You are on page 1of 86

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών

Κατεύθυνση Πολιτικής Ιστορίας και Στρατηγικών Σπουδών

Από τη ληστεία στην πολιτική δίωξη: Οι διοικητικοί εκτοπισμοί


στην Ελλάδα 1871-1929

του φοιτητή Παναγιώτη Κουθούρη

ΑΕΜ: 209

Τριμελής εξεταστική επιτροπή

Νίκος Ροτζώκος (επιβλέπων καθηγητής)

Γιώργος Μαργαρίτης

Vemund Aarbakke

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016
Πίνακας Περιεχομένων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………………….3

1. Η ληστεία και εσωτερική ασφάλεια στην Ελλάδα του 19ου αιώνα


1.1. Η κλεφταρματολική παράδοση……………………………………7
1.2. Περίοδος Βαυαροκρατίας – Νομοθετικές καινοτομίες……………10
1.3. Λόγοι άνθισης της ληστείας……………………………………….17
1.4. Τάσεις εκσυγχρονισμού – Ο νόμος του 1871……………………..24
1.5. Ο ρόλος της Χωροφυλακής………………………………………..31

2. Το καθεστώς σε κίνδυνο – Αφετηρία πολιτικών διώξεων


2.1. Ιστορικές μεταβολές των αρχών του 20ου αιώνα…………………...34
2.2. Αστικός εκσυγχρονισμός – Η συμβολή του Ελ. Βενιζέλου………..36
2.3. Εχθρός του καθεστώτος: Εργατικό κίνημα και ΚΚΕ……………....42
2.4. Οι πρώτοι πολιτικοί εκτοπισμοί – Νομοθετικό πλαίσιο…………....45
2.5. Εκσυγχρονισμός αστυνομικών και κατασταλτικών δομών…………54
2.6. Ο νόμος «Ιδιώνυμο» του 1929……………………………………..58

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………...66
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………80

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με τη μέθοδο των εκτοπισμών, μια μέθοδο που
χρησιμοποίησε πολλάκις το ελληνικό κράτος για να αντιμετωπίσει κεντρικά εσωτερικά
προβλήματα στην πορεία του προς τον εκσυγχρονισμό. Τα δυο ζητήματα στα οποία
επικεντρώθηκαν οι εκτοπισμοί είναι η ληστεία και στη συνέχεια το εργατικό κίνημα,
μετατρέποντας την ποινή του εκτοπισμού σε μέθοδο πολιτικής δίωξης. Η νομική έννοια του
όρου δηλώνει εκείνο το μέτρο περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας το οποίο εξαναγκάζει
με βίαιο τρόπο το άτομο να αλλάξει τόπο διαμονής εντός όμως της επικράτειας της χώρας και
είναι μια μέθοδος προσφιλής στα κράτη ακόμη και σήμερα1. Η μέθοδος του εκτοπισμού
μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Αρχικά μπορεί να σημαίνει την απλή απομάκρυνση από
τον τόπο διαμονής σε έναν άλλο. Στη συνέχεια μπορεί να λάβει και τη μορφή του χωρικού
περιορισμού του εκτοπισμένου με αστυνομική επίβλεψη. Τέλος, λαμβάνει τη μορφή
εγκλεισμού στον τόπο εκτοπισμού με στόχο τον σωφρονισμό είτε σε φυλακές είτε σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στην Ελλάδα προτάχθηκαν οι εκτοπισμοί αρχικά κατά τον 19ο αιώνα με αφορμή την
αντιμετώπιση της ληστείας. Η ληστεία αποτέλεσε ένα ιδιότυπο καθεστώς κατά τις πρώτες
δεκαετίες της ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Με τους σημερινούς όρους θεωρούμε την
ληστεία ως μια μεμονωμένη, κατακριτέα και ακραία μορφή βίας που αντιβαίνει στους νόμους
και την ηθική και συνήθως έχει τις ρίζες της στα φτωχά λαϊκά στρώματα ως αντίδραση ή ως
μόνη διέξοδο στα αδιέξοδα του κοινωνικού αποκλεισμού. Υπήρξε ένα κυρίαρχο καθεστώς
που συνδεόταν άρρηκτα με ένα κυρίαρχο σύστημα οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών
συνθηκών. Για την καταπολέμηση της ληστείας προτάχθηκε η εφαρμογή της πολιτικής των
διοικητικών εκτοπισμών. Οι εκτοπισμοί από το 1871 διατηρούνται ως πολιτική του κράτους
έναντι των ανυπότακτων στην κεντρική εξουσία. Με τον νόμο ΤΟΔ’ εγκαινιάζεται μια
εκτεταμένη σε διάρκεια περίοδος που λήγει το 1914, μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από
παλαιού τύπου εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις2.

Ο 20ος αιώνας φέρνει σημαντικές αλλαγές και νέες ανάγκες προστασίας του καθεστώτος
έναντι μιας σχετικώς νέας απειλής που εντοπίζεται στο πρόσωπο του συνδικαλιστικού και
εργατικού κινήματος. Αρκετές δεκαετίες μετά το 1871 η ίδια η πολιτική των εκτοπισμών θα
εφαρμοστεί σε μεγαλύτερη κλίμακα και με μεγαλύτερη ένταση μέσα σε νέα πλαίσια και νέες
συνθήκες. Οι πρώτες δεκαετίες του νέου αιώνα φέρνουν στην Ελλάδα ριζικές κοινωνικές και
οικονομικές ανατροπές. Το 1914 θα ξεκινήσουν οι εκτοπισμοί έναντι μιας άλλης σχετικώς
ανυπότακτης κοινωνικής ομάδας, των εργατών, με αφορμή το σταδιακά αναπτυσσόμενο
συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1929 θα είναι το έτος κατά το οποίο το κράτος για πρώτη φορά θα
στοχεύσει την πολιτική των διοικητικών εκτοπισμών έναντι συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.
1
Χρησιμοποιούμε τον νομικό όρο εκτοπισμός και όχι την λέξη εξορία καθώς υπάρχει μια μικρή διαφορά
μεταξύ των δυο εννοιών. Η ετυμολογία της λέξης εξορία δηλώνει την απομάκρυνση ενός ανθρώπου είτε εντός
είτε εκτός των συνόρων μιας επικράτειας, ενώ αντιθέτως εκτοπισμός δηλώνει την αναγκαστική απομάκρυνση
από τον τόπο κατοικίας και την μεταφορά σε άλλο σημείο της ίδιας χώρας («Εξορία», Πύλη για την Ελληνική
γλώσσα – Λεξικό της κοινής Ελληνικής, http://www.greek-
language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/ ).
2
Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας: Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο,
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σελ. 55.

3
Το κράτος υιοθετώντας τις ακραίες πολιτικές καταστολής αναγνωρίζει τον νέο κίνδυνο ως
απόλυτα πολιτικό. Έτσι, οι εκτοπισμοί θα χρησιμοποιηθούν ως μια βασική μέθοδος δίωξης
πολιτικών εχθρών του καθεστώτος. Ο εκτοπισμός πλέον θα λάβει πρόδηλα πολιτικό
χαρακτήρα.

Οι εκτοπισμοί με τις διάφορες μορφές τους αποτελούν μια πάγια πρακτική από την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ωστόσο πρέπει να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ του
φαινομένου του εξοστρακισμού και των ατομικών γενικότερα εξοριών, με το οποίο δεν θα
ασχοληθούμε, από τους εκτοπισμούς που ήδη από τον 17ο και τον 18ο αιώνα συναντάμε τόσο
στην Δύση3 όσο και σε άλλες περιοχές με διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Η σταδιακή
άνοδος μιας κεντρικής εξουσίας που προσδοκά να κατέχει τον πλήρη έλεγχο επί της
επικράτειάς της αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της σύγχρονης νεωτερικής εποχής και του νέου,
αστικού τύπου, κράτους. Αυτή η ριζική τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας συνεπάγεται
την σταδιακή αποδυνάμωση των τοπικισμών και γενικότερα των κοινωνιών που
οργανώνονται στα πλαίσια της κοινότητας και όχι στα πλαίσια μιας μεγάλης κρατικής
μηχανής που διαθέτει μια συγκεκριμένη επικράτεια και διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο επί
αυτής. Οι εκτοπισμοί αποτελούν μια μέθοδο που υιοθετεί το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος
με σκοπό να κάμψει τις τυχούσες αντιστάσεις των τοπικών κοινωνιών4. Μέσα σε αυτά τα
πλαίσια γεννάται και το φαινόμενο των εκτοπισμών στην Ελλάδα, στα πρώτα βήματα της
κυριαρχίας του νεωτερισμού στην χώρα, και αποτελεί ένα καθ’ όλα σύγχρονο φαινόμενο το
οποίο μάλιστα διατηρείται για πολύ μεγάλο διάστημα σε σύγκριση με την διάρκεια ύπαρξης
του ελληνικού κράτους.

Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του περνά από πολλά στάδια μέχρι την τελική του
μορφή που βλέπουμε σήμερα. Η πορεία του ακολουθεί την κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης
ενός συγκεντρωτικού συστήματος πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εισερχόμενο σε
αυτόν τον δρόμο το ελληνικό κράτος με τις διάφορες μορφές του ανά τις δεκαετίες ήρθε
αντιμέτωπο με εξωτερικά και κυρίως εσωτερικά εμπόδια τα οποία άφησαν ανεξίτηλο το
στίγμα τους τόσο στους θεσμούς του κράτους όσο και στην ιδεολογική του κατεύθυνση.
Μέσα από την διερεύνηση των δυο φαινομένων θα αναζητήσουμε τους λόγους για τους
οποίους η μέθοδος της διοικητικής εκτόπισης κρίθηκε ως η πλέον αρμόζουσα και

3
Οι δυτικές κοινωνίες κατέχουν μάλλον την πρωτοπορία στους διοικητικούς εκτοπισμούς τόσο κατά τη
διάρκεια του μεσαίωνα όσο και κατά τη φάση της ιστορικής μεταβολής και της εισόδου στην νεωτερικότητα.
Οι διοικητικοί εκτοπισμοί θα επηρεαστούν σημαντικά από την πορεία του φαινομένου στις αποικίες των
μεγάλων ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων. Η Βρετανική Αυτοκρατορία θα εισαγάγει το 1717 το
λεγόμενο Transportation Act το οποίο προέβλεπε τον εκτοπισμό στις αποικίες κυρίως για εγκληματίες που
διέπραξαν ληστεία (Πηγές: Katie Gertz, «Populating the US Colonies with Convicts», Mesa Az FamilySearch
Library, http://www.mesarfhc.org/pdf_files/Webcasts/2014/transportation%20act.pdf, «The Need for a New
Punishment: The Transportation Act of 1718», Early American Crime,
http://www.earlyamericancrime.com/convict-transportation/new-punishment/transportation-act ). Ακόμη και
ο
τον 17 αιώνα ο εκτοπισμός είχε κάνει την εμφάνισή του ως εναλλακτική ποινή αντί της εκτέλεσης. Μάλιστα η
μέθοδος του εκτοπισμού στις αποικίες είχε προωθηθεί και ως μέσο ανάπτυξης του εμπορίου.
4
Έκρηξη των εκτοπισμών έχουμε στις αποικίες των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης με
πρωταγωνίστρια τη Βρετανική Αυτοκρατορία η οποία εισήγαγε στον θεσμό των μαζικών εκτοπισμών τόσο τα
απομακρυσμένα νησιά ως τόπους εξορίας όσο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης («Criminal Transportees»,
The National Archives UK, http://www.nationalarchives.gov.uk/help-with-your-research/research-
guides/criminal-transportees-further-research/ )

4
αποτελεσματική για την καταπολέμηση των δυο «καρκινωμάτων» που απειλούσαν την
εγκαθίδρυση και την διαιώνιση του διαμορφωθέντος αστικού συστήματος εξουσίας στην
πορεία προς την κυριαρχία του.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται στην παρούσα εργασία είναι ο τρόπος με τον οποίο το
κράτος ενσωμάτωσε την μέθοδο του εκτοπισμού σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις της
εξέλιξής του. Το πώς μέσα από την πορεία του κράτους προς τον εκσυγχρονισμό μπορούμε
να αναγνώσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες στην εφαρμογή του εκτοπισμού σε
διαφορετικές περιόδους. Στόχος είναι ο καθορισμός των συνεχειών και των τομών στην
εφαρμογή της μεθόδου του εκτοπισμού, τα σταθερά στοιχεία και τα ειδοποιά χαρακτηριστικά
που σκιαγραφούν το φαινόμενο και το εντάσσουν πλήρως στην διαδικασία του
εκσυγχρονισμού του κράτους και της μετάβασης σε μια νέα κοινωνική, οικονομική και
πολιτική εποχή. Η έρευνα δεν έχει άλλο στόχο πέρα από την επισήμανση, τον εντοπισμό της
ιστορικής συνέχειας και της ασυνέχειας στο φαινόμενο των εκτοπισμών, την αναζήτηση της
γενεαλογίας του και την σκιαγράφηση με τρόπο διαλεκτικό των μεθόδων με τις οποίες το
ελληνικό κράτος κατάφερε να νικήσει τους δυο μεγαλύτερους εσωτερικούς εχθρούς του από
την ίδρυσή του μέχρι την ολοκλήρωσή του.

Ενώ για τη ληστεία η βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια5, για την περίπτωση των εργατικών
κινημάτων στην Ελλάδα και για τις διώξεις το επιστημονικό έργο είναι αρκετά περιορισμένο
έως ανύπαρκτο. Το επιστημονικό έργο του Νίκου Αλιβιζάτου αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή
για την περίοδο του 1920 και των συνακόλουθων θεσμικών μετασχηματισμών της εποχής 6.
Κατά συνέπεια, η ιστοριογραφία στερείται αυτή τη στιγμή από μια διεξοδική έρευνα που να
θέτει στο επίκεντρο ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν την ίδια τη
συγκρότηση και τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους. Από τη βιβλιογραφία λείπει η
μελέτη εκείνη που να αντιπαραθέτει και να συγκρίνει τη δίωξη της ληστείας με τη δίωξη του
κομμουνισμού με επίκεντρο τους διοικητικούς εκτοπισμούς, όχι με όρους ταύτισης των δυο
φαινομένων, αλλά με όρους ιστορικής συνέχειας και βάθους στο ζήτημα των εσωτερικών
προσκομμάτων που ανά καιρούς τέθηκαν στο συγκεντρωτικό κράτος.

Αρχικά, θα αναφερθούμε στις ρίζες της ληστείας που δεν είναι άλλες από την παράδοση των
κλεφτών και των αρματολών. Η περίοδος της ελληνικής επανάστασης και της
Βαυαροκρατίας για το φαινόμενο της ληστείας είναι κομβικής σημασία λόγω της ίδρυσης
ενός σύγχρονου, εθνικού τύπου κράτους στη θέση μιας πρώην αυτοκρατορικής εξουσίας. Εν
συνεχεία, θα εξετάσουμε τους λόγους και τους παράγοντες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η
ληστεία και κατάφερε να διατηρηθεί για πάνω από έναν αιώνα μετά την εθνική παλιγγενεσία.
Η διερεύνηση του ζητήματος της ληστείας θα κλείσει με την διεξοδική έρευνα για τον νόμο
του 1871 και την εποχή του, νόμος που εισαγάγει τον διοικητικό εκτοπισμό.

5 ος
Το έργο του Ιωάννη Κολιόπουλου, Περί λύχνων αφάς: Η Ληστεία στην Ελλάδα (19 αι.), Εκδόσεις Ερμής,
Αθήνα, 1979 αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή για τη διερεύνηση του φαινομένου στην ελληνική του εκδοχή ενώ
το έργο του Eric Hobsbawm «Ληστές», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2010, αποτελεί μια εξαιρετικά χρήσιμη
συνολική μελέτη του οικουμενικού φαινομένου της ληστείας.
6
Αλιβιζάτος Νίκος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974: Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Εκδόσεις Θεμέλιο,
Αθήνα 1995.

5
Για το ζήτημα των πολιτικών διώξεων, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε περιγραφικά στις
μεταβολές που συντελέστηκαν τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η άνοδος της
αστικής τάξης και η αναγκαιότητα για αστικό εκσυγχρονισμό θα τεθεί στο επίκεντρο, με
έμφαση στην πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου. Εν συνεχεία είναι απαραίτητο να
αναφερθούμε στην ραγδαία ανάπτυξη των εργατικών διεκδικήσεων και στην άνοδο της
συνδικαλιστικής οργάνωσης των συμφερόντων τόσο της εργατικής όσο και της αστικής
τάξης. Ακολουθώντας αυτή τη πορεία θα οδηγηθούμε στους πρώτους πολιτικούς
διοικητικούς εκτοπισμούς και ιδιαίτερα στον νόμο ιδιώνυμο του 1929 με τον οποίο θα
διωχθεί για πρώτη φορά συγκεκριμένος πολιτικός χώρος και ιδεολογία στην Ελλάδα.

6
1.Ληστεία και εσωτερική ασφάλεια στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
1.1 Η κλεφταρματολική παράδοση και η καταγωγή της ληστείας

Πριν εισέλθουμε σε βάθος στον πυρήνα της έρευνας θα πρέπει να αναφερθούμε στην
ληστεία ορίζοντάς την τόσο όσον αφορά την καταγωγή της όσο και σε σχέση με το σύγχρονο
περιβάλλον στο οποίο την συναντάμε. Καταρχάς, ένα μέρος των ληστών του 19ου αιώνα έχει
άμεση προέλευση από τους αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του εικοσιένα. Ένα
μέρος των αγωνιστών του εικοσιένα με τη σειρά τους αποτελούν εκείνα ακριβώς τα ένοπλα
σώματα τα οποία κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας εναλλάσσονταν μεταξύ
νομιμότητας και παρανομίας, αρματολικίου και κλεφτουριάς, άλλες φορές σε σύγκρουση με
την οθωμανική εξουσία και άλλες φορές υπό την ανοχή της.

Κατά την οθωμανική εξουσία πλειάδα νεαρών αντρών κατέφευγαν στα όπλα και στα βουνά
για πλείστους λόγους. Μερικοί από αυτούς ήταν η διαφυγή από τουρκική δίωξη, η αδικία που
ασκήθηκε σε βάρος τους, η προοπτική εκδίκησης αλλά και η προοπτική κοινωνικής ανέλιξης.
Επιπλέον, στην παράδοση των τοπικών κοινωνιών η έξοδος στο βουνό με σκοπό τη
ληστρική δραστηριότητα δεν ήταν σε καμία περίπτωση πράξη κατακριτέα καθώς υπήρχε
στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ των κοινοτήτων και των συμμοριών7. Μάλιστα πολλές φορές η
ληστρική δραστηριότητα αποτελούσε πράξη ανδρείας8.

Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων διέφευγαν στην ασφάλεια των βουνών με σκοπό να
αποφύγουν την σύλληψη είτε για αδίκημα που διέπραξαν είτε για αδίκημα για το οποίο άδικα
είχαν κατηγορηθεί. Ο σημαντικότερος όμως λόγος εξόδου στο βουνό ήταν η προοπτική
απόκτησης εξουσίας. Λέγοντας εξουσίας εννοούμε την προοπτική κατάληψης μιας θέσης ως
ένα είδος προνομιακού συνομιλητή με την Πύλη, με αρμοδιότητα την φύλαξη μιας περιοχής
μη προσπελάσιμης στα οθωμανικά αποσπάσματα. Και αυτό γιατί ήδη από τα χρόνια του
σουλτάνου Μουράτ Β’ (1421-1451) η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε θεσπίσει τα λεγόμενα
αρματολίκια9, τα οποία αποτελούσαν ένα είδος αποκεντρωμένης οργάνωσης περιοχών της
κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, στα οποία είχαν ανατεθεί καθήκοντα αστυνομικά αλλά και
φορολογικά σε ένοπλους ραγιάδες οι οποίοι έκαναν καπάκια10 με την εξουσία11.

7
Riki Van Boeschoten, «Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία», Μνήμων, Τομ. 13, Ηλεκτρονική
Έκδοση ΕΚΤ, 1991, σελ. 9-24.
8
Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία κατά την τουρκοκρατία, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 1984, σελ. 106
(κλέφτικα τραγούδια).
9
Νίκος Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και εικοσιένα, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 1993, σελ. 22-25.
Γενικότερα ο Κοταρίδης αναφέρει ότι ο αρματολισμός ήταν ένα σύστημα δημόσιας ασφάλειας ενώ τα πρώτα
αρματολίκια ήταν τα Άγραφα, τα Μέγαρα και ο Όλυμπος.
10
Η λέξη «καπάκια» υποδηλώνει την τακτική της συνεννόησης μεταξύ των υποδουλωμένων με τους δυνάστες,
πρακτική συνήθης για τους κλέφτες επί οθωμανικής εξουσίας. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kapak, που
σημαίνει κάλυμμα («Καπάκι, Wiktionary,
https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BA%CE%B9 ).
11
Λάζαρος Αρσενίου, ό.π. Στο σημείο αυτό ο Αρσενίου αναφέρει ότι το 1525 γίνεται μια πολύ σημαντική
συμφωνία μεταξύ του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή και των ορεινών των Αγράφων με την οποία η
περιοχή αποκτά μια αυτοδιοίκηση με έδρα το Νεοχώρι με την υποχρέωση καταβολής ετησίου φόρου που
αγγίζει τα 50.000 γρόσια (σελ. 27). Σε αυτά τα πλαίσια θεσμοθετούνται και τα ένοπλα σώματα, τα λεγόμενα

7
Αυτές οι θέσεις «εργασίας» δεν προορίζονταν για τον οποιονδήποτε αλλά για μια
συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων. Άνθρωποι οι οποίοι είχαν πάρει τα βουνά και συγκρότησαν
συμμορίες μπαίνοντας σε έναν ατέρμονο ανταγωνισμό επίδειξης της ικανότητας να
επιβάλλονται με τα όπλα στις τοπικές κοινωνίες, στις οποίες η οθωμανική εξουσία δεν είχε
εύκολη πρόσβαση. Δηλαδή, οι θέσεις των αρματολών καλύπτονταν αποκλειστικά από
κλέφτες οι οποίοι είχαν επιδείξει την ικανότητά τους να επιβάλλονται με την δύναμη των
όπλων τους. Κατά αυτό τον τρόπο, οι κλέφτες με τους αρματολούς ήταν δυο ομάδες άμεσα
συνδεδεμένες και σχεδόν αλληλοεξαρτώμενες12.

Οι στόχοι των ληστών ήταν συγκεκριμένοι. Η κύρια δραστηριότητά τους ήταν η κλοπή ζώων
ή η θανάτωση αυτών για λόγους εκδίκησης. Η κλοπή ζώων αποτελεί και την παλαιότερη
«τέχνη» των κλεπτών τουλάχιστον στην περιοχή της Νότιας Βαλκανικής13. Μια ακόμη
σχεδόν αρχαία πρακτική των κλεπτών και των ληστών ήταν να ληστεύουν τους διάφορους
περιηγητές που κατά καιρούς διαβαίνουν τις ορεινές περιοχές (highwaymen14). Και οι δυο
αυτές δραστηριότητες θα επιβιώσουν μέχρι και τη λήξη του φαινομένου. Αρκετά αργότερα,
και κυρίως από την ίδρυση του ελληνικού κράτους κι έπειτα, οι ληστές θα κερδίζουν το
μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τις απαγωγές κυρίως ευπόρων. Στην αυγή του
εκσυγχρονισμού οι ληστές θα αποκτήσουν ιδιαιτέρως σύγχρονα χαρακτηριστικά καθώς
στόχος τους θα γίνουν και οι χρηματαποστολές, οι τράπεζες αλλά και τα τρένα.
Αναπόσπαστο μέρος της δράσης τους ήταν τα ακραία εγκλήματα, οι σαδιστικές δολοφονίες
οι οποίες σαν κύριο στόχο είχαν τον εκφοβισμό και την καλλιέργεια ενός μύθου γύρω από το
όνομα του εκάστοτε ληστή.

Η γεωγραφία της Ελλάδας αλλά και τον Βαλκανίων συνεπικουρούσε αυτή τη διαδικασία 15.
Στα περιορισμένα μήκη και πλάτη της Βαλκανικής χερσονήσου μπορεί κανείς να συναντήσει
μεγάλες μάζες βουνών ιδιαίτερα απότομων και δυσπρόσιτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το
μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εδάφους είναι ορεινοί και λοφώδεις όγκοι ενώ μόλις ένα
20% είναι καλλιεργήσιμο. Ο οθωμανικός στρατός της εποχής ήταν αρκετά δύσκολο να
κατορθώσει να εισέλθει και να ελέγξει τις περιοχές αυτές. Κύριο όπλο των αρματολών και
των κλεφτών δεν ήταν τόσο η δύναμή τους όσο η προσαρμογή και η γνώση των

αρματολίκια, τα οποία έχουν ως αρμοδιότητα την ασφάλεια της περιοχής (σελ. 28). Ο λόγος γίνεται για την
συνθήκη του Ταμασίου (συνθήκη που υπογράφηκε στο χωριό Ταμάσι, το σημερινό χωριό Ανάβρα).
Και στο έργο του Ι. Βασδραβέλλη, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Εκδόσεις Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1948, υπάρχουν αναφορές σχετικά με την σύνδεση των ενόπλων
ορεινών κλεφτών με την οθωμανική εξουσία: «Ο Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής ηναγκάσθη πιεζόμενος υπό της
ανάγκης να προσλάβει εκ των ιδίων κλέφτικων ομάδων και να αναθέση εις αυτούς την φύλαξιν των ορεινών
διαβάσεων (…). Δηλαδή ανέθεσαν οι Τούρκοι εις τους ίδιους ανυπότακτους πληθυσμούς να διαφυλάττουν την
τάξιν εις την ύπαιθρο (…)» (σελ. 4). Παρακάτω (σελ. 7) θα αναφερθεί ότι το πρώτο επίσημο έγγραφο που
αποδεικνύει τους διορισμούς αρματολών στην Ελλάδα εντοπίζεται κατά το έτος 1628.
Το φαινόμενο του αρματολισμού γεννάτε ταυτόχρονα με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ
στα χρόνια του Μουράτ Β’ ιδρύεται το πρώτο αρματολίκι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αυτό των Αγράφων.
12
Στο ίδιο, σελ. 214.
13
Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 290.
14
Η λέξη highwayman δηλώνει τον ληστή που συνήθιζε να θέτει στο στόχαστρό του τους διάφορους
ταξιδιώτες. Σε αυτή τη κατηγορία των ληστών ανήκουν σχεδόν το σύνολο των ληστών που συναντώνται ανά
τον κόσμο («Highwayman», The Free Dictionary, http://www.thefreedictionary.com/highwayman ).
15
John Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο 1833-1843, Εκδόσεις
Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1997, σελ. 39-40.

8
ιδιαιτεροτήτων του περιβάλλοντος στο οποίο κινούνταν αλλά και η στενή τους διασύνδεση
με τα τοπικά πλέγματα εξουσίας και τις κοινότητες στις οποίες πάντα μπορούσαν να βρουν
καταφύγιο. Το περιβάλλον είναι αυτό που συμβάλλει ριζικά στην μακράς διαρκείας ύπαρξη
τέτοιων ένοπλων σωμάτων στον ελληνικό χώρο16.

Μάλιστα, ούτε καν η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας δεν μπορεί να θεωρηθεί η κύρια
ρίζα του συγκεκριμένου φαινομένου των κλεφτών αλλά και των αρματολών. Ιστορικές πηγές
μας αποκαλύπτουν ότι ο συγκεκριμένος θεσμός διατήρησης της ασφάλειας στους ορεινούς
όγκους είχε υιοθετηθεί ήδη από τον Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενώ το φαινόμενο συναντάται
και ακόμα παλαιότερα επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας17. Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι το
φαινόμενο της ληστείας είναι ενδημικό στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη σε εποχές κατά
τις οποίες η κεντρική εξουσία αδυνατεί να ελέγξει τις μακρινές και δύσβατες περιοχές (ή
απλά δεν επιδιώκει την εγκαθίδρυση μιας συγκεντρωτικού τύπου εξουσίας και αρκείται στην
είσπραξη των φόρων χωρίς να επεμβαίνουν περισσότερο στις τοπικές κοινωνίες), τις οποίες
σπεύδουν να ελέγξουν τοπικοί παράγοντες, εκφράζοντας έτσι μια ανυποταξία και μια
απέχθεια στην κεντρική διεύθυνση, πολλές φορές όμως συνεργαζόμενοι με την κεντρική
εξουσία ή έχοντας την ανέχειά της. Από την αρχαιότητα η ληστεία αποτελεί μια έκφραση
ανυποταξίας και αντίδρασης και συναντάται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη με
επιμέρους διαφορές αλλά σε γενικές γραμμές με τους ίδιους όρους18.

Στην περιοχή της Βαλκανικής και γενικότερα των κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
ο ληστής έχει κάποια ειδοποιά χαρακτηριστικά19. Σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη ο ληστής
ονομάζεται χαϊδούκος20 και αποτελεί ένα «στρατιωτικό στρώμα που αναδύθηκε από την
ελεύθερη αγροτιά»21. Σε αυτή τη κατηγορία ληστών ανήκουν και οι Έλληνες κλέφτες. Ο

16
Ν.Σ. Κτενιάδης, Ιστορία της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, Παράρτημα Κήρυκος Δημοσίας Ασφαλείας,
Αθήνα, 1931, Τεύχος Β’, σελ. 41.
17
Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι ακρίτες ήταν τα σώματα αυτά τα οποία είχαν ως αρμοδιότητα την φύλαξη
των συνόρων από τις επιδρομές τόσο των Αράβων και των Σαρακηνών όσο και των απελατών. Οι απελάτες
ήταν οι ζωοκλέπτες επί βυζαντινών χρόνων και αποτελούν μια πρόδρομη μορφή του κλέφτη επί
τουρκοκρατίας και του ληστή επί των πρώτων δεκαετιών του ελληνικού κράτους. Οι σχέσεις των ακριτών με
τους απελάτες ήταν πανομοιότυπη με την αντίστοιχη των κλεφτών και των αρματολών αφού και σε αυτή τη
περίπτωση ο απελάτης μπορεί να γίνει ακρίτας και το αντίστροφο . Συναντάμε δηλαδή τον ίδιο ανταγωνισμό
μεταξύ των δυο σωμάτων. Επίσης συναντάμε παρόμοια σύνδεση των απελατών με τους νομαδικούς
πληθυσμούς. Να σημειωθεί ότι οι ακρίτες αποτελούν την μετεξέλιξη των milites limitaneos, οι οποίοι είχαν ως
αρμοδιότητα την διαφύλαξη των συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τις επιδρομές των βαρβάρων.
(Πηγή: «Ακρίτες», Εγκυκλοπαιδικό και Ετυμολογικό Λεξικό Βυζαντινών Λέξεων,
http://www.stougiannidis.gr/byz_lexicon.htm ).
18
Hobsbawm, ό.π., σελ. 32-33.
19
Το βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι συνδέονταν με τοπικούς άρχοντες και πολλές φορές είχαν τον ρόλο
του φύλακα της μεθορίου (Στο ίδιο, σελ. 104). Επίσης, οι χαϊδούκοι δεν είχαν τα όλα τα χαρακτηριστικά ενός
Ρομπέν των Δασών καθώς δεν έκαναν διακρίσεις στα θύματά τους (Στο ίδιο, σελ. 106). Οι ληστές αυτού του
τύπου έθεταν στο στόχαστρό τους, αν όχι περισσότερο τους φτωχότερους, τότε εξίσου τόσο τους αδύναμους
όσο και τους ισχυρούς.
20
Λέξη μαγιάρικης προέλευσης που δηλώνει τον ορεσίβιο αντάρτη στις χώρες της Βαλκανικής κατά την
περίοδο της οθωμανικής εξουσίας (Πηγή: «Hajduk», Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Hajduk ).
21
Hobswbawm, ό.π., σελ. 103.

9
Σπυρίδων Τρικούπης χαρακτηρίζει τους χαϊδούκους ως χριστιανούς Σέρβους, Βούλγαρους
και Ούγγρους «ήρωες της αντίστασης κατά της τουρκικής κυριαρχίας»22.

Ας επιστρέψουμε όμως στον 19ο αιώνα. Με την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ο
θεσμός του αρματολικίου στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας καταργήθηκε από το επίσημο
κράτος23. Το επίσημο κράτος πέρασε από τα χέρια του Καποδίστρια στους Βαυαρούς οι
οποίοι γρήγορα ξεκίνησαν την διαδικασία συγκρότησης τακτικού στρατού στον οποίο δεν
είχαν θέση οι άτακτοι. Αρχικά, στόχος των Βαυαρών δεν ήταν η συνδιαλλαγή με τους
ενόπλους, όπως συνήθιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τους κλέφτες. Στο νέο κράτος ένας
ήταν ο στόχος: η συγκρότηση ισχυρού κεντρικώς διευθυνόμενου κράτους 24. Κατά συνέπεια,
ένα μέρος της «επαγγελματικής» ομάδας των πρώην αρματολών και κλεφτών βρέθηκε σε μια
κατάσταση η οποία τον απέκλειε από κάθε θέση θεσμικής ισχύος ειδικά σε τοπικό επίπεδο.
Έτσι, οι ένοπλοι αυτοί που αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος των άτακτων στρατευμάτων της
επανάστασης γρήγορα πέρασαν σε καθεστώς παρανομίας μη αποδεχόμενοι τα πεπραγμένα
και τα σχέδια των Βαυαρών.

1.2 Περίοδος Βαυαροκρατίας – Νομοθετικές καινοτομίες

Το πρόβλημα της ληστείας και της πειρατείας έκανε την εμφάνισή του σχεδόν αμέσως μετά
την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας
από πολύ νωρίς θα αντιληφθεί ότι ένα βασικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει το νέο
κράτος είναι το διογκωμένο και ανεξέλεγκτο στράτευμα25. Η θέση του ελληνικού κράτους σε
αυτή τη πρώιμη φάση της ύπαρξής του ήταν σαφώς αδύναμη. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε
να ξεφύγει η νέα διοίκηση από την κηδεμονία και την πλήρη εξάρτηση από τις τρεις
προστάτιδες δυνάμεις. Η οθωμανική εξουσία δεν αντικαταστάθηκε από ανεξαρτησία και
αυτοδιάθεση αλλά από ένα ιδιότυπο αποικιακό καθεστώς.

Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια ξεκινά η περίοδος που αποκαλείται «Βαυαροκρατία».


Εγκαινιάζεται μετά την απόφαση των μεγάλων δυνάμεων στη διάσκεψη του Λονδίνου το
1832 να προσφέρουν στον πρίγκιπα Όθωνα του οίκου Βίτελσμπαχ της Βαυαρίας τον θρόνο
της Ελλάδας. Μέχρι την ενηλικίωσή του την εξουσία ανέλαβε η Αντιβασιλεία αποτελούμενη
από τον Κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκο του Άρμανσπεργκ, τον Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουρερ

22
Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Τόμος 1, Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1993,
σελ. 49.
23
Αρματολίκια υπήρχαν μόνο στην Στερεά Ελλάδα, την Θεσσαλία και την Μακεδονία ενώ στην Πελοπόννησο
υπήρχε ο θεσμός των κάπων. Η λέξη κάπος δηλώνει τον κλέφτη ωστόσο στην Πελοπόννησο οι ομάδες των
κλεφτών αποτελούσαν ουσιαστικά ένα σώμα ασφαλείας των προυχόντων και γενικότερα των ισχυρών
(Petropulos, ό.π., σελ. 43).
24
Petropulos, ό.π., σελ. 208: «Οι αρχές του συγκεντρωτισμού είχαν ήδη επικρατήσει κατά τη διάρκεια της
επανάστασης ως αντίβαρο στον άκρατο τοπικισμό και στις τεράστιες διαφορές που χαρακτήριζαν τις
συνήθειες και τα ήθη ων διαφόρων επαρχιών».
25
Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, Τόμος Η’ (1987), σελ. 97 (Επιστολή προς τον Maison, 20 Νοεμβρίου/ 2
Δεκεμβρίου 1830).
Petropulos, ό.π., σελ. 91: Στο σημείο αυτό ο Petropulos αναφέρει ότι το στρατιωτικό σύστημα ήταν
αποκεντρωτικό και ο στρατιώτης δεν αποτελούσε πρόσωπο της αμέσου εμπιστοσύνης της κυβερνήσεως αλλά
του εκάστοτε οπλαρχηγού, τον στρατό του οποίου η κυβέρνηση αναγκαζόταν να ενοικιάζει. Κατά συνέπεια, το
στρατιωτικό σύστημα δεν προσιδίαζε προς έναν στρατό εθνικό, απόλυτα ελεγχόμενο από τη κεντρική
διοίκηση.

10
(βασικό του έργο ο Ποινικός Νόμος του 1834, με πρότυπο τον αντίστοιχο βαυαρικό του
1813) και τον υποστράτηγο Κάρολο Γουλιέλμο φον Χάιντεκ26. Αυτή η ορισμένη από τις
μεγάλες δυνάμεις «κυβέρνηση» θα κληθεί άμεσα να εφαρμόσει ριζοσπαστικά μέτρα στη
χώρα. Οι αντιθέσεις και οι εντάσεις που θα προκύψουν από τη πολιτική της Αντιβασιλείας θα
είναι τέτοιες που θα εντείνουν την εσωτερική αναταραχή. Η πολιτική της Αντιβασιλείας θα
έρθει σε ευθεία σύγκρουση με μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και του πολιτικού κόσμου. Δεν
είναι τυχαίο το ότι σχεδόν όλες οι μεγάλες εξεγέρσεις τις μετεπαναστατικής περιόδου
λαμβάνουν χώρα κατά τη περίοδο της κυριαρχίας της Αντιβασιλείας.

Κατά τα πρώτα χρόνια της Αντιβασιλείας κατά τα οποία ο Άρμανσπεργκ κυριαρχεί θα


εφαρμοστούν ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το ζήτημα της συγκρότησης του στρατού θα είναι από
τα πρώτα και σημαντικότερα νομοθετήματα της Αντιβασιλείας. Η Αντιβασιλεία θα
ακολουθήσει μια διττή πολιτική σύγκρουσης με μέρος των πρώην ατάκτων χρησιμοποιώντας
ως όπλο ένα άλλο μέρος των ίδιων ατάκτων. Από τη μια πλευρά θα επιδιώξει να
συγκεντρώσει μεγάλο μέρος των εξουσιών στην κεντρική εξουσία εις βάρος των τοπικών
αρχόντων και ταυτόχρονα για να πετύχει το σκοπό της θα καταφέρει να συμμαχήσει με
μεγάλη μερίδα τοπικών αρχόντων και οπλαρχηγών27.

Καταρχήν, με ένα από τα πρώτα βασιλικά διατάγματα η Αντιβασιλεία θα επιχειρήσει να


αφοπλίσει τον πληθυσμό και συγκεκριμένα με το διάταγμα της 4ης Μαρτίου 1833 «Περί της
οπλοφορείν άδειας». Ένα τέτοιο διάταγμα σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν
αδύνατο να πετύχει τους στόχους του, δηλαδή τον αφοπλισμό των ομάδων εκείνων που
δυνητικά θα μπορούσαν να απειλήσουν την προσπάθεια εγκαθίδρυσης του κεντρικού
κράτους. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με αυτό το διάταγμα δίνεται το δικαίωμα στους
ποιμένες να οπλοφορούν για την δική τους ασφάλεια, μια επιλογή που δημιουργεί πολλά
ερωτήματα αφού οι ποιμένες αποτελούσαν στο παρελθόν και θα αποτελέσουν και στο μέλλον
μια κοινωνική ομάδα στήριγμα των κλεφτών και των ληστών που θα προκύψουν μετά την
εκτόπιση των ατάκτων από τον στρατό28.

Λίγες μέρες αργότερα εκδίδεται ένα κομβικό διάταγμα για το ζήτημα που διερευνάμε. Είναι
το διάταγμα «Περί διάλυσης των ατάκτων στρατευμάτων» που δημοσιεύεται την 8η Μαρτίου.
Στο διάταγμα αυτό οι άτακτοι που έχουν καταταχθεί έως την 1η Δεκέμβρη του 1831
καλούνται να επιστρέψουν στις εστίες τους. Προφανώς δεν ξεχνά η Αντιβασιλεία να
υπενθυμίσει στους άτακτους ότι η αποστράτευσή τους θα συνοδεύεται με τον αφοπλισμό
τους (άρθρο 10). Όποιος δεν συμμορφώνεται στους κανόνες του συγκεκριμένου διατάγματος
προβλέπεται να διωχθεί με τον ποινικό νόμο. Στις 26 Μαρτίου θα εκδοθεί ένα ιδιαιτέρως
ενδιαφέρον διάταγμα με τον τίτλο «Περί της εκτελέσεως των προς αποκατάστασιν της
εσωτερικής ησυχίας, διατάξεων». Στην ουσία αποτελεί μια διακήρυξη του Υπουργικού
Συμβουλίου προς τους Έλληνες, με την οποία τους καλεί να ενωθούν κάτω από τις εντολές

26
Ο Χάιντεκ ήταν από τους βασικούς υποστηρικτές της εκτέλεσης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του
Δημήτριου Πλαπούτα.
27
Petropulos, ό.π., σελ. 200. Πρώτο βήμα συνδιαλλαγής με τους εκδιωχθέντες ατάκτους θεωρούνται τα δέκα
τάγματα ακροβολιστών που, αμέσως μετά την διάλυση των ατάκτων, έσπευσε η Αντιβασιλεία να
συγκροτήσει, αποκαθιστώντας περίπου 2000 εκ των πολλαπλάσιων ατάκτων.
28
Λάζαρος Αρσενίου, ό.π., σελ. 210.

11
του βασιλέως Όθωνα. Επιπλέον, αναφέρει ότι μέχρι την στιγμή της δημοσιεύσεως του
διατάγματος ο Βασιλιάς έχει επιδείξει ευμένεια απέναντι στα διαπραχθέντα πολιτικά
αδικήματα29, πολιτική που δεν είναι διατεθειμένος να ακολουθεί στο εξής. Στην πράξη δεν
εφαρμόζει τη προειδοποίησή του30.

Στις 4 Μαΐου ορίζονται οι αρμοδιότητες των νομαρχών. Το άρθρο 10 ορίζει πως ο


Νομάρχης: «Οφείλει προ πάντων να αποστέλλει περιπόλους εναντίον των συσσωματωμένων
κλεπτών και ληστών, μεταχειριζόμενος κατά τούτο την χωροφυλακή και την εθνοφυλακή, και
να προσκαλεί, καθ’ όσον οι νόμοι και τα διατάγματα το επιτρέπουσι, την κατά τούτο σύμπραξη
του πλησιέστερου στρατιωτικού αποσπάσματος, οσάκις η διακινδύνευση της κοινής ησυχίας
ήθελεν υπαγορεύσει το μέτρο τούτο». Η επιδίωξη του νόμου είναι να εισέλθουν στον αγώνα
εναντίον των ληστών και οι τοπικοί παράγοντες εξουσίας, καθώς συχνά φέρονται να
αποτελούν μέρος του ληστρικού κυκλώματος.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά τη περίοδο της Βαυαροκρατίας εισήχθη στην Ελλάδα μια
μέθοδος εμπνευσμένη από την Γαλλική Επανάσταση, η οποία αφορούσε την εκτέλεση των
θανατοποινιτών31 κυρίως κατηγορούμενων για ληστεία32. Τον Μάιο του 1833 εκτελέστηκε η
πρώτη θανατική ποινή με την μέθοδο της γκιλοτίνας33. Στην Γαλλία η γκιλοτίνα
(λαιμητόμος) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά έναντι πολιτικών αντιπάλων το 1792
(περίοδος Τρομοκρατίας). Στην Ελλάδα η γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά των
ληστών, ενώ η πρώτη εκτέλεση με γκιλοτίνα είχε ως θύμα τον ληστή – πειρατή
Μητρομαργαρίτη. Η γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1913, έτος κατά το οποίο
σταμάτησε να αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης34.

29
Χαρακτηρίζει ως πολιτικά αδικήματα την ανυπακοή απέναντι στην νέα εξουσία. Αργότερα θα δούμε ότι ο
Ελευθέριος Βενιζέλος θα αποφύγει να βαφτίσει την δράση των εργατών που προπαγανδίζουν τη Τρίτη Διεθνή
ως πολιτικό αδίκημα.
30
Τόσο στην εξέγερση στη Μάνη όσο και στις εξεγέρσεις της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας δόθηκε άμεσα
αμνηστία τους εξεγερθέντες. Το φαινόμενο των αμνηστιών μετά από εξεγέρσεις ή μετά από κάποιο
περιστατικό που περιπλέκονται οι άτακτοι θα διαρκέσει για πολύ, τουλάχιστον όσο διαρκεί η ληστοκρατία
στην Ελλάδα.
31
Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε το 1993 ενώ ίσχυε ήδη από το 1824 και συμπεριλαμβανόταν
στον πρώτο ποινικό νόμο που τιτλοφορούνταν «Απάνθισμα των Εγκληματικών», που ψηφίστηκε στην Β’
Εθνοσυνέλευση στην Αίγινα. Στο Πρώτο Τμήμα «Περί αμαρτημάτων εναντίον της κοινής ασφαλείας»,
Κεφάλαιο Β’ «Περί αμαρτημάτων εναντίον της εσωτερικής ασφαλείας της Επικρατείας» προβλέπεται «Όποιοι
ήθελαν λάβει άρματα, ή παρακινήσωσιν άλλους να σηκώσουν άρματα με σκοπόν του να επιφέρουν εμφύλιον
πόλεμον, ή κατασφάξωσιν, ή καύσωσιν, ή ληστεύσωσιν, ή αρπάσωσιν, ή ξεγυμνώσωσιν επαρχίαν τινά, ή
κοινότητα, ή κάμωσιν συνωμοσίαν, ή φατρίαν δια να ταράξωσιν την κοινήν ησυχίαν, οι πρωταίτιοι τούτων να
θανατώνονται». Στο Τρίτο τμήμα «Περί αμαρτημάτων εναντίον της ιδιοκτησίας», στο Πρώτο Κεφάλαιο «Περί
κλοπής», προβλέπονται όλες οι ποινές εναντίον αυτών που καταπατούν την ιδιοκτησία, ληστεύουν ή είναι
πειρατές, τιμωρούνται μέχρι και 19 έτη φυλάκιση. Στο Παράρτημα του Τρίτου Κεφαλαίου, στην ενότητα «Περί
κλοπής», προστίθενται οι ποινές εναντίον των ζωοκλεπτών. Η κύρια ποινή είναι η πληρωμή της ζημιάς που
έχει υποστεί το θύμα του ζωοκλέπτη. Τον παραπάνω νόμο υπογράφει ο πρόεδρος του εκτελεστικού, Γεώργιος
Κουντουριώτης και ο αντιπρόεδρος του βουλευτικού Θεοδώρητος Βρεσθένης.
32
Σε περίπτωση σύλληψης του ληστή η πιο πιθανή ποινή που του επεφύλασσε το κράτος ήταν η θανατική.
33
Η εκτέλεση αυτή έγινε με την κινητή γκιλοτίνα στην Πρόνοια Ναυπλίου ενώ υπήρχε μια ακόμη γκιλοτίνα
στις φυλακές Παλαμιδίου στο Ναύπλιο. Η κινητή γκιλοτίνα αργότερα στάλθηκε στο Μεσολόγγι.
34
Νέστορας Κουράκης, «Δήμιοι και θανατικές εκτελέσεις στην Ελλάδα», Έγκλημα και Τιμωρία,
https://eglima.wordpress.com/2015/01/17/grex/ .

