You are on page 1of 90

Ἀφιερώνεται στὴν Ἁγιορειτικὴ Ἀδελφότητα,

καὶ στοὺς ἐν Χριστῷ Ἁγιορεῖτες Ἁδελφούς τοῦ μέλλοντος.

Α΄ ἔκδοση 2023- ,βκγ’ μ.Χ. ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ


Τὸ αὐτοδιοίκητο καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους
καὶ ἡ σχέση του πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ συνταγματικὴ τάξη,
ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἀλλαγῶν ποὺ ἐπιφέρει
τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022.

Ὑπό Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν Πατέρων.

3
1
«Προκειμένου ὅμως περὶ παρακαταθήκης κοινῆς, περὶ ‘’ὁρίων αἰωνίων,
ἃ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο’’, μένομεν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι εἰς τὴν φύλαξιν
αὐτῶν, ἵνα μὴ ἀκούσωμεν τὴν ἐπιτίμησιν τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ὀκνηρὸν
δοῦλον, τὸν ἀδιαφορήσαντα διὰ τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ τάλαντον καὶ ἵνα μὴ
καταβοῶσιν ἡμῖν οἱ ἐπιγιγνόμενοι, ὡς ἀπεμπολήσαντες τὴν πατρώαν
κληρονομίαν.
Φροντίζομεν νὰ εἴμεθα νομοταγεῖς εἰς τοὺς Θείους νόμους, καὶ εἰς τοὺς
ἀνθρωπίνους τοιούτους, ὅταν εἶναι θεοφιλεῖς καὶ δίκαιοι. Ἔχομεν ὅμως
καθῆκον ἱερόν, ὡς ἐκ τῆς ἀποστολῆς μας, νὰ θυσιαζώμεθα ἐν τῇ
προασπίσει τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων. Ἔχομεν καθῆκον νὰ διαφυλάξωμεν τὸ
Ἅγιον Ὄρος ὡς τὸ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς Πατέρας μας, καὶ ἄν
χρειασθῇ νὰ δώσωμεν καὶ τὴν ζωὴν μας ‘’τοῖς κείνων ῥήμασι
πειθόμενοι’’».

Ἱερά Κοινότης Ἁγίου Ὄρους- Ἄθω.


1973.

5
2
Ἀντὶ Προλόγου
Γιὰ τοὺς ὁσίους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τῆς τελευταίας ἐναπομείνασας μοναστικῆς
πολιτείας, τῆς μόνης μὲ πανορθόδοξο κῦρος, καὶ δικαίως λεγομένης “ἀκροπόλεως
τῆς Ὀρθοδοξίας”, ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν πανηγυρικὸ
λόγο πού προσέθεσε στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία πρός τιμήν των, ἔγραφε
χαρακτηριστικά:
Οὗτοι γὰρ οἱ τρισμακάριστοι Πατέρες καὶ Ὅσιοι, τὸν πρῴην ἄγριον
τοῦτον Ἄθω, εἰς θαυμαστὴν μετέβαλον ἡμερότητα. […] τώρα κατοικοῦσι
πανταχοῦ ἄνθρωποι λογικοί· καὶ ὄχι μόνον λογικοί, ἀλλὰ ἄνθρωποι, οἵτινες μὲ
τὸ ὑλικὸν τοῦτο σῶμα, ἀγωνίζονται νὰ μιμηθῶσι τῶν ἀσωμάτων καὶ ἀΰλων
ἀγγέλων τὴν πολιτείαν
Καὶ ἐνῶ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ὁ “οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου” τρόπος βιωτῆς σὲ αὐτό,
περιγράφεται τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο, στὶς ἡμέρες μας προβάλλεται
δυστυχῶς μὲ διαφορετικό τρόπο καὶ σὲ ἀπολύτως διαφορετικὸ πλαίσιο. Ἐπὶ
παραδείγματι, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2022 ἔλαβε χώρα το 3ο Συνέδριο Θρησκευτικῆς
Διπλωματίας, μέ τὴν συνδιοργάνωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καὶ
τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἔχοντας τὴν ὑποστήριξη τῆς Μ.Κ.Ο.
“Αἰγέας” (τοῦ νῦν Πολιτικοῦ Διοικητοῦ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐφοπλιστοῦ κ. Ἀθανασίου
Μαρτίνου), καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης τοῦ ἀμερικανικοῦ περιοδικοῦ διπλωματίας καὶ
διεθνῶν σχέσεων, “Foreign Affairs”1 (μτφρ, “Διεθνεῖς Σχέσεις”), ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ
Διεθνής Διάσταση τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Λίκνο Πολιτισμοῦ καὶ Πνευματικότητας»,
ἔχοντας τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς ἐπίκεντρο ἐνδιαφέροντος. Ὡς μὴ ὤφειλε, “ἐσύρθησαν”
στὸ ἐν λόγῳ (διαδικτυακό) συνέδριο τόσο ἡ Ἱερὰ Κοινότης ὅσο καὶ ἁγιορειτικοὶ
παράγοντες (ἡγούμενοι καὶ προϊστάμενοι Ἱερῶν Μονῶν), ἐνῶ ἡ λοιπὴ συντριπτικὴ
πλειοψηφία τῶν ὁμιλητῶν –ἀνάμεσά τους ὁ γνωστὸς καὶ μὴ ἐξαιρετέος (τότε)
πρέσβυς τῶν Η.Π.Α. Geoffry Pyatt (Τζ. Πάϊατ)– υἱοθετοῦσε τὴν ἀμερικανικὴ ὀπτικὴ
περὶ θρησκευτικῆς διπλωματίας ὡς ἐργαλείου /soft power/ (μτφρ. ἤπιας δύναμης)
ἄσκησης πολιτικῆς.

Οἱ πολλαπλές προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζει το Ἅγιον Ὄρος, σε ἕνα πολύπλοκο καὶ


ἀμφίσημο περιβάλλον διεθνῶν ἐντάσεων καὶ ἀνοικτῶν ἤ κεκαλυμμένων
συγκρούσεων, ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγκη πρόσθετης ἐπαγρύπνησης, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῆς
μελέτης τῶν ὄψεων τῆς ἁγιορειτικῆς ἰδιοτυπίας, θεμελιώδης της ὁποίας εἶναι τὸ

1 Τὸ ἐν λόγῳ περιοδικὸ ἀποτελεῖ ἔκδοση τῆς ἀμερικανικῆς δεξαμενῆς σκέψης “Council on Foreign Relations”
(μτφρ. “Συμβούλιο ἐπὶ τῶν Διεθνῶν Σχέσεων”), καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα ἐκ τῶν πλέον σημαντικῶν καὶ μὲ
μεγάλη ἐπιρροή περιοδικῶν τῶν Η.Π.Α. Γιὰ παράδειγμα, τὸ ἀμφιλεγόμενο ἄρθρο ποὺ ἀποτέλεσε καὶ τὴν
συμπύκνωση τῆς νέας μεταψυχροπολεμικῆς πολιτικῆς τῶν Η.Π.Α., αὐτὸ τοῦ Σάμιουελ Χάντινγκτον (Samuel
Huntington) “The Clash of Civilizations” (μτφρ. “Ἡ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν”) τὸ 1993, πρωτοδημοσιεύθηκε
στὸ ἐν λόγῳ περιοδικό.

7
3
Αὐτοδιοίκητο Καθεστώς τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν τόπου. Ἄλλωστε, δὲν εἶναι ἄγνωστο ὅτι τὸ
Ἅγιον Ὄρος στὴν νεώτερη ἱστορία του χρειάστηκε νὰ περάσει πολλούς ὑφάλους,
ποὺ ἐλλόχευαν τὸν κίνδυνο καταστροφικῶν συνεπειῶν, μὲ κυριότερη τὴν μόνιμη
ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ του ἀποστολή. Εὐρέως διαπιστώνεται -δυστυχῶς- ὅτι
μία τέτοια πορεία εἶναι ἐπιθυμητή ἀπὸ κύκλους ποὺ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ ἕνα Ὀρθόδοξο
καὶ ὁμολογιακῆς πνοῆς Ἅγιον Ὄρος. Καὶ αὐτοὶ οἱ κύκλοι κάνουν τὰ ἀδύνατα δυνατά
νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀλλοίωση τῆς ἁγιορειτικῆς φυσιογνωμίας καὶ τῆς ἔκπτωσής της σὲ
ἕναν “ἀκίνδυνο”, χλιαρὸ καὶ –κατὰ τὰ δυτικὰ μοναστικὰ πρότυπα– ἀνομολογιακὸ
εὐσεβισμό.
Πέραν ὅμως τῶν ποικίλων ἐπιβουλῶν κατὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ προσπάθειες
ἄμεσης ἐπιβολῆς ἀλλαγῶν –κρίσιμης σημασίας– στὸ αὐτοδιοίκητο καθεστώς του
(ποὺ ἀποτελεῖ τὸν φύλακα διατήρησης τῆς πάγιας πνευματικῆς ἀποστολῆς του)
προῆλθαν καὶ ἀπὸ ἕναν ἀναπάντεχο παράγοντα ποὺ ὡς ἀποστολή εἶχε -καὶ ἔχει- τὴν
προστασία του: τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος. Τὸ 1969 ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, ἐν μέσῃ
Δικτατορία, ἀπεφάσισε καταδρομὴ κατὰ τοῦ αἰωνόβιου Ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου,
μὲ τὴν διεύρυνση τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητή τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
μετατρέποντάς τον, σὲ οὐσιαστικὸ διοικητή, στὸν ὁποῖο ὑποχρεώνονταν σε
λογοδοσία ἡ Ἱερὰ Κοινότης ὅσο καὶ οἱ διοικήσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν, μὲ πρόβλεψη
ἐπιβολῆς ποινῶν σὲ περίπτωση ἀνυπακοῆς! Καὶ παρ᾽ ὅλο ποὺ τὸ ἔκτρωμα τῆς
Δικτατορίας –κατόπιν τῆς μαχητικῆς στάσης τόσο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ὅσο καὶ τοῦ
συνόλου τῶν Ἱερῶν Μονῶν– ἀπεσύρθη ἀρκετὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ καθεστῶτος τῆς
ἑπταετίας, τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος μέσῳ γνωμοδοτήσεων (τοῦ Συμβουλίου τῆς
Ἐπικρατείας τὸ 1991, καὶ τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους τὸ 1994),
ἐπανέλαβε τὶς προσπάθειες ἐπανερμηνείας τῶν ὁρίων αὐτοδιοίκησης τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ἐπιβάλλοντας περιορισμούς στὴν ἄσκηση τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν
ἁγιορειτικῶν ὀργάνων διοίκησης, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, τῆς Ἱερᾶς
Ἐπιστασίας καὶ τῶν διοικήσεων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ὁπότε καὶ δικαίως ἔφερε τὴν
ἀντίδρασή τους. Συγκεκριμένα, σὲ προλογικό κείμενό της ἡ Σύναξις τῶν
Ἀντιπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος παρατηροῦσε, κάνοντας χρήση ἤπιας
γλώσσας:
Ἐπειδή δέ ἐσχάτως […] ἐπεσημάνθησαν καί ἀπόψεις ξενίζουσαι τήν
ἁγιορειτικήν συνείδησιν, παρερμηνεύουσαι, ἀθελήτως ἴσως, τὰ καλῶς ἀπ᾽
αἰώνων κρατοῦντα καὶ παραδεδομένα ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ ἡμῶν Τόπῳ2.
Ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίσημο ψήφισμά της ἡ Ἱερὰ Κοινότης διαπίστωνε, σὲ ὁμοίως
συγκαταβατικὸ ὕφος:
[…] δέν ἀπέλιπον ἐνίοτε ἐνέργειαι ἀπεργαζόμεναι τὴν μείωσιν ἤ τὸν
περιορισμόν αὐτοῦ, ὄχι τόσον ἐκ κακῆς προθέσεως, ὅσον ἐξ ἀγνοίας ἤ
ὑπερβολικῆς εὐαισθησίας3.

2 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.6.

8
4
Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς ἔρχονται ἀπὸ τὰ πλέον ἐπίσημα χείλη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπὸ
ἐποχὲς ὄχι καὶ τόσο μακρινές, ἀπηχοῦν δὲ τὸν προβληματισμό τῆς Ἁγιορειτικῆς
Μοναστικῆς Πολιτείας ὡς πρὸς τὶς προθέσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους σὲ κάποιες
ἀπὸ τὶς πλέον ἀμφιλεγόμενες ἀποφάσεις του. Ἀποφάσεις ποὺ θυμίζουν –σὲ
ἐλαφρότερη ἐκδοχή– τὴν “παλαιά” καταδρομή τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κατὰ τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως ἐν γένει, στὰ χρόνια τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Γερμανοῦ
Προτεστάντη Μπάουερ (κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀνηλικιότητας τοῦ Βαυαροῦ Βασιλιὰ
Ὄθωνα). Μία καταδρομή, ποὺ σηματοδοτοῦσε τὴν προβολή ἰσχύος τοῦ “νέου”,
εὐρωπαϊκοῦ καὶ προοδευτικοῦ, ἔναντι τοῦ “παλαιοῦ” καὶ ξεπερασμένου. Ἡ σύγκριση
δὲν εἶναι τόσο ἄσχετη –ὅσο κάποιοι θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν παρουσιάσουν– ἄν
ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ ὁλοένα αὐξανόμενες προκλήσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἔρχονται
ἀντιμέτωποι τόσο τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ συνολικά ἡ Ἑλληνική κοινωνία, ἀπὸ τὸ
ὁλοένα καὶ εὐρύτερα “ἐναρμονισμένο” Ἑλληνικό Κράτος (κυρίως στὸ Δίκαιό του)
πρὸς τὸ ἀντίστοιχο εὐρωενωσιακό, ἰδιαίτερα μάλιστα ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς
σχεδιαζόμενης “εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης” τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως σὲ ἑνιαῖο
ὁμοσπονδιακό κράτος (κάτι ποὺ οἱ ἐσωτερικοί κύκλοι τῆς Ἕνωσης τοποθετοῦν περί
τὸ ἔτος 2025).
Στὸ νέο περιβάλλον των ἀναβαθμισμένων προκλήσεων καὶ τῶν ἐπιδιωκόμενων
ἀλλαγῶν, τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὡς σύμβολο τοῦ “παλαιοῦ” κόσμου ποὺ πρέπει νὰ
ἐκσυγχρονισθεῖ, δέχεται ἐπιπλέον “ἐπιθέσεις” ἐξ ὑπόπτων –πολιτικά προερχομένων–
κέντρων, μέσῳ τῆς παρουσίασης, ἀνύπαρκτων, ἀπολύτως φανταστικῶν ἀπειλῶν
(ἐθνικῆς ἀσφάλειας, ἐθνικισμοῦ, ἕως καὶ τρομοκρατίας), μὲ σκοπό τὴν δημιουργία
κατάλληλου κλίματος ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε τὶς σχεδιαζόμενες ἐπεμβάσεις στὴν
μοναδική ἄμυνα τῆς ἰδιοπροσωπίας του: τὸ ἁγιορειτικὸ αὐτοδιοίκητο.

Τελικά, ἡ κρίσιμης σημασίας ἐπέμβαση ἐπὶ τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ἦλθε ἀπὸ
τὸν κατ' ἐξοχὴν παράγοντα ποὺ τὸ Ἅγιον Ὄρος προσβλέπει γιὰ προστασία: τὸ
Ἑλληνικὸ Κράτος. Ἡ νέα ἐπέμβαση προβλήθηκε ὡς ἀπάντηση στὶς ὑποτιθέμενες
“ἐξωτερικές” ἀπειλές κατά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ πῆρε μορφή στὸ Προεδρικὸ
Διάταγμα 22/2022, τὸ ὁποῖο –ὄχι ἄνευ σημασίας– ἀνηγγέλθη ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο
ὑφυπουργό στὸ προλεχθέν Συνέδριο “θρησκευτικῆς διπλωματίας”.
Ἡ ἀγωνία ἐπὶ τῶν νέων ἐξελίξεων καὶ τῶν πιθανῶν συνεπειῶν ποὺ αὐτὲς φέρνουν
στὸν ἡσύχιο βίο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μᾶς ὁδήγησε σὲ μία συνολική μελέτη ἐπὶ τῶν
ζητημάτων τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου καὶ στὴν παροῦσα ἔκδοση τῶν
ἀποτελεσμάτων της. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἐλήφθη ὑπ᾽ ὄψιν τόσο ἡ παλαιότερη ὅσο καὶ ἡ
νεώτερη νομικὴ βιβλιογραφία περὶ τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ἑλληνικὴ καί
διεθνής.

3 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.14.

9
5
Οὐσιαστικά ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ μόλις τὸ πρῶτο τμῆμα τῆς συνολικότερης
ἔρευνας ἐπὶ τῶν προκλήσεων ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ αἰωνόβιο καθεστὼς τῆς
Ἁγιορειτικῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, ἐνῶ τὸ –πρὸς ἔκδοσιν– δεύτερο τμῆμα θὰ
καλύψει τὶς σχέσεις πού διαμορφώνονται μεταξύ αὐτοῦ τοῦ καθεστῶτος πρὸς τὸ
εὐρωενωσιακὸ Δίκαιο.
Καθοδήγηση στὴν μελέτη, κυρίως ὅμως, στήν δέουσα προσοχὴ ποὺ ὀφείλουμε ὡς
Ἁγιορεῖτες Μοναχοί νὰ ἐπιδεικνύουμε σὲ ζητήματα ποὺ ἅπτονται τῶν θεσμίων τοῦ
Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, ἀποτέλεσε τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα, ἐκ τοῦ ἀληθινὰ ὑψηλῆς
πνοῆς ὁμολογιακοῦ κειμένου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ 1973, ὅταν καὶ τότε τὸ Ἅγιον
Ὄρος δοκίμαζε τὴν ἀδικαιολόγητη ἐχθρότητα ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους:
Προκειμένου ὅμως περὶ παρακαταθήκης κοινῆς, περὶ «ὁρίων αἰωνίων, ἃ
οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο», μένομεν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι εἰς τὴν φύλαξιν
αὐτῶν, ἵνα μὴ ἀκούσωμεν τὴν ἐπιτίμησιν τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ὀκνηρὸν
δοῦλον, τὸν ἀδιαφορήσαντα διὰ τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ τάλαντον καὶ ἵνα μὴ
καταβοῶσιν ἡμῖν οἱ ἐπιγιγνόμενοι, ὡς ἀπεμπολήσαντες τὴν πατρώαν
κληρονομίαν.
Φροντίζομεν νὰ εἴμεθα νομοταγεῖς εἰς τοὺς Θείους νόμους, καὶ εἰς τοὺς
ἀνθρωπίνους τοιούτους, ὅταν εἶναι θεοφιλεῖς καὶ δίκαιοι. Ἔχομεν ὅμως
καθῆκον ἱερόν, ὡς ἐκ τῆς ἀποστολῆς μας, νὰ θυσιαζώμεθα ἐν τῇ
προασπίσει τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων. Ἔχομεν καθῆκον νὰ διαφυλάξωμεν τὸ
Ἅγιον Ὄρος ὡς τὸ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς Πατέρας μας, καὶ ἄν
χρειασθῇ νὰ δώσωμεν καὶ τὴν ζωὴν μας «τοῖς κείνων ῥήμασι
πειθόμενοι»4.

Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Πατέρες

4Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1973) σσ.27-8.

10
6
Περιεχόμενα

Ἀντὶ Προλόγου ........................................................................................................... 3-6


Εἰσαγωγή ........................................................................................................................ 9
1. Τὸ Διεθνὲς Δημόσιο Δίκαιο καὶ ἡ συνταγματικὴ θεώρηση τῶν ἀρχαίων ἁγιορειτικῶν
καθεστώτων .................................................................................................................... 9
2. Ἡ ἰσχὺς τῶν σχετικῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους.............................13
3. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὰ συνταγματικὰ ὅρια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στό Ἅγιον Ὄρος ..............16
3.1 Πρόσφατες ἀποφάσεις κρατικῶν ὀργάνων, ὡς πρὸς τὰ ὅρια τῆς κρατικῆς
ἐξουσίας στὸ Ἅγιον Ὄρος ..........................................................................................16
3.2 Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐν σχέσει πρός τά Νομικά Πρόσωπα .........................................23
3.2.1 Αὐτοδιοίκητες Ἀρχές Ν.Π.Δ.Δ. ......................................................................23
3.2.2. Ἀνεξάρτητες Διοικητικὲς Ἀρχές ....................................................................28
3.2.3 Ἅγιον Ὅρος: ὁ προνομιακὸς χαρακτῆρας τῆς ἁγιορειτικῆς αὐτοδιοίκησης ...30
3.3. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικότητα τῶν διατάξεών του. Ἡ ἰσχὺς τῶν θεμελιωδῶν
συνταγματικῶν δικαιωμάτων στὸ Ἅγιον Ὄρος ..........................................................33
3.4. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἀπαγόρευσις εἰσόδου γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος ..........................35
3.5 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικὴ ὑποχρέωσις τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς
συνειδήσεως στὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ....................................................................36
3.6 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ὁ συνταγματικὸς ὁρισμὸς τῆς ὑποχρεώσεως στράτευσης ...............37
3.7 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ ἐκλέγειν ...................38
3.8 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι ...............................39
3.9 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικὴ προστασία τοῦ ἀκωλύτου τῆς μετακινήσεως ἐντὸς
τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας .........................................................................................41
3.10. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ νομοθεσία περὶ δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων ..........................45
3.11 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν ἐπιτάξεων ...............................................50
3.12 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας ....................................50
3.13 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ οἱ ἐν γένει οἰκονομικὲς σχέσεις ......................................................53
3.14 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ Νομοθετικὴ καὶ Δικαστικὴ Ἐξουσία .............................................53
3.14.1 Νομοθετική Ἐξουσία ...................................................................................54

11
7
3.14.2 Δικαστική Ἐξουσία ......................................................................................55
3.15 Συμπεράσματα...................................................................................................57
4. Ἅγιον Ὄρος καί Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία.........................................................................59
4.1 Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ ἀντισυνταγματικότητα τῶν διατάξεων περὶ τῆς κρατικῆς
ἀστυνομικῆς παρουσίας σὲ αὐτό ...............................................................................61
4.2 Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ ἀντισυνταγματικὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022....................64
Ἐπίλογος........................................................................................................................70
Ἐνδεικτικὴ Βιβλιογραφία ..............................................................................................72
Παράρτημα.....................................................................................................................73

12
8
Εἰσαγωγή
Βασικὴ ἀρχὴ ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου εἶναι ὅτι τοῦτο
ὡς ἔννοια καὶ ὡς θεσμός, ἀποτελεῖ θεμελιῶδες στοιχεῖο τοῦ ἀρχαίου ἁγιορειτικοῦ
καθεστῶτος, ἀντανάκλαση καὶ ἀπόρροια αὐτοῦ. Ἄς σημειωθεῖ δέ, ὅτι οἱ δύο ἔννοιες
δὲν ταυτίζονται, καθὼς τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς εἶναι τὸ μεῖζον, ἡ πηγὴ καὶ τὸ
προαπαιτούμενο, ἐνῶ ἔκφραση αὐτοῦ -κύρια καὶ βασική- εἶναι τὸ αὐτοδιοίκητο.
Ἡ ἀνωτέρῳ βασικὴ ἀρχὴ ἀποτυπώνεται συνταγματικὰ στὸ ἄρθρο 105, τὸ ὁποῖο μετὰ
τὴν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975, παρέμεινε κατὰ τίς μετέπειτα
ἀναθεωρήσεις, ἀνέπαφο.
Ἀκολούθως θὰ ἐκτεθοῦν τὰ κύρια σημεῖα καὶ οἱ ἐπιμέρους πτυχὲς τοῦ ἁγιορειτικοῦ
αὐτοδιοικήτου, ἐν σχέσει πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη.

1. Τὸ Διεθνὲς Δημόσιο Δίκαιο καὶ ἡ συνταγματικὴ θεώρηση τῶν


ἀρχαίων ἁγιορειτικῶν καθεστώτων
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸ Ἅγιον Ὄρος (στὸ ἑξῆς, Α.Ο.) ἀποτέλεσε τμῆμα
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (στὸ ἑξῆς, Ε.Κ.) καὶ ἐτέθῃ τὸ ζήτημα τῆς συνταγματικῆς
ἔκφρασης τῶν σχέσεων τῶν δύο, ὁ συνταγματικὸς νομοθέτης ἀναγνώρισε τὴν
θεσμικὴ ὑποχρέωση ἐναρμονισμοῦ τῶν ἐσωτερικῶν ρυθμίσεων τοῦ Ἑλληνικοῦ
Συντάγματος πρὸς αὐτὲς τοῦ Δημοσίου Διεθνοῦς Δικαίου, διά τῶν ὁποίων εἶχε
ἀναγνωρισθεῖ τὸ πάγιο καὶ ἀρχαῖο αὐτοδιοίκητο καθεστὼς τῆς Ἁγιορειτικῆς
Μοναστικῆς Πολιτείας, βάσει τῶν σχετικῶν ἀρχαίων προνομίων ποὺ τὸ καθορίζουν.
Ἡ θεσμικὴ ἀναγνώριση ἀπὸ πλευρᾶς Ε.Κ. τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου
θεμελιοῦται στὸ ἄρθρο 28 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγµατος5, ὅπου ἰσχύει ὅτι:
Oἱ γενικὰ παραδεγμένοι κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου, καθὼς καὶ οἱ
διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπὸ τὴν ἐπικύρωσή τους μὲ νόμο καὶ τὴ θέση τους σὲ
ἰσχὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους καθεμιᾶς, ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ
ἐσωτερικοῦ Ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίθετη
διάταξη νόμου.
Στὴ βάση αὐτή, ἄπασες οἱ σχετικὲς ἐπιτροπὲς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ
Συντάγµατος, ἐθεώρησαν ὁμοιοτρόπως τὸ ζήτημα τοῦ Α.Ο., ὡς πρὸς τὴ βάση του:
ὅτι τὸ νομικό του καθεστὼς ἀναγνωρίζεται βάσει τοῦ Διεθνοῦς Δημοσίου Δικαίου. Ὡς
ἐκ τούτου ἕπεται ὅτι τὸ εἰδικὸ προνομιακὸ καθεστὼς αὐτοδιοικήτου τοῦ Α.Ο. δὲν εἶναι
σὲ καμία περίπτωση δοτὸ ἀπὸ τὸ Ε.Κ., ἀλλὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν ἐγχώριο
συντακτικὸ νομοθέτη ἐπαλλήλως πρὸς τὸ Δημόσιο Διεθνὲς Δίκαιο, συμφώνως
ἄλλωστε πρὸς τὸ ὁποῖο ἐναρμονίζει -ἀποτελῶντας ἀπὸ πλευρᾶς του θεσμικὴ
ὑποχρέωση- τὴν Ἑλληνικὴ συνταγματικὴ τάξη.

5 Λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν ἡ τελευταία ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, τοῦ 2019.

13
9
Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς καθίστανται ἐμφανεῖς ἤδη καὶ σὲ παρελθοῦσες διαδικασίες
ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος, ὅπως π.χ. σὲ αὐτὲς τῆς Δ΄ Ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς
(1946 κ. ἐξ., μὲ ἔτος ἔναρξης ἰσχύος τοῦ νέου Συντάγματος, τὸ ἔτος 1952), ὁπότε
κατὰ τὴν ΡNH΄ συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς ἐπὶ τῆς Ἀναθεωρήσεως
(24/11/1947), ὑπὸ τοῦ εἰσηγητοῦ (Χ. Θηβαῖος), ἐπροτάθῃ πρὸς τὰ λοιπὰ μέλη της,
ὅπως ἄνευ συζητήσεως θεωρήσωμεν ὅτι τὰ περὶ ἁγίου Ὄρους ἄρθρα
τοῦ Συντάγματος (τοῦ) 1927 περιληφθοῦν [...] διότι καὶ ἐπιτυχῆ εἶναι καὶ ἐκ
τῶν διεθνῶν συμβάσεων ἐπιβεβλημένα.
Ὁμοίως, κατὰ τὴν σχετικὴ συζήτηση τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Ἀναθεώρησης τοῦ
Συντάγματος τοῦ 1975 τῆς Ε΄ Ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς, μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ
τρόπο ἐπαναβεβαιώνεται ὁ διεθνὴς χαρακτῆρας τοῦ αὐτοδιοικήτου ἁγιορειτικοῦ
καθεστῶτος. Συγκεκριμένα, ὁ Πρόεδρος τῆς Συνταγματικῆς Ἐπιτροπῆς Κων.
Τσάτσος, καθηγητὴς τοῦ δικαίου (ὁ καὶ μετέπειτα διατελέσας Πρόεδρος τῆς
Δημοκρατίας), ἀναφέρει γιὰ τίς σχέσεις Κράτους καὶ Α.Ο., ὅσο καὶ γιὰ τὴ δυνατότητα
ἐπεμβάσεως τοῦ Κράτους στὸ Α.Ο., τὰ ἑξῆς:
ἐπέμβασις τοῦ Κράτους εὐκταία θὰ ἧτο ἂν ἧτο δυνατὸν νὰ γίνῃ ἐμμέσως.
Ἄμεσος ἀποκλείεται, διότι τὰ ὅσα ἐδῶ ψηφίζομεν δὲν εἶναι ἁπλὴ συνταγματικὴ
διάταξις, ἔχομεν διεθνεῖς συνθήκας αἱ ὁποῖαι τὰς καθιερώνουν. (Βλ. Βουλὴ
τῶν Ἑλλήνων/Ε ́Ἀναθεωρητικὴ/περίοδος Α ́- Σύνοδος Α ,́ Πρακτικὰ τῶν
Συνεδριάσεων τῆς ὁλομελείας τῆς Βουλῆς τῶν Συζητήσεων ἐπὶ τοῦ
Συντάγματος 1975, ἐκ τοῦ Ἐθν. Τυπογραφείου, Ἀθῆναι-Αὔγουστος 1975,
σ.855).
Αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τίς δύο ἀνωτέρω διαπιστώσεις τῶν ἐτῶν 1947 καὶ 1975,
ἀποκαλύπτει τὴν βούληση τοῦ νομοθέτη: νὰ ἀναγνωρίσει τὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο.,
ὅπως αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τίς Διεθνεῖς Συνθῆκες στὸ Ε.Κ.
Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι, ὅτι στὸ συνταγματικὸ κείμενο (παρ.3 τοῦ ἄρθρου 105),
ρητὰ ἀναφέρεται ὅτι “Ὁ λεπτομερὴς καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καὶ
τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας τους γίνεται ἀπὸ τὸν Καταστατικὸ Xάρτη τοῦ Aγίου
Ὄρους (εἰς τὸ ἑξῆς, Κ.Χ.Α.Ο.).” Ἡ ἐν λόγῳ διατύπωση τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτη
ἀποτελεῖ ἀναγκαῖα δήλωση ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση πρὸς
συμμόρφωση τοῦ Ε.Κ. πρὸς τίς ὑπογεγραμμένες ἀπὸ αὐτὸ διεθνεῖς συνθῆκες.
Συμπληρωματικὰ, ἐπίσης, νὰ παρατηρηθεῖ, ὅτι στὸ προκαταρκτικὸ κυβερνητικὸ
Σχέδιο Συντάγματος τοῦ 1975, ἐπὶ τοῦ ἄρθρου περὶ τοῦ Καθεστῶτος τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, στὴν παρ.5 εἶχε τεθεῖ ὁ ὅρος ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ Κράτους ἀσκοῦνται «ἐντὸς
τῶν ὁρίων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου», ποὺ δὲν ὑπῆρχε στὸ Σύνταγμα τοῦ 1952, καὶ
ὁ ὁποῖος διευκρίνιζε ἔτσι τὸ πλαίσιο ἄσκησης τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν κρατικῶν
ὀργάνων στὸ Α.Ο.
Ἡ συνταγματικὴ ἀναγνώριση ἑπομένως τοῦ ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος βάσει τοῦ
ἄρθρου 105, ὅπως καὶ ἡ διαμόρφωση τόσο τῆς ἀπὸ πλευρᾶς Ε.Κ. συνταγματικῆς
κυρώσεως τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. διά τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος (εἰς τὸ ἑξῆς, Ν.Δ.) τοῦ

14
10
1926, ὅσο καὶ αὐτοῦ τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. διασφαλίζουν τὴν ἀπὸ τοῦ Διεθνοῦς Δημοσίου
Δικαίου ἀναγνώριση τοῦ ἀρχαίου προνομιακοῦ καθεστῶτος τοῦ Α.Ο. Ἀπόρροια καὶ
συνεπείᾳ αὐτῆς, συμπεραίνονται τὰ ἀκόλουθα:
Ἡ ἀπόλυτη ἐξάσκηση ἐξουσίας, κατὰ τὰ θέσμια τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐκ μέρους τῶν
ἀναλλοίωτων, ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν φύση τους, Ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν (Ἱερὲς
Μονές, Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Α.Ο., Ἱερὰ Ἐπιστασία, Δισενιαύσιος Σύναξις), ἀποτελεῖ
ἀπαράβατο ὅρο γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη, ἀνεμπόδιστη καὶ παντελῶς ἐλεύθερη
ἐξάσκηση τοῦ Μοναχικοῦ Πολιτεύματος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τοῦ ἀρχῆθεν
προβλεπόμενου χαρακτῆρα του, ὁ ὁποῖος Μοναχισμός, δὲν ἐπιδέχεται τὴν
παραμικρὰ ἀλλαγὴ ἢ προσαρμογή, ἀποτελῶντας ὄχι ἁπλᾶ ἔθιμο ἢ πρόσκαιρη
συλλογικὴ συνομολόγηση, ἀλλά, θεμελιῶδες δογματικῆς φύσεως θρησκευτικὸ
χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (πρβλ. ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος), μὴ
ἐπιδεχόμενο ἀλλαγὴ ἢ κατάργηση ὑπὸ οὐδενὸς καὶ οὐδέποτε, εἴτε αὐτὸς συνιστᾷ
ἐκπρόσωπο ἢ συλλογικότητα ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς (οἱανδήποτε ἐπιπέδου: τοπικοῦ,
περιφερειακοῦ ἢ οἰκουμενικοῦ-διεθνοῦς), εἴτε (πολλῷ μᾶλλον) ὑπὸ τῆς οἱανδήποτε
φύσεως καὶ ἐκπροσώπησης πολιτικῆς ἀρχῆς (κρατικῆς, διακρατικῆς ἢ
ὑπερκρατικῆς).
Ὁ δογματικο-κανονικὸς χαρακτῆρας ἐν γένει τοῦ Μοναχισμοῦ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ
τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπου ἰδιαίτερες πτυχές του
(εἰδικὰ αὐτὲς ποὺ διασφαλίζουν τὸν ἀμιγῶς πνευματικό, ἀπολιτικό, χαρακτῆρα του),
προστατεύονται νομοκανονικά. Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Δ΄ Ἱερὸ Κανόνα τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζεται ὅτι ὁ μοναχὸς ὀφείλει, «τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ
προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ, καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο,
προσκαρτεροῦντες, μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν,
ἢ ἐπικοινωνεῖν», ὁμοίως, κατὰ τὸν Ζ΄ Κανόνα τῆς ἴδιας Οἰκουμενικῆς Συνόδου
ὁρίζεται ὅτι ὁ μοναχὸς ὀφείλει, «μήτε ἐπὶ στρατείαν, μήτε ἐπὶ ἀξίαν κοσμικὴν
ἔρχεσθαι». Δηλαδή, κατὰ τοὺς δύο συγκεκριμένους Ἱεροὺς Κανόνες ἀπαγορεύεται
ἀπολύτως ἡ ὅποια σχέση τοῦ Μοναχισμοῦ μὲ ὁτιδήποτε τὸ «κοσμικό», τουτέστιν
ἀπὸ ὁτιδήποτε διέπεται ἀπὸ ἀξίες, ἀρχές, δικαιώματα καὶ νόμους τῆς πολιτικῆς
κοινωνίας καὶ τῶν θεσμῶν της. Ἡ ἐν λόγῳ καθολικὴ ἀρχὴ τοῦ Μοναχισμοῦ
ἀποτυπώνεται στὸ ἄρθρο 4 τοῦ Κ.ΧΑ.Ο., ποὺ καθορίζει:
Οὐδέποτε οὐδὲν τῶν ἐν τῷ Ἅθῳ Ἱερῶν Σκηνωμάτων δύναται νὰ
ἐκτραπῆ τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ καὶ μετασχηματισθῇ ταῖς κοσμικαῖς
χρείαις.
Στὸ πνεῦμα τῶν ἀνωτέρῳ ἔγινε καὶ ἡ δήλωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη
Δημητρίου, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1990, ὅπου ἀπευθυνόμενος
στὸν τότε Πολιτικὸ Διοικητὴ τοῦ Α.Ο., τοῦ τόνιζε νὰ ἀποφεύγει τὴν ἐν γένει ἀνάμιξη
“εἰς τὰ ἐσωτερικὰ θέματα”, τὰ ὁποῖα ἐπιλύουν οἱ μοναχοὶ “ἐν τῇ Ἱερᾷ αὐτῶν Κοινότητι

15
11
ἐπὶ τῇ βάσει τῆς μακραίωνος Ἁγιορειτικῆς παραδόσεως, τῆς στηριζομένης ἐπί τῆς
Αγίας Γραφῆς καί τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας”6.
Ἐπὶ τοῦ δογματικοῦ χαρακτῆρα τοῦ Μοναχισμοῦ θεμελιώνεται κατὰ συνέπειαν ἡ
διαπίστωση, ὅτι οὐδεμία πολιτικοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση,
(διάταγμα, νόμος, συνθήκη, διεθνὴς ἢ μή), δύναται νὰ παραλλάξει, ἀλλοιώσει ἢ
καταργήσει τὸν πάγια καὶ ἀμετακίνητο αἰωνόβιο χαρακτῆρα τῆς Ἁγιορειτικῆς
Μοναστικῆς Πολιτείας καὶ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Αὐτοδιοικήτου, ποὺ περιγράφει τὸν
χαρακτῆρα της βάσει τῶν δοθέντων πρὸς αὐτὴν προνομίων, ὑπὸ οἱανδήποτε τακτὴ
ἢ ἔκτακτη πολιτικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Ἡ οἱανδήποτε στέρηση, μερικὴ ἢ
ὁλικὴ τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν ἰδιαιτέρων προνομίων τοῦ Α.Ο., συνιστᾷ τὴν
κατάλυσή τους καὶ κατὰ συνέπειαν, τὴν βίαιη κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ (μὴ
πολιτικοῦ) ἰδιότυπου χαρακτῆρα τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, ὅπως αὐτὸς
περιγράφεται καὶ ὁρίζεται ἱστορικὰ στὰ σχετικὰ Αὐτοκρατορικά, Πατριαρχικά,
Σουλτανικὰ ἔγγραφα (σιγίλλια, βεράτια κ.λπ.). Οὐδὲν ἑπομένως, ἐπιμέρους
χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Αὐτοδιοικήτου δύναται νὰ ἀλλάξει (μερικὰ ἢ ὁλικά),
ἢ νὰ καταργηθεῖ, ἄνευ συνεπειῶν ὡς πρὸς τὴν διατήρηση αὐτοῦ.
Οἱ ἀνωτέρῳ ἐπισημάνσεις ἀναγνωρίζονται κάτ΄ οὐσίαν στὸ ἄρθρο 105 τοῦ
Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος, ὅπου ἐπὶ λέξει πραγματεύεται τὸ “καθεστὼς τοῦ Ἁγίου
Ὄρους”, τὸ ὁποῖο εἰδικῶς καθορίζεται “...σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ
καθεστώς του” (παρ. 1), ἐνῶ γίνεται ρητὴ ἀναφορὰ στὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, στὸν ὁποῖο καταχωρεῖται “ὁ λεπτομερὴς καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν
καθεστώτων” (παρ. 3). Ἐκ τούτων εἶναι προφανὲς ὅτι ἐκ τοῦ Συντάγματος
ἀναγνωρίζονται οἱ κανόνες7 που περιγράφουν τὰ ἁγιορειτικὰ καθεστῶτα (τὰ ὁποῖα
σημειωτέον ὑπερίσχυσαν ὅλων τῶν ἐπικυρίαρχων ἐννόμων τάξεων: Βυζαντινῆς,
Ὀθωμανικῆς, Ἑλληνικῆς), ὡς κανόνες οὐσιαστικοῦ συντάγματος8, καθότι οἱ
Ἁγιορειτικὲς ἀρχὲς δὲν ἀποτελοῦν Ἀνεξάρτητη Ἀρχὴ (βλ. ἄρθρο 101Α τοῦ
Συντάγµατος), Ὀργανισμὸ Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης ποὺ ἔχει διοικητικὴ αὐτοτέλεια
(ἄρθρο 102 τοῦ Συντάγματος), ἢ ἐν γένει νομικὸ πρόσωπο δημοσίου δικαίου μὲ
πλήρη αὐτοδιοίκηση ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Ε.Κ. (ὅπως π.χ. ἰσχύει στὴν περίπτωση
τῶν Ἱδρυμάτων Ἀνωτάτης Ἐκπαίδευσης, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 16 τοῦ
Συντάγματος).
Ἑπομένως, ἡ τυπικὴ διατήρηση τῶν Ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν καὶ ἡ τύποις καὶ ὄχι οὐσία,
ἐνάσκηση τῶν ἐξουσιῶν τους, καθὼς τμήματα αὐτῶν ἔχουν de facto (ἀλλὰ ὄχι εἰσέτι

6 Παπουλίδης (1996), σ.273.

7 Οἱ Κανόνες αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σύνολο τῶν διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.


8 “Ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι τοὺς ἀναγνωρίζει τὸ προβάδισμα νὰ καθορίζουν τὴ λειτουργία τοῦ εἰδικοῦ αὐτοῦ θεσμικοῦ
χώρου ποὺ συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς μοναστικὴ πολιτεία καὶ εἰδικῶς τοὺς ἀναγνωρίζει ὡς τοὺς θεσμικοὺς
κανόνες -ἀνεξαρτήτως ἂν εἶναι γραπτοὶ ἢ ἐθιμικοί- ποὺ διέπουν τὴν λειτουργία καὶ δράση τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας
καὶ ρυθμίζουν τίς νομικὲς καταστατικὲς σχέσεις αὐτῆς μετὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, προσδίδοντας μάλιστα σὲ
αὐτοὺς αὐξημένο βαθμὸ τυπικῆς δυνάμεως μέσα στὸ γενικὸ νομοθετικὸ σύστημα.”, Νικόπουλος (2017) σ.41.

16
12
de jure) περιέλθει σὲ ἐξωαγιορειτικὲς νομικὲς ὀντότητες (κρατικές, ἡμικρατικὲς ἢ
ὑπερκρατικές), συνιστᾷ τὴν de facto κατάργηση τοῦ Αὐτοδιοικήτου Ἁγιορειτικοῦ
Καθεστῶτος, καθὼς ἐκλείπουν οἱ θεμελιώδεις ὅροι λειτουργίας του.
Καταληκτικά, οἱ ἀνωτέρῳ ἐπισημάνσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν φύση τοῦ ἁγιορειτικοῦ
αὐτοδιοικήτου καὶ τῶν ἀρχαίων προνομίων ποὺ τὸ ὁρίζουν, συμπυκνώνονται στὴν
γνωμάτευση τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους (εἰς τὸ ἑξῆς, Ν.Σ.Κ.), τοῦ ἔτους
1966:
αἱ διατάξεις, αἱ ἀφορῶσαι εἰς τήν κατά τήν ἔννοιαν ταύτην αὐτοδιοίκησιν
(δηλονότι εἰς τό σύστημα καί τόν τρόπον τῆς διοικήσεως), αἵ περιεχόμεναι εἰς
τά τυπικά, τά χρυσόβουλλα, τά σιγίλλια, τά φιρμάνια καί τά ἔθιμα […] εἶναι
ηὐξημένης τυπικῆς ἰσχύος.9

2. Ἡ ἰσχὺς τῶν σχετικῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους


Ἀποτελεῖ ἀρχὴ τῆς Ἑλληνικῆς συνταγματικῆς τάξης, ποὺ ἐκφράζεται διά τοῦ
ἄρθρου 28 τοῦ Συντάγματος, ὅτι,
1. Oἱ γενικὰ παραδεγμένοι κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου, καθὼς καὶ οἱ
διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπὸ τὴν ἐπικύρωσή τους μὲ νόμο καὶ τὴ θέση τους σὲ
ἰσχὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους καθεμιᾶς, ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ
ἐσωτερικοῦ Ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίθετη
διάταξη νόμου.
Βάσει τοῦ ἀνωτέρῳ ἄρθρου, οἱ διεθνεῖς συμβάσεις ποὺ ἔχουν κυρωθεῖ απὀ τὸ Ε.Κ.,
σχετικὰ μὲ τὸ Α.Ο., ἔχουν ἀποκτήσει αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ σὲ σχέση πρὸς τοὺς
κοινοὺς νόμους καὶ ἀποτελοῦν ἐπίσης πηγὲς δικαίου. Οἱ δὲ σχετικὲς διεθνεῖς
συνθῆκες ποὺ ἀναγνώρισαν νομικὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τοῦ Α.Ο., καὶ τῶν ὁποίων ἡ
ἰσχὺς διατηρεῖται κανονικὰ εἶναι αὐτές, τοῦ Βερολίνου (1878), τοῦ Λονδίνου (1913),
τῶν Ἀθηνῶν (1913), τῶν Σεβρῶν (1920) καὶ τῆς Λωζάννης (1923). Τὸ Ε.Κ.
προχώρησε σὲ κύρωση τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. μὲ τὸ σχετικὸ νομοθετικὸ διάταγμα τοῦ 1926
(τὸ ὁποῖο εἶχε συνταχθεῖ καὶ ψηφισθεῖ αὐτοτελῶς καὶ αὐτογνωμόνως τὸν Μάϊο
1924 ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο νομοθετικὸ ὄργανο τοῦ Α.Ο., ἄνευ σύμπραξης ἐκπροσώπου
τοῦ Κράτους), ἀναγνωρίζοντας τὸ κῦρος τῶν ἐν λόγῳ συνθηκῶν, μεταξὺ αὐτῶν καὶ
τῶν Λονδίνου-Ἀθηνῶν, ποὺ ὡς ἀποτέλεσμα εἶχε τὴν συσχέτιση τοῦ Α.Ο. μὲ τὸ
Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν καὶ ὄχι μὲ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, ὅπως ἰσχύει γιὰ
κάθε ἄλλη περιοχὴ ποὺ ἐντάχθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἐπικράτειάς
της.
Σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα ἰσχύος τῆς Συνθήκης τοῦ Βερολίνου -καθότι συμφώνως πρὸς
τὸ διεθνὲς δίκαιο, σὲ περίπτωση προσάρτησης ἐδαφικοῦ τμήματος σὲ ξένη πολιτεία,

9 Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 379/1966, Νομικόν Βῆμα, τ. ΙΔ ́ (1966), σ.382.

