στον χώρο του
γηπέδου (μιας έκτασης ανάμεσα σταθμού και του χωριού) όπου θα μίλαγε ο αρχηγός. Ο ενθουσιασμός
είναι μεγάλος, τραγούδια του αγώνα ακούγονται ως την άλλη άκρη του χωριού, ενώ οι ζητωκραυγές
υπέρ του «αδάμαστου», του «σοφού», του «άξιου» τιμονιέρη Ν. Ζαχαριάδη δεν σταματούν ούτε για ένα
λεπτό. Δεκάδες είναι τα πλακάτ που κουβάλησαν αυτοί που ήρθαν οργανωμένοι σε γκρούπες. Και τι δεν
έγραφαν στα πλακάτ. Εκτός από το συνηθισμένο λιβανωτό στον μεγάλο μας αρχηγό και το ηρωικό
Κ.Κ.Ε., τόνιζαν και τους πόθους, την αγωνία και την θέλησή μας να προσφέρουμε στις προσπάθειες του
λαού μας για την επικράτηση της δημοκρατίας στην πατρίδα. Ένα πρωτόγνωρο πανηγύρι έχει στηθεί στο
γήπεδο από τις χιλιάδες των Μπουλκιωτών που εκδηλώνουν με χίλιους τρόπους την χαρά τους γι’ αυτόν
τον αναπάντεχο ερχομό. Η χαρά είναι γενική, ούτε ένας δεν αδιαφόρησε. Κανείς δεν απουσίαζε από την
συγκέντρωση, ακόμα και οι γέροι και άρρωστοι έδωσαν το παρόν τους. Και κάναμε χαρές μεγάλες γιατί
θα γνωρίζαμε τον αρχηγό που θεωρούσαμε κάτι σαν Μεσσία.
Χαιρόμασταν ακόμα γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι κάτι το πολύ σημαντικό θα μας ανακοινώσει, αλλά και
γιατί πιστεύαμε πως όσο και μικρό διάστημα μείνει κοντά μας θα λύσει κάθε πρόβλημά μας.

Και όταν κατά την δύση του ήλιου παρουσιάστηκε μπροστά μας έγινε ΣΕΙΣΜΟΣ. Οι ζητωκραυγές και τα
χειροκροτήματα κράτησαν αρκετή ώρα, όσο και αν ο αρχηγός με χειρονομίες ζητούσε να σταματήσουμε.
Μίλησε με πολλές διακοπές. Σε κάθε αναφορά του για νίκη του λαϊκού αγώνα ή στην δράση του Κ.Κ.Ε.
θύελλα χειροκροτημάτων και συνθήματα τον ανάγκαζαν να σταματά και να περιμένει. Η στάση μας
αυτή –οι συνεχείς διακοπές– τον εκνεύρισαν γι’ αυτό ζήτησε με αυστηρό ύφος να σταματήσουν οι
εκδηλώσεις για να ακούσουμε όσα θα μας πει.

Πολλοί συμφωνήσαμε γιατί το «πράγμα» πήγαινε να γελοιοποιηθεί. Ο λόγος του ήταν μια ανάλυση της
παγκόσμιας κατάστασης γενικά και ειδικότερα αυτής που επικρατεί στην πατρίδα. Μίλησε για την θέση
του κόμματος σε όλα τα προβλήματα και το κυριότερο μας βεβαίωσε πως το κόμμα δεν θα ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ
την ακραία θέση (ένοπλη αναμέτρηση) αν η δεξιά συνεχίσει το τρομοκρατικό όργιο σε βάρος των
δημοκρατικών που είναι και η πλειοψηφία του λαού μας. Αυτό ήταν το ΜΗΝΥΜΑ, η ουσία του λόγου,
αυτό που με τόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε. Βέβαια είπε και για το «καλό έργο» που γίνεται
στο Μπούλκες, βραβεύοντας έτσι ό,τι έγινε και ενθάρρυνε το κομ. γραφείο να συνεχίσει τις προσπάθειές
του για ανοδική πορεία της οργάνωσής μας.

Αυτά ούτε που τ’ ακούγαμε, εκείνο το «προειδοποιούμε το κράτος της δεξιά πως δεν θα μείνουμε με
σταυρωμένα χέρια αν αυτό…», μας αρκούσε. Δεν θέλαμε τίποτε άλλο. Η χαρά μας ήταν τόσο μεγάλη που
μας καθήλωσε στο γήπεδο. Δεν θέλαμε να κάνουμε ούτε βήμα για αρκετή ώρα, ακόμα και μετά την
αποχώρηση του αρχηγού μας. Χωρισμένοι σε παρέες συζητούσαμε το μεγάλο μήνυμα. Μετά το Λιτόχωρο
η εξαγγελία, προειδοποίηση του αρχηγού φανέρωνε πως κάτι άλλαξε. Η ηγεσία του κόμματος κάνει
στροφή 180 μοιρών από την προηγούμενη γραμμή της. Κι αυτό δεν είναι δίκη μας σκέψη, ούτε πονηρό
σύνθημα «διαδοσία» είναι η μεγάλη αλήθεια που ακούσαμε από τα πιο υπεύθυνα χείλη του κόμματος.

Έφυγε ο Ζαχαριάδης το ίδιο εκείνο βράδυ, γρήγορα, ούτε που το πήραμε είδηση, αλλά η σύντομη
παρουσία του σφράγισε την ζωή μας. Από την άλλη κιόλας μέρα διέκρινες μια νέα πιο έντονη
κινητοποίηση των κομματικών στελεχών. Δεν ξέρω αν ο σ. Ζαχαριάδης τους είχε δώσει συγκεκριμένες
οδηγίες ή αυτοί από μόνοι τους παρασυρμένοι από τον ενθουσιασμό που σ’ όλους μας μετέδωσε ο
αρχηγός, θέλησαν να πετύχουν μεγαλύτερους στόχους. Ίσως ο Ζαχαριάδης να βράβευσε τις μέχρι τώρα
προσπάθειές τους και την κομ. γραμμή που ακολούθησαν, ακόμα και τους τρόπους που χρησιμοποίησαν.
Κάτι τέτοιο μάλλον θα έγινε γιατί τώρα κινούνται με περισσότερη αποφασιστικότητα και κάποια δόση
αλαζονείας. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο ο «ετσιθελισμός» τους περίσσευε και γινότανε αντιληπτό πως
κοντινός στόχος τους ήταν η υποταγή όλων μας στις αποφάσεις του, χωρίς συζήτηση και την παραμικρή
αντίρρηση. Μια φήμη για ξεκαθάρισμα ορισμένων «αντικομματικών» που κυκλοφόρησε, μας κάνει να
ανησυχούμε. Ψιθυριστά, για τον φόβο του επαγρυπνητή, κυκλοφορεί ανάμεσά μας η πληροφορία πως σ’
ένα νησάκι που βρίσκεται στη μέση του ποταμού Δούναβη (ένα από τα πολλά που υπάρχουν στο μεγάλο
ποτάμι) η κομ. οργάνωσή μας «έστησε» ένα στρατόπεδο «σωφρονισμού» όπου έστελνε τους «ζωηρούς»
συναγωνιστές μας. «Σωφρονισμό» ονομάζουν οι «ΚΡΑΤΟΥΝΤΕΣ» σε όλο τον κόσμο τους διάφορους
τρόπους πίεσης, σωματικής, ψυχολογικής ακόμα και εξόντωσης που εφαρμόζουν σ’ όσους δεν
συμφωνούν μαζί τους. Όταν το γραφείο κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κρύψει άλλο την αλήθεια
παραδέχτηκε την ύπαρξή του και την αποστολή σ’ αυτό συναγωνιστών μας αλλά όπως είπε η αποστολή
τους γίνεται μέσα στα πλαίσια του πλάνου εργασίας για …ξύλευση. Εκείνο όμως που δεν θέλησε ποτέ να
εξηγήσει ήταν πως συνέβαινε να στέλνει για «ξύλευση» στο νησάκι μόνο αυτούς που εντονότερα
αντιδρούσαν στις αποφάσεις του ή και δεν συμφωνούσαν με τον τρόπο ζωής μας.

…Οι διαταγές για πιο στενή παρακολούθηση των «υπόπτων» δίνονται στην ΥΤΟ και επαγρυπνητές.
Ταυτόχρονα προειδοποιούν πως η εξέλιξή μας αλλά και αν κατεβούμε ή όχι στο «βουνό» θα εξαρτηθεί
από την στάση που θα κρατήσουμε εδώ, στο Μπούλκες. Δηλαδή ή πειθαρχείτε τυφλά σ’ εμάς, ή δεν
βλέπετε Ελλάδα. Ίσως να ήταν ο χειρότερος εκβιασμός, γι’ αυτό δεν τόλμησαν να μιλήσουν ανοικτά. Η
προειδοποίηση με υπονοούμενα ήταν αποτελεσματική αλλά και ανεύθυνη.
Το ερώτημα που τώρα έμπαινε ήταν μήπως ήρθε η ώρα της αναμέτρησης με τους διαφωνούντες; Και αν
ήρθε ποια θα είναι τα αποτελέσματα αυτής της ενέργειας; Οι ερωτήσεις αυτές μας καίνε γιατί όλοι
αντιλαμβανόμαστε πως μόνο κακό θα βγει από την σύγκρουση. Οι χαρακτηρισμοί όπως «φραξιονιστής»,
«αλήτες», «εχθροί του λαού», «πράκτορες της Ιντζέλιτζες Σέρβις» δείχνουν πώς έβλεπε το κομ. γραφείο
όσους δεν συμφωνούσαν μαζί του. Οι χαρακτηρισμοί μόνο ειρωνικά σχόλια προκαλούν. Γιατί κανένας
δεν μπορεί να καταλάβει, πότε και πώς ο χαρακτηρισμένος σύντροφος έγινε πράκτορας της Ιντζέλιτζες
Σέρβις; Ή και «εχθρός του λαού»; Όλοι μας λίγο πολύ γνωριζόμασταν, γνώριζε ο ένας την δράση του
άλλου και κάθε υπαινιγμός, ήταν το λιγότερο κακοήθεια και προσβολή βαριά. Τόσο βαριά που
προκαλούσε την δυσφορία και όσων εγνώριζαν τον συκοφαντημένο σύντροφο.

Στην σκληρή στάση του κομ. γραφείου απαντούν τώρα με κάποιες φανερές κινήσεις αρκετοί σύντροφοι
που προσπαθούν να συσπειρωθούν, να οργανωθούν για να αποκτήσουν την δύναμη που θα ανάγκαζε το
«γραφείο» σε μια πιο δημοκρατική μεταχείρισή μας. Ο καπετάν Μαύρος (του Ι9 συντάγματος του ΕΛΑΣ)
διακρίνεται σαν «κεφαλή» της κίνησης, αλλά πολλοί ξέρουμε πως αυτός είναι ο άνθρωπος της «φανερής
αντιπαράθεσης», πίσω του είναι άλλοι οι πιο «αξιόλογοι», οι «μεθοδικοί» και «προσεκτικοί» οι σκιές που
γράφω στις προηγούμενες σελίδες.

Τα ονόματα του Σμόλικα, Περικλή, Ραφτούδη και άλλων αναφέρονται χαρακτηριστικά. Είναι αυτοί,
αυτό έλεγαν οι φήμες, που έδωσαν το πράσινο φως στον Μαύρο. Τελικά, όπως ήταν φυσικό, μόνο αυτός
(ο Μαύρος) πλήρωσε. …Σε μια ανοικτή συγκέντρωσή τους σε μια αίθουσα που ήταν απέναντι από το
κινηματοθέατρο «ΑΘΗΝΑ» ο Μαύρος με αρκετούς άλλους προσπάθησαν να πείσουν άλλους
συγκεντρωμένους πως πρέπει να στραφούν κατά του γραφείου και να απαιτήσουν καλύτερη μεταχείριση.
Παρά τον ενθουσιασμό τους τα σχέδια και οι προθέσεις έμειναν μόνο επιθυμίες. Δεν πρόλαβαν να
κάνουν τίποτε. Δέχτηκαν το χτύπημα που τους κατάφερε το «κομ. Γραφείο» και ήταν τόσο ισχυρό που
λίγο έλλειψε να δώσει και νεκρούς. Μόλις το γραφείο πληροφορήθηκε την συγκέντρωση, τα συνθήματα
ακόμη και τις παροτρύνσεις των επικεφαλής της συγκέντρωσης, δεν έχασε καιρό. Σε χρόνο μηδέν
κινητοποίησε τους πιστούς σ’ αυτό συντρόφους Εβρίτες (από την περιοχή του ΕΒΡΟΥ). Ήταν γνωστό σε
όλους πως οι σύντροφοι αυτοί πειθαρχούσαν τυφλά στις αποφάσεις της οργάνωσής μας (γραφείου) και
πως χαρακτήριζαν σαν εχθρό τους όποιον θεωρούσαν αντίπαλό του. Σκληροί όπως όλοι οι φανατικοί δεν
σταματούσαν μπροστά σε τίποτε. Αυτούς τους «πιστούς» κάλεσε το γραφείο σε βοήθεια και πρέπει να
ομολογήσω πως τα κατάφεραν μια ...χαρά. Όρμησαν στην αίθουσα και με κτυπήματα διέλυσαν τους
«αντικομματικούς». Ένας μάλιστα όρμηξε πάνω στον Μαύρο και με μια δαγκωνιά του έκοψε το αυτί.
Τόσο ήταν το μίσος του για τους … πράκτορες του εχθρού. Ο Μαύρος και άλλοι περνούν από συνελεύσεις
και αφού διαγραφούν από το κόμμα παραδίνονται στη γενική περιφρόνηση. Είναι και αυτή μια ταχτική
του κόμματος. Λίγο αργότερα ο Μαύρος με άλλους 60 περίπου συντρόφους θα «φορτωθούν» βίαια σ’ ένα
βαγόνι τρένου, θα μεταφερθούν εις τα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα από τα οποία θα απελαθούν στην
πατρίδα. Στην κυριολεξία τους «άδειασαν» στην αγκαλιά της αντίδρασης. Η κεντρική Επιτροπή του
κόμματος, γιατί σίγουρα πήρε αυτή την απόφαση, και με την βοήθεια της κομ. ηγεσίας του Μπούλκες
πρόσφεραν δώρο στο κράτος των Αθηνών τους «εχθρούς του λαού».

Η εφαρμογή της τόσο σκληρής απόφασης αλλά και ο θεατρινίστικος τρόπος εκτέλεσης της (μάζεψαν
πολλούς συντρόφους στον δρόμο που οδηγεί στον σιδ. σταθμό απ’ όπου θα περνούσαν τους εχθρούς του
κόμματος και του λαού για να τους αποδοκιμάσουν με γιουχαΐσματα και να τους φτύνουν) μας έβαλε σε
σκέψεις. Πόσο ακόμα θα τραβούσε το σχοινί, το κομ. γραφείο; Αργότερα μάθαμε πως ο Μαύρος είχε
πιάσει πάλι τα παλιά λημέρια, κατάφερε ν’ ανέβει στα βουνά που έδρασε την περίοδο της τριπλής
κατοχής της πατρίδας μας. Ξανάπιασε τα όπλα, όπως και μερικοί άλλοι από την παρέα των «6Ο».

Όλοι μας ή σχεδόν όλοι, αναλογιστήκαμε πόση ζημιά έπαθε το κόμμα από αυτή την αψυχολόγητη
απόφαση και μόνο η κομματική ηγεσία του Μπούλκες δεν καταλάβαινε τίποτε. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε.

Εκείνο όμως που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε ήταν με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των «60»; Γιατί
οι περισσότεροι γνωρίζαμε πως άλλοι ... πιο «επικίνδυνοι», σύμφωνα με τα μέτρα του γραφείου, έμειναν
έξω από το Βαγόνι-κλούβα. Και αυτό δεν έγινε γιατί δεν είχαν εντοπιστεί από την ΥΤΟ ή από τους
επαγρυπνητές αλλά για λόγους που μόνο το γραφείο γνώριζε. Εμείς μόνο υποπτευόμασταν πως οι ηγέτες
μας δεν ήθελαν να μαθευτεί, κύρια στον έξω κόσμο η αντίθεσή τους με επώνυμους αγωνιστές που το
κύρος τους είναι μεγάλο, λόγω της δράσης τους στην περίοδο του απελευθερωτικού πολέμου.

Με την επιλογή που έκανε πέτυχε να δείξει σ’ όλους μας μέχρι που μπορεί να φτάσει με την μικρότερη γι’
αυτούς ζημιά. Το «υλικό» που έδιωξε δεύτερης σειράς, κατά την γνώμη τους δεν ήταν σε θέση να
προκαλέσει ζημιά στο κόμμα. Σύντομα αποδείχτηκε πως και εδώ έπεσαν έξω. Ο δολοφόνος του Γιάννη
Ζέβγου, ο Χρήστος Βλάχος ήταν ανάμεσα στους «60» που έδιωξαν.

Η κίνηση αυτή όπως ήταν φυσικό προκάλεσε την αγανάκτησή μας γιατί πραγματικά ήταν μια
λανθασμένη ενέργεια που έδειχνε πως στο χωριό μας τουλάχιστον, η δημοκρατία υπολειτουργούσε. Είναι
αλήθεια πως ανάμεσα στους διωγμένους συναγωνιστές υπήρχαν μερικοί που με τις ενέργειές τους οι ίδιοι
τοποθετήθηκαν έξω από την μικρή μας κοινωνία, αλλά μπορούσαν να βρεθούν άλλοι τρόποι
δημοκρατικότεροι, για την «έξωσή» τους. Θλιβόμαστε γιατί τέτοιες ενέργειες θυμίζουν φασισμό…

Για ένα διάστημα όλοι «παγώσαμε». Έχουμε προβληματιστεί για το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε την
νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε. Να την αντιμετωπίσουμε όμως σωστά. Ομολογώ πως μερικές φορές
πίστεψα πως είχαμε χάσει την ικανότητα να σκεφτόμαστε σωστά. Τέτοιο ήταν το μπέρδεμα. Από την μια
μεριά η κατήχηση των «σειρήνων» του κομ. γραφείου που μιλούσαν για κομματικό καθήκον για
«πειθαρχία στις εντολές του κόμματος» ακόμα και για την «ενίσχυση» του κόμματος με το ξεκαθάρισμα
των εχθρών του και από την άλλη η διαπίστωση πως η δημοκρατία, το ιδανικό μας καταπατιέται
βάναυσα, μας δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα συνείδησης. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το σωστό «το
κομματικό» και ποιο το λάθος «το αντικομματικό». Βάζαμε κάτω και μετρούσαμε όσα μας ζητούσε το
κομ. γραφείο, δηλαδή, πειθαρχία, σκληρή δουλειά και την ανάγκη να ζήσουμε μέσα στον χώρο του
Μπούλκες για το συμφέρον του κόμματος. Μετρούσαμε και πιέζατε το μυαλό μας ν’ απαντήσει αν έπρεπε
να υπακούσουμε και εφαρμόσουμε τις εντολές του. Και η απάντηση ήταν πως έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί
το δίκιο ήταν με το μέρος του γραφείου. Είχε δίκιο γιατί χωρίς πειθαρχία υπήρχε φόβος να διαλυθούμε,
να σκορπίσουμε μέσα στην Γιουγκοσλαβία αναζητώντας μια «καλύτερη ζωή» κάτι που θα προκαλούσε
ζημιά στο κόμμα και τον αγώνα μας. (Για να πω την αλήθεια αυτός ο φόβος δεν ήταν αβάσιμος γιατί
αρκετοί είχαν το μυαλό τους προς τα έξω.)

Αν δεν εργαζόμασταν δεν θα μπορούσαμε να κερδίσουμε με αξιοπρέπεια μια άνετη ζωή ίσως και κάποια
υλική ενίσχυση του αγώνα μας. Αν ακόμα δεν «ξεκαθαρίζαμε» όσους διαφωνούν και αντιδρούν στις
αποφάσεις του κομ. γραφείου, αυτοί θα γίνουν προκλητικότεροι και με τις ενέργειές τους μπορεί να
διαβρώσουν τις οργανώσεις μας και να εμποδίσουν την ανάπτυξή τους. Όλα φαίνονται απλά και
καθαρά.

Όμως ήταν και ερωτήματα το ίδιο απλά και βασανιστικά που ζητούσαν απάντηση.

Ήμασταν αγωνιστές-εθελοντές στον αγώνα για την επικράτηση της δημοκρατίας στην πατρίδα;
Απάντηση, ήμασταν.

Είμαστε οι περισσότεροι (της οργάνωσης του Μπούλκες) μέλη του Κ.Κ.Ε. που ευαγγελίζεται την
δημοκρατία, τουλάχιστον σε ειρηνικούς καιρούς; Απάντηση, ήμασταν.

Με τους αγώνες, μικρούς ή μεγάλους, ο καθένας μας έχει δώσει «καλή μαρτυρία» για την πίστη του στο
κόμμα και την δημοκρατία; Ναι, είχαμε δώσει «καλή μαρτυρία».

Αφού τέτοιες ήταν οι απαντήσεις, σκεπτόμασταν, από ποιους τότε κινδύνευε το κόμμα, η κομματική μας
οργάνωση ή ακόμα και ο αγώνας του λαού μας; Και κάτι σοβαρότερο. Τι εμποδίζει να μη εφαρμόζονται
οι δημοκρατικές διαδικασίες για την λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οργάνωσή μας; Ήταν
κι άλλα ερωτήματα μικρότερης σημασίας που ξεπηδούσαν αλυσιδωτά που μας αναστατώνουν και δεν
μας αφήνουν να διακρίνουμε σωστά. Το συμπέρασμα από αυτό το κομφούζιο ήταν πως όσο
σκεφτόμασταν τόσο μπερδευόμασταν, ανάμεσα στο «καθήκον της στιγμής» το προσωρινό και στο
ιδεολογικό «πιστεύω» μας, την δημοκρατική συνείδησή μας. Γιατί διαπιστώναμε πως ήταν αδύνατο αυτές
τις στιγμές η εξυπηρέτηση και των δύο. Σύντομα όμως από το μπέρδεμα αυτό και με την βοήθεια των
γεγονότων, όσων συνέβηκαν στην πατρίδα, διαμορφώνεται μια νέα σκέψη, μια νέα θεώρηση τηςστάσης
μας στις αποφάσεις του κομ. γραφείου και περισσότερο στις ενέργειές του...

