You are on page 1of 8

ΠΕΡΙ ΟΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ νὰ βλέπει κανείς (ἰδεῖν < ὁρῶ)


καὶ τὸ νὰ μαθαίνει κανείς (εἰδέναι < οἶδα) ἦταν τὸ ἴδιο πρᾶγμα,
ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐτυμολογική τους συγγένεια. Διότι διὰ τῆς ὁράσεως
προπάντων, μπορεῖς νὰ ἀνακαλύψεις τὸν κόσμο, νὰ τὸν
ἐπεξεργαστεῖς, νὰ μάθεις ἀπ’αὐτόν.
Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σχολεῖον μᾶς μάθαιναν πὼς τὸ «οἶδα» σημαίνει
«ξέρω» καὶ εἶναι παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος. Αὐτὸ
ποὺ δὲν μᾶς δίδαξαν ὅμως, ἦταν ὁ ἐνεστὼς χρόνος αὐτοῦ τοῦ
ῥήματος. Στὸν ἐνεστῶτα λοιπὸν εἶναι εἴδω < Fείδω καὶ σημαίνει
σχεδὸν ὅ,τι καὶ τὸ ὁρῶ.
Κατὰ λέξιν σημαίνει «βλέποντας κάτι ἀπ’ ἔξω , πῆρα γνῶσιν κι
ἔμαθα», ἄρα σὲ χρόνον παρακείμενον ποὺ τὸ μαθαίναμε στὸ
σχολεῖον σημαίνει : «ἔχοντας δεῖ κάτι πλέον ξέρω, μεμάθηκα».
Αὐτὸ τὸ Fείδω εἶναι ποὺ λέμε σήμερα video ἐκ τῆς λατινικῆς
ποὺ τὸ δανείσθηκε, γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ ὁρᾶν. Ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ
γιγνώσκω, γιατὶ τὸ οἶδα δηλώνει τὴν ἀντικειμενικὴ γνῶσιν, ἐνῶ
τὸ γιγνώσκω τὴν ὑποκειμενικὴ γνῶσιν.
Σὲ αὐτὸ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸ ὁρῶ, εἶναι πὼς τό «ὁρῶ» σημαίνει
ἀκριβῶς «σηκώνομαι ὄρθιος γιὰ νὰ ἐξετάσω κάτι, νὰ τὸ
προσέξω καλὰ μὲ ὀρθάνοιχτα τὰ μάτια, ἀνεβάζοντας τὰ
βλέφαρά μου ὅσο πιὸ ψηλὰ γίνεται». Προκύπτει ἐκ τοῦ ὄρνυμι (
=ἀνασηκώνομαι, βλ. ὄρος) κι ἐπειδὴ ὁρίζεις ὅ,τι ὁρᾶς τὸ ῥῆμα
ὁρῶ ἔπλασε χιλιάδες λέξεις, ὅπως ὁρίζων, ὁρισμός, ὅριον κλπ.
Κι ἐπειδὴ ὅταν προσέχεις καλὰ κάτι τὸ φροντίζεις συνάμα,
προέκυψε ἡ ὤρα. Προσοχὴ μὲ ψιλὴ κι ὄχι μὲ δασεῖα!
Ὤρα εἶναι ἡ φροντὶς ἐξ οὗ καὶ θυρωρός ( < θύρα + ὤρα), ὁ
τιμωρός ( < τιμή + ὤρα= αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν
ἀποκατάστασιν τῆς τιμῆς), ὁ ὠρανός (διὰ τροπῆς τοῦ -ω- σέ -
ου- -> οὐρανός ( =αὐτὸς ποὺ τὰ προσέχει ὅλα ἀπὸ ψηλά ( < ὤρα
+ ἄνω), ὁ κηπουρός ( =ὁ φροντιστὴς τῶν κήπων), ὁ φρουρός ( <
προωρός > προυρός < πρό + ὤρα, φροντίζει προτοῦ καὶ γιὰ νὰ
μὴ συμβεῖ τὸ κακόν).
