Professional Documents
Culture Documents
Η δράση των προτεστάντων ιεραποστόλων στον Ελλαδικό χώρο, Πολύκαρπος Καβακιώτης
Η δράση των προτεστάντων ιεραποστόλων στον Ελλαδικό χώρο, Πολύκαρπος Καβακιώτης
προτεστάντων
ιεραποστόλων στον
Ελλαδικό χώρο
Αρθρογραφία /
Δεκέμβριος 8, 2020
Διαφορές γύρω από τις οποίες έγιναν έντονες συζητήσεις, με τους μισιονάριους
του Προτεσταντισμού να προσβάλλουν με σφοδρότητα την ορθόδοξη διδασκαλία
για όλα τα ανωτέρω (Ιερά Παράδοση κ.λ.π.)3
Η οικτρή κατάσταση της Ορθόδοξης Ανατολής στις αρχές του 19ου αιώνα,
κατακολουθίαν της υπό τον Τουρκικό ζυγό ευρισκομένης Ελληνικής Εκκλησίας
και της μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας και αμάθειας του υπόδουλου Ελληνικού
λαού, που επιδεινώθηκε από τη μεγάλη Ελληνική επανάσταση του 1821, δεν
διέφυγε της προσοχής των Προτεσταντών, οι οποίοι θεώρησαν κατάλληλη την
ευκαιρία, να εξαπολύσουν εναντίον της φανατικούς ιεραποστόλους,που
δοκίμασαν για μια μόνο φορά ακόμη, με την ίδρυση μορφωτικών ιδρυμάτων, με
τη μετάφραση των αγίων Γραφών στην απλοελληνική γλώσσα5 και με άφθονα
χρηματικά και ποικίλα άλλα μέσα, να εισαγάγουν προτεσταντικές ιδέες, κατά
προτίμηση, ανάμεσα στον Ελληνικό λαό, και έτσι να επιτύχουν την άλωση της
Ελληνικής Εκκλησίας εκ των κάτω.6
Επειδή έτσι είχαν τα πράγματα, εμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα οι
πρώτοι διαμαρτυρόμενοι ιεραπόστολοι στην Ανατολή, ως απεσταλμένοι Αγγλικών
και Αμερικανικών Εταιριών. Οι μισιονάριοι αυτοί, είχαν ήδη αρχίσει να
δραστηριοποιούνται από το 1810. Διέδιδαν δηλαδή την Αγία Γραφή στο
πρωτότυπο ή σε μετάφραση και ίδρυαν σε πολλά μέρη σχολεία. Έτσι το 1810 η
Αγγλική Βιβλική Εταιρεία, εξέδωσε για τέταρτη φορά τη νεοελληνική μετάφραση
της Κ. Διαθήκης, την οποία είχε εκπονήσει ο Μάξιμος ο Καλλιπολίτης* (1638),
μαθητής του Κυρίλλου Λουκάρεως.
Στο τέλος του 1823 ή στην αρχή του 1824, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι
πρώτοι Ιεραπόστολοι και αντιπρόσωποι Βιβλικών Εταιρειών που διέδιδαν
μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην απλοελληνική γλώσσα. Μετά από μια τριετία
πήγε στην Αίγινα ο ελληνομαθής Άγγλος ιεραπόστολος Άρτλεϋ (J. Hartley),
που ίδρυσε Σχολή για τη διδασκαλία των Ελληνοπαίδων.
Τις ενέργειες όλων αυτών των μισιοναρίων, που τόσο πολύ δεν τις υποψιάζοντο
και σε συνδυασμό με την άγνοια που ίσως επικρατούσε, αναφορικώς με τις
διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Προτεσταντισμού, οι
Έλληνες τις αποδέχθηκαν ευχαρίστως και μάλιστα ζήτησαν τη συνεργασία τους
στη σύνταξη των διδακτικών βιβλίων των πρώτων ελληνικών σχολείων, που
δημιουργήθηκαν επί Καποδίστρια και φοιτούσαν στα σχολεία και τα κηρύγματά
τους.
Κατά την υποδοχή του Όθωνα στην Αθήνα, ο Νεόφυτος Μεταξάς φορώντας τα
αρχιερατικά άμφια, είχε και προτεστάντες πάστορες στη συνοδεία του. Ο δε
Άρτλεϋ αφού περιόδευσε την Ελλάδα, φιλοξενήθηκε και στη Μονή του Μ.
Σπηλαίου.8
Αργότερα όμως, η ευνοϊκή αυτή διάθεση του ελληνικού κοινού προς τους ξένους
ιεραποστόλους μεταβλήθηκε σε δυσμένεια, όταν έγινε γνωστό, ότι μερικοί από
αυτούς, όπως ο Ιωνάς Κίνγκ απεσταλμένος της American Board of
Commissioners for foreing Missions, επιπρόσθετα και στοχευμένα
διενεργούσαν κρυφά προσηλυτισμό υπέρ του Προτεσταντισμού και προσέβαλαν
την επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία.10
Ο Ιωνάς Κινγκ στην Αθήνα ανεπιφύλακτα απευθυνόταν επικριτικά με
συστηματικό κήρυγμα και με συγγραφές εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η
Ιερά Σύνοδος καταδίκασε τα βιβλία του ως βλάσφημα με επαναλαμβανόμενες
αποφάσεις τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 1845.
