You are on page 1of 120

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ…


Κέδρος, 2004
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΥΝΗΓΙΑ
Κέδρος, 2005
ΛΕΙΨΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ
Κέδρος, 2009
Ο ΜΥΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Μεταίχμιο, 2011
Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ
Κίχλη, 2015
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ
Εκδόσεις Πατάκη, 2019
ΗΛΙΑΣ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ

H καταγωγή της λύπης


ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ε ηνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής
ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή ά ο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή
δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετά ευση του συνό ου ή μέρους του έργου.

Το βιβ ίο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας.


Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις
είναι εντελώς συμπτωματική.

Eκδόσεις Πατάκη – Σύγχρονη ε ηνική λογοτεχνία


Πεζογραφία – 515
Η ίας Λ. Παπαμόσχος, Η καταγωγή της λύπης
Επιμέ εια έκδοσης: Ε ένη Κεχαγιόγλου
Υπεύθυνος ψηφιακής έκδοσης: Νίκος Βένιος
Διόρθωση: Νάντια Κουτσουρούμπα
Σελιδοποίηση: Σπυριδού α Βονίτση
Copyright© Σ. Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη)
και Η ίας Λ. Παπαμόσχος, Aθήνα, 2021
Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Νοέμβριος 2021
ΚET Δ667 ΚΕΠ 846/21 ISBN 978-960-16-9792-5
Πρώτη ψηφιακή έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2021
ΚΕΤ Δ668 ISBN 978-960-16-4773-9

ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665, FAX: 210.36.50.069 • KΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16,
106 78 ΑΘΗΝΑ,
ΤΗΛ.: 210.38.31.078 • ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Ν. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, FAX: 2310.70.63.55 • Web site: http://www.patakis.gr
• e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr
Στον ποιητή Γιάννη Κοντό
What goes on in your mind?
I think that I am falling down
What goes on in your mind?
I think that I am upside down
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright
I’m going up, and I’m going down
I’m going to fly from side to side
See the bells up in the sky
Somebody’s cut their string in two
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright
One minute born, one minute doomed
One minute up and one minute down
What goes on in your mind?
I think that I am falling down
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright

The Velvet Underground, «What Goes On»


(Στίχοι: Lou Reed)
Σ’ ένα δάσος, αυτός πάει στο μονοπάτι, πλάι του το σκυλί, όλο κοιτά αυτό
τα δέντρα που ανηφορίζουν δεξιά του, πάνω ένα πλάτωμα φαλακρό όπου
συσσωρεύεται σαν σε δεξαμενή που πρόκειται να ξεχειλίσει το γλαυκό, κι
όλο το δάσος είναι λευκά τα δέντρα, όπως κόκαλα, αλλά με την άγρια
επιφάνεια που ’χουν τα κοράλλια, κι είναι ζωντανά, δεν ανασαίνουν νερό
αλλά εκείνο το γλαυκό, που, αν το σκεφτείς, είναι νερό που ξεράθηκε και
κρατώντας το χρώμα του, χρώμα τ’ ουρανού, έγινε αέρας. Όπως ένας
ιππότης στον Μεσαίωνα. Εκείνος πάει σκυφτός, ξέρει κάθε κατατόπι,
ωστόσο δεν οδηγείται κάπου, μοιάζει σαν αυτή η άσκοπη περιπλάνηση να
πρόκειται να διαρκέσει για πάντα. Ένα πείσμα σαν από τότε που ήταν
ζωντανός να φύτρωσε μέσα του και να επέζησε μετά τον θάνατό του. Είναι
ο πατέρας του μ’ ένα απ’ τα σκυλιά του.
1

