You are on page 1of 186

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τσιάτσιου Ανδρομάχη

Πλατεία Δ. Σολωμού στη Ζάκυνθο

Διπλωματική Εργασία

«Φιλολογική έκδοση των ελληνόγλωσσων νεανικών


ποιημάτων του Διονυσίου Σολωμού»

Θεσσαλονίκη
2009

1
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τμήμα: Φιλολογίας
Τομέας: Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών

Τσιάτσιου Ανδρομάχη
Ειδίκευση: Νεοελληνική Φιλολογία
Α.Ε.Μ. 929

Διπλωματική Εργασία

Επιβλέπουσα: Άντεια Φραντζή

«Φιλολογική έκδοση όλων των ελληνόγλωσσων νεανικών


ποιημάτων του Διονυσίου Σολωμού».

Θεσσαλονίκη 2009

2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία αυτή προέκυψε στο πλαίσιο του

μεταπτυχιακού σεμιναρίου το οποίο προσέφερε η κ. Άντεια Φραντζή

κατά το εαρινό εξάμηνο του πανεπιστημιακού έτους 2004‐2005, με

θέμα τις εκδοτικές πρακτικές κειμένων του 18ου και 19ου αιώνα. Κατά τη

διάρκεια του εν λόγω σεμιναρίου έγινε λόγος για τα εκδοτικά

προβλήματα των κειμένων αυτής της περιόδου και αξιολογήθηκαν οι

εκδοτικές πρακτικές, οι εκδοτικές αρχές και τα επιστημονικά και

μεθοδολογικά κριτήρια με τα οποία συντάχθηκαν οι μεταγενέστερες

εκδόσεις αυτών. Έγινε έτσι αντιληπτό σε όλους πως η δουλειά του

σημερινού εκδότη και μελετητή δεν είναι εύκολη. Αντίθετα, απαιτεί

προσπάθεια, σοβαρή μελέτη, προσοχή και αφοσίωση για να αποφέρει

αποτελέσματα.

Εξαιτίας της αγάπης μου για την ποίηση του Σολωμού

αποφάσισα να ασχοληθώ με την έκδοση των ποιημάτων του, καθώς

παρουσιάζει πολλά και διαφορετικής φύσεως προβλήματα. Έτσι, η

παρούσα εργασία είναι μια εκδοτική δοκιμή πάνω σε όλα τα

ελληνόγλωσσα νεανικά ποιήματα του που έγραψε μέχρι και το 1823.

Επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτριά μου , κ.

Κατερίνα Τικτοπούλου για την αμέριστη βοήθεια που μου προσέφερε,

τις κατευθυντήριες γραμμές και τις πολύτιμες συμβουλές της. Με τις

διορθώσεις της και τις εύστοχες παρατηρήσεις συνέβαλε

αποφασιστικά στο να μειωθούν τα λάθη και οι παραλείψεις της

εργασίας μου. Ξεχωριστά θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά

μου και ιδιαίτερα τις αδερφές μου Ζωή και Αποστολία, για την ηθική

συμπαράσταση, την πίστη, την στήριξή τους αλλά κυρίως για την

αγάπη τους.

3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Η ζωή του ποιητή

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798

και πέθανε στην Κέρκυρα το 1857. Πατέρας του ήταν ο κόντες

Νικόλαος Σολωμός, από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που

εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο μετά την κατάληψη της Κρήτης από

τους Οθωμανούς, και μητέρα του η Αγγελική Νίκλη, υπηρέτρια του

κόντε, με καταγωγή πιθανότατα από τη Μάνη. Ο κόντες Νικόλαος

Σολωμός, που χήρεψε νωρίς από τη σύζυγό του Μαρνέττα Κάκνη, είχε

δεσμό με την Αγγελική από το 1796. Την παντρεύτηκε λίγο πριν

πεθάνει και τα δύο παιδιά τους, ο Διονύσιος και ο αδελφός του

Δημήτριος, απέκτησαν δικαιώματα νομίμων τέκνων στη μεγάλη

πατρική περιουσία.

Ο Διονύσιος Σολωμός πέρασε τα πρώτα παιδικά του

χρόνια στο πατρικό σπίτι στη Ζάκυνθο. Το νησί του βρίσκεται υπό την

κυριαρχία των Γάλλων ως τα 1815 και μετά από μια σύντομη περίοδο

αυτονομίας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, περνάει στον

έλεγχο των Άγγλων μέχρι και το 1864, όταν τα Επτάνησα

ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος. Επομένως, η παιδεία που

δέχονται τα παιδιά των αριστοκρατικών κύκλων της Ζακύνθου είναι

καθαρά ευρωπαϊκή και καθώς είναι επηρεασμένη από το κλίμα της

Γαλλικής Επανάστασης είναι και φιλελεύθερη. Έτσι και ο Διονύσιος

Σολωμός, υπό την επίβλεψη του οικοδιδασκάλου του, Santo Rossi

μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα στα ιταλικά μελετώντας τα κλασικά

γράμματα. Ανατρέφεται, λοιπόν, δίγλωσσα αφού διαβάζει και μελετά

κυρίως στα ιταλικά, ενώ στο σπίτι του με τον άνθρωπο, που αγάπησε

4
όσο τίποτα στη ζωή του, τη μητέρα του, μιλά χρησιμοποιώντας την

ελληνική γλώσσα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του η μητέρα του

ξαναπαντρεύτηκε και την κηδεμονία του ανέλαβε ο κόντες Διονύσιος

Μεσσαλάς, ο οποίος, τον επόμενο χρόνο, τον έστειλε για σπουδές στην

Ιταλία, όπως συνήθιζαν τότε οι ευγενείς των Επτανήσων. Έτσι, το 1808

έρχεται η στιγμή του αποχωρισμού της μητέρας με το γιο της. Ο μόλις

δέκα ετών Διονύσιος Σολωμός ακολουθεί το δάσκαλό του Santo Rossi

στην Ιταλία. Ο Rossi τον αφήνει στη Βενετία, μαθητή στο Λύκειο της

Αγίας Αικατερίνης. Το αυστηρό κλίμα που επικρατούσε στο σχολείο

δεν άρεσε στο μικρό Διονύσιο και σε συνδυασμό με τα παράπονα των

καθηγητών του οδήγησαν το Rossi να τον πάρει μαζί του στη Κρεμόνα.

Εκεί έκανε τις πραγματικές σπουδές της ζωής του αφού εκεί

παρακολούθησε μαθήματα ιταλικής και λατινικής φιλολογίας. Το

1815 αποφοιτά από το Λύκειο της Κρεμόνας και το Νοέμβρη του ίδιου

χρόνου γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας,

από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ.

Έχοντας έντονα φιλολογικά ενδιαφέροντα, δεν έμεινε

ασυγκίνητος από την άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας και των

ιταλικών γραμμάτων. Γνωρίστηκε με τα μεγάλα ονόματα της

πνευματικής Ιταλίας, τους ποιητές Μαντζόνη, Ούγο Φόσκολο και

Μόντη. Εντάχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και

επηρεάστηκε από τον καθένα ξεχωριστά. Ο Μαντζόνη, που ήταν ο

κορυφαίος εκπρόσωπος της ιταλικής ρομαντικής σχολής, τον βοήθησε

να προσεγγίσει το πνεύμα του γαλλικού διαφωτισμού και τις ιδέες του

ρομαντισμού ενώ ο Μόντη τον ξεχώρισε για τις ποιητικές του

ευαισθησίες και την πηγαία ανάγκη του για έκφραση. Σύμφωνα με

5
τον Πολυλά πολύ σύντομα γνωρίστηκε και συνδέθηκε και με τον

Ιωσήφ Μοντάνη, που ήταν γνωστός κριτικός της λογοτεχνίας και

άσκησε σημαντική επίδραση στο νεαρό Σολωμό.

Μετά από τη δεκάχρονη παραμονή του στην Ιταλία

επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818 με γερή φιλολογική μόρφωση,

κλασική και σύγχρονη, σε ηλικία 20 ετών. Αρχικά νιώθει

απογοητευμένος από την πνευματική κατάσταση του τόπου,

σκέφτεται να επιστρέψει πίσω αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται πως η

Ζάκυνθος δεν ήταν τίποτα άλλο από πνευματική επαρχία της Ιταλίας.

Υπήρχαν στη Ζάκυνθο λόγιοι με τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες, με

κοινή ιταλική παιδεία και κοινά ενδιαφέροντα με τον ίδιο. Έτσι,

γρήγορα δραστηριοποιήθηκε στους φιλολογικούς κύκλους της εποχής

και δεν άργησε να κυριαρχήσει μέσα στις συντροφιές. Κάποιοι από

τους φίλους του ποιητή που αναφέρονται συχνά είναι ο Γεώργιος

Τερτσέτης, ο Αντώνης Μάτεσης, ο γιατρός Ταγιαπιέρας, ο Γεώργιος Δε

Ρώσσης, ο Παύλος Μερκάτης, ο Νικόλαος Λούντζης, ο δεύτερος

σύζυγος της μητέρας του, Μανόλης Λεονταράκης και ο Ιταλός Gaetano

Grasseti.

Όλοι αυτοί συναντιούνται συχνά σε διάφορα σπίτια και

διασκεδάζουν αυτοσχεδιάζοντας σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και

θέματα γράφοντας σάτιρες, τερτσίνες, σονέτα. Η εκφραστική του

δύναμη, το ταλέντο του, η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα και η ποιητική

του ικανότητα αναγνωρίζονται σύντομα απ’ όλους. Μόνο που η

καλλιτεχνική παραγωγή του αυτή την περίοδο αποτελείται κυρίως

από ποιήματα γραμμένα στην ιταλική γλώσσα. Τα ελληνικά τα

γνωρίζει ελάχιστα, μόνο από τη μητέρα του, από τις συντροφιές του

στη Ζάκυνθο και από τα κείμενα της εκκλησιαστικής παιδείας, τα

6
οποία είχε μελετήσει. Αντίθετα, γνώριζε πολύ καλά την ιταλική

γλώσσα. Μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον, όπου δέχτηκε την ιταλική

παιδεία από πολύ μικρός, σπούδασε στην Ιταλία, κουβέντιαζε με τους

φίλους του στα ιταλικά και ακόμη αλληλογραφούσε με όλους στα

ιταλικά. Παρ’ όλ’ αυτά από νωρίς κάτι τον ωθούσε να γνωρίσει

καλύτερα την ελληνική γλώσσα. Επιστρέφοντας μελετά τα βυζαντινά

έμμετρα μυθιστορήματα του 14ου και 15ου αιώνα και τα έργα της

Κρητικής αναγέννησης του 16ου και 17ου αιώνα. Διαβάζει τη «Ρομέηκη

Γλώσσα» του Ιωάννη Βηλαρά, τη «Γραμματική» αλλά και τα «Λυρικά»

του Αθανάσιου Χριστόπουλου και φυσικά τα δημοτικά τραγούδια. Σε

επιστολή του στα 1825 προς το Λόρδο Γκίλφορντ ζητάει να του

στείλουν ένα βιβλίο του Like, που αναφέρεται στις διαλέκτους της

ελληνικής γλώσσας1, το οποίο και μελετά. Μόλις καταφέρνει να

γνωρίσει τον εαυτό του, αντιλαμβάνεται και το ρόλο του, γυρίζει στη

γλώσσα του λαού, στο ρυθμό, στη μουσική του. Ακούει με ενδιαφέρον

την έκφραση του, περισυλλέγει τα λόγια του και θαυμάζει τα

τραγούδια του. Αρχίζει να γράφει στη γλώσσα του λαού, προσπαθεί

να συνθέσει σ’ αυτή τη γλώσσα προσδίδοντάς της βαθύτερο νόημα και

ουσία. Καρποί αυτής της προσπάθειας του είναι και τα ελληνικά

λυρικά ποιήματα, που έγραψε εκείνη την εποχή. Με τη δεξιοτεχνία και

την ευχέρειά του δε συγκίνησε μόνο τη συντροφιά του αλλά κυρίως το

λαό, που άρχισε να τα σιγοτραγουδά τα ποιήματά του.

Περνώντας, όμως, ο καιρός ο νεαρός Σολωμός ωριμάζει

ποιητικά αλλά και γλωσσικά. Αρχικά, γράφοντας τα επικολυρικά

ποιήματα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» και «Εις το θάνατο του Λορδ

Μπάυρον», αποδεικνύει πως το έντονο συναίσθημα και η πηγαία

1 Πολίτης Άπ. 3, 92.

7
έμπνευση τον ώθησαν να εκφραστεί με δύναμη και με άνεση στην

ελληνική γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι τα ποιήματα αυτά

ενθουσίασαν τους συγχρόνους του, ο Σολωμός επιδίωκε και είχε

ανάγκη να γράψει ποίηση επιτυγχάνοντας μια έκφραση πυκνή,

αντιρητορική, καθαρή. Έτσι, εγκαταλείπει τον αυτοσχεδιασμό των

πρώτων ποιημάτων και ακολουθεί άλλους τρόπους για τη δημιουργία

των ποιημάτων του. Καταργεί τον αυτοσχεδιασμό του, συγκρατεί τον

πηγαίο αυθορμητισμό του και βάζει όρια στην ακατάσχετη έμπνευσή

του. Οι στίχοι των ποιημάτων δουλεύονται πλέον αδιάλειπτα από τον

ποιητή ώσπου να πάρουν την τελική τους μορφή. Στα περισσότερα

ποιήματα μετά το 1826 οι παραλλαγές των στίχων είναι πάρα πολλές

και η ύπαρξη τους επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο ποιητής πλέον

ενδιαφέρεται βαθύτατα για την έκφραση. Το Επίγραμμα «Η

καταστροφή των Ψαρών», που γράφεται από τον Σολωμό στα 1826

χαρακτηρίζεται από απόλυτη συγκέντρωση, πυκνότητα νοημάτων και

βαθιά συγκίνηση. Απ’ αυτή τη στιγμή ο ποιητής δείχνει να βαδίζει στο

δρόμο για μια ανώτερη, μια υψηλή ποίηση, που ο τόπος που τον

γέννησε δεν είχε γνωρίσει ποτέ έως τότε. Μέχρι και το τέλος της ζωής

του αγωνίζεται με στόχο την «υψηλή» ποίηση και την «καθαρή»

έκφραση. Τα μεταγενέστερα έργα του και κυρίως «Ο Κρητικός», «Ο

Πόρφυρας» και οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» δείχνουν πως τελικά ο

ποιητής Σολωμός κατάφερε με τη διάνοια του να φτάσει στην

τελειότητα. Τα κακογραμμένα και δυσανάγνωστα χειρόγραφά του

αποδεικνύουν πως ο Σολωμός έδωσε μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό

για να καταφέρει να οδηγήσει την ποιητική έκφραση στο ανώτερο

σημείο2. Εύστοχα, λοιπόν, ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης είχε

2 Για τη ζωή και το έργο του ποιητή βλέπε αναλυτικά και τα βιβλία Πολίτης Άπ. 1, 9‐

8
γράψει: «Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια

για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε

τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το

σίγουρο μάτι που τα κοίταξε» 3.

43 ˙ Κριαράς 1970, 9‐38 ˙ Mackridge 1995, 17‐31 ˙ Καψάσκης 1998, 1‐164.


3 Σεφέρης 1937, 159.

9
Β. Η ποίηση της περιόδου 1818‐1823

Ο Σολωμός αυτή τη χρονική περίοδο, τα χρόνια δηλαδή

1818‐1823, συνέθεσε ποιήματα σε ιταλική, σε ελληνική αλλά και σε

μεικτή γλώσσα. Τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά γράφτηκαν όταν

ήταν ακόμα τελειόφοιτος μαθητής στο Λύκειο της Κρεμόνας και

φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Μετά την

επιστροφή του στην Ελλάδα συνεχίζει να γράφει στα ιταλικά.

Εξάλλου, η πρώτη και μόνη συλλογή ποιημάτων του, οι «Rime

Improvissate», περιέχει μια σειρά από 30 ιταλικά σονέτα του ποιητή

γραμμένα τη νεανική ζακυνθινή περίοδο. Η συλλογή εκδόθηκε στην

Κέρκυρα το 1822 από τον εκδότη και φίλο του ποιητή Λουδοβίκο

Στράνη. Ακολούθησε και δεύτερη έκδοση, το 1823, στην οποία

υπάρχουν μικρές αλλαγές στο κείμενο των ποιημάτων4.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Βελουδή ήδη σ’ αυτά τα πρώτα

ιταλικά ποιήματα βρίσκονται μερικά από τα κυριότερα θέματα και

μοτίβα, που θα σημαδέψουν και το ελληνόγλωσσο έργο της πρώτης

ζακυνθινής του περιόδου5. Τα κυριότερα θέματα αφορούν τη θρησκεία

(«Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ», «Ωδή για πρώτη λειτουργία»), τη

φύση («Το νησί της Ζακύνθου»), τον έρωτα αλλά και το θάνατο («Ο

θάνατος»). Μερικά από τα ποιήματα των «Rime Improvissate» έχουν

αρκετά κοινά στοιχεία και μοιάζουν με τα ελληνικά ποιήματα της

νεανικής περιόδου του ποιητή κυρίως όσον αφορά τη σύλληψη του

θέματος. Για παράδειγμα δύο από τα σονέτα της συλλογής, το Ι Α ΄ και

Ι Β ΄, ταιριάζει νοηματικά με την «Αγνώριστη». Και στα δύο ο ποιητής

διερωτάται ποια είναι η όμορφη αυτή γυναικεία παρουσία που με την

4 Πολίτης, Απ. 3, 294‐299.


5 Βελουδής 2000, 223.

10
εμφάνιση της προκαλεί την ανάσταση της φύσης. Επίσης, το σονέτο Ι

Η ΄ με τίτλο «Ένας νέος ετοιμοθάνατος στο φίλο του» έχει το ίδιο

ακριβώς θέμα με το αντίστοιχο ελληνικό ποίημα γνωστό με τον τίτλο

«Εις φίλον ψυχορραγούντα». Ένας άνθρωπος στις τελευταίες του

στιγμές αποχαιρετά έναν φίλο του, που δεν βρίσκεται κοντά του. Τα

θέματα λοιπόν των «Rime Improvissate» βλέπουμε ότι σημαδεύουν και

το ελληνικό έργο της ίδιας περιόδου. Ο ίδιος ο εκδότης, άλλωστε, σε

μια αφιερωματική επιστολή προς το φίλο του και συμπατριώτη Ούγο

Φόσκολο γράφει: «Κατά τ’ άλλα ο φίλος μου δε χρησιμοποιεί την

ιταλική ποίηση παρά μόνο αυτοσχεδιάζοντας για να ευχαριστήσει

τους φίλους του, κι’ όλη του η φροντίδα είναι να διαμορφώσει τη νέα

ελληνική γλώσσα»6. Έτσι, λοιπόν, διαπιστώνουμε πως τα ιταλικά αυτά

ποιήματα άνοιξαν το δρόμο για τα νεανικά ελληνικά ποιήματα της

περιόδου 1818‐1823 αφού και τα θέματα βρίσκονται πολύ κοντά αλλά

και η στιχουργία.

Στη ζακυνθινή εποχή του σολωμικού έργου ανήκουν και

οι σάτιρες «Πρωτοχρονιά», «Ιατροσυμβούλιο», «Η Βίζιτα», «Το όνειρο».

Οι τρεις πρώτες είναι γραμμένες περίπου το 1824 και έχουν ως στόχο

το γιατρό Διονύσιο Ροΐδη ενώ η τελευταία είναι λίγο μεταγενέστερη

απ’ αυτές, γραμμένη το 1826. Οι σάτιρες αυτές δίνουν μια εικόνα της

ζωής του ποιητή στη Ζάκυνθο αφού οι ήρωες είναι απλοί ανθρώπινοι

τύποι της Ζακύνθου, που βιώνουν κάποια κωμικά περιστατικά στην

καθημερινότητά τους.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλώσσα σ’ αυτές τις

σάτιρες, καθώς φανερώνεται πολύγλωσση. Ο Peter Mackridge γράφει:

«Οι σάτιρες του ποιητή εκθέτουν τις διάφορες γλώσσες που

6 Πολίτης Απ. 3, 301.

11
χρησιμοποιούσε ο κύκλος του ποιητή στη Ζάκυνθο, δηλαδή το

επτανησιακό ιδίωμα, τα ιταλικά (και τα βενετσιάνικα), ακόμα και τα

γαλλικά και τα λατινικά στο στόμα ορισμένων προσώπων» 7. Αξίζει να

σημειωθεί όμως πως ο Σολωμός δεν παρουσιάζει τον εαυτό του να

μιλάει σε όλες τι γλώσσες παρά μόνο στα ελληνικά. Αντίθετα, οι

γιατροί Ροΐδης και Ταγιαπιέρας ανακατεύουν την ελληνική με άλλες

γλώσσες. Πολύ σωστά, λοιπόν, ο Mackridge εκτιμά πως αυτές οι

σάτιρες κατέχουν σημαντική θέση στην εξέλιξη της ποιητικής του

γλώσσας, αλλά ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της αντίληψής του για τη

γλώσσα8. Σατιρίζοντας όχι μόνο τους ανθρώπινους τύπους της

κοινωνικής του τάξης αλλά και τη γλώσσα τους ο Σολωμός

προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη πολύγλωσση αριστοκρατία

της Ζακύνθου και ταυτόχρονα να προσελκύσει την τάξη του λαού.

Φυσικά καλύτερος τρόπος για να επιτύχει το σκοπό του ήταν να

ασπαστεί τη γλώσσα του λαού του, τη γλώσσα των δημοτικών

τραγουδιών.

Πέρα όμως από τα παραπάνω ποιήματα την πρώτη

περίοδο της δημιουργίας του έγραψε και κάποια ελληνικά ποιήματα

λυρικής φύσεως και αρκετά σύντομα σε έκταση. Πρόκειται για τα εξής

είκοσι πέντε ποιήματα, που θα περιλαμβάνει και αυτή η έκδοση: «Εις

κόρην, η οποία αναθρέφετο μέσα εις μοναστήρι», «Ανθούλα»,

«Ανάμνησις», «Εις φίλον ψυχορραγούντα», «Το όνειρο», «Κάκιωμα»,

«Το βράδυ», «Ωδή εις τη Σελήνη», «Η σκιά του Ομήρου», «Η

Ευρυκόμη», «Ο θάνατος της Ορφανής», «Ο θάνατος του Βοσκού», «Η

Ψυχούλα», «Η Αγνώριστη», «Η Ξανθούλα», «Προς τον κύριο Λοδοβίκο

Στράνη», καθώς και τα συντομότερα ποιήματα «Η Ελλάδα», «Τα δύο

7 Mackridge 1995, 400.


8 Mackridge 1995, 403.

12
μνήματα», «Το κοπάδι» και τα Επιγράμματα «Το κοιμητήρι», «Δε μ’

αγαπάς», «Γαλήνη», «Αίνιγμα». Επίσης, περιλαμβάνονται τα

ποιήματα «Τα δυο αδέλφια» και «Το κοιμητήριο», που αν και ανήκουν

οργανικά στο «Λάμπρο», εντούτοις αυτά γράφτηκαν πολύ νωρίτερα,

στα χρόνια 1821 με 1822.

Πρόκειται για λυρικά ποιήματα γραμμένα στην πρώτη

περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, στα χρόνια δηλαδή

μετά την επιστροφή του ποιητή από την Ιταλία στην Ζάκυνθο, από το

1818 δηλαδή, ως και τη στιγμή, που έγραψε το ποίημα‐ σταθμός στην

ποιητική του πορεία, τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», τον Μάη του1823.

Θέματα ελληνικών ποιημάτων

Τα θέματα, που απασχολούν τον ποιητή σ’ αυτή την

πρώτη περίοδο του ελληνόγλωσσου έργου του, από το 1818 ως το 1823,

αφορούν κυρίως το θάνατο, τον έρωτα, αλλά και τη γυναικεία

ομορφιά. Υμνείται η φύση με τις ομορφιές της, η αισιοδοξία και η χαρά

της ζωής του ερωτευμένου, ο πόνος της ανάμνησης, η φιλία, η στοργή,

η αγάπη, η τρυφερότητα των γυναικών και η αθωότητα των παιδιών.

Συγκεκριμένα, ο θάνατος στα πρώτα του ποιήματα

αφορά ανθρώπους και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών. Σε

κάποια ποιήματα ο ποιητής θρηνεί για το θάνατο μικρών παιδιών

(βλέπε ΤΚ, ΔΜ, Ψ), νεαρών γυναικών (βλέπε Ευ, ΘΟ) αλλά και αντρών

(βλέπε ΘΒ). Μάλιστα στο ποίημα «Τα δυο αδέλφια» ο ποιητής

αναπαριστά την ιδέα του θανάτου, η οποία για πρώτη φορά

απλώνεται σε μία αμέριμνη και παρθενική ψυχή9, στις ψυχές δύο

αθώων παιδιών, του Ανθού και της Αυγούλας ενώ από την άλλη στο

9 Πολυλάς 1859, 18.

13
ποίημα «Το κοιμητήριο» ο ποιητής εικονίζει το σφοδρότερο και

βαθύτερο συναίσθημα, τη μητρική αγάπη10, η οποία οδηγεί στην τρέλα

τη μητέρα, που αντικρίζει τα δυο της παιδιά σκοτωμένα από κεραυνό.

Στην «Ψυχούλα» ο ποιητής «εγκωμιάζει με ποιητικότατο τρόπο το

θάνατο ενός μικρού παιδιού, ενός άσπιλου κρίνου, που αφήνει την

ψυχή του να φύγει σαν δροσάτο αεράκι, γεμάτο από τρυφερότητα και

παιδική αθωότητα»11. Σε άλλο του ποίημα μιλά ο ίδιος ο

ετοιμοθάνατος, απευθυνόμενος στο φίλο του (βλ. ΦΨ). Το θέμα όλων

αυτών των ποιημάτων αφορά το θάνατο πλασματικών ηρώων12. Στο

ίδιο κλίμα βρίσκεται και «Το βράδυ», όπου γύρω από μια ξύλινη

αγχόνη, μια κρεμάλα δηλαδή, παρουσιάζονται κάθε νύχτα τα

φαντάσματα πλήθους εκτελεσμένων, μητροκτόνων, αδελφοκτόνων

και γενικότερα εγκληματιών και φορώντας άσπρα σάβανα

τραγουδούν ένα απαίσιο τραγούδι13. Ακόμη, στο ποίημα «Ανάμνησις»

της περιόδου ο ποιητής καταγράφει τον πόνο, που προκαλεί στον

άνθρωπο το γήρας και ο φόβος του θανάτου, όταν τα νιάτα αποτελούν

μόνο μια «ανάμνηση» (βλ. Αν).

Πέρα όμως από το θάνατο κυρίαρχη μορφή είναι η

γυναίκα προς την οποία ο ποιητής εκφράζει μια αγνή, εξιδανικευμένη

αγάπη. Η θέα της γυναικείας μορφής ξαφνιάζει αρχικά τον ποιητή και

έπειτα προκαλεί το θαυμασμό του, ο οποίος εκφράζεται μέσα από

λυρικές εικόνες και συναισθήματα (βλ. ΚεΜ, Ανθ, Αγ). Σ’ ένα από τα

γνωστότερα ποιήματα της περιόδου ο ποιητής θλίβεται και «δακρύζει»

όταν αποχωρίζεται την αγαπημένη του «Ξανθούλα» (βλ. Ξ), ενώ σε

10 Πολυλάς 1859, 18.


11 Παπανικολάου 1970, 247.
12 Βλ. Βελουδή 2008, 19 «ο θάνατος δεν είναι παρά ένα μοτίβο τοποθετημένο σ’ ένα

ειδυλλιακό, «αρκαδικό», περιβάλλον με συμβατικά πλασματικά πρόσωπα, που δεν


αντιστοιχεί σε καμιά πραγματικότητα».
13 Αλεξίου 2007, 33.

14
ένα άλλο ποίημα ονειρεύεται μια φανταστική, μυστική συνάντηση σ’

ένα ωραίο περιβολάκι με την κοπέλα, που αγαπά (βλ. Ο). Στην «Ωδή

εις τη Σελήνη» ο ποιητής υμνεί τη σελήνη και παρασταίνει τη μαγική

φύση μέσα στη γαλήνη και στο υποβλητικό σεληνόφως, που

ικανοποιούν τη μυστικοπαθή ψυχική του διάθεση14, ενώ στη «Σκιά του

Ομήρου» βιώνει κατά τη διάρκεια μιας γαληνεμένης νύχτας σ’ ένα

ακρογιάλι μια φανταστική συνάντηση με τον Όμηρο, ο οποίος όπως

σημειώνει ο Πολυλάς του «επρόσταζε να γράφει στη δημοτική

γλώσσα»15.

Τα ποιήματα αυτά μπορούν με μία λέξη να

χαρακτηριστούν λυρικά, αφού διαθέτουν μουσικότητα και συντομία.

Επιπλέον, σε πολλά απ’ αυτά (βλ. Αν, Ανθ, Αγ, Ξ, Ο, ΣΟ, ΩΣ)

χρησιμοποιείται α ΄ ενικό πρόσωπο, γεγονός που σημαίνει ότι ο

ποιητής βιώνει άμεσα τα γεγονότα και γι’ αυτό τα παρουσιάζει

προσδίδοντας συναισθηματικό τόνο. Επιπλέον, είναι εμφανής ο

ρομαντικός τρόπος γραφής, αφού τα περισσότερα απ’ αυτά τα

ποιήματα έχουν πολλές ειδυλλιακές εικόνες και ωραία επίθετα. Αν και

ανήκουν όμως στην περίοδο του ρομαντισμού, μπορούμε να πούμε

πως ο Σολωμός υιοθέτησε από το κίνημα του ρομαντισμού, που είχε

κυριαρχήσει ήδη στην Ιταλία, κάποιες σημαντικές αρχές αλλά δεν

έμεινε προσκολλημένος σ’ αυτές. Ο ρομαντισμός ανέδειξε τη

σπουδαιότητα της λαϊκής γλώσσας και ενίσχυσε το ενδιαφέρον για τις

παραδόσεις, τα παραμύθια και τα αινίγματα του λαού. Ο Σολωμός,

όπως αντιλαμβανόμαστε, ενδιαφέρθηκε και δούλεψε πάνω στη

γλώσσα του λαού. Δεν ξεπέρασε, όμως, τα όρια, δεν έκανε υπερβολές,

δεν οδηγήθηκε στο απίθανο, στο παράλογο, δεν εξέφρασε το

14 Παπανικολάου 1970, 242.


15 Πολίτης, Άπ. 1, 328.

15
αχαλίνωτο πάθος. Αντίθετα, έδωσε στα ανθρώπινα συναισθήματα

υψηλή, αιώνια, πνευματική, υπερβατική διάσταση.

Σε κάποια ποιήματα, όπως «Η Ευρυκόμη», «Ο θάνατος

της Ορφανής», «Ο θάνατος του Βοσκού», «Το βράδυ» και «Το κοπάδι»

είναι έκδηλες οι απηχήσεις του αρκαδισμού και του κλασικισμού. Ο

ποιητής είχε ήδη μεταφράσει κάποια ποιήματα ενός αξιόλογου

εκπροσώπου της αρκαδικής σχολής, του Μεταστάσιου. Αν και ο

αρκαδισμός κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της Ιταλίας στο

μεγαλύτερο διάστημα του 18ου αιώνα, εντούτοις η υπεραπλούστευση

και απλοϊκότητα, που εισήγαγε οδήγησε στη «φτώχεια» τον ποιητικό

λόγο. Σ’ αυτά τα ποιήματα ο Σολωμός φαίνεται επηρεασμένος από

την ειδυλλιακή και ελεγειακή ατμόσφαιρα των αρκαδικών ποιημάτων,

αφού εξελίσσονται στον ανοιχτό χώρο, στη φύση, η οποία συμμετέχει

στην εξέλιξη του ποιήματος και υμνούνται τα ανθρώπινα πάθη,

κυρίως ο έρωτας και ο πόνος του θανάτου. Ο «Θάνατος του βοσκού», ο

«Θάνατος της ορφανής» και «Η Ευρυκόμη» έχουν κλασικιστικά

πρότυπα και στο τελευταίο από τα παραπάνω ποιήματα το όνομα του

βοσκού είναι «Θύρσης» και παραπέμπει στο αρχαίο όνομα «Θύρσης»,

που μνημονεύει και ο Θεόκριτος. Όσο για «Το βράδυ» ο Αλεξίου θεωρεί

«πως συνδέεται με τη βουκολική νεανική παραγωγή του Σολωμού και

παρουσιάζει απηχήσεις από το κρητικό ειδύλλιο “ Η Βοσκοπούλα”»16.

Στιχουργία ελληνικών ποιημάτων

Στα ποιήματα αυτά ο νεαρός Σολωμός ψάχνει και

δοκιμάζει να βρει τον τρόπο και τη γλώσσα με την οποία θα εκφράσει

τις ποιητικές του ιδέες και συλλήψεις. Γι’ αυτό και η νεανική

16 Αλεξίου 2007, 33.

16
ζακυνθινή περίοδος έχει χαρακτηριστεί περίοδος «προπαρασκευής»17

ενώ τα ποιήματα της περιόδου «ποιητικά γυμνάσματα» αφού εύκολα

κάποιος μπορεί σ’ αυτά τα ποιήματα να διακρίνει «τη μορφοπλαστική

φιλοδοξία του νεαρού Σολωμού να αναγνωρίσει και να καλλιεργήσει

τις ενύπαρκτες αλλά ανεκδήλωτες ακόμη στην απλή γλώσσα του

λαού ποιητικές δυνατότητες» 18. Απόδειξη της προσπάθειάς του αυτής

είναι το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίοδο πειραματίζεται πάνω σε

διάφορα μέτρα, όπως είναι ο τροχαϊκός οχτασύλλαβος στίχος, ο

εννεασύλλαβος ή δεκασύλλαβος ανάπαιστος, ο ενδεκασύλλαβος και

φυσικά ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Η πολυμορφία των

ποιημάτων αυτής της περιόδου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι

επιλέγει να τα συνθέσει σε στροφικά συστήματα, που άλλα είναι

οχτάστιχα και άλλα τετράστιχα, αποδεικνύουν το γεγονός ότι ο

ποιητής ψάχνει να βρει την ποιητική του ταυτότητα.

Η στιχουργία αυτών των ποιημάτων θυμίζει περισσότερο

το ιταλικό του παρελθόν παρά το μέλλον της ωριμότητάς του, και

αναφέρομαι στα χρόνια της κερκυραϊκής περιόδου, μετά τα 1833.

Σύμφωνα με το Σπαταλά «ο Σολωμός αυτή την περίοδο δε

μεταχειρίστηκε παρά στίχους, στροφές, και τεχνικά μέσα σχεδόν μόνο

ιταλικά, που τα δανείστηκε από την ιταλική στιχουργική τέχνη.

[……….]. Όμως, ο Σολωμός δεν έμεινε ευχαριστημένος απ’ αυτή την

επιτυχία του, όσο σπουδαία κι αν ήταν. Ήθελε να δημιουργήσει μια

τέχνη προσωπικότερη και συγχρόνως ελληνικότερη με στιχουργικά

στοιχεία παρμένα από το ελληνικό περιβάλλον, πιο γνώριμα στον

ελληνικό λαό, και στην κατεύθυνση αυτή δεν άργησε να ρίξει όλη του

17 Κριαράς 1957, 35.


18 Καλταμπάνος 2004, 263.

17
την προσπάθεια»19. Η προσπάθειά του αποσκοπούσε στο να βρει το

μέσο για να εκφράσει τη μουσικότητα της ψυχής του και των

συναισθημάτων του. Η μετάβασή του από τα ιταλικά στροφικά

συστήματα στον παραδοσιακό ελληνικό στίχο , το δεκαπεντασύλλαβο

ήταν καίριας σημασίας για την πορεία του ελληνικού ποιητικού λόγου

και επιτυγχάνεται με τη συγγραφή των ποιημάτων «Κρητικός» και

«Σατιρικό του 1833» στα χρόνια 1833‐1834. Ο Σολωμός επιστρέφει στον

«εθνικό» στίχο, το δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο και τον τοποθετεί ως

βάση για τη δημιουργία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Ο

Γαραντούδης υποστηρίζει πως «η μετάβαση αυτή ισοδυναμεί με την

ανακάλυψη της μητρικής μας ιθαγένειας, στην πιο καίρια στιγμή για

τη διαμόρφωση της νέας ελληνικής ποίησης, και δηλώνει τη

δυνατότητα του δημιουργικού συνδυασμού, στην ελληνική γλώσσα,

δύο μετρικών συστημάτων»20.

Γλώσσα ελληνικών ποιημάτων

Η γλωσσική ιδιαιτερότητα του σολωμικού έργου είναι ένα

από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του μεγάλου ποιητή.

Το γεγονός ότι μέσα στα χειρόγραφά του βρήκαμε πολλές

παραλλαγές για έναν στίχο φανερώνει το μέγεθος της αγωνίας του

ποιητή για να δώσει στο λαό του μια νέα ποιητική γλώσσα. Είχε

σπουδάσει στην Ιταλία, είχε διδαχθεί την ιταλική παιδεία, είχε

μελετήσει όλους τους μεγάλους Ιταλούς ποιητές και είχε ήδη γράψει

τα πρώτα του ποιήματα στην ιταλική γλώσσα. Παρά το γεγονός αυτό,

από την πρώτη στιγμή που έφθασε στην Ελλάδα ξεκίνησε να γράφει

ποιήματα στην ελληνική γλώσσα, «σαν να προσαρμόστηκε σχεδόν

19 Σπαταλάς 1997, 222‐226.


20 Γαραντούδης 1989, 358.

18
αυθόρμητα στην περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα και στην πλούσια

ποιητική παράδοση του γενέθλιου νησιού του» 21.

Το γλωσσικό του όργανο, όμως, δεν έχει διαμορφωθεί.

Σύμφωνα με έναν έγκυρο μελετητή της γλώσσας του Σολωμού, τον

Σπύρο Καββαδία «στο έργο του Σολωμού συνυπάρχουν τρεις

τουλάχιστον γλωσσικές στιγμές ή μορφές της ελληνικής γλώσσας: η

λόγια, η κοινή και η επτανησιακή. Στην τελευταία μπορούν ακόμη να

διακριθούν τρία επιμέρους στοιχεία: το ζακυνθινό κατά πρώτο, το

κερκυραϊκό κατά δεύτερο λόγο και, σποραδικά, το κεφαλληνιακό» 22.

Στα ποιήματα αυτά της πρώτης περιόδου υπάρχουν

πλήθος ιδιωματικών λέξεων αλλά και γραμματικών τύπων, που σε

κάποιες περιπτώσεις έχουν υιοθετηθεί σε μεταγενέστερες εκδόσεις

ενώ σε άλλες όχι. Μερικές απ’ αυτές τις ιδιωματικές λέξεις και

φράσεις είναι οι εξής: «απέρασε», «σβένεται», «ετότες», «στέρνω»,

«εκατάλαβα», «το χείλο», «παρηγορίζεις», «τέσσεροι», «σβημένα»,

«ομπροστά», «θε να σου υψώσω», «ασηκώθη», «εκειός», «ογλήγορα»,

γένεται», «των μαλλιώνε», «θενα πράξει», «σταίνει», «τριγύρου»,

«κλεις», «τζι επιτύμβιες», «οχ», «κεια», «αντίσκοβε».

Ο Καββαδίας υποστηρίζει πως «ο Σολωμός αναζητούσε

την τέλεια μορφή. Αλλά, από ένα σημείο και πέρα, έμενε διχασμένος

ως προς την προτεραιότητα που έπρεπε να δώσει: στον ιδιωματικό ή

τον πανελλήνιο τύπο. Και η εμμονή του στον ιδιωματικό δεν ήταν

αποτέλεσμα αδυναμίας, άγνοιας, αφού τον βλέπουμε να βρίσκει τον

αντίστοιχο κοινό τύπο, να τον υιοθετεί για ένα διάστημα, στη συνέχεια

όμως να τον εγκαταλείπει και πάλι, επιστρέφοντας στο διαλεκτικό.

Κάτι άλλο δρούσε μέσα του, σαν ποιητικό ένστικτο, και τον

21 Βελουδής 2000, 223.


22 Βελουδής 2000, 22.

19
συμβούλευε να μην εγκαταλείψει ολότελα την ταυτότητα της

εντοπιότητας. Ο Σολωμός φαίνεται, δεν θέλησε να γίνει τόσο

αφηρημένος και πνευματωμένος, όσο φαντάστηκαν»23. Με την

τελευταία του φράση ο Καββαδίας φωτογραφίζει ως υπεύθυνο για την

γλωσσική μορφή με την οποία γνωρίσαμε το Σολωμό τον Ιάκωβο

Πολυλά. Ο Πολυλάς επιθυμούσε να ενσωματώσει γλωσσικά τον

Σολωμό στην πανελλήνια κοινή, που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται

στο αθηναϊκό κέντρο. Αν το κατάφερνε αυτό τότε ο ποιητής θα

αναγνωρίζονταν γρηγορότερα και θα καθιερώνονταν ως «εθνικός»

ποιητής ευκολότερα24. Γι’ αυτό το λόγο και επέλεξε στην έκδοσή του να

εγκαταλείψει τους ιδιωματικούς τύπους του ποιητή και να επιλέξει στη

θέση τους τύπους της κοινής νεοελληνικής.

