You are on page 1of 22

«Από αρκετά χωρία των Ιστοριών γίνεται φανερό ότι ο Θουκυδίδης θεωρεί τον πόλεμο

σαν μεγάλο δεινό που γεννά τη βία και το πολιτικό χάος˙ τη δυνατότερή της έκφραση η
ιδέα αυτή του ιστορικού την βρίσκει στη φρικιαστική εξιστόρηση (3,69-81) του
εμφυλίου πολέμου (καλοκαίρι του 427 π.Χ.) στην Κέρκυρα που είναι άμεσο
αποτέλεσμα της στρατιωτικής αναμέτρησης Αθήνας και Σπάρτης.
Ο Θουκυδίδης παίρνοντας αφορμή από τις αγριότητες που διαπράχτηκαν στην
Κέρκυρα υψώνεται στα κεφ. 82-83 του 3ου βιβλίου, σε μια γενικότερη θεώρηση των
συνεπειών του Πελοποννησιακού πολέμου. Με ηρεμία, αλλά και με δύναμη και
παραστατικότητα εκπληκτική εκθέτει πώς φέρθηκαν – και πώς είναι δυνατόν να
φερθούν – οι άνθρωποι στη διάρκεια ενός πολέμου, ιδιαίτερα εμφυλίου. Γι’ αυτό και
την πυκνή αυτή θεώρηση, με τη γενικότητα που έχει, την ονόμασαν «παθολογία του
πολέμου», του κάθε πολέμου.»
(Α. Γεωργοπαπαδάκος «Εκλεκτά μέρη από τον Θουκυδίδη» σελ. 266)
§1 Το αίτιο των εμφυλίων πολέμων
Κάθε πολιτική παράταξη καλούσε τους συμμάχους της (οι δημοκρατικοί τους
Αθηναίους – οι ολιγαρχικοί τους Σπαρτιάτες), για να συντρίψει τους αντιπάλους και να
επικρατήσει. Αν νικούσαν οι δημοκρατικοί, η πόλη εντασσόταν στην Αθηναϊκή
συμμαχία. Αν νικούσαν οι ολιγαρχικοί η πόλη συμμαχούσε με τους Σπαρτιάτες.
§2 Συνέπειες του εμφυλίου – σύγκριση με την ειρήνη.
Προκαλούνται αμέτρητες συμφορές, επικρατεί η βία, οι άνθρωποι «εκπαιδεύονται» να
κάνουν εγκλήματα. Ο πόλεμος δημιουργεί φόβο και ανασφάλεια και γι’ αυτό ο
άνθρωπος, για να προστατεύσει τη ζωή του, σκοτώνει και συμπεριφέρεται σκληρά.
Αντίθετα στην ειρήνη οι άνθρωποι ζώντας με ασφάλεια αναπτύσσουν ευγενικό ήθος
και συμπεριφέρονται ήρεμα και φιλικά.
Δύο φράσεις πολύ σημαντικές:
1. «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ» : «όσο ή φύση (ο χαρακτήρας) του
ανθρώπου μένει η ίδια».
Γι’ αυτή τη φράση έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις:
I. ο ιστορικός εκφράζει την απαισιοδοξία του, ότι, αφού ο άνθρωπος παραμένει
δέσμιος των ίδιων παθών, συμφορές σαν τον πόλεμο θα συνεχίσουν να
συμβαίνουν.
II. Ο Θουκυδίδης αισιοδοξεί ότι κάποτε ο άνθρωπος θα αλλάξει και έτσι οι
συμφορές (πόλεμοι, πείνα, αδικίες, διώξεις, σφαγές, κ.ά.) θα σταματήσουν να
συμβαίνουν.
2. «ὁ δὲ πόλεμος βίαιος διδάσκαλος»: ο πόλεμος γίνεται δάσκαλος της βίας.
Στον πόλεμο ο άνθρωπος απειλείται και προσπαθεί να βρει τρόπους να εξασφαλίσει
την επιβίωσή του. Αυτό θα γίνει, αν εξοντωθεί ο αντίπαλος, έτσι ο άνθρωπος ενεργεί με
βάση τα ένστικτά του και αποκτηνώνεται.
«Η φράση αποδεικνύει την αντίθεση του ιστορικού προς τις απόψεις του καιρού του
για το δίκαιο του δυνατού και το θεμιτό της βίας.»
(Α. Γεωργοπαπαδάκος «Εκλεκτά μέρη από τον Θουκυδίδη» σελ. 268)
§3 Ο εμφύλιος πόλεμος διαδόθηκε σε πάρα πολλές πόλεις-κράτη.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι όσο περισσότερο διαδιδόταν ο πόλεμος, τόσο
σκληρότερος γινόταν, αφού οι άνθρωποι καθώς πληροφορούνταν το τι έγινε σε άλλες
πόλεις, γίνονταν πιο ύπουλοι και εκδικητικοί.
§4 Αλλαγή της σημασίας των λέξεων.
Ο εμφύλιος πόλεμος αλλοιώνει ακόμα και τη γλώσσα.
Αληθινό νόημα των λέξεων Αλλοιωμένο νόημα εν καιρώ πολέμου
Παράλογη τόλμη Ανδρεία και αφοσίωση
Προσωπική διστακτικότητα Δειλία πίσω από προφάσεις
Σωφροσύνη ανανδρία
Παραφορά (εξαλλοσύνη) Ανδρική αρετή
Προσεκτική εξέταση των ζητημάτων Πρόσχημα για αποφυγή του κινδύνου
Αυτή η διαφθορά της γλώσσας οφείλεται στη διαφθορά της ψυχής και τη διαστροφή
του νου, που προκαλεί ο πόλεμος.
§5 Φθορά των αξιών ( οι άνθρωποι το καλό το θεωρούν κακό και αντίστροφα)
Οι κακίες και οι αντικοινωνικές συμπεριφορές θεωρούνται αρετές, όπως η
εξαλλοσύνη, η εξαπάτηση, η καχυποψία, η παρακίνηση στο κακό, ενώ η
προνοητικότητα κάποιου και η αντίδραση στο κακό γινόταν ελάττωμα και
μειονέκτημα, που εμπόδιζε την επικράτηση της παράταξής του.
§6 Η κομματική πίστη έγινε ισχυρότερος δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους
απ’ ό,τι η συγγένεια και οι θρησκευτικοί όρκοι.
Αξίες και θεσμοί που οι άνθρωποι πάντα τους σέβονταν, όπως η συγγένεια και η
θρησκευτική πίστη υποβαθμίστηκαν σε σύγκριση με την κομματική αλληλεγγύη, γιατί
οι οπαδοί του κόμματος επεδίωκαν να κερδίσουν χρήματα και εξουσία με παράνομα
μέσα. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την πατρίδα και το κοινό καλό, αλλά μόνο για την
επίτευξη των ιδιοτελών επιδιώξεων τους. Επιπλέον η εμπιστοσύνη στηριζόταν μόνο στη
συνενοχή όσων συνεργάζονταν για το κακό.
§7 Η απάτη και η δολιότητα ήταν το κυριότερο μέσον επικράτησης έναντι των
αντιπάλων.
Οι κοινωνικές σχέσεις έχουν καταστραφεί και η εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει, με
αποτέλεσμα κάθε παράταξη να προσπαθεί να ξεπεράσει την αντίπαλη σε δολιότητα, σε
ύπουλες πράξεις και σε εξαπάτηση. Ο στόχος ήταν να βρουν τον αντίπαλο ανέτοιμο και
ευάλωτο, ώστε να τον αιφνιδιάσουν και να τον συντρίψουν. Η τιμιότητα θεωρήθηκε
ανοησία και η δολιότητα εξυπνάδα.
§8 Αίτια είναι η φιλαρχία και η πλεονεξία και αποτέλεσμα ο αμοραλισμός και η
αλληλοεξόντωση.
Οι άνθρωποι έχοντας ως κίνητρο την πλεονεξία και τη φιλοδοξία επιθυμούν να
κυριαρχήσουν στις πόλεις τους. Η γλώσσα αλλοιώνεται, τα κόμματα προβάλλουν
ωραία συνθήματα, ισότητα οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη οι ολιγαρχικοί. Πίσω από
αυτά τα συνθήματα κρύβονται ιδιοτελείς επιδιώξεις και άνομα συμφέροντα με
αποτέλεσμα την προσπάθεια για εξόντωση των αντιπάλων χωρίς να υπολογίζουν
δικαιοσύνη, νόμους και ηθική. Κυριαρχεί το μίσος, η εκδικητικότητα και ο φθόνος. Τα
πιο εύκολα θύματα είναι οι μετριοπαθείς, αυτοί που δεν θέλουν να ενταχθούν σε
κανένα κόμμα με αποτέλεσμα να τους μισούν και να τους βλάπτουν και οι δύο
παρατάξεις.
ΒΙΒΛΙΟ 3, 83
Οι συνέπειες των εμφύλιων πολέμων
§1 Επικράτηση της κακίας, εξευτελισμός και εξοβελισμός της ηθικής.
§2 Αναξιοπιστία των όρκων
Το μίσος, ο φανατισμός, η ανεντιμότητα και οι εκδικήσεις διέλυσαν τις κοινωνικές
σχέσεις, εξαφάνισαν την εμπιστοσύνη με αποτέλεσμα να μην ισχύουν ούτε και οι πιο
φοβεροί όρκοι. Γι΄ αυτό προτιμούσαν να εξοντώνουν τους αντιπάλους, για να μην
μπορούν να τους βλάψουν.
§3- 4 Επικρατούν οι διανοητικά κατώτεροι
Οι άνθρωποι χωρίς μόρφωση και χωρίς ιδιαίτερη ευφυΐα από φόβο μήπως τους
νικήσουν οι εξυπνότεροι σε δημόσιο διάλογο ή καταφέρουν να επινοήσουν κάτι
καλύτερο από αυτούς προβαίνουν στις πιο βίαιες ενέργειες χωρίς κανέναν δισταγμό.
Αντίθετα οι πιο μορφωμένοι και οι πιο έξυπνοι έχοντας εμπιστοσύνη στην διανοητική
υπεροχή τους πίστευαν ότι μπορούν να επικρατήσουν με την πονηριά και χωρίς βία. Γι΄
αυτό δεν έπαιρναν προληπτικά μέτρα και εξοντώνονταν.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Πώς εξηγεί ο Θουκυδίδης στο 3.82 τη σταδιακή επέκταση των εμφύλιων
πολέμων σε όλες τις ελληνικές πόλεις;
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα, το φαινόμενο αυτό επεκτάθηκε και στις
υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, καθώς, όπως επισημαίνει ο ιστορικός, η συνεχιζόμενη
σύγκρουση ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, διαμόρφωσε το
κατάλληλο κλίμα για τις εμφύλιες αυτές διαμάχες. Οι δημοκρατικοί κάθε πόλης
ζητούσαν τη συνδρομή των Αθηναίων κι οι ολιγαρχικοί τη συνδρομή των Σπαρτιατών,
έχοντας κάθε πολιτική παράταξη την προσδοκία πως η επέμβαση των εξωτερικών
αυτών δυνάμεων θα οδηγούσε στη συντριβή των αντιπάλων της και κατ’ επέκταση στη
δική της άνοδο στην εξουσία. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος αποτελούσε ιδανική
αφορμή για τέτοιου είδους εξωτερικές επεμβάσεις, εφόσον κατά τη διάρκεια της
ειρήνης καμία παράταξη δεν είχε κάποια εύλογη πρόφαση, ώστε να ζητήσει εξωτερική
βοήθεια, μα ούτε και τη διάθεση να εμπλακεί σε μια ανάλογη πολεμική περιπέτεια. Το
ξέσπασμα και η μακρά διάρκεια του πολέμου, ωστόσο, ενίσχυσε τους εσωτερικούς
ανταγωνισμούς και αποτέλεσε για τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις το ζητούμενο
έναυσμα για την ανενδοίαστη και με κάθε μέσο διεκδίκηση της τελικής επικράτησης.

2. Γιατί ο Θουκυδίδης στο 3.82.2 αποδίδει στον πόλεμο το χαρακτηρισμό


«δάσκαλος της βίας» (βίαιος διδάσκαλος); Να γράψετε ένα κείμενο στο οποίο
να αναλύετε τη δική σας άποψη σχετικά με την κρίση αυτή του ιστορικού.
Ο πόλεμος χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό «δάσκαλος της βίας», διότι οι συνθήκες
που διαμορφώνονται στο πλαίσιό του αλλοιώνουν δραστικά το ήθος των ανθρώπων
και τους οδηγούν σε ακραίες αντιδράσεις. Σε αντίθεση με την ειρηνική περίοδο κατά τη
διάρκεια της οποίας οι άνθρωποι είναι ψυχικά ήρεμοι και νηφάλιοι, εφόσον δεν είναι
αντιμέτωποι με πιεστικές ανάγκες, η ανατροπή των δεδομένων που επιφέρει ο πόλεμος
αλλάζει τελείως τη συμπεριφορά και τη νοητική τους κατάσταση. Η αίσθηση της
απειλής, η έλλειψη τροφίμων, η καχυποψία κι η επείγουσα ανάγκη να προστατεύσουν
τους οικείους τους, εξωθούν ακόμη και τους πιο ηθικούς ανθρώπους σε πράξεις που
ουδέποτε άλλοτε θα σκέφτονταν να διαπράξουν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου επικρατεί το ένστικτο της επιβίωσης κι οι άνθρωποι
παύουν να σκέφτονται νηφάλια, καθώς γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν πια περιθώρια
για δισταγμούς και ήπιες αντιδράσεις. Έρχονται, επί της ουσίας, αντιμέτωποι με την
επίγνωση πως αν δεν παλέψουν για τη ζωή τους κι αν δεν φερθούν με τον πιο ακραίο
εγωισμό δε θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πόλεμος τους
«μαθαίνει» πώς να παραμερίζουν τις ηθικές αρχές τους και το σεβασμό για τους
συνανθρώπους τους⸱ τους εξαναγκάζει να προσαρμοστούν σε μια νέα σκληρή
πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας η ανθρωπιά δεν έχει καμία θέση.
Πρόκειται για μια γοργή, βίαιη και αναπόδραστη προσαρμογή σ’ έναν νέο τρόπο ζωής
και σκέψης που επιτάσσει την πλήρη απαλλαγή από τις όποιες ηθικές αναστολές και
την υιοθέτηση μιας απάνθρωπης και κτηνώδους συμπεριφοράς. Πρόκειται, μάλιστα,
για ένα μάθημα που δίνεται υπό την πίεση της πείνας, των στερήσεων και του φόβου,
γι’ αυτό κι η αποτελεσματικότητά του είναι δεδομένη. Οι άνθρωποι χάνουν την
πραγματική τους ταυτότητα, εγκαταλείπουν τις αρχές τους, αλλάζουν τελείως τον
τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πράγματα και μαθαίνουν πως μόνο η βία κι η
αναλγησία μπορούν να τους διασφαλίσουν την επιδιωκόμενη επιβίωση.

3. Να παρακολουθήσετε στο 3.82 τη σταδιακή «μεταμόρφωση» των ανθρώπινων


συμπεριφορών, που πριν από τον εμφύλιο, θεωρούνταν αρετές, σε σοβαρά
ελαττώματα στη διάρκειά του. Συζητήστε διεξοδικά τους προβληματισμούς που
σας δημιουργεί το κείμενο και προσπαθήστε στη συνέχεια να εξηγήσετε την
ηθική αλλοίωση και την ανατροπή των παραδεδομένων αξιών που επιφέρει ο
πόλεμος.
Το κλίμα καχυποψίας και φανατισμού που δημιουργείται καθώς κλιμακώνεται η
πολιτική αντιπαλότητα, έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική διαφοροποίηση του
συστήματος αξιών εκείνων των ατόμων που έχουν περισσότερο φανατιστεί και
επιδιώκουν τη με κάθε κόστος επικράτηση της πολιτικής τους παράταξης. Στη δική
τους σκέψη οι άνθρωποι που είναι διστακτικοί και δε συμφωνούν με τις ακρότητες δεν
είναι συνετοί και σώφρονες, αλλά δειλοί και άνανδροι. Η σύνεση, άλλωστε, παύει να
θεωρείται αρετή, όταν εκείνο που προέχει είναι η επικράτηση επί του αντιπάλου.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα φανατισμού, οι άνθρωποι που διατηρούσαν την
ψυχραιμία τους και ήθελαν να εξετάζουν προσεκτικά όλες τις πτυχές ενός ζητήματος,
προτού προχωρήσουν σε δράση, έμοιαζαν ύποπτοι στους φανατισμένους ομοϊδεάτες
τους, εφόσον δεν ήταν πρόθυμοι, όπως εκείνοι, να επιδοθούν σε οποιοδήποτε
παραλογισμό για χάρη του κόμματός τους. Αντιστοίχως, όποιος δεν αντιδρούσε με
έξαλλο τρόπο και δεν δε διατυμπάνιζε την προσήλωσή του στο κόμμα, τον
αντιμετώπιζαν με καχυποψία, εφόσον οι αρχές της διαλλακτικότητας και της
μετρημένης συμπεριφοράς είχαν χάσει πλέον κάθε αξία.
Κατά τρόπο παρόμοιο η προνοητικότητα κι η προσεκτική εξέταση της κατάστασης,
που επέτρεπε την πρόληψη προβλημάτων και καθιστούσε περιττές τις όποιες ανήθικες
συμπεριφορές, αντιμετωπίζονταν εντελώς αρνητικά, εφόσον θεωρούνταν ως ένδειξη
φόβου και πανικού. Οι φανατισμένοι υποστηρικτές κάθε παράταξης αρνούνταν να
αποδεχτούν οποιαδήποτε συνετή ή προνοητική συμπεριφορά, αφού για εκείνους είχαν
πια μεγαλύτερη αξία τα ύπουλα τεχνάσματα και οι υπερβολές σε κάθε επιμέρους
ενέργεια των ατόμων. Είχαν καταλήξει, δηλαδή, να θεωρούν ως αξιέπαινο μόνο εκείνον
που έσπευδε να βλάψει τους άλλους, προτού προλάβουν να τον βλάψουν εκείνοι,
καθώς κι εκείνον που παρακινούσε και παρέσερνε και τους άλλους στη διάπραξη
κακόβουλων ενεργειών.
Η πλήρης αυτή ανατροπή των ηθικών αξιών υπό την επίδραση του κομματικού
φανατισμού, όπως κι η προθυμία των φανατισμένων ανθρώπων να βλάψουν τους
συνανθρώπους τους, εγείρει σημαντικά ζητήματα σχετικά με την ηθικότητα των
ανθρώπων και την ικανότητά τους να διατηρούν την ψυχραιμία και το σεβασμό τους
απέναντι στους άλλους. Μοιάζει ιδιαιτέρως ανησυχητικό το γεγονός ότι δοθείσης της
ευκαιρίας εγκαταλείπουν κάθε σωστή συμπεριφορά και επιδίδονται σε κάθε πιθανή
ακρότητα προκειμένου να υπηρετήσουν το κόμμα τους, έστω κι αν γνωρίζουν πως οι
αντίπαλοί τους, τους οποίους θέλουν να εξοντώσουν, είναι οι γείτονές τους, οι μέχρι
πρότινος φίλοι τους, αλλά ακόμη κι οι συγγενείς τους. Είναι, άρα, τόσο σημαντική η
κομματική παράταξη, ώστε να ξεπερνά σε αξία τους φιλικούς, συγγενικούς και
γενικότερα τους ανθρώπινους δεσμούς; Θεωρείται τόσο αναγκαία η επικράτηση ενός
κόμματος, ώστε στο όνομα αυτής να είναι πρόθυμο το άτομο να χάσει κάθε αίσθηση
του μέτρου και να αποκτηνωθεί;
Το πρόβλημα που προκύπτει από την ηθική αλλοίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο ενός
εμφυλίου πολέμου είναι, ως ένα βαθμό, διαφορετικό από τις αλλαγές που επιφέρει
γενικά ο πόλεμος στη συμπεριφορά των ανθρώπων, υπό την έννοια πως οι αντίπαλοι
δεν είναι κάποιο ξένο έθνος, αλλά άνθρωποι που μένουν στα διπλανά σπίτια, άνθρωποι
δηλαδή που μέχρι χθες αποτελούσαν τον κοινωνικό περίγυρο του ατόμου. Έτσι, πλάι
στην αναμενόμενη αλλαγή που προκύπτει, καθώς το άτομο παλεύει για να γλιτώσει τη
ζωή του, επέρχεται και μια βαθύτερη ηθική υπονόμευση, εφόσον εκείνος εναντίον του
οποίου στρέφεται δεν του είναι ξένος ή άγνωστος. Αναγκάζεται, επομένως, να
καταπνίξει μέσα του όχι μόνο την ανθρωπιά του -με τη γενική σημασία του όρου-, αλλά
και τη συγγενική αγάπη, τους φιλικούς δεσμούς, όπως και την επίγνωση πως
στρέφεται εναντίον ανθρώπων πλάι στους οποίους έχει περάσει όλη του τη ζωή.

4. Να επισημάνετε στο 3.82 τα σημεία, όπου εκφράζεται ο σαρκασμός και η


ειρωνεία του Θουκυδίδη.
Στο κεφάλαιο 82, που αποτελεί την εξέταση της παθολογίας του εμφυλίου πολέμου, ο
ιστορικός καταφεύγει συχνά στην πικρή ειρωνεία και στο σαρκασμό, όταν αναφέρεται
στην απρόσμενη εγκατάλειψη των ηθικών αρχών και στην αντικατάστασή τους από
νέες «αρετές» που αποτελούσαν στην πραγματικότητα εκφάνσεις της δολιότητας και
της αναλγησίας. Το κείμενο του Θουκυδίδη έχει πλήθος τέτοιες ειρωνικές αναφορές,
καθώς ο ιστορικός αντιμετωπίζει έκπληκτος, υπό μία έννοια, το εύρος της ηθικής
αλλοίωσης που προκύπτει υπό το κράτος του κομματικού φανατισμού.
Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα σημεία:
Η υποκρισία που καλύπτει τη λειτουργία των κομμάτων. Ο ιστορικός επισημαίνει πως
τα κόμματα δεν έχουν δημιουργηθεί για να επιδιωχθεί μέσω αυτών και με νόμιμο τρόπο
η κοινή ωφέλεια των πολιτών, αλλά για να ικανοποιηθεί η πλεονεξία ορισμένων μέσω
της παρανομίας.
Η απουσία προνοητικότητας: Ο ιστορικός αντιμετωπίζει με σαρκασμό το γεγονός ότι
οι άνθρωποι προτιμούσαν να τους δοθεί η ευκαιρία να εκδικηθούν κάποιον που τους
προκάλεσε κάποιο κακό, αντί να είναι εξαρχής προσεκτικοί, ώστε να μην πάθουν το
κακό αυτό.
Η εκτίμηση των ύπουλων ενεργειών: Εμφανώς ειρωνική είναι η διάθεση του ιστορικού
όταν επισημαίνει πως στο πλαίσιο του εμφύλιου πολέμου προσέφερε μεγαλύτερη χαρά
και ικανοποίηση στους ανθρώπους το να χτυπούν πισώπλατα και με ύπουλο τρόπο
τους αντιπάλους τους, από το να τους χτυπήσουν ανοιχτά και κατά πρόσωπο.
Θεωρούσαν, όπως σχολιάζει, ότι αυτός ο τρόπος τους φαινόταν όχι μόνο
ασφαλέστερος, αλλά «βραβείο» στον αγώνα δόλου που είχαν επιδοθεί.
Η υποκρισία των κομματικών συνθημάτων: Με ειρωνικό τρόπο τονίζει ο ιστορικός την
υποκριτική στάση των αρχηγών κάθε παράταξης, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν «ωραία
συνθήματα» και προσποιούνταν πως το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να
υπηρετήσουν την πολιτεία τους, ενώ στην πραγματικότητα αγωνίζονταν για να
ικανοποιήσουν αμιγώς προσωπικά τους συμφέροντα και ήθελαν να κερδίσουν τους
αντιπάλους τους με κάθε τρόπο.
Η προσπάθεια για ωραιοποίηση των φρικτών πράξεων: Ειρωνική είναι κι η επισήμανση
του ιστορικού πως πέρα από την πλήρη απουσία ηθικών φραγμών, εκείνο που διέκρινε
και τις δύο παρατάξεις ήταν η μεγάλη εκτίμηση που είχαν σ’ εκείνους που κατόρθωναν
να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια τις φοβερές τους πράξεις. Η ωραιοποίηση αυτή της
βιαιότητας και της ανηθικότητας είχε αίφνης αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον
ό,τι ενδιέφερε τις παρατάξεις ήταν να φαίνεται πως αποσκοπούν στο «καλό» των
πολιτών, έστω κι αν στην πραγματικότητα δρούσαν με τον πλέον δόλιο τρόπο.
Η θανάτωση των μετριοπαθών: Με πικρή ειρωνεία αποκαλύπτει ο ιστορικός την τύχη
των μετριοπαθών ανθρώπων, οι οποίοι αν και δεν έβλαψαν κανέναν, αφού αρνήθηκαν
να εμπλακούν στον παραλογισμό της εμφύλιας διαμάχης, οδηγήθηκαν στον θάνατο,
εφόσον η ιδέα και μόνο πως θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε φθόνο στους
φανατισμένους των παρατάξεων.

5. Γιατί ο Θουκυδίδης αναφέρει την αλλοίωση του νοήματος των λέξεων (3.82.4)
ως μία από τις πιο ολέθριες συνέπειες των εμφυλίων πολέμων;
Η αλλοίωση του νοήματος των λέξεων συνιστά πράγματι ολέθρια συνέπεια του
εμφύλιου πολέμου, εφόσον σηματοδοτεί μια δραστική αλλαγή στον τρόπο σκέψης των
ανθρώπων, καθώς και στις αξίες που αποκτούν πλέον σημασία. Το να ονομάζεται η
παράλογη τόλμη, αφοσίωση στο κόμμα, δεν είναι μια απλή σημασιολογική αλλοίωση,
αλλά μια ευρεία αλλαγή στο πώς αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι άνθρωποι, εφόσον
οδηγούνται στο σημείο να καταξιώνουν και να επικροτούν κάθε υπερβολή και κάθε
ακρότητα στο όνομα της κομματικής αφοσίωσης. Έτσι, η νοηματική αλλοίωση
λειτουργεί συνάμα και ως άλλοθι προκειμένου η διάπραξη βιαιοτήτων και δόλιων
πράξεων να γίνεται αποδεκτή από τα -φανατισμένα- άτομα, χωρίς να τους επιτρέπεται
να συνειδητοποιήσουν πλήρως την απώλεια της ηθικής τους ταυτότητας.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που εξυπηρετεί απόλυτα τα συμφέροντα της κομματικής
ηγεσίας, εφόσον οι φανατισμένοι οπαδοί κάθε κόμματος αφήνουν στην άκρη κάθε
ηθικό ενδοιασμό και δρουν με τους πιο βίαιους και ακραίους τρόπους προκειμένου να
διασφαλίσουν την επικράτηση του κόμματός τους. Με το να ονομάζεται, επομένως, η
παραφορά, ανδρική αρετή, δίνεται στους πιο αδίστακτους η δυνατότητα να
καταφεύγουν σε κάθε πιθανή ακρότητα, έχοντας τη διαβεβαίωση πως αντί να
επικριθούν για την εγκληματική τους δράση, θα αντιμετωπιστούν με σεβασμό και
εκτίμηση. Αντιστοίχως, με το να ονομάζονται η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια,
δειλία, εξαναγκάζονται ακόμη και οι περισσότερο συνετοί πολίτες να παρασυρθούν σε
βιαιότητες και σε ακραίες αντιδράσεις, ώστε να αποφύγουν την κατηγορία πως
φοβούνται ή πως δεν είναι πιστοί στο κόμμα τους.

6. Πώς αλλοιώνεται το νόημα και η βαρύτητα του όρκου σε συνθήκες εμφυλίου


πολέμου (3.82.7);
Οι όρκοι που δίνονταν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου δεν είχαν πια την αξία
και τη βαρύτητα που είχαν άλλοτε. Δίνονταν και τηρούνταν μόνο όταν και για όσο οι
αντίπαλοι δεν είχαν την αναγκαία δύναμη προκειμένου να επιδοθούν εκ νέου στις
μεταξύ τους συγκρούσεις. Έτσι, σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν ο όρκος σήμαινε μια
πραγματική δέσμευση και δημιουργούσε κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, στο
πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια πρόσκαιρη
ανακωχή, μέχρι ένας από τους δύο αντιπάλους να αισθανθεί αρκετά ισχυρός, ώστε να
τον καταπατήσει. Ενδεικτικό, μάλιστα, της υποβάθμισης που είχε υποστεί η σημασία
του όρκου, καθώς και της ηθικής εξαχρείωσης των ανθρώπων, είναι το γεγονός πως
εκείνοι που πρώτοι επέλεγαν να τον καταπατήσουν το έκαναν κατά τρόπο ύπουλο και
χτυπούσαν αιφνιδιαστικά τον αντίπαλο, όταν τον έβλεπαν πως είναι αφύλαχτος.
Όπως τονίζει ο ιστορικός, η επίγνωση πως είχαν καταφέρει ένα τέτοιο ύπουλο χτύπημα
στους εχθρούς τους, αφού τους είχαν πρώτα εξαπατήσει μέσω του όρκου, τους
προσέφερε μεγάλη χαρά, αντί να τους κάνει να αισθάνονται ντροπή για την αθέμιτη και
ανήθικη συμπεριφορά τους. Γίνεται, άρα, αντιληπτό πως κατά τη διάρκεια του
εμφύλιου πολέμου οι άνθρωποι δε θεωρούν πως τους δεσμεύει κανένας κώδικας
ηθικών αξιών και καμία αίσθηση σεβασμού απέναντι στους συνανθρώπους τους ή τους
θεούς. Εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να εξαπατήσουν τον αντίπαλό τους και δε
διστάζουν να καταπατήσουν ακόμη και τους όρκους τους, καταλύοντας έτσι οριστικά
οποιαδήποτε αίσθηση εμπιστοσύνης ή αξιοπιστίας.

7. «Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται


έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς.» (3.82.7): Ισχύει, κατά τη
γνώμη σας, η ψυχολογική αυτή παρατήρηση του ιστορικού;
Η παρατήρηση αυτή του ιστορικού, που γίνεται με βάση τον δόλιο τρόπο
συμπεριφοράς των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, έχει ισχύ τόσο
σε δύσκολες περιόδους, όπως είναι ένας πόλεμος, όσο και σε περιόδους ειρηνικής
διαβίωσης. Αποτελεί γενικότερο γνώρισμα των ανθρώπων να μη θέλουν να
δημιουργείται εις βάρος τους η εντύπωση πως δεν είναι έξυπνοι και πως κάποιος
μπορεί να τους εξαπατήσει ή να τους ξεγελάσει εύκολα, γι’ αυτό και προσπαθούν με
κάθε τρόπο να αποφύγουν αυτή την κατάσταση. Προτιμούν, επομένως, -συχνά από
απλή κουτοπονηριά- να προσπαθήσουν εκείνοι να εξαπατήσουν τον άλλον, ώστε να
θεωρηθούν έξυπνοι, παρά να φερθούν έντιμα και να κατηγορηθούν πως φέρθηκαν με
κουτό τρόπο. Εύλογα, βέβαια, αυτού του είδους η συμπεριφορά αποκτά πολύ
μεγαλύτερη διάδοση σε κρίσιμες περιόδους, όπως υπήρξε αυτή του εμφύλιου πολέμου,
καθώς τότε το τίμημα του να εξαπατηθεί κάποιος ενδέχεται να είναι πολύ υψηλότερο,
αφού μπορεί να κοστίσει ακόμη και τη ζωή κάποιου.

8. Πού αποδίδει ο Θουκυδίδης την αιτία των εμφυλίων πολέμων και των
συμφορών που αυτοί επιφέρουν στο ανθρώπινο γένος; Συμφωνείτε με τις
παρατηρήσεις του ιστορικού;
Σύμφωνα με τον ιστορικό: «Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την
πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα.» Ο
Θουκυδίδης αποδίδει, επομένως, την αιτία των εμφυλίων πολέμων και κατ’ επέκταση
των συμφορών που αυτοί προκαλούν στη φιλαρχία και στην πλεονεξία των ανθρώπων,
ιδιαίτερα δε των αρχηγών των κομμάτων, οι οποίοι «ήθελαν να ικανοποιήσουν
προσωπικά συμφέροντα».
Η επιθυμία για εξουσία κι η πλεονεξία, όπως και η υποκριτική στάση των ηγετικών
ομάδων κάθε παράταξης που χρησιμοποιούσαν και φανάτιζαν τους πολίτες για να
εξυπηρετήσουν προσωπικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις, αποτελούν αναμφίβολα
μια βασική γενεσιουργό αιτία κάθε εμφύλιας διαμάχης. Απώτερος στόχος, άλλωστε, σε
κάθε εμφύλιο πόλεμο είναι η κατάκτηση της εξουσίας από τη μία ή την άλλη
παράταξη, ενώ εξαιτίας της πλεονεξίας των ανθρώπων καθίσταται ανέφικτη κι η όποια
προσπάθεια συνεργασίας ή συγκυριαρχίας, εφόσον κάθε παράταξη θέλει να έχει τον
πλήρη έλεγχο. Η φιλαρχία της κάθε παράταξης, πάντως, εμπεριέχει και μια ουσιώδη
πολιτική διάσταση, εφόσον κάθε παράταξη εκπροσωπεί και μια διαφορετική
κοινωνική μερίδα, και επιδιώκει, άρα, την εξυπηρέτηση διαφορετικών συμφερόντων.
Στον εμφύλιο πόλεμο, για παράδειγμα, που εξετάζει ο Θουκυδίδης, η μία αντιμαχόμενη
παράταξη ήταν αυτή των ολιγαρχικών που αποτελούταν από τους πλούσιους
γαιοκτήμονες, ενώ η άλλη παράταξη ήταν αυτή των δημοκρατικών, που ήταν
πολυπληθέστερη, εφόσον αποτελούταν από τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, καθώς
και από τις νέες αναδυόμενες πλούσιες ομάδες των εμπόρων και των βιοτεχνών. Η
μεταξύ τους διαμάχη, επομένως, ήταν μια διττή σύγκρουση, αφενός μεταξύ των
πλουσίων του παρελθόντος και των πλουσίων της νέας οικονομικής δραστηριότητας κι
αφετέρου μια σύγκρουση ανάμεσα στους φτωχότερους απέναντι στα «αφεντικά» του
παρελθόντος που τους καταπίεζαν για καιρό.
Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3. §11-16» (σχόλια – ασκήσεις
σχολικού)
Ερμηνευτικά σχόλια
§11-16
Στο κείμενο καταγράφεται η αντίθεση των Τριάκοντα προς τον δήμο των Αθηναίων,
τους νόμους και τους θεσμούς της δημοκρατίας (§11-13). Έπειτα ήλθε η σειρά των
ατόμων (§14- 15). Κατά την οκτάμηνη διάρκεια της εξουσίας των τριάκοντα
εκτελέστηκαν 1500 πολίτες Αθηναίοι και μέτοικοι. Η αντίθεση έφτασε τέλος και στους
κόλπους του ίδιου του σώματος των τυράννων (§15-16). Ο Κριτίας και ο Θηραμένης
εκπροσωπούσαν δύο αντίθετες τάσεις μέσα στη «συμμορία» που ασκούσε την εξουσία.
Ο Ξενοφών οργανώνει τον λόγο του, ώστε να φανεί η χρονική κλιμάκωση των
εξελίξεων (η αλληλουχία των χρονικών προτάσεων και μετοχών) αλλά και η
αλληλεξάρτησή τους, πώς δηλαδή από τις φαινομενικά δημοκρατικές διαδικασίες
(«οἱ δὲ τριάκοντα ᾑρέθησαν...») τελικά το καθεστώς έφτασε στην απροκάλυπτη
ομολογία του αυθαίρετου χαρακτήρα του («ὥσπερ τυραννίδος», §16). Η κατάσταση,
όσο περνάει ο καιρός, γίνεται πιο πολύπλοκη.
§11
Ενώ μοναδικός (διακηρυγμένος) σκοπός των τριάκοντα και μοναδική εντολή της
(εκβιασμένης, έστω) ψήφου της Εκκλησίας προς αυτούς ήταν να συντάξουν τους
νόμους («ἐφ’ ᾧ τε συγγράψαι νόμους» / «οἱ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι»)
αυτοί ανέβαλλαν συνεχώς να εκτελέσουν το έργο που είχαν αναλάβει και
συγκροτούσαν τη Βουλή και τα άλλα θεσμικά όργανα, όπως τους άρεσε («ὡς ἐδόκει
αὐτοῖς»), με δικούς τους ανθρώπους. Ενώ λοιπόν είχαν διακηρύξει ότι το καθεστώς
τους θα ήταν προσωρινό, ως τη δημοσίευση των νέων νόμων, διέλυσαν τα δικαστήρια
των ενόρκων (Ἡλιαία...) και παραχώρησαν στη Βουλή δικαστικές εξουσίες για ποινικά
(ή δήθεν ποινικά) αδικήματα. Κατάργησαν επίσης τη μυστική ψηφοφορία σε όλες τις
διαδικασίες.
§12
Μια από τις σκοτεινές πλευρές του αθηναϊκού δημοκρατικού καθεστώτος ήταν η
ευκολία με την οποία μερικοί αδίστακτοι Αθηναίοι μπορούσαν «να ζουν από τη
συκοφαντία». Η ψεύτικη καταγγελία, ψευδής καταμήνυση εναντίον ευκατάστατου
συνήθως πολίτη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο εκβιασμού και ως μέσο
προσωπικής εκδίκησης. Πολλές φορές ο συκοφάντης εξεβίαζε κάποιον και αποσπούσε
χρηματικά ποσά, για να μην τον καταγγείλει και τον σέρνει στα δικαστήρια. Από τις
ετυμολογικές ερμηνείες της λ. συκοφάντης <σῦκον+φαίνω (= αυτός που φανερώνει τα
σύκα) που είχαν προταθεί ήδη από την αρχαιότητα πιθανότερη φαίνεται η πρώτη: 1)
αυτός που φανέρωνε τα σύκα, κρυμμένα μέσα στα ρούχα του κλέφτη· 2) ο μηνυτής· 3)
ο μηνυτής αυτών που είχαν κλέψει σύκα από ιερές συκιές, αφιερωμένες σε θεούς· 4)
αυτός που τράνταζε τα κλαδιά ή τον κορμό της συκιάς για να φανούν τα σύκα, που
ήταν κρυμμένα μέσα στα φύλλα· 5) (με επέκταση της αρχικής σημασίας) αυτός που
κατήγγειλε στις αρχές διάφορες παραβάσεις, όπως λαθραία εισαγωγή προϊόντων,
παράνομη κτήση ή επικαρπία ξένης ιδιοκτησίας, φοροδιαφυγή και -συνηθέστερα-
εχθρικές ενέργειες ή διαθέσεις κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Εκτός από τα χρήματα που μπορούσε να αποσπάσει ο συκοφάντης ως εκβιαστής, αν
καταδικαζόταν ο καταγγελλόμενος πολίτης, ο συκοφάντης είχε και τότε οικονομικό
όφελος.
§13
Το να ενισχυθούν οι ένοπλοι τριάκοντα και οι οπαδοί τους εναντίον των άοπλων
δημοκρατικών με (700 τελικά) φρουρούς Σπαρτιάτες δείχνει το αίσθημα ανασφάλειας
των τυράννων. Επειδή το αίτημα αυτό θα το απέρριπτε η επίσημη κυβέρνηση της
Σπάρτης, δηλ. οι έφοροι, οι τριάκοντα ζητούν από τον Λύσανδρο να «συμπράξει», να
«μεσολαβήσει», προφανώς παρασκηνιακά.
§14
Οι τριάκοντα ανέλαβαν τη συντήρηση των φρουρών από τη Σπάρτη (§13) με έξοδα του
κράτους φυσικά, όχι δικά τους, και «κολάκευαν, καλόπιαναν με κάθε τρόπο τον
Καλλίβιο», για να εξασφαλίζουν τη συναίνεσή του στις αυθαιρεσίες τους, αλλά και για
να τους παρέχει φρουρούς «συνεργούς» στη σύλληψη πολιτών που είχαν ακόμη κύρος
και δύναμη, ώστε να αντισταθούν στο καθεστώς.
§16
Οι τελευταίοι λόγοι του Κριτία φανερώνουν τον πολιτικό κυνισμό του.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Ποια στοιχεία του κειμένου δείχνουν την αυθαιρεσία του καθεστώτος των
Τριάκοντα;
Παρά το γεγονός ότι η εντολή που δόθηκε στους Τριάκοντα ήταν να καταγράψουν τους
«πάτριους νόμους», διαμορφώνοντας έτσι το σύνταγμα που θα ρύθμιζε την πολιτική
ζωή του αθηναϊκού κράτους, εκείνοι κινήθηκαν με γνώμονα το πώς θα εδραιώσουν την
προσωπική τους εξουσία. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι ενέργειές τους ήταν αυθαίρετες,
εφόσον δεν συμβάδιζαν με το νομικό πλαίσιο κι είχαν ως βασική τους στόχευση την
εξυπηρέτηση ιδιοτελών επιδιώξεων.
Μια πρώτη σαφής ένδειξη της αυθαιρεσίας του καθεστώτος των Τριάκοντα υπήρξε η
σκόπιμη αναβολή της σύνταξης και δημοσίευσης του συντάγματος, έστω κι αν -
θεωρητικώς- αυτή ήταν η βασική τους αποστολή. Αυθαίρετη, ακολούθως, ήταν κι η
συγκρότηση της Βουλής, όπως και των άλλων θεσμικών οργάνων του αθηναϊκού
κράτους, με άτομα της δικής τους επιλογής, προκειμένου να διασφαλίσουν τον έλεγχο
όλων των κέντρων λήψης αποφάσεων.
Επιπροσθέτως, αυθαίρετη υπήρξε η πρωτοβουλία σύλληψης και παραπομπής των
καταδοτών στη Βουλή, για να τους επιβληθεί η θανατική ποινή, έστω κι αν
ικανοποιούσε τα εκδικητικά ένστικτα των πολιτών, εφόσον οι Τριάκοντα δεν είχαν
λάβει τέτοιου είδους οδηγία και εξουσιοδότηση. Αντιστοίχως, εντελώς άνομη και
αυθαίρετη ήταν η πρωτοβουλία τους να ζητήσουν τη συνδρομή του Λυσάνδρου,
προκειμένου να πεισθούν οι Σπαρτιάτες να τους παραχωρηθεί ένοπλη φρουρά, για να
έχουν έτσι τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν οποιονδήποτε πολίτη ήθελαν και να
μπορέσουν να εδραιώσουν το καθεστώς τους.

