ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ

You might also like

You are on page 1of 29

ΒΙΟΜΑΖΑ-ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ- ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ

ΕΞΑΡΧΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

ΧΗΜΙΚΟΣ

ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2023
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

BIOMAZA ΣΕΛ 2

ΦΥΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΕ ΣΑΚΧΑΡΑ Ή ΑΜΥΛΟ ΣΕΛ 2

ΦΥΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΕ ΕΛΑΙΑ ΣΕΛ 3

ΛΙΓΝΟΚΥΤΤΑΡΙΝΟΥΧΑ ΒΙΟΜΑΖΑ ΣΕΛ 4

ΜΙΚΡΟΑΛΓΕΣ ΣΕΛ 4

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ ΣΕΛ 5

Ζύμωση φυτών πλούσια σε σάκχαρα ή άμυλο ΣΕΛ 6


Ζύμωση λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας ΣΕΛ 6
Μετεστεροποίηση τριγλυκεριδίων ΣΕΛ 7
Αεριοποίηση: σχηματισμός αερίου σύνθεσης (syngas) ΣΕΛ 7
Ταχεία πυρόλυση ΣΕΛ 8
Σύνθεση Fischer- Tropsch ΣΕΛ 8
Υδρογόνωση (hydrogenation) ΣΕΛ 9
Μετροπή αερίου σύνθεσης σε μεθάνιο ΣΕΛ 10

ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΕΛ 10

ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟ ΠΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΕΛ 13

ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΕΛ 14

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΑ ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ ΣΕΛ 15

ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ ΣΕΛ 19

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΕΛ 26

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ 27

1
BIOMAZA

Ο όρος βιοπροιόντα αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες


προιόντων: τα βιοκαύσιμα (βιοντίζελκαι βιοαιθανόλη), τη βιοενέργεια
(θερμότητα και ισχύς) και τα βιοπαραγόμενα χημική υλικά (π.χ ηλεκτρικό οξύ
και πολυγαλακτικό οξύ). Μπορούν να παραχθούν από μία πληθώρα πρώτων
υλών(World Economic Forum, 2010). Ωστόσο, προς το παρόν δεν υπάρχει
κάποια συγκρκριμένη πρώτη ύλη ή διεργασία που θα μπορούσε να
καταστήσει αυτά τα προιόντα ως μία ξεκάθαρη εναλλακτική αυτών που
προέρχονται από ορυκτά. Υπάρχουν πολλές επιλογές διαθέσιμες, η καθεμία
με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.

Δύο είναι οι δύο κυρίαρχες κατηγορίες πρώτων υλών, αυτές της πρώτης
και της δεύτερης γενιάς. Τα προιόντα που προέρχονται από πρώτη ύλη
πρώτης γενιάς παράγονται από βρώσιμη βιομάζα, όπως φυτά πλούσια σε
άμυλο και σε έλαια. Αντίθετα, για τα προιόντα δεύτερης γενιάς χρησιμοποιείται
βιόμαζα αποτελούμενη από τα εναπομείνοντα μη φαγώσιμα κομμάτια
καρπών ή από άλλες μη βρώσιμες πηγές, όπως πολυετές γρασίδι ή οι άλγες
(World Economic Forum, 2010). Τα προαναφερθέντα προιόντα θεωρούνται
ότι είναι αυτά με τις καλύτερες πιθανότητες να αντικαταστήσουν τα συμβατικά
που παράγονται από ορυκτές πρώτες ύλες.

ΦΥΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΕ ΣΑΚΧΑΡΑ Ή ΑΜΥΛΟ

Ο πιο κοινός τύπος βιοδιυλιστηρίων σήμερα χρησιμοποιεί φυτά πλούσια


σε σάκχαρα ή άμυλο. Παράδειγμα των πλούσιων σε σάκχαρα είναι το
ζαχαροκάλαμο, το ζαχαρότευτλο ή το ζαχαρόσοργο, τα οπία αποθηκεύουν
μεγάλη ποσότητα σακχαρόζης. Η σακχαρόζη μπορεί εύκολα να εξαχθεί από
το υλικό του φυτού, έτσι ώστε να ακολουθήσει η ζύμωσή της (fermentation)
προς αιθανόλη ή βιο- βασιζόμενα χημικά. Το ζαχαροκάλαμο είναι αυτή την
στιγμή η προτινώμενη πρώτη ύλη από οικονομική και περιβαλλοντική σκοπιά,
λόγω της εύκολης καλλιέργειάς του. Όμως, είναι περιορισμένο, αφού δεν
μπορεί να παραχθεί σε αρκετές περιοχές λόγω των καιρικών συνθηκών και
των απαιτήσεων του εδάφους (World Economic Forum, 2010).

2
Τα φυτά πλούσια σε άμυλο, όπως το καλαμπόκι, το σιτάρι και η ταπιόκα,
μπορούν να υδροληθούν ενζυματικά, ώστε να απελευθερώσουν ένα διάλυμα
σακχάρων, το οποίο μπορεί με την σειρά του να ζυμωθεί και να κατεργαστεί
σε καύσιμα και χημικά (The Royal Society, 2008. 01/08). Η επεξεργασία
πολλών τέτοιων φυτών έχει, επίσης , ως αποτέλεσμα την εξαγωγή, ως
παραπροιόν, πολύτιμης ζωικής τροφής πλούσια σε πρωτείνες και ενέργεια, η
οποία θα μπορούσε να αντικαταστήσειάλλες τροφές, όπως την σόγια, με 20%
μεγαλύτερη αποδοτικότητα σε καλλιέργειες σε σχέση με τις συμβατικές (ΙΕΑ
Statistics).

ΦΥΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΕ ΕΛΑΙΑ

Τα φυτικά έλαια χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή βιοντίζελ


μέσω μετεστεροποίησης (transesterification). Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
τα καθαρά φυτικά έλαια (pure plant oil, PPO) και τα απόβλητα φυτικά έλαια
(waste vegetable oil, WVO) (World Economic Forum, 2010). Τα έλαι της
πρώτης κατηγορίας (PPO) προέρχονται από αποκλειστικά ελαιώδεις
καρπούς, όπως αυτοί του φοίνικα, της σόγιας, της ελαιοκάμβης και του
ελαιοτροπίου. Η καλλιέργεια αυτών των καρπών περιορίζεται μόνο από
αγροτικά χωριτικότητα της χώρας. Η χρήση των ελαίων της δεύτερης
κατηγορίας (WVO), για παράδειγμα μαγειρικό λάδι ή ζωικό λίπος, είναι μια
αποτελεσματική μέθοδος ανακύκλωσης των καθημερινων αποβλήτων.
Ωστόσο, απιτείται η διύλιση και η υδρογόνωσή τους για να μετατραπόυν σε
χρησιμοποιήσιμο βιοντίζελ.

Η βιώσιμη και οικονομική παραγωγή βιοντίζελ από φυτικά έλαια έχει


αποδειχτεί πρόκληση. Αυτό ισχύει λόγω των σημαντικών αλλαγών στη χρήση
της γης και των ζητημ΄ζτων βιωσιμόυητας που απορρέουν από την
παραγωγή των καθαρών φυτικών ελαίων, καθώς επίσης και λόγω του
υψηλού κόστους που σχετίζεται με την διύλιση των αποβλήτων φυτικών
εαλίων εξαιτίας των αναπόφευκτων ακαθαρσιών που περιέχουν. Τα καύσιμα
που προέρχονται από τα φυτικά έλαια χρησιμοποιούνται ευρέως, όμως η
χρήσης τους είναι πιθανό να είναι πιο αποτελεσματική αν λειτουργούν ως
συμπληρώματα σε άλλες μορφές ενέργειας και όχι ως κύρια πηγή (Ma F.&
Hanna M.A. (1999)).