Όσον αφορά τη γλώσσα ο Σολωμός με το έργο του από

πολύ νωρίς απέδειξε ότι βρέθηκε πολύ πιο μπροστά από την εποχή

του και από τους λόγιους του καιρού του. Η γλώσσα των πρώτων

αυτών ελληνικών λυρικών ποιημάτων είναι απλή, λιτή, φυσική,

καθημερινή, αντιρρητορική και με την αμεσότητα που αποπνέει

κατάφερε να κατακτήσει τον ελληνικό λαό της εποχής του ποιητή

αλλά και το σύγχρονο αναγνώστη σήμερα.

Χαρακτηριστικό της ποίησης του Σολωμού είναι η

εικονοπλαστική της δύναμη, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τη

δημιουργία εικόνων, που προέρχονται από τον κόσμο της φύσης. Γι’

αυτό και λέξεις, όπως «χορτάρια», «περιβολάκι», «αστέρια»,

«ουρανός», «τριανταφυλλιά», «θάλασσα», «ακρογιάλι», «ετιά»,

«αηδόνι», «περιστέρι», «αέρας», τις συναντούμε πολύ συχνά μέσα στα

ποιήματα αυτής της πρώτης του περιόδου.

23 Καββαδίας 1987, 205.


24 Βελουδής 2004, 24.

20
Υπάρχουν και κάποια επίθετα, που χρησιμοποιεί

συνεχώς στα ποιήματά του. Τέτοια είναι τα επίθετα «έρημη»,

«γλυκιά», «χρυσή», μονάχος», «θλιμμένη», «αθώα», «αχνό»,

αγγελική», «δροσάτο», «όμορφη», «ξανθά», «άσπρα», «λευκά» και

«φριχτά». Κάποια απ’ αυτά τα χρησιμοποιεί και στον υπερθετικό

βαθμό, όπως για παράδειγμα τα επίθετα «ομορφοτάτη», «γλυκυτάτη»,

«λαμπροτάτου», «λευκότατα» ενώ με άλλα δημιουργεί και σύνθετες

λέξεις, όπως «γλυκόπνοο», «ασπροεντυμένη», «γλυκόφωνο».

Διαφαίνεται, λοιπόν, η επιθυμία του ποιητή να στηριχθεί πάνω στη

γλώσσα του λαού και με τη δημιουργική ποιητική του δύναμη να την

αναγάγει σε λογοτεχνική γλώσσα του τόπου του.

21
Γ. Η επιλογή των ποιημάτων της έκδοσης

Η παρούσα, λοιπόν, έκδοση περιλαμβάνει όλα τα

ελληνικά λυρικά ποιήματα του Σολωμού μέχρι και το 1823, την εποχή

δηλαδή που γράφει τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» και αυτό γιατί

θεωρώ πως η συγγραφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» αποτελεί

τομή στην ποιητική εξέλιξη του Σολωμού. Απ’ αυτό το σημείο και πέρα

αντιλαμβανόμαστε ότι τον ποιητή δεν τον απασχολούν μόνο τα

παραπάνω θέματα. Πλέον νιώθει ότι δεν πρέπει να ακολουθεί τις

αυθόρμητες συλλήψεις του νου του αλλά πρέπει να υποτάξει το

ταλέντο και την ποιητική του ικανότητα στην ανάγκη του ελληνικού

λαού για έκφραση. Ο ελληνικός λαός το 1823, λίγο μετά την

επανάσταση αγωνίζεται όχι μόνο για την ελευθερία του αλλά και για

να βρει τη χαμένη του ταυτότητα. Η ελληνική γλώσσα

ξαναζωντανεύει μέσω του «Ύμνου εις την Ελευθερία». Ο ελληνικός

λαός βρίσκει την έκφρασή του στα ποιήματα του Σολωμού αλλά και

τον εμπνευστή για τα όνειρά του και τις διεκδικήσεις του ενώ ο

Σολωμός αρχίζει με προοπτικές να διεκδικεί τη δική του θέση στον

«Ελληνικό Παρνασσό». Καμία λογοτεχνική γλώσσα στον τόπο του δεν

έχει καθιερωθεί, οπότε θεωρεί πλέον χρέος του να την ανακαλύψει ο

ίδιος. Νιώθει ελεύθερος να δημιουργήσει, να βρει το δικό του γλωσσικό

όργανο, που θα εκφράσει ολόκληρο το λαό.

Σημαντικός σταθμός στην ποιητική εξέλιξη του Σολωμού

αποτέλεσε και η γνωριμία του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στις αρχές

του 1823. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Τρικούπης: «Ο προσηλυτισμός

του ποιητή στην ΄΄εθνική υπόθεση΄΄ πραγματοποιήθηκε μόλις δύο

χρόνια μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821[…..]

22
Πριν από τη χρονική αυτή στιγμή ο Σολωμός ήταν απών από την

«εθνική υπόθεση», όχι μόνο «καθαρά ποιητικά» αλλά, προπαντός και

καθαρά πολιτικά.[…..]Ο Σολωμός ως εκείνη τη στιγμή, ως το 1823

δηλαδή, αισθάνεται και αυτοκαθορίζεται ως Ιταλός ποιητής. […..] Η

παρατήρηση‐ πρόσκληση του Τρικούπη προς το Σολωμό: «Ο

Παρνασσός της νεωτέρας Ελλάδος δεν έχει ακόμη τον Δάντην του» 25

καταδεικνύει με σαφήνεια ποιος ρόλος επιφυλασσόταν από τον ίδιο

τον Τρικούπη στον Σολωμό. Ο Σολωμός καλούνταν να γίνει πλέον ο

ιδρυτής μια νέας «εθνικής» φιλολογίας» 26.

Πολύ σωστά, λοιπόν, ο Γεώργιος Βελουδής κρίνει πως η

«εθνική» αυτή κατήχηση του Σολωμού από τον Τρικούπη άρχισε

σύντομα να εκδηλώνει τις συνέπειες της όχι μόνο στο έργο του

Σολωμού, αλλά και στον αυτοπροσδιορισμό του ως ποιητή, στην

«εθνική» αυτοσυνείδηση του27. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη της στροφής

της ποίησής του είναι το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 1824 στέλνει

μια επιστολή προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση με την οποία ζητά να

ακυρωθεί το τύπωμα των νεανικών αυτών ποιημάτων, καθώς θεωρεί

ότι χρειάζονται μεγαλύτερη επεξεργασία ώστε να αναδειχθεί η αξία

της ελληνικής γλώσσας. Πέρα, όμως, απ’ αυτό ο ίδιος ο ποιητής

φαίνεται να αποδέχεται και να αρέσκεται στο ρόλο του «εθνικού

ποιητή», που του είχαν αποδώσει, καθώς στην ίδια επιστολή κλείνει

λέγοντας: «Κι έξω απ’ αυτό, δε θέλω, να περάσει από το μυαλό

κανενός, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ

25 Τρικούπης 1857, 191.


26 Βελουδής 2004, 73‐76.
27 Βελουδής 2004, 76.

23
κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο

νεκροκρέβατο» 28.

Πλέον, από το 1823 και μετά τη συνάντηση του με τον

Τρικούπη διακρίνουμε στα ποιήματά του έναν «στρατευμένο» ποιητή

αφού επιστρατεύει την τέχνη του στην υπηρεσία της Ελληνικής

Επανάστασης. Η «στράτευσή» του, όμως, δεν αφορά μόνο τη θεματική

και ιδεολογική πλευρά της ποίησής του αλλά και τη γλωσσική. Ο ίδιος

ο Τρικούπης τον παρότρυνε να γράψει στην ελληνική τη στιγμή που ο

ίδιος είχε αμφιβολίες για τις ικανότητές του, με τα εξής λόγια: «Η

γλώσσα την οποία ερροφήσατε με το γάλα της μητρός σας, είναι η

ελληνική ˙ δεν θα έχετε παρά να την επαναφέρετε εις την μνήμην σας,

και, εάν συγκατατίθεσθε, είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω το κατά

δύναμιν όσον θα είμαι εις την Ζάκυνθον….Δεν εννοώ ούτε τη

γλώσσαν τη φιλολογικήν, η οποία είναι τόσον δύσκολος, ούτε την

μακαρονικήν, η οποία είναι τόσον γελοία, αλλά την μητρικήν σας

γλώσσαν την ζωντανήν»29. Η γλωσσική αυτή «στράτευση» του ποιητή

πήρε αμέσως μορφή στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» και λίγο μετά

στο θεωρητικό του έργο «Διάλογος», όπου συνομιλούν ο ποιητής, ο

Σοφολογιώτατος και ο Τρικούπης. Το έργο αυτό γραμμένο περίπου την

άνοιξη του 1824 αποτυπώνει τις γλωσσικές αντιλήψεις του ποιητή. Ο

Σολωμός φαίνεται να αποδέχεται πια τον όρο «εθνικός» ποιητής και

γι’ αυτό αγωνίζεται για να βοηθήσει στη δημιουργία μιας «εθνικής

γλώσσας», που θα εκφράζει το νέο «εθνικό» κράτος. Με το «Διάλογο»

ο ποιητής αποδεικνύει την αξία της λαϊκής γλώσσας καθώς με αυτή

μπορεί κάποιος πλέον να δημιουργήσει όχι μόνο λογοτεχνικά κείμενα

αλλά και θεωρητικά έργα. Από δω και πέρα ο ποιητής «δεσμεύεται να

28 Πολίτης Άπ. 3, 87.


29 Τρικούπης 1857, 191.

24
ζωογονήσει, να αναπτύξει και να διευρύνει τις εκφραστικές

δυνατότητες της λαϊκής γλώσσας, να βαθύνει και να ενισχύσει τη

συνθετική της ικανότητα, να απελευθερώσει την ιδεοτυπική της

δύναμη και να άρει έτσι με τη μορφοποιητική του μεσολάβηση την

εθνική του γλώσσα σε οργανικό μέσον ενσωμάτωσης μιας

καθολικότερης, διατοπικής και υπερεθνικής, όχι πατριδοκεντρικής και

εσωστρεφούς αυτοσυνειδησίας» 30.

Επιπλέον, ας σημειωθεί το γεγονός ότι στην πρώτη

συνάντηση Σολωμού‐ Τρικούπη ο ποιητής του απήγγειλε ένα ιταλικό

ποίημα, το «Ode per prima messa». Αυτό μπορεί να συνέβη για δύο

πολύ σημαντικούς λόγους, που ο ένας κατ’ ανάγκη δεν αναιρεί τον

άλλο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο ίδιος ο ποιητής πιθανότατα ένιωθε

ότι τα ιταλικά του ποιήματα είναι πολύ καλύτερα από τα ελληνικά και

επειδή η πρόθεσή του ήταν να εντυπωσιάσει τον Τρικούπη του

διάβασε ένα ιταλικό ποίημα. Ίσως, όμως, μέχρι την εποχή εκείνη ο

Σολωμός να μην είχε σκεφτεί την πιθανότητα να γίνει Έλληνας

ποιητής αλλά ενδιαφερόταν μόνο για την ιταλική ποίηση. Εξάλλου,

συναναστρέφονταν ανθρώπους από έναν κύκλο, που σχεδόν δεν

μιλούσαν καθόλου ελληνικά. Η επαφή του με τον Τρικούπη τον έκανε

να αναθεωρήσει. Τα λόγια του Τρικούπη αποτέλεσαν την κινητήριο

δύναμη για να ξεκινήσει να γράφει μια «πατριωτική», «εθνική»

ποίηση, της οποίας πρώτος καρπός ήταν ο «Ύμνος εις την Ελευθερία».

Εκτός όμως, από τη γνωριμία με τον Τρικούπη, που

άσκησε μεγάλη επίδραση στο έργο του ποιητή, συνέβη και ένα άλλο

γεγονός, που επηρέασε το νεαρό Σολωμό. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο

Σολωμός εξέδωσε το 1822 μια συλλογή ιταλικών ποιημάτων.

30 Καλταμπάνος 2004, 261.

25
Πρόσφατα ο Mario Vitti31 έφερε στη δημοσιότητα δύο βιβλιοκριτικές,

που δέχτηκε η συλλογή αυτή, η μία από τον Giuseppe Montani στα

1824 και η άλλη στα 1827 από κάποιον που υπογράφει με τα αρχικά «B.

J.». Ο Montani ισχυρίζεται πως αυτή η συλλογή δεν του θυμίζει το

Σολωμό, που είχε γνωρίσει. Ο Ιταλός στην αποχαιρετιστήρια επιστολή

προς τον Σολωμό, όταν αυτός εγκατέλειπε την Ιταλία, είχε διατυπώσει

με σαφήνεια την άποψη του πως «ο σωστός ποιητής είναι και ο σωστός

πολίτης». Προσδοκούσε, λοιπόν, από το νεαρό τότε Σολωμό να τηρήσει

την υπόσχεσή του, να γράψει στην ελληνική γλώσσα , που ήταν

αδιαμόρφωτη, και να καταπιαστεί με τα ζωντανά θέματα της

επαναστατημένης Ελλάδος. Οπότε, μπορούμε να φανταστούμε την

έκπληξη του Montani όταν στα χέρια του ήρθε η συλλογή του

Σολωμού «Rime Improvissate». Ο Vitti θεωρεί πως ο Σολωμός

πληροφορήθηκε αυτή την «αυστηρή επίπληξη» του φίλου του, με

αποτέλεσμα να ενισχυθεί και να ενδυναμώσει και άλλο η στροφή, που

ήδη είχε αποφασίσει να κάνει, μια στροφή προς μια ποίηση «ελληνική»

και γι’ αυτό «εθνική».

Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρώ πως το 1823

ήταν τομή, σταθμός στην ποίηση του Σολωμού και γι΄ αυτό τα

ποιήματα που επιλέχθηκαν για την παρούσα έκδοση είναι όλα τα

ελληνικά νεανικά ποιήματα μέχρι και το 1823. Σε όλες σχεδόν τις

συγκεντρωτικές εκδόσεις, που έχουν προηγηθεί μέσα σ’ αυτά τα

ποιήματα εντάσσονται και ο «Πόθος» και το ποίημα «Προς τον κύριον

Γεώργιον Δε Ρώσση». Αυτά τα συγκεκριμένα ποιήματα δεν θα

περιληφθούν στη δική μας έκδοση για δύο βασικούς λόγους, το πρώτο

31 Βλ. Vitti 2000, 98‐104.

26
γιατί αποτελεί μετάφραση ιταλικού ποιήματος ενώ το δεύτερο

χρονολογείται μετά το 1823.

Συγκεκριμένα, για το ποίημα «Πόθος» από πολύ παλιά

υπήρχαν υποψίες ότι δεν ήταν γνήσιο σολωμικό, αλλά το 1990 ο Louis

Coutelle επιβεβαίωσε αυτή την άποψη. Στις σχετικές παρατηρήσεις με

το ποίημα ο Πολίτης μας πληροφορεί ότι ο Πολυλάς το δημοσίευσε

καθ’ υπαγόρευση του Δημητρίου Δε Ρώσση, που θυμόταν από μνήμης

μόνο αυτά τα τετράστιχα. Το ποίημα του το είχε απαγγείλει ο ίδιος ο

Σολωμός. Επιπλέον, ο Πολίτης προσθέτει την πληροφορία ότι ο Δε

Βιάζης αν και διστακτικός, δεν θεωρούσε το ποίημα αντάξιο του

ποιητή, άρα δεν το θεωρούσε γνήσιο32. Πιο πρόσφατα, όμως, ο Louis

Coutelle πάνω στη προσπάθειά του να μελετήσει την ιταλική

επίδραση, που δέχτηκε ο Σολωμός βρήκε μεταξύ άλλων στην Κρεμόνα

το πρωτότυπο ενός ιταλικού ποιήματος του Σολωμού. Πρόκειται για το

ποίημα «Desiderio» του Felice Romani, που αποτελεί το πρωτότυπο του

ποιήματος «Πόθος» του Σολωμού33. Μόνο και μόνο η ανάγνωση των

δύο ποιημάτων σε αντιστοιχία είναι ικανή να μας πείσει ότι το ποίημα

αυτό είναι μετάφραση του ιταλικού πρωτότυπου. Όπως σημειώνεται

στην έκδοση που έκανε η γυναίκα του Romani στα 1883, ο ποιητής το

έγραψε το ποίημα στα 1824 στη Βενετία και κυκλοφόρησαν πολλά

χειρόγραφα αυτού. Κάποιο απ’ αυτά πιθανολογείται από τον Coutelle

ότι θα έφτασε στα χέρια του Monti, με τον οποίο και ο Σολωμός, όπως

γνωρίζουμε, είχε διατηρήσει επαφές34. Έτσι εξηγείται και το γεγονός

ότι ο Σολωμός δεν το δημοσίευσε ποτέ και η μόνη πηγή του ποιήματος

είναι η από μνήμης παράδοσή του από έναν φίλο του.

32 Πολίτης, Άπ. 1, 327.


33 Coutelle 1990, 13‐14.
34 Coutelle 1990, 16.

27
Όσο για το ποίημα «Προς τον κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση»

έχουν γραφτεί διαφορετικές πιθανές χρονολογίες για την εποχή που

γράφτηκε. Στο χρονολόγιο του τρίτου τόμου των Απάντων του Πολίτη

ο θάνατος του πατέρα του Γεωργίου Δε Ρώσση, του Alessandro Salamon

de Rossi, τοποθετείται την πρώτη του Μάη του 182435. Άρα και το

ποίημα γράφτηκε λίγο μετά. Ο ίδιος ο Πολίτης προτού γίνει η

παραπάνω διαπίστωση στη Νέα Εστία του 1944 έγραφε τα εξής: «Δεν

υπάρχει αμφιβολία πως ανήκει στη ζακυθινή περίοδο του

Σολωμού….το ποίημα πρέπει να γράφτηκε το 1828, και μάλιστα

ακριβώς την 1η του Μαϊού. Αλλά την οριστική λύση θα τη δώσει η

έρευνα στο Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου» 36. Πιθανώς η έρευνα αυτή

έγινε από τον ίδιο τον Πολίτη, γι’ αυτό και το ποίημα αργότερα

τοποθετείται την περίοδο μετά το Μάη του 1824.

35 Πολίτης, Άπ. 3, 616.


36 Πολίτης 1944, 687.

28
Δ. Η παράδοση των υπό έκδοση έργων του ποιητή

Η παρούσα, λοιπόν, έκδοση περιλαμβάνει όλα τα

ελληνόγλωσσα ποιήματα του Σολωμού, που συντέθηκαν από τον

ποιητή μέχρι και το 1823, τη χρονιά δηλαδή που γράφει τον «Ύμνο».

Επομένως, δεν περιέχονται τα ιταλόγλωσσα ποιήματα του, τριάντα

από τα οποία είχαν δημοσιευτεί στη συλλογή «Rime Improvissate» το

1822, και οι πολύγλωσσες σάτιρες της νεανικής περιόδου 1818‐1823,

στις οποίες βέβαια συνυπάρχουν το ιταλικό, το γαλλικό το λατινικό

αλλά και το ελληνικό‐ ιδιωματικό γλωσσικό στοιχείο37.

Η έκδοση ολόκληρου του σολωμικού έργου παρουσιάζει

αρκετές δυσκολίες στο σύνολό της. Ξεχωριστό πρόβλημα και

δυσεπίλυτο αποτελεί το ανολοκλήρωτο έργο του ποιητή38. Στην

περίπτωση όμως των νεανικών ελληνικών ποιημάτων του Σολωμού η

έκδοση αντιμετωπίζει σε γενικές γραμμές τα ίδια προβλήματα που

έχει και το έργο άλλων λογοτεχνών, όπου σε ελάχιστες περιπτώσεις

τα ποιήματά τους εκδόθηκαν κάτω από την επίβλεψη και την

επιμέλειά τους όσο οι ίδιοι ήταν στη ζωή. Συγκεκριμένα, όσον αφορά

την παράδοση των νεανικών ελληνικών ποιημάτων του Σολωμού,

υπάρχουν ποιήματα παραδομένα σε αυτόγραφα, σε αντίγραφα και

άλλα, προφορικά. Κάποια απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο

ποιητής ενώ κάποια γνώρισαν την πρώτη τους δημοσίευση μετά το

θάνατό του. Όμως, ακόμη και για όσα ποιήματα δημοσιεύτηκαν όσο ο

ποιητής ζούσε δεν είμαστε απολύτως σίγουροι για το αν ο ίδιος είχε

λάβει γνώση αυτών των δημοσιεύσεων. Τέλος, υπάρχει και η

37Mackridge 1989, 400.


38 Για το εκδοτικό πρόβλημα του ανολοκλήρωτου έργου του ποιητή βλέπε
εκτενέστερα Κριαράς 1948, 1414‐1418 ˙ Τσαντσάνογλου 1982, 165‐177 ˙ Βελουδής 2000,
58‐135 ˙ Πολίτης 1938, 19‐28.

29
περίπτωση του «Κοιμητηρίου», που ανήκει στην πρώιμη φάση της

παραγωγής του Σολωμού αλλά φαίνεται πως ο ποιητής αργότερα, τα

έτη 1824‐1826, αποφάσισε να εντάξει το ποίημα αυτό στο εκτενέστερο

σύνθεμα τού «Λάμπρου» και γι’ αυτό προχωρά σε μια νέα

επεξεργασία του ποιήματος, την οποία όμως δεν ολοκληρώνει39.

Μια νέα έκδοση των νεανικών ελληνικών ποιημάτων του

Σολωμού απαιτεί, ασφαλώς, τον έλεγχο της χειρόγραφης και έντυπης

παράδοσης αυτών των ποιημάτων, πράγμα το οποίο έκανα όπου

στάθηκε δυνατόν. Στη συνέχεια, θα παρουσιάσω αναλυτικά τα

χειρόγραφα αλλά και τις σημαντικότερες και ταυτόχρονα πρωτότυπες

έντυπες δημοσιεύσεις. Επιπλέον, θα προσπαθήσω να αξιολογήσω την

εγκυρότητα, την πληρότητα αλλά και τη σχέση όλων αυτών των

δημοσιεύσεων με τη βούληση του ποιητή.

α) Η χειρόγραφη παράδοση των νεανικών ποιημάτων του Σολωμού

Τα χειρόγραφα του Σολωμού φυλάσσονται σήμερα στα

εξής τρία Ιδρύματα, στο Μουσείο Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων

στη Ζάκυνθο, στην Ακαδημία Αθηνών, και στην Εθνική Βιβλιοθήκη40.

Τα χειρόγραφα αυτά, ύστερα από μια μεγάλη φιλολογική

συζήτηση, είναι πλέον ευρύτερα προσιτά. Συνοψίζω τη λίγο πολύ

γνωστή συζήτηση: το 1938 με αφορμή το γεγονός ότι η Ακαδημία

Αθηνών αναθέτει στον Νικόλαο Τωμαδάκη να συντάξει μια κριτική

έκδοση του σολωμικού έργου ξεκινά μια συζήτηση για την

αναγκαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ο Λίνος Πολίτης έπειτα από

μια συστηματική δουλειά στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής

Βιβλιοθήκης σχετικά με τα σολωμικά χειρόγραφα υποστηρίζει πως το

39 Δημοπούλου (υπό δημοσίευση).


40 A. E. 1, Πρόλογος Λ. Πολίτη.

30
έργο του Σολωμού δεν πρέπει να εκδοθεί «κριτικά» αφού δεν ανήκει

στην αρχαία φιλολογία. Τα αρχαία κείμενα μας έχουν παραδοθεί σε

χειρόγραφα πολύ μεταγενέστερα από την εποχή που γράφτηκαν. Το

έργο του Σολωμού, όμως, το βρίσκουμε στα ίδια του τα αυτόγραφα, σε

αντίγραφα αλλά και σε δημοσιεύσεις όσο ο ίδιος ήταν στη ζωή. Γι’

αυτό το λόγο και προτείνει μια καινούργια έκδοση, που να μας δώσει

«τ’ αυτόγραφα του Σολωμού όπως είναι και βρίσκονται, δίχως καμιά

αλλοίωση, δίχως καμιά προσπάθεια για κατάταξη»41. Η έκδοση αυτή

πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα, το 1964, από το Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης με επιμέλεια του Λίνου Πολίτη. Πρόκειται για μία

πανομοιότυπη έκδοση των αυτόγραφων έργων του Σολωμού, όπως

αυτά βρίσκονται, χωρίς καμία μεταγενέστερη επέμβαση. Ο Λίνος

Πολίτης κατάφερε να μας δώσει «τα τετράδια, όπως βγήκαν από το

χέρι του ποιητή, με όλες τις διαγραφές, τις προσθήκες, τα σημειώματα.

Η έκδοση αυτή δεν προσφέρει μόνο αθησαύριστους στίχους και

παραλλαγές, από σημειώσεις αλλά τοποθετεί τον κάθε στίχο, το κάθε

απόσπασμα στη σωστή του θέση, και επιτρέπει έτσι συσχετίσεις,

χρονολογήσεις, σχολιασμούς»42. «Η έκδοση των Αυτόγραφων έργων

συνέβαλε αποφασιστικά στην ουσιαστικότερη και εγκυρότερη

γραμματολογική σπουδή του έργου του και συγχρόνως έθεσε υπό

αίρεση την έκδοση του Πολυλά»43.

Η ανατύπωση της έκδοσης αυτής σχεδιάστηκε από τις

Ελένη Τσαντσάνογλου και Κατερίνα Τικτοπούλου το 1988 και

πραγματοποιήθηκε το 1998 από την Κατερίνα Τικτοπούλου. Αν και

ουσιαστικά ανατυπώνει το περιεχόμενο της πρώτης έκδοσης,

41
Πολίτης 1938, 19‐28.
42 A. E. 1, Πρόλογος Λ. Πολίτη.
43 Τικτοπούλου 1998, 10‐11.

31
εντούτοις διαφέρει σε δύο καίρια σημεία. Πλέον η κάθε μία από τις

δεκαπέντε ενότητες εκδίδεται χωριστά και αυτό συμβαίνει τόσο στις

φωτοτυπίες των χειρογράφων όσο και στην τυπογραφική μεταγραφή

τους. Επιπλέον, εμπλουτίστηκαν και αξιοποιήθηκαν οι βελτιώσεις στις

οποίες οδήγησε η έρευνα και η καλύτερη ανάγνωση των

χειρογράφων44.

1. Πρώτο νεανικό τετράδιο

Πρόκειται για ένα μεγάλο τετράδιο, που φυλάσσεται

σήμερα στο Μουσείο Σολωμού στη Ζάκυνθο με αριθμό ταξινόμησης

12. Το τελευταίο τετρασέλιδο του τετραδίου βρίσκεται στην Εθνική

Βιβλιοθήκη. Περιέχει 100φφ και 28 x 21 διαστάσεις. Το 1ο νεανικό

τετράδιο περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο σχεδιάσματα και στίχους, που

φαίνονται πολύ πρώιμοι, της ζακυνθινής εποχής και πιθανόν ανήκουν

στα χρόνια αμέσως μετά την επιστροφή του ποιητή από την Ιταλία,

δηλαδή τα χρόνια 1818‐1821. Ακόμη, περιλαμβάνει οχτάστιχα και

ιταλικά σχεδιάσματα του «Λάμπρου», που χρονολογούνται την

τετραετία 1824‐1828. Σύμφωνα με τον Coutelle ο Σολωμός

χρησιμοποίησε το τετράδιο αυτό ήδη στα χρόνια της Ιταλίας και

μάλιστα όσο βρισκόταν ακόμη στην Κρεμόνα45.

Το τετράδιο περιέχει και στίχους από κάποια νεανικά

ποιήματα του Σολωμού, που μας ενδιαφέρουν για την παρούσα

έκδοση. Για να ελέγξουμε τη σχέση αυτών των στίχων, που διασώζουν

τα χειρόγραφα, με τα εκδομένα ποιήματα θα τους αντιπαραβάλλουμε

με τη μορφή των ποιημάτων όπως αυτή έχει δοθεί στην έκδοση του

Πολίτη, καθώς είναι η πιο έγκυρη και συνάμα γνωστή έκδοση στο ευρύ

44 Βλ. Α. Ε. 1, Πρόλογος Κ. Τικτοπούλου.


45 Coutelle 1977, 231‐232.

32
κοινό, η πιο σημαντική μέχρι στιγμής. Ουσιαστικά, οι περισσότερες

από τις μεταγενέστερες εκδόσεις του σολωμικού έργου στηρίζονται

στο κείμενο, όπως αυτό δόθηκε σ’ αυτή την έκδοση.

Όσον αφορά τα ποιήματα «Ωδή εις τη σελήνη» (ΑΕ 1999:

1, 63. 1‐15, 64. 21‐23), «Η σκιά του Ομήρου» (ΑΕ 1999: 1, 62 1‐8, 63. 16‐23),

«Δύο μνήματα» (ΑΕ 1999: 1, 54. 1‐8), «Ελλάδα» (ΑΕ 1999: 1, 54. 17‐24),

«Κοπάδι» (ΑΕ 1999: 1, 54. 9‐16) και «Δύο αδέλφια» (ΑΕ 1999: 1, 56‐59),

βρίσκονται ανάμεσα στα χειρόγραφα του ποιητή στην πλήρη μορφή

τους, γραμμένα από κάποιον αντιγραφέα, από τον οποίο ο ίδιος ο

Σολωμός ζήτησε να τα καθαρογράψει. Οι μοναδικές προσθήκες με το

χέρι του Σολωμού αφορούν το ποίημα «Δύο αδέλφια» και είναι μόνο

έξι στίχοι (ΑΕ 1999: 1, 56.Β 16‐22). Για τα παραπάνω ποιήματα θεωρώ

πως, αυτή η μορφή τους είναι έγκυρη και πλήρης αφού το πιθανότερο

είναι να αποτελούν την τελική επεξεργασία των ποιημάτων από τον

Σολωμού, που καθαρογράφτηκαν από κάποιον φίλο του. Αυτό

ενισχύεται ίσως και από το γεγονός ότι όλοι οι στίχοι των ποιημάτων

υπάρχουν σε μία ή σε δύο συνεχόμενες σελίδες και δεν είναι

διάσπαρτοι στα χειρόγραφά του.

Επιπλέον, για τα ποιήματα «Ο θάνατος του βοσκού» και

«Ο θάνατος της ορφανής» η αυτόγραφη παράδοση είναι ελλιπής σε

σχέση με την έκδοση του Πολίτη, αφού για το πρώτο βρίσκουμε μόνο

τέσσερις στίχους και αυτούς μη ολοκληρωμένους (ΑΕ 1999: 1, 92. Α 2‐6)

ενώ για το άλλο ποίημα οι στίχοι είναι μόνο επτά (ΑΕ 1999: 1, 92. Α 7‐

13). Πρόκειται πιθανότατα για τις πρώτες επεξεργασίες των δύο αυτών

ποιημάτων ενώ πιθανότατα οι μετέπειτα επεξεργασίες δεν βρίσκονται

σε κανένα από τα τετράδια που σώθηκαν. Το γεγονός ότι τα ποιήματα

αυτά βρίσκονται στην πρωταρχική μορφή τους σ’ αυτό το τετράδιο μας

33
επιτρέπει να τα χρονολογήσουμε μεταγενέστερα από τα υπόλοιπα του

τετραδίου, αφού ο ποιητής προφανώς τα επεξεργάστηκε αργότερα και

δεν τα είχε δώσει ολοκληρωμένη μορφή τη χρονική στιγμή, που

δούλευε χρησιμοποιώντας αυτό το τετράδιο. Ίσως σε ένα άλλο

τετράδιο που δεν σώθηκε να βρίσκαμε την ολοκληρωμένη μορφή

αυτού του ποιήματος. Η διαπίστωση αυτή ενισχύει τη χρονολόγηση

του τετραδίου στα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή του Σολωμού

στην Ζάκυνθο από την Ιταλία, δηλαδή στα 1818 με 1821.

Στα ίδιο τετράδιο εντοπίζουμε επίσης και «Το

κοιμητήριο», γνωστό και με τον τίτλο «Τρελή μάνα», όχι όμως στην

ολοκληρωμένη μορφή του, αφού παραδίδονται μόνο οι στροφές 1‐7 και

10 (ΑΕ 1999: 1, 89 Α 1‐6, 90) ενώ σε μία άλλη λευκή σελίδα (ΑΕ 1999: 1,

82. 1) υπάρχει μόνος του ο πρώτος στίχος όλου του ποιήματος. Ίσως ο

ποιητής στη σελίδα 82, όπου υπάρχει μόνο ο πρώτος στίχος του

ποιήματος, να είχε την πρόθεση να καθαρογράψει από την αρχή

ολόκληρο το ποίημα. Όπως έχω ήδη αναφέρει, η περίπτωση του

«Κοιμητηρίου» είναι ιδιαίτερη, αφού ο Σολωμός αποφασίζει αργότερα

να το εντάξει στο «Λάμπρο» και γι’ αυτό το επεξεργάζεται πάλι γύρω

στα 1826, χωρίς όμως να του δώσει ποτέ την τελική μορφή.

Ξαναδουλεύει, λοιπόν, στα 1826 το νεανικό ποίημα, που στα

χειρόγραφα είχε τίτλο «Κοιμητήριο», ενώ ήταν και ευρύτερα γνωστό

με τον τίτλο «Τρελή μάνα». Το «Κοιμητήριο» αν και εκτενές και με

σχετική νοηματική πληρότητα, εξακολουθεί να παραμένει

ανολοκλήρωτο και ελλιπές46. Γι’ αυτό το λόγο στην έκδοση μου

επέλεξα να δώσω το κείμενο όπως αυτό θα δημοσιευτεί στη μελέτη της

46 Δημοπούλου (υπό δημοσίευση), 4.

34
Κικής Δημοπούλου, η οποία αφού καταγράφει τα πέντε στάδια

επεξεργασίας του ποιήματος προχωρά σε μια αναλυτική έκδοση.

2. Δεύτερο νεανικό τετράδιο

Το δεύτερο νεανικό τετράδιο του ποιητή βρίσκεται στην

Ακαδημία Αθηνών με αριθμό ταξινόμησης 2, έχει 46 φφ με διαστάσεις

19,5 x 14. Το εξώφυλλό του είναι από χαρτόνι. Περιέχει σημειώσεις

ιταλικές από τα μαθητικά χρόνια του ποιητή στην Ιταλία, καθώς και

αντίγραφα ιταλικών ποιημάτων.

Από τα ελληνικά νεανικά ποιήματα του Σολωμού

περιέχει την «Ωδή εις τη σελήνη» (ΑΕ 1999: 2, 103. 9‐26) και «Το

κοιμητήριο» (ΑΕ 1999: 2, 125‐128), του οποίου επεξεργασίες βρίσκονται

και στο πρώτο νεανικό τετράδιο, όπως είδαμε. Ίσως να πρόκειται για

μεταγενέστερες εγγραφές των δύο ποιημάτων, καθώς ο ποιητής

μπορεί να χρησιμοποίησε τα κενά του δεύτερου μαθητικού του

τετραδίου για να καθαρογράψει αυτά τα ποιήματα.

Και τα δύο ποιήματα βρίσκονται στην πλήρη μορφή τους

σε σχέση με την έκδοση του Πολίτη αφού δεν λείπει καμία στροφή από

κανένα. Για το ποίημα «Ωδή εις τη σελήνη» (ΑΕ 1999: 2, 103. 9‐26)

σημειώνουμε πως οι δύο πρώτες στροφές βρίσκονται αντίστροφα σε

σχέση με την έκδοση του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Απ.1, 57) αλλά και με το

ποίημα έτσι όπως ακριβώς δίνεται στο πρώτο τετράδιο των

χειρογράφων. Κατά συνέπεια, μας ενδιαφέρει να ελέγξουμε τη

χρονολογική σχέση των δύο επεξεργασιών του ποιήματος, όπως αυτές

βρίσκονται στα δύο τετράδια. Στο πρώτο τετράδιο τα ποιήματα που

υπάρχουν στις σελίδες 54‐64 είναι όλα στην ολοκληρωμένη μορφή

τους, όπως ακριβώς ο ποιητής έβαλε κάποιον να τα καθαρογράψει.

35
Μέσα σ’ αυτές τις σελίδες βρίσκουμε και την «Ωδή εις τη σελήνη» (ΑΕ

1999: 1, 63. 1‐15, 64. 21‐23). Αντίθετα, στο δεύτερο τετράδιο βρίσκουμε

μόνο δύο ποιήματα από τα ελληνικά νεανικά του ποιητή και μάλιστα

η «Ωδή εις τη σελήνη» βρίσκεται στη μέση σχεδόν μιας σελίδας (ΑΕ

1999: 2, 103. 9‐26), της οποίας το υπόλοιπο κενό περιλαμβάνει

σημειώσεις φυσικής από τα μαθητικά του χρόνια στην Ιταλία. Άρα, το

πιθανότερο είναι ο Σολωμός απλώς να χρησιμοποίησε το μαθητικό

του τετράδιο για να γράψει αυτό το ποίημα αλλά όταν αργότερα

θέλησε να το καθαρογράψει δίνοντας του μια οριστική μορφή επέλεξε

να αντιστρέψει τις δύο πρώτες στροφές, όπως και έκανε στο πρώτο

τετράδιο. Ίσως αυτή τη σκέψη να έκαναν και οι νεότεροι εκδότες του

Σολωμού, όπως ο Πολίτης και ο Βελουδής, οι οποίοι δίνουν τις δύο

πρώτες στροφές του ποιήματος, όπως αυτές βρίσκονται στο πρώτο

νεανικό τετράδιο. Στηριζόμενη και εγώ σ’ αυτά τα δεδομένα επέλεξα

να μην αντιστρέψω τη σειρά των δύο πρώτων στροφών και έτσι

εξέδωσα τις δύο πρώτες στροφές, όπως έχουν στο πρώτο τετράδιο

αλλά και στην έκδοση του Πολίτη.

Όσο για «Το κοιμητήριο» (ΑΕ 1999: 2, 125‐128) υπάρχουν

πολλές διαφορές σε σχέση με το κείμενο του πρώτου τετραδίου, καθώς

εδώ μας δίνονται πλέον όλες οι στροφές του ποιήματος ενώ υπάρχουν

επιπλέον και αρκετές προσθήκες και σημειώσεις, όλες από το χέρι του

ποιητή. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για μεταγενέστερο στάδιο

επεξεργασίας του ποιήματος απ’ αυτό του πρώτου τετραδίου. Οι

σημειώσεις που παρατίθενται από τους επιμελητές της έκδοσης για το

συγκεκριμένο ποίημα στο τέλος της έκδοσης είναι πολύ χρήσιμες,

ερμηνεύουν τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο ποιητής αλλά και τους

αριθμούς που βάζει στην αρχή κάποιων στίχων. Για την έκδοση του

36
«Κοιμητηρίου», που εμφανίζει αρκετές δυσκολίες και διαφορετικές

επεξεργασίες θα λάβουμε υπόψη την αναλυτική έκδοση της

Δημοπούλου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει (βλέπε σελ. 31‐32).

β) Οι εκδόσεις των νεανικών ποιημάτων του Σολωμού πριν το 1857

Εκτός από την αυτόγραφη παράδοση του σολωμικού

έργου, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τις δημοσιεύσεις του, που

έγιναν πριν από το θάνατο του ποιητή (1857). Αξίζει να διευκρινίσω ότι

για να ελέγξω τις δημοσιεύσεις αυτής της περιόδου άντλησα

πληροφορίες από το σώμα των Σημειώσεων στην έκδοση του Πολίτη47,

αλλά και τη βιβλιογραφία των Βογιατζάκη‐ Τωμαδάκη του 193448,

αφού δεν υπάρχει άλλη σύγχρονη εργογραφία του ποιητικού έργου

του Σολωμού49.

Στόχος μου είναι ταυτόχρονα με την παρουσίαση των

δημοσιεύσεων αυτής της περιόδου να αξιολογήσω τις παραδόσεις των

έργων με βασικό κριτήριο το πόσο κοντά βρίσκονται στην προσωπική

βούληση του ποιητή, πόσο δηλαδή καταγράφουν τις προσωπικές

επιλογές του Σολωμού και πόσο τις επιλογές των εκδοτών τους. Αν και

αυτό το εγχείρημα είναι αρκετά δύσκολο προσπάθησα σε όλες τις

περιπτώσεις ξεχωριστά να δω αν ο Σολωμός είχε λάβει γνώση όλων

αυτών των δημοσιεύσεων και αν είχε επιμεληθεί κάποια απ’ αυτές.

Και αυτό γιατί το έργο του Σολωμού έχει γνωρίσει πολλές εκδόσεις, οι

περισσότερες εκ των οποίων αποτυπώνουν διαφορετική μορφή στίχων

στα ποιήματά του. Γι’ αυτό και επιλέγω να τις διαχωρίσω σε

47 Πολίτης Άπ. 1, 321‐331.


48 Τωμαδάκης 1934.
49 Βιβλιογραφική ενημέρωση παρέχουν μερικές εκδόσεις και μελέτες του σολωμικού

έργου. Για συγκεντρωμένη αλλά επιλεκτική βιβλιογραφία βλ. Κεχαγιόγλου 1999,


465‐508 ˙ Παπανικολάου 1970, 751‐822 ˙ Αγγελάτος 1992, 5‐58.

37
δημοσιεύσεις, που έγιναν όσο ζούσε ο ποιητής και τις ενέκρινε ο ίδιος

και σε δημοσιεύσεις που ο ίδιος δεν τις έχει εγκρίνει και ίσως και να τις

αγνοούσε.

1. Δημοσιεύσεις σε περιοδικά της εποχής μετά από δική του έγκριση

Υπάρχει μία έκδοση που την είδε και την χάρηκε και ο

ίδιος ο ποιητής και αυτή η έκδοση έχει αξία ιστορική και κριτική. Γι’

αυτό το λόγο αξίζει περισσότερη προσοχή. Πρόκειται για την έκδοση

έντεκα ποιημάτων και τεσσάρων μεταφράσεων του Σολωμού, που

έγινε στην Αθήνα το Γενάρη‐ Μάρτη του 1849, σε σειρά φύλλων της

φιλελεύθερης εφημερίδας Ο Αιών, που την έβγαζε ο λόγιος Ιωάννης

Φιλήμων50. Η συλλογή των δεκαπέντε αυτών ποιημάτων και

μεταφράσεων του Σολωμού ξεκίνησε τη δημοσίευσή της από το τεύχος

932 της εφημερίδας, που εκδόθηκε το 1849, και συνεχίστηκε στο

επόμενο τεύχος (933) του ίδιου έτους. Κατόπιν, υπήρχε μια μικρή

διακοπή και ξανάρχισε η δημοσίευση των ποιημάτων στο τεύχος 945

για να λήξει με το τεύχος 948, το Μάρτη του 1849.

Τα αρχικά με τα οποία υπογράφει ο εκδότης είναι Μ. Π. Β.

Σύμφωνα με τον Βαλέτα, ο εκδότης ήταν «ο Μαρίνος Παπαδόπουλος

Βρεττός, γιος του βιβλιοφάγου Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρεττού, ο

οποίος ήταν τότε 22‐23 χρονών, γεμάτος αγάπη για τα γράμματα και

για την ποίηση του Σολωμού»51. Ο ίδιος λέει πως σκοπός της έκδοσης

50 Ο Ιωάννης Φιλήμων (1798‐1874) ήταν αγωνιστής του 1821, δημοσιογράφος και


εκδότης εφημερίδων, ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας και της Ελληνικής
Επανάστασης. Υπήρξε γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη, πήρε μέρος σε
πολεμικές συγκρούσεις. Το 1833 στρέφεται στον τύπο και τα χρόνια 1838‐1854
διευθύνει αυτοπροσώπως τον «Αιώνα». Δημοσίευσε τέσσερις τόμους του «Δοκιμίου
Ιστορικού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (βλέπε εκτενέστερα Παγκόσμιο
Βιογραφικό Λεξικό, Τόμος 9Β, 278‐279).
51 Βαλέτας 1935, 153.

38
αυτής ήταν να αποκαταστήσει τη γνησιότητα των ποιημάτων του

Σολωμού. Μια γνησιότητα, που όπως ισχυρίζεται «δε σεβάστηκε ένας

άλλος εκδότης, ο οποίος δημοσιεύοντας μια σειρά από ηρωικά και

ερωτικά απανθίσματα συμπεριέλαβε και κάποια ποιήματα του

Σολωμού, στα οποία κολόβωσε τους στίχους, αντικατέστησε κάποιους

στίχους από τα ποιήματα και κάποιες φορές αφαίρεσε κάποιους»52. Αν

και είναι πολύ δύσκολο να υποδείξω τον εκδότη, που σύμφωνα με το

Βρεττό εξέδωσε με τέτοιο τρόπο τα ποιήματα του Σολωμού, υποθέτω

όμως πως πρόκειται για τον Ανδρέα Κορομηλά, καθώς η ανθολογία,

που εξέδωσε το 1835 είναι η μοναδική με τίτλο «Ανθολογία ή συλλογή

ασμάτων ηρωικών και ερωτικών»53. Επομένως, το πιθανότερο είναι ο

Βρεττός με τη χρήση της φράσης «ηρωικά και ερωτικά απανθίσματα»

να παραπέμπει στην ανθολογία του Κορομηλά.

Αυτή η δημοσίευση των ποιημάτων του Σολωμού είναι η

πιο σημαντική από όσες δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο ποιητής και αυτό

το στηρίζουμε και στα λόγια του ίδιου του εκδότη, ο οποίος στο τεύχος

932 της 12ης Ιανουαρίου του 1849 γράφει: «Με πάλλουσαν καρδίαν

έσπευσα ν’ ανορύξω πολύτιμον θησαυρόν, χάρις τῳ φίλῳ, όστις μ’

έδωκεν εσχάτως χειρόγραφον συλλογήν ποιημάτων, του Δ. Σολωμού,

συλλογήν την εντελεστέραν πασών, ως προερχόμενη ευθύ από του

συγγραφέως»54. Ο φίλος, που υπήρξε ο μεσάζων ανάμεσα σε Σολωμό

και εκδότη, σύμφωνα πάλι με το Βαλέτα, είναι ο Γεώργιος Τερτσέτης,

πατριώτης και στενός φίλος του ποιητή, με τον οποίο ο Σολωμός είχε

αλληλογραφία. Ο Τερτσέτης μάλιστα ήταν ένας από τους φίλους του

ποιητή που είχε στα χέρια του ποιήματα του Σολωμού και όπως

52 Βρεττός 1849.
53 Πολίτη, Άπ. 1, 324.
54 Αιών 1849.

39
γνωρίζουμε ήταν αυτός που έσωσε το «Διάλογο» για τη γλώσσα55.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως η πηγή των ποιημάτων είναι η πιο έγκυρη από

όλες τις δημοσιεύσεις που έγιναν όσο ζούσε ο ποιητής καθώς

προέρχεται κατευθείαν από τον ίδιο. Γι’ αυτό και τονίζεται και από τον

ίδιο τον εκδότη με τη χρήση της λέξη «ευθύ».

Ποια όμως από τα ποιήματα της έκδοσής μας ήταν μέσα

στα δεκαπέντε ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν στον Αιώνα; Πρόκειται,

λοιπόν, για τα εξής επτά ποιήματα: «Το όνειρο», «Η Ευρυκόμη», «Ο

θάνατος της ορφανής», «Ο θάνατος του βοσκού», «Η Ξανθούλα» και

τα Επιγράμματα «Γαλήνη», «Αίνιγμα». Αξίζει να σημειώσουμε ότι

κανένα απ’ αυτά δεν έχει τους παραπάνω τίτλους, αλλά κάποια

τιτλοφορούνται απλά ως «ελεγεία» ενώ άλλα ως «ερωτικά». Το

γεγονός αυτό με προβλημάτισε αφού ο ίδιος ο Σολωμός έχει δώσει

τίτλο σε κάποια ποιήματα του, κάτι που επιβεβαιώνεται και με τον

έλεγχο των χειρογράφων, αφού σε δύο από τα ποιήματα της έκδοσής

μας υπάρχει τίτλος. Πρόκειται για «Τα δύο αδέλφια» (ΑΕ 1999: 1, 56. Β

16‐22) και «Το κοιμητήριον» ή «Τρελή μάνα» (ΑΕ 1999: 2, 125‐128).

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, για το εξής: αν ο Σολωμός πράγματι είχε

επιμεληθεί αυτή την έκδοση δεν θα φρόντιζε να δημοσιεύσει

τιτλοφορημένα τα ποιήματά του ώστε να διαθέτει το καθένα τη δική

του υπόσταση και να γίνουν γνωστά στο ευρύ κοινό της χώρας με τον

τίτλο τους; Άρα, το πιθανότερο είναι ο Σολωμός να γνώριζε απλά για

τη δημοσίευση των ποιημάτων του, είτε γιατί μπορεί να του ζήτησαν

την άδεια για τη δημοσίευση, είτε μπορεί να ενημερώθηκε μετά τη

δημοσίευσή αυτών. Οπότε, το να επιμελήθηκε από την αρχή με κάθε

λεπτομέρεια αυτή τη δημοσίευσης φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο, αφού

55 Βαλέτα 1935, 153.

40
ο ίδιος θα διεκδικούσε πρωτοτυπία, τίτλο και ταυτότητα για τα

ποιήματά του, δε θα δεχόταν να δημοσιευτούν απλά με τους τίτλους

«ελεγεία» και «ερωτικά». Οι εφημερίδες από τη μεριά τους, όπως και οι

συλλογές ποιημάτων της εποχής, συντηρούσαν ακόμη τη συνήθεια,

που υπήρχε να δημοσιεύονται ποιήματα άτιτλα και πολλές φορές

ανώνυμα και γι’ αυτό δημοσίευσαν τα ποιήματα αυτά χωρίς τίτλους.

2. Δημοσιεύσεις ποιημάτων μέσα σε ανθολογίες

Προκειμένου να ελέγξω τα ποιήματα της έκδοσής μας

που δημοσιεύονται σε ανθολογίες φρόντισα να ψάξω και να ελέγξω το

περιεχόμενο όλων των ανθολογιών, που σύμφωνα με τις

βιβλιογραφικές παραπομπές του Λίνου Πολίτη56 περιείχαν ποιήματα

του Σολωμού. Ιδιαίτερα χρήσιμος ήταν ο πίνακας με τις ανθολογίες

του Αλέξη Πολίτη57, αν και στις περισσότερες των περιπτώσεων οι

ανθολογίες του 19ου αιώνα που καταγράφονται, έχουν υποστεί τη

μοιραία τύχη των βιβλίων που αποτελούν απλώς χρηστικά

αντικείμενα και πετιούνται μόλις παλιώσουν. Έτσι, λοιπόν, πολλές

από αυτές είναι εξαιρετικά δυσεύρετες σήμερα και δεν ήταν εφικτό να

τις δω. Τελικώς, στάθηκε αδύνατο να ελέγξω τις συλλογές:

I. Τραγώδια του 1843, που δημοσιεύει το ποίημα της

«Ξανθούλας»,

II. Τραγώδια του νέου Παρνασσού, ερωτικά, βακχικά,

ευτράπελα, που εκδόθηκε στα 1839 και περιλάμβανε και

αυτή η συλλογή τo ποίημα «Ξανθούλα»,

56 Πολίτης, Άπ. 1, 324‐325.


57 Α. Πολίτης 1996, 419‐429.

41
III. Απάνθισμα νέων ασμάτων ιστορικών, ερωτικών, βακχικών,

που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1844 και περιείχε τα

ποιήματα «Ξανθούλα» και «Ο θάνατος της ορφανής»,

IV. Η συλλογή Η Λύρα του Απόλλωνος, που εκδόθηκε στη

Ζάκυνθο από το τυπογραφείο του Ρωσσολίμου στα 1851

και περιείχε τα ποιήματα «Ευρυκόμη», «Ο θάνατος της

Ορφανής».

Αντίθετα, κατόρθωσα και είδα τις εξής ανθολογίες:

I. Ανθολογία ή συλλογή ασμάτων ηρωικών και ερωτικών του

Ανδρέα Κορομηλά, που εκδόθηκε στα 1835 και

περιλαμβάνει το ποίημα «Ξανθούλα»58,

II. Άσματα διαφόρων ποιητών του τε αειμνήστου Ρήγα…., που

εκδόθηκε στο Ναύπλιο την ίδια χρονιά, το 1835 και

περιλαμβάνει και αυτή την «Ξανθούλα»,

III. Άσματα ιστορικά της Ελλάδος του Ζαμπέλιου, που

εκδόθηκε στα 1852 και περιέχει τα ποιήματα «Ο θάνατος

του βοσκού» και «Ο θάνατος της ορφανής»,

IV. Μάιος, ήτοι συλλογή διαφόρων ασμάτων, που εκδόθηκε

από τον Ανέστη Κωνσταντινίδη το 1843 και περιέχει τα

ποιήματα «Ανθούλα», «Ο Θάνατος της ορφανής», «Η

Ξανθούλα», «Τα δύο αδέλφια», «Η Αγνώριστη» και «Ο

θάνατος του βοσκού»,

V. Canti popolari, Toscani corsi illirici Greci, που εκδίδεται στη

Βενετία του 1842 από το Niccolo Τommaseo και δημοσιεύει

μόνο το «Θάνατο του βοσκού».

58 Την είδα στην ψηφιοποιημένη της μορφή anemi

42
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις δύο πρώτες ανθολογίες δεν

γίνεται καμία αναφορά στο όνομα του Σολωμού, τα ποιήματα έχουν

διαφορετικό τίτλο και έτσι για παράδειγμα η πρώτη συλλογή

τιτλοφορεί την «Ξανθούλα» «Αποχωρισμός Ξανθούλας», ενώ η

δεύτερη «Αναχώρησις Ξανθούλας». Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι

η ποίηση της εποχής πριν από το Σολωμό ήταν ανώνυμη και η

συνήθεια αυτή φαίνεται ότι επιβιώνει ακόμη και τα χρόνια του

Σολωμού, αφού οι επιμελητές των συλλογών δείχνουν αδράνεια στη

δήλωση του ονόματος των ποιητών.

Στη συλλογή του Ζαμπέλιου τα ποιήματα «Ο θάνατος

του βοσκού» και «Ο θάνατος της ορφανής» δημοσιεύονται με τους

τίτλους «Ελεγείον εις θάνατον βοσκού φίλου» και «Ελεγείον»

αντίστοιχα. Και οι δύο δημοσιεύσεις όμως είναι ελλιπείς, καθώς

λείπουν πολλοί στίχοι και δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις υπόλοιπες

σημαντικές εκδόσεις των ποιημάτων. Από τον Γιάννη Αποστολάκη

έχει εκφραστεί η άποψη ότι «ο Ζαμπέλιος, θέλοντας να προσαρμόσει

τα ποιήματα στις δικές του αισθητικές αντιλήψεις, αλλοίωσε το

κείμενο της έκδοσης»59. Όπως και να έχει, το γεγονός είναι ότι τα

ποιήματα έχουν πολλές παραλλαγές και αρκετές ελλείψεις.

Στην ανθολογία Μάιος δημοσιεύτηκαν τα ποιήματα

«Ανθούλα» με τον τίτλο «Αγάπησέ με Ανθούλα», «Ο Θάνατος της

ορφανής» με τον τίτλο «Ελεγείον», «Η Ξανθούλα» με τον τίτλο «Μην

είδες την Ξανθούλα;», «Τα δύο αδέλφια» με τον τίτλο «Ο Ανθός ζητεί

την αδελφήν του Αυγούλα», «Η Αγνώριστη» με αυτόν τον τίτλο ενώ

«Ο θάνατος του βοσκού» δημοσιεύεται άτιτλος. Μέσα στη συλλογή δεν

γίνεται καμία αναφορά στο όνομα του ποιητή, παρά μόνο στο ποίημα

59 Αποστολάκης1929, 12.

43
«Ανθούλα», που δηλώνεται ότι αποτελεί ποίηση του Σολωμού,

μελοποιημένη από τον Δ. Ξίνδα60. Από μια προσεκτική ανάγνωσή τους

μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι λείπουν πολλοί στίχοι, όπως

συμβαίνει στον «Θάνατο του βοσκού» και ακόμη και μια ολόκληρη

σειρά στροφών (1‐4, 12‐13, 21‐35 και 37‐40) στην περίπτωση του

ποιήματος «Τα δύο αδέλφια» (πρώτη διαπίστωση: Πολίτης, Άπ.1, 350).

Όσο για την «Ξανθούλα» αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν δημοσιεύεται

η τελευταία στροφή της, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι οι δύο

τελευταίες στροφές είναι νόθες αφού δεν ανήκουν στον ίδιο το Σολωμό

και προστέθηκαν στη συνέχεια ίσως και από τον ίδιο το λαό και από

τους κανταδόρους της εποχής, που την τραγουδούσαν (βλέπε πιο κάτω

σελ. 72‐73). Πέραν αυτού, όμως, δεν έχουμε καμία μαρτυρία ότι ο

εκδότης, Ανέστης Κωνσταντινίδης61, είδε τα χειρόγραφα του ποιητή,

και ούτε καμία από τις επόμενες μεταθανάτιες εκδόσεις στηρίχτηκαν

κατεξοχήν στην δημοσίευση αυτή.

Στη συλλογή του Tommaseo, η αυτοψία έδειξε ότι από το

«Θάνατο του βοσκού» λείπουν αρκετοί στίχοι και στην αρχή αλλά και

στο ενδιάμεσο του ποιήματος. Επίσης, δεν αποδίδεται το ποίημα στο

πρόσωπο του Σολωμού αλλά είναι ανώνυμο.

Είναι καίριο για την έκδοσή μας να ελέγξουμε αν αυτές οι

ανθολογίες είναι έγκυρες και αν καταγράφουν την προσωπική

βούληση του ποιητή. Ο Δημήτριος Μάργαρης σε μελέτη του για τις

ελληνικές ανθολογίες υποστηρίζει ότι τα ποιήματα του Σολωμού

60Ο Μάιος, 73.


61Ο Ανέστης Κωνσταντινίδης (1846‐1901) ήταν εκδότης κυπριακής καταγωγής και
φιλόλογος. Ίδρυσε μικρό βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο και αργότερα αγόρασε τα
τυπογραφεία του Ανδρέα Κορομηλά (1884) και επιδόθηκε σε ευρείες τυπογραφικές
μελέτες με κύριο έργο του την έκδοση του Λεξικού των Lidell‐Scott «Μέγα Λεξικό της
Ελληνικής Γλώσσης». Η εκδοτική του δραστηριότητα αποτέλεσε σταθμό στη διάδοση
του βιβλίου του στην Ελλάδα.

44
εξαιτίας όλων αυτών των δημοσιεύσεων παραποιήθηκαν αρκετά και η

αποκατάστασή τους επήλθε μόνον στην έκδοση του Πολυλά το 1859.

Για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του δίνει τα παραδείγματα της

«Ξανθούλας» και της «Φαρμακωμένης», στα οποία είχαν προστεθεί

στο τέλος και άλλοι στίχοι, που δεν άνηκαν στο Σολωμό62. Πρέπει να

σημειώσω ότι σε καμία από τις ανθολογίες, που κατάφερα να δω από

κοντά, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι επιμελητές αυτών των ανθολογιών

πήραν τα ποιήματα από τα ίδια τα χέρια του ποιητή. Αντίθετα, τα

πολλά λάθη, που εντοπίζονται στο κείμενο των ποιημάτων, μας

οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεγάλη διάδοση που γνώριζαν τα

ποιήματα αυτά οδήγησε τους εκδότες σε μια απλή, χωρίς επικύρωση

από τον ίδιο τον ποιητή, δημοσίευσή τους. Θυμίζω εδώ τη γνώμη του

Μάργαρη πως οι συλλογές αυτές δεν είχαν επιστημονικό χαρακτήρα

και εξυπηρετούσαν απλώς τους σκοπούς της εκάστοτε εποχής μέσα

στην οποία γεννήθηκαν. Σε μια από τις ανθολογίες που είδα, ο

εκδότης Ανδρεάς Κορομηλάς, στο τέλος του προλόγου του (1835) κάνει

έκκληση στους αναγνώστες, που έχουν στα χέρια τους τραγούδια

παρόμοια με αυτά της ανθολογίας, γραμμένα από καλούς ποιητές, να

του τα στείλουν για να τα τυπώσει σ’ έναν από τους τόμους που θα

ακολουθήσουν, προστατεύοντας τα έτσι από τη λήθη63. Είναι φανερό,

λοιπόν, ότι τα κριτήρια για τη δημοσίευση ενός ποιήματος σ’ αυτές τις

ανθολογίες δεν είναι φιλολογικά ούτε φυσικά επιστημονικά.

Είναι γνωστό πως με την απελευθέρωση της Ελλάδας και

με την προσπάθεια δημιουργίας ενός καινούργιου κράτους γίνονται

και οι πρώτες προσπάθειες για την έκδοση ποιητικών συλλογών. Οι

62Μάργαρης 1940, 215.


Κορομηλάς
63 1835, 5 (ψηφιακή βιβλιοθήκη της anemi,
http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/2/5/metadata‐22‐0000129.tkl.

45
παραπάνω ανθολογίες, που εκδόθηκαν πριν το 1840, ανήκουν σ’ αυτές

ακριβώς τις απόπειρες, τις δειλές δημόσιες εμφανίσεις αγνώστων

ποιητών και ανωνύμων ποιημάτων που τυπώνονται άλλοτε στην

Αθήνα και άλλοτε στα ελληνικά νησιά, όπως χαρακτηριστικά

αναφέρει ο Μάργαρης. Πρωταρχικός τους στόχος ήταν να δώσουν

στον ελληνικό λαό ένα σύνολο από τα καλύτερα ποιήματα της εποχής

τους και να κάμουν γνωστή την πρόοδο και την εξέλιξη των ποιητών

στη Νέα Ελλάδα. Αν και οι περισσότερες απ’ αυτές σήμερα είναι

εξαιρετικά δυσεύρετες, εντούτοις ο Μάργαρης, που τις ήλεγξε το 1940,

εκφράζει την άποψη ότι και για την εποχή του ακόμη «είναι

ξεπερασμένες και δεν διαβάζονται πλέον»64. Ο στόχος τους, όμως,

είναι διπλός και κοινός για όλες, από τη μία να διασώσουν από τη

λήθη την πνευματική παραγωγή της εποχής τους αλλά και από την

άλλη να διαδοθούν σε όλη την ελληνική επικράτεια κάποια τραγούδια.

Σε μια από τις πρώτες ανθολογίες της εποχής, που εκδίδει ο Ηλίας

Χριστοφίδης στην Αίγινα γράφει στον πρόλογο: «Οι εμπεριεχόμενοι εις

αυτό διάφοροι Ηρωικοί στίχοι της ελευθερίας σου είναι οι περισσότεροι

εκείνοι, τους οποίους εσύνθεταν, και ετραγουδούσαν οι πατέρες

σου…..και πριν απεράση μία δεκαετία ήρχισαν μερικοί απ’ αυτούς να

λησμωνώνται, αν απερνούσε λοιπόν ακόμη μία εκατονταετηρίς

βέβαια έπρεπε να εκλείψουν παντελώς65».

Από την άλλη πλευρά υπήρχαν και ανθολογίες, πολύ

μικρές στο μέγεθος, που συγκέντρωναν πολύ γνωστά τραγούδια, που

τραγουδιότανε και από το λαό και είχαν ως πρακτικό σκοπό τους να

βοηθήσουν τη μνήμη των τραγουδιστάδων, όπως χαρακτηριστικά

αναφέρει ο Μάργαρης. Αυτές απευθύνονταν σ’ ένα κοινό

64 Μάργαρης 1940, 212‐214.


65 Α. Πολίτης 1996, 409.

46
περιορισμένης λογιοσύνης, που απλώς ήξερε να διαβάζει και επιδίωκε

σε μια ανθολογία να βρει τα λόγια ενός τραγουδιού, που προορίζονταν

για τα γλέντια της εποχής και τις διασκεδάσεις66. Σ’ αυτές τις

ανθολογίες εντάσσει την συλλογή Η Λύρα του Απόλλωνος του

Ρωσσολίμου, που τυπώθηκε στη Ζάκυνθο, καθώς και τη συλλογή Ο

Μάιος, ήτοι συλλογήν…….Κατανοούμε έτσι για ποιον λόγο οι

επιμελητές αυτών των συλλογών επέλεξαν τα ποιήματα «Ξανθούλα»,

«Φαρμακωμένη», «Ο θάνατος της ορφανής» και «Τα δυο αδέλφια»,

αφού γνωρίζουμε ότι είχαν γνωρίσει μεγάλη φήμη στην εποχή τους

και τραγουδιότανε από τον πολύ λαό. Εξάλλου, ελέγχοντας

προσωπικά τη συλλογή Ο Μάιος στάθηκα στη σημείωση στο ποίημα

Ανθούλα» ότι αποτελεί «ποίησις Δ. Σολωμού, Μουσική Δ. Ξίνδα67».

Άρα, ο επιμελητής της συλλογής, Ανέστης Κωνσταντινίδης, έχει την

πρόθεση να συμπεριλάβει στην έκδοσή του γνωστά ποιήματα και ήδη

μελοποιημένα.

γ) Εκδόσεις‐ δημοσιεύσεις των ποιημάτων του Σολωμού μετά το

θάνατό του:

Αμέσως μετά το θάνατο του Σολωμού εμφανίστηκαν μια

σειρά από δημοσιεύσεις και εκδοτικές προτάσεις με σκοπό να

αποκαταστήσουν την «αλήθεια» του ποιητή, να φτάσουν όσο πιο

κοντά γίνεται στο ορθό κείμενο, στο κείμενο που εκείνος είχε εγκρίνει.

Τις πιο σημαντικές και τις πιο πρωτότυπες απ’ όλες αυτές τις

προσπάθειες, που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια, από το θάνατό του

μέχρι και σήμερα, θα καταγράψω σ’ αυτό το κεφάλαιο και θα τις

διαχωρίσω σε τέσσερα επιμέρους υποκεφάλαια. Στο πρώτο

66 Α. Πολίτης 1996, 413.


67 Ο Μάιος, 73.

47
παρουσιάζω τις κυριότερες συγκεντρωτικές εκδόσεις, που έχουν γίνει

μέχρι και την έκδοση του Πολίτη ενώ στο δεύτερο τις εκδόσεις που

έγιναν από την έκδοση του Πολίτη μέχρι και σήμερα. Ο διαχωρισμός

αυτός είναι αναπόφευκτος αφού η έκδοση του Πολίτη είναι πλέον

καθιερωμένη και οι περισσότεροι από τους επόμενους εκδότες του

σολωμικού έργου στηρίχθηκαν σ’ αυτή αλλά και γιατί είναι η πλέον

γνωστή στο ευρύ κοινό. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται

δημοσιεύσεις ποιημάτων σε περιοδικά και εφημερίδες ενώ στο τέταρτο

έγκυρες φιλολογικές μελέτες που αφορούν συγκεκριμένα εκδοτικά

προβλήματα κάποιων ποιημάτων, καθώς και εκδοτικές δοκιμές στο

πλαίσιο άρθρων σε φιλολογικά περιοδικά.

1. Συγκεντρωτικές εκδόσεις μέχρι και την έκδοση του Λ. Πολίτη:

Αμέσως μετά το θάνατο του ποιητή κυκλοφόρησαν τρεις

εκδόσεις των ως τότε γνωστών ποιημάτων του. Η πρώτη ήταν αυτή

του Ρωσσολίμου, που εκδόθηκε αμέσως ύστερα από το θάνατό του68.

Έκδοση Ρωσσολίμου:

Στη συλλογή αυτή ο εκδότης στο σύντομο προλογικό του

σημείωμα δηλώνει ότι επιθυμία του είναι να εκδώσει τα ποιήματα του

Σολωμού, που «διαφόρους αλλοιώσεις υπέστησαν και εις τινά

ολόκληρα τετράστιχα προσετέθησαν, εις έτερα δε μετεβλήθησαν

λέξεις»69. Το πιθανότερο είναι ο εκδότης να έχει στο νου του τις

δημοσιεύσεις, που είχαν προηγηθεί σε ανθολογίες της εποχής. Λίγο

πιο κάτω, όμως, ο εκδότης δηλώνει με σαφήνεια ότι μέσω αυτής της

έκδοσης κατόρθωσε να δώσει στο φιλολογικό κόσμο της χώρας τα

68 Ρωσσολίμος 3.
69 Ρωσσολίμος, 5.

48
ποιήματα του Σολωμού διορθωμένα. Η διόρθωση αυτή, όπως ο ίδιος

αναφέρει έγινε με τη συνεργασία κάποιων «σχετικών»70 με τον ποιητή.

Δεν αναφέρει όμως, ποιοι είναι αυτοί οι «σχετικοί» του ποιητή, που

συνεργάστηκαν μαζί του. Θεωρώ ότι ο εκδότης αν πράγματι είχε

συνεργασία με κάποιους στενούς ανθρώπους του Σολωμού, σίγουρα

θα τους κατονόμαζε για να προσδώσει εγκυρότητα και αξιοπιστία

στην έκδοσή του. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης πολύ σωστά ισχυρίζεται πως

«αν τουλάχιστον εγνωρίζομεν ποίοι ήσαν οι “σχετικοί” του ποιητού, οι

οποίοι εβοήθησαν εις την έκδοσιν, θα ήτο ευκολωτέρα η εκτίμησις της

γνησιότητος αρκετών νεανικών‐ κατά την αντίληψιν του εκδότου‐

ποιημάτων μη παραδοθέντων χερογράφως»71. Επιπλέον, η έκδοση

αυτή δεν αξιοποιεί καθόλου τα σολωμικά χειρόγραφα ενώ τα

ποιήματα εκδίδονται χωρίς καμία, είτε χρονολογική είτε ειδολογική,

σειρά. Εξάλλου, ο ίδιος ο εκδότης εξαρχής δηλώνει ότι δεν γνωρίζει την

χρονολογία που γεννήθηκαν αυτά τα ποιήματα και γι’ αυτό δεν την

καταγράφει72. Έτσι, λοιπόν, αν και η έκδοση του Ρωσσολίμου ήταν η

πρώτη μεταθανάτια του Σολωμού, ωστόσο δεν αποτελεί την πιο

έγκυρη πηγή για το έργο του.

Η έκδοση δεν περιέχει όλα τα ποιήματα του Σολωμού,

αλλά κυρίως τα ποιήματα της νεανικής του περιόδου. Από τα

ποιήματα της παρούσας έκδοσης περιλαμβάνει μόνο τα εξής:

«Ξανθούλα», «Τα δύο αδέλφια», «Εις φίλον ψυχορραγούντα»,

«Ανάμνησις», και «Αγνώριστη». Αξίζει να σημειωθεί πως όλα εκτός

από το «Εις φίλον ψυχορραγούντα» δεν παραδίδονται με κανέναν από

τους γνωστούς τίτλους ενώ στον πίνακα περιεχομένων καταγράφεται

70 Ρωσσολίμος, 5.
71 Τωμαδάκης 1935, 19.
72 Βλ. Ρωσσολίμος, 6.

49
ως τίτλος ο πρώτος στίχος τους. Διαφορετική είναι η περίπτωση του

ποιήματος «Τα δυο αδέλφια», που δίνεται με τον τίτλο «Ο Ανθός και η

Αυγή» και έχει μόνο τις στροφές 5‐11, 14‐20, 36, 41‐4373, όπως αυτές

αριθμούνται στην έκδοση του Πολίτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η

περίπτωση της «Ξανθούλας» αφού δημοσιεύεται χωρίς τις δύο

τελευταίες στροφές, οι οποίες σήμερα αμφισβητούνται για τη

γνησιότητά τους74 (βλέπε πιο κάτω σελ. 72‐73).

Παρά τις αδυναμίες της, η έκδοση αυτή ξεχωρίζει για

έναν πολύ σημαντικό λόγο. Εκδόθηκε στη Ζάκυνθο από Ζακυνθινό

εκδότη και από τον εκδοτικό οίκο «Ζάκυνθος». Συνεπώς, καταγράφει

όσο καμία άλλη έκδοση το τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου και έτσι το

σολωμικό έργο δίνεται στη ζακυνθινή λαϊκή λαλιά, την οποία

αγαπούσε και χρησιμοποιούσε ο ποιητής, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια

μετά την επιστροφή του από την Ιταλία. Έτσι, για παράδειγμα

χρησιμοποίει τις παρακάτω ιδιωματικές λέξεις στα ποιήματα του

Σολωμού: «απεθυμάω» (ΦΨ), «αέρι» (Ξ), «άνθη» (Αγ), τις οποίες τις

βλέπουμε και στα Αυτόγραφα Έργα του ποιητή. Οπότε, στα πλαίσια

αυτής της εκδοτικής δοκιμής θα ανατρέχω στην έκδοση του

Ρωσσολίμου μόνο στις περιπτώσεις που θέλω να ελέγξω και να

επιβεβαιώσω κάποιον ιδιωματικό τύπο μιας λέξης ή φράσης και αυτό

γιατί όπως ξέρουμε ο Σολωμός τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του

παραγωγής χρησιμοποιούσε κατεξοχήν το ζακυνθινό ιδίωμα.

Έκδοση Μαντσαβίνου‐ Δαλλαπόρτα

Η δεύτερη έκδοση του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκε

στην Αθήνα από τον Ευγένιο Μαντσαβίνο και τον Ανδρέα

73 Βλ. Ρωσσολίμος, 87‐90.


74 Βλ. Ρωσσολίμος, 96‐97.

50
Δαλλαπόρτα. Αυτή η συλλογή πρέπει να ετοιμάστηκε κατά τα τέλη

του 1857, αλλά κυκλοφόρησε στις αρχές του 1858, γι’ αυτό και η μεν

προμετωπίδα της έχει χρόνο το 1857, ενώ το εξώφυλλό της έχει χρόνο

185875. Από τα ποιήματα που μας ενδιαφέρουν εκδίδει μόνο «Το

όνειρο» με τον ίδιο ακριβώς τίτλο ενώ άτιτλα εκδίδονται η «Ευρυκόμη»,

«Ο θάνατος της ορφανής» και η «Ξανθούλα». «Το όνειρο» έχει μόνο τις

στροφές 1‐5 και 11‐1376 ενώ «Ο θάνατος της ορφανής» έχει μόνο τους

στίχους 13‐2477. Και σ’ αυτή την έκδοση λείπει από την «Ξανθούλα» η

τελευταία στροφή, γεγονός που αξίζει να υπογραμμιστεί αφού κατά

καιρούς κάποιοι φιλόλογοι αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα των δύο

τελευταίων στροφών. Στην προκειμένη περίπτωση η έλλειψη της μίας

στροφής ενισχύει την άποψη των μελετητών ότι οι δύο τελευταίες

στροφές αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες και φυσικά δεν

γράφτηκαν από τον ποιητή78 (για το θέμα αυτό βλέπε αναλυτικά τις

σελίδες 72‐73).

Όσον αφορά τη γλώσσα των ποιημάτων, παρατήρησα

πως ο εκδότης αν και απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό σε ολόκληρο τον

ελληνικό χώρο δεν προχωρά στην αντικατάσταση των ιδιωματικών

τύπων από κοινότερους τύπους της νεοελληνικής. Αυτή η έκδοση αν

και εκδίδει πολύ λίγα από τα νεανικά ποιήματα, εντούτοις αποτελεί

αξιόλογη πηγή του σολωμικού έργου, καθώς περιέχει πολλές από τις

πρώτες γραφές στίχων και φαίνεται ότι ο Πολίτης σε πολλές από τις

επιλογές του συμβουλεύεται αυτή την έκδοση. Σύμφωνα με τον

Τωμαδάκη η «έκδοσις αυτή φαίνεται πλειότερον επιμελημένη της του

75 Βλ. Βαλέτας 1935, 165.


76 Βλ. Δαλλαπόρτας, 78‐79.
77 Βλ. Δαλλαπόρτας, 94.

78 Βλ. Δαλλαπόρτας, 95‐96.

51
Ρωσολίμου»79, καθώς για πρώτη φορά βλέπουν το φως της

δημοσιότητας κάποιες στροφές από το «Όνειρο» και από «Το

κοιμητήριο». Παρ’ όλα αυτά και σ’ αυτή την έκδοση οι επιμελητές δεν

τήρησαν τη χρονολογική σειρά των ποιημάτων αλλά και δεν

φρόντισαν να δώσουν στο κοινό μέσω ενός προλόγου το ιστορικό

πλαίσιο και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν τα παραπάνω

ποιήματα. Επιπλέον, δεν καταγράφουν τα κριτήρια, που έθεσαν για τη

δημιουργία της έκδοσης, καθώς και τους στόχους της.

Έκδοση Πολυλά

Η πιο έγκυρη έκδοση, αυτή του Ιάκωβου Πολυλά

κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα το 1859, δύο μόλις χρόνια μετά το θάνατο

του μεγάλου ποιητή. Ο λόγος που η έκδοση αυτή είναι τόσο σημαντική

είναι γιατί είναι ο πρώτος εκδότης του Σολωμού που γνώριζε τα

χειρόγραφα του ποιητή. Ο Πολυλάς εργάστηκε με ζήλο και αφοσίωση

με πρόθεση να δώσει στον ελληνικό λαό τα ποιήματα ενός ανθρώπου,

που θαύμαζε και αγαπούσε. Η εργασία του αυτή δεν ήταν εύκολη,

αντίθετα ήταν πολύπλοκη και απαιτούσε οξυδέρκεια και καλή πίστη.

«Ο Πολυλάς δε βρήκε κείμενα απαρτισμένα, οριστικά, έτοιμα για

δημοσίευση. Δε βρήκε μια, έστω ημιτελή, αλλά ευδιάκριτη μορφή για

κάθε έργο […..] Βρήκε άπειρους στίχους σε τετράδια, σκόρπια χαρτιά

και μεμονωμένα φύλλα [……] Αυτή τη χαώδη εικόνα είχε μπροστά του

ο Πολυλάς. Και κοντά σ’ αυτό έπρεπε να αντιμετωπίσει τις

επιφυλάξεις, αμφιβολίες ή απαγορεύσεις του αδελφού του ποιητή,

Δημήτρη»80. Έτσι επιχείρησε τη μόνη δυνατή για την εποχή του

79 Τωμαδάκης 1935, 21.


80 Καψωμένος 1998, 164‐165.

52
«κριτική έκδοση του σολωμικού έργου»81, κατ’ αναλογία προς τις

«αρχές και τη μεθοδολογία της έκδοσης των κλασικών κειμένων»82.

Πολύ σωστά ο Εμμανουήλ Κριαράς διαπιστώνει ότι ο

Πολυλάς είχε τη δυνατότητα με περισσότερα δεδομένα από κάθε άλλο

μεταγενέστερο ή σύγχρονό του εκδότη να αποτιμά την ποικίλη

σολωμική παράδοση83. Πράγματι, ο Πολυλάς με την άδεια που του

έδινε η στενή σχέση με τον Σολωμό κατάφερε να διασώσει πολλούς

στίχους του ποιητή ενώ άλλες φορές επέλεγε από τις πολλές

παραλλαγές ενός στίχου αυτόν που θεωρούσε πως θα επέλεγε και ο

ίδιος ο ποιητής. Ακόμη, σε πολλά από τα ποιήματα του Σολωμού οι

τίτλοι αποτελούν προσωπική και μόνο επιλογή του Πολυλά. Αυτό

μπορεί κάποιος εύκολα να το διαπιστώσει αφού και στα Αυτόγραφα

Έργα του ποιητή και στην έκδοση του Αιώνα και, τέλος, στις εκδόσεις

Ρωσσολίμου και Δαλλαπόρτα δεν υπάρχουν τίτλοι στα ποιήματα παρά

μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί

παραπάνω (βλ. για Αιώνα σελ. 37‐38, για Αυτόγραφα Έργα σελ. , για

έκδοση Ρωσσολίμου σελ. 46‐47, για έκδοση Μαντσαβίνου‐ Δαλλαπόρτα

σελ. 48). Οι τίτλοι με τη μορφή, που είναι γνωστοί μέχρι και σήμερα

πρωτοεμφανίζονται στην έκδοση του Πολυλά. Με λίγα λόγια, η

έκδοση του Πολυλά, εκτός από τα επιστημονικά κριτήρια με βάση τα

οποία συντάχθηκε, ακολούθησε συχνότατα και το προσωπικό

αισθητήριο του εκδότη. Ο Πολυλάς θαύμαζε και αγαπούσε το δάσκαλό

του και γι’ αυτό άλλωστε ο τρόπος προσέγγισης του προς το σολωμικό

έργο δεν μπορεί να είναι καθαρά αντικειμενικός. Άρα,

αντιλαμβανόμαστε ότι η έκδοση του Πολυλά δεν θα πρέπει να

81 Πολίτης 1985,21‐22.
82 Αλεξίου 1994, 14.
83 Κριαρας 1979, 59.

53
αντιμετωπίζεται ως οριστική αν και συχνά θα μπορούσε να θεωρηθεί

η πιο έγκυρη πηγή του σολωμικού έργου.

Σήμερα, οι περισσότεροι φιλόλογοι και μελετητές του

Σολωμού αν και αποδέχονται το αξεπέραστο έργο του Πολυλά,

εντούτοις κρίνουν πως γνωρίσαμε έναν Σολωμό μέσα από τα μάτια

του Πολυλά και πίσω από τον Πολυλά βρίσκεται ο «αυθεντικός»

Σολωμός. Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου κρίνοντας τον Πολυλά παραθέτει

την άποψη του Πολίτη ότι «δεν πρέπει να λησμονούμε πως στην

έκδοση Πολυλά είναι πάντα ο Σολωμός όχι αυτούσιος, αλλά με την

επέμβαση ενός άλλου, ας είναι και του καλύτερου: είναι ο Μπαχ

διασκευασμένος από τον Μπουζόνι»84. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, ο

Πολίτης προτείνει να διαλύσουμε τη σύνθεση του Πολυλά και να

χαρούμε το σολωμικό κείμενο στην αληθινή του μορφή,

κομματιασμένο και αποσπασματικό85. Πολύ κοντά σ’ αυτήν την

άποψη βρίσκεται και ο Αλισανδράτος, ο οποίος κρίνει πως ο «Πολυλάς

εργάστηκε, προφανώς, λιγότερο ως εκδότης και περισσότερο σαν να

ήταν ο ίδιος ο ποιητής, ένα είδος “alter ego” του»86. Ο Πολυλάς

εργάστηκε με πάθος για να αποκαταστήσει το έργο του ποιητή. «Αν

και στο κέντρο της προσπάθειας αυτής βρίσκεται η ακλόνητη πίστη

και η αφοσίωση στο έργο του Σολωμού, στις παρυφές της εντοπίζονται

τα ίχνη μιας απόκλισης» 87 , σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μουλλά.

Ποια, λοιπόν, είναι αυτή η απόκλιση; Από τη μία «επιδίωξε να

ανασυνθέσει, από τη ρευστότητα των αυτογράφων του Σολωμού,

κείμενα απαρτισμένα και αναγνώσιμα. Και το έπραξε με άκρα

ευσυνειδησία και σεβασμό τόσο στα χειρόγραφα όσο και στις άλλες

84 Κεχαγιόγλου 1996, 62.


85 Βλ. Κεχαγιόγλου 1996, 62.
86 Αλισανδράτος 1956, 343.

87 Μουλλάς 1998, 150.

54
πηγές. Αλλά το έπραξε κριτικά: παραλείποντας συνειδητά μέρος από

το διαθέσιμο υλικό και επιλέγοντας ή αποκαθιστώντας τις μορφές ή

τις εκδοχές που, κατά την κρίση και την εμπειρία του, βρίσκονται πιο

κοντά στο πνεύμα του ποιητή»88. Έτσι, έδωσε στο λαό αυτό που

απαιτούσε, ένα αναγνώσιμο σολωμικό κείμενο και απέτρεψε τη γενική

απογοήτευση που θα γεννιόταν σε περίπτωση που εκδίδονταν τα

κείμενα όπως βρέθηκαν στα χειρόγραφα. Στην προσπάθειά του να

προλάβει αυτή την απογοήτευση έδωσε και στην έκδοση τον τίτλο

Ευρισκόμενα και έτσι «κατασκεύασε» το ενδεχόμενο να υπάρχουν

κάπου «χαμένα χειρόγραφα»89.

Ο Νικόλαος Τωμαδάκης από τη μεριά του θεωρεί

παράλειψη του Πολυλά το γεγονός ότι δεν περιγράφει τα χειρόγραφα

που χρησιμοποίησε για την έκδοση90. Επιπλέον, αμφιβάλλει για τη

«θρησκευτική ευλάβεια» με την οποία αντιμετώπισε τα χειρόγραφα ο

ίδιος ο Πολυλάς91. Και αυτή του η παρατήρηση ίσως είναι σωστή αφού

ο Πολυλάς σε κάποια ποιήματα ενώ βρήκε άλλη γραφή στο

χειρόγραφο προτίμησε αυτή που είχε διατηρηθεί στη μνήμη του.

Παρά τις κριτικές που έχει δεχθεί κατά καιρούς η εργασία

του Πολυλά πρέπει να αποδεχτούμε όλοι ένα αδιαμφισβήτητο

γεγονός, όπως εύστοχα διατυπώθηκε και από την Κατερίνα

Τικτοπούλου, ότι «η έκδοση των Ευρισκομένων από τον Πολυλά έχει

εξαιρετική σημασία, για τη φιλολογική και κριτική της εξάρτυση αλλά

και για την επίδρασή της. Αυτήν κατ’ ουσίαν ανατυπώνουν οι

περισσότερες από τις επόμενες εκδόσεις και αυτήν εγκιβωτίζει η

εγκυρότερη που διαθέτουμε, η τετράτομη έκδοση των σολωμικών

88 Καψωμένος 1998, 167.


89 Τικτοπούλου 1998, 10.
90 Τωμαδάκης 1935,26.

91 Τωμαδάκης 1935, 34.

55
Απάντων που επιμελήθηκε ο Λίνος Πολίτης [………]. Αποτελεί,

συνεπώς, η έκδοση Πολυλά, μιαν ιστορική πραγματικότητα 140

χρόνων σήμερα, τεχνουργό της εικόνας που επικρατεί για το σολωμικό

έργο92».

Έκδοση Ραφτάνη

Είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1880, στη Ζάκυνθο

τυπώνονται από τον Σέργιο Ραφτάνη τα ποιήματα του Σολωμού με

την επιμέλεια και εισαγωγή του Δε Βιάζη. Η έκδοση αυτή είναι πολύ

σημαντική, καθώς για πρώτη φορά έρχονται στην επιφάνεια

αδημοσίευτα κομμάτια του Σολωμού. Στόχος του εκδότη ήταν μέσω

της έκδοσής του να φέρει στο φως ό, τι κατάφερε ο ίδιος να βρει μέσα

στα χειρόγραφα του ποιητή, στα περιοδικά της εποχής αλλά και στις

εκδόσεις που ήδη προηγήθηκαν. Ο Δε Βιάζης αναφέρει ότι η πηγή του

ήταν τα χειρόγραφα του Πελεκάση αλλά και του Μάργαρη. Πράγματι,

ο Σολωμός πολλές φορές είχε ως βοηθό του τον πρώτο, τον Πελεκάση,

όπως αναφέρει και ο Coutelle93. Η έκδοση αυτή, σύμφωνα με τον

Τωμαδάκη, δεν προσθέτει τίποτα στην κριτική κατάταξη και αισθητική

ανάλυση του σολωμικού έργου, παρέχει όμως πλήθος πληροφοριών,

σημειώσεων και εξηγήσεων για τη ζωή και για τα έργα του ποιητή94.

«Η έκδοση του» γράφει ο Κριαράς «προσφέρει πραγματική υπηρεσία

καθώς φέρνει στο φως ανέκδοτα ποιήματα του Σολωμού και συνάμα

μας δίνει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του. Τα κριτήρια της

έκδοσης ήταν περισσότερο ιστορικά παρά αισθητικά»95. Γι’ αυτό το

λόγο, λοιπόν, η έκδοση του Δε Βιάζη δεν μπορεί να αποδειχθεί

92 Τικτοπούλου 1998, 10.


93 Coutelle, 1990, 66‐67.
94 Τωμαδάκης 1935, 47.

95 Κριαράς 1979, 46.

56
ιδιαίτερα ωφέλιμη για την παρούσα έκδοση αφού τα πληροφοριακά

στοιχεία που προσφέρει για κάποια ποιήματα έχουν αναπαραχθεί και

σε μεταγενέστερες μελέτες του σολωμικού έργου.

Σ’ αυτή την έκδοση απάντων δημοσιεύονται όλα τα

ποιήματα της δικής μας έκδοσης. Ακολουθείται μια ιδιότυπη

ειδολογική κατάταξη των ποιημάτων ενώ ο χρόνος συγγραφής τους

δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Το κείμενο των ποιημάτων δεν έχει

σχεδόν καμία διαφορά με την έκδοση του Πολυλά. Από τους τίτλους

ως και την επιλογή κάποιων στίχων από διάφορες παραλλαγές όλα

είναι ίδια. Άρα, προφανώς, ο Δε Βιάζης στην περίπτωση των

ελληνόγλωσσων ελληνικών ποιημάτων του Σολωμού δεν έκανε

τίποτα περισσότερο παρά μια ανατύπωση και αναπαραγωγή της

έκδοσης Πολυλά.

Έκδοση Μαρασλή

Το 1904 εκδίδεται μια έκδοση απάντων του σολωμικού

έργου από τη Βιβλιοθήκη Μαρασλή συνοδευμένη από έναν εκτενή

πρόλογο του Κωστή Παλαμά. Ο ίδιος ο Παλαμάς αναφέρει πως «το

νέο τούτο τύπωμα ακολούθησε φυσικά την τελειότερην και

κριτικότερην έκδοση των ποιημάτων του Σολωμού, την Κερκυραϊκή

του 1859…..το κείμενον, οι παραλλαγές, το συγύρισμα των

αποσπασμάτων, μερικά σημειώματα και επεξηγήματα και

συμπληρώματα, η μετάφραση και η παράθεση των πεζών ιταλικών

κομματιών, όλα παρμένα από την έκδοση εκείνη»96. Όπως

αντιλαμβανόμαστε η έκδοση αυτή δεν είχε κάτι διαφορετικό να

προσθέσει στα μέχρι τότε δεδομένα των εκδόσεων, καθώς ουσιαστικά

96 Μαρασλή, νζ΄.

57
αποτελεί ανατύπωση των ποιημάτων όπως αυτά δόθηκαν από τον

Πολυλά. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι την ορθογραφία την

επιμελήθηκε ο Νικόλαος Πολίτης, ο οποίος προσπάθησε να φέρει πιο

κοντά το σολωμικό κείμενο στη σύγχρονη ορθογραφία. Επιπλέον, η

κατάταξη των ποιημάτων είναι ενδιαφέρουσα αφού χωρίστηκαν σε

ακέραια ποιήματα και σε μικρά ή μεγάλα αποσπάσματα έργων, ενώ

επιδιώχθηκε να διατηρηθεί μια «κάποια χρονολογική σειρά εις την

κατάταξη, για να δείχνεται οπωσδήποτε και το ξάνοιγμα της

φαντασίας του ποιητή»97, όπως μαρτυρεί και ο Παλαμάς. Από τα

ποιήματα που θα εκδώσουμε η έκδοση αυτή τα παραδίδει όλα εκτός

από «Το αίνιγμα», που ανήκει στα επιγράμματα του Σολωμού. Έτσι, η

έκδοση αυτή δε μας προσφέρει τίποτα παραπάνω από την έκδοση

Πολυλά, αφού ουσιαστικά αποτελεί ανατύπωση αυτής.

Έκδοση Καιροφύλα

Είκοσι τρία χρόνια αργότερα από την έκδοση της

Βιβλιοθήκης Μαρασλή δημοσιεύεται η έκδοση του Κώστα Καιροφύλα

με τίτλο «Σολωμού Ανέκδοτα Έργα», όπου περιλαμβάνεται για πρώτη

φορά το ποίημα «Η Γυναίκα της Ζάκυθος». Ο έκδοτης δεν ακολουθεί

αυστηρή επιστημονική μέθοδο ενώ από τα ποιήματα, που μας

ενδιαφέρουν, παραθέτει μόνο οχτώ στίχους από το ποίημα «Ο

θάνατος της Ορφανής» με τη σημείωση όμως πως αυτοί οι στίχοι

ανήκουν στο «Θάνατο του Βοσκού». Αυτοί οι στίχοι δημοσιεύονται

πανομοιότυπα στην έκδοση Αυτόγραφων Έργων του Σολωμού. Ο

εκδότης και σε άλλα ποιήματα που δεν αφορούν την έκδοση μας

97 Μαρασλή, νζ΄.

58
παρανοεί και διαβάζει λάθος το σολωμικό κείμενο. Επομένως, αυτή

την έκδοση δε θα τη λάβω υπόψη μου αφού δεν είναι έγκυρη.

Έκδοση Πολίτη

Την πιο σημαντική έκδοση Απάντων του σολωμικού

έργου ανέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Στα 1948 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος

ενώ στα 1961 επανεκδόθηκε με ελάχιστες τροποποιήσεις πια ο ίδιος

τόμος. Ο τόμος αυτός εκτός από έναν μονοσέλιδο πρόλογο του εκδότη,

όπου καταγράφεται το περιεχόμενο της έκδοσης περιέχει στη θέση

μιας Εισαγωγής τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά. Ο Λίνος

Πολίτης κατόρθωσε και έκανε μια συγκεντρωτική έκδοση των

ποιημάτων του Σολωμού, αφού περιέχει εκτός από τα ποιήματα, που

δημοσίευσε ο Πολυλάς στην έκδοση των Ευρισκομένων, όσα

δημοσιεύτηκαν σποραδικά σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και τα

ανέκδοτα ελληνικά ποιήματα, που περιέχονται στην έκδοση του

Καιροφύλα98. Στο δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται τα πεζά έργα

«Διάλογος» και «Γυναίκα της Ζάκυθος», καθώς και ιταλικά ποιήματα

με πεζή ιταλική μετάφραση ενώ στον τρίτο τόμο εκδίδονται, για πρώτη

φορά συγκεντρωμένες σε τόμο και κατά το μεγαλύτερο μέρος

ανέκδοτες, οι επιστολές του Σολωμού. Για τα ποιήματα της παρούσας

έκδοσης μας ενδιαφέρει ο πρώτος τόμος, στον οποίο εκτός από τον

πρόλογο εξαιρετικά χρήσιμο είναι το παράρτημα των Σημειώσεων,

που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Για καθένα από τα ποιήματα

ξεχωριστά καταγράφεται η πρώτη τους δημοσίευση αλλά και οι

μεταγενέστερες αυτής μέχρι και το 1948. Επιπλέον, ο Πολίτης

καταγράφει τις διαφορές μεταξύ τους και αιτιολογεί την τελική του

98 Πολίτης, Άπ. 1, 7.

59
επιλογή. Αυτό το κομμάτι της έκδοσης του Πολίτη με βοήθησε αρκετά

για να βρω τις πρώτες δημοσιεύσεις κάποιων από τα ποιήματα του και

από τη στιγμή που δεν υπάρχει βιβλιογραφία του Σολωμού θεωρώ ότι

η έκδοση του Πολίτη είναι η πιο έγκυρη και ολοκληρωμένη

βιβλιογραφικά μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή. Για κάποια από τα

ποιήματα βέβαια ο Λίνος Πολίτης προσθέτει και άλλες πολύ

ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που αφορούν άλλοτε τη χρονική στιγμή

και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε ένα ποίημα και

άλλοτε τη διάδοση που γνώρισε ένα ποίημα εκείνη την εποχή. Δίκαια,

λοιπόν, για όλους τους παραπάνω λόγους μέχρι και σήμερα η έκδοση

του Πολίτη αποτέλεσε το σημαντικότερο σταθμό όλων των σολωμικών

εκδόσεων.

Ο Κριαράς θεωρεί πως στα πλαίσια μιας χρηστικής

έκδοσης ο Πολίτης όφειλε να συνοδεύσει τα ποιήματα «με τα

απαραίτητα σε μια τέτοια έκδοση ερμηνευτικά, αισθητικά και ιστορικά

σχόλια, που δυστυχώς λείπουν ολότελα από την έκδοση του κ. Πολίτη.

Τα σχόλια αυτά», σύμφωνα με τον Κριαρά «θα τοποθετούσαν τον

αναγνώστη στην ατμόσφαιρα που γέννησε το κάθε ποίημα, θα

αξιολογούσαν αισθητικά το κάθε ποίημα, θα το τοποθετούσαν μέσα

στην όλη σολωμική δημιουργία, ώστε η κατανόηση του να είναι

παράλληλη με τη βαθύτερη κατανόηση της προσωπικότητας του

ποιητή»99. Πράγματι, σε όσες περιπτώσεις ποιημάτων ο Πολίτης δίνει

κάποια επιπλέον ιστορικά‐αισθητικά στοιχεία αποκαλύπτει αρκετά

ενδιαφέρουσες πτυχές αυτών. Μόνο που αυτό, όπως πιστεύει και ο

Κριαράς, γίνεται σε πολύ λίγες περιπτώσεις και ίσως τελικά αυτό να

αποτελεί ένα από τα μειονεκτήματα αυτής της έκδοσης.

99 Κριαράς 1979, 65.

60
Όσον αφορά τα ποιήματα που περιέχονται και στη δική

μας έκδοση, αυτά δημοσιεύονται στην αρχή του πρώτου τόμου αφού

ακολουθείται χρονολογική σειρά στην κατάταξη όλων των

ποιημάτων. Μόνο στο τέλος του τόμου ακολουθείται ειδολογική σειρά

αφού δίνονται σε δύο ξεχωριστά σύνολα τα σατιρικά και οι

μεταφράσεις. Όπως δηλώνει και ο ίδιος ο Πολίτης στα περισσότερα

ποιήματα έχει δώσει το κείμενο όπως αυτό δόθηκε στην έκδοση του

Πολυλά. Συμπληρώνει όμως την έκδοση του Πολυλά δημοσιεύοντας

και τα ποιήματα «Ανθούλα», «Ανάμνησις» και «Εις φίλον

ψυχορραγούντα». Τα δύο πρώτα ο Πολίτης τα παίρνει από την έκδοση

του Δε Βιάζη ενώ το ποίημα «Εις φίλον ψυχορραγούντα» από την

έκδοση του Ροσολίμου. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το ποίημα «Η

σκιά του Ομήρου» έχει ως υπότιτλο τον όρο «απόσπασμα»100, που

σημαίνει ότι δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένο αλλά ένα μικρό

απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο σύνθεμα. Παρ’ όλ’ αυτά ο Πολίτης

αν και υιοθετεί αυτό τον όρο από τον Πολυλά101 δεν δικαιολογεί

πουθενά αυτό τον χαρακτηρισμό. Επιπλέον, στο ποίημα «Το όνειρο» ο

εκδότης δημοσιεύει για πρώτη φορά τις στροφές 6‐10, όπως τις βρήκε

δημοσιευμένες από το Λορέντζο Μαβίλη στην Εφημερίδα «Έρευνα»

της Κέρκυρας και δεν ακολουθεί την έκδοση του Πολυλά και του

Αιώνα102.

100 Πολίτης, Άπ. 1, 58.


101 Βλ. Πολυλάς 1859, 211.
102 Πολίτης, Άπ. 1, 51‐53.

61
2. Συγκεντρωτικές εκδόσεις μετά την έκδοση του Λ. Πολίτη

Έκδοση Παπανικολάου

Το έργο του ποιητή θα γνωρίσει στα 1970 μία διαφορετική

έκδοση, προορισμένη κυρίως για διδακτική χρήση, όπως ο εκδότης

Γεώργιος Παπανικολάου αναφέρει στον Πρόλογο: «Η δική μου έκδοσις

είναι χρηστική, όπως άλλοτε ήθελε η Ακαδημία, χωρίς να έχη τίποτε

το ασύδοτο ή το ανεύθυνο, εποπτική και έχει σκοπό διδακτικό»103.

Όσον αφορά τη μορφή των ποιημάτων αναπαραγάγει την έκδοση

Πολίτη μόνο που σε κάποια από τα ποιήματα ο εκδότης

συμβουλεύεται τα αυτόγραφα του ποιητή, τα οποία έχουν στο μεταξύ

ήδη εκδοθεί από τον Πολίτη. Περιέχει μία εκτενέστατη εισαγωγή με

πολλά στοιχεία που αφορούν το παρελθόν της οικογένειας Σολωμού,

τη κοινωνική ζωή του ποιητή, τα διαβάσματά του, την απομόνωσή του

στην Κέρκυρα, το έργο του, αλλά και πλούσιο φωτογραφικό υλικό της

Επτανήσου, καθώς ο εκδότης επιδιώκει να ξαναζωντανέψει στα μάτια

των αναγνωστών τον χώρο όπου έζησε και έγραψε ο Διονύσιος

Σολωμός.

Η κατάταξη των ποιημάτων είναι ειδολογική και μέσα σ’

αυτή χρονολογική ενώ συνοδεύεται από ένα σύντομο σημείωμα για

κάθε ποίημα. Ο Παπανικολάου παραθέτει κάποια «διασαφητικά»

σχόλια104 δικά του ή και σχόλια και κριτικές ή άλλες αισθητικές

παρατηρήσεις των ειδικών μελετητών του Σολωμού με σκοπό τα

κείμενα να έρθουν πιο κοντά στο ευρύ κοινό. Από τα ποιήματα της

δικής μας έκδοσης δημοσιεύονται όλα όπως ακριβώς είχαν δημοσιευτεί

στην έκδοση του Πολίτη και ανάμεσα σ’ αυτά και το ποίημα «Πόθος».

103 Παπανικολάου 1970, 9.


104 Παπνικολάου 1970, 263.

62
Έκδοση Αλεξίου

Αρκετά μεταγενέστερη απ’ αυτή την έκδοση είναι η

έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου, που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις

όταν πρωτοδημοσιεύτηκε. Περιλαμβάνει σύντομο βιογραφικό

σημείωμα του ποιητή, μια εισαγωγή και κατόπιν ακολουθεί η ανάλυση

κάποιων ποιημάτων από τον εκδότη. Ο Αλεξίου τελικά δημιουργεί μια

ανθολογία του σολωμικού έργου, η οποία περιέχει ποιήματα, πεζά και

μέρος της αλληλογραφίας. Στην εισαγωγή ο εκδότης δηλώνει ρητά

πως «Σκοπός είναι η ενιαία παρουσίαση των ολοκληρωμένων έργων

και των πληρέστερων αποσπασμάτων του Σολωμού, των “λυρικών

ενοτήτων” κατά τον ορισμό του Λίνου Πολίτη, ως κειμένων

λογοτεχνικών»105, γι’ αυτό και «η έκδοσή μας παραλείπει τον όγκο των

παραλλαγών, που, αν και δείχνουν τον αγώνα του Σολωμού για την

έκφραση, ωστόσο διαταράσσουν την προβολή των “λυρικών

ενοτήτων”»106.

Καλωσορίζοντας την έκδοση αυτή ο Γιώργος Σαββίδης

γράφει στη βιβλιοκριτική του ότι «η νέα τούτη έκδοση είναι ό, τι

καλύτερο μπορεί να προσφέρει σήμερα στις σολωμικές σπουδές η

φιλολογική επιστήμη» και καταλήγει λέγοντας «να μη βιαστούμε,

λοιπόν, να εκφράσουμε πρόχειρες γνώμες, και ας συγχαρούμε τον

ακάματο φιλόλογο που, δίπλα στον «Ερωτόκριτο» και τον «Ακρίτα»

αξιώθηκε τώρα να στήσει και τούτο το μνημείο, για τον πανελλήνιο

εθνικό ποιητή μας»107. Η τελευταία παρατήρηση του Σαββίδη και η

χρήση της λέξης «μνημείο» μπορεί και να ιδωθεί και από μια άλλη

αρνητική πλευρά, όπως και συνέβη με τον Βελουδή, που ένα μήνα

105 Αλεξίου 1994, 13.


106 Αλεξίου 1994, 14.
107
Σαββίδης 1994, .

63
μετά τη βιβλιοκριτική του Σαββιδή υποστηρίζει ότι «στην έκδοση του

Αλεξίου είναι έκδηλο ένα υπερδιορθωτικό πνεύμα, κληρονομημένο

από την παράδοση της κλασικής φιλολογίας και του γλωσσικού

υπερκαθαρισμού του 19ου αιώνα108».

Η έκδοση δεν είναι έκδοση Απάντων αλλά ο Αλεξίου

εξαρχής γράφει πως συμπεριέλαβε μόνο «τα πλήρη ποιήματα, και από

τα άλλα τα τμήματα εκείνα, που αποτελούν οργανωμένα σύνολα109».

Έτσι, λοιπόν, από τα ελληνόγλωσσα νεανικά ποιήματα του ποιητή ο

εκδότης έχει κάνει μια «αυθαίρετη» επιλογή κάποιων από αυτά χωρίς

να δικαιολογεί φυσικά την επιλογή του. Μόνο προς το τέλος του

εισαγωγικού σημειώματος των λυρικών νεανικών ποιημάτων γράφει:

«Μικρότερη σημασία έχουν παλαιότερα στιχουργήματά του,

‘’ποιμενικά’’ και ‘’ερωτικά’’, όπως και τα ιταλικά που αυτοσχεδίαζε

πάνω σε δοσμένα θέματα και ρίμες». Ο Αλεξίου δεν αναφέρει καν το

γεγονός ότι ο ίδιος αυτά τα ποιήματα δεν τα συμπεριέλαβε στην

έκδοσή του ενώ υποστηρίζει ότι «σε μια επιστολή του το 1824 ο

Σολωμός θα αποκηρύξει τον αυτοσχεδιασμό και τους ελληνικούς

στίχους για βοσκούς και βοσκούλες»110. Προφανώς πρόκειται για την

επιστολή του Προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση τον Αύγουστο του 1824 (βλ.

Πολίτης, Απ. 3, 87). Σ’ αυτή του την επιστολή πράγματι ο Σολωμός

γράφει ότι δεν επιθυμεί να τυπωθούν αυτά τα ποιήματα εκείνη τη

συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι η στιγμή που οι συμπατριώτες

του θυσιάζουν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδος τους και

δεν θέλει ο ποιητής τους, ο ποιητής όλων των Ελλήνων να φανεί ότι

108 Βελουδής 1994, .


109 Αλεξίου 1994, 17.
110 Αλεξίου, 2007, 22‐23.

64
τραγουδά «για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο»111,

όπως ο ίδιος αναφέρει. Ο Σολωμός δεν αποκήρυξε ποτέ τα ποιήματα

αυτής της περιόδου και δεν υπάρχει καμία μαρτυρία, που να

επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Όταν στα

1849 κατόπιν εντολής του δημοσιεύτηκαν κάποια του ποιήματα στον

Αιώνα ανάμεσά τους ήταν και τα «αποκηρυγμένα», σύμφωνα με τον

Αλεξίου, «Ο θάνατος του βοσκού», «Ο θάνατος της Ορφανής», «Το

όνειρο», η «Γαλήνη», και το «Αίνιγμα». Αυτή η δημοσίευση των

ποιημάτων το 1849 αποδεικνύει πως ο Σολωμός είχε πρόθεση να τα

δημοσιεύσει, τα θεωρούσε ποιήματά του και ήταν περήφανος γι’ αυτά,

μόνο που το 1824 λόγω της ιστορικής συγκυρίας επέλεξε να τα αφήσει

έξω από την έκδοσή του. Πολύ σωστά κρίνοντας και ο Βελουδής

γράφει: «Η δεύτερη παρατήρηση μου αφορά την επιλογή του υλικού

της έκδοσης: Σ’ αντίθεση με τις ως τώρα έγκυρες εκδόσεις, σ’ αυτήν

προτιμήθηκε, αντί της συνολικής, μια κατ’ επιλογήν μερική

παρουσίαση του σολωμικού έργου με αντιφατικά, αδιαφανή και

αναιτιολόγητα κριτήρια: από την έκδοση αυτή απουσιάζουν όχι μόνο

όλα τα ιταλικά και τα σατιρικά της ζακυνθινής περιόδου του Σολωμού

αλλά και τα πρώτα λυρικά ποιήματα του»112. Πράγματι, η έκδοση αυτή

δεν ακολουθεί κανένα κριτήριο και δεν καταγράφονται πουθενά και

φυσικά ούτε αιτιολογούνται επαρκώς οι τελικές επιλογές του

συγγραφέα. Αυτή η τακτική δεν υιοθετείται μόνο στην επιλογή των

ποιημάτων αλλά και στην επιλογή των παραλλαγών του κάθε στίχου,

στη στίξη και στην ορθογραφία.

Ίσως η μοναδική αρχή αυτής της έκδοσης, η οποία και

διατυπώθηκε με σαφήνεια από τον ίδιο τον εκδότη να ήταν και η

111Πολίτης, Άπ. 3, 87.


112Αλεξίου 1997, 84.

65
βασικότερη αιτία για την αρνητική κριτική που δέχτηκε. «Η βασική

αρχή», γράφει ο Αλεξίου, «ήταν να συμπεριληφθούν αυτά που θα

μπορούσε να έχει δημοσιεύσει ο Σολωμός»113. Εύλογα, λοιπόν, η Ελένη

Τσαντσάνογλου ερμήνευσε αυτή τη φράση του Αλεξίου ως «τη

διαβεβαίωση μιας μεταφυσικής επικοινωνίας του εκδότη με το πνεύμα

του Σολωμού114», αφού ο Αλεξίου αποφάσισε να συμπεριλάβει στην

έκδοση «τα πλήρη ποιήματα, και από τα άλλα τα τμήματα εκείνα που

αποτελούν οργανωμένα σύνολα»115. Γι’ αυτό και ο Γιώργος

Κεχαγιόγλου υποστηρίζει πως στην έκδοση του Αλεξίου αναδείχτηκε

«το αξίωμα της ύπαρξης ενός αλάθητου αισθητικού κριτηρίου που

μπορεί να ξεχωρίζει τι το σολωμικό είναι “πραγματική μορφή”,

κείμενο “αναγνώσιμο”, “οργανωμένο”, “συνεχές”, “πληρέστερο”,

“ώριμο” και “σοβαρό” και όχι “νεανικό”, “μέτριο”, “γελαστικό”, “μη

λογοτεχνικό”116». «Το αποτέλεσμα είναι», σύμφωνα με την

Τικτοπούλου, «τα σολωμικά κείμενα να απομακρύνονται ακόμα

περισσότερο από τον δημιουργό τους και συνακόλουθα ο δημιουργός

από τον αναγνώστη του»117.

Καταλήγει έτσι η έκδοση του 1994 για τα ποιήματα της

νεανικής περιόδου του Σολωμού να αφιερώνει μονάχα τέσσερις

σελίδες, στις οποίες παραθέτει στοιχεία για το θέμα των ποιημάτων,

τη στιχουργία τους, τη μελοποίησή τους αλλά και για διάφορα

εκδοτικά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν ποιήματα όπως η

«Ξανθούλα». Το κείμενο των ποιημάτων έχει την ίδια μορφή μ’ αυτή

της έκδοσης του Πολίτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει για μας το κείμενο

113 Αλεξίου 1994, 18.


114 Τσαντσάνογλου 1994, 14.
115 Αλεξίου 1994, 18 .

116 Κεχαγιόγλου 1996, 59‐60.

117 Τικτοπούλου 1998, 11.

66
της «Ξανθούλας» αφού για πρώτη φορά σε μία συγκεντρωτική έκδοση

των ποιημάτων του Διονυσίου Σολωμού ο εκδότης επιλέγει να δώσει

το ποίημα σε έξι στροφές αφαιρώντας τις δύο τελευταίες για τις οποίες

υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες για τη γνησιότητά τους (βλέπε πιο

κάτω σελ. 72‐73). Επιπλέον, για τα περισσότερα ποιήματα προσθέτει

πληροφορίες για το μέτρο και, σύμφωνα με τον Massimo Peri, «μας

διδάσκει πόσο είναι σημαντική για τον εκδότη η γνώση της

μετρικής»118.

«Παρ’ όλα αυτά η έκδοση του Αλεξίου», σύμφωνα με τον

Ερατοσθένη Καψωμένο, «δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις

προηγούμενες χρηστικές εκδόσεις και γιατί αποτελεί μία ανθολογία

των ποιημάτων του Σολωμού αλλά και γιατί η συνολική εικόνα που

δίνει της σολωμικής ποίησης, ανεξάρτητα από το θεωρητικό

ενδιαφέρον που παρουσιάζει, σημειώνει τη μεγαλύτερη απόκλιση από

την πραγματική κατάσταση με την οποία παραδίνεται το έργο του

Σολωμού. Είναι ένας άλλος Σολωμός, πιο θελκτικός αναμφίβολα για

το ευρύ κοινό, αλλά κάπως μακριά από τον αγώνα και την αγωνία του

δημιουργού, από τη δυναμική των πρωτοποριακών αναζητήσεων που

μαρτυρεί η ρευστότητα των χειρογράφων»119.

Ο Αλεξίου όμως δεν έμεινε στην έκδοση αλλά λίγα

χρόνια μετά εξέδωσε ένα βιβλίο – απολογία της έκδοσης του 1994 στο

οποίο ακολουθώντας μια τακτική υπεράσπισης των επιλογών του

καταγράφει τους λόγους που τον έκαναν να μην εκδώσει όλα τα

ελληνόγλωσσα νεανικά του Σολωμού. «Κάποιοι θα προτιμούσαν,

όπως είπαν, αντί των επιστολών τα νεανικά αυτοσχέδια λυρικά,

βουκολικά και ελεγειακά του Σολωμού. Συμφωνούν, έτσι, χωρίς να το

118 Peri 1998, 109.


119 Καψωμένος 1998, 178.

67
ξέρουν, με τις αισθητικές αρχές του Ζαμπέλιου. Τα ίδια θαύμαζε κι

αυτός. Ο Σολωμός όμως έγραφε για τους στίχους αυτούς: “sono ottimi

per il popolo” και ζητούσε “να μην τυπωθούν με κανένα τρόπο”. Αυτό

θα μου προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια και θα κρατούσα

μνησικακία”. Από τα νεανικά μόνο την Ευρυκόμη θυμόταν στα χρόνια

της ωριμότητας του ο Σολωμός. Μιλούσε γι’ αυτήν στον Regaldi. Είναι

το μόνο αξιόλογο δείγμα της κλασικιστικής περιόδου του, με τη

χαρακτηριστική χρήση των αρχαίων ονομάτων κατά το πρότυπο του

Monti κ.α. γι’ αυτό περιελήφθη στην έκδοση»120. Από την άλλη, στο ίδιο

βιβλίο υποστηρίζει πως κάποια ποιήματα μέσα στην έκδοσή του

αποδείχτηκαν με απόλυτη βεβαιότητα πλήρη121. Το περίεργο είναι πως

μέσα σ’ αυτά εντάσσει και τον «Πόθο» παρότι είχε ήδη αποδειχθεί

από τον Louis Coutelle το 1990 ότι είναι μετάφραση και δεν είναι

γνήσιο ποίημα του Σολωμού122.

Έκδοση Δημηρούλη

Εννέα χρόνια μετά την έκδοση του Αλεξίου, το 2003 κάνει

την εμφάνισή της η έκδοση ποιημάτων και πεζών του Διονυσίου

Σολωμού υπό την επιμέλεια του Δημήτρη Δημηρούλη. Σε μια

εκτενέστατη εισαγωγή περιγράφεται η ζωή του ποιητή, οι ιδιορρυθμίες

της προσωπικότητάς του, οι σχέσεις με τους συγχρόνους του αλλά και

οι αισθητικές αντιλήψεις του εκδότη αναφορικά με το έργο του ποιητή.

Ακολουθούν οδηγίες για ανάγνωση και σύντομο χρονολόγιο της

εποχής του Σολωμού. Ο εκδότης δεν υιοθετεί τη χρονολογική

κατάταξη των ποιημάτων αλλά προχωρά σε μια ειδολογική κατάταξη

120 Αλεξίου 1997, 31.


121 Αλεξίου 1997, 67.
122 Coutelle 1990, 13‐14.

68
των ποιημάτων. «Για τα μικρότερα ωστόσο ποιήματα», που

ενδιαφέρουν και τη δική μας έκδοση, «ή για ομάδες με ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά δεν τηρήθηκε η χρονολογική τάξη. Τα έργα αυτά

εντάχθηκαν σε ειδικές κατηγορίες εντός των οποίων βέβαια

ακολουθήθηκε, στο μέτρο του δυνατού, η χρονική διαδοχή»123. Έτσι, τα

ελληνόγλωσσα νεανικά ποιήματα της έκδοσής μας εντάχθηκαν σε μια

κατηγορία με τον τίτλο «Λυρικά της Νεότητας, της Ακμής και της

Ωριμότητας ‐ Επιγράμματα‐ Στίχοι και Αποσπάσματα». Όσο για το

κείμενο αυτών των ποιημάτων δίνεται στην ίδια μορφή με το κείμενο

της έκδοσης του Πολίτη. Οι μόνες διαφορές αφορούν τον τονισμό, την

ορθογραφία και τη στίξη, όπως δηλώνεται ρητά και στην εισαγωγή124.

Συμπερασματικά, μετά την έκδοση του Πολίτη και ως το

2008 οι σημαντικότερες συγκεντρωτικές εκδόσεις δεν έχουν να

προσφέρουν τίποτα παραπάνω στη μελέτη του σολωμικού έργου αφού

κατά κύριο λόγο ανατυπώνουν παλαιότερες εκδόσεις. Δεν λείπουν

βέβαια και οι περιπτώσεις, όπως αυτή του Στυλιανού Αλεξίου, που

προχωρούν σε αυθαίρετες αξιολογήσεις και προσωπικές εκτιμήσεις

πάνω στο σολωμικό κείμενο. Για τους παραπάνω λόγους στην

παρούσα έκδοση δεν θα λάβω υπόψη τις μετέπειτα από το Λίνο

Πολίτη εκδόσεις.

Έκδοση Βελουδή

Το Νοέμβρη του 2008 και ενώ η παρούσα έκδοση είχε

φτάσει στο τελικό της στάδιο βλέπει το φως της δημοσιότητας η

έκδοση του Γιώργου Βελουδή «Ποιήματα και Πεζά» του ποιητή. Έτσι,

προσπάθησα να δω το κείμενο αλλά και την εισαγωγή του Βελουδή

123 Δημηρούλης 2003, 68.


124 Δημηρούλης 2003, 68.

69
όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά αν και ήταν δύσκολο λόγω της πίεσης

χρόνου.

Ο επιμελητής αυτής της έκδοσης προχωρά σε μια

φιλολογική‐ κριτική έκδοση όλου του ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου

του Διονυσίου Σολωμού, αφού πρώτα αξιοποιεί τα σολωμικά

Αυτόγραφα, τις άλλες φιλολογικές εκδόσεις αλλά και τις ερμηνευτικές

μελέτες. Ταυτόχρονα, η έκδοση των ποιημάτων πλαισιώνεται από μία

πολύ καλή εισαγωγή, στην οποία σύμφωνα με τον εκδότη επιχειρείται

μια κριτική, συνοπτική αλλά και πλήρης επισκόπηση της εξελικτικής

πορείας της ποιητικής του Σολωμού από το 1818 ως το 1854125.

Για πρώτη φορά ίσως κάποιος εκδότης προσπάθησε να

αποστασιοποιηθεί τόσο από την έκδοση του Πολυλά και κατ’

επέκταση και απ’ αυτή του Πολίτη και κατόρθωσε να προσφέρει στο

κοινό ένα σολωμικό κείμενο, πιο κοντά στα χειρόγραφα του Σολωμού

παρά στις κατοπινές εκδόσεις. Το σολωμικό κείμενο έχει

αποκατασταθεί στην πιο αυθεντική μορφή του, καθώς η γνησιότητά

του είχε διαταραχθεί από τις επεμβάσεις προηγούμενων φιλολογικών

εκδοτών. Βελτιώσεις εμφανίζονται επίσης και στους τίτλους

ορισμένων ποιημάτων, καθώς και στη διάρθρωση των κειμένων. Ο

Βελουδής υιοθετεί τους ιδιωματικούς τύπους των ποιημάτων

κρίνοντας πως ο Σολωμός έγραψε σε ιδιωματική γλώσσα τα πρώτα

του ποιήματα. Όσο για τα ποιήματα που μας αφορούν προσπάθησα

να συμβουλευτώ την έκδοση αυτή κυρίως όταν επρόκειτο για τους

τίτλους. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως όταν ανατρέχω στην έκδοση

του Βελουδή αυτό το καταγράφω στις σημειώσεις του κάθε ποιήματος.

125 Βελουδής 2008, 9.

70
3. Δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά

Το 1857 λίγο μετά το θάνατο του Σολωμού δημοσιεύονται

στο περιοδικό Πανδώρα τρία ποιήματα του Σολωμού, «Το κάκιωμα»,

«Η ψυχούλα» και «Ο θάνατος του βοσκού». Και τα τρία είναι άτιτλα

και έχουν σταλεί στο περιοδικό από τον Ιάκωβο Πολυλά. Όπως είναι

φυσικό ελάχιστες είναι οι διαφορές των ποιημάτων αυτών από την

έκδοση του Πολυλά. Παρ’ όλα αυτά, για το «Κάκιωμα» και για την

«Ψυχούλα» οι δημοσιεύσεις της Πανδώρας είναι οι πρώτες, που

βγαίνουν από τα γραπτά του ποιητή και γι’ αυτό και πιο έγκυρες. Το

ίδιο θεωρεί και ο Πολίτης, που στις περιπτώσεις διαφορετικής γραφής

Πολυλά και Πανδώρας, επιλέγει αυτή της Πανδώρας.

4. Μελέτες/ Εκδοτικές δοκιμές

Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση με το σολωμικό

έργο είναι πως όσα χρόνια και να περάσουν εξακολουθούν να

έρχονται στην επιφάνεια νέα στοιχεία αφού νεότεροι μελετητές και

φιλόλογοι προχωρούν σε διαφορετικές αναγνώσεις κάποιων

ποιημάτων. Το ίδιο το κείμενο, άλλωστε, το επιτρέπει αφού δεν

δόθηκε ποτέ σε μια οριστικοποιημένη τελική μορφή από τον ίδιο τον

ποιητή. Από την άλλη, οι φιλόλογοι πλέον αντιμετωπίζουν με

επιστημονικότητα και αντικειμενικότητα τα χειρόγραφα, τα μελετούν

και προτείνουν διαφορετικές αναγνώσεις του σολωμικού κειμένου

Αυτό συνέβη και το 1963 όταν ο Κ.Θ. Δημαράς δημοσίευσε

ένα άγνωστο απόγραφο του ποιητή. Σύμφωνα με το Δημαρά ο

νεανικός φίλος του ποιητή Λουδοβίκος Στράνης στα 1825 φεύγοντας

από την Ζάκυνθο, αποκόμιζε βαθύτατο και έλλογο θαυμασμό προς

τον ποιητή. Κατά τα τέσσερα έτη περίπου πρεσβύτερός του, είχε

71
σταθεί ένας από τους φίλους, ίσως ο πρώτος, που κατά το διάστημα

της ζωής του Σολωμού του καθαρόγραφαν τους στίχους του και τον

βοηθούσαν στην συγγραφική του εργασία. Η αφοσίωσή του στον

ποιητή είναι έκδηλη αφού και μετά τον θάνατο του Σολωμού,

εξακολουθούσε να έχει ο Στράνης κοντά του τα ποιήματα του

Σολωμού. Με αφορμή το θάνατο του ποιητή ο Στράνης παρέδωσε στο

Βελούδη ένα τετρασέλιδο, όπου έχει μεταγράψει στροφές από μια

παλαιότερη παραλλαγή του «Λορδ Μπάυρον» και τρία άλλα

ποιήματα, την «Ψυχούλα», το «Κάκιωμα» και το «Θάνατο του βοσκού»,

καθώς και τα υπόλοιπα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην

Πανδώρα126. Ο ίδιος ο Στράνης βεβαιώνει πως τα ποιήματα τα είχε

λάβει από τον ίδιο τον ποιητή127, και αυτό δεν υπάρχει κανένας λόγος

να το αμφισβητήσουμε. Αλλά αυτό συνέβη σίγουρα γύρω στα 1825.

Κάποια χρόνια αργότερα, στα 1849, ο Σολωμός φαίνεται να έχει

εγκρίνει τη δημοσίευση ποιημάτων του στον Αιώνα, όπου ανάμεσα σε

άλλα ποιήματα δημοσιεύεται και «Ο θάνατος του βοσκού». Επομένως,

για το «Θάνατο του βοσκού» από τη στιγμή που υπάρχει μία

δημοσίευση μεταγενέστερη αυτής στην Πανδώρα και εφόσον το

ποίημα αυτό δεν υπάρχει στα αυτόγραφα, παρά μόνο 4 στίχοι αυτού,

θα επιλέξω το κείμενο του Αιώνα για την παρούσα έκδοση.

Όσον αφορά όμως τα άλλα δύο ποιήματα του

απόγραφου, που είχε στα χέρια του ο Στράνης, «Το κάκιωμα» και «Η

ψυχούλα» επειδή δε δημοσιεύτηκαν ούτε στην έκδοση του Αιώνα αλλά

και κανένας στίχος τους δε βρέθηκε στα αυτόγραφα του ποιητή θεωρώ

πως η δημοσίευση της Πανδώρας, στην οποία αναφερθήκαμε

παραπάνω, είναι η εγκυρότερη όλων αφού προέρχεται από τα χέρια

126 Βλ. Δημαράς 1963, 6‐8.


127 Δημαράς 1963, 12.

72
του ποιητή και γι’ αυτό θα την επιλέξω για το παρόν κείμενο. Και ο

Πολυλάς, βέβαια, ανατυπώνει στην έκδοσή του το κείμενο της

Πανδώρας, αλλά προχωρά ταυτόχρονα και σε κάποιες αλλαγές,

κυρίως γλωσσικές, προς την κατεύθυνση της κοινής νεοελληνικής.

Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου το 1990 στο Συνέδριο της

Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών έκανε δύο εκδοτικές προτάσεις

σε σχέση με τα ποιήματα «Ωδή εις τη σελήνη» και «Σκιά του Ομήρου».

Και τα δύο αυτά ποιήματα σώζονται σε αντίγραφα, που δεν είναι

γραμμένα από τον Σολωμό. Πρωιμότερο φαίνεται να είναι το

αντίγραφο της «Ωδής εις τη σελήνη». Το ποίημα αυτό σώζεται και σε

αυτόγραφη καταγραφή128. Έτσι λοιπόν προχωρά σε μια δοκιμαστική

έκδοση της «Ωδής εις τη σελήνη» με βάση το «καθαρογραμμένο

αντίγραφο», όπου εξομαλύνεται μετρικά ο τρίτος στίχος και

ρυθμίζεται η στίξη. Τη στίξη ρυθμίζει και στη δοκιμαστική έκδοση της

«Σκιάς του Ομήρου» αφού στο «καθαρογραμμένο αντίγραφο» δεν

σημειώνεται στίξη δημιουργώντας έτσι προβλήματα και στο νόημα129.

Για την παρούσα έκδοση θα λάβω τα δύο αυτά ποιήματα αυτούσια

από τη δοκιμαστική έκδοση του Κεχαγιόγλου.

Εκδοτικά προβλήματα έχει δημιουργήσει κατά καιρούς

και το ποίημα «Η Ξανθούλα». Συγκεκριμένα, το ποίημα αυτό δεν το

βρήκαμε στα χειρόγραφα του ποιητή, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι

παραδομένο σε πολλές έντυπες εκδόσεις πριν αλλά και μετά το

θάνατο του ποιητή. Η γνησιότητα των δύο τελευταίων στροφών του

ποιήματος έχουν αμφισβητηθεί πολλές φορές. Αιτία γι’ αυτήν την

αμφισβήτηση ήταν η γνωστή ένσταση του στενού φίλου του Σολωμού

Αντώνιου Δ. Μάτεση: “queste due strofe non sono del Salamon, ne

128 Κεχαγιόγλου 1990, 157.


129 Κεχαγιόγλου 1990, 173‐174.

73
potevano essere, ma di qualche stupido” (αυτές οι δύο στροφές δεν είναι

του Σολωμού, ούτε θα μπορούσαν να είναι, αλλά ανήκουν σε κάποιον

ανόητο). Αυτή η ένσταση, όπως μας πληροφόρησε ο εγγονός του,

βρίσκεται διατυπωμένη πάνω σε αντίτυπο της έκδοσης των

Ευρισκομένων130. Πάνω σ΄ αυτή την άποψη του Μάτεση στηρίχτηκε και

ο Στ. Αλεξίου και στην έκδοση Απάντων δεν συμπεριέλαβε αυτές τις

δύο στροφές.

Από την άλλη όμως υπάρχει και ένα γράμμα του ίδιου

του Σολωμού, πιθανότατα προς τον Νικόλαο Λούντζη, που ο ποιητής

γράφει: «Την άλλη φορά που σου έγραψα εξαστόχησα να σου

αντιγράψω τες δύο στροφές οπού εκόλλησα κατά το τέλος του

πονήματος. Είναι φύσις του ανθρώπου όταν ενοστιμευθή ένα πράγμα

καλά, και για πολλές φορές, να δυσκολεύεται εις ό, τι αλλαγή ή

άυξησην ημπορεί ο ποιητής να κάμει, και ας είναι και εις το

καλλιότερον……….ετούτο είναι, μου φαίνεται, το δίκιον για το οποίον

κάποιος μου είπε ότι οι δύο στροφές αργοπορούν το τέλος του

ποιήματος. Ή άργησα λοιπόν είναι relativa, όμως έχουν δίκιο, αλλά

έχω δίκιο και εγώ ˙ γιατί όταν τες έκαμα, οι τρίχες της κεφαλής μου

δεν ήταν ήσυχες»131. Στηριζόμενος πάνω σ’ αυτό το γράμμα ο Λ.

Πολίτης δίνει ένα τέλος στη πολύχρονη συζήτηση, πιστοποιώντας τη

γνησιότητά του αλλά και το γεγονός ότι αποτελεί μεταγενέστερη

προσθήκη. Συγκεκριμένα γράφει: « το ποίημα για το οποίο μιλά εδώ ο

Σολωμός πως του ‘εκόλλησε’ στο τέλος δύο στροφές, πρέπει, όπως

υποθέσαμε και στην πρώτη δημοσίευση, να είναι η «Ξανθούλα», από

τα εντελώς πρώτα ποιήματά του»132. Γι’ αυτό το λόγο και επιλέγει να

130 Τικτοπούλου 2005 , 30.


131 Πολίτης, Άπ. 3, 119.
132 Πολίτης, Άπ. 3, 120‐121.

74
τις δημοσιεύσει τις δύο στροφές κανονικά στην έκδοσή του, όπως είχε

κάνει και ο Πολυλάς, αλλά και ο Αιών. Το ίδιο κάνει και ο Γ. Βελουδής,

ο οποίος σε σημείωσή του για το ποίημα γράφει «οι στροφές 7‐8

μεταγενέστερη προσθήκη του ποιητή».

Πιο πρόσφατη είναι η μελέτη της Κ. Τικτοπούλου, που

αμφισβητεί την γνησιότητα των δύο στροφών της «Ξανθούλας», αλλά

και την εκτίμηση του Λ. Πολίτη ότι ο Σολωμός μιλώντας για δύο

στροφές εννοούσε σίγουρα τις δύο στροφές αυτού του ποιήματος.

Εξάλλου, η αναφορά του ποιητή σ’ αυτό το θέμα γίνεται σ’ ένα

ελληνόγλωσσο γράμμα του με άγνωστο αποδέκτη και χωρίς ένδειξη

τόπου και χρονολογίας, το οποίο βρέθηκε ξεχασμένο μέσα στα βιβλία

του133. Άρα, το να το συνδέσουμε σίγουρα αυτό το γράμμα με την

«Ξανθούλα» είναι λίγο παράτολμο. Η Τικτοπούλου αποδεικνύει

στηριζόμενη σε φιλολογικά κριτήρια ότι οι σημειώσεις για τις δύο

αυτές στροφές δεν αφορούν την «Ξανθούλα», αλλά το ποίημα «Εις

Μοναχήν»134. Επιπλέον, γνωρίζουμε όλοι πόση μεγάλη διάδοση

γνώρισε αυτό το ποίημα την εποχή αυτή και πόσο πολύ αγαπήθηκε

από τον λαό. Ο Τρικούπης μας μεταφέρει σχετικά μ’ αυτό : «Μόλις

έγινε γνωστόν, οι πάντες εις την Ζάκυνθον το ετραγουδούσαν.

Εσπέραν τινά οι συμπατριώται του ήλθαν πολυπληθείς και το

ετραγούδησαν υπό τα παράθυρά του. Συνεκινήθη εκ τούτου

βαθύτατα»135. Ενδέχεται, λοιπόν, οι δύο αυτές στροφές, που έχουν

αμφισβητηθεί αρκετά, πράγματι να μην ανήκουν στην «Ξανθούλα»

αλλά να αποτελούν δημιουργία του ίδιου του λαού. Γι’ αυτό το λόγο θα

δημοσιεύσω το ποίημα χωρίς τις δύο αυτές, που η γνησιότητά τους

133 Τικτοπούλου 2005, 29


134 Τικτοπούλου 2005, 31
135 Τρικούπης 1857, 191.

75
είναι αμφίβολη. Το ίδιο έπραξε και ο Αλεξίου στην έκδοση του 1994

δηλώνοντας ότι η δήλωση ότι «ο αφηγητής δεν κλαίει για τη βάρκα και

για …..τα πανιά, αλλά για την Ξανθούλα (για την οποία μάλιστα

διευκρινίζεται ότι έχει ξανθά μαλλιά), ηχεί απλοϊκά και κωμικά σαν

αυτονόητη “verite de la Palice”. Το ποίημα καταλήγει έτσι σε φραστικό

παιγνίδι, σαν παιδικό τραγουδάκι χωρίς νόημα»136.

Τέλος, η Κική Δημοπούλου, στην υπό δημοσίευση

μεταπτυχιακή εργασία της προχώρησε σε μια εκδοτική δοκιμή της

«Τρελής μάνας», που ανήκει στα ποιήματα της νεανικής περιόδου του

ποιητή. «Η χρονολόγηση τοποθετείται με αρκετή ασφάλεια γύρω στα

1821 αφού συμπεριλαμβάνεται στο νεανικό τετράδιο του ποιητή, όπου

συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων ποιητικών δοκιμών, διάφορες σημειώσεις

φυσικής και ιταλικής φιλολογίας, προφανώς από τα χρόνια των

σπουδών στην Ιταλία. Την πρωιμότητα του συγκεκριμένου ποιήματος

μαρτυρεί, εξάλλου, και η στιχουργία του»137. Το 1826 ο ποιητής ξεκινά

το δεύτερο στάδιο επεξεργασίας του «Λάμπρου» και «αποφασίζει να

εντάξει στο ευρύτερο σύνθεμα μερικά προγενέστερα ποιήματά του»138.

«Το πρόβλημα, ωστόσο, που προκύπτει σε αυτό το σημείο είναι πως

εξακριβώνεται η ταύτιση των δύο ποιημάτων, του “Κοιμητηρίου” και

της “Τρελής μάνας”139». Ας σημειωθεί ότι ο τίτλος «Κοιμητήριο»

βρίσκεται γραμμένος στο νεανικό τετράδιο του ποιητή ενώ ο τίτλος

«Τρελή μάνα» είναι γνωστός από τα σχεδιάσματα του ίδιου του

Σολωμού στον «Λάμπρο». «Το βέβαιο είναι πως η αρχική ταύτιση έγινε

από τον πρώτο εκδότη του Σολωμού, τον Πολυλά, ο οποίος και

εξέδωσε το ποίημα με διπλό τίτλο, ως μέρος του “Λάμπρου”, γεγονός

136 Αλεξίου 1994, 28.


137 Δημοπούλου υπό δημοσίευση, 1.
138 Δημοπούλου υπό δημοσίευση, 2.

139 Δημοπούλου υπό δημοσίευση, 3.

76
που μας κάνει να υποθέτουμε ότι η σχέση των δύο ποιημάτων ήταν

γνωστή στον κύκλο του ποιητή». Η Δημοπούλου θεωρεί όμως πως τα

δύο αυτά ποιήματα «αν και σε πρώτη φάση ταυτίζονται, στην

πραγματικότητα διαχωρίζονται και έτσι δεν πρόκειται για ένα ποίημα,

αλλά για δύο: “Το κοιμητήριον”, που γράφει ο Σολωμός και

αντιγράφει ένας γραμματικός στα 1821, και την “Τρελή μάνα”, που

αποφασίζει να εντάξει ο ποιητής στο δεύτερο σχεδίασμα του

“Λάμπρου” λίγα χρόνια αργότερα, αξιοποιώντας ένα προγενέστερο

και θεματικά συναφές ποίημά του»140. Έτσι, το «Κοιμητήριον» αν και

διαθέτει νοηματική πληρότητα, εξακολουθεί να παραμένει

ανολοκλήρωτο. Η Δημοπούλου στην εργασία αυτή κάνει μια

αναλυτική έκδοση των σταδίων επεξεργασίας αυτού του ποιήματος

και αυτή την έκδοση θα δημοσιεύσω στην παρούσα έκδοση.

Όπως έγινε αντιληπτό από όλες τις παραπάνω

επισημάνσεις πολύ δύσκολα μία έκδοση του σολωμικού έργου δεν θα

μπορέσει να χαρακτηριστεί «οριστική». Στην καλύτερη περίπτωση, θα

υπάρξουν καλές, πολύ καλές και άριστες εκδοτικές προτάσεις. Γι’ αυτό

λοιπόν έκρινα πως θα μπορούσα στα πλαίσια μια διπλωματικής

μεταπτυχιακής εργασίας να επιχειρήσω μια εκδοτική δοκιμή των

ελληνόγλωσσων νεανικών λυρικών ποιημάτων του Σολωμού. Η εποχή

μας, άλλωστε, το απαιτεί. Πλέον μπορούμε με μεγαλύτερη

επιστημονικότητα και αντικειμενικότητα να ξαναδούμε τα

χειρόγραφα του ποιητή, αλλά και να αξιολογήσουμε αξιοποιώντας

κάθε πληροφορία τις πηγές όλων των σολωμικών ποιημάτων αυτής

της περιόδου. Αξίζει να σημειώσω όμως ότι παρά τις προθέσεις μου σε

πολλές περιπτώσεις δεν κατάφερα η ίδια να δω όλες τις πηγές του

140 Δημοπούλου υπό δημοσίευση, 3‐4.

77
σολωμικού κειμένου από αυτοψία και στηρίχθηκα στις γνώμες άλλων

μελετητών. Ιδιαίτερο βάρος έδωσα παρ’ όλα αυτά και στον έλεγχο των

χειρογράφων τη στιγμή που πολλές από τις υπάρχουσες ήδη εκδόσεις

δεν στηρίχθηκαν καθόλου σ’ αυτά.

Επιπλέον, σήμερα μπορούμε να αξιοποιήσουμε με τον

καλύτερο τρόπο μελέτες σχετικές με το σολωμικό έργο και κυρίως με

την εκδοτική του μορφή, που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την

έκδοση του Πολίτη, που υπήρξε καθοριστική και ρηξικέλευθη για το

σολωμικό έργο. Τέλος, το αναγνωστικό κοινό του Σολωμού σήμερα

έχει διαφορετικές ανάγκες αλλά και απαιτήσεις από αυτό του

παρελθόντος. Η έκδοση πρέπει να είναι αφενός εύχρηστη για το

σύγχρονο αναγνώστη και αφετέρου να του παρέχει όλες τις

πληροφορίες, που χρειάζεται κάποιος για να κατανοήσει το κείμενο

ενός λογοτέχνη. Έτσι, η παρούσα έκδοση φροντίζει να εισάγει τον

αναγνώστη στην πρώτη και καίρια φάση της ποιητικής δημιουργίας

του Σολωμού απ’ όλες τις πλευρές.

Η συζήτηση σχετικά με την εκδοτική μέθοδο που θα

μπορούσε να ακολουθήσει ένας εκδότης έργων της νεοελληνικής

λογοτεχνίας έχει ξεκινήσει από πολύ παλαιότερα με πρώτο σημαντικό

σταθμό τη μελέτη του Ιωάννη Συκουτρή, ο οποίος εντοπίζει τα κύρια

σημεία μιας κριτικής έκδοσης ως εξής: α) συγκέντρωση υλικού, β)

έλεγχος της γνησιότητας του, γ) κατάταξη αυτού, δ) αποκατάσταση

του κειμένου, ε) προβλήματα της τυπογραφικής εμφάνισης της

έκδοσης, ζ) έλεγχος των βιογραφικών και γραμματολογικών

προβλημάτων και φιλολογική ερμηνεία του κειμένου141. Για την

περίπτωση όμως του Σολωμού προκρίνει μία διαφορετική εκδοτική

141 Συκουτρής 1956, 421.

78
πρόταση, αφού ο εκδότης πρέπει αφού συγκεντρώσει το διάσπαρτο

υλικό του ποιητή να ελέγξει με προσοχή τη γνησιότητά του, αφού σε

κάποιες περιπτώσεις (στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί παραπάνω‐

βλ. σελ. 24) του αποδόθηκαν ποιήματα που άνηκαν σε άλλους ποιητές.

Επιπλέον, και η κατάταξη των ποιημάτων του, σύμφωνα με τον

Συκουτρή, πρέπει να προβληματίσει τον εκάστοτε εκδότη, αφού δεν

έχουμε ούτε τη θέληση του ποιητή, ούτε χρονολογικές ενδείξεις για τα

ποιήματά του. Οπότε, μια χρονολογική κατάταξη δεν είναι «παρά

αδρομερώς δυνατή, και αμφισβητήσεις θα εγερθούν πολλαί»142. Ο

Συκουτρής κρίνει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον Σολωμό είναι η

αποκατάσταση των ποιημάτων του, αφού δεν βρέθηκαν όλα τα

αυτόγραφα αλλά και δεν έχουμε και έκδοση από τον ίδιο τον ποιητή.

Αντίθετα, από τις πολλές εκδόσεις που γνώρισε το έργο του, το ίδιο το

κείμενο υπέστη αλλοιώσεις και μεταβολές. Γι’ αυτό το λόγο θεωρεί

πως «η νέα κριτική έκδοσις δεν πρόκειται να μας προσφέρει μόνον το

ακριβέστερον εφικτόν κείμενον του ποιητού. Θα μας προσφέρει και

όπου δεν θα είναι πλέον δυνατόν να γνωρίζωμεν με βεβαιότητα 100%

τι ακριβώς έγραψεν ο ποιητής, μίαν ακόμη κλίμακα βεβαιότητος από

της απολύτου άγνοιας μέχρι της απολύτου πιθανότητος. Θα

γνωρίζωμεν με άλλας λέξεις ποίοι στίχοι στηρίζονται εις υπάρχοντα

αυτόγραφα, ποίοι εις υπάρξαντα, ποίοι εις αντίγραφα (και τι είδους),

ποίοι διεσώθησαν από μνήμης (και παρά τινος) και ούτω καθεξής»143.

Τέλος, ο Συκουτρής προτείνει τη σύνταξη μιας εισαγωγής, στην οποία

να δίνονται στοιχεία βιογραφικά, αλλά και άλλα που να αφορούν τα

κύρια χαρακτηριστικά του ποιητή, τις επιρροές του, την ποιητική του

εξέλιξη, τις γλωσσικές του επιλογές και τέλος την ερμηνεία κάποιων

142
Συκουτρής 1956, 427.
143
Συκουτρής 1956, 432.

79
των ποιημάτων του144. Τα βήματα αυτά, λοιπόν, για την έκδοση του

Σολωμού, που εισηγείται ο Συκουτρής προσπάθησα να τα

ακολουθήσω καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και της σύνταξης της

παρούσας έκδοσης.

Έλαβα επίσης υπόψη μου και άλλες επιστημονικές

προτάσεις που αφορούσαν τις εκδόσεις Ελλήνων λογοτεχνών

γενικότερα. Ο Χ. Λ. Καράογλου χωρίζει τις εκδόσεις «σε δύο κύριες

κατηγορίες: σε αυτές που προορίζονται για το ευρύτερο κοινό και σε

αυτές που απευθύνονται σε μια ειδική μερίδα αναγνωστών‐

μελετητών. Στην πρώτη κατηγορία», εντάσσει, «δύο είδη εκδόσεων,

την κοινή και την χρηστική και στη δεύτερη, τη φιλολογική και την

κριτική»145. Σύμφωνα με τον Καράογλου « η χρηστική έκδοση πρέπει

να μην περιλαμβάνει στοιχεία που δεν ενδιαφέρουν τον μη ειδικό

αναγνώστη. Εκτός από το κείμενο, μπορεί να περιέχει: εισαγωγή στη

ζωή και στο έργο του συγγραφέα, ερμηνευτικά σχόλια του επιμελητή,

ίσως μια μικρή επιλογή με κριτικά αποσπάσματα, γλωσσάρι και

ευρετήρια‐ όλα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του ευρύτερου

αναγνωστικού κοινού»146. Θέτει ως βασικό κανόνα για τις χρηστικές

εκδόσεις τον «ορθογραφικό εκσυγχρονισμό του κειμένου, την

προσαρμογή στους ορθογραφικούς κανόνες που ισχύουν σήμερα» και

ενώ, σύμφωνα με τον Καράογλου, «ο εκσυγχρονισμός της

ορθογραφίας και της στίξης στις χρηστικές εκδόσεις είναι και

αναγκαίος και νόμιμος…η προσαρμογή της στίξης πρέπει να γίνει με

144
Συκουτρής 1956, 433.
145 Καράογλου, 2002, 161‐162.
146
Καράογλου, 2002, 162.

80
πολύ μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αλλοιωθεί ο βηματισμός, ο

προσωπικός ρυθμός της φωνής του συγγραφέα»147.

Όσον αφορά «τη μέθοδο που θα ακολουθήσει ο

επιμελητής σε μια φιλολογική έκδοση επιβάλλεται, λόγω του

ιστορικού χαρακτήρα της να είναι διαφορετική 148». Ο Καράογλου

θεωρεί πως πρέπει να κυριαρχεί η «ιστορική συνείδηση» του εκδότη,

ώστε να αποδίδεται πιστά το κείμενο. «Ωστόσο» ,όπως πιστεύει, «αυτή

η βασική αρχή δεν πρέπει να οδηγεί, στον φετιχισμό των αυτογράφων

ή των εκδόσεων που έγιναν ζώντος του συγγραφέα………Το

αυτόγραφο δεν αποτελεί πάντοτε την απολύτως τελευταία μορφή του

έργου πριν από την έκδοση του, και συνεπώς, η ισχύς του έναντι του

τυπωμένου κειμένου δεν είναι δεδομένη»149.

Ο Wim Bakker από την πλευρά του χωρίζει τις εκδόσεις σε

τρεις κατηγορίες: η πρώτη είναι «η χρηστική ή εκλαϊκευμένη έκδοση

που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό και περιλαμβάνει μία σύντομη

κατατοπιστική εισαγωγή, ένα κείμενο χωρίς κριτικό υπόμνημα, ενώ

δεν θα περιλαμβάνει φιλολογικά κριτικά σχόλια, σχόλια δηλαδή για

την αποκατάσταση του κειμένου, μπορεί να περιέχει όμως

ερμηνευτικά σχόλια, όπου χρειάζονται στον γενικό αναγνώστη, ένα

απλό γλωσσάριο και μια σύντομη βιβλιογραφία. Ως δεύτερη ορίζεται η

φιλολογική έκδοση που προορίζεται για τη διδασκαλία σε υψηλό

επίπεδο. Θα περιέχει μια πιο εκτεταμένη εισαγωγή, ένα κείμενο με

περιορισμένο κριτικό υπόμνημα, φιλολογικά κριτικά και ερμηνευτικά

σχόλια, και ένα γλωσσάριο και ως τρίτη η κριτική έκδοση. Μια τέτοια

έκδοση απευθύνεται κυρίως στον επιστημονικό κόσμο και θα

147
Καράογλου, 2002, 165‐166.
148
Καράογλου, 2002, 167.
149
Καράογλου, 2002, 168.

81
περιλαμβάνει μια πλήρη εισαγωγή, που δίνει τουλάχιστον μια

περιγραφή της παράδοσης συν φωτογραφικά δείγματα των μαρτύρων,

περιγράφει πλήρως την εκδοτική μέθοδο, πληροφορεί τον αναγνώστη

για την χρονολόγηση του κειμένου και για τα βιογραφικά του

συγγραφέα, δίνει μια ανάλυση της γλώσσας και τέλος μια περίληψη

του έργου μαζί με μια ανάλυση της δομής. Θα περιλαμβάνει το

κείμενο μαζί με πλήρες κριτικό υπόμνημα, κριτικά φιλολογικά και

ερμηνευτικά σχόλια και ένα γλωσσάριο»150.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω μελέτες κατατάσσω

την παρούσα έκδοση στις φιλολογικές εκδόσεις αφού απευθύνεται

κυρίως σε μια ειδική μερίδα αναγνωστών του Σολωμού που σήμερα

έχει διαφορετικές ανάγκες αλλά και απαιτήσεις από μια σύγχρονη

φιλολογική έκδοση. Επιπλέον, περιλαμβάνει εκτενή εισαγωγή που

είναι αφενός εύχρηστη για το σύγχρονο αναγνώστη και αφετέρου του

παρέχει όλες τις πληροφορίες, που χρειάζεται για να κατανοήσει το

κείμενο του Σολωμού. Έτσι, η παρούσα έκδοση φροντίζει να εισάγει

τον αναγνώστη στην πρώτη και καίρια φάση της ποιητικής

δημιουργίας του Σολωμού απ’ όλες τις πλευρές, αφού δίνονται

στοιχεία που αφορούν την ζωή, το έργο, τα ποιήματα της νεανικής

περιόδου του ποιητή, τις επιρροές του αλλά και την παράδοση του

έργου του. Επιπλέον, η έκδοση περιέχει και ερμηνευτικά, φιλολογικά

σχόλια για όλα τα ποιήματα ξεχωριστά αλλά και ένα χρήσιμο

γλωσσάρι151. Τέλος, αναλύονται και προσεγγίζονται όλα τα εκδοτικά

προβλήματα που παρουσιάζει το καθένα από τα ποιήματα της

περιόδου.

150
Bakker, 2002, 111‐112.
Για τη γλώσσα βλέπε αναλυτικά Ζώης ˙ Δημητράκος ˙ Τριανταφυλλίδης 2003˙
151

Παπανικολάου 1970, 700‐750.

82
Έχοντας, λοιπόν, στόχο τη σύνταξη μιας φιλολογικής

έκδοσης των ελληνικών νεανικών ποιημάτων του Σολωμού

προσπάθησα να ελέγξω τη γνησιότητα των αυτόγραφων αλλά και

των δημοσιευμένων έργων του ποιητή για καθένα ξεχωριστά ποίημά

του. Όπως συνοψίζει η Έρη Σταυροπούλου «τη βούληση του

συγγραφέα την αναγνωρίζουμε στα ακόλουθα κείμενα: στα

αυτόγραφα του, ιδιαίτερα εκείνα που φανερώνουν την τελική

επεξεργασία ενός κειμένου, σε όλες τις εκδόσεις που επιμελήθηκε ο

ίδιος και σε όλες τις εκδόσεις που έγιναν όσο ζούσε και εν γνώσει του»

γι’ αυτό και πρέπει να «αποτελεί την πυξίδα του φιλολογικού εκδότη

και η εκπλήρωσή της να γίνει ο επιθυμητός στόχος για την

ολοκλήρωση της εργασίας του»152. Πέρα όμως από τους υπόλοιπους

λογοτέχνες η Σταυροπούλου διακρίνει την πολύ νεότερη περίπτωση

του Σολωμού, «όπου το πλήθος των ακατάστατων χειρογράφων

καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διάκριση της οριστικής άποψης του για τα

έργα του. Αναγκαίος, λοιπόν, διάμεσος του με τους αναγνώστες έγινε

πρώτα ο Πολυλάς και κατόπιν ο κάθε εκδότης του, που ακολουθεί σε

μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την πρόταση όχι τόσο του ποιητή αλλά

τα πρώτου φιλολογικού εκδότη του και ανάγεται σε ‘’συν‐γραφέα’’ του

κειμένου. Ο Λίνος Πολίτης στη δική του έκδοση έμεινε πιστός στην

εκδοτική πρόταση του Πολυλά, παρουσιάζοντας τις παραλλαγές των

στίχων, προσθέτοντας μάλιστα μεταγενέστερα εκδομένες ή ανέκδοτες

παραλλαγές, ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου προτίμησε, σπάζοντας τη

σολωμική εκδοτική παράδοση να εκδώσει μόνο τα ολοκληρωμένα

έργα και τις λυρικές ενότητες»153. Για την περίπτωση λοιπόν του

Σολωμού η Σταυροπούλου καταγράφει «κάποιες αρχές», που μας

152 Σταυροπούλου, 2002, 173.


153
Σταυροπούλου, 2002, 175.

83
βοηθούν να μην προδώσουμε ούτε τη βούληση του συγγραφέα, ούτε το

κείμενο, χωρίς από την άλλη να ακυρώσουμε τη δική μας φιλολογική

προσωπικότητα:

1. το πρώτο είναι να αναρωτηθούμε ειλικρινά αν οι λύσεις που

επιλέγουμε και οι προτάσεις μας γίνονται για το καλό της

λογοτεχνίας και της φιλολογίας, ή για λόγους ευκολίας ή ακόμη

και για τη δημιουργία εντυπώσεων

2. Το δεύτερο να έχουμε στο νου μας ότι η φιλολογική ή κριτκή μας

έκδοση απευθύνεται σε διπλό κοινό: στους αναγνώστες που

ενδιαφέρονται απλώς να διαβάσουν το έργο και στους

ειδικότερους, που θα χρησιμοποιήσουν το βιβλίο μας για να

πάρουν πληροφορίες και για τις παλαιότερες εκδόσεις στις

οποίες στηριχτήκαμε και τις οποίες η δική μας ουσιαστικά

αντικαθιστά.

3. το τρίτο είναι να περιγράψουμε το κείμενο που αναλάβαμε να

εκδώσουμε και να εξηγήσουμε με απόλυτη ακρίβεια και

καθαρότητα ποιες ήταν οι παρεμβάσεις μας, ποιας έκτασης και

σε ποια σημεία»154.

Αξίζει να σημειώσω όμως ότι παρά τις προθέσεις μου να

ακολουθήσω την πρόταση της Σταυροπούλου σε πολλές περιπτώσεις

δεν κατάφερα η ίδια να δω όλες τις πηγές του σολωμικού κειμένου από

αυτοψία και στηρίχθηκα στις γνώμες άλλων μελετητών, που

υποστήριζαν ότι τις είχαν δει από κοντά.

154
Σταυροπούλου, 2002, 183.

84
Ε. Οι εκδοτικές αρχές

Στα πλαίσια της προσπάθειάς μου να ξαναπροτείνω τα

νεανικά ελληνικά ποιήματα του Σολωμού στο ευρύ κοινό επέλεξα σε

όλα του τα νεανικά ποιήματα, που κατεξοχήν τα δούλεψε στην

ιδιωματική‐ επτανησιακή γλώσσα, να τα δώσω μ’ αυτήν ακριβώς την

ιδιωματική μορφή. Εξάλλου, ο ίδιος τα ποιήματα αυτά δεν τα

επεξεργάστηκε στη συνέχεια της ζωής του, οπότε οι γλωσσικές

επιλογές του εκείνης της εποχής είναι αυτές ακριβώς που

αποτυπώνονται στα αυτόγραφα του και στις έγκυρες δημοσιεύσεις

των ποιημάτων του.

Καθαρά επιλογές του Πολυλά είναι και πολλοί από τους

τίτλους των ποιημάτων του Σολωμού. Χαρακτηριστικό δείγμα της

επέμβασης του Πολυλά πάνω στους τίτλους είναι ότι από όλα τα

ποιήματα της ζακυνθινής περιόδου του ποιητή μόνο τρία έχουν τίτλο

στα χειρόγραφα του ποιητή. Πρόκειται για τα: «Τα δυο αδέλφια», «Το

κοιμητήριον» ή αλλιώς «Η τρελή μάνα», και το ποίημα «Εις τον

θάνατον του Λορδ Μπάϊρον». Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις

πρόκειται για αντίγραφο από ξένο χέρι και όχι για αυτόγραφο του

ποιητή155. Γι’ αυτό το λόγο και ακολουθώντας την προτροπή του

Βελουδή αποφάσισα πως για όσους τίτλους δεν υπάρχουν στα

αυτόγραφα και δεν ανήκουν στα ποιήματα, που πιθανολογούμε ότι

μπορεί να είδε ο ποιητής ενόσω ζούσε, πρέπει να επισημαίνονται με το

ενδεδειγμένο εκδοτικό σημάδι γι’ αυτές τις περιπτώσεις, τις γωνιώδεις

αγκύλες (<….>)156.

Τα ποιήματα δημοσιεύονται με τη χρονολογική τους

σειρά, όπως αυτή έχει καταδειχθεί από τον Λίνο Πολίτη. Για όσα

155 Βελουδής 2000, 31.


156 Βελουδής 2000, 34.

85
ποιήματα ο Λίνος Πολίτης δεν παραθέτει χρονολογία, συμβουλεύτηκα

το Χρονολόγιο του Διονυσίου Σολωμού, που εκδόθηκε το 2007157. Στο

τέλος, εκδίδω τα Οχτάστιχα και τα Επιγράμματα για τα οποία δεν

υπάρχει ακριβής χρονολογία. Άλλωστε, και από ειδολογική άποψη τα

Οχτάστιχα και τα Επιγράμματα διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα

λυρικά της νιότης του ποιητή. Για κάθε ποίημα ξεχωριστά γράφω στις

σημειώσεις των ποιημάτων τη χρονολογία της γραφής του.

Όσον αφορά την ορθογραφία προσάρμοσα τα πρώτα

ποιήματα του ποιητή στα σημερινά ορθογραφικά δεδομένα ώστε να

είναι πιο κοντά στον σημερινό αναγνώστη. Έτσι, για παράδειγμα

χρησιμοποίησα τους σημερινούς κανόνες τονισμού, αφού πρώτα

συμβουλεύτηκα τις σύγχρονες νεοελληνικές γραμματικές 158. Άφησα,

λοιπόν, άτονες τις μονοσύλλαβες λέξεις όπως το άρθρο τα159 (ΑΝΘ),

τους συνδέσμους που (ΑΝΑΜ) και πως160 (ΜΟΝ)‐ όταν δεν πρόκειται

για το ερωτηματικό‐, το δεικτικό μόριο να161 (ΑΝΑΜ) και το

θαυμαστικό επιφώνημα ω162 (ΩΣ).

Επιπλέον, πολλές λέξεις στο κείμενο του Σολωμού

υφίστανται το φαινόμενο της έκθλιψης και της αφαίρεσης, που

παρατηρείται όταν έχουμε έκκρουση δύο φωνηέντων και εμφανίζεται

στα όρια δύο λέξεων, όταν δηλαδή η προηγούμενη λέξη λήγει σε

157 Ζαφειρίου 2007.


158 Για σύγχρονες νεοελληνικές γραμματικές βλέπε: Νεοελληνική Γραμματική
Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Αθήνα, 1994˙ Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική
ανάλυση (΄΄αντιπαραθετική΄΄) ανάλυση, Πετρούνιας Ευάγγελος, University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, 1984˙ Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Χ. Κλαίρης, Γ.
Μπαμπινιώτης, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2004 ˙ Γραμματική της Ελληνικής
γλώσσας, Holton David, Mackridge Peter, Ειρήνη Φιλιππάκη‐ Warburton, Εκδόσεις
Πατάκη, Αθήνα, 2004.
159 Τριανταφυλλίδης 1994, 24.

160 Τριανταφυλλίδης 1994, 24.

161 Τριανταφυλλίδης 1994, 203.

162 Τριανταφυλλίδης 1994, 204.

86
φωνήεν και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις

σημείωσα το σημείο της αποστρόφου αφού οι προηγούμενες εκδόσεις

δεν το είχαν πάντα163, π.χ. πρόβαλε ’κει (ΑΝΘ), σ’ είδα (ΑΝΘ), τα

’στόλιζε (ΑΝΘ). Αντίθετα, δεν έβαλα απόστροφο στις περιπτώσεις που

η πρώτη λέξη ήταν το κι. Σύμφωνα με τη σύγχρονη γραμματική το και

εμπρός από λέξη που ξεκινά από φωνήεν αντικαθίσταται από το κι

(σύνηθες στη λογοτεχνία) χωρίς όμως απόστροφο, π.χ. κι εγώ164 , κι

ορφανούλα (ΑΝΘ). Στις περιπτώσεις της αποκοπής, όταν δηλαδή

χάνεται το τελικό φωνήεν μιας λέξης μπροστά από το αρχικό

σύμφωνο της επόμενης, σημειώνεται απόστροφος. Αυτή την πρακτική

ακολούθησα σε όλες τις περιπτώσεις165, π.χ. πιάσ’ το (ΕΨ), σού’ πα

(ΟΝ). Ας σημειωθεί ότι οι παλαιότεροι εκδότες πριν την έκδοση του

Πολίτη δεν σημείωναν την απόστροφο, αλλά γράφουν τις δυο λέξεις

σε μια, π.χ. πιάστο (ΕΨ), σούπα (ΟΝ).

Όσον αφορά τη στίξη επιχείρησα να την φέρω πιο κοντά

στα σημερινά πρότυπα. Ο Πολίτης επιλέγει να βάζει κεφαλαία

γράμματα στην αρχή κάθε στίχου, είτε προηγουμένως υπήρχε τελεία,

είτε όχι. Δεν ακολουθήσα αυτή την πρακτική, αντίθετα χρησιμοποίησα

κεφαλαία γράμματα μόνο όταν έχει προηγηθεί τελεία. Απ’ την άλλη

πλευρά απέφυγα τη χρήση του κόμματος όταν ακολουθούν οι

παρατακτικοί σύνδεσμοι και ή κι166. Ακόμη, επέλεξα σε κάποιους

στίχους να βάλω ερωτηματικό, όταν αυτό απαιτούνταν και από τη

νοηματική φόρτιση του λόγου αλλά και από τα ερωτηματικά

επιρρήματα πού ή πώς, π.χ. Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα

περιστερούλα; (ΑΝΘ). Τέλος, για μεγαλύτερη σαφήνεια, κάθε φορά

163 Μπαμπινιώτης 2005 1040.


164 Τριανταφυλλίδης 1994, 201.
165 Τριανταφυλλίδης 1994, 36.

166 Μπαμπινιώτης 2005, 976.

87
που μέσα στα ποιήματα συνάντησα ευθύ λόγο τον έβαλα μέσα σε

εισαγωγικά167, μολονότι κάτι τέτοιο δεν είχε εφαρμοστεί συστηματικά

σε καμιά από τις προηγούμενες εκδόσεις του έργου, π.χ. Τότε άκουσα

το χείλι, / το δικό σου να μου πει: / «Πώς σού φαίνονται;» Kαι σού’ πα: /

«Είναι άσχημες πολύ» (ΟΝ).

Ακόμη, συμβουλεύτηκα τη σύγχρονη νεοελληνική

γραμματική για τη χρήση του τελικού ν. Το τελικό ν το διατηρήσαμε

μόνο στα άρθρα τον, την, στο αριθμητικό έναν, στην προσωπική

αντωνυμία αυτήν και στα άκλιτα δεν, μην. Επίσης, παραμένει το ν όταν

η επόμενη λέξη ξεκινά από φωνήεν ή από τα σύμφωνα κ, π, τ, μπ, ντ,

γκ, τσ, τζ, ξ και ψ168, πχ. τη βοσκούλα (ΚΑ), όλην τη φύση (ΣΟ).

Και στην ορθογραφία όμως έμεινα πιστή στη σύγχρονη

γραφή των λέξεων για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, για να είναι πιο

προσιτό και ευανάγνωστο το κείμενο της έκδοσης στον σημερινό

αναγνώστη. Πέρα όμως απ’ αυτό γνωρίζουμε καλά ότι τον Σολωμό

δεν τον απασχόλησε ποτέ το θέμα της ορθογραφίας. Απλώς,

σύμφωνα με τον Πολίτη, ακολούθησε στο ζήτημα της ορθογραφίας

μια συνήθεια του τόπου του. Ο τρόπος που γράφει είναι ίδιος, όπως

ακριβώς έγραφαν τα ελληνικά στα Εφτάνησα και σε άλλα

ιταλοκρατούμενα μέρη οι Έλληνες, που είχαν περισσότερη ή λιγότερη

σχολική μόρφωση ιταλική. Ο τρόπος αυτός, άλλωστε, δεν ξεχωρίζει

μόνο με τη σχεδόν φωνητική ορθογραφία του, αλλά και με το σχήμα

των γραμμάτων169.

Σε όλες τις παραπάνω επιλογές προσπαθήσαμε να μείνω

πιστή και να τις ακολουθήσω ενιαία και πιστά σε όλα τα ποιήματα.

167 Μπαμπινιώτης 2005, 1073.


168 Τριανταφυλλίδης 1994, 38.
169 Πολίτης 1985, 48.

88
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

89
ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ
Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω˙

πρόβαλε ’κει στα κάγκελα να ιδείς που τραγουδάω.

Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος ˙

ας τον αφήνει να περνά και ας μην ζηλεύει ο τοίχος.

5 Κάμε να φύγεις αν μπορείς ˙ έλα να σε φιλήσω ˙

με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου θα σβήσω.

Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου

πως δε θα κάμω να χαθεί, αθώα μου, η παρθενιά σου.

90
ΑΝΘΟΥΛΑ

Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα,

καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώραν όπου σ’ είδα.

Είχες τα μάτια σου γυρτά στα πράσινα χορτάρια

κι η λύπη σου τα ‘στόλιζε με δυο μαργαριτάρια.

5 Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα,

γιατί στον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι ορφανούλα.

Α! ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη,

οπού με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει.

Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα;

10 Βρόχια πολλά σου σταίνουνε˙ έλα μαζί μου, Ανθούλα.

91
ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ

Τώρα ας παύσει της κιθάρας

η γλυκόφωνη χορδή.

Στην καρδιά μου τη θλιμμένη

τη νεότητα ενθυμεί.

5 Τη νεότητα που απέρασε

έτσι ογλήγορα απ’ εμάς,

χωρίς καν να μας αφήσει

στοχασμό παρηγοριάς.

Μόνο μ’ άφησε η προδότρα

10 έναν άθλιο στοχασμό,

που φρικτά μου ζωγραφίζει

του θανάτου τον καιρό.

Να! Το μάτι που τον ήλιο

πολεμά να ματαϊδεί

15 και το στόμα να βαστάξει

τη στερνή του αναπνοή.

92
< ΕΙΣ ΦΙΛΟΝ ΨΥΧΟΡΡΑΓΟΥΝΤΑ >

Ήλθε η ώρα να σ’ αφήσω.

Νά! Το θάνατο θωρώ,

ήθελα να σε φιλήσω,

ήθελα, μα δεν μπορώ!

5 Μόνο σ’ αποχαιρετάω,

γιατί πλιο δε θα σε ιδώ,

να σε σφίξω απεθυμάω,

μα το χέρι είναι νεκρό!

Πιάσ’ το, ιδές πως είναι κρύο,

10 πιάσ’ το, ιδές πως είναι αχνό,

τες ελπίδες μου απολύω

και το Χάρο ακαρτερώ!

Ήλθε η ώρα να σ’ αφήσω,

του θανάτου να η μορφή!

15 Δεν μπορώ να σε φιλήσω,

Νά! Μου σβένεται η πνοή.

93
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,

και της ομορφιάς θεά˙

μου εφαινότουν οπώς ήμουν

μετ’ εσένα μια νυκτιά.

5 Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι

περπατούσαμε μαζί˙

όλα ελάμπανε τ’ αστέρια

και τα κοίταζες εσύ.

Εγώ τσὄλεα: «Πέστε, αστέρια,

10 είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,

πού να λάμπει από ’κει απάνου

σαν τα μάτια της Κυράς;

Πέστε αν ίδετε ποτέ σας

σ’ άλλη τέτοια ωραία μαλλιά,

15 τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,

τέτοια αγγελική θωριά;

Τέτοιο σώμα ωραίον οπ’ όποιος

το κοιτάζει, ευθύς ρωτά:

«Αν είν’ άγγελος εκείνος,

20 πώς δεν έχει τα φτερά;»

94
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,

οπού μόδινες γλυκά,

εξεφύτρωνε άλλο ρόδο

από την τριανταφυλλιά.

25 Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν

ως οπού ’λαμψεν η αυγή,

που μας ηύρε και τους δυο μας

με την όψη μας χλωμή.

Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου˙

30 τώρα στέκεται εις εσέ

να το κάμεις ν’ αληθέψει

και να θυμηθείς για με.

95
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΛΟΔΟΒΙΚΟΝ ΣΤΡΑΝΗ

Λίγα γιούλια εγώ σου στέρνω

και στο σπίτι σου τα σπέρνω,

εις το οποίον ήλθε η Θεά,

οπού ονόμασαν Υγειά.

5 Ροδοδάχτυλα τα χέρια

και τα μάτια ωσάν αστέρια ˙

έχει μάγουλο ωσάν μήλο ˙

με χαμόγελο το χείλο,

οπού δίνει ένα φιλί

10 και ξανάρχεται η ζωή.

Αλλά πώς συχνά συχνά

η ομορφότατη Θεά

με το μάτι το γλυκό

κοιτάει θάλασσα, ουρανό;

15 Εκατάλαβα γιατί ˙

Α! Την ώρα καρτερεί

να σε πιάσει από το χέρι,

να σε πάει και να σε φέρει.

96
< ΚΑΚΙΩΜΑ >

Πλέον δεν έρχομαι στο βρέφος

ωραιότητες γεμάτο,

σαν τριαντάφυλλο δροσάτο

οπού ανοίγει αυγερινό.

5 Όχι, πλέον δε θέλω νά’ λθω,

ούτε αν έξαφνα αρχινήσει

λυπηρά να τραγουδήσει

τη βοσκούλα στο βουνό ˙

Ούτε αν ψάλλοντας το ιδούνε

10 τον πατέρα του να δείξει

και τα δάκρυα να σφουγγίξει

με το χέρι το μικρό.

Μόνον αν το πάρει η Μοίρα

και στενέψει εμέ να κλίνω,

15 τότες έρχομαι και δίνω

ένα φίλημα κι εγώ.

97
<ΤΟ ΒΡΑΔΥ>

Ιδού που λαμπυρά σουρποενδυμένο

στες ερμιές τ’ ουρανού βγαίνει το βράδυ

και μακρύτατο σέρνει οκνό σκοτάδι

μαυριλιασμένο.

5 Παντού σιωπή˙ μόν’ τη φλογέρα πνέει

βοσκούλα καθαρή, και το καημένο

στα μοναχά τα δάση αρνί χαμένο

τρέχει και κλαίει.

Όλοι τους μαζωμένοι έκαναν νέφι

10 τριγύρου γύρου εις το μιαρό το ξύλο.

Άλλοι εσφάξαν τη μάνα, άλλοι το αδέλφι,

άλλοι το φίλο.

Καθένας τους για νδύμα ύστερο εφόρει

μακρίο και ξεσχισμένο ένα σενδόνι,

15 που εκυμάτιζε ολόασπρο σαν το χιόνι

πού ’ναι στα όρη.

Λεν το τραγούδι τρομερά του ολέθρου,

και μουγκή και φρικτή μια λύρα μπαίνει,

που με κόκαλα ,μαύρα είναι φτιασμένη

20 ενός σκελέθρου.

98
< ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ >

Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα!

Kαι σε τούτη την άφραστη αρμονία

η καρδιά μου απεκριέται <με> λαχτάρα.

Γλυκέ φίλε, είσαι εσύ πού, με τη θεία

5 έκσταση του Οσσιάνου εις τ’ ακρογιάλι,

εμψυχώνεις τερπνά την ησυχία.

Κάτσε. Ωδήν ας υψώσουμε εις τα κάλλη

της σελήνης: εκείνη εσυνηθούσε

ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.

10 Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε

σε μίαν ιτιά και η σελήνη ωστόσο

στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.

Αφ’ το Σκοπό να πού προβαίνει… Ώ, πόσο

συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!

15 Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω ˙

Παθητικόν σα εσένα, όταν λαμπίζεις,

στρογγυλή μεσουράνια, και το φως σου

σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.

99
< Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ >

Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, ειρήνη

όλην, όλην τη φύση ακινητούσε

και μέσα από την έρημη την κλίνη

τ’ αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε˙

5 τριγύρω γύρω η νυκτική γαλήνη

τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε˙

απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει

κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.

Στο ακρογιάλι αναπαύονταν ο γέρος ˙

10 στα παλαιά τα ρούχα του, σχισμένα,

εκινούσε το φύσημα του αέρος

τα αριά τα μαλλιά του, όλ’ ασπρισμένα,

κι αυτός στο πολύαστρον του αιθέρος

τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα.

15 Αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου

και ωσάν να’ χε το φως του, ήλθε κοντά μου.

100
<Η ΕΥΡΥΚΟΜΗ>

‐ «Θάλασσα, πότε θενά ιδώ την όμορφη Ευρυκόμη;

Πολύς καιρός απέρασε και δεν την είδ’ ακόμη.

Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω

και τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω!

5 «Φέρ’ τηνε, τέλος φέρ’ τηνε». Αυτά ο Θύρσης λέει

και παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί και κλαίει.

Και δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα,

εκείνο που της έδωσε και θάνατο και μνήμα.

101
Η ΨΥΧΟΥΛΑ

Ωσάν γλυκόπνοο

δροσάτο αεράκι

μέσα σε ανθότοπο,

κειο το παιδάκι,

5 την ύστερη έβγαλε

αναπνοή.

Και η ψυχούλα του

εις τον αέρα

γλήγορα ανέβαινε

10 προς τον αιθέρα

σαν λιανοτρέμουλη

σπίθα μικρή.

Όλα την κράζανε,

όλα τ’ αστέρια

15 κι εκείνη εξάπλωνε,

δειλή τα χέρια,

διατί δεν ήξερε

σε ποίο να μπει.

Αλλά, νά, του έδωσε

20 ένα αγγελάκι

το φιλί αθάνατο

στο μαγουλάκι,

102
που ξάφνου εξέλαμψε

σαν την αυγή.

103
Η ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ

Ποια είναι τούτη

που κατεβαίνει

ασπροεντυμένη

οχ το βουνό;

5 Τώρα που τούτη

η κόρη φαίνεται

το χόρτο γένεται

άνθι απαλό ˙

κι ευθύς ανοίγει

10 τα ωραία του κάλλη

και το κεφάλι

συχνοκουνεί ˙

κι ερωτεμένο,

να μη το αφήσει,

15 να το πατήσει

παρακαλεί.

Κόκκινα κι όμορφα

έχει τα χείλα,

ωσάν τα φύλλα

20 της ροδαριάς,

104
όταν χαράζει

και η αυγούλα

λεπτή βροχούλα

στέρνει δροσιάς.

25 Και των μαλλιώνε της

τ’ ωραίο πλήθος

πάνου στο στήθος

λάμπει ξανθό.

Έχουν τα μάτια της

30 οπού γελούνε

Το χρώμα πού ‘ναι

στον ουρανό.

Ποια είναι τούτη

που κατεβαίνει

35 ασπροεντυμένη

οχ το βουνό;

105
Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

‐«Μην είδες την Ξανθούλα;»

‐«Την είδα ψες αργά,

που εμβήκε στη βαρκούλα

να πάει στην ξενιτιά.

5 Εφούσκωνε τ’ αέρι

λευκότατα πανιά,

ωσάν το περιστέρι

που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι

10 με λύπη, με χαρά,

και αυτή με το μαντίλι

τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της

εστάθηκα να ιδώ,

15 όσο η πολλή μαυρότης

μου το ‘κρυψε και αυτό.

Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι

δεν ήξερα να πω

αν έβλεπα πανάκι

20 ή του πελάγου αφρό ˙

106
και αφού πανί, μαντίλι

εχάθη στο νερό,

εδάκρυσαν οι φίλοι,

εδάκρυσα κι εγώ».

107
ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1. Η ΕΛΛΑΔΑ

Η Ευρώπη την κοιτάει πως θε να πράξει˙

της Ευρώπης κοιτάει κατά τα μέρη˙

χωρίς όψη το πρόσωπο ν’ αλλάξει,

απάνου εις τη ρομφαία βάνει το χέρι.

Βασιλικά και με πολέμιαν τάξη

έκαμε νεύμα, οπού έλεγε: «Ακαρτέρει».

Και κατά την Ασία φρικτογυρίζει,

το δάκτυλο κινάει και φοβερίζει.

2. ΤΑ ΔΥΟ ΜΝΗΜΑΤΑ

Τρεις φορές πολεμάει και με την τρίτη

τα εγκάρδια προμηνύματα ακλουθάει˙

σταίνει δύο κυπαρίσσια εμπρός στο σπίτι

και δύο μνήματα μαύρα οικοδομάει ˙

το φως του Λαμπροτάτου Αποσπερίτη

στα Επιτύμβια κλαδιά λαμποκοπάει ˙

στο ένα λαμποκοπάει και στ’ άλλο μνήμα

και γλυκά σέρνει κάτου ο ρύαξ το κύμα.

3. ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ

Στέκουν τα προβατάκια, οπού το μάτι

για Δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά,

και αγκαλά και κανένα επεριπάτει.

Έλεγες ότι σφάλλει η φαντασία ˙

108
έως οπού στην κοιλάδα, άνθια γεμάτη,

τρέχουνε, δύο με δύο, και τρία με τρία.

Κι όλα της κοιλάδας τα περάσματα

λαλούν κουδούνια, αντιλαλούν βελάσματα.

109
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

1. ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

‐Μάνα μου, σκιάζομαι πολύ

μη πεθαμένοι βγούνε.

‐Σώπα, παιδάκι μου˙ οι νεκροί

την πλάκα τους βαστούνε.

2. ΔΕ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ

Όσα λούλουδα είν’ το Μάη

μαδημένα ερωτηθήκαν

κι όλα αυτά μ’ αποκριθήκαν

πως εσύ δε μ’ αγαπάς.

3. ΓΑΛΗΝΗ

Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα

εις την έρμη ακρογιαλιά ˙

λες και η θάλασσα κοιμάται

μές’ της γης την αγκαλιά.

4. ΑΙΝΙΓΜΑ

Το πρώτο μου είν’ αναίσθητο,

το δεύτερο δεν είναι˙

δίχως το παν ά λειτουργάς,

καλέ παπά μου, κρίνε.

(Πέτρα‐χείλη)

110
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ

Πες μου ˙ θυμάσαι, αγάπη μου, εκείνη την παιδούλα,

οπού ‘χε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα;

Οπού ‘χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα,

πού ‘χε τα μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού το χρώμα;

5 Που καθισμένη ευρίσκαμε στο έρμο ακρογιάλι

και λυπηρά ετραγούδαε της άνοιξης τα κάλλη;

Που προς το βράδυ πάντοτε μονάχη επερπατούσε,

κι είχε κοντά της εν’ αρνί που την ακλουθούσε;

Τη μαύρη! Την απάντησα το χάραμα στο δρόμο,

10 αλλά την κόρη τέσσεροι την είχανε στον ώμο˙

και κατεβάζοντάς τηνε μονάχη απ’ το βράχο,

κανείς δεν την ακλούθαε παρά τ’ αρνί μονάχο.

Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε μπε, μπε μπε φωνάζει,

πάλε μπε μπε, πάλε μπε μπε, και την κυρά του κράζει.

111
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ

Εψές μού απέθανε ο βοσκός και τέσσεροι στον ώμο,

μού τον επήραν γλήγορα στον ύστερό το δρόμο.

Βραχνόφωνα ο καλόγηρος ανάδευε τα χείλα˙

του νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα.

5 Θυμούμαι που καθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση:

«Ποιος απ’ εμάς», ελέγαμε, «περσότερο θα ζήσει;»

Και λέγοντας «ποιος απ’ εμάς περσότερο θα ζήσει;»

‘φθύς κατ’ εμάς εβούϊξε φρικτά το κυπαρίσσι.

Δυστυχισμένη συντροφιά που το χαρούμεν’ άνθι

10 της νιότης μας της τρυφερής ογλήγορα εμαράνθη!

Ώ θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε ˙

έν’ αναστέναγμα γλυκό μού φαίνεται πώς θα’ σαι.

Μού ’πανε πως μεσάνυκτα σε βάνουνε στο μνήμα

και εξέδωσα το ρούχο μου για το στερνό σου εντύμα.

15 Κείνοι που θα με θάψουνε, ακόμη αν μ’ αγαπούνε,

ας βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν’ αγκαλιαστούνε.

112
ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ

Ομοίως τ’ αγγελούδια

ανέσπερα αστέρια

του Πλάστη απ’ τα χέρια,

εβγαίναν λαμπρά˙

5 κι εφώναξαν: «Χαίρε,

νεοφώτιστο θάμα!»

Κι εδένοντο αντάμα

με την αγκαλιά.

Και τ’ άνθη απ’ τα δέντρα

10 ξεπέφτουν, ιδές τα,

παρά πολύ η ζέστα

του ήλιου τα βαρεί˙

ξεπέφτουν ανάμεσα

στα χόρτα του τόπου,

15 ως πέφτει του ανθρώπου

του μαύρου η ζωή.

Η Αυγούλα που νά’ ναι;

Κοντεύει το βράδυ,

που μαύρο σκοτάδι

20 ξαπλώνει στη γη

113
Παγαίνει εκεί πού ’ναι

μακρύ κυπαρίσσι,

παγαίνει στη βρύση ˙

δεν είναι ούδ’ εκεί.

25 Στ’ αλώνι, στ’ αμπέλι,

στο δρόμο κοιτάζει

και τέλος φωνάζει:

«Αυγούλα μου, Αυγή!»

«Αυγή μου» συχνότατα

30 του βγήκε απ’ τα στήθη

και «Αυγή μου» απεκρίθη

μια άλλη φωνή.

Πως είν’ τς’ Αυγούλας

ο Ανθός εστοχάσθη

35 και πρόθυμα εβιάσθη

κατά την Αυγή.

Εγύρευε ανήσυχος

ωσάν περιστέρι,

για να ’βρει το ταίρι

40 και δεν του βολεί˙

Και τρέχει και τρέχει

114
παντού να κοιτάξει

και δίχως να κράξει

δε μνέσκει στιγμή.

45 Στο μάτι μακρόθεν

ο τοίχος ασπρίζει

και γύρω του ανθίζει

η δάφνη, η μερτιά˙

Αλλ’ άνανθη κλαίει

50 ομπρός εις τη θύρα

του ανθρώπου τη μοίρα

κλωνόγυρτη ετιά.

Την είδε προβαίνοντας

στη μέση κι εφώναξε:

55 «Αυγούλα μου, ετρόμαξε

ο Ανθός σου πολύ».

Ετούτα λαλώντας

κοντά της πηγαίνει ˙

Η Αυγούλα σωπαίνει

60 και δεν του μιλεί.

Προσκέφαλο κόκκινο

της κείται από κάτου

κρεβάτι θανάτου

115
στερνό και πικρό˙

65 Θανάτου στεφάνι

τριγύρου στην κόμη˙

Είν’ εύμορφη ακόμη

στην όψη πολύ.

Ο Άγγελος ίσως,

70 που παίρνει το μίλημα,

της πήρε με φίλημα

γλυκό την ψυχή.

Γιατί έχει χαμόγελο

ακόμη στο στόμα,

75 που λες και στο χώμα

δεν πρέπει να μπει.

Δεν είν’ πεθαμένη˙

την όψη τηράτε˙

κοιμάται, κοιμάται,

80 εις ύπνο βαθύ˙

Ανήσυχου ονείρου

τρομάρα, μαυρίλα,

στα χέρια, στα χείλα,

τα χρώματα σβηεί.

116
85 Τη γύρευε τόσο

και τέλος τη βρέσκει,

ακίνητος μνέσκει

για να τη θωρεί.

(Καθίζει εις το προσκέφαλο σιμά στην Αυγούλα)

Αθώα πεταλούδα,

90 στης κάψας τη λαύρα,

γυρεύει μιαν αύρα

για να δροσισθεί˙

Κι εκεί κατά τύχη

σε μνήμα ακουμπάει,

95 που ξάφνου φυσάει

μία αύρα γλυκή.

Το φύσημα αισθάνεται

που στέλνει τ’ αέρι

κι η αθώα δεν ηξέρει

100 πού κάθεται, πού.

«Ψυχή μου» την κράζει

το ανήλικο στόμα˙

δεν ξέρει το σώμα

πως είναι νεκρό˙

117
105 Πως είναι στον τόπο,

που δρόμο δεν έχει

λαμπρά να μην τρέχει

λευκότατο φως.

Γλυκόφωνο σήμαντρο,

110 που κράζει απ’ το σπίτι

τον γέρον ερμίτη

να πει το σπερνό.

Ώ σήμαντρο, οπότε

καλείς εις το μυρι‐

115 στικό πανηγύρι,

η ηχώ σου τερπνή˙

Αλλ’ οπότε, ω σήμαντρο,

πεθαίνουν αθώοι

κι αργό μοιρολόι

120 αρχίζεις‐ πικρή ˙

Τον ήχο, που τώρα

συ κάνεις, μην πάψεις ˙

αλλ’ άργειε να κλάψεις

ανθρώπου θανή.

125 Κι εγώ θέλει παρα‐

καλέσω τη φύση

118
να μη σε γκρεμίσει

σεισμού ταραχή.

Του Εσπέρου τη λάμψη

130 θωρώ να προβάλει

στην έρμην αγκάλη

ψηλά τ’ ουρανού.

Κι εκεί στου θανάτου

τς’ Αυγούλας κρεβάτι

135 συρίζει δροσάτη

πνοή του βραδιού.

Και τ’ άνθια απ’ το σώμα

τς αυγής εσκόρπουσε,

την κόμην κινούσε

140 τς Αυγής και τ’ Ανθού.

Της παίρνει με χέρι

αργό το στεφάνι,

το βάνει, το βγάνει

απ’ την κεφαλή.

145 «Η μέρα βραδιάζει.

Αυγούλα, παγαίνω ˙

κοντά σου πεθαίνω

αν μείνω μ’ εσέ.

119
Αυγούλα, αν δεν έλθεις,

150 για πάντα σε αρνούμαι˙

Φοβούμαι, φοβούμαι,

μην έβγουν νεκροί.

Αυγούλα, για ξύπνα,

για ξύπνα, κι αν λάχει

155 και σ’ εύρουν μονάχη,

πεθαίνεις και συ».

Στη μάνα παγαίνει,

την βρέσκει που κλαίει

και «Μάνα», της λέει,

160 «Μην κλαις πού ’μαι δω.

Η Αυγούλα κοιμάται,

αλήθεια σου λέω ˙

Μην κλαις γιατί κλαίω

μανούλα κι εγώ.

165 Ιδού το στεφάνι ˙

Μην γέρνεις στην άλλη

μεριά το κεφάλι,

τα μάτια μην κλεις ˙

Στ’ αφήνω στα γόνατα

120
170 κι ακόμη αν αργήσει

η Αυγή να ξυπνήσει,

εμέ το φορείς».

121
ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τώρα που η ξήστερη

νύκτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα

και εκεί στους βράχους

5 σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

Τώρα που ανοίγεται

κάθε καρδία

στη λύπη, ακούσετε

10 μίαν ιστορία,

που την αισθάνονται

τα σωθικά.

Σε κοιμητήριον

είναι στημένα

15 δύο κυπαρίσσια

αδελφωμένα,

που πρασινίζουνε

μες τους Σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα

20 καταβουΐζουν

οι ανέμοι, αν τά ’βλεπες

122
πως κυματίζουν,

έλεες πως κράζουνε

τους ζωντανούς.

25 Δύο αδέλφια δύστυχα

κοιμούνται κάτου

τον ανεξύπνητον

ύπνον θανάτου˙

κι έμεινε η μάνα τους

30 στην συμφορά.

Τα μαύρα επαίζανε

εκεί όπου στέκει

ο πύργος, κι έπεσε

τ’ αστροπελέκι

35 κι άψυχα τ’ άφησε

τα θλιβερά.

Ροδοστεφάνωτα,

ασπροεντυμένα,

τα κατεβάσανε

40 αγκαλιασμένα

μέσα εις την ύστερη

αλησμονιά.

Σιωπή τα σήμαντρα

Οπού τα κλαύσαν

123
45 Σιωπή τα σύνεργα

οπού τα εθάψαν,

σιωπή τα ψάλματα

τα λυπηρά.

Θανής δεν έμνεσκαν

50 άλλα σημεία

πάρεξ του λίβανου

η μυρωδία

οπού εχυνότουνα

στην ερημιά.

55 Δεν άκουες βάδισμα

χαμένου σκύλου ˙

πουλιού δεν άκουες

λάλημα, ή χείλου,

ή κλωνοφλίφλισμα

60 να πνέει τερπνά.

Νερομουρμούρισμα

οπού αναβρύζει

και τζι επιτύμβιες

πέτρες δροσίζει

65 μόλις αντίσκοβε

τη σιγαλιά.

124
Στον τοίχον σύρριζα

σκύπτει, κοιτάει,

γλυκολυπούμενη

70 χαμογελάει

κατά τα εντάφια,

χόρτα πικρά.

Κατά τα σύγνεφα,

κατά τ’ αστέρια,

75 μανιώσης τρέμοντας

ρίπτει τα χέρια,

και κλαίει και ριάζεται

τρομακτικά.

Και τριγυρίζει

80 το περιτείχισμα

πασπατευτά.

Γύριζε, γύριζε

Ήτον στην άλαλην

τη μοναξία

85 στρογγυλοφέγγαρος

φωτοχυσία

σαν την λαμπρόπλαστη

πρωτονυχτιά!

125
Και αυτή από λύπησιν

90 τετυφλωμένη

κοιτάζει ολόγυρα

τετρομασμένη,

πράχνει τα σήμαντρα,

σκούζει σφιχτά:

95 «Γλήγορα ας φύγουνε

αφ’ τα λαγκάδια

κεια τα φρικτότατα

πυκνά σκοτάδια ˙

αχ! Με πλακώνουνε

100 μες την καρδιά.

Γλήγορα ας φύγουνε,

δεν τ’ απομένω,

μοιάζουνε, μοιάζουνε

με το σχισμένο

105 ρούχο που εσκέπασε

τα δύο παιδιά».

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

110 της ερημίας

αποκρινόντανε

φρικτά φρικτά.

126
Από την έρημη

αναφωνήτρα,

115 πού’ ναι στους δύστυχους

παρηγορήτρα,

είχαν δύο ξέμετρα

τα δύο νεκρά˙

«Τά’ χω στον κόρφο μου

120 και τα φυλάω ˙

με αυτά τα ξέμετρα

θε να μετράω

τα δυο τους μνήματα

καθημερνά».

125 Γκλαν γκλαν <τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

130 φρικτά φρικτά>.

«Βραχνό το ψάλσιμο ˙

του Καλογήρου ˙

αχνά τα εντάφια

κεριά τριγύρου˙

135 αργά τα σήμαντρα

127
και τρομερά».

«Ναι, ναι, επεθάνανε ˙

μέσα στο σκότος

τα κατεβάσανε –

140 ακούω τον κρότο –

τα κατεβάσανε

βαθιά, βαθιά».

Γκλαν γκλαν <τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

145 γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά>.

«Διατί τινάζετε

150 πάνω τους χώματα;

Μη, μη σκεπάζετε

τα μικρά σώματα,

που αποκοιμήθηκαν

γλυκά, γλυκά.

155 Αύριο θα κόψουμε

κάτι λουλούδια,

αύριο θα ψάλουμε

κάτι τραγούδια,

128
εις την πολύανθη

160 Πρωτομαγιά».

Λεπτά τα σήμαντρα

<της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

165 αποκρινόντανε

φρικτά φρικτά>.

Γκλαν γκλαν παράδερνε

με τα γλωσσίδια

κι εματαρχίναε

170 κι έλεε τα ίδια,

ως οπού εβράχνιασε

θανατερά.

Να, που φιλόδροση

αύρα ξυπνάει

175 και ψιθυρίζοντας

μοσκοβολάει

από τα αρώματα

τ’ αυγερινά ˙

στα φύλλα επέρνουσαν

180 +Μεσ’ τας + καρδίας,

σαν τα κινήματα

129
της φαντασίας,

που ζωγραφίζουνε

την ευτυχιά.

185 Εκείν’ η δύστυχη

τραβάει την άχνα,

βαθιά τα αισθάνθηκε

μέσα εις τα σπλάχνα,

Άχ! Κι εκατέβηκε

190 στην ερημιά.

Με λύπη εγκάρδιον

εθεωρούσε

όλα τα μνήματα

και τα μετρούσε

195 με τ’ αργό κίνημα

της κεφαλής.

Να’ μπει αλλά μάταια

[πισωδρομίζει] πισθοδρομίζει

και παίρνει απ’ έξωθε

200 και τριγυρίζει

το περιτείχισμα

πασπατευτά.

Της πίπτουν έπειτα

και ληθαργίζει

130
205 και πάλε αρχίναε

να τριγυρίζει.

Γύριζε, γύριζε,

τέλος εμβαίνει

στο σημαντρήριον

210 και τ’ ανεβαίνει

τα ίχνη αλλάζοντας

σπουδακτικά.

131
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

(σελ. 88)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στα Ευρισκόμενα (βλ. Πολυλάς, 349). Περιέχεται με

την ίδια μορφή στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης,

Άπ. 1, 47). Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 263‐264.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση την έκδοση Πολυλά.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το ποίημα αναφέρεται στη συνήθεια των «ευγενών» να κλείνουν τις

θυγατέρες τους σε παρθεναγωγείο της πόλης, το «Μοναστήρι», για να

τις προφυλάξουν από τα ηθικά παραπτώματα και να τις εθίσουν στην

πειθαρχημένη ζωή. Οι νεαροί κι εκεί τις τραγουδούσαν, ωστόσο,

καντάδες και λαϊκά δίστιχα. Την τρυφερή αυτή ανθρώπινη στάση

συμπεριέλαβε στην ποίησή του ο Σολωμός (βλ. Καββαδίας 1987, 58).

Είναι ένα από τα πρώτα ποιητικά νεοελληνικά γυμνάσματα του

Σολωμού, γραμμένο πιθανότατα πριν από το 1820.

«Ο ίδιος ο Πολυλάς γράφει ότι το ποίημα αυτό του το έστειλε ο φίλος

του, ο κύριος Αντώνιος Μάτεσης» (Πολίτης, Άπ. 1, 327). Νεότερες

έρευνες έχουν δείξει πως το αντίγραφο που έφτασε στα χέρια του

Πολυλά είναι πιθανότατα γραμμένο από το χέρι του ίδιου του Μάτεση

(βλ. Coutelle 1990, 52).

ΑΝΘΟΥΛΑ (σελ. 89)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

132
Πρώτη δημοσίευση στην ανθολογία Μάιος (βλ. Μάιος, 73). Περιέχεται

στα Άπαντα (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 47). Βλ. ακόμα: Δε Βιάζης, 135.

Μαρασλή, 3 ˙ Παπανικολάου 1970, 264.

Το ποίημα εδώ με τη μορφή που έχει στην έκδοση των Απάντων (βλ.

Πολίτης ό.π.), με ορισμένες αποκλίσεις (βλ. εδώ πιο κάτω).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ερωτικό, αισθηματικό ποίημα. Ο ποιητής σε πρώτο πρόσωπο

απευθύνεται στην Ανθούλα και της ζητά να τον ακολουθήσει,

αποφεύγοντας έτσι και τα «δίχτυα» της κοινωνίας.

Είναι ένα από τα πρώτα ποιητικά νεοελληνικά γυμνάσματα του

Σολωμού, γραμμένο πιθανότατα πριν από το 1820.

Έχει μελοποιηθεί από τον Δ. Ξίνδα (βλ. Παπανικολάου 1970, 264).

Στίχος 10: Υπάρχει πλήθος μαρτυριών της έκφρασης «βρόχια πολλά

σου σταίνουνε» σε δημοτικά τραγούδια αλλά και σε ποιητές

προγενέστερους του Σολωμού (Βηλαράς), «Να στήσω βρόχια στο

βουνό και αντίβροχα τση κάμπους» (βλ. Καββαδίας 1987, 101).

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ (σελ. 90)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στη συλλογή του Ρωσσολίμου (βλ. Ρωσσολίμος, 95).

Περιέχεται στα Άπαντα (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 50). Βλ. ακόμα: Δε Βιάζης,

135 ˙ Παπανικολάου 1970, 265‐266.

Το ποίημα εδώ με τη μορφή που έχει στην έκδοση των Απάντων (βλ.

Πολίτης ό.π.).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο ποιητής αποστασιοποιείται από τα προβλήματα του κόσμου και

στρέφεται στο δικό του ψυχικό κόσμο. Στεναχωριέται για τη νιότη, που

133
τον έχει εγκαταλείψει ενώ ταυτόχρονα κατέχεται και από τον

στοχασμό του θανάτου.

Είναι ένα από τα πρώτα ποιητικά νεοελληνικά γυμνάσματα του

Σολωμού, γραμμένο πιθανότατα πριν από το 1820.

< ΕΙΣ ΦΙΛΟΝ ΨΥΧΟΡΡΑΓΟΥΝΤΑ > (σελ. 91)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στην συλλογή του Ρωσσολίμου (βλ. Ρωσσολίμος,

94). Δημοσιεύεται και στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη (βλ.

Πολίτης, Άπ. 1, 47). Βλ. ακόμα: Δε Βιάζης, 425˙ Παπανικολάου 1970, 266.

Το ποίημα εδώ με τη μορφή που έχει στην έκδοση των Απάντων (βλ.

Πολίτης ό.π.).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το θέμα του ποιήματος είναι ο ψυχικός και συναισθηματικός

σπαραγμός ενός μελλοθάνατου. Το βίωμά του γίνεται ακόμα

εντονότερο, καθώς αδυνατεί να αποχαιρετήσει από κοντά τον φίλο

του. Η επανάληψη του «να» (στίχ. 2,14, 16) και του «ιδές» (στίχ. 9, 10),

όπως και οι χειρονομίες, το ζωντανεύουν.

Ένα από τα πρώιμα ελληνικά ποιήματα του Σολωμού, γραμμένο

περίπου το 1818.

Ο Βελουδής επισημαίνει ότι ο τίτλος του, που έχει δοθεί, κατά πάσα

πιθανότητα, από τον πρώτο εκδότη του (Ρωσσολίμο), οδηγεί σ’ ένα

ερμηνευτικό αδιέξοδο αφού στο ποίημα «ομιλητής» είναι φανερά ο

«ετοιμοθάνατος» και όχι ο ποιητής ή κάποιος άλλος. Γι΄ αυτό και

προτείνει την αντικατάστασή του από μια ονομαστική «Ο

ψυχορραγών» ‐ ή ίσως με κάτι δημοτικότερο: «Ο ετοιμοθάνατος»

134
(Βελουδής 2000, 33‐34). Ο ίδιος ο Βελουδής στην έκδοσή του τιτλοφορεί

το ποίημα «Φίλος που ψυχορραγεί» (Βλ. Βελουδής 2008, 47).

Στίχοι 1‐2, 13‐14: Στη λαϊκή παράδοση ο ετοιμοθάνατος, συνήθως,

βλέπει το Χάρο, προτού να αφήσει την τελευταία του πνοή, όπως

ακριβώς συμβαίνει και σ’ αυτό το ποίημα (βλ. Καββαδίας 1987, 50).

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (σελ. 92‐93)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στον Αιώνα (βλ. Αιών, αρ. 948, στρ. 1‐5 και 11‐13).

Περιέχεται με την ίδια μορφή στην έκδοση Δαλλαπόρτα

(Δαλλαπόρτας , 78, στρ. 1‐5 και 11‐13) και Πολυλά (βλ. Πολυλάς, 177,

στρ. 1‐5 και 11‐13). Ολόκληρο το ποίημα και με τις στροφές 6‐10 στον

τόμο Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 51). Βλ. ακόμα:

Πανηγυρικόν Τεύχος, 210‐212˙ Παπανικολάου 1970, 267‐268.

Το ποίημα εδώ με τη μορφή που έχει στην έκδοση του Αιώνα (βλ. Αιών

ό.π.), με ορισμένες αποκλίσεις (βλ. εδώ πιο κάτω).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ερωτικό ποίημα. Ο ποιητής ονειρεύεται πως βρίσκεται μέσα σ’ ένα

ωραίο περιβολάκι με την αγαπημένη του και θαυμάζει την ομορφιά

της. Στο τέλος, εύχεται να πραγματοποιηθεί το όνειρό του.

Το ποίημα αυτό γραμμένο στα χρόνια 1818‐1820.

Μελοποιήθηκε από τον Σαχινίδη (βλ. Παπανικολάου 1970, 268) και τον

Μάνο Χατζιδάκη στο «Μεγάλο Ερωτικό» (βλ. Μύαρης –επιμ.‐ 2007,

150).

Ο Πολίτης εκδίδει άλλες 5 στροφές (στροφές 6‐10), που δημοσιεύτηκαν

μόνο στην εφημερίδα Έρευνα, την οποία δεν μπόρεσα να δω. Σύμφωνα

με τον Πολίτη (βλ. Πολίτης, Απ. 1, 327‐328) αυτή τη δημοσίευση την

135
είχε κάνει ο Λορέντζος Μαβίλης με την υποσημείωση «πέντε στροφαί,

ας ηυτύχησα να εύρω». Ωστόσο, οι στροφές αυτές δεν βρίσκονται στην

δημοσίευση του Αιώνα, την οποία γνώριζε ο ποιητής. Επομένως, αυτές

οι στροφές, ακόμη και αν ανήκουν σ’ αυτό το ποίημα, ενδέχεται να

έχουν προστεθεί αργότερα, μετά το 1849 και τη δημοσίευση στον

Αιώνα. Άρα, ενδέχεται να πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη του

ποιητή, που δεν ανήκει στη νεανική του ποιητική παραγωγή. Όμως,

επειδή συμβάλλουν στη νοηματική ολοκλήρωση του ποιήματος

παραθέτω εδώ αυτές τις πέντε στροφές, οι οποίες στην έκδοση του

Πολίτη έχουν την αρίθμηση 6‐10.

[6] Ό, τι είπα αυτά τα λόγια

μου εφανήκανε ομπρός

άλλες κόρες στολισμένες

με του φεγγαριού το φως˙

[7] εχορεύανε πιασμένες

απ’ τα χέρια τα λευκά

κι’ όλες τους επολεμούσαν

να μου πάρουν την καρδιά.

[8] Τότε άκουσα το χείλι,

το δικό σου να μου πει:

«Πώς σού φαίνονται;» Kαι σού’ πα:

«Είναι άσχημες πολύ».

[9] Εσύ έκαμες ετότες

γέλιο τόσο αγγελικό,

136
πού μου’ φάνηκε πως είδα

ανοιχτό τον ουρανό.

[10] Και παράμερα σ’ επήρα

εισε μία τριανταφυλλιά

κι’ έπεσα σου αγάλι αγάλι

στην ολόλευκη αγκαλιά.

Ο Ηλίας Βουτιερίδης εκφράζει την άποψη ότι το ποίημα αυτό είναι

μετάφραση του δεύτερου ποιήματος των Ανακρεόντειων του

Βιττορέλλι, τον οποίο ο Σολωμός θα είχε διαβάσει στη διάρκεια των

σπουδών του στην Ιταλία. Ο πρώτος στίχος μάλιστα του τραγουδιού

του Σολωμού «Τ’ όνειρο»: Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου μοιάζει πάρα πολύ

με τον πρώτο στίχο του Ανακρεόντειου του Βιττορέλλι: Ascolta, o infida,

un sogno (Άκου ένα όνειρο, άπιστη). Και αυτό, ισχυρίζεται, δεν είναι

καθόλου περίεργο καθώς όταν ο Σολωμός ήταν πολύ νέος και

σπούδαζε στην Ιταλία, ο Βιττορέλλι ήτανε σ’ όλη του τη δόξα, το όνομά

του ακουγότανε πολύ και διαβαζότανε πολύ. Και ο Σολωμός βέβαια

θα ήξερε και θα διάβαζε ένα τέτοιο ποιητή (βλ. Βουτιερίδης, 1937, 71‐

74).

Στροφή 8, στίχος 1: Στη Ζάκυνθο είναι πολύ συνηθισμένη η

προσφώνηση «ψυχή μου» (βλ. Καββαδίας 1987, 27).

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΛΟΔΟΒΙΚΟΝ ΣΤΡΑΝΗ (σελ. 94)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στα Ευρισκόμενα (βλ. Πολυλάς, 184). Περιέχεται

στα Άπαντα (Πολίτης, Άπ. 1, 53). Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 268.

137
Το ποίημα εδώ με τη μορφή που έχει στην έκδοση των Απάντων (βλ.

Πολίτης ό.π.).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο την περίοδο 1821‐1822 για τον φίλο του

Λουδοβίκο Στράνη, με αφορμή την ανάρρωσή του από κάποια

περαστική αδιαθεσία. Άλλη πιθανή χρονολογία του ποιήματος είναι

το 1819, σύμφωνα με τον Παπανικολάου (Παπανικολάου 1970, 268).

Ο Πολίτης το δίνει και με τον τίτλο «Λίγα γιούλια», χρησιμοποιώντας

δηλαδή ως τίτλο την αρχή του πρώτου στίχου (βλ. Πολίτης 1995, 116).

Ο Λουδοβίκος Στράνης γεννήθηκε το 1794, δηλαδή είναι τέσσερα

χρόνια μεγαλύτερος από τον Σολωμό και είναι στενός του φίλος ως το

1828, οπότε και έρχονται σε ρήξη. Είναι πρόξενος της Βενετίας στη

Ζάκυνθο. Είναι ο άνθρωπος που «κλέβοντας το χειρόγραφο», κατά την

έκφρασή του, δημοσίευσε τον Ιανουάριο του 1822 στην Κέρκυρα τα

ιταλικά αυτοσχέδια σονέτα του Σολωμού με τον τίτλο Rime

Improvissate. Η αποδοχή από την πλευρά του Σολωμού του προσώπου

του Στράνη για τον δύσκολο αυτό ρόλο δείχνει την εκτίμηση και την

εμπιστοσύνη του ποιητή προς τον φίλο του (βλ. Καψάσκης 1991, 174

και 189).

< ΚΑΚΙΩΜΑ > (σελ. 95)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στην Πανδώρα (βλ. Πανδώρα, 401). Χωρίς διαφορές

και στην έκδοση Πολυλά (Πολυλάς, 183) και Πολίτη (Πολίτης, Άπ. 1,

55). Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 269.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση την έκδοση Πολίτη, που

ανατυπώνει τη δημοσίευση της Πανδώρας και την έκδοση του Πολυλά.

138
ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Οι ανεκδοτογράφοι Επτανήσιοι διατύπωσαν την υπόνοια ότι

πρόκειται για ένα εξώγαμο παιδί του ποιητή, που πολύ του έμοιαζε.

Άλλοι λένε, πως δεν ήταν δικό του, αλλά κάποιου φίλου του. Κατά τον

Πολίτη, είναι απομίμηση κάποιου ιταλικού τραγουδιού. Ο ποιητής,

θυμωμένος, δεν θέλει να επισκεφτεί την αγαπημένη του ούτε να

βλέπει το παιδί του, έστω και αν τραγουδάει ΄΄τη βοσκούλα στο

βουνό΄΄. Ούτε και αν, δακρυσμένο, δείξει με το δάκτυλο τον πατέρα

του. Μόνον, όταν πεθάνει, θα αναγκασθεί να σκύψει και να το

φιλήσει. Γνώρισμα του ποιητή είναι το πείσμα» (Παπανικολάου 1970,

269).

Το ποίημα αυτό ανήκει στη νεανική περίοδο της σολωμικής

δημιουργίας και πρέπει να γράφτηκε την περίοδο 1821‐1822 (βλ.

Πολίτης 1995, 116).

Επέλεξα να βάλω τον τίτλο μέσα σε γωνιώδεις αγκύλες, καθώς

αποδεδειγμένα δεν προέρχεται από τον ίδιο τον ποιητή, αλλά είναι

επιλογή του Πολυλά (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 328).

<ΤΟ ΒΡΑΔΥ> (σελ. 97)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 1, 64, στίχ. 1‐20).

Πρώτη δημοσίευση στις Κρητικές Σελίδες (Κρητικές Σελίδες 1 1936,

179). Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 609˙ Αλεξίου 2007, 113˙ Βελουδής

2008, 52.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από τα Αυτόγραφα του ποιητή.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

139
Κατά τη διάρκεια μιας γαλήνιας νύχτας ακούγεται το τραγούδι των

κολασμένων γύρω από το μιαρό ξύλο (στίχ. 10). Πρόκειται για μια

ξύλινη αγχόνη ή για μια κρεμάλα, που ήταν μονίμως στημένη στις

βενετοκρατούμενες πόλεις και γύρω απ’ αυτήν παρουσιάζονται τη

νύχτα τα φαντάσματα πλήθους εκτελεσμένων, μητροκτόνων,

αδελφοκτόνων και άλλων. Φορούν άσπρα σάβανα και κάνουν

«μακάβριο χορό» τραγουδώντας ένα απαίσιο τραγούδι με τη συνοδεία

λύρας φτιαγμένης από ανθρώπινα κόκαλα μαύρα (βλ. Αλεξίου 2007,

33).

Το ποίημα πρέπει να ανήκει στην πολύ πρώιμη φάση της ποιητικής

δημιουργίας του Σολωμού, στα χρόνια 1818‐1820.

Η προέλευση του τίτλου άγνωστη. Επειδή στα Αυτόγραφα είναι άτιτλο,

βάζω τον τίτλο σε γωνιώδεις αγκύλες.

«Το βράδυ» αποτελεί ένα καλό δείγμα μιας πρώιμης δοκιμής του

Σολωμού να μεταφέρει στα ελληνικά τα θέματα και το ύφος της

ρομαντικής φανταστικής ποίησης. Ο Αλεξίου θεωρεί πως το ποίημα

παρουσιάζει απηχήσεις από το κρητικό ειδύλλιο «Η βοσκοπούλα» ενώ

έκδηλες είναι οι επιρροές, που δέχθηκε ο ποιητής, από το λαϊκό

ανάγνωσμα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, το οποίο ήταν

γεμάτο από ιστορίες βρικολάκων, φαντασμάτων και εγκληματιών (βλ.

Αλεξίου 2007, 33).

< ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ > (σελ. 97)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 1, 103, στίχ. 9‐26 και

Α. Ε. 2, 63 στίχ. 1‐15 και 64 στίχ. 21‐23). Πρώτη δημοσίευση στην έκδοση

140
Πολυλά (Πολυλάς, 209). Βλ. ακόμα: Πολίτης, Άπ. 1, 57˙ Παπανικολάου

1970, 271‐272˙ Αλεξίου 2007, 114˙ Κεχαγιόγλου 1990, 173‐174.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από την εκδοτική δοκιμή του

Κεχαγιόγλου.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Το ποίημα του Σολωμού, που συμπυκνώνει τόσο τις θεωρητικές του

αντιλήψεις περί μουσικής, αλλά και που διαπραγματεύεται μέσω της

ίδιας της μουσικής αυτή την αναζητούμενη μουσικότητα είναι το ΄΄Ωδή

εις την Σελήνη΄΄. Είναι ένα ποίημα μέσα στο οποίο ο Σολωμός

παρουσιάζει ολοκληρωμένα την αναζητούμενη και αποζητούμενη

αρμονία, που υπάρχει στον κόσμο, εσωτερικό και εξωτερικό. Είναι το

πάντρεμα του εσωτερικού ήχου που κρύβεται μέσα μας με τη

συμμετοχή της φύσης, έχοντας ως αγωγό την κιθάρα» (Μύαρης 2007,

150‐151).

Το ποίημα αυτό ανήκει στα πρώτα απλοελληνικά γυμνάσματα του

Σολωμού, γραμμένο περίπου το 1818 (βλ. Πολίτης 1995, 116).

Ο Κεχαγιόγλου προχώρησε σε μία δοκιμαστική έκδοση με βάση το

«καθαρογραμμένο αντίγραφο», που δεν είναι γραμμένο από τον

ποιητή αλλά είναι επιθεωρημένο από τον ίδιο. Έτσι, διόρθωσε μερικές

γραφές του αυτογράφου, επιτυγχάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη

μετρική εξομάλυνση του 3ου στίχου και ρυθμίζοντας τη στίξη.

Το ποίημα, άτιτλο στα χειρόγραφα, τιτλοφορήθηκε από τον Ιάκωβο

Πολυλά (βλ. Κεχαγιόγλου 1990, 173‐174)

Το ποίημα αυτό είναι χαρακτηρισμένο «απόσπασμα» από τον Πολυλά.

Ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, όπως κρίνει και ο Βελουδής είναι όχι

μόνο εσφαλμένος αλλά και ακατανόητος, αφού στα Αυτόγραφα

συμπεριλαμβάνεται ένα πλήρες και ολοκληρωμένο αυτόγραφο του

141
Σολωμού, γεγονός που κάνει πιθανότατη την υπόθεση ότι ο ποιητής

το είχε έτοιμο για δημοσίευση (βλ. Βελουδής 2000, 71). Ο Αλεξίου

πιστεύει πως το ποίημα έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς η ρομαντική

αναφορά στην άσπρη ταφόπετρα πάνω στην οποία λάμπει το

φεγγάρι, αποτελεί τη φυσική κατακλείδα, ύστερα από την οποία δεν

θα μπορούσε να προστεθεί τίποτε. Ο χαρακτηρισμός «απόσπασμα»

βασίζεται μόνο στο ότι το ποίημα τελειώνει με τρίστιχο αλλά,

σύμφωνα πάντα με τον Αλεξίου, πολλές φορές ο ποιητής σπάζει το

μετρικό πλαίσιο, οπότε αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αρκετός για τον

χαρακτηρισμό «απόσπασμα» (βλ. Αλεξίου 20007, 34‐35).

< Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ > (σελ. 98)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 2, 62 στίχ. 1‐8‐ 63

στίχ. 16‐23). Πρώτη δημοσίευση στην έκδοση Πολυλά (Πολυλάς, 211).

Βλ. ακόμα: Πολίτης, Άπ. 1, 58˙ Παπανικολάου 1970, 263‐264˙ Αλεξίου

2007, 115˙ Κεχαγιόγλου 1990, 173‐174.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση την έκδοση Πολίτη (βλ. Πολίτης

ό.π.) με ελάχιστες αποκλίσεις (βλ. πιο κάτω).

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Πολυλάς σημειώνει τον σκοπό του ποιήματος: «να παραστήσει τη

Σκιά του Ομήρου, οπού επρόσταζε τον ποιητή να γράψει τη δημοτική

γλώσσα» (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 328). Στη «Σκιά του Ομήρου» ο

ερασιτέχνης ακόμη, αλλά με οξυμμένη στο έπακρο τη συναίσθηση του

ποιητικού του ιδανικού, Σολωμός συναντάται με τον Όμηρο στο

καταγωγικό έδαφος της μυστικής χώρας της ποίησης. Η συνάντηση

κορυφώνεται στους δύο ομοιοκατάληκτους στίχους της δεύτερης

142
οκτάστιχης στροφής του ποιήματος. Σ’ αυτό το σημείο ο Όμηρος, που

αναπαύεται, ανασηκώνεται και αποστρέφοντας το σβησμένο βλέμμα

του από τον έναστρο ουρανό, αναγνωρίζει «ωσάν να’ χε το φως του»,

στο πρόσωπο του ενυπνιαστή έναν γνήσιο εντολοδόχο της ποιητικής

Μούσας. Αυτή η στιγμή ταυτίζεται με τη στιγμή της «αναγνωρίσεως»

(βλ. Καλταμπάνος 2004, 265‐268).

Το ποίημα πρέπει να έχει γραφτεί την περίοδο 1821‐1822.

Οι αλλαγές σε σχέση με την έκδοση του Πολίτη αφορούν τη στίξη,

όπως την υπέδειξε ο Κεχαγιόγλου στη δοκιμαστική έκδοση του

ποιήματος. Αποτέλεσμα των αλλαγών είναι στη δεύτερη στροφή οι έξι

πρώτοι στίχοι να έχουν τριμερή διάρθρωση: α. ο γέρος που αναπαύεται

(ξαπλωμένος) στο ακρογιάλι πάνω στα ρούχα του, β. ο αέρας που κινεί

τα μαλλιά του, γ. το γύρισμα των ματιών του προς τον ουρανό (βλ.

Κεχαγιόγλου 1990, 173‐174)

Το ποίημα, άτιτλο στα χειρόγραφα, τιτλοφορήθηκε από τον Ιάκωβο

Πολυλά. Ο τίτλος αυτός του Πολυλά υπαγορεύει μια συγκεκριμένη

ερμηνεία, ότι δηλαδή ο Σολωμός χειροτονείται ποιητής από τον

Όμηρο. Ο Βελουδής από την πλευρά του αμφισβητεί τον τίτλο του

Πολυλά, λέγοντας ότι ο τίτλος αυτός παραπλανεί τον αναγνώστη.

Θεωρεί πως το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Όσσιαν, στον οποίο

είναι αφιερωμένη και η «Ωδή εις τη Σελήνη». Η έκφραση «ombra d’

Omero» σώζεται σ’ ένα εντελώς άσχετο σημείο των αυτογράφων (βλ.

Βελούδης 2000, 71). Σύμφωνα με τον Αλεξίου, ο Σολωμός στη «Σκιά του

Ομήρου» μιμείται τον Petrarca, που περιέγραψε, στο λατινόγλωσσο

έργο του Africa, τη σκιά του Ομήρου να παρουσιάζεται στον Λατίνο

ποιητή Έννιο και να του προλέγει τη γέννηση του Petrarca καθώς και

τη συγγραφή της Africa. Οι φραστικές αναλογίες είναι στενές.

143
Πιθανώς αυτό το ποίημα έδωσε αφορμή στον Σολωμό να

χρησιμοποιήσει την εικόνα. Το βαθύτερο νόημα είναι ότι ο ποιητής μας

βλέπει τον εαυτό του ως συνεχιστή της αρχαίας παράδοσης, στην ίδια

γλώσσα, τα ελληνικά. Αναλαμβάνει την κληρονομιά του Ομήρου,

αλλά δεν θα τη νεκραναστήσει, όπως ο Petrarca τα λατινικά: θα κάμει

ποίηση στη ζωντανή μορφή των ελληνικών του καιρού του (Αλεξίου

2007, 36).

Το ποίημα αυτό είναι χαρακτηρισμένο «απόσπασμα», όπως και η «Ωδή

εις τη Σελήνη», από τον Πολυλά. Ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, όπως

κρίνει και ο Βελουδής είναι όχι μόνο εσφαλμένος αλλά και

ακατανόητος, αφού στα Αυτόγραφα συμπεριλαμβάνεται ένα πλήρες

και ολοκληρωμένο αυτόγραφο του Σολωμού, γεγονός που κάνει

πιθανότατη την υπόθεση ότι ο ποιητής το είχε έτοιμο για δημοσίευση

(βλ. Βελουδής 2000, 99).

<Η ΕΥΡΥΚΟΜΗ> (σελ. 99)


Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στον Αιώνα (Αιών, αρ. 945). Βλ. ακόμα: Ρωσσολίμος,

100˙ Δαλλαπόρτας, 79˙ Πολυλάς, 174˙ Δε Βιάζης, 258˙ Πολίτης, Άπ. 1,

59˙ Παπανικολάου 1970, 273‐274˙ Αλεξίου 2007, 91.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση τη δημοσίευση του Αιώνα.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Ο Θύρσης, όνομα βουκόλου που μνημονεύει ο Θεόκριτος, με το στόμα

του ποιητού εκφράζει τη νοσταλγία του για την όμορφη Ευρυκόμη,

χωρίς να ξέρει ο δύστυχος, ότι πνίγηκε» (Παπανικολάου 1970, 274).

144
Το ποίημα αυτό ανήκει στη νεανική περίοδο της σολωμικής

δημιουργίας και πρέπει να γράφτηκε την περίοδο 1821‐1822 (βλ.

Πολίτης 1995, 116).

Μελοποιήθηκε από τον Μάρι Βάρβογλη (βλ. Μύαρης 2007, 150).

Δημοσιεύτηκε άτιτλο και αυτό δημιουργεί πρόβλημα αφού ο

Ζαμπέλιος θα το δημοσιεύσει με τον τίτλο «Αβροκόμη», ο Σιγούρος με

τον τίτλο «Αβρυκόμη» ενώ ο Ρωσσολίμος είχε χρησιμοποιήσει το κύριο

όνομα «Αβρηκόμη». Ο Πολυλάς επειδή ήταν άτιτλο, προτίμησε να το

τιτλοφορήσει «Ευρυκόμη», χωρίς όμως αυτός ο τίτλος να προέρχεται

από τον ίδιο τον ποιητή. Γι’ αυτόν το λόγο επέλεξα ο τίτλος να μπει

μέσα σε γωνιώδεις αγκύλες.

Η ΨΥΧΟΥΛΑ (σελ. 100‐101)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στην Πανδώρα (βλ. Πανδώρα, 401). Περιέχεται με

την ίδια μορφή στα Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 181) και στην έκδοση των

Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 62). Βλ. ακόμα:

Παπανικολάου 1970, 276‐ 277˙ Αλεξίου 2007, 93.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση το κείμενο της Πανδώρας, το

οποίο ακολουθούν και οι εκδόσεις Πολυλά και Πολίτη.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ένα μικρό παιδί χάνει τη ζωή του μέσα σ’ ένα ανθότοπο και η ψυχή

του μοιάζει με «δροσάτο αεράκι». Όταν φτάνει στον ουρανό όλα τα

αστέρια τη διεκδικούν και αυτή δεν ξέρει που να μπει. Τότε ένα

Αγγελάκι του δίνει ένα αθάνατο φιλί και του χαρίζει την αθανασία.

Πιθανότατα γραμμένο στα χρόνια 1821‐1822.

145
Ανήκει στα «τραγούδια της ετοιμασίας» και είναι από τα πιο ανώριμα

της περιόδου (Αποστολάκης 1929, 12).

Η ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ (σελ. 102‐103)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρώτη δημοσίευση στον Μάιο (βλ. Μάιος, 92‐93). Περιέχεται στα

Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 177) και στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη

(βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 63‐64). Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 277‐280˙

Αλεξίου 2007, 94‐95.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση το κείμενο των εκδόσεων

Πολυλά και Πολίτη.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο ποιητής παριστάνει, υπό μορφή οπτασίας, μέσα σε μια

εξιδανικευμένη ανοιξιάτικη εποχή, το συναπάντημά του με μια

άγνωστη και το ξάφνιασμα της φύσης από την αιθέρια ομορφιά της.

Είναι γραμμένο στα 1821 (βλ. Ζαφειρίου 2007, 7).

Έχει μελοποιηθεί από τον Ζακύνθιο Ρήγα ενώ ακόμη και σήμερα

τραγουδιέται από τους κανταδόρους αλλά με πολλές παραλλαγές

(Παπανικολάου 1970, 250).

Το ποίημα εδώ με τη μορφή που βρίσκεται στις εκδόσεις Πολυλά‐

Πολίτη. Στη συλλογή του Μαΐου έχει πολλές διαφορετικές γραφές και

καθόλου τους ιδιωματικούς τύπους.

«Όσο και αν είναι γοητευτικά τα πρώτα νεανικά τραγούδια του

Σολωμού, προδίδουν όμως τον ανώριμο ποιητή που προσπαθεί, που

ετοιμάζεται. Εύστοχα ο αξέχαστος Γιάννης Αποστολάκης, από τους

εγκυρότερους κριτικούς του σολωμικού έργου, τα είπε τα τραγούδια

αυτά «τραγούδια της ετοιμασίας» και τα ξεχώρισε από τα ώριμα και

146
φτασμένα πια τραγούδια «της επιτυχίας». Δύο απ’ αυτά είναι «Η

Αγνώριστη» και «Η Ξανθούλα». Παρ’ όλ’ αυτά στην ποίηση δεν

υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το απλό‐ το απλό που πείθει και

δεν είναι ψεύτικο. Ο ποιητής πρέπει ή ο ίδιος να είναι πραγματικά

απλός ή να είναι τόσο αγνός ώστε να πετάξει καθετί το περιττό και να

φτάσει έτσι στην απόλυτη απλότητα‐ αυτό που κάνει εδώ ο Σολωμός.

Και με την απλότητα αυτήν ασκούν τα δύο τραγούδια επάνω μας μια

γοητεία που δεν μπορούμε άμεσα. Λογικά, να την εξηγήσουμε, μια

γοητεία λυρική, μας προξενούν μια συγκίνηση, που μας διοχετεύεται

μετουσιωμένη, περασμένη από το φίλτρο του καθαρού λυρισμού»

(Πολίτης 1995, 192‐193).

Το ποίημα έχει παραλληλιστεί από τον Μαρίνο Σιγούρο μ’ ένα

τραγούδι του Francesco Balducci και μ’ ένα σονέτο του Πετράρχη (βλ.

Σιγούρος 1957, 587‐588).

Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ (σελ. 104‐105)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1835, στην ανθολογία Άσματα

διαφόρων ποιητών… στο Ναύπλιο και κάποια χρόνια αργότερα, στα

1844 σε μια άλλη ανθολογία Απάνθισμα νέων ασμάτων ιστορικών,

ερωτικών, βακχικών, που εκδόθηκε στη Σμύρνη. Επίσης, δημοσιεύτηκε

στον Μάιο (βλ. Μάιος, 75‐77) και στον Αιώνα (Αιών, αρ. 945. Περιέχεται

στη συλλογή του Ρωσσολίμου (Ρωσσολίμος, 96), στα Ευρισκόμενα

(Πολυλάς, 175) και στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης,

Άπ. 1, 65). Βλ. ακόμα: Δαλλαπόρτας, 95˙ Παπανικολάου 1970, 280‐282˙

Αλεξίου 2007, 92.

147
Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση τη δημοσίευση του Αιώνα με

κάποιες αποκλίσεις.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Είναι ένα απλό, χαριτωμένο και τέλειο ερωτολόγημα, που

αναφέρεται σε μια αναχώρηση, σ’ έναν φιλικό και τρυφερό

αποχαιρετισμό μιας κόρης» (Παπανικολάου 1970, 251).

Ο Σπυρίδων Τρικούπης σε γράμμα του προς τον Πολυλά το 1859 με

αφορμή το θάνατο του ποιητή αναφέρει πως η «Ξανθούλα» ήταν η

πρώτη νεοελληνική σύνθεση του Σολωμού, την οποία του απήγγειλε ο

ίδιος ο ποιητής στη δεύτερη συνάντησή τους. Πρέπει, σύμφωνα με τον

Τρικούπη, να γράφτηκε στα 1823, λίγο πριν τη δημιουργία του «Ύμνου

εις την Ελευθερία». Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβαίνει αφού πολύ

δύσκολα ο ποιητής θα είχε φτάσει σε έναν τέτοιο βαθμό ωριμότητας

χωρίς την ανάλογη προπαρασκευή, χωρίς την «ετοιμασία». Άρα, η

Ξανθούλα έχει γραφτεί πολύ νωρίτερα από τα 1823, γύρω στα 1821‐

1822 (βλ. Merlier 1957, 191 και Πολίτης 1995, 191‐197).

O Μάντζαρος μελοποίησε το ποίημα δύο φορές, ενώ πολύ

μεταγενέστερα μελοποιήθηκε και από τον Νίκο Ξυδάκη (βλ. Μύαρης

2007, 149‐150).

Αφαίρεσα μόνο τις δύο τελευταίες στροφές της δημοσίευσης του

Αιώνα, που όπως έχω ήδη αιτιολογήσει, σήμερα πιστεύεται ότι δεν

ανήκουν στον Σολωμό. Τις παραθέτω εδώ:

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα,

δεν κλαίγω τα πανιά,

μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,

που πάει στη ξενιτιά.

148
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα

με τα λευκά πανιά,

μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα

με τα ξανθά μαλλιά.

«Αγαπήθηκε τόσο πολύ από το λαό που θεωρήθηκε από πολλούς

δημοτικό τραγούδι. Το τραγουδούσε όλη η Ζάκυνθος και οι συντροφιές

κάτω από τα παράθυρα του ποιητή» (Παπανικολάου 1970, 250).

ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (σελ. 106‐107)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχουν στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 2, 54). Πρώτη

δημοσίευση στα Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 212). Με την ίδια μορφή και

στον τόμο των Απάντων (Πολίτης, Άπ. 1, 67). Βλ. ακόμα:

Παπανικολάου 1970, 282˙ Αλεξίου 2007, 307‐309.

Εδώ τα ποιήματα με τη μορφή που είχαν στα Αυτόγραφα του ποιητή.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Η Ελλάδα» είναι ένα πατριδολατρικό ποίημα, που εικονίζει τη μορφή

της ξεσπαθωμένης Ελλάδος. «Τα δύο μνήματα» είναι ένα ελεγειακό

ποίημα με φυσιολατρικές νότες ενώ «Το κοπάδι» ζωγραφίζει με τον

ωραιότερο τρόπο μια εικόνα από πρόβατα, που τρέχουν στην εξοχή.

Το πιθανότερο, όπως γράφει και ο Πολίτης, είναι να μην ανήκουν όλα

τα ποιήματα στην ίδια εποχή. «Η Ελλάδα» αξιολογείται για ωριμότερο

ενώ «Τα δυο μνήματα» και «Το Κοπάδι» θεωρούνται πρωιμότερα,

γραμμένα την περίοδο 1821‐1822 (βλ. Πολίτης, τ. 1, 331).

Ο Πολίτης, ο Πολυλάς αλλά και οι μεταγενέστεροι εκδότες

δημοσιεύουν τα ποιήματα αυτά με τον τίτλο «Οχτάστιχα Αγνώστων

Ποιημάτων». Στην παρούσα έκδοση δεν χρησιμοποίησα στον τίτλο τη

149
λέξη «αγνώστων» πιστεύοντας ότι τα ποιήματα αυτά δεν είναι ανάγκη

να ανήκουν οργανικά σε κάποιο μεγαλύτερο σύνθεμα. Αντίθετα, από

μόνα τους διαθέτουν και στιχουργική και νοηματική αυτοτέλεια.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ (σελ. 108)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η «Γαλήνη» και το «Αίνιγμα» δημοσιεύονται για πρώτη φορά στον

Αιώνα (βλ. Αιών, αρ. 932 «Γαλήνη», αρ. 945 «Αίνιγμα»). Επίσης, και τα

τέσσερα επιγράμματα περιέχονται στα Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 186‐

187) και στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 69).

Βλ. ακόμα: Παπανικολάου 1970, 283‐284˙ Αλεξίου 2007, 311‐313. Τα

επιγράμματα αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ στα χειρόγραφα του Σολωμού.

Για τη «Γαλήνη» και το «Αίνιγμα» στηρίζομαι στη δημοσίευση του

Αιώνα. Τα άλλα τα δύο επιγράμματα δημοσιεύονται με τη μορφή που

έχουν στην έκδοση Πολυλά και Πολίτη.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Το κοιμητήρι» εικονίζει τη μητρική στοργή, που καθησυχάζει τον

παιδικό φόβο από τη θέα του νεκροταφείου. Στο «Δε μ’ αγαπάς» ο

ποιητής ασχολείται με το θέμα του ξεφυλίσματος των λουλουδιών και

της αγάπης. Στη «Γαλήνη» ο ποιητής σαν ζωγράφος μας δίνει την

εικόνα της ακύμαντης θάλασσας, της θαλασσινής γαλήνης.

Δεν γνωρίζουμε την χρονολογία γραφής για κανένα από αυτά. Το

πιθανότερο είναι να γράφτηκαν από τον ποιητή σε διαφορετική

χρονική στιγμή. Σίγουρο είναι ότι ανήκουν στη νεανική περίοδο του

ποιητή.

«Δε μ’ αγαπάς»: Το μοτίβο του μαδήματος των λουλουδιών είναι

γνωστό από το δημοτικό τραγούδι, «και ο δύστυχης εμάζευα άνθια και

150
τα μαδούσα, αν μ’ αγαπάς ή με μισάς με δάκρυα τα ρωτούσα». Κατά

τη μαντική συνήθεια το μάδημα των λουλουδιών αποκαλύπτει το

ερωτικό πεπρωμένο και μ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνει ο

ενδιαφερόμενος αν το ερώμενο πρόσωπο ανταποκρίνεται στην αγάπη

του (βλ. Καββαδίας 1987, 68).

«Αίνιγμα»: Ο Σολωμός χρησιμοποίησε αινίγματα στην ποίηση του. Το

πράγμα αποδεικνύει σαφέστατα ότι ο ποιητής συγκινιόταν και από τη

γοητεία της ασάφειας. Μια πολύ σημαντική μαρτυρία για την κλίση

του Σολωμού στα λαϊκά αινίγματα μας έχει αφήσει ο Δε Βιάζης: «Ο

λόγιος δικηγόρος κ. Ναθαναήλ Δομενεγίνης μας διηγήθη ότι ο

Σολωμός συχνά το εσπέρας μετέβαινεν εις την συναναστροφήν του

πάππου του, όπου εσύχναζεν ο Παύλος Μερκάτης και ο γιατρός

Διονύσιος Ταγιαπιέρας. Διήρχοντο την βραδυά κάμνοντες αινίγματα

ιταλιστί. Ο Δομενεγίτης αντέγραφε τα καλλίτερα και ακόμη

διαφυλάττουσιν αυτά οι εγγονοί του. Δυστυχώς, δεν φέρουσι τα

ονόματα ως μας είπεν ο άνω φίλος, και ούτως αγνοούμεν ποία είναι

εκείνα τα οποία έκαμεν ο ποιητής. Ο Σολωμός ηρέσκετο εν Ζακύνθω

να αυτοσχεδιάζη και να λύη αινίγματα» (βλ. Καββαδίας 1987, 29).

Στίχος 4 («Το κοιμητήρι»): Η φράση «οι νεκροί βαστούνε την πλάκα

τους», που σημαίνει ότι οι πεθαμένοι δεν βγαίνουν από τον τάφο τους,

δεν ανασταίνονται, είναι ζακυνθινή. Λέγεται και σήμερα και το

μαρτυρεί ο ποιητής Καντούνης (βλ. Καββαδίας 1987, 78) .

«Γαλήνη»: Οι 4 στίχοι παριστάνουν 4 εικόνες με 4 νοήματα: α) την

απόλυτη θαλασσινή γαλήνη ˙ β) την έρημη από ανθρώπους

ακρογιαλιά ˙ γ) τη προσωποποιία του ύπνου της θάλασσας ˙ δ) την

προσωποποιία του ζακυνθινού κόλπου με ανθρώπινη αγκαλιά

(Παπανικολάου 1970, 253).

151
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ (σελ. 109)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 1, 92 στίχ. Α 7‐13).

Πρώτη δημοσίευση στον Μάιο (βλ. Μάιος, 71). Επίσης, δημοσιεύτηκε

στον Αιώνα (Αιών, αρ. 932), στην ανθολογία Απάνθισμα νέων ασμάτων,

ιστορικών, ερωτικών, βακχικών στη Σμύρνη αλλά και στην ανθολογία

του Ζαμπέλιου (Ζαμπέλιος, 736). Περιέχεται στη συλλογή του

Ρωσσολίμου (Ρωσσολίμος, 78), στα Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 171) και

στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 60‐61). Βλ.

ακόμα: Δαλλαπόρτας, 93˙ Δε Βιάζης, 258˙ Καιροφύλας, 167˙

Παπανικολάου 1970, 274‐275.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση τη δημοσίευση του Αιώνα.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πένθιμο τραγούδι που παρουσιάζει μια ξανθόμαλλη ορφανή

βοσκοπούλα, που τραγουδά λυπητερά τραγούδια ενώ δίπλα της έχει

ως μοναδικό σύντροφο και φίλο της το αρνάκι. Όταν πεθαίνει το

αρνάκι μόνο ακολουθεί την πορεία της προς τον τάφο βελάζοντας

πένθιμα (βλ. Παπανικολάου, 1970, 245)

Το ποίημα αυτό ανήκει στα νεανικά της ζακυνθινής περιόδου,

γραμμένο κάπου στα 1821‐1822.

Το ποίημα γνώρισε πολλές δημοσιεύσεις εξαιτίας της μεγάλης του

διάδοσης. Οι περισσότερες απ’ αυτές παραδίδουν στίχους που δεν

υπάρχουν στην έκδοση του Αιώνα. Δημοσιεύω εδώ δέκα επιπλέον

στίχους όπως δίνονται στην έκδοση του Πολίτη. Πρόκειται για τους

εξής:

[5] Πού προς το βράδυ πάντοτε μονάχη επερπατούσε

[6] κι’ είχε κοντά της έν’ αρνί που την ακολουθούσε;

152
[9] Αχ! το τραγούδι ακλούθαε, κοιτάζοντας το κύμα

[10] με τόση λύπη που έλεγες οπώς εκοίταε μνήμα.

[13] χυμένα ήτανε σ’ όλο της το λείψανο, που ευώδα,

[16] και με κορδέλες κόκκινες δεμένα είχε τα χέρια.

[19] άσπρα λουλούδια, κίτρινα, του εκάνανε στολίδια,

[20] λουλούδια άσπρα και κίτρινα, που τα’ χε μάσει η

ίδια.

[23] Με το κουδούνι στο λαιμό τα γρέμπανα επερπάτει,

[26] οπού’ χε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα,

Η δημοσίευση του Μαΐου έχει επιπλέον δύο στίχους:

[27] οπού’ χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα,

[28] πού’ χε τα μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού το χρώμα.

«Ο Αλέξανδρος Ρώσσης ζωγράφισε, κατά τη μαρτυρία του Λ. Βελέλη,

Κερκυραίου λογίου την παιδούλα με το αρνάκι» (Παπανικολάου 1970,

245).

Στίχος 16 (σύμφωνα με την έκδοση του Πολίτη): Συνήθεια της εποχής,

η οποία επιβιώνει ως και τις μέρες μας, ήταν να δένουν τα χέρια των

νεκρών με κορδέλες, και συγκεκριμένα με κόκκινες κορδέλες όταν

αυτός ήταν άγαμος, όπως μαρτυρεί και ο στίχος του ζακυνθινού

μοιρολογιού: «και δέσετέ με με κόκκινες στα χέρια κορδελίνες». Το

πόσο πολύ έχει εντυπωσιαστεί ο ποιητής από όλα τα νεκρώσιμα έθιμα

του τόπου του φαίνεται από το γεγονός ότι παραδίδει στα ποιήματα

του πολλά απ’ αυτά. Εδώ παρατηρούμε ότι ο Σολωμός πρόσεξε

ιδιαίτερα το έθιμο να μεταφέρουν το νεκρό στην εκκλησία τέσσερις

άνδρες (βλ. Καββαδίας 1987, 53).

Στίχοι 13‐14: Ο ήχος που κάνει το αρνί επιβεβαιώνει την άποψη του

ίδιου του ποιητή ότι πέρα από την ανθρώπινη φωνή μπορούν να

153
υπάρχουν και μια σειρά άλλων ήχων. Ενδιαφέρουσα, λοιπόν, η

ενσωμάτωση του ήχου, της φωνής του αρνιού (βλ. Μύαρης 2004, 145).

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ (σελ. 110)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 1, 92 στίχ. Α 2‐6).

Πρώτη δημοσίευση στη συλλογή του Tommaseo (Tommaseo, 39) και

λίγο αργότερα στον Αιώνα (Αιών, αρ. 933). Δημοσιεύεται και στην

ανθολογία του Ζαμπέλιου (Ζαμπέλιος, 746). Περιέχεται στα

Ευρισκόμενα (Πολυλάς, 173) και στην έκδοση των Απάντων του Πολίτη

(βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 60). Βλ. ακόμα: Πανδώρα, 401˙ Δε Βιάζης, 256˙

Δημαράς, 6‐7˙ Παπανικολάου 1970, 275‐276.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση τη δημοσίευση του Αιώνα.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Μια βοσκοπούλα στο βουνό κάθεται και κλαίει για το θάνατο του

αγαπημένου της βοσκού. Αναπολεί τις στιγμές που ζήσανε μαζί και

καλεί το θάνατο να τη λυτρώσει από τον πόνο της. Τελευταία της

επιθυμία να ταφεί δίπλα στον αγαπημένο της.

Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο την περίοδο 1821‐1822.

Δημοσιεύω εδώ έξι επιπλέον στίχους όπως δίνονται στην έκδοση του

Πολίτη. Οι ίδιοι στίχοι λείπουν και στη δημοσίευση του Tommaseo και

του Ζαμπέλιου. Πρόκειται για τους εξής:

[1] Να μία βοσκούλα στο βουνό, πού κάθεται και κλαίει

[2] και τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τα ματαλέει:

[11] Τότε ο αγαπημένος μου εστέναξε απ’ τα στήθη,

[12] και του’ πα: «τι έχεις στην καρδιά;» Κι’ εκειός δε μ’

αποκρίθη.

154
[19] Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο σου γυρμένη,

[20] μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι.

Ο Πολίτης θεωρεί τελειότερη την έκδοση της Πανδώρας, χωρίς όμως να

αιτιολογεί την άποψή του και γι΄ αυτό στηρίζεται πάνω σ’ αυτή τη

δημοσίευση, αλλά παραθέτει και παραλλαγές από τη δημοσίευση του

Ζαμπέλιου.

«Ο θάνατος του Βοσκού» έχει δημοσιευτεί 5 φορές πριν από την

έκδοση του Πολυλά. Ο Βελουδής κρίνει ότι «και στις 5 αυτές

δημοσιεύσεις το κείμενο του ποιήματος έχει υποστεί τη βιαιότατη

επέμβαση του εκάστοτε εκδότη του, που φτάνει από τη ριζική

περιτομή των στίχων και της μετρικής του μέχρι την ανελέητη

αλλοίωση της γλωσσικής του μορφής – προς το λογιότερο και το

αρχαϊκότερο. Ακόμα και ο Πολυλάς, στην, επιτυχή γενικά,

προσπάθειά του να αποκαταστήσει το γνήσιο σολωμικό κείμενο,

επιστρατεύοντας ακόμα και την προσωπική του μνήμη, δεν απέφυγε,

και πάλι, τις ελαφρότατες ‘’διορθωτικές’’ επεμβάσεις στη γλώσσα του,

πάντα προς την κατεύθυνση της κοινής νεοελληνικής, παρ’ όλο που

επέλεξε, με φιλολογική οξυδέρκεια, το ‘’καλύτερο’’ από τα

προδημοσιευμένα κείμενα (βλ. Πανδώρα, 1857). Και εδώ οι νεότερες

αυτές επεμβάσεις μπορούν να ελεγχθούν από παλαιότερο αντίγραφο

του ποιήματος, που είχε κάνει και είχε πάρει μαζί του φεύγοντας από

τη Ζάκυνθο (1825), ο νεανικός φίλος του ποιητή Λ. Στράνης και που

έγινε γνωστό μετά την έκδοση των Απάντων του Σολωμού από το Λ.

Πολίτη. Έτσι ακόμα και στην κριτική έκδοση του Πολυλά – και του

Πολίτη‐ παρέμειναν οι «κοινότεροι» και «δημοτικότεροι» γλωσσικοί

τύποι»(Βελουδής 2000, 149‐150).

155
Το γεγονός ότι το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε για δημοτικό στη

συλλογή του Τommaseo και του Ζαμπέλιου, δεν είναι τόσο περίεργο.

Την εποχή εκείνη η διάκριση ανάμεσα στα κυρίως δημοτικά τραγούδια,

τα πλασμένα από τον ίδιο το λαό, και τα τραγούδια της έντεχνης

ποίησης που είχαν περάσει στου λαού το στόμα, δεν ήταν ακόμη τόσο

αυστηρά καθορισμένη όσο σήμερα, κι έτσι μπορούσαν να θεωρούνται

«δημοτικά» και ποιήματα σαν κι’ αυτά του Σολωμού που ανήκουν στη

δεύτερη κατηγορία (βλ. Πολίτης1995, 274‐275).

Στίχος 1: Εδώ παρατηρούμε ότι ο Σολωμός πρόσεξε ιδιαίτερα το έθιμο

να μεταφέρουν το νεκρό στην εκκλησία τέσσερις άνδρες (βλ.

Καββαδίας 1987, 53).

Στίχος 6: Το «νεκροκρέββατο» ή «κάσα», που φτιάχνεται από

κυπαρισσένιες σανίδες, τρίζει συνήθως κατά την εκφορά, επειδή οι

σανίδες είναι πριονισμένες για να σχηματιστεί γωνία στο σημείο που

δένονταν σταυρωτά τα χέρια.

Στίχος 11: Τις δυνατές φωνές ως ένδειξη πένθους και πόνου για το

θάνατο αγαπημένων ανθρώπων τις συναντάμε σε πολλά δημοτικά

τραγούδια, «Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;».

Δεν αγνοεί έτσι διόλου το έθιμο του μοιρολογιού, που, πιο πολύ από

ένα εθιμικό τυπικό, το κάνει έντονο ψυχολογικό γεγονός (Καββαδίας

1987, 54‐55).

ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ (σελ. 111‐119)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 1, 56‐59). Πρώτη

δημοσίευση στον Μάιο (βλ. Μάιος, 61‐63). Επίσης, δημοσιεύτηκε στην

ανθολογία του Ζαμπέλιου (Ζαμπέλιος, 43). Περιέχεται στη συλλογή

156
του Ρωσσολίμου (Ρωσσολίμος, 87‐90) και στην έκδοση των Απάντων

του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 166‐173). Βλ. ακόμα: Δαλλαπόρτας, 92‐

98˙ Αλεξίου 2007, 96‐103.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση την έκδοση του Πολίτη. Στο

χειρόγραφο υπάρχουν παραλλαγές, τις οποίες δημοσιεύει επίσης ο

Πολίτης στα Άπαντα.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Εις τα δύο Δύο Αδέλφια ο ποιητής επαράστησε την ιδέα του θανάτου,

η οποία πρώτη φορά απλώνει τη φοβερή σκιά της εις μίαν αμέριμνη

και παρθενική ψυχή» (Πολίτης Άπ. 1, 18).

Γραμμένο στη νεανική περίοδο του ποιητή, 1821, αλλά ενταγμένο στον

Λάμπρο (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 350).

Στίχοι 113‐124: Μια από τις συνήθειες της εποχής ήταν οι συγγενείς ή

οι χωριανοί να σημάνουν την καμπάνα της ενορίας «νεκρικά» αμέσως,

μόλις πληροφορούνται έναν θάνατο. Έτσι συμβαίνει και στο ποίημα.

Συνήθεια, που αξίζει να σημειωθεί, ότι υφίσταται ακόμη και σήμερα

σε πολλά χωριά της χώρας μας (βλ. Καββαδίας 1987, 51).

Στίχοι 61‐64: «Στο νεκροκρέβατο ή κάσα βάζουν στους νέους κόκκινο

προσκέφαλο. Έτσι ακριβώς κάνουν και εδώ στα δύο νεαρά αδέρφια»

(βλ. Καββαδίας 1987, 53).

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ,

ΤΡΑΓΟΥΔΙ (σελ. 120 – 129)

Ι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπάρχει στα Αυτόγραφα του ποιητή (βλ. ΑΕ 1999: 2, 125‐128˙ ΑΕ 1999: 1,

82 στίχ. 1, 89 στίχ. Α1‐6, 90). Πρώτη δημοσίευση στην έκδοση του

Δαλλαπόρτα (Δαλλαπόρτας, 92). Περιέχεται στην έκδοση των

157
Απάντων του Πολίτη (βλ. Πολίτης, Άπ. 1, 174‐183). Βλ. ακόμα: Αλεξίου

2007, 104‐112˙ Δημοπούλου (Υπό δημοσίευση), 14‐16.

Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ με βάση τη δημοσίευση της Δημοπούλου.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Στο «Κοιμητήριο» ο Σολωμός θέλησε να εικονίσει το σφοδρότερο και

βαθύτερο των ανθρωπίνων συναισθημάτων, την μητρική αγάπη. Μια

δυστυχισμένη μητέρα στέκεται πάνω από τον τάφο των δυο νεκρών

παιδιών της, θρηνεί και μοιρολογεί για την κακή τους τύχη ενώ

ταυτόχρονα φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά της τριγυρνώντας μέσα

στο κοιμητήρι ολομόναχη (βλ. Πολίτης Άπ. 1, 17).

Γράφτηκε στα 1821‐1822 (βλ. Πολίτης 1995. 116).

Το ποίημα αυτό βρίσκεται και στα δύο τετράδια των αυτόγραφων

έργων του ποιητή. Έρευνα όμως της Δημοπούλου έδειξε πως πρόκειται

για δύο διαφορετικές, διακριτές μεταξύ τους επεξεργασίες, εκ των

οποίων η μία είναι «Το κοιμητήριο», που το δουλεύει ο ποιητής γύρω

στα 1821 και η άλλη είναι «Η τρελή μάνα», όπου η επεξεργασία της

ξεκινά στα 1824‐1826. Έτσι, προτίμησα το ποίημα στην έκδοσή μας να

έχει τη μορφή του ποιήματος, που δημιουργήθηκε από τον Σολωμό

στα 1821, όπως υπέδειξε η Δημοπούλου στην αναλυτική έκδοση του

ποιήματος. Γι’ αυτό και το τιτλοφορώ «Το κοιμητήριο».

Στίχοι 17‐18: «Ο θάνατος είναι ύπνος, σύμφωνα με τις αρχαία,

χριστιανική και λαϊκή αντίληψη. Μάλιστα ο Σολωμός εδώ τον θάνατο

τον συνδέει με τις χριστιανικές του πίστεις, σύμφωνα με τις οποίες ο

θάνατος είναι ύπνος και μάλιστα όχι ‘’ανεξύπνητος’’, όπως είναι για

τη λαϊκή δοξασία. Γι’ αυτό πιστεύει τόσο πολύ και στη δεύτερη

παρουσία» (Καββαδίας 1987, 74).

158
Στίχοι 34‐36: Το αστροπελέκι ως κακό σημάδι και ως προάγγελος

θανάτου υπάρχει και στη δημοτική ποίηση, «Στην πόλη αστράφτει και

βροντά, στη Βενετιά χιονίζει, και μέσα στο σπιτάκι σου έρριξε

αστροπελέκι» (Καββαδίας 1987, 52).

Στίχοι 40‐42: Επίσης, λαϊκή είναι η δοξασία, κατά την οποία οι νεκροί

λησμονούν τα εγκόσμια, όπως εδώ τα δύο αδέλφια, που αφού τα

κατεβάζουν στον Άδη ξεχνούν τα επίγεια. Αυτή τη δοξασία τη

συναντάμε και στα δημοτικά τραγούδια, «Ν’ εγώ θα πάω στη

λησμονιά, που λησμονιέται ο κόσμος». Τα δύο παιδιά ντύνονται στα

άσπρα και φορούν νυφιάτικο στεφάνι, όπως ακριβώς γινόταν στους

άγαμους νέους, που πέθαιναν. Επίσης, συνηθιζόταν τα αδέλφια ή τα

ανδρόγυνα ή τα ζευγάρια των αγαπημένων, που πεθαίνουν την ίδια

μέρα –και συνήθως από κάποιο είδος βίαιου θανάτου‐ να τα βάζουν

στο ίδιο φέρετρο και στον ίδιο τάφο. Οι στίχοι «τα κατεβάσανε /

αγκαλιασμένα» σημαίνουν αυτή ακριβώς τη συνήθεια (βλ. Καββαδίας

1987, 52).

Στ. 121‐132: «Ο ποιητής φαίνεται εδώ να γνωρίζει μία από τις λαϊκές

δοξασίες της εποχής, το ζακυνθινό ‘’ξέμετρο’’ και το πανελλήνιο

‘’γκόλφι’’, με τα οποία κατά τη λαϊκή αντίληψη προστατευόμαστε από

πολλά κακά. Αυτά τα ξέμετρα φοράνε και τα δύο νεαρά παιδιά σ’ αυτό

το ποίημα, που όμως δεν κατάφεραν να διώξουν μακριά το θάνατο»

(Καββαδίας 1987, 75).

Μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη στην «Τρίτη Συμφωνία» (βλ.

Μύαρης 2007, 150).

159
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α) Εκδόσεις‐ Δημοσιεύσεις ποιημάτων

Κατά κανόνα παραπέμπω με τις εξής συντομογραφίες, ακολουθώντας

τη χρονολογική σειρά της πρώτης έκδοσης του καθένα απ’ αυτά τα

κείμενα:

Άσματα: Άσματα διαφόρων ποιητών, του τε αειμνήστου Ρηγα, και

άλλων Φιλελευθέρων Ελλήνων ˙ οις προσετέθησαν και

ευτράπελα, εν Ναυπλίω 1835.

Tommaseo: Niccolo Tommaseo, Canti populari toscani, corsi, illirici, greci, 3,

Τόμος 3, Venezia 1842.

O Μάιος: Ο Μάιος, ήτοι συλλογή διαφόρων νέων ασμάτων εκδοθείσα

υπό Εμμ. Γεωργίου, Έκδοσις έκτη, Εν Αθήναις [1843] 1865.

Αιών: Εφημ. Αιών (Αθηνών), έτος 11, 1849.

Ζαμπέλιος: Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος,

Κέρκυρα 1852.

Πανδώρα: Περ. Πανδώρα 8, 1857, 401.

Ρωσσολίμος: Συλλογή των γνωστών ποιημάτων του Ιπποτ. Διονυσίου

Κομ. Σολωμού, Εν Ζακύνθω, Τυπογραφείον Ο Ζάκυνθος,

160
Κωνσταντίνου Ρωσσολίμου, 1857, Δεύτερη έκδοση‐

Ζάκυνθος 2007.

Δαλλαπόρτας: Ποιήματα Σολωμού και Ωδή εις τον θάνατόν του, Εν

Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Το Αθήναιον, 1857.

(Εκδότες: Ευγέν. Ιεορόδ. Μαντσαβίνος και Ανδρέας Γ.

Δαλλαπόρτας).

Πολυλάς 1859: Διονυσίου Σολωμού τα Ευρισκόμενα, Εκδίδονται δαπάνη

Αντωνίου Τερζάκη, Εν Κέρκυρα Τυπογραφείον Ερμής,

1859.

Δε Βιάζης: Άπαντα Διονυσίου Σολωμού ήτοι τα μέχρι σήμερον

εκδοθέντα μετά προσθήκης πλείστων ανεκδότων,

προλεγομένων και σημειώσεων, εκδιδόμενα υπό Σεργίου

.Χ. Ραφτάνη, Εν Ζακύνθω, τυπογραφείον Ο Παρνασσός‐

Σεργίου Χ. Ραφτάνη, 1880, (Έκδοση Δε Βιάζη).

Πολυλάς 1886: Περ. Εστία, Τεύχος 21, 1886.

Μαρασλή: Διονυσίου Σολωμού Άπαντα τα Ευρισκόμενα μετά προλόγου

περί του βίου και των έργων του ποιητού υπό Κωστή

Παλαμά, Αθήνα 1901, (Βιβλιοθήκη Μαρασλή).

Πανηγυρικόν Τεύχος: Πανηγυρικόν Τεῡχος επί τῃ εκατονταετηρίδι

από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού

161
Διονυσίου Σολωμού, Εν Ζακύνθῳ, Μάιος 1902,

Εν Αθήναις.

Πασαγιάννης: Κ. Πασαγιάννης, Ανέκδοτα ποιήματα του Σολωμού,

Περ. Γράμματα Αλεξανδρείας 2 (1913).

Καιροφύλας 1927: Κώστας Καιροφύλας, Σολωμού Ανέκδοτα Έργα,

Εκδόσεις Στοχαστή, 1927.

Βουτιερίδης 1935: Ηλίας Π. Βουτιερίδης, Εφημ. Πρωϊα (25 Δεκέμβρη

1935).

Καιροφύλας 1938: Σολωμού Ποιήματα, Πρόλογος και Σημειώματα

Κώστα Καιροφύλα, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήναις

1938.

Πολίτης, Άπ. 1: Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, Τόμος πρώτος, Ποιήματα,

Επιμέλεια‐ Σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Θ ΄ Έκδοση,

Ίκαρος, 2006 (πρώτη έκδοση: 1948).

Πολίτης, Άπ. 2Π: Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, Τόμος δεύτερος,

Παράρτημα: Ιταλικά (Ποιήματα και Πεζά).

Μετάφραση Λίνου Πολίτη με συνεργασία Γ. Ν.

Πολίτη, Ίκαρος, 1960.

Πολίτης, Άπ. 3: Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, Τόμος τρίτος,

Αλληλογραφία, Ίκαρος, 1991.

162
Σιγούρος 1957: Σιγούρος Μαρίνος, Διονυσίου Σολωμού Άπαντα

Ποιήματα και Πεζά, Προλεγόμενα Μαρίνου

Σιγούρου, Εκδόσις Επιτροπής Ζακύνθου

Εορτασμού Εκατονταετηρίδος Σολωμού,

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, εν

Αθήναις 1957.

Δημαράς 1963: Κ. Θ. Δημαράς, Στίχοι του Σολωμού και άλλα κείμενα

σχετικά, Ο Ερανιστής 1 (Φεβρουάριος 1963) Αθήνα, 1‐

12.

ΑΕ 1964: 1: Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα, Επιμέλεια: Λίνου

Πολίτη, Α ΄ Φωτοτυπίες, Α. Π. Θ., Θεσσαλονίκη 1964.

ΑΕ 1964: 2: Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα, Επιμέλεια: Λίνου

Πολίτη, Β ΄ Τυπογραφική μεταγραφή, Α. Π. Θ.,

Θεσσαλονίκη 1964.

ΑΕ 1999: 1: Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα, Ενότητα 1, Νεανικό

Τετράδιο (1820‐ 1828), Τεύχος Α ΄, Τυπογραφική

μεταγραφή, Επιμέλεια: Λίνος Πολίτης, Δεύτερη έκδοση

Αναθεωρημένη, επιμέλεια: Κατερίνα Τικτοπούλου,

Α.Π.Θ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Εθνικό

Κέντρο Βιβλίου, Αθήνα, 1999.

163
ΑΕ 1999: 2: Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα, Ενότητα 1, Νεανικό

Τετράδιο (1820‐ 1828), Τεύχος Β ΄, Τυπογραφική

μεταγραφή, Επιμέλεια: Λίνος Πολίτης, Δεύτερη έκδοση

Αναθεωρημένη, επιμέλεια: Κατερίνα Τικτοπούλου,

Α.Π.Θ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Εθνικό

Κέντρο Βιβλίου, Αθήνα, 1999.

Παπανικολάου 1970: Γεωργίου Ν. Παπανικολάου, Διονυσίου Σολωμού

Άπαντα, το ελληνόγλωσσο έργο του, Τόμος

πρώτος, Αθήναι 1970.

Κεχαγιόγλου 1990: Γιώργος Κεχαγιόγλου, Η λεγόμενη «Σκιά του

Ομήρου» και οι «σολωμικές επιφάνειες ποιητών»/

«επιφάνειες σε ποιητές»: μερικές αναγνωστικές

αντιδράσεις, Πρακτικά Δεκάτου Συμποσίου

Ποίησης, Διονύσιος Σολωμός, Πανεπιστήμιο

Πατρών 6‐8 Ιουλίου 1990, Αχαϊκές Εκδόσεις, 131‐

177.

Αλεξίου 2007: Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά, Έκδοση

επαυξημένη, Επιμέλεια‐ Εισαγωγή: Στυλιανός

Αλεξίου, Στιγμή, Αθήνα 2007.

Δημηρούλης 2007: Διονύσιος Σολωμός, Έργα, ποιήματα και πεζά,

Εισαγωγή‐ επιμέλεια‐ σχόλια: Δημήτρης

Δημηρούλης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007.

164
Βελουδής 2008: Διονύσιος Σολωμός, Ποιήματα και Πεζά, Φιλολογική

επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Εκδόσεις Πατάκη,

Αθήνα 2008.

Τωμαδάκης χ.χ.: Νικόλαος Τωμαδάκης, Διονυσίου Σολωμού Άπαντα,

Εισαγωγή‐ Κείμενα‐ Μεταφράσεις, Γλωσσάριον,

Εκδόσεις Γρηγόρη Σόλωνος 71, Αθήνα χ.χ.

165
β) Μελέτες‐ Άρθρα:

Κατά κανόνα παραπέμπω με τις εξής συντομογραφίες, ακολουθώντας

την αλφαβητική σειρά των κύριων ονομάτων:

Αγγελάτος 1992: Δημήτρης Αγγελάτος, Σύγχρονες Σολωμικές

Μελέτες (1964 και εξής), Κριτική επισκόπηση,

Μαντατοφόρος 35‐36 (Ιούνιος – Δεκέμβριος 1992),

5‐58.

Αλεξίου 1997: Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμιστές και Σολωμός, Στιγμή,

Αθήνα, 1997.

Αποστολάκης 1929: Γ. Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια,

Μέρος Α ΄: Οι συλλογές, 1929.

Α. Πολίτης 1998: Αλέξης Πολίτης, Ποιητικές ανθολογίες 1830‐1900.

Ανιχνεύοντας τη γραπτή παράδοση, στο Μνήμη

Ελένης Τσαντσάνογλου, Εκδοτικά και ερμηνευτικά

ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά

Ζ ΄ Επιστημονικής συνάντησης, Υπεύθυνος: Χ. Λ.

Καράογλου, Θεσσαλονίκη 1998, 405‐430.

Bakker 2002: Wim F. Bakker, Νεοελληνικά κείμενα του Μεσαίωνα και

της Αναγέννησης: εκδοτικές πρακτικές και προτάσεις,

στο Εκδοτικά προβλήματα και απορίες, Πρακτικά

Συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 16‐17 Ιουνίου

2000, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

166
Βαλέτας 1935: Γ. Βαλέτα, Κριτικά στο Σολωμό, Περ. Φιλολογικός Νέος

Κόσμος, Αθήνα 1935, 150‐173.

Βάρναλης 2000: Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική,

Φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Κέδρος,

Αθήνα 2000.

Βελουδής 1989: Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός, Ρομαντική

ποίηση και ποιητική, Οι γερμανικές πηγές, Εκδόσεις

«Γνώση», Αθήνα 1989.

Βελουδής 1994: Γιώργος Βελουδής, Σε αναζήτηση του χαμένου

Σολωμού, Το Βήμα (Κυριακή 5 Ιουνίου 1994), .

Βελουδής 2000: Γιώργος Βελουδής, Κριτικά στο Σολωμό, Εκδόσεις

«Δωδώνη», Αθήνα 2000.

Βελουδής 2004: Γιώργος Βελουδής, Ο Σολωμός των Ελλήνων, Εθνική

ποίηση και ιδεολογία: μια πολιτική ανάγνωση, Εκδόσεις

Πατάκη, Αθήνα 2004.

Βουτιερίδης 1937: Ηλίας Περ. Βουτιερίδης, Ο Σολωμός και οι Έλληνες,

Α’. Όταν εζούσε ο Σολωμός, Αθήνα 1937.

Γαραντούδης [1989] 1999: Ευριπίδης Γαραντούδης, Για τη μετρική και

τους μετρικούς του Σολωμού [1989], στο

Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού,

167
Επιλογή κριτικών κειμένων, Επιμέλεια:

Γιώργος Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές

Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 355‐362.

Γαραντούδης 2000: Ευριπίδης Γαραντούδης, Η μετρική του Σολωμού:

ρυθμός μιχτός αλλά νόμιμος;, Πόρφυρας 95‐96

(Ιούλιος‐ Σεπτέμβρης 2000), Αφιέρωμα στον

Διονύσιο Σολωμό, Κέρκυρα, 325‐357.

Γιαννοπούλου 2003: Μαρριέτα Γιαννοπούλου‐ Μινωτού, Ο Σολωμός

στη Ζάκυνθου, Επτανησιακά Φύλλα 1‐2 (Άνοιξη

2003) 109‐118.

Coutelle 1977: Louis Coutelle, Formation poetique de Solomos (1815‐1833),

Ερμής, Αθήνα 1977 (διδακτορική διατριβή, Aix‐ en‐

Provence 1969).

Coutelle 1990: Louis Coutelle, Πλαισιώνοντας τον Σολωμό, (1965‐ 1989),

Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990.

Coutelle 1998: Louis Coutelle, Ο Σολωμός και η αλληγορική γλώσσα,

Μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης, Πόρφυρας 88

(Οκτώβρης‐ Δεκέμβρης 1998) 173‐182.

Coutelle 2003: Louis Coutelle, Η διατριβή του L. Coutelle για τον Δ.

Σολωμό και η μετάφρασή της από τον Σ. Καψάσκη,

Επτανησιακά Φύλλα 1‐2 (Άνοιξη 2003) 9‐52.

168
Δημαράς 1963: Κ.Θ. Δημαράς, Στίχοι του Σολωμού και άλλα κείμενα

σχετικά, Ο Ερανιστής 1 (Φεβρουάριος 1963) Τεύχος 1,

Αθήνα 1‐12.

Δημηρούλης 2003: Δημήτρης Δημηρούλης, Φάκελος «Διονύσιος

Σολωμός», Ανατομία ενός εθνικού θρίλερ,

Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.

Δημοπούλου (υπό δημοσίευση): Κική Δημοπούλου, Διονυσίου

Σολωμού, «Η τρελή μάνα».

Εκδοτική δοκιμή, Μεταπτυχιακή

εργασία (υπό δημοσίευση).

Ζαφειρίου 2007: Λεύκιος Ζαφειρίου, Χρονολόγιο Διονυσίου Σολωμού,

Σύνδεσμος Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων, Λευκωσία

2007.

Ηλιού 2002: Φίλιππος Ηλιού, Η «διόρθωση» των κειμένων: ιστορικές

διαστάσεις και κακές συνήθειες, στο Εκδοτικά

προβλήματα και απορίες, Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη

του Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 16‐17 Ιουνίου 2000, Σπουδαστήριο

Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

Καββαδίας 1987: Σπύρος Καββαδίας, Η λαϊκή ζωή και γλώσσα στο

ελληνόγλωσσο έργο του Διονυσίου Σολωμού,

Διδακτορική διατριβή, Εκδόσεις Περίπλους,

Ζάκυνθος 1987.

169
Καββαδίας 2000: Η παιδεία του Διον. Σολωμού και ο νεοελληνικός

δεκαπεντασύλλαβος, Πόρφυρας, Αφιέρωμα στον

Διονύσιο Σολωμό 95‐96 Κέρκυρα (Ιούλιος‐

Σεπτέμβρης 2000) 310‐324.

Καιροφύλας 1927: Κώστας Καιροφύλας, Ο άγνωστος Σολωμός,

Εκδόσεις Στοχαστή, 1927.

Καιροφύλας 19?: Κώστας Καιροφύλας, Η ζωή και το έργο του

Σολωμού, Εκδόσεις Σιδέρη, Εν Αθήναις 19?.

Καλταμπάνος 2004: Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά Στάη – Πολυλά‐

Ζαμπέλιου, Επιμέλεια: Α. Θ. Κίτσος‐ Μυλωνάς,

Επίμετρο: Νίκος Καλταμπάνος, Εκδόσεις

Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004.

Καράογλου 2002: Χαράλαμπος Καράογλου, Ζητήματα ορολογίας και

τεχνικής των εκδόσεων, στο Εκδοτικά προβλήματα

και απορίες, Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Γ.

Π. Σαββίδη, Αθήνα 16‐17 Ιουνίου 2000, Σπουδαστήριο

Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

Καψάσκης 1991: Η ιδεολογική και πολιτική διαμόρφωση του Διονυσίου

Σολωμού (1818‐1838), Κέδρος, Αθήνα 1991.

Καψάσκης 2003: Σωτήρης Καψάσκης, Στοιχεία βιογραφίας του

Διονυσίου Σολωμού, τυπωθήτω, 1998.

170
Καψωμένος 1998: Ερατοσθένης Καψωμένος, Ο Πολυλάς εκδότης του

Σολωμού, Πόρφυρας (Γενάρης‐ Μάρτης 1998),

Ιάκωβος Πολυλάς – «Εἶς ἀλλοτε Κερκυραίος»,

Κέρκυρα, 163‐182.

Κεχαγιόγλου 1996: Γιώργος Κεχαγιόγλου, Εκδοτικά χαρακτηριστικά

των τελευταίων δεκαετιών: από τον

υποκειμενιςμό των “συνθετικών” σολωμικών

ανθολογιών ως την ακρίβεια της “αναλυτικής ”

μεθόδου έκδοσης των κειμένων, Μαντατοφόρος 41

(1996), 50‐64.

Κριαράς 1948: Εμμανουήλ Κριαράς, Εκδοτικά ζητήματα του

σολωμικού έργου, Νέα Εστία 44 (15 Νοεμβρίου 1948)

Τεύχος 513, Αθήνα, 1414‐1418.

Κριαράς 1970: Εμμανουήλ Κριαράς, Σολωμός, Ο βίος‐ Το έργο, Δεύτερη

Έκδοση, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1970.

Κριαράς 1979: Εμμανουήλ Κριαράς, Φιλολογικά μελετήματα: 19ος

αιώνας, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1979.

Λεντάρη 1997: Τίνα Λεντάρη, Κριτικές και χρηστικές εκδόσεις

παλαιότερων κειμένων της λογοτεχνίας μας:

Ζητήματα πρακτικής και θεωρίας, στον τόμο Μνήμη

Γ. Π. Σαββίδη Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας,

Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά, Πρακτικά Η΄

171
Επιστημονικής συνάντησης 11‐14 Μαρτίου 1997,

Ερμής.

Mackridge 1995: Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, Μετάφραση:

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη,

Αθήνα [1989] 1995.

Μάργαρης 1940: Δημήτρης Μάργαρης, Οι πρώτες νεοελληνικές

ανθολογίες, Νέα Εστία 27 (1940) 211‐215.

Merlier 1957: Σπυρίδων Τρικούπης, Γράμμα προς τον Ιάκωβο Πολυλά

στο Institut Francais d’ athènes, Octave Merlier, Exposition

du Centeraine de Solomos, Athênes 1957, 189‐191.

Μουλλάς 1998: Παναγιώτης Μουλλάς, Ιάκωβος Πολυλάς: Πανοραμική

θέα, Πόρφυρας (Γενάρης‐ Μάρτης 1998) Ιάκωβος

Πολυλάς – «Εἶς ἀλλοτε Κερκυραίος», Κέρκυρα, 147‐151.

Μύαρης (επιμ.) 2007: Μνήμη Διονύσιου Σολωμού, Εκατόν πενήντα

χρόνια από την κοίμησή του, Επιμέλεια‐

Συναγωγή κειμένων‐ Ανθολόγηση: Γιώργος Κ.

Μύαρης, Συνεργασία: Νίκος Ορφανίδης,

Σειρά: Ελληνομνήμων 11, Ακτή, Λευκωσία

2007.

Παπαδοπούλου 2000: Ελένη Παπαδοπούλου, Ο Διονύσιος Σολωμός

και το ιταλικό γλωσσικό ζήτημα κατά τις

172
αρχές του 19ου αιώνα, Πόρφυρας, Αφιέρωμα

στον Διονύσιο Σολωμό 95‐96 Κέρκυρα (Ιούλιος‐

Σεπτέμβρης 2000) 239‐246.

Peri 1998: Massimo Peri, Μικροπαρατηρήσεις στον Σολωμό,

Μαντατοφόρος 41 (1998), 83‐115.

Πολίτης 1944: Λίνος Πολίτης, Χρονολογικά Ζητήματα σε ποιήματα

του Σολωμού, Νέα Εστία 410 (1 Ιουλίου 1944), 636‐640.

Πολίτης 1944 2: Λίνος Πολίτης, Χρονολογικά Ζητήματα σε ποιήματα

του Σολωμού, Νέα Εστία 411‐412 (15 Ιουλίου‐ 1

Αυγούστου 1944), 687‐694.

Πολίτης 1995: Λίνος Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό, Μελέτες και Άρθρα

(1938‐1982), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,

Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1995.

Σαββίδης 1987: Γιώργος Π. Σαββίδης, Εκδοτικές απορίες ενός

νεοελληνιστή, Μαντατοφόρος 25‐26 (Νοέμβριος

1987), 35‐45.

Σεφέρης [1937] 1999: Γεώργιος Σεφέρης, Ελληνική γλώσσα [1937],

Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Επιλογή

κριτικών κειμένων, Επιμέλεια: Γιώργος

Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις

Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 201‐204.

173
Σπαταλάς 1997: Σπαταλάς Γεράσιμος, Η στιχουργική τέχνη: μελέτες

για τη νεοελληνική μετρική, Πανεπιστημιακές

Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.

Σταυροπούλου 2002: Έρη Σταυροπούλου, Η βούληση του συγγραφέα

και τα προβλήματα του φιλολογικού εκδότη,

στο Εκδοτικά προβλήματα και απορίες,

Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη,

Αθήνα 16‐17 Ιουνίου 2000, Σπουδαστήριο Νέου

Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

Συκουτρής 1956: Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και Άρθρα, Εκδόσεις

του Αιγαίου, Αθήνα 1956.

Τικτοπούλου 1998: Κατερίνα Τικτοπούλου, Το ανολοκλήρωτο

σολωμικό έργο, Ευρισκόμενα και Αυτόγραφα:

Εκδοτική σπαζοκεφαλιά και αναγνωστική

πρόκληση, Εφημ. Η Καθημερινή (Κυριακή 24

Μαΐου 1998), 9‐11.

Τικτοπούλου 2000: Κατερίνα Τικτοπούλου, Καταβολές και

μεταβολισμοί της ιταλικής παιδείας του

Σολωμού, Πόρφυρας, Αφιέρωμα στον Διονύσιο

Σολωμό 95‐96 Κέρκυρα (Ιούλιος‐ Σεπτέμβρης

2000) 185‐196.

174
Τικτοπούλου 2005: Κατερίνα Τικτοπούλου, Η «Ξανθούλα», η ωδή «Εις

μοναχήν» και η ταυτότητα δύο σολωμικών

στροφών, Κονδυλοφόρος 4 (2005), 29‐40.

Τσαντσάνογλου 1982: Ελένη Τσαντσάνογλου, Μία λανθάνουσα

ποιητική σύνθεση του Σολωμού, Το αυτόγραφο

τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11, Εκδοτική δοκιμή,

Ερμής, Αθήνα 1982.

Τσαντσάνογλου 1994: Ελένη Τσαντσάνογλου, Διάλογος για τον

Σολωμό, Η άλλη όψη για τις θέσεις και την

εργασία του Στυλιανού Αλεξίου πάνω στο

έργο του Εθνικού ποιητή, Η Καθημερινή

(Σάββατο 13 Αυγούστου 1994), 14.

Τωμαδάκης 1934: Βιβλιογραφία Διονυσίου Σολωμού, 1825‐1933,

Εφεδρικός Αγών, Χανιά 1934.

Τωμαδάκης 1935: Νικολάου Τωμαδάκη, Εκδόσεις και Χειρόγραφα του

ποιητού Διονυσίου Σολωμού, Διατριβή επί

διδακτορία εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του

Πανεπιστημίου Αθηνών, Εστία, Εν Αθήναις 1935.

Χατζηβασιλείου 2002: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Εκδοτικά

προβλήματα και κριτική, στο Εκδοτικά

προβλήματα και απορίες, Πρακτικά

Συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη,

175
Αθήνα 16‐17 Ιουνίου 2000, Σπουδαστήριο

Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

Vitti 2000: Mario Vitti, O Giuseppe Montani επιπλήττει τον νεαρό κόντε,

Πόρφυρας, Αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό 95‐96 Κέρκυρα

(Ιούλιος‐ Σεπτέμβρης 2000) 99‐104.

176
γ) Γραμματικές

Mackridge: Γραμματική της Ελληνικής γλώσσας, Holton David,

Mackridge Peter, Ειρήνη Φιλιππάκη‐ Warburton,

Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2004.

Μπαμπινιώτης: Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Χ. Κλαίρης,

Γ. Μπαμπινιώτης, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,

2004.

Πετρούνιας: Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση

(΄΄αντιπαραθετική΄΄) ανάλυση, Πετρούνιας Ευάγγελος,

University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1984.

Τριανταφυλλίδης 1994: Νεοελληνική Γραμματική Μανόλη

Τριανταφυλλίδη, Αθήνα, 1994.

177
δ) Λεξικά

Δημητράκος: Δημητράκος Δ., Μέγα Λεξικόν όλης της ελληνικής

γλώσσης, (εκδ. Ι. Ζερβός) 9 τόμοι, Αθήνα: Δ.

Δημητράκος, 1936‐1950.

Ζώης: Λεξικόν φιλολογικόν και ιστορικόν Ζακύνθου, Συγγραφέας:

Ζώης Λεωνίδας, Εν Ζακύνθῳ, Εκδότης: «Ο Φώσκολος», 1898.

Τριανταφυλλίδης 2003: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο

Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη

Τριανταφυλλίδη), 2003.

178
ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αγάλι: (κρητικό στοιχείο) σιγά, λίγο‐λίγο, ήρεμα, βαθμιαία.

Αγκαλά: (αν+ καλά, κρητικό στοιχείο) αν και, μολονότι

αναδεύω: (ανά+ δεύω: υγραίνω) κινώ.

άνανθος: (α+ ανθός) χωρίς άνθη.

ανέσπερος: αυτός που δεν έχει εσπέρα, είναι πάντοτε στην ανατολή και δεν

δύει ποτέ, δεν σβήνει.

αντισκόφτω: (αντί+ κόπτω, ιδιωμ.) ταράζω.

ακαρτερώ: περιμένω με καρτερία ή αγωνία.

ακινητώ: κάνω κάτι ακίνητο, καθηλώνω.

αλησμονιά (ύστερη): ο θάνατος ή ο τάφος όπου λησμονάει κανείς την

επίγεια ζωή.

ανεξύπνητος: εκείνος που δεν έχει ξύπνημα, ο θάνατος.

απάντεχα: (κατά συγκοπή του –να‐<αναπάντεχα, κρητικό στοιχείο) χωρίς

να το περιμένει κανείς, ξαφνικά.

απεθυμάω: (ιδιωμ.) επιθυμώ.

απερνώ: (α+ περνώ, κρητικό στοιχείο) περνώ, διαβαίνω.

απολύω: αφήνω, εγκαταλείπω.

απομένω: (ιδιωματικό μανιάτικο) υπομένω.

ασηκώνομαι: σηκώνομαι, υψώνομαι.

αχνά: ωχρά, χλωμά.

αυγερινός: αυτός που αναφέρεται ή μοιάζει σαν την αυγή.

άφραστος: ανέκφραστος, αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί.

βαστώ: κρατώ, συγκρατώ.

βολεί: (ευ+ βολεί< εύβολος) είναι βολικό, δυνατό.

βρέσκω: (ιδιωμ.) βρίσκω.

βρόχι: το δίχτυ, μικρές θηλειές.

γιούλι: μενεξές, ζουμπούλι.

179
γλυκόφωνη: με γλυκιά φωνή.

γλυκολυπούμενος: (σχήμα οξύμωρο) με γλυκιά λύπη.

γυρτός: γερμένος προς τα κάτω.

δολερός: (< λατιν. dolus‐ ο δόλος) δόλιος, ύπουλος, απατηλός.

εματαρχινάω: ξαναρχίζω.

ενθυμώ: (νεολογισμός αντί του ενθυμίζω) υπενθυμίζω.

εντάφιος: νεκρικός, εκείνος που ανήκει σε τάφο ή σε νεκρούς.

επιτύμβιος: (επί+ τύμβος) ο αναφερόμενος σε τύμβο, σε τάφο.

ερμιά: (η ερημία με συγκοπή του –η‐ και κατέβασμα του τόνου) α)ερημιά,

μοναξιά, β) κατά μετωνυμία ερμιές είναι οι τάφοι.

ηχολογώ: αντιλαλώ.

θανατερά: κατά τρόπο θανάσιμο.

θανή: α) ο θάνατος, β) κηδεία, εκφορά.

κειός‐κειό: (ιδιωμ.) δεικτική αντωνυμία εκείνος.

κλάψα: ο θρήνος, το κλάμα.

κλίνω: σκύβω, προσκυνώ.

κλωνοφλίφλισμα: (κλώνος+ φλοίσβος) ο ήχος των φύλλων του δέντρου.

λαμπίζω: λάμπω.

λαμπρόσπλαστος: πλασμένος για να είναι λαμπρός.

λαμπυρά: (τροπ. επίρρημα) κατά τρόπο που έλαμπε.

ληθαργίζω: (λήθαργος< λήθη+ αργώ))πέφτω σε λήθαργο, νάρκη, λησμονώ,

ξεχνώ.

λιανοτρέμουλος: αυτός που τρέμει ελαφρά.

μανίζω: (<αόρ. εμάνην = μαίνομαι) κατέχομαι από μανία, οργίζομαι.

μαυριλιασμένος: ολόμαυρος, σκοτεινός.

μερτιά: (<μύρτος) το φυτό μυρσίνη.

μιαρός: (<μιαίνω= μολύνω) μολυσμένος, αχρείος, βδελυρός.

μνέσκω: (ιδιωμ.) υπομένω.

μυριστικός: μυρωδάτος, με ωραία οσμή.

180
μυρτούλα: υποκοριστικό της μυρτιάς (είδος καλλωπιστικού φυτού που έχει

μορφή θάμνου).

νεοθέριστος: ο θερισμένος, ο φρεσκοκομμένος.

νεοφώτιστος: εκείνος που προ ολίγου έχει φωτισθεί.

νέφι: το σύννεφο.

νδύμα: ρούχο, ένδυμα.

ξέμετρο: φυλαχτό.

ξήστερη: ξάστερη.

ογλήγορα: (επίρρημα με πρόθημα –ο‐) βιαστικά.

οκνός: βαρετός, αργοκίνητος.

παθητικός: περιπαθής, με πολλή συναισθηματικότητα.

παραδέρνω: υπερβολικά ταλαιπωρούμαι, κινούμαι εδώ και εκεί.

πασπατευτά: ψαχουλευτά.

πολύαστρον (του αιθέρος): ο ουρανός με τα πολλά αστέρια.

πράχνω: (ιδιωμ.) πράττω, κατορθώνω.

ροδαριά: (ζακυνθινό ιδιωματικό) η αγριοτριανταφυλλιά.

ροδοδάχτυλος: (<ομηρ. ροδοδάκτυλος) αυτός που έχει ρόδινα δάχτυλα.

ρομφαία: (ξένη λέξη) είδος πλατιού, μεγάλου και αμφίστομου σπαθιού.

σβένομαι: (<σβέννυμαι) σβήνομαι.

σβηώ: σβήνω.

σημαντρήριον: (<σημαίνω) το καμπαναριό.

σήμαντρο: σιδερένιο έλασμα ή ξύλινο σανίδι με το οποίο χτυπούσαν την

εκκλησία στα εξωκκλήσια και στα μοναστήρια, η καμπάνα.

σιγαλιά: η ειρήνη, η ησυχία.

σκέλεθρο: (<σκέλλω= ξεραίνω) σκελετός.

σκιάζομαι: (<σκιά) εγώ φοβάμαι.

σκύπτω (το κεφάλι): προσκυνώ.

σουρποενδυμένος: ντυμένος με το χρώμα της νύχτας.

σπερνός: (<εσπερινός) η λειτουργία του εσπερινού.

181
σπουδακτικά: (κρητικό ιδιωματικό) με σπουδή, με βιασύνη, βιαστικά.

σταίνω: (<ίστημι) στήνω, τοποθετώ.

στενεύω: (<στενός, με επίδραση του ιταλικού stringere= σφίγγω και

στενεύω) αναγκάζω, πιέζω, υποχρεώνω.

στέρνω: (ιδιωμ.) στέλνω.

στερνός: τελευταίος.

συρίζω: (<σύριγξ) σφυρίζω.

συχνοκουνώ: κουνώ συχνά.

σφάλλω: κάνω λάθος.

σφουγγίζω: (μεσαιων. σφογγίζω< σπογγίζω) καθαρίζω με σπόγγο.

τηράω: κοιτάζω.

φρικτογυρίζω: γυρίζω και προκαλώ φρίκη.

φωτοχυσία: το άπλετο φως.

χείλο: (ζακυνθινό και κορφιάτικο) το χείλι.

182
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Εις κόρην, η οποία αναθρέφετο μές εις μοναστήρι ΚεΜ

Ανθούλα Ανθ

Ανάμνησις Αν

Εις φίλον ψυχορραγούντα ΦΨ

Το όνειρο Ο

Προς τον κύριο Λοδοβικο Στρανη ΛΣ

Κάκιωμα Κα

Το βράδυ Βρ

Ωδή εις τη Σελήνη ΩΣ

Η σκιά του Ομήρου ΣΟ

Η Ευρυκόμη Ευ

Η Ψυχούλα Ψ

Η Αγνώριστη Αγ

Η Ξανθούλα Ξ

Η Ελλάδα Ελλ

Τα δύο μνήματα ΔΜ

Το κοπάδι Κο

Το κοιμητήρι Κοι

Δε μ’ αγαπάς ΔΜΑ

Γαλήνη Γα

Αίνιγμα Αι

Ο θάνατος της Ορφανής ΘΟ

Ο θάνατος του Βοσκού ΘΒ

Τα δυο αδέλφια ΔΜ

Το κοιμητήριο ΤΚ

183
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.....……………………………………………………………σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Η ζωή του ποιητή ………………………….………………………...σελ. 2

Β. Η ποίηση της περιόδου 1818‐1823…………………………………...σελ. 8

Γ. Η επιλογή των ποιημάτων της έκδοσης………………………….σελ. 20

Δ. Η παράδοση των υπό έκδοση έργων του ποιητή………………..σελ. 27

α) Η χειρόγραφη παράδοση των νεανικών ποιημάτων του

Σολωμού…….……………………………………………………σελ. 28

1. Πρώτο νεανικό τετράδιο….…………………………………σελ. 30

2. Δεύτερο νεανικό τετράδιο……………………………..……σελ. 33

β) Οι εκδόσεις των νεανικών ποιημάτων του Σολωμού πριν το

1857………………………………………………………………..σελ. 35

1. Δημοσιεύσεις σε περιοδικά της εποχής μετά από δική του

έγκριση…………………………………………………….…σελ. 36

2. Δημοσιεύσεις ποιημάτων, μέσα σε ανθολογίες………...σελ. 39

γ) Εκδόσεις‐ δημοσιεύσεις των ποιημάτων του Σολωμού μετά το

θάνατό του…………………………………………………………….…σελ. 45

1. Συγκεντρωτικές εκδόσεις μέχρι και την έκδοση του Λ.

Πολίτη…………………………………………………………………….σελ. 46

2. Συγκεντρωτικές εκδόσεις μετά την έκδοση του Λ.

Πολίτη…………………………………………………………………….σελ. 60

3. Δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και Περιοδικά……………...σελ. 69

4. Μελέτες/ Εκδοτικές Δοκιμές…...…………………………...σελ. 69

Ε. Εκδοτικές Αρχές……………………………………………………...σελ. 83

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εις κόρην, η οποία αναθρέφετο μέσα εις μοναστήρι……………...σελ. 88

184
Ανθούλα …………………………………………………………………σελ. 89

Ανάμνησις ………………………………………………………………σελ. 90

Εις φίλον ψυχορραγούντα ……………………………………………σελ. 91

Το όνειρο…………………………………………………………………σελ. 92

Προς τον κύριον Λοδοβίκο Στράνη…………………………………..σελ. 94

Κάκιωμα………………………………………………………………….σελ. 95

Το βράδυ………………………………………………………………….σελ. 96

Ωδή εις τη Σελήνη………………………………………………………σελ. 97

Η σκιά του Ομήρου …………………………………………………….σελ. 98

Η Ευρυκόμη ……………………………………………………………..σελ. 99

Η Ψυχούλα……………………………………………….…………….σελ. 100

Η Αγνώριστη…………………………………………………………...σελ. 102

Η Ξανθούλα…………………………………………………..………..σελ. 104

Η Ελλάδα……………………………………………………………….σελ. 106

Τα δύο μνήματα………………………………………………………..σελ. 106

Το κοπάδι ………………………………………………………………σελ. 106

Το κοιμητήρι……………………………………………………………σελ. 108

Δε μ’ αγαπάς…………………………………………………...………σελ. 108

Γαλήνη…………………………………………………………………..σελ. 108

Αίνιγμα………………………………………………………………….σελ. 108

Ο θάνατος της Ορφανής……………………………………………..σελ. 109

Ο θάνατος του Βοσκού………………………………………………..σελ. 110

Τα δυο αδέλφια………………………………………………………...σελ. 111

Η κοιμητήριο…………………...………………………………………σελ. 120

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ………………………………..…..σελ. 130

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..……………………………………………………….σελ. 158

α) Εκδόσεις‐ Δημοσιεύσεις ποιημάτων…………………….σελ. 158

185
β) Μελέτες‐ Άρθρα…………………………………………….σελ. 164

γ) Γραμματικές………………………………………………...σελ. 175

δ) Λεξικά………………………………………………………..σελ. 176

ΓΛΩΣΣΑΡΙ …..…………………………………………………………σελ. 177

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ..……………………...............σελ. 181

186

You might also like