Ὥρα (μὲ δασεῖα) εἶναι ἡ χρονικὴ ὥρα ἤ ἀλλοιῶς, ἄν γράψουμε
καὶ τὴν δασεῖα, χ-ώρα, καθῶς αὐτὸ εἶναι ἡ χώρα, τὸ ποῦ
ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ γῆ σὲ συγκεκριμένη ὥρα σὲ σχέσιν μὲ τὸ
ὑπόλοιπον ἡλιακὸν σύστημα.
Βεβαίως, σήμερα ὑπάρχει ἡ ψευδαίσθησις γιὰ ὅλες τὶς λέξεις
πὼς οἱ συνώνυμές τους, δὲν ἔχουν καμμία διαφορὰ μεταξύ των
κι ἔτσι ἔχουμε καταστρέψει τὸν λεξιλογικὸν πλοῦτον τῆς
ἑλληνικῆς γλώσσης. Κι ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα ποὺ
πραγματεύομαι τώρα, βάλαμε οἱ ἴδιοι τὰ χεράκια μας καὶ
βγάλαμε τὰ ματάκια μας. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ τὰ σύνθετα, τὰ
ὁποῖα κατάφεραν νὰ διασώσουν ἕνα μικρὸν κομμάτι αὐτοῦ τοῦ
πλούτου, εἰ δὲ μὴ ὅλα μ’ἕνα ῥῆμα θὰ τὰ πλάθαμε.
Ὁρίστε κάποια σύνθετα μὲ τὸ ὁρῶ μὲ λεπτὲς ἐννοιολογικὲς
διαφορὲς ποὺ παραμένουν μέχρι σήμερα στὴν γλῶσσα μας
μέσω τῶν παραγώγων τούς:
ΕΝΟΡΩ > ἐνορία, ΕΦΟΡΩ, ΠΡΟΚΑΘΟΡΩ/ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΖΩ,
ΑΦΟΡΩ, ΔΙΟΡΩ > διόρασις, ΜΕΘΟΡΩ, ΕΞΟΡΩ/ΕΞΟΡΙΖΩ
Κι ἄλλα : ΠΕΡΙΟΡΩ, ΕΙΣΟΡΩ, ΚΑΘΟΡΩ, ΤΗΛΕΟΡΩ,
ΠΡΟΟΡΩ, ΠΡΟΣΟΡΩ, ΠΑΡΟΡΩ, ΠΡΟΚΑΘΟΡΩ,
ΕΚΚΑΘΟΡΩ,ΣΥΝΟΡΩ,ΠΡΟΣΚΑΘΟΡΩ, ΑΝΟΡΩ,
ΑΜΦΟΡΑΩ-Ω, ΑΝΘΟΡΑΩ-Ω, ΥΦΟΡΑΩ-Ω, ΥΠΕΡΟΡΑΩ-Ω
καὶ βάλτε κι ἑσεῖς ὅποιες ἀπ’τὶς 18 κύριες προθέσεις θέλετε
συνδυαστικῶς (βλ. ΤΑ 10 ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ)
ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος τοῦ λόγου καὶ ἡ λίστα θὰ εἶναι
ἀτελείωτη. Διαβάζοντας κάποιος τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
γραμματεία, θὰ συναντήσει ὅμως ἀκόμα περισσότερα ῥήματα
(καὶ τὰ σύνθετά τους), τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὸ ὁρᾶν μεν, ἀλλὰ
ἔχουν λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορὲς ἀπ'αὐτό...