17
13
αὐτοδικαίως ἐπεκτείνονται ἐπὶ τοῦ τμήματος αὐτοῦ ὅλες οἱ διεθνεῖς Συνθῆκες ποὺ
ἀφοροῦν στὴν πολιτεία ποὺ αὐτὸ προσαρτᾶται- συνάγεται πὼς τὸ ἄρθρο 62 τῆς ἐν
λόγῳ Συνθήκης, ὡς εἰδικῆς διάταξης συνθήκης ποὺ ἀφορᾷ ἀποκλειστικῶς τὸ
προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο., ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει καὶ μετὰ τὴν προσάρτηση τοῦ
ἐδάφους τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους στὸ Ε.Κ., ὁπότε καὶ αὐτὸ ἀναλαμβάνει ὅλες τίς
διεθνεῖς ὑποχρεώσεις, τίς ὁποῖες εἶχε ἀναλάβει ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, κατὰ
στὴν ἐποχή τῆς ὑπογραφῇς τῆς ἐν λόγῳ συνθήκης. Συνεπῶς, τὸ ἄρθρο 62 τῆς
Bερολίνειας Συνθήκης -κατὰ τὸ μέρος ποὺ ἀναφέρεται στὸ Α.Ο.- ἀποτελεῖ ἐσωτερικὸ
δίκαιο τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας ἀπὸ τὸ 1912, ἔτος προσάρτησης τοῦ Ὄρους στὸ Ε.Κ.
Ὁμοίως, οἱ διατάξεις τῆς Συνθήκης τοῦ Λονδίνου μὴ καταργηθεῖσες, ρητῶς ἢ
σιωπηρῶς, ὑπὸ ἄλλης νεωτέρας συνθήκης τῆς αὐτῆς τυπικῆς δυνάμεως, ἐπίσης
ἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν. Ἐξ αὐτῶν προκύπτει ἡ ἀναγνώριση τῆς Ἁγιορειτικῆς
Πολιτείας ὡς νομικῆς προσωπικότητας Δημοσίου Διεθνοῦς Δικαίου, ποὺ συνιστᾷ
νομικὴ ἰδιότητα αὐτῆς ἀναπαλλοτρίωτη, ἀναλλοίωτη καί ἀμετάθετη10. Νὰ
σημειωθεῖ ὅτι ἡ Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου (1913), ἡ ὁποία προβάλλεται -
λανθασμένα- ὡς σιωπηρῶς παραχωροῦσα τὰ ἐδάφη τοῦ Α.Ο., ἀπροϋποθέτως καὶ
“ἄνευ οὐδεμίας ἐπιφυλάξεως” στὸ Ε.Κ., προηγεῖται τῶν Συνθηκῶν Λονδίνου-
Ἀθήνας, οἱ ὁποῖες ρητῶς κανονίζουν τὸ Ἁγιορειτικὸ καθεστώς. Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τίς
συνθῆκες Νεϊγύ, Σεβρῶν καὶ Λωζάννης, καθόσον δὲν διαλαμβάνουν διατάξεις
ρυθμιστικὲς τοῦ Διεθνοῦς Καθεστῶτος τοῦ Α.Ο. (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τίς συνθῆκες
Λονδίνου-Ἀθήνας ποὺ ρητῶς τὸ καθορίζουν), ἐνισχύουν τὸν πάγιο καὶ
ἀναγνωρισμένο διεθνῆ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος.
Οἱ δὲ σχετικὲς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13 τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν, ὅπου ρητῶς
ὅριζε ὅτι ἡ Ἑλλάδα ὑποχρεοῦται νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ διατηρήσει τὰ ἐκ
παραδόσεως δικαιώματα καὶ τίς ἐλευθερίες ποὺ ἀπολαμβάνουν οἱ μὴ Ἑλληνικὲς
μοναστηριακὲς κοινότητες τοῦ Α.Ο., συμφώνως πρὸς τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 62
τῆς Συνθήκης τοῦ Βερολίνου, συμφωνήθηκε νὰ τεθοῦν σὲ ἰσχὺ μαζὶ μὲ τὴν ἔναρξη
ἰσχύος τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1924, διά τοῦ ὑπογραφέντος
πρωτοκόλλου ὑπ' ἀριθμὸν 16, δεδομένου πάντως τοῦ ἤδη ἀναγνωρισμένου
διεθνοῦς χαρακτῆρα τοῦ Ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος ὑπὸ τῶν συνθηκῶν Λονδίνου-
Ἀθηνῶν.
Ἐπʼ αὐτῶν ἂς σημειωθεῖ συμπληρωματικὰ ὅτι, ὁ Ἄρειος Πάγος στὴν ἀπόφασή του
360/1994 ἀπεφάνθη ὅτι ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν, στὸ τμῆμα της περὶ «περὶ
προστασίας τῶν ἐν Ἑλλάδι μειονοτήτων» ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει ὡς ἐθνικὸ δίκαιο,
καθὼς εἶχε ἐπικυρωθεῖ μὲ νόμο. Ὁμοίως, τὸ ζήτημα τῶν μειονοτήτων ποὺ
καθορίζεται ἀπὸ τὴν Συνθήκη τῆς Λωζάννης, ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει, καθὼς “ἡ
Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου καὶ Θεμελιωδῶν Ἐλευθεριῶν
(European Convention on Human Rights and Fundamental Freedoms) δὲν
ἐμπεριέχει εἰδικὴ διάταξη γιὰ τὸ εἰδικὸ προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους,

10 Πρβλ. Νικόπουλος (2017) ὑποσ. 8 σ.31.

18
14
(ὁπότε) ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει ἡ εἰδικὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 τῆς Συνθήκης τῶν
Σεβρῶν περὶ μειονοτικῆς προστασίας. Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ πὼς καὶ ἡ
νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἔχει ἀποφανθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς
Συνθήκης τῶν Σεβρῶν «περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι μειονοτήτων» ἐκδίδοντας δύο δικαστικὲς
ἀποφάσεις τὸ 2001 καὶ τὸ 2003”11.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Συνθήκη τῆς Λωζάννης, καὶ αὐτῆς ὁ κυρωτικὸς νόμος δὲν ἔχει
μεταβληθεῖ μέχρι σήμερα. Μάλιστα, ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ὑπ'
ἀριθμὸν 1333/2001 του Γ' Τμήματος καὶ μὲ τίτλο «Διεθνεῖς συνθῆκες -Συνθήκη
Λωζάνης- Ἀρχὴ ἰσότητας» ἐπιβεβαίωσε τὴν ἰσχύ της. Ἄλλωστε ἀποτελεῖ δεδομένο
ὅτι σύμφωνα μὲ τίς γενικὲς ἀρχὲς τοῦ διεθνοῦς δικαίου, στὶς διεθνεῖς σχέσεις ἰσχύει ὁ
κανόνας pacta sunt servanda (μτφρ. “οἱ συμβάσεις ὀφείλουν νὰ τηροῦνται”), καὶ
θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ διεθνοῦς δικαίου εἶναι ὅτι, τὸ τυχὸν Κράτος δὲν μπορεῖ νὰ
ἀποδεσμευτεῖ μονομερῶς ἀπὸ τίς ὑποχρεώσεις του ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ διεθνεῖς
συνθῆκες. Ἡ λήξη ἰσχύος μιᾶς διεθνοῦς σύμβασης καὶ μάλιστα διμεροῦς,
προϋποθέτει συμφωνία τῶν κρατῶν ποὺ ἔχουν συνάψει τὴ σύμβαση καὶ δὲν μπορεῖ,
καταρχάς, νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μονομερῶν ἐνεργειῶν. Ἐν κατακλεῖδι, ἐξ ὅσων
συνάγονται τόσο ἀπὸ τίς ἰσχύουσες διεθνεῖς συνθῆκες τοῦ Διεθνοῦς Δημοσίου
Δικαίου, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ Ἕλληνα συνταγματικοῦ νομοθέτη (ὅπως
ἀποτυπώθηκε στὶς καθ΄ ὕλην σχετικὲς συζητήσεις τῶν ἐπιτροπῶν τῆς Βουλῆς ἐπὶ
τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος), ἀναγνωρίζεται ἡ ἀδιάσπαστη συνέχεια,
αὐτοτέλεια καὶ αὐτοδιοίκηση τῆς Ἁγιορειτικῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, ὅσο καὶ ἡ νομικὴ
ἰσχὺς τῶν ἀρχαίων ἁγιορειτικῶν καθεστώτων, ἐνῶ οἱ περὶ αὐτῶν διατάξεις ὅπως
ἀναφέρονται στὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα δὲν ἀποτελοῦν "ἁπλὸ καὶ μονοσήμαντο προϊὸν
συνήθων καὶ τυπικῶν νομικῶν ρυθμίσεων", καθὼς τὸ δίκαιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους:
α) δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς εἰδικὸ καὶ ἐξαιρετικὸ δίκαιο, σὲ σχέση μὲ τίς
διατάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ δημοσίου δικαίου, ἔναντι τῶν ὁποίων ἔχει αὐξημένο
βαθμὸ αὐθυπαρξίας καὶ αὐτοτέλειας, καὶ β) δὲν ἐπιδέχεται ὁποιαδήποτε
ἑρμηνεία, καὶ πολὺ περισσότερο μονομερῶς καὶ ἀκρίτως στενὴ ἢ ἀδιάσταλτη.
Ἑπομένως, θεμελιώνεται ὅτι ἡ συνταγματικὴ ἀναγνώριση τοῦ ἁγιορειτικοῦ
προνομιακοῦ καθεστῶτος καὶ τῶν διατάξεών του, ἐπιδέχεται ὡς μόνη αὐθεντικὴ
ἑρμηνεία (ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἰσχύοντα ἀπὸ πλευρᾶς Διεθνοῦς Δικαίου), ὅτι αὐτὲς
διαθέτουν πλήρη ἰσχύ. Τοῦτο ἔχει ὡς συνέπεια ὅτι, τὸ Σύνταγμα δὲν ἀναγνώρισε
ἁπλῶς τὸ ἁγιορειτικὸ προνομιακὸ καθεστὼς καὶ ἀκολούθως ἀνέθεσε τὴν σύνταξη
τῶν διατάξεων του, ἀλλὰ ὅλως τοὐναντίον τὸ ἀναγνώρισε ὡς εἶχε, καὶ τίς διατάξεις
του ὡς ἔχουσες πλήρη ἰσχύ.

11 Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας 1333/2011 (παρ. 7) καί 466/2003 (παρ. 6).

19
15
3. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὰ συνταγματικὰ ὅρια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στό
Ἅγιον Ὄρος
Ἡ ἀπὸ πλευρᾶς Ε.Κ. ἀναγνώριση τῶν ἁγιορειτικῶν προνομίων (μέ ὅτι αὐτὰ
συνεπάγονται), ὡς ἀπαίτηση συμμόρφωσης πρὸς τίς διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ εἶχε
ὑπογράψει, ἀποτυπώθηκε στὴν συγκεκριμένη σχέση τοῦ Α.Ο. μὲ τὸ Ε.Κ., μέσῳ τοῦ
Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, καὶ ὄχι αὐτοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν, ὅπως εἶχε
συμβεῖ μὲ κάθε ἄλλη περιοχὴ ποὺ προσετέθη στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος. Τὸ διάφορο
νομικὸ αὐτὸ status, ἀπαιτεῖ συνακόλουθα τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ὅρων κρατικὴ
κυριαρχία, κρατικὴ ἐξουσία καὶ ἀρχὴ τῆς ἐδαφικότητας, στὰ ὅρια δικαιοδοσίας τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο.
3.1 Πρόσφατες ἀποφάσεις κρατικῶν ὀργάνων, ὡς πρὸς τὰ ὅρια τῆς κρατικῆς
ἐξουσίας στὸ Ἅγιον Ὄρος
Τό Ε.Κ. μέσῳ γνωμοδοτικῶν ὀργάνων του ἔχει προχωρήσει κατὰ περιόδους -
ἀτυχῶς- σὲ διατύπωση προβληματικῶν θεωρήσεων τῶν ἀνωτέρῳ νομικῶν ὅρων, σὲ
εὐθεῖα ἀντίθεση τῶν ὅσων ἐπιβάλλουν οἱ διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ διαλαμβάνουν τά
περὶ τοῦ ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος. Ἐνδεικτικά, μὲ τὴν ἀπόφασή τοῦ 2101/199112, τὸ
Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ἐφεξῆς, Σ.τ.Ε.), εὐθέως ἀμφισβήτησε τὸν μοναδικὸ
ὅρο ποὺ θέτει τὸ ἄρθρο 105 παρ.1 τοῦ Συντάγματος σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς
Ἑλληνικῆς ἰθαγένειας σὲ ἀλλοδαποὺς δοκίμους ἢ μοναχούς, προσθέτοντας δύο
ἐπιπλέον προϋποθέσεις, ἀπολύτως ἀποῦσες στὸ συνταγματικὸ ἄρθρο.
Συγκεκριμένα, οἱ δύο νέες προϋποθέσεις ἀπαιτοῦσαν τήν “ἄδεια εἰσόδου πρὸς
ἐγκατάσταση σὲ Ἱ. Μονὴ τοῦ Α.Ο., χορηγούμενη ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας, καὶ
ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴ διενέργεια τῆς κουρᾶς, ἐλεγχόμενη
παρεμπιπτόντως ἀπὸ τὰ ὄργανα τῆς πολιτείας ὡς συναπτόμενη μὲ τὴν
προβλεπόμενη κτήση τῆς ἰθαγένειας”13. Ὡς ἀποτέλεσμα, ἡ ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε.
“διεύρυνε ἀδικαιολογήτως τοὺς ὅρους ἐφαρμογῆς τῆς συνταγματικῆς διατάξεως (σημ.
ἡμ. τοῦ 105 παρ.1) καὶ ἀπαίτησε ὅρους καὶ προϋποθέσεις ποὺ τὸ Σύνταγμα δὲν
θέτει”14.
Συμφώνως δὲ πρὸς τὴν γνωμοδότηση τοῦ συνταγματολόγου καθ. Γ. Κασιμάτη ἐπὶ
τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεως τοῦ Σ.τ.Ε.15, “ἡ κτήση τῆς ἑλληνικῆς ἰθαγενείας ἀπὸ
ἀλλοδαπὸ δόκιμο ἢ μοναχό, ἐπερχόμενη ipso jure κατὰ τὴν πρόσκτηση, σύμφωνα μὲ
τοὺς παραπάνω κανόνες καὶ διατάξεις (σημ. ἡμ. τοῦ 105 παρ.1), τῆς ἰδιότητας τοῦ
δοκίμου ἢ μοναχοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ ἐπίσης σὲ ὁποιουσδήποτε ὅρους ἢ ἄλλη

12 ΤΟΣ 17/1991, σ.631.


13 Πρβλ. Νικόπουλος (2017) σ.102.
14 Νικόπουλος (2017) ὑποσ.155 σ.101.
15 Κασιμάτη Γ., Ἀπόκτηση τῆς Ἑλληνικῆς ἰθαγένειας ἀπὸ ἀλλοδαπὸ δόκιμο ἤ μοναχὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Συνταγματικά ὄρια τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σσ.64–67.

20
16
διαδικασία ἐκ μέρους τῆς κοσμικῆς διοίκησης. Μιὰ τέτοια διοικητικὴ παρέμβαση εἴτε
βάσει γενικῆς ἁρμοδιότητας διοικητικῆς ἀρχῆς, εἴτε βάσει εἰδικῆς ἐξουσιοδότησης
νόμου, θὰ ἦταν ἀντίθετη στή διάταξη τοῦ ἄρθρου 105 παρ. 1 ἐδ. γ τ́ οῦ Συντάγματος,
ποὺ θεσπίζει τὴν αὐτοδίκαιη –«χωρὶς ἄλλη διατύπωση»– κτήση τῆς ἑλληνικῆς
ἰθαγένειας ἀλλοδαποῦ δοκίμου ἢ μοναχοῦ”16.
Κοινὴ συνισταμένη σωρείας γνωμοδοτήσεων ἐγκρίτων καθηγητῶν τῆς Νομικῆς17, ἐπὶ
τῆς ὑπ ̓ ὄψιν ἀποφάσεως τοῦ Σ.τ.Ε., ἀποτελεῖ τὸ πόρισμα ὅτι “ἀποκλείεται νὰ
προβλεφθεῖ, ἔστω καὶ μὲ (κοινό) νόμο, ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν εἴσοδο στὸ
Ἅγιον Ὄρος ὁποιουδήποτε, ἡ χορήγηση ἄδειας εἰσόδου ἀπὸ τὸν Διοικητὴ ἢ ἄλλην
ἀρχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ἁρμοδιότητα αὐτὴ ἀσκεῖται ἐκ
παραλλήλου πρὸς τὴν ἀντίστοιχη ἁρμοδιότητα τῶν οἰκείων ὀργάνων τῆς Ἀθωνικῆς
Πολιτείας”18.
Αὐτὸ ποὺ βεβαίως προβληματίζει περαιτέρω εἶναι ὅτι, ἡ γνωμοδότηση τοῦ Σ.τ.Ε.
τελικῶς νομιμοποιεῖ τὴν ἀντισυνταγματικὴ διεύρυνση τῶν ὁρίων δικαιοδοσίας τῆς
Πολιτικῆς Διοικήσεως, ἐπικαλούμενο ἀσαφεῖς λόγους "ἐθνικῆς ἀσφάλειας καὶ
δημόσιας τάξης", καθώς,
Ἡ ἐξουσία τοῦ Κράτους ὡς πρός τήν τήρηση τῆς δημόσιας τάξης καί
ἀσφάλειας εἶναι διοικητικῆς φύσης, ἐνῶ ἡ χορήγηση ἀδείας ἀπό τόν Διοικητή
–κάτι πού τό Ἁγιορειτικό Δίκαιο ἀγνοεῖ– συνιστᾶ οὐσιαστικά ἄσκηση
νομοθετικῆς ἐξουσίας, καθώς μέ τή χορήγηση τῆς ἀδείας προστίθεται νέα
προϋπόθεση γιά τήν ἐγκαταβίωση σέ αὐτές πού ἤδη ὁρίζει ὁ Κ.Χ.Α.Ο. καί,
γενικότερα, τό ἁγιορειτικό καθεστώς19.
Ὡς κατάληξη τῶν παραδόξων νέων προϋποθέσεων ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ συντρέχουν ἡ ἐν
λόγῳ ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε.,
ἐμφανίζεται τὸ ὀξύμωρο σχῆμα νὰ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος
σὲ ἀλλοδαπὸ ἡ εἴσοδος καὶ διακίνηση στὴν ἐπικράτεια, ἐνῶ σὲ περιοχὴ της
ποὺ χαίρει αὐτοδιοικήσεως νὰ τοῦ ἀπαγορεύεται ἀπὸ ὄργανα, ποὺ δὲν
ἀνήκουν στὸ αὐτοδιοίκητο αὐτὸ καθεστώς20.
Ὡς συνέχιση τῆς ἀμφισβήτησης συγκεκριμένων -κρίσιμης σημασίας- προνομίων ποὺ
συνταγματικὰ ἀναγνωρίζονται στὸ Α.Ο. (καὶ κατ' ἐπέκτασιν τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγιορειτικοῦ

16 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.65.

17 Βλ. Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σσ.58–114 καί 169–183.
18 Ἐνδεικτικά, βλ. Ἀλιβιζάτου Ν.Κ. – Παυλόπουλου Π.Β,, Συνταγματική Θεώρηση τοῦ θέματος τῆς εἰσόδου
ἀλλοδαπῶν στό Ἅγιον Ὄρος, ἐν Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.183.
19Βλ. γνωμάτευση τοῦ καθ. Χ. Παπαστάθη, Προϋποθέσεις εἰσόδου προσκυνητῶν καί ἐγκαταβιώσεως ὁμοδόξων
ἀλλοδαπῶν στό Ἅγιον Ὄρος, ἐν Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.107.
20 Ὄ.π. Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.104.

21
17
αὐτοδιοικήτου), ἀποτέλεσε καὶ ἡ γνωμάτευση 46/1994 τοῦ Ν.Σ.Κ.21, πού συνοψίζεται
κυρίως στίς ἑξῆς δύο παραγράφους:
1. Εὐνόητο εἶναι, ὅτι παραβίαση τῶν συνταγματικῶν ρυθμίσεων γιὰ τὴν
κυριαρχία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους συνιστᾷ καὶ ἡ ἀξίωση τῆς Ἱερᾶς
Κοινότητος, νὰ ἐκδίδει διαμονητήρια καὶ δὴ ὁρισμένης χρονικῆς διαρκείας, γιὰ
τὸ ἐκ δημοσίων λειτουργῶν καὶ ὑπαλλήλων προσωπικὸ τοῦ Κράτους, διὰ τοῦ
ὁποίου τοῦτο ἀσκεῖ τὴν κυριαρχία του στὴν ἕν λόγῳ περιοχή.22
2. […] εἶναι ἀδιανόητος ἡ ἔκδοση διαμονητηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας
γιὰ τὸ ἀσκοῦν τὴν κυριαρχία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους προσωπικὸν αὐτοῦ στὸ
Ἅγιον Ὄρος23.
Ἡ παράδοξη θεώρηση τῶν παραγράφων 14 καὶ 15, ὅτι οἱ κρατικοὶ ὑπάλληλοι
"ἀσκοῦν" κυριαρχία, εἶχε τύχει τοῦ δέοντος ἐλέγχου σὲ σχετικὴ γνωμοδότηση τοῦ
καθηγητοῦ τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ, Τηλέμαχου Φιλιππίδη24 (+2021), στὴν
ὁποία τονίζεται τὸ (αὐτονόητα) ὀρθόν:
Ἡ κρατική ἐξουσία ἀσκεῖται, ἐνῷ ἡ κυριαρχία ὑπάρχει. Ἑπομένως
εἶναι ἄστοχος ὁ ἰσχυρισμός ὅτι οἱ ἀποστελλόμενοι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ὑπό
τοῦ Κράτους δημόσιοι ὑπάλληλοι «ἀσκοῦν» κυριαρχίαν. Οἱ ἐν λόγῳ
ὑπάλληλοι ἐκπληροῦν ἁπλῶς τά ὑπηρεσιακά των καθήκοντα ὑπό τόν
ἀσκοῦντα τήν κρατικήν ἐξουσίαν Διοικητήν. Κατά τήν διδασκαλίαν τῆς
ἐπιστήμης τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου ἡ κυριαρχία δέν ταυτίζεται πρός τήν
κρατικήν ἐξουσίαν, ἀλλ’ ἀποτελεῖ διάφορον αὐτῆς ἔννοιαν25.
Στὴν ὑπ' ὄψιν γνωμάτευση τοῦ Ν.Σ.Κ., πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἡ παντελῶς ἀποῦσα
συνείδηση τῶν ὅσων εἶχαν συζητηθεῖ στὶς κοινοβουλευτικὲς ἐπιτροπὲς ἐπὶ τῆς
ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τῶν ἐτῶν 1947 καὶ 1975 περὶ τοῦ Α.Ο. (βλ.
ἀνωτέρω), ὅπου ἀποτύπωναν οὐσιαστικὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ διεθνοῦς χαρακτῆρα
τοῦ ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος, μία παράλειψη, ποὺ δεδομένου τῆς ὀλομελοῦς
συνθέσεως τοῦ Ν.Σ.Κ., ἔγινε προφανῶς ἐσκεμμένα.
Τὸ πρόβλημα ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ συνολικὴ στάσις τῆς συγκεκριμένης γνωματεύσεως
τοῦ Ν.Σ.Κ., ἀποτελῶντας συνέχεια αὐτῆς τοῦ Σ.τ.Ε. 2101/1991, υἱοθετοῦσε -
ἐμμέσως πλὴν σαφῶς- τὴν λογικὴ ὄπισθεν τοῦ νομοθετικοῦ τερατουργήματος
τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῆς ἑπταετίας 1967-1974, τοῦ Ν.Δ. 124/1969, τὸ

21Τό ὁποῖο ἀποτελεῖ διοικητικὴ ἀρχή, ὑπαγόμενη ἀπ ̓ εὐθείας στὸν Ὑπουργὸ Οἰκονομικῶν (ν.3086/2002), ὁ
ὁποῖος -σημειωτέον- δὲν ἔχει οὐδεμία ἁρμοδιότητα ἐπί τοῦ Α.Ο.
22 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.196. Τό κείμενο παρατίθεται ὁλόκληρο στίς σελίδες 187–197.

23 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) ὅ.π.


24 Βλ. Τό «αὐτοδιοίκητον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σσ.68–97, Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996).

25 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.83.

22
18
ὁποῖο ἐπιχειροῦσε, πλαγίως, τὴν συνολικὴ κατάλυση τοῦ συνταγματικοῦ ἄρθρου ποὺ
ἀφορᾷ τὸ προνομιακὸ ἁγιορειτικὸ καθεστώς, κατάλυση πλήρως σύστοιχη μ' αὐτὴν
ποὺ συνολικὰ εἶχε ἐπιβληθεῖ στὴν ἰσχὺ τοῦ Συντάγµατος καὶ τὸ δημοκρατικὸ
πολίτευμα τῆς χώρας. Ὡς ἀποτέλεσμα τῶν νέων ἀποφάσεων Σ.τ.Ε. καὶ Ν.Σ.Κ.,
προκαλεῖται ἑπομένως (ἂν καὶ ὄχι ἐμφανῶς, ὅπως τὸ 1969), ἡ ἀπώλεια τῆς
πραγματικῆς ἰσχύος τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος, κάτι ποὺ συνεπάγεται καὶ τὴν
οὐσιαστικὴ κατάλυσή του.
Τὸ ὅλο ἐγχείρημα τοῦ Ν.Σ.Κ., δύναται νὰ κατανοηθεῖ ὡς ἀπόπειρα, ἀφ' ἑνὸς
ἐξίσωσης τῆς ἁγιορειτικῆς αὐτοδιοικήσεως πρὸς τίς συνήθεις αὐτοδιοικήσεις, μὲ ὅτι
τοῦτο συνεπάγεται, ἀφ' ἑτέρου, ὡς ἠθελημένης ἀπόκρυψης τοῦ γεγονότος τῆς
συσχέτισης τῆς ἐννοίας τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας μὲ αὐτὴν τῆς προστασίας τοῦ Α.Ο.
ὑπὸ τοῦ Ε.Κ., ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων τῶν διεθνῶν συνθηκῶν
Λονδίνου-Ἀθήνας.
Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο προβληματικὸ σημεῖο, αὐτὸ τῆς παραγράφου 15, ἔχει νὰ
παρατηρηθεῖ ὅτι, τὸ Ν.Σ.Κ. ἀρνεῖται τοῦ -ἀπορρέοντος ἐκ τοῦ ἄρθρου 176 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο.- δικαιώματος τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας ὅπως ἐφαρμόσει ὅ,τι ἀνήκει ἀπολύτως
καὶ ἀποκλειστικῶς στήν δικαιοδοσία της, δηλαδή τὴν ἔκδοση καὶ χορήγηση
διαμονητηρίου, ποὺ ἰσχύει ὑποχρεωτικῶς καὶ γιὰ τοὺς ὑπηρετοῦντας κρατικοὺς
ὑπαλλήλους στὸ Α.Ο.
Εἶναι προφανὲς ὅτι στὴ συγκεκριμένη γνωμάτευσή του τὸ Ν.Σ.Κ. καταθέτει τό πῶς
ἐννοεῖ τὸ περιεχόμενο ποὺ λαμβάνουν οἱ ἔννοιες τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καὶ τῆς
ἀρχῆς τῆς ἐδαφικότητας στὸ Α.Ο., μὴ λαμβάνοντας ὅμως ὑπ' ὄψιν τοὺς
περιορισμοὺς ποὺ θέτουν οἱ διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ἔχει ὑπογράψει τὸ Ε.Κ.
Ἄλλωστε, τόσο ἡ ἀρχὴ τῆς ἐδαφικότητας (δηλαδὴ ἡ ἐδαφικὴ ἔκταση, ἐντὸς τῆς
ὁποίας ἀσκεῖται ἡ ἐξουσία συγκεκριμένου κράτους ἐπὶ ὅλων τῶν εὑρισκομένων ἐντὸς
αὐτῆς προσώπων), κατ' ἀποκλεισμὸ τῆς ἐξουσίας ἄλλων κρατῶν (ἀρχὴ τῆς
ἀποκλειστικότητας) ὑπόκεινται σὲ περιορισμούς, ἐφ' ὀσον τὸ συγκεκριμένο κράτος
τούς ἀποδέχεται.
Οἱ περιορισμοὶ ποὺ ἰσχύουν στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο. καὶ ὑφίστανται καὶ
ἐπιβάλλονται στὸ Ε.Κ., θεμελιωμένοι στὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 5 παρ. 2 τοῦ
Συντάγματος, ποὺ προβλέπει ὅτι, "Ἐξαιρέσεις ἐπιτρέπονται στὶς περιπτώσεις ποὺ
προβλέπει τὸ διεθνὲς δίκαιο", ὅσο καὶ τοῦ ἄρθρου 28 τοῦ Συντάγματος, καθὼς αὐτὸ
ἀναγνωρίζει πώς, "[...] οἱ διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπὸ τὴν ἐπικύρωσή τους μὲ νόμο καὶ τὴ
θέση τους σὲ ἰσχὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους καθεμιᾶς, ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο
μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ Ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίθετη
διάταξη νόμου". Ἀπόρροια τῆς ὕπαρξης περιορισμῶν εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ ἔκδοση
διαμονητηρίου γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς εἰσερχομένους στὸ Α.Ο., ἀνεξαρτήτως
τῆς ἰδιότητός τους, βάσει τοῦ ἄρθρου 176 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. Ἀμνημονεῖ ἐπίσης τὸ Ν.Σ.Κ.
ὅτι τὸ Α.Ο., βάσει τῶν διεθνῶν συνθηκῶν, σχετίζεται μὲ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν,
κάτι ποὺ ἀποκαλύπτει τόν ἀληθῆ λόγο ὕπαρξης τοῦ διαμονητηρίου.

23
19
Ἐκ τῆς ἀναγνωρίσεως ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος τῆς πλήρους
ἰσχύος τῶν διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὡς ἐχόντων αὐξημένη τυπική ἰσχύ26,
διαρρυθμίζεται ἀναλόγως καὶ τὸ εὗρος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στὸ Α.Ο., ποὺ
περιορίζεται στὰ ὅσα περιγράφονται στὴν παράγραφο 4 τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ
Συντάγματος, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν παράγραφο 5 ποὺ ἀποτελεῖ τὴν συνέχειά της, ἔχει ὡς
ἑξῆς:
1. Ἡ ἀκριβῆς τήρηση τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων τελεῖ ὡς πρὸς τὸ
πνευματικὸ μέρος ὑπὸ τὴν ἀνώτατη ἐποπτεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
καὶ ὡς πρὸς τὸ διοικητικὸ μέρος ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Kράτους, στὸ ὁποῖο
ἀνήκει ἀποκλειστικὰ καὶ ἡ διαφύλαξη τῆς δημόσιας τάξης καὶ ἀσφάλειας.
2. Οἱ πιὸ πάνω ἐξουσίες τοῦ Κράτους ἀσκοῦνται ἀπὸ διοικητῆ, τοῦ
ὁποίου τὰ δικαιώματα καὶ καθήκοντα καθορίζονται μὲ νόμο. Mε νόμο, ἐπίσης,
καθορίζονται ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ποὺ ἀσκοῦν οἱ μοναστηριακὲς ἀρχὲς καὶ ἡ
Ἱερὴ Κοινότητα, καθὼς καὶ τὰ τελωνειακὰ καὶ φορολογικὰ πλεονεκτήματα τοῦ
Ἁγίου Ὄρους.
Εἰδικὰ δὲ ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς δημοσίας τάξεως, κατὰ τὸ ἄρθρο 7 τοῦ Ν.Δ. τοῦ
1926, αὐτὸ ἀναφέρεται ἀποκλειστικῶς στὰ ἀδικήματα τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου:
Ἐπὶ ἀδικημάτων τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ νόμου, πλὴν τῶν πταισμάτων,
ἁρμόδια εἶναι τὰ ἐν Θεσσαλονίκη ποινικὰ δικαστήρια.
Ὅμως, ἡ ἀνωτέρω διάταξη ἔχει ὡς πρόσθετο περιορισμὸ τὸ ἄρθρο 35 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο., τὸ ὁποῖο, ἀπαιτεῖ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Ἑλληνικῶν δικαστικῶν ἀρχῶν, κατὰ
τὴν διεξαγωγὴ τῶν ἀνακριτικῶν ἐρευνῶν τους ἐπὶ ποινικῶν ὑποθέσεων, τὴν
παρουσία ἀπαραιτήτως ἐκπροσώπου τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας τῆς Ἱερᾶς
Κοινότητος τοῦ Α.Ο. (εἰς τὸ ἑξῆς, Ι.Κ.):
Αἱ δικαστικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Κράτους, ἐπιλαμβανόμεναι τῆς διώξεως
πλημμελημάτων ἤ κακουργημάτων ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀποστέλλουσιν
ἐκεῖ ἀνακριτικὸν ὑπάλληλον, ὅστις ὑποχρεοῦται νὰ καλέση παραχρῆμα τὴν
ἱερὰν ἐπιστασίαν ὅπως ἀποστείλη κατὰ τὰ εἰωθότα ἕνα τῶν ἐπιστατῶν,
παριστάμενον κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν ἀνακριτικῶν πράξεων καὶ παρέχοντα
τὴν συνδρομήν του εἰς τὴν ταχεῖαν διεξαγωγὴν τῶν ἀνακριτικῶν ἔργων.
Οὐσιαστικά, ἡ προάσπισις τῆς "δημόσιας τάξης καὶ ἀσφάλειας" ποὺ ἀναφέρει ἡ
παράγραφος 4 τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος, ἀποτελεῖ τὴ μόνη κρατικὴ ἐξουσία
ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν Πολιτικὸ Διοικητὴ τοῦ Α.Ο. (εἰς τὸ ἑξῆς, Π.Δ.) μέσῳ τῶν
ἀστυνομικῶν ὀργάνων ποὺ ἔχει ὑπὸ τίς διαταγές του. Ἄς σημειωθεῖ δὲ παρενθετικὰ

26Ὑπενθυμίζεται ἡ δήλωση τοῦ Κ. Τσάτσου στὴν ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγµατος, τοῦ 1975,
κατὰ τὴν ὁποία: “τὰ ὅσα ἐδῶ ψηφίζομεν δὲν εἶναι ἁπλὴ συνταγματικὴ διάταξις, ἔχομεν διεθνεῖς συνθήκας αἱ
ὁποῖαι τὰς καθιερώνουν”. (Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων Ε ́ Ἀναθεωρητικὴ/περίοδος Α ́- Σύνοδος Α ́, Πρακτικὰ τῶν
Συνεδριάσεων τῆς Ὁλομελείας τῆς Βουλῆς τῶν Συζητήσεων ἐπὶ τοῦ Συντάγματος 1975, ἐκ τοῦ Ἐθν.
Τυπογραφείου, Ἀθῆναι-Αὔγουστος 1975, σ.855).

24
20
ὅτι, ἡ ἐποπτεία ποὺ ἀσκεῖ ὁ Π.Δ. κατὰ τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926 συνίσταται
ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπιτήρηση τῆς ἀπρόσκοπτης λειτουργίας τῶν διατάξεων
τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος, ἐκ τοῦ ὁποίου ρυθμίζονται οἱ σχέσεις τοῦ Ε.Κ.
μὲ τὸ Α.Ο. Τὸ εἶδος ἐποπτείας ἑπομένως ποὺ ἀσκεῖ ὁ Π.Δ., δὲν σημαίνει διοικητικὸ
ἔλεγχο καὶ ἐπιτήρηση τῶν ἁγιορειτικῶν ὀργάνων διοίκησης κατὰ τὴν ἐνάσκηση τῶν
τριῶν ἐξουσιῶν τους: ἐκτελεστικῆς, νομοθετικῆς καὶ δικαστικῆς.
Πλήν, εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῆς "ἐθνικῆς ἀσφάλειας", ὀφείλει δεόντως νὰ
σημειωθεῖ ὅτι:
Ἡ ἄμεση ἀπειλὴ (ἔναντι) τῆς ἐθνικῆς ἀσφάλειας εἶναι ἀόριστη νομικὴ
ἔννοια. Συναρτᾶται τόσο μὲ τίς ἐξωτερικὲς σχέσεις τοῦ κράτους καὶ τὴν
ἐδαφική του ἀκεραιότητα, τὴν ὁποία προασπίζουν οἱ ἔνοπλες δυνάμεις, ὅσο
καὶ μὲ τὴ δημόσια ἀσφάλεια καὶ τὴ δημόσια τάξη. Ἡ δημόσια ἀσφάλεια ἀφορᾷ
τὸ κράτος, τὸ πολίτευμα, τίς συντεταγμένες ἐξουσίες καὶ τὰ κρατικὰ ὄργανα, ἡ
δὲ δημόσια τάξη ἀναφέρεται στὴν κοινὴ εἰρήνη τῶν πολιτῶν27.
Στὸν δεδομένα -ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως- ἀσαφῆ ὁρισμό τοῦ τί συνιστᾷ προάσπιση
τῆς ἐθνικῆς ἀσφαλείας, εἰδικὰ στὸ περιοριστικὸ νομικὸ περιβάλλον ποὺ ἐπιβάλλουν
οἱ διεθνεῖς συνθῆκες γιὰ τὸν ἁγιορειτικὸ χῶρο, ἔρχεται νὰ προσθέσει σύγχυση τὸ
πρῶτο τμῆμα τῆς παραγράφου 15, ὅπου ἐκεῖ τὸ Ν.Σ.Κ. συμπλέκει ρητὰ τὴν
διασφάλιση τῆς δημοσίας τάξεως καὶ ἀσφαλείας (ποὺ δῆθεν ἐπαπειλεῖται ἀπὸ τοὺς
ἀλλοδαποὺς ὁμοδόξους προσκυνητὲς καὶ μοναχούς, ἄνευ οὐδεμίας
καταγεγραμμένης ὑποθέσεως ποὺ νὰ συνηγορεῖ σὲ μιὰ τέτοια ἀπόφανση), μὲ τὸ
ζήτημα τῆς κυριαρχίας τοῦ Ε.Κ. στὸ Α.Ο., ὁπότε καὶ γνωμοδοτεῖ ὅτι: “συντρέχουν
λόγοι δημοσίας τάξεως καί ἀσφαλείας· ὅτι εἶναι ἀδιανόητος ἡ ἔκδοση διαμονητηρίου
τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας γιά τό ἀσκοῦν τήν κυριαρχία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους
προσωπικόν αὐτοῦ στό Ἅγιον Ὄρος”28.
Ἡ ἀνωτέρῳ προβληματικὴ θεώρηση ὅμως παραβλέπει ἕνα νομικῆς φύσεως
γεγονός, καθοριστικὸ στὴν διαμόρφωση τῆς Ἑλληνικῆς ἔννομης τάξης: τὴν Συνθήκη
τοῦ Μάαστριχ (1992) καὶ τὴν σύμπηξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ὡς
συνομοσπονδίας κρατῶν, μὲ μέλος της τὴν Ἑλλάδα. Ἡ νέα νομικὴ πραγματικότητα
ποὺ δημιουργήθηκε ἀποτυπώθηκε στὸ ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος, ὅπου ὡς
ἑρμηνευτικὴ δήλωση σαφηνίζει ὅτι: "Τὸ ἄρθρο 28 ἀποτελεῖ θεμέλιο γιὰ τὴ συμμετοχὴ
τῆς Χώρας στὶς διαδικασίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης." Ἐπιπλέον, στὴ
παράγραφο 3 ὁρίζεται ἐμφατικὰ ὅτι:
Ἡ Ἑλλάδα προβαίνει ἐλεύθερα, μὲ νόμο ποὺ ψηφίζεται ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη
πλειοψηφία τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν, σὲ περιορισμοὺς ὡς πρὸς
τὴν ἄσκηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας της, ἐφόσον αὐτὸ ὑπαγορεύεται ἀπὸ

27 Σπυρόπουλος (2020) σ.271.

28 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.196.

25
21
σπουδαῖο ἐθνικὸ συμφέρον, δὲν θίγει τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίς
βάσεις τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καὶ γίνεται μὲ βάση τίς ἀρχὲς τῆς
ἰσότητας καὶ μὲ τὸν ὅρο τῆς ἀμοιβαιότητας.
Οἱ περιορισμοὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας ποὺ προβλέπονται καὶ
νομιμοποιοῦνται ἐκ τῆς παραγράφου 3, πλέον ὑφίστανται καὶ ὀφείλονται στὴν
ὑπογραφὴ ἀπὸ πλευρᾶς Ε.Κ., τῆς συνθήκης τοῦ Ἄμστερνταμ (1994), -καὶ τὸ
κυριότερο- αὐτῆς τῆς Λισσαβώνας (2007). Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς τὸ Ν.Σ.Κ.
παραβλέπει τὴν πρόδηλη ἀντίφαση, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ νὰ ὑπάρχουν διεθνεῖς
συνθῆκες ποὺ περιορίζουν de jure τὴν κυριαρχία του ὡς πρὸς τὸ Α.Ο., ἀλλὰ αὐτὸ νὰ
ἀρνεῖται τίς νομικές τους συνέπειες, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ νέες συνθῆκες ποὺ ὁμοίως
de jure περιορίζουν τὴν ἄσκηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας (τὴ χρονικὴ στιγμὴ τῆς
ἔκδοσης τῆς γνωματεύσεως εἶχαν ὑπογραφεῖ οἱ συνθῆκες Μάαστριχ καὶ
Ἄμστερνταμ), νὰ γίνονται δεκτὲς οἱ νομικές, καὶ εἰδικότερα οἱ συνταγματικές,
συνέπειες ποὺ αὐτὲς προκαλοῦν στὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη;
Καταληκτικά, οἱ περιορισμοὶ ποὺ θέτει ὁ Κ.Χ.Α.Ο., ὀφείλονται ἑπομένως στὸ
γεγονὸς ὅτι,
τὸ Α.Ο. ὡς μοναστικὴ πολιτεία ἀποτελεῖ ἑτερόνομο μόρφωμα ὡς πρὸς
τὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη, θεσμικὰ αὔταρκες ἔναντι αὐτῆς, μὲ τὴν ἐπικουρία
τῆς ὁποίας καλύπτει μόνον καὶ ἀποκλειστικῶς τὰ ζητήματα δικαιοσύνης,
δημοσίας τάξεως καὶ ἀσφαλείας29
Κατά δέ τόν συνταγματολόγο καθ. Γ. Κασιμάτη, βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς θεσμικῆς
ἐπικουρίας, τό Ε.Κ. παρέχει:
ἐγγύηση τῆς αὐτοδιοίκησης τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, τῆς ὁποίας τὸ
περιεχόμενο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς λοιπὲς αὐτοδιοικούμενες περιοχὲς τῆς
Χώρας, δὲν καθορίζεται ἀπ' τὸ Κράτος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ
καθεστὼς τοῦ Α.Ο. καὶ τὴν ἐγγύηση τῆς ἰσχύος τοῦ ἀρχαίου προνομιακοῦ
καθεστῶτος. Ὁ ἐγγυητικὸς αὐτὸς ρόλος τοῦ Κράτους εἶναι καταφανὲς ὅτι
ἀποτελεῖ βασικὴ πτυχὴ τῆς καταστατικῆς ἀρχῆς τῆς εἰδικῆς προστασίας30.
Δεδομένου τοῦ συνόλου τῶν ἀνωτέρῳ ἐπισημάνσεων, καθίσταται σαφὲς ὅτι οἱ
ἁρμοδιότητες ποὺ παρέχει ἡ Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη στὸν Π.Δ. τοῦ Α.Ο., κινούμενες
ἀποκλειστικῶς στὰ πλαίσια ἐποπτείας καὶ ὄχι πραγματικῆς διοίκησης καὶ ποὺ
θεσμίζονται βάσει τοῦ ρυθμιστικοῦ (καὶ ὄχι διαπλαστικοῦ) ἄρθρου 105 τοῦ
Συντάγματος, διαμορφώνουν τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα τῆς σχέσης Ε.Κ. καὶ Α.Ο., ποὺ
συνίσταται οὐσιαστικῶς στὴν προστασία τοῦ δευτέρου ὑπὸ τοῦ πρώτου. Τὸ Ε.Κ.
μέσῳ τῆς συνταγματικῆς του ρύθμισης περὶ τοῦ Α.Ο., ἀναλαμβάνει ἑπομένως νὰ
παρέχει σ' αὐτό, τοὺς ὅρους ἀπρόσκοπτης διατήρησης καὶ συνέχισης τοῦ ἀρχαίου

29 Νικόπουλος (2017) σ.84–5.

30 Πρβλ. Νικόπουλος (2017) ὑποσ.141 σ.95.

26
22
προνομιακοῦ καθεστῶτος του, κάτι ποὺ ἀπαραίτητα συνεπάγεται, τὴν πιστὴ καὶ
ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν δεσμευτικῶν ὑποχρεώσεων ποὺ ἔχει ἀναλάβει, ἕνεκα τῶν
διεθνῶν συνθηκῶν ποὺ ἔχει ὑπογράψει.
Εἶναι αὐτὸ τὸ καθεστὼς προστασίας ὅπως ὑπαγορεύεται ἐκ τῶν διεθνῶν
συνθηκῶν πρὸς τὸ Ε.Κ., ποὺ ὑπενθύμισε -χρησιμοποιῶντας ἤπια καὶ διπλωματικὴ
ὁρολογία- ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὲ ἐπιστολή της πρός τόν –τότε–
πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στίς 19–10–1992 (Ἀριθ. Πρωτ. Φ2/8/826):
[…] τό Ἅγιον Ὄρος μόνον μέ μίαν διακριτικήν προστασίαν τῆς
Πολιτείας δύναται νά συνεχίσῃ τήν ἱεράν πορείαν του31

3.2 Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐν σχέσει πρός τά Νομικά Πρόσωπα


Ὁ χαρακτῆρας τῆς προστασίας ποὺ παρέχει τὸ Ε.Κ. πρὸς τὸ Α.Ο., συνοψίζεται
στὴν παροχὴ τῶν κατάλληλων συνθηκῶν γιὰ τὴν ἀνεμπόδιστη καὶ ἀπρόσκοπτη
διατήρηση τῆς ἰσχύος τῶν ἀρχαίων προνομίων32, τά ὁποία διαμορφώνουν καὶ τὸ
περιεχόμενο τῶν διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., καὶ βασίζεται στὴν ἀναγνώριση ὅτι, τὸ
πλέον θεμελιῶδες προνόμιο τοῦ Α.Ο. ἀποτελεῖ ὁ συγκεκριμένος τύπος
αὐτοδιοίκησης ποὺ αὐτὸ ἀπολαμβάνει, ἀπολύτως διάφορου κάθε ἄλλου. Αὐτὸ
καθίσταται σαφὲς καὶ ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν νομικῶν καθεστώτων, ἀφ ̓ ἑνὸς τοῦ Α.Ο.
καὶ ἀφ' ἑτέρου των αὐτοδιοικούμενων δημοσίων ὀργανισμῶν ποὺ ἀποτελοῦν Νομικὰ
Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (εἰς τὸ ἑξῆς, Ν.Π.Δ.Δ.), ποὺ ἀσκοῦν δημόσια ἐξουσία
καὶ λειτουργοῦν βάσει κανόνων τοῦ δημοσίου δικαίου, ὅσο καί τῶν συνταγματικὰ
κατοχυρωμένων Ἀνεξαρτήτων Διοικητικῶν Ἀρχῶν (ἐφεξῆς, Α.Δ.Α.) ποὺ διαθέτουν
μεγάλο βαθμὸ ἀνεξαρτησίας (κι αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐντάσσονται στὴν ἐδῶ
ἐξέταση) ἔναντι τῆς Κυβέρνησης, καθὼς παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἐντεταγμένες στὸ
Νομικὸ Πρόσωπο τοῦ Κράτους, κατ' ἐξαίρεση δὲν ὑπόκεινται σὲ ἱεραρχικὸ ἔλεγχο καὶ
ὁ νομοθέτης προβλέπει ἕνα καθεστὼς αὐξημένων ἀσυμβιβάστων καὶ ἀσυλιῶν γιὰ
αὐτές.
3.2.1 Αὐτοδιοίκητες Ἀρχές Ν.Π.Δ.Δ.
Ὡς πρὸς τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση κατ' ἀρχάς, ὁ συνταγματικὸς ὁρισμὸς ὅπως
ἀποτυπώνεται στὸ ἄρθρο 102 τοῦ Συντάγματος, ἐπιτάσσει ὅτι,
1. Ἡ διοίκηση τῶν τοπικῶν ὑποθέσεων ἀνήκει στοὺς ὀργανισμοὺς
τοπικῆς αὐτοδιοίκησης πρώτου καὶ δεύτερου βαθμοῦ. [...] Μὲ νόμο μπορεῖ νὰ
ἀνατίθεται στοὺς ὀργανισμοὺς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης ἡ ἄσκηση
ἁρμοδιοτήτων ποὺ συνιστοῦν ἀποστολὴ τοῦ Κράτους.