Το νέο ήταν η αδιάφορη αποδοχή των εντολών του. Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ. Ο συμβιβασμός που κατά την
ταπεινή μου γνώμη έγινε για δυο κυρίως λόγους. Ο ένας ήταν η σιγουριά μας πως η παραμονή μας στο
Μπούλκες ήταν ζήτημα χρόνου, πολύ λίγου χρόνου. Το νόθο δημοψήφισμα, η ένταση της τρομοκρατίας
και ιδιαίτερα κάτι ξαφνικές απουσίες γνωστών καπεταναίων (Σκοτίδα, Γιαννούλη, Ερμή, Καραντάου και
άλλων) που όπως διαδόθηκε είναι στην πατρίδα και πολεμούν στα βουνά της, ήταν η καλύτερη μαρτυρία
για το σύντομο της παραμονής μας στο χωριό. Ο δεύτερος, ίσως και ο πιο σπουδαίος ήταν το συμφέρον
του κόμματος. Μια αντίθεση μας ΤΩΡΑ στις αποφάσεις του κομ. γραφείου ήταν σίγουρο πως θα μας
οδηγούσε σε σύγκρουση, που έπρεπε ν’ αποφύγουμε με κάθε τρόπο, γιατί θα ζημίωνε το κόμμα. Τα όσα
προηγήθηκαν έδειξαν μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σκληρότητά του. Θα ήταν λοιπόν λάθος μας αν το
προκαλούσαμε. Οι στιγμές δεν επέτρεπαν την πολυτέλεια της διαφωνίας. Για τους παραπάνω λόγους
θεωρήσαμε πως προβλήματα όπως η «εσωκομματική δημοκρατία», το δυνάμωμα της «κομματικής
συνείδησης», η «αξιοκρατία» μπορούσαν να περιμένουν. Θα ασχολούμασταν μ’ αυτά όταν με το καλό
γυρνούσαμε στην πατρίδα.

Ήμασταν, βλέπετε, νέοι οι περισσότεροι, φορτωμένοι με οράματα, δημοκρατικές ευαισθησίες και πολύ …
αφελείς.

Αφελείς γιατί πιστέψαμε, έστω και για λίγο, πως όσα γινότανε στο Μπούλκες ήταν έργα του Μιχάλη
Τερζή (Γ. Πεταχτσίδη) και των υπόλοιπων μελών της κομ. επιτροπής. Γιατί δεν μπορούσαμε να
διακρίνουμε αυτό που αργότερα είδαμε καθαρά. Πως για όλα δεν έφταιγε ο Μιχάλης ή ο κάθε Μιχάλης
των οργανώσεών μας αλλά πως μοναδικός φταίχτης των όσων κακών συνέβαιναν ήταν η λαθεμένη,
αντιδημοκρατική νοοτροπία (του ηγεμονισμού, του αλάθητου, του χαρισματικού) που χαρακτήριζε την
ανώτατη βαθμίδα της ηγεσίας μας και λιγότερο τους πιο κάτω.

Και άλλη φορά έγραψα γι’ αυτό. Οι επιτυχίες του κόμματος στην περίοδο της κατοχής 1941-44, η
ανάληψη από τους ψηλά στο κόμμα ευρισκόμενους, υπευθύνων θέσεων ακόμα και στην Κρατική μηχανή
(το δίμηνο της απελευθέρωσης) τους δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως είναι οι άριστοι, οι σοφοί
χειριστές των προβλημάτων, πολιτικών και στρατιωτικών, που παρουσιάστηκαν και που θα
παρουσιαστούν στο μέλλον. Δεν θέλησαν ούτε προσπάθησαν να «δουν» πως στις επιτυχίες που είχε το
κόμμα εκείνη την εποχή, σοβαρό μερίδιο είχαν και πολλά εσωκομματικά άτομα (πολιτικοί, στρατιωτικοί,
διανοούμενοι) που έβλεπαν με συμπάθεια το κόμμα και περισσότερο τον αγώνα. Και το πιο σπουδαίο,
φαίνεται πως δεν είχαν καταλάβει πως οι επιτυχίες οφείλονταν και στην μέχρι αυτοθυσία αγωνιστική
προσφορά των χιλιάδων στελεχών και μελών του κόμματος. Δεν ήταν μόνο οι αποφάσεις τους, η σωστή
γραμμή όπως λέγαμε.

Ήταν πολλοί στο κόμμα που ισχυρίζονταν πως μόνο με ντιρεκτίβες, Ακροναυπλιώτικη τακτική
λειτουργεί το κόμμα, μα εμείς δεν θέλαμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο και καμιά φορά διακρίναμε την
αλήθεια, αποδίνουμε την εφαρμογή της σεχταριστικής «κλειστής διοίκησης» στους δύσκολους χρόνους
της παρανομίας ή και ημιπαρανομίας του κόμματος. Τα περί «σταλινισμού» και τέτοια εκείνη την εποχή
ήταν αδιανόητα, ούτε η πιο τολμηρή φαντασία μπορούσε να συλλάβει. Μπερδεμένα πράγματα. Ε, λοιπόν
από το μπέρδεμα αυτό διαμορφώθηκε η νέα θέση μας, ο συμβιβασμός. Από εδώ και μπρος θα
αδιαφορούσαμε σε κάθε τι επηρεάζει την κομματική μας ζωή. Θα δεχόμασταν παθητικά τις αποφάσεις
της ηγεσίας, θα πειθαρχούσαμε και όταν δεν συμφωνούσαμε. Πειθαρχούσαμε και μετρούσαμε τις μέρες…

Φυσικά δεν έπαψε και κάθε αντίδραση, υπήρχαν και πεισματάρηδες. Συχνά μαθαίνουμε για την
απόδραση κάποιου ή και κάποιων που καταφέρνουν και περνούν τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα. Ένας με
το ψευδώνυμο Παοκτσής στέλνει γράμμα από την Σουηδία, ένας άλλος ο Παπάς (ψευδώνυμο) από την
Θεσσαλονίκη περνά στην Ιταλία, είναι και ένας άλλος Σαλονικιός, (ψευδώνυμο κι αυτό) που μέσω
Τεργέστης, όπως μάθαμε, βρίσκει άσυλο στην Ιταλία. Είναι και αυτοί που πιάνονται από τους
Γιουγκοσλάβους στην προσπάθειά τους να βγουν σε άλλες χώρες και οδηγούνται πίσω στην οργάνωσή
μας. Τέτοιου είδους αντιδράσεις θα έχουμε ως την ώρα που θα εγκαταλείψουμε το Μπούλκες. Έχουμε
όμως και περιπτώσεις που η αντίδραση στις κομματικές αποφάσεις και την συμπεριφορά των ηγετών της
οργάνωσής μας έχει πολύ άσχημο τέλος. Ας μου επιτραπεί να περιγράψω μια χαρακτηριστική περίπτωση,
την αυτοκτονία του ηρωικού αγωνιστή της κατοχής νεολαίου Θανάση Παπαδόπουλου (Θανασάκη) από
την Θεσσαλονίκη. Είναι ανάγκη να γίνει η περιγραφή για λόγους καλύτερης κατανόησης του πνεύματος
(στενοκεφαλιάς) που επικρατούσε στην οργάνωσή μας αλλά και σαν φόρο τιμής στο αδικοχαμένο
παλληκάρι που είδε στο Μπούλκες να διαψεύδονται τα ιδανικά του, τα όνειρα που είχε κάνει και είχε
πολεμήσει σκληρά για την πραγματοποίησή τους και ήταν αυτά, μια κοινωνία δίκαιη, μια κοινωνία
στοργική για τους αδύνατους και που όλοι θα είναι ίσοι…

Λίγες ημέρες μετά την Εγκατάστασή μας στο Μπούλκες, όταν το μάζεμα της εγκαταλειμμένης παραγωγής
(καλαμπόκι, σταφύλια) ήταν καθήκον όλων μας, μια ομάδα εργασίας στην οποία μετείχαμε ο Θανάσης κι
εγώ, βάδιζε ανάμεσα στα αμπέλια για να φτάσει στον τόπο της δουλειάς. Κάποια στιγμή όπως βαδίζαμε
δίπλα δίπλα ο Θανάσης σκύβει και κόβει ένα τσαμπί σταφύλι. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το
κρύψει, αντίθετα το πρότεινε να τσιμπήσουμε και όσοι ήμασταν δίπλα του. Δυο, τρεις τσιμπήσαμε από
δυο ρόγες. Αυτό ήταν το έγκλημα. Το ίδιο βράδυ σε έκτακτη συνέλευση της Κ.Ο.Β., ο κοβάρχης
ΚΑΝΑΚΗΣ βάζει θέμα τιμωρίας του Θανάση για το κακό που προξένησε στην οργάνωσή μας… Το
περίεργο ήταν που ζήτησε και την δίκη μου τιμωρία, ίσως γιατί εγώ γεύτηκα τον νόστιμο καρπό. Δεν
ήμουν όμως ο μόνος. Στην εισήγησή του έθεσε τα περίφημα ερωτήματα στους σαστισμένους συντρόφους.
«Τι θα γίνει σύντροφοι αν όλοι μας κόβαμε από ένα τσαμπί; Πόσο σταφύλι θα πάει στις αποθήκες;». Και
επειδή έβγαλε μόνος του το συμπέρασμα πως οι αποθήκες θα έμεναν άδειες ζήτησε την τιμωρία μας.
Τιμωρηθήκαμε με επίπληξη. Αυτή η τιμωρία (επίπληξη) για μένα ήταν μια λεπτομέρεια, ένα επεισόδιο γι’
αυτό ούτε που μ’ άγγιξε. Για τον φιλότιμο Θανάση ήταν σοβαρό κτύπημα, ήταν το πρώτο βήμα στον
δρόμο που τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Θεώρησε την τιμωρία του άδικη και σκληρή, μάλιστα το
πήγαινε και πιο μακριά, πίστευε πως ήταν η «εκδίκηση των άκαπνων». Σε μια συζήτησή μας όταν
προσπαθούσα να τον πείσω να αδιαφορήσει, να σκεφτεί πιο ψύχραιμα και να το πάρει απόφαση πως και
στο μέλλον θα δεχτούμε τιμωρίες, μου λέει. «Όχι Νίκο μου η τιμωρία μας ήταν πράξη εκδίκησης του
άκαπνου Κανάκη που μας μισεί γιατί δεν έχει την δική μας πολεμική προσφορά». Προσπάθησα να του
αλλάξω την ίσως λαθεμένη γνώμη για τον σύντροφο Κανάκη αλλά στάθηκε αδύνατο. Η τέτοια σκέψη τον
οδηγεί σε λάθος δρόμο, αντιδρά σε κάθε απόφαση της κομματικής οργάνωσης, μαλακά βέβαια, αλλά
φανερά. Αργότερα δεν παίρνει μέρος στην παραγωγή, ούτε σε κομματικές ή άλλες εκδηλώσεις. Κλείνεται
στο σπίτι που μένει μέρες ολόκληρες χωρίς να βγάζει λέξη. Διαβάζει συνέχεια για ώρες τόσο που ανησυχεί
όσους συντρόφους μένουν στο ίδιο σπίτι. Με ειδοποιούν γιατί γνωρίζουν πόσο τον επηρεάζω, μήπως
καταφέρω να τον κάνω ν’ αλλάξει αυτόν τον τρόπο ζωής. Δυστυχώς και πάλι απέτυχα παρά την αγάπη
που μου είχε. Τον είδα να δακρύζει την ώρα που του μιλούσα και σε μια στιγμή νόμισα πως τον έπεισα να
πάρει πάλι μέρος στην ζωή της οργάνωσής μας. Τίποτε αυτός ήταν αμετάπειστος. Έλεγε και ξανάλεγε.
«Δεν είναι έτσι Νίκο, ο σ. Λένιν μιλά καθαρά για τούτο…» Ή «πού είναι η δημοκρατική ευαισθησία;».
Ανέφερε τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Μαρξ όσες φορές ήθελε να δείξει πως το δίκιο ήταν με το μέρος του.
Ήταν φανερό πως είχαν ταραχτεί τα νεύρα του. Ζήτησα από τον σ. Αλέκο (Θανάση Στράντζαλη)
καθοδηγητή μας στην οργάνωση της Θεσσαλονίκης, που γνώριζε την αγωνιστική προσφορά του Θανάση
να βοηθήσει. Δεν βοήθησε όσο και όπως έπρεπε, το λέω με πίκρα, τον καλό μας σύντροφο. Δεν βοήθησαν
όμως και κάτι φιλότιμες προσπάθειες του σ. Αντρέα (καπετάνιου από την Έδεσσα που είχε έρθει στο
Μπούλκες μαζί με τον καπετάν Στάθη) όσο καιρό έμεναν στο ίδιο σπίτι. Φίλοι και συμπολεμιστές
παρακολουθούμε με λύπη την κατάστασή του που πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν κρύβω πως
πολλές φορές έκλαψα μπροστά του γιατί έβλεπα πού οδηγεί η στάση του. Πέρασαν από το μυαλό μου
πολλές σκέψεις, όπως να πάθει το μυαλό του, να τον στείλουν στο νησί για «ξύλευση», ποτέ όμως δεν
σκέφτηκα την αυτοκτονία. Κάποια στιγμή έμαθα πως μαζί με τον Τζώνη άλλον Θεσσαλονικιό,
προσπάθησαν να δραπετεύσουν και τους πιάσανε. Η κομματική οργάνωση ύστερα από απόφαση των
Κ.Ο.Β. που ανήκαν, τους τιμωρεί με διαγραφή από το κόμμα και σε απομόνωση. Δεν έπρεπε να τους μιλά
κανείς και περισσότερο να τους κάνει παρέα. Η δεύτερη τιμωρία ήταν η σκληρότερη γιατί κανένας δεν θα
ρισκάριζε μια δική του τιμωρία για να πει δυο κουβέντες στον τιμωρημένο. Μάλιστα για να μη
προσπαθήσει κάποιος ν’ ανταλλάξει λίγες λέξεις με το «αντικομματικό» στοιχείο η οργάνωση απαιτούσε
όταν το συναντούσαμε να του γυρίζουμε την πλάτη. Παρά τον κίνδυνο να τιμωρηθούμε εγώ και τρεις
τέσσερις άλλοι σύντροφοί του «σπάσαμε» αρκετές φορές την απόλυτη σιωπή που του είχαν επιβάλλει.
Στις συναντήσεις μας αυτές διακρίναμε πόσο πονούσε και υπέφερε για το κατάντημά του, που το απέδινε
στην άδικη μεταχείρισή του. «Πως με κατάντησαν σύντροφε» μου ’λεγε κάθε φορά που του ζητούσα να
σταθεί όρθιος, να μη κάνει σκέψεις που τον παρασύρουν σε αυτοκαταστροφή μετά από καιρό, τον
επόμενο χρόνο γυρνώντας από την Βουλγαρία έμαθα το φοβερό νέο. Ο σ. Νικήτας (Λέανδρος) ένα από
τα καλά παλληκάρια και συμπολεμιστής του Θανάση στις ομάδες της Θεσσαλονίκης και από τους λίγους
που σπάσανε την μισητή απομόνωσή του, με δάκρυα στα μάτια μου μίλησε για τον χαμό του αγαπητού
μας συντρόφου.

«Αυτοκτόνησε, έπεσε στις γραμμές του τρένου για να δώσει ένα τραγικό τέλος στην ζωή του. Εγώ μαζί μ’
έναν ακόμα σύντροφο (νομίζω πως ανάφερε το όνομα του Κώστα Πετράκη) τον θάψαμε κρυφά και
μουλωχτά, γιατί τα μέλη του κομ. γραφείου φοβήθηκαν τίποτε εκδηλώσεις εναντίον τους, αν γινότανε
φανερή η κηδεία του. “Θάψτε τον αργά το βράδυ και γρήγορα διέταξαν”». Κάθισα κάτω στο χορτάρι,
δεν πήγαιναν τα πόδια μου. Όλα όσα άκουσα με τσάκισαν. Δεν μπορούσα να ρωτήσω λεπτομέρειες, μόνο
έκλαψα πολύ τον συναγωνιστή που στα είκοσι δυο του χρόνια τερμάτισε την ζωή του και μάλιστα με
τέτοιον φρικτό τρόπο για ΕΝΑ ΤΣΑΜΠΙ ΣΤΑΦΥΛΙΑ και την σκληράδα των συντρόφων της ηγεσίας μας.

Το έχω γράψει, αλλά το ξαναγράφω πως σ’ όλες τις περιπτώσεις τιμωρίας συντρόφων το άδικο δεν είναι
του κομ. γραφείου ή άλλων κομματικών στελεχών γιατί με την στάση τους πολλοί τιμωρημένοι
τοποθετήθηκαν έξω από την κομματική μας ζωή, γιατί όπως έλεγαν «άλλα περίμεναν και άλλα βρήκαν».
Αυτό όμως δεν μειώνει τις ευθύνες των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος Ιωαννίδη-Ρούσου
που καθοδηγούσαν ουσιαστικά την κομ. οργάνωσή μας, ούτε και των μελών του κομ. γραφείου Μιχάλη-
Οδυσσέα για όσα δυσάρεστα συνέβηκαν. Και δεν τις μειώνει (τις ευθύνες τους) γιατί ακολούθησαν για
την λύση τέτοιου είδους προβλημάτων μια αντικομμουνιστική συμπεριφορά, μια εγωιστική, ετσιθελική
τακτική και πρακτική στην άσκηση της εξουσίας τους. Μια τακτική και συμπεριφορά που ήθελε να
δημιουργήσει, και πέτυχε σε ένα βαθμό, ένα τύπο κομμουνιστή που λίγο διαφέρει από τον στρατιώτη που
είναι υποχρεωμένος να υπακούει μόνο στις άνωθεν εντολές, χωρίς το δικαίωμα να σκεφτεί και πολύ
περισσότερο να πει την γνώμη του. Αυτό νομίζω ήταν και το μεγαλύτερο «αμάρτημά» τους γιατί κλόνισε
σοβαρά την πίστη πολλών για την σοβαρότητα και την σωστή κρίση της ηγεσίας μας, αλλά και την
δυνατότητα να εφαρμοστούν ΣΩΣΤΑ οι ιδέες που διακηρύττει το κόμμα μας.

Στο Μπούλκες μας δόθηκε η δυνατότητα, μοναδική ευκαιρία να δυναμώσουμε το ιδεολογικό μας πιστεύω
μέσα από την καθημερινή εργασία και συμπεριφορά μας. Ήταν ευκαιρία να αποδείξουμε πως ήταν
δυνατή η εφαρμογή στην πράξη όσων θεωρητικά υποστήριζε το κόμμα, μάλιστα με τις καλύτερες
συνθήκες και προοπτικές, αφού τα περισσότερα μέλη της μικρής μας κοινωνίας ήταν κομμουνιστές και το
περιβάλλον απαλλαγμένο από «καπιταλιστικές επιδράσεις». Και τι κάναμε; Φτιάξαμε μια κοινωνία
απροσδιόριστη, ούτε καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική. Μια μικρούλα νόθα κοινωνία με μόνα σίγουρα
τα στοιχεία του ετσιθελισμού και την ψυχολογία του στρατώνα. Φυσικά δεν μπορούσε να γίνει και
διαφορετικά αφού οργανώσαμε την ζωή μας στην βάση της ομάδας και όχι του ατόμου. Η ομαδοποίηση
στον τρόπο ζωής και εργασίας «κουβαλάει» αναπόφευκτα την ψυχολογία του στρατώνα και δημιουργεί
μια μορφή κοινωνίας ακαθόριστης, ίσως πειθαρχημένης αλλά ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ.

Οι κάποιες επιτυχίες στη απόκτηση αγαθών σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αποτελέσουν μέτρο
σύγκρισης, ούτε δικαιολογεί θριαμβολογίες από την πλευρά του κομ. γραφείου γιατί η όποια ανάπτυξη
και αύξηση της παραγωγής είναι πρώτα απ’ όλα έργο των συντρόφων που δούλεψαν σκληρά με
μοναδική αμοιβή ένα πιάτο φαγητό και επτά τσιγάρα.

Αργότερα καθιερώθηκε η αμοιβή της εργασίας με χρήμα που τύπωσε η οργάνωσή μας (δεν ίσχυε έξω από
το Μπούλκες) που μας έδωσε την δυνατότητα ν’ αγοράσουμε τρόφιμα και ρουχισμό, δικής μας
παραγωγής. Φυσικά τώρα τρώμε σε εστιατόρια που μας δίνουν την δυνατότητα να διαλέγουμε το φαγητό
και να πίνουμε και κάποιο ποτό. Το ίδιο γινότανε και στα ζαχαροπλαστεία που δημιουργήθηκαν αμέσως
μετά την έκδοση του τοπικού χρήματος.
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση η ανισότητα είναι φανερή. Άλλοι αμείβονται καλύτερα από άλλους,
χωρίς αυτό να σημαίνει πως εφαρμόζαμε την αρχή του σοσιαλισμού «ανάλογα με την προσφορά και η
αμοιβή» γιατί παρατηρούμε πως καλύτερα αμειβόμενα είναι τα στελέχη της κομ. οργάνωσης, καλύτερα
μάλιστα και από τους εργαζομένους σε βαριές δουλειές. Η αξιολόγηση που κάνω (πάντα με τα δικά μου
μέτρα) με όσα στοιχεία ανάφερα νομίζω πως δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό της Μπουλκιώτικης
κοινωνίας σαν ΜΕΣΟΒΕΖΙΚΗΣ που είναι χειρότερη από αυτήν που θέλουμε ν’ αλλάξουμε. Χειρότερη
γιατί τώρα στερούμαστε το δικαίωμα της επιλογής –όποιας επιλογής– που η «άλλη» μας παρείχε… Παρ’
όλα αυτά το ηθικό ανάστημα, το αίσθημα υψηλής ευθύνης και η ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει στο κόμμα
ήταν τα κίνητρα της εθελοντικής προσφοράς μας. Μιας προσφοράς που μεταφραζότανε σε πολύ σκληρή
εργασία σ’ όλους τους τομείς δραστηριότητάς μας. …Εδώ όμως θα ήθελα να σταματήσω την αναφορά
μου στο κλίμα που επικρατούσε στην οργάνωσή μας και που τόσο επηρέαζε την κομματική ευαισθησία
και συμπεριφορά μας, γιατί θεωρώ πως με όσα έγραψα έδωσα μια ολοκληρωμένη και σωστή περιγραφή
των όσων συνέβηκαν, του πνεύματος που επικράτησε στις κομ. σχέσεις, τους τρόπους που
χρησιμοποιήθηκαν για την λύση των προβλημάτων που φυσικό ήταν να δημιουργηθούν. Έδωσα όμως
και άλλα στοιχεία που σημάδεψαν την ζωή μας.

Ένας ακόμα λόγος είναι και η όμορφη παρουσίαση του γραπτού μου. Και η επανάληψη κάθε τόσο της
στείρας αντιπαράθεσης μεταξύ κομματικού γραφείου και κάποιων συντρόφων, όχι μόνο δεν βοηθάει σ’
αυτό, αντίθετα κουράζει τον αναγνώστη.

Εσύ τώρα αναγνώστη, αν θέλεις αφαίρεσε τους δικούς μου αφορισμούς, κρίσεις και συμπεράσματα,
κοίταξε με τους δικούς σου «φακούς» και την δίκη σου λογική όσα σου περιέγραψα και σημείωσε τι είναι
σωστό, ποιο είναι λάθος. Τι ήταν κομματικό και τι αντικομματικό και πίστεψέ με αυτό θα έχει αξία.