Τὰ συχνότερα καὶ σημαντικότερα συνώνυμα τοῦ «ὁρᾶν» καὶ ἡ
ακριβὴς σημασία τους:
1.ΟΙΔΑ =βλέπω καὶ μαθαίνω
Μερικὰ ἀπ’τὰ σημαντικότερα σύνθετα τοῦ οἶδα, εἶναι τά:
ΣΥΝΟΙΔΑ =καὶ μὲ τὴν ὅρασιν ἀλλὰ καὶ μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες
αἰσθήσεις μου μαθαίνω κάτι,
συνειδητοποιῶ, < σύν ( =μαζί) + οἶδα
ΚΑΤΟΙΔΑ =καταλαβαίνω [ < καταλαμβάνω
( =κυριεύω,κατακτῶ μὲ τὸν νοῦν), γνωρίζω κάτι καλά, εἰς βάθος
< κατά (ἐδῶ: ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἐχθρικῆς διαθέσεως, τῆς
καταλήψεως) + οἶδα
ΠΡΟΣΟΙΔΑ =γνωρίζω καὶ κάτι ἀκόμη > πρός (ἐδῶ: ὑπὸ τὴν
ἔννοια τῆς προσθήκης) + οἶδα
2.ΟΠΙΖΟΜΑΙ =βλέπω μετὰ σεβασμοῦ [ < ὤψ ( =τὸ μάτι, ἀπὸ
ὄπωπα, ῥίζα -οπ < ὄπμα > ὄμμα, ὀπθαλμός > ὀφθαλμός κλπ)]
3.ΟΠΤΩ/ΟΠΤΑΙΝΩ/ΟΠΤΕΥΩ =ἔχω ὄψιν τῶν πραγμάτων ( <
ὤψ). Αὐτὸ τὸ ῥῆμα μὲ διάφορες προθέσεις μᾶς δίνει ἄλλα τόσα,
μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἐννοιολογικὴ ἀπόχρωσιν ὅπως
ΕΠΟΠΤΕΥΩ καὶ ΕΠΩΠΑΩ ( ἐπί + ὄπτω, βλ.ἐπόπτης),
ΥΠΟΠΤΕΥΩ ( < ὑπό +ὄπτω, βλ. ὑποπτεύομαι, ὑποψία κλπ),
ΚΑΤΟΠΤΕΥΩ ( < κατά +ὄπτω, βλ.κάτοψις),
ΚΑΧΥΠΟΠΤΕΥΩ ( < κακός + ὑπό + ὄπτω, βλ.καχυποψία,
καχύποπτος) κ.ἄ.
4.ΕΝΟΠΤΙΛΙΖΩ =βλέπω ἐντὸς, περιφέροντας τὸ βλέμμα μου
[ < ἐν ( =μέσα) + ὀπτιλίζω/οπτίλλω ( < ὀπτίλος = ὀφθαλμός,
ἄρα ὁρῶ)]
5.ΚΑΤΩΠΙΑΖΩ =ῥίχνω πρὸς τὰ κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ
δῶ κάτι ( κάτω < κατά +ὤψ)
6.ΟΦΘΑΛΜΙΩ/ΕΠΟΦΘΑΛΜΙΩ [ < ὀφθαλμός, τὸ ὄργανον τῆς
ὁράσεως, τὸ ὄμ-ματι-ον ( =ῥίχνω κάπου τοὺς ὀφθαλμούς μου μὲ
φθόνον), ἡ πρόθεσις τῆς ἐχθρικῆς διαθέσεως «ἐπί»
χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐντείνει τὴν σημασία τοῦ ῥήματος
«ὀφθαλμιῶ»]
7.ΑΝΤΟΦΘΑΛΜΙΖΩ =βλέπω κατὰ πρόσωπον [ < ἀντί +
ὀφθαλμίζω ( < ὤψ)]
8.ΩΠΑΖΟΜΑΙ =κατευθύνω τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς κάτι ( < ὤψ)
9.ΟΠΙΠΕΥΩ =βλέπω μὲ μεγάλη περιέργεια, μὲ ἀδιακρισία [ <