31 Παπουλίδης (1996) σ.273.

32 Βλ. ἄρθρο 188 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.

27
23
2. Οἱ ὀργανισμοὶ τοπικῆς αὐτοδιοίκησης ἔχουν διοικητικὴ καὶ οἰκονομικὴ
αὐτοτέλεια. Οἱ ἀρχές τους ἐκλέγονται μὲ καθολικὴ καὶ μυστικὴ ψηφοφορία,
ὅπως νόμος ὁρίζει.
3. Τό Κράτος λαμβάνει τὰ νομοθετικά, κανονιστικὰ καὶ δημοσιονομικὰ
μέτρα ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς οἰκονομικῆς αὐτοτέλειας καὶ
τῶν πόρων ποὺ εἶναι ἀναγκαῖοι γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς καὶ τὴν
ἄσκηση τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν ὀργανισμῶν τοπικῆς αὐτοδιοίκησης μὲ
ταυτόχρονη διασφάλιση τῆς διαφάνειας κατὰ τὴ διαχείριση τῶν πόρων αὐτῶν.
[...] Κάθε μεταβίβαση ἁρμοδιοτήτων ἀπὸ κεντρικὰ ἢ περιφερειακὰ ὄργανα τοῦ
Κράτους πρὸς τὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση συνεπάγεται καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν
ἀντίστοιχων πόρων.
Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν Ἀνωτάτων Ἐκπαιδευτικῶν Ἱδρυμάτων (εἰς τὸ
ἑξῆς, Α.Ε.Ι.), ποὺ κατὰ τὸ ἄρθρο 16 παρ. 5 τοῦ Συντάγματος ἀποτελοῦν Ν.Π.Δ.Δ.:
1. Ἡ ἀνώτατη ἐκπαίδευση παρέχεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἱδρύματα ποὺ
ἀποτελοῦν νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου μὲ πλήρη αὐτοδιοίκηση. Τὰ
ἱδρύματα αὐτὰ τελοῦν ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Κράτους, ἔχουν δικαίωμα νὰ
ἐνισχύονται οἰκονομικὰ ἀπὸ αὐτὸ καὶ λειτουργοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους
ποὺ ἀφοροῦν τοὺς ὀργανισμούς τους.
Τὰ ἀνωτέρῳ ἄρθρα τοῦ Συντάγματος ἰσχύουν, δεδομένου τοῦ διάφορου χαρακτῆρα
τῆς δημοσιονομικῆς καὶ διοικητικῆς αὐτοτέλειας πρὸς αὐτὴν τῆς αὐτοδιοίκησης,
καθὼς ἐνῶ οἱ αὐτοδιοικούμενοι ὀργανισμοὶ διαθέτουν ὁπωσδήποτε δημοσιονομικὴ
καὶ διοικητικὴ αὐτοτέλεια, διαθέτουν ἐπιπλέον καὶ ἴδια δημόσια νομικὴ
προσωπικότητα, διάφορης ἐκείνης τοῦ Κράτους. Πλήν, τόσο οἱ αὐτοτελεῖς δημόσιες
ὑπηρεσίες ὅσο καὶ τὰ αὐτοδιοικούμενα δημόσια νομικὰ πρόσωπα συνιστῶνται καὶ
καταργοῦνται μὲ νόμο ἢ μὲ κανονιστικὴ διοικητικὴ πράξη κατ' ἐξουσιοδότηση νόμου.
Συγκεκριμένα ὡς πρὸς τοὺς ὀργανισμοὺς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης (εἰς τὸ ἑξῆς,
Ο.Τ.Α.), συμφώνως πρὸς τὰ ἄρθρα 2 καὶ 3 τοῦ ν.3852/2010 συνίστανται ὡς
Ν.Π.Δ.Δ., νέοι δῆμοι ἀπὸ συνένωση ἐπιμέρους ὑπαρχόντων δήμων, καὶ νέες
περιφέρειες, ἀπὸ καταργούμενες νομαρχιακὲς αὐτοδιοικήσεις καὶ καταργούμενα
νομαρχιακὰ διαμερίσματα ἀντίστοιχα, ὅπου κατὰ τὸ ἄρθρο 4 "Μεταξὺ τῶν δύο
βαθμῶν τοπικῆς αὐτοδιοίκησης δὲν ὑφίστανται σχέσεις ἐλέγχου καὶ ἱεραρχίας, ἀλλὰ
συνεργασίας καὶ συναλληλίας, οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται βάσει τοῦ νόμου, κοινῶν
συμφωνιῶν, καθὼς καὶ μέ το συντονισμὸ κοινῶν δράσεων." Συμφώνως δὲ πρὸς τὸ
ἄρθρο 102 παρ. 2, "Οἱ δῆμοι ποὺ προκύπτουν ἀπὸ συνένωση ὑπεισέρχονται
αὐτοδικαίως ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τους στὰ δικαιώματα καὶ στὶς
ὑποχρεώσεις τῶν συνενούμενων δήμων ἢ κοινοτήτων, ὡς πρὸς τὰ ἱδρύματα καὶ τὰ
δημοτικὰ καὶ κοινοτικὰ νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου."
Ὁμοίως, κατὰ τὸ ἄρθρο 5 τοῦ ν.4957/2022, "Τὰ Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικὰ Ἱδρύματα
(Α.Ε.Ι.) δύνανται νὰ συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται, μεταβάλλουν τὴν
ἕδρα τους, ἀπορροφῶνται ἀπὸ ἄλλο Α.Ε.Ι. ἢ νὰ καταργοῦνται μὲ προεδρικὸ διάταγμα
ποὺ ἐκδίδεται ὕστερα ἀπὸ πρόταση τῶν Ὑπουργῶν Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων,

28
24
Οἰκονομικῶν καὶ Ἐσωτερικῶν, σύμφωνα μὲ τὴ διαδικασία τῶν παρ. 2 καὶ 3". Ἡ δὲ
διαδικασία ποὺ ἀφορᾷ τὴν "ἵδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, ἢ μεταβολὴ γνωστικοῦ
ἀντικειμένου, μεταβολὴ ἕδρας καὶ ἡ κατάργηση ἀκαδημαϊκῆς μονάδας, ἐπιπέδου
Σχολῆς ἢ Τμήματος Ἀνώτατου Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος (Α.Ε.Ι.)", ρυθμίζεται ἐν γένει
στὸ ἄρθρο 21 τοῦ ἀνωτέρῳ νόμου, καὶ "πραγματοποιεῖται μὲ προεδρικὸ διάταγμα
ποὺ ἐκδίδεται ὕστερα ἀπὸ πρόταση τῶν Ὑπουργῶν Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων,
Οἰκονομικῶν καὶ Ἐσωτερικῶν, καθὼς καὶ γνώμη τῆς Συγκλήτου τοῦ Α.Ε.Ι. καὶ τῆς
Ἐθνικῆς Ἀρχῆς Ἀνώτατης Ἐκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), μὲ ἀναλογικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ
ἄρθρου 5".
Ἐξ ὅσων ἀναφέρθησαν συνάγεται ὅτι, ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν Ο.Τ.Α. καὶ τῶν Α.Ε.Ι. εἶναι
αὐτοδιοίκηση περιορισμένη, μὴ πλήρης, τουτέστιν ἀτελὴς αὐτοδιοίκηση, παρότι
θεωρεῖται "πλήρης" ἐν σχέσει πρὸς τὰ λοιπὰ Ν.Π.Δ.Δ., ὡς πρὸς τὴν ἀσκούμενη ἐπ'
αὐτῶν διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ κράτους. Συγκεκριμένα, τὸ Σύνταγμα καθορίζει ὅτι ἡ
διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ Κράτους συνίσταται ἀποκλειστικὰ στὸν ἔλεγχο νομιμότητας
τόσο τῶν Ο.Τ.Α. ὅσο καὶ τῶν Α.Ε.Ι., καὶ προβλέπονται πειθαρχικὲς ποινὲς πρὸς
τοὺς παραβάτες τῶν (αἱρετῶν) διοικητικῶν ὀργάνων τῶν ὡς ἄνω ὀργανισμῶν.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν κρατικὴ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν Ο.Τ.Α., συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 214
παρ. 1 τοῦ ν.3852/2010, ἰσχύει ὅτι,
1. Στούς δήμους καὶ τίς περιφέρειες, καθὼς καὶ στὰ νομικὰ πρόσωπα
αὐτῶν ἀσκεῖται ἐποπτεία ἀπὸ τὸ Κράτος, ἡ ὁποία συνίσταται ἀποκλειστικὰ σὲ
ἔλεγχο νομιμότητας τῶν πράξεών τους καὶ σὲ πειθαρχικὸ ἔλεγχο τῶν αἱρετῶν.
Προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἔλεγχος νομιμότητας καὶ ὁ πειθαρχικὸς ἔλεγχος,
συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 215 παρ. 1 καὶ 2, τοῦ ἀνωτέρω νόμου:
1. Ἱδρύεται στὴν ἕδρα κάθε Ἀποκεντρωμένης Διοίκησης Αὐτοτελὴς
Ὑπηρεσία Ἐποπτείας Ο.Τ.Α., ποὺ ἀποτελεῖ ἀποκεντρωμένη ὑπηρεσία τοῦ
Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν, Ἀποκέντρωσης καὶ Ἠλεκτρονικῆς Διακυβέρνησης,
ὑπαγόμενη ἀπ' εὐθείας στὸν Ὑπουργό.
2. Ἡ Αὐτοτελὴς Ὑπηρεσία Ἐποπτείας Ο.Τ.Α. εἶναι ἁρμόδια γιὰ τὸν
ἔλεγχο νομιμότητας τῶν πράξεων τῶν Ο.Τ.Α. καὶ γιὰ τὸν πειθαρχικὸ ἔλεγχο
τῶν αἱρετῶν κατὰ τὸ ἄρθρο 102 παράγραφος 4 τοῦ Συντάγματος.
Ἐπίσης, κατὰ τὸ ἄρθρο 216 παρ. 1:
1. Σέ κάθε Αὐτοτελῆ Ὑπηρεσία Ἐποπτείας Ο.Τ.Α. συνιστᾶται θέση
προϊσταμένου αὐτῆς, ποὺ φέρει τὸν τίτλο Ἐλεγκτὴς Νομιμότητας, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἀνώτατος ὑπάλληλος ποὺ διορίζεται μὲ πενταετῆ θητεία καὶ λαμβάνει
ἀποδοχὲς ὑπαλλήλου μὲ βαθμὸ 1ο κατηγορίας εἰδικῶν θέσεων.
Κατὰ τὸ ἄρθρο 225 τοῦ ν.3852/2010, "Οἱ ἀποφάσεις τῶν συλλογικῶν ὀργάνων τῶν
δήμων καὶ τῶν περιφερειῶν ἀποστέλλονται ὑποχρεωτικὰ γιὰ ἔλεγχο νομιμότητας

29
25
στὴν Αὐτοτελῆ Ὑπηρεσία Ἐποπτείας Ο.Τ.Α.". Ἐπιπλέον, κατὰ τὸ ἄρθρο 226 παρ.1 "ὁ
Ἐλεγκτὴς Νομιμότητας33 μπορεῖ αὐτεπαγγέλτως νὰ ἀκυρώσει ὁποιαδήποτε
ἀπόφαση τῶν συλλογικῶν ἢ μονομελῶν ὀργάνων τῶν δήμων καὶ τῶν περιφερειῶν,
τῶν νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιχειρήσεών τους, ἐκτὸς
ἀπὸ τίς ἀποφάσεις τῶν ἀνωνύμων ἑταιρειῶν στὶς ὁποῖες οἱ φορεῖς τῆς Τοπικῆς
Αὐτοδιοίκησης δὲν ἔχουν τὴν πλειοψηφία, καθὼς καὶ τῶν συνδέσμων γιὰ λόγους
νομιμότητας". Ἐπίσης, κατὰ τὸ ἄρθρο 229 παρ.1, ἡ "Αὐτοτελὴς Ὑπηρεσία Ἐποπτείας
Ο.Τ.Α. μπορεῖ στὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου της νὰ ἐνεργεῖ ἐπιτόπιους ἐλέγχους
προκειμένου νὰ διαμορφώνει ἴδια ἀντίληψη." Τέλος, κατὰ τὸ 231 πάρ.1 ἰσχύει ὅτι,
"Ὅλα τὰ ὄργανα τῶν δήμων καὶ τῶν περιφερειῶν, συλλογικὰ καὶ μονομελῆ, τὰ νομικὰ
πρόσωπα δημοσίου δικαίου αὐτῶν, οἱ ἐπιχειρήσεις τους, καθὼς καὶ οἱ σύνδεσμοι
ἔχουν ὑποχρέωση συμμόρφωσης χωρὶς καθυστέρηση πρὸς τίς ἀποφάσεις τοῦ
Ἐλεγκτῆ Νομιμότητας ποὺ ἐκδίδονται σύμφωνα μὲ τὰ ἄρθρα 225 ἕως 228 τοῦ
παρόντος."
Ἡ ἐποπτεία τοῦ Ἐλεγκτῆ Νομιμότητας ἐπὶ τῶν Ο.Τ.Α, σὲ περίπτωση διαπίστωσης
διάπραξης παραβάσεων (ἄρθρο 233 παρ.2, περιπτώσεις α καὶ β), προβλέπει ὅτι
"στοὺς περιφερειάρχες, ἀντιπεριφερειάρχες, περιφερειακοὺς συμβούλους,
δημάρχους, δημοτικοὺς συμβούλους, συμβούλους τοπικῶν ἢ δημοτικῶν κοινοτήτων
καὶ ἐκπροσώπους τοπικῶν κοινοτήτων, ἐπιβάλλονται οἱ πειθαρχικὲς ποινὲς τῆς
ἀργίας ἕως ἕξι μηνῶν καὶ τῆς ἔκπτωσης." Τίς πειθαρχικὲς ποινὲς ἐπιβάλλει ὁ
Ἐλεγκτὴς Νομιμότητας, κατὰ τὴν παρ.2 τοῦ ἄρθρου 233. Ἡ δὲ ἐπιβολὴ τῶν ποινῶν
ἀπαιτεῖ τήν κατὰ τὸ ἄρθρο 234 παρ.2 σύμφωνη γνώμη πειθαρχικοῦ συμβουλίου, τὸ
ὁποῖο συγκροτεῖται κάθε δύο χρόνια μὲ ἀπόφαση τοῦ Ἐλεγκτῆ Νομιμότητας (ἄρθρο
234 παρ.5), τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου προβλέπει τὸ ἄρθρο 102 παρ.4 τοῦ
Συντάγματος:
Πειθαρχικές ποινὲς στὰ αἱρετὰ ὄργανα τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, ἐκτὸς
ἀπὸ τίς περιπτώσεις ποὺ συνεπάγονται αὐτοδικαίως ἔκπτωση ἢ ἀργία,
ἐπιβάλλονται μόνο ὕστερα ἀπὸ σύμφωνη γνώμη συμβουλίου ποὺ ἀποτελεῖται
κατὰ πλειοψηφία ἀπὸ τακτικοὺς δικαστές, ὅπως νόμος ὁρίζει.
Νά σημειωθεῖ ἐπίσης, ἡ δυνατότητα ποὺ παρέχει ὁ ν.3852/2010 (ἄρθρο 237), στὸν
Ὑπουργὸ Ἐσωτερικῶν, Ἀποκέντρωσης καὶ Ἠλεκτρονικῆς Διακυβέρνησης, ὕστερα
ἀπὸ εἰδικὰ αἰτιολογημένη ἔκθεση τοῦ οἰκείου Ἐλεγκτῆ Νομιμότητας καὶ σύμφωνη
γνώμη τοῦ πειθαρχικοῦ συμβουλίου, γιὰ παύση ἕνεκα σοβαροῦ δημοσίου
συμφέροντος σὲ Περιφερειάρχες, ἀντιπεριφερειάρχες, δημάρχους, δημοτικοὺς καὶ
περιφερειακοὺς συμβούλους, συμβούλους δημοτικῶν καὶ τοπικῶν κοινοτήτων καὶ
ἐκπροσώπων τοπικῶν κοινοτήτων. Τέλος, κατὰ τὴν παρ.2 του ἀνωτέρῳ ἄρθρου,

33Ἄς σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὸ ἄρθρο 221 παρ. 1, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἐλεγκτὴς Νομιμότητας ὑπόκειται σὲ ἔλεγχο καὶ τοῦ
ἐπιβάλλονται πειθαρχικὲς ποινές, ἐνῶ τὴν πειθαρχικὴ ἐξουσία στὸν ἐλεγκτὴ ἀσκοῦν, κατὰ τὸ 221 παρ.2, ὁ
Ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν, Ἀποκέντρωσης καὶ Ἠλεκτρονικῆς Διακυβέρνησης ὡς πειθαρχικῶς Προϊστάμενος καὶ τὸ
Ὑπηρεσιακὸ Συμβούλιο τῆς Αὐτοτελοῦς Ὑπηρεσίας Ἐποπτείας Ο.Τ.Α. τοῦ ἄρθρου 219 παρ.1.

30
26
"Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ μὲ τὴν ἴδια διαδικασία, μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ ἕνα δημοτικὸ ἢ
περιφερειακὸ συμβούλιο. Ἡ διάλυση αὐτὴ συνεπιφέρει καὶ τὴ διάλυση τῶν
συμβουλίων τῶν δημοτικῶν καὶ τοπικῶν κοινοτήτων.”
Ἀντιστοίχως μὲ ὅτι ἰσχύει γιὰ τοὺς Ο.Τ.Α., ἡ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν Α.Ε.Ι. συνίσταται στὸν
ἔλεγχο νομιμότητας, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 3 παρ. 2 τοῦ 4957/2022:
1. Ἡ ἐποπτεία τοῦ Κράτους στὰ Α.Ε.Ι. ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν Ὑπουργὸ
Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος καὶ
τὸν παρόντα. Ἡ Ἀνεξάρτητη Ἀρχὴ μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἐθνικὴ Ἀρχὴ Ἀνώτατης
Ἐκπαίδευσης» τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ν. 4653/2020 (Α' 12) εἶναι ἁρμόδια γιὰ τὴν
ἀξιολόγηση καὶ πιστοποίηση τῶν Α.Ε.Ι., τῶν ἐπιμέρους ἀκαδημαϊκῶν
μονάδων τους καὶ τῶν προγραμμάτων σπουδῶν τους.
Ἔλεγχος νομιμότητας ἀσκεῖται καὶ ἐπὶ τῆς διαδικασίας ἐκλογῆς μελῶν τοῦ Διδακτικοῦ
καὶ Ἐρευνητικοῦ Προσωπικοῦ (ἐφεξῆς, Δ.Ε.Π.), κάθε ἐπιμέρους Α.Ε.Ι., ἀπὸ τὸ
ἀντίστοιχο Συμβούλιο Διοίκησής του (ἄρθρο 150), ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ὑπουργὸ
Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (ἄρθρο 151 παρ. 1), ὅπου δύναται νὰ τὸ πράξει
αὐτεπαγγέλτως, ἐνῶ μὲ ἀπόφασή του συγκροτεῖται κατὰ τὴν παρ. 2 τοῦ ἀνωτέρῳ
ἄρθρου, "τριμελὴς Ἐπιτροπὴ μὲ ἐτήσια θητεία καὶ ἀντικείμενο τὸν ἔλεγχο νομιμότητας
τῶν διαδικασιῶν ἐκλογῆς ἢ ἐξέλιξης μελῶν Δ.Ε.Π. τῶν Α.Ε.Ι., τὴν ἐξέταση τῶν
προσφυγῶν ποὺ ὑποβάλλονται γιὰ τὴν ἀκύρωση τῶν πρακτικῶν ἐκλογῆς καὶ τὴν
ὑποβολὴ εἰσηγήσεων γιὰ τὴν ἀναπομπή τῶν φακέλων ἐκλογῆς ἢ ἐξέλιξης, ὅπου
παρουσιάζεται παράβαση τῆς νομοθεσίας καὶ πλημμέλεια σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν
διαδικασιῶν ἐκλογῆς ἢ ἐξέλιξης καὶ τὴν ὑποβολὴ γνώμης πρὸς τὸν Ὑπουργὸ μετὰ τὴν
ἐξέταση τοῦ φακέλου. Ἡ Ἐπιτροπὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο (2) Νομικοὺς Συμβούλους
τοῦ Κράτους καὶ τὸν Προϊστάμενο τῆς Γενικῆς Διεύθυνσης Ἀνώτατης Ἐκπαίδευσης
τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων”.
Ἡ ἐποπτεία, ἐφόσον διαπιστώσει πειθαρχικὴ παράβαση μέλους τοῦ προσωπικοῦ
τοῦ Α.Ε.Ι., ἐπὶ σχετικῆς "διάταξης τῆς νομοθεσίας ποὺ ἀναφέρεται στὴ διδασκαλία, τὴ
διεξαγωγὴ ἔρευνας, τὴν ἐσωτερικὴ ὀργάνωση, τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση καὶ
λειτουργία τῶν Α.Ε.Ι., τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν κατάστασή του ὡς μέλους" (ἄρθρο 177
παρ. 2), δύναται νὰ ἐπιφέρει πειθαρχικὴ ποινή.
Τὸ εἶδος τῶν πειθαρχικῶν ποινῶν περιγράφεται στὸ ἄρθρο 179 καὶ κλιμακώνεται
ἕως καὶ στὴν ποινὴ τῆς ὁριστικῆς παύσης (παρ. 1ε), καὶ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ
Πειθαρχικὸ Συμβούλιο. Κατὰ δὲ τὸ ἄρθρο 182 παρ. 1 "Ἡ πειθαρχικὴ διαδικασία εἶναι
αὐτοτελὴς καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ποινικὴ ἢ ἄλλη δίκη. Ἡ ποινικὴ δίκη δὲν ἀναστέλλει
τὴν πειθαρχικὴ διαδικασία".
Συμφώνως δὲ πρὸς τὸ ἄρθρο 183, πειθαρχικὴ δίωξη ἐναντίον μέλους τοῦ Δ.Ε.Π. -
κατὰ περίπτωση- δύνανται νὰ ἀσκήσουν ὡς ἔχοντες πειθαρχικὴ ἐξουσία: ὁ Πρύτανης
ἢ ὁ ἀσκῶν χρέη Πρύτανη ἢ ὁ Πρόεδρος τῆς Διοικούσας Ἐπιτροπῆς καί, ἂν κωλύεται,
ὁ νόμιμος ἀναπληρωτής του (παρ. 1α), ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων
ποὺ δύναται νὰ ἀσκήσει πειθαρχικὴ δίωξη γιὰ παραπτώματα ποὺ προβλέπονται

31
27
στὸν παρόντα ἢ σὲ ἄλλον εἰδικὸ νόμο: α) σὲ βάρος μέλους Δ.Ε.Π. διὰ τοῦ Πρύτανη
καὶ β) σὲ βάρος τοῦ Πρύτανη ἢ Ἀντιπρύτανη, Κοσμήτορα ἢ Προέδρου Τμήματος ἤ
τοῦ Προέδρου καὶ Ἀντιπροέδρου τῆς Διοικούσας Ἐπιτροπῆς διὰ τῆς παραπομπῆς
του ἐνώπιον τοῦ Πειθαρχικοῦ Συμβουλίου (παρ. 2) καί, τὸ Πειθαρχικὸ Συμβούλιο
μελῶν Δ.Ε.Π. τῶν Ἀνώτατων Ἐκπαιδευτικῶν Ἱδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), τὸ ὁποῖο δύναται
νὰ ἐπιβάλλει ὁποιαδήποτε ποινὴ (παρ. 1β καὶ 3). Τὸ Πειθαρχικὸ Συμβούλιο κατὰ τὸ
ἄρθρο 184 παρ. 5, "συγκροτεῖται μὲ ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ
Θρησκευμάτων. Ἡ θητεία τοῦ Συμβουλίου εἶναι διετὴς καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρώτη
ἡμέρα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους", ἡ δὲ σύνθεσή του ὁρίζεται ἀπὸ τίς παραγράφους 1
καὶ 2 τοῦ ἴδιου ἄρθρου καὶ περιλαμβάνει: ἕναν Ἀρεοπαγίτη ὅταν προεδρεύει ὁ
Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (ἢ ὁ ἀναπληρωτής του ἢ ἕνας (1)
Σύμβουλος Ἐπικρατείας, ὅταν προεδρεύει ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου ἢ ὁ
ἀναπληρωτής του), ἕνας σύμβουλος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, ἕνας Ἀντιπρύτανης
τοῦ Α.Ε.Ι., ἕνας Πρύτανης ἄλλου Α.Ε.Ι. (ποὺ μὲ τὸν ἀναπληρωτή του, ποὺ ὁρίζεται
μὲ ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων). Τέλος, κατὰ τὸ ἄρθρο 185
παρ. 1, "Τὸ Πειθαρχικὸ Συμβούλιο ἐπιλαμβάνεται τῆς πειθαρχικῆς ὑπόθεσης εἴτε
αὐτεπαγγέλτως, εἴτε κατόπιν παραπομπῆς ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο πειθαρχικὸ ὄργανο".
Τέλος, γιὰ τὸ λοιπὸ προσωπικό τῶν Α.Ε.Ι., συγκεκριμένα γιὰ τὰ μέλη τοῦ Εἰδικοῦ
Ἐκπαιδευτικοῦ Προσωπικοῦ (Ε.Ε.Π), τοῦ Ἐργαστηριακοῦ Διδακτικοῦ Προσωπικοῦ
(Ε.ΔΙ.Π), καὶ τοῦ Εἰδικοῦ Τεχνικοῦ Ἐργαστηριακοῦ Προσωπικοῦ (Ε.Τ.Ε.Π.),
πειθαρχικὴ ἐξουσία -κατὰ περίπτωση- συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 186 ἀσκοῦν: α) ὁ
Πρύτανης, ἢ ὁ ἀσκῶν χρέη Πρύτανη ἢ ὁ Πρόεδρος τῆς Διοικούσας Ἐπιτροπῆς καί,
ἂν κωλύεται, ὁ νόμιμος ἀναπληρωτής του, β) ὁ Κοσμήτορας τῆς Σχολῆς, γ) τὸ
Πειθαρχικὸ Συμβούλιο Μελῶν Ε.Ε.Π., Ε.ΔΙ.Π. καὶ Ε.Τ.Ε.Π. τοῦ Ἀνώτατου
Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος (Α.Ε.Ι.), τὸ ὁποῖο δύναται νὰ ἐπιβάλλει ὁποιαδήποτε
ποινή, τοῦ ὁποίου ἡ σύνθεση ὁρίζεται ἀπὸ τὴν παράγραφο 2 τοῦ ἀνωτέρῳ ἄρθρου,
καὶ περιλαμβάνει: ἀπὸ τὸ δικαστικὸ σῶμα ἕναν Πρόεδρο Ἐφετῶν, τὸν Ἀντιπρύτανη
τῆς Σχολῆς, δύο (2) μέλη τοῦ Δ.Ε.Π. καὶ ἕναν Κοσμήτορα ἄλλης Σχολῆς.

3.2.2. Ἀνεξάρτητες Διοικητικὲς Ἀρχές


Ὡς πρός τίς Α.Δ.Α., κατά τό ἄρθρο 101Α τοῦ Συντάγματος, ἰσχύει:
1. Ὅπου ἀπὸ τὸ Σύνταγμα προβλέπεται ἡ συγκρότηση καὶ ἡ λειτουργία
ἀνεξάρτητης ἀρχῆς, τὰ μέλη της διορίζονται μὲ ὁρισμένη θητεία καὶ διέπονται
ἀπὸ προσωπικὴ καὶ λειτουργικὴ ἀνεξαρτησία, ὅπως νόμος ὁρίζει.
2. Μέ τὸν Κανονισμὸ τῆς Βουλῆς ρυθμίζονται ὅσα ἀφοροῦν τὴ σχέση
τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν μὲ τὴ Βουλὴ καὶ ὁ τρόπος ἄσκησης τοῦ
κοινοβουλευτικοῦ ἐλέγχου.
Ὁ νόμος ποὺ προβλέπει τὸ ἄρθρο 101Α τοῦ Συντάγματος καὶ ρυθμίζει τίς
Συνταγματικὰ κατοχυρωμένες Α.Δ.Α. εἶναι ὁ 3051/2002, βάσει δὲ τοῦ ἄρθρου 1 παρ.
1, ἰσχύει:
32
28
1. Στίς ρυθμίσεις τοῦ παρόντος νόμου ὑπάγονται τὰ μέλη καὶ τὸ
προσωπικὸ τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν τῶν ὁποίων ἡ συγκρότηση καὶ ἡ
λειτουργία προβλέπεται στὸ Σύνταγμα.
Οἱ συνταγματικὰ ὁρισμένες Α.Δ.Α., ἐντάσσονται στὸ Νομικὸ Πρόσωπο τοῦ Κράτους,
ἔχουν διοικητικὴ καὶ δημοσιονομικὴ αὐτοτέλεια, καὶ θεσπίζονται βάσει τῶν ἑξῆς
συνταγματικῶν ἄρθρων: 9Α, 15 παρ. 2, 19 παρ. 2, 103 παρ. 7 καὶ 9. Συνέπεια τοῦ
συνταγματικοῦ ὁρισμοῦ τους εἶναι νὰ δύνανται νὰ μεταβληθοῦν, καθὼς μόνον οἱ
διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 4 καὶ 7, 5 παρ. 1 καὶ 3, 13 παρ. 1 καὶ 26
τοῦ Συντάγματος δὲν ὑπόκεινται σέ ἀναθεώρηση34. Ὁ ν.3051/2002 προβλέπει, γιὰ τὴ
διασφάλιση τῆς προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν μελῶν τῶν ἀνεξαρτήτων ἀρχῶν,
τετραετῆ θητεία (ἄρθρο 3 παρ. 2), προκειμένου δὲ νὰ διασφαλισθεῖ ἡ λειτουργικὴ
ἀνεξαρτησίας τους, ὁρίζει κατὰ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 1 ὅτι, "[...] δὲν ὑπόκεινται σὲ
ἐποπτεία καὶ ἔλεγχο ἀπὸ κυβερνητικὰ ὄργανα ἢ ἄλλες διοικητικὲς ἀρχές. Ὡς πρὸς τὴν
στελέχωση τῶν Συνταγματικὰ κατοχυρωμένων Ἀνεξαρτήτων Διοικητικῶν Ἀρχῶν,
κατὰ τὸ ἄρθρο 3 παρ. 2 τοῦ ν.3051/2002, ὁρίζεται ὅπως: Τὰ μέλη τῶν ἀνεξάρτητων
ἀρχῶν καὶ οἱ ἀναπληρωτές τους, ὅπου προβλέπονται ἀπὸ τίς κείμενες διατάξεις,
ἐπιλέγονται ἀπὸ τὴ Βουλὴ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 101Α παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καὶ
τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ τῆς Βουλῆς διαδικασία, διορίζονται δὲ μὲ
ἀπόφαση τοῦ κατὰ περίπτωση ἁρμόδιου Ὑπουργοῦ ἐντὸς προθεσμίας δεκαπέντε
(15) ἡμερῶν ἀπό τήν κοινοποίηση σὲ αὐτὸν τῆς ἀπόφασης τῆς Διάσκεψης τῶν
Προέδρων τῆς Βουλῆς", ἐνῶ κατὰ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 5 "Ἡ σύσταση θέσεων καὶ
γενικότερα ἡ ὀργάνωση τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς ἀνεξάρτητης ἀρχῆς καθορίζεται μὲ
ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Οἰκονομίας καὶ Οἰκονομικῶν ἔπειτα ἀπὸ πρόταση τῆς
ἀνεξάρτητης ἀρχῆς καὶ γνώμη τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν, Δημόσιας
Διοίκησης καὶ Ἀποκέντρωσης”.
Οἱ Α.Δ.Α. ὑπόκεινται σὲ κοινοβουλευτικὸ ἔλεγχο σύμφωνα μὲ τὸν Κανονισμὸ τῆς
Βουλῆς (ἄρθρο 138Α τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Βουλῆς), οἱ δὲ πράξεις τους ὑπόκεινται σὲ
δικαστικὸ ἔλεγχο ἐνώπιον τῶν ἁρμοδίων διοικητικῶν δικαστηρίων. Σύμφωνα μὲ τὸ
ἄρθρο 3 παρ. 6, “Τὰ μέλη τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν ἐκπίπτουν ἀπὸ τὸ ἀξίωμά τους σὲ
περίπτωση τελεσίδικης καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ ἀδίκημα ποὺ προβλέπεται στὴν
παράγραφο 4 τοῦ παρόντος. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς παραίτησης, καθὼς καὶ ἡ ἔκπτωσή τους
συνεπείᾳ τελεσίδικης καταδίκης γίνεται μὲ ἀπόφαση τοῦ κατὰ περίπτωση ἁρμόδιου
Ὑπουργοῦ ἐντὸς προθεσμίας δεκαπέντε (15) ἡμερῶν ἀπὸ τὴν κοινοποίηση σὲ αὐτὸν

34 Ἐδῶ πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ἐνῶ τὸ ἄρθρο 105 δὲν προβλέπεται νὰ ἐξαιρεῖται τῆς ἀναθεώρησης τοῦ
Συντάγματος, τοῦτο ὀφείλεται στὴ λογικὴ ἐπὶ τῶν ἄρθρων ποὺ δὲν ἀναθεωροῦνται, ποὺ τὴν ὁρίζει τὸ ἄρθρο 110
παρ. 1: “Οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος ὑπόκεινται σὲ ἀναθεώρηση, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ καθορίζουν τή βάση καὶ
τὴ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος, ὡς Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας, καθὼς καὶ ἀπὸ τίς διατάξεις τῶν
ἄρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 καὶ 7, 5 παράγραφοι 1 καὶ 3, 13 παράγραφος 1 καὶ 26”. Τὰ ὑπ̓ ὄψιν
ἄρθρα, ὡς γνωστόν, διασφαλίζουν θεμελιώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα. Οὐσιαστικὰ ἡ περίπτωση τοῦ Α.Ο.,
ἐμπίπτει ἀφ ̓ ἑνὸς στὸ ἄρθρο 13 παρ. 1, ἀφ ̓ ἑτέρου δὲ στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο., ὡς
ἀναγνωρισμένο βάσει διεθνῶν συνθηκῶν, ὑπόκειται στὸν ὁρισμὸ τοῦ ἄρθρου 28 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος.

33
29
τῆς ἀπόφασης τῆς Διάσκεψης τῶν Προέδρων τῆς Βουλῆς. Ἡ πειθαρχικὴ εὐθύνη τῶν
μελῶν τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν ρυθμίζεται μὲ τὸν κανονισμὸ λειτουργίας τους.”
Ἀναφορικὰ μὲ τὴν δυνατότητα νομικῆς παρέμβασης ἐπὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν
Ἀνεξαρτήτων Ἀρχῶν, τὸ ἄρθρο 2 παρ. 8 ὁρίζει ὅτι: "Κατὰ τῶν ἐκτελεστῶν
ἀποφάσεων τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ αἴτηση ἀκυρώσεως ἐνώπιον
τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καθὼς καὶ οἱ προβλεπόμενες στὸ Σύνταγμα καὶ τὴ
νομοθεσία διοικητικὲς προσφυγές. Ἔνδικα βοηθήματα κατὰ τῶν ἀποφάσεων τῶν
ἀνεξάρτητων ἀρχῶν μπορεῖ νὰ ἀσκεῖ καὶ ὁ κατὰ περίπτωση ἁρμόδιος
Ὑπουργός." Τέλος, κατὰ τὸ ἄρθρο 4 παρ. 8, "Τὰ μέλη τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν καὶ
οἱ Βοηθοί τους σὲ περίπτωση ποὺ διώκονται ἢ ἐνάγονται γιὰ πράξεις ἢ παραλείψεις
κατὰ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τους μποροῦν νὰ παρίστανται ἐνώπιον τῶν
δικαστηρίων μὲ μέλη τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους."

3.2.3 Ἅγιον Ὅρος: ὁ προνομιακὸς χαρακτῆρας τῆς ἁγιορειτικῆς αὐτοδιοίκησης


Ἡ ἀνωτέρῳ παρουσίαση τῶν βασικῶν σημείων ὡς πρὸς τίς ἐπιμέρους νομικὲς
πτυχὲς τῆς αὐτοδιοίκησης τῶν Ο.Τ.Α., Α.Ε.Ι. (καὶ Α.Δ.Α.) κάνει σαφὲς ὅτι, ἐξ
ἀντιθέτου μὲ τὰ ὅσα ἰσχύουν γιὰ τίς ἐν λόγῳ νομικὲς ὀντότητες, οἱ ἁγιορειτικὲς
αὐτοδιοικητικὲς ἀρχὲς (ἡ Ι.Κ. καὶ τὰ ὄργανά της, καθὼς καὶ οἱ διοικήσεις τῶν Ἱερῶν
Μονῶν), καθότι ἀποτελοῦν ὄργανα θεμελιωμένα στὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ καθεστὼς
τοῦ Α.Ο. (ἄρθρο 105 παρ. 1), δὲν ἀποτελοῦν συνήθη, ἀλλὰ «προνομιακή», δηλαδὴ
εἰδικοῦ χαρακτῆρα καὶ τύπου αὐτοδιοίκηση· τοῦτο ἀποτελεῖ συνταγματικὴ ἐπιταγὴ
πρὸς τὴν Ἐκτελεστική, Νομοθετικὴ καὶ Δικαστικὴ ἐξουσία τοῦ Κράτους.
Ἡ ἀντιπαραβολὴ τῶν ἀντίστοιχων ἄρθρων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., μὲ τὰ συνταγματικὰ ἄρθρα
ποὺ διαρρυθμίζουν τοὺς Ο.Τ.Α., τὰ Α.Ε.Ι. καὶ τίς Α.Δ.Α., καθὼς καὶ τῶν νόμων ποὺ
προβλέπονται ἀπὸ αὐτά, καθιστὰ ἐμφανεῖς τίς οὐσιώσεις διαφορὲς αὐτοδιοίκησης
μεταξὺ τῆς περίπτωσης τοῦ Α.Ο. καὶ τῶν ὑπολοίπων. Τρία εἶναι τὰ κύρια σημεῖα
ἀπόκλισης: τὸ καθεστὼς συγκρότησης τῆς κάθε ἀρχῆς, τὸ εἶδος καὶ εὗρος τῆς
κρατικῆς ἐποπτείας καὶ τέλος, ἡ ἐπιβολὴ τοῦ πειθαρχικοῦ ἐλέγχου σὲ περίπτωση
παραπτώματος.
Ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση τῶν Ο.Τ.Α. τῶν Α.Ε.Ι. καὶ τῶν Α.Δ.Α., ὅπως ἤδη δείχθηκε,
ἔγινε βάσει συνταγματικῶν ὁρισμῶν, βάσει τῶν ὁποίων ἀνατέθηκαν ἁρμοδιότητες
ἀπὸ τὸ Ε.Κ. καὶ τοὺς ἐπετράπῃ ἡ ἄσκησή τους (π.χ. στὴν περίπτωση τῶν Ο.Τ.Α., ἡ
ἀνάθεση πῆρε τὴ μορφὴ τῆς μεταβίβασης ἁρμοδιοτήτων), ἐνῶ ταυτόχρονα
καθόρισαν τὴν σύσταση σὲ Ν.Π.Δ.Δ. (Ο.Τ.Α. καὶ Α.Ε.Ι.), καὶ στὴν περίπτωση τῶν
συνταγματικὰ κατοχυρωμένων Α.Δ.Α., ὡς ἐνταγμένων στὸ Νομικὸ Πρόσωπο τοῦ
Κράτους. Οἱ νομικὲς αὐτὲς ὀντότητες δύνανται νὰ μεταβληθοῦν ἢ καὶ νὰ
καταργηθοῦν, μὲ νόμο ἢ μὲ κανονιστικὴ διοικητικὴ πράξη κατ' ἐξουσιοδότηση νόμου
(Ο.Τ.Α.), ἢ μὲ προεδρικὸ διάταγμα ποὺ ἐκδίδεται ὕστερα ἀπὸ πρόταση τῶν
Ὑπουργῶν Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, Οἰκονομικῶν καὶ Ἐσωτερικῶν (Α.Ε.Ι.).
Παρότι δὲν προβλέπεται μεταβολὴ ἢ κατάργηση τῶν Α.Δ.Α., παραμένει τὸ γεγονὸς

34
30
τῆς συνταγματικῆς συγκρότησής τους καὶ συνακόλουθα τῆς δυνατότητας
συνταγματικῆς μεταβολῆς τους (καθὼς δὲν προβλέπεται ἐξαίρεσή τους ἀπὸ τὰ
ἄρθρα τοῦ Συντάγματος ποὺ δὲν ἐπιδέχονται ἀναθεώρηση).
Ἐξ ἀντιθέτου, οἱ διοικητικὲς ἀρχὲς τοῦ Α.Ο. (Ι.Κ., Ἱερὰ Ἐπιστασία, Διπλὴ Δισενιαύσια
Σύναξις, καθὼς καὶ οἱ διοικήσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν) δὲν συγκροτοῦνται ἀπὸ
συνταγματικὴ ἐπιταγὴ ἢ ἀπὸ νόμο ποὺ νὰ προβλέπεται ἀπὸ κάποια τέτοια, συνεπῶς
δὲν δύνανται νὰ μεταβληθοῦν ἢ νὰ καταργηθοῦν μὲ νόμο ἢ κανονιστικὴ διοικητικὴ
πράξη βάσει νόμου (ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ λοιπὰ Ν.Π.Δ.Δ.), ἐνῶ δὲν ὑφίσταται
ἀνάθεση ἁρμοδιοτήτων πρὸς αὐτὲς ὑπὸ τοῦ Ε.Κ. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ
θεσμικὴ λειτουργία τῶν ὀργάνων τοῦ Α.Ο., ὅπως ἀποτυπώνεται στὸν Κ.Χ.Α.Ο.,
"Ἀπορρέει (δὲ) ἐκ τῶν αὐτοκρατορικῶν χρυσοβούλλων τε καὶ τυπικῶν, Πατριαρχικῶν
Σιγιλλίων, Σουλτανικῶν Φιρμανίων, ἰσχυόντων Γενικῶν Κανονισμῶν καὶ ἀρχαιοτάτων
Μοναχικῶν θεσμῶν καὶ Καθεστώτων." (ἄρθρο 188 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.). Ὁμοίως, οἱ
αὐτοδιοίκητες Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Α.Ο. δὲν δύνανται νὰ μεταβληθοῦν ἢ καὶ νὰ
καταργηθοῦν, βάσει τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.: "ἡ αὔξησις ἢ ἐλάττωσις τοῦ ἀριθμοῦ
τῶν Κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν, ἢ ἡ μετατροπὴ τῶν διοικητικῶν καὶ ἱεραρχικῶν
καθόλου σχέσεων τούτων πρὸς τὰ ἐξαρτήματα αὐτῶν, ὡς αὗται ἀπ' αἰώνων
καθιερώθησαν καὶ ἐν τῷ παρόντι Καταστατικῷ Χάρτῃ διατυποῦνται, ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ
ἐπιτρέπεται", ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὸ ἄρθρο 105 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος.
Ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση τοῦ σώματος τῆς Ι.Κ., κατὰ τὸ ἄρθρο 14 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.,
ἰσχύει ὅτι: "Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἱερῶν Μονῶν οἱ συγκροτοῦντες τὴν Ἱερὰν
Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν οἰκείων Μονῶν ἕκαστος κατὰ τοὺς
ἐσωτερικοὺς Κανονισμοὺς αὐτῶν". Ἡ θητεία τῶν μελῶν τῆς Ι.Κ. καθορίζεται ἀπὸ τὸ
ἄρθρο 15 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐνῶ ὁ τρόπος τῶν συνεδριάσεών της συμφώνως πρὸς τὸ
ἄρθρο 17 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. Ἡ θητεία τῶν μελῶν τῶν διοικήσεων τῶν Ἱερῶν Μονῶν
καθορίζεται ἀπὸ τὰ ἄρθρα 108 καὶ 115 του Κ.Χ.Α.Ο., εἶναι δὲ ἰσόβιος, καὶ κατὰ
συνέπειαν, δὲν ἔχουν ὁρισμένη θητεία. Οὐδεμία δὲ ἐξωαγιορειτικὴ ἀρχὴ διορίζει,
ἐκλέγει ἢ ἐπιλέγει τίς ἁγιορειτικὲς ἀρχές. Ἐπιπλέον, τόσο ὁ ἐσωτερικὸς
κανονισμὸς τῆς Ι.Κ. (πρβλ. ἄρθρο 17 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.) ὅσο καὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν
(πρβλ. ἄρθρο 9 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.), συντάσσεται ἀποκλειστικῶς ὑπ' αὐτῶν.
Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἐποπτείας, ὅπως δείχθηκε, τόσο στὸ ἄρθρο 16 παρ. 5, ὅσο
καὶ στὰ 101Α παρ. 3, 102 παρ. 4 ὁρίζεται ἐποπτεία, καὶ συγκεκριμένα στὶς
περιπτώσεις τῶν ἄρθρων 16 καὶ 102 διοικητικὴ ἐποπτεία (προληπτικοῦ χαρακτῆρα,
τουτέστιν ἀποκλειστικῶς ἐπὶ τῆς νομιμότητας), ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ 101Α,
κοινοβουλευτικὴ ἐποπτεία. Ἡ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν Ο.Τ.Α. ἀποτελεῖ ἁρμοδιότητα τῶν
ἐπιμέρους Αὐτοτελῶν Ὑπηρεσιῶν Ἐποπτείας, στὶς ὁποῖες οἱ Ο.Τ.Α. ὑποχρεώνονται
νὰ ἀποστέλλουν τίς ἀποφάσεις τους πρὸς ἔλεγχο νομιμότητας, ἐνῶ δύναται νὰ
ἀκυρώσει αὐτεπαγγέλτως τὴν ὁποιαδήποτε ἀπόφασή τους. Τέλος, οἱ Ο.Τ.Α. ὅσο καὶ
τὸ σύνολο τῶν σχετικῶν πρὸς αὐτοὺς Ν.Π.Δ.Δ. ἢ ἐπιχειρήσεων, ὀφείλουν ὅπως
συμμορφώνονται δίχως καθυστέρηση στὶς ἀποφάσεις τοῦ Ἐλεγκτῆ Νομιμότητας τῆς
Αὐτοτελοῦς Ὑπηρεσίας Ἐποπτείας. Ἡ δὲ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν Α.Ε.Ι. ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν
Ὑπουργὸ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (ποὺ ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῶν Ο.Τ.Α.,
35
31
δύναται αὐτεπαγγέλτως νὰ ἀσκήσει ἔλεγχο νομιμότητας) καὶ ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἀρχὴ
Ἀνώτατης Ἐκπαίδευσης.
Ὅλως ἀντιθέτως πρός τά ἀνωτέρῳ, κατὰ τὸ ἄρθρο 9 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ἰσχύει ὅτι: "Αἱ
ἱεραὶ μοναὶ εἰσίν αὐτοδιοίκητοι, διοικοῦνται δὲ συμφώνως τῷ ἐσωτερικῷ αὐτῶν
κανονισμῷ, τὸν ὁποῖον ψηφίζουν αὗται καὶ ἐγκρίνει ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἥτις καὶ ἀσκεῖ
τὴν ἐποπτείαν ἐπὶ τῆς τηρήσεως καὶ ὁμαλῆς λειτουργίας αὐτοῦ, μὴ δυναμένου ν᾽
ἀντίκειται εἰς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος Καταστατικοῦ Χάρτου." Βάσει αὐτῆς τῆς
διάταξης ἡ Ι.Κ. ἐποπτεύει καὶ δύναται νὰ παρέμβει κατὰ τὰ ἄρθρα 42 τοῦ Ν.Δ. τοῦ
1926, καὶ 27 του Κ.Χ.Α.Ο. αὐτεπαγγέλτως -μόνη αὐτὴ καὶ οὐδεὶς ἄλλος- γιὰ τὴν
περίπτωση οἰκονομικῆς κρίσεως τῆς τυχούσας Ἱερὰς Μονῆς, ἢ κατὰ τὸ ἄρθρο 114
τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὅπου δύναται ν ̓ ἀποφανθεῖ (κατόπιν ἐνστάσεως πρὸς αὐτήν) περὶ τοῦ
κύρους ἐκλογῆς ἡγουμένου εἰς τινὰ Ἱερὰ Μονὴ ἀνεκκλήτως, δυνάμενη μόνη αὐτὴ νὰ
ἀκυρώσει τὸ ἀποτέλεσμα σὲ περίπτωση εὑρέσεως παρατυπίας ὡς πρὸς τὴν
σύμφωνη μὲ τὸν Κ.Χ.Α.Ο. διαδικασία, ὅπως ἐπίσης, καὶ κατὰ τὸ ἄρθρο 121 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο., ὅπου δύναται "ὡς ἀνώτατος ἐπόπτης, ἐπὶ τῆς πιστῆς τηρήσεως" τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο., νὰ ἐπέμβει σὲ περίπτωση διαφωνίας τῆς Γεροντίας Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τὴν
ἀδελφότητα αὐτῆς, ὡς πρὸς τὴν παύση τοῦ ἡγουμένου καὶ λύουσα τὴν μεταξύ τους
διαφορά. Ἡ Ι.Κ. δὲν ὑποχρεοῦται νὰ ἀποστέλλει τίς ἀποφάσεις σὲ κανένα ὄργανο,
οὔτε κἂν στὸν Π.Δ. Οὐδεὶς δέ, δύναται νὰ ἀκυρώσει τίς ἀποφάσεις της, οὔτε
αὐτεπαγγέλτως, οὔτε κατὰ προσφυγή. Μόνος ἐγγυητὴς τῆς ὁμαλότητας καὶ τῆς
καλῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. παραμένει ἡ Ι.Κ., ἄνευ δυνατότητας παρεμβάσεως
ἐπ' αὐτῆς οὐδενός.
Ἡ μόνη δυνατότητα ποὺ προσφέρεται στὸν Π.Δ. γιὰ ἄσκηση ἐποπτείας νομιμότητας,
παρέχεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926, πλήν, σὲ περίπτωση ποὺ διαπιστώσει
ζήτημα ὡς πρὸς τὴν τήρηση τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. δὲν δύναται νὰ παρέμβει, παρὰ μόνον
ἀναφέρων τὸ πρόβλημα στὴν Ι.Κ., καὶ σὲ περίπτωση διαφωνίας μ ̓ αὐτήν, ὀφείλει νὰ
ἀποταθεῖ στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν καὶ νὰ λάβει ὁδηγίες. Ὁ ἴδιος δὲν δύναται νὰ
ἀσκήσει ἔλεγχο καὶ νὰ ἀκυρώσει οὐδεμία ἀπόφαση τῆς οἱανδήποτε ἁγιορειτικῆς
ἀρχῆς, οὔτε καὶ νὰ ἐπιβάλλει σ ̓ αὐτὴν κυρώσεις. Ἐπιπροσθέτως, οὔτε καὶ αὐτὸς ὁ
ἱεραρχικὸς προϊστάμενος τοῦ Π.Δ., ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν, δύναται
αὐτεπαγγέλτως νὰ ἐπέμβει, καθὼς δὲν προβλέπεται συνταγματικὰ κάποιο καθεστὼς
ἐξωαγιορειτικοῦ πειθαρχικοῦ ἐλέγχου καὶ κυρώσεων πρὸς τὰ ἁγιορειτικὰ ὄργανα
διοικήσεως, κάτι ποὺ δηλώνει τὴν ἀπόλυτη ἀδυναμία ἄσκησης ἐλέγχου τοῦ
Ὑπουργοῦ πρὸς αὐτά.
Ἑπομένως, ὁ Π.Δ. ὡς "ἀντιπρόσωπος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους" (ἄρθρο 8 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο.) δὲν συνιστᾷ καὶ δὲν λειτουργεῖ οὔτε ὡς ἐπικεφαλῆς κάποιας
«Ἀποκεντρωμένης Διοίκησης» (πρβλ. ἄρθρο 280 παρ. ΙΧ τοῦ ν.3852/2010), ὥστε νὰ
ἐκπροσωπεῖ τὴν Κυβέρνηση στὴ διοικητικὴ περιφέρειά του, καθὼς τὸ Α.Ο. δὲν
ἀποτελεῖ Διοικητικὴ Περιφέρεια καὶ ὁ Π.Δ. δὲν διορίζεται ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο
Ἐσωτερικῶν, καὶ συνεπῶς δὲν δύναται νὰ ἀποτελεῖ καὶ «Ἐλεγκτὴ Νομιμότητας»
(πρβλ. ἄρθρο 216 τοῦ ν.3852/2010), καθὼς ἡ Πολιτικὴ Διοίκηση τοῦ Α.Ο. δὲν
ὑφίσταται ὡς «Αὐτοτελὴς Ὑπηρεσία Ἐποπτείας», ἡ ὁποία κατά τό νόμο ἱδρύεται στὴν
36
32
ἕδρα τῆς κάθε Ἀποκεντρωμένης Διοίκησης (πρβλ. ἄρθρο 215 τοῦ ν.3852/2010),
καθὼς τὸ Α.Ο., ὅπως ἀναφέρθηκε, δὲν ἀποτελεῖ Διοικητικὴ Περιφέρεια.
Τέλος, καθίσταται σαφὲς ἐκ τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926 καὶ τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὡς πρὸς τὴν
ἀπόδοση εὐθυνῶν ἐπὶ παραπτωμάτων, ἢ κατὰ παράβασιν τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἢ κατὰ
παράβασιν τοῦ ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ τὴν ἄσκηση
πειθαρχικοῦ ἐλέγχου, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ τὴν ἀσκήσει ἐκτὸς τῶν ἁγιορειτικῶν
ὀργάνων. Συγκεκριμένα, ὡς πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῆς Ι.Κ., τὰ ἄρθρα 19
καὶ 23 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. διαρρυθμίζουν τὰ σχετικὰ μὲ τίς πειθαρχικὲς ποινὲς
ἀντιπροσώπου Ἱερᾶς Μονῆς ἐκ τῆς συνάξεως τῆς Ι.Κ. (ἐπίπληξη καὶ ἀποβολὴ
ἀντιπροσώπου), ὡς πρὸς δὲ τὴν Ἱερὰ Ἐπιστασία, ὁ πειθαρχικὸς ἔλεγχος κανονίζεται
ὁμοίως ἀπὸ τὸ ἄρθρο 32 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. (ἐπίπληξη καὶ ἀποβολὴ ἐπιστάτου). Ἐν τέλει,
ὡς πρὸς τὰ μέλη τῶν διοικήσεων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ὁ πειθαρχικὸς ἔλεγχος ἀσκεῖται
βάσει τῶν ἑξῆς ἄρθρων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.: 71 (ἀποκλεισμὸς προϊσταμένου ἀπὸ τῶν
συνεδριῶν τῆς μοναστηριακῆς Συνάξεως, ἕως ἑνὸς ἔτους), 115 καὶ 121 (ἔκπτωσις
ἡγουμένου ἐκ τοῦ ἀξιώματός του) καὶ τέλος 108 (ἔκπτωσις προϊσταμένου ἐκ τοῦ
ἀξιώματός του).
Ἐξ ὅλων ὅσων παρατέθηκαν συμπεραίνεται ὅτι, “ὁ ρόλος τοῦ Κράτους ὡς πρὸς τὸ
εἰδικὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο. διαφέρει οὐσιωδῶς σὲ σχέση μὲ τὴν κρατικὴ παρέμβαση
στοὺς αὐτοδιοικούμενους ὀργανισμούς, ὅπως εἶναι οἱ Ο.Τ.Α. καὶ τὰ Α.Ε.Ι. καὶ ἀκόμη
σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν σχέση Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ἔχει δὲ ἐν προκειμένῳ σαφῶς
ἐπικυρωτικὸ καὶ ὄχι μονομερῆ χαρακτῆρα νομοκρατίας”35.
Καταληκτικά, γίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ κατανοητό τό γιατί οὐδεμία ἁγιορειτικὴ ἀρχὴ
δὲν εἶναι Ν.Π.Δ.Δ. καὶ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν σχετικὸ ἐπίσημο κατάλογο αὐτῶν, ἐνῶ τὸ
πιὸ σημαντικὸ εἶναι, ὅτι καθίσταται ἀπολύτως σαφὲς τὸ γιατί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
εἶναι Ν.Π.Δ.Δ., παρὰ μόνον, κατὰ παράβασιν τοῦ συνόλου τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. καὶ κατ΄
ἐπέκτασιν τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγµατος ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ
καθεστὼς τοῦ Α.Ο.

3.3. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικότητα τῶν διατάξεών του. Ἡ ἰσχὺς


τῶν θεμελιωδῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων στὸ Ἅγιον Ὄρος
Θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ τῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος εἶναι τὸ νὰ μὴν
ἀντίκεινται στὶς θεμελιώδεις συνταγματικὲς ἀρχές, κάτι ποὺ προφανῶς ἰσχύει καὶ γιὰ
τοὺς νόμους, καθὼς "τὸ τυπικὸ Σύνταγμα εἶναι lex superior καὶ ἑπομένως κατισχύει
τῶν ὑποδεέστερων αὐτοῦ κανόνων”36. Ὅμως, εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀνάμεσα στὶς
διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὑφίστανται κάποιες προφανῶς ἀντισυνταγματικοῦ

35 Νικόπουλος (2017) σ.144.

36 Σπυρόπουλος (2020) σ.154.

37
33
χαρακτῆρα, κάτι ποὺ ἔχει ἤδη τονισθεῖ στὸ ἀνώτατο ἐπίπεδο. Συγκεκριμένα, κατὰ τὴν
ΙΑ΄ συνεδρίαση τῆς ὁλομέλειας τῆς Βουλῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος
(6/2/1975), στὴ σχετικὴ συζήτηση γιὰ τὸ ἄρθρο περὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπισήμαινε ὁ
βουλευτὴς Ἀθ. Κανελλόπουλος τὴν ἀντίθεση τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Συντάγματος πρὸς τὸ
ἄρθρο 186 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.:
Ἐδῶ ὑπάρχει ἀντισυνταγματικὴ διάταξις εἱς τὸν Καταστατικὸν Χάρτην, ἡ
ὁποία ἀπαγορεύει τὴν μετάβασιν τῶν γυναικῶν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ
διάταξις εἶναι ἀντισυνταγματικὴ καὶ ὅμως ἰσχύει καὶ τιμωροῦν τὰ
Δικαστήρια.37
Ἡ ἀνωτέρῳ διαπίστωση τῆς μὴ ἰσχύος ἑνὸς ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων συνταγματικῶν
δικαιωμάτων ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τοῦ Α.Ο., εἶχε ἤδη ἀποτυπωθεῖ νωρίτερα, τὸ 1926,
στὴν "Εἰσηγητικὴ Ἔκθεση" τῆς Ἐπιτροπῆς Εὐταξία38. Στὰ συμπεράσματα τῆς ἐν
λόγῳ ἐπιτροπῆς τονιζόταν τόσο τὸ ἐπιβαλλόμενο τῶν διεθνῶν συνθηκῶν, ὅσο καὶ τὸ
ἀντισυνταγματικὸ τῶν ἐν λόγῳ δεσμεύσεων ποὺ ἀναλαμβάνει τὸ Ε.Κ.:
προκειμένου νʼ ἀναγνωρισθῶσιν εἰς τὸ Ἅγ. Ὄρος δίκαια καὶ προνόμια,
ἐπιβεβλημένα μέν εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος διὰ διεθνῶν Συνθηκῶν,
παρεκκλίνοντα ὅμως ἐκ τῆς συνταγματικῆς ἀρχῆς, καθ' ἣν οἱ Ἕλληνες
εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Νόμου”39.
Ἡ ἀντινομία ὅμως, καθὼς καὶ τὸ νομικὸ πρόβλημα ποὺ προκύπτει ἀφʼ ἑνὸς ἐκ τῶν
ἐπιβεβλημένων στὸ Ε.Κ. δεσμεύσεων ὑπὸ τῶν διεθνῶν συνθηκῶν καὶ ἀφʼ ἑτέρου τῆς
ἀντισυνταγματικότητας πολλῶν ἐξ αὐτῶν, αἴρεται ἐφ ̓ ὅσον ληφθοῦν ὑπ ̓ ὄψιν τὰ
ἰσχύοντα ἐκ τοῦ ἄρθρου 5 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, συμφώνως πρὸς τὰ ὁποῖα:
“Ὅλοι ὅσοι βρίσκονται στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια ἀπολαμβάνουν τὴν ἀπόλυτη
προστασία τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καί τῆς ἐλευθερίας τους, χωρὶς διάκριση ἐθνικότητας,
φυλῆς, γλώσσας καὶ θρησκευτικῶν ἢ πολιτικῶν πεποιθήσεων. Ἐξαιρέσεις
ἐπιτρέπονται στὶς περιπτώσεις ποὺ προβλέπει τὸ διεθνὲς δίκαιο", ὅσο καὶ τοῦ ἄρθρου
28 τοῦ Συντάγματος, καθὼς αὐτὸ ἀναγνωρίζει πώς, "[...] οἱ διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπὸ
τὴν ἐπικύρωσή τους μὲ νόμο καὶ τὴ θέση τους σὲ ἰσχὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους
καθεμιᾶς, ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ Ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ
ὑπερισχύουν ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη νόμου", δηλαδὴ ὅτι αὐτὲς ὑπερισχύουν
βάσει τῆς πάγιας ἀρχῆς lex specialis derogat legi generali (μφρ. "ὁ εἰδικὸς νόμος

37Βουλή τῶν Ἑλλήνων, Ε ́ Ἀναθεωρητική, Περίοδος Α ́, Πρακτικά τῶν Συνεδριάσεων τῶν Ὑποεπιτροπῶν τῆς ἐπί
τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 Κοινοβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, Ἀθῆναι, Ἰούλιος 1975,
σ.478 κ.ἑξ.
38Σκοπός συγκρότησης τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν, ἡ κατόπιν μελέτης, εἰσήγηση πρὸς τὴν τότε κυβέρνηση τοῦ κειμένου
ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε τὸν κυρωτικὸ νόμο τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
39 Τὸ κείμενο τῆς Εἰσηγητικῆς Ἐκθέσεως ἐκδόθηκε στό τεύχος «Προσοχὴ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἀνάγκη
νομοθετικοῦ διακανονισμοῦ τοῦ καθεστῶτος αὐτοῦ», Ἀθήνα 1926 σ.42, βλ. Νικόπουλος (2017), ὑποσ. 118 σ.82.

38
34
ὑπερισχύει τοῦ γενικοῦ νόμου”)40. Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τίς γενικὲς ἀρχὲς τοῦ
διεθνοῦς δικαίου, στὶς διεθνεῖς σχέσεις ἰσχύει ὁ κανόνας pacta sunt servanda, ἐνῶ
θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ διεθνοῦς δικαίου εἶναι ὅτι ἕνα κράτος δὲν μπορεῖ νὰ
ἀποδεσμευτεῖ μονομερῶς ἀπὸ ὑποχρεώσεις ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ διεθνεῖς συνθῆκες
ποὺ ἔχουν ὑπογραφεῖ ἀπ' αὐτό.
Ἔχοντας ἤδη καταδειχθεῖ ὅτι ἡ αὐτοδιοίκηση τοῦ Α.Ο. ἀποτελεῖ ἕνα θεμελιωδῶς
διάφορο ὅλον, ἐν σχέσει πρὸς κάθε ἄλλη μορφὴ αὐτοδιοίκησης ποὺ παρέχει τὸ
Σύνταγμα, θὰ παρατεθοῦν ἀκολούθως τὰ κυριότερα σημεῖα ἐπὶ τῶν διατάξεων τοῦ
ἑτερονόμου ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος, ὅπως ἀποτυπώνεται στὸν Κ.Χ.Α.Ο., στὰ ὁποῖα
ἀπαγορεύονται καὶ ἑπομένως δὲν ἰσχύουν θεμελιώδη δικαιώματα, τόσο ἀτομικὰ ὅσο
καὶ κοινωνικά, ὅπως αὐτὰ ἀναγνωρίζονται καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ
Σύνταγμα.

3.4. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἀπαγόρευσις εἰσόδου γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος


Συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 4 παρ. 1 καὶ 2 τοῦ Συντάγµατος, ἰσχύει ὅτι:
1. Oἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ νόμου.
2. Oἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ἑλληνίδες ἔχουν ἴσα δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις.
Στή βάση τοῦ ἀνωτέρῳ ἄρθρου, τὸ ἄρθρο 5 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει ὅτι:
Ἀπαγορεύονται ἀτομικὰ διοικητικὰ μέτρα ποὺ περιορίζουν σὲ
ὁποιονδήποτε Ἕλληνα τὴν ἐλεύθερη κίνηση ἢ ἐγκατάσταση στὴ Χώρα, καθὼς
καὶ τὴν ἐλεύθερη ἔξοδο καὶ εἴσοδο σ' αὐτήν. Τέτοιου περιεχομένου
περιοριστικὰ μέτρα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιβληθοῦν μόνο ὡς παρεπόμενη ποινὴ
μὲ ἀπόφαση ποινικοῦ δικαστηρίου, σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἀνάγκης καὶ
μόνο γιὰ τὴν πρόληψη ἀξιόποινων πράξεων, ὅπως νόμος ὁρίζει.
Ἐπίσης κατὰ τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4 ἰσχύει,
Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Κράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Δεδομένου τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα τῶν ἀνωτέρῳ, καθίσταται ἀπολύτως
σαφὲς ὅτι στὰ θεμελιώδη ἀτομικὰ δικαιώματα ποὺ παρέχει στοὺς Ἕλληνες πολῖτες

40 Τά δύο ἀνωτέρῳ συνταγματικὰ ἄρθρα -στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο.- συνεπικουροῦνται καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο 25
παρ. 1 (στὸ ὁποῖο παρέχεται ἡ συνταγματικὴ ἐγγύηση ἀπὸ πλευρᾶς Ε.Κ. τῆς ἰσχύος τῶν δικαιωμάτων τοῦ
ἀνθρώπου ὡς ἀτόμου), κατὰ τὸ ὁποῖο, “Οἱ κάθε εἴδους περιορισμοὶ ποὺ μποροῦν κατὰ τὸ Σύνταγμα νὰ
ἐπιβληθοῦν στὰ δικαιώματα αὐτὰ πρέπει νὰ προβλέπονται εἴτε ἀπευθείας ἀπὸ τὸ Σύνταγμα εἴτε ἀπό το νόμο,
ἐφόσον ὑπάρχει ἐπιφύλαξη ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ νὰ σέβονται τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναλογικότητας”. Ἑπομένως βάσει αὐτῶν,
διασφαλίζεται ἡ συνταγματικότητα τοῦ ἄρθρου 105 καὶ ἀναγνωρίζονται οἱ περιορισμοὶ στὰ συνταγματικὰ
δικαιώματα ποὺ αὐτὸ εἰσαγάγει.

39
35
τὸ Σύνταγμα εἶναι καὶ αὐτὸ τῆς ἐλευθερίας τῆς μετακίνησης στὸ σύνολο τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας. Πλήν, στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο., κατὰ τὸ ἄρθρο 186 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο. ἰσχύει ὅτι:
Ἡ εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἴσοδος τῶν θηλέων κατὰ τὰ
ἀνέκαθεν κρατοῦντα ἀπαγορεύεται.
Ἐπικουρικὰ πρὸς τὸ ἄρθρο 186 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., λειτουργεῖ τὸ ἄρθρο 43β τοῦ Ν.Δ. τοῦ
1926, ποὺ ὁρίζει ὅτι :
Ἡ παράβασις τοῦ ἄρθρου 186 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου ἐπισύρει τὴν
ποινὴν φυλακίσεως δύο μηνῶν μέχρις ἑνὸς ἔτους, μὴ ἐξαγοραζομένης.
Πέραν ὅμως τῶν περιορισμῶν εἰσόδου ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Κ.Χ.Α.Ο., θέτει
περιορισμοὺς καὶ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ Α.Ο. τῶν μονίμων κατοίκων του, δηλαδὴ τῶν
Μοναχῶν, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 96:
Οὐδενὶ ἐπιτρέπεται ἡ ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔξοδος ἄνευ ἐγγράφου ἀδείας
τῆς οἰκείας μονῆς, ἐν ἦ δέον νὰ ὁρίζηται ὁ χρόνος τῆς ἀπουσίας καὶ ὁ λόγος
αὐτῆς. Πᾶσα δὲ ἄδεια ἀπουσίας δέον νὰ θεωρῆται καὶ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς
Ἐπιστασίας.
Παρότι λοιπὸν τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4 ἀπαγορεύει τήν, ἕνεκα θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων, μὴ συμμόρφωση πρὸς τοὺς νόμους (πόσο μᾶλλον πρὸς
συνταγματικὰ ἄρθρα ποὺ διασφαλίζουν θεμελιώδη ἀτομικὰ δικαιώματα), στὴ
περίπτωση τοῦ Α.Ο., καθίσταται σαφὲς ὅτι οἱ ὅροι τῶν ἄρθρων 4 καὶ 5 τοῦ
Συντάγματος, δὲν πληροῦνται, καθὼς τὸ προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο. ὁρίζει
ἀπαγορεύσεις γιὰ τὸ σύνολο τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἐδάφους, ποὺ καταργοῦν τὰ
δικαιώματα ποὺ κατοχυρώνονται καὶ προστατεύονται ἐκ τῶν συγκεκριμένων
συνταγματικῶν ἄρθρων.

3.5 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικὴ ὑποχρέωσις τῆς ἐλευθερίας τῆς


θρησκευτικῆς συνειδήσεως στὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια
Συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 13, θεμελιώνεται τὸ βασικὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς
ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως:
1. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη. H
ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τίς
θρησκευτικὲς πεποιθήσεις καθενός.
2. Kάθε γνωστὴ θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ λατρεία της
τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπὸ τὴν προστασία τῶν νόμων. H ἄσκηση τῆς
λατρείας δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσβάλλει τὴ δημόσια τάξη ἢ τὰ χρηστὰ ἤθη. O
προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται.

40
36
3. Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Κράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Κατά τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4, ὡς γνωστὸν ἰσχύει ὅτι :
Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Kράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς ὅσα ὁρίζει τὸ Σύνταγμα, στὸ Α.Ο. ἰσχύει ὅτι κατὰ τὸ ἄρθρο 5
τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.:
Εἰς οὐδένα δὲ ἑτερόδοξον ἣ σχισματικὸν ἐπιτρέπεται ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
ἐγκαταβίωσις.
Ὁμοίως, στὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. περὶ ἀπονομῆς δικαιοσύνης παρὰ τῶν
Ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν ἰσχύει ὅτι:
Ἡ κατὰ μοναχοῦ τινός μήνυσις ἡ ὑποβαλλομένη παρὰ προσώπων μὴ
χριστιανῶν ἢ παρὰ αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν ἢ προκατεγνωσμένων διὰ
βαρείας ποινῆς εἶναι ἀπαράδεκτος, ἐκτὸς ἂν τὰ πρόσωπα ταῦτα εἶναι τὰ
παθόντα. (ἄρθρο 54)
Καθώς καί,
Μάρτυρες δὲν δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ἐνώπιον ἁγιορειτικοῦ
δικαστηρίου: α) οἱ μὴ χριστιανοὶ ἢ μὴ Ὀρθόδοξοι ἢ σχισματικοί (ἄρθρο
63).
Ἡ ἀπαγόρευση ἐγκαταβιώσεως μὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἂς σημειωθεῖ ὅτι
καλύπτει συνολικὰ τὸ ἔδαφος τοῦ Α.Ο.

3.6 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ὁ συνταγματικὸς ὁρισμὸς τῆς ὑποχρεώσεως


στράτευσης
Διά τοῦ ἄρθρου 4 παρ. 6 τοῦ Συντάγµατος ἰσχύει ὅτι:
Kάθε Ἕλληνας ποὺ μπορεῖ νὰ φέρει ὅπλα εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ
συντελεῖ στὴν ἄμυνα τῆς Πατρίδας, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν νόμων.
Ἐπίσης κατὰ τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4 ἰσχύει ὅτι:
Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Κράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Ἀντιθέτως ὅμως κατὰ τὸ ἄρθρο 93 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ἰσχύει ὅτι:

41
37
Διὰ νὰ καρῇ τις μοναχὸς δέον νὰ ὑποστῇ δοκιμασίαν ἑνὸς μέχρι τριῶν
ἐτῶν καὶ νὰ ἔχη συμπεπληρωμένον τὸ 18ον ἔτος τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. Ὁ οὕτω
καρεὶς μοναχὸς εἰς οὐδεμίαν στρατιωτικὴν Θητείαν ὑπόκειται.
Ἐπικουρικά πρὸς τὸ ἄρθρο 93 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., τὸ ἄρθρο 38 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926,
ἀναγνωρίζει ὅτι:
Οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπαλλάσσονται τῆς στρατιωτικῆς
ὑπηρεσίας.
3.7 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ
ἐκλέγειν
Θεμέλιο τοῦ Δημοκρατικοῦ Πολιτεύματος ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ
Συντάγματος, εἶναι ἡ λαϊκὴ κυριαρχία. Αὐτὴ ἐκφράζεται ὅταν ὁ λαός -ὡς ὄργανο τοῦ
κράτους- ἀποτελεῖ τὸ ἐκλογικὸ σῶμα ποὺ ἐκλέγει τὴ Βουλή. Δεδομένων αὐτῶν, κατὰ
τίς παραγράφους 3, 4 καὶ 5 τοῦ ἄρθρου 51 τοῦ Συντάγµατος, ἰσχύει ὅτι:
1. Οἱ βουλευτὲς ἐκλέγονται μὲ ἄμεση, καθολικὴ καὶ μυστικὴ ψηφοφορία
ἀπὸ τοὺς πολῖτες ποὺ ἔχουν ἐκλογικὸ δικαίωμα, ὅπως νόμος ὁρίζει. O νόμος
δὲν μπορεῖ νὰ περιορίσει τὸ ἐκλογικὸ δικαίωμα παρὰ μόνο ἂν δὲν ἔχει
συμπληρωθεῖ κατώτατο ὅριο ἡλικίας ἢ γιὰ ἀνικανότητα δικαιοπραξίας ἢ ὡς
συνέπεια ἀμετάκλητης ποινικῆς καταδίκης γιὰ ὁρισμένα ἐγκλήματα.
2. Οἱ βουλευτικὲς ἐκλογὲς διενεργοῦνται ταυτόχρονα σὲ ὁλόκληρη τὴν
Ἐπικράτεια.
3. Ἡ ἄσκηση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος εἶναι ὑποχρεωτική.
Κατά δὲ τὸ ἄρθρο 52 τοῦ Συντάγµατος, ἰσχύει ὅτι:
Ἡ ἐλεύθερη καὶ ἀνόθευτη ἐκδήλωση τῆς λαϊκῆς θέλησης, ὡς ἔκφραση
τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας, τελεῖ ὑπὸ τὴν ἐγγύηση ὅλων τῶν λειτουργῶν τῆς
Πολιτείας […]
Ἡ ἄσκηση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος, ὅπως ρητῶς προβλέπεται ἀπὸ τὸ 51 παρ. 5,
ἀποτελεῖ ἁρμοδιότητα νοούμενη ὡς δημόσια λειτουργία, ποὺ δὲν ἐπαφίεται στὸν
δικαιοῦχο νὰ τὴν ἀσκεῖ ἢ νὰ μὴν τὴν ἀσκεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴν βούλησή του. Οἱ γενικὲς
δὲ ἀρχὲς ποὺ θεμελιώνουν τὸ ἐκλογικὸ δικαίωμα, ὅπως αὐτὸ ὁρίζεται στὸ ἄρθρο 51
παρ. 3-5, καθὼς καὶ στὸ ἄρθρο 52, εἶναι:
ἡ ἀρχὴ τῆς καθολικότητας, τῆς ἀμεσότητας, τῆς μυστικότητας, τῆς
προσωπικῆς ψήφου τῶν ἐντὸς ἐπικρατείας πολιτῶν, τῆς ἐπιστολικῆς ψήφου
τῶν ἐκτὸς ἐπικρατείας πολιτῶν, τῆς ὁλικῆς ἀνανέωσης τῆς Βουλῆς, τῆς
ταυτόχρονης διενέργειας τῆς ψηφοφορίας, τῆς ὑποχρεωτικότητας τῆς
ἄσκησης τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος καὶ τῆς γνησιότητας τῆς ψηφοφορίας.
Στὶς ἀρχὲς αὐτὲς πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητας τῆς ψήφου, ἡ

42
38
ὁποία δὲν ἀναφέρεται ρητῶς στὸ Σύνταγμα, ἀπορρέει ὅμως ἀπό τὴ
δημοκρατικὴ ἀρχή41.
Ἐπίσης, ἀποτελεῖ δεδομένο ὅτι κατὰ τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4 ἰσχύει:
Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Κράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ καθίσταται σαφὲς ὅτι τὸ ἐκλογικὸ δικαίωμα ἀποτελεῖ στοιχεῖο
θεμελιακὸ ὡς πρὸς τὴν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ Δημοκρατικοῦ Πολιτεύματος (ἄρθρο
1 τοῦ Συντάγματος), καὶ ἀποτελεῖ καθολικὴ ὑποχρέωση τοῦ συνόλου του ἐκλογικοῦ
σώματος, δηλαδή, ἁπάντων τῶν ἐνηλίκων Ἑλλήνων πολιτῶν (ὅπως ὁρίζει ἡ
παράγραφος 3 τοῦ ἄρθρου 51 τοῦ Συντάγματος). Παρ’ ὅλα ταῦτα, τὸ Α.Ο. δὲν
ἀποτελεῖ ἐκλογικὴ περιφέρεια, σ' αὐτὸ δὲν διενεργεῖται ἐκλογικὴ διαδικασία (κατὰ
παράβαση τῶν παρ. 4 καὶ 5 τοῦ ἄρθρου 51), ὁπότε καὶ κατὰ τὴν ἐκλογικὴ διαδικασία
δὲν ὑφίστανται σὲ αὐτὸ ἐκλογικὰ τμήματα. Ἄς συμπληρωθεῖ, ὅτι οὐδεὶς Μοναχὸς ἔχει
δικαίωμα νὰ συμμετάσχει ὡς ὑποψήφιος βουλευτὴς στὶς Ἑλληνικὲς ἐκλογές, κατὰ
παράβαση τοῦ ἄρθρου 55 παρ. 1, ἀλλὰ καὶ τοῦ 56 παρ. 1, 3 καὶ 4, στὸ ὁποῖο
ἀναφέρονται οἱ κατηγορίες ὅσων δὲν δύνανται νὰ ἀνακηρυχθοῦν ὑποψήφιοι ἢ νὰ
ἐκλεγοῦν βουλευτές.
Ἐπιπλέον, καθὼς ἡ ἀρχὴ τῆς καθολικότητας ἀπαγορεύει τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν
ἐνηλίκων Ἑλλήνων ἀπὸ τὸ ἐκλογικὸ σῶμα καὶ θεμελιοῦται ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητας
τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἐπιβάλλει τὴν ἀπαγόρευση τῶν διακρίσεων,
καθίσταται σαφὲς ὅτι ἕνεκα τῆς ἀπαγόρευσης τοῦ ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι στὸ Α.Ο.,
οἱ συγκεκριμένες ἀρχὲς καὶ οἱ ἀντίστοιχες ὑποχρεώσεως ποὺ εἰσάγουν, δὲν
τηροῦνται, ἐνῶ ταυτόχρονα ὅμως, δὲν συνεπάγονται καὶ ἔννομες συνέπειες ὡς πρὸς
τὴν μὴ τήρησή τους.

3.8 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι


Θεμελιῶδες δημοκρατικὸ καὶ συνταγματικὸ δικαίωμα ἀποτελεῖ αὐτὸ τοῦ
συνεταιρίζεσθαι καὶ περιγράφεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 12 παρ. 1:
Oἱ Ἕλληνες ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συνιστοῦν ἑνώσεις καὶ μὴ
κερδοσκοπικὰ σωματεῖα, τηρῶντας τοὺς νόμους, ποὺ ποτὲ ὅμως δὲν
μποροῦν νὰ ἐξαρτήσουν τὴν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ ἀπὸ
προηγούμενη ἄδεια.
Ἐπίσης, ἰσχύει ὅτι κατὰ τὸ ἄρθρο 29 παρ. 1 οἱ,

41 Σπυρόπουλος (2020) σ.181.

43
39
Ἕλληνες πολῖτες ποὺ ἔχουν τὸ ἐκλογικὸ δικαίωμα μποροῦν ἐλεύθερα νὰ
ἱδρύουν καὶ νὰ συμμετέχουν σὲ πολιτικὰ κόμματα, ποὺ ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ
δράσῃ τοὺς ὀφείλει νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἐλεύθερη λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ
πολιτεύματος.
Ἐπίσης κατά τό ἄρθρο 14 παρ.1 ἰσχύει ὅτι:
Καθένας μπορεῖ νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ διαδίδει προφορικά, γραπτὰ καὶ διά
τοῦ τύπου τοὺς στοχασμούς του τηρῶντας τοὺς νόμους τοῦ Κράτους.
Τέλος, κατὰ τὸ ἄρθρο 13 παρ. 4, ἰσχύει ὅτι:
Κανένας δὲν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὸ Κράτος ἢ νὰ
ἀρνηθεῖ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τοὺς νόμους.
Τὰ θεμελιώδη συνταγματικὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις ποὺ ὁρίζονται στὰ
ἀνωτέρῳ ἄρθρα, διαμορφώνουν τὸ ρόλο τοῦ συνεταιρίζεσθαι ὡς παράγοντα
ἐπιβεβαίωσης τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς καὶ ἑπομένως ὡς φορέα τῆς ἄσκησης τῆς
λαϊκῆς κυριαρχίας. Ὄντως, "ἡ συνδυασμένη ἑρμηνεία τῶν ἄρθρων 12 παρ. 1 , 14
παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1, 2 καὶ 4, καθὼς καὶ 1 παρ. 2, 3 του ἰσχύοντος
Συντάγματος ἀναδεικνύει τὴ θεσμοθετημένη λειτουργία τοῦ κοινωνικοῦ πλουραλισμοῦ
καὶ τὸν θεσμικὸ ρόλο τῶν συνενώσεων στὴν ἀνίχνευση τῆς θέλησης τοῦ κυρίαρχου
λαοῦ. Εἰδικότερα, τὸ δικαίωμα ποὺ μὲ τὸ ἄρθρο 5 παρ. 1, νομιμοποιεῖ τὴ συμμετοχὴ
«καθενὸς» στὴν κοινωνική, οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ τῆς Χώρας καὶ ἡ ὑποχρέωση
τοῦ κράτους καὶ τῶν ὀργάνων του νὰ ἐγγυῶνται τὴν ἀπόλαυση του, εἴτε αὐτὸ ἀσκεῖται
ἀτομικὰ εἴτε ἀσκεῖται συλλογικά [...] οἱ συνενώσεις ἐπιφορτίζονται ἔργα
ἐκπροσώπησης καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας”42.
Ὡς ἐκ τούτου, τὸ δικαίωμα τῆς συνένωσης ἀποτελεῖ ἀμυντικὸ δικαίωμα (σχετίζεται
δηλαδὴ μὲ τὸ θεμελιῶδες φυσικὸ καὶ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης
ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας), ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς παραπληρωματικὸ τῆς
ἐλευθερίας τῆς γνώμης καὶ τοῦ δικαιώματος συμμετοχῆς στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς
χώρας καὶ ἀποκτᾷ διαστάσεις συλλογικῆς ἐλευθερίας μὲ πολιτικὲς ἐπιπτώσεις43.
Συμπεραίνεται ἑπομένως ὅτι, τὸ ὑπ΄ ὄψιν δικαίωμα διαμορφώνεται σὲ ὀργανωτικὴ
ἀρχὴ τῆς ἐν γένει κοινωνικῆς συμβίωσης.
Καθίσταται σαφές ὅμως ὅτι, τὰ ἐν λόγῳ θεμελιώδη συνταγματικὰ δικαιώματα, κατὰ
τὸν Κ.Χ.Α.Ο., ἀπαγορεύονται ἀπολύτως στό Α.Ο.:

42 Ὀρφανουδάκης (1995) σσ.59–60.

43 Πρβλ. Ὀρφανουδάκης (1995) σσ.62–3.

44
40
Σύστασις ἢ ἵδρυσις σωματείου οἱουδήποτε ἤ ἰδιαιτέρας ἀδελφότητος ἐν
Ἁγίῳ Ὄρει ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὡς ἀσυμβίβαστος καὶ ἀντικειμένη πρὸς
τὰ μοναχικὰ καθεστῶτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. (ἄρθρο 183 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.)
Πᾶσα προσηλυτιστικὴ καὶ προπαγανδιστικὴ ἐνέργεια ἠθική,
θρησκευτική, ἐκκλησιαστική, κοινωνική, ἐθνικιστικὴ καὶ οἱασδήποτε ἄλλης
φύσεως τοιαύτη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ἐπὶ ποινῇ ἀπελάσεως.
(ἄρθρο 184 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.)
Παρενθετικά, ἂς τονιστεῖ, ὅτι δεδομένης τῆς λανθασμένης ἀντιλήψεως, κατὰ τὴν
ὁποία γίνεται παραδεκτὸ ὅτι τὸ Ε.Κ. παραχώρησε τὸ αὐτοδιοίκητο καθεστὼς στὸ
Α.Ο., ἐνῶ τοὐναντίον, βάσει τῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν τὸ Ε.Κ. ἀναγνώρισε τὴν πλήρη
ἰσχὺ τοῦ ἀρχαίου Ἁγιορειτικοῦ Καθεστῶτος (συνακολούθως δέ, ὡς ἔκφρασής του,
καὶ τοῦ Αὐτοδιοικήτου), συμπεραίνεται λανθασμένα ἀφ' ἑνὸς ὅτι, συνταγματικὰ
προστατεύονται μόνον οἱ διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ποὺ συμφωνοῦν πρὸς τίς
συνταγματικὲς διατάξεις, ἀφ' ἑτέρου -δεδομένης τῆς διαπιστώσεως ὅτι τὰ ἄρθρα 183
καὶ 184 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. δὲν συνάδουν πρὸς τὸ Σύνταγμα- ὅτι:
ἡ συνένωση τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι δυνατή, ἀνεξαρτήτως
τῶν ἐπιτιμίων ποὺ ἐνδεχομένως θὰ ἀντιμετωπίσουν ἀπὸ τὴ μὴ συμμόρφωση
στὴν ἁγιορείτικη ἐπιταγή.44
Ἡ ἀνωτέρῳ ἀπολύτως παρερμηνευτικὴ προσέγγιση, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν
οὐσιαστικὴ κατάλυση τῆς ἰσχύος τοῦ ΚΧ.Α.Ο., ἡ περίπτωση τοῦ ὁποίου δὲν ἀποτελεῖ
κάποιου εἴδους εἰδικοῦ καὶ ἐξαιρετικοῦ δικαίου ἐν σχέσει πρὸς τίς διατάξεις τοῦ
ἑλληνικοῦ δημοσίου δικαίου, καθὼς ὁ ἴδιος ὅσο καὶ τὸ σύνολο τῶν διατάξεων τοῦ
ἔχουν αὐξημένη τυπικὴ ἰσχύ, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων διαμορφώνεται "ὁ λεπτομερὴς
καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καὶ τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας τους"
(ἄρθρο 105 παρ. 3 τοῦ Συντάγματος).

3.9 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ συνταγματικὴ προστασία τοῦ ἀκωλύτου τῆς


μετακινήσεως ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας
Πέραν τοῦ εἰδικοῦ τύπου ἀπαγόρευσης εἰσόδου στὸ Α.Ο. γυναικῶν (βλ.
ἑνότητα 3.4), ὑπάρχουν καὶ γενικὲς ἀπαγορεύσεις τόσο εἰσόδου, ὅσο καὶ ἐξόδου ἀπʼ
αὐτό.
Βάσει τοῦ ἄρθρου 176 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ἰσχύει ὅτι:
Πᾶς εἰσερχόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, πλὴν τῶν περιοίκων προσκυνητῶν,
ὀφείλει νὰ ἔχει ἄδειαν τῆς ἐπισκέψεως τῶν μονῶν καὶ ἐξαρτημάτων καθʼ ὅλου.

44 Ὀρφανουδάκης (1995) σ.95.

45
41
Ἑρμηνεύοντας τὴν ἀνωτέρῳ διάταξη τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὁ ἔγκριτος -διατελέσας καὶ
ἐπίτιμος ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας- Ἀναστάσιος Μαρῖνος
(+2019), σὲ μελέτη του45, κατέληγε ὅτι:
Κανένα ἀντικείμενο δέν μπορεῖ νά εἰσαχθεῖ καί κανένα πρόσωπο δέν
μπορεῖ νά εἰσέλθει καί νά κυκλοφορήσει στό Ἅγιον Ὄρος χωρίς τή
συγκατάθεση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος46.
Ὀρθῶς δὲ ἐπισημαίνεται ὑπό τοῦ καθ. Φιλιππίδη ὅτι,
ἡ χορήγησις τῆς ἀδείας ἀνήκει ἀπολύτως εἰς τήν σφαῖραν τοῦ
αὐτοδιοικήτου, ὁ καθορισμός τῶν «λεπτομερειῶν» (δηλ. τῆς διαδικασίας καί
τοῦ τεχνικοῦ μέρους διά τήν προσφορωτέραν πρακτικήν ἐφαρμογήν τῆς
διατάξεως) ὑπάγεται εἰς τήν ἀποκλειστικήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἱερᾶς
Κοινότητος.47
Πέραν ὅμως τοῦ περιορισμοῦ ποὺ θέτει ὁ Κ.Χ.Α.Ο. στὴν ἐλεύθερη μετακίνηση,
μέσῳ τῆς ἀπαίτησης λήψεως ἀδείας εἰσόδου στὸ Α.Ο., ὑπὸ τῶν πάσης φύσεως μὴ
μονίμων κατοίκων τοῦ (δηλ. τῶν μὴ ἁγιορειτῶν μοναχῶν), ἐπιπρόσθετοι
περιορισμοὶ προβλέπονται καὶ ἀπὸ τίς Κανονιστικὲς Διατάξεις τοῦ Α.Ο., ἀναφορικὰ
μὲ τὴν εἴσοδο-ἔξοδο ὀχημάτων καὶ πλοίων, ὅσο καὶ ἐναέριων μέσων.
Συγκεκριμένα:
Κατά τὴν κανονιστικὴ διάταξη «Περὶ εἰσόδου καὶ κυκλοφορίας ὀχημάτων ἐν Ἁγίῳ
Ὄρει»48 , ρητῶς ὁρίζεται στὸ ἄρθρο 1 παρ. 1 καὶ 2, ἀφενὸς ἡ ἀπαγόρευσις εἰσόδου
ὀχημάτων στὸ Α.Ο., πέραν τῶν περιπτώσεων ποὺ τὸ ἐπιτρέπει ἡ Ι.Κ.:
1. Ἀπαγορεύεται γενικῶς ἡ εἴσοδος καὶ κυκλοφορία ἐντὸς τοῦ Ἁγίου
Ὄρους τροχοφόρων ὀχημάτων οἱασδήποτε χρήσεως καὶ ἰδιοκτησίας
(ἐπιβατηγῶν Ι.Χ., φορτηγῶν δημοσίας καὶ ἰδιωτικῆς χρήσεως, τροχοφόρων
χωματουργικῶν καὶ οἰκοδομικῶν μηχανημάτων, ἑλκυστήρων, δικύκλων,
τρικύκλων κ.λπ.).
2. Κατ ̓ ἐξαίρεσιν εἶναι δυνατὴ ἡ κατὰ τὰς διατάξεις τῆς παρούσης καὶ
ὑπὸ τὰς εἰδικὰς προϋποθέσεις τὰς ἀναφερομένας εἰς αὐτὴν ἔγκρισις εἰσόδου
ὀχημάτων, παρεχομένη ὑπὸ μὲν τῆς Ἱ. Ἐπιστασίας διά περιπτώσεις
προσωρινῆς παραμονῆς, ὑπὸ δὲ τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως

45«Ἡ ἀπαγόρευση εἰσόδου γυναικῶν στό Ἅγιον Ὄρος», Τιμητικόν Ἀφιέρωμα εἰς τόν Μητροπολίτην Κίτρους
Βαρνάβαν, 1980.
46 Ὀ.π. σ.233.
47 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.81.
48 Ἐπικυρωθεῖσα μὲ τὴν ὑπ ̓ ἀριθ. 449/26.4.2006 (Φ.Ε.Κ. 557 Β ́/4.5.2006) ἀπόφαση τῆς ΥΠ.ΕΞ. Θ.
Μπακογιάννη, Νικολακάκη (2018) σ.80 κ. ἑξ.

46
42
(Ε.Δ.Ι.Σ.) ἢ τῆς Ἱ. Κοινότητος κατά τά κατωτέρῳ ἀναφερόμενα διά
περιπτώσεις μονίμου παραμονῆς.
Ἐπιπλέον κατὰ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 1, 5 καὶ 7, καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ Ι.Κ. κέκτηται τὸ
ἀποκλειστικὸ δικαίωμα, πέραν τῆς χορήγησης ἀδείας εἰσαγωγῆς τοῦ οἱουδήποτε
ὀχήματος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, καί της ἐπιπλέον χορήγησης εἰδικῆς ἁγιορειτικῆς πινακίδος
σὲ αὐτά, ἐχούσης τὸν ἀριθμὸ καταχώρισης αὐτῶν στὸ Μητρῶο Ὀχημάτων τῆς Ἱερᾶς
Ἐπιστασίας. Ἐπιπροσθέτως, ἔλεγχοι ἐπʼ αὐτῶν ὡς καὶ οἱ μεταβιβάσεις τους,
θεωροῦνται καὶ ἐγκρίνονται κατόπιν ἐντολῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας:
1. Ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἐφʼ ὅσον κρίνῃ τοῦτο σκόπιμον καὶ ἀπαραίτητον,
παρέχει εἰς τὰ ἐνταῦθα Ἱ. Σκηνώματα (Ἱ. Μονὰς καὶ ἐξαρτήματα) ἄδειαν
εἰσαγωγῆς καὶ μονίμου παραμονῆς γεωργικῶν ἑλκυστήρων ἢ μηχανημάτων
δια τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς καὶ τὴν ἐκτέλεσιν ἀναγκαίων ἐργασιῶν εἰς αὐτά.
5. Τά κατόπιν ἀδείας τῆς Ε.Δ.Ι.Σ. ἢ τῆς Ἱ. Κοινότητος κατά τα ἀνωτέρῳ
ἀποκτώμενα ὀχήματα, ἐπιπροσθέτως πρὸς τὴν ταξινόμησιν ὑπὸ τῶν
ὑπηρεσιῶν τοῦ Ὑπουργείου Συγκοινωνιῶν, καταγράφονται μετὰ τὴν
ἐξακρίβωσιν τοῦ τύπου τοῦ ὀχήματος, διʼ ἐσωτερικοὺς στατιστικοὺς καὶ
ἐλεγκτικοὺς λόγους, εἰς εἰδικὸν Μητρῶον Ὀχημάτων τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας
καὶ λαμβάνουν σχετικὸν ἀριθμόν, τὸν ὁποῖον φέρουν ἐμφανῶς εἰς τὸ
ἐμπρόσθιον καὶ ὀπίσθιον μέρος αὐτῶν. Ὡσαύτως ἐκδίδεται ὑπὸ τῆς Ἱ.
Ἐπιστασίας οἰκεία εἰδικὴ ἄδεια κυκλοφορίας διʼ ἕκαστον ὄχημα ἢ μηχάνημα, ἡ
ὁποία δέον νὰ εὑρίσκηται πάντοτε ἐντὸς αὐτοῦ καὶ νὰ ἐπιδεικνύηται εἰς
ἑκάστην ζήτησιν.
7. Πάσα μεταβίβασις κυριότητος ὀχημάτων μεταξὺ Ἱ. Μονῶν ἡ
ἐξαρτημάτων δέον πρότερον νὰ τύχῃ τῆς ἐγκρίσεως τῆς Ε.Δ.Ι.Σ. ἢ τῆς Ἱ.
Κοινότητος κατὰ περίπτωσιν.
Στήν κανονιστικὴ διάταξη «Περὶ προσεγγίσεως πλωτῶν σκαφῶν εἰς τὴν χερσόνησον
τοῦ Ἁγίου Ὄρους»49, στὸ ἄρθρο 1 παρ. 1 καὶ 2, ἀφοῦ τονίζεται δεόντως τὸ εἰδικὸ
νομικὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο., στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου λειτουργοῦν οἱ περιοριστικὲς
διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., γίνεται εἰδικὴ ἀναφορὰ στὰ ἄρθρα 176 καὶ 186, συμφώνως
πρὸς τὰ ὁποῖα: “Πᾶς εἰσερχόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, πλὴν τῶν περιοίκων προσκυνητῶν,
ὀφείλει νὰ ἔχει ἄδειαν τῆς ἐπισκέψεως τῶν μονῶν καὶ ἐξαρτημάτων καθ ̓ ὅλου”, καί “Ἡ
εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἴσοδος τῶν θηλέων κατὰ τὰ ἀνέκαθεν
κρατοῦντα ἀπαγορεύεται”. Βάσει αὐτῶν ἐμποδίζεται ἡ γενικὴ προσέγγιση σκαφῶν
στὸ Α.Ο., ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων ποὺ παρέχεται ἄδεια σὲ αὐτά, ἀποκλειστικῶς ὑπὸ
τῶν ἁρμοδίων ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν:
1. Ἡ προσέγγισις πλωτοῦ σκάφους παντὸς εἴδους καὶ οἱασδήποτε
χρήσεως καὶ ἰδιοκτησίας εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπόκειται εἰς
τὰς διατάξεις τοῦ εἰδικοῦ νομικοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς τοῦτο

49 Ἐπικυρωθεῖσα μὲ τὴν ὑπ ̓ ἀριθ. 450/26.4.2006 ἀποφάσεως τῆς ΥΠ.ΕΞ. Θ. Μπακογιάννη (Φ.Ε.Κ. 557 Β ́/4.5.2006).

47
43
ὁρίζεται ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸ ἄρθρον 105, παράγρ. 2 τοῦ ἰσχύοντος
Συντάγματος (1975), τὰ ἄρθρα 2, 176, 186 του Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ
Ἁγίου Ὄρους (Κ.Χ.Α.Ο.) καὶ τὸ ἄρθρον 30, παράγρ. 3 & 4 τοῦ Εἰδικοῦ
Κανονισμοῦ Λιμένος Στρατωνίου (Φ.Ε.Κ. 407 Β/25.4.1980), ὡς τοῦτο
ἐτροποποιήθῃ διά τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Εἰδικοῦ Κανονισμοῦ Λιμένος Ἱερισσοῦ
ἀριθμός 14 (Φ.Ε.Κ. 511 Β/22.9.1987).
2. Βάσει τῶν ἀνωτέρω ὁρίζεται ὅτι διά τὴν προσέγγισιν οἱουδήποτε
ἰδιωτικοῦ σκάφους, ἐκτὸς δηλονότι αὐτῶν τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, εἰς τὰς ἁγιορειτικὰς ἀκτὰς ἀπαιτεῖται, συμπληρωματικῶς πρὸς
τὰς ὑπὸ τοῦ νόμου προβλεπομένας ἀδείας, ἡ προηγουμένη ἔγκρισις τῆς
Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, ἢ ἐκτάκτως ἄδεια τῆς Ἱερᾶς
Ἐπιστασίας.
Ἀκολούθως, στὸ ἄρθρο 2 καταγράφονται οἱ κατηγορίες πλωτῶν μέσων, ἐκ τῶν
ὁποίων ἀπαιτεῖται χορήγηση ἀδείας ἐκ τῆς Ι.Κ. Παρομοίως δὲ ὡς πρὸς τὸ τί ἰσχύει
γιὰ τὰ ἁγιορειτικὰ ὀχήματα, στὸ ἄρθρο 3 παρ. 4 ὁρίζεται εἰδικὸ μητρῶο γιὰ τὰ σκάφη
ἁγιορειτικῆς ἰδιοκτησίας:
4. Τά κατόπιν ἀδείας τῆς Ἱερὰς Κοινότητος κατά τα ἀνωτέρῳ
ἀποκτώμενα σκάφη καταγράφονται εἰς εἰδικὸν Μητρῶον Σκαφῶν τῆς Ἱερὰς
Ἐπιστασίας καὶ λαμβάνουν σχετικὸν ἀριθμόν, τὸν ὁποῖον φέρουν ἐμφανῶς εἰς
ἑκατέραν τῶν πλευρῶν αὐτῶν, ἐκδίδεται δὲ ὑπὸ τῆς Ἱ. Ἐπιστασίας καὶ εἰδικὴ
ἔντυπος σχετικὴ ἄδεια. Ὁ χορηγούμενος ὑπὸ τῆς Ἱ. Ἐπιστασίας ὡς ἄνω
ἀριθμὸς καὶ ἡ σχετικὴ ἄδεια εἶναι διάφορος καὶ ἀνεξάρτητος τοῦ ἀριθμοῦ
νηολογίου καὶ τῆς ἀδείας σκοπιμότητος, τὴν ὁποίαν λαμβάνουν κατὰ τὴν
κειμένην νομοθεσίαν τοῦ Κράτους τὰ διάφορα σκάφη.
Ἀκόμα πιὸ σημαντικὴ κρίνεται ἡ κανονιστικὴ διάταξη «Περὶ ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως
εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγίου Ὄρους»50. Στὸ ἄρθρο 1 παρ. 1, ἡ νομοθετοῦσα τοῦτο
Ε.Δ.Ι.Σ., ἀναφέρουσα τοὺς λόγους ποὺ καθιστοῦν τὸ Α.Ο. καὶ τὸ προνομιακό του
καθεστὼς ἰδιαίτερο, ἀπαγορεύει τὴν ἀπὸ ἀέρος προσέγγιση αὐτοῦ, ἐνῶ στὰ
ἑπόμενα ἄρθρα: 2 (παρ. 1, 2 καὶ 4), 3 (παρ. 1, 2) καὶ 4 (παρ. 4), ἀναφέρεται στὴν
περίπτωση ποὺ κατ' ἐξαίρεσιν ἐπιτρέπεται, ἐφ' ὅσον κριθεῖ τοῦτο σκόπιμον ὑπὸ
τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν, ποὺ αὐτὲς ἀποκλειστικῶς παρέχουν τὴν ἄδεια
προσεγγίσεως, κάτι ποὺ ἀπαιτεῖται ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση ἐκτάκτου ἀνάγκης.
Τέλος, ἐπιβάλλεται ἀπαγόρευσις διελεύσεως ἄνωθεν τῶν Ἱ. Μονῶν, κατὰ τὴν ἔξοδο
τῶν ἀεροσκαφῶν πού -κατ' ἐξαίρεσιν- ἔλαβαν ἄδεια προσεγγίσεως:
Ἄρθρον 1
1. Ἐπὶ σκοπῷ διατηρήσεως τοῦ μοναχικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, προστασίας τῶν ἱστορικῶν μνημείων καί τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν

50 Ἐπικυρωθεῖσα μὲ τὴν ὑπ ̓ ἀριθ. 451/26.4.2006 ἀποφάσεως τῆς ΥΠ.ΕΞ. Θ. Μπακογιάννη (Φ.Ε.Κ. 557
Β ́/4.5.2006).

48
44
αὐτοῦ, ἀπαγορεύεται ἡ πραγματοποίησις ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως εἰς τὴν
περιοχὴν τῆς χερσονήσου αὐτοῦ.
Ἄρθρον 2
Κατ' ἐξαίρεσιν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπὸ ἀέρος προσέγγισις, κατόπιν
ἐνημερώσεως κατὰ περίπτωσιν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἢ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας,
[…]
Ἄρθρον 3
1. Ἡ Ἱ. Κοινότης, ἐφ' ὅσον κρίνει τοῦτο σκόπιμον καὶ ἀπαραίτητον,
παρέχει ἔγκρισιν ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως εἰς ἐξαιρετικὰς περιπτώσεις
μεταφορᾶς προσώπων […]
2. Ἡ Ἱ. Ἐπιστασία παρέχει ἄδειαν ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως, κατόπιν
αἰτήσεως τῶν ἐνδιαφερομένων, εἰς εὐλόγους περιπτώσεις ἀντιμετωπίσεως
ἐκτάκτων ἀναγκῶν.
Ἄρθρον 4
4. Μετά τὴν περαίωσιν τοῦ δηλωθέντος σκοποῦ πτήσεως καὶ
προσγειώσεως καὶ τὴν ἀπογείωσιν καὶ ἀναχώρησιν, τὰ ἐν λόγῳ ἀεροσκάφη
ἐξέρχονται τῆς ἐναερίου περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὴ ἐπιτρεπομένης τῆς
ἐλευθέρας πτήσεως ὑπεράνω ἄλλων Μονῶν διὰ λόγους περιηγητικοὺς ἢ
ἄλλους (λῆψιν ἀπὸ ἀέρος φωτογραφιῶν κ.λπ.).
Ὡς γενικὴ παρατήρηση ποὺ προκύπτει ἐκ τῶν περιορισμῶν ποὺ θέτουν οἱ
ἀνωτέρω ἁγιορειτικὲς κανονιστικὲς διατάξεις εἶναι ὅτι, πλὴν τῶν ἁγιορειτικῶν
αὐτοδιοικητικῶν ἀρχῶν, οὐδεμία ἄλλη αὐτοδιοίκητη ἢ ἀνεξάρτητη διοικητικὴ ἀρχὴ
δύναται νὰ ἐμποδίσει, πόσο μᾶλλον νὰ ἀπαγορεύσει, τὴν προσέγγιση ἀπὸ ἐδάφους,
θαλάσσης ἢ ἀέρος ἐπὶ τμήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Καθίσταται ἑπομένως
σαφές, ἀφ' ἑνὸς τὸ ἰδιαίτερο εὗρος ἐξουσίας ποὺ οἱ ἁγιορειτικὲς διοικητικὲς ἀρχὲς
ἀπολαμβάνουν, ἀφ' ἑτέρου, ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὅλως διάφορος (ἑτερόνομη) ἔννομη
ἁγιορειτικὴ τάξη, εἰδικῶς ὡς πρὸς κρίσιμης σημασίας δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις
ποὺ θεμελιώνονται στὴν Ἑλληνικὴ συνταγματικὴ τάξη.

3.10. Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ νομοθεσία περὶ δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων


Μετά τὴν συνταγματικὴ ἀναθεώρηση τοῦ 1975, τὴν πρώτη τῆς
Μεταπολίτευσης, ἡ Ἑλληνικὴ δασικὴ νομοθεσία διαρρυθμίζεται ἀπὸ τὸ νομικὸ
πλαίσιο ποὺ συγκροτεῖται ἀπὸ τὰ ἄρθρα 17, 24 καὶ 117 τοῦ Συντάγματος καὶ ἀπὸ τὴν
βασικὴ νομοθεσία τῶν νόμων 998/1979, 3208/2003 καὶ 4819/2021, ἡ ὁποία
ἐπικουρεῖται ἀπὸ ἕνα συμπληρωματικὸ σῶμα νόμων (ἐνδεικτικά, 1650/1986,
1734/1987, 1892/1990, 2169/1993, 2664/1998, 2945/2001, 3105/2003).
Ἀναλυτικότερα, κατὰ τὸ ἄρθρο 17 παρ. 6 τοῦ Συντάγματος, ἰσχύει ὅτι:

49
45
Ὅταν πρόκειται νὰ ἐκτελεστοῦν ἔργα κοινῆς ὠφέλειας ἢ γενικότερης
σημασίας γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς Χώρας, νόμος μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει τὴν
ἀπαλλοτρίωση ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου εὐρύτερων ζωνῶν, πέρα ἀπὸ τίς ἐκτάσεις
ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν ἔργων. […]
Ἐπίσης κατὰ τὸ ἄρθρο 117 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος, ἰσχύει ὅτι:
Ἡ ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση δασῶν ἢ δασικῶν ἐκτάσεων ποὺ
ἀνήκουν σὲ φυσικὰ ἢ νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ ἢ δημοσίου δικαίου
ἐπιτρέπεται μόνο ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου σύμφωνα μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ ἄρθρου
17, γιὰ λόγους δημόσιας ὠφέλειας· διατηρεῖται πάντως ἡ μορφή τους
ἀμετάβλητη ὡς δασική.
Τέλος, κατὰ τὸ ἄρθρο 24 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, ἰσχύει ὅτι:
Ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ καὶ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος ἀποτελεῖ
ὑποχρέωση τοῦ Κράτους καὶ δικαίωμα τοῦ καθενός. Γιὰ τὴ διαφύλαξή του τὸ
Κράτος ἔχει ὑποχρέωση νὰ παίρνει ἰδιαίτερα προληπτικὰ ἢ κατασταλτικὰ
μέτρα στὸ πλαίσιο τῆς ἀρχῆς τῆς ἀειφορίας. [...] Ἀπαγορεύεται ἡ μεταβολὴ
τοῦ προορισμοῦ τῶν δασῶν καὶ τῶν δασικῶν ἐκτάσεων, ἐκτὸς ἂν προέχει γιὰ
τὴν Ἐθνικὴ Οἰκονομία ἡ ἀγροτικὴ ἐκμετάλλευση ἢ ἄλλη τους χρήση, ποὺ τὴν
ἐπιβάλλει τὸ δημόσιο συμφέρον.
Στό πλαίσιο ὅμως τῆς συνταγματικῆς ἀναγνώρισης τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου
(ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος), βάσει τοῦ ὁποίου ὑπαγορεύεται ἡ μὴ συμπερίληψις
τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου στὸ διοικητικὸ σύστημα τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης51 (ἡ
ὁποία διαμορφώνεται σὲ διοικητικὲς κατατμήσεις πρώτου καὶ δευτέρου βαθμοῦ,
δηλαδὴ σὲ Δήμους καὶ σὲ Περιφέρειες, μὲ τίς δεύτερες νὰ συνδέονται μὲ τίς
Ἀποκεντρωμένες Διοικήσεις), ὡς συνέπεια ἰσχύει καὶ ἡ μὴ ὑπαγωγὴ τῶν δασῶν καὶ
δασικῶν ἐκτάσεων τοῦ Α.Ο. στὰ ὅσα ὁρίζουν οἱ σχετικοὶ νόμοι τοῦ Κράτους περὶ τῆς
διαχείρισης καὶ τοῦ ἐλέγχου τῶν ἀντιστοίχων δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων τῆς
Ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν μὴ ἰσχὺ τῶν ὅσων διαλαμβάνει ἡ
Ἑλληνικὴ δασικὴ νομοθεσία γιὰ αὐτό.
Στόν Κ.ΧΑ.Ο. (ἄρθρο 2) καθίσταται ἄλλωστε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι, ὡς πρὸς τὴν
θεμελιώδη ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας ἐν γένει, πλὴν τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Α.Ο.,
οὐδεὶς ἄλλος δικαιοῦται νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης:
Πλὴν τῶν ἀνωτέρῳ εἴκοσι Κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν οὐδενὶ ἀπολύτως
ἐπιτρέπεται δικαίωμα ἰδιοκτησίας ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.
Συνέπεια τῆς ἀνωτέρῳ διάταξης εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ δημοσίου (ἢ καὶ ἰδιωτικοῦ)
δάσους δὲν δύναται νὰ ὑφίσταται ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ ΑΟ. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ
ἄρθρο 169 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., καθιστὰ σαφὲς ὅτι:

51 Βλ. ν. 3852/2010, “Πρόγραμμα Καλλικράτης”.

50
46
Τὰ δάση τῆς χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν ὑπάγονται εἰς τοὺς
σχετικοὺς δασικοὺς νόμους τοῦ Κράτους.
Ὁμοίως, στὸ ἄρθρο 1 τῆς Κανονιστικῆς Διατάξεως Φ.7611.1/11/ΑΣ 983/20.9.1995,
ἐπαναλαμβάνεται ὁ ὁρισμὸς τοῦ ἄρθρου 169 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.:
Τά δάση τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὴ ὑπαγόμενα εἰς τοὺς
δασικοὺς νόμους τοῦ Κράτους (ἄρθρον 169 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.), διέπονται ὑπὸ
τῆς παρούσης Κανονιστικῆς Διατάξεως.
Κατὰ δὲ τὸ ἄρθρο 2 τῆς ἀνωτέρῳ Κανονιστικῆς Διατάξεως, συγκεκριμενοποιεῖται ὅτι:
Τά καθ' ἅπαν τὸ Ἅγιον Ὄρος δάση, ὡς ἰδιοκτησία τῶν Κ ́ Ἱερῶν Μονῶν,
διαχειρίζονται, καλλιεργοῦνται καὶ προστατεύονται ὑπʼ αὐτῶν52.
Συμφώνως δὲ πρὸς τὸ ἄρθρο 181 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὁρίζεται τὸ ἀπολύτως
ἀναπαλλοτρίωτον -ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καί- τῶν ἁγιορειτικῶν δασῶν καὶ δασικῶν
ἐκτάσεων:
Πᾶσα ἡ ἀκίνητος περιουσία τῶν ἱερῶν Μονῶν εἶναι ἀπολύτως
ἀναπαλλοτρίωτος ὡς πρᾶγμα θείῳ δικαίῳ.
Ἐπιπροσθέτως, ὡς πρὸς τὰ ζητήματα τῶν ὁριακῶν διαφορῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει,
ἀναγνωρίζεται ἡ ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς ἁγιορειτικῆς δικαστικῆς
ἐξουσίας, πρὸς ἐπίλυσίν τους. Συγκεκριμένα, ἰσχύει κατὰ τὸ ἄρθρο 9 τοῦ Ν.Δ. τοῦ
1926:
Ἡ Ἁγιορειτικὴ δικαστικὴ ἁρμοδιότης κανονίζεται ὡς ἀκολούθως:
1. Αἱ Μοναστηριακαὶ Συνάξεις καὶ Γεροντίαι κανονικῶς συγκεκροτημέναι
καὶ προεδρευόμεναι δικάζουσι πρωτοδίκως:
γ) Τὰς μεταξὺ δύο ἐξαρτημάτων τῆς οἰκείας μονῆς ὁριακὰς ἢ ἄλλας
διαφοράς.
2. Ἡ Ἱερὰ Κοινότης δικάζει:
Πρωτοδίκως: Πάσας τὰς ὁριακὰς μεταξὺ τῶν Ἱερῶν Μονῶν διαφοράς,
ὡς καὶ τὰς μεταξὺ Μονῆς τινος καὶ ἐξαρτήματος αὐτῆς οἱασδήποτε ἐκ τῶν
ὁμολόγων τοιαύτας, ὡς ἐπίσης καὶ τὰς μεταξὺ ἐξαρτημάτων δύο ἢ πλειόνων
Μονῶν διαφοράς.
Κατ' ἔφεσιν: Τὰς ἐφέσεις κατὰ τῶν ἀποφάσεων τῶν Μοναστηριακῶν
Γεροντιῶν καὶ Συνάξεων.

52 Τό ἐν λόγῳ ἄρθρο ἀπηχεῖ τὸ ἄρθρο 163 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.: “ἡ ἐπικαρπία τῶν παρὰ τῶν κελλίων καλλιεργουμένων
κτημάτων αὐτῶν ἀνήκει ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς αὐτά, πλὴν τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν δασῶν αὐτῶν, ἥτις
ἀνήκει ἀποκλειστικῶς τῇ κυριάρχῳ μονῆ, ὑποχρεουμένη νὰ λαμβάνῃ ὑπ' ὄψει τὰς ἑκάστοτε ἀνάγκας τῶν
κελλίων τούτων”.

51
47
Ἡ δὲ ἀκολουθητέα δικαστικὴ διαδικασία, περιγράφεται στὰ ἄρθρα 14-34 τοῦ Ν.Δ. τοῦ
1926 καὶ 44-46 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
Δεδομένου ἑπομένως τῶν ὅσων ὁρίζει ὁ Κ.Χ.Α.Ο., θὰ παρατεθοῦν ἐν συντομίᾳ οἱ
συνέπειες ἐκ τῆς μὴ ἰσχύος τῶν κύριων σημείων ἐκ τῆς βασικῆς δασικῆς νομοθεσίας.
Ἐν ἀντιθέσει, λοιπόν, μὲ τὰ ὅσα ὁρίζει ἡ βασικὴ δασικὴ νομοθεσία, γιὰ τὴν
περίπτωση τοῦ Α.Ο. ἰσχύει ὅτι:
1. Ἐνῶ ἀναγράφονται στὸ ἄρθρο 3 παρ. 6 του ν. 998/1979 οἱ ἕξι (6)
περιπτώσεις δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων ὅπου δὲν ὑπάγονται στὶς διατάξεις
τοῦ συγκεκριμένου νόμου, τὸ Α.Ο. -παρότι σαφῶς δὲν ὑπάγεται στὶς ἐν λόγῳ
διατάξεις- δὲν συναριθμεῖται μὲ τίς ἕξι, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ πρόσθετη
ἐπιβεβαίωση τοῦ ἰδιοτύπου χαρακτῆρος τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου.
2. Δέν ἀποτελοῦν τὰ ἁγιορειτικὰ δάση καὶ οἱ δασικὲς ἐκτάσεις
ἁρμοδιότητα τῆς δασικῆς ὑπηρεσίας ἢ ἄλλων δημοσίων ὑπηρεσιῶν, π.χ. τοῦ
Ὑπουργείου Ἀγροτικῆς Ἀνάπτυξης καὶ Τροφίμων, ἢ τοῦ Ὑπουργείου
Πολιτισμοῦ καὶ Ἀθλητισμοῦ (βλ. ἄρθρο 5 τοῦ ν. 998/1979).
3. Δέν ὑφίσταται οὐδεμία κυριότητα τοῦ Ε.Κ. (ἢ ἄλλα ἐμπράγματα
δικαιώματα) στὰ ἁγιορειτικὰ δάση καὶ τίς δασικὲς ἐκτάσεις του, μὲ συνέπεια
τὴν μὴ ἁρμοδιότητα οὐδενὸς Συμβουλίου Ἰδιοκτησίας Δασῶν ἐπʼ αὐτῶν (βλ.
ἄρθρο 8 τοῦ ν. 998/1979).
4. Οὐδέν δασοτεχνικὸ ἔργο δύναται νὰ διαταχθεῖ ὑπὸ τῆς οἱασδήποτε
δασικῆς ὑπηρεσίας, στὴν περίπτωση τῶν ἁγιορειτικῶν δασῶν καὶ δασικῶν
ἐκτάσεων.
5. Οὐδεμία ὑποχρέωσις προκύπτει γιὰ τίς ἰδιοκτήτριες Ἱερὲς Μονές,
ἀπόδοσης προσόδου πρὸς ἐκτέλεσιν ποικίλων δασικῶν ἔργων (πρβλ. ἄρθρο
17 παρ. 4 τοῦ ν. 998/1979).
6. Οὐδεμία ἐπιτήρησις ὑφίσταται ὑπὸ τῶν κρατικῶν δασικῶν ἀρχῶν ἐπὶ
τῶν ἁγιορειτικῶν δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων (πρβλ. ἄρθρο 18 παρ. 1 τοῦ
ν. 998/1979).
7. Δέν ἀνήκει στὴν δικαιοδοσία τοῦ Ὑπουργοῦ Ἀγροτικῆς Ἀνάπτυξης καὶ
Τροφίμων ἡ "ὑπὸ ὄρους εἰσαγωγὴ κάθε εἴδους ξυλείας, φυτῶν, σπόρων,
φυτοχώματος ἢ ἄλλων ὑλικῶν ἢ προϊόντων ποὺ εἶναι φορεῖς βλαπτικῶν
ὀργανισμῶν ἢ φυτονόσων τῆς δασικῆς βλάστησης καὶ τῶν προϊόντων της,
καθὼς καὶ ἡ χρήση χημικῶν οὐσιῶν ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει βλάβη ἢ
φθορὰ στὴ δασικὴ βλάστηση καὶ γενικότερα στὸ δασικὸ περιβάλλον", στὸ
Α.Ο. (προσθήκη παραγράφου 3 στὸ ἄρθρο 19 τοῦ ν. 998/1979, βλ. ἄρθρο 1
παρ. 6 τοῦ ν. 3208/2003).
8. Δέν ὑφίσταται ἡ ὑποχρέωσις δημιουργίας "ἀναγκαστικῶν δασικῶν
συνεταιρισμῶν" (βλ. ἄρθρο 22 παρ. 1 τοῦ ν. 998/1979).
9. Οὐδεμία ἰδιοκτήτρια Ἱερὰ Μονὴ δὲν δύναται νὰ διαθέσει ἐκτάσεις ποὺ
ἀνήκουν σὲ αὐτές, στὸ Δημόσιο πρὸς δασοπονικὴ ἐκμετάλλευση ἢ
52
48
ἀναδάσωση (πρβλ. ἄρθρο 40 παρ. 1 καὶ 41 παρ. 1 τοῦ ν. 998/1979, καθὼς
καί τῆς παρ. 8 τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ ν. 3208/2003), ἀντιθέτως, κατὰ τὸ ἄρθρο 16
τῆς Κανονιστικῆς Διάταξης Φ.7611.1/11/ΑΣ 983/20.9.1995 ἡ ἐκμετάλλευση
"ἐνεργεῖται ἀπʼ εὐθείας ὑπὸ τῶν ἰδιοκτητριῶν Ἱερῶν Μονῶν συμφώνως πρὸς
τὰ ἀνέκαθεν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κρατοῦντα καὶ πρὸς τὰς ἰσχυούσας δασοπονικὰς
ἀρχάς”.
10. Οὐδεμία ἀπαλλοτρίωσις δάσους ἢ δασικῆς ἐκτάσεως ἐπιτρέπεται53,
ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀναδασώσεως (πρβλ. ἄρθρο 43 παρ. 1
καὶ 4 τοῦ ν. 998/1979).
11. Οὐδεμία ἐπέμβασις ἐπιτρέπεται στὰ ἁγιορειτικὰ δάση καὶ τίς
ἀντίστοιχες δασικὲς ἐκτάσεις, καθὼς οὐδεμία ἁρμοδιότητα ὑφίσταται ἐπʼ
αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Ὑπουργοῦ Ἀγροτικῆς Ἀνάπτυξης καὶ Τροφίμων (πρβλ. ἄρθρο
45 παρ. 2 τοῦ ν. 998/1979).
12. Δεν δύνανται νὰ παραχωρηθοῦν ἁγιορειτικὰ δάση καὶ ἀντίστοιχες
δασικὲς ἐκτάσεις πρὸς τουριστικὴ χρήση (ἄρθρο 51 τοῦ ν. 998/1979), πρὸς
δημιουργία νοσοκομείων ἢ κατασκηνώσεων (βλ. ἄρθρο 54 τοῦ ν. 998/1979),
πρὸς βιομηχανικὴ χρήση (βλ. ἄρθρο 56 τοῦ ν. 998/1979), πρὸς μεταλλευτικὴ
καὶ λατομευτικὴ χρήση (βλ. ἄρθρο 57 τοῦ ν. 998/1979). Δὲν δύνανται ἐπίσης
τὰ ἁγιορειτικὰ δάση καὶ οἱ δασικὲς ἐκτάσεις, νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ὅπου
ἐπιτρέπεται σὲ αὐτὰ ἡ "κατάληψις καὶ ἐκχέρσωσις" πρὸς δημιουργίαν
μεγάλων δημοσίων ἔργων ὅπως πχ ἀεροδρομίων, τεχνητῶν λιμνῶν ἢ
φραγμάτων (βλ. ἄρθρο 58 τοῦ ν. 998/1979 καὶ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου 1
παρ. 13 τοῦ ν. 3208/2003), ἡ διενέργεια πάσης φύσεως ἀρχαιολογικῶν καὶ
ἀνασκαφικῶν ἐρευνῶν (βλ. ἄρθρο 60 τοῦ ν. 998/1979 καὶ παρ. 18 τοῦ
ἄρθρου 1 τοῦ ν. 3208/2003), καὶ τέλος δὲν ὑφίσταται ἡ δυνατότητα -ποὺ
γενικῶς παρέχεται ὑπὸ τοῦ Νόμου- δημιουργίας σὲ αὐτὰ στρατιωτικῶν καὶ
ὀχυρωματικῶν ἔργων (βλ. ἄρθρο 59 τοῦ ν. 998/1979).
13. Τό Ἑλληνικὸ Δημόσιο δὲν δύναται νὰ προβεῖ εἰς ἀποτερματισμὸ καὶ
ὁροθέτηση τῶν δασῶν τοῦ Α.Ο. (βλ. ἄρθρο 73 τοῦ ν. 998/1979).
14. Τέλος, δὲν ἰσχύουν οἱ ποινικὲς κυρώσεις ποὺ προβλέπονται ὑπὸ
τῶν ἄρθρων 68-71 τοῦ ν. 998/1979, ποὺ ἐπιβάλλονται σὲ περίπτωση
παράβασης τῶν λοιπῶν διατάξεών του. Ἐξ ἀντιθέτου, "Αἱ ζημίαι ἐπὶ κτημάτων
καὶ δασῶν ὡς καὶ αἱ παραβάσεις ἐπὶ τῶν κανονιστικῶν διατάξεων καὶ
καθεστώτων τοῦ Ἁγ. Ὄρους" (βλ. ἄρθρο 6 τῆς Κανονιστικῆς Διατάξεως "Περὶ
ἀγροασφαλείας ἐν Ἁγίῳ Ὄρει" Φ.Ε.Κ. 190 Β/15.11.1948), ἀντιμετωπίζονται
ὑπὸ τῶν ἄρθρων 15 καὶ 33 τῆς Κανονιστικῆς Διάταξης Φ.7611.1/11/ΑΣ
983/20.9.1995, ποὺ μὲ τὴν σειρά τους, παραπέμπουν στὰ σχετικὰ ἄρθρα 6, 7,
8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 10, 20 και 21 τῆς Κανονιστικῆς Διατάξεως "Περὶ
ἀγροασφαλείας ἐν Ἁγίῳ Ὄρει" (Φ.Ε.Κ. 190 Β/15.11.1948), ὅπου

53 Βλ. ἄρθρο 181 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.

53
49
περιγράφονται οἱ κατὰ τίς παραβάσεις ἀνάλογες ποινικὲς εὐθύνες, καθὼς καὶ
ἡ ἀκολουθητέα δικαστικὴ διαδικασία ἀπόδοσης αὐτῶν, διʼ ἀποφάσεως τῆς
Ἱερᾶς Κοινότητος, ἐνώπιον τοῦ ἁρμοδίου εἰρηνοδικείου τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας,
συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 40 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
Ἑν κατακλεῖδι, ἐκ τῶν ὅσων παρατέθηκαν, καθίσταται σαφὴς ἡ μὴ ἰσχὺς τῶν
συνταγματικῶν ὁρισμῶν περὶ δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ
σύνολο τῆς σχετικῆς πρὸς αὐτὰ νομοθεσίας. Ἐπίσης, καθὼς τὰ προνόμια τοῦ
Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μὲ τὸ ἔδαφος ἐπὶ τοῦ ὁποίου αὐτὰ
ἰσχύουν -δεδομένου δὲ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ ἁγιορειτικοῦ
ἐδάφους τὸ ἀποτελοῦν τὰ δάση καὶ οἱ δασικὲς ἐκτάσεις, ἐκ τῆς μὴ ἰσχύος τῆς
σχετικῆς κρατικῆς νομοθεσίας ἐπ αὐτῶν- συμπεραίνεται ὁ de jure περιορισμὸς τῆς
ἀρχῆς τῆς ἐδαφικότητας στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο.

3.11 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν ἐπιτάξεων


Συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 22 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος, ἰσχύει:
Ὁποιαδήποτε μορφὴ ἀναγκαστικῆς ἐργασίας ἀπαγορεύεται. Εἰδικοὶ
νόμοι ρυθμίζουν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίταξη προσωπικῶν ὑπηρεσιῶν σὲ
περίπτωση πολέμου ἢ ἐπιστράτευσης ἢ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἀναγκῶν τῆς
ἄμυνας τῆς Χώρας ἢ ἐπείγουσας κοινωνικῆς ἀνάγκης ἀπὸ θεομηνία ἢ
ἀνάγκης ποὺ μπορεῖ νὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὴ δημόσια ὑγεία, καθὼς καὶ τὰ
σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰ προσωπικῆς ἐργασίας στοὺς ὀργανισμοὺς τοπικῆς
αὐτοδιοίκησης γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοπικῶν ἀναγκῶν.
Ἐντός ὅμως τῆς ἁγιορειτικῆς δικαιοταξίας, οὐδεὶς "εἰδικὸς νόμος" σχετικὸς πρός τα
ἀνωτέρῳ ἰσχύει (ληφθέντων ἐπιπλέον ὑπʼ ὄψιν καὶ τῶν ὅσων ἔχουν ἐκτεθεῖ στήν
παράγραφο 3.6), ἐνῶ ἀντιθέτως, ἰσχύει ἡ κατὰ τὸ ἄρθρο 168 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. διάταξις, ἡ
ὁποία ὁρίζει ὡς ἀποκλειστικὴ ἐξουσία ἐπί τῶν κάθε λογῆς ἐπιτάξεων τὴν Ἱερὰ
Κοινότητα καὶ μόνον:
Ἐπιτάξεις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἐνεργοῦνται μόνον ἀποφάσει τῆς Ἱερᾶς
Κοινότητος.

3.12 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας


Στό ἄρθρο 17 παρ. 1 καὶ 2 τοῦ Συντάγματος διασφαλίζεται, ὡς θεμελιῶδες δικαίωμα,
ἡ προστασία τῆς ἰδιοκτησίας, ὑπὸ τοὺς ἑξῆς ὅμως περιορισμούς:
Ἡ ἰδιοκτησία τελεῖ ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Kράτους, τὰ δικαιώματα ὅμως
ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴ δὲν μποροῦν νὰ ἀσκοῦνται σὲ βάρος τοῦ γενικοῦ
συμφέροντος.

54
50
Kανένας δὲν στερεῖται τὴν ἰδιοκτησία του, παρὰ μόνο γιὰ δημόσια
ὠφέλεια ποὺ ἔχει ἀποδειχθεῖ μὲ τὸν προσήκοντα τρόπο, ὅταν καὶ ὅπως ὁ
νόμος ὁρίζει, καὶ πάντοτε ἀφοῦ προηγηθεῖ πλήρης ἀποζημίωση, ποὺ νὰ
ἀνταποκρίνεται στὴν ἀξία τὴν ὁποία εἶχε τὸ ἀπαλλοτριούμενο κατὰ τὸ χρόνο
τῆς συζήτησης στὸ δικαστήριο γιὰ τὸν προσωρινὸ προσδιορισμὸ τῆς
ἀποζημίωσης. Ἄν ζητηθεῖ ἀπευθείας ὁ ὁριστικὸς προσδιορισμὸς τῆς
ἀποζημίωσης, λαμβάνεται ὑπόψη ἡ ἀξία κατὰ τὸ χρόνο τῆς σχετικῆς
συζήτησης στὸ δικαστήριο.
Βάσει τοῦ ἀνωτέρῳ συνταγματικοῦ ἄρθρου, οὐδεὶς δύναται νὰ στερηθεῖ τῆς
ἰδιοκτησίας αὐτοῦ (εἰ μὴ γιὰ λόγους δημοσίας ὠφελείας). Ἡ γενικὴ αὐτὴ ἀρχὴ ἰσχύει
τόσο ὡς ἀτομικὸ ἀμυντικὸ δικαίωμα (σχετίζεται δηλαδὴ μὲ τὸ θεμελιῶδες φυσικὸ καὶ
συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας), ὅσο καὶ ὡς
κοινωνικὸ δικαίωμα. Ἡ συνταγματικὴ κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς (ἀλλὰ καὶ
συλλογικῆς) ἰδιοκτησίας συμπληρώνει τὴν ἐλευθερία δράσης καὶ διαμόρφωσης,
καθὼς ἀναγνωρίζει τὴν ὑπόσταση τῶν περιουσιακῶν ἀγαθῶν. Ὁ κάθε πολίτης
διαθέτει τὸ δημόσιο ἀτομικὸ δικαίωμα νὰ ἀξιώνει ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία τὴν
προστασία τοῦ ἔννομου ἀγαθοῦ τῆς ἰδιοκτησίας. Στὴν δὲ ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας
περιλαμβάνονται τὰ δικαιώματα διατήρησης, χρήσης καὶ κάρπωσης, μετακίνησης,
διάθεσης, συντήρησης καὶ μετατροπῆς τῆς ἰδιοκτησίας.
Παρ' ὅτι ὅμως ἡ εὐρύτερη συνταγματικὴ θεώρηση συνδέει τὴν ἰδιοκτησία μὲ τὴν
ἐλευθερία, ἡ ἄσκηση τῆς ἰδιοκτησίας εἰς βάρος τοῦ γενικοῦ συμφέροντος,
ἀπαγορεύεται. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ τίθεται καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγκαστικῆς
ἀπαλλοτρίωσης. Κατὰ τὸ Σύνταγμα ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση εἶναι ἡ στέρηση
τῆς ἰδιοκτησίας μὲ μονομερῆ πράξη τοῦ κράτους, γιὰ λόγους δημόσιας ὠφέλειας,
ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὸν νόμο καὶ ἔναντι ἀποζημίωσης, ἡ ὁποία προσδιορίζεται
δικαστικῶς. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρόκειται γιὰ μονομερῆ διοικητικὴ πράξη, δὲν
πρόκειται δηλαδὴ γιὰ συμβατικὴ σύμπτωση βουλήσεων, ἀλλὰ γιὰ στέρηση τῆς
ἰδιοκτησίας γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὀφείλεται τίμημα, ἀλλὰ καταβολὴ πλήρους
ἀποζημίωσης. Ὡς πλήρης ἀποζημίωση θεωρεῖται ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ ἰδιοκτήτης
τοῦ ἀπαλλοτριουμένου μπορεῖ νὰ τὸ ἀντικαταστήσει μὲ ἄλλο ἰσάξιο, δηλαδὴ ὅταν ἡ
ἀποζημίωση καλύπτει τὸ ἑνιαῖο σύνολο τῆς ζημίας ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν
ἀπαλλοτρίωση στὴν ἰδιοκτησία.
Στην περίπτωση δὲ ποὺ συγκρούεται τὸ ἰδιωτικὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας μὲ τὸ
δημόσιο συμφέρον, τὸ Σύνταγμα τὴν αἵρει, μὲ τὸν θεμελιώδη συμβιβασμὸ τῆς
ὑπεροχῆς τοῦ δημόσιου συμφέροντος καὶ τὴν πλήρη ἀποζημίωση τοῦ ἰδιοκτήτη.
Στὸ ἁγιορειτικὸ ὅμως Δίκαιο οἱ ἀνωτέρῳ ἰσχύοντες κανόνες καὶ δικαιώματα, παρ' ὅτι
συνταγματικὰ ὁρισμένα καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑποχρεωτικά, δὲν ἰσχύουν. Ὡς Μοναστικὴ
Πολιτεία τὸ Α.Ο., θεμελιωδῶς διέπεται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Μοναχικὰ
θέσμια. Εἰδικότερα ὁ ΙΒ᾽ Ἱερὸς Κανὼν τῆς Ζ᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ τὴν
ἱεροκανονικὴ βάση ὥστε στὸ Α.Ο. νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπαλλοτρίωση τῆς ἀκινήτου
περιουσίας τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Τοῦτο σημαίνει ἐπιπλέον, τὴν παντελῆ ἀπουσία

55
51
δημόσιας ἢ ἰδιωτικῆς ἀκίνητης περιουσίας στὸ Α.Ο., κληρονομικὰ μεταβιβάσιμης, καὶ
ἡ ὁποία νὰ συνιστᾷ ἀτομικὸ δικαίωμα ποὺ νὰ παρέχει στὸν φορέα του τὴν ἐλευθερία
νὰ χρησιμοποιεῖ καὶ νὰ διαθέτει τὴν ἰδιοκτησία του κατὰ τὸ δοκοῦν.
Συγκεκριμένα, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 181 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὁρίζεται τὸ ἀπολύτως
ἀναπαλλοτρίωτον τοῦ συνόλου της ἀκινήτου περιουσίας ἐν Ἁγίῳ Ὄρει,
ἀνεξαρτήτως συνθηκῶν, καὶ ἡ ὁποία δὲν ἀποτελεῖ ἰδιωτικὴ περιουσία τῶν
προσώπων ποὺ συνθέτουν τὰ ὄργανα διοίκησης τῶν Ἱερῶν Μονῶν (δηλαδὴ τῶν
Γεροντικῶν Συνάξεων, οἱ ὁποῖες διαχειρίζονται τὴν καθόλου περιουσία τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς, βλ. ἄρθρο 13 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.):
Πᾶσα ἡ ἀκίνητος περιουσία τῶν ἱερῶν Μονῶν εἶναι ἀπολύτως
ἀναπαλλοτρίωτος ὡς πρᾶγμα θείῳ δικαίῳ.
Τό ἀπολύτως ἀναπαλλοτρίωτον θεμελιώνεται βεβαίως στὸν ὁρισμὸ τοῦ ἄρθρου 2
τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.:
Πλὴν τῶν ἀνωτέρω εἴκοσι Κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν οὐδενὶ ἀπολύτως
ἐπιτρέπεται δικαίωμα ἰδιοκτησίας ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.
Στήν σχετικὴ συνάφεια τῶν δύο ἀνωτέρων δεσμευτικῶν διατάξεων, ἐντάσσεται καὶ τὸ
ἄρθρο 100 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.:
Ἐκποίησις κτημάτων ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπ΄ οὐδενὶ λόγῳ
ἐπιτρέπεται. Ἀνταλλαγὴ αὐτῶν εἶναι δυνατή.
Ἐπιπλέον κατὰ τὸ ἄρθρο 106 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. συγκεκριμενοποιεῖται ὅ,τι ἀφορᾷ στὸ
τμῆμα τῆς ἀκινήτου ἰδιοκτησίας ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις:
Τὰ κτήματα τῶν ἱερῶν μονῶν ἐν γένει, τὰ ἐκτὸς καὶ ἐντὸς τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, μὴ τελοῦντα ὑπὸ ἑξάρτησίν τινά ἀπὸ τοῦ ἐπὶ τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν ἤ ἄλλου τινὸς Ὑπουργείου τοῦ Κράτους, μισθοῦνται ἢ
καλλιεργοῦνται διʼ αὐτεπιστασίας ὑπ' αὐτῶν ἀναλόγως τοῦ συμφέροντος
αὐτῶν.
Στό γενικὸ πλαίσιο τῶν ἀνωτέρῳ γενικῶν διατάξεων, πέραν τῶν ὁρισθέντων περὶ
τῶν δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων τοῦ Α.Ο., ὅσο καὶ τῶν καλλιεργούμενων
γεωργικῶν ἐκτάσεων, ὁ Κ.Χ.Α.Ο. καθορίζει καὶ τίς εἰδικὲς ἰδιοκτησιακὲς σχέσεις
μεταξὺ κυριάρχου Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τῶν ἐξαρτημάτων αὐτῆς (Ἱερὰ Κελλία κ.λπ.).
Συγκεκριμένα, κατὰ τὸ ἄρθρο 126 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ἀναφορικῶς πρὸς τὸ ἰδιοκτησιακὸ
καθεστὼς αὐτῶν, ἰσχύει:
Πάντα τὰ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἐξαρτήματα, Σκῆται, Κελλία, Καλύβαι,
Ἡσυχαστήρια, Καθίσματα, μετὰ τῆς περιοχῆς καὶ τῶν παραρτημάτων αὐτῶν,
εἶναι κατὰ τὰ ἀνέκαθεν κρατοῦντα, ἀναφαίρετα καὶ ἀναπαλλοτρίωτα
κτήματα τῶν κυριάρχων αὐτῶν Ἱερῶν Μονῶν.

56
52
3.13 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ οἱ ἐν γένει οἰκονομικὲς σχέσεις
Ἡ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία ἀποτελεῖ τὴν «ἐξωτερικὴ σφαῖρα τῆς προσωπικῆς
ἐλευθερίας» καὶ ἡ ἀποστολή της στὸ σύστημα τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων εἶναι νὰ
διασφαλίσει στὸν φορέα τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος μιὰ περιοχὴ ἐλευθερίας στὸν
χῶρο τῶν περιουσιακῶν δικαιωμάτων καὶ νὰ καταστήσει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δυνατὴ
τὴ διαμόρφωση τῆς ζωῆς του μὲ δική του εὐθύνη. Στὴν ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας
περιλαμβάνονται ἐμπράγματα δικαιώματα, δικαιώματα περιουσιακῆς φύσης ποὺ
ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τὸ ἰδιωτικὸ δίκαιο, ἑπομένως καὶ τὰ ἐνοχικὰ δικαιώματα καὶ
γενικότερα κάθε δικαίωμα οἰκονομικοῦ περιεχομένου. Σὲ μιὰ εὐρύτερη ἔννοια τῆς
περιουσίας, περιλαμβάνεται τελικά, κάθε ἰδιωτικὸ δικαίωμα τὸ ὁποῖο ἀναλύεται σὲ
μιὰ κληρονομήσιμη ἀξία ἢ ἀκόμη καὶ ἁπλᾶ οἰκονομικὰ συμφέροντα.
Τά κάθε εἴδους οἰκονομικὰ συμφέροντα προϋποθέτουν ὅμως οἰκονομικὲς σχέσεις,
ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες, τὸ ἐμπόριο. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὅμως, καθὼς καὶ οἱ
Ἐκκλησιαστικοὶ Κανόνες περὶ Μοναχισμοῦ (Μ. Βασιλείου κ.λπ.), τὸ ἀπαγορεύουν, ὡς
ἀνοίκειο γιὰ Μοναχούς, καθὼς τοὺς συνδέει μὲ (ἀπευκταῖες γιὰ αὐτοὺς) κοσμικὲς
φροντίδες. Ὁ Κ.Χ.Α.Ο. ἀποτυπώνει τὴν ἐν λόγῳ ἀπαγόρευση στὸ ἄρθρο 175 τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο:
Ἡ σύστασις ἐν ταῖς Μοναῖς ἤ ἐξαρτήμασιν ἐμπορικῶν καταστημάτων ὡς
καὶ ἡ ἄσκησις ἐμπορίου ἀντικειμένου μὴ ἰδιαζόντων ἢ ἀναγκαίων εἰς τὸν
τόπον, ἀπαγορεύεται ἀπολύτως.
Μάλιστα στὴν εἰδικὴ συνάφεια τοῦ ἰδιαίτερου θρησκευτικοῦ χαρακτῆρα τοῦ Α.Ο., τὸ
ἄρθρο 174 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐπιτάσσει καὶ τὸν ἑξῆς περιορισμό:
Ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ πώλησις εἰκόνων ἢ
τεχνουργημάτων ἐν γένει, ἐκτὸς αὐτοῦ κατασκευασθέντων, ὡς καὶ ἡ ὑπὸ
λαϊκῶν ἐν αὐτῷ κατασκευὴ τοιούτων. Ἀπηγορευμένη ἐπίσης εἶναι ἡ ἐπὶ
χάρτου τύπωσις τῶν εἰκόνων τῶν Μονῶν ἄνευ ἀδείας αὐτῶν.

3.14 Κ.Χ.Α.Ο. καὶ ἡ Νομοθετικὴ καὶ Δικαστικὴ Ἐξουσία


Οὐσιώδη σημασία ἔχει καὶ ἡ ἐν γένει θεώρηση τῆς -συμφώνως πρὸς τὸν
Κ.Χ.Α.Ο.- νομοθετικῆς ἐξουσίας τοῦ ἁρμοδίου νομοθετικοῦ ἁγιορειτικοῦ ὀργάνου
(τῆς Ἐκτάκτου Εἰκοσαμελοῦς Συνάξεως τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν), καθὼς καὶ τῆς
δικαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ διαθέτουν τὰ ἁγιορειτικὰ ὄργανα διοικήσεως (Γεροντικὲς
Συνάξεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἡ Ι.Κ., ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία καὶ ἡ Ἔκτακτος Εἰκοσαμελὴς
Σύναξις τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν), ἐν σχέσει πρὸς τὰ συνταγματικὰ ὁρισμένα περὶ τῶν
δύο ἐξουσιῶν.

57
53
3.14.1 Νομοθετική Ἐξουσία
Κατά τὸ ἄρθρο 73 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, στὴν Βουλὴ ἀνήκει ἡ νομοθετικὴ
ἐξουσία: "Τὸ δικαίωμα πρότασης νόμων ἀνήκει στὴ Bουλὴ καὶ στὴν Κυβέρνηση". Ἡ
Βουλὴ ψηφίζει νόμους ὁποιουδήποτε περιεχομένου, ὑπὸ τὸν μοναδικὸ περιορισμὸ
νὰ μὴν ἀντίκεινται στὸ Σύνταγμα ἢ σὲ ἄλλους κανόνες ἀνωτέρου τυπικοῦ κύρους.
Οἱ νόμοι ποὺ ψηφίζονται στὴν Βουλὴ ἀποκτοῦν ἰσχὺ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπικράτειας, ἐκτὸς ὅμως τοῦ Α.Ο., τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ Μοναστικὴ Πολιτεία. Ἡ εἰδικὴ
σχέση (προστασίας) μεταξὺ τοῦ Α.Ο. καὶ τοῦ Ε.Κ., θεμελιώνεται στὴν ἰσχὺ τῶν
ἀρχαίων προνομίων ποὺ ἀπολαμβάνει τὸ Α.Ο., ποὺ ἀντανακλῶνται στὴν ἐσωτερικὴ
ἁγιορειτικὴ νομοθεσία, τὸν Κ.Χ.Α.Ο., ποὺ διαρρυθμίζει καθολικά -μαζὶ μὲ τίς
ἁγιορειτικὲς Κανονιστικὲς διατάξεις54- τίς σχέσεις τῶν ἁγιορειτικῶν θεσμῶν, καθὼς
καὶ τὴν κοινωνικὴ ὅσο καὶ ἀτομικὴ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς ἁγιορειτικῆς Μοναστικῆς
Πολιτείας.
Ἀναφορικῶς μὲ τὸν Κ.Χ.Α.Ο., αὐτὸς οὔτε συντάχθηκε οὔτε ψηφίστηκε ὑπὸ τῆς
Βουλῆς, ἀντιθέτως, συντάχθηκε αὐτοβούλως, ἄνευ ἐκπροσωπήσεως τοῦ Ε.Κ., ὑπὸ
τοῦ μόνου ἁρμοδίου ἁγιορειτικοῦ νομοθετικοῦ ὀργάνου, τῆς Ἐκτάκτου Εἰκοσαμελοῦς
Συνάξεως τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Α.Ο., ποὺ κατὰ τὸ ἄρθρο 43 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
ἀποτελοῦν τὸ ἀνώτατο νομοθετικὸ καὶ δικαστικὸ σῶμα τῆς Ἀθωνικῆς Μοναχικῆς
Πολιτείας:
Ἀνώτατον νομοθετικὸν καὶ δικαστικὸν σῶμα ἐν Ἁγίῳ Ὄρει εἶναι ἡ
ἔκτακτος εἰκοσαμελὴς Σύναξις, ἀποτελουμένη ἐκ καθηγουμένων καὶ
προϊσταμένων τῶν εἴκοσι ἱερῶν μονῶν, συνερχομένη αὐτοδικαίως καὶ
προσκαλουμένη τυπικῶς ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι τὴν
15ην ἡμέραν μετὰ τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὴν 20ην Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους,
ἀποκεκλεισμένων τοῦ νομοθετικοῦ τούτου σώματος τῶν τακτικῶν
ἀντιπροσώπων.
Ὅπως μὲ τὴν σύνταξη καὶ ψήφιση τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., καὶ οἱ Κανονιστικὲς Διατάξεις
ἀποτελοῦν ἀντικείμενο ἀποκλειστικῆς ἄσκησης τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας τῆς
Ἐκτάκτου Εἰκοσαμελοῦς Συνάξεως, ποὺ εἶναι ἄλλοτε πρωτογενὴς καὶ ἄλλοτε
τροποποιητική, συμπληρωματικὴ ἢ καὶ καταργητική, προγενέστερης σχετικῆς
ρυθμίσεως. Ὁ δὲ χαρακτηρισμὸς τῆς Εἰκοσαμελοῦς Συνάξεως ὡς “Ἐκτάκτου”, δὲν
ἀφορᾷ τὴν χρονικὴ περιοδικότητα τῶν συνόδων της (κατὰ νόμο συνέρχεται δὶς τοῦ
ἔτους), ἀλλὰ τὸν ἐξαιρετικὸ χαρακτῆρα τῆς δικαιοδοσίας της σὲ σχέση μὲ αὐτὴν τῆς Ἱ.
Κοινότητος ποὺ εἶναι τακτική.
Ἐν κατακλεῖδι, ὁ Κ.Χ.Α.Ο. ἁπλῶς ἔχει ἐπικυρωθεῖ ὑπὸ τῆς Βουλῆς, ὥστε νὰ
ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐνσωμάτωσή του στὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη, στὸ πλαίσιο τῶν Διεθνῶν

54Σημειωτέον ὅτι, οἱ Κανονιστικὲς Διατάξεις δὲν δύνανται νὰ βρίσκονται σὲ ἀντίθεση μὲ τίς διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
(βλ. ἄρθρο 187 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.), ὅπως ἄλλωστε καὶ αὐτὸς ὁ Κ.Χ.Α.Ο. δὲν δύναται νὰ εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸ ἀρχαῖο
προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

58
54
Συνθηκῶν ποὺ ἔχει ὑπογράψει τὸ Ε.Κ. Ἀπόρροια δὲ τοῦ αὐτοδιοικήτου καθεστῶτος
τοῦ Α.Ο., εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ΚΧΑΟ δὲν δύναται νὰ μεταβληθεῖ ἢ νὰ
ἀναθεωρηθεῖ ὑπὸ τῆς μὴ συνταξάσης αὐτὸν Βουλῆς. Ὑπῆρξε μία ἅπαξ ἀπόπειρα
μεταβολῆς τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ὑπὸ τοῦ Ε.Κ. τὸ 1927, πλήν, τὸ τότε προτεινόμενο
νομοσχέδιο ἀπεσύρθη ὡς ἀντισυνταγματικό, καὶ οὐδέποτε ἐπανῆλθε55.Ὁμοίως καὶ
ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς τυπικῆς ἐπικυρώσεως τῶν ἁγιορειτικῶν Κανονιστικῶν
Διατάξεων, ὑπὸ τοῦ μόνου ἁρμόδιου Ὑπουργοῦ, τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν (βλ.
ἄρθρο 3 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926), αὐτός, στερεῖται τοῦ δικαιώματος νὰ ἐπιφέρει
τροποποίηση τῆς οἱανδήποτε Κανονιστικῆς Διατάξεως μονομερῶς, καθὼς ἐὰν
ἔπραττε τοῦτο, θὰ ὑποκαθιστοῦσε τὴν ἀποκλειστικῶς ἁρμόδια πρὸς σύνταξη καὶ
ψήφιση Εἰκοσαμελῆ Σύναξη τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν, κατὰ πλήρη παράβαση τοῦ
συνταγματικὰ ἀναγνωρισμένου αὐτοδιοικήτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρενθετικά ἂς σημειωθεῖ ὅτι, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν διαδικασία σύνταξης τοῦ
ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ τῆς κάθε συνταγματικά κατοχυρωμένης Α.Δ.Α.56, ποὺ
συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 2 παρ. 7 τοῦ Νόμου 3051/2002: “Τὰ θέματα ἐσωτερικῆς
λειτουργίας κάθε ἀνεξάρτητης ἀρχῆς ρυθμίζονται ἀπὸ ἐσωτερικὸ Κανονισμὸ ποὺ
ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν ἴδια καὶ δημοσιεύεται στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, ὁ ὁποῖος
πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τίς διατάξεις τοῦ Κώδικα Διοικητικῆς Διαδικασίας”, στὸ
Α.Ο., τόσο γιὰ τὸν Κ.Χ.Α.Ο. ὅσο καὶ γιὰ τίς Κανονιστικὲς Διατάξεις, δὲν ὑφίσταται
οὐδεμία ἀνάγκη ἢ πρόβλεψη, ὥστε νὰ ἀπαιτεῖται συμφωνία ἢ ἐναρμονισμὸς
αὐτῶν πρὸς κανέναν ἐπιμέρους διοικητικὸ κώδικα ἢ ἐν γένει Δίκαιο, καθὼς ὡς
πηγὲς τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Δικαίου, ἀποτυπώνουν, ὄχι μόνο τό -κατὰ τὰ ἀρχαῖα θέσμια
τοῦ Α.Ο.- καθεστὼς λειτουργίας τῶν ὀργάνων διοίκησης τῶν ἁγιορειτικῶν θεσμῶν
(Ἱερὲς Μονές, Ι.Κ. καὶ τὰ ὄργανά της), ἀλλὰ τὴν συνολικὴ διαρρύθμιση τῶν σχέσεων
ἐντὸς τοῦ ἐδάφους του, καθότι τὸ ΑΟ τυγχάνει αὐτοδιοίκητη περιοχὴ τοῦ Ε.Κ. καὶ
ὄχι ἁπλῶς κάποιος αὐτοδιοίκητος ὀργανισμός.

3.14.2 Δικαστική Ἐξουσία


Ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Δικαστικὴ Ἐξουσία, κατὰ τὸ ἄρθρο 87 τοῦ Συντάγματος,
ἰσχύει ὅτι:
Ἡ δικαιοσύνη ἀπονέμεται ἀπὸ δικαστήρια συγκροτούμενα ἀπὸ τακτικοὺς
δικαστές, ποὺ ἀπολαμβάνουν λειτουργικὴ καὶ προσωπικὴ ἀνεξαρτησία.
Οἱ δικαστὲς κατὰ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τους ὑπόκεινται μόνο στὸ
Σύνταγμα καὶ στοὺς νόμους καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν ὑποχρεοῦνται νὰ

55 ΥΔΙΑ ΥΠΕΞ, 1924-1927, 61.1,1 ἐν, Νικόπουλος (2017) σ.188.


56 Ἀναφέρεται ὡς περίπτωση αὐτόνομης σύνταξης ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ τὸ ὅλως
διάφορον τῆς ἀντιστοίχου ἁγιορειτικῆς.

59
55
συμμορφώνονται μὲ διατάξεις ποὺ ἔχουν τεθεῖ κατὰ κατάλυση τοῦ
Συντάγματος.
Ἡ ἐπιθεώρηση τῶν τακτικῶν δικαστῶν ἐνεργεῖται ἀπὸ δικαστὲς
ἀνώτερου βαθμοῦ καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν Εἰσαγγελέα καὶ τοὺς Ἀντεισαγγελεῖς τοῦ
Ἀρείου Πάγου, τῶν δὲ εἰσαγγελέων ἀπὸ ἀρεοπαγῖτες καὶ εἰσαγγελεῖς
ἀνώτερου βαθμοῦ, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ νόμου.
Στήν περίπτωση ὅμως τῆς Ἁγιορειτικῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, ἡ Δικαστικὴ Ἐξουσία
ἀσκεῖται ἀποκλειστικὰ ὑπὸ ἁγιορειτικῶν ὀργάνων, ἐξὸν τῶν ζητημάτων Ποινικοῦ
Δικαίου, ποὺ ἰσχύουν οἱ περιορισμοὶ ποὺ ἤδη ἀναφέρθηκαν στὴν ἑνότητα 3.1. Τὴν
λειτουργία τῆς ἁγιορειτικῆς δικαστικῆς ἐξουσίας περιγράφουν τὰ ἄρθρα 41-83 του
Κ.Χ.Α.Ο. Συγκεκριμένα, τακτικὰ Δικαστήρια πρώτου βαθμοῦ συγκροτοῦνται α) ὑπὸ
τοῦ καθηγουμένου καὶ τῆς Γεροντίας ἑκάστης Ἱερᾶς Μονῆς γιὰ ἀστυνομικὲς καὶ
ἀγορανομικὲς παραβάσεις στὰ ὅρια αὐτῆς, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πειθαρχικὰ
παραπτώματα ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καθὼς καὶ ὁριακὲς ἢ ἄλλες διαφορὲς
μεταξὺ ἐξαρτημάτων τῆς αὐτῆς Μονῆς (ἄρθρο 41 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.), β) ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς
Ἐπιστασίας, γιὰ ἀστυνομικὲς καὶ ἀγορανομικὲς παραβάσεις καθὼς καὶ
ἐκκλησιαστικὰ καὶ πειθαρχικὰ παραπτώματα, διαπραττόμενα στὶς Καρυὲς (ἄρθρο 40
τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.) καὶ γ) ἡ Ι.Κ. σὲ περίπτωση ὁριακῶν διαφορῶν μεταξὺ Ἱερῶν Μονῶν ἢ
ἐξαρτημάτων Ἱερῶν Μονῶν (ἄρθρο 46 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.). Δευτέρου βαθμοῦ τακτικὸ
Δικαστήριο συγκροτεῖται ὑπὸ τῆς Ι.Κ., ὅταν ἐφεσιβάλλονται πρωτόδικες ἀποφάσεις
τῶν Μοναστηριακῶν Γεροντιῶν. Τρίτου βαθμοῦ Δικαστήριο εἶναι ἡ Ἔκτακτος Σύναξις
τῶν Καθηγουμένων των 20 Ἱερῶν Μονῶν, ἡ ὁποία ἐκδικάζει τίς κατ' ἔφεσιν
ἀποφάσεις τῆς Ι.Κ. (ἄρθρο 45 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.).
Ἀναφορικά μὲ τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὸ Σύνταγμα πειθαρχικὴ ἐξουσία γιὰ τοὺς
δικαστικοὺς λειτουργούς, κατὰ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 91 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος,
ἰσχύει ὅτι, "ἀπό τό βαθμὸ τοῦ ἀρεοπαγίτη ἢ ἀντεισαγγελέα τοῦ Aρείου Πάγου καὶ
πάνω, ἢ στοὺς ἀντίστοιχους μὲ αὐτούς, ἀσκεῖται ἀπὸ ἀνώτατο πειθαρχικὸ συμβούλιο"
καὶ τὴν "πειθαρχικὴ ἀγωγὴ ἐγείρει ὁ Ὑπουργὸς Δικαιοσύνης", ἐνῶ γιὰ τοὺς λοιποὺς
βαθμούς, κατὰ τὴν παράγραφο 3, ἰσχύει ὅτι: "ἀσκεῖται σὲ πρῶτο καὶ δεύτερο βαθμὸ
ἀπὸ συμβούλια ποὺ συγκροτοῦνται μὲ κλήρωση ἀπὸ τακτικοὺς δικαστές, κατὰ τοὺς
ὁρισμοὺς τοῦ νόμου. Τὴν πειθαρχικὴ ἀγωγὴ ἐγείρει καὶ ὁ Ὑπουργὸς τῆς
Δικαιοσύνης". Ὅμως, οὐδεμία πειθαρχικὴ ἐξουσία, ὅπως ὁρίζει τὸ ἄρθρο 91, δὲν
προβλέπεται καὶ δὲν ἀσκεῖται στὴν περίπτωση τῶν δικαστικῶν ἀρχῶν τοῦ Α.Ο.,
ἀπὸ κάποιο πειθαρχικὸ συμβούλιο, στοιχεῖο ἀναγνωριστικὸ τῆς ἀπόλυτου
ἀνεξαρτησίας τους ἀπὸ τὰ σχετικῶς ὁριζόμενα τοῦ Συντάγματος περὶ Δικαστικῆς
Ἐξουσίας καὶ λειτουργίας καὶ ὀργάνωσης τῶν Δικαστηρίων (ἄρθρα 87-100Α τοῦ
Συντάγματος).

60
56
3.15 Συμπεράσματα
Ἡ ἔννοια τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καὶ ἡ ἐξαρτώμενη ἀπ ̓ αὐτὴ ἔννοια τῆς
ἐδαφικότητας, συνεπικουρεῖται-συναρτᾶται-συνθεωρεῖται, κυρίως ὅμως
προϋποτίθεται ἀπὸ αὐτές τῶν, "ἐθνικοῦ-δημόσιου συμφέροντος" (ἄρθρα 4, 17, 24,
28, 33, 36, 106 τοῦ Συντάγματος) καὶ "δημόσιας-κοινῆς ὠφελείας" (ἄρθρα 17, 24,
106, 109, 117 τοῦ Συντάγματος). Κρίσιμης σημασίας ὅμως πόροι, ὑποδομές, σκοποὶ
κ.λπ., ποὺ συνδέονται μὲ τίς ἔννοιες τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος καὶ τῆς κοινῆς
ὠφελείας, καὶ ποὺ ἀναφέρονται στὰ προαναφερθέντα συνταγματικὰ ἄρθρα, ὅπως
ἤδη παρουσιάστηκε στὶς ἑνότητες 3.1 ἕως 3.14, εἴτε δὲν ὑφίστανται, εἴτε οἱ κρατικὲς
ἐξουσίες ποὺ συνδέονται μὲ αὐτά, δὲν δύνανται νὰ ἀσκηθοῦν στὸ Α.Ο., βάσει τῶν
κανονιστικῶν περιορισμῶν ποὺ θέτει τὸ ἐσωτερικὸ ἁγιορειτικὸ δίκαιο (Κ.Χ.Α.Ο.), κάτι
ποὺ ἀναδεικνύει καὶ τὴν "ἀντισυνταγματικότητα" τῶν διατάξεών του. Δεδομένου ὅτι ἡ
ἰσχὺς τοῦ Κ.Χ.Α.Ο. ἀναγνωρίζεται βάσει τῶν ἄρθρων 5 παρ. 2 καὶ 28 τοῦ
Συντάγματος, καὶ καθὼς ἀποτελεῖ βασικὴ συνταγματικὴ ἀρχὴ ὅτι οἱ διεθνεῖς
συμβάσεις ποὺ ἔχουν ὑπογραφεῖ ἀπὸ τὸ Ε.Κ. ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ
ἐσωτερικοῦ Ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν κάθε ἄλλης ἀντίθετης διάταξης
νόμου, εἶναι ἑπόμενο, βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἑνότητας τοῦ Συντάγματος, ὅτι οἱ
τυχοῦσες ἀντινομίες μεταξὺ συνταγματικῶν διατάξεων, αὐτὲς νὰ ἐπιλύονται, ὅπως
ἀκριβῶς καὶ στὸ κοινὸ δίκαιο, στὴν βάση τῆς ἀρχῆς τῆς ὑπεροχῆς τῆς εἰδικῆς
διάταξης ἔναντι τῆς γενικῆς καὶ τῆς μεταγενέστερης ἔναντι τῆς προγενέστερης.
Συνεπῶς, ὁ Κ.Χ.Α.Ο. ὑπερισχύει τόσο τῶν συνταγματικῶν διατάξεων ποὺ εἶναι
ἀντίθετες πρὸς τίς δικές του, ὅσο καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς νόμους, ὀργανικοὺς ἢ μή.
Ἑπομένως, κατὰ σύνοψιν ἰσχύει ὅτι:
1. Ἡ συλλογικὴ διοίκηση τοῦ Α.Ο., ἡ Ἱερὰ Κοινότης ὅπως καὶ οἱ
διοικήσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἀποτελοῦν ὄργανα θεμελιωμένα στὸ ἀρχαῖο
προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ Α.Ο., τὸ ὁποῖο διαμορφώνει μιὰ μὴ συνήθη,
«προνομιακή» (δηλαδὴ εἰδικοῦ χαρακτῆρα καὶ τύπου) αὐτοδιοίκηση, ἡ ὁποία
ἀναγνωρίστηκε (ἄρθρα 5 παρ. 2 καὶ 28 τοῦ Συντάγματος) καὶ δὲν
διαπλάσθηκε διὰ τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος (κάτι ποὺ ἀποτυπώνεται
στὴν σχέση τοῦ Ε.Κ. πρὸς τὸ Α.Ο., ποὺ διεκπεραιώνεται μέσῳ τοῦ
Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καὶ ὄχι τοῦ Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν).
2. Οὔτε ἡ συλλογικὴ οὔτε ἡ καθ' ἕκαστον διοικητικὴ ἀρχὴ τοῦ Α.Ο.
(Ι.Κ. καὶ Ἱερὲς Μονὲς) δὲν ἀποτελεῖ Ν.Π.Δ.Δ. ἢ κάποιο ἄλλου εἴδους Νομικὸ
Πρόσωπο. Ἐπίσης, τὸ Α.Ο. παρότι ἀποτελεῖ ἔδαφος ἐνσωματωμένο στὸ Ε.Κ.,
ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς αὐτοδιοίκητης περιοχῆς, οἱ διοικητικές του ἀρχὲς δὲν
ἀποτελοῦν μέρος τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης πρώτου ἢ δευτέρου βαθμοῦ,
ὅπως ἰσχύει ὑποχρεωτικὰ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας.
3. Ὁ Κ.Χ.Α.Ο. ἐπιτάσσει, ὡς ἁρμόδιο ὄργανο ἐποπτείας ἐπὶ τῆς καλῆς
τηρήσεώς του, τὴν Ι.Κ. Ἡ δὲ ἐποπτεία ποὺ ἀσκεῖ ὁ Πολιτικὸς Διοικητὴς δὲν
ἀφορᾷ τὸν διοικητικὸ ἔλεγχο καὶ ἐπιτήρηση ἐπὶ τῶν ἁγιορειτικῶν ὀργάνων
διοίκησης κατὰ τὴν ἐξάσκηση τῶν τριῶν ἐξουσιῶν τους: ἐκτελεστικῆς,
νομοθετικῆς, δικαστικῆς.
61
57
4. Τό Ε.Κ., καθὼς δὲν ἀσκεῖ διοικητικὴ ἢ κάποιου ἄλλου εἴδους
ἐποπτεία ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν θεσμῶν τοῦ Α.Ο., συνεπάγεται ὅτι δὲν δύναται
νὰ ἐπιβάλλει πειθαρχικὸ ἔλεγχο καὶ συνεπῶς ποινὲς σὲ αὐτούς, σὲ
περίπτωση παραπτώματος (κάτι ποὺ ἀποτυπώνεται στὴν δικαιολογημένα
παντελῆ ἀπουσία νομοθετικῶν κανόνων ἐπιβολῆς πειθαρχικῶν ποινῶν σὲ
ἁγιορειτικὰ ὄργανα, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Κ.Χ.Α.Ο. ποὺ μεριμνᾷ λεπτομερῶς γιὰ
τὸν πειθαρχικὸ ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπιβολὴ ποινῶν πρὸς τὰ παραβατικὰ μέλη τῶν
ἁγιορειτικῶν ὀργάνων διοίκησης).
5. Θεμελιώδη ἀμυντικά, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ δικαιώματα καθὼς καὶ
ὑποχρεώσεις ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ Σύνταγμα (π.χ. τῆς ἐλευθερίας
ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας, τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης, τῆς
στράτευσης, τῆς ἐλευθερίας μετακίνησης, τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς
συνείδησης, τῆς ἰδιοκτησίας, τοῦ συνεταιρίζεσθαι, τοῦ ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι
κ.λπ.) δὲν ἰσχύουν στὸ ἔδαφος τοῦ Α.Ο., καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ μὴ ἐφαρμογή
τους δὲν συνεπάγεται ἔννομες συνέπειες.
6. Ἐξ ὅσων ἤδη ἀναφέρθηκαν, συνεπάγεται ὅτι ἐπιπλέον τῆς μὴ
ἐφαρμογῆς θεμελιωδῶν συνταγματικῶν διατάξεων στὸ Α.Ο, πεδίο ἐφαρμογῆς
δὲν ἔχουν καὶ τμήματα τοῦ Δημοσίου Δικαίου, ὡς πρὸς τὰ ὄργανα διοίκησης
τοῦ Α.Ο. καὶ κατ' ἐπέκτασιν συνολικὰ στὸ ἔδαφος τοῦ Α.Ο., ὅπως ἐπὶ
παραδείγματι: τὸ Διοικητικὸ Δίκαιο, Δικονομικὸ Δίκαιο, Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο
καὶ τὸ Φορολογικὸ Δίκαιο. Ὁμοίως καὶ τὸ Ἰδιωτικὸ Δίκαιο δὲν ἔχει πεδίο
ἐφαρμογῆς στὸ Α.Ο.· συγκεκριμένα, δὲν ἰσχύει τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο (Ἐνοχικὸ
Δίκαιο, Ἐμπράγματο Δίκαιο, Οἰκογενειακὸ Δίκαιο, Κληρονομικὸ Δίκαιο), τὸ
Ἐμπορικὸ Δίκαιο (π.χ. Δίκαιο ἀξιογράφων, Πτωχευτικὸ Δίκαιο, Ναυτικὸ
Δίκαιο, Ἀσφαλιστικὸ Δίκαιο), καθὼς καὶ τὸ Ἐργατικό Δίκαιο.
7. Τέλος, ἕνα ἐπιπλέον συμπέρασμα -κρίσιμης σημασίας- ποὺ
συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ Α.Ο. οἱ ἁγιορεῖτες Μοναχοὶ δὲν ἔχουν τὰ
θεμελιώδη συνταγματικὰ δικαιώματα ποὺ ἀναφέρθηκαν, τὰ ὁποῖα ὅμως
ἰσχύουν ὑποχρεωτικὰ καὶ καθολικὰ γιὰ ὅλη τὴν Ἐπικράτεια, εἶναι ὅτι
ἀποκαλύπτεται ὁ διαφορισμὸς τῆς νομικῆς ἔννοιας τῆς "ἐπικράτειας" ἀπὸ
αὐτὴν τοῦ "ἐθνικοῦ ἐδάφους". Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, στὴν ἰδιαίτερη
περίπτωση τοῦ Α.Ο., ἡ ἀρχὴ τῆς ἐδαφικότητας -ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια
τῆς ἐπικράτειας- νὰ ὑπόκειται σὲ περιορισμούς, ὁπότε συνακόλουθα, στὸ
νομικὸ εὗρος τῆς Ἐπικράτειας -ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς τὸ κυριαρχικὸ
δικαίωμα τοῦ Κράτους νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ νὰ ἐπιβάλλει
ὑποχρεωτικὰ καὶ καθολικὰ τὴν ἔννομη τάξη του–νὰ μὴν περιλαμβάνεται τὸ
Α.Ο., καὶ τοῦτο διότι τὸ Α.Ο. οἰκειοθελῶς συνεδέθη μὲ τὸ Ε.Κ., τοῦ ὁποίου
ἀποτελεῖ αὐτοδιοίκητο τμῆμα· ὅμως, ἡ σύνδεση αὐτὴ ἔγινε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν
περιορισμῶν ποὺ θέτουν οἱ διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ἀναφέρθηκαν ἀνωτέρω.
Ἀποκαλύπτεται ἑπομένως καὶ ὁ βαθύτερος λόγος ποὺ μὲ τὴν δέουσα
προσοχὴ ὁ συνταγματικὸς νομοθέτης, στὸ ἄρθρο 105 παρ. 1 τοῦ
Συντάγματος, χρησιμοποίησε γιὰ τὸ Α.Ο. τὴν διατύπωση "αὐτοδιοίκητο τμῆμα

62
58
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους" καὶ ὄχι "τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας", καθὼς ἡ
ἔννοια "ἐπικράτεια" συνδέεται μὲ τὸ κυριαρχικὸ δικαίωμα τοῦ Κράτους νὰ
ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ νὰ ἐπιβάλλει τὴν ἔννομη τάξη του.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν συνταγματικῶν καὶ τῶν λοιπῶν δικαιϊκῶν
κανόνων στὸ Α.Ο., ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ Κ.Χ.Α.Ο. ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ σύνταγμα τοῦ
Α.Ο., ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν προστασία τῆς φυσιογνωμίας καὶ τὴν διατήρηση τοῦ
ἀρχικοῦ προορισμοῦ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνεπῆ
ἔκφραση τοῦ ἀρχαίου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ συνοψίζεται
στὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὅπου ρητὰ ἀπαγορεύει -ὡς πρὸς τὰ Ἱερὰ
Σκηνώματα τοῦ Α.Ο.- τὴν οἱανδήποτε "κοσμικὴ" μετατροπή τους:
Οὐδέποτε οὐδὲν τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερῶν Σκηνωμάτων δύναται νὰ
ἐκτραπῆ τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ καὶ μετασχηματισθῇ ταῖς κοσμικαῖς
χρείαις.

4. Ἅγιον Ὄρος καί Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία


Οἱ διαπιστώσεις ποὺ προηγήθηκαν, παρουσίασαν τὸ πῶς τὰ ἰδιαίτερα
γνωρίσματα τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ὅπως αὐτὰ ἀποτυπώνονται στὸν
Κ.Χ.Α.Ο., συνεπάγονται συγκεκριμένους περιορισμοὺς καὶ συνέπειες στὴν ἐφαρμογὴ
τῶν κανόνων δικαίου τῆς Ἑλληνικῆς ἔννομης τάξης στὸ Α.Ο. Ἐντὸς ὅμως τοῦ
ἰδιαιτέρου αὐτοῦ νομικοῦ πλαισίου ποὺ διαμορφώνουν οἱ συνέπειες αὐτές, λειτουργεῖ
καὶ ἡ παρουσία τῆς Ἀστυνομίας στὸ Α.Ο. Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἑπομένως ἐξ ἀρχῆς νὰ
διευκρινιστεῖ εἶναι τὸ ποιὲς εἶναι οἱ ἁρμοδιότητες τῶν ἀστυνομικῶν ὀργάνων στὸ
Α.Ο., θεωρούμενες ἀπὸ πλευρᾶς ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ὅπως αὐτὲς
καθορίζονται στὸν Κ.Χ.Α.Ο. (καὶ τίς συνοδὲς αὐτοῦ Κανονιστικὲς Διατάξεις), καθὼς
καὶ τὸ Ν.Δ. τοῦ 1926.
Συγκεκριμένα, τὸ ἄρθρο 4 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926 καθορίζει ὡς κύριο σκοπὸ τῆς
ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ Α.Ο., τὴν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁγιορειτικῶν
ἀρχῶν: "Ὁ Διοικητὴς ἐντέλλεται τὰ πρὸς ὑπ' αὐτὸν ὄργανα τὴν ἐκτέλεσιν τῶν
ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Κοινότητος καὶ τῶν Μοναχικῶν ἀρχῶν· ἡ ἐκτέλεσις γίνεται πάντοτε
ἐπὶ παρουσίᾳ ἑνὸς ἐπιστάτου". Στὸ δὲ ἄρθρο 5 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926, ρητῶς ὁρίζεται ἡ
σχέση τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει παρουσίας τῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως, μὲ τὸν Π.Δ. τοῦ
Α.Ο., στὸν ὁποῖο ὑπάγεται διοικητικά: "Ὁ Διοικητὴς ἔχει ὑπὸ τὰς ἀμέσους μὲν
διαταγὰς αὐτοῦ τὴν δύναμιν τῆς Χωροφυλακῆς καὶ τὸ προσωπικὸν τῆς Διοικήσεως".
Συμπληρωματικὰ ὅσο καὶ διευκρινιστικά, στὰ ἄρθρα 8, 37, 64, 76, 177 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.,
περιγράφονται οἱ περιπτώσεις ὅπου παρέχεται ἡ συνδρομὴ τῆς ἀστυνομικῆς
δυνάμεως στὶς ἐκτελεστὲς ἀποφάσεις τῶν ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν, κατόπιν διαταγῇς τοῦ
Π.Δ.
Καθίσταται ἑπομένως ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ Α.Ο. φέρει
εἰδικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ διακρίνεται ἀπολύτως αὐτῆς τῆς λοιπῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπικρατείας, ἐνῶ οἱ ἁρμοδιότητές της καθορίζονται ἀποκλειστικὰ ὑπὸ τοῦ Ν.Δ. τοῦ

63
59
1926, ἐντὸς τῶν ὁρίων ποὺ ὁρίζει ὁ Κ.Χ.Α.Ο. Ἡ πλέον σημαντικὴ πτυχὴ τῶν
ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων στὸ Α.Ο., ὅπως ἀποτυπώνεται στὰ ἀνωτέρῳ ἄρθρα τοῦ
Κ.Χ.Α.Ο., εἶναι ὅτι οὐδεμία αὐτεπάγγελτη ἐνέργεια δύναται νὰ ἐκκινηθεῖ μονομερῶς
ὑπὸ ἀστυνομικῶν ὀργάνων, κάτι ποὺ ἰσχύει ἐξίσου καὶ γιὰ τὸν ἄμεσο προϊστάμενο
αὐτῶν, τὸν Π.Δ., παρὰ μόνον κατόπιν ἐντολῆς ἐκ τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν τῶν
Ἱερῶν Μονῶν, τῆς Ι.Κ. ἢ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας.
Ἐπιπροσθέτως, στὸ ἄρθρο 37 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., καθίσταται σαφὴς ἡ κατόπιν ἐντολῆς
τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας, ἀστυνομικὴ λειτουργία τῶν ὀργάνων αὐτῆς, τῶν σεϊμένιδων,
σὲ ζητήματα ἐπιτήρησης τῆς τάξης καὶ τῆς μοναχικῆς κοσμιότητος στὶς Καρυές. Κατὰ
τὸ ἄρθρο, ἡ Ἀστυνομία ἐπεμβαίνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης,
ὅποτε τῆς ζητῆται ἡ συνδρομή ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, συμφώνως πρὸς τὴν ἁγιορειτικὴ ἔννομη τάξη, τὴν ὁρίζουσα τὴν
πληρότητα τῶν ἐξουσιῶν τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν (νομοθετικῆς ἐκτελεστικῆς καὶ
δικαστικῆς), ἡ Ἔκτακτος Εἰκοσαμελὴς Σύναξις τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν, τὸν Αὔγουστο
τοῦ 1933 συνέταξε Κανονιστικὴ Διάταξη, ὑπὸ τὸν τίτλο, Περὶ Ὀργανισμοῦ τοῦ
Ἁγιορειτικοῦ Ἀστυνομικοῦ Σώματος (Α ́Συνεδρία τῆς Συνόδου ΙΔ ́/22.8.1933) ποὺ
περιεῖχε 12 ἄρθρα, ὅπου διέτασσε τὴν ἐπανίδρυση τοῦ ἐνόπλου Ἁγιορειτικοῦ
Ἀστυνομικοῦ Σώματος, πρὸς ἀποκατάσταση τῆς πληρότητας τῆς ἁγιορειτικῆς
ἐξουσίας57. Πλήν, τὸ Ε.Κ. (διά τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν)
παρανόμως καὶ ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου, δὲν ἐπικύρωσε τὴν Κ.Δ., ἀφήνοντας μόνη
ἔνοπλη δύναμη διαφύλαξης τῆς τάξης, τὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία (εἰς τὸ ἑξῆς Ε.Α.),
ἀποδεικνύοντας τὴν πάγια καχυποψία του ἔναντι τοῦ Α.Ο. Στὴν εἰσέτι ἐκκρεμοῦσα
πρὸς ἐπικύρωσιν, Κανονιστικὴ Διάταξη, ὑπενθυμιζόταν στὸ 1ης ἄρθρο, ἡ ἱστορικὴ
ἀλήθεια ὅτι "Αἱ ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων ὑφιστάμεναι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοπικαὶ
Ἀστυνομικαὶ Ἀρχαί,ἀποτελοῦνται ἀπό τούς Σεϊμένιδες καί τοὺς Σερδάριδες”, ἐνῶ
καθορίζονταν τὰ ὅρια τῶν καθηκόντων τῆς ὑπὸ ἐπανίδρυσιν ἁγιορειτικῆς
ἀστυνομικῆς δυνάμεως (ἄρθρα 2-4), προβλεπόταν νὰ εἶναι ἔνοπλος, φέρουσα τὸν
αὐτὸ ὁπλισμὸ τῆς κρατικῆς ἀστυνομίας (ἄρθρα 5-7), ἐνῶ τέλος, ρυθμιζόταν ζητήματα
πειθαρχίας τῶν μελῶν της (ἄρθρα 10 καὶ 11). Ἡ δὲ σημασία τῆς ἕν λόγῳ, ἐκκρεμοῦς
πρὸς ἐπικύρωσιν, Κανονιστικῆς Διατάξεως, ἔγκειται στὴν περιγραφὴ τοῦ εὕρους
τῶν ἁρμοδιοτήτων τόσο τῆς ἁγιορειτικῆς ὅσο καὶ τῆς κρατικῆς ἀστυνομικῆς
δυνάμεως.
Τὸ εὗρος τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς κρατικῆς Ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ Α.Ο., κινεῖται
πάντα στὰ πλαίσια ποὺ ὁρίζουν οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος καὶ
τῶν δεδομένων περιορισμῶν καὶ ἀπαγορεύσεων ποὺ εἰσαγάγουν ὁ Κ.Χ.Α.Ο. καὶ οἱ
Κανονιστικὲς Διατάξεις στὰ ἀμυντικά, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ συνταγματικὰ
δικαιώματα, ὁπότε καὶ καθίσταται σαφὴς ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τμημάτων τοῦ Δικαίου (βλ.
ἑνότητα 3.15 παρ. 5). Ὡς ἐκ τούτου, καὶ συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 7 τοῦ Ν.Δ., τὸ
ὁποῖο ὁρίζει ὅτι τα -πλὴν πταισμάτων- ἀδικήματα τοῦ "Κοινοῦ Ποινικοῦ Νόμου" ἔχουν

57 Νικολακάκη (2018) σσ.343-5.

64
60
ὡς ἁρμόδια τὰ "ἐν Θεσσαλονίκῃ Ποινικὰ Δικαστήρια", τὰ τμήματα τοῦ Ποινικοῦ
Κώδικα ποὺ ἔχουν ἐφαρμογὴ στὸ Α.Ο. εἶναι τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς Δημοσίας Τάξης,
τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς ζωῆς, τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς σωματικῆς ἀκεραιότητας, τὰ
ἐγκλήματα κατὰ τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τέλος τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς περιουσίας, πάντα
ὑπὸ τὴν αἵρεσιν, ὅτι ὀφείλουν νὰ προσαρμόζονται στὰ δικαιώματα καὶ τίς
ὑποχρεώσεις ποὺ εἰσαγάγουν οἱ διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.

4.1 Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ ἀντισυνταγματικότητα τῶν διατάξεων περὶ τῆς κρατικῆς
ἀστυνομικῆς παρουσίας σὲ αὐτό
Ἐξ ὅσων ἤδη παρουσιάστηκαν, ἔχει καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀστυνομικὴ δύναμις ἐν
Ἁγίῳ Ὄρει (ποὺ λαμβάνει προσωπικὸ ἐκ τῆς Ε.Α.), ὑπακούει στοὺς περιορισμοὺς
ποὺ θέτει ὁ Κ.Χ.Α.Ο., ποὺ ἐπικυρώνεται διά τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926, καὶ ἀποτυπώνονται
συνταγματικὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος, στὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ὁ Κ.Χ.Α.Ο.
ὡς "Ὁ λεπτομερὴς καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καὶ τοῦ τρόπου τῆς
λειτουργίας τους”.
Καθώς τὸ Ε.Κ. κατανοεῖ τὴν καθόλου ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ Α.Ο., ὡς τὴν
ἀποκλειστικὴ παρουσία τῆς Ε.Α. σὲ αὐτό, ὀφείλει νὰ ἐξετασθεῖ τὸ νομοθετικὸ πλαίσιο
λειτουργίας αὐτῆς σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ Α.Ο. Οἱ σχετικὲς νομοθετικὲς διατάξεις περὶ τῆς
Ε.Α., ἕως τὸ 2022, εἶναι: ὁ βασικὸς νόμος 4249/2014 (Φ.Ε.Κ. Α΄73/24.3.2014),
"Ἀναδιοργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος καὶ τῆς
Γενικῆς Γραμματείας Πολιτικῆς Προστασίας, ἀναβάθμιση Ὑπηρεσιῶν τοῦ
Ὑπουργείου Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ ρύθμιση λοιπῶν
θεμάτων ἁρμοδιότητας Ὑπουργείου Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ
ἄλλες διατάξεις", ὁ ν. 4281/2014 (Φ.Ε.Κ. Α΄160/8.8.2014), "Μέτρα στήριξης καὶ
ἀνάπτυξης τῆς Ἑλληνικῆς οἰκονομίας, ὀργανωτικὰ θέματα Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν
καὶ ἄλλες διατάξεις", τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 178/2014 (Φ.Ε.Κ. Α΄281/31.12.2014, εἰς
τὸ ἑξῆς Πρ.Δ.178) "Ὀργάνωση Ὑπηρεσιῶν Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας", καθὼς καὶ τὸ
Προεδρικὸ Διάταγμα 7/2017 "Ἀναδιάταξη-ἀναδιοργάνωση, σύσταση καὶ λειτουργία
περιφερειακῶν ὑπηρεσιῶν Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας" (Φ.Ε.Κ. Α΄14/2017, εἰς τὸ ἑξῆς
Πρ.Δ.7).
Ἡ κρατικὴ ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ Α.Ο., κατὰ τὸ ἄρθρο 79 παρ. 1 τοῦ Πρ.Δ.758,
γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸ 1926 (ὁπότε διὰ τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926 καθορίζονταν οἱ
ἁρμοδιότητές της καὶ τὸ καθεστὼς διοικητικῆς της ὑπαγωγῆς στὸν Πολιτικὸ Διοικητὴ
τοῦ Α.Ο.), συγκροτεῖται ὑπηρεσιακὰ ἀπὸ τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Ἁγίου Ὄρους, στὸ

58Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ παντελὴς ἀπουσία στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος, τῆς
παράθεσης τῶν παλαιοτέρων ἰσχυουσῶν διατάξεων, τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ ἄρθρο 105 τοῦ
Συντάγματος καὶ τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926, ὅπως π.χ. συνέβῃ στὸν (ἐξ ἴσου προβληματικὸ ἐξ ἀπόψεως ἁγιορειτικοῦ
αὐτοδιοικήτου) ἱδρυτικὸ νόμο 1198/1981 (Φ.Ε.Κ. Α΄238/1.9.1981) γιὰ τὸ "Κέντρον Διαφυλάξεως τῆς Ἁγιορειτικῆς
Κληρονομίας" (ΚΕ.Δ.Α.Κ), ὅπου ρητὰ στὸ ἄρθρο 9 παρ. 6β, γίνεται ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ
Συντάγματος καὶ τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926.

65
61
ὁποῖο ὑπάγονται ἐννέα Ἀστυνομικοὶ Σταθμοί. Στὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο καθορίζεται ὅτι τὸ
Ἀστυνομικὸ Τμῆμα τοῦ Α.Ο. ὑπάγεται διοικητικὰ στὴν Διεύθυνση Ἀστυνομίας
Χαλκιδικῆς. Κατὰ δὲ τὴν παράγραφο 3 του ἀνωτέρῳ νόμου, ὡς ἕδρα τῶν
Ἀστυνομικῶν Τμημάτων τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς ὁρίζονται "ὁ
ὁμώνυμος δῆμος", πλὴν τριῶν περιπτώσεων (Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Ἀρναίας,
Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Μουδανιῶν, Τμῆμα Τροχαίας Μουδανιῶν), ὅπου ὁρίζονται ὡς
ἕδρα ἡ δημοτικὴ ἑνότητα Ἀρναίας τοῦ δήμου Ἀριστοτέλη καὶ οἱ δημοτικὲς ἑνότητες
Μουδανιῶν, Τρίγλιας καὶ Καλλικράτειας τοῦ δήμου Νέας Προποντίδας καὶ τοῦ
Τμήματος Διαχείρισης Μετανάστευσης Χαλκιδικῆς, τοῦ ὁποίου ἕδρα ὁρίζεται ἡ
δημοτικὴ ἑνότητα Ὀρμυλίας τοῦ δήμου Πολυγύρου. Στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο., ὡς
ἕδρα τοῦ ἀντιστοίχου Ἀστυνομικοῦ Τμήματος, ὁρίζεται ὁ οἰκισμὸς Καρυές.
Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι, οὐδεμία σχετικὴ νομοθετικὴ ρύθμιση ὑπῆρξε ἕως τὸ
2017, ποὺ νὰ τροποποιεῖ τά ἀδύνατον νὰ τροποποιηθοῦν ἄρθρα 3, 4 καὶ 5 τοῦ
Ν.Δ. τοῦ 1926, ἕως τὴν ἐμφάνιση τοῦ Πρ.Δ.7 τοῦ 2017. Γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸ
1926, ἐπιχειρεῖται ἡ διοικητικὴ ὑπαγωγὴ σὲ ἐξωαγιορειτικὴ διοικητικὴ ὀντότητα,
στὴν περίπτωση αὐτή, στὴν Γενικὴ Περιφερειακὴ Διεύθυνση Κεντρικῆς Μακεδονίας
(ἄρθρο 36 παράγ. 4 παρ. δ´ τοῦ Πρ.Δ.178) καὶ στὴν ὑπαγόμενη σὲ αὐτήν, Διεύθυνση
Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς, στὴν ὁποία πλέον ὑπάγεται τὸ "Ἀστυνομικὸ Τμῆμα"
Καρυῶν. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι οὔτε κατὰ τὴν ἀναδιάρθρωση τῆς Ε.Α. ποὺ ἐπῆλθε μετὰ
τὴν ἑνοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς καὶ τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων (ν.
1481/1984, Φ.Ε.Κ. Α´152/8.10.1984), οὔτε κατὰ τὴν ἀναδιάρθρωση τῆς Ε.Α. ἀπὸ τὸν
ν. 4249/2014 (καὶ τίς προσθῆκες-τροποποιήσεις ποὺ ἐπέφεραν τὸ Πρ.Δ.178 καὶ ὁ ν.
4281/2014), ἐμφανίστηκε τροποποιητικὴ διάταξη τῶν ἄρθρων 3-5 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926,
ποὺ καθορίζουν τὸ διοικητικὸ καθεστὼς ὑπαγωγῆς τῆς κρατικῆς ἀστυνομικῆς
δυνάμεως τοῦ Α.Ο., ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸν ἐν αὐτῷ Π.Δ.
Ὁμοίως, στὸ ἄρθρο 11 τοῦ ν. 4249/2014, ὅπου καθορίζεται ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ε.Α., "μὲ
τοπικὴ ἁρμοδιότητα σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χώρους ἁρμοδιότητας
τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος−Ἑλληνικῆς Ἀκτοφυλακῆς, σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 5 τοῦ ν.
4150/2013 (Α ́102)", οὐδαμοῦ γίνεται ἀναφορὰ στὸ Α.Ο., καθὼς ἡ "ἐπικράτεια" στὴν
ὁποία ἀναφέρεται τὸ ἄρθρο, ὑποδιαιρεῖται διοικητικὰ συμφώνως πρὸς τὸν ν.
3852/2010 ("Πρόγραμμα Καλλικράτης"), ἐνῶ τὸ Α.Ο. -ὅπως καταδείχθηκε ἀνωτέρω
(βλ. ἑνότητα 3.2.3)- δὲν ἀποτελεῖ τμῆμα αὐτῆς τῆς διοικητικῆς ὑποδιαίρεσης, ἀλλὰ
αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ Ε.Κ., τὸ ὁποῖο διοικητικὰ σχετίζεται -ἀλλὰ δὲν ὑπάγεται-
πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.
Στο πλαίσιο τῶν ἀνωτέρῳ ἐπισημάνσεων, ἡ νομοθετικὴ ρύθμιση τοῦ ἄρθρου 79 τοῦ
ν. 4281/2017, ἀποτελεῖ ἀντισυνταγματικὴ καινοτομία -ἐξ ἀπόψεως ἁγιορειτικοῦ
αὐτοδιοικήτου- καθὼς στὴν συγκεκριμένη ρύθμιση προϋποτίθενται οἱ γενικότερες
ρυθμίσεις ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση, τὴν ἕδρα, καὶ τὸ συνδεδεμένο μὲ αὐτή, ὅριο
τῆς ἐδαφικῆς δικαιοδοσίας, τόσο τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν
Διευθύνσεων ὅσο καὶ τῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων τῶν Νομῶν, οἱ ὁποῖες
ὑπάγονται διοικητικὰ στὶς πρῶτες (βλ. ἄρθρο 14 παρ. 3 καὶ 31 παρ. 1 τοῦ ν.
4249/2014, ἄρθρο 36 παρ. 3 τοῦ Πρ.Δ.178). Συγκεκριμένα, κατὰ τὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν.
66
62
4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 3 τοῦ ν. 4249/2014, "οἱ Γενικὲς
Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις συγκροτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπιτελική τους
Ὑπηρεσία καὶ τίς Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν τῆς περιφέρειάς τους. Οἱ
Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν ὑπάγονται στὶς Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς
Διευθύνσεις καὶ ἀσκοῦν μέσα στὰ ὅρια τῆς ἐδαφικῆς τους δικαιοδοσίας τὸ σύνολο τῶν
ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων." Ἐπίσης, ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῶν Περιφερειακῶν
Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων, ἰσχύει ὅτι, "Ἡ ἕδρα τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν
Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων ταυτίζεται μὲ τὴν ἕδρα τῶν ἀντίστοιχων διοικητικῶν
περιφερειῶν" (ἄρθρο 36 παρ. 3 τοῦ Πρ.Δ.178), ἐνῶ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν
Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων τῶν Νομῶν ἰσχύει ὅτι, "Οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς
Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ οἱ Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν ἑδρεύουν ὅπου καὶ
οἱ ἀντίστοιχες Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις Περιφέρειας καὶ οἱ Ἀστυνομικὲς
Διευθύνσεις Νομῶν ποὺ λειτουργοῦσαν μέχρι τὴν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ παρόντος
νόμου" (ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 3 τοῦ ν.
4249/2014).
Καθίσταται σαφὲς ἑπομένως ἡ ἀπόλυτη συσχέτιση τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν
Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων πρὸς τίς ἀντίστοιχες Περιφέρειες τοῦ ν. 3852/2010, ποὺ
ἀποτελοῦν τὸν δεύτερο βαθμὸ τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, ὅσο καὶ τῶν Ἀστυνομικῶν
Διευθύνσεων τῶν Νομῶν, πρὸς τοὺς ἀντίστοιχους Νομοὺς τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπικράτειας.
Μάλιστα, ἡ σύνδεση τῆς ἔννοιας τῆς Περιφέρειας μὲ αὐτὴν τῶν Γενικῶν
Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων εἶναι τέτοιας τάξης, ὥστε κατὰ τὸ ἄρθρο
15 παρ. 1-2 τοῦ ν. 2800/2000 (Φ.Ε.Κ. Α΄41/29.2.2000) ἱδρυόταν σὲ κάθε Νομὸ τῆς
Χώρας, ἐκτὸς αὐτῶν τῆς Ἀττικῆς καὶ Θεσσαλονίκης, "Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ"
ποὺ ἀποτελεῖται ἀπό: "1. Τὸν εἰσαγγελέα Πλημμελειοδικῶν τῆς ἕδρας τοῦ νομοῦ, ὡς
πρόεδρο, ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Περιφέρειας, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ
αὐτόν, ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου, ποὺ ὁρίζει τὸ ἐν λόγῳ
συμβούλιο μὲ ἀπόφασή του, ἕναν ἐκπρόσωπο τῆς Τοπικῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ
Κοινοτήτων ποὺ ὑποδεικνύει ἀπὸ τὰ μέλη της ἡ διοικοῦσα ἐπιτροπή της καὶ τὸν
Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ τοῦ νομοῦ, ὡς μέλη. 2. Ἡ Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ
συγκροτεῖται μὲ ἀπόφαση τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Περιφέρειας". Κατόπιν, συμφώνως
πρὸς τὸ ἄρθρο 12 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014, τροποποιεῖται ἡ ἀνωτέρῳ διάταξη καὶ
ἀποφασίζεται ὅπως: "Στὴν ἕδρα κάθε διοικητικῆς Περιφέρειας τῆς χώρας
λειτουργεῖ Ἐπιτροπὴ Περιφερειακῆς Συνεργασίας καὶ Ἀσφάλειας (Ε.Π.Σ.Α.), ἡ
ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Περιφερειάρχη, ὡς πρόεδρο, ἕναν περιφερειακὸ
σύμβουλο ἀπὸ κάθε Περιφερειακὴ Ἑνότητα, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτόν, ἕναν
ἐκπρόσωπο τῆς Περιφερειακῆς Ἕνωσης Δήμων ποὺ ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ
Διοικητικοῦ Συμβουλίου, τὸν Περιφερειακὸ Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ καὶ τὸν
Περιφερειακὸ Διευθυντὴ Ἀσφάλειας, ὡς μέλη". Ἐνῶ κατὰ τὸ ἄρθρο 12 παρ. 2 του ν.
4249/2014: "Οἱ Ε.Π.Σ.Α. συγκροτοῦνται μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῶν Ὑπουργῶν
Ἐσωτερικῶν καὶ Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη". Ἐξ ὅσων ἤδη
παρατέθηκαν καθίσταται σαφὲς ὅτι:

67
63
1. Οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις ὅσο καὶ οἱ
ὑπαγόμενες σὲ αὐτὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις Νομῶν, συσχετίζονται μὲ τίς
Περιφέρειες καὶ τοὺς Νομοὺς τῆς Ἐπικράτειας, καὶ ἑδρεύουν στὶς ἀντίστοιχες
ἕδρες αὐτῶν. Ἡ δὲ τοπικὴ ἁρμοδιότητα κάθε Γενικῆς Περιφερειακῆς
Ἀστυνομικῆς Διεύθυνσης ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς οἰκείας διοικητικῆς
περιφέρειας.
2. Ἡ ἀστυνομικὴ δύναμις τοῦ Α.Ο., ὑπάγεται στὴν Διεύθυνση
Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της ὑπάγεται στὴν Γενικὴ
Περιφερειακὴ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση Κεντρικῆς Μακεδονίας.
3. Δεδομένου ὅτι τὸ Α.Ο. εἶναι αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ Ε.Κ. καὶ δὲν
ἀποτελεῖ Νομό του, δὲν ὑπάγεται ἡ αὐτοδιοίκησή του στὸν ν. 3852/2010 περὶ
Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης καὶ δὲν ὑπάγεται διοικητικὰ σὲ κάποια Περιφέρεια τοῦ
Ε.Κ., δὲν εἶναι δυνατόν -βάσει τῆς ἀρχῆς ὅτι ἡ "τοπικὴ ἁρμοδιότητα κάθε
Γενικῆς Περιφερειακῆς Ἀστυνομικῆς Διεύθυνσης ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς
οἰκείας διοικητικῆς περιφέρειας"- νὰ ὑπάγεται τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Καρυῶν
σὲ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση καὶ κατ' ἐπέκτασιν σὲ Γενικὴ Περιφερειακὴ
Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση, καθὼς οὐδεμία διοικητικὴ Περιφέρεια δὲν ἔχει τοπική
ἁρμοδιότητα σὲ αὐτό, δεδομένου ὅτι στὸν οἰκεῖο νόμο δὲν γίνεται κἂν
ἀναφορὰ στὶς εἰδικὲς ἁρμοδιότητες τῆς ἀστυνομικῆς δύναμης τοῦ Α.Ο., στὸ
πλαίσιο ἰσχύος τῶν διατάξεων τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926 καὶ τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.
4. Τέλος, καθὼς τὸ Α.Ο. δὲν ἀποτελεῖ Νομὸ τοῦ Ε.Κ., οὔτε ὑπάγεται
διοικητικὰ σὲ κάποια διοικητικὴ Περιφέρεια αὐτοῦ, συνεπάγεται ὅτι ἀπολύτως
οὐδεμία ἁρμοδιότητα ἢ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ Α.Ο. ἔχει, οὐδεὶς εἰσαγγελέας
Πλημμελειοδικῶν της ἔδρας τοῦ νομοῦ, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος Γενικοῦ
Γραμματέα Περιφέρειας, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου,
καθὼς ἐπίσης οὐδεὶς ἐκπρόσωπος τῆς Τοπικῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ
Κοινοτήτων, καὶ τέλος, οὐδεὶς Ἀστυνομικὸς Διευθυντὴς νομοῦ, (βλ. ν.
2800/2000 "Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ"), ὅπως ὁμοίως, οὐδεμία ἐξουσία ἢ
ἁρμοδιότητα ἐπὶ τοῦ Α.Ο. ἔχει, οὐδεὶς Περιφερειάρχης, οὐδεὶς περιφερειακὸς
σύμβουλος ἀπὸ κάθε Περιφερειακὴ Ἑνότητα, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος τῆς
Περιφερειακῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ τέλος οὐδεὶς Περιφερειακὸς Ἀστυνομικὸς
Διευθυντὴς (ν. 4249/2014 "Ἐπιτροπὴ Περιφερειακῆς Συνεργασίας καὶ
Ἀσφάλειας").

4.2 Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ ἀντισυνταγματικὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022


Τήν δεδομένη -προβληματική- κατάσταση ὡς πρὸς τὴν κρατικὴ ἀστυνομικὴ
παρουσία στὸ Α.Ο., ἀλλάζει ἐπὶ τὰ χείρω τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022 (Φ.Ε.Κ.
Α΄62/23.3.2022, στὸ ἑξῆς Πρ.Δ.22), τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ διατάξεις τοῦ ν. 4249/2014,
τοῦ ν. 4281/2014, τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 178/2014 καὶ τοῦ Προεδρικοῦ
Διατάγματος 7/2017.

68
64
Κεντρικό σημεῖο τῶν νέων ρυθμίσεων ποὺ φέρνει τὸ Πρ.Δ.22 (βλ. ἄρθρο 1 παρ. 1
τοῦ Πρ.Δ. 22, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τὴν παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 15 τοῦ ν. 4249/2014),
εἶναι ἡ ὑπηρεσιακὴ ἀναβάθμιση τοῦ Ἀστυνομικοῦ Τμήματος Ἁγίου Ὄρους σὲ πλήρη
Διεύθυνση, ὑπὸ τὴν ὀνομασία "Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους", στὴν ὁποία
ὑπάγονται καὶ οἱ ὑφιστάμενοι Ἀστυνομικοὶ Σταθμοὶ τοῦ Α.Ο. Ἡ νέα Διεύθυνση, ὡς
νέα διοικητικὰ αὐτοτελὴς Ἀρχὴ στὸ Α.Ο., ὑπάγεται ἀπ΄ εὐθείας στὸ Ἀρχηγεῖο τῆς
Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἐξωαγιορειτικὴ διοικητικὴ ὀντότητα.
Ὁ νομοθέτης πάντως τοῦ Πρ.Δ.22, ἀναγνωρίζει σιωπηλὰ τὴν συνταγματικὴ
ἰδιορρυθμία ποὺ ἀποτελεῖ το συνταγματικὰ ἀναγνωρισμένο νομικὸ καθεστὼς τοῦ
Α.Ο., κάτι ποὺ τὸ ἀποτυπώνει στὴν ὀνομασία ποὺ δίνει στὴ νέα ὑπηρεσία:
"Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους”.
Πλήν, ἡ νέα Διεύθυνση ἐξομοιώνεται πλήρως ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση, τὴν
ἀποστολή, τίς ὑπηρεσίες καὶ τίς ἐν γένει ἁρμοδιότητες, μὲ τίς λοιπὲς Περιφερειακὲς
Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, στίς ὁποῖες καὶ συγκαταριθμεῖται (ἄρθρο 2 παρ.7 τοῦ
Πρ.Δ.22 ποὺ προσθέτει τὴν περίπτ. ιε ́στὸ ἄρθρο 36 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014 ). Ἡ
νέα πραγματικότητα ἀποτυπώνεται στὴ παρ. 8 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Πρ.Δ.22, τὸ ὁποῖο
τροποποιεῖ τὴν παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ ν. 4249/2014:
Οἱ Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς
Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχουν
ὡς ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ
συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται μὲ τίς
διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014.
Ἄλλωστε, ἡ πλήρης ἐξομοίωση προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν ὑπαγωγὴ τῆς νέας
Διευθύνσεως στὸν ἑνιαῖο διοικητικὸ μηχανισμὸ ἐλέγχου καὶ ἐποπτείας, ἐξίσου με τῶν
λοιπῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων. Ἐνδεικτικά, κατὰ τὸ ἄρθρο 2
παρ. 14 τοῦ Πρ.Δ.22, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τίς περίπτ. ε ́στ ζ́ κ́ αὶ ι ́τῆς παρ. 1 τοῦ
ἄρθρου 46 τοῦ Πρ.Δ.178, ὁπότε οἱ Γενικοὶ Ἐπιθεωρητὲς Ἀστυνομίας Βορείου
Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν παρ.1α:
καθοδηγοῦν, συντονίζουν, ἐποπτεύουν καὶ ἐλέγχουν, κατὰ λόγο
ἁρμοδιότητας, τὸ ἔργο τῶν περιφερειακῶν ἀστυνομικῶν Ὑπηρεσιῶν τῶν
τομέων Βορείου Ἑλλάδος καὶ Νοτίου Ἑλλάδος ὅπως οἱ τομεῖς αὐτοὶ ὁρίζονται
στὶς περίπτ. γ κ́ αὶ δ ́τοῦ ἄρθρου 30 τοῦ Ν. 4249/2014, ὅπως τὸ ἄρθρο αὐτὸ
ἀντικαταστάθηκε μὲ τὴν παραγρ. 4 τοῦ ἄρθρου 231 τοῦ Ν.4281/2014.
Ὁ "Τομέας Βορείου Ἑλλάδος", ὅμως, ὁρίζεται ὡς ἑξῆς κατὰ τὴν τροποποίηση ποὺ
ἐπέφερε τὸ ἄρθρο 231 παρ. 4 τοῦ ν. 4281/2014:
Οἱ Γενικές Περιφερειακές Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις (ΓΕ.Π.Α.Δ.)
Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης, Κεντρικῆς Μακεδονίας, Δυτικῆς
Μακεδονίας, Ἠπείρου, Θεσσαλίας καὶ Βορείου Αἰγαίου, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ
Γ.Α.Δ.Θ. συνθέτουν, ὡς πρὸς τὴ χωροταξική τους διάταξη, τὸν «Τομέα

69
65
Βορείου Ἑλλάδος» καὶ ἐποπτεύονται, συντονίζονται καὶ ἐλέγχονται ἀπὸ τὸν
Γενικὸ Ἐπιθεωρητὴ Ἀστυνομίας Βορείου Ἑλλάδος.
Καθίσταται ἑπομένως ἀπολύτως σαφὲς ὅτι μέσῳ τῶν τροποποιήσεων ποὺ ἐπιφέρει
τὸ Πρ.Δ.22, τὸ Α.Ο. ἀναγνωρίζεται ἀντισυνταγματικῶς (μὲ ὅλες τίς νομικὲς
συνέπειες ποὺ κάτι τέτοιο συνεπάγεται), ὡς μία ἐκ τῶν Περιφερειῶν τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, ἀπολέσας τό συνταγματικὰ ἀναγνωρισμένο
αὐτοδιοίκητο καθεστώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Α.Ο., ἐνῶ δὲν ἀποτελεῖ τμῆμα
τῆς διοικητικῆς διαίρεσης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας, πλέον ἐνσωματώνεται σὲ
αὐτὴν ὡς τμῆμα της, ἀναιρῶντας τὴν αὐτοδιοίκητη διοικητικὴ ἰδιαιτερότητα ποὺ
ἀναγνωρίζει τὸ Σύνταγμα, ἕνεκα τῆς ὁποίας δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς λοιπῆς δημόσιας
διοίκησης.
Καθόσον (δόλιος) σκοπὸς τῆς νέας ἀντισυνταγματικῆς διευθέτησης, εἶναι ἡ
ἐξομοίωσις τῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως στὸ Α.Ο. μὲ αὐτὴν τῆς λοιπῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπικράτειας, προκύπτει εὔλογα, ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς οἱασδήποτε ἀναφορᾶς στὸ ἄρθρο
105 τοῦ Συντάγματος, ἀποτέλεσε ἠθελημένη ἐπιλογή59. Ἐνδεικτικά, στόν ν.
3051/2002, “Συνταγματικά κατοχυρωμένες ἀνεξάρτητες ἀρχές, τροποποίηση καὶ
συμπλήρωση τοῦ συστήματος προσλήψεων στὸ δημόσιο τομέα καὶ συναφεῖς
ρυθμίσεις", τὸ ἄρθρο 3 παρ. 2, κάνει ρητὴ ἀναφορὰ στὸ σχετικὸ συνταγματικὸ
ἄρθρο:
Τά μέλη τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν καὶ οἱ ἀναπληρωτές τους, ὅπου
προβλέπονται ἀπό τίς κείμενες διατάξεις, ἐπιλέγονται ἀπὸ τὴ Βουλὴ
σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 101Α παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καὶ τὴν
προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ τῆς Βουλῆς διαδικασία.
Ἡ πλήρης ἐξομοίωσις τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνομεύσεως τοῦ Α.Ο. πρὸς τίς λοιπὲς
Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, ἐπιδεικνύεται εἰδικότερα στὸ τρόπο
ποὺ ρυθμίζονται τὰ γενικὰ ὅρια τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων τόσο στὴν
Διεύθυνση τοῦ Α.Ο. ὅσο καὶ στὶς λοιπὲς Γενικὲς Περιφερειακὲς Διευθύνσεις, κατὰ τὸ
ἄρθρο 2 τοῦ Πρ.Δ.22 παρ. 8 καί 11:
8. Ἡ παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ Πρ.Δ. 178/2014 ἀντικαθίσταται, ὡς
ἑξῆς:
2. Οἱ Γενικές Ἀστυνομικές Διευθύνσεις, οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς
Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχουν
ὡς ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ

59Ἡ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 θὰ ἀποδείκνυε ὅτι οἱ νέες διατάξεις περὶ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ Α.Ο.,
λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τίς ἰδιαιτερότητες τῆς περιπτώσεις τοῦ Α.Ο., σχετικὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη (βλ.
ἑνότητες 3.2.3-3.14), κάτι ποὺ θὰ σήμαινε ὅμως παράλληλα καὶ τὴν υἱοθέτηση περιορισμῶν π.χ. στὸ ζήτημα τῆς
στελέχωσης τῶν νέων ὑπηρεσιῶν (βλ. τὴν ἀπαγόρευση εἰσόδου γυναικῶν στὸ Α.Ο., ποὺ συνεπάγεται τὴν
κατάλυση τῆς ἰσότητας ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στήν Ε.Α.).

70
66
συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται μὲ τίς
διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014»
11. Στην παρ. 4 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ Πρ.Δ. 178/2014 προστίθεται παρ.
ιε, ὡς ἑξῆς:
«ιε. Ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχει τοπικὴ ἁρμοδιότητα
ἐκείνη τῶν Ὑπηρεσιῶν ἀπὸ τίς ὁποῖες συγκροτεῖται.»
Ἡ ἔννοια "τοπικὴ ἁρμοδιότητα" καθορίζεται ρητά, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, ἀπὸ
τὸ ἄρθρο 11 τοῦ ν. 4249/2014 καὶ ὡς πρὸς τὸν τομέα εὐθύνης ἀπὸ τὴν παρ.3 τοῦ
ἄρθρου 36 τοῦ Πρ.Δ. 178/2014, τὰ ὁποῖα καὶ τροποποιεῖ τὸ Πρ.Δ. 22, ἐξισώνοντας
τὴν ἀστυνομικὴ δύναμη τοῦ Α.Ο. μὲ τίς λοιπὲς τῆς Ἐπικράτειας· πλέον αὐτὴ ἀποκτᾶ
τὸ σύνολο τῶν ἁρμοδιοτήτων ποὺ παρέχει ὁ Νόμος στὶς Γενικὲς Ἀστυνομικὲς
Διευθύνσεις, ἐγκαταλείποντας ὁριστικὰ τίς συγκεκριμένες ἁρμοδιότητες ὅπως
ὁρίζονται στὸ Ν.Δ. τοῦ 1926, ἀλλὰ καὶ τὸ συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας ποὺ
αὐτὸ αὐστηρὰ ὁρίζει.
Στό ἄρθρο 11 τοῦ ν. 4249/2014, ὅπου καθορίζονται οἱ ἁρμοδιότητες τῆς ἀποστολῆς
τῆς Ε.Α., στὴν παράγραφο 1β, ἀναφέρεται ὡς ἐπιπλέον σκοπό τῆς Ε.Α.:
τήν πρόληψη καὶ καταστολὴ τοῦ ἐγκλήματος καὶ τὴν προστασία τοῦ
Κράτους καὶ τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, στὸ πλαίσιο τῆς
συνταγματικῆς τάξης, ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἄσκηση τῆς ἀστυνομίας
δημόσιας καὶ κρατικῆς ἀσφάλειας.
Ἤδη ὅμως, στὶς προηγούμενες ἑνότητες καταδείχθηκε ἡ μὴ ἰσχὺς στὸ Α.Ο.,
θεμελιωδῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, κάτι ποὺ ἄλλωστε συνιστᾶ τὸν
προνομιακὸ χαρακτῆρα τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου καθεστῶτος.
Καθίσταται ἑπομένως σαφὲς ὅτι, ἡ ἔκταση τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς κρατικῆς
ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ Α.Ο., δὲν δύναται νὰ εἶναι τοῦ αὐτοῦ εὕρους μὲ αὐτὲς
τῆς Ἐπικράτειας, ὅπου ἐκεῖ ἰσχύει ἀπαραβίαστα τὸ Σύνταγμα καὶ οἱ Νόμοι τοῦ Ε.Κ.
Στὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο. οἱ ἀστυνομικὲς ἁρμοδιότητες ὁρίζονται αὐστηρὰ καὶ μόνον
ἀπὸ τίς οἰκεῖες διατάξεις τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926.
Σωρεία ἁρμοδιοτήτων ποὺ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἐπικράτειας τοῦ Ε.Κ. ἔχουν
ὑφιστάμενο λόγο ὕπαρξης, ἁπλῶς ἀδυνατοῦν νὰ ὑφίστανται στὸ Α.Ο., ὅπως π.χ.
ἁρμοδιότητες σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση τῆς τάξης στοὺς δημόσιους χώρους καὶ στὶς
δημόσιες συγκεντρώσεις καὶ συναθροίσεις καὶ τὴν προστασία τῶν ἀτομικῶν καὶ
συλλογικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν κατὰ τίς ἐκδηλώσεις αὐτές, τὸν ἔλεγχο τῆς
λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων καὶ καταστημάτων, τὴν τήρηση τῆς τάξης
στὶς συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων καὶ τὴ μεταγωγὴ τῶν κρατουμένων, τὸν ἔλεγχο
τῆς τήρησης τῆς τουριστικῆς νομοθεσίας (τὸ Α.Ο. δὲν εἶναι τουριστικὸ ἀξιοθέατο,
ἀλλὰ τόπος ἄσκησης τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ), τὴν ἄσκηση ἁρμοδιοτήτων
δημοτικῆς ἀστυνόμευσης, τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κώδικα ὁδικῆς
κυκλοφορίας καὶ τῶν λοιπῶν διατάξεων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κυκλοφορία πεζῶν
καὶ ὀχημάτων, τὴ μέριμνα γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνηλίκων καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν

71
67
διατάξεων γιὰ τὰ ἤθη κ.λπ. Καθίσταται ἑπομένως πρόδηλο, ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου
2 παρ. 8 τοῦ Πρ.Δ.22, ποὺ ὁρίζει ὡς "ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς
τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως
αὐτὲς καθορίζονται μὲ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014", δὲν δύναται
νὰ ἰσχύει.
Συμπληρωματικά πρός τά ἀνωτέρω, κατὰ τὴν παράγραφο 8γ τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ
Πρ.Δ.22, ἡ Ε.Α. δύναται νά :
μπορεῖ νὰ συνάπτει μνημόνια συνεργασίας μὲ φορεῖς καὶ ὀργανισμοὺς
ἄλλων Ὑπουργείων καὶ Ὀργανισμοὺς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης γιὰ θέματα
γενικῆς ἀστυνόμευσης καὶ ἐξυπηρέτησης τῶν πολιτῶν, κοινῆς ἁρμοδιότητας,
τὰ ὁποῖα ἐγκρίνονται μὲ ἀπόφαση τῶν Ὑπουργῶν Ἐσωτερικῶν καὶ Δημόσιας
Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ τοῦ κατὰ περίπτωση συναρμόδιου
Ὑπουργοῦ.
Πλήν, γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Α.Ο. (τοῦ ὁποίου οἱ αὐτοδιοίκητες διοικητικὲς ἀρχὲς δὲν
ἀποτελοῦν Ο.Τ.Α.), δὲν δύναται νὰ ἰσχύει ἡ ἀνωτέρω διάταξη, καθὼς οὐδὲν
ὑπουργεῖο, πλήν τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, δὲν ἔχει ἁρμοδιότητα ἐπὶ τοῦ Α.Ο.
Σχετικά δὲ μὲ τὸν Διοικητὴ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ Α.Ο., κατὰ τὸ ἄρθρο 2
παρ. 15 τοῦ Πρ.Δ.22 ποὺ ἀντικαθιστᾷ τὴν παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 58 τοῦ Πρ.Δ.178,
ὁρίζεται ὅτι ἀποκτᾶ τὸ σύνολο τῶν ἁρμοδιοτήτων ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος καὶ γιὰ τοὺς
λοιποὺς Διευθυντὲς τῶν Διευθύνσεων Ἀστυνομίας, οἱ ὁποῖοι -ἀνάμεσα στὰ ἄλλα–
δύνανται νά:
ἐκδίδουν ἀστυνομικὲς διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ
δικαιοδοσίας τους ἢ τμῆμα αὐτῆς.
Πλήν, οὐδεμία ἀστυνομικὴ διάταξη δὲν δύναται νὰ ἐκδώσει, τόσο ἡ ἀστυνομικὴ
δύναμις, ὅσο καὶ ὁ -κατὰ τὸ ἄρθρο 5 τοῦ Ν.Δ. τοῦ 1926- προϊστάμενος αὐτῆς,
Πολιτικὸς Διοικητὴς τοῦ Α.Ο. Εἰδάλλως, καταργεῖται ἡ ἐξουσία τῶν μόνων
δυναμένων νὰ ἐκδίδουν ἀποφάσεις διοικητικῶν ἀρχῶν τοῦ Α.Ο., (Ι.Κ., Ἱερὰ
Ἐπιστασία, Ἱερὲς Μονές), καὶ οὐσιαστικὰ ἐπανέρχεται σὲ ἰσχὺ τὸ ἀντισυνταγματικὸ
Νομοθετικὸ Διάταγμα 124/1969, τῆς Δικτατορίας τῶν Συνταγματαρχῶν, ποὺ μόνον
αὐτὸ ἀποτόλμησε τὴν κατάλυση τῆς νόμιμης ἐξουσίας τῶν ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν
ὀργάνων. Αὐτὸ ποὺ ἐπιχειρῆται παράλληλα μὲ τὸν περιορισμὸ τῶν ἐξουσιῶν τῶν
ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν ὀργάνων, εἶναι ἡ κατάλυση μέρους τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ
Π.Δ. καὶ ἡ μεταβίβαση αὐτῶν στὸν Διοικητὴ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ
Α.Ο., καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ε.Α., συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 231
τοῦ ν. 4281/2014, ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 15 παρ. 4 τοῦ ν. 4281/2014:
ὁ Ἀρχηγὸς ἀσκεῖ τὴ διοίκηση τοῦ Σώματος καὶ παράλληλα τὴν
προϊσταμένη ἀρχὴ τῶν Κεντρικῶν καὶ Περιφερειακῶν Ὑπηρεσιῶν ποὺ
συγκροτοῦν τὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία.

72
68
Ἄς προστεθεῖ ἐδῶ ὅτι, μέσῳ τῆς δημιουργίας τῆς νέας ἀνεξάρτητης ἀστυνομικῆς
δομῆς στὸ Α.Ο., ἐπιτυγχάνεται ἡ διασύνδεση μὲ τὸ ὅλο ὑπάρχον πλέγμα ὑπηρεσιῶν
τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, κατ’ ἀρχὰς μέσῳ τῶν λοιπῶν Ἀστυνομικῶν Ὑπηρεσιῶν,
ὅπως ὁρίζεται στὸ ἄρθρο 61 παρ. 1 τοῦ Πρ.Δ.178 :
Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας ἐκπληρώνεται μέσῳ τῆς
συντονισμένης, συνεχοῦς καὶ ἀλληλοσυμπληρωματικῆς δράσης τῶν
κεντρικῶν καὶ περιφερειακῶν της Ὑπηρεσιῶν. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ ὅλες οἱ
Ὑπηρεσίες τοῦ Σώματος συνεργάζονται μεταξύ τους τόσο σὲ στρατηγικό -
ἐπιτελικὸ ὅσο καὶ τακτικό - ἐπιχειρησιακὸ ἐπίπεδο.
Στό πλαίσιο τῶν συντονισμένων "ἀλληλοσυμπληρωματικῶν" δράσεων, ὁ Ἀρχηγὸς
τῆς Ε.Α., ὡς "προϊσταμένη ἀρχὴ" τοῦ συνόλου τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ε.Α., κατὰ τὸ
ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014, ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 35 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014,
δύναται νὰ διατάσσει τὴν ἐπιχειρησιακὴ δραστηριοποίηση ὁποιασδήποτε Ὑπηρεσίας
τοῦ Σώματος καὶ στό Α.Ο.:
Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας ἀσκεῖ τὴ διοίκηση τοῦ Σώματος
καὶ κατευθύνει, παρακολουθεῖ καὶ ἐλέγχει τὴ λειτουργία καὶ τὴ δράση τῶν
Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους.
Στὸ πλαίσιο αὐτό, σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις καὶ κατόπιν σχετικῆς εἰσήγησης
τῶν Γενικῶν Ἐπιθεωρητῶν Ἀστυνομίας, δύναται νὰ διατάσσει τὴν
ἐπιχειρησιακὴ δραστηριοποίηση ὁποιασδήποτε Ὑπηρεσίας τοῦ
Σώματος καὶ σὲ περιοχὲς ἐκτὸς τῆς τοπικῆς τους ἁρμοδιότητας.
Οἱ δὲ Ὑπηρεσίες τοῦ ἀνωτέρῳ ἄρθρου, περιγράφονται στὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν.
4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 4 τοῦ ν. 4249/2014:
Στίς Περιφερειακὲς Ὑπηρεσίες τῆς παρ. 1 τοῦ παρόντος ἄρθρου, πρός
τό σκοπὸ ἀποτελεσματικότερης ἐκπλήρωσης τῆς ἀποστολῆς τους καὶ
ἀντιμετώπισης σοβαρῶν ἢ ἔκτακτων γεγονότων ἢ καταστάσεων δύναται, μὲ
διαταγὴ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας κατόπιν σχετικῆς εἰσήγησης
τῶν Γενικῶν Ἐπιθεωρητῶν Ἀστυνομίας, νὰ συγκροτοῦνται Εἰδικὲς
Ἐπιχειρησιακὲς Ὁμάδες, Ἀστυνομικὲς Μονάδες καὶ Κλιμάκια
Ὑπηρεσιῶν, ὅπως Κινητὲς Ἀστυνομικὲς Μονάδες (K.A.M.), Ὁμάδες
Πρόληψης καὶ Καταστολῆς τοῦ Ἐγκλήματος (Ο.Π.Κ.Ε.), Ὁμάδες
Δίκυκλης Ἀστυνόμευσης (ΔΙ.ΑΣ.), Ὁμάδες Ἐλέγχου καὶ Πρόληψης
Τροχαίων Ἀτυχημάτων (Ο.Ε.Π.Τ.Α.), Ὁμάδες Εἰδικῶν Δράσεων (Ο.Ε.Δ.),
Εἰδικὲς Ὁμάδων Δίωξης Παράνομης Μετανάστευσης καὶ Κλιμάκια
Ὑπηρεσιῶν.
Ἡ νέα ἀνεξάρτητη ἀστυνομικὴ δομὴ θὰ ἀποτελέσει γιὰ τὸ Α.Ο. δύναμη
ἐκκοσμίκευσης (ποὺ αὐστηρὰ ἀπαγορεύεται, βλ. ἄρθρο 4 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο.), καθὼς στὸ
πλαίσιο ὑλοποίησης τῶν νέων ἁρμοδιοτήτων της, καλεῖται νὰ ἐπιβάλλει, π.χ. τὴν
ἐγκατάσταση "συστημάτων ἐπιτήρησης" (βλ. ἄρθρο 2 παρ. 6 τοῦ Πρ.Δ.22), καθώς

73
69
-ὁμοίως πρὸς τίς λοιπὲς ἀστυνομικὲς ὑπηρεσίες τῆς Ἐπικρατείας- καθίσταται
ὑπεύθυνη ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα60:
γιά τὴ διασφάλιση ἐφαρμογῆς τῶν εἰδικότερων κανόνων ἐγκατάστασης
καὶ λειτουργίας τῶν συστημάτων ἐπιτήρησης σὲ δημόσιους χώρους
Πέραν, ἑπομένως, τῶν ποικίλων ἀστυνομικῶν ὁμάδων καὶ κλιμακίων ποὺ
προβλέπεται νὰ δραστηριοποιοῦνται στὸ Α.Ο. στὰ πλαίσια τῶν νέων ἁρμοδιοτήτων
ποὺ περιβάλλεται ἡ νέα ἀστυνομικὴ δομὴ (βλ. ἀνωτ. ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014
ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 4 τοῦ ν. 4249/2014), ἐπίκειται ἐπιπλέον ὁ
κίνδυνος νὰ ἐμφανιστοῦν συστήματα ἐπιτήρησης, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν
ἐπιτομὴ τῆς κατάλυσης τοῦ μή κοσμικοῦ, πνευματικοῦ-ἡσυχαστικοῦ χαρακτῆρα
του, καθόσον ἡ χρήση τους θὰ συνιστᾷ μιὰ de facto σκιὰ μόνιμης ὑποψίας τοῦ Ε.Κ.
πρὸς τὸν Ἁγιορειτικὸ Μοναχισμὸ (ἀσχέτως τῶν δικαιολογιῶν ποὺ θὰ προταθοῦν),
καὶ θὰ λειτουργεῖ ὡς διαρκὴς ὑπενθύμιση τῆς στοχοποίησης τοῦ ἀπαραβίαστα
πνευματικοῦ χαρακτῆρα τοῦ Ἱεροῦ Τόπου τοῦ Α.Ο. Μία τέτοια ἐξέλιξη -ποὺ
οὐδεὶς Ἁγιορείτης Μοναχὸς πρόκειται νὰ δεχθεῖ- θὰ παριστᾶ ἐναργῶς τὴν υἱοθέτηση
ἐντὸς Ἁγίου Ὄρους, ἀρχῶν καὶ κριτηρίων "ἐλέγχου καὶ ἐπιτήρησης", τὰ ὁποῖα
ἁρμόζουν ἀποκλειστικὰ σὲ κοσμικοῦ τύπου κοινωνία, ὅπου ἡ κάθε -πιθανὴ ἢ
ἀπίθανη- ἑρμηνεία τοῦ ὅρου "δημόσια Τάξη", θὰ ἐπαφίεται ἀποκλειστικὰ στὶς βουλὲς
ἐξωαγιορειτικῶν θεσμικῶν (ἢ μή) πολιτικῶν κέντρων.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ σωρεία "ἁρμοδιοτήτων" ποὺ προβλέπεται νὰ ἀναληφθοῦν ἀπὸ τὴν
νέα ἀστυνομικὴ δομὴ ἐντὸς τοῦ Α.Ο., ἀναμένεται νὰ ἐπιφέρει δραματικὲς ἀλλαγὲς σὲ
πληθώρα ἐπιμέρους διοικητικῶν ζητημάτων, μὲ προφανῆ συνέπεια τὴν σύγκρουση
ἁρμοδιοτήτων μεταξὺ τῶν ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ὀργάνων τους,
τῆς νέας ἀστυνομικῆς δομῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Πολιτικῆς Διοίκησης, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ
νὰ λειτουργεῖ στὸ διοικητικὸ πλαίσιο ποὺ περιγράφεται στὸ Ν.Δ. τοῦ 1926.

Ἐπίλογος
Ἐν τέλει,
ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ διατάξεις τῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν ποὺ ἔχει
προσυπογράψει τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, ἔχουν αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ καὶ
ὑπερισχύουν τῶν διατάξεων τῶν Ἑλληνικῶν Νόμων,
ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος ἔχει αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ (τὸ ὁποῖο
ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε συνταγματικὴ διάταξη), τῶν κοινῶν νόμων μὴ δυναμένων νὰ
ἀντιτίθενται πρὸς αὐτό,
ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἄρθρο 105 παρ. 2, "δὲν ἐπιτρέπεται καμία ἀπολύτως μεταβολὴ
στὸ διοικητικὸ σύστημα" τοῦ ἁγίου Ὄρους,

60 Συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 4 τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 75/2020.

74
70
ἐπειδή ὁ Κ.Χ.Α.Ο., λόγῳ τῆς εἰδικῆς διαδικασίας καὶ τοῦ εἰδικοῦ ὀργάνου
καταρτίσεώς του -ὅπως ἀναγνωρίζεται στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος – ἔχει
αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ ἔναντι τῶν κοινῶν νόμων, οἱ ὁποῖοι δὲν δύνανται νὰ τὸν
τροποποιήσουν ἢ νὰ τὸν καταργήσουν,
ἐπειδή κατὰ τὸ ἄρθρο 187 τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., “Πᾶσα διάταξις, ἀντικειμένη εἰς τὸν
παρόντα Καταστατικὸν Χάρτην, δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ἰσχὺν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει”,
ἐπειδή βάσει τοῦ ἄρθρου 93 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος, "Τὰ δικαστήρια
ὑποχρεοῦνται νὰ μὴν ἐφαρμόζουν νόμο ποὺ τὸ περιεχόμενό του εἶναι ἀντίθετο πρὸς
τὸ Σύνταγμα ”,
ἐπειδή ἐλέγχονται ὡς οὐσιαστικὰ ἀντισυνταγματικὲς οἱ σχετικὲς διατάξεις
τοῦ Πρ.Δ.22, ποὺ διαλαμβάνουν τά περὶ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, καθὼς ὑφίσταται ἀντίθεση τοῦ περιεχομένου τῶν ρυθμίσεων τοῦ Πρ.Δ.22
πρὸς τὸ περιεχόμενο τοῦ συνταγματικοῦ ἄρθρου 105,
ἐπειδή τέλος, προκύπτει πρόβλημα οὐσιαστικῆς συμβατότητας τοῦ
Πρ.Δ.22, τόσο πρὸς τὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος, ὅσο καὶ πρὸς τὸ ἄρθρο 28 τοῦ
Συντάγματος,
Δέον ὅπως ἀκυρωθεῖ ἡ ἐκτέλεση τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 22/2022, λόγῳ
τοῦ ἀντισυνταγματικοῦ του χαρακτῆρα.
Τέλος, δίκην ἀκροτελεύτιου λόγου, ἄς ἐνθυμηθοῦμε τὴν ὁμολογιακὴ τοποθέτηση τῆς
Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ -ὄχι καὶ τόσο μακρυνοῦ- 1995, ἡ ὁποία ἐπανελάμβανε τήν
ἀντίστοιχη τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ 1973, καί ἡ ὁποία εἴθε νὰ καθοδηγήσει τίς
συνειδήσεις τοῦ σημερινοῦ Ἁγίου Ὄρους:
Πᾶσαν προσπάθειαν, ὁποθενδήποτε ὑπαγορευομένην ἤ προερχομένην,
συρρικνώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικῶς καί πολιτειακῶς κατοχυρωμένου
αὐτοδιοικήτου καί τῆς οἰκουμενικότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους θεωροῦμεν
ἄκαιρον, ἀδικαιολόγητον καί καταστρεπτικήν διά τό μέλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
τό ὁποῖον οὕτως ἐπεβίωσε καί ἐμεγαλούργησε ἐπί τόσους αἰῶνας. Ὅθεν
ἱεράν ἔχομεν τήν ὑποχρέωσιν διά τήν προάσπισιν καί διατήρησιν
αὐτῶν, χάριν καί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν.
Τό αὐτοδιοίκητον δέν εἶναι ἁπλῶς μία συρραφή νομικῶν ὅρων καί
διατυπώσεων, ἀλλ᾽ ἀποτελεῖ διά τούς ἐκ τοῦ κόσμου ἀναχωρήσαντας
ἁγιορείτας μοναχούς τρόπον τοῦ ζῆν καί τοῦ σκέπτεσθαι. Ἡ δέ
οἰκουμενικότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέν εἶναι μία αὐτονομιστική ἤ διεθνιστική
κίνησις, ὡς συγχέουν τινές, ἐπικαλούμενοι ἀνυπάρκτους «ἀντεθνικάς»
ἐνεργείας, ἀλλ᾽ ἔγκειται εἰς μίαν καθηγιασμένην ὑπό τῆς παραδόσεως
πραγμάτωσιν καί βίωσιν τοῦ μοναχισμοῦ.61

61 Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.16.

75
71
Ἐνδεικτικὴ Βιβλιογραφία

Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 1996. Τό Καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀθωνική Νομοκανονική
Βιβλιοθήκη 1. Ἔκδ. Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 1973. Τὸ Ν.Δ. 124/1969 ἐν σχέσει πρὸς τὸ Σύνταγμα τῆς Χώρας
καὶ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔκδ. Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Νικολακάκη, Δ. 2018. Αἱ Κανονιστικαί Διατάξεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔκδ. Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ
Ἁγίου Ὄρους.
Νικόπουλος, Ἀ. 2017. Τό Εἰδικό Καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἡ Συνταγματική ἔννοια τῶν
«Ἁγιορειτικῶν Καθεστώτων». τ. 35. Νομοκανονική Βιβλιοθήκη. Ἐκδ. Ἐπέκταση.
Ὀρφανουδάκης, Σ. 1995. Η Ελευθερία της συνένωσης: Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 12
παρ. 1-4 του ισχύοντος Συντάγµατος υπό το φώς της νομολογίας των Ελληνικών Δικαστηρίων,
Διδακτορικὴ μελέτη, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.). Σχολή Νομικῶν,
Οἰκονομικῶν καὶ Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν. Τμῆμα Νομικῆς.
Παπουλίδης, Κ. 1996. Ὁ Διοικητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν.
Σπυρόπουλος, Φ. 2020. Συνταγματικό Δίκαιο. 2η ἔκδ. Ἐκδ. Σάκκουλα.

76
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

77
E
ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α
2267

ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
23 Μαρτίου 2022 ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 62

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 22 π.δ. 63/2005 Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την
παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 «Επιτελικό
Τροποποίηση διατάξεων ν. 4249/2014 «Αναδι-
Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρ-
οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυρο- νησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής
σβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133) και
Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση Υπηρεσιών ε. της υπό στοιχεία 80/18-07-2019 κοινής απόφασης
του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Προστασίας του
του Πολίτη και ρύθμιση λοιπών θεμάτων αρμο- Πολίτη «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Προ-
διότητας Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προ- στασίας του Πολίτη, Ελευθέριο Οικονόμου» (Β΄ 3058).
στασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις» (Α΄73) 2. Την υπό στοιχεία 8000/1/2021/117-ε΄ από 26-11-2021
και π.δ. 178/2014 «Οργάνωση Υπηρεσιών Ελλη- Εισήγηση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης
νικής Αστυνομίας» (Α΄281), 7/2017 «Αναδιάταξη- Οικονομικών Υπηρεσιών και Επιτελικού Σχεδιασμού του
αναδιοργάνωση, σύσταση και λειτουργία περι- Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (άρθρο 24 παρ. 5
φερειακών υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας» εδ. ε΄του ν. 4270/2014, Α΄143, όπως αντικαταστάθηκε
(Α΄14) και 500/1989 «Οργάνωση και λειτουργία με την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4484/2017, Α΄ 110),
της Υπηρεσίας εκπαιδευτών και συνοδών σκύ- από την οποία προκύπτει ότι δεν προκαλείται πρόσθετη
λων και ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τους οικονομική επιβάρυνση εις βάρος των πιστώσεων του
αστυνομικούς σκύλους, του συνοδούς – χειρι- Προϋπολογισμού Εξόδων του Υπουργείου Προστασίας
στές και τους εκπαιδευτές τους» (Α΄ 214). του Πολίτη.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ 3. Την υπ’ αριθμ. 16/2022 γνωμοδότηση του Συμβουλί-
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ου της Επικρατείας ύστερα από πρόταση του Υπουργού
και Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, αποφασίζουμε:
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις: Άρθρο 1
α. Των περ. α΄, β΄ και στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του Τροποποίηση διατάξεων ν. 4249/2014 (Α΄73)
ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» 1. Η παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4249/2014 αντικαθί-
(Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την σταται, ως εξής:
παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49), «3. Περιφερειακές Υπηρεσίες είναι η Γενική Αστυνομι-
β. της παρ. 1 του άρθρου 28 ν. 2800/2000 «Αναδι- κή Διεύθυνση Αττικής, η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση
άρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Θεσσαλονίκης, οι Γενικές Περιφερειακές Αστυνομικές
σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες Διευθύνσεις, η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους
διατάξεις» (Α΄ 41), και οι Υπηρεσίες που υπάγονται σε αυτές. Οι Γενικές
γ. της παρ. 7 του άρθρου 15, της παρ. 5 του άρθρου Αστυνομικές Διευθύνσεις Αττικής και Θεσσαλονίκης,
30 και της παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 4249/2014 «Ανα- οι Γενικές Περιφερειακές Αστυνομικές Διευθύνσεις και
διοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβε- η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, υπάγονται
στικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής απευθείας στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και
Προστασίας, αναβάθμιση Υπηρεσιών του Υπουργείου εποπτεύονται, κατευθύνονται, συντονίζονται και ελέγχο-
Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ρύθμιση νται από τους Γενικούς Επιθεωρητές Αστυνομίας Βορείου
λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δημόσιας Ελλάδος και Νοτίου Ελλάδος, κατά τομέα ευθύνης.».
Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις» 2. Η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4249/2014
(Α΄ 73), όπως τα άρθρα 15 και 30 αντικαταστάθηκαν με αντικαθίσταται, ως εξής:
την παρ. 2 και την παρ. 4 του άρθρου 231 του ν. 4281/ «γ. Οι Γενικές Περιφερειακές Αστυνομικές Διευθύν-
2014 (Α΄ 160), σεις (ΓΕ.Π.Α.Δ.) Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης,
δ. του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυ- Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου,
βέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (άρθρο πρώτο του Θεσσαλίας και Βορείου Αιγαίου, καθώς και η Διεύθυνση
2268 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος A’ 62/23.03.2022

Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, οι οποίες με τη Γ.Α.Δ.Θ. ζ. η εισήγηση, εκπόνηση και υλοποίηση προγραμ-
συνθέτουν, ως προς τη χωροταξική τους διάταξη, τον μάτων ηλεκτρονικής (on line) ή διά ζώσης εκπαίδευ-
«Τομέα Βορείου Ελλάδος», εποπτεύονται, συντονίζονται σης και διαρκούς επιμόρφωσης του προσωπικού που
και ελέγχονται από τον Γενικό Επιθεωρητή Αστυνομίας χειρίζεται υποθέσεις του προρρηθέντος χαρακτήρα
Βορείου Ελλάδος.». μέσω σεμιναρίων, ημερίδων κ.α., σε συνεργασία με τη
Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρωπίνων
Άρθρο 2 Πόρων/Α.Ε.Α. ή και συναρμόδιους Φορείς και Αρχές
Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 178/2014 (Α΄ 281) σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, η. η ανάπτυξη
1. Η παρ. 5 του άρθρου 1 του π.δ. 178/2014 αντικαθί- δράσεων και πρωτοβουλιών για την ενημέρωση και
σταται, ως εξής: ευαισθητοποίηση των πολιτών, σχετικά με τον τρόπο
«5. Περιφερειακές Υπηρεσίες είναι οι Γενικές Αστυνο- αντιμετώπισης των εν λόγω αδικοπραξιών, αλλά και
μικές Διευθύνσεις Αττικής και Θεσσαλονίκης, οι Γενικές προστασίας, αντίστοιχα, των ζώων, την ενίσχυση της
Περιφερειακές Αστυνομικές Διευθύνσεις (ΓΕ.Π.Α.Δ.) και συνεργασίας με τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομί-
η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, καθώς και οι ας και τη δημιουργία δικτύου συνεχούς και αμφίδρομης
Υπηρεσίες που υπάγονται σ’ αυτές. Οι Γενικές Αστυνομι- επικοινωνίας με αυτές, αλλά και τους λοιπούς συναρμό-
κές Διευθύνσεις Αττικής και Θεσσαλονίκης, οι ΓΕ.Π.Α.Δ. διους Φορείς,
και η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, υπάγονται θ. η συνεργασία με όλες τις συναρμόδιες Αρχές και
απευθείας στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.». Υπηρεσίες, καθώς και λοιπούς κρατικούς και μη φορείς
2. Στην παρ.1 του άρθρου 3 του π.δ. 178/2014 προστί- με σκοπό τον, από κοινού, όπου αυτό απαιτείται, σχε-
θεται περ. δ΄ ως εξής: διασμό δράσεων, ανταλλαγή τεχνογνωσίας, εφαρμογή
«δ. Τμήμα Προστασίας Ζώων. ». βέλτιστων πρακτικών και
3. Μετά την παρ. 6 του άρθρου 3 του π.δ. 178/2014 ι. η εκπροσώπηση της Ελληνικής Αστυνομίας σε διορ-
προστίθεται παρ. 7 ως εξής: γανώσεις, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, για
«7. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Προστασίας Ζώων το ζήτημα της προστασίας των ζώων.
είναι οι ακόλουθες: 4. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του
α. η παρακολούθηση των υποθέσεων παραμέλησης, π.δ. 178/2014 αντικαθίσταται, ως εξής:
ενεργητικής και παθητικής κακοποίησης και θανάτωσης «2. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Διοικητικής Μέρι-
ζώων, μνας είναι οι ακόλουθες:».
β. η καθοδήγηση, εποπτεία και ο συντονισμός των 5. Οι περ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του
Περιφερειακών Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, π.δ. 178/2014 αντικαθίστανται και προστίθεται περ. δ΄,
αφενός, μεν, για την ουσιαστική και αποτελεσματική ως εξής:
διαχείριση των προαναφερόμενων υποθέσεων, αφετέ- «β. Τμήμα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού, Συνεργασιών
ρου, δε, για την ορθή εφαρμογή του ισχύοντος νομικού και Ασκήσεων,
πλαισίου, γ. Τμήμα Διαχείρισης Συστημάτων Επιτήρησης και
γ. η προετοιμασία νομοθετικών ρυθμίσεων και συνα- δ. Κέντρο Επιχειρήσεων.».
φών διοικητικών πράξεων, ο σχεδιασμός προληπτικών 6. Η παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 178/2014 αντικα-
μέτρων, η εκπόνηση ειδικών επιχειρησιακών σχεδίων θίσταται και προστίθεται παρ. 5, ως εξής:
διαχείρισής τους και η αξιολόγηση της αρτιότητας υλο- «4. Το Τμήμα Διαχείρισης Συστημάτων Επιτήρησης
ποίησής τους, με παράλληλη αναπροσαρμογή αυτών, είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και
σε συντρέχουσα περίπτωση, προς το σκοπό αποτροπής την υλοποίηση όλων των απαιτούμενων ενεργειών που
εξωτερίκευσης των εν λόγω παραβατικών συμπεριφο- απορρέουν από τον ορισμό της Ελληνικής Αστυνομίας
ρών, ως υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού
δ. η κατάρτιση και επεξεργασία προτυποποιημένων – χαρακτήρα κατά το άρθρο 4 του π.δ. 75/2020 (Α΄173)
κωδικοποιημένων σηματικών αναφορών που αφορούν και ειδικότερα για τη διασφάλιση εφαρμογής των ειδι-
σε εγκλήματα κατά των ζώων για την ορθή αντιμετώπισή κότερων κανόνων εγκατάστασης και λειτουργίας των
τους και τον καθορισμό ενιαίου τρόπου καταγραφής των συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους, στο
ουσιωδών στοιχείων των περιστατικών, από τις καθ’ ύλην μέτρο που διενεργείται επεξεργασία δεδομένων προσω-
αρμόδιες Υπηρεσίες, πικού χαρακτήρα, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνονται
ε. η συλλογή, τακτική τήρηση και περαιτέρω επεξεργα- αποτελεσματικά οι σκοποί που προβλέπονται στην εκά-
σία και αξιοποίηση στατιστικών στοιχείων για κάθε περι- στοτε ισχύουσα νομοθεσία, με ταυτόχρονη διασφάλιση
στατικό κακοποίησης ζώων, καθώς επίσης και στοιχείων των δικαιωμάτων των υποκειμένων στην επεξεργασία,
αναφορών – υποθέσεων ποινικών εξελίξεων, ιδιαίτερης σύμφωνα με όσα ορίζονται στον ν. 4624/2019(Α΄137).
βαρύτητας, Το Τμήμα Διαχείρισης Συστημάτων Επιτήρησης, είναι
στ. η μελέτη των μέτρων πρόληψης και καταστολής, αρμόδιο ιδίως για:
αλλά και των επιστημονικών και τεχνικών μεθόδων που α. τον προσδιορισμό του απαιτούμενου υλικοτεχνι-
εφαρμόζονται τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και διεθνές επίπε- κού εξοπλισμού για την άσκηση των αρμοδιοτήτων
δο, η επεξεργασία αυτών και η τυχόν αξιοποίηση – ενσω- του υπευθύνου επεξεργασίας και την εκδήλωση των
μάτωσή τους στην εφαρμοζόμενη στρατηγική – πολιτική προπαρασκευαστικών ενεργειών που αφορούν στην
διαχείρισης, προμήθειά τους,
Τεύχος A’ 62/23.03.2022 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 2269

β. τον σχεδιασμό και συντονισμό των απαιτούμενων συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, σύμφωνα με το άρθρο
ενεργειών που αφορούν στην τήρηση των προϋποθέ- 74 του ν. 4624/2019.
σεων και κριτηρίων εγκατάστασης και λειτουργίας των ιβ. κάθε άλλη ενέργεια που προκύπτει από τις διατάξεις
συστημάτων επιτήρησης, ως αυτά ορίζονται στο άρθρο του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και ορίζει την Ελληνι-
5 του π.δ. 75/2020, κή Αστυνομία ως υπεύθυνο επεξεργασίας προσωπικών
γ. τη διενέργεια αυτοψίας και ελέγχου των σημείων δεδομένων για τους σκοπούς που ειδικά αναφέρονται
όπου είναι εγκατεστημένα και λειτουργούν ή σχεδιάζε- σε αυτό.
ται να εγκατασταθούν συστήματα επιτήρησης και την 5. Το Κέντρο Επιχειρήσεων λειτουργεί σε επίπεδο
εκδήλωση των απαιτούμενων ενεργειών, Τμήματος και οι αρμοδιότητες τις οποίες ασκεί είναι οι
δ. τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων που αφο- ακόλουθες:
ρούν στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χα- α. η ταχεία ενημέρωση της ηγεσίας της Ελληνικής
ρακτήρα, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 11 του Αστυνομίας και η διαρκής λήψη και μετάδοση επιχει-
π.δ. 75/2020, ρησιακών πληροφοριών για εκδηλωθέντα συμβάντα
ε. τον προσδιορισμό, σχεδιασμό και οργάνωση όλων αστυνομικού ενδιαφέροντος σε όλη την επικράτεια,
των απαιτούμενων ενεργειών για τη λήψη και τήρηση καθώς και η ενημέρωση άλλων αρμόδιων αρχών για
των οργανωτικών και τεχνικών μέτρων ασφαλείας που κάθε είδους έκτακτα ή επείγοντα σοβαρά γεγονότα ή
αφορούν στη χρήση συστημάτων επιτήρησης και τη δια- συμβάντα, σύμφωνα με τα ειδικά σχέδια ασφάλειας και
σφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων που θίγονται τα μνημόνια ενεργειών που ισχύουν και τις ειδικότερες
από τη χρήση των συστημάτων αυτών, διαταγές και οδηγίες που δίδονται,
στ. την κατάρτιση σχεδίου μνημονίου ενεργειών για β. η παρακολούθηση των αστυνομικών επιχειρήσεων
τον προσδιορισμό των απαιτούμενων ενεργειών που ευρείας κλίμακας, καθώς και εκδηλωμένων περιστατικών
αφορούν στη συλλογή, επεξεργασία, διαβίβαση, τήρηση ή γεγονότων τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κρίσεις
και διαγραφή των δεδομένων σύμφωνα με τα οριζόμενα εσωτερικής ασφάλειας και η άμεση ιεραρχική ενημέ-
στις διατάξεις του π.δ. 75/2020.
ρωση της ηγεσίας και των αρμοδίων οργάνων προς το
ζ. τον σχεδιασμό και υλοποίηση των διοικητικών δια-
σκοπό έγκαιρης λήψης αποτελεσματικών μέτρων πρό-
δικασιών που απαιτούνται στο πλαίσιο της άσκησης των
ληψης ή αντιμετώπισης σε στρατηγικό, επιχειρησιακό
αρμοδιοτήτων του, την κατάρτιση των απαιτούμενων
και τακτικό επίπεδο και εξασφάλισης της επιτυχούς και
σχεδίων κανονιστικών πράξεων που αφορούν στην από-
ασφαλούς διεξαγωγής των αστυνομικών επιχειρήσεων
φαση εγκατάστασης και λειτουργίας των συστημάτων
κατά τη διαχείριση αυτών,
επιτήρησης και τη συνεργασία με λοιπές Υπηρεσίες και
γ. η εξασφάλιση της συντονισμένης, έγκαιρης και απο-
δημόσιες Αρχές,
τελεσματικής κινητοποίησης, καθοδήγησης, εποπτείας
η. την εκδήλωση, σε συντρέχουσα περίπτωση, των
απαιτούμενων ενεργειών ανάθεσης σύμφωνα με το άρ- και ελέγχου των κεντρικών και περιφερειακών Υπηρε-
θρο 60 του ν. 4624/2019 της επεξεργασίας δεδομένων σιών του Σώματος, μέσω της άμεσης διαβίβασης των
προσωπικού χαρακτήρα σε εκτελούντες την επεξεργα- κατευθύνσεων και των εντολών της ηγεσίας σε πολιτικό,
σία, οι οποίοι υποχρεούνται να εξασφαλίζουν με κατάλ- στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο,
ληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ότι η επεξεργασία δ. η εξασφάλιση του επιχειρησιακού συντονισμού της
διενεργείται σύμφωνα με τον νόμο και ότι διασφαλίζεται δράσης των κεντρικών και περιφερειακών Υπηρεσιών
η προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων επε- του Σώματος στην εκτέλεση των επιχειρήσεων και της
ξεργασίας, εφαρμογής των ειδικών σχεδίων ασφάλειας και μνημο-
θ. την κατάρτιση και θέση σε λειτουργία ενός ολοκλη- νίων ενεργειών,
ρωμένου συστήματος διαχείρισης ασφάλειας των δεδο- ε. η διασύνδεσή του με τα Κέντρα Επιχειρήσεων των
μένων του συστήματος και ειδικότερα την κατάρτιση, σε κεντρικών και περιφερειακών Υπηρεσιών του Σώματος,
συνεργασία με συναρμόδιες Υπηρεσίες της Ελληνικής καθώς και με το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Ελέγχου
Αστυνομίας και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, Συνόρων, Μετανάστευσης και Ασύλου (Ε.Σ.Κ.Ε.Σ.Μ.Α.)
πολιτικής ασφάλειας, τον προσδιορισμό της διαδικασίας και η διευκόλυνση της επικοινωνίας αυτών, κατά την επι-
αναθεώρησή της και εφόσον απαιτείται, των ειδικότερων χειρησιακή διαχείριση συμβάντων αρμοδιότητάς τους,
διαδικασιών του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας, στ. η παροχή, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού και κα-
καθώς και την εξειδίκευση των μέτρων ασφάλειας και νονιστικού πλαισίου, κατευθύνσεων για την κατάλληλη
τη μέριμνα για την αδιάλειπτη τήρηση και περιοδική και αποτελεσματική πρώτη αντιμετώπιση περιστατικών
αξιολόγησή τους, ασφάλειας και έκτακτων περιστατικών ή καταστάσεων
ι. τη συνεργασία και διαβούλευση με την Αρχή Προ- έκτακτης ανάγκης, είτε η Ελληνική Αστυνομία έχει την
στασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και την αρμοδιότητα διαχείρισής τους, είτε υποστηρίζει άλλη
εκδήλωση ενεργειών για τη γνωστοποίηση της παραβί- αρχή ή φορέα,
ασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αυτήν και ζ. η συλλογή και διαχείριση στατιστικών στοιχείων
την ενημέρωση του υποκειμένου, σύμφωνα με τα άρθρα δράσεων και συμβάντων των κεντρικών και περιφερει-
63 και 64 του ν. 4624/2019, ακών Υπηρεσιών του Σώματος, προς το σκοπό παρο-
ια. την τήρηση επικαιροποιημένων αρχείων καταγρα- χής ενημέρωσης στην ηγεσία, καθώς, επίσης, η ανάλυση
φής των ενεργειών που εκτελούνται στα δεδομένα των στοιχείων και δεδομένων για τα θέματα αρμοδιότητάς
2270 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος A’ 62/23.03.2022

του και η συναγωγή και επιχειρησιακή αξιοποίηση των Διευθύνσεων και της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου
σχετικών συμπερασμάτων, Όρους, καθορίζεται ως ακολούθως:».
η. η διασύνδεσή του και η παροχή κάθε αναγκαίας 11. Στην παρ. 4 του άρθρου 36 του π.δ. 178/2014 προ-
συνδρομής στα αντίστοιχα Κέντρα Επιχειρήσεων Φο- στίθεται περ.ιε΄, ως εξής:
ρέων Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Ανάγκης «ιε. Η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους έχει το-
(Φ.Α.Κ.Ε.Α.), κατά την αντιμετώπιση φυσικών κατα- πική αρμοδιότητα εκείνη των Υπηρεσιών από τις οποίες
στροφών και άλλων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης συγκροτείται.».
αρμοδιότητάς τους, καθώς και στη διαχείριση συναφών 12. Η παρ. 5 του άρθρου 36 του π.δ. 178/2014 αντικα-
συνεπειών, θίσταται, ως εξής:
θ. η παροχή αναγκαίας ενημέρωσης στον Εκπρόσωπο «5. Στις Διευθύνσεις των Γενικών Αστυνομικών Διευ-
Τύπου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, στο θύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, στις Διευθύνσεις
Τμήμα Ενημέρωσης και Διαχείρισης Μέσων Μαζικής Αστυνομίας Νομών των Γενικών Περιφερειακών Αστυ-
Ενημέρωσης της Διεύθυνσης Επικοινωνίας του Αρχηγεί- νομικών Διευθύνσεων και στη Διεύθυνση Αστυνόμευσης
ου και στο Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Προστασίας Αγίου Όρους, υπάγονται Υπηρεσίες επιπέδου Υποδιεύ-
του Πολίτη, προκειμένου να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και θυνσης, Τμήματος ή και Σταθμού.».
αποτελεσματική επικοινωνιακή διαχείριση σε περιπτώ- 13. Η παρ. 9 του άρθρου 40 του π.δ. 178/2014 αντικα-
σεις περιστατικών εσωτερικής ασφάλειας, θίσταται, ως εξής:
ι. η συνεχής υποστήριξη της λειτουργίας του τεχνο- «9. Στις Διευθύνσεις Αστυνομίας Νομών υπάγονται
λογικού εξοπλισμού και των οπτικοακουστικών μέσων διοικητικά οι Υποδιευθύνσεις Ασφάλειας, οι Υποδιευ-
κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Επιτελικού Σχε- θύνσεις Αστυνομίας, οι Αστυνομικές Υποδιευθύνσεις,
διασμού και Διαχείρισης Κρίσεων, σε χώρο του Αρχη- οι Υποδιευθύνσεις Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανά-
γείου της Ελληνικής Αστυνομίας, ο οποίος διαχωρίζεται στευσης Δομών, καθώς και όλες οι Υπηρεσίες της Ελ-
σε επιμέρους αίθουσες, συσκέψεων, οπτικοακουστικών ληνικής Αστυνομίας επιπέδου Τμήματος και Σταθμού,
μέσων και επικοινωνίας και που λειτουργούν στην περιοχή της εδαφικής τους δι-
ια. η άσκηση κάθε άλλης αρμοδιότητας που του ανα- καιοδοσίας.».
τίθεται στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής του.». 14. Οι περ. ε΄, στ΄, ζ΄ και ι΄της παρ. 1 του άρθρου 46 του
7. Οι περ. ιγ΄ και ιδ΄ της παρ.1 του άρθρου 36 του π.δ. 178/2014 αντικαθίστανται, ως εξής:
π.δ. 178/2014 αντικαθίστανται και προστίθεται περ. ιε΄,
«ε. εισηγούνται τα σχέδια και προγράμματα δραστη-
ως εξής:
ριοτήτων των περιφερειακών Υπηρεσιών δικαιοδοσίας
«ιγ. η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση
τους,
Νοτίου Αιγαίου,
στ. αξιολογούν τα αποτελέσματα της δράσης των
ιδ. η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση
περιφερειακών Υπηρεσιών δικαιοδοσίας τους ως προς
Κρήτης και
τη λειτουργία των προγραμμάτων και την επίτευξη των
ιε. η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους.».
στόχων και εισηγούνται τις απαραίτητες διορθώσεις και
8. Η παρ.2 του άρθρου 36 του π.δ. 178/2014 αντικα-
θίσταται, ως εξής: προσαρμογές,
«2. Οι Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις, οι Γενικές Πε- ζ. επιθεωρούν, τακτικώς, τις Γενικές Περιφερειακές
ριφερειακές Αστυνομικές Διευθύνσεις και η Διεύθυνση Αστυνομικές Διευθύνσεις και τη Διεύθυνση Αστυνόμευ-
Αστυνόμευσης Αγίου Όρους έχουν ως αποστολή την σης Αγίου Όρους δικαιοδοσίας τους, τουλάχιστον μια
άσκηση, μέσα στα όρια της τοπικής τους δικαιοδοσίας, φορά το έτος και εκτάκτως, όταν κρίνουν τούτο σκόπιμο
του συνόλου των αστυνομικών αρμοδιοτήτων, όπως ή διαταχθούν σχετικά. Εκτάκτως ή κατά την κρίση τους
αυτές καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 11 του επιθεωρούν και οποιαδήποτε υφιστάμενη περιφερειακή
ν. 4249/2014 και συγκροτούνται ως ακολούθως: Υπηρεσία δικαιοδοσίας τους,
α. οι Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Αττικής και Θεσ- ι. εγκρίνουν τη χορήγηση των αδειών των Γενικών
σαλονίκης από το Επιτελείο τους και τις Διευθύνσεις που Αστυνομικών Διευθυντών και των Γενικών Περιφερει-
υπάγονται σ’ αυτές, ακών Αστυνομικών Διευθυντών και του Διευθυντή της
β. οι Γενικές Περιφερειακές Αστυνομικές Διευθύνσεις Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους του τομέα ευ-
από το Επιτελείο τους, τις Διευθύνσεις Αστυνομίας Νο- θύνης τους.»
μών της Περιφερείας τους και τις Υπηρεσίες που υπάγο- 15. Ο τίτλος και το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρ-
νται απευθείας σ’ αυτές και θρου 58 του π.δ. 178/2014 αντικαθίσταται, ως εξής:
γ. η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους από τις «Άρθρο 58
Υπηρεσίες που υπάγονται απευθείας σ’ αυτήν.». Διευθυντές Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών, Διευθυ-
9. Στην παρ. 3 του άρθρου 36 του π.δ. 178/2014 προ- ντές Διευθύνσεων των Γενικών Αστυνομικών Διευθύν-
στίθεται τρίτο εδάφιο, ως εξής: σεων, Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου
«Έδρα της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους Όρους και Υποδιευθυντές αυτών.
ορίζεται ο οικισμός Καρυές.». 1. Οι Διευθυντές των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών,
10. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 36 του των Διευθύνσεων Αστυνομίας των Γενικών Αστυνομικών
π.δ. 178/2014 αντικαθίσταται, ως εξής: Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης και ο Διευθυ-
«4. Η τοπική αρμοδιότητα των Γενικών Αστυνομικών ντής της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, έχουν
Διευθύνσεων, των Γενικών Περιφερειακών Αστυνομικών τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
Τεύχος A’ 62/23.03.2022 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 2271

16. Η παρ. 4 του άρθρου 58 του π.δ. 178/2014 αντικα- ε. Τμήμα Τουριστικής Αστυνομίας Ρόδου,
θίσταται, ως εξής: στ. Αστυνομικό Τμήμα Αερολιμένα Ρόδου,
« 4. Οι Υποδιευθυντές των Διευθύνσεων Αστυνομίας ζ. Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Ρόδου,
Νομών, των Διευθύνσεων των Γενικών Αστυνομικών Δι- η. Αστυνομικό Τμήμα Σύμης,
ευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης και της Διεύθυν- θ. Αστυνομικό Τμήμα Μεγίστης,
σης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, έχουν τις αρμοδιότητες ι. Αστυνομικό Τμήμα Ιαλυσού,
και τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ια. Αστυνομικό Τμήμα Αρχαγγέλου και
του άρθρου 57 του παρόντος, ανάλογα με την ειδικότερη ιβ. Αστυνομικό Τμήμα Νότιας Ρόδου.».
αποστολή της Διεύθυνσης στην οποία υπάγονται. ». 3. Η περ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 52 του π.δ. 7/2017
17. Το πρώτο εδάφιο της περ. ε΄ της παρ.2 του άρθρου αντικαθίσταται, ως εξής:
61 του π.δ. 178/2014 αντικαθίσταται, ως εξής: «δ. οι Αστυνομικοί Σταθμοί Ηρωικής Νήσου Κάσου και
«ε. Οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές Αττικής και Θεσ- Ολύμπου, οι οποίοι εδρεύουν στον ομώνυμο δήμο και
σαλονίκης, οι Γενικοί Περιφερειακοί Αστυνομικοί Διευθυ- στη δημοτική ενότητα Ολύμπου του Δήμου Καρπάθου,
ντές, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου αντίστοιχα και υπάγονται διοικητικά στην Υποδιεύθυνση
Όρους, οι Διευθυντές των Διευθύνσεων Αστυνομίας και Αστυνομίας Καρπάθου και».
οι Διευθυντές ή Προϊστάμενοι των Αυτοτελών Κεντρικών 4. Η παρ. 1 του άρθρου 57 του π.δ. 7/2017 αντικαθί-
Υπηρεσιών του Σώματος συνεργάζονται μεταξύ τους, σταται, ως εξής:
προς το σκοπό σχεδιασμού και υλοποίησης ειδικότερων «1. Στη Διεύθυνση Αστυνομίας Ηρακλείου λειτουρ-
επιχειρησιακών δράσεων, οι οποίες συμβάλλουν στην γούν το Επιτελείο και οι ακόλουθες Υπηρεσίες, οι οποίες
αποτελεσματική εκπλήρωση της στρατηγικής κατεύθυν- υπάγονται διοικητικά σε αυτή:
σης του Σώματος.». α. Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ηρακλείου,
18. Η παρ. 4 του άρθρου 61 του π.δ. 178/2014 αντικα- β. Αστυνομική Υποδιεύθυνση Μεσσαράς,
θίσταται, ως εξής: βα. Αστυνομικό Τμήμα Φαιστού,
«4. Σε επίπεδο Διεύθυνσης Αστυνομίας, καθώς και στη ββ. Αστυνομικό Τμήμα Αστερουσίων και
βγ. Τμήμα Αστυνομικών Επιχειρήσεων Μεσσαράς,
Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, την ευθύνη για
γ. Α΄ Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου,
το συντονισμό, την εποπτεία και τον έλεγχο της επιχει-
δ. Β΄ Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου,
ρησιακής δράσης των Υπηρεσιών έχει ο Διευθυντής της
ε. Τμήμα Τροχαίας Ηρακλείου,
οικείας Διεύθυνσης.».
στ. Τμήμα Τουριστικής Αστυνομίας Ηρακλείου,
19. Οι περ. δ΄ και ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 61 του
ζ. Τμήμα Μεταγωγών – Δικαστηρίων Ηρακλείου,
π.δ. 178/2014 αντικαθίστανται, ως εξής:
η. Αστυνομικό Τμήμα Αερολιμένα Ηρακλείου,
«δ. οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας, προκειμένου θ. Τμήμα Άμεσης Δράσης Ηρακλείου,
για τις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις, τις Γενικές Πε- ι. Αστυνομικό Τμήμα Χερσονήσου,
ριφερειακές Αστυνομικές Διευθύνσεις και τη Διεύθυνση ια. Αστυνομικό Τμήμα Βιάννου,
Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, του τομέα ευθύνης τους και ιβ. Αστυνομικό Τμήμα Μαλεβιζίου,
ε. οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, οι Γενικοί Περι- ιγ. Αστυνομικό Τμήμα Μινώα – Πεδιάδας και
φερειακοί Αστυνομικοί Διευθυντές, ο Διευθυντής της ιδ. Τμήμα Αστυνομικών Επιχειρήσεων Ηρακλείου.».
Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους, οι Διευθυντές 5. Η παρ. 3 του άρθρου 57 του π.δ. 7/2017 αντικαθί-
των Διευθύνσεων Αστυνομίας και οι Διευθυντές, Διοι- σταται, ως εξής:
κητές ή Προϊστάμενοι Υπηρεσιών, για τις υφιστάμενες «3. Έδρα των Υπηρεσιών της παραγράφου 1 ορίζεται,
Υπηρεσίες τους.». αντίστοιχα, ο ομώνυμος δήμος πλην της περίπτωσης
Άρθρο 3 β΄ της οποίας ως έδρα ορίζεται ο Δήμος Φαιστού, της
Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 7/2017 (Α΄ 14) περίπτωσης ββ΄ της οποίας ως έδρα ορίζεται η δημοτική
ενότητα Αστερουσίων του Δήμου Αρχανών – Αστερου-
1. Η παρ. 2 του άρθρου 29 του π.δ. 7/2017 αντικαθί- σίων, της περίπτωσης βγ΄ της οποίας ως έδρα ορίζεται ο
σταται, ως εξής: Δήμος Γόρτυνας, της περίπτωσης δ΄ της οποίας ως έδρα
«2. Η Α΄ Υποδιεύθυνση Άμεσης Επέμβασης εκπληρώνει ορίζεται η δημοτική ενότητα Γοργολαΐνης του Δήμου
την αποστολή της μέσω της επιχειρησιακής δράσης των Ηρακλείου και της περίπτωσης ιγ΄ και ιδ΄ των οποίων
πληρωμάτων των περιπολικών οχημάτων και η δικαιοδο- ως έδρα ορίζεται η δημοτική ενότητα Αρκαλοχωρίου
σία της εκτείνεται στην περιοχή δικαιοδοσίας της Γενικής του Δήμου Μινώα – Πεδιάδας και Αρχανών του Δήμου
Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής.». Αρχανών – Αστερουσίων, αντίστοιχα.».
2. Η παρ.1 του άρθρου 52 του π.δ. 7/2017 αντικαθί- 6. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 59 του π.δ. 7/2017 αντι-
σταται, ως εξής: καθίστανται, ως εξής:
«1. Στην Α΄ Διεύθυνση Αστυνομίας Δωδεκανήσου λει- «2.Η Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, μετά από
τουργούν το Επιτελείο και οι ακόλουθες Υπηρεσίες, οι έγκριση ή διαταγή του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας,
οποίες υπάγονται διοικητικά σε αυτή: δύναται να επιλαμβάνεται της διερεύνησης αδικημάτων
α. Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου, της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς της και σε περιοχές δικαιοδοσί-
β. Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Καρπάθου, ας των Γενικών Περιφερειακών Αστυνομικών Διευθύνσεων
γ. Αστυνομικό Τμήμα Ρόδου, και της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους του τομέα
δ. Τμήμα Τροχαίας Ρόδου, Βορείου Ελλάδος, σε περιπτώσεις που λόγω της βαρύτητας,
2272 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος A’ 62/23.03.2022

του τρόπου, των μέσων και των ειδικών συνθηκών τέλεσής άρθρου 11 του ν. 4249/2014. Στη Διεύθυνση Αστυνόμευ-
τους, συγκινούν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη ή είναι δυνα- σης Αγίου Όρους λειτουργούν οι ακόλουθες Υπηρεσίες,
τόν να επηρεάσουν δυσμενώς το αίσθημα ασφάλειας των οι οποίες υπάγονται διοικητικά σε αυτή:
πολιτών ή απαιτούν ιδιαίτερη εμπειρία ή εξειδικευμένη α. Τμήμα Ασφάλειας Αγίου Όρους, το οποίο διαρθρώ-
γνώση για την αποκάλυψη των δραστών και τη συλλογή νεται στα Γραφεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις
των απαραίτητων στοιχείων για την παραπομπή τους στη α΄ και ε΄ του άρθρου 96 και ασκεί τις αντίστοιχες αρμο-
δικαιοσύνη ή πιθανολογείται η ανάπτυξη δράσης οργα- διότητες και
νωμένου εγκλήματος σε ευρύτερες περιοχές μιας ή περισ- β. Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Όρους, το οποίο διαρθρώ-
σότερων Διευθύνσεων Αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση νεται στα Γραφεία που προβλέπονται στην παρ.1 και περ.
ενημερώνονται αρμοδίως ο οικείος Γενικός Περιφερειακός ββ΄ της παρ. 2α του άρθρου 97 και ασκεί τις αντίστοιχες
Αστυνομικός Διευθυντής, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης αρμοδιότητες.
Αστυνόμευσης Αγίου Όρους και ο Διευθυντής Αστυνομίας 2. Στην ίδια Διεύθυνση λειτουργούν, επίσης, οι Αστυνο-
Νομού, οι οποίοι παρέχουν, εφόσον ζητείται, κάθε σχετική μικοί Σταθμοί Χιλανδαρίου, Βατοπεδίου, Μεγίστης Λαύ-
συνδρομή και διευκόλυνση διά των καθ’ ύλην αρμόδιων ρας, Ζωγράφου, Αγίου Παντελεήμονος, Φραγκοκάστρου,
Υπηρεσιών τους. Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλει- Καραουλίου, Δάφνης και Αγίας Άννης, οι οποίοι υπάγο-
ας, μετά την ολοκλήρωση των ενεργειών του προσωπικού νται διοικητικά στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Όρους.
του, που επιλαμβάνεται κατά τα προαναφερόμενα, υπο- Οι Αστυνομικοί Σταθμοί Χιλανδαρίου, Βατοπεδίου, Με-
βάλλει σχετική αναφορά προς τον Αρχηγό της Ελληνικής γίστης Λαύρας, Ζωγράφου και Αγίου Παντελεήμονος
Αστυνομίας, όπου εκτίθενται το είδος των αδικημάτων που εδρεύουν στις αντίστοιχες μονές του Αγίου Όρους, ενώ
διαπιστώθηκαν, οι συνθήκες βεβαίωσής τους, οι τυχόν προ- οι Αστυνομικοί Σταθμοί Φραγκοκάστρου, Καραουλίου,
γενέστερες ενέργειες των αρμόδιων υπηρεσιών και κάθε Δάφνης και Αγίας Άννης εδρεύουν στις θέσεις Φραγκο-
άλλο σχετικό με αυτά στοιχείο. κάστρου, Καραουλίου και Δάφνης και στη Σκήτη Αγίας
3. Οι Υπηρεσίες της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Άννης του Αγίου Όρους, αντίστοιχα.
Όρους και των Διευθύνσεων Αστυνομίας των ως άνω 3. Έδρα των Υπηρεσιών της παρ. 1 ορίζεται ο οικισμός
Γενικών Περιφερειακών Αστυνομικών Διευθύνσεων που Καρυές.
ασκούν αρμοδιότητες δημόσιας και κρατικής ασφάλειας, 4. Στη Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους λει-
ενημερώνουν τη Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης τουργεί Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης το οποίο είναι
για όλα τα σοβαρά αδικήματα επί θεμάτων ασφάλειας αρμόδιο για το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη δια-
που τελέσθηκαν στην περιφέρειά τους, γνωστοποιώντας χείριση του χρηματικού και υλικού, την εξασφάλιση της
κάθε σχετική με αυτά πληροφορία.». γραμματειακής εξυπηρέτησης, την τήρηση του αρχείου
7. Η περ. ια΄ της παρ.1 του άρθρου 79 του π.δ. 7/2017 και τη διεκπεραίωση αιτημάτων διοικητικής φύσεως της
καταργείται και οι περ. ι΄ και ιβ΄ αντικαθίστανται, ως εξής: Διεύθυνσης. Οι αρμοδιότητες των Γραφείων της παρ. 7
«ι. Αστυνομικό Τμήμα Καλλικράτειας και του άρθρου 40 του π.δ. 178/2014, ασκούνται, σε συντρέ-
ια. Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Χαλκιδικής.». χουσα περίπτωση, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών της
8. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 79 του π.δ. 7/2017 αντι- Διεύθυνσης Αστυνομίας Χαλκιδικής.».
καθίστανται, ως εξής: 10. Μετά το άρθρο 95 Β΄ του π.δ. 7/2017 προστίθεται
«2. Στην ίδια Διεύθυνση λειτουργεί, επίσης, ο Αστυ- άρθρο 95 Γ΄, ως εξής:
νομικός Σταθμός Ουρανούπολης, ο οποίος εδρεύει στη «Άρθρο 95 Γ
δημοτική ενότητα Σταγίρων – Ακάνθου του Δήμου Αρι- Αστυνομικές Υποδιευθύνσεις Διευθύνσεων Αστυνο-
στοτέλη και υπάγεται διοικητικά στο Αστυνομικό Τμήμα μίας Νομών
Αριστοτέλη. 1. Οι Αστυνομικές Υποδιευθύνσεις των Διευθύνσεων
3. Έδρα των Υπηρεσιών της παραγράφου 1 ορίζεται, Αστυνομίας Νομών έχουν ως αποστολή την κατεύθυνση,
αντίστοιχα, ο ομώνυμος δήμος, πλην των περιπτώσεων τον συντονισμό, την εποπτεία και τον έλεγχο της λει-
ζ΄, η΄, θ΄ και ι΄ των οποίων ως έδρες ορίζονται η δημοτική τουργίας και της δραστηριότητας των Τμημάτων που
ενότητα Αρναίας του Δήμου Αριστοτέλη και οι δημοτικές υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.
ενότητες Μουδανιών, Τρίγλιας και Καλλικράτειας του 2. Οι Διευθυντές των Αστυνομικών Υποδιευθύνσεων
Δήμου Νέας Προποντίδας και της περίπτωσης ια΄ της ασκούν τις αρμοδιότητες του άρθρου 107 Α του παρόντος.
οποίας ως έδρα ορίζεται η δημοτική ενότητα Ορμυλίας 3. Οι Διευθυντές των Αστυνομικών Υποδιευθύνσεων
του Δήμου Πολυγύρου, αντίστοιχα.». συντάσσουν τις εκθέσεις αξιολόγησης των διοικητών
9. Μετά το άρθρο 94 του π.δ. 7/2017 προστίθενται των Τμημάτων της περιοχής δικαιοδοσίας τους και γνω-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ και άρθρο 94 Α΄, ως εξής: ματεύουν σε εκείνες που συντάσσουν οι τελευταίοι.
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ 4. Σε κάθε Αστυνομική Υποδιεύθυνση λειτουργεί Γρα-
Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους φείο Γραμματείας, το οποίο είναι αρμόδιο για τον χειρι-
Άρθρο 94 Α΄ σμό θεμάτων διοικητικής υποστήριξης.».
Έδρα, διάρθρωση, αποστολή και αρμοδιότητες Διεύ- 11. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 και η παρ. 6 του άρ-
θυνσης Αστυνόμευσης Αγίου Όρους θρου 97 του π.δ. 7/2017 (Α΄14) αντικαθίστανται, ως εξής:
1. Η Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αγίου Όρους έχει ως «5. Στα Αστυνομικά Τμήματα Αλιβερίου, Σερβίων,
αποστολή την άσκηση, μέσα στα όρια της τοπικής της Γρεβενών, Δεσκάτης, Τεμπών, Ελασσόνας, Καλαμπάκας,
δικαιοδοσίας, του συνόλου των αστυνομικών αρμοδι- Καρδίτσας, Άρτας, Πρέβεζας, Σύμης, Μεγίστης, Λέρου και
οτήτων, όπως αυτές καθορίζονται με τις διατάξεις του Καλυμνίων λειτουργεί Γραφείο Διαχείρισης Μετανάστευ-
Τεύχος A’ 62/23.03.2022 ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 2273

σης, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες των διατάξεων των Άρθρο 4


παρ. 1, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 4 του π.δ. 310/1998, σε Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 500/1989
συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του (Α΄214)
ν. 2622/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Η εισαγωγική πρόταση της παρ. 1 του άρθρου 3 του
6. Στις Υποδιευθύνσεις Αστυνομίας Θήρας, Μυκόνου π.δ. 500/1989, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικα-
και Καρπάθου και στα Αστυνομικά Τμήματα Σαμοθρά-
θίσταται, ως εξής:
κης, Σύμης, Μεγίστης, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Θάσου,
«1. Οι συνοδοί – χειριστές αστυνομικών σκύλων επι-
Παξών, Ιθάκης, Άνδρου, Πάρου, Νάξου, Μήλου, Ιητών,
λέγονται από το αστυνομικό προσωπικό, τους ειδικούς
Κέας, Τήνου, Μύρινας, Σκιάθου, Σκοπέλου και Αγίου Κη-
φρουρούς και τους συνοριακούς φύλακες και κατανέμο-
ρύκου λειτουργεί και Γραφείο Διαβατηρίων, το οποίο
νται σε Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, στις οποίες
ασκεί τις αρμοδιότητες των περ. α΄ έως και ε΄ της παρ. 1
του άρθρου 3 του π.δ. 126/2005.». ανακύπτει ανάγκη κατανομής αστυνομικών σκύλων και
12. Ο τίτλος και το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρ- συνοδών αυτών, που έχει τα εξής προσόντα:».
θρου 107 Α του π.δ. 7/2017 αντικαθίστανται, ως εξής: Άρθρο 5
«Άρθρο 107 Α Έναρξη ισχύος
Αρμοδιότητες Διευθυντών Υποδιευθύνσεων Αστυνο-
μίας, Αστυνομικών Υποδιευθύνσεων και Υποδιευθύνσε- Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δη-
ων Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης Δομής μοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών. Στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη
1. Οι Διευθυντές των Υποδιευθύνσεων Αστυνομίας, δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.
των Αστυνομικών Υποδιευθύνσεων και των Υποδιευ- Αθήνα, 22 Μαρτίου 2022
θύνσεων Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης
Δομής των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών, έχουν τις Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ακόλουθες αρμοδιότητες:». ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
13. Στην παρ. 1 του άρθρου 108 προστίθεται περ. ζ΄,
ως εξής: Ο Υπουργός Ο Υφυπουργός
«ζ. ο Διοικητής Τμήματος Ασφάλειας και Διαχείρισης Προστασίας του Πολίτη Προστασίας του Πολίτη
Μετανάστευσης Δομής τις αρμοδιότητες του άρθρου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
107 Α του παρόντος.». ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Πατέρες

ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

You might also like