Νόμιζε ότι πήγαιναν βόλτα ο Αλέκος, αλλά πήγαιναν για κυνήγι και δεν
το ξέρανε, με τον πατέρα. Όπως και το ότι θ’ αλλάζανε ρόλους. Είχανε
περάσει τη μονή Μαυριωτίσσης και πλησιάζανε στη μεγάλη σπηλιά, την
Γκουλουμπίντσα όπως οι ντόπιοι τη λεν. Η είσοδός της είναι ντυμένη
κισσό, και τα καλοκαίρια θαρρείς πως ανασαίνει αυτό το γιγάντιο στόμα,
απ’ των κουνουπιών το βουητό. Τον είχε απορροφήσει της λίμνης το
απόκοσμο θέαμα, με την ομίχλη να σέρνεται πάνω της σαν το φάντασμα
γιγάντιας μπαλαρίνας. Ένα μικρό κοπάδι αγριόπαπιες ρίχτηκε στις ρόδες
τους, βούτηξαν απ’ το πρανές· είχαν ανέβει, φαίνεται, στο βουνό να
βοσκήσουν. Κοκάλωσε το αμάξι και κοίταξε με αγωνία απ’ το δεξί
παράθυρο, να δει αν κατάφεραν να ξεφύγουν· κι είδε τα νερά αλαφιασμένα,
απ’ το καρδιοχτύπι τους λες. Προτού βγάλει με ανακούφιση τον
αναστεναγμό που βαστούσε μέσα του, είδε από τον κεντρικό καθρέφτη μια
να σφαδάζει στην άσφαλτο. Το είπε στον πατέρα και βγήκε εκείνος, τη
μάζεψε. Κάθισε πίσω, με το πουλί στην αγκαλιά, σαν λαβωμένο παιδί το
βαστούσε. Αυτός, που τόσα πουλιά σκότωσε, σαν για να την εμψυχώσει,
να κάνει το τέλος της λιγότερο αγωνιώδες και σκληρό, με τόση
τρυφερότητα την αγκάλιαζε. Κι εκείνη η βαναυσότητα που έδειξε στα
ζωντανά ολόκληρη ζωή (κυνηγός δεινός ων) έκανε αυτή του την αφοσίωση
ακόμη πιο συγκλονιστική, κι όσο καμιά άλλη αληθινή. Αποφασίσανε να
την πάνε στον κτηνίατρο και άρχισε να τρέχει, όμως όσο να φτάσουνε στα
πρώτα σπίτια η ψυχή της πάπιας έσμιξε με την ομίχλη. Γυρνούσε κάθε
τόσο και την κοιτούσε, τον σφυγμό δεμένο με τον πόνο να δέρνει το στιλπνό
κορμί. Ήταν από τις άγριες, τις πρασινοκέφαλες, το κεφάλι της χυμένο
στον αγκώνα του πατέρα του, σμαράγδι που θάμπωσε. Όταν τέθηκε το
ζήτημα τι θα κάνανε το πουλί, είπαν οι γυναίκες να το μαγειρέψουν,
προσφέρθηκε η αδερφή του, και το τραπέζι να γινόταν στο σπίτι τους,
πράγμα που το ένιωσε σαν απονιά. Ήρθε πράγματι η αδερφή του νωρίς την
Κυριακή και μαγείρεψαν με τη γυναίκα του το πουλί, αφού πρώτα
συμβουλεύτηκαν έναν οδηγό μαγειρικής για τη συνταγή. Είπε ο πατέρας
ότι οι πρασινοκέφαλες ήταν ιδιαίτερα νόστιμες, κι αυτός σκεφτόταν πως θα
’ταν σαν να γευόσουνα τον θάνατο. Είχαν ετοιμάσει και κάτι άλλο, μιας κι
αυτός ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο μήτε να γλωσσιάσει το πουλί, όμως
από την ώρα που το έφεραν στο τραπέζι, για κείνον δεν θα κατέβαινε κάτω
τίποτα. Γι’ αυτό κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε προς την
κρεβατοκάμαρα, και στάθηκε εκεί, τους κοιτούσε, να τρων σιωπηλοί· σ’
εξαίρετο νεκρόδειπνο.
Ο πατέρας αγόραζε θάνατο από τη Γερμανία, με το κιλό. Οι ντόπιοι τον
θάνατο τον λένε χορδά. Έρχεται σε μεγάλες μπάλες από λινάτσα, τον
ξεφορτώνουν στα μαγαζιά, σαν ξεχειλωμένη κοιλιά καλοφαγά. Τούρκικη
λέξη, που σημαίνει παλιόπραμα, ψευτόπραμα, πράγμα σκάρτο, δηλαδή
σκουπίδι. Τον βγάζουν τον θάνατο απ’ το τσουβάλι, είναι μυριάδες
κομμάτια και οι ξεδιαλεχτάδες τον ρίχνουν χρώμα, ξεχωρίζουν μπροστινό
πισινό, έπειτα τον παίρνουν οι κόφτες και τον κομματιάζουν κι άλλο, και
ζευγαρώνουν τα κομμάτια πάνω σε σελίδες από εφημερίδα, για να τις
πάρουν αυτοί που θα τα ενώσουνε, στη μηχανή. Κομμάτι κομμάτι γίνονται
κάτι μακρινάρια, που κι αυτά ενώνονται μεταξύ τους για να φτιάξουν το
παλτό. Έπειτα το βρέχουν και το τεντώνουν πάνω σ’ ένα κομμάτι
ορθογώνιο ξύλο κι αρχίζουν το τραβάν από δω, το τραβάν από κει για να
πάρει τις επιθυμητές διαστάσεις και το καρφώνουνε στις άκρες για να
μείνει τεζαρισμένο και το βγάζουνε στον ήλιο για να ψηθεί. Είναι πράγματι
εντυπωσιακό πώς από κάτι άχρηστο καταφέρνουν να παράξουν κάτι τόσο
άρτιο αισθητικά, τόσο όμορφο που οι γυναίκες που το φορούν ξεχνούν πως
τους ζεσταίνει ο θάνατος. Υπό συνθήκες ανθυγιεινές οι εργάτες κόβουν,
ράβουν, γαζώνουν τον θάνατο, το χνούδι του, που υπερίπταται στα
μαγαζιά, μπαίνει απ’ τις αναπνευστικές οδούς και φτιάχνει τους ιστούς του
μέσα στα πνευμόνια. Θυμόταν τον έμπορο που ερχόταν ν’ αγοράσει, πώς
άπλωναν το ένα πάνω στ’ άλλο τα παλτά, πώς χάιδευε την τρίχα, πώς
χάιδευε με τα μάτια τη φορά της, τη στιλπνότητά της, σαν θυμωμένη
ζωή. Ο πατέρας του δούλευε απόκομμα, ό,τι πετιόταν από το
μονοκόμματο δέρμα του ζώου, που προοριζόταν για πιο παχουλά πουγκιά,
το στήθος δηλαδή, η ράχη και η κοιλιά. Έμεναν τα πόδια, το κεφάλι και η
ουρά. Τα πόδια έπαιρνε ο πατέρας του, μπροστινό και πισινό, κι έτσι απ’ τα
πόδια δεκάδων ζώων φτιαχνόταν ένα άλλο τομάρι, σαν δέρμα δεύτερο για
άνθρωπο. Εντύπωση του έκανε πάντοτε που το κυνηγόσκυλο του πατέρα
του μέσα σ’ αυτή την παραζάλη των οσμών παρέμενε ήρεμο, ήταν, λες,
από φόβο, κι εκείνες τις νύχτες που αλυχτούσε και έκλαιγε μην θρηνούσε
σαν χαμένα αδέρφια τα κρεμασμένα παλτά. Όμως κι ο πατέρας του, ίσως
εκείνο το απρόσιτο το μακρινό που είχανε τα μάτια του, άμα καθόταν μες
στο μαγαζί σιωπηλός, να ήταν που έραψε μια ζωή χιλιόμετρα θάνατο,
γέφυρες, θαρρείς, από κείνες που ταλαντεύονται στο παραμικρό πάτημα
ανάμεσα σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, αφήνοντας εδώ εκείνη την οσμή
που μια χάνεται, μια έρχεται, λες και πάσχει ο θάνατος από νοσταλγία και
δεν έχει, καθώς λένε, σιδερένια καρδιά.
Πίστευε ο Αλέκος ότι αιτία για την κλειστοφοβία του ήταν που τον
έκλεινε η μάνα του στην αποθήκη με σβηστό το φως μετά που έκανε
καμιά αταξία, όταν όμως σ’ αυτή του την παμπάλαια φοβία ήρθε να
προστεθεί και μια νέα, εκείνη του ύψους, η μνήμη τον γύρισε πίσω σ’
εκείνο το ταραχώδες απόγευμα της παιδικής του ηλικίας, όταν τους έβαλε
ο σατανάς να πυρπολήσουνε τα σωθικά του μιναρέ, του μοναδικού
σωζόμενου τζαμιού της γενέτειρας. Δίδυμες οι φοβίες του λοιπόν και
κυοφορήθηκαν σε μήτρα σπειροειδή, καθώς έτσι ελίσσεται ανεβαίνοντας
προς τα ουράνια του μιναρέ η σκάλα, που έμπνευση βέβηλη (του
Βελζεβούλ της παρέας) τους οδήγησε να τον μετατρέψουνε σε καμινάδα.
Ρίξανε κλήρο κι έτυχε να βάλουνε πρώτα αυτοί φωτιά, οι τρεις, κι ο άλλος,
αυτός που έριξε την ιδέα, κατόπιν. Ανέβηκε λοιπόν πρώτα εκείνος, ο
Παντελής, στην κορυφή του μιναρέ. Βάλανε μια φωτιά μικρή, να σβήσει
σύντομα. Άμα ανέλαβε ο άλλος, πετάχτηκε λάθρα σ’ ένα κοντινό μανάβικο
και παίρνοντας πεντέξι καφάσια τη μετέβαλε σε ολοκαύτωμα, και τον
μιναρέ σε υψικάμινο. Αφού επιχειρήσανε δυο τρεις φορές να κατεβούνε,
πνιγμένοι απ’ τον καπνό, βήχοντας να βγάλουν τα συκώτια τους, τρέξανε
πάλι πάνω κι ακροβολιστήκανε στου κύκλου του τα άκρα. «Κύριε Γιάννη,
κύριε Γιάννη, βοήθεια, βοήθεια, σώστε μας, σώστε μας!» άρχισε να
φωνάζει, ως έντρομος μουεζίνης, καθότι μελαμψός, ο Μιχάλης, προς
κάποιον διερχόμενο περίοικο. Έτσι έπαψε ο σατανάς να τροφοδοτεί την
πυρά και καταφέρανε να κατεβούνε. Την επόμενη μέρα η πυρπόληση έγινε
θέμα στο σχολείο. Θυμόταν ότι για μέρες η μυρωδιά του καπνού δεν έφευγε
απ’ τη μύτη του. Σπλαχνικός στάθηκε μαζί τους ο Αλλάχ, σπλαχνικός και
μεγαλόκαρδος καίτοι τον κακοποιήσανε, καίτοι τον μαγαρίσανε τον οίκο
του, γιατί ο Τάσος, θες από φόβο, θες από την παροιμιώδη ακηδία του,
αφόδευσε στου μνημείου την κορφή. Σκεφτόταν σαν βήσαλο, πως θα
ξεράθηκε, του Τάσου το σκατό· πόσο μπορεί να θυμώσει έναν Θεό ενός
παιδικού φόβου το απομεινάρι; αναρωτιόταν για να κατευνάσει τον φόβο
του. Κι έπειτα, λιώνοντας με τις βροχές, σαν λίπασμα εκλεκτό το
σκεφτόταν, σε κήπο κρεμαστό, πως φύτρωσε από την ακηδία τους, ως
έθνους τούτη τη φορά, ο τρούλος.
Στους εξώστες των κινηματογράφων οργίαζαν. Ανέβηκαν με τον Μιχάλη
στον εξώστη του κινηματογράφου Παλλάδιον, και τι του ήρθε να
κατουρήσει μια πολυθρόνα που την είχαν τοποθετήσει τέρμα ψηλά, στον
τοίχο που πίσω του ήταν η μηχανή προβολής; Και πήγε κάθισε ένας
εργάτης του πατέρα του εκεί, θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό που θα
παρακολουθούσε τόσο άνετα την ταινία. Ήταν ένας κακομοίρης, που,
μυρίζοντας το χέρι του να δει τι ήταν εκείνα τα υγρά, μονολόγησε: «Τι έχω
κάνει, Θεέ μου;». Δεν ήταν βέβαια σ’ όλους τους σινεμάδες έτσι τα
πράγματα, στο Όσκαρ ας πούμε, τον πιο πολυτελή, δεν τολμούσες να
κουνηθείς, ήταν τόσο αυστηρός ο ιδιοκτήτης, καθόντουσαν σαν νύφες,
νιώθανε πως τα μπράτσα των καθισμάτων ήταν χέρια και στην παραμικρή
ανοησία ζωντανεύοντας θα τους αιχμαλώτιζαν, πως ο ιδιοκτήτης τούς
κοίταζε συνέχεια, κρυμμένος πίσω απ’ την οθόνη. Στο Ολύμπιο κάναν
αίσχη: τι φτύνανε, τι χτυπούσανε τα αναψυκτικά ν’ αφρίσουν και ψεκάζανε
τον κόσμο στην πλατεία, τους ρίχνανε τα τρίμματα απ’ τα σνακ,
ρευόντουσαν και ξέσπαγαν σε ουρανομήκη γέλια. Θυμόταν μια φορά
ανέβηκε ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Ηρακλής, και πετυχαίνοντας τον Τάσο
μπρος του του έριξε κάτι ξεγυρισμένες, ενώ αυτοί τρέχανε να φύγουνε
πνιγμένοι απ’ τα γέλια. Μόνο όταν έπαιζε Ταρζάν παλουκωνόντουσαν.
Τους συνάρπαζαν οι περιπέτειές του, σε βαθμό που βγαίνοντας απ’ το
σινεμά δεν βλέπανε για λίγο δρόμους και σπίτια, μα δέντρα και ποτάμια,
καλύβες, οι γάτες μεταμορφώνονταν σε λιοντάρια και σε αγρίμια τα ήμερα
σκυλιά. Οι συναρπαστικές του πάλες με τα θηρία, οι αγωνιώδεις μάχες του
με τους κακούς, των οποίων τα όπλα πάντοτε αχρήστευε, οι ιπτάμενες
μετακινήσεις του μ’ εκείνα τα πλεγμένα απ’ τη φύση σκοινιά, που
κρέμονταν από δέντρα πανύψηλα, ο διάπλους της κινούμενης άμμου τούς
έκοβαν την ανάσα, κι όσο διαρκούσαν, προσεύχονταν, όλα τούτα τους
καθήλωναν, ιδανική προετοιμασία για την ανυπέρβλητη κορύφωση, για το
ηχητικό επιστέγασμα της κυριαρχίας του, την αμίμητή του κραυγή. Τότε,
λυτρωμένοι απ’ την αγωνία, σηκώνανε το κεφάλι και βλέπανε το φωτεινό
ποτάμι που έρεε από πάνω τους, βγαίνοντας απ’ την τρύπα του τοίχου του
θαλάμου προβολής, εκείνο το μαγικό θάλπος που τους έλουζε στο μαγικό
του ρευστό σαν άλλο αμνιακό υγρό, κι η αγκαλιά της Τζέην, της όμορφης
συντρόφου του αγαπημένου τους τιμωρού, πλημμύριζε το σινεμά μ’ έναν
ερωτισμό αγνό. Ένας ένας έκλεισαν οι σινεμάδες, όμως το Ολύμπιο
ξανάνοιξε, χωρίς τον κύριο Ηρακλή. Πράγματι, λινάτσες γκρίζες κρύβαν
για καιρό τα σωθικά του, μες στα οποία οι εργασίες, κάπως αργά, αλλά
και ανεπίστροφα προχωρούσαν, κι όπως κάθε πρωί έβλεπε τους εργάτες να
παραμερίζουν αυτά τα μουντά, τα πένθιμα παραπετάσματα, και να
μπαινοβγαίνουν σε τούτο το εργοτάξιο (το βαθύ σαν κόλπος γυναικείος),
σκεφτόταν πως σε υφάντρες στα βάθη του, στα άδυτά του
μεταμορφώνονται, όπου υφαίνουν υμέναιο μαγικό, παρθενικό, που, καίτοι το
πιο γρήγορο ον προσδεχόμενος, άρρηκτος παραμένει, φως, που τον κονιορτό
των αιώνων διαπερνώντας, φως που τους νεκρούς των αιώνων
ανασαλεύοντας, σπέρμα γίνεται που ζωή αθάνατη θα γεννήσει, που τους
παιδικούς τους εαυτούς θα αναστήσει.
Δεν πήγαινε ο νους τους πως όλα αυτά θα περάσουν. Αυτό το σκέφτηκε
ο Αλέκος όταν άκουσε πως πέθανε ο φωτογράφος των παρελάσεων. Ο
Μιχάλης τού το θύμισε. Τον έφερε στο μυαλό του σ’ εκείνο τον δρόμο όπου
γίνονταν παλιά οι παρελάσεις: η οδός Γράμμου, η παλιά είσοδος της πόλης,
με το μοναδικό φανάρι ρύθμισης της κυκλοφορίας, το κρεμαστό. Εκεί που
μια χρονιά τής έφυγε το τυμπανάκι της Μπέσσυς κι έτρεχε να το πιάσει
καθώς κυλούσε εκείνο στην άσφαλτο. Είχε δυο μηχανές ο φωτογράφος,
μια μεγάλη και μια μικρή, οι αορτήρες τους του ’κοβαν τον σβέρκο,
τραβούσαν κάτω το κεφάλι του, γκέμια σε δίποδο καματερό. Αυτοί, αν και
τον πετύχαιναν συχνά μες στην πόλη, ποτέ δεν φωτογραφηθήκανε, δεν
πήγαινε τότε το μυαλό τους πως κάποτε όλα αυτά μαζί με τον φωτογράφο
θα χαθούνε. Όμως σταματούσανε ό,τι κι αν κάνανε και τον κοιτούσανε
καθώς περνούσε. Να ’ταν άδεια εκείνα τα κουτιά; Φιλμ να μην είχαν; Αφού
ποτέ δεν τον είδανε να φωτογραφίζει, ούτε να παραδίδει φωτογραφίες σε
κανέναν. Κάποιοι έλεγαν πως είχε μεγάλη περιουσία, μύθος ίσως, που
πλάθει ο κόσμος για να δικαιολογήσει την αναλγησία του. Πόσες φορές
ακούσανε εκείνη τη φράση: «Ο φωτογράφος, μια φωτογραφία!», με κάτι
σαν απελπισία μέσα της, αλλά και μηχανική συνήθεια, δίχως πίστη ότι
κάποιος θα συγκινηθεί και θα σταθεί ν’ απαθανατιστεί. Όμως ήταν σαν να
τους φωτογράφιζε τις στιγμές που κοκαλώνανε και τον βλέπανε ανάμεσά
τους να περνά για να πάει να κάνει την ανάγκη του σε κάποιο μαγαζί. Και
κάπου μέσα του θα τυπώνονταν όλα αυτά. Άραγε οι εικόνες που δεν είναι
από ύλη τι γίνονται; Είναι μαζί του πια θαμμένοι εκείνοι οι ανεπανάληπτοι,
οι πιο πολύτιμοί τους εαυτοί; σκεφτόταν. Και το μελαχρινό του δέρμα
θυμόταν, ήρθε απ’ την απέναντι ακτή μετά την Καταστροφή,
Παπαδόπουλος γαρ. Μελαχρινός, μαύρος, μ’ εκείνες τις αργυρένιες τρίχες
στα πλαϊνά του κεφαλιού, σαν αρνητικό φωτογραφίας το κεφάλι του. Κι
είχαν τα μάτια του ένα παράξενο βλέμμα, απόκοσμο, σαν ξεκομμένο απ’
τον κόσμο, αλλά και σαν έννοια κρυφή να μην τα άφηνε σε ανθρώπους και
σε πράγματα να ρίξουν δίχτυα, μακριά όλο κοιτούσανε, αθώα σαν του ζώου
τα μάτια, βλέμμα φευγαλέο σαν ζώο που φοβάται και γυρεύει να ξεφύγει,
μάτια παιδιού, βλέμμα παιδιού που δεν το άφησαν στην ώρα του να παίξει.
Ο κερατοειδής του κάτασπρος, σαν δίχως αγγεία, σαν αίμα να μην κύλαγε
στις φλέβες του, σαν μέσα του να κύλαγαν εκείνα τα υγρά με τα οποία
εμφανίζουν, βαφτίζοντάς τες μέσα τους, τις πλάκες. Γκρίζα κουστούμια
φορούσε μόνιμα και μια καμπαρντίνα που του έπλεε και παπούτσια
μεγάλα, μαύρα και πλατιά. Κι όταν άκουσε ο Αλέκος ότι πέθανε,
σκεφτόταν πως θ’ ανέβει κει πάνω να τους περιμένει, να παίξουν μαζί,