Αν όμως ήθελα συμπερασματικά ν’ αναφέρω τι πραγματοποιήσαμε, καλό ή κακό αυτόν τον χρόνο (1946)
μπορώ άφοβα και με το χέρι στην καρδιά να πω (γράψω) πως παρά τις γκρίνιες, την κομματική
σκληρότητα πετύχαμε αρκετά πράγματα. Ανεβάσαμε την παραγωγή στον αγροτικό και στους άλλους
εργασιακούς τομείς, παραγωγής παπουτσιών, ρούχων κ.τ.λ.

Επιτυχίες έχουμε και στον πολιτιστικό τομέα. Μια σημαντική άνοδος σημειώνεται στην κουλτούρα μας.
Θέατρο, χορωδία, ορχήστρα συνεχώς βελτιώνονται. Η παρουσία τους και έξω από τα όρια του χωριού
μας (εμφανίσεις σε πόλεις και χωριά της Γιουγκοσλαβίας ή και πιο έξω) μαρτυρούν την καλή ποιότητά
τους.

Ανοδική είναι και η πορεία του μορφωτικού τομέα. Εφημερίδες «Φωνή του Μπούλκες», του τοίχου,
περιοδικά και μπροσούρες ανεβάζουν συνέχεια την ποιότητα της προσφερόμενης ύλης.

Ο τομέας της υγείας δεν υστερεί σε επιτυχίες. Νοσοκομείο, οδοντιατρείο συμβάλλουν θετικά στην
προσπάθεια για καλή υγεία.

Η σωστή λειτουργία και η πληρότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν ο βρεφοκομικός και παιδικός
σταθμός βεβαιώνουν πάνω από κάθε προσδοκία την ανοδική πορεία τους.

Το ίδιο ισχύει και για τον αθλητισμό. Η ποδοσφαιρική ομάδα μας συμμετέχει στο πρωτάθλημα της
περιοχής με αρκετές επιτυχίες. Δίκαια λοιπόν το 1946 μπορεί να χαρακτηριστεί σαν χρόνος ανάπτυξης.
Κλείνοντας αυτόν τον χρόνο που ήταν γεμάτος γεγονότα, τα πιο πολλά άσχημα για τον λαό μας που
δοκιμάζεται από την βία και τρομοκρατία κρατικών και παρακρατικών οργάνων, αλλά που αγγίζουν
δυσάρεστα κι εμάς εύχομαι ο νέος χρόνος να ’ναι πολύ καλύτερος. Και είναι ανάγκη να «πιάσει» η ευχή
μου γιατί τα σημάδια δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Γεγονότα του τελευταίου δίμηνου όπως η ίδρυση του
Γεν. Αρχηγείου των ανταρτών, κάτι φήμες για αποχώρηση των Άγγλων από την πατρίδα μας και η
αντικατάστασή τους από τους «πλούσιους» Αμερικανούς δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως η
κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο. Οδηγούμαστε σ’ έναν σκληρό πόλεμο, τέτοιοι είναι πάντα οι
εμφύλιοι πόλεμοι. Συνειδητοποιώντας τις συνέπειες αυτού του αδελφοκτόνου πολέμου και παρά το
γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι καθοριστική για την επιστροφή μου στην πατρίδα (που περίμενα με
λαχτάρα τρία περίπου χρόνια) δεν την θέλω –και όχι μόνο εγώ– την απορρίπτω και παρακαλώ από τα
βάθη της καρδιάς μέσα στο 1947 να βρεθεί μια λύση ειρηνική που θα γλιτώσει τον λαό μας από άσκοπες
θυσίες.

***

1947: Χαιρετίζουμε τον ερχομό του νέου χρόνου με την ίδια ευχή, να ’ναι χρόνος ειρηνικός για τον
πονεμένο λαό μας. Και είναι ανάγκη να πραγματοποιηθεί η ευχή μας γιατί τα προβλήματα που
κληρονομεί ο παλιός χρόνος στον νέο, μαζί με όσα άλλα δημιουργηθούν από δω και μπροστά δεν
επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία.

«Ποδαρικό» στην πατρίδα κάνει μια επιτροπή του Ο.Η.Ε. που θα ερευνήσει την καταγγελία της
κυβέρνησης (Αθηνών) πως «κινδυνεύει η ακεραιότητα της χώρας από τον πόλεμο που διεξάγεται στα
βόρεια σύνορά της με εισβολή από γειτονικές χώρες». Η παρουσία της επιτροπής του Ο.Η.Ε. στην
πατρίδα δημιουργεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι όλο και κάτι καλό
θα προκύψει από την έρευνα που θα κάνουν οι αξιότιμοι κύριοι που αντιπροσωπεύουν πολλά κράτη και
από τους δυο συνασπισμούς. Μπλοκ τα έλεγαν τότε. Βέβαια ακόμα δεν έχουν πάρει την μορφή που
γνωρίσαμε αργότερα, όμως η αντιπαράθεση ήταν από την αρχή το στίγμα στις μεταξύ τους σχέσεις.

Έψαξε η επιτροπή, εξέτασε μάρτυρες, άκουσε τις απόψεις όλων των κομμάτων, δημιούργησε επιτροπές,
υποεπιτροπές που επισκέφτηκαν πολλές περιοχές, φυλακές, τόπους εξορίας για να σχηματίσει δική της
γνώμη. Αλώνισαν την Μακεδονία, από Φλώρινα ως τον Έβρο, την Ήπειρο, Θεσσαλία μέχρι την
Πελοπόννησο για να δουν και ν’ ακούσουν ό,τι θα τους βοηθούσε να συντάξουν μια τεκμηριωμένη
έκθεση.

Και είδαν …φωτιά παντού, κατεστραμμένα σπίτια, νοικοκυριά, φυλακές γεμάτες αθώους ανθρώπους.
Άκουσαν τους βόγγους των σακατεμένων, το κλάμα των βιασμένων γυναικών, τον θρήνο των συγγενών
των σκοτισμένων και όσα άλλα συμβαίνουν στην μαρτυρική ύπαιθρο, που δεν πολύ νοιάζονται να
κρύψουν οι τρομοκράτες παρακρατικοί.

Ήρθε και στο Μπούλκες –η επιτροπή– με την κρυφή ελπίδα του Έλληνα αντιπροσώπου (Κύρου) και
ορισμένων άλλων δυτικών, πως εδώ τουλάχιστον θα εντοπίσουν την πηγή των κακών που ταλάνιζαν την
πατρίδα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς η κομ. οργάνωσή μας καλά προετοιμασμένη και με εκπρόσωπό της
τον πρόεδρο της Μιχάλη Πεχτακτσίδη, με στοιχεία και μάρτυρες αξιόπιστους, χωρικούς και χωρικές
θύματα της τρομοκρατίας της δεξιάς, που κατέφυγαν στην Γιουγκοσλαβία για να σωθούν, ανέτρεψαν
κάθε κατηγορία. Κυρίως την κατηγορία που ήθελε το χωριό μας (Μπούλκες) στρατόπεδο στρατιωτικής
εκπαίδευσης…

Μια καλοστημένη παγίδα στην οποία «έπεσε» η Ελληνική πρεσβεία του Βελιγραδίου και σε συνέχεια ο κ.
Κύρου έκανε και ορισμένους Δυτικούς αντιπροσώπους ν’ αμφιβάλλουν για την αλήθεια των κατηγοριών.
Πανηγύρισε ο Γιουγκοσλάβος αντιπρόσωπος, γιατί το πρόβλημά μας «ακουμπούσε» και την χώρα του.
Χειροκρότησαν οι Ανατολικοί την ήττα της Ελληνικής αντιπροσωπείας, για μεγάλη στεναχώρια των
Δυτικών.

Μάζεψε η επιτροπή πολλά στοιχεία χωρίς όμως να παρουσιάσει κάποιο πόρισμα που θα καταμέριζε
ευθύνες. Ζήτησε παράταση να συνεχίσει το έργο της. Την πήρε αλλά γίνεται φανερό πως ο ενθουσιασμός
της αρχής έχει ξεθυμάνει. Το έργο της εκφυλίστηκε, για να διαλυθεί αργότερα όταν το «δόγμα Τρούμαν’
καθόρισε την νέα Αμερικανική πολιτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν και οι σύμμαχοί τους. Το
«μήνυμα» σίγουρα ήταν η αίτια της διάστασης και άρνησης ορισμένων δυτικών αντιπροσώπων να πάνε
στη συνάντηση του Μάρκου όπως είχε συμφωνηθεί. Τελικά τον Μάρκο είδαν οι Ανατολικοί
αντιπρόσωποι και ο Γάλλος.

Έτσι άδοξα τερματίζει τις εργασίες της η επιτροπή του Ο.Η.Ε. που τόσες ελπίδες έδωσε ο ερχομός της.

Βέβαια έκανε και καλό όσο καιρό έμεινε στην πατρίδα. Η «επτακέφαλη» κυβέρνηση (έτσι ονομάτισαν την
κυβέρνηση που σχηματίστηκε και την αποτελούσαν: Δ. Μάξιμος, Ε. Τσαλδάρης, Σ. Βενιζέλος, Γ.
Παπανδρέου, Σ. Γονατάς, Π. Κανελλόπουλος, Ν. Ζέρβας) μόλις πληροφορήθηκε την ημερομηνία άφιξης
της επιτροπής, για να δείξει την «Δημοκρατικότητά» της απέλυσε από τις φυλακές πολλούς αθώους που
προηγούμενα είχε φυλακίσει η Κρατική ασυδοσία. Πολλοί άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι υστέρα από
υπόδειξη των υποεπιτροπών που είχαν δημιουργηθεί και σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο. Σίγουρα ήταν και
η αιτία του μετριασμού της τρομοκρατίας στα μέρη που επισκεπτόταν και όσο καιρό έμενε σ’ αυτά. Αυτά
για να είμαστε δίκαιοι. Να μη τους φάμε το δίκιο όπως λέει ο λαός μας…

Αν όμως η επιτροπή δεν ήταν ο καλύτερος οιωνός για την πατρίδα, μια είδηση που κυκλοφορούσε
ανάμεσά μας, έστω με κάτι επιφυλάξεις, για αποχώρηση των Άγγλων λόγω των οικονομικών δυσκολιών
που αντιμετώπιζαν, μας ξανάδωσε κάποια ελπίδα. Πιστέψαμε πως ήρθε η ώρα για μια λύση, έστω και
συμβιβαστική.

Γρήγορα μαθεύτηκε πως τους Άγγλους διαδέχονται οι Αμερικανοί. Η δημοκρατική Αμερική ίσως ήταν η
καλύτερη αλλαγή φρουράς που μπορούσαμε να περιμένουμε. Η μέχρι τώρα στάση των Αμερικανών,
Κράτους και πολιτών στα «Ελληνικά πράγματα» ήταν η σωστή, αυτή που ταίριαζε σε Δημοκρατίες. Οι
ελπίδες για κάποιο διάστημα περισσεύουν, ο λόγος όμως του προέδρου Τρούμαν κατά την εξαγγελία του
δόγματος που πήρε το όνομά του, μας προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ύστερα από αυτόν τον λόγο
κάθε ελπίδα για συνεννόηση για ειρηνική διευθέτηση του προβλήματός μας, θα μείνει όνειρο άπιαστο.
Ακόμα και αν υπήρχαν Έλληνες πολιτικοί από την Κεντροδεξιά που ήθελαν μια τίμια λύση, η νέα
τοποθέτηση του Αμερικανικού παράγοντα απαγόρευε κάθε τέτοια κίνηση. Με σαφήνεια ο πρόεδρος
Τρούμαν υπέδειξε ποια θα είναι η πολιτική της Αμερικής και φυσικά των συμμάχων της στις σχέσεις τους
με την Σοβιετική Ένωση και των «δορυφόρων» της. Η αδιαλλαξία, η εμπάθεια θα είναι από δω και πέρα ο
«μπούσουλας» για κάθε πολιτική κίνηση. Ο αντικομουνισμός είναι το Άλφα και το Ωμέγα του δόγματος,
που μόνο κακό μπορεί να κάνει στην πατρίδα, ίσως και σ’ όλη την Ευρώπη. Στο Μπούλκες σημειώνουμε
το γεγονός γιατί πιστεύουμε πως δεν είναι από τα συνηθισμένα και πως ασφαλώς θα επηρεάσει τα
πολιτικά πράγματα στην χώρα μας για πολλά-πολλά χρόνια. Πώς θα τα επηρεάσει; Μάλλον το
διαισθανόμασταν και ανησυχούμε.

Τώρα κακίζουμε την κομματική ηγεσία μας για την αναβλητικότητα που έδειξε στην έναρξη και το
δυνάμωμα του ένοπλου αγώνα. Όλοι καταλαβαίνουμε πως ο χαμένος χρόνος με τους πειραματισμούς
πολιτικών τοποθετήσεων που ήταν από την αρχή καταδικασμένες θα επηρεάσει άσχημα την πορεία του
αγώνα. Τώρα που η κολοσσιαία δύναμη των Ην. Πολιτειών (οικονομικο-στρατιωτική) θα στηρίξει το
κράτος της «Αθήνας» η κατάσταση αλλάζει στο χειρότερο. Είναι απρόβλεπτο το κόστος που θα
πληρώσουμε, σίγουρο όμως είναι πως αυτό θα ’ναι πολύ βαρύ. Και ενώ ο Αμερικανικός αετός απλώνει
βαριά την σκιά του πάνω στην πατρίδα στο Μπούλκες συνεχίζεται η προσπάθεια για μια ακόμα
μεγαλύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, του μορφωτικού μας επιπέδου και ψυχαγωγίας. Μόνο που τώρα
οι δυσκολίες μεγαλώνουν καθώς καθημερινά τα νιάτα, η πιο παραγωγική δύναμη της Κοινότητας
κατηφορίζει στην Ελλάδα μας. Τώρα οι αποστολές δεν μπορεί να μένουν κρυφές, όπως παλιά. Όσο το
κομ. γραφείο και αν προσπαθούσε να κρύψει την «κάθοδο» των συναγωνιστών μας στα βουνά της
πατρίδας, η απουσία επωνύμων αλλά και ανωνύμων αγωνιστών από το χωριό, τις γκρούπες, τα σπίτια
μας, ο μεγάλος αριθμός τους, η μυστικότητα που καλύπτει την απουσία τους, έκανε τις προσπάθειές του
να πέφτουν στο κενό. Έπειτα ήταν και μερικά «πισωγυρίσματα» ορισμένων συναγωνιστών που όσο και
αν προσπαθούσε το κομ. γραφείο να τους κάνει να μη μιλήσουν όλο και κάτι ξέφευγε. Ας μου επιτραπεί
σαν παράδειγμα να αναφέρω το δικό μου «πισωγύρισμα».

Στο τέλος του 1946 με την αρχή του 1947 με ειδοποιούν να παρουσιαστώ στο κομ. γραφείο. Ο σ.
Οδυσσέας, το νούμερο δυο της κομματικής μας οργάνωσης, μου ανακοινώνει την απόφαση του
κόμματος, «θα κατεβείς στην πατρίδα, σας ζήτησε ο σ. Μάρκος». Δεν μου είπε ποιοι και πόσοι θα ήταν οι
άλλοι, αυτούς τους έμαθα αργότερα. Ήταν ο παλιός μου καθοδηγητής Κώστας Σιαπέρας (θα ’ναι και πάλι
επικεφαλής της ομάδας) και ο Θανάσης Παπαδόπουλος2 φίλος και συναγωνιστής στις ομάδες της
Θεσσαλονίκης στην κατοχή. Μου έδωσαν ρούχα στρατιωτικά και άρβυλα, αυτό έκαναν και με τους
άλλους δύο. Ήμασταν έτοιμοι να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας όπου το Αρχηγείο του Δ. Στρατού μας
τοποθετούσε. Σαν σκιές γλιστρήσαμε το βράδυ στο βαγόνι του τρένου που «πήγαινε» στον Νότο. Κανείς
δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Είχαν φροντίσει να μη βρεθούν στον σταθμό και στην γύρω περιοχή,
ούτε οι άνθρωποι της ΥΤΟ (υπηρεσίας Τάξης Ομάδας).

Στο Βελιγράδι όπου το τρένο θα μείνει στον σταθμό περίπου μίση ώρα θα δεχτούμε την επίσκεψη του
κοντόχοντρου άντρα με γυαλιά μυωπίας. Τότε παρατήρησα πως το κουπέ μας φύλαγαν δυο
Γιουγκοσλάβοι αστυνομικοί που εμπόδιζαν τους επιβάτες να κοιτάξουν στο εσωτερικό του. Από την
στάση τους και από την συμπεριφορά του Σιαπέρα κατάλαβα πως ο επισκέπτης μας ήταν ανώτερο
στέλεχος του κόμματος. Τα χαρακτηριστικά του ταίριαζαν με αυτά του σ. Γ. Ιωαννίδη και του σ. Λ.
Στρίγγου. Έμεινα με την εντύπωση πως ήταν ο δεύτερος, ύστερα και από μια μικρή συζήτηση που είχα
μαζί του. Ψιθυριστά είπαν όσα είχαν να πουν, μας χαιρέτησε με χειραψία κι έφυγε. Ρωτήσαμε τον
Σιαπέρα να μας πει τι είπε και αν αυτά αφορούσαν κι εμάς, αλλά αυτός φανερά ενοχλημένος ζήτησε να
ξεχάσουμε την επίσκεψη. Μη μπορώντας να κάνουμε διαφορετικά …ξεχάσαμε. Με το ίδιο τρένο
συνεχίσαμε ως τα Σκόπια, εκεί μας περίμενε ένα κλειστό αυτοκίνητο, (σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι
στρατοί για νοσοκομειακά) και με τον ίδιο συνωμοτικό τρόπο οδηγηθήκαμε μέχρι τα σύνορα της
πατρίδας μας. Τόση ήταν η μυστικότητα όλο αυτό το διάστημα που και όταν μας «άδειασαν» δεν
μπορούσαμε να καταλάβουμε αν ήμασταν στα Ελληνογιουγκοσλαβικά ή στα Ελληνοαλβανικά σύνορα.
Ο Σιαπέρας σίγουρα ξέρει αλλά αυτός μένει Σφίγγα. Μόνο όταν μας είπε πως θα περιμένουμε εδώ τον
σύνδεσμο που θα μας οδηγήσει «μέσα» και ανάφερε το όνομά του, υποψιάστηκα πως ήμασταν στην
Αλβανική μεθόριο γιατί ο σύνδεσμος που θα μας έμπαζε «μέσα» ήταν γνωστός μας από το Μπούλκες.
Ξέραμε πως ήταν Ηπειρώτης και γνωστός για την δράση του όταν υπηρετούσε στα τμήματα της 8ης
Μεραρχίας. Ο Γράμμος σίγουρα θα είναι ο χώρος υποδοχής μας. Το συζήτησα με τον σ. Θανάση που
συμφώνησε με τον συλλογισμό μου. Και, ενώ περιμέναμε τον σύνδεσμο χάσαμε τον …Σιαπέρα. Χωρίς να
πει λέξη φεύγει από το σπίτι που μέναμε. Άδικα περιμέναμε να γυρίσει. Αντί του Σιαπέρα το άλλο πρωί
φάνηκε ο ξερακιανός και μαύρος σαν γύφτος οδηγός της ΟΣΝΑ (Γιουγκοσλαβική αντικατασκοπία-
Ασφάλεια). Φανερά στεναχωρημένος μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε και όταν είδε την αντίδρασή μας
με κατεβασμένο το κεφάλι λες κι έφταιγε αυτός, είπε «ήμουν κι εγώ παρτιζάνος και ξέρω αλλά τι να σας
κάνω η διαταγή να γυρίστε πίσω είναι από πολύ ψηλά. Μας ήρθε να κλάψουμε, τα σύνορα της πατρίδας
απέχουν μόνο χίλια μέτρα, όπως μάθαμε, κι εμείς ούτε το χώμα της δεν μπορούμε να φιλήσουμε, κρίμα …
Πάλι μέσω των Σκοπίων επιστρέφουμε στο Μπούλκες. Ρωτήσαμε τον σ. Οδυσσέα που μας «υποδέχτηκε»
γιατί μας γύρισαν πίσω; Κι ακούστε την απάντησή του. «Έτσι έπρεπε να γίνει γιατί η επιτροπή του Ο.Η.Ε.
ήταν ακόμα στην Ελλάδα και αν για κάποιον λόγο μάθαινε το “πέρασμά σας μέσα” ενώ είναι γνωστό
στις υπηρεσίες του κράτους ότι ζείτε στο Μπούλκες θα προκαλούσε ζήτημα στις σχέσεις Ελλάδας και
Γιουγκοσλαβίας. «θέλησα να γελάσω, αλλά δεν το έκανα, δεν είχε και νόημα. Μόνο που σκέφτηκα, μήπως
ο Σκοτίδας, ο Γιαννούλης, ο Γεωργιάδης, ο Χείμμαρος και οι άλλοι πιο γνωστοί από εμάς που τώρα
πολεμούν στα βουνά της πατρίδας δεν ήταν για μεγάλο διάστημα στο Μπούλκες; Ήταν κρυφό; Όχι, μόνο
η επιτροπή αλλά και οι πέτρες της Ελλάδας γνώριζαν ότι όλοι τους από το Μπούλκες ξεκίνησαν. Τι να
πω…

Μας ζήτησε να μη μιλήσουμε σε κανέναν για το ταξίδι γιατί θα κάναμε κακό στο κόμμα. Ε, όχι κι έτσι.
Όπως θα καταλάβατε όλο και κάτι μου ξέφυγε, γιατί εγώ τουλάχιστον, θεώρησα πως οι κοντινοί μου
σύντροφοι είχαν τη στοιχειώδη εξυπνάδα να ξεχωρίζουν την αλήθεια. Και παρά την προσπάθεια του κομ.
γραφείου να επιβάλει «σιωπή» «ο κόσμος το ’χει τούμπανο και μεις κρυφό καμάρι», όλοι γνωρίζαμε πως
σύντομα στο χωριό θα κατοικούν μόνο όσοι δεν θα μπορούν να πάρουν όπλο, οι άρρωστοι, οι γέροι και
τα «αντικομματικά στοιχεία» που το κόμμα δεν εμπιστευότανε να στείλει «κάτω». Μια γλυκιά προσμονή
μας κατείχε όλες τις ώρες του 24ωρου, κάθε κτύπημα στην πόρτα μάς αναστατώνει γιατί νομίζαμε πως
ήταν το «κάλεσμα». Τα νεύρα μας πήγαιναν να σπάσουν. Άδικα βέβαια αλλά ήταν τέτοια η λαχτάρα…
Οι σύντροφοι μας όλο και λιγοστεύουν, δημιουργώντας κενά που θα δημιουργήσουν προβλήματα
κυρίως στην παραγωγική διαδικασία. Αλήθεια πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι του φετινού σχεδιασμού
μας; Με λιγότερα χέρια, ίσως και λιγότερο παραγωγικά από αυτά που έφυγαν για την πατρίδα, θα
καταφέρουμε να σταθούμε στο πιο υψηλό σημείο του δείκτη παραγωγικότητας σ’ όλη την περιοχή; Και
όσο να σας φανεί περίεργο τα καταφέραμε. Από το πόστο του διευθυντή και κομματικού γραμματέα της
Κ.Ο.Β. του Μηχανοτρακτερικού Σταθμού που ήταν υπεύθυνος για όλες τις γεωργικές εργασίες (όργωμα,
σπάρσιμο, θέρισμα, αλώνισμα) αλλά και για όσες άλλες εργασίες απαιτούσουν την χρησιμοποίηση
μηχανικών μέσων, υπεύθυνα μπορώ να βεβαιώσω πως όσοι δούλεψαν στον αγροτικό τομέα κάλυψαν τα
κενά σε συντρόφους με μεγάλη επιτυχία. Οι παραπανίσιοι τόνοι, και ήταν πολλοί, καλαμποκιού,
τεύτλων, καναβιού, κηπευτικών που έδωσε η φετινή σοδειά ήταν η καλύτερη απόδειξη της προσφοράς
τους. Ήταν βέβαια και η πείρα των προηγούμενων χρόνων, ήταν και ο καλός σχεδιασμός των γεωπόνων,
ασφαλώς και οι καλές καιρικές συνθήκες αλλά χωρίς την σκληρή δουλειά τους δεν θα μπορούσαμε να
πετύχουμε πολλά πράγματα.