12
Την 3η του Ιούνη του 1833 εκδίδεται το διάταγμα «Περί σχηματισμού της Χωροφυλακής». Το
άρθρο 1 διακηρύσσει: «Συσταίνεται χωροφυλακή (gendarmerie), σκοπός της οποίας είναι να
στερεώσει και να διαφυλάσσει την κοινή ασφάλεια επιτηρούσα με άγρυπνο όμμα εις το να
προλαμβάνεται πάσα διατάραξη της κοινής ησυχίας, και να εμποδίζεται πάσα εγκληματική
επιχείρηση, και παρεμβαίνουσα με δραστηριότητα και ταχύτητα προς ανακάλυψη και σύλληψη
των κακούργων οσάκις ήθελε πραχθεί έγκλημά τι. Χρέος της ιδίας είναι και να διατηρεί την
ισχύ των νόμων καθ’ όλη την περιφέρεια του Κράτους, κατά τα στρατόπεδα και εις το στρατό».
Το άρθρο 2 τονίζει ότι: «Το σώμα της χωροφυλακής είναι συμπληρωματικό μέρος του στρατού.
Επομένως υπόκειται εις τους γενικούς κανονισμούς των στρατιωτικών νόμων (…)». Το
συγκεκριμένο άρθρο μας αποκαλύπτει ότι η Αντιβασιλεία έχει πλήρη επίγνωση της
κατάστασης που καλείται να αντιμετωπίσει και αναγνωρίζει εμμέσως το ότι εισέρχεται σε μια
περίοδο εσωτερικών, σχεδόν πολεμικών, συγκρούσεων. Έτσι, μη παρεκκλίνοντας από το
πνεύμα της εποχής, δεν ιδρύει σώμα αστυνομίας με σκοπό να αντιμετωπίσει την έξαρση της
ληστείας, αλλά δίνει αυτή την αρμοδιότητα σε ένα σώμα φύσει στρατιωτικό35.

Το αρχικό σώμα της χωροφυλακής είναι αριθμητικώς περιορισμένο. Αποτελείται από δέκα
μοιράρχους, 24 υπομοιράρχους, 103 ενωμοτάρχες, 120 έφιππους χωροφύλακες και 800
πεζούς υπό τη διοίκηση του αρχηγού του σώματος. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το σώμα
αυτό στην αρχική του μορφή τουλάχιστον είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις
χιλιάδες των ενόπλων άτακτων που κατέφυγαν στα βουνά. Ο Γάλλος Φραγκίσκος Γκραγιάρ36
ήταν ο πρώτος διοικητής του φιλόδοξου σώματος το οποίο αμέσως στελεχώθηκε με πλειάδα
στελεχών από τα διαλυθέντα άτακτα σώματα. Αυτό το μοτίβο θα το συναντήσουμε και
αρκετά αργότερα στη συγκρότηση του σώματος της Αστυνομίας Πόλεων της οποίας πρώτος
διοικητής θα είναι Άγγλος.

Η ανάγκη ίδρυσης του συγκεκριμένου στρατιωτικής φύσης σώματος ήταν επιτακτική στη
συγκυρία του καλοκαιριού του 1833. Εκείνη την εποχή σημειώνεται η πρώτη μαζική έξοδος
των άτακτων στα βουνά και η δράση τους γίνεται τάχιστα αισθητή37. Ωστόσο, ο Κτενιάδης
μας αναφέρει ότι:

«η ίδρυσις του σώματος της Χωροφυλακής απετέλεσε το πρώτο βήμα συνδιαλλαγής μετά των
δυσαρεστημένων αγωνιστών, διότι τους εδίδετο η ευκαιρία να επανέλθουν υπό ευνοϊκούς όρους
εις το στρατιωτικό επάγγελμα άνευ του οποίου δεν ήσαν ικανοί να ζήσουν»38

Το γεγονός αυτό είναι μόνον εν μέρει αληθές. Η αλήθεια είναι πως, όπως προείπαμε, μια
μερίδα πρώην άτακτων ενσωματώθηκε στην χωροφυλακή και στα άλλα σώματα ασφαλείας,
ωστόσο ο αριθμός των αποκατασταθέντων υπήρξε αρκετά περιορισμένος αν υπολογίσει
κανείς ότι το αρχικό σώμα της χωροφυλακής μετά βίας ξεπερνούσε στο σύνολο τα 1000
άτομα. Η κατάληψη κάποιων θέσεων στα σώματα ασφαλείας δημιούργησε μια κατάσταση
που θύμιζε αρκετά τους κλέφτες και τους αρματολούς, αφού μια μερίδα των ατάκτων
ενσωματώθηκαν στα νέα σώματα ασφαλείας και μια άλλη μεγάλη μερίδα αυτών έμεινε
35
Κτενιάδης, ό.π., Τεύχος Β’, σελ. 1.
36
«Φραγκίσκος Γκραγιάρ», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού,
https://argolikivivliothiki.gr/tag/francois-graillard/ .
37
Κτενιάδης, ό.π., σελ.51-52.
38
Στο ίδιο, σελ. 56.

13
εκτός39. Μάλιστα τα σώματα ασφαλείας όπως η εθνοφυλακή ήταν αρκετά ευάλωτα απέναντι
στους ληστές καθώς φαίνεται συνδέονταν στενά40.

Η Αντιβασιλεία θα επιδιώξει να μετριάσει τις αντιδράσεις δημιουργώντας ένα σώμα που


θυμίζει ένα είδος συνταξιοδοτικού προγράμματος ή ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, την
Βασιλική Φάλαγγα. Σε αυτήν εντάχθηκαν αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα οι
οποίοι για διάφορους λόγους κρίθηκαν ως ακατάλληλοι για να εισέλθουν στο σώμα του
στρατού. Ο κύριος λόγος ίδρυσης της φάλαγγας ήταν ο περιορισμός του αριθμού των πρώην
αγωνιστών του αγώνα, που δεν αποκαταστάθηκαν με την απελευθέρωση, που θα επιλέξει να
αναλάβει δράση αντικαθεστωτική, αλλά και η δημιουργία ενός εφεδρικού σώματος το οποίο
θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να κληθεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εσωτερική ή
εξωτερική απειλή41.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1834 δημοσιεύεται το διάταγμα «Περί ληστειών και άλλων
κακουργημάτων, πραττομένων παρά υπηκόων Ελλήνων εις το Τουρκικό Κράτος, και περί
αποδόσεως των καταφευγόντων κακούργων»42. Οι άτακτοι με την έξοδό τους στα βουνά μετά
την διάλυσή τους χρησιμοποιούσαν τακτικά τα σύνορα για να περνούν στην Τουρκία όπου
επιδίδονταν σε ληστείες. Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος για την έξοδό τους στη Τουρκία.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ίσχυε ακόμη ο θεσμός του αρματολικίου. Έτσι δεν έπαψε να
αποτελεί μια εναλλακτική αποκατάστασης. Ωστόσο, το συγκεκριμένο διάταγμα μας
αποκαλύπτει τις εξουσιαστικές σχέσεις και τους δεσμούς που συνδέουν τους άτακτους όχι
μόνο με τις τοπικές κοινωνίες αλλά και με τις τοπικές ελίτ: «Οι Νομάρχαι και Έπαρχοι των
γειτνιαζόντων με την Τουρκία μερών θέλουν υποστηρίζεσθαι δραστηρίως παρά των κατά τα
σύνορα στρατιωτικών αποσπασμάτων».

Με το συγκεκριμένο διάταγμα η κεντρική εξουσία καθιστά την τοπική εξουσία υπόχρεη να


συνεργάζεται με τα σώματα ασφαλείας στην καταδίωξη των κακοποιών. Λίγους μήνες
αργότερα στις 27-10-1834 με το βασιλικό διάταγμα «Περί αντικαταστάσεως των δημάρχων
αντί των ειρηνοδικών, κωλυομένων αυτώ»43 οι δήμαρχοι αποκτούν χρέη δικαστών, δίδοντάς
τους μεν περισσότερη εξουσία αλλά και μεγαλύτερες ευθύνες στο σημαντικότερο εσωτερικό

39
Petropulos, ό.π., σελ. 202: «Πού πήγαν όλοι αυτοί οι άτακτοι; Μόνο 35 από αυτούς κατατάχθηκαν στα
τάγματα ακροβολιστών. Φυσικά οι υπόλοιποι δεν υπήρχε περίπτωση να ενταχθούν στον τακτικό στρατό από
τον οποίο τους απέτρεπε τελείως η δυτική στολή, η πειθαρχία και η βαυαρική διοίκηση. Ένας ακαθόριστος
αριθμός, αλλά αρκετά σημαντικός ώστε να προκαλέσει εντύπωση, πέρασε από τα βόρεια σύνορα στο
τουρκικό έδαφος’ εκεί άλλοι μπήκαν στην υπηρεσία του Ταφίλ Μπουζέ, ενός τούρκου οπλαρχηγού του
Δομοκού με κάποια επιφάνεια, ενώ άλλοι επιδόθηκαν στην άγρια ζωή του ληστή, στα βουνά που χώριζαν την
Ελλάδα από τις οθωμανικές περιοχές. Οι υπόλοιποι άνεργοι χωρίς καμία κυβερνητική αναγνώριση, γύρισαν
στα σπίτια τους ή φιλοξενήθηκαν από συγγενείς τους».
40
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 32. Ο Gordon χαρακτηρίζει την εθνοφυλακή ως «φυτώριο ληστών».
Petropulos, ό.π., σελ. 290: «Η εθνοφυλακή θύμιζε το παλιό σύστημα των οπλαρχηγών, από τη στιγμή που το
κράτος ανέθετε στους οπλαρχηγούς να στρτολογούν και να διατηρούν έναν ορισμένο αριθμό στρατιωτών με
έξοδα των χωριών ή των δήμων […]. Το σύστημα αυτό ξαναζωντάνεψε όλες τις παλαιές καταχρήσεις».
41
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 27, και Petropulos, ό.π., σελ. 277.
42
Β.Δ. 27.02.1834 «Περί ληστειών και άλλων κακουργημάτων, πραττομένων παρά υπηκόων Ελλήνων εις το
Τουρκικό Κράτος, και περί αποδόσεως των καταφευγόντων κακούργων».
43
Β.Δ. 27.10.1834 «Περί αντικαταστάσεως των δημάρχων αντί των ειρηνοδικών, κωλυομένων αυτώ»

14
πρόβλημα της χώρας. Ολόκληρο το νομοθετικό πλαίσιο που χτίζεται με στόχο την
καταπολέμηση της ληστείας δημιουργεί μια θεσμική σύγχυση καθώς δίδονται σε δημάρχους
αλλά και σε νομάρχες αρμοδιότητες που δεν συνάδουν με το πνεύμα του λειτουργήματός
τους αν αναλογιστούμε τη σημερινή λειτουργία των συγκεκριμένων θεσμών. Δεν είναι σαφής
ο διαχωρισμός της δικαστικής εξουσίας από τις υπόλοιπες καθώς τα καθήκοντα της
δικαστικής εξουσίας καλούνται να τα εφαρμόσουν τελείως αναρμόδιοι.

Ένα πραγματικά ριζοσπαστικό διάταγμα θα αλλάξει τα δεδομένα στο ζήτημα της


αντιμετώπισης της ληστείας. Στις 13 Νοεμβρίου του 1836 δημοσιεύεται το διάταγμα «Περί
ευθύνης των δήμων ως προς τας πραττομένας ληστείας εντός της περιφερείας αυτών». Στο
άρθρο 1 καθίσταται για άλλη μια φορά ο εκάστοτε δήμος υπεύθυνος «προς τας πολιτικάς
αποδόσεις και αποζημιώσεις» των θυμάτων των ληστειών που λαμβάνουν χώρα εντός της
περιφερείας του. Αξιοπρόσεκτη είναι η παρακάτω παράγραφος: «Συνυπεύθυνοι λογίζονται
κατά τούτο και οι εν τη περιφερεία αυτού κατά την εποχήν της ληστείας διατελούντες μη
δημόται αγροφύλακες, βοσκοί ποιμνίων ή άλλων ζώων, εργάται εις τα δάση και όσοι έχουσι
ξενοδοχεία παρά τας δημοσίους οδούς». Η έννοια της συλλογικής ευθύνης που προκύπτει από
το διάταγμα μας υπενθυμίζει ότι το κράτος δεν καλείται να αντιμετωπίσει μια απλή έκρηξη
της εγκληματικότητας αλλά μια ενδημική ανταρσία, μια αντίδραση παραδοσιακού τύπου, μια
αντίδραση που έχει βαθιές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες44. Το κράτος με άμεσο τρόπο και
χωρίς υπεκφυγές αναγνωρίζει ότι το φαινόμενο της ληστείας δεν μπορεί να λυθεί με
αστυνομικά μέτρα. Παρά ταύτα το κράτος τα επόμενα χρόνια θα υιοθετήσει αυστηρά
αστυνομικά και κατασταλτικά μέτρα αφού θα βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο. Ουσιαστικά αυτό
το διάταγμα προλειαίνει τον δρόμο για το αμέσως επόμενο σημαντικό διάταγμα το οποίο
εγκαινιάζει μια σκληρή πολιτική αν και για μικρό χρονικό διάστημα σε αυτή τη φάση.

Τον Νοέμβριο του 1838 τίθεται σε εφαρμογή το πλέον σημαντικό διάταγμα των Βαυαρών
σχετιζόμενο με το ζήτημα της ληστείας. Πρόκειται για το διάταγμα «Περί εκτοπίσεως των
συγγενών των ληστών». Αν θυμηθούμε ότι η νομική σημασία του όρου «εκτοπισμός» δηλώνει
την δίωξη πολιτικού αντιπάλου τότε ίσως η Βαυαροκρατία, χωρίς να το παραδεχτεί,
αντιμετωπίζει τον ληστρικό κίνδυνο ως πολιτικό κίνδυνο45. Σε αυτό το σημείο αξίζει να
κάνουμε μια παρένθεση και να αναφερθούμε στην πρακτική των εκτοπίσεων γύρω από το
συγκεκριμένο ζήτημα. Η πρακτική των εκτοπίσεων δεν είναι ούτε εφεύρεση της βαυαρικής
διοίκησης ούτε καν της Ελλάδας. Τα οθωμανικά αρχεία που παραθέτει ο Βασδραβέλλης

44
Petropulos, ό.π., σελ. 344: «Συνεπώς το διάταγμα αυτό υιοθετώντας την αρχή της συλλογικής ευθύνης
επιδίωκε να υποκινήσει την τοπική πρωτοβουλία προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ληστείας.
Όποτε τους καλούσαν όλοι οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να μετέχουν στη καταδίωξη των ληστών ως ένα
είδος άμισθης πολιτοφυλακής».
45
Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει και ο Lyons (προς Palmerston, Αθήνα, 12 Ιουνίου 1840, αρ. 77, FO 32.97): τα
μέτρα αυτά αποτέλεσαν «το σύστημα με το οποίο ο Γλαράκης προσπάθησε να ασκήσει πολιτική εξουσία μέσο
διοικητικών φαινομενικά μέτρων» και «αποτέλεσμα του βασιλικού διατάγματος για τον εκτοπισμό των
οικογενειών των ληστών» ήταν οι πολιτικές διώξεις (Public Record Office/Foreign Office), Petropulos,
«Πολιτική και…», σελ. 466.

15
αποδεικνύουν ότι ήδη από τον 16ο και τον 17ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία εφαρμόζει
παρόμοια μέτρα για να αντιμετωπίσει τη ληστεία46. Ο Βασδραβέλλης αναφέρει:

«Κατά το έτος 1691 ως προκύπτει εκ φιρμανίου καταχωρισμένου εις τον κώδικα του
Ιεροδικείου της Βεροίας, πολλοί κάτοικοι του χωριού Μηλιά των Πιερίων είχον επαναστατήσει
κατά των υπερβασιών της τουρκικής εξουσίας και εξέλθοντες εις τα όρη επύκνωσαν τας τάξεις
των κλεφτών. (…) Κατόπιν τούτου αι περιουσίαι των διηρπάγησαν παρά των Τούρκων, αι δε
σύζυγοι και τα τέκνα των κλεφτών αιχμαλωτιοθέντα μετεφέρθησαν εις άλλους καζάδες
(διοικητικός όρος). Διά του εκδοθέντος φιρμανίου διετάσσετο ο επαναπατρισμός των
αιχμαλωτισθέντων και η απόδοσις των περιουσιών, δι’ ετέρου δε φιρμανίου εκδοθέντος μετά
τινα έτη εχορηγείτο γενικωτέρα αμνηστεία εις τους κλέφτες τους μετανοούντας και
επιστρέφοντας εις τα χωριά των με την υπόσχεση της περαιτέρω ειρηνικής διαβιώσεως»47

Δεν γνωρίζουμε αν τη πρακτική του εκτοπισμού την εφάρμοσαν και οι προηγούμενες


μεγάλες εξουσίες όπως η βυζαντινή ή η ρωμαϊκή για το ζήτημα της ληστείας πάντως το μόνο
σίγουρο είναι ότι ο διοικητικός εκτοπισμός που προβλέπει το διάταγμα του 1838 δεν ήταν
κάτι το νέο για τις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να
υποστηρίξουμε ότι οι εκτοπισμοί επί τουρκοκρατίας για το συγκεκριμένο ζήτημα
αποκλειστικά πρέπει να ήταν (με κάθε επιφύλαξη αφού δεν μπορεί να εξακριβωθεί λόγω
έλλειψης επαρκών πηγών και στοιχείων) πολύ πιο περιορισμένοι σε συχνότητα από τους
εκτοπισμούς που εφαρμόζει το ελληνικό κράτος.

Το διάταγμα προέβλεπε τον εκτοπισμό του οικογενειακού κύκλου του εκάστοτε ληστή. Η
κύρια κατηγορία εναντίον των συγγενών των ληστών ήταν η λησταποδοχή και η συνδρομή
τους στη φυγάδευση ή στο κρύψιμο του ληστή όταν αυτός καταδιώκεται από τις αρχές. Το
σκεπτικό του νομοθέτη ήταν προφανώς ότι εφόσον το δίκτυο του ληστή, που σε μεγάλο
βαθμό είναι η οικογένειά του, απομακρυνθεί από το πεδίο της δράσης του ληστή τότε ο
ληστής θα χάσει την πηγή ανεφοδιασμού του και τη βασική του στήριξη. Ο νομοθέτης
αναγνωρίζει και αποκαλύπτει το δίκτυο του ληστή. Επιπλέον, ο νομοθέτης ελπίζει σε αλλαγή
της διάθεσης και του θυμικού της κοινωνίας εναντίον των ληστών εφόσον λόγω της δράσης
των, θα υποφέρουν οι συγγενείς του και ως αλυσίδα μια ολόκληρη κοινωνία που θα
βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο των αρχών. Η βασική φιλοσοφία του νόμου δεν αποτελεί
κάτι το καινοφανές για την ελληνική περίπτωση ούτε αποτελεί μια πολιτική που επιβλήθηκε
από τις προστάτιδες δυνάμεις. Άλλωστε με την άποψη του Thomas Gordon ότι έπρεπε να
εφαρμοστεί ο χωρικός περιορισμός των νομάδων κτηνοτρόφων συμφωνούσαν και Έλληνες
πολιτικοί48.

Το διάταγμα αυτό δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Μόλις το 1840 με έτερο διάταγμα της 9ης
Ιανουαρίου καταργείτε η ισχύς του διατάγματος που προέβλεπε τον διοικητικό εκτοπισμό
των συγγενών των ληστών. Η αναθεώρηση της πρακτικής αυτής προκύπτει από τις σφοδρές

46
Με έγγραφο-διαταγή της 2ας Μαΐου του 1682 η Οθωμανική Αυτοκρατορία προειδοποιεί με διωγμούς τους
ληστοτρόφους αν δεν παύσουν να στηρίζουν τους ληστές (Βασδραβέλλης, «Αρματολοί και κλέφτες…», σελ.
ης
60). Επιπλέον, ένα ακόμη έγγραφο της 16 Ιανουαρίου του 1691 διατάσει την απελευθέρωση των διωγμένων
οικογενειών των ληστών (Βασδραβέλλης, ό.π., σελ. 62-63).
47
Βασδραβέλλης, ό.π., σελ. 11.
48
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 29-37.

16
αντιδράσεις και την δυσαρέσκεια των τοπικών κοινωνιών έναντι της Βασιλείας και όχι των
ληστών, αλλά και από την αλλαγή της γενικής πολιτικής θεώρησης των πραγμάτων από τον
ίδιο τον Όθωνα49. Η σκληρή πρακτική των εκτοπισμών έφερε ακριβώς τα αντίθετα από τα
προσδοκώμενα αποτελέσματα. Πάντως έχει τη σημασία του το γεγονός ότι στο επίκεντρο των
εκτοπισμών δεν τέθηκαν οι ληστές. Δεν διώκονται, δηλαδή, με αυτό το σκληρό μέτρο αυτοί
που διέπραξαν το αδίκημα, αλλά το οικογενειακό τους περιβάλλον το οποίο, όπως θα δούμε
παρακάτω, έχει στις περισσότερες περιπτώσεις συγκεκριμένα ειδοποιά στοιχεία που το
χαρακτηρίζουν.

Συνοπτικά, η περίοδος της Βαυαροκρατία 1833-1843 στιγματίζεται από μια σειρά τοπικών
εξεγέρσεων. Οι τοπικές εξεγέρσεις ξεσπούν κατά κύριο λόγο εκφράζοντας μια ανυπακοή
απέναντι στην φιλόδοξη και σκληρή κεντρική εξουσία των Βαυαρών. Απέναντι σε αυτές τις
εξεγέρσεις η βαυαροκρατία προτάσσει τα όπλα που διαθέτει (βαυαρικά στρατεύματα,
χωροφυλακή, οροφυλακή50 κτλ) και ταυτόχρονα προσπαθεί να εμπλουτίσει το οπλοστάσιό
της με διοικητικά μέτρα (συλλογική ευθύνη της τοπικής κοινωνίας και των δήμων,
διοικητικός εκτοπισμός) αναγνωρίζοντας τη στενή σύνδεση του φαινομένου των εξεγέρσεων
και της ληστείας με τις τοπικές κοινωνίες. Η Βαυαροκρατία αποτυγχάνει παταγωδώς να
κερδίσει αυτό το πόλεμο παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πέτυχε τον
περιορισμό του φαινομένου αλλά μόνον παροδικά. Η αποτυχία του καθεστώτος φαίνεται
ξεκάθαρα από το γεγονός ότι μετά από κάθε εξέγερση αμνηστεύονται όλοι οι συμμετέχοντες
σε εξεγέρσεις αποκαλύπτοντας την αδυναμία και την αμηχανία της βαυαροκρατίας να
αντιδράσει σταθερά και αποτελεσματικά στο φαινόμενο. Παρόλα αυτά, για την αποτυχία του
καθεστώτος δεν έχει ευθύνη μόνον το ίδιο το καθεστώς και η πολιτική του. Πέρα από την
διάλυση των ατάκτων, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που καθιστούν τα κατασταλτικά μέτρα
της βαυαροκρατίας (αλλά και όλων των μετέπειτα κυβερνήσεων που καταδίωξαν τη ληστεία)
τελείως ανεπαρκή στη περίπτωση της ληστείας51.

1.3 Λόγοι άνθισης της ληστείας

Η ληστεία, που προέκυψε ως συνέχεια του φαινομένου των κλεφτών και των αρματολών,
άνθισε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από τους παρακάτω λόγους που συμβάλλουν
στην έξαρση της ληστείας σε τόσες δεκαετίες αντιλαμβανόμαστε ότι το φαινόμενο δεν είναι
καθόλου απλό αλλά αντιθέτως είναι σύνθετο και πολυδιάστατο.

Είναι σαφές ότι ο παράγοντας που έδωσε ώθηση στα άτακτα ένοπλα σώματα να μην
αφοπλισθούν αλλά αντιθέτως να συγκρουστούν με το κράτος είναι το διάταγμα που εξέδωσε
η Βαυαροκρατία στις 26 Μαρτίου του 1833 «Περί της διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων,
και περί της εκτελέσεως των προς αποκατάσταση της εσωτερικής ησυχίας, διατάξεων».
Ταυτόχρονα, με το άρθρο 3 του διατάγματος δίδεται στα Βαυαρικά στρατεύματα η

49
Petropulos, ό.π., σελ. 509.
50
Η Οροφυλακή ιδρύθηκε το 1838 και διαλύθηκε το 1854. Στη σύντομη διαδρομή του μετασχηματίστηκε
αρκετές φορές. Το σώμα αυτό κρίθηκε ως ανεπαρκές στον αγώνα κατά της ληστείας. Με τη διάλυσής της
ενσωματώθηκε στα Τάγματα Ακροβολιστών ( «Στρατός επί Όθωνος 1835-1861», Η Ιστορία των Ελληνικών
Ενόπλων Δυνάμεων δια μέσου των αιώνων, http://hellasarmy.gr/page.php?page=ha_proto11 ).
51
Σοφία Βιδάλη, Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία: Τομές και συνέχειες στην αντεγκληματική
πολιτική, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2007, Τόμος Α’, σελ. 267-275.

17
αρμοδιότητα της τηρήσεως της εσωτερικής ησυχίας και η εκτέλεση του αφοπλισμού των
άτακτων. Κατά συνέπεια, η ομάδα αυτή αποκλείστηκε σε μεγάλο βαθμό από θέσεις εξουσίας
και από τις λειτουργίες που παραδοσιακά κατείχε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι
συγκεκριμένοι άνθρωποι συνήθως δεν επαγγέλονταν κάποια ιδιότητα αλλά ζούσαν σχεδόν
αποκλειστικά από την δύναμη των όπλων τους και πριν την Επανάσταση, τότε εύκολα
συμπεραίνει κανείς ότι δεν είχαν κάποια εναλλακτική από την συνέχιση των δραστηριοτήτων
τους σε καθεστώς παρανομίας52. Το σημείο εκκίνησης, ή για την ακρίβεια επανεκκίνησης της
ληστείας, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού πλέον κράτους μπορεί να εντοπιστεί στα πρώτα
βήματα της ίδρυσής του.

Αυτομάτως, μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων βρέθηκε στον δρόμο χωρίς κλήρο, χωρίς
εισόδημα και κυρίως χωρίς να έχουν πετύχει τον στόχο τους που ήταν να αποκτήσουν μια
θέση σε κάποιο σώμα ασφαλείας που κατά συνέπεια θα τους εξασφάλιζε μια θέση ισχύος,
αντίστοιχη της συμβολής τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι άνθρωποι αυτοί,
πρώην αρματολοί και κλέφτες, υποκείμενα της επανάστασης κατέληξαν ως αντικείμενα
άχρηστα πλέον για τη νέα κεντρική εξουσία κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας. Ο δρόμος
για το βουνό ήταν η κύρια και ίσως η μόνη επιλογή που είχαν. Πολύ γρήγορα οι ληστές
κατέκλυσαν τα βουνά, συγκρότησαν συμμορίες και εγκαθίδρυσαν ένα καθεστώς σχεδόν
απόλυτης κυριαρχίας τους όχι μόνο στα ορεινά αλλά πολύ συχνά και σε πόλεις, η λεγόμενη
περίοδος ληστοκρατίας που θα κρατήσει τουλάχιστον όλο τον 19ο αιώνα και τις πρώτες
δεκαετίες του 20ου.

Επιπλέον, ο στρατός θα επηρεάσει σημαντικά στη διαχρονική διατήρηση της ληστείας και θα
την τροφοδοτεί για πολλές δεκαετίες μέχρι και τον 20ο αιώνα. Η λιποταξία θα αποτελέσει
έναν σημαντικότατο λόγο εξόδου στα βουνά για να αποφύγουν την στράτευση αλλά και την
καταδίωξη για τη λιποταξία και την ανυπακοή που διέπραξαν. Είναι σαφές ότι οι κοινότητες
του ελλαδικού χώρου δεν ήταν εξοικειωμένες με την υποχρεωτική στράτευση. Ο
Στρατιωτικός Ποινικός Νόμος θα προβλέψει πολύ σκληρές ποινές για τους λιποτάκτες 53.
Ωστόσο, παραμένει εύλογο το ερώτημα πως είναι δυνατόν η περίοδος της ληστοκρατίας να
κρατά τόσες δεκαετίες μετά την Επανάσταση και αφού οι πρωταγωνιστές της επαναστατικής
περιόδου έχουν ήδη δώσει τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Η λιποταξία αλλά και η πολιτική
της Αντιβασιλείας από μόνη της είναι αρκετή για να συντηρήσει αυτό το βαθιά κοινωνικό
φαινόμενο για ένα και πλέον αιώνα; Η απορία αυτή απαντάται πλήρως με τους παρακάτω
λόγους.

Όπως ήδη έχουμε υποστηρίξει, το τέλος της επανάστασης δεν σήμανε το τέλος του όλου
εγχειρήματος της απελευθέρωσης των θεωρούμενων ως ελληνικών εδαφών από τον ελληνικό
εθνικισμό. Το ελληνικό κράτος δεν είχε ολοκληρωθεί. Το μετεπαναστατικό καθεστώς
κινείται πάνω σε έναν και μόνον άξονα, αυτόν της επιδίωξης της εθνικής ολοκλήρωσης. Το
νέο κράτος θα προσπαθήσει αδέξια να ισορροπήσει πάνω σε μια λεπτή γραμμή,
προσπαθώντας να πετύχει τον συγκερασμό μεταξύ της ανάγκης για εκσυγχρονισμό και της

52
«Δεδομένου ότι απεχθάνονταν τη ζωή του πολίτη και ότι ήταν ακτήμονες, χρειάζονταν και περίμεναν
κάποια βοήθεια από την κυβέρνηση: απασχόληση, συνταξιοδότηση ή διανομή γης», Petropulos, ό.π., σελ.
198.
53
Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία (1860), εν Αθήναις εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου.

18
ανάγκης για εθνική ολοκλήρωση. Η πολιτική αυτή αποκλήθηκε ως Μεγάλη Ιδέα και σύντομα
κατέστη ο πυρήνας της ίδιας της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, ο αποκλειστικός εθνικός
στόχος, ο κινητήριος μοχλός των πραγμάτων.

Η Μεγάλη Ιδέα αποτελεί ένα κομβικό πεδίο πάνω στο οποίο στηρίζεται η αντιπαράθεση
αυτοχθόνων – ετεροχθόνων54. Η αντιπαράθεση αυτή συνδέεται τουλάχιστον εμμέσως με την
αντίστοιχη αντιπαράθεση κεντρικής – τοπικής εξουσίας. Οι αυτόχθονες δεν επιθυμούσαν την
πλήρη παραχώρηση των εξουσιών στο κεντρικό κράτος ενώ αντιθέτως οι ετερόχθονες που
κατάγονταν από περιοχές οι οποίες δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στον εθνικό κορμό επιθυμούσαν
την δράση προς αυτή τη κατεύθυνση. Ο Κωλέττης αποτέλεσε τον πρώτο πολιτικό εκφραστή
αυτής της ανάγκης όντας ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους των ετεροχθόνων και
των οπλαρχηγών της Ρούμελης. Το κράτος που δομείται επηρεάζεται απόλυτα από την
Μεγάλη Ιδέα. Ο αλυτρωτισμός στην ελληνική του εκδοχή κυριάρχησε έναντι του
αυτοχθονισμού .

Η Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισμός δεν είναι απλά μια εθνικιστική έξαρση αλλά μια
αναγκαιότητα που συνδέεται άρρηκτα με το μέλλον του κράτους και με τη φύση της
εξουσίας. Το ελληνικό κράτος που προέκυψε από την επανάσταση δεν είναι μόνον εδαφικά
και πληθυσμιακά περιορισμένο αλλά αυτό το κράτος δεν συμπεριλαμβάνει τα κέντρα της
πηγής του πλούτου του ελληνικού κεφαλαίου. Χωρίς αυτό το κεφάλαιο είναι αδύνατη η
οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει την καπιταλιστική οδό η οποία
περνούσε απαραίτητα μέσα από την ταύτιση των συνόρων του ελληνικού κράτους με τα
κέντρα δράσης του ελληνικού κεφαλαίου.

Αυτός ο στόχος δεν μπορούσε να επιτευχθεί ή να επιδιωχθεί δια της επίσημης οδού. Πέρα
από την αντίθεση των μεγάλων δυνάμεων στους στόχους αυτούς, οι αντικειμενικές συνθήκες
καθιστούσαν απολύτως αδύνατη την όλη προσπάθεια. Η ανυπαρξία ισχυρού σύγχρονου
στρατού, η οικονομική δυσπραγία, οι συνεχιζόμενες εσωτερικές συγκρούσεις και κρίσεις
είναι μερικές από τις αιτίες. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών ήταν η απουσία μιας
σύγχρονης ικανής αστικής τάξης και κυρίως οι παλαιού τύπου δομές της κοινωνίας. Για την
διατήρηση των αλυτρωτικών επιδιώξεων θα έπρεπε να διατηρηθεί ένα ικανό άτυπο και
άτακτο σώμα ενόπλων, το ίδιο ακριβώς με το αντίστοιχο άτακτο σώμα που έδωσε την
επανάσταση του εικοσιένα και το ίδιο που αποτελούσε τους λεγόμενους ληστές55.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρα από τους νόμους περί εκτοπισμού της περιόδου της
αντιβασιλείας για αρκετές δεκαετίες η κεντρική ελληνική εξουσία όχι μόνο δεν ήρθε σε
ευθεία σύγκρουση με την ληστεία και τα υποκείμενά της αλλά την χρησιμοποίησε για τόσο
χρονικό διάστημα όσο της ήταν απαραίτητη. Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν ήταν μόνον μια

54
Έλλη Σκοπετέα, Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα
(1830-1880), Εκδόσεις Πολύτυπος, Αθήνα 1988, σελ. 257.
55
«Η τάξη που ήταν μόνιμα ταγμένη υπέρ της φιλοπόλεμης πολιτικής του αλυτρωτισμού ήτα τα παλικάρια.
Για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1830 είχαν δοκιμάσει μια επώδυνη σύγκρουση ανάμεσα στο πατριωτικό
καθήκον και την επαγγελματική κλίση. Με την οριστική αναχώρηση των Τούρκων, οι επιδρομές τους θα είχαν
ολοφάνερα ληστρικό χαρακτήρα. […] Η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας με στρατιωτικά μέσα αποτελούσε γι’
αυτούς τη μόνη δυνατή δικαίωση των παραδοσιακών τρόπων ζωής, και τους πρόσφερε η μοναδική ελπίδα για
να ανακτήσουν τη θέση και τη δύναμη που είχαν κατά την επανάσταση», Petropulos, ό.π., σελ. 503.

19
επιλογή της ελληνικής εξουσίας αλλά και μια αναγκαιότητα καθώς όπως είπαμε η κεντρική
εξουσία σε όλο τον 19ο αιώνα ήταν αδύνατο να συγκεντρώσει στα χέρια της το μονοπώλιο
της νόμιμης άσκησης της βίας. Το άτακτο σώμα των ληστών ήταν το μόνο που διέθετε τις
απαραίτητες προσβάσεις στην άλλη πλευρά των συνόρων με σκοπό να διατηρεί τις ελληνικές
διεκδικήσεις επίκαιρες παρά την επίσημη ελληνική αδυναμία.

Οι ληστές γρήγορα απέκτησαν μεγάλη σημασία για τις επιδιώξεις του κράτους. Ήταν οι
μοναδικοί που είχαν την ικανότητα να περνούν τα σύνορα με περισσή ευκολία και να
προπαγανδίζουν εξεγέρσεις και εντάσεις στην άλλη πλευρά των συνόρων. Με αυτό τον τρόπο
το κράτος κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανή την ιδέα και το αίτημα της απελευθέρωσης των
αλύτρωτων αδερφών σε περιόδους κατά τις οποίες το κράτος βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία
να επιβάλλει με τα μέσα που διέθετε αυτή του τη βούληση. Ούτως ή άλλως οι σύμμαχοι δεν
ήταν διατεθειμένοι να υιοθετήσουν την Μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας έτσι όπως την εξέφρασε ο
Ιωάννης Κωλέττης, τουλάχιστον σε αυτή την ιστορική φάση κατά την οποία η ακεραιότητα
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην ρωσική
επεκτατικότητα.

Ένας βασικός ρόλος των κλεφτών και των ληστών που αξίζει να αναφερθεί ξεχωριστά είναι
η σύνδεσή τους με το οικονομικό σύστημα της περιοχής και της εποχής. Οι κύριες
οικονομικές δραστηριότητες κατά την οθωμανική εξουσία αλλά και κατά τον πρώτο αιώνα
του ελληνικού κράτους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία ήταν η κυρίαρχη
οικονομική δραστηριότητα των ορεινών όγκων και διέθετε αρκετά μεγάλο μερίδιο σε
σύγκριση με την γεωργία η οποία επλήγη όχι μόνον από την επαναστατική περίοδο αλλά και
επί οθωμανικής εξουσίας. Κομβικό χαρακτηριστικό της κτηνοτροφίας ήταν ο νομαδικός
τρόπος με τον οποίο γινόταν η παραγωγή εδώ και αιώνες56. Μάλιστα η κτηνοτροφία σε όλες
της τις μορφές κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα αποτελούσε μια κεντρικότατη πηγή
του εθνικού εισοδήματος.

Οι κλέφτες (και έπειτα οι ληστές) σε αυτό το σύστημα είχαν εξέχουσα θέση. Η μεγάλη
πλειοψηφία των κλεφτών προέρχονταν από τον πυρήνα του οικονομικού μοντέλου που είναι
το τσελιγκάτο57 και το οποίο αποτελούσε τον βασικό θεσμό οργάνωσης της οικονομίας και
της κοινωνίας. Πέρα από αυτό ένας βασικός ρόλος των κλεφτών, πέρα από τις παράνομες
δραστηριότητές τους, ήταν να ακολουθούν τον δρόμο των νομάδων και να προσφέρουν
πολλές φορές ακόμα και με τη βία την προστασία από άλλους κλέφτες.

Συμπληρωματικά, σε πολλές πηγές εντοπίζουμε μια άλλη σχέση μεταξύ κλεφτών και
τσελιγκάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι ίδιοι οι κλέφτες και οι ληστές

56
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 333. Σε αυτό το σημείο ο Κολιόπουλος αναφέρει ότι: «Το κυριότερο και
σταθερότερο έρεισμα των συμμοριών του κεντρικού ελλαδικού χώρου ήταν με βάση όλες τις μαρτυρίες και τα
στοιχεία της εποχής οι νομάδες κτηνοτρόφοι».
57
Σύμφωνα με τον Αρσενίου τα τσελιγκάτα ήταν συσσωματώσεις ποιμενικών οικογενειών (Λάζαρος Αρσενίου,
Τα τσελιγγάτα: Οι άτυποι συνεταιρισμοί των ορεινών κτηνοτρόφων, Αθήνα, 1972, σελ. 15). Το τσελιγκάτο
διέθετε ιεραρχία με βάση το μέγεθος του κοπαδιού. Ο τσέλιγκας ήταν υποχρεωτικά ο κάτοχος του
μεγαλύτερου κοπαδιού μεταξύ των οικογενειών. Σε τσελιγκάτα συγκροτούνται οι εξής πληθυσμιακές ομάδες:
Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, Αρβανιτόβλαχοι και Κουπατσιαραίοι (Στο ίδιο, σελ. 19). Το τσελιγκάτο δεν έχει
σταθερή τοποθεσία καθώς η εκτροφή των κοπαδιών γίνονται με νομαδικό ή ημινομαδικό τρόπο.

20
εμπιστεύονταν τα λάφυρα από την δραστηριότητά τους στους τσέλιγκες. Παράλληλα οι
μαρτυρίες μας αποκαλύπτουν ότι ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλείς καθώς φρόντιζαν να επενδύουν
μέρος των κλοπιμαίων στις τοπικές κοινωνίες σε έργα όπως το χτίσιμο εκκλησιών, την
βελτίωση των υποδομών ακόμα και σε προίκες. Γενικότερα οι ληστές κατά τον 19 ο αιώνα
διατήρησαν μια δεσπόζουσα θέση στις τοπικές κοινωνίες καθώς το περιβάλλον που τους
γεννούσε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παλαιότερα δεν άλλαξε ιδιαίτερα παρά μόνο
πολλές δεκαετίες μετά. 58

Η εμφάνιση του ελληνικού κράτους δεν σήμανε την άμεση εξαφάνιση αυτού του
οικονομικού συστήματος παρόλη την μεροληψία του νέου κράτους υπέρ της γεωργίας. Παρά
το γεγονός ότι τα σύνορα που μπήκαν στα Βαλκάνια μετά από αιώνες περιόρισαν σημαντικά
την δραστηριότητα των τσελιγκάτων η βασική στόχευση του οικονομικού μοντέλου δεν είχε
αλλάξει. Εξακολουθούσε η ανάγκη τοπικής αυτάρκειας να είναι ο αυτοσκοπός της
οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας θα
μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η περιφέρεια και όχι τα μικρά αστικά κέντρα. Η οικονομία
ήταν πλήρως δομημένη (αν ήταν δομημένη) στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και μάλιστα
χωρίς σχεδιασμό, με άναρχη δομή και περιορισμένη σε μεγέθη παραγωγή. Η λογική και η
φιλοσοφία ενός καπιταλιστικού συστήματος θα αργήσει πολλές δεκαετίες να κυριαρχήσει
στη χώρα. Έτσι, βλέπουμε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα οικονομικά δίκτυα που
συνδέουν τις τοπικές κοινωνίες με τα τσελιγκάτα και τους ληστές να είναι ακόμη πολύ
ισχυρά.

Το κράτος το οποίο αποτελούσε τον προστάτη της ατομικής ιδιοκτησίας δεν μπορούσε να
διατηρήσει την νομαδική κτηνοτροφία η οποία δημιουργούσε πολλαπλά προβλήματα στη
κεντρική διοίκηση. Το κράτος στη διαμάχη μεταξύ κτηνοτροφίας και γεωργίας πήρε σαφή
θέση υπέρ της γεωργίας59. Καταρχήν, η παραγωγή στη νομαδική κτηνοτροφία στρέφεται
προς την κοινοτική αυτάρκεια και όχι προς τη μαζική παραγωγή και κατά συνέπεια αδυνατεί
να δημιουργήσει ικανό πλεόνασμα. Η νομαδική κτηνοτροφία συνεπάγεται την ύπαρξη ενός
μέρους του πληθυσμού που μέχρι και τη δεκαετία του 1920 δεν διαθέτει μόνιμη κατοικία και
κατά συνέπεια δεν μπορεί να ελεγχθεί από το κράτος. Και, τέλος, η διατήρηση της νομαδικής
κτηνοτροφίας αποτελεί πρόσκομμα στην αγροτική μεταρρύθμιση καθώς μερικά από τα
εδάφη που το κράτος θα θελήσει να παραχωρήσει, στα πλαίσια των συχνών μεταρρυθμίσεων,
αποτελούν βοσκοτόπους διασκορπισμένους στο σύνολο της επικράτειας.

Οι προσπάθειες του κράτους να περιορίσουν και να εξαφανίσουν τη νομαδική κτηνοτροφία


τις περισσότερες φορές αντί να περιορίσουν το φαινόμενο της ληστείας του προκαλούν
έξαρση, εφόσον η πτώση του συγκεκριμένου κλάδου οδηγεί στην ανεργία μέρος των πρώην
νομάδων κτηνοτρόφων οι οποίοι στρέφονται στο βουνό και αρχίζουν τη ληστρική

58
Αρσενίου, Η Θεσσαλία κατά την Τουρκοκρατία, σελ. 215.
59
Ο Πέτρος Κοντός μας αναφέρει ότι επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η γεωργική παραγωγή αποτελούσε πηγή
φορολογικών εσόδων για την Πύλη ενώ η κτηνοτροφία φορολογούταν λιγότερο ή καθόλου (Πέτρος Κοντός ,
Δάση και κτηνοτροφία εις την Ελλάδα: Από οικονομικής και πολιτικής απόψεως, Εκδόσεις Μ. Τριανταφύλλου
& ΣΙΑΣ, Θεσσαλονίκη, 1932, σελ. 8).

21
δραστηριότητα για να ζήσουν60. Αυτό συνέβη κυρίως στη δεκαετία του 1850 οπότε υπήρξε
σοβαρή οικονομική κρίση που έπληξε τη κτηνοτροφία σε συνδυασμό με τα μέτρα του
κράτους, αλλά και στη δεκαετία του 192061 όταν η άφιξη των προσφύγων οδηγεί σε γοργή
διευθέτηση μεγάλου μέρους της διανομής των γαιών δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στη
κτηνοτροφία και προκαλώντας την τελευταία ίσως έξοδο των ληστών στα βουνά.

Το τσελιγκάτο αρχίζει σταδιακά να εξαφανίζεται κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Είχε εισέλθει ήδη από τον 19ο αιώνα σε φάση παρακμής καθώς όπως υποστηρίζει η Βιδάλη
«η συγκρότηση του ελληνικού βασιλείου οδηγούσε σε εξαφάνιση του τρόπου οργάνωσης των
υπαρχόντων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων»62. Το τσελιγκάτο και η νομαδική
κτηνοτροφία γενικότερα δεν μπορούσε να υπηρετήσει τους σκοπούς του νέου συστήματος
που έπρεπε να εγκαθιδρυθεί στη χώρα. Η βασική φιλοσοφία της νομαδικής κτηνοτροφίας δεν
συνάδει με το πνεύμα του καταναλωτισμού και κυρίως της εντατικής παραγωγής.

Αυτά τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που κυριαρχούν στην ελληνική επικράτεια σε
ολόκληρο τον 19ο αιώνα δημιουργούν μια σταθερή βάση για τη ληστεία. Η αποστράτευση
των ατάκτων και η μετέπειτα αξιοποίηση των ληστών από το κράτος της Μεγάλης Ιδέας
έδωσαν ένταση στο φαινόμενο της ληστείας, ωστόσο οι γερές οικονομικές και κοινωνικές
βάσεις που περιγράψαμε παραπάνω έδωσαν στο φαινόμενο διάρκεια σχεδόν ίση με την
διάρκεια των συγκεκριμένων οικονομικών δεδομένων. Το συγκεκριμένο επιχείρημα
ενισχύεται από το γεγονός ότι η ληστεία συναντάται ακόμη και στη δεκαετία του 1920 και
του 1930 αφού έχουν ήδη εφαρμοστεί πλείστα καταδιωκτικά μέτρα. Η αλλαγή της
νοοτροπίας και της κατεύθυνσης της ελληνικής οικονομίας προς τον δρόμο της οικονομίας
της αγοράς θα αποδειχθεί ότι είναι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για την καταπολέμηση
της ληστείας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Hobsbawm στην συνολική συγκριτική του μελέτη σχετικά με
το ζήτημα των ληστών θα υποστηρίξει ότι το φαινόμενο παρουσιάζει μια εντυπωσιακή
ομοιομορφία ως προς τις καταβολές του σε πολλές περιοχές του κόσμου. Ο νομαδικός τρόπος
ζωής και η νομαδική κτηνοτροφία αποτελεί παντού μια βάση πάνω στην οποία ανθίζει η
ληστεία όχι μόνο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια αλλά και στην Ανατολή και την
αμερικανική ήπειρο63. Γεννάται σχεδόν πάντα όπου μια ισχυρή κεντρική εξουσία προσπαθεί
να διασαλεύσει ή καλύτερα να αποτελειώσει αυτό το παραδοσιακό τρόπο ζωής.

