You are on page 1of 90

ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ

Εἰσαγωγὴ-Κριτικὴ ἔκδοση-Μετάφραση-Σημειώσεις

Ἰωάννης Πολέμης

ΑΘΗΝΑ 2017

1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Xειρόγραφο-ἐκδόσεις-συγγραφεῖς τῶν δύο Βίων τοῦ ὁσίου Μελετίου

Οἱ δύο Βίοι τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ Νέου τῆς Μυουπόλεως, γραμμένοι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μεθώνης καὶ τὸν

Θεόδωρο Πρόδρομο, ποὺ ἐπανεκδίδουμε στὴν συνέχεια, παραδίδονται ἀπὸ τὸ χειρόγραφο 390 τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης τῆς

Μόσχας 1. Τὸ χειρόγραφο χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Σήμερα βρίσκεται στὸ Κρατικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο τῆς Μόσχας. Ἡ πρώτη ἔκδοση τῶν δύο Βίων ἔγινε ἀπὸ τὸν μεγάλο Ρῶσο

βυζαντινολόγο V. G. Vasilevskij2, ἐνῶ ἀργότερα τὰ κείμενα ἀνατυπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο

Παπαδόπουλο3. Διορθώσεις στὴν ἔκδοση τοῦ Vasilevskij πρότεινε ὁ Ε. Kurtz4, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀντιβάλει ἐκ

νέου τὸν κώδικα τῆς Μόσχας.

Ὁ Νικόλαος Μεθώνης γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΒ΄ αἰώνα καὶ πέθανε πρὶν τὸ 11665. Ἀναμείχθηκε σὲ σημαντικὲς

θεολογικὲς διαμάχες τῆς ἐποχῆς, ὅπως στὴν ἔριδα σχετικὰ μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τῆς θείας λειτουργίας σὺ εἶ ὁ

προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος τὸ 1156, καθὼς καὶ στὴν συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν νομιμότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Νικολάου

τοῦ Μουζάλωνος στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο. Φαίνεται ὅτι συνδεόταν στενὰ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β΄ τὸν Κομνηνὸ

(1143-1180). Γνωστὰ ἔργα του εἶναι ἡ Ἀνάπτυξις τῆς Θεολογικῆς Στοιχειώσεως Πρόκλου, οἱ Ἔλεγχοι κεφαλαιώδεις κατὰ τῶν

Λατίνων, τρεῖς λόγοι πρὸς τὸν ἐρωτήσαντα εἰ ἔστιν ὅρος ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ ἡ Ἀντίρρησις κατὰ τοῦ Σωτηρίχου

Παντευγένου. Συνομήλικος τοῦ Νικολάου Μεθώνης, ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος εἶναι ἴσως ὁ σημαντικώτερος συγγραφέας τοῦ

ΙΒ΄ αἰώνα. Μαθητὴς ἀρχικὰ τοῦ Στεφάνου Σκυλίτζη, ὁ Πρόδρομος ἀσχολήθηκε, ὅπως φαίνεται, μὲ τὴν διδασκαλία γιὰ

βιοποριστικοὺς λόγους. Μιμούμενος τὰ Αἰθιοπικὰ τοῦ Ἡλιοδώρου συνέθεσε τὸ μυθιστόρημα Τὰ κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα.

Ἐπίσης ἔγραψε κείμενα σατιρικοῦ χαρακτήρα (Κατομυομαχία, Κατὰ φιλοπόρνου γραός, Ἀμαθὴς ἢ παρὰ ἑαυτοῦ γραμματικός,

Σχέδη τοῦ μυός), θεολογικὰ ἔργα, ρητορικὰ κείμενα, ἐκτενῆ ποιήματα ἀφιερωμένα σὲ πρόσωπα καὶ γεγονότα τῆς ἐποχῆς

1 Bλ. τὴν περιγραφὴ τοῦ ἀρχιμανδρίτη Vladimir, Sistematicheskoe opisanie rukopisei Moskovskoi Sinodalnoi

(patriarshei) Biblioteki. Chast pervaja. Rukopisi grecheskija, Moskva 1894, 586-588. Βλ. καὶ Σ. Α. Πασχαλίδη, Ὁ Βίος τῆς

ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ. Διηγήση περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας

Θεοδώρας. Εἰσαγωγὴ-Κριτικὸ κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια, Θεσσαλονίκη 1991, 29.

2 V. G. Vasilevskij, “Nikolaja episkopa Mefonskogo i Feodora Prodroma pisatelei XII stoletija zitija Meletija

Novogo”, Pravoslavnij Palestinskij Sbornik 6.2 [17] (1886), 1-69 (στὴν συνέχεια Vasilevskij).

3 Χ. Α. Παπαδοπούλου, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ μοναχικοῦ βίου ἐν Ἑλλάδι. Β΄. Ὁ ὅσιος Μελέτιος «ὁ

Νέος» (περ. 1035-1105), ἐν Ἀθήναις 1935, 34-91, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἐκτενὴς εἰσαγωγή, ἡ ὁποία

ἐπαναλαμβάνει κατὰ βάση τὰ πορίσματα τῆς ἔκδοσης τοῦ Vasilevskij. Δεύτερη ἔκδοση τῆς πραγματείας τοῦ

ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, χωρὶς τὴν ἔκδοση τῶν δύο Βίων, πραγματοποιήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1949 μετὰ

προσθήκης τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου ἐπιμελείᾳ Π. Σ. Σπηλιοπούλου.

4 Byzantinische Zeitschrift 2 (1893), 312.

5 Α. D. Angelou, Nicholas of Methone, Refutation of Proclus’; Elements of Theology. A Critical Edition with an
Introduction on Nicholas’ Life and Works (Corpus Philosophorum Medii Aevi 1), Athens-Leiden 1984, XXIII.

2
καθὼς καὶ ἄλλα μὲ θρησκευτικὸ περιεχόμενο, ένῶ ἀπὸ τὴν γραφίδα του προέρχονται ἐνδεχομένως τέσσερα ἐκτενῆ ποιήματα

σὲ δημώδη λόγο (Πτωχοπροδρομικά)6.

6 Βασικὴ εἶναι ἡ ἐργασία τοῦ W. Hörandner, Theodoros Prodromos Historische Gedichte, Wien 1974, 21-72.

3
2. Τὸ χρονικὸ πλαίσιο τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Μελετίου

Ὁ πρῶτος ἐκδότης τῶν δύο Βίων τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ Κιθαιρῶνος V. Vasilevskij μελέτησε διεξοδικὰ τὰ

ἱστορικὰ συμφραζόμενα τῶν κειμένων καὶ τὰ συμπεράσματα, στὰ ὁποῖα κατέληξε, δὲν χρήζουν ριζικῆς ἀναθεώρησης. Ὁ ἅγιος

γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας σὲ χρόνο ὁ ὁποῖος δὲν προσδιορίζεται μὲ σαφήνεια. Σύμφωαν μὲ τὴν

μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν (ὄχι δεκαέξι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ρῶσος ἐκδότης,

μεταγράφοντας ἐσφαλμένα τὴν σχετικὴ ἔνδειξη τοῦ χειρογράφου7), ὁ νεαρὸς Μελέτιος ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα καὶ μετέβη

στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μόνασε στὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου8. Ἐκεῖ μετὰ τὴν παρέλευση τριετίας,

ὅπως γράφει ὁ Νικόλαος Μεθώνης, ἐκάρη μοναχός. Σύντομα ὅμως ὁ ὅσιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα. Ὕστερα ἀπὸ

σύντομη παραμονὴ στὴν Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ κατέληξε στὴν Βοιωτία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε σὲ

μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου κοντὰ στὴν Θήβα. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ὅσιος, σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Μεθώνης, μετέβη γιὰ

προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατόπιν δὲν δίστασε νὰ ταξιδέψει στὴν Ρώμη. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος ἀντίθετα μᾶς

πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἅγιος πρῶτα ταξίδεψε στὴν Ρώμη, στὴν συνέχεια ἔφθασε, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, μέχρι τὸ μεγάλο

προσκύνημα τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου στὴν Κομποστέλλα τῆς Ἱσπανίας καὶ κατόπιν πῆγε γιὰ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ

Ρῶσος ἐκδότης λόγω τοῦ μεγαλύτερου ἀριθμοῦ τῶν λεπτομερειῶν καὶ τῶν χρονικῶν ἐνδείξεων ποὺ περιέχονται στὴν

ἀφήγηση τοῦ Προδρόμου θεωρεῖ τὸν τελευταῖο πιὸ ἀξιόπιστο ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μεθώνης, τουλάχιστον στὴν προκειμένη

περίπτωση9, ἂν καὶ τὸ ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιεῖ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα πειστικό. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος μᾶς πληροφορεῖ

ὅτι ὁ ἅγιος παρέμεινε στὸ μονύδριο αὐτὸ γιὰ εἰκοσιοκτὼ συνολικὰ ἔτη. Ὁ Ρῶσος ἐκδότης κλίνει πρὸς τὴν ἄποψη ὅτι ὁ ἀριθμὸς

αὐτὸς ἀναφέρεται στὸ σύνολο τῶν ἐτῶν ποὺ παρέμεινε ὁ ἅγιος στὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὸ

προσκυνηματικὸ ταξίδι του, καὶ ὄχι στὴν περίοδο τῶν ἐτῶν ποὺ διήνυσε ὁ ἅγιος στὸ μονύδριο αὐτὸ πρὶν ξεκινήσει τὴν πορεία

του πρὸς τὴν Ρώμη καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ10. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Vasilevskij, θεωρώντας ὅτι ὁ Μελέτιος γεννήθηκε περὶ

τὸ 1035 καὶ προσθέτοντας τὰ τρία χρόνια τῆς διαμονῆς τοῦ ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη στὸ σύνολο τῶν εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν,

κατὰ τὰ ὁποῖα διέμεινε στὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καταλήγει ὅτι ὁ ἅγιος πρέπει νὰ ἐγκατέλειψε τὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου

Γεωργίου, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν Κιθαιρῶνα περὶ τὸ ἔτος 108211, προσθέτοντας ὅτι τὸ προσκυνηματικὸ ταξίδι ἔλαβε χώρα μέσα

στὴν περίοδο τῶν εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν τῆς παραμονῆς στὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου12. Τὸ μόνο πρόβλημα ποὺ προκύπτει ἀπὸ

τὴν χρονολόγηση τῶν γεγονότων ποὺ προτείνει ὁ Ρῶσος μελετητὴς εἶναι ὅτι ἡ τοποθέτηση τῆς γέννησης τοῦ ἁγίου περὶ τὸ

ἔτος 1035 εἶναι κάπως αὐθαίρετη. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ χρονολόγηση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀπόλυτα

ἀκριβής, δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἐξετάζοντας τὸ ταξίδι τοῦ Μελετίου στὸ πλαίσιο τῶν

7 Vasilevskij, VII.

8 Ἴσως ταυτίζεται, ὅπως ὑπέθεσε ὁ Vasilevskij, VIII, μὲ τὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,

ποὺ ἵδρυσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος, βλ. R. Janin, La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin. I. Le siège de

Constantinople et le patriarchat oecuménique. Tome III. Les églises et les monastères, Paris 1953, 281.

9 Vasilevskij, XIII.

10 Vasilevskij, IX-X.

11 Vasilevskij, X.

12 Vasilevskij, XII.

4
σημαντικῶν ἀνακατατάξεων ποὺ λαμβάνουν χώρα στὴν περιοχὴ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὁ πρῶτος

ἐκδότης τοῦ κειμένου κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἅγιος ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν ἀρχὴ τῆς κυριαρχίας τῶν

Σελτζούκων Τούρκων στὴν περιοχή κατὰ τὴν δεκαετία 1070-108013. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος μάλιστα παρατηρεῖ ὅτι ἡ

ἐπέμβαση τῶν Ἀραβῶν ἐξασφάλισε στὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ταλαιπωρηθεῖ πολὺ ἀπὸ τὴν βαρβαρότητα τῶν ἀλλοπίστων, τὴν

τελικὴ ἐκπλήρωση τῶν στόχων τοῦ ταξιδιοῦ του: ἐκ τῆς καλῆς Ἀραβίας αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τὴν σύμμαχον ἐπιπέμψαντος. Κατὰ τὸν

Vasilevskij πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἀραβικὲς φυλές, οἱ ὁποῖες ἀναγνώριζαν τὴν ἐπικυριαρχία τῶν Φατιμιδῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ

μάχονταν ἐναντίον τῶν Σελτζούκων ποὺ προσπαθοῦσαν τότε νὰ ἑδραιώσουν τὴν κυριαρχία τους στὴν γῆ τοῦ ἀρχαίου

Ἰσραήλ 14. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου ὁ ὅσιος παρέμεινε στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ τρία χρόνια.

Λίγο μετὰ τὸ 1080 ὁ ἅγιος ἐγκαταλείπει τὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ μεταβαίνει στὴν Μυούπολη στὰ

σύνορα Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, στὸ ὄρος τοῦ Κιθαιρῶνος, προκειμένου νὰ διασφαλίσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καλύτερες συνθῆκες

ἀσκητικῆς βιοτῆς. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα ἐγκατάστασης στὸ μονύδριο τοῦ Σωτῆρος, ἀπέκτησε τὴν κυριότητα τῆς

μονῆς τοῦ Συμβούλου, τὴν ὁποία κατέστησε κέντρο τῶν μοναστικῶν ἐγκαταστάσεών του. Γύρω ἀπὸ τὴν μονὴ ἄρχισαν

σύντομα νὰ κτίζονται τὰ λεγόμενα παραλαύρια. Ὁ πατριάρχης Νικόλαος Γ΄ ὁ Γραμματικὸς (1084-1111) τοῦ ἔδωσε τὸ ἀξίωμα

τοῦ πνευματικοῦ, ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνὸς (1081-1118) χορήγησε στὰ μοναχικὰ καθιδρύματα τοῦ ἁγίου τὸ

ποσὸ τῶν τετρακοσίων εἰκοσιδύο νομισμάτων ἐτησίως. Ὁ ἅγιος Μελέτιος μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμά του εἶδε μπροστά τὰ

γεγονότα τῆς μάχης τῆς Ἀγχιάλου (1094)15, στὴν ὁποία συμμετεῖχε προσωπικὰ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος, καὶ χάρη στὴν

προσευχή του ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν Koμάνων εἶχε αἴσια ἔκβαση. Ἐπίσης συμβούλεψε τὸν Ἰωάννη Δούκα, ἀρχηγὸ τοῦ

στόλου ποὺ εἶχε σταλεῖ ἐναντίον τοῦ στασιαστῆ Καρύκη στὴν Κρήτη (1092)16 νὰ ἀποφύγει μία ἄκαιρη καὶ βεβιασμένη

σύγκρουση μὲ τὸν ἀντίπαλό του, μὲ ἀποτέλεσμα λόγω τοῦ θανάτου τοῦ στασιαστῆ, τὸν ὁποῖον προφανῶς προέβλεψε ὁ ὅσιος,

ἡ τάξη στὴν Κρήτη νὰ ἀποκατασταθεῖ χωρὶς καμμία αἱματοχυσία. Στοὺς δύο Βίους τοῦ ἁγίου ἀναφέρονται ἐπίσης πρόσωπα

γνωστὰ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς τῆς περιόδου αὐτῆς, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Χοιροσφάκτης, ὁ Βάρδας Ἱκανᾶτος, ὁ Ἐπιφάνιος

Καματηρός, ὁ Λέων Νικερίτης 17 καὶ ὁ Ἰωάννης Ξηρός 18.

13 Vasilevskij, XV.

14 Vasilevskij, XIII-XIV.

15 Vasilevskij, XXV. Ὁ Ρῶσος ἐρευνητὴς χρονολογεῖ τὴν μάχη τὸ 1095, ὅμως φαίνεται ὅτι τὸ γεγονὸς
συνέβη ἕνα ἔτος νωρίτερα, βλ. σχετικὰ The Cambridge History of the Byzantine Empire c. 500-1492. Edited by J.

Shepard, Cambridge University Press, 2008, 612. Bλ. ἐπίσης τὸ σχετικὸ χωρίο τῆς Ἀλεξιάδος τῆς Ἄννας

Κομνηνῆς 10, 2, 3-7 (Annae Comnenae, Alexias. Recensuerunt D.R. Reinsch et A. Kambylis, Pars prior, Prolegomena

et Textus (Corpus Fontium Historiae Byzantinae XL/1), Berolini et Novi Eboraci 2001, 284-287). Πρβλ. P. Stephenson,

Byzantium’s Balkan Frontier. A Political Study of the Northern Balkans, 900-1204, Cambridge University Press 2000,

103-105.

16 Τὸ γεγονὸς εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ἀπὸ τὴν Ἄννα Κομνηνὴ, Ἀλεξιὰς 9, 2 (Reinsch-Kambylis 261-263). Bλ.

καὶ W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, Stanford, California 1997, 618.

17 Βλ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Editor in Chief A. P. Kazhdan, Oxford 1991, 1479.

18 Vasilevskij, XXXVI-XXXVII.

5
Ὁ Νικόλαος Μεθώνης στὸ τέλος τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ὅσιος ἔζησε περίπου ἑβδομῆντα χρόνια.

Ἡ χρονικὴ αὐτὴ ἔνδειξη μόνον ὡς κατὰ προσέγγιση ὑπολογισμὸς τῆς ἡλικίας τοῦ Μελετίου ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέα θὰ

πρέπει νὰ θεωρηθεῖ, ἐφ’ ὅσον τὰ ἑβδομῆντα ἔτη στὸ Βυζάντιο θεωροῦνται τὸ ἰδεῶδες ὅριο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Πιστεύοντας

ὅτι ὁ ἅγιος γεννήθηκε περὶ τὸ 1035, ὁ Vasilevskij τοποθετεῖ τὴν κοίμησή του περὶ τὸ 1105. Ἐπειδὴ ὁ Νικόλαος Μεθώνης

ἀναφέρει ρητὰ ὅτι ἔχουν παρέλθει ὅταν γράφει τὸν Βίο του τριανταέξι χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου, ὁ Ρῶσος ἐρευνητὴς

θεωρεῖ ὅτι ὁ Νικόλαος συνέγραψε τὸ κείμενό του κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάννη Β΄ Κομνηνοῦ (1118-

1143)19. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Vasilevskij ex silentio γιὰ τὴν χρονολόγηση τοῦ θανάτου τοῦ ὁσίου

εἶναι ἡ ἔναρξη τῶν ἐπιδρομῶν τοῦ Βοημούνδου ἀπὸ τὸν Τάραντα ἐναντίον τῶν βυζαντινῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἑλλάδας τὸ 1107:

ἂν αὐτὸ εἶχε συμβεῖ πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ ὁσίου, θὰ ὑπῆρχε ὁπωσδήποτε, κατὰ τὸν Ρῶσο μελετητή, κάποιος ἀπόηχος στὰ

κείμενα τῶν δύο συγγραφέων, ὅμως αὐτὸ δὲν συμβαίνει, ἄρα ὁ θάνατος τοῦ ἁγίου Μελετίου πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ πρὶν ἀπὸ

τὸ 110720. Ὅπως καὶ νὰ ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ μόνο terminus post quem γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου ποὺ δὲν ἐπιδέχεται

ἀμφισβήτηση εἶναι τὸ ἔτος τῆς μάχης τῆς Ἀγχιάλου, δηλαδή τὸ 1094, ὅταν ὁ ὅσιος βρισκόταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἑπομένως ἡ

γέννησή του μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ μετὰ τὸ ἔτος τοῦ θανάτου τοῦ Βασιλείου Β΄ τοῦ Βουλγαροκτόνου, δηλαδὴ τὸ 1025. Τὸ ἂν

γεννήθηκε περὶ τὸ 1030 ἢ περὶ τὸ 1035, δυστυχῶς δὲν μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ τὸ προσδιορίσουμε, ἑπομένως, καὶ τὰ ἄλλα

γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου μόνο κατὰ προσέγγιση μποροῦν νὰ χρονολογηθοῦν, καὶ σαφῶς ὄχι μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀσφάλεια

ποὺ προτείνει ὁ Vasilevskij.

19 Vasilevskij, XXXIX.

20 Vasilevskij, XXXIX.

6
3. Oἱ δύο Βίοι: δύο διαφορετικὲς προσεγγίσεις τοῦ φαινομένου τῆς ἁγιότητας

Παρ’ ὅλο ποὺ καὶ ὁ Νικόλαος Μεθώνης καὶ ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος ἀφηγοῦνται τὸν βίο τοῦ ἴδιου προσώπου, χωρὶς μάλιστα

νὰ διαφοροποιοῦνται σὲ ριζικὸ βαθμὸ ὡς πρὸς τὶς λεπτομέρειες ποὺ καταγράφουν, δύσκολα θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν

κείμενα γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ποὺ νὰ παρουσιάζουν τόσο ριζικὲς ἀποκλίσεις μεταξύ τους. Ὁ Νικόλαος Μεθώνης ἀκολουθεῖ μία

παραδοσιακὴ γραμμὴ βιογράφησης τοῦ ἁγίου, προσπαθώντας νὰ ἐντάξει τὸ κείμενό του σὲ ἕνα παραδοσιακὸ πλαίσιο, ποὺ εἶχε

σηματοδοτήσει καὶ ἀναδείξει τὸν βίο ἀρκετῶν ἄλλων ἀσκητικῶν μορφῶν τοῦ παρελθόντος. Τὸ πλαίσιο αὐτὸ εἶναι ἡ

διαλεκτικὴ ἀντίθεση μεταξὺ κοσμικῆς ἀφάνειας καὶ θεϊκῆς καταξίωσης, ἡ ἀντίφαση δηλαδὴ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν διαρκῆ

προσπάθεια τοῦ ἁγίου νὰ ἀποκρύπτει τὰ ἐπιτεύγματά του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη μέριμνα τοῦ Θεοῦ νὰ

ἀναδεικνύει τὸν δοῦλο του, δημιουργώντας διαρκῶς νέες εὐκαιρίες προβολῆς τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσωπικότητάς του, οἱ

ὁποῖες συμβαίνουν ἐρήμην τοῦ ἁγίου καὶ συχνὰ παρὰ τὴν ρητὰ ἐκπεφρασμένη θέλησή του. Τὰ σχετικὰ παραδείγματα στὸν

Βίο τοῦ Νικολάου Μεθώνης ἀφθονοῦν. Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ ἀσκητέυει γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα σὲ μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως,

ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψει τὴν βασιλεύουσα, φοβούμενος μήπως δημιουργήσει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι μεγαλύτερος ἀσκητὴς

σὲ σχέση μὲ τοὺς συμμοναστές του: τό τε μὴ μέγας δόξειν τισίν, ἐκ τῆς πρὸς μοναχοπολίτας, ἵν’ οὕτως εἴπω, συγκρίσεως

ὑφορώμενος. Ὅταν τελικὰ καταλήγει στὴν Θήβα, παρ’ ὅλη ποὺ βρίσκεται ἐπικεφαλῆς μιᾶς νεοσύστατης μοναχικῆς

ἀδελφότητας, δὲν παύει νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ταπεινοφροσύνης: ὁ δὲ τοσοῦτον ἀπεῖχε τοῦ μέγας εἶναί τις

οἴεσθαι ἢ καί τινος τῶν ἐλαχίστων δοκούντων ὁπωσοῦν κατεπαίρεσθαι, ὅσον αὐτὸς μᾶλλον ἑαυτὸν πᾶσι παρεῖχεν ἀληθοῦς καὶ

ἀνυποκρίτου ταπεινοφροσύνης ὑπόδειγμα. Φθάνει μάλιστα στὸ σηεμῖο, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ ὅτι νηστεύει σὲ ὑπερβολικὸ

βαθμό, νὰ μὴν διστάζει νὰ τρώει μιὰ μικρὴ ποσότητα ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητὰ ποὺ ὑπῆρχαν στὴν τράπεζα21. Προτιμᾶ μάλιστα νὰ

ἀφιερώνεται σὲ ἰδιαίτερα σκληρὴ ἄσκηση, μόνο στὸν χῶρο τοῦ προσωπικοῦ του κελλιοῦ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε πλέον καμμία

δυνατότητα νὰ γίνει ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα. Ὁ Νικόλαος Μεθώνης περιγράφει αὐτὴν τὴν ίδιαίτερη καὶ

κρυφὴ ἄσκηση τοῦ ἁγίου ὡς μυστικὴν τῆς ἀρετῆς ἐργασίαν. Στὴν οὐσία μὲ τρόπο ἐπιγραμματικὸ ὁ Νικόλαος δηλώνει ἐδῶ τὴν

βασικὴ ἀρχὴ, ἐπὶ τῆ βάσει τῆς ὁποίας ὀργανώνει τὸ κείμενό του. Εὐκολα γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ διαλεκτικὴ ἀντίθεση τῆς

θέλησης τοῦ ἁγίου νὰ ταπεινωθεῖ καὶ τῆς διάθεσης του Θεοῦ νὰ τὸν δοξάζει διαρκῶς στὴν περιγραφὴ τῆς τιμωρίας τοῦ

ἀπειθοῦς ἱερομονάχου Νικοδήμου. Ὅταν ὁ ἅγιος μὲ ὀργὴ τὸν προστάζει νὰ μπεῖ μόνος του μέσα σὲ ἕναν λάκκο ἐνώπιον

ὅλουω τοῦ λαοῦ ποὺ μετέχει στὴν λιτανεία, οἱ περισσότεροι καταδικάζουν τὴν ἀγενῆ συμπεριφορὰ τοῦ Μελετίου, λίγο

ἀργότερα ὅμως, ὅταν ὁ κεραυνὸς σκοτώνει τὸν Νικόδημο, ὁ ἅγιος δικαιώνεται. Ἡ φαινομενικὴ ἀγροικία τοῦ ἁγίου

προβάλλεται καὶ στὴν συνέχεια, ὅταν δύο μοναχοί, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα τὴν ἀμάθεια τοῦ ἁγίου καὶ τὴν ὑποτιθέμενη

ἀνικανότητά του νὰ κυβερνήσει ἕνα μοναστήρι, ἐπιχειροῦν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ἡγουμενεία, συκοφαντώντας τον στὶς

ἀρχές.

Ὁ Νικόλαος Μεθώνης διακρίνει ὁ ἴδιος τὸ κείμενό του σὲ δύο βασικὰ μέρη. Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ κειμένου

ἐπικεντρώνεται στὰ ἆθλα τῆς ὑπομονῆς τοῦ ὁσίου, δηλαδὴ στὴν περίοδο τῶν ἀρχικῶν κόπων του, γιὰ νὰ δημιουργήσει ἐκ τοῦ

μηδενὸς καὶ νὰ θεμελιώσει σὲ στέρεες βάσεις μία μοναστικὴ κοινότητα. Τὸ δεύτερο μέρος χαρκατηρίζεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα

21 Ἴδια ἀγωνία ὑπάρχει καὶ στὸν Βίο τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου ποῦ συνέγραψε ἐπίσης τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα ὁ

Ἰωάννης μητροπολίτης Ρόδου, (βλ. Κυρίλλου ἱεροδιακόνου Βοΐνη, Ἀκολουθία ἱερὰ τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου

πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου, Ἀθήνῃσιν 1884, 119-120), γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ ὡς Μανιχαῖος, δηλαδὴ ὡς
Βογόμιλος, ἄρα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Μελετίου μπορεῖ νὰ ὑποκρύπτεται ἡ ἴδια ἀνησυχία.

7
ὡς τὸ τμῆμα ἐκεῖνο ποὺ περιέχει τὰ χαριέστερα διηγήματα. Πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν καρπῶν ποὺ

ἀπέδωσαν οἱ μόχθοι ποὺ κατέβαλε ὁ ἅγιος στὴν ἀρχικὴ φάση τοῦ βίου του, καὶ ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, οἱ καρποὶ αὐτοὶ

συνίστανται στὰ θαυμαστὰ σημεῖα, ποὺ ἐπιτελοῦνται μὲ πρωτοβουλία ἢ καὶ μεσιτεία τοῦ Μελετίου. Εἶναι πλέον ἡ περίοδος,

κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως ρητὰ μᾶς βεβαιώνει ὁ συγγραφέας, ἡ γὰρ φήμη πανταχόσε, περιεφοίτα, ταχυτέρῳ χρωμένῃ τῷ πτερῷ καὶ

λαμπρᾷ τῇ φωνῇ τὸν ἀσκητήν, τὸν προφήτην, τὸν θαυματουργὸν ἀνεκήρυττε. Οἱ τρεῖς τελευταῖες λέξεις δηλώνουν τὶς ἰδιότητες

τοῦ ἁγίου ποὺ προβάλλονται ἰδιαίτερα στὸ δεύτερο μέγεθος τῆς ἀφήγησης τοῦ Νικολάου Μεθώνης¨τὴν άσκητικὴ βιοτή του,

τὸ προορατικὸ χάρισμά του καὶ τὶς θαυματουργικὲς δυνάμεις του. Ὡστόσο, ὁ ἅγιος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ταπεινὸς Μελέτιος

τοῦ πρώτου μέρους, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ καταβάλει προσπάθειες νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἐκκλίνων τὴν παρ’ ἀνθρώπων δόξαν, ὁ ὅσιος καταφεύγει στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως, ἐγκαταλείποντας τὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου

Γεωργίου, στὸ ὁποῖο εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἀρχικά. Ἀκόμη κι ὅταν προφητεύει, διατύπωνει τὶς προβλέψεις του μὲ δισταγμό,

προκειμένου νὰ μὴν χάσει τὴν οὐσία, παίρνοντας ὡς ἀντάλλαγμα μία ἀπατηλὴ δόξα: καὶ τὸ μετὰ δισταγμοῦ δῆθεν εἰρημένον τῷ

θείῳ πατρί, διὰ πολλὴν ἣν εἶχεν εὐλαβείαν καὶ τὸ φυλάττεσθαι μή ποτε τὸ εἶναι αὐτῷ διὰ τοῦ δοκεῖν ὑπορρεύσειεν. Ἡ

ἀντιδιαστολὴ τοῦ δοκεῖν πρὸς τὸ εἶναι γίνεται ἐμφανέστερη στὴν ἀφήγηση γιὰ τὸν Κωνσταντινουπολίτη μοναχὸ Θεοδόσιο, ὁ

ὁποῖος ἀρχικὰ δὲν μπόρεσε νὰ διακρίνει τὶς ἀσκητικὲς ἀρετὲς τοῦ ὁσίου, κρυμμένες καθὼς ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ ἐπικάλυμμα τῆς

φαινομενικῆς εὐτελείας τοῦ φαινομένου. Μάλιστα στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ ἀφήγηση παίρνει μία ἀναπάντεχη τροπή,

καθὼς ὁ Θεοδόσιος ἀνακαλύπτει τὴν κρυμμένη ἀρετὴ τοῦ Μελετίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του τοῦ ὑποδεικνύει νὰ

ἀναζητήσει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἐπιλέξει ὡς πνευματικὸ καθοδηγητή του τὸν μοναχὸ Παῦλο τῆς Ψυχοσώστιδος,

τὸν εὐτελῆ μὲν ἀνθρώποις φαινόμενον καὶ εὐκαταφρόνητον, τῷ Θεῷ δὲ ἀποδεκτὸν καὶ εὐάρεστον. Μὲ ἐπιδέξιο τρόπο ὁ

Νικόλαος ἐνσωματώνει μέσα στὴν διήγησή του γιὰ τὸν «κρυμμένο» ἅγιο Μελέτιο τὴν ἱστορία τοῦ ἐπίσης ἀσκοῦντος τὴν

κρυπτὴν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς Πάυλου, ἀναδεικνύοντας ἀκόμη περισσότερο τὸ μοτίβο τῆς κρυφῆς ἀρετῆς, τὸ ὁποῖο διατρέχει

τὸ κείμενό του σὲ ὁλόκληρή του τὴν ἔκταση. Παρόμοια προοπτικὴ ἔχει καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Θηβαίου Βατάτζη, ὁ ὁποῖος

περιφρονεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου, γιὰ νὰ καταλήξει νὰ θαυμάσει στὸ τέλος ἀκόμη περισσότερο τὴν σοφία του.

Ἐντελῶς διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὀργανωτικὴ ἀρχὴ τοῦ κειμένου τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου. Ἐδῶ δὲν προβάλλεται ἡ

κρυπτὴ ἐργασία τοῦ ἁγίου, ἀντιθέτως ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἀφήγηση τοῦ Προδρόμου εἶναι ἡ σταδιακὴ κατάκτηση τῆς

δόξας ἐκ μέρους τοῦ Μελετίου, ἡ ὁποία περιγράφεται ὡς μία ἀδιάκοπη πορεία θριάμβου. Ὅπως δηλώνει ὁ συγγραφέας ἤδη

στὴν ἀρχὴ σκοπὸς του εἶναι νὰ ἐξηγήσει πῶς ὁ ὅσιος ἐξ ἀσήμου καὶ ἀνωνύμου περίσημος διὰ τοῦτο καὶ περιώνυμος

κεχρημάτικε. Εἰκόνες καὶ μεταφορὲς οἰκεῖες ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια, ὅπως αὐτὴ τῆς παραβολῆς τοῦ σινάπεως, τῆς πόλεως ἐπάνω

ὄρους κειμένης ἢ τοῦ λύχνου ποὺ τίθεται ἐπὶ τὴν λυχνίαν χρησιμοποιοῦνται, προκειμένου νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ δόξα τοῦ ἁγίου

ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Τὸ μοτίβο τῆς ταπεινώσεως τοῦ ἁγίου δὲν ὑπάρχει καθόλου στὸν κείμενο τοῦ Προδρόμου. Ὁ

συγγραφέας περιγράφει μάλιστα τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου μὲ τρόπο κλιμακωτό, ἀναδεικνύοντας ἔτσι περισσότερο τὴν δόξα του.

Ἀφηγεῖται πρῶτα τὰ θαύματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν κατατιθάσευση τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, στὴν συνέχεια μεταβαίνει

στὰ θαύματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν κατατρόπωση τῶν δαιμόνων, γιὰ νὰ περάσει κατόπιν στὰ θαύματα προοράσεως, τὰ

ὁποῖα, καθὼς τοποθετοῦνται τελευταῖα στὴν σειρά, θεωροῦνται καὶ περισσότερο σημαντικά. Καὶ στὸν Θεόδωρο Πρόδρομο

ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τῆς φήμης, ἡ ὁποία μὲ τὰ φτερὰ της κινεῖται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ καθιστᾶ γνωστὸ τὸν ἅγιο: οὐ μὴν

οὐδ’ ἡ φήμη τῶν ἑαυτῆς πτερύγων ἐφείδετο, ἀλλὰ ταχὺ τὴν περιοικίδα τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἐφιπταμένη, γνώριμον ἐν ἀκαρεῖ τοῖς

πᾶσι καθίστη τὸν ἄνδρα. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ἴδια περίπου φράση χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μεθώνης (ἡ γὰρ φήμη

πανταχόσε περιεφοίτα, ταχυτέρῳ χρωμένη τῷ πτερῷ καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ), σπεύδει ὅμως ἀμέσως νὰ τονίσει ὅτι ὁ ἅγιος

8
θεωροῦσε τὸ γεγονὸς αὐτὸ φορτικόν. Ὁ κοσμικὸς Θεόδωρος Πρόδρομος εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν ἀπευθύνεται σὲ μοναστικὸ

ἀκροατήριο, ὅπως ὁ Νικόλαος Μεθώνης, ὁ ὁποῖος συνδεόταν προφανῶς στενᾶ μὲ τὴν μονὴ τῆς Μυουπόλεως, ἀλλὰ λαμβάνει

ὑπ’ ὄψιν τὶς εὐαισθησίες καὶ τὶς προσδοκίες ἑνὸς διαφορετικοῦ κοινοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε συνηθίσει νὰ θαυμάζει τοὺς δοξασμένους

ἥρωες, αὐτοκράτορες ἢ ἄλλους, τῆς Κομνήνειας περιόδου.

9
4. Στοιχεῖα προφορικότητας στὰ δύο κείμενα;

Ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημάνει ὁ Vasilevskij, οἱ δύο Βίοι του ὁσίου Μελετίου, παρὰ τὶς ἀναπόφευκτες ἐπιμέρους ὁμοιότητές

τους, δὲν δείχνουν νὰ ἐξαρτῶνται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἂν καὶ κατὰ ἕνα μέρος τὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου ποὺ

ἀφηγοῦνται οἱ δύο συγγραφεῖς, εἶναι τὰ ἴδια, δὲν ὑπάρχουν σχεδὸν καθόλου λεκτικὲς ὁμοιότητες μεταξὺ τῶν δύο κειμένων,

τέτοιες ποὺ θὰ ἐπέτρεπαν νὰ μιλήσουμε γιὰ ἐξάρτηση τοῦ ἑνὸς συγγραφέα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἄλλωστε, ὅπως εἴδαμε

προηγουμένως, ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος ἐντάσσει τὰ περιστατικὰ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Μελετίου σὲ ἕνα χρονικὸ πλαίσιο ποὺ

διαφέρει ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὸ χρονικὸ πλαίσιο τοῦ βίου ποὺ ἐπιλέγει ὁ Νικόλαος Μεθώνης, μάλιστα ὁ πρῶτος παρέχει

χρονολογικὲς λεπτομέρειες γιὰ ὁρισμένα γεγονότα ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ δευτέρου. Εὔλογα ἑπομένως

ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα ἐὰν οἱ δύο συγγραφεῖς εἶχαν πρόσβαση στὴν ζῶσα καὶ προφορικῶς διαδιδόμενη παράδοση γιὰ τὸν βίο

τοῦ ἁγίου, ἡ ὁποία διατηροῦνταν ἀνάμεσα στοὺς μοναχοὺς τῶν μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὸν Μελέτιο καὶ κατὰ πόσο ἡ

παράδοση αὐτὴ ἔχει ἀφήσει ἴχνη στὸν γραπτὸ λόγο τόσο τοῦ Νικολάου Μεθώνης, ὅσο καὶ τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου.

Στὸν πρόλογο τοῦ Βίου τοῦ Νικολάου Μεθώνης ὑπάρχει σαφὴς ἀναφορὰ στὴν προφορικὴ παράδοση γιὰ τὸν ὅσιο

Μελέτιο: ὁ Νικόλαος εὐχαριστεῖ κάποιον μὴ κατονομαζόμενο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος φρόντισε νὰ περισυλλέξει διάφορες ἱστορίες

σχετικὲς μὲ τὸν ἅγιο καὶ κατόπιν ἀνέθεσε στὸν ἴδιο νὰ τὶς καταγράψει (Μελετίου βίον τοῦ μακαρίου αὐτός τε φιλοπόνως

ἐξιχνίασας καὶ πᾶσι φιλανθρώπως φανερῶσαι ἐσπούδασας, ἡμῖν ἐπιτρέψας ἀνάγραπτον θέσθαι τὴν τῶν κατ’ αὐτὸν ἐξητασμένων

τε καὶ ἠκριβωμένων καὶ πολλαχόθεν πεπληροφορημένων διήγησιν). Στὸ χωρίο αὐτὸ διακρίνονται τρία στάδια τῆς παράδοσης

σχετικὰ μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου: α. ἡ ὕπαρξη σκόρπιων προφορικῶν ἀφηγήσεων β. ἡ περισσλλογὴ καὶ (ἴσως) ἡ πρόχειρη

καταγραφή τους ἀπὸ τὸν μὴ κατονομαζόμενο ἄνδρα καὶ γ. ἡ καταγραφή του σὲ ἑναιῖο γραπτὸ κείμενο ἀπὸ τὸν Νικόλαο.

Ὑπάρχει στὸ κείμενο τοῦ Νικολάου Μεθώνης καὶ μία ἀκόμη ρητὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη προφορικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὴν

ὁποία προφανῶς ὁ Νικόλαος, εἴτε ἄμεσα, εἴτε μέσω τοῦ μὴ κατονομαζόμενου ἄνδρα τοῦ προλόγου, ἄντλησε χρήσιμες

πληροφορίες γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Μελετίου. Ἀφηγούμενος τὸ θαῦμα τῆς πρόβλεψης ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου τῶν

γεγονότων τῆς μάχης τῆς Ἀγχιάλου, ὁ Νικόλαος ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Ἱλαρίωνος, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ

ὁσίου Μελετίου, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ: τῶν εὐλαβεστέρων μοναχῶν καὶ συνήθων, Ἱλαρίων οὗτος ἡ ζῶσα μέχρι καὶ νῦν τῶν

θαυμασίων τούτων διήγησις. Ὁ Ἱλαρίων ἦταν ἐνδεχομένως ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου

Μελετίου.

Ἔχουν μείνει ἄραγε ἀπὸ τὴν προφορικὴ αὐτὴ παράδοση ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπεξεργασία ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς δύο

συγγραφεῖς; Μία τουλάχιστον περίπτωση διατήρησης ἰχνῶν τῆς προφορικῆς παράδοσης μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθεῖ στὴν περίπτωση

τῆς περιγραφῆς τῆς ἀσθένειας τῶν ποδιῶν τοῦ ὁσίου. Ὁ Νικόλαος Μεθώνης γράφει ὅτι ὁ ἅγιος θεωροῦσε τὰ σκουλήκια ποὺ

τοῦ ἔτρωγαν τὰ πόδια πολύτιμους λίθους: καὶ ὡς λίθους τιμίους ἢ μαργαρίτας περιεῖπε τοὺς σκώληκας. Ἴδια ἀκριβῶς

παρομοίωση ὑπάρχει καὶ στὸν Βίο τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου: καὶ τοὺς ἐκεῖθεν, ὦ γίγαν ἐν ἄστρασιν ἥλιε, τιμίους ἐκπίπτοντας

σκώληκας, οἷς πολὺ πλέον ἐκεῖνος ἐκαλλωπίζετο, ἢ τοῖς περιάπτοις μαργάροις οἱ αὐτοκράτορες. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἄμεση

ἐξάρτηση τοῦ ἑνὸς συγγραφέα ἀπὸ τὸν ἄλλον, τότε πρέπει ἴσως νὰ ὑποθέσουμε ὅτι καὶ οἱ δύο συγγραφεῖς καταγράφουν

ἀνεξάρτητα ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον μία ἱστορία ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση, στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ συγκεκριμένη λεπτομέρεια,

αὐτὴ τῆς σύγκρισης τῶν σκουληκιῶν μὲ πολύτιμους λίθους. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις διατήρησης ἰχνῶν

τῆς προφορικῆς παράδοσης σὲ γραπτὰ λόγια κείμενα τοῦ Βυζαντίου. Ὁπωσδήποτε στὶς ἱστορίες γιὰ τὸν ἅγιον Μελέτιο ποὺ

10
καταγράφουν οἱ δύο συγγραφεῖς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπόκεινται καὶ ἄλλα στοιχεῖα τῆς προφορικῆς παράδοσης, τὰ ὁποῖα ὅμως

εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀνιχνευθοῦν.

11
ΚΕΙΜΕΝΑ

1.

Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μελετίου τοῦ ἐν τῷ ὄρει τῆς Μυουπόλεως ἀσκήσαντος, συγγραφεὶς παρὰ Νικολάου

ἐπισκόπου Μεθώνης.

1. Καὶ τοῦτον σόν, ὦ θεῖε ἄνθρωπε, καὶ τῆς σῆς μεγαλοφυΐας τὸ πλεονέκτημα τὸ τοὺς βίους τῶν ἐναρέτων φυλοκρινεῖν22

καὶ τοὺς μάλιστα διαλάμποντας πᾶσιν σπεύδειν διαδήλους ποιεῖν εἰς κοινὸν ὄφελος, καὶ μηδὲ χρόνῳ παραχωρεῖν, τῷ τῆς

λήθης πατρί, κρύπτειν τῇ παλαιώσει τὰ κάλλιστα καὶ μνήμης ὡς εἰπεῖν καὶ ἀναδείξεως ἄξιας. Ὅθεν καὶ τὸν ἄρτι τὴν καθ’ ἡμᾶς

περιαστράψαντα γενεὰν καὶ πολλὰ τοῖς τὴν ἀσκητικὴν ἐπανῃρημένοις διαγωγὴν καταλιπόντα τῆς ἀρετῆς ἐμπυρεύματα

Μελετίου βίον τοῦ μακαρίου αὐτός τε φιλοπόνως, ὡς ἐνῆν, ἐξιχνίασας, καὶ πᾶσι φιλανθρώπως φανερῶσαι ἐσπούδασας, ἡμῖν

ἐπιτρέψας ἀνάγραπτον θέσθαι τὴν τῶν κατ’ αὐτὸν ἐξητασμένων τε καὶ ἠκριβωμένων καὶ πολλαχόθεν πεπληροφορημένων

διήγησιν, ἵνα καὶ ταῖς ἔπειτα γενεαῖς γνωστά τε καὶ ζηλωτὰ διασώζηται. Ἐγὼ τοίνυν κἀν τούτῳ σοι τηρῶν τὸ εὐήκοον καὶ ἅμα

ὡς θεῖόν τι καὶ θεάρεστον δεξάμενος τὸ ἐπίταγμα, ἕτοιμος ἥκω τοῦτο πληρώσων, τῇ σῇ μᾶλλον πίστει θαρρήσας καὶ ταῖς τοῦ

ἁγίου εὐχαῖς, καὶ οὕτω τὸν τοῖς ἁγίοις ἐνδοξαζόμενον Θεὸν ἐπικαλεσάμενος, τοῦ εὐοδῶσαί μοι τὸν λόγον καὶ περατῶσαι τὴν

πρόθεσιν.

2. Ὁ θεῖος οὗτος Μελέτιος ἔφυ μὲν ἐκ γῆς Καππαδόκων, κώμης Μουταλάσκης, ἣ καὶ τὸν μέγαν Σάβαν ἐβλάστησεν,

Σάβαν ἐκεῖνον, ὃς ἐν ἀσκητικοῖς ἀγῶσι καὶ βίου λαμπρότητι πολλοῖς τοῖς κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ διαλάμψασι, καθάπερ ἥλιος

ἄστροις, ἐπιφανείς, πάντας σχεδὸν ἐναπέκρυψε. Γένος δὲ τὸ αὐτὸ τῷ μεγάλῳ καὶ οὗτος ἕλκων, μόνος ἐκ πάντων, οὓς ὁ μεταξὺ

χρόνος ἤνεγκε, τῆς ἐκείνου κατὰ ψυχὴν εὐγενείας ἐν ἑαυτῷ τοὺς χαρακτῆρας ἀπηκριβώσατο, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος ἐν τοῖς καθ’

ἡμᾶς ἀνεφάνη χρόνοις, τὴν ἀσκητικὴν ἀρετὴν ἀπαράμιλλος. Δηλώσει δὲ προϊὼν ὁ λόγος. Γεννήτορες δὲ τοῦ μακαρίου

Ἰωάννης ἤστην καὶ Σοφία, ἐκ τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς τῶν θείων ἐντολῶν ἐργασίας πολὺ τὸ ἐπίσημον ἔχοντες, τοσοῦτον εἰς

ἀρετὴν τῶν ἄλλων πλέον ἀποφερόμενοι, ὅσον ὕστερον ἀπολειφθῆναι τοῦ παιδὸς ἔμελλον. Τάχα δὲ οὐδ’ ἐκ ταὐτομάτου
τούτοις συνήνεκτο τὰ ὀνόματα, ἀλλ’ ὡς ἂν ὁ πάντων ἐν ἑαυτῷ τὴν γνῶσιν προειληφὼς πρὶν γενέσεως αὐτῶν, καὶ τῇ θεοπρεπεῖ

προγνώσει τὴν ἔκβασιν ἀκόλουθον προορίζων καὶ τοῖς συνορᾶν τὰ τοσαῦτα δυναμένοις προδεικνύων Θεός, δείξῃ κἀνταῦθα

διὰ τῶν ὀνομάτων τὸν σαρκικῶς ἐξ Ἰωάννου καὶ Σοφίας γεννώμενον καὶ πνευματικῶς τὸν αὐτὸν 23 τῆς ἑαυτοῦ θείας χάριτος
ὁμοῦ καὶ σοφίας φερωνύμως ἐσόμενον γέννημα· ὃ δὴ καλῶς ποιοῦν 24 καὶ συνέβαινε. Καὶ τοιαύτην λαχὼν ὁ παῖς τὴν γέννησιν

ἑκατέραν, ἀκόλουθον ἔσχε πρὸς ἄμφω καὶ τὴν ἀναγωγήν, καὶ θρέμμα σοφίας ἐκ πρώτης εὐθὺς ἡλικίας, οὐ μᾶλλον τῆς

αἰσθητῆς μητρός, ἢ τῆς νοητῆς ἐκτετέλεστο, τοῦ γάλακτος ἑκατέρας σπάσας κατὰ καιρόν. Φύσεως μὲν γὰρ οὐ πάνυ τετύχηκε

δεξιᾶς πρὸς ῥᾳδίαν τῶν στοιχειωδεστέρων τῆς καθ’ ἡμᾶς σοφίας μαθημάτων ἀνάληψιν, ἀνεπλήρου δὲ τὸ τῆς σπουδῆς

ὑπερβάλλον τῆς φύσεως τὸ ὑστέρημα. Πλὴν ἀλλὰ καὶ μηχανὴν ἐξεῦρε πάνυ σοφὴν καὶ ἀξίαν ὄντως τῆς ὕστερον δοθησομένης

αὐτῷ θείας χάριτος, δι’ ἧς καὶ τὸ ὑποκλάζον τῆς φύσεως τὸ ὑστέρημα ἀνωρθώσατο. Τὴν γὰρ τῆς αἱμόρρου πίστιν ζηλώσας καὶ

πιστεύσας ἀδιακρίτως, ὡς, ἐὰν μόνον ἅψηται καὶ αὐτὸς τοῦ κρασπέδου τῶν ἱματίων τοῦ Ἰησοῦ, εὐθὺς τὴν τῆς φύσεως

ἀσθένειαν, ὡς ἐκείνη τὴν νόσον, ἀποσκευάσεται, πρόσεισι λάθρᾳ τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ τὴν ἱερὰν ὑπεισδύνας τράπεζαν ἐν τῷ

μέλλειν τὸν ἱερέα τὴν θείαν ἐκτελέσαι μυσταγωγίαν, κἀκεῖσε προσμείνας μέχρι καὶ τοῦ συμπληρωθῆναι τὴν τελετήν, καὶ τῇ

κεφαλῇ θιγὼν τοῦ θείου πέπλου ὅπερ ἐνδυτὴν ὀνομάζομεν, οὕτω λαθὼν πάλιν ἐκεῖθεν ἔξεισι, τὴν χάριν εἰληφὼς ὡς

22 correxi: φιλοκρινεῖν cod. ed.

23 tacite corr. ed.: ἐαυτὸν cod.

24 ποι οὖν ed.

12
ἐπίστευσεν, ὡς αὐτίκα καὶ τὴν τοῦ Μωσέως 25 δευτέραν ᾠδὴν διὰ μιᾶς ἀποστοματίσαι μελέτης. Οὕτω δὲ ἀπογαλακτιζόμενος

παιδιοπρεπῶς τε καὶ ἁγιοπρεπῶς, καὶ υἱὸς ὑπήκοος πατρὶ μέχρι μέν τινος καὶ τῷ κατὰ φύσιν, ἐπεὶ μηδὲ τοῦτο τῶν ἡμετέρων

νομίμων ἀλλότριον, εἰς ἅπαν δὲ τῷ κατὰ χάριν ἐγνώριστο, παρ’ οὗ καὶ πλείονος ἀπολαύων 26 ᾔδει προνοίας, καὶ εἰδώς, οὐκ

ἄρτῳ μόνον τῷ γῆθεν χορηγουμένῳ, ἀλλὰ πολλῷ πλέον τῷ ἄνωθεν καταβαίνοντι καὶ ἀγγέλους τρέφοντι θείῳ ῥήματι 27 τὴν

οἰκείαν ζωὴν ἐπέτρεπε, καὶ ἤδη Μελέτιος ὄντως ἦν, ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου διὰ πάσης ἡμέρας καὶ νυκτὸς μελετῶν καὶ τὰ θεῖα

μαρτύρια διηνεκῆ μελέτην ποιεῖσθαι φιλοτιμούμενος. Τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις παισὶν πᾶσαν ἀπέρριψε παιδιάν, αὐτὸς δέ, καίπερ

ἔτι παῖς ὢν κομιδῆ, πρεσβυτικῆς ἀντεποιεῖτο συνέσεως, καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ θαμὰ προσφοιτῶν, ἡδέως τῶν θείων λογίων

κατηκροᾶτο, καὶ ταύτης εἰς κόρον ἀπήλαυε τῆς τροφῆς, δι’ ἧς καὶ προκόπτειν κατὰ Θεὸν ἔμελλε καὶ συναύξουσαν ἄγειν28 τὴν

ἡλικίαν, σοφίᾳ καὶ χάριτι καὶ εἰς δύναμιν ἐκ δυνάμεως καὶ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν προβαίνειν 29, ἕως εἰς ἄνδρα τέλειον φθάσειεν,

εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτίκα γοῦν ἐπεὶ30 παρήμειβε τὸ μειράκιον καὶ τὸν τοῦ πεντεκαιδεκάτου

δρόμον ἤνυεν ἔτους, οἱ μὲν γονεῖς αὐτῷ κατ’ ἄνθρωπον 31 τῷ φρονήματι χρώμενοι, τὰς πρὸς γάμον ηὐτρέπιζον, καί που καὶ

νύμφην ἐξεῦρον, δι’ ἧς ᾤοντο μᾶλλον χαριεῖσθαι τῷ νέῳ, καὶ παστάδος ἐμέμνηντο καὶ τὸν ἐπιθαλάμιον ὑμέναιον

ἀνεκρούοντο. Ὁ δὲ μέχρι τότε τὴν πρὸς τοὺς τεκόντας τηρήσας στοργήν τε καὶ ὑποταγὴν ἀκεραίαν, τότε πρῶτον ἔγνω τοὺς

μὲν τέλεον παραιτήσασθαι, ὅλον δὲ τὸν πόθον καὶ ἑαυτὸν ὅλον πρὸς Χριστὸν μεταθεῖναι μόνον. Οὗ καὶ ἀκούσας ἐν

εὐαγγελίοις εἰρηκότος ἐμέμνητο «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», καὶ πάλιν,

«εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ γυναῖκα καὶ τέκνα καὶ ἀδελφούς, ἔτι δὲ καὶ τὴν

ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸ σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου

ἄξιος».

3. Τούτοις ἀσύμβατον εὑρίσκων τό γε εἰς αὐτὸν ἧκον τῶν γεννητόρων σκοπόν, σώφρονί τε χρησάμενος λογισμῷ, καὶ

πειθαρχεῖν Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις προκρίνας, ἀφίησι μὲν γονεῖς, φεύγει δὲ γάμον καὶ τὰ τοῦ γάμου τερπνά, ὡς οὔτε

ἀσφαλὲς οὐδέν, οὐδὲ μόνιμον χρηστὸν ἔχοντα, καὶ τοὺς αἱρουμένους τὸ μέγιστον πάντων ἀγαθῶν ζημιοῦντα, Χριστόν,

ἀπολείπει δὲ πάντα, συγγενεῖς, φίλους, οἰκείους, κτήματα, χρήματα, βοσκήματα πάντα, αὐτὸ τὸ φίλον ἔδαφος, τὴν πατρίδα, τὸ

μόνον δὲ τῆς σωτηρίας ἐφόδιον τὸν σταυρὸν αἴρει, καὶ ἀκολουθεῖ 32 τῷ καλοῦντι καὶ ὁδηγοῦντι Χριστῷ, καὶ τῆς ἑῴας ἀπάρας,

τῇ Κωνσταντινουπόλει 33 ἐπιφοιτᾷ. Ἔνθα τὸ μᾶλλον τῶν ἄλλων πρὸς ἡσυχίας ἀπόλαυσιν εὔθετον καταλαβὼν μοναστήριον, ὃ
τοῦ θείου μὲν Χρυσοστόμου πάλαι ποτὲ γέγονεν οἰκητήριον, ὅτε δηλαδὴ τὸν πατριαρχικὸν ἐκεῖνος θρόνον ἐκόσμει, τούτου δὲ

καὶ εἰς δεῦρο τὴν κλῆσιν πλουτεῖ, αὐτοῦ δὴ καὶ αὐτὸς φέρων ἑαυτόν, τῷ Θεῷ καὶ τῷ προεστῶτι 34 τῆς μονῆς ἀποδίδωσιν. Ἄρτι

25 Μωυσέως ed.

26 ἀπολαύειν ed.

27 fortasse lacuna statuenda

28 correxi: ἄγει cod. ed.

29 προβαίνων ed.

30 καὶ post ἐπεὶ erasum in cod.

31 καὶ ἀνθρώπων ed.

32 ἀκολουθεῖν cod.

33 Κωνσταντίνου πόλει ed.

34 supra lineam altera manu cod. Kurtz: παρεστῶτι cod. ed.

13
δὲ ἱκανῶς τοῖς προτελείοις ἀγῶσι τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἐγγυμνασάμενος, ἔτος ἤδη τρίτον ἀνύων, τὴν τῶν μοναχῶν ἱερὰν

στολὴν ἀμφιέννυται, καὶ πρὸς τελεωτέρους τοὺς ἀγῶνας λοιπὸν ἀποδύεται.

4. Βραχὺ τὸ ἐν μέσῳ, καὶ τῷ τῆς σπουδῆς συντόνῳ καὶ τῷ τάχει τῆς ἐπιδόσεως τοὺς χρόνῳ μακρῷ προειληφότας

συμμοναστὰς ὀπίσω35 πάντας ἑαυτοῦ τίθεται. Ἀπλήστως δὲ τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω προβάσεως ὀρεγόμενος, καὶ τῷ καλῷ ἔρωτι τῆς

ἐπὶ τὰ κρείττω προκοπῆς ἀεὶ διαθερμαινόμενος, ταύτης μὲν τῆς μονῆς, ἅμα δὲ καὶ τῆς πόλεως ἀπανίσταται, τό τε μὴ μέγας

δόξειν36 τισίν, ἐκ τῆς πρὸς μοναχοπολίτας, ἵν’ οὕτως εἴπω, συγκρίσεως ὑφορώμενος καὶ τοὺς πολιτικοὺς θορύβους ἐκκλίνων

καὶ μακρύνων τὴν ἐκ τῆς κοσμικῆς συγχύσεως φυγαδείαν καὶ τῇ ἐρήμῳ μετὰ Ἠλίου καὶ Ἰωάννου ζητῶν ἐναυλίζεσθαι, κἀκεῖ

προσδέχεσθαι τὸν Θεόν, καθά φησιν ὁ θεῖος Δαυίδ, τὸν ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ καταιγίδος τοὺς οἰκείους θεράποντας σώζοντα,

καὶ κατὰ μόνας ἐπ’ ἐλπίδι τῇ εἰς αὐτὸν κατοικίζοντα, ἤδη δὲ λοιπὸν τὴν πρὸς ζήτησιν τοῦ προκειμένου σκοποῦ πορείαν

στελλόμενος, εὐχῆς ἄξιον κρίνει τὸ πρᾶγμα καὶ τῆς εὐχῆς παραλαμβάνει συλλήπτορα, τέως μὲν τὸν ἐν μάρτυσι περίδοξον καὶ

μέγαν πολιοῦχον Θεσσαλονίκης Δημήτριον, τὴν πόλιν καταλαβὼν καὶ τὴν ἁγιοφόρον προσκυνήσας σορὸν καὶ τῆς ἐκεῖθεν

βρυούσης τοῦ μύρου χάριτος ἀρρυσάμενος 37, μέλλοντι δὲ αὐτῷ καὶ πρὸς τὴν παλαιὰν μεταβαίνειν Ῥώμην, ἐφ’ ᾧ καὶ τῷ

κορυφαίῳ τῶν ἀποστόλων τὸν αὐτὸν τρόπον ἀναθεῖναι τὰ τῆς εὐχῆς, κἀκεῖθεν ἀποπλεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα, ἵνα καὶ τοῖς ἐκεῖ

θείοις τόποις ἀφοσιώσηται τὴν προσκύνησιν, νεανίας τις εὐνούχῳ προσεοικώς, τὴν ὅρασιν εὐπρεπής, τὴν ἔντευξιν εὐμενής, τὸ

ἦθος κόσμιος καὶ ἐπίχαρις, αὐτίκα τὴν Θεσσαλονίκην ἐξιόντι ὀπτάνεται, καὶ τὸν εἰκότα προσειπὼν ἀσπασμὸν καὶ προσμίξας,

ὡς τὴν αὐτὴν μέλλων ἀνύειν ὁδόν, εἶτα καὶ «μέχρι τίνος τὴν ὁδοιπορίαν, ὦ οὗτος, στέλλῃ;» διαπυνθάνεται. Καὶ ὡς μέχρι

Ῥώμης παρὰ τοῦ ὁσίου ἀκούσειεν, «ἀλλ’ ἡ μὲν πρὸς Ῥώμην», φησί, «διάβασις ἐσαῦθις ἀναβεβλήσθω (καιρὸς γὰρ ἄλλος σοι

τῆς ἐκεῖσε ἀφίξεως ὥρισται), τηνικαῦτα δὲ καὶ πρὸς Ἱερουσαλὴμ ἀναβήσῃ, τὸ δὲ νῦν, πρὸς ἄλλον σε δεῖ μεταβῆναι μάρτυρα.

Γεώργιος οὗτος ὁ περιώνυμος, ὃς περί που τὰ Θηβαϊκὰ τῆς Ἑλλάδος ὅρια ἐν τῷ πρὸς νότον μέρει τῆς πόλεως ηὐτρέπισέ σοι τὸ

καταγώγιον». Ταῦτ’ εἶπεν ὁ φανεὶς καὶ ἱκανόν τι συνοδεύσας διάστημα, τοῦ λοιποῦ ἀόρατος ἦν. Ὁ δὲ συμβαλών, ὥσπερ ἄρα

καὶ ἦν, θείαν εἶναι προμήθειαν, καὶ μηδὲν ἄλλο τὴν ὀπτασίαν, πείθεταί τε τοῖς ῥήμασι τοῦ φανέντος, καὶ ὥσπερ ὁδηγῷ38

ἐφεπόμενος, τὸν ὁρισθέντα τόπον καταλαμβάνει, ἐν ᾧ τοῦ μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εὑρὼν εὐκτήριον, ἀπέχον τῆς Θηβῶν

πόλεως ὡσεὶ σταδίους εἴκοσιν, ἐχόμενα τούτου κατασκηνοῖ.

5. Ἔνθα καὶ χρόνον διατρίψας συχνὸν καὶ πολλοῖς ἐνιδρώσας ἀσκητικοῖς ἀγωνίσμασιν, ἐπεὶ μὴ λανθάνειν τὸ παράπαν

οἷός τε ἦν, εἰ καὶ σφόδρα τοῦτο ἐσπούδαζεν, ὅτι μηδὲ πόλις, κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον, ὄρους ἐπάνω κειμένη κρυβῆναι

δύναται, ἀλλὰ τὸ μέγα τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ φῶς φαιδρὸν ἁπανταχοῦ διαλάμπον τὸν λύχνον τοῖς ὁρῶσι καὶ ἄκοντα κατεμήνυε,

πολλοὺς εἵλκυσεν οὕτω πρὸς ἔρωτα τοῦ καλοῦ καὶ πρὸς ζῆλον ἔνθεον διεθέρμανε καὶ πᾶσι μὲν ἀποτάξασθαι τοῖς παροῦσι, τῷ

δὲ μονήρει βίῳ συντάξασθαι διηρέθισε, καὶ τούτους συσκήνους παραλαβών, ἐν βραχεῖ τὸ εὐκτήριον κατέστησε μοναστήριον.

6. Ἐπεὶ δὴ ταῦτα καλῶς εἶχεν αὐτῷ καὶ ὁ εὐδοκῶν Κύριος ἐν τοῖς φοβουμένοις αὐτὸν καὶ θέλημα τούτων ποιῶν,

εἰσακούων τε τῆς δεήσεως καὶ οἰκονομῶν τὰ σωτήρια πρὸς σκοπόν, καὶ τούτῳ τὰ μέχρι τοῦδε κατηύθυνε διαβήματα, ἐντεῦθεν

αὖθις τῶν προτέρων βουλευμάτων ἀναμιμνήσκεται, καὶ τοῖς συνειλεγμένοις παρ’ αὐτῷ μοναχοῖς ἕνα τὸν προύχοντα κατ’

ἀρετὴν ἐπιστήσας, εἰς Ῥώμην αὐτὸς ἀπαίρει, καὶ τῷ ἀποστόλῳ τὴν ὑπόσχεσιν ἀποδούς, ἐκεῖθεν τὴν εἰς Ἱεροσόλυμα στέλλεται,

καὶ τοὺς ἁγίους τόπους καταλαβών, καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς χαρίτων καταπολαύσας καὶ τοῦ πόθου πλησμίως, ὡς εἶχεν ἐμφορηθείς,

πρὸς τὴν ἰδίαν ἐπαναστρέφει μονήν, ἣν ἀγχοῦ τῆς Θηβῶν πόλεως, καθὼς ἤδη φθάσας ὁ λόγος ἐδήλωσε, συνεστήσατο, καὶ

ταύτῃ ποθούμενος ποθουμένοις τοῖς παρ’ αὐτοῦ συνειλεγμένοις μοναχοῖς ἀποδίδοται, τοσαύτην αὐτοῖς παρ’ αὐτοῦ

35 corr. ed.: ὀπὶ cod.; etiam κατόπιν possis

36 δόξῃ ed.

37 sic cod. ed. more byzantino: ἀρυσάμενος Kurtz

38 ὁδηγὸν ed.

14
συνειλεγμένοις μοναχοῖς ἀποδίδοται, τοσαύτην αὐτοῖς φαιδρότητα ἡδονῆς ἐπαφεὶς ἀθρόον ἐπιφανείς, ὅσην πρότερον

ὑποχωρῶν λύπης κατήφειαν κατεσκέδασεν. Οἱ μὲν οὖν ὡς ἁγίῳ λοιπὸν ἐκ τῆς τῶν ἁγίων μετοχῆς ἐκτετελεσμένῳ, οἷος ἄρα καὶ

ἦν, προσεῖχον αὐτῷ καὶ τὸ προσῆκον τῷ τοιούτῳ σέβας ἀφοσιούμενοι, τὴν εὐλογίαν ἀντεκομίζοντο, ὁ δὲ τοσοῦτον ἀπεῖχε τοῦ

μέγας εἶναί τις οἴεσθαι ἢ καί τινος τῶν ἐλαχίστων δοκούντων ὁπωσοῦν κατεπαίρεσθαι, ὅσον αὐτὸς μᾶλλον ἑαυτὸν πᾶσιν

παρεῖχεν ἀληθοῦς καὶ ἀνυποκρίτου ταπεινοφροσύνης ὑπόδειγμα, πρῶτος μὲν εἰς ἔργα τὰ πρὸς σύστασιν τῆς μονῆς ἐξιών,

τελευταῖος δὲ αὖθις ἐπαναστρέφων καὶ μόνος τὰ πάντα ἀναπληρῶν ὑστερήματα, καὶ πᾶσι μὲν τοῖς ἀδελφοῖς ἀεὶ τὰ διαρκῆ

χορηγῶν, ἐνδύματά τε καὶ ὑποδήματα, ἑαυτῷ δὲ τὸ ἓν τρίχινον καθάπαξ ἀφορίσας ἱμάτιον καὶ τὴν μίαν τῶν σανδαλίων ζυγήν,

καὶ ταῦτα, ἐπεὶ μὴ παντὶ τῷ τῆς ἀσκήσεως χρόνῳ σῷα συντηρεῖσθαι παντάπασιν οἷά τε ἦν, πεπονηκότα πολλάκις

ἐπαναρράπτων, καὶ τοῖς ἐπιβλήμασιν ἀνακτώμενος. Ἐφ’ ᾧ καὶ μᾶλλον ὑπὸ πάντων ἐξειθειάζετο, ὅτι τοσοῦτον ὅλῃ τῇ ἀρετῇ

διαφέρων, τοσοῦτον ὢν καὶ τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν ἐγνωρίζετο. Ἐγκρατείᾳ μὲν γὰρ οὕτως, κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον,

ἐδουλαγώγει τὸ σῶμα καὶ ὑπωπίαζεν, ὡς μηδὲ τοῦ πᾶσιν ἐγκεχωρημένου πρὸς ἄνετον 39 ἀπόλαυσιν ὕδατος πρὸς κόρον ἢ παρὰ

καιρὸν ἐμφορηθῆναί ποτε, ἀλλ’ ἐπειδάν που καὶ νάμασιν, οὕτω συμβάν, διειδέσι τε καὶ καθαρωτάτοις περιτυχών, καὶ τὴν ὄψιν

θελχθείς, προήχθη καὶ μέχρις ὀρέξεως, ἠλέγχθη μὲν οὕτως ἄνθρωπος ὢν καὶ τῆς κοινῆς οὐδὲν διαφέρων φύσεως, τοσοῦτον δὲ

μόνον ἀπήλαυσεν, ὅσον ἅμα τε τῇ κοτύλῃ λαβεῖν τοῦ ὕδατος καὶ ἀναλεῖξαι 40, καὶ τὸν δημιουργὸν ὑμνῆσαι καὶ αὖ

κατασπεῖσαι. Τῷ στύφοντι 41 δὲ τῆς ἐγκρατείας τὸ τῆς ἀτυφίας ἡδὺ συγκιρνῶν, οὐδὲ τῆς κοινῆς ποτὲ τραπέζης ἀπελιμπάνετο,

τὸ ἀσθενὲς ἐνίων τῶν ἀδελφῶν ὑφορώμενος καὶ τοῖς τοιούτοις συγκαταβαίνων, κἀν τούτῳ τὸν ἐμὸν μιμούμενος Ἰησοῦν, ὃς

οὐδὲ φάγος κληθῆναι καὶ οἰνοπότης διὰ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν παρῃτήσατο. Ἀλλὰ καὶ τῆς τραπέζης ἡ κοινωνία πρόφασιν

μὲν εἶχεν τὴν τοῦ σώματος θεραπείαν, ὑπόθεσις δὲ μᾶλλον ψυχικῆς τροφῆς ἀπεδείκνυτο, ἀπό τε ὕμνων ἀρχομένη καὶ εἰς

ὕμνους λήγουσα καὶ ὅλη τῆς ἐκ τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καρυκείας μετέχουσα, λιτότητι καὶ ἀφθονίᾳ τῶν ἀναγκαίων

εὐθηνουμένη καὶ περιττότητος καὶ τρυφῆς ἁπάσης ἀπηλλαγμένη, ὡς μήτε τῇ τῆς τροφῆς ἐνδείᾳ λυπεῖν μήτε τῷ κόρῳ

καταπιαίνειν καὶ πρὸς ὕβριν διερεθίζειν τὰ σώματα. Καίτοι δὲ 42 αὐτὸς ἄρτῳ μόνῳ καὶ ὕδατι περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς ἀσκήσεως τὴν

τοῦ σώματος χρείαν ἀποπληρῶν, ἕως οὗ πάντα τὰ τῆς σαρκὸς σκιρτήματα καταπαύσειεν, ὅμως τῇ κοινῇ διαίτῃ

φιλανθρωποτέρους τοὺς ὅρους ἔθετο, δι’ ὧν ἔμελλε τὴν τῶν πολλῶν ὑπανέχειν ἀσθένειαν, οἴνου τε μετρίως ἀπολαύειν ἐφεὶς

καὶ ὄψου καθ’ ἡμέραν ἑνός, ἐλαίῳ παρηρτυμένου43, πλὴν τῶν εἰς νηστείαν ἀφωρισμένων, ἐν αἷς ἢ ξηροφαγεῖν, ἢ καὶ παντελῶς

ἀσιτεῖν προκέκρινε.

7. Πᾶσι μὲν οὖν ἑξῆν τῶν παρατιθεμένων μεταλαμβάνειν, καθ’ ὅσον καὶ προηρεῖτο44 ἕκαστος, ὁ δὲ τοσοῦτον ἀπεγεύετο

μόνον, ὅσον μήτε νηστεύων δόξαι τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἀποζῆν δύνασθαι καὶ τὸ γενναῖον αὐτῷ καὶ καρτερικὸν ἐκεῖνο σῶμα, καὶ
ὡς εἰπεῖν ἀδαμάντινον, πρός τε τοὺς ἀδήλους καὶ Θεῷ μόνῳ φανερουμένους, καὶ μέντοι καὶ πρὸς τοὺς ἔξω προβεβλημένους

καὶ ὁρωμένους ἀντέχειν πόνους, ὧν πλεῖστα καὶ νῦν ἔτι μένουσιν ὑπομνήματα, καὶ εἰς τὸν μακρὸν αἰῶνα παραμενοῦσι. Τῶν

γὰρ τοι 45 βαρυτέρων λίθων, ὅσοι πρὸς τὰς τῶν μοναστηρίων οἰκοδομὰς ἐδόξουν χρήσιμοι καὶ τοῖς ἄλλοις ἦσαν δυσβάστακτοι,

τῶν ἱερῶν ἐκείνου χειρῶν ἔργον εἶναί φασιν οἱ τηνικαῦτα παρόντες τε καὶ ὁρῶντες τὴν μετακομιδήν. Κηπείας δὲ καὶ

39 cod. Kurtz: ἄνεστον ed.

40 corr. Kurtz: ἀναδεῖξαι cod. ed.

41 τύφοντι ed.

42 γε ed.

43 cod.Kurtz: παρηρτημένου ed.

44 corr. ed.: προηριτος cod.; προῄρητο etiam posssis

45 supra lineam alt. manu: τω cod., τῶν ed.

15
φυτουργίας, ὅση καὶ νῦν ἔτι περὶ τὰ μοναστήρια σώζεται, ὁ μέγας ἐκεῖνος πρῶτος γέγονεν αὐτουργός. Οὕτω καὶ τὸ τοῦ θείου

Παύλου περισπουδάστως ἐσφετερίζετο καύχημα, ἐργαζόμενος ταῖς ἰδίαις χερσὶ καὶ ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἐπαρκῶν καὶ

χριστομιμήτως διακονούμενος.

8. Ἆρ’ οὖν τὸ συνεχῶς περὶ τὰ τοιαῦτα διαπονεῖσθαι ἐμποδὼν τῷ μακαρίῳ καθίστατο τοῦ καὶ τὰς ὡρισμένας ἀεὶ

συμπληροῦν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ συνάξεις, καὶ ἦν ὅτε τῆς ἱερᾶς τῶν ἀδελφῶν συμμορίας, κοινῇ τὸν Θεὸν ὑμνούσης ἀπελιμπάνετο

καί τις πρὸ ἐκείνου τὴν ἐκκλησίαν καταλαμβάνων, μετὰ τοῦ Δαυὶδ λέγειν ἠδύνατο «ἀνοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης,

εἰσελθὼν ἐν αὐταῖς ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐν ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε Κύριε, καὶ ἑσπέρας καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίας

διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ τὰ θαυμάσιά σου, καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε, καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα πρός σε τὰς

χεῖράς μου»; Ὁ γὰρ αὐτὸς καὶ τὸν ὡρισμένον ἑκάστῳ καιρὸν ἀπένεμε καὶ διὰ πάντων 46 ἐν παντὶ καιρῷ τὸν Θεὸν ηὐλόγει.

Ἀλλὰ τοὺς ἰδιάζοντας ἐκείνου καμάτους, οὓς ἔτλη τὸ καθ’ ἑαυτὸν ταμεῖον εἰσδύνων καὶ τὸν θύραθεν ὄχλον ἀποκλείων καὶ τῷ

τὰ κρύφια βλέποντι πατρὶ προσευχόμενος, τὰς ἀγρυπνίας, τὰς ψαλμῳδίας, τὰς ἀνενδότους στάσεις, τὰς ἐπί γόνυ κλίσεις, ὅσαι

καὶ ἀριθμὸν ὑπερβαίνουσι, τὰς τῶν στέρνων πληγάς, τὰς τῶν δακρύων πηγάς, ὅλαις πολλάκις συμπαρατεινομένας νυξί, τὴν

ἄλλην μυστικὴν τῆς ἀρετῆς ἐργασίαν, τίς ἂν διαλάβοι κατάλογος ἀξιόχρεως; Ἐκείνῳ ἦν πρέπον κἀκεῖνο τὸ δαυϊτικὸν

ἀναφώνημα, «μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», καὶ πάλιν, «προέφθασα

ἐν ἀωρίᾳ, καὶ ἐκέκραξα, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα», καὶ «προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ

λόγιά σου», οἰκειότερον δ’ ἂν ἀπεφθέγγετο, καὶ «νύκτας ὅλας» λέγων, «ἶσα ταῖς ἡμέραις, ἐγρηγορὼς διετέλεσα», τούτῳ τε

κἀκεῖνα ἐπισυνάπτων, «ἐκοπίασα κράζων, ἐβραχίασεν ὁ λάρυγξ μου, καὶ ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν

μου τῇ σαρκί μου, ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος καὶ ὡσεὶ

νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, καὶ ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου τῇ σαρκὶ συγκλινομένη ἐν τῷ προσεύχεσθαι, καὶ ὑπὸ τὴν

κραταιὰν χεῖρα τοῦ δεσπότου ταπεινουμένη». Τὸ γάρ τοι «λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, καὶ τὴν στρωμνήν μου

βρέξω τοῖς δάκρυσιν, οὐκ ἔχω πῶς ἐκείνῳ προσοικειώσωμαι, εἰ μὴ στρωμνὴν καὶ κλίνην ἐκδέξομαι τὸ κατὰ γῆς ἐρριμένον

ψιάθιον, ᾧ μόνῳ μετὰ πλεῖστον ὅσον καὶ μηκέτι στεκτὸν τὸν κόπον ἐπανεκλίνετο, καταπεπονημένον λοιπὸν τὸ σῶμα

διαναπαύων καὶ ἀνέσει βραχείᾳ, καθάπερ ὕδατι πεπυρακτωμένον σίδηρον, πρὸς ἑτέρους αὖθις στομῶν ἱδρῶτας καὶ πόνους καὶ

πρὸς ὕπνον τοσοῦτον καταφερόμενος, ὡς μήπω δοκεῖν αὐτῷ πεπαῦσθαι τὰ χείλη, τὴν σοφὴν ἐκείνη ῥῆσιν ὑπᾴδοντα, «ἐγὼ
καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», καὶ παρευθὺς ἀνιστάμενον, ψάλλειν ἄρχεσθαι, «ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα, ἐξηγέρθην,

ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου». Οὕτω μὲν οὖν τοῖς τῆς προσευχῆς εὐθηνεῖτο καρποῖς, ἐν δάκρυσιν σπείρων καὶ πολύχουν ἐν

ἀγαλλιάσει τὸ θέρος συγκομιζόμενος.

9. Ἐπεὶ δὲ καὶ τοὺς πόνους αὐτὸν ἔδει τῶν ἑαυτοῦ σιτεῖσθαι καρπῶν 47 κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν, ὃς δὴ τρόπος γεωργίας

καινότερος ἐν τοῖς πνευματικοῖς σπουδάσμασιν ἀναφαίνεται (ἀντίστροφοι γὰρ ἀλλήλοις οἱ πόνοι καὶ οἱ καρποὶ καὶ ἀλλήλων

ἑκάτεροι μᾶλλον δὲ οἱ αὐτοὶ πώς εἰσι καὶ καρποὶ καὶ πόνοι, τὴν διαφορὰν λόγῳ μόνῳ παραδεχόμενοι· ἅμα γάρ τις κατ’ ἀρετὴν

πονεῖ καὶ τὴν τῶν πόνων ἐπικαρπίαν ἐν ταὐτῷ κομίζεται καὶ ὁ πόνος αὐτῷ ἀρετῆς ἀνάληψις γίνεται, ὅ ἐστι πάντως δρέψις

καρποῦ καὶ ἡ δρέψις αὕτη πόνος ἀντιστρόφως κατονομάζεται), ἴδωμεν κἀνταῦθα, πῶς καὶ τοῦτο τῷ ἁγίῳ συνέβαινε καὶ οἵους

τοὺς πόνους τῆς ἐπιμόνου τε καὶ συντόνου κατ’ ἀρετὴν ἐργασίας ἐδρέπετο. Εἰς σάλον μὲν αὐτὸς οὐκ ἔστιν ὅτε τὸν πόδα

δέδωκεν, ὅθεν οὐδ’ ὁ φυλάσσων αὐτὸν ἐνύσταξεν ἄγγελος, ὁ δὲ τηρῶν ἐπιβούλως τὴν πτέρναν τῶν τηρούντων αὐτοῦ τὴν

κεφαλὴν σκολιὸς ὄφις καὶ πολυμήχανος, οὐκ ἐνεγκὼν τοσαύτην ἀνδρὸς ἀρετὴν οὕτως ἀπροσκόπως εὐοδουμένην ὁρᾶν, δι’ ἧς

αὐτὸς πολλὰς καὶ καιρίας κατὰ κεφαλῆς ἐδέχετο τὰς πληγάς, ἀντιπλήττειν πειρᾶται τὸν πλήττοντα καὶ παίει κατά τε ὅλου τοῦ

σώματος ὀδύνας ἐπεγείρει σφοδράς, ἐκ τῆς ἄγαν σκληραγωγίας λαβὼν τὰς ἀφορμάς, καὶ τῶν ποδῶν μάλιστα, φύμασί τισι

κακοήθεσι τούτοις ἐπιφυείς, νομίσας οὕτως ὑποσκελίσειν τὸν ἀνταγωνιστὴν καὶ πρὸς τὴν πάλην διαθήσειν χαυνότερόν τε καὶ

46 e correctione: δι’ ἁπάντων cod., διὰ πάντα ed.