Το ίδιο πετυχημένα κάλυψαν τα κενά τους σε εργατικά χέρια και οι άλλες γκρούπες. Ο απολογισμός
παραγωγής τους αυτόν τον χρόνο έδειξε πως τα κατάφεραν καλύτερα από τον περσινό. Όλες οι
γκρούπες, καρροποιών, ραπτών, υποδηματοποιών, καναβουργείου, τυροκομείου γιόρτασαν την αύξηση
της παραγωγής τους με τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που πέτυχαν κάτι μεγάλο. Και ήταν πραγματικά
άθλος να πετύχεις αύξηση της παραγωγής με έναν μικρό αριθμό ανθρώπων και μάλιστα ανθρώπων
φορτωμένων με ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργούσε η εξορία, το κλείσιμό τους στον στενό χώρο
του χωριού μας αλλά και η σκέψη στην πατρίδα και τους δικούς τους. Τα συγχαρητήρια των
Γιουγκοσλαβικών αρχών της περιοχής (επαρχίας Παλάγκας) ήταν η καλύτερη απόδειξη για όσα
πετύχαμε. Θα πρέπει ακόμα να τονίσω, πως όσα πετύχαμε στην παραγωγή δεν έγιναν σε βάρος άλλης
εκδήλωσης της ζωής μας. Όλα λειτούργησαν όπως και τα προηγούμενα χρόνια. Ούτε τα μαθήματα, ούτε
οι κομματικές και άλλες συνεδριάσεις που μας έτρωγαν αρκετά χρόνο σταμάτησαν έστω και για λίγο.
Ούτε η ψυχαγωγία μάς έλειψε. Δεν θέλω να πιστέψει κανείς πως με συνεπήρε ο ενθουσιασμός και
υπερβάλω, όχι, ίσως μάλιστα να ’ναι λιγότερο επαινετικά και αληθινά. Πραγματικά είναι δύσκολο για
όσους δεν έζησαν κοντά μας να νιώσουν, όσα συνέβησαν στο Μπούλκες και δεν αναφέρομαι τόσο στα
γεγονότα όσο στην ανθρώπινη προσπάθεια για αλλαγή της νοοτροπίας, της σκέψης και η τοποθέτηση σε
νέες θέσεις και αρχές των ανθρώπων του, είναι αυτά που ενδιαφέρουν και προσπαθώ να τονίσω. Άλλωστε
μια στεγνή περιγραφή του Μπούλκες νομίζω πως δεν θα ενδιέφερε κανέναν. Το τι όμως έγινε «μέσα» και
το τι προσέφερε στους αγωνιστές κατοίκους του σίγουρα ενδιαφέρει πολλούς. Δεν ξέρω αν μπορέσω να
βοηθήσω με το γραπτό μου όσους το διαβάσουν, να μπουν στο «πετσί» μας, να νιώσουν όπως εμείς, να
ζήσουν νοερά τις όμορφες αλλά και τις άσχημες στιγμές μας. Θα προσπαθήσω ως το τέλος, γιατί
πραγματικά αξίζει μια τέτοια προσπάθεια.

***

Τα νέα από την πατρίδα εξακολουθούν να ’ναι άσχημα, η τρομοκρατία οργιάζει σε πόλεις και χωριά. Οι
συγκρούσεις ανάμεσα στους δυο στρατούς όλο και δυναμώνουν προκαλώντας ανυπολόγιστες
καταστροφές. Είμαστε στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 1947 και κανένα φως στον πολιτικό μας
ορίζοντα που θα επέτρεπε κάποια αισιοδοξία. Σκοτάδι βαθύ παντού…

Μια θλιβερή είδηση που φτάνει στο χωριό μας επιβεβαιώνει το μέγεθος του τρόμου που απλώθηκε τώρα
και στις μεγάλες πόλεις. «Σκότωσαν τον Ζέβγο». Και ήταν ο Ζέβγος από τα πιο αξιαγάπητα στελέχη του
Κ.Κ.Ε. και που όπως έλεγαν όσοι τον είχαν γνωρίσει ο ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΣΤΕΡΟΣ, ο ηγέτης που πάντα
ζητούσε με επιμονή σωστές, ειρηνικές λύσεις. Το ερώτημα που έμπαινε τώρα είναι, τον σκότωσαν για να
λείψει ο ειρηνοποιός για να επικρατήσουν οι σκληροί που θα μας οδηγήσουν στην ολοκληρωτική
σύγκρουση ή ήταν πράξη εκδίκησης; Ο δολοφόνος του, που σημειώστε ήταν από αυτούς που έδιωξε η
ηγεσία μας από το Μπούλκες, επικαλέστηκε λόγους εκδίκησης, χωρίς φυσικά να πείσει κανέναν.
Ανεξάρτητα όμως από την αιτία που όπλισε το χέρι του δολοφόνου, ο χαμός του Γιάννη Ζέβγου είναι
μεγάλη απώλεια για την πατρίδα απώλεια μεγάλη και για το Κ.Κ.Ε. που ήταν ο θεωρητικός του και το
στέλεχος του ΜΕΤΡΟΥ. Χάθηκε ο Ζέβγος μια ευγενική μορφή των αγώνων του Λαού μας και μαζί του
χάθηκε και κάποια ελπίδα ειρήνης.

…Τον θάνατο του Ζέβγου ακολουθούν σε σύντομο σχετικά διάστημα κι άλλοι θάνατοι αντρών που
σημάδεψαν την εποχή μας και πέρασαν στην ιστορία της πατρίδας μας. Η αναφορά μου σ’ αυτούς τους
θανάτους δεν είναι πλατειασμός, είναι επιταγή της ιστορίας.
Ο βασιλιάς ο Γεώργιος ο Β΄ πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Ούτε που πρόλαβε να δει την Αμερικανική
βοήθεια που τόσο πολλά είχε στηρίξει πάνω της ο φανατικά Αγγλόφιλος βασιλιάς. Τον διαδέχεται ο
Παύλος που όμως δεν διαθέτει το κύρος του Γεωργίου. Μάλιστα η γνώμη αυτών που γνώριζαν πρόσωπα
και πράγματα ήταν πως ο νέος βασιλιάς ήταν άτομο άβουλο και ετερόφωτο. Ακόμα ακούστηκε πως τον
Γεώργιο τον σκότωσε μυστική υπηρεσία Κράτους που ήθελε στον Ελληνικό θρόνο έναν τέτοιον άβουλο
βασιλιά. Φυσικά αυτό δεν ήταν αλήθεια, ο θάνατος ήταν φυσιολογικός, αλλά όπως θα δούμε και στους
θανάτους που θα επακολουθήσουν, οι φήμες πως η Ιντζέλιτζες Σέρβις κρύβεται πίσω από αυτούς,
δημιουργούν ένα κλίμα καχυποψίας, αβεβαιότητας και φοβίας.

Τον Γεώργιο ακολουθεί στην αιωνιότητα ο δεσμώτης στρατηγός Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο και
αποκαλούμενος «κόκκινος συνταγματάρχης». Ο στρατηγός βρέθηκε νεκρός στον τόπο της εξορίας του,
στους Φούρνους Ικαρίας. Η ανακοίνωση έλεγε πως ο στρατηγός αυτοκτόνησε. Πάλι οι φήμες «ήθελαν»
τον στρατηγό να σκότωσαν οι Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες επειδή ήταν παλιά …πράκτοράς τους. Κάτι
τέτοιο όμως ποτέ δεν αποδείχτηκε, έδειξε όμως πόσο βρωμιά κουβαλούσαν οι κύκλοι που διοχέτευαν
τέτοιες φήμες. Η αυτοκτονία του αγαπημένου μας διοικητή της Ομάδας Ιεραρχιών Μακεδονίας του
Ε.Λ.Α.Σ. για μέρες βύθισε σε πένθος την κοινότητά μας και ήταν πολλοί που έκλαψαν τον πρόωρο
θάνατό του.

Ο θάνατος όμως που τάραξε τα νερά, που κυριολεκτικά έφερε τα πάνω-κάτω ήταν ο θάνατος του «Γέρου»
μας του λατρευτού Γιώργη Σιάντου. Σαν αστροπελέκι έπεσε στο Μπούλκες η είδηση «πέθανε ο Γέρος του
αγώνα από συγκοπή στην κλινική του καθηγητή Κόκκαλη». Από την πρώτη στιγμή ξεκινούν (στο
Μπούλκες) οι εκδηλώσεις τιμής και αγάπης για τον άξιο οδηγητή του απελευθερωτικού αγώνα, του
αρχηγού του Κ.Κ.Ε. στις δύσκολες στιγμές, όταν ο σ. Ζαχαριάδης ήταν έγκλειστος στο κάτεργο της
Γερμανίας. Πονέσαμε πολύ για τον χαμό του, όσο πονάει κάποιος όταν χάνει στενό συγγενικό του
πρόσωπο.

Τις έντονες εκείνες στιγμές και τόσο συγκινητικές μια φήμη (πάλι φήμη) κυκλοφόρησε ανάμεσά μας μ’
έναν περίεργο και ύποπτο τρόπο, ύποπτο ακόμα και για τις συνθήκες του Μπούλκες. Έλεγε η «φήμη»
[ότι] ο θάνατος του Σιάντου δεν προήλθε από συγκοπή, τον «έφαγε ο Κόκκαλης με υπόδειξη του
Ζαχαριάδη, γιατί ο τελευταίος ανακάλυψε πως ο Σιάντος ήταν πράκτορας της ασφάλειας από το …1927».

Η «προδοσία» του Σιάντου ίσως να επηρέαζε μόνο τους φανατικούς, να έμενε φήμη κακόγουστη και
ύποπτη, αν η συζήτησή της δεν γινόταν ΑΝΟΙΚΤΑ χωρίς τις συνηθισμένες επιφυλάξεις και προφυλάξεις
που παίρναμε πάντα όταν αυτή αφορούσε στέλεχος του κόμματος. Αυτό το ΑΝΟΙΚΤΑ ήταν που μας
φανέρωσε και την «πηγή» της τόσο ατιμωτικής για τον νεκρό «Γέρο» μας κατηγορίας. Σχεδόν όλοι
καταλάβαμε πως η πηγή ήταν το κομματικό γραφείο, που σημαίνει πως η «μπηχτή» δεν είναι φήμη αλλά
είδηση που μας δόθηκε με τον πιο άθλιο τρόπο και στην πιο ακατάλληλη στιγμή και σίγουρα κατόπι
εντολής από τα υψηλά κλιμάκια του Κ.Κ.Ε.

Η εντύπωση που προκάλεσε η αποκάλυψη του χαφιέ …Σιάντου ήταν συγκλονιστική. Αν πω πως κλόνισε
και αυτό το ΠΙΣΤΕΥΩ μας δεν θα ήταν υπερβολή. Σ’ όλους μας γεννήθηκαν τα ερωτήματα. «Ήταν ο
αρχηγός μας προδότης;» «Η ασφάλεια καθοδηγούσε ουσιαστικά και τόσο καιρό τον αγώνα μας;» «Γι’
αυτό χάσαμε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του ’44;» Πολλά ακόμα ερωτήματα μας βασάνιζαν και
προσπαθούσαμε μόνοι μας να δώσουμε απαντήσεις, μια που τα στελέχη μας «ποιούσαν την νήσσαν».
Βέβαια όταν κατάλαβαν πόσο κακό έκανε η «Φήμη» κάτι άλλαξαν. Άφησαν να συρθεί μια άλλη έκδοση
της άθλιας πληροφόρησής μας. Έλεγε η νέα έκδοση, «ο Γιώργης Σιάντος δεν “φαγώθηκε” από τον
Κόκκαλη, ούτε ο Ζαχαριάδης διέταξε κάτι τέτοιο…» Όλα λοιπόν καλά, λευκός ο τωρινός αρχηγός μας,
λευκός και ο καθηγητής Κόκκαλης που τόσο ηλίθια έμπλεξαν οι εμπνευστές του ρύπου. Ενώ όμως
ανασκεύασαν ένα μέρος της, το άλλο που ατίμαζε τον νεκρό δεν άλλαζε σε τίποτε. Άφησαν για αρκετό
διάστημα να συζητιέται η «προδοσία». Κρίμα, γιατί για τους περισσότερους αγωνιστές ο «Γέρος του
αγώνα, ο τιμημένος αρχηγός του Κ.Κ.Ε.» ήταν ριζωμένος μέσα στην καρδιά τους και καμία φήμη δεν
μπορούσε να τον βγάλει.

Και ήταν, νομίζω, η πρώτη φορά που στελέχη και μέλη του κόμματος άρχισαν ν’ αμφιβάλουν για το
αλάθητο του Ζαχαριάδη. Η περίπτωση Σιάντου δεν ήταν η μοναδική στο κόμμα μας, αλλά θεωρώ πως
ήταν η πιο χαρακτηριστική της ανευθυνότητας και σκληρότητας που χαρακτήριζε πολλά στελέχη μας.
Στην ιστορία του Κ.Κ.Ε. καταγράφονται «προδοσίες» που ποτέ δεν αποδείχτηκαν. Πολλά στελέχη από
την ίδρυσή του κατηγορήθηκαν για προδοσία ή με άλλες σοβαρές καταγγελίες, πρόχειρα και χωρίς
σοβαρά στοιχεία. Πολλοί [το] αποδίνουν στην παρανομία που δεν άφηνε περιθώρια έρευνας τέτοιων
υποθέσεων. Ίσως, αν και έχουμε περιπτώσεις που διαψεύδουν όσους υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Επικρατεί
όμως η εντύπωση πως για την εκτόξευση των άδικων και σκληρών κατηγοριών ευθύνη έχουν πολλά
στελέχη με την μετριότητα και ιδιοτέλεια που τους χαρακτηρίζει. Αν ήταν να πω την γνώμη μου θα ’λεγα
πως η ευθύνη για όσα στραβά γίνονται στο κόμμα είναι συνολική, ούτε ένας μπορεί να βγάλει την ουρά
του απ’ έξω. Μετριότητες υπάρχουν σ’ όλα τα κόμματα, μια και μιλάμε για κόμμα είναι νομίζω φυσικό
αφού αυτοί είναι η πλειοψηφία, αυτό όμως δεν εμποδίζει την σωστή τους λειτουργία. Θα ήταν
διαφορετικά τα πράγματα βέβαια αν μιλούσαμε για «λέσχες σοφών», εκεί μόνο μετρά ο υψηλός δείκτης
νοημοσύνης. Όσο για την ιδιοτέλεια θα ήθελα να διευκρινίσω, πως όταν μιλάμε στο κόμμα για ιδιοτέλεια
εννοούμε τον «ανορθόδοξο τρόπο αναρρίχησης σε υψηλότερα πόστα (θέσεις)», τίποτε παραπάνω. Τώρα
αν έπρεπε να εξηγήσω το περί «συνολικής ευθύνης» με δυο λόγια θα πω: «Γιατί όλοι μας ανεχόμασταν το
κλίμα φοβίας που επικρατούσε σε όλο το κόμμα». Μιας φοβίας που ήταν, είναι και θα είναι η αιτία για
την όχι και τόσο επιθυμητή ανάπτυξή του. Για την όχι καλή, πολλές φορές ανάδειξη των στελεχών του και
για τις λαθεμένες αποφάσεις του. Και δεν μπορούσε να ήταν καλύτερα τα «πράγματα» αφού η φοβία
εμπόδιζε την συνολική δουλειά, την κριτική και αυτοκριτική και είχε καταστήσει (επιβάλλει σαν ΑΡΧΗ)
την εξουσία του ΕΝΟΣ, του γενικού γραμματέα. Κάποιες ολομέλειες και συνεδριάσεις του Πολιτικού
γραφείου και Κεντρικής Επιτροπής δεν αλλάζουν την πραγματικότητα, που είναι ο συγκεντρωτισμός
στην ολοκληρωμένη μορφή του. Κακό αυτό και επειδή όπως έλεγαν και οι προγονοί μας «ενός κακού
μύρια έπονται», τα όσα άλλα ανάφερα και όσα άλλα προκύψουν ήταν και θα είναι η φυσιολογική
συνέχεια…

Στο Μπούλκες νομίζω στο διάστημα μετά τον θάνατο του Σιάντου, συνάντησα τον σ. Μάξιμο τον οποίον
μου σύστησαν σαν δημοσιογράφο, μου είπαν ποιας εφημερίδας αλλά δεν θυμάμαι τώρα για να την
αναφέρω. Τότε διεύθυνα τον Μηχανοτρακτερικό σταθμό και η γνωριμία μας έγινε όταν θέλησε να μάθει
σχετικά με το έργο του. Αυτό τουλάχιστον μου είπαν οι σύντροφοι που τον ξεναγούσαν. Μου ζήτησε να
τον πληροφορήσω με κάθε λεπτομέρεια και για όλα, όπως χαρακτηριστικά είπε. Δεν του τ’ αρνήθηκα,
αλλά για να είμαι και «εντάξει» με τους πιο πάνω, ρώτησα τον σ. Φώκο κομματικό μου καθοδηγητή,
βετεράνο κομμουνιστή και «Γκούτβη» αν έπρεπε να πάρει έκταση η συζήτηση ή να περιοριστώ σε λίγα.
Μου απάντησε πριν ακόμα ολοκληρώσω την ερώτησή μου και αυτό μου έκανε εντύπωση. «Να του
εξηγήσεις με κάθε λεπτομέρεια ό,τι αφορά το έργο του σταθμού.» Στην φωνή του διέκρινα κάποιο
σεβασμό προς τον σ. Μάξιμο, αλλά και η όλη συμπεριφορά του «μπάρμπα Φώκου» μου κίνησε την
περιέργεια. Φρόντισα να μάθω και έμαθα. Ο σ. Μάξιμος ήταν πριν από χρόνια ο Γενικός γραμματέας του
Κ.Κ.Ε. Από εκείνη την στιγμή ως την ώρα που με αποχαιρετούσε φεύγοντας από το Μπούλκες του ’δειχνα
έναν σεβασμό που νόμιζα πως του τον όφειλα. Το διαπίστωσε και ο ίδιος γι’ αυτό συχνά μου έλεγε: «Να
’ξερες πόσο χαίρομαι όταν συναντώ νέους ανθρώπους (σε ηλικία) να καθοδηγούν κομ. οργανώσεις.
Χαίρομαι γιατί διαπιστώνω πως είστε καλύτεροι από εμάς τους παλιούς αλλά και γιατί είμαι βέβαιος πως
εσείς οι νέοι είστε οι φορείς της αλλαγής που τόσο έχει ανάγκη το κόμμα». Φανερό το παράπονό του για
το φέρσιμο των συντρόφων του. Είπε και άλλα ο σύντροφος που ηχούσαν όμορφα στ’ αυτιά μου. Μίλησε
για την κοινωνία που πρέπει ν’ αλλάξουμε γιατί είναι πολύ άδικη, για τους αγώνες του κόμματος αλλά
και τις αδυναμίες του, ακόμη και για το Μπούλκες. Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα να γνωρίζει τόσα για το
χωριό μας. Μιλούσε αργά με μια πρωτόγνωρη για μένα ηρεμία που μαγνήτιζε, ήθελες ή όχι τον
παρακολουθούσες με «θρησκευτική» ευλάβεια. Εγώ τουλάχιστο μπορούσα να τον ακούω για ώρες με
μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν ήταν μόνο καλός χειριστής της γλώσσας, ήταν και ένας υπέροχος άνθρωπος.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι έφταιξε και ο σύντροφος βρέθηκε έξω από το κόμμα; Ήταν τόσο βαρύ το
«αμάρτημά» του για να τύχει αυτής της μεταχείρισης; Και ήταν ο σύντροφος «τυχερός» κατά την
εκτίμηση πολλών συντρόφων, γιατί όπως έλεγαν υπήρξαν και άλλοι λιγότερο «τυχεροί». Τα επόμενα
χρόνια, οι διαγραφές και η τύχη των διαγραφέντων απόδειξαν πόσο σωστή ήταν η εκτίμησή τους (βλέπε
περιπτώσεις, του ΑΡΗ πρόσφατη, του ΣΙΑΝΤΟΥ τωρινή, ΜΑΡΚΟΥ, ΜΠΛΟΥΜΠΙΔΗ αργότερα, αλλά
και αυτή του ίδιου του ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ).

Με την παρένθεση αυτή κλείνω το μέρος του γραπτού μου που αναφέρεται στους θανάτους των
σημαντικών ανθρώπων που οπωσδήποτε σημάδεψαν την εποχή μας. Ήταν όμως και μια θαυμάσια
ευκαιρία, η μνημόνευσή τους αφού μου επέτρεψε να αναφερθώ και στην κρίση και ενέργειες ορισμένων
στελεχών μας που δυστυχώς τις περισσότερες φορές είναι αυτά που κρατούν στα χέρια τους την τύχη του
κόμματος και σε προέκταση της Πατρίδας. Οι θάνατοι αυτοί είναι και τα γεγονότα που ξεχωρίζουν ως το
μεσοδιάστημα του 1947. Ας ήταν τουλάχιστον, να ήταν και οι τελευταίοι.