ὤψ, ἐξ οὗ καὶ ὁ παρθενοπίπης ( =ὁ ὀπιπεύων τὰς παρθένους)]
10.ΔΥΣΩΠΩ = 1. βλέπω μετὰ δυσκολίας ( ἑκουσίως, γιατὶ
ἐντρέπομαι νὰ κυττάξω κάποιον ἤ ἀκουσίως), 2. γίνομαι
ἐνοχλητικός ( < δύσ + ὤψ)
11.ΟΞΥΩΠΩ =βλέπω μὲ μεγάλη εὐκολία ( < ὀξύς + ὤψ)
12.ΠΡΟΣΔΥΣΩΠΩ =βλέπω κάποιον μὲ τέτοιον (ἐνοχλητικὸν κι
ἀδιάκριτον) τρόπον, ὥστε νὰ τὸν κάνω νὰ ντραπεῖ ( < πρός
+δύσ + ὤψ)
13.ΠΕΡΙΩΠΕΩ =βλέπω πέριξ ( < περί, πρόθεσις ποὺ δηλώνει
συνήθως τὸ πλησίον, τὸ πέριξ, + ὤψ)
14.ΑΓΕΡΩΠΩ =βλέπω μὲ ἀγέρωχον βλέμμα ( < ἐγείρω +ὤψ ἤ
> ἄγαν +ἐρωή + ὤψ)
15.ΑΝΤΩΠΕΩ =βλέπω ἀπέναντι ἤ καὶ κατὰ πρόσωπον ( < ἀντί
+ ὤψ)
16.ΟΣΣΩ/ΟΣΣΟΜΑΙ =βλέπω μὲ τὴν φαντασία μου [ < ὄσσε
( =ὀφθαλμοί) < ὄπ-σομαι]
17.ΟΨΕΙΩ =ἐπιθυμῶ νὰ δῶ ( < ὤψ +σείω)
18.ΒΛΕΠΩ =ἐκ τοῦ βάλλω (=ῥίχνω) τὴν ὄπα μου ( =μάτι),
τουτ’ἔστιν ῥίχνω μία ματιά.
Μερικὰ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα σύνθετα τοῦ βλέπω εἶναι :
ΕΜΒΛΕΠΩ =βλέπω μὲ προσοχὴ καὶ κυττάζω κατ’εὐθεῖαν, ( ἐν
+ βλέπω)
ΠΡΟΣΒΛΕΠΩ =κυττάζω πρὸς τὰ κάπου μὲ βλοσυρὸν ὕφος
( πρός + βλέπω)
ΠΡΟΣΑΠΟΒΛΕΠΩ =ῥίχνω ματιὰ πρὸς τὰ κάπου συγκεκριμένα
[ < πρός + ἀπό (ἐδῶ: δηλοῖ τὴν ἀπόστασιν) + βλέπω]
ΠΡΟΣΕΜΒΛΕΠΩ =ῥίχνω μία ματιὰ ἐντὸς τινὸς ἐπιπλέον,
προσέτι, < πρός + ἐν + βλέπω
ΑΝΑΒΛΕΠΩ =βλέπω πρὸς τὰ πάνω ( < ἄνω + βλέπω)
ΑΝΤΙΒΛΕΠΩ =βλέπω κατὰ πρόσωπον ( < ἀντί + βλέπω)
ΠΑΡΑΒΛΕΠΩ =κυττῶ ὕποπτα καὶ προσπερνῶ μὲ τὸ βλέμμα
μου [ παρά ( ἐδῶ: παραπλεύρως) + βλέπω]
ΠΕΡΙΒΛΕΠΩ =βλέπω πέριξ ( < περί + βλέπω)
ΔΙΑΒΛΕΠΩ =διαπερνῶ βλέποντας [ < διά ( =μέσω) + βλέπω)]
ΑΠΟΒΛΕΠΩ = 1. παύω νὰ βλέπω, 2.ἐπιδιώκω, βλέπω πρὸς
κάτι μακρινὸν ἀλλὰ ἐφικτόν [ < ἀπό ( στὴν πρώτη περίπτωσιν
ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀπομακρύνσεως καὶ στὴν δευτέρα ὑπὸ τὴν
ἔννοια τῆς ἀποστάσεως ) + βλέπω]
ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ =βλέπω πρὸς τὰ κάτω ( κατά > κάτω + βλέπω)