3
ΛΙΓΝΟΚΥΤΤΑΡΙΝΟΥΧΑ ΒΙΟΜΑΖΑ

Η λιγνοκυτταρινούχα βιομάζα αναφέρεται σε μη βρώσιμη φυτική ύλη


που απαρτίζεται κυρίως από κυτταρίνη (cellulose), ημικυτταρίνη
(hemicellulose) και λιγνίνη (lignin). Θεωρείται πολύ πιθανό ότι αυτή δεύτερης
γενιάς πρώτη ύλη, θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για την παραγωγή
βιοκαυσίμων και βιο- βασιζόμενων χημικών μέσω διάφορων τεχνολογιών
μετατροπής της. Εν τούτοις, είναι πιο δύσκολη η μετατροπή
λιγνικυτταρινούχας βιομάζας σε κάποιο χρησιμοποιήσιμο προιόν, σε σχέση με
άλλους τύπους βιομάζας, καθώς η καταστροφή της προστατευτικής
μεμβράνης από ημικυτταρίνη και λιγνίνη που περιβάλλει την κυτταρίνη είναι
μια ανεργοβόρα διεργασία.

Όμως, τα πλεονεκτήματα εκμετάλλευσης αυτού του τύπου βιομάζας, την


καθιστούν κατάλληλη πρώτη ύλη για τα βιοδιυλιστήρια δεύτερης γενιάς. Πιο
συγκεκριμένα, η λιγνικυτταρινούχα βιομάζα μπορεί να προέρχεται από πολλές
και διαφορετικές πηγές συμπεριλαμβανομένων δασικών απορριμάτων
(ροκανίδια), αγροτικών απορριμάτων (άχυρα και κοτσάνια καλαμποκιού),
χαρτιών και δημοτικών απορριμάτων, καθώς και από αποκλειστικά
ενεργειακούς καρπούς, όπως ο μισανθος (miscanthus) και η βραχέως
εναλλασσόμενη λεύκα (short-rotation poplar) (World Economic Forum, 2010).
Επιπροσθέτως, η κυτταρινούχα αιθανόλη θεωρείται έτοιμη για ανάπτυξη,
λόγω της πρόσφατης σημαντικής προόδου που σημειώθηκε στη διεργασία
ενζυματικής μετατροπής (Naik S.N., Goud V.V., Rout P.K., Dalai A.K. (2010)).

ΜΙΚΡΟΑΛΓΕΣ

Οι μικροάλγες είναι μια μεγάλη και ποικιλόμορφη ομάδα από


μονοκύτταρους φωτοτροφικούς (phototrophic) και ετεροτροφικούς
(heterotrophic) οργανισμούς, οι οποίοι χαίρουν ιδιαίτερης προσοχής τα
τελεευταία χρόνια, λόγω της πιθανής τους αξίας ως πηγές ανανεώσιμης
ενέργειας. Το ενδιαφέρον εστιάζτεαι στα λιπίδια στη μορφή των
τριακυλογλυκερολών (triacylglycerols), τα οποία μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για την σύνθεση του βιοντίζελ μέσω μετεστεροποίησης
(World Economic Forum, 2010). Ακόμα οι εναπομείναντες

4
υδατάνθρακεςμπορούν να μετατραπούν σε βιοαιθανόλη μέσω ζύμωσης
(World Economic Forum, 2010).

Τα πλεονεκτήματα της χρήσης καυσίμων που προέρχονται από άλγες


ως εναλλακτική είναι πολυάριθμα. Οι μικροάλγες έχουν την ικανότητα να
προσφέρουν 10 με 100 φορές περισσότερα έλαια ανά στρέμμα σε σχέση με
άλλες δεύτερης γενιας πρώτες ύλες βιοκαυσίμων. Το τελικό περιεχόμενο σε
έλαια κάποιων μικροαλγών ξεπερνά το 80% του ξηρού βάρους της βιομάζας
τους, ένα νούμερο που είναι σχεδόν 20 φορές μεγαλύτερο από αυτό των
παραδοσιακών πρώτων υλών (World Economic Forum, 2010). Επιπλέον,
είναια ασφαλείς, βιοαποικοδομήσιμες και δεν είναι ανταγωνιστικές ως προς
την καλλιεργήσιμη γη τους. Αξιοσημείωτα είναι, επίσης, η υψηλή
παραγωγικότητά τους, το μικρό χρονικό διάστημ πλήρους ανάπτυξής τους και
το γεγονός ότι απαιτούν απλώς CO2 , ηλιακή ακτινοβολία και νερό για να
μεγαλώσουν.

Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν αρκετά εμπόδια που θα πρέπει να


ξεπεραστούν, προτού η παραγωγή μικροαλγών σε μεγάλη κλίμακα για την
σύνθεση βιοκαυσίμων γίνει εμπορική πραγματικότητα. Η παραγωγή χαμηλού
κόστους βιοντίζελ απαιτεί βελτιώσεις στην βιολογία των αλγών μέσω
γενετικής και μεταβολικής μηχανικής, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι ιδανικές
αποδόσεις, όπως υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, υψηλό περιεχόμενο σε λιπίδια
και ευκολία εξαγωγής των ελαίων.

Η πρόοδος στη μηχανική των φωτοβιοαντιδραστήρων


(photobioreactors) αναμένεται να μειώσει το κόστος παραγωγής. Βιοκαύσιμα
που παράγονται από μαζικές καλλιέργειες μικροαλγώνπροσφέρουν δυνητικά
έναν ελκυστικό και οικολογικό φιλικό πόρο καυσίμων. Ωστόσο, οι προκλήσεις
παραμένουν για να μπορέσει να καλυφτεί το κενό, όσον αφορά το κόστος,
μεταξύ καυσίμων που προέρχονται από μικροάλγες και ορυκτών καυσίμων.

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

Η επιλογή της κατάλληλης τεχνολογίας μετατροπής εξαρτάται από το


είδος της πρώτης ύλης, καθώς και από τα επιθυμητά προιόντα. Σε αυτές που
χρησιμοποιούνται ευρέως ανήκουν η ζύμωση (fermentation), η αεροποίηση

5
(gasification) και η μετεστεροποίηση (transestrerification). Καινούριες και
λιγότερο παραδοσιακές τεχνικές αναπτύσσονται συνεχώς, ειδικά στον τομέα
των συνθετικών βιοκαυσίμων (World Economic Forum, 2010). Η παραγωγή
χημικών και υλικών από βιαμάζα είναι εφικτή επί του παρόντος, αλλά δεν
πραγματοποιείται σε εμπορική κλίμακα όπως στην περίπτωση των
βικαυσίμων.

 Ζύμωση φυτών πλούσια σε σάκχαρα ή άμυλο

Η ζύμωση διαλυμάτων σακχάρων που προέρχονται είτε από


αμυλοκαλλιέργειες είτε από λιγνοκυτταρινούχα υλικά απαιτεί επεγεργασία της
πρώτης ύλης, έτσι ώστε να απελευθερωθούν τα σακχαρα από το εσωτερικό
του φυτού. Το άμυλο συνήθως υδρολύεται ενζυματικά για να
παράξειδιαλύματα πλούσια σε σάκχαρα και στην συνέχεια υπόκεινται σε
μικροβιακή ζύμωση για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Τα φυτά πλούσια σε
σάκχαρα όπως είναι το ζαχαροκάλαμο, μπορούν να ζυμωθούν άμεσα
παράγοντας αιθανόλη (Corma A., Iborra S. & Velty A. (2007)).

 Ζύμωση λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας

Η χρήση λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας απαιτεί τον διαχωρισμό του


κυτταρινούχου και ημικυτταρινούχου υλικού από την μη ζυμώσιμη λιγνίνη
κατά την διάρκεια της προεπεξεργασίας της πρώτης ύλης (A Joint Research
Agenda. U.S. Department of Energy, 2006). Αυτό επιτυχγάνεται αρχικά με
μηχανικά μέσα και στην συνέχεια με τη χρήση οξέος, αλκαλίου και/ή
κατεργασία ατμού. Ενώ η λιγνίνη προς το παρόν καίγεται για την παραγωγή
ενέργειας, τα κυτταρινούχ και ημικυτταρινούχα συστατικά υδρολύονται
ενζυματικά για την παραγωγή διαλύματαος σακχάρων και τέλος υπόκεινται
ζύμωση (World Economic Forum, 2010).

