Professional Documents
Culture Documents
Till Saxby Electric Pallet Truck Egv 10-12-0240 0242 0300 0302 Workshop Manual
Till Saxby Electric Pallet Truck Egv 10-12-0240 0242 0300 0302 Workshop Manual
https://manualpost.com/download/till-saxby-electric-pallet-truck-egv-10-12-0240-0
242-0300-0302-workshop-manual/
** Still Saxby Electric Pallet Truck EGV 10 12 (0240 0242 0300 0302) Workshop
Manual** Size: 4.56 MB Format: PDF Language: English Brand: Still Saxby Type
of Machine: Electric Pallet Truck Type of document: Workshop Manual Model: Still
Saxby EGV-10, EGV-12 Electric Pallet Truck Number of Pages: 91 pages
Ident-Number: 4498981 Date Modified: 05/2000
Download all on: manualpost.com.
— Σαν τον είδα χάμου, πήγα κοντά και τον πάτησα 'ς το σβέρκο·
ήθελα να τον ρωτήσω πώς του φαίνονταν τόρα οι παληοκλειδωνιές.
— Μπρε!. . .
Αλλ' αίφνης άνευ ουδεμιάς αφορμής, άνευ ειρμού τινος, χωρίς και
ο ίδιος να το εννοήση διατί, μ' εκείνο το ακούσιον κραύγασμα, το
οποίον' αναδίδει μόνη της η καρδία πονέσασα αίφνης, ο γέρων
εφώνησε μετά παιδικής αυταρεσκείας:
Και χωρίς ν' ακούση άλλον λόγον ο γέρων, μετά ορμής εμπαθούς,
η οποία εφανερώνετο απ' όλας τας σπασμωδικάς κινήσεις του, ανέβη
την μικράν ανωφέρειαν κ' εχάθη όπισθεν μιας φράκτης του χωρίου.
Ο Χειμάρρας έσπευδε μετά τάχους εις τον οικίσκον του. Η ψυχή
του διηγέρθη όλη από τους λόγους του ενωμοτάρχου και δεν θα
ησύχαζεν αν μη διέψευδεν αυτόν. Αν δεν του απεδείκνυε τίνα ήσαν
τα όπλα, τα οποία αυτός ενέπαιζεν εναγώς, και ήθελε να φέρη ως
καλλίτερον έν όλως άδοξον, το οποίον ακόμη δεν εκαπνίσθη με της
μάχης τον καπνόν, δεν εβάφη εις αίμα εχθρικόν, δεν εξήμεσε βόλι
εναντίον του άρπαγος της Πατρίδος. Διότι αυτά και μόνα εθεώρει
άξια συστατικά ενός όπλου ο γέρων.
Όπως έτρεφε μεγάλας ιδέας περί των ανδρών της εποχής του τας
αυτάς έτρεφε και περί παντός ό,τι εχρησίμευσεν εις αυτούς κατά τον
αγώνα, τον πολύ μόχθον ο Χειμάρρας. Η φαντασία του, η φλογερά
και άδολος, περιέβαλλεν αυτά με μίαν ιδανικήν αίγλην, μ' ένα
υπερήφανου αφελείας χρωματισμόν, όπως οι άγνωστοι εκείνοι
ποιηταί της εποχής του τ' απεκρυστάλλωσαν εις τα δημοτικά
τραγούδια. Και διά τούτο αν ήκουε ποτέ καμμίαν των όπλων εκείνων
τελειοποίηση διευκολύνουσαν την δράσιν αυτών και την δύναμιν,
ενέπαιζεν αυτήν και την απέρριπτε μετά πείσματος. Αι πλατείαι και
κυρταί πάλλαι, τα μακρά γιαταγάνια, τα σουβλερά χαρμπιά, τα οποία
εφόνευσαν τον εχθρόν, αυτά ήσαν τα άξια όπλα, τ' ασφαλή της
νίκης εχέγγυα. Το αίμα με το οποίον εβάφησαν, ο καπνός με τον
οποίον περιεβλήθησαν κατά τας μάχας και από του οποίου έλαμπον
αίφνης ως αστραπαί απειλητικαί μέσω καταμαύρου νέφους, ο
αλαλαγμός εκείνος και θόρυβος, οι κλαυθμοί, οι γόοι, αι απειλητικαί
φωναί κ' αι εξηγριωμέναι ύβρεις, μέσω των οποίων έδρων, επίστευεν
ο Χειμάρρας ότι προσήψαν εις αυτά κάποιαν άλλην δύναμιν,
θαυματουργόν και ιεράν, όπως εις τα εικονίσματα η επί
τεσσαράκοντα ημέρας διαμονή εν τη εκκλησία και τα θυμιάματα και
οι ψαλμοί της λειτουργίας καθιστώσιν αυτά ισχυρούς του οίκου
προστάτας. Ενώ τα νέα όπλα, τα μουσκέτα, που έφερον οι Βαυαροί
κ' αι μετέπειτα καραμπίναι του Μινιέ, τόσον πενιχρά και βαρέα και
άκομψα, δεν ήσαν παρά ξύλον μόνον και σίδηρος και δεν
επροξένουν καμμίαν εις την ψυχήν του συγκίνησιν. Αι λόγχαι αυτών
και τα πλατύτατα εκείνα ξίφη δεν εχρησίμευον παρά ως
αρνόσουβλες μόνον εις κανέν πανηγύρι!. . . Την αυτήν ιδέαν
εξέφρασεν ο γέρων και περί του όπλου του Σασεπώ, ότε το πρώτον
ήκουσε περί αυτού. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εμπρός του, ότε
αντελαμβάνετο της ταχυεργού δυνάμεώς του, δεν ηρνείτο μεν
αυτήν, αλλ' είχε πεποίθησιν ότι ο Άι Γιώργης του ήτο ανώτερος και
αυτού. Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το
καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να
υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως
επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν
αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους. Και εις τον δούπον που έκαμεν
αυτή βεβαιωθείς ότι ήτο γεμάτον και εις τον λεπτόν μεταλλικόν ήχον
της κάννης, ενωτισθείς γνωστήν φωνήν, απήχησιν τσαπραζίων και
αναβρασμόν μάχης, ο γέρων ανέδωκε ρόχθον βροντώδη, ωσεί
πολεμικού ίπποι χρεμετισμόν.