αφού πρώτα ο Θεός το αρνητικό της όψης του εμφανίσει, γυρνώντας τον
γέρο πάλι σε παιδί.
Λίγες οι φωτογραφίες στις οποίες εικονίζεται ως παιδί ο Αλέκος, με την
οικογένεια κυρίως. Στις φωτογραφίες παλιά οι άνθρωποι δεν
χαμογελούσαν, κοιτούσαν τον χρόνο, κοιτούσαν τον θάνατο. Θαρρείς και
προσπαθούσανε να τον καλοπιάσουνε, προσφέροντάς του λουλούδια, μπρος
από το αλύπητο μάτι του, σ’ ένα βραχάκι, σαν ναυαγοί, την Πρωτομαγιά
του ’76. Είχανε πάει απ’ τη γιαγιά του πρώτα, να την πάρουνε, να πάνε
στις κουνιάδες της, στις αδερφές του παππού του, του άντρα της δηλαδή,
να πιάσουνε τον Μάη. Θυμόταν πως προτού φύγουν ήρθε μια γειτόνισσα
και τους είπε ότι σκοτώθηκε ο Παναγούλης. Θυμόταν τη λύπη στο
πρόσωπο του πατέρα. Στο σπίτι της γιαγιάς Ευδοξίας και της γιαγιάς
Δήμητρας δεν τον θυμόταν, όπως δεν θυμόταν και ποιος τους
φωτογράφισε. Το αγαπούσε εκείνο το σπίτι, και τώρα που ’χει μείνει έρημο
συχνά το σκέφτεται. Δωρήθηκε στο τεχνικό επιμελητήριο, αλλά άμα
πάψει να κατοικείται το σπίτι, βλασταίνουν τα θεμέλια, γιατί απ’ το
παράθυρο το πιο χαμηλό ξεχύνεται πια σαν χείμαρρος ενός φυτού η
ξεραμένη ρίζα. Βάψανε μαύρες τις πόρτες, τις κάσες και τα παράθυρα,
ξάσπρισαν τους τοίχους, στολισμένο σαν νεκρός. Έκανε να κοιτάξει μέσα
μια φορά, αλλά οι αντανακλάσεις τον εμπόδιζαν. Ενώ παλιά, ας φορούσε
εκείνα τα φθαρμένα, τα καθημερινά του το σπίτι, άνοιγαν οι πόρτες και τα
παράθυρα κι ο αέρας κυκλοφορούσε στα σωθικά του, ανάσαιναν οι σοβάδες
και οι ξυλοδεσιές, το δέρμα και οι φλέβες του. Πήγαινε κι έλεγε τα
κάλαντα στις γιαγιάδες, έτσι τις έλεγε τις αδερφάδες του παππού του, του
πατέρα της μάνας του. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε πρανές, ο κήπος του
παλιά έφτανε ως τη λίμνη. Η είσοδος ήταν από την πάνω μεριά, αγκαλιά
με το πευκοδάσος. Περνούσε μπρος της και κατηφόριζε κάτι σκαλάκια, κι
έβγαινε μετά σ’ εκείνο το πλάτωμα, στο οποίο έβγαινες από την κουζίνα.
Όποτε πήγαινε, εκεί τις πετύχαινε, με τα μανίκια ανασηκωμένα, τα χέρια
τους βρεγμένα, ν’ αχνίζουν, σαν μαμές, κι αυτός να σκέφτεται πως
ξεγεννούσαν τη νύχτα κάθε πρωί, φέρνοντας στον κόσμο τη μέρα. Είχε
έναν μακρόστενο καναπέ εκεί, απέναντι από τις μαρμαρένιες δίδυμες
γούρνες του νιπτήρα. Τότε ο κόσμος καθόταν πολύ στην κουζίνα, χώρος
ιδανικός για συζήτηση, ζεστός, κι όχι μόνο λόγω της μασίνας, τον
χειμώνα· το καλοκαίρι δροσερός. Ο πάνω όροφος είχε κάτι το μυστηριακό,
το μαγικό, ίσως επειδή δεν τον επισκεπτόταν συχνά, ίσως επειδή ποτέ δεν
του δόθηκε η ευκαιρία να τον εξερευνήσει. Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα
έβγαινες σε μια μεγάλη σάλα, με την τραπεζαρία, κι ακτινωτά ήταν τα
δωμάτια. Θυμόταν την αρκουδίσια προβιά στο σαλόνι με το μεγάλο τζάκι –
ήτανε πράγματι λευκή ή την άσπρισε η μνήμη; Το διπλανό δωμάτιο, το
καθιστικό, το έπλαθε μες στη φαντασία του ως το δωμάτιο της αναμονής,
την ξαδέρφη της μάνας του, την Αύρα, να κάθεται για ώρες κοιτώντας από
το παράθυρο, προσμένοντας κάποιον να ’ρθει, όπως τον ονειρευότανε. Στον
κάτω όροφο, εκτός από την κουζίνα, ήταν κι άλλο ένα δωμάτιο, λίγο
χαμηλότερα από εκείνην, εκεί φαντάστηκε πως τη ζήτησαν σε γάμο την
Αύρα κι ότι οι γονείς της, η γιαγιά Ευδοξία κι ο παππούς Φώτης, αφού
κοίταξαν πρώτα κατά τη λίμνη, έδωσαν την ευχή τους. Το ’76 που πήγανε
να πιάσουνε τον Μάη, η Ευδοξία και η Δήμητρα ήταν ήδη χήρες, η γιαγιά
του πενθούσε την πεθερά της, γι’ αυτό όλες φορούσαν μαύρα. Βλέποντας
πόσο απότομο ήταν το πρανές στο οποίο μαζέψανε τον Μάη και
φωτογραφηθήκανε, σκιάχτηκε, σε βαθμό τέτοιο που τον έκανε να
αναρωτηθεί πώς δεν φοβότανε να παίζει και να τρέχει εκεί. Ίσως η
θρασεμένη βλάστηση να επέτεινε αυτή την αίσθηση την κρημνώδη. Κάτω,
στην αρχή των σκαλιών που έβγαζαν στον κήπο, είδε μια υγιέστατη συκιά,
με κάτι σύκα σαν ζαφείρια, που άστραφταν. Κι αυτοί, εκεί έξω,
κρεμασμένοι θα ’λεγες στον γκρεμό, ναυαγοί που για μια στιγμή
ξαποσταίνουν σε βράχο, φωτεινοί και χαρούμενοι, μπρος στο αμείλικτο
μάτι του χρόνου, λουλούδια να του προσφέρουνε, κι η αλήθεια καλά
κρυμμένη μες στη μηχανή, στ’ αρνητικά, που πάντα φωτογραφίζουν το
μέλλον.
Η πιο παλιά του ανάμνηση ήταν η προγιαγιά του η Βηθλεέμ, έμενε με
τους παππούδες του, με την κόρη της, τη γιαγιά του την Εκάβη, και τον
γαμπρό της, τον παππού του τον Νίκο, της μάνας του τους γονείς. Αυτός
λίγο τη θυμόταν, περισσότερο της όψης της το φως, λες και στις φλέβες
της κυλούσε καλοσύνη. Θυμόταν όμως έντονα μια εικόνα πολύ από το
δωμάτιο που ήταν ανάμεσα στην κουζίνα και στο σαλόνι της γιαγιάς, όπου
την ξάπλωσαν την προγιαγιά του – είχε λιανίσει τα κόκαλά της κι ήρθε
ένας γείτονας της έβαλε κατάπλασμα από κρεμμύδια. Την είχαν βάλει σ’
ένα κρεβάτι με ψηλά πλαϊνά. Είναι η πιο παλιά του ανάμνηση, γι’ αυτό,
όταν τον ρωτούν πού γεννήθηκε, κρατιέται να μην πει εν Βηθλεέμ, γιατί
γεννιόμαστε κει που γεννιέται η πρώτη μας ανάμνηση, στη μέση του
δρόμου ανάμεσα καρδιά και μυαλό. Εκεί που τη βάλανε ήταν το δωμάτιο
που έπαιζε, μες στη μεγάλη την ντουλάπα που κυλιόταν ανάμεσα στα
κατάλευκα παπλώματα, σ’ εκείνη τη δροσιά τους που είχε κάτι το
αναζωογονητικό και ταυτόχρονα το πένθιμο. Γειτόνευε της ντουλάπας η
ράχη με την αποθήκη του σπιτιού, ένα αυτή με τον μεγάλο βράχο απ’ όπου
θαρρείς κρεμόταν το σπίτι· από εκείνον πέρναγε η κρυάδα στα
παπλώματα. Ήταν εκεί και το μεγάλο λευκό ντουλάπι όπου η γιαγιά
αποθήκευε του κόσμου τα καλά: τα μπαχαρικά της, τα ρύζια και τα
ζυμαρικά, τις κάτασπρες καραμέλες με γεύση μέντα που σου έκοβαν την
ανάσα κι εκείνα τα στραγάλια, τα λευκά, με ζάχαρη σαβανωμένα. Εκεί
είχε η γιαγιά και το εικονοστάσι, στον τοίχο του είδε στον ύπνο της την
Παναγία, καραβοκύρισσα μες στην τρικυμία, να της γνέφει να την
ακολουθήσει λίγο καιρό πριν συγχωρεθεί. Μέσα σε κείνο το δωμάτιο η
προγιαγιά του η Βηθλεέμ για την άλλη ζωή αναχώρησε, μήτε έναν βόγκο
δεν έβγαλε το στόμα της, καθόταν στο σκαλοπάτι που οδηγούσε απ’ την
κουζίνα στο δωμάτιο, διστακτικός, μέσ’ απ’ το κρεβάτι θυμάται ν’
ανηφορίζει ένα φως σαν σεντουκιού θησαυρός· δεν ήξερε τότε για του
Παναγίου Τάφου το Φως. Έχει την ταυτότητά της, Βηθλεέμ Ανθίμου
γράφει, γεννημένη εν Μικρά Ασία, εν έτει 1882. Και μια φωτογραφία της
έχει, από τον αρραβώνα του εγγονού της, της μάνας του τον αδερφό, περνά
η μάνα του στη νύφη δαχτυλίδι και βραχιόλι, σε δυο διαδοχικά ασπρόμαυρα
ενσταντανέ, φορά η προγιαγιά του μαύρα, φέγγει η όψη της και η παλάμη
της που σ’ ένα τραπέζι ξαποσταίνει, περιμένει να περάσει μετά από τη
μάνα του ή ξαποσταίνει από τη συγκίνηση και την κούραση μετά που
πέρασε στον αγαπημένο λαιμό το δώρο το νυφικό; Λόγω της όψης της
θαρρείς είναι της μάνας του το φουστάνι εκτυφλωτικό, το λευκό, τέσσερις
γενιές εκεί μεταλαμπαδευόμενο φως, της μάνας του η μάνα, η γιαγιά της,
η μάνα του κι αυτός, στο φως κρυμμένος, σαν το κρεμμύδι τυλιγμένος, με
σπλάχνα φασκιωμένος, που πρόωρα τα θρυμμάτισε η ζωή. Όλο νομίζει
πως με κείνο το κρεβάτι την παράχωσαν τη γιαγιά Βηθλεέμ και πως θα
ξυπνήσει.
Δώδεκα χρονών ο Αλέκος κόντεψε να χάσει το μάτι του. Τι το ’θελε κι
αυτός (ο αθεόφοβος) να ορκιστεί παραμονή Χριστουγέννων και για λόγο
τόσο ποταπό στην Παναγία, κι επί ματαίω να επικαλεστεί τη μαρτυρία
της, τις στιγμές μάλιστα που εκείνη στην πιο μεγάλη ελπίδα που γέννησε
ο ανθρώπινος νους θα κοιλοπονούσε; Και να τα επακόλουθα! Το 1979
ήταν, παραμονή Χριστουγέννων, να τρέχει πρωί πρωί στην πιο κεντρική
οδό της γενέτειρας, με το δεξί του μάτι φριχτά χτυπημένο. Πώς έγινε;
Λέγανε τα κάλαντα με τον Μιχάλη και τον Τάσο και σταθήκανε να
ξαποστάσουνε σ’ ένα πάρκο. Ήρθαν δυο μεγαλύτεροι, τους φώναξαν και
γυρίσανε να δούνε τι ήθελαν. Ο Αλέκος είδε τον έναν να σημαδεύει μ’ ένα
πιστόλι που ήταν τότε της μόδας, στην άκρη της κάννης του είχε μια
θήκη όπου έβαζες μια μικρή φωτοβολίδα. Ευτυχώς δεν είχε βάλει
φωτοβολίδα αυτός, αλλά ένα σκασμένο σφαιράκι, αυτά που τα λέγανε
βελανίδια, γιατί έτσι έμοιαζαν, σαν μικρογραφία του καρπού της
βελανιδιάς. Ένιωσε κάψιμο στο δεξί μάτι, κι όταν έβαλε το χέρι του εκεί,
γέμισε αίματα. Ο Μιχάλης και ο Τάσος τον κοιτούσαν κοκαλωμένοι κι
αυτός άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Όσο να φτάσει, η λευκή ζιβάγκο που
φορούσε είχε κοκκινίσει. Της μάνας του κόντεψε να της πέσει το ταψί με
τον μπακλαβά μόλις τον είδε κι ο πατέρας ανέβηκε απ’ το μαγαζί σαν
άκουσε την κραυγή. «Ποιος;» τον ρώτησε αλλόφρων. «Ο Κόκκινος» είπε.
«Ο Θεός τον φύλαξε!» έλεγε μετά ο πατέρας, γιατί τον Κόκκινο, ως
Κόκκινο, τον ήξεραν λίγοι – το κανονικό του όνομα ήταν Ζαχαρίας. Τον
πήρε αμέσως ο πατέρας και τον πήγε στον οφθαλμίατρο, ο οποίος, αφού
έβγαλε το μικρό βλήμα, που ήταν ακόμη καρφωμένο στο βλέφαρό του και
περιποιήθηκε το τραύμα, τους είπε να πάνε στη Θεσσαλονίκη, στο ΑΧΕΠΑ,
το οποίο εφημέρευε. Η μάνα τον είχε αγκαλιά στο πίσω κάθισμα και το
αμάξι να μουγκρίζει. Τον βάλανε αμέσως στο χειρουργείο. Η επέμβαση
πήγε καλά, το μάτι σώθηκε, ένα χιλιοστό πιο ψηλά να πήγαινε το βόλι θα
κατέστρεφε τον φακό, είπε ο γιατρός, κι ότι ήταν πολύ τυχερός, σαν να
έπεσε απ’ τον Λευκό Πύργο, είπε, και να στάθηκε όρθιος· έπρεπε όμως να
μείνει και μια βδομάδα ακίνητος. Εύκολο είναι να μείνει ακίνητος ένας
εντεκάχρονος; Άμα πέρασε η βδομάδα, τη μέρα που ήταν να φύγουνε, τον
εξέτασαν και διέγνωσαν αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, πράγμα που
σήμαινε πως έπρεπε να εγχειριστεί ξανά και να μείνει άλλες δεκαπέντε
μέρες μέσα. Με τον Μιχάλη και τον Τάσο έκτοτε, όσες φορές
αναφερθήκανε στο ατύχημά του, γι’ αυτό που προηγήθηκε δεν κάνανε λόγο
ποτέ. Όμως αυτός επί χρόνια θεωρούσε πως το ατύχημα ήταν απότοκο
εκείνου του όρκου. Την προηγούμενη απ’ το ατύχημα λέγανε πάλι τα
κάλαντα και, βγαίνοντας από μια πολυκατοικία, λογόφεραν με τον Μιχάλη
και τον Τάσο. Ο Αλέκος ισχυρίστηκε ότι τον ρίξανε στη μοιρασιά. Είπε ότι
μια ηλικιωμένη τούς έδωσε περισσότερα λεφτά απ’ όσα του είπανε. Αυτό
τους θύμωσε πολύ, κι επειδή τότε ορκίζονταν για ψύλλου πήδημα, οι φίλοι
του τον πίεσαν. «Μα την Παναγία!» είπε δίχως να διστάσει, «κι άμα λέω
ψέματα, να μου βγει το μάτι!». Όταν με το καλό πήρε εξιτήριο και
επέστρεψε στη γενέτειρα, όλη η τάξη τον επισκέφθηκε, η έκτη δημοτικού.
Συγκίνηση ένιωθε όποτε το θυμόταν. Πήγαν όλοι στο ψιλικατζίδικο του
Πίπη, που ήταν κάτω απ’ το σπίτι του, και πήραν τον ίδιο σταυρό, σε
διαφορετικά χρώματα. Ήταν μολυβένιος, χοντροκομμένος, όλο ατέλειες,
και στο σχήμα και στο βάψιμο. Αλλά η ευτέλειά του ήταν η προσήκουσα
στην ταπεινότητα που συμβόλιζε. Πώς τον κοίταζαν θυμόταν, με βλέμμα
γεμάτο συμπόνια, αλλά και θαυμασμό. Κάτι από ηρωισμό είχε το πάθημά
του. Όμως κορίτσια, όσο κι αν έστυβε τη μνήμη του, δεν θυμόταν, αγόρια
μόνο από πάνω του σκυμμένα έβλεπε, κι ίσως αυτός να ’ταν ο
μεγαλόψυχος, σαν κάθε μάνας, της μάταιης επικλήσεώς του, του θείου, ο
κολασμός, καθώς δίχως θηλυκό κάθε ηρωισμός μοιάζει (και είναι) λειψός.
Κάποιους απ’ τους συνοδοιπόρους τους σ’ εκείνα τα παιχνίδια τούς
λάβωσε νωρίς η ζωή. Σαν τον Λάμπρο, που η μάνα του όταν ήταν να βγει
να παίξει τον έντυνε, λες, για επίσκεψη, όμως δεν τον εμπόδιζε αυτό να
ρίχνεται στο παιχνίδι το ίδιο παθιασμένα με κείνους, άσχετο που πάντα
σοβαρό τον θυμούνταν, σπάνια να παραφέρεται, ακόμη και να γελά.
Έμοιαζε πολύ στον πατέρα του, μόνο που εκείνος ήταν μελαχρινός, ενώ ο
Λάμπρος ξανθός, σαν τη μάνα του. Όταν πέθανε εκείνη, ο Λάμπρος
υπηρετούσε τη θητεία του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε κι ακούστηκε
ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη μητριά του. Είχε σπουδάσει οικονομικά,
αλλά λόγω του ψυχικού κλονισμού δεν δούλεψε. Έλεγε πως οι γυναίκες
ήθελαν το κακό του. Έκανε βάρη και κοιτιόταν στους καθρέφτες, έσφιγγε
τα μπράτσα. «Σου αρέσει ο Μέντελσον;» ρώτησε τον Αλέκο ένα πρωί.
«Δεν έχω ακούσει» του είπε. «Τα κουαρτέτα του είναι φοβερά, πρέπει να
τ’ ακούσεις!» Έπειτα έβγαλε απ’ το τσεπάκι του πουκαμίσου του δυο τρεις
σελίδες χειρόγραφες. «Πάρ’ τες» είπε. Ήταν γεμάτες εξισώσεις. «Είναι η
μαθηματική απόδειξη του προπατορικού αμαρτήματος». «Έχω καιρό να
καταπιαστώ με τα μαθηματικά και τα έχω ξεχάσει» είπε ο Αλέκος.
Καλοκαίρι ήταν όταν τον ξαναείδε, κάτω στη λίμνη, με μια ομήγυρη
παράξενη, περασμένα σαράντα όλοι τους, όμως φέρονταν σαν παιδιά· μόνο
αυτός καθόταν σοβαρός. Γελούσαν δυνατά και κάπως φάλτσα οι άλλοι,
πετούσαν ψωμιά. Πήγε παρακάτω, έκατσε σε μια καφετέρια. Τελικά τον
έκλεισαν μέσα, σκέφτηκε. Η πιο κοντινή ψυχιατρική κλινική ήταν στην
Κοζάνη. Τους είχαν φέρει εκδρομή φαίνεται. Λίγη ώρα μετά πέρασαν από
μπροστά του. Η ίδια εικόνα. Σαν να φορούσε παρωπίδες ο Λάμπρος, δεν
κοίταζε μήτε δεξιά μήτε αριστερά. Περπατούσε μαζί τους, αλλά έμοιαζε
ξεκομμένος – ποιος ξέρει τι σκεφτόταν. Μήπως δεν άντεχε κι απέφευγε να
κοιτάξει; Το πρόσωπό του άδειο από οποιοδήποτε συναίσθημα, θαρρείς και
δεν είχε γεννηθεί εδώ, δεν είχε παίξει ως παιδί. Θυμήθηκε ο Αλέκος τις
εξαλλοσύνες και τα γέλια τους τότε, και τη δική του σοβαρότητα, τη
συγκράτηση, μην λερωθεί και την κουράσει, λες, τη μάνα του. Μπορεί η
εκδρομή εκείνα τα παιχνίδια να του θύμιζε. Θαρρείς κι ήταν από τότε
ώριμος κι εκείνοι είχανε παραμείνει παιδιά. Στο τραπέζι ήταν βλοσυρός,