Σε αντίθεση με την ζύμωση των καθαρών C6 σακχάρων (όπως το


άμυλο), η ζύμωση της διασπασμένης ημικυτταρίνης απαιτεί ειδικούς
οργανισμούς ικανούς να μετατρέπουν C5 σάκχαρα, όπως η ξυλόζη (xylose)
(Olsson L (1996)). Επί του παρόντος, είναι επιτακτική ανάγκη για την εύρεση
πιο αποδοτικών και ανθεκτικών μικροοργανισμών που ναμπορούν να

6
αντέξουν υψηλ’ες θερμοκρασίες και πιέσεις, έτσι ώστε να παραχθούν
προιόντα ζύμωσης και από τις δύο κατηγορίες.

 Μετεστεροποίηση τριγλυκεριδίων

Η μετεστεροποίηση ελαίων προερχόμενων από φυτά ή άλγες αποτελεί


μια τυποποιημένη διεργασία, καταά την οποία τα τριγλυκερίδια αντιδρούν με
μεθανόλη παρουσία καταλύτη για την παραγωγή μεθυλεστέρων λιπαρών
οξέων (fatty acid methyl estsers, FAME) και γλυκερίνης. Τα απόβλητα
φυτικών ελαίων μπορούν επίσης να μετατραπούν με αυτή την τεχνική, αλλά
προ απιτείται ο καθαρισμός τους. Μπορού να χρησιμοποιηθοόυν όξινοι αλλά
και αλκαλικοί καταλύτες, παρόλο που η αντίδραση παρουσία αλκαλικού
καταλύτη πραγματοποιείται 4.000 φορές ταχύτερα από την ίδια αντίδραση
οαρουσία όξινου (World Economic Forum, 2010).

Τα κύρια προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση τριγλυκεριδίων αντί


του ντίζελ είναι συνήθως το υψηλό ιξώδες, η χαμηλή πτητικότητα και ο
πολυακόρεστος χαρακτήρας. Η μετεστεροποίηση είναι μια διεργασία μείωσης
της πτητικότητας των τριγλυκεριδίων και ενίσχυσης των φυτικών ιδιοτήτων
του καυσίμου. Σαν αποτέλεσμα το FAME- βιοντίζελ αποτελεί τον πιο κοινό
τύπο βιντίζελ που χρησιμοποιείται σήμερα (Fukuda H., Kondo A. & Noda H.
(2001)).

 Αεριοποίηση: σχηματισμός αερίου σύνθεσης (syngas)

Η διεργασία της αεροποίησης βιομάζας επιτρέπει τη διάσπαση των


ανθρακούχων υλικών στις ενώσεις του αερίου σύνθεσής τους, δηλαδή H2 και
CO. Η αεροποίηση επιτυγχάνεται μέσω θερμικής διάσπασης υπό την
παρουσία περιορισμένης ποσότητας οξυγόνου. Το προκύπτον μίγμα
υδρογόνου και μονοξειδίου του άνθρακα μετατρέπεται στην συνέχεια στα
επιθυμητά μόρια με μερική οξείδωση σε υψηλές θερμοκρασίες ή μέσω
αντίδρασης Fischer-Tropsch. (Bridgwater A.V. (1995))

7
 Ταχεία πυρόλυση

Παρόμοια με τον σχηματισμό του αερίου σύνθεσης, η πυρόλυση είναι η


θερμική διάσπαση της βιομάζας σε ένα υγρό βιο-έλαιο που περιέχει
διάφορους υδρογονάνθρακες και οξυγόνο της τάξης 35-40%, το οπίο μπορεί
να μετατραπεί μέσω υδρογόνωσης ή μέσω αεριοποίησης στον επιθυμητό
υδρογονάνθρακα. Η χρήση της πυρόλυσης και οι ιδιότητες του παραγόμενου
βιο-ελαίου βρίσκονται ακόμη υπό ανάπτυξη, όμως η κοινή αντίληψη είναι ότι
είναι δυνατόν να μειωθεί το κόστος της αεριοποίησης σε σύγκριση με την
τροφοδοσία στερεής βιομάζας απευθείας στον αεριοποιητή.( Bridgwater A.V.
(1995))

 Σύνθεση Fischer- Tropsch

Η μετατροπή του αερίου σύνθεσης σε συνθετικό καύσιμο μέσω της


αντίδρασης Fischer- Tropsch συμπεριλαμβάνει την καταλυτική μετατροπή του
αερίου σύνθεσης σε υγρούς υδρογονάνθρακες που κυμαίνονται απόC1 έως
C50. Η επιλεκτική κατανομή των προιόντων μπορεί να επιτευχθεί με έλεγχο
της θερμοκρασίας, της πίεσης και του είδους του καταλύτη (The Royal
Society, 2008. 01/08). Μολονότι αυτή η διεργασία είναι ευρέως γνωστή,
υπάρχει η πιθανότητα έλλειψης καταλυτών όσον αφορά παραγωγές μεγάλης
κλίμακας αν δεν βελτιωθεί η αναγέννηση του καταλύτη. Η τεχνολογία αυτή
συναντάται συχνά στην εμπορική παραγωγή ηλεκτρισμού και συνθετικών
καυσίμων από συμβατικά ορυκτά καύσιμα.

Όμως, οι ίδιες αρχές μπορούν να εφαρμοστούν στη παραγωγή βιομάζας


και βιοκαυσίμων και συχνά αναφέρεται ως BTL (Biomass To Liquid). Η
αεριοποίηση της βιομάζας βρίσκει ελάχιστες εμπορικές εφαρμογές εξαιτίας
της ανατγωνιστικότητας με άλλες τεχνικές μετατροπής της. Πρόσφατα
ανανεώνεται το ενδιαφέρον για αυτή την διεργασία, αλλά τα οικονομικά
βιώσιμα παραδείγματα είναι σπάνια (Bridgwater A.V. (1995)).

8
Εικόνα 1: μετατροπή της βιομάζας σε υγρά βιοκαύσιμα μέσω της διεργασίας
Fischer- Tropsch (Hu et al., 2012)

 Υδρογόνωση (hydrogenation)

Μία πιο ενεργειακά αποδοτική εναλλακτική παραγωγής συνθετικού


καυσίμου είναι η υδρογόνωση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η
υδροκατεργασία βιο-ελαίων για την παραγωγή υδροκατεργασμένων
ανανεώσιμων καυσίμων των αεροσκαφών (hydrotreated renewable jet fuels,
HRJ) (World Economic Forum, 2010). Κατά την διεργασία της υδρογόνωσης
απομακρύνονται οξυγόνι και λοιπές προσμίξεις από τα οργανικά έλαια. Τα
έλαια αυτά μπορούν να εξαχθούν απευθείας από πρώτες ύλες με υψηλή
περιεκτικότητα σε έλαια, όπως το φυτό jatropha curcas και οι άλγες, ή να
παραχθούν μέσω πυρόλυσης.

Η υδροκατεργασία των βιο-ελαίων με υδρογόνο σε μέτριες με υψηλές


θερμοκρασίες μετατρέπει σε καύσιμα υδρογονανθράκων, όπως τα HRJ. Τα
προκύπτοντα καύσιμα είναι καθαροί υδρογονάνθρακες και δεν παρουσιάζουν
διαφοροποιήσεις στις φυσικές ιδιότητες σε σχέση με τα συμβατικά καύσιμα.
Τα καύσιμα HRJ τείνουν να έχουν μεγαλύτερη απόδοση καύσης και
υψηλότερο ενεργειακό περιεχόμενο, παρόμοια με αυτά που παράγονται μέσω
της αντίδρασης Fischer- Tropsch. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι
παρουσιάζουν πολύ καλή σταθερότητα σε χαμηλές θερμοκρασίες
καθιστώντας τα μία ιδανική ανανεώσιμη πηγή καυσίμων των αεροσκαφών
(The Royal Society, 2008. 01/08, Li L., et al, Caldecott B.T. & Sean (2009)).

9
 Μετροπή αερίου σύνθεσης σε μεθάνιο

Το μεθάνιο μπορεί να παραχθεί από αέριο σύνθεσης μέσω θερμικής


αεριοποίησης και μέσω μιας παραλλαγμένης αντίδρασης Fischer- Tropsch.
Συναντάται, επίσης, ως παραπροιόν της σύνθεσης Fischer- Tropsch για
βιοκαύσιμα. Το φυσικό αέριο σύνθεσης (SNG) αποτελεί ένα υποκατάστατο
του φυσικού αερίου, το οποίο μπορεί να τριφοδοτηθεί απευθείας στο εθνικό
δίκτυο και να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο για τις μεταφορές αφού υγροποιηθεί
(Hofbauer H, Zwart R.W.R. & A. van der Drift, Van Der Drift A. (2008)).

ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟ

Το βιοδιυλιστήριο αποτελεί μία εγκατάσταση που ενσωματώνει τις


διαδικασίες και τον εξοπλισμό μετροπής της βιομάζας (α) σε καύσιμα που
χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, (β) σε ενέργεια και (γ) σε
εμπορεύσιμα χημικά προιόντα (Cherubini and Ulgiati, 2010; Demirbas and
Demirbas, 2010; National Renewable Energy Laboratory, 2008; Taylor, 2008).
Ειδικότερα, χρησιμοποιείται κάθε συστατικό της πρώτης ύλης (οργανικά
υπολείμματα, ενεργειακές καλλιέργειες και υδάτινη βιομάζα) για να
παραχθούν χρησιμοποιήσιμα προιόντα, τα οποία ενδεχομένως υποστούν
περαιτέρω χημική, βιοχημική, βιολογική, θερμοχημική επεξεργασία και
διαχωρισμό. Η βιωσιμότητα ενός βιοδιυλιστηρίου εξαρτάται από την πλήρη
αξιοποιήση της βιομάζας, έτσι ώστε να παραχθεί ένα σύνολο ποικίλων
προιόντων. Αυτό μπορεί να επιτευωθεί μόνο με ένα βέλτιστο συνδυασμό
διεργασιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται θερμοχημικές, βιοχημικές και
χημικές διεργασίες (Ghatak, 2011)

Ένα βιοδιυλιστήριο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να παράγει μικρές


ποσότητες ενός ή περισσοτέρων χημικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης
αξίας, μεγάλες ποσότητες υγρών καυσίμων μεταφορών μικρότερης αξίας και
ταυτόχρονα να παράγει ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα για ιδία χρήση και
ίσως για πώληση (Subhadra et al., 2010; National Renewable Energy
Laboratory,2008). Με την συμπαραγωγή των χημικών προϊόντων, το κόστος
παραγωγής των δευτερογενών φορέων ενέργειας (καύσιμα, θερμότητα,
ισχύς) καθίσταται πιο κερδοφόρο ιδιαίτερα στη περίπτωση που η βιοδιύλιση
ενσωματώνεται στις υπάρχουσες βιομηχανίες χημικών, υλικών και ενέργειας

10
(Demirbas and Dermibas, 2010). Η δημιουργία βιοδιυλιστηρίων στοχεύει στην
αντικατάσταση των διυλιστηρίων πετρελαίου, τα οποία παράγουν πολλαπλά
καύσιμα και προϊόντα από ακατέργαστο πετρέλαιο (Cherubini and Ulgiati,
2010; National Renewable Energy Laboratory, 2008; Taylor, 2008).

Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή της ιδέας του βιοδιυλιστηρίου στη


χημική βιομηχανία είναι σε εξέλιξη, βιομηχανικά βιοδιυλιστήρια συναντώνται
σπάνια. Ωστόσο, η ανάπτυξη των βιοδιυλιστηρίων στην Ευρώπη, τις Η.Π.Α.
και τη Βραζιλία δείχνει μια θετική τάση, η οποία μπορεί να εξαπλωθεί σε
διάφορους βιομηχανικούς τομείς ανά τον κόσμο. Γνωστά παραδείγματα
βιοδιυλιστηρίων που βρίσκονται σε λειτουργία είναι οι βιομηχανίες
χαρτοπολτού όπως η Lenzing AG (Αυστρία), η Portucel Soporcel
(Πορτογαλία), η Zellstoff Stendal (Γερμανία) ή εταιρίες που χρησιμοποιούν
γεωργικά υπολείμματα για την παραγωγή ενεργειακών και προστιθέμενης
αξίας προϊόντων όπως η INBICON (Δανία), η Ensyn (Καναδάς), η Cristal
Union (Γαλλία) και η DuPont (Η.Π.Α) (International Energy Agency, 2009).

11
Εικόνα 2: Απεικόνιση βιοδιυλιστηρίου (Smith, 2007)

Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη των ανωτέρων βιοδιυλιστηρίων, αλλά και η


δημιουργία νέων, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μεγαλύτερης ποικιλίας
πρώτων υλών, τεχνολογιών και παραπροϊόντων. Επίσης, μπορεί να
επιτευχθεί βιώσιμη διαχείριση της βιομάζας που θα οδηγήσει στην παραγωγή
ενός ευρέος φάσματος βιολογικών προϊόντων και ενέργειας. Γενικότερα, η
υιοθέτηση της ιδέας του βιοδιυλιστηρίου μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην
ολοκληρωμένη ανάπτυξη ενός κράτους ( Internatinal Energy Agency, 2009).

12
ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟ ΠΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ

Τα βιοδιυλιστήρια πρώτης γενιάς αφορούν τις αρχικές προσπάθειες για


την παραγωγή βιοκαυσίμων, όπου καθιερώθηκαν δύο μεθόδου παραγωγής: η
βιοχημική και η θερμοχημική (Εικόνα 3). Επικεντρώνονται κυρίως στην
παραγωγή ενός μόνο βιοκαυσίμου και χρησιμοποιούν πρώτες ύλες που
προέρχονται από βρώσιμες πηγές.

Εικόνα 3 : Αρχικές εξελίξεις στην παραγωγή βιοκαυσίμων

(Kokkosis A.C. & Yang A. (2010)

Η βιοχημική μέθοδος βασίζεται προς το παρόν σε βιοχημικές διεργασίες


μετατροπής και επικεντρώνεται στη ζύμωση των σακχάρων που εξάγονται
από την βιομάζα. Η παραγωγή βιοαιθανόλης απαιτεί τρία στάδια ζύμωσης:
ζύμωση των σακχάρων, απόσταξη για την απομάκρυνση του μεγαλύτερου
μέρους νερού και τέλος αφυδάτωση για περαιτέρω απομάκρυνση του νερού
από το εναπομένον αζεοτροπικό μίγμα νερού/αιθανόλη (World Economic
Forum, 2010).

13
Αφού η ζύμωση απαιτεί την παρουσία σακχάρων, η κύρια πηγή πρώτης
ύλης είναι τα ζαχαροκάλαμα, στις Η.Π.Α. η τεχνολογία παραγωγής
βιοαιθανόλης από καλαμπόκι, η οποία παλαιότερα δεν μπορούσε να
ανταγωνιστεί με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, παρουσιάζει σήμερα
άνθηση ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Αμερική όπου αναπτύσσονται
σιτηρά. Η Ευρώπη, από την άλλη, στράφηκε στην παραγωγή βιοντίζελ
(FAME) χρησιμοποιώντας φυτικά έλαια και μετεστεροποίηση με μεθανόλη,
ενώ στην Γερμανία υπάρχουν ήδη 400 καταστήματα πώλησης βιοντίζελ. Η
παραγωγή βιοαερίου πραγματοποιείται σε μικρότερη κλίμακα, το οποίο είναι
βασικά παραπροϊόν της διαχείρισης αποβλήτων συνεισφέροντας σε μεγάλο
βαθμό στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Εντούτοις,
ευρεία παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας επιτυγχάνεται μέσω των
θερμοχημικών τεχνολογιών, σύμφωνα με τις οποίες παράγονται αέρια
καύσιμα (και κάρβουνο) χρησιμοποιώντας πληθώρα βιομάζας και
αποβλήτων. Στις γνωστές αυτές τεχνολογίες ανήκουν η άμεση καύση, η
αεριοποίηση (Fischer- Tropsch) και η πυρόλυση (Εικόνα 3) (Kokkosis A.C. &
Yang A. (2010))

ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΕΝΙΑΣ

Παρόλο που η παραγωγή βιοκαυσίμων πρώτης γενιάς συνεχίζει να


αυξάνεται, η βιωσιμότητα και εφαρμοσιμότητά της παραμένει αβέβαιη και
αμφιλεγόμενη. Η εφαρμοσιμότητα εξαρτάται από τις παγκόσμιες τιμές των
σακχάρων, σιτηρών και ελαίων, οι οποίες μεταβάλλονται συνεχώς με την
πάροδο των χρόνων. Μεγάλα ερωτήματα εγείρονται και όσον αφορά τη
βιωσιμότητα της παραγωγής, καθώς οι πρώτες ύλες ανταγωνίζονται τις πηγές
τροφίμων, ενώ η επεξεργασία της βιομάζας χαμηλής πυκνότητας οδηγεί σε
υπερβολικές ανάγκες γης (Kokkosis A.C. & Yang A. (2010)). Το ενδιαφέρον,
όμως, επικεντρώνεται τόσο πολύ στα σάκχαρα και στο άμυλο, με αποτέλεσμα
να παραμελείται το πλούσιο ενεργειακά κυτταρινούχο και ημικυτταρινούχο
περιεχόμενο, το οποίο παρόλη την δυσκολία στην επεξεργασία, αποτελεί το
μεγαλύτερο κομμάτι της διαθέσιμης βιομάζας (Kokkosis A.C. & Yang A.
(2010)).