2. Ποιες ενέργειες έκαναν οι Τριάκοντα για να εξασφαλίσουν το καθεστώς


τους; Ποια ήταν η σκοπιμότητα της κάθε ενέργειας;
Η πρόθεση των Τριάκοντα να διατηρήσουν οι ίδιοι την εξουσία και να επιβάλουν
τυραννία στην Αθήνα, άρχισε να διαφαίνεται από τις πρώτες κιόλας επιλογές τους. Το
γεγονός κατ’ αρχάς ότι δεν θέλησαν να υλοποιήσουν τη βασική τους αποστολή που
ήταν η σύνταξη συντάγματος, υποδήλωνε πως δεν είχαν την πρόθεση να
παραχωρήσουν τον έλεγχο της Αθήνας σε κάποιον άλλον. Με το να καθυστερούν,
επομένως, τη διαμόρφωση του συντάγματος, αποσκοπούσαν στο να διασφαλίσουν τον
αναγκαίο χρόνο προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους.
Μια πρώτη ενέργεια στήριξης του καθεστώτος τους ήταν η συγκρότηση της Βουλής
και των άλλων θεσμικών οργάνων της πόλης με άτομα δικής τους επιλογής, ώστε να
ελέγχουν κάθε απόφαση και κάθε δράση ή αντίδραση της Αθήνας. Αποτρέποντας, έτσι,
την ενδεχόμενη ψήφιση κάποιας απόφασης που θα τους αφαιρούσε τις δικαιοδοσίες
τους.
Η αμέσως επόμενη ενέργειά τους ήταν η σύλληψη των καταδοτών κι η καταδίκη τους
σε θάνατο μέσω της Βουλής. Με την ενέργεια αυτή αποσκοπούσαν κατ’ αρχάς να
δημιουργήσουν ευνοϊκό κλίμα για τους ίδιους, καθώς έδειχναν στους έντιμους πολίτες
πως είναι αποφασισμένοι να απαλλάξουν την πόλη από τα ανήθικα εκείνα στοιχεία που
επιβίωναν εις βάρος των άλλων με τη συκοφαντική τους δράση. Επρόκειτο για μια
δημαγωγική τακτική, η οποία σε αρχικό επίπεδο ερμηνευόταν θετικά από τους πολίτες,
εφόσον τους απάλλασσε από ανέντιμους ανθρώπους. Ωστόσο, η τακτική αυτή
αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει συναισθήματα πόλωσης και διχασμού στην πόλη,
οδηγώντας τους πολίτες σε μεταξύ τους αντιδικίες για το ποιος καταδικάστηκε δίκαια
και ποιος όχι, απομακρύνοντας την προσοχή τους από την εν γένει αντιδημοκρατική
συμπεριφορά των Τριάκοντα. Αποτελούσε, συνάμα, έναν τρόπο για να δοκιμαστούν οι
αντιδράσεις των πολιτών απέναντι σε ανάλογα βίαιες πράξεις, λίγο προτού οι
Τριάκοντα αρχίσουν να στρέφονται ενάντια σ’ εκείνους που αποτελούσαν το βασικό
εμπόδιο για την εδραίωση της εξουσίας τους.
Ακολούθως οι Τριάκοντα έκαναν το πρώτο ξεκάθαρο βήμα για την εδραίωση της
απολυταρχικής εξουσίας τους, όταν έστειλαν τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη στον
Λύσανδρο προκειμένου με τη δική του μεσολάβηση να τους δοθεί σπαρτιατική φρουρά
που θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν σ’ ένα δραστικό ξεκαθάρισμα των
αντιφρονούντων. Αξίζει να προσεχθεί πως για να πεισθεί ο Λύσανδρος, τον
διαβεβαίωσαν αφενός πως δεν θα επιβαρυνόταν οικονομικά η Σπάρτη για τη
συντήρηση της φρουράς κι αφετέρου πως θα χρησιμοποιούσαν τους στρατιώτες για να
βγάλουν από τη μέση «κακούς» ανθρώπους. Δεν φανέρωσαν, δηλαδή, στον Λύσανδρο
τον πραγματικό τους στόχο, που ήταν το να χρησιμοποιήσουν τη φρουρά για να
στραφούν εναντίον όποιου αντιδρούσε στην εξουσία τους.
Μόλις ο Λύσανδρος τούς διασφάλισε τη φρουρά, με αρμοστή τον Καλλίβιο, οι
Τριάκοντα άρχισαν να καλοπιάνουν τον Καλλίβιο με κάθε τρόπο, ώστε εκείνος να τους
επιτρέπει να χρησιμοποιούν τους στρατιώτες της φρουράς όπως ήθελαν. Ξεκίνησε,
έτσι, μια διαδικασία συνεχών διώξεων εις βάρος, όχι πια των «κακών» στοιχείων της
πόλης, αλλά εκείνων που δημιουργούσαν έστω και την υποψία πως δεν θα ανεχτούν
την απολυταρχική εξουσία των Τριάκοντα. Περισσότερο, μάλιστα, οι διώξεις
στράφηκαν εναντίον όσων ασκούσαν επιρροή στους συμπολίτες τους και θα έβρισκαν
συμπαράσταση από αυτούς σε περίπτωση που κινούνταν κατά των Τριάκοντα.
Η ένταση των διώξεων αυτών ήταν τέτοια, ώστε προκλήθηκαν προστριβές και
αντιθέσεις ακόμη και μεταξύ των Τριάκοντα. Η διάθεση, ειδικότερα, του Κριτία να
σκοτώσει όσο γίνεται περισσότερους από τους πολίτες που είχαν κύρος και γίνονταν
σεβαστοί από τους άλλους, προκάλεσε την αντίδραση του Θηραμένη που θεωρούσε
υπερβολικό και παράλογο μέτρο τις δολοφονίες αυτές. Ο Κριτίας, ωστόσο, πίστευε
πως το να σκοτώσουν εκείνους που μπορούσαν να τους σταθούν εμπόδιο, ήταν
απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση της τυραννίας τους.
3. Πώς κρίνετε την πολιτική συμπεριφορά του Κριτία και του Θηραμένη.
Ο Κριτίας είναι αδίστακτος και ιδιαίτερα κυνικός, εφόσον πρεσβεύει την άποψη πως
προκειμένου να διασφαλιστεί η εξουσία των Τριάκοντα οφείλουν να σκοτώσουν
οποιονδήποτε έχει τη δυνατότητα να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Δεν διστάζει,
έτσι, να οδηγηθεί σε ακραίες συμπεριφορές και να απαιτήσει τη δολοφονία πλήθους
ανθρώπων, αφού ό,τι κυριαρχεί στη δική του σκέψη είναι το πάθος του για δύναμη και
εξουσία. Ο Κριτίας είναι, συνάμα, εξαιρετικά εκδικητικός, αφού η απαξίωση που
δείχνει απέναντι στους δημοκρατικούς πηγάζει κι από το γεγονός ότι τον είχαν εξορίσει
όταν είχαν εκείνοι τον έλεγχο της πόλης.
Η σκληρότητα κι η εκδικητικότητα που χαρακτηρίζουν την πολιτική συμπεριφορά του
Κριτία, φανερώνουν πως δεν είναι ικανός να διαχειριστεί την εξουσία. Η σκέψη του,
άλλωστε, πως μόνο μέσω του φόβου και των δολοφονιών μπορεί να εδραιωθεί το
καθεστώς των Τριάκοντα, υποδηλώνει πως μόνη του πρόθεση είναι να λάβει τον έλεγχο
της πόλης κι όχι να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό έργο, το οποίο θα μπορούσε πιθανώς
να του διασφαλίσει την πραγματική εύνοια των πολιτών. Ένας πολιτικός, όμως, που
σκέφτεται μόνο πώς θα εξουδετερώσει τους αντιπάλους του και όχι το πώς θα
ωφελήσει την πολιτεία, δεν είναι σε καμία περίπτωση κατάλληλο πρόσωπο για να
διαχειριστεί την πολιτική εξουσία.
Ο Θηραμένης, αν και ανήκει στην ίδια ολιγαρχική ομάδα που διεκδικεί με άνομο τρόπο
την εδραίωση τυραννίας στην Αθήνα, δεν διακατέχεται από φονικά και εκδικητικά
ένστικτα, όπως ο Κριτίας. Ο Θηραμένης αντιλαμβάνεται πόσο ακραίο είναι το να
δολοφονούνται έντιμοι πολίτες απλώς και μόνο επειδή τους εκτιμούν και τους
σέβονται οι συμπολίτες τους. Θεωρεί, επομένως, χρέος του να αντιταχθεί στον
παραλογισμό του Κριτία και αποδεικνύει, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως δεν βρίσκεται στο
ίδιο επίπεδο διαφθοράς και σκληρότητας. Δεν έχει, βέβαια, τις αρετές και το ήθος ενός
δημοκράτη πολιτικού, που θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει με νόμιμο τρόπο την
εξουσία και θα τον οδηγούσαν στην επιτέλεση ωφέλιμου για την πόλη έργου, είναι,
ωστόσο, περισσότερο ηθικός και λιγότερο παθιασμένος με την εξουσία από τον Κριτία.