σαν να τους είχε δασκαλέψει να κάτσουν σοβαροί και δεν τον άκουσαν, λες
και ελεύθερους θα τους αφήναν αν το έκαναν. Όμως ο Λάμπρος δεν έδειχνε
να νοιάζεται γι’ αυτό που τον περιέβαλλε, λες και σε ξένη πόλη
περπατούσε, σε πόλη μητριά.
Έπειτα ήταν ο Νώντας, που την έκλωθε την πόλη, πάνω κάτω όλη
μέρα. Κι ο Νώντας έμενε, σαν τον Λάμπρο, στο τζαμί. Και χάθηκε κι
αυτός σαν τον Λάμπρο. Τον θυμόταν ο Αλέκος πώς ανέβαινε τις σκάλες
της οδού Κιλκίς κάθε πρωί, σίφουνας, σαν παιδί, αλλά και σαν γέρος
διπλωμένος. Κι όταν τέλειωνε τα σκαλιά κι έβγαινε στη Μητροπόλεως,
κοίταζε μια πάνω, μια κάτω, κι άμα ήταν να πάει για καφέ, τραβούσε
δεξιά, άμα όμως ήταν να πάει στην αγορά, κατηφόριζε. Και καθώς βάδιζε,
όλο θα χαιρετούσε κάναν περαστικό, ή θα ’πιανε το τραγούδι, ή, άμα
έβλεπε καμιά αλλαγή, έμπλεος έκπληξης, θα την επισήμαινε, όπως τότε
που, αφού χαιρέτησε τον περιπτερά, σταμάτησε λίγα βήματα πιο κάτω
και, κοιτώντας τον ξανά, φώναξε: «Α! Άλλαξε ο περιπτεράς!». Οι κινήσεις
του Νώντα ήταν κάπως κοριτσίστικες, κι ο τρόπος που μιλούσε επίσης. Η
φωνή του, καίτοι μπάσα, φάλτσαρε πρίμα. Ο Νώντας έδινε στον δρόμο
ζωή, ειδικά τα τελευταία χρόνια, που είχε ερημώσει, αλλά και παλιά, τα
καλοκαίρια ειδικά, στα μεσημέρια τους. Ο Νώντας σύχναζε σε μια
καφετέρια επί της Μητροπόλεως, εκεί απολάμβανε τον φραπέ του και
κάπνιζε το τσιγαράκι του, αμφότερα δε τα εξασφάλιζε κάνοντας θελήματα
τόσο για τον ιδιοκτήτη της καφετέριας όσο και για τους πελάτες. Ο έρμος
έβγαινε με τέτοια αδημονία το μεσημέρι να δει αν η καφετέρια ήταν
ανοιχτή, τότε ανέβαινε πιο αργά τα σκαλοπάτια της οδού Κιλκίς, θαρρείς
θέλοντας να καθυστερήσει τη στιγμή που κινδύνευε να απογοητευτεί.
Ανέβαινε πάλι διπλωμένος, κι όταν έφτανε πάνω, κοιτούσε μόνο προς τη
μεριά της καφετέριας κι έπαιρνε τον δρόμο προς τα κει. Στην αρχή
περπατούσε πάνω στο πεζοδρόμιο, όταν όμως πλησίαζε στην πρώτη
κάθετο που έκοβε τη Μητροπόλεως, μ’ ένα σκερτσόζικο και πολύ
ναζιάρικο, χορευτικό θα ’λεγες πηδηματάκι, άφηνε το πεζοδρόμιο και
κατέβαινε στον δρόμο, κι άρχιζε να γέρνει το κορμί του αριστερά
προκειμένου να διαπιστώσει αν η καφετέρια ήταν ανοιχτή. Πολλοί τον
βοηθούσαν τον Νώντα, ήταν όμως και κάποιοι που εκμεταλλευόμενοι την
αγαθοσύνη του τον πείραζαν, τον πείραζαν χυδαία, με αποτέλεσμα να τον
εξαγριώνουν· τότε ο Νώντας έβριζε. Ένα μεσημέρι τον είδε ο Αλέκος να
κατηφορίζει πυρ και μανία, κοπανούσε τα πόδια κι έβριζε. Λίγη ώρα μετά
ένας άλλος Νώντας ανέβαινε: «Τι σου ’κανα, πατερούλη μου, τι σου ’κανα!
Θα με συγχωρέσεις; Θα με συγχωρέσεις;» λέγοντας. Ο Νώντας ήταν
υιοθετημένος, όμως ζούσαν οι φυσικοί του γονείς. Τον έδωσε ο πατέρας του
στον αδερφό του επειδή ήταν άκληρος. Το γνώριζε ο Νώντας αυτό. Όταν
τον άκουσε ο Αλέκος να λέει εκείνα τα σπαρακτικά λόγια, αναρωτήθηκε
από ποιον ζητούσε συγχώρεση· αλλά και τι μπορεί να ’χε κάνει, ειδικά
αυτός; Εκείνη τη στιγμή μια άδεια νεκροφόρα ανηφόρισε την οδό, λες και
κήδευαν τη μοναξιά. Μήτε απ’ τον φυσικό του πατέρα ζητούσε συγγνώμη
ο Νώντας, μήτε απ’ τον θετό, αλλά απ’ τον Θεό.
Αλώνιζαν τότε, γυρνούσαν όλη την πόλη, ανέβαιναν μέχρι και στις γύρω
κορφές. Έπαιζαν πολύ και πάνω στη δεξαμενή του υδραγωγείου. Ο
υπεύθυνος του υδραγωγείου είχε ένα μεγάλο κλειδί, μ’ αυτό ανοιγόκλεινε το
νερό. Ακούγανε τη μηχανή του να έρχεται, σαν γιγάντιος μπάμπουρας· κι
εξαφανιζόντουσαν. Κι όταν απορροφημένοι καθώς ήταν απ’ το παιχνίδι δεν
τον ακούγανε και ξαφνιάζονταν, ποτέ δεν τους απηύθυνε τον λόγο:
αυστηρότητα απέπνεε η μορφή του, κι αρκούσε αυτή για να χαθούνε μες
στα πεύκα. Μια ιερουργία συνέβαινε εκεί μέσα, στης πόλης το υδραγωγείο,
κι αυτός κάτοχος του μυστικού, της ζωής. Και χορηγός της. Φορούσε
κουστούμια. Το μαλλί του λευκό. Αν η πόλη ήταν εκκλησία, το
υδραγωγείο ήταν το ιερό της. Κι αυτός ιεροφάντης. Στη δεξαμενή, που
ήταν ενωμένη μ’ αυτό, δυο αεραγωγοί, που ’μοιαζαν με μιναρέδες,
εστεμμένοι με καλυμμαύκια θαρρείς, έτσι έμοιαζαν τα καπάκια τους. Όταν
παίζανε μπάλα, έπρεπε να τους ντριπλάρουνε, τούτους τους πανύψηλους κι
επικίνδυνους παίχτες. Μια επιγραφή σε μάρμαρο σκαλισμένη πάνω από τη
σιδερένια πόρτα του υδραγωγείου, δυσανάγνωστη πια. Κάποιος έγραψε με
σπρέι πάνω στις πέτρες που επενδύουν την πρόσοψή του: bones. Της ζωής
ο κραδασμός απ’ τα πόδια τους στο νερό περνούσε. Κολλούσανε το αυτί
στον σωλήνα του αεραγωγού να το ακούσουνε. Και τώρα, ο χώρος που
παίζανε μπάλα, πάνω απ’ το πόσιμο νερό, σαν τάφος απεριποίητος της
παιδικής τους ηλικίας, με το καγκελάκι του να τον κυκλώνει, με τα
θεριεμένα φυτά. Κι ο θάνατος του Νίκου, του γιου του κλειδοκράτορα της
ζωής, να δίνει στο νερό γεύση από αγίασμα. Πιο κοντά στον ουρανό παρά
στη γη η δεξαμενή μες στη μνήμη. Ήταν τότε όλα πιο ψηλά και
χαμήλωσαν τώρα, σαν ουρανός κάτω απ’ τα χώματα; Δεν λένε πως, όταν
επισκέπτεσαι τους τόπους της παιδικής ηλικίας, φαίνονται όλα μικρότερα
από τότε, χαμηλά; Το λεν κι ας μην αναρωτιούνται γιατί αυτό συμβαίνει,
δεν θέλοντας να παν πιο κάτω τη δυσάρεστη σκέψη. Είναι που τότε μας
φαίνονταν όλα μεγάλα, τρανά (επειδή ήμασταν εμείς μικρά), ή με τον
χρόνο που πέρασε ψήλωσαν μέσα μας, όπως καθετί που ’χει αληθινή αξία;
Είναι κλειστή πια η δεξαμενή, όμως κι ανοιχτή να ήταν, θα δίσταζε, δεν θα
μπορούσε εκεί να πατήσει, θαρρείς κι είναι κάτω από κείνο το χώμα
θαμμένοι, παιδιά. Τον χειμώνα ατμός ανεβαίνει απ’ τις καμινάδες, τούτος
ίσως σκεπάζει και το νερό, τον ρευστό καθρέφτη, για να μην
καθρεφτιστούν, λες, οι νεκροί, γιατί οι ψυχές θα έρχονται εδώ,
επιθυμώντας ζωή, κι όχι όπως παλιά, με αίμα, μα με νερό σαν πιουν θα
μιλούνε. Του νερού η ανάσα απ’ τις καμινάδες βγαίνει, των νεκρών οι
αναστεναγμοί. Όταν το νερό της πόλης κόβεται κι ανοίγεις τη βρύση,
ακούγεται σαν ανάσα που τραβιέται μέσα, όπως παιδικός αναστεναγμός,
της ζωής θαρρείς ο αναστεναγμός, στήνει αυτί στης βρύσης το στόμιο, κει
που κολλούσανε τα χείλη ξεθεωμένοι απ’ το παιχνίδι, ν’ ακούσει τρεχαλητό
και χτυποκάρδι θέλει, μυρίζει, ρετσίνι θέλει να μυρίσει, η παιδική τους
ηλικία μες στη ρητίνη της μνήμης και πρώτη σταγόνα της ζωής.
Άμα τον έπλενε η μάνα κι έτρωγε, πήγαινε και στεκόταν πίσω από το
μεγάλο παράθυρο του καθιστικού, και κοίταζε τον δρόμο· όποτε αραίωνε η
κίνηση, τα μάτια του έπεφταν στην επιγραφή του καταστήματος
απέναντι· έπειτα κατέβαιναν στη βιτρίνα, ήταν σαν μια μαρκίζα η πρώτη
κι η δεύτερη του θεάτρου η σκηνή. Ανάμεσα από τα καλοντυμένα
ανδρείκελα έβλεπε τον πελάτη να προβάρει κάποιο ρούχο, όταν όμως έραβε
κουστούμι, τον ράφτη να λυγάει και να σπάει το κορμί, και με κινήσεις
ακριβείας με τη μεζούρα να μετράει και να σημαδεύει το ύφασμα μ’ εκείνη
την κιμωλία τη λευκή, που ’μοιαζε με σαπουνιού απολειφάδι, και με
καρφίτσες να κυνηγά την τέλεια εφαρμογή. Ο ιδιοκτήτης έμοιαζε με τον
Γάλλο κωμικό Λουί ντε Φινές, μόνο που ήταν πάντα σοβαρός και το
πρόσωπό του το κατείχε μια ελαφριά θλίψη. Πιο κάτω βρισκόταν η αιτία
της, μια μαύρη γραβάτα, πένθος για την πρόωρα χαμένη σύζυγο. Έπειτα,
τα μάτια του ανηφόριζαν ξανά στην ταμπέλα, έπεφταν σ’ εκείνη την
αινιγματική λέξη: «Εμποροραφείον». Χρόνια μετά, με τα μαβιά σε γκρίζο
φόντο γράμματά της θα έμοιαζε με επιτύμβια επιγραφή, με τα ανδρείκελα
γυμνά πια στη σκηνή σαν ηθοποιοί που τους βρήκε καταστροφή. Ένας
τάφος γυάλινος. Γέμισε τέτοιους ο δρόμος, κι επειδή ήταν άδειοι, μοιάζαν
με συλημένους τάφους. Κι όποτε αναρωτιέται τι απέγιναν όλοι αυτοί οι
άνθρωποι, τι απέγιναν τα μαγαζιά και τα εμπορεύματά τους, σκέφτεται
πως όπως υπάρχουν νεκροταφεία για τους ανθρώπους θα ’πρεπε να
υπάρχουν και νεκροταφεία για τις επιχειρήσεις τις εμπορικές, να ’ταν εκεί
θαμμένες οι παλιές, στο χέρι οι ζωγραφισμένες ταμπέλες τους, ανδρείκελα
ντυμένα. Και μέσα εκεί θα υπήρχαν και αντικείμενα που συνδέονταν με
τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, το τελευταίο γαρύφαλλο που
καρφίτσωσε στο πέτο του ο λευκοφορεμένος χειμώνα καλοκαίρι κύριος
Ρουβάς, που διατηρούσε κατάστημα με είδη λευκά, ή το μολυβάκι με το
οποίο έκανε τον λογαριασμό ο κύριος Τσακαλίδης, και το τελευταίο του
αποτσίγαρο, που λιβάνιζε το μάτι του κι έκανε μια στάχτη τσιγκελωτή,
που δεν έπεφτε. Έτσι τα φανταζόταν, τις πινακίδες κι όλα εκείνα τα μικρά
κι ευτελή αντικείμενα τη μέρα το φως εκείνου του ανελέητου ματιού άπονα
να τα φωτίζει και τη νύχτα των άστρων και της σελήνης το φως να
απαλαίνει τον πόνο τους. Και καθώς πέρασε ο καιρός κι έφερε η πρόοδος
κείνες τις άλλες πινακίδες, τις ηλεκτρικές, με τα χρώματα τα έντονα και
τα εντυπωσιακά, θαμμένες κι αυτές τις φανταζόταν σε νεκροπόλεις σαν τη
δική τους σε λόφους απλωμένες, να φεγγοβολούν τις νύχτες σαν τόξα
ουράνια, κλάμα των νεκρών, του κάτω κόσμου βροχή.
Όταν πήγαινε στη δευτέρα γυμνασίου, άρχισαν τα επικίνδυνα παιχνίδια,
το μπανιστήρι στο ξενοδοχείο Ξενία, το κάπνισμα. Τότε κόλλησαν και το
μικρόβιο της κλεπτομανίας. Πήγαιναν στο πρακτορείο των περιοδικών και
σήκωναν έντυπα για αυτοκίνητα, για μηχανές, εγγλέζικα, που τότε
στοίχιζαν μια μικρή περιουσία. Έκαναν επιδρομές και σ’ ένα κατάστημα με
αθλητικά. Ο Αλέκος έκλεψε μια στολή ποδοσφαίρου. Επαίρονταν γι’ αυτό,
πώς έπαιρναν το φως απ’ τα μάτια των εμπόρων. Ένας απ’ την παρέα, ο
πιο αετονύχης, βούτηξε μια φουσκωμένη μπάλα ποδοσφαίρου, ενώ ο
μαγαζάτορας τον έβλεπε. Άρχισε να τη χτυπά κάτω και βγήκε από το
μαγαζί. Θαρρείς κι ήταν δική του η μπάλα και είχε μπει στο μαγαζί μ’
αυτή. Μια φορά, μαζί με τον φίλο του τον Μάκη έκλεψαν κάτι κασέτες
από ένα δισκάδικο. Μόλις βγήκαν, πήγαν πίσω από ένα φορτηγάκι κι
έβγαλαν τη λεία. Τότε εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης. Τους πήρε μέσα στο
μαγαζί. Ρώτησε τα ονόματά τους. Τους είπε ότι δεν θα ειδοποιούσε την
αστυνομία, αλλά θα ενημέρωνε τους γονείς τους. Όταν γύρισε στο σπίτι ο
Αλέκος, βρήκε τη μάνα του σκασμένη. Του υποσχέθηκε να μην πει στον
πατέρα του τίποτα. Θα τον σκότωνε αν το μάθαινε. Τον έβαλε να της
υποσχεθεί ότι δεν θα το ξανάκανε. Τη χρονιά εκείνη είχε αναλάβει το
ταμείο της τάξης. Μάζευαν λεφτά για την εκδρομή. Το ταμείο είχε 3.000
δραχμές. Ο καιρός που θα πήγαιναν εκδρομή πλησίαζε και τα λεφτά
έλειπαν. Τα είχε παίξει στα ηλεκτρονικά. Πήγαν ταξίδι στη Θεσσαλονίκη,
στον ξάδερφό του. Βρήκε στο σπίτι του τέσσερα χιλιάρικα και τα έκλεψε.
Το βράδυ θα κοιμόντουσαν στο σπίτι που είχε ο πατέρας της μάνας του.
Τους τηλεφώνησε ο ξάδερφος και τους είπε ότι έλειπαν τα λεφτά. Πέρασε
ώρα μέχρι να το ομολογήσει. Τους είπε και για την υπεξαίρεση. Ο πατέρας
του του έδωσε κι έβαλε πίσω τα λεφτά. Μετά από αυτό δεν ξανάκλεψε.
Όμως κάναν κι άλλα. Ένα διάστημα τους είχε πιάσει μανία κι έσπαγαν τα
σήματα των Μερσεντές. Κι έπειτα ανακάλυψαν το τσιγάρο. Το πάθος με
τον καπνό έμοιαζε με ερωτικό, σου ’κοβε κι αυτό τα γόνατα και σ’ άφηνε
αδύναμο και ζαβλακωμένο. Κι όπως κάθε παράνομο πάθος, αποδείχθηκε
δυνατό, ακόμη κι όταν αποκαλύφθηκε, αφού είχε πια ριζώσει στον εθισμό,
που όλο λες θα το κόψεις και βαθύτερα κυλάς. Πρώτη φορά το δοκίμασε
στο δασάκι της Έλλης. Ο Στηβ, που τους περνούσε έναν χρόνο, τους
μύησε· ρουφούσε ηδονικά κι ηχηρά τον καπνό και τον κατέβαζε βαθιά,
τόσο που νόμιζες ότι δεν θα ξανάβγαινε – είχε χείλη σαρκώδη και μάτια
πράσινα, έμοιαζε στη μάνα του, με την οποία ήταν ερωτευμένοι όλοι. Τα
πρώτα τσιγάρα τα καπνίσανε στην Ψαλίδα, το βουνό. Είχε ο παππούς του
Τάσου περίπτερο, τον είχανε ρημάξει. Τότε δεν τον έπαιρνε ακόμη μέσα τον
καπνό ο Αλέκος. Ένα βράδυ, είχε πια αρχίσει να καπνίζει κανονικά, δηλαδή
ν’ αγοράζει ανελλιπώς πακέτο, ήρθαν να τον μαζέψουν οι δικοί του και, με
το που μπήκε στο αμάξι και κάθισε, η μάνα του, μυρίζοντάς τον, είπε στον
πατέρα του ότι καπνίζει. Το μόνο που είπε ο πατέρας του ήταν ότι, αν
αρρώσταινε, δεν θα πήγαινε στο νοσοκομείο. Χρόνια καπνιστής κι αυτός,
μανιακός, πέντε πακέτα τη μέρα. Έβαλε ανάποδα το τσιγάρο στα χείλη
μια φορά και τα ’καψε. Έτσι το πέταξε. Μακάρι να του ’μοιαζα στη
δύναμη του χαρακτήρα, σκεφτόταν. Κάπνιζε και στο σπίτι, όταν λείπανε οι
δικοί του, ανέβαινε στη σκεπή. Τα τσιγάρα τα έκρυβε ανάμεσα στον τοίχο
και μια επιτοίχια βιβλιοθήκη-γραφείο στο δωμάτιό του. Θυμάται μια φορά
ξέχασε μια ξαδέρφη του ένα πακέτο Καρέλια κασετίνα. Τα έβαλε η μάνα
πάνω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Ένα μεσημέρι σκαρφάλωσε και τα
πήρε. Ανέβηκε στη σκεπή, άναψε ένα, είχε ξεραθεί εντελώς και τον ζάλισε,
έτρεμαν τα πόδια του καθώς κατέβαινε. Πηγαίνανε καπνίζανε και στα
θεμέλια του βυζαντινού μουσείου, όταν το έχτιζαν. Άμα δεν είχανε τσιγάρα,
καπνίζανε γόπες ή ανάβανε εκείνα τα κούφια ξερόκλαδα και πνιγόντουσαν.
Με τον Παντελή είχανε τέτοια μανία που έγινε η αιτία να μην ταξιδέψει
στο εξωτερικό ούτε μια φορά, αφού, όποτε του έλεγε η μάνα να τους
ακολουθήσει, αυτός προτιμούσε να μένει πίσω. Η μάνα του πατέρα του
ζούσε μαζί τους. Κατέβαινε μετά τη μεσημεριάτική της κατάκλιση και
καθόταν στο σαλόνι, της ζέσταινε ο ήλιος τα πονεμένα της τα κόκαλα. Ο
Παντελής, κρυμμένος πίσω από την πολυθρόνα, ενώ αυτός της μιλούσε,
φυσούσε πλάι στο αυτί της τον καπνό, έκανε κυκλάκια. Τον έβλεπε εκείνη
να περνά και ρωτούσε: «Τι ’ν’ τούτο, μπρε;». Τον θάνατο κοιτούσε, που
απ’ τα φυλλοκάρδια της νιότης κοσκινισμένος, αριόπλεχτο μηδενικό
καταντημένος, πήγαινε στις ηλιαχτίδες του καθιστικού να σβήσει.
2