14
Τα βιοδιυλιστήρια δεύτερης γενιάς υιοθετούν μία διαφορετική
προσέγγιση, η οπία βασίζεται στην επεξεργασία του συνόλου του φυτού. Πιο
συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει πρόσθετες διεργασίες για την
εκμετάλλευση των υπολειμμάτων και οδηγεί σε πολλαπλά προϊόντα
(βιοκαύσιμα και ειδικά χημικά) ανάλογα με αυτά των συμβατικών
διυλιστηρίων. Έτσι λοιπόν, η επιλογή των κατάλληλων πρώτων υλών γίνεται
ευκολότερη, καθώς μεγαλώνουν τα εύρη των επιλογών και οι πρόσθετες
διεργασίες μπορούν να ανήκουν είτε σε αυτές της βιοχημικής είτε σε αυτές της
θερμοχημικής μεθόδου που αναπτύχθηκαν προηγουμένως.

Οι διεργασίες της βιοχημικής μεθόδου αποτελούνται από ενζυμικές


τεχνολογίες για την παραγωγή όχι μόνο C6 και C5 σακχάρων απαραίτητα για
την κυτταρινούχα αιθανόλη, αλλά και πολυάριθμων ενδιάμεσων κλασμάτων
στη μορφή υδατανθράκων, πρωτεϊνών και φαινολών. Κάποια ενδιάμεσα της
μορφής των ολιγομερών και μονομερών χρησιμεύουν για την παραγωγή
ειδικών χημικών, οργανικών οξέων και πολυολών, συστατικών για φυσικές
υγιεινές τροφές (φυτοστερόλες, φολικό οξύ), πρεβιοτικών και πρόσθετων. Οι
μηχανολογικές αποδόσεις και η αποδοτικότητες βρίσκονται υπό συνεχή
ανάπτυξη με τη χρήση βελτιωμένων ενζυμικών τεχνολογιών και καταλυτικών
διεργασιών. Η λιγνοκυτταρινούχα βιομάζα, η διάσπαση της οπίας παραμένει
δύσκολο να επιτευχθεί με την ενζυμική τεχνολογία, επεξεργάζεται
θερμοχημικά είτε για την παραγωγή θερμότητας (ή ενέργειας) είτε για την
παραγωγή χημικών (μεθανόλης, συνθετικού ντίζελ, βιο-ελαίων). Τα
βιοδιυλιστήρια δεύτερης γενιάς συνδυάζουν την αεριοποίησης με αέριο
σύνθεσης και τη σύνθεση Fischer-Tropsch για την παραγωγή LPG (liquede
petroleum gas), νάφθας, καυσίμου αεροσκαφών και λιπαντικών. Η
υδρογόνωης των φυτικών ελαίων σε <πράσινο ντιζελ> οδηγεί στην παραγωγή
καυσίμων με ανώτερα επίπεδα ενέργειας σε σχέση με τα αντίστοιχα του
συμβατικού ντίζελ (Kokkosis A.C. & Yang A. (2010)).

Συγκριτικά με τα βιοδυιλιστήρια πρώτης γενιάς, τα βιοδιυλιστήρια


δεύτερης γενιάς περιλαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος πιθανών προϊόντων,
πολυάριθμες διεργασίες και εκτεταμένες επιλογές τεχνολογιών.

15
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΑ ΒΙΟΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ

Ενώ τα βιοδιυλιστήρια δεύτερης γενιάς παρουσιάζουν σταθερή πρόοδο,


γίνεται ήδη συζήτηση για βιοδιυλιστήρια τρίτης φάσης, τα οποία δεν
ανταγωνίζονται τον τομέα των τροφίμων.

Εικόνα 5: Ολοκληρωμένα βιοδιυλιστήρια (Kokkosis A.C. & Yang A. (2010))

Σε αντίθεση με αυτά των προηγούμενων γενεών, οι διάφορες μέθοδοι


συνδυάζονται μεταξύ τους έχοντας ως στόχο όχι μόνο τη μείωση του
συνολικού κόστους, αλλά και την επίτευξη ευελιξίας στην παραγωγή
προϊόντων (Kokkosis A.C. & Yang A. (2010)). Όσον αφορά στις πρώτες ύλες,
υπάρχουν πολυάριθμες επιλογές όπως ακατέργαστα ορυκτά υλικά (αέριο,
μαζούτ, κάρβουνο και λιγνίτης), βιοπροιόντα που θεωρούνται απόβλητα
(βιοαέριο, αστικά και γεωργικά λύματα) και υδάτινη βιομάζα. Πράγματι, η
τελευταία αναφερθείσα πηγή πρώτων υλών αποτελεί την πιο πολλά
υποσχόμενη στη μορφή των αλγών. Με μικρότερη απαίτηση σε
καλλιεργήσιμο χώρο σε σχέση με την επίγεια βιομάζα, τα διάφορα είδη αλγών
μπορούν να αναπτυχθούν υπό ήπιες συνθήκες προσφέροντας την
δυνατότητα καθαρισμού βιομηχανικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα
από καπναέρια και/ή βιομηχανικών και αστικών λυμάτων. Η βιομάζα που

16
παράγεται από την καλλιέργεια των αλγών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
στα βιοδιυλιστήρια δεύτερης γενιάς που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά ο
σχεδιασμός και η βελτιστοποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων θα απαιτούσαν
οπωσδήποτε μια διαφορετική προσέγγιση.

Αντί να πραγματοποιείται διερεύνηση μόνο των προϊόντων και των


μεθόδων, είναι πολύ σημαντικό να επιτευχθεί πρόοδος στις κοινές
πλατφόρμες χημικών κατάλληλες για το μοίρασμα των ενεργειακών
προμηθειών και προϊόντων μεταξύ βιοδιυλιστηρίων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι
τα βιοδιυλιστήρια τρίτης φάσης δεν απαιτούν ένα συγκεκριμένο είδος πρώτης
ύλης και προϊόντος, το πρόβλημα σχεδιασμού παραμένει ανοιχτό όσον αφορά
την επιλογή της κατάλληλης πλατφόρμας (σακχάρων, ελαίων, αερίου
σύνθεσης και λιγνίνης) για την παραγωγή προϊόντων σε μορφή καυσίμων που
παρέχουν ενέργεια και χημικά (Εικόνα 5). Οι πλατφόρμες ελαίων και αερίου
σύνθεσης αποτελούν μία πολύ καλή ευκαιρία επεξεργασίας βιομάζας ή
ενδιάμεσων που προέρχονται από την βιομάζα, αφού μπορούν να
χρησιμοποιηθούν οι ήδη υπάρχουσες πετροχημικές εγκαταστάσεις, όπως η
πυρόλυση πετρελαίου, η υδροκατεργασία, η αεριοποίηση και η χημική
σύνθεση. Στα προϊόντα που παράγονται ανήκουν η βενζίνη, το ντίζελ,
ολεφίνες, αλκοόλες, οξέα, κεριά και πολλά χημικά που προέρχονται από το
αέριο σύνθεσης (Kokkosis A.C. & Yang A. (2010)).