ΕΠΙΒΛΕΠΩ ( < ἐπί (ἐδῶ: ἐπὶ τινός, πρὸς κάτι + βλέπω),
ΥΠΟΒΛΕΠΩ ( < ὑπό + βλέπω),
ΜΕΤΑΒΛΕΠΩ ( =μεταφέρω τὴν ματιά μου, < μετά + βλέπω)
κλπ
ΟΞΥΒΛΕΠΤΕΩ ( < βλέπω ὀξέως)
ΟΡΘΟΒΛΕΠΤΕΩ ( < βλέπω ὀρθῶς)
ΕΙΣΒΛΕΠΩ =βλέπω σὲ κάποιο σημεῖον, κατευθύνω τὸ βλέμμα
μου γιὰ νὰ δώσω προσοχὴ σὲ κάτι (εἰς + βλέπω)
ΧΑΜΗΛΟΒΛΕΠΩ = βλέπω πρὸς τὰ κάτω, ὡς ἔνδειξιν ντροπῆς
( < χαμηλά + βλέπω)
19.ΚΥΤΤΑΖΩ =παρατηρῶ < κύπτω ( =σκύβω) κι (ἐξ)ετάζω,
γι’αὐτὸ καὶ γράφεται μέ -υ- κι ὄχι μέ -οι- γιατὶ κοιτάζω ( <
κοίτη) σημαίνει ξαπλώνω, βάζω κάποιον νὰ ξαπλώσει,
κοιμῶμαι. Ἀπ'αὐτὸ διάφορα σύνθετα τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε
μέχρι καὶ σήμερα, ὅπως ΛΟΞΟΚΥΤΤΑΖΩ, ΑΓΡΙΟΚΥΤΤΑΖΩ,
ΚΡΥΦΟΚΥΤΤΑΖΩ κ.ἄ.
20.ΘΕΩΜΑΙ/ΘΕΑΟΜΑΙ/ΘΗΟΜΑΙ =ὁρῶ μετὰ θαυμασμοῦ
(βλ. θέα, θαῦμα κλπ, λακων. ΣΑΩ, ἐξ οὗ καὶ τὸ θέαμα, οἱ
ἀλλόθροοι τὸ ὀνομάζουν «σόου»)
21.ΘΕΩΡΩ =ἐξετάζω προσεκτικῶς μὲ τὸ βλέμμα καὶ σκέπτομαι
[ < θεός +ὁρῶ, «περὶ τὴν τῶν θείων ὄθιν τε καὶ γνῶσιν», Μ.Ε, ἡ
ἀναζήτησις καὶ ἡ προσπάθεια εὑρέσεως τοῦ θείου, τῆς ἀρχῆς
τῆς φύσεως, τῆς ἀνωτέρας δυνάμεως, ὠδήγησε τοὺς ἀρχαίους
Ἕλληνες σὲ διάφορες θεωρ-ίες. Ἄλλοι τὸ ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ
θέα + ὤρα ( =ἡ φροντίς). «Θεωρῶ» σημαίνει καὶ τὸ νοερῶς
σκοπεῖν (Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ), τὸ θωρῶ ἤ καὶ θαρῶ ποὺ
λένε σὲ μερικὰ χωριὰ μέχρι καὶ σήμερα!]
Μερικὰ σύνθετα μὲ τὸ θεωρῶ ποὺ παρέμειναν μέχρι καὶ
σήμερα:
ΑΝΑΘΕΩΡΩ[ < ἀνά ( = ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ξανά, πάλι) +
θεωρῶ) ], ΕΠΙΘΕΩΡΩ κλπ
22.ΤΗΡΩ =Κυττάζω μετὰ μεγάλης προσοχῆς ἐξ οὗ
ΠΑΡΑΤΗΡΩ ( = τηρῶ ἐκ τοῦ πλησίον μετὰ προσοχῆς, Ο ΕΝ
ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ), ΕΠΙΤΗΡΩ, ΣΥΝΤΗΡΩ, ΔΙΑΤΗΡΩ κλπ
23.ΔΕΡΚΟΜΑΙ =βλέπω μὲ ζωηρὸ βλέμμα ἐξ οὗ κι ὁ ὀξυδερκὴς
ἤ ὁ ἀδερκής ( =ὁ τυφλός), [ < παρὰ τὸ διέρχεσθαι, δέρκεσθαι
εἴρηται (Μ.Ε)].
24.ΟΞΥΔΕΡΚΕΩ =βλέπω μακριά ( < ὀξέως δέρκομαι)
25.ΔΕΥΚΩ =παρόμοιον τοῦ φροντίζω < δεύω/ δέω ( =ἔχω
ἔλλειψιν, συνεπῶς φροντίζω νὰ μὴ τελειώσει κάτι)
26.ΔΙΑΚΡΙΝΩ =βλέπω εὐκρινῶς, διαχωρίζω/ ξεχωρίζω μὲ τὸ
βλέμμα μου [ < διά +κρίνω ( =διαλέγω)] ἐξ οὗ καὶ ΑΝΑΚΡΙΝΩ,
ΣΥΓΚΡΙΝΩ, ΠΡΟΚΡΙΝΩ, ΕΠΙΚΡΙΝΩ, ΚΑΤΑΚΡΙΝΩ,
ΕΓΚΡΙΝΩ κλπ
27.ΑΤΕΝΙΖΩ =βλέπω μὲ προσήλωσιν κάτι, ( < ἐπιτατ. ἀ +
τείνω)
28.ΣΚΑΡΔΑΜΥΣΣΩ = [ < σκαίρω ( =σκιρτῶ) +μύω
( =κλείνω), βλέπω ἀνοιγοκλείνοντας τὰ μάτια μου, ὄχι
συνεχόμενα ἐξ οὗ καὶ ἀσκαρδαμυκτί
29.ΣΚΟΠΩ/ ΣΚΟΠΙΑΖΩ( καὶ ἐξ οὗ ΣΚΑΜΠΑΖΩ) =ἐξετάζω
καὶ σκέπτομαι, παρατηρῶ ἀπὸ ψηλά (βλ. σκοπός, σκοπιά), ἐξ οὗ
κι ὅλα τὰ σύνθετα ΑΝΑΣΚΟΠΩ, ΕΠΙΣΚΟΠΩ, ΑΠΟΣΚΟΠΩ,
ΕΥΘΥΣΚΟΠΩ, ΚΑΤΑΣΚΟΠΩ, ΠΕΡΙΣΚΟΠΩ κλπ. Σχετικῶς
μὲ τὴν ἐτυμολογία του, ἀναφέρεται πὼς προέρχεται ἀπὸ τό
«σκέπω» ( =καλύπτω, σκεπάζω), ὑπὸ τὴν ἔννοια εἶμαι
σκεπασμένος ἀπὸ σκέψεις (Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ).
30.ΛΑΩ =κυττάζω ἐπίμονα, ὅπως ὁ λέων (ἐξ οὗ καὶ τ’ὄνομά
του) τὸ θήραμά του, ἐξ οὗ κι ὁ τυφλός [ =αὐτὸς ποὺ λάει/βλέπει
τῦφον ( =καπνόν), > ἀπὸ ῥίζα λυκ- (βλ. λυκή, λευκός κλπ)]
31.ΛΕΥΣΣΩ =διαθέτω ὀξείαν ὅρασιν [ < λυκή ( =φῶς)], κι
ἀπ'αὐτὸ διάφορα σύνθετα ὅπως ΕΙΣΛΕΥΣΣΩ, ΕΠΙΛΕΥΣΣΩ,
ΚΑΤΑΛΕΥΣΣΩ, ΠΡΟΛΕΥΣΣΩ,
ΠΡΟΣΛΕΥΣΣΩ,ΔΙΑΛΕΥΣΣΩ, ΑΝΤΙΛΕΥΣΣΩ,
ΠΕΡΙΛΕΥΣΣΩ κλπ
32.ΠΑΙΦΑΣΣΩ =βλέπω κάπου μὲ μάτια ποὺ λάμπουν [ < φάος
( =φῶς) > φαιφάσσω καὶ μὲ ψίλωσιν τοῦ -φ , παιφάσσω]
33.ΠΑΠΤΑΙΝΩ =παρατηρῶ ὁλόγυρα μετὰ προσοχῆς, μὲ
ἐρευνητικὸν βλέμμα [ < παντοῦ διαπετᾶν τὴν ὄψιν
( Εὐστάθιος)] καὶ ΠΕΡΙΠΑΠΤΑΙΝΩ ( =περιβλέπω ἐξ
ἀποστάσεως)
34.ΑΝΤΙΚΡΥΖΩ =ὁρῶ κατ’εὐθεῖαν ἐμπρός, κατὰ πρόσωπον [ <
ἀντίκρυ < ἀντί +κάρα ( =τὸ κεφάλι)]
35.ΙΛΛΩ =στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ κυττάζω [ Ἄλλοι
τὸ ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ ἑλίσσω καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν προστακτική
«ἴλλε» (μὲ δεικτικὴ ἔννοια, βλ. δεικτ. ἀντωνυμ λατ. ille, γαλ.
προσ. ἀντων. il κλπ)]
36.ΙΛΛΩΠΙΖΩ =ἴλλω ἀνοιγοκλείνοντας τὰ μάτια (βλ. ἴλλω)
37.ΙΛΛΩΠΤΩ/ΕΓΚΑΤΙΛΛΩΠΤΩ/ΕΠΙΛΛΩΠΤΩ/
ΕΝΙΛΛΩΠΤΩ =μὲ κλειστὰ μάτια βλέπω ( < ἴλλω +ὤψ)
38.ΙΛΛΑΙΝΩ =ῥίχνω πλαγίως τὸ βλέμμα μου
39.ΕΠΙΛΛΙΖΩ =κάνω νεῦμα μὲ τὰ μάτια μου [ < ἐπί ( ἐδῶ:
πρὸς κάποιο μέρος) + ἴλλω]
40.ΔΕΝΔΙΛΛΩ =στρέφω ταχέως τοὺς ὀφθαλμούς μου,
λοξοκυττάζω ( < δίνω/δίνη +ἴλλω)
41.ΑΘΡΕΩ =ὁρῶ μετὰ προσοχῆς ἐξ οὗ καὶ
ΕΙΣΑΘΡΕΩ( =διακρίνω), ἐκ τοῦ θράω ( =κάθομαι καὶ
παρατηρῶ), ΠΕΡΙΑΘΡΕΩ, ΑΘΡΕΙΩ ( =ἐπιθυμῶ νὰ δῶ μετὰ
προσοχῆς) κ.ἄ.