Παράξενο πλάσμα ο Παντελής. Με τον Αλέκο μαζί από παιδιά, μα όσο κι


αν πάσχιζε ο Αλέκος δεν κατάφερνε να θυμηθεί πώς συναντήθηκαν, πώς
κόλλησαν με τον Παντελή. Μάλλον στο σχολείο ήταν, όμως ποιος μίλησε
πρώτος; Ο Παντελής ίσως, που δεν ντρεπόταν. Ο Παντελής δεν
ανοιγόταν, δεν μιλούσε για τον εαυτό του, όχι από σεμνότητα, αλλά για να
δείχνει διαφορετικός. Μήτε όταν έπινε ανοιγόταν. Απέφευγε οτιδήποτε θα
τον έκανε να μοιάζει με τους άλλους, το συνηθισμένο τον απωθούσε, κι
απεχθανόταν την κοινοτοπία σαν σοφός. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ
ευφυής, όμως κι η αδυναμία να εκδηλώσεις τα συναισθήματά σου σε κάνει
να δείχνεις ακόμη πιο ευφυής. Μα κι όταν ζευγάρωνε δεν έλεγε για τα
αισθήματά του λέξη. Σαν να μην είχε. Μόνο πώς βρέθηκαν πρώτη φορά κι
έκαναν έρωτα, τι προηγήθηκε, για την πράξη δεν είπε, θέλοντας λες να
εξάψει τη φαντασία και τη ζήλια των φίλων του. Για κάτι το ολότελα
εξαιρετικό, όπως ο έρωτας… λέξη. Για όλους τους άλλους εκτός απ’ τον
Παντελή. Ποιο φράγμα δεν θα μπορούσε να σπάσει αυτός, ποια
αυτοσυγκράτηση θα μπορούσε να τον τιθασεύσει, αυτόν που και μουγγό θα
μπορούσε να τον κάνει να μιλήσει; Ποιος θα μπορούσε να μείνει σιωπηλός
με τον έρωτα μέσα του; Μόνο ο Παντελής. Σαν να μην έβρισκε τις λέξεις.
Ο Παντελής…, που τα κατάφερνε μ’ αυτές όπως άλλος κανείς. Αυτός
που, όταν σου μιλούσε, ένιωθες πως έσκαβε μέσα σου για να φυτέψει τις
λέξεις. Τους σπόρους του θαυμασμού του. Αυτός που σε διαπερνούσε με το
βλέμμα του, κι είχε κάτι το αδιάκριτο, το πρόστυχο μέσα του αυτό, κάτι
που απ’ τη μια σε γοήτευε κι από την άλλη σε έφερνε σε δύσκολη θέση,
καθώς ένιωθες πως αποσκοπούσε στον έλεγχο, στο να σε χειριστεί.
Βλέμμα αδιάντροπο, ψυχρό και συνάμα λάγνο. Κοίταγμα για άλλες
στιγμές, πολύ προσωπικές. Την έπεφτε άλλωστε στις κοπέλες των φίλων
του, και την ενόχλησή τους, αμφοτέρων, τη βάφτιζε μικροαστισμό. Γιατί
έτσι έβλεπε τους άλλους, ως μικροαστούς εγκλωβισμένους στη στερημένη,
στη στεγνή ζωή τους. Του άρεσε να παρασύρει τους άβγαλτους, να
στραβώνει το ίσιο. Στην προσπάθειά του να εντυπωσιάζει δεν δίσταζε να
σοκάρει κιόλας, σμπαραλιάζοντας κάθε έννοια ευπρέπειας. Ίσως να μην
ερωτεύτηκε ποτέ ο Παντελής. Ίσως να ήταν μόνο γοητευμένος,
κολακευμένος, γιατί ερωτευμένος πραγματικά και ανίατα ο Παντελής
ήταν μόνο με το εγώ του. Έβλεπε τη γυναίκα σαν τρόπαιο για τη
μοναδικότητά του. Να περπατούν μαζί, πηγαίνοντας στα μπαρ, κι οι
νεανικές παρέες να τους κοιτούν σαν κομπάρσοι σε φιλμ, κι εκείνοι
πρωταγωνιστές. Ο Αλέκος θυμόταν την περηφάνια, το καμάρι του
Παντελή. Σαν μικρομέγαλος έμοιαζε μ’ εκείνο το γεροντίστικο παλτό του.
Έπρεπε τα βλέμματα όλα να είναι στραμμένα συνεχώς πάνω του.
Καταντούσε ψύχωση. Όλοι οι άλλοι ήταν μικροί για τον Παντελή, σαν
κάτι πλάσματα που υπηρετούν άλλα που μοιάζουν γίγαντες μπρος τους, τα
περιποιούνται, τα καθαρίζουν, τρέφονται απ’ αυτά. Που ζουν πάνω σε αυτά
από φόβο, καθώς κινδυνεύουν να συνθλιβούν από το βαρύ τους πάτημα,
γιατί σαν βαδίζουν δεν έχουν μάτια για τα χαμηλά. Σαν κάτι παχύδερμα
που διασχίζουν αγέρωχα αχανείς εκτάσεις και κάτι πουλάκια λιανά σαν
κλαριά όλο χάνουν την ισορροπία τους κι όλο προσπαθούν να βαστηχτούν
στην κινούμενη ράχη και στη σαν χοντρόκλαρο ραχοκοκαλιά αυτών των
κολοσσών. Να ήταν κάποιου είδους ανάγκη αυτή, που ζητούσε την
προσοχή τόσο πολύ, ανάγκη γεννημένη από ένα καλά κρυμμένο κενό; Δεν
ήταν, πάντως, ανάγκη για επιβεβαίωση, καθώς ήταν πολύ σίγουρος για
τον εαυτό του ο Παντελής. Η σιωπή του καλλιεργούσε το μυστήριο, γύρω
από τον εαυτό του ένα πυκνό, αδιαπέραστο, δάσος, που στο κέντρο του,
στο ξέφωτό του, βρισκόταν η καρδιά του Παντελή. Υπάρχει καλύτερη
κρυψώνα απ’ τη σιωπή, υπάρχει πιο απατηλή πληρότητα απ’ αυτή; Ήταν
φορές που ο Αλέκος σκεφτόταν πως ο Παντελής απέφευγε να ανοιχτεί
φοβούμενος μην φανερώσει μια κρυφή πληγή. Οι δικοί του ας πούμε.
Φαινόταν να μην του έδιναν σημασία, να μην τον χάιδεψαν, να μην του
είπαν μια κουβέντα ζεστή. Δεν έδειχνε όμως να τα είχε ανάγκη αυτά ο
Παντελής. Έμοιαζε δυνατός, αυτάρκης, σκληρός. Ίσως το αλκοόλ να ήταν
ένας τρόπος να τους εκδικηθεί για την υποτιθέμενη ακηδία τους. Αλλά
ήταν έτσι; Μήπως ήταν αυτός ψυχρός; Κι αδιάφορος; Μήπως έπινε μόνο
για να περάσει καλά, δίχως να τον νοιάζει ποιον θα τρομάξει, ποιον θα
στενοχωρήσει; Μήπως αυτό το άρρωστο νοιάσιμο για τον εαυτό του τον
εμπόδιζε να δει τις ανάγκες των άλλων; Από την άλλη, οι αδυναμίες τους
ποτέ δεν του ξέφευγαν, έδειχνε σαν να τον χαροποιούσαν και τις
διακωμωδούσε. Σαν να μην μπορούσε να συναισθανθεί ο Παντελής.
Θαρρείς η δυστυχία τού προκαλούσε αμηχανία, θαρρείς την εκλάμβανε ως
αδυναμία. Λες κι έφταιγε ο δυστυχισμένος για το βάσανό του κι όχι η τύχη
του η κακή ή ο ευαίσθητός του χαρακτήρας. «Έσο σκληρός» σαν να ήταν
το Πιστεύω του Παντελή. Κι ήταν φορές που η αδυναμία του άλλου τον
εξαγρίωνε, ορμούσε σαν τον λύκο τότε, σαν για να ξεκάνει ζώο γέρικο,
αδύναμο, ας ήταν και φίλος κολλητός του. Έπρεπε ο αδύναμος να χαθεί
σαν να πίστευε ο Παντελής. Δεν σταματούσε ακόμα κι όταν ο άλλος έβαζε
τα κλάματα. Έπαιζαν μπάλα μια μέρα και μάλωσε μ’ ένα παιδί κωφάλαλο.
Ο Παντελής δεν δίστασε στιγμή, χύθηκε κι άρχισε να το χτυπά στο
στόμα, επειδή δεν μπορούσε, λες, να μιλήσει. Το πρόσωπο του Παντελή
ήταν ανέκφραστο, ψυχρό σαν μάσκα. Μόνο μια φορά τον άκουσε ο Αλέκος
να κλαίει τον Παντελή, δεν τον είδε, επειδή μιλούσαν στο τηλέφωνο. Είχε
πάει στην κηδεία κάποιου γνωστού τους ο Παντελής, κι όπως περιέγραφε
του νεκρού την όψη, άρχισαν οι λυγμοί. Ο Αλέκος, σαν πέρασαν τα χρόνια,
συμπέρανε πως έκλαιγε σκεπτόμενος τον θάνατο τον δικό του ο Παντελής.
Η συνήθεια του Παντελή να προκαλεί, να σκανδαλίζει τους άλλους,
αδιαφορώντας για κανόνες, για τους τύπους τους κοινωνικούς, ήταν από
την ανάγκη του να ξεχωρίζει, έστω και αρνητικά, λέγοντας με τον τρόπο
αυτό ότι εκείνος μπορούσε εκεί που σταματούν όλοι να συνεχίσει. Δεν
σεβόταν δεσμούς, ήθελε να δείχνει πως δεν είχε αρχές ο Παντελής.
Μπορούσε να κάνει τον επαναστάτη, αλλά δεν δίσταζε, προκειμένου να
δικαιολογήσει μια στάση του, να γίνει συντηρητικός. Κι αν κατέφευγε σε
ακρότητες για να τον προσέξουν οι γονείς του, αν του έλειπε η στοργή και
το χάδι, δεν θα μπορούσε την πρώτη κίνηση προς αυτούς να την κάνει
εκείνος, αποζητώντας τα; Όχι, η σκληρότητα του Παντελή δεν ήταν ένας
πληγωμένος εγωισμός, ήταν σκέτος εγωισμός. Ο Αλέκος τού είχε
αδυναμία, γι’ αυτό και ανεχόταν κάθε παραφορά του. Ακόμη και τη βία τη
σωματική που δυο φορές ο Παντελής τού άσκησε τη συγχώρησε, δίχως ο
Παντελής να του ζητήσει συγγνώμη, ή να δείξει, έστω και σιωπηλά, μ’
ένα του βλέμματός του χαμήλωμα, ότι μετάνιωσε. Είχαν κάτι το
τερατώδες οι αντιδράσεις του Παντελή. Ήθελε να πονέσει τον άλλο,
σωματικά και ψυχικά. Αποφεύγοντας να δείχνει συνηθισμένος θαρρείς
επιζητούσε να μην κρίνεται με τα μέτρα τα ανθρώπινα. Σαν να πίστευε
πως ήταν κάποιος Θεός, και στον Θεό όλα δικαιολογούνται, κι ας μην
συγχωρούνται. Ο Αλέκος δεχόταν να τον μειώνει και να τον υποτιμά ο
Παντελής. Ταυτιζόταν τόσο μαζί του που ένιωθε ότι έχανε τον εαυτό του
και γινόταν η σκιά, ο εαυτός του Παντελή. Δικαιολογούσε κι έκλεινε τα
μάτια σε κάθε του ασχημοσύνη, σε κάθε του υπερβολή, σε κάθε βιασμό
συναισθηματικό, σε κάθε σωματική προσβολή που ’πεφτε πάνω του. Μετά
από κάθε τέτοιο περιστατικό ο Αλέκος ένιωθε συντετριμμένος, σαν
ερωτευμένος, σαν βιασμένος που συγχωρεί, που δικαιολογεί τον βιαστή.
Δεν αντλούσε καμιά ευχαρίστηση από τον βιασμό, σε αντίθεση με τον
Παντελή, ο οποίος ηδονιζόταν με τη δύναμή του, με το γεγονός ότι όχι
μόνο μπορούσε να επιβληθεί (νιώθοντας πως ο Αλέκος αυτό του το όφειλε,
ότι του άξιζε αυτό ως ανταμοιβή), ότι δεν του άξιζε για όλα αυτά να κριθεί,
αλλά να επιδοκιμαστεί. Ο θαυμασμός που ένιωθε ο Αλέκος για τον
Παντελή τον έκανε να νιώθει πως όλοι τον έβλεπαν όπως αυτός, πως τα
δικά του μάτια ήταν τα μάτια του κόσμου. Ο Αλέκος ήθελε να είναι ένας
καθρέφτης για να καθρεφτίζεται ο Παντελής. Ένας μαγικός καθρέφτης
που έσβηνε κάθε ψεγάδι, κάθε ασχήμια του Παντελή, που θα τον έσπαζε
όταν ξέσπαγε, ένωνε όμως πάλι τα κομμάτια του ο Αλέκος για να
καθρεφτιστεί αυτός, ο δικός του Θεός. Έτσι αισθανόταν, ραγισμένος μέσα
του παντού, κομμάτι κομμάτι κολλημένος, αφοσιωμένος. Ο Αλέκος
ξεχνούσε τις δικές του ανάγκες, η ζωή του Αλέκου είχε γίνει η ζωή του
Παντελή. Ο Αλέκος δεν είχε δικιά του ζωή, στις φλέβες του Αλέκου
κυλούσε θαυμασμός και τον ρουφούσε ο Παντελής, κι έπαιρνε δύναμη,
αφοσίωση κι υποταγή. Εκούσια λοιπόν ο Αλέκος έσβηνε τον εαυτό του, κι
επειδή ως ύπαρξη ψυχοσωματική ήταν πληρέστερος από τον Παντελή, η
νίκη του Παντελή γινόταν πιο σημαντική. Δεν ήταν ένας χαρακτήρας
αδύναμος ο Αλέκος, είχε πολύ έντονη προσωπικότητα, φιλόδοξη,
αισθαντική και παθιασμένη, όμως πρόθυμα, επειδή αγαπούσε πολύ τον
Παντελή, την υποβίβαζε. Μέσα στον Αλέκο κοιμόταν ένας καλλιτέχνης.
Θέλοντας ο Αλέκος να κάνει κάτι εξαιρετικό, να γίνει κάτι σημαντικό, και
μην έχοντας βρει ακόμη τι θα ήταν αυτό, ανακούφιζε την υπαρξιακή του
αγωνία αφιερώνοντας την ύπαρξή του στον Παντελή. Η μητέρα του
Αλέκου, σε αντίθεση με τη μάνα του Παντελή, που ήταν ψυχρή, ήταν
τρυφερή και συναισθανόταν τον Αλέκο. Ήταν επίσης γαλαντόμα, ενώ η
μάνα του Παντελή ήταν φιλάργυρη, συνήθεια που συνήθως συνοδεύεται και
από συναισθηματική στέγνια. Ο πατέρας του Παντελή ήταν ένας
άνθρωπος αγέλαστος. Ποτέ δεν θυμόταν ο Αλέκος τον πατέρα του
Παντελή να τους κάνει κάνα πείραγμα, λέγοντάς τους κάτι αστείο, όποτε
πήγαιναν στο μαγαζί του για να του ζητήσει λεφτά ο Παντελής. Επίσης
ποτέ δεν απευθύνθηκε στον Αλέκο, μήτε να τον ρωτήσει τι κάνει. Τότε οι
πατεράδες δεν ήταν διαχυτικοί, ειδικά με τους αρσενικούς γόνους τους,
όμως ο πατέρας του Παντελή ήταν παγερός. Όπως είχε πει στον Αλέκο ο
πατέρας του, ο πατέρας του Παντελή μπορούσε για λόγους ιδεολογικούς
να γίνει αφάνταστα σκληρός. Σε ένα μαγαζί φίλου κοινού συναντιόνταν
κάπου κάπου και τυχαία οι πατεράδες τους, κι όπως άνοιξαν την
τηλεόραση ένα απόγευμα για να δουν τις ειδήσεις, έπεσαν πάνω στις
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κάποιου στρατού. Η κάμερα έδειχνε
σκοτωμένα παιδιά, μανάδες να οδύρονται έχοντάς τα αγκαλιά. Κι ο
πατέρας του Παντελή είπε καλά να πάθουν. Αυτό θύμισε στον Αλέκο ένα
άλλο περιστατικό. Έπαιζαν κάποτε με τον Αλέκο κοντά σε ένα γιαπί και ο
Παντελής βρήκε ένα γατάκι. Το πήρε στα χέρια του. Δεν το χάιδευε, μόνο
το βαστούσε, κάπως σφιχτά, κι εκείνο, θέλοντας ν’ απελευθερωθεί, τον
δάγκωσε. Στεκόταν μπρος στο βαρέλι ο Παντελής, που ήταν γεμάτο με
νερό. Όταν τελείωσε, πέταξε το γατάκι πλάι στο βαρέλι. Ο Αλέκος
θυμόταν χρόνια μετά πώς τον κοίταξε όταν το έπνιγε, τον θρίαμβο στο
βάθος των ματιών του, σαν μια παγωμένη φωτιά. Ο Παντελής είχε πάρει
ένα σκυλί και κάποιες φορές που το έβγαζαν έξω με τον Αλέκο συνήθιζε να
το ικανοποιεί! Έλεγε πως το έκανε για να το εκτονώσει, ελλείψει θηλυκιάς,
κι ότι αυτό ήταν φυσιολογικό. Έκανε χαλαρό κεφαλοκλείδωμα στο σκυλί
με το αριστερό του χέρι και με το δεξί το αυνάνιζε. Το έκανε παθιασμένα.
Προσέφερε ηδονή προκειμένου να μεγαλώσει την εξάρτηση του ζώου από
αυτόν και την υποταγή του. Ναι, η διαστροφή ήταν άλλη μια έξη του
Παντελή. Ήθελε να τον έχουν άνθρωποι και ζώα ανάγκη. Και να δείχνει
ότι αυτός δεν είχε κανέναν ανάγκη. Όμως το αντίθετο συνέβαινε, τους είχε
απόλυτη. Αν έχανε την προσοχή τους, αν έπαυε να τους εντυπωσιάζει, αν
του γύριζαν την πλάτη, θα κατέρρεε. Οι άλλοι ήταν τα πάντα. Αν έπρεπε
μόνος να πάει μπρος στον καθρέφτη και να κοιταχτεί; Αν καταλάβαινε ότι
το είδωλό του ήταν πιο υπαρκτό από τον ίδιο; Αν είχε χάσει τον εαυτό του;
Αφού ο εαυτός του ήταν μόνο οι άλλοι; Αν το μόνο που είχε ήταν αυτό το
είδωλο; Κι αν κάτι έσπαζε τον καθρέφτη; Τι θα σήμαινε αυτός ο δεύτερος
θάνατος; Πώς θα συγκολλούσε τα κομμάτια του; Τα κομμάτια της
εικόνας του, το ψηφιδωτό της ανυπαρξίας του; Αυτό έπρεπε πάση θυσία να
κρυφτεί, η ανυπαρξία του, αυτό που χρόνια έχτιζε, η προσωπικότητά του
μια προσωπίδα που έκρυβε το κενό. Γοήτευε με το πνεύμα του, κι η
απουσία συναισθημάτων λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής του, ή έτσι
τουλάχιστον το υποδέχονταν, ασυναίσθητα, οι άλλοι. Αφού οι έννοιες είχαν
ανατραπεί, χαζός περνιόταν ο ευαίσθητος κι έξυπνος ο σκληρός, ο
αναίσθητος, ο κυνικός. Έξυπνος ήταν αυτός που κορόιδευε τους άλλους,
άρα για την εποχή ήταν έξυπνος, αφού κατάφερνε και κορόιδευε τους
πάντες, πλην του Αλέκου, κάνοντάς τους να πιστεύουν πως ήταν κάτι
εξαιρετικό, σκέτο πνεύμα, πνεύμα απόλυτο. Ότι μπορούσε να υπάρχει ως
διάνοια, μόνο. Όχι ότι αδιαφορούσε για τις ανάγκες του κορμιού, καθότι
ηδονόχαρος. Όμως δίχως συναίσθημα, μ’ εκείνη την παγωμένη του φωτιά
βαθιά στα μάτια, το χλωμό αντιφέγγισμα της στάχτης του. Μολαταύτα
υπήρχε ένα πρόσωπο απέναντι στο οποίο ένιωθε μειονεκτικά, πρόσωπο που
το θαύμαζε, που το ζήλευε, γιατί σκεφτόταν πως το πρόσωπο αυτό ήταν
ανώτερο από αυτόν πνευματικά, πληρέστερο, καθότι ευφυές και
συναισθηματικά. Ήταν ο Χάρης αυτός. Ο Χάρης ήταν ο μόνος από την
παρέα που μπορούσε να αναμετρηθεί διαλεκτικά με τον Παντελή, να τον
αντικρούσει. Είχε κι αυτός υποστεί τη μήνιν του, καθώς ο Παντελής δεν
ανεχόταν τη διαφωνία. Ήταν η πρώτη φορά που δημόσια αμφισβητήθηκε
το αλάθητο του Παντελή. Γι’ αυτό η αντίδραση του Παντελή ήταν
σφοδρή. Όρμησε κι άρπαξε τον Χάρη απ’ τον λαιμό, όμως ο Χάρης δεν
έκανε τίποτα, μόνο παρακάλεσε τους άλλους να τον τραβήξουν, και
χαμογελούσε. Ο Αλέκος πήρε το μέρος του Χάρη. Κατηγορήθηκε και γι’
αυτό από κείνους που μέχρι χθες τον κατηγορούσαν ότι επηρεαζόταν από
τον Παντελή. Από αυτούς που πήραν το μέρος του Παντελή, από φόβο,
από δειλία κι από άγνοια. Ο Χάρης έμοιαζε κι αυτός ψυχρός, όμως λόγω
συστολής. Δυσκολευόταν να εκφράσει τα αισθήματά του, αλλά η καλοσύνη
ανέβαινε στα μάτια του. Σε μια φωτογραφία του, κρυμμένος πίσω από μια
κουρτίνα, πρόβαλλε μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού του, κοιτώντας τον
φακό, ντροπαλά κι ευαίσθητα. Τη φωτογραφία αυτή την έδωσε σε μια
κοπέλα, ως πρόσκληση να κάνουν σχέση. Ήταν άνθρωπος ήρεμος και
οξυδερκής ο Χάρης. Ήταν επίσης πολύ καλλιεργημένος. Ο Παντελής
νοιαζόταν πολύ για την ιδέα που είχε γι’ αυτόν ο Χάρης. Ο Χάρης, πέρα
από το ότι είχε γνώσεις, εξέθετε τα επιχειρήματά του ήρεμα, κι επειδή δεν
έδειχνε ότι θέλει να επιβληθεί, έπειθε. Ο Χάρης ήταν λιγομίλητος,
χαμογελούσε σπάνια, κι αυτό μεταφραζόταν ως σοβαρότητα, αλλά κι ως
θλίψη, οπότε γινόταν συμπαθής. Ποτέ δεν έδινε την εντύπωση ότι έκανε
επίδειξη γνώσεων, έδειχνε ότι οι γνώσεις ήταν κάτι πολύ φυσικό γι’ αυτόν,
η αναπνοή του μυαλού του, σε αντίθεση με τον Παντελή, ο οποίος όταν
μιλούσε έμοιαζε, θαρρείς, και είχε δανείσει το στόμα του στον Θεό. Βέβαια
λόγω αυτού του ύφους και του τόνου με τον οποίο μιλούσε έπλαθε την
εικόνα αναμφισβήτητης αυθεντίας. Κι επειδή σε αυτές τις ηλικίες, ειδικά
σε θέματα σύνθετα, όπως τα φιλοσοφικά, αλλά και τα καλλιτεχνικά, αφού
για τέτοια μιλούσαν ο Χάρης κι ο Παντελής, οι συνομιλητές αναπαράγουν
αυτούσια ή και παραφρασμένα τα λόγια των σοφών, που πρόσφατα είχαν
διαβάσει στα βιβλία (άλλωστε αυτά πυροδοτούσαν τη συζήτηση), οι
διάλογοι αυτοί εντυπωσίαζαν εκείνους που αγνοούσαν τους ανθρώπους των
οποίων τις γνώμες αναπαρήγαν και που απέφευγαν να ονοματίσουν ο
Παντελής και ο Χάρης. Ιδίως ο Παντελής. Φυσικά, ανάμεσα στο κοινό
ήταν και κοπέλες. Έτσι παρουσίαζε τα λεγόμενά του ως δικά του ο
Παντελής και εντυπωσίαζε τους φιλόδοξους και προσώρας ανίδεους, όπως
τον Αλέκο, ενώ κάποιους τους άφηνε αδιάφορους. Η στάση αυτών των
δεύτερων ήταν πιο σωστή, καθώς τις περισσότερες φορές ο Παντελής δεν
καταλάβαινε και πολλά από αυτά που έλεγε, είχε όμως τον τρόπο όχι μόνο
να πείθει ότι καταλάβαινε αλλά κι ότι ήταν απολύτως παιδιά δικά του τα
λόγια αυτά. Άλλωστε ο στόχος και κρυφός πόθος ήταν να εντυπωσιαστούν
οι κυρίες, οι οποίες κολακεύονταν απ’ το γεγονός πως όλο αυτό το
κελάηδημα είχε στόχο αυτές, κι ως σοφές στο κελάηδημα έδιναν προσοχή
κι όχι στον σκοπό. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρησιμοποιούσε για να
γοητεύσει κοπέλες ο Παντελής. Ήταν όλα ένα σκηνικό, από πίσω δεν
υπήρχε τίποτα, ένα σκηνικό που στηνόταν για να παίξει ο Παντελής τον
ρόλο του, για κάποιο κοινό, ώσπου το σκηνικό να μαζευτεί, και κάθε πρωί
πάλι απ’ την αρχή. Κι ο Αλέκος με εισιτήριο διαρκείας, βράδυ πρωί εκεί.
Όμως ποια ανάγκη του κάλυπτε ο Αλέκος, πλην της ανυπαρξίας από
μέρους του κάποιας συγκεκριμένης φιλοδοξίας κάτι να γίνει, πράγμα που
θα τον απαγκίστρωνε από τον Παντελή, θα τον έκανε να συγκεντρωθεί και
στην κατάκτηση του στόχου του να ριχτεί; Τον λυπόταν κιόλας. Δεν είχε
πειστεί ακόμη ότι ο Παντελής ήταν κενός συναισθηματικά. Πράγματι,
έτρεφε τη μάταιη ελπίδα ότι μπορούσε να ξεκλειδώσει συναισθηματικά τον
Παντελή. Ότι υπήρχε μέσα στον Παντελή ένα μέρος όπως τα δωμάτια
των αδικοχαμένων παιδιών, που οι γονείς τα αφήνουν απείραχτα
ελπίζοντας πως κάποια στιγμή η ανάσταση λόγω της αγάπης θα συμβεί.
Ότι το δωμάτιο αυτό έμεινε ανέγγιχτο λόγω ενός πένθους που συνέτριψε
τον Παντελή, εν ολίγοις ότι η σκληρότητα, η αδυναμία του Παντελή να
συναισθανθεί, να συμπονέσει, να συλλυπηθεί οφειλόταν σε μια καλά
κρυμμένη ευαισθησία που κάποτε, άγνωστο από ποιον, είχε πληγωθεί, κι
είχε μες στο όστρακό της τραβηχτεί. Άλλωστε όλα τα πλάσματα, τα
κλεισμένα σε όστρακα, τα καλυμμένα από σκληρά κελύφη, δεν είναι
τρυφερά; Έτρεφε λοιπόν αυτή την ελπίδα ο Αλέκος, πως κάποτε θα τον
αφήσει ο Παντελής να μπει σ’ εκείνο το δωμάτιο και ν’ ανοίξει τα
παράθυρα, ο ήλιος κι ο καθαρός αέρας για να μπει, για να χαμογελάσει του
Παντελή η ψυχή. Ο Παντελής έγινε με τα χρόνια αλκοολικός, όμως
κατάφερνε να κρύβει ακόμη και τα συμπτώματα αυτής της βασανιστικής
έξης. Δεν το στερούνταν, λόγω της οικονομικής του άνεσης. Ίσως επειδή
ίχνος συναισθηματισμού δεν φανέρωνε, ενώ οι άλλοι, συνήθως, όταν πίνουν
γίνονται εξομολογητικοί, ξεχειλίζουν χαρά ή λύπη, εκείνος θα έλεγες ότι
και που έπινε διατηρούσε τη νηφαλιότητά του, την ψυχρότητά του. Δεν θα
τον άκουγες ποτέ να χάνει τα λόγια του, η άρθρωσή του να παραπατάει,
μέχρι να πέσει σ’ εκείνο τον λήθαργο, σ’ εκείνο τον μισό θάνατο. Λες και το
ποτό ήταν άλλος ένας τρόπος να δείξει τη δύναμή του, ακόμη και διά της
αδυναμίας. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν το πάθος του για το αλκοόλ ήταν ένα
φλερτ με τον θάνατο, που έδειχνε ότι μισούσε τον εαυτό του, ή το αντίθετο,
ότι έβαζε δηλαδή τον εαυτό του σε κίνδυνο, ότι ξεπερνούσε τα όρια ακριβώς
γι’ αυτό, για την εντυπωσιοθηρία του. Μπορεί και τα δυο. Έμοιαζε σαν να
εκδικούνταν τον εαυτό του για κάτι, για κάποιο λάθος, ή πικραμένος από
κάποια έλλειψη, συναισθηματική, των γονιών του την ψυχρότητα, όμως η
αλήθεια ήταν πως το βύθισμά του στις ουσίες δεν είχε άλλη αιτία κι άλλο
στόχο παρά την ανάγκη του να περάσει καλά. Ποιος ξέρει, ίσως στη ζάλη,
στη νάρκη του αλκοόλ, να έβρισκε και ανάπαυση από τον εαυτό του, που
τον φόρτωνε μ’ αυτό το βαρύ έργο, συνεχώς, να διαφέρει, να διακρίνεται, να
ξεχωρίζει. Ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, ο μόνος τρόπος να κοιμίσει τη
διεστραμμένη του συνείδηση. Ναι, ίσως να μην ήθελε να μείνει μόνος με
τον εαυτό του ο Παντελής, γιατί ο εαυτός του όλο του ζητούσε, γιατί ο
εαυτός του δεν είχε τίποτα να πει, καταδικασμένος πως ήταν σε
συναισθηματική γύμνια. Κι αυτό τον έκανε πιο δαιμονικό, το γεγονός πως
δεν σεβόταν τον εαυτό του, πως κι απ’ τον εαυτό του ζητούσε θαυμασμό κι
υποταγή, υποταγή σε μια σειρά είδωλα που χάνονταν ως του κόσμου την
αρχή. Θαρρείς κι ο Κάιν πριν τον Άβελ είχε σκοτώσει τον εαυτό του. Ναι,
θα μπορούσε να κάνει κακό στον εαυτό του, όχι όμως ως μια αυτοτιμωρία
για μια ψυχική του αναπηρία, να κάνει δηλαδή κακό στον εαυτό του από