Τα βιοδιυλιστήρια κατηγοριοποιούνται με βάση την πρώτη ύλη τους, τις


τεχνολογίες παραγωγής που ενσωματώνονται σε αυτά και τέλος με βάση την
τεχνολογία μετατροπής που εφαρμόζουν. Αναλυτικότερα τα στοιχεία
παρουσιάζονται στον Πίνακα 1

17
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Κατηγοριοποίηση βιοδιυλιστηρίων: με βάση την πρώτη ύλη, με
βάση την τεχνολογία, με βάση την πορεία μετατροπής (Demirbas and Demibas,
2010)

18
ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ

Ως βιοκαύσιμα χαρακτηρίζονται όλα τα στερεά, υγρά και αέρια καύσιμα


που προέρχονται από τη βιομάζα (ανανεώσιμη πηγή ενέργειας). Τα
κυριότερα είναι:
Το βιοντίζελ είναι το πρώτο ανανεώσιμο καύσιμο, πλήρως συμβατό με
το συμβατικό ντίζελ. Οι τεχνολογίες παραγωγής του, ως πρώτης γενιάς
βιοκαύσιμο, βασίζονται στην αντίδραση των τριγλυκεριδίων των πρώτων
υλών με μία αλκοόλη μικρού μοριακού βάρους (μεθανόλη) με τη χρήση
ισχυρών ομογενών καταλυτών, κυρίως βασικών, όπως υδροξειδίων (ΚΟΗ ή
ΝαΟΗ), μεθοξειδίων (CH3ONa) κ.ά. Ως πρώτης γενιάς βιοκαύσιμο παράγεται
από καθαρά φυτικά έλαια με χαμηλή οξύτητα ( < 1,5%), όπως ηλιέλαιο,
κραμβέλαιο, σογιέλαιο, φοινικέλαιο, βαμβακέλαιο κ.ά..
Τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της παραγωγής του αφορούν στην
ανταγωνιστικότητα των πρώτων υλών με τα τρόφιμα, στην παραγωγή
ακάθαρτης γλυκερίνης και στην κατανάλωση μεθανόλης και ΚΟΗ, ΝαΟΗ ή
CH3ONa.

Ως δεύτερης γενιάς βιοκαύσιμο παράγεται από όξινα χρησιμοποιημένα


και απόβλητα φυτικά λάδια, λιπαρά οξέα και απόβλητα ή υπολειμματικά ζωικά
λίπη (σφαγείων). Οι βιώσιμες τεχνολογίες παραγωγής του απαιτούν την
προεπεξεργασία των πρώτων υλών για τη μετατροπή των ελεύθερων
λιπαρών οξέων (της περιεχόμενης οξύτητας) σε εστέρες (βιοντίζελ) και την εν
συνεχεία μετατροπή των υπαρχόντων τριγλυκεριδίων σε βιοντίζελ ή την

19
ταυτόχρονη μετατροπή των οξέων και των τριγλυκεριδίων σε βιοντίζελ. Οι
νέες διεργασίες - τεχνολογίες, που εφαρμόζονται, κάνουν χρήση νέων
ετερογενών στερεών καταλυτών (όξινων, βασικών και ενζυμικών).

Τα πλεονεκτήματα του βιοντίζελ ως βιοκαύσιμο δεύτερης γενιάς είναι η


χρήση πρώτων υλών που χαρακτηρίζονται ως απόβλητες ή υπολειμματικές, η
παραγωγή καθαρής γλυκερίνης και το γεγονός ότι δεν καταναλώνεται
καταλύτης.

Ως τρίτης γενιάς βιοκαύσιμο παράγεται από έλαια που προέρχονται


κυρίως από μικροφύκη (άλγη). Οι τεχνολογίες παραγωγής του είναι αυτές που
εφαρμόζονται για την παραγωγή του βιοντίζελ 1ης ή 2ης γενιάς.

Το πράσινο ντίζελ θεωρείται δεύτερης γενιάς βιοκαύσιμο και παράγεται


από όλες τις πρώτες ύλες από τις οποίες παράγεται το βιοντίζελ.

Οι τεχνολογίες παραγωγής του βασίζονται στην αντίδραση των φυτικών


ελαίων, ζωικών λιπών και λιπαρών οξέων παρουσία ή μη υδρογόνου πάνω
σε στερεό καταλύτη και την απομάκρυνση της γλυκερινικής ομάδας υπό
μορφή προπανίου.

Η βασική αντίδραση της διεργασίας είναι η υδρογονοαποξυγόνωση των


εστερικών και καρβοξυλικών ομάδων των τριγλυκεριδίων και των λιπαρών
οξέων. Η διεργασία παραγωγής του πράσινου ντίζελ προσαρμόζεται άμεσα
σε υπάρχουσες μονάδες HDS.

Τα πλεονεκτήματα για την εφαρμογή του ως καύσιμο: Είναι πλήρως


συμβατό με το συμβατικό πετρελαϊκό ντίζελ, έχει υψηλό αριθμό κετανίων, έχει
μειωμένες εκπομπές καυσαερίων, έχει πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο (<
2 ppm), υπάρχει απουσία αρωματικών ενώσεων και απουσία οξυγόνου στο
προϊόν (σταθερό προϊόν) και δεν παράγονται ανεπιθύμητα παραπροϊόντα
κατά τη διεργασία της παραγωγής του. Η παραγωγή του μπορεί να επιτευχθεί
σε υπάρχουσες μονάδες HDT με μικρές αλλαγές στο σχήμα λειτουργίας.

Το μειονέκτημα: Η χρήση και η κατανάλωση υδρογόνου στη διεργασία


παραγωγής του.

20
Το BTL ντίζελ είναι συνθετικό βιοκαύσιμο δεύτερης γενιάς και
παράγεται από στερεή βιομάζα μέσω θερμοχημικής διάσπασης.
Συνιστά τη μόνη μέθοδο για εφαρμογή παραγωγής βιοκαυσίμου ντίζελ από
οποιαδήποτε είδους στερεή βιομάζα. Τα στάδια παραγωγής του:
→ Αεριοποίηση της βιομάζας και παραγωγή αέριου σύνθεσης (CO + H2).
→ Σύνθεση υδρογονανθρακικών μορίων μεγέθους ντίζελ μέσω της
αντίδρασης Fisher - Tropsch: nCO + (2n+1)H2 --------- > CnH2n+2 + nH2O

→ Υδρογονοεπεξεργασία του προϊόντος για απομάκρυνση των


παραπροϊόντων κηρών και βελτίωση των ιδιοτήτων του.

Τα πλεονεκτήματα για την εφαρμογή του ως καύσιμο: Είναι πλήρως


συμβατό με το συμβατικό πετρελαϊκό ντίζελ, γίνεται χρήση των υπαρχόντων
υποδομών για τη διάθεσή του, έχει υψηλό αριθμό κετανίων, έχει μειωμένες
εκπομπές καυσαερίων, έχει πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο (< 2 ppm ),
υπάρχει απουσία αρωματικών ενώσεων και απουσία οξυγόνου στο προϊόν
(σταθερό προϊόν) και παράγεται από οποιοδήποτε είδος στερεάς βιομάζας.

Τα μειονεκτήματα: Το υψηλό κόστος επένδυσης στις εγκαταστάσεις και η


απαίτηση νέων εγκαταστάσεων.

Η βιοαιθανόλη είναι το πρώτο υγρό βιοκαύσιμο που χρησιμοποιήθηκε,


ως υποκατάστατο της βενζίνης σε οχήματα.

Παράγεται κυρίως από τη ζάχαρη με τη μέθοδο της αλκοολικής


ζύμωσης. Μπορεί και να συντεθεί βιομηχανικά μέσω της χημικής αντίδρασης
του αιθυλενίου με ατμό.

Η βιοαιθανόλη είναι η αιθανόλη ή αιθυλική αλκοόλη ( C2H5OH), δηλαδή


το οινόνευμα, και ονομάζεται έτσι επειδή προέρχεται από βιομάζα.

