You are on page 1of 8

Χριστόφορος Ράπτης – Το Κύκνειο Άσμα μου

22 του Δεκέμβρη 1946: Η πιο σκοτεινή μέρα της ζωής μου

Αποκεφάλισαν τέσσερις συντρόφους μου

Η Συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 δεν έπειθε κανέναν πως θα
λύσει τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Κανένας δεν πίστευε πως οι Άγγλοι και οι
εθνοπροδότες θα τηρήσουν τους όρους περί ειρήνευσης του τόπου μας, περί
ελεύθερων εκλογών, τιμωρία των δωσίλογων κτλ. Η είδηση για την παράδοση των
όπλων στους προδότες ήταν μαχαίρι στην καρδιά για τους Ελασίτες. Έκλαιγαν σα
μικρά παιδιά. Φιλούσαν και αγκάλιαζαν τα ντουφέκια τους. Κατηγορούσαν την
ηγεσία του ΚΚΕ. Έβριζαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως τους πρόδωσε ο
Άρης!
Τα παράπονα και η δυσπιστία στην ηγεσία του Κόμματος, δεν επικρατούσαν μόνο
στους Ελασίτες αλλά και στα κατώτερα και μεσαία στελέχη με τα οποία είχα και εγώ
επαφή, ανάμεσα στους δοξασμένους καπετάνιους και αξιωματικούς του ΕΛΑΣ. Όλοι
ξέραμε τι μας περίμενε. Η «Συμφωνία» μας παρέδιδε στο έλεος των προδοτών και
των Εγγλέζων και αυτό που φοβόμασταν δεν άργησε να γίνει πράξη.
Αμέσως μετά τον αφοπλισμό, κράτος και παρακράτος ρίχτηκαν σαν τα πεινασμένα
όρνια, όχι μόνο στους Ελασίτες και τους κομμουνιστές, αλλά και στον κάθε
δημοκράτη. Θα κάνω δυο διευκρινίσεις πριν πάμε παρακάτω:
1. Tα βασικά στρατιωτικά στελέχη της 8ης Μεραρχίας στάλθηκαν το Μάη του 1945
στο εξωτερικό για να γλιτώσουν από τους καινούργιους αφεντάδες.
2. Επειδή στην Ήπειρο δεν υπήρχαν φονιάδες και εμπρηστές συνεργάτες του
κατακτητή, το Κράτος και το παρακράτος δυσκολεύονταν να δημιουργήσουν ντόπια
τρομοκρατικά αποσπάσματα. Για το σκοπό αυτό, έφεραν στο νομό Πρέβεζας
καθαρόαιμους ταγματαλήτες από την Ακαρνανία, την Πελοπόννησο και από άλλες
περιοχές. Έμπειρους τρομοκράτες, φονιάδες και βιαστές. Τα πιο διακεκριμένα για την
απανθρωπιά τους αποσπάσματα, ήταν αυτά του Καρτάκη, του Μπεκρή και του
Κακιού. Με πρόσχημα, λοιπόν, την αναζήτηση κρυμμένων όπλων, σάπιζαν στο ξύλο
όποιον δημοκράτη έβρισκαν μπροστά τους. Βεβαίως, η τρομοκρατία δεν είχε σκοπό
την εύρεση όπλων –που άλλωστε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα και αυτά ήταν στα
χέρια πολύ λίγων και πολύ καλά κρυμμένα1– αλλά το τσάκισμα του Εαμικού
κινήματος.
Στα χωριά του Λούρου δρούσε το απόσπασμα του Καρτάκη, επανδρωμένο με
καθαρούς συνεργάτες των Γερμανών. Πρώτος και καλύτερος ανάμεσά τους, ο
ψυχοπαθής Δράκος από το χωριό Στάνος Αμφιλοχίας, που τον διασκέδαζαν τα
χτυπήματα, οι κλωτσιές και τα βασανιστήρια. Αποτέλεσμα της δράσης της ομάδας
Καρτάκη ήταν να πεθάνουν από το ξύλο οι Βασίλης Ντάγκας, Κώστας Σίσκας,
Βαγγέλης Πανίδης, Μιχάλης Τόκας, Ζήκος Πεπόνης και Στέφος Πάτσης και να
δολοφονηθούν με όπλο ο Ηλίας Ζαχαριάς και ο Νίκος Τσόλης.
Όταν έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο, οργανώσαμε την λεγόμενη Αυτοάμυνα. Τι
σήμαινε αυτό; Όποτε, για παράδειγμα, έμπαινε στο χωριό ο Καρτάκης, χτυπούσαν οι
καμπάνες και ρίχνονταν απάνω τους άνδρες, γυναίκες και παιδιά με τα παλούκια στα
χέρια και τους τσάκιζαν. Φεύγαν καταντροπιασμένοι. Ύστερα από αυτήν την
αντίδραση η τρομοκρατία σταμάτησε προσωρινά, τουλάχιστον σε κατοικημένους
χώρους.
Συνεχίστηκε, όμως, εναντίον ατόμων που έβρισκαν απομονωμένα, γεωργούς,
κτηνοτρόφους, διαβάτες κτλ.
Θα ήταν Αύγουστος του 1945 όταν κλήθηκε από το Στρατό η κλάση μου του 1941
για να παρουσιαστεί. Το κράτος των προδοτών, με ατομικές προσκλήσεις, είχε
καλέσει τους δικούς του και δημιούργησε τη φασιστική εθνοφρουρά. Τους
αριστερούς και τους ύποπτους τους έβγαζαν άρρωστους άρα και ακατάλληλους για
στρατολόγηση.
Παρουσιάστηκα με εντολή της οργάνωσης στη στρατολογία της Πρέβεζας που ήταν
στη Θεοφάνειο και διαμαρτυρήθηκα έντονα στον ταγματάρχη Χάμο γι’ αυτή την
κατάσταση. Ακολούθησε άγρια λογομαχία με απειλές εναντίον μου. Ξέφυγα την
ενδεχόμενη σύλληψη με τη βοήθεια του κόσμου που ήταν από έξω συγκεντρωμένος.
Μετά από αυτό το επεισόδιο ένας συγχωριανός μου, αξιωματικός της εθνοφρουράς,
δεξιός, με πληροφόρησε πως σκόπευαν να με δολοφονήσουν. Πέρασα λοιπόν στην
παρανομία.
Τον Μάρτη του 1946, ύστερα από την 2η Ολομέλεια του ΚΚΕ, το Γραφείο Περιοχής
του Κόμματος μας είχε δώσει να καταλάβουμε πως στις νόθες εκλογές θα
απαντήσουμε δυναμικά. Έτσι, η αυτοάμυνα απόκτησε στρατιωτική ιεραρχία,
καθορισμένο σχέδιο, στόχους κτλ. Ζητήσαμε να έρθουν από το Μπούλκες τα ντόπια
στελέχη ώστε η αυτοάμυνα να ενισχυθεί και με καλύτερες προϋποθέσεις να ξεκινήσει
αγώνας. Μας υποσχέθηκαν πως σύντομα θα έρθουν. Δυστυχώς, έφτασαν μόλις το
Νοέμβριο του 1946.
Παρά την άγρια τρομοκρατία ενόψει των εκλογών, η κατάσταση για μας ήταν
πράγματι πολύ ευνοϊκή. Όλοι οι Ελασίτες ήταν ελεύθεροι και το 584 τάγμα του
Στρατού, ουσιαστικά, υπό τον έλεγχό μας. Ωστόσο, η διαταγή που περιμέναμε με
τόση αγωνία δεν ήρθε ποτέ. Μόνο στο Λιτόχωρο, δόθηκε τελικά, δυναμικό χτύπημα.
Έπειτα από αυτό, κατέβηκα στην Πρέβεζα όπου δεν ήμουν γνωστός και ήταν
ευκολότερο να κρύβομαι. Στις 6 του Μάη με συνάντησε ο Μιχάλης Ντούσιας και μου
είπε πως με ζητάει ο γραμματέας. Ανεβήκαμε μαζί στα γραφεία. Εκεί, εκτός από τον
Μίνο που ήταν ο γραμματέας, συνάντησα και έναν άλλο, άγνωστο τότε για μένα.
Ήταν ο Γιώργης Βοντίτσος (Γούσιας), οργανωτικός γραμματέας της περιοχής. Ο
Γούσιας, αφού έκανε μια σύντομη εισήγηση για την πολιτική κατάσταση, είπε πως το
Κόμμα αποφάσισε να απαντήσει στο παράνομο κράτος με τα ίδια μέσα και πως
πρόκειται να δημιουργήσουμε ένοπλα τμήματα για να σπάσουμε την τρομοκρατία.
Στην περιοχή της Πρέβεζας, συνέχισε, έπρεπε να δημιουργηθεί μια ομάδα και η
Κομματική Επιτροπή εκτιμούσε πως ήμουν εγώ ο καταλληλότερος γι’ αυτήν την
αποστολή. Αν δεν συμφωνούσα, πρόσθεσε, τότε έπρεπε να θεωρήσουμε πως αυτή η
συζήτηση δεν είχε γίνει ποτέ. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού αυτήν την
ευκαιρία την περίμενα από καιρό!
Σε πρώτη φάση, μου είπαν, η ομάδα δεν έπρεπε να αρχίσει φανερή δράση. Θα
αποτελούσε το αντίβαρο στον Καρτάκη. Η χωροφυλακή, βέβαια, δεν άργησε να
μάθει για τη συγκρότησή της και αμέσως αντικατέστησε τον Καρτάκη με τον Πολίτη.
Η τρομοκρατία σταμάτησε. Μας αποφεύγανε. Άμα ήταν να περάσουν από κάπου με
κίνδυνο να μας βρουν μπροστά τους, ρίχνανε ορισμένες τουφεκιές ώστε να ξέρουμε
πως πλησιάζουν. Εξάλλου κι εμείς θέλαμε να αποφύγουμε την σύγκρουση για την
ώρα.
Ο καιρός περνούσε και οι εντολές που έπαιρνα από την κομματική οργάνωση με
ανησυχούσαν. Μια μέρα, ο σύνδεσμος μου φέρνει εντολή να στείλω τους άνδρες στα
σπίτια τους και μόνος παράνομος να μείνω εγώ. Δεν συμφώνησα και είπα στον
σύνδεσμο να πει του γραμματέα πως δεν θα στείλω τους συντρόφους μου σε βέβαιο
θάνατο. Δυο μήνες γύριζαν με το ντουφέκι στην πλάτη και τώρα να πάνε σπίτια
τους;! Πέντε μέρες αργότερα, με τον ίδιο σύνδεσμο με ενημερώνουν πως καλά έκανα
και δεν διέλυσα την ομάδα. Το μεγάλο κακό ήρθε λίγο αργότερα...
Καθώς πλησίαζε το δημοψήφισμα πήραμε εντολή να μοιράσουμε όπλα και να
ετοιμαστούμε για δράση. Μοιράστηκαν γύρω στα διακόσια όπλα, αλλά εντολή για
δράση δεν ήρθε. Ανησυχούσαμε, καθώς δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί μυστικό το
μοίρασμα τόσων όπλων για πολύ. Στέλνουμε, λοιπόν, τον σύνδεσμο και ζητάμε
εντολή για δράση. Η απάντηση παρέμενε η ίδια και περιμέναμε. Άρχισα να
υποψιάζομαι τον σύνδεσμο γιατί ήταν πρώην χωροφύλακας και έτσι κάλεσα τον
αδελφό μου να πάει στην Πρέβεζα να συναντηθεί με τον πρώτο γραμματέα. Ήρθε ο
αδελφός μου, μιλήσαμε για το τι έπρεπε να πει και να επιμένει. Το βράδυ έμεινε μαζί
μας και το πρωί θα ξεκινούσε για Πρέβεζα.
Εκείνη τη βραδιά, για να είμαστε κοντά στο Λούρο από όπου ο αδελφός μου ο
Πολύτιμος θα έπαιρνε το αυτοκίνητο για την Πρέβεζα, απομακρυνθήκαμε από τα
λημέρια μας. Λίγο προτού ξημερώσει ακούμε πυκνούς πυροβολισμούς από αυτόματα
και οπλοπολυβόλα κατά τα λημέρια μας. Γι’ αυτό ο Πολύτιμος δεν πήγε στην
Πρέβεζα. Ήταν φανερό πως αστυνομία και ΜΑΥδες είχαν συγκεκριμένες
πληροφορίες κι έτσι από τύχη βρεθήκαμε έξω από τον κλοιό τους και δεν
συγκρουστήκαμε. Δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν αυτό ήταν το καλύτερο ή το να
είχαμε επιλέξει τη σύγκρουση. Αυτοί ήτανε πάρα πολλοί αλλά ο δικός μας πυρήνας
πολύ σκληρός. Αν είχαμε χτυπηθεί, σίγουρα θα μάτωναν και οι δυο πλευρές αλλά θα
το σκέφτονταν οι ΜΑΥδες για την επόμενη φορά. Αποφύγαμε τη σύγκρουση, αλλά
μας πήραν τον αέρα και αναγκαστήκαμε να κρυβόμαστε, με τη Δαμόκλειο σπάθη στο
κεφάλι μας, νηστικοί και ψειριασμένοι.
Το ίδιο βράδυ, η αστυνομία οργάνωσε μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Έγιναν πολλές
συλλήψεις και το χειρότερο, συνέλαβαν αυτόν που είχε τα υπόλοιπα όπλα και μίλησε.
Η δύσκολη κατάστασή μας έγινε τραγική. Εκατοντάδες χωροφύλακες και ΜΑΥδες
έβγαιναν παγάνα κάθε μέρα. Από θάμνο σε θάμνο γάζωναν με τα αυτόματα και
φώναζαν: «Παραδοθείτε Βούλγαροι!», «Ψηλά τα χέρια!», «Σε βλέπουμε. Έλα,
παραδώσου!» κτλ. Οι συλλήψεις αυτών στους οποίους στηριζόμασταν για ένα
κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί, έστω και ξερό, μας έκοψαν τα πόδια. Αλλά και αυτοί
που δεν πιάστηκαν, αν σου έδιναν κάτι, αμέσως μετά πήγαιναν στην αστυνομία.
Ήταν μια αγωνίστρια, μια ηρωίδα, η Σταυρούλα, που ανάμεσα από χωροφυλακή και
ΜΑΥδες κατάφερνε και μας έφερνε μια μικρή κουλούρα για εννιά άτομα. Ήταν τρία
αντίδωρα για τον καθένα.
Κρυμμένοι και ξεκομμένοι από τον γύρω κόσμο δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Τελικά,
συνέλαβαν και τα ελεύθερα στελέχη του Κόμματος που κρατούσαν το γραφείο στην
Πρέβεζα, τα οποία αντί να βγούνε στο βουνό και να δυναμώσουν με το κύρος τους τις
ομάδες, κάθισαν και τους έστειλαν εξορία. Πιάστηκαν οι πρώτοι γραμματείς
Ιωαννίνων και Άρτας, Μάργαρης και Γκότζιος αντίστοιχα. Ο Π. Μίνος, γραμματέας
της Πρέβεζας, κρύφτηκε στη Λευκάδα και εκεί σκοτώθηκε 2. Ωστόσο, η
τρισδυστυχισμένη ομάδα μας κατάφερε επί δύο μήνες να μη ματώσει. Σε ορισμένα
σημεία που οι διώκτες μας απέφευγαν να εισχωρήσουν, μπορέσαμε και κρατηθήκαμε,
παρόλο που συγκεντρώνονταν τριγύρω μας κατά εκατοντάδες. Κρατηθήκαμε σ’
αυτά, αλλά τι να φάμε και τι να πιούμε, που δεν υπήρχε τίποτα;! Είχαμε γίνει
σκελετοί και έτσι απογοητευμένοι που ήμασταν, σα να μην μας έφταναν τα δικά μας
τα βάσανα, έρχεται μια βραδιά ο Θωμάς Κιτσαντάς και λέει πως με ζητάει ο Μήτσος
Κύρλας. Αν αυτό το χαμπέρι το άκουγα το Μάρτη, θα πέταγα από τη χαρά μου. Το
Νοέμβριο, όμως, ήταν βαρύ χτύπημα στο κεφάλι. Όταν συναντηθήκαμε, του είπα με
κλάματα: «Γιατί δεν ήρθες το Μάρτη που σας ζητούσαμε; Ήρθατε τώρα, για να
σκοτωθείτε;». «Τώρα μας στείλανε», μου απάντησε.
Με τον Κύρλα ήρθαν άλλοι τέσσερις: Κόκκορης, Αναγνωστόπουλος, Παπάς και
Βρύσης3. Οι πέντε αυτοί σύντροφοι που ήρθαν απο το Μπούλκες είχαν την εντύπωση
πως τα πράγματα ήταν όπως στην Κατοχή, όταν όλοι ήταν δικοί μας και σαν
κινούνταν οι Γερμανοί και οι Ράλληδες, οι οργανώσεις μας μάς ειδοποιούσαν και
τους στήναμε καρτέρι. Δεν πήραν κανένα συνωμοτικό μέτρο. Είδα τους τέσσερις·
ρωτάω πού είναι ο Βρύσης και μου απαντούν πως τον άφησαν στον Παλιορόφορο για
νάρθει σ’ επαφή με άλλους συγχωριανούς του. Καθώς δεν του είχα καθόλου
εμπιστοσύνη, μόλις άκουσα πως έμεινε μόνος στο χωριό, μου ανέβηκε το αίμα στο
κεφάλι και άρχισα τις βρισιές. Ο Μήτσος απόρησε που εξοργίστηκα τόσο γιατί του
είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Αμέσως στείλαμε να τον φέρουν σ’ εμάς έστω και με τη
βία, αν δεν δεχόταν. Δυστυχώς, όταν έφτασαν εκεί είχε ήδη προλάβει να παραδοθεί
και να τα ξεράσει όλα, ποιος και πού.
Μετά από αυτές τις πληροφορίες, η αστυνομία πολλαπλασίασε το κυνηγητό και την
τρομοκρατία, καθώς ο Κύρλας και ο Κόκκορης ήταν στελέχη γνωστά, με όνομα και
κύρος. Έτσι, με την καινούργια κατάσταση που δημιουργήθηκε, το να βρεθεί έστω
και ένα κομματάκι καλαμποκίσιο ψωμί έγινε ακόμη πιο δύσκολο, αφού αριστεροί και
συγγενείς μας παρακολουθούνταν στενά, μέρα και νύχτα. Πάνω στη μεγάλη
απελπισία μου, θυμήθηκα πως ο πατέρας μου είχε δυο φίλους, αχρωμάτιστους και
αρκετά νοικοκυραίους. Ήμασταν εννέα άτομα και τα εικοσιπέντε δράμια ψωμί κάθε
βράδυ ήταν σημαντικό έξοδο. Οι φίλοι του πατέρα μου ήταν ο Αναστάσης Κιτσάκης
από το Άνω Κοτσανόπουλο και ο Θύμιος Παπασταύρος με το γαμπρό του Σπύρο
Μπόχτη από το Τρίκαστρο.
Πήγα στη στάνη του Κιτσάκη, συνάντησα και συνδέθηκα στενά με τα παιδιά του
Σπύρο, Γιάννη και τον εγγονό του Χρήστο. Ο μπάρμπα Ναστάσης, παρόλο τον
καρκίνο στο κεφάλι και τους φοβερούς πόνους, ρωτούσε καθημερινά για την τύχη
μας. Πήγα και μια φορά στο σπίτι και τον είδα για τελευταία φορά. Με τους
Κιτσακαίους, λοιπόν, κανονίσαμε να πηγαίνω κάθε νύχτα και να παίρνω μια
κουλούρα για δέκα άτομα. Μείναμε κρυμμένοι για πάνω από μια βδομάδα.
Αφού εξετάσαμε την κατάστασή μας, διαπιστώσαμε πως άλλη επιλογή δεν υπήρχε,
παρά να φύγουμε για το Γράμμο μέσω Αλβανίας. Στείλαμε, λοιπόν, τον Παπά στο
χωριό του για να δει αν υπάρχει από κει καμιά δυνατότητα για πέρασμά μας στην
Αλβανία. Φύγαμε νύχτα από την κρυψώνα μας στο Κοτσανόπουλο και περάσαμε στη
στάνη του Μπόχτη στο Τρίκαστρο. Μας έκρυψε σε μια μικρή σπηλιά. Μόλις
ξημέρωσε άναψε γύρω μας το τουφεκίδι, όμως πάλι δεν συναντηθήκαμε αν και
πέρασαν από γύρω μας. Όταν πέρασε κι αυτό και έφυγαν χωροφυλακή και ΜΑΥδες,
ο Μπόχτης μας έφερε ένα μεγάλο ταψί μπομπότα και αφού ο Κύρλας μας τη μοίρασε
σε ίσα κομμάτια την εξαφανίσαμε στο λεπτό.
Αποφασίσαμε τότε πως ο Κόκκορης έπρεπε να πάει στην Παραμυθιά, όπου ήταν η
πατρίδα του και να βρει και τρία παλικάρια που δεν είχαν πιαστεί ακόμη και να τα
φέρει. Καθώς ξεκίνησε να φύγει ο Κόκκορης μου ζήτησε να αλλάξουμε όπλα. Εγώ
είχα ένα Μάουζερ και αυτός είχε αυτόματο. Η αλλαγή αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο
αργότερα. Τελικά, ο Κόκκορης έπεσε σε ενέδρα, προδόθηκε από τον φίλο του και τον
χάσαμε.
Με τον Παπά, είχαμε ορίσει μέρα και τόπο συνάντησης, αλλά όταν πήγαμε εκεί
βρήκαμε να μας περιμένει ο Βαγγέλης Μπέκας, ο οποίος μας είπε πως ο Παπάς πάει
να παραδοθεί και μας συμβουλεύει να φύγουμε μακριά γιατί δεν ξέρει τι θα τον
αναγκάσουν να πει. Νέο σοβαρό χτύπημα. Κάτσαμε για λίγο εκεί να φάμε από ένα
κομμάτι ψωμί που μας έφερε ο Βαγγέλης. Ο Κύρλας που είχε έξι μήνες να φάει με
κουτάλι –εγώ είχα δυο χρονια– ζήτησε από τον Βαγγέλη να του φέρει κάτι να φάει.
Πήγε ο Βαγγέλης μέχρι το σπίτι του που ήταν εκεί κοντά, μας έφερε μια μπαζίνα
(κουρκούτη με κρεμμύδια) και στο λεπτό εξαφανίστηκε. Μόλις φάγαμε σηκωθήκαμε
να φύγουμε. Απομακρυνθήκαμε κάμποσο και σταθήκαμε κάπου από όπου φαίνονταν
το σημείο συνάντησης. Περιμέναμε να δούμε πόσα είχε αποκαλύψει ο Παπάς. Δεν
είχε ακόμη ξημερώσει όταν άναψε το τουφεκίδι. Επικεφαλής του τμήματος
καταδίωξης ήταν ο Σωκράτης Διαμάντης, πρώην αξιωματικός του ΕΛΑΣ, φίλος και
σύντροφός μας.
Άλλοι τρεις παράνομοι και οπλισμένοι υπήρχαν στο Θεσπρωτικό. Ήταν ο δάσκαλος
Αριστείδης Λογοθέτης, ο Θανάσης Λογοθέτης και ο Κώστας Λογοθέτης λοχαγός του
ΕΛΑΣ. Τους ειδοποιήσαμε και συμφώνησαν να έρθουν μαζί μας. Ορίστηκε μέρα και
τοποθεσία συνάντησης στο Σταυρό του Βαλαωρίτη. Πήγαμε εγώ και ο Θωμάς
Κιτσαντάς να τους πάρουμε, μα δεν τους βρήκαμε. Περιμέναμε πέντε βραδιές χωρίς
αποτέλεσμα4. Αυτή η υπόθεση μας έφερε δέκα μέρες πίσω και το χειρότερο ήταν πως
εκείνες τις μέρες άρχισε να βρέχει μέρα και νύχτα. Οι ξερόλακκοι έγιναν ποτάμια!
Στις 19 του Δεκέμβρη ξεκινήσαμε από τη στάνη του Μπόχτη να πάμε εκεί όπου κατά
99% ξέραμε πως δεν θα φτάναμε. Έπρεπε να περάσουμε από πρώην περιοχή του
Ζέρβα, όπου όλοι οι άνδρες ήταν οπλισμένοι ΜΑΥδες. Είχαμε και δύο μεγάλα
ποτάμια μπροστά μας, που εκείνη την περίοδο ήταν ξεχειλισμένα, τον Αχέροντα και
τον Καλαμά. Την πρώτη βραδιά περάσαμε τον Αχέροντα και ευτυχώς στο σημείο από
όπου τον διασχίσαμε, κοντά στις πηγές, το νερό έφτανε λίγο πάνω από τη μέση.
Πιαστήκαμε χέρι χέρι. Περνώντας τον Αχέροντα, περάσαμε στα βουνά του Σουλίου
όπου συναντήσαμε τέτοια χιονοθύελλα που δεν έβλεπες άνθρωπο στα δέκα μέτρα! Η
πορεία μπορούσε να συνεχιστεί πλέον μόνο την ημέρα. Βρήκαμε μια καλύβα,
μπήκαμε και ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε τα κουρέλια
μας, πρώτη φορά μετά από καιρό, μη μας δει κανένα μάτι. Με τέτοιον καιρό και
ψηλά στην Μούργκα άνθρωπος δεν ανέβαινε εκτός από τέτοιους απελπισμένους σαν
κι εμάς.
Το απόγευμα σταμάτησε η χιονοθύελλα και ξεκινήσαμε πριν νυχτώσει, ώστε με το
φως της μέρας ν’ αποφύγουμε τα χωριά, που ξέραμε ότι ήταν ήταν εξοπλισμένα
100% από την αντίδραση. Τη νύχτα, κατεβήκαμε το βραχώδες και δύσβατο Σούλι και
βρεθήκαμε πια σε ομαλό έδαφος. Φτάσαμε απαρατήρητοι μέχρι το χωριό Ζάλογγο
και κρυφτήκαμε σε κάτι πυκνούς θάμνους. Τη νύχτα θα ξεκινούσαμε για τον Καλαμά
που αν τον περνούσαμε τα βάσανά μας θα τέλειωναν! Δυστυχώς έγινε το αντίθετο...
Ένας από την παρέα μας, ενώ ήμασταν καλά κρυμμένοι, βγήκε στον ήλιο χωρίς να
τον καταλάβουμε5. Τον είδε κάποιος και σήμανε συναγερμό στο χωριό. Για μια
στιγμή, ακούμε δυνατές φωνές και βλέπουμε καμιά σαρανταριά χωρικούς
οπλισμένους να έρχονται με βρισίδια για να μας κυκλώσουν. Υποχωρήσαμε σε πυκνό
δάσος όπου εκεί φοβήθηκαν να μας ακολουθήσουν.
Για την αστυνομία και τους ΜΑΥδες ήταν φανερό πως σκοπεύαμε να περάσουμε τον
Καλαμά. Μοναδικό μέσο για να περάσουμε το ποτάμι ήταν ένα καλάθι, το οποίο
στερεωμένο σε δυο σύρματα, από όχθη σε όχθη, έσπρωχνε ένας ειδικευμένος εργάτης
και αυτό κυλούσε πάνω στα σύρματα με τέσσερις ροδούλες.
Στο δάσος που κρυφτήκαμε, βρήκαμε έναν ξυλουργό που ήξερε πού βρισκόταν το
σημείο και γνώριζε και τον άνθρωπο που δούλευε εκεί. Περάσαμε έναν παραπόταμο
του Καλαμά, σε κάποιο φαρδύ σημείο που γνώριζε ο ξυλουργός. Χωρίς δυσκολία,
φτάσαμε στο σημείο και είπαμε στο συνοδό μας να ζητήσει να τον περάσει απέναντι
σαν γνωστοί που ήταν. Φώναξε τον εργάτη –Μανώλη τον έλεγαν– να τον περάσει
αλλά εκείνος του απάντησε πως είχε εντολή να μην περάσει κανέναν τη νύχτα. Όταν
ακούσαμε την απάντηση του Μανώλη, ο Κύρλας κι εγώ ανεβήκαμε στα σύρματα και
συρθήκαμε, με το ένα πόδι και το ένα χέρι σε κάθε σύρμα, προς την πλευρά του
καλαθιού για να το πάρουμε. Μόλις φτάσαμε στο καλάθι μπήκαμε μέσα και ο
Κύρλας άρχισε να το κινεί. Βρόντησαν τα σύρματα και ταυτόχρονα, από πολύ
κοντινή απόσταση, άρχισαν να μας χτυπάνε βροχηδόν με όλων των ειδών τα
αυτόματα και οπλοπολυβόλα. Συνεχίσαμε, ο Κύρλας να οδηγεί το καλάθι κι εγώ να
βάλλω με το αυτόματο. Φτάσαμε, τελικά, σώοι στην όχθη όπου είχαμε αφήσει τους
δικούς μας αλλά αυτοί, επειδή νόμισαν πως σκοτωθήκαμε, σκόρπισαν σ’ έναν κάμπο
με ποτιστικά χωράφια όπου ύστερα από τις πολλές βροχές βάλτωνες μέχρι το γόνατο.
Στο μεταξύ ο ξυλουργός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία κι έφυγε.
Ξεκινήσαμε προς τα πίσω να περάσουμε από το σημείο που είχαμε διασχίσει
πρωτύτερα τον παραπόταμο, αλλά ήταν ήδη πιασμένο και άρχισαν να βάλλουν
εναντίον μας. Ψάξαμε να βρούμε κάποιο άλλο μέρος για να περάσουμε. Κάπου μας
φάνηκε φαρδύτερο το ποτάμι και προχωρήσαμε πιασμένοι γερά, κολλητά, ο ένας με
τον άλλο. Το νερό έφτανε μέχρι τις πλάτες αλλά ευτυχώς, είχαμε τους γυλιούς
φορτωμένους που βοηθούσαν να μην ανατραπούμε. Σταθήκαμε όρθιοι και το ρέμα
μας παρέσυρε καμιά τριανταριά μέτρα παρακάτω προς την πλευρά όπου είχανε
μαζευτεί οι δικοί μας. Μας έδωσαν ένα ξύλο και μας τράβηξαν να βγούμε.
Προχωρήσαμε όλοι μαζί παρακάτω και βρήκαμε ένα σημείο όπου το νερό έφτανε
μέχρι τη μέση και περάσαμε τον παραπόταμο. Ανεβήκαμε κάτι υψώματα απέναντι
από τα Κούρεντα, μεγάλο χωριό με αστυνομία και πάρα πολλούς και φανατικούς
ΜΑΥδες. Προς τα ξημερώματα, έπιασε μια απότομη παγωνιά και τα βρεγμένα ρούχα
μας, κουρέλια πια, πάγωσαν. Το κρύο για μένα και τον Κύρλα που είχαμε βουτήξει,
ήταν πολύ χειρότερο. Ο Κύρλας είχε μελανιάσει. Κάποια στιγμή, αυτός ο ατσαλένιος
άνθρωπος γύρισε και μου είπε μια βαριά κουβέντα: «Γιατί να μην με πάρει εχθές μια
σφαίρα...;» Φανταστείτε σε τι κατάσταση βρισκόταν ώστε να πει τέτοια κουβέντα! Η
πείνα και η παγωνιά είχαν φτάσει στα ύψη!
Μπροστά μας βλέπαμε ένα χωριουδάκι, την Λάλιζα. Βάλαμε στο μάτι ένα ακριανό
σπιτάκι. Είπαμε να πάμε και ό,τι βγει! Όταν νύχτωσε πλησιάσαμε και χτυπήσαμε την
πόρτα. Ήταν μέσα ένας άνδρας με την κόρη του, Χρυσούλα. Ο κύριος αυτός
λέγονταν Τζέρμπας και ήταν πρόεδρος του Εθνικού Αγώνα (Ζερβικοί). Μας δέχτηκε
ανοιχτόκαρδα και μας συστήθηκε. Μας έδωσε να φάμε αρκετά και ζεσταθήκαμε.
Στην περιοχή εκείνη, καθώς ο Κόκκορης ήταν ξακουστός, ο σπιτονοικοκύρης νόμισε
τον Κύρλα για κείνον και τον ρώτησε τι κάνει ο πατέρας του, γιατί δουλεύανε μαζί
στου Μπάρμπα, στην Παραμυθιά. Ο Κύρλας δεν τον διόρθωσε παρά μόνο του είπε
πως είχε καιρό να τον δει. Στη Χρυσούλα είπε πως έχει κι αυτός μιαν αδερφή
Χρυσούλα.
Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε, τον ευχαριστήσαμε και αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια.
Μας έδωσε και μια κονσέρβα της UNRRA, μεγαλούτσικη. «Εγώ» είπε «είμαι
υποχρεωμένος να αναφέρω στην αστυνομία. Όμως θα πάω αργά. Εσείς να
προσπαθήσετε να φύγετε το δυνατόν μακρύτερα γιατί στο χιόνι και το λαγό τον
πιάνουν». Οι συμβουλές του ήταν σωστές αλλά δύσκολες να γίνουν πράξη.
Καθώς απομακρυνθήκαμε από το σπίτι του προέδρου, πέσαμε σε ένα δάσος από
σκινάρια και ρείκια με παγωμένο χιόνι μέχρι το στήθος. Περπατούσαμε όλη εκείνη
την δεκεμβριάτικη νύχτα! Τσακιστήκαμε, και το πρωί βρεθήκαμε ούτε εκατό μέτρα
από το σπίτι του! Ήμαστε εξαντλημένοι και αποκαρδιωμένοι... Οι τρεις από τους
εννιά έπεσαν κάτω και μας παρακαλούσαν να τους σκοτώσουμε για να μην πέσουν
στα χέρια των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων. Τους εκλιπαρούσαμε,
χρησιμοποιήσαμε κάθε τρόπο για να τους πείσουμε να σηκωθούν.
Μπροστά μας ήταν ένα ξέφωτο και μια καλύβα (τοποθεσία Φλιόρη). Λέμε θα μπούμε
στην καλύβα ν’ ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε και ό,τι γίνει! Τελικά τους πείσαμε.
Μπήκαμε στην καλύβα, ανάψαμε φωτιά, συνήλθαμε λίγο. Φάγαμε και την κονσέρβα
και το πολύ σε δέκα λεπτά θα βγαίναμε. Περιμέναμε τον Βελόνα να φτιάξει κάπως μ’
ένα κομμάτι σύρμα το παπούτσι του Κύρλα που είχε ξηλωθεί. Εγώ στήριξα τις πλάτες
στον τοίχο, δίπλα σε ένα παραθυράκι.
Κάποια στιγμή, ακούω ένα κρακ. Βλέπω να με σημαδεύει ένας χωροφύλακας με
ξανθό μουστάκι6. Ο κρότος που ακούστηκε ήταν από το σπάσιμο της κόρας του
χιονιού, όταν αυτός γονάτισε για να με σημαδέψει καλύτερα. Πετάχτηκα μπροστά και
φώναξα «Χωροφύλακες παιδιά! Τα όπλα σας!» Ο χωροφύλακας πάτησε τη σκανδάλη
και η σφαίρα που προοριζόταν για μένα βρήκε τον Λώρα. Η σφαίρα τον βρήκε στο
σβέρκο, ακριβώς στο σημείο που ενώνεται η σπονδυλική στήλη με το κεφάλι. Έριξαν
κατευθείαν στο ψαχνό, ενώ μπορούσαν να φωνάξουν «παραδοθείτε», έτσι
κυκλωμένους και χωρίς ελπίδα διαφυγής, που μας είχαν.
Αφού πετάχτηκα και γλίτωσα τη σφαίρα του Λευκαδίτη, έβγαλα το πιστόλι από τη
θήκη, το όπλισα και το έβαλα στη ζώνη για αυτοκτονία αν χρειαστεί. Φώναξα
«έφοδο» χωρίς να καλοξέρω αν η λέξη που χρησιμοποίησα ήταν αυτή που ήθελα να
πω. Είδα τον Κύρλα, με λυγισμένα τα γόνατα, να ρίχνει στην πλάτη του ένα μικρό
γυλιό. Με κοίταξε ερωτηματικά, σαν να έλεγε «πώς...;». Αυτή είναι η τελευταία
εικόνα που έχω του Κύρλα. Την έχω εβδομήντα χρόνια και θα την έχω μέχρι το τέλος
της ζωής μου!
Η πόρτα της καλύβας άνοιγε προς τα μέσα. Στάθηκα για λίγο πίσω της. Ενεργούσα
χωρίς να ξέρω τι κάνω. Απότομα πετάχτηκα έξω βάλλοντας με το αυτόματο.
Βρέθηκα ανάμεσά τους. Το οπλοπολυβόλο τους δεν μπορούσε να ρίξει γιατί θα
χτυπούσε και τους δικούς τους. Αιφνιδιάστηκαν τόσο που τράπηκαν σε άτακτη φυγή!
Με ακολούθησαν αμέσως ο Μπέλλος, ο Αναγνωστόπουλος, ο Κύρλας και ο Βελόνας,
περνώντας στην επίθεση. Για μια στιγμή είδα τον Αλέκο που έβαλλε με το αυτόματο.
Τον βλέπω ακόμα και τον ακούω που απάντησε σε κάποιον που φώναζε
«παραδοθείτε»: «Σε σας πουτάνες, τομάρια πουλημένα να παραδοθούμε;!»
Όταν τα άλλα παιδιά κυνηγούσαν τους χωροφυλακομάϋδες, ωθώντας τους μέχρι το
δάσος, εγώ γύρισα αριστερά και είδα τον Φωτοκίτσο, αρχηγό της συμμορίας, πίσω
από ένα πουρνάρι. Έβαλλαν προς την πόρτα της καλύβας, αυτός με αμερικάνικο
Τόμιγκαν και δίπλα του ένας χωροφύλακας με αγγλικό Μπρεν, ώστε να μη μπορούν
να βγουν οι υπόλοιποι που ήταν ακόμα μέσα. Τους ρίχτηκα όρθιος με το αυτόματο
και γύρισαν τα πυρά τους σε μένα. Δύσκολο να το πιστέψει κάποιος που δεν έζησε
τέτοιες καταστάσεις, αλλά είναι αλήθεια! Δυο αυτόματα, ούτε δεκαπέντε μέτρα
απόσταση, όρθιος, ακάλυπτος, και ούτε που με γρατζούνισαν! Όταν ήρθαμε πια τόσο
κοντά που θα πιανόμασταν στα χέρια, μου τέλειωσαν οι σφαίρες από το αυτόματο και
έβγαλα το πιστόλι. Ευτυχώς το είχα προηγουμένως οπλίσει και το χρησιμοποίησα.
Αυτοί, την τελευταία στιγμή, βγήκαν από το πουρνάρι, κυλίστηκαν σε ένα τοίχο και
χάθηκαν στο δάσος. Καθώς κυλιότανε, τραυμάτισα τον χωροφύλακα. Τότε βγήκαν
και οι τρεις που είχαν μείνει μέσα και ήρθαν προς εμένα.
Ένιωσα κάτι σαν χαρά, σαν θρίαμβο! Εννιά εξαντλημένοι, περικυκλωμένοι από
δεκαπλάσιο, πάνοπλο εχθρό, να βγούμε και να τους τρέψουμε σε άτακτη φυγή,
έχοντας μόνο ένα θύμα! Ως εδώ η τύχη και η παλικαριά μας μάς βοήθησαν.
Ήρθε, όμως, το χειρότερο. Οι τέσσερις που κυνηγούσαν τους χωροφύλακες αντί να
έρθουν πίσω προς εμάς, που ήμασταν σε ύψωμα και απομακρυνόμασταν από τους
διώκτες μας, μπήκαν στο δάσος κι έπεσαν πάνω στους ταμπουρωμένους
χωροφυλακομάϋδες. Ο μόνος που γλύτωσε ήταν ο Μπέλλος. Πρώτος τραυματίστηκε
ο Βελόνας και σωριάστηκε. Δεν ξέρουμε αν υπέκυψε αμέσως στο τραύμα ή τον
τέλειωσαν και του έκοψαν το κεφάλι. Ο Αναγνωστόπουλος απομακρύνθηκε αρκετά
αλλά τον βρήκε το πολυβόλο. Έμενε ο Κύρλας, που δεν ξέραμε ακόμα τι έγινε.
Τελικά, μάθαμε πως διέφυγε κι αυτός, όμως καθώς ήτανε με ένα παπούτσι, το γυμνό
πόδι του πρήστηκε και την άλλη μέρα πήγε σε μια στάνη και ζήτησε βοήθεια. Ο
τσοπάνος του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει, μα συνάμα πήγε στην αστυνομία. Του
φώναξαν να βγει, όπως είπε ο τσοπάνος, κι αφού δεν βγήκε άρχισαν τα πολυβόλα.
Αυτός, αφού έκαψε κάτι χαρτιά που είχε, αυτοκτόνησε.
Τα τέσσερα κεφάλια, του Λώρα, του Κύρλα, του Αναγνωστόπουλου και του Βελόνα
τα πήγαν στα Γιάννενα. Οι εφημερίδες έγραψαν πως σκοτώθηκαν οι
ληστοσυμμορίτες Κόκκορης και Ράπτης. Πήγαν το κεφάλι του Κύρλα στον πατέρα
του Κόκκορη και ο μπάρμπα Νικόλας τους είπε πως είναι παιδί του, αλλά όχι ο
Σπύρος. Την άλλη μέρα, έγραψαν τα πραγματικά ονόματα.
Την πόρτα της καλύβας, με τις τρύπες από τα πολυβόλα, την αγόρασε ένας ανιψιός
του Κύρλα και βρίσκεται στο χωριό του.
Η 22 του Δεκέμβρη 1946 ήταν η μέρα του θλιβερού τέλους της ομάδας της Πρέβεζας.
Αυτή η ημερομηνία έχει πατήσει τη σφραγίδα της στην καρδιά μου για πάντα! Τις
μορφές αυτών των συντρόφων μου τις έχω συνέχεια μες στα μάτια μου! Η πληγή που
μου άνοιξε τότε, παρά τα εβδομήντα χρόνια που πέρασαν, δεν λέει να κλείσει. Έχασα
τους πιο κοντινούς μου συντρόφους. Οι υπόλοιποι που γλίτωσαν εκεί, πέθαναν από
φυσικό θάνατο.
Εγώ ζω ακόμα στην Πολωνία όπου μεταφέρθηκα τραυματίας το 1949.

Χριστόφορος Ράπτης
Πρέβεζα, Αύγουστος 2016

Σημειώσεις
1 Για παράδειγμα, στο 24 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που υπηρετούσα εγώ, όπλα είχαν μόνο τέσσερα
άτομα και γι’ αυτά ο ένας με τον άλλο δεν ήξερε τίποτα.
2 Χρόνια αργότερα στην Πολωνία, σε παράπονα που είχα κάνει στον σ. Ζαχαριάδη πως δεν
δόθηκε εντολή στα στελέχη να βγουν στο βουνό και με αναφορά στα ονόματα των Τσάντη,
Γκότζιου και Μάργαρη, ο Ζαχαριάδης μου απάντησε πως ο Τσάντης και ο Γκότζιος πήραν
μέρος στην 2η Ολομέλεια και ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Ενώ ο Γκότζιος προτίμησε την
εξορία, ο Τσάντης κρύφτηκε και κάνανε δύο χρόνια να τον ξετρυπώσουνε. Όλα τα στελέχη
ήξεραν ποιο ήταν το καθήκον τους.

3 Τα ονόματα των δυο τελευταίων είναι σκοπίμως αλλαγμένα.

4 Πριν ξεψυχήσει στην Τασκένδη ο Αριστείδης Λογοθέτης είχε πει στην αδελφή του Κύρλα ότι
αυτός φταίει που χάθηκε ο αδελφός της γιατί τότε φοβήθηκαν να έρθουν να μας
συναντήσουν.

5 Δεν είμαι ακόμη σίγουρος αν το έκανε από αφέλεια ή εξεπίτηδες για να μας ανακαλύψουν,
καθώς αργότερα έγινε όργανο της Ασφάλειας.

6 Όπως έμαθα αργότερα, ήταν Λευκαδίτης.

Λ Ε Ζ Α Ν Τ Α:
Αυτό ήταν το πραγματικό μεταβαρκιζιανό κράτος στην Ελλάδα.
150 ληστοσυμμορίες με χιλιάδες μακελλάρηδες που τυραννούσαν τη χώρα.

You might also like