ευαισθησία, μετά από μια αυτοκριτική ή για κάποιο βάρος ψυχικό, για μια
αναπηρία που κάποιος άλλος του προκάλεσε, αλλά μόνο για να αποδείξει
ότι ήταν τολμηρός, ότι μπορούσε, ότι ήταν δυνατός. Ότι έβγαζε τη γλώσσα
στη ζωή, ότι δεν τη σεβόταν. Έβλεπε τον εαυτό σαν τον ήρωα ενός έργου
τέχνης, ήταν αυτός και ο ήρωας και το έργο και ο δημιουργός, ήταν τα
πάντα, γι’ αυτό και θεωρούσε πως όλα όσα έκανε θα έπρεπε να
δικαιολογούνται, ή μάλλον να κατανοούνται, να μην κρίνονται, μα μόνο να
συζητιούνται και να θαυμάζονται, καθώς αυτός δεν έμοιαζε με κανέναν,
καθώς αυτός ήταν μοναδικός. Ο Παντελής ήξερε να κρύβει καλά τις
πληγές του, ήξερε να τις αρνείται, ακόμη κι απ’ τον εαυτό του. Μήτε τον
εαυτό του μπορούσε να λυπηθεί ο Παντελής, να τον συμπονέσει. Έκοβε ένα
κομμάτι από την ψυχή του, όπως το αγρίμι που πιάνεται στο δόκανο το
πόδι του, κι έφευγε. Έφευγε, έφευγε συνεχώς, περνούσε ανάμεσα στους
άλλους, δεν μπορούσε να σταθεί, ήξερε πως, αν δεν ήθελε να πάψει να είναι
θέαμα, έπρεπε να είναι μόνιμα σε κίνηση, η μαγεία της κίνησης παρασέρνει
τον θεατή, όπως στο θέατρο, στη σκηνή. Θαρρείς κι αν στεκόταν, θα
μπορούσαν οι άλλοι να δουν τα αδύναμά του σημεία. Ήταν άραγε εχθρός
του ίδιου του εαυτού του προσπαθώντας να πείσει τους άλλους ότι είχε από
αυτούς ανάγκες διαφορετικές; Τι έβλεπε όταν στεκόταν μπρος στον
καθρέφτη; Κάποιον άλλο; Ποιες ήταν οι επιθυμίες του; Γιατί ήθελε να
δείχνει πως όλες οι επιθυμίες του είχαν εκπληρωθεί, ότι δεν είχε καμιά και
κανέναν ανάγκη; Μήπως ήθελε να δείξει στους δικούς του ότι η αδιαφορία
τους, η ψυχρότητά τους, που ενδεχομένως τον λάβωσε παλιά, δεν τον
ένοιαζε νυν και αεί; Ο Παντελής αποτελούσε ένα αίνιγμα, αυτό άλλωστε
ήταν πάντα το όνειρό του, να αποτελεί για τους άλλους ένα αίνιγμα, γιατί
το άλυτο αίνιγμα είναι μια ακατάλυτη δύναμη, που συνεπαίρνει τους
άλλους. Ποιο αίνιγμα δεν είναι γοητευτικό; Ειδικά το άλυτο, που σκεπάζει
ένα κενό ή μια πληγή. Γι’ αυτό επέβαλλε στον εαυτό του σιωπή, για να
κρύβει την πληγή; Όμως μήτε κι ο Αλέκος ποτέ δεν τον ρώτησε κάτι
προσωπικό. Δεν άφηνε περιθώρια ο Παντελής. Ήταν μια πόρτα κλειστή.
Ένα πυκνό δάσος, που άφηνε τους άλλους να πιστεύουν ότι στο ξέφωτό του
έκρυβε έναν αμύθητο θησαυρό. Κανείς δεν μπορούσε να τον προσεγγίσει,
τίποτα δεν μπορούσε να κόψει την πυκνή βλάστηση που οδηγούσε εκεί,
στόμωναν όλες οι λάμες. Όμως μπορεί να ήταν κι ένα δάσος πετρωμένο,
ένα δάσος νεκρό απ’ όπου έχουν φύγει όλοι οι χυμοί, που στο ξέφωτό του
βρίσκεται μια καρδιά πέτρινη. Αλλά ο Αλέκος εξιδανίκευε τον Παντελή.
Έφτασε στο σημείο να τον θαυμάζει τόσο πολύ που θα μπορούσε να
θυσιάσει γι’ αυτόν τη ζωή του. Μεθυσμένος ένα βράδυ, κοιτώντας τον
έλεγε σ’ έναν φίλο τους πόσο τον θαύμαζε, κι ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να
τον φτάσει κι ότι θα αυτοκτονούσε γι’ αυτό. Θα αυτοκτονούσε επειδή δεν
μπορούσε να γίνει σαν αυτόν, αλλά και για να τον τιμήσει, να γίνει το
σφάγιο που παλιά προσφέραν σ’ έναν Θεό. Η απατηλή λάμψη ξεγελάει τις
ευάλωτες καρδιές, τις έλκει το τίποτα τις ευαίσθητες καρδιές, όπως το
κενό τους αυτόχειρες. Μολονότι ήταν και η ζήλια που τον έκανε να μιλά
έτσι, ήταν μια ζήλια παραπλανημένη, άρρωστη, όπως κι η πηγή της, και
αυτοκαταστροφική. Πιο πολύ όμως μιλούσε η αφοσίωση και η αγάπη, η
οποία θέλει με τον αγαπημένο να ταυτιστεί, μέσα στον αγαπημένο να
σβηστεί. Άμα έβαζε κανένα ρούχο του Παντελή ο Αλέκος, ένα κόκκινο σαν
το αίμα πουκάμισο ας πούμε, ένιωθε ότι γινόταν ένα με τον Παντελή.
Εισέπραττε τότε την άμεση κοροϊδία ή τα μειωτικά υπονοούμενα από την
παρέα. Γινόταν τότε το πουκάμισο του Παντελή το πουκάμισο του
Νέσσου. Πάντα κάποιοι κοροϊδεύουν την αφοσίωση και την αγάπη, δεν την
πιστεύουν για αληθινή, στέκονται δύσπιστοι απέναντί της, όπως δύσπιστοι
στέκονται κάποιοι απέναντι στο θαύμα. Αυτό τον πλήγωνε τον Αλέκο,
όμως άντεχε. Ο Αλέκος είχε προσωπικότητα και για την αγάπη φόραγε
μια μάσκα πάνω στην όψη του, έκρυβε την όψη του με μια μάσκα που
εικόνιζε τον Παντελή, να κοιτάξει ο Παντελής και να ανακουφιστεί. Ήταν
ο μαθητής κι ο Παντελής ο δάσκαλος, ήταν ο απόστολος κι ο Παντελής ο
Χριστός του. Η αφοσίωση δεν ζητά ανταλλάγματα, μόνο να υπάρχει πλάι
στο αντικείμενό της, να πεθάνει πλάι του, να μπει μαζί του εκεί κάτω, σαν
ένα κάποτε ζωντανό κτέρισμα, όπως οι δούλοι του βασιλιά στην Αίγυπτο.
Αν ήθελες να δεις τι ένιωθε ο Αλέκος για τον Παντελή, δεν είχες παρά να
κοιτάξεις τα μάτια του όποτε τον κοιτούσε, να καίνε απ’ τον πυρετό της
αγάπης, τον κοιτούσε όπως κοιτάζει τη μάνα το παιδί, όπως ο
ερωτευμένος την καλή του. Σαν ν’ ανέβαινε όλη του η ύπαρξη εκεί, σαν να
γινόταν βλέμμα το δάκρυ. Ο Παντελής δεν εκτιμούσε την αφοσίωση του
Αλέκου. Γιατί πίστευε ότι τα πάντα του οφείλονταν, ότι η ανταπόκριση
των άλλων ήταν μηχανική, αυτόματη, μην μπορώντας να αντισταθούν στη
γοητεία του. Ανδρείκελα που η γοητεία του τα κινούσε, αν άφηνε τους
σπάγκους, θα κατέρρεαν, του όφειλαν την ύπαρξή τους. Εάν κάποιος
απομακρυνόταν, τον μισούσε, έλεγε πως ήθελε να του κάνει κακό, να τον
σακατέψει, να τον αχρηστέψει. Τον ενδιέφεραν μόνο όσοι άδειαζαν για να
τον χωρέσουν, δοχεία οι άλλοι, ομοιώματά του. Ο μόνος που δεν έφευγε
από δίπλα του ήταν ο Αλέκος. Σαν ένα ζώο, όπως το ζώο είναι εξαρτημένο
από τον άνθρωπο, και τον περιμένει πίσω από την πόρτα να γυρίσει, και
που δέχεται τη βία του και που συγχωρεί, που υποχωρεί, που είναι πάντα
εκεί, δίπλα, ακόμη κι όταν ο αφέντης φύγει, ακόμη κι όταν ο τύραννος
φύγει, αυτό εκεί, στου τάφου του την τούμπα, φρουρός πιστός, σκυλί.
Όπως τότε, στο δημοτικό, που πήγαιναν να παίξουν μπάλα μια μέρα και
για κάτι διαφώνησαν με τον Παντελή κι έριξε μια πολύ δυνατή κλοτσιά
στον Αλέκο, όπως θα κλοτσούσες ένα σκυλί. Ο Αλέκος γύρισε στο σπίτι
κλαίγοντας. Και μεγάλοι όταν ήταν, κάτι του έκανε ο Παντελής και ήταν
απαρηγόρητος, αλλά στιγμή δεν σκέφτηκε ότι θα έκοβε. Ο μόνος τρόπος
να κόψουν θα ήταν να απομακρυνθεί ο Παντελής. Όμως ο Παντελής δεν
είχε κανένα λόγο να απομακρυνθεί από τον Αλέκο. Γιατί, όσο εθισμένος
ήταν ο Αλέκος στον Παντελή, άλλο τόσο ήταν εθισμένος κι ο Παντελής
στον Αλέκο. Ο Αλέκος ήταν σαν ο δίδυμος αδερφός του Παντελή. Όταν
πέθανε ο πατέρας του Παντελή, ο Αλέκος ανησύχησε. Όμως ο Παντελής
στην κηδεία δεν έδειχνε στενοχωρημένος, δεν έδειχνε τίποτα. Όλα τα
βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του, πρώτη φορά τα βλέμματα ήταν
στραμμένα πάνω του όχι επειδή το είχε αυτός προκαλέσει, αλλά επειδή
ήθελε να δει ο κόσμος τι του είχε προκαλέσει η κατάσταση αυτή. Η όψη
του κενή, για να γίνει αντικείμενο προσοχής. Σε αντίθεση με τον μικρό του
αδερφό, ο οποίος ήταν συντετριμμένος, κάθε λίγο ξεσπούσε σε κλάματα και
τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Μήτε ματιά δεν του έριχνε
ο Παντελής, μήτε μια φορά δεν άπλωσε χέρι να τον χαϊδέψει, δεν άνοιξε
την αγκαλιά. Είμαστε μόνοι σαν να ήθελε να πει, ή ότι δεν έχουμε ανάγκη
κανέναν, ή και τα δυο. Σε μια στιγμή σαν αυτή ήθελε πάλι να ξεχωρίσει,
να δείξει ότι ήταν αφύσικα δυνατός, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον
λυγίσει. Από πού αντλούσε τη δύναμη αυτή; Μπορεί και να μην αισθανόταν
τίποτα για τον πατέρα του, όχι για κανέναν ιδιαίτερο λόγο, άλλοι
γεννιούνται με ατροφικά μέλη, αυτός είχε γεννηθεί με ατροφικά
συναισθήματα, σαν μια χαμηλή βλάστηση μέσα του. Ο Αλέκος πίστευε
πως κάτω από τη βλάστηση υπήρχε μια πληγή. Η κρυφή επιθυμία του
Αλέκου ήταν να καταφέρει τον Παντελή να ανοιχτεί. Δεν πήγαινε το
μυαλό του ότι μπορεί ο Παντελής να ήταν ένα ξερό πηγάδι, που σου
αντιγυρίζει, σαν του φωνάξεις, επαναλαμβανόμενη και κενή τη φωνή σου.
Ήταν στιγμές που έβλεπε αυτό το κενό κοιτώντας τα μάτια του Παντελή.
Πίστευε ότι ο Παντελής σαν τα ζώα κρυβόταν κι έγλειφε την πληγή του,
που δεν έκλεινε. Κοιτώντας τον πατέρα του Παντελή στο κουτί, θυμήθηκε
ο Αλέκος εκείνο το μεσημέρι που πήγε στο σπίτι του. Ήταν καλοκαιριάτικο
απομεσήμερο κι ένα φως άπλετο γέμιζε τη σάλα. Όπως περιφέρονταν,
σταμάτησαν μπρος στην κάμαρη των γονιών του. Αυτοί πίστευε ο Αλέκος
πως ήταν η κύρια, η πιο βαθιά πληγή του Παντελή. Ο Παντελής έσκυψε,
κοίταξε απ’ την κλειδαρότρυπα, κι όταν ορθώθηκε, προέτρεψε τον Αλέκο
να δει κι αυτός. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, ψυχρό, σαν το
πρόσωπο ενός καταδότη. Ήταν σαν να τους πουλούσε, σαν να τους
παρέδιδε, στη χλεύη του. Ευάλωτοι, γυμνοί, εκεί, σε μια απροσδιόριστη
απόσταση, πολύ μακριά, αλλά και μες στο μάτι σου, στην ψυχή σου. Η
μάνα του ήταν καβάλα στον πατέρα του και κινούνταν περιστροφικά,
παράξενο, του ήρθε στον νου εκείνη η βεντούζα με την οποία ξεβουλώνουν
τους απόπατους, σαν να είχε βεντουζώσει το αιδοίο το πέος και κινούνταν
να το ξεβουλώσει. Κι όταν τραβήχτηκε και το αποκάλυψε, ένα υγρό άσπρο
ξεχείλισε από τη βάλανο, κάπως νερουλό, δεν τινάχτηκε, έτρεξε χωρίς
δύναμη ως τη βάση του πέους, σαν πηγή που ψυχομαχεί. Ο Παντελής δεν
είπε τίποτα. Θυμάται όμως το βλέμμα του, ήταν σαν να έλεγε: «Τους
βλέπεις τους μαλάκες;». Ήθελε να τους εκθέσει πρώτα απ’ όλα, αλλά και
να τον εντυπωσιάσει, πως δηλαδή κάτι τόσο συνταρακτικό, σοκαριστικό
για ένα παιδί, αλλά και για έφηβο ακόμη, εκείνου δεν του έκανε τίποτα, δεν
τον πλήγωνε, τον άφηνε αδιάφορο. Ήθελε να τους κάνει θέαμα, να
εξευτελίσει τη γύμνια τους. Ο Αλέκος σοκαρίστηκε και δεν ήξερε τι να πει.
Ποιες εικόνες, ποια βιώματα είχαν θρέψει τούτα τα αγριόχορτα που
φύτρωσαν γύρω από την καρδιά του Παντελή; Τι περίμενε, να τον παινέσει
για τη χυδαιότητα; Μήτε τον επέκρινε όμως. Αδύναμα είχε ξεχειλίσει το
σπέρμα κι ήταν σαν να ήθελε να του πει ο Παντελής ότι ήταν πιο δυνατός
απ’ τον πατέρα του. Ότι εκεί, πίσω από την πόρτα, ήταν δυο ξένοι κι όχι
αυτοί που τον γέννησαν. Σαν να μην αναγνώριζε καμιά συγγένεια ο
Παντελής. Ίσως γι’ αυτό δεν συγκινούνταν. Έτσι, ο Αλέκος καθόταν και
ανεχόταν κάθε βιασμό του συναισθηματικό δίχως να βαρυγκωμεί, θαρρείς
για να ανακουφίσει το σιωπηλό πάθος του Παντελή, που έπασχε δηλαδή
από τον εαυτό του. Ήταν το πρόθυμο κοινό του. Θα περνούσε καιρός
ώσπου να αντιληφθεί το κενό του. Δεν είχε τίποτα μέσα του, σαν να
υποδυόταν έναν ρόλο ο οποίος έσβησε τελικά οτιδήποτε προσωπικό του, ή
μπορεί και να υποδυόταν τον ρόλο για να ντύσει αυτό το κενό. Άραγε τη
νύχτα, όταν έμενε μόνος, τι γινόταν; Ένας αόρατος άνθρωπος; Ξετύλιγε τις
γάζες της ανυπαρξίας του κι έμενε μόνο το κενό, το ανεπούλωτο κενό;
Ακόμη και τούτο το κενό ανύπαρκτο να ήταν; Σαν να μην υπήρχε, σαν να
είχε γίνει μόνο εικόνα ο Παντελής; Αν μπορούσε ο Παντελής, όλο τον
κόσμο θα είχε σβήσει και θα κοιτούσε τον Θεό στα μάτια όπως τον Αλέκο
όταν έπνιγε το γατάκι. Να του δείξει ότι μπορεί, ότι μπορεί να κάνει ό,τι
εκείνος δεν μπορεί, ότι μπορεί να συνεχίσει πιο πέρα απ’ όπου ο Θεός
μπορεί. Ότι θα μπορούσε να αυνανίσει, να κλοτσήσει και τον Θεό τον ίδιο, ή
να τον σύρει μπρος στην κρεβατοκάμαρα των δικών του και να τον
αναγκάσει να σκύψει. Αλλά γιατί όλος να ήταν μια πληγή; Και πώς
γινόταν να μην πονούσε; Αλλά κι αν πονούσε, γιατί δεν άνοιγε το στόμα να
βογκήξει; Έστω μια φορά; Ήταν πολύ έξυπνος όμως για να καταλαβαίνει
ότι για να μένει στο προσκήνιο έπρεπε να διατηρεί πάση θυσία το μυστήριο,
να μην χαθεί η μαγεία, η μαγγανεία που ασκούσε. Έπρεπε να δείχνει
άτρωτος, υπεράνθρωπος ή απάνθρωπος. Έδινε την εντύπωση της αέναης
αλλαγής, του ρευστού, σαν να ήταν ένα ποτάμι. Έμπαιναν οι άλλοι μέσα
του, δροσίζονταν απ’ τα νάματά του, όμως αυτός είχε φύγει, όπως μέσα
στο ποτάμι κοιτάς το ίδιο ποτάμι να χάνεται σε μια της κοίτης στροφή.
Όλοι μιλούσαν για την ευφυΐα του, όπως δεν θα μιλούσαν ποτέ για την
καλοσύνη, για την ευσπλαχνία. Το σπίτι του Παντελή, ένα παλιό
νεοκλασικό, του πατέρα του πατρικό. Έμοιαζε με το σπίτι του ο Παντελής.
Στη μέση η ολάνοιχτη σάλα, στρόγγυλη κι ολόγυρα τα δωμάτια, οι πόρτες
τους πάντα κλειστές, εκλύανε μυστήριο, τι θα μπορούσε πίσω απ’ τις
κλειστές τους πόρτες να είναι, όμως ό,τι υπήρχε απ’ το σπίτι ήταν εκεί,
στη σάλα, γιατί τα δωμάτια ήταν άδεια, θλιβερά, σφαλισμένα, σαν να
κοιτούσαν μέσα τους, δεν έβλεπαν πουθενά, λες κι ήταν χτισμένα. Το σπίτι
σαν να συρρικνωνόταν, να τραβιόταν προς τα μέσα, να έκλεινε μέσα του τον
Αλέκο. Αυτό τον εφιάλτη έβλεπε ο Αλέκος, ότι το σπίτι συρρικνωνόταν κι
αυτός ήταν στη μέση της σάλας, και το σπίτι γινόταν ο τάφος του, κρύος
σαν το μάρμαρο, αμίλητος Παντελής. Γύρω του. Πάνω του. Μέσα του.
Ποτέ δεν τον είχε αγγίξει ο Παντελής. Ποτέ δεν τον χάιδεψε, ποτέ δεν τον
αγκάλιασε. Τα χέρια του Παντελή ήταν γυμνασμένα. Τα δάχτυλα κοντά
και χοντρά. Το κάτω χείλος του πλατύ και σαρκώδες, το σαγόνι του
τετράγωνο, στη μέση χαρακιά. Η ηδονοθηρία του αποτυπωνόταν στο
κάτω χείλος του, σαν ένα αγρίμι περιμένοντας το θήραμα να περάσει από
μπροστά του, για να το ρουφήξει, να το ξεζουμίσει, να το αδειάσει απ’ τους
χυμούς του ο Παντελής. Είχε κατακτήσεις ο Παντελής, από μικρός. Δεν
ντρεπόταν σαν τον Αλέκο. Ο Αλέκος, όποτε τον σταματούσε κανένα
κορίτσι για να του πει πως κάποιο άλλο τον έκανε κέφι, ένιωθε την ανάσα
του να σταματά. Κοκάλωνε σαν τα ζώα που τα τυφλώνουν τα φώτα
αμαξιού. Δεν μπορούσε να κοιτάξει κορίτσι κατάματα, σαν να ξεριζωνόταν
το βλέμμα του ένιωθε και να ’πεφτε κάτω, ξεραμένο λουλούδι. Γι’ αυτό δεν
κοιτούσε κατάματα τα κορίτσια, κοιτούσε κάπου πίσω τους, και μακριά,
το τίποτα. Όμως αυτό άρεσε στις κοπέλες, η συστολή η μεταμφιεσμένη
κάποιες στιγμές σε αδιαφορία και σκληρότητα. Απέφευγε να κάνει σχέση,
και άργησε να κάνει. Άλλωστε η προσκόλληση στον Παντελή τον
απορροφούσε και τον κάλυπτε. Φυσικά δεν ένιωθε ερωτικά για τον
Παντελή. Η αδυναμία του για τον Παντελή δεν θα τον έκανε να νιώσει
άβολα ακόμη κι αν τον ερωτευόταν. Ο Αλέκος ήταν μαγεμένος. Μια φορά,
παίρνοντας στα χέρια του ένα βιβλίο του Παντελή για τη μουσική και
διαβάζοντας εκεί μια κριτική για ένα μουσικό έργο, θυμήθηκε ότι ο
Παντελής είχε ξεσηκώσει αυτούσιες κάποιες φράσεις και τις παρουσίασε
ως δικές του κρίσεις. Ήταν η πρώτη φορά που η αίγλη του Παντελή
θάμπωσε στα μάτια του Αλέκου. Γιατί ο Αλέκος, καίτοι απέφευγε να
διαβάσει εξωσχολικά, όπως τα έλεγαν, βιβλία, κωφεύοντας στις
επανειλημμένες κρούσεις της μητέρας του, δεν το έκανε επειδή η
λογοτεχνία τον άφηνε αδιάφορο, αλλά επειδή του προκαλούσε δέος, γιατί
τη θεωρούσε κάτι ιερό. Γιατί ήταν αισθαντική φύση και συγκινούνταν
βαθιά, αντιλαμβανόταν υποσυνείδητα την αξία της μνήμης, ως αποθετήριο
ευαισθησίας και αγάπης. Γι’ αυτό άλλωστε από τη στιγμή που διάβασε το
πρώτο βιβλίο αποδύθηκε σε έναν αγώνα μανιακού να καλύψει το χαμένο
έδαφος, να αναστήσει τον χαμένο χρόνο. Όπως κι όταν μυήθηκε στον
ποιητικό κόσμο των μαθηματικών. Οπότε, όταν αντιλήφθηκε ότι ο
Παντελής παρουσίαζε για δικά του τα λόγια άλλων, λόγια που τα γέννησαν
κόποι και βάσανα, το ένιωσε ως ανίερο αυτό. Επίσης ανίερο θεωρούσε το
γεγονός πως τα ίδια αυτά λόγια τα πρόσφερε στις κοπέλες, κι έτσι τα άνθη
της ευαισθησίας και της αγάπης γίνονταν άνθη της απάτης, λουλούδια
χάρτινα. Το καταλυτικό ρήγμα στη σχέση του Αλέκου και του Παντελή
επήλθε όταν ο Παντελής διάβαζε ένα γνωστό λογοτεχνικό έργο. Ο Αλέκος
πήρε μια μέρα στα χέρια του το αντίτυπο που διάβαζε ο Παντελής, και το
ξεφύλλιζε, καθώς του έκανε μεγάλη εντύπωση, προξενώντας και τον
θαυμασμό του, το γεγονός ότι τα περιθώρια του βιβλίου ήταν γεμάτα
σημειώσεις με μολύβι. Διάβασε ορισμένες και του φάνηκαν δυσνόητες, ίσως
επειδή αγνοούσε και την υπόθεση του έργου. Μια μέρα, έξω, ο Παντελής,
χαμογελώντας ειρωνικά, τον αποκάλεσε με το όνομα του ήρωα του βιβλίου
που διάβαζε. Παρουσία άλλων, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους, καίτοι δεν
γνώριζαν τον ήρωα, αντιλήφθηκαν πως επρόκειτο για έναν μειωτικό
χαρακτηρισμό. Και λίγη ώρα μετά, όταν ο Αλέκος αναφέρθηκε στα δικά
του διαβάσματα, ο Παντελής τού είπε πως, για να συνομιλήσουν γι’ αυτά
τα ζητήματα, ο Αλέκος θα έπρεπε να γράψει, έτσι το είπε, πολλά
χιλιόμετρα. Λες κι επρόκειτο για αγώνα δρόμου, για αγώνα γενικώς, με
νικητές και ηττημένους. Όταν του το είπε, ο Παντελής σηκώθηκε, ενώ ο
Αλέκος παρέμεινε καθισμένος σε κάτι σκαλάκια ενός μαγαζιού
ημιυπόγειου. Ο Παντελής τον κοιτούσε σαν να βρισκόταν στην κορυφή του
ουρανού. Η δαιμονική φύση του Παντελή για πρώτη φορά τον θύμωσε.
Εκεί, ψηλά, σαν ένας άγγελος πριν την πτώση, που ασεβεί απέναντι στη
δημιουργία, απέναντι στα άλλα πλάσματα, γιατί τα θεωρεί κατώτερα.
Αντιλαμβανόμενος πλέον ότι επρόκειτο περί πραγμάτων ιερών, που
συναντιούνταν μυστικά μέσα του με τις αναμνήσεις και τα αισθήματά του,
δεν μπορούσε να δεχτεί πως χρησιμοποιούνταν για σκοπούς ποταπούς,
όπως το γήτεμα με στόχο την ηδονή, ή το γήτεμα με στόχο την υπεροχή,
ενώ ήταν πλασμένα για να βρίσκει ο άνθρωπος απαντοχή και για να κάνει
τον πόνο ζωή. Ο Αλέκος είχε μπει στο διάβασμα με το πάθος του ζηλωτή.
Με την επιμονή και την υπομονή του μοναχού. Γιατί γι’ αυτόν το
διάβασμα ήταν ένας καθρέφτης όχι για να θαυμάσει τον εαυτό του, αλλά
για να τον φτάσει. Υπήρχε εκεί, μέσα του, ένας εαυτός άγνωστος,
ανεξερεύνητος, ένα μεταλλείο αισθημάτων. Κι ένιωσε ότι ο Παντελής από
αυτό το μεταλλείο έκοβε χρήμα, πράγμα που του γεννούσε απώθηση,
καθώς καμιά έννοια χρησιμοθηρική δεν είχαν αυτά τα πράγματα, αλλά δεν
έφτανε αυτό, το χρήμα ήταν και κάλπικο, καθώς ήταν σκέτο επίχρισμα το
χρυσάφι του κι από κάτω μολύβι. Ένα απόγευμα έπιναν στο σπίτι του
Παντελή και κάποια στιγμή ο Παντελής σηκώθηκε να πάει στην
τουαλέτα. Ο Αλέκος σκέφτηκε προς στιγμή να τον συνοδέψει, καθώς είχε
πιει πολύ, αλλά όκνεψε. Έπειτα από λίγο άκουσαν γυαλιά να σπάζουν.
Στον διάδρομο που οδηγούσε στην τουαλέτα η μάνα του Παντελή είχε έναν
ολόσωμο καθρέφτη. Όταν έτρεξαν, είδαν τον Παντελή μες στα αίματα,
κρατώντας ένα κομμάτι του καθρέφτη να κοιτά το είδωλό του και να
επαναλαμβάνει τη γνωστή φράση του Άμλετ. Έπειτα λιποθύμησε. Τον
πήγαν στο νοσοκομείο. Όσο περίμεναν να σταματήσουν την αιμορραγία, ο
Αλέκος ευχήθηκε από μέσα του να πεθάνει ο Παντελής, ήταν τόση η
δυσφορία που τον έκανε να νιώθει που είδε σαν λύτρωση τον θάνατο του
Παντελή. Θα ένιωθε ενοχές μετά για αυτή του τη σκέψη, όπως και για το
γεγονός ότι δεν προφύλαξε τον Παντελή. Γιατί το σκέφτηκε, αλλά δεν το
’κανε. Όμως δεν γινόταν μια ζωή να τρέχει πίσω από τον Παντελή για να
τον προφυλάξει. Η εξάρτηση του Παντελή από το αλκοόλ είχε κάνει τον
κίνδυνο κατάσταση μόνιμη. Το πρόσωπο του Παντελή παραμορφώθηκε.
Κι άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται από τον Αλέκο, νιώθοντας ότι δεν
μπορούσε πια να τον ελέγχει. Μήτε μια λέξη δεν βγήκε απ’ το στόμα του,
λέξη συμπάθειας και συμπόνιας για τον Αλέκο, όταν ο Αλέκος τού
ανακοίνωσε το συναισθηματικό του ναυάγιο, τον τραγικό έρωτά του για
μια γυναίκα που δεν θα μπορούσε να την κάνει δική του ποτέ. Σαν να ήταν
ο Αλέκος πρωταγωνιστής σε μια ταινία κωμική, ένας ρόλος, παθήματα
που ο ηθοποιός σ’ ένα καμαρίνι θα τα ξεντυθεί. Μήτε κι όταν ο Αλέκος
αρρώστησε σοβαρά βρήκε ο Παντελής μια λέξη συμπάθειας να πει, πάλι
γελούσε σαν τρελός στο τηλέφωνο. Ερχόντουσαν στιγμές που ο Αλέκος τα
θυμόταν όλα αυτά, πόσο αγάπησε τον Παντελή, πόσα ανέχτηκε για να
είναι μαζί, τι στενοχώριες τού προκάλεσε ο Παντελής με τις συμπεριφορές
του. Τον Παντελή τον αγαπούσε ακόμα, θα τον αγαπούσε για πάντα, η
αγάπη του γι’ αυτόν δεν χωρούσε στον χρόνο, ίσως επειδή δεν μπορούσε να
θυμηθεί πού τον πρωτογνώρισε, πού τον πρωτοσυνάντησε και πώς
κόλλησαν με τον Παντελή, σαν να ήταν από πάντα μαζί, μαζί απ’ την ίδια
μήτρα, σαν δίδυμοι, απ’ την άχρονη της φιλίας μήτρα αδερφοί. Κι έκοψε ο
Αλέκος από τον Παντελή, για να μην καθρεφτιστεί πάνω του, γιατί δεν
πήγαινε η καρδιά του Αλέκου να κάνει τέτοιο κακό στον Παντελή. Στο
είδωλο του Παντελή είδε τον εαυτό του και απάντησε καταφατικά στη
ζωή.
3