47 cave non scribas καρποὺς ... πόνων

16
ἀτονώτερον. Ἀλλὰ γὰρ ἔλαθεν ἑαυτόν, οἷς νικᾶν ἤλπισε, τούτοις περιφανεστέραν ἑαυτῷ τὴν ἧτταν κατασκευάζων, καὶ πολὺν

ὕστερον ἑαυτοῦ κατέγνω μετάμελον 48, ὅτιπερ τὴν ἀρχὴν τὸν γεννάδαν τοῦτον, ὥσπερ ποτὲ καὶ τὸν Ἰώβ, ἐξῃτήσατο. Καὶ

τοῦτον γὰρ τοσοῦτον παραλαβών, ὅσον αὐτόν τε τὴν ἰδίαν κακίαν καὶ πανουργίαν ἐνδείξασθαι καὶ τὸν δίκαιον ἔτι μᾶλλον

ἀναφανήσεσθαι δίκαιον, ἐπεὶ μήτε χρήματα εὕροι μήτε βοσκήματα, ἵνα τῇ τούτων ἀφαιρέσει λυπῆσαι πειράσηται (πῶς γὰρ

τὸν ἀκτήμονα καὶ πάντων τὸν ἕνα καὶ μόνον μαργαρίτην ἀνταλλαξάμενον καὶ τοῦτον ἐν ἀσύλῳ τῷ τῆς ψυχῆς ταμείῳ

ἐγκολπωσάμενον καὶ τοῖς συνεμπόροις τῆς καλῆς ταύτης πραγματείας τὸν αὐτὸν τρόπον ὑποτιθέμενον), ἀπορήσοι 49 δὲ καὶ τῆς

κατὰ παίδων σαρκικῶν ἐπιθέσεως, καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν λαβὴν πάλαι τοῦ ἀθλητοῦ διαφυγεῖν φθάσαντος, ἀφ’ οὗ παρθενίαν

καὶ βίον τὸν ἄζυγα τοῦ γάμου προείλετο, τοῖς πνευματικοῖς υἱοῖς καὶ ἐν Κυρίῳ τούτῳ γεγεννημένοις ὁλοσχερῶς ἐπιτίθεται, καὶ

τούτοις ὡς εἶχεν ἐπιπνεύσας σφοδρῶς καὶ πάντας πειρατηρίων ποταμοὺς ἐπαφεὶς καὶ διὰ πάντων αὐτοῦ τῶν τῆς πονηρίας

πνευμάτων προσρήξας, παρὰ μὲν τῶν ἀποκρούεται, στερροτέροις τούτοις περιτυχὼν καὶ τὴν βάσιν τῆς καθ’ ἑαυτοὺς οἰκίας ἐπ’

ἀσφαλοῦς τῆς πέτρας ἱδρυσαμένοις, ἔστι δὲ καὶ οὓς εὗρεν ἀφρόνως κατὰ ψάμμων 50 οἰκοδομήσαντας, οἷς δὴ καὶ τὴν οἰκίαν

ἐπισείσας, μεγάλῳ τῷ πτώματι συγκατέχωσε. Καὶ θαυμαστὸν οὐδέν, εἰ κἀνταῦθα μέρος ἔσχεν ὁ ἀλιτήριος, ὅπου γε καὶ τοῦ

θείου τῶν ἀποστόλων χοροῦ εὗρεν ἑαυτοῦ τὸν Ἰούδαν, πλὴν ἀλλὰ κἀνταῦθα τῷ πλείονι μέρει, μᾶλλον δὲ τῷ ὅλῳ, πλὴν δυεῖν51

ἢ τριῶν γε τῶν ἐκπεσόντων, τὴν ἧτταν αἰσχρῶς ἀπηνέγκατο.

10. Ἀλλ’ ἡ μὲν κατὰ μέρος περὶ τούτων διάληψις τέως ἀναμεινάτω, ἐπείγεται δὲ πρότερον ὁ λόγος τὴν εἰς σῶμα πληγὴν

ἀριδηλότερον παραστῆσαι τοῦ ἀθλητοῦ καὶ δεῖξαι, ὅπως καὶ διὰ ταύτης ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ ὑπερίσχυσε καὶ οἵους τῶν

τῆς ἀνδρείας αὐτοῦ καρπῶν τοὺς στεφανηφόρους πόνους τῆς ὑπομονῆς ἀπεδρέψατο. Εἴχετην 52 οὖν οὕτω πονήρως ἐκ τῆς

πληγῆς τῷ ἁγίῳ τὼ πόδε καὶ τοῖς μὲν οἰδήμασι φλεγμονή, τῇ δὲ φλεγμονῇ ὀδύνη ἐπηκολούθει, ηὖξε 53 δὲ τὸν ὄγκον τῶν

οἰδημάτων ἐπιρροὴ τοῦ διοχλοῦντος ὑγροῦ, ἐχορήγει δὲ τὴν ἐπιρροὴν ἀδιάσπαστον ἥ τε ἄμετρος ἐν ταῖς προσευχαῖς στάσις

καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἄλλους τοῦ σώματος κόπους ἀνένδοτον. Ὅθεν ὁ μὲν σφοδροτέρας τὰς ἀλγηδόνας ὑπέφερεν, ἰδιοῦτο δὲ τὰς

ὀδύνας ἡ καλὴ ἐκείνη τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ συνασκητῶν συμμορία καὶ οὕτω περιαλγὴς ἕκαστος ἦν, ὡς ὅλον τὸν πόνον

μόνος αὐτὸς ὑφιστάμενος. Οὕτως ἔχοντος τοῦ ἁγίου, παρέβαλέ τις ὡς τὸ μοναστήριον ἰατρός· ὃν καὶ ἰδόντες οἱ μοναχοί, καὶ

ὅστις εἴη ἀναμαθόντες καὶ ὡς ἀγαθόν τι θεόπεμπτον προσδεξάμενοι, παραλαβόντες παρὰ τὸν ὅσιον ἄγουσι, καὶ οἱ μὲν τὰ τοῦ

πάθους μάλα περιπαθῶς καταλέγοντες, πᾶσαν ἠξίουν ὅσην ἐκ τῆς τέχνης ἔχει παρέχειν βοήθειαν, καὶ ὃς ὑπισχνεῖτο, Μελέτιος
δέ, καίπερ αὐτὸς ὢν ὁ πάσχων, οὕτως εἶχε φιλοσόφως καὶ πρὸς ταῦτα ἀνεπιστρόφως, ὡς περὶ μὲν τοῦ καθ’ ἑαυτὸν πάθους

μηδενὸς ἀξιῶσαι λόγου τὸν ἰατρόν, ἐκείνῳ δὲ μᾶλλον αὐτὸς προσχὼν 54 καὶ πρὸ τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν τοῖς νοητοῖς

ἀτενίσας καὶ τὸν κρυπτόμενον ἰατρὸν κατοπτεύσας καὶ προϊδὼν ἐκ θείας χάριτος τὸ ἐσόμενον, «ἀλλὰ σύ», φησιν, «ἰατρέ,
φθάσας θεράπευσον σεαυτόν, διάθου τε περὶ τοῦ οἴκου σου τὰ δοκοῦντά σοι· τρίτη γὰρ ἀπὸ ταύτης ἡμέρα, καὶ οὐκέτι τοῦτον

οἰκήσεις, ἀλλ’ ἐκείνη σε προσδέξεται ἡ μονή, ἣν σαυτῷ διὰ τῶν ἔργων ἡτοίμασας». Ταῦθ’ ὁ μὲν εἶπεν, ὁ δ’ ἤκουσεν, ἡ δὲ

σύμφωνος ἔκβασις ἐπεκύρωσεν. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν καὶ τῆς προορατικῆς χάριτος τὸ θαῦμα. Ὁ δέ μοι λόγος, εἰ καὶ τοῦτο

προπηδήσας ὥσπερ διεξῆλθεν ἀναγκαίως παρεμπεσόν, ἀλλ’ οὖν ἀναστρέψας εἰς τὴν πληγήν, ἔτι ταύτῃ προσδιατρῖψαι ζητεῖ.

48 πολὺ ... μεταμέλων ed.

49 an ἀπορήσαι?

50 an ψάμμον?

51 δυοῖν ed.

52 cod. Kurtz: Εἶχε μὲν ed.

53 ηὕξει cod.

54 sic cod. more byzantino: προσσχὼν ed.

17
Ἠμέλει μὲν οὕτως ὁ θεῖος ἀνὴρ τῆς τῶν ποδῶν θεραπείας, ὅλος τῆς ψυχικῆς ἐπιμελείας γινόμενος, ἐπήγαζε δὲ τὸ ἕλκος

πλεονάζον λοιπὸν καὶ τὸ τραῦμα ὕπουλον ἦν, ἐντεῦθεν σῆψις, οἵα καὶ σκωλήκων πλῆθος ἀπογεννῆσαι καὶ διὰ τῶν σκωλήκων

τὰ συνεχῶς ἀεὶ παρακείμενα μάλιστα τοῦ δεξιοῦ ποδὸς διανέμεσθαι. Ἀλλὰ καίτοι τοσοῦτον ὑπὸ τοῦ πάθους, ὀχλούμενος ὁ

μέγας οὗτος τῆς ὑπομονῆς ἀνδριάς, ἐντρυφᾶν ὅμως ἐῴκει τῷ πάθει καὶ ὡς λίθους τιμίους ἢ μαργαρίτας περιεῖπε τοὺς

σκώληκας, τὸν στέφανον αὐτῷ τῆς ὑπομονῆς οἷα χρυσίῳ περικεχυμένῳ55 τῷ ἕλκει συναπαρτίζοντας, ὅθεν οὐ μόνον οὐκ εἴα

τούτους τῆς πληγῆς ἐκπεσεῖν, ἀλλὰ κἄν τις λαθὼν ἐξέπεσεν, αὐτὸς ἀνελάμβανέ τε τὸν ἐκπεσόντα καὶ τῷ τόπῳ ἀποκαθίστη.

11. Τοσοῦτος ἦν τὴν ὑπομονὴν ὁ γεννάδας καὶ τὸν μέγαν ἐκεῖνον Ἰὼβ ὑπερβαλέσθαι φιλοτιμούμενος τῷ μηδ’ ὀστράκου

δεηθῆναι, ἵνα τοὺς ἰχῶρας τοῦ τραύματος ἀποξύσηται. Τὴν δὲ πίστιν ὅσος ἦν56, ἣ καὶ ὄρη μεθιστᾶν καὶ πάντα δύνασθαι καὶ

λέγεται καὶ πιστεύεται, αὐτό, φασι, δείξει τὸ πρᾶγμα καὶ λόγων ἄλλων ἡμῖν οὐ δεήσει. Mαθητής τις ἦν τῷ ἁγίῳ τοὔνομα

Μάρκος, ἱερεὺς τὸ ἀξίωμα. Tούτῳ συνήθως ἐπέτρεπε τὴν ἐπὶ τῆς τραπέζης εὐλόγησιν, καὶ ὃς ὑπακούων ἐπλήρου τὸ

κελευόμενον. Oὗτος ὁ Μάρκος εἰς τὸ τοῦ βίου πέρας ἐλθὼν καὶ ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθείς, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.

Ὥρα δὲ ἦν αὐτίκα τῆς ἑστιάσεως. Τοῦ λειψάνου δὲ προκειμένου καὶ τῶν ἀδελφῶν ἐπαθροιζομένων, εἷς τις τῷ πάθει

συγκεχυμένος καὶ περίδακρυς τῷ πατρὶ προσβλέψας, «ἐπίτρεψον», ἔφη, «πάτερ, τῷ μοναχῷ Μάρκῳ τὸν στίχον εἰπεῖν». Ὁ μὲν

οὕτως εἶπεν, ἢ τὸ πάθος ἀνακλαόμενος, ὡς τοῦ εὐλογεῖν εἰωθότος πεπαυμένου λοιπόν, ἢ ὃ57 καὶ μάλιστα τίθεμαι, μὴ εἰδὼς ὃ

ἐλάλει, μηδὲ πιστεύειν ἔχων ἐν τῷ τέως ὅτι τοσοῦτον ἡ πίστις δύναται, ὡς καὶ νεκροῖς διδόναι φωνήν. Ὁ δὲ πατήρ, τὸ τούτου

περὶ τὴν πίστιν ἀσθενὲς ἐξιώμενος καὶ τὸ «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» τῇ χάριτι τοῦ εἰπόντος πιστούμενος, «εὐλόγησον,

τέκνον Μάρκε», τῷ κειμένῳ φησί. Καὶ ὁ νεκρός, ὢ τοῦ θαύματος, ἤκουσε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἤνοιξε, καὶ 58 τὴν χεῖρα ἐπάρας

πρὸς τῇ ὄψει, τὸν σταυρὸν ἐνεχάραξε καὶ τὰ χείλη κινήσας τὸν στίχον ἀνεῖπε καὶ αὖθις ἐπὶ τοῦ προτέρου σχήματος ἑωρᾶτο

κείμενος.

12. Τί59 δὲ τὸν 60 ζῆλον καὶ τὴν κατὰ τοῦτον θερμότητα; Ἠλίας τις ἄλλος ἢ Πέτρος, πῦρ διὰ στόματος πνέων καὶ τῷ παρὰ

πόδας θανάτῳ παραδιδοὺς τὸν ὑπεύθυνον. Ἥκει γάρ, ἥκει λοιπὸν ὁ λόγος καὶ περὶ τῶν μὴ σεσωσμένων υἱῶν, ἅτε δὴ καὶ τὸ

πατρώζειν ἠρνημένων, ἀλλὰ τοῖς οἰκείοις πτώμασιν ὀλεθρίως συγκεχωσμένων, διαληψόμενος. Τῇ περὶ τὸν μακάριον τοῦτον 61

χορείᾳ τῶν μαθητῶν καί τις Νικόδημος συγκατείλεκτο, τὰ μὲν ὅσα πρὸς ὑποταγὴν καὶ τὸ ἄρχεσθαι, οὐδὲν ἧττον καὶ

πεπαιδευμένος καὶ ἠσκημένος, οὔπω δὲ καὶ ἀρχικῆς καὶ ἱερατικῆς ἀξίας παρὰ τοῦ πατρὸς κεκριμένος ἄξιος. Οὗτος

αὐταρεσκείᾳ ληφθεὶς καὶ οἰκείου θελήματος ἡττηθεὶς καὶ τὸν τῆς ὑποταγῆς ἀτιμάσας βαθμόν, εἰς Θήβας παρὰ τὸν αὐτίκα τῆς

ἀρχιερωσύνης ἐπειλημμένον αὐτομολεῖ καὶ λαθὼν ὑφαρπάζει τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Ὁ μὲν οὖν τὴν τοῦ πατρὸς ὀργὴν

ὑπειδόμενος, ὡς τὸ παρὰ γνώμην ἐκείνῳ62, τάχα δὲ καὶ τῷ οἰκείῳ συνειδότι πληττόμενος, ὡς τὸ παρ’ ἀξίαν τολμήσας, καὶ

ἀμφοτέρωθεν ἁλισκόμενος, ὡς αὐθάδειαν πλημμελήσας, οὐκέτι μὲν ἐπανακάμψαι πρὸς τὴν μονήν, αὐτοῦ δέ που παρὰ τῇ

πόλει παραμένειν κέκρινεν. Ἄγει δὲ αὐτὸν ἡ θεία δίκη καὶ ἄκοντα παρὰ τὸν ἀδέκαστον δικαστὴν καὶ ὑποσχεῖν ἐνδίκως

παρασκευάζει τὰ τῆς αὐθαδείας ἐπίχειρα, καὶ ὁ τρόπος οἷος, ὡς θαυμαστότατός τε καὶ φοβερώτατος. Αὐχμὸς ἦν κρατήσας, ἐφ’

55 περικεχυμένον ed.

56 supra lineam altera manu

57 an ᾧ?

58 οm. ed.

59 an τίς?

60 οm. ed.

61 s.l. alt. manu: μακρὰ τοῦτον cod.

62 an ποιήσας vel simile post ἐκείνῳ addendum?

18
ἱκανόν, ἡ γῆ δὲ διψῶσα Θηβαίοις ἀκαρπίαν ἠπείλει, Θηβαῖοι δὲ λιταῖς ἐχρῶντο καὶ παρακλήσεσι, τὸ θεῖον εἰς χορηγίαν ὑετοῦ

προσκαλούμενοι, ἀλλ’ ἡ προσευχὴ αὐτῶν εἰς κόλπον αὐτῶν ἀπεστρέφετο, εἰς ὦτα δὲ Κυρίου Σαβαὼθ οὐκ ἀνήγετο, ἕως

συνιδόντες εἰς τὸν μόνον ἱκανὸν τὴν θείαν αὐτοῖς ἐπικάμψαι χρηστότητα, Μελέτιον τὸν μέγαν, κατέφυγον, καὶ 63 πανδημεὶ

λιτανεύσαντες, μεθ’ ὧν καὶ Νικόδημος ἦν, ἱερατικῶς τὴν λιτὴν συμπληρῶν. Καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ μεγαλομάρτυρος Γεωργίου

καταλαβόντες εὐκτήριον, ἤδη παρὰ τοῦ ἁγίου καταστάν, ὡς εἴρηται, μοναστήριον καὶ τοῦτον τῆς εὐχῆς παραλαβόντες

συλλήπτορα, οἰ μὲν αἰσίου τέλους τυγχάνουσιν, ὄμβρου ῥαγδαίου καταρραγέντος αὐτοῖς εἰς τὴν πόλιν ἐπαναστρέφουσι,

Νικόδημος δέ, ὡς μόνον ὁραθείη τῷ πατρὶ τὴν ἱερατικὴν στολὴν περικείμενος, εὐθὺς ἐκελεύσθη μετά τινος σώφρονος

ἐμβριμήματος, τὴν μὲν ἐκδύσασθαι, λάκκον δέ τινα συμβὰν οὕτω προκατωρυγμένον ὑπεισελθεῖν εἰς δίκην τοῦ τῆς αὐθαδείας

τολμήματος. Γέγονε ταῦτα, καὶ ὁ Νικόδημος, τῶν ἱερατικῶν γυμνωθεὶς ἀμφίων, τῷ λάκκῳ ἐμβέβλητο, ὁ δὲ πολὺς ὄχλος (τί

γὰρ ἢ ὄχλος;), τὴν κρίσιν ἐμέμφοντο, καὶ τοῦ κρίναντος ἀπήνειαν, ὡς 64 δὲ καὶ ἀγροικίαν κατεψηφίζοντο. Αὐτοὶ δὲ μᾶλλον

αὐτονομίᾳ χρησάμενοι, τοῦ λάκκου τε τὸν Νικόδημον ἀνελκύσαντες καὶ πείσαντες, οἴμοι, τὸν δείλαιον, ἱερατικῶς αὖθις

ἀμφιασθῆναι, πρὸς τὴν ὑποστροφὴν τῆς λιτῆς, ὡς οὐκ ὤφελε, συμπαρέλαβον. Ἀλλ’ ὢ τοῦ φρικτοῦ τῆς ἄνωθεν δίκης κρίματος.

Μηδὲν γὰρ ἐνταῦθα μελλήσασα, μηδ’ ἀνασχομένη τὴν πατρικὴν κρίσιν παρ’ ὅλην ὥραν ἀθετουμένην περιιδεῖν, φθάνει τὴν

λιτὴν πρινὴ καὶ τοῦ ἄστεως εἴσω γενέσθαι, καὶ συχναῖς νεφῶν ἐπαναστάσεσι καὶ συρρήξεσι τὸν ἀέρα διαδονήσασα,

κεραυνόβλητον αὐτίκα παρ’ αὐτῷ τῷ πρὸ τοῦ ἄστεος προφητείῳ65 τοῦ ζηλωτοῦ Ἠλίου τὸν τολμητίαν ἐκεῖνον μόνον ἐκ

πάντων ἀφαρπάζει Νικόδημον. Καὶ γίνεται πατρικοῦ ζήλου θεῖος ζῆλος συνέριθος καὶ ὁ δικαίου παιδείαν καὶ ἔλεγχον

παρωσάμενος εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος ἐμπέπτωκε καὶ φοβερὰν οὕτω τὴν δίκην ἔτισε. Ταῦτα ὁ ζηλωτὴς Θεὸς καὶ Θεὸς

ἐκδικήσεων καὶ ἐκδικῶν ἐπὶ πάντα τὰ τῶν οἰκείων θεραόντων ἐπιτηδεύματα. Ἐγὼ δὲ κἀκεῖνο συνορῶν, ἡγοῦμαι θαύματος

ἄξιον, πῶς ἐν ταὐτῷ καὶ ὁ πλημμελήσας ἐκολάσθη καὶ ὁ λαὸς εὐηργετήθη, τῆς εὐκταίας τυχὼν ἐπομβρίας. Ἦ τοῦτο καὶ τοῖς

διὰ Μωσέως 66 θαυματουργουμένοις ἐστὶν ἐφάμιλλον· κἀκεῖ γὰρ αἱ πληγαὶ τοὺς Αἰγυπτίους κολάζουσαι, τοὺς Ἰσραηλίτας

παρήρχοντο, καὶ τοὺς μὲν ἀβρόχους 67 ἡ θάλασσα διεβίβασε, τοὺς δὲ ὑποποντίους ἐκάλυψε, τῆς ῥάβδου Μωσέως 68 ἐνεργούσης

καὶ διαιρούσης ἑκατέροις τὰ πρόσφορα, κἀνταῦθα τῇ Μελετίου εὐχῇ (οὗτος γὰρ ἡμῖν καὶ νέος Μωσῆς69 ἀναπέφανται),

λογιστέον τὴν ἐπομβρίαν, ἵν’ οἱ μὲν ἄξιοι τῆς εὐχῆς ἀπολάβωσι τὴν εὐεργεσίαν, ὁ δ’ ἀσεβήσας τὰ εἰς Θεόν τε καὶ τὸν κατὰ

πνεῦμα πατέρα, οἷς τήν τε χάριν ἥρπασεν ἀναξίως καὶ τὴν δικαίαν ἐπιτίμησιν διεκρούσατο, ἀνάρπαστος ἀρθῇ τοῦ μὴ ἰδεῖν τὴν

δόξαν Κυρίου, καθ’ ἣν οἶδε τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας ἀντιδοξάζειν, καὶ χωρισθεὶς καθάπαξ τῶν εὐεργετουμένων δι’ ὕδατος,

αὐτὸς τοῦ ἐναντίου στοιχείου γένηται παρανάλωμα καὶ σωφρονίσῃ τοὺς ἄλλους τῷ καθ’ ἑαυτὸν ὑποδείγματι, τοῦ μὴ

καταφρονεῖν φιλανθρωπίας Θεοῦ καὶ μακροθυμίας, μηδὲ πατρικὴν ἀτιμάζειν κρίσιν.

13. Τὰ μὲν δὴ κατὰ τὸν Νικόδημον τοιοῦτον ἔσχε τὸ πέρας, τὰ δὲ κατὰ Στέφανόν τε καὶ Θεοδόσιον, ἑτέρους τινὰς

μοναχούς, ἑξῆς διηγείσθω, εἰ καὶ μὴ παραυτίκα γεγενημένα, ἀλλ’ οὖν τῆς αὐτῆς ἢ καὶ μείζονος ἀπονοίας ἐχόμενα. Μετὰ τὸ

συστῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἕτερα μοναστήρια καὶ τὴν τῶν ὑπ’ αὐτὸν μοναχῶν ἀδελφότητα κατὰ τὴν ἀρχαίαν εὐλογίαν

αὐξάνεσθαι ἄρξασθαι καὶ πληθύνεσθαι, ἐπεὶ μὴ ἔμελλεν ἀμελεῖν ὁ φθόνος, τὴν ὁμόφρονα ταύτην καὶ τὴν κακίαν ὁμότιμον

63 an delendum?

64 οἱ ed.

65 προφητείῳ ed.

66 Μωϋσέως ed.

67 corr. ed.: ἀβρόχος cod.

68 Μωϋσέως ed.

69 Μωϋσῆς ed.

19
ξυνωρίδα, τὸν ἐν πονηρίᾳ στεφανίτην Στέφανον καὶ τὸν ψευδώνυμον Θεοδόσιον, ὑποδύεται, οἵτινες δόξης ἀνθρωπίνης

ἐρῶντες καὶ ταύτης ἕνεκα τὸν ἀσκητικὸν βίον ὑποκρινόμενοι, ἐπεὶ τῇ παραθέσει τῆς κατὰ τὸν μέγαν ἀληθινῆς ἀρετῆς χαλκὸς

ὄντες πρὸς χρυσίον δόκιμον ἐξηλέγχοντο, οὐκ ἔφερον μὲν ἀντὶ τῆς ἐφετῆς δόξης αἰσχύνην ἀποφερόμενοι, τὴν ἧτταν δὲ ὥσπερ

ἀνακαλεῖσθαι πειρώμενοι, ὁ μὲν ἐγγύς που παρεμφωλεύων ὁ Θεοδόσιος, πολὺς ἦν ἀγχεμάχοις βάλλων τὸν 70 ἄτρωτον

ἀκροβολισμοῖς, ταῖς βολαῖς, ταῖς λοιδορίαις, τοῖς σκώμμασιν, ἐπὶ πάντων, οἷς ἂν ἐντύχοι, προσθήκην οἰκείας δόξης ἡγούμενος

τήν, ὡς ᾤετο, τῆς τοῦ ἁγίου δόξης ὑφαίρεσιν. Ἤνυε δ’ ἄρα καὶ τὰ πρὸς ἀνθρώπους μὲν τοὐναντίον ἅπαν, οὗπερ ἠβούλετο.

Τοῦ γὰρ ἀλήπτου ἥπτετο τῶν σκωμμάτων οὐδέν, ἀλλ’ ἦν ἄντικρυς κόνιν εἰς οὐρανὸν ἀφιεὶς καὶ τὸ οἰκεῖον πρόσωπον ἀχρειῶν

καὶ πλατὺν ἑαυτοῦ καταχέων παρὰ τῶν ἐντυγχανόντων τὸν γέλωτα. Οὐ μὴν οὐδὲ τὸν ἀλάθητον ἐλάνθανεν ὀφθαλμόν, οὐδὲ τὴν

θείαν δίκην ἐπὶ πολὺ διαφεύγειν ἔμελλεν, ἀλλ’ ἐπεὶ71 μέχρι παντὸς τὴν τοιαύτην κακίαν ἀνίατος ἔμενε, τῇ ψυχικῇ νόσῳ

κατάλληλον καὶ τὴν σωματικὴν κατακρίνεται, καὶ μανίᾳ ληφθεὶς καὶ καθάπερ κύων ἐξυλακτήσας, οὕτω καταστρέφει τὸν βίον.

Ὁ Στέφανος δὲ τὴν πρὸς βασιλέα στειλάμενος, πόρρωθεν ἐπεχείρει κατατοξεύειν, τόξον ἐντείνων πρᾶγμα πικρόν, τὴν

διαβολήν. Σκοπὸς δὲ αὐτῷ καταβαλεῖν μὲν τὸν μακαριστὸν διὰ τὴν ἐν πνεύματι πτωχείαν, καὶ πένητα παντὸς ἐπιψόγου καὶ

μωμητοῦ ἔργου τε καὶ λόγου καὶ ἐνθυμήματος καὶ τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἄξιον, τὸν τοῦ Θεοῦ τοῦτον ἄνθρωπον, τὴν τῶν

ἀδελφῶν προστασίαν ἀφαιρεθέντα, ὡς ἀφελῆ καὶ ἀνίκανον ἰδιώτην τε καὶ ἀγράμματον καὶ μοναχῶν καθηγήσεως πάντως

ἀκόλουθον ἦν, σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. Τί γὰρ ἦν ἄλλο τὸ τηλικούτου καθηγητοῦ στερῆσαι τοὺς καλῶς ἐθισθέντας ὑπ’

αὐτοῦ κατευθύνεσθαι καὶ πρὸς πᾶσαν λοιπὸν τὴν διάστροφον κακίαν ἀποστρόφως διακειμένους; Τοῦτο γοῦν καὶ αὐτοῖς

γνωσθέν, οὕτω μέσης ἥψατο τῆς καρδίας, ὡς διπλῆν ἐντῆξαι τὴν λύπην, τὴν μὲν ὑπὲρ τοῦ πατρὸς ἀγανακτοῦσιν, οὕτως ἀδίκως

διωκομένου, τὴν δὲ καὶ ὑπὲρ σφῶν ἑαυτῶν, τὴν ζημίαν προορωμένοις, ἣν ἔμελλον πάσχειν, εἰ κρατήσειεν ἡ κακία καὶ

τηλικούτου ποιμένος λύκον αὐτοὶ τὸν ἐπιστάτην ἀλλάξαιντο. Ταῦτα δέ, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλθόντες τὸν ὅσιον, ἀπεκλαίοντο. Τί

γοῦν ὁ μέγας; Πάσχει μὲν αὐτὸς ἐντεῦθεν οὐδέν, παρηγορεῖται δὲ καὶ τοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχοντας, «μὴ τέκνα», φήσας, «μὴ72

κλαίητε περὶ ἡμῶν, μηδὲ τῇ λύπῃ συγχέησθε, λυπεῖσθε δὲ μᾶλλον καὶ κλαίετε, κατελεοῦντες τὸν ἀπολλύμενον ἀδελφόν. Ἰδοὺ

γὰρ μηδὲν τῶν βεβουλευμένων ἀνύσας Στέφανος, ἀλλὰ νόσῳ περιπεσὼν χαλεπῇ καὶ τὴν ψυχὴν νόσῳ χαλεπωτέρᾳ

καταβληθείς (καὶ γὰρ φιλοψυχήσας ἀθέσμως ἐκρεωφάγησεν), ἀθλίως τοῦ ζῆν ἀπαλλάττεται. Τοῦτο λόγος ἦν οὐ ψιλός, ἀλλὰ

συντρέχουσαν ἔχων αὐτίκα τὴν τοῦ πράγματος ἔκβασιν.

14. Τὰ μὲν δὴ τῆς ὑπομονῆς ἆθλα τοιαῦτα. Ἤδη δὲ καὶ τῶν χαριεστέρων ἡμῖν ἀρκτέον διηγημάτων. Ἀνήρ τις Θηβαῖος,

εὐθαλεῖ περιουσίᾳ κατάκομος, τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον ἀνδρὶ κατεγγυησάμενος καὶ τὴν περιουσίαν εἰς προῖκα ταύτῃ

καταγραψάμενος, ἔτι καὶ τὸν μέγαν ἠθέλησεν ὄλβον ταύτῃ χαρίσασθαι, τὴν τοῦ πανολβίου πατρὸς εὐχήν. Προσελθὼν οὖν,
ἐδεῖτο τούτου μετὰ πολλῆς τῆς θερμότητος, «εὖξαι», λέγων, «τίμιε πάτερ, εὖξαι ὑπὲρ τῆς ἐμῆς θυγατρός, ἵνα χρηστῆς τύχοι

τῆς μετὰ τοῦ ἀνδρός, ᾧ καὶ ἤδη συναρμόζεται, συμβιώσεως». Ὁ δὲ μακάριος, ὁ νέος ὡς ἀληθῶς Σαμουὴλ καὶ βλέπων τὰ

ἔμπροσθεν, οὕτω πρὸς αὐτὸν ἀπεκρίνατο· «εἰ τὰ συμφέροντα καὶ σαυτῷ καὶ τῇ θυγατρὶ βούλει δρᾶν, ὑπέρθου τοὺς γάμους

μέχρι καὶ τὸν ἐφεστῶτα παρελθεῖν μῆνα. Τηνικαῦτα γὰρ ἡ μὲν τῷ οἰκείῳ νυμφίῳ παραληφθήσεται, σὺ δὲ οὐ ζημιωθήσῃ τὴν

προῖκα». Ἐδέξατο τὴν συμβουλὴν ὁ Θηβαῖος, καὶ τοῦ μηνὸς οὔπω παρελθόντος, ἡ κόρη πρὸς τὸν τῶν παρθένων νυμφίον

Χριστὸν ἐξεδήμησεν, ὁ δὲ καρπὸν τῆς ὑπακοῆς τὴν μένουσαν εἰς ἀεὶ δικαιοσύνην ἐκέρδησε, σκορπίσας καλῶς καὶ διαδοὺς

πένησιν, ἃ τῇ θυγατρὶ καθυπέσχετο, ἡ τοῦ ἁγίου δὲ πρόρρησις τὸ κατάλληλον πέρας δι’ ἀμφοτέρων ἀπείληφε.

15. Χρόνος μὲν οὖν ὄγδοος ἠνύετο τῷ πατρὶ καθιστῶντι τὸ νεοσύστατον 73 μοναστήριον περὶ τὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου

εὐκτήριον, ἐπεὶ δὲ αὐτῷ ποταμηδὸν ἐπέρρει τὰ θαύματα καὶ συνέρρει πλῆθος τὸ καθ’ ἡμέραν οὐκ εὐαρίθμητον, ἔστι μὲν ὃ καὶ

70 τὸν om. ed.

71 ἐπειδὴ ed.

72 οm. ed.

73 correxi: τὸν ἐοσύστατον cod., τὸ εὐσύστατον ed.

20
τῶν πόρρωθεν (ἡ γὰρ φήμη πανταχόσε περιεφοίτα, ταχυτέρῳ χρωμένη τῷ πτερῷ καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ τὸν ἀσκητήν, τὸν

προφήτην, τὸν θαυματουργὸν ἀνεκήρυττε), μάλιστα δὲ τῶν ἀγχιθυρούντων Θηβαίων καὶ πόλις ἄντικρυς ὡρᾶτο τὸ

μοναστήριον, ἐξ ἡλικίας πάσης καὶ τύχης καὶ γένους παντὸς καὶ ἐπιτηδεύματος τὴν σύστασιν ἔχουσα, ὅσους ἢ χρεία τις

ἀναγκαία κατήπειγεν, ἵνα τοῦ λυποῦντος ἀπαλλαγὴν ἀπραγμάτευτον εὕρωσιν, ἢ τοῦ καλοῦ ἁπλῶς ἦγεν ἔφεσις, ἵν’ εὐλογίας

μετάσχωσι, κἀντεῦθεν ἡ τῆς φίλης ἡσυχίας ἀπόλαυσις αὐτῷ διεκόπτετο (τὸ δὲ οὐδ’ ἔστιν ὅσον εἰπεῖν φορτικὸν ἡγεῖτο, ἄλλως

τε καὶ τὴν {τῶν} 74 παρ’ ἀνθρώπων δόξαν ἐκκλίνων), τοῦτον μὲν ἔγνω τὸν τόπον καταλιπεῖν, δόξας οὕτω καὶ τὸν ὄχλον

διαφυγεῖν, ἀναχωρῆσαι δὲ πρὸς ἐρημικώτερον. Ἀναχωρεῖ τοίνυν εἰς δύσβατόν τι καὶ τραχινὸν ὄρος, τὸ τῆς Μυουπόλεως,

ἐπονομαζόμενον, δύο μὲν μοναχοὺς πρὸς τοῖς δέκα τῇ τοῦ ἁγίου Γεωργίου μονῇ προσμένειν ἐάσας, ἑνὶ δὲ τούτων, ὄνομα

Νικολάῳ, τὴν τῶν ὅλων οἰκονομίαν πιστεύσας. Εἰς τὸ ῥηθὲν τοίνυν ὄρος ἀφικνεῖται καὶ πρὸς τῇ ἐκεῖσε μονῇ τοῦ Συμβούλου

παρὰ τοῦ ἐν αὐτῇ καθηγουμενεύοντος μοναχοῦ Θεοδοσίου εἰσδεχθείς, τὸ ὑπ’ αὐτὸν εὐκτήριον τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος

ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγχειρίζεται, τότε μὲν σμικρότατον ὄν, ὅπερ ὕστερον παρὰ τῶν τοῦ μεγάλου φοιτητῶν ἀνηγέρθη οἷον

ὁρᾶται νῦν, μέγιστόν τε καὶ κάλλιστον. Ἐν ὀλίγῳ δὲ καὶ ἄλλων πλειόνων ἐπισυναχθέντων, κελλία περὶ τὸ εὐκτήριον

ἐποικοδομεῖ. Ἔδει μὲν οὖν καὶ τὸν μακάριον τοῦτον μετὰ πάντων τῶν φοβουμένων τὸν Κύριον καὶ πορευομένων ἐν ταῖς ὁδοῖς

αὐτοῦ, κατὰ τὸν ψαλμικὸν ἐκεῖνον χρηματισμόν, τῆς τε θείας εὐλογίας καταξιοῦσθαι, καὶ τὰ τῆς νοητῆς Ἱερουσαλὴμ ἀγαθὰ

διὰ παντὸς ἐνοπτρίζεσθαι, καὶ τῆς ἐλπιζομένης αὐτῶν ἀπολαύσεως ἐντεῦθεν ἤδη τὸν ἀρραβῶνα κομίζεσθαι, μὴ μόνον αὐτὸν

ταῖς ἀρεταῖς εὐθηνοῦντα, μηδὲ μόνον υἱοὺς τοὺς πνευματικῶς αὐτῷ γεννωμένους, ἀλλὰ καὶ υἱοὺς τῶν υἱῶν ὁρῶντα, νεοφύτοις

ἐλαιῶν ἐοικότας καὶ κύκλῳ τῆς κατ’ αὐτὸν τραπέζης περιεστῶτας καὶ τοῖς ἡδίστοις ὑπ’ αὐτοῦ δεξιουμένους ἀφθόνως τῆς

ἀσκήσεως ἐντρυφήμασιν. Ἐπεὶ δὲ ταῦτα καὶ τοῖς ἔργοις συνέβαινε καὶ ὁ τόπος τῷ πλήθει τῶν μοναχῶν ἐστενοχωρεῖτο, περί

που τοὺς ἑκατὸν ἀθροισθέντων, καὶ ὁ προρρηθεὶς καθηγούμενος μοναχὸς Θεοδόσιος, τὸν βίον ἐξέλιπεν, ἐγκρατὴς ὁ μέγας τοῦ

ὅλου ὄρους γίνεται καὶ ὁ κλῆρος τῆς κατοικείας εἰς τοὺς κληρονόμους λοιπὸν τοῦ ὄρους μετήνεκτο, τοὺς περὶ τὸν νέον φημὶ

τοῦτον Ἀβραάμ, τὸν ἐκ προγονικῆς μεταναστεύσαντα γῆς καὶ εἰς τὴν δεικνυμένην ἀκολουθήσαντα κατόπιν τοῦ

χρηματίζοντος, παρ’ οὗ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν τὴν τοῦ ὄρους κατάσχεσιν αὐτῷ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ’ αὐτὸν δοθῆναι,

ἀνενδοιάστως ἐγὼ ἀποφαίνομαι. «Δίκαιοι» γάρ, φησι, «κληρονομήσουσιν γῆν καὶ κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐπ’

αὐτῆς». Ἀλλὰ καὶ τὴν μεγίστην ταύτην μονὴν παραλαβών, ὡς ἔφημεν, ἧς ἡ κλῆσις Σύμβολον 75, ὀνόματι δὲ τιμωμένη τῶν

θειοτάτων καὶ μεγάλων ἀρχιστρατήγων, οὐ μέχρι ταύτης ἔστη, ἀλλ’ ἐπεὶ καὶ ἔτι τὸ πλῆθος ἐπεδίδου τῶν ἀδελφῶν, πολλῶν

ὁσημέραι προσερχομένων καὶ τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν αἱρουμένων, ὧν οὐκ ἦν πρὸς ἐκείνου, τοῦ πάντας χριστομιμήτως

σώζεσθαι θέλοντος, οὐδένα ποτὲ ἀποπέμπεσθαι, ὑπερπλήρης δὲ ἦν ἡ λαύρα τῶν μοναχῶν, ἐπὶ τὴν τῶν λεγομένων

παραλαυρίων ἐντεῦθεν μέτεισι σύστασιν, τῶν μοναχῶν τοῖς ἤδη καθεστῶσι τελείοις 76 τὴν εἰς ἰδιάζοντα κελλία ἐφιεὶς

ἀναχώρησιν καὶ χεῖρα τούτοις ἱκανὴν ὀρέγων εἰς τὴν τῶν κελλίων ἀνέγερσιν, τὸν 77 ἐπιτήδειόν τε τόπον ὑποδεικνὺς καὶ τὰ

πολλὰ ταῖς ἰδίαις χερσὶ τῶν ἔργων συνεφαπτόμενος. Οὕτως οὖν ἔχοντος, καὶ δύο πρὸς τοῖς εἴκοσιν συνέστη τὰ παραλαύρια, τὸ

μὲν ὀκτώ, τὸ δὲ δώδεκα, τὸ δέ που καὶ πλείους, οὐδὲν δὲ τῶν ἓξ ἑλάττους ἔχοντα μοναχούς.

16. Ἡ μὲν οὖν περὶ τῆς τῶν μοναστηρίων συστάσεως σπουδὴ τοσαύτη τις τῷ μακαρίῳ εἰσήνεκται καὶ οὕτως οὐρανός τις

ἐπὶ γῆς αὐτῷ τὸ ὄρος ἀποτετέλεστο, ἀνδρῶν οὐκ εὐαριθμήτων ἀθρόον ἀναπεφηνὸς ἐνδιαίτημα, κατὰ συστήματα διάφορα

κοσμίως εὖ μάλα διατεταγμένων καὶ τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ὡς ἐξὸν μετά σώματος, ἀπομιμουμένων, καὶ πρὸς τὴν θείαν

ὁμοίωσιν ταῖς τῶν ἀρετῶν ἀναγώγοις δυνάμεσιν ἀνατεινομένων, ὑφ’ ἑνὶ αὐτῷ καὶ ταξιάρχῳ καὶ πατρὶ καὶ παιδευτῇ καὶ

74 delevi

75 pro Συμβόλου?

76 τελείοις alt. manu in margine inferiore: τελειοτέροις cod. ed.

77 ἔργων post τὸν add. ed.

21
καθηγητῇ. Τί δὲ ἀλλὰ78 τῆς μετὰ τὴν σύστασιν τῶν μοναστηρίων διαμονῆς ἧττόν πως αὐτῷ ἐμέλησεν; Οὐμενοῦν, ἀλλὰ τῆς

αὐτῆς καὶ ταύτην 79 ἀξιώσας σπουδῆς, διὰ πολλῶν ἀποδείκνυται· τέως μὲν γὰρ καὶ τῇδε περιὼν ἔτι τῇ διὰ τῶν θεοδέκτων

εὐχῶν ἀντιλήψει πολλάκις ταῦτα, τῶν ἐπιόντων κινδύνων ῥυσάμενος, διεσώσατο. Καὶ γάρ ποτε πυρὸς ἐπιλαβομένου τοῦ

ὄρους καὶ τὴν περὶ τὰ μοναστήρια ὕλην σφοδρῶς διανεμομένου, ἤδη δὲ καὶ αὐτὰ τὰ μοναστήρια καταλήψεσθαι

διαπειλουμένου, ὡς καὶ τοὺς μοναχοὺς καταφόβους γεγενημένους τῷ πατρὶ προσδραμεῖν καί, «εἴ τι δύνασαι, βοήθησον»,

φάναι, «καὶ σπεῦσον εἰς τὴν βοήθειαν· πρὸς γὰρ ταῖς θύραις ὁ κίνδυνος», αὐτὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲν εἰς τὸν οὐρανόν, τὴν

χεῖρα δὲ κατὰ τοῦ πυρὸς ἀνατείνας καὶ ἀλαλήτως ἐντυχὼν τῷ κλίνοντι τὸ οὖς καὶ τῶν ἐκ βαθέων τῶν ἔνδον ἐνθυμίων

κραζόντων ἀκούοντι, πρὸς ὃν εἴρηται ὅτι «ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι καὶ ἐγκατάλειμμα ἐνθυμίου ἑορτάσει σοι»,

καὶ τὴν τοῦ σταυροῦ σφραγῖδα διατυπώσας, τὴν ἄσχετον ἐκείνην τοῦ πυρὸς εὐθὺς ἐπέσχεν ὁρμὴν καὶ ἀβλαβῆ τὰ μοναστήρια

διετήρησεν. Ἓν δὴ τοῦτο τὸ θαῦμα δυσὶν ἐφάμιλλον παλαιοῖς, τῷ τε κατὰ τὸν τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦν, τὸν ἥλιον δι’ ἐπιτάγματος

τοῦ συνήθους στήσαντα δρόμου, καὶ τῷ κατὰ τοὺς τρεῖς νεανίας, οἵ, τῷ τῆς εὐχῆς ὅπλῳ φραξάμενοι, τῆς Βαβυλωνίας καμίνου

περιγεγόνασιν. Ἄλλοτε πάλιν σεισμοῦ μεγάλου μετὰ τῆς γῆς καὶ τοὺς ἀνθρώπους δεινῶς συνταράξειν μέλλοντος, αὐτὸς τῇ μὲν

ἀπαγορεύσει τοὺς περὶ αὐτὸν συνταράξειν μέλλοντος, αὐτὸς τῇ μὲν προαγορεύσει τοὺς περὶ αὐτὸν μοναχοὺς κατεστήριξε καὶ

ἀσφαλεστέρους τη προσδοκίᾳ κατέστησε (τὸ γὰρ προσδοκηθὲν ἅπαν ἧττον φοβερόν, ἢ τὸ ἀμελέτητον ἐπελθόν), τῇ δὲ διὰ τῆς

εὐχῆς προμηθείᾳ τὴν ἐξ ἐκείνου τοῦ κλόνου ἐσομένην βλάβην παρήνεγκε. Καὶ μὴν ἤδη ἐγγίζοντος τοῦ δεινοῦ, φθάνει πρὸ

μιᾶς ἡμέρας μηνύσας μὲν αὐτοῖς τὴν ἐπέλευσιν, ἀφορίσας δὲ καὶ τὴν ὥραν, προαγγείλας δὲ καὶ τὸ τῆς ἀπαλλαγῆς ἄλυπον καὶ

τοῦτο πάνυ σοφῶς καὶ πανευλαβῶς τῇ πρεσβείᾳ τῆς ἡμετέρας σωτείρας ἐπιφημίσας, τῆς πανυμνήτου παρθένου καὶ

θεομήτορος.

17. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐ80 τοῖς κατ’ αὐτὸν μοναστηρίοις, ἀλλὰ καὶ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ σωτήριον ὁ μέγας εἰργάσατο. Ὃ δὲ

καὶ μόνον τὴν περὶ τὰ μοναστήρια μέχρι παντὸς τοῦ θείου πατρὸς κηδεμονίαν ἱκανὸν παραστῆσαι, τοῦτο καὶ δὴ λέξων

ἔρχομαι. Προσίασι γάρ ποτε τούτῳ τῶν ἀδελφῶν τινες, ἀπορητικῶς διαπυνθανόμενοι, «καὶ πῶς ἆρα», λέγοντες, «ὦ τίμιε

πάτερ, μετὰ τὴν σὴν πρὸς Κύριον ἐκδημίαν διαμενοῦσι τὰ μοναστήρια; Πόθεν δὲ τοῖς τοσούτοις μοναχοῖς ἡ χορηγία

προσέσται τῶν ἀναγκαίων, εἰ μὴ μέλλοιεν ἢ τὴν ἀκτημοσύνην παραιτεῖσθαι καὶ πράγματα ἔχειν αἱρεῖσθαι, παρὰ τὸ οἰκεῖον

ἐπάγγελμα, ἢ καθόλου φεύγειν τὴν ἀναχώρησιν καὶ τὸ μεταχειρισθὲν ἀπορρίπτειν τῆς ἀσκήσεως ἄροτρον, καὶ εἰς τὰ ὀπίσω
κακῶς ἀποστρέφεσθαι, ἢ μὴν καρτεροῦντες αὐτοὶ ἑαυτοὺς προδιδόναι λιμῷ, τῷ δεινῷ τυράννῳ, δυστυχὲς παρανάλωμα;».

Εἶθ’, ὥσπερ τὴν ἀπορίαν ἐπιλυόμενοι, «ἤ», φασί, «καὶ μετὰ τὴν κοίμησιν οὐδὲν ἧττον ἐπαγρυπνήσεις ὑπὲρ τῆς ποίμνης ὁ

ποιμὴν ὁ καλός, καὶ τὰς συνήθεις σοι θαυματουργίας καὶ ὁ τάφος συνεπιδείξεται, καὶ ταύτην ἡμεῖς τοῦ πορισμοῦ τῶν
ἀναγκαίων ἕξομεν πρόφασιν;». Ταῦτα ἐκεῖνοι, μακρὰν τοῦ κατὰ τὸν μέγαν σκοποῦ βάλλοντες, ὁ δέ, «ἵνα τι», φησι πρὸς

αὐτούς, «ὥς τινες τῶν ἀφρόνων ὑμεῖς ἐλαλήσατε; Τί δὲ τὸν πιστὸν ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις αὐτοῦ καὶ ὅσιον ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις

αὐτοῦ ἠθετήσατε τὸν εἰπόντα, «μὴ μεριμνήσητε περὶ τῆς αὔριον τί φάγεσθε», καὶ εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ κρίνα τοῦ

ἀγροῦ παραπέμψαντα, ὧν τοῖς μὲν ἄσπαρτος ἡ τροφὴ καὶ ἀθέριστος, τοῖς δὲ ἀκοπίαστος ἡ περιβολὴ καὶ ἄνηστος, μετὰ

πλείονος ἢ κατὰ τὴν Σολομῶντος δόξαν, τοῦ θαύματος, παρὰ τοῦ ἐν οὐρανοῖς πατρὸς καταπέμπεται, ὃς ἀνοίγει τὴν χεῖρα καὶ

πᾶν ζῶον εὐδοκίας ἐμπίπλησι; Πλὴν ἀλλ’ ἐπεὶ παχεῖς μὲν οὕτως ὑμεῖς καὶ βραδεῖς τὴν διάνοιαν πρὸς τὸ παρ’ ἑαυτῶν εἰς τὴν

ἀξίαν ἐλθεῖν τῆς θείας προνοίας ἔννοιαν, παρ’ ἐμοῦ δὲ ζητεῖτε μαθεῖν τὸν τρόπον τῆς ὑμῖν ἀνηκούσης προνοίας, ἴστε ὡς περὶ

μὲν θαύματος οὐδεὶς ἐμοὶ λόγος, ἐὰν δὲ παρρησίαν εὕρω πρὸς τὸν Θεόν, οὐδὲν ὑμῖν ἐλλείψει τῶν ἀναγκαίων οὐδέποτε». Ἡ

μὲν οὖν ὑπόσχεσις τοιαύτη προκαταβέβληται, πάρεστι δὲ λοιπὸν καὶ τὴν ταύτης ὁρᾶν ἐκπλήρωσιν. Ἰδοὺ γὰρ τριάκοντα πρὸς

τοῖς ἓξ καὶ πρὸς παρέδραμον ἔτη μετὰ τὴν τοῦ πατρὸς κοίμησιν, καὶ ἄνδρες ἐγγύς που τῶν τριακοσίων, γῆς οὐδὲ τοῦ

78 ἆρα ed.

79 scripsi: καὶ την cod., καὶ τηνικαῦτα ed.

80 μόνον post add. oὐ ed.

22
βραχυτάτου κύριοι μέρους, πλὴν ὅσην αὐτοῖς ἡ κατοικία καὶ τὸ λαχανοκήπιον περιείληφεν, ἀπράγμονες πάντες, ἀκτήμονες,

ἀφρόντιδες τῶν ὅσα πρὸς σώματος θεραπείαν καὶ ἐπιμέλειαν, πρὸς οὐδὲν τῶν παρόντων καὶ παριόντων ἐπεστραμμένοι, ὅλον

πρὸς μόνα τὰ μέλλοντα καὶ εἰς ἀεὶ διαμένοντα τὸν νοῦν μεταθέμενοι, τὸ δύσβατον καὶ τραχινὸν ὄρος ἐκεῖνο καὶ μόνον καὶ

πόλιν καὶ κώμην καὶ πατρίδα γινώσκοντες, ἑτέρῳ δὲ τόπῳ παντὶ χαίρειν εἰπόντες καὶ ἁπλῶς τῷ παντὶ κόσμῳ καθάπαξ

ἀποταξάμενοι, ζῶσιν ἀνενδεῆ καὶ αὐτάρκη ζωήν, ἔχοντες, ἀποστολικῶς φάναι, διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τὰ τὴν σωματικὴν

χρείαν ἀρκούντως ἀποπληροῦντα. Ἐντεῦθεν καὶ τὸ81 μετὰ δισταγμοῦ δῆθεν εἰρημένον τῷ θείῳ πατρί, διὰ πολλὴν ἣν εἶχεν

εὐλάβειαν καὶ τὸ φυλάσεσθαι μή ποτε τὸ εἶναι αὐτῷ διὰ τοῦ δοκεῖν ὑπορρεύσειεν, ὡς «ἐὰν εὕρω παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν»,

παρίσταται ἡμῖν ἀναμφίλεκτον. Πληροφορεῖ γὰρ τὴν παρρησίαν ὁ τὴν ταύτης ἐξηρτημένην ὑπόσχεσιν εἰς ἔργον ἀποπεράνας

Θεός. Οὔκουν οὐδ’ ὁ μέγας ἀμφίβολος ἦν περὶ τὴν ὑπόσχεσιν 82, οὐδὲ δισταγμὸν φαίην ἂν ἔγωγε τὴν τῆς ὑποθέσως πρόφασιν,

ἀλλὰ ταύτην μὲν ἄκραν εἶναι ταπείνωσιν, ἐκεῖνον δὲ μηδὲν λαλῆσαί ποτε, ὂ μὴ οὕτως ἔχειν ἐπίστευεν. Ἐπίστευσε γοῦν καὶ

οὕτως διελάλησε τὴν ὑπόσχεσιν, παρενέθηκε δὲ τὴν ὑπόθεσιν ὑπὸ πολλῆς μετριοφροσύνης καὶ τοῦ μὴ θαρρεῖν ἑαυτῷ τὴν πρὸς

Θεὸν εὐαρέστησιν, ἐξ ἧς ἡ παρρισία τοῖς ἀκαταγνώστοις κατὰ συνείδησιν περιγίνεται. Τῷ τοίνυν, «ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα»,

ἐνδιαθέτως προσεπᾴδειν ᾔδει καὶ τὰ ἑξῆς, «ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα, ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος

ψεύστης». Ταῦτα δὴ καλῶς ἐκεῖνος εἰδὼς καὶ τὴν ὑπόσχεσιν πιστεύσας ἐλάλησε καὶ τὴν εὕρεσιν τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας

ἀκόλαστον εἰπεῖν οὐκ ἐθάρρησεν. Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ χάριν παρέχων τοῖς ταπεινοῖς, καὶ τῇ ὑποσχέσει τὸ ἀδιάψευστον δίδωσι καὶ

τὴν χάριν ὁμοῦ τῆς παρρησίας παρίστησι. Πῶς ἂν ἄλλως μᾶλλον ἐφρόντισεν ὁ πατὴρ τῆς τῶν μοναστηρίων διαμονῆς, ἢ Θεὸν

αὐτοῖς ἐπιστήσας προνοητήν;

18. Ἐγὼ δ’ ἐκείνου καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα τε ἡγοῦμαι καὶ θαυμαστὰ καὶ περισπούδαστα τίθεμαι, οἷον κἀκεῖνο. Προσῆλθέ

ποτε τῷ μακαρίῳ ὁ τὴν τοῦ κήπου διακονίαν πεπιστευμένος, ἀδικεῖσθαι λέγων καὶ ζημίαν πάσχειν οὐ τὴν τυχοῦσαν ὑπὸ

λαγῳοῦ, τῷ κήπῳ συχνῶς ἐπιβαίνειν ἐθίσαντος καὶ ἄρτι φύουσι τοῖς λαχάνοις ἐπιβουλεύειν καὶ οὕτω τοὺς πόνους αὐτῷ κενοὺς

ἀπεργάζεσθαι, ἐφ’ ᾧ καὶ ἠξίου τὸν μέγα αὐτὸν ἐπιστῆναι τῷ κήπῳ καὶ αὐτόπτην γενέσθαι τοῦ ἀδικήματος. Ὑπήκουσεν ὁ

πατήρ (ᾔδει γὰρ καὶ τὸν κηπουρὸν υἱὸν ὄντα ὑπακοῆς καὶ σπουδαῖον τά τε ἄλλα καὶ τὴν τοῦ κήπου ἐργασίαν, δι’ ἃ καὶ

μάλιστα ἐφίλει αὐτόν), ἐν τῷ κήπῳ τοίνυν γενόμενος, εὗρε τὸν λαγῳὸν διαβοσκόμενον τὰ φυτά, καὶ δῆτα σμικρόν τινα λίθον

ἄκροις δακτύλοις αὐτῷ ἐπαφείς, ἅμα καὶ προσεμέμψατο, ἠρέμα πως εἰπὼν πρὸς αὐτόν· «πλουσίας σοι προκειμένης ἐκτὸς τοῦ
κήπου νομῆς, τί τὸν κηπουρὸν ἀφρόνως καταβλάπτεις;». Καὶ ὁ λαγῳός, οὐχ ἧττον τῇ τοῦ λίθου βολῇ πτοηθείς, ἢ τῷ λόγῳ

καθάπερ λογικός τις πληγείς, αὐτίκα μετά τινος οἷον αἰδοῦς καὶ ὑποστολῆς ἀνεχώρησε, καὶ τὸ ἀπ’ ἐκείνου διέμεινεν ὁ κῆπος

ἀνεπιβούλευτος, ὥσπερ ἄν εἰ δι’ ἑνὸς ἐκείνου τοῦ λαγῳοῦ πρὸς πάντας τοὺς ἐντρεφομένους τῷ ὄρει θῆρας ὁ τοῦ πατρὸς λόγος
διεκηρύχθη καὶ γέγονεν αὐτοῖς δεσμὸς ἄλυτος μηδὲ τῷ θριγγίῳ τοῦ κήπου πέλας παραχωρεῖν.

19. Ἀλλὰ83 τίς ἂν λόγος πᾶσαν τὴν δαψιλῶς ἐκκεχυμένην ἐκείνῳ χάριν ὑμνῆσαι δυνήσεται, εἰ καὶ μὴ ἀξίως, ἀλλ’ οὖν

ὥστε μὴ πάνυ πολύ τι τῆς ἀξίας ἀποπεσεῖν, τῶν ὄντων τὴν πρόγνωσιν, τῶν ἐσομένων τὴν προαγόρευσιν, τῶν λανθανόντων τὴν

φανέρωσιν, τῶν φανερῶν τὴν διόρθωσιν, τῶν πρακτέων τὴν ὑφήγησιν, τὴν ἀπέριττον ἐκείνην καὶ ἄτυφον καὶ πλήρη πάσης

πνευματικῆς σοφίας διδασκαλίαν, τὴν τῶν θαυμάτων ἐνέργειαν, ἃ καὶ φύσεως ὄρους ἐκβαίνει καὶ ἀριθμὸν ὑπερβαίνει καὶ

λόγου δύναμιν ἀπολείπει καὶ νοῦ κατάληψιν διαφεύγει; Πλήν, ἀλλ’ ἐπεὶ τὸ μὲν πάντα καθ’ ἑξῆς τὰ ἐκείνου πειρᾶσθαι λέγειν,

ἶσον καὶ θάλασσαν ἐξαντλεῖν καὶ ψάμμον ἀπαριθμεῖν καὶ κύτος μετρεῖν οὐρανοῦ (ἐπίσης γὰρ τούτοις ἀδύνατον), τὸ δι’ αὖ

πάντα σιγῇ παρελθεῖν ἐμοί τε τῷ πιστευθέντι τὴν τούτων διήγησιν οὐ τὸν τυχόντα κίνδυνον προξενεῖ, ἀλλ’ ἢ84 τὸν τοῦ

81 correxi: τὸν cod. ed.

82 cod. Kurtz: ἀπόσχεσιν ed.

83 ἀνὰ cod. ante correctionem

84 ἀλλὰ ed.

23
πονηροῦ δούλου καὶ ὀκνηροῦ τοῦ τὸ δεσποτικὸν τάλαντον κατορύξαντος, τοῖς φιλαρέτοις δὲ καὶ τῶν τοιούτων φιλακροάμοσι

ζημίαν ὅσην οὐδὲ μετρίως ὑποίσουσι, φέρε τὴν μέσην βαδίζοντες, τοσαῦτα τῶν ὅλων ἀπολεξάμενοι λέξωμεν, ὅσα καὶ μόνα

ῥηθέντα οὐδὲν ἀποδεῖν τοῦ μετρίου δόξει, ἢ ὡς ἐν κρασπέδῳ παραδεικνύναι τὸ ὕφασμα, κἀν τούτοις δὲ τῆς συμμετρίας τοῦ

λόγου φροντίζοντες, λιτὴν ἐκθησόμεθα καὶ ἀδιάσκευον την διήγησιν. Ἦν τις καὶ ἄλλος Νικόδημος τοῖς ἐν τῆς μεγάλῃ λαύρᾳ

μοναχοῖς συνασκούμενος, εὐλαβείας τε, ὡς εἶχεν, ἀντιποιούμενος καὶ τῷ πατρὶ υἱοπρεπῶς προσφερόμενος. Τούτῳ δόξαν ποτὲ

τοῦ κοινοβίου μεταφοιτῆσαι κατ’ ἔρωτα πλείονος ἡσυχίας καί τι τῶν παραλαυρίων ἰδιαζόντως οἰκῆσαι, προσιόντι τε καὶ

πολλὴν τῷ πατρὶ περὶ τούτου προσάγοντι τὴν ἀξίωσιν, οὐκ ἐπένευεν ὁ μέγας, ἀλλ’ ἀπηγόρευε τὴν μετοίκησιν. Ὁ δὲ καὶ πάλιν

τῷ τῆς ἡσυχίας ἐρεθιζόμενος ἔρωτι, δευτέραν προσῆγε τὴν αἴτησιν, ἡ δὲ ἦν ὥστε κἂν μετὰ τὸ πάσχα (Σεπτέμβριος δὲ ἦν ὁ

ἐφεστὼς τηνικαῦτα μήν), ἐκχωρηθῆναί οἱ τὴν τῆς ἐφέσεως ἀποπλήρωσιν, μηδ’ ἄλλῳ τῷ85 τέως ἐκδοθῆναι τὸ παραλαύριον· Τί

οὖν πρὸς τοῦτον ὁ θεοφόρος πατήρ; «Σύ», φησί, «τέκνον, καὶ πρὸ τοῦ πάσχα μετοικήσεις εἰς τὸ μέγιστον ἡσυχαστήριον».

Ἤνεγκε ταύτην οὐκ ἀταράχως μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡδέως τὴν ἀκοὴν ὁ Νικόδημος, ὡς ἄρα λαβὼν ὑπόσχεσιν τῆς ἐφετῆς

μετοικήσεως, εἴς τι μεῖζον πάντως, οὗπερ ᾐτήσατο, παραλαύριον. Ἀλλὰ τῆς λεγομένης τυρινῆς ἑβδομάδος ἐκείνου τοῦ ἔτους

ἐπιστάσης, σαφῶς ἐπέγνω τῆς προρρήσεως τὸ ἀπόρρητον, αὐτίκα τὸν κάτω κόσμον ὑπεξελθὼν καὶ πρὸς τὸν ἄνω

μεταχωρήσας.

20. Ἕτερος μοναχός, Θεοδόσιος τοὔνομα, μονῆς τινος ἐν τῇ βασιλίδι τῶν πόλεων καλουμένης Ψυχοσώστιδος

καθηγούμενος, τῇ Ἑλλάδι κατά τινα χρείαν ἐπιφοιτήσας, ἀλλὰ μὴν καὶ κατ’ ἔρωτα τῆς τοῦ ἁγίου θέας τε καὶ εὐχῆς, ἐπεὶ καὶ

εἰς ὄψιν αὐτῷ συνῆλθε καὶ ὁμιλίας ἐκείνης ἠξιώθη τῆς ἁπλουστάτης τε καὶ ἡδίστης, καὶ ἀναβολὴ ἐκείνην κατεῖδε τὴν

εὐτελεστάτην καὶ πενεστάτην, οἵαν καὶ τῆς ἐσχάτης ταπεινώσεως ἀκριβέστατον εἶναι σύμβολον, ἅμα δὲ καὶ τὸν ἔνδον καὶ τοῖς

πολλοῖς ἀφανῆ Μελέτιον κατενόησε καὶ τὴν τῆς κατ’ ἐκεῖνον ἀρετῆς δόξαν τῇ εὐτελείᾳ τοῦ φαινομένου παρέβαλε, πέπονθέ τι

καθ’ ἑαυτὸν πάθος ἐπαινετὸν καὶ ψυχῆς οἰκεῖον εὐγνώμονος. Κατέγνω γὰρ κατὰ νοῦν ἑαυτοῦ καὶ τὴν ψυχὴν ἐπλήγη σφοδρῶς,

τὸν ἐκ τοῦ συνειδότος ἔλεγχον ὑφιστάμενος, ὡς ἄρα τῆς μὲν ἔνδον αὐτὸς εὐκοσμίας καταμελῶν, ἧς ἔδει μάλιστα προνοεῖσθαι,

περὶ δὲ τὴν ἔξω προβεβλημένην ἔμπαλιν, ἢ δοκεῖ τοῖς ἁγίοις, ἐπτοημένος. Ἦν γάρ τοι καὶ τὴν ἀναβολὴν εὐπάρυφον ἔχων καὶ

τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν τοῦ σώματος ἁβροτέραν προσεπαγόμενος. Ἤδη δὲ καὶ τοιαῦτα ἄττα86 διελογίζετο, ὡς «ὁ μὲν θαυμάσιος

οὗτος ἄνθρωπος, ἐν οὕτως εὐτελεῖ καὶ περιφρονητέᾳ τῇ καταστάσει, παρὰ πᾶσι μὲν ἀνθρώποις ἐστὶν ἐντιμότατος, παρὰ δὲ
Θεῷ τοσαύτης ἠξίωται παρρησίας, ὡς καὶ ἄλλους δύνασθαι σώζειν, ἐγὼ δὲ ὁ μάταιος, ὁ μηδὲ τὰ ἐκτὸς τῶν ἁγίων μιμούμενος,

ἀλλὰ τοῖς μὴ οὖσιν ὡς οὖσιν ἀδιαφόρως προσκείμενος, πῶς οὐκ ἐν τοῖς μάλιστα κατακρίτοις τάξομαι;». Ταῦτα τοῦ Θεοδοσίου

κατὰ νοῦν στρέφοντος, συνεὶς ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ὥσπερ ἤδη μετεσκευασμένος πρὸς τὸ θειότερον καὶ τὴν ἐξαίρετον τοῦ
Θεοῦ δύναμιν, τὸ καρδίαις ἐμβατεύειν ἀνθρώπων, προσειληφώς, φθάνει μὲν τῇ χειρὶ τὸν τοιοῦτον διαλογισμὸν ἀνακόψας,

μετρίως πως τούτου τὸ στῆθος τύψας, εἶτα καὶ ῥήμασι μειλιχίοις τὸ σκληρὸν καταμαλάττει τῆς καταγνώσεως, ἐπέχει τε πρὸς

ἀπόγνωσιν ἤδη καταφερόμενον. «Ἵνα τί» γάρ, φησιν, «ἀπογιγνώσκεις σαυτοῦ; Οὐκ ἔστιν ἁμαρτία νικῶσα τὴν τοῦ Θεοῦ

φιλανθρωπίαν», καὶ «εἰ μυριοτάλαντον ὀφειλὴν οἶδεν ἀφιέναι ὁ μέγας ἐν ἐλέει καὶ πλούσιος ἐν χρηστότητι Κύριος, πόσα87

μᾶλλον τὰ μικρὰ παρόψεται παραπτώματα;». Ταῦθ’ οὕτως εὐκαίρως παρὰ τοῦ ἁγίου ῥηθέντα, οὐ τὸ τῆς ἀπογνώσεως μόνον

ἐκούφισε βάρος τῷ καθηγουμένῳ τῆς Ψυχοσώστιδος, ἀλλὰ καὶ τὸ θαῦμα προηύξησεν. Ὅθεν καὶ ὡς κρείττονι λοιπὸν ἢ κατὰ

ἄνθρωπον τῷ ἁγίῳ προσεῖχε, καὶ πάντας αὐτῷ τοὺς λογισμούς, ὡς ἐν μηδενὶ λανθάνειν δυνάμενος, ἀνεκάλυπτε καὶ τὸν ἐξ

αὐτῶν ὄχλον ἀπεσκευάζετο, ἐκ τῶν πρὸς ἕκαστον ἐπιτηδείων ὑποθηκῶν τῆς δεούσης τυγχάνων ἐπικουρίας. Τοσοῦτον δὲ τῷ

θείῳ πατρὶ τῆς τοῦ ἀνδρὸς ἐμέλησε διορθώσεως (ἦν γὰρ οὔπω κατηρτισμένος εἰς ἄνδρα τέλειον, ὡς μὴ δεῖσθαι χειραγωγίας

πρὸς τὴν ἄνοδον τῆς κατ’ ἀρετὴν τελειότητος), ὡς, ἐπειδή ποτε καὶ ὑποστροφῆς πρὸς τὴν ἰδίαν μονὴν ἐμέμνητο, πρὸς αὐτὸν

85 τῳ (=τινι) tacite corr. ed., fortasse recte

86 ἅττα cod. ed.

87 an πόσῳ?

24
εἰπεῖν ἐρωτηματικῶς τὸν πατέρα· «ἔχεις ἐν τῇ μονῇ σου γέροντά τινα τῆς μοναχικῆς ὁδοῦ ἐπιστήμονα;». Τοῦ δὲ πρὸς τὴν

ἐρώτησιν ἀποφήσαντος, «ἔχεις 88», αὖθις εἰπεῖν ἀποφαντικῶς, «ἔχεις ὄντως, οὐ μόνον ἑτέρους, ἀλλὰ καὶ αὐτόν σε πρὸς τὰ καλὰ

δυνάμενον ποδηγεῖν, Παῦλον, τὸν ἀνθρώποις μὲν εὐτελῆ φαινόμενον καὶ εὐκαταφρόνητον, τῷ Θεῷ δὲ ἀποδεκτὸν 89 καὶ

εὐάρεστον· οὗτός σοι τὸν ἐμὸν ἐκεῖ γενομένῳ τόπον ἀναπληρούτω». Κατεπλάγη τούτων οὕτω παραδόξως εἰρημένων ἀκούσας

ἐκεῖνος καὶ χάριτας ὡμολόγει διττὰς τῷ πατρί, τῆς τε μέχρι καὶ νῦν ὠφελείας καὶ τῆς εἰς τὸ ἑξῆς προμηθείας. Ἵνα δὲ μὴ καὶ

πρὸς ἀπιστίαν ἐκκυλισθῇ τῷ τοῦ θαύματος ὑπερβάλλοντι ἢ τάχα καὶ εἰς λήθην τῆς καλῆς ταύτης ὑποθήκης ἐξολισθήση, καὶ

δευτέραν ὁ μέγας ἐντολὴν αὐτῷ παρατίθεται, τοῦ ἴσου τε θαύματος ἐχομένην, οἷα καὶ τῆς αὐτῆς ἠρτημένην προγνωστικῆς

χάριτος καὶ τῷ τῆς κατ’ αὐτὴν ἐκβάσεως ἀπαραβάτῳ τηνικαῦτα καὶ πρὸς ὑπόμνησιν τῆς πρώτης ἐναγαγεῖν αὐτὸν δυναμένην.

Εἶχε δὲ οὕτως· «εἰσιόντι σοι», φησίν, «εἰς τὴν μεγαλόπολιν, μελήσει καὶ εἰς τὴν τῆς Περιβλέπτου μονὴν ἀπελθεῖν, ἔνθα τινὰ

τῶν ἐντιμοτέρων εὑρήσεις μοναχῶν τὰ πρὸς τὴν ἐνταυθοῖ παρασκευαζόμενον ἔξοδον, προηγουμένως μέν, ἡμετέρας ἕνεκεν

ἐπισκέψεως, ἐκ παρέργου δὲ καί τινας τῆς μονῆς διακονίας ἀναδεχόμενον. Τοῦτον ἀπ’ ἐμοῦ προσαγόρευσον, «καὶ ἔγνων σου,

τέκνον, τὴν πίστιν», εἰπέ, «καὶ τὴν πρόθεσιν σου πρὸς ἐμοῦ Θεὸς ὁ κἀμοὶ γνωρίσας αὐτὴν προσεδέξατο· ἐκ τῆς μονῆς σου

τοίνυν μὴ σκύλλου, ἀλλ’ ἐν αὐτῇ προσκαρτερῶν, τῆς ἰδίας σωτηρίας ἐπιμελοῦ». Ἀνελθὼν ὁ ἡγούμενος εἰς τὴν βασιλεύουσαν,

τάς τε προρρήσεις εὗρεν ἀδιαψεύστους κἀκ τούτων πρὸς τὴν τῶν ἐντολῶν ἐκπλήρωσιν ὡδηγήθη.

21. Ὅτι <δὲ> 90 μὴ τὰ μοναχικὰ μόνον καὶ ἰδικά, ἀλλὰ καὶ τὰ κοινά τε καὶ κοσμικὰ φροντίδος τῷ ἁγίῳ τῆς δεούσης

ἠξίωτο, ὅπως ἂν εἰρηνικῶς καὶ ταῦτα καὶ ἀσφαλῶς διεξάγοιντο, δείκνυσι τὸ πρὸς τὸν μακαρίτην βασιλέα θαῦμα, τὸν θεῖον

φημὶ Ἀλέξιον. Τῶν γὰρ Κομάνων παγγενεὶ τοῖς Θρᾳκῴοις ἐπιστρατευσάντων τῷ τότε μέρεσι μετὰ βαρείας καὶ ἀνυποστάτου

δυνάμεως, ἐδέησε καὶ τὸν βασιλέα τούτοις ἀντιστρατεύσασθαι. Ὡς οὖν εἶχε καὶ τοῦτον ἡ ἐκστρατεία καί τις Θρᾳκικὴ πόλις,

οὕτω καλουμένη Ἀγχίαλος, σὺν τῷ στρατεύματι ὑπεδέχετο, οἱ βάρβαροι δὲ φονῶντες αὐτίκα παρῆσαν καὶ πρὸς πόλεμον

παρετάσσοντο καὶ τὰ πέριξ τῆς πόλεως ἐληίζοντο, τότε δὴ τότε καὶ ὁ βασιλεὺς ἀντεπεξιέναι τούτοις εἰς πόλεμον ἐβουλεύετο.

Τὸ δὲ ἄρα Θεὸς οὐκ ἐπέτρεπεν, οὐδὲ χρηστὸν ἔμελλε τῷ πολέμῳ πέρας ἀκολουθεῖν, ὡς αὐτίκα δῆλον παρίσταται. Ἔγνωστο

γὰρ ταῦτα καὶ τῷ πατρί, ἐν τῷ ὄρει καθ’ ἡσυχίαν σχολάζοντι, καὶ παρῆν μέν τις αὐτῷ τηνικαῦτα πῶν εὐλαβεστέρων μοναχῶν

καὶ συνήθων (Ἱλαρίων οὗτος, ἡ ζῶσα μέχρι καὶ νῦν τῶν θαυμασίων τούτων διήγησις), παρῆν δὲ τοὺς ἰδίους τῷ πατρὶ

λογισμούς, ὡς ἔθος, ἀνατιθείς. Ὁ δὲ τὴν πρὸς Ἱλαρίωνα διακόψας ἐπὶ μικρὸν ὁμιλίαν καὶ ὥσπερ ἐννεὸς καταστὰς καὶ αὐτὸν
ὁρῶν παρόντα τὸν βασιλέα, «ὅρα», ἔφη, «θαυμαστὲ κύριε Ἀλέξιε, μὴ ἐξέλθῃς τοῦ ἄστεος», καὶ ἅμα τῇ χειρὶ τὸν λόγον

ἐπεσφράγισε πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐκτείνας αὐτήν, ἔνθα κατενόει παρόντα τὸν βασιλέα, καὶ τὸν τοῦ σταυροῦ τύπον

διαχαράξας. Κατεπλάγη μὲν οὖν ταῦτα καὶ ὁρῶν καὶ ἀκούων ὁ Ἱλαρίων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῖς τοῦ πατρὸς ποσὶ προσπεσών,
ἠξίου μαθεῖν, ὅ,τι ποτε καὶ εἶναι βούλεται τὰ τῆς θεωρίας. Πρὸς ὃν ὁ πατήρ, «ὁ βασιλεύς, τέκνον», εἶπε, «τῇ ὥρᾳ ταύτῃ

προέθετο πρὸς πόλεμον τοῖς ἀλιτηρίοις Κομάνοις ἐπεξελθεῖν, καὶ εἰ τὰ τῆς προθέσεως ἐκπληρώσει, τὴν βασιλεύουσαν οὐχ

ὁρᾷ». Ἐπὶ τούτοις προσηύξατο, τὸ θεῖον εἰς σωτηρίαν τῷ βασιλεῖ ἐπικαλεσάμενος, καὶ ἡ εὐχὴ προσεδέχθη καὶ ἡ τοῦ βασιλέως

ὁρμὴ ἐπεσχέθη, καὶ τῶν Κομάνων θαυμασίᾳ τινὶ καὶ θείᾳ προνοίᾳ πρὸς ἀλλήλους ἐπισυστάντων, εἶτα καὶ ἄρδην ἄλλων

ἀλλαχοῦ διασκεδασθέντων, ἥ τε χώρα τῆς ἐκείνων ἐπηρείας ἐκτὸς καθίστατο καὶ ὁ βασιλεὺς μετὰ πολλῆς τῆς ἀδείας

ἀνεζεύγνυ πρὸς τὰ βασίλεια. Ὁ γὰρ Ἱλαρίων τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἐκείνην τὴν τῆς θεωρίας σημειωσάμενος, πόστη τοῦ

ἐφεστῶτος ὑπῆρχε μηνός, εἶθ’ ὕστερον παρά τινων τοῦ βασιλέως ὑπασπιστῶν, παραβαλόντων ὡς τὸν πατέρα, τὰ κατὰ τὸν

βασιλέα πυθόμενος, εὗρε πάντα τὰ τῆς θεωρίας τοῖς συμβεβηκόσιν ἐπαληθεύοντα.

88 correxi: ἔχις cod., ἔχειν ed.

89 ἀπόδεκτον ed.

90 addidi

25
22. Τῆς αὐτῆς ἤρτηται προνοίας καὶ τὸ κατὰ τὸν σεβαστὸν Ἰωάννην, ᾧ Δούκας τὸ ἐκ τοῦ γένους ἐπώνυμον. Εἶχε μὲν

γὰρ τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων ὁ ῥηθεὶς βασιλεύς, ἐτυράννει δὲ τῆς νήσου Κρητῶν, ᾧ91 τὸ ἐπίκλην Καρίκης, καθ’ οὗ καὶ

ναυμαχικὸς ἐξώπλιστο στόλος καὶ τοῦ στόλου δοὺξ ὁ Δούκας οὗτος παρὰ τοῦ βασιλέως προβέβλητο. Οὗτος τοίνυν ἐν τοῖς

Εὐρίπου λιμέσι τὰς νῆας ἐφορμισάμενος, ὡς ἐκεῖθεν τὸν εἰς Κρήτην ἀπόπλουν εὐμαρέστερον ποιησόμενος, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς

τοῦ ἁγίου εὐχὰς καὶ μάλιστα ταύτας, εἴπερ τι ἄλλο τῶν φυλακτικῶν ἢ ἀμυντηρίων ὅπλων, ὁπλίσασθαι. Ἐλθὼν τοιγαροῦν εἰς

τὸν ὅσιον, ἐδεῖτο ταύτας λαβεῖν, ἐφ’ ᾧ τὸν Καρίκην καταγωνίσασθαι. Οὐκ ἐπένευσεν ὁ μέγας πρὸς ταῦτα, ἀσύμφορον εἶναι

φήσας καὶ αὐτῷ καὶ τοῖς ἀμφ’ αὐτόν, τό γε νῦν ἔχον, τὸν ἀπόπλουν. «Τί οὖν», φησὶν ὁ δούξ, «ποιητέον;». «Ἀνακτέον», εἶπεν

αὖθις ὁ μέγας, τὰς τῶν χρηστοτέρων ἐλπίδων ἀγκύρας, τῶν τῆς θείας προνοίας κυβερνημάτων. Εἰ δὲ δεῖ τι καὶ ἀνθρώπινον92

δρᾶν, γραπτέον τῷ Καρίκῃ τὰ πρὸς εἰρήνην, καὶ εἰ κἀκεῖνος τὴν εἰρήνην ἀσπάσεται, ἢ εἰ ταύτην ἐξουθενήσει, τὸν ἄρχοντα τῆς

εἰρήνης ἕξει ἀντίμαχον. Σὺ δὲ πάντως ἐν τῷ Εὐρίπῳ μένε, τὰ τῆς ἐκεῖθεν ἀγγελίας ἀπεκδεχόμενος». Ἐδέξατο τὴν συμβουλὴν ὁ

ἀνήρ (ἦν γὰρ καὶ αὐτὸς νουνεχής τε ταὶ εὐλαβής), καὶ κατ’ αὐτὴν ἔδρασεν, καὶ μετ’ οὐ πολὺ τῆς τοῦ Καρίκη τελευτῆς

ἀγγελθείσης, οὕτω καὶ τὸν πλοῦν ἤνυσεν ἀφόβως, καὶ τὴν νῆσον κατέσχεν ἀμάχως.

23. Καὶ Μιχαήλ ποτε παρεγένετο πρὸς τὸν ὅσιον ὁ Κασταμονίτης εὐλογίας χάριν. Ἅτε δὲ πρὸς ἄνδρα ταπεινώσεως καὶ

εὐτελείας ἔμπρακτον ὑφηγητὴν ἀφιξόμενος, καὶ αὐτὸς εὐτελῶς, ὡς εἶχε, καὶ πενιχρῶς τὴν ὁδοιπορίαν ἐστείλατο. Ἕνα γοῦν

εἶχε τῶν οἰκετῶν, τὸν δοκοῦντα οἱ γνησιώτατον, ἐφεπόμενον. Ὁ δὲ ἦν ἄρα τῶν γνώμῃ πονηρᾷ μᾶλλον, ἢ τύχῃ δούλων, ὁ

δολιώτατός τε καὶ πονηρότατος. Ὡς γὰρ τοῦ τῶν μοναστηρίων ὄρους μόνοι παρήρχοντο τὴν ἀκρώρειαν, ἀναγκαίαν τινὰ

χρείαν ὁ ἀχρεῖος δοῦλος ἐκεῖνος προσποιησάμενος καὶ μικρὸν ὀπισθοπορήσας, φόνον ὁ δείλαιος τοῦ οἰκείου δεσπότου καὶ

συνέλαβεν ὁμοῦ καὶ ὠδίνησε. Μικροῦ καὶ ἀπέτεκεν ἄν, εἰ μὴ προφθάσας ὁ μέγας τὸ μυσαρὸν ἀπήμβλωσε κύημα. Ὁ μὲν γὰρ

τὴν σπάθην σπασάμενος, ὅλῃ χειρὶ καὶ ὅλῳ θυμῷ κατὰ τῆς τοῦ κυρίου κεφαλῆς ἐπῆγεν ὁρμῶν αἰφνιδίως, ἐπέσχε δὲ αὐτὸν τοῦ

τολμήματος ὁ θεῖος πατήρ, φοβερός τις ἀθρόον ἐπιφανεὶς καὶ καταπληκτικὸν οἷον ἀπειλήσας καὶ τῷ σχήματι καὶ τῷ βλέμματι

καὶ οὕτω μεθεῖναι πείσας τὴν χαλεπὴν ἐκείνην ὁρμὴν καὶ πάλιν γενόμενος ἀφανής. Τούτων οὖν οὐδὲν ἔγνωστο τῷ

Κασταμονίτη, ἕως ἅμα τῷ δούλῳ παραγενόμενος, εὗρε τὸν ὅσιον ἐν τῇ τοῦ Συμβούλου μονῇ καθ’ ἑαυτὸν ἡσυχάζοντα. Καὶ ὁ

μὲν αὐτῷ τοὺς οἰκείους λογισμούς, ὡς εἰώθει, ἀνέθετο καὶ τήν τε προσήκουσαν θεραπείαν ἐδέξατο καὶ τὰς εὐχὰς

προσεπεκομίσατο, ὁ δὲ πονηρὸς δοῦλος καὶ πάντολμος, καίτοι κρύπτειν σπουδάζων τὸ τόλμημα, ὅμως ἠλέγχθη παρ’ οὗ καὶ
πληρῶσαι τοῦτο κεκώλυτο, «δεῦρο», φήσαντος, «πρόσπεσον τοῖς ποσὶ τοῦ κυρίου σου καὶ τὸ βουλευθέν σοι μύσος καθαρῶς

ἐξαγόρευσον, ὡς ἂν γνησίως μετανοήσας, οὕτω καὶ τῆς παρὰ Θεοῦ καὶ ἡμῶν ἀξιωθῇς συγχωρήσεως». Ἐφ’ οἷς ἐκπλαγεὶς ὁ

Κασταμονίτης, ὡς δὴ καὶ τὰ τοῦ δράματος ἀγνοῶν, ἀξιώσας τε τοῦτο μαθεῖν καὶ σαφῶς μαθὼν τὸ μὲν παρὰ τοῦ ἁγίου
παραδηλούμενον, τὸ δὲ καὶ παρὰ τοῦ δούλου καὶ ἄκοντος ἐξομολογούμενον, οὕτως ἀπῄει χαίρων ὁμοῦ καὶ θαυμάζων καὶ τῷ

ἁγίῳ μετὰ Θεὸν τὰ τῆς σωτηρίας ἐπιγραφόμενος.

24. Ἔδοξέ ποτε καὶ τῷ δουκὶ Θηβῶν (οὗτος δὲ ἦν ὁ Βρυέννιος), ὡς τὸν μέγαν ἀφικέσθαι καὶ τὰς τούτου εὐχὰς

κομίσασθαι. Χρηστὸς δὲ ὢν ὁ ἀνὴρ καὶ κοινωνικὸς κατὰ Φίλιππον καὶ μὴ τὸ ἑαυτοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ ἑτέρου ζητῶν

κατὰ τὸ θεῖον παράγγελμα, ἠθέλησε τῶν πρὸς γένους οἰκείων τινά, ᾧ Βατάζης ἦν τὸ ἐπίκλην, τῆς αὐτῆς ὠφελείας κοινωνὸν

συμπαραλαβεῖν, «καὶ δεῦρο», φησιν, «ὦ οὗτος, χαριέντως τοὔνομα προσειπών, εἰς τὸν τοῦ Θεοῦ πορευθῶμεν ἄνθρωπον,

ἄνθρωπον, οἷος οὐδέπω σοι καὶ εἰς ὄψιν ἐλήλυθεν, ᾧ καὶ πρὸς βραχὺ συγγενόμενος, πολλὴν ἀποίσεις καὶ μεγάλην ὠφέλειαν,

ἔκ τε τῆς ἐμμελοῦς διδασκαλίας, ἔκ τε τῆς ἁγιοπρεποῦς εὐκοσμίας». Ἀκούσας ἐκεῖνος «διδασκαλίας», «καὶ τί ποτε ἄρα

πλέον», ἀντέφησεν, «ὧν αὐτὸς ἀνέγνων, διδάξαι με δύναται» (ἦν γάρ τοι καὶ παιδείας τινὸς μετειληχώς, καὶ γραφῶν ἱερῶν οὐκ

ἀμύητος, εἰ καὶ ταῦτά γε ἀμαθῶς τε καὶ ἀπαιδεύτως ἐλάλησεν), «ἐγὼ γάρ», φησιν, «ὅσα με διδάξειεν ἐκεῖνος, οἶδα πάντως,

μαθὼν ἀπὸ τῶν γραφῶν». Εἶπε μὲν οὕτως, ἠκολούθησε δ’ ὅμως τῷ δουκί, καὶ ἦλθον ὁμοῦ πρὸς τὸν ὅσιον. Πλὴν ἀλλ’ οὐχὶ καὶ

91 an ὁ?

92 ἀνθρωπικὸν legit ed.

26
ἀμφοῖν ἅμα τῆς αὐτῆς ὁ μέγας καὶ διδαχῆς μετέδωκε καὶ εὐχῆς, ἀλλὰ πρῶτον ἰδίᾳ παραλαβὼν τὸν Βρυέννιον, ἅτε δὴ καὶ

ἀρετῆς τὰ πρῶτα καὶ συνέσεως φέροντα, καὶ τούτῳ τὰ εἰκότα προσομιλήσας καὶ ἐπευξάμενος, οὕτω λοιπὸν προσιόντα τὸν

Βατάζην καὶ λόγους τινὰς πρὸς αὐτὸν κινῆσαι βουλόμενον, προλαβὼν ἐκεῖνος ἠπίως πως, καὶ ὡς πρὶν Ἰησοῦς ὁ Κύριος τὸν

Ναθαναήλ, ὑπομιμνήσκει τῆς ἀντιρρήσεως, «σύ, τέκνον», εἰπών, «ὅσα σοι καὶ εἰπεῖν ἔμελλον, κρειττόνως ἢ ἐγὼ ἐπιστάμενος

ἐμῆς διδαχῆς χρείαν οὐκ ἔχεις». Ταῦτα ἐνέτρεψε μὲν ἐκεῖνον ἀκούσαντα, οὐχ ἧττον δὲ καὶ διώρθωσε, τὴν ἀλαζονείαν

μεταμαθόντα93 καὶ ὅσον τὸ μέσον γνώσεως ἀνθρωπίνης καὶ χάριτος θείας κατανοήσαντα.

25. Πολλοὺς μὲν οὖν (οὐ γάρ ἐστι ῥᾴδιον ὅσους εἰπεῖν), αὐτῷ παρόντας ὁ μέγας ἐβελτίου καὶ κατά τι διολισθαίνοντας

ἐχειραγώγει πρὸς ἐπανόρθωσιν καὶ διδάσκων ἅμα καὶ προλέγων καὶ τὰ δοκοῦντα λανθάνειν εἰς φῶς ἐξάγων καὶ ταύτῃ μᾶλλον

τὴν διδασκαλίαν ποιῶν εὐπαράδεκτον καὶ παντὸς ἀρχέτυπον ἀγαθοῦ τοῖς διδασκομένοις αὐτὸς προδεικνύμενος. Ἔμελλε δ’

ἄρα καὶ μὴ ὁρώμενος τινὰς ἐφορᾶν καὶ σφαλλομένους τοῦ δέοντος καὶ τοῖς ὑπὸ τοῦ πονηροῦ τιθεμένοις ἐχόμενα τρίβου

σκανδάλοις προσπταίοντας, διὰ τῶν ἤδη καθεστηκότων ἀνέχειν καὶ τοῦ πτώματος ἐπαναλαμβάνειν, διεξιόντων τὰ κατ’ αὐτὸν

διηγήματα, οἷόν τι κἀκεῖνο. Τῶν ἀδελφῶν τις ῥαθυμότερον διακείμενος καὶ πρὸς οὕτω λαμπρὰν καὶ φαιδροτέραν ἀκτίνων

ἡλιακῶν ἐκκεχυμένην τῷ ἁγίῳ χάριν ἀντίδωρον ἀρετῆς ἑκὼν ἐπιμύων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῷ πονηρῷ τὸν πόδα τῆς διανοίας εἰς

σάλον ἐνδούς, πρὸς ἕτερον ἔφη συνάδελφον. «Μάτην οἶμαί τινες καὶ πλάνην πάσχοντες λέγουσιν ἅγιον εἶναί τινα καὶ

προφητείας χάριν πλουτεῖν τὸν πατέρα». Ἦν δὲ ἄρα τοῦ ταῦτα λέγοντος ὁ ἀκούων νηφαλεώτερος, ὅθεν καὶ λόγοις αὐτὸν

ἐπιτιμητικοῖς διημείψατο, «οὐκ ἀρκεῖ σοι», φάμενος, «εἰς πληροφορίαν τοῦ δοῦλον εἶναι γνήσιον τοῦ Θεοῦ τὸν πατέρα τὸ

τοσούτοις οὗσιν ἡμῖν τῷ πλήθει, πᾶσιν ἀκτήμοσι καὶ ἀπράγμοσι καὶ μηδένα μηδαμόθεν ἐπιτηδεύουσι πορισμόν, πάντα

διαρκῶς τὰ χρειώδη διὰ τῶν εὐχῶν αὐτοῦ τὸν Θεὸν ἐπιχορηγεῖν;». Ὁ δὲ κατενύγη μὲν καὶ τούτοις πληγεὶς τὰ ὦτα τοῖς ῥήμασι,

καὶ στεναγμῷ τὴν τῆς ἄκρας ῥᾳθυμίας ἀπόθεσιν διεσήμανεν. Ἔτι δὲ πρὸς τελείαν νῆψιν ἐνδεῶς ἔχων, ἐπεὶ καὶ εἰς τὸν πυλῶνα

προβαίη, ξένῳ τινὶ συνήντησε μοναχῷ, ὡς ἐπὶ ξένοις τισὶ θεάμασιν ἢ ἀκούσμασιν, ἐξ αὐτῆς ἐοικότι τῆς ὄψεως θαυμάζειν καὶ

καταπλήττεσθαι, οὗ καὶ πόθεν ἥκοι πυθόμενος καὶ εἰπόντος, «ἀπὸ τοῦ προφήτου», ἀκούσας οὐδὲν ἧττον ἐκείνου καὶ αὐτὸς

ἐκπλήξει γέγονε κάτοχος. Εἶτα, «καὶ τίς οὗτος ὁ προφήτης», αὖθις ἠρώτησε, καὶ «ὁ γέρων ὁ προσκαθήμενος», εἶπεν, «ἐν τῷ

παραλαυρίῳ τοῦ ἁγίου Ἠλιού, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ προφήτης». Ἐκεῖ γὰρ τηνικαῦτα ἡσυχάζων ὁ μέγας ἐτύγχανεν· «ἅμα γὰρ τῆς

φλιᾶς ἐπέβην», φησί, «τῆς κέλλης αὐτοῦ, προφητικῶς τὰ κρυφῇ μοι πραττόμενα διηγόρευσεν, «ἵνα τί, τέκνον», εἰπών, «παντὶ
τῷ κόσμῳ ἀποταξάμενος καὶ τῇ μοναδικῇ βιοτῇ συνταξάμενος, ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἀπόθεσιν τῆς τριχός, τῇ πάλαι συζύγῳ

συμφύρῃ, τί δὲ καὶ εἰς γῆν κατορύττεις δουλοπρεπῶς τὸν μικρὸν πλοῦτον, ὅν σοι Θεὸς εἰς τὴν τῶν μειζόνων ἐμπόρευσιν

ἐνεπίστευσεν, ἀλλ’ ὅσον σοι τάχος, ἄπιθι καὶ τὸν μὲν πένησι διάδος καὶ δι’ αὐτῶν εἰς τὸ οὐράνιον ταμεῖον ἀποθησαύρισον, τῇ
γυναικὶ δὲ νῦν γοῦν τελέως ἀπόταξαι καὶ ὅλῃ ψυχῇ τῷ Θεῷ μετανόησον, μή πως ἀνέτοιμος ἀναρπασθῇς τῆς παρούσης ζωῆς

καὶ οὐχ εὑρήσῃς τὸν ἐξαιρούμενον τῆς ἐκεῖ τοῖς ἀμετανοήτως ἁμαρτάνουσιν ἀποκειμένης κολάσεως». Ταῦθ’ οὕτως ὁ πρῶτος

ἀκροατὴς εἰπὼν πρὸς τὸν δεύτερον, δῆλος ἂν εἴη τὴν ἐκ τούτων αὐτῷ προσγενομένην ὠφέλειαν ἀγαθοπρεπῶς καὶ πρὸς ἕτερον

ἢ ἑτέρους διαβιβάζειν βουλόμενος, ὠφελῶν ἅπερ ὠφέληται, καὶ πολυπλασιάζων τὸ πιστευθὲν αὐτῷ τάλαντον, ὡς εἴη γε τοῦτο

καὶ περὶ ἡμῶν ἄρτι λέγεσθαι καὶ ἀληθῶς λέγεσθαι, τῶν τε γραφόντων ταῦτα καὶ τῶν ὁπωσοῦν ἐντυγχανόντων τοῖς γράμμασιν.

26. Ἀλλ’ ἐπ’ ἄλλην χωρῶμεν θαυματουργίαν. Χειμῶνος ἦν ἀκμὴ καὶ χιὼν ἡ μὲν ἤδη τὴν γῆν κατεκάλυψεν, ἡ δὲ καὶ ἔτι

πολλὴ κατεφέρετο, τὴν δὲ καὶ ἄνεμοι σφοδρὸν πνέοντες μετέωρον συνεσκεύαζον, ὡς εἶναι τῷ τηνικαῦτα πάσας μὲν τὰς ὁδοὺς

ἀβάτους, πάσας δὲ θύρας τῶν οἰκιῶν ἀπροΐτους94 καὶ μηδὲ ταχεῖαν τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ λυποῦντος ἐλπίζεσθαι, ὃ φέρειν οἶδε

παρηγορίαν τινὰ τοῖς πάσχουσι. Τότε τοίνυν ὀλίγον πάνυ περιλελεῖφθαι τὸ ἔλαιον ἐν πυθμένι μικροῦ τινος ἀγγείου τοῖς

μοναστηρίοις συνέβαινεν. Ἀπορῶν οὖν ὁ τῶν τοιούτων ταμίας, ὅθεν καὶ τοῖς ναοῖς εἰς φωταγωγίαν καὶ τοῖς ἀδελφοῖς εἰς

εὐωχίαν ἐπαρκέσει, τοσοῦτον ἔχων τὸ ἔλαιον, μάλιστα τοῦ χειμῶνος ἐπικρατοῦντος καὶ τὴν ὁποθενοῦν ἐπιχορηγίαν

93 μεταμελόντα ed.

94 ἀπροσίτους ed.

27
κωλύοντος, πρόσεισι τῷ πατρὶ καὶ τὴν ἔνδειαν ἀπαγγέλλει σκυθρωπῷ καὶ τῷ φθέγματι καὶ τῷ σχήματι ἱκετεύει 95 τε

προσπεσὼν αὐτὸν ἐκεῖνον εἰς τὸ ταμεῖον ἀφικέσθαι καὶ τὸ περιλειφθὲν ὀλιγοστὸν ἔλαιον εὐλογῆσαι καὶ ὃς ἀφικνεῖται μηδὲν

τὸ παράπαν διστάσας καὶ προσαχθὲν τὸ ἄγγος σφραγίζει μὲν τῇ χειρί, τὸν τοῦ σταυροῦ τύπον χαράξας, εὐλογεῖ δὲ καὶ τῇ

γλώσσῃ, οὕτως εἰπών· «ὁ Θεὸς ὁ πάλαι τὴν ὑδρίαν τοῦ ἀλεύρου καὶ τὸν τοῦ ἐλαίου καμψάκην τῆς Σαραφθίας 96 εὐλογήσας δι’

ἐπιξενισμὸν τοῦ σοῦ θεράποντος Ἠλιοὺ καὶ ἡ ὑδρία οὐκ ἐξέλιπε καὶ ὁ καμψάκης οὐκ ἠλαττόνησεν, αὐτὸς καὶ νῦν τουτὶ τὸ

ἀγγεῖον εὐλόγησον εἰς τὸ πηγάζειν97 ἡμῖν τοῖς ἐνταῦθα συνειλεγμένοις, εἰς δόξαν τοῦ σοῦ ὀνόματος, τὸ ἔλαιον διαρκές, ἄχρις

οὗ θύραν, ἀνοίξεις τῆς εὐδοκίας98 σου». Εἶπε ταῦτα καὶ τὸν Θεὸν εἶχεν εὐήκοον καὶ διήρκεσεν ἐφ’ ἱκανὰς ἡμέρας τὸ ἔλαιον ἐκ

τοῦ πυθμένος ἐκείνου τοῦ ἄγγους, τοσούτῳ πλήθει δαψιλῶς χορηγούμενον, ἕως καὶ ἡ χιὼν διερρύη, καὶ τὸ ἀπ’ ἐκείνου πάσαις

ταῖς πέριξ χώραις διαδοθέντος τοῦ θαύματος, οἱ φιλόχριστοι νεύματι θείῳ διακονούμενοι τοῦ μηδὲν τῆς εὐχῆς τῷ ἁγίῳ

διαπεσεῖν, ἕκαστος τῇ προαιρέσει τὴν δύναμιν συμμετρήσαντες, αὐτάρκη χορηγίαν ἐλαίου τοῖς μοναστηρίοις ἐτήσιον

ἀφιέρωσαν, ἣ καὶ εἰς δεῦρο καλῶς κυρουμένη 99 διατελεῖ.

27. Ἔδει μηδὲ Ῥωμαίους, τοὺς ἐκ τῆς παλαιᾶς φημὶ Ῥώμης, τῶν τοῦ πατρὸς ἀμοιρῆσαι χαρίτων, ἀλλὰ κἀκείνους ἐν

πείρᾳ τε τούτων γενέσθαι καὶ μάρτυρας καθεστάναι τῶν θαυμασίων ἀπαραγράπτους, καὶ διαπρυσίους κήρυκας. Οὗτοι γοῦν

ποτε τὴν εἰς Ἱεροσόλυμα θάλασσαν 100 πλέοντες καὶ περί που τὸν Αἰγιναῖον κόλπον δυσφόρῳ περιτυχόντες ἀνέμῳ, κατῆραν εἰς

Πειραιᾶ λιμένα τῶν Ἀθηνῶν. “O τηνικαῦτα τοίνυν Ἀθήναρχος ὑπόπτους κρίνας τοὺς ἄνδρας, ὡς ἀποσπόνδους ἡμῖν καὶ τὰ

πρὸς βασιλέα δῆθεν ἥκιστα εὔνους, δυσμενῶς αὐτοῖς διετέθη καὶ τὸν ἀπόπλουν οὐ παρεχώρει. Mανθάνουσιν οἱ ἄνδρες

Ἀθήνησιν ἐγχρονίζοντες τὰ κατὰ τὸν ὅσιον (ζητητικὸν γὰρ ὄντως ἡ χρεία, καὶ τοῦ συμφέροντος ὑπάρχει 101 εὑρετικόν), καὶ

πρὸς αὐτὸν καταφεύγουσι τά τε καθ’ ἑαυτοὺς μάλα περιπαθῶς ἀπαγγέλλουσι καὶ τὴν βοήθειαν ἐξαιτοῦσι καὶ αὐτίκα

λαμβάνουσι, μικροῦ καὶ ἧς ἀπῄτουν ἑτοιμοτέραν. Ὡς γὰρ ἔγνω τούτους ὁ ἅγιος γνώμης εὐαρέστου καὶ Θεῷ καὶ τῷ βασιλεῖ

τυγχάνοντας, τοιούτους ὄντας καὶ τῷ Ἀθηνάρχῳ παρίστησι κἀκεῖνος εἰ καί τι ἄλλο τὴν ἀξιοπιστίαν τοῦ μεσιτεύοντος

αἰδεσθείς, πρὸς τὸ χρηστότερον τοῖς Ῥωμαίοις εὐθὺς μεταπλάττεται καὶ τῆς τε ὑποψίας αὐτοὺς ἀπολύει καὶ τῆς ἀκουσίου διὰ

ταύτην αὐτόθι διατριβῆς ὑπανίησιν. Οἱ δὲ καὶ γράμμα βασιλικὸν κομισάμενοι, τὴν ὅπου βούλονται ἄφιξιν ἀκώλυτον αὐτοῖς

βραβευόμενον, τότε μὲν οὕτως ἀπηλλάγησαν, ὕστερον δὲ τῆς πατρικῆς ἀπομνημονεύοντες χάριτος, πολλοὶ κατ’ ἔτος παρῆσαν,

κατὰ συστήματα τῇ μονῇ παραβάλλοντες, περὶ τοὺς πεντήκοντα πολλάκις ἢ καὶ ἑξήκοντα, ἔστι δὲ ὅτε καὶ πλείους, καὶ
συχνότερον ἀφικνούμενοι εὐχάς τε τὰς πατρικὰς κομιζόμενοι, καὶ τῆς τραπέζης μετέχοντες, ὡς καί ποτέ τινα τῶν μοναχῶν,

ὅτε μάλιστα καὶ τῶν ἄλλων ἔνδεια τὴν μονὴν κατεῖχε καὶ τὸ παρασκευαζόμενον ὄψον (ὄσπριον δὲ ἦν), μόλις ἐῴκει καὶ τοῖς

ἀδελφοῖς ἐπαρκέσειν, σχετλιάσαντα προσελθεῖν τῷ πατρὶ καὶ τὴν ἔνδειαν ἀπαγγείλαντα, «κέλευσόν μοι», φάναι, «καὶ
ἀποπέμψομαι τούτους». Τὸν δέ, «μηδαμῶς, ὦ τέκνον, μηδαμῶς», ἀποκρίνασθαι, «ἀλλ’ ὑπτίαις μᾶλλον ὑποδεχώμεθα ταῖς

χερσί· φροντιστὴς γὰρ πάντων ὁ Θεός, ὃς και ἐν ὀλίγοις μυριάδας δύναται τρέφειν». Εἶπε, καὶ τότε μὲν συνεστίους τοῖς

μοναχοῖς τοὺς Ῥωμαίους ἔσχεν ἡ τράπεζα καὶ πάντες εἰς κόρον ἐτράφησαν, μετὰ δὲ τρίτην ἡμέραν παρῆσάν τινες ἔξωθεν

πυλῶνα πατάσσοντες. Καλέσας οὖν ὁ πατὴρ ἐκεῖνον τὸν σχετλιάσαντα μοναχόν, «ἄπιθι, τέκνον», εἶπεν, εἰς τὸν πυλῶνα καὶ τίς

95 ἱκετεύειν cod.

96 Σαραπθίας ed.

97 πηγάσειν ed.

98 εὐωχίας ed.

99 κυρουμένην cod.

100 θάλατταν ed.

101 ed.: ὑπάρ[...] cod.; an ὑπάρ[χον]?

28
ὁ κατ’ αὐτὸν γινόμενος ψόφος κατάμαθε». Ἀπῆλθε, καὶ διανοίξας εὗρε σιτοφόρους ἡμιόνους οὐκ εὐαριθμήτους τινάς, παρὰ

φιλοχρίστων ἀπεσταλμένους εἰς μονήν, καὶ εὑρών, εἰς μνήμην τοῦ τε οἰκείου ἐλήλυθε γογγυσμοῦ καὶ τῆς τοῦ πατρὸς

μεγαλοψυχίας, συνιδὼν δὲ τούτου καὶ τὸ διορατικὸν καὶ ὅτι πάντως εἰς ἔλεγχον τῆς οἰκείας μικροψυχίας τὴν εἰς τὸν πυλῶνα

πάροδον αὐτῷ ἐπέτρεψε, καὶ τὰ μὲν θαυμάσας, ἑαυτοῦ δὲ δικαίως καταγνούς, οὕτω τῇ μετανοίᾳ βελτίων γέγονεν.

27. Ὢ πόσην ὁ μέγας ἐπλούτει τῇ πίστει συμμετρουμένην τὴν δύναμιν, πόσης ηὐμοίρει, καὶ ὑπὲρ τὴν πίστιν ἴσως, τῆς

χάριτος τοσοῦτον πλεονεκτούσης, ὅσον ἐκείνης 102 ὑφῃρεῖτο τῇ εὐλαβείᾳ καὶ τῷ μὴ τὴν οὖσαν ἅπασαν ἐπιδείκνυσθαι, μᾶλλον

δὲ μηδ’ ὁπώσποτε ἐπιδείκνυσθαι, πλὴν ὅτι μὴ χρείας κατεπειγούσης καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀγάπης ἀναγκαζούσης. Ποτὲ

γοῦν κολοκύντης ἑψουμένης 103 ἐν τῷ μαγειρίῳ, ἣ μόνη τοῖς ἀδελφοῖς παρατίθεσθαι ὄψον ἔμελλεν, ἐπεὶ καὶ γεύσαιτο104 ταύτης

ὁ μάγειρος καὶ πικρᾶς οὔσης οὐχ ἧττον, ἢ χολῆς105 αἴσθοιτο106, τοῦτο μὲν εὐθὺς ἀναδραμὼν ἐκεῖνος ἀνήγγειλε τῷ πατρί, καὶ

«ὡς μὴ δευτέρου πάντως ὑπόντος ὄψου, σκληρᾶς μεθέξουσι τῆς τραπέζης οἱ ἀδελφοί». Ὁ δὲ πατήρ, «οὔ», φησιν, «ἀλλὰ

δυνατὸς ὁ Θεός, ὁ τὴν πικρίαν τοῦ τῆς Μερρᾶς ὕδατος πάλαι μεταβαλὼν εἰς γλυκύτητα, καὶ τὴν κολόκυνθαν νῦν ἡμῖν

γλυκᾶναι, ὡς μηδὲ ὄψου δευτέρου δεήσεσθαι». Εἶπε, καὶ παρατεθεῖσαν λοιπὸν εὐλόγησε τὴν κολόκυνθαν, καὶ ἦν αὐτίκα

γλυκεῖα καὶ προσηνὴς τῇ γεύσει καὶ εὔβρωτος.

28. Εἶχεν μὲν οὖν καὶ τὴν τῶν ἰάσεων χάριν, παρ’ αὐτῆς πρώτης τῶν χαρίτων πηγῆς ἀφθόνως ἀπαρρυσάμενος 107, οὔτε δὲ

αὐτὸς ἐπέτρεχεν ταῖς τῶν καμνόντων ἰάσεσι, το φιλόκομπον 108 παραιτούμενος, οὔτε παρ’ ἑτέρων ἀξιούμενος ἑτοίμως ταύτας

παρεῖχε, πρὶν ἢ πρὸ τῆς σωματικῆς νόσου τὴν ψυχικὴν ἐξιάσασθαι. Προσήχθη τοιγαροῦν αὐτῷ τίς ποτε παρὰ τοῦ τηνικαῦτα

τὴν πραιτωρικὴν ἀρχὴν διιθύνοντος Κωνσταντίνου τοῦ Χοιροσφάκτου τῶν ἔνδον ὑπηρετῶν ὁ εὐνούστατος ἐκείνῳ καὶ

οἰκειότατος, δεινῶς ἅμα καὶ δυσιάτως νοσῶν, καὶ πάσης μὲν ἰατρικῆς ἐπιμελείας προσαχθείσης τὸ παράπαν οὐδὲν

ἀπονάμενος, πολλῶν δὲ καὶ ἁγίων ἐπικληθέντων, ἀστοχήσας109 τῆς βοηθείας καὶ καθάπαξ λοιπὸν ἀπεγνωκὼς ἑαυτοῦ, ὡς καὶ

τὴν περὶ τὸν ὅσιον τοῦ πραίτορος πίστιν, καθ’ ἣν αὐτὸς αὐτίκα προσήγετο, διαχλευάζειν καὶ μυκτηρίζειν110, καθ’ ἑαυτὸν

οὑτωσὶ διαλογιζόμενος, «εἰ τῶν ὁμολογουμένως ἁγίων, πολλῶν δή τινων καὶ μεγάλων ἐπικαλεσάμενος τὰς πρεσβείας,

βοηθείας τινὸς οὐκ ἔτυχον, τί ποτε ἄρα παρ’ ἀνδρὸς φάγου καὶ οἰνοπότου καὶ τῶν πολλῶν οὐδὲν διαφέροντος,

ὠφεληθήσομαι;». Ὁ μὲν οὖν οὕτως, οὐχ ἥττω τῆς ἔξω καὶ φαινομένης νόσου, εἰ μὴ καὶ πολλῷ χείρω, τὴν ἔνδον ἐνόσει καὶ

λανθάνουσαν ἀπιστίαν. Ἀλλ’ εἰ καὶ τοὺς ἄλλους ἐλάνθανεν, ἀλλ’ οὔ τί γε καὶ τὸν διορατικώτατον τοῦ μάκαρος ὀφθαλμόν,

ὅθεν ὁ πραίτωρ πολὺς ἦν αὐτῷ ἐπικείμενος καὶ θερμὴν προσάγων ἀξίωσιν, ἅτε δὴ καὶ σφόδρα τοῦ νοσοῦντος ὑπεραλγῶν καὶ

τὴν νόσον αὐτὸς ἰδιούμενος, ἐπιθεῖναι τὴν ὁσίαν χεῖρα τῇ τοῦ κάμνοντος κεφαλῇ καὶ ἱερὰν εὐχὴν ἐπᾷσαι, ᾗ καὶ παρευθὺς

ἐπακολουθῆσαι τὴν ὑγείαν αὐτὸς ἐπίστευεν. Ἀνένευε δὲ ὁ μέγας, μέγα τε καὶ ὑπὲρ ἑαυτὸν εἶναι λέγων τὸ ἀξιούμενον καὶ

ἀνάξιον θεραπείας ἀποφαίνων τὸν πάσχοντα, ὡς διὰ τῆς ἑκουσίου νόσου καὶ ψυχικῆς τὴν ἀκούσιον καὶ σωματικὴν

προσπαίδευσιν ἐπισπώμενον καὶ διὰ τῆς ἀπιστίας τὴν ἴασιν παρωθούμενον. Oὕτω δὲ παραγυμνώσας ἠρέμα καὶ θριαμβεύσας

102 an ἐκείνη?

103 an ἑψομένης?

104 ἐπεὶ καὶ γεύσαιτο cod. Kurtz: ἐπεγεύσατο ed.

105 χολὴ ed.

106 corr. Kurtz: ἔσθητον cod., ᾔσθετο ed.

107 ἀπορρυσάμενος ed., ἀπαρυσάμενος Kurtz

108 φιλόκομψον ed.

109 ἀστοχάσας ed.

110 σατυρίζειν ed.

29
τὰ οὐ καλὰ τοῦ πάσχοντος ἐνθυμήματα καὶ ὑπ’ ὄψιν αὐτῷ τὴν ψυχικὴν καταστήσας νόσον καὶ ταύτην πρῶτον διὰ τῆς

ἐξαγορεύσεως ἀναπείσας ἀποσκευάσασθαι, μετὰ πολλὴν λοιπὸν τοῦ πραίτορος τὴν παράκλησιν, καὶ τὴν σωματικὴν αὐτὸς

ἐξιάσατο, τὴν χεῖρα τῇ κεφαλῇ τοῦ κάμνοντος ἐπιθεὶς καὶ τὴν θείαν ἐπικαλεσάμενος βοήθειαν. Ὁ μὲν οὖν ἑκατέρᾳ νόσῳ

καταλλήλου τυγχάνει τῆς θεραπείας.

29. Ἐντεῦθεν δὲ τῶν περὶ τὸν πραίτορα θερμοτέραν τὴν περὶ τὸν ὅσιον προσλαβόντων πίστιν καὶ συχνότερον τοῖς κατ’

αὐτὸς μοναστηρίοις παραβαλλόντων εὐλογίας χάριν, παρῆσάν ποτε καὶ δύο τινὲς κατὰ ταὐτὸν παραγεγονότες. Ἅμα γοῦν

εἰσῆλθον τὸ μοναστήριον, καὶ τοῦ ἑνὸς ὁ ἵππος ὀπισθοτόνῳ ληφθεὶς συχνῶς κατετείνετο, καὶ ὃς ἀναδραμὼν ὡς τὸν ὅσιον, τὸν

αἰφνίδιον τοῦ ἵππου κίνδυνον ἀπεκλαίετο ἠξίου τε αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν μέγαν ἐν τῷ ἱππῶνι σκυλῆναι καὶ τὸ συμβὰν θεασάμενον

εἰς δύναμιν βοηθῆσαι. Ὑπήκουσεν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος καὶ παραγενόμενος εὗρε μὲν ἐῤῥιμμένον ἤδη τὸν ἵππον, ἠρέμα δὲ

πλήξας αὐτὸν τη ῥάβδῳ καὶ διανίστασθαι κελεύσας, εὐθὺς ὑγιᾶ κατέστησεν. Ἅτερος μέντοι τοῖν ἀνδροῖς ἐκείνοιν, ὑπὸ

λογισμῶν βλασφημίας ὀχλούμενος, ἐρυθριῶν ἧν πρὸς τὴν ἐξαγόρευσιν καὶ διὰ κενῆς ὑποστρέφειν ἠβούλετο. Ἀλλὰ προλαβὼν

ὁ πατήρ, «εἰσένεγκαι», φησὶ πρὸς αὐτόν, «εἰς τὸν κόλπον τὴν χεῖρά σου καὶ αὖθις ἐξένεγκαι», καὶ τοῦτο ποιήσαντα,

προσηρώτησεν εἰ κενὴ τοῦ κόλπου ἡ χεὶρ ἐξελήλυθε. Τοῦ δὲ συνθεμένου, «καὶ σύ», φησιν, «οὕτως ἐντεῦθεν ἐξέρχῃ κενός, μὴ

ἂν ἄλλως χωρῆσαι τὴν εὐλογίαν, ἧς χάριν ἦλθες, δυνάμενος, εἰ μὴ τοὺς ἐνόντας σοι διακένους καὶ ματαίους ἀποσκευάσειας

λογισμούς». Ἤκουσεν ἐκεῖνος καὶ συνῆκεν εὐθύς, καὶ τὴν οὐκ ἀγαθὴν ἀποῤῥίψας αἰδῶ, ταύτῃ καὶ τοὺς ἐνοχλοῦντας

συνεπεβάλετο διὰ τῆς ἐξαγορεύσεως λογισμούς, καὶ τῶν μὲν σαφῶς ᾔσθετο κουφισθεὶς τῆς ὀχλήσεως, λοιπὸν δὲ καὶ τὴν

πατρικὴν εὐλογίαν ἀντεκομίσατο, τὴν μὲν αὐτίκα, τὴν δὲ καὶ εἰσαῦθις, μετά τινος θαυμασίας ἀκολουθίας. Ἕωθεν γὰρ ταῖς

προπεμπτηρίοις εὐχαῖς ἐφοδιαζόμενος, «καὶ νῦν μέν», ἤκουσε παρὰ τοῦ πατρός, «ἐν εἰρήνῃ πορεύθητι, ἴσθι δὲ καὶ τὴν

ἐπιοῦσαν νύκτα μεθ’ ἡμῶν ἐνταῦθα διαναπαυσόμενος». Ὡς γοῦν ἀπῆλθε πρὸς τὸν κύριον ἑαυτοῦ, τὸν μὲν εὗρεν ἰχθύας αὐτίκα

ποθὲν προσαχθέντας περισκοποῦντα διαπέμψασθαι πρὸς τὸν ὅσιον, τῶν ἄλλων δὲ πάντων αὐτὸς ἔδοξε πρὸς τὴν διακομιδὴν

ἐπιτηδειότερος. Καὶ δῆτα λαβὼν τοὺς ἰχθῦς, εἰς τὸ μοναστήριον αὖθις, ἑσπέρας ἤδη καταλαβούσης, παρῆν, κἀκεῖσε κατὰ τὴν

τοῦ ἁγίου πρόῤῥησιν διανυκτερεύσας, οὕτω καὶ δευτέραν τὴν εὐλογίαν ἀπέλαβε.

29. Τοσαύτη περιῆν τῷ ἁγίῳ χάρις τοῦ πνεύματος, ὅτι καὶ τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι μετ’ ἐξουσίας ἐπέταττε καὶ

ἐφυγαδεύοντο. Μοναχὸς γάρ τις, Ἰάκωβος ὄνομα, κατὰ τὸν ἐν εὐαγγελίοις ἱστορούμενον σεληνιαζόμενον, ὑπὸ τοιούτου

πνεύματος λαμβανόμενος, ὅπουπερ ἂν κατελήφθη, κατέπιπτε καὶ δεινῶς συνετρίβετό τε καὶ ἐσπαράττετο καὶ μόλις μετὰ

πολλὴν ὅσην τὴν κακοπάθειαν, ἀπηλλάττετο. Οὗτος ἐν τῷ νάρθηκί ποτε τῆς ἐκκλησίας καταληφθείς, ὕπτιος ἑωράθη τῷ ἁγίῳ

κατερριμμένος, θέαμα αἰσχρὸν καὶ ἐλεεινόν, ἄτακτα τῇδε κἀκεῖσε παρασκαίρων, τοὺς ὀφθαλμοὺς διαστρέφων, τὸ στόμα

παραφέρων, τρίζων τοὺς ὀδόντας, ἀφρίζων ἄσημά τε καὶ ἄγρια κράζων, σαφῶς διὰ πάντων 111 τοῦ ταῦτα ἐνεργοῦντος πονηροῦ

πνεύματος ἐμφαίνων τὴν κακοήθειαν. Τί οὖν ὁ μέγας; Οὐδὲ μετρίας ἐδεήθη διατριβῆς, ἵνα μετά τινος ἀκολουθίας ἐπάξῃ τὴν

θεραπείαν, ἀλλ’ ὁμοῦ πάντα, εἶδεν, ἠλέησε τὸ γινόμενον, ἐνέτυχεν ἀλαλήτως τῷ εἰσακούειν ἑτοίμῳ τῶν φοβουμένων αὐτόν,

ἐπίστευσεν ἀδιστάκτως τῷ πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι, φήσαντι καὶ μόνην τὴν τῆς ῥάβδου κεραίαν, ἣν ἡ πανίερος

περιεπτύσσετο χείρ, τῷ στόματι τοῦ πάσχοντος ἐμβαλών, οὕτως ἐξήλασε τὸ δαιμόνιον, τὸν δὲ τῆς χειρὸς κρατήσας, ἀνέστησε,

σωφρονοῦντα καθ’ ὅλου τὸ ἀπ’ ἐκείνου καὶ ὑγιαίνοντα. Καὶ λαϊκὸς δέ τις τοὔνομα Θεοφύλακτος, τὴν αὐτὴν ἐπήρειαν

ὑφιστάμενος, ἐπειδὴ προσήχθη τῷ ἁγίῳ, δι’ εὐχῆς μόνης τῆς αὐτῆς θεραπείας ἀπήλαυσε καὶ ὑγιαίνων οἴκαδε ἐπανέστρεφε.

Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα παρ’ ἐκείνου γεγενημένα καὶ πολλῷ πλείω τῶν εἰρημένων ὁ λόγος παρέλειπε ἀδιήγητα οὐχ ἥττω

πρὸς λόγον θαύματος, πλὴν ἀλλ’ ἱκανὰ καὶ ταῦτα πρὸς ἔνδειξιν τῆς ἀφθόνως δεδωρημένης αὐτῷ θείας χάριτος. Ἔμελλε δὲ

ἄρα μηδὲ θανὼν καὶ τάφῳ δοθείς, νόμῳ φύσεως ἀνθρωπίνης καὶ τὴν χάριν συγκατάθαψαι. Ἀλλὰ γὰρ ἐπεὶ μετὰ τὴν τῆς διπλῆς

ἡλικίας ἀκροτάτην κατ’ ἀνθρώπους τελείωσιν, λέγω δὴ τῆς ψυχικῆς τε καὶ τῆς σωματικῆς, τραφεὶς ἐν γήρει καλῷ καὶ περί που

111 πάντα ed.

30
τὰ ἑβδομήκοντα γεγονὼς ἔτη, ἃ μέτρον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἀβίαστον 112 ὁ θεῖος Δαυὶδ ὁρίζεται, ἐν εἰρήνῃ λοιπὸν τὸν

ὀφειλόμενον δικαίοις ὕπνον ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη τοῖς πατράσιν, ὧν τὸν βίον ζηλώσας εἰκότως καὶ τῆς

μακαριότητος κεκοινώνηκεν, ὁ μὲν μετὰ πάντων ἁγίων τοῖς ἄνω χοροῖς συναριθμηθεὶς καὶ τῷ προσώπῳ Χριστοῦ τρανότερόν

τε καὶ καθαρώτερον ἐμφανιζομένῳ καὶ αὐτὸς ὀπτανόμενος, καὶ νῦν ἤδη τῶν ὑπὲρ ἀρετῆς ἄθλων τὰ γέρα κομίζεται, τὸ δὲ

τίμιον αὐτοῦ λείψανον ὁ τῶν Ἀσωμάτων ἔχει νεώς, οἷόν τι κειμήλιον ἱερὸν καὶ θεῖον ἀνάθημα, τεθησαυρισμένον μὲν ὑπὸ γῆν,

πάντα δὲ τὸν περίγειον κόσμον κατευοδιάζον ταῖς μυριπνόοις χάρισι τῶν ἰάσεων, ἅς, εἴ τις ἁπάσας ἀναγράφεσθαι βούλοιτο,

καὶ χρόνος ἂν αὐτὸν ἐπιλείψῃ καὶ βίον προσαπολείψῃ113 καὶ προσέτι μενοῦσιν αἱ χάριτες, ἀεὶ τοῦ τάφου ἀθάνατοι

προχεόμεναι. Οὐ περιττὸν δὲ ἴσως ἤδη τῶν μετὰ θάνατον τοῦ ἁγίου θαυμάτων ἐπιμνησθῆναι καὶ οὕτω καταπαῦσαι τὸν λόγον.

30. Ἰάκωβός τις ἐκ τῆς καλῆς ἐκείνης συμμορίας τῶν μεμαθητευμένων τῷ μάκαρι μοναχῶν, ἐν ἡλικίᾳ νεότητος τὴν

σωματικὴν κατεγήρα δύναμιν καὶ παρεῖτο μὲν χεῖρας, παρεῖτο δὲ πόδας, ὅλος δὲ ἀκίνητός τε καὶ ἀνενέργητος καὶ ταύτῃ

νεκροῦ μηδὲν ἀπεοικὼς κατεκέκλιτο114, τοῦτον ὥσπερ τινὰ φόρτον ἄψυχον, μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν καὶ τῇ τῆς πίστεως ζέσει τὸ ζῆν

πιστευόμενον, οἱ ἀδελφοὶ διαβαστάσαντες τῷ ἐδάφει ἐπιρρίπτουσι, ᾧπερ115 ὁ τίμιος νέκρος ὑποκέκρυπται, καὶ παρευθύς, ὢ

τοῦ θαύματος, ἴασις τοῦ τάφου ἐξανεδόθη καὶ ὁ μέχρι τότε παράλυτος, οὐκέτι παραλυτὸς ἦν, ἀλλ’ ὑγιὴς ἐκεῖθεν ἀνήλατο καὶ

χερσὶ χρώμενος καὶ ποσὶ καὶ ὅλος ἐρρωμένος τοῖς βαστάσασιν ἀδελφοῖς συμπαρίστατο καὶ τὸν ὑμνὸν συναπεδίδου τὸν

χαριστήριον.

31. Θηβαῖος δέ τις, ᾧ Βάρδας ὄνομα, παγχαλέπῳ νόσῳ περιπεσών, ἣν ἱερὰν ἰατρῶν παῖδες ὀνομάζειν εἰώθασιν, ἐπὶ τῷ

ταύτης ἀνιάτῳ δεινῶς ἠνιᾶτο καὶ ἐδυσχέραινε καὶ λογισμοῖς ἀκηδίας συνεταράττετο καί, «ὤ, τί τὴν ἀρχὴν ἐξ ὀσφύος

προήχθην πατρός, καὶ ἐν κοιλίᾳ συνελήφθην μητρός, καθ’ ἑαυτὸν διαπορούμενος ἀπεκλαίετο, τί δὲ καὶ συλληφθεὶς οὐκ εὐθὺς

ἠμβλώθην, οὐκ ἄωρος ἐξετρώθην. Ὤ, τί ἐγεννήθην, τί φωτὸς ἔσπασα καὶ ἀέρος, ἢ καὶ σπάσας οὐ νήπιος ἀνηρπάσθην, τί μὴ

πρώην τὸν βίον μετήλλαξα, πρὶν εἰς τόδε φθάσαι τῆς ἡλικίας, ἐν ᾗ τῶν πάντων ἀπεφάνθην ἐλεεινότατός τε καὶ ἀθλιώτατος. Ὤ,

τίς ἄρα πρεσβεύσει τῶν ἁγίων ὑπὲρ ἐμοῦ, καὶ πρεσβεύσας τοσούτου με κακοῦ ἐξαιρήσεται, ὃ καὶ θανάτου χεῖρον αὐτοῦ καὶ

τῶν παγκάκων πάντων τὸ κάκιστον». Ταῦτ’ ἐκεῖνος διενθυμούμενος, ἐπεὶ καὶ εἰς ὕπνον κατενεχθείη, πρῶτα μὲν ἐδόκει τὸ

ὄρος περινοστεῖν, ἐν ᾧ τὰ τοῦ ἁγίου καθίδρυτο μοναστήρια, εἶτα δὲ καὶ εἰς τὸν ναὸν εἰσελθεῖν, ἐν ᾧ τὸ ἱερὸν κατάκειται

λείψανον, καὶ τὴν θείαν αὐτίκα τελουμένην ἱερουργίαν εὑρεῖν, καὶ ἱερέα μέν τινα παρὰ τῷ θείῳ θυσιαστηρίῳ ταῖς μυστικαῖς

εὐχαῖς τὰς αἰτήσεις ἐπισυνάπτοντα, τὸν ἅγιον δὲ πρὸ τῶν ἱερῶν κιγκλίδων τὰς ἐπιφωνήσεις ἀποδιδόντα, καὶ ὠς ἐπιγνοίη

τοῦτον ἐκ τῆς ἀπολαμπούσης τοῦ προσώπου θεοειδοῦς χάριτος, προσελθεῖν τε καὶ τοῖς ποσὶ προσπεσεῖν, καὶ θερμοῖς

προσκλαίων τοῖς δάκρυσι, πρὸς οἶκτον ἐφέλκεσθαι, «ἐλέησόν με», λέγων, «δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἔχεις, οἶδα, πρὸς αὐτὸν

παρρησίαν, ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τετήρηκας καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ πεποίηκας, ἔχεις σύνδρομον τῇ παρρησίᾳ τὴν

πίστιν καὶ τῇ πίστει τὴν δύναμιν, καὶ ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι». Καὶ ἅμα ταῦτα λέγων, φῶς ἰδεῖν μέγα τοῦ

θυσιαστηρίου ἐξανατεῖλαν 116 καὶ τὸν ἅγιον περιλάμψαν, καὶ τὸν τῇ χειρὶ τῆς σαρκὸς ἐφαπτόμενον, τοιαῦτ’ ἐπειπεῖν· «ἰδοὺ

ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου καὶ ἡ σάρξ σου ὑγιής σοι ἀποκαθίσταται. Τοῦ λοιποῦ μηκέτι λυποῦ, ἀλλ’ ἐν εἰρήνῃ πορεύου, τῷ

παιδεύσαντι καὶ πάλιν ἰασαμένῳ σε σωτῆρι Χριστῷ γνησίως εὐχαριστῶν». Ἐπὶ τούτοις ὁ Βάρδας τὸν ὕπνον ἐκτιναξάμενος,

ἅμα ἤρξατο τοῖς οἰκείοις διηγεῖσθαι τὰ ὁραθέντα καὶ καθαρὸς εὐθὺς ὡρᾶτο καὶ ὑγιὴς πλὴν ὅσον βραχύ τι τῆς νόσου σημεῖον

ἐν τοῖς αὐτοῦ χείλεσι περιλείπεσθαι, εἰς μαρτύριον ἴσως, ἵνα πιστεύηται τοῖς μετέπειτα τὸ θαῦμα ἐκδιηγούμενος. Ἔμεινε γοῦν

112 ἀαΐαστον ed., ἀλίαστον Kurtz

113 προαπολείπῃ ed.

114 scripsi: κατακέκλειτο cod. ed.

115 s. l. alt. manu: ὥσπερ cod., οὗπερ ed.

116 ἐπανατεῖλαν ed.

31
ὑγιαίνων τὸ ἀπ’ ἐκείνου, κήρυξ τοῦ θαύματος ἀπαράγραπτος καὶ σιωπῶν καὶ φθεγγόμενος, καὶ δοξάζων τὸν κοινὸν σωτῆρα

καὶ εὐεργέτην, τὸν τοῖς ἑαυτοῦ γνησίοις θεράπουσι καὶ θανοῦσιν ἐνδοξαζόμενον, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

32
Μετάφραση

Καὶ αὐτὸ εἶναι δικό σου χαρακτηριστικό, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ προςὸν ποὺ χαρακτηρίζει τὴν μεγαλοφυΐα σου: ἐξετάζεις

τοὺς βίους τῶν ἐναρέτων ἀνδρῶν καὶ σπεύδεις νὰ καταστήσεις φανεροὺς ἐκείνους ποὺ κατ’ ἐξοχὴν λάμπουν γιὰ νὰ

ὠφελοῦνται ὅλοι, μὴ δίνοντας τὸ δικαίωμα στὸν χρόνο ποὺ εἶναι ὁ πατέρας τῆς λησμονιᾶς117 νὰ ἀποκρύπτει μὲ τὸ πάλιωμα

ὅσα εἶναι ἄριστα, ἀξιομνημόνευτα καὶ ἄξια προβολῆς, γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω ἔτσι. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐξέτασες προσεκτικά,

ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ τὴν ζωὴ τοῦ μακαρίτη Μελετίου ποὺ ἔλαμψες στὴν δική μας γενιά, ἀφήνοντας σὲ ὅσους ἐπιλέγουν νὰ

ἀκολουθήσουν τὸν μοναχικὸ βίο πολλὰ λαμπρὰ παραδείγματα ἀρετῆς, καὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους σου ἀποφάσισες

νὰ τὴν καταστήσεις γνωστή, ἀφοῦ σὲ μένα ἀνέθεσες νὰ καταγράψω τὴν ἀφήγηση ὅσων εἶχες ἐξακριβώσει μὲ βάση τὶς

πληροφορίες σου 118 ἀπὸ πολλοὺς σχετικὰ μὲ ἐκεῖνον, οὕτως ὥστε καὶ στὶς ἐπερχόμενες νὰ διασωθοῦν καὶ νὰ γίνουν

ἀντικείμενο μιμήσεως. Ἐγὼ λοιπόν, τηρώντας καὶ σὲ αὐτὸ τὴν ὑπακοὴ σὲ σένα καὶ ταυτόχρονα ἀποδεχόμενος τὴν ἐντολή

σου119 ὡς κάτι τὸ θεάρεστο καὶ θεϊκό, ἔχω ἔρθει μὲ προθυμία νὰ τὸ ἐκπληρώσω. Ἔχω περισσότερη ἐμπιστοσύνη στὴν δική

σου περισσότερο πίστη καὶ στὶς προσευχὲς τοῦ ἁγίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπικαλέσθηκα τὸν Θεὸ ποὺ δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους

του120 νὰ δώσει καλὴ πορεία στὸν λόγο μου121 καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ θέμα μου.

Ὁ ἅγιος αὐτὸς Μελέτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μουταλάσκη, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προερχόταν καὶ ὁ μεγάλος

Σάβας, ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Σάβας, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς βιοτῆς του ἔκανε νὰ κρυφτεῖ

τὸ φῶς πολλῶν ἄλλων ποὺ ἄστραψαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια, σὰν τὸν ἥλιο ποὺ ὅταν ἀνατέλλει κάνει τὰ ἄστρα νὰ σβήνουν. Ἐνῶ

λοιπὸν εἶχε τὴν ἴδια καταγωγὴ μὲ τὸν μεγάλο Σάβα, μόνος ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἄνθρωποι μεσολάβησαν μεταξὺ τῶν δύο στοὺς

αἰῶνες, εἶχε διατηρήσει μέσα στὴν ψυχή του τὰ ἀκριβῆ ἀποτυπώματα τῆς εὐγένειας ἐκείνου καὶ ἀποδείχθηκε νέος Σάβας στὴν

δική μας ἐποχή, καθὼς ἦταν ἀπαράμιλλη ἡ ἀσκητικὴ ἀρετή του, ὅπως θὰ φανεῖ ἀπὸ τὴν συνέχεια τοῦ λόγου μου. Γονεῖς τοῦ

μακαρίου Μελετίου ἦσαν ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ Σοφία122, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν

θείων ἐντολῶν. Ὑπερεῖχαν ἔναντι τῶν ἄλλων στὴν ἀρετὴ τόσο, ὅσο ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ ἀπολειφθοῦν ὡς πρὸς τὴν ἴδια

ἀρετὴ ἔναντι τοῦ παιδιοῦ τους. Ἴσως μάλιστα τὰ ὀνόματά τους δὲν τὰ εἶχαν πάρει τυχαῖα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ ὅλα τὰ γνωρίζει

πρὶν ἀκόμη δημιουργηθοῦν 123 καὶ δημιουργεῖ σὲ ἀπόλυτη συμφωνία τὸ ἀποτέλεσμα πρὸς τὴν θεοπρεπῆ πρόγνωση,

ἐπιδεικνύοντάς το σὲ ὅσους μποροῦν νὰ τὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς τὰ ἔδωσε γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννιέται κατὰ σάρκα ἀπὸ

τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Σοφία θὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα γέννημα τῆς δικῆς του θείας χάριτος καὶ τῆς δικῆς του σοφίας, ὅπως

ὑποδήλωναν τὰ ὀνόματα. Αὐτὸ καὶ συνέβαινε μὲ καλὸ τρόπο, καὶ ἀφοῦ εἶχε τέτοια καταγωγὴ τὸ παιδὶ καὶ ἀπὸ τὶς δύο

πλευρές, εἶχε ἀνάλογη καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ τὴν ἐξέλιξη: ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία εἶχε καταστεῖ θρέμμα τῆς σοφίας, δὲν ἐννοῶ τὴν

117 Ἴδια ἔκφραση ὑπάρχει στὸ Περὶ ἀζύμων τοῦ Νικολάου Μεθώνης 105, 18-19.

118 Κατὰ Λουκᾶν 1, 1: ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων.

119 Ἴδια ἔκφραση χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο στὸν Βίο τοῦ ἁγίουἈντωνίου (12-13, G.J.M.

Bartelink, Athanase d’Alexandrie, Vie d’Antoine, Paris 2004, σ. 126: ἐδεξάμην παρ’ ὑμῶν τὸ ἐπίταγμα).

120 Β’ Πρὸς Θεσσαλονικεῖς 1, 10.

121 Πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 39, 2, 19 (C. Moreschini, Gregoire de Nazianze, Discours 38-41.

Introduction, texte critique et notes, Paris 1990, σ. 152: ἐπειδὰν εὐοδώσῃ τὸν λόγον ὁ Λόγος).

122 Ἴδια εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τοῦ ἁγίου Σάββα, βλ. H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae

Constantinopolitanae e codice Sirmondiano, nunc Berolinensi, adiectis synaxariis selectis (Propylaeum ad Acta Sanctorum

Novembris), Bruxellis 1902, 281, 1-5.

123 Σωσάννα 35α, 2.

33
αἰσθητὴ μητέρα του, ἀλλὰ τῆς νοητῆς. Τὸν κατάλληλο καιρὸ ἤπιε γάλα καὶ ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς μητέρες. Δὲν εἶχε ἔμφυτες

ἱκανότητες γιὰ εὔκολη πρόσληψη τῶν μαθημάτων, ὅμως ἡ ὑπερβολικὴ ἐπιμέλεια του ἀναπλήρωνε τὸ ὑστέρημα τῆς φύσεως,

ἐπιπλέον βρῆκε καὶ μία μέθοδο σοφὴ καὶ ἀντάξια τῆς θείας χάριτος ποὺ θὰ τοῦ δινόταν στὴν συνέχεια, μέσω τῆς ὁποίας

διόρθωσε τὸ φυσικὸ μεινέκτημά του: ζήλωσε τὴν πίστη τῆς αἱμορροούσης καὶ πιστεύοντας χωρὶς καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἂν

ἀγγίξει τὸ κράσπεδο τῶν ἱματίων τοῦ Ἰησοῦ, θὰ διώξει τὴν φυσικὴ ἀδυναμία του, ὅπως ἔδιωξε ἐκείνη τὴν ἀρρώστια της 124,

πῆγε κρυφὰ στὴν ἐκκλησία, κρύφτηκε μέσα στὴν ἁγία τράπεζα, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπρόκειτο ὁ ἱερέας νὰ τελέσει τὴν θεία

εὐχαριστία καὶ ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀκολουθία, ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι του στὸ θεῖο πέπλο, τὸ ὁποῖο

ὀνομάζεται ἐνδυτή125. Ὕστερα, κρυφὰ πάλι, βγῆκε ἔξω, ἔχοντας, ὅπως πίστευε, πάρει τὴν θεία χάρη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μάθει

ἀμέσως ἀπὸ στήθους τὴν δεύτερη ὠδὴ τοῦ Μωυσέως ὕστερα ἀπὸ μία μόνον ἀνάγνωση. Ἔτσι ἀπογαλακτιζόταν καὶ μὲ τὸν

τρόπο ποὺ ταίριαζε σὲ παιδὶ καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἅρμοζε σὲ ἕναν ἅγιο. Ὑπάκουσε γιὰ ἕνα διάστημα καὶ στὸν φυσικό του

πατέρα, διότι καὶ αὐτὸ εἶναι μέρος τῶν νόμων μας, ὅμως κυρίως ἦταν ὑπάκουος στὸν κατὰ χάρη πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἤξερε

ὅτι τυγχάνει καὶ μεγαλύτερης βοήθειας, ἔχοντας συναίσθηση ὅτι δὲν τρέφεται μόνο μὲ τὸν ἄρτο ποὺ δίνει ἡ γῆ, ἀλλὰ μὲ τὸν

ἄρτο ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ τρέφει τοὺς ἀγγέλους, δηλαδὴ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ126. Γι’ αὐτὸ ἀνέθετε τὴν ζωή του

στὸν Θεὸ καὶ ἦταν πράγματι ἕνας Μελέτιος ὄνομα καὶ πρᾶγμα, ἐπειδὴ μελετοῦσε νυχθημερὸν τὸν νόμο τοῦ Κυρίου127 καὶ

ἔκανε μελέτημά του διηνεκὲς τὶς θεῖες ἐντολές128. Ἄφησε στὰ ἄλλα παιδιὰ τὰ παιχνίδι, ἐνῶ ὁ ἴδιος, καίτοι ἀκόμη παιδί,

ἐπεδίωκε νὰ ἔχει τὴν σύνεση γέροντος. Συχνὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ ἄκουγε τὰ θεῖα λόγια, ἀπολαμβάνοντας κατὰ κόρον

αὐτὴν τὴν τροφή, μέσω τῆς ὁποίας ἐπρόκειτο καὶ νὰ προκόψει κατὰ Θεόν, καὶ νὰ αὐξάνεται ἡ ἡλικία του μαζὶ μὲ τὴν σοφία

καὶ τὴν χάρη, μεταβαίνοντας ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη καὶ ἀπὸ δόξα σὲ δόξα129, μέχρι ὅτου νὰ φθάσει νὰ γίνει τέλειος ἄνδρας

στὴν κατὰ Χριστὸν αὔξηση130. Ὅταν περνοῦσε τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ εἶχε φθάσει δεκαπέντε χρονῶν, οἱ γονεῖς του, μὲ

κοσμικὸ φρόνημα, ἑτοίμαζαν τὸν γάμο του καὶ τοῦ βρῆκαν καὶ νύφη, μὲ τὴν ὁποία νόμιζαν ὅτι θὰ εὐχαριστήσουν τὸν νέο,

βάζοντας στὸν νοῦ τους γάμους καὶ ἑτοιμάζοντας νυφιάτικα τραγούδια. Ὅμως ἐκεῖνος, παρ’ ὅλο ποὺ ὣς τότε ἦταν ἀπόλυτα

ὑπάκουος στοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀγαποῦσε, τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἀποφάσισε νὰ τοὺς παρακάμψει ἐντελῶς καὶ νὰ στρέψει

ὅλη τὴν ἀγάπη του ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸν Χριστό. Τὸ θυμήθηκε ποὺ εἶχε ἀκούσει στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέει: «ἐλᾶτε σὲ

μένα ὅλοι ἐσεῖς ποὺ κουράζεσθε καὶ εἶσθε φορτωμένοι κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω»131, καὶ πάλι, «ἂν ἔρχεται κανεὶς σὲ μένα καὶ

δὲν μισεῖ τὸν πατέρα, τὴν μητέρα του, τὴν γυναῖκα, τὰ ἀδέλφια του, ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι

μαθητής μου, κι ὅποιος δὲν παίρνει τὸν σταυρό του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ, δὲν εἶναι ἀντάξιός μου» 132. Βρίσκοντας τὸν σκοπὸ

τῶν γονέων του ἀσύμβατο μὲ αὐτό, σὲ ὅ,τι τὸν ἀφοροῦσε, μὲ σώφρονα σκέψη, θεωρώντας προτιμότερο νὰ πειθαρχήσει στὸν

124 Κατὰ Ματθαῖον 9, 20-21.

125 Ὀνομάζεται ἐπίσης ἅπλωμα καὶ τραπεζοφόρον, βλ. G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford at

the Clarendon Press 1961, 469

126 Κατὰ Ἰωάννην 6, 31-32.

127 Ψαλμὸς 1, 2.

128 Ψαλμὸς 118, 24 καὶ 99.

129 Β’ Πρὸς Κορινθίους 3, 18.

130 Πρὸς Ἐφεσίους 4, 13.

131 Κατὰ Ματθαῖον 11, 28.

132 Κατὰ Λουκᾶν 14, 26-27.

34
Θεὸ παρὰ στοὺς ἀνθρώπους 133, ἐγκατέλειψε τοὺς γονεῖς του, ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν γάμο καὶ τὶς χαρές του, διότι δὲν εἶχαν

τίποτε τὸ ἀσφαλὲς οὔτε τὸ μόνιμο, ἐνῶ ζημίωναν ὅσους ἐπέλεγαν 134τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, δηλαδὴ τὸν Χριστό, καὶ

ἄφησε πίσω του τὰ πάντα, συγγενεῖς, φίλους, οἰκείους, ἀκίνητα, κινητά, ὅλα τὰ ζῶα, ἀκόμη καὶ τὴν ἀγαπημένη του γῆ τὴν

πατρίδα. Σήκωσε τὸ μόνο ἐφόδιο τῆς σωτηρίας ἐπάνω στοὺς ὤμους του, τὸν σταυρό, ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, ἔφυγε ἀπὸ

τὴν ἀνατολὴ καὶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ πῆγε στὸ πιὸ κατάλληλο γιὰ ἡσυχία μοναστήρι, ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο

παλαιὰ κατοικοῦσε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅταν κοσμοῦσε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς πόλεως, ἔχοντας μέχρι τώρα τὸ ὄνομά

του. Ἐκεῖ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὰ προκαταρκτικὰ τῆς

μοναχικῆς πολιτείας 135, στὸ τρίτο ἔτος ντύθηκε τὸ ἱερὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν καὶ ξεκίνησε ἀκόμη πιὸ τέλειους ἀγῶνες. Δὲν

πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ μὲ τὸν ζῆλο του καὶ τὴν ταχύτητα τῶν ἐπιδόσεών τους ξεπέρασε τοὺς συμμοναστές του ποὺ εἶχαν

μακρὸ χρόνο στὴν μοναχικὴ ζωή. Ἔχοντας ἄπληστη ἐπιθυμία νὰ προχωρήσει μπροστά, καθὼς θερμαινόταν διαρκῶς μὲ τὸ

καλὸ ἔρωτα τοῦ νὰ προοδεύσει ἀκόμη περισσότερο, ἔφυγε ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ τὴν πόλη, θέλοντας νὰ ἀποφύγει νὰ θεωρηθεῖ

μεγάλος συγκρινόμενος μὲ τοὺς συμμοναστές του καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς θορύβους 136 τῆς πόλεως. Ἔφευγε μακριὰ

ἀπὸ τὴν σύγχυση τοῦ κόσμου καὶ ζητοῦσε νὰ κατοικήσει στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία καὶ τὸν Ἰωάννη, περιμένοντας ἐκεῖ νὰ

συναντήσει τὸν Θεό, ὅπως λέει ὁ Δαυίδ, ἐκεῖνον ποὺ σώζει ἀπὸ τὴν ὀλιγοψυχία καὶ τὴν καταιγίδα τοὺς θεράποντές του137 καὶ

τοὺς βάζει νὰ κατοικίσουν μόνους στηριγμένους στὴν ἐλπίδα τους σὲ αὐτόν. Καθὼς λοιπὸν ξεκινοῦσε γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ

στόχου, θεώρησε ἄξιο νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό, καὶ καθιστᾶ ἐκπληρωτὴ τῆς προσευχῆς του τὸν ἔνδοξο μάρτυρα Δημήτριο,

τὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν πόλη καὶ τὴν σορό του ποὺ ἔφερε τὸ ἅγιο του λείψανο, παίρνοντας

τὴν χάρη ποὺ ἀνέβλυζε λόγω τοῦ μύρου. Ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ καὶ στὴν παλαιὰ Ρώμη, γιὰ νὰ ἀναθέσει καὶ στὸν κορυφαῖο

τῶν ἀποστόλων τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς του, κι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἀποπλεύσει στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει. Τότε ὅμως

ἕνας νέος σὰν εὐνοῦχος, εὐπρεπὴς στὴν θέα, εὐγενὴς στὴν συμπεριφορὰ, κόσμιος καὶ εὐχάριστος στὴν συμπεριφορά,

φανερώθηκε μπροστά του τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀφοῦ τὸν χαιρέτησε ὅπως συνηθίζεται καὶ τὸν

συνόδευσε, διότι δῆθεν ἐπρόκειτο νὰ κάνει τὸ ἴδιο ταξίδι, τὸν ρώτησε: μέχρι ποῦ θὰ ταξιδεύσεις ἐσύ;». Ὅταν ὁ ὅσιος τοῦ

ἀπάντησε ὅτι πάει μέχρι τὴν Ρώμη, τοῦ εἶπε: «τὸ ταξίδι στὴν Ρώμη ἂς ἀναβληθεῖ γιὰ ἀργότερα, διότι σὲ ἄλλον καιρὸ εἶναι

καθορισμένο νὰ πᾶς ἐκεῖ, τότε ποὺ θὰ πᾶς καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ, τώρα πρέπει νὰ μεταβεῖς σὲ ἄλλον μάρτυρα, στὸν διάσημο

Γεώργιο, ποὺ σοῦ ἔχει ἑτοιμάσει τὴν κατοικία στὰ νότια μέρη τῆς Θήβας, στὴν περιοχὴ τῆς Ἑλλάδος». Αὐτὰ τοῦ εἶπε ἐκεῖνος

ποὺ τοῦ φανερώθηκε καὶ ἀφοῦ τὸν συνόδευσε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, κατόπιν ἐξαφανίσθηκε. Ὁ ὅσιος κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ

πραγματικά, ὅτι τὸ ὅραμα προερχόταν ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τίποτε ἄλλο καὶ ὑπάκουσε τὰ λόγια ἐκείνου ποὺ τοῦ

φανερώθηκε. Σὰν νὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε ὡς ὁδηγὸ τῆς πορείας του, ἔφθασε στὸ καθωρισμένο μέρος, καὶ βρῆκε ἕναν ναὸ τοῦ

μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ποὺ ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Θήβας ἴσαμε εἴκοσι στάδια καὶ κατοίκησε ἐκεῖ κοντά. Πέρασε

ἀρκετὸ διάστημα ἐκεῖ καὶ κουράστηκε μὲ τοὺς πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του. Δὲν μποροῦσε νὰ μὴν γίνει ἀντιληπτός, παρ’

ὅλο ποὺ αὐτὸ ἐπεδίωκε, διότι σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου δὲν μπορεῖ νὰ κρυβεῖ μία πόλη ποὺ βρίσκεται ἐπάνω σὲ

133 Πράξεις Ἀποστόλων 5, 29.

134 Κατὰ Ματθαῖον 16, 24.

135 Παρόμοια ἔκφραση ὑπάρχει στὸ ποίημα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου Εἰς τὸν ἑαυτοῦ βίον (στίχ. 275-

276, A. Tuilier-G. Bady, Saint Grégoire de Nazianze, Oeuvres poétiques I, 1, Poèmes personelles, II, 1, 1-11, Paris 2004,

σ. 69: Ταῦτ’ ἦν ἀγώνων ὥσπερ ἐγγυμνάσματα/ ἢ καὶ προτέλεια μειζόνων μυστηρίων.

136 Ψαλμὸς 54, 8.

137 Ψαλμὸς 54, 9.

35
ὄρος138. Τὸ δυνατὸ φῶς τῆς ἀρετῆς του ἔλαμπε παντοῦ καὶ μὲ χαρὰ ἀνήγγελλε παντοῦ τὴν παρουσία τοῦ λύχνου139, ὅσοι κι ἂν

ἐκεῖνος δὲν τὸ ἤθελε. Ἔτσι πολλοὺς προσείλκυσε στὸν ἔρωτα τοῦ καλοῦ καὶ τοὺς ζέστανε μὲ τὸν ζῆλο γιὰ τὰ θεῖα, ὥστε νὰ

ἀπαρνηθοῦν ὅλα τὰ ἐγκόσμια, κάνοντάς τους νὰ ἐπιλέξουν τὸν μοναχικό βίο. Αὐτοὺς τοὺς πῆρε νὰ κατοικήσουν μαζί του καὶ

πολὺ γρήγορα μετέτρεψε τὸν μικρὸ ναὸ σὲ μοναστήρι.

Ἐπειδὴ καλὰ τοῦ πήγαιναν τὰ πράγματα καὶ ὁ Κύριος ποὺ χαίρεται μὲ ἐκείνους ποὺ τὸν φοβοῦνται καὶ κάνει τὸ

θέλημά τους 140, εἰσακούοντας τὶς δεήσεις τους καὶ οἰκονομώντας ὅ,τι συντελεῖ στὴν σωτηρία τους, κατηύθυνε καὶ τὴν πορεία

ἐκείνου141, θυμήθηκε τότε καὶ τὰ προηγούμενα σχέδιά του. Ἔθεσε ἐπικεφαλῆς τῶν συγκεντρωμένων ἐκεῖ μοναχῶν ἕνα ποὺ

ὑπερεῖχε στὴν ἀρετὴ καὶ ὁ ἴδιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ρώμη. Ἀφοῦ πραγματοποίησε τὸ τάμα του στὸν ἀπόστολο Πέτρο, πῆρε

ἀπὸ ἐκεῖ τὸν δρόμο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀπόλαυσε τὶς χάριτες ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ

ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία του, ἐπέστρεψε στὴν μονή του ποὺ εἶχε φτάξει, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, κοντὰ στὴν Θήβα, καὶ

ἐπέστρεψε στοὺς μοναχοὺς ποὺ τόσο τοὺς εἶχε λείψει, γιατὶ κι ὁ ἴδιος τοὺς εἶχε ἐπιθυμήσει, δίνοντάς τους μὲ τὴν ἐμφάνισή του

χαρὰ τόση ὅση ἦταν καὶ ἡ λύπη ποὺ τοὺς σκόρπισε προηγουμένως, ὅταν ἔφυγε. Ἐκεῖνοι τὸν πρόσεχαν σὰν ἅγιο λόγω τοῦ

προσκυνήματός του στὰ ἅγια προσκυνήματα καὶ ἦταν βέβαια ἅγιος. Ἀποδίδοντάς του τὸν προσήκοντα σεβασμό, ἔπαιρναν ὡς

ἀντάλλαγμα τὴν εὐλογία του. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του μεγάλο καὶ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαίρεται

ἔναντι κάποιου ἀπὸ ὅσους θεωροῦνται ἐλάχιστοι, ἀντιθέτως ὁ ἴδιος μᾶλλον ἔδινε στοὺς ἄλλους τὸν ἑαυτό του ὡς παράδειγμα

ἀληθινῆς καὶ ἀνυπόκριτης ταπεινοφροσύνης: πρῶτος ἔβγαινε γιὰ τὶς δουλειὲς τὴς μονῆς, τελευταῖος ἐπέστρεφε, μόνος του

ἀναπλήρωνε τὰ ὑστερήματα ὅλων τῶν ἄλλων 142. Σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς παρεῖχε πάντοτε τὰ ἀπαραίτητα ροῦχα καὶ

ὑποδήματα, ἐνῶ ὁ ἴδιος φοροῦσε μόνο ἕνα τρίχινο ἱμάτιο καὶ ἕνα ζευγάρι σανδάλια, κι αὐτά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ

διατηροῦνται καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἀσκήσεώς τους καὶ φθείρονταν, τὰ ἔρραβε πολλὲς φορὲς καὶ τὰ ἐπιδιόρθωνε μὲ

μπαλώματα143. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τὸν θαύμαζαν, διότι, ἐνῶ διακρινόταν τόσο γιὰ τὴν ἀρετή του, εἶχε μεγάλη καὶ τὴν ταπείνωση

ποὺ ὑψώνει τὸν μοναχό. Πίεζε καὶ ταλαιπωροῦσε τὸ σῶμα του μὲ τὴν ἐγκράτεια, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο144, τόσο

ὥστε οὔτε τὸ νερὸ ποὺ σὲ ὅλους παραχωρεῖται ἄφθονο δὲν τὸ ἔπινε τόσο ὅσο νὰ χορτάσει οὔτε τὸ ἔπινε ἐκτὸς προγράμματος.

Κι ὅταν ἀκόμη καμμία φορὰ τύχαινε νὰ βρεθεῖ σὲ πηγὲς διάφανες καὶ καθαρὲς καὶ εὐχαριστιόταν μὲ τὸ θέαμα, ἔφθανε μόνο

μέχρι τὴν ὄρεξη ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἦταν κι αὐτὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅμως ἀπολάμβανε τὸ
νερὸ μόνο μὲ τὸ νὰ πάρει λίγο μὲ μία κούπα, νὰ τὸ σηκώσει ψηλὰ εὐχαριστώντας τὸν δημιουργὸ κι ὕστερα τὸ ἔχυνε.

Συνδυάζοντας τὴν σκληρὴ ἐγκράτεια μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ταπεινότητος, δὲν ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν κοινὴ τράπεζα ποτέ, ἔχοντας

εὐαισθησία γιὰ τὴν ἀσθένεια ὁρισμένων ἀδελφῶν καὶ συγκαταβαίνοντάς στὴν ἀδυναμία του, μιμούμενος καὶ σὲ αὐτὸν τὸν
Ἰησοῦ μου, ποὺ δὲν ἀρνήθηκε λόγω τῆς μεγάλης του συγκαταβάσεως νὰ ἀποκληθεῖ λαίμαργος καὶ οἰνοπότης 145, ὅμως ἡ

συμμετοχὴ αὐτὴ στὴν τράπεζα εἶχε ὡς πρόφαση τὴν κάλυψη τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, ὅμως στὴν πραγματικότητα ἦταν

ἀφορμὴ γιὰ νὰ τραφεῖ ἡ ψυχή του. Ἄρχιζε μὲ ὕμνους καὶ κατέληγε σὲ ὕμνους καὶ μετεῖχε στὰ καρυκεύματα τῶν ἱερῶν

138 Κατὰ Ματθαῖον 5, 14

139 Κατὰ Ματθαῖον 5, 15.

140 Ψαλμὸς 144, 9.

141 Ψαλμὸς 118, 133.

142 Πρὸς Φιλιππησίους 2, 30.

143 Πρβλ. Κατὰ Μᾶρκον 2, 21.

144 Α’ Πρὸς Κορινθίους 9, 27.

145 Κατὰ Ματθαῖον 11, 9 καὶ Κατὰ Λουκᾶν 7, 34.

36
ἀναγνωσμάτων, ἐνῶ πλούτιζε μὲ τὴν λιτότητι καὶ τὴν ἀφθονία τῶν ἀναγκαίων, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε τρυφή. Ἡ συμμετοχὴ

στὴν τράπεζα οὔτε τὸ σῶμα στενοχωροῦσε μὲ τὴν παντελῆ ἔλλειψη τροφῆς, οὔτε τὸ ἔκανε νὰ γίνεται μαλθακὸ μὲ τὸν κορεσμὸ

καὶ μὲ τὸ νὰ τὸ ἐρεθίζει καὶ νὰ τὸ κάνει ἀπείθαρχο. Παρ’ ὅλο ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀσκητικῆς του βιοτῆς ὁ ὅσιος ἱκανοποιοῦσε

τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος μόνο μὲ νερὸ καὶ ψωμί, μέχρι ὅτου νὰ καταστείλει ὅλα τὰ σκιρτήματα τῆς σάρκας, ἀργότερα,

ὡστόσο, ἔκανε πιὸ φιλάνθρωπο τὸν κανονισμὸ τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, προκειμένου ἔτσι νὰ ὑποβοηθήσει τὴν ἀσθένεια τῶν

πολλῶν, ἐπιτρέποντάς του νὰ καταλύουν καθημερινὰ λίγο κρασὶ καὶ ἕνα φαγητὸ μὲ λάδι. Ἐξαιροῦνταν ἀσφαλῶς οἱ ἡμέρες τῆς

νηστείας, ὁπότε ἐπιβαλλόταν μόνον ἡ ξηροφαγία ἢ καὶ ἡ πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε τροφή. Ὅλοι ἐπιτρεπόταν νὰ φᾶνε

ἀπὸ ὅσα σερβίρονταν ὅσο ἤθελε ὁ καθένας, ὁ ἴδιος ἔτρωγε τόσο μόνο, ὅσο νὰ φαίνεται στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι δὲν νηστεύει καὶ

νὰ μπορεῖ νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ ἀντέχει τὸ δυνατὸ καὶ ἀνθεκτικό, χαλύβδινο θὰ ἔλεγε κανεὶς σῶμα του στοὺς ἀφανεῖς καὶ

γνωστοὺς μόνον στὸν Θεὸ ἀγῶνες του, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐξωτερικὲς ταλαιπωρίες ποὺ τὶς ἔβλεπαν ὅλοι. Πολλὲς ἀναμνήσεις

παραμένουν ἀκόμη ἀπὸ αὐτὲς καὶ θὰ παραμένουν γιὰ πολὺ χρόνο. Τὶς βαρύτερες πέτρες, ποὺ φαίνονταν κατάλληλοι γιὰ τὴν

οἰκοδόμηση τῶν ἡσυχαστηρίων κι ἦταν δυσβάστακτες γιὰ τοὺς ἄλλους, τὶς σήκωναν ἐκείνου τὰ ἱερὰ χέρια, ὅπως ἔλεγαν ὅσοι

ἦσαν παρόντες καὶ ἔβλεπαν τὴν μεταφορά τους. Τῶν κήπων καὶ τῶν φυτειῶν ποὺ διατηροῦνται ἀκόμη γύρω ἀπὸ τὰ

μοναστήρια ἐκεῖνα, πρῶτος δημιουργὸς ὑπῆρξε ὁ μακάριος ἐκεῖνος. Ἔτσι μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια ἔκανε καὶ δική του τὴν καύχηση

τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καθὼς ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια146 καὶ ἐπαρκοῦσε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν δικών του μοναχῶν

καὶ τὶς δικές του, διακονώντας ὅπως ὁ Χριστός. Μήπως ὅμως ἄραγε τὸ ὅτι διαρκῶς ὅ ἅγιος κοπίαζε σὲ αὐτὰ τὸν ἐμπόδιζε νὰ

μετέχει στὶς καθωρισμένες συνάξεις στὴν ἐκκλησία καὶ ἀπουσίαζε ἐνίοτε ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη τῶν ἀδελφῶν, ἡ ὁποία ἀπὸ

κοινοῦ ὑμνολογοῦσε τὸν Θεό; Ποιός ὑπῆρχε ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία καὶ μποροῦσε νὰ λέει μαζὶ μὲ τὸν

Δαυὶδ «ἀνοῖξτε μου τὶς πύλες τῆς δικαιοσύνης, θὰ μπῶ σὲ αὐτὲς καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Κύριο» 147. «Στὶς ἐκκλησίες θὰ σὲ

εὐλογήσω, Κύριε» 148, «μέρα καὶ νύχτα καὶ τὸ πρωὶ θὰ διηγοῦμαι τὰ θαυμαστά σου ἔργα καὶ θὰ τὰ διακηρύσσω»149. «Ἑπτὰ

φορὲς τὴν ἡμέρα σὲ εὐλόγησα»150 καὶ «ὅλη τὴν μέρα εἶχα προτεταμένα σὲ σένα τὰ χέρια μου»151; Διότι ὁ ἴδιος γιὰ τὸ κάθε τι

ἔβρισκε τὸν χρόνο ποὺ χρειάζεται καὶ μὲ ὅλες τὶς πράξεις του σὲ κάθε καιρὸ εὐλογοῦσε τὸν Θεό152. Ποιά ἄραγε καταγραφὴ

μπορεῖ νὰ καταγράψει μὲ τρόπο ἀξιόπιστο τοὺς κόπους ποὺ ὑφίστατο στὸν ἰδιωτικὸ χῶρο, ὅταν ἔμπαινε στὸ κελλί του153 καὶ

ἔδιωχνε τοὺς ἐξωτερικοὺς περισπασμούς, προσευχόμενος στὸν πατέρα μας ποὺ βλέπει ὅλα τὰ κρυφά, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς

ψαλμωδίες του, τὶς σκληρὲς ἐκεῖνες ὀρθοστασίες, τὶς γονυκλισίες ποὺ ξεπερνοῦν κάθε ἀριθμό, τὰ χτυπήματα στὸ στῆθος, τὶς

πηγὲς τῶν δακρύων, ποὺ ἔτρεχαν ὁρισμένες φορὲς ὅλη νύχτα, καὶ γενικὰ τὴν ἄλλη κρυφὴ ἐργασία τῆς ἀρετῆς; Ἅρμοζε

πραγματικὰ γιὰ κεῖνον ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ Δαυὶδ, «τὴν νύχτα ξυπνοῦσα γιὰ νὰ ἐξομολογηθῶ σὲ σένα καὶ νὰ κριθῶ ἀπὸ τὴν

δικαιοσύνη σου» 154, καὶ πάλι ἐκεῖνο, «πρόφτασα σὲ ἄωρη στιγμὴ καὶ φώναξα, στὰ λόγια σου εἶχα τὴν ἐλπίδα μου καὶ

146 Α’ Πρὸς Κορινθίους 4, 12.

147 Ψαλμὸς 117, 19.

148 Ψαλμὸς 25, 12.

149 Ψαλμὸς 54, 18.

150 Ψαλμὸς 118, 169.

151 Ψαλμὸς 87, 10.

152 Τωβίας 4, 19.

153 Πρβλ. Κατὰ Ματθαῖον 6, 6.

154 Ψαλμὸς 25, 12.

37
«πρόφθασαν τὰ μάτια μου στὸν ὄρθρο νὰ μελετῶ τοὺς λόγους σου»155. Πολὺ πιὸ ταιριαστὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ: «ὁλόκληρες

νύχτες σὰν νὰ ἦσαν ἡμέρα διατηρήθηκα ξύπνιος» 156 καὶ νὰ προσθέτει σὲ αὐτά: «κοπίασα φωνάζοντας, βράχνιασε ὁ λάρυγγάς

μου καὶ ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς στεναγμοὺς μου κόλλησε τὸ ὀστὸ στὴν σάρκα μου. Ἔγινα ὅμοιο μὲ πελαργὸ τῆς ἐρήμου,

ξαγρύπνησα καὶ ἔγινα ὅμοιος μὲ σπουργίτι μοναχικὸ στὸ δῶμα ἐπάνω καὶ σὰν νυχτοκόρακας σὲ χωράφι»157. «Ἡ ψυχή μου

κόλλησε στὸ ἔδαφος»158, κάνοντας μετάνοιες τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μαζὶ μὲ τὴν σάρκα, ταπεινωμένη ἐνώπιον τῆς κραταιᾶς

χειρὸς τοῦ δεσπότου. Ὅμως δὲν ξέρω πῶς νὰ προσαρμόσω στὴν περίπτωση τοῦ ὁσίου τὸ ψαλμικὸ ἐκεῖνο, «θὰ λούσω κάθε

νύχτα τὸ κρεββάτι μου καὶ θὰ βρέξω τὸ στρῶμα μου μὲ τὰ δάκρυά μου»159, ἐκτὸς ἂν ἐκλάβω ὡς στρῶμα καὶ κρεββάτι τὴν

ψάθα ἡ ὁποία ἦταν ριγμένη στὸ ἔδαφος καὶ στὴν ὁποία ξάπλωνε μετὰ ἀπὸ πολλοὺς καὶ ἀνυπόφορους μόχθους, ἀναπαύοντας

τὸ ταλαιπωρημένο κορμί του, ρίχνοντας λίγο νερὸ γιὰ ἀνακούφιση στὸ πυρωμένο σίδερο, καὶ ἑτοιμάζοντάς το πάλι γιὰ νέους

ἱδρῶτες καὶ κόπους. Τόσο μόνον κοιμόταν, ὅσο νὰ μὴν δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι σταματᾶ ποτὲ νὰ λέγεται μὲ τὰ χείλη του ἡ

σοφὴ ἐκείνη ρήση: «ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδιὰ μου ἀγρυπνεῖ»160, ἀλλὰ νὰ ξυπνᾶ πάλι καὶ νὰ ἀρχίζει νὰ ψέλνει: «Ἐγὼ

κοιμήθηκα, ξύπνησα, διότι ὁ Κύριος θὰ μεριμνήσει γιὰ μένα»161. Ἔτσι πλούτιζε μὲ τοὺς καρποὺς τῆς προσευχῆς, σπείροντας

μὲ δάκρυα, ἀλλὰ θερίζοντας μὲ ἀγαλλίαση πλούσια τὴν σοδειά162.

Ἔπρεπε ὅμως νὰ γευθεῖ καὶ τοὺς πόνους τῶν καρπῶν του, ὅπως ἦταν ἡ ὑπόσχεση, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ στὰ πνευματικὰ

θέματα μία παράδοξη μορφὴ συγκομιδῆς. Διότι οἱ πόνοι καὶ οἱ καρποὶ βρίσκονται σὲ ἀντιστοιχία μεταξύ του ἢ μᾶλλον

ταυτίζονται μὲ κάποιο τρόπο, ἡ διαφορά του εἶναι μόνον λεκτική, διότι μὲ τὸ ποὺ μοχθεῖ κάποιος στὴν ἀρετὴ παίρνει

ταυτοχρόνως καὶ τοὺς καρποὺς τῶν μόχθων του καὶ ὁ πόνος ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἡ

ἀπόλαυση τοῦ καρποῦ. Ἡ ἀπόλαυση αὐτὴ ἀντιστοίχως ὀνομάζεται πόνος. Ἂς δοῦμε λοιπὸν καὶ ἐδῶ πῶς συνέβαινε καὶ αὐτὸ

στὸν ἅγιο καὶ μὲ ποιόν τρόπο ἀπεκόμιζε τοὺς πόνους τῆς ἐπίπονης καὶ ἐντατικῆς ἐργασίας του στὴν ἀρετή. Ποτὲ αὐτὸς δὲν

ἔβαλε τὸ πόδι του σὲ σάλο καὶ ὁ φύλακας ἄγγελός του ποτὲ δὲν νύσταξε163. Ὅμως ὁ σκολιὸς καὶ πολυμήχανος ὄφις ποὺ

παραφυλᾶ νὰ δαγκώσει τὴν πτέρνα ἐκείνων ποὺ πατοῦν τὸ κεφάλι του164 δὲν ἄντεξε νὰ βλέπει τὴν τόση ἀρετὴ τοῦ ἀνδρὸς νὰ

προχωρεῖ μπροστὰ τόσο καλά, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀρετὴ τοῦ ἔδινε πολλὰ καὶ καίρια πλήγματα στὸ κεφάλι, καὶ

ἀποπειράθηκε νὰ πλήξει σὲ ἀντίποινα ἐκεῖνον ποὺ τὸν κτυποῦσε 165, δημιουργώντας φρικτοὺς πόνους σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα

του. Πῆρε τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ σκληραγωγία του. Ἰδιαιτέρως τοῦ ἔπληξε τὰ πόδια μὲ κακοήθη ἀποστήματα,
ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι ἔτσι θὰ ὑποσκελίσει τὸν ἀντίπαλό του καὶ θὰ τὸν καταστήσει πιὸ ἀδύναμο καὶ νωθρὸ στὴν πάλη ἐναντίον

του. Ὅμως χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ ἐκεῖ ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ τὸν νικήσει, στὴν πραγματικότητα ἔκανε τὴν δική του ἧττα ἀκόμη

155 Ψαλμὸς 118, 147-148.

156 Ψαλμὸς 68, 4.

157 Ψαλμὸς 101, 6-8.

158 Ψαλμὸς 118, 25.

159 Ψαλμὸς 6, 7.

160 Ἆισμα Ἀισμάτων 5, 2.

161 Ψαλμὸς 3, 6.

162 Ψαλμὸς 125, 5

163 Ψαλμὸς 120, 3.

164 Γένεσις 3, 15.

165 Πρβλ. Ἰὼβ 2, 7.

38
πιὸ περιφανῆ καὶ μετάνοιωσε πολὺ πικρὰ ἀργότερα, διότι τόλμησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει

τὸν σπουδαῖο αὐτὸν ἄνδρα, ὅπως παλαιὰ τὸν Ἰώβ 166, διότι τὸν πῆρε καὶ τοῦτον, ἕναν τόσο σημαντικὸ ἄνδρα, γιὰ νὰ κάνει

ἐπίδειξη τῆς δικῆς του κακίας καὶ πανουργίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φανεῖ ἀκόμη περισσότερο δίκαιος ὁ δίκαιος. Μιὰ καὶ δὲν

βρῆκε λοιπὸν οὔτε χρήματα οὔτε κοπάδια ζώων 167 γιὰ νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ τὸν στενοχωρήσει ἀφαιρώντας τά του (διότι πῶς

μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ στὸν ἀκτήμονα Μελέτιο ποὺ τὰ ἔδωσε ὅλα καὶ πῆρε τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἐκεῖνο μαργαριτάρι 168,

ποὺ τὸ ἔκρυψε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, δείχνοντας στοὺς συνταξιδιῶτες του ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἴδια μέθοδο;),

ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε παιδιὰ σαρκικὰ γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ σὲ αὐτά169, διότι ὁ ἀθλητὴς εἶχε προφθάσει νὰ ξεφύγει καὶ

ἀπὸ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἐφ’ ὅσον διάλεξε τὴν παρθενικὴ ζωὴ τῆς ἀγαμίας, ἐπιτέθηκε μὲ σφοδρότητα στὰ πνευματικὰ παιδιά

του ποὺ τὰ εἶχε γεννήσει ἐν Χριστῷ. Ἔπεσε ἐπάνω τους σὰν ὁρμητικὴ ἀνεμοθύελλα καὶ ἄφησε νὰ ξεχυθοῦν πάνω τους ὅλοι οἱ

ἄνεμοι τῆς πονηρίας. Ἄλλοι τὸν ἀπέκρουσαν, ἐπειδὴ τοὺς βρῆκε σταθερώτερους, καθὼς εἶχαν στήσει τὸ θεμέλιο τῆς οἰκίας

τους στὴν στέρεη πέτρα, ὅμως βρῆκε καὶ μερικοὺς ποὺ εἶχαν σὰν ἄφρονες οἰκοδομήσει τὸ σπίτι του πάνω στὴν ἄμμο. Τοὺς

κλόνισε τὸ σπίτι καὶ τοὺς κατέχωσε μέσα στὰ ἐρείπια170. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ τίποτε τὸ παράδοξο, ἂν κατάφερε κι ἐδῶ νὰ κάνει

τὴν δουλειά του ἐν μέρει. Ἀκόμη καὶ στὴν θεία χορεία τῶν ἀποστόλων μέσα πῆρε τὸν Ἰούδα. Ὅμως ἐδῶ, ἐκτὸς ἀπὸ δύο ἢ

τρεῖς ποὺ ἔπεσαν, ὑπέστη γενικῶς ἀτιμωτικὴ ἧττα. Ὅμως ἡ ἀφήγηση μὲ λεπτομέρειες σχετικὰ μὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ περιμένει

λίγο, ὁ λόγος μου πρῶτα βιάζεται νὰ περιγράψει μὲ περισσότερη παραστατικότητα τὴν πληγὴ στὸ σῶμα τοῦ ἀθλητοῦ αὐτοῦ,

γιὰ νὰ δείξει πῶς καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν δοκιμασία ὑπερίσχυσε χάρη στὸν Χριστὸ ποὺ τὸν ἐνδυνάμωνε καὶ τί εἴδους καρποὺς

τῆς ὑπομονῆς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ στεφάνια πῆρε τελικά. Καὶ τὰ δύο πόδια τοῦ ἁγίου ὑπέφεραν καὶ τὸ πρήξιμο τὸ ἀκολουθοῦσε ἡ

φλεγμονὴ καὶ τὴν φλεγμονὴ ὁ πόνος. Τὸν ὄγκο τῶν σημείων ποὺ εἶχαν πρησθεῖ τὸν αὔξανε ἡ παραγωγὴ τοῦ ὑγροῦ ποὺ

προκαλοῦσε τὸν πόνο. Τὴν συγκέντρωση τοῦ ὑγροῦ τὴν εὐνοοῦσε ἡ ὑπερβολικὴ ὀρθοστασία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ ἡ

ἀδιαφορία του γενικὰ γιὰ τὶς ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματός του. Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος ὑπέφερε ὅλο καὶ μεγαλύτερους

πόνους, ἐνῶ ἡ καλὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν καὶ συνασκητῶν του ἔκανε δικούς της τοὺς πόνους του καὶ ἔτσι ὁ καθένας τους

ὑπέφερε, σὰν νὰ εἶχε μόνον ἐκεῖνος τὸν πόνο.

Ἐνῶ ὁ ἅγιος βρισκόταν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι ἕνας γιατρός. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ μοναχοὶ κι

ἔμαθαν ποιός εἶναι, σὰν νὰ εἶχαν δεχθεῖ ἕνα θεόσταλτο ἀγαθό, τὸν πῆραν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἅγιο. Τοῦ ἔλεγαν μὲ
ἰδιαίτερη συγκίνηση τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ προσφέρει κάθε βοήθεια μὲ τὴν τέχνη του.

Ἐκεῖνος ὑποσχόταν νὰ τὸ κάνει. Ὁ Μελέτιος ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἄρρωστος, ἀντιμετώπιζε μὲ φιλοσοφικὴ

καρτερία τὸ ζήτημα καὶ δὲν ἔδινε σημασία, τόσο ποὺ δὲν εἶπε λέξη γιὰ τὸ πάθημά του στὸν γιατρό. Ἀντίθετα τὸν κοίταξε
προσεκτικὰ καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξέτασε, πρὶν τὸν δεῖ μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, μὲ τὰ μάτια τοῦ νοῦ, εἶδε τὸν κρυμμένο γιατρὸ μὲ τρόπο

νοερὸ καὶ τοῦ εἶπε: «γιατρέ, πρόφθασε καὶ θεράπευσε πρῶτα τὸν ἑαυτό σου171 καὶ κάνε τὴν διαθήκη γιὰ τὸ σπίτι σου, διότι

μετὰ ἀπὸ δύο μέρες δὲν θὰ κατοικεῖς πιὰ ἐκεῖ, ἀλλὰ θὰ μεταβεῖς στὴν μονὴ ποὺ ἑτοίμασες ὁ ἴδιος μὲ τὶς πράξεις σου». Τὰ εἶπε

ὁ ἅγιος αὐτά, ὁ γιατρὸς τὰ ἄκουσε καὶ ἡ ἔκβαση ποὺ συμφώνησε μὲ τὴν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου τὰ ἐπεκύρωσε. Αὐτὰ σχετικὰ μὲ

τὸ θαῦμα τῆς προοράσεως τοῦ ἁγίου. Ὅμως ὁ λόγος μου, παρ’ ὅλο ποὺ βιάσθηκε κι ἀναφέρθηκε σὲ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ποὺ

ἔπεσε μέσα στὴν ἀφήγηση ἐξ ἀνάγκης, θὰ ἐπιστρέψει στὴν πληγή, θέλοντας νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα περισσότερο.

166 Ἰὼβ 1, 11.

167 Ἰὼβ 1, 14-17.

168 Κατὰ Ματθαῖον 13, 46.

169 Ἰὼβ 1, 18.

170 Κατὰ Ματθαῖον 7, 26-27.

171 Κατὰ Λουκᾶν 4, 23.

39
Ἀδιαφοροῦσε ὁ ἅγιος γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ποδιῶν του, ἐπειδὴ ἀσχολοῦνταν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον μὲ τὴν ψυχή του. Ἔτσι ἡ

πληγὴ γέμιζε καὶ ἔτρεχε ὑγρὸ καὶ τὸ τραῦμα ἦταν ἀνοιχτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθεῖ σήψη, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκε

πλῆθος σκουληκιῶν, ποὺ ἔτρωγαν τὰ μέρη ποὺ βρίσκονταν κοντὰ στὴν πληγὴ τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Ὡστόσο, ὁ μεγάλος αὐτὸς

ἀνδριάντας τῆς ὑπομονῆς, παρ’ ὅλο ποὺ ταλαιπωροῦνταν τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτή, ἔμοιαζε νὰ τὸ διασκεδάζει

κιόλας, μάλιστα ἀντιμετώπιζε τὰ σκουλήκια σὰν πολύτιμα πετράδια, τὰ ὁποῖα ἔφτιαχναν ἕνα στεφάνι ὑπομονῆς ἀπὸ τὸ ἕλκος

σὰν ἀπὸ χυτὸ χρυσάφι. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνον δὲν τὰ ἄφηνε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πληγή, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη κανένα ξέφευγε κι

ἔπεφτε, ὁ ἴδιος τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ κάτω καὶ τὸ ἔβαζε στὸν τόπο του, τόσο μεγάλη ὑπομονὴ εἶχε ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ἄνδρας, ὁ

ὁποῖος φιλοδοξοῦσε νὰ ξεπεράσει τὸν μεγάλο ἐκεῖνον Ἰὼβ μὲ τὸ νὰ μὴν χρειάζεται οὔτε κἂν ἕνα ὄστρακο γιὰ νὰ ξύνει τὸ πύον

ἀπὸ τὸ τραῦμα172. Τὸ ἴδιο τὸ πρᾶγμα, καθὼς λέει ἡ παροιμία 173, θὰ δείξει τὴν πίστη του, ἡ ὁποία ἦταν ἱκανὴ καὶ ὄρη ἀκόμη νὰ

μετακινεῖ 174, ὅπως λεγόταν καὶ ἀποδεικνυόταν ἐν τοῖς πράγμασι, καὶ δὲν θὰ χρειασθοῦμε ἐπιπλέον λόγους. Ὑπῆρχε ἕνας

μαθητὴς τοῦ ἁγίου, ὀνόματι Μάρκος, ἱερεύς, στὸν ὁποῖο συνήθιζε νὰ ἀναθέτει νὰ εὐλογεῖ τὴν τράπεζα καὶ ἐκεῖνος ὑπάκουε

τὴν ἐντολή του. Ὁ Μάρκος λοιπὸν κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη «ἐπὶ τὸ αὐτὸ»175 καὶ ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον τὴν ὥρα τῆς τράπεζας.

Ἐνῶ τὸ λείψανό του ἦταν ἕτοιμο στὴν ἐκκλησία καὶ οἱ ἀδελφοὶ μαζεύονταν γύρω του, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς περίλυπος γι’ αὐτὸ

ποὺ εἶχε συμβεῖ, κοίταξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν πατέρα μας καὶ τοῦ εἶπε: «δῶσε, πάτερ, ἐντολὴ στὸν μοναχὸ Μάρκο νὰ πεῖ

τὸν στίχο». Ἔτσι εἶπε, ἢ θρηνώντας γιὰ τὸν θάνατό του, ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει ἐκεῖνος ποὺ συνήθιζε νὰ εὐλογεῖ, εἴτε, ὅπως

πιστεύω περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε τί ἔλεγε 176 καὶ δὲν πίστευε φυσικὰ ὅτι τόσο μεγάλη εἶναι ἡ πίστη ποὺ μπορεῖ νὰ δίνει

καὶ φωνὴ στοὺς νεκρούς. Ὁ πατέρας μας ὅμως, θεραπεύοντας τὴν ὀλιγοπιστία ἐκείνου καὶ ἐπιβεβαιώνοντας γιὰ χάρη ἐκείνου

ποὺ τὸ εἶπε τὸ ρητὸ «ὅλα δυνατὰ γιὰ ὅποιον πιστεύει»177, εἶπε στὸν νεκρό: «τέκνον μου Μάρκε, εὐλόγησον». Ὁ νεκρός (τί

φοβερὸ θαῦμα!), τὸ ἄκουσε, ἄνοιξε τὰ μάτια, σήκωσε τὸ χέρι στὸ πρόσωπο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ κινώντας τὰ

χείλη του εἶπε τὸν στίχο καὶ ξανὰ μετὰ ἐπανῆλθε στὴν προηγούμενη κατάσταση τοῦ νεκροῦ.

Ποιόν ζῆλο ὅμως καὶ ποιάν θερμὴ πίστη εἶχε ὁ ἅγιος; Νέος Ἠλίας ἦταν ἢ νέος Πέτρος, βγάζοντας φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα178 καὶ

παρέδιδε ἄμεσα στὸν θάνατο τὸν ἁμαρτωλό179. Ἔχει ἔρθει τώρα νὰ μιλήσει ὁ λόγος μου καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ δὲν ἔχουν

σωθεῖ, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ μοιάξουν μὲ τὸν πατέρα τους, ἀλλὰ καταπλακώθηκαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν δικῶν τους

κριμάτων. Στὴν χορεία τῶν μαθητῶν γύρω ἀπὸ τὸν ἅγιο εἶχε συγκαταλεχθεῖ καὶ ἕνας Νικόδημος, ἀρκετὰ ἐκπαιδευμένος καὶ
ἀσκημένος στὴν ὑπακοή, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν εἶχε κριθεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα μας ἄξιος νὰ γίνει ἱερεύς. Αὐτὸς ἀπὸ αὐταρέσκεια καὶ

ἡττημένος ἀπὸ τὸ δικό του θέλημα, περιφρονώντας τὴν θέση του στὴν μοναχικὴ ὑπακοή, ἔφυγε μόνος του καὶ πῆγε στὴν

Θήβα στὸν ἀρχιερέα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτὸς ὑφάρπαξε τὸ ἀξιώμα τοῦ ἱερέως. Δὲν τόλμησε ὅμως νὰ
ἐπιστρέψει στὴν μονή, ἀλλὰ ἔμεινε κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὴν πόλη, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ πατρὸς Μελετίου, διότι εἶχε

ἐνεργήσει παρὰ τὶς ἀποφάσεις, ἴσως ἄλλωστε καὶ νὰ τὸν ἔπληττε ἡ συνείδησή του γιατὶ τόλμησε νὰ πάρει κάτι ποὺ δὲν τὸ

ἄξιζε καὶ ἀπὸ παντοῦ ἀποδεικνυόταν ἔνοχος αὐθάδειας. ὡστόσο, ἡ θεία δίκη, καὶ παρὰ τὴν δική του θέληση, τὸν ὁδήγησε

172 Ἰὼβ 2, 8.

173 Πρβλ. Ψευδο-Πλάτωνος, Ἱππίας μείζων 288b.

174 Α’ Πρὸς Κορινθίους 13, 2.

175 Ψαλμὸς 4, 9.

176 Πρβλ. Κατὰ Λουκᾶν 9, 33.

177 Κατὰ Μάρκον 9, 23.

178 Πρβλ. Σοφία Σειρὰχ 48, 1.

179 Ἀναφορὰ στὸ ἐπεισόδιο τοῦ Ἀκύλα καὶ τῆς Πρισκίλλας, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 5, 1-11.

40
ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου κριτοῦ καὶ τὸν ἔκανε νὰ ὑποστεῖ δίκαια τὰ ἐπίχειρα τῆς αὐθάδειάς του. Φοβερὸς καὶ πολὺ θαυμστὸς

εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἔγινε αὐτό. Ὑπῆρχε ξηρασία γιὰ μεγάλο διάστημα καὶ ἡ γή διψασμένη κινδύνευε νὰ μὴν φέρει καρπὸ

στοὺς Θηβαίους. Οἱ Θηβαῖοι ἔκαναν λιτανεῖες καὶ παρακλήσεις στὸν Θεὸ γιὰ νὰ στείλει βροχή, ὅμως ἡ προσευχή τους γύριζε

πίσω σὲ αὐτούς, χωρὶς νὰ φθάνει στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου Σαβαώθ 180. Τελικὰ ὅλοι μαζὶ ἔστρεψαν τὰ μάτια τους στὸν μόνον ποὺ

μποροῦσε νὰ κάνει τὸν ἀγαθὸ Θεὸ νὰ τοὺς σπλαγχνισθεῖ, δηλαδὴ κατέφυγαν στὸν μεγάλο Μελέτιο. Ἔκανα πάνδημη λιτανεία,

στὴν ὁποία μετεῖχε καὶ ὁ Νικόδημος ὡς ἱερεὺς λέγοντας τὴν ἀκολουθία τῆς λιτῆς. Ἔφθασαν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ

μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ποὺ εἶχε, ὅπως εἴπαμε, μετατραπεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο σὲ ἡσυχαστήριο. Πῆραν τὸν ἅγιο βοηθὸ στὴν

προσευχή τους καὶ εἶχαν αἴσιο ἀποτέλεσμα, καθὼς ξέσπασε ραγδαία βροχὴ καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη τους, ὅμως ὁ

Νικόδημος, μόλις φάνηκε στὸν πατέρα φορώντας τὴν ἱερατικὴ στόλη, ἀμέσως διατάχθηκε μὲ μία σώφρονα ἀγριότητα νὰ τὴν

βγάλει καὶ νὰ μπεῖ σὲ ἕνα λάκκο ἀνοιγμένο γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ γιὰ τὴν τολμηρὴ αὐθάδειά του. Ἔγιναν αὐτὰ καὶ ὁ Νικόδημος,

ἀπογυμνωμένος ἀπὸ τὰ ἱερατικὰ ἄμφια, εἶχε μπεῖ στὸν λάκκο, ἐνῶ ὁ ὄχλος, σὰν ὄχλος ποὺ ἦταν, μεμφόταν τὸν ἅγιο γιὰ τὴν

ἀπόφασή του καὶ τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ σκληρότητα, ἐνῶ μερικοὶ τοῦ ἀπέδιδαν καὶ χωριάτικη συμπεριφορά. Ἔτσι μὲ

αὐθαίρετο τρόπο τράβηξαν τὸν Νικόδημο ἔξω ἀπὸ τὸν λάκκο, καί, ἀλλοίμονο, τὸν ἔπεισαν νὰ ξαναβάλει τὴν ἱερατική του

στολή, παίρνοντάς τον μαζί τους κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς λιτανείας, ὅπως φυσικὰ δὲν ἔπρεπε. Μὰ πόσο φοβερὴ ἦταν ἡ

ἀπόφαση τοῦ ἐπουράνιου δικαστῆ! Δὲν καθυστέρησε καθόλου οὔτε ἀνέχθηκε νὰ βλέπει τὴν περιφρόνηση τῆς ἀποφάσεβως

τοῦ πατέρα μας οὔτε γιὰ μία ὥρα. Πρὶν προφθάσει ἡ λιτανεία νὰ μπεῖ μέσα στὴν πόλη, ὁ Θεὸς τάραξε τὸν ἀέρα μὲ σύννεφα

καὶ ἀέρα καὶ ἀμέσως μόνον ἀπὀ ὅλους μὲ ἕνα κεραυνὸ σκότωσε ἐκεῖνον τὸν θρασύτατο Νικόδημο στὸν ναὸ τοῦ ζηλωτοῦ

προφήτη Ἠλία ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κι ἔτσι ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ συνεργάσθηκε μὲ τὸν ζῆλο τοῦ πατρὸς Μελετίου. Ἐκεῖνος ποὺ

ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τοῦ ἐπέβαλε ὁ δίκαιος καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχό του181, ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ182 καὶ

τιμωρήθηκε μὲ τὸν φοβερὸ αὐτὸν τρόπο. Αὐτὰ κάνει ὁ ζηλωτὴς Θεός 183, ὁ Θεὸς τῶν ἐκδικήσεων 184 ποὺ δίνει ἱκανοποίηση σὲ

ὅλα τὰ αἰτήματα τῶν δικῶν του θεραπόντων. Ἐγὼ βλέπω καὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ θεωρῶ ἄξιο θαυμασμοῦ, μὲ ποιόν τρόπο δηλαδὴ

ταυτόχρονα καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς τιμωρήθηκε καὶ ὁ λαὸς εὐεργετήθηκε, ἀποκομίζοντας τὴν βροχὴ γιὰ τὴν ὁποία προσευχόταν.

Πραγματικὰ αὐτὸ εἶναι ἐφάμιλλο μὲ τὰ θαύματα τοῦ Μωυσῆ, διότι καὶ ἐκεῖ οἱ πληγές, ἐνῶ ἔβλαπταν τοὺς Αἰγυπτίους 185, δὲν

ἔκαναν κανένα κακὸ στοὺς Ἑβραίους. Ἡ θάλασσα κάλυψε τοὺς Αἰγυπτίους 186, ἔσωσε ὅμως τοὺς Ἰσραηλίτες ποὺ ἔμειναν

στεγνοί, μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια τῆς ράβδου τοῦ Μωυσέως, ἡ ὁποία ἔδινε στὸν καθένα ξεχωριστὰ αὐτὸ ποὺ τοῦ ταίριαζε. Ἔτσι

καὶ ἐδῶ στὴν εὐχὴ τοῦ Μελετίου, ὁ ὁποῖος φάνηκε σὲ μᾶς ἕνας νέος Μωυςῆς, πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ ἡ βροχή, προκειμένου οἱ

ἀντάξιοι τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου νὰ πάρουν τὴν εὐεργεσία καὶ παράλληλα ὁ ἀσεβὴς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πνευματικό του

πατέρα, ποὺ ἅρπαξε τὴν θεία χάρη μὲ τρόπο ἀνάξιο καὶ ἀπέρριψε τὸν δίκαιο ψόγο, νὰ ἐξαφανισθεῖ, γιὰ νὰ μὴν δεῖ τὴν δόξα

τοῦ Κυρίου187, μέσω τῆς ὁποίας ξέρει ἐκεῖνος νὰ δοξάζει σὲ ἀντάλλαγμα ὅσους τὸν δοξάζουν 188. Ἔτσι ξεχωριστὰ ἀπὸ ἐκείνους

180 Ἠσαΐας 5, 9.

181 Πρβλ. Σοφία Σολομῶντος 3, 11.

182 Πρὸς Ἑβραίους 10, 31.

183 Ἔξοδος 20, 5.

184 Ψαλμὸς 93, 1.

185 Ἔξοδος 8, 1-12, 31.

186 Ἔξοδος 14, 28.

187 Ἠσαΐας 26, 10.

188 Α’ Βασιλειῶν 2, 30.

41
ποὺ εὐεργετήθηκαν μὲ τὸ νερὸ ἔγινε παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς, τοῦ ἀντίθετου στοιχείου, σωφρονίζοντας τοὺς ἄλλους μὲ τὸ

δικό του παράδειγμα, ὥστε νὰ μὴν καταφρονοῦν τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἀτιμάζουν τὶς

ἀποφάσεις τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα. Τέτοιος τέλος εἶχε ἡ ἱστορία μὲ τὸν Νικόδημο.

Ἂς διηγηθεῖ τώρα ὁ λόγος μου τὴν ἱστορία τοῦ Στεφάνου καὶ τοῦ Θεοδοσίου, δύο ἄλλων μοναχῶν, ἂν καὶ δὲν ἔγινε ἀμέσως

τότε τὸ συγκεκριμένο συμβάν, εἶναι ὅμως δεῖγμα τῆς ἴδιας ἀπρονοησίας, ἢ καὶ ἀκόμη χειρότερης. Ἀφοῦ συστάθηκαν ἀπὸ τὸν

πατέρα μας καὶ ἄλλα μοναστήρια, ἄρχισε νὰ αὐξάνεται καὶ νὰ πληθύνεται ἡ ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν του, σύμφωνα μὲ τὴν

παλαιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ189. Ὅμως ἐπειδὴ ὁ φθόνος δὲν ἀδιαφοροῦσε, μπῆκε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ζεῦγος ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο

φρόνημα καὶ τὴν ἴδια κακία μὲ ἐκεῖνον τὸν φθονερὸ διάβολο, ἐννοῶ τὸ στεφάνι τῆς κακίας τὸν Στέφανο καὶ τὸν κακῶς

ὀνομαζόμενο Θεοδόσιο. Αὐτοὶ ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δόξα, ὑποκρίθηκαν γιὰ χάρη της πὼς εἶναι μοναχοί, ὅμως

συγκρινόμενοι μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀρετὴ τοῦ μεγάλου Μελετίου ἀποδεικνύονταν χαλκὸς μπροστὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν χρυσός 190.

Δὲν ἄντεχαν ὅμως ἀντὶ γιὰ τὴν ἐπιθυμητὴ δόξα νὰ παίρνουν μόνον ντροπή. Προσπαθώντας νὰ ἰσοφαρίσουν τὴν ἧττα τους, ὁ

Θεοδόσιος ποὺ φώλιαζε ἐκεῖ κοντά, χτυποῦσε ἀπὸ κοντὰ μὲ τὰ ὅπλα του τὸν ἄτρωτο ἅγιο, μέσω λοιδοριῶν καὶ κοροϊδιῶν, μὲ

ὅ,τι τύχαινε τέλος πάντων, θεωρώντας ὅτι ἡ ἀφαίρεση τῆς δόξας τοῦ ἁγίου ἦταν αὔξηση τῆς δικῆς του δόξης. Ὅμως μὲ τοὺς

ἀνθρώπους συνέβαινε τὸ τελείως ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἤθελε, διότι καμμία ἀπὸ τὶς λοιδορίες δὲν ἄγγιζε τὸν ἀκατηγόρητο

ἅγιο. Ἁπλῶς ἔριχνε σκόνη στὸν οὐρανὸ191 καὶ λέρωνε τὸ δικό του μόνον πρόσωπο, προκαλώντας ἄφθονο τὸ γέλιο εἰς βάρος

του ἀπὸ ὅσους τὸν συναντοῦσαν. Ὅμως δὲν διέφευγε τῆς προσοχῆς τοῦ ἀλάθητου ὀφθαλμοῦ τοῦ Θεοῦ οὔτε ἦταν γραφτὸ νὰ

ἀποφύγει γιὰ πολὺ τὴν θεία δίκη. Ἐπειδὴ ἔμενε ἡ κακία του ἐντελῶς ἀθεράπευτη, καταδικάσθηκε σὲ μία σωματικὴ ἀσθένεια

ἀντίστοιχη πρὸς τὴν ψυχική: κυριεύθηκε ἀπὸ μανία καὶ γαβγίζοντας σὰν σκύλος, τελείωσε τὴν ζωή του. Ὁ Στέφανος πάλι

ξεκίνησε νὰ παέι στὸν βασιλιά, προσπαθώντας μὲ ὅπλα ἀπὸ μακριὰ νὰ πλήξει τὸν ἅγιο, τεντώνοντας σὰν τόξο τὸ κακὸ τῆς

διαβολῆς. Σκοπός του ἦταν νὰ ρίξει κάτω τὸν ἅγιο, ἐπειδὴ ἦταν πτωχὸς τῷ πνεύματι 192 καὶ ἦταν ἐπίσης πτωχὸς σὲ κάθε

ἐπίψογο καὶ μωμητὸ ἔργο, λόγο ἢ λογισμό, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἦταν ἄξιος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ νὰ τοῦ

ἀφαιρεθεῖ ἡ ἡγουμενεία στοὺς ἀδελφούς, ἐπειδὴ ἦταν δῆθεν ἀφελὴς καὶ ἀνίκανος, ἀγροῖκος καὶ ἀγράμματος, ποὺ δὲν ἤξερε

οὔτε τὰ στοιχειώδη τῆς καθοδηγήσεως τῶν μοναχῶν. Αὐτὸ ποὺ ἦταν βεβαίως ἑπόμενο νὰ συμβεῖ ἦταν νὰ σφάξει ἐκείνους ποὺ

εἶχαν εἰλικρινῆ καρδιά193, διότι μὲ τί θὰ ἰσοδυναμοῦσε ἡ στέρηση ἑνὸς τέτοιου καλοῦ ποιμένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν
συνηθίσει νὰ κυβερνῶνται ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀπεχθάνονταν κάθε διαστροφικὴ κακία. Μόλις τὸ ἔμαθαν αὐτό, τόσο πολὺ πλήγωσε

τὴν καρδιά τους, ὥστε νὰ ἔχουν διπλὴ λύπη, ἀπὸ τὴν μία ἀγανακτοῦσαν γιὰ τὸν πατέρα τους, ποὺ διωκόταν τόσο ἄδικα, ἀπὸ

τὴν ἄλλη λυποῦνταν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, προβλέποντας τὴν ζημιὰ ποὺ θὰ πάθαιναν, ἂν ἐπικρατοῦσε ἡ κακία καὶ ἀντὶ γιὰ ἕνα
τέτοιο ποιμένα ἔπαιρναν ὡς ἡγούμενο ἕνα λύκο. Ἦρθαν λοιπὸν στὸν ὅσιο καὶ ἔκλαιγαν γι’ αὐτά. Τί κάνει τότε ὁ μεγάλος

Μελέτιος; Δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτε, ἀλλὰ παρηγόρησε κι ἐκείνους ποὺ θλίβονταν, λέγοντας: «Μὴν στενοχωρεῖσθε, γιὰ

μένα, τέκνα μου, μὴν καταβάλλεσθε ἀπὸ τὴν λύπη, νὰ λυπᾶσθε καὶ νὰ κλαῖτε συμπονώντας τὸν ἀδελφό μας ποὺ χάνεται. Ὁ

Στέφανος, ὄχι μόνο δὲν θὰ πραγματοποιήσει κανένα ἀπὸ τὰ σχέδιά του, ἀλλὰ ἀφοῦ πάθει βαρειὰ ἀρρώστια, καὶ χτυπηθεῖ καὶ

στὴν ψυχὴ ἀπὸ ἀκόμη βαρύτερη ἀσθένεια, ἐπειδὴ παράνομα ἀπὸ φιλαυτία ἔφαγε κρέας, θὰ πεθάνει μὲ ἄθλιο τρόπο». Δὲν ἦταν

αὐτὸ ἕνας κούφιος λόγος, ἀλλὰ ἀμέσως ἐπακολούθησε ἡ ἐπιβεβαίωση. Τέτοια ἦταν τὰ ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς.

189 Γένεσις 1, 22.

190 Πρβλ. Ἠσαΐας 60, 17.

191 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42, 22, 5 (J. Bernardi, Grégoire de Nazianze, Discours 42-43. Introduction, texte

critique, traduction et notes, Paris 1992, 96)

192 Κατὰ Ματθαῖον 5, 3.

193 Ψαλμὸς 34, 14.

42
Ἂς ἀρχίσουμε τώρα μία ἄλλη πιὸ χαριτωμένη ἀφήγηση. Ἕνας πλούσιος Θηβαῖος ὑποσχέθηκε τὴν κόρη του ὡς νύφη σὲ

κάποιον καὶ τῆς ἔγραψε τὴν περιουσία του ὡς προῖκα, θέλησε ὅμως νὰ τὴν προικίσει καὶ μὲ τὸν πλοῦτο μιᾶς εὐχῆς τοῦ

παμμακαρίστου πατρὸς Μελετίου. Ἦρθε σὲ αὐτὸν καὶ προσευχόταν μὲ πολλὴ θέρμη, λέγοντας: «εὐχήσου, τίμιε πάτερ, γιὰ τὴν

κόρη μου, νὰ ἔχει καλὴ συμβίωση μὲ τὸν ἄνδρα μὲ τὸν ὁποῖον τώρα παντρεύεται». Ὁ ἅγιος σὰν νέος πράγμαται Σαμουήλ ποὺ

ἔβλεπε τὸ μέλλον 194, ἔτσι τοῦ ἀποκρίθηκε: «ἂν θέλεις νὰ κάνεις τὸ συμφέρον γιὰ σένα καὶ τὴν κόρη σου, ἀνάβαλε τὸν γάμο,

μέχρι νὰ περάσει ὁ τωρινὸς μήνας, διότι τότε ἐκείνη θὰ γίνει νύφη τοῦ κατάλληλου ἄνδρα καὶ ἐσὺ δὲν θὰ χάσεις τὴν προῖκα».

Ὁ Θηβαῖος δέχθηκε τὴν συμβουλὴ αὐτὴν καὶ πρὶν περάσει ὁ μήνας, ἡ κόρη του ἐξεδήμησε πρὸς τὸν νυμφίο ὅλων τῶν

παρθένων, τὸν Χριστό, ἐνῶ ἐκεῖνος κέρδισε ὡς καρπὸ τὴς ὑπακοῆς του τὴν δικαιοσύνη ποὺ μένει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀφοῦ

σκόρπισε καὶ διένειμε στοὺς φτωχοὺς τὴν προῖκα ποὺ ὑποσχέθηκε γιὰ τὴν κόρη του, ἐνῶ ἡ προφητεία τοῦ ἁγίου καὶ μὲ τὰ δύο

γεγονότα ἔλαβε τὴν κατάλληλη ἐπιβεβαίωση.

Ἦταν ὁ ὄγδοος χρόνος ποὺ ὁ ἅγιος ζοῦσε στὸ νεοσύστατο μοναστήρι δίπλα στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἐπειδὴ ὅμως τὰ

θαύματα ἔτρεχαν σὰν ποτάμι, συνέρρεε πλῆθος ἀναρίθμητο καθημερινά, ἀκόμη καὶ ἀπὸ μακρινὰ μέρη, διότι ἡ φήμη του

ἔφθανε παντοῦ, μὲ τὸ γρήγορο φτερούγισμά της καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ διακήρυσσε πὼς εἶναι προφήτης, ἀσκητὴς καὶ

θαυματουργός. Πάνω ἀπὸ ὅλους ἀσφαλῶς ἔρχονταν οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς Θήβας καὶ τὸ μοναστήρι κατέληγε νὰ φαίνεται

σὰν πόλη, καθὼς ἔβρισκες μέσα σὲ αὐτὸ ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας, οἰκονομικῆς καταστάσεως, γένους καὶ ἐπαγγέλματος.

Ἀναφέρομαι σὲ ὅσους κάποια ἀνάγκη τοὺς κινοῦσε νὰ βροῦν ἀπαλλαγὴ δωρεὰν ἀπὸ τὸ κακό, ἢ σὲ ὅσους ἔρχονταν ἀπὸ ἁπλὴ

ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ, γιὰ νὰ πα΄ρουν εὐλογία. Ἔτσι ταρασσόταν ἡ ἀγαπημένη στὸν ἅγιο ἡσυχία, καὶ δὲν μποροῦμε κὰν νὰ

ποῦμε πόσο ἐνοχλητικὸ τὸ θεωροῦσε αὐτό, ἐπειδὴ ἄλλωστε ἀπέφευγε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ

ἐγκαταλείψει αὐτὸ τὸ μέρος, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ ἀποφύγει καὶ τὸν ὄχλο, καὶ σκέφθηκε νὰ μετοικήσει σὲ μέρος

ἐρημικώτερο. Πῆγε λοιπὸν στὸ δύσβατο καὶ τραχὺ βουνὸ ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζεται τῆς Μυουπόλεως, ἀφήνοντας δώδεκα

μοναχοὺς στὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὡς προσμονάριους, ἀναθέτοντας σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτούς, τὸν Νικόλαο, τὴν διευθέτηση

τῶν ὅλων θεμάτων τῆς κοινότητος. Ἔφθασε λοιπὸν στὸ βουνὸ ποὺ ἀναφέραμε καὶ ἔγινε δεκτὸς στὴν μονὴ τοῦ Συμβούλου

ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν μοναχὸ Θεοδόσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸν ναὸ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ

Χριστοῦ ποὺ εἶχε στὴν κυριότητά του. Ἦταν τότε πολὺ μικρό, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ μεγάλου ἁγίου
ἀνακαινίσθηκε μεγάλο καὶ ὡραιότατο, ὅπως τὸ βλέπομε σήμερα. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα συγκεντρώθηκαν κι ἄλλοι καὶ

ἔκτισε κελλιὰ γύρω ἀπὸ τὸν ναό. Ἦταν πεπρωμένο ἄλλωστε νὰ καταξιωθεῖ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ὅλοι ὅσοι

φοβοῦνται τὸν Κύριο καὶ βαδίζουν στὸν δρόμο του, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ψαλμοῦ195, καὶ νὰ βλέπει γιὰ πάντα τὰ
ἀγαθὰ τῆς νοητὴς Ἱερουσαλήμ, παίρνοντας ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ ἤδη τὴν ὑπόσχεση τῆς ἐλπιζομένης ἀπολαύσεως, χωρὶς νὰ

περιορίζεται μόνο στὸν πλοῦτο τῶν δικῶν του ἀρετῶν, καὶ χωρὶς νὰ βλέπει μόνον τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀλλὰ βλέποντας

καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του196, ὅμοια μὲ πρόσφατα φυτεμένες ἐλιές, νὰ περικυκλώνουν τὴν τράπεζά του 197 καὶ νὰ

φιλοδωροῦνται ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὴν τόσο εὐχάριστη τροφὴ τῆς ἄσκησης. Ἐπειδὴ αὐτὰ πραγματοποιοῦνταν καὶ ὁ τόπος εἶχε

ἀσφυκτικὰ γεμίσει ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μοναχῶν, ποὺ εἶχαν φθάσει τοὺς ἑκατό, καὶ ἐπιπλέον εἶχε ἀποβιώσει καὶ ὁ

προαναφερθεὶς μοναχὸς Θεοδόσιος, ὁ μεγάλος ἅγιος πῆρε στὴν δική του κυριότητα ὅλο τὸ ὄρος καὶ ἡ κληρονομιὰ πέρασε

στοὺς κληρονόμους, ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ νέου αὐτοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος μετανάστευσε ἀπὸ τὴν προγονική του γῆ198 καὶ

194 Πρβλ. Α’ Βασιλειῶν 16, 4.

195 Ψαλμὸς 127, 1.

196 Πρβλ. Ἰὼβ 42, 16.

197 Ψαλμὸς 127, 3.

198 Γένεσις 12, 1-6.

43
ἀκολούθησε ἐκεῖνον ποὺ τοῦ εἶχε δώσει τὴν ἀποκάλυψη μέχρι τὴν γῆ ποὺ τοῦ ἔδειξε. Ἀδίστακτα λέω ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς

ὑποσχέθηκε τὸ ὄρος αὐτὸ νὰ δοθεῖ πρῶτα στὸν ἴδιον καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν στὸ σπέρμα του, γιατί, ὅπως λέει, οἱ δίκαιοι θὰ

κληρονομήσουν τὴν γῆ καὶ θὰ κατοικήσουν σὲ αὐτὴν εἰς τοὺς αἰῶνας 199. Παρέλαβε λοιπὸν καὶ τὴν μονὴ τοῦ Στροβίλου, ἡ

ὁποία τιμᾶται στὸ ὄνομα τῶν θειοτάτων καὶ μεγάλων ἀρχιστρατήγων, ἀλλὰ δὲν σταμάτησε σὲ αὐτήν. Ἐπειδὴ καθημερινῶς τὸ

πλῆθος τῶν ἀδελφῶν αὐξανόταν, ἐπειδὴ πολλοὶ ἔρχονταν καθημερινὰ καὶ ἀσπάζονταν τὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ δὲν ἦταν

στὸν χαρακτῆρα τοῦ μιμητῆ ἐκείνου τοῦ Χριστοῦ νὰ διώχνει κανέναν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γεμίσει ἡ λαύρα μὲ περισσότερους

μοναχοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ χωροῦσε, προχώρησε στὸ κτίσιμο τῶν λεγόμενων παραλαυρίων γιὰ τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν

τελειοποιηθεῖ περισσότερο, ἀφήνοντάς τους νὰ ζοῦν σὲ ξεχωριστὰ κελλιά, ἐνῶ παράλληλα τοὺς χορηγοῦσε τὴν ἀναγκαία

βοήθεια γιὰ τὴν ἀνέγερση τῶν κελλιῶν, μὲ τὸ νὰ τοὺς ὑποδεικνύει τὸν κατάλληλο τόπο καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶ σὲ πολλὲς

περιπτώσεις καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Ἔτσι εἶχε τὸ πρᾶγμα καὶ κατασκευάστηκαν εἰκοσιδύο παραλαύρια. Ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ

εἶχε ὀκτώ, ἄλλο δώδεκα, ἄλλο εἶχε περισσότερους μοναχούς, κανένα πάντως δὲν εἶχε λιγώτερους ἀπὸ ἕξι. Τόσο ζῆλο ἔδειξε ὁ

ἅγιος καὶ τὸ βουνὸ ἐκεῖνο μετατράπηκε σὲ ἐπίγειο οὐρανό, ἀφοῦ ἔγινε ἐνδιαίτημα πολυάριθμων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν

τακτοποιημένοι κατὰ ὁμάδες, μιμούμενοι, ὅσο τοὺς ἦταν δυνατόν, τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία καὶ ἀποβλέποντας νὰ ἐξομοιωθοῦν

μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῶν δυνάμεων τῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες ἀναβιβάζουν τὸν ἄνθρωπο200, ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἑνὸς πατρός,

ἐκπαιδευτοῦ καὶ διδασκάλου.

Μήπως ἄραγε μετὰ τὴν σύσταση τῶν μοναστηριῶν κάμφθηκε τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν διατήρησή τους;

Καθόλου. Πολλὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ζῆλος του ἔμεινε ὅπως πρίν, ἀμείωτος. Πήγαινε ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν

θεοπειθῶν προσευχῶν του πολλὲς φορὲς ἔσωζε τὰ ἡσυχαστήρια αὐτὰ ἀπὸ τοὺς ἐπερχόμενους κινδύνους. Ὅταν, γιὰ

παράδειγμα, κάποτε ἔπιασε φωτιὰ τὸ βουνὸ καὶ ἔκαιγε τὸ δάσος γύρω ἀπὸ τὰ ἡσυχαστήρια, ἀπειλώντας νὰ κάψει καὶ τὰ ἴδια

τὰ ἡσυχαστήρια, τρομαγμένοι οἱ μοναχοὶ κατέφυγαν στὸν πατέρα Μελέτιο καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἂν μπορεῖς νὰ βοηθήσεις σὲ κάτι,

σπεῦσε νὰ τὸ κάνεις, διότι ὁ κίνδυνος βρίσκεται ἐπὶ θύραις». Τότε ἐκεῖνος σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ἅπλωσε τὸ χέρι του

πρὸς τὴν μεριὰ τῆς φωτιᾶς καὶ μιλώντας χωρὶς νὰ ἀκούγεται, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του201 σὲ ἐκεῖνον ποὺ στήνει τὸ αὐτί του

καὶ ἀκούει τὶς κρυμμένες βουλήσεις τῶν ἀνθρώπων, σὲ ἐκεῖνον πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπευθύνθηκε τὸ ρητό, «ὁ λογισμὸς τοῦ

ἀνθρώπου θὰ ἐξομολογηθεῖ σὲ σένα καὶ τὸ ἐνθύμημά του θὰ σὲ κάνει νὰ χαρεῖς»202, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ
σταμάτησε τὴν ἀκατάσχετη ὁρμὴ τῆς φωτιᾶς, διατηρώντας σῶα τὰ ἡσυχαστήρια. Αὐτὸ τὸ θαῦμα εἶναι ἐφάμιλλο μὲ δύο

παλαιά, ἐκεῖνο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος μὲ προσταγή του ἔκανε τὸν ἥλιο νὰ σταματήσει203, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ θαῦμα τῶν

τριῶν νέων, οἱ ὁποῖοι, πάνοπλοι μὲ τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς, νίκησαν τὴν κάμινο τῆς Βαβυλῶνος204. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν
ἐπρόκειτο νὰ γίνει ἕνας μεγάλος σεισμὸς καὶ νὰ σείσει μαζὶ μὲ τὴν γῆ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τρόπο τρομακτικό, αὐτὸς μὲ τὴν

πρόβλεψή του στἠριξε τοὺς μοναχούς του καὶ τοὺς κατέστησε περισσότερο ἀσφαλεῖς λόγω τῆς προσδοκίας, διότι κάθε τι ποὺ

τὸ προσδοκοῦμε καθίσταται λογώτερο τρομακτικό, σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐπέρχεται χωρὶς νὰ τὸ προσδοκοῦμε. Ἐπίσης μὲ

τὴν πρόνοια τῆς προσευχῆς του ἀπέτρεψε τὴν βλάβη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν σεισμό. Κι ὅταν πλησίαζε πλέον

199 Ψαλμὸς 36, 29.

200 Παρεμφερὴς ἔκφραση ὑπάρχει στὸ Ὑπόμνημα στὸν Τίμαιον τοῦ Πλάτωνος τοῦ νεοπλατωνικοῦ

Πρόκλου, E. Diehl, Procli Diadochi in Platonis Timaeum commentaria, I, Leipzig 1903, 166, 38: γεννᾷ δὲ πᾶσαν ἀρετὴν

ἀφ’ ἑαυτῆς καὶ δυνάμεις ἀναγωγούς.

201 Πρὸς Ῥωμαίους 8, 26.

202 Ψαλμὸς 75, 11.

203 Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ 10, 12.

204 Δανιὴλ 3, 49-50.

44
τὸ κακό, μία μέρα πρὶν πρόφθασε καὶ μήνυσε τὴν ἔλευσή του, καθορίζοντας ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα καὶ προφητεύοντας ὅτι θὰ

ἀπαλλαγοῦν χωρὶς νὰ λυπηθοῦν, ἀποδίδοντας αὐτὸ μὲ τρόπο πολὺ σαφῆ στὴν πρεσβεία τῆς σωτηρίας μας, τῆς πανυμνήτου

θεομήτορος παρθένου. Αὐτὸ τὸ καλὸ προξένησε ὁ μέγας Μελέτιος ὄχι μόνο στὰ δικά του μοναστήρια, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη

τὴν οἰκουμένη.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δείχνει ἀπὸ μόνο του τὴν πρόνοια τοῦ ἁγίου γιὰ τὰ μοναστήρια μέχρι τέλους, ἔρχομαι τώρα νὰ τὸ

περιγράψω. Ἦρθαν κάποτε ὁρισμένοι ἀδελφοὶ ρωτώντας τον καὶ λέγοντας: «Πῶς θὰ διατηρηθοῦν τὰ μοναστήρια, τίμιε πάτερ,

μετὰ τὴν ἐκδημία σου πρὸς τὸν Κύριο, καὶ πῶς θὰ χορηγοῦνται τὰ ἀπαραίτητα σὲ τόσο πλῆθος μοναχῶν, ἐκτὸς ἂν πρόκειται

νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἀκτημοσύνη, ἀσχολούμενοι παρὰ τὴν ὑπόσχεσή τους μὲ ἐπιχειρήσεις ἢ νὰ ἐγκαταλείψουν ἐντελῶς τὸν

μοναχισμό, ρίχνοντας μακριὰ τὸ ἄροτρο ποὺ ἔπιασαν; Διαφορετικά, ἂν ἐπιμείνουν, θὰ παραδώσουν οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό τους

στὴν πείνα καὶ θὰ γίνουν παρανάλωμά της». Πρόσθεσαν μάλιστα, σὰν νὰ ἀπαντοῦσαν στῆν ἀπορία τους: «Ἐκτὸς ἂν

ἐπαγρυπνεῖς καὶ μετὰ τὴν κοίμησή σου ἐσὺ ὁ καλὸς ποιμένας ἐξίσου γιὰ τὸ ποίμνιό σου καὶ ὁ τάφος σου κάνει τὰ συνήθη

θαύματα, ὁπότε ἐμεῖς θὰ ἔχομε αὐτὸ ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐφοδιαζόμαστε μὲ τὰ ἀναγκαῖα». Αὐτὰ εἶπαν ἐκεῖνοι, πέφτοντας

μακριὰ ἀπὸ τὸ σκοπὸ τοῦ ἁγίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Γιατί μιλήσατε ἐσεῖς σὰν ἄφρονες; Γιατί ἀθετήσατε ἐκεῖνον ποὺ

εἶναι ἀξιόπιστος σὲ ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Μὴν μεριμνᾶτε τί θὰ φᾶτε αὔριο», παραπέμποντάς μας στὰ

πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ. Ἄσπαρτη κι ἀθέριστη τροφὴ στέλνει ὁ ἐπουράνιος πατέρας μας στὰ

πουλιά, ἐνῶ τὰ λουλούδια χωρὶς νὰ γνέθουν καὶ νὰ κοπιάζουν τὰ ντύνει μὲ περισσότερη θαυμαστὴ πολυτέλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖνη

τοῦ Σολομῶντος ὁ ἐπουράνιος πατέρας μας 205 ποὺ ἀνοίγει τὸ χέρι του καὶ κάθε ζωντανὸς ὀργανισμὸς γεμίζει μὲ ἀγαλλιάση206.

Ἐπειδὴ ὅμως εἴσαστε παχύδερμα καὶ βραδύνοες καὶ δὲν μπορεῖτε γι’ αὐτὸ μόνοι σας νὰ ἀντιληφθεῖτε τὴν θεία πρόνοια, γι’

αὐτὸ ζητᾶτε ἀπὸ μένα νὰ σᾶς ἐξηγήσω τὴν πρόνοια ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ σᾶς, σᾶς λέω λοιπὸν νὰ ξέρετε ὅτι γιὰ θαύματα οὔτε

λόγος δὲν πρέπει νὰ γίνεται, ὅμως, ἂν ἔχω παρρησία πρὸς τὸν Θεό, δὲν θὰ σᾶς λείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα». Τέτοια

ὑπόσχεση εἶχε δοθεῖ ἐκ τῶν προτέρων καὶ τώρα μποροῦμε νὰ δοῦμε ἂν ἐκπληρώθηκε. Νά, ἔχουν περάσει τριανταέξι χρόνια

ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα μας καὶ τριακόσιοι ἄνδρες ζοῦν μία ζωὴ χωρὶς καμμία ἀνάγκη, ἀπολύτως αὐτάρκεις, χωρὶς νὰ

ἔχουν ὑπὸ τὴν κυριότητά τους καθόλου γῆ, παρὰ μόνον ἐκείνη τὴν ὁποία περιλαμβάνει ἡ κατοικία τους καὶ ὁ λαχανόκηπός

τους. Εἶναι ἀπράγμονες, χωρὶς καμμία ἰδιοκτησία, δὲν δίνουν καμμία σημασία στὴν θεραπεία τοῦ σώματός τους, οὔτε σὲ
τίποτε ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς παρούσας ζωῆς. Μόνο στὰ μέλλοντα ἔχουν στραμμένο τὸν νοῦ τους, τὰ ὁποῖα εἶναι μόνιμα.

Ἔχουν γιὰ πόλη, χωριό τους καὶ πατρίδα τους αὐτὸ τὸ δύσβατο καὶ τραχὺ βουνό, ἔχοντας ἐγκαταλείψει κάθε ἄλλον τόπο, καὶ

ἔχουν ἀρνηθεῖ ὅλο τὸν κόσμο γενικῶς. Ἔχουν μόνο τὴν τροφή τους καὶ τὰ σκεπάσματά του, γιὰ νὰ τοὺς συγκρίνουμε μὲ τοὺς
ἀποστόλους, τὰ ὁποῖα καὶ ἱκανοποιοῦν μὲ αὐτάρκεια207 κάθε σωματικὴ ἀνάγκη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἡ διστακτικὴ

φαινομενικὰ ἐκείνη ἔκφραση τοῦ πατέρα μας, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης προσοχῆς του καὶ τοῦ φόβου του μὴν τυχὸν ἡ

πραγματικότητα ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν φαινομενικότητα, δηλαδὴ τὸ «ἂν βρῶ παρρησία πρὸς τὸν Θεό», σὲ μᾶς

ἀποδεικνύεται ὡς μία ἀναντίρρητη διαβεβαίωση, διότι ἐπιβεβαιώνει τὴν παρρησία τοῦ ἁγίου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἔφερε τὴν

ὑπόσχεσή τους εἰς πέρας. Ἄρα δὲν εἶχε οὔτε ὁ μεγάλος ἐκεῖνος καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὴν ὑπόσχεση οὔτε ἡ ὑποθετικὴ ἐκείνη

πρόταση δείχνει κανέναν δισταγμό, παρὰ μόνο ἄκρα ταπείνωση, ἐνῶ ἐκεῖνος ποτὲ δὲν εἶπε κάτι ποὺ πίστευε ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι,

ἁπλῶς προσέθεσε τὸν ὑποθετικὸ σύνδεσμο ἀπὸ τὴν πολλὴ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε βεβαιότητα ὅτι ὁ ἴδιος

εὐαρεστεῖ τὸν Θεό, διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ προέρχεται ἡ συνειδητὴ παρρησία ἀπέναντί του ὅσων εἶναι

ἄμεμπτοι. Ἔτσι στὸ ψαλμικὸ ἐκεῖνο «πίστευσα, γι’ αὐτὸ μίλησα» ἤξερε πολὺ συνειδητὰ νὰ προσθέτει καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν

205 Κατὰ Ματθαῖον 6, 28-29.

206 Ψαλμὸς 103, 28.

207 Α’ Πρὸς Κορινθίους 9, 8 καὶ Πρὸς Φιλιππησίους 4, 11.

45
«ἐγὼ ὅμως ταπεινώθηκα πολύ, ἐγὼ εἶπα στὴν ἔκστασή μου, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης»208. Αὐτὰ τὰ ἤξερε πολὺ καλὰ καὶ

ἐπειδὴ πίστευσε στὴν ὑπόσχεση, μίλησε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν βρῆκε τὸ θάρρος νὰ ἐκφράσει τὴν εὕρεση τῆς παρρησίας ἔναντι τοῦ

Θεοῦ χωρὶς καμμία ἐπιφύλαξη, ὅμως ὁ Θεὸς ποὺ δίνει χάρη στοὺς ταπεινούς209, ἔκανε τὴν ὑπόσχεσή του ἐντελῶς ἀδιάψευστη

καὶ παράλληλα φέρνει καὶ τὴν χάρη τῆς παρρησίας. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν περισσότερο ὁ πατέαρας μας νὰ φροντίσει γιὰ

τὰ μοναστήρια παρὰ μὲ τὸ νὰ καταστήσει τὸν Θεὸ ὡς προνοητή 210 τους;

Ἐγὼ θεωρῶ καὶ τὰ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του μεγάλα, ἀξιοθαύμαστα καὶ περισπούδαστα, ὅπως τὸ ἀκόλουθο ποὺ θὰ

ἀναφέρω. Ἦρθε κάποτε στὸν ἅγιο ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ διακόνημα τοῦ κηπουροῦ, λέγοντας ὅτι ἀδικεῖται

καὶ βλάπτεται πάρα πολὺ ἀπὸ ἕνα λαγὸ ποὺ συνήθισε νὰ μπαίνει στὸν κῆπο καὶ νὰ τρώει τὰ καινούργια λαχανάκια, κάνοντας

τοῦς κόπους του νὰ πηγαίνουν στὸ κενό. Εἶχε μάλιστα τὴν ἀξίωση νὰ ἔρθει ὁ μεγάλος Μελέτιος στὸν κῆπο καὶ νὰ δεῖ μὲ τὰ

μάτια του τὴν ζημιά. Ὁ πατέρας μας ὑπάκουσε, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι ὁ κηπουρὸς ἦταν παιδὶ τῆς ὑπακοῆς καὶ ἦταν Ἰκανὸς καὶ στὰ

ἄλλα καὶ στὴν καλλιέργεια τοῦ κήπου, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Ὅταν ἦρθε λοιπὸν στὸν κῆπο, βρῆκε τὸν λαγὸ νὰ

τρώει τὰ φυτά. Τοῦ ἔριξε τότε μιὰ μικρὴ πέτρα καὶ τὸν μάλωσε, λέγοντάς του μὲ τόνο ἤρεμο: «Γιατί, ἀνόητε, ζημιώνεις τὸ

κηπουρό, ἐνῶ ἔχεις ἄφθονη βοσκὴ ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπο;». Ὁ λαγός, τρομαγμένος περισσότερο ἀπὸ τὴν πέτρα παρὰ ἀπὸ τὸν λόγο

τοῦ ἁγίου, ὅπως θὰ ἔκανε ἂν ἦταν λογικὸς ἄνθρωπος, ἀμέσως ἔφυγε μὲ κάποια ντροπὴ καὶ συστολή, καὶ ἀπὸ τότε ὁ κῆπος

ἔμεινε ἄθικτος, σὰν νὰ διαμήνυσε ὁ λαγὸς ἐκεῖνος τὸν λόγο τοῦ πατέρα μας σὲ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα ποὺ τρέφονταν στὸ βουνό, μὲ

ἀποτέλεσμα νὰ γίνει γι’ αὐτοὺς δεσμὸς ἄλυτος νὰ μὴν τολμοῦν οὔτε στὸν φράχτη κοντὰ νὰ ἔρθουν.

Ποιός λόγος ὅμως θὰ μπορέσει νὰ ὑμνῆσαι τὴν χάρη, ἡ ὁποία εἶχε χυθεῖ ἄφθονη ἐπάνω σὲ ἐκεῖνον, ἂν ὄχι μὲ τρόπο ἀντάξιο,

μὲ τρόπο τουλάχιστον ποὺ δὲν θὰ ὑπολείπεται κατὰ πολὺ τοῦ μεγέθους της; Ποιός θὰ μιλήσει γιὰ τὴν πρόγνωση τῶν

γεγονότων τῆς στιγμῆς ἐκείνης, γιὰ τὴν πρόβλεψη τῶν μελλοντικῶν, γιὰ τὴν φανέρωση τῶν κρυφῶν, τὴν διόρθωση τῶν

φανερῶν, τὶς συμβουλὲς γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ γίνει, τὴν διδασκαλία ἐκείνη τὴν ἀπέριττη καὶ χωρὶς καμμία ἔπαρση, ἡ ὁποία ἦταν

γεμάτη πνευματικὴ σοφία; Ποιός θὰ μιλήσει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, τὰ ὁποῖα ξεπερνοῦν τοὺς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης

φύσης, εἶναι ἀμέτρητα καὶ δὲν μποροῦν νὰ συλληφθοῦν οὔτε ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ λόγου οὔτε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ νοῦ;

Ὡστόσο, ἐπειδὴ τὸ νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅλα τὰ δικά του ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀδειάσει τὴν θάλασσα καὶ

νὰ μετρήσει τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου ἢ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, πράγματα ἐξίσου ἀδύνατα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ δὲν

εἶναι μικρὸς κίνδυνος γιὰ μένα, στὸν ὁποῖον ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ ἀφήγηση τοῦ βίου του, νὰ τὰ τὰ ἀποσιωπήσω, ὅπως ὁ πονηρὸς

καὶ ὀκνηρὸς δοῦλος ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντο τοῦ δεσπότη 211, καὶ παραλλήλως θὰ ὑποστοῦν μεγάλη ἀπώλεια ὅσοι ἀγαποῦν τὴν

ἀρετὴ καὶ τὴν ἀκρόαση τέτοιων ἀφηγήσεων, ἐμπρὸς ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν μέση ὁδό. Θὰ ἐπιλέξουμε ἀπὸ τὸ σύνολο ἐκεῖνα

πού, ἂν εἰπωθοῦν, δὲν θὰ δώσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἀσήμαντα ἢ ὅτι δείχνουμε τὸ ὅλο ἔνδυμα μόνον ἀπὸ τὴν ἄκρη του212.

Φροντίζοντας τὴν συμμετρία τοῦ λόγου, θὰ κάνουμε τὴν ἀφήγηση λιτὴ καὶ ὄχι περίτεχνη. Ὑπῆρχε κάποιος ἄλλος μοναχὸς

Νικόδημος ποὺ ἀσκήτευε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μοναχοὺς τὴς μεγάλης λαύρας, ἐπιδιώκοντας, ὅσο μποροῦσε, νὰ εἶναι εὐσεβὴς

καὶ φερόταν μὲ τρόπο ἀντάξιος πρὸς ἕναν γιὸ στὸν πατέρα μας. Αὐτός, ἐπιθυμώντας περισσότερη ἡσυχία, σκέφθηκε νὰ

ἀναχωρἠσει ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ νὰ ζεῖ μόνος του σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ παραλαύρια. Ἦρθε στὸν πατέρα μας, τὸν παρακάλεσε πολύ,

ὅμως δὲν συμφωνοῦσε ἐκεῖνος καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μετοικήσει. Ἐκεῖνος, παρακινημένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς ἡσυχίας,

ἔκανε καὶ δεύτερη αἴτηση στὸν πατέρα μας, δηλαδὴ μετὰ τὸ Πάσχα νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θελήματός του, διότι

208 Ψαλμὸς 115, 1-2.

209 Παροιμίαι 3, 34, Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἱακώβου 4, 6 καὶ Α’ Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Πέτρου 5, 5.

210 Ἐνδεχόμενος ὑπαινιγμὸς γιὰ τὸν βυζαντινὸ θεσμὸ τῆς πρόνοιας.

211 Κατὰ Ματθαῖον 25, 25.

212 E. L. von Leutsch-F. G. Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum I, Hildesheim 1965, 252, 2-3

46
τότε ἦταν ἀκόμη Σεπτέμβριος, καὶ νὰ μὴν δοθεῖ σὲ κανέναν ἄλλον τὸ παραλαύριο. Τί τοῦ εἶπε τότε ὁ θεοφόρος πατέρας μας;

«Ἐσύ, τέκνον μου, πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα θὰ μετοικήσεις στὸ μέγιστο ἡσυχαστήριο». Ὁ Νικόδημος δέχθηκε ὄχι μόνο ἀτάραχα,

ἀλλὰ καὶ εὐχαρίστως τὸ ἄκουσμα, νομίζοντας ὅτι πῆρε τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ μετοικοῦσε, ὅπως τὸ ἐπιθυμοῦσε, σὲ ἕνα

μεγαλύτερο παραλαύριο. Ὅμως ὅταν ἦρθε ἡ ἑβδομάδα ποὺ τὴν λέμε Τυρινὴ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, κατάλαβε τὸ μυστικὸ τῆς

προφητείας τοῦ ἁγίου, ἐπειδὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν κατώτερο καὶ ἀνέβηκε ψηλὰ στὸν ἐπουράνιο.

Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ὀνομαζόταν Θεοδόσιος, ἡγούμενος κάποιος μονῆς ποὺ λεγόταν τῆς Ψυχοσώστιδος στὴν

βασιλεύουσα, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐπειδὴ εἶχε μιὰ δουλειά, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ποθοῦσε νὰ δεῖ τὸν ἅγιο καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή

του. Ὅταν τὸν εἶδε καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀπολαύσει τὴν τόσο ἁπλὴ καὶ εὐχάριστη ἐκείνη συνομιλία μαζί του, κατάλαβε ὅτι ἡ

ταπεινὴ καὶ φτωχικὴ ἐκείνη ἀμφίεση ἦταν σημάδι ἀκριβέστατο τῆς ἐσχάτης ταπεινοφροσύνης ποὺ ἔκρυβε μέσα του. Ἔτσι

κατανόησε τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Μελετίου, ὁ ὁποῖος ἦταν κρυμμένος στοὺς πολλούς. Συγκρίνοντας λοιπὸν τὴν δόξα τῆς

κρυμμένης ἀρετῆς του μὲ τὴν εὐτέλεια τοῦ ἐξωτερικοῦ του παρουσιαστικοῦ, ἔπαθε κάτι τὸ ἐπαινετό, τὸ ὁποῖον ἦταν

χαρακτηριστικὸ μιᾶς ψυχῆς μὲ καλὴ διάθεση: καταδίκασε τὸν ἑαυτό του καὶ πληγώθηκε πολὺ ἡ ψυχή του, ἐπειδὴ ὑπέστη τὸν

ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, καθὼς ὁ ἴδιος ἀμελοῦσε τὴν ἐσωτερικὴ του εὐκοσμία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε κυρίως νὰ φροντίζει, καὶ

εἶχε ἀγωνία μόνο γιὰ τὰ ἐξωτερικά, σὲ ἀντίθεση πρὸς ὅσα πιστεύουν οἱ ἅγιοι. Διότι καὶ ἡ ἀμφίεση του ἦταν πολυτελὴς καὶ εἶχε

ὅλα τὶς ἀνέσεις μαζὶ του γιὰ τὸ σῶμα του. Σκεπτόταν λοιπόν: «ὁ θαυμάσιος αὐτὸς ἄνθρωπος, ζώντας σὲ μία τόσο εὐτελῆ καὶ

περιφρονημένη κατάσταση, ἦταν δοξασμένος, ὡστόσο, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς τοῦ ἔχει δώσει τόση

παρρησία ποὺ μπορεῖ καὶ σώζει κι ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅμως ἐγὼ ὁ μάταιος, ποὺ δὲν μιμοῦμαι oὔτε τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα

τῶν ἁγίων καὶ εἶμαι ἀφοσιωμένος σὲ πράγματα μηδαμινὰ λὲς καὶ εἶναι σημαντικά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν καταταχθῶ

ἀνάμεσα στοὺς κατακριτέους; Αὐτὰ ἔστρεφε στὸν νοῦ του ὁ Θεοδόσιος. Τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὸ κατάλαβε, καθὼς εἶχε

ἤδη πάρει θεϊκὰ χαρακτηριστικὰ καὶ εἶχε λάβει τὴν ἐξαιρετικὴ θεϊκὴ δύναμη νὰ μπαίνει βαθειὰ μέσα στὶς ψυχὲς τῶν

ἀνθρώπων, πρόφθασε καὶ μὲ μία κίνηση τοῦ χεριοῦ διέκοψε αὐτὸν τὸν λογισμό, χτυπώντας δηλαδὴ λίγο τὸ στῆθος τοῦ

συνομιλητῆ του. Ὕστερα μὲ λόγια μειλίχια ἀνακούφισε τὴν σκληρὴ αὐτοκαταδίκη του καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ βυθισθεῖ

περισσότερο στὴν ἀπόγνωση, λέγοντας: «Γιατί ἀπελπίζεσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου; Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ νικᾶ τὴν

φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὁ μεγάλος στὸ ἔλεος καὶ πλούσιος στὴν χρηστότητα Κύριος ξέρει νὰ χαρίζει ἕνα δάνειο δέκα
χιλιάδων ταλάντων, τότε πολὺ περισσότερο πρόκειται νὰ συγχωρήσει τὰ μικρὰ παραπτώματα». Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου, τὰ

ὁποῖα εἰπώθηκαν τὴν κατάλληλη στιγμή, ὄχι μόνο ἀνακούφισαν τὸ βάρος τῆς αὐτοκαταδίκης τοῦ ἡγουμένου τῆς

Ψυχοσώστιδος, καὶ ἔκαναν νὰ αὐξηθεῖ ἀκόμη περισσότερο ὁ θαυμασμός του, γι’ αὐτὸ καὶ ἄκουγε πλέον τὸν ἅγιο σὰν νὰ ἦταν
ἀνώτερος ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτοντάς του ὅλους τοὺς λογισμούς του, ἐπειδὴ πίστευε ὅτι δὲν μπορεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς νὰ τοὺς

κρύψει ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἔτσι ἀπαλλασσόταν ἀπὸ τὴν ἐνόχληση ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν, παίρνοντας τὴν κατάλληλη γιὰ τὴν κάθε

περίπτωση βοήθεια ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τοῦ ἁγίου. Τόσο πολὺ νοιάστηκε ὁ ἅγιος πατέρας γιὰ τὴν διόρθωσή του, μιὰ καὶ δὲν

εἶχε ἀκόμη φθάσει στὴν τελειότητα 213 ὥστε νὰ μὴν χρειάζεται ἀρωγὴ στὴν ἀνηφόρα τῆς ἀρετῆς, ὥστε, κάποτε ποὺ τσκέφθηκε

νὰ ἐπιστρέψει στὴν μονή του, ὁ πατὴρ Μελέτιος τὸν ρώτησε: «Ἔχεις στὴν μονή σου κανένα γέροντα γνώστη τῆς μοναχικῆς

ὁδοῦ;». Ἐκεῖνος ἀπάντησε ἀρνητικά. Ὁ ἅγιος εἶπε τότε μὲ αὐτοπεποίθηση: «κι ὅμως ἔχεις, ἕνας μάλιστα εἶναι ἱκανὸς ὄχι μόνο

τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ σένα νὰ καθοδηγήσει στὸ καλό, ἐννοῶ τὸν Παῦλο. Αὐτὸς φαίνεται στοὺς ἀνθρώπους ταπεινὸς καὶ

καταφρονεμένος, ὅμως εἶναι ἀρεστὸς καὶ χαίρει ἐκτιμήσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἐκεῖ θὰ εἶναι γιὰ σένα ὁ

ἀντικαταστάτης μου». Ἐκεῖνος ἔκπληκτος ἄκουσε αὐτὰ τὰ παράδοξα λόγια καὶ χρωστοῦσε διπλὴ χάρη στὸν πατέρα μας, καὶ

γιὰ τὴν ὠφέλεια ποὺ εἶχε ἀποκομίσει ὣς τότε καὶ γιὰ τὴν φροντίδα ποὺ ἐπέδειξε γιὰ τὸ μέλλον. Ὅμως γιὰ νὰ μὴν καταλήξει

στὴν ἀπιστία ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ θαυμασμὸ καὶ γιὰ νὰ μὴν λησμονήσει τὴν καλὴ αὐτὴ ὑπόδειξη, ὁ μεγάλος Μελέτιος τοῦ

ἔδωσε καὶ δεύτερη συμβουλὴ ἐξίσου θαυμαστή, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο προορατικὸ χάρισμα, ποὺ ἔφερνε καὶ

τὴν σίγουρη ἔκβαση, καὶ γι’ αὐτὸ μποροῦσε νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν πρώτη ἐντολή. Ἡ συμβουλὴ ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ὅταν μπαίνεις

213 Πρὸς Ἐφεσίους 4, 13.

47
στὴν μεγάλη Κωνσταντινούπολη, πρέπει νὰ πᾶς καὶ στὴν μονὴ τῆς Περιβλέπτου, ὅπου θὰ βρεῖς ἕναν ἀπὸ τοὺς

ἀξιολογώτερους μοναχοὺς ποὺ προετοιμάζεται νὰ ἔρθει ἐδῶ, πρῶτα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ ἐμᾶς, καὶ κατόπιν γιὰ ὁρισμένα

διακονήματα τῆς μονῆς. Δῶσε σὲ αὐτὸν χαιρετισμοὺς ἀπὸ μένα καὶ πές του: «εἶδα, παιδί μου, τὴν πίστη σου καὶ τὴν καλὴ σου

προαίρεση τὴν δέχθηκε πρὶν ἀπὸ μένα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μοῦ τὴν γνωστοποίησε. Μὴν φύγεις λοιπὸν ἀπὸ τὴν μονή σου, μεῖνε

σὲ αὐτὴν καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν σωτηρία σου». Ἀνέβηκε ὁ ἡγούμενος στὴν βασιλεύουσα καὶ βρῆκε ὅλες τὶς προφητεῖες τοῦ

πατρὸς Μελέτίου ἀληθινές, προβαίνοντας ἔτσι στὴν ἐκπλήρωσή τους.

Γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἅγιος δὲν φρόντιζε μόνο γιὰ τὰ μοναχικὰ καὶ τὰ ἰδιωτικὰ ζητήματά του, ἀλλὰ μεριμνοῦσε καὶ γιὰ τὰ δημόσια καὶ

τὰ πολιτικὰ θέματα μὲ τὸν ἐπιβαλλόμενο τρόπο, γιὰ νὰ ὁδηγοῦνται σὲ εἰρηνικὴ καὶ ἀσφαλῆ ἔκβαση, ἀπόδειξη ἀποτελεῖ τὸ

θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸν μακαρίτη βασιλιά, τὸν θεῖο Ἀλέξιο. Οἱ Κόμανοι ἐξεστράτευσαν μὲ δύναμη μεγάλη καὶ ὄχι εὔκολα

ἀντιμετωπίσιμη ἐναντίον τῆς περιοχῆς τῆς Θράκης, ὁπότε ἔπρεπε καὶ ὁ αὐτοκράτορας νὰ βγεῖ ἐναντίον τους. Κατὰ τὴν

διάρκεια τῆς ἐκστρατείας του αὐτῆς βρέθηκε στὴν πόλη Ἀγχίαλο τῆς Θράκης μαζὶ μὲ τὸν στρατό του. Οἱ βάρβαροι ἔφθασαν

ἐκεῖ μὲ φονικὲς διαθέσεις καὶ παρατάσσονταν γιὰ μάχη, λεηλατοῦσαν μάλιστα καὶ τὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν πόλη. Ὁ

αὐτοκράτορας σκεπτότνα νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ συγκρουσθεῖ μαζί τους, ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεπε κάτι τέτοιο καὶ τίποτε τὸ καλὸ

δὲν ἐπρόκειτο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὅπως ἔγινε ἀμέσως φανερό. Διότι ἔγιναν γνωστὰ αὐτὰ στὸν πατέρα μας ποὺ ἡσύχαζε

στὸ ὄρος. Ἦταν δίπλα του ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς μοναχούς, ὁ Ἱλαρίων ποὺ ἀποτελεῖ μέχρι καὶ σήμερα τὴν ζωντανὴ

ἱστορία τῶν θαυμάτων τούτων. Βρισκόταν ἐκεῖ, γιὰ νὰ πεῖ τοὺς λογισμούς του στὸν πατέρα μας, ὅπως τὸ συνήθιζε. Ὁ ἅγιος

διέκοψε γιὰ λίγο τὴν συνομιλία του μὲ τὸν Ἱλαρίωνα, ἔμεινε σὰν ἐννεός, νόμιζε κανεῖς ὅτι βλέπει μπροστά του τὸν

αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπε: «Πρόσεχε, θαυμαστὲ κύριε Ἀλέξιε, μὴν βγεῖς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη». Ἀμέσως σφράγισε ἁπλώνοντας

τὸ χέρι του πρὸς τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ καταλάβαινε ὅτι βρισκόταν ὁ αὐτοκράτορας, χαράσσοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Βλέποντας κι ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Ἱλαρίων, ἔνοιωσε ἔκπληξη καὶ πε΄φτοντας στὰ πόδια τοῦ πατρὸς Μελετίου τὸν

παρακαλοῦσε νὰ μάθει ποιό ἦταν τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ ὁράματος. Ὁ πατέρας μας τοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, αὐτὴν τὴν ὥρα ὁ

αὐτοκράτορας ἀποφάσισε νὰ βγεῖ νὰ πολεμήσει τοὺς κακούργους Κομάνους, κι ἂν πραγματοποιήσει τὸ σχέδιο αὐτό, τὴν

βασιλεύουσα δὲν τὴν ξαναβλέπει». Τότε προσευχήθηκε, ἐπικαλούμενος τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἡ

προσευχή του ἔγινε δεκτή: ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα νὰ ὁρμήσει ἔξω δὲν πραγματοποιήθηκε, ἐνῶ οἱ Κόμανοι μὲ τρόπο
θαυμαστό, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλληλοσυγκρούσθηκαν, διασκορπίσθηκαν ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ καὶ ἡ περιοχὴ

ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν καταστροφικὴ μανία τους. Ὁ βασιλιὰς τότε μὲ μεγάλη ἄνεση ἐπέστρφε πρὸς τὰ ἀνάκτορα. Ὁ ἱλαρίων,

ἀφοῦ σημείωσε τὴν ἡμέρα ποὺ συνέβη ἐκεῖνο τὸ ὅραμα, πόσες εἶχε ὁ μήνας. Ὕστερα ὅταν ἦλθαν ἀξιωματικοὶ τῆς
αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς στὸν πατέρα Μελέτιος, τοὺς ρώτησε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν αὐτοκράτορα καὶ διαπίστωσε ὅτι τὸ ὅραμα

ὁλόκληρο ταίριαζε μὲ ὅσα εἶχαν συμβεῖ ἀπόλυτα.

Τὴν ἴδια φροντίδα τοῦ ἀγίου γιὰ τὶς δημόσιες ὑποθέσεις δείχνει καὶ τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ἰωάννη ποὺ ἐπονομαζόταν Δούκας.

Εἶχε τὴν βασιλεία ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ποὺ προαναφέραμε, τὴν ἐξουσία ὅμως στὴν Κρήτη τὴν εἶχε παράνομα ὁ Καρίκης.

Ἐνβαντίον του ἐξωπλίσθηκε στόλος πολεμικὸς καὶ ἐπικεφαλῆς τοῦ στόλου εἶχε διορισθεῖ ὁ Καρίκης. Αὐτὸς ἐλλιμενίσθηκε

στὸν Εὔριπο, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ἀπὸ ἐκεῖ πιὸ εὔκολα τὸ ταξίδι στὴν Κρήτη. Ἀποφάσισε μάλιστα νὰ πα΄ρει καὶ τὴν εὐχὴ

τοῦ ἁγίου σὰν ἄλλο ὅπλο ἀμυντικὸ καὶ προφυλακτικό. Ἦρθε στὸν ὅσιο καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐχή του, γιὰ

νὰ νικήσει τὸν Καρίκη, ὅμως ὁ ἅγιος δὲν συμφώνησε μὲ αὐτό, λέγοντας πὼς θὰ ἦταν ἀσύμφορο καὶ γιὰ τὸν ἴδιον καὶ γιὰ τοὺς

ὑφισταμένους του ὁ ἀπόπλους τὴν συγκεκριμένη στιγμή. Ὁ Δούκας τοῦ εἶπε «τότε τί πρέπει νὰ κάνουμε;». Εἶπε πάλι ὁ μέγας

Μελέτιος: «Πρέπει νὰ δέσουμε τὶς ἄγκυρες τῶν ἐλπίδων μας ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια ποὺ μᾶς κυβερνᾶ, ἂν πάλι πρέπει νὰ

κάνουμε καὶ κάτι σὰν ἄνθρωποι, ἂς γράψουμε στὸν Καρίκη ζητώντας του εἰρήνη. Ἂν καὶ ἐκεῖνος ἐπιλέξει τὴν εἰρήνη, ἔχει

καλῶς, διαφορετικὰ θὰ ἔχει ἀντιπάλό του τὸν ἴδιο τὸν ἄρχοντα τῆς εἰρήνης. Τέλος πάντως, ἐσὺ νὰ παραμείνεις στὸν Εὔριπο,

περιμένοντας τὴν ἀγγελία ἀπὸ ἐκεῖ». Ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν συμβουλή, διότι ἦταν συνετὸς καὶ εὐλαβής, καὶ
ἔπραξε ἀνάλογα. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔφθασε τὸ μήνυμα ὅτι πέθανε ὁ Καρύκης, ἔτσι ἐκεῖνος ἔπλευσε χωρὶς φόβο στὴν Κρήτη

καὶ κατέλαβε τὸ νηςὶ χωρὶς πόλεμο

48
Κάποτε πῆγε στὸν ὅσιο ὁ Μιχαὴλ ὁ Κασταμονίτης, γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του. Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ παρουσιασθεῖ σὲ

ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ζωντανὸ ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ λιτότητος, κι ὁ ἴδιος ταξίδεψε ὅπως ἦταν μὲ τρόπο λιτὸ καὶ πενιχρό,

ἔχοντας μόνον ἕναν ὑπηρέτη, τὸν πιὸ πιστό, ὅπως νόμιζε, νὰ τὸν ἀκολουθεῖ. Ὅμως ὁ ὑπηρέτης δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δούλους ποὺ

κατάντησαν δοῦλοι λόγω τὴς τύχης, ἀλλὰ εἶχε πράγματι κακὴ προαίρεση, δόλιος καθὼς ἦταν καὶ κακοῦργος. Καθὼς βάδιζαν

μόνοι τους στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὁ ἀχρεῖος ἐκεῖνος δοῦλος214 προσποιήθηκε ὅτι μένει πίσω γιὰ κάποια σωματικὴ ἀνάγκη,

ἔχοντας συλλάβει ὁ δόλιος τὸ σχέδιο νὰ σκοτώσει τὸν κύριό του. Λίγο ἔλειψε νὰ τὸ πραγματοποιήσει κιόλας, ἂν δὲν

πρόφθαινε ὁ μεγάλος Μελέτιος νὰ ματαιώσει τὴν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου, ποὺ θὰ γεννιῶνταν σὰν μυσαρὸ τέκνο ἀπὸ

κεῖνον. Διότι ὁ ὑπηρέτης τράβηξε τὸ σπαθὶ αἰφνίδια καὶ ὅρμησε μὲ ὅλη του τὴν δύναμη καὶ τὴν ὀργὴ ἐναντίον τοῦ κυρίου του,

ὅμως τὸ ἐμπόδισε ἀπὸ τὸ κακούργημα ὁ πατέρας μας, ποὺ φάνηκε ἄξαφνα μπροστά του, καὶ τὸν ἀπείλησε ἄγρια μὲ τὴν στάση

καὶ τὸ βλέμμα του, πείθοντάς τον ἔτσι νὰ ἀναστείλει τὴν ὁρμή του τὴν φοβερὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε καὶ πάλι, Ὁ κασταμονίτης

τίποτε δὲν ἀντιλήφθηκε ἀπὸ αὐτά, μέχρι οὕτω ἔφθασε στὸν ὅσιο μὲ τὸν ὑπηρέτη του καὶ τὸν βρῆκε νὰ ἡσυχάζει στὴν μονὴ τοῦ

Συμβούλου. Ὁ Κασταμονίτης τοῦ ἐξομολογήθηκε τοὺς λογισμούς του, ὅπως συνήθιζε καὶ πῆρε τὴν κατάλληλη θεραπεία μαζὶ

μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἁγίου. Ὁ πονηρὸς καὶ τολμηρότατος δοῦλος, ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κρύψει τὸ τόλμημά του, ἐλέγχθηκε ἀπὸ

ἐκεῖνον ποὺ τὸν εἶχε ἐμποδίσει νὰ τὸ πραγματοποιήσει, ποὺ τοῦ εἶπε: «Ἐμπρός, πέσε στὰ γόνατα τοῦ κυρίου σου καὶ

ἐξομολογήσου μὲ εἰλικρίνεια τὸ μιαρό σου σχέδιο, οὕτως ὥστε νὰ μετανοήσεις μὲ τρόπο ἄδολο καὶ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ πα΄ρεις

ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν συγχώρηση». Ἔκπληκτος μὲ αὐτὰ ὁ Κασταμονίτης, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε τί εἶχε συμβεῖ, ζήτησε νὰ μάθει τί ἔγινε.

Ὅταν ἔμαθε μὲ ἀκρίβεια αὐτὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἅγιος εἶχε δηλώσει ὑπαινικτικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀκούσια ἐξομολόγηση τοῦ

δούλου, ἔφυγε γεμάτος χαρὰ καὶ θαυμασμό, ἀποδίδοντας μετὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἅγιο τὴν σωτηρία του.

Κάποτε ὁ δούκας τῶν Θηβῶν ποὺ ὀνομαζόταν Βρυέννιος ἀποφάσισε νὰ πάει στὸν μεγάλο Μελέτιο, γιὰ νὰ πα΄ρει τὴν εὐχή

του. Ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ κοινωνικὸς σὰν τὸν Φίλιππο215. Σύμφωνα μὲ τὴν θεϊκὴ ἐντολὴ δὲν ζητοῦσεε μόνο τὸ δικό του

συμφέρον, ἀλλὰ καὶ τὸ συμφέρον τοῦ πλησίον του. Θέλησε λοιπὸν καὶ κάποιον συγγενῆ του ποὺ εἶχε τὸ ἐπώνυμο Βατάτζης νὰ

τὸν κάνει συμμέτοχο στὴν δική του ὠφέλεια. «Ἔλα ἐσὺ ἐδῶ» τοῦ εἶπε μὲ τρόπο χαριτωμένο, «ἂς πᾶμε στὸν ἄνθρωπο τοῦ

Θεοῦ. Τέτοιον ἄνθρωπο δὲν ἔχεις ξαναδεῖ. Λίγο νὰ συζητήσεις μαζί του, θὰ ἀποκομίσεις μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ τὴν ὡράι του

διδασκαλία καὶ τὴν ἅγια εὐκοσμία του». Μόλις ἄκουσε ἐκεῖνος τὴν λέξη διδασκαλία, ἀπάντησε: «Τί ἄραγε μπορεῖ νὰ μὲ
διδάξει περισσότερο ἀπὸ αὐτά ποὺ διάβασα». Ὁ ἄνθρωπος ἤξερε λίγα γράμματα καὶ εἶχε διαβάσει καὶ τὶς ἅγιες γραφές, παρ’

ὅλο ποὺ τότε μίλησε μὲ ἀμάθεια καὶ ἀπαίδευτο τρόπο. «Ἐγώ», εἶπε, «ὅσα θὰ μὲ διδάξει ἐκεῖνος, τὰ γνωρίζω ἤδη ἀπὸ τὶς

γραφές». Αὐτὰ εἶπε, ἀκολούθησε, ὡστόσο, τὸν δοῦκα καὶ πῆγαν μαζὶ στὸν ἅγιο. Ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε καὶ στοὺς δύο τὴν
ἴδια ἐυχὴ καὶ διδασκαλία. Πῆρε πρῶτα ἰδιαιτέρως τὸν Βρυέννιο, ἐπειδὴ ἦταν πιὸ ἐνάρετος καὶ πιὸ συνετός, τοῦ μίλησε μὲ

τρόπο κατάλληλο, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, καὶ ὕστερα ὅταν πλησίασε ὁ Βατάτζης καὶ ἤθελε νὰ ξεκινήσει μαζί του συζήτηση,

τοῦ θύμισε τὴν ἀμφιβολία του, ὅπως πρὶν ὁ Κύριος στὸν Ναθαναήλ 216, λέγοντάς του: «ἐσύ, τέκνον μου, ὅσα κι ἂν σοῦ πῶ τὰ

ξέρεις ἤδη ἐκ τῶν προτέρων καλύτερα ἀπὸ μένα, ἔτσι δὲν ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς μου διδασκαλίας». Αὐτὰ ἔκαναν ἐκεῖνον ποὺ

τὰ ἄκουσε νὰ κλονισθεῖ, ἀλλὰ ἐπίσης τὸν ἔκαναν καὶ νὰ διορθωθεῖ, καθὼς ἀπέβαλε τὴν ἀλαζονεία του καὶ κατάλαβε πόσο

μεγάλη εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης χάριτος.

Πολλούς, τόσους ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς μετρήσω, ὅταν ἔρχονταν σὲ αὐτὸν ὁ μεγάλος Μελέτιος τοὺς βελτίωνε καὶ ὅταν

ἔσφαλλαν σὲ κάτι τοὺς καθοδηγοῦσε πῶς νὰ τὸ ἐπανορθώσουν, διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα καὶ κάνοντας προφητεῖες,

φέρνοντας στὸ φῶς αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνοι θεωροῦσαν κρυφά, καθιστώντας ἔτσι τὴν διδασκαλία του πιὸ εὔκολη στὴν ἀποδοχή της.

Ἔτσι ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του ὡς ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ κάθε καλό. Ὅμως μποροῦσε καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ γίνεται ὁρατός, νὰ

214 Κατὰ Ματθαῖον 25, 30.

215 Κατὰ Ἰωάννην 1, 44-46.

216 Κατὰ Ἰωάννην 1, 46-49.

49
βλέπει κάποιους ποὺ ἔσφαλλαν σὲ κάτι, καὶ ὅταν ἔπεφταν κάτω ἀπὸ τὰ προσκόμματα ποὺ ἔβαζε ὁ πονηρὸς στὰ πόδια τους,

μποροῦσε νὰ τοὺς σηκώνει μέσω τῶν γεγονότων ποὺ εἶχαν ἤδη συμβεῖ μὲ τὸν ἅγιο Μελέτιο, τὰ ὁποῖα τοὺς ἀφηγοῦνταν ἄλλοι.

Τέτοιο εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ: Κάποιος ἀδελφὸς ἦταν σὲ κατάσταση ραθυμίας, κλείνοντας μὲ τὴν θέλησή του τὰ μάτια

του στὴν χάρη τοῦ ἁγίου ποὺ χυνόταν πιὸ λαμπρὴ καὶ εὐχάριστη κι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου σὲ ὅσους τὴν ἔπαιρναν ὡς

ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ἀρετή τους. Παράλληλα εἶχε προσφέρει ὁ ἴδιος τὸ πόδι τῆς ἀναστατωμένης διάνοιάς 217 του στὸν σατανᾶ,

γιὰ νὰ τὸν ταράζει διαρκῶς. Εἶπε αὐτὸς σὲ ἕναν παραδελφό του: «μάταιοι καὶ πλανεμένοι εἶναι ὅσοι λένε ὅτι ὁ πατέρας μας

εἶναι ἅγιος καὶ ἔχει τὸ χάρισμα τῆς προφητείας». Ὅμως αὐτὸς ποὺ τὰ ἄκουγε ἐκεῖνα ἦταν πιὸ νηφάλιος καὶ τοῦ ἀπάντησε μὲ

λόγους ἐπιτιμητικούς, λέγοντας: «Δὲν σοῦ ἀρκεῖ ἐσένα γιὰ νὰ πεισθεῖς ὅτι ὁ πατέρας μας εἶναι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι

ἐμεῖς, ἐνῶ εἴμαστε ἕνα πλῆθος τέτοιο, ὅλοι ἀκτήμονες καὶ ἀργοί, χωρὶς ἔσοδα ἀπὸ πουθενά, ὅμως ἔχουμε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ

μᾶς τὰ παρέχει ὁ Θεὸς μὲ τὶς προσευχές του». Ἐκεῖνος συγκινήθηκε τότε, ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, καὶ μὲ ἕναν

ἀναστεναγμὸ φανέρωσε ὅτι ἀπέβαλε ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὴν μεγάλη ραθυμία του, ὅμως δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη στὴν τέλεια

νηπτικὴ κατάσταση. Ὅταν βγῆκε στὴν πύλη, συνάντησε ἕναν ξένο μοναχὸ ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πρόσωπό του ἔδειχνε ὅτι βρισκόταν

σὲ κατάσταση ἐκπλήξεως γιὰ ὁρισμένα παράδοξα θεάματα ἢ ἀκούσματα. Τὸν ρώτησε ἀπὸ ποὺ ἔχει ἔρθει καὶ ἐκεῖνος

ἀπάντησε: «ἀπὸ τὸν προφήτη». Ὅταν τὰ ἄκουσε αἰσθάνθηκε κι ἐκεῖνος ὄχι λιγώτερη ἔκπληξη καὶ τὸν ξαναρώτησε ἔπειτα:

«ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ προφήτης;». Ὁ ἄλλος ἀπάντησε: «ὁ γέροντας ποὺ ἡσυχάζει στὸ παραλαύριο τοῦ ἁγίου Ἠλία, ἐκεῖνος

εἶναι ὁ προφήτης», διότι ἐκεῖ τότε ἔτυχε νὰ ἡσυχάζει ὁ μεγάλος Μελέτιος. Καὶ συνέχισε: «μόλις πέρασα τὸ κατώφλι τοῦ

κελλιοῦ του, ἀμέσως σὰν προφήτης μοῦ εἶπε ὅλες τὶς κρυφές μου πράξεις. «Γιατί», μὲ ρώτησε, «τέκνον μου, μετὰ τὴν ἄρνηση

τοῦ κόσμου, ἐνῶ κατετάγης στοὺς μοναχούς, μετὰ τὴν μοναχικὴ κουρά σου, ἐξακολουθεῖς νὰ συνουσιάζεσαι μὲ τὴν πρώην

γυναῖκα σου; Γιατί θάβεις σὰν τὸν δοῦλο τοῦ εὐαγγελίου στὴν γῆ μέσα τὸν μικρὸ πλοῦτο ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός218, ὡς

παρακαταθήκη γιὰ νὰ κερδίσεις στὸ μέλλον πολὺ ἀνώτερα πράγματα; Φύγε γρήγορα, σκόρπισε τὸν πλοῦτο σου στοὺς

φτωχοὺς219 καὶ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ἀπομακρύνσου τελείως ἀπὸ τὴν γυναῖκα σου. Μετανόησε ἐνώπιον του Θεοῦ ὁλόψυχα,

μὴν τυχὸν καὶ ἁρπαχθεῖς ἀνέτοιμος ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ δὲν βρεῖς κανέναν νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κόλαση ποὺ

περιμένει ὅλους τοὺς ἀμετανόητους». Ὁ πρῶτος ἀκροατής, ἐπειδὴ τὰ εἶπε αὐτὰ στὸν δεύτερο, ἀποδεικνύεται ὅτι ἤθελε σὰν

καλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἦταν νὰ μεταδώσει τὴν ὠφέλεια τοῦ ἁγίου καὶ σὲ ἄλλον ἢ σὲ ἄλλους, ὠφελώντας τους μὲ τὸν τρόπο ποὺ

ὠφελήθηκε ἐκεῖνος καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Μακάρι νὰ λεχθεῖ ἀληθικὰ κάτι τέτοιο καὶ γιὰ

μένα ποὺ γράφω τώρα αὐτὸν τὸν βίο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους διαβάσουν τὸ κείμενό μου.

Ἂς προχωρήσουμε ὅμως στὴν διήγηση ἑνὸς ἄλλου θαύματος. Ἦταν καταχείμωνο καὶ τὸ χιόνι εἶχε ἤδη καλύψει τὴν γῆ, ἀλλὰ
ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ πέφτει, μάλιστα οἱ ἄνεμοι ποὺ ἔπνεαν μὲ σφοδρότητα ἔκαναν τὸ χιόνι νὰ στροφιλίζεται ψηλὰ στὸ

ἀέρα, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι οἱ δρόμοι νὰ ἔχουν γίνει ἀδιάβατοι, κι ὅλα τὰ σπίτια νὰ μὴν ἐπικοινωνοὺν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Δὲν

ὑπῆρχε κἂν ἐλπίδα γιὰ γρήγορο τέλος τοῦ δυσάρεστου αὐτοῦ φαινομένου, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔδινε μία παρηγοριὰ σὲ ὅσους

ταλαιπωροῦνταν. Τότε στὰ μοναστήρια πολὺ λίγο λάδι εἶχε μείνει, ὅσο ἦταν στὸν πάτο ἑνὸς μικροῦ ἀγγείου. Μὴν ξέροντας τί

νὰ κάνει ὁ ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ διακόνημα αὐτό, προκειμένου νὰ ἔχουν κι οἱ ναοὶ ἱκανὸ φωτισμὸ καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἀρκετὸ

φαγητό, ἐπειδὴ εἶχε ἐλάχιστο λάδι καὶ μάλιστα σὲ περίοδο χειμώνα ποὺ δὲν ἐπέτρεπε νὰ ἔλθει τροφοδοσία ἀπὸ ἀλλοῦ, πῆγε

στὸν πατέρα Μελέτιο καὶ ἀνήγγειλε τὴν ἔλλειψη μὲ σκυθρωπὸ πρόσωπο, μὲ λυπημένα λόγια καὶ θλιμμένο σχῆμα. Τὸν

ἱκέτευσε, πέφτοντας στὰ πόδια του, νὰ ἔλθει ὁ ἴδιος στὴν ἀποθήκη καὶ νὰ εὐλογήσει τὸ λιγοστὸ λάδι ποὺ εἶχε ἀπομείνει.

Χωρὶς κανένα δισταγμὸ ἐκεῖνος πῆγε ἐκεῖ, τοῦ ἔφεραν τὸ ἀγγεῖο καὶ τὸ σφράγισε μὲ τὸ χέρι του κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ

σταυροῦ. Ἐπίσης ἔδωσε καὶ μὲ τὸ στόμα εὐλογία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ποὺ παλαιὰ ἐὐλόγησες τὴν ὑδρία τοῦ ἀλεύρου καὶ τὸν

217 Ψαλμὸς 65, 9.

218 Κατὰ Ματθαῖον 25, 25.

219 Κατὰ Ματθαῖον 6, 19-20.

50
καμψάκη τοῦ λαδιοῦ τῆς Σαραφθίας, ἐπειδὴ φιλοξένησε τὸν δοῦλο σου Ἠλία, καὶ ἡ ὑδρία δὲν ἔμεινε ἄδεια οὔτε ὁ καμψάκης

ἐλαττώθηκε 220, ἐσὺ εὐλόγησε καὶ τώρα αὐτὸ τὸ ἀγγεῖο, γιὰ νὰ χύνει διαρκῶς λάδι σὲ μᾶς ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ,

γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά σου, μέχρι νὰ ἀνοίξεις ξανὰ τὴν θύρα τῶν εὐεργεσιῶν σου». Τὰ εἶπε αὐτὰ καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὸ

αἴτημά του. Τὸ λάδι κράτησε γιὰ ἀρκετὲς μέρες στὸν πυθμένα ἐκείνου τοῦ ἀγγείου, παρ’ ὅλο ποὺ προσφερόταν μὲ ἀφθονία σὲ

τόσο πλῆθος μοναχῶν, μέχρις ὅτου τὸ χιόνι ἔλειωσε. Τὸ θαῦμα ἀπὸ τότε ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλες τὶς γύρω περιοχὲς καὶ οἱ πιστοὶ

Χριστιανοί, παρακινημένοι ἀπὸ θεία ἔμπνευση, γιὰ νὰ μὴν μείνει καμμία προσευχὴ τοῦ ἁγίου ἀπραγματοποίητη, ὁ καθένας

ἀνάλογα μὲ τὴν προαίρεση καὶ τὶς δυνατότητές του, καθιέρωσαν νὰ δίνεται ἐτήσια χορηγία ἐπαρκοῦς ποσότητος λαδιοῦ στὰ

μοναστήρια. Ἡ συνήθεια διατηρεῖται μὲ τρόπο καλὸ μέχρι σήμερα.

Ὅμως δὲν ἔπρεπε οὔτε οἱ Ρωμαῖοι ἀπὸ τὴν παλαιὰ Ρώμη νὰ μείνουν ἄγευστοι τῶν χαρίτων τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ ἔπρεπε καὶ αὐτοὶ

νὰ ἀποκτήσουν ἐμπειρία καὶ νὰ καταστοῦν μάρτυρες ἀδιάψευστοι καὶ κήρυκες διαπρύσιοι τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου. Αὐτοὶ

κάποτε, ταξιδεύοντας διὰ θαλάσσης πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, βρῆκαν ἀντίθετο ἄνεμο στὸν κόλπο τῆς Αἴγινας καὶ ἄραξαν στὸ

λιμάνι τῆς Ἀθήνας, τὸν Πειραιᾶ. Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν τότε ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀθηνῶν θεώρησε ὕποπτους τοὺς ἄνθρώπους, ἐπειδὴ

δὲν εἶχαν συμμαχία μαζί μας καὶ διέκειντο δῆθεν ἐχθρικὰ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, ὁπότε τοὺς ἀντιμετώπισε κι ἐκεῖνος ἐχθρικὰ

καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἀποπλεύσουν. Οἱ ἄνθρωποι, ἔχοντας μείνει ἀρκετὸ χρόνο στὴν Ἀθήνα, ἔμαθαν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν

ἅγιο, διότι ἡ ἀνάγκη μᾶς κάνει νὰ ψάχνουμε καὶ νὰ βρίσκουμε τὸ συμφέρον μας, καὶ κατέφυγαν σὲ ἐκεῖνον, ἀναγγέλλοντάς

του μὲ μεγάλη θλίψη τί τοὺς συνέβη καὶ ζητώντας τὴν βοήθειά του. Ἀμέσως τὴν πῆραν, πιὸ πρόθυμα μάλιστα τοὺς τὴν

πρόσφερε ἀπὸ ὅσο κι οἱ ἴδιοι θὰ περίμεναν. Μόλις ἀντελήφθη ὁ ἅγιος ὅτι αὐτοὶ ἔχουν καλὴ γνώμη καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς

τὸν αὐτοκράτορα, ἀπέδειξε καὶ στὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀθηνῶν ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τέτοιοι. Ἐκεῖνος, περισσότερο ἀπὸ κάθε

ἄλλο, σεβάσθηκε τὴν ἀξιοπιστία τοῦ μεσίτη καὶ ἀμέσως φέρθηκε μὲ καλύτερο τρόπο στοὺς Ρωμαίους καὶ ἔπαψε νὰ τοὺς

ὑποπτεύεται καὶ τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν ἀκούσια διαμονή τους ἐκεῖ. Πῆραν μάλιστα καὶ γράμμα βασιλικό, τὸ ὁποῖο ἐπέτρεπε

νὰ μεταβοῦν ὅπου ἤθελαν ἀκωλύτως. Τότε λοιπὸν γλίτωσαν, ὅμως μετά, ἐνθυμουμένοι τὴν εὐεργεσία τοῦ πατρός μας,

ἔρχονταν κάθε χρόνο πολλοὶ στὸ μοναστήρι κατὰ ὁμάδες, πενῆντα πολλὲς φορὲς ἢ ἑξῆντα μαζί, καμμιὰ φορὰ καὶ

περισσότεροι. Ἔρχονταν συχνότερα, παίρνοντας τὶς εὐχὲς τοῦ πατρὸς Μελετίου καὶ μετέχοντας στὴν τράπεζα. Κάποτε ἕνας

μοναχός, σὲ περίδο ποὺ ὑπῆρχε ἔλλειψη στὴν μονὴ καὶ ἄλλων τροφίμων, ἀλλὰ καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ ἑτοιμαζόταν (ὄσπρια ἦταν),
μόλις καὶ μετὰ βίας ἐπαρκοῦσαν γιὰ τοὺς ἀδελφούς, ἀγανακτισμένος ἦλθε στὸν πατέρα μας καὶ λέγοντάς τους ὅτι ἔχει ἔλλειψη

τοῦ εἶπε: «Δῶσε μου ἐντολὴ νὰ τοὺς διώξω». Ὁ ἅγιος ἀπάντησε: «Καθόλου, τέκνον μου, νὰ μὴν τὸ κάνεις αὐτό. Νὰ τοὺς

ὑποδεχθοῦμε μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες, διότι ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα, ἀφοῦ μπορεῖ μὲ λίγα νὰ τρέφει δεκάδες χιλιάδες». Ἔτσι
εἶπε καὶ τότε οἱ Ρωμαῖοι κάθισαν στὴν τράπεζα νὰ φᾶνε μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς καὶ ὅλοι χόρτασαν. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες

ἦρθαν κάποιοι ποὺ χτυποῦσαν τὴν πόρτα τῆς ἐξωτερικῆς πύλης. Κάλεσε τότε ὁ πατὴρ Μελέτιος τὸν μοναχὸ ἐκεῖνο ποὺ

διαμαρτυρήθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, τέκνον μου, στὴν πύλη, νὰ δεῖς τίς εἶναι ὁ θόρυβος ποὺ γίνεται ἐκεῖ». Πῆγε, ἄνοιξε,

καὶ βρῆκε πολλὰ μουλάρια νὰ κουβαλοῦν σιτάρι, τὰ εἶχαν στείλει στὴν μονὴ ὁρισμένοι εὐσεβεῖς. Μόλις τὰ εἶδε, θυμήθηκε τὴν

δική του ἀγανάκτηση καὶ τὴν μεγαλοψυχία τοῦ πατρὸς Μελετίου. Κατάλαβε ἐπίσης ὅτι ἐξαιτίας τοῦ διορατικοῦ του

χαρίσματος ἔδωσε σὲ ἐκεῖνον ἐντολὴ νὰ ἀνοίξει τὴν πύλη. Θαύμασε, μέμφθηκε τὸν ἑαυτό του δίκαια, καὶ ἔτσι μὲ τὴν μετάνοια

βελτιώθηκε. Ὤ, πόσο μεγάλη δύναμη, ἀνάλογη μὲ τὴν πίστη του, εἶχε ὁ μεγάλος Μελέτιος, πόσο πλούσια εἶχε τὴν χάρη, ἴσως

μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὴν πίστη, πόσο ὅμως τὴν ἔκανε νὰ φαίνεται μικρότερη ἀπὸ εὐλάβεια. Δὲν τὴν ἔδειχνε ποτὲ ὁλόκληρη, ἢ

μᾶλλον καθόλου δὲν τὴν ἐπεδείκνυε, ἐκτὸς ἂν ὑπῆρχε πολὺ ἐπείγουσα ἀνάγκη καὶ τὸν ὑποχρέωνε νὰ τὸ κάνει ἡ ἀγάπη του

πρὸς τοὺς ἀδελφούς.

Κάποτε μαγείρευαν μία κολοκύθα στὸ μαγειρεῖο, κι ἦταν τὸ μοναδικὸ φαγητὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προσφερθεῖ στοὺς ἀδελφούς.

Τὴν δοκίμασε ὁ μάγειρας καὶ ἦταν πικρότερη κι ἀπὸ χολή. Πῆγε τότε ἀμέσως νὰ τὸ πεῖ στὸν πατέρα Μελέτιο, προσθέτοντας

220 Γ’ Βασιλειῶν 17, 14.

51
ὅτι, καθὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλο φαγητό, κακὴ τράπεζα θὰ ἔχουν οἱ ἀδελφοί. Ὁ πατέρας μας ἀπάντησε: «Ὄχι, δὲν θὰ γίνει αὐτό, ὁ

Θεὸς ποὺ μετέτρεψε τὸ πικρὸ νερὸ τῆς λίμνης Μερρᾶς σὲ γλυκό221, μακάρι νὰ γλυκάνει καὶ τὴν κολοκύθα, ὥστε νὰ μ[]ην

χρειασθοῦμε ἄλλο φαγητό». Ἔτσι εἶπε καὶ εὐλόγησε τὴν κολοκύθα, μόλις σερβιρίσθηκε, καὶ ἐκείνη ἀμέσως ἔγινε γλυκιὰ καὶ

βρώσιμη.

Εἶχε ἐπίσης καὶ τὸ χάρισμα τῶν θεραπειῶν, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀντλήσει ἄμεσα ἀπὸ τὴν πρώτη πηγὴ τῶν χαρίτων σὲ ἀφθονία.

Ὅμως οὔτε ὁ ἴδιος ἔσπευδε νὰ θεραπεύσει τὶς παθήσεις τῶν ἀσθενῶν, γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ ὑπερηφάνεια, οὔτε, ὅταν τὸν

παρακαλοῦσαν ἄλλοι, ἔδινε τὴν θεραπεία μὲ προθυμία, πρὶν θεραπεύσει τὴν ψυχικὴ ἀρρώστια πρὶν ἀπὸ τὴν σωματική. Κάποτε

ὁ πραίτωρ ἐκείνης τῆς ἐποχὴς Κωνσταντῖνος Χοιροσφάκτης τοῦ ἔφερε ἕναν ὑπηρέτη του, πολὺ πιστὸ καὶ ἀγαπημένο, ὁ ὁποῖος

ἔπασχε ὅμως ἀπὸ μία φοβερὴ καὶ δύσκολη στὴν θεραπεία της νόσο. Δὲν εἶχε ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὶς πολλὲς θεραπεῖες ποὺ τοῦ

ἔκαναν, ἀλλὰ οὔτε καμμία βοήθεια βρῆκε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἁγίους ποὺ ἐπικαλέσθηκε. Εἶχε ἀπελπισθεῖ τελείως, τόσο ποὺ

κορόιδευε τὴν πίστη τοῦ πραίτορος πρὸς τὸν ὅσιο, ἐξαιτίας τῆς ὁποία τὸν πήγαινε ἐκεῖ, καὶ τὴν μυκτήριζε μέσα του, καθὼς

ἀναλογιζόταν: «Ἂν τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπικαλέσθηκα τὴν βοήθεια μεγάλων ἁγίων καὶ πανθομολογούμενης ἁγιότητος ἀνθρώπων,

δὲν βρῆκα καμμία βοήθεια, τί πρόκειται νὰ κερδίσω τώρα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο λαίμαργο καὶ οἰνοπότη, ὁ ὁποῖος σὲ τίποτε δὲν

διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους;». Τέτοια ἦταν ἡ ἐσωτερική ἀσθένεια τῆς ἀπιστίας, ἴση, ἂν ὄχι πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν σωματική.

Ἂν καὶ δὲν τὸ ἤξεραν οἱ ἄλλοι, τὸ γεγονός, ὡστός, δὲν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ διορατικώτατου ὀφθαλμοῦ τοῦ ἁγίου. Γι’

αὐτὸ ὁ πραίτωρ ἀσκοῦσε μεγάλη πίεση ἐπάνω του, μὲ θερμὲς ἱκεσίες, ἐπειδὴ πονοῦσε πολὺ γιὰ τὸν πάσχοντα καὶ ἀντιμετώπιζε

τὴν ἀρρώστια του σὰν δική του. Τὸν παρακαλοῦσε νὰ βάλει τὸ ἅγιο χέρι του στὸ κεφάλι τοῦ ἀρρώστου καὶ νὰ πεῖ μία ἱερὴ

εὐχή, πιστεύοντας ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν εὐχὴ θὰ ἔλθει καὶ ἡ θεραπεία. Ὅμως ὁ μεγάλος Μελέτιος ἀρνοῦνταν, λέγοντας πὼς ἡ

αἴτηση αὐτὴ εἶναι πολὺ δύσκολη καὶ ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις του, ἐπισημαίνοντας ὅτι ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ θεραπευθεῖ,

διότι μὲ τὴν ἑκούσια ψυχικὴ ἀσθένεια ποὺ εἶχε προηγουμένως προκάλεσε καὶ τὴν ἀκούσιο καὶ σωματικὴ ἀρρώστια, ὁπότε μὲ

τὴν ἀπιστία του ἔδιωχνε μακριὰ τὴν θεραπεία. Ἔτσι ἔκανε φανερὰ τὶς κακὲς σκέψεις τοῦ ἀρρώστου, κάνοντας ἐμφανῆ τὴν

ψυχική του ἀσθένεια. Τὸν ἔπεισε πρῶτα νὰ τὴν ἀποβάλει μέσω τῆς ἐξομολογήσεως, καὶ κατόπιν ὕστερα ἀπὸ πολλὲς

παρακλήσεις τοῦ πραίτορος, θεράπευσε καὶ τὴν σωματικὴ νόσο, βάζοντας τὸ χέρι του στὸ κεφάλι τοῦ ἀσθενοῦς καὶ

ἐπικαλούμενος τὴν θεία βοήθεια. Ἔτσι ἐκεῖνος βρῆκε τὴν κατάλληλη θεραπεία καὶ γιὰ τὶς δύο ἀσθένειες. Ἀπὸ τότε οἱ
ἄνθρωποι τοῦ πραίτορος ἀπέκτησαν θερμὴ πίστη γιὰ τὸν ἅγιο καὶ ἔρχονταν πιὸ συχνὰ στὰ μοναστήρια του, γιὰ νὰ πάρουν

εὐλογία. Δύο ἀπὸ αὐτοὺς πῆγαν ἐκεῖ μαζί. Μόλις μπῆκαν στὸ μοναστήρι, τὸ ἄλογο τοῦ ἑνὸς ἔπαθε ὀπισθότονο222 καὶ ὑπέφερε.

Ὁ κύριός του ἀνέβηκε στὸν ὅσιο καὶ διεκτραγωδοῦσε τὸ πάθημα τοῦ ἀλόγου, παρακαλώντας τὸν ὅσιο νὰ κατεβεῖ στὸν σταῦλο
τῶν ἀλόγων, νὰ δεῖ τὸ συμβὰν καὶ νὰ προσφέρει τὴν κατὰ δύναμιν βοήθεια. Ὑπάκουσε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πῆγε ἐκεῖ,

βρῆκε τὸ ἄλλογο πεσμένο κάτω, καὶ ἀφοῦ τὸ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του καὶ τὸ διέταξε νὰ σηκωθεῖ, τὸ θεράπευσε ἀμέσως. Ὁ

δεύτερος ἄνδρας βασανιζόταν ἀπὸ λογισμοὺς βλασφημίας καὶ ντρεπόταν νὰ τοὺς ἐξομολογηθεῖ, θέλοντας νὰ ἐπιστρέψει μὲ

ἄδεια χέρια, ὅμως πρόλαβε ὁ πατέρας μας καὶ τοῦ εἶπε: «Βάλε τὸ χέρι σου στὸν κόλπο σου καὶ βγάλτο ἀμέσως». Μόλις

ἐκεῖνος τὸ ἔκανε, τὸν ρώτησε ἂν βγῆκε κενὸ τὸ χέρι του ἀπὸ μέσα. Κί ὅταν ἐκεῖνος ἀπάντησε καταφατικά, τοῦ εἶπε: «Ἔτσι κι

ἐσὺ φεύγεις ἄδειος ἀπὸ δῶ πέρα, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖς ἀλλιῶς νὰ πάρεις τὴν εὐλογία, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθες, παρὰ μόνον ἂν

ἐξομολογηθεῖς τὶς μάταιες καὶ κενὲς σκέψεις ποὺ ἔχεις μέσα σου». Τὸ ἄκουσε ἐκεῖνος, κατάλαβε, ἀπέρριψε τὴν κακὴ ντροπή,

τὴν ὁποία εἶχεκαὶ ἔτσι μὲ τὴν ἐξομολόγηση ἔδιωξε μαζὶ μὲ τὴν ντροπὴ καὶ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν βασάνιζαν. Αἰσθάνθηκε

ἄμεση τὴν ἀνακούφιση ἀπὸ αὐτοὺς καὶ πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴν εὐλογία τοῦ πατέρα μας. Τὴν εὐλογία τὴν πῆρε ἄμεσα, ἐνῶ

τὴν ἀνακούφιση τὴν αἰσθάνθηκε καὶ ἄλλη φορά, μὲ θαυαμστὸ τρόπο. Τὴν αὐγή, καθὼς ἐφοδιαζόταν μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ

221 Ἔξοδος 15, 23.

222 Ἀλλιῶς ὀπισθοτονία, βλ. A Greek English Lexicon Compiled by H.G. Liddell and R. Scott, Oxford at the
Clarendon Press 1968, 1289.

52
πατρὸς Μελετίου, ἄκουσε τὸν ἅγιο νὰ τοῦ λέει: «Τώρα πορεύσου ἐν εἰρήνη, νὰ ξέρεις ὅτι καὶ τὴν ἐρχόμενη νύχτα θὰ

ἀναπαυθεῖς μαζί μου». ὅταν γύρισε στὸν κύριό του, τὸν βρῆκε νὰ ἔχει ἀπὸ κάπου πάρει ψάρια καὶ νὰ τὰ ἑτοιμάζει νὰ τὰ

στείλει στὸν ἅγιο. Τότε θεώρησαν ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ καταλληλότερος νὰ τοῦ τὰ πάει. Πῆρε τὰ ψάρια καὶ ἔφθασε στὸ

μοναστήρι, ὅταν ἦταν πιὰ νύχτα, Διανυκτέρευσε ξανὰ ἐκεῖ σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου καὶ πῆρε καὶ δέυτερη

εὐλογία.

Τόση ἦταν ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ποὺ διέθετε ὁ ἅγιος, ὥστε εἶχε ἐξουσία νὰ διατάζει τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ νὰ φεύγουν.

Ἕνας μοναχὸς Ἰάκωβος, ὅπως ὁ σεληνιαζόμενος τοῦ εὐαγγελίου223, κατεχόταν ἀπὸ ἕνα τετοιο πνεῦμα: ἔπεφτε κάτω, σπάραζε

καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ πολλὰ βάσανα, σταματοῦσε. Κάποτε τὸν ἔπιασε τὸ πάθος μέσα στὸν νάρθηκα τὴς ἐκκλησίας καὶ ὁ ἅγιος

τὸν εἶδε πεσμένο ἀνάσκελα, νὰ εἶναι ἔνα θέαμα ἀποκρουστικὸ καὶ ντροπιαστικό. Ἄτακτα σπαρατροῦσε ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὲ τὰ

μάτια γυρισμένα, ἔτριζε τὰ δόντια του, ἄφριζε καὶ ἔβγαζε ἄναρθρες κραυγὲς, δείχνοντας ἔτσι ὁλοφάνερα μὲ ὅλα αὐτὰ τὴν

κακότητα τοῦ πονηροῦ πνεύματος ποὺ ἦταν ὑπεύθυνο γι’ αὐτά. Τί ἔκανε ὁ μέγας Μελέτιος; Καθόλου δὲν καθυστέρησε, οὔτε

στὸ ἐλάχιστο, γιὰ νὰ φέρει τὴν θεραπεία μὲ μία χρονοτριβή, ἀντιθέτως μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδε, τὸν λυπήθηκε γιὰ τὸ πάθος, μίλησε

σιωπηρὰ μὲ τὴν καρδιά του σὲ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πρόθυμος νὰ ἀκούει ὅσους τὸν φοβοῦνται. Μὲ πίστη ἀδίστακτη σὲ ἐκεῖνον

ποὺ εἶπε «ὅλα εἶναι δυνατὰ γιὰ ἕναν ποὺ πιστεύει», ἔβαλε τὴν κορυφὴ τῆς ράβδου ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι στὸ στόμα τοῦ

ἀσθενοῦς καὶ ἔδιωξε ἔτσι τὸ δαιμόνιο. Ἐκεῖνον τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν σήκωσε ἐπάνω, σώφρονα καὶ ἀπολύτως ὑγιῆ. Ἕνας

λαϊκὸς ἐπίσης, ὀνόματι Θεόφιλος, εἶχε τὸ ἴδιο πάθος. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸν ἅγιο, μόνον μὲ τὴν εὐχή του θεραπεύθηκε μὲ τὸν

ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο καὶ γύρισε στὸ σπίτι μου ὑγιής.

Πολλὰ ἄλλα ἔχουν γίνει ἀπὸ ἐκεῖνον, περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ, ὅμως ὁ λόγος μου τὰ παρέλειψε χωρὶς νὰ τὰ

ἀναφέρει, καίτοι εἶναι ἐξίσου ἀξιοθαύμαστα. Ὡστόσο, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχω πεῖ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ δείξουν τὸ μέγεθος τῆς θείας

χάριτος ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ ἄφθονη. Ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μὴν θάψει μαζί του στὸν τάφο τὴν χάρη του αὐτή, οὔτε καὶ

μετὰ τὸν θάνατό του. Ἀφοῦ ἔφθασε στὴν ἄκρα τελείωση καὶ τῶν δύο ἡλικιῶν, ἐννοῶ τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς,

ἔφθασε σὲ καλὸ γῆρας, στὰ ἑβδομῆντα περίπου χρόνια, τὰ ὁποῖα ὁρίζει ὁ θεῖος Δαυὶδ ὡς ἀβίαστο μέτρο τῆς ἀνθρώπινης

ζωῆς224, κοιμήθηκε «ἐπὶ τὸ αὐτὸ»225 τὸν ὀφειλόμενο ὕπνο σὲ ὅλους τοὺς δίκαιους καὶ προστέθηκε στοὺς πατέρες 226, τῶν

ὁποίων ζήλεψε τὸν βίο καὶ μετέσχε στὴν μακαριότητα. Συναριθμήθηκε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους στοὺς ἄνω χορούς, καὶ

φαίνεται ἀκόμη πιὸ καθαρὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο τώρα ἐμφανίζεται πιὸ καθαρὰ καὶ σὲ ἐκεῖνον, παίρνοντας

τώρα τὰ ἔπαθλα γιὰ τὴν ἀρετή. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ὁ ναὸς τῶν Ἀσωμάτων σὰν κειμήλιο καὶ ἱερὸ ἀφιέρωμα,

ἀποθησαυρισμένο μέσα στὴν γῆ, κάνοντας ὅλο τὸν κόσμο νὰ εὐωδιάζει μὲ τὴν χάρη τῶν ἰάσεων, τὶς ὁποῖες, ἂν θελήσει κανεὶς

νὰ τὶς καταγράψει, δὲν θὰ ἔχει χρόνο καὶ θὰ τὸν ἐγκαταλείψει πρῶτα ἡ ζωή. Ἐπιπλέον μένουν οἱ χάρες του, ποὺ χύνονται ἀπὸ

τὸν τάφο του, ἀθάνατες. Δὲν θὰ ἦταν ἴσως περιττὸ νὰ μνημονεύσουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ μεταθανάτια θαύματά του καὶ ἔτσι νὰ

τελειώσουμε τὸν λόγο.

Κάποιος Ἰάκωβος, ἀπὸ τὴν καλὴ ἐκείνη χορεία τῶν μοναχῶν ποὺ εἶχαν μαθητεύσει δίπλα στὸν ἅγιο, σὲ νεανικὴ ἡλικία εἶχε

χάσει τὴν σωματικὴ δύναμή του σὰν τοὺς γέρους. Ἦταν παράλυτα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ εἶχε μείνει ἀργὸς καὶ

ἀκίνητος, ὄντας κατάκοιτος ὅμοια μὲ τοὺς νεκρούς. Αὐτὸν σὰν νὰ ἦταν ἕνα ἄψυχο φόρτωμα, τὸ ὁποῖο μόνον ἐπειδὴ ἀνέπνεε

καὶ εἶχε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως, πίστευαν πὼς ζεῖ, τὸν μετέφεραν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τὸν ἔρριξαν στὸ ἔδαφος, δίπλα στὸ σημεῖο

ποὺ εἶναι κρυμμένο τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ἁγίου. Ἀμέσως τότε, ὢ τοῦ θαύματος, θεραπεία βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ ὁ μέχρι

223 Kατὰ Ματθαῖον 17, 15.

224 Ψαλμὸς 89, 10.

225 Ψαλμὸς 4, 9.

226 Γένεσις 25, 8.

53
τότε παράλυτος ἔπαψε νὰ εἶναι παράλυτος, ἀλλὰ πήδησε ἐπάνω ὑγιής, χρησιμοποιώντας ἄνετα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ

στεκόταν ὁλότελα ὑγιὴς δίπλα στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ τὸν εἶχαν μεταφέρει, ἀποδίδοντας τὸν εὐχαριστήριο ὕμνο.

Ἕνας Θηβαῖος, Βάρδας στὸ ὄνομα, ἔπεσε στὴν φοβερὴ ἐκείνη νόσο, τὴν ὁποία οἱ γιατροὶ τὴν ὀνομάζουν ἱερά, κι ἦταν πολὺ

στενοχωρημένος διότι ἡ ἀσθένεια ἦταν ἀνίατη καὶ συνταρασσόταν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀκηδίας. Σκεπτόταν μόνος του καὶ

θρηνοῦσε: «Γιατὶ βγῆκα ἀπὸ τὴν ὀσφὺ τοῦ πατέρα μου, γιατὶ συλλήφθηκα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου; 227 Γιατί, ὅταν μὲ

συνέλαβε ἡ μητέρα μου, δὲν μὲ ἀπέβαλε κατ’ εὐθεῖαν, δὲν ὑπέστη πρόωρη ἀποβολή; Ἀλλοίμονο, γιατὶ γεννήθηκα, γιατὶ εἶδα

τὸ φῶς καὶ ἀνάσανα τὸν ἀέρα; Γιατί δὲν μὲ πῆρε ὁ θάνατος στὴν νηπιακή μου ἡλικία; Γιατί δὲν πέθανα προηγουμένως, πρὶν

φθάσω σὲ αὐτὴν τὴν ἡλικία, στὴν ὁποία ἀπαοδείχθηκα ὁ πιὸ ἐλεεινὸς καὶ ἄθλιος ἀπ’ ὅλους; Ὤ, ποιός ἅγιος θὰ κάνει μεσιτεία

γιὰ μένα καὶ μεσιτεύοντας θὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό, τὸ ὁποῖο εἶναι χειρότερο κι ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ

ὅλα τὰ κακά;». Αὐτὰ σκεπτόταν ἐκεῖνος κι ὅταν τὸν πῆρε ὁ ὕπνος, τοῦ φάνηκε πὼς τριγυρνοῦσε στὸ βουνό, ἐκεῖ ποὺ

βρίσκονται τὰ μοναστήρια τοῦ ἁγίου, καὶ ὕστερα νόμισε ὅτι μπῆκε μέσα στὸν ναό, ὅπου βρίσκεται τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐκεῖ

βρῆκε νὰ γίνεται θεία λειτουργία καὶ εἶδε ἕναν ἱερέα κοντὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο νὰ λέει τὶς αἰτήσεις μαζὶ μὲ τὶς μυστικὲς

εὐχές, ἐνῶ τὸν ἅγιο τὸν εἶδε νὰ βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἱερὸ κιγκλίδωμα, ὅπου ἐκφωνοῦσε τὶς ἀπαντήσεις τῶν ψαλτῶν. Μόλις

τὸν γνώρισε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ χάρη, ἡ ὁποία ἄστραφτε ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ κλαίγοντας μὲ δάκρυα

θερμά, προσπαθοῦσε νὰ τὸν κάνει νὰ τὸν λυπηθεῖ, λέγοντας: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ξέρω ὅτι διαθέτεις παρρησία πρὸς ἐκεῖνον,

διότι τήρησες τὶς ἐντολές του καὶ ἔκανες ὅ,τι ἦταν ἀρεστὸ σὲ ἐκεῖνον. Ἔχεις τὴν πίστη ἀνάλογη μὲ τὴν παρρησία σου, καὶ τὴν

δύναμη ἀνάλογη μὲ τὴν πίστη σου. Ἂν τὸ ἐπιθυμεῖς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσεις». Λέγοντάς τα αὐτὰ νόμισε πὼς εἶδε φῶς

δυνατὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ νὰ τριγυρίζει τὸν ἅγιο. Αὐτὸς τότε, πιάνοντας μὲ τὸ χέρι του τὴν σάρκα του,

φάνηκε νὰ τοῦ λέει: «Νά, συγχωρεμένες εἶναι οἱ ἁμαρτίες σου 228 καὶ ἡ σάρκα σου βρίσκει ξανὰ τὴν ὑγεία της. Μὴν λυπᾶσαι

ἀπὸ δῶ καὶ πέρα229, ἀλλὰ πορεύσου ἐν εἰρήνη230, εὐχαριστώντας μὲ εἰλικρίνεια τὸν Κύριο ποὺ καὶ σὲ παίδευσε καὶ σὲ

θεράπευσε ξανά 231». Τότε ὁ Βάρδας ξύπνησε καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται στοὺς δικούς του αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ φάνηκε ἀμέσως

καθαρὸς καὶ ὑγιής, μόνο ἕνα μικρὸ σημαδάκι τῆς ἀρρώστιας ἔμεινε στὰ χείλη του, ἴσως γιὰ νὰ λειτουργεῖ ὡς ἀπόδειξη γιὰ νὰ

γίνεται πιστευτὸς ὅταν θὰ διηγεῖται μετὰ τὸ θαῦμα. Ἔμεινε ἐκτοτε ὑγιής, ὄντας ἀδιάψευστος κήρυκας καὶ μὲ τὴν σιωπὴ καὶ μὲ

τὰ λόγια του τοῦ θαύματος ἐκείνου, δοξάζοντας τὸν κοινὸ σωτῆρα καὶ εὐεργέτη, ὁ ὁποῖος δοξάζεται μέσω τῶν γνησίων
θεραπόντων του, κι ὅταν ἀκόμη πεθάνουν. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν.

227 Πρβλ. Ἰὼβ 3, 11.

228 Κατὰ Ματθαῖον 9, 2.

229 Κατὰ Ἰωάννην 5, 14.

230 Κατὰ Λουκᾶν 7, 50.

231 Δευτερονόμιον 32, 39.

54
2.

Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μελετίου τοῦ νέου, ἐκτεθεὶς παρὰ Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου. Εὐλόγησον, πάτερ

1. Ποῦ ποτέ εἰσιν οἱ τὸν καθ’ ἡμᾶς αἰῶνα γηρᾶσαι διατεινόμενοι καὶ τῷ μὲν φθάσαντι χρόνῳ τὴν ἀρετὴν περιγράφοντες,

ὡς οἷον ἀκμαστικῷ καὶ νέῳ καὶ πεφυκότι γεννᾶν, ταῖς δὲ παρούσαις ἡμέραις τὴν τοῦ καλοῦ ἀτεκνίαν καὶ τὸ ἄγονον

ἐπιψηφιζόμενοι, οἱ τῷ πρεσβυτέρῳ τὸ καλὸν τρυτανεύοντες 232 καὶ τῷ νεωτέρῳ τὸ κακὸν ταλαντεύοντες καὶ τὸ εὐδόκιμον καὶ

τὸ μὴ ταῖς ἡμέραις περιάπτοντες, οὐ ταῖς προαιρέσεσιν, ἵνα λάθῃ μείνας καὶ ὁ κατορθῶν ἀστεφάνωτος καὶ ὁ πλημμελῶν

ἀτιμώρητος, οἱ κακῶς ἀκούοντες ἢ παρακούοντες τῆς γραφῆς, πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον λεγούσης αἰδεσιμώτερον. Ἰδοὺ γὰρ

καὶ Κάϊν δεύτερος εὐθὺς μετὰ τὸν Ἀδάμ, ἀλλ’ ἀδελφοκτόνος (φείδομαι γὰρ αὐτοῦ τοῦ προπάτορος διὰ τὸ προπάτορα), καὶ

Μωϋσῆς πολλοῖς ἐσύστερον χρόνοις, ἀλλὰ θεόπτης, ἀλλὰ δημαγωγός, ἀλλὰ νομοθέτης. Ποῦ ποτε οἱ μέχρι τόσου καί τόσου

τὴν τοῦ Πνεύματος χάριν περιορίζοντες καὶ τοῖς μὲν ἀρχαιοτέροις ἡλίοις ὡς δαψιλεστάτην ταύτην φιλοτιμούμενοι, τοὺς δὲ

καθ’ ἡμᾶς καὶ τελευταίους φαυλίζοντες; Δεῦρο στήτωσαν μεθ’ ἡμῶν, καὶ πεισάτω τούτους πρῶτα μὲν ὁ ἐμὸς Ἰησοῦς, ἐπ’

ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν γεννώμενος 233 ἄνθρωπος, δεύτερον δὲ καταιδεσάτω καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος, ἐν οἷς φησιν, «Ἰησοῦς

Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», μόνον οὐχὶ τοῦτο λέγων, μὴ κατά τι τὸν χθὲς τοῦ σήμερον χρόνου

πλεονεκτεῖν καὶ τὸν σήμερον τοῦ ἑξῆς τῷ μεγαλείῳ τῆς κατὰ τὸν Ἰησοῦν χάριτος, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ὁ σωτὴρ οὐ μέχρις ἀριθμητῆς

τινος ἐτῶν περιόδου μετὰ τῶν ἀποστόλων ἑκάστοτε ζώντων ἔσεσθαι ἀπηγγείλατο, ἀλλ’ εἰς αὐτὴν τὴν τῶν αἰώνων συντέλειαν.

Δυσωπησάτω δὲ αὐτοὺς μετ’ ἐκείνους 234 καὶ ὁ νῦν ἡμῖν εἰς εὐφημίαν προκείμενος, ὁ ἐν ὁσίοις νέος Μελέτιος, ἀνὴρ ἐκεῖνος,

περὶ τὸν τρύγα μὲν τοῦ βίου καὶ τὸν ἐξουθενημένον τοῦτον αἰῶνα γενόμενος, πρεσβυτικὸς δὲ τῷ ὄντι καὶ Ἀβραμιαῖος τὴν

πολιτείαν, καὶ τοὺς μὲν τῶν ἐν ἀσκήσει περιθρυλλήτων μικρὸν ὑποβάς, τῶν δὲ τοῖς ἄθλοις ἁμιλλησάμενος, ἔστι δὲ οὓς καὶ

ὑπερακοντίσας τῇ καρτερίᾳ. Mὴ γὰρ ἀπογνωστέον, ἄνδρες, ἄρτι τὴν ἀρετήν, μηδὲ τοῦ ἡμετέρου βίου νομιστέον ἀπόδημον·

χθὲς γὰρ καὶ τρίτην ἡμέραν μεθ’ ἡμῶν διῃτᾶτο καὶ τὰ τῆς Ἀττικῆς περιενόστει χωρία τῇ θαυμασίᾳ τοῦ Μελετίου ξεναγουμένη

ψυχῇ, ὡς ἡ Τριὰς τῇ τοῦ Ἀβραὰμ σκηνῇ πρότερον.

2. Ἵνα δὲ ὁ λόγος ἐντεῦθεν τὸν ἄνδρα λεπτομερέστερον γνωριεῖ, τοῖς αὐτοῦ ψαλμικῶς ἐπαδολεσχῶν δικαιώμασι,

Καππαδοκία καὶ τοῦτον ἡμῖν χαρίζεται τὸν φωστῆρα ὡς ἀφ’ ἑτέρου ὁρίζοντος ἀνατολικοῦ κωμυδρίου τινὸς Μουταλάσκης
ἐξανατείλαντα. Ἐγέλασάς μου, οἶδα, τὴν Μουταλάσκην ὁ εὐπατρίδης, ὁ λίθοις ξεστοῖς καὶ πλίνθοις 235 ὀπταῖς καὶ περιβόλοις

πύργων μεγίστοις καὶ ἀμηχάνοις τάφρων ὀρύγμασι τοὺς ἥρωάς σου σεμνολογούμενος, κἀκεῖθεν ἕλκων τοὺς εὐγενεῖς, ὁ

πλέθροις τόσοις καὶ τόσοις καὶ ἀγυιῶν πλάτει καὶ ὕψει στοῶν καὶ κάλλει θεάτρων καὶ ἱππηλασίοις καὶ γυμνασίοις συνάγων τὸ
εὔπατρι. Ἐγὼ δέ σου τὰς θεοδμήτους Τροίας καὶ τὰς λυροδμήτους Θήβας γελῶ, τὴν δὲ ἐμὴν Μουταλάσκην καὶ ὑπερτέθηπα.

Μικρὰ μὲν γάρ, οἶδα, καθ’ ἑαυτήν ἐστι καὶ ἀνώνυμος, ὡς ἀμέλει καὶ πρὸ ταύτης ἡ Βηθλεέμ, ἀλλ’ οὐκέτι ἐλαχίστη ἐν ἡγεμόσι

Καππαδοκίας, διὰ τὸν ἐκ ταύτης Μελέτιον, ὡς οὐδ’ ἐκείνη ἐν ἡγεμόσιν Ἰούδα διὰ τὸν ἐξ ἐκείνης τοῦ Μελετίου Θεόν. Σάβαν

γὰρ τίς οὐκ οἶδε τὸν μέγαν, καὶ αὐτὸν αὐτόθεν ἐκ Μουταλάσκης ὁρμώμενον, οὗ κατ’ ἴχνη καὶ ὁ συμπατριώτης οὗτος

κατηκολούθηκεν; Οὕτως εὐγενὲς τὸ χωρίον, οὕτως ὑπέρλαμπρον, οὕτως οὐρανὸν ἐμιμήσατο, δύο φωστῆρας μεγάλους,

ἀμφοτέρους εἰς ἐξουσίαν ἡμέρας ἅμα καὶ νυκτὸς προβαλόμενον 236, τὸ μὲν ὅτι τὴν ἡμερινὴν ἀρετὴν οὐ δουλοπρεπῶς, ἀλλ’

232 an πρυτανεύοντες?

233 an γενόμενος?

234 ἐκείνῃ ed.

235 πλίνθαις ed.

236 an προβαλλόμενον?

55
ἐλευθερίως μετῄεσαν, τὸ δ’ ὅτι τῆς νυκτερινῆς ἁμαρτίας κατεξουσίασαν. Εἰ δὲ σὺ237 πρὸς μεγέθη καὶ κάλλη πόλεων ἀφορᾷς

καὶ μόνους τοὺς ἐξ ἐκείνων εὐπατρίδας ἐθέλεις καλεῖν, ἔχω σοι καὶ ἄλλην Μελετίου δεῖξαι πατρίδα, πολλῷ τῶν σῶν

ἑπταπύλων λαμπροτέραν καὶ μείζονα, τὴν ἐκκλησίαν λέγω τῶν πρωτοτόκων, τὴν ἄνωθεν Ἱερουσαλήμ, ἧς 238 πολιστὴς239 μὲν

αὐτὸς ὁ Θεός, πολίτης δὲ Ἀβραὰμ καὶ οἱ κατ’ αὐτὸν πατριάρχαι καὶ συμπολίτης τούτων Μελέτιος. Ἀλλὰ τοιαύτη μὲν ἡ πατρὶς

τῷ μεγάλῳ καὶ οὕτως ἐξ ἀσήμου καὶ ἀνωνύμου περίσημος διὰ τοῦτο καὶ περιώνυμος κεχρημάτικε.

3. Πατέρες δὲ οἱ 240 τὸ μὲν ὅλον εἰπεῖν Καππαδόκαι, ἁπλοϊκοί τε ἅμα τὸ ἦθος καὶ θερμοὶ τὴν εὐσέβειαν, θαυμαστοὶ δὲ

τὴν εὐτεκνίαν (παρὰ γὰρ τοῦ υἱέος ὥσπερ ἀνάρρουν ἐξηυγενίσθησαν), ὑφ’ οἷς δουλικῶς πολὺ πλέον ἢ ὑικῶς ὁ μέγας

ταττόμενος καὶ τὴν στηρίζουσαν οἴκους πατρικὴν κληρούμενος εὐλογίαν, ἐπειδὴ τὴν πρόχειρον τῶν ἱερῶν γραμμάτων

ἐκμάθοι παιδείαν, τὰ μὲν κομψὰ τῆς θυραίας φιλοσοφίας παρῆκε σεμνολογήματα, ὅσα τε περὶ τοὺς λόγους αὐτῇ καὶ ὁπόσα

περὶ τὴν φύσιν ἠσχόληται, ἔτι δὲ ὅσα τὰς οὐρανίους περιφορὰς πολυπραγμονεῖ καὶ ὁπόσα τῆς περὶ γραμμὰς καὶ ἀριθμοὺς

ἐξήρτηται θεωρίας, τὴν δὲ σοφὴν τῶν ἁλιέων προτιμᾶται μωρίαν, ὑφ’ ἧς καὶ οἱ τέως τὰ περιττὰ στωμυλλόμενοι κατὰ τοὺς

ἀφώνους ἰχθῦς ἐζωγρήθησαν, καὶ μαθὼν ἐκεῖθεν διττοὺς ἡμῶν εἶναι τοὺς φυτοσπόρους, τὸν μὲν σωματικὸν καὶ ἐπίγειον, τὸν

δὲ πνευματικὸν καὶ οὐράνιον, καὶ τὸ μέσον ἀμφοτέρων ὅσον κατανοήσας, τοῦ κρείττονος γίνεται.

4. Ἔνθεν τοι καὶ ὀκτωδεκάτου χρόνου241 γενόμενος, ἐξέρχεται μὲν ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ, τῆς γηίνης λέγω καὶ ζωώδους

διαγωγῆς, καὶ τῆς σαρκικῆς ἀπανίσταται συγγενείας, μεταναστεύει δὲ ὡς στρουθίον ψαλμικῶς εἰς τὰ ὄρη καὶ τὸν ἐφ’ ὕψους

ἐκεῖ πατέρα ζητεῖ, καὶ ἡ μετανάστευσις ὡς λίαν νεανική τε καὶ μεγαλόψυχος. Οὐ γὰρ ὑπελογίσατό τι τῶν ἀνθρωπίνων, οὐδ’

ἔπραξεν, οὐκ ἐφοδίου τροφῆς, οὐ διπλοῦ χιτωνίου, οὐκ αὐτῆς τῆς ἐν ἀλλοδαπῇ χορηγίας διεμερίμνησε (τῷ γὰρ ἐνδύοντι τὰ

κρίνα ἐθάρρει καὶ τρέφοντι τὰ πτηνὰ ταῖς ἀκλώστοις ἐσθῆσι καὶ ταῖς ἀσπάρτοις τροφαῖς), ἀλλὰ τὸ σῶμα μόνον ἀράμενος καὶ

ὀβολοὺς ἑπτὰ σὺν τῷ σώματι, καὶ τούτους οὕτω τυχόν, ᾗ ποδῶν εἶχε, τὴν πρὸς τὸ Βυζάντιον στέλλεται. Σὺ δέ ἄν, ὦ οὗτος,

ἐκδημῶν ἐξ ἄστεος εἰς ἀγρόν, τὰς ἡμιόνους τοῖς ἀγωγίμοις ἐφόρβιζες 242 καὶ τῇ μὲν ἀνθοσμίου ἐπετίθεις ἀντιθέτους πιθάκνας,

τῇ δὲ ἄρτους καὶ μάζας ἡλιοειδεῖς ἐπεστοίβαζες, καὶ ἥδε μέν σοι τὸ τάριχον ἦγεν, ἐκείνη δὲ τὸ τῶν ἀμφίων κιβώτιον, καὶ καλὴ

μὲν αὕτη δειπνῆσαι ἡ πλάτανος ἐνομίζετο, καλὸν δὲ τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο πιεῖν καὶ ἡ χλόη αὖθις ἐκείνη243 κατακλιθῆναι καὶ εἶχες ἂν

τὸ παρατυχὸν ἀφορμὴν τρυφῆς καὶ θηλύνσεως. Ἀλλ’ οὐχ ὁ μέγας οὕτω καὶ θεῖος Μελέτιος, ἀλλ’ ἅμα τε μετὰ τῆς πλουσίας

ἐκείνης πενίας τὴν Βυζαντίδα καταλαμβάνει καὶ ἅμα κατά τι τῶν ἐκεῖ φροντιστηρίων γενόμενος, ἐξ ἐναντίας, ἢ ὁ θαυμάσιος

ἐκεῖνος Σαμψών, Ναζιραῖος γίγνεται τοῦ Θεοῦ. Τῷ μὲν γὰρ οὐκ ἀνέβη ξυρὸς244 ἐπὶ κεφαλήν, τῷ δὲ τοὐναντίον ἅπαν, καὶ τὴν

κοσμικὴν τῷ κόσμῳ συναποτίθεται τρίχα, εἴπερ245 τι τέως κόσμου περὶ αὐτὸν ὑπελείπετο λείψανον. Ἐπεὶ δὲ τόν τε μέγιστον

τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ναόν, τὴν ἐν τῇ πόλει πόλιν, τὸν ἐπὶ γῆς οὐρανόν, τήν, εἴ που χρὴ Θεὸν ἐν γῇ κατοικεῖν, Θεοῦ κατοικίαν,

καὶ τὰ κύκλῳ περιειληφότα τοῦτον θεῖα τεμένη περιελθών, τὸ καθῆκον τούτοις σέβας ἀφοσιώσαιτο καὶ τὸν σκοπὸν εἰς τέλος

237 cod. Kurtz: οὐ ed.

238 ᾗ ed.

239 πολίστης ed.

240 εἰ ed.

241 τοι ἓξ καὶ δέκα τοῦ χρόνου ed.

242 correxi: ἐφόρμιζες cod., ἐφόρτιζες ed.

243 an ἐκείνῃ?

244 ξυρὸν ed.

245 ἥπερ corr. Kurtz

56
ἀγάγοι καὶ τὸν ἔρων παραμυθήσαιτο, λαμβάνει τοῦτον ἄλλος ἔρως, ἀναχωρήσεως, καὶ τὸν τοῦ Παύλου κύκλον περιοδεῦσαι

ποθεῖ.

5. Ἔνθεν τοι καὶ τὴν Θετταλῶν ὡς τάχος καταλαβὼν καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ πολιούχου ταύτης Δημητρίου μνῆμα

περιπτυξάμενος, πρὸς τὰς Ἀθήνας ἐκεῖθεν μεταχωρεῖ, Ἀθήνας, τὰς θερμὰς μὲν πάλαι τὴν εἰδωλολατρίαν, εἴπερ τις ἄλλη τῶν

πόλεων, θερμοτέρας δὲ ἄρτι κατὰ διάμετρον τὴν εἰς τὴν ὑπέραγνον ἡμῶν βασιλίδα καὶ Θεοτόκον εὐσέβειαν. Ἧς γὰρ ὁ μὴ κατ’

ἐπίγνωσιν ζῆλος τοσοῦτος, πόσον οἴεσθε ταύτης εἶναι τὸν 246 κατ’ ἐπίγνωσιν; Τῷ γοῦν ἐκεῖσε πανσέπτῳ τῆς πανσέμνου τεμένει

ἐπιδημήσας καὶ τὰς εὐχὰς ἀποδόμενος τῷ Θεῷ, ἃς κατὰ τὸν προφήτην τὰ τούτου χείλη διέστειλε, τῆς μὲν ὁδοιπορίας ἐντεῦθεν

ὑφεῖναι δεῖν ἔκρινε, σχολάσαι δὲ καὶ γνῶναι κατὰ τὴν ἐντολὴν καὶ συγγενέσθαι κατὰ τὴν ἡσυχίαν Θεῷ. Ἐγήγερται δέ τις πρὸ

τοῦ Θηβῶν ἄστεος τῷ μεγίστῳ μάρτυρι Γεωργίῳ οἶκος εὐκτήριος, ὃν ὁ μέγας καταλαβὼν καὶ τὸ ἄπραγμον τοῦ τόπου καὶ εἰς

ἡσυχίαν ἐπιτήδειον συμβαλών, ἥσθη τε ἡλίκον οἷον 247 τῷ πράγματι καὶ παρ’ ἐκείνῳ εὐθὺς καταλύει. Καὶ ἡ ἐκεῖ διαμονὴ τῷ

ἀνδρὶ οὐ μέχρι δέκα ἢ πέντε καὶ δέκα ἢ μικρῷ πλειόνων ἡμερῶν περιγράφεται, οὐδ’ ἐπὶ τρισὶν ἢ τέτρασιν ἡλίου κύκλοις

περιορίζεται, ἀλλ’ εἰς ὅλους ὀκτὼ πρὸς τοῖς εἴκοσιν ἐνιαυτοὺς ἀποτείνεται. Ἵνα γὰρ μή τις τὸν ἄνδρα καταθεώμενος ἐκ τῆς

ἐνεγκαμένης μεταχωροῦντα πρὸς τὸ Βυζάντιον κἀκεῖθεν ἐπὶ τὴν Θετταλῶν μεταβαίνοντα, ἐκ δὲ τῆς Ἀθήναζε, καὶ Ἀθήνηθεν248

αὖθις Θήβαζε μεταπορευόμενον, ἀστασίαν αὐτοῦ καταψηφιεῖται καὶ ἀγύρτην ἐπονομάσει, τὴν πολυχρόνιον ταύτην ἐφ’

ἡσυχίας, οἶμαι, διοικονομεῖται ζωήν, ἵνα δείξῃ καὶ μεταβαίνειν εἰδὼς ὁ αὐτός, οὗ τὸ Πνεῦμα μεταβαίνειν προστάττει, καὶ

ἀτρεμίζειν αὖθις καὶ ἵστασθαι, οὗ Θεὸς ἀτρεμίζειν διακελεύεται. Καὶ σκόπει μοι ἐντεῦθεν τοῦ κόκκον τοῦ νάπυος, εἰς ὅσον

ἤρθη μεγέθους καὶ ὕψους καὶ ὁπόσων οὐρανίων πτηνῶν ἀνάπαυλα γέγονεν. Εἷς ἀνήρ, ὦ γῆ καὶ ἥλιε, Καππαδόκης, μετὰ μόνης

τριχὸς καὶ ὀβολῶν ὀλίγων τῆς ἐνεγκαμένης μεταναστεύει, εἶτα τὴν μὲν τῇ Βύζαντος παραθέμενος, τοὺς δὲ ταῖς ἐφοδίοις

χρείαις προσαναλώσας (ἔδει γὰρ αὐτὸν καὶ τὴν τρίχα ὡς ἀναίσθητον ἀποθέσθαι καὶ τοὺς ὀβολοὺς ἀποδόσθαι τῷ Καίσαρι),

εὔζωνος τοῦ λοιποῦ μετὰ μόνης τῆς εἰς Θεὸν πεποιθήσεως, τὴν πρὸ Θηβῶν ἐρημίαν καταλαμβάνει, ξένος, ἄπολις, ἄοικος,

ἀνομίλητος, μὴ τῷ ὁμοφύλῳ θαρρῶν, μὴ τῇ πρὸς ὄχλον ὁμιλίᾳ θηρώμενος τὴν συνήθειαν, πέτραις ἀποκρήμνοις καὶ ῥάμνοις

ὀρείοις καὶ θηρσὶν ἀγρίοις διαπιστεύων τὴν συνουσίαν.

6. Εἶτα τί; Δανεισάτω μοι τὸν λόγον Ἠσαΐας, ὁ προφητῶν μεγαλοφωνότατος· «ἅπαν ὄρος ἔθηκεν αὐτῷ εἰς ὁδὸν ὁ ἐλεῶν

καὶ οἰκτείρων Θεὸς καὶ πᾶσαν τρίβον εἰς βόσκημα. Ἰδοὺ οὗτοι πόρρωθεν ἥξουσιν, οὗτοι ἀπὸ βορρᾶ καὶ θαλάσσης249, ἄλλοι δὲ

ἐκ γῆς Περσῶν». Οὐκ ἔδει γὰρ τὴν θείαν πόλιν ἐπ’ ὄρους κειμένην κρυβήσεσθαι, οὐδὲ τὸ ἀμήχανον φῶς ἐν τῷ μοδίῳ

ὑποσμυχθήσεσθαι. Τοιγαροῦν προσήλθοσαν πρὸς τοῦτον 250 καὶ ἐφωτίσθησαν καὶ τὰ πρόσωπα τούτων οὐ καταισχύνθησαν251.

Καὶ τότε ἦν τῷ βουλομένῳ καταθεᾶσθαι τὴν μὲν ἐρημίαν πολιζομένην τῷ πλήθει τῶν συρρεόντων ὡς τὸν Μελέτιον, τὴν δὲ

πόλιν τοὐναντίον ἐρημουμένην. Εἶδες ἂν τηνικαῦτα παρὼν ἠκονημένην τὴν μάχαιραν, ἣν ἦλθε βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ Θεός, καὶ

ἐπανιστῶσαν τὴν θυγατέρα καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὴν νύμφην τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ 252 καὶ τῇ πενθερᾷ. Πολλῶν γοῦν ὁσημέραι πρὸς

τὸν μέγαν διαφοιτώντων, καὶ τῶν μὲν ὑπ’ ἐκείνῳ τὴν κοσμικὴν τρίχα σὺν τοῖς θελήμασιν ἀποτιθεμένων, τῶν δὲ καὶ ὠφελείας

χάριν παραβαλλόντων ἑκάστοτε, ἐπειδὴ περισεσυλημένην οὕτως ἑώρα οἱ τὴν ἡσυχίαν, σκέπτεται κἀκεῖθεν αὖθις

246 οm. ed.

247 an οἴει?

248 tacite corr. ed.: ἀθήνηζεν cod.

249 θαλάττης ed.

250 cod., Kurtz: τοῦτο ed.

251 sic cod., servavi: οὐκ ἀπῃσχύνθησαν ed.

252 καὶ τῇ μητρὶ om. ed.

57
μεταναστεύειν, καὶ ὡς οὐκ ἀρκούσης τῆς πρόσθεν κακοπαθείας, ἑτέρους ὑπωπιασμοὺς σαρκὸς ἐννοεῖ. Καὶ τάχ’ ἂν αὐτίκα

πέρας ἔδωκε τῷ σκοπῷ, εἰ μὴ τοιόνδε τι περὶ αὐτὸν συνηνέχθη, καὶ προσεκτέον τῷ διηγήματι.

7. Γύναιον γάρ τι τῶν εὐπατρίδων καὶ ὡραίων καὶ γένους τὰ πρῶτα Θηβαίων, πολλὴν μὲν ἀπὸ τοῦ πλούτου τὴν ὕβριν

ἐπισυρόμενον, πολλὴν δὲ ἀπὸ τοῦ κάλλους τὴν κόρυζαν ἐπαγόμενον, ἔτι δὲ καὶ τὴν φύσιν τοῖς τεχνητοῖς ἐφυβρίζον

σοφίσμασιν, ἑταιρίστριά τις ἄνθρωπος καὶ σοβὰς καὶ ποικίλην ψυχάγραν ἐν ἅπασι τοῖς μέλεσιν ἕλκουσα, πρόσεισι τῷ ἁγίῳ,

μᾶλλον δὲ πέμπεται παρὰ τοῦ τοιαῦτα πέμπειν εἰδότος ἀρχαίου τῶν ἀνθρωπίνων 253 ἐχθροῦ, καὶ κατασεῖσαί οἱ τὴν τῆς ψυχῆς

πειρᾶται ἀκρόπολιν, ὡς ἀμέλει καὶ Δαλιδὰ τὴν Σαμψών. Ὡς γοῦν εἰς λόγους ἧκε τῷ μακαρίῳ, καὶ τῇ μὲν τοῖς ἀτακτοτέροις

κινήμασιν, τῇ δὲ τοῖς ἀσχημονεστέροις λόγοις καὶ μαχλοτέροις, τὰς ἐν τῇ καρδίᾳ φλόγας ἐξεσπινθήρωσεν, «ἐγὼ μέν», ἔφη ὁ

μέγας, «διὰ τοῦτο, γύναι, φθάσας τὴν τρίχα προαπεθέμην, ἵνα μὴ ὑπὸ γυναίου ταύτην ξυρείς, τοῖς ἀλλοφύλοις δαίμοσι τὰς

ψυχικὰς ἀποτυφλωθήσομαι κόρας. Σοὶ δὲ τοῦ λοιποῦ πρὸς τοὺς κομήτας ἔστω τὸ σκέμμα καὶ χρυσοέθειρας, ἐφ’ οὓς ἄν σου

καὶ ὁ τῆς ἀπάτης ξυρὸς ἀναβῆναι δυνήσεται». Τοῦτο εἶπε μὲν ὁ μέγας, ᾐσχύνθη δὲ ἡ ἀσελγὴς ἐκείνη γυνή, καὶ ὡς κάλως

ῥαγεὶς ὑπεχώρησε. Τὸ δ’ ἐπὶ τούτοις, νηστεία νομοθετεῖται τεσσαρακονθήμερος 254 καὶ τῶν τῆς κέλλης θυρῶν ἐφ’ ὅλον

ἐνιαυτὸν ἐπιζύγωσις καὶ παντελὴς ἀπροϊσία καὶ ἀνεπιμιξία, ἵνα τὸν πειραστὴν ἐντεῦθεν ἐξ ὑπερβολῆς ἀποκρούσηται, κἂν

ἐκεῖνος οὐδὲ οὕτω τῆς μάχης ἀπέληγε. Τὸ γάρ τοι ἅπαν σῶμα τοῦ μακαρίου ἕλκει πονήρῳ κατὰ τὸν Αὐσίτην παίσας

κατέστιξεν, ἵν’ οὕτως ὑφῇ τῆς ἀνδρείας ὁ ἀθλητὴς καὶ ἡμέραν γενέσεως αὐτοῦ καταράσηται. Ἀλλ’ ἔλαθε πρὸς οὐρανὸν

τοξεύων καὶ πρὸς κολωνὸν κυριττόμενος· τοσούτου γὰρ ἐνέδει δυσχερανεῖν τὴν πληγὴν ὁ πληγείς, ὡς καὶ ὑπερευχαριστῆσαι

τῷ πλήξαντι, ὅτι μειζόνων αὐτῷ στεφάνων τῶν ἐξ ὑπομονῆς παραίτιος γέγονεν.

8. Ἐπεὶ δὲ τῇ τοῦ πλήξαντος προσδοκίᾳ καὶ ἡ πληγὴ μετὰ μικρὸν συνεξέληξεν, εὐθὺς τὸν πρὸ μακροῦ ὠδινημένον

τούτῳ θεῖον πόθον γεννᾷ, ὁ255 δὲ ἦν, εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀφικέσθαι καὶ τῷ τάφῳ τοῦ ζωοδότου σωτῆρος ἀφοσιώσασθαι τὴν

προσκύνησιν. Ἄρχεται τοίνυν ὁδοῦ καὶ τὰ ἐν μέσῳ σιγῶ καὶ παρόδια, τοὺς ὁδοστάτας Ἀγαρηνούς, τοὺς ὑπ’ ἐκείνων κατὰ τοῦ

γενναίου σώματος ῥαβδισμούς, τοὺς λιθασμούς, τὰς ὕβρεις, τὰ κατὰ κόρρης ῥαπίσματα καὶ τὸν τελευταῖον ἐπισειόμενον (ὦ γῆ

παμμῆτορ καὶ κοσμογόνα στοιχεῖα), οἴκτιστον θάνατον, εἰ μὴ τὸν τοῦ σωτῆρος σταυρὸν κατὰ γῆς βαλὼν συμπατήσειεν (ὢ τῆς

βίας), ὁ τοῦτον ἐπ’ ὤμων ἀράμενος καὶ κατὰ τὴν ἐντολὴν ἀκολουθήσας Χριστῷ, καὶ ὅπως τούτων ἁπάντων παρ’ ἐλπίδα

ἐῤῥύσθη, ἐκ τῆς καλῆς Ἀραβίας αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τὴν σύμμαχον ἐπιπέμψαντος. Ἐπεὶ δὲ καὶ τὴν Σιὼν καταλάβοι καὶ ὅλην

τριετηρίδα τὰ ἐν ἐκείνῃ καθιστορήσοι θεάματα, τὸ τῆς ζωῆς μνημεῖον τὸν ἱερὸν Γολγοθάν, τὸ Θαβὼρ τῆς ἀγαλλιάσεως, τὴν

Γαλιλαίαν τῆς ἀναλήψεως, τὸν τοῦ βαπτίσματος Ἰορδάνην, τὰς ἑκατέρωθεν ἐρήμους καὶ τἄλλα τῆς Ἱερουσαλὴμ

καλλωπίσματα, πρὸς τὴν Θηβαίων αὖθις παλινοστεῖ καὶ τὴν οἰκείαν ποίμνην κατασκοπεῖ, μή τι ταύτης ἢ λύκος ἄγριος

ἥρπασεν ἢ πόα θανάσιμος ὤλεσεν ἢ ὕδωρ θολερὸν ἐλυμήνατο ἢ λοιμὸς διέφθειρεν ἢ σκοτόμαινα διεσκέδασεν. Ὡς δὲ ὑγιᾶ τὴν

πᾶσαν ἐφεύρατο καὶ ἀδιαλώβητον 256, χάριν ἐπὶ τούτοις δοὺς τῷ Θεῷ καὶ μικρὸν ἐφησυχάσας τῷ τόπῳ, παλίμπους ἐπὶ τὴν

πρεσβυτέραν ἔρχεται Ῥώμην, Πέτρου τὸν σταυρὸν προσκυνήσων καὶ Παύλου τὴν καρατόμησιν, κἀκεῖθεν πρὸς τὰς Ἰακώβου

Γαλλίας ἀπάρας καὶ τῷ ἀποστολικῷ τὸ σέβας ἀποδόμενον σκήνει, διττὴν ἐκεῖθεν πρὸς Θήβας ποιεῖται τὴν ἐπανάζευξιν.

9. Ἐῶ τὴν ἐντεῦθεν περὶ τὸ Φιλάγριον οὕτω καλούμενον ὄρος τοῦ ἀνδρὸς ἀναχώρησιν, τὴν ναοποιίαν 257, τὴν

κελλουργίαν, τἄλλα ὅσα ὁ μὲν ποιῆσαι και ἐπικεχείρηκε καὶ ἐσπούδακεν, ὁ δὲ τοῦ πρώτου δράκοντος φθόνος παντοδαπῶς

διεκώλυσεν, ἐπ’ αὐτὴν δὲ ἤδη τῆς ὑποθέσεως ἔρχομαι τὴν καρδίαν καὶ τοῦ λόγου τὸ καιριώτατον. Ἀττικῆς τι καὶ Βοιωτίας

253 fortasse ἀνθρώπων

254 τετταρακονθήμερος ed.

255 ὃ ed.

256 διαλώβητον cod.

257 τὴν ναοποιίαν om. ed.

58
ἔστι μεθόριον καὶ τῷ χωρίῳ κλῆσις Μυούπολις, τούτῳ δ’ ὄρος αὐχμηρὸν παράκειται καὶ τραχύ, μήτε ὕδατός που φλεβίοις

διοικούμενον 258 μήτε καρπῷ τὸ παράπαν παραμυθούμενον, οὐκ ἀνθρώποις μόνον, ἀλλ’ ἤδη καὶ αὐτοῖς θηρίοις διὰ τὴν

δυσκολίαν ἀπρόσβατον καὶ μόναις τάχα ταῖς διψητικωτάταις ἐλάφοις οἰκούμενον. Πρὸς ὃ Θεὸς καλεῖ τὸν Μελέτιον, ἴσως ἵν’

ἐκεῖ τῆς εὐσεβείας ὑπερπερισσεύσῃ259 ἡ χάρις, ὅπου τῆς εἰδωλολατρίας ἡ ἁμαρτία πρὶν ἐπλεόνασε, καὶ ἡ κλῆσις ὡς θαυμασία·

πυρὸς γὰρ στῦλος ἀνὰ τὸ ὄρος πρηστήριος προφανείς, μονονουχὶ διὰ τῶν ἀκτίνων ὡς αὐτὸν ἐλθεῖν ἐκάλει τὸν ἅγιον. Kαὶ ὅς

(ἐπέγνω γὰρ τὸν καλοῦντα), δέχεταί τε τὴν κλῆσιν εὐθὺς καὶ τῷ ὄρει πρόσεισιν ἄσμενος, καὶ τὸ τοῦ ψαλμοῦ ὑπειπών, «αὕτη ἡ

κατάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω, ὅτι ἡρετισάμην αὐτήν», ἐκεῖ τοῦ λοιποῦ διαμένειν ἔγνωκε. Τί τοῦτο τῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ

Ἰσραὴλ ὁδηγίας τὸ260 πρὸς τῶν Μελετίου ἀγώνων ἔλαττον, ἢ μᾶλλον πῶς οὐχὶ καὶ θαυμασιώτερον; Εἷς ἐκεῖσε στῦλος πυρὸς

τὰς τοσαύτας τῶν Ἑβραίων ὡδήγει φυλὰς καὶ εἷς ἐνταῦθα μόνον τὸν ὅσιον, ἀντιμετρούσης, οἶμαι, πρὸς τὰς μυριάδας τὸν ἕνα

καὶ ἀντισταθμούσης τῆς χάριτος.

10. Οὕτω γοῦν ὁ μέγας τῷ τόπῳ προσβὰς καὶ τὸν αὐτοῦ που ναὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Χριστοῦ καταλαβών,

οὐ διέλειπεν ἐν τούτῳ νεούμενος ἑαυτῷ νεώματα καὶ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις, ὡς εἰς τριάκοντα καὶ εἰς ἑξήκοντα καὶ εἰς ἑκατὸν

καρποφορήσῃ τὴν ἀρετήν. Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος, οὐ μὴν οὐδ’ ἡ φήμη τῶν ἑαυτῆς πτερύγων ἐφείδετο, ἀλλὰ ταχὺ τὴν

περιοικίδα τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἐφιπταμένη, γνώριμον ἐν ἀκαρεῖ τοῖς πᾶσι καθίστη τὸν ἄνδρα. Καὶ ἦν ὁρᾶν εἰς αὐτόν, ὡς εἰς

Ἰωάννην ἄλλον, πλήθη συρρέοντα καὶ ὑπ’ ἐκείνου βαπτιζομένους τὸ τελεώτερον τῆς μετανοίας βάπτισμα καὶ

πνευματικώτερον. Καὶ τὸ δὴ μεῖζον, ὅτι μηδὲ μετὰ τὴν βάπτισιν οἱ βαπτισθέντες πρὸς τὰ οἰκεῖα ἐπαλινόστουν, ἀλλ’ αὐτοῦ που

παρὰ τῷ βεβαπτικότι κατέμενον. Ἐπεὶ δὲ τὸ τοῦ σοφοῦ συγγραφέως καὶ ἀποστόλου εἰπεῖν, καθ’ ἑκάστην οἱ πιστεύοντες

προσετίθεντο καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες καὶ οὐκ εἶχον ὅποι τὰς οἰκήσεις οἱ συνερρωγότες ποιήσαιντο,

οἰκοδομεῖ καὶ ἄλλα δύο θεῖα τεμένη πρὸς τῷ ῥηθέντι καὶ τὸ μὲν ἐπὶ τῇ πανσέμνῳ σεμνύνει κλήσει τῆς Θεομήτορος, τὸ δὲ τοῦ

Θέσθηθεν Ἠλιοὺ ποιεῖται ὁμώνυμον, ἐφ’ οἷς τοὺς ὁσημέραι ἀποταττομένους ἐγκατατάττει. Ἐπεὶ δὲ καὶ τὴν τῶν λογισμῶν

δοχὴν καὶ ἀναδοχὴν πολὺ ἀναγκαιοτέραν τοῖς ψυχικὴν προστασίαν ἐγχειρισθεῖσιν ἐγνώριζεν, ἢ τοῖς ἔχουσι πνεύμονα ζῴοις τὸ

ἀναπνεῖν, μόνοις δὲ ταύτην ἐπιτετραμμένην εἶναι πρὸς τῶν ἱερῶν κανόνων ἐμάνθανε τοῖς τοὺς ἀποστολικοὺς διέπειν λαχοῦσι

θρόνους ἑκάστοτε, ἐπειδὴ καὶ μόνοις αὐτοῖς τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν παρὰ τοῦ πρώτου ἀρχιερέως ἐνδέδοται, παρὰ τοῦ

τηνικαῦτα τὸν ἐν Κωσταντινουπόλει 261 θρόνον κοσμοῦντος (Νικόλαος δὲ ἦν ὁ θεσπέσιος), τὴν τοιαύτην ἐξουσίαν αἰτεῖ
διαπρεσβευσάμενος, ὁ δ’ ἀσμενέστατά οἱ ταύτην ἐνδίδωσι καὶ μετ’ ἐγγράφου τῆς προτροπῆς.

11. Ἀλλ’ ἦν ὁρᾶν τὰ κατεπηγγελμένα πάλαι τῷ Ἀβραὰμ καὶ ἐπὶ τῷ Μελετίῳ τότε γενόμενα. Ηὔξανε γὰρ αὐτοῦ τὸ κατὰ

πνεῦμα σπέρμα καὶ ἐπληθύνετο ὡς οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τὸ θαλάττιον ψάμαθος. Ἔνθεν τοι καὶ ἐξ

ὁρίων εἰς ὅρια τὴν ἑαυτοῦ πλατύνειν ἔπαυλιν ὁ μακάριος δεῖν ἐννοήσας, ἅμα δὲ καὶ τῆς προφητείας ἀκούων μόνον οὐ πρὸς

τοῦτον 262 λεγούσης, «ὁδοποίησον τῷ λαῷ μου, ἐκπέτασον εἰς δεξιὰ καὶ ἀριστερά, τῶν αὐλαίων μὴ φείσῃ», πρῶτα μὲν τὴν

ἐπικλήσει τῶν Ἀσωμάτων τοῦ Συμβούλου μονὴν εἰσποιεῖται καὶ κοσμιωτέραν ἐν ἀκαρεῖ καὶ μείζονα δείκνυσιν. Εἶτα καὶ ἕτερα

πρὸς τοῖς τέτρασιν εἴκοσιν εὐκτήρια δομησάμενος, τούτοις ἐπιστοιβάζει τὸ πλῆθος προσμερισάμενος, καὶ τὴν ἐρημίαν οὕτω

πολίζει263. «Ὡς καλοί σου οἱ οἶκοι, Ἰακώβ», λεγέτω καὶ πάλιν ὁ Βαλαάμ, «αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ, ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι καὶ

ὡσεὶ παράδεισοι ἐπὶ ποταμῶν, ὡσεὶ σκηναί, ἃς ἔπηξε Κύριος, καὶ ὡσεὶ κέδροι παρ’ ὕδατα». Εἶτα τί ταῖς τῶν ἁπάντων χρείαις

258 correxi: διηκούμενον cod., διηκόμενον ed.

259 ὑπερπερισσεύσει ed.

260 corr. ed.: ὦ cod.

261 Κωνσταντίνου πόλει ed.

262 correxi: τοῦτο cod. ed.

263 correxi: πολίζειν cod. ed.

59
θαῦμα ὁ πενέστατος ἐπαρκεῖ, ἵνα μαθητὴς ἐντεῦθεν διαδειχθῇ ἀκριβέστατος τοῦ καὶ ἀλωπέκων ἀστεγεστέρου καὶ πετεινῶν,

ἀλλὰ καὶ ἑαυτοῦ τὸ χρυσίον εἶναι καὶ τὸ ἀργύριον λέγοντος; Καὶ τό γε θαυμασιώτερον οὔπω ὑμῖν ἐγνωρίσαμεν· τοσούτου γὰρ

οἰκονομίαν λαοῦ πιστευθείς, ᾧ μόγις μὲν ἂν τόσα καὶ τόσα πυροφόρα πεδία, μόγις δὲ τόσαι καὶ τόσαι κλήματος 264 ἀλωαί, τὴν

ἀποτροφὴν αὐτάρκη διεχορήγησαν, οὔτε ζεῦγος βοῶν οὔτε ἀγρὸν ἠνέσχετο πρίασθαι (ἐφόβει γὰρ αὐτὸν ἡ παραβολή, μήπου

καὶ αὐτὸς διὰ ταῦτα τοῦ θείου γάμου ἔκπτωτος γένηται), ἀλλὰ καὶ πολλῶν ὁσημέραι Θεῷ καὶ Μελετίῳ καθιερούντων τὰ

ἑαυτῶν, ὁ δὲ τοὺς ἄνδρας τῆς μὲν προθέσεως ἀπεδέχετο, τὰς δέ τι265 δόσεις οὐ παρεδέχετο (ἀγαθὸν γὰρ πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον

ἢ ἐπ’ ἄνθρωπον ἔλεγε), καὶ τὴν ἄσπαρτον τῶν πτηνῶν καὶ ἀνήροτον τροφὴν προτιθείς, «πολλῷ266 στρουθίων» ἐπῆγεν, «ἡμεῖς

διαφέρομεν». Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους οὕτω καὶ διεκρούσατο, παρὰ δὲ τοῦ τὰ κοσμικὰ τηνικαῦτα σκῆπτρα διέποντος (Ἀλέξιος δὲ

ἦν ὁ θεοσεβέστατος), ἀγασαμένου τοῦτον τῆς ἀρετῆς καὶ πολλὰ μὲν διδόντος, μυρία δὲ προσδιδόντος, πολλῷ δὲ πλείω τούτων

ὑπισχνουμένου267, τετρακοσίους πρὸς τοῖς εἴκοσι καὶ δύο μόνους χρυσίνους ὁ δίκαιος παρὰ τῶν τῆς Ἀττικῆς δασμολόγων

ἐτησίως λαμβάνειν ἠνέσχετο, τὰ δ’ ἄλλα, μὴ πλειόνων χρείαν ἔχειν εἰπών, ἀπεπέμψατο. Οὕτω δὲ ὡς λέων πεποιθὼς τῷ Θεῷ,

ταῖς ἐλπίσιν οὐ κατῃσχύνετο καὶ ἐπὶ θύραις ἡ μαρτυρία.

12. Ὡς γὰρ ἐν μιᾷ συνέβη τῶν ἡμερῶν τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἀγέλην τῆς οἱασοῦν σπανισθῆναι τροφῆς, εἶτα προσῄει τις

αὐτοῖς τῶν ἐξ ἄστεος, τριάδα μόνην ἄρτων καὶ ὀλίγην λαχάνων φυλλάδα προσεπαγόμενος, εὐχαρίστησέ τε ὁ μέγας Θεῷ καὶ

εἰς ἄριστον ἅμα παρεκάλει τοὺς ἀδελφούς, ἐκεῖνον καὶ νῦν παρέσεσθαι λέγων καὶ τοὺς τρεῖς τούτους ἄρτους ἐπευλογῆσαι, τὸν

καὶ τοῖς πέντε πάλαι τοὺς πεντακισχιλίους ἐκθρέψαντα. Εἶπε ταῦτα καὶ εἰπὼν τοὺς ἄρτους ηὐλόγησε καὶ εὐλογήσας διένειμεν.

Οἱ δέ, ὢ τοῦ θαύματος, ηὐξήθησάν τε αὐτίκα καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ τὰς τῶ ἐσθιόντων γαστέρας ἐπλήρωσαν. Τοιούτοις ἐγὼ

τὰς ἐμὰς καλλωπίζω τραπέζας καὶ οὕτω μου χορτάζω τοὺς δαιτυμόνας, σὺ δέ μοι τοὺς ταὼς ἀρίθμει καὶ τὰς γεράνους καὶ τοὺς

ἐκ Φάσιδος ὄρνιθας καὶ τὸ διπλοῦν, εἰ βούλει, τῶν περδίκων γένος προστίθεσο καὶ στενοχώρει μὲν τὰς λοπάδας, στενοχώρει

δὲ τὸ ὀπτανεῖον τοῖς κρέασι καὶ ποίκιλλέ σου τοὺς ἄρτους καὶ διαφορὰς ἐννόει πομάτων καὶ ἐκπομάτων 268 καὶ τοὺς

πλακοῦντας ἐπὶ τούτοις πάραγε καὶ τοὺς σησαμοῦντας καὶ τὴν λοιπὴν τῶν πεμματοποιῶν φλυαρίαν καὶ τυράννει τὰ στοιχεῖα

καὶ δασμολόγει τοῖς ἐδωδίμοις καὶ πρόπινε Φιλίου καὶ Ἑταιρείου, ὡς εἴθε269 καὶ Κεραυνίου κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς, καὶ

ἄχρις ἐμέτου τοῖς συμπόταις ἔγχει τὸν ἄκρατον. Εἰκότως· οὐ γὰρ Μελετίῳ συνδεδειπνήκεις, οὐδὲ τῆς ἐκείνου μάζης ἀπεγεύσω

καὶ τῶν ἁλάτων.

13. Τοῦτο μὲν οὖν τοιοῦτο καὶ οὕτω προκεχώρηκε τῷ ὁσίῳ, ἐκεῖνο δὲ τοῦ ῥηθέντος κατ’ οὐδὲν ἔλαττον. Ἐνέδει ποτὲ

ταῖς ἀμφὶ τὸν νεὼν φωταγωγοῖς τὸ ἔλαιον· τὸ γὰρ ἐγχεθέν, αὐτάρκης τροφὴ γενόμενον τῷ πυρί, προανήλωτο. Αὖθις οὖν ἐγχεῖν

ὁ μέγας ἐκέλευε τὸν νεωκόρον ἀράμενον τὸ ληκύθιον, καὶ ὃς αὐτίκα τὸ ἄγγος λαβών, καὶ πρῶτον ἠρέμα πρὸς τὸ οὖς

διασείσας, ὡς οὐδεὶς ἐκεῖθεν ψόφος ἐξήχητο, πρὸς τὴν γῆν ὑποκλίνει, ἔπειτα τοῦτο ἐξυπτιάζειν ἐπιχειρεῖ, ἐπεὶ δὲ κενὸν ἑώρα

παντάπασι, γνωρίζει τὸ πρᾶγμα τῷ μακαρίῳ. Ὡς δὲ ὁ γέρων ἐνέκειτο καὶ ἐνστατικώτερον ἐγχεῖν ἀπῄτει τὸν νεωκόρον, οὐκ

ἀντιλέγειν ἐκεῖνος οἷός τε ὢν τῷ πατρί, καὶ ἄλλως δὲ τὴν χθὲς ἐπὶ τοῖς ἄρτοις θαυματουργίαν ἐχέγγυον οἷον ἔχων καὶ τῶν ἑξῆς,

ἔργου ἄρχεται καί, ὢ τοῦ θαύματος, μιμεῖται τὸν τῆς χήρας καμψάκην ἡ λήκυθος καὶ τεράστιοι φλέβες ἐλαίου περὶ αὐτὴν

ἀναῤῥήγνυνται, ὡς μὴ μόναις ταῖς ὅλαις φωταγωγοῖς (πολλαὶ δὲ τὸν κύκλον ἐπλήρουν τοῦ μεγίστου ἐκείνου νεώ), ἐπαρκέσαι,

ἀλλὰ καὶ ταῖς χρείαις τῶν μοναχῶν.

264 κλίματος cod. ed.

265 correxi: δὲ τι cod., δ’ ἔτι ed.; ἐπιδόσεις Kurtz, fortasse recte

266 an πολλῶν?

267 ὑπισχουμένου ed.

268 καὶ ἐκπομάτων om. ed.

269 correxi: εἴσθε cod., εἴωθε ed.

60
14. Ἀλλ’ ἀνατρεχέτω πάλιν ὁ λόγος καὶ τὴν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ζηλωτοῦ Ἠλιοὺ δομηθεῖσαν τῷ μακαρίῳ καταθρείτω μονὴν

καὶ τὸ περὶ ταύτην αὐτοῦ270 θαυμαζέτω καινὸν τερατούργημα. Καλὸς μὲν γὰρ καὶ ἀνακεχωρημένος ὁ τόπος καὶ ὄντως ἄλλο

Χωρήβ, ἐν ἑαυτῷ τὸν Ἠλίαν ὑποδεχόμενον, ἀλλ’ ὕδωρ ἦν οὐδαμοῦ. Τάχα γὰρ ἔκλεισε κἀνταῦθα τοὺς οὐρανοὺς ὁ Θεσβίτης

καὶ οὐ μόνον ἀφ’ ὕψους ὑετὸν οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ γῆς, ἀλλ’ οὐδὲ ἀπὸ γῆς ἀναῤῥαγῆναι φλέβα γόνιμον συνεχώρησεν. Ἤσχαλλον

οὖν τὸ πλῆθος τῶν μοναστῶν καὶ οὐκ εἶχον ὅ,τι τῷ αὐχμῷ χρήσαιντο. Ἐγόγγυζον μὲν οὖν οὐδὲ οὕτω κατὰ τοῦ ἑαυτῶν

Μωϋσέως, τὴν θαυματουργὸν δὲ ὅμως ῥάβδον ἀνεκαλοῦντο. Ἡ δέ, τῶν παλαιῶν αὐτῆς θαυμάτων ὥσπερ ἐπιμνησθεῖσα,

πλήττει πέτραν πάλιν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πηγὰς ὑδάτων ἐξ ἀκροτόμου πηγάζεται καὶ τὸ ὕδωρ οὐχ οἶον τὸ ἐν Μερρᾷ, ξύλου πρὸς

τὸ γλυκανθῆναι δεόμενον, οὐδ’ ὁποῖον τὸ ἐν Ἰεριχὼ διὰ καινῆς ὑδρίσκης καὶ ἅλατος τὴν ἑαυτοῦ πονηρίαν καὶ τὴν ἀτεκνίαν

ἰώμενον, ἀλλὰ καθαρώτατόν τε καὶ ποτιμώτατον. Ἀναπληρούτω μοι τὴν ᾠδὴν Ἠσαΐας καὶ λεγέτω πάλιν κατὰ καιρόν·

«εὐφράνθητι ἔρημος, διψῶσα ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω, ὡς κρίνον· ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου ἐδόθη αὐτῇ καὶ ἡ τιμὴ τοῦ

Καρμήλου, ὅτι ἐρράγη ἐν ἐρήμῳ ὕδωρ καὶ φάραγξ ἐν γῇ διψώσῃ καὶ ἔσται ἡ ἄνυδρος εἰς ἕλη καὶ εἰς διψῶσαν γῆν πηγὴ ὕδατος

ἔσται».

15. Εἴδετε καινὸν Μωϋσέα, εἴδετε νέας ῥάβδου θαυματουργίαν παράδοξον; Ὁρᾶτέ μοι και ἄλλην ταύτης

παραδοξοτέραν μεγαλουργίαν. Ἀνὴρ γάρ τις τῶν ἀφ’ Ἑλλάδος, πονηρῷ κατάσχετος πνεύματι (φεῦ τῆς ἐμῆς ἁμαρτίας, δι’ ἣν ὁ

κατ’ εἰκόνα Θεοῦ τῷ ἀντικειμένῳ παρακεχώρημαι παίζεσθαι), πρόσεισι καὶ οὗτος τῷ μακαρίῳ. Καὶ ὁ μὲν τοῦ μεγάλου

κατακαγχάζει πλατὺ καὶ ὄντως δαιμόνιον (συνήκατε, ἄνδρες, τίνας μιμούμεθα, τά καπυρὰ χρεμπτόμενοι καὶ

ἀνακαγχάζοντες 271;), ὁ δὲ κατὰ τοῦ φάρυγγος αὐτίκα οἱ τὴν ῥάβδον ὠθεῖ καί (ὢ τῆς ἀφάτου σου272 δυναστείας, Χριστὲ

βασιλεῦ), δραπέτης ὁ δαίμων ἀναχωρεῖ, ὡς οἷα δοῦλος ῥάβδον δεσποτικὴν τὴν Μελετίου φοβηθεὶς βακτηρίαν. Τί δὲ οὐκ

ἐξαίσιον κἀκεῖνο τῆς εἰρημένης ἔργον ῥάβδου καὶ πέρα θαύματος; «Τὸ ποῖον;», ἐρεῖς. Οὐδὲ τῆς τούτου φθονήσω σοι

ἐξηγήσεως. Ἄνθρωπος γάρ τις ἄλλος ἐξ Ἀττικῆς, πονηρῷ τελχῖνι καὶ αὐτὸς ἐκδοθείς, ἄγεται τῇ φήμῃ δεσμηθεὶς πρὸς τὸν

ὅσιον καὶ «ὦ δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου», ἐξεκεκράγει τοῦτο τὸ μέρος μὴ δαιμονῶν, «μὴ παρίδῃς πλάσμα δακτύλων273

Θεοῦ σατανικοῖς δακτύλοις ἀγχόμενον, καὶ συναποτίθεμαι τῷ δαιμονίῳ ταύτην τὴν κόμην ὑπὸ τῇ σῇ δεξιᾷ καὶ τῆς καλῆς σου

μάνδρας πρόβατον γίνομαι». Καὶ τί μοι διὰ κύκλου καὶ ἕλικος ἄγειν τὸ θαῦμα; Ἅπτεται καὶ οὗτος τῆς ῥάβδου τῆς ἱερᾶς,

λυτροῦται τῆς τυραννίδος, κείρεται τὴν κόμην, τῇ Μελετίου ποίμνῃ συναγελάζεται. Ἀλλ’ ὢ δεινοτέρας παραφορᾶς, ὢ
πικροτέρου τελχῖνος. Ἀναίνεται τὰς συνθήκας, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἔμετον ὑποστρέφει καὶ τὴν κοσμικὴν ἐσθῆτα ἀμφιέννυται, οὐ

μὴν ἀλλὰ συναμφιέννυταί γε ταύτῃ καὶ τὸ δαιμόνιον καὶ γίνεται αὐτῷ τῶν προτέρων χείρω τὰ ἔσχατα. Καθ’ ὑδάτων γὰρ

ὠθῆσαν αὐτὸν τὸ μιαρὸν ἀπέπνιξε πνεῦμα, ὡς τὴν ἐν Γαδάροις τῶν χοίρων ἀγέλην ὁ πονηρὸς λεγεών, παιδευούσης ἐντεῦθεν,
οἶμαι, τῆς προνοίας τοὺς καταφρονητὰς καὶ τῶν πρὸς Θεὸν ἀθετητὰς ἐπαγγελιῶν.

16. Ἀπόχρη ταῦτα πρὸς ὕμνον τῇ ράβδῳ τοῦ Μελετίου ἢ χρὴ καὶ τὸν Μακεδόνα ἐκεῖνον Νικήταν τῷ λόγῳ

παρεισκυκλῆσαι; Τῷ γὰρ ὁμοίῳ καὶ οὗτος τοῖς προρρηθεῖσι δουλεύων κακῷ, οὔπω τὴν τοῦ γέροντος ἔφθανε ῥάβδον

διατρώγειν και διαμασήσασθαι, καὶ ὁμοῦ τῆς συμφορᾶς ἀπηλλάττετο. Ὁ δ’ αὐτὸς οὗτος ὕστερον ἔρωτι σατανικῷ κατάσχετος

γεγονὼς καὶ οὐκ ἔχων ὅπως ἐξοιδαίνουσαν αὐτῷ τὴν σάρκα καὶ ἐξοιστρουμένην δουλαγωγήσειεν, ἐπειδὴ τῷ ἁγίῳ προσέλθοι

καὶ τὸ πάθος ἐξαγορεύσοι, ἐξάντης αὐτίκα γίνεται τοῦ κακοῦ. Ἐπιτιμήσαντος γὰρ μόνον τῷ πάθει τοῦ μακαρίου καὶ

σταυρικῶς τὴν χεῖρα διακινήσαντος, εἰς τοσοῦτον ὑπέρτερος τοῦ πειρασμοῦ ἐκείνου γεγένητο, ὡς καὶ τὰ παιδογόνα τούτῳ

μόρια παντάπασιν ἀποψυγῆναι καὶ ἀναίσθητα τοῦ λοιποῦ διαμεῖναι.

270 αὐτὸ ed.

271 corr. ed.: ἀνακάζοντες cod., ἀνακράζοντες etiam possis

272 οm. ed.

273 δακτύλιον ed.

61
17. Εἶεν. Ἡ δὲ ὀλιγαρκία τοῦ ἀνδρός, ἡ δὲ ἀσαρκία, ἡ δὲ ἄπαυστος ἐκείνη κατὰ τὰς ἀγγελικὰς ζωὰς ψαλμῳδία, τὸ δὲ

ἄγρυπνον κατὰ τοὺς ἀστέρας, τὸ δὲ κατὰ τὸν φωσφόρον εἰς τὴν τῆς ἀρετῆς ἐργασίαν ἀκάματον, ἡ δὲ ταπεινότης, ἡ δὲ

πρᾳότης, τὸ δὲ τῆς διαίτης ἁπλοῦν, τὸ δὲ τῆς ἐσθῆτος ἁπλούστερον, καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἀγαθῶν ἢ πόνῳ συλλέξας ἢ χρόνῳ

κυρώσας ἢ τῇ τῶν προευδοκιμησάντων μιμήσει κτησάμενος, τῷ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς ἐργαστηρίῳ συνεπεσώρευσε, πόσου, ὦ

παρόντες, οἴεσθε ταῦτα λόγου εἶναι ἀφηγηθῆναι; Ἐμοὶ μὲν ὡς πολλοῦ δοκεῖ καὶ μεγάλου, οἶμαι δὲ καὶ τῶν εὖ φρονούντων

ἑκάστῳ. Ὧν γὰρ οὐδ’ ἡ ἀπαρίθμησις ῥᾴδιος, πῶς τούτων ἡ ἐξήγησις εὔκολος; Ὅμως μὴ ἐν τοσούτῳ θείων διηγημάτων

πλούτῳ πεινήσωμεν, μηδὲ λιμώξωμεν, οὐ λιμὸν ἄρτου, οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ δίψαν θαυμάτων Θεοῦ, διὰ Μελετίου

ἐνεργηθέντων, καὶ ταῦτα κρουνηδὸν προχεομένης τῆς χάριτος. Εἰ γὰρ καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς ἡ ἐγχείρησις, ἀλλ’ ὅμως τολμητέον

ἀναῤῥίψαι τὸν κύβον. Παρίτω γοῦν ὁ ἐκ Καματηρῶν ἡμῖν Ἐπιφάνιος, Ἑλλάδος τότε καὶ Πελοποννήσου πάσης ἀνθύπατος, καὶ

διὰ τῆς λογικῆς νεκυΐας274 ὄρθιος κατὰ τὸν Σαμουὴλ ἀναγόμενος, τὸ περὶ αὐτὸν τοῦ μεγάλου μεγαλεῖον ἐκδιηγείσθω.

Συνδείπνω γὰρ ἐγενέσθην τὼ ἄνδρε ποτὲ καὶ ἡ τράπεζα τοῖς ἰχθύσιν ὑπερεφλέγμανεν. Ὡς δὲ ὁ μὲν 275 κατὰ μοναχὸν τοῦ ὄψου

παρήπτετο, ὁ δὲ ὅλοις κανέοις προσέχαινε κατ’ ἀνθύπατον, λανθάνει διαπαρεὶς ὀστῷ τὸν πρηγορεῶνα276 (πεφύκασιν δὲ ἄρα

τῶν ἰχθύων αἱ ἄκανθαι τοῖς ἁπαλωτέροις τῶν ἐν ἡμῖν μορίων καὶ κοιλοτέροις ἐμπήγνυσθαι ῥᾳδιώτατα), καὶ τὸ πάθος, ὡς

ἐπιεικῶς, οἴκτιστον. Ἐπάλλετο μὲν ἡ καρδία τῷ ἀνθρώπῳ καὶ τὰ στέρνα μόνον οὐ διαρρήσσουσα προκύπτειν ἠπείλει, ἡ δὲ ὅλη

τῶν σπλάγχνων οἰκονομία τὴν διὰ τοῦ λαιμοῦ ἐτόλμα τεράστιον ἀναρροίβδησιν, ἵσταντο δέ οἱ πρὸ τῶν βλεφαρίδων οἱ

ὀφθαλμοὶ καὶ ἀστακτὶ κατέρρει τὸ δάκρυον ἥ τε γλῶττα διὰ τῶν χειλέων ἄσχημον ὄντως θέαμα προτετάνυστο, καὶ ὁ

τηλικοῦτος τὴν ἐξουσίαν μικρᾶς ἰχθύος ἀκάνθης ἐγίνετο πάρεργον. Δεῖπνος ἐκεῖνος δεῖπνος ἐλεεινός, κρατὴρ ἐκεῖνος οὐ

φιλοτησίας ἐπιδειπνίου ἢ δακρύων ἐπικηδείων. Πάντοθεν οὖν τὴν ἑαυτοῦ ἐκεῖνος ἀπεγνωκὼς σωτηρίαν, νεύμασιν, ὡς εἶχε,

τὸν μέγαν διελιπάρει καὶ ἄκος ἐζήτει τῆς συμφορᾶς. Τί δε ὁ πρᾷος καὶ τοῦ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν βαστάσαντος μαθητής;

Κάμπτεται πρὸς τὸ πάθος εὐθὺς καὶ ταχεῖαν αὐτῷ τὴν θεραπείαν χαρίζεται. Καὶ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας, οὐκ ἐκ τῆς Γαληνοῦ

Θεραπευτικῆς, οὐδ’ ἐκ τῶν Ἱπποκράτους Ἐπιδημιῶν καὶ Ἀφορισμῶν, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἀκόμψου τοῦ σωτῆρος ἰατρικῆς. Ἅμα γὰρ

ἐκπτύειν ὁ γέρων τῷ πεπονθότι κεκέλευκε, καὶ ὃς τῷ πτυέλῳ καὶ τὸ ἄγχον εὐθὺς συνεξέπτυσε, καὶ τὸ μὲν ὀστοῦν τοῦ

φάρυγγος ἐξέπιπτε τοῦ ἀνδρός, ὁ δὲ τοῦ φάρυγγος τοῦ ᾅδου ἐξανηρπάζετο. Ἔνθεν τοι καὶ πρὸ τοῖν ποδοῖν καλινδηθεὶς τοῦ

ἁγίου, Θεῷ καὶ αὐτῷ ἀνθωμολογεῖτο τὰ χαριστήρια.

18. Τί δαί277, τὸ κατὰ τὸν Ματθίαν παρήσoμεν 278; Καὶ πῶς οὐκ ἂν καὶ σφᾶς ἑαυτοὺς καὶ τὰς ὑμετέρας ἀκοὰς τὰ μέγιστα

ζημιώσομεν; Ἀνδρὶ γὰρ τούτῳ κέκαρτο μὲν κατὰ Ναζιραίους ἡ κόμη, τὸ δὲ ἅπαν σῶμα παρεῖτο καὶ ἡ τῶν μελῶν ἁρμονία

παρήρθρωτο. Εἰσάγεται τοίνυν ὡς εἰς ἄλλην προβατικὴν τὴν Μελετίου μονήν, ἐν ᾗ πολλὰ τῶν Χριστοῦ προβάτων
διεποιμαίνετο, καὶ ὡς εἰς ἑτέραν στοὰν τὴν ἐκείνου κέλλαν ἢ καλύβην ῥιπτεῖται, φόρτος ὄντως ἐλεεινὸς καὶ ἀρούρης ἄχθος

ἐτώσιον. Πρὸς ὃν τὰς ὄψεις ὁ μέγας ἀπερεισάμενος καὶ τῷ μεγέθει τοῦ πάθους κατακλασθεὶς τὴν ψυχήν, τὴν μὲν θεραπείαν τὸ

τέως διαναβάλλεται καὶ περιμένειν κελεύει τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν, ἐναλλὰξ δὲ τοὺς μοναχοὺς κατά τινας τακτὰς περιόδους

ἐξυπηρετεῖσθαι αὐτῷ διατάττεται, ἵν’ ἅμα μὲν τὴν πίστιν δοκιμάσῃ τοῦ πάσχοντος καὶ τὴν ὑπομονὴν τῶν ἀδελφῶν

διασκέψηται. Ἀλλ’ ἦν οὐ μόνον δυσάρεστον τὸ νοσοῦν, ἀλλὰ καὶ δυσυπηρέτητον. Ἀπέκναιον οὖν οἱ διακονοῦντες καὶ οὐκ

εἶχον ὅ,τι τῷ βάρει τῆς ὑπουργίας χρήσαιντο. Ταῦτα ὡς ἧκεν εἰς γνῶσιν τῷ μακαρίῳ, τούτοις μὲν ἀνανδρίαν ἐκεῖνος ὠνείδισε,

τὸν δὲ πρὸς τὴν οἰκείαν κέλλαν εἰσάγει λαβών, ὡς αὐτὸς αὐτῷ τοῦ λοιποῦ διακονησόμενος. Καὶ ὢ τῆς καλῆς ἐκείνης καὶ

274 scripsi: νεκύας cod. ed.

275 μέγας ed.

276 corr. ed.: προγορεῶνα cod.

277 δὲ ed.

278 cod. Kurtz: παρήσωμεν ed.

62
ταχίστης ὑπηρεσίας. Πνεῦμα ζωῆς τοῖς νεκροῖς ἐκείνοις ὀστέοις χαρίζεται καὶ χεῖρας ἀνειμένας προφητικῶς εἰπεῖν ἐνισχύει

καὶ γόνατα παραλελυμένα παρακαλεῖ, καὶ εἰπών, «ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ λόγῳ τὸν παράλυτον θεραπεύσαντος,

ἔγειραι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου», ἐρρωμένον τοῦτον εἰς ἕω καὶ ὑγιᾶ πρὸς τὴν ἐνεγκαμένην ἀπέλυσε.

19. Τί δαί 279, τοιοῦτος μὲν ἦν περὶ τὸ θαυματουργεῖν ὁ Μελέτιος καὶ τοσαύτην μὲν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων εἶχε τὴν

ἐξουσίαν, τηλικαύτην δὲ κατὰ πάσης νόσου καὶ μαλακίας τὴν δυναστείαν κεκλήρωτο, τοῦ δὲ διορατικοῦ ἠμοίρει χαρίσματος;

Πολλοῦ γε καὶ δεῖ. Καὶ τίς γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τρανῶς κατεθεᾶτο τὰ μέλλοντα καὶ τὰ ὑπὲρ Θούλης τυχὸν γιγνόμενα καὶ

Ἰλλούστριδος 280 ὡς αὐτοῦ που πρὸ τῶν ὀμμάτων κείμενα καθεώρα, οὐ δι’ αὐλῶν ἀκοῆς καὶ τυμπάνων τοῖς μέλλουσι

συγγινόμενος, ὡς τοὺς κορυβαντιζομένους οἱ μῦθοι γράφουσι καὶ τοὺς κατόχους τῷ Σαβιζίῳ καὶ τοὺς μητρίζοντας, οὐδὲ δι’

ἱεροῦ προπόσεως ὕδατος κατὰ τὸν ἱερέα τοῦ Κλαρίου τὸν Κολοφώνιον, ἀλλ’ οὐδὲ πολὺ πρότερον κατὰ τὰς ἐν Δελφοῖς

θεσπιζούσας, ἃς ἐπὶ τῶν στομίων οἱ λόγοι καθίσταντες τοῖς ἐκεῖθεν διὰ τῆς αἰδοῦς εἰσπνεομένοις ἀτμοῖς καὶ οὕτως

ἐκπνεομένοις διὰ τοῦ στόματος, πιστεύουσι τὰς προρρήσεις; Γελῶ γὰρ ἐγὼ τὴν διωλύγιον ταυτηνὶ φλυαρίαν, οἶμαι δὲ καὶ τῶν

νοῦν ἐχόντων ἕκαστος, γελῶ καὶ Κινύραν τὸν Κύπριον καὶ Ἀρισταῖον τὸν Κυρηναῖον καὶ τὸν ὑπερβόρειον Ἄβαριν, τοὺς

σεμνοὺς ἐκείνους τῶν μελλόντων προΐστορας, καὶ τὴν Βοιὼ πρὸς τούτοις καὶ τὴν Μαντὼ καὶ τὸν τῶν Σιβυλλῶν ἀριθμόν, τὰ

τῆς μηθὲν 281 ὀκνούσης λέγειν ποιητικῆς φιλοτιμίας ληρήματα. Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος, φησί, τὶς δὲ μύθῳ

συγγένεια πρὸς ἀλήθειαν, ἢ Χριστῷ πρὸς Βελίαρ τὸ παράπαν οἰκείωσις; Ἀλλ’ ἐργαστήριον ἑαυτὸν τῆς ὑπερκοσμίου Τριάδος ὁ

μέγας καταστησάμενος καὶ ἐνοικοῦντα ἔχων ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐμπεριπατοῦντα τὸν ὡς ἀληθῶς προγνώστην τῶν ἁπάντων Θεόν,

ἐντεῦθεν καὶ τῆς διοράσεως κατηξίωτο καὶ πολλαί μοι τούτου και πολλαχόθεν αἱ μαρτυρίαι. Δέδοκτο μὲν γὰρ τῷ γέροντι καὶ

νενομοθέτητο πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τοῦτο, μήτε τινὰ τῶν ὡς αὐτὸν παραβαλλόντων καὶ ὑπ’ αὐτῷ τάττεσθαι λιπαρούντων, ὅπως

ἂν ἔχῃ γένους ἢ τύχης ἢ σχήματος, ἀποπέμπεσθαι (τὸν γὰρ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν μὴ ἐκβάλλειν ἔξω παρὰ τῆς ἐντολῆς

ἐδιδάσκετο), μήτε αὖ ἐπέχειν ἀναχωρεῖν βουλευόμενον, τάχα τοῦ χρῆναι ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν, οὐκ

ἀξύνετος ὤν. Οὕτω δὴ καὶ τοιούτου νόμου κειμένου τῷ μακαρίῳ, ἐφίσταταί τις ὡς αὐτὸν μοναχός, ἐκ τῆς γείτονος ὁρμώμενος

τοῦ Δαφνίου μονῆς, καὶ παρὰ τοὺς πόδας τούτου πεσών, ὑπ’ αὐτῷ τοῦ λοιποῦ τὴν ἀσκητικὴν ἠξίου μετιέναι διαγωγήν, καὶ ὃς

δέχεται τε τοῦτον εὐθύς, ὥσπερ ἐκείνῳ νόμος, καὶ πρός τι τῶν ὑπ’ αὐτῷ282 εὐκτηρίων ἐκπέμπει, τοῖς κατ’ ἐκεῖνο μοναχοῖς

συνεσόμενον. Ἐπεὶ δὲ ἀπέλθοι ὁ μοναχὸς καὶ καταμείνοι τῷ τόπῳ χρόνον οὐχὶ συχνόν, ὀκλάζει πρὸς τὴν σκληραγωγίαν,
ἀμβλύνεται τὴν προθυμίαν, ἑαυτῷ τῆς ἐκεῖ ἀφίξεως διαμέμφεται, ὅτι τοι ἐξ οὕτω τρυφερᾶς καὶ χλιδώσης διαγωγῆς εἰς οὕτω

βιαίαν καὶ ἐπιεικῶς αὐχμηρὰν ἀπαντήσειεν, ἤσχαλλε πρὸς τὸν ψίαθον τῆς στρωμνῆς, ἠγανάκτει πρὸς τὸ τρίχινον τῆς

περιβολῆς, ἐδυσφόρει τὸ τῆς τραπέζης μονοειδές, τὴν ἐν χρῷ κουρὰν ἐδυσχέραινεν, ἔνθεν τοι καὶ πρὸς τὴν προτέραν
παλινοστῆσαι μονὴν ἐβουλεύσατο καὶ (ὢ τῆς τοῦ σατᾶν ἐπηρείας), ὑφαιρεῖται καὶ τὴν τῆς μονῆς σκαπάνης λαθών, ἵνα μὴ

λειποταξίου μόνην γραφήν, ἀλλὰ καὶ ἱεροσύλου ἀποίσεται, καὶ τὴν μὲν ὑπό τινα πέτραν πρὸ τῆς μονῆς ἐγκατέκρυψεν, αὐτὸς

δὲ παρὰ τὸν μέγαν ἐλθὼν καὶ βαλὼν τὴν μοναχοῖς συνήθη μετάνοιαν, τὴν οἰκείαν τε ἀσθένειαν ᾐτιᾶτο καὶ 283 ἐπιτραπῆναί οἱ

διελιπάρει τὴν ἀναχώρησιν. Καὶ ὁ μέγας κατ’ ἰδίαν καλέσας τὸν ἀδελφόν, «σὺ μὲν ἄπελθε», φησίν, «ἐν εἰρήνῃ· οὐ γὰρ

βιαστῶς ἡμεῖς, οὐδ’ ἀναγκαστῶς τῇ τῆς ἀρετῆς ἐργασίᾳ τινὰς ὑποβάλλομεν, εἰ καὶ βιαστὴν εἶναι τὴν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν καὶ

βιαστὰς αὐτὴν ἁρπάζειν ἐμάθομεν. Τὸ μέντοι σιδήριον τῆς μονῆς, ὅπερ ὑπὸ τὴν πέτρα ἔθου λαβών, ἐλθὼν ἀνακόμισον, ἵνα μὴ

τοῖς ἀδελφοῖς διὰ τοῦτο σκανδάλου πρόφασις γένηται». Οὐκ ἔφθασεν ὁ γέρων εἰπών, καὶ πρὸς τὸν λόγον ἡ θρὶξ ὠρθώθη τῷ

279 δὲ ed.

280 verbum fortasse corruptum

281 μηδὲν ed.

282 αὐτὸν ed.

283 οm. ed.

63
μοναχῷ, ὁμοῦ μὲν ὑπὸ τῆς αἰσχύνης τῆς πράξεως, ὁμοῦ δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ θάμβους τῆς προρρήσεως καταπεπληγμένῳ. Ὅθεν καὶ

πρηνὴς πεσὼν κατὰ γῆς, ἐξηγόρευε καθ’ ἑαυτοῦ τὴν ἀνομίαν αὐτοῦ τῷ ὁσίῳ καὶ ἀφεῖναί οἱ τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας

ἐποτνιᾶτο. Μέντοι καὶ τῆς αἰτήσεως οὐ διήμαρτεν, ἀλλ’ ὡς εἶχε τάχους πρὸς τὴν πέτραν ἀποδραμὼν καὶ τὴν σκαπάνην

ἀπολαβὼν καὶ πρὸς τὸν μέγαν ἀπαγαγών, μετ’ εὐχῶν εὐθὺς ἀπολύεται.

20. Καὶ τοῦτο δὲ τῆς αὐτῆς ὑπάρχον τῷ ῥηθέντι μεγαλειότητος οὐχ ὑπερβατέον, ἀλλὰ διηγητέον, ὡς οἷόν τε. Ἄνδρες γάρ

τινες ἐκ τῆς περιοικίδος Θηβαίων ταῖς περὶ τοῦ πατρὸς ὀμφαῖς ἐκκεκωφημένοι τὴν ἀκοήν, προσήλθοσαν τῷ ἁγίῳ καὶ αὐτοί, τῷ

κατανενυγμένῳ τοῦ σχήματος καὶ τοῖς ῥεύμασι τῶν δακρύων τὴν τῆς προσελεύσεως μονονουχὶ παριστῶντες ὑπόθεσιν, ὡς ἐφ’

ᾧ τὴν κοσμικὴν ἀπόθωνται τρίχα καὶ ὑπ’ αὐτῷ τετάξωνται, παραγένοιντο. Καὶ τί μοι τὰ περιττά; Παρεδέχθησαν καὶ οὗτοι,

περί τινα τῶν εὐκτηρίων οἴκων ἐπέμφθησαν, οὐκ ἤνεγκαν τὴν σκληραγωγίαν, νόστου ἐμνήσθησαν. Κἀκεῖ φοβηθέντες φόβον,

οὗ φόβος οὐκ ἦν, μή που τὰ συνεισενεχθέντα τούτοις πρὸς τὴν μονὴν οὐχὶ καὶ συνεξενέγκαι συγχωρηθήσονται 284,

προεξάγουσί τε ταῦτα λαθραίως καὶ ταῖς παροδίοις θάμνοις ἐγκατακρύπτουσι, καὶ ὡς ἤδη τὰ καθ’ αὐτοὺς ἐν ἀσφαλεῖ θέμενοι,

προσίασι τῷ ἁγίῳ, καί, «σοὶ μέν, πάτερ», φασί, «πολλὴ χάρις γένοιτο παρὰ τοῦ Θεοῦ τῆς ἡμετέρας χάριν ὑποδοχῆς καὶ

ἀναδοχῆς, ἡμεῖς δὲ ἀλλ’ οὐκ ἔστιν ὅπως ἀντέχειν οἷοί τε ἐσμέν πρὸς τὴν ἐντεῦθεν τραχύτητα καὶ τὴν αὐχμηρίαν. Εὖξαι οὖν

ἡμῖν ἰδοὺ καὶ τὰ ἐξιτήρια». Ὁ δὲ (καὶ τί σου πρῶτον θαυμασαίμην 285, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τὴν πρόγνωσιν τῆς παροινίας ἢ τὴν

πρὸς τοὺς πεπαρῳνηκότας ἀοργησίαν ἢ πολὺ πρὸ τούτων τὸ καὶ περὶ σφᾶς αὐτοὺς εὐεργετικόν;), «ἐγὼ μέν», φησιν, «ὡς

αἰτεῖτε, μετ’ εὐχῶν ὑμᾶς ἀπολύω, ὑμεῖς δὲ ἀλλ’ ἐπιτείνατε τὴν πορείαν καὶ πρὸς τὴν θάμνον τάχος ἐπάνιτε, ἵνα μὴ τὰ οἰκεῖα

φθάσητε ζημιούμενοι. Λεωφόρον γὰρ τὸ χωρίον καὶ τῷ βουλομένῳ παρόδιον». Ἐβλήθησαν ὡς τυφῶνι τῷ λόγῳ οἱ ἄνθρωποι,

καὶ μετ’ αἰδοῦς ἐκεῖθεν ἀπολυθέντες, τῇ θάμνῳ προσίασι, καὶ (ὢ τοῦ θαύματος), εὑρίσκουσιν ὁδίτας τῷ τόπῳ παρακειμένους

καὶ τὰ ἐκείνων ἑαυτοῖς προσμερίζοντας, ἐξ ὧν μόγις μέν, ἀναλαμβάνουσι δὲ ὅμως αὐτὰ καὶ ἀναδεσπόζουσι.

21. Ναὶ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναχοί τινες τῶν ὑπὸ τὸν μέγαν πρός τινα κώμην τῶν ὁμορούντων τῇ καθ’ ἑαυτοὺς ἐρημίᾳ παρὰ

τοῦ πατρὸς ἐφ’ ᾧ πρίασθαι οἶνον ἀποσταλέντες καὶ παρά τινι τῶν ἀστῶν ἐκείνης ξεναγηθέντες, ἐκ τῶν καθ’ ἑαυτοὺς καὶ οὗτοι

τὸ διορατικὸν πιστοῦνται τῷ Μελετίῳ. Καλὸς μὲν γὰρ ἐκεῖνοις ὁ ξεναγὸς καὶ ὡς ἀκριβῶς φιλόθεός τε καὶ φιλομόναχος,

πονηρῷ δέ, ὡς μὴ ὤφελε, καὶ ἑταιριστικῷ τοῦ λέχους ἐκοινώνει γυναίῳ. Ὃ τὸν λίχνον τινὶ τῶν μοναχῶν ἐπιβαλὸν ὀφθαλμὸν

καὶ οὐ βιώσιμά οἱ τοῦ λοιποῦ ἡγούμενον ἔσεσθαι, εἰ μὴ ῥυπαρῶς τῷ τοῦ καθαροῦ συγγένοιτο μαθητῇ, ὑπήρχετο παντοίως τὸν

ἄνδρα, τί μὲν οὐ λέγον ἐκ τῶν τῆς ἐμμανοῦς ἐκείνης καρδίας περισσευμάτων, τί δὲ οὐ πρᾶττον τῶν ὅσα καὶ μαχλάδες πράττειν

εἰώθασιν. Ὑπήντα προσερχομένῳ, τὰς βλαύτας ὡς μὲν ὑπέλυε τῶν ποδῶν, ὡς δὲ ἀπεμόργνυ καὶ διεκάθαιρε, προσέβλεπεν

ὑγρόν, θερμὸν προσεδάκρυεν, ὅλους ὡς εἰπεῖν διένευεν ἔρωτας καί, «ὢ τῆς βίας», πολλάκις λαθὸν ὑπεφώνει, «τί σοι καὶ τῇ

ἐρήμῳ; Τί σοι καὶ τῷ αὐχμῷ; Οὐκ ἐπιπρέπει σου τῷ ποδὶ τὸ ἀγροικικὸν τοῦτο σανδάλιον, οὐ προσαρμόττει σου τὸ τρίχινον τῇ

σαρκί. Τίς σου τῇ κεφαλῇ τῆς καλῆς ἐφθόνησε κόμης; Εἴθε τὸ ἄστυ παρὼν ἐκόσμεις καὶ τὰ πρῶτα παρὰ τοῖς ὑπατεύουσιν

ἔφερες». Ὡς δ’ ἀδάμαντα παίειν ἐῴκει καὶ ἄντικρυς τοξεύειν πρὸς οὐρανόν, τέλος ἐνεδρεῦσαι τούτῳ λάθρα διαγινώσκει 286 καὶ

ὁμόσε χωρῆσαι κατὰ τῆς ἀηττήτου ἐκείνης ψυχῆς. Ἔνθεν τοι καί ποτε πρὸς τὰς ἀμπέλους μετὰ τῶν ὑποζυγίων κατά τινα

χρείαν ἐξεληλυθότος τοῦ μοναχοῦ, λανθάνει καὶ τὸ μιαρὸν 287 ἐκεῖνο συνεξελθὸν γύναιον. Ὡς δὲ κατὰ ταυτὸ τῆς ὁδοῦ

ἐγενέσθην καὶ ἀνανθρωπία τοῦ λοιποῦ κατεῖχε τὸν χῶρον, εὐθὺς τὴν ἀλωπεκῆν ἀπεκδύν, γυμνῷ τῷ πόθῳ κατὰ τοῦ μεγάλου

νεανιεύεται, καὶ τοῦ ῥυτῆρος ἀμφοτέραις ἐπιλαβόμενον, ἕλκειν ἐπεχείρει πρὸς ἑαυτό. Καὶ ὢ τῆς τοῦ μοναχοῦ γενναιότητος,

μᾶλλον δὲ τῆς ἀοράτου τῶν προσευχῶν τοῦ Μελετίου ἐπικουρίας. Ἐπικαλεῖται τὰς τοῦ διδασκάλου εὐχὰς συμμάχους ὁ

284 συγχωρηθήσεται ed.

285 θαυμάσαιμι corr. Kurtz

286 διαγινώσκειν cod.

287 corr. ed.: μυαρὸν cod., μυσαρὸν etiam possis

64
μαθητὴς πρὸς τὸν πόλεμον, καὶ πρὸς τὴν ἐκεῖθεν διαθαρσήσας βοήθειαν, ὕβρεσι μὲν ὡς εἶχε τὸ μεμηνὸς ἐκεῖνο ἀποκρούεται

γύναιον, τῆς δὲ προκειμένης ἔχεται ἀμεταστρεπτί. Εἴδετε τὸν Ἰωσὴφ ἐντεῦθεν καὶ τὴν Αἰγυπτίαν αὐτοῦ κυρίαν ἐνεθυμήθητε288

καὶ τὸν ἔρον ἐκείνης καὶ τὴν ἐπὶ τούτῳ βίαν καὶ τὴν ὁλκὴν καὶ τὴν ἀνθολκὴν καὶ τὴν σωφροσύνην τοῦ μειρακίου καὶ τὴν ῥῆξιν

τοῦ χιτωνίου καὶ τὴν ἐκ τοῦ κακοῦ ἀποπήδησιν, καὶ ὡς ἁρμοδιώτατά γε καὶ οὐ παρὰ μοῖραν ἐνεθυμήθητε. Εἶεν. Ἀλλ’

ὑποστρέφει πρὸς τὸ ὄρος ἐκεῖθεν ὁ μοναχός, καὶ προσελθὼν τῷ ὁσίῳ, τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν συμβάματα ἐξηγόρευε. Νόμος δὲ

οὗτος ἔκειτο παρ’ ἐκείνῳ, τοὺς εἰς διακονίαν ὁπηοῦν στελλομένους ἐκεῖθεν παλινοστοῦντας τὰ ἐκ τῆς ἐξόδου πάντα καὶ μέχρι

τῆς ἐπανόδου λεπτομερῶς ἀπαγγέλλειν τῷ γέροντι. Ὡς οὖν τὰ λοιπὰ πρὸς ἀκρίβειαν ἱστορήσας τότε ὁ μοναχός, τὸν κατὰ τὴν

γυναῖκα πειρασμὸν ὑπερβαίη, οὐκ οἶδ’ εἴτε ἑκών εἴτε ἄλλως τῇ λήθῃ μὴ δυνάμενος μάχεσθαι, προλαμβάνει τὴν τούτου

ἐξαγόρευσιν ὁ πατήρ, καί, «ἵνα τί», φησί, «τέκνον, τοὺς μὲν κώνωπας τῆς ἀφηγήσεως ἐξαγορεύων διΰλισας, τὴν δὲ

ὑπερμεγέθη κάμηλον καταπέπωκας, τὸν ἐκ τῆς ἐπ’ οὐκ ἀγαθῇ τῇ τύχῃ ξεναγησάσης σε γυναικὸς ἀποκρυψάμενος πόλεμον, ὃν

καὶ οἴκοι κἀν ταῖς ἀμπέλοις ἐκπεπολέμησαι; Εἰ γὰρ καὶ τῇ Βάαλ γόνυ οὐκ ἔκαμψας, οὐδὲ ἐπὶ λοιμοῦ καθέδραν ἐκάθισας,

ἀλλ’ἐκεῖνό σοι οὐκ ἀνέγκλητον πάντως, οὐδ’ ἔξω θείας ἀγανακτήσεως, ὅτι μὴ πρᾳείᾳ καὶ πατρικῇ τῇ φωνῇ τὸ δυστυχὲς ἐκεῖνο

γύναιον ἐσωφρόνισας, ἀλλ’ ἀγρίαις ὕβρεων νιφάσι κατεχαλάζωσας». Εἶπε, καὶ ὁ μοναχὸς μονονουχὶ πρὸς τὸν λόγον

διαπεφώνηκε. Καὶ τί γὰρ εἶχε ποιεῖν, οὕτω πολιορκηθείσης αὐτῷ τῆς καρδίας; Συγγνώμην τοίνυν ζητεῖ καὶ ζητήσας λαμβάνει

καὶ λαβὼν ἀπολύεται.

22. Οἵα δὲ ἡ πρὸς τὸν Ἱκανάτον Βάρδαν ἐκεῖνον πρόρρησις τοῦ ὁσίου, δευτέραν τηνικαῦτα τῆς ὅλης Ἑλλάδος τὴν

ἐξουσίαν ἐζωσμένον καὶ τῆς νήσου τοῦ Πέλοπος. Ὡς γὰρ ἐκεῖνος πρὸς τὴν βασιλίδα μέλλων μεταχωρεῖν, ἀπαντήσοι τε τῷ

ἁγίῳ καὶ τήν, ὡς ἐδόκει, τελευταίαν ἐντυχίαν ἀφοσιώσαιτο, τόν τε ἱερὸν ἐκεῖνον χαρακτῆρα κατασπαζόμενος καὶ τὰς εὐχὰς

ἐκείνου πρὸς φυλακὴν αὐτοῦ τῆς ὅλης ζωῆς ἐξαιτούμενος, ὁ δέ, «θάρρει, τέκνον», ἔφη, «καὶ ἔτι τὸ τρίτον ἀνθυπατεύσεις καὶ

τὰς ἡμετέρας εὐχὰς κατὰ τὴν προσοῦσάν σοι πίστιν αὐτοπροσωπήσας κομίσαιο». Ὃ δὴ καὶ οὐ πολὺν μεθ’ ὕστερον ἀπέβη τὸν

χρόνον· τρίτην τε γὰρ μετ’ ὀλίγον τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴν πρὸς βασιλέως ὁ ῥηθεὶς ἀνεζώσατο καὶ τὸν τοῦ ὁσίου νεκρὸν τῷ τάφῳ

περιεστείλατο, καὶ τοῦτο προφαμένου τοῦ Μελετίου. Καὶ τῷ Πελοποννησίων δὲ τὰ πρῶτα φερομένῳ Ξηρῷ (Ἰωάννης ὄνομα

τῷ ἀνδρί), παραβαλόντι ποτὲ πρὸς αὐτόν (ἡ ἑβδομὰς δ’ ἦν τηνικαῦτα τῆς τυροφάγου), καὶ περὶ τῶν οἰκείων ὡς εἴωθε

κοινολογουμένῳ, «σκέψαι, τέκνον», ἔφη ὁ μέγας, «καὶ τὰ καθ’ ἑαυτὸν ὡς ἄριστα διευθέτησον· ἐπὶ θύραις γὰρ ἡ ἀναγκαία σοι
προθεσμία». Καὶ ὃς ἀκούσας ἐθορυβήθη μὲν τὴν ψυχήν (καὶ τί γὰρ ἢ ἄνθρωπος, φιλοζωότατόν τε ζῷον καὶ φιλαυτότατον;),

τέως γε μὴν πιθήσας τῷ μακαρίῳ καὶ ὡς βουλητὸν προετοιμασάμενος, τῇ ἑξῆς τῶν νηστείων ἑβδομάδι μετήλλαχε τὴν ζωήν.

23. Δανείσω πρὸς ἐπὶ τούτοις τὸν λόγον καὶ τῷ κατὰ τὸν Νικερίτην ἐκεῖνον Λέοντα θαύματι, ἄνδρα ἐκεῖνον στρατηγὸν

ἐν ἐκτομίαις καὶ ἐκτομίαν ἐν στρατηγοῖς καὶ ταῖς μείζοσι τῶν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων ἀρχαῖς πολλάκις ἐμπρέψαντα. Ἐκόσμει μὲν

γὰρ τηνικαῦτα τὴν Πέλοπος, πολλοῖς καὶ ἄλλοις τῶν Ἑρμοῦ καὶ Ἄρεος ἑταίρων ὑπηρετούμενος, ἕνα δὲ τούτων ὑπερφιλῶν

ἐκθυμότατα καὶ αὐτῷ τὰ τῆς οἰκείας ζωῆς ἀνάπτων πρυμνήσια, ὃς καθ’ αἷμα μὲν αὐτῷ προῳκείωτο, οὔπω δὲ 289 ἀκριβῶς τοῖν

ἰούλοιν 290 τὸ γένειον περιεγράφετο. Ἄρτι γὰρ ἐτύγχανε τὸν μείρακα παραλλάττων καὶ ἐν αὐτῷ τῆς ἡλικίας καθειστήκει τῷ

ἔαρι. Ἀλλά (φεῦ τῆς ἀτόπου τύχης), νόσος καὶ τοῦτον καταλαμβάνει δεινή, ἣ καὶ πρὸ ὥρας τῷ ἀμηχάνῳ ἐκείνῳ τοῦ κάλλους

ἄνθει τὸ φθινόπωρον ἐπενέγκασα, καὶ τὸν τοῦ θανάτου προσενεγκεῖν ἠπείλει χειμῶνα, καὶ δὴ καὶ ἐπήνεγκεν. Ἔπασχε μὲν οὖν

τέως ὁ μειρακίσκος ὑπὸ τῆς νόσου τὰ χείριστα καὶ ἥ τε σὰρξ ὑπέρρεε τούτῳ κατὰ μικρὸν ἥ τε ζωτικὴ συνυπέρρε<ε>291

δύναμις. Ἔκαμνε δὲ οὐδὲν ἔλαττον τοῦ νοσοῦντος καὶ ἡ τοῦ Νικερίτου ψυχὴ καὶ τὴν οἰκείαν εἰ οἷόν τε ζωὴν ὑπὲρ τῆς τοῦ

288 ἐνθυμήθητε ed.

289 legi: γε legit ed.

290 τῷ ἰούλῳ ed.

291 συνεπέρρει ed.

65
παιδὸς ἐφιλονείκει προήσεσθαι, πάντα μὲν αὐτῷ θεραπείας τρόπον ἐπινοούμενος, τοὺς ἑκασταχοῦ δὲ τῶν χώρων συλλέγων

Ἀσκληπιάδας καὶ ὑπὸ τούτων ὡς ὑπὸ βορωτάτων γυπῶν τὰ περιόντα κειρόμενος. Οὕτω δὲ πρὸς τὸ συμβὰν δυσχεραίνων καὶ

ἀμηχανῶν, ὅ,τι ποτὲ τῇ συμφορᾷ χρήσαιτο, ἐπειδὴ κατίδοι τινὰ τῶν ἐκ τοῦ ὄρους μοναχῶν ἐς ἄστυ κατά τινα χρείαν

διαφοιτήσαντα, μετακαλεῖται τοῦτον εὐθὺς καὶ τὸν λόγον δάκρυσι προλαβὼν (ἐπιρρεπεῖς γὰρ εὐνοῦχοι φύσει πρὸς τὸ

δακρύειν, εἰ καὶ μή τις πάθους ὕπεστιν ἀφορμή, εἰ δὲ καὶ προκέοιτο πάθος, καὶ πάθος οὕτω περιπαθὲς καὶ ὃ κἂν τὰς ἡρωϊκὰς

ψυχὰς ἐμαλθάκισεν, ἰατταταὶ τοῦ δακρύου καὶ τῆς διωλυγίου ὀλολυγῆς καὶ τῆς τοῦ στεναγμοῦ βαρυτάτης ἀναφυσήσεως),

προλαβὼν οὖν, ὡς ἔφην, θρήνῳ τὸν λόγον καὶ τοῖς ὄμμασι πρὸ τῶν χειλέων ἑρμηνεύσας τὴν συμφοράν, εἶθ’ «ὑπόμνησόν»,

φησι, «πάτερ, τὸν μέγαν τοῦ νοσοῦντος παιδὸς ὑπερεύξασθαι, τὴν ἐπικειμένην μοι συνοχὴν τῆς καρδίας καὶ τὸ ἄλγος ὁπόσον

τούτῳ καταμηνύσας». Καὶ ὃς πρὸς τὸ ὄρος αὖθις ἀναδραμὼν καὶ τῷ μεγάλῳ ταῦτα γνωρίσας, πείθει μὲν αὐτὸν οὐδαμῶς292,

ἀκούει δὲ μὴ χρείαν ἔχειν εὐχῆς τὸν ὅσον οὔπω καὶ θνηξόμενον. Τοῦτο διαμηνυθὲν τῷ Νικερίτῃ παρὰ τοῦ μοναχοῦ, οὐ μικροῦ

ταράχου τὴν αὐτοῦ καρδίαν ἐπλήρωσε. Μετάκλητον οὖν ἐν ἀκαρεῖ καιροῦ ποιεῖται τὸν Ἀθήνηθεν Θεοδόσιον, ἄνδρα τῇ μὲν

ἰατρικῇ τέχνῃ τεθαυμασμένον 293 καὶ τῇ ῥηθείσῃ δὲ νόσῳ τάχα παρηκολουθηκότα, «καὶ ἵνα τί», φησι, «κακὴ κεφαλή», δριμὺ

πρὸς αὐτὸν ἀποβλέψας καὶ ὡς ὄντως ὀστράκινον, «κεναῖς μὲν ἐμὲ ταῖς ἐλπίσιν ἐξεβουκόλεις, ψυχρολογῶν τὰ περιττὰ καὶ

σφυγμομαχῶν καὶ τῇ ταλαιπώρῳ τοῦ κειμένου χειρὶ δι’ ὄχλου γινόμενος, αὐτῷ δὲ ὥρας καὶ βίου κύκλους, ὧν οὐκ ἧσθα

κύριος, ἐλάνθανες χαριζόμενος, ὁ δὲ ὅσον ἤδη τὴν ψυχὴν ἀπερεύγεται 294 καὶ παρὰ τὸν ᾅδην ἄωρος πέμπεται;». Καὶ ὁ μὲν

τοιαῦτα. Πρὸς δὲ τὸν λόγον ἐπεπήγει ὁ ἰατρός. Τέως γε μὴν ἑαυτὸν καὶ αὖθις ἀναλαβὼν καὶ παρὰ τὸν νοσοῦντα γενόμενος καὶ

τοῦ σφυγμοῦ ἐκείνου λαβόμενος καὶ διαρκεῖ τῷ χρόνῳ τοῦτον συσκοπησάμενος, ὡς οὐδὲν κακοῦ σημεῖον ἑώρα περὶ τὸν

κάμνοντα, πρὸς τὰς ἐκεῖθεν ὑποσχέσεις ἀναθαρσήσας καὶ τὴν κόμην ἐκ τοῦ προσώπου βαλόμενος, γυμνῷ τῷ μετώπῳ πρὸς τὸν

Νικερίτην ἀντιθαρσύνεται, καὶ «αὕτη σοι κείσθω εἰς ἐξουσίαν», φησί, «κεφαλή», δείξας τὴν ἑαυτοῦ, «εἰ τῆς τοῦ ποθουμένου

στερηθήσῃ παιδὸς κεφαλῆς». Καὶ τὸ295 μὲν ἵστη296 ἐν τούτοις, ὁ δὲ μοναχὸς ὑπέστρεφε πρὸς τὸν ὅσιον καὶ ὡς ῥᾷόν τε ὁ

κάμνων ἔχοι κατήγγελλε καὶ ὁ ἰατρὸς ἐνέχυρον ἑαυτὸν προδιδοίη τῆς σωτηρίας τοῦ πάσχοντος. Ἤκουσε τούτων ὁ γέρων, καὶ

μικρὸν ἐφησυχάσας τῷ λόγῳ καὶ τὰς αἰσθήσεις οἷον ἁπάσας ἐν ἑαυτῷ συγκλεισάμενος, ἐξισταμένῳ ἐῴκει καὶ θεολήπτῳ, εἶτα

ὥσπερ ἐνθουσιάσας καὶ ἱερᾶς τινὸς βακχείας ὑποπλησθείς, «ἰδού», φησι, καὶ πρὸς τὸν μοναχὸν τὸ ὄμμα ἐπιστρεψάμενος, «ἡ

τοῦ φιλτάτου τῷ Νικερίτῃ ἀπέπτη ψυχὴ καὶ ἐν ἀμηχάνῳ τοῦ πάθους καθέστηκεν ὁ ἀνήρ, ἀπελθὼν οὖν 297 ὡς ἂν οἷός τε ἄλλῃ,

καὶ ὅτι τοι δικαιότερος αὐτοῦ δεσπότης καὶ πατὴρ ὁ Θεὸς καὶ δικαιοτέρᾳ τῇ σχέσει πρὸς ἑαυτὸν μεθειλκύσατο». Τί μοι πρὸς

τοῦτο τὸ ἔργον αἱ Δημαινέτου χρησμολογίαι τοῦ Φωκαέως καὶ Ζωστράτου αἱ προγνώσεις τοῦ Μήδου καὶ τὰ κατὰ τὸν

Συρακούσιον Ἐμπεδότιμον, ἔτι δὲ Νικίας καὶ Ἐπιγένης καὶ Θεοκλύμενος, ὧν ὁ μὲν Καρυστίοις, ὁ δὲ Θεσπιεῦσιν, ὁ δὲ

Κεφαλληνίοις ἐπὶ προρρήσεσιν ἐσεβάσθησαν;

24. Τὰ μὲν γὰρ τοῖς καθ’ Ἕλληνας λογολέσχαις οὐχ ἱστορήθησαν μᾶλλον ἢ ἐμυθεύθησαν, τὸ δέ, πιστῶν ὀφθαλμοῖς

καθεωραμένον, εἰς τὰς ἡμετέρας ἐκεῖθεν ἔφθασεν ἀκοάς. Καὶ Ἀθανάσιον δὲ τὸν τὴν προστασίαν μεθύστερα τοῦ ὄρους

ἀναδεξάμενον, ὡς ἑξήκοντα χρὴ διαμετρῆσαι κύκλους τοῦ βίου καὶ οὕτω μετηλλαχέναι τὴν ζωήν, προεφθέγξατο μέντοι καὶ

οὐδ’ εἰς τὸ ἀκαριαῖον ἐψεύσατο. Οὐ μὴν ἀλλὰ καί τινος ἀνδρὸς Βυζαντίου, Νῶε μὲν τοὐπίκλην, οὐκ ἀσήμου δὲ τὴν τύχην,

292 οὐδαμοῦ ed.

293 θαυμασμένον ed.

294 scripsi: ὑπερεύγεται ed., ἀπερρεύγεται cod.

295 corr. ed.: τῷ cod., fortasse recte

296 an ἔστη?

297 fortasse lacuna statuenda

66
υἱός, ἐκ τῶν καθ’ ἑαυτὸν καὶ οὗτος μαρτυρεῖ τῷ γέροντι τὴν διόρασιν. Ἐπεὶ γὰρ τὸν σαρκικὸν ἐκεῖνος Νῶε καὶ τὸ298 τοῦ

κατακλυσμοῦ χωρίον, τὸ ἄστυ, καταλιπών, ἐπὶ τὸν κατὰ πνεῦμα Νῶε, φημὶ τὸν Μελέτιον, καὶ τὴν κατ’ αὐτὸν κιβωτόν, τὴν

ἐρημίαν, ἀπήντηκεν, εἰσδέχεταί τε ὡς ἀσμενέστατα τῷ πατρὶ καὶ τῆς τοῦ Ἰάφεθ εὐλογίας καταξιοῦται, κόσμιος μὲν ἰδέσθαι,

σεμνὸς δὲ τὸ σχῆμα καὶ κατευλαβημένος φαινόμενος, ἐλάνθανε δὲ ἄρα ὅλον τὸν Χὰμ ὑπὸ τῷ τοῦ Ἰάφεθ ἐπικρυπτόμενος

πλάσματι καὶ ὄνον σκέπων ὑπὸ τῇ λεοντῇ παροιμιακόν, κἂν οὐκ εἰς μακρὰν αὐτὸν αἱ ὀγκήσεις λαθεῖν 299 συνεχώρησαν.

Πολλὴν γὰρ καὶ ὡς ἂν εἴποι τις Ἰταλικὴν τὴν κόρυζαν ἐπαγόμενος καὶ ὑπὲρ τὰ κεκανονισμένα αὐτῷ μεγαλοφρονῶν, ὑπερώρα

μὲν τῶν ἐκεῖ μοναστῶν, ἄθυρμα δὲ ἀσκήσεως τὴν ἐκείνων ᾤετο πολιτείαν καὶ ταὐτὰ τῷ ἑωσφόρῳ μετὰ τῆς αὐτῆς οἰήσεως

ἐβουλεύετο στῆσαί τε τὸν θρόνον τῆς ἑαυτοῦ διαγωγῆς ἐπὶ νεφελῶν καὶ τῷ ὑψίστῳ ἔσεσθαι ὅμοιος. Ἀλλὰ καὶ τοῦ ὁσίου

πολλάκις νουθετικῶς ἐπιχειροῦντος τῆς τοιαύτης λύττης αὐτὸν μεταστήσεσθαι καὶ μέγαν ἀποκεῖσθαί οἱ διὰ τοῦτο

προλέγοντoς300 πειρασμόν, ὁ δὲ κύματι πρὸς τὸν λόγον ἐῴκει κωφῷ καὶ ὄνῳ λύρας ἢ κιθάρας ἀκούοντι. Ἔξεισιν οὖν ἐν μιᾷ

τῆς ἱερᾶς συνοδίας ἐκείνης, καὶ ἀφηνιάσας ἐκ τοῦ συνάγοντος μετὰ τοῦ σκορπίζοντος γίνεται, καὶ τὸν ποιμένα καταλιπὼν καὶ

τὴν ποίμνην καὶ τὴν καλὴν συναγέλην, τῷ λυμεῶνι λύκῳ ἀκολουθεῖ. Καὶ τὸ ἐπὶ τούτοις διακόπτει μου τὸ δάκρυον τὴν

ἀφήγησιν, καὶ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτης παραλιπών, μετὰ τῆς συμφορᾶς γίνομαι καὶ ὅλος πρὸς ὅλον τὸ πάθος μεθίσταμαι ἢ

ἀπανίσταμαι. Οὔπω γὰρ τοῦ ὄρους ἐξῄει πολὺ καὶ ὁ δυσμενὴς ἐκεῖνος φίλος καὶ ἐπίβουλος σύμβουλος, ὀλεθρίαν κατ’ αὐτοῦ

φωνὴν ὡς ἐκ νεφῶν σχεδιάζεται, τρὶς μὲν τὴν οἰκείαν ἐκκεντῆσαι γαστέρα, μαχαίρᾳ δ’ ἐκτεμεῖν τὰ αἰδοῖα παρακελεύουσαν.

Ἤκουσε τῆς σκοτεινῆς ἐκείνης ὁ ἐσκοτισμένος 301 φωνῆς, καὶ ὡς θείαν τὴν δαιμονίαν ὑπειληφὼς καὶ χρηστὰ συμβουλεύειν

αὐτὴν ὑπολογισάμενος (χρῆναι γὰρ καὶ τὴν καταγομένην κοιλίαν ἐκκεντηθῆναι ὑπώπτευκε, ταμεῖον οὖσαν γαστριμαργίας, καὶ

τὴν τῶν αἰδοίων οἰκονομίαν ὡς ὑπουργὸν πορνείας ἀποτμηθῆναι), τὰ μὲν αὐτίκα τέμνει, τὴν δὲ ἐκκεντᾷ, καὶ ἅμα πτῶμα

ῥιπτεῖται κατὰ γῆς οἴκτιστον ἀνθρώποις (ὦ Θεοῦ πανδερκεῖς ὀφθαλμοὶ καὶ ἔφορε πρόνοια), καθ’ ἑαυτοῦ μὲν τολμήσας, ἃ μηδ’

ἂν ἐχθρὸς ἐτόλμησε κατ’ ἐχθροῦ, κατὰ δὲ τῆς πλαστουργικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης μανείς, ὡς ἔστιν ἃ τῶν μορίων

διαπλασαμένης, ἐφ’ ᾧ πρὸς κακίαν ἡμᾶς ἐκεῖθεν χειραγωγεῖσθαι. Καὶ ὁ μὲν ἦν ἐν τούτοις, θρῆνος μὲν ὀφθαλμῷ φιλοθέῳ,

γέλως δὲ τῷ ἀντικειμένῳ προκείμενος, ὁ δὲ μέγας (ἔλαθε γὰρ αὐτὸν οὐδὲν τῶν γεγενημένων), ἔξεισί τε τοῦ κελλυδρίου

στυγνὸς καὶ ἐπὶ τοῦ προσώπου φέρων τὴν συμφοράν, καί τινας τῶν ὑπ’ αὐτὸν μετακαλεσάμενος, γνωρίζει μὲν αὐτοῖς τὸ

συμβάν, κελεύει δὲ ὑποζύγιον ἀραμένους καὶ παρὰ τὸν τόπον τοῦ κακοῦ γενομένους, ἀνελέσθαι τε τὸ πτῶμα τοῦ ἀδελφοῦ καὶ

ταχὺ κομίσαι πρὸς τὴν μονήν, ἵνα τῆς νενομισμένης ἐπιμελείας τυχών, μὴ τελείαν τῷ πονηρῷ καθ’ ἑαυτοῦ παράσχῃ τὴν

καύχησιν. Ἐπεὶ δὲ θᾶττον ἢ λόγος τὰ κελευσθέντα ἠνύετο καὶ ἥ τε ἡμίονος ἐπεσάτττετο οἵ τε μοναχοὶ τῆς προθέσεως

ὁλοσχερῶς εἴχοντο, ὁρῶσιν αὐτὸν ὑπὸ χερσὶ ποιμένων, φόρτον ἐλεεινόν, βασταζόμενον, καὶ ἰδόντες ἐκπλήττονται μὲν τὴν

πρόρρησιν τοῦ πατρός, αὐτὸν δὲ κατὰ τὸ κελευσθὲν ἐκ τῶν ποιμένων ἀράμενοι, προσάγουσι τῇ μονῇ λεπτὸν παραπνέοντα.

25. Καὶ ἄλλοτε δὲ περὶ τὴν προκαθάρσιμον τῶν ἱερῶν νηστειῶν ἑβδομάδα, ἣν οἱονεὶ μεταίχμιόν τι τρυφῆς καὶ νηστείας

οἱ θεοφόροι πατέρες ἔθεσαν, ὡς μὴ ἀμέσως ἐκ τῆς ἄκρας σπατάλης καὶ τῆς ἐκεῖθεν κατασαρκώσεως εἰσβόλιμον 302 εἶναι τὸ τῆς

νηστείας περιεπτισμένον καὶ ἄσαρκον, ὑπολιπούσης παντάπασι τῆς τυρώδους ἐδωδῆς περὶ τὰς ὑπὸ τὸν μέγαν μονὰς καὶ τῶν

μοναχῶν ἀσχαλλόντων οὐ μετρίως ἐπὶ τῷ πράγματι καὶ πρὸς τὸν ἅγιον, ὁποῖα πολλὰ φιλεῖ, διαγογγυζόντων, ὁ δὲ πρῶτα μὲν

ἠρέμα τούτοις ἐπιτιμᾷ καὶ τὴν ὀλιγοπιστίαν ἐπονειδίζει, ὡς δὲ καὶ ἔτι διαπιστουμένους 303 ἑώρα καὶ οὐκ ἔχοντας, ὅπως τὸν

298 τὸν ed.

299 corr. Kurtz: λαλεῖν cod. ed.

300 corr. Kurtz: προλέγοντα cod. ed.

301 correxi: ἐσκοτιμένος cod., ἐσκοτημένος ed.

302 εἰς βούλιμον ed.

303 δὴ ἀπιστουμένους ed.

67
δισταγμὸν ἀποκρούσαιντο, καὶ μάλισθ’ ὅτι καὶ ὁ τοῦ ἀρίστου καιρὸς ἐπὶ θύραις ἐτύγχανεν, «ἵνα τί», φησι, «μικρόπιστοι πρὸς

τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ κηδεμονίαν διενυστάξατε; Μὴ γὰρ ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας ἡμῶν οὐχὶ κατανοεῖ καὶ

ὁ τῆς ἡμετέρας χειρουργὸς διαρτίας οὐκ οἶδεν, ὧν χρείαν ἔχομεν; Ἔξιτε πρὸ τῶν πυλῶν μικρὸν τῆς μονῆς κἀκεῖ τοὺς τυρὸν

ἡμῖν ἀποκομίζοντας εὕρατε». Καὶ ἦν ἀκόλουθον τῷ λόγῳ τὸ ἔργον· ἐξελθόντες γὰρ ἐκεῖνοι κατὰ τὴν κέλευσιν, εὑρίσκουσιν

οὐκ ὀλίγας τῶν ἡμιόνων τυρῷ τὰς ἁπάσας πεφορτισμένας, καὶ ὡς ἄσμενοί τε λαβόντες εἰσάγουσι, καὶ τῷ μὲν τυρῷ τὴν

σωματικὴν τὸ τηνικαῦτα χρείαν παραμυθοῦνται, τῷ δὲ τοῦ θαύματος ὑπερβάλλοντι τὸ τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς γαλακτῶδες οἷον καὶ

διαρρέον ὡς ὀπῷ τυροποιοῦνται καὶ συνεδράζονται καὶ «ὄρος πῖον», δαυτικῶς, «ὄρος τετυρωμένον» γίνονται τῷ Θεῷ.

26. Ναὶ μὴν ἀλλὰ καὶ οἴνου κομισθέντος ποτὲ τῇ μονῇ, ὡς οἱ μοναχοὶ τὸ κεράμιον λαβόντες καὶ παρὰ τὸν μέγαν

ἀπαγαγόντες, εὐλογηθῆναι πρὸς αὐτοῦ καὶ αὐτοῖς ποθῆναι διελιπάρουν, ὁ δὲ τοῦτο μὲν οὐκ ἐπέτρεπε, κατὰ γῆς δὲ μᾶλλον τὸ

ἄγγος βαλεῖν καὶ διαῤῥήξαντας ἐκχυθῆναι τὸν οἷνον παρασκευάσαι. Γίνεται τοῦτο καὶ ἐπιτρίβεται μὲν τὸ κεράμιον, ὁ δὲ οἷνος

ἐκχεῖται, συνεκχεῖται 304 δὲ τούτῳ καὶ ὄφις πελώριος, ὃς ἐξ ἐπιβουλῆς τοῦ πρώτου δράκοντος προσερπύσας, οὐκ οἶδ’ ὁπόθεν,

καὶ τὸ ἄγγος εἰσδύς, τὸν ἰόν τε ἅμα καὶ τὴν ψυχὴν ἐκεῖ συνεξέχεεν. Ὁ μὲν οὖν ἔκειτο μέγας μεγαλωστὶ τανυσθείς, οἱ δὲ

μοναχοὶ πρὸς μὲν τὴν θέαν τοῦ ὄφεως, ἰλίγγου πεπλήρωντο, πρὸς δὲ τὴν τοῦ ἁγίου διόρασιν θαύματος, καὶ θαύματος τοῦ

μεγίστου. Καὶ ἦν ὁρᾶν τὸν ἀρχέκακον ὄφιν τῷ τότε δι’ ἐκείνου τοῦ ὄφεως ὑπὸ τοῦ Μελετίου στηλιτευόμενον, ὡς ἀμέλει καὶ

πρὶν ὁ ἐν ἐρήμῳ δάκνων ὄφις διὰ τοῦ χαλκοῦ παρὰ τοῦ Μωυσέως ἐστηλιτεύετο.

27. Εἴδετε θαυμάτων ὑπερβολήν, εἴδετε διοράσεων μέγεθος, ἐν οἷς Θεὸς ἐκόσμησε τὸν Μελέτιον; Καίτοι μόγις ἐξ

ἁπάσης τῆς ἅλωνος ἕνα κόκκον ὑμῖν ἀράμενος, ἄνδρες, ὑπεδειξάμην, μόγις δὲ καὶ ἐξ ὅλης θαλάττης κυαθιαῖον ὕδωρ

ἐχαρισάμην, ὡς τό γε τὰ Μελετίου πάντα διεξελθεῖν ἀστέρας ἐστὶ μετρεῖν καὶ Ἄθω διαλαξεύειν καὶ δακτύλῳ τῆς ἀπλανοῦς

ἐπιχειρεῖν ἅπτεσθαι. Ποῖον μὲν γὰρ εἶδος πρακτικῆς οὐ μετῆλθε, πρὸς ποίαν δὲ θεωρίας οὐχ ὑψώθη περιωπήν; Καὶ ποίαν μὲν

ἀρετὴν οὐκ ἔλαχε φυσικήν, ποίαν δὲ οὐκ ἔπραξεν ἠθικήν; Καὶ τίνος μὲν καθαρτικῆς ἀμύητος γέγονεν, ἐξ ὧν ἀπάθειαν τοῖς

μετιοῦσιν οἴδαμεν πραγματεύεσθαι καὶ τῶν τῆς γενέσεως ἀγκτήρων καὶ μολιβδίδων ἀπόλυσιν, τίνος δὲ ἀτέλεστος πέφηνε

θεουργοῦ, ὑφ’ ὧν ἥ τε αὐτοπραγία τῆς λογικῆς ψυχῆς κατορθοῦται καὶ τὸ πρὸς νοῦν καὶ τὴν ἐν αὐτῷ ἑνάδα καὶ τὸν Θεὸν

ἐνεργεῖν; Ἢ τίνι τούτων ἐπεχείρησε μέν, οὐκ ἐτελέσθη δέ, ἢ ἐτελέσθη μέν, οὐκ εἰς ἄκρον δέ, ἢ ἔπραξε μέν, οὐκ ἐδίδαξε δέ, ὡς

ἔγωγε εἴ τι τῷ θεολογικωτάτῳ Γρηγορίῳ πειστέον (πειστέον δὲ εἴπερ τινὶ τῶν ἁπάντων), καὶ ἑκάστην τῶν ἀρετῶν πρὸς

ἑκάστην τῶν ἐν οὐρανῷ μονῶν ἀπάγειν ὑποληπτέον, δι’ ἁπασῶν 305 ἄγω τῶν ἐκεῖ μονῶν τὸν Μελέτιον, ὡς καὶ δι’ ἁπασῶν306

διωδευκότα τῶν ἀρετῶν. Θαυμάζεις Ἠλιοῦ τὸ Χωρὴβ καὶ τὴν ἐν αὐτῷ πολυήμερον τοῦ προφήτου νηστείαν; Ἐγὼ θαυμάζω

τὴν Μελετίου Μυούπολιν καὶ τὸ κατὰ ταύτην ἐγκρατές τε τούτου καὶ ἄσαρκον. Ἔχω τι καὶ πλέον καυχήσασθαι, καί μοι

ἐπεχέτω τοῦ θυμοῦ τοὺς πρηστῆρας ὁ ζηλωτής. Ἐκεῖ μὲν κρέα καὶ ἄρτοι καὶ τῆς εὐωχίας ὡς ὧραι διάκονοι κόρακες καὶ χλιδὴ

περὶ τὸν Ἠλίαν πολλή, ἐνταῦθα δὲ τὸ ἔτνος καὶ ἡ μάζα τοῦ πιτυρίου, οἷς ἐνετρύφα ὁ μέγας, δεῆσαν ὑπουργῆσαι τῷ σώματι.

Παράγεις μοι τὸ ἐκ τριχῶν καμήλου τοῦ Ἰωάννου ἱμάτιον, ἀντιπαράγω κἀγώ σοι τοῦ Μελετίου τὸ τρίχινον καὶ τὸ πολυωπὸν

ἐκεῖνο καὶ συγκεκροτημένον τριβώνιον. Σὺ τοῦ Παύλου τοὺς διὰ τῶν ποδῶν ἐκείνους δρόμους καὶ περιδρόμους, ἐγὼ τοῦ

Μελετίου τὸ διὰ παντὸς ἀνεπόχητον, καίτοι Παύλῳ μὲν ἴσως οὐδ’ ἐθέλοντι307 παρῆν ὑποζύγιον, ὁ δέ, καὶ παρόντων πολλῶν,

τοῖς οἰκείοις ὅμως ἠρκεῖτο ποσί, καὶ ταῦτα τὸν τοῦ ὄρους ἐκείνου κύκλον περιοδεύων ἑκάστοτε καὶ τῶν ἐν τούτῳ εὐκτηρίων

οἴκων ἄλλοις ἄλλῳ τὴν θείαν ἱεροτελεστίαν μόνος ἐπιτελῶν, οὐχ ὅτι μοναστῶν τὸ ὄρος ἐσπάνιζεν, ἀλλ’ ὅτι τὸν τῆς ἱερωσύνης

οὐκ εἶχεν ἐπάξιον. Ἐπαινεῖς τοὺς τῶν μαρτύρων ἀγῶνας καὶ τὰ διὰ Χριστὸν σκάμματα καὶ παλαίσματα, τὰς τῶν μελῶν

304 ed.: συνοχεῖται cod.

305 διὰ πασῶν ed.

306 διὰ πασῶν ed.

307 scripsi: οὐδὲ θέλοντι cod. ed.

68
ἀφαιρέσεις, τὰς τῶν αἱμάτων ἐκχύσεις, τὰς φυλακάς, τοὺς ἐμπρησμούς, τὰ ναυάγια, τὰς δακτυλήθρας, τὰς ποδοστράβας καὶ

ὅσα ἄλλα οἱ σοφοὶ τοῦ κακοποιῆσαι κατὰ τῆς ἀληθείας ἐξεύροσαν; Τί δὲ οὐχὶ καὶ Μελετίου τὸ θελητὸν μαρτύριον ἐπαινεῖς

καὶ τὴν αὐτοβούλητον ἄθλησιν, ὅς, τύραννον εὐσεβῆ κατὰ τῶν τῆς σαρκὸς θελημάτων τὸν αὐτοκράτορα νοῦν καὶ τὸν τοῦ

πατρὸς νόμον καταστησάμενος, οὐκ ἐνέλιπε σταυρῶν αὐτοῦ τὰ μέλη τὰ ἐπὶ γῆς καὶ ὑποσπῶν τοῦ κάτω βρίθους καὶ τὰ πλείω

τῶν σαρκῶν τεμαχίζων, καὶ ἅπερ ἄν τις ἄλλος τῶν φιληδόνων μέλη πόρνης πεποίηκεν, ὁ δὲ Χριστοῦ ποιούμενος μέλη, καὶ

μέλη τὰ τιμιώτατα. Τίς γὰρ τῶν ὁπωσοῦν ἐκείνου πεπειραμένων τὴν σηπεδόνα οἱ τῶν ποδῶν τὴν ἐκ τῆς παννύχου στά;σεως

ἐπιγεγονυῖαν ἠγνόησε καὶ τοὺς ἐκεῖθεν, ὦ γίγαν ἐν ἄστρασιν ἥλιε, τιμίους ἐκπίπτοντας σκώληκας, οἷς πολὺ πλέον ἐκεῖνος

ἐκαλλωπίζετο, ἢ τοῖς περιάπτοις μαργάροις οἱ αὐτοκράτορες; Ἐφόβει γὰρ αὐτὸν ἡ τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου παραβολή,

καὶ τοῦ μὲν τὴν ἀπανθρωπίαν συνεξεδίωκε μετὰ τῶν χρημάτων, τοῦ δὲ τὸ ἕλκος ἐζήτει καὶ τὴν πενίαν καὶ τὴν πρὸς ταῖς πύλαις

ῥῖψιν καὶ τὴν παρὰ τῶν κυνῶν ἀπολίχμησιν, ἵνα τοῖς κορεννυμένοις τούτοις καὶ κοιμωμένοις τὸν ἀκόρεστον ἐκεῖνον

διαφευξεῖται σκώληκα καὶ ἀκοίμητον. Ἔχαιρε δὲ καὶ ἄλλως ἐπὶ τῷ τοιούτῳ πάθει κἀν τῇ ἑαυτοῦ ἀσθενείᾳ μεγάλην εἶχε τὴν

καύχησιν, εἰδὼς καὶ Συμεώνην τὸν ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν μέγαν, διὰ τῆς αὐτῆς τῶν ποδῶν σηπεδόνος καὶ τῶν ὁμοίων σκωλήκων,

αὐτὸ τοῦτο παρὰ Θεῷ κεχρηματικέναι, ὅπερ ἄρα κεχρημάτικεν.

28. Ἀλλὰ Συμεώνην εἶπον καὶ ἅμα πρὸς τὴν τελευτὴν τοῦ Μελετίου τῷ λόγῳ μετάγομαι, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν

ἐκείνῳ καιρόν (Σεπτέμβριος γὰρ ἦγε 308 τηνικαῦτα τὴν πρώτην), τὸν βίον καὶ οὗτος μετήλλαχε. Πλήρης γὰρ ἡμερῶν τῶν

ἀνθρωπίνων, πλήρης δὲ τῶν θείων γενόμενος, καὶ τὸν μὲν ἔξω καὶ ἀπὸ γῆς ἄνθρωπον τῷ κάτω καὶ γεηρῷ χωρίῳ παρέθετο,

αὐτὸς δὲ τοῦ λοιποῦ γυμνῇ τῇ ψυχῇ γυμναῖς ταὶς ἀπὸ τῆς Τριάδος ἀκτῖσιν ἐλλάμπεται καὶ τῷ χορῷ τῶν ὁσίων συναγελάζεται

καὶ δεξιοῦται τοῦτον, ἔνθεν μὲν Σάβας ὁ μέγας, ὡς ἐκ τῆς αὐτῆς αὐτῷ πατρίδος γενόμενος, ἐκεῖθεν δὲ ὁ Θηβαῖος Παῦλος

ἀσπάζεται, ὡς τὴν πάτριον αὐτῷ Θηβαΐδα τῇ πολιτείᾳ τιμήσαντα καὶ τὴν κατ’ ἐκείνην ἐρημίαν πολίσαντα, ἑτέρωθεν δὲ ὁ

Συμεώνης ἐναγκαλίζεται, οἷα συνέκδημον αὐτῷ τοῦ βίου καὶ συναπόδημον. Ἔτι δέ, ἵνα καὶ τῶν πρὸ Χριστοῦ δικαίων

ἐπιμνησθῶ, οἰκειοῦται τοῦτον καὶ Ἀβραὰμ διὰ τὴν ἐκ τῆς γῆς καὶ συγγενείας αὐτοῦ μετανάστευσιν, συνοικειοῦται καὶ

Μωϋσῆς διὰ τὴν ἐκ τῆς γῆς ἀκροτόμου τοῦ ὕδατος προβολήν, καὶ Ἀαρὼν διὰ τὸ καθαρὸν τῆς ἱερωσύνης, ἐπὶ δὲ τούτοις

Σαμουὴλ μὲν διὰ τὰς καινὰς ὁράσεις ἢ προοράσεις, Δαυὶδ δὲ διὰ τὴν ἄκραν πρᾳότητα, καὶ Ἠλιοῦ διὰ τὸ νηστευτικὸν καὶ

φιλέρημον, καὶ ἀδιασπάστως, ὡς ἄν τις εἴποι, καὶ ἀμερίστως πρὸς τοὺς τοσούτους ὁ εἷς συνδιασπᾶται καὶ συμμερίζεται. Καὶ ὁ
μὲν ἐν τούτοις ἑορτὴ ταῖς τῶν δικαίων ψυχαῖς καὶ ταῖς ἀγγελικαῖς ταξιαρχίαις προκείμενος, ἡμῖν δὲ τὸ ἱερὸν ἐκείνου σῶμα καὶ

τῆς τηλικαύτης ψυχῆς ἐπάξιον ὄργανον, ὡς πολυτίμητόν τινα θησαυρὸν ἐπὶ τῆς γῆς κατελέλοιπε, νόσων μὲν παντοίων

ἀλεξητήριον, ἰαμάτων δὲ παντοδαπῶν ποριστήριον, καὶ ψυχῶν μὲν εὐσεβῶν φυλακτήριον, τῶν δὲ ἀλιτηρίων δαιμόνων
ἀφανιστήριον. Ὁ μὲν γὰρ τῷ φυσικῷ δουλεύσας νόμῳ, ἀπελειτούργησέ τε τὸν βίον, καὶ τοῦτο δὴ τὸ ὀφειλόμενον, τέθνηκεν, ἡ

δ’ ἐν ἐκείνῳ θαυματουργικὴ τοῦ Πνεύματος χάρις, οὐμενοῦν οὐ συντέθνηκεν, ἀλλὰ τῇ σορῷ καὶ ἔτι τοῦ μεγάλου προσμένει

καὶ διὰ τῶν ἐκείνου λειψάνων ἐνεργεῖ τὰ θαυμασιώτατα καὶ εἰκότως· ἀγήρω γὰρ τὰ θεῖα δῶρα καὶ ὡς ὄντως ἀθάνατα.

29. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ τὰ μετὰ τὴν ἐνθένδε μετάστασιν ἐνεργηθέντα Θεῷ διὰ Μελετίου καὶ οὐκ ἔστιν ὅπως καὶ μετρητά.

Πλὴν ἀλλ’ ἡμεῖς τοῦ συμμέτρου κατὰ τὸ εἰκὸς στοχαζόμενοι καὶ πολέμιον ἀκοαῖς τὸν τοῦ λόγου κόρον κατεπιστάμενοι, εἰ καὶ

μηδεὶς διηγημάτων θείων κόρος τῷ φιλοθέῳ, ὀλίγα τούτων καὶ ταῦτα κατ’ ἐπιδρομὴν εἰς μέσον προθέμενοι, αὐτοῦ που καὶ τὸ

πέρας τῷ λόγῳ παράσχωμεν. Βάρδας ἦν τις ἀνὴρ εὐλαβής, ἐκ τῆς εὐδαίμονος μὲν Συρίας ἕλκων τὰς τοῦ γένους πηγάς,

παρέγγραπτος δε τὸ τηνικαῦτα Θηβαίοις καὶ πρόσοικος. Τούτῳ λελέπρωτο μὲν τὸ σῶμα, καὶ τὴν ἐκεῖθεν ἄνθη ἀνθοῦν, τὴν ὡς

ἂν εἴποι τις φθινοπωρινήν, ὑπέρρει καὶ ἐμαραίνετο καὶ ἦν ἐν ἀμηχάνῳ τοῦ κακοῦ ὁ ἀνήρ, τῇ μὲν κατ’ ἀνθρώπους

ἀπεγνωσμένος ἰατρικῇ, Χριστὸν δὲ μὴ ἔχων ἐπὶ γῆς καθορᾶν, ὃς ἑνδέκατον τοῦτον πρὸς τοῖς δέκα λεπροῖς θεραπεύσειε. Τί οὖν

ποιεῖ καὶ τί μηχανᾶται καὶ πρὸς οἵαν τινὰ τὴν ἐπίνοιαν παρὰ τῆς ποριμωτάτης ἀνάγκης πέμπεται; Πρόσεισι τῷ τάφῳ τοῦ

Μελετίου, καὶ (ὢ τοῦ τάχους τῆς ἰατρείας), ὡς ὄφις ὑπὸ πέτρᾳ τὴν λεβηρίδα τοῦ πάθους, οὐ τοῦ γήρως, ἀποξυσάμενος, μετὰ

308 ἦν γε ed.

69
καθαρῶν ἐκεῖθεν ἔξεισι τῶν σαρκῶν, καὶ τῶν μὲν ἐννέα τῶν ἀχαρίστων τὴν ἀπανθρωπίαν βδελύττεται (καὶ γὰρ ἐφόβει τοῦτον

ἡ κατ’ αὐτοὺς ἀναλέπρωσις), τοῦ δ’ ἑνὸς τοῦ Σαμαρείτου μιμεῖται τὸ εὔγνωμον. Οὐ γὰρ ἔκτοτε καὶ μέχρι τῆς τοῦ χρεὼν

ἀπολειτουργήσεως προσφοιτῶν διέλιπε τῇ μονῇ καὶ τὴν ἐτήσιον τοῦ ὁσίου μνήμην λαμπρῶς, ὡς εἶχε, καὶ φιλοτίμως

ἐπιτελούμενος.

30. Οὐ μὴν ἀλλὰ καί τινα Σάββαν τῶν ὑπὸ τὴν κατ’ αὐτὸν τοῦ Συμβούλου μονὴν Ναζιραίων, νόσῳ βεβλημένον τὴν

δεξιάν (ὑέλοπα ταύτην Ἀσκληπιάδαι προσαγορεύουσι), καὶ τὸν μὲν σύμπαντα βίον τοῖς ἰατρίδαις εἰς οὐδὲν χρήσιμον ἄχρι

πενταετηρίδος ὅλης προσαναλώσαντα, ἐπ’ αὐτῷ γε μὴν τούτῳ καταλαβόντα καὶ τὸ Βυζάντιον καὶ ἄπρακτον ἐκεῖθεν πρὸς τὴν

Θηβαίων παλινοστήσαντα, ὄναρ ὁ μέγας ἐπιφανεὶς καὶ ὡς ἐδόκει τοῦ πεπονθότος μέλους ἁψάμενος, ὕπαρ οὐκ ὄναρ ὑγιᾶ

κατεστήσατο. Ἐπισφραγισάτω μοι τὸν λόγον κἀκεῖνο τὸ κατὰ τὸν ἐκ Μονεμβασίας Κλήμεντα θαυματούργημα. Ὡς γὰρ ἐπὶ τῆς

ἐνεγκαμένης διάγων, κακῶς τε τὸ ἧπαρ πάθοι ὁ ἄνθρωπος καὶ τῇ καταρρεύσει τῆς τῶν ἐντέρων οἰκονομίας τὸν περὶ τοὺς

ὄρχεις ὄσχεον βαρηθείη, ἀπανίσταται μὲν τῆς πατρίδος, τῇ δὲ τῶν Μελετίου θαυμάτων φήμῃ πρὸς τὴν Θηβαΐδα μετάγεται καὶ

τὴν ὑγείαν τῷ τάφῳ προσπεσὼν ποτνιᾶται. Καὶ ὁ μὲν ἧν ἐν τούτοις, οὐ πολὺς δ’ ἐν μέσῳ χρόνος, καὶ ἀωρὶ τῶν νυκτῶν ἐπιστὰς

ὁ Μελέτιος ἐῴκει μὲν λαβόμενος τοῦ ὀσχέου πρὸς τὸ κατὰ φυσιν ἀνελκῦσαι χωρίον τὰ κάτω βαρήσαντα, εἶτα καὶ τοῦ ἥπατος

ἐφαψάμενος ὑγιάζειν κἀκεῖνο ἐπιχειρεῖν. Καὶ (ὢ τῆς χάριτός σου, Χριστὲ βασιλεῦ), ἀνήγερτο τοῦ ὕπνου ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑγιὲς

μὲν αὐτῷ τὸ ἧπαρ εἴπερ ποτέ, ἀβαρὲς δὲ τὸ τῶν διδύμων χωρίον καὶ συνόλως ἀνοσώτατον ἐφόρει τὸ σῶμα καὶ ὑγιέστατον.

Τοιαῦταί σου τῶν πόνων αἱ ἀμοιβαί, τοιαῦτά σου τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τὰ ἔπαθλα, τοῦ καθ’ ἡμᾶς αἰῶνος κάλλος, Μελέτιε.

Τοιαύτην τὴν πρὸς Θεὸν ἐπλούτησας παρρησίαν, δι’ ἧς καὶ ἡμῖν ἵλεων μὴ παύσῃ τιθεὶς τὸν ὅλον ἵλεων Κύριον, μὴ χολάνας

τῆς τόλμης, ὅτι τοῖς πηλίνοις λόγοις τὸν χρυσοῦν σοι αἶνον καθιστορήκαμεν, τῆς δὲ προθυμίας μᾶλλον ἀποδεξάμενος, ἣν καὶ ὁ

σὸς Θεὸς πολυταλάντων προτιμᾶται χρημάτων, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν. ἀμήν. ἀμήν.

70
MΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι ἡ ἐποχή μας ἔχει πιὰ γεράσει καὶ περιορίζουν τὴν ἀρετὴ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸ

παρελθόν, λὲς καὶ μόνο ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει ἀκμὴ καὶ νὰ γεννᾶ ὄντας νέο, ἐνῶ καταδικάζουν τὴν

περίοδο τοῦ παρόντος στὴν ἀτεκνία καὶ τὴν ἔλλειψη γονιμότητος; Ἀποδίδουν τὰ καλὰ μόνο σὲ ὅτι εἶναι παλαιό, ἐνῶ κάθε

κακὸ τὸ ἀποδίδουν στὴν νεώτερη ἐποχή, θεωρώντας τὴν εὐδοκίμηση ἢ μὴ κάποιου συνάρτηση τῶν ἡμερῶν ποὺ ἔζησε, ὄχι

θέμα προαιρέσεως, μὲ ἀποτέλεσμα, χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτό, νὰ μένει καὶ αὐτὸς ποὺ κατορθώνει κάτι χωρὶς ἔπαινο καὶ

αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἀτιμώρητος. Μὲ τρόπο ἐσφαλμένο ἢ διεστραμμένο ἀκοῦν αὐτὸ ποὺ λένε οἱ γραφὲς ὅτι κάθετι

παλαιότερο εἶναι καὶ ἄξιο περισσότερο σεβασμοῦ309. Μὰ κι ὁ Κάιν, μ’ ὅλο ποὺ εἶναι ὁ δεύτερος στὴν ἀρχαιότητα μετὰ τὸν

Ἀδάμ, σκότωσε τὸν ἀδελφό του310, διστάζω νὰ ἀναφέρω τὸν ἴδιο τὸν προπάτορα, διότι εἶναι προπάτορας. Ὁ Μωυσῆς πάλι,

ποὺ εἶναι πολὺ νεώτερος ἀπὸ ἐκείνους στὰ χρόνια, εἶναι θεόπτης, ἡγέτης τοῦ λαοῦ καὶ νομοθέτης. Ποῦ εἶναι στὴν προκειμένη

περίπτωση ἐκεῖνοι περιορίζουν τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος σὲ συγκεκριμένες χρονικὲς περιόδους, ἀποδίδοντάς την ἄφθονη στὶς

παλαιότερες ἐποχὲς καὶ θεωρώντας κατώτερους ὅλους ὅσους ἔζησαν στὰ δικά μας χρόνια; Ἂς ἔρθουν ἐδῶ νὰ σταθοῦν

μπροστά μας καὶ ἂς τοὺς πείσει νὰ ἀλλάξουν γνώμη πρῶτα ὁ δικός μου Ἰησοῦς311, ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος στοὺς

ἔσχατους καιρούς, κι ὕστερα ἂς τοὺς κάνει νὰ ντραποῦν καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέει: «ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς,

χθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς αἰῶνες»312, ἐννοώντας ὅτι δὲν πλεονεκτεῖ σὲ κάτι ἐκεῖνος ποὺ ἔζησε χθὲς σὲ σχέση μὲ αὐτὸν

ποὺ ἔζησε σήμερα, οὔτε ὁ σημερινὸς εἶναι ἀνώτερος σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔρθει στὸ μέλλον ὡς πρὸς τὴν μεγαλειότητα

ποὺ προσφέρει ἡ χάρη τοῦ Ἰησοῦ, διότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ σωτήρας μας δὲν ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ζεῖ μέχρι μία συγκεκριμένη χρονικὴ

περίοδο μόνον μὲ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων313. Ἂς τοὺς κάνει ἐπίσης νὰ κλονισθοῦν μετὰ ἀπὸ

ἐκείνους καὶ ὁ ἅγιος ποὺ τώρα ἔχουμε μπροστὰ μας νὰ τὸν τιμήσουμε, ὁ νέος ὅσιος Μελέτιος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε στὸ

κατακάθι τοῦ βίου, σὲ αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο χρόνο μας, ὅμως ἦταν πραγματικὰ ὅμοιος μὲ τοὺς πρεσβύτερους στὴν ἡλικία,

ὅμοιος στὸν τρόπο ζωῆς μὲ τὸν Ἀβραάμ. Λίγο ὑπολειπόταν σὲ σχέση μὲ τοὺς περίφημους ἀσκητὲς τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ μὲ

ἄλλους ἀναδείχθηκε στὴν ἄθληση ἴσος, μερικοὺς μάλιστα τοὺς ξεπέρασε μὲ τὴν καρτερία του. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε,

ἄνθρωποι, γιὰ τὴν ἀρετὴ κι ἂς μὴν πιστεύουμε ὅτι ἀποδήμησε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας. Χθὲς καὶ προχθὲς ἀκόμη ζοῦσε μαζί

μας καὶ τριγυρνοῦσε στὶς περιοχὲς τῆς Ἀττικῆς ἡ ἀρετή, καθὼς τὴν φιλοξενοῦσε ἡ θαυμάσια ψυχὴ τοῦ Μελετίου, ὅπως ἡ
σκηνὴ τοῦ Ἀβραὰμ φιλοξενοῦσε τὴν Ἁγία Τριάδα314.

Ὅμως προκειμένου ὁ λόγος μου νὰ καταστήσει γνωστὸ τὸν ἅγιο μὲ περισσότερες λεπτομέρειες, ἀδολεσχώντας στὰ

δικαιώματά του, ὅπως λέει ὁ ψαλμός 315, ἡ Καππαδοκία μᾶς δώρισε κι αὐτὸν τὸν ἀστέρα, ὁ ὁποῖος ἀνέτειλε, σὰν ἀπὸ μία ἄλλη

ἀνατολή, ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μουταλάσκης. Ξέρω, ἐσὺ ὁ ἀριστοκράτης μοῦ κοροϊδεύεις τὴν Μουταλάσκη, ἐπειδὴ ἐγκωμιάζεις

τοὺς δικούς σου ἥρωες μὲ τὶς πελεκημένες πέτρες, τὰ ψημένα τοῦβλα, τοὺς εὐρύτατους περιβόλους τῶν πύργων καὶ μὲ

309 Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ νηστείας Α’, PG 31, 165C: πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον αἰδέσιμον.

310 Γένεσις 4, 8.

311 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, 1, 1 (C. Moreschini, Grégoire de Nazianze, Discours 38-41. Introduction, texte

critique et notes, Paris 1990, 150): Πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμός.

312 Πρὸς Ἑβραίους 13, 8.

313 Κατὰ Ματθαῖον 28, 20.

314 Γένεσις 18, 2.

315 Ψαλμὸς 118, 16-17.

71
τεράστια ὀρύγματα τῶν τάφρων, κι ἀπὸ ἐκεῖ ἐξάγεις τὴν εὐγένεια, μετρώντας την μὲ τὸν τάδε ἀριθμὸ πλέθρων 316, τὸ πλάτος

τῶν ὁδῶν, τὸ ὕψος τῶν στοῶν, τὸ κάλλος τῶν θεάτρων, μὲ τὶς πεδιάδες ποὺ τρέχουν ἄλογα καὶ τὰ γυμναστήρια. Ἐγὼ σοῦ

κοροϊδέυω τὶς θεόχτιστες 317 Τροῖες, καὶ τὶς Θῆβες ποὺ κτίστηκαν ὑπὸ τὸν ἦχο τῆς λύρας 318, ἐνῶ θαυμάζω, ὑπερβολικὰ

μάλιστα, τὴν δική μου τὴν Μουταλάσκη. Εἶναι ἀπὸ μόνη της ὄντως μικρὴ καὶ ἄσημη, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Βηθλεὲμ πρὶν ἀπὸ

αὐτήν. Ὅμως δὲν εἶναι ἐλάχιστη στοὺς ἡγεμόνες 319 τῆς Καππαδοκίας ἐξαιτίας τοῦ Μελετίου ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν, ὅπως

οὔτε ἡ Βηθλεὲμ εἶναι ἐλάχιστη στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴν προῆλθε ὁ Θεὸς τοῦ Μελετίου. Διότι ποιός

ἀγνοεῖ τὸν μέγα Σάββα, ὁ ὁποῖος ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ τὴν Μουταλάσκη; Τὰ ἴχνη του ἀκολούθησε καὶ αὐτὸς ὁ συμπατριώτης

του. Τόσο εὐγενὲς, τόσο ὑπέρλαμπρο ἦταν τὸ χωριὸ ἐκεῖνο, τόσο πολὺ μιμήθηκε τὸν οὐρανό, ἐπειδὴ ἔβγαλε δύο ἀστέρες, οἱ

ὁποῖοι ἐξουσίαζαν καὶ τὴν ἡμέρα καὶ τὴν νύχτα320, τὴν ἡμέρα ἐπειδὴ τὴν ἀρετὴ τῆς ἡμέρας τὴν ἐφάρμοζαν ὄχι μὲ τρόπο

δουλικό, ἀλλὰ ἐλεύθερο, καὶ τὴν νύχτα, ἐπειδὴ κατακυρίευσαν τὴν ἁμαρτία ποὺ ἀνήκει στὴν νύκτα. Ὢν πάλι δὲν

ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν πόλεων καὶ θέλεις νὰ φέρω στὸ μέσον καλώντας τους μόνον τοὺς

ἀριστοκράτες ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὶς πόλεις, μπορῶ νὰ σοῦ ἐπιδείξω καὶ ἄλλη μία πατρίδα τοῦ Μελετίου, πολὺ λαμπρότερη

καὶ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς ἑπτάπυλες Θῆβες, ἐννοῶ τὴν ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων 321, τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας ἱδρυτὴς

εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐνῶ κάτοικοί της εἶναι ὁ Ἀβραὰμ καὶ οἱ πατριάρχες ὅπως ἐκεῖνος. Συμπολίτης τους εἶναι ὁ Μελέτιος.

Τέτοια ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς καὶ ἀπὸ τόσο ἄσημη καὶ ταπεινὴ πατρίδα προερχόμενος ἀναδείχθηκε

διάσημος καὶ περιώνυμος. Οἱ γονεῖς ἦσαν Καππαδόκες, ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, μὲ θερμὴ εὐσέβεια, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀξιοθαύμαστοι

γιὰ τὴν καλό τους τέκνο, διότι ἐξευγενίσθηκαν ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ γιοῦ του, τὸ ὁποῖο κινήθηκε πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὑποτασσόμενος

σὲ αὐτοὺς περισσότερο σὰν δοῦλος παρὰ σὰν παιδί, κληρονόμησε τὴν πατρικὴ εὐλογία ποὺ στηρίζει θεμέλια οἴκων 322. Ἀφοῦ

ἔμαθε τὴν στοιχειώδη παιδεία τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἄφησε κατὰ μέρος τὰ μεγαλοπρεπῆ σχήματα καὶ τὶς περίπλοκες θεωρίες

τῆς θύραθεν φιλοσοφίας, δηλαδὴ τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν φύση, τὰ θέματα τῶν οὐρανίων περιστροφῶν, τὴν

γεωμετρία καὶ τὴν ἀριθμητικὴ προτιμώντας τὴν σοφὴ μωρία τῶν ἁλιέων ἀποστόλων, μέσω τῆς ὁποίας οἱ φλύαροι ρήτορες

πιάσθηκαν σὰν ἄφωνα ψάρια. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔμαθε ὅτι δύο εἶναι οἱ πατέρες μας, ὁ γήινος καὶ σωματικὸς καὶ ὁ ἐπουράνιος καὶ

πνευματικός. Κατάλαβε πόσο τεράστια εἶναι ἡ διαφορά τους καὶ ἀφοσιώθηκε στὸν ἀνώτερο πατέρα, ὁπότε, μόλις ἔγινε

δεκαέξι χρονῶν βγῆκε ἀπὸ τὴν γῆ του, δηλαδὴ τὴν ἐπίγεια καὶ ὑλική του διαβίωση, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα
συγγενεῖς του καὶ σὰν σπουργίτη, ὅπως λέει ὁ ψαλμός 323, ἀναχώρησε γιὰ τὰ βουνά, ψάχνοντας ἐκεῖ νὰ βρεῖ τὸν ἐπουράνιο

πατέρα του. Πολὺ γενναία ἦταν αὐτὴ ἡ ἀναχώρηση καὶ ἀπέδειξε τὸ ὑψηλό του φρόνημα, διότι δὲν ὑπολόγισε τίποτε ἀπὸ τὰ

316 Μ. Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων 9, 115-118, N.G. Wilson, Saint
Basil on Greek Literature, London 1975 34: Ἡμῖν δὲ ἄρα εἰ μὴ τὰ Πυθίου τοῦ Μυσοῦ προσείη τάλαντα καὶ πλέθρα

γῆς τόσα καὶ τόσα καὶ βοσκημάτων ἑσμοὶ πλείους ἢ ἀριθμῆσαι, οὐδὲν ἐξαρκέσει;

317 Πρβλ. Εὐριπίδου, Ἑκάβη 23-25.

318 Νόννου Πανοπολίτου, Διονυσιακὰ 25, 415, R. Keydell, Nonni Panopolitani Dionysiaca II, Berolini 1959, 22:

τεῦξε λυροδμήτοιο βοόκτιτα τείχεα Θήβης

319 Ψαλμὸς 67, 28.

320 Γένεσις 1, 16-18.

321 Πρὸς Ἑβραίους 12, 23.

322 Σοφία Σειρὰχ 3, 9.

323 Ψαλμὸς 10, 1.

72
ἀνθρώπινα οὔτε νοιάσθηκε οὔτε γιὰ προμήθειες γιὰ τὸ ταξίδι, οὔτε γιὰ ἕνα δεύτερο ροῦχο324, οὔτε γιὰ τὸ ποιούς πόρους ζωῆς

θὰ ἔχει στὴν ξενητειά. Εἶχε τὸ θάρρος του σὲ αὐτὸν ποὺ ντύνει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ μὲ τὰ ροῦχα ποὺ δὲν τὰ πλέκει κανεὶς καὶ

τρέφει τὰ πουλιὰ μὲ τροφὴ ποὺ δὲν σπείρεται 325. Μόνο τὸ σῶμα του πῆρε καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ ἑπτὰ ὀβολούς, κι αὐτοὺς τυχαῖα

τοὺς βρῆκε. Μὲ αὐτὰ ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε σηκώθηκε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Βυζάντιο. Ἐσὺ ὅμως, ὅταν φεύγεις ἀπὸ τὴν

πόλη, γιὰ νὰ πᾶς στὰ χωράφια, φόρτωνες τὰ δύο σου μουλάρια μὲ ἕνα σωρὸ πράγματα: ἔβαζες ἐπάνω στὸ ἕνα δύο βαρέλια μὲ

κραςὶ ποὺ μοσχοβολᾶ, καὶ στὸ ἄλλο ψωμιὰ καὶ πίττες στὸ σχῆμα τοῦ ἥλιου. Τὸ ἕνα μουλάρι κουβαλοῦσε τὰ ταριχευμένα

τρόφιμα καὶ υτὸ ἄλλο τὸ μπαοῦλο μὲ τὰ ρποῦχα. Ἔψαχνες νὰ βρεῖς ὡραῖο πλατάνι, γιὰ νὰ δειπνήσεις στὴν σκιά του, καλὴ

βρύση γιὰ νὰ πιεῖς νερὸ καὶ ὡραία χλόη, γιὰ νὰ ξαπλώσεις 326. Ὅ,τι ἔβρισκες μπροστά σου, τὸ εἶχες ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ χαρεῖς

μὲ μία τρυφὴ θηλυπρεπῆ. Δὲν τὰ εκανε ὅμως αὐτὰ ὁ μεγάλος καὶ θεῖος Μελέτιος, ἀλλὰ ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ

αὐτὴν τὴν τόσο πλούσια φτώχεια. Ἀμέσως πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς πόλεως καὶ ἀφιερώθηκε ὡς Ναζιραῖος στὸν Θεὸ μὲ

τρόπο ἀντίθετο ἀπὸ τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνον Σαμψών, διότι στὸ κεφάλι τοῦ τελευταίου δὲν πλησίασε ποτὲ ξυράφι 327, ἐνῶ στὸν

Μελέτιο συνέβη τὸ ἀντίθετο, ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὸν κόσμο ἀπέβαλλε καὶ τὴν τρίχα τοῦ κόσμου, ἐννοῶ ὅποιο ὑπόλειμμα τυχὸν

τοῦ κόσμου εἶχε ἀπομείνει στὴν ψυχή του. Ἀφοῦ περιηγήθηκε καὶ στὸν μέγιστο ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὴν πόλη τῆς πόλεως,

τὸν ἐπίγειο οὐρανό, τὴν ἐπίγεια, ἂν ἁρμόζει κάπου νὰ ὑπάρχει τέτοιο πρᾶγμα, κατοικία τοῦ Θεοῦ328 καὶ ὅλους τοὺς ἱεροὺς

ναοὺς τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς προσκύνησε ὅπως ἔπρεπε, ἐκπληρώνοντας τὸν σκοπό του καὶ ἱκανοποιώντας τὸν πόθο του, τὸν

ἔπιασε νέα ἐπιθυμία ἀναχωρήσεως: ἤθελε νὰ κάνει τὸ ταξίδι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Γι’ αὐτὸ γρήγορα μετέβη στὴν

Θεσσαλονίκη καὶ ἀφοῦ προσκύνησε τὸν ἱερὸ τάφο τοῦ πολιούχου της ἁγίου Δημητρίου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴν Ἀθήνα,

τὴν πόλη, ἡ ὁποία μὲ θέρμη παλιὰ ἀγαποῦσε τὴν εἰδωλολατρεία, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη πόλη, ὅμως τώρα ἀγαπᾶ μὲ

ἀκόμη περισσότερη ζέση τὴν ὑπέραγνο Θεοτόκο. Πόσος νομίζετε ὅτι θὰ εἶναι ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλος329 τῆς πόλεως αὐτῆς,

ἀφοῦ τόσο μεγάλος ἦταν ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλος της; Πῆγε στὸν πάνσεπτο ναὸ ἐκεῖ τῆς πανσέμνου παρθένου,

προσευχήθηκε στὸν Θεό, ἀνοίγοντας μὲ τὴν προσευχὴ τὰ χείλη του, ὅπως λέει ὁ προφήτης 330, καὶ θεώρησε σκόπιμο νὰ

σταματήσει ἐκεῖ τὸ ταξίδι του, νὰ σχολάσει, ὅπως λέει ἡ ἐντολή, καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό331, ἑνωμένος μαζί του μέσω τῆς

ἡσυχίας. Ἔχει κτισθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Θήβα ἕνας ναὸς τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Πῆγε ἐκεῖ ὁ μέγας Μελέτιος καὶ

ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ μέρος ἦταν ἥσυχος καὶ κατάλληλο γιὰ μοναχικὴ ἄσκηση. Πόσο νομίζεις ὅτι χάρηκε; Κατέλυσε ἀμέσως

ἐκεῖ. Δὲν ἔζησε ἐκεῖ γιὰ δέκα, δεκαπέντε ἢ λίγο περισσότερες μέρες, δὲν κάθισε τρία μόνον ἢ τέσσερα χρόνια, ἀλλὰ

εἰκοσιοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Ἀποφάσισε νὰ ζήσει τόσα πολλὰ χρόνια στὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ μὴν τὸν κατηγορήσει κανεὶς γιὰ

ἄστατο καὶ ἀγύρτη, βλέποντας τὴν μετανάστευσή του ἀπὸ τὴν πατρίδα του στὸ Βυζάντιο, τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴν

Θεσσαλονίκη, τὸ ταξίδι του ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν τελικὴ μετάβασή του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὴν Θήβα. Ἔτσι

εἶχε σκοπὸ νὰ δείξει ὅτι καὶ νὰ μεταβαίνει γνωρίζει ἐκεῖ ποὺ τὸν προστάζει τὸ πνεῦμα καὶ νὰ σταματᾶ ὅπου τὸν προστάζει ὁ

Θεός. Κοίταξε πόσο μεγάλο καὶ ὑψηλὸ δέντρο φύτρωσε ἀπὸ τὸν σπόρο τοῦ σιναπιοῦ. Στὰ κλαδιά του ξεκουράζονταν τόσα

324 Κατὰ Ματθαῖον 10, 10.

325 Κατὰ Ματθαῖον 6, 28.

326 Πρβλ. Ἰλιὰς 2, 307 καὶ Πλάτωνος, Φαῖδρος 230bc.

327 Κριταὶ 16, 17.

328 Tυποποιημένες ἐκφράσεις γιὰ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἀπαντοῦν συχνὰ σὲ βυζαντινὰ κείμενα.

329 Πρὸς Ῥωμαίους 10, 2.

330 Ψαλμὸς 65, 14.

331 Ψαλμὸς 45, 11.

73
πολλὰ οὐράνια φυτά332. Ὦ γῆ καὶ ἥλιε, ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ξεκίνησε μόνο μὲ τὰ μαλλιά του καὶ λίγους

ὀβολούς. Ὕστερα ἄφησε τὰ μαλλιά του στὸ Βυζάντιο καὶ ξόδεψε τοὺς ὀβολοὺς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ταξιδιοῦ, διότι ἔπρεπε τὰ

μαλλιὰ ποὺ δὲν ἔχουν αἴσθηση νὰ τὰ ἀποβάλει καὶ νὰ δώσει τοὺς ὀβολούς στὸν Καίσαρα 333. Ὕστερα γίνεται ὁδοιπόρος,

μεταφέροντας μόνο τὴν πίστη του στὸν Θεό καὶ ἔφτασε στὴν ἔρημη περιοχὴ κοντὰ στὴν Θήβα ξένος, χωρὶς δική του πόλη334

καὶ χωρὶς σπίτι. Δὲν εἶχε γνωστούς, δὲν εἶχε τὸ θάρρος σὲ κανέναν συμπατριώτη του οὔτε ἐπεδίωκε νὰ ἀποκτήσει οἰκείους

μέσω τῶν συναναστροφῶν του μὲ τὸν ὄχλο, ἀλλὰ συναναστρεφόταν μόνο μὲ τὰ ἀπόκρημνα βράχια, τοὺς θάμνους τῶν βουνῶν

καὶ τὰ ἄγρια ζῶα. Τί γίνεται κατόπιν. Ἂς μου δανείσει τὸν λόγο του ὁ Ἠσαΐας, ὁ πιὸ ρητορικὸς ἀπὸ τοὺς προφῆτες: «Ὁ

οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων Θεὸς κάθε ὄρος τὸ μετέτρεψε σὲ δρόμο γιὰ κεῖνον καὶ σὲ κάθε δρόμο τοῦ ἔβρισκε τροφή. Νά, αὐτοὶ θὰ

ἔρθουν ἀπὸ μακριά, ἀπὸ τὸν βορρᾶ καὶ τὴν δύση, ἄλλοι ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Περσῶν»335. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κρυφθεῖ ἡ πόλη

ποὺ βρισκόταν ἐπάνω στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ οὔτε νὰ μπεῖ τὸ τεράστιο φῶς κάτω ἀπὸ τὸν λύχνο336, γι’ αὐτὸ ἦρθαν σὲ

ἐκεῖνον καὶ φωτίσθηκαν καὶ τὰ πρόσωπά τους δὲν γέμισαν ντροπή 337. Μποροῦσε τότε ὅποιος ἤθελε νὰ δεῖ τὴν ἔρημο νὰ

γίνεται πόλη καὶ ἡ πόλη νὰ μετατρέπεται σὲ ἔρημο λόγω τοῦ πλήθους ποὺ συνέρρεε στὸν Μελέτιο338. Θὰ ἔβλεπες τότε

ἀκονισμένο τὸ μαχαίρι ποὺ ἦρθε νὰ βάλει ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο ξεσηκώνει τὸν γιὸ ἐνάντια στὸν πατέρα, τὴν κόρη

ἐνάντια στὴν μητέρα, καὶ τὴν νύφη ἐναντίον τῆς πεθερᾶς339. Ἐπειδὴ ὅμως ἔρχονταν καθημερινὰ πολλοὶ στὸν ἅγιο, ἄλλοι γιὰ

νὰ καροῦν μοναχοί, κι ἄλλοι γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἁπλῶς, βλέποντας νὰ τοῦ κλέβουν ἔτσι τὴν ἡσυχία, σκέφθηκε νὰ φύγει κι ἀπὸ

ἐκεῖ καὶ ἔβαλε στὸν νοῦ του νὰ βασανίσει κι ἄλλο τὴν σάρκα του, σὰν νὰ μὴν τῆς ἀρκοῦσαν οἱ προηγούμενες ταλαιπωρίες.

Καὶ θὰ εἶχε πραγματοποιήσει τὸν σκοπό του, ἂν δὲν συνέβαινε τὸ παρακάτω συμβάν, προσέξτε το ποὺ θὰ τὸ ἀναφέρω.

Ὑπῆρχε στὴν Θήβα μία γυναίκα ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας, πολὺ ὄμορφη καὶ πολὺ ἀλαζονική. Δὲν τῆς ἔφθανε ἡ φυσικὴ

ὀμορφιά, ἀλλὰ καλλωπιζόταν μὲ ψεύτικα φτασίδια, πόρνη καὶ αἰσχρή, ἡ ὁποία πολλὲς ψυχὲς μποροῦσε νὰ ψαρεύει μὲ τὴν

ὀμορφιὰ τοῦ σώματος. Αὐτὴ πλησίασε τὸν ἅγιο ἢ μᾶλλον τὴν ἔστειλε ὁ ἐχθρὸς τῶν ψυχῶν ποὺ ξέρει νὰ στέλνει τέτοιους

πειρασμούς, καὶ προσπαθεῖ νὰ κυριεύσει τὴν ἀκρόπολη τῆς ψυχῆς τοῦ ἁγίου340, ὅπως ἡ Δαλιδὰ τοῦ Σαμψών 341. Μόλις ἄρχισε

νὰ μιλᾶ στὸν ἅγιο καὶ μὲ τὰ πρόστυχα κουνήματά της καὶ τὰ αἰσχρὰ λόγια της ἔβαλε φωτιὰ ὀργῆς στὴν καρδιά του, ὁ μεγάλος

Μελέτιος τῆς εἶπε: «Ἐγώ, γυναίκα, πρόλαβα καὶ ἔκοψα τὰ μαλλιά μου, γιὰ νὰ μὴν μοῦ τὰ ξυρίσει καμμιὰ γυναίκα καὶ μὲ

πιάσουν οἱ ἀλλόφυλοι δαίμονες καὶ μοῦ βγάλουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. Ἐσὺ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς στρέψε τὴν προσοχή

σου σὲ ὅσους ἔχουν πλούσια καὶ χρυσὰ μαλλιά, σὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ ξυράφι τῆς ἀπάτης σου». Αὐτὰ εἶπε ὁ

332 Κατὰ Ματθαῖον 13, 31-32.

333 Κατὰ Ματθαῖον 22, 21.

334 Εὐριπίδου, Ἱππόλυτος 1029.

335 Ἠσαΐας 49, 11-12.

336 Κατὰ Ματθαῖον 5, 14-15.

337 Ψαλμὸς 33, 6

338 Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Βίος ἁγίου Ἀντωνίου, 14, 31, Bartelink 174: ἡ ἔρημος ἐπολίσθη.

339 Κατὰ Ματθαῖον 10, 34-35.

340 Σὲ ἀνάλογα συμφραζόμενα ἡ φράση ἀπαντᾶ στὸ ἐρωτικὸ μυθιστόρημα Τὰ καθ’ Ὑσμίνην καὶ Ὑσμινίαν

τοῦ Εὐμαθίου Μακρεμβολίτου 3, 2, 5 (F. Conca, Il romanzo bizantino del XII secolo. Teodoro Prodromo-Niceta

Euegeniano-Eustazio Macrembolita-Costnatino Manasse, Torino 1994, 528-530): καὶ κατασείει μου τὴν ἀκρόπολιν.

341 Κριταὶ 16, 19-21.

74
μεγάλος πατέρας καὶ ἡ πρόστυχη ἐκείνη γυναίκα ντράπηκε καὶ γύρισε πίσω σὰν σχοινὶ ποὺ κόβεται. Ὁ ἅγιος ἐπέβαλε ἀμέσως

νηστεία σαράντα ἡμερῶν στὸν ἑαυτό του, ἔκλεισε τὶς πόρτες τοῦ κελλιοῦ του, μένοντας γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο τελείως

ἀπομονωμένος, χωρὶς ἐπαφὴ μὲ κανέναν, γιὰ νὰ ἀποκρούσει ἔτσι μὲ ἄνεση ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔβαλε σὲ πειρασμό, παρ’ ὅλο ποὺ

ὁ ἐχθρὸς οὔτε ἔτσι σταματοῦσε τὸν πόλεμο. ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Αὐσίτη Ἰώβ, χτύπησε τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου μὲ κακὴ

πληγή342, προκειμένου ὁ ἀθλητὴς νὰ χάσει τὸ θάρρος του καὶ νὰ καταρασθεῖ τὴν μέρα ποὺ γεννήθηκε 343. Ὅμως δὲν κατάλαβε

ὅτι ἔριχνε τόξα στὸν οὐρανὸ καὶ ὅτι χτυποῦσε μὲ τὰ κέρατά του μιὰ μαρμάρινη κολώνα 344. Τόσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ τοῦ νὰ

δυσανασχετήσει ὁ ἄρρωστος γιὰ τὸ ἕλκος ἐκεῖνο. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ εὐχαρίστησε καὶ μὲ τὸν παραπάνω ἐκεῖνον ποὺ τὸν

κτύπησε, διότι ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ θέλει αἴτιος νὰ πάρει ἀκόμη μεγαλύτερο βραβεῖο λόγω ὑπομονῆς. Ἐπειδὴ μαράθηκαν ὅμως

γρήγορα οἱ ἐλπίδες τοῦ διαβόλου ποὺ τὸν κτύπησε, ἀλλὰ ταυτοχρόνως πέρασε κι ἡ ἀρρώστια, ξαναγεννήθηκε μέσα στὴν ψυχή

του ὁ παλιός του θεϊκὸς πόθος, δηλαδὴ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ σωτῆρος μας καὶ ξεκίνησε

τὸ ταξίδι του. Ἀποσιωπῶ ὅσα συνέβησαν ἐνδιαμέσως καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, τοὺς Ἀγαρηνοὺς ποὺ φρουροῦσαν

τοὺς δρόμους, οἱ ὁποῖοι μαστίγωσαν καὶ λιθοβόλησαν τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου, τὸν ἔβρισαν, τὸν χαστούκισαν, ἀλλὰ καὶ τελευταῖο

ἀπ’ ὅλα τὸν φρικτὸ θάνατο, μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἀπείλησαν, ἂν δὲν πατήσει κάτω στὴν γῆ τὸν σταυρὸ τοῦ σωτῆρος. Ὦ γῆ

μητέρα τῶν ὅλων 345, ὦ στοιχεῖα ποὺ γεννήσατε τὸ σύμπαν! Καὶ ποιός νὰ τὸ κάνει αὐτό, ἀλλοίμονο; Ἐκεῖνος ποὺ σήκωσε

στοὺς ὤμους του τὸν σταυρὸ καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή346! Θὰ παραλείψω νὰ ἀναφέρω μὲ ποιόν

τρόπο γλίτωσε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τοῦ ἔστειλε μία σύμμαχο ἀπὸ τὴν καλὴ Ἀραβία. Ἔφτασε τελικὰ στὴν Σιὼν κι ἀφοῦ

περιηγήθηκε ἐκεῖ σὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ προσκυνήματα, στὸν ἱερὸ Γολγοθᾶ, στὸ ὄρος τῆς ἀγαλλιάσεως Θαβώρ347, στὴν

Γαλιλαία, ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη348, στὸν Ἰορδάνη, ὅπου ἔγινε τὸ βάπτισμα, στὶς δύο ἐρήμους καὶ στὰ ἄλλα ἀγλαΐσματα τῆς

Ἱερουσαλήμ, ὕστερα ἐπέστρεψε στὴν πόλη τῶν Θηβαίων, γιὰ νὰ δεῖ τί γίνεται μὲ τὸ ποίμνιό του, μὴν τυχὸν καὶ κανένας λύκος

ἅρπαξε κανένα πρόβατο ἀπὸ αὐτήν, μήπως ἔφαγε δηλητηριῶδες χόρτο349, μήπως τοῦ ἔκανε ζημιὰ κανένα θολὸ νερό, μήπως τὸ

ἔβλαψε καμμία ἀρρώστια, ἢ μήπως σκορπίσθηκε μέσα στὸ σκοτάδι. Ὅταν βρῆκε τὸ ποίμνιο νὰ εἶναι σῶο καὶ ἀβλαβές,

εὐχαρίστησε γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, κι ἀφοῦ ἡσύχασε γιὰ λίγο σὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἔφυγε ξανὰ καὶ πῆγε στὴν πρεσβυτέρα Ρώμη, γιὰ

νὰ προσκυνήσει τὸν σταυρὸ τοῦ Πέτρου καὶ τὸν τόπο ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὶς Γαλλίες

τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου, κι ἀφοῦ προσκύνησε τὸ σκήνωμα τοῦ ἀποστόλου, ἐπανέκαμψε στὴν Θήβα γιὰ δεύτερη φορά. Δὲν

ἀναφέρω τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἁγίου στὸ ὄρος ποὺ λέγεται Φιλάγριον, τὴν οἰκοδόμηση κελλιῶν, καὶ ὅλα ὅσα ἐκεῖνος

ἐπιχείρησε νὰ πραγματοποιήσει, ὅμως ὁ φθόνος τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως τὰ ἐμπόδισε μὲ κάθε τρόπο.

Ἔρχομαι τώρα στὴν καρδιὰ τοῦ θέματός μου καὶ στὸ πιὸ σημαντικὸ μέρος τοῦ λόγου μου. Ὑπάρχει μία περιοχὴ στὰ
σύνορα Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Μυούπολη. Ἐκεῖ κοντὰ βρίσκεται ἕνα βουνὸ ξερὸ καὶ τραχύ, τὸ ὁποῖο δὲν

ἔχει ἐπάνω του φλέβες νεροῦ οὔτε διαθέτει τὴν παρηγοριὰ κανενὸς καρποῦ, ἀλλὰ εἶναι ἀπρόσιτο ἀκόμη καὶ στὰ ἄγρια ζῶα,

342 Ἰὼβ 2, 7.

343 Ἰὼβ 3, 3.

344 Leutsch-Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum II, 27, 17 καὶ ΙΙ, 501, 3.

345 Ἀπὸ τὸν Προμηθέα δεσμώτην τοῦ Αἰσχύλου, στίχ. 90.

346 Κατὰ Ματθαῖον 16, 24.

347 Πρβλ. Ψαλμὸς 64, 12 καὶ Κατὰ Ματθαῖον 17, 1-13.

348 Κατὰ Μάρκον 16, 7-19.

349 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 1, 7, 20 (J. Bernardi, Grégoire de Nazianze, Discours 1-3. Introduction, texte
critique, traduction et notes, Paris 1978, 82): πόας νοσερᾶς καὶ θανασίμου.

75
ὄχι μόνον στοὺς ἀνθρώπους. Μόνον τὰ ἐλάφια ποὺ διψοῦν πολὺ350 τὸ κατοικοῦν. Σὲ αὐτὸ κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Μελέτιο, ἴσως

γιὰ νὰ ὑπερπερισσεύσει ἡ χάρη τῆς εὐσέβειας ἐκεῖ ὅπου πρὶν εἶχε πλεονάσει ἡ ἁμαρτία351 τῆς εἰδωλολατρείας. Θαυμάσιος

εἶναι ὁ τρόπος τῆς κλήσεώς του. Φάνηκε ἕνας λαμπερὸς στύλος πυρὸς στὸ βουνὸ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος ἦταν σὰν νὰ καλοῦσε μὲ τὶς

ἀκτίνες του τὸν ἅγιο νὰ ἔρθει σὲ αὐτόν. Ὁ ἅγιος, ἐπειδὴ κατάλαβε ποιός τὸν καλεῖ, δέχθηκε τὴν πρόσκληση καὶ πλησίασε στὸ

ὄρος ἐκεῖνο μὲ χαρά. Ἐπανέλαβε ἀπὸ μέσα του τὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ «αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος ποὺ θὰ σταματήσω, ἐδῶ θὰ

κατοικήσω, γιατὶ ἐπέλεξα τὴν τοποθεσία αὐτήν»352 καὶ ἀποφάσισε στὸ ἑξῆς νὰ μείνει ἐκεῖ. Σὲ τί ὑστερεῖ αὐτὴ ἡ φάση τῶν

ἀγώνων τοῦ Μελετίου ἔναντι τῆς καθοδηγήσεως τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο; Δὲν εἶναι ἀκόμη πιὸ θαυμαστή; Ἕνας πύρινος

στύλος ἐκεῖ καθοδηγοῦσε τὶς τόσες φυλὲς τῶν Ἑβραίων 353, ἐνῶ ἐδῶ ἕνας στύλος καθοδηγοῦσε ἕναν μόνον, τὸν ὅσιο, ἐπειδὴ

κατὰ τὴν ἄποψή μου ἡ θεία χάρη ἐξίσωνε τὸν ὅσιο μὲ τὶς δεκάδες χιλιάδες τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ πῆγε λοιπὸν στὸν ναὸ

τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Χριστοῦ, δὲν σταμάτησε νὰ καλλιεργεῖ 354 καὶ νὰ σπείρει μὲ τρόπο εὐλογημένο355, προκειμένου

οἱ καρποὶ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι τριάντα, ἑξῆντα καὶ ἑκατὸ φορὲς περισσότεροι 356. Ἡ φήμη δὲν δίσταζε νὰ πετάξει μὲ τὰ φτερὰ

της: γρήγορα πέταξε σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς Ἑλλάδος καὶ κατάφερε νὰ τὸν καταστήσει γνωστὸ γρήγορα σὲ ὅλους. Μποροῦσε

νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἐκεῖνον νὰ ἐπαναλαμβάνεται αὐτὸ ποὺ γινόταν στὸν Ἰωάννη, νὰ συρρέουν τὰ πλήθη καὶ νὰ βαπτίζονται μὲ τὸ

τελειότερο καὶ πνευματικώτερο βάπτισμα, ἐκεῖνο τῆς μετανοίας 357. Ἀκόμη πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μετὰ τὸ βάπτισμα οἱ

βαπτισμένοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς βάπτισε. Ἐπειδή, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν λόγο τοῦ σοφοῦ

συγγραφέα καὶ ἀποστόλου, καθημερινὰ οἱ πιστοὶ πολλαπλασιάζονταν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνει ὁ ἀριθμός του σὲ χιλιάδες358

καὶ νὰ μὴν ἔχουν ποῦ νὰ κατοικήσουν ὅσοι εἶχαν μαζευθεῖ ἐκεῖ, ἔκτισε καὶ ἄλλους δυὸ ἱεροὺς ναοὺς ἐκεῖ, ὀνομάζοντας τὸ ἕνα

πρὸς τιμὴν τῆς πανσέμνου θεομήτορος καὶ τὸ ἄλλο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἠλία τοῦ Θεσβίτη, στὰ ὁποῖα ἐγκατέστησε ὅσους γίνονταν

μοναχοὶ καθημερινά. Ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ εὐθύνη γιὰ τὶς ψυχὲς εἶναι πολὺ πιὸ ἀναγκαία γιὰ ὅσους ἔχουν τὴν

ἐποπτεία τῶν μοναχῶν ἀπὸ ὅ,τι εἶναι οἱ πνεύμονες γιὰ τὴν ἀναπνοὴ τῶν ζώων ἐκείνων ποὺ τοὺς ἔχουν καὶ ἐπειδὴ ἐπίσης

γνώριζε ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες ἔχουν ἀναθέσει αὐτὸ τὸ καθῆκον μόνον σὲ ὅσους ἔχουν κάθε φορὰ τοὺς θρόνους τῶν ἁγίων

ἀποστόλων, ἐφ’ ὅσον μόνον αὐτοὶ ἔχουν παραλάβει τὴν ἐξουσία τῆς κατακρίσεως καὶ τῆς ἀφέσεως ἀπὸ τὸν πρῶτο ἀρχιερέα

Χριστό, ζήτησε, γράφοντας ἐπιστολή, αὐτὴν τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν θεσπέσιο Νικόλαο 359, ἐκεῖνον ποὺ τότε κοσμοῦσε τὸν θρόνο

τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐκεῖνος τοῦ τὴν παραχώρησε μὲ πολλὴ χαρά, στέλνοντάς του μάλιστα γραπτὴ ἄδεια. Ὅσα εἶχε

ὑποσχεθεῖ παλαιὰ ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ, μποροῦσες τώρα νὰ τὰ δεῖς νὰ πραγματοποιοῦνται στὸν Μελέτιο, διότι τὸ πνευματικό

του σπέρμα αὐξανόταν καὶ πληθυνόταν σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὰν τὴν ἄμμο τῆς παραλίας 360. Γι’ αὐτὸ σκέφθηκε νὰ

350 Πρβλ. Ψαλμὸς 41, 2 καὶ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 40, 24, 22 (Μorechini, 250).

351 Πρὸς Ῥωμαίους 5, 20.

352 Ψαλμὸς 131, 14.

353 Ἔξοδος 13, 21.

354 Ἱερεμίας 4, 3.

355 Β’ Πρὸς Κορινθίους 9, 6.

356 Κατὰ Ματθαῖον 13, 8.

357 Κατὰ Ματθαῖον 3, 5.

358 Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 4, 4.

359 Ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Νικόλαος Γ΄ ὁ Γραμματικὸς (1084-1111)

360 Γένεσις 22, 17.

76
διαπλατύνει τὴν κατοικία του, προεκτείνοντας τὰ ὅριά της. Ἄκουγε καὶ τὴν προφητεία ποὺ λέει, ἐννοώντας τὴν περίπτωσή

του: «ἄνοιξε δρόμο γιὰ τὸν λαό μου, κάνε προέκταση καὶ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ μὴ λυπηθεῖς τὸν

αὐλόγυρο»361. Πρῶτα λοιπὸν πῆρε ὑπὸ τὴν ἐξουσία του τὴν μονὴ τοῦ Συμβούλου, κανόντάς την ἀμέσως καὶ πιὸ κόσμια καὶ

μεγαλύτερη. Ὕστερα ἔκτισε ἄλλα εἰκοσιτέσσερα ναΰδρια, καὶ σὲ αὐτὰ ἐγκατέστησε τὸ πλῆθος, διαμοιράζοντάς το, καὶ

κατέστήσε τὴν ἔρημο πόλη. Ἂς πεῖ καὶ πάλι ὁ Βαλαάμ: «Πόσο καλοὶ εἶναι οἱ οἶκοι σου, Ἰακώβ, οἱ σκηνὲς σου μοιάζουν μὲ

τὴν σκιὰ στὰ φαράγγια καὶ μὲ τοὺς κήπους δίπλα στὰ ποτάμια, σὰν σκηνὲς ποὺ τὶς ἔστησε ὁ Κύριος καὶ σὰν κέδροι κοντὰ στὰ

νερά»362.

Κατόπιν τί γίνεται; Ὁ πτωχότατος ἐκεῖνος ἄνθρωπος καλύπτει τὶς ἀνάγκες ἐκείνων, πρᾶγμα θαυμαστό, γιὰ νὰ φανεῖ

πιστότατος μαθητὴς ἐκείνου ποὺ δὲν ἔχει οὔτε κἂν τὴν φωλιὰ ποὺ ἔχουν οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ πτηνά363, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ

ἔλεγε ὅτι δικό του εἶναι τὸ ἀσήμι καὶ τὸ χρυσάφι. Δὲν σᾶς γνωστοποιήσαμε ὅμως ἀκόμη τὸ πιὸ θαυμστό. Ἐνῶ εἶχε

ἐπιφορτισθεῖ μὲ τὴν μέριμνα τόσου πλήθους λαοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν διατροφὴ θὰ τὴν ἐξασφάλιζαν μὲ ἐπάρκεια μόνο πολλὰ

σιταροχώραφα καὶ ἀμπελῶνες, παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν δέχθηκε νὰ ἀγοράσει οὔτε ζευγάρι βοδιῶν οὔτε χωράφι, διότι τὸ τρόμαζε ἡ

παραβολή, φοβούμενος μήπως ριχθεῖ κι αὐτὸς ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο. Ἐνῶ πολλοὶ διαρκῶς ἀφιέρωναν στὸν Θεὸ καὶ στὸν Μελέτιο

τὶς περιουσίες τους, ὁ ἅγιος ἀποδεχόταν βέβαια τὴν ἀγαθὴ προαίρεση τῶν ἀνθρώπων, ὅμως ἀπέρριπτε τὶς προσφορές τους,

ἐπειδὴ ἔλεγε ὅτι εἶναι καλὸ νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο κι ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης ἔδειχνε πῶς τὰ πουλιὰ οὔτε

σπέρνουν οὔτε ὀργώνουν κι ὅμως ἔχουν τροφή, προσθέτοντας: «ἐμεῖς εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια»364. Τοὺς

ἄλλους ἔτσι τοὺς ἀπέκρουε, ὅταν ὅμως ὁ τότε αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ θεοσεβέστατος, ποὺ θαύμασε τὴν ἀρετή του, τοῦ

προσέφερε πολλά, τοῦ ἔδινε ἀκόμη περισσότερα καὶ τοῦ ὑποσχόταν κι ἄλλα πιὸ πολλά, ὁ δίκαιος δὲν δέχθηκε παρὰ νὰ παίρνει

ἐτησίως ἀπὸ τοὺς φοροεισπράκτορες τῆς Ἀττικῆς τετρακόσια εἰκοσιδύο χρυσὰ νομίσματα, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἀπέρριψε,

λέγοντας πὼς δὲν χρειάζεται περισσότερα. Ἔτσι, σὰν λιοντάρι εἶχε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ365 καὶ δὲν διαψευδόταν οἱ ἐλπίδες

του. Ἡ ἀπόδειξη ἦταν πολὺ κοντά: μία μέρα συνέβη ἐκείνη ἡ ἱερὰ ποίμνη νὰ μὴν ἔχει καθόλου φαγητό, ὕστερα ἦρθε κάποιος

ἀπὸ τὴν πόλη σὲ αὐτούς, φέρνοντας μόνο τρία ψωμιὰ καὶ λίγα λάχανα. Ὁ μεγάλος Μελέτιος εὐχαρίστησε τότε τὸν Θεό, καὶ

καλοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς γιὰ φαγητό, λέγοντας ὅτι καὶ τώρα θὰ εἶναι παρὼν ὁ Χριστὸς ποὺ ἔθρεψε πέντε χιλιάδες λαοῦ366 καὶ

θὰ εὐλογήσει τὰ τρία αὐτὰ ψωμιά. Τὰ εἶπε αὐτά, εὐλόγησε τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ μοίρασε κι ἐκεῖνα, τί θαῦμα μεγάλο, αὐξήθηκαν
ἀμέσως καὶ πληθύνθηκαν καὶ γέμισαν τὰ στομάχια αὐτῶν ποὺ ἔτρωγαν. Μὲ τέτοια στολίζω ἐγὼ τὰ τραπέζια μου καὶ μὲ τέτοια

χορταίνω τοὺς καλεσμένους μου. Ἐσὺ μέτρα τὰ παγώνια σου, τοὺς γερανοὺς καὶ τοὺς φασιανοὺς καὶ βάζε, ἂν θέλεις, καὶ τὸ

διπλὸ γένος τῶν περδικιῶν, γέμιζε τὰ πιάτα καὶ φόρτωνε τὸ μαγειρεῖο μὲ πλῆθος κρεάτων, φτιάχνε διάφορες ποικιλίες ψωμιοῦ
καὶ ἀνακάλυπτε τὶς διαφορὲς τῶν ποτῶν. Φέρνε καὶ τὶς πίττες ἐπιπλέον καὶ τὰ σησαμοκούλουρα 367 καὶ τὰ ὑπόλοιπα

κατασκευάσματα τῶν ἀνόητων μαγείρων 368, βασάνιζε τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως369, γιὰ νὰ σοῦ προσφέρουν αὐτὰ ποὺ θέλεις νὰ

361 Ἠσαΐας 54, 2.

362 Ἀριθμοὶ 24, 5.

363 Κατὰ Ματθαῖον 8, 20.

364 Κατὰ Ματθαῖον 10, 31.

365 Παροιμίαι 28, 1. Πρβλ. καὶ Ὀδύσσεια 6, 130.

366 Κατὰ Μάρκον 6, 44.

367 Πρβλ. Ἀριστοφάνους, Ἀχαρνῆς 1092.

368 Βλ. ἕνα παρόμοιο χωρίο ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ Γ΄ τοῦ Θεοδώρου Προδρόμου (PG 133, 1248A): Εἶτα σύ μοι

λέγε τὸν Ὑμηττὸν καὶ τὰς Σειρῆνας ἀρίθμει, καὶ τὴν Θηβαίαν λύραν προστίθεσο καὶ τὴν κιθάρα Ἀρίωνος, ἃ

77
φᾶς, καὶ μὴν παύεις νὰ παίρνεις φόρο ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ τρώγονται. Πίνε στὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ τῆς φιλίας καὶ τῆς

συντροφιᾶς. Μακάρι ὅμως νὰ πιεῖς καὶ τὸ ποτήρι τοῦ θεοῦ τοῦ κεραυνοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ πέσει στὸ κεφάλι σου. Κέρνα μέχρι

ἀηδίας τοὺς συντρόφους σου στὸν ποτὸ μὲ ἄκρατο κρασί, λογικὸ εἶναι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, ἀφοῦ δὲν ἔχεις δειπνήσει μαζὶ μὲ

τὸν Μελέτιο, δὲν ἔφαγες ἀπὸ τὸ φτωχικὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι ἐκείνου.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα τέτοιο ἦταν καὶ ἔτσι συνέβη μὲ τὸν ὅσιο. Αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ ὅμως τώρα δὲν εἶναι κατώτερο. Κάποτε δὲν

ὑπῆρχε λάδι γιὰ τὰ καντήλια τοῦ ναοῦ, διότι ὅσο εἶχαν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ καὶ εἶχε καταναλωθεῖ ἀπὸ τὴν φωτιά. Ὁ μεγάλος

Μελέτιος διέταξε τὸν νεωκόρο νὰ πάρει τὸ δοχεῖο καὶ νὰ βάλει λάδι στὰ καντήλια. Ἐκεῖνος πῆρε τὸ δοχεῖο, τὸ κίνησε λίγο

κοντὰ στὸ αὐτί του, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀκούστηκε κανένας ἦχος ἀπὸ μέσα, ἀναποδογύρισε τὸ δοχεῖο καὶ ὕστερα τὸ ξανάφερε στὴν

σωστή του θέση. Ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι εἶναι τελείως ἄδειο, τὸ εἶπε στὸν ἅγιο. Ὅμως ὁ γέροντας δὲν ὑποχωροῦσε καὶ μὲ ἀκόμη

ἐπιὸ ἔντονο τρόπο ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν νεωκόρο νὰ χύσει λάδι στὰ καντήλια, μὴν μπορώντας νὰ προβάλει ἀντίσταση στὸν

πατέρα, ἔχοντας ἄλλωστε τὴν ἐγγύηση γιὰ τὸ μέλλον ἀπὸ τὸ θαῦμα μὲ τὰ ψωμιά, ποὺ εἶχε πραγματοποιηθεῖ λίγες μέρες πρίν,

ξεκίνησε νὰ κάνει αὐτὴν τὴν δουλειά. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, τὸ ἀγγεῖο μιμήθηκε τότε τὸν καμψάκη τῆς χήρας 370 κι ἄρχισαν νὰ

ξεχύνονται, σὰν νὰ ἔσπασαν ξαφνικὰ ἀπὸ μέσα του, φλέβες ἄφθονου λαδιοῦ καὶ ὄχι μόνο γέμισαν τὰ πολλὰ καντήλια ποὺ

γέμιζαν τὸν κυκλικὸ χῶρο τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ περίσσεψε λάδι καὶ γιὰ τὴν τροφὴ τῶν μοναχῶν.

Ὅμως ἂς φύγει ὁ λόγος μου καὶ ἂς τρέξει νὰ δεῖ τὴν μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁ μακάριος πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἠλία καὶ ἂς

θαυμάσει τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε σὲ αὐτήν. Καλὸ καὶ μοναχικὸ ἦταν τὸ μέρος ἐκεῖνο, πραγματικὰ ἔμοιαζε μὲ νέο Χωρήβ 371,

περιμένοντας νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Ἠλία, ὅμως νερὸ δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἐκεῖ. Ἴσως νὰ εἶχε κλείσει καὶ ἐκεῖ τοὺς οὐρανοὺς ὁ

Θεσβίτης, καὶ δὲν ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ ψηλά, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐπιτρέψει οὔτε φλέβα νεροῦ νὰ ξεχειλίσει ἀπὸ τὴν γῆ. Τὸ πλῆθος

τῶν μοναχῶν δυσανασχετοῦσε καὶ δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ξηρασία. Δὲν γόγγυζαν βεβαίως ἐναντίον τοῦ δικοῦ

τους Μωυςῆ, παρακαλοῦσαν ὅμως νὰ ἐπέμβει τὸ θαυματουργὸ ραβδί του. Ἐκεῖνο τὸ ραβδί, λὲς καὶ θυμήθηκε τὰ παλαιά του

θαύματα, χτυπᾶ πάλι μιὰ πέτρα στὴν ἔρημο καὶ κάνει νὰ ἀναβλύσουν ἀπὸ τὸν βράχο πηγὲς ὕδατος 372, τὸ νερὸ μάλιστα δὲν

ἦταν σὰν τὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς, τὸ ὁποῖο χρειαζόταν τὸ ξύλο τοῦ Μωυσῆ, γιὰ νὰ τὸ γλυκάνει 373, οὔτε σὰν τὸ νερὸ τῆς Ἱεριχοῦς

ποὺ χρειαζόταν καινούργιο δοχεῖο καὶ ἁλάτι, γιὰ νὰ γιατρευθεῖ ἡ κακία του καὶ ἡ ἀτεκνία374, ἀλλὰ ἦταν πολὺ καθαρὸ καὶ

πόσιμο. Ἂς συνθέσει τὸ τραγούδι μου ὁ Ἠσαΐας καὶ ἂς πεῖ πάλι μὲ τρόπο ἐπίκαιρο: «Ἂς χαρεῖ ἡ ἔρημος ποὺ διψᾶ καὶ ἂς

ἀνθήσει σὰν τὸ κρίνο, δόθηκε σὲ αὐτὴν ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Καρμήλου, διότι νερὸ ξεχύθηκε στὴν ἔρημο καὶ

φαράγγι ἀνοίχθηκε στὴν γῆ ποὺ διψοῦσε, ἡ ἄνυδρη χώρα μετατράπηκε σὲ ἕλη, στὴν γῆ ποὺ διψοῦσε θὰ ὑπάρξει πηγὴ μὲ

νερό»375. Εἴδατε τὸν καινούργιο Μωυσῆ, εἴδατε τὸ παράδοξο θαῦμα τοῦ νέου ραβδιοῦ;

πάντα πάντως ἀηδῆ τε καὶ ἄμουσα πρὸς μίαν τοιαύτην ἐπιστολὴν συγκρινόμενα. Τὸ χωρίο θυμίζει σχέδη τοῦ
Προδρόμου μὲ θέμα τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, βλ., π.χ., Ι. Πολέμης, Προβλήματα τῆς βυζαντινῆς

σχεδογραφίας, Ἑλληνικὰ 45 (1995), 297-302. Οἱ περιγραφὲς τῶν φαγητῶν ἀμυδρὰ ἐπίσης θυμίζουν τὶς

περιγραφὲς τῶν μοναχικῶν γευμάτων στὸ τέταρτο πτωχοπροδρομικὸ ποίημα.

369 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 57, 32-33 (Βernardi 248): στοιχεῖα τυραννήσας.

370 Γ’ Βασιλειῶν 17, 12-13.

371 Γ’ Βασιλειῶν 17, 2-3.

372 Δευτερονόμιον 8, 15.

373 Ἔξοδος 15, 23.

374 Δ’ Βασιλειῶν 2, 19-22.

375 Ἠσαΐας 35, 1-2.

78
Δεῖτε τώρα καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα ἀκόμη πιὸ παράδοξο. Κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ

πνεῦμα. Ἀλλοίμονο στὴν δική μου ἁμαρτία, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἐγὼ ὁ πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἔχω

παραδοθεῖ ὡς παίγνιο στὸν ἐχθρό μου τὸν διάβολο. Ὁ διάβολος αὐτὸς κάγχαζε κατὰ τοῦ ἁγίου. Καταλαβαίνετε, ἄνθρωποι

ποιόν μιμούμαστε, ὅταν καγχάζομε καὶ γελᾶμε δυνατά376. Ὁ ἅγιος ὅμως βάζει τὸ ραβδί του μέσα στὸν φάρυγγα τοῦ

δαιμονισμένου, καὶ ἀμέσως τὸ βάζει στὰ πόδια ὁ δαίμονας (πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμή σου, Χριστέ), φοβισμένος σὰν

δοῦλος ἀπὸ τὸ ραβδὶ τοῦ ἀφέντη του, τοῦ ἁγίου Μελετίου.

Μὰ δὲν εἶναι θαυμαστὸ καὶ τὸ ἄλλο ἐκεῖνο ἔργο τῆς ράβδου τοῦ Μελετίου καὶ δὲν βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαυμασμό;

Θὰ μὲ ρωτήσεις: «ποιό;». Δὲν θὰ τσιγκουνευτῶ νὰ σοῦ τὸ περιγράψω κι αὐτό. Ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἀττική,

παραδομένος κι ἐκεῖνος σὲ πονηρὸ δαιμόνιο, ὁδηγήθηκε λόγω τῆς φήμης τοῦ ἁγίου, δεμένος σὲ αὐτόν. Κραυγάζοντας, σὲ

αὐτὸ τουλάχιστον δὲν ἦταν δαιμονισμένος, τοῦ εἶπε: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, μὴν ἀφήσεις τὸ δημιούργημα τῶν

δακτύλων τοῦ Θεοῦ νὰ πνίγεται ἀπὸ τὰ δάκτυλα τοῦ σατανᾶ. Μαζὶ μὲ τὸ δαιμόνιο ποὺ θὰ ἀποβάλω θὰ ἀφήσω καὶ τὰ μαλλιά

μου, κομμένα ἀπὸ τὸ δεξί σου χέρι καὶ θὰ γίνω πρόβατο τῆς καλῆς μάνδρας σου». Γιατί νὰ κάνω κύκλους στὴν ἀφήγηση τοῦ

θαύματος; Ἀγγίζει ὁ δαιμονισμένος τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο ραβδί, λυτρώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, κείρεται μοναχὸς καὶ

γίνεται μέλος τῆς ποίμνης τοῦ Μελετίου. Ὅμως πόσο φοβερώτερη ἦταν ἡ κατοπινὴ μανία του, πόσο χειρότερος δαίμονας τὸν

κυρίευσε! Ἀπαρνήθηκε τοὺς μοναχικοὺς ὅρκους του καὶ ἐπεστρεψε σὰν σκυλὶ στὸν ἴδιον ἔμετον 377, βάζοντας ξανὰ ροῦχα

κοσμικοῦ, μαζὶ ὅμως μὲ αὐτὰ φόρεσε πάλι καὶ τὸ δαιμόνιο, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ τελευταῖα νὰ εἶναι χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα378.

Τὸ πονηρὸ πνεῦμα τὸν ἔσπρωξε σὲ νερὰ μέσα καὶ τὸν ἔπνιξε, ὅπως ἔκανε ὁ πονηρὸς λεγεὼν μὲ τὴν ἀγέλη τῶν χοίρων στὰ

Γάδαρα379, ἐπειδή, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἡ θεία πρόνοια ἔτσι τιμωρεῖ τοὺς καταφρονητὲς καὶ καταπατητὲς τῶν ὑποσχέσεών

τους πρὸς τὸν Θεό.

Εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ γιὰ νὰ ὑμνήσομε τὸ ραβδὶ τοῦ Μελετίου, ἢ πρέπει νὰ ἐντάξομε στὸν λόγο μας καὶ τὸ περιστατικὸ μὲ

ἐκεῖνον τὸν Νικήτα τὸν Μακεδόνα; Καὶ ἐκεῖνος ἦταν δέσμιος τοῦ ἴδιου κακοῦ μὲ τοὺς προηγούμενους, δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ

μασήσει καὶ νὰ φάει τὴν ράβδο τοῦ ἁγίου καὶ ἀμέσως ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν συμφορά. Ὁ ἴδιος αὐτὸς κατόπιν κυριεύθηκε ἀπὸ

ἔρωτα σατανικὸ καὶ δὲν ἤξερε πῶς νὰ δαμάσει τὴν σάρκα του ποὺ φουσκωμένη ἀπὸ τὸ πάθος εἶχε τρελαθεῖ. Ὅταν ὅμως πῆγε

στὸν ἅγιο καὶ ἐξομολογήθηκε τί εἶχε πάθει, ἀμέσως λυτρώθηκε ἀπὸ τὸ κακό. Ὁ ἅγιος μόνον σὲ μία ἐπιτίμηση τοῦ πάθους

προέβη καὶ ἔκανε μὲ τὸ χέρι του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κι ὁ ἄνθρωπος σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ

ἐκεῖνον, ποὺ καὶ τὰ γεννητικὰ ὄργανά του νεκρώθηκαν ἐντελῶς καὶ ἔμειναν στὸ ἑξῆς ἐντελῶς ἀναίσθητα.

Ἂς εἶναι. Πόσους ὅμως λόγους, ὦ σεῖς ποὺ εἶσθε παρόντες, νομίζετε ὅτι χρειάζομαι γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν

ὀλιγάρκεια τοῦ ἁγίου, τὴν ἀσαρκία του, τὴν ἄπαυστη ψαλμωδία του ποὺ θύμιζε ἐκείνη τῶν ἀγγέλων, τὴν ἀγρυπνία του λὲς κι

ἦταν ἄστρο τῆς νύχτας, τὴν ἀκάματη ἐργασία του τὴν ἡμέρα μὲ τὸν ἥλιο, τὴν ταπεινότητα, τὴν πραότητά του, τὴν ἁπλή του

τροφή, τὴν ἀκόμη πιὸ ἁπλὴ ἐνδυμασία του, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ ἐκεῖνα ποὺ συσσώρευσε στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς

του μὲ τοὺτς δικούς του μόχθους, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἢ μὲ τὴν μίμηση τῶν ἀνδρῶν ποὺ δοξάσθηκαν; Ἐγὼ τουλάχιστον

νομίζω, ὅπως καὶ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος, ὅτι χρειάζονται πολλοὶ καὶ μακροὶ λόγοι. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι εὔκολη ἡ περιγραφὴ

ἐκείνων, τὰ ὁποῖα οὔτε νὰ ἀπαριθμήσεις δὲν εἶναι εὔκολο; Ἂς μὴν πεινάσομε ὅμως μέσα σὲ τόσο πλοῦτο θείων διηγημάτων,

δὲν μιλῶ γιὰ πεῖνα γιὰ φαγητὸ οὔτε γιὰ δίψα γιὰ νερὸ ἀλλὰ γιὰ δίψα τῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ380, τὰ ὁποῖα τελέσθηκαν ἀπὸ τὸν

376 Πρβλ. Θεοδώρου Προδρόμου, Ἐπίγραμμα 5, 33 (Gianelli): τίς οὐ γελάσει καπυρὸν καὶ καγχάσει;

377 Παροιμίαι 26, 11.

378 Κατὰ Ματθαῖον 12, 45 καὶ Κατὰ Λουκᾶν 11, 26.

379 Κατὰ Ματθαῖον 8, 28-32.

380 Ἀμὼς 8, 11.

79
Μελέτιο, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἡ χάρη χύνεται σὲ κρουνούς. Ἂν καὶ τὸ ἐγχείρημα ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μας, ὅμως ἂς

τολμήσομε νὰ ρίξουμε τὸν κύβο381. Ἂς ἔρθει λοιπὸν ὁ Ἐπιφάνιος Καματηρός, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἀνθύπατος τῆς

Ἑλλάδος, καὶ μέσω τῆς μαντείας τοῦ λόγου ἂς σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν τάφο του σὰν τὸν Σαμουὴλ 382 καὶ ἂς μᾶς διηγηθεῖ τὸ θαῦμα

τοῦ μεγάλου ἁγίου. Ἔτρωγαν μαζὶ κάποτε οἱ δύο ἄνδρες καὶ τὸ τραπέζι ἦταν γεμάτο ψάρια. Ὁ ἅγιος ἔτρωγε σεμνὰ σὰν

μοναχὸός, ὁ ἄλλος ὅμως καταβρόχθιζε τὸ φαγητὸ σὰν ὕπατος. Τότε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ἔφαγε ἕνα κομμάτι μὲ κόκκαλο

καὶ τὸ κόκκαλο καρφώθηκε στὸ ὀστὸ τοῦ προγορεῶνος, διότι τὰ ἀγκάθια τῶν ψαριῶν εὔκολα μπήγονται στὰ μαλακὰ μόριά

μας καὶ στὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχει κοιλότητα. Ἀξιολύπητο ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθε, γιατὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾶ ἔντονα ἡ καρδιά του καὶ

ἦταν ἕτοιμη νὰ σπάσει τὸ στέρνο του καὶ νὰ πεταχθεῖ ἔξω, ἐνῶ ὅλα του τὰ σπλάγχνα μὲ σπασμοὺς ἔκαναν πὼς θὰ βγοῦν ἀπὸ

τὸν λαιμό του πρὸς τὰ ἔξω. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ βλέφαρά του καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι. Ἡ γλῶσσα

εἶχε κρεμασθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη του, ἀπαίσιο θέαμα. Ἔτσι ὁ τόσο ἰσχυρὸς ἄνδρας εἶχε γίνει ράκκος ἐξαιτίας ἑνὸς μικροῦ

ἀγκαθιοῦ. Ἀξιοθρήνητο ἦταν ἐκεῖνο τὸ δεῖπνο, τὸ δοχεῖο τοῦ κρασιοῦ δὲν ἦταν γιὰ πανηγύρι, ἀλλὰ γιὰ ἐπιτάφιο θρῆνο.

Ἔχοντας χάσει λοιπὸν κάθε ἐλπίδα σωτηρίας, μὲ νεύματα, ὅπως μποροῦσε, παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο Μελέτιο, ψάχνοντας

θεραπεία τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν εἶχε βρεῖ. Τί κάνει τότε ὁ πρᾶος ἐκεῖνος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ποὺ πῆρε ἐπάνω του ὅλες τὶς

ἀσθένειές μας 383; Λυπήθηκε γι’ αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ γρήγορα χάρισε στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον τὴν θεραπεία. Ἡ θεραπεία ὅμως

δὲν προερχόταν ἀπὸ τὶς Ἐπιδημίες καὶ τοὺς Ἀφορισμοὺς384 τοῦ Ἱπποκράτη οὔτε ἀπὸ τὴν Θεραπευτικὴ385 τοῦ Γαληνοῦ, ἀλλὰ

ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἰατρικὴ μέθοδο τοῦ σωτῆρος μας. Ὁ γέροντας διέταξε τὸν πάσχοντα νὰ φτύσει καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος μαζὶ μὲ τὸ

φλέγμα ἔβγαλε καὶ τὸ ἀγκάθι ποὺ τὸν ἔπνιγε. Ἔπεφτε τὸ κόκκαλο ἀπὸ τὸν φάρυγγα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκεῖνος γλίτωνε ἀπὸ

τὸν φάρυγγα τοῦ Ἅδη. Γι’ αὐτὸ κυλιόταν στὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἐκεῖνον.

Τί ὅμως; Θὰ παραλείψω τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ματθία; Καὶ πῶς δὲν θὰ ζημιώσομε ἔτσι καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἐαυτὸ καὶ

τοὺς ἀκροατὲς ἐσᾶς; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶχε κείρει ὡς μοναχὸς τὰ μαλλιά του, ἦταν ὅμως ὅλο του τὸ σῶμα παράλυτο καὶ τὰ

μέλη του ἦταν ἐξαρθρωμένα. Πῆγε λοιπὸν στὴν μονὴ τοῦ Μελετίου σὰν νὰ ἦταν ἡ νέα προβατικὴ κολυμβήθρα386, στὴν ὁποία

ποιμαίνονταν πολλὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν πέταξαν σὰν ἕνα ἄθλιο φορτίο καὶ σὰν βάρος τῆς γῆς μάταιο387

μέσα στὸ κελλί ἢ τὴν καλύβη τοῦ ἁγίου σὰν νὰ ἦταν μία νέα στοά. Ὁ μεγάλος Μελέτιος ἔριξε τὴν ματιά του ἐπάνω του καὶ

συγκλονισμένος ψυχικὰ ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς, ἀνέβαλε πρὸς τὸ παρὸν τὴν θεραπεία καὶ τὸν διέταξε νὰ περιμένει τὴν
κίνηση τοῦ ὕδατος, προστάζοντας τοὺς μοναχοὺς πότε τὸν ἕναν καὶ πότε τὸν ἄλλον νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ

δοκιμάσει τὴν πίστη τοῦ ἀρρώστου καὶ νὰ δεῖ πόσο ὑπομονὴ ἔχουν οἱ ἀδελφοί. Ὅμως ἡ νόσος δὲν ἦταν μόνο δυσάρεστη388,

ἀλλὰ δημιουργοῦσε καὶ πολλὰ προβλήματα στὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀρρώστου, γι’ αὐτὸ ὅσοι τὸν ὑπηρετοῦσαν εἶχαν
ἀπαυδήσει καὶ δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ βάρος μιᾶς τέτοιας διακονίας. Μόλις τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ ἅγιος, τοὺς

μοναχοὺς τοὺς ἔψεξε γιὰ τὴν ὀλιγοψυχία τους, ἐνῶ τὸν Ματθία τὸν πῆρε ὁ ἴδιος στὸ κελλί του, σὰν νὰ ἐπρόκειτο στὸ ἑξῆς νὰ

τὸν ὑπηρετεῖ ὁ ἴδιος. Ὤ, πόσο καλὴ ἦταν ἐκείνη ἡ ὑπηρεσία καὶ πόσο γρήγορα ὁλοκληρώθηκε! Χάρισε ὁ ἄγιος πνεῦμα ζωὴς

381 Leutsch-Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum II, 144, 8.

382 Α’ Βασιλειῶν 28, 14.

383 Κατὰ Ματθαῖον 8, 17

384 Γνωστὰ ἔργα ποὺ ἀποδίδονται στὸν Ἱπποκράτη.

385 Πρόκειται γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Γαληνοῦ Θεραπευτικὴ μέθοδος.

386 Κατὰ Ἰωάννη 5, 2.

387 Ἰλιὰς 18, 104.

388 Εὐριπίδου, Ὀρέστης 232.

80
στὰ νεκρὰ ἐκεῖνα ὀστᾶ, γιὰ νὰ μιλήσομε ὅπως ὁ προφήτης 389, δίνει δύναμη στὰ παράλυτα χέρια καὶ ἀνακουφίζει τὰ παράλυτα

γόνατά του. Ἀφοῦ τοῦ εἶπε: «στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ θεράπευσε τὸν παράλυτο390, σήκω ἐπάνω391 καὶ στάσου ὄρθιος στὰ

πόδια σου», τοῦ ἔδωσε τὸ πρωὶ τὴν ὑγεία του καὶ τὸν ἔστειλε πίσω στὴν πατρίδα του.

Ὅμως τί συνέβαινε; Ἦταν ἄραγε ὁ Μελέτιος τόσο ἱκανὸς νὰ κάνει θαύματα καὶ εἶχε τόση ἐξουσία ἐπάνω στὰ ἀκάθαρτα

πνεύματα καὶ τόση δύναμη ἐνάντια σὲ ὅλες τὶς ἀρρώστιες καὶ τὶς ἀσθένειες392, ἀλλὰ στεροῦνταν τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος;

Κάθε ἄλλο. Ποιός ἄλλος ἔβλεπε καθαρὰ τὰ μελλούμενα ὅπως ἐκεῖνος, ποιός ἔβλεπε σὰν νὰ βρίσκονταν μπροστὰ στὰ μάτια

του ὅσα συνέβαιναν πάνω ἀπὸ τὴν Θούλη καὶ τὴν Ἰλλούστριδα393. Δὲν χρειαζόταν αὐλοὺς καὶ τύμπανα ὅπως ἀναφέρει ἡ

μυθολογφία γιὰ τοὺς Κουρῆτες, τοὺς λάτρεις τοῦ Σαββαζίου καὶ τῆς Μητέρας τῶν θεῶν, προκειμένου νὰ δεῖ τὸ μέλλον, οὔτε

ἔπινε νερὸ ἱερὸ ὅπως ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Κλάρο τῆς Κολοφῶνος. Οὔτε ἐνεργοῦσε σὰν τὶς Πυθίες τῶν Δελφῶν

προηγουμένως, οἱ ὁποῖες κάθονταν σὲ στόμια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσω τῶν καπνῶν ποὺ εἰσέπνεαν καθὼς ἐκεῖνοι εἰσέρχονταν στὸ

αἰδοῖο τους καὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα τους ἐμπιστεύονταν νὰ προφητεύσουν 394. Γελῶ, ὅπως, νομίζω, καὶ κάθε νουνεχής, μὲ

ἐκείνη τὴν μάταιη φλυαρία 395, γελῶ μὲ τὸν Κινύρα τὸν Κύπριο, τὸν Ἀρισταῖο ἀπὸ τὴν Κυρήνη, τὸν ὑπερβόρειο Ἄβαρι,

ἐκείνους τοὺς μεγαλοπρεπεῖς προφῆτες τῶν μελλόντων, γελῶ μὲ τὴν Βοιὼ ἐπίσης, τὴν Μαντὼ καὶ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες

Σίβυλλες 396, τὰ παραμύθια ἐκεῖνα τῆς ποιήσεως, ἡ ὁποία δὲν διστάζει νὰ λέει τέτοια πράγματα, Ποιά σχέση ἔχει τὸ φῶς μὲ τὸ

σκοτάδι, λέει ὁ ἀπόστολος, ποιά σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ μυθολογία μὲ τὴν ἀλήθεια, ποιά σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ Χριστὸς μὲ

τὸν Βελίαρ397; Ὁ μεγάλος Μελέτιος κατέστησε τὸν ἑαυτό του ἐργαστήριο τῆς ὑπερκοσμίου Τριάδος καὶ εἶχε μέσα του, νὰ

περπατᾶ καὶ νὰ κατοικεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεό398, ποὺ πράγματι γνωρίζει τὰ πάντα ἐκ τῶν προτέρων, γι’ αὐτὸ εἶχε ἀξιωθεῖ

καὶ τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος. Πολλὲς μαρτυρίες ἔχω, ἀπὸ πολλὲς πηγές. Ὁ γέροντας εἶχε ἀποφασίσει μέσα σὲ ὅλα τὰ ἄλλα

καὶ εἶχε νομοθετήσει νὰ μὴν ἐκδιώκεται κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σὲ αὐτὸν καὶ ζητοῦσαν νὰ γίνουν ὑποτακτικοί του,

διότι εἶχε μάθει ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν διώχνει ὅποιον ἐρχόταν σὲ αὐτόν 399, οὔτε καὶ νὰ τὸν ἐμποδίζει, ὅταν

σκεπτόταν νὰ φύγει. Ἴσως νὰ μὴν ἀγνοοῦσε τὸ ἀρχαῖο ἐκεῖνο, νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ξένο, ὅταν εἶναι παρών, καὶ νὰ τὸν

ξεπροβοδίζουμε, ὅταν ἐπιθυμεῖ 400. Αὐτὸς ὁ νόμος ὑπῆρχε στὴν μονὴ τοῦ ἁγίου. Ἦρθε τότε ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὴν γειτονικὴ

389 Ἰεζεκιὴλ 37, 5.

390 Κατὰ Ματθαῖον 9, 2.

391 Πρβλ. Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 3, 6.

392 Κατὰ Ματθαῖον 4, 23.

393 Ἄγνωστη περιοχή, ἴσως πρόκειται γιὰ λάθος τοῦ γραφέα τοῦ κώδικα.

394 Οἱ πληροφορίες προέρχονται ἀπὸ τὸ Περὶ μυστηρίων τοῦ Ἰαμβλίχου 3, 9, 4-3, 11, 6.

395 Ἡ φράση προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεαίτητον τοῦ Πλάτωνος 162a.

396 Tὰ ὀνόματα αὐτὰ εἶναι εἰλημμένα ἀπὸ τοὺς Στρωματεῖς τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως 1, 21, 132-

133 (Ο. Stählin, Clemens Alexandrinus II. Stromata Buch I-VI, Berlin3 1960, 82,12-83, 25). Στοὺς Στρωματεῖς

ἀναφέρεται ὁ Πρόδρομος καὶ στὴν Ἐπιστολὴ Ζ (PG 133, 1265A): Οὐκ ἐπαινῶ γὰρ ἐγὼ τοῦτο τὸ μέρος τὸν

Στρωματέα.

397 Β’ Πρὸς Κορινθίους 6, 14-15.

398 Λευϊτικὸν 26, 12 καὶ Β’ Πρὸς Κορινθίους 6, 16.

399 Κατὰ Ἰωάννην 6, 37.

400 Ὀδύσσεια ο, 74.

81
μονὴ τοῦ Δαφνιοῦ, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς ὡς μοναχὸς στὴν ὑπακοή του. Ὁ ἅγιος τὸν

δέχθηκε ἀμέσως καί, ὅπως ἦταν ὁ κανονισμός, τὸν ἔστειλε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐκτήρια, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν ὑπὸ τὴν ἐποπτεία

του, γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μοναχούς. Ὅταν πῆγε καὶ πέρασε ἐκεῖ ὁ μοναχὸς ἀρκετὸ διάστημα, κουράσθηκε

ἀπὸ τὴν σκληρὴ διαβίωση, ἡ προθυμία του κόπηκε καὶ ἄρχισε νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του ποὺ πῆγε νὰ ζήσει ἐκεῖ, διότι ἀπὸ

ἕναν βίο τρυφηλὸ γεμάτο χλιδὴ πέρασε σὲ διαβίωση σκληρὴ καὶ βαρειά. Τὸν στενοχωροῦσε τὸ ψάθινο στρῶμα στὸν ὁποῖο

κοιμόταν, ἀγανακτοῦσε μὲ τὸ τρίχινο ἔνδυμά του, τὸν ἔκανε νὰ δυσανασχετεῖ ἡ μονότονη δίαιτα καὶ τὸ ξύρισμα τῶν μαλλιῶν,

γιἀ αὐτὸ καῖ σκέφθηεκ νὰ ἐπιστρέψει στὴν προηγούμενη μονή του. Πόσο κακὸς ὅμως εἶναι ὁ σατανᾶς! Φεύγοντας ἔκλεψε καὶ

τὴν σκαπάνη τῆς μονῆς, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖ μόνον ὡς λιποτάκτης, ἀλλὰ καὶ ὡς ἱερόσυλος. Ἔκρυψε τὴν σκαπάνη κάτω

ἀπὸ μία πέτρα κοντὰ στὴν μονὴ καὶ ὁ ἴδιος πῆγε στὸν μεγάλο Μελέτιο, τοῦ ἔβαλε μετάνοια, ὅπως συνηθίζουν οἱ μοναχοί, καὶ

κατηγορώντας τὴν δική του ἀδυναμία, παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἀναχώρηση. Ὁ μεγάλος Μελέτιος κάλεσε κατ’ ἰδίαν

τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπε: «ἐσὺ πορεύου ἐν εἰρήνη, διότι ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἀσκοῦμε βία σὲ κανέναν οὔτε ἐξαναγκάζομε τοὺς

ἀνθρώπους νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ μὲ βία παίρνει κανεὶς τὴν ἀρετὴ καὶ μάθαμε ὅτι μόνο ἄνθρωποι ποὺ

χρησιμοποιοῦν βία τὴν ἀποκτοῦν 401, ὅμως τὸ σιδερένιο ἐργαλεῖο τῆς μονῆς, ποὺ τὸ ἔκρυψες κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα, φέρτο ἐδῶ,

γιὰ νὰ μὴν δημιουργηθεῖ πρόφαση σκανδαλισμοῦ τῶν ἀδελφῶν». Δὲν πρόφτασε ὁ γέροντας νὰ τὰ ξεστομίσει αὐτὰ καὶ οἱ

τρίχες τοῦ μοναχοῦ σηλκώθηκαν ὄρθιες καὶ ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ ἀπὸ τὸ δέος του γιὰ τὴν πρόρρηση. Ἔπεσε μπρούμυτα στὸ

ἔδαφος καὶ ἐξομολογοῦνταν ὁ ἴδιος τὸ ἁμάρτημά του στὸν ὅσιο, παρακαλώντας τον νὰ τοῦ συγχωρήσει τὴν ἀσέβεια τῆς

καρδιᾶς του, καὶ δὲν ἦταν μάταιη ἡ παράκλησή του. Ὅμως ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε πῆγε στὴν πέτρα ἐκείνη, πῆρε τὴν

σκαπάνη καὶ τὴν ἔφερε στὸν μεγάλο Μελέτιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἄφησε νὰ φύγει δίνοντάς του καὶ πάλι τὴν εὐχή του.

Μὰ καὶ τὸ ἀκόλουθο δεῖγμα τῆς ἴδιας μὲ τὸ προηγούμενο μεγαλωσύνης τοῦ ἁγίου δὲν πρέπει νὰ τὸ παραλείψομε, ἀλλὰ

πρέπει νὰ τὸ ἀφηγηθοῦμε κατὰ τὸ δυνατόν. Ὁρισμένοι ἄνδρες ἀπὸ τὰ περίχωρα τῶν Θηβῶν, ἔχοντας ἀκούσει πάρα πολλὰ γιὰ

τὸν ἅγιο, ἦρθαν σὲ αὐτόν. Μὲ τὴν κατάνυξη τῆς ἐμφανίσεώς τους καὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν δακρύων τους δήλωναν σχεδὸν ἐκ τῶν

προτέρων τί τοὺς συμβαίνει, δηλαδὴ ὅτι ἦρθαν, ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ καροῦν μοναχοὶ ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ

ζήσουν στὴν ὑπακοὴ τοῦ ἁγίου. Γιατί νὰ λέω λόγια περιττά; Ἔγιναν δεκτοὶ καὶ αὐτοὶ καὶ στάλθηκαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐκτήρια,

ὅμως δὲν ἀντεξαν τὴν σκληραγωγία καὶ ἐπιθύμησαν νὰ γυρίσουν πίσω. Φοβούμενοι χωρὶς καμμία πραγματικὴ αἰτία402, μὴν
τυχὸν καὶ δὲν τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ πάρουν μαζί τους τὰ πράγματα ποὺ εἶχαν φέρει στὴν μονὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, τὰ ἔβγαλαν κρυφὰ

ἀπὸ πρίν, κρύβοντάς τα στοὺς θάμνους ποὺ ἦσαν δίπλα στὸν δρόμο. Ἔχοντας λοιπὸν τὴν πεποίθηση ὅτι ἐξασφάλισαν τὰ

πράγματά τους, προσῆλθαν στὸν ἅγιο καὶ τοῦ λένε: «Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει, πάτερ, ποὺ μᾶς δέχθηκες καὶ ἀνέλαβες
νὰ μᾶς κάνεις μοναχούς, ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀντέξουμε τὴν τραχύτητα καὶ τὴν ξηρότητα τοῦ τόπου ἐδῶ. Δῶσε

μας λοιπὸν καὶ τώρα τὴν εὐχή σου, γιὰ νὰ φύγουμε». Μὰ τί πρῶτο ἀπὸ τὰ δικά σου νὰ θαυμάσω, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τὴν

πρόγνωση τῆς παράλογης συμπεριφορᾶς τους ἢ τὴν ἔλλειψη ὀργῆς ἔναντι τῶν παραλογιζομένων, ἢ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὴν

εὐεργεσία ποὺ ἔκανες σὲ αὐτούς; Τοὺς ἀπάντησε: «Ἐγώ, ὅπως μοῦ ζητᾶτε, σᾶς ἀφήνω νὰ φύγετε μὲ τὴν εὐχή μου, ὅμως ἐσεῖς

βιασθεῖτε νὰ πᾶτε γρήγορα στὸν θάμνο, γιὰ νὰ μὴν χάσετε τὰ πράγματά σας, διότι περνᾶ κόσμος ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ

ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ σταματήσει ἐκεῖ λίγο καὶ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν δρόμο». Σὰν κεραυνὸς τοὺς χτύπησε ὁ λόγος αὐτός403.

Ντροπιασμένοι ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ, πῆγαν στὸν θάμνο, καί, ὢ τοῦ θαύματος, βρῆκαν κάποιους διαβάτες νὰ εἶναι σὲ αὐτὸ τὸ

μέρος καὶ νὰ μοιράζουν μεταξύ τους τὰ δικά τους πράγματα! Μόλις καὶ μετὰ βίας κατάφεραν νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ

νὰ τὰ κάνουν ξανὰ δικά τους.

401 Κατὰ Ματθαῖον 11, 12.

402 Ψαλμὸς 52, 6.

403 Πρβλ. Θεοδώρου Προδρόμου, Κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα 7, 259 (M. Marcovich, Theodorus Prodromus,
Rhodanthe et Dosicles, Stutgardiae et Lipsiae 1991, 118): βεβλημένη γὰρ ὡς τυφῶνι τῷ λόγῳ.

82
Ἐπίσης ὁρισμένοι μοναχοὶ ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἁγίου πῆγαν σὲ ἕνα χωριὸ ποὺ βρισκόταν κοντὰ σὲ ἐκείνη

τὴν ἔρημο, σταλμένοι ἀπὸ τὸν πατέρα Μελέτιο, γιὰ νὰ ἀγοράσουν κρασί. Φιλοξενήθηκαν ἀπὸ ἕναν κάτοικο τῆς κωμοπόλεως

καὶ ἔτσι εἶχαν οἱ ἴδιοι τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουν τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ Μελετίου. Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς φιλοξένησε ἦταν

καλὸς ἄνθρωπος, φιλόθεος καὶ φιλομόναχος, ἡ γυναίκα του ὅμως ἦταν μία ἐλεεινὴ πόρνη, ἡ ὁποία ἔβαλε στὸ πρόστυχο μάτι

της404 ἕναν ἀπὸ τοὺς μοναχούς, καὶ θεωρώντας ὅτι δὲν μπορεῖ στὸ ἑξῆς νὰ ἐπιβιώσει, ἂν δὲν συνουσιασθεῖ βρώμικα μὲ τὸν

καθαρὸ ἐκεῖνο μαθητή, χρησιμοποιοῦσε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ δελεάσει τὸν ἄνδρα. Καὶ τί δὲν ἔλεγε μέσα ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς

μανιασμένης καρδιᾶς καὶ τί δὲν ἔκανε ἀπὸ ὅσα κάνουν οἱ πόρνες; Τὸν προϋπαντοῦσε, ὅταν ἐρχόταν, τοῦ ἔβγαζε τὰ παπούτσια

ἀπὸ τὰ πόδια, τοῦ τὰ σκούπιζε καὶ τὰ καθάριζε, τὸν κοιτοῦσε μὲ ματιὰ ὅλο πόθο, ἔβγαζε καυτὰ δάκρυα, ὅλους τοὺς ἔρωτες,

γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, τοὺς ἐπεστράτευε. Ἀλλοίμονο, πολλὲς φορὲς ἔφθανε στὸ σημεῖο νὰ λέει: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μὲ τὴν

ἔρημο, μὲ τὴν ξεραΐλα, δὲν ταιριάζουν στὰ πόδια σου αὐτὰ τὰ ἀγροτικὰ τσαρούχια, δὲν ἁρμόζει στὴν σάρκα σου τὸ τρίχινο

ροῦχο. Ποιός σοῦ μάτιασε τὰ ὡραῖα μαλλιὰ τοῦ κεφαλιοῦ σου; Μακάρι νὰ ἔμενες στὴν πόλη καὶ νὰ τὴν στόλιζες καὶ νὰ ἤσουν

ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς ὑπατικούς». Ὅμως ἦταν σὰν νὰ χτυπᾶ τὸν χάλυβα καὶ νὰ ρίχνει βέλη στὸν οὐρανό. Στὸ τέλος

ἀποφάσισε νὰ τοῦ στήσει κρυφὴ ἐνέδρα καὶ νὰ προχωρήσει σὲ κατ’ εὐθεῖαν ἐπίθεση ἐναντίον τῆς ἀήττητης ἐκείνης ψυχῆς.

Ὅταν λοιπὸν κάποτε βγῆκε ὁ μοναχὸς νὰ πάει στὰ ἀμπέλια μαζὶ μὲ τὰ ὑποζύγια γιὰ κάποια ἐργασία, φεύγει μαζί του καὶ τὸ

μιαρὸ ἐκεῖνο γύναιο, χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτό. Μόλις βρέθηκαν μαζὶ στὸν δρόμο κι ἔφθασαν σὲ ἕνα μέρος, ὅπου δὲν ἦσαν

ἄλλοι ἄνθρωποι, πέταξε μακριά της τὴν γούνα τῆς ἀλεποῦς καὶ ἀποκαλύπτοντας τελείως τὸν πόθο της ὅρμησε ἐνάντια στὸν

μοναχό: ἔπιασε τὰ χαλινάρια τοῦ ζώου καὶ μὲ τὰ δύο της χέρια καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν σύρει πρὸς τὸ μέρος της. Π¨οσο

γενναίος ὅμως ἦταν ὁ μοναχός, ἢ μᾶλλον πόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀόρατη βοήθεια τῶν προσευχῶν τοῦ Μελετίου. Ὁ μοναχὸς

ἐπικαλέσθηκε τὴν συμμαχία τῶν προσευχῶν τοῦ διδασκάλου του, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐπίθεση τοῦ πειρασμοῦ, καὶ

παίρνοντας θάρρος ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρωγή, πέταξε μακριὰ βρίζοντάς το τὸ μανιακὸ ἐκεῖνο πλάσμα καὶ συνέχισε τὴν πορεία του

χωρὶς νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ πίσω. Εἴδατε ἐδῶ ἕναν νέο Ἰωσὴφ καὶ θυμηθήκατε τὴν κυρία του, τὴν Αἰγυπτία, τὸν ἔρωτά της καὶ

τὴν βίαιη συμπεριφορά της πρὸς αὐτόν, τὸ τράβηγμα καὶ τὸ σπρώξιμο, τὴν σωφροσύνη τοῦ νέου καὶ τὸ σχίσιμο τοῦ

χιτωνίου405, καθὼς καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του γρήγορα ἀπὸ τὸ κακό; Πολὺ σωστὰ καὶ καίρια τὰ θυμηθήκατε αὐτά. Ἂς εἶναι. Ὁ

μοναχὸς ἐπέστρεψε στὸ ὄρος ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ ἦρθε στὸν ὅσιο, τοῦ ἐξομολογήθηκε τί τοῦ συνέβη στὸν δρόμο, διότι αὐτὸς

ἦταν ὁ κανονισμός, ὅσοι πήγαιναν σὲ κάποιο διακόνημα καὶ γύριζαν πίσω νὰ ἀφηγοῦνται λεπτομερῶς στὸν γέροντα ὅλα τὰ

συμβάντα ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση μέχρι τὴν ἐπιστροφή τους. Ὁ μοναχὸς ἀφηγήθηκε μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ ἄλλα, παρέλειψε ὅμως

τὸν πειρασμὸ μὲ τὴν γυναῖκα, δὲν ξέρω ἂν τὸ ἔκανε ἐπίτηδες, ἢ ἔπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ θυμηθεῖ. Ὅμως ὁ πατὴρ Μελέτιος

πρόλαβε τὴν ἐξομολόγηση ἐκείνου καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί, τέκνον μου, διύλισες τοὺς κώνωπας τῆς ἱστορίας σου, ἀλλὰ ἔχεις

καταπιεῖ τὴν τεράστια κάμηλο406, ἀποκρύπτοντάς μου τὸν πόλεμο τῆς γυναίκας ποὺ γιὰ κακή σου τύχη σὲ φιλοξένησε, τὸ πῶς

σοῦ ἐπιτέθηκε στὰ ἀμπέλια; Ἂν καὶ δὲν γονάτισες ἐμπρὸς στὴν Βαὰλ 407 καὶ δὲν κάθισες σὲ καθέδρα ἁμαρτωλῶν 408, ὅμως δὲν

μπορεῖ νὰ μὴν ψεχθεῖ καὶ νὰ μὴν φέρει ἀγανάκτηση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι δὲν προσπάθησες νὰ συνετίσεις τὴν δύστυχη

ἐκείνη γυναῖκα μὲ πράο καὶ πατρικὸ τρόπο, ἀλλὰ τὴν κατέκλυσες μὲ βροχὴ ἀπὸ ἄγριες βρισιές». Ὁ μοναχὸς μόνο ποὺ δὲν

404 Πρβλ. Προδρόμου, Κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα 2, 182 (Marcovich 25): ὡς ἂν ἐραστοῦ λίχνον ὀφθαλμὸν

φύγῃ.

405 Γένεσις 39, 12.

406 Κατὰ Ματθαῖον 23, 24.

407 Γ’ Βασιλειῶν 19, 18.

408 Ψαλμὸς 1, 1.

83
πέθανε μόλις τὸ ἄκουσε. Τί μποροῦσε νὰ κάνει, ἀφοῦ ἡ καρδιά του εἶχε ἔτσι πολιορκηθεῖ; Ζήτησε λοιπὸν καὶ πῆρε τὴν

συγγνώμη καὶ ὕστερα ὁ ἅγιος τὸν ἄφησε νὰ φύγει.

Πόσο θαυμαστὴ εἶναι ἡ πρόρρηση ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος στὸν Βάρδα Ἱκανᾶτο, ποὺ ἦταν ὁ δεύτερος τότε στὴν διοίκηση τῆς

Ἑλλάδος καὶ τῆς Πελοποννήσου. Ὅταν ἐκεῖνος ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ στὴν βασιλεύουσα, συνάντησε τὸν ἅγιο, γιὰ νὰ τοῦ

δώσει τὸν τελευταῖο, ὅπως νόμιζε ἀποχαιρετισμό. Ἀσπάσθηκε τὴν ἱερὴ μορφή του καὶ ζήτησε τὴν εὐχὴ του, γιὰ νὰ τὸν φυλάει

σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ὅμως ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ἔχε θάρρος, τέκνον μου, καὶ τρίτη φορὰ θὰ γίνεις ἀνθύπατος καὶ θὰ πάρεις τὶς

εὐχές μου αὐτοπροσώπως, ἀνάλογες μὲ τὴν μεγάλη πίστη ποὺ ἔχεις». Αὐτὸ πράγματι συνέβη μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, διότι πῆρε

τρίτη φορὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἐξουσία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὁ προαναφερθεὶς καὶ παρέστη καὶ στὴν κηδεία τοῦ

ἁγίου, ἀφοῦ ἄλλωστε κι αὐτὸ εἶχε προβλέψει ὁ Μελέτιος. Ὅταν κάποτε ἦρθε στὸν ἅγιο Μελέτιο ὁ πρῶτος στὴν Πελοπόννησο,

ὁ Ἰωάννης Ξηρός, τὴν ἑβδομάδα τῆς Τυροφάγου, συζητοῦσε μαζί του γιὰ τὶς δικές του ὑποθέσεις. Ὁ ἅγιος τότε τοῦ εἶπε:

«Σκέψου, τέκνον μου, τὶς ὑποθέσεις σου καὶ τακτοποίησέ τις ὅσο μπορεῖς καλύτερα, διότι πλησιάζει τὸ ἀναγκαῖο τέλος σου».

Τὸ ἄκουσε ἐκεῖνος καὶ ἡ ψυχή του θορυβήθηκε, ἄλλωστε ἄνθρωπος ἦταν κι αὐτός, δηλαδὴ ἕνα ζῶο ποὺ κατ’ἐξοχὴν ἀγαπᾶ τὴν

ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό του409. Ὡστόσο, πίστεψε στὰ λόγια τοῦ ἁγίου καὶ ἀφοῦ προετοιμάσθηκε, ὅπως ἤθελε, στὴν ἑπόμενη

ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν, παρέδωσε τὴν ψυχή του.

Θὰ δώσω τὸν λόγο μου καὶ στὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸν εὐνοῦχο Λέοντα τὸν Νικερίτη, ποὺ ἦταν στρατηγὸς καὶ εἶχε

διαπρέψει σὲ πολλὰ ἀξιώματα στὸ Ρωμαϊκὸ κράτος. Τότε εἶχε τὴν ἐξουσία τῆς Πελοποννήσου. Τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ

στρατιωτικοὶ πολλοὶ καὶ λόγιοι, ὅμως ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς ἀγαποῦσε πολύ, στὸν ὁποῖον εἶχε δέσει τὰ παλαμάρια τῆς ζωῆς του410.

Ἦταν συγγενής του καὶ ἀκόμη ἦταν ἀγένειο παιδί, στὴν ἄνοιξη τῆς ζωῆς του. Ἀλλοίμονο ὅμως γιὰ τὴν κακή του τύχη, τὸν

βρῆκε κακιὰ ἀρρώστια, φέρνοντάς του πρόωρα, ἐνῶ ἄνθιζε μὲ μία τέτοια ὀμορφιά, τὸ φθινόπωρο, ἀπειλώντας μάλιστα νὰ τοῦ

φέρει καὶ τὸν χειμῶνα τοῦ θανάτου, καὶ ὄντως τὸν εἶχε πλησιάσει. Ὁ νεαρὸς βρισκόταν στὰ τελευταῖα του πλέον ἐξαιτίας τῆς

ἀρρώστιας, ἡ σάρκα του εἶχε λιώσει σιγὰ σιγὰ καὶ ἡ δύναμη τῆς ζωῆς εἶχε ἐξαντληθεῖ. Ὅμως ὄχι λιγώτερο ὑπέφερε ἡ ψυχὴ

τοῦ Νικερίτη, ποὺ ἦταν πρόθυμος νὰ θυσιάσει τὴν δική του ζωὴ γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Ἔψαχνε νὰ βρεῖ κάθε δυνατὸ

τρόπο θεραπείας καὶ συγκέντρωνε ὅλους τοὺς γιατροὺς ἀπὸ κάθε χώρα, οἱ ὁποῖοι, σὰν λαίμαργοι γῦπες 411, τοῦ ἔτρωγαν τὴν

περιουσία. Μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀμηχανία του γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν εἶχε βρεῖ, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει,

ὅταν εἶδε κάποιον μοναχὸ νὰ ἔχει κατεβεῖ ἀπὸ τὸ ὄρος στὴν πόλη γιὰ μία ἐργασία, τὸν κάλεσε κοντά του καὶ τὰ δάκρυά του

ἄρχισαν νὰ κυλοῦν πρὶν ἀκόμη μιλήσει. Γενικῶς οἱ εὐνοῦχοι εὔκολα δακρύζουν, ἀκόμη κι ἂν δὲν ἔχουν τίποτε, ἂν ὅμως ἔχουν

γίνονται ἀκόμη πιὸ περιπαθεῖς, συγκινώντας καὶ τὶς καρδιὲς ἡρώων. Ἀλλοίμονο412, πόσα δάκρυα καὶ ὀλολυγμοὺς καὶ βαθεῖς

στεναγμούς ἔβγαλε! Τὰ δάκρυα λοιπὸν πρόφθασαν τὸν λόγο του καὶ μὲ μάτια του δήλωνε τὴν συμφορά του. Τελικὰ τοῦ εἶπε:

409 Πρβλ. τὸν Αἰσώπειο μύθο 60 (B. E. Perry, Aesopica, Urbana and Chicago 1952, 344): πᾶς ἄνθρωπος
φιλοζωεῖ, κἂν δυστυχῇ.

410 Πρβλ. Παλατινὴ Ἀνθολογία 12, 159, 1 (H. Beckby, Anthologia graeca. Buch XII-XVI, München2 1958): Ἐν

σοὶ τἀμά, Μύϊσκε, βίου πρυμνήσι’ ἀνῆπται.

411 Πρβλ. Λουκιανοῦ, Τίμων 46 (M. D. Macleod, Luciani opera I, Oxonii 1972, 329, 27): γυπῶν ἁπάντων

βορώτατε.

412 Πρβλ. Θεοδώρου Προδρόμου, Κατομυομαχία 193 (H. Hunger, Der byzantinische Katz-Mäuse-Krieg.

Theodoros Prodromos Katomyomachia. Einleitung, Text und Übersetzung, Wien 1968, 100): ἰατταταιάξ, ὢ πόνων

ἰαλέμων. Βλ. καὶ τὸ μυθιστόρημα τοῦ ἴδιου Τὰ κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα 5, 270 (ἰαταταὶ τὸ πάθος ὡς

θηλυφρόνων καὶ 7, 236 (ἰαταταὶ τὸ κάλλος αὐτοῖς ἡλίκον) (Μ. Marcovich, Theodori Prodromi DE Rhodanthes et
Dosiclis amoribus libri IX, Stutgardiae et Lipsiae 1992, 83 καὶ 118).

84
«Πάτερ, θύμησε στὸν πατέρα σου νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί, λέγοντάς του πόσο πόνο καὶ θλίψη ἔχω μέσα στὴν

καρδιά μου». Ἐκεῖνος ἀνέβηκε στὸ βουνὸ ξανὰ καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ στὸν μεγάλο Μελέτιο. Ὅμως δὲν τὸν ἔπεισε. Ὁ ἄγιος τοῦ εἶπε

ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ προσευχὲς αὐτὸς ποὺ σὲ λίγο θὰ πεθάνει. Αὐτὸ τὸ ἀνήγγειλε ὁ μοναχὸς στὸν Νικερίτη καὶ ἡ καρδιά

του γέμισε ἀπὸ μεγάλη ταραχή. Ἀμέσως τότε προσκάλεσε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τὸν Θεοδόσιο, ἄνδρα θαυμαστὸ γιὰ τὶς ἰατρικὲς του

γνώσεις, ὁ ὁποῖος εἶχε παρακολουθήσει τὸν ἀσθενῆ καὶ τοῦ εἶπε, κοιτάζοντάς τον ἄγρια: «Γιατί, παλιάνθρωπε, μὲ ξεγελοῦσες

μὲ ψεύτικες ἐλπίδες σὰν πήλινο ἀγγεῖο, λέγοντας περιττὲς συνταγὲς γιὰ ψυχροποσία, ἐξετάζοντας τοὺς σφυγμούς καὶ

ταλαιπωρώντας τὸ χέρι ἐκείνου τοῦ δυστυχισμένου; Γιατί τοῦ χάριζες ὧρες καὶ χρόνια ζωῆς, τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν εἶχες καμμία

ἐξουσία ἐπάνω τους;». Τέτοια τοῦ εἶπε, κι ὁ γιατρὸς πάγωσε ποὺ τὰ ἄκουσε. Ὅμως συνῆλθε, πλησίασε τὸν ἀσθενῆ, ἔπιασε τὸν

σφυγμό του ἀρκετὴ ὥρα καὶ καθὼς δὲν διέγνωσε κανένα πρόβλημα στὸν ἄρρωστο, πῆρε θάρρος πάλι κι ἄρχισε τὶς

ὑποσχέσεις. Τινάζοντας τὰ μαλλιά του πίσω, μὲ γυμνὸ τὸ μέτωπο εἶπε μὲ θάρρος στὸν Νικερίτη, δείχνοντας τὸ κεφάλι του:

«Νὰ μοῦ κόψεις τὸ κεφάλι, ἂν χάσεις τὸ παιδί αὐτό». Ἐκεῖ σταμάτησε τὸ πρᾶγμα κι ὁ μοναχὸς γύρισε πίσω στὸν ὅσιο,

λέγοντάς του ὅτι ὁ ἄρρωστος πάει καλύτερο κι ὅτι ὁ γιατρὸς ἔβαλε ὑποθήκη τὴν ἴδια του τὴν ζωὴ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ

ἀσθενοῦς. Τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ γέροντας, ἡσύχασε γιὰ λίγο χωρὶς νὰ μιλᾶ, αὐτοσυγκεντρώθηκε, μαζεύοντας τὶς αἰσθήσεις του

καὶ φάνηκε νὰ τὸν ἔχει κυριεύσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἔχει πέσει σὲ ἔκσταση. Ὕστερα σὲ κατάσταση ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἱερῆς

βακχείας, εἶπε, στρέφοντας τὸ βλέμμα του στὸν μοναχό: «Νά, πέταξε μόλις ἡ ψυχὴ τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Νικερίτη καὶ τώρα ὁ

ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ φοβερὸ πένθος. Πῆγε σὲ ἄλλο μέρος, πιὸ δίκαιος πατέρας του εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μὲ πιὸ δίκαιη σχέση τὸ

πῆρε κοντά του ὁ Θεός». Πῶς νὰ συγκριθοῦν μὲ αὐτὸ οἱ χρησμοὶ τοῦ Δημαινέτου τοῦ Φωκαέως, τοῦ Ζωστράτου τοῦ Μήδου,

πῶς νὰ συγκριθοῦν ἡ ἱστορία τοῦ Ἐμπεδότιμου τοῦ Συρακοσίου καὶ τὰ περιστατικὰ τοῦ Νικία, τοῦ Ἐπιγένη, τοῦ

Θεοκλυμένου, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν σεβαστοὶ γιὰ τὶς προφητεῖες ἀπὸ τοὺς Καρυστίους, στοὺς Θεσπιεῖς καὶ στοὺς Κεφαλλῆνες413,

διότι τὰ περιστατικὰ αὐτὰ τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν εἶναι ἱστορία, ἀλλὰ μῦθος, ἐνῶ τὸ περιστατικὸ τοῦ ἁγίου Μελετίου τὸ εἶδαν

μὲ τὰ μάτια τους πιστοὶ ἄνθρωποι καὶ ἔφτασε στὰ αὐτιά μας. Καὶ στὸν Ἀθανάσιο ποὺ τὸν διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενεία τοῦ

ὄρους προφήτευσε ὅτι θὰ ζήσει ἑξῆντα χρόνια καὶ μετὰ θὰ πεθάνει καὶ δὲν διαψεύσθηκε.

Ἀλλὰ καὶ κάποιου ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ὀνομαζόταν Νῶε καὶ ἦταν εὐγενής, ὁ γιὸς ἀπὸ τὴν δική

του ἐμπειρία μαρτυρεῖ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ ἁγίου. Ὅταν ἐκεῖνος ἐγκατέλειψε τὸν σαρκικὸ Νῶε καὶ τὴν
Κωνσταντινούπολη, τὸ χωρίο τοῦ κατακλυσμοῦ, γιὰ νὰ πάει στὸν πνευματικὸ Νῶε, δηλαδὴ στὸν Μελέτιο, καὶ στὴν κιβωτό

του, δηλαδὴ στὴν ἔρημο, ἔγινε δεκτὸς μὲ χαρὰ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ ἀξιώθηκε τὴν εὐλογία τοῦ Ἰάφεθ 414. Ἦταν κόσμιος στὴν

ἐμφάνιση, ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισή του ἦταν σεμνὴ καὶ εὐπρεπής, ὅμως κάτω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία τοῦ Ἰάφεθ ἔκρυβε τὸν Χάμ,
καὶ κάτω ἀπὸ τὴν λεοντῆ κρυβόταν γάιδαρος καὶ τὰ γκαρίσματά του δὲν ἄργησαν νὰ ἀκουσθοῦν. Κουβαλοῦσε μεγάλη

Ἰταλικὴ περηφάνεια415 καὶ εἶχε ἀλαζονεία πέρα ἀπὸ τὰ προδιαγεγραμμένα, περιφρονώντας τοὺς ἐκεῖ μοναχοὺς καὶ θεωροῦσε

τὴν ἐκεῖ ἄσκησή τους ἕνα παιχνίδι. Σκεπτόταν τὸ ἴδιο ἀλαζονικὰ μὲ τὸν ἑωσφόρο καὶ σκεπτόταν νὰ στήσει τὸν θρόνο τῆς

διαγωγῆς του ἐπάνω στὰ σύννεφα καὶ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν ὕψιστο416. Καὶ ὁ ἅγιος πολλὲς φορὲς προσπαθοῦσε μὲ νουθεσίες

νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτὴν τὴν λύσσα καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας αὐτῶν θὰ ὑποστεῖ μεγάλο πειρασμό, ὅμως ἐκεῖνος

413 Τὰ ὀνόματα προέρχονται ἀπὸ τοὺς Στρωματεῖς τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως 1, 21, 132, 3, 4-133, 2,

5 (Stählin 83, 14-83, 17)

414 Γένεσις 9, 24-27.

415 Πρβλ. Θεοδώρου Προδρόμου, Τὰ κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα 7, 429 (Marcovich 124): τύφλον, κορύζης

ἔμπλεων, γηραλέον. Ἡ ἀλαζονεία θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς χαρακτηριστικὸ τῶν Ἰταλῶν.

416 Ἠσαΐας 14, 14.

85
ἔμοιαζε μὲ κῦμα ποὺ δὲν ἀκούει τὸν λόγο ἢ μὲ γάιδαρο ποὺ ἀκούει λύρα ἢ κιθάρα417. Ἔτσι μία μέρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν συνοδεία

ἐκείνη καὶ ἀφηνιασμένος ἐγκατέλειψε αὐτὸν ποὺ συγκέντρωνε καὶ προσκολλήθηκε σὲ ἐκεῖνον ποὺ σκόρπιζε. Ἐγκατέλειψε τὸν

ποιμένα καὶ τὴν ποίμνη καὶ τὴν καλὴ συντροφιὰ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἀκολούθησε τὸν κακὸ λύκο. Τὰ δάκρυα διακόπτουν τὴν

ἀφήγησή μου γιὰ ὅσα ἐπακολούθησαν καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴν συνέχεια, πάω κατ’ εὐθεῖαν νὰ ἀφηγηθῶ τὴν συμφορά.

Ὁλόκληρος παρασύρομαι καὶ πηγαίνω στὸ πάθημά του. Δὲν εἶχε ἀπομακρυνθεῖ πολὺ ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ ὁ κακὸς ἐκεῖνος καὶ

ἐπίβουλος φίλος του, βγάζει μία φωνὴ τάχα ἀπὸ τὰ σύννεφα, μὲ τὴν ὁποία τοῦ ἔδινε ἐντολὴ νὰ τρυπήσει τρεῖς φορὲς τὴν

κοιλιά του καὶ νὰ κόψει τὰ γεννητικά του ὄργανα μὲ μαχαίρι. Ὁ σκοτισμένος ἄκουσε ἐκείνη τὴν σκοτεινὴ φωνὴ καὶ

νομίζοντας ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ σατανᾶ εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τοῦ δίνει καλὲς συμβουλές, θεώρησε σωστὸ νὰ τρυπήσει τὴν

κοιλιά του ποὺ τὸν παρέσυρε πρὸς τὰ κάτω, ἐπειδὴ εἶναι ταμεῖο λαιμαργίας, καὶ νὰ κόψει τὰ γεννητικά του ὄργανα. Τρυπᾶ

λοιπὸν ἀμέσως τὴν κοιλιά του καὶ κόβει τὰ αἰδοῖα του καὶ πέφτει στὴν γῆ πτῶμα ἀξιοθρήνητο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους 418.

Ὦ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπετε τὰ πάντα καὶ πρόνοια ποὺ ὅλα τὰ ἐπιστατεῖς! Τόλμησε εἰς βάρος του πράγματα ποὺ οὔτε

ἐχθρὸς δὲν θὰ τὰ ἀποτολμοῦσε. Εἶχε ἀφηνιάσει ἐναντίον τῆς δημιουργικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι

εἶχε πλάσει ὁρισμένα μέλη τοῦ σώματός μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνει κακό. Σὲ αὐτὴν λοιπὸν τὴν κατάσταση βρισκόταν, θρῆνος γιὰ

ὅσους εὐσεβεῖς τὸν ἔβλεπαν καὶ περίγελως γιὰ τὸν διάβολο τὸν ἐχθρό μας. Ὁ μέγας ὅμως Μελέτιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τίποτε δὲν

εἶχε διαφύγει ἀπὸ ὅσα εἶχαν συμβεῖ, βγῆκε σκυθρωπὸς ἀπὸ τὸ κελλί του, δείχνοντάς τὴν λύπη του γιὰ τὸ κακὸ ἀπὸ τὴν ὄψη

του καὶ ἀφοῦ κάλεσε κοντά του μερικοὺς ὑποτακτικούς του, τοὺς εἶπε τί συνέβη καὶ τοὺς διέταξε νὰ πάρουν ἕνα ὑποζύγιο καὶ

νὰ πᾶνε στὸ μέρος ποὺ ἔγινε τὸ κακό, νὰ σηκώσουν ἀπὸ κάτω τὸν ἀδελφὸ καὶ νὰ τὸν φέρουν στὴν μονή, γιὰ νὰ τὸν

φροντίσουν οὕτως ὥστε νὰ μὴν δώσει στὸν διάβολο τὴν ἄδεια γιὰ νὰ καυχιέται ἀπεριόριστα. Γρήγορα ἔγιναν αὐτά, ἑτοίμασαν

ἕνα μουλάρι καὶ οἱ μοναχοὶ πῆγαν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Τότε τὸν εἶδαν νὰ τὸν κουβαλοῦν στὰ χέρια βοσκοί, ἄθλιο

φορτίο καὶ ἀφοῦ τὸν εἶδαν, ἔνοιωσαν ἔκπληξη γιὰ τὴν προφητεία τοῦ πατέρα τους. Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, τὸν πῆραν

ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν μονή, ἐνῶ ἴσα ἴσα ἀνέπνεε.

Ἄλλοτε πάλι τὴν ἑβδομάδα, κατὰ τὴν ὁποία προκαθαιρόμαστε γιὰ τὴν ἱερὴ νηστεία, καθὼς τὴν ἔχουν βάλει οἱ θεοφόροι

πατέρες ὡς μεταίχμιο τρυφῆς καὶ νηστείας, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν ἄκρα κραιπάλη στὴν ἀπόλυτη νηστεία

καὶ τὴν ταλαιπωρία τῆς σάρκας, εἶχε τελειώσει τὸ τυρὶ στὶς μονὲς τοῦ μεγάλου Μελετίου καὶ οἱ μοναχοὶ ἦταν πολὺ
δυσαρεστημένοι γι’ αὐτό, γογγύζοντας, ὡς συνήθως, ἐναντίον τοῦ ὁσίου. Ἐκεῖνος πρῶτα τοὺς ἐπέπληξε μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ

τοὺς μέμφθηκε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία τους, ἐπειδὴ ὅμως τοὺς ἔβλεπε νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν ἔχουν πίστη καὶ νὰ μὴν ἔχουν

δύναμη νὰ διώξουν ἀπὸ μέσα τους τὸν δισταγμό, ἐπειδὴ μάλιστα πλησίαζε καὶ ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τοὺς εἶπε: «Γιατί,
ὀλιγόψυχοι, ξεχάσατε τὴν πρόνοια τοῦ σωτῆρος μας τοῦ Χριστοῦ; Μήπως δὲν τὸ καταλαβαίνει ἐκεῖνος ποὺ μόνος του ἔπλασε

τὶς καρδιές μας, δὲν ξέρει τί ἀνάγκη ἔχουμε ὁ πλάστης τοῦ σώματός μας; Βγεῖτε λίγο ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς μονῆς καὶ θὰ

βρεῖτε ἐκεῖ ἐκείνους ποὺ μᾶς φέρνουν τυρί». Ἔγινε ἀμέσως αὐτὸ ποὺ εἶπε κι ἀφοῦ βγῆκαν ἔξω, ὅπως τοὺς διέταξε, βρῆκαν ὄχι

λίγα μουλάρια φορτωμένα ὅλα μὲ τυρί. Μὲ χαρὰ τότε τὰ πῆραν καὶ τὰ ἔβαλαν μέσα, Μὲ τὸ τυρὶ ἱκανοποίησαν τὴν ἀνάγκη τοῦ

σώματος, ἐνῶ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ ἐκεῖνο θαῦμα τὴν ψυχή του ποὺ ἦταν ὑγρὴ σὰν γάλα τὴν ἔκαναν νὰ πήξει καὶ νὰ γίνει τυρί.

Ἔτσι ὅπως λέει ὁ Δαυίδ, ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεὸν πῖον ὄρος καὶ τετυρωμένον 419.

Κάποτε πάλι ποὺ ἔφεραν κρασὶ στὴν μονή, πῆραν οἱ μοναχοὶ τὸ κρασί, ὅπως ἦταν μὲ τὸ δοχεῖο, καὶ τὸ πῆγαν στὸν

μεγάλο Μελέτιο, παρακαλώντας τον νὰ τὸ εὐλογήσει, γιὰ νὰ τὸ πιοῦν, ἐκεῖνος ὅμως δὲν συγκατένευσε, ἀλλὰ τοὺς διέταξε νὰ

ρίξουν κάτω τὸ δοχεῖο, νὰ σπάσει, γιὰ νὰ χυθεῖ τὸ κρασί, ὅπως καὶ ἔγινε. Τὸ πήλινο δοχεῖο ἔσπασε, τὸ κρασὶ χύθηκε ἔξω, μαζὶ

417 Leutsch-Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum I, 291, 8.

418 Ἡ περίεργη αὐτὴ περίπτωση αὐτοευνουχισμοῦ ἴσως ὀφείλεται σὲ κάποια αἱρετικὴ δοξασία τοῦ

πρωταγωνιστῆ.

419 Ψαλμὸς 67, 16.

86
ὅμως μὲ αὐτὸ πετάχτηκε ἔξω καὶ ἕνα τεράστιο φίδι, τὸ ὁποῖο, μὲ ἐπίβουλο σχέδιο τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, εἶχε μπεῖ μέσα, κι

ἐγὼ δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ, καὶ ἔχυσε μέσα στὸ δοχεῖο τὸ δηλητήριό του, πρὶν πεθάνει καὶ τὸ ἴδιο. Τὸ φίδι κειτόταν χάμω τεράστιο,

ἐνῶ οἱ μοναχοὶ εἶχαν ζαλισθεῖ βλέποντας τὸ θέαμα αὐτό, ἔκπληκτοι ταυτόχρον μὲ τὸ διορατικό, τὸ τόσο διορατικό, χάρισμα

τοῦ ἁγίου. Μποροῦσε τότε νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἀρχέκακο ὄφι νὰ στηλιτεύεται ὅπως παλιὰ στηλιτεύτηκε τὸ φίδι ποὺ δάγκωνε ἀπὸ

τὸν Μωυσῆ μὲ τὸ χάλκινο ὁμοίωμα στὴν ἔρημο420.

Εἴδατε τὰ ὑπερβολικὰ θαύματα, εἴδατε τὶς μεγάλες διοράσεις, μὲ τὶς ὁποίες κόσμησε ὁ Θεὸς τὸν Μελέτιο; Μόλις ἕναν

κόκκο ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο ἁλώνι σᾶς ἔχω δείξει, μόλις ἕνα κουπάκι ἔβγαλα ἀπὸ μία ὁλόκληρη θάλασσα, διότι τὸ νὰ διεξέλθει

κανεὶς τὰ κατορθώματα τοῦ Μελετίου εἶναι ἴδιο μὲ τὸ νὰ μετρᾶ τὰ ἄστρα421 ἢ νὰ λαξεύει τὸν Ἄθω καὶ νὰ προσπαθεῖ μὲ τὸ

δάκτυλο νὰ ἀγγίξει τὴν ἀπλανῆ σφαῖρα. Ποιό εἶδος τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς δὲν τὸ πραγματοποίησε; Σὲ ποιό ὕψος θεωρίας δὲν

ἀνυψώθηκε; Ποιά φυσικὴ ἀρετὴ δὲν εἶχε; Ποιά ἠθικὴ ἀρετὴ δὲν ἐφάρμοσε; Σὲ ποιά καθαρτικὴ ἀρετὴ ἔμεινε ἀμέτοχος; Ἀπὸ τὶς

καθαρτικὲς ἄλλωστε ἀρετὲς ξέρομε ὅτι ὅσοι τὶς ἔχουν φθάνουν στὴν ἀπάθεια καὶ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὰ ἀγκίστρια422 καὶ τὰ

βαρίδια τῆς γένεσης.423 Ποιά θεουργικὴ ἀρετὴ424 δὲν εἶχε ὡς μύστης, μέσω τῶν ὁποίων κατορθώνεται ἡ αὐτενέργεια τῆς

λογικῆς ψυχῆς425; Μήπως ἐπεχείρησε νὰ ἀποκτήσει καμμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς αῤετές, δὲν τὰ κατάφερε ὅμως νὰ μυηθεῖ σὲ αὐτήν;

Ἢ μήπως τὰ κατάφερε νὰ μυηθεῖ, ἀλλὰ ὄχι στὸν τέλειο βαθμό; Ἢ μήπως εἶχε μὲν ὁ ἴδιος κάποια ἀρετή, ἀλλὰ δὲν τὴν δίδαξε

σὲ ἄλλους; Ἐγὼ τουλάχιστον, ἂν πρέπει νὰ πεισθῶ στὸν Θεολόγο Γρηγόριο, ὅτι κάθε ἀρετὴ ὁδηγεῖ καὶ σὲ μία διαφορετικὴ

μονὴ ἐπουράνια (καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πεισθῶ σὲ ἐκεῖνον, παρὰ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον), θεωρῶ ὅτι ὁ Μελέτιος πέρασε

ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπουράνιες μονές, διότι εἶχε βαδίσει τὴν ὁδὸ ποὺ περνᾶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Θαυμάζεις τὸ Χωρὴβ καὶ τὴν

νηστεία ἐκεῖ τοῦ Ἠλία γιὰ πολλὲς μέρες 426; Ἐγὼ θαυμάζω τὴν Μυούπολη τοῦ Μελετίου καὶ τὴν ἐγκράτειά του ἐκεῖ, ἡ ὁποία

τὸν καθιστοῦσε σχεδὸν ἄσαρκο. Ἔχω καὶ κάτι ἄλλο νὰ καυχηθῶ καὶ ἂς χύσει ἐπάνω μου τοὺς κεραυνοὺς τῆς ὀργῆς του ὁ

ζηλωτής. Ἐκεῖ ὑπῆρχε κρέας καὶ ψωμὶ καὶ κόρακες διακονοῦσαν τὴν εὐωχία τοῦ ἁγίου κάθε ὥρα καὶ γενικὰ ὑπῆρχε πολλὴ

χλιδή. Στὴν περίπτωση τοῦ Μελετίου μόνο χυλὸς καὶ μάζα ἀπὸ πίτουρο

ὑπάρχει, αὐτὰ ἦταν ἡ ἀπόλαυση τοῦ ἁγίου, ὅταν ἔπρεπε νὰ φροντίσει γιὰ τὸ σῶμα του. Ἂν μοῦ φέρνεις τὸ ροῦχο τοῦ Ἰωάννη

ποὺ ἦταν κατασκευασμένο ἀπὸ τρίχες καμήλας 427, σοῦ φέρνω ἐγὼ τὸ τρίχινο ἱμάτιο τοῦ Μελετίου καὶ τὸ χιλιοτρυπημένο

420 Κατὰ Ἰωάννην 3, 14.

421 Βλ. γιὰ τὶς δύο αὐτὲς παροιμίες βλ. D. K. Karathanasis, Sprichwörte und sprichwörtlich Redensarten des

Altertums in den rhetorischen Schriften des Michael Psellos, des Eustathios und des Michael Choniates sowie in anderen

rhetorischen Quellen des XII. Jahrhunderts, München 1936, 94 (ἀριθ. 188-189).

422 Πρβλ. Πρόκλου, Ὑπόμνημα εἰς τὰ Στοιχεῖα Εὐκλείδου (G. Friedlein, Procli Diadochi In primum Euclidis
Elementorum librum commentarii, Leipzig 1873, 20, 25): τῶν ἀγκτήρων τῆς ὕλης.

423 Πλουτάρχου, Ἠθικὰ 1096C.

424 Συνήθης διάκριση τῶν ἀρετῶν, ἴσως ὁ συγγραφέας τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ Πρόκλου τοῦ

νεοπλατωνικοῦ Μαρίνου 3, 1-4 (H. D. Saffrey-A. Ph. Segonds, Marinus, Proclus ou sur le bonheur, Paris 2002, 3):

Πρῶτον μὲν δὴ κατὰ γένη διελόμενοι τὰς ἀρετὰς εἴς τε φυσικὰς καὶ ἠθικὰς καὶ πολιτικὰς καὶ ἔτι τὰς ὑπὲρ

ταύτας, καθαρτικάς τε καὶ θεωρητικὰς καὶ τὰς οὕτω λεγομένας θεουργικάς. Στὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἔκδοσης τοῦ

βίου τοῦ Πρόκλου (σσ. 70-71) ἀπαριθμοῦνται ὅλα τὰ κείμενα στὰ ὁποῖα ἀπαντᾶ ἡ διάκριση αὐτή.

425 Ἡ φράση ἀπαντᾶ στὸ Περὶ μυστηρίων τοῦ Ἰαμβλίχου 4, 5, 11.

426 Γ’ Βασιλειῶν 17, 5.

427 Κατὰ Ματθαῖον 3, 4 καὶ Κατὰ Μάρκον 1, 6.

87
ἐκεῖνο τριβώνιο. Ἂν ἐσὺ μοῦ μιλᾶς γιὰ τοὺς δρόμους 428 ἐκείνους καὶ τὰ ταξίδια τοῦ Παύλου, ἐγὼ σοῦ μιλῶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ

Μελέτιος δὲν ἀνέβαινε ποτὲ σὲ ἅμαξα. Ἴσως ὁ Παῦλος νὰ εἶχε κανένα ὑποζύγιο, ὅσο κι ἂν δὲν τὸ ἤθελε, ὁ Μελέτιος ὅμως

πάντα ἀρκοῦνταν στὰ δικά του πόδια, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε πολλὰ ὑποζύγια, κι ἂς ἔπρεπε κάθε φορὰ νὰ κάνει τὸν γύρο ἐκείνου

τοῦ βουνοῦ, τελώντας μόνος του τὴν ἱεροπραξία κάθε φορὰ καὶ σὲ διαφορετικὸ εὐκτήριο. Κι αὐτὸ ὄχι γιατὶ τὸ ὄρος ἐκεῖνο δὲν

εἶχε μοναχούς, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἔβρισκε κανένα ἄξιο νὰ γίνει ἱερεύς. Ἐπαινεῖς τοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, τὴν πάλη καὶ τοὺς

ἀγῶνες γιὰ τὸν Χριστό, τὴν ἀφαίρεση τῶν μελῶν, τὸ χύσιμο τοῦ αἵματος, τὶς φυλακές, τὸ κάψιμο, τὰ ναυάγια, τὰ

βασανιστήρια για τὰ δάκτυλα ἢ τὰ πόδια καὶ τὰ ἄλλα ἐφευρήματα τῶν σοφῶν βασανιστῶν; Γιατί δὲν ἐπαινεῖς καὶ τὸ ἑκούσιο

μαρτύριο τοῦ Μελετίου καὶ τὴν ἑκούσια ἄθλησή του; Ἐκεῖνος ἔβαλε ὡς τύραννο εὐσεβῆ ἐπάνω στὰ θελήματα τῆς σάρκας του

τὸν νοῦ καὶ τὸν πατρικὸ νόμο καὶ δὲν σταμάτησε νὰ σταυρώνει τὰ μέλη του στὴν γῆ, ἀποσπώντας τα ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ὕλης,

Τεμάχιζε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὴν σάρκα του, κι αὐτὰ ποὺ ἄλλοι τὰ ἔκαναν μέλη πόρνης, ἐκεῖνος τὰ ἔκανε μέλη Χριστοῦ429, τὰ

πιὸ πολύτιμα μέλη. Ποιός ἀπὸ ὅσους τὸν ἤξεραν ἀγνοεῖ τὴν σήψη τῶν ποδιῶν του ἀπὸ τὴν παννύχια ὀρθοστασία, καθὼς καὶ

τὰ σκουλήκια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ ἐκεῖ, ὦ μεγάλε γίγαντα ἀνάμεσα στὰ ἄστρα ἥλιε 430; Πιὸ πολὺ στολιζόταν μὲ τὰ σκουλήκια

αὐτὰ παρὰ οἱ αὐτοκράτορες μὲ τὰ μαργαριτάρια ποὺ κρέμονται ἀπὸ πάνω τους, διότι τὸν φόβιζε ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ

τοῦ Λαζάρου. Ἔδιωχνε μακριὰ τὴν ἀπανθρωπία τοῦ πλουσίου μαζὶ μὲ τὰ χρήματα, καὶ ἐπιζητοῦσε τὶς πληγὲς καὶ τὴν φτώχεια

τοῦ Λαζάρου, τὸ ρίξιμο ἐξω ἀπὸ τὴν πύλη καὶ τὸ γλείψιμο ἀπὸ τὰ σκυλιά431, γιὰ νὰ διαφύγει ἀπὸ τὸν ἀκόρεστο καὶ ἄγρυπνο

σκώληκα432 ποὺ τρώει ὅσους χορταίνουν καὶ κοιμοῦνται βαθιά. Χαιρόταν καὶ μὲ ἄλλο τρόπο γι’ αὐτὸ τὸ πάθος του καὶ εἶχε

μεγάλη καύχηση γιὰ τὴν ἀσθένειά του, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι καὶ ὁ μέγας Συμεὼν ὁ στυλίτης μὲ τὴν ἴδια σήψη στὸ πόδι καὶ μὲ τὰ

ἴδια σκουλήκια κατάφερε νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀνεδείχθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ433.

Ἀνέφερα τὸ ὄνομα του Συμεὼν καὶ μὲ αὐτὸ ὁδηγῶ τὸν λόγο μου στὴν κοίμηση τοῦ Μελετίου, ἐπειδὴ συνέβη τὴν ἴδια

περίπου ἐποχή. Ἦταν πρώτη Σεπτεμβρίου, ὅταν κι αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, πλήρης ἡμερῶν 434 ἀνθρωπίνων καὶ

πλήρης ἡμερῶν θείων. Τὸν ἐξωτερικὸ καὶ ὑλικὸ ἄνθρωπο τὸν παρέδωσε στὴν γῆ κάτω, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Μελέτιος, καθαρὸς

πλέον, μόνον ἡ ψυχή του δηλαδή, τώρα ἀκτινοβολεῖται ἀπὸ τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ συναγελάζεται μαζὶ μὲ

τοὺς ἄλλους ὁσίους. Τὸν ὑποδέχονται ἀφ’ ἑνὸς ὁ μέγας Σάββας, ἐπειδὴ κατάγεται ἀπὸ τὴν ἴδια πατρίδα μὲ ἐκεῖνον, ἀφ’ ἑτέρου

τὸν ἀσπάζεται ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος 435, ἐπειδὴ τὴν πατρίδα του τὴν Θηβαΐδα 436 τὴν τίμησε μὲ τὴν πολιτεία του καὶ ἔκανε πόλη

428 Πρβλ. Β’ Πρὸς Τιμόθεον 4, 7.

429 Α’ Πρὸς Κορινθίους 6, 15.

430 Βλ. τὸ μυθιστόρημα τοῦ Προδρόμου Κατὰ Ῥοδάνθην καὶ Δοσικλέα 6, 1 ὁ μὲν γίγας ἥλιος (Marcovich 91)

καὶ Ποίημα 75, 20-21 (Hörandner 538): ἀντὶ γὰρ τόσου γίγαντος, ἀντὶ φωσφόρου τόσου/ κόνιν κατέχω.

431 Κατὰ Λουκᾶν 16, 19-22.

432 Κατὰ Μάρκον 9, 48.

433 Bλ. σχετικὰ π.χ. τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου ποὺ συνέθεσε ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, PG

114, 357D: καὶ γὰρ τῇ διηνεκεῖ ἐκείνῃ στάσει καὶ ἀνενδότῳ τοῦ ποδὸς ἕλκει βρύοντος, διατριβὴ σκωλήκων τὸ

σκέλος γεγένητο.

434 Γένεσις 25, 8

435 Κατὰ τὴν παράδοση ἀσκήτευσε στὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, τὸν ὁποῖο συνάντησε στὸ

τέλος τοῦ βίου του.

436 Φυσικὰ πατρίδα τοῦ Παύλου ἦταν ἡ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ὁ συσχετισμὸς τοῦ Προδρόμου εἶναι
τουλάχιστον ἐξεζητημένος.

88
τὴν ἔρημο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸν ἀγκαλιάζει ὁ Συμεὼν ἐπειδὴ συνεκδήμησε καὶ ἀποδήμησε μαζὶ μὲ αὐτὸν τὴν ἴδια μέρα

ἀπὸ τὴν ζωή. Γιὰ νὰ θυμηθῶ ὅμως καὶ τοὺς πρὸ Χριστοῦ δικαίους, τὸν κάνει οἰκεῖο του καὶ ὁ Ἀβραὰμ, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος

μετανάστευσε μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ τοὺς συγγενεῖς του, ἀλλὰ καὶ ὁ Μωυσῆς, ἐπειδὴ ἔβγαλε νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο,

ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ Ἀαρών, ἐπειδὴ κράτησε καθαρὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης του, καὶ ὁ Σαμουὴλ γιὰ τὶς νέες ὁράσεις ἢ

προοράσεις. Τὸν ἔχουν οἰκεῖο τους ἐπίσης ὁ Δαυὶδ λόγω τῆς μεγάλης του πραότητος καὶ ὁ Ἠλιοὺ γιὰ τὶς νηστεῖες του καὶ τὴν

ἀγάπη του γιὰ τὴν ἔρημο437. Ἀδιάσπαστα μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι διασπᾶται καὶ γίνεται ἀντικείμενο διανομῆς μεταξὺ αὐτῶν.

Ὁ Μελέτιος λοιπὸν πανηγυρίζει ἐπάνω στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων καὶ τὶς ταξιαρχίες τῶν ἀγγέλων, ἐνῶ σὲ μᾶς

ἔχει ἀφήσει κάτω στὴν γῆ σὰν πολύτιμο θησαυρὸ τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο σῶμα, ποὺ ἦταν ἀντάξιο μιᾶς τέτοιας ψυχῆς. Διώχνει μακριὰ

τὶς ἀσθένειες, παρέχει ποικίλα ἰάματα, προφυλάσσει τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ ἀφανίζει τοὺς ἀλιτήριους δαίμονες. Ὁ Μελέτιος,

ὑποκύπτοντας στὸν φυσικὸ νόμο, ἀπεβίωσε, πληρώνοντας τὸ κοινὸ ἀνθρώπινο χρέος, ὅμως ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ

πνεύματος ποὺ ὑπῆρχε μέσα σὲ ἐκεῖνον δὲν πέθανε μαζί του, ἀλλὰ παραμένει ἀκόμη στὴν σορὸ τοῦ μεγάλου ἁγίου καὶ μέσω

τῶν λειψάνων του κάνει μεγάλα θαύματα.

Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μελετίου διὰ μέσου ἐκείνου, καὶ δὲν μποροῦν νὰ μετρηθοῦν.

Ὅμως ἐμεῖς, ἐπιδιώκοντας τὸ μέτρο καὶ ἀποφεύγοντας τὸν κορεσμὸ στὸν λόγο ποὺ ἐνοχλεῖ τοὺς ἀκροατές, ἂν καὶ δὲν μπορεῖ

νὰ ὑπάρξει γιὰ ἕναν εὐσεβῆ κανένας κορεσμὸς ἀπὸ τὴν ἀφήγηση θαυμάτων, ἀφοῦ ἀφηγηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ μὲ συντομία,

θὰ τελειώσομε τὸν λόγο μας. Ὑπῆρχε κάποιος εὐσεβὴς Βάρδας καταγόμενος ἀπὸ τὴν εὐδαίμονα Συρία, ὁ ὁποῖος ὅμως ζοῦσε

στὴν Θήβα, ἔχοντας πολιτογραφηθεῖ Θηβαῖος. Τὸ σῶμα του εἶχε γεμίσει λέπρα καὶ ἔχανε τὸ ἄνθος του καὶ μαραινόταν σὰν

φυτὸ τὸ φθινόπωρο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει μέσα στὴν συμφορά του, ἐπειδὴ εἶχε ἀπελπισθεῖ ἀπὸ τοὺς γιατροὺς ποὺ

ἰατρεύουν ὡς ἄνθρωποι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ἔβλεπε κανέναν Χριστὸ πλέον ἐπάνω στὴν γῆ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει σὰν ἕναν

ἑνδέκατο λεπρὸ μαζὶ μὲ τοὺς παλιοὺς δέκα. Τί κάνει λοιπὸν καὶ τί σκέπτεται καὶ τί σχέδιο συλλαμβάνει λόγω τῆς ἀνάγκης ποὺ

εἶναι σὲ ὅλα ἐφευρετική; Πάει στὸν τάφο τοῦ Μελετίου καὶ πόσο γρήγορα ὄντως θεραπεύεται; Σὰν τὸ φίδι ποὺ ἀποβάλλει τὸ

δέρμα του438, ἔβγαλε ἀπὸ πάνω του ὄχι τὸ γῆρας, ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια καὶ βγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ καθαρὴ τὴν σάρκα του. Σιχάθηκε

τὴν ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν τοῦ παρελθόντος, διότι φοβόταν μὴν γίνει ὅπως αὐτοὶ ξανὰ λεπρός καὶ μιμήθηκε τὴν

εὐγνωμοσύνη τοῦ ἑνὸς ἐκείνου ποὺ ἦταν Σαμαρείτης 439, διότι ἀπὸ τότε μέχρι τὸν θάνατό του δὲν ἔπαυσε νὰ πηγαίνει στὴν
μονὴ καὶ νὰ τελεῖ κάθε χρόνο μὲ τρόπο λαμπρὸ τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου.

Ἀλλὰ καὶ κάποιος Σάββας, μοναχὸς τῆς μονῆς τοῦ Συμβούλου, εἶχε μία ἀρρώστια στὸ δεξί του χέρι, ἡ ὁποία ὀνομάζεται

ἀπὸ τοὺς γιατροὺς ὑέλωψ. Ξόδεψε ὅλη του τὴν περιουσία στοὺς γιατροὺς καὶ πέντε ὁλόκληρα χρόνια δὲν εἶχε δεῖ καμμία

ὠφέλεια. Ἔφθασε μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὕστερα ἐπέστρεψε στὴν Θήβα ἄπρακτος. Τότε φάνηκε στὸν ὕπνο του ὁ

ἅγιος καὶ νόμισε πὼς τοῦ ἄγγιξε τὸ μέλος ποὺ ἔπασχε καὶ ἔτσι γιατρεύτηκε, ὄχι ὅμως στὸ ὄνειρό του πλέον, ἀλλὰ στὴν

πραγματικότητα.

Ἂς γίνει σφραγίδα τοῦ λόγου μου τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε στὸν Κλήμεντα ἀπὸ τὴν Μονεμβασία. Ὅταν ζοῦσε στὴν πατρίδα

του ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔπαθε κάτι στὸ συκώτι, τὰ ἔντερά του ἔπεσαν πρὸς τὰ κάτω καὶ ἔπαθε κοίλη στὸ ὄσχεο τῶν ὄρχεων. Γι’

αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ λόγω τῆς φήμης τῶν θαυμάτων τοῦ Μελετίου πῆγε στὴν περιοχὴ τῆς Θήβας. ἑκεῖ ἔπεσε

στὸν τάφο τοῦ ἁγίου, ἱκετεύοντας νὰ βρεῖ τὴν ὑγεία του. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση βρισκόταν ἐκεῖνος. Δὲν πέρασε πολὺς

437 Μὲ τὰ ἴδια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συγκρίνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν Μ. Βασίλειο στὸν

Λόγον 43, 71-74 (Bernardi 284-290).

438 Παρόμοια εἰκόνα ὑπάρχει στὴν Ἐπιστολὴ Ε΄ τοῦ Προδρόμου (PG 133, 1251A): κατὰ τοὺς ὄφεις

λεβηριδωτοὶ καὶ φολιδωτοί.

439 Kατὰ Λουκᾶν 17, 12-18.

89
χρόνος καὶ βαθιὰ μέσα στὴν νύχτα ἐμφανίσθηκε μπροστά του ὁ Μελέτιος καὶ ἔμοιαζε νὰ τοῦ πιάνει τὸ ὄσχεο, σπρώχνοντας

στὴν φυσική τους θέση τὰ σπλάγχνα του ποὺ εἶχαν πέσει πρὸς τὰ κάτω. Ὕστερα ἔπιασε καὶ τὸ συκώτι προσπαθώντας νὰ τὸ

γιατρέψει. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χάρη σου, Χριστὲ βασιλεῦ! Ὁ ἄνθρωπος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του, μὲ ὑγιὲς τὸ συκώτι του

ὅσο ποτὲ ἄλλοτε καὶ τὸ μέρος τῶν ὄρχεων δὲν εἶχε πιὰ κανένα βάρος. Τὸ σῶμα του ἦταν πιὰ θεραπευμε΄νο καὶ ὑγιές. Τέτοιες

εἶναι οἱ ἀμοιβὲς τῶν μόχθων σου, τέτοια εἶναι τὰ ἔπαθλα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων σου, Μελέτιε, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ κάλλος τῆς

ἐποχῆς μας. Τέτοια παρρησία μεγάλη πρὸς τὸν Θεὸ ἀπέκτησες, μέσω τῆς ὁποίας μὴν πάψεις νὰ ἐξευμενίζεις πρὸς χάριν μας

τὸν Κύριο τῶν ὅλων. Μὴ θυμώσεις γιὰ τὴν τόλμη μας νὰ ποῦμε τὸν χρυσὸ σου ἔπαινο μὲ χοϊκὰ λόγια, ἀλλὰ ἀποδέξου τὸ

κείμενο λόγω τῆς προθυμίας μου, τὴν ὁποία καὶ ὁ Θεός σου τὴν προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ πολύτιμα πράγματα, ᾧ ἡ

δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας ἀμήν.

90

You might also like