You are on page 1of 2

Εικοστό πρώτο μάθημα – lekcja dwudziesta pierwsza

Αρνί που βλέπει ο θεός, ο λύκος δεν το τρωει

Το κυπαρίσι του Μιστρά

Όταν οι Τούρκοι ήταν ακόμη στον τόπο μας, κάποιος πασάς ήρθε μια μέρα σ ένα οροπέδιο κοντά στο
Μιστρά να πάρει τον αέρα του, κάθισε εκεί και έδωσε διαταγή στους δούλους του να του ψήσουν ένα
αρνί στη σούβλα.
Είχε μαζί του ένα φτωχό βοσκόπουλο χριστιανό που τον υπηρετούσε. Το παιδί κοίταζε κάτω τη Σπάρτη,
τους κάμπους με τα δέντρα, τα τρεχούμενα νερά και τα βουνά τριγύρω και αναστέναζε βαθιά.
Ο πασάς τον άκουσε και ρώτησε:
– Τι έχεις; γιατί αναστενάζεις έτσι;
– Κλαιει η καρδιά μου, αφέντη, γιατί όλος αυτός ο ωραίος τόπος και αυτά τα τρεχούμενα νερά και τα
βουνά ήταν δικά μας μια φορά και εσείς και οι πατέρες σας μας τα πήρατε. Μα όχι για πάντα, πιστεύω,
επειδή οι γέροι μας λένε, πως με τον καιρό πάλι δικά μας θα ‘ναι!
Ο πασάς θύμωσε.
– Βρε, ανόητε! – φώναξε – Τι κουταμάρες είναι αυτές που λες! Άρπαξε τη σούβλα, καμένη και μαύρη
όπως ήταν, και την έμπηξε με όλη του τη δύναμη στη γη.
– Να! – φώναξε – Το βλέπεις αυτό; αν αυτό το καμένο ξερόκλαδο βγάλει κλαδιά και φύλλα, τότε οι δικοί
σου θα ξαναπάρουν αυτόν τον τόπο!
Την άλλη μέρα η σούβλα βλάστησε και μεγάλωσε και έγινε ένα ψηλό κυπαρίσι.
Μεγάλωσε και το Ελληνόπουλο, πολέμησε για την ελευθερία της χώρας του και όταν έγινε πάλι
ελεύθερη η Ελλάδα έφερνε τα παιδιά του κάτω από το κυπαρίσι και τους έλεγε πώς φύτρωσε.
(wg: Ιουλία Δραγούμη, Αναγνωστικό Στ’ δημοτικού, Αθήνα 1975, με αλλαγές)

Άνεμοι
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
Νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε
Κρήτη και Μυτιλήνη, Σάμο κι Ικαρία,
Νάξο και Σαντορίνη, Ρόδο, Κέρκυρα
Σπίτια μεγάλα κι άσπρα, σπίτια βουερά
Πάνω στη μαύρη πέτρα, πάνω στα νερά
Ξανθή, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καστοριά,
Γιάννενα, Μεσολόγγι, Σπάρτη και Μιστρά
Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), Άνεμοι

Jagnię, które widzi Boga, wilka się nie boi

Cyprys z Mistry

Gdy Turcy jeszcze panowali nad nami, pewien pasza przybył na wyżynę koło Mistry złapać (świeżego)
powietrza, siadł tam i wydal rozkaz swoim niewolnikom żeby upiekli na rożnie jagnię.
Razem ze sobą miał jednego biednego chrześcijanina, który mu usługiwał. Dzieciak spojrzał w dół na
Spartę, na równiny z drzewami, na płynące wody i góry wokoło i westchnął głęboko.
Pasza usłyszał go i zapytał:
– Co jest (tu: masz)? Dlaczego tak wzdychasz?
– Płacze moje serce, panie, dlaczego to całe piękne miejsce i te płynące wody i góry raz były nasze a twoi
ojcowie je zabrali. Ale nie na zawsze, wierzę, skoro starzy (ludzie) mówią, że z czasem znów nasze
będzie!
Pasza rozgniewał się.
– Coś ty, głupcze – zawołał – Co to za głupstwa są, które gadasz! Chwycił rożen, spalony i czarny jak
był, i wbił go całego silnie w ziemię.
– Proszę! – krzyknął – Widzisz to? Jeśli ten spalony uschnięty konar dostanie gałęzie i liście (na nowo),
wtedy oddam ci to miejsce!
Na drugi dzień rożen rozkwitł i urósł stając się (tu: i stał się) wysokim cyprysem.
Urósł i mały Grek, walczył za wolność swego kraju i gdy znów narodziła się wolność dla Hellady
przyprowadził swoje dzieci pod drzewo cyprysa i opowiedział im jak kiełkował.

Wiatry
Słuchają nas kiedy tylko zawróciliśmy
Wyspy i państwa, które poznaliśmy
Kretę i Mytilene, Samos i Ikarię,
Naksos oraz Santorini, Rodos, Korfu
Domy duże i białe, domy głośne
Na czarnej skale, nad wodą
Xanthi, Saloniki, Veria, Kastoria,
Janiny, Mesolonga, Sparta i Mistra
Dzwonnice i dachy nasze w chmurach
I wszystkie razem ze smutkiem i jakiś żalem.
Odyseusz Elitis (1911-1996), Wiatry

You might also like