…Ο χρόνος κυλά αργά εδώ στο Μπούλκες. Ευτυχώς οι γεωργικές εργασίες που είναι πολλές τώρα το
καλοκαίρι δεν μας αφήνουν χρόνο να στεναχωρηθούμε και περισσότερο να χαρούμε. Τι λέω να χαρούμε,
καιρό έχουμε να νιώσουμε αυτό το συναίσθημα. Πώς να χαρούμε όταν τα νέα από την Πατρίδα δεν είναι
ευχάριστα. Η φωτιά έχει απλωθεί από την μια ως την άλλη άκρη της. Τώρα στις ειδήσεις δεν ακούμε
τίποτε άλλο, από τρομοκρατία, μάχες ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις και για επιχειρήσεις μεγάλης
κλίμακας. Οι κυβερνητικοί με ανεβασμένο το ηθικό, λόγω της Αμερικανικής βοήθειας, προσπαθούν να
τελειώσουν με την «ανταρσία» όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ξεκινούν μια σειρά εκκαθαριστικών
επιχειρήσεων που μπορεί να μη φέρνουν το αποτέλεσμα που θέλουν, σίγουρα όμως δυναμιτίζουν κάθε
προσπάθεια που θα μπορούσε να βάλει τέλος σ’ αυτόν τον φρικτό πόλεμο. Το ίδιο σκληρά απαντά και η
«άλλη» πλευρά, η δική μας. Οι αντάρτες ή ο Δημοκρατικός στρατός όπως ονομάζονται τώρα, κάνει ότι
μπορεί για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται. Καλεί σε στράτευση (λίγο αργά), οπλίζεται,
προχωρεί στη δημιουργία μεγάλων μονάδων (τάγματα, ταξιαρχ[ίες]). Οργανώνει τις υπηρεσίες του
(πληροφοριών, εφοδιασμού, ιατρικής βοήθειας) για να γίνει αποτελεσματικότερος. Παράλληλα το κόμμα
δίνει εντολή στις οργανώσεις να βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια. Ακόμα καλούνται να
προσαρμοστούν σε συνθήκες παρανομίας για να αποφύγουν τα χτυπήματα που θα επιχειρήσει ο
αντίπαλος. Όλα, λοιπόν, τα σημάδια δείχνουν πως ο χρόνος αυτός (1947) είναι χρόνος που οι αντίπαλοι
συμπληρώσουν τις προετοιμασίες τους που θα τους επιτρέψει τον επόμενο (1948) να πετύχουν το τελικό
κτύπημα. Σε αυτή την προετοιμασία, στο δυνάμωμα του Δ. Στρατού, συμβάλλει και η κοινότητά μας με
την αποστολή συναγωνιστών μας στα μάχιμα τμήματα αλλά και με κάποια υλική βοήθεια. Ποσότητες
ρουχισμού, υπόδησης, φαρμάκων έφταναν στον στρατό μας για να καλύψουν μερικές από τις ανάγκες
του. Οι αποστολές υλικής βοήθειας, δημιουργούν σε μας που μέναμε ακόμα στο Μπούλκες πρόσθετες
υποχρεώσεις. Να προσπαθήσουμε ακόμα περισσότερο. Αυτό κάναμε, πολλές φορές διακρίνουμε
συναγωνιστές μας να φτάνουν στα όρια εξάντλησης, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Η
πίστη πως έτσι προσφέρουμε στον αγώνα, πως βοηθούμε τους πολεμιστές μας οδηγεί στην επιτυχία, χωρίς
να υπολογίζουμε τα «στάνταρ» της ανθρώπινης αντοχής. Θα πρέπει όμως να ομολογήσω πως και το
ήρεμο κλίμα που τώρα επικρατεί στην οργάνωσή μας βοήθησε πολύ τις επιτυχημένες προσπάθειές μας. Η
επιστροφή στην Πατρίδα (στα βουνά της) δεκάδων στελεχών πολιτικών και στρατιωτικών, ήταν η μια
αιτία της ηρεμίας αφού ανάμεσά τους ήταν και οι πρωταγωνιστές της αντιπαλότητας που μας
ταλαιπώρησε όλο σχεδόν τον χρόνο της παραμονής μας στην Γιουγκοσλαβία.

Η συμπεριφορά των συντρόφων της κομματικής επιτροπής τώρα μας θυμίζει παλιές καλές μέρες, όταν η
κατανόηση και η αγάπη μας ένωνε σε ένα αδιάσπαστο σύνολο, ασφαλώς είναι η άλλη αιτία των
επιτυχιών. Πολλοί πιστεύουμε πως η αλλαγή συμπεριφοράς είχε σχέση με μια νέα γραμμή της Κ.
Επιτροπής του κόμματος που τώρα έβλεπε πως εκπληρώθηκε ο στόχος (καθήκον) που είχε θέσει στην
κομματική οργάνωσή μας, που ήταν να κρατήσει συσπειρωμένους κάτω από την δική του επιρροή τις
χιλιάδες των αγωνιστών που πέρασαν από το 1945 στην Γιουγκοσλαβία και που αυτό (το Κ.Κ.Ε.)
χαρακτήριζε «ΧΡΥΣΗ ΕΦΕΔΡΕΙΑ».

Τώρα η «χρυσή εφεδρεία» έχει λιγοστέψει πολύ, το Μπούλκες αδειάζει και σύντομα ηλικιωμένοι, παιδιά
και ανάπηροι θα ’ναι οι κάτοικοί του. Η εικόνα που παρουσιάζει τώρα το χωριό μας είναι πολύ
διαφορετική από αυτή που είχαμε συνηθίσει. Άλλο αν ήταν επιθυμητή ή όχι, η παλιά ήταν η ομορφότερη.
…Συνεχίζουμε την ζωή μας μέσα σ’ ένα ήρεμο κλίμα με μοναδική επιδίωξη να πετύχουμε τους στόχους
(παραγωγικούς) που μας ανάθεσαν. Περνούμε στο δεύτερο εξάμηνο με τα γεγονότα να διαδέχονται το
ένα το άλλο διαγράφοντας την μαρτυρική πορεία του λαού μας. Τίποτε το καλό δεν μπορούμε να
περιμένουμε, καμιά ελπίδα συνεννόησης ανάμεσα στους αντίπαλους, μόνο έξαλλες φωνές και απειλές
ακούονται, ανεβάζοντας στα ύψη την υστερία. Με φωτιά και σίδερο απειλούν οι κυβερνητικοί, με την
δημιουργία κυβέρνησης του βουνού απαντά από το Στρασβούργο ο Πορφυρογένης (σίγουρα εντολή του
Ζαχαριάδη). Μια προσπάθεια για κάποια εκτόνωση από την κυβέρνηση Σοφούλη που σχηματίστηκε τον
Αύγουστο, με την αμνηστία που εξήγγειλε, δεν πέτυχε τίποτε. Απορρίφθηκε από τον Μάρκο χωρίς
συζήτηση.

Την ίδια τύχη είχε και μια πρόταση του Μάρκου για σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα. Και
ήταν τέτοια η ταχύτητα με την οποία απέρριψαν οι δυο πλευρές τις προτάσεις που δεν άφηνε αμφιβολία
πως οι προτάσεις έγιναν μόνο για λόγους εντυπωσιασμού. Κρίμα γιατί ίσως κάτι καλό μπορούσε να βγει
ή από την μια ή από την άλλη…

Στα μέσα του Αυγούστου με κάλεσαν στο κομματικό γραφείο. Πίστεψα πως ήρθε η σειρά μου να κατεβώ
στην πατρίδα γι’ αυτό έτρεξα να παρουσιαστώ. Διαψεύστηκα, ο δεύτερος γραμματέας Οδυσσέας με
προσγείωσε ανώμαλα. Αντί για την Πατρίδα μ’ έστελναν στην Βουλγαρία με μια ταξιαρχία νέων. Με
έντονο ύφος ζήτησε να την οργανώσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί δεν μας έπαιρνε ο χρόνος. Μου
ήρθε να ξεφωνίσω να διαμαρτυρηθώ γιατί δεν έβλεπα σε τι θα χρησίμευε αυτές τις στιγμές η παρουσία
εκατό νέων (τόσους νέους είχε μια νεολαιίστικη εργατική ταξιαρχία) στην Βουλγαρία. Όσο μεγάλη και αν
ήταν η οικοδομική ανάγκη της, η εργασία των λίγων νέων μας και για διάστημα δυο μηνών, τόση ήταν η
διάρκεια της εργασίας, δεν θα πρόσφερε πολλά πράγματα. Η παρουσία τους μόνο συμβολική μπορούσε
να χαρακτηριστεί. Βέβαια δεν είπα λέξη, σκέφτηκα πως θα ήταν ανοησία μια άρνησή μου. Αντίθετα
στρώθηκα αμέσως στη δουλειά και με την βοήθεια αξιόλογων συντρόφων που είχαν πείρα από την
συμμετοχή τους σε προηγούμενες Ταξιαρχίες κατάφερα σε λίγες μέρες να αναφέρω πως η ταξιαρχία
«Γιάννης Ζέβγος» ήταν έτοιμη. (Στα προηγούμενα δυο χρόνια είχαν σταλεί σε διάφορα μεγάλα έργα που
πραγματοποιούσε η Γιουγκοσλαβική νεολαία, οι ταξιαρχίες «Νίκος Ζαχαριάδης», «Ε.Λ.Α.Σ.», «Γιώργης
Σιάντος». Νομίζω πως η «Ρήγας Φερραίος» ακολούθησε την δική μας.)

Στην Βουλγαρία πήραμε μέρος στην κατασκευή του δρόμου που θα ένωνε το Βόρειο με το Νότιο μέρος
της, όπως μας είπαν οι Βούλγαροι τεχνικοί. Η θέση μας ήταν στην περιοχή του Χαϊμ- Μπουάζ ή κάπως
έτσι, μέσα σε καταπράσινα βουνά. Ύστερα από πολύ σκληρή δουλειά, σε άσχημες καιρικές συνθήκες και
με πολλούς επαίνους επιστρέψαμε στο Μπούλκες. Στον σιδηροδρομικό σταθμό με πρώτους τα μέλη του
κομ. γραφείου έχουν συγκεντρωθεί πολλοί σύντροφοι που ήθελαν να υποδεχτούν την νικήτρια
ταξιαρχία. Από το παράθυρο του βαγονιού μου προσπαθώ να διακρίνω τους πιο στενούς φίλους μου,
τους συναγωνιστές από την Θεσσαλονίκη που οι αγώνες που δώσαμε μας «έδεναν» περισσότερο και η
αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλο ήταν πολύ μεγάλη. Άδικα όμως, δυο ή τρεις ήταν αυτοί που με
περίμεναν. Όταν κατέβηκα από το τρένο και προχώρησα να χαιρετίσω τα μέλη του κομ. γραφείου μια
άλλη έκπληξη με περίμενε, κανένα από τα παλιά δεν ήταν ανάμεσά τους. Είδα τον Γιώργη Παυλίδη,
αναπληρωματικό μέλος του γραφείου πριν φύγω για την Βουλγαρία ν’ απλώνει το χέρι του για να με
χαιρετίσει και κατάλαβα. …Ούτε οι ζητωκραυγές, ούτε τα χειροκροτήματα των συντρόφων μας στάθηκαν
ικανά να μου φτιάξουν το κέφι. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά σαν διαπίστωσα πως στο διάστημα των
δυο μηνών που έλειψα οι αποστολές συντρόφων για την ενίσχυση του Δ. Στρατού είχαν πυκνώσει. Λίγες
μέρες αργότερα με ειδοποιούν να είμαι έτοιμος να κατεβώ στην Πατρίδα. Ήταν η δεύτερη φορά αυτή γι’
αυτό δέχτηκα την είδηση χωρίς πολύ ενθουσιασμό.

Οι μέρες όμως που θα ακολουθήσουν ως την στιγμή της αναχώρησής μου για «κάτω» θα μου μείνουν
αξέχαστες. Ήταν οι συγκλονιστικότερες και πιο συγκινητικές της ζωής μου. Στο δωμάτιο που έμενα ήρθε
να με δει ο πιο αγαπημένος σύντροφος. Ο Χρήστος Μπρίκας, ένα παλικάρι διαλεκτό. Πολλές φορές
πολεμήσαμε στους δρόμους της πόλης μας ο ένας στο πλευρό του άλλου, καλύπτοντας ο ένας τον άλλον.
Μια αγάπη αδερφική θα ’λεγα μας έδενε. Από τότε (την κατοχή) ο Χρήστος ήθελε να ’ναι πάντα κοντά
μου, γιατί ένιωθε ασφάλεια όπως έλεγε. Από την πρώτη στιγμή και πριν ακόμα κάτσει στην καρέκλα
κατάλαβα πως ο σύντροφός μου αγωνιούσε για την τύχη του. Αυτό έδειξε και η πρώτη του ερώτηση. Με
φωνή που ήταν παράπονο και κλάμα μαζί με ρώτησε «πότε θα φύγεις Νίκο;» «Τι να του πω;» Τα
δακρυσμένα γαλάζια μάτια του μου έδεναν τη γλώσσα. Του είπα ψέματα πως δεν πήρα ακόμα εντολή,
αλλά δεν με πίστεψε. Έφυγε για να γυρίσει το ίδιο απόγευμα με τα ρούχα του, θα ’μενε μαζί μου στο ίδιο
δωμάτιο. «Δεν φεύγω από κοντά σου ούτε λεπτό θα ’ρθω μαζί σου όπου και αν σε στείλουν». Ήταν τόσο
απελπισμένος που δεν μου ’κανε καρδιά να τον πείσω να γυρίσει στο δωμάτιό του. Έμεινε και έγινε η
σκιά μου. Η κατάστασή του με ανησυχούσε γιατί φοβόμουν μια νέα αυτοκτονία. Δεν θα ξεχάσω όσο ζω
τις ανήσυχες ματιές που μου ’ριχνε όταν αποφάσιζα να βγω από το σπίτι. Τα βράδια έκλεινε με το
κρεβάτι του την πόρτα για να μη φύγω κρυφά. «Δεν θα φύγεις Νίκο δεν θα με εγκαταλείψεις» μου ’λεγε
όταν τον ρωτούσα γιατί το κάνει αυτό, φοβόταν το παλληκάρι, και ο φόβος του ήταν πραγματικός.
Δυστυχώς δεν θα έβλεπε Πατρίδα όσο κρατούσε ο πόλεμος και αιτία η αναπηρία του.

Τους τελευταίους μήνες του 1944, προσπαθώντας να ξεφύγει την σύλληψή του από τους Γερμανούς σ’ ένα
από τα μπλόκα τους, έπεσε από ένα ύψωμα 4 μέτρων στο βάθος μιας σήραγγας που είχε φτιάξει το
κεραμοποιείο Αλλατίνη στο ύψος του άλσους της Νέας Ελβετίας και έβγαλε το πόδι του από τον γοφό. Η
άρνησή του τότε να εγχειριστεί αλλά και αργότερα όταν τον στείλαμε στο Νοσοκομείο των Σκοπίων, του
στοίχισε την μόνιμη αναπηρία που τώρα θα τον κρατήσει ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα μακριά από
την πατρίδα.

Το απόγευμα μιας συννεφιασμένης μέρας του Νοέμβρη θα μου δώσουν την εντολή «το βράδυ φεύγεις».
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πώς θα έφευγα από το σπίτι χωρίς να αντιληφθεί ο Χρήστος την φυγή μου.
Παρακάλεσα μερικούς Θεσσαλονικιούς συντρόφους μας να βρούνε κάποια δικαιολογία και να
απασχολήσουν το βράδυ αυτό τον Χρήστο. Αυτό έγινε, όταν κατά τις επτά πήγα στο σπίτι ο σύντροφός
μου έλειπε, οι σύντροφοι είχαν κάνει καλή δουλειά. Γρήγορα έγραψα ένα σημείωμα με το οποίο
πληροφορώ τον Χρήστο πως του χαρίζω το απλό κοστούμι μου δώρο των Βουλγάρων για την προσφορά
μου στην Ταξιαρχία, όπως και ό,τι άλλο μου ανήκε. Του ζήτησα συγνώμη που τον άφηνα μόνο αλλά και
πως δεν γινόταν διαφορετικά. Τον παρακάλεσα να κάνει υπομονή και θα ’ρθει η σειρά του να ’ναι
σίγουρος. Τέλειωσα το σημείωμά μου με την ευχή «καλή αντάμωση Χρήστο». Με δάκρυα στα μάτια πήρα
λίγα πράγματα, όσα μας επέτρεψαν και γρήγορα μήπως και γυρίσει ο σύντροφός μου έφυγα για το
γραφείο που θα συγκεντρωθούμε όσοι εκείνο το βράδυ θα ταξιδεύσουμε με το τρένο που θα μας οδηγούσε
στην Πατρίδα. Κατά τις έντεκα το βράδυ υπογράψαμε κάτι χαρτιά που μας έδωσαν (ούτε που τα
διαβάσαμε) και επιβιβαστήκαμε στο βαγόνι που είχαν βάλει ειδικά για μας οι Γιουγκοσλάβοι. Σε λίγο το
Μπούλκες θα γίνει ανάμνηση. Μια ανάμνηση τριών χρόνων απομόνωσης, σκληρής δουλειάς,
απογοητεύσεων και …χαμένων προσδοκιών.

Η «Πολιτεία» μας θα υπάρξει για μερικά χρόνια ακόμα, αλλά πολύ λίγο θα θυμίζει αυτήν του 1945-46.
Αυτό όμως δεν έχει σημασία γιατί για όσους την ζήσαμε από τις πρώτες στιγμές της δημιουργίας της και
μόνο η αναφορά της μας συγκινεί πολύ γιατί την αγαπήσαμε από την καρδιά μας. Δεν μπορούσε να γίνει
διαφορετικά, να μην την αγαπήσουμε όσες στεναχώριες και λύπες κι αν μας έδωσε γιατί ήταν έργο μας,
δημιούργημά μας. Με φανερή την συγκίνησή μας αλλά και με την ευχή να μη υπάρξει άλλο Μπούλκες
υψώνουμε το χέρι σε χαιρετισμό, τον τελευταίο χαιρετισμό καθώς το τρένο ξεκινούσε για το μακρινό
ταξίδι…

2 Αναφέρομαι στο Θανάση Παπαδόπουλο που έφερε το ψευδώνυμο ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ και όχι στον άλλο Θανάση Παπαδόπουλο που
αργότερα αυτοκτόνησε.
Το νησί της ντροπής

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1947 η πληροφορία πως η κομματική οργάνωση (κομ. γραφείο) Μπούλκες
«έστεισε» σε νήσι του Δούναβη ένα στρατόπεδο-κάτεργο, κυκλοφορούσε ανάμεσά μας με πολύ
μυστικότητα. Πολλοί έλεγαν πως το κάτεργο δεν ήταν σε νησί του Δούναβη, αλλά σε νησί του ποταμού
ΤΙΣΑ που τα νερά του χύνονται στο Δούναβη. Μάλλον οι δεύτεροι είχαν δίκιο. Η ένωση των δυο
ποταμών σ’ ένα σημείο, ίσως και το μέγεθος του Δούναβη, δημιούργησε την σύγχυση και την εντύπωση
πως και ο ΤΙΣΑ ήταν Δούναβης ή παραπόταμός του. Ήταν και το κλείσιμό μας στα στενά όρια του
Μπούλκες που δεν μας επέτρεπε εύκολα να εξακριβώνουμε την αλήθεια. Ίσως στην περίπτωση αυτή και
να αδιαφορήσαμε αφού το πρόβλημα για μας δεν ήταν η τοποθεσία του κάτεργου αλλά η ύπαρξή του.

Έτσι κρυφά, συνωμοτικά τις περισσότερες φορές μαθαίναμε γεγονότα και πράξεις του κομ. γραφείου που
είχε λόγους να μην αποκαλύπτει στα μέλη της οργάνωσής μας. Όπως όμως γίνεται σχεδόν πάντα «το
μυστικό» αργά ή γρήγορα και παρά τις προσπάθειές τους, παύει να μένει μυστικό, κάτι διαρροές μέσα
από το κομ. γραφείο που ήταν αδύνατο να στεγανοποιήσουν, κάτι αποκαλύψεις συντρόφων που είχαν
σχέση με το «μυστικό» σε φίλους τους, έβγαζαν στο φως όσα προσπαθούσαν να κρατήσουν στο σκοτάδι.
Και η αλήθεια σχεδόν πάντα αποκαλύπτει πράξεις αντιδημοκρατικές, παράνομες και δυστυχώς μερικές
φορές και απάνθρωπες...

Η αποκάλυψη της ύπαρξης στρατοπέδου-κάτεργου επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά ποσό λίγο
λειτουργούσε μέσα στην οργάνωσή μας η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως οι
φυλακίσεις σε κρατητήρια, σε κάτεργο και πιο πολύ η φυσική εξόντωση συντρόφων μας είναι πράξεις
δημοκρατικές ή έστω μέτρα ανάγκης υπεράσπισης της συνοχής του κόμματος και της σωστής λειτουργίας
του.

Στο Μπούλκες, χίλια χιλιόμετρα μακριά από την Πατρίδα μέσα σ’ ένα κράτος (ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ) που οι
λαοί του ανοικοδομούσαν το σοσιαλιστικό τους μέλλον, η επίδραση του εχθρού στην ζωή μας ήταν
σίγουρα μηδενική. Ήταν και ο ανθρώπινος παράγοντας, οι αγωνιστές που σε καμία περίπτωση δεν
έδιναν ευκαιρία για εχθρική επιρροή. Εθελοντές στον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας και την
κοινωνική αναβάθμιση του λαού μας, κομμουνιστές οι περισσότεροι, δεν ήταν αυτοί που θα επέτρεπαν
στον εχθρό να κάνει κακό στην οργάνωσή μας.

