Professional Documents
Culture Documents
Κανελλόπουλος Αυτοσχεδιασμός και Μ Εκπαίδευση Άρθρο στα Μουσικοπαιδαγωγικά
Κανελλόπουλος Αυτοσχεδιασμός και Μ Εκπαίδευση Άρθρο στα Μουσικοπαιδαγωγικά
Παναγιώτης Α. Κανελλόπουλος
H εργασία αυτή εστιάζει στη διερεύνηση της παιδαγωγικής δυναμικής του μουσικού
αυτοσχεδιασμού. Ως βάση αυτής της διερεύνησης προτείνεται η αποσαφήνιση των
διαφορετικών αναπαραστάσεων της έννοιας του αυτοσχεδιασμού. Έτσι, το πρώτο μέρος του
κειμένου διερευνά το πώς διαφορετικές μουσικές πρακτικές και αντιλήψεις για την
καλλιτεχνική δημιουργικότητα συγκροτούν διαφορετικούς λόγους (discourses) για τον
αυτοσχεδιασμό. Στην εργασία υποστηρίζεται ότι οι εννοιολογικές αναπαραστάσεις του
αυτοσχεδιασμού στα πλαίσια διαφορετικών μουσικών πρακτικών και θεωρητικών
αντιλήψεων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: (1) Ο
αυτοσχεδιασμός ως απαρχή: Ο αυτοσχεδιασμός ως μήτρα, ως μια διεργασία γέννησης μιας
τέχνης, ή διαμόρφωσης και κρυστάλλωσης μιας καλλιτεχνικής τάσης ή πρακτικής. (2) Ο
αυτοσχεδιασμός ως εγγενές στοιχείο της μουσικής πράξης, ως οργανικά ενταγμένος στην
εκτελεστική πρακτική διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. (3) Ο αυτοσχεδιασμός ως
απελευθέρωση και ταυτόχρονα ως ατελής: η γέννηση μιας αντίφασης. Το δεύτερο μέρος της
εργασίας προτείνει μια εννοιολογική γεωγραφία των διαφορετικών ρόλων που μπορεί να
παίξει ο αυτοσχεδιασμός στη μουσική εκπαίδευση. Προτείνονται τέσσερις άξονες, οι οποίοι
συνδέονται άμεσα, αλλά όχι αμφιμονοσήμαντα, με τους τρεις τρόπους αναπαράστασης της
έννοιας του αυτοσχεδιασμού που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μέρος: (1) Ο αυτοσχεδιασμός ως
μέσο βιωματικής κατανόησης της μουσικής γνώσης, ως διαδικασία-κλειδί για την ανάπτυξη
και καλλιέργεια της μουσικότητας μέσα από ενεργητική ανάπτυξη εκτελεστικών και
αντιληπτικών δεξιοτήτων. (2) Ο αυτοσχεδιασμός ως μέσο πειραματισμού: Η δεύτερη οπτική
αντιμετωπίζει τον αυτοσχεδιασμό ως έναν ευρετικό μηχανισμό, ως μέσο διά του οποίου τα
παιδιά ανακαλύπτουν δυνατότητες οι οποίες οδηγούν σε μουσικές ιδέες και από εκεί στη
δημιουργία συνθέσεων. (3) Ο αυτοσχεδιασμός ως τρόπος εισαγωγής σε μουσικές παραδόσεις
και πρακτικές. Στις περιπτώσεις μουσικών πρακτικών όπου ο αυτοσχεδιασμός κατέχει
κεντρική θέση, η οικειοποίηση των τρόπων με τους οποίους λειτουργεί στα πλαίσια αυτά
είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος εισαγωγής στις μουσικές αυτές παραδόσεις. (4) Ο
αυτοσχεδιασμός ως πεδίο αυτονομίας: μια άσκηση στην ελευθερία. Η τέταρτη αντίληψη για
την παιδαγωγική αξία του αυτοσχεδιασμού απορρέει από την πράξη και τη θεωρητική
θεμελίωση της σύγχρονης αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής. Το ζητούμενο μιας παιδαγωγικής
πρότασης η οποία να δίνει μεγάλη σημασία στον αυτοσχεδιασμό είναι η ανάπτυξη ενός
διαρκούς διαλόγου ανάμεσα στη ‘ματιά των παιδιών’ και στις δημιουργικές μουσικές
πρακτικές των ενηλίκων. Επομένως μας οδηγεί σε μια μουσική εκπαίδευση η οποία πηγαίνει
πέρα από την παραδοσιακή έννοια της μάθησης ως αποτέλεσμα ‘μετάδοσης’ γνώσεων και
εργάζεται στη βάση μιας αντίληψης για την έννοια της παιδείας ως μιας διαρκούς κριτικής
αναζήτησης των όρων και των δυνατοτήτων της ελευθερίας και της σχέσης των ανθρώπων με
το παρελθόν και το παρόν στη βάση της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας.
1. Εισαγωγή
Ι
σχυρίζομαι ότι στην εποχή της κρίσης, η μουσικοπαιδαγωγική έρευνα οφείλει
και αυτή, (α) να επιμείνει ακόμη περισσότερο στη συστηματική και κριτική
διερεύνηση των μεθόδων και των πρακτικών που προτείνονται και
χρησιμοποιούνται, αλλά και των θεωρητικών πλαισίων από τα οποία αντλούν
νομιμοποίηση, και (β) να υποστηρίξει δίχως περιστροφές τις παιδαγωγικές
πρακτικές οι οποίες καλλιεργούν την ελευθερία στη μουσική πράξη και στην
καθημερινή ζωή, την κριτική αναζήτηση των όρων και των δυνατοτήτων της
ανάπτυξης νέων συλλογικοτήτων στη βάση της ισότητας και του ανοιχτού
διαλόγου, και τη δημιουργική και συστηματική συμμετοχή όλων των παιδιών.
Ισχυρίζομαι ότι στην εποχή του ανηλεούς ελέγχου και περιορισμού των ορίων του
διανοητού και του αισθητού οφείλουμε με λόγια, μουσικές και πράξεις να
προχωρούμε προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Πριν να είναι πολύ
αργά.
Γιατί το σχολείο όπου βασιλεύει ‘πρώτα ο μαθητής’ είναι ένα σχολείο με
δασκάλους κατασυκοφαντημένους από καιρό, με όλο και χειρότερες υποδομές,
αλλά όλο και περισσότερες περιπτώσεις καλλιέργειας ενός κλίματος φόβου και
ανελευθερίας, ένα σχολείο από το οποίο εξορίζεται ακόμη και ο "Κεμάλ" του
Μάνου Χατζιδάκι.1 Γιατί το αίτημα της σύνδεσης της σχολικής γνώσης με την
καθημερινή ζωή των παιδιών, αίτημα που αποτελούσε κύρια επιδίωξη της
προοδευτικής παιδαγωγικής ήδη από την εποχή του Dewey, αν όχι πρωθύστερα,
έχει σήμερα διολισθήσει προς μια άνευ προηγουμένου επιμονή στη σύνδεση της
εκπαίδευσης με την οικονομία της αγοράς (που, όπως συνεχώς και με κάθε
δυνατό τρόπο μας λένε, αποτελεί την αληθινή μας «καθημερινότητα»!), στη
διαχείρηση της μάθησης με όρους management (Ball, 2005· Biesta, 2007·
Dimitriadis, 2008· McLaren, 2001· Straume, 2011) και στο βαθμιαίο αποκλεισμό
κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης που δεν ανήκει στον ορίζοντα της (ορισμένης πολύ
στενόμυαλα) καθημερινότητας των μαθητών ή δεν είναι αρκετά ‘χρήσιμη’. Γιατί η
εργαλειακή αντίληψη για τη γνώση και η επιστημονικοφανής τεχνολογικοποίηση
της μουσικής εκπαίδευσης ακυρώνουν οποιοδήποτε αίτημα για μια ανθρωπιστική
μουσική παιδαγωγική (Varkøy, 2007, 2013).
Γιατί η δημιουργικότητα, η καινοτομία, η ευελιξία και η δημιουργία ρήξεων,
αντί να γίνονται αντιληπτά ως χαρακτηριστικά του γνήσιου καλλιτεχνικού
πειραματισμού, διολισθαίνουν σταθερά προς τη μετάλλαξή τους σε εργαλεία ενός
παιδαγωγικού λόγου (discourse) ο οποίος υπηρετεί «μια πολιτική ορθολογικότητα
διακυβέρνησης που επιδιώκει μια γενικευμένη και διάχυτη κοινωνική
1
«Διευθύντρια επέπληξε δασκάλα γιατί δίδαξε τον "Κεμάλ" του Μ.Χατζιδάκι». To Βήμα, Πέμπτη 13
Ιουνίου 2013, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=515393
6
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
2
Α. Σαμαράς, βλ. http://www.skai.gr/news/politics/article/234888/samaras-den-kleinei-i-dimosia-
radiotileorasi-dimiourgeitai-enas-ugiis-organismos/
3
Το παράθεμα αυτό πρέπει, καταχρηστικά και στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, να διαβαστεί
αποκομμένο από τις απόλυτες θέσεις του Αντόρνο για τη δημοφιλή μουσική, αλλά και από τις
αμφίσημες αντιλήψεις του για το περιεχόμενο της μουσικής εκπαίδευσης (για την κριτική του στα
κινήματα Jugendmusikbewegung και Musische Erziehung, βλ. Kertz-Welzel, 2005).
7
Μουσικοπαιδαγωγικά
Στην πέμπτη έκδοση του Grove και στο λήμμα extemporization, ο Colles γράφει
ότι αυτοσχεδιασμός είναι:
Η τέχνη της ταυτόχρονης σύλληψης και εκτέλεσης μουσικής. Είναι επομένως μια
πρωτόγονη πράξη της μουσικής δημιουργίας, η οποία γεννιέται τη στιγμή που ο
4
Όπως σημειώνει ο Μισέλ Φουκώ, «Το εκφερόμενο μπορεί να μην είναι κρυμμένο, αυτό όμως δεν το
κάνει και ορατό· δεν παρέχεται στην αντίληψη ως ο έκδηλος φορέας των ορίων και των
χαρακτηριστικών του. Χρειάζεται μια ορισμένη μεταστροφή του βλέμματος και της στάσης, ώστε να
μπορέσουμε να το αναγνωρίσουμε και να το θεωρήσουμε καθ’ εαυτό. Ίσως να είναι αυτό το
υπερβολικά γνωστό που συγκαλύπτεται αδιάκοπα, ίσως είναι [μια] υπερβολικά οικεία διαφάνεια»
(Foucault, 1969, σ. 145, στο Βεν, 2011, σ. 38).
8
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
η δημιουργία ενός μουσικού έργου, ή της τελικής μορφής ενός μουσικού έργου την ίδια
τη στιγμή της εκτέλεσής του. O όρος υποδηλώνει την άμεση σύνθεση του έργου από
τους εκτελεστές του, την επεξεργασία ή την προσαρμογή ενός υπάρχοντος πλαισίου,
αλλά και ο,τιδήποτε ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους (Horsley et al., 1980, σ. 31).
Οι εκ πρώτης όψεως απλοί αυτοί ορισμοί, γεννούν μια σειρά από ερωτήματα.
Γιατί δίνεται τόσο συχνά μεγάλη σημασία στον ‘αυθόρμητο’ χαρακτήρα του
αυτοσχεδιασμού καθώς και στην απουσία προετοιμασίας; Ποιοι είναι οι λόγοι της
τόσο διαδεδομένης συσχέτισης ‘άμεσου’ και ‘πρωτόγονου’; «‘Έχει σημασία από
αισθητικής ή καλλιτεχνικής πλευράς αν μια αυτοσχεδιαστική εκτέλεση δεν είναι
αληθινά αυθόρμητη»; (Hamilton, 2007, σ. 215). Και ποιες επιστημολογικές,
αισθητικές και πολιτικές παραδοχές οδηγούν στη θέση ότι ο αυτοσχεδιασμός
αποτελεί μια ‘πρωτόγονη’ μορφή μουσικής πράξης;Ποια η σχέση του
αυτοσχεδιασμού με την έννοια της προφορικότητας (Ong, 1982/2001); Τι σημαίνει
«άμεση» σύνθεση/παραγωγή; Ποια η σχέση του αυτοσχεδιασμού με τη μνήμη;
Πώς λειτουργεί ο αυτοσχεδιασμός στα πλαίσια προφορικών μουσικών
παραδόσεων; Ποια η σχέση του αυτοσχεδιασμού με την έννοια της
αυθεντικότητας; Πώς πρέπει να κατανοήσουμε την τάση πολλών μουσικών από το
χώρο της παλιάς μουσικής να αυτοσχεδιάζουν και να εντρυφούν στη μελέτη
αυτοσχεδιαστικών πρακτικών του παρελθόντος ώστε να πραγματοποιούν πιο
‘αυθεντικές’ εκτελέσεις (Rubinoff, 2008); Είναι οι μουσικοί που αυτοσχεδιάζουν
απόλυτα ελεύθεροι; Και τι σημαίνει ελευθερία στην προκειμένη περίπτωση; Ποια
η σχέση αυτοσχεδιασμού και καινοτομίας; Μπορεί να θεωρηθεί ο
αυτοσχεδιασμός ένα πεδίο πειραματισμού, μια οδός που οδηγεί σε καινοτομίες
(και είναι αυτονόητη η εννοιολογική συνάφεια ανάμεσα στον πειραματισμό και
την καινοτομία); Ή πρέπει, όπως κάνει ο ανθρωπολόγος John Liep (2001) να
συσχετίζουμε τη δημιουργικότητα με την επίτευξη του νέου, της καινοτομίας,
κρατώντας τον όρο ‘αυτοσχεδιασμός’ για τις περιπτώσεις «των πιο συμβατικών
9
Μουσικοπαιδαγωγικά
5
Όπως η σημειώνει ο Marc Schade-Poulsen (2001) στον ίδιο τόμο, «Η αληθινή δημιουργικότητα
πρέπει να διαχωρίζεται από λιγότερο ριζοσπαστικά είδη δημιουργικότητας όπως η δεξιοτεχνική
πραγμάτωση, η παραλλαγή και οι αυτοσχεδιασμοί [όρος που κατά τον συγγραφέα σημαίνει την
ικανότητα ξεπεράσματος απρόσμενων εμποδίων] που βασίζονται σε συστήματα κανόνων» (σ. 106).
Αυτή η αντιμετώπιση συναντάται στον τρόπο που πολύ συχνά χρησιμοποιείται ο αυτοσχεδιασμός στην
καθημερινή ομιλία – στην καλύτερη των περιπτώσεων βέβαια, όταν δηλαδή δεν σημαίνει ότι κάποιος
δεν βαδίζει πραγματικά ‘στα τυφλά’, δίχως σχέδιο, αλλά και δίχως γνώση (βλ. Nettl, 2008).
10
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
... απ’ αρχήής αὐτοσχεδιαστικῆς καίί αὐτήή καίί ἡ κωµμῳδίία, καίί ἡ µμεν ἀπόό τῶν
ἐξαρχόόντων τόόν διθύύραµμβον, ἡδέέ ἀπόό τῶν τάά φαλλικάά, ἅ ἔτι καίί νῦν ἐν πολλαῒς
τῶν πόόλεων διαµμέένει νοµμιζόόµμενα … (Αριστοτέλης, Ποιητική, 4. 1449a 9-13).
11
Μουσικοπαιδαγωγικά
ο οποίος είναι ένας από τους ελάχιστους ερευνητές που καταπιάνονται με τις
αναφορές του Αριστοτέλη στον αυτοσχεδιασμό, βιάζεται να τον καταδικάσει για
το ότι αντιμετωπίζει τον αυτοσχεδιασμό ως «προ-καλλιτεχνικό [pre-artistic]» (σ. 8)
και υποστηρίζει ότι η αντίληψη του Αριστοτέλη βρίσκεται πιο κοντά στο νόημα
που αποπνέει η Λατινική ρίζα του όρου. Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει ότι το
αν ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί ‘τέχνη’ ή όχι δεν βρίσκεται μέσα στον εννοιολογικό
ορίζοντα του Αριστοτέλη και της εποχής του, και ότι στην Ποιητική ο όρος δεν
έχει ούτε αρνητικές ούτε θετικές συνδηλώσεις, αλλά μάλλον περιγραφικό
χαρακτήρα, προσδιορίζοντας μια διαδικασία γένεσης και μετασχηματισμού.
Αρκετές μουσικολογικές μελέτες υιοθετούν την αναπαράσταση της έννοιας
του αυτοσχεδιασμού ως μια διαδικασία αργού μετασχηματισμού κεντρικών
χαρακτηριστικών συγκεκριμένων υφών και καλλιτεχνικών πρακτικών. Έτσι, ο
Ernest Τ. Ferand, στην ογκώδη μελέτη του για τον αυτοσχεδιασμό στη Δυτική
μουσική, υποστηρίζει το γενεσιουργό ρόλο του αυτοσχεδιασμού: «δεν υπάρχει
κανένα σχεδόν πεδίο της μουσικής που να μην έχει επηρεαστεί από τον
αυτοσχεδιασμό, καμιά σχεδόν μουσική τεχνική ή συνθετική φόρμα που να μην
ξεκίνησε μέσα από αυτοσχεδιαστικές επιτελέσεις ή να μην επηρεάστηκε από
αυτήν. Ολόκληρη η ιστορία της εξέλιξης της [δυτικής έντεχνης] μουσικής
συνοδεύεται από εκφάνσεις της ενόρμησης για αυτοσχεδιασμό» (Ferand, 1961, σ.
5).6 Από αυτήν ακριβώς την παραδοχή εκκινεί η έρευνα του Toliver (1992) για το
ρόλο του αυτοσχεδιασμού στη γέννηση και ανάπτυξη του μαδριγαλιού. Και ο
Wilfrid Mellers στο 2ο μέρος του Music in a New Found Land (1964/1987) βλέπει
τον αυτοσχεδιασμό όχι μόνο ως συστατικό στοιχείο της τζαζ αλλά ως την ίδια την
πηγή των υφολογικών μετασχηματισμών της: από την «ετεροφωνική ομοφωνία»
(σ. 301) των πρώτων συνόλων τζαζ προς την αντιφωνική δομή, την τυποποίηση της
αρμονικής γλώσσας λόγω της σημασίας του σολιστικού αυτοσχεδιασμού, και από
εκεί στη διεύρυνση της αρμονικής γλώσσας, στην πολυφωνία και το διάλογο με
την avant-garde.
