Professional Documents
Culture Documents
362 SKOUMPOURDI Early School Mathematics Ch03
362 SKOUMPOURDI Early School Mathematics Ch03
Σύνοψη
Στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθενται κριτήρια επιλογής και αξιολόγησης υλικών για τη διδασκαλία. Η
σύνθεση των κριτηρίων που προτείνονται από τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
και από τους ερευνητές της διδακτικής των μαθηματικών και η εφαρμογή τους στην πράξη, μέσω
αξιολόγησης ενδεικτικών παραδειγμάτων Εκπαιδευτικού Υλικού, τεκμηριώνουν τη χρηστικότητα του
αναπτυγμένου «Πλαισίου Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού» για τα μαθηματικά. Το «Πλαίσιο
Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού» έχει σκοπό τη δόμηση κριτηρίων αξιολόγησης σε κατηγορίες,
ώστε να δημιουργηθεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς και τους ερευνητές. Επιπλέον,
παρατίθενται κριτήρια για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικού υλικού και αναπτύσσεται ένα «Πλαίσιο
Σχεδιασμού Εκπαιδευτικού Υλικού» για τα μαθηματικά.
Προαπαιτούμενη γνώση
Καμία.
Στις σύγχρονες τάσεις της διδακτικής των μαθηματικών στις οποίες υιοθετούνται οι διερευνητικές
προσεγγίσεις για καλλιέργεια ποικίλων ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών με συνεργατικές
μεθόδους (δες Κεφάλαιο 1), προκρίνεται η χρήση εκπαιδευτικών υλικών (ΕΥ) λόγω του θετικού τους
ρόλου προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, η μεγάλη ποικιλία των διαθέσιμων ΕΥ κάνει δύσκολη την
επιλογή του κατάλληλου, για την εκπαιδευτική πράξη, από τους εκπαιδευτικούς και τους δημιουργεί
προβληματισμό, εφόσον απαιτεί από αυτούς να ασχοληθούν με την αναζήτηση, την επιλογή και την
αξιολόγηση υλικών, καθώς και με την προετοιμασία τους για χρήση, προκειμένου να τα ενσωματώσουν
στη διδακτική πράξη (δες Κεφάλαιο 2). Η δεύτερη και τρίτη φάση αυτής της διαδικασίας –επιλογή και
αξιολόγηση υλικών– απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς να κρίνουν τα υλικά που αναζήτησαν και βρήκαν
με τεκμηριωμένα κριτήρια.
Τα κριτήρια που θέτουν οι εκπαιδευτικοί για να αξιολογήσουν τα ΕΥ προκειμένου να οργανώσουν τη
διδασκαλία τους είναι συνήθως διαισθητικά και εμπειρικά (Skoumpourdi & Matha, 2021). Αξιολογούν
θετικά εκείνα τα υλικά τα οποία είναι σε ευθυγράμμιση με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών
Σκουμπουρδή, Χ. (2023). Διερευνητική προσέγγιση των μαθηματικών της πρώτης σχολικής ηλικίας: Κριτήρια σχεδιασμού
δραστηριοτήτων και αξιολόγησης υλικών [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0
50 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
τους (Son & Kim, 2015), με τους εκπαιδευτικούς τους στόχους (Brown, 2009· Remillard, 2013), με τη
διδακτική τους πρακτική (Janssen et al., 2015), με την εμπειρία τους τόσο τη διδακτική όσο και με τη
χρήση υλικών (Sherin & Drake, 2009), καθώς και με τα προγράμματα σπουδών (Davis et al., 2016) και
το ευρύτερο εκπαιδευτικό πλαίσιο (Roehrig et al., 2007). Από τα υλικά που αξιολογούν θετικά, συνήθως
χρησιμοποιούν εκείνα τα οποία απαιτούν ελάχιστη προσαρμογή (Brown, 2009· Remillard, 2013) και
είναι εύκολα στη χρήση (Recker et al., 2004· Σκουμιός & Σκουμπουρδή, 2018· Webel et al., 2015).
Τα κριτήρια τα οποία αναφέρονται στη βιβλιογραφία για την αξιολόγηση των ΕΥ είναι ποικίλα,
ενδεικτικά παραδείγματα των οποίων παρατίθενται παρακάτω. Ο Bernstein (1963) προτείνει κριτήρια
αξιολόγησης τα οποία εστιάζουν στα παρακάτω θέματα:
• σχέση των δράσεων με τα υλικά και των γραπτών (προφορικών) ενεργειών των μαθητών,
• περιθώρια δράσης με το υλικό, δηλαδή αν το υλικό χρησιμοποιείται εκτός από τον εκπαιδευτικό και
από τους μαθητές,
• πρόκληση πολλών αισθήσεων,
• ευελιξία χρήσης του υλικού (π.χ. ποικίλες έννοιες, ηλικίες κ.λπ.),
• κόστος του υλικού (οικονομικό και χρονικό),
• ανθεκτικότητα του υλικού,
• ευκολία του υλικού (για χρήση και αποθήκευση).
Ο Reys (1971) προκρίνει για την επιλογή χειροπιαστών υλικών βασικά παιδαγωγικά κριτήρια,
καθώς και κριτήρια για τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, προτρέποντας τους εκπαιδευτικούς να τα
κατατάξουν σε σειρά σημαντικότητας σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες τους. Στα
παιδαγωγικά κριτήρια αναφέρει ότι τα υλικά θα πρέπει:
Τα κριτήρια τα οποία προκρίνει για την αξιολόγηση των φυσικών χαρακτηριστικών των χειροπιαστών
υλικών είναι τα παρακάτω:
• Ανθεκτικότητα. Τα υλικά πρέπει να είναι ανθεκτικά στη χρήση από τα παιδιά και, αν απαιτηθεί
συντήρηση, να παρέχεται με λογικό κόστος.
• Ελκυστικότητα. Τα υλικά πρέπει να προσελκύουν τη φυσική περιέργεια του παιδιού και την
επιθυμία του για δράση (π.χ. αισθητικά ευχάριστος σχεδιασμός, ακρίβεια κατασκευής, ανθεκτικό,
λείο και ίσως πολύχρωμο φινίρισμα), όχι όμως να αποσπούν την προσοχή από τις έννοιες-στόχους.
• Απλότητα. Τα υλικά πρέπει να είναι απλά στη χρήση και στον χειρισμό, ακόμα και αν προσφέρονται
για πολλαπλές χρήσεις και δεν θα πρέπει να εμπλέκουν χρονοβόρες διαδικασίες. Ωστόσο, πρέπει να
λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι ο βαθμός πολυπλοκότητας είναι συνάρτηση και της ιδέας που
αναπτύσσεται, αλλά και των παιδιών που εμπλέκονται.
• Μέγεθος. Τα υλικά πρέπει να είναι σχεδιασμένα ώστε να προσαρμόζονται στις σωματικές
ικανότητες των παιδιών και, έτσι, να μπορούν να τα χειρίζονται εύκολα. Επιπλέον, να μπορούν
να αποθηκεύονται σε έναν επαρκή χώρο αποθήκευσης. Η καταλληλότητα του μεγέθους είναι
επίσης σημαντική για την πρόληψη λανθασμένων αντιλήψεων ή νοητικών εικόνων στο μυαλό των
παιδιών.
• Κόστος σε δαπάνη και σε χρόνο. Ο υπολογισμός της δαπάνης περιλαμβάνει τις αρχικές δαπάνες
και τις χρεώσεις συντήρησης και αντικατάστασης με βάση το προσδόκιμο ζωής των υλικών για
κανονική χρήση στην τάξη. Το κόστος σε χρόνο σχετίζεται με τον εκπαιδευτικό και αφορά τον χρόνο
που απαιτείται για να μάθει πώς να χρησιμοποιεί το υλικό αποτελεσματικά. Οποιαδήποτε αγορά
νέου υλικού θα πρέπει να συνοδεύεται από σχεδιασμένο πρόγραμμα εξοικείωσης των εκπαιδευτικών
με αυτό το υλικό.
H Marzola (1987), αναφέροντας αρχές για την παραγωγική επιλογή και χρήση χειροπιαστών υλικών,
εστιάζει:
• στην επιλογή υλικών τα οποία ταιριάζουν με την έννοια και το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού.
Θεωρεί ότι η σύνδεση μεταξύ της έννοιας και του υλικού που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι
πολύ σαφής. Πιο αφηρημένα υλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν αργότερα, αλλά η εισαγωγή μιας
έννοιας θα πρέπει να γίνει με εύκολα, κατανοητά υλικά. Για παράδειγμα, αν και οι διάφορες μορφές
άβακα μπορούν να είναι χρήσιμα εργαλεία για την ανταλλαγή μονάδων σύμφωνα με το δεκαδικό
σύστημα, πιο κατάλληλο υλικό για να ξεκινήσει η διδασκαλία της αξίας της θέσης των ψηφίων είναι
πιο εξειδικευμένο υλικό όπως τα μπλοκς δεκαδικής βάσης.
• στη χρήση ποικιλίας υλικού. Μόλις οι μαθητές εξοικειωθούν με ένα υλικό και τη χρήση του,
προτείνεται η εισαγωγή άλλων υλικά τα οποία απεικονίζουν την ίδια έννοια. Τα μικρά παιδιά συχνά
αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη δυσκολία να μεταφέρουν την κατανόησή τους για μια έννοια από μια
μορφή σε μια άλλη, αλλά όταν το πετύχουν, φαίνεται να οικοδομούν πιο ισχυρά την έννοια.
• στη χρήση λεκτικών επεξηγήσεων, όποτε είναι δυνατόν, οι οποίες συνοδεύουν τη χρήση των υλικών.
Η απλή παρουσίαση αναπαραστατικών μοντέλων δεν αρκεί για να βελτιώσει την ανάπτυξη εννοιών
52 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
στα μαθηματικά. Είναι σημαντικό να προηγείται και να συνοδεύεται με λεκτική εξήγηση της
έννοιας που απεικονίζεται (Garnett & Fleischner, 1987).
Η Overmann (2018), ως αρχαιολόγος η οποία μελετάει ιστορικά την εξέλιξη της αντίληψης της
έννοιας του αριθμού, θεωρεί ότι τα ΕΥ που χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση των μαθηματικών
ιδεών και εννοιών επηρεάζουν τη δομή και την οργάνωσή τους. Τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν τα
υλικά στις ιδέες και στις έννοιες όπως, για παράδειγμα, η γραμμικότητα, μπορούν να παραμείνουν με
τη μορφή γνώσης και συμπεριφορών, αποδίδοντας έννοιες οι οποίες δεν ανάγονται και είναι λειτουργικά
ανεξάρτητες από οποιοδήποτε ΕΥ. Τα υλικά αλληλεπιδρούν επίσης με τη γλώσσα, με τρόπους που
ενισχύουν ή αντιπαραβάλλουν διαφορετικές πτυχές της γνώσης. Δεδομένης της υλικής μορφής των ΕΥ,
οι έννοιες και οι ιδέες γίνονται διακριτές και σταθερές, αποκτούν περιεχόμενο, δομή και οργάνωση από
τις ιδιότητες του υλικού και είναι διαχειρίσιμες από τον εκπαιδευτικό και τον μαθητή. Στο πλαίσιο αυτό,
η Overmann προτείνει την ανάλυση των επιλεγμένων υλικών με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
Τύπος μέσου Έννοια και Δυνατότητες και Νέες δυνατότητες Νέοι περιορισμοί
μετάβαση ιδιότητες
Δάχτυλα •Ισοδυναμίες. •Ενσωματώνει •Γραμμικότητα και •Περιορισμένη
•Αποτύπωση νευρολογικά σταθερή δομή. ποσότητα.
βασικής δομής την αντίληψη •Εφήμερο.
(π.χ. πεντάδα). της ποσότητας.
•Άμεσα διαθέσιμα.
•Αποτελεί γέφυρα
ψυχολογικής–
συμπεριφορικής–
υλικής διάστασης.
Μέσα μίας •Συλλογές •Γραμμικότητα •Μεγαλύτερη •Οπτικά μη
διάστασης (π.χ. αντικειμένων προς και σταθερή σειρά. ποσότητα. διακριτά.
σκοινιά με κόμπους, καταμέτρηση. •Συσσώρευση. •Δεν υπόκεινται
χάντρες σε κορδόνι, •Χρήση υλικού σε χειρισμούς (π.χ.
συμβολικές πολιτισμού. μετακίνηση).
καταγραφές
πεντάδας κ.λπ.)
Μέσα δύο •Συλλογές που •Γραμμικότητα και •Ομαδοποιημένα •Χαλαρό (ανάγκη
διαστάσεων (π.χ. συσχετίζονται σταθερή σειρά. αντικείμενα. για περιορισμό).
άβακας) μεταξύ τους, •Υπόκεινται σε •Ούτε συνοπτικό
Διερευνητική προσέγγιση των μαθηματικών της πρώτης σχολικής ηλικίας 53
(Συνέχεια)
καθώς και με •Πράξεις. χειρισμούς (π.χ. ούτε επίμονο (όχι
αντικείμενα •Μεγαλύτερες μετακίνηση). κατάλληλο για
προς μέτρηση. ποσότητες εγγραφή).
•Ανάδειξη της αντικειμένων.
ικανότητας
καταμέτρησης.
Το σημαντικότερο κριτήριο, το οποίο αναφέρεται στη βιβλιογραφία, για την επιλογή και την
αξιολόγηση του κατάλληλου ΕΥ, αφορά τη «διαφάνεια». Η «διαφάνεια» είναι μια πολυδιάστατη
έννοια που αναλύεται με διαφορετικό τρόπο από κάθε ερευνητή. Η συνθετική παράθεση και
κατηγοριοποίηση των περιγραφών της «διαφάνειας» μπορεί να οδηγήσει στη διάκριση των παρακάτω
χαρακτηριστικών της:
• Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της «διαφάνειας» ενός υλικού αφορά την «επιστημονική
πιστότητα», η οποία εξετάζεται ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο χρήσης του υλικού. Η
«επιστημονική διαφάνεια» ή επιστημονική πιστότητα ενός ΕΥ διαμορφώνεται από τη διπλή
αναπαράσταση που ενσωματώνει, δηλαδή την ταυτόχρονη ύπαρξη του τεχνουργήματος (πχ. τα
μπλοκς του Dienes) και του μαθηματικού συμβολισμού μέσα σε αυτό (π.χ. μονάδα-κύβος, δεκάδα-
ράβδος, εκατοντάδα-πλάκα κ.λπ.) (Uttal et al., 2013). Κάθε μαθηματικό ΕΥ αποτελείται από
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και στοχεύει στη διδασκαλία συγκεκριμένης μαθηματικής έννοιας.
Εάν η σχέση μεταξύ του υλικού και της μαθηματικής έννοιας που αντιπροσωπεύει είναι θετική
(Meira, 1998) και ο δεσμός των χαρακτηριστικών του με τη μαθηματική έννοια είναι ισχυρός και
ευρύς ή εάν ένα υλικό συνδέεται άμεσα με την έννοια και είναι ικανό να καλύψει όλες τις πτυχές της
χωρίς να οδηγήσει σε παρανοήσεις, τότε το ΕΥ θεωρείται επιστημονικά έγκυρο (Stacey et al., 2001).
Αφορά, δηλαδή, τη μαθηματική ακρίβεια, την αξιοπιστία του τεχνουργήματος να απεικονίσει τις
μαθηματικές ιδιότητες, τις συμβάσεις και τις συμπεριφορές, ώστε να γίνουν κατανοητές με τον
τρόπο που αναμένεται από τη μαθηματική κοινότητα (Zbiek et al., 2007). Οι δράσεις που μπορούν
να πραγματοποιηθούν με τα ΕΥ και η συμπεριφορά που θα ακολουθήσει αυτές τις δράσεις πρέπει να
αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τα αναμενόμενα μαθηματικά χαρακτηριστικά. Ο βαθμός στον οποίο
γίνεται αυτό αντιπροσωπεύει και τον βαθμό μαθηματικής πιστότητας του ΕΥ. Με άλλα λόγια, η
«διαφάνεια» χαρακτηρίζει την ευκολία με την οποία «φαίνεται» η μαθηματική ιδέα μέσω του ΕΥ
και συνδέεται άμεσα με τη «χρηστικότητα» η οποία αφορά το εύρος των εννοιών που μπορεί να
υποστηρίξει το συγκεκριμένο ΕΥ (Kilpatrick et al., 2001).
• Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της διαφάνειας αφορά τη «διαφάνεια μορφής» (form transparency),
δηλαδή τη «διαφάνεια των μερών του υλικού» (Chase & Abrahamson, 2013). Σχετίζεται με
το πόσο απλό ή πολύπλοκο είναι το ΕΥ και πόσο εύκολη είναι η χρήση του (Kilpatrick et al.,
2001). Η «διαφάνεια μορφής» εξετάζει αν τα μέρη του ΕΥ είναι ορατά στους χρήστες και μπορούν
να χρησιμοποιηθούν, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κατανόηση της λογικής
πίσω από τη χρήση του ΕΥ (McNeil & Jarvin, 2007). Η «διαφάνεια της μορφής» ενός ΕΥ δεν
συνεπάγεται και «διαφάνεια της λειτουργίας του».
• Ένα τρίτο χαρακτηριστικό αφορά τη «διαφάνεια λειτουργίας» (operation transparency), δηλαδή
την κατανόηση της λογικής πίσω από τη χρήση του ΕΥ (Chase & Abrahamson, 2013· McNeil
& Jarvin, 2007) και σχετίζεται με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ενσωματώνεται
και χρησιμοποιείται το ΕΥ. Ο χρήστης ερμηνεύει και αλληλεπιδρά με το ΕΥ ως κοινωνικό
τεχνούργημα, επηρεασμένος από τις κοινωνικές εμπειρίες του και το ΕΥ γίνεται «διαφανές» μέσα
σε συγκεκριμένες κοινωνικές δραστηριότητες και διαμέσου της χρήσης του από τους ίδιους τους
χρήστες (Meira, 1998). Η διαφάνεια, με αυτή την έννοια, ορίζεται ως μια διαδικασία, ως ένας
54 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
τρόπος εμπλοκής που επιτρέπει στους χρήστες να ανακαλύψουν τον εσωτερικό μηχανισμό ενός
υλικού. Πιο συγκεκριμένα, εάν ένα ΕΥ επιτρέπει στους χρήστες να ανακαλύψουν τον εσωτερικό
μηχανισμό λειτουργίας του, τότε η λειτουργία του θεωρείται «διαφανής» (Stacey et al., 2001).
Η «διαφάνεια λειτουργίας», αναφέρεται και ως «αποτελεσματικότητα» και αφορά την επάρκεια
του ΕΥ να υποστηρίξει την επικοινωνία, καθώς και τη λειτουργική χρήση του (Kilpatrick et al.,
2001). Αναφέρεται, επίσης, ως «παιδαγωγική ακρίβεια» (Zbiek et al., 2007), η οποία αφορά την
παιδαγωγική αξιοπιστία του ΕΥ, δηλαδή τον βαθμό στον οποίο αναπτύσσεται η μάθηση μέσω
του ΕΥ. Με άλλα λόγια, διερευνάται μέχρι ποιο σημείο το ΕΥ επιτρέπει στα παιδιά να δράσουν
μαθηματικά με τρόπους οι οποίοι αφενός αντιστοιχούν στη φύση της μάθησης των μαθηματικών
και αφετέρου βρίσκονται σε συνάφεια με την πρακτική του εκπαιδευτικού.
• Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό της διαφάνειας αφορά τη «γνωστική εγκυρότητα» (cognitive
validity), δηλαδή το αν προκύπτουν γνωστικές διεργασίες από τη χρήση του ΕΥ (Zbiek et al.,
2007). Η γνωστική ακρίβεια αφορά την αξιοπιστία του ΕΥ να εκφράσει τη διαδικασία σκέψης των
μαθητών ή τις στρατηγικές που επιλέγουν όταν ασχολούνται με μια δραστηριότητα. Η γνωστική
εγκυρότητα εξαρτάται από τη δύναμη της σύνδεσης μεταξύ της χρήσης του ΕΥ και των γνωστικών
διαδικασιών των χρηστών. Η γνωστική εγκυρότητα μπορεί να αξιολογηθεί μέσω της διερεύνησης
των αναπαραστάσεων των χρηστών, καθώς και της διερεύνησης της αναδιαμόρφωσης και της
επέκτασης των γνωστικών δομών των χρηστών (Chase & Abrahamson, 2013).
• Ένα πέμπτο χαρακτηριστικό αφορά την «προσβασιμότητα» του ΕΥ (accessibility), δηλαδή το αν
προσελκύει και χρησιμοποιείται από μεγάλο αριθμό χρηστών, ανεξαρτήτως κοινωνικού πλαισίου
(Stacey et al., 2001). Με άλλα λόγια, η «προσβασιμότητα» του ΕΥ αναφέρεται σε ένα σύνολο
κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων που εμφανίζονται κατά την εκπαιδευτική χρήση του και
επηρεάζουν το σύνολο των χρηστών (McNeil & Jarvin, 2007).
Σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δεδομένων της βιβλιογραφίας για τα κριτήρια αξιολόγησης ΕΥ και των
ερευνών μας, αναπτύχθηκε ένα «Πλαίσιο Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού» για τα μαθηματικά
(FEMEM: Framework for Evaluating Math’s Educational Materials), με σκοπό τη δόμηση κριτηρίων
αξιολόγησης σε κατηγορίες ώστε να δημιουργηθεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των εκπαιδευτικών
και των ερευνητών (Skoumpourdi & Matha, 2021· όπως διαμορφώθηκε στο Σκουμπουρδή, 2022)
(Εικόνα 3.1).
είναι να αναπαραστήσει με ακρίβεια μια μαθηματική έννοια/ιδέα. Επίσης, αφορά το αν γίνονται ορατά
τα μέρη του υλικού και η λειτουργία του για τη συγκεκριμένη μαθηματική ιδέα.
Ο δεύτερος άξονας αξιολόγησης, «αξιολόγηση υλικού κατά τη χρήση του», βασίζεται στο τρίτο
και στο τέταρτο χαρακτηριστικό της «διαφάνειας», τη «διαφάνεια λειτουργίας» και τη «γνωστική
εγκυρότητα». Αφορά την κατανόηση της λειτουργίας και του τρόπου χρήσης του υλικού και την
ανακάλυψη του εσωτερικού μηχανισμού λειτουργίας του, μέσα από τη χρήση του σε συγκεκριμένες
δραστηριότητες. Επίσης, αφορά την ενεργοποίηση της γνωστικής διαδικασίας και τις γνωστικές
διεργασίες που προκύπτουν από τη χρήση του υλικού, και αποτελεί έναν πολύ σημαντικό άξονα αφού οι
εκπαιδευτικοί με τη χρήση ΕΥ έχουν σκοπό την ενεργοποίηση της γνωστικής διαδικασίας των μαθητών
μέσω της χρήσης ενός υλικού με κατανοητή λειτουργία.
Ο τρίτος άξονας αξιολόγησης, «αξιολόγηση μετά τη χρήση του υλικού», βασίζεται στους παράγοντες
που αναδεικνύει η βιβλιογραφία για τη μαθηματική εκπαίδευση βάσει της διερευνητικής προσέγγισης
με τη χρήση ΕΥ και κρίνει τη μαθησιακή αποτελεσματικότητα του υλικού για συγκεκριμένους χρήστες
σε συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Αξιολογεί τη σύνδεση των δράσεων με το υλικό με τη συμβολική
και νοητική αναπαράσταση, την κατανόηση της έννοιας και τη μεταγνώση.
Το «Πλαίσιο Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού», παρουσιασμένο μέσα από ερωτήσεις οι οποίες
υποβοηθούν την πορεία της αξιολόγησης, περιγράφεται ως εξής:
• Η αξιολόγηση της «παιδαγωγικής εγκυρότητας» του υλικού ΠΡΙΝ τη χρήση του (1ος άξονας)
διαχωρίζει υλικά τα οποία είναι αποδεκτά για εκπαιδευτική χρήση, είναι εφικτή η προμήθειά τους
και, άρα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πράξη.
• Η αξιολόγηση της «μαθηματικής εγκυρότητας» του υλικού ΠΡΙΝ τη χρήση του (1ος άξονας)
διαχωρίζει υλικά τα οποία καλύπτουν την έννοια-στόχο με επιστημονική εγκυρότητα, ευκρινή δομή,
ορατή λειτουργία και χρήση και, άρα, είναι κατάλληλα για χρήση στην πράξη.
• Η αξιολόγηση του υλικού ΚΑΤΑ τη χρήση του (2ος άξονας) διαχωρίζει υλικά τα οποία είναι
κατανοητά ως προς τη λειτουργία και τον τρόπο χρήσης τους από τον χρήστη για συγκεκριμένη
μαθηματική ιδέα, ενεργοποιούν τη γνωστική διαδικασία και, άρα, μπορούν να οδηγήσουν σε
μαθησιακά αποτελέσματα.
• Η αξιολόγηση του υλικού ΜΕΤΑ τη χρήση του (3ος άξονας) διαχωρίζει υλικά τα οποία μετά τη
χρήση τους έχουν δημιουργήσει νοητικές αναπαραστάσεις, συνδεδεμένες με την έννοια-στόχο, έχουν
δημιουργήσει γνώση αλλά όχι παρανοήσεις, τόσο από την οπτική του εκπαιδευτικού όσο και από
την οπτική του μαθητή και, άρα, μπορούν να θεωρηθούν εργαλεία για οικοδόμηση της γνώσης στην
αφηρημένη της διάσταση.
58 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
Για την αξιολόγηση ΕΥ, με τη χρήση του «Πλαισίου Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού»,
προαπαιτείται ο σαφής προσδιορισμός των παρακάτω θεμάτων:
(Συνέχεια)
Αριθμητικά
- iii, iv - - iii, iv
σύμβολα
iv Μαθηματι-
Μαθηματική κή ακρίβεια. Πρόσθεση iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv
εγκυρότητα v Ορατή Αφαίρεση iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv
λειτουργία. Δεκάδα iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv iii, iv
- - - v v
vi Κατανοητή η λειτουργία
Αξιολόγηση και χρήση του. - - - vi vi
KATA
τη χρήση vii Ενεργοποιεί τη γνωστική - - - vii vii
διαδικασία.
viii Σύνδεση δράσεων και
Αξιολόγηση αναπαραστάσεων. - - - ; viii
ΜΕΤΑ
ix Κατανόηση μαθ. Ιδέας. - - ix ix ix
τη χρήση
x Μεταγνώση. - - x x ;
Αναφορικά με τη «μαθηματική τους εγκυρότητα», προκύπτει ότι ο άβακας, τα μπλοκς του Dienes
και η πασκαλίνα είναι υλικά τα οποία, παρόλο που τα μέρη τους είναι ορατά, δεν εμπεριέχουν στοιχεία
που να κάνουν σαφή τη δομή σε σχέση με τη λειτουργία τους. Συγκεκριμένα, στον άβακα δεν γίνεται
σαφές πώς η διαφορετική τοποθέτηση των χαντρών έχει διαφορετική σημασία και τι συμβολίζει κάθε
ράβδος. Στα μπλοκς του Dienes δεν προσδιορίζεται τι αναπαριστά το κάθε μπλοκ (ειδικά αν οι «ράβδοι
των δεκάδων» και οι «κύβοι των εκατοντάδων» δεν είναι τετμημένοι σε κυβάκια όσα οι μονάδες τους)
και πόσοι είναι οι «εσωτερικοί κύβοι» του «κύβου της εκατοντάδας». Στην πασκαλίνα δεν φαίνεται τι
συμβολίζουν οι τρεις τροχαλίες με τους αριθμούς και οι δύο τροχαλίες χωρίς τους αριθμούς ή η κίνηση
κάθε τροχαλίας.
Στα numicon όλα τα μέρη είναι ορατά και η διαβάθμιση της δομής τους (σταδιακή αύξηση κατά
μια οπή) κάνει εμφανή την αύξηση της ποσότητας κατά-1 κάθε φορά. Ωστόσο, δεν γίνεται ορατή η
λειτουργία τους ως μέσο αναπαράστασης των διψήφιων αριθμών (άθροισμα μιας δεκάδας και μερικών
μονάδων) και η σύνδεσή τους με την αξία θέσης των ψηφίων (Dowker, 2008). Αντίστοιχα, η μορφή και
η δομή του sumblox, όπου το κάθε αριθμητικό ψηφίο διαφέρει σε ύψος από το προηγούμενο και από το
επόμενό του, δίνουν στοιχεία για τη λειτουργία του αναφορικά με τη διαφορετική αξία των αριθμητικών
ψηφίων αλλά όχι για τις πράξεις της πρόσθεσης και της αφαίρεσης.
Στην αξιολόγηση κατά τη χρήση των παραπάνω υλικών φάνηκε ότι ο αρχάριος χρήστης δεν κατανοεί
άμεσα τη λειτουργία τους για τη δεκάδα, αλλά απαιτείται διδακτική παρέμβαση. Αναφορικά με την
ενεργοποίηση της γνωστικής διαδικασίας και όσον αφορά τον άβακα, οι απόψεις διίστανται. Από τη
μια υποστηρίζεται ότι ο άβακας δεν αυξάνει το κίνητρο των μαθητών για να τον χρησιμοποιήσουν
(Μahpop & Sivasubramaniam, 2010), ότι η χρήση του οδηγεί στην υιοθέτηση απλών στρατηγικών
όπως η μέτρηση ανά-1 (Gravemeijer, 2000), ότι μπορεί να χρησιμοποιείται τυχαία, χωρίς μαθηματικό
σκοπό από μη έμπειρους χρήστες (Miller & Stigler, 1991) και ότι δεν γίνεται κατανοητή η δεκάδα, αν
δεν την έχει ήδη κατακτήσει ο χρήστης (Bartolini Bussi & Boni, 2003). Από την άλλη σημειώνεται ότι
προκαλεί την ενεργοποίηση της γνωστικής διαδικασίας για καταμετρήσεις, για συγκρίσεις, αλλά και για
απλές προσθέσεις και αφαιρέσεις χωρίς κρατούμενο (Miller & Stigler, 1991). Επίσης, καταγράφονται,
κατά τη χρήση του, εκφράσεις των μαθητών οι οποίες συνδυάζουν πλευρές του υλικού ως ρεαλιστικό
αντικείμενο με νοητικές αναπαραστάσεις του (Bartolini Bussi et al., 2012).
60 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
Αντίστοιχα, διίστανται και οι απόψεις για τη γνωστική ενεργοποίηση που προκαλούν τα μπλοκς του
Dienes. Κάποιες έρευνες αναφέρουν ότι παιδιά 6-8 ετών έχουν βελτίωση στην επίτευξη προσθέσεων
και αφαιρέσεων με μεγάλους αριθμούς που απαιτούν αντικατάσταση μονάδων με μεγαλύτερη μονάδα,
στη λεκτική έκφραση των αριθμών, καθώς και στην κατανόηση της αξίας θέσης των ψηφίων αριθμών
με γραπτή μορφή (Fuson & Briars, 1990). Άλλες έρευνες αναφέρουν ότι η χρήση των μπλοκς έχει
περιορισμένα και μικρής ισχύος θετικά αποτελέσματα σε μαθητές δημοτικού, ότι δεν είναι ικανή να
βελτιώσει τη μαθηματική αντίληψη της δεκάδας, της πρόσθεσης και της αφαίρεσης αριθμών σε παιδιά
8 ετών (Resnick & Omanson, 1987), αλλά και ότι δεν καλλιεργεί τη χρήση σύνθετων στρατηγικών
(Beishuizen, 1993).
Η πασκαλίνα προκαλεί γνωστική ενεργοποίηση για τον υπολογισμό πράξεων σε παιδιά 6 ετών
(Soury-Lavergne & Maschietto, 2015) και σε παιδιά 9 ετών (Maschietto & Ferri, 2007), μόνο μετά
από διδακτική παρέμβαση μεγάλης διάρκειας (12 εβδομάδων και 12 εβδομάδων αντίστοιχα).
Η γνωστική ενεργοποίηση που προκαλεί το numicon αφορά παιδιά μικρότερα των 10 ετών τα οποία
αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την κατανόηση της έννοιας του αριθμού και παιδιά που φοιτούν σε σχολεία
ειδικής αγωγής, εφόσον η σχέση ανάμεσα στη χρήση του numicon και στην ικανότητα αντιστοιχίας
της ποσοτικής και συμβολικής μορφής των αριθμών είναι ασθενής (Jenkins, 2013· Skevington, 2016).
Ωστόσο, μαθητές 5-6 ετών μετά από διδακτική παρέμβαση (δέκα εικοσάλεπτες συνεδρίες σε διάστημα
έξι εβδομάδων με τη χρήση του numicon για την κατανόηση των αριθμών) κατανόησαν τη σχέση
μεταξύ των αριθμών, καθώς και των μοτίβων των αριθμών (Hughes, 2006).
Η γνωστική ενεργοποίηση που προκαλεί το sumblox σχετίζεται με τα σύμβολα των αριθμών και
τις πράξεις της πρόσθεσης και της αφαίρεσης και αφορά περισσότερο μικρούς μαθητές (6-8 ετών) με
δυσκολίες σε αυτά τα θέματα. Για τους μαθητές αυτούς είναι ένα βοηθητικό μέσο για τον υπολογισμό
των δύσκολων πράξεων με μεγάλους αριθμούς, αλλά και ένα μέσο επαλήθευσης πράξεων.
Για την αξιολόγηση μετά τη χρήση δεν υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία για όλα τα υλικά. Η
αξιολόγηση του άβακα μετά τη χρήση του δείχνει ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ του χειρισμού του
και της επιδιωκόμενης νοητικής ενέργειας (Gravemeijer, 2000). Ωστόσο, μετατρέπεται σε εργαλείο
υπολογισμού και αυτό φαίνεται μέσα από τις εικονογραφικές αναπαραστάσεις μαθητών 6-8 ετών,
οι οποίες αποκαλύπτουν τη νοητική αναπαράσταση για τον τρόπο λειτουργίας του άβακα που
δημιουργήθηκε στους μαθητές, ακόμα και μετά την απομάκρυνσή τους από το πραγματικό υλικό
(Bartolini Bussi & Boni, 2003). Επίσης, εκτός από την ενίσχυση των υπολογισμών, αποτελεί και
υλικό σημειωτικής διαμεσολάβησης το οποίο ενισχύει τα μαθηματικά σύμβολα του χρήστη μέσω της
σύνδεσης της ρεαλιστικής με τη σημειωτική μορφή των αριθμών (Bartolini Bussi & Mariotti, 2008).
Προϋποθέσεις για τη χρήση του άβακα είναι η ικανότητα διατήρησης πληροφοριών στη βραχυπρόθεσμη
μνήμη, η προϋπάρχουσα γνώση της δομής του δεκαδικού συστήματος, η ικανότητα απαρίθμησης και
η γνώση της αναγωγής στη δεκάδα.
Η αξιολόγηση των μπλοκς του Dienes μετά τη χρήση τους για τους ερευνητές που αξιολογούν το
συγκεκριμένο ΕΥ θετικά κατά τη χρήση του, συνδέεται με την ανάπτυξη της ικανότητας παιδιών 6-8
ετών για εκτέλεση προσθέσεων και αφαιρέσεων μεγάλων αριθμών χωρίς τη χρήση των μπλοκς, αλλά
και της επιχειρηματολογίας σε λανθασμένες πρακτικές (Fuson & Briars, 1990). Για τους ερευνητές που
τα αξιολογούν αρνητικά κατά τη χρήση τους, αρνητική είναι και η αξιολόγηση μετά τη χρήση τους,
εφόσον θεωρούν ότι περιορίζουν σημαντικά τη μετατροπή των πράξεων σε νοερούς υπολογισμούς λόγω
του γεγονότος ότι δεν πραγματοποιείται νοητική διαδικασία ταυτόχρονα με τη χρήση του υλικού. Οι
μαθητές, δηλαδή, δεν υπολογίζουν νοητικά την πράξη καθώς χρησιμοποιούν τα μπλοκς (Beishuizen,
1993). Προϋπόθεση για τη χρήση των μπλοκς του Dienes είναι η εξάσκηση με το συγκριμένο ΕΥ ώστε
να δώσει τη δυνατότητα στον χρήστη να ανακαλύψει το μοτίβο της δομής του και να οδηγηθεί στην
κατανόησή του. Για την αξιολόγηση της πασκαλίνας, του numicon και του sumblox μετά τη χρήση
τους δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα.
Διερευνητική προσέγγιση των μαθηματικών της πρώτης σχολικής ηλικίας 61
κατανόησης και της μεταγνώσης για τα βασικά επίπεδα σχήματα, δεν είναι δυνατή γιατί δεν υπάρχουν
καταγεγραμμένα ερευνητικά αποτελέσματα για την αξιοποίησή τους στην εκπαιδευτική πράξη.
Όπως τα ΕΥ για τη δεκάδα, έτσι και καθένα από τα ΕΥ για τα επίπεδα σχήματα αναπαριστά
και αναδεικνύει διαφορετικά χαρακτηριστικά των σχημάτων. Η σχηματική απεικόνιση των επίπεδων
σχημάτων είναι έγκυρη σε όλα εκτός από τα συνδεόμενα σχήματα, τα οποία έχουν εγκοπές και
στρογγυλές κορυφές. Ωστόσο, οι αναπαραστάσεις των σχημάτων είναι ελλιπείς λόγω του ότι αφενός
δεν παρουσιάζονται όλα τα βασικά επίπεδα σχήματα και αφετέρου ακόμα και τα σχήματα που
παρουσιάζονται περιορίζονται σε μια και μόνο στερεοτυπική μορφή και μέγεθος.
(Συνέχεια)
vi Κατανοητή η λειτουργία
Αξιολόγηση και χρήση του. ; ; ; ; ;
KATA
τη χρήση vii Ενεργοποιεί τη γνωστική ; ; ; ; ;
διαδικασία.
viii Σύνδεση δράσεων και
Αξιολόγηση αναπαραστάσεων. ; ; ; ; ;
ΜΕΤΑ
ix Κατανόηση μαθ. ιδέας. ; ; ; ; ;
τη χρήση
x Μεταγνώση ; ; ; ; ;
Τεχνουργήματα τα οποία δεν είναι σχεδιασμένα για την προσέγγιση συγκεκριμένης μαθηματικής
έννοιας/ιδέας και για τα οποία (δεν) υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα από τη χρήση τους στην
εκπαιδευτική πράξη, μπορούμε επίσης να τα αξιολογήσουμε με το «Πλαίσιο Αξιολόγησης
Εκπαιδευτικού Υλικού». Στην περίπτωση αυτή, δεν αξιολογούμε τη «μαθηματική εγκυρότητα»
των υλικών πριν τη χρήση τους (εφόσον δεν ενσωματώνουν κάποια μαθηματική έννοια/ιδέα),
αλλά αξιολογούμε τους υπόλοιπους άξονες και προσεγγίζουμε τη μαθηματική έννοια/ιδέα μέσω της
δραστηριότητας η οποία θα πλαισιώσει το υλικό.
Πολύ συχνά, οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία σχεδιάζουν και αναπτύσσουν νέο ΕΥ
για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, όπως για να ξεπεράσουν τα όρια των υφιστάμενων υλικών
και να αντιμετωπίσουν τις παρανοήσεις των μαθητών σε συγκεκριμένα θέματα (Szendrei, 1996),
για να συγκεκριμενοποιήσουν αφηρημένες μαθηματικές έννοιες/ιδέες (Moyer & Jones, 2004), για
να επιτύχουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα (Burkhardt, 2007), αλλά και για να καλύψουν
εξειδικευμένες απαιτήσεις του εκπαιδευτικού τους περιβάλλοντος, της τάξης τους και των ιδιαίτερων
επιδιώξεών τους, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (Skoumios & Skoumpourdi, 2021). Ο σχεδιασμός
και η ανάπτυξη νέου ΕΥ έρχεται, συνήθως, να καλύψει την αδυναμία εύρεσης κατάλληλου υφιστάμενου
υλικού για τις παραπάνω ανάγκες.
Ωστόσο, τα νέα αυτά κατασκευάσματα, τα οποία τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν ολοένα και
περισσότερο και τα οποία γίνονται ευρέως γνωστά λόγω του Διαδικτύου, δημιουργούν ερωτήματα και
προβληματισμό σχετικά με το: α) αν ήταν απαραίτητη η δημιουργία τους, β) αν η ανάπτυξή τους έχει
βασιστεί σε θεωρητικά δεδομένα και σε ερευνητικά αποτελέσματα, γ) αν έχει σχεδιαστεί ο τρόπος ένταξής
τους στην εκπαιδευτική πράξη, δ) αν είναι εφικτή η προμήθειά τους από άλλους ενδιαφερόμενους,
καθώς και άλλα ερωτήματα παρόμοιου προβληματισμού (Σκουμπουρδή, 2021). Για να δοθεί απάντηση
στα παραπάνω, καθώς και σε παρόμοια ερωτήματα, θα πρέπει ο σχεδιασμός ΕΥ να βασίζεται σε
συγκεκριμένα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι ποικίλα και να διαφοροποιούνται ανάλογα με
την εποχή και το ερευνητικό υπόβαθρο των ερευνητών που τα προτείνουν.
Κριτήρια σχεδιασμού και ανάπτυξης ΕΥ θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία από τη σειρά
μεθοδολογιών του Romberg (1992) για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, όπως αναφέρονται παρακάτω:
1. Αποτίμηση της ανάγκης (needs assessment): Για να θεωρηθεί απαραίτητος ο σχεδιασμός ενός νέου
προϊόντος, θα πρέπει αρχικά να καθοριστεί η ανάγκη που δημιουργείται για την ανάπτυξη του νέου
αυτού προϊόντος. Θα πρέπει, επίσης, να εντοπιστεί τυχόν αντίστοιχο προϊόν που υπάρχει ήδη και
να αξιολογηθεί το αν μπορεί να καλύψει τον στόχο που έχει τεθεί. Αν δεν μπορεί, αναπτύσσεται νέο
προϊόν αφού διερευνηθούν, καταγραφούν και αξιολογηθούν τα χαρακτηριστικά, οι δυνατότητες και
64 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
τα όρια χρήσης παρόμοιων υφιστάμενων προϊόντων και τεκμηριωθούν τα προτερήματα, αλλά και
τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος που σχεδιάζεται να αναπτυχθεί.
2. Διαμορφωτική αξιολόγηση (formative evaluation): Για να πληροί το νέο προϊόν τον εκπαιδευτικό
του σκοπό, θα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας, να επιτυγχάνονται με τη χρήση του τα
επιδιωκόμενα αποτελέσματα, τα μη επιδιωκόμενα αποτελέσματα να είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα
και να παρέχεται υποστηρικτικό υλικό για τη χρήση του.
3. Συνολική αξιολόγηση (summative evaluation): Για να είναι ένα νέο προϊόν έτοιμο προς χρήση, θα
πρέπει να γίνεται σαφές σε τι διαφέρει από τα όμοιά του, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της χρήσης
του από τα όμοιά του, ποια διαφορά υπάρχει στο κόστος του νέου προϊόντος από τα όμοιά του, καθώς
και αν υπάρχει επάρκεια τέτοιου προϊόντος ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια της χρήσης του.
1. «Αποτίμηση αναγκαιότητας»:
1.1. Ποιοι οι λόγοι σχεδιασμού νέου ΕΥ;
1.2. Σε τι (θα) διαφοροποιείται το νέο ΕΥ από τα υφιστάμενα ΕΥ;
2. «Παιδαγωγική Εγκυρότητα»:
2.1. (Θα) Είναι το νέο ΕΥ παιδαγωγικά έγκυρο; (Θα) Είναι ποιοτικό; (Θα) Είναι ασφαλές; (Θα)
Είναι ανθεκτικό; (Θα) Έχει κατάλληλο μέγεθος για την τάξη;
2.2. Πώς θα εξασφαλιστεί η διασπορά του νέου ΕΥ;
3. «Μαθηματική Εγκυρότητα»:
3.1. Πώς το νέο ΕΥ (θα) καλύπτει τη μαθηματική ιδέα;
3.2. Πώς το νέο ΕΥ (θα) αναπαριστά τη μαθηματική ιδέα με ακρίβεια;
3.3. Πώς θα γίνεται ορατή η λειτουργία του νέου ΕΥ;
66 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
7. Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές υπάρχουν στα κριτήρια αξιολόγησης που προτείνουν οι
διαφορετικοί ερευνητές;
8. Ποιο είναι το σημαντικότερο κριτήριο το οποίο αναφέρεται στη βιβλιογραφία για την επιλογή και
την αξιολόγηση του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
10. Ποια κριτήρια αξιολόγησης περιλαμβάνει ο πρώτος άξονας του «Πλαισίου Αξιολόγησης
Εκπαιδευτικού Υλικού» και πώς αναλύεται το καθένα;
11. Ποια κριτήρια αξιολόγησης περιλαμβάνει ο δεύτερος άξονας του «Πλαισίου Αξιολόγησης
Εκπαιδευτικού Υλικού» και πώς αναλύεται το καθένα;
12. Ποια κριτήρια αξιολόγησης περιλαμβάνει ο τρίτος άξονας του «Πλαισίου Αξιολόγησης
Εκπαιδευτικού Υλικού» και πώς αναλύεται το καθένα;
14. Ποια θέματα πρέπει να προσδιοριστούν πριν τη χρήση του «Πλαισίου Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού
Υλικού»;
15. Επιλέξτε υλικά και αξιολογήστε τα με βάση το «Πλαίσιο Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Υλικού».
Σας ικανοποιούν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης; Γιατί; Θα προτείνατε την προσθήκη και άλλων
αξόνων ή/και κριτηρίων αξιολόγησης; Ποιους/ποια;
16. Τι περιλαμβάνει η σειρά μεθοδολογιών για την ανάπτυξη νέων προϊόντων που προτείνει ο Romberg
(1992);
17. Ποιοι λόγοι μπορούν να οδηγήσουν στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη νέου εκπαιδευτικού υλικού;
20. Σχεδιάστε ένα νέο εκπαιδευτικό υλικό με βάση τις αρχές του «Πλαισίου Σχεδιασμού Εκπαιδευτικού
Υλικού». Θα προτείνατε την προσθήκη και άλλων αρχών στο πλαίσιο; Ποιων;
68 Πλαίσια αξιολόγησης και σχεδιασμού εκπαιδευτικών υλικών
Βιβλιογραφία/Αναφορές
Bartolini Bussi, M., & Boni, M. (2003). Instruments for semiotic mediation in primary school
classrooms. For the Learning of Mathematics, 23(2), 15-22.
Bartolini Bussi, M., & Mariotti, M. (2008). Semiotic mediation in the mathematics classroom:
Artefacts and signs after a Vygotskian perspective. In L. English (Ed.), Handbook of
International Research in Mathematics Education (Vol. 2, pp. 746-783). New York,
Routledge.
Bartolini Bussi, M., Corni, F., Mariani, C., & Falcade, R. (2012). Semiotic mediation in
mathematics and physics classrooms: Artifacts and signs after a Vygotskian approach.
Electronic Journal of Science Education, 16(3).
Beishuizen, M. (1993). Mental strategies and materials or models for addition and subtraction
up to 100 in Dutch second grades. Journal for Research in Mathematics Education, 24(4),
294-323.
Bernstein, A. (1963). Use of manipulative devices in teaching mathematics. In C. Reesink (Ed),
Teacher- made aids for elementary school mathematics. Readings from Arithmetic Teacher
(pp. 280-283). NCTM.
Brown, M. (2009). The teacher-tool relationship: Theorizing the design and use of curriculum
materials. In J. Remillard, B. Herbel-Eisenman & G. Lloyd (Eds.), Mathematics Teachers
at Work: Connecting Curriculum Materials and Classroom Instruction (pp. 17-36). New
York, NY: Routledge.
Burkhardt, Η. (2007). Improving educational design and pupil learning what can good educational
design achieve, and how? CIEAEM59 Mathematical Activity in Classroom Practice and as
Research Object in Didactics: Two Complementary Perspectives (pp. 22-30). Hungary.
Chase, K., & Abrahamson, D. (2013). Rethinking transparency: Constructing meaning in a
physical and digital design for algebra. 12th International Conference on Interaction Design
and Children (pp. 475-478). New York: ACM.
Davis, E., Janssen, F., & Van Driel, J. (2016). Teachers and science curriculum materials: where we
are and where we need to go. Studies in Science Education, 52(2), 127-160.
Dowker, A. (2008). Mathematical Difficulties. San Diego, CA: Academic Press. http://
dx.doi.org/10.1016/B978-0-12-373629-1.X5001-1
English, L., & Halford, G. (1995). Mathematics Education: Models and Processes. Mahwah, N.J:
Lawrence Erlbaum.
Fuson, K., & Briars, D. (1990). Using the base-ten blocks learning/teaching approach for rst and
second grade place-value and multidigit addition and subtraction. Journal for Research in
Mathematics Education, 21, 180-206.
Garnett, K., & Fleischner, J. (1987). Mathematical disabilities. Pediatric Annals, 16, 159-176.
Gravemeijer, K. (2000). Ένας διδακτικο-θεωρητικός συλλογισμός σχετικά με τη χρήση χειρισμών. Στο
L. Streeand, (Ed.), Ρεαλιστικά Μαθηματικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (σελ. 59-82)
(Επιμέλεια μετάφρασης: Ε. Κολέζα). Leader Books.
Hughes, J. (2006). Learning about number and maths. Down Syndrome News and Update, 6(1),
10-13.
Janssen, F., Westbroek, H., & Doyle, W. (2015). Practicality studies: How to move from what works
in principle to what works in practice. Journal of the Learning Sciences, 24(1), 176-186.
https://doi.org/10.1080/10508406.2014.954751
Διερευνητική προσέγγιση των μαθηματικών της πρώτης σχολικής ηλικίας 69
Webel, C., Krupa, E., & McManus, J. (2015). Teachers’ evaluations and use of web-based
curriculum resources in relation to the Common Core State Standards for mathematics.
Middle Grades Research Journal, 10(2), 49-64.
Zbiek, R., Heid, M., Blume, G., & Dick, T. (2007). Research on technology in mathematics
education. In F. Lester (Ed.), Second Handbook of Research on Mathematics Teaching and
Learning (pp. 1169-1207). New York: Information Age.