Πάνω απ’ τους άλλους στην αντίδραση κατά των ξένων ιεραποστόλων τέθηκε το
οικουμενικό Πατριαρχείο, η ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο
κλήρος. Επιπρόσθετα ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (κληρικός και
λόγιος), ο ιεροκήρυκας Γερμανός, που εξέδωσε την αντιπροτεσταντική
εφημερίδα «Ευαγγελική Σάλπιγξ» και πολλοί άλλοι θεολόγοι και λόγιοι, όπως και
ο ημερήσιος και περιοδικός και κατ’ εξοχήν ο θρησκευτικός τύπος.
Πρώτη η ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Εκκλησίας απέστειλε στο Υπουργείο από
4-9-1834 μέχρι 21-2-1839 συνολικά 14 έγγραφα, με τα οποία αξίωσε από
την τότε Ελληνική κυβέρνηση τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την
απόκρουση των μισιοναρίων του Προτεσταντισμού.14
Έτσι στις 4-9-1834, η Σύνοδος με το έγγραφό της που έστειλε προς την
Κυβέρνηση εζήτησε:
Η Επιτροπή είχε πρόεδρο τον Πατριάρχη και μέλη τον Μητροπολίτη Μεσημβρίας
Σαμουήλ, τον Επίσκοπο Ρεθύμνης Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Ευσέβιο
Πανά, ιεροδιδάσκαλο.
Ο πρώτος είχε την εποπτεία στους προσερχομένους στις τάξεις του κλήρου και
στους πνευματικούς που εξομολογούσαν τους πιστούς, ο δεύτερος τη λογοκρισία
των βιβλίων που κυκλοφορούσαν, την εκκλησιαστική ευταξία και τη διαγωγή των
κληρικών, και ο τρίτος την εποπτεία της εκπαίδευσης και του κηρύγματος του
θείου λόγου. Παρόμοιες επιτροπές συγκροτήθηκαν και σε άλλες επισκοπές, οι
οποίες επικοινωνούσαν και λάμβαναν οδηγίες από την κεντρική στην
Κωνσταντινούπολη.
Για την ανατροφή και την εκπαίδευση των νέων συνιστούν σε πολλά σημεία
σχολεία, που διευθύνονται ή απ’ αυτούς τους ίδιους ή από ομογενείς μας
διδασκάλους. Ειδικότερα οι εχθροί αυτοί της ορθόδοξης Εκκλησίας απευθύνονται
επικριτικά και σέ ορθόδοξους μοναχούς και κληρικούς επειδή αντιδρούν εναντίον
τους.
Ημείς, λέγει ο Πατριάρχης πιστεύομεν ακραδάντως, ότι έχομεν την μόνην ορθήν
πίστιν και εν ταύτη εμμένομεν, αλλ’ είναι χριστιανικόν και φιλάνθρωπον και
ευεργετικόν, σύμφωνον με την παιδείαν, την οποίαν επαγγέλλονται, με τον αιώνα
εις τον οποίον ζώμεν, «το να καταπλημμυρώσι δίκην ρεύματος οι
ετεροδιδάσκαλοι, οι ξένοι και αλλοδαποί άνθρωποι και αλλόγλωσσοι και
αλλόθρησκοι, και να κατηχώσι τον αμαθή λαόν και τους ανηλίκους παίδας, να
κάμνωσιν αργυρωνήτους ημιμαθείς τινας και διεφθαρμένους, δια να τους
μεταχειρίζονται έπειτα όργανα της διαφθοράς και διδασκάλους της κακοδοξίας
των, το να διαβάλλωσιν εν γωνία και παραβύστω την θρησκείαν των πατέρων
μας, το να διασπείρωσι βιβλιάρια το να συνιστώσιν επίτηδες σχολεία και
καταστήματα των παίδων προς μόρφωσιν πάντη εναντίον της ορθοδοξίας το να
συκοφαντώσι την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και τους αυτής ποιμένας
επιβουλευτικώς και τα κινήματα αυτών, τα προς υπεράσπισιν της προγονικής
θρησκείας το να εγείρωσι το μίσος του ορθοδόξου λαού προς τον κλήρον του,
και να σπείρωσι πανταχού ζιζάνια, και να θέλωσι να συστήσωσι με τοιούτους
δολερούς και ανηκούστους τρόπους την διδασκαλίαν ενός Λουθήρου και ενός
Καλβίνου εις το κέντρον της Ορθοδοξίας και μεταξύ ορθοδόξων λαών˙ το να
θέλωσι να πράξωσι ταύτα πάντα, με τοιαύτα αυτοκατάκριτα μέσα εις ένα δυστυχή
λαόν, άξιον συμπαθείας δια τας περιστάσεις του, ερωτώμεν αυτούς τους ιδίους,
εάν τοιαύτα έργα είναι έργα χριστιανικά εάν είναι φιλάνθρωπα και ευεργετικά˙ εάν
είναι σύμφωνα με την παιδείαν την οποίαν επαγγέλλονται, με τον αιώνα εις τον
οποίον ζώμεν, με το ευαγγελικόν ρητόν, το οποίον επαγγέλλονται ότι
κηρύττουσιν, «ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης», και με τα δικαιώματα των
Εθνών»;20
Μετά τις οδηγίες προς τους Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου, ο Πατριάρχης
απευθύνεται με Εγκύκλιο που εκδόθηκε εξ ονόματος και των λοιπών
Πατριαρχών, των: πρώην Κωνσταντινουπόλεως, του Αλεξανδρείας Ιεροθέου,
του Αντιοχείας Μεθοδίου και του Ιεροσολύμων Αθανασίου, και προς τους
κληρικούς των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προτείνοντας άγρυπνη προσοχή
στις ενέργειες των ξένων Ιεραποστόλων. Αποφαίνεται ότι η Ορθοδοξία βάλλεται
σήμερα από παντού, «αισχύνη δ’ ανεξάλειπτος έσται πάσιν ημίν, εάν επί των
ημετέρων ημερών ο λουθηροκαλβινισμός εισαχθή και προοδεύση μεταξύ των
υπό την ημετέραν ποιμαντορίαν ορθοδόξων λαών».
Εξ αιτίας αυτών ο Γρηγόριος συνέταξε δύο επιστολές, τη μία τον Νοέμβριο του
1838 «προς τους αρχιερείς των Ιονίων νήσων», και την άλλη τον Δεκέμβριο
του 1838 «Προς τους βουλευτάς της Επτανήσου κατά ανυπογράφου τινών των
αυτόθι αναφοράς και παρανόμου νομοσχεδίου περί μεταρρυθμίσεως των ιερών
της Εκκλησίας καθεστώτων».
Στα τέλη του 19ου αιώνα καταγράφονται στον ελλαδικό χώρο αυτοκτονίες
λογίων, η συχνότητα των οποίων από το 1889 έως το 1896, δεν περνάει
απαρατήρητη. Ο άγιος Νεκτάριος στην περίοδο αυτή συνέγραψε τη «Γραφή περί
αυτοχειρίας» (20-11-1893) και την εδημοσίευσε παραλλαγμένη το 1895 στον
«Ιερό Σύνδεσμο» με τίτλο: «Περί των αιτίων της αυτοκτονίας και των μέσων της
θεραπείας».29
Στα διάφορα έργα του θεοφόρου Πατέρα που ασχολούνται με την ενημέρωση
και τη διαφώτιση του ορθοδόξου πληρώματος έναντι των προτεσταντικών
κακοδοξιών και αμφισβητήσεων, επισημαίνονται επιγραμματικά οι θέσεις των
Ελλήνων Διαμαρτυρομένων.Υπάρχουν όμως από την περίοδο εκείνοι ασφαλείς
πηγές που μαρτυρούν με σαφήνεια και ακρίβεια τις δοξασίες των Προτεσταντών
και την παράλληλη αμφισβήτηση και πολεμική των ορθοδόξων δογμάτων που
στο πλαίσιο του ασκούμενου προσηλυτισμού.
Από τον ορθόδοξο χώρο πηγή ασφαλή αποτελούν οι κατά καιρούς συνοδικές
εγκύκλιοι καθώς προσδιόριζαν σαφώς τά ορθόδοξα κεφάλαια τίς πίστεως, που
αμφισβητούσαν οι Προτεστάντες.
Ιδιαιτέρως όμως ξεχωρίζει ένα πολύ σπουδαίο σύγγραμμα – βιβλίο του λογίου
Ἀρχιμ. Πανάρετου Δουληγέρη, και μέλους του ορθόδοξου συλλόγου της
«Ανάπλασης»32, που επιγράφεται: «Ὁ αἱρετικός Καλαποθάκης ἤ ἔλεγχος τῶν
ψευδοευαγγελικῶν, Ἐν Ἀθήναις 1892».Το έργο αυτό εκδόθηκε με έγκριση της
Ι.Συνόδου και αναφέρεται σε όλα τα πεδία του δόγματος που αμφισβητούσαν οι
Προτεστάντες, καταγράφει τις θέσεις τους και τις αναιρεί με αξιοπιστία.
http://maxitis.gr/polukarpos-kavakiotis-i-drasi-ton-protestanton-ierapostolon-ston-elladiko-
xoro/