O Aλέκος καθόταν με τον Παντελή στον ψηλό μαντρότοιχο ενός


νεοκλασικού και κοίταζε κάτω, στη συμβολή του κατηφορικού δρόμου
στον οποίο βρισκόταν το σπίτι και της κεντρικής οδού· περνούσε κόσμος,
αμάξια, δεν ήταν μακριά, όμως του έμοιαζαν όλα τόσο μικρά σαν να τα
κοιτούσε απ’ την κορφή βουνού πανύψηλου· του φαίνονταν και θαμπά, σαν
να ’ταν παρελθόν ήδη. Κι είχε την αίσθηση πως δεν θα περπατούσε ξανά,
πως πετώντας είχε φτάσει εκεί και πετώντας θα έφευγε πάλι. Δεν ήταν
οίηση αυτό, χαρά ήταν, ήταν η ανάγκη να αποδείξει ότι κάτι άξιζε κι
αυτός, πως δικαιώθηκε· ένας φίλος του πατέρα του φανέρωσε την έκπληξή
του, τη δυσάρεστη· πολλοί δεν τον θεωρούσαν άξιο, και ικανό πάνω απ’
όλα. Όμως βγήκαν τα αποτελέσματα και πέρασε. Θα ’ταν μια ανακούφιση
η επιτυχία, μια προσωρινή απαλλαγή απ’ τη βάσανο στην οποία
υποβαλλόταν για χρόνια, αφού δεν θα αγχωνόταν πια τι να απαντήσει στην
κοινότοπη ερώτηση που του απηύθυναν οι μεγάλοι: «Τι θέλεις να γίνεις;».
Όχι ότι είχε βρει τι. Η μόνιμη φοβία του, της φυλάκισης μέσα σε μια
ταυτότητα, σαν οριστικό μάζεμα κι αγκύλωση κι ατροφία των φτερών,
μαρτυρούσε πόσο ευεπίφορος θα ήταν στα κελεύσματα του έρωτα, σ’ αυτή
την υπόσχεση της αλλαγής που μόνο εκείνος έφερνε πρώτα απ’ όλα στο
κορμί, αλλά και στο πνεύμα, σ’ αυτή τη μεταμόρφωση. Και στη σχολή
που πέρασε θα μάθαινε για μεταμορφώσεις. Τι κι αν εκεί μιλούσαν για ύλη,
που πήγαινε βαθιά στη γη, θαμμένη κάτω απ’ το βάρος άλλης, κι έλιωνε
και μεταμορφωνόταν, αλλάζοντας δομή, μορφή, μα όχι σύσταση; Και
κάποτε, αυτά που αποτελούσαν παρελθόν γίνονταν μέλλον, παρόν, καθώς ο
αέρας, η βροχή ή κάποια καταστροφή έφερναν στην επιφάνεια την ύλη τη
θαμμένη πολύ παλιά, όπως στον άνθρωπο κάποια αισθήματα ή μνήμες.
Ίσως να ήταν επίσης ένα προμήνυμα, η δυσανεξία του στην ερώτηση την
επαγγελματική, όμως γι’ αυτόν υπαρξιακή, τρία χρόνια πριν, της
ασυνειδητοποίητης ακόμη κλίσης του προς έναν άλλο έρωτα, έρωτα
διαρκή, ισόβιο, του έρωτα για τη γνώση. Τρία χρόνια πριν, διαισθανόμενος
το αδιέξοδο, άρχισε να τρυγά τους καρπούς της, παραδιδόμενος στα
θέλγητρά της. Με προξενήτρα τα μαθηματικά, που χρόνια μετά θα
αντιλαμβανόταν πόσο συγγένευαν με τη μουσική, την τέχνη, που
παίρνοντας το αγχώδες πέρασμα του χρόνου, τεμαχίζοντάς το, δίνοντάς
του ρυθμό, άλλοτε το κάνει μελωδικό κι άλλοτε το υποτάσσει στη σιωπή,
για να ξεκινήσει πάλι, σαν ανάσα, να μεταλλάξει σε ζωή τον θάνατο, το
τέλος σε αρχή. Τη γνώση ως προοπτική ύπαρξης την ανακάλυψε τότε που
τον απέβαλαν από το σχολείο. Ήταν σαν να έληξε βίαια η παιδική του
ηλικία, σαν να πέρασε κατευθείαν στην ωριμότητα, μια εξορία από τον
κήπο της Εδέμ, όπου δοκίμασε επανειλημμένα τον απαγορευμένο καρπό.
Γι’ αυτό θα ευγνωμονούσε πάντοτε τον πατέρα του.
Ένα βράδυ έτρωγαν με την παρέα, κι ο νεοεισελθών Γιάννης, άρτι
αφιχθείς εκ Κοζάνης, αποβεβλημένος από όλα τα γυμνάσιά της, τους
εξιστόρησε τα ανδραγαθήματά του. Αυτός κι οι φίλοι του προέβαιναν σε
διάφορους βανδαλισμούς. Το αποκορύφωμα της καταστροφικής τους έξης
ήταν το ξεκρέμασμα της ελληνικής σημαίας από το κτίριο της Νομαρχίας
και το κάψιμό της. Μετά από αυτή την εξομολόγηση σαν να βρήκε διέξοδο
ο θυμός του Αλέκου, προοπτική εκτόνωσης η καταπίεση και η
κακοποίηση που υπέστη στα σχολεία. Αυτός τουλάχιστον έτσι το ’νιωσε.
Εντατική εκπαίδευση θα το έλεγε. Κυρίως στο δημοτικό. Δεν επιτέθηκαν
σ’ αυτό. Ίσως επειδή το ανακαίνιζαν, ίσως επειδή αισθάνονταν τρυφερά γι’
αυτό, άλλωστε ως κτίριο ήταν συμπαθητικό, ενώ το γυμνάσιο, κτισμένο
στα πρότυπα φυλακής, το μισούσαν. Όμως στο δημοτικό μυήθηκαν στη
βία. Τον κύριο διευθυντή δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ, που τους σωφρόνιζε εξ
αποστάσεως, με μια βέργα πλατιά, μεταλλική, ή τρίβοντάς τους το αυτί,
αφήνοντάς το προτού τινάξει φλόγα – ουρά έκαναν για το συσσίτιο του
πόνου. Μελαμψός με μαλλί ψαρό, όλο στα γκρίζα ντυμένος, και γυαλιά με
σκελετό μεταλλικό, ασημί, γυάλιζε κι αυτός κι οι παχιοί φακοί, γυάλιζαν
και τα μάτια του, μικρά, ποντικίσια, δαχτυλήθρες του μίσους. Βοηθό του
είχε έναν κοντόχοντρο, στραβοχυμένο, κείνου του άρεσε να κάμπτει τον δε-
ξή δείχτη, να τον σέρνει στο τριχωτό της κεφαλής – διά της τριβής
παράγεται θερμότητα. Νόμιζες πως ξεκολλούσε του κεφαλιού σου το
δέρμα και κόλλαγε στου δαχτύλου του τη φάλαγγα. Στο τέλος σου ’δινε
και μια, για να καταλάβεις, μια δυνατή, θαρρείς κι ήταν το κεφάλι σου από
ξύλο, και κατέβαινε ως το μεδούλι ο πόνος. Στους γονείς ποτέ δεν είπανε
τίποτα. Θυμόταν πως στο γραφείο του διευθυντή κυριαρχούσε το ημίφως
και η σιωπή, απλωνόταν αυτή και σκέπαζε την πόλη όλη. Στους γονείς
δεν μιλούσανε γιατί διαισθάνονταν πως μπελά χειρότερο θα βρίσκανε, αφού
ήταν σίγουροι ότι επικροτούσαν τις μεθόδους τους, ότι με τις ευλογίες τους
χειροδικούσαν. Ήταν μια φορά μαζί με τον Μιχάλη και τον Τάσο, ο
διευθυντής στεκόταν όρθιος πίσω από το γραφείο του, ο άλλος πίσω τους
και πλάγια, ευθεία με την είσοδο, θαρρείς κι υπήρχε περίπτωση να
επιχειρήσουνε δραπέτευση. Ψυχροί, σαν μηχανές, δυνάμωναν τον πόνο, το
πρόσωπό τους ανέκφραστο, ίσως λίγος ιδρώτας βαστηγμένης ηδονής, σε
μια ρυτίδα του μετώπου, ανάμεσα πανώχειλο και μύτη· κι αυτοί, όμως,
σαν συνεννοημένοι, δεν αντιδρούσανε, θέλοντας να τους φτάσουνε στα άκρα
θαρρείς, μην δίνοντάς τους την ικανοποίηση του πόνου. Ίσως πιστεύανε
πως, όσο περισσότερο το απολάμβαναν, όσο περισσότερο βαστούσαν
κρατημένη και κρυφή εκείνη την ηδονή, τόσο θα κόντευαν στο όριο που ένα
γρανάζι τους θα λασκάριζε και θα σμπαράλιαζε τη μηχανή – πάντα
νικούσαν. Στις γιορτές, φουσκωμένοι από περηφάνια όλοι (παιδιά,
δάσκαλοι, γονείς), κοιτούσαν την πατρίδα ν’ ανεβαίνει απαγχονισμένη τον
ιστό.
Όταν έφτασαν στο γυμνάσιο, είδαν πως το ακρινό παράθυρο του πρώτου
ορόφου ήταν ανοιχτό. Ανέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στην οροφή του
γυμναστηρίου και των τουαλετών, και έφτασαν ως το παράθυρο. Μπήκαν,
κι αφού προχώρησαν στον διάδρομο, έφτασαν ως τον πίνακα του ρεύματος
και πήραν τις ασφάλειες και τα καπάκια τους. Έπειτα, ακολουθώντας την
ίδια διαδρομή, κατέβηκαν στην αυλή κι έσπασαν τα τζάμια. Μια περίοικος
ειδοποίησε την αστυνομία. Έτσι ξεκίνησε η διαλεύκανση της υπόθεσης.
Αυτός τιμωρήθηκε με τρεις μέρες αποβολή. Άκουσε την ποινή με
σκυμμένο το κεφάλι, όχι από ντροπή· συνειδητοποίησε το αδιέξοδο. Πάνω
κάτω στεκόταν στο ίδιο σημείο απ’ το οποίο εκσφενδόνισαν τα πορσελάνινα
καπάκια και τις ασφάλειες. Ένιωσε πως το μοιραίο εκείνο βράδυ είχε
σταθεί μπρος σε έναν καθρέφτη και κομμάτιασε το είδωλό του. Και δεν
είχε με τι να το αντικαταστήσει. Ήταν, όμως, ένα είδωλο που έπρεπε να
καταστραφεί, υποσυνείδητα το ένιωθε πως ό,τι είχε προηγηθεί έφτασε σε
ένα τέλος. Η παραβατικότητα δεν του έλεγε τίποτα πια, και αντιλήφθηκε
ότι αν συνέχιζε θα έπεφτε στα χέρια της αστυνομίας. Ήταν χορτασμένος,
για την ακρίβεια μπουχτισμένος. Άλλωστε, ακούστηκε πως, αν είχε
αναλάβει την υπόθεση η αστυνομία, θα κατέληγαν στο αναμορφωτήριο της
Κέρκυρας. Οι άλλοι, μετά την ανακοίνωση της ποινής, πήγαν σε ένα καφέ,
λες κι ήταν αιτία για γιορτή, αυτός γύρισε σπίτι. Μέχρι τότε για τις
παραβάσεις του, που ήταν συχνές, ο πατέρας τον έδερνε. Τον είχε διατάξει
αμέσως μετά την ανακοίνωση της τιμωρίας να επιστρέψει στο σπίτι, του
είπε πως τις τρεις μέρες δεν θα έβγαινε από κει στιγμή, όμως δεν τον
ακούμπησε. Ο πατέρας ήταν στο μαγαζί, στο γουναράδικο.
Όταν μπήκε στο δωμάτιο του Αλέκου, του ανακοίνωσε ότι τη Δευτέρα,
ήταν Παρασκευή, ένας προγυμναστής θα αναλάμβανε να του διδάξει
μαθηματικά, φυσική και χημεία. Μέχρι τότε το διάβασμά του ήταν
επιπόλαιο, ίσα για να μην συλλαμβάνεται αδιάβαστος, οπότε απαιτούνταν
κόπος τιτάνιος. Και τον κατέβαλε. Πρόθυμα κι ασμένως, γιατί
ερωτεύτηκε τα μαθηματικά, καθώς στάθηκαν η αρχή της μύησής του
στην ποιητική σύλληψη του κόσμου. Ένιωσε σαν για χρόνια να ήταν
κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο και να βγήκε στο μπαλκόνι, να είδε πόσο
μεγάλος είναι ο κόσμος. Βγήκε από την παιδική ηλικία που κάνει μεγάλο
και μαγικό το μικρό και μπήκε στον μεγάλο κόσμο που κάνει τον άνθρωπο
να νιώθει μικρός αλλά και γοητευμένος. Θαρρείς κι εκείνοι οι εφιάλτες που
τον τυραννούσαν εξ απαλών ονύχων ήταν προφητικοί, καθώς έβλεπε πως
ήταν κλεισμένος σε δωμάτια σκοτεινά από τα οποία δεν υπήρχε διέξοδος.
Σαν να σταμάτησε της καρδιάς του το βρόντημα και ψύχραιμα να βρήκε
τον διακόπτη, ν’ άναψε το φως, μόνο που το φως ήταν ένα βιβλίο. Έτσι,
ανεβασμένος σε κείνο τον περίβολο ένιωθε σαν ένας Σίσυφος, που
αφήνοντας τον βράχο της αποτυχίας στην άκρη, τον παλιό του εαυτό,
ανέλαβε τον νέο, που μέρα τη μέρα βάραινε, πνευματικά, και κατάφερε να
τον ανεβάσει στην κορυφή του κόσμου που συνιστά η νιότη. Πριν φύγει για
τις σπουδές, αποφάσισε ν’ απελευθερωθεί από κάποιες δεσμεύσεις. Και
χώρισε με τη Μάρθα. Ήταν δυο χρόνια μαζί. Ο χωρισμός δεν κόστισε μήτε
στη Μάρθα. Εξέθεσε τις δυσκολίες της συνέχισής του: απόσταση,
απόσταση, απόσταση. Πολλές φορές μετά θα σκεφτόταν πως η κατάληξη
της σχέσης του με την Άννα ήταν η τιμωρία για τον κυνισμό και την
αναισθησία που επέδειξε όταν χώρισε τη Μάρθα. Όπως επίσης και το
γεγονός ότι η Μάρθα κοιμήθηκε με τον Γιάννη, αμέσως μετά που
χωρίσανε. Αυτός με τη Μάρθα δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί. Είχαν πάει
ένα βράδυ στο σπίτι της αδερφής της, η οποία ήταν παντρεμένη. Πήγαν
για να κάνουν έρωτα. Όμως η Μάρθα πονούσε, ίσα που έμπαινε μέσα της
κι εκείνη τραβιόταν. Το έφερε βαρέως μετέπειτα, ο χωρισμός τους μάλιστα
είχε ένα στοιχείο εκδίκησης από μέρους του, λόγω ακριβώς αυτού του
γεγονότος, ως άλλη μια αποτυχία στον σεξουαλικό τομέα, άλλον έναν
ευνουχισμό· έτσι τον ένιωθε, προστιθέμενο σ’ εκείνη την καταστροφική
επίσκεψη στο πορνείο του Βαρδάρη, με τους φίλους του, όταν πήγαν στη
Θεσσαλονίκη για τη Διεθνή Έκθεση, στην τρίτη γυμνασίου. Τότε, η
καθυστέρησή του να τελειώσει εξόργισε την πουτάνα, η οποία, λέγοντάς
του ότι δεν είχαν όλη την ημέρα για κείνον, τον έσπρωξε κι άρχισε να τον
αυνανίζει· κι όταν αυτός κόντευε να χύσει, τον παράτησε και έφυγε απ’ το
δωμάτιο· σηκώθηκε αυτός και σύρθηκε ως τη γωνιά, να τελειώσει όρθιος,
μόνος του, πλάι σ’ ένα καλάθι γεμάτο με τις ακαθαρσίες των άλλων, με
την πλάτη στο δωμάτιο, σαν εκτέλεση πισώπλατη. Ο Αντώνης, εκείνος
που έπεσε πάνω στον αστυνομικό, το βράδυ που έσπασαν τα τζάμια του
γυμνασίου, του είπε πως ο Γιάννης κοιμήθηκε με τη Μάρθα λίγο καιρό
μετά που αυτός πήγε για σπουδές. Ο Αντώνης, που περνούσε κάτω από το
δωμάτιο του ξενοδοχείου στην πενθήμερη εκδρομή του σχολείου, και
φώναζε χυδαία, ενόσω αυτός ήταν μέσα με τη Μάρθα. Σαν μαχαιριές
ένιωθε τα λόγια του Αντώνη, που εξέθετε τη Μάρθα, κι ένιωθε πως
διαλαλούσε την ανικανότητά του. Ίσως δεν είχε τη γνώση, αλλά και την
υπομονή να φτάσει ως το τέλος με τη Μάρθα, αλλά και την αναισθησία
και τη σκληρότητα. Έκτοτε γι’ αυτόν το σεξ θα σήμαινε αγωνία,
βασανιστική αναμονή, κι έναν φόβο ανάμεσα στη μοναξιά και τον θάνατο,
μέσα σε δωμάτια που τα ένιωθε γυμνά. Όλα τα δωμάτια έκτοτε τα ένιωθε
γυμνά, όλα τα δωμάτια θα γίνονταν εκείνο το δωμάτιο του πορνείου. Την
αίσθηση του κρυφού και του απαγορευμένου, του φόβου και της αγωνίας,
του να νιώθεις άβολα και να μην σε χωρά ο τόπος σε σχέση με το σεξ, τη
γαλούχησε και η αντίδραση των γονιών του. Όταν στην τηλεόραση
προβάλλονταν ερωτικές σκηνές, ο πατέρας του του ζητούσε να
αποχωρήσει και ν’ ανέβει στο δωμάτιό του. Όχι τίποτα φοβερό, μιλάμε για
ένα φιλί των πρωταγωνιστών! Το σεξ ήταν θαμμένο κάτω από γενιές
σιωπής. Μερικές φορές, όταν έρχονταν οι φίλες της μάνας του για καφέ,
ανέβαινε στη σοφίτα και σκύβοντας στον φωταγωγό έπαιρνε μάτι στην
τουαλέτα. Έπαιζε με τις πρώτες του ξαδέρφες κι όπως τους έκρυβαν οι
κουβέρτες τις έβαζε να τον χαϊδέψουν. Τους έπιασαν κι έκτοτε δεν τους
άφηναν να παίξουν χωρίς επιτήρηση. Πιο εύκολα μιλούσαν για τον θάνατο
τότε παρά για το σεξ. Όταν μπήκε στην εφηβεία, τα κορίτσια τον
κυνηγούσαν. Χρόνια μετά θα θυμόταν αυτές τις στιγμές νιώθοντας οίηση,
αλλά και φόβο. Το σεξ είχε να κάνει με την αναμονή, με το αγωνιώδες
πέρασμα του χρόνου, με τη μοναχική αναμονή της συντρόφου μέσα σ’ ένα
δωμάτιο, με το ρολόι που τον κόντευε στον θάνατο, με την καθοδική πορεία
του δείκτη, με το μέτρημα του χρόνου στο δωμάτιο του πορνείου, στα
γυμνά δωμάτια της ζωής, ο έρωτας όμως είχε να κάνει με την
ψευδαίσθηση για το σταμάτημά του ή για τη νάρκη του, αλλά μέχρι να
φτάσει εκεί, και ν’ αφεθεί σ’ αυτό το αίσθημα, προτίμησε να μην ενδίδει σε
καμιά του προσέγγιση. Με τη Μάρθα δεν ήταν ερωτευμένος, με τη Μάρθα
το ρολόι μετρούσε την πλήξη, αλλά δίχως πλήξη δεν υπάρχει αλλαγή, δεν
υπάρχει επιθυμία για ζωή, αλλά δεν απείχε πολύ η στιγμή που το ρολόι
αυτό θα γινόταν ο μετρονόμος που θα έδινε τον τόνο και τον ρυθμό για έναν
ύμνο στη χαρά, που ο χρόνος πάλι, η ζωή, ή μάλλον ο έρωτας, θα τον
μετέτρεπε σε μαρς πένθιμο.
Τον έρωτα τον πεθύμησε σαν ξαναγέννημα και τον βίωσε σαν αρρώστια.
Αρρώστια, από τα πρώιμα συμπτώματα (εκείνη τη γλυκιά, την
παραπλανητική αδυναμία) ως το ξέσπασμά της, ως τη διάλυση·
ξαναγέννημα, απ’ το κενό ονειροπόλημα ως την ενέργεια που
απελευθερώνει η έκρηξη ενός μπουμπουκιού, μυριάδες μπουμπούκια, ένας
κήπος της Εδέμ, του εαυτού άνοιξη. Γι’ αυτό και κάτι σκοτεινό κρυβόταν
στις ρίζες του, εφόδιο θαρρείς που θα τον προϊδέαζε παρά θα τον
προετοίμαζε για τις δυστυχίες, επιθυμία ηδονής που γυρνά σε πλησμονή
λύπης, ζωή πυρπολημένη απ’ τον θάνατο, ολοκαύτωμα της ύπαρξης.
Πάνω απ’ όλα ο έρωτας γι’ αυτόν ήταν επιθυμία αλλαγής, πόθος ν’
αλλάξει ταυτότητα, ή να βρει μια επιτέλους, να σβήσει το παρελθόν. Το
παρελθόν, που το ένιωθε σαν βάρος, τον εμπόδιζε ν’ αλλάξει, σαν ένα
πείσμα της μνήμης. Ενώ ο έρωτας, ο Πρωτέας των συναισθημάτων, ήταν
και πρωταθλητής των μεταμορφώσεων. Με τα χρόνια έφτασε να
σκέφτεται μην ο έρωτας είναι το πιο εγωιστικό απ’ τα αισθήματα, ένα
καθρέφτισμα σε σκοτεινά νερά.
Αν και διέσχισαν Μακεδονία, Ήπειρο και Στερεά Ελλάδα, μόνο όταν
έπλευσαν στον Πατραϊκό ένιωσε ότι αποκόπηκε από τη γενέτειρα, επειδή
άλλαξε η μονάδα μέτρησης της απόστασης σε κάτι ρευστό σαν τον χρόνο.
Το παρελθόν του, που το ένιωθε ως βάρος όσο ήταν στη γενέτειρα, που
πρόθυμα θα το αποκήρυσσε, μαυλισμένος από την επιθυμία κάτι νέου, η
ψευδαίσθηση της απώλειάς του στον νέο τόπο τον έκανε να νιώσει φτωχός,
ήταν σαν μια νέα γέννηση, το κόψιμο του λώρου, όμως κι ό,τι θα μπορούσε
να λογιστεί ως εφόδιο, λες και τον εκδικούνταν, έσβησε, ή έτσι το ’νιωσε,
μπρος στα μάτια του, κάτω από τα πόδια του, όπως η ρότα του πλοίου,
εκείνος ο αφρός που σαν εξαντλημένο πάθος, η νιότη του, έσβηνε και
γινόταν ένα με την αδιαφόρετη γαλάζια επικράτεια. Κι εκείνος ο πέτρινος
όγκος, σαν όλη η στεριά να κύλησε και να κρεμάστηκε εκεί, στο χείλος
της Στερεάς Ελλάδας, η Παλιοβούνα, που έκρυβε πίσω της όλα εκείνα τα
χιλιόμετρα, την πατρίδα. Κι αυτή, την Παλιοβούνα, θα την ένιωθε ως
βάρος, ως κλείσιμο του ορίζοντα, σαν και το Παναχαϊκό, τον πέτρινο, όπως
θα τον βάφτιζε, ουρανό. Όμως δεν επρόκειτο ακριβώς για παρελθόν, ή μόνο
για παρελθόν. Ήταν κι ένα παρόν από το οποίο απομακρύνθηκε, το παρόν
στην πατρίδα, μόνο που κι αυτό τον ακολουθούσε και θα το
συνειδητοποιούσε αργότερα, με τον πιο τραγικό τρόπο, όταν όλοι οι δεσμοί
στον νέο τόπο, ή οι πιο ζωτικοί τέλος πάντων, θα λύνονταν, ή θα κόβονταν,
και συνάμα δεν θα είχε πού να επιστρέψει, ή, σωστότερα, θα είχε, αλλά θα
τον τρόμαζε πια αυτή η ακρωτηριασμένη, η μεταμορφωμένη πατρίδα.
Τότε η πατρίδα, στην πιο ριζική της έννοια, θα επέστρεφε, εκμηδενίζοντας
κάθε απόσταση και, το κυριότερο, ορφανεύοντας το παρελθόν του (κι
αυτόν), θαρρείς και τον εκδικούνταν για κείνη την προδοσία, στο πλοίο.
Γιατί η πατρίδα είχε ένα πρόσωπο, ένα σώμα: της μάνας.
Μαζί κατέβηκαν για να βρει σπίτι. Έπιασαν δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο
στην αρχή της οδού Αγίου Νικολάου, ίσως τον πιο εντυπωσιακό δρόμο της
πόλης, o οποίος θύμιζε δρόμο ευρωπαϊκής μητρόπολης. Ξεκινούσε λίγο
πάνω από το λιμάνι, απ’ την πλατεία Τριών Συμμάχων, κι ανηφόριζε·
κατέληγε στα σκαλιά που ανέβαιναν στην παλιά πόλη, όμως έμοιαζαν σαν
να οδηγούσαν στον ουρανό· στην άνω πόλη, όπως την έλεγαν οι γηγενείς.
Ο δρόμος παρουσίαζε την εξής ιδιοτυπία: όσο κατηφόριζε προς το λιμάνι,
γινόταν πολυτελής, ήταν στολισμένος και λαμπερός, ενώ όσο ανηφόριζε,
θαρρείς θάμπωνε και γέρναγε, ίσως επειδή γινόταν λαϊκός, ταβέρνες όπου
έτρωγε η βιοπάλη, καταστήματα που πουλούσαν όσπρια και μπαχαρικά,
μαγαζιά γενικού εμπορίου που στα βάθη τους κυριαρχούσε το σκοτάδι, κι
αποθήκες. Βρήκε η μάνα του ένα διαμέρισμα απέναντι απ’ το λιμάνι. Ήταν
μια γκαρσονιέρα στον τελευταίο όροφο μιας εξαώροφης πολυκατοικίας.
Έβλεπε στους γερανούς, που σαν μέλη από τεράστια αρθρόποδα έχωναν
όλη μέρα τροφή στα μεταλλικά τους στομάχια. Η εικόνα του νερού τού
θύμιζε κάπως τη γενέτειρα, όμως τον έθλιβε του λιμανιού η μελαγχολία,
ένιωθε λες κι η ανθρώπινη ζωή είχε εξαφανιστεί απ’ τις μηχανές. Στη
μάνα του δεν είπε τίποτα. Στο διπλανό διαμέρισμα κατοικούσε μια ώριμη
κυρία, η οποία ήρθε και τους είπε πως ο προηγούμενος νοικάρης ήταν
κάποιος έκφυλος, έτσι τον αποκάλεσε, ένας ομοφυλόφιλος, κι ότι οργιώδη
πάρτι γίνονταν στο διαμέρισμα. Ήταν η αρχή του έιτζ κι ο φόβος, απότοκο
της άγνοιας, γεννούσε τις πιο παράλογες συμπεριφορές. Μετά από αυτό
ένιωθε πως τα πάντα ήταν μολυσμένα, δεν ακουμπούσε τίποτα, κοίταζε
τους ρουμπινέδες που άστραφταν απ’ της μάνας του το καθάρισμα και
νόμιζε πως έβλεπε την ψυχρή λάμψη του θανάτου. Το μόνο νοσηρό που
υπήρχε εκεί, όπως και σ’ όλη εκείνη την περιοχή, ήταν πως χτίστηκε
πάνω σε έλη και βάλτους· οι βόγκοι και τα κλάματα των κακόμοιρων που
τέλειωσαν εκεί είχαν ποτίσει τα σίδερα και τα μπετά των οικοδομών, κι
ανηφόριζαν στον ουρανό αποζητώντας, λες, ανάπαυση, δικαίωση
μεταθανάτια και γαλήνη. Πολλοί είχαν πεθάνει εκεί, στα βρεφικά χρόνια
της νέας πόλης, κι ήτανε τα έλη κι οι βάλτοι ένα δηλητηριώδες αμνιακό
υγρό μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτοί οι άσχημοι γίγαντες από σίδερο
και μπετόν. Δεν είχαν υπογράψει συμβόλαιο, οπότε η μάνα του
προφασίστηκε κάτι και ψάξαν γι’ άλλο. Βρήκαν ένα σχετικά μακριά από
το κέντρο, στον τρίτο όροφο μιας τετραώροφης οικοδομής. Ο κύριος
Κώστας, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης, ένα μειλίχιο και καλοσυνάτο
ανθρωπάκι, θα ερχόταν κάθε πρώτη του μήνα να παίρνει το ενοίκιο.
Αγόρασαν τα έπιπλα, τις ηλεκτρικές συσκευές, κι όταν τα τακτοποίησαν,
επέστρεψαν. Μόνοι αυτή τη φορά, καθώς, όταν κατέβαιναν, είχαν μαζί και
μια φίλη της μητέρας του με την κόρη της κι ακόμη ένα κορίτσι, κι αυτό
απ’ τα μέρη τους, που είχαν περάσει στην ίδια μ’ αυτόν σχολή. Όταν
γύριζαν, κοντά στον Πεντάλοφο, νιώθοντας τα βουνά να τον πνίγουν, είπε
στη μάνα του πως για το ότι ντρεπόταν τα κορίτσια ευθύνονταν εκείνη κι ο