Πρώτες ύλες για την παραγωγή βιοαιθανόλης πρώτης γενιάς είναι τα


σακχαρούχα φυτά (ζαχαρότευτλα, γλυκό σόργο), τα αμυλούχα φυτά
(δημητριακά, όπως καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι) κ.ά.. Η παραγωγική διαδικασία
περιλαμβάνει τα στάδια εξαγωγής της ζάχαρης (τεμαχισμός, εκχύλιση) και
παραγωγής της αιθανόλης (αλκοολική ζύμωση, απόσταξη, αφυδάτωση).

21
Πρώτες ύλες για την παραγωγή βιοαιθανόλης δεύτερης γενιάς είναι
κυρίως τα υπολείμματα γεωργικών και δασικών καλλιεργειών, γεωργικών
βιομηχανιών, καρποφόρων και δασικών δένδρων και χαρτιού, τροφίμων κ.ά..
Οι διεργασίες παραγωγής της βιοαιθανόλης από τα λιγνοκυτταρινούχα αυτά
υπολείμματα περιλαμβάνουν την υδρόλυση της κυτταρίνης και ημικυτταρίνης,
τη ζύμωση κ.ά..

Το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί με διάφορες διεργασίες από


συμβατικά καύσιμα, το νερό και τη βιομάζα.

Βιοϋδρογόνο λέγεται όταν παράγεται από τη βιομάζα (βιοτεχνολογική


παραγωγή). Συγκεκριμένα, παράγεται με:

– Βιοφωτόλυση του νερού από φύκη και κυανοβακτήρια.

– Φωτοδιάσπαση των οργανικών υλικών από φωτοσυνθετικά βακτήρια.

– Ζυμωτική διαδικασία από οργανικά υλικά (αποδόμηση υδατανθράκων ⇒


πτητικά λιπαρά οξέα, αλκοόλες, υδρογόνο).

Το βιοαέριο παράγεται με τη διαδικασία της αναερόβιας χώνευσης


απόβλητης και υπολειμματικής βιομάζας αγροτοβιομηχανικών μονάδων,
καλλιεργειών που αξίζει να οδηγηθούν στον αναερόβιο χωνευτήρα, λυμάτων
μονάδων βιολογικού καθαρισμού, καθώς και οργανικού κλάσματος
απορριμμάτων που μπορεί να βιοαποικοδομηθεί.

Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο (CH 4) και διοξείδιο του άνθρακα (CO2)
με περιεκτικότητες 55-70% και 30-45% αντίστοιχα. Επίσης, περιέχει ελάχιστες
ποσότητες άλλων αερίων, όπως άζωτο, υδρογόνο, αμμωνία, υδρατμούς και
υδρόθειο. Η θερμογόνος δύναμη του βιοαερίου κυμαίνεται από 5,5 έως 7,0
kWh/m3.

Το βιοαέριο μπορεί να τροφοδοτήσει μηχανές εσωτερικής καύσης


(ΜΕΚ), καυστήρες αερίων και αεριοστρόβιλους για την παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας και θερμότητας. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο
μεταφορών, αφού προηγηθεί ένα στάδιο καθαρισμού / αναβάθμισής του.

22
Το αέριο σύνθεσης (syngas) παράγεται με τη διαδικασία της
αεριοποίησης απόβλητης, υπολειμματικής και άλλης αγροτοβιομηχανικής,
δασικής και αστικής βιομάζας, κυρίως της στερεής.

Αποτελεί μίγμα πολλών καυσίμων (και μη) αερίων, όπως μονοξειδίου και
διοξειδίου του άνθρακα (CO, CO2), υδρογόνου (H2), μεθανίου (CH4),
υδρατμών (H2O), ιχνών υδρογονανθράκων (π.χ. C2H6, C2H4) και αζώτου (N2)
σε περίπτωση που χρησιμοποιείται αέρας για την αεριοποίηση. Στην
περίπτωση που η τελική διεργασία γίνεται με τη χρήση αέρα (η πιο οικονομική
και συνήθης επιλογή), το syngas έχει καθαρή θερμογόνο δύναμη κατά μέσο
όρο 4,6 MJ/m3 (περίπου το 1/7 εκείνης του φυσικού αερίου). Όταν
χρησιμοποιείται καθαρό οξυγόνο αντί για αέρας, η θερμογόνος δύναμη του
syngas μπορεί και να τριπλασιασθεί. Το αέριο σύνθεσης μπορεί να
τροφοδοτήσει μηχανές εσωτερικής καύσης (ΜΕΚ) για την παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας.

Η διεργασία και γενικότερα η διαδικασία της συνδυασμένης


αεριοποίησης έχει την ίδια λογική με αυτή της συνδυασμένης αναερόβιας
χώνευσης (ή ζύμωσης). Και στις δύο διεργασίες παράγεται ένα αέριο
(βιοαέριο στη μία και αέριο σύνθεσης - syngas στην άλλη), το οποίο οδηγείται
σε μηχανές εσωτερικής καύσης (ΜΕΚ), όπου παράγεται ηλεκτρική ενέργεια
και θερμότητα. Και στις δύο διαδικασίες απαιτείται παρόμοια καθετοποίηση
των εργοστασίων προς την κατεύθυνση των προϊόντων αλλά και προς την
κατεύθυνση των πρώτων υλών. Ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης,
δηλαδή της βιομάζας, επιλέγουμε τη μία ή την άλλη διεργασία. Έτσι, ένα
εργοστάσιο μπορεί να είναι υβριδικό, δηλαδή να έχει δύο γραμμές
παραγωγής, μία για κάθε διεργασία, έναν υποσταθμό για την πώληση της
συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και ένα θερμοκήπιο για την
εκμετάλλευση του συνόλου της παραγόμενης θερμότητας.

23
Τα βιοκαύσιμα κατηγοριοποιούνται με βάση την προέλευση τους και την
πρώτη ύλη τους. Αναλυτικότερα τα στοιχεία παρουσιάζονται στον Πίνακα 2

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Κατηγοριοποίηση βιοδιυλιστηρίων: με βάση την προέλευση τους


και την πρώτη ύλη. (http://www.agroenergy.gr/categories)

Στόχος Προέλευση Πρώτες ύλες Βιοκαύσιμα

Ελαιούχοι σπόροι

Σπόροι δημητριακών, Βιοντίζελ


Φυτικά έλαια, Ζωικά λίπη
Σακχαρότευτλα,
Βιοαιθανόλη
Σακχαροκάλαμο
Σάκχαρα, Άμυλο
Παραγωγή
Βιοκαύσιμα Αγροτοβιομηχανικά
βιοκαυσίμων από Απόβλητη και υπολειμματική
και άλλα οργανικά
διαθέσιμες βιομάζα Βιοαέριο
1ης γενιάς απόβλητα και
πρώτες ύλες
υπολείμματα,
Στερεή βιομάζα
Ενεργειακές
καλλιέργειες
Πέλλετς και
Μπρικέττες
Γεωργικά και Δασικά
υπολείμματα

Απόβλητες και
υπολειμματικές
ελαιούχες ύλες

(χρησιμοποιημένα

όξινα έλαια και λίπη, Βιοντίζελ,


απόβλητα
Απόβλητα και υπολειμματικά
ραφινεριών, λιπαρά Βιοαιθανόλη,
φυτικά έλαια και ζωικά λίπη οξέα,
ολεΐνες,απόβλητα Βιομεθανόλη,
σφαγείων κ.ά.
Βιοϋδρογόνο,
Κυτταρινούχα φυτά
Χρήση πρώτων Βιοαέριο,
Βιοκαύσιμα και πρώτες ύλες
υλών που δεν - Φυτά πλούσια σε
χρησιμοποιούνται κυτταρίνη, όπως Αέριο
2ης γενιάς που δεν χρησιμοποιούνται
για τροφές γλυκό σόργο, σύνθεσης,
αγριαγκινάρα κ.ά
ως τροφές
Συνθετικό
- Γεωργικά (FT) ντίζελ,
παραπροϊόντα, όπως Πράσινο
άχυρα, φύλλα, ντίζελ,
Απόβλητη και υπολειμματική
βιομάζα
κελύφη καρπών κ.ά. Συνθετική
κηροζίνη
- Αγροτοβιομηχανικά
και άλλα οργανικά
απόβλητα,
υπολείμματα, και
παραπροϊόντα,
ληγμένα τρόφιμα κ.ά.