42.ΑΥΓΑΖΩ/ΑΥΓΑΖΟΜΑΙ=παρατηρῶ εὐκρινῶς, δὲν ἔχω
καμμία δυσκολία στὸ νὰ δῶ κάτι ( < αὐγή, κυριολεκτικῶς
σημαίνει φέρνω στὸ φῶς) ἐξ οὗ καὶ ἐκφράσεις τοῦ τύπου «δὲν
(τ') αὐγάζω τὰ γράμματα τοῦ ἰατροῦ»
43.ΟΡΑΥΓΕΟΜΑΙ =ὁρῶ εὐκρινῶς, θεωρῶ ἐκ τοῦ πλησίον
44.ΜΑΡΑΥΓΕΩ =βλέπω μετὰ δυσκολίας, σκοτίζομαι,
θαμπώνομαι ( < μαραίνω +αὐγή)
45.ΣΙΛΛΟΩ =γυρνῶ ἀργὰ τὰ μάτια μου πρὸς τὰ κάπου γιὰ νὰ
παρατηρήσω ( βλ. σίλλιες/τσίλιες). Ἐκ τοῦ ἑλίττω ἤ κατ'ἄλλους
ἐκ τοῦ σείω ( τοὺς ὀφθαλμούς) + ἴλλω καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ
ΣΙΛΛΑΙΝΩ( = σείω τοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ χλευάσω κάποιον)
46.ΔΙΑΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ =μιλῶ κάπου κυττάζοντας ἀλλοῦ,
κυττάζω μὲ ἀγένεια ( < παρὰ τὸ διάγειν τὰς κόρας τῶν
ὀφθαλμῶν καὶ μὴ ἀπ'εὐθείας βλέπειν)
47.ΚΥΝΟΦΘΑΛΜΙΖΟΜΑΙ =βλέπω μὲ ἀναίδια, ὅπως οἱ
σκύλοι ( < κύων +ὀφθαλμός)
48.ΑΠΟΤΑΥΡΟΟΜΑΙ =βλέπω ἀγρίως ὡς ταῦρος ( < ἀπό +
ταῦρος)
49.ΚΙΚΥΜΩΤΤΩ =βλέπω ἀμυδρῶς ὅπως ἡ κουκουβάγια [ <
κικυμίς ( = εἶδος γλαυκός)]
50.ΟΡΚΥΠΤΩ =στέκομαι στὰ νύχια τῶν ποδιῶν μου καὶ
κυττάζω [ < ὄρνυμι ( =σηκώνομαι) + κύπτω ( βλ. κυττάζω)]
51.ΕΠΙΜΥΩ =συναινῶ μὲ τὰ μάτια ( < ἐπί +μύω)
52.ΥΠΗΜΥΩ =χαμηλοβλέπω ( < ὑπό +μύω)
53.ΑΝΑΜΥΩ =ἀνοίγω τὰ μάτια μου γιὰ νὰ δῶ, ἀναβλέπω ( <
ἀνά + μύω)
54.ΠΡΟΣΕΧΩ =βλέπω πρὸς τὰ κάπου μὲ ἐνδιαφέρον [ < πρός +
ἔχω ( ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἐπιτηρῶ)
55.ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ =βλέπω κάτι ἀπὸ μακριά ( < ἐπιρ. ἀγνάντια >
τὰ ἐνάντια)
56.ΠΡΟΣΟΠΤΙΛΛΩ =στρέφω τὸ βλέμμα μου πρὸς τὰ κάπου
συγκεκριμένα καὶ κυττάζω μὲ μεγάλη προσοχή ( < πρός +
ὀπτίλλω)
57.ΒΛΕΜΕΑΙΝΩ =βλέπω ἀγρίως καὶ βλοσυρῶς μὲ συνείδησιν
τῆς ὑπεροχῆς μου ( «λέων στρέφεται βλεμεαίνων», Ο ΕΝ ΤΗι
ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, < βλέπω + κατάληξις -αίνω)
58.ΑΛΛΟΦΑΣΣΩ =βλέπω θορυβημένος-η κάτι ( < ἀλλοῦ
+φάεα)
Καὶ χιλιάδες περισσότερα ἄν συνθέσουμε τὰ ἄνωθεν μὲ ἄλλες
λέξεις!!!
Δὲν εἶναι κρίμα ὁ ἐξοβελισμός τους ἀπὸ τὴν γλῶσσα ποὺ τὰ
γέννησε;
*Οἱ Ἕλληνες εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ ἀνεκάλυψαν πὼς οἱ ὀφθαλμοὶ
λειτουργοῦν μόνον ὅταν ὑπάρχει φῶς, γι'αὐτὸ καὶ τοὺς
ὠνόμασαν μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ φάεα ( < φῶς, βλ.
παραφθορά του στὸ ἀγγλ. eyes)
Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ
ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ
ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, λεξικόν
<<LIDDELL- SCOTT>> καὶ τὸ λεξικόν <<ΜΕΓΑ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ

You might also like