Και ρίψας την ράβδον επί του εδάφους, ήρπασε το όπλον και
κατήρχετο το μονοπάτι προς τους χωρικούς σπεύδων.
— Μπρε!. . . εφώνησεν.
Αλλ' η εντύπωσις αυτή ήτο στιγμιαία.
Κατέλαβεν ήδη και αυτόν τάσις τις προς άμιλλαν· ανέβρασαν κ'
εντός αυτού τα λωφάζοντα εις την ψυχήν παντός οπλοφορούντος
ανδρός ένστικτα εκείνα της υπεροχής εις όλα και της παραβόλου
φιλοτιμίας. Όσον και αν ήθελε να μην απελπίση τον γέροντα δεν
ηδύνατο πλέον. Πάσα παραχώρησις ήτο άκαιρος. Αφού υπεχρεώθη
να κατέλθη εις τον αγώνα ώφειλε και να νικήση. Δεν ήτο καθόλου
επιτετραμμένον εις αυτόν ν' αφήση έν παλαιόν καρυοφύλλι γέροντος
πολίτου να φανή υπέροχον του ιδικού του, ενός στρατιώτου του
βασιλέως. Θα κατέπιπτεν ευθύς τότε το γόητρον του όπλου το
οποίον ήτο και γόητρον όλου του στρατού. Οι χωρικοί θα κατεγέλων
αυτόν διά τας πριν επαγγελίας του κ' ευχαρίστως θ' ανήγειρον την
κεφαλήν, που τους είχε καταρρίψη ήδη η γοητεία του νεοφανούς.
Κ' έδειξε διά της χειρός απώτατα μικρόν έλατον, εις τους πρόποδας
του ετέρου της Βουνιχώρας βουνού, του Παπαδάκου. Οι χωρικοί όλοι
τον προσέβλεψαν έκπληκτοι, με κάποιαν δυσπιστίαν διά το
απώτατον του σκοπού, ευλογούντες ενδομύχως τον γέροντα
Χειμάρραν, διότι χάρις εις αυτόν θα έβλεπον εμπράκτως του νέου
όπλου την ενέργειαν. Ενώ ο γέρων, με μειδίαμα εις τα χείλη
δύσπιστον και οφθαλμούς ημικλείστους, έβλεπε τον ενωμοτάρχην ως
διδάσκαλος, σιωπηλώς παρακολουθών τα δύσκολα ψελλίσματα του
μαθητού του.
— Ά-χούχα!. . .
Τόρα όμως έβλεπεν ότι ηπατάτο. Δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα
σκουροντούφεκο και αυτό, όπως τόσα άλλα. Έν αφιλότιμον όπλον
το οποίον αφού δεν ενικήθη από τα Γκέκικα καρυοφύλλια άφησε να
νικηθή τόρα από έν ευτελές όπλον ενός σταυρωτή!. . Κ' αίφνης η
φαντασία του γέροντος υπερθερμανθείσα ήρχισε να εκλαμβάνη αυτό
ωσεί έμψυχον· εύρισκεν επάνω του μοχθηράν υπουλότητα,
επίπλαστον αγιωσύνην διά της οποίας τον ηπάτα επί τόσα έτη,
ανάνδρως! Ωμίλησεν εις αυτό αποτόμως· το ύβρισε τραχέως κ'
αίφνης ορμήσας ήρπασεν από της τραπέζης σκωριασμένην
προβατοψαλίδα και του επετέθη. Ναι, ήθελε ν' αφαιρέση από του
καρυοφυλλίου τα κοσμήματα, διότι δεν του έπρεπον πλέον. Ν'
αποσπάση εκείνο το διαφανές εκ χρυσού και αργύρου και λίθων
δίκτυον με το οποίον το περιέβαλλεν, ως θρησκομανής
θαυματουργόν εικόνα και να τ' αφήση γυμνόν, κατησχυμένον, με το
ευτελές ξύλον και τον σίδηρον μόνον όπως οι καπεταναίοι της
εποχής του εγύμνωνον των όπλων τους δειλούς στρατιώτας.
Έρριψεν αυτό κατά γης ο Χειμάρρας, εγονάτισεν επάνωθέν του και
με χείλη αναπαλλόμενα, όψιν αγρίαν, χείρας τρεμούσας έκοπτεν έν
έν τα κοσμήματα μετά μίσους, ως να είχεν άσπονδον εχθρόν υπό
τους πόδας του και τον εμακελόκοπτε!
Και μία λύπη κατέλαβεν ήδη τον γέροντα· λύπη απ' εκείνας που
αφαιρούν του ανθρώπου τα συναισθήματα έως να λησμονή και τον
ίδιον εαυτόν του. Τα δάκρυά του έπαυσαν αίφνης. Ηγέρθη, έλαβε το
καρυοφύλλι και το εκρέμασεν ούτως εξηρθρωμένον από του τοίχου·
συνέλεξε τα διεσκορπισμένα κοσμήματα μετ' ακριβολογίας
απομωραμένου, έθεσεν αυτά επί της τραπέζης κ' επανήλθεν εις την
θέσιν του. Απ' εκεί δ' έβλεπε και επανέβλεπε το όπλον, πλανώμενος
εις μυρίους συλλογισμούς.