Στο χώρο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, η έννοια του αυτοσχεδιασμού ως
απαρχή συγκροτήθηκε μέσα από την ανάδυση της έννοιας της καθολικής και
έμφυτης μουσικότητας των παιδιών. Από τα τέλη του 19ου μέχρι και το πρώτο μισό
του 20ου αιώνα διαδεδομένη ήταν η άποψη ότι η γένεση της καλλιτεχνικής
δημιουργικότητας των παιδιών ανακεφαλαιώνει την πορεία γένεσης και εξέλιξης
της τέχνης από τις λεγόμενες ‘πρωτόγονες’ κοινωνίες έως το δυτικό πολιτισμό
6
Είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η άποψη αυτή συνυπήρχε με αντιλήψεις οι οποίες θεωρούσαν
τον αυτοσχεδιασμό ως μια σχεδόν προ-μουσική δραστηριότητα, κατάλληλη μόνο για «πρωτόγονους»
μουσικούς πολιτισμούς (βλ. τον ορισμό του Colles που παρατέθηκε παραπάνω). Έτσι, ακριβώς την ίδια
εποχή με τον Ferand, ο John Beverley Nichols γράφει: «Η Ινδική μουσική είναι σχεδόν τελείως
αυτοσχεδιαζόμενη. Η τέχνη [όμως], ούτε είναι, ούτε ήταν ποτέ ζήτημα αυτοσχεδιασμού» (1944, στο
Sutton-Anderson, 1998, σ. 72· βλ. και Nooshin, 2003). Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω.
12
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
(Hall, 1920· Sachs, 1943). Η άποψη αυτή, μολονότι βασίζεται σε μια παρωχημένη
άποψη (για την ύπαρξη μιας γραμμικής, σχεδόν τελεολογικής ‘εξέλιξης’ της
ιστορίας της τέχνης από το απλούστερο στο συνθετότερο, καθώς και στην
αυθαίρετη και δογματική πίστη στην ανωτερότητα της δυτικής τέχνης ως το σημείο
προς το οποίο κατατείνουν όλες οι προηγούμενες μορφές τέχνης), άσκησε
τεράστια επίδραση στη συγκρότηση της παιδοκεντρικής αντίληψης της
εκπαίδευσης. Στο χώρο της Μουσικής Παιδαγωγικής, ήταν ο Καρλ Όρφ (Orff &
Keetman, n.d.) και η Satis Coleman (1922) εκείνοι οι οποίοι θεώρησαν τους
αρχικούς μουσικούς αυτοσχεδιασμούς των παιδιών (όπου μουσική, λόγος και
κίνηση είναι πολλές φορές στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα) ως μια καθολική
‘μήτρα’ η οποία μας πηγαίνει στις απαρχές του πολιτισμού (βλ. και Cox, 2006·
Marsh, 2008). Αυτή η αντίληψη για τη ‘φυσική’ μουσικότητα των παιδιών,
‘αμόλυντη’ από πολιτισμικές επιρροές, αποτέλεσε τη βάση ορισμένων κύριων
τάσεων της Μουσικής Παιδαγωγικής του 20ου αιώνα – εδώ βρίσκονται και οι ρίζες
της έννοιας της στοιχειοδομικής (elemental) μουσικής (Orff, 1963· Τσαφταρίδης,
1997).
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου το οποίο
χαρακτηρίζει την ανάδυση του μοντερνισμού. Και αυτό δεν είναι άλλο από την
έμφαση που δόθηκε στην τέχνη των ‘Άλλων’ (των παιδιών, των ‘πρωτόγονων’ και
των ανθρώπων που έπασχαν από διάφορες ψυχικές ασθένειες), η οποία
θεωρήθηκε ως παράθυρο προς την αυθεντική και αδιαμεσολάβητη έκφραση –
απολύτως χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα γραπτά του Roger Fry
(Schiff, 1998). Πολλοί ζωγράφοι όπως ο Miro, o Klee, ο Picasso και ο Dubouffet
άρχισαν να παρατηρούν τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά καταπιάνονταν
με την τέχνη, αλλά και να χτίζουν τις δικές τους συλλογές έργων των παιδιών
(Fineberg, 1997· Vallier, 1998). Η ανάδυση της έννοιας του παιδιού ως καλλιτέχνη
στο κατώφλι του 20ού αιώνα ήταν ταυτόχρονα και μια προσπάθεια ανακάλυψης
του homo authenticus (Leeds, 1989), της ‘αληθινής’ καλλιτεχνικής φύσης η οποία
βρίσκεται πέρα από διδακτικές και καλλιτεχνικές συμβάσεις (Malvern, 1995) –
«αρχίστε από το μηδέν» διαλαλούσε ο Walter Gropius (στο Abbs, 1994, σ. 187).
Στο ερευνητικό πεδίο της αναπτυξιακής ψυχολογίας, μπορεί επίσης να
διακρίνει κανείς την αντιμετώπιση του αυτοσχεδιασμού ως απαρχή. Έτσι, o
Trevarthen (2002, 2005) μιλά για τη «ρυθμικότητα» [rhythmicity], τη μουσικότητα
[musicality] και τη διαδραστικότητα των πρωτο-διαλόγων των βρεφών και τη
σημασία τους για τη συγκρότηση της διυποκειμενικότητας· ο Papoušek (1996)
υποστηρίζει ότι οι βοκαλισμοί των βρεφών αποτελούν πρώιμους αυτοσχεδιασμούς
που συγκροτούν τη μήτρα όχι μόνο της γλωσσικής αλλά και της μουσικής
ικανότητας· και πολλοί ερευνητές της μουσικής ανάπτυξης αντιμετωπίζουν τους
φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς ως ένα πολύ σημαντικό και ‘φυσικό’ στάδιο της
μουσικής ανάπτυξης (βλ. Dowling, 1984, 1988). Σύγχρονες μελέτες των
13
Μουσικοπαιδαγωγικά
7
βλ. τη μελέτη του McGee για την παράδοση του Cantare all’ improvviso (2003).
14
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Noochin, 2003]. Έτσι γνώση και αυθορμητισμός, παράδοση και ανανέωση μέσα
από την προσωπική συνεισφορά, γραπτή κωδικοποίηση και προφορική μετάδοση,
δεν θεωρούνται αντίθετοι πόλοι αλλά έννοιες που νοηματοδοτούνται και
επανανοηματοδοτούνται μέσα σε συγκεκριμένες κάθε φορά μουσικο-κοινωνικές
πρακτικές (Nettl, 1974, 2009· Racy, 2009· Naqvi, 2012).
H φαινομενολογική μελέτη του Bruce Ellis Benson Improvisation of Musical
Dialogue: A Phenomenology of Music (2003) αποτελεί ένα μάλλον ακραίο αλλά
ενδιαφέρον παράδειγμα αντιμετώπισης του αυτοσχεδιασμού ως εγγενούς
χαρακτηριστικού κάθε μουσικής πράξης. O Benson υποστηρίζει ότι από τη στιγμή
που κάθε μουσικός που συνθέτει, πειραματίζεται, ή εκτελεί, βρίσκεται πάντοτε σε
διάλογο με μουσικές άλλων ανθρώπων και τόπων καταθέτοντας την προσωπική
του ματιά, κάθε μουσική πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοσχεδιασμός. Από μια
ανθρωπολογική σκοπιά, ο E. T. Hall (1992) προτείνει να δούμε τον
αυτοσχεδιασμό ως μια ‘φυσική’ και ‘αυτονόητη’ πρακτική μέσω μιας μακρόχρονης
διαδικασίας αφομοίωσης πολιτισμικών, αισθητικών και μουσικών ‘κανόνων’, οι
οποίοι μαθαίνονται μέσα από βιωματική συμμετοχή στη μουσική πρακτική
συγκεκριμένων παραδόσεων. Ο John Chernoff, στη μελέτη του για την
αφρικανική μουσική, τονίζει την ανοιχτότητα με την οποία οι μουσικοί
αντιμετωπίζουν την επιτέλεση, με τις έννοιες της επανάληψης και της αλλαγής να
βρίσκονται σε διαρκή διάλογο: οι μουσικοί της Γκάνας «προσμένουν το διάλογο,
και προβλέπουν [anticipate] την κίνηση, και, πράγμα ακόμη σημαντικότερο,
παραμένουν ιδιαίτερα ανοικτοί στην επιρροή . . . υπάρχει πάντα ένα ‘ενδιάμεσο’
[in-between], υπάρχει πάντα χώρος για να προστεθεί ένας παλμός» (Chernoff
1979, σ. 158, στο Swanwick, 1999, σ. 17). Μια από τις βασικές πληροφορήτριες του
Timothy Rice στη μελέτη του για τη λαϊκή μουσική της Βουλγαρίας, τονίζει την
έννοια του αυτοσχεδιασμού ως αποτέλεσμα της φυσικής έφεσης προς την
παραλλαγή: «Τα τραγούδια μπορείς να τ’ αλλάξεις και να τα διανθίσεις όπως
θέλεις. Όταν τα αλλάζεις, τότε είναι που τα τραγουδάς από καρδιάς. Το τραγούδι
δεν το μαθαίνεις τυπικά, άψυχα, σαν υποχρέωση» (Rice, 1994, σ. 110). Ο Murat
Aydemir (2012) στη μελέτη-εγχειρίδιο για να τουρκικά μακάμια και τον
αυτοσχεδιασμό στην κλασική οθωμανική μουσική, σημειώνει ότι «Στην τουρκική
μουσική [...] [ο] μαθητής πρέπει να μελετήσει τον ρόλο του κάθε χρώματος [çeşni]
προκειμένου να είναι σε θέση να το αναγνωρίζει, αλλά και να μάθει τα μακάμ που
προκύπτουν από τον συνδυασμό τους. [...] [Α]υτή η γνώση δίνει μεγαλύτερη
ελευθερία στον αυτοσχεδιασμό» (σ. 20). Ο Nettl (2009) μιλώντας για το radif, τον
κεντρικό πυλώνα της κλασικής περσικής μουσικής, σημειώνει ότι παρόλο που οι
μουσικοί απομνημονεύουν τις διαφορετικές φόρμουλες που συνιστούν το
ρεπερτόριο του radif, αυτό «από δομικής άποψης δεν μπορεί τελικά να
διαχωριστεί από τους αυτοσχεδιασμούς που βασίζονται σε αυτό» (σ. 197). Και
όπως σημειώνουν οι Sorrell και Narayan (1980, στο Noochin, 2003, σ. 251), o
15
Μουσικοπαιδαγωγικά
βιρτουόζος της μουσικής παράδοσης της Βόρειας Ινδίας Ram Narayan έβρισκε
κατ’ αρχήν α-νόητη την ιδέα του αυτοσχεδιασμού με την έννοια μιας δίχως
προετομασία μουσικής πράξης. Ο Sorrell σημειώνει ότι στις συζητήσεις του με τον
Narayan, ο τελευταίος άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα ότι ο αυτοσχεδιασμός ήταν
ένας όρος ο οποίος μπορούσε να είναι χρήσιμος στην κατανόηση της μουσικής
πρακτικής την οποία ακολουθούσε μόνο εφόσον υποδήλωνε τη ζωντανή επιτέλεση
μουσικής στη βάση αυστηρών περιορισμών.
Μουσικολογικές μελέτες της έντεχνης μουσικής της Δύσης αναδεικνύουν τον
αυτοσχεδιασμό ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό της πρακτικής της πολυφωνικής
μουσικής της Αναγέννησης (Bent, 1983, 2002· Wegman, 1996). Σχολιάζοντας την
πραγματεία του Tinctoris (1494/1966), ο Wegman (1996) σημειώνει ότι για τον
Tinctoris «η ίδια η έκφραση ‘αυτοσχεδιαστική αντίστιξη’ δεν θα αποτελούσε παρά
μόνο πλεονασμό» (σ. 431). H δε Margaret Bent (2002) σημειώνει ότι στην
πραγματεία του Tinctoris «γραπτή και μη-γραπτή σύνθεση αποτελούν στάδια μια
αδιάλειπτης και ομοιογενούς διεργασίας, βασισμένης σε μια κοινή μορφή
εκπαίδευσης, παρά ξεκομμένα στοιχεία όπως υπονοείται όταν μιλά κανείς με
βάση το αντιθετικό δίπολο ‘γραμμένο vs. αυτοσχεδιαστικό’» (σ. 306).
Aπό το 1550 και ύστερα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες οι οποίες δείχνουν ότι η
πρακτική του μπάσο κοντίνουο και η εξοικείωση με τη δημιουργία
αυτοσχεδιασμών στη φόρμα της φαντασίας αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της
μουσικής εκπαίδευσης των οργανοπαικτών (Nuti, 2007· Griffiths, 2010). Στην
πραγματεία του Diego Ortiz, «Tratado de glosas sobre clausulas y otros generos de
puntos en la musica de violones» (Ρώμη, 1553) διαβάζουμε τα εξής:
16
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
είναι η jazz (Βerliner, 1994· Monson, 1996· Hodson, 2007· Smith, 1991). Όπως
σημειώνει ο Paul Βerliner (1994), o αυτοσχεδιασμός διαρκώς επαναδιατάσσει τα
όρια και τις σχέσεις ανάμεσα σε υλικό το οποίο πλάθεται κατά τη διαρκή ζύμωση
των μουσικών μέσα την ίδια της πρακτική της τζαζ συνολικά (μελετώντας,
αναλύοντας, αντιγράφοντας, χτίζοντας και εσωτερικεύοντας σχήματα) και σε
ιδέες που αναδύονται την ίδια τη στιγμή τής κάθε επιτέλεσης. Η jazz όμως
ενσάρκωσε, ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του 1940, και μιαν άλλη αντίληψη για τον
αυτοσχεδιασμό, η οποία τονίζει την απελευθερωτική του διάσταση αλλά και
διαμορφώνει ένα σύνθετο πλέγμα (συμπληρωματικών αλλά και συγκρουσιακών)
σχέσεων με την έννοια της σύνθεσης. Η απελευθερωτική ανάγνωση του
αυτοσχεδιασμού εντάσσεται σε μιαν ευρύτερη τάση οι ρίζες της οποίας
εντοπίζονται πολύ πιο παλιά και εξηγούν τη συχνά αμφίσημη αντιμετώπισή του.
διαφορετικοί μεταφραστές και σχολιαστές από την Εγγύς Ανατολή και την Ευρώπη,
έχουν τονίσει διαφορετικές πλευρές της περιγραφής του Αριστοτέλη [για την γένεση
της Τραγωδίας]. Η άποψη του Αριστοτέλη ότι οι πρώιμες, αυτοσχεδιαστικές
δραστηριότητες ήταν προσανατολισμένες στην τελειοποίηση της δομής της τραγωδίας,
οδήγησε τους σχολιαστές να δώσουν έμφαση είτε σε ό,τι λείπει από τις
αυτοσχεδιαστικές δραστηριότητες, είτε σε ό,τι γεννιέται με ‘φυσικό’, σύμφωνα με τις
δικές τους αντιλήψεις, τρόπο μέσα από αυτές τις αυτοσχεδιαστικές δραστηριότητες»
(Blum 1998, σ. 35).
17
Μουσικοπαιδαγωγικά
πολυταξιδευμένη και έμπειρη ιδιοφυΐα που έχτιζε τα ποιήματά του μέσα από τον
αυτοσχεδιασμό» (Highet, 1957/1976, σ. 668). Εδώ ο όρος ‘αυτοσχεδιασμός’, μέσα
από τη χρήση του για την κατανόηση ενός αρχαϊκού παραδείγματος καλλιτεχνικής
δημιουργίας, ξεφεύγει από την ιδέα του πρωτόγονου και συνδέεται περισσότερο
με την έννοια της ιδιοφυούς και αυθόρμητης σύλληψης.
Από τον 19ο αιώνα και μετά η ευρωπαϊκή σκέψη ακολούθησε σε γενικές
γραμμές την αντίληψη ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι μια πρώιμη, ατελής μουσική
πρακτική. Είδαμε παραπάνω ότι στην Ευρώπη την ίδια εποχή (που ήταν
ταυτόχρονα και το απόγειο του ιμπεριαλισμού) πολλές φορές μουσικές
παραδόσεις στις οποίες ‘λείπει’ η μουσική σημειογραφία θεωρούνταν συλλήβδην
ως αυτοσχεδιαστικές με την έννοια του ρηχού, του ακατέργαστου και της
απουσίας θεωρητικού στοχασμού και ενδελεχούς επεξεργασίας. Όμως δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι η άλλη πλευρά της απόρριψης της έννοιας της δράσης δίχως
ακριβές πλάνο είναι ακριβώς ο πόθος για το πέταγμα της φαντασίας σε μέρη
απάτητα, χαράζοντας κι ακολουθώντας μονοπάτια δίχως να ξέρει πού βγάζουν –
δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η υποχώρηση της πρακτικής του αυτοσχεδιασμού ως
καθημερινή μουσική πρακτική από τον 19ο αιώνα και ύστερα συνδυάζεται με την
έμφαση στην υπερβατικότητα των αυτοσχεδιαστικών επιτευγμάτων των
βιρτουόζων συνθετών της εποχής, την έμφαση στη δυνατότητα της ιδιοφυούς
έκλαμψης να χαράσσει καινούργιους δρόμους. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση
του Czerny για έναν αυτοσχεδιασμό του δασκάλου του Beethoven επάνω σε ένα
μοτίβο δανεισμένο πρόχειρα από μια πάρτα του 2ου βιολιού ενός κουαρτέτου του
Pleyel, ένα βράδυ του 1809:
Ποτέ ξανά δεν έχει ακούσει κανείς από αυτόν κάτι τόσο ιδιοφυές, τόσο σαγηνευτικό,
τόσο εκπληκτικό· αλλά ακόμα και πάνω στην πιο μεγάλη ορμή μπορούσε κανείς να
διακρίνει καθαρά το μπανάλ πέρασμα που είχε δανειστεί από την πάρτα του
βιολιού.[...] [Ο Beethoven] [ε]ίχε κατορθώσει να χτίσει ολόκληρο τον πανέμορφο
αυτοσχεδιασμό του επάνω σε αυτό το σχήμα (στο Kinderman, 2009, σ. 298).
18
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
ιδιαίτερης ‘αλήθειάς’ του (Goehr, 1992/2005).8 Γίνεται την εποχή όπου η έννοια
‘μουσικό έργο’ αρχίζει να παίζει κανονιστικό ρόλο και να προσδιορίζει τον τρόπο
που αντιλαμβανόμαστε την ίδια τη φύση της μουσικής. Σύμφωνα με αυτή την
οπτική:
τα έργα τέχνης δεν έχουν αμοιβαίες σχέσεις, είναι ερμητικά κλειστά και τυφλά και
παρά την ερμητικότητά τους αντιπροσωπεύουν τον εξωτερικό κόσμο. Τουλάχιστον έτσι
τα έβλεπε η παράδοση: κάτι ζωντανό και αύταρκες, που ο Goethe αρεσκόταν να το
αποκαλεί εντελέχεια, ένα συνώνυμο της μονάδας (Αντόρνο, 2000, σ. 306-307).
Τα σκίτσα, αυτά βέβαια των μεγάλων δασκάλων, έχουν συχνά μεγαλύτερη αξία από τα
ολοκληρωμένα έργα, γιατί σ’ αυτά βρίσκει κανείς αυτούσια τη δύναμη της φαντασίας,
η οποία συχνά εξαφανίζεται κατά την ολοκλήρωση του έργου. Η Entwurf [σύλληψη]
είναι αποτέλεσμα της Ιδιοφυίας. Η επεξεργασία και ολοκλήρωση είναι δουλειά της
Τέχνης και του Γούστου (Sulzer, τ. 2, σ. 80, στο Kramer, 2008, σ. 13).
8
Σε μια πρόσφατη εργασία η Anna Piotrowska (2012) υποστηρίζει την υπόθεση ότι η σταδιακή
απόσυρση των βιρτουόζων συνθετών-αυτοσχεδιαστών τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη από την εκτέλεση
αυτοσχεδιασμών στα πλαίσια δημόσιων συναυλιών σχετίζεται όχι μόνο με την κανονιστική λειτουργία
της έννοιας του μουσικού έργου αλλά και με τη ρομαντική συσχέτιση του αυτοσχεδιασμού με την
‘άλογη’ και ‘δαιμονική’ δεξιοτεχνία εξωτικών ‘Αλλων’ (των Τσιγγάνων βιρτουόζων της εποχής),
δεξιοτεχνία η οποία αντιμετωπιζόταν ταυτόχρονα με θαυμασμό και απαξίωση - για τη σχέση
δεξιοτεχνίας, έργου, υπερβατικότητας και αυτοσχεδιασμού, βλ. Samson, 2004, ιδιαίτερα σ. 81, 82 &
219-220.
19
Μουσικοπαιδαγωγικά
συνθέτη ‘εν δράσει’. Η προσποίηση της φόρμας της Φαντασίας, η ‘πρόθεσή’ της
δηλαδή να ακούγεται σαν να ήταν αυτοσχεδιασμός ενώ δεν είναι, αποτελεί τη
στιγμή όπου «ο εκτελεστής φοράει τη μάσκα του συνθέτη» (Kramer, 2008, σ. 17)
και είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της αντίθεσης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον
αυτοσχεδιασμό και τη σύνθεση. Η Φαντασία, μέσω αυτής της προσποίησης,
τονίζει την αντίθεση μεταξύ αμεσότητας και επεξεργασίας. Βεβαίως, κατά τον
Dahlhaus, νικήτρια είναι η δεύτερη:
Η πραγματική αμεσότητα δεν είναι η πρώτη – ο χαμένος παράδεισος που δεν ήταν
παράδεισος – αλλά η δεύτερη, η δοσμένη μέσω του στοχασμού. Η ‘πηγή’ είναι, για να
χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Karl Kraus, ‘ο σκοπός’, όχι η αρχή (Dahlhaus
1986/2000, σ. 186).
Η σύνθεση θα μπορούσε να πει κανείς, αποτελεί ένα μέσο για να ξεφύγει κανείς από
την αγωνία της έμπνευσης· και ο αυτοσχεδιασμός, ένας τρόπος να ξεφύγει κάποιος
από τους περιορισμούς των συμβάσεων (Kramer, 2008, σ. 18).
Εδώ βρίσκεται η ρίζα της άποψης ότι ο κατά μόνας αυτοσχεδιασμός των
μεγάλων συνθετών στοχεύει στη γένεση αυτού που δεν μπορεί να συλληφθεί
αλλιώς, αυτού που είναι πέρα από τον έλεγχο της συνείδησης. Εδώ επίσης
βρίσκεται η ρίζα της διαδεδομένης λογικής σύμφωνα με την οποία ψάχνουμε
συνεχώς να βρούμε σε ποιο ‘βαθμό’ αυτό που μας συστήνεται ως αυτοσχεδιασμός
είναι ‘αυτοσχεδιασμένο’ ή ‘συντεθειμένο’. Και εδώ βεβαίως βρίσκεται η ρίζα της
δυσπιστίας απέναντι στον παιδαγωγικό ρόλο του αυτοσχεδιασμού – η οποία
πηγάζει τόσο από την ιδέα ότι μόνο τα προϊόντα επίπονης επεξεργασίας και
ανάλυσης είναι άξια προσοχής και έχουν εγγενή εκπαιδευτική αξία, όσο και από
τη σύνδεση του αυτοσχεδιασμού με την ‘άλογη’ πλευρά της ιδιοφυΐας.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όπου ο αυτοσχεδιασμός εμφανίζεται ως
χαρακτηριστικό μουσικών εντελώς διαφορετικών από αυτές του παρελθόντος, δεν
παύει να συνδέεται με την έννοια της «απελευθέρωσης»· όμως εδώ συνδέεται πια
άμεσα με ζητήματα πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, διατηρεί όμως μια
δυναμικά αμφίσημη σχέση με το λεπτομερώς προδιαγεγραμμένο μουσικό έργο.
Αναφερόμαστε βέβαια στη jazz, από το bebop ως τη free jazz, σε ό,τι στην Ευρώπη
κυρίως έχει ονομαστεί ελεύθερος αυτοσχεδιασμός (free improvisation) ή
αυτοσχεδιαζόμενη μουσική (improvised music), και στην πειραματική
(experimental) μουσική (Adlington 2009· Borgo, 2005· Fischlin, Heble, & Lipsitz,
2013· Heble & Wallace, 2013· Hegarty, 2008· Lewis, 2008· Muyumba, 2007·
Nicholls, 2012). Στη σύγχρονη πειραματική μουσική ο αυτοσχεδιασμός συνδέθηκε
είτε με την έννοια της απροσδιοριστίας (indeterminacy), είτε με αυτή του τυχαίου
20
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
(chance music) (Feisst, 2009). Κύριος στόχος είναι η αναζήτηση νέων ήχων, καθώς
και ενός τρόπου αντίληψης για τη σύνθεση, ως αντίδραση στην υπολογιστική
λογική του δωδεκαφθογγισμού και του σειραϊσμού (Kutschke, 1999· Tillbury,
2008). Σύμφωνα με την οπτική αυτή, η παραγωγή του νέου και μοναδικού «θα
πρέπει να πηγάζει από τον αυτοσχεδιαστικό δημιουργικό αυθορμητισμό»
(Kutschke, 1999, σ. 149). Υιοθετώντας αυτή την άποψη, ο συνθέτης Roger
Reynolds κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ αυτοσχεδιασμού και απροσδιοριστίας,
θεωρώντας τον πρώτο ως ζωντανή σύνθεση και εκτέλεση μουσικής με χρήση
συγκεκριμένων στιλιστικών αναφορών, ενώ τη δεύτερη ως έναν τρόπο
πειραματισμού, ως «ένα σύνολο δράσεων μέσα σε πλαίσια που συνήθως δεν είναι
οικεία στον εκτελεστή, ενώ ταυτόχρονα είναι άγνωστα στον ακροατή» (1965, σ.
139).
Μια διαφορετική πλευρά της σχέσης του αυτοσχεδιασμού με τη σύγχρονη
μουσική εκφράζεται από μια μερίδα της avant-garde, η οποία είδε τον
αυτοσχεδιασμό ως έναν τρόπο δημιουργίας ο οποίος εκφράζει καινούργιες
αντιλήψεις για τις έννοιες της συλλογικής δράσης και του πολιτικού χαρακτήρα
της τέχνης (Fox, 1987· Kutschke, 1999· Nyman, 2012). Δείτε τα λόγια του Christian
Wolff:
21
Μουσικοπαιδαγωγικά
προωθούν και διαιωνίζουν την εκμετάλλευση, την αποξένωση και τον ατομικισμό
(Benston, 2000· Robinson, 2005 Prévost, 2004· Saladin, 2009).
Γιατί μια από τις λειτουργίες του αυτοσχεδιασμού είναι η απελευθέρωση, και
μέσω αυτής, η δυνατότητα να μπορεί κανείς να παίζει μουσική ερευνώντας
σχέσεις μεταξύ ήχων και ανθρώπων. Η σημαντικότερη πλευρά της
απελευθερωτικής δύναμης του αυτοσχεδιασμού, όπως τον είδαν οι εκπρόσωποι
του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, ήταν η έμφαση στην δύναμη της στιγμής και στην
αυτόνομη λειτουργία του μουσικού ως εξερευνητή τρόπων παιξίματος, ήχων, και
σχέσεων μεταξύ των ήχων· τρόπων και σχέσεων που δεν προσδιορίζονται από
πριν αλλά ανακαλύπτονται στην διάρκεια της αυτοσχεδιαστικής διεργασίας
(Cobussen, 2005). Ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός δημιουργεί ένα ‘παρόν’ στο οποίο
συνύπαρξη και ατομικότητα, μνήμη και επαναπροσδιορισμός, δείχνουν όχι μόνο
προς μια εναλλακτική αντίληψη για τη μουσική πρακτική, αλλά και για αυτήν
ακόμη την κοινωνική συγκρότηση.
Στόχος των όσων έχουν αναφερθεί ως τώρα στην εργασία αυτή είναι η
συγκρότηση ενός εννοιολογικού πλαισίου για την κατανόηση των διαφορετικών
αναπαραστάσεων της έννοιας του αυτοσχεδιασμού όπως αναδύονται μέσα από
διαφορετικές πρακτικές και θεωρήσεις, το οποίο να μας βοηθήσει να
προσδιορίσουμε αλλά και να κατανοήσουμε τη στάση μας ως μουσικοί και
δάσκαλοι απέναντι στην παιδαγωγική δυναμική του αυτοσχεδιασμού. Η παρούσα
εργασία υποστηρίζει ότι η παιδαγωγική αξία του αυτοσχεδιασμού μπορεί να
ιδωθεί μέσα από τέσσερις διακριτές οπτικές γωνίες οι οποίες συνδέονται άμεσα,
αλλά όχι βεβαίως αμφιμονοσήμαντα, με τους τρεις τρόπους αναπαράστασης της
έννοιας του αυτοσχεδιασμού που αναπτύχθηκαν παραπάνω. Οι οπτικές αυτές
‘απαντούν’ με διαφορετικό τρόπο στο ερώτημα του ποιος είναι ο ρόλος του
αυτοσχεδιασμού στη μουσικοπαιδαγωγική διαδικασία, δεν αποκλείουν όμως
απαραίτητα η μια την άλλη. Είναι οι εξής:
1. Ο αυτοσχεδιασμός ως μέσο βιωματικής κατανόησης
2. Ο αυτοσχεδιασμός ως μέσο πειραματισμού: αναζητώντας καινούριες ιδέες
3. Ο αυτοσχεδιασμός ως τρόπος εισαγωγής σε μουσικές παραδόσεις και
πρακτικές
4. Ο αυτοσχεδιασμός ως πεδίο αυτονομίας: μια άσκηση στην ελευθερία
Η πρώτη αντίληψη για τον παιδαγωγικό ρόλο του αυτοσχεδιασμού τονίζει την
αξία του ως μέσο απόκτησης διαδικασιακής (procedural) μουσικής γνώσης, ως
22
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
διαδικασία-κλειδί για την ανάπτυξη και καλλιέργεια της μουσικότητας (Azzara &
Grunow, 2003· Agrell, 2008· Sarath, 2010· Whitcomb, 2013). Αυτήν την οπτική η
Patricia Shehan Campbell (2009) την ονομάζει «αυτοσχεδιάζω ώστε να μάθω
μουσική» [improvising to learn music] (σ. 120), τονίζοντας τη χρησιμότητα του
αυτοσχεδιασμού για τη διδασκαλία των δομικών στοιχείων της μουσικής, τη
βιωματική κατανόηση μουσικών εννοιών και την ανάπτυξη μουσικών δεξιοτήτων
που βοηθούν την γενικότερη ανάπτυξη της μουσικής κατανόησης και της
μουσικότητας. Στο χώρο της σύγχρονης μουσικοπαιδαγωγικής θεωρίας η
πραξιακή φιλοσοφία είναι κυρίως εκείνη η οποία παρέχει τη φιλοσοφική
θεμελίωση της αντίληψης αυτής (Elliott, 1995· Barrett, 2005· Martin, 2005· Gruhn,
2006). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή μαθαίνω μουσική σημαίνει παίζω
μουσική, και κατανοώ σημαίνει ότι μπορώ να χειρίζομαι τους ήχους με
διαφορετικούς τρόπους: «η μουσική μας σκέψη και γνώση βρίσκεται μέσα στη
μουσική μας πράξη και δημιουργία» (Elliott, 1995, σ. 56). Με τη σειρά της αυτή η
θέση εδράζεται στην άποψη ότι η μάθηση αποτελεί μια κοινωνικά εντοπισμένη
(socially situated) διεργασία, μια ενεργητική και συνεργατική προσπάθεια
οικειοποίησης συγκεκριμένων πρακτικών (Bruner, 1996· Sawyer, 2003). Στην
οικειοποίηση αυτών των πρακτικών και των διαφορετικών τρόπων χειρισμού των
ήχων στοχεύει και η χρήση του αυτοσχεδιασμού.
Με αυτή την έννοια ο αυτοσχεδιασμός συμπληρώνει την ‘παραδοσιακή’
μουσική διδασκαλία και λειτουργεί ως εργαλείο ενεργητικής ανάπτυξης
εκτελεστικών και αντιληπτικών δεξιοτήτων. Κάθε τι που μαθαίνεται (από την
εκμάθηση της μουσικής σημειογραφίας ως τη μελέτη τραγουδιών ή κομματιών σε
ένα όργανο, και από τη χρήση διαφορετικών δακτυλισμών ως τη μελέτη
αρμονικών σχέσεων) γίνεται αφορμή για αυτοσχεδιασμούς. Και αντίστροφα: κάθε
άσκηση αυτοσχεδιασμού συνδέεται με μια σειρά από ζητήματα τα οποία
σχετίζονται με ευρύτερους διδακτικούς στόχους οι οποίοι υπηρετούνται και από
μια σειρά άλλων διδακτικών στρατηγικών (π.χ. ασκήσεις εναρμόνισης, ασκήσεις
αναγνώρισης διαστημάτων).9 Με τον τρόπο αυτό ξεφεύγουμε από τη διδασκαλία
αποπλαισιωμένων μουσικών εννοιών ή εκτελεστικών δεξιοτήτων, καθώς και από
την μιμητική εκτέλεση, η οποία πολλές φορές κάνει τα παιδιά να μοιάζουν με
κάποιον που απαγγέλλει χωρίς δισταγμό και με ακρίβεια φράσεις σε μια ξένη
γλώσσα χωρίς όμως να καταλαβαίνει το νόημα των λέξεων που προφέρει.10 Ο
αυτοσχεδιασμός ως μια διεργασία ταυτόχρονης σύνθεσης, εκτέλεσης και
ακρόασης σε πραγματικό χρόνο, αποτελεί μέσο απόκτησης εκείνων των γνώσεων
τις οποίες ο Elliott αποκαλεί «άτυπες» (informal) και «ιμπρεσσιονιστικές»
9
Βλ. την ιδιαίτερα κατατοπιστική εργασία της Pike (2013) για τα χαρακτηριστικά των καλών
πρακτικών στη διδασκαλία του πιάνου σε μικρές ομάδες.
10
Το παράδειγμα αναφέρει ο Gruhn (2006, σ. 21).
23
Μουσικοπαιδαγωγικά
Μιλά κανείς τη γλώσσα με ευχέρεια όταν φτάσει σε επίπεδο τέτοιο ώστε να μην
χρειάζεται να σκεφτεί κάθε λέξη που προφέρει· έτσι μπορεί να επικεντρωθεί στο
περιεχόμενο της επικοινωνίας. Το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική· όταν κάποιος την
έχει κατανοήσει δεν σκέφτεται την κάθε νότα απομονωμένη αλλά σκιαγραφεί
ευρύτερες φράσεις, συχνά κατά τρόπο αυτοσχεδιαστικό, ανάλογα με αυτό που θέλει
να επικοινωνήσει (Jaques-Dalcroze, 1921/1980, στο Campbell, 2009, σ. 135).
11
Βλ. όμως και την κριτική των Wilson & McDonald (McDonald & Wilson, 2006· Wilson & McDonald,
2012) στον υποτιθέμενα αυτονόητο χαρακτήρα της αναπαράστασης του συλλογικού αυτοσχεδιασμού
με όρους μουσικής ‘συνομιλίας’, χρήσης ‘λεξιλογίου’, εφαρμογής κανόνων της [μουσικής]
‘γραμματικής’ και ‘κατάκτησης της γλώσσας’ (σ. 559).
24
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
25
Μουσικοπαιδαγωγικά
επίπεδο αυτής της ικανότητας είναι, για αρκετούς ερευνητές, ένα κριτήριο με
βάση το οποίο ξεχωρίζουν οι αρχάριοι από τους πεπειραμένους συνθέτες
(Kaschub, 1997· Webster, 2003· Fautley, 2004).
Τις δεκαετίες του 60 και του 70, την εποχή της ανάδυσης αυτού που στην
Αγγλία ονομάστηκε «δημιουργική μουσική στην εκπαίδευση» (creative music in
education movement), οι έννοιες του αυτοσχεδιασμού, του πειραματισμού και της
αντισυμβατικής χρήσης της σύνθεσης από όλα τα παιδιά αποτέλεσε και έναν
τρόπο σύνδεσης της μουσικής στο σχολείο με τους πειραματισμούς της avant-garde
της δεκαετίας του 60, οι οποίοι αμφισβητούσαν την έννοια της παντοδυναμίας του
συνθέτη, ζητούσαν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση μεταξύ σύνθεσης και
ελέγχου, μουσικής και θορύβου, τάξης και τυχαίου, πρόθεσης και υποδοχής
(reception), υψηλής τέχνης και δημοφιλούς κουλτούρας. Η αντίληψη ότι ο
πειραματισμός βρίσκεται στο κέντρο της εκπαιδευτικής διεργασίας συνεπάγεται
μια ριζική αλλαγή της αντίληψης για το ρόλο των εκπαιδευτικών. Αλλά τα
προβλήματα του τρόπου με τον οποίο οι δάσκαλοι οργανώνουν την παρέμβασή
τους κατά την διαδικασία της συνεργατικής σύνθεσης δεν έχουν λυθεί: άλλοτε τα
λόγια μας γίνονται τροχοπέδη για την μουσική δημιουργικότητα των παιδιών, και
άλλοτε ο φόβος μας να εκφέρουμε κρίσεις στερεί τη δυνατότητα των παιδιών να
συνεχίσουν να ψάχνουν και να επιμένουν (Paynter, 2000· Fautley, 2004).
26
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
μεγάλη σημασία στον ενσώματο χαρακτήρα της μάθησης και στις μη-συνειδητές
πτυχές της ανάπτυξης της προσωπικής μουσικής φωνής τις οποίες και
καλλιεργούν. Μιλώντας για την περσική μουσική, ο Naqvi σημειώνει:
«Καθώς μαθαίνει κανείς το radif, έρχεται μια κομβική στιγμή η οποία είναι γνωστή ως
εσωτερίκευση. Αυτή συμβαίνει όταν ένας μουσικός, έπειτα από τόσες πολλές
προσπάθειες να μάθει τη μουσική απ’έξω και μετά να την ξεχάσει, εξ’ αιτίας της
εμμονής σε αυτήν τη διαδικασία, φτάνει σε ένα σημείο όπου το radif γίνεται κάτι πολύ
περισσότερο από ένα σύνολο νοτών ή ακόμα και μελωδιών. [...] Βασισμένος πάνω σε
ό,τι έχει απομείνει στη μνήμη από το radif, ο μουσικός είναι τώρα σε θέση να
αναδιατάσσει και να αναπαράγει τις φράσεις με έναν νέο τρόπο. Αυτό συμβαίνει
δίχως σκέψη, δίχως να έχει καν τη συνείδηση ότι συμβαίνει» (2012, σ. 187)
Η τέταρτη αντίληψη για την παιδαγωγική αξία του αυτοσχεδιασμού απορρέει από
την πράξη και τη θεωρητική θεμελίωση της σύγχρονης αυτοσχεδιαζόμενης
μουσικής. Η αντίληψη αυτή βλέπει τον αυτοσχεδιασμό ως κενό και την ίδια στιγμή
ως καινό τόπο, και ως έναν τρόπο μουσικής πράξης ο οποίος συνειδητά
αποφασίζει να αγνοήσει κάθε έννοια προ-διαγεγραμμένου πλάνου, κάθε εκ των
προτέρων αποφασισμένο κανόνα, και κάθε ‘ανάγκη’ να υπηρετήσει τη λογική
κάποιου συγκεκριμένου μουσικού στιλ. Η απουσία κανόνων επιβεβλημένων από
πριν συνδυάζεται με την απουσία κάθε αποκλεισμού ή προϋπόθεσης ως προς το
ποιος ή ποια έχει δικαίωμα να μετάσχει σε μια τέτοια περιπέτεια (Saladin, 2009).
Αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται την απουσία συστηματικής εντρύφησης σε
διαδικασίες ελεύθερου αυτοσχεδιασμού σε διαφορετικά παιδαγωγικά πλαίσια,
όπως αρκετές μελέτες έχουν αρχίσει να δείχνουν (Ford 1995· Borgo 2007,
Thomson, 2007· Ross, 2010· Hogg, 2011· Kanellopoulos & Wright, 2012). Γίνεται
επομένως μια εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και
στον αυτοσχεδιασμό ως τρόπο εισαγωγής σε μια μουσική παράδοση, ως τρόπο
απόκτησης δεξιοτήτων, ή ως προεργασία για τη δημιουργία μιας σύνθεσης. Εδώ
τονίζεται ο επιτελεστικός (performative) χαρακτήρας του αυτοσχεδιασμού και η
παιδαγωγική αξία που έχει ο αυτοσχεδιασμός ως μια οντολογικά διακριτή
27
Μουσικοπαιδαγωγικά
η δημοκρατική κοινωνία [...] είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των
ατόμων, και συνεπώς χωρίς τη δυνατότητα τη δοσμένη στον κάθε έναν να
δημιουργήσει το νόημα της ζωής του. [...] εμείς δημιουργούμε τη σημασία και το νόημα
πάνω στη βάση αυτού που δεν έχει βάση, στηριζόμενοι στο απύθμενο [...] μ’ αυτόν τον
τρόπο εμείς δίνουμε μορφή στο χάος με τη σκέψη μας, με την πράξη μας, με τα έργα
μας, και [...] συνεπώς αυτή η σημασία δεν έχει καμιά εξωτερική εγγύηση.
(Καστοριάδης, 2001, σ. 77).
4. Επίλογος
28
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
12
Άλλωστε εδώ και καιρό ερευνητές στο πεδίο της διοίκησης επιχειρήσεων και της εκπαίδευσης
ανώτερων στελεχών δανείζονται ιδέες από τον τρόπο που (θεωρούν ότι) λειτουργεί ο τζαζ
αυτοσχεδιασμός και έχουν αναπτύξει ερευνητικά προγράμματα τα οποία μελετούν πώς μια επιχείρηση
και τα στελέχη της μπορούν λειτουργούν ως μια ‘καλοκουρδισμένη’ και ‘δημιουργική’ τζαζ ορχήστρα
(βλ. Vendelø, 2009).
13
Σημειώνω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «συνοδευόμενα από εμένα στο πιάνο, τα παιδιά
έπαιξαν δυο φορές τη μελωδία και έπειτα αυτοσχεδίασαν ταυτόχρονα. Ο περιορισμός σε τρεις νότες
εξασφάλιζε ότι καμιά νότα δεν επρόκειτο να ακουστεί παράφωνα σε σχέση με την πιανιστική μου
συνοδεία, επιτρέποντάς τους ταυτόχρονα να εστιάσουν στο ρυθμό και τη δημιουργία φράσεων.
Επιπλέον, το ότι έπαιζαν ταυτόχρονα τους επέτρεπε να εξερευνούν ελεύθερα και με ασφάλεια δίχως
να φοβούνται ότι ακούγονται» (Goodkin, 2010:17).
14
Βλ. Green (2005), ιδιαίτερα σ. 91, όπου γίνεται αναφορά στη σημασία της προσωπικής δημιουργίας
και άρα της ‘επέμβασης’ στην ‘ενδογενή’ πλευρά του μουσικού νοήματος (inherent musical meaning), η
οποία οδηγεί και στον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικά δοσμένων μουσικών νοημάτων (της
εξωγενούς πλευράς του μουσικού νοήματος - delineated musical meaning).
29
Μουσικοπαιδαγωγικά
της μουσικής θεωρούμενης ως σύνολο έργων και πρακτικών και της καθημερινής
εμπειρίας με την οποία η μουσική βρίσκεται σε διαρκή διάλογο. Ο μουσικός
αυτοσχεδιασμός δεν έρχεται να απορρίψει την σημασία της ιστορικής και
κοινωνικο-πολιτισμικής διάστασης της μουσικής, ούτε τη σημασία της ανάπτυξης
τεχνικών δεξιοτήτων. Το ζητούμενο μιας παιδαγωγικής πρότασης που θα δίνει
μεγάλη σημασία στον αυτοσχεδιασμό είναι η ανάπτυξη ενός διαρκούς διαλόγου
ανάμεσα στη ‘ματιά των παιδιών’ και στις δημιουργικές μουσικές πρακτικές των
ενηλίκων και επομένως μας οδηγεί στο να δώσουμε έμφαση στη μάθηση όχι ως
οικειοποίηση και κατάκτηση, αλλά «ως μιαν απόκριση σε αυτό που είναι άλλο ή
διαφορετικό» (Biesta, 2006, σ. 27). Οδηγεί σε μια μουσική εκπαίδευση η οποία
μαθαίνει στα παιδιά κάτι περισσότερο από την ανάπτυξη τεχνικών για την
αποφυγή της οδύνης της αποτυχίας (Johnstone, 1981/2010). Μια εκπαίδευση η
οποία πηγαίνει πέρα από την παραδοσιακή έννοια της μάθησης ως αποτέλεσμα
‘μετάδοσης’ γνώσεων,15 και εργάζεται στη βάση μιας αντίληψης για την έννοια της
Παιδείας ως μιας διαρκούς κριτικής αναζήτησης των όρων και των δυνατοτήτων
της ελευθερίας και της σχέσης των ανθρώπων με το παρελθόν και το παρόν στη
βάση της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας (Castoriadis, 1991α, 1991β).
15
Το πρόβλημα της έννοιας της εκπαίδευσης ως μετάδοσης «είναι ότι δεν δίνει την πρέπουσα προσοχή
στην πραγματική δυναμική της εκπαιδευτικής διεργασίας. Η μεταφορική εικόνα της εκπαίδευσης ως
μετάδοσης προϋποθέτει μιαν ενεργητική στάση εκ μέρους του εκπαιδευτικού και μια παθητική στάση
εκ μέρους του παιδιού» (Biesta, 1996). Ο Biesta (1996) προτείνει την αντικατάσταση της έννοιας της
μετάδοσης από αυτήν της επιτελεστικότητας (performativity), έτσι ώστε να τονιστεί η δημιουργικός
χαρακτήρας της κατασκευής της γνώσης μέσα από τις ενέργειες (τις σκέψεις και τις πράξεις) των
παιδιών, πάντοτε μέσω διυποκειμενικής ανταλλαγής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης: «όλα όσα
προσφέρονται κατά την εκπαιδευτική διεργασία, και όλες οι προσπάθειες να επηρεαστεί η ανάπτυξη
του παιδιού προς κάποια κατεύθυνση, λαμβάνουν πάντοτε χώρα μέσω αυτού το οποίο ονομάζω
επιτελεστικότητα του παιδιού. Μια επαρκής σύλληψη της εκπαίδευσης θα πρέπει συνεπώς να θεωρεί
ως σημείο εκκίνησης αυτήν ακριβώς την επιτελεστικότητα».
30
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Βιβλιογραφία
31
Μουσικοπαιδαγωγικά
Σε ξένη γλώσσα
Abbs, P. (1994). The Educational Imperative: A Defense of Socratic and Aesthetic
Learning. London: Falmer.
Adlington, R. (Ed.) (2009). Sound Commitments: Avant-garde Music and the Sixties.
New York: Oxford University Press.
Agrell, J. (2008). Improvisation Games for Classical Musicians: 500+ Non-jazz
Games for Performers, Educators, and Everyone Else. Chicago: GIA
Publications.
Alperson, P. (1984). On musical improvisation. The Journal of Aesthetics and Art
Criticism, 43(1), 17-29.
Apel, W. (1972) (Ed.). Harvard Dictionary of Music, 2nd edition. Cambridge, MA:
Harvard University Press.
Azzara, C. D. (1992). The Effect οf Audiation-Based Improvisation Techniques οn
τhe Music Achievement οf Elementary Instrumental Music Students.
Unpublished doctoral dissertation, Eastman School of Music, University of
Rochester. Dissertation Abstracts International, 53(4), 1088A.
Azzara, C. D. & Grunow, R. F. (2003). Developing Musicianship Through
Improvisation. Chicago: GIA Publications.
Ball, S. J. (2005) The Commodification of Education in England: Towards a new
form of social relations. Keynote address to the Japan-UK Education Forum
Kyoto 2005. Ιστότοπος: http://wwwsoc.nii.ac.jp/juef/ac/2005/kyoto05.pdf
Barrett, M. S. (2005). A systems view of musical creativity. In D. J. Elliott (Ed.),
Praxial Music Education: Reflections and Dialogues Creativity (pp. 177-195).
New York: Oxford University Press.
Barrett, M. S. (2003). Freedoms and constraints: Constructing musical worlds
through the dialogue of composition. In M. Hickey (Ed.), Why and How to
Teach Musical Composition: A New Horizon for music education (pp. 3-27).
Reston: MENC.
Benson, B. E. (2003). Improvisation of Musical Dialogue: A Phenomenology of
Music. Cambridge: Cambridge University Press.
Benston, K. W. B. (2000). Performing Blackness: Enactments of African American
Modernism. New York: Routledge.
Berliner, P. F. (1994). Thinking in Jazz: The Infinite Art of Improvisation. Chicago:
The University of Chicago Press.
Bent, M. (2002). Counterpoint, Composition, and Musica Ficta. New York:
Routledge
Bent, M. (1983). Resfacta and Cantare Super Librum. Journal of the American
Musicological Society, 36, 371-91.
Biesta, G. (1996). Education, not initiation. Philosophy of Education. Ιστότοπος:
http://www.ed.uiuc.edu/EPS/PES-Yearbook/96_docs/biesta.html
32
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
33
Μουσικοπαιδαγωγικά
de Vries, P. (2005). Lessons from home: scaffolding vocal improvisation and song
acquisition with a 2-year-old. Early Childhood Education Journal, Vol. 32(5),
307-312.
Dimitriadis, G. (2008). Revisiting the Question of Evidence. Cultural Studies-
Critical Methodologies, 8(1), 3-14.
Dowling, W. J. (1984). Development of Musical Schemata in Children’s
Spontaneous Singing. In W. R. Crozier & A. J. Chapman (Eds.), Cognitive
Processes in the Perception of Art (pp. 145-163). Amsterdam: Elsevier.
Dowling, W. J. (1988). Tonal Structure and Children’s Early Learning of Music. In
J. A. Sloboda (Ed.), Generative Processes in Music: The Psychology of
Performance, Improvisation, and Composition (pp. 113–128). Oxford:
Clarendon.
Dos Santos, R. & Del Ben, L. (2004). Contextualized improvisation in solfège
class. International Journal of Music Education, 22(3), 266-276.
Elliott, D. J. (1995). Music Matters: A New Philosophy of Music Education. Oxford:
Oxford University Press.
Elliott, R. K. (1971). Versions of creativity. Proceedings of Philosophy of Education
of Gt. Britain, 5(2), 139-152.
Fautley. M. (2004). Teacher intervention strategies in the composing processes of
lower secondary school students. International Journal of Music Education,
22(3), 201-218.
Feisst, S. (2009). John Cage and Improvisation: An Unresolved Relationship. In G.
Solis & B. Nettl (Eds.), Musical Improvisation: Art, Education, and Society (pp.
38-51). Urbana: University of Illinois Press.
Ferand, E. T. (1961). Improvisation in Nine Centuries of Western Music: An
Anthology with a Historical Introduction. Cologne: Arno Volk.
Fineberg, J. (1997). The Innocent Eye: Children’s Art and the Modern Artist. New
Jersey: Princeton University Press.
Fischlin. D. , Heble, A. , Lipsitz, G. (Eds.) (2013). The Fierce of Now: Improvisation,
Rights, and the Ethics of Co-creation. Durham: Duke University Press.
Ford, C. C. (1995) ‘Free collective improvisation in higher education’, British
Journal of Music Education, 12(2), 103–112.
Foucault, M. (1969). L'archéologie du savoir. Paris: Gallimard.
Fox, C. (1987). Music as social process: some aspects of the work of Christian
Wolff. Contact, 30, 6-14.
Gell. Α. (1998). Art and Agency: An Anthropological Theory. Oxford: Oxford
University Press.
Goehr, L. (1992/2005). Το Φανταστικό Μουσείο των Μουσικών Έργων: Ένα
Δοκίμιο για τη φιλοσοφία της Μουσικής (μτφρ. Κ. Κορομπίλη, επιμ. Π.
Βλαγκόπουλος). Αθήνα: Εκκρεμές.
34
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
35
Μουσικοπαιδαγωγικά
36
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
37
Μουσικοπαιδαγωγικά
Orff, C. (1963). The Schulwerk – Its Origins and Aims (trans. by A. Walter). Music
Educators Journal, 49(5), 69.
Orff, C. & Keetman, G. (n.d.). Orff-Schulwerk: Music for Children (v. 1-5). Mainz:
Schott.
Ortiz, D. (1553/ 1936). Tratado De Glosas Sobre Clausulas y Otros Generos De
Puntos En La Musica De Violones (M. Schneider, ed.). Kassel: Barenreiter.
Orton, R. (Ed.), (1981). Electronic Music for Schools. Cambridge: Cambridge
University Press.
Papoušek, H. (1996). Musicality in infancy research: biological and cultural origins
of early musicality In I. Deliège & J. Sloboda (Eds.), Musical Beginnings:
Origins and Development of Musical Competence (pp. 37-55). Oxford: Oxford
University Press.
Paynter, J. (1972). Hear and Now: An Introduction to Modern Music in Schools.
London: Universal.
Paynter, J. (1982). Music in the Secondary School Curriculum: Trends and
Developments in Class Music Teaching. Cambridge: Cambridge University
Press.
Paynter, J. (1992). Sound and Structure. Cambridge: Cambridge University Press.
Paynter, J. (1997). The form of finality: a context for music education. British
Journal of Music Education, 14(1), 5-21.
Paynter, J. (2000). Making progress with composing. British Journal of Music
Education, 17(1), 5-31.
Paynter, J. (2002). Music in the school curriculum: why bother? British Journal of
Music Education, 19(3), 215-226.
Peters, G. (2009). The Philosophy of Improvisation. Chicago: The University of
Chicago Press.
Pietropaolo, D. (2003). Improvisation in the Arts. In T. J. McGee (Ed.),
Improvisation in the Arts of the Middle Ages and Renaissance. Kalamazoo,
Michigan: Western Michigan University Press.
Piotrowska, A. G. (2012). Expressing the inexpressible: The issue of improvisation
and the European fascination with gypsy music in the 19th century.
International Review of the Aesthetics and Sociology of Music, 43(2), 325-341.
Prévost, E. (2004). Minute Particulars: Meanings in Music Making in the Wake of
Hierarchical Realignments and Other Essays. Essex: Copula.
Prévost, E. (1995). No Sound is Innocent: AMM and the Practice of Self-Invention.
Meta-Musical Narratives. Essays. Essex: Copula.
Pike, P. D. (2013). Profiles in successful group piano for children: a collective case
study of children’s group-piano lessons. Music Education Research, 15(1), 92-
106.
38
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
39
Μουσικοπαιδαγωγικά
40
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
41
Μουσικοπαιδαγωγικά
Panagiotis A. Kanellopoulos
Which are the possible roles that improvisation can play in music education? This is
the central question pursued in this paper. A basic precondition for answering this
question is a systematic examination of the notions of improvisation that emerge
out of different discursive practices that are formed around different musical
traditions. Hence, the first part of the paper proposes that the different conceptual
representations of the improvisation phenomenon can be clustered around a set of
three large categories: (1) Improvisation as a wellspring: Improvisation as a slow
process through which particular musical practices are being born and crystallized.
(2) Improvisation as immanent: improvisation as an inherent, ‘natural’, ‘organic’
aspect of particular musical practices. (3) Improvisation as rupture. This largely
modern sense of improvisation is built around a core antinomy: improvisation is
recognized as a process that makes inroads towards musical, personal and
sociopolitical freedom, and at the same time it is cast as a ‘pre-artistic’, fatally
incomplete and largely marginal creative process. Against the backdrop of this
threefold categorization, the second part of the paper suggests of a geography of
the possible educative roles of musical improvisation: (1) Improvisation as a
learning tool for the acquisition of procedural knowledge, for developing a deep
and embodied understanding of core musical concepts, and for cultivating
musicality through the development of particular perceptual and performing skills.
(2) Improvisation as heuristic: improvisation as a process of experimentation, of
discovering musical ideas, of probing different ways of transforming musical
42
Αναζητώντας το ρόλο του µουσικού αυτοσχεδιασµού στη µουσική εκπαίδευση
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
email: pankanel@gmail.com
43