24
- Αστικά απόβλητα και
απορρίμματα

Βιοντίζελ,
Αύξηση της Συνθετικό ή
Βιοκαύσιμα
απόδοσης Μεγάλης στρεμματικής Πράσινο
Μικροφύκη (Άλγη)
παραγωγής των απόδοσης βιομάζα ντίζελ,
3ης γενιάς
πρώτων υλών Βιοαιθανόλη,
Βιοαέριοκ.λπ.

Ανάπτυξη
βιομάζας με
αυξημένη Βιοϋδρογόνο,
δέσμευση CO2 και Βιομεθάνιο,
Βιοκαύσιμα
διεργασιών
παραγωγής Συνθετικά
4ης γενιάς
βιοκαυσίμων βιοκαύσιμα
αρνητικού κ.λπ.
άνθρακα με γεω-
αποθήκευση CO2

Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των


βιοκαυσίμων 1ης, 2ης και 3ης γενεάς. ΠΙΝΑΚΑΣ 3

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα βιοκαυσίμων


(http://www.agroenergy.gr/categories)

Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα

- Η πλειονότητα των πρώτων υλών


χρησιμοποιείται στη διατροφική
αλυσίδα ανθρώπων και ζώων και η
χρήση τους για παραγωγή
βιοκαυσίμων έχει αρνητική
Βιοκαύσιμα 1ης γενιάς -
επίδραση στη διαθεσιμότητα των
τροφών και στη διατήρηση της
βιοποικιλότητας

- Παραγωγή Παραπροϊόντων

Διαθεσιμότητα πρώτων υλών και


Βιοκαύσιμα 2ης γενιάς -
εκτάσεων – ύδατος για καλλιέργεια

- Υπολογίζεται ότι μπορούν να


αποδώσουν περίπου 30 φορές
περισσότερη ενέργεια ανά μονάδα
Βιοκαύσιμα 3ης γενιάς καλλιεργούμενης έκτασης
- Χρήση διοξείδιου του άνθρακα (CO2)
ως θρεπτική ύλη των
μικροοργανισμών

Βιοκαύσιμα 4ης γενιάς - -

25
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ποιοτικά όλα τα βιοκαύσιμα που προέρχονται από ενεργειακές


καλλιέργιες εμφανίζουν θετική επίδραση στην κατανάλωση ορυκτής ενέργειας
και την εκπομπή αερίοων του θερμοκηπίου. Ποιοτικά εμφανίζουν μεγάλες
διαφορές ανάλογα με το είδος του καυσίμου καθώς και του κύκλου ζωής.

Η υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από Βιοκαύσιμα προσφέρει


μείωση ρυπογόνων ουσιών αλλά απαιτεί μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας.

Τα βιοκαύσιμα που παράγονται από ξιγνοκυτταρινούχες πρώτες ύλες


εμφανίζουν μεγαλύτερους βαθμούς απόδοσης και σημαντικές δυνατότητες
μείωσης των αερίων θερμοκηπίου.

Η αντικατάσταση των συμβατικών καυσίμων προς το παρών είναι μια


σημαντική λύση για την προστασία του περιβάλλοντος όμως είναι ακόμα μια
πιο δαπανηρή λύση διότι η παραγωγή τους είναι ακριβότερη από εκείνη των
συμβατικών καυσίμων.

Είναι φανερό πως στις σύγχρονες απαιτήσεις για ένα καλύτερο και ποιο
<< πράσινο μέλλον>> η εφαρμογή και η χρήση Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας (ΑΠΕ) και ειδικότερα η λύση που δίνουν τα Βιοκαύσιμα είναι
σχεδόν επιτακτική ανάγκη. Εφόσον οι τεχνολογίες παραγωγής εξελίσσονται
πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στον τομέα αυτό έτσι ώστε να
περιοριστεί η μόλυνση του οικοσυστήματος και κατ’ επέκταση η καταστροφή
του περιβάλλοντος από τον ανθρώπινο παράγοντα. Αν και είναι πρώιμες οι
συνθήκες μαζικής βιομηχανικής παραγωγής βιοκαυσίμων, βήματα σημαντικά
έχουν γίνει τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α αλλά και σε χώρες της
Λατινικής Αμερικής. Πλέον τα συμβατικά καύσιμα είναι πεπερασμένα, οι ΑΠΕ
θα δώσουν τις λύσεις εκείνες ώστε να συνεχιστεί η τεχνολογική ανάπτυξη, η
προστασία του περιβάλλοντος και η σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων
του πλανήτη.

26
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1: Kokkosis A.C. & Yang A. (2010). On the use of systems technologies and
a systematic approach for the synthesis and the design of future biorefineries.
Computers and Chemical Engineering, 34: 1397- 1405.

2: Fernando S., Adhikari S., Chandrapal C. & Murali N. (2006). Biorefineries:


Current status, challenges and future direction. Energy and Fuels, 20: 1727-
1737

3: The future of industrial biorefineries. World Economic Forum, 2010.

4: Sustainable biofuels: prospects and challenges. The Royal Society, 2008.


01/08.

5: Ma F.& Hanna M.A. (1999). Biodiesel production: a review. Biosource


Technology, 70: 1-15

6: Naik S.N., Goud V.V., Rout P.K., Dalai A.K. (2010). Production of first and
second generation biofuels: A comprehensive review. Renewable and
Sustainable Energy Reviews, 14: 578-597

7: Corma A., Iborra S. & Velty A. (2007). Chemical Routes for transformation
of Biomass into Chemicals. Chemical Reviews, 107(6): 2411-2502

8: Breaking the Biological Barriers to Cellulosic Ethanol: A Joint Research


Agenda. U.S. Department of Energy, 2006.

9: Olsson L (1996): Fermentation of lignocellulosic hydrolysates for ethanol


production. Enzyme and microbial Technology, 18(5): 312.

10: Fukuda H., Kondo A. & Noda H. (2001). Biodiesel fuel production by
transesterification of oils. Journal of Bioscience and Bioengineering, 92 (5):
405-416.

11: Bridgwater A.V. (1995). The technical and economic feasibility of biomass
gasification for power generation. Fuel, 74(5): 631-653.

12: Li L., et al. Catalytic Hydrothermal Cnversion of Triglycerides to Non-ester


Biofuels. Energy & Fuels, 24(2) : 1305-1315

13: Caldecott B.T. & Sean (2009). Green skies thinking: promoting the
development and commercialization of sustainable bio-jet fuels. Policy
Exchange.

14: Hofbauer H. Fischer-Tropsch Fuels and Bio-SNG. Vienna University of


Technology.

27
15: Zwart R.W.R. & A. van der Drift. Synthetic Natural Gas Development and
Implementation Trajectory. Energy research centre of the Netherlands (ECN).

16: Van Der Drift A. (2008). Status of biomass Gasification. Energy research
centre of the Netherlands (ECN).

17: Cherubini F. and Ulgiati S. (2010). Crop residues as raw materials for
biorefinery systems – a LCA case study. Applied Energy, 87(1): 45-57/

18: Dermibas A. and Dermibas F. (2010). Algae Energy: Algae as a new


source of biodiesel. Green Energy and Technology. London, Dordrecht,
Heidelberg, New York: Springer Publishing.

19: Taylor G (2008). Biofuels and biorefinery concept. Energy Policy, 36(12):
4406-4409

20: Ghatak H. R. (2011). Biorefineries from the perspective of sustainability:


Feedstocks, products and processes. Renewable and Sustainable Energy
Reviews, 15: 4042-4052.

21: Subhadra B. (2010). Sustainability of algal biofuel production using


integrated renewable energy park (IREP) and algal biorefinery approach.
Energy Policy, 38 (10): 5892-5901.

22: Cherubini F. and Ulgiati S. (2010). Crop residues as raw meterials for
biorefinery systems – a LCA case study. Applied Energy, 87 (1): 47-57.

23: Huj., Yu F. and Lu Y. (2012). Application of Fischer – Tropsch in Biomass


to Liquid Conversion. Catalysts, 2: 303-326.

24: National Renewable Energy Laboratory (NREL):


http://www.nrel.gov/biomass/biorefinery.html

25: ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ – AGROENERGY: http://www.agroenergy.gr/categories

28

You might also like