4. Ποια πολιτικά ήθη εισάγει η θέση του Κριτία ότι «όποιος θέλει να κυριαρχεί
είναι υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα µμπορούσαν να του
σταθούν εμπόδιο»; Τι είδους κοινωνία θα προκύψει, αν τα ήθη αυτά
εδραιωθούν;
Η άποψη του Κριτία οδηγεί στην επικράτηση ενός αδίστακτου κυνισμού στον χώρο
της πολιτικής, εφόσον η διεκδίκηση της εξουσίας καθίσταται πλέον αυτοσκοπός. Η
πολιτική δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μέσο για την ανιδιοτελή προάσπιση των
συμφερόντων των πολιτών ούτε ως ευκαιρία για κοινωφελή προφορά μέσα από τη
διάθεση του προσωπικού χρόνου προς όφελος των πολλών. Πλέον μόνο ζητούμενο
είναι ο έλεγχος της εξουσίας και τα μέσα για την κατάκτησή της είναι η βία, οι
δολοφονίες και η πλήρης απουσία σεβασμού απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Στη
σκέψη του Κριτία οι πολίτες δεν είναι εκείνοι που θα ωφεληθούν από το «πολιτικό» του
«έργο», αλλά πιθανά εμπόδια στην προσπάθειά του να γίνει ο κυρίαρχος της πόλης. Υπ’
αυτή την έννοια, αν η ηθική εξαχρείωση του Κριτία εδραιωνόταν σε μια χώρα ό,τι θα
επακολουθούσε θα ήταν μια αιμοσταγής δικτατορία, καθώς και συνεχείς εμφύλιες
συγκρούσεις, εφόσον οι καταπιεζόμενοι πολίτες θα επιχειρούσαν να αποτινάξουν τον
ασφυκτικό αυτό έλεγχο. Παραλλήλως, βέβαια, θα χάνονταν οι ηθικές αξίες και
ποιότητες του σεβασμού, της αλληλεγγύης και της ανιδιοτέλειας, μιας και κάθε
πολίτης θα δρούσε για τον εαυτό του επιδιώκοντας να βλάψει τους άλλους, προτού τον
βλάψουν εκείνοι.

5. Θηραμένης: «Στο κάτω-κάτω κι εγώ κι εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν’
αποχτήσουμε δημοτικότητα». Να χαρακτηρίσετε, µε βάση την ομολογία αυτή,
το πολιτικό ήθος του Θηραμένη και της ομάδας του.
Η ομολογία του Θηραμένη πως στο όνομα της δημοτικότητας εκείνος και οι
Τριάκοντα έχουν δώσει πολλές ψευδείς υποσχέσεις κι έχουν προβεί σε πολλές
παρανομίες φανερώνει το πολιτικό τους ήθος. Με την κατάκτηση της εξουσίας να
αποτελεί βασική τους μέριμνα, ο Θηραμένης και η ομάδα του δεν δίστασαν να
εξαπατήσουν τους πολίτες, να τους παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους
προθέσεις και, φυσικά, να παραβούν κάθε νόμο προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο
τους. Οι Τριάκοντα λειτουργούν -στο ξεκίνημα της πολιτικής τους πορείας- με
δημαγωγικές τακτικές, επιδιδόμενοι σ’ έναν ανήθικο λαϊκισμό προκειμένου να
κερδίσουν τη στήριξη των πολιτών. Προβαίνουν, έτσι, σε μια ανεξέλεγκτη παροχή
υποσχέσεων, για να δημιουργήσουν στους πολίτες την εντύπωση πως έχουν τη θέληση
να βελτιώσουν την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, χωρίς, ωστόσο, να έχουν καμία
τέτοια πρόθεση. Η δική τους επιδίωξη ήταν αποκλειστικά η κατάκτηση της εξουσίας
και όχι το να «υπηρετήσουν» τους πολίτες. Θεωρούσαν, άλλωστε, πως από τη στιγμή
που θα πάρουν τον έλεγχο της Αθήνας θα έχουν τη δυνατότητα να πλουτίσουν
υπέρμετρα και να αποκτήσουν έτσι ακόμη περισσότερη δύναμη, ώστε να μην είναι πια
σε θέση κανείς να τους απομακρύνει από την εξουσία.

Η πορεία των Τριάκοντα, όπως την καταγράφει ο Hermann Bengtson στο έργο
του «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος»:
Στην Αθήνα η συνθήκη της ειρήνης πρόβλεπε την παλινόρθωση του πατροπαράδοτου
πολιτεύματος («πάτριος πολιτεία»)⸱ ο όρος τούτος βέβαια ερμηνεύτηκε από τους
ολιγαρχικούς σύμφωνα με τις κομματικές τους επιδιώξεις. Υπό την απειλή του στόλου
του Λυσάνδρου η αττική δημοκρατία καταποντίστηκε το καλοκαίρι του 404 π.Χ. για
δεύτερη φορά μέσα σε επτά χρόνια! Αρχικά οι ολιγαρχικοί διόρισαν μια «εκτελεστική
επιτροπή» από πέντε εφόρους και ύστερα ανέθεσαν την διακυβέρνηση της χώρας σε
30 πολίτες («οι Τριάκοντα»)⸱ επικεφαλής τούτων ήταν ο Θηραμένης και ο Κριτίας (ο
θείος του Πλάτωνα), ένας άνθρωπος προικισμένος με πολλά χαρίσματα, αλλά βίαιος
και μοχθηρός. Αυτοί, αντί να εκπονήσουν το πολίτευμα των Αθηνών, συγκέντρωσαν
υπό την ανοχή του Λυσάνδρου όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Στην Ακρόπολη
εγκαταστάθηκε σπαρτιατική φρουρά με έναν αρμοστή και σύντομα η αρχή των
Τριάκοντα εξελίχθηκε σε τρομοκρατικό καθεστώς⸱ όλα τα ενοχλητικά στοιχεία
εκκαθαρίστηκαν με την βοήθεια διαφόρων συκοφαντών. Τουλάχιστον 1500 Αθηναίοι
πολίτες παραδόθηκαν στον δήμιο και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο
Θρασύβουλος, εκπατρίστηκαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι Θήβες, το Άργος, τα
Μέγαρα και άλλες πόλεις τους πρόσφεραν άσυλο. Τελικά η τρομοκρατία των
Τριάκοντα ξεπέρασε κάθε όριο -τούτη περιγράφεται θαυμάσια από τον φοβισμένο
μέτοικο Λυσία, που είχε προσωπική αντίληψη της κατάστασης- και στράφηκε ακόμη
και εναντίον της δικής τους παράταξης, συγκεκριμένα εναντίον της μετριοπαθούς
μερίδας των ολιγαρχικών που είχαν αρχηγό τους τον Θηραμένη. Τούτος, καίτοι
προσπάθησε να αμυνθεί με εντυπωσιακό τρόπο, δολοφονήθηκε. Για να καταπνίξουν
κάθε διάθεση προς κριτική, δεν δίστασαν να απαγορεύσουν και αυτήν ακόμη τη
διδασκαλία της ρητορικής!
Η σωτηρία της πόλης ήρθε από το εξωτερικό. Μια μικρή ομάδα Αθηναίων εξόριστων
και μεταναστών υπό τον Θρασύβουλο ορμώμενη από την Βοιωτία κατόρθωσε να
καταλάβει το φρούριο της Φυλής, που βρίσκεται στους προβούνους της Πάρνηθας.
Ύστερα από μια επιτυχία τους κατά της σπαρτιατικής φρουράς και μετά την κατάληψη
της Μουνιχίας ο Θρασύβουλος έθεσε υπό τον έλεγχό του τον Πειραιά, που ήταν η πηγή
της ζωής για την Αθήνα. Ο Κριτίας και ο σύντροφός του Χαρμίδης έπεσαν μαχόμενοι
σε οδομαχίες, η αρχή των Τριάκοντα κατέρρευσε (τέλος του 404 ή αρχές του 403).
Στην θέση τους ανέλαβαν την εξουσία «οι Δέκα» από την μετριοπαθή παράταξη, αυτήν
που εκπροσωπούσε παλιότερα ο Θηραμένης. Ακόμη όμως απείχαν πολύ από το να
επιτύχουν μια εξισορρόπηση ανάμεσα στη δημοκρατική και την ολιγαρχική μερίδα. Ο
Λύσανδρος πήρε θέση κατά του Θρασύβουλου και απέκλεισε τον Πειραιά. Τότε
παρουσιάστηκε στην Αττική με ένα στρατιωτικό σώμα ο Σπαρτιάτης βασιλιάς
Παυσανίας Β΄⸱ τούτος είχε έρθει κατ’ εντολή των Εφόρων και ο Λύσανδρος
υποχρεώθηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του. Όταν οι Σπαρτιάτες έδειξαν, κατά τη
διάρκεια μιας σύγκρουσης εναντίον των δημοκρατικών, ότι ήταν αποφασισμένοι να
αντιμετωπίσουν την κατάσταση με αυστηρότητα, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις στην
Αθήνα και στον Πειραιά εμφανίστηκαν πρόθυμες για συμφιλίωση.
Αποφασίστηκε να δοθεί γενική αμνηστία (επί του άρχοντος Ευκλείδη, το 403/2
π.Χ.)⸱ σ’ αυτήν δεν περιλήφθηκαν μόνο όσοι είχαν χρηματίσει μέλη στις επιτροπές των
Τριάκοντα και των Δέκα. Τον Σεπτέμβριο του 403 ήρθαν οι δημοκρατικοί από τον
Πειραιά στην πόλη, η Βουλή των 500 ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά της, το
ολιγαρχικό διάλειμμα είχε πια τελειώσει και η Αθήνα ήταν ξανά δημοκρατία. Παρά
ταύτα η πλήρης εξομάλυνση της κατάστασης επιτεύχθηκε μόλις το 401/0 π.Χ., όταν η
Ελευσίνα, που το 403 είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος από τους ριζοσπάστες
ολιγαρχικούς, προσαρτήθηκε εκ νέου στην αττική επικράτεια.
Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §1-17»
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Πώς κρίνετε την πολιτική ενέργεια των Μεγαρέων και των Θηβαίων να
δέχονται Αθηναίους πολιτικούς φυγάδες στις χώρες τους; Σε τι οφείλεται αυτή η
θεαματική μεταστροφή της πολιτικής τους; (πρβλ. Ἑλλ. 2.11.19 «...
μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις ἀλλ’ ἐξαιρεῖν.»).
Η δραστική επιδείνωση της πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα, με τις συλλήψεις, τις
εκτελέσεις και τη γενικότερη τρομοκράτηση των πολιτών, λειτούργησε αφυπνιστικά
για τα ανθρωπιστικά συναισθήματα και ιδεώδη των γειτονικών πόλεων. Η επιλογή,
επομένως, των Μεγαρέων και των Θηβαίων να δέχονται τους διωκόμενους Αθηναίους
και να τους προσφέρουν άσυλο, μπορεί να ιδωθεί ως μια ανθρωπιστική απάντηση στην
σκληρότητα των Τριάκοντα. Παράλληλα, βέβαια, αποτελούσε και μία πολιτική
ενέργεια, εφόσον τους έφερνε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Σπάρτη. Ως προς αυτό
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η απογοήτευση που είχε επικρατήσει στις ελληνικές πόλεις
όταν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πρόσωπο της Σπαρτιατικής «ηγεμονίας».
Μετά την κατάρρευση των Αθηνών οι Έλληνες διαπίστωσαν πολύ γρήγορα ότι η
σπαρτιατική εξουσία δεν ήταν λιγότερο καταπιεστική απ’ όσο η αττική ηγεμονία. Το
σύστημα των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι υποστήριξαν παντού τις ολιγαρχικές
μειονότητες και προσπάθησαν να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους με στρατιωτικές
φρουρές που διοικούνταν από Σπαρτιάτες αρμοστές, όπως ακριβώς έκαναν στην
Αθήνα, έγινε αφορμή να χυθεί άδικα πολύ αίμα. Η αυτονομία, την οποία υποσχόταν η
Σπάρτη και που όλοι προσδοκούσαν μετά την πτώση των Αθηνών, αποδείχτηκε πολύ
σύντομα πως δεν αποτελούσε ποτέ ειλικρινή πρόθεση των Σπαρτιατών.
Έχοντας κατά νου την έκταση της απογοήτευσης που είχε προκαλέσει η ανειλικρίνεια
κι ο αυταρχισμός της Σπάρτης, αντιλαμβανόμαστε πως η μεταστροφή της πολιτικής
αυτών των πόλεων -και ιδίως των Θηβαίων- αποτελούσε απόπειρα αντίδρασης
απέναντι στους μέχρι τότε συμμάχους τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχαν
συμμαχήσει με τη Σπάρτη από την αρχή κιόλας του Πελοποννησιακού Πολέμου, κι οι
Θηβαίοι είχαν επιδείξει μεγάλη σκληρότητα απέναντι στην Αθήνα, προτείνοντας την
ολοκληρωτική της καταστροφή, άλλαξαν πλήρως τη στάση τους όταν η εξουσία
πέρασε στα χέρια της Σπάρτης και συνειδητοποίησαν την απροθυμία της να
εκπληρώσει τις αρχικές της υποσχέσεις.
2. Εκτός από το «πολιτικό άσυλο» που, σύμφωνα με τις παραδόσεις,
προστάτευαν ο Διόνυσος και ο Ηρακλής (η λατρεία τους είχε βαθιές ρίζες στη
Θήβα), ποια είναι η πιο εντυπωσιακή παροχή των Θηβαίων προς τους φυγάδες
Αθηναίους;
Το κύμα φυγής Αθηναίων λόγω της ακραίας βιαιότητας των Τριάκοντα είχε οδηγήσει
τη Σπάρτη στην έκδοση διατάγματος με το οποίο απαιτούσε την επιστροφή αυτών των
«πολιτικών προσφύγων» στην Αθήνα από κάθε πόλη στην οποία είχαν καταφύγει. Ο
φόβος της Σπάρτης ήταν πως θα δημιουργηθούν -όπως και τελικά συνέβη- ένοπλες
ομάδες πολιτικών προσφύγων, οι οποίες θα απειλούσαν το καθεστώς των Τριάκοντα.
Η Θήβα είχε αντιδράσει με άμεσο και σαφή τρόπο στη διαταγή αυτή των Σπαρτιατών,
καλώντας τους πολίτες όλων των βοιωτικών πόλεων να δέχονται τους Αθηναίους που
ζητούσαν τη βοήθειά τους. Προχωρούσε, μάλιστα, πολύ πέρα από την απλή παροχή
πολιτικού ασύλου, εφόσον καλούσε τους πολίτες της να μην παρεμποδίζουν κανέναν
Αθηναίο, αν αυτός προσπαθούσε να μεταφέρει στην Αθήνα, μέσω της Βοιωτίας, όπλα
εναντίον των εκεί τυράννων. Κι ακόμη περισσότερο οι ίδιοι οι Θηβαίοι ήταν εκείνοι που
προσέφεραν όπλα και χρήματα στον Θρασύβουλο και τους άντρες του,
διασφαλίζοντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να προετοιμάσουν το κίνημά τους
διακριτικά και με ασφάλεια, ώστε οι Τριάκοντα να μην καταλάβουν τίποτε μέχρι να
είναι έτοιμος ο Θρασύβουλος να κάνει τις πρώτες του κινήσεις.

3. Πώς κρίνετε τα επιχειρήματα του Κριτία για να εξασφαλίσει την καταδίκη των
κατοίκων της Ελευσίνας;
Ο Κριτίας, επιδιώκοντας να δεσμεύσει τους ολιγαρχικούς πολίτες του καταλόγου των
Τριών Χιλιάδων και να τους καταστήσει συνένοχους στην εγκληματική δράση των
Τριάκοντα, απαιτεί από αυτούς να συναινέσουν στην καταδίκη των κατοίκων της
Ελευσίνας. Το επιχείρημά του φανερώνει ξεκάθαρα τον κυνισμό του και κινείται στο
επίπεδο της αυστηρής λογικής: «εφόσον θα έχετε μερίδιο στις τιμές και τα κέρδη του
καθεστώτος, οφείλετε να έχετε μερίδιο και στους κινδύνους». Όπως με σαφήνεια τους
εξηγεί, η συναίνεσή τους στην καταδικαστική απόφαση θα σημαίνει πως πλέον θα
έχουν όλοι τους «τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους» με τους Τριάκοντα.
Το αίτημα του Κριτία καταγράφεται συνοπτικά και με απρόσμενα ειλικρινή τρόπο,
γεγονός που φανερώνει την αγωνία του σχετικά με την πορεία του καθεστώτος.
Ανησυχεί πως το κίνημα εναντίον των Τριάκοντα ενδέχεται να κλονίσει την
εμπιστοσύνη ακόμη και των ολιγαρχικών υποστηρικτών του, γι’ αυτό και θέλει να
εκβιάσει την αφοσίωσή τους. Έτσι, χωρίς περιττά σοφίσματα, αλλά με ξεκάθαρο τρόπο
τους ζητά ανοιχτά να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Αν θέλουν
να έχουν μερίδιο στα κέρδη κι αν θέλουν να συνεχίσουν να έχουν τον έλεγχο της πόλης,
οφείλουν τώρα να αποδείξουν πως είναι αποφασισμένοι να συνδέσουν τη μοίρα τους
με αυτή των Τριάκοντα. Από τη στιγμή, άλλωστε, που θα συναινούσαν στην καταδίκη
των κατοίκων της Ελευσίνας, θα φοβόντουσαν κι εκείνοι μια πιθανή κατάρρευση του
τυραννικού καθεστώτος, εφόσον θα ήταν πια αντιμέτωποι με παρόμοιες ποινικές
κατηγορίες για τη δράση τους.
4. Ποια ήταν η στάση της «κοινής γνώμης» απέναντι στις καταδικαστικές
αποφάσεις του καθεστώτος; Ποια διαφοροποίηση επήλθε βαθμιαία; Να
προσδιοριστούν οι παράγοντες που συνέβαλαν σ’ αυτή τη διαφοροποίηση.

Η «κοινή γνώμη» στην Αθήνα ακολούθησε βαθμιαία διαφορετική στάση απέναντι στις
καταδικαστικές αποφάσεις του καθεστώτος, καθώς σταδιακά άρχισε να διαφαίνεται η
απουσία λογικής και ανθρωπιάς πίσω από αυτές. Έτσι, το πρώτο διάστημα, όταν η
Βουλή καλούταν να καταδικάσει τους συκοφάντες, οι περισσότεροι δεν αντιδρούσαν
καθόλου, εφόσον θεωρούσαν πως αφενός δεν διατρέχουν κίνδυνο αφού δεν ανήκουν
σ’ αυτή την κατηγορία κι αφετέρου πως ήταν δίκαιο να τιμωρηθούν όσοι υπήρξαν τόσο
ανήθικοί. Στην πορεία όμως, καθώς αυξήθηκαν οι εκτελέσεις πολιτών, χωρίς πλέον να
υπάρχει κάποιο πρόσχημα δίκαιης τιμωρίας, ενισχύθηκε το κλίμα ανησυχίας και
πολλοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αφού αντιλήφθηκαν πως οι Τριάκοντα δεν
κινούνται με κριτήριο το δίκαιο, αλλά την επιθυμία τους για αρπαγή περιουσιών και
εκδίκηση. Στο τέλος, μάλιστα, όταν τέθηκε το θέμα της καταδίκης των κατοίκων της
Ελευσίνας, μόνο εκείνοι οι ολιγαρχικοί που τους απασχολούσε αποκλειστικά το δικό
τους συμφέρον δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από τη συνέχιση του φονικού έργου των
Τριάκοντα.
Η διαφοροποίηση, επομένως, στη στάση της κοινής γνώμης ακολούθησε το σταδιακό
ξεδίπλωμα του αυταρχισμού και της βιαιότητας των Τριάκοντα. Όσο οι πολίτες της
Αθήνας συνειδητοποιούσαν τις αρπακτικές διαθέσεις και την τυφλή βία που
χαρακτήριζε τη δράση των τυράννων, τόσο περισσότερο ενισχυόταν η διάθεσή τους να
αντιδράσουν. Το αποφασιστικό γεγονός, εντούτοις, για την πραγματική εκδήλωση της
αντίθεσης των Αθηναίων στο καθεστώς των Τριάκοντα ήταν το κίνημα του
Θρασύβουλου κι οι επιτυχίες που σημείωσε αυτό. Καθώς, λοιπόν, ο Θρασύβουλος
κατόρθωνε να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα τους Τριάκοντα και τη λακωνική
φρουρά, οι δυνάμεις του ενισχύονταν από Αθηναίους πολίτες που έπαυαν σταδιακά να
φοβούνται κι ένιωθαν πως υπάρχει πλέον η δυνατότητα να ανατρέψουν τους
Τριάκοντα.

5. Η ομιλία του Θρασυβούλου είναι ένας τυπικός ρητορικός λόγος. Να


προσδιορίσετε: α) Τα μέρη από τα οποία αποτελείται, β) τον τρόπο με τον οποίο
προσπαθεί να εγκαρδιώσει τους συναγωνιστές του, γ) τις βασικές αρχές/αξίες
πάνω στις οποίες ο αρχαίος Αθηναίος/Έλληνας στήριζε τη ζωή του.
α) Η ομιλία του Θρασύβουλου αποτελείται από τρία μέρη. Το προοίμιο (Θυμηθείτε,
πολίτες… τους αντικρύζουμε με τα όπλα στα χέρια!), με το οποίο επιδιώκει να
εξασφαλίσει την προσοχή, αλλά και την εύνοια του ακροατηρίου του,
τη διήγηση (Κάποτε μας έπιαναν την ώρα… να ορμάμε καταπάνω τους και να τους
γκρεμίζουμε), στο οποίο καταγράφονται τα γεγονότα εκείνα που έχουν σχέση με το
θέμα, όπως και οι οδηγίες για την τακτική της μάχης που θ’ ακολουθήσεις και
τον επίλογο (Εμπρός λοιπόν… τις προσβολές που μας έκαναν!), στο πλαίσιο του
οποίου ο Θρασύβουλος προτρέπει τους στρατιώτες να αγωνιστούν με θάρρος και
επιχειρεί να τους επηρεάσει σε συναισθηματικό επίπεδο (παθοποιία).
β) Ο Θρασύβουλος στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τους συναγωνιστές του
απευθύνεται τόσο στη λογική, όσο και στο συναίσθημά τους. Ειδικότερα, τους
υπενθυμίζει πως μέρος των αντιπάλων το έχουν ήδη νικήσει σε προηγούμενη
αναμέτρηση, οπότε μπορούν να επιτύχουν εκ νέου το ίδιο. Τους επισημαίνει πως στο
αριστερό μέρος της αντίπαλης παράταξης βρίσκονται οι Τριάκοντα, οι οποίοι εντελώς
αναίτια τους εξόριζαν κι έκαναν προγραφές των οικείων τους. Οι Τριάκοντα που δεν
δίσταζαν να συλλαμβάνουν εντελώς αυθαίρετα πολίτες την ώρα που έτρωγαν,
κοιμόντουσαν ή βρίσκονταν στην Αγορά. Με τις επισημάνσεις αυτές επιδιώκει να τους
επηρεάσει συναισθηματικά και να διεγείρει συναισθήματα οργής, ώστε να ενισχυθεί η
επιθυμία τους για την επερχόμενη αναμέτρηση.
Ο Θρασύβουλος τονίζει, επίσης, το γεγονός πως έχουν εμφανώς με το μέρος τους τούς
θεούς, οι οποίοι όχι απλώς τους οδηγούν σε νίκες παρά το γεγονός ότι είναι λιγότεροι
από τους αντιπάλους τους, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια της καλοκαιρίας
προκαλούν θύελλες για να τους στηρίξουν. Αναφέρεται, επιπροσθέτως, διεξοδικά σε
όλα τα πλεονεκτήματα που θα έχουν στο πλαίσιο αυτής της μάχης χάρη στο γεγονός
ότι βρίσκονται σε υψηλότερη τοποθεσία συγκριτικά με τους αντιπάλους τους. Αυτό θα
αναγκάσει τους άλλους να ανεβαίνουν ανήφορο και να κρύβονται κάτω από τις
ασπίδες τους, ενώ εκείνοι θα τους χτυπούν με άνεση από ψηλά χρησιμοποιώντας
ακόντια, δόρατα και πέτρες.
Πέρα, βέβαια, από την παρουσίαση της πλεονεκτικής τους θέσης, προχωρά και σε μια
δραστική υπενθύμιση, με τη χρήση ασύνδετου σχήματος, όλων εκείνων για χάρη των
οποίων πολεμούν. Ενώ, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην υστεροφημία που θα
αποκτήσουν εκείνοι θα που θα πέσουν νεκροί στο πεδίο της μάχης, αφού κανένα
μνημείο δεν πρόκειται να είναι τόσο λαμπρό, όσο αυτό που θα στηθεί για να τους
τιμήσει.
γ) Οι βασικές αρχές και αξίες στις οποίες ο αρχαίος Αθηναίος, κι ευρύτερα ο αρχαίος
Έλληνας, στήριζε τη ζωή του σχετίζονται κατ’ αρχάς με την ευσέβειά του και τη βαθιά
πίστη του στους θεούς. Είναι με τη δική τους εύνοια που έχει αγαθή τύχη και στήριξη,
όταν το χρειάζεται, κι είναι υπό τη δική τους προστασία που επιχειρεί καθετί στη ζωή
του. Ακολούθως έρχεται η αγάπη για την πατρίδα, χωρίς την οποία ή έξω από την οποία
γνωρίζει πως δεν μπορεί να ζήσει, εφόσον αυτή συνιστά και εμπεριέχει την κοινωνία
της οποίας είναι μέλος. Απολύτως σημαντική είναι, επίσης, η έννοια της ελευθερίας,
καθώς η απουσία της σηματοδοτεί τον μαρασμό όχι μόνο της πατρίδας, αλλά και της
ατομικότητας. Καίριο, φυσικά, ρόλο διαδραματίζει κι η οικογένεια του κάθε πολίτη, η
γυναίκα, τα παιδιά του, όπως και το σπίτι τους.
Σημαντικές, τέλος, είναι κι οι τιμές που μπορεί να αποκομίσει μέσα από την ενάρετη
δράση, τη γενναιότητα και τη συμπαράσταση στους συμπολίτες του. Με
σημαντικότερη από τις τιμές, εκείνη της υστεροφημίας που καταξιώνει με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο την ύπαρξή του και επισφραγίζει τη γενναιότητα και τη
φιλοπατρία του.

Θέματα για συζήτηση


1. Να διερευνήσετε τους λόγους για τους οποίους οι Τριάκοντα απαγόρευαν την
είσοδο στο ἄστυ στους εκτός καταλόγου πολίτες.
Μετά τη θανάτωση του Θηραμένη, οι Τριάκοντα θεώρησαν πως είναι πια ελεύθεροι να
αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Αθήνας και να προβούν, κατά βούληση, σε αρπαγές
περιουσιών, κλιμακώνοντας δραστικά την τρομοκράτηση των πολιτών. Προκειμένου,
λοιπόν, να μην έχουν το φόβο εσωτερικών αντιδράσεων στην πόλη απαγόρευσαν την
είσοδο σε όσους δεν ανήκαν στον κύκλο των υποστηρικτών τους, στον κατάλογο,
δηλαδή, των Τριών Χιλιάδων. Γνώριζαν, άλλωστε, πως από τη στιγμή που θα άρχιζαν
να συλλαμβάνουν όσους διέμεναν έξω από την πόλη, για να οικειοποιηθούν τα
αγροκτήματά τους, θα ενισχύονταν σημαντικά η διάθεση αντίδρασης των κατοίκων
της ευρύτερης περιοχής. Διατηρώντας, επομένως, το κύριο μέρος της Αθήνας, το άστυ,
υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των ολιγαρχικών, πίστευαν πως θα απέτρεπαν την
πιθανότητα δημιουργίας κάποιου κινήματος εναντίον τους.

2. Πώς εξηγείται το γεγονός ότι πολλοί καταδιωκόμενοι, αντίπαλοι του


καθεστώτος, έβρισκαν καταφύγιο στον Πειραιά;
Στην περιοχή του Πειραιά από δεκαετίες είχε διαμορφωθεί παράδοση δημοκρατικής
πλειοψηφίας την οποία συγκροτούσαν τα πληρώματα του στόλου, οι έμποροι, οι
ναυτικοί και οι μέτοικοι. Η επιλογή, άρα, των αντιπάλων του καθεστώτος να
αναζητήσουν καταφύγιο στον Πειραιά ήταν απολύτως λογική, εφόσον οι Τριάκοντα
δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις για να θέσουν και τον Πειραιά υπό τον πλήρη έλεγχό τους.
Ήταν σαφές πως λόγω της εκεί δημοκρατικής πλειοψηφίας, η όποια εξουσία των
Τριάκοντα ήταν επισφαλής και σίγουρα όχι τέτοια, ώστε να είναι σε θέση να
προχωρήσουν σε συλλήψεις, χωρίς να υπάρξει σημαντική αντίδραση από τη μεριά των
κατοίκων της περιοχής.

You might also like