Χωρίς ν’ αρνούμαι την ύπαρξη προβλημάτων, ιδιαίτερα του προβλήματος της πειθαρχίας, υποστηρίζω με
όλη μου την δύναμη πως για τη δημιουργία τους ο εχθρός δεν είχε, ούτε μπορούσε να είχε, καμιά
ανάμειξη. Εμείς ΟΛΟΙ στελέχη και μέλη ήμασταν οι μόνοι υπεύθυνοι για όσα συνέβηκαν στο Μπούλκες,
καλά ή άσχημα. Αλλά η δημιουργία προβλημάτων ήταν κάτι το φυσικό, το αντίθετο μάλιστα θα έλεγα θα
ήταν εξωπραγματικό. Και αυτό το γνωρίζαμε. Προβλήματα «κουβαλούσαμε» από την πρώτη εβδομάδα
της αυτοεξορίας μας, από το στρατόπεδο του Μοναστηρίου (ΒΙΤΟΛΙΑ) το ΤΕΤΟΒΟ, ΝΟΒΙ-ΣΑΝΤ. Δεν
μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν σε μια οικογένεια δυο ή τεσσάρων ανθρώπων υπάρχουν
προβλήματα πώς είναι δυνατόν να μη έχουμε σε μια κοινότητα χιλιάδων ανθρώπων; Είναι κανόνας που
δυστυχώς δεν δέχεται εξαιρέσεις, σε μια κοινωνία να συνυπάρχουν το καλό με το κακό (θέση και
αντίθεση). Έτσι γίνεται πάντα στις κοινωνίες μεγάλες ή μικρές είναι αυτές, και κάθε προσπάθεια για μια
ολική απαλλαγή τους από τα δυσάρεστα προβλήματα σίγουρα θα πέσει στο κενό, γιατί κάτι τέτοιο θα
ήταν το τέλειο και στη ζωή το τέλειο δεν υπάρχει. Με αυτή την γνώση η παρουσία ανάμεσά μας
συντρόφων με «αντικοινωνικές» συμπεριφορές ήταν κάτι που δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάσει. Στο
σημείο αυτό να μου επιτρέψτε μια διευκρίνιση. Όπως θα προσέξατε γράφω «συντρόφους με
αντικοινωνικές συμπεριφορές» και όχι κακοποιά στοιχεία ή σκέτα κακοποιούς. Το κάνω (γράφω) με
υπευθυνότητα γιατί στην δική μας μικρή κοινωνία, την «κλειστή» την «πειθαρχημένη» ή όπως αλλιώς να
την χαρακτηρίσουμε δεν είχαμε κρούσματα που να δικαιολογούν τέτοιους χαρακτηρισμούς. Στην
κοινότητα του Μπούλκες οι απάτες, οι κλοπές, ληστείες, βιασμοί και φόνοι ήταν άγνωστες πράξεις. Και
δεν μπορούσε να ήταν διαφορετικά αφού το 90% των μελών της ήταν αγωνιστές με υψηλά στάνταρ
ηθικής. Έχω μάλιστα την γνώμη πως και το «αντικοινωνικός» που χρησιμοποίησα πιο πάνω ίσως να μη
αποδίνει σωστά τους χαρακτηρισμένους συντρόφους. Θα ήταν πιο σωστό να τους αναφέρω σαν αρνητές,
το αρνητές κολλάει περισσότερο γιατί δεν είναι υποχρεωτικό ο «αρνητής» να είναι και αντικοινωνικός.
Αυτά τα λίγα για πληροφόρηση, γιατί πραγματικά το μόνο «κακούργημά τους» ήταν η άρνησή τους να
δεχτούν τον τρόπο ζωής που είχε επιβάλλει –το τονίζω επιβάλλει– η ηγεσία της κομματικής οργάνωσής
μας. Δεν προχωρώ σε κριτική, αν δηλαδή έτσι έπρεπε να ζούμε ή όχι, ή ακόμα αν οι χαρακτηρισμένοι
σύντροφοί μας σαν «αντικομματικοί» ή «εχθροί του λαού», «πράχτορες» κ.τ.λ. είχαν το φταίξιμο για όσα
συνέβησαν, γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός μου, τουλάχιστον σ’ αυτό το γραφτό. Σύντομα, λακωνικά
γράφω (είναι γνώμη μου) πως τόσο η ηγεσία μας όσο και η άλλη πλευρά ευθύνονται το ίδιο για την
δημιουργία του κλίματος αντιπαλότητας. Σκληροί οι ηγέτες μας στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την
απόλυτη πειθαρχία για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις εντολές του κόμματος –έτσι τουλάχιστον
ισχυρίζονταν. Το ίδιο σκληροί και αποφασισμένοι να πετύχουν την ελεύθερη εκλογή του τρόπου της ζωής
τους οι «αρνητές» δεν έδωσαν από την πρώτη στιγμή ελπίδες για κάποια λύση των διαφορών και η
κόντρα μεταξύ τους δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν διαλύθηκε η Κοινότητά μας ή Πολιτεία, όπως αλλιώς
την ονομάσαμε. Η κόντρα όμως είχε και τις οδυνηρές συνέπειές της. Η ηγεσία που είχε την δύναμη πήρε
από την αρχή κάποια μέτρα ενάντιά τους. Ξεκίνησε μαλακά, με μέτρα νουθεσίας, διαφώτισης εμείς τα
λέγαμε, προσπαθώντας να τους πείσει πως ήταν ανάγκη να πειθαρχούν στις αποφάσεις της, που ήταν
σύμφωνες με τις οδηγίες του κόμματος. Αργότερα τους παρέπεμψε στις γενικές συνελεύσεις των Κ.Ο.Β.
μήπως και συνετιστούν με την βοήθεια των συντρόφων τους. Ακολούθησαν οι κομματικές τιμωρίες,
επίπληξη και διαγραφή από το κόμμα (όσων ήταν κομματικά μέλη) που για κάθε μέλος ήταν και η
σκληρότερη τιμωρία. Προχώρησε σε αστυνομικά μέτρα, στέρηση της ελευθερίας για κάποιο διάστημα (σε
κρατητήριο) την αποπομπή άλλων από την κοινότητά μας (π.χ. το διώξιμο και την παράδοση των 90 στις
αρχές των Αθηνών). ΗΛΙΘΙΑ απόφαση που έριξε στην αγκαλιά της αντίδρασης τους περισσότερους από
τους 90 διωγμένους. Τα μέτρα (αστυνομικά) μας προβλημάτισαν ΟΛΟΥΣ, τόσο για το αν έπρεπε να
παρθούν όσο και για την αποτελεσματικότητά τους, ακόμα και για τις συνέπειές τους. Αυτό όμως δεν
εμπόδισε να δεχόμαστε την εφαρμογή τους, ίσως γιατί πάρθηκαν με ...δημοκρατικές διαδικασίες, ύστερα
δηλαδή από αποφάσεις συνελεύσεων κ.τ.λ… Δικαιολογίες βέβαια που ικανοποιούσαν κάπως την
συνείδησή μας. Δεν ξέρω αν ήταν το αίσθημα του «ραγιαδισμού» που κατάφεραν να μας μεταδώσουν
μπολιάζοντάς το με αυτό του καθήκοντος που μας μπέρδευε και μας έκανε να βλέπουμε το κάθε τι όπως
μας το παρουσίαζαν. Το σίγουρο ήταν πως αυτό έκανε η πλειοψηφία των αγωνιστών του Μπούλκες.
Έκανε κριτική στα μουλωχτά, στα φανερά συμφωνούσε με το κομματικό γραφείο. Και όταν ακόμα
κυκλοφορούσε με τον γνωστό τρόπο (μυστικά) η πληροφορία για τον πνιγμό συντρόφου μας στον
Δούναβη ή την εξαφάνιση άλλων που το έσκασαν σε άλλο κράτος η αντίδραση ήταν από αδύναμη ως
ανύπαρκτη. Πολλοί «αγανακτούσαν» σε στενό κύκλο γνωστών συντρόφων και μετά ξεχνούσαν...ίσως
γιατί δεν θέλανε να πιστέψουν πως μπορούσαν να συμβούν στην κοινότητά μας τέτοιες αθλιότητες. Το
«νησί» ήταν η φυσική συνέχεια των μέτρων που αργότερα χαρακτηρίστηκαν σαν τα μελανά σημεία που
σφράγισαν ανεξίτηλα την κομματική οργάνωση του Μπούλκες. Και όχι μόνο αλλά και αυτής της ίδιας
Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. που σίγουρα γνώριζε όσα συνέβαιναν στο Μπούλκες και δεν έκανε
καμιά προσπάθεια να διορθώσει όποια λάθη διέπραξαν τα στελέχη που η ίδια Κεντρ. Επιτροπή ανάθεσε
να ηγηθούν της οργάνωσής μας. Δεν ήταν όμως και λίγοι που πίστευαν πως τα ανώτερα στελέχη της Κ.Ε.
Ιωαννίδης-Ρούσσος που καθοδηγούσαν από το Βελιγράδι και την οργάνωσή μας, ήταν αυτοί που
αποφάσιζαν όχι μόνο αν έπρεπε να παρθούν μέτρα αλλά και ποια μέτρα θα παρθούν. Όσοι γνωρίζουν
πως λειτουργεί αυτό το κόμμα δεν πιστεύουν πως η απόφαση να φτιάξουμε ένα κάτεργο χειρότερο κι από
αυτά των φασιστικών κρατών όπου θα στέλνονται σύντροφοί μας για «σωφρονισμό», πάρθηκε στο
Μπούλκες. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν απόφαση του σ. Μιχάλη (Πεχτακτσίδη) γραμματέα της κομ.
οργάνωσης στο Μπούλκες. Αυτό ήταν σίγουρο γιατί αλίμονο στον σ. Μιχάλη και σε κάθε Μιχάλη των
κομματικών οργανώσεων αν αποφάσιζαν για σοβαρά προβλήματα χωρίς την έγκριση των «παραπάνω»,
τους έτρωγε το σκοτάδι.

Βέβαια τον δικό μας Μιχάλη τον έφαγε το σκοτάδι μετά από δυο χρόνια (1948) όχι βέβαια γιατί έπαιρνε
μόνος του αποφάσεις αλλά γιατί κάποιος έπρεπε να πληρώσει. Τον εκτέλεσε στο Μπούλκες και τον πέταξε
σε ένα πηγάδι ο Ηπειρώτης αγωνιστής Σεραφείμ, ύστερα από εντολή του Ζαχαριάδη, όπως διαδόθηκε.
Και το πιθανότερο ήταν η διαταγή να δόθηκε από τον αρχηγό γιατί ο δεύτερος στην ιεραρχία Ιωαννίδης
συνδέονταν συγγενικά με τον Μιχάλη ‒ήταν ανεψιός της γυναίκας του‒ και θα ’ταν λιγάκι δύσκολο να
δώσει τέτοια εντολή.

Δυστυχώς αυτό γίνεται σχεδόν πάντα όταν κάτι δεν πάει καλά και δημιουργείται μια κατάσταση
επικίνδυνη για το κύρος, τη θέση στην ιεραρχία, ακόμα και την ζωή όσων κατά κάποιον τρόπο
ευθύνονται. Βέβαια το «μάρμαρο» πληρώνουν πάντα οι «κάτω», οι εκτελεστές. Όσοι σχεδιάζουν,
αποφασίζουν και διατάζουν και αυτοί είναι τα ανώτερα στελέχη, πολύ σπάνια καλούνται να δώσουν
λόγο. Είναι δύσκολο για κάποιον να καταλάβει μια τέτοια λογική, να μένουν έξω από κάθε κριτική και
τιμωρία τις περισσότερες φορές οι πραγματικοί υπεύθυνοι των σφαλερών αποφάσεων. Δυστυχώς όμως
αυτό γίνεται, ίσως γιατί θέλουν να πιστεύουν ότι λάθη κάνουν μόνο τα μεσαία και κατώτερα στελέχη μια
και...δεν διαθέτουν ούτε «το μυαλό ούτε την πείρα της κορυφής». Περίεργη συλλογιστική, ίσως και λίγο
ύποπτη, αλλά πολύ βολική. Λυπούμαι που το γράφω πως αυτή είναι η ΛΟΓΙΚΗ της κορυφής, της κάθε
κορυφής να θέλει τους δικούς της ανθρώπους «απυρόβλητους». Χωρίς να το θέλω στο μυαλό μου «ήρθε»
ο όρος της συμφωνίας της Βάρκιζας (1945) που έδινε άφεση αμαρτιών στους ΗΘΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥΣ.
Ο πιο ατιμωτικός όρος της άθλιας συμφωνίας που έστειλε εκατοντάδες αγωνιστές, στην πλειοψηφία
νέους, στις φυλακές και τα εκτελεστικά αποσπάσματα με την κατηγορία του ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ που
τόσο εύκολα χάλκευε ο εχθρός, και άφηνε έξω από τον χορό των διώξεων και του θανάτου τα ανώτερα
στελέχη που από τον ρόλο τους δεν μπορούσαν να ήταν ΦΥΣΙΚΟΙ ΑΥΤΟΥΡΓΟΙ. Βέβαια ο αντίπαλος λίγο
αργότερα και αφού πέτυχε τον σκοπό του, που ήταν ο αφοπλισμός του Ε.Λ.Α.Σ. αγνόησε όχι μόνο τον
όρο αυτόν αλλά και ολόκληρη την συμφωνία, με συνέπεια να οδηγηθούν στις φυλακές και τα
αποσπάσματα και αρκετοί ΗΘΙΚΟΙ ΑΥΤΟΥΡΓΟΙ. Αυτό όμως δεν μειώνει την ευθύνη των εμπνευστών
αυτού του κατάπτυστου όρου.

Αυτά για να τελειώνω με το ποιοι ευθύνονται για όσα μέτρα πίεσης πάρθηκαν κατά των συντρόφων μας
που στ’ αλήθεια άξιζαν καλύτερη μεταχείριση. Κλείνω αυτή, ας την ονομάσω εισαγωγή, με την δήλωση
πως οι σκέψεις, οι απόψεις και η τοποθέτηση στο πρόβλημα των τρόπων αντιμετώπισης των «αρνητών» ή
αν θέλετε των «αντικομματικών», όπως άλλοι ήθελαν να ονομάζουν, είναι αποκλειστικά δικές μου... και
δεν είναι σημερινές. ...Με το χέρι στην καρδιά, απόλυτη συνέπεια και σεβασμό στην αλήθεια θα
περιγράψω το «νησί-κάτεργο», την ζωή πάνω σ’ αυτό των κρατουμένων συντρόφων, το μαρτύριο και την
εξόντωση των περισσοτέρων από ΜΑΡΤΥΡΙΑ του συντρόφου ΓΙΩΡΓΗ ΖΥΜΑΡΙΤΗ που είχε την ατυχία
να σταλεί σ’ αυτό για «σωφρονισμό». Ο σ. Ζυμαρίτης είναι από τους λίγους που επέζησαν και γύρισε στο
Μπούλκες. Αργότερα ο «αντικομματικός» ο «εχθρός του λαού» στέλνεται στον Δημοκρατικό στρατό και
υπηρετεί στα τμήματα της περιοχής Βιτσίου-Φλώρινας. Αργότερα σαν οδηγός αυτοκινήτου θα μεταφέρει
από την Αλβανία υλικά, τρόφιμα κ.λ.π. Μετά την αποχώρηση του ΔΣΕ το 1949 περνά στην Αλβανία και
από εκεί στην Πολωνία, όπου έμεινε για πολλά χρόνια. Παντρεύτηκε Πολωνίδα, μια υπέροχη γυναίκα με
την οποία απέκτησε τέσσερα κορίτσια. Η οικογένεια τώρα ζει στην Πατρίδα και όπως διαπίστωσα
ευτυχισμένη.

Εκεί στην Ξάνθη τον συνάντησα ύστερα από 40 χρόνια και η χαρά μας ήταν μεγάλη για το ανέλπιστο
αυτό αντάμωμα. Ένα απόγευμα η κουβέντα το έφερε και μιλήσαμε για το «νησί». Τότε για πρώτη φορά
άκουσα, τον σύντροφό μου να μου λέει πως και ο ίδιος στάλθηκε σ’ αυτό για «σωφρονισμό». Δεν το ήξερα
γι’ αυτό η έκπληξή μου ήταν μεγάλη και νομίζω πως ρίγος κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση τάραξε το κορμί
μου σαν αναλογίστηκα τον φοβερό κίνδυνο που πέρασε ο φίλος μου Γιώργος. Του ζήτησα τότε με
διακριτικό τρόπο να μου μιλήσει για το «νησί» και για τα όσα συνέβηκαν εκεί όσο διάστημα έμεινε στο
κολαστήριο. Δεν μου χάλασε το χατίρι αν και η αναφορά σ’ αυτό δεν του ήταν καθόλου ευχάριστη.
Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι παρά το πέρασμα του τόσου χρόνου η αναφορά, ακόμα και αυτή η
σκέψη σ’ αυτό του έφερνε πολύ πόνο.

«... Με άρπαξαν, κυριολεκτικά βιαστικά και όσο αθόρυβα γινόταν γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυκτα, είναι
βλέπεις η ώρα που βοηθά τις παρανομίες. Όλα ήταν ήσυχα. Οι σύντροφοί μας βυθισμένοι στον ύπνο –
ξέρεις πόσο γλυκός είναι ο ύπνος αυτή την ώρα‒ ήταν αδύνατο να αντιληφθούν το παραμικρό. Έπειτα
και οι άνθρωποι της Υ.Τ.Ο. (υπηρεσία τάξης ομάδας, λέγε αστυνομία) φρόντιζαν να μη κάνουν θόρυβο
που μπορούσε να ξυπνήσει τους συντρόφους μου που έμεναν στο ίδιο σπίτι. Με το δάκτυλο στα χείλη,
σημάδι να μη βγάλεις τσιμουδιά σε καλούσαν να τους ακολουθήσεις χωρίς θόρυβο που θα έκανε φανερή
την παρουσία τους και φυσικά την απαγωγή μου. Μέσα από τους άδειους δρόμους, με γρήγορο
βηματισμό με οδήγησαν ως την άκρη του χωριού. Το φορτηγό αυτοκίνητο που γύρω του ήταν μαζεμένοι
άνθρωποι της Υ.Τ.Ο. ίσως και άλλων κρατουμένων μου φανέρωσε τις προθέσεις τους. Η μεταφορά μου
μακριά από το Μπούλκες ήταν περισσότερο από σίγουρη. Γρήγορα με “φόρτωσαν” μαζί με δυο άλλους
“αντικομματικούς” στην καρότσα του αυτοκινήτου, έκλεισαν τον μουσαμά για να μη βλέπουμε έξω, ίσως
και για να μη μας βλέπουν κι έδωσαν εντολή στον οδηγό να ξεκινήσει. Φεύγαμε, αφήναμε πίσω το
Μπούλκες με τις τόσες άσχημες αναμνήσεις και με ένα αίσθημα αγωνίας και φόβου, αφού δεν γνωρίζαμε
ούτε που μας πάνε ούτε ποια θα ήταν η τύχη μας.

Κλεισμένος μέσα στην μικρή καρότσα του MORRIS του Αγγλικού αυτοκινήτου που είχαμε φέρει από την
Πατρίδα (λάφυρο των Δεκεμβριανών) σκεπτόμουν για πρώτη φορά πώς έγινε κι έφτασα να βρίσκομαι σε
τόσο δύσκολη θέση. Μαύρες σκέψεις με βασάνιζαν, δεν μ’ άφηναν να ηρεμήσω. Η συζήτηση μεταξύ μας
(των κρατουμένων) ήταν απαγορευμένη, αλλά και αν δεν ήταν, κανείς μας δεν είχε όρεξη για κουβέντα.
Οι πληροφορίες για την εξαφάνιση παλιότερα άλλων συντρόφων μας μου έφερναν πικρές σκέψεις.
Ένιωθα πως κινδυνεύει η ζωή μου. Προσπαθούσα να μείνω ψύχραιμος όπως τις άλλες φορές, όταν και
τότε αντιμετώπιζα δύσκολες καταστάσεις, μα τώρα καταλάβαινα πως κάτι τέτοιο δε θα είναι τόσο εύκολο.
Δεν ήταν μόνο ο φόβος για βασανισμούς ή ο θάνατος, ήταν και η πίκρα η αγα[νάκτηση] που ένοιωθα
σαν διέκρινα τα πρόσωπα των συναγωνιστών στον απελευθερωτικό αγώνα, τους βασανιστές, ίσως και
τους εκτελεστές μου. Ήθελα να κλάψω, μα πάλι μετάνιωνα γι’ αυτό πεισματικά δεν άφηνα το δάκρυ να
κυλήσει στο πρόσωπό μου. Τότε, νομίζω, ήταν που για φορά κατάλαβα πως τους μισούσα. Το πόσο
άσχημα ένοιωσα μου είναι δύσκολο να σου δώσω να καταλάβεις, αφού και εγώ απόρησα, να μην πω πως
τρόμαξα με την τόσο ξαφνική αλλαγή των συναισθημάτων μου. Είναι δυνατό, σκέφτηκα, μέσα σε τόσο
σύντομο διάστημα να ανατρέπεται το αίσθημα της αγάπης που δημιουργήθηκε μέσα στις συνθήκες των
σκληρών αγώνων για την απελευθέρωση της Πατρίδας; Είναι δυνατόν να μισώ αυτό και αυτούς που με
τόση δύναμη αγάπησα; Πώς γίνεται; Κι όμως γίνεται, η μεταστροφή ήταν φανερή. Αυτή ήταν
τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή η διαπίστωση που έκανα. Όλα γκρεμίζονται σε ελάχιστο χρόνο....

Οι ώρες περνούσαν και ούτε που το καταλάβαινα έτσι όπως ήμουν παραδομένος στους συλλογισμούς
μου που μόνο τα τινάγματα του αυτοκίνητου σαν έτρεχε σ’ ανώμαλους χωμάτινους δρόμους, διέκοπταν
για λίγο. Το απότομο φρενάρισμά του διέκοψε τις σκέψεις που τόσο με στεναχωρούσαν. Είπα πως είχαμε
φτάσει και η περιέργεια για το τι θα δω σαν ανοίξουν τον μουσαμά, έκανε την καρδιά μου να κτυπήσει
γρήγορα και δυνατά. Τον μουσαμά δεν τον άνοιξαν, άκουσα όμως την πόρτα του αυτοκίνητου ν’ ανοίγει
και τον οδηγό μας κάτι να ρωτάει στην Σέρβικη γλώσσα. Ακολούθησε συζήτηση με τους Σέρβους ‒από τις
διαφορετικές φωνές κατάλαβα πως ήταν παραπάνω από δύο‒ και γω “έστησα” αυτί μήπως από κάποιες
λέξεις καταλάβω κάτι γιατί ήμουν σίγουρος πως η συζήτηση αφορούσε και το “φορτίο”. Δεν μπόρεσα να
καταλάβω τίποτα από την σύντομη συνομιλία άκουσα όμως τον οδηγό ν’ ανεβαίνει στην καμπίνα και να
βάζει σε κίνηση την μηχανή. Το αυτοκίνητο προχωρά αργά, πολύ αργά όπως γίνεται όσες φορές η
κατάσταση του δρόμου ή το πέρασμα μιας γέφυρας κάνουν το πέρασμα επικίνδυνο. Προχώρησε λίγα
μέτρα και ξανά σταμάτησε, τα πυκνό ταρακούνημα όμως μ’ έπεισε ότι το αυτοκίνητο προχώρησε αυτά τα
λίγα μέτρα πάνω σε κορμούς δέντρων. Οι φωνές ξανακούστηκαν, αυτή τη φορά δεν γινότανε συζήτηση,
τώρα δίνονταν διαταγές από τους Σέρβους στον οδηγό μας. Όλα έδειχναν πως ακινητοποιούσαν το
αυτοκίνητό μας πάνω σε κάποια πλατφόρμα που μόλις πριν από λίγο αυτό “κάθισε”. Αργότερα η ήρεμη
κίνηση, το γλίστρημα θα ’λεγα, χωρίς ν’ ακούμε τον θόρυβο της μηχανής που λειτουργεί επιβεβαίωσε τις
υποψίες μου πως ένα “σάλι’ μας περνούσε από την μια όχθη κάποιου ποταμού στην άλλη και λέω
ποταμού γιατί το πέρασμα ήταν σύντομο, κράτησε λίγη ώρα…

Όταν άνοιξαν τον μουσαμά που ώρες πολλές μας κρατούσε στο σκοτάδι, βραχνάς πραγματικός που
έκανε χειρότερες τις συνθήκες μεταφοράς μας ο ήλιος ήταν ψηλά, σημάδι πως πλησίαζε μεσημέρι. Για
δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να δω τίποτε, το δυνατό φως του με θάμπωσε τόσο που αναγκάστηκα να
βάλω το χέρι μου μπροστά στα μάτια ώσπου αυτά να συνηθίσουν στο λαμπερό φως.
Με φωνές και σπρωξίματα ζητούσαν να κατεβούμε και να προχωρήσουμε γρήγορα. Έκανα πως δεν
άκουσα και στύλωσα πεισματικά τα πόδια μου όταν κάποιος συνοδός μας θέλησε να με σπρώξει. Μια
καταπράσινη έκταση ‒αρκετά στρέμματα‒ στη μέση του ποταμού ήταν η εικόνα που αντίκριζα. Ήταν το
«νησί», ένα όμορφο κομμάτι καρπερής γης που από την πρώτη στιγμή σου χάριζε ήρεμη διάθεση, σε
γαλήνευε. Κοίταζα τ’ αμπέλια, τις ψηλές καλαμποκιές, τις αγελάδες που βοσκούσαν το πράσινο χορτάρι,
τα νερά του ποταμού που κύλαγαν προς τα Νότια και αναρωτήθηκα μήπως οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι.
Εδώ πραγματικά τίποτε δεν προδίνει βία. Το δυνατό κτύπημα που δέχτηκα από τον φύλακα που έβλεπε
να μένω ακίνητος και να χαζεύω, διέκοψε τους όμορφους συλλογισμούς μου που για λίγο με έκαναν να
νιώσω ευτυχισμένος. Όπως προχωρούσαμε ένιωσα πάλι εκείνο τον πόνο στην καρδιά, που νιώθει κάθε
άνθρωπος όταν καταλαβαίνει πως τον αδικούν, τον προδίνουν. Εκείνες οι φήμες για πνιγμένους
συντρόφους μας που τους έστελναν στο νησί για “ξύλευση” με αναστατώνουν τώρα πιο έντονα. Μέσα στο
θολωμένο μυαλό μου φαντάζουν μακάβριες σκηνές, εικόνες συντρόφων να βασανίζονται από άλλους
συντρόφους, την αγωνία αυτών που χάνονται στα θολά νερά του ποταμού. Δυστυχώς αργότερα είχα την
ατυχία να ζήσω τέτοιες σκηνές και ομολογώ πως συχνά χρόνια τώρα σαν τις ξαναφέρνω στο μυαλό μου
ταράζουν την ηρεμία μου και ξεθάβουν το μίσος που ένιωσα εκείνες τις στιγμές για όλους τους
υπευθύνους αυτής της τραγωδίας, που φαίνεται δεν κατάφερα να θάψω όσο έπρεπε βαθιά. Να μου
επιτρέψεις λοιπόν φίλε Νίκο και γι’ αυτόν τον λόγο να είμαι σύντομος στην περιγραφή μου από δω και
μπρος, μια που έχει να κάνει με σκληρή δουλειά, ξυλοδαρμούς και κάθε λογής βία, ακόμα και με
θανάτους αγαπημένων συντρόφων. Ακόμα γιατί πιστεύω πως η αποκάλυψη τέτοιων πράξεων δεν είναι
παραδείγματα για μίμηση, ούτε βοηθάνε τον άνθρωπο να γίνει καλύτερος. Σίγουρα πρέπει να γίνεται η
αποκάλυψή τους γιατί είναι θέμα δικαιοσύνης και ΧΡΕΟΣ προς τους χαμένους συντρόφους, αλλά το
φανέρωμά τους να γίνεται με τέτοιο τρόπο, που και η αλήθεια να μη κακοπάθει και το δίδαγμα που θα
βγει να είναι ΟΧΙ ΠΙΑ ΜΙΣΟΣ αλλά ΑΓΑΠΗ. Μόνο η αγάπη πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μας, αν
θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο αλλά και να δικαιολογεί την προσφώνησή μας “σύντροφε”…

Υπεύθυνος της οργάνωσης ‒έτσι ονόμαζαν το κάτεργο‒ ήταν ο μπάρμπα Στέλιος νομίζω παλιός
κομμουνιστής που η Μεταξική δικτατορία τον κράταγε φυλακισμένο στην Ακροναυπλία. Το πραγματικό
του όνομα ήταν Σπύρος Κουτουρός, όπως έλεγαν ορισμένοι που γνώριζαν τον άνθρωπο. Σκληρός,
μονοκόμματος δεν θα συγχωρούσε ούτε την μάνα του αν το κόμμα του ζητούσε κάτι τέτοιο. Οι αποφάσεις
του κόμματος ήταν για τον μπάρμπα Στέλιο κάτι σαν το Ευαγγέλιο για τους καλούς χριστιανούς. Τον
σκληρό αυτόν “σύντροφο” βοηθούσαν στο έργο του, το ίδιο σκληροί οι “σύντροφοι” Συκόπουλος, ο
Γαλίδης, ο Φλάμας, ο Μπορμπόκης ο βρώμικος όπως τον φωνάζαμε και ο Τάκης ο Σαλονικιός. Ήταν και
μερικοί ακόμα που τώρα μόνο σαν απόκοσμες φιγούρες φαντάζουν στο μυαλό μου. Για ονόματα, ούτε
λόγος να γίνεται, έσβησαν στην μνήμη μου με το πέρασμα του χρόνου. Ίσως να το ’θελα και γω μια που
δεν μου θύμιζαν τίποτε το ευχάριστο. Θα ’θελα όμως να σου πω πως τους πιο πάνω συμπλήρωναν και οι
κρατούμενοι Δημητριάδης από την Καβάλα και ένας Σκουλαρίκης, άντρας δυο μέτρα. Τους ονόμαζαν
ομαδάρχες (λέγε μπράβους) και ήταν αυτοί που έδερναν περισσότερο από τους άλλους φύλακες. Έριχναν
τις μπουνιές και τις κλωτσιές τους σε κάθε περίπτωση και στιγμή που θεωρούσαν ότι έτσι προωθούσαν το
«σωφρονιστικό» έργο που τόσο όψιμα ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν. Έδειξαν μάλιστα τέτοιον φανατισμό
που ξεπερνούσε και αυτόν των δάσκαλων-καθοδηγητών τους. Τους άξιζε πραγματικά το φτύσιμο...

...Οι κρατούμενοι ήμασταν περίπου 147. Ο αριθμός αυτός κάποτε μεγάλωνε κι άλλοτε μίκραινε, ποτέ δεν
ήταν σταθερός. Μεγάλωνε όταν η κομματική οργάνωση (κομματικό γραφείο) ανακάλυπτε νέους
“εχθρούς του κόμματος” και μίκραινε σαν τύχαινε να συμβούν τίποτε “ατυχήματα”. Για να είμαι όμως
σωστός σου λέω πως τις πιο πολλές φορές λιγοστεύαμε. Από 147 που ήμασταν, στο τέλος μείναμε 41,
φοβερό νούμερο. Και είναι φοβερό γιατί οι 106 ή και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι δεν έφυγαν από το νησί για
να επιστρέψουν στο χωριό μας το Μπούλκες, “καθαροί” χάρη στις σωφρονιστικές μεθόδους του σ.
Στέλιου, αλλά εξοντώθηκαν με διάφορους τρόπους οπό τους σκληρούς της οργάνωσής μας.

Δουλεύαμε σε γεωργικές δουλειές, συχνά όμως μας έβγαζαν από το νησί και δουλεύαμε σε λατομεία και
δρόμους. Σκληρή δουλειά που γινότανε σκληρότερη από την βάρβαρη συμπεριφορά των “συντρόφων”
που μας φύλαγαν. Αλλοίμονό μας αν διαπίστωναν (γνώμη τους) πως δεν δουλεύαμε όπως ταιριάζει
σε...αγωνιστές, δηλαδή δεν σωριαζόμασταν στο χώμα από την κούραση. Το βράδυ, αχ πώς περιμέναμε να
πέσει ο ήλιος για να ανεβούμε στο πάνω μέρος του στάβλου, ερείπια σωστά από την σκληρή δουλειά της
ημέρας, να αναπαυθούμε. Το πάνω μέρος του στάβλου ήταν το σπίτι μας, στο κάτω έμεναν οι αγελάδες.
Ας ήταν κι έτσι, είχαμε τουλάχιστον εξασφαλίσει ένα ήσυχο μέρος για έναν ευχάριστο ύπνο, να ’ναι καλά
οι “άνθρωποι”. Ο αέρας έμπαζε από παντού, αυτό φυσικά δεν μας στεναχωρούσε, αντίθετα το
χαιρόμασταν γιατί εκτός από την δροσούλα “έφτιαχνε” υποφερτή και την ατμόσφαιρα μια και
παράσερνε και τις δυσάρεστες μυρωδιές ‒όσες γινότανε‒ του στάβλου».

Σταμάτησε για να γεμίσει το ποτήρια μας με ούζο που μας είχε φέρει η γυναίκα του, η καλή του Νίνα
όπως την έλεγε. Σηκώθηκε και την ώρα που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια έκανε την ευχή «στην αγάπη».
Όπως τον κοίταξα κατάλαβα πως αυτή η μικρή διακοπή ήταν απαραίτητη, η θύμηση των σκληρών
ημερών ήταν φανερό πως τον στεναχωρούσε. Το έβλεπα καθαρά στο μέτωπό του που το χάραξαν βαθιές
ρυτίδες, στα σφιγμένα χείλη, στα μάτια του που κοιτούσαν το βάθος του ορίζοντα, αν και εγώ ήμουν
βέβαιος πως δεν έβλεπαν πουθενά και τίποτε… Δεν του ζήτησα να συνεχίσει γιατί και για μένα ήταν
ανάγκη να γίνει αυτή η διακοπή. Είχα συγκινηθεί όσο και ο φίλος μου Γιώργος, αν και μέσες άκρες είχα
ακούσει για το νησί και τι γινότανε σ’ αυτό όμως έλεγα πως ήταν φήμες που διέδιναν οι
«δυσαρεστημένοι», οι διαρκώς παραπονούμενοι. Σήμερα, ύστερα από 40 χρόνια, μαθαίνω από πρώτο
χέρι, από έναν φίλο την αλήθεια, την καθαρή αλήθεια και ομολογώ πως πικράθηκα πολύ.

Κάποια στιγμή έσπρωξε στην άκρη του δίσκου το ποτήρι του, ήταν το τρίτο που πίναμε, σημάδι, πως
τέλειωσε η ουζοποσία. Βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα, μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα; Ήμουν
σίγουρος πως δεν θα αρνιόταν. Είχε ηρεμίσει, οι ρυτίδες είχαν χαθεί, τα χείλη του χαλάρωσαν, τα μάτια
απόκτησαν τη λάμψη τους και το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Δεν γελάστηκα, έκατσε όσο
καλύτερα μπορούσε στην καρέκλα, μου χαμογέλασε και ξανάρχισε την αφήγηση-μαρτυρία του από εκεί
που είχε διακόψει. ...

«Τώρα θα μου πεις, με ρώτησε, ήταν τόσο μεγάλο το κακό που κοιμόμασταν πάνω από τους στάβλους,
παρέα με τις αγελάδες και με τις πολλές ή λίγες μυρωδιές του και τ’ αναφέρω; Όχι αδερφέ, από τέτοια
ήμασταν μαθημένοι, το κακό ήταν η συμπεριφορά αυτών που μας φύλαγαν ακόμα και αυτές τις ώρες της
ανάπαυσης. Ήταν οι κλωτσιές, οι γροθιές, το βρίσιμο και η κάθε λίγο και λιγάκι υπενθύμιση πως ήμασταν
οι «εχθροί του λαού» και φυσικά και του κόμματος, που μας κόστιζε. Ήταν και το άλλο, απαγόρευαν την
συζήτηση μεταξύ μας (των κρατουμένων), απαγόρευαν ακόμα και με θάνατο, μάλιστα με θάνατο καλά
άκουσες, να κατεβεί κάποιος κρατούμενος από το πάνω μέρος του στάβλου στη διάρκεια της νύκτας,
όποια ανάγκη κι αν είχε. Μας ανέβαζαν το βράδυ μετά την δουλειά και έπρεπε το πρωί να κατεβούμε,
διαφορετικά εξασφαλίζαμε μια σφαίρα στο κεφάλι. Τη σωματική βία την αντέχεις, την ψυχολογική δεν
υποφέρεις. Η καθημερινή ταπείνωση, το τσαλαπάτημα του φιλότιμου, άλλοι το λένε εγωισμό, χωρίς να
μπορείς να κάνεις κάτι να σταματήσει αυτή η συμπεριφορά ήταν που μας εξόργιζε, μας πονούσε όσο δεν
φαντάζεσαι. Αγωνιστές στην πρώτη γραμμή του πολέμου οι περισσότεροι κρατούμενοι, πραγματικά
παλικάρια δεν ήταν δυνατό να συμβιβαστούν με την βία και τον τρόπο ζωής που ήθελαν να τους
επιβάλουν. Από την πρώτη στιγμή, από την ώρα που μας έπαιρναν από το Μπούλκες καταλάβαμε πως η
ζωή μας βρισκότανε σε κίνδυνο, στο νησί-φυλακή, όμως διαπιστώσαμε πόσο φθηνή θα ήταν, πως δεν θα
κόστιζε ούτε δεκάρες. Και ενώ αυτή ήταν η γενική διαπίστωση, λίγοι καταλάβαιναν τις συνέπειες που θα
στοιχίσουν ακριβά στην κομματική οργάνωση του Μπούλκες. Λίγοι “έβλεπαν” πως σύντομα η ντροπή θα
καλύψει την οργάνωσή μας και ο θάνατος θα βάλει έντονα την υπογραφή του στις σελίδες της ιστορίας
του κόμματος (Κ.Κ.Ε.) που θ’ αναφέρονται στο κεφάλαιο ΜΠΟΥΛΚΕΣ και στο νησί της ντροπής.

Οι αντιδράσεις από την πλευρά μας (κρατουμένων) ήταν πολλές και διαφορετικής μορφής, άλλες
παθητικές κι άλλες έντονες μέχρι σκληρές. Το ίδιο όμως σκληρά αντιμετωπίστηκαν από τους φύλακές μας
και οι μαλακές (παθητικές) και οι σκληρές, φαίνεται πως αυτές τις διαταγές είχαν από το “κέντρο”».

Για μια ακόμα φορά σταμάτησε ο φίλος μου. Είδα πως πίεζε τον εαυτό του, ίσως προσπαθούσε να θυμηθεί
λεπτομέρειες που το πέρασμα του χρόνου δυσκόλευε την θύμησή τους. Τον άκουσα, αμέσως να συνεχίζει,
αλλά μου έδωσε την εντύπωση πως μιλούσε μόνος του, θα ’λεγα πως δεν αντιλαμβανότανε και αυτή την
παρουσία μου.
«...Θα ήταν παράληψη είπε να μη αναφέρω λίγα ονόματα ή ψευδώνυμα ‒όσα μου έρχονται στο μυαλό‒
συντρόφων κρατούμενων και για την τύχη μερικών απ’ αυτούς. Λίγα τα ονόματα-ψευδώνυμα γιατί εκτός
από τις δυσκολίες που μας δημιούργησαν για κάποια μεταξύ μας επαφή, είναι και ο πολύς χρόνος που
πέρασε… Πρέπει να σου πω πως πιστεύω ότι τα ονόματα ή ψευδώνυμα που αναφέρω είναι σημαντικά
γιατί με τα άλλα στοιχεία θα ’ναι αδιάψευστα σημάδια που θα πείσουν και τον πιο δύσπιστο για “του
λόγου το αληθές”, έτσι δεν λένε οι διανοούμενοι;» Γέλασε με την παντόφλα που πέταξε, έτσι είπε και
συνέχισε. «Όμως πιο σημαντικό για μένα είναι η αποκάλυψη και η καταδίκη του πνεύματος-νοοτροπίας
που επικράτησε στην κομματική οργάνωση του Μπούλκες που εκτός των άλλων κακών δημιούργησε και
το νησί-κολαστήριο...Και το χειρότερο, που δύσκολα έπαιρνε γιατρειά, ήταν ότι αυτή η αρρωστημένη
νοοτροπία με συνέπεια την βάρβαρη, ετσιθελική ταχτική δεν ήταν «προνόμιο» της ηγεσίας του κομ.
γραφείου του Μπούλκες, τις ρίζες του τις είχε στα πιο ψηλά κλιμάκια του Κ.Κ.Ε.», συμπλήρωσα τον
σύντροφο μου Γιώργο.

«Ναι, έχεις δίκιο, έτσι είναι “το ψάρι βρωμά από το κεφάλι” όπως λέει και ο λαός μας, και με φωνή λίγο
επιτακτική μου λέει. Γράψε με προσοχή αυτά που θα σου πω». Κι ήταν τότε το πρόσωπό του σκληρό,
«πέτρινο».

«...Κρατούμενοι ήταν κάποιος σύντροφος που τον λέγαμε Γοργοπόταμο σίγουρα ψευδώνυμο, από την
Θεσσαλία, ένας Ασβεστόπουλος (κουρέας) από τα Κιμέρια, ο καπετάν Βόλγας (κι αυτό ψευδώνυμο) από
τον Έβρο, νομίζω πως ήταν Παπαδοπαίδι, κάποιος Τυχόν (περίεργο ψευδώνυμο) ακόμα και ο σύνδεσμος
του καπετάνιου Υψηλάντη στον Ε.Λ.Α.Σ., φυσικά και η αφεντιά μου. Κρατούμενοι ήταν και οι
Δημητριάδης από την Καβάλα και ο Σκουλαρίκης που όπως σου είπα, αργότερα έγιναν φύλακες-
βασανιστές μας.

Από τους κρατούμενους που ανάφερα τον Καπετάν-Βόλγα τον σκότωσαν. Ο σύνδεσμος του Υψηλάντη
μη μπορώντας ν’ αντέξει την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, την βάναυση συμπεριφορά των φυλάκων,
έπεσε σ’ ένα πηγάδι κι αυτοκτόνησε. Αυτό συνέβηκε στο Τέστερε, μια πόλη έξω από το νησί που συχνά
μας πήγαιναν να δουλέψουμε στα λατομεία και στους δρόμους του. Ένας άλλος κρατούμενος (δεν
θυμάμαι το όνομά του) μη μπορώντας κι αυτός ν’ αντέξει όσα αντιμετωπίζαμε, έμπηξε ένα ψαλίδι στην
κοιλιά του. Δεν τα «κατάφερε» να πεθάνει, τον πήρανε αμέσως από το νησί και δεν τον ξανάδαμε.
Μεταξύ μας λέγαμε πως αυτό που δεν κατάφερε ο σύντροφός μας το κατάφεραν οι φύλακές μας…

Η είδηση πως ένα αυτοκίνητο “μας” έπεσε στο ποτάμι μας πάγωσε. Μίλησαν γι’ ατύχημα, πως τάχα
“γλίστρησε” από το σάλι, αλλά οι 4-5 σύντροφοί μας που ήταν δεμένοι με σύρματα μέσα στο μοιραίο
αυτοκίνητο αποδυνάμωναν τον ισχυρισμό τους. Όλοι μας ήμασταν βέβαιοι πως τους έπνιξαν και για να
“θολώσουν τα νερά” έριξαν και το αυτοκίνητο στο ποτάμι. Αργότερα έβγαλαν το αυτοκίνητο, όχι όμως
και τους δεμένους με σύρμα πνιγμένους. Κακή σκηνοθεσία από ερασιτέχνες αλλά σκληρούς
“κομματικούς” συντρόφους...

Από την πόλη Τέστερε και από το λατομείο που δούλευε μια μέρα ξέφυγε την παρατήρηση των φυλάκων
του και δραπέτευσε ο κρατούμενος ΤΥΧΟΝ. Δεν μπορέσαμε να μάθουμε περισσότερα, αλλά ήμασταν
σίγουροι πως η δραπέτευσή του ήταν πετυχημένη και γι’ αυτό χαιρόμασταν σαν παιδιά που τους
χαρίζουν δώρα. Οι νευρικές κινήσεις και τα “μούτρα” των φυλάκων μας για πολλές μέρες βεβαίωναν με
τον καλύτερο τρόπο πως ο σύντροφος Τυχόν απολάμβανε την ελευθερία του. Ύστερα μάλιστα από την
πετυχημένη δραπέτευσή του ‒μέρες αργότερα‒ μας μάζεψαν όσους δουλεύαμε στο Τέστερε και μας
έφεραν πίσω στο νησί.»

Σταμάτησε, ήπιε λίγο νερό και χαμογελώντας με ρώτησε, θέλεις κι άλλα ονόματα και στοιχεία; Δεν του
απάντησα γιατί κατάλαβα πως του ήταν δύσκολο να συνεχίσει. Ύστερα από όσα άκουσα θεώρησα πως δε
θα είχε νόημα η πάρα πέρα και πιο λεπτομερή εξιστόρηση της ανεπιθύμητης για όλους μας
«κομματικούς» και μη αυτής της «βρώμικης παρένθεσης» της ζωής μας στην Γιουγκοσλαβία.

Είδε που δεν του απάντησα, πήρε μια ανάσα και με σπασμένη φωνή, ίσως από κούραση μπορεί και από
απογοήτευση μου λέει: «Τι να πρωτοθυμηθώ; Αλλά και αν θυμηθώ και γράψεις κι άλλα ποιο θα ’ναι το
παραπανίσιο κέρδος; Μήπως με όσα σου είπα δεν είναι αρκετά να σχηματίσει κάποιος μια καθαρή
εικόνα για το νησί και τη ζωή μας σ’ αυτό; Έπειτα ο αριθμός 41 ‒τόσοι γυρίσαμε στην ζωή από τους 147‒
νομίζω πως είναι πιο αποκαλυπτικός από ώρες δίκης μου μαρτυρίας. Έκανε μια γκριμάτσα που
φανέρωνε πόνο, άφησε έναν αναστεναγμό και συνέχισε. Είναι και το άλλο φίλε Νίκο, είναι ο πόνος που
νοιώθεις, η ντροπή που αισθάνεσαι όταν σκαλίζεις ιστορίες που αφορούν το κόμμα που πίστεψες και
αγωνίστηκες γι’ αυτό, ή συντρόφους που οι αγώνες σε έδεσαν μαζί τους με δυνατή φιλία. Γι’ αυτό άστα
να πάνε κατά διαόλου, “φτύνεις ψηλά φτύνεις τα μούτρα σου, φτύνεις χαμηλά φτύνεις τα γένια σου”,
όπως λέει και ο λαός. Αξίζει η θύμησή τους. Πριν όμως τελειώσω θέλω να καταθέσω την ευγνωμοσύνη μου
στα τσομπανόσκυλα του νησιού που σκαλίζοντας για να βρουν τροφή, ξέθαψαν μερικά πτώματα. Πριν
προλάβουν να τα ξαναθάψουν επενέβει η Γιουγκοσλαβική αστυνομία ‒ ποιος ξέρει πώς το έμαθαν οι
Γιουγκοσλάβοι. Άρχισαν ανακρίσεις για λίγες μέρες, το πόρισμά τους όμως δεν έγινε γνωστό ποτέ. Αυτό
όμως δεν σήμαινε τίποτε, εμείς γνωρίζαμε από “πρώτο χέρι” ποιοι ήταν οι νεκροί και ποιοι οι δολοφόνοι.
Γεγονός πάντως ήταν πως μετά την αποκάλυψη οι Γιουγκοσλάβοι δεν ανέχτηκαν την συνέχιση της
ύπαρξης του στρατοπέδου. Σύντομα μας “φόρτωσαν” ξανά στ’ αυτοκίνητα και μας φέρανε πίσω στο
Μπούλκες. Η “οργάνωση του νησιού” δεν υπάρχει, διαλύθηκε αφού όμως έκανε τόση ζημιά…

Έτσι, χάρη των σκυλιών και των συντρόφων Γιουγκοσλάβων τέλειωσε η περιπέτεια όσων είχαμε
απομείνει ζωντανοί σωματικά, σίγουρα όμως νεκροί ψυχικά. Αλλοίμονο αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
Πήρε μια βαθειά ανάσα λες και ήθελε να γεμίσει τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα που ερχότανε από το
ανοικτό παράθυρο, γύρισε προς το μέρος μου και ρώτησε. Αλήθεια Νίκο νομίζεις πως υστέρα από όσα
τράβηξα μπόρεσα να κρατήσω κάτι από τις ανθρώπινες αξίες που για χάρη τους ριχτήκαμε στον αγώνα;
Θα ’θελα πολύ τη γνώμη σου.» Τι να του πω; Του έσφιξα το χέρι δυνατά, ίσως για να τονίσω αυτά που θα
του ’λεγα. «Σε ανθρώπους σαν και σένα οι ανθρώπινες αξίες είναι βαθειά ριζωμένες μέσα τους και καμιά
δύναμη δεν μπορεί να ξεριζώσει. Μπορεί γεγονότα και καταστάσεις να τις τσακίζουν για λίγο όμως, γιατί
από τις ρίζες τους πετιούνται ξανά και ξανά ανανεωμένες, δυνατές όπως ήταν και παλιά και όπως θα ’ναι
πάντα». Δεν ξέρω αν τον ικανοποίησε η απάντησή μου, τον είδα όμως να σηκώνεται να γεμίζει τα δυο
μας ποτήρια και όπως μου πρόσφερνε λίγο χταποδάκι για μεζέ γι’ άλλη μια φορά να εύχεται «ΣΤΗΝ
ΕΙΡΗΝΗ στην ΑΓΑΠΗ». Μ’ αυτή την ευχή τέλειωσε και την εκμυστήρευση-διήγησή του.

Σημείωσή μου:

Μετά την επιστροφή του στην Πατρίδα από τη Βουλγαρία όπου έζησε 40 περίπου χρόνια ο αγαπημένος
μου σύντροφος και καθοδηγητής μου στα χρόνια της σκλαβιάς, Κώστας Σιαπέρας και σε μια συζήτησή
μας σχετική με την οργάνωση του Μπούλκες (ήταν κι αυτός εκεί για λίγο διάστημα) μου ανάφερε κάτι
σχετικό με τα πτώματα και το νησί.

«Ύστερα από την σύγκρουση ΣΤΑΛΙΝ-ΤΙΤΟ το 1948 και την αποστασία του δεύτερου, το Κ.Κ.Ε.
εξαπέλυσε μια συκοφαντική εκστρατεία κατά του κομμουνιστικού κόμματος της Γιουγκοσλαβίας και του
ΤΙΤΟ προσωπικά παραβλέποντας την μεγάλη βοήθειά τους στον αγώνα μας. Ούτε η ύπαρξη ολόκληρης
κομματικής οργάνωσης (Μπούλκες) στο Γιουγκοσλαβικό έδαφος εμπόδισε τους ηγέτες να εκτοξεύουν
λάσπη στο φίλο Κ.Κ.Γ. και του ηγέτου του ΤΙΤΟ, μόνο για να γίνουν αρεστοί στον “πατερούλη” Στάλιν.
Αυτό όπως ήταν φυσικό πείραξε πολύ τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους και για ν’ ανταποδώσουν τα
ίδια, να θίξουν το Κ.Κ.Ε. και τα στελέχη του, ξέθαψαν δολοφονημένους συντρόφους μας, φωτογράφισαν
τα πτώματα και τις φωτογραφίες με τις σχετικές εξηγήσεις και διαφωτιστικές υπογραμμίσεις τις
“περνούσαν” στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων τους, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την “ποιότητα”
των ανθρώπων που είχαν το θράσος να συκοφαντούν το κόμμα τους και τον άξιο ηγέτη τους.
Προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να δείξουν στους κομμουνιστές (και όχι μόνο σ’ αυτούς) όλου του
κόσμου τι πραγματικά ήταν το Κ.Κ.Ε. και τι σόι πράγμα ήταν τ’ ανώτερα στελέχη του, που σαν τον
μυθικό ΚΡΟΝΟ έτρωγαν τα παιδιά τους. Και είχαν αρκετά στοιχεία που στήριζαν την κατηγορία-
καμπάνια τους».
Αυτά και από τον Κώστα Σιαπέρα, ένα στέλεχος του Κ.Κ.Ε. που από τα πόστα (θέσεις) που κατείχε σε
κρίσιμες περιόδους σίγουρα ήξερε πολλά.

1 Τα κείμενα είναι κατεστραμμένα στα συγκεκριμένα σημεία.


EΥΡΕΤΗΡΙΟ OΝΟΜΑΤΩΝ
Eudes, D., 1, 2, 3, 4, 5, 6
Karajanov, Ivan, 1
Kirjazovki, R., 1, 2
Koliopoulos, J. S., 1
Veremis, Th. M., 1
Woodhouse, C. M., 1
«Γκούτβης» (και Γκούντβης), 1, 2, 3
Άγγλος ταγματάρχης, 1
Αγιάνοφσκι-Ότσε, 1
Αδαμίδης, Κώστας (από Σέρρες), 1
Αδελφίδης, Δημοσθένης (από Δράμα), 1
Αϊζενχάουερ, 1
Ακροναυπλιώτες, Αη-Στρατίτες, 1
Αλεκάκι, 1
Αλέκος (Γέρος, Θανάσης Στράντζαλης), 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26
Αλέξης, 1, 2
Αλεξίου Χρήστος, 1
Αμύντας, 1
Ανθούλης, Παναγιώτης, 1, 2
Αντρέας σ., 1
Αντωνίου, Θωμάς, 1
Αργυρόπουλος, Σ., 1
Άρης, αρχικαπετάνιος, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11
Ασπρασίδης, Δημήτρης, 1
Άττλη, 1, 2, 3, 4
Βασιλείου, Τάσος, 1
Βαφειάδης, Μάρκος, 1, 2, 3, 4
Βενέτης, Γιώργος, 1
Βενετσανόπουλος, Βασίλης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Βενιζέλος (Λευτέρης), 1
Βενιζέλος, Σ., 1
Βίσσιος, Δημήτρης, 1
Βλάχος, Χρήστος, 1
Γερο-Σοφούλης, 1
Γεωργάκης, 1
Γεωργιάδης, 1
Γεώργιος ο Β΄, βασιλιάς, 1
Γιαννούλης, Γιώργος, 1, 2, 3, 4, 5
Γκαγκούλιας, Γ., 1
Γκανάτσιος ή Χείμαρρος, Βασίλειος, 1, 2, 3, 4, 5
Γκαστής, Οδυσσέας, 1
Γκότσε (Ηλίας Δημάκης), 1, 2, 3, 4
Γκουμπζέρης, Ανάστασης (από Θράκη), 1
Γκουντέριαν, 1
Γονατάς, Σ., 1
Δαμασκηνός, 1
Δάφνης, σ., 1, 2, 3, 4
Δαφτσίδης, Τριαντάφυλλος, 1
Δεσπότης, 1, 2, 3
Δημάκης, Ηλίας, 1, 2
Δίγκας, Αναστάσης, 1
Δρίτσας, Θ., 1
Έθεριτζ, Μαρκ, 1
Ζαχαριάδης, Ν., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32
Ζέβγος, Γιάννης, 1, 2, 3, 4
Ζέρβας, Ν., 1
Ζούκωφ, 1, 2
Ζυγούρας, Δημήτριος, 1
Ζυμαρίτης, Γιώργης, 1, 2
Ηρακλής, 1
Θανάσης σ., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9
Θεοχαρόπουλος, (Σκοτίδας) Νικόλαος, 1, 2
Θεσσαλονικιός, 1, 2, 3
Ιωαννίδης, Γ., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Καζδαγλής, Παναγιώτης, 1
Καινούργιος-Βρασίδας Χρ., 1
Καλιμέρης, Νικόλαος, 1
Καλοδίκης, Περικλής ή Νεροβίλης, 1, 2, 3, 4
Κάλφας, Στέλιος, 1, 2
Καμπίτσης, Μέμος (Γεράσιμος), 1, 2
Κανάκης (κοβάρχης), 1
Κανελλόπουλος, Π., 1
καπετάν Στάθης, 1
Καπλάνης, (Αλέκος Μήλιος), 1
Καραμιχάλης, Γιάννης, 1
Καραντάου, 1, 2, 3
Καρτάλης, 1
Καφαντάρης, 1, 2
Κεραμιτζίεφ, 1, 2
Κόκκαλης, 1, 2, 3
Κόκκαλης, Πέτρος, 1
Κολεσίδης, Χριστόφορος, 1
Κολιόπουλος, Ι., 1
Κόνιεφ, 1
Κόνσουλας, Χρήστος, 1
Κονσουλίδης, Ραφαήλ, 1
Κόντης, B., 1, 2
Κοντογιώργης, Γιώργος (Παύλος), 1, 2, 3
Κοντός, 1, 2
Κουκουδέας, 1, 2, 3, 4, 5
Κουτσούκαλης, Αλ., 1, 2
Κυργιαζόφσκι, Ρ., 1, 2, 3, 4, 5
Κυριαζόπουλος, Δημήτριος (Φωτεινός), 1
Κωνσταντινίδης, Σίμος, 1
Κωνσταντόπουλος, Π., 1
Κωφός, Ε., 1
Λαμπρινάκος (Προμηθέας), 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Λέανδρος (σ. Νικήτας), 1, 2, 3, 4
Λεβαντής, υπουργός, 1
Λένιν, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Λεπενιώτης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Λήπερ (άγγλος πρέσβης), 1
Λιάκος σ., 1, 2
Λοΐζος, Πεινάλας Γιάννης, 1
Λυκουργιώτης, 1
Μαλτέζος ή Τζουμερκιώτης, Γεράσιμος, 1
Μανστάιν, 1
Μάξιμος, Δ., 1, 2
Μαρκάκης, Άγγελος, 1
Μάρκος, στρατηγός, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20
Ματσούκας, Λευτέρης (Μπαρμπα-Αλέξης), 1, 2
Μαύρος, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Μερκούρης, 1
Μεταξάς, 1
Μητροπολίτης Κοζάνης, 1, 2, 3
Μιχάλης-Οδυσσέας, 1
Μοντγκόμερυ, 1
Μόσχος, 1, 2
Μπαζαβανίδης, Παναγιώτης, 1
Μπακιρτζής, Ε., στρατηγός, 1, 2, 3, 4
Μπάρμπα Φώκος, 1, 2
Μπαρτζίδης, Δημήτρης, 1
Μπαστής, Οδυσσέας, 1
Μπάτσουλης, 1
Μπελλής, Νάκος, 1, 2, 3
Μπιλιάνοβιτς, 1
Μπλουμπίδης, 1
Μπούσχοτεν, Ρ., Β., 1, 2
Μπρίκας, Χρήστος, 1, 2
Μυλωνάς, 1, 2
Ναουμφίδης, Γρηγόρης, 1
Νάτσης, ή Φον Κολοκοτρώνης, 1
Νίκας, Γιάννης, 1, 2, 3
Νικήτας (Λέανδρος), 1, 2, 3, 4
Νόβας, 1
Ντινίδης, Νικόλαος, 1
Ξενοφών, 1
Οδυσσέας, (Λέανδρος), 1
Οπενχάουερ, Δαυίδ, 1
Ορμανλίδης, Νικόλαος, 1
Ουτζόλας, Πασχάλης, 1
Πακίδης, Θεόφιλος, 1
Παπαδημητρίου, Ηλίας (Λιάκος), 1
Παπαδόπουλος, Αλέξανδρος, 1
Παπαδόπουλος, Θανάσης (Θανασάκης), 1, 2, 3, 4, 5
Παπαδόπουλος, Θεόφιλος, 1
Παπαϊωάννου, Αχιλλέας, 1, 2
Παπανδρέου, Γ., 1
Παπάς, 1
Παππούς, 1
Πατσούρας, Ιωάννης, 1
Πάττον, 1
Παυλίδης, Γιώργης, 1
Πειραιώτης, Νίκος, 1
Πεταχτσίδης, Μιχάλης σ., 1
Πετμεζάς, 1
Πετράκης Κώστας (Χάψας), 1, 2
Πεχλιβάνογλου, Ευθύμιος, 1
Πορφυρογένης, 1
Πορφυρογέννητος, Μιλτιάδης, 1
Προμηθέας, Διοικητής της Λαϊκής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, 1, 2, 3, 4
Πωλημένος, Κώστας, 1
Ράνκοβιτς Αλεξάντερ, 1
Ράνκοβιτς, Αλέξανδρος, 1
Ραπτούδης, Περικλής (Χουλιάρας), 1
Ράφτης, Κώστας, 1
Ρήγας, ο Βελεστινλής, 1
Ρηγινός, Δημήτρης, 1
Ρίστοβιτς, Μ., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Ρόμμελ, 1
Ρούσβελτ, 1
Ρούσσος, Π., 1, 2
Ρούστεντ, 1
Σαφρωνίδης, Ηλίας, 1
Σεραφείμ, 1, 2
Σιάντος, Γιώργης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Σιαπέρας, Κώστας, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18
Σινάκος σ., 1, 2, 3, 4
Σκοτίδας (Νίκος Θεοχαρόπουλος), σ., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Σμόλικας σ., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11
Σούστας, Μιχάλης, 1, 2
Σοφιανόπουλος, 1
Σοφούλης, 1, 2, 3, 4
Σπανός ή Αμύντας, Κ., 1
Σπυρίδης, Ιάκωβος, 1
Στάλιν, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Στέλιος συν., 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Στράντζαλης, Θανάσης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Στρίγγος, Λ., 1
Συράς, Αχιλλέας, 1
Σφέτας, Σπ., 1, 2
Τακαλατσίδης, Εμμανουήλ, 1
Τάκης-Οδυσσέας, 1
Τάντος Γεώργιος Δικηγόρος, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Τερζής, Μιχάλης (Πεταχτσίδης Γ.), 1, 2, 3, 4, 5
Τζίμας, Ανδρέας, (Σαμαρινιώτης), 1, 2, 3, 4
Τζώνης, 1
Τίτο, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16
Τολίδης, Πέτρος, 1
Τολπούχιν, 1
Τουτουντζόγλου, Χαράλαμπος, 1
Τσαλδάρης, Ε., 1
Τσουδερός, 1
Τσουΐκωφ, 1
Τσουκαλάς, Γιάννης, 1
Τσώρτσιλ, 1, 2, 3, 4, 5
Υψηλάντης, 1, 2, 3
Φος, στρατάρχης, 1
Φουντανίδης, Κώστας, 1
Φρένελης, 1
Φωτεινός, 1, 2
Χαλκόπουλος, Λεωνίδας, 1
Χατζηβασιλείου, Χρύσα, 1
Χατζής, Λάκης, 1
Χίτλερ, 1
Χουλιάρας, Περικλής, 1, 2, 3
EΥΡΕΤΗΡΙΟ OΡΩΝ
Gakovo, 1
New Herald Tribune, 1
Norton, 1
Pax Brittani[c]a, 1
Sombor, 1
SS, 1, 2
UDB (Διοίκησης Κρατικής Ασφάλειας), 1, 2, 3
UNSCOB, 1
7ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε., 1, 2, 3
9μελή Επιτροπή Εκλογών, 1
Αγγλία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Άγγλοι, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26
αγορά Βλάβη, 1
Αετοπουλίστικη Οργάνωση, 1
Αη-Δημήτρης, εκκλησία, 1
Αθηνά (κινηματοθέατρο), 1, 2, 3
Ακροναυπλιώτικη τακτική, 1
Αλατίνη (και Αλλατίνη), κεραμοποιείο, 1, 2
Αλβανία, 1, 2, 3, 4, 5, 6
άλσος της Νέας Ελβετίας, 1
Αμερικανικό Κολλέγιο, 1, 2, 3
Αμερικανοί, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Αξιός (βαρδάρη), 1, 2
Αξιούπολη, 1
Αριδαία, 1, 2
ΑΣΚΙ, 1, 2, 3
Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία, 1
Βαγόνι-κλούβα, 1, 2
Βαλκανική (χερσόνησος), 1
Βελιγράδι, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9
Βέροια, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18
Βοϊβοντίνα, 1, 2, 3, 4
Βουδαπέστη, 1
Βουλγαρία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Βούλγαροι, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Βρεφοκομικοί σταθμοί, 1, 2
Γερμανία, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Γερμανοί, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15
Γευγελή, 1, 2
Γιουγκοσλαβία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39,
40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55
Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Γιουγκοσλάβοι, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22
Γκέτσκι παριζάν, 1
γκρούπες, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Γουμένιτσα, 1
Γραφείο της Ομάδας, 1
Δημοτικό Σχολείο Χαριλάου, 1
Δημοτικός Φόρος, 1
διλοχία Πολιτοφυλακής, 1, 2, 3
Διοίκηση των τμημάτων Πολιτοφυλακής, 1, 2, 3
Διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών, 1
Διοικητής του Τμήματος Πολιτοφυλακής, 1, 2
δόγμα Τρούμαν, 1
Δοϊράνη, 1, 2
Δούναβης, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11
ΕΑΜ/ΚΚΕ, 1, 2, 3, 4, 5
Εβρίτες, 1, 2
Έβρος, 1, 2, 3, 4
Έδεσσα, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
ΕΕΑΜ (Εργατικό ΕΑΜ), 1
ΕΛΑΣ, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23
Ελασίτες, 1, 2, 3, 4, 5
Ελληνική πρεσβεία του Βελιγραδίου, 1, 2
ΕΜ-ΕΛ, 1
Εμπρός, εφημερίδα, 1, 2
επαγρυπνητές, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Ερυθρός Σταυρός, 1
ζάντρουγκα (κολεκτίβα), 1
Ζαχαριαδικοί, 1
ΗΠΑ, 1, 2
Ήπειρος, 1, 2
Θεσσαλία, 1, 2
Θεσσαλονίκη, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24
Ιαπωνία, 1
Ιντζέλιτζες Σέρβις, 1, 2, 3
Ιστορικά Απεικάσματα, 1, 2
Ιταλία, 1, 2
Καβάλα, 1, 2, 3, 4, 5
Καθημερινή, εφημερίδα, 1, 2, 3, 4, 5
Κανονισμός, 1, 2, 3
Καστοριά, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Καύκασος, 1
Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, 1, 2, 3, 4
Κιλκίς, 1, 2, 3
ΚΚΓ, 1, 2, 3, 4
ΚΚΕ, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30
ΚΟΒ, 1
Κοζάνη, 1, 2, 3
Κοινότητα Ελλήνων Λαϊκών Αγωνιστών Μπούλκες, 1
Κομινφόρμ, 1, 2, 3
Κομματικό Γραφείο, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17
Κομοτηνή, 1
Κοσυφοπέδιο, 1
Κουμάνοβο, 1
Κριμαία, 1
Κροάτες, 1
Κύρου, 1, 2
Λαϊκή Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, 1, 2
Λαϊκό Μέτωπο ‒Ναρόντι Φροντ‒, 1
Λιτόχωρο, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας, 1, 2, 3, 4
Μακεδόνες της Ελλάδας, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Μακεδονία, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19
Μακεδονικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1, 2, 3, 4
Μακεδονικό Έθνος, 1
ΜΑΟ, 1
Μάρεμπουργκ, 1
Μαυροβούνιοι, 1
Μεγάλη Βρετανία, 1
μέγαρο Δρόσου, 1, 2
Μεγάροβο, 1, 2
μεταξική δικτατορία, 1, 2, 3, 4, 5
Μισούρι, 1
Μοναστήρι (Μπιτόλια), 1, 2
Μπάτσκα, 1
Μπέλενε, 1
Μπερκοβίτσα, 1
Μπολσεβίκοι, 1
Μπόρμπα, 1
Ναγκασάκι, 1, 2
Ναζί, 1, 2
Νάουσα, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Νεολαία Μπούλκες, 1, 2
νησί-κάτεργο, 1, 2, 3, 4, 5
Νόβι Σίβατς, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11
Νόβι-Σαντ, 1, 2, 3
Νοσοκομείο στο Μπούλκες, 1, 2, 3
Νοσοκομείο των Σκοπίων, 1, 2
ΝΟΦ, 1
Ξάνθη, 1, 2, 3
Ξυνό Νερό, 1
Ο.Μ. Μακεδονίας, 1
ΟΗΕ, 1, 2, 3, 4
ΟΠΛΑ, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9
ΟΣΝΑ (Γιουγκοσλαβική αντικατασκοπία-Ασφάλεια), 1, 2
Ουγγαρία, 1, 2, 3
ουντάρνικη σημαία, 1
Οχράνα, 1
πάρκο της Ελιάς, 1
Πελοπόννησος, 1
Περιφερειακό Λαϊκό Συμβούλιο, 1
πλατεία Βαρδαρίου, 1
Πολίτικα, 1
Πολιτοφύλακες, 1, 2, 3
Πότσν[τ]αμ, 1, 2, 3
Προκήρυξη των Εκλογών, 1
Προσωρινή Κυβέρνηση του ΚΚΕ, 1
Πυλαία, 1
Ρήγας Φερραίος (ταξιαρχία), 1, 2
Ριζοσπάστης, 1, 2
Ρουμανία, 1
Ρωσία, 1, 2, 3
Σάβα, ποταμός, 1
Σεβρολέτ, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14
Σέρβοι, 1, 2, 3
Σέρρες, 1
Σκόπια, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12
Σλαβομακεδόνες, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
σλαβομακεδονική μειονότητα, 1, 2
σλαβόφωνοι, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Σλοβάκοι, 1
ΣΝΟΦ, 1
Σοβιετική Ένωση, 1, 2, 3, 4
Σουηδία, 1
Στράντζα, Ανατολικής Θράκης, 1
Στρασβούργο, 1
Στρατηγείο της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, 1
Συμβούλιον Ασφαλείας, 1
Συμφωνία της Βάρκιζας, 1, 2, 3, 4, 5
Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας, 1
Σχολή Πολέμου, 1
Τεργέστη, 1, 2
Τέτοβο, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Τζιπ-Ντόιτς, 1, 2
Τιτοϊκοί, 1
Τίτο-Κομινφόρμ, σύγκρουση, 1
Τίτο-Στάλιν, σύγκρουση, 1
Τύρναβο, 1, 2
Υποεπιτροπή της Εξεταστικής Επιτροπής του ΟΗΕ, 1
ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξης Ομάδας), 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14
Φλώρινα, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16
Φωνή του Μπούλκες, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15
Χαϊμ-Μπουάζ (περιοχή), 1
Χιροσίμα, 1, 2, 3

You might also like