Σε σύγκρουση με την νομαδική κτηνοτροφία ήρθαν οι θιασώτες της ατομικής αγροτικής


ιδιοκτησίας64 στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης στο παρελθόν όταν αυτές οι χώρες

60
Οι νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι θα ξεκινήσουν πολύ αργά να εγκαταλείπουν αυτό το επάγγελμα και
ο
μόλις κατά τον 20 αιώνα θα αρχίσουν να περιορίζουν τις κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες και σε αρχική
φάση καλλιεργούν μικρές εκτάσεις γης σε συνδυασμό με την κτηνοτροφία. Σταδιακά αυτή η κτηνοτροφία θα
γίνει είτε στατική είτε θα εγκαταλειφθεί πλήρως.
61
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Κοντός (Κοντός, ό.π., σελ. 5) οι νομάδες κτηνοτρόφοι απαριθμούσαν
ακόμη 15.000 οικογένειες διασκορπισμένες σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας.
62
Βιδάλη , ό.π., σελ. 262.
63
Hobsbawm, ό.π., σελ. 23.
64
«…οι πλούσιοι και οι ισχυροί βλέπουν ολοένα και περισσότερο τους ληστές, όχι σαν έναν παράγοντα μεταξύ
άλλων στο παιγνίδι της εξουσίας, αλλά σαν μια απειλή για την ιδιοκτησία, απειλή που πρέπει να παταχθεί»,
στο ίδιο, σελ. 135.

22
βρίσκονταν στο κατώφλι της εισόδου σε νέες οικονομικές σχέσεις. Κλασσικό παράδειγμα
είναι η περίπτωση της Γαλλίας65. Η διαφορά με την περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι οι
οικονομικές σχέσεις επιχειρήθηκαν να μετασχηματιστούν από τα πάνω καθώς δεν υπήρξε
αντίστοιχη μεταβολή στην κοινωνία. Ακόμη και σήμερα σε χώρες που έχουν μείνει
οικονομικά στο παρελθόν συναντά κανείς τη σύγκρουση της αναδυόμενης αστικής τάξης,
που προσεταιρίζεται το κράτος, με την νομαδική κτηνοτροφία και γενικότερα με τον
νομαδικό τρόπο ζωής συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων66. Η σύγκρουση γεωργίας –
νομαδικής κτηνοτροφίας δεν είναι σε καμία περίπτωση χαρακτηριστικό της Ελλάδας αλλά
αποτελεί μια σχεδόν καθολική σύγκρουση σε ολόκληρο το πλανήτη που εντάσσεται στα
πλαίσια της προσπάθειας εκσυγχρονισμού. Οι νομάδες αποτελούν αν όχι απειλή, τουλάχιστον
εμπόδιο στις επιδιώξεις μιας φιλόδοξης κεντρικής εξουσίας. Και όταν οι νομάδες τυχαίνει να
αναπτύσσουν γύρω τους ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης όπως το ληστρικό κύκλωμα (με
πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις) τότε το ζήτημα του μετασχηματισμού του νομαδικού
βίου μερίδας του πληθυσμού καθίσταται επιτακτική ανάγκη67.

Τέλος, ένας τελευταίος λόγος ο οποίος δίνει ώθηση στη ληστεία είναι οι περιοδικές
οικονομικές κρίσεις και οι φυσικές καταστροφές που πλήττουν τη γεωργία και τη
κτηνοτροφία. Η Ελλάδα των πρώτων εκατό χρόνων ύπαρξής της πλήττεται διαρκώς από
οικονομικές κρίσεις παντός φύσεως. Ο μεγάλος εξωτερικός δανεισμός, οι διαρκείς φυσικές
καταστροφές, η ανεπάρκεια σε υποδομές, ο ανταγωνισμός από άλλες μεγάλες χώρες, η
πλήρης εξάρτηση της οικονομίας από την γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και ο
διεθνής οικονομικός έλεγχος είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που καθηλώνουν την
ελληνική οικονομία και συγκεκριμένα τον κλάδο της γεωργίας και κυρίως της κτηνοτροφίας
σε διαρκή κρίση και αστάθεια ακόμη και κατά τη περίοδο της πρώτης φάσης εκβιομηχάνισης
της οικονομίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

Πριν καν φτάσει στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Ελλάδα κηρύσσει την πρώτη της πτώχευση
το 1827 όταν γίνεται σαφές ότι τα τοκοχρεολύσια των δανείων της ανεξαρτησίας είναι
αδύνατον να αποπληρωθούν και οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία, αρνούνται για τους
δικούς τους πολιτικούς λόγους να δανειοδοτήσουν εκ νέου την Ελλάδα. Το 1843 η Ελλάδα
θα εισέλθει σε οικονομική κρίση εκ νέου όταν το δάνειο που θα παραχωρηθεί με την άφιξη

65
Ήδη από το 1670 στην Γαλλία εισάγονται μεταρρυθμίσεις με στόχο την προώθηση της γεωργίας. Ο Jean –
Baptiste Colbert με ποινική διάταξη (ordonnance criminelle) θα απαγορεύσει αυστηρά την βοσκή αιγών και
προβάτων στα δημόσια δάση.
66
Παρόμοια σύγκρουση κράτους με κτηνοτρόφους εντοπίζεται σήμερα για παράδειγμα στην Αιθιοπία. Στη
περιοχή της Νότιας Μπορένα της Αιθιοπίας η πλειοψηφία του πληθυσμού ασχολείται με την κτηνοτροφία και
σε μεγάλο βαθμό αυτή η κτηνοτροφία είναι νομαδική ή ημινομαδική. Το κράτος μετατόπισε αυτούς τους
πληθυσμούς με βία στη Δυτική Αιθιοπία. Μάλιστα ο βουλευτής Ato Muhammad Yusuf δήλωσε τα εξής: «Ο
πολιτισμός δεν προέρχεται από τους κτηνοτρόφους αλλά από τη γεωργία. Θα πρέπει να εργαστούν στη γη για
να είναι καλοί πολίτες» («Αιθιοπία: Η σύγχρονη αποικιοκρατία και ο διωγμός των κτηνοτρόφων», TVXS,
http://tvxs.gr/news/greenlife/aithiopia-krisi-i-anagennisi-tis-nomadikis-ktinotrofias ). Επιπλέον, βλέπουμε ότι
στο τόξο της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής όπου έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά
από πολέμους, σε αυτούς τους πολέμους εμπλέκονται ενεργά φυλές νομαδικές όπως για παράδειγμα οι
Τουαρέγκ στο Μάλι εναντίον της κυβέρνησης της χώρας.
67
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 58. Ο διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Στερεά Ελλάδα πρότεινε τον
περιορισμό των νομάδων σε κοινότητες, να καταστραφούν οι καλύβες των κτηνοτρόφων στα ορεινά και να
συγκροτηθούν οι δήμοι με ταυτόχρονη εγγραφή όλων των κατοίκων σε αυτούς.

23
του Όθωνα θα καταστεί άμεσα αδύνατο να αποπληρωθεί στο σύνολό του. Τότε θα είναι που
θα εφαρμοστούν τα πρώτα σκληρά μέτρα λιτότητας που περιλαμβάνουν τεραστίων
διαστάσεων απολύσεις σε όλους τους τομείς του δημοσίου, τεράστια περικοπή των
στρατιωτικών δαπανών και ταυτόχρονη αύξηση των δασμών. Το 1854 έτος κατά το οποίο
ξεσπά ο Κριμαϊκός πόλεμος η Ελλάδα θα δεινοπαθήσει εκ νέου όταν θα υποστεί την κατοχή
των αγγλογάλλων. Αργότερα το 1857 θα επιβάλλουν στην Ελλάδα πλήρη οικονομικό έλεγχο.
Η αμέσως επόμενη περίοδος καλείται ως η πρώτη περίοδος εκβιομηχάνισης της ελληνικής
οικονομίας η οποία θα οδηγήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις σε νέους δανεισμούς για την
περάτωση έργων εκσυγχρονιστικών, έργα τα οποία απαιτεί η εποχή. Αυτοί οι νέοι δανεισμοί
θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην τρίτη της πτώχευση η οποία θα είναι καταλυτική για το
πολιτικό και οικονομικό μέλλον της χώρας.

Ολόκληρος ο 19ος αιώνας είναι μια περίοδος ακραίας φτώχιας και ανέχειας για το σύνολο
σχεδόν της κοινωνίας . Αυτή η ανέχεια και η δυσπραγία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις
επαρχίες (και κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αφού οι επαρχίες
συγκέντρωναν το μεγαλύτερο μέρος αυτού) και καθηλώνει τους αγρότες και τους
κτηνοτρόφους σε μια κατάσταση διαρκούς κρίσης η οποία οξύνει τα πνεύματα, δημιουργεί
ανεργία και διατηρεί (αν δεν την αυξάνει) την φτώχια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού
ακόμη και σε χειρότερα επίπεδα από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Η κατάσταση
αυτή δημιουργεί ένα άκρως ευνοϊκό κλίμα για την τροφοδότηση και την ένταση της ληστείας.
Οι περίοδοι των μεγαλύτερων κρίσεων στην Ελλάδα μέχρι και πριν τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο αποτελούν φάσεις έξαρσης των κρουσμάτων της ληστείας. Παρά το γεγονός ότι η
ελληνική ύπαιθρος βιώνει μια μεγάλης διάρκειας ανέχεια, αυτές οι οικονομικές κρίσεις δεν
αποτελούν τόσο παράγοντα μέσα από τον οποίο γεννάται η ληστεία όσο παράγοντα που
ενισχύει το φαινόμενο κατά περιόδους.

Κατά συνέπεια, η ληστεία γεννάτε ως αντίδραση στη βαυαροκρατία η οποία με την πολιτική
της θέτει τους ληστές σε τροχιά σύγκρουσης με τη κεντρική εξουσία. Λαμβάνει ώθηση από
την ανάγκη του κράτους να διατηρήσει στην επικαιρότητα το αίτημα για απελευθέρωση των
αλύτρωτων αδελφών, συνεχίζοντας με άλλα μέσα την επανάσταση. Ταυτόχρονα οι
συνεχόμενες οικονομικές κρίσεις τροφοδοτούν τις ληστρικές συμμορίες ενώ, τέλος, το ίδιο το
παραδοσιακό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα και δίκτυο διατηρούν τη ληστεία και της
προσφέρουν καταφύγιο όταν αυτή καταδιώκεται.

1.4 Τάσεις εκσυγχρονισμού – Ο νόμος του 1871

Σε αυτή την ιστορική φάση η ανάγκη για ενίσχυση του κεντρικού κράτους αποκτά άλλη
δυναμική. Η αστική τάξη έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της. Και έχει κάνει την εμφάνισή της
σε μια χώρα με σχεδόν αρχαϊκές δομές, ισχυρούς τοπικισμούς και παλαιού τύπου τρόπους
παραγωγής. Ο Χαρίλαος Τρικούπης γίνεται ο πολιτικός εκφραστής και υπερασπιστής της
μεταρρύθμισης, για να περάσει η χώρα στο επόμενο στάδιο στον δρόμο προς την
καπιταλιστική ανάπτυξη. Η περίοδος που ξεκινά χοντρικά το 1850 και φτάνει μέχρι περίπου
την πτώχευση του 1893 αποτελεί την πρώτη περίοδο άνθισης της ελληνικής βιοτεχνίας και
βιομηχανίας.

24
Οι κυβερνήσεις της περιόδου αντιλαμβάνονται ότι για την καπιταλιστική πρόοδο είναι
απαραίτητη η ύπαρξη ενός σύγχρονου και διευρυμένου δικτύου συγκοινωνιών που θα
μειώνει σημαντικά τις αποστάσεις μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας68. Κυριολεκτικά
έπρεπε να ανοιχτούν οι δρόμοι για να μπορέσει να έρθει σε επαφή το κεντρικό κράτος με τις
τοπικές κοινωνίες, με σκοπό να κυριαρχήσει πάνω τους και να τις μετασχηματίσει. Επιπλέον,
έπρεπε να αλλάξει η νοοτροπία της παραγωγής και να εκχρηματιστεί69 η αγροτική οικονομία.
Σε επίπεδο πολιτικό, η μεταρρύθμιση πέρασε αρχικά μέσα από το σύνταγμα του 1864 και στη
συνέχεια μέσα από την αρχή της δεδηλωμένης η οποία παρά το γεγονός ότι δεν κατέστη
δυνατό να εφαρμοστεί άμεσα έδειξε με σαφήνεια της προθέσεις της αστικής τάξης να
εγκαταστήσει ένα αστικό πολιτικό σύστημα, μια αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. Σε επίπεδο
κοινωνικό, έπρεπε οι τοπικές κοινωνίες να αποκοπούν από την ακόμα ισχυρή επιρροή των
τοπικών αρχόντων και να συνδεθούν σταδιακά με την κεντρική εξουσία.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες λαμβάνει χώρα ένα ακόμη περιστατικό ληστείας. Η συμμορία
των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη θα απαγάγει μια ομάδα Άγγλων και Ιταλών
ευγενών περιηγητών, με αποτέλεσμα τη περιβόητη «Σφαγή στο Δήλεσι». Οι αντιδράσεις από
το εξωτερικό θα είναι πολύ μεγάλες ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα θα κατηγορηθεί ως χώρα
απολίτιστων. Η καταδίωξη της συμμορίας είχε σε υπηρεσιακό επίπεδο επιτυχία, καθώς
γρήγορα είχαν εντοπιστεί, ωστόσο η χωροφυλακή δεν μπόρεσε να αποτρέψει την τραγωδία
καθώς οι ληστές εκτέλεσαν τους τέσσερεις Άγγλους και Ιταλούς ευγενείς και στη συνέχεια οι
περισσότεροι από τους ληστές συνελήφθησαν ή εκτελέστηκαν. Αναφέρουμε αυτό το
περιστατικό καθώς υπήρξε ίσως το μοναδικό περιστατικό ληστείας που προκάλεσε
διπλωματικό επεισόδιο και έκανε ξακουστή την Ελλάδα στο εξωτερικό ως ληστοκρατούμενη
χώρα. Αυτό το περιστατικό έδωσε ώθηση στην υιοθέτηση μιας νέας σκληρότερης πολιτικής
αντιμετώπισης του φαινομένου με την επαναφορά μιας παλαιάς πρακτικής η οποία θα
εγκαινιάσει μια νέα μεγάλης διάρκειας εποχή σκληρής καταστολής των ανυπότακτων ομάδων
του πληθυσμού.

Το 1871 εγκαινιάζεται μια πολιτική μη ανοχής απέναντι σε οτιδήποτε αντιστέκεται στην


πορεία που έχει ξεκινήσει το κράτος στην Ελλάδα. Ο νόμος ΤΟΔ’ της 27ης Φλεβάρη του 1871
«Περί καταδιώξεως της ληστείας» επαναφέρει την σκληρή πρακτική των διοικητικών
εκτοπισμών και εγκαινιάζει την μακρά περίοδο των εκατό και πλέον χρόνων, κατά την
διάρκεια των οποίων οι εκτοπισμοί αποτελούν μια πάγια και συνήθης πρακτική του
ελληνικού κράτους μέχρι το 1974, ενώ οι μεταβολές στον θεσμό των εκτοπισμών θα είναι
αντίστοιχες με την εξελικτική πορεία του κράτους προς τον εκσυγχρονισμό του.

Εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η επαναφορά της μεθόδου του εκτοπισμού, που αποτελεί
μέτρο κατασταλτικό εναντίον κυρίως πολιτικών αντιπάλων, δηλώνει ότι το καθεστώς

68
Αυτό το δίκτυο δεν βοηθά μόνον στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αλλά διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό
την δίωξη και καταδίωξη της ληστείας και των ληστών. Μέχρι τότε το δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και κατά
συνέπεια η πρόσβαση σε δυσπρόσιτες περιοχές για τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ήταν σχεδόν αδύνατη. Η
διάνοιξη νέων δρόμων θα διευκόλυνε σημαντικά την αντιμετώπιση της ληστείας: «Η κατασκευή καλών και
γρήγορων σύγχρονων δρόμων συχνά αρκεί για αν μειώσει κατά πολύ τη ληστεία», Hobsbawm, ό.π., σελ. 42.
69
Η χρήση του χρήματος σε προκαπιταλιστικού τύπου οικονομίες δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη. Στην
ου
Ελλάδα του μεγαλύτερου μέρους του 19 αιώνα ακόμη δεν είχε κυριαρχήσει το χρήμα ως μοναδικό μέσο
οικονομικών συναλλαγών.

25
αντιμετωπίζει το ληστρικό φαινόμενο ως οιονεί πολιτική απειλή. Είναι γεγονός πως όσο η
ληστεία διατηρεί δεσμούς με τις τοπικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ, όσο αποτελεί όργανο
προπαγάνδας και προώθησης της Μεγάλης Ιδέας και όσο συνδέεται με το οικονομικό
σύστημα, το οποίο δεν έχει ακόμη μετασχηματιστεί απόλυτα προς τα καπιταλιστικά πρότυπα,
εντάσσεται στη σφαίρα της πολιτικής ως φαινόμενο. Παρόλα αυτά, δεν σημαίνει ότι οι
ληστές όντως αποτελούν πολιτικούς εχθρούς του κεντρικού κράτους. Η φύση τους
περισσότερο ταιριάζει σε ένα άμορφο σώμα ένοπλων ανθρώπων που βρίσκεται σε
πραγματική σύγκρουση με το κεντρικό κράτος όμως αποτελεί και ένα βασικό όργανο
προώθησης των βασικών επιδιώξεων του κράτους στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, είτε εν
αγνοία είτε εν συνειδήσει των ληστών.

Ωστόσο, οι ληστές αν και εν μέρει όργανα του μεγαλοϊδεατικού κράτους εξακολουθούν και
αποτελούν εκπροσώπους του παρελθόντος, η διατήρηση του οποίου δεν εξυπηρετεί τα νέα
καθεστωτικά συμφέροντα. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση
σκληρών μέτρων τα οποία επιδιώκουν περισσότερο να μετασχηματίσουν τα τοπικά ήθη και
τις παραδόσεις παρά να χτυπήσουν άμεσα τους ίδιους τους ληστές. Αξίζει να σημειωθεί ότι
τα μέτρα που εισάγονται με τον συγκεκριμένο νόμο δεν είναι σε καμία περίπτωση καινοφανή.
Ο σκληρός πυρήνας της λογικής του νόμου που είναι ο περιορισμός των νομάδων και ημι-
νομάδων ήταν ένα πάγιο αίτημα ήδη από την περίοδο της Αντιβασιλείας όπως
προαναφέραμε.

Ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1870 με τον τίτλο «Σκέψεις περί καταδιώξεως της
ληστείας» αποτελεί ένα εξαιρετικό αντιπροσωπευτικό δείγμα των πολιτικών αντιλήψεων της
εποχής γύρω από το ζήτημα της ληστείας. Ο συγγραφέας του είναι ο επιφανής πολιτικός της
περιόδου εκείνης, ο Αντώνιος Ρικάκης (1824-1909)70. Το ενδιαφέρον που προκύπτει από τις
ιδέες που εκφράζει δεν είναι τόσο το περιεχόμενο των ιδεών αλλά το γεγονός ότι τις απόψεις
αυτές τις εκφράζει ένας πολιτικός που ανήκει στον αντιτρικουπικό χώρο αλλά ταυτόχρονα
ανήκει στην ανερχόμενη αστική τάξη. Αυτό μας αποκαλύπτει το γεγονός ότι οι δυο
αντιτιθέμενοι πόλοι, ο συντηρητισμός και ο φιλελευθερισμός, σε αυτό το εμβρυακό τους
στάδιο μπορούσαν πολύ εύκολα να βρουν κοινά σημεία επαφής απέναντι σε κοινούς
αντιπάλους.

Ήδη από τις πρώτες γραμμές του κειμένου μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα την σημασία
που προσδίδει πλέον μια ηγετική ομάδα στο ζήτημα. Γίνεται αμέσως ξεκάθαρο το ότι υπάρχει
γνώση της περιπλοκότητας του προβλήματος. Ο Ρικάκης αναγνωρίζει την αποτυχία των
κρατικών οργάνων να αντιμετωπίσουν τη ληστεία71. Τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το
φαινόμενο της ληστείας δεν είναι μια απλή συγκυριακή έκρηξη της εγκληματικότητας αλλά
στηρίζεται πάνω σε ένα ευρύ δίκτυο με ισχυρούς παραδοσιακούς δεσμούς και συνδέεται

70
Ο Αντώνιος Ρικάκης ήταν νομικός, επιχειρηματίας και πολιτικός. Ήταν γνωστός δικηγόρος, είχε συμμετοχές
σε πολλές επιχειρήσεις κυρίως στον τομέα των μεταλλίων ενώ διετέλεσε δυο φορές πρόεδρος της Βουλής
αλλά και υπουργός στις κυβερνήσεις του Κουμουνδούρου και του Δηλιγιάννη. Ήταν φιλο-οθωνικός και
αντιτρικουπικός. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός όταν ασχολήθηκε με το λαυρεωτικό ζήτημα. Δραστηριοποιήθηκε
μαζί με τον Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη, Ιταλό επιχειρηματία ο οποίος ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε
με τον τομέα των μεταλλευμάτων στην Ελλάδα.
71
Αντώνιος Ρικάκης, Σκέψεις Περί Καταδιώξεως της Ληστείας, Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Ερμού, 1870,
σελ. 4.

26
άρρηκτα με την οικονομία. Τοποθετείται ως ένα μέγιστο ζήτημα δημοσίας ασφαλείας και
αφήνει να εννοηθεί ότι σε αυτό το δίκτυο συνένοχοι δεν είναι μόνον οι ληστές αλλά ένα
ευρύτερο σώμα που συμπεριλαμβάνει σχεδόν το σύνολο της τοπικής κοινωνίας από τους
απλούς ανθρώπους72 μέχρι και τις ίδιες τις τοπικές αρχές73. Με άλλα λόγια θέτει το ζήτημα
της ληστείας στα πραγματικά του όρια.

Πέρα από το δίκτυο στο οποίο στηρίζονται οι ληστές ο Ρικάκης γνωρίζει ότι ο στρατός (η
Χωροφυλακή) ο οποίος διατίθεται για την καταδίωξη των ληστών δεν είναι κατάλληλα
καταρτισμένος. Ορθώς αναφέρει ότι οι ληστές είναι απόλυτοι γνώστες του περιβάλλοντος
στο οποίο κινούνται και το χρησιμοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο έτσι ώστε να
καθίστανται σχεδόν αόρατοι και άπιαστοι. Θεωρεί πως ο στρατός, η χωροφυλακή, δεν έχει
φτάσει σε αυτό το σημείο γνώσης του περιβάλλοντος.

Ο Ρικάκης στη συνέχεια δοκιμάζει ένα πολύ ενδιαφέρον επιχείρημα για να χτυπήσει την
ληστεία. Θεωρεί πως η εκκλησιαστική εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο
στην πάταξη του φαινομένου. Κατά συνέπεια επιχειρεί να τοποθετήσει τους ληστές σε μια
θέση απέναντι στα αισθήματα και τα πιστεύω του λαού. Χαρακτηρίζοντάς τους ως άθεους
(επιχείρημα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όχι μόνον γιατί πολλές φορές
χρησιμοποιούσαν τα χρήματα που «απαλλοτρίωναν» για να χτίζουν εκκλησίες αλλά και γιατί
οι ληστές από τη φύση τους είναι σώμα της κοινωνίας απόλυτα συναρτημένο με την
παράδοση της οποίας σημαντικό μέρος είναι η ορθόδοξη πίστη), ως ανθρώπους που
οδηγήθηκαν σε αυτή τη πρακτική λόγω έλλειψης θρησκευτικής συνείδησης και εθνικού
αισθήματος προσπαθεί να τους τοποθετήσει απέναντι από την κοινωνία. 74

Το πιο ενδιαφέρον μέρος του κειμένου είναι το σημείο στο οποίο παραθέτει τις απόψεις του
για τα μέτρα που κρίνει πως πρέπει να υιοθετηθούν για την καταδίωξη της ληστείας.
Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες στους δήμους σε περιπτώσεις
ληστείας όπως να αποζημιώνει το θύμα75 αλλά και να στερούνται των πολιτικών τους
δικαιωμάτων και της θέσης του οι δημοτικοί υπάλληλοι που θεωρούνται συνεργοί των
ληστών. Ακόμη και οι αξιωματικοί θα πρέπει να δύνανται να αποτάσσονται όταν δεν
πράττουν τα δέοντα στην καταδίωξη της ληστείας76. Ο Ρικάκης από αυτό το σημείο
στοχοποιεί ευθέως την οικογένεια του ληστή. Θα πρέπει να κατάσχεται η περιουσία του
ληστή, να επιτρέπεται η σύζυγός του να αιτηθεί διαζύγιο και οι γονείς του να τον
αποκληρώσουν77. Επιπλέον, θεωρεί πως πρέπει να προβλεφθούν αυστηρές ποινές στους
τροφοδότες των ληστών και σε αυτούς που παρακωλύουν τις έρευνες των διωκτικών αρχών.
Υποστηρίζει τη θανατική ποινή σε περιπτώσεις απαγωγής78 ενώ θεωρεί απαραίτητα τα
ευνοϊκά μέτρα απέναντι σε ληστές που προδίδουν ή φονεύουν αρχιληστή 79. Το

72
Στο ίδιο, σελ. 22.
73
Στο ίδιο, σελ. 6.
74
Στο ίδιο, σελ. 11.
75
Στο ίδιο, σελ. 11 .
76
Στο ίδιο, σελ. 13.
77
Στο ίδιο, σελ. 13-14.
78
Στο ίδιο, σελ. 15.
79
Στο ίδιο, σελ. 18-19.

27
σημαντικότερο μέτρο που προτείνει, και αποτελεί συνέχεια τους συλλογισμού του, είναι η
επαναφορά του μέτρου της διοικητικής εκτοπίσεως των συγγενών των ληστών80.

Μερικά από τα μέτρα που προτείνει ήδη ισχύουν, όπως για παράδειγμα η ευθύνη του δήμου
στον οποίο έχει συμβεί ληστεία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι λιγότερο από έναν χρόνο
μετά, στις αρχές του 1871, πολλά από τα μέτρα που προτείνει ο Ρικάκης γίνονται νόμος του
κράτους με τον ΤΟΔ’. Το κράτος υιοθετεί σχεδόν χωρίς αλλαγές την φιλοσοφία του Ρικάκη.
Ωστόσο, ο Ρικάκης αναγνωρίζει ότι αυτού του είδους τα κατασταλτικά μέτρα μικρά
αποτελέσματα θα έχουν καθώς η ρίζα του προβλήματος, όπως προαναφέραμε, βρίσκεται
στην οικονομία της περιοχής που στηρίζεται στα τσελιγκάτα, στην νομαδικότητα μέρους των
πληθυσμών, στην απουσία νεωτερικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στα ορεινά.
Θεωρεί ότι η ρίζα της ληστείας βρίσκεται στον νομαδικό βίο των πληθυσμών ο οποίος
πηγάζει άμεσα από τον τρόπο παραγωγής που κυριαρχεί και προφανώς βρίσκεται σε πλήρη
αντίθεση με τα αστικά συμφέροντα. Υποστηρίζει πως τα τσελιγκάτα είναι ευάλωτα απέναντι
στους ληστές και λίγο ως πολύ αναγκάζονται να τους συνδράμουν στο έργο τους. Εμμέσως
παραδέχεται ότι η μέθοδος των διοικητικών εκτοπισμών που προτείνει δεν στοχεύει στους
ληστές αλλά επιχειρεί να καταστρέψει την εκτατική – νομαδική ή ημινομαδική κτηνοτροφία
έτσι ώστε με αυτόν τον τρόπο να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του.

Δεν είναι τυχαίο που ο Ρικάκης θεωρεί ως μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο για την διάλυση
του φαινομένου τη μεταβολή του συστήματος των τσελιγκάτων, τον περιορισμό τους, την
εισαγωγή τους σε καθεστώς παρανομίας. Όντως η κύρια πηγή του προβλήματος δεν
βρίσκεται πουθενά αλλού πέρα από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, από το οικονομικό
σύστημα που κυριαρχεί επί αιώνες στη περιοχή, από την αδυναμία του κράτους να ελέγξει
μεγάλο μέρος των ορεινών όγκων και να μετασχηματίσει τις εκεί υπάρχουσες κυρίαρχες
δομές. Και κανένα μέτρο κατασταλτικό απέναντι στους ληστές δεν λύνει το πρόβλημα αν δεν
αλλάξει το σύστημα παραγωγής και αν δεν αφεθεί στο παρελθόν το τσελιγκάτο και το δίκτυό
του.

Ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση του κειμένου του Ρικάκη, ένας ανθυπολοχαγός του πεζικού
θα μας αφήσει ένα κείμενο για το ζήτημα της ληστείας εξίσου σημαντικό. Ο Ανδρέας
Μοσχονήσιος θα δημοσιεύσει το 1869 το κείμενο «Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας».
Στο κείμενο αυτό ο Μοσχονήσιος προτείνει λίγο πολύ τα ίδια μέτρα με αυτά που στη
συνέχεια θα προτείνει ο Ρικάκης. Το αξιοσημείωτο στο κείμενό του είναι το μένος και το
μίσος με το οποίο εχθρεύεται τους ληστές. Αξίζει να σημειωθεί ότι προτείνει την εκτόπιση
των «ληστοσυγγενών» στα νησιά Σίκινο, Ανάφη και Φολέγανδρο.

Ο Μοσχονήσιος αναγνωρίζει ότι οι κλέφτες ήταν αυτοί που συνέβαλαν τα μέγιστα στον
πόλεμο ανεξαρτησίας. Κατακεραυνώνει όμως την ύπαρξη της μετεπαναστατικής ληστείας:

80
Στο ίδιο, σελ. 20:«Η εκτόπισις των συγγενών των ληστών περί ης προέβλεψεν ο ΡΟΒ’ νόμος είναι λίαν
αναγκαία καθόσον μόνον δια του μέσου τούτου δύνανται ν’αποκοπώσιν από των ληστών τα μέσα της
συντηρήσεως και υποθάλψεως, η δε ιδέα της αστυνομικής επιτηρήσεως ουδέν πρακτικόν αποτέλεσμα
δύναται να έχη […]. Μίαν μόνην προσθήκην θεωρώ αναγκαίαν εις τον νόμον εκείνον, ότι οι μη χαίροντες την
ελληνικήν ιθαγένειαν συγγενείς του ληστού απελαύνονται πέραν των ελληνικών ορίων επί ορισμένου
χρόνου».

28
«Όσον ιερός ήτον ο αρχικός σκοπός των Αρματολών και των κλεπτών (…) κατά τοσούτον
παρεμορφώθη εν τη σημερινή εποχή διότι οι σημερινοί λησταί παρέλαβον τους Νόμους των (…)
και δια της εφαρμογής αυτών εξασκώσι την τέχνιν των (…). Δηλαδή προσπαθεί να πληρώση
χρημάτων το κενόν βαλάντιόν του, όπως χρησιμοποίησε αυτό υπέρ της πραγματοποιήσεως της
μεγάλης ιδέας»81.

Ούτε ο Μοσχονήσιος παραλείπει να αναφερθεί στον ρόλο των τσελιγκάτων. Μάλιστα,


προχωρά ένα βήμα παραπέρα και με δριμύτητα κατηγορεί τα τσελιγκάτα και την φύση τους
ως συνεργούς των ληστών. Ταυτίζει τα τσελιγκάτα με τους ληστές. Υποστηρίζει ότι οι ίδιοι οι
τσέλιγκες είναι ληστές και ότι η ληστεία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δραστηριότητάς
τους. Το μένος του είναι τέτοιο που αδυνατεί να το συγκρατήσει:

«Ο ληστής είναι φύσει δειλός! (…) Μικρά στρατιωτική δύναμις καταλλήλως διευθυνόμενη
δύναται να τους αποθαρρύνει και να παραδοθώσιν. (…) Ο λήσταρχος Νταβέλης, ο
τολμηρότερος ληστής της εποχής (…) παρουσιάζει το τέλος του δειλότατου»82. Παρακάτω
συνεχίζει: «Η ληστεία πρέπει να καταστραφεί και να ταφή δια παντός! Δια της καταστροφής της
ληστείας επιτυγχάνομεν τα αγαθά εκείνα, δι’ ων τα έθνη ευδαιμονούσι και προοδεύουσι ήτοι
την ησυχίαν, την τάξιν και την ασφάλειαν (…)»83

Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύει ότι οι νόμοι περί καταδιώξεως της ληστείας έχουν
αποφέρει κάποιο αποτέλεσμα. Εντοπίζει την λύση του προβλήματος, όπως ακριβώς και ο
Ρικάκης, στην βάση της ληστείας:

«Ας παύσωμεν προκαλούντες Νόμους περί καταδιώξεως της ληστείας των οποίων η εφαρμογή
απεδείχθη (…) ανεπαρκής. Η ληστεία ευρίσκη την ύπαρξίν της εις την φύσιν του εδάφους της
οροθετικής γραμμής εις την φρούρησιν αυτής παρά τουρκαλβανών ατάκτων στρατιωτών, εις
την ύπαρξιν Βλαχοποιμένων και Αρβανιτόβλαχων, εις τας προλήψεις και την ανατροφήν των
κατοίκων και εις την έλλειψη πατριωτισμού εκ μέρους των λεγόμενων εν ταις παρά την
οροθετικήν γραμμήν Επαρχίαις ισχυρών οίτινες αποτελούσι δυστυχώς των πρώτων της
κοινότητας τάξιν»84

Ο ίδιος υποδεικνύει ως λύση στο πρόβλημα την φρούρηση των ποιμενικών και νομαδικών
πληθυσμών, τον χωρικό τους περιορισμό και την συνεπακόλουθη υποχρεωτική τους
εγκατάσταση σε σταθερό σημείο με στόχο να εγκαταλείψουν την νομαδική κτηνοτροφία. Σε
περίπτωση που δεν υπακούσουν τότε προτείνει την λύση του εκτοπισμού στις νήσους
Κίμωλο, Ίο, Αντίπαρο και Αμοργό όπου θα υποστούν τον χωρικό περιορισμό χωρίς την
συγκατάθεσή τους. Συμπληρωματικά, προτείνει τον εκσυγχρονισμό των συγκοινωνιών με την
διάνοιξη των επαρχιακών οδών δημιουργώντας ένα δίκτυο το οποίο θα προσφέρει
ευκολότερη πρόσβαση του κέντρου στην επαρχία, μέτρο αν μη τι άλλο εκσυγχρονιστικό.

81
Ανδρέας Μοσχονήσιος , Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας, Τυπογραφείο Εθνικού Μέλλοντος,
Ερμούπολη, 1869, σελ. 3.
82
Στο ίδιο, σελ. 29.
83
Στο ίδιο, σελ. 32.
84
Στο ίδιο, σελ. 33.

29
Όντως το ζήτημα της γρήγορης πρόσβασης στην επαρχία μέσω της ανάπτυξης ενός οδικού
και σιδηροδρομικού δικτύου θα συνδράμει σε σημαντικό βαθμό στον χωρικό περιορισμό της
ληστείας. Το ελληνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Το 1864 το
οδικό δίκτυο περιοριζόταν στα 1.500 χιλιόμετρα ενώ μέχρι το 1909 θα προστεθούν σε αυτά
άλλα 2.750 χιλιόμετρα. Η διαφορά είναι σαφώς μεγαλύτερη στο σιδηροδρομικό δίκτυο το
οποίο το 1870 με τα μόλις 12 χιλιόμετρα δικτύου ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο ενώ μέχρι το
1910 το σιδηροδρομικό δίκτυο θα ξεπεράσει τα 1.500 χιλιόμετρα85. Η βελτίωση των
επικοινωνιών θα βελτιώσει σημαντικά τις επιδόσεις των σωμάτων ασφαλείας και των
κρατικών μηχανισμών έναντι της ληστείας.

Αυτό είναι το πλαίσιο το οποίο οδηγεί στην υιοθέτηση του νόμου ΤΟΔ’. Ο συγκεκριμένος
νόμος συμπεριλαμβάνει μεγάλο μέρος των μέτρων που προαναφέρθηκαν. Ολόκληρο το
σύστημα τοπικής και κεντρικής εξουσίας τίθεται υπό κόκκινο συναγερμό. Οι διοικητικοί,
δικαστικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, το σύνολο των κρατικών υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν
καθήκοντα καταδίωξης της ληστείας και ολιγωρούν απέναντι σε αυτά τιμωρούνται ακόμη και
με έκπτωση από την θέση που κατέχουν (Άρθρο 9). Το άρθρο 21 που προβλέπει την εκτόπιση
είναι σαφές: «Συγγενείς ανιόντες, σύζυγος, τέκνα, αδελφοί και αδελφαί, πενθερός και πενθερά
του ληστού επικεκηρυγμένου εκτοπίζονται από της Στερεάς Ελλάδας εις τας Νήσους ή την
Πελοπόννησον και τ’ ανάπαλιν, ένθα δύνανται να εκλέξωσιν τόπον διαμονής».

Οι νομάδες κτηνοτρόφοι τίθενται προ των ευθυνών τους με το άρθρο 25: «Εις τους
βλαχοποιμένας και προς τους άλλους εξομοιουμένους σκηνίτας εκ των κτηνοτρόφων, ως και εις
τους συγγενείς των επικεκηρυγμένων ληστών, πλην των ανωτέρω, μέχρι τετάρτου βαθμού
συμπεριλαμβανομένου, περί ων βαρείαι περί λησταποδοχής υπάρχουσιν υπόνοιαι, επιβάλλεται
αστυνομική επιτήρησις επί εξ μήνας μέχρι ενός έτους. Η αυτή ποινή επιβάλλεται και εις τους
απλούς ποιμένας και αγροφύλακας κοινότητός τινος, εάν εις την περιφέρειαν αυτής συμβή
ληστεία και υπάρχωσι βαρείαι κατ’ αυτών υπόνοιαι συνεργείας». Μια ολόκληρη κοινωνική
ομάδα τίθεται υπό την αίρεση του νόμου. Εμμέσως τίθεται εκτός νόμου. Οι επιθυμίες του
Ρικάκη και του Μοσχονήσιου γίνονται νόμος του κράτους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική των εκτοπισμών που προβλέπει ο συγκεκριμένος νόμος
δεν έχει την ίδια σκληρότητα όπως είναι φυσικό με τους εκτοπισμούς που θα συναντήσουμε
αργότερα στον 20ο αιώνα. Μέσα στο νόμο προβλέπεται αναλυτικά μια διαδικασία σύμφωνα
με την οποία οι εκτοπισμένοι δεν αφήνονται στην μοίρα τους στον τόπο εκτόπισης ούτε
βασανίζονται αλλά ούτε καν φυλακίζονται. Τουλάχιστον δεν υπάρχουν αντίστοιχες πηγές που
να το αποδεικνύουν. Τίθενται υπό αστυνομική επιτήρηση όσοι από τους εκτοπισμένους
επιβαρύνονται με κατηγορίες λησταποδοχής. Αυτό που οι πηγές μας γνωστοποιούν είναι ότι η
συμπεριφορά των σωμάτων ασφαλείας έναντι των τοπικών κοινωνίας κατά τη καταδίωξη
ληστή ήταν αν όχι σκληρότερη, τουλάχιστον εξίσου σκληρή με τις πράξεις των ληστών86.

85
Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη,
Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2000, σελ. 359.
86
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 30.

30
Ο εκτοπισμός έχει σαν στόχευση την αφαίρεση από τους ληστές της κοινωνικής τους βάσης,
του κοινωνικού τους στηρίγματος87. Μια άλλη στόχευση του νόμου είναι η αντιστροφή του
φιλικού κλίματος της τοπικής κοινωνίας απέναντι στον ληστή. Είναι μια σοβαρή προσπάθεια
του κράτους να μετατρέψει τους ληστές σε πρόσωπα ανεπιθύμητα και μισητά λόγω των
δεινών που τους επιβάλλονται εξαιτίας τους. Η κεντρική επιδίωξη του νόμου όμως είναι ο
περιορισμός των νομαδικών πληθυσμών και η προσπάθεια με όλα τα μέσα να πεισθούν να
εγκαταλείψουν αυτή τη ζωή. Με τον χωρικό περιορισμό των συγγενών των ληστών γίνεται
μια προσπάθεια να μεταβάλλουν τον τρόπο ζωής τους οι νομάδες.

Ο νόμος θα συνεχίσει να εφαρμόζεται για πολλές δεκαετίες. Τα αποτελέσματα που έχει η


εφαρμογή του δεν είναι τόσο καταλυτικά στην έκβαση του πολέμου κατά της ληστείας. Μόνο
κατά περιόδους η ληστεία βρίσκεται σε ύφεση χωρίς ωστόσο να είναι σαφές αν για αυτό
ευθύνη έχει ο νόμος ΤΟΔ’. Αυτό που δεν είναι εφικτό να υπολογιστεί είναι το εύρος της
εφαρμογής του νέου νόμου. Δεν είναι εφικτό να υπολογιστεί ο αριθμός των εκτοπισθέντων με
τον νόμο ΤΟΔ’. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο αριθμός των εκτοπισθέντων ήταν αρκετά
μεγάλος, χωρίς όμως να λαμβάνει την μορφή γενικευμένης και μαζικής καταστολής, αν
υπολογίσει κανείς το γεγονός ότι ο εκτοπισμός δεν αφορούσε σε κάθε περίπτωση ένα άτομο
αλλά ολόκληρες οικογένειες μέχρι τον τέταρτο βαθμό συγγένειας με τον ληστή που
καταζητείται. Ο νόμος αυτός μπορεί να μην έφερε άμεσα και σταθερά αποτελέσματα κατά
των ληστών όμως είχε περιορίσει σημαντικά τη δραστηριότητα των νομάδων κτηνοτρόφων,
έδωσε δηλαδή ένα πλάγιο ισχυρό χτύπημα στη κοινωνική βάση των ληστών.

1.5 Ο ρόλος της Χωροφυλακής

Η ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν ένα γεγονός σύγχρονο της εποχής. Προέκυψε σε μια
εποχή ριζικών τομών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό. Οι δυο σημαντικότερες
μεταβολές είναι η καθιέρωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως την μεγαλύτερη δύναμη
στον πλανήτη και η ραγδαία άνοδος της ισχύος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το σκηνικό
συμπληρώνει η ίδρυση του κράτους των ΗΠΑ και η μετατροπή της Γαλλίας σε εθνικό κράτος
μέσω της επαναστατικής οδού. Όλα αυτά τα γεγονότα χαρακτηρίζουν την εποχή κατά την
οποία ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν με τον τρόπο τους
τις εξελίξεις στη περιοχή. Η Γαλλική Επανάσταση όμως θα επιφέρει ριζικές τομές όχι μόνο
ως παράγοντας ώθησης της Επανάστασης αλλά ως παράγοντας που διαμορφώνει το
μετεπαναστατικό περιβάλλον. Οι θεσμικές τομές που καθιερώνονται από τη ναπολεόντεια
Γαλλία θα επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την προσπάθεια οργάνωσης του κεντρικού
κράτους της Ελλάδας. Αυτό που μας ενδιαφέρει στη προκειμένη περίπτωση είναι η ιδέα του
κεντρικώς και συγκεντρωτικώς διευθυνόμενου κράτους και τα όργανα που θα επιδιώξουν την
καθιέρωση και την ασφάλεια του νέου καθεστώτος. Έναν από τους βασικούς κορμούς
διαφύλαξης του καθεστώτος θα αποτελέσει το σώμα της Χωροφυλακής.

Η Χωροφυλακή με την σύγχρονη μορφή της κάνει την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια της
Γαλλικής Επανάστασης το 1791. Εξαρχής ιδρύεται ως στρατιωτικό σώμα με αρμοδιότητες

87
Αντίστοιχη τακτική από τη μεριά του κράτους θα την συναντήσουμε σε πολύ μεγαλύτερη έκταση κατά τα
χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου όταν η εθνική κυβέρνηση θα εκτοπίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού των
ορεινών όπου βρίσκει στήριγμα και κοινωνική βάση ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος.

31
όχι την διαφύλαξη της επικράτειας από εξωτερικές επεμβάσεις και απειλές, αλλά τη
προστασία από εσωτερικούς εχθρούς. Για πρώτη φορά κατά τη Γαλλική Επανάσταση το
κράτος αισθάνεται ότι κινδυνεύει από τις μάζες. Για αυτό το λόγο η Εθνική Χωροφυλακή στη
Γαλλία ιδρύεται για να διατηρεί την δημόσια τάξη και την ειρήνη, τη διατήρηση της τάξης
στην επαρχία και ουσιαστικά αποτελεί το κύριο αστυνομικό σώμα το οποίο όμως δεν
συγκροτήθηκε ως τέτοιο. Το βασικό χαρακτηριστικό της Χωροφυλακής είναι ότι δεν
αποτελεί ένα σώμα που τίθεται υπό τον έλεγχο μιας γενικής διεύθυνσης διατήρησης της
τάξης στο εσωτερικό αλλά είναι φύσει σώμα στρατιωτικό και υπάγεται άμεσα στη κεντρική
στρατιωτική διοίκηση. Η ίδρυση του σώματος της χωροφυλακής στη Γαλλία θα αποτελέσει
το έναυσμα για την υιοθέτηση του παραδείγματος από το μεγαλύτερο μέρος των νέων
κρατών που γεννούνται κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα αλλά και από παλαιά καθεστώτα88.

Η Ελλάδα αποτέλεσε ένα από τα πρώτα παραδείγματα ένταξης του συγκεκριμένου σώματος
στο ένοπλο δυναμικό της και μάλιστα υπήρξε πρωτοπόρος στα Βαλκάνια. Μόλις το 1833,
πέντε χρόνια μετά την άφιξη του Καποδίστρια, η Αντιβασιλεία ιδρύει την Χωροφυλακή. Η
συγκρότηση του σώματος ακολουθεί πιστά το πρότυπο του αντίστοιχου γαλλικού. Στην
Ελλάδα το σώμα αυτό χρησιμοποιήθηκε όχι απλά ως μέσο διατήρησης της τάξης αλλά ως
μέσο κατάληψης της επικρατείας καθώς το νέο κεντρικό κράτος δεν ήλεγχε το μεγαλύτερο
μέρος των απελευθερωμένων περιοχών. Βασικός στόχος της Χωροφυλακής ήταν προφανώς η
καταδίωξη της ληστείας. Η ληστοκρατία ήταν αυτή που στερούσε από το κεντρικό κράτος
μια βασική του λειτουργία, τον έλεγχο του συνόλου της επικράτειας. Σε αρχική φάση θα είναι
ένα σώμα αρκετά μικρό και αρκετά ανίκανο να ανταπεξέλθει στις δύσκολες καταστάσεις που
είχε κληθεί να αντιμετωπίσει. Ωστόσο, θα αποτελέσει ίσως το μοναδικό ένοπλο σώμα που
δεν θα καταργηθεί ή θα μετασχηματιστεί όπως όλα τα υπόλοιπα σώματα ασφαλείας που θα
χάσουν με το πέρας των χρόνων τον λόγο ύπαρξής τους ή θα αποτύχουν οικτρά.