πατέρας. Κι η μάνα του, χαμογελώντας με κατανόηση, είπε ότι η φύση
του ήταν αυτή. Όμως ήταν αλήθεια και τα δυο.
Στην Πάτρα άρχισε να κάνει παρέα με τον Σταμάτη, έναν συμπατριώτη
του, φοιτητή του Φυσικού, και με δυο συμφοιτητές εκείνου, τους δυο
Δημήτρηδες· από τη Λάρισα ο ένας, ο άλλος από τη Λαμία. Έμεναν όλοι σ’
ένα τριάρι στην οδό Κανακάρη. Βγαίναν συχνά. Ένα βράδυ κανόνισαν να
πάνε στο Δημοτικό Θέατρο, που έχτισε ο Τσίλλερ, στην πλατεία
Γεωργίου. Εκεί γίνονταν κάθε χρόνο τα Μπουρμπούλια, ένα έθιμο των
πατρινών Αποκριών. Οι κυρίες, μασκαρεμένες ντόμινο, διάλεγαν τον
παρτενέρ τους. Ένα μαύρο και στιλπνό ποτάμι αντίκρισαν καθώς μπήκαν
στη σάλα του θεάτρου, ρεύματα που άλλαζαν συνεχώς κατεύθυνση, και
δίνες, που σε ρουφούσαν, που σ’ έπαιρναν μέσα τους κι απ’ τη μια μεριά
της αίθουσας σ’ έβγαζαν στην άλλη. Μέσα του άστραφταν τα κοσμήματα,
χείλη σαν μικρές φλόγες. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και κάποια του ζήτησε
να χορέψουν. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Άρχισαν να χορεύουν και να
μιλούν. Μετά τον χορό τού ζήτησε ν’ ανέβουν στα θεωρεία. Στα σκαλιά ο
ενθουσιασμός κι η χαρά του χάθηκαν, γιατί, καθώς εκείνη προπορεύτηκε,
διαπίστωσε την υπερβολική παχυσαρκία της. Μόλις έβγαλε τη μάσκα,
επιβεβαιώθηκε η εντύπωσή του. Ήταν πανέμορφη. Μίλησαν για λίγο και,
προφασιζόμενος κάποια λησμονημένη υποχρέωση, δραπέτευσε. Ντρεπόταν
μετά, καθώς θυμόταν την κατανόηση εκείνων των ματιών, την
καθωσπρέπει λύπη τους.
Στη Ρήγα Φεραίου, κοντά στην πλατεία Γεωργίου, έμεναν οι δυο
συμπατριώτισσές του και συμφοιτήτριές του, που τις είχανε πάρει μαζί
τους όταν κατέβηκαν με τη μάνα του. Η μια τους, η Εύη, είχε τα γενέθλιά
της και το πρωί, στη σχολή, του είχε πει πως, εφόσον δεν είχε κανονίσει
κάτι, πολύ θα χαιρόταν αν το βράδυ κατάφερνε να περάσει, έστω και για
λίγο, για ένα ποτό. Ένιωσε πως θα ήταν απρέπεια να μην πάει, για πέντε
λεπτά, να πει ξανά ένα χρόνια πολλά, κι ας μην της είχε πάρει κάτι. Το
πρότεινε στους άλλους και δέχτηκαν. Στης Εύης ήταν κι ο Γιώργος κι η
Κατερίνα, συμφοιτητές τους κι αυτοί, μαζί και μια φίλη τους, φοιτήτρια
της Νοσηλευτικής, η Άννα. Κάθονταν όλοι στο πάτωμα, σε κάτι μεγάλα
μαξιλάρια. Ζήτησε ένα από την Εύη και κάθισε κι αυτός. Οι Δημήτρηδες
κι ο Σταμάτης ήπιαν το ποτό τους όρθιοι. Πέρασε κάπου μισή ώρα κι είπε
ο Σταμάτης να φύγουν· εκείνος έμεινε. Ένιωθε παράξενα, όμορφα, και μια
γλυκιά ταραχή τον συνέπαιρνε, κάτι ανεντόπιστο ακόμη τον συνέπαιρνε,
μια μέθεξη. Σαν να του είχαν δώσει κάποιο φάρμακο, σαν να τον είχαν
ναρκώσει, αλλά να μπορούσε να αντιλαμβάνεται τι συνέβαινε γύρω του.
Σαν να ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά, έσβηναν οι ομιλίες πού και πού κι
αυτουνού το βλέμμα όλο και συχνότερα στρεφόταν προς μια κατεύθυνση.
Ώσπου δεν μπορούσε να το τραβήξει. Τότε κατάλαβε την αιτία της ζάλης
του, τον λόγο που δεν μπορούσε να φύγει. Νόμιζε πως το φως έβγαινε απ’
το πρόσωπό της, φως χρυσό, που σε ζέσταινε· σαν να ’ταν μαζεμένοι μέσα
σε σπηλιά γύρω από μια φωτιά. Βραχύσωμη και γεματούλα, απέπνεε τόση
ηρεμία, τόση γαλήνη η όψη της, ήτανε απαλή σαν ανάσα η φωνή της. Τα
μάτια της ένα πράσινο άγουρο με στάλες κίτρινες μέσα, σαν να ’σταξε ο
ήλιος, και τα μαλλιά της κατάξανθα. Η Εύη τον ρώτησε αν θα ερχόταν
στην ταβέρνα που θα πήγαιναν. «Φυσικά» είπε. Αν τον ρωτούσε κάποιος
πώς ήταν η ταβέρνα, δεν θα μπορούσε να απαντήσει, αφού δεν έπαψε να
την κοιτά στιγμή. Θυμόταν μόνο πως ήταν υπόγεια, σαν σπηλιά. Η Άννα
μίλησε ελάχιστα. Δεν την άφησε. Τον κοίταζε έκπληκτη, αδυνατώντας να
χωρέσει όσα της έλεγε στον λίγο χρόνο που ’χε μεσολαβήσει. «Α.» έλεγε
«Α., στον έρωτα ξεκίνησα απ’ το άλφα». Το γεγονός πως η Εύη, προτού
φύγουν από το σπίτι, τον πήρε στην κουζίνα για να του πει ότι η Άννα είχε
βγει πρόσφατα από μια σχέση με έναν φοιτητή της Πληροφορικής, με τον
οποίο ήταν τρελά ερωτευμένη, δεν τον πτόησε. Τίποτα και κανείς δεν
μπορούσε να τον συγκρατήσει, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να του τη
στερήσει, είχε γεννηθεί για να τη συναντήσει, ένιωθε πως τη γνώριζε πριν
τούτο συμβεί. Είχε για κείνη γεννηθεί. Της έλεγε πως κι εκείνη τα ίδια
ένιωθε, αν τον άφηνε, θα της εξηγούσε, θα την έπειθε. Τη συνόδευσε ως το
σπίτι της κι όταν φιλήθηκαν ένιωσε ότι αιωρούνταν. Σαν να ήταν ψηλά
στον ουρανό και κοιτούσε κει κάτω, χαμηλά, την πόλη. Του φαίνονταν όλα
μακρινά, μικρά και θαμπά, όμως σαν να ήταν όλα μέλλον, σαν να είχε
ξαναγεννηθεί. Δεν κατάλαβε πώς γύρισε στο σπίτι, σαν να μην πατούσε
στο έδαφος. Το κορμί του δεν είχε βάρος. Ένιωσε πως θα ’ταν αδύνατον να
κοιμηθεί και πέρασε από τον Σταμάτη. Έμεινε εκεί. Όλη νύχτα τού
μιλούσε για κείνη. Ο Σταμάτης τον άκουγε και χαμογελούσε. Το πρωί
πήγε στον σταθμό. Ήταν προγραμματισμένο να γυρίσει στη γενέτειρα. Θα
ήταν το πιο χαρούμενο δεκαπενθήμερο της ζωής του. Περιμένοντας. Να
την ξαναδεί. Στη μητέρα του δεν είπε τίποτα, όμως κατάλαβε εκείνη,
όπως κατάλαβε και την επίσκεψή του στο πορνείο. Είχε τότε γυρίσει στο
σπίτι με ανοιχτό το φερμουάρ, και του είπε να το κλείσει, χαμογελώντας.
Ήταν το πιο χαρούμενο δεκαπενθήμερο της ζωής του, ήταν η πιο
συναρπαστική αναμονή, ο χρόνος θα ’ταν από δω και μπρος θαρρείς το
παιδί τους. Έτσι τον ένιωθε.
Όταν επέστρεψε, ήταν βράδυ κι έτρεξε να τη βρει. Η Άννα έμενε με την
Κατερίνα κι η Κατερίνα έλειπε στην Αθήνα. Δεν σταμάτησε να της μιλά,
να τη φιλά, να τη χαϊδεύει. Δεν βιαζόταν. Το ίδιο του το κορμί θα του
φανέρωνε τη στιγμή, για την ώρα τού αρκούσε να τη βλέπει, να τη φιλά,
να την αγγίζει. Ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Ποτέ δεν κατάφερνε να θυμηθεί
τι έβλεπε, μόνο πως βρισκόταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο απ’ το οποίο δεν
υπήρχε διαφυγή. Όμως διαφυγή από τι; Κι ο δαίμονας, οι δαίμονες που τον
κυνηγούσαν ήταν μέσα του, θα τον ακολουθούσαν κι έξω από κει, σε κάθε
του ύπνο, σε κάθε φυγή. Συνήθως σηκωνόταν, κοιμισμένος ακόμα, και
έψαυε τρελαμένος τους τοίχους του δωματίου αναζητώντας διέξοδο. Και
ποτέ τα χέρια του δεν έβρισκαν την πόρτα ή τον διακόπτη που θα άναβε το
φως. Ξύπνησε ουρλιάζοντας μπρος στην τζαμαρία του καθιστικού,
κοπανώντας με τα χέρια το γυαλί. Η Άννα σοκαρίστηκε τόσο που μήτε
τον ακούμπησε. Στεκόταν πίσω του και τον κοίταζε ενεή. Αυτός
ντράπηκε, ντρεπόταν πάντοτε, όμως δεν είχε έλεγχο εκείνου του άλλου,
του τρομαγμένου που ξυπνούσε όταν αυτός κοιμόταν. Σηκωνόταν πότε η
μάνα και πότε ο πατέρας του και τον πήγαιναν να ξαπλώσει πάλι.
Την επόμενη φορά που πήγε στην Άννα πέρασαν κάποιες μέρες, γιατί η
Άννα έλειπε στην Αθήνα. Βράδυ πάλι ήταν. Χτυπώντας το κουδούνι, από
το θυροτηλέφωνο του απάντησε η Κατερίνα, του είπε ότι η Άννα κοιμόταν.
Την παρακάλεσε να του ανοίξει, λέγοντας ότι θ’ ανέβαινε για λίγο· της
υποσχέθηκε πως δεν θα την ξυπνούσε, μόνο να την έβλεπε ήθελε. Η
Κατερίνα μισάνοιξε την πόρτα. Της επανέλαβε την υπόσχεσή του. Η Άννα
κοιμόταν στο καθιστικό. Την πλησίασε, σαν πιστός την εικόνα. Άγγιξε την
κουβέρτα ανεπαίσθητα, σαν φάντασμα. Τη χάιδεψε με τα μάτια, φίλησε
κάθε πόρο του δέρματός της. Ευχαρίστησε την Κατερίνα κι έφυγε. Έξω
είχε ξαστεριά κι ο καιρός ήταν γλυκός. Περπάτησε ως το σπίτι. Την
επόμενη μέρα είδε την Κατερίνα στη σχολή. Τη ρώτησε πώς ήταν η Άννα.
Του είπε πως ήταν καλά. Τη ρώτησε αν της είπε ότι πέρασε το βράδυ. Του
είπε ναι, και τίποτα άλλο. Θα πήγαιναν σ’ ένα μπαρ, του είπε μετά. Κατά
τις εννιά.
Τους βρήκε εκεί. Η Κατερίνα συνοδευόταν. Αμέσως μετά τις συστάσεις
η Άννα τού είπε πως ήθελε να μείνουνε φίλοι. Κοίταξε τους άλλους δυο,
που προφανώς γι’ αυτό βρίσκονταν εκεί, για να λειτουργήσουν ως φράγμα,
ως αποτροπή στην προσπάθειά του να τη μεταπείσει, ή σ’ έναν ενδεχόμενο
θυμό. Μιλούσαν μεταξύ τους, σαν να περίμεναν να τελειώσει όλο αυτό.
Τους κοίταξε ξανά, λες και περίμενε να τον κοιτούσαν με οίκτο, κάπως θα
τον ανακούφιζε αυτό, όμως αυτοί έκαναν σαν να μην ήταν εκεί. Έπρεπε να
ξεπεράσει το σοκ, για να μπορέσει να πει πως φεύγει. Η αμηχανία τού είχε
κολλήσει στην καρέκλα το κορμί. Ένιωθε και σαν να μην είχε κορμί, ή σαν
να μην το όριζε, νόμιζε πως δεν θα κατάφερνε να σηκωθεί, να μιλήσει, να
φύγει. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει: να χαιρετήσει ή να φύγει έτσι;
Ψέλλισε κάτι. Ένιωθε σαν τα πάντα να είχαν χάσει την υλικότητά τους,
πως ήταν μόνο επιφάνειες, πως προχωρούσε μέσα σε ένα σκηνικό που θα
έδινε τη θέση του στο κενό, και μετά θα έπεφτε, θα έπεφτε μέσα σε μια
ατέλειωτη νύχτα, κι ότι εκείνα τα άστρα που είχε δει τις προάλλες
βγαίνοντας απ’ το σπίτι της θα άνοιγαν, θα άνοιγαν, τρύπες που άνοιγε το
φως στο μαύρο σεντόνι της νύχτας, σαν φωτιές που θα το ’καιγαν, από κει
που είχαν φιληθεί το πρώτο τους βράδυ θα έπεφτε, από τόσο ψηλά, πάνω
απ’ τον κόσμο, και κάτω θα ήταν πάλι εκείνα τ’ άστρα, μόνο που τώρα θα
’σβηναν, σαν μάτια πεθαμένων παιδιών, παιδιών αγέννητων, των παιδιών
τους, ως το τέλος του χρόνου, ως το τέλος του κόσμου. Θυμήθηκε την
κοπέλα στο Δημοτικό Θέατρο, την καλοσύνη που έδειχναν τα μάτια της,
την κατανόηση, γαλανά σαν τις υποσχέσεις μιας ηλιόλουστης μέρας, τα
μάτια της Άννας, θαμπά ξαφνικά, μακρινά, σαν παρελθόν, μόνο παρελθόν
πια – το φως τους, φως παγωμένο, άστρων. Του φαίνονταν όλα μακρινά
και θαμπά σαν σε μια άλλη ζωή, ή μάλλον σαν πεθαμένα. Σε ποια ζωή, σε
ποιον θάνατο αυτός θα επέστρεφε; Πήρε ταξί από την πλατεία Γεωργίου.
Νόμιζε πως δεν θα έβρισκε το σπίτι του όταν θα γύριζε, ένιωθε ότι δεν είχε
πού να επιστρέψει. Κάθε δευτερόλεπτο γεννιόταν νεκρό. Οι δρόμοι έρημοι.
Στο σπίτι δεν ξεντύθηκε, έτσι έπεσε, ντυμένος, σαν πεθαμένος. Κι έβλεπε
όλη νύχτα ότι ερχόντουσαν οι ένοικοι να τον κατευοδώσουν κι απόθεταν
λουλούδια, κι ο κύριος Κώστας, κι έλεγε πως δεν ήξερε τι να κάνει, ότι είχε
προπληρώσει το μηνιάτικο ο Αλέκος και τώρα που δεν θα έμενε αν έπρεπε
να του το επιστρέψει. Και του ’βαλε από ένα κέρμα στο κάθε μάτι. Το
πρωί που ξύπνησε δεν ήθελε να τ’ ανοίξει. Ποιος θα ήταν στο εξής; Θα
ήταν καν; Δίχως παρελθόν, αφού το είχε απαρνηθεί, δίχως μέλλον, αφού
του το είχαν μαυρίσει; Νόμισε πως αν άνοιγε τα μάτια δεν θα ’βλεπε. Πως
δεν θα ξημέρωνε ξανά. Δεν ήθελε να δει, δεν ήθελε να βλέπει οτιδήποτε
άλλο εκτός απ’ αυτήν, κι έπρεπε τώρα να τη μισήσει, κι επειδή δεν
μπορούσε, μίσησε τη ζωή. Δεν βγήκε για μέρες. Απέφευγε να κοιταχτεί
στον καθρέφτη. Έλιωνε. Ένα πρωί πέρασε ο Σταμάτης. Είχε ανησυχήσει.
Του είπε τι είχε συμβεί. Ο Σταμάτης είπε πως ήξερε, του το είχε πει η
Εύη, όπως και το ότι τον είχε προειδοποιήσει η Εύη. Η Άννα τα είχε
ξαναβρεί στο μεταξύ με τον πρώην της. Ο Σταμάτης τού είπε πως θα
πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Πήγε κι αυτός, με την ελπίδα να τη δει, με την
ελπίδα να διαψευστεί, θαρρείς κι όλα τα είχε ονειρευτεί. Είδαν την Άννα,
ήταν μαζί με την Κατερίνα, στο κυλικείο. Η Άννα τον κοίταξε δυο φορές
όλες κι όλες, αρκούσαν όμως. Άρχισε να λέει στον Σταμάτη ότι τον ήθελε
ακόμη η Άννα. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα σηκωνόταν να του
το πει, να του ζητήσει συγγνώμη, να του ζητήσει να είναι πάλι μαζί. Ο
Σταμάτης προσπάθησε να τον συνεφέρει, φοβούμενος όμως μην
διαταραχτεί η σχέση τους δεν επέμεινε πολύ. Ήταν άλλωστε ζήτημα
χρόνου. Τον έπιασε τρέλα ένα βράδυ και πήγε στο σπίτι της. Χτύπησε
άλλο κουδούνι. Του άνοιξαν. Ανέβηκε ως το διαμέρισμά της. Ήξερε ότι η
Κατερίνα έλειπε στην Αθήνα. Είδε από το ματάκι της πόρτας πως το
διαμέρισμα είχε φως. Χτύπησε το κουδούνι και κάρφωσε το μάτι του εκεί.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά σκοτείνιασε. «Άννα, άνοιξέ μου» άρχισε να της
λέει, «να σου πω κάτι, να σου πω κάτι μόνο» της έλεγε ψιθυριστά. Την
ένιωθε πίσω από την πόρτα. Η απονιά της τον εξόργισε. Στο μεταξύ το
φως της σκάλας είχε σβήσει. Του ήρθε να σπάσει την πόρτα. Όμως είναι
μάταιο ο πεθαμένος να χτυπά την ταφόπλακα. Έμεινε λίγη ώρα στο
σκοτάδι, ακίνητος, νόμιζε ότι ο κόσμος είχε χαθεί, κι αυτός στο κενό.
Μπήκε στο ασανσέρ. Σαν να κατέβαινε στον κάτω κόσμο. Το σκοτάδι τον
ακολούθησε στο σπίτι.
Όταν θα περνούσαν τα χρόνια, θα συνειδητοποιούσε πως εκείνο το
διάστημα, όταν πενθούσε, δεν άφησε στη μνήμη του κανένα ίχνος, ή
τουλάχιστον αυτός έτσι το θυμόταν, κενό. Σαν να μην το έζησε. Ίσως να
ήταν ένας μηχανισμός άμυνας αυτός, να ξεχάσεις για να μπορέσεις να
προχωρήσεις, για να πιστέψεις ότι υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος, μπροστά,
ότι έχεις κορμί, που ζητά να συναντηθεί. Υπήρχε κι άλλη μια εξήγηση.
Καθώς απομονώθηκε και ρίχτηκε στη μελέτη, στη μελέτη της
λογοτεχνίας και όχι της επιστήμης του, διάβαζε για τις ζωές άλλων,
υπάρξεων πιο βασανισμένων από εκείνον, το έκανε αυτό και για να ξεχάσει
τον εαυτό του και τη δικιά του τη ζωή, την άζωη ζωή, σαν για να
παρηγορηθεί, κάπως να ξεχαστεί για να μην τρελαθεί. Έτσι, άρχισε να
δημιουργεί αναμνήσεις, γνώσεις κι εμπειρίες φιλτραρισμένες από τη διάνοια
των συγγραφέων, οι οποίοι κρατούν μόνο το σημαντικό, το απόσταγμα το
εμπειρικό. Δεν μπορούσε να τοποθετήσει τον εαυτό του σ’ εκείνο το
παρελθόν, μόνο μέσα σ’ αυτό το απέραντο δάσος των σελίδων, μέχρις ότου
ν’ αρχίσει πάλι να βγαίνει, να ζει. Και όσα πράγματα θυμόταν είχαν να
κάνουν με διαβάσματα και με ακούσματα. Ήταν σαν να μην συνέβαινε
τίποτα όλον εκείνο τον καιρό και ταυτόχρονα να συνέβαιναν πράγματα που
μια ζωή δεν μπορεί να τα χωρέσει, καθώς μες στη δική του χωρούσαν
εκατοντάδες άλλες ζωές. Με τα χρόνια θα ένιωθε πως επειδή διάβασε
έζησε περισσότερο και δεν θα ήταν μια ακόμη ψευδαίσθηση αυτό, όταν
καταλαβαίνεις ζεις περισσότερο, όταν ερμηνεύεις ζεις περισσότερο, ζεις
πληρέστερα. Ήταν σαν τα βιβλία, και οι δίσκοι να είχαν πάρει τη θέση της
μνήμης του, σαν τα βιβλία, μόνο, και οι δίσκοι να τον συνέδεαν πια με τον
εξωτερικό κόσμο, θυμόταν κάθε πρωινό που πήγε και πήρε έναν
συγκεκριμένο δίσκο, ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν θυμόταν τόσο το τι
συνέβη εκείνο το πρωινό, καθημερινές λεπτομέρειες ανούσιων συνηθειών
και συμβάντων, αλλά τη διάθεση που είχε, τα συναισθήματα που τον
διακατείχαν, το φως της μέρας. Με τον καιρό η μνήμη άλλων είχε γίνει
μνήμη δική του, τακτοποιημένη σε ράφια, σαν φέτες του παρελθόντος,
φέτες ζωής με τους τίτλους της μνήμης στις ράχες. Έβαζε ν’ ακούσει έναν
δίσκο και θυμόταν τι καιρό έκανε τη μέρα που τον αγόρασε, ποιους
συνάντησε πηγαίνοντας στο δισκοπωλείο, τι ένιωσε ακούγοντας, σε τι
αποφάσεις τον οδήγησε η πρώτη ακρόασή του· όπως με το Over του Peter
Hammill, εξαιτίας του οποίου έχασε μια εξεταστική. Οι δίσκοι και τα
βιβλία έγιναν γι’ αυτόν υπάρξεις, φωνές με τις οποίες μπορούσε να
συνομιλήσει, δάσκαλοι, φίλοι, συγγενείς. Αργότερα θα σκεφτόταν πως ο
χωρισμός του από την Άννα τού έδωσε μια ιδέα για το τι είναι ο θάνατος.
Είχε φανταστεί τον έρωτα σαν το κουκούλι της μεταμόρφωσής του, την
Άννα σαν μια φωτεινή πηγή μέσα σε σπηλιά, μες στης ζωής το σκοτάδι.
Όμως το κουκούλι της μεταμόρφωσής του έγινε το κουκούλι μέσα στο
οποίο η αράχνη τυλίγει το θήραμά της, έτσι έβλεπε πια την Άννα, μια
αράχνη στο κέντρο του ιστού της που τον περίμενε, οι δρόμοι της πόλης
ήταν το δίχτυ της, ο λαβύρινθος μες στον οποίο μας μπλέκουν τα
αισθήματά μας, κι αντί η Άννα να γίνει η Αριάδνη του έγινε ο Μινώταυρός
του. Τον τύλιξε μες στο νήμα της και τον άφησε να ξεραθεί, στο κέντρο
του ιστού της τον παράτησε κι έφυγε άλλον να πλέξει, κι αυτός εκεί, ξερός,
σαν τα κουνουπάκια στον ιστό, που περιμένουν τον περαστικό σπουργίτη,
να δώσει νόημα στην ανυπαρξία τους. Σαν να τον προετοίμασε κάπως ο
χωρισμός του με την Άννα, αν και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει γι’
αυτό. Για τον θάνατο, που τη νεότητα απότομα τη γερνάει. Γιατί άλλο
είναι το να σκέφτεσαι κάτι ενώ δεν έχει συμβεί κι άλλο όταν συμβαίνει,
γιατί αυτό που τότε κυριαρχεί είναι το συναίσθημα κι η σκέψη υποχωρεί,
σαν να αποσύρεται τρομαγμένη, για να πάρει ανάσες, να ανασυντάξει τις
δυνάμεις της, για να μπορέσει να ξαναενώσει τον άνθρωπο με τα
πράγματα, να τον εξοικειώσει, κι αν μπορεί να τον συμφιλιώσει με τον
ακρωτηριασμό του. Όμως υπάρχουν ακρωτηριασμοί κι ακρωτηριασμοί,
υπάρχει ο ακρωτηριασμός του έρωτα κι ο ακρωτηριασμός του θανάτου.
Τον πρώτο τον έζησε, τον δεύτερο κινούνταν για να τον συναντήσει,
κινούνταν κι εκείνος για να τον συναντήσει, κινούσε πίσω απ’ το μέλλον
μπροστά. Ο θάνατος ήταν κάτι που ερχόταν πάντα απ’ το μέλλον. Λίγους
μήνες μετά τον χωρισμό τους, μετά τον θάνατό του πήγα να πω, κοντά
στο σπίτι του τη συνάντησε. Βάδιζε στο πεζοδρόμιο, πλάι του το χωμάτινο
γήπεδο της γειτονιάς του. Δεν σταμάτησε στιγμή να την κοιτάζει. Τον
είχε δει κι αυτή, η αμηχανία της το φανέρωνε. Αυτή δεν τον κοίταζε,
προσπαθούσε να σταθεροποιήσει το βλέμμα της κάπου. Η καρδιά του
βροντούσε, σαν να ’τρεχε ένα κοπάδι άλογα μέσα στο στήθος του. Δεν
τράβηξε το βλέμμα του. Ήθελε να την κάνει για μια στιγμή να τον
κοιτάξει. Και λίγες μέρες μετά, περνώντας νύχτα από το ίδιο σημείο,
πάτησε κάτι μαλακό και ζωντανό, που κατάφερε να ξεφύγει, γιατί το
ακούμπησε απλώς και το πίεσε με τη σόλα του παπουτσιού, όμως δεν
πρόλαβε να το εγκλωβίσει ανάμεσα σ’ αυτή και το χώμα και να το
συνθλίψει. Ήταν ένας αρουραίος, το γήπεδο ήταν γεμάτο από κάτω και
διασταυρώθηκαν οι τροχιές τους. Τα περιστατικά συνδυάστηκαν, ο
αρουραίος έγινε στη μνήμη του αυτή, που τη σιχαινόταν, που δεν τη
σκότωσε επειδή τη σιχαινόταν, τη σύνθλιψη αυτή κάτω απ’ την πατούσα
του, το σκάσιμο της βρομερής κοιλιάς, τα αίματα, τα σκασμένα έντερα, η
αποφορά. Το θεώρησε νίκη του που δεν τον κοίταξε, την ανάγκασε αυτός
να μην μπορεί να τον κοιτάξει, να ντρέπεται να τον κοιτάξει, πως περιόρισε
αυτός το βλέμμα της, σαν να μην μπορούσε να αντικρίσει τον έρωτα ξανά,
σαν να την καταδίκασε να μην τον ζήσει ποτέ ξανά· ευχήθηκε. Άλλωστε,
κι αυτός με το ίδιο πάθος που παραδιδόταν στα συναισθήματά του, σ’ αυτή
την τρικυμία, με αντίστροφης δύναμης αναισθησία αποτραβιόταν απ’ αυτά,
έχανε τον ενθουσιασμό του, όπως μια φωτιά που σβήνει, γιατί το οξυγόνο
τής λείπει. Όμως κι η ζωή, ως διάρκεια, δεν ήταν κάτι αντίστοιχο με αυτή
τη φλόγα, σε σχέση με τον θάνατο, με αυτό το σκοτάδι, το κρύο που
ακολουθεί και που θα διαρκεί; Και ζωντανοί δεν αισθανόμαστε εκείνη τη
στιγμή που όλα ανάβουν, θαρρείς κι όσα μαζεύουμε, αναμνήσεις, επιθυμίες,
δεν είναι παρά για να τους βάλουμε φωτιά μια στιγμή, γι’ αυτή τη φλόγα
που μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί; Αυτό δεν ήταν ο έρωτας;
Πυρπόληση ζωής; Αυτό δεν ήταν ο έρωτας, μια γαλαντομία, ένα ξόδεμα
του εαυτού; Γιατί ο έρωτας είναι η πιο γενναία αντίσταση στον θάνατο,
ειδικά όταν αποθέτει ζωή, παρότι τον μιμείται όταν δεν είναι αμοιβαίος,
όπως στην περίπτωση του Αλέκου, όταν μένει ατρύγητος, σαν δέντρο που
του πέφτουν στο χώμα οι καρποί, όμως ο έρωτας μπορεί να αναγεννηθεί,
όσες φορές κι αν πεθάνει, στρεφόμενος σε άλλα πