You are on page 1of 17

ΒΡΑΧΕΙΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ (α’ μέρος)

Πρόκειται για ψυχοθεραπείες των οποίων η διάρκεια είναι μερικών εβδομάδων.


Υπάρχουν διαφορετικών ειδών βραχείες ψυχοθεραπείες και τα μέσα που
χρησιμοποιούνται για να οριστεί η διάρκειά τους ποικίλλουν ανάλογα με τους
εισηγητές της κάθε μεθόδου.

Οι βραχείες ψυχοθεραπείες είναι συνήθως περισσότερο προσανατολισμένες σε


συγκεκριμένους στόχους από τη μακροπρόθεσμη θεραπεία και τείνουν να
επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα πεδία που προκαλούν στους ασθενείς τις
μεγαλύτερες αντιξοότητες επί του παρόντος. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματά της
έναντι της μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας είναι ότι η βραχεία ψυχοθεραπεία βοηθά
τον ασθενή να αντιμετωπίσει τυχόν τάσεις αποφυγής που μπορεί να έχει, ενώ ένα
μακροχρόνιο πλαίσιο θα μπορούσε να του επιτρέψει να αναβάλει την αντιμετώπιση
μιας οδυνηρής πτυχής της ζωής του. Το πιο περιορισμένο χρονικό πλαίσιο της
βραχυχρόνιας θεραπείας μπορεί να ωθήσει τους ασθενείς προς την αναγνώριση και
την αντιμετώπιση των πιο πιεστικών προβλημάτων τους.
Μια ιστορική αναδρομή στη γέννηση της βραχείας ψυχοθεραπείας

Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, όταν ο Breuer και ο Freud επινόησαν
την ψυχανάλυση, το βασικό θέμα των συνεδριών ήταν τα συμπτώματα της
υστερίας. Αυτές οι πρώτες ψυχοθεραπείες ήταν σύντομες. Καθώς η ψυχανάλυση
εξελισσόταν, η διάρκεια της θεραπείας αυξανόταν, όμως κάποιοι ψυχαναλυτές ,
όπως ο Steckel, περιέγραψαν κάποιες θεραπευτικές τεχνικές πιο σύντομες τις
οποίες και θεώρησαν πιο αποτελεσματικές.

Η βραχεία ψυχοθεραπεία βρίσκει τις ρίζες της στον Ferenczi (1918), προτείνοντας
την «ενεργητική τεχνική». Αυτή η τεχνική αποβλέπει να δώσει μια νέα ώθηση στην
αναλυτική διαδικασία στο σημείο που η θεραπεία είναι στάσιμη. Χρησιμοποιούνται
πιο άμεσες και παρεμβατικές τεχνικές πχ. διάφορες εντολές ή απαγορεύσεις προς
τον θεραπευόμενο. Με αυτό τον τρόπο τον παρακινεί να έρθει αντιμέτωπος με τους
φόβους του ή να αφήσει οριστικά διάφορες λιβιδινικές ικανοποιήσεις. Οι τεχνικές
αυτές βοηθούν τον θεραπευόμενο να «ξοδέψει» όλη του τη λιβιδινική ενέργεια
στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Ο Freud αντιτάχθηκε σε αυτές τις καινοτομίες.
(Gillieron, 1991)

Το 1931, ο Franz Alexander , ιδρυτής του Ινστιτούτου Ψυχανάλυσης του Σικάγο,


ανέπτυξε τη θεωρία του για τη «διορθωτική συναισθηματική εμπειρία». Σύμφωνα
με αυτή τη θεωρία, αυτό που θεραπεύει τη νεύρωση δεν είναι η ανάμνηση των
γεγονότων του παρελθόντος, αλλά η αναβίωση αυτών των γεγονότων μέσα σε μια
θεραπευτική διαδικασία η οποία αποδεικνύεται διορθωτική. Με πρωτοβουλία του
Alexander, το 1941 γίνεται στο Σικάγο, το πρώτο συνέδριο για τη βραχεία
ψυχοθεραπεία.

Στη συνέχεια, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος παρήγαγε μεγάλο αριθμό ασθενών οι


οποίοι εμφάνιζαν μετατραυματική διαταραχή το ονομαζόμενο, "σοκ από οβίδες"
και την "κόπωση από τη μάχη" και χρειάζονταν μια γρήγορη και άμεση ανακούφιση
από τα συμπτώματά τους. Οι δημοσιεύσεις αυτής της περιόδου, που αναφέρονται
στην βραχεία ψυχοθεραπεία πολλαπλασιάζονται. (Groves, Blais, 2008)
Τη δεκαετία του 1960, η βραχεία ψυχοθεραπεία ανθεί και προτείνονται νέες
τεχνικές οι οποίες βρίσκονται πολύ μακριά από την κλασσική ψυχανάλυση. Τα
άτομα που ζητούσαν βοήθεια για τα ψυχολογικά τους προβλήματα αυξήθηκαν ,
χωρίς να υπάρχει ο αντίστοιχος αριθμός ψυχαναλυτών να καλύψει τις νέες ανάγκες.
Παράλληλα, η οικονομική στενότητα των ασθενών και η έλλειψη χρόνου είναι
μερικοί από τους λόγους που η ψυχοθεραπείες άρχισαν να αποκτούν βραχεία
διάρκεια.

Πρώτοι οι Σιφναίος και Malan, τη δεκαετία του 1960, ανέπτυξαν ανεξάρτητα τις
πρώτες θεωρητικά συνεκτικές, βραχυπρόθεσμες ψυχοθεραπείες. Επινόησαν
τρόπους ψυχοθεραπείας που δεν ήταν μια συλλογή τεχνικών, αλλά ο καθένας από
αυτούς αποτελούσε μια εντελώς νέα θεραπεία, μια νέα θεωρία από την οποία
προέκυψε ένας οργανωμένος, συγκεκριμένος τρόπος δράσης.

Με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι θεραπείες γίνονταν πιο σύντομες, γίνονταν
πιο εστιασμένες και ο θεραπευτής πιο ενεργός. Η συντομία, η εστίαση και η
δραστηριότητα του θεραπευτή είναι σημεία στα οποία οι βραχυπρόθεσμες
θεραπείες διαφέρουν, όχι μόνο από τη μακροχρόνια θεραπεία αλλά και μεταξύ
τους. Η επιλογή των ασθενών αποτελεί μια τέταρτη παράμετρο στην περιγραφή των
βραχυπρόθεσμων ψυχοθεραπειών.
Σύγχρονες σχολές βραχείας ψυχοθεραπείες

Υπάρχουν τρεις γενικές σχολές βραχείας ψυχοθεραπείας ψυχοδυναμικής


αφετηρίας:

(1) Ψυχοδυναμική.

(2) Διαπροσωπική.

(3) Εκλεκτική.

Κάθε μία έχει ενδείξεις και αντενδείξεις, αλλά αξίζει να αναγνωρίσουμε εξαρχής
ότι δεν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις ότι κάποια βραχυπρόθεσμη ψυχοθεραπεία
είναι πιο αποτελεσματική από κάποια άλλη. Η διαπροσωπική βραχεία
ψυχοθεραπεία αποφεύγει τις ενδοψυχικές ερμηνείες, και υποστηρίζεται από
πολλούς ότι είναι η πιο ευέλικτη, υποστηρικτική, και λιγότερο επεμβατική από τις
παραπάνω μεθόδους. Στην πράξη, όμως, η καθαρότητα της τεχνικής χάνεται και οι
περισσότερες θεραπείες στην πραγματική ζωή πιθανόν να παρασύρονται προς την
εκλεκτική. (Σινανίδου, 2013)

Ψυχοδυναμικές βραχείες ψυχοθεραπείες

Οι ψυχοδυναμικές βραχείες θεραπείες αποτελούν μια ειδική μορφή


ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας και μπορούν να εφαρμοστούν σε νευρωτικούς
ασθενείς όταν το άτομο μπορεί να επεξεργαστεί μια ψυχοσύγκρουση και όταν είναι
δύσκολο να ενταχθεί σε ψυχοθεραπείες αορίστου τέλους. Η βραχεία ψυχοδυναμική
ψυχοθεραπεία εφαρμόζει ψυχαναλυτικές αρχές για τον προσδιορισμό και την
κατανόηση της δυναμικής των προβλημάτων που φέρνουν οι πελάτες στη
θεραπευτική συνεδρία. Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι να αποκαλυφθούν τα
συναισθήματα ή οι σκέψεις που παρεμβαίνουν στις σχέσεις, την επικοινωνία και
την καθημερινή λειτουργικότητα του θεραπευόμενου.
Για να είναι αποτελεσματική, ο θεραπευτής πρέπει να εργαστεί γρήγορα για να
εμπλέξει τον πελάτη στη θεραπευτική διαδικασία, αποκαλύπτοντας άμυνες και
κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του πελάτη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Καθώς ο
θεραπευτής διαμορφώνει μια συμμαχία που επιτρέπει την ειλικρινή επικοινωνία,
και τα δύο μέρη διερευνούν τυχόν σχετικά ιστορικά και τρέχοντα γεγονότα που
μπορεί να εμποδίζουν την υγιή λειτουργία.

Οι ψυχοδυναμικές βραχείες ψυχοθεραπείες παρουσιάζουν τα εξής


χαρακτηριστικά:

1. Αποφασίζεται από την αρχή η διάρκειά της , η οποία μπορεί να είναι από
λίγες εβδομάδες μέχρι λίγους μήνες.
2. Η ανάλυση και η τροποποίηση μιας σημαντικής ψυχοσύγκρουσης αποτελεί
σκοπό της βραχείας ψυχανάλυσης.
3. Ο θεραπευτής ακολουθεί μια ενεργητική τεχνική, με την οποία επιλέγει,
ποια από τα θέματα που φέρνει στη συνεδρία ο θεραπευόμενος έχουν
σχέση με την ψυχοσύγκρουση (εστία), και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα
θέματα. Η τεχνική αυτή είναι η «επιλεκτική προσοχή». (Σινανίδου, 2013)

Βραχείας Διάρκειας αγχο – εκλυτική ψυχοθεραπεία STAPP (Short- term Anxiety


Provokin Psychotherapy ) του Πέτρου Σιφναίου .

Ο Πέτρος Σιφναίος , ψυχίατρος και ψυχαναλυτής , ήταν καθηγητής Ψυχιατρικής


της ιατρικής σχολής του Harvard University και διεθνώς αναγνωρισμένος
πρωτοπόρος της βραχείας ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας. Γεννήθηκε στην
Μυτιλήνη , στις 22 Οκτωβρίου 1920 και φοίτησε στο κολλέγιο Αθηνών και μετέπειτα
σπούδασε στη Σορβόνη χημεία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χημεία , στο
Massachusetts Institute of Technology , αλλά ζήτησε να μεταγραφεί στο Harvard για
να σπουδάσει βιοχημεία και οργανική χημεία, καθώς τον ενδιέφερε να εργάζεται με
ανθρώπους. Στη συνέχεια ακολούθησε ψυχαναλυτική εκπαίδευση στο
ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της Βοστώνης την οποία ολοκλήρωσε το 1958. Διετέλεσε
για πολλά χρόνια διευθυντής της ψυχιατρική κλινικής στο Massachusetts General
Hospital και στις αρχές της δεκαετίας του 50 στα πλαίσια μια εργασίας άρχισε να
εφαρμόζει βραχείες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις με αποτέλεσμα το 1956 να
θεραπεύσει μέσα σε 6 συνεδρίες έναν ασθενή με φοβική διαταραχή. Έτσι εισήγαγε
την Βραχείας Διάρκειας αγχο – εκλυτική ψυχοθεραπεία STAPP (Short- term Anxiety
Provokin Psychotherapy ) . Μια ακόμη καινοτομία του Σιφναίου, ήταν η χρήση της
βιντεοσκόπησης ,με την οποία ο θεραπευτής μπορούσε να κατανοήσει τα λάθη του
αλλά και τι ήταν αυτό που βοήθησε τον θεραπευόμενό του.

Ο Πέτρος Σιφναίος παρουσίασε το έργο του και τη μέθοδο STAPP σε πολλές χώρες
και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια, δίδασκε
μέχρι ο 2007 σε εκπαιδευτικά προγράμματα της Ελλάδας. Απεβίωσε το 2008 στη
Βοστώνη.

Η θεραπεία του Σιφναίου είναι ένα ιδανικό παράδειγμα μιας βραχείας


ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας. Διαρκεί 12 έως 16 συνεδρίες χωρίς να έχει οριστεί
η ημερομηνία του τέλους και επικεντρώνεται στενά σε θέματα, όπως η αδυναμία να
θρηνήσει κανείς, ο φόβος της επιτυχίας ή οι "τριγωνικές", μάταιες ερωτικές σχέσεις.
Βασίζεται σε ψυχαναλυτικές αρχές και περιλαμβάνει συγκεκριμένα κριτήρια για την
επιλογή των ασθενών και τον τερματισμό της θεραπείας. Ο θεραπευτής χρησιμεύει
ως αποστασιοποιημένη, διδακτική φιγούρα που κρατάει την εστίαση και που
προκαλεί τον ασθενή να παραιτηθεί τόσο από την εξάρτηση όσο και από την
διανοητικοποίηση, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τις συγκρούσεις που προκαλούν
άγχος. Ένα περιοριστικό χαρακτηριστικό της θεραπείας του Σιφναίου είναι ότι
μπορεί να εφαρμοστεί σε επιλεγμένο πληθυσμό. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή η
θεραπεία προκαλεί ένα αδιάκοπο άγχος για το οποίο ο θεραπευόμενος δεν μπορεί
να κάνει κάτι, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντέξουν πολλοί άνθρωποι αυτή
την πίεση. Για τον Π. Σιφναίο κατάλληλοι για την STAPP είναι μόνο όσοι πάσχουν
από αγχώδεις νευρώσεις χωρίς ψυχωσικά στοιχεία και έχουν έντονη επιθυμία για
αλλαγή. Μελέτησε σε βάθος το κίνητρο για αλλαγή των ασθενών και έδειξε μεγάλη
επιμονή στο πρόβλημα της επιλογής των ασθενών. (Groves, Blais, 2008)

Στην STAPP ο ψυχοθεραπευτής θέτει στον θεραπευόμενο με ενεργητικό και


εστιακό τρόπο τις ερωτήσεις που ο ίδιος ο ασθενής δεν μπορεί να κάνει στον εαυτό
του , εξαιτίας του άγχους που προκαλείται όταν προσπαθεί να κατανοήσει και να
αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του. Με την κατάλληλη χρήση των ερωτήσεων ο
ασθενής μαθαίνει με ποιον τρόπο να αξιοποιεί το άγχος του ως κίνητρο για την
επίτευξη εναισθησίας και την επίλυση των βασικών ενδοψυχικών του συγκρούσεων
(Σινανίδου, 2013).

Ο ψυχοθεραπευτής στην STAPP πρέπει να διερευνήσει και να αξιολογήσει


μεθοδικά τα προβλήματα του θεραπευόμενου και να επιλέξει τα κατάλληλα
κριτήρια επιλογής για τη θεραπεία, να εντοπίσει την εστία στην οποία θα εστιάσει η
θεραπεία, να διατυπώσει το θεραπευτικό συμβόλαιο και να ενισχύσει τη
θεραπευτική συμμαχία. Στη συνέχεια αφού έχει καθοριστεί η εστία πρέπει να
διατηρήσει την θεραπευτική διαδικασία επικεντρωμένη σε ένα θέμα , να
αντιμετωπίσει τις εντάσεις και να καταφέρει να ερμηνεύσει από νωρίς τα
μεταβιβαστικά συναισθήματα και τις συνδέσεις παρελθόντος παρόντος, ώστε να
μπορέσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία σε σύντομο διάστημα. Επιπλέον , οφείλει
να αξιοποιεί το εκλυόμενο άγχος σε ευκαιρία για επίγνωση και επίλυση των
βασικών ασυνείδητων συγκρούσεων. (Σινανίδου, 2013)

Η εστιακή μέθοδος του D. Malan

H μέθοδος του Malan (1954) είναι παρόμοια με αυτήν του Σιφναίου, αλλά ο
θεραπευτής διακρίνει και κρατά την εστίαση, χωρίς να την ορίζει ρητά στον
ασθενή. Στην αρχική δοκιμή, αν ο θεραπευτής έχει κατά νου την τη σωστή εστίαση,
θα υπάρξει εμβάθυνση του συναισθήματος και μια αύξηση των συνειρμών καθώς ο
θεραπευτής την δοκιμάζει. Διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό αυτής της θεραπείας
είναι ότι ο Malan ορίζει μια χρονολογική ημερομηνία τέλους της θεραπείας (πχ. 15
Σεπτεμβρίου 2022) . Μια καθορισμένη ημερομηνία τέλους (αντί του συνηθισμένου
καθορισμένου αριθμού συνεδριών) βοηθάει στην αποφυγή της αγγαρείας
διατήρησης της παρακολούθησης, που μπορεί να οδηγήσει σε χαμένες συνεδρίες ή
λάθη στον προγραμματισμό.

Η τεχνική που εφάρμοσε ο Malan στη θεραπεία του είναι η εξής:

1. Πρόσωπο με πρόσωπο
2. Σαφής καθορισμός ημερομηνίας τέλους της θεραπείας. Σε περίπτωση που
δεν επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα , πιθανά να χρησιμοποιηθεί άλλη
μέθοδος ψυχοθεραπείας.
3. Εντοπισμός μιας βασικής ψυχοδυναμικής υπόθεσης που να ερμηνεύει την
κύρια προβληματική του θεραπευόμενου.
4. Ενεργητική ερμηνευτική τεχνική με χρήση της εκλεκτική προσοχής και
εκλεκτικής αδιαφορίας για τα θέματα που φέρνει ο ασθενής στις συνεδρίες.
Για αυτό το λόγο αυτή η μορφή βραχείας ψυχοθεραπείας ονομάστηκε
εστιακή.

Σχετικά με το πρόβλημα της επιλογής ασθενών ο Malan θεωρεί ότι καλοί


προγνωστικοί παράγοντες είναι η έντονη επιθυμία για αλλαγή μέσω της
αυτογνωσίας, η δυνατότητα εστίασης της θεραπείας και η φύση των ερμηνειών
να συνδέει τα μεταβιβαστικά φαινόμενα με τα γονεϊκά πρότυπα. (Gillieron,
1991)

Η δυναμική ψυχοθεραπεία βραχείας διάρκειας με διευρυμένη εστία του H.


Davanloo

Ο Habib Davanloo ξεκίνησε το 1963 μια έρευνα σχετικά με τα αποτελέσματα των


ψυχοθεραπειών βραχείας διάρκειας. Οργάνωσε , το 1975 το πρώτο Διεθνές
Συμπόσιο βραχείας ψυχοθεραπείας στο Μόντρεαλ, ύστερα από συνεννόηση με τον
Σιφναίο και τον Malan. H μέθοδός του στις βραχείες ψυχοθεραπείες ονομάστηκε
«δυναμική ψυχοθεραπεία βραχείας διάρκειας με διευρυμένη εστία» . (Groves,
Blais, 2008)

Με διερευνητικές συνεντεύξεις αποσαφηνίζει το ψυχοδυναμικό υλικό ώστε να


εντοπίσει γρήγορα μια εστία στην οποία πρέπει να γίνει επέμβαση. Οι τεχνικές
αντιμετώπισης, διερεύνησης, και αποσαφήνισης του συνειδητού και
προσυνειδητού υλικού και του ασυνείδητου, που χρησιμοποιεί, είναι ενεργητικές. Η
μέθοδός του συνοψίζεται στα παρακάτω:
1. Σκοπός του ψυχοθεραπευτή είναι να ανακαλύψει από την πρώτη
συνέντευξη μια εστία ενεργών συγκρούσεων, η οποία μπορεί να ερμηνεύσει
τα συμπτώματα του θεραπευόμενου.
2. Οι αντιστάσεις του ασθενή πρέπει από την αρχή να αντιμετωπίζονται πολύ
ενεργητικά από τον ψυχοθεραπευτή και να εντοπίζονται άμεσα οι
συναισθηματικές αντιδράσεις του. Επίσης οφείλει να του υποδείξει αυτές τις
αντιστάσεις που γίνονται εμπόδιο στην λεκτικοποίηση.
3. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να επεμβαίνει αμέσως στην μεταβίβαση
συναισθημάτων του ασθενούς σε εκείνον και να τον ωθεί να λεκτικοποιήσει
αυτές τις συναισθηματικές του εκδηλώσεις.
4. Δεν υπάρχει προκαθορισμένο τέλος σε αυτή τη μέθοδο , αλλά ο αριθμός των
συνεδριών είναι μεταξύ 10 και 30.

Ο ψυχοθεραπευτής της μεθόδου του Davanloo είναι πολύ ενεργητικός και


ομιλητικός κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Πολλές φορές περισσότερο και από τον
θεραπευόμενο. Είναι σε εγρήγορση καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας με
αποτέλεσμα να μην αφήνει χώρο στην εμφάνιση φαντασιώσεων.

Ο θεραπευτής με την αυστηρή, κλιμακωτή, υπολογισμένη διευκρίνιση, πίεση και


πρόκληση προκαλεί στον θεραπευόμενο το θυμό που χρησιμοποιείται για να
ξεθάψει τη μεταβίβαση που κρύβεται πίσω από την "αντίσταση του υπερεγώ". Ο
Davanloo ξεκινά με την κριτική που ασκεί στην παθητικότητα, στην απόσυρση ή
στην ασάφεια του ασθενούς, ενώ εντοπίζει τη γλώσσα του σώματος και τις
εκφράσεις του προσώπου που τις καταδεικνύουν. Στους θεραπευομένους που δεν
προσαρμόζονται στην πίεση του θεραπευτή, επιλέγεται στη συνέχεια μια
δοκιμαστική ερμηνεία των αντιστάσεών του: η μη προσαρμογή του ασθενούς
ενδέχεται να υποκρύπτει επιθυμία να αποτύχει η ψυχοθεραπεία λόγω
επιθετικότητας προς τον ψυχοθεραπευτή. Μερικές φορές η τάση του ασθενούς να
εμφανίζεται ως "σακάτης", "ακρωτηριασμένος" και "καταδικασμένος", συγκαλύπτει
την οργή. (Groves, Blais, 2008)

Ο ψυχοθεραπευτής εργάζεται με ένα "τρίγωνο σύγκρουσης", το οποίο κινείται από


την εξέταση των αμυνών στην επισήμανση των συναισθημάτων, στην παρόρμηση ή
τη συμπεριφορά, σε σχέση με το "τρίγωνο των προσώπων". Αυτό το τρίγωνο των
προσώπων ξεκινά με ένα προβληματικό τρέχον αντικείμενο (πρόσωπο), ένα από
αυτά που αναφέρονται στο πρώτο μισό της αρχικής συνέντευξης. Στη συνέχεια η
διερεύνηση μετακινείται στα συναισθήματα του θεραπευόμενου προς στον
θεραπευτή, και στη συνέχεια στο γονέα που δίδαξε αυτά τα μοτίβα εξ αρχής. Ένας ή
δύο κύκλοι γύρω από το "τρίγωνο της σύγκρουσης" σε σχέση με τρία σημεία του
"προσώπου τριγώνου" αποτελούν τη "δοκιμαστική θεραπεία". Πρόκειται για μια
πιο περίπλοκη εκδοχή των δοκιμαστικών ερμηνειών που χρησιμοποιούν ο Malan
και ο Σιφναίος για να δοκιμάσουν τα κίνητρα και την ψυχολογική διάθεση των
ασθενών. Οι θεραπευόμενοι του Davanloo δεν έχουν την ικανότητα να διακρίνουν
τις διακυμάνσεις άμυνας/αποτελέσματος/παρώθησης που προέρχονται απ’ την
δοκιμαστική ερμηνεία του "τριγώνου των προσώπων [Τρέχον
υποκείμενο/Θεραπευτής/Γονέας]", ο Davanloo αναγκάζει τον ψυχρό ασθενή να
αισθανθεί και έτσι δημιουργεί μια μοναδική εμπειρία για τον ασθενή. (Groves,
Blais, 2008)

Οι θεραπευόμενοι του Davanloo είναι άτομα με μη ψυχωσικά στοιχεία, που


έχουν ένα συνδυασμό οπισθοδρομικής επιθετικότητας και τιμωρητικού υπερεγώ.
Συνήθως οι θεραπευόμενοί του βρίσκουν τη φαινομενικά σκληρή μέθοδο του
Davanloo υποστηρικτική. Έως και το 35% του πληθυσμού μιας μέσης ψυχιατρικής
κλινικής υποστηρίζεται ότι ανέχονται την θεραπεία, ένα ποσοστό μεγαλύτερο απ'
ό,τι ισχυρίζονταν ο Σιφναίος και ο Malan. Αποτυχίες της "δοκιμαστικής θεραπείας"
του Davanloo συνήθως παραπέμπονται στη γνωσιακή ψυχοθεραπεία. (Gillieron,
1991)

Η δυναμική-υπαρξιακή μέθοδος του James Mann

Ο Mann το 1964, μετά από μία συζήτηση με τους υπευθύνους του Ιατρικού Κέντρου
του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, διαπίστωσε τη μεγάλη σειρά αναμονής για
ψυχοθεραπεία . Τότε πήρε την απόφαση να εισηγηθεί ένα υποχρεωτικό
πρόγραμμα βραχείας ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας για όλους τους νέους
ειδικευόμενους. Μάλιστα, ανέλαβε προσωπικά αυτά τα προγράμματα και
οργάνωσε ένα σεμινάριο βασισμένο σε οπτικοακουστικό υλικό. Το μοντέλο που
χρησιμοποίησε είναι το εξής:

1. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει στις δύο ή τρεις πρώτες διερευνητικές συνεδρίες


να εντοπίσει μια κυρίαρχη ψυχική σύγκρουση στην οποία οφείλονται τα
προβλήματα του θεραπευόμενου. Η σύγκρουση αυτή μπορεί να μην
συμπίπτει με τους με τους συνειδητούς λόγους που οδήγησαν τον ασθενή
στην ψυχοθεραπεία.
2. Η ψυχοθεραπεία θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε δώδεκα ώρες. Οι ώρες
αυτές θα κατανεμηθούν σύμφωνα με το συμβόλαιο που έχει συναφθεί
μεταξύ στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενου σε συνάρτηση , βέβαια, με
την ιδιαίτερη φύση των ψυχικών προβλημάτων του. Για παράδειγμα,12
συνεδρίες μιας ώρας, 24 συνεδρίες μισής ώρας κλπ.
3. Ο ψυχοθεραπευτής διατυπώνει με γενικούς όρους την εστία των
συγκρούσεων που έχει εντοπίσει, ώστε να δώσει στον θεραπευόμενο την
ευκαιρία να κατανοήσει το πλαίσιο των προβλημάτων του, και έτσι να
δημιουργηθεί μια σημαντική ψυχοθεραπευτική σχέση.
4. Υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης των συνεδριών και ορίζεται με
σαφήνεια.
5. Αφού συνάψουν το θεραπευτικό συμβόλαιο, θεραπευτής και
θεραπευόμενος, ξεκινάει η θεραπεία , η οποία βασίζεται σε ένα
προκαθορισμένο σχέδιο με εστίαση στη διεργασία των ασυνείδητων
στοιχείων της κεντρικής σύγκρουσης.

Η κεντρική σύγκρουση εντοπίζεται σε σχέση με τις φάσεις ωρίμανσης και


ανάπτυξης της προσωπικότητας του θεραπευόμενου και με βάση δύο κριτήρια.
Το κριτήριο της προσαρμογής και το γενικό κριτήριο. Αρχικά, λόγω
περιορισμένου χρόνου η θεραπεία εστιάζεται στο πρόβλημα αποχωρισμός-
εξατομίκευση. Ο Μann υποστηρίζει ότι το πρόβλημα αυτό το συναντούμε
σταθερά σε εκείνες τις καταστάσεις που ο ίδιος ονομάζει πανανθρώπινες
βασικές καταστάσεις συγκρούσεων. Αυτές είναι :

1. Αυτονομία – Εξάρτηση
2. Ενεργητικότητα – Παθητικότητα
3. Επαρκής Αυτοπεποίθηση – Έλλειψη Αυτοπεποίθησης ή ελαττωμένη
4. Πένθος, άλυτο ή καθυστερημένο

Αυτή η μορφή ψυχοθεραπείας μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις καταστάσεις


εκτός από τις οξείες κρίσεις, όπως είναι το σχιζοφρενικό επεισόδιο , η οξεία
νευρωτική κρίση ή βαριές καταθλιπτικές καταστάσεις.

Ας επανέλθουμε, όμως, στο θέμα των 12 ωρών ψυχοθεραπείας που προτείνει ο


Mann.. Οι δώδεκα ώρες συνεδριών, τις οποίες ο Mann επέλεξε κάπως αυθαίρετα,
είναι συνήθως επαρκής χρόνος για να γίνει σημαντική δουλειά.

Καμία άλλη μέθοδος βραχείας ψυχοθεραπείας δεν απαιτεί τόσα πολλά από τον
ψυχοθεραπευτή. Ακόμη και αν αυτή η μέθοδος δεν απευθύνεται σε όλους τους
ψυχοθεραπευτές βραχείας διάρκειας, σχεδόν κάθε μεταγενέστερος θεωρητικός της
φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τον Mann σε κάποιο βαθμό.

Πίσω από την εστίαση που φέρνει ο ασθενής στη συνεδρία , ο Mann θέτει ένα
"κεντρικό ζήτημα" (ανάλογο με μια κεντρική σύγκρουση) σε σχέση με το βασικό
ζήτημα, "τον ίδιο τον χρόνο". Η θεωρητική αφετηρία του Mann (η οποία πιθανώς
ακολούθησε την εμπειρική διαπίστωση ότι 12 ώρες συνεδριών ήταν το σωστό)
είναι η αντίληψη του Winnicott, ότι η αίσθηση του χρόνου είναι στενά συνδεδεμένη
με την αίσθηση της πραγματικότητας. Μια καλύτερη αίσθηση του χρόνου και των
ορίων του, γίνεται το έδαφος για την καλλιέργεια μιας καλύτερης αίσθησης των
αντικειμένων και της πραγματικότητας και επομένως η διάρκεια των συνεδριών
μπορεί να αυξηθεί. (Gillieron, 1991)

Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, ο ψυχοθεραπευτής αρχίζει να αναλύει το


"κεντρικό ζήτημα" (όπως προβλήματα με τον αποχωρισμό, εμμένουσα θλίψη, η
αποτυχία να μετακινηθεί κανείς από ένα αναπτυξιακό στάδιο σε ένα άλλο - ειδικά η
καθυστερημένη εφηβεία). Αν ο ασθενής συμφωνεί με το «κεντρικό ζήτημα», ο
θεραπευτής ζητάει από τον ασθενή την συμφωνία να εργαστεί για συνολικά 12
ώρες. Εάν ο ασθενής εκφράσει αμφιβολίες για την επάρκεια των 12 ωρών , τότε ο
ψυχοθεραπευτής θα πρέπει να κοιτάξει τον ασθενή στα μάτια και να του πει ότι 12
ώρες -και μόνο 12- θα είναι αρκετές.

Οι πρώτες συνεδρίες χαρακτηρίζονται από μια υπερβολική έκφραση δεδομένων


και από το σχηματισμό μιας θετικής ή εξιδανικευτικής μεταβίβασης. Κατά τη
διάρκεια αυτής της φάσης η δουλειά του θεραπευτή είναι να κρατήσει την εστίαση
στο κεντρικό θέμα. Περίπου στην τέταρτη συνεδρία, συχνά παρατηρείται εμφάνιση
απογοήτευσης και επιστροφή της εστίασης στα συμπτώματα. Σε αυτό το σημείο ο
θεραπευτής κάνει την πρώτη ερμηνεία, ότι ο ασθενής προσπαθεί να αποφύγει να
δει ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και αποφεύγει τα συναισθήματα
αποχωρισμού. Μετά το μέση της θεραπείας , εμφανίζεται συχνά έντονη αντίσταση,
ίσως με τη μορφή αργοπορίας ή απουσίας του ασθενούς, καθώς εμφανίζεται και
αρνητική μεταβίβαση . Ο θεραπευτής εξετάζει αυτή την κατάσταση με
ενσυναίσθητο και φιλόξενο τρόπο, ενώ εξετάζει εσωτερικά θέματα
αντιμεταβίβασης που μπορεί να εμποδίζουν την εργασία.

Και τέλος, στις τελευταίες συνεδρίες έρχεται η επεξεργασία των συναισθημάτων


απαισιοδοξίας του ασθενούς και η ανάκληση ασυνείδητων αναμνήσεων και
προηγούμενων άσχημων γεγονότων αποχωρισμού, μαζί με την προσδοκία
επανάληψης παρελθοντικών γεγονότων. Με την ειλικρινή προσπάθεια του
θεραπευτή και την αποδοχή του θυμού και της αμφιθυμίας του θεραπευόμενου για
τον τερματισμό της θεραπείας, ο ασθενής μετακινείται από μια κατάσταση
νευρωτικού φόβου του αποχωρισμού και της συνακόλουθης κατάθλιψης σε ένα
σημείο όπου ο ασθενής είναι αμφίθυμος, λυπημένος, αυτόνομος και ρεαλιστικά
αισιόδοξος. (Gillieron, 1991)

Η τεχνική της Λωζάννης (E. Gillieron)

Το 1968 , ο Gillieron και η ομάδα του, ξεκίνησαν μία μελέτη για τις βραχείες
ψυχοθεραπείες στην Ψυχιατρική Κλινική της Πανεπιστημιακής Πολυκλινικής της
Λωζάννης. Αυτό που μελετήθηκε συγκεκριμένα ήταν επίδραση της διαδικασίας της
ψυχοθεραπείας στην ψυχική λειτουργία. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν, τα χρονικά
όρια και η χρήση της διάταξης ¨πρόσωπο με πρόσωπο». Η υπόθεση της έρευνας
ήταν ότι ακόμα και απλές αλλαγές στη διαδικασία , επιδρούν σημαντικά στην
εξέλιξη των συνειρμών. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε εξελίσσεται ως εξής:

Η πρώτη συνέντευξη είναι ημιδομημένη με εστίαση στα παροντικά προβλήματα


του θεραπευόμενου και στη συνέχεια περνάμε στην προσωπική του ιστορία.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον περίγυρο και στις συνθήκες εμφάνισης των
συμπτωμάτων και στον τρόπο με τον οποίο ήρθε ο θεραπευόμενος στη συνεδρία.
Εάν , δηλαδή, ήρθε από μόνος του, μετά από προτροπή κάποιου συγγενικού
προσώπου, συναδέλφου κλπ. Στη συνέχεια όσο μελετάται το ιστορικό του
ασθενούς, ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να διατηρήσει την εστίασή του στις συνθήκες
εμφάνισης της τωρινής κρίσης, η οποία και τον έφερε στην θεραπεία. Αυτό γίνεται
γιατί έτσι θα κατανοήσει καλύτερα τα βασικά χαρακτηριστικά των
αντικειμενοτρόπων σχέσεων του θεραπευόμενου στο παρόν και στο παρελθόν.
Υπενθυμίζουμε σε αυτό το σημείο ότι αναφερόμενοι στις αντικειμενότροπες
σχέσεις, εννοούνται οι εσωτερικές αναπαραστάσεις του ατόμου για τους άλλους.

Η υπόθεση με την οποία ξεκίνησε αυτή η μελέτη του Gillieron θεωρεί ότι οι
περισσότερες κρίσεις αποσταθεροποίησης έχουν ως έναυσμα ελάσσονες κρίσεις
των σχέσεων. Μετά την πρώτη συνέντευξη ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να γνωρίζει
ποιο είδος θεραπείας θεωρεί κατάλληλο για τον συγκεκριμένο θεραπευόμενο
(φάρμακα, ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση, βραχεία ψυχοθεραπεία). (Gillieron, 1991)

Αφού έχει σχηματιστεί αυτή η πρώτη εντύπωση σχετικά με το είδος της θεραπείας
που θα ακολουθηθεί , ξεκινά η δεύτερη συνεδρία. Εάν ο ψυχοθεραπευτής έχει
επιλέξει την βραχεία ψυχοθεραπεία , πρέπει να κάνει μια απλή υπόθεση στην
οποία θα φαίνονται όσο το δυνατόν καλύτερα τα νευρωτικά συμπτώματα του
θεραπευόμενου. Η υπόθεση αυτή πρέπει να στηριχτεί στη δεύτερη συνέντευξη και
στη συνέχεια να οριστούν τα βήματα που θα ακολουθήσει η ψυχοθεραπευτική
διαδικασία με τη χρήση δοκιμαστικών ερμηνειών. Η ερμηνεία που θα δοθεί θα
πρέπει να μπορεί να ερμηνεύσει την τωρινή κατάσταση του θεραπευόμενου και τη
σχέση της με το παρελθόν. Η ερμηνεία του θεραπευτή θα οδηγήσει τις συνειδητές
και ασυνείδητες επενδύσεις του θεραπευόμενου προς μια μετάθεση η οποία θα
καταλήξει σε αλλαγή.

Στη τρίτη συνεδρία θα πρέπει να παρθεί οριστική απόφαση για το συγκεκριμένο


είδος της θεραπείας και οριστούν βασικές παράμετροι , όπως είναι οι ώρες των
συνεδριών, η συχνότητα και το κόστος της θεραπείας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι
πρώτες συνεντεύξεις επιφέρουν βελτίωση της κλινικής εικόνας. Αυτό συμβαίνει
γιατί οι δοκιμαστικές ερμηνείες που έχουν δοθεί από τον ψυχοθεραπευτή
αναφέρονται στα ασυνείδητα στοιχεία που οδήγησαν τον θεραπευόμενο στην
αναζήτηση θεραπείας. Σε αυτή την περίπτωση , ο θεραπευόμενος αισθάνεται
μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για τη συνέχιση της θεραπείας ή ανακούφιση. Αυτή η
διαπίστωση οδήγησε τον Gillieron στο να περιορίσει τις συνεδρίες διερεύνησης σε
τέσσερις το μέγιστο.

Όταν τελειώσει η φάση των συνεδριών διερεύνησης ο θεραπευόμενος και ο


θεραπευτής αποφασίζουν εάν η θεραπεία θα ολοκληρωθεί σε αυτό το σημείο ή εάν
θα παραταθεί η διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Εάν αποφασιστεί το δεύτερο ,
καθορίζονται οι λεπτομέρειες και εάν αποφασιστεί ψυχοθεραπεία ορισμένης
διάρκειας , δίνει στον θεραπευόμενο την επιλογή να υποδείξει τον χρόνο που
θεωρεί ότι χρειάζεται ο ίδιος για να λύσει τα προβλήματά του. Στη συνέχεια ο
ψυχοθεραπευτής θα εκφράσει και εκείνος τη γνώμη του σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Η διάρκεια συνήθως κυμαίνεται από 3 εβδομάδες έως ένα χρόνο, με συχνότητα μια
έως δύο φορές εβδομαδιαία. Η ημερομηνία λήξης των συνεδριών καθορίζεται με
σαφήνεια.

Οι συνεδρίες πραγματοποιούνται πρόσωπο με πρόσωπο και ο ψυχοθεραπευτής


δίνει μόνο μια συμβουλή. Τον κανόνα των ελεύθερων συνειρμών. Αφού δοθεί αυτή
η συμβουλή ο ψυχοθεραπευτής ξεκινά τη διαδικασία , όπως ακριβώς και στην
ψυχανάλυση. Εξαιτίας ,όμως, της διάταξης πρόσωπο με πρόσωπο και του
περιορισμένου χρόνου, πρέπει να δίνει προσοχή στα εμπόδια που συναντά η
μεταβίβαση. Θα πρέπει να μην παραμελήσει κανέναν συνειρμό αλλά θα πρέπει να
αντιληφθεί και τον τρόπο που συμβαίνει η μεταβίβαση. Για να τα καταφέρει θα
πρέπει να αναφέρει την βασική υπόθεση που έχει κάνει στην αρχή. Εάν αυτή είναι
σωστή , η διαδικασία εξελίσσεται εύκολα και ο θεραπευτής έχει από την αρχή
πολλά στοιχεία από τους συνειρμούς του θεραπευόμενου, που θα επιβεβαιώσουν
εάν πράγματι είναι σωστή η υπόθεση που έχει διατυπώσει.

Σε περίπτωση που η βασική υπόθεση είναι λανθασμένη, κάνουν την εμφάνισή


τους πολλές δυσκολίες και παρεξηγήσεις και ο θεραπευτής αναγκάζεται να
αναθεωρήσει. Ο Gillieron προτείνει η επεξεργασία των συνεδριών να γίνεται εκτός
του χρόνου των συνεδριών καθώς είναι πολύ δύσκολο κάποιος να αισθάνεται και
να σκέφτεται την ίδια στιγμή. Τονίζει πως ο ψυχοθεραπευτής οφείλει να
κατανοήσει το συνειρμικό υλικό του θεραπευόμενού του και όχι να το κατευθύνει.
Οι παρεμβάσεις του θα πρέπει να προωθούν την ανάπτυξη των συνειρμών και να
προσφέρουν συνειδητοποίηση.

Ο θεραπευόμενος έχει το δικαίωμα να μιλήσει για οτιδήποτε τον απασχολεί ,


αλλά δεν μπορεί να κάνει καμία πράξη. Ο θεραπευτής απέχει και εκείνος από κάθε
πράξη αλλά πρέπει να είναι έτοιμος να ακούσει το οτιδήποτε. Στο κοινωνικό
πλαίσιο κάποιες πράξεις είναι απαραίτητες ,όπως είναι οι εκδηλώσεις
τρυφερότητας κατά την ομιλία, η ανταλλαγή δώρων κλπ. Στο ψυχοθεραπευτικό
πεδίο, όμως, είναι απαγορευμένες. Οι κανόνες που τηρούνται κατά τη διάρκεια της
ψυχοθεραπείας, όπως αυτός ο κανόνας των πράξεων που προαναφέρθηκε,
καθορίζουν με σαφήνεια τους ρόλους των δύο μελών της ψυχοθεραπείας.
Ελεύθεροι συνειρμοί από τη μία, σιωπή από την άλλη, ελευθερία λόγου από τη μια
μεριά, υπόσχεση για τήρηση του μυστικού από την άλλη. (Gillieron, 1991)

Στο επόμενο κεφάλαιο θα μελετήσουμε τις βραχείες , τις διαπροσωπικές και τις
εκλεκτικές βραχείες ψυχοθεραπείες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Gilierron e. , 1991 «Βραχείες Ψυχοθεραπείες και ψυχανάλυση»,


Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα

Σινανίδου Μ. 2013, Θεωρίες Προσωπικότητας και σύγχρονες


Ψυχοθεραπείες :

Αντιμετώπιση Ψυχικών Διαταραχών., Εκδ. Ίων , Αθήνα

Groves, J. E., & Blais, M. A. (2008). Brief Psychotherapy: An Overview.


Massachusetts General Hospital Comprehensive Clinical Psychiatry, 141-
150.

You might also like