Η Χωροφυλακή θα μετασχηματιστεί στη ναυαρχίδα των σωμάτων ασφαλείας που


καταστέλλουν την αντίδραση στο εσωτερικό. Χαρακτηριστικό της φύσης του σώματος αυτού
είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε κανείς να ενταχθεί σε αυτό. Οι διαδικασίες ποτέ δεν
υπήρξαν διαφανείς. Για την ακρίβεια δεν τηρούνταν ποτέ κάποια βασικά κριτήρια
αξιολόγησης ή προσόντα. Ακόμη και ληστές μετανοούντες μέχρι και τη δεκαετία του 1930
μπορούσαν να ενταχθούν στη χωροφυλακή ενώ το μεγαλύτερο μέρος των μελών της
χωροφυλακής προερχόταν από τις τάξεις των ληστών κατά τον 19ο αιώνα. Στη πρώτη φάση
της δράσης της Χωροφυλακής δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει ξεκάθαρα τον ρόλο των
χωροφυλάκων με τον ρόλο των ληστών. Αυτό το φαινόμενο συναντάται πιο συχνά στα
υπόλοιπα σώματα ασφαλείας όπως η Οροφυλακή89 η οποία για αυτόν ακριβώς τον λόγο

88
Πλην του σώματος χωροφυλακής του Λουξεμβούργου που υπάρχει από το 1733 (Grand Ducal Gendarmerie)
τα περισσότερα κράτη ακολούθησαν το παράδειγμα της Γαλλίας. Για παράδειγμα το Βέλγιο το 1796, η
Πορτογαλία το 1801 (National Republican Guard), η Ολλανδία το 1814 (Royal Marechausse), η Ρωσία το 1815
(Special Corps of Gendarmes), η Αυστρία το 1849, η Ρουμανία το 1893 και η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα
ου
αποκτήσει ένα παρόμοιο σώμα στα μέσα του 19 αιώνα. Τα κράτη εκτός Ευρώπης ακολούθησαν αρκετά
ο
αργότερα κυρίως κατά τον 20 αιώνα.
89
Το 1838 ιδρύεται το σώμα της Οροφυλακής με κύρια αρμοδιότητα την φύλαξη των συνόρων από τις
συμμορίες των ληστών. Γρήγορα το σώμα αυτό θα χάσει τον λόγο της ύπαρξής του καθώς η ανάγκη της
διατήρησης των αλυτρωτικών σχεδίων θα καταστήσουν την Οροφυλακή περιττή αλλά και ιδιαιτέρως ευάλωτη
στην επιρροή των ληστών. Το 1854 θα συγχωνευτεί στα Τάγματα Ακροβολιστών τα οποία ήταν τάγματα

32
σύντομα καταργήθηκε, αφού εκ των πραγμάτων είχε χάσει την αξιοπιστία της και δεν
αποτελούσε ιδιαίτερο φόβο για τους ληστές.

Το σώμα της Χωροφυλακής αποτελούσε τον προστάτη του καθεστώτος από εσωτερικές
απειλές όχι μόνο στην περίπτωση της ληστείας αλλά και στην καταστολή των εργατικών και
συνδικαλιστικών κινημάτων. Η καταστολή απέναντι στις απεργίες από τη Χωροφυλακή ήταν
σκληρότατη και πολλές φορές και θανατηφόρα. Η Χωροφυλακή ακόμη και κατά τη δεκαετία
του 1920 οπότε και ιδρύθηκε η Αστυνομία Πόλεων διατήρησε την αρμοδιότητα της
διασφάλισης της δημόσιας τάξης σε όλη την επικράτεια πλην των μεγάλων αστικών κέντρων
της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας και της Κέρκυρας ενώ στην Θεσσαλονίκη παρέμεινε η
Χωροφυλακή.

ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων και θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά το 1833. Τα σώματα αυτά αντλούν την
προέλευσή τους από την μάγκα, που ήταν ομάδες ατάκτων στρατιωτών κατά την επανάσταση ενώ η λέξη
είναι αλβανική («Μάγκα», Wikipedia,
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B1_(%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%
CF%84%CF%8C%CF%82) ).

33
2. Το καθεστώς σε κίνδυνο – Αφετηρία πολιτικών διώξεων
2.1 Ιστορικές μεταβολές των αρχών του 20ου αιώνα

Οι αρχές του 20ου αιώνα βρίσκουν την Ελλάδα σε κατάσταση γενικευμένης


πολιτικοοικονομικής κρίσης και υπό καθεστώς διεθνούς οικονομικής κηδεμονίας. Ήδη από
την δεκαετία του 1870 οι χώρες της περιοχής η μια μετά την άλλη εισέρχονται σε αυτό το
καθεστώς ελέγχου από τις μεγάλες δυνάμεις. Στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος
ξεκίνησε το 1898 με τον νόμο ΒΦΙΘ/23-02-189890. Οι χώρες που αποτελούσαν την επιτροπή
ελέγχου στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Γερμανία, η
Αυστρία και η Ιταλία. Αφορμή της επιβολής του ελέγχου επί των οικονομικών ήταν η
παταγώδης αποτυχία του εγχειρήματος του πολέμου με την Τουρκία τον προηγούμενο χρόνο.
Τα αίτια της επιβολής ήταν βαθύτερα. Η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα είχε μπει σε μια
ατέρμονη διαδικασία εκσυγχρονισμού91 η οποία οδήγησε στην υπερχρέωση των ελληνικών
ταμείων και την κατάρρευση των δημοσιονομικών του κράτους. Ο σημαντικότερος λόγος
ωστόσο ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρηματοδοτήθηκαν τα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα της
προηγούμενης περιόδου. Η χώρα είχε εκτεθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε δάνεια που δεν ήταν
ικανή να αποπληρώσει. Τα δάνεια αυτά δεν είναι απαραίτητο να έχουν συναφθεί την περίοδο
της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας αλλά και πολύ νωρίτερα.

Η έκθεση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την επιβολή γιγαντιαίων, για τα


ελληνικά ταμεία, πολεμικών αποζημιώσεων στην Τουρκία έκανε επιτακτική την ανάγκη να
αποδεχθεί η Ελλάδα την παραχώρηση της οικονομικής της πολιτικής εξολοκλήρου στις
μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν μονίμως υπό
διεθνή οικονομικό έλεγχο και κηδεμονία ενισχύει το προφίλ της χώρας ως αποικιακού τύπου
κράτος και προτεκτοράτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα παρόλο το συγκεκριμένο της
περίπτωσής της δεν ήταν σε καμία περίπτωση η μοναδική χώρα που παραχώρησε τον έλεγχο
των οικονομικών της. Το 1869 συνέβη το ίδιο στην Τυνησία και το 1876 στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Και όλα αυτά στα πλαίσια της εποχής της εντυπωσιακής επέκτασης των
δυτικών κεφαλαίων στα πέριξ της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Στην οικονομική κρίση έρχεται να προστεθεί ο σκληρός ενδοβαλκανικός ανταγωνισμός για


το μέλλον της Μακεδονίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, και κυρίως την πρώτη δεκαετία του
20ου αιώνα, η Μακεδονία μετατρέπεται σε θέατρο ζυμώσεων για το μέλλον της
διαφιλονικούμενης περιοχής σε μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
από τα Βαλκάνια. Οι τρεις κύριοι μνηστήρες της Μακεδονίας (πρώτιστα η Ελλάδα και η
Βουλγαρία και δευτερευόντως η Σερβία) εισέρχονται σε έναν σκληρό ανταγωνισμό
90
Η Ελλάδα είχε τεθεί υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο ήδη από το 1857 (Γιάννης Λυβιάκης, «Η επιμήκυνση την
εποχή του 1857», Ελευθεροτυπία, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275452 )με αφορμή τον Κριμαϊκό
πόλεμο κατά τον οποίο η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε τις αρχικές νίκες της Ρωσίας έναντι της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και τροφοδοτεί εξεγέρσεις σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη. Ως αποτέλεσμα οι
μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να τιμωρήσουν την Ελλάδα, αφού είχαν ήδη καταλάβει τον Πειραιά, θέτοντάς
την υπό οικονομικό έλεγχο.
91
Η διάνοιξη του καναλιού του Σουέζ το 1869 και έπειτα του ισθμού της Κορίνθου, έδωσε ώθηση στην
ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, καπιταλισμός που είχε ως επίκεντρο το εμπορικό και εφοπλιστικό
κεφάλαιο (Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα,
1972, σελ. 14).

34
αλυτρωτικού χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια η κάθε μια χώρα να αποκτήσει ένα προβάδισμα
στη μελλοντική διεκδίκηση των εδαφών της πολυεθνικής περιοχής που διέθετε ταυτόχρονα
τεράστια οικονομική και συμβολική αξία για τον κάθε ένα από τους τρεις μνηστήρες. Το
μακεδονικό ζήτημα θα αναχθεί στο κρισιμότερο εθνικό πρόβλημα της χώρας τόσο πριν την
ένταξη της Μακεδονίας στην ελληνική επικράτεια όσο και μετά. Η έκρηξη των βαλκανικών
πολέμων θα διευθετήσει το ζήτημα της Μακεδονίας και θα στέψει νικητή του ανταγωνισμού
την Ελλάδα η οποία καρπώθηκε το μεγαλύτερο κομμάτι της. Ταυτόχρονα η Ελλάδα
διευρύνθηκε και από θαλάσσης έναντι της Τουρκίας. Ο Μεγάλος Πόλεμος που θα
ακολουθήσει θα διευρύνει ακόμα περισσότερο τα ελληνικά όρια.

Η δεκαετία του 1910 θα σημαδευτεί από την έναρξη μιας εσωτερικής σύγκρουσης κορυφής
η οποία θα διαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Εθνικός Διχασμός
αποτελεί μια σύγκρουση σε επίπεδο ελίτ, κατά συνέπεια δεν ξεκίνησε ως αποτέλεσμα
ενδοκοινωνικής και διαταξικής διένεξης. Η αφορμή ήταν η συμμετοχή ή μη της Ελλάδας
στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας και έναντι της Γερμανίας. Η σύγκρουση πήρε τη μορφή
προσωπικής διένεξης του Βενιζέλου με την μοναρχία. Τα αίτια ήταν αρκετά βαθύτερα από
μια απλή σύγκρουση σε επίπεδο προσώπων που κατέχουν υψηλές θέσεις εξουσίας. Η ουσία
της σύγκρουσης ήταν το καθεστώς της χώρας και το ποιος θα έπρεπε να διαθέτει τον έλεγχο
σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα. Ο Εθνικός Διχασμός είχε τα χαρακτηριστικά
αντιπαράθεσης φιλελευθέρων και φιλομοναρχικών, μια σύγκρουση εντός της αστικής τάξης.
Το ζήτημα, δηλαδή, ήταν περισσότερο το ποιο θα είναι το προφίλ και το καθεστώς του
κράτους και λιγότερο η συμμετοχή ή όχι της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο. Αυτό προκύπτει
από το γεγονός ότι η σύγκρουση γρήγορα επεκτάθηκε σε ζητήματα πολύ ευρύτερα από την
συμμετοχή ή όχι σε έναν πόλεμο, ενώ η μεγάλη διάρκεια της εσωτερικής σύγκρουσης δεν
δικαιολογείται από ένα τόσο συγκεκριμένο πρόβλημα. Το πολιτειακό ήταν σαφώς στο
επίκεντρο του διχασμού.92

Αυτή η διένεξη θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική που θα ακολουθήσει το


«κίνημα» του βενιζελισμού στο ζήτημα της δίωξης του έτερου μεγάλου εσωτερικού εχθρού.
Το ζητούμενο της αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου», η ανάγκη προστασίας του
κράτους από τυχούσες επαναστατικές κινήσεις, που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν και να
ανασχηματίσουν τις κατευθύνσεις και τις στοχεύσεις του αστικού δημοκρατικού κράτους,
αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία μπόρεσε να δομηθεί ένα μίνιμουμ συναίνεσης μεταξύ
των δυο συγκρουόμενων, στα πλαίσια του εθνικού διχασμού, παρατάξεων. Και αυτό παρά το
γεγονός ότι και οι δυο κυρίαρχες παρατάξεις του πολιτικού συστήματος χρησιμοποίησαν
μαζικά την μέθοδο της εκτόπισης και της εξορίας στη μεταξύ τους σύγκρουση τουλάχιστον
κατά τα πρώτα στάδια της αντιπαράθεσής τους.

Η ριζική τομή θα επέλθει το 1922 όταν στην Ελλάδα θα καταφτάσουν πάνω από 1,2
εκατομμύρια πρόσφυγες από την Τουρκία και θα μετασχηματίσουν σε σημαντικό βαθμό τη
σύνθεση της κοινωνίας93. Η σημαντικότερη μεταβολή του πληθυσμού δίνει σημαντική ώθηση

92
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974: Όψεις της ελληνικής εμπειρίας , Εκδόσεις Θεμέλιο,
Αθήνα, 1995, σελ. 33-34.
93
Με βάση την απογραφή του 1920 ο πληθυσμός της χώρας ήταν 5,536 εκατομμύρια. Οι απώλειες της
Ελλάδας σε πληθυσμό ήταν: 509.000 από Αν. Θράκη, Ίμβρο και Τένεδο, 380.000 μουσουλμάνοι που

35
στην ριζική διόγκωση των αστικών κέντρων. Το έτος 1922 είναι το σημείο καταστροφής και
ανασχηματισμού της Ελλάδας σε όλους τους τομείς. Η πολιτική, η οικονομία, η γεωγραφία
και η ίδια η κοινωνία τίποτα δεν θυμίζει την προηγούμενη κατάσταση. Καταρχάς,
δημιουργείται αυτόματα μια τεράστια μάζα προλεταριοποιημένων πρώην αστών και
φτωχοποιείται αυτόματα ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας ενώ ταυτόχρονα οι συνθήκες
για πλουτισμό της αστικής τάξης είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκές. Αυτό θα αποτελέσει
θείο δώρο για την βιομηχανία και τη βιοτεχνία στη χώρα καθώς αυτόματα δημιουργείται μια
μεγάλη μάζα φτηνών εργατικών χεριών αλλά και μια πολύ ευρύτερη αγορά από αυτή που
προϋπήρχε.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν με τον τρόπο τους το ζήτημα που διερευνάμε. Η τομή
που θα επηρεάσει όσο οτιδήποτε άλλο τις καταστάσεις είναι η κατάπτωση, η καταστροφή της
Μεγάλης Ιδέας ταυτόχρονα με την καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο
θάνατος του αλυτρωτισμού σήμανε την στροφή της χώρας για πρώτη φορά αποκλειστικά
στην εσωτερική διαχείριση. Ο ειδυλλιακός στόχος (η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης)
δεν επετεύχθη, ωστόσο, η άφιξη των προσφύγων έκανε πραγματικότητα την ταύτιση των
ελληνικών συνόρων με τους Έλληνες, ζωτικός στόχος του κράτους. Σταδιακά η ληστεία
άρχισε να χάνει τον έναν μετά τον άλλο τους παράγοντες που την υποστηρίζουν και της
δίνουν ένταση. Αυτές οι μεταβολές προκαλούν μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την
περιφέρεια στις πόλεις. Η κοινωνία της επαρχίας δεν αποτελεί πλέον την πλειοψηφία του
πληθυσμού ενώ η οικονομική δραστηριότητα έχει ως επίκεντρο πλέον τις πόλεις. Οι ληστές
σταδιακά χάνουν την βάση τους, χάνουν τα φυσικά τους στηρίγματα και τους λόγους
ύπαρξής τους. Η ληστεία θα εισέλθει σε φάση παρακμής ενώ ταυτόχρονα με τη παρακμή της
ληστείας ένας άλλος εσωτερικός εχθρός θα δώσει κίνητρο στο κράτος να υιοθετήσει μια
σειρά από θεσμικού χαρακτήρα μέτρα που θα διαμορφώσουν το προφίλ του κράτους για τον
επόμενο μισό αιώνα. Το κράτος έκτακτης ανάγκης.

2.2 Αστικός εκσυγχρονισμός – Η συμβολή του Ελ. Βενιζέλου

Τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα συμπίπτουν χρονικά με τη δεύτερη περίοδο
εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, από τα μέσα του 1890 μέχρι και την αυγή του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου το ελληνικό ΑΕΠ αυξανόταν κατά μέσο όρο με ρυθμό 7,81% ετησίως,
όντας η περίοδος μεγαλύτερης οικονομικής ανόδου στην σύντομη ιστορία του ελληνικού
κράτους94. Είναι αδιαμφισβήτητα η εποχή κατά την οποία η αστική τάξη δείχνει να
διευρύνεται έναντι της παραδοσιακής οργάνωσης της κοινωνίας. Ο καπιταλισμός σε αυτή τη
περίοδο αποκτά γερές βάσεις και σταδιακά η χώρα μετασχηματίζεται προς τα καπιταλιστικά
πρότυπα95. Είναι η πρώτη φορά που ο εκσυγχρονισμός που επιδίωξαν αρκετοί ανεπιτυχώς δεν

αποχώρησαν, 50.000 Βούλγαροι που αποχώρησαν και 34.000 πολεμικές απώλειες στο διάστημα 1919-1923.
Στον ελληνικό πληθυσμό προστέθηκαν: 1.500.000 πρόσφυγες από Τουρκία και Ρωσία και 27.000 πρόσφυγες
από Βουλγαρία. Συνολικά η καθαρή αύξηση του πληθυσμού ήταν 554.000 διαμορφώνοντας τον πληθυσμό
στα 6.090.000 (Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2009, σελ. 67, Πίνακας Γ’ 1 Πληθυσμιακές μεταβολές).
94
Τσουλφίδης, Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, σελ. 200.
95 ου
Ο Τσουλφίδης χαρακτηρίζει την περίοδο των αρχών του 19 αιώνα ως μια παραδοσιακή κοινωνία. Κατά τη
ου
διάρκεια του αιώνα αυτού τίθενται οι προυποθέσεις για απογείωση της οικονομίας ενώ τα τέλη του 19 και
ου
οι αρχές του 20 αιώνα χαρακτηρίζονται από την απογείωση της ελληνικής οικονομίας (Στο ίδιο, σελ. 41).

36
περιορίζεται μόνον σε θεσμικές παρεμβάσεις αλλά έχει κάποια βάση στην κοινωνία και
έκταση στην επικράτεια και δεν αποτελεί απλά μια άνωθεν επιβολή. ‘Όπως ο Τρικούπης
υπήρξε ο πολιτικός εκφραστής της καπιταλιστικής ανόδου της περιόδου 1850-1875 έτσι και ο
Ε. Βενιζέλος υπήρξε ο εκφραστής μιας ισχυρής πλέον αστικής τάξης και των συμφερόντων
της. Οι αρχές του 20ου αιώνα σε καμία περίπτωση δεν θυμίζουν το κράτος του 19ου το οποίο
χαρακτηριζόταν από σχεδόν καθολική αδυναμία να ελέγξει το σύνολο της επικράτειας που
κατείχε.

Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα θα σημαδευτούν από την πορεία του Βενιζέλου και της
πολιτικής του που συνδέεται άρρηκτα με την πορεία της οικονομίας και των θεσμών της
χώρας προς τον αστικό εκσυγχρονισμό. Ο Μαυρογορδάτος χωρίζει τον βενιζελισμό σε δυο
φάσεις:

«κατά τη πρώιμη ηρωική περίοδο του Βενιζελισμού (1910-1920), ο αστικός εκσυγχρονισμός


συναρθρώθηκε με τον αλυτρωτισμό, με ιδεολογικό επιστέγασμα τη Μεγάλη Ιδέα. Κατά τη
δεύτερη περίοδο (1922-1932), ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώθηκε με την οικοδόμηση
ενιαίου εθνικού κράτους με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία στην οποία ο
Βενιζελισμός επιχείρησε να προσδώσει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο»96

Ο Βενιζέλος εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τον αλυτρωτισμό σε μια συγκυρία πολύ ευνοϊκή.
Ήρθε σε σύγκρουση με την Παλαιά Ελλάδα και κατάφερε αυτό που δεν κατάφεραν όλοι οι
προηγούμενοι θιασώτες της Μεγάλης Ιδέας. Όταν πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τον στόχο του,
αναπροσανατόλισε την πολιτική του στο εσωτερικό με στόχο την οργάνωση ενός εθνικού
συγκεντρωτικού κράτους, κάτι που ακόμη δεν είχε επιτευχθεί, έναν αιώνα μετά την κήρυξη
της επανάστασης. Σε αυτή τη προσπάθεια ο Βενιζέλος και η συμμαχία του αποτελούσε την
αστική πρωτοπορία ενώ οι αντίπαλοί του αποτελούσαν μια συμμαχία οικονομικής και
κρατικής ελίτ που είχε υπό τον έλεγχό της το κράτος. Χαρακτηριστικά ο Μαυρογορδάτος
αναφέρει:

«Στο πεδίο του αστικού εκσυγχρονισμού ο Βενιζελισμός υπήρξε μοναδική και αρχικά
ακαταμάχητη διαταξική συμμαχία, με επικεφαλής την επιχειρηματική αστική τάξη και
μαζικότερα ερείσματα τα φιλικά της μικροαστικά στρώματα και προπαντός τους ακτήμονες
αγρότες, από τους οποίους, μαζί με τους πρόσφυγες, προέκυψαν οι νέοι μικροϊδιοκτήτες της
αγροτικής μεταρρύθμισης. […] Η πεισματική αντίσταση στον αστικό εκσυγχρονισμό
εκφράστηκε προπαντός από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, ως αντίρροπη διαταξική συμμαχία
στην οποία διακρίνει κανείς τη λεγόμενη κρατική αστική τάξη (αλληλένδετη με γαιοκτήμονες,
άλλους εισοδηματίες και ορισμένα μονοπώλια με επικεφαλής την Εθνική Τράπεζα), αλλά
κυρίως το συντριπτικό όγκο των παλιών μικρονοικοκυραίων της πόλης και του χωριού, δηλαδή
των κατεξοχήν προκαπιταλιστικών και αντικαπιταλιστικών μικροαστικών στρωμάτων»97.

Έχοντας διαμορφώσει μια συμμαχία με τα παραπάνω χαρακτηριστικά ο βενιζελισμός ήρθε


σε σύγκρουση τόσο με τις παραδοσιακές εξουσίες, που από τον προηγούμενο αιώνα είχαν

96
Γιώργος Μαυρογορδάτος - Χρήστος Χατζηιωσήφ, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1992, σελ. 10.
97
Στο ίδιο, σελ. 11.

37
διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την επιρροή τους, όσο και με το ανερχόμενο συνδικαλιστικό
κίνημα το οποίο ενώ αρχικά είχε ενισχύσει98 προσδοκώντας να το θέσει υπό την κηδεμονία
του, τώρα τα αντικαπιταλιστικά του συνθήματα το καθιστούσαν εχθρό της ανερχόμενης
αστικής τάξης.

Όσον αφορά τη συνδικαλιστική οργάνωση και το εργατικό κίνημα ο βενιζελισμός


αναπροσάρμοσε τη πολιτική του ανάλογα με τη φάση στην οποία βρισκόταν. Στην πρώτη
φάση της υπηρέτησης του αλυτρωτισμού ο Βενιζέλος ακολούθησε μια διττή πολιτική
παραχωρώντας σημαντικά δικαιώματα όσον αφορά την οργάνωση της εκπροσώπησης των
ταξικών συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων, και εγκαινιάζοντας μια πολιτική καταστολής
των εργατικών και συνδικαλιστικών αγώνων και διεκδικήσεων. Στη δεύτερη φάση της
υπηρέτησης της διαμόρφωσης ισχυρού, συγκεντρωτικού, αστικού και εθνικού κράτους
συγκρούστηκε σθεναρά με τα ταξικά συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων, διατήρησε σε
μόνιμη βάση τη σκληρή καταστολή ενώ σταδιακά περιόριζε τις ελευθερίες που ο ίδιος είχε
παραχωρήσει σε μια προσπάθεια να χειραγωγήσει το εργατικό κίνημα.

Αρχικά, το 1914 ήταν ένα έτος οργάνωσης των μέσων με τα οποία θα διεκδικούσαν τα
συμφέροντά τους οι διάφορες τάξεις, από τους έμπορους και τους βιομήχανους μέχρι τους
εργάτες και τους αγρότες. Ο νόμος 184/29-03-1914 «Περί συστάσεως εμπορικών και
βιομηχανικών επιμελητηρίων» αποτελεί το πρώτο εγχείρημα προς αυτή τη κατεύθυνση.
Ακολουθεί ο νόμος 280/20-06-1914 «Περί γεωργικών επιμελητηρίων» και ο νόμος 281/25-06-
1914 «Περί σωματείων». Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο νόμος απαγορεύει την
ανάμιξη των εργοδοτών στην σύσταση των επαγγελματικών σωματείων, απαγορεύει την
απειλή απόλυσης και την παρεμπόδιση των εργατών να συμμετάσχουν σε κόμματα
(Κεφάλαιο Γ’, Άρθρο 23). Αυτοί οι νόμοι έδωσαν ώθηση στην εργατική τάξη να διεκδικήσει,
και γενικότερα στο σύνολο της κοινωνίας να αρχίσει να αναπτύσσει σωματεία και
οργανώσεις διεκδίκησης99. Ωστόσο, ο βενιζελισμός ακόμη και σε αυτή τη φάση όπου
ενισχύει τον συνδικαλισμό, όχι από ευαισθησία για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αλλά
από ένα μείγμα ανάγκης να εντάξει την εργατική τάξη στην διαταξική συμμαχία που
διαμορφώνει, και ανάγκης να δείξει ότι το κράτος στην πορεία του προς τον εκσυγχρονισμό
πρέπει να καταφέρει να επέμβει σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας,
τροποποιεί τον νόμο ΤΟΔ’ του 1871, που αφορά τον εκτοπισμό συγγενών των ληστών, με
τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο εκτοπισμός οποιουδήποτε αποτελεί κίνδυνο για τη
δημόσια ασφάλεια.

Η ελληνική οικονομία στα χρόνια του βενιζελισμού γνωρίζει δομικές μεταβολές. Καταρχήν,
σε μεγάλο βαθμό ο στόχος του ελληνικού κράτους που ήταν σχεδόν ανέκαθεν η δημιουργία
ενός έθνους μικροκαλλιεργητών φαίνεται στη περίοδο 1910-1930 να γίνεται πραγματικότητα.
Η αγροτική μεταρρύθμιση που έγινε και σε συνδυασμό με τη διαδικασία αποκατάστασης των
προσφύγων όντως δημιούργησε μια ευρεία τάξη ιδιοκτητών μικρής γαιοκτησίας. Αυτό

98
Η ίδρυση των εργατικών κέντρων σε Αθήνα και Πειραιά το 1910 ήταν πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου
(Θεόδωρος Κατσανέβας, Εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών
Ερευνών, Αθήνα, 1983, σελ. 64).
99
Το Βήμα, 19/03/2006, «Από τον εκσυγχρονισμό στο «ιδιώνυμο», Κ. Φουντανόπουλος (Αριθμ. Φύλλου
14717).

38
αποτέλεσε και το αγκάθι το οποίο κράτησε στάσιμη την ελληνική αγροτική, και όχι μόνο,
οικονομία. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας σαφώς ωφέλησε περισσότερο την γεωργία εν
αντιθέσει με την πολιτική του κράτους έναντι της κτηνοτροφίας. Ωστόσο, πριν γίνει η
μεταβολή υπέρ της γεωργίας το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος και του
οικογενειακού εισοδήματος σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξαρτιόταν πλήρως από τη
κτηνοτροφία η οποία στη περίοδο 1910-1930 άρχισε να φθίνει με γοργούς ρυθμούς. Έπειτα η
άφιξη των προσφύγων επέβαλε τον διαμερισμό των γαιών με τέτοιο τρόπο ώστε να
ικανοποιηθούν οι περισσότεροι. Αυτός ο κατακερματισμός της γης δεν μπόρεσε να δώσει μια
ώθηση ούτε στην ίδια την αύξηση της γεωργικής παραγωγής που θα μπορούσε να αποδώσει
πλεόνασμα κεφαλαίου, ούτε να συνεπικουρήσει την βιομηχανία με παραγγελίες
βιομηχανικών προϊόντων.

Η ελληνική βιομηχανία παρά το γεγονός ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να δείχνει
σημάδια ανόδου δεν κατόρθωσε να σημειώσει κάποια έκρηξη παρά τις φαινομενικά ευνοϊκές
συνθήκες. Το 1880 τα μεγάλα εργοστάσια ήταν 22 ενώ το 1910 ήταν 92. Ωστόσο παρά τη
μεγάλη άνοδο «η ελληνική βιομηχανία χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλή αναλογία
ιπποδύναμης ανά εργάτη: 0,72 ίπποι εγκατεστημένης ισχύος ανά εργάτη»100. Ο μόνος τομέας
της ελληνικής οικονομίας που κατόρθωσε παρά τις απώλειες στους πολέμους να σημειώσει
αξιόλογη συσσώρευση κεφαλαίου είναι το εμπορικό ναυτικό101. Οι Έλληνες έμποροι
κατόρθωσαν να βγουν σαφώς κερδισμένοι από τη περίοδο της εμπόλεμης κατάστασης. Παρά
το γεγονός ότι βλέπουμε στην Ελλάδα η βιομηχανία να αναπτύσσεται σταδιακά,
πραγματοποιείται μια μεγάλων διαστάσεων συσσώρευση κεφαλαίων ειδικά στο μεταπρατικό
κεφάλαιο δημιουργώντας ταυτόχρονα μια μεγάλη μάζα ανέργων στα αστικά κέντρα102.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το ελληνικό κεφάλαιο κατά τη διάρκεια των κρίσιμων χρόνων του
πολέμου πέτυχε μια αξιοσημείωτη άνοδο εκμεταλλευόμενη και τις ευνοϊκές για αυτή
συνθήκες με τα φτηνά εργατικά χέρια και τις πολεμικές ανάγκες. Σε αυτό το γεγονός φαίνεται
πως συνέβαλε και η οργάνωση των εμπόρων και των βιομηχάνων σε ισχυρές ομάδες πίεσης
ήδη πριν το 1910103.

Η εκτενής αναφορά στην γενικότερη πολιτική που άσκησε ο Βενιζέλος είναι απαραίτητη
έτσι ώστε να είναι σαφής η εικόνα της εποχής, τα διακυβεύματά της και οι επιδιώξεις του
Βενιζέλου ο οποίος κατά το διάστημα αυτό δείχνει να κυριαρχεί απόλυτα στο πολιτικό
σκηνικό. Η αναλυτική αναφορά στον Βενιζέλο μας συνδράμει στην σκιαγράφηση του
πλαισίου μέσα στο οποίο το εργατικό διεκδικητικό κίνημα θέτει τις βάσεις του και

100
Mark Mazower, ό.π., σελ. 81. Οι αντίστοιχες αναλογίες στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη ήταν 2,22 για τη
Ρουμανία, 2,64 για τη Βουλγαρία και 3,4 για τη Γιουγκοσλαβία.
101
Το γεγονός ότι το εμπορικό κεφάλαιο ήταν αυτό που ανέκαθεν από τις κρίσεις έβγαινε κερδισμένο ενισχύει
το επιχείρημα ότι η ελληνική κοινωνία δεν έδωσε ποτέ μια αστική επανάσταση η οποία θα οδηγούσε στον
μετασχηματισμό της αλλά αντίθετα ενισχύει το επιχείρημα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι περισσότερο
«παρασιτικός», δηλαδή εξαρτώμενος από το ξένο κεφάλαιο παρά παραγωγικός και τα όποια εγχειρήματα
εκσυγχρονισμού εκ των πραγμάτων καθοδηγήθηκαν από τις ανώτατες βαθμίδες εξουσίες και ως εκ τούτου
ήταν ξένες προς την ελληνική κοινωνία.
102
Mark Mazower, ό.π., σελ.83.
103
Το 1907 ξεκίνησε τη λειτουργία του ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών (ο πρόδρομος του
Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων).

39
ταυτόχρονα συναντά την καθεστωτική αντίδραση. Η αντίδραση αυτή του κράτους είναι
αμφίσημη και σε αρχική φάση δεν αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα με ενιαίο τρόπο.

Η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παροχή ορισμένων


δικαιωμάτων στους εργάτες και γενικότερα τις επαγγελματικές ομάδες. Με τον νόμο 184 της
29ης Μαρτίου 1914 «Περί συστάσεως εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων» δίνεται το
ελεύθερο ίδρυσης εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων με τη μορφή των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου με στόχο την προστασία και προαγωγή των εμπορικών και
βιομηχανικών συμφερόντων. Λίγους μήνες αργότερα στις 20-06 τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος
280 «Περί γεωργικών επιμελητηρίων» ιδρύοντας γεωργικά επιμελητήρια με σκοπό την
προστασία και προαγωγή των γεωργικών, κτηνοτροφικών και δασικών συμφερόντων. Ο
νόμος 281 «Περί σωματείων» (25.06.1914) δίνει το ελεύθερο δημιουργίας σωματείων
ανεξαρτήτως θεματικής και επαγγέλματος. Ο νόμος 602 του 1915 «Περί συνεταιρισμών»
κανονίζει και οργανώνει τη διαδικασία συγκρότησης συνεταιρισμών που έχουν σκοπό τη
προαγωγή της ιδιωτικής οικονομίας.

Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια ο Βενιζέλος με νόμους που πέρασε προσπάθησε να θέσει
κάποιους κανονισμούς σε μια φαινομενική προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας
στα εργοστάσια και γενικότερα τους τόπους εργασίας104. Με όλους αυτούς τους νόμους η
κυβέρνηση Βενιζέλου επιδίωξε να εκσυγχρονίσει την οργάνωση των επαγγελματικών
συμφερόντων και των τάξεων. Αυτή του η πολιτική δεν έγινε χωρίς κάποια βαθύτερη
σκοπιμότητα. Η έκρηξη του πολέμου και το δίλημμα της εισόδου ή μη της Ελλάδας στον
πόλεμο δίχασε βαθιά τον πολιτικό κόσμο. Ο Βενιζέλος επιδίωξε να αποκτήσει ερείσματα στη
λαϊκή βάση για να αντισταθμίσει την πόλωση η οποία αυτό το διάστημα τέμνει κάθετα τον
πολιτικό κόσμο.

Η πολιτική του Βενιζέλου χαρακτηρίζεται και από έναν φαινομενικά περίεργο συγκερασμό
δυο σχετικά αντιθετικών λογικών και επιδιώξεων. Ο Βενιζέλος είναι ο πολιτικός που
καταφέρνει με περίτεχνο τρόπο να συνδυάσει το αίτημα της Μεγάλης Ιδέας με το αίτημα του
αστικού εκσυγχρονισμού. Αυτή είναι η επιτομή της πολιτικής του κατά τη πρώτη φάση της
διακυβέρνησής του. Στο παρελθόν η επιδίωξη της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας
αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για οποιοδήποτε εγχείρημα για εκσυγχρονισμό των
δομών στο εσωτερικό της χώρας. Μόνον η περίοδος του Τρικούπη μπορεί να χαρακτηριστεί
από μια προσήλωση στην εσωτερική μεταρρύθμιση, οδήγησε όμως την χώρα σε μια
πτώχευση. Στη συγκυρία των αρχών του 20ου αιώνα ο Βενιζέλος αφίχθη στην Ελλάδα ως
μάννα εξ ουρανού για την αναδυόμενη αστική τάξη.

Η ικανότητά του να συνθέτει διαφορετικά πολιτικά αιτήματα αποδείχθηκε αρκετή για να


εντάξει στην πολιτική του τόσο τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό όσο και
να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ιδιαιτέρως ευνοϊκή συγκυρία της περιόδου για να κάνει
πραγματικότητα την διεύρυνση των ελληνικών συνόρων προς τέρψη των μεγαλοϊδεατικών

104
Π.χ. Νόμος 4029/1912 «Περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων». Για παράδειγμα το πρώτο άρθρο
απαγορεύει την εργασία ανηλίκων κάτω των 12 ετών σε μια μεγάλη γκάμα τόπων εργασίας από εργοστάσια
μέχρι ξενοδοχεία. Επιπλέον, με τον νόμο 271/1914 καθορίζεται το ωράριο εργασίας σε καταστήματα ενώ με
τον νόμο 551/1914 προβλέπεται η αποζημίωση του εργάτη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος.

40
ορέξεων. Στην ουσία ο εκσυγχρονισμός και η Μεγάλη Ιδέα ήταν δυο έννοιες με πολύ ισχυρή
συνάφεια μεταξύ τους. Για να επιτευχθεί ο εκσυγχρονισμός ήταν απαραίτητη η επιτυχία της
Μεγάλης Ιδέας και για να μπορέσει να πραγματωθεί η Μεγάλη Ιδέα έπρεπε να επιτευχθεί ο
εκσυγχρονισμός. Ήταν δυο έννοιες φαινομενικά αντίθετες οι οποίες όμως συνδέονται
άρρηκτα. Ο Βενιζέλος υπήρξε ο μόνος πολιτικός που κατόρθωσε να επιτύχει σε μεγάλο
βαθμό και τα δυο έχοντας ως σύμμαχο την γεωπολιτική συγκυρία. Ο εκσυγχρονισμός θα είχε
τελείως διαφορετικό περιεχόμενο αν η Ελλάδα δεν κατάφερνε να πετύχει την ταύτιση του
ελληνικού καπιταλισμού με τα ελληνικά σύνορα.

Όσον αφορά το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται στην Ελλάδα μετά το 1910 θα λέγαμε ότι
τα πολιτικά κόμματα μπαίνουν σε μια φάση μεγαλύτερης ιδεολογικοποίησης των πολιτικών
προγραμμάτων τους. Μέχρι το 1910 θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η πολιτική
φιλοσοφία πίσω από τα πολιτικά προγράμματα ήταν λίγο ως πολύ ρηχή ή καλύτερα παλαιού
τύπου105. Δύσκολα τα κόμματα μπορούσαν να διακριθούν μεταξύ τους και να τοποθετηθούν
στον ιδεολογικό άξονα αριστεράς-δεξιάς. Η άνοδος του Βενιζέλου και του Φιλελεύθερου
Κόμματός του (χωρίς να αποδίδεται σε αυτόν η αλλαγή) συνοδεύεται με μια τάση
μετασχηματισμού του πολιτικού ανταγωνισμού στα πρότυπα των δυτικών αστικών
κομματικών συστημάτων και με ιδεολογικές ταυτίσεις δυτικού τύπου. Έτσι, η διαμόρφωση
ενός καθαρά φιλελεύθερου κόμματος οδήγησε στον μετασχηματισμό των υπαρχόντων
συντηρητικών σχηματισμών και τη γέννηση νέων σχηματισμών. Το Κόμμα των
Εθνικοφρόνων μετασχηματίστηκε σε Λαϊκό Κόμμα και αποτέλεσε το αντίπαλο του
βενιζελισμού συντηρητικό στρατόπεδο.

Τα οικονομικά δεδομένα της μετά το 1922 εποχής αλλάζουν. Ήδη από το 1917 οπότε και
ψηφίστηκε ο νόμος που προέβλεπε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή τους
στους ακτήμονες καλλιεργητές106 επιχειρείται μια αρκετά φιλόδοξη αγροτική μεταρρύθμιση.
Ο νόμος αυτός εγκαινίασε την εποχή της μεγαλύτερης διανομής γης που συνέβη ποτέ στην
Ελλάδα. Η διανομή γης στους ακτήμονες όπως και κατά τα ανάλογα εγχειρήματα του 19ου
αιώνα αποσκοπούσε κυρίως στο να μετατρέψουν μια μεγάλη μάζα φτωχών μέχρι πρότινος
ακτημόνων σε κομματικούς πιστούς.

Τέλος, η οργανωμένη εκπροσώπηση των αστικών συμφερόντων από τους φιλελεύθερους


αποτέλεσε και το εναρκτήριο λάκτισμα της οργανωμένης εκπροσώπησης των συμφερόντων
της εργατικής τάξης και των εργατικών συμφερόντων. Είναι η εποχή κατά την οποία
απέναντι στην δυναμική ορμή της αστικής επέλασης εμφανίζεται ο ριζοσπαστικός αντίλογος,

105
Μια αντίστοιχη μεταβολή του κομματικού συστήματος συνέβη και κατά τα χρόνια μετά την υιοθέτηση της
αρχής της δεδηλωμένης, περίοδος κατά την οποία τα κόμματα εκ των πραγμάτων επηρεάζονταν λιγότερο από
τον Βασιλιά σε σχέση με το παρελθόν και κατά συνέπεια ήταν απαραίτητο τα κόμματα να αναζητήσουν μια
ταυτότητα που να τα χαρακτηρίζει και να τα διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα.
106
Νόμος 1072/1917 (29 Δεκεμβρίου) «Περί επεκτάσεως καθ’ άπαν το Κράτος των υπ’ αριθμ. 2466, 2467,
2468, 2469 και 2470 διαταγμάτων της προσωρινής κυβερνήσεως περί του αγροτικού ζητήματος». Με βάση
αυτό το νόμο οι διανομές της γης από τις απαλλοτριώσεις τσιφλικιών άργησαν να λάβουν μεγάλες
διαστάσεις. Το 1917 δεν έγινε καμία απαλλοτρίωση τσιφλικιού, το 1918 έγινε μόνο μια, το 1920 63 τσιφλίκια
ενώ μόλις από το 1923 η αγροτική μεταρρύθμιση θα αρχίσει να εφαρμόζεται μαζικά κυρίως λόγω της
επιτακτικής ανάγκης της αποκατάστασης των προσφύγων(1923: 642 τσιφλίκια, 1924: 561, 1925: 561).

41
το ΣΕΚΕ και έπειτα η μετεξέλιξή του, το ΚΚΕ. Η αντίδραση του καθεστώτος θα είναι άμεση
και για πρώτη φορά οργανωμένη.

2.3 Εχθρός του καθεστώτος: Εργατικό κίνημα και ΚΚΕ

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα κάνει την εμφάνισή του ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα με δειλά βήματα και μερικές απεργιακές κινητοποιήσεις στα μεγαλύτερα αστικά
κέντρα της εποχής107. Οι ριζικές μεταβολές στα σύνορα της χώρας και η ένταξη της
Μακεδονίας στον εθνικό κορμό συμβάλλουν τα μέγιστα στη μεγέθυνση του εργατικού
κινήματος. Το εργατικό κίνημα, στην μορφή που εμφανίζεται στην Ελλάδα, θα λάβει ώθηση
από την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας
(Δράμα, Καβάλα, Σέρρες). Η Θεσσαλονίκη διέθετε αναπτυγμένο συνδικαλισμό ήδη επί
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η διεύρυνση των συνόρων της χώρας σήμανε αυτόματα
την είσοδο της χώρας σε ένα επόμενο στάδιο στην πορεία προς την πολιτική, κοινωνική και
οικονομική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη στην οποία ήδη προ πολλού δρούσαν, σε
μερικές περιπτώσεις, με επιτυχία εργατικά κινήματα, είτε διεκδικητικά είτε ανατροπής.
Επιπλέον, η διεύρυνση των συνόρων και η ένταξη στον εθνικό κορμό περιοχών του
ελληνισμού έκανε ως ένα βαθμό πραγματικότητα την πρωταρχική ανάγκη του ελληνικού
κράτους να εντάξει στην επικράτειά του τα κέντρα δράσης του ελληνικού κεφαλαίου, στόχος
που δεν επετεύχθη πλήρως αλλά είχε γίνει πλέον σαφές ότι τα όρια του ελληνικού κράτους
δεν μπορούσαν να επεκταθούν περαιτέρω.

Το 1918 ιδρύεται το πρώτο επαναστατικής φύσης εργατικό κόμμα, το Σοσιαλιστικό


Εργατικό Κόμμα Ελλάδας. Ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του κόμματος υπήρξε
και ο Αβραάμ Μπεναρόγια ο οποίος πέρα από πρώτος πολιτικός εκτοπισμένος υπήρξε και ο
πρώτος εκλεγμένος σοσιαλιστής βουλευτής εκπροσωπώντας την εβραϊκή κοινότητα
Θεσσαλονίκης το 1914. Το Ιδρυτικό ψήφισμα του ΣΕΚΕ αναφέρει ότι οι δυο αρχές πάνω στις
οποίες θα δομηθεί η δράση του νεοσύστατου κόμματος είναι:

«πολιτική και οικονομική οργάνωση του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως δια την
κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και
ανταλλαγής, δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβικήν
ή κομμουνιστικήν, και διεθνή συνεννόηση και δράση των εργατών»108

Το πολιτικό πρόγραμμα και οι θέσεις του κόμματος μας δίνουν μια πλήρη εικόνα για τους
λόγους που το κράτος δαιμονοποίησε τη δράση του. Το νέο κόμμα εξέφραζε ριζοσπαστικά
αιτήματα τα οποία το έθεταν σε συγκρουσιακή τροχιά με το καθεστώς από τη πρώτη στιγμή
της ίδρυσής του παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν εμπόδισε με κανέναν τρόπο τη

107
Ο Ποινικός Νόμος προέβλεπε σκληρές ποινές για οποιονδήποτε τολμήσει να απεργήσει ή να στασιάσει,
ωστόσο, από τη δεκαετία του 1870 και έπειτα σταδιακά οι απεργίες εντάσσονται στη καθημερινότητα. Η
πρώτη απεργία στην Ελλάδα συναντάται ίσως στα 1871 στα μεταλλεία του Λαυρίου τα οποία τα
εκμεταλλευόταν η εταιρεία του Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη, Roux-Serpieri-Fressynet. Η απεργία αυτή απέτυχε
καθώς επενέβη ο στρατός και οι εργάτες απολύθηκαν. Κατά τη δεκαετία του 1880-1890 οι απεργίες θα
γνωρίσουν μεγάλη άνθιση.
108
Γιώργος Πετρόπουλος, «Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ», Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «7 Μέρες Μαζί»,
Κυριακή 7 Νοέμβρη 2004, http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2566647.

42
συγκρότησή του109. Μάλιστα μερικά από τα αιτήματα δεν ήταν απλά αντίθετα με το γενικό
προφίλ του κράτους αλλά πολλά από αυτά έρχονταν σε πλήρη σύγκρουση με τις επιτακτικές
ανάγκες του κράτους της εποχής, ενώ συνεπικουρούσαν τους κινδύνους που αυτό
αντιμετώπιζε. Η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η αποκέντρωση, η πλήρης ελευθερία
του τύπου, ο περιορισμός ή κατάργηση της μυστικής διπλωματίας που εκείνη την εποχή
βρισκόταν σε άνθιση, η παροχή ελευθεριών στον συνδικαλισμό, η αντίθεση σε κάθε
πολεμική διάθεση του κράτους110 και τα ευρύτερα αντικαπιταλιστικά συνθήματα που το
μανιφέστο του κόμματος διατυμπάνιζε είναι μερικά μόνο από τα ριζοσπαστικά στοιχεία του
προγράμματος του ΣΕΚΕ111.

Με βάση αυτές τις θέσεις το ΣΕΚΕ αυτομάτως έθετε εαυτόν σε συγκρουσιακή πορεία προς
το καθεστώς. Τα αιτήματα και οι θέσεις του ΣΕΚΕ μας αποκαλύπτουν τον ριζοσπαστικό
χαρακτήρα του κόμματος σε μια συγκυρία εμπόλεμη, με το συνδικαλιστικό κίνημα σε φάση
ανόδου και με μια εσωτερική κατάσταση ιδιαιτέρως κρίσιμη. Το ΣΕΚΕ επιχειρούσε να
διεμβολίσει το πολιτικό τοπίο δημιουργώντας έναν τρίτο πόλο σε σύγκρουση τόσο με τον
βενιζελικό χώρο όσο και με τον φιλομοναρχικό χώρο. Οι θέσεις του ΣΕΚΕ έρχονταν σε
ευθεία σύγκρουση τόσο με τον οικονομικό φιλελευθερισμό όσο και με τις παραδοσιακές
δομές εξουσίας. Η επιρροή του νέου κόμματος ήταν τέτοια που ήταν φυσικό επακόλουθο να
μην περάσει απαρατήρητη. Παρά το γεγονός ότι στις εκλογές του 1920 δεν κατάφερε να
εκλέξει κάποιο βουλευτή, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Το εκλογικό σύστημα, το πλειοψηφικό
με ευρεία εκλογική περιφέρεια, δημιούργησε αρκετά παράδοξα στη συγκεκριμένη εκλογική
αναμέτρηση112. Ακόμη και με τις συντηρητικές εκτιμήσεις η επιρροή του ΣΕΚΕ ήταν
πρωτοφανής παρά το γεγονός ότι δεν μεταφράστηκε σε έδρες λόγω του εκλογικού
συστήματος. Ένα μήνα νωρίτερα από την ίδρυση του ΣΕΚΕ ιδρύεται η Γενική
Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) η οποία σε αρχική φάση εκπροσωπούσε 214
σωματεία με πάνω από 65.000 εργάτες113. Σε αυτά τα σωματεία και τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις ο φιλελεύθερος χώρος κατάφερε από νωρίς να αποκτήσει μεγάλη επιρροή.
Ωστόσο, δεν θα καταστεί δυνατό να ενσωματωθεί πλήρως στον βενιζελισμό το νεαρό
συνδικαλιστικό κίνημα αφού οι σοσιαλιστές από νωρίς θα αποκτήσουν ισχυρές προσβάσεις
στις διοικήσεις των σωματείων. Ο Ελεφάντης αναφέρει ότι:

«οι σοσιαλιστές υπερισχύουν στη διοίκηση της ΓΣΕΕ (Μάιος 1919) και χαλούν τα σχέδια του
Βενιζέλου για έναν πατερναλιστικό συνδικαλισμό»114.

109
Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης: ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο,
Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 31.
110
Στο ίδιο, σελ. 33.
111
Βλέπε παραπομπή 108.
112
Για παράδειγμα ενώ το κόμμα των Φιλελευθέρων και ο Βενιζέλος έλαβε περίπου 7.000 ψήφους
περισσότερους από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση πανελλαδικά, η Ηνωμένη Αντιπολίτευση κέρδισε την
συντριπτική πλειοψηφία των εδρών (260 έναντι 118 των βενιζελικών). Το ΣΕΚΕ συγκέντρωσε περίπου 45.000
ης ης
ψήφους (Ιωάννης Ιακωβίδης, «Οι εκλογές τη; 1 -14 Νοεμβρίου 1920 – Από τον θρίαμβο, στη Μικρασιατική
Καταστροφή και την επίπλαστη «ελληνοτουρκική φιλία», Επίκαιρα Online, http://www.epikaira.gr/article/oi-
ekloges-tis-1-14is-noemvrioy-1920apo-ton-thriamvo-stimikrasiatiki-katastrofi-kai-tin-epiplasti-ellinotoyrkiki-
filia )
113
«Η Ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ», ΟΚΔΕ, http://www.okde.gr/archives/1953 .
114
Άγγελος Ελεφάντης, ό.π., σελ. 56.

43
Τον Μάιο του 1919 η διοίκηση της ΓΣΕΕ θα διασπαστεί αφού το ΣΕΚΕ διέθετε 5 μέλη ενώ
το κυβερνόν κόμμα του Βενιζέλου διέθετε 6, αμφισβητώντας για πρώτη φορά την
παντοδυναμία του Βενιζέλου στο νεαρό τότε συνδικαλιστικό κίνημα. Ένα μήνα αργότερα η
πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ αποφάσισε να καθαιρέσει τα 5 μέλη του ΣΕΚΕ ενώ
ταυτόχρονα η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε να τους εξορίσει στη Φολέγανδρο115.
Ωστόσο, κατά το επόμενο έτος το ΣΕΚΕ επέστρεψε δυναμικά στη ΓΣΕΕ ανακτώντας τον
έλεγχό της. Ο Βενιζέλος σε αυτή τη φάση δεν επιτυγχάνει να ελέγξει το συνδικαλιστικό
κίνημα και συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση την πολιτική των εκτοπισμών έναντι των
σοσιαλιστών.

Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το φαινόμενο του συνδικαλισμού και των εργατικών
διεκδικήσεων αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις. Πολύ σύντομα δεν θα είναι εύκολο να
εντοπιστεί στην Ελλάδα κλάδος της οικονομίας και επαγγελματική ομάδα που να μην
διαθέτει στοιχειώδη συνδικαλιστική οργάνωση. Η δεκαετία του 1910 αποτελεί την δεκαετία
κατά την οποία εμφανίζεται δυναμικά το μαζικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Πραγματικά οι
εργατικές οργανώσεις διευρύνουν την επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα πολύ μεγάλο
μέρος του πληθυσμού με το τέλος των πολέμων βρίσκεται οργανωμένο σε συνδικάτα,
σωματεία, οργανώσεις με διάφορες αποχρώσεις και στοχεύσεις.

Το 1920 έγιναν οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες το ΣΕΚΕ να συνδεθεί με την


Κομμουνιστική Διεθνή. Το 1924 στο 3ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ αποφασίστηκε η μετονομασία
του κόμματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αφού η επαναστατική πτέρυγα του
κόμματος κατόρθωσε να βγει νικήτρια στην εσωτερική διαπάλη για τη κατεύθυνση του
κόμματος116. Σε αυτό το συνέδριο η αλλαγή του ονόματος συνοδεύεται με τον τελικό
καθορισμό των στόχων του κόμματος. Τελικά, αποφασίζετε η σύνδεση του κόμματος με την
Κομμουνιστική Διεθνή και άμεσα απομακρύνονται από το κόμμα οι μετριοπαθείς ως
οπορτουνιστές και μικροαστοί117. Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε και το έναυσμα για την
σκλήρυνση της στάσης του καθεστώτος απέναντι στον ξεκάθαρο πλέον, στα μάτια του,
κίνδυνο να ενταχθεί η Ελλάδα στη ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης και να οδηγηθεί σε
επαναστατική αλλαγή του καθεστώτος. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο κίνδυνος στον οποίο είχε
εκτεθεί το ελληνικό καθεστώς ήταν απολύτως πολιτικός σε αντίθεση με το καθεστώς της
ληστείας. Από την εποχή αυτή και έπειτα το ΚΚΕ θα αντιμετωπιστεί από το καθεστώς ως
οιονεί εξωτερική απειλή και θα καταπολεμηθεί με σκληρή καταστολή στο εσωτερικό.

115
Γιώργος Πετρόπουλος, «Εργατική Πρωτομαγιά: Οι πρώτοι εορτασμοί στην Ελλάδα», Internet Archive
Wayback Machine,
http://web.archive.org/web/20080501075450/ninac.wordpress.com/2008/05/01/protomagia/.
116
Στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ είχαν διαμορφωθεί τρεις τάσεις. Η πρώτη τάση ήταν η λεγόμενη σταλινική, η
οποία υποστήριζε την παραμονή του κόμματος στις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του
Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Η δεύτερη ομάδα αποτελούταν από τους Τροτσκιστές με
επικεφαλής τον Πουλιόπουλο. Η ομάδα αυτή αμφισβητούσε την Κομμουνιστική Διεθνή. Η Τρίτη ομάδα
προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των δυο προηγούμενων (Γιώργος Πετρόπουλος, «Από το ΣΕΚΕ στο
ΚΚΕ», Ριζοσπάστης, http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2590011 ). Τελικά η πρώτη ομάδα μέχρι το 1927
θα επικρατήσει και θα αποπέμψει από το κόμμα τους Τροτσκιστές.
117
Ανάμεσα σε αυτούς που θα διωχθούν από το κόμμα είναι τα ιστορικά ιδρυτικά στελέχη του ΣΕΚΕ Ν.
Δημητράτος, Α. Μπεναρόγια, Γ. Γεωργιάδης.

44
Ο ίδιος ο Βενιζέλος προωθώντας τους νόμους περί σωματείων και οργανώσεων των εργατών
προσπάθησε να χειραγωγήσει το πρωτοεμφανιζόμενο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.
Μάλιστα, φαίνεται πως ούτε στην ίδρυση του ΣΕΚΕ προσπάθησε να θέσει εμπόδια118. Όπως
προαναφέραμε το 1914 ήταν το έτος κατά το οποίο δόθηκαν οι περισσότερες ελευθερίες περί
του συνεταιρίζεσθαι σε επαγγελματικά σωματεία και οργανώσεις. Το πλέον σπουδαίο στη
νομοθεσία του Βενιζέλου για τα σωματεία τη περίοδο 1914-1915 είναι το γεγονός ότι για
πρώτη φορά προβλέπονται από το νόμο σωματεία μη κοινά για εργοδότες κα εργάτες.
Αργότερα το 1920 θα καταργηθούν οι αυστηρές ποινές που προέβλεπε ο Ποινικός Νόμος για
τους απεργούς (για να έρθει λίγα χρόνια αργότερα και να τις υιοθετήσει εκ νέου).

Παρόλη τη φιλική προς το συνδικαλισμό νομοθεσία που περνά ο Βενιζέλος θα διατηρήσει


την ισορροπία φέρνοντας ταυτόχρονα νόμους κατασταλτικούς έναντι των εργατών. Η
παρουσία του Βενιζέλου στην εξουσία κατά τη φάση επέκτασης και ριζοσπαστικοποίησης
του εργατικού κινήματος ήταν καθοριστική έτσι ώστε να γίνουν γρήγορα τα απαραίτητα
βήματα για να οπλιστεί και να προστατευτεί το κράτος από τον ενδεχόμενο νέο κίνδυνο, που
αποκρυσταλλώνεται στο νεαρό συνδικαλιστικό κίνημα που υιοθετεί αντι-εργοδοτικά
συνθήματα, αναπτύσσει έντονη δράση κατά του πολέμου και ταυτόχρονα φαίνεται να
εντάσσεται στην σφαίρα επιρροής του «αντικαθεστωτικού» ΣΕΚΕ.

2.4 Οι πρώτοι πολιτικοί εκτοπισμού – Νομοθετικό πλαίσιο

Οι πρώτοι καθαρά πολιτικοί διοικητικοί εκτοπισμοί στην Ελλάδα διατάχθηκαν στις αρχές
του καλοκαιριού του 1914. Για την ακρίβεια, στις 8 Ιουνίου του 1914 συλλαμβάνονται και
εκτοπίζονται στη Νάξο ο γραμματέας της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας
(Φεντερασιόν) Αβραάμ Μπεναρόγια και ο γραμματέας του καπνεργατικού συνδικάτου
Σαμουέλ Γιονά. Η διαταγή της σύλληψης και εκτόπισης δίδεται από τον Γενικό Διοικητή
Μακεδονίας Θεμιστοκλή Σοφούλη119 με επιστολή του στην Αστυνομική Διεύθυνση
Θεσσαλονίκης. Προηγήθηκε η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών προς την
Αστυνομική Διεύθυνση σχετικά με τη δράση των δυο συνδικαλιστών και προτείνει την
εκτόπισή τους με την αιτιολόγηση ότι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια (31
Μαΐου 1914). Η Αστυνομική Διεύθυνση από τη δική της μεριά ζητά την 1η Ιουνίου την
έγκριση της απέλασης από τον Σοφούλη ο οποίος και το πράττει 120. Μάλιστα ο εκτοπισμός
διατάχθηκε χωρίς καν να διεξαχθεί δίκη. Η αιτία της απέλασης μπορεί να αναζητηθεί στην
επιτυχημένη απεργία των καπνεργατών την άνοιξη του ίδιου έτους (στην οποία πρωτεργάτες
ήταν τα πρόσωπα στα οποία αναφερόμαστε). Η απεργία είχε ξεσπάσει στις 24 Μαρτίου στην
Καβάλα και επεκτάθηκε σε Δράμα και Θεσσαλονίκη απηχώντας στο πανελλήνιο ακόμη και
στο εξωτερικό.

Ο εκτοπισμός των Μπεναρόγια – Γιονά αποτελεί τον πρώτο εκτοπισμό για πολιτικούς
λόγους στην Ελλάδα. Νόμος που προέβλεπε την δίωξη συνδικαλιστών ως επικινδύνων για τη
δημόσια ασφάλεια δεν υπήρχε. Ωστόσο η κυβέρνηση Βενιζέλου παράλληλα με την
νομοθεσία υπέρ των συνδικάτων επαναφέρει τον νόμο ΤΟΔ’ του 1871 που αφορούσε την

118
Άγγελος Ελεφάντης, ό.π., σελ. 31.
119
Κορδάτος, ό.π., σελ. 262.
120
Πηγή: Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου.

45
διοικητική εκτόπιση των συγγενών των ληστών και τον εφαρμόζει στις νεοαποκτηθείσες
επαρχίες121. Από μόνος του ο νόμος ΤΟΔ’ δεν προέβλεπε διάταξη με την οποία θα ήταν
δυνατή η εκτόπιση του Μπεναρόγια και του Γιονά καθώς σε καμία περίπτωση δεν
μπορούσαν να κατηγορηθούν ως ληστοτρόφοι ή ως συγγενείς ληστών. Για αυτό το λόγο η
κυβέρνηση Βενιζέλου έκρινε σκόπιμο ότι έπρεπε να τροποποιηθεί ο νόμος έτσι ώστε να
καθίσταται δυνατή η δίωξη ευρύτερων κατηγοριών αδικημάτων πέρα από την ληστεία. Έτσι,
ο νόμος προέβλεπε πλέον τον εκτοπισμό των συγγενών των ληστών αλλά και τον εκτοπισμό
οποιουδήποτε κρίνεται ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια122. Αξίζει να τονίσουμε
ότι η τροποποίηση του νόμου ΤΟΔ’ εισάγει μια καινοτομία, την απευθείας εκτόπιση του
κατηγορουμένου και όχι αποκλειστικά της οικογενείας του.

Με αυτό τον τρόπο δίνεται ουσιαστικά το ελεύθερο να διώκεται ο οποιοσδήποτε είτε έχει
διαπράξει αδίκημα είτε όχι, αρκεί μόνον να θεωρείται επικίνδυνος για το καθεστώς. Είναι
γεγονός ότι στο στόχαστρο του νόμου τίθενται κυρίως οι υποκινητές και οι πρωταγωνιστές
των απεργιών123 αφού ο ίδιος ο Φεσσόπουλος θα υποστηρίξει το 1940 ότι οι απεργίες μαζί με
τις ταραχές και τις εξεγέρσεις αποτελούν μέσα της ξένης προπαγάνδας και κατασκοπείας124.
Ο νομοθέτης δεν μπαίνει καν στον κόπο να ορίσει ποιες πράξεις πέρα από τη συγγένεια με
τους ληστές είναι πράξεις κατά της δημοσίας ασφαλείας και χρήζουν της ποινής του
εκτοπισμού. Για αυτό το λόγο ο τροποποιημένος νόμος αποτελεί ένα ορόσημο το οποίο
σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια επόμενη φάση στο ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας και της
καταπολέμησης των εχθρών του καθεστώτος. Ο ληστής παραμένει εχθρός, οι συγγενείς του
συνεχίζουν να διώκονται συλλογικά και ταυτόχρονα το καθεστώς αποκτά νέο εχθρό αν και
ακόμα δεν είναι απολύτως σαφές ποιος είναι αυτός και μέχρι που μπορεί να οδηγήσει η
δράση του.

Η έναρξη του Μεγάλου Πολέμου και η συνακόλουθη εμφάνιση της σύγκρουσης του βασιλιά
Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο προκάλεσε μια ύφεση στα ζητήματα που αφορούσαν τις
εργατικές διεκδικήσεις αλλά και το φαινόμενο της ληστείας. Το ενδιαφέρον μονοπωλούσαν ο
πόλεμος και η εσωτερική σύγκρουση που σύντομα θα διχοτομήσει τη χώρα. Η περίοδος
εσωτερικής ανωμαλίας που θα ακολουθήσει σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο δεν θα αφήσει
πολλά περιθώρια για ενασχόληση σε βάθος με τις εξελίξεις στην οργάνωση των
121
Νόμος 121/02-01-1914, «Περί επεκτάσεως εν ταις προσαρτωμέναις χώραις των νόμων ΤΟΔ’ της 27
Φεβρουαρίου 1871, ΥΙΕ’ της 29 Μαΐου 1871 και ΩΞΗ’ της 27 Νοεμβρίου 1880 Περί καταδιώξεως της
ληστείας».
122
Νόμος 121/02-01-1914, Τροποποιημένο άρθρο 21: Ανιόντες, κατιόντες, σύζυγοι, πενθεροί και πενθεραί και
συγγενείς εκ πλαγίου μέχρι και τετάρτου βαθμού εξ αίματος και δευτέρου εξ αγχιστείας ληστού
επικεκηρυγμένου δύνανται να εκτοπισθώσιν από του μέρους ένθα κατοικούσιν ή διαμένουσιν εις οιονδήποτε
μέρος του Ελληνικού Κράτους.
»Επίσης δύνανται να εκτοπισθώσι μετά την απότισιν της ποινής των και οι καταδικασθέντες επί παραβάσει
των ανωτέρω άρθρων 4,5,6 και 7 του ΤΟΔ’ νόμου ως και ανεξαρτήτως καταδίκης οι εκ της διαγωγής αυτών
ύποπτοι εις την δημοσίαν ασφαλείαν, οσάκις περί τούτου ήθελον εκ συμφώνου γνωμοδοτήσει η αρμοδία
εισαγγελική και αστυνομική αρχή.
123
Το ελληνικό κράτος από πολύ νωρίς θα επιδιώξει να αποφύγει την αύξηση των απεργιών. Ήδη από τον
Ποινικό Νόμο του 1833 καθιερώνεται ως αδίκημα «η εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας των εργατών ή των
εργοδοτών επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεως» με πρότυπο τον αντίστοιχο αγγλικό νόμο Combination Act
1799 (Θεόδωρος Κατσανέβας, ό.π., σελ. 69).
124
Γ.Θ. Φεσσόπουλος , Η υπηρεσία πληροφοριών: Κατασκοπεία-Αντικατασκοπεία-Προπαγάνδα, Τύποις Ν.Π.
Τιλπέρογλου, Αθήνα, 1940, σελ. 42.

46
συμφερόντων των λαϊκών μαζών και στις διεκδικήσεις. Αυτά τα ζητήματα λίγο ως πολύ όλο
αυτό το διάστημα παγώνουν. Σε αυτή τη περίοδο ωστόσο δεν εκλείπουν τα παρελθόντα
ζητήματα ασφαλείας, αντιθέτως σε αυτά προστίθενται νέα.

Η Βιδάλη125 υποστηρίζει ότι τα ζητήματα ασφαλείας που κυριαρχούσαν κατά τον Α’


Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η προσαρμογή των πληθυσμών των νεοαποκτηθέντων χωρών, η
πληροφόρηση των συμμάχων κατά τον πόλεμο126, ο Εθνικός Διχασμός αλλά και η οργάνωση
της εργατικής τάξης σε συνδικάτα127. Η ληστεία αν και σε ύφεση εξακολουθούσε να αποτελεί
ένα εμπόδιο (αν και σαφώς περιορισμένο) για το συγκεντρωτικό κράτος ωστόσο ήταν από
νωρίς σαφές ότι έβαινε προς αφανισμό. Οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν από την Ελλάδα
να εκσυγχρονίσει τα συστήματα πληροφοριών και κατασκοπείας. Ο Εθνικός Διχασμός έβαλε
την χώρα σε μια περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων μεταξύ δυο κοσμοθεωριών που
διεκδικούσε η κάθε μια την εξουσία για τον εαυτό της. Η οργάνωση της εργατικής τάξης,
αρχικά με την υποστήριξη και του Βενιζέλου, σε συνδυασμό με την έκρηξη των εργατικών
διεκδικήσεων σε όλο τον δυτικό κόσμο, δημιουργούσε ένα κλίμα ανασφάλειας για τον
επιχειρηματικό κόσμο που ξαφνικά βρισκόταν μπροστά στο ενδεχόμενο ένα μαζικό κίνημα
να απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα παραχωρήσεων για τα εργατικά δικαιώματα, περιορίζοντας την
ελευθερία δράσης της οποιασδήποτε επιχειρηματικής καπιταλιστικής πλέον δραστηριότητας.
Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος πήγαζε από την ριζοσπαστικοποίηση σημαντικής μερίδας του
εργατικού κινήματος, η οποία δεν θα αρκούνταν μόνον σε επιμέρους παραχωρήσεις προς
όφελος της εργατικής τάξης.

Ήδη πριν από την άνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία θεσπίστηκαν κάποια μέτρα προς την
κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού σε επίπεδο οργάνωσης των συστημάτων ασφαλείας και
καταστολής. Με τον νόμο 3165/03.08.1906 «Περί Αστυνομίας του Κράτους» ορίζεται ότι «η
αστυνομία του Κράτους ασκείται, υπό την ανωτάτην διεύθυνσιν του Υπουργού των
Εσωτερικών, δια του Σώματος της Χωροφυλακής». Αν λάβουμε υπόψη ότι με νόμους και
διατάγματα του προηγούμενου αιώνα καθορίζεται ότι η χωροφυλακή αποτελεί σώμα
στρατιωτικό τότε η αστυνομία του κράτους αποτελεί σώμα στρατιωτικό ή τουλάχιστον σώμα
που δεν μπορεί να διαχωριστεί με σαφήνεια από τον στρατό. Άλλωστε το άρθρο 7 αναφέρει
ξεκάθαρα: «Πάσαι αι αστυνομικαί διευθύνσεις του Κράτους υπάγονται ως προς την διοίκησιν
εις το Αρχηγείον της Χωροφυλακής». Ο νόμος με τον οποίο ιδρυόταν η χωροφυλακή του 1833
καθόριζε ότι η χωροφυλακή θα ήταν σώμα στρατιωτικό που θα υπαγόταν στη Γραμματεία
των Στρατιωτικών. Κατά συνέπεια, δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία το Αρχηγείο
της Χωροφυλακής υπάγεται στο υπουργείο στρατιωτικών ενώ ταυτόχρονα η αστυνομία του
κράτους ασκείται υπό τη διεύθυνση του Υπουργείου Εσωτερικών δια του σώματος της
χωροφυλακής το οποίο όμως όπως είπαμε υπάγεται στο υπουργείο στρατιωτικών128.

125
Σοφία Βιδάλη, ό.π., σελ. 384.
126
Θα αναπτυχθεί στην Μακεδονία ένα ευρύ κατασκοπευτικό δίκτυο που αρχικά έχει ως στόχο την συλλογή
πληροφοριών σχετικά με το πολεμικό μέτωπο και την ανάσχεση της γερμανικής προπαγάνδας και σε ένα
δεύτερο επίπεδο την παρακολούθηση των εργατών και των συνδικαλιστών.
127
Σοφία Βιδάλη, ό.π., σελ. 384.
128
Μόλις το 1946 η Χωροφυλακή θα υπαχθεί στο υπουργείο δημόσιας τάξης.

47
Η κυβέρνηση Βενιζέλου θα εκδώσει νόμο (Ν.3836/1911) στις 25 Ιουλίου «Περί ζωοκλοπής
και ζωοκτονίας» με τον οποίο τιμωρούνται με αυστηρές ποινές όσοι κλέβουν ζώα και όσοι τα
θανατώνουν. Η κλοπή ζώων και η θανάτωση αυτών ήταν μια πάγια τακτική των ληστών είτε
γιατί το θεωρούσαν λεβεντιά, είτε γιατί έπρεπε να φάνε, ενώ σκότωναν πολλές φορές ζώα για
να εκδικηθούν129. Η ζωοκλοπή όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο ήταν μια
σχεδόν αρχαία πρακτική των κλεφτών και των ληστών ενώ θα απασχολήσει την δημόσια
ασφάλεια ακόμη και κατά τη δεκαετία του 1930. Οι νόμοι περί ζωοκτονίας και ζωοκλοπής
συναντώνται πολύ συχνά στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο. Παρά το γεγονός ότι η ληστεία
έχει εισέλθει σε δεύτερο πλάνο, εξακολουθεί να δημιουργεί την ανάγκη να ληφθούν
νομοθετικά μέτρα για να καταπολεμηθεί. Με τον νόμο 3926/10.10.1911 ο Βενιζέλος ως
υπουργός των Στρατιωτικών διατάσσει την αύξηση των έφιππων χωροφυλάκων. Στις
21.11.1911 ψηφίζεται ο νόμος 3934 «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών
εργασίας» καθιστώντας τους εργοδότες υπεύθυνους για το σωστό περιβάλλον εργασίας, μια
από τις πρώτες προσπάθειες του Βενιζέλου να προσεγγίσει το εργατικό κίνημα.

Στις 23 Αυγούστου του 1917 ψηφίζεται ο νόμος 755 «Περί αδικημάτων τινών κατά της
ασφαλείας της χώρας και της κοινής ησυχίας». Ο νόμος αυτός εντάσσεται πλήρως στα πλαίσια
του Μεγάλου Πολέμου και της επακόλουθης ανάγκης να ανταπεξέλθει το κράτος στις
ανάγκες της κατασκοπίας130 για τις οποίες ούτε εμπειρία διαθέτει ούτε έχει προετοιμαστεί
κατάλληλα. Με το άρθρο 1 περιορίζεται αυστηρά το δικαίωμα του τύπου να δημοσιεύει
οτιδήποτε σχετικό με τις στρατιωτικές κινήσεις και την οχύρωση της χώρας131. Τουλάχιστον
με φυλάκιση ενός μήνα τιμωρείται οποιοσδήποτε προπαγανδίζει την λιποταξία και την
ανυποταξία. Το άρθρο 6 επιτρέπει ακόμη και τον εκτοπισμό οποιουδήποτε παρακωλύει με
οποιονδήποτε τρόπο την άμυνα της χώρας. Η εκτόπιση διατάσσεται από τον Νομάρχη ενώ η
διαδικασία είναι η ίδια που προβλέπει ο νόμος ΤΟΔ’ του 1871 έτσι όπως έχει τροποποιηθεί
με τον νόμο 121/1914. Δηλαδή μέχρι στιγμής στην Ελλάδα προβλέπεται η διοικητική
εκτόπιση των συγγενών των ληστών, αυτών που απειλούν την δημόσια ασφάλεια γενικώς και
όσοι παρακωλύουν με οιονδήποτε τρόπο την εξωτερική ασφάλεια της χώρας είτε με τη
δημοσίευση δεδομένων που αφορούν την ασφάλεια της χώρας και τις κινήσεις των δυνάμεων

129
Ο παρών νόμος διατηρεί σε ισχύ τον νόμο 76/20.02.1848 «Περί θανατώσεως των περιπλανώμενων ζώων
χοίρων και αίγων εντός αλλότριας ιδιοκτησίας». Με αυτό το νόμο η χωροφυλακή δύναται να θανατώνει ζώα
περιπλανώμενα άνευ επιτηρήσεως και εντός ξένης ιδιοκτησίας. Πρόκειται ξεκάθαρα για την πολιτική με την
οποία το κράτος στηρίζει με κάθε τρόπο την ιδιοκτησία και πολεμά με όσα μέσα διαθέτει την νομαδική
κτηνοτροφία.
130
O Howard Zinn αναφέρει ότι τον Ιούνιο του 1917 ψηφίζεται ο Νόμος περί Κατασκοπίας στις Ηνωμένες
Πολιτείες (στην αρχή της δεύτερη θητείας του προέδρου Γούντροου Ουίλσον) ο οποίος περιλάμβανε ποινές
κάθειρξης έως 20 έτη για «οποιονδήποτε προκαλέσει ή αποπειραθεί να προκαλέσει εν καιρώ πολέμου
ανυπακοή, απείθεια, ανταρσία ή αρνηθεί να καταταγεί στο στρατό ή το ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών ή
αποπειραθεί ενσυνείδητα να παρεμποδίσει την στρατολόγηση πολιτών στην υπηρεσία των Ηνωμένων
Πολιτειών…» (Howard Zinn, Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, Εκδόσεις Αιώρα, Αθήνα, 2009, σελ.
403). Ο νόμος αυτός στοχοποιούσε κυρίως αυτούς που προπαγάνδιζαν αντιπολεμικές ιδέες και κατά συνέπεια
η μεγάλη πλειοψηφία των καταδικασθέντων με τον νόμο αυτό ήταν σοσιαλιστές. Η κατασκοπία σε αυτή την
ιστορική φάση γνωρίζει τεράστια άνθιση στο σύνολο των χωρών που λαμβάνουν μέρος στον Μεγάλο Πόλεμο
ή στον πόλεμο κατά τον Μπολσεβίκων.
131
Αντίστοιχος νόμος περισσότερο μετριοπαθής ψηφίστηκε και το 1914, ο νόμος 173/14.03.1914 «Περί
απαγορεύσεως της δημοσίευσης ειδήσεων και ανακοινώσεων αναγομένων εις στρατιωτικάς κινήσεις, έργα
οχυρώσεως και παραγγελίας».

48
ασφαλείας είτε με την υποστήριξη και παρότρυνση σε λιποταξία και ανυποταξία στο στρατό.
Η λιποταξία αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα και για τις κυβερνήσεις του 19ου αιώνα, ωστόσο
κατά τη πολυετή πολεμική αναμέτρηση της περιόδου που μελετάμε το φαινόμενο απέκτησε
νέα δυναμική και μαζικότητα.

Στις 3 Νοεμβρίου του 1917 τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος 1013 «Περί μεταρρυθμίσεως των
αφορωσών την λιποταξίαν και ανυποταξίαν διατάξεων». Ο νόμος προβλέπει σκληρές ποινές
για τους λιποτάκτες ενώ το άρθρο 4 προβλέπει την εκτόπιση «ανιόντων, κατιόντων συζύγου,
αδελφών, πενθερού, πενθεράς και γυναικαδέλφου παντός λιποτάκτου ή ανυποτάκτου εις τινα
νήσον του Κράτους» (σε εμπόλεμη κατάσταση). Εφαρμόζεται πιστά κάθε λέξη που αφορά τη
δίωξη της ληστείας στη περίπτωση των λιποταξιών. Για την λιποταξία προβλέφθηκε για
πρώτη φορά η δίωξη όχι μόνον του ιδίου του λιποτάκτη αλλά και της οικογενείας του.132 Ο
νόμος 1227/1918133 αφορά την επέκταση των νόμων και των διατάξεων που προβλέπουν την
εκτόπιση για τα αδικήματα της στάσης, της ανυποταξίας και της αντιστάσεως του
Στρατιωτικού Ποινικού Νόμου134.

Οι νόμοι και τα διατάγματα που προαναφέραμε μπορεί φαινομενικά να μην συνδέονται


απόλυτα μεταξύ τους. Παρόλα αυτά μέσα από την ανάγνωση αυτού του νομοθετικού
πλαισίου αποκρυσταλλώνεται μια πολιτική συνέχεια. Με τα διατάγματα αυτά από τη μια
μεριά δίνονται δικαιώματα στους εργάτες και επιχειρείται να αλλάξουν κάποιες βασικές
συνθήκες εργασίας, ενώ ταυτόχρονα σκληραίνει σημαντικά το νομοθετικό πλαίσιο που
αφορά τη δίωξη των εργατών, η ληστεία συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα που επιδιώκει να
λύσει το κράτος και πληθαίνουν οι κατηγορίες αδικημάτων για τα οποία η ποινή είναι η
διοικητική εκτόπιση. Αυτό το νομοθετικό πλέγμα δηλώνει ξεκάθαρα ότι το κράτος βρίσκεται
σε μια φάση κατά την οποία δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε άλλο παρά μόνο εχθρούς, ένα
κράτος που δεν είναι σαφές ακόμη ποιος κατέχει τον έλεγχό του και από ποιους κινδυνεύει
περισσότερο.

132
Ριζοσπάστης 26/03/1923, σελ.1 Ανακοινωθέν του Αρχηγού του Στρατού Θ. Πάγκαλου : «Καθιστώ γνωστόν
απαξάπασι την αμετάτρεπτον απόφασίν μου ότι θα εφαρμόσω αμειλίκτως και ατέγκτως τον Νόμον επιβάλλον
την εσχάτην των ποινών εις πάντα υπέχοντα στρατιωτικήν υποχρέωσιν και μη παρουσιαζόμενον εντός της
ταχθείσας προθεσμίας ομοίως ότι θα εφαρμόσω την αυτήν ποινήν και κατά παντός υποθάλποντος
λιποτάκτους και ανυποτάκτους, ομοίως ότι θα εφαρμόσω σκληρώς και τας σχετικάς διατάξεις του νόμου περί
εκτοπισμού των οικογενειών και των συγγενών των λιποτακτών του στρατού και ανυποτάκτων».
133
Ν.1227/04.04.1918 «Περί επεκτάσεως των διατάξεων των νόμων ΤΟΔ’, ΥΙΕ’, ΩΞΗ’ περί καταδιώξεως της
ληστείας και επί των αδικημάτων της στάσεως, της ανυποταξίας και αντιστάσεως της Στρατιωτικής Ποινικής
Νομοθεσίας». Άρθρο 2: «Ο αρμόδιος αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως ή ο Νομάρχης, δύναται να διατάξη την
εκτόπισιν των ανιόντων, κατιόντων, συζύγου, αδελφών, πενθερού, πενθεράς και γυναικαδέλφου κατά τους
όρους του άρθρου 4 του νόμου 1013 της 1 Νοεμβρίου 1917 περί μεταρρυθμίσεως των αφορωσών την
λιποταξίαν και ανυποταξίαν διατάξεων, εφαρμοζομένου κατά τούτο, αντί των σχετικών διατάξεων του ΤΟΔ’
νόμου».
134
Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία, εν Αθήναις εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου, 1860. Άρθρα 206-215
ο
«Στάση, ανυποταξία και αντίσταση». Στα άρθρα αυτά προβλέπονται ήδη από τον 19 αιώνα σκληρότατες
ποινές σε όσους στρατιώτες χρησιμοποιούν τα όπλα για να αντισταθούν στις εντολές του αρχηγού
συγκροτώντας μικρές ομάδες ή σε όσους με τα ίδια μέσα δρουν εναντίον των εντολών του αρχηγού. Η
Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία προβλέπει από πολύ νωρίς μέχρι και την θανατική ποινή για αυτού του
είδους τα αδικήματα.

49
Με τον νόμο 2461/1920135 δημιουργείται η Αστυνομία Πόλεων, ένα σώμα σύγχρονο με τις
ανάγκες της εποχής. Το σώμα αυτό υπάγεται αποκλειστικά στο υπουργείο δημόσιας τάξης σε
αντίθεση με τη χωροφυλακή και κατά συνέπεια δεν αποτελούσε σώμα με στρατιωτική
οργάνωση. Καθήκοντά της είναι η διαφύλαξη της τάξης και της ασφάλειας στους δρόμους
των πόλεων και η αστυνόμευση αυτών. Η Αστυνομία Πόλεων συστάθηκε καταρχήν στη
Κέρκυρα (1921) και έπειτα σε Πάτρα (1922), Πειραιά (1923) και τέλος στην Αθήνα (1929).
Στην Θεσσαλονίκη την ασφάλεια της πόλης αποφασίστηκε να διατηρήσει αποκλειστικά η
χωροφυλακή. Έτσι, ενώ στα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα η αστυνόμευση δεν τηρούνταν
αποκλειστικά από ένα στρατιωτικό σώμα, στην Θεσσαλονίκη δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Η
Αστυνομία Πόλεων στις έξι δεκαετίες της ύπαρξής της θα πρωταγωνιστήσει στην σκληρή
καταστολή του κομμουνισμού. Είναι το πρώτο όργανο της τάξης που καλείται να
αντιμετωπίσει τον νέο κίνδυνο (ιδρύεται για αυτό το σκοπό) που πλέον δεν ελλοχεύει στα
βουνά και στις χαράδρες αλλά στις φτωχές λαϊκές γειτονιές των διευρυμένων αστικών
κέντρων που πρόκειται σύντομα να διογκωθούν με την άφιξη των προσφύγων. Η δράση της
Αστυνομίας Πόλεων είναι καθοριστική στην καταπολέμηση του μετέπειτα κομμουνιστικού
κινδύνου. Σε αυτή τη φάση βλέπουμε το κράτος να οργανώνεται για να αντιμετωπίσει τον
κίνδυνο που ήδη βλέπει να χτυπά την πόρτα των υπολοίπων βαλκανικών και ευρωπαϊκών
χωρών μετά την επιτυχή εγκαθίδρυση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία.

Η σύντομη περίοδος που εγκαινιάζεται από τη πτώση του Βενιζέλου και την άνοδο των
αντιβενιζελικών με ηγέτη τον Δ. Γούναρη και λήγει με την χρεωκοπία της τακτικής του
Γούναρη, αποτελεί μια κομβική περίοδος για την εξέλιξη των πολιτικών διώξεων. Το
καθεστώς του Γούναρη υιοθέτησε αμέσως την πολιτική διώξεων του Βενιζέλου αυτή τη φορά
κυρίως εναντίον των βενιζελικών δίνοντας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την εντύπωση
ότι η σύγκρουση στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού αποτελεί ένα ζήτημα που προηγείται της
αντιμετώπισης του ανερχόμενου ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος. Όντως σε αυτή τη
φάση ο Γούναρης επιδίωξε να δώσει μια οριστική λύση με το αντίπαλο στρατόπεδο της
ενδοαστικής διένεξης. Στα πρότυπα του φασιστικού κινήματος της Ιταλίας σε αυτή τη
περίοδο συναντάμε λευκή τρομοκρατία, πογκρόμ, δολοφονίες και πλήθος άλλων μέσων
πίεσης κυρίως εναντίον των βενιζελικών και δευτερευόντως εναντίον των αριστερών
συνδικαλιστών η δραστηριότητα των οποίων βρίσκεται σε αυτή τη φάση σε ύφεση αλλά και
σε σταυροδρόμι εξελίξεων για τη συνοχή και την οργάνωσή τους136.

Παρά το γεγονός ότι η ληστεία βρίσκεται σε φάση παρακμής και χωρικού περιορισμού,
εξακολουθεί να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα. Η ληστεία έχει την ιδιαιτερότητα να
ακολουθεί την πορεία της επέκτασης των ελληνικών συνόρων και κατά συνέπεια να
μετατοπίζεται προς τον βορρά αλλά και τα απομακρυσμένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Επιπλέον, η ληστεία έλαβε ώθηση κατά τη περίοδο του πολυετούς πολέμου,
ανατροφοδοτώντας της ληστρικές συμμορίες. Το 1923 είναι έτος κατά το οποίο με βασιλικό
διάταγμα επεκτείνεται χρονικά και χωρικά η ισχύς των νόμων που αφορούν την δίωξη της

135
Ν.2461/05.05.1920 «Περί Αστυνομίας των πόλεων».
136
Περισσότερα για το καθεστώς του Δημήτριου Γούναρη στο Σπύρος Μαρκέτος, Πως φίλησα τον Μουσολίνι:
Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, σελ. 119-130.

50
ληστείας137. Οι ληστρικές συμμορίες γνώρισαν μια άνθιση από τις αρχές του 20ου αιώνα
ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα όπου έλαβαν μέρος στη σύγκρουση
συμμοριών των αντιμαχόμενων πλευρών εντός του μακεδονικού εδάφους. Αργότερα,
χρησιμοποιήθηκαν συμμορίες κατά την αρχική φάση του Εθνικού Διχασμού (Επίστρατοι)
αρχικά από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο και σύντομα και από τον βενιζελικό χώρο. Όταν
έπαψαν αυτές οι ομάδες ένοπλων αντρών να αποτελούν χρήσιμα όργανα στα χέρια των
κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών, πολλοί από αυτούς ακολούθησαν τον δρόμο των ληστών
στα βουνά.

Ωστόσο, στη κρίσιμη φάση της μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εποχής το ζήτημα της
ληστείας λίγο απασχολεί τόσο τη κοινή γνώμη όσο και το κράτος παρά το ότι εξακολουθεί να
είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Το κρίσιμο της εποχής το διαπιστώνει κανείς από το γεγονός
ότι από το 1920, έτος κατά το οποίο ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία, μέχρι και το 1928 στην
Ελλάδα θα υπάρξουν συνολικά 22 κυβερνήσεις. Η Ελλάδα σε αυτό το σύντομο χρονικό
διάστημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια βαριά στρατιωτική ήττα, την ενσωμάτωση άνω του
ενός εκατομμυρίου προσφύγων και την αντιμετώπιση ενός ριζοσπαστικού εργατικού
κινήματος που απειλούσε να εμφανιστεί αρκετά ενισχυμένο μετά την άφιξη μιας μεγάλης
μάζας φτωχοποιημένων προσφύγων.

Αξίζει στο σημείο αυτό να κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Με αφορμή την άφιξη των
προσφύγων η Μακρόνησος, ένα ξερονήσι πλησίον της Αττικής, θα αποκτήσει μεγάλη
σημασία. Θα χρησιμοποιηθεί ως λοιμοκαθαρτήριο των προσφύγων που φτάνουν στην
Ελλάδα κυρίως από τον Πόντο. Δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι προτού εισέλθουν στις ελληνικές
πόλεις και τα ελληνικά χωριά θα κάνουν μια σημαντική στάση στη Μακρόνησο όπου για
μερικούς μήνες στοιβάζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες με στόχο υποτίθεται την περιποίηση
και την απολύμανση138. Αυτή η μέθοδος καραντίνας αργότερα θα αποτελέσει πρότυπο για τα
μελλοντικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με σαφώς διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα.
Το ίδιο ακριβώς νησί θα φανεί χρήσιμο και στο μέλλον στον αγώνα του κράτους να
«απολυμάνει» την κοινωνία από το «μικρόβιο» του κομμουνισμού.

137
Β.Δ. Περί θέσεως εν ισχύι προσωρινώς καθ’ άπαν το Κράτος του νόμου «περί καταδιώξεως της ληστείας».
Με το διάταγμα αυτό τίθενται σε ισχύ οι νόμοι που αφορούν τη δίωξη της ληστείας και τη δημόσια ασφάλεια
στις νέες χώρες.
138
Ριζοσπάστης, 26-03-1923 «Εκ Κωνσταντινουπόλεως αφίχθησαν δια του Ρωσσικού Ατμοπλοίου «Κορνίλωφ»
3750 πρόσφυγες Πόντιοι. Το ατμόπλοιον χωρίς να ελευθεροκοινωνήση, διαταχθέν κατηυθύνθη εις
Μακρόνησον όπως αποβιβάση τους πρόσφυγας δι’ απολύμανσιν».
Εμπρός, 13-09-1922 «Το υπουργείον της Περιθάλψεως εζήτησεν από το υπουργείον της Εθνικής Οικονομίας
2 ατμόπλοια δια να μεταφερθούν 5.500 πρόσφυγες της Μακρονήσου εις Ανατολικήν Μακεδονίαν και
Θεσσαλονίκην».
Ριζοσπάστης, 8-12-1923, σελ. 1, «Προκήρυξη στις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες» : «Αυτοί φάγανε 40.000
πρόσφυγες στην Μακρόνησο, στην καραντίνα κάνοντας την σκέψιν πως όσοι περισσότεροι πρόσφυγες
πεθαίνουν γι’ αυτούς θα είναι συμφέρον, δεν θα’ χουνε σκουτούρες στο κεφάλι τους».
Στο τεύχος του Νοεμβρίου του 1925 του National Geographic παρατίθεται μια φωτογραφία της Μακρονήσου
όπου απεικονίζεται ο καταυλισμός 6000 προσφύγων από την Τραπεζούντα σε Αμερικανικό Σταθμό
Καραντίνας (η φωτογραφία είναι του C.D. Morris).

51
Το 1922 θα ιδρυθεί ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου στα Ιωάννινα139. Το συγκεκριμένο
στρατόπεδο θα αποτελέσει το πρώτο κολαστήριο, πρότυπο των μετέπειτα στρατοπέδων
τύπου Μακρονήσου140. Θα αποτελέσει ένα από τα πρώτα στρατόπεδα στο οποίο θα
εφαρμοστούν μέθοδοι βασανισμού ψυχολογικού και σωματικού με στόχο τον σωφρονισμό
των κομμουνιστών στρατιωτών και των συνδικαλιστών. Οι κρατούμενοι στο Καλπάκι
ανήκαν σε δυο κατηγορίες: είτε ήταν επικίνδυνοι για το στράτευμα φαντάροι λόγω πολιτικής
ιδεολογίας, είτε ήταν φαντάροι χρήστες ναρκωτικών ή λιποτάκτες. Τα βασανιστήρια ήταν
πρωταγωνιστές σε ημερήσια βάση ενώ πολύ συχνά σημειώνονταν εξεγέρσεις. Το
συγκεκριμένο στρατόπεδο θα αποτελέσει προάγγελο του μέλλοντος όσον αφορά τη
καταδίωξη του κομμουνισμού. Η περίοδος αυτή είναι αδιαμφισβήτητα μια περίοδος ακραίας
βίας και καταστολής.

Η δεκαετία του 1920 είναι μια περίοδος εξαιρετικά εκτεταμένης κρατικής και παρακρατικής
βίας και καταστολής. Εν αντιθέσει με την ληστεία, το κράτος ρίχνεται σε έναν αγώνα
καταδίωξης νομικών και όχι πραγματικών εγκληματιών. Στο ζήτημα της ληστείας το κράτος
είχε να αντιμετωπίσει πραγματικούς εγκληματίες. Το μοναδικό έγκλημα του νέου εχθρού
είναι η πολιτική ιδέα και η πολιτική πρακτική η οποία σε εκείνη τη φάση είχε αποκλειστικά
τη μορφή των απεργιών και όχι της ένοπλης σύγκρουσης με το καθεστώς η οποία θα

139
Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα 1923-1924, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1985,
σελ. 135. Ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου ξεκίνησε την λειτουργία του το 1924.
140
Εμπρός, 17/12/1930, «Τρεις μήνες στο Καλπάκι», σελ.1 :« Η Αίγινα, το ήρεμο και γραφικό νησί του
Σαρωνικού, αλλά και με τις άγριες φυλακές της, φιλοξενεί τώρα και πέντε μέρες τους επτά καταδικασθέντας
από το Στρατοδικείον Ιωαννίνων, άλλους σε θάνατο, άλλους σε ισόβια και άλλους σε πρόσκαιρα δεσμά. Για
την καταδίκη των δύο απ’ αυτούς σε θάνατο, των Πανούση και Μαρκοβίτη, μια μεγάλη μερίς της κοινής
γνώμης εξηγέρθη με επί κεφαλής μιαν ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων και της επιστήμης, για να
διαμαρτυρηθή και να καταγγείλη τι κρύβεται πίσω από την απάνθρωπη καταδίκη του Στρατοδικείου
Ιωαννίνων και ακόμη να αποκαλύψη πως και στην Ελλάδα του 1930 υπάρχει η Σιβηρία των Τσάρων […].
Ένδεκα χιλιόμετρα έξω από την Ηπειρωτική πρωτεύουσα και κοντά στα αλβανικά σύνορα, μέσα σε άγρια και
αδιάβατα δάση, βουνά […] που το καλοκαίρι ο ήλιος θυμίζει την Σαχάρα και τον χειμώνα το χιόνι την Σιβηρία,
βρίσκεται ο περίφημος και απαίσιος πειθαρχικός ουλαμός του Καλπακίου. […] Σε τι τάχα διαφέρουμε από την
Σιβηρία; Ανθρώπινα ράκη στο Σολόβσκυ της παγωμένης Σιβηρίας, ανθρώπινα ράκη και στον πειθαρχικό
ουλαμό Καλπακίου. Στη Σιβηρία της Ρωσίας στέλνονται και ένοχοι, ενώ στο Καλπάκι του ελληνικού στρατού
πηγαίνουν άνθρωποι τις περισσότερες φορές αθώοι ή, κι αν είναι ένοχοι, είναι ένοχοι μιας πίστεως προς μίαν
ιδεολογίαν (= την κομμουνιστική) που δεν αξίζουν τα ακατανόμαστα και άθλια μέσα των ανθρώπων του
πειθαρχικού ουλαμού του Καλπακίου. Είναι πέντε χρόνια τώρα που ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου δρα,
υπάρχει και δέχεται τα θύματά του, κάτω από τις ευλογίες και τα συγχαρητήρια των ανθρώπων του
πολιτισμού και της δικαιοσύνης. Αλλά τι κάμνει αυτός ο ουλαμός; Γιατί υπάρχει; Τι γίνεται εκεί πάνω; Κανείς
μέχρι σήμερα δεν είχε το θάρρος να το πει. Οι ψευτοανθρωπισταί, οι «περίφημοι» διανοούμενοι τον
θυμήθηκαν τώρα με την καταδίκη του Πανούση και του Μαρκοβίτη. Το Καλπάκι πρέπει να λείψει. Όσοι έτυχε
να πάνε για διάφορους λόγους εκεί επάνω, στην κόλαση των αλβανικών συνόρων, μιλούν με ντροπή για τα
ακατανόμαστα και τραγικά μαρτύρια των στρατιωτών του ουλαμού. Το ξύλο, οι βρισιές, ο εκφυλισμός των
αξιωματικών και υπαξιωματικών εις βάρος των δυστυχών θυμάτων των, η 15ωρος εργασία για την κατασκευή
δρόμων, την μεταφοράν νερού και το σπάσιμο χαλικιών αποτελούν μια πολύ φτωχική και ελλιπή περιγραφή
της κολάσεως του Καλπακίου. Υπάρχουν άνθρωποι που έτυχε να έχουν υπηρετήσει στον απαίσιον αυτόν
ουλαμόν, παιδιά οικογενειών ή και τίμιοι, ηθικοί εργάται και οι οποίοι σήμερα έχουν τρελαθεί από τα
βασανιστήρια και την αγωνία που τράβηξαν εκεί πάνω».

52
δικαιολογούσε εν μέρει μια σκληρή νομοθεσία και μια αμείλικτη πολιτική αντιμετώπισης του
εσωτερικού εχθρού. Ο νομοθέτης στο ζήτημα της ληστείας καταδίωκε τους ληστές οι οποίοι
διέπρατταν πραγματικά και ταυτόχρονα νομικά εγκλήματα μέσα στα νέα πλαίσια του εθνικού
κεντρικού κράτους και των νέων ηθών που αυτό δια μέσου της νομοθεσίας προσπαθούσε να
εισάγει στην κοινωνία. Στο ζήτημα του εργατικού κινήματος και του κομμουνιστικού
κινδύνου ο νομοθέτης εφηύρε το νομικό έγκλημα ενώ δεν ήταν σαφές ποιο ήταν το
πραγματικό έγκλημα που διαπράττονταν.

Η απάντηση του κράτους σε όλες τις εξελίξεις, που το θέτουν μπροστά σε μεγάλους ζωτικής
φύσης κινδύνους για τον αστικό του χαρακτήρα, είναι άμεση. Ήδη με νόμο του 1912, νόμος
4069/06.10.1912 «Περί καταστάσεως πολιορκίας», προβλέπεται ότι τα στρατιωτικά
δικαστήρια «επιλαμβάνονται της καταδιώξεως πάντων των κατά της ασφαλείας του Κράτους,
του πολιτεύματος και της δημοσίας τάξεως και ειρήνης αδικημάτων» (άρθρο 5) και αναφέρεται
σε εξωτερικούς κινδύνους. Η κυβέρνηση Γονατά τον Αύγουστο του 1923 θα καταφύγει στον
παραπάνω νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας με σκοπό να αντιμετωπίσει την γενική
απεργία και την εργατική διαδήλωση στο Πασαλιμάνι141. Όπως υποστηρίζει ο Αλιβιζάτος ο
συγκεκριμένος νόμος θα χρησιμοποιηθεί περισσότερο για εσωτερικούς λόγους παρά για
εξωτερικούς ενώ ο δικτάτορας Πάγκαλος θα είναι ο πρώτος που θα εφαρμόσει τον νόμο αυτό
για να διατηρήσει την εξουσία του142. Ο Αλιβιζάτος αναφερόμενος στον Βενιζέλο θα
υποστηρίξει ότι:

«στα μάτια του το κράτος όφειλε να εξοπλιστεί με τα αναγκαία εκείνα μέσα που θα του
επέτρεπαν να παίξει πιο ενεργό ρόλο στη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, την
οποία απειλούσε τόσο η ανάπτυξη του διεκδικητικού και πολιτικού κινήματος των λαϊκών
τάξεων όσο και ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που
έθεταν σε κίνδυνο την αντοχή του»143

Στις 25 Μαρτίου του 1924 κηρύσσεται έκπτωτη η βασιλεία και εγκαινιάζεται η Δεύτερη
Ελληνική Δημοκρατία με πρώτο πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Στις 21
Απριλίου με το νομοθετικό διάταγμα «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ επιτροπών επί της
δημοσίας ασφαλείας» ιδρύονται οι περιβόητες Επιτροπές Δημοσίας Ασφαλείας. Οι
αρμοδιότητες της εκάστοτε επιτροπής δημοσίας ασφαλείας προβλέπονται από τον νόμο να
είναι ως επί το πλείστον η δίωξη της ληστείας και η επιβολή της δημόσιας τάξης και
ασφάλειας. Επιπλέον, το σώμα αυτό έχει την αρμοδιότητα να θέτει φραγμούς στη
δραστηριότητα των ποιμένων144. Στις 23 Απριλίου τίθενται σοβαροί περιορισμοί στο
δικαίωμα του συνέρχεσθε δημοσίως ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται η οποιαδήποτε καθύβριση
ή δυσφήμιση του καθεστώτος145. Κι όμως δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται τόσο
σημαντικοί περιορισμοί στο δικαίωμα της έκφρασης της γνώμης. Να σημειωθεί ότι και τα

141
Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 45.
142
Στο ίδιο, σελ. 46.
143
Στο ίδιο, σελ. 48.
144
Παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια φάση ιδιαίτερης παρακμής της κτηνοτροφίας, το κράτος
εξακολουθεί να θέτει προσκόμματα και περιορισμούς στην κτηνοτροφική δραστηριότητα.
145
Νομοθετικό διάταγμα «Περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος» (23.04.1924).

53
δυο νομοθετικά διατάγματα προέκυψαν μέσω των εξουσιοδοτήσεων του Κοινοβουλίου στην
εκτελεστική εξουσία και συγκεκριμένα στη κυβέρνηση Παπαναστασίου.

Στους προηγούμενους κατασταλτικούς των ελευθεριών νόμους θα προστεθούν η επέκταση


της ισχύος του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας αλλά και ένας ιδιαίτερος νόμος του
Ιουνίου του 1926, προάγγελος του ιδιωνύμου, με τον οποίο επεκτείνεται η δράση των
Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας σε οποιονδήποτε αποτελεί απειλή για την δημόσια
ασφάλεια αποκτώντας ιδιαίτερα διευρυμένες αρμοδιότητες εκτόπισης, και οι δυο από τη
δικτατορία του Πάγκαλου146. Οι Επιτροπές Δημοσίας Ασφαλείας συγκαταλέγονται στα
σκληρότερα όργανα καταδίωξης των κομμουνιστών. Η δικτατορία θα συνεχίσει με
μεγαλύτερη προσήλωση το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων στο ζήτημα της
προστασίας του καθεστώτος. Η επιβολή της δικτατορίας θα σημάνει την εντατικοποίηση των
διώξεων καθώς θα διωχθούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι ενώ θα απαγορευτούν οι
εφημερίδες Εστία, Ριζοσπάστης και Καθημερινή.

Η δικτατορία Πάγκαλου θα θέσει ουσιαστικά εκτός νόμου το ΚΚΕ147. Θα είναι η πρώτη


κυβέρνηση που θα στοχεύσει τις διώξεις της τόσο πρόδηλα εναντίον του ΚΚΕ. Σταδιακά θα
αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται η πολιτική που θα επιλέξει να ακολουθήσει το κράτος για να
αντιμετωπίσει το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ. Στις 25 Αυγούστου θα
συλληφθούν με την κατηγορία ότι προπαγάνδιζαν την αυτονόμηση της Μακεδονίας 25
στελέχη του ΚΚΕ μεταξύ των οποίων και ο γενικός γραμματέας Π. Πουλιόπουλος και θα
εξορισθούν σε ξερονήσια του Αιγαίου. Ωστόσο, η δικτατορία Πάγκαλου δεν θα
πρωτοτυπήσει στον αγώνα της εναντίον του κόκκινου κινδύνου σε σχέση με τους
προκατέχοντες την εξουσία αλλά και σε σχέση με αυτούς που θα την διαδεχθούν.

2.5 Εκσυγχρονισμός αστυνομικών και κατασταλτικών δομών

Οι μεταβολές που καθόρισαν το περιβάλλον στο εσωτερικό της χώρας μετά τον Μεγάλο
Πόλεμο ήταν τέτοιες που επέβαλαν μεταβολή στο τρόπο και τις μεθόδους που αντιμετωπίζει
το κράτος το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας. Μια κομβικής σημασίας μεταβολή είναι η
σημαντική αποδυνάμωση της περιφέρειας και των επαρχιών υπέρ των αναδυόμενων αστικών
κέντρων. Η Μικρασιατική Καταστροφή έκανε τη μεταβολή αυτή ακόμη πιο εμφανή. Παρά το
γεγονός ότι η αστικοποίηση της χώρας γίνεται με αργούς ρυθμούς και κατά καιρούς εκρήξεις
ήδη από την ίδρυση του βασιλείου, ο 20ος αιώνας φέρνει μαζί του έναν ραγδαίο
μετασχηματισμό του αστικού τοπίου αλλά και της επαρχίας ως επακόλουθο.

146 ης
Πρόκειται για το νομοθετικό διάταγμα της 5 Οκτωβρίου του 1925 «Περί επεκτάσεως της εφαρμογής του
νόμου ΔΞΘ’ περί καταστάσεως πολιορκίας» και για το νομοθετικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 2 Ιουνίου 1926
με τον τίτλο «Περί τροποποιήσεως Νομ. Διατάγματος περί συστάσεως Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας και
προσθήκης διατάξεως περί υπερορίας». Με αυτό το διάταγμα οι Επιτροπές Δημόσιας Ασφαλείας αποκτούν
την αρμοδιότητα να εκτοπίζουν εκτός από την περίπτωση της ληστείας και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση
διατάραξης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ενώ στα νομικά επιχειρήματα που ενισχύουν τις διώξεις και τις
εκτοπίσεις εντάσσεται και η περίπτωση αυτών που προπαγανδίζουν την αφαίρεση μέρους από την ελληνική
επικράτεια, προφανώς έχοντας στο νου το μέγα ζήτημα της περιόδου που είναι η υιοθέτηση της απόψεως της
Κομμουνιστικούς Διεθνούς από το ΚΚΕ περί ανεξαρτησίας όλων των εθνών των Βαλκανίων και δημιουργίας
ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους.
147
Ν.Δ. 13.07.1925, «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί κατοχυρώσεως του
δημοκρατικού πολιτεύματος διατάξεων».

54
Η φτώχια και η δυσαρέσκεια άρχισε να συσσωρεύεται στα νέα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο
κίνδυνος μετασχηματίζεται από πρόβλημα κυριαρχίας και ελέγχου του κεντρικού κράτους
πάνω στις τοπικές κοινωνίες σε πρόβλημα ελέγχου της δυσαρέσκειας αυτής στα αστικά
κέντρα η οποία αρχίζει αυτή τη περίοδο να αποκτά πολιτική έκφραση και κατά συνέπεια θα
μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει σημαντική απειλή για τη σταθερότητα και την ασφάλεια
του καθεστώτος. Κρίνεται απαραίτητο να ανατεθεί σε ένα νέο σώμα η ασφάλεια των
μεγάλων αστικών κέντρων. Η Χωροφυλακή θα παραμείνει θεματοφύλακας του κράτους στην
επαρχία και στη Θεσσαλονίκη, πόλη η οποία για λόγους εγγύτητας με τα σύνορα κρίνεται
απαραίτητο να παραμείνει η αρμοδιότητα της δημόσιας ασφάλειας σε ένα στρατιωτικό σώμα.
Η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Πάτρα και η Κέρκυρα θα αποκτήσουν κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1920 το νέο σώμα διατήρησης της δημόσιας τάξης και ειρήνης, την Αστυνομία
Πόλεων.

Η Αστυνομία Πόλεων θα αποτελέσει τα επόμενα έτη ένα αμιγώς κατασταλτικό σώμα


ασφαλείας που θα διακριθεί για τη δίωξη του εργατικού κινήματος και ιδιαιτέρως του
«κόκκινου κινδύνου». Θα ιδρυθεί το 1918148 και τα σώματα στις πόλεις που προβλέπει ο
νόμος θα αρχίσουν να οργανώνονται από το 1921 με πρώτη πόλη εφαρμογής την Κέρκυρα. Η
Αστυνομία Πόλεων δεν αποτελεί την μοναδική καινοτομία που φέρνει η ανάγκη για τη
προστασία του κοινωνικού καθεστώτος. Ούτως ή άλλως η Αστυνομία Πόλεων ιδρύθηκε όχι
αποκλειστικά με στόχο τη δίωξη του κομμουνισμού αλλά προέκυψε ως ανάγκη λόγω της
διόγκωσης των αστικών κέντρων. Το κέντρο βάρους της δημόσιας ασφάλειας έπρεπε να
πέσει στα αστικά κέντρα. Για την οργάνωση της Αστυνομίας Πόλεων η κυβέρνηση το 1919
ζήτησε την συνδρομή της Αγγλίας149 για αυτό και ο πρώτος διοικητής του σώματος υπήρξε ο
Σερ Frederick Loch Halliday ο οποίος μετατέθηκε από την Καλκούτα για να οργανώσει το
νέο σώμα. Το σώμα της Αστυνομίας Πόλεων θα αποδεσμευθεί από την αγγλική καθοδήγηση
το 1929, έτος κατά το οποίο ιδρύεται και το τελευταίο παράρτημα της Αστυνομίας Πόλεων
στην Αθήνα.

Κατά τη περίοδο αυτή εισάγονται πολλές καινοτομίες που μετασχηματίζουν την κρατική
οργάνωση στο ζήτημα της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. Ήδη το 1906 συστήνεται ένα
ειδικό τάγμα αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών δημοσίας ασφαλείας 150 και κυρίως της
ληστείας (Ν. ΓΡΞΕ/1906) ενώ το 1908 η χώρα αποκτά για πρώτη φορά αρχείο
καταδικασθέντων (Β.Δ. 28/02/1908). Αρκετά αργότερα, η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου θα
ιδρύσει τα τάγματα κυνηγών των ληστών (Απρίλιος 1925). Ο εκσυγχρονισμός του
συστήματος καταστολής και πρόληψης διαρκεί για αρκετά χρόνια, ήδη από πριν τους
Βαλκανικούς Πολέμους, και επεκτείνεται χρονικά μέχρι την τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου
όταν αποκρυσταλλώνεται πλήρως η αντικομμουνιστική νομοθεσία που περιλαμβάνει μια
σειρά από νόμους και διατάγματα. Οι κυβερνήσεις μετά το 1920 θα εντείνουν την

148
Νόμος 1370/1918 της κυβέρνησης Βενιζέλου.
149
Νόμος 1787/1919 της κυβέρνησης Βενιζέλου.
Για την οργάνωση του συγκεκριμένου αστυνομικού σώματος το οποίο θα συνεπικουρούσε τη Χωροφυλακή
στη δίωξη του κόκκινου κινδύνου στάλθηκε στην Ελλάδα η British Police Mission.
150
Το τάγμα αυτό θα αποτελέσει ένα πρόπλασμα των Ταγμάτων Ασφαλείας που θα εμφανιστούν κατά τη
περίοδο της γερμανικής κατοχής ενώ σε πρωταρχικό στάδιο τα τάγματα του είδους αυτού θα δράσουν στα
πλαίσια του εθνικού διχασμού.

55
κατασταλτική δράση τους με αποκορύφωμα την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου (Οκτώβριος
1924 – Ιούνιος 1925) και τη δικτατορία του Πάγκαλου (Ιούνιος 1925 – Αύγουστος 1926). Το
1924 θα υπαχθούν τα πολιτικά αδικήματα σε ειδικά στρατιωτικά δικαστήρια (Ν.Δ.
23/04/1924) και το 1925 η Χωροφυλακή θα αποκτήσει νέα καθήκοντα αντικατασκοπείας
παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη ιδρυθεί νέα σώματα για αυτό το σκοπό (Ν.Δ. 18.10.1925).

Η επέκταση της Ελλάδας προς τον βορρά έκανε την ανάγκη οργάνωσης των δομών
αντιμετώπισης της ξένης κατασκοπείας επιτακτική. Το φαινόμενο της κατασκοπείας
λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις διεθνώς κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Στην Ελλάδα
και κυρίως στη περιοχή της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου του
δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1910 δραστηριοποιήθηκε μια πλειάδα από ξένους
οργανισμούς συλλογής πληροφοριών151. Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Δάγκας, από αυτούς
τους οργανισμούς παρακολούθησης τον πρώτο λόγο είχαν οι αντίστοιχες γαλλικές υπηρεσίες
και δευτερευόντως οι αγγλικές152. Η δράση αυτών των ομάδων είχε ως επίκεντρο τα
ζητήματα του πολεμικού μετώπου και τη παρακολούθηση της γερμανικής προπαγάνδας.
Γρήγορα όμως αυτές οι υπηρεσίες, και κυρίως μετά την έκρηξη της Μπολσεβίκικης
Επανάστασης στη Ρωσία, επικεντρώθηκαν στη παρακολούθηση της συνδικαλιστικής δράσης
και της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Η δράση των ομάδων αυτών στη Μακεδονία
δημιούργησε ένα ιδιαίτερο καθεστώς απόλυτης κυριαρχίας των υπηρεσιών πληροφοριών,
έχοντας ουσιαστικά εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς απόλυτα ελεγχόμενο όχι από τις ελληνικές
κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν είχαν τα μέσα σε αυτή τη φάση για να ανταπεξέλθουν στις
απαιτήσεις των περιστάσεων, αλλά από τις δυτικές, ένα είδος αποικιοκρατικής επέμβασης
μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης σε μια περιοχή σταυροδρόμι συμφερόντων.

Από το 1918 και έπειτα οι ελληνικές αρχές ασφαλείας θα αναλάβουν να συνεχίσουν το έργο
των ξένων υπηρεσιών πληροφοριών. Η Κέρκυρα θα αποτελέσει την πρώτη περιοχή στην
οποία θα συσταθούν και θα δράσουν σώματα αντικατασκοπείας στη προκειμένη περίπτωση
με στόχο την ανάσχεση της ιταλικής επεκτατικότητας 153 αλλά και των υπολοίπων
αλυτρωτικών ονείρων των βορείων γειτόνων οι οποίοι δεν έπαυσαν να διεκδικούν. Το 1924
θα ιδρυθεί στην Κέρκυρα το Κέντρο Πληροφοριών Κέρκυρας (ως απόηχος της κρίσης της
Κέρκυρας με την φασιστική Ιταλία) με πρώτο διοικητή έναν από τους πρώτους θεωρητικούς
του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα, τον συνταγματάρχη Γ. Φεσσόπουλο. Το σώμα αυτό θα
διατηρηθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1925 οπότε και η δικτατορία Πάγκαλου θα ιδρύσει την
Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας154 (ΥΕΑ) η οποία θα μετασχηματιστεί αργότερα το 1926 σε

151
Ανάμεσά τους η βρετανική Intelligence Service και οι αντίστοιχες υπηρεσίες πληροφοριών της Armee d’
Oriente.
152
Αλέξανδρος Δάγκας , Το κράτος κατά του κομμουνισμού: Συλλογή πληροφοριών από τις υπηρεσίες
Ασφαλείας 1927, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα, 2011, σελ. 28-35.
153
Η δικτατορία του Μπενίτο Μουσολίνι εφάρμοζε την πολιτική «Mare Nostrum”, φράση η οποία δήλωνε την
πεποίθηση ότι η Μεσόγειος ανήκει στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τα εδάφη της οποίας περικύκλωναν την
Μεσόγειο. Αποτελεί την επιτομή της ιταλικής επεκτατικότητας της περιόδου του Μεσοπολέμου ( Αναστάσης
Βιστωνίτης, «Το στολίδι του μουσολινικού «mare nostrum”, Το Βήμα,
http://www.tovima.gr/society/article/?aid=296242 ).
154
Ν.Δ. 19/23.09.1925. Υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών με κύρια αρμοδιότητα την «παρακολούθηση
πάσης υπόπτου εις την ασφάλειαν του κράτους οργανώσεως, την καταδίωξη της κατασκοπείας και την
αστυνομία των ξένων».

56
Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας (ΥΓΑ) του Κράτους155. Αρχηγός θα παραμείνει ο
Φεσσόπουλος. Όπως υποστηρίζει ο Αλιβιζάτος, η Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας ήταν το
πρώτο ειδικευμένο κατά του κομμουνισμού αστυνομικό σώμα. Επί της τελευταίας
κυβερνήσεως Βενιζέλου η δράση της Αστυνομίας Πόλεων κατά του κομμουνισμού θα
ενταθεί και θα αποκτήσει ισότιμο ρόλο με την αντίστοιχη δράση της Χωροφυλακής.

Τόσο η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων, έργο στο οποίο συνεπικούρησαν οι Βρετανοί, όσο
και τα μετέπειτα ειδικά σώματα ασφαλείας όπως η ΥΕΑ και η ΥΓΑ έχουν τις ρίζες τους στην
περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της δράσης ενός μεγάλου αριθμού υπηρεσιών
πληροφοριών στο έδαφος της Μακεδονίας. Η τεχνογνωσία είναι δυτική και συγκεκριμένα
γαλλική και αγγλική ενώ οι διώξεις κατά των κομμουνιστών και των εργατών, οι οποίες θα
ενταθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, θα έχουν ως πρότυπο την αντίστοιχη δράση των
ξένων κατασκόπων στη Μακεδονία οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν έντονα όχι μόνο στην
παρακολούθηση του κόκκινου κινδύνου αλλά και στην δίωξή του.

Όσον αφορά την Χωροφυλακή και τον ρόλο της κατά του κομμουνισμού, παρά το γεγονός
ότι διατήρησε σημαντικές αρμοδιότητες (όπως η διατήρηση της ασφάλειας στην περιφέρεια
και την Θεσσαλονίκη), η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων οδήγησε σε αυτόματη μείωση του
ρόλου της στη δίωξη του εργατικού κινήματος στις πόλεις. Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου
βρήκε τη Χωροφυλακή σε μεγάλο βαθμό υποβαθμισμένη. Επιπλέον, το σώμα της
Χωροφυλακής δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει εύκολα στις νέες συνθήκες οι οποίες
επιβλήθηκαν μετά και τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών. Παρά το ότι η Χωροφυλακή
είχε ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, κατάφερε να διατηρηθεί και να κρατήσει πολύ σημαντικές
αρμοδιότητες δημιουργώντας έτσι μια σύγχυση και έναν ανταγωνισμό στα σώματα
ασφαλείας αφού οι αρμοδιότητές της δεν διέφεραν σημαντικά από τις αντίστοιχες της
Αστυνομίας Πόλεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της αντιπαράθεσης της Χωροφυλακής με
την Αστυνομία Πόλεων, η τελευταία αργεί σημαντικά να καθιερωθεί και όταν αυτό γίνεται,
το πεδίο της δράσης της είναι τουλάχιστον αρχικά αρκετά περιορισμένο.

Η νομοθετική προεργασία που έχει συμβεί από το 1912 μέχρι και το 1928 δημιουργεί ένα
νομοθετικό προληπτικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο το οποίο αναπόφευκτα μετασχηματίζει
το σύνολο των δομών του κράτους αλλά και των πρακτικών του. Αυτό το νομοθετικό δίκτυο
οδηγεί αυτόματα στην υιοθέτηση για πρώτη φορά στην Ελλάδα νόμου ο οποίος θέτει σε
παρανομία έναν πολιτικό χώρο και τις δραστηριότητές του και εφαρμόζονται με μαζικό
τρόπο κατασταλτικά και προληπτικά μέτρα που δεν έχουν προηγούμενο στην ελληνική
εμπειρία. Τόσο οι νομοθετικές καινοτομίες των κυβερνήσεων Βενιζέλου όσο και οι
μετασχηματισμοί της τελευταίας ταραχώδους δεκαπενταετίας οδηγούν προοδευτικά στην
συνέχιση των διώξεων πολιτικού χαρακτήρα με πιο συγκροτημένο και σκληρό τρόπο.

155
Ν.Δ. 22/29.01.1926. Υπάγεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με κύρια αρμοδιότητα την παρακολούθηση
των «πάσης φύσεως προπαγανδών των ενεργούμενων κατά της ασφαλείας του κράτους και η υπόδειξις
μέτρων προς εξουδετέρωσιν αυτών».

57
2.6 Ο νόμος «Ιδιώνυμο» του 1929

Η περίοδος που εγκαινιάζεται με την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθορίζεται
από τη Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί μια καθόλα κρίσιμη φάση της νεώτερης
ελληνικής ιστορίας κατά την οποία το ελληνικό κράτος μετασχηματίζεται σε πρωτοφανή
βαθμό, πράγμα που οδηγεί σε κοινωνική πολιτική, οικονομική και θεσμική σύγχυση. Ο
Αλιβιζάτος κρίνοντας την περίοδο της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρει:

«Η προσφυγή στην πρακτική των «γενικών» εξουσιοδοτήσεων κατά τη διάρκεια της Β’


Ελληνικής Δημοκρατίας προκάλεσε, κατ’ αυτό τον τρόπο τη νόθευση του κοινοβουλευτικού
συστήματος που κατοχύρωναν τα ισχύοντα συντάγματα και διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την
κατάργηση των δημοκρατικών θεσμών. Ειδικότερα, η παραχώρηση απεριόριστων ουσιαστικά
αρμοδιοτήτων στην εκτελεστική εξουσία συνέβαλε από τη μια στην εξασθένιση του ρόλου των
αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων και από την άλλη στην εξωσυνταγματική ενίσχυση της
εκτελεστικής εξουσίας»156

Αυτή τη περίοδο ο ρόλος του κοινοβουλίου αποτελεί ένα ερωτηματικό καθώς τίθεται εν
αμφιβόλω η ανεξαρτησία της λειτουργίας του. Στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού το
κοινοβούλιο, και συγκεκριμένα η νομοθετική εξουσία, έχασε σε σημαντικό βαθμό την ουσία
της λειτουργίας του, η οποία είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης και η ψήφιση των νόμων. Κατά
τη περίοδο του Μεσοπολέμου οι εξουσίες συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της
εκτελεστικής εξουσίας. Προοδευτικά η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία καταφέρνει να
παρακάμψει πλήρως το ελληνικό κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια η εκτελεστική εξουσία
παραμένει μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο. Η πρακτική
των εξουσιοδοτήσεων του νομοθετικού σώματος προς το εκτελεστικό οδήγησε σχεδόν άμεσα
στην παρακμή του ρόλου του κοινοβουλίου το οποίο έτσι κατέστη απλά ένα διακοσμητικό
στοιχείο του πολιτεύματος (η φύση του οποίου επίσης νοθεύτηκε) το οποίο πλέον μικρό ρόλο
διαδραμάτιζε στην πορεία των πραγμάτων. Το κοινοβούλιο κατέστη σε όλη τη περίοδο που
οδηγεί στη δικτατορία του Μεταξά απλά ένα φερέφωνο της εκτελεστικής εξουσίας.

Έχοντας υπόψη τα λόγια του Αλιβιζάτου θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η περίοδος κατά την
οποία συμβαίνουν οι διώξεις και οι εκτοπισμοί με πολιτικό πρόσημο δεν είναι σε καμία
περίπτωση μια περίοδος ομαλής λειτουργίας του κράτους και των δημοκρατικών θεσμών με
σημερινούς όρους. Παρά το γεγονός ότι το 1924 η Ελλάδα μετατρέπεται σε αβασίλευτη
δημοκρατία αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αντίστοιχες θεσμικές προόδους και
βελτιώσεις στα πολιτικά δικαιώματα των ανθρώπων. Όλη η περίοδος της Β’ Ελληνικής
Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται από ουσιαστική κατάργηση των βασικών διατάξεων των
συνταγμάτων που προβλέπουν το σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η ανθρώπινη
ύπαρξη τίθεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους με πρόφαση το καθεστώς έκτακτης
ανάγκης το οποίο αποτελεί τη κορωνίδα του νέου κατεστημένου 157. Και αυτό συμβαίνει γιατί
το κράτος υποτίθεται πως βρίσκεται σε τέτοιο κίνδυνο που θα κάνει τον υπουργό

156
Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ 74.
157
Στο ίδιο, σελ. 362-374.

58
Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο158 να εκφράσει στην Βουλή, με αφορμή τη συζήτηση για το
Ιδιώνυμο, τα εξής:

«Εάν ηδυνάμην να καταδιώξω την σκέψιν και αυτήν θα την κατεδίωκον»159

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 διαμορφώνεται πλήρως το προφίλ του κύριου
θανάσιμου εχθρού του καθεστώτος στο πρόσωπο του κομμουνισμού. Το προηγούμενο
διάστημα οι εκάστοτε κυβερνήσεις, με ιδιαίτερο ζήλο και προσήλωση, είχαν προωθήσει
νομοθετικές μεταβολές που είχαν δημιουργήσει ένα ολόκληρο νομοθετικό πλαίσιο με το
οποίο προστατευόταν το καθεστώς από εχθρούς μέχρι στιγμής ασαφούς ταυτότητας160 και
προ πάντων ισχύος. Το 1928 λήγει η μακρά ασταθής περίοδος πολιτικής ανωμαλίας που
προκλήθηκε από τις γεωγραφικές, δημογραφικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές
τομές των προηγούμενων ετών. Για την ακρίβεια η αστάθεια παραμένει, ωστόσο, σε αυτή τη
φάση αποκρυσταλλώνεται πλήρως η πολιτική αντιμετώπισης της κατάστασης. Οι εκλογές
του Αυγούστου του 1928 επιτρέπουν τη δυναμική επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία για
πρώτη φορά εδώ και καιρό όχι δια αντιπροσώπων. Η περίοδος που ξεκινά με την νίκη του θα
είναι η μοναδική σχετικώς σταθερή χρονική στιγμή του Μεσοπολέμου και για πρώτη φορά
μια κυβέρνηση θα αγγίξει την τετραετή διάρκειά της μετά από αρκετά χρόνια, όμως χωρίς
αυτό να συνεπάγεται αντίστοιχη εξομάλυνση των συνθηκών. Φαίνεται πως η νίκη του
Βενιζέλου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αλλά εξέφραζε μια ανάγκη σταθεροποίησης του
καθεστώτος που τόσο είχε ταλανιστεί και σε καμία περίπτωση δεν είχε ακόμη
σταθεροποιηθεί.

Η τελευταία περίοδος του Βενιζέλου στην εξουσία θα σημαδευτεί από ριζικές


μεταρρυθμίσεις σε μια μεγάλη γκάμα ζητημάτων τόσο όσον αφορά το εσωτερικό όσο και
όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Στο ζήτημα των πολιτικών διώξεων οι αλλαγές θα είναι
ριζοσπαστικές. Η χώρα βρίσκεται ήδη στην δεύτερη δεκαετία κατά την οποία οι διωγμοί
μπορεί να μην είναι μαζικού χαρακτήρα αλλά πλήττουν καίρια το συνδικαλιστικό κίνημα και
έχουν εκλάβει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Στο στόχαστρο έχει τεθεί προ πολλού το ΚΚΕ,
ενώ εντοπίζεται μια ισχυρή σύγκλιση μεταξύ του βενιζελικού και του φιλομοναρχικού χώρου
εναντίον του ΚΚΕ. Ο υπουργός των εσωτερικών του Βενιζέλου, ο Κ. Ζαβιτσιάνος, του
οποίου οι συντηρητικές καταβολές ήταν προ πολλού γνωστές, θα εισαγάγει ριζοσπαστικές
μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας. Καταρχήν, κατά τη θητεία του ενώ θα
σημειωθεί μια έξαρση του ληστρικού φαινομένου, γρήγορα θα το καταπολεμήσει και θα
καταφέρει να το περιορίσει σημαντικά. Αυτή η έξαρση αποτελεί ίσως την τελευταία μεγάλη

158
Ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος υπήρξε ένας επιφανής πολιτικός του ευρύτερου συντηρητικού χώρου ο
οποίος διορίστηκε υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης του Βενιζέλου του 1928 ως αρχηγός του Κόμματος
Προοδευτικής Ενώσεως το οποίο εξέλεξε 5 βουλευτές. Κατά τη θητεία του καταπολεμήθηκε σε σημαντικό
βαθμό η ληστεία ενώ υπήρξε ο εισηγητής του νόμου 4229 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού
καθεστώτος». Με το πέρας των σημαντικών του μεταρρυθμίσεων σύντομα θα παραιτηθεί. Αργότερα θα
συνεργαστεί και με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, συνεργασία η οποία δεν θα κρατήσει για πολύ. Το 1941
διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα.
159
«Ελεύθερο Βήμα», Παρασκευή 31 Μαΐου, συζήτηση στη Βουλή για τη ψήφιση του νόμου 4229 (Ιδιώνυμο).
160
Για ένα μεγάλο διάστημα ο ανταγωνισμός στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού δημιούργησε μια κατάσταση
στην οποία όλοι ήταν εχθροί των πάντων. Η Ελλάδα της πρώτης περιόδου του Εθνικού Διχασμού θυμίζει μια
χώρα η οποία αντιμετωπίζει έναν εμφύλιο πόλεμο, πολυμετωπικό και χαμηλής έντασης.

59
έξαρση του φαινομένου. Σταδιακά το φαινόμενο θα δίνει περιστασιακά και περιπτωσιακά
επεισόδια απολύτως ελέγξιμα από το κράτος.

Στον τομέα των πολιτικών διώξεων θα εισαγάγει τον ριζοσπαστικό νόμο 4229, ο λεγόμενος
νόμος Ιδιώνυμο161, ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ από την 25η Ιουλίου του 1929. Το πρώτο άρθρο
αναφέρει: «1. Όστις επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλο σκοπό την δια βιαίων
μέσων ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος, ή την απόσπαση μέρους εκ του όλου
της Επικράτειας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμό τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός
μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπο εν αυτή οριζόμενο. Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις
επωφελούμενος απεργίας ή λοκ-άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις. 2. Ως ιδιαιτέρα
επιβαρυντική περίπτωση θεωρείται η εκτέλεση της πράξεως εν δημοσίω τόπω παρόντων
πολλών ή δια του τύπου, ή εάν ο προσηλυτισμός ενεργείται δια χρημάτων ή απευθύνεται προς
ανηλίκους, στρατιωτικούς εν γένει ή δημοσίους λειτουργούς».

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3 «Απαγορεύεται αι εν υπαίθρω και εν παντί δημοσίω


κλειστώ χώρω συναθροίσεις προσώπων επιδιωκόντων την εφαρμογή των εν τω άρθρω 1
ιδεών». Απαγορεύονται και οι συστάσεις σωματείων που προπαγανδίζουν τις ιδέες που
προβλέπει το άρθρο 1. Μάλιστα το άρθρο 7 του ίδιου νόμου δεν δίνει κανένα ένδικο
δικαίωμα να διεκδικήσουν την αναστολή της εκτελέσεως της ποινής ή την προσωρινή
απόλυση των καταδίκων και φυσικά την χρηματική μετατροπή της ποινής. Όποιος διώκεται
με αυτόν τον νόμο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να τύχει ελαφρυντικών ή να εκτίσει
μικρότερη ποινή όπως συμβαίνει με τους κοινούς ποινικούς εγκληματίες και γενικά τους
καταδίκους. Όποιος καταδικάζεται με τον νόμο Iδιώνυμο 4229/1929 πρώτα εκτίει την ποινή
φυλάκισης και έπειτα εκτοπίζεται στα ξερονήσια. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά καταργεί όλα τα
προνόμια που οι προηγούμενες κυβερνήσεις του Βενιζέλου παραχώρησαν στο εργατικό και
συνδικαλιστικό κίνημα.

Με τον νόμο αυτό τίθενται σοβαροί περιορισμοί στα πολιτικά δικαιώματα των δημοσίων και
κρατικών λειτουργών (χωρίς αυτό να αποτελεί κάτι το καινούριο) σε όλους τους τομείς του
κράτους, από τους εκπαιδευτικούς μέχρι τους στρατιωτικούς και τους δημοσίους
υπαλλήλους. Μάλιστα ο νόμος Ιδιώνυμο καταργεί ουσιαστικά βασικές διατάξεις του
συντάγματος όπως η ελευθερία έκφρασης ιδεών αλλά και την προσωπική ελευθερία του
ατόμου162. Η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου παραχώρησε σημαντικές ελευθερίες στο δικαίωμα
του συνέρχεσθε και η τελευταία κυβέρνηση του Βενιζέλου κατήργησε σημαντικό μέρος
αυτών αφού πλέον η οποιαδήποτε διεκδίκηση εργατικών δικαιωμάτων βαπτίστηκε ως
διασάλευση της δημόσιας τάξης και ειρήνης και ως κίνηση εχθρική όχι απλά για το κράτος

161
Το αντίστοιχο λατινικό sui generis το οποίο δηλώνει τον νόμο ειδικού σκοπού ο οποίος δεν αντιστοιχούσε
σε κάποιο νομικό κώδικα. Ο Ιδιώνυμος νόμος καταδικάζει αδικήματα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο
κάποιου άλλου νόμου, κατά συνέπεια είναι αδικήματα τα οποία ορίζονται ως τέτοια λόγω κάποιας
επιτακτικής ανάγκης ή λόγω της κρισιμότητας των συνθηκών («Ιδιώνυμος», Πύλη για την Ελληνική γλώσσα:
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, http://www.greek-
language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22%CE%B9%CE%B4%CE%
B9%CF%8E%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%BF%CF%82+-%CE%B7+-%CE%BF%22&dq ).
162
Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 362.

60
αλλά για την ίδια την ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας 163. Εφόσον ο Βενιζέλος
απέτυχε να ελέγξει το συνδικαλιστικό κίνημα έκρινε απαραίτητο να του θέσει εμπόδια και
περιορισμούς.

Στην συζήτηση στη Βουλή επί του νομοσχεδίου ο Βενιζέλος ήρθε σε σύγκρουση κυρίως με
τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος υποστήριξε ότι ο νόμος θα πλήξει όχι μόνον τους
κομμουνιστές αλλά και τους «δημοκράτες». Συμφωνεί με την στοχοποίηση των
κομμουνιστών ωστόσο σε ένα σημείο της ομιλίας του, στο οποίο εκφράζει την αντίθεσή του
καθώς θα στοχοποιηθούν πολλοί περισσότεροι πέρα από τους κομμουνιστές, αναφέρει:

«Εκείνοι οίτινες δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται κατά του νομοσχεδίου είναι τα μέλη του
κομμουνιστικού κόμματος διότι τακτική των είνε κατάργησις της ελευθέρας σκέψεως (…). Αι
διατάξεις του νομοσχεδίου είνε τοιαύται ώστε να πλήξουν πολύ πέραν των εργαζομένων δια την
ανατροπήν του καθεστώτος»164

Με την φράση «πολύ πέρα των εργαζομένων» γίνεται σαφές ότι η στόχευση του νόμου δεν
είναι απλά η καταδίωξη των κομμουνιστών αλλά η καταδίωξη των εργατικών διεκδικήσεων
με αφορμή την διείσδυση του Κομμουνιστικού Κόμματος στα συνδικάτα και τις οργανώσεις
των εργαζομένων. Επιχειρείται μια ταύτιση των διεκδικήσεων των εργαζομένων γενικότερα
με την πολιτική δράση του ΚΚΕ συγκεκριμένα χωρίς αυτό να αποτελεί πρωτοτυπία αφού ήδη
από το 1914 οι εκτοπισμοί στόχευαν κυρίως στους εργάτες και τους συνδικαλιστές και
αργότερα στους κομμουνιστές. Έτσι, σταδιακά διαμορφώνεται μια πλούσια αντικομουνιστική
νομολογία. Ο Παπαναστασίου συνεχίζει λέγοντας ότι:

«Το νομοσχέδιόν θα έχει ως αποτέλεσμα να καταδιωχθούν άνθρωποι ιδεολόγοι. Ο πραγματικός


κίνδυνος κατά του καθεστώτος είνε ο προερχόμενος από τας φασιστικάς οργανώσεις, εναντίον
δε αυτών ουδέν μέτρον λαμβάνεται»165

Ο Παπαναστασίου εκφράζει αντιρρήσεις και σε άλλα σημεία του νομοσχεδίου όπως το


γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η εξαγορά την ποινής λαμβάνοντας την εξής απάντηση από τον
Βενιζέλου: «Δεν δυνάμεθα να επιτρέψωμεν την αποφυλάκισιν». Μάλιστα, ο Βενιζέλος θα
προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα απαντώντας στο γεγονός ότι το σύνταγμα προβλέπει την
αποφυλάκιση με εγγύηση για πολιτικά αδικήματα:

«Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι το αδίκημα της βιαίας ανατροπής του πολιτεύματος δύναται να
χαρακτηρισθεί ως πολιτικόν»

Ο Βενιζέλος αρνείται πεισματικά να βαφτίσει τους εκτοπισμούς και τις διώξεις του νόμου
4229 ως πολιτικούς166. Προσπαθεί να αποφύγει να παραδεχτεί ότι ο πόλεμος που κηρύσσει
στο εσωτερικό είναι πολιτικός και άμεσος στόχος του είναι να εντάξει τις διώξεις στον αγώνα
του κράτους εναντίον περιθωριακών εγκληματιών, στα πρότυπα του πολέμου κατά της
ληστείας, οι οποίοι δεν απειλούν πολιτικά το καθεστώς αλλά κυρίως αποτελούν ένα κώλυμα
163
Ουσιαστικά ο νόμος αυτός στερεί το δικαίωμα του συνέρχεσθε και συνεταιρίζεσθαι (Στο ίδιο, σελ. 371).
164
Ελεύθερον Βήμα, Πέμπτη 4 Απριλίου 1929, συζήτηση στην Βουλή για το Ιδιώνυμο.
165
Βλέπε παραπομπή 164.
166
Ακόμη και οι δικαστικές αρχές αρνούνται να χαρακτηρίσουν τα αδικήματα του Ιδιώνυμου ως πολιτικά
(Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 372).

61
για την διατήρηση της δημόσιας τάξης και ειρήνης. Αργότερα βέβαια θα παραδεχτεί ότι η
κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο. Έτσι βλέπουμε μια αμφισημία και μια
σύγχυση στον λόγο του Βενιζέλου αφού από τη μια εντάσσει την δίωξη των κομμουνιστών
στο πλαίσιο του πολέμου κατά ενός κύματος «εγκληματικότητας» υποκινούμενο από το ΚΚΕ
(το οποίο όμως αποτελεί πολιτικό κόμμα), και από την άλλη παραδέχεται ότι ο κίνδυνος
μπορεί να απειλήσει πολιτικά το καθεστώς και να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις.

Το νομοσχέδιο θα ψηφισθεί την Παρασκευή 31 Μαΐου. Ο Βενιζέλος προς υποστήριξη του


νόμου θα σπεύσει να δηλώσει:

«Το νομοσχέδιο επιδιώκει να χτυπήσει τους οπαδούς της Γ’ Διεθνούς, τον μπολσεβικισμόν.
Αυτούς πρέπει να καταδιώξωμεν. Όχι ως κομμουνισμός οι οποίοι υποστηρίζουν την διανομήν
των αγαθών. Οι Έλληνες κομμουνισταί είνε εχθροί της κοινωνίας, αρνηταί της εθνικής
κυριαρχίας και ακεραιότητας. Ουδέν λογικόν ή ηθικόν πρόσκομμα απαγορεύει την λήψιν
μέτρων εναντίον των προσπαθειών προς βιαίαν επικράτησιν του κομμουνισμού, εφόσον τα
μέτρα αυτά δεν καθάπτονται των συνταγματικών μας ελευθεριών»167

Το ενδιαφέρον στοιχείο στην συζήτηση που διεξήχθη στην Βουλή με αφορμή τον νόμο
Ιδιώνυμο είναι η σχεδόν καθολική απουσία του Λαϊκού Κόμματος. Από τον αντιβενιζελικό
χώρο δεν διατυπώθηκε κάποια αντίρρηση ή αντίθεση στο νομοσχέδιο. Ο αρχηγός του Λαϊκού
Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης, δεν εξέφρασε καμία αντίθεση επί του νομοσχεδίου. Για την
ακρίβεια στην ενδο - βενιζελική κόντρα που ξέσπασε με αφορμή το ενδεχόμενο ο νόμος να
πλήξει την ελευθερία της σκέψεως, ο Τσαλδάρης υποστήριξε την κυβέρνηση. Εξέφρασε την
άποψη ότι εφόσον ο νόμος επιδιώκει να προστατεύσει το καθεστώς τότε δεν θα έπρεπε να
υπάρχουν αντιρρήσεις. Ο Τσαλδάρης παρείχε σημαντική στήριξη στην κυβέρνηση Βενιζέλου
στο συγκεκριμένο ζήτημα επεκτείνοντας για ακόμη μια φορά την διακομματική και ενδο –
αστική συναίνεση μεταξύ των δυο αντιπάλων στο ζήτημα της διώξεως του κομμουνισμού.

Η αντιπαράθεση αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την βενιζελική παράταξη και τα κόμματα


που βρίσκονταν ιδεολογικά εγγύτερα στους Φιλελευθέρους. Ο Βενιζέλος συγκρούστηκε
προσωπικά με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου ενώ ο τελευταίος συγκρούστηκε και με τον
υπουργό των εσωτερικών Κ. Ζαβιτσιάνο. Άξια αναφοράς είναι η σθεναρή αντίδραση του
βουλευτή των Φιλελευθέρων Λουκά Νάκου ο οποίος μάλιστα συγκρούστηκε και με τον ίδιο
τον Βενιζέλο. Ο Νάκος εξέφρασε την άποψη ότι το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί σοβαρό
πλήγμα στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αξίες και ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της
γνώμης θα έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκά να επιφέρει ο
νέος νόμος. Μάλιστα όταν ο Νάκος αναφέρει ότι ο ίδιος ο Βενιζέλος του έδωσε την άδεια να
ψηφίσει κατά συνείδηση ο Βενιζέλος έκανε την εξής δήλωση μέσω χειροκροτημάτων:

«Όχι δια την αρχήν του νομοσχεδίου. Δια την αρχήν του νομοσχεδίου δεν υπάρχει εις την
Βουλήν φιλελεύθερος, ο οποίος δύναται να δώση ψήφον αρνητικήν»

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης γίνεται σαφής η αντίδραση από μερίδα των φιλελεύθερων
βουλευτών κυρίως εναντίον της πολιτικής του υπουργού Ζαβιτσιάνου. Ουσιαστικά μέσα από
167
Ελεύθερον Βήμα, Παρασκευή 31 Μαΐου, συζήτηση επί της ψήφισης του νομοσχεδίου περί προστασίας του
κοινωνικού καθεστώτος.

62
τον λόγο τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν τον υπουργό για το νομοσχέδιο χωρίς να
κατηγορούν συλλήβδην την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό παρά το γεγονός ότι ο
Βενιζέλος υποστηρίζει σθεναρά το νομοσχέδιο. Σε απάντηση του στη φράση του Γ.
Παπανδρέου «Μαζί σας είμεθε σύμφωνοι, με τον κύριον υπουργόν διαφωνούμεν» ο Βενιζέλος
θα τονίσει:

«Δεν έχετε δίκαιον να είπητε αυτά, διότι ο κ. υπουργός, ο οποίος προδήλως ευρίσκεται πολύ
δεξιώτερα από ότι ευρίσκομαι εγώ, αλλ’ ευτυχώς με τον οποίον κατορθώνομεν να μείνωμεν
σύμφωνοι εκάστοτε επί της τηρητέας πολιτικής, ο υπουργός υπέβαλεν εν νομοσχέδιον το οποίο
ήτο εις άκρον, αλλά κατόπιν της συζητήσεως ευρέθη εντελώς σύμφωνος και το νομοσχέδιον το
οποίο υπεβλήθη δεν είναι νομοσχέδιον το οποίο επεβλήθη εις την Βουλήν, αλλά νομοσχέδιον το
οποίον είναι προϊόν κοινής συνεργασίας. Είναι βέβαια πολύ δεξιώτερος, αλλά πρέπει να είμεθα
ευχαριστημένοι διότι μας ακολουθεί τέλος πάντων εις τας αριστεράς μας ιδέας»168

Ο νόμος θα αρχίσει άμεσα να εφαρμόζεται με αφορμή μια απεργία που προκηρύχθηκε για
την 1η Αυγούστου με αφορμή την κρίση μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης που ξεκίνησε
στις 22 Ιουλίου και διήρκησε μερικούς μήνες. Με αφορμή την απεργία αυτή η κυβέρνηση
κλήθηκε να εφαρμόσει για πρώτη φορά τον νόμο 4229. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου είχαν
συλληφθεί προληπτικά και είχαν εκτοπιστεί αρκετές δεκάδες κομμουνιστές169 ενώ οι διωγμοί
συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό και τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Οι πόλεις στις οποίες
έγιναν οι περισσότεροι διωγμοί αυτή τη περίοδο ήταν η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα, ο Πειραιάς,
η Καβάλα και οι Σέρρες.

Ο συγκεκριμένος νόμος αποτέλεσε τον πρώτο νόμο με τον οποίο ποινικοποιείται η πολιτική
δραστηριότητα ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Με αυτόν τον νόμο εγκαινιάζεται
επισήμως η αντικομμουνιστική πολιτική του κράτους που θα αποτελέσει και τον πυρήνα της
εσωτερικής πολιτικής ασφαλείας για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες. Μέσω του Ριζοσπάστη
το ΚΚΕ εξέφρασε την άποψη μετά την ψήφιση του νόμου ότι η εφαρμογή του νόμου
εξαρτάται από την αντίσταση της εργατικής τάξης170, μια εκτίμηση που μάλλον δεν έγινε
πραγματικότητα. Ο απολογισμός της εφαρμογής του νόμου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός.
Πάνω από 12.000 άνθρωποι συλλαμβάνονται μέχρι το 1932 και περίπου 2.000
καταδικάζονται και εκτοπίζονται ενώ μέχρι το 1936, έτος κατά το οποίο ο νόμος γίνεται
σκληρότερος από το καθεστώς του Μεταξά, οι εκτοπισμοί αγγίζουν τους 3.000171. Αν
δεχτούμε τους συντηρητικούς υπολογισμούς ότι οι πολιτικοί εκτοπισμοί από το 1914 μέχρι το
1929 ήταν μερικές εκατοντάδες τότε η μεταβολή που επήλθε με τον νόμο 4229 ήταν
γιγαντιαία. Ο Μεταξάς θα εμπλουτίσει τον νόμο με την καθιέρωση οργανωμένων

168
Βλέπε παραπομπή 167.
169
Στις 27 Ιουλίου σημειώνεται η πρώτη εκτόπιση με το νόμο 4229. Οι συλληφθέντες εκτοπίζονται στα νησιά
Σίφνο και Αμοργό (Εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα, 27 Ιουλίου 1929).
170
Ριζοσπάστης, 2/07/1929, σελ. 1, «Το ζήτημα της εφαρμογής του τρομοκρατικού νόμου είναι ζήτημα
δυναμικότητας, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την αντίσταση που θα αντιτάξη η εργατική τάξη και οι άλλες
καταπιεζόμενες μάζες. Η ψήφισή του είναι δυνατόν να μην έχει καμμία συνέπεια, όταν εμείς οργανωμένοι και
πειθαρχημένοι αντιταχθούμε στην εφαρμογή του».
171
Οι εκτοπισμοί θα φτάσουν στο αποκορύφωμά τους, μετά και τις μεταβολές στο νομοθετικό πλαίσιο, κατά
την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.

63
στρατοπέδων συγκέντρωσης και σωφρονισμού των ανυπότακτων με πρότυπο τον Πειθαρχικό
Ουλαμό Καλπακίου.

Αρκετά αργότερα το 1932 ο Βενιζέλος θα νομιμοποιήσει για ακόμα μια φορά τις
αντιδημοκρατικές πρακτικές της προηγούμενης περιόδου, εκλογικεύοντας τις πολύ συχνές
προσφυγές των εκάστοτε κυβερνήσεων στους νόμους περί καταστάσεως πολιορκίας:

«Τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι (…) δεν είναι απόλυτα. Δύνανται
και πρέπει να προστατεύονται πάντα εντός των νόμων, υπό ομαλάς περιστάσεις μιας χώρας.
Αλλ’ όταν η χώρα διατελεί υπό όλως εκτάκτους περιστάσεις αι ατομικαί ελευθερίαι πρέπει να
περιορίζονται εις το προσήκον μέτρον. (…) Ευτυχώς, δεν προσέθεσεν εις το πρώτον μέρος το
επίθετον εξωτερικές ώστε ο πόλεμος τουλάχιστον να είναι βέβαιον ότι και εξωτερικός και
εμφύλιος αν είναι να επιτρέπη την αναστολήν των ελευθεριών. Αλλά πρέπει να φθάσωμεν
λοιπόν εις την έναρξιν της επαναστάσεως και εις τον εμφύλιον σπαραγμόν δια να μπορέσωμεν
να αντιμετωπίσωμεν την αναρχίαν;»172

Ερωτηματικό παραμένει ο λόγος για τον οποίο ο Βενιζέλος έκρινε πως ήταν απαραίτητο να
υιοθετηθεί ένας νόμος καταπιεστικός για τις πολιτικές ελευθερίες την στιγμή που το
προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο που αφορούσε τους εκτοπισμούς έδινε την ευχέρεια στην
εκάστοτε εξουσία να προχωρεί σε διώξεις πολιτικού χαρακτήρα. Ο νόμος Ιδιώνυμο δεν ήταν
απαραίτητος για την εφαρμογή της πολιτικής δίωξης. Ήδη η τροποποίηση του νόμου ΤΟΔ’
το 1914 επέτρεπε τους πολιτικούς εκτοπισμούς παρά το γεγονός ότι οι διατυπώσεις ήταν
γενικές. Το ίδιο ισχύει και για τη τροποποίηση του νόμου το 1917 όταν οι λιποτάκτες
εντάχθηκαν στο στόχαστρο των διοικητικών αρχών. Ο λόγος για τον οποίο μπορεί να
εξηγηθεί η υιοθέτηση του νόμου 4229/1929 είναι η εντατικοποίηση των διώξεων και η
οργάνωση του θεωρητικού εχθρού του καθεστώτος σε κόμμα με ιδεολογία αντίθετη προς το
αστικό κράτος και υποστήριξη από ένα καθεστώς (Σοβιετικό) το οποίο είχε ήδη πετύχει την
εγκαθίδρυση μιας διαφορετικού τύπου εξουσίας από την αστική. Μέχρι το 1929 οι πολιτικοί
εκτοπισμοί ήταν κανόνας ωστόσο μετά το 1929 έγιναν καθεστώς αποκτώντας εντυπωσιακή
μαζικότητα. Ένας ακόμη λόγος είναι η ελάχιστη σταθερότητα που επιβλήθηκε με την εκλογή
του Βενιζέλου το 1928. Οι εκλογές του 1928 εγκαινιάζουν την πρώτη και τελευταία σχετικώς
σταθερή περίοδο του Μεσοπολέμου, φάση κατά την οποία το καθεστώς μπορεί πιο εύκολα να
εντείνει τις πιέσεις στο ΚΚΕ. Με τον νόμο αυτό ανοίγει ο δρόμος της οριστικής
ποινικοποίησης του ΚΚΕ από τη δικτατορία Μεταξά.

Ο Βενιζέλος θέτει την χώρα σε διαρκή επαγρύπνηση και εγρήγορση καθώς θεωρεί ότι
ελλοχεύει ο κίνδυνος έκρηξης επανάστασης για την οποία το κράτος δικαιολογείται,
σύμφωνα με τον Βενιζέλο, να προνοεί και να είναι έτοιμο να καταστείλει ή να προλάβει την
οποιαδήποτε κίνηση που θα ερμηνευθεί ως προσπάθεια κατάλυσης του κοινωνικού
καθεστώτος. Η αμέσως επόμενη περίοδος, μετά την πτώση του Βενιζέλου, χαρακτηρίζεται
από μια υποχώρηση του βενιζελισμού σε επίπεδο πολιτικό ωστόσο η πολιτική που εγκαινίασε
κατά του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος θα αποτελέσει μια σημαντική
παρακαταθήκη τόσο για τις επόμενες κυβερνήσεις και την δικτατορία του Μεταξά όσο και
για τις δωσιλογικές και κατοχικές κυβερνήσεις της περιόδου της Ελληνικής Πολιτείας. Η
172 ης η η
Συνεδρίαση 21 Μαΐου 1932, Πρακτικά Βουλής, 2 Βουλευτική περίοδος, 4 σύνοδος.

64
πολιτική των πολιτικών διωγμών θα κορυφωθεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου,
περίοδος κατά την οποία ο πολιτικός διωγμός θα αποκτήσει τελείως διαφορετική σημασία,
βαρύτητα αλλά και έκταση.

65
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του μέχρι και τη τελική του συγκρότηση αντιμετώπισε
μια πλειάδα εμποδίων στην πορεία του προς την ολοκλήρωσή του. Το αίτημα για
συγκεντρωτικό κράτος ερχόταν σε σύγκρουση με τις τοπικές ελίτ και κυρίως την οικονομική
και κοινωνική πραγματικότητα. Απέναντι σε αυτή τη τάση συγκέντρωσης της εξουσίας
βρέθηκαν όχι μόνο οι τοπικές κοινωνίες αλλά και μέρος του πολιτικού κόσμου. Τη ναυαρχίδα
της αντίδρασης αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος των πολεμιστών της επανάστασης, οι
οποίοι έχοντας τις ρίζες τους στην παράδοση των κλεφτών και των αρματολών δεν είχαν
τακτική οργάνωση, αλλά ο καθένας τους δρούσε με επίκεντρο την δική του φατρία. Η
πολιτική της Αντιβασιλείας, που τους έθεσε εκτός των σωμάτων ασφαλείας του νεοσύστατου
κράτους, τους όπλισε εκ νέου και τους ώθησε στα παλιά τους λημέρια όπου δρούσαν κάποιες
φορές εναντίον και κάποιες άλλες υπό την ανοχή μιας άλλης δυναστικής δύναμης, της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η έξωση των ατάκτων από τα στρατιωτικά σώματα αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα της
σύγκρουσης δυο διαφορετικών λογικών για την φύση του νέου κράτους. Να σημειωθεί ότι
μεγάλη μερίδα των ατάκτων δεν κατάγονταν από κάποια επαρχία ή χωριό του ελεύθερου
κράτους, κατά συνέπεια η επιλογή για αυτούς εφόσον εκδιώχθηκαν από το στράτευμα ήταν
είτε να επιστρέψουν (με όλες τις δυσκολίες που είχε αυτή η επιλογή) στον τόπο καταγωγής
τους, όπου θα κινδύνευαν από τους διώκτες τους στην άλλη πλευρά των συνόρων, είτε να
μείνουν στην Ελλάδα και να κάνουν αυτό στο οποίο ήταν καλοί, δηλαδή να συγκροτούν
ομάδες στα βουνά και να ληστεύουν. Η έξοδος στα βουνά μιας μεγάλης μάζας ατάκτων της
ελληνικής επανάστασης δημιούργησε μια ιδιόμορφη αλλά τελείως δικαιολογημένη από τις
αντικειμενικές συνθήκες διαρχία.

Στις μεγάλες πόλεις τον σχετικό έλεγχο της δημόσιας τάξης είχε η κεντρική εξουσία με
επίκεντρο τον νεαρό Βαυαρό Βασιλιά και τους γραφειοκράτες του. Σε ολόκληρη την
περιφέρεια η νεαρή κεντρική διοίκηση δεν είχε κατορθώσει όπως ήταν φυσικό με τα μέσα
που διέθετε να επιβάλει την κυριότητά της στο σύνολο της επικράτειας. Κατά συνέπεια η
σύγκρουση μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των ληστών δεν ήταν μια απλή διαμάχη που
αφορούσε το κοινό έγκλημα αλλά ένα βαθύτατο πρόβλημα συγκρότησης κεντρικού κράτους,
μια διαπάλη μεταξύ του παρελθόντος που επιθυμούσε την διατήρηση της τοπικής
αυτοτέλειας, και του μέλλοντος που απαιτούσε δραστικά μέτρα επιβολής και υποταγής του
συνόλου του πληθυσμού και της επικράτειας στην κεντρική εξουσία, που σε αυτή την
ιστορική φάση μετουσιωνόταν στον θεσμό της ξενοκίνητης μοναρχίας.

Ένα βασικό εμπόδιο στις επιδιώξεις του κεντρικού κράτους και των συμφερόντων του ήταν
σαφώς ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούνταν η παραγωγή και γενικότερα η οικονομική
δραστηριότητα στο σύνολο της επικράτειας. Η αγροτική παραγωγή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη
ως αποτέλεσμα της πολεμικής προσπάθειας ενώ η κτηνοτροφία, η οποία αποτελούσε έναν
κεντρικό κλάδο της αγροτικής και της συνολικής οικονομίας, ήταν απολύτως μη ελέγξιμη
από τη κεντρική διοίκηση λόγω του νομαδικού ή ημινομαδικού της χαρακτήρα. Η επαρχία
ήταν ένα μέρος σχεδόν εχθρικό για το νέο κεντρικού τύπου κράτος. Το νεότευκτο κράτος,
λοιπόν, είχε να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις. Ολόκληρος ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται

66
από αυτή τη διαμάχη μεταξύ κεντρικού κράτους και τοπικισμού, που μετουσιώνεται στον
πόλεμο των σωμάτων διατήρησης της τάξης και του στρατού εναντίον μιας άμορφης μάζας
ληστών απλωμένης σχεδόν στο σύνολο της επικράτειας (με επίκεντρο της δράσης της τις
παραμεθόριες περιοχές) και υποστηριζόμενης από ένα ευρύ δίκτυο που συμπεριλάμβανε τόσο
τις τοπικές ορεινές κυρίως κοινότητες αλλά και τα τοπικά εξουσιαστικά δίκτυα.

Ωστόσο, το ίδιο το κράτος ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που διατηρούσαν αυτή
την αστάθεια σε τοπικό επίπεδο και συνεπικουρούσε τις αντικειμενικές συνθήκες. Όπως
προαναφέραμε το κράτος του 19ου αιώνα έχει μια και μόνο στόχευση, την αέναη διεκδίκηση
της επέκτασης των συνόρων με σκοπό να προσαρτηθούν οι περιοχές αυτές που θα
ολοκλήρωναν το έθνος χωρίς να είναι απολύτως σαφές μέχρι που έπρεπε να φτάσουν τα νέα
σύνορα. Αυτή η πολιτική του κράτους, που αποτελεί περισσότερο ανάγκη παρά επιλογή, δεν
επέτρεπε την προσήλωση στην ανοικοδόμηση της χώρας και στον εκσυγχρονισμό του
συνόλου των δομών του κράτους και της οικονομικής του λειτουργίας. Η διατήρηση ενός
στρατού ατάκτων στα βουνά επέτρεπε στην Ελλάδα να διατηρεί το αλυτρωτικό ζήτημα
ζωντανό ακόμα και σε φάσεις κατά τις οποίες βρισκόταν σαφώς σε πλήρη αδυναμία να
επιδιώξει την πραγμάτωση των αλυτρωτικών της στόχων.

Παράλληλα με τη διατήρηση στοιχείων ενός ξεπερασμένου οικονομικού συστήματος στις


επαρχίες που κυριαρχεί εδώ και αιώνες, η εκσυγχρονιστική τάση επέβαλε την σκλήρυνση της
πολιτικής έναντι του φαινομένου. Κατά συνέπεια έχουμε την επαναφορά μετά από πολλές
δεκαετίες της πρακτικής των εκτοπισμών με στόχο την καθυπόταξη του μαζικού κύματος
ανυπακοής των επαρχιών έναντι των επιταγών του κεντρικού κράτους το οποίο για πρώτη
φορά δείχνει ότι δεν μπορεί ούτε να συμβιβαστεί, ούτε περισσότερο να αγνοήσει το
φαινόμενο. Ο νόμος ΤΟΔ’ του 1871 υπήρξε ριζοσπαστικός όχι γιατί για πρώτη φορά
εφαρμόστηκε συστηματικά η μέθοδος του εκτοπισμού στην Ελλάδα αλλά γιατί εξέφραζε τις
ανάγκες του κράτους σε αυτή τη πρώτη εκσυγχρονιστική περίοδο να επεκτείνει επιτέλους την
επιρροή του στο σύνολο της επικράτειας. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι από τη στιγμή
της υιοθέτησης εκ νέου των διοικητικών εκτοπισμών το 1871 το κράτος διατηρεί μια διττή
πολιτική έναντι της ληστείας. Από τη μια πλευρά δείχνει πως επιθυμεί να θέσει τέλος στο
φαινόμενο, από την άλλη δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή την Μεγάλη Ιδέα, αντιθέτως η
περίοδος αυτή βρίσκει τη Μεγάλη Ιδέα σε ιδιαίτερη άνθιση.

Η πολιτική των εκτοπισμών δεν είναι καθόλου ξένη στην ελληνική κοινωνία. Η μέθοδος
εφαρμόστηκε ακόμη και επί οθωμανικής αυτοκρατορίας ενώ το σύνολο των δυτικών κρατών
είχαν εφαρμόσει αντίστοιχες διώξεις στις ίδιες κοινωνικές ομάδες κατά τους προηγούμενους
αιώνες κυρίως στις αποικίες τους. Παντού ο εκσυγχρονισμός επέβαλε την υποχρεωτική
διαμονή του κάθε πολίτη σε σταθερή κατοικία, κάτι που δεν ίσχυε σε μεγάλο μέρος των
προκαπιταλιστικών κοινωνιών τόσο της δύσης όσο και του υπόλοιπου κόσμου. Οι νομάδες
διαχρονικά αποτέλεσαν μείζον πρόβλημα για τις εκσυγχρονιστικές τάσεις σε ολόκληρο τον
κόσμο. Θα πρέπει για άλλη μια φορά να τονίσουμε ότι στόχος των εκτοπισμών δεν ήταν οι
ίδιοι οι ληστές σε περίπτωση σύλληψής τους αλλά το μεγάλο οικογενειακό δίκτυο που
στήριζε τον ληστή και αποτελούσε την βασική δομή οργάνωσης της κοινωνίας της επαρχίας,
που συγκέντρωνε το μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας.

67
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτά τα ακραία κατασταλτικά μέτρα του εκτοπισμού είχαν
περιορισμένα αποτελέσματα στο ζήτημα της ληστείας. Η ληστεία εξακολουθεί και απασχολεί
μέχρι και τη δεκαετία του 1930 και μάλιστα για μεγάλο διάστημα κυριαρχεί σε τοπικό
επίπεδο. Παρόλα αυτά οι εκτοπισμοί που σχετίζονται με φαινόμενα ληστείας συνεχίζονται
μέχρι και τη δεκαετία του 1930. Αυτό ενισχύει το επιχείρημα ότι η ληστεία συνδέεται
άρρηκτα με την οικονομία και τα τοπικά εξουσιαστικά δίκτυα. Συνδέεται άρρηκτα με την
οικονομική λογική, με τον τρόπο παραγωγής και την κατ’ επέκταση την οργάνωση της
κοινωνίας με βάση αυτό το οικονομικό σύστημα. Η ληστοκρατία θα παύσει κατά προσέγγιση
όταν η νομαδική κτηνοτροφία θα δώσει τη θέση της στη στατική κτηνοτροφία. Αυτό μας
δίνει ένα ακόμη επιχείρημα στο συμπέρασμα ότι ο νόμος ΤΟΔ’ είχε περισσότερο σαν στόχο
τον περιορισμό της νομαδικής κτηνοτροφίας. Η εφαρμογή του νόμου όντως έφερε
εντυπωσιακή μείωση της αξίας και της επιρροής της κτηνοτροφίας γενικότερα.

Πρέπει να τονίσουμε ότι η παρούσα έρευνα δεν επιχειρεί να ταυτίσει μια οικονομική
δραστηριότητα με μια εγκληματική λογική και πρακτική. Αυτό που επιχειρείται να
αναδειχθεί είναι ότι τα δυο φαινόμενα αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοσυνδέονται αλλά δεν
ταυτίζονται. Και αυτό γιατί, ενώ μεγάλο μέρος των ληστών προέρχεται από τις διάφορες
τάξεις της κτηνοτροφικής κοινότητας, τις περισσότερες φορές ο στόχος της δραστηριότητάς
τους είναι η ίδια η κτηνοτροφία και οι κτηνοτρόφοι. Τα περισσότερα βίαια περιστατικά είχαν
σαν στόχο κάποιο κτηνοτρόφο και την οικογένειά του. Αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι η
σύνδεση δυο φαινομένων που ανήκουν εξίσου στο παρελθόν, σε μια διαφορετική κοινωνική,
οικονομική και ηθική πραγματικότητα. Τα δυο φαινόμενα της ληστείας και της νομαδικής
κτηνοτροφίας συνδέονται καθώς η δράση του ενός τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την
δράση του άλλου και αποτελούν εξίσου φαινόμενα του παρελθόντος, ενός παλαιού τύπου
οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας που συνεπάγεται ένα τελείως διαφορετικό
πλέγμα ηθικών αρχών σε σχέση με μια νεωτερική κοινωνία.

Η περίοδος της ληστοκρατίας δεν είναι μια περίοδος κατά την οποία υπάρχει απλά μια
έξαρση της εγκληματικότητας. Αντιθέτως, διαθέτει χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου
εμφυλίου πολέμου, εκτεταμένης χρονικής έκτασης και χαμηλής έντασης. Ο ορισμός του
εγκλήματος έτσι όπως προκύπτει από τον Ποινικό Κώδικα είναι: «πράξη άδικη και
καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο». Όπως ήδη υποστηρίξαμε οι
πράξεις των ληστών και η δράση τους δεν εκλαμβανόταν από τις τοπικές κοινωνίες ως άδικες
και παράνομες για πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυση του κράτους. Ο νομοθέτης είναι αυτός
που όρισε τις πράξεις τους ως τέτοιες παρά το γεγονός ότι οι πράξεις των ληστών
αποτελούσαν πραγματικά εγκλήματα και όχι απλά νομικά. Ο νομοθέτης είναι αυτός που
έρχεται άνωθεν και καθορίζει ποιες πράξεις αποτελούν εγκλήματα χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι η κοινωνία συμφωνεί πάντα με τον νομοθέτη. Δηλαδή κατά την περίοδο της
ληστοκρατίας, όχι μόνον στην ελληνική περίπτωση, υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ του
πραγματικού και του νομικού εγκλήματος. Το πραγματικό έγκλημα (η δράση του ληστή)
ορίζεται από το κράτος ως νομικό έγκλημα, ωστόσο τα ήθη και οι παραδόσεις των τοπικών
κοινωνιών δεν αποδέχονται τουλάχιστον άμεσα ή με φανατισμό την αντίληψη που έχει το
κράτος για τη ληστεία. Κατά συνέπεια, ως ένα βαθμό η κοινωνία δεν αποδέχεται τον ορισμό

68
του πραγματικού εγκλήματος ως τέτοιο. Βλέπουμε ότι μεταξύ τοπικών κοινωνιών και
νομοθέτη βρίσκεται ένα μεγάλο χάσμα ηθικής και λογικής.

Οι ριζικές ανακατατάξεις κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σε όλα τα επίπεδα στο
εσωτερικό της Ελλάδας φέρνουν το κράτος μπροστά σε νέα διλήμματα και συγκρούσεις. Η
αστική τάξη αρχίζει να διευρύνει εντυπωσιακά την ισχύ της και να επηρεάζει όλο και
περισσότερο χρόνο με το χρόνο τη κατεύθυνση του κράτους. Η αστική τάξη, με πολιτικό
ηγέτη πλέον τον Ελευθέριο Βενιζέλο θα μετασχηματίσει το ελληνικό κράτος στην
κατεύθυνση του λεγόμενου αστικού εκσυγχρονισμού όχι ως αποτέλεσμα κοινωνικών και
οικονομικών μεταβολών αλλά ως αποτέλεσμα νομοθετικών και μεταρρυθμιστικών
πρωτοβουλιών από τη πλευρά του κράτους. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι ο
εκσυγχρονισμός που επιχειρήθηκε ήταν τουλάχιστον στρεβλός, ή μάλλον περισσότερο
ομοίαζε προς τον εκσυγχρονισμό που συναντάμε σε πρώην αποικιακά καθεστώτα και
προτεκτοράτα.

Υπερτονίζουμε την λέξη εκσυγχρονισμός και δεν χρησιμοποιούμε τις λέξεις


εκδημοκρατισμός ή πρόοδος καθώς θα ήταν ουσιώδες λάθος να εκλάβουμε τις μεταβολές
αυτές ως τέτοιες τουλάχιστον αν χρησιμοποιούσαμε αυτές τις λέξεις με τη σημερινή τους
σημασία. Για παράδειγμα, το 1924 έτος κατά το οποίο εγκαθιδρύεται η Β’ Ελληνική
Δημοκρατία η οποία μάλιστα είναι και αβασίλευτη δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση τον
εκδημοκρατισμό και τη πρόοδο τουλάχιστον όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η
περίοδος αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια από τις πλέον αυταρχικές του σύγχρονου
ελληνικού κράτους. Τα πραξικοπήματα ή οι απόπειρες διαδέχονται το ένα το άλλο, η
ελευθερία του τύπου αποτελεί το πλέον σύντομο ανέκδοτο ενώ οι διώξεις λαμβάνουν τη
μορφή πογκρόμ κυρίως εναντίον των εργατών αλλά και μεταξύ των δυο μεγάλων αντίπαλων
παρατάξεων. Το κράτος αυτής της περιόδου βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση έκτακτης
ανάγκης και σε κατάσταση πολιορκίας. Υπό αυτές τις συνθήκες τα πολιτικά δικαιώματα που
εξασφαλίζονται και στα συντάγματα, όπως θα επιθυμούσε και ο ίδιος ο Βενιζέλος γίνονται
αντικείμενα αίρεσης της εκάστοτε κυβέρνησης και των νομοθετικών της διαταγμάτων που
χαρακτηρίζονται ως επιτακτικά για τη σωτηρία του έθνους.

Αν αναλογιστούμε τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτό το κράτος μετά από μια δεκαετή
πολεμική προσπάθεια και με κοσμογονικές τομές στο εσωτερικό τότε θα μπορούσαμε να
δεχτούμε το γεγονός ότι όντως αυτή η χώρα βρισκόταν σε μια φάση της ιστορίας της κατά
την οποία οι αλλαγές ήταν τέτοιες που προκαλούσαν δέος, φόβο και αμηχανία σε μια μερίδα
ανθρώπων. Στόχος της καταστολής του κράτους ήταν από την εμφάνισή του ακόμα το
εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις του Βενιζέλου
προσπάθησαν να προσεταιριστούν το κίνημα αυτό που άρχισε να αποκτά αξιόλογο μέγεθος
ήδη από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Ωστόσο, ακόμη και στο απόγειο του δεν απείλησε
ποτέ σοβαρά το καθεστώς. Αργότερα, η καταστολή επικεντρώθηκε περισσότερο στον
κομμουνισμό.

Ο ίδιος ο Βενιζέλος υποστήριζε ότι όλα τα νομοθετήματα που αφορούσαν τις διώξεις για
κατηγορίες όπως η προπαγάνδα με στόχο την κατάλυση του αστικού δημοκρατικού
πολιτεύματος ή η δράση προς αυτή τη κατεύθυνση δεν είχε στόχο κάποια πολιτική ιδεολογία

69
και συγκεκριμένα τον κομμουνισμό αλλά τη προσπάθεια πραγμάτωσης αυτού του στόχου
από οποιαδήποτε πολιτική ή μη κίνηση. Πράγματι σχεδόν όλα τα νομοθετήματα μέχρι και το
1926 δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι είχαν σαν στόχο
αποκλειστικά την καταστολή του κομμουνισμού και τη πρόληψη κατά της εξάπλωσης αυτών
των ιδεών (παρά το γεγονός ότι θύματα των νόμων αυτών ήταν σχεδόν κατά
αποκλειστικότητα εργάτες με εγγύτητα στις ριζοσπαστικές ιδέες). Τουλάχιστον δεν ήταν
ρητή η διατύπωση. Ούτε ο φόβος της κομμουνιστικής επέλασης ήταν ρεαλιστικός σε αυτή τη
πρώιμη φάση αφού μόλις στο τέλος αυτής της περιόδου οργανώθηκε το Κομμουνιστικό
Κόμμα και συνδέθηκε στενά με τη Κομμουνιστική Διεθνή. Η δικτατορία του Πάγκαλου είναι
αυτή που θα σκληρύνει την καταστολή κατά του ΚΚΕ παρά το γεγονός ότι και οι
προηγούμενες κυβερνήσεις στόχευαν κυρίως προς αυτόν τον πολιτικό χώρο. Οι πολιτικοί
εκτοπισμοί ωστόσο έναντι εργατών και συνδικαλιστών είχαν αρχίσει ήδη από την περίοδο
των φιλεργατικών νόμων του Βενιζέλου(1914).

Κατά το ενδιάμεσο διάστημα από τους πρώτους πολιτικούς εκτοπισμούς μέχρι την
ποινικοποίηση της δράσης του ΚΚΕ το 1929 με τον νόμο 4229 καλλιεργείται το κλίμα που θα
οδηγήσει στην υιοθέτηση αυτού του νόμου. Δεν μπορεί να νοηθεί ο νόμος 4229 χωρίς το
άμεσο παρελθόν και την πολιτική των προηγούμενων κυβερνώντων. Ο νόμος 4229 δεν
αποτελεί μια ακραία έκφραση της βενιζελικής απέχθειας έναντι των ριζοσπαστικών
αιτημάτων της εργατικής τάξης τα οποία σε αυτή τη φάση εκφράστηκαν κυρίαρχα από το
ΚΚΕ. Ο νόμος αυτός αποτελεί την λογική συνέχεια σε μια πάγια κρατική τακτική να κρατά
στον πάγο τα εργατικά δικαιώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου που
εγκαινιάστηκε από την ραγδαία άνθιση της οργάνωσης των εργατικών συμφερόντων είτε σε
ετερόκλητες ομάδες είτε σε ριζοσπαστικές κινήσεις. Χαρακτηριστική είναι η αποδοχή του
νόμου τόσο από το βενιζελικό όσο και από το συντηρητικό φιλοβασιλικό στρατόπεδο. Στο
ζήτημα της δίωξης του ριζοσπαστικού κινήματος υπήρξε μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των
δυο κυρίαρχων παρατάξεων του Εθνικού Διχασμού όπως ακριβώς υπήρξε συναίνεση και στο
ζήτημα της δίωξης της ληστείας. Ο Εθνικός Διχασμός δεν επεκτάθηκε και στο πεδίο της
αντιμετώπισης των μεγάλων εσωτερικών κινδύνων της αστικής κατεύθυνσης του κράτους
που ενσαρκώνονταν αρχικά στη ληστεία και έπειτα στην άνοδο του διεκδικητικού κινήματος
σε μια εποχή κατά την οποία ο κομμουνιστικός κίνδυνος δεν αποτελούσε, θεωρητική μεν,
απειλή μόνον για το ελληνικό αστικό σύστημα αλλά για μια σειρά από ευαίσθητες και μη
χώρες που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τεθούν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης.

Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις διαδοχικές φάσεις, από το 1914
μέχρι και το 1929, την πορεία προς την πολιτική δίωξη. Η πρώτη φάση εγκαινιάζεται το 1914
με τους πρώτους πολιτικούς εκτοπισμούς έναντι συνδικαλιστών με βάση τον τροποποιημένο
νόμο ΤΟΔ’ του 1871. Η δεύτερη φάση αποτελεί την περίοδο μεταξύ της έναρξης του Εθνικού
Διχασμού μέχρι και το 1928. Σε αυτή τη φάση συνεχίζει να εφαρμόζεται ο τροποποιημένος
νόμος ΤΟΔ’ έναντι εργατών και συνδικαλιστών ενώ ταυτόχρονα το ενδιαφέρον μονοπωλεί η
σύγκρουση βενιζελικών-αντιβενιζελικών μέχρι τουλάχιστον το 1922. Όταν συγκροτείται το
ΚΚΕ το 1924 το κράτος οργανώνεται καταλλήλως για να αντιμετωπίσει τον πιθανό
κομμουνιστικό κίνδυνο. Επιπλέον, σε αυτή τη φάση οι εκτοπισμοί επεκτείνονται και εναντίον
των λιποτακτών και των οικογενειών τους ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται ένας ευρύς

70
εκσυγχρονισμός σε όλες τις δομές του τομέα της εσωτερικής ασφαλείας. Το 1929 αποτελεί
την τρίτη και τελευταία φάση διαμόρφωσης του πλαισίου των πολιτικών διώξεων με τη
μέθοδο των εκτοπισμών αυτή τη φορά θέτοντας στο στόχαστρο ένα πολιτικό κόμμα και μια
ιδεολογία.

Οι εκτοπισμοί έχουν μια ιστορία ενός αιώνα μέσα στα πλαίσια των μόλις δυο αιώνων
ύπαρξης ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του μέχρι την απόλυτη
κυριαρχία του αστικού συστήματος το 1974 κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη ληστεία, η οποία
δεν είναι απλά ένα πρόβλημα έξαρσης της εγκληματικότητας αλλά μια εγγενής ανταρσία
κατά της εκάστοτε εξουσίας λόγω του ισχυρού τοπικισμού που κυριαρχεί μέχρι τις αρχές του
προηγούμενου αιώνα, και το εργατικό κίνημα που αποτελεί αρνητή του αστικού
εκσυγχρονισμού από την ακριβώς αντίθετη κριτική οπτική. Από τη μια πλευρά η ληστεία
αποτελεί το ένοπλο κίνημα που εκφράζει την νοσταλγία του παρελθόντος και των παλαιών
οικονομικών και κοινωνικών δομών ενώ από την άλλη το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα που
εκφράζεται ως επί το πλείστον από την εμφάνιση και άνοδο του ΚΚΕ αποτελεί το πολιτικό
κίνημα που αρνείται τον αστικό εκσυγχρονισμό από τη πλευρά του μαρξισμού και των
σοσιαλιστικών ιδεών. Με βάση αυτή τη διατύπωση εύκολα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει
ότι η ληστεία και ο κόκκινος κίνδυνος εντάσσονται στην ίδια κατηγορία των εχθρών του
καθεστώτος και κατά συνέπεια τα δυο φαινόμενα ταυτίζονται. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση θα
ήταν απολύτως ψευδής και θα χαρακτηριζόταν από παντελή έλλειψη επιχειρημάτων.
Ανάμεσα στα δυο φαινόμενα μπορεί να εντοπίσει κανείς περισσότερες και ποιοτικότερες
διαφορές παρά ομοιότητες και σε κανένα σημείο δεν μπορούν να συγκλίνουν ούτε ως προς τη
φύση τους ούτε ως προς τις στοχεύσεις τους.

Η ληστεία αποτελεί ένα άτακτο και μη κεντρικά διευθυνόμενο αντάρτικο. Από τη δράση του
αντιλαμβανόμαστε ότι στα μάτια της επαρχιακής κοινωνίας αποτελεί μια αντί-εξουσία. Οι
ληστές όπως και οι κλέφτες και οι αρματολοί του παρελθόντος ζουν μέσα στις κοινωνίες,
πολλές φορές ως παράσιτα άλλες φορές ως τοπικοί ευεργέτες και συνδέονται στενά με τα
τοπικά εξουσιαστικά δίκτυα. Το κύριο μέσο βιοπορισμού τους είναι η χρήση της βίας με
σκοπό να επιβληθούν στις τοπικές αρχές και τον λαό. Πολλοί από αυτούς κατάγονται από τα
τσελιγκάτα, είναι δηλαδή η πλειοψηφία αυτών νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι στη
καταγωγή και πολλές φορές επιστρέφουν στο φυσικό τους επάγγελμα και τανάπαλιν χωρίς
κάποια ιδιαίτερη δυσκολία (Αρβανιτόβλαχοι, Σαρακατσάνοι ή Κουτσόβλαχοι 173). Η επαφή
τους με νεωτερικές σχέσεις παραγωγής καπιταλιστικού τύπου είναι ανύπαρκτη. Δεν έχουν
κάποιο κεντρικό αίτημα απέναντι στην εξουσία. Η μόνη τους επιθυμία ήταν ανέκαθεν η
κατάληψη μιας θέσης στα σώματα ασφαλείας της εποχής.

173
Οι Αρβανιτόβλαχοι εντοπίζονται κυρίως στην Μακεδονία κα τη Θεσσαλία και δευτερευόντως στην Ήπειρο
και τη Στερεά και η κύρια οικονομική τους δραστηριότητα ήταν η κτηνοτροφία με την μορφή των τσελιγκάτων.
Οι Σαρακατσάνοι είναι νομάδες με κύρια καταγωγή από τα βουνά της Πίνδου αλλά απλώθηκαν σχεδόν σε
ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Και οι Σαρακατσάνοι εξαρτιόνταν από τη νομαδική κτηνοτροφία και
οργανώνονταν σε τσελιγκάτα.
Οι Κουτσόβλαχοι είναι φύλο των λατινόφωνων νοτίων Βλάχων οι οποίοι είχαν την έδρα τους κυρίως στα
ορεινά της Θεσσαλίας. Οι Κουτσόβλαχοι ήταν και ελληνόφωνες και η κύρια ενασχόλησή τους ήταν η
κτηνοτροφία.

71
Οι παλαιοί κλέφτες είχαν σαν επίκεντρο της δράσης τους τον ανταγωνισμό για τη κατάληψη
μιας θέσης αρματολού ενώ οι σύγχρονοι ληστές επιδίωξαν να καταλάβουν μια θέση στη
χωροφυλακή ή την οροφυλακή και τα άλλα σώματα ασφαλείας που ίδρυε κατά καιρούς το
ελληνικό κράτος με σκοπό να αντιμετωπίσει το φαινόμενο ή βγήκαν στο κλαρί επειδή η
κεντρική εξουσία δεν θέλησε να τους παραχωρήσει μια παρόμοια θέση. Ανά τους αιώνες
είχαν τη φήμη ότι υποστηρίζουν τους φτωχούς και κλέβουν τους πλουσίους. Θεωρούνταν
δηλαδή ένα είδος Ρομπέν των δασών ωστόσο τουλάχιστον στην ελληνική περίπτωση δεν
ισχύει απόλυτα κάτι τέτοιο. Όντως οι ληστές και οι κλέφτες επεδίωκαν πάντα να ληστεύουν
τους πλουσιότερους174 καθώς από εκεί κέρδιζαν τα περισσότερα ωστόσο στη μεγάλη
πλειοψηφία των δράσεών τους στόχευαν τους φτωχούς κτηνοτρόφους και οι βιαιοπραγίες
εναντίον τους ήταν πολύ περισσότερες και πιο ακραίες αφού οι στόχοι ήταν πολύ πιο
εύκολοι. Άλλωστε και στον «κώδικα δεοντολογίας» τους βλέπουμε ότι οι πλούσιοι
απαχθέντες τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης λόγω ακριβώς της οικονομικής τους ισχύος175.

Αντιθέτως, το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από το οποίο θα προκύψει το ΚΚΕ
και ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» για το κράτος έχει τελείως διαφορετική καταγωγή και
στοχεύσεις από τη ληστεία. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές δεν αποτελούν μια αντι-
εξουσία, αλλά στοχεύουν στην εγκαθίδρυση μιας άλλης εξουσίας. Το κομμουνιστικό κίνημα
δεν προτάσσει απλά την αντίδραση και δε χρησιμοποιεί ένοπλα μέσα. Δεν πηγάζει από
παράδοση, αντιθέτως έρχεται σε σύγκρουση με αυτή. Το εργατικό κίνημα γεννήθηκε μέσα
από την εμφάνιση των πρώτων εργοστασίων στην Ελλάδα. Οι πρώτες καθαρά καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που θα γεννήσουν την ανάγκη οργάνωσης της όλο και
διευρυνόμενης εργατικής τάξης από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το εργατικό κίνημα έχει την
έδρα του στα αστικά κέντρα ενώ αντιθέτως η ληστεία εδράζεται στα βουνά και στις
απομονωμένες περιοχές της χώρας. Το εργατικό κίνημα γρήγορα άρχισε να οργανώνεται
κεντρικά συγκροτώντας ομάδες διεκδικητικές ενώ από τη δεκαετία του 1910 από το νεαρό
εργατικό κίνημα θα προκύψει πολιτικό κόμμα με πολιτικό πρόγραμμα και ιδεολογία
ανατροπής. Το εργατικό κίνημα από τη γέννησή του εξέφραζε πολιτικά αιτήματα και ερχόταν
εξαρχής σε επίπεδο φραστικό σε σύγκρουση με τους εργοδότες και το κεφάλαιο. Αργότερα
θα συγκροτηθεί πολιτικό κόμμα που θα επιδιώξει την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος
και θα προπαγανδίζει την εγκαθίδρυση ενός νέου που θα έρχεται σε σύγκρουση με τις
παραδόσεις, τα συμφέροντα του κράτος ακόμη και τα ήθη σε μια καπιταλιστική οικονομία. Η
δημιουργία οργανώσεων και κομμάτων που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των προλετάριων
δεν συνεπάγεται την οργάνωση ένοπλου κινήματος έναντι της κρατικής εξουσίας. Αυτό θα
γίνει αρκετά αργότερα και κάτω από τελείως διαφορετικές περιστάσεις και αναγκαιότητες.
Διεκδικούσε με τα λίγα νόμιμα μέσα που διέθετε, τις απεργίες, τα οποία γρήγορα το κράτος
έθεσε σε αυστηρούς περιορισμούς ή και απαγορεύσεις.

Δεν εντοπίζονται ουσιώδεις διαφορές μόνον στην καταγωγή και τις στοχεύσεις των δυο
φαινομένων αλλά και στο πως το κράτος τα αντιμετώπισε. Το κράτος δεν αντιμετώπισε με
την ίδια σκληρότητα και την ίδια αμεσότητα τη ληστεία όπως έκανε με τους αντίστοιχους

174
Κυρίως με την τακτική των απαγωγών με σκοπό την απαίτηση λύτρων απελευθέρωσης.
175
Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 307-308. Αναφέρεται ο δέκατος τέταρτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο οι
αιχμάλωτοι τυγχάνουν αντίστοιχης μεταχείρισης με την κοινωνική τους θέση.

72
πολιτικούς του αντιπάλους των λαϊκών στρωμάτων της εποχής του αστικού εκσυγχρονισμού
παρά το γεγονός ότι και οι δυο εχθροί εκδιώκονται με παρόμοιο νομικό πλαίσιο. Μόνον κατά
τη περίοδο της Βαυαροκρατίας το κράτος πολέμησε σθεναρά τη ληστεία και έχασε. Με την
συνταγματική αλλαγή του 1843 την κρατική εξουσία αρχίζουν να επηρεάζουν σημαντικά τα
πολιτικά κόμματα της εποχής τα οποία για ένα μεγάλο διάστημα χρησιμοποίησαν τη ληστεία
και την εξέθρεψαν για δυο βασικούς λόγους: για κομματική πελατεία και για τα αλυτρωτικά
τους σχέδια.

Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε τη συνδρομή των ληστών σε μια διαδικασία τελείως


αντίθετη με τις στοχεύσεις και τις επιδιώξεις του άμορφου και ασαφούς ως προς τους
στόχους του νεαρού εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Οι ληστές κυρίως κατά τη
τουρκοκρατία αλλά σε μεγάλο βαθμό και κατά τον 19ο αιώνα συνδέονταν άρρηκτα με την
τοπική οικονομική και πολιτική αριστοκρατία, την τοπική ελίτ. Δεν αποτελούσαν ένα κίνημα
κατά της πλουτοκρατίας ούτε επεδίωξαν ποτέ να θέσουν ζήτημα περιορισμού της ισχύος των
οικονομικών ισχυρών. Αντιθέτως, οι ληστές αποτελούσαν κατεξοχήν όργανα ελεγχόμενα από
τις τοπικές πολιτικές και οικονομικές ολιγαρχίες γεγονός που δεν τους καθιστά Ρομπέν των
δασών. Η δραστηριότητά τους δεν περιορίζεται στην απαλλοτρίωση πλούτου υπέρ των
φτωχών. Η δραστηριότητά τους είχε περιορισμένο αναδιανεμητικό χαρακτήρα τουλάχιστον
στο ελληνικό παράδειγμα.

Η ισχύς του οικονομικού συστήματος που τροφοδοτεί τη ληστεία καθιστά τα κατασταλτικά


μέτρα του κράτους σχεδόν ολοκληρωτικά αναποτελεσματικά. Άλλωστε ο κύριος στόχος του
κράτους δεν ήταν τόσο η καταδίωξη των ληστών όσο η καταπολέμηση αυτού του
οικονομικού δικτύου και του νομαδικού βίου μεγάλου μέρους των τοπικών κοινωνιών.
Απέναντι σε αυτούς επέδειξε την πρέπουσα για τις περιστάσεις σκληρότητα. Η νομαδική
κοινότητα είναι η πρώτη που μπαίνει στο μάτι του κυκλώνα των εκτοπισμών και όχι οι
ληστές. Η νομαδική και ημινομαδική κοινότητα είναι αυτές που με αφορμή την ληστεία
τίθενται στο στόχαστρο της πολιτικής των εκτοπισμών. Έτσι όπως προκύπτει από τα
αποτελέσματα και τη πρακτική οι νόμοι δίωξης της ληστείας είχαν λιγότερο σαν στόχο την
άμεση δίωξή της και περισσότερο τον μετασχηματισμό της νομαδικής και ημινομαδικής
κτηνοτροφίας, πρακτική που στην ουσία αντί να περιορίζει την ληστεία, την ενίσχυε
τουλάχιστον συγκυριακά.

Ο 20ος αιώνα έρχεται να ανατρέψει πολλά δεδομένα σχετικά με την ληστεία. Η ληστεία αυτή
τη περίοδο επηρεάζεται τόσο από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη περιοχή όσο και από τις
εσωτερικές πολιτικές μεταβολές. Η Βιδάλη υποστηρίζει μάλιστα ότι η αναζωπύρωση της
ληστείας αυτή τη περίοδο συνδέεται στενά και με την σύγκρουση μεταξύ βενιζελικών –
κωνσταντινικών καθώς με βάση αυτή τη σύγκρουση στρατολογούνται διάφορες ομάδες
ενόπλων οι οποίοι πολεμούν υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης 176. Αυτές οι ομάδες με την
επικράτηση του Βενιζέλου το 1917 θα διαλυθούν και θα τροφοδοτήσουν εκ νέου τη ληστεία
ενώ παράλληλα η ληστεία ενισχύεται και από την δραματική μείωση του μεταναστευτικού
ρεύματος προς τις ΗΠΑ από το 1920 και μετά στερώντας την Ελλάδα από μια ασφαλιστική
δικλείδα εκτόνωσης της δυσαρέσκειας σε τοπικό επίπεδο.

176
Σοφία Βιδάλη, ό.π., σελ. 409-410.

73
Απέναντι στο εργατικό κίνημα το κράτος αντέδρασε με άμεσα αντανακλαστικά. Ήδη από τις
πρώτες απεργίες των δεκαετιών του 1880 και 1890 η καταστολή ήταν σκληρή και δεν ήταν
λίγες οι φορές που χυνόταν το αίμα στους δρόμους. Η άνοδος του Βενιζέλου και των αστικών
συμφερόντων στην εξουσία σκληραίνουν ακόμη περισσότερο τη στάση τους. Παράλληλα με
το «καρότο» των ελευθεριών του συνέρχεσθε ο Βενιζέλος επιδεικνύει και το «μαστίγιο» των
πρώτων εκτοπισμών κατά των ηγετών των απεργιακών κινητοποιήσεων το 1914. Κατά τη
δεκαετία του 1920 θα ξετυλιχτεί ολόκληρο το νομοθετικό κατασταλτικό και προληπτικό
οπλοστάσιο έναντι του εργατικού κινήματος ενώ για πρώτη φορά θα μπει αποκλειστικά στο
στόχαστρο το ΚΚΕ και τα όργανά του από το 1924 αλλά κυρίως από το 1929. Οι εκτοπισμοί
για τους κομμουνιστές και τους συνδικαλιστές γίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα
χωρίς καν προανάκριση, σε αντίθεση με τους νομάδες κτηνοτρόφους για τους οποίους στις
περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνονται όλα τα ένδικα μέσα. Φαίνεται πως γίνεται αντιληπτό
από τις κυβερνήσεις ότι η ληστεία αποτελεί ένα επακόλουθο, μια παράμετρος ενός
οικονομικού συστήματος που τείνει να εκλείψει και για αυτό το λόγο τηρεί στάση αναμονής
και δεν πιέζει τις καταστάσεις μέχρι εκεί που δεν μπορεί. Όταν ο τρόπος παραγωγής και οι
αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής κυριαρχήσουν τότε αυτόματα η ληστεία θα πάψει να
αποτελεί εμπόδιο.

Εκτοπισμοί και εξορίες εφαρμόστηκαν όπως προείπαμε και εναντίον φιλομοναρχικών από
τις βενιζελικές κυβερνήσεις αλλά και βενιζελικών από τις φιλομοναρχικές κυβερνήσεις.
Αυτές οι περιπτώσεις όμως δεν αποτελούν τον κανόνα των εκτοπισμών στην Ελλάδα.
Αποτελούν ίσως μια εξαίρεση. Κατά κανόνα οι εκτοπισμοί στην Ελλάδα εφαρμόστηκαν
εναντίον δυο διαφορετικής φύσης κοινωνικών ομάδων σε διαφορετικές ιστορικές και
εξελικτικές φάσης του ελληνικού κράτους. Στη περίπτωση των δυο αντιπάλων στρατοπέδων
του Εθνικού Διχασμού εφαρμόστηκε περισσότερο η πολιτική της αποπομπής των
αξιωματικών του στρατού που προέρχονταν από την αντίπαλη παράταξη και πολύ λιγότερο
οι εκτοπισμοί. Και συγκεκριμένα σε αυτή τη περίπτωση τα χαρακτηριστικότερα
παραδείγματα πολιτικής δίωξης στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού ήταν ως επί το πλείστον
εξορίες, όπως η εξορία του Ιωάννη Μεταξά και του Ίωνα Δραγούμη στην Κορσική το 1917.

Η καταστολή του κομμουνισμού και του εργατικού κινήματος γενικότερα αποτελεί ίσως το
μοναδικό καίριο ζήτημα για το οποίο φαίνεται ήδη από την αρχή να υπάρχει διακομματική
συναίνεση μεταξύ του βενιζελικού και του αντιβενιζελικού – φιλομοναρχικού και
συντηρητικού χώρου. Θα αποτελέσει τη κύρια προγραμματική βάση πάνω στην οποία θα
στηριχθούν τα δυο φαινομενικά αντίπαλα κόμματα που μάχονταν για το ποιο θα σφετεριστεί
την εξουσία. Τόσο ο βενιζελικός χώρος όσο και ο αντιβενιζελικός χώρος, και συγκεκριμένα
το συντηρητικό και φιλομοναρχικό σκέλος αυτού, θα συμφωνήσουν γρήγορα στα μέτρα που
προβλέπουν την στοχοποίηση του κομμουνισμού και των οργάνων του στην Ελλάδα ως τον
νούμερο ένα δημόσιο κίνδυνο.

Το κράτος και οι δυο βασικοί διεκδικητές του (οι φιλομοναρχικοί και οι φιλελεύθεροι) θα
βάλουν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον των κομμουνιστών. Ο κομμουνισμός ωστόσο δεν
αποτελεί τόσο μεγάλο πραγματικό κίνδυνο για την βιωσιμότητα του καθεστώτος αλλά
περισσότερο θεωρητικό. Ολόκληρος ο κόσμος τη δεκαετία του 1920 ζει υπό το φόβο της
κομμουνιστικής επέλασης λόγω της επικράτησης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Είναι η

74
περίοδος κατά την οποία όντως το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται πάνω από την
Ευρώπη και κυρίως τα Βαλκάνια. Στα υπόλοιπα Βαλκάνια παρά τις εκτεταμένες και εκεί
διώξεις τα κομμουνιστικά κόμματα αποκτούν γρήγορα μεγάλη λαϊκή βάση και υποστήριξη.

Έτσι, η Ελλάδα η οποία βιώνει σε αυτή τη φάση κοσμογονικές μεταβολές στο εσωτερικό της
και η κοινωνία επιβιώνει σε πλειοψηφικό βαθμό κάτω από αθλιότατες συνθήκες, ο
κομμουνισμός φαντάζει όντως μια απειλή ειδικά όταν το διεκδικητικό κίνημα ολοένα και
ριζοσπαστικοποιείται και οι απεργίες αποτελούν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Στην
πραγματικότητα όμως το ΚΚΕ δεν κατάφερε σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1920 αλλά και σε
μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1930 να δημιουργήσει ένα πραγματικά μαζικό ρεύμα
υποστηρικτικό προς αυτό που να αποτελεί μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση εξουσίας. Το
εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ τουλάχιστον κατά τη φάση του Μεσοπολέμου δεν απείλησε
ποτέ να κατακτήσει την εξουσία καθώς δεν είχε τις απαραίτητες δυνάμεις παρά τις
αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν και οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε
τέτοιου είδους αιτήματα. Για παράδειγμα τα εκλογικά του ποσοστά θα παραμείνουν αρκετά
χαμηλά για μεγάλο διάστημα177. Οι αριθμοί σε καμία περίπτωση δεν μας δείχνουν ότι το
κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα διεκδικούσε πράγματι την εξουσία ακόμη κι αν λάβουμε
σοβαρά υπόψη την τρομοκρατία και τη βία στις εκλογές και τον φόβο εκτοπισμού και
διώξεων, παράγοντες που θα μπορούσαν να περιορίσουν σε σημαντικό βαθμό την εκλογική
επιρροή του ΚΚΕ και των διάφορων εκλογικών του σχημάτων.

Έτσι, την υιοθέτηση των μέτρων εκτόπισης κατά των κομμουνιστών μπορούμε να την
εκλάβουμε περισσότερο ως προληπτική παρά κατασταλτική πολιτική αν θεωρήσουμε ότι ο
πραγματικός κίνδυνος εγκαθίδρυσης κομμουνιστικής εξουσίας στην Ελλάδα ήταν μηδαμινός
όχι γιατί το ΚΚΕ δεν το επιδίωκε αλλά γιατί εκ των πραγμάτων αυτός ο στόχος έμοιαζε
ουτοπικός. Επιπλέον, η Ελλάδα στην πορεία προς τον αστικό εκσυγχρονισμό ακολούθησε μια
πολιτική σύγκλισης με τα δυτικά αστικά καθεστώτα. Έτσι δεν θα μπορούσε να μην
ακολουθήσει την ίδια πολιτική διώξεων η οποία εφαρμοζόταν σε ολόκληρη σχεδόν την
Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα. Τόσο τα δυτικά αστικά δημοκρατικά κράτη όσο και τα
περισσότερο αυταρχικά κράτη ακολούθησαν παρόμοια πολιτική περιορισμού του κινδύνου
εξάπλωσης του κομμουνισμού με ιδιαίτερα σκληρή καταστολή178.

177
Στις εκλογές του 1926 το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων» θα συγκεντρώσει το 4,38%
(41.000 ψήφοι) και 10 έδρες («Οι βουλευτικές εκλογές του 1926», Σαν σήμερα,
https://www.sansimera.gr/articles/335 ). Στις εκλογές του 1928 το «Ενιαίο Μέτωπο» θα περιοριστεί στο
1,41% και τις περίπου 14.000 ψήφους (Γρηγόρης Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων», Εκδόσεις Ίκαρος,
Αθήνα, 1955, Τόμ. 1, σελ. 394. Στις εκλογές του 1932 θα σημειώσει άνοδο: 4,97%, 58.000 ψήφους και 12
έδρες.
178
Οι χώρες οι οποίες πρωταγωνίστησαν στην δίωξη του κομμουνισμού ήταν η Ιταλία του Μουσολίνι αλλά και
η Γερμανία της Βαϊμάρης. Στη Γερμανία ήδη από το 1878 είχαν υιοθετηθεί νόμοι που στοχοποιούσαν κυρίως
τους σοσιαλιστές με επίκεντρο την σοσιαλιστική προπαγάνδα, θέτοντας περιορισμούς στην ελευθερία του
τύπου (Sozialistengesetze, 19 Οκτωβρίου 1878). Στη Γαλλία κατά τη περίοδο 1893-1894 πέρασαν τρεις
διαδοχικοί νόμοι (lois scelerates) οι οποίοι έθεταν ισχυρούς περιορισμούς στην διάδοση της αναρχικής
ιδεολογίας και στην κυκλοφορία του αναρχικού τύπου αλλά και στην διάδοση αντιμιλιταριστικών αντιλήψεων
(Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 394). Στην Αγγλία υπήρχε ήδη από το 1351 το Treason Act, νόμος που προέβλεπε
την εκτέλεση για αδίκημα προδοσίας έναντι του Στέμματος (Στο ίδιο, σελ. 395). Μεταξύ 1911 και 1920 θα
εισαχθεί στην Αγγλία και η έννοια της ποινικής δουλείας ως ποινή για διάφορα αδικήματα (Official Secrets
Acts 1911, 1920). Στην Ιταλία με την άνοδο του Μουσολίνι άρχισε να εφαρμόζεται η μέθοδος της εσωτερικής

75
Στην ελληνική περίπτωση ωστόσο συχνά προκύπτει μια ταύτιση των κομμουνιστών με τους
ληστές. Το κράτος της δεξιάς της μετεμφυλιακής περιόδου (1950-1974)179 αρνείται να
αναγνωρίσει τον Εμφύλιο Πόλεμο ως τέτοιο. Η λέξη που αποδέχεται ως ερμηνεία της
περιόδου 1946-1949 είναι ο «συμμοριτοπόλεμος» ενώ οι ίδιοι οι κομμουνιστές
χαρακτηρίζονται συνολικά ως ληστοσυμμορίτες και «κομμουνιστοσυμμορίτες» ταυτίζοντάς
τους με το ληστρικό αντάρτικο του 19ου αιώνα. Είναι σαφές ότι η πηγή της ταύτισης των
κομμουνιστών με τους ληστές βρίσκεται στην ίδια την πολιτική του κράτους. Ολόκληρο το
νομοθετικό πλαίσιο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 που προβλέπει την δίωξη όσων
αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και στοχεύουν τους συνδικαλιστές βασίζεται
πάνω στα αναθεωρημένα ή για την ακρίβεια εμπλουτισμένα νομοθετήματα του παρελθόντος
που καταδίωκαν τη ληστεία και το δίκτυό της. Το μοναδικό επιχείρημα που έχει μια βάση
όταν συγκρίνονται οι δυο ομάδες είναι το γεγονός ότι και οι ληστές αλλά και οι κομμουνιστές
αποτελούν δυο, όμως εκ διαμέτρου διαφορετικά, είδη ανυπότακτων ή μη απόλυτα ελέγξιμων
ομάδων σε δυο διαφορετικές φάσεις της συγκρότησης του ελληνικού συγκεντρωτικού
κράτους.

Η περίοδος 1928-1932 ήταν η περίοδος κατά την οποία οριστικοποιείται η ταύτιση της
προστασίας του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος με τον αγώνα κατά του
κομμουνισμού180. Ταυτόχρονα είναι η περίοδος κατά την οποία η ληστεία περιορίζεται σε
τέτοιο βαθμό που παύει να αποτελεί πια κίνδυνο. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να γίνει μια
διευκρίνιση. Ο εκτοπισμός που προβλέπεται στον νόμο ΤΟΔ’ για τη δίωξη της ληστείας δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτική δίωξη181 όπως οι εκτοπισμοί που ξεκινούν το 1914 και
προοδευτικά καταλήγουν να καταδιώκουν μεγάλες μάζες ανθρώπων ενός συγκεκριμένου
πολιτικού χώρου. Οι εκτοπισμοί που στοχεύουν στην καταπολέμηση της ληστείας είναι
εκτοπισμοί που έχουν διπλό ρόλο. Από τη μια μεριά να πιέσουν τους ληστές να
εγκαταλείψουν την δράση τους χρησιμοποιώντας την οικογένειά τους ως μέσο πίεσης και
από την άλλη επειδή οι εκτοπισμοί αυτοί στοχοποιούν συγκεκριμένα τους κτηνοτρόφους και
κυρίως τους νομάδες έχει σαν στόχο την καταστροφή ενός τρόπου παραγωγής που αν μη τι
άλλο είναι αρχέγονος και αποτελεί εμπόδιο στην νέα οικονομική λογική την οποία πρέπει να
υιοθετήσει το κράτος για να οδηγηθεί στο επόμενο στάδιο στην πορεία προς την κυριαρχία
των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής.

Επιπλέον, οι ληστές δεν αποτελούσαν έναν πολιτικό αντίπαλο με κεντρική οργάνωση και
πολιτική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν υπερασπίζονταν όλοι οι ληστές από κοινού ένα
πολιτικό πρόγραμμα ούτε επιδίωκαν να το κάνουν. Αποτελούν ένα άμορφο αντάρτικο σώμα,

εκτόπισης με την ίδια ακριβώς μέθοδο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα (Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 398-399).
Δηλαδή, οι κατηγορούμενοι αρχικά φυλακίζονταν για ένα διάστημα και έπειτα στέλνονταν ως εκτοπισμένοι σε
απόμακρη περιοχή εντός της χώρας (confino). Οι κατηγορούμενοι ήταν συνήθως κομμουνιστές.
179
Κατά τη περίοδο 1946-1974 αυτή η αντίληψη θα επεκταθεί και στον συντηρητικό και κεντρώο χώρο.
180
Σοφία Βιδάλη, ό.π., σελ.402.
181
Παρά το γεγονός ότι η κατηγορία των ληστών που συναντάτε στην Βαλκανική Χερσόνησο και την Ελλάδα,
οι λεγόμενοι χαϊδούκοι, διαθέτουν στενές σχέσεις με την εκάστοτε εξουσία. Αποτελούν την πλέον πολιτική
κατηγορία ληστών, αφού δεν αντιστέκονται γενικά και αορίστως στην εξουσία όπως οι κοινωνικοί ληστές,
αλλά πολλές φορές έρχονται σε συνεννόηση με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και δεν είναι λίγες οι φορές
στις οποίες οι ληστές συνδέονται άρρηκτα με τα συμφέροντα των ισχυρών παραγόντων σε τοπικό επίπεδο.
Μάλιστα, οι χαϊδούκοι πολλές φορές διεκδικούν πολιτική εξουσία δια μέσου της ένοπλης δράσης τους.

76
μια παραδοσιακή φιγούρα των τοπικών κοινωνιών, αποτελούν απομεινάρια του παρελθόντος.
Ο Hobsbawm τους αποκαλεί «πρωτόγονους επαναστάτες» που στόχος της δράσης τους είναι η
σύγκρουση με την εξουσία με απώτερο σκοπό την επιστροφή στην παράδοση και την
καταπολέμηση των νέων ηθών182. Δεν είναι από την φύση τους κατά της βασιλείας ή κατά
της κεντρικής εξουσίας αλλά εναντιώνονται στον εκσυγχρονισμό που η εκάστοτε κεντρική
εξουσία επιδιώκει.

Η δίωξη των εργατών και των συνδικαλιστών στην αρχή και στη συνέχεια η δίωξη των
κομμουνιστών με την μέθοδο των εκτοπισμών αποτελεί ξεκάθαρα μια ευρεία πολιτική
καταστολής και δίωξης με πολιτικό πρόσημο. Το εργατικό κίνημα και η άνθιση του
συνδικαλισμού αποτελεί έναν κίνδυνο τελείως διαφορετικής φύσης σε σχέση με τη ληστεία.
Η δράση της αστικής τάξης που συνεχώς κέρδιζε έδαφος σε μια χώρα με απομεινάρια
προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αναπόφευκτα οδήγησε στην γέννηση της
αντίδρασης στη δράση αυτή. Η αντίδραση σε αρχική φάση ήταν μικρής έκτασης και σχετικά
ανομοιογενής και ανοργάνωτη. Ώθηση στην εργατική οργάνωση παρατηρείται στις αρχές του
20ου αιώνα. Δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν τα πρώτα σωματεία με διεκδικητικό
χαρακτήρα απέναντι στους εργοδότες. Η αντίδραση αυτή έγινε σαφές ότι θα αποτελούσε
δυνητικά κίνδυνο για τη σταθερότητα του συστήματος. Η αποτυχία του ελέγχου πάνω στα
εργατικά σωματεία και τους συνδικαλιστές θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες και
επικίνδυνες για το καθεστώς εξελίξεις.

Το εργατικό κίνημα και αργότερα ο «κόκκινος κίνδυνος» ήταν καθαρά πολιτικός κίνδυνος.
Η εκτόπιση των εργατών και των συνδικαλιστών και αργότερα των κομμουνιστών ήταν
εκτόπιση του πολιτικού αντιπάλου όπως ακριβώς εφαρμόστηκαν οι εξορίες και στα πλαίσια
του εθνικού διχασμού183. Δεν ήταν εκτόπιση που είχε σαν στόχο τον πειθαναγκασμό των
νομάδων να αποκτήσουν μόνιμη κατοικία αλλά επιδίωκε την μείωση του αντιπάλου και τον
εκφοβισμό των υποψήφιων υποστηρικτών τους. Ένα κράτος μπορεί να μην συγκεντρώνει στα
χέρια του την κυριαρχία επί του συνόλου της επικράτειας σε μια εποχή κατά την οποία η
ληστοκρατία είναι καθεστώς στις επαρχίες ωστόσο μια εξουσία μπορεί να ανατραπεί σε
περίπτωση που κινδυνεύει από έναν πολιτικά συγκροτημένο αντίπαλο. Το κράτος των αρχών
του 20ου αιώνα είναι ένα κράτος που έχει τη δυνατότητα πλέον να ελέγχει ασφυκτικά επί του
συνόλου του πληθυσμού και της επικράτειας.

Οι πολιτικοί εκτοπισμοί επίσης δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Εντάσσεται


ακριβώς στα πλαίσια της εποχής και κατά συνέπεια είναι μια σύγχρονη πολιτική που δεν
παραλείπει να υιοθετήσει η ελληνική διοίκηση. Κατά τη περίοδο του Μεσοπολέμου
τουλάχιστον είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς χώρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και εκτός

182
Hobsbawm, ό.π., σελ. 47: «Αν οι ληστές έχουν “πρόγραμμα”, αυτό είναι η υπεράσπιση και η αποκατάσταση
της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων “όπως θα’ πρεπε να είναι”».
183
Πρέπει να γίνει σαφές ότι οι εξορίες στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού σε καμία περίπτωση δεν δύναται
να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία με τους εκτοπισμούς του κράτους έναντι των οικογενειών των ληστών και
έναντι των πολιτικών αντιπάλων που προέρχονται από την εργατική τάξη. Οι εξορίες έναντι των
αντιβενιζελικών και τανάπαλιν εντάσσονται πλήρως στην ενδοαστική σύγκρουση για το προφίλ του κράτους
και τον έλεγχο αυτού. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εκτοπισμοί του κράτους έναντι ανυπότακτων
κοινωνικών ομάδων όπως οι νομάδες ή ταξικών αντιπάλων όπως οι εργάτες, οι συνδικαλιστές και οι
κομμουνιστές.

77
αυτής που να μην χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο απέναντι στους ίδιους ακριβώς τους
αντιπάλους184. Για την ακρίβεια το φαινόμενο των πολιτικών εκτοπισμών στην Ευρώπη και
σε άλλα μέρη σε πολλές περιπτώσεις προηγείται του αντίστοιχου ελληνικού φαινομένου185.

Έχοντας ήδη αναλύσει επαρκώς τα δυο φαινόμενα και έχοντας ήδη αναφερθεί στους
παράγοντες αυτούς που τα καθιστούν σχεδόν αντιθετικά φαινόμενα, είναι ενδιαφέρον κανείς
να αναζητήσει τους λόγους για τους οποίους σε επίπεδο πολιτικού λόγου και όχι κρατικής
πολιτικής επιχειρείται ακόμα και σήμερα η ταύτιση της ληστείας και του δικτύου της με τους
κομμουνιστές και τις επιδιώξεις τους. Το γεγονός ότι και το ληστρικό κύκλωμα αλλά και το
ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα αποτελούσαν δυο διαφορετικά είδη εσωτερικών εχθρών του
κράτους δεν αποτελεί από μόνο του πειστικό επιχείρημα που να οδηγεί στην μεταξύ τους
ταύτιση, ιδιαιτέρως αν λάβουμε υπόψη τα χαρακτηριστικά της ληστείας και των στηριγμάτων
της που μας οδηγούν σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα.

Η ανυπακοή και η ανυποταξία υπάρχει εκεί όπου γεννάτε μια εξουσία που επιχειρεί να
καθυποτάξει πληθυσμούς οι οποίοι δεν μπορούν εύκολα να υποταχθούν. Ολόκληρη η ιστορία
της αποικιοκρατίας είναι η ιστορία της ανυπακοής και της σύγκρουσης πληθυσμών
ανυπότακτων με μια εξουσία ξένη ως προς αυτούς τους πληθυσμούς μέχρι ένας από τους δυο
να κυριαρχήσει. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν κοινότητες
ανθρώπων, υπάρχουν κράτη στα οποία δεν έχει επέλθει ακόμη ο αστικός εκσυγχρονισμός,
μπορεί να αντιληφθεί πόσο πρόσφατα επιχειρήθηκε η καθυπόταξη μεγάλων μαζών σε
εξουσίες ξένες ως προς αυτούς από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Από τους Ινδιάνους στην
Αμερική μέχρι τους νομάδες της Αφρικής και τους Βεδουίνους ολόκληρη η γη είναι γεμάτη
με παραδείγματα ανυπακοής και καθυπόταξης. Έτσι και στην ελληνική περίπτωση η νέα
184
Κατά τα χρόνια της ιμπεριαλιστικής επέκτασης των μεγάλων δυτικών κρατών συναντάμε σε πολλές
αποικίες ακραίες μορφές καταστολής. Μάλιστα κατά τον πόλεμο των Μπόερς η Βρετανική Αυτοκρατορία θα
εφαρμόσει για πρώτη φορά με μαζικότητα την πολιτική των εκτοπισμών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με
στόχο οι αντάρτες Μπόερς να μην βρίσκουν στήριγμα στις τοπικές κοινωνίες, στόχος τον οποίο επεδίωκε και ο
νόμος ΤΟΔ’ κατά των ληστών αλλά και αργότερα κατά των πολιτικών αντιπάλων και κυρίως κατά του
Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο. Υπολογίζεται ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βρετανών
φυλακίστηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι εκ των οποίων πάνω από 20.000 έχασαν τη ζωή τους μέσα σε
αυτά.
185
Ο νόμος Ιδιώνυμο του 1929 επηρεάζεται κυρίως από την φασιστική πολιτική του Μουσολίνι ο οποίος ήδη
από το 1925 καταργεί πλήρως την ελευθερία του τύπου, όλα τα πολιτικά κόμματα και το σύνολο των
συνδικαλιστικών οργανώσεων που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του φασιστικού κόμματος. Η πρώτη χώρα
ο ο
που εισάγει τους εκτοπισμούς ή μετατοπίσεις είναι η Βρετανική Αυτοκρατορία ήδη από τον 16 και τον 17
αιώνα. Η Βρετανική Αυτοκρατορία εκτοπίζει στις αποικίες της (κυρίως στις κτήσεις της στην Αμερική και την
Αυστραλία) τους εγκληματίες, τους πολιτικούς κρατούμενους αλλά και τους αιχμαλώτους πολέμου. Στην
Βόρεια Αμερική θα στέλνονται διαρκώς εγκληματίες και πολιτικοί κρατούμενοι για περίπου δυο αιώνες μέχρι
την Αμερικανική Επανάσταση.
ο
Οι εκτοπισμοί αυτού του τύπου θα παύσουν στην Βρετανία κατά τον 19 αιώνα ενώ σε αυτή τη φάση θα
ανθίσουν οι διοικητικοί εκτοπισμοί στην Γαλλία. Η Γαλλία θα αποκτήσει ως αποικία τη Νέα Καληδονία το 1853
και γρήγορα θα τη χρησιμοποιήσει ως τόπο εξορίας. Εκεί θα σταλούν μέχρι το 1897 περίπου 22.000 εξόριστοι
κυρίως στα πλαίσια της Παρισινής Κομμούνας. Στο στόχαστρο θα τεθούν ίσως για πρώτη φορά με τόση
μαζικότητα οι κομμουνιστές καθώς οι 22.000 εξόριστοι της Νέας Καληδονίας είναι κομμουνιστές και
εκτοπίστηκαν με αφορμή την Παρισινή Κομμούνα. Επιπλέον το 1852 θα ξεκινήσουν να λειτουργούν οι
φυλακές της Νήσου του Διαβόλου (Devil’s Island) στις ακτές της Γαλλικής Γουιάνας στις οποίες εκτοπίζονταν
εγκληματίες αλλά κυρίως οι πολιτικοί κρατούμενοι. Σε αυτές τις φυλακές εξορίστηκε και ο Αλφρέντ Ντρέιφους
το 1895. Στον Μεγάλο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε για τους λιποτάκτες ενώ έπαυσε να λειτουργεί ως τόπος
εξορίας μόλις το 1953, εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της.

78
εξουσία ήρθε σε σύγκρουση με έναν λαό αρχικά εχθρικό ως προς αυτήν. Η εγκαθίδρυση του
ελληνικού κράτους ήταν μια υπόθεση δύσκολη και ιδιαιτέρως μακρόχρονη αφού το κράτος
αποκτά ξεκάθαρα τη μορφή εθνικού κράτους μόλις κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Όταν αυτό το κράτος άρχισε να αποκτά τον πολυπόθητο αστικό χαρακτήρα τότε μια άλλη
πληθυσμιακή ομάδα αντιτέθηκε στα σχέδια αυτά, η διευρυνόμενη εργατική τάξη. Ολόκληρη
η ιστορία της καθιέρωσης του ελληνικού, και όχι μόνο, κράτους είναι η ιστορία της
σύγκρουσης γύρω από το ζήτημα του προφίλ του κράτους και της εξουσίας που θα το
ελέγχει. Τα δυο φαινόμενα που διεξοδικά μελετήσαμε με επίκεντρο την κρατική πολιτική των
διοικητικών εκτοπισμών εντάσσονται ακριβώς στο επίκεντρο της συγκρότησης του
νεωτερικού ελληνικού κράτους και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ερευνηθούν και να
αναλυθούν ξέχωρα από τη συγκρότηση του κράτους.

Η μέθοδος της διοικητικής εκτόπισης κρίθηκε ως η κατάλληλη για την καταπολέμηση της
ληστείας και για τον περιορισμό του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος κυρίως για έναν
σημαντικό λόγο. Το έθνος κράτος το οποίο σταδιακά εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα, για να
μπορέσει να στερεωθεί έπρεπε με κάποιον τρόπο να μετασχηματίσει παλαιότερα ήθη και
πρακτικές και να μπορέσει να περιορίσει νέα ήθη και επιδιώξεις. Η μέθοδος του εκτοπισμού
εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του συγκεντρωτικού κράτους να πετύχει έναν πιο
αποτελεσματικό έλεγχο επί του πληθυσμού. Το φαινόμενο των εκτοπισμών δεν αποτελεί μια
εξαίρεση, μια κατάσταση έκτακτη και παροδική και δεν αποτελεί προνόμιο των δικτατοριών
που πέρασαν από αυτή τη χώρα. Αποτελεί ένα καθεστώς, μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση και
διαθέτει εντυπωσιακά μεγάλη διάρκεια αναλογικά με την ίδια την ύπαρξη του ίδιου του
ελληνικού κράτους και υιοθετήθηκε από ποικίλες κυβερνήσεις τόσο του συντηρητικού
πολιτικού χώρου και του στρατεύματος όσο και του φιλελεύθερου χώρου.

Οι διοικητικοί εκτοπισμοί, οι εξορίες, αποτέλεσαν μια μέθοδο, μια στρατηγική σχεδόν


καθολική, πανανθρώπινη, που εφαρμόστηκε σε πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη στη φάση
της αστικοποίησης των κρατών αλλά και της ανόδου του εργατικού διεκδικητικού κινήματος.
Παντού οι εκτοπισμοί εφαρμόστηκαν εναντίον των ίδιων ομάδων των ανυπότακτων, τις
περισσότερες φορές νομάδων που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και εναντίον του
ανερχόμενου εργατικού κινήματος που δυναμώνει στη φάση της ενίσχυσης της αστικής τάξης
ταυτόχρονα με την εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό. Σε τελική ανάλυση οι διοικητικοί
εκτοπισμοί αποτελούν μια μέθοδο που συνεπικούρησε στην κυριαρχία του ελληνικού
αστικού δημοκρατικού συστήματος και συνέδραμε σημαντικά στον εκσυγχρονισμό τόσο της
ελληνικής κοινωνίας όσο και του ελληνικού κράτους στα καπιταλιστικά πρότυπα.

79
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κεφάλαιο Α’ «Η ληστεία και η εσωτερική ασφάλεια στην Ελλάδα του 19ου αιώνα»

Αρσενίου Λάζαρος Αρσ. (1972). «Τα τσελιγγάτα: Οι άτυποι συνεταιρισμοί των ορεινών
κτηνοτρόφων», Αθήναι.

Αρσενίου Λάζαρος Αρσ. (1984), «Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία». Αθήνα: Εκδόσεις


Επικαιρότητα.

Βασδραβέλλης Ιωάννης Κ. (1948). «Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν».


Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Δαμιανάκος Στάθης (2003). «Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός». Αθήνα: Εκδόσεις
Πλέθρον.

Δαμιανάκος Στάθης (2005). «Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα».
Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον.

Δημάκης Ιωάννης (1991). «Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων
και ετεροχθόνων». Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο.

Κολιόπουλος Ιωάννης (1979). «Ληστές: Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα».
Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής.

Κοταρίδης Νίκος Γ. (1993). «Παραδοσιακή επανάσταση και εικοσιένα». Αθήνα: Εκδόσεις


Πλέθρον.

Κτενιάδης Ν.Σ. (1931). «Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής (1833-1933)», Τόμος Α’.
Αθήνα: Παράρτημα «Κήρυκος Δημοσίας Ασφαλείας».

Μοσχονήσιος Ανδρέας (1869). «Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας». Ερμούπολη:


Τυπογραφείο Εθνικού Μέλλοντος.

Νιτσιάκος Βασίλης (1995). «Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου». Αθήνα: Εκδόσεις
Πλέθρον.

Ρικάκης Αντώνιος (1870). «Σκέψεις περί καταδιώξεως της ληστείας». Εν Αθήναις εκ του
τυπογραφείου Ερμού.

Ροτζώκος Β. Νίκος (1997). «Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Αθήνα: Εκδόσεις
Πλέθρον / Δοκιμές.

Τρικούπης Σπυρίδων (1993). «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», Τόμ. 1. Αθήνα:


Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη.

Hobsbawm Eric (2010). «Ληστές». Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο (μετάφραση: Νίκος


Κούρκουλος).

80
Petropulos John A. (1997). «Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-
1843)», Α’. Αθήνα: Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Β’ Έκδοση).

Κεφάλαιο Β’ «Το καθεστώς σε κίνδυνο – Αφετηρία πολιτικών διώξεων»

Αλιβιζάτος Νίκος (1995). «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974: Όψεις της ελληνικής
εμπειρίας». Εκδόσεις Θεμέλιο.

Αλιβιζάτος Νίκος (2011). «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-
2010». Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.

Δάγκας Αλέξανδρος (2011). «Το κράτος κατά του κομμουνισμού: Συλλογή πληροφοριών από
τις υπηρεσίες Ασφαλείας, 1927». Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο.

Ελεφάντης Άγγελος (1999). «Η επαγγελία της αδύνατος επανάστασης: ΚΚΕ και αστισμός στο
Μεσοπόλεμο». Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο.

Κορδάτος Γιάννης (1972). «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος». Αθήνα: Εκδόσεις
Μπουκουμάνη.

Λιβιεράτος Δημήτρης (1985). «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα 1923-1927». Αθήνα:


Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Μαυρογορδάτος Γιώργος & Χατζηιωσήφ Χρήστος (1992). «Βενιζελισμός και αστικός


εκσυγχρονισμός», Β’ Έκδοση. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Μηλιός Γιάννης (2000). «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην
καπιταλιστική ανάπτυξη». Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Παπαδημητρίου Δέσποινα (2006). «Από το λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των
εθνικοφρόνων: Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967». Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας.

Ρήγος Άλκης (1999). «Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: Κοινωνικές διαστάσεις την


πολιτικής σκηνής». Αθήνα: Ιστορική Βιβλιοθήκη Θεμέλιο.

Τσουλφίδης Λευτέρης (2009). «Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας». Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις


Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Φεσσόπουλος Γ.Θ. (1939) «Η Ελλάς κατά την τελευταίαν εικοσιπενταετίαν», Αθήνα:


Τυπογραφικά και βιβλιοδετικά καταστήματα Νικολάου Π. Τιλπέρογλου.

Φεσσόπουλος Γ.Θ. (1940). «Η υπηρεσία πληροφοριών: Κατασκοπεία-Αντικατασκοπεία-


Προπαγάνδα». Αθήνα: Τύποις Ν.Π. Τιλπέρογλου.

Φίλιας Βασίλης Ι. (1985). «Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα: 1. Η Νόθα Αστικοποίηση
1800-1864». Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη-Gutenberg.

Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Κοινοβούλιο και Δικτατορία» στο Χρ. Χατζηιωσήφ «Ιστορία της
Ελλάδας του 20ου αιώνα», Τόμος Β’ «Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940», Μέρος 2ο, Εκδόσεις
Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003.

81
Mazower Mark, «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου», Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2009 (μετάφραση: Σπύρος Μαρκέτος).

Γενική Βιβλιογραφία

Αλεξιάδης Στέργιος (1985). «Εγκληματολογία». Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Βαφέας Νίκος (2012). «Από τον ληστή στον αντάρτη: Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων
(1914-1925)». Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος.

Βιδάλη Σοφία (2007). «Έλεγχος του εγκλήματος και δημόσια αστυνομία: Τομές και συνέχειες
στην αντεγκληματική πολιτική», Τόμος Α’. Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Βόγλης Πολυμέρης (2004). «Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας: Οι πολιτικοί
κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο». Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Δαφνής Γρηγόρης (1955). «Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων», Τόμος 1. Αθήνα: Εκδόσεις
Ίκαρος.

Καραβίδας Κ.Δ., «Αγροτικά: Μελέτη Συγκριτική», Εκδόσεις Παπαζήση, ανατύπωση της


έκδοσης του 1931.

Κατσανέβας Κ. Θεόδωρος (1983). «Εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα». Κέντρο


Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Κοντός Πέτρος (1932). «Δάση και κτηνοτροφία εις την Ελλάδα: Από οικονομικής και
πολιτικής απόψεως». Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Μ. Τριανταφύλλου & ΣΙΑΣ.

Μαρκέτος Σπύρος (2006). «Πως φίλησα τον Μουσσολίνι: Τα πρώτα βήματα του ελληνικού
φασισμού», Τόμος 1. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα.

Παπαγεωργίου Π. Στέφανος (2005). «Από το Γένος στο Έθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού
κράτους (1821-1862)». Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Σκοπετέα Έλλη (1988). «Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού
προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880)». Αθήνα Εκδόσεις Πολύτυπος.

Φεσσόπουλος Γ.Θ. (1927), διευθυντού τέως Υπηρεσίας Γενικής Ασφαλείας του κράτους. «Ο
κομμουνισμός εν τη πράξει». Αθήνα: Τύποις Μαστοράκου-Σκλαβούνου.

Hering Gunnar (2008). «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Α’». Αθήνα:
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος).

Zinn Howard (2009). «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών». Αθήνα: Εκδόσεις
Αιώρα.

Πρωτογενείς πηγές

Αρχεία

82
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» (Ψηφιακό Αρχείο, Μουσείο
Μπενάκη).

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος – Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού τύπου.

Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία (1860), εν Αθήναις εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου.

Σωτηρόπουλος Σωτήριος (1866). «Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά


ληστών». Αθήνα: Τυπογραφείο Φραγκλίνος.

Ψηφιακό Αρχείο Ιωάννη Καποδίστρια.

Εφημερίδες

Ελεύθερον Βήμα
Εμπρός
Καθημερινή
Κομμουνιστική Επιθεώρησις
Πρωία
Πρωτεύουσα
Ριζοσπάστης
Σκριπ

Άρθρα

Van Boeschoten Riki (1991). «Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία» (Μνήμων –
Τόμος 13). Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού.

Αλιβιζάτος Νίκος (2000), Το Σύνταγμα και ο πειρασμός των άκρων, Το Βήμα.

Δούκας Στράτος (1929), «Τέσσαρας μήνας εις τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας: Η Ληστρική
Κοινωνία». Πρωία (3-11 Μαρτίου).

Καραντηνός Νίκος (2004), Στα κάτεργα και τις εξορίες (Οι παράνομες χειρόγραφες
εφημερίδες), Ριζοσπάστης.

Πετρόπουλος Γιώργος (2000), Σελίδες έμπρακτου αντικομμουνισμού: Το περιβόητο


«Ιδιώνυμο», Ριζοσπάστης (Ένθετη Έκδοση 7 Μέρες Μαζί).

Πετρόπουλος Γιώργος (2002), Το Ιδιώνυμο, Ριζοσπάστης (Ένθετη Έκδοση 7 Μέρες Μαζί –


Ιστορία).

Ροτζώκος Νίκος (2000), Ποιοι ήταν οι κοτσαμπάσηδες, Το Βήμα.

Ροτζώκος Νίκος (2000), Ο αφανισμός των προσκυνημένων, Το Βήμα.

Σέλλα Όλγα (2013), Γιαγκούλας, ο ωραίος των ορέων, Καθημερινή (Αρχείο Πολιτισμού).

Στάθης Παναγιώτης (2007), Γιατί «επαναστάτησαν» οι κλέφτες και οι αρματολοί, Το Βήμα.

83
Φουντανόπουλος Κ.(2006), «Από τον εκσυγχρονισμό στο «ιδιώνυμο», Το Βήμα.

Χουλιαράκης Δημήτρης (1997), Οι βασιλείς των ορέων, Το Βήμα.

Άλλες διαδικτυακές πηγές

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού:


https://argolikivivliothiki.gr/tag/francois-graillard/ (Τελευταία επίσκεψη: 29/12/2016).

Εγκυκλοπαιδικό και Ετυμολογικό Λεξικό Βυζαντινών Λέξεων


(http://www.stougiannidis.gr/byz_lexicon.htm, Τελευταία επίσκεψη: 18/12/2016).

Ιακωβίδης Χρ. Ιωαννης, Οι εκλογές της 1-14ης Νοεμβρίου 1920 – Από τον θρίαμβο, στην
Μικρασιατική καταστροφή και την επίπλαστη ελληνοτουρκική φιλία, Επίκαιρα Online,
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014 (http://www.epikaira.gr/article/oi-ekloges-tis-1-14is-noemvrioy-
1920apo-ton-thriamvo-stimikrasiatiki-katastrofi-kai-tin-epiplasti-ellinotoyrkiki-filia,
Τελευταία επίσκεψη 28/12/2016).

Κουράκης Ε. Νέστορας, Δήμιοι και θανατικές εκτελέσεις στην Ελλάδα


(https://eglima.wordpress.com/2015/01/17/grex/, Τελευταία επίσκεψη 30/12/2016. Πρώτη
δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Τόποι εκτελέσεων», τεύχος 231, 8
Απριλίου 2004).

Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: Πύλη για την ελληνική γλώσσα ( http://www.greek-


language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/ ).

Λυβιάκης Γιάννης, Η επιμήκυνση την εποχή του 1857, Ελευθεροτυπία, Κυριακή 15 Μαίου
2011 (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275452, Τελευταία επίσκεψη: 12/09/2016).

Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας: http://www.okde.gr/archives/1953


(Τελευταία επίσκεψη: 19/12/2016).

Πετρόπουλος Γιώργος, Εργατική Πρωτομαγιά: Οι πρώτοι εορτασμοί στην Ελλάδα, Internet


Archive Wayback Machine, 1 Μαΐου 2008
(http://web.archive.org/web/20080501075450/ninac.wordpress.com/2008/05/01/protomagia/,
Τελευταία Επίσκεψη: 20/12/2016)

Early American Crime, The Need for a New Punishment: The Transportation Act of
1718,(http://www.earlyamericancrime.com/convict-transportation/new-
punishment/transportation-act, Τελευταία επίσκεψη: 30/12/2016).

The Free Dictionary, http://www.thefreedictionary.com/highwayman, Τελευταία επίσκεψη:


12/11/2016.

The National Archives, (http://www.nationalarchives.gov.uk/help-with-your-


research/research-guides/criminal-transportees-further-research/, Τελευταία επίσκεψη:
7/12/2016).

84
TVXS, Αιθιοπία: Η σύγχρονη αποικιοκρατία και ο διωγμός των κτηνοτρόφων (8 Μαίου 2012),
http://tvxs.gr/news/greenlife/aithiopia-krisi-i-anagennisi-tis-nomadikis-ktinotrofias
(Τελευταία επίσκεψη: 13/12/2016).

Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Hajduk, Τελευταία επίσκεψη: 11/11/2016.

Wiktionary,https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BA
%CE%B9, Τελευταία επίσκεψη: 8/11/2016.

Νόμοι και Διατάγματα

Β.Δ. 04.04.1833 «Περί της οπλοφορείν άδειας»

Β.Δ. 08.03.1833 «Περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων»

Β.Δ. 26.03.1833 «Περί της εκτελέσεως των προς αποκατάστασιν της εσωτερικής ησυχίας,
διατάξεων»

Β.Δ. 03.06.1833 «Περί σχηματισμού της χωροφυλακής»

Β.Δ. 27.02.1834 «Περί ληστειών και άλλων κακουργημάτων, πραττομένων παρά υπηκόων
Ελλήνων εις το Τουρκικό Κράτος, και περί αποδόσεως των καταφευγόντων κακούργων»

Β.Δ. 27.10.1834 «Περί αντικαταστάσεως των δημάρχων αντί των ειρηνοδικών, κωλυομένων
αυτώ»

Β.Δ. 13.11.1836 «Περί ευθύνης των δήμων ως προς τας πραττομένας ληστείας εντός της
περιφερείας αυτών»

Νόμος ΤΟΔ’ 01.03.1871 «Περί καταδιώξεως της ληστείας»

Νόμος 3838/25.06.1911 «Περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας»

Νόμος 3934/21.11.1911 «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και επί ωρών εργασίας»

Νόμος 4069/06.12.1912 «Περί καταστάσεως πολιορκίας»

Νόμος 121/02.01.1914 «Περί επεκτάσεως εν ταις προσαρτωμέναις χώραις των νόμων ΤΟΔ’
της 27 Φεβρουαρίου 1871, ΥΙΕ’ της 29 Μαΐου 1871 και ΩΞΗ’ της 27 Νοεμβρίου 1880 Περί
καταδιώξεως της ληστείας»

Νόμος 184/29.03.1914 «Περί συστάσεως εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων»

Νόμος 280/20.06.1914 «Περί γεωργικών επιμελητηρίων»

Νόμος 281/25.06.1914 «Περί σωματείων»

Νόμος 755/23.08.1917 «Περί αδικημάτων τινών κατά της ασφαλείας της χώρας και της
κοινής ησυχίας»

85
Νόμος 1013/03.11.1917 «Περί μεταρρυθμίσεως των αφορωσών την λιποταξίαν και
ανυποταξίαν διατάξεων»

Νόμος 1017/29.12.1917 «Περί επεκτάσεως καθ’ άπαν το Κράτος των υπ’ αριθμ. 2466, 2467,
2468, 2469 και 2470 διαταγμάτων της προσωρινής κυβερνήσεως περί του αγροτικού
ζητήματος»

Νόμος 1227/04.04.1918 «Περί επεκτάσεως των διατάξεων των νόμων ΤΟΔ’, ΥΙΕ’, ΩΞΗ’
περί καταδιώξεως της ληστείας και επί των αδικημάτων της στάσεως, της ανυποταξίας και
αντιστάσεως της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας»

Νόμος 2461/05.05.1920 «Περί Αστυνομίας των πόλεων»

Νόμος 4229/25.06.1929 «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και
προστασίας των ελευθεριών των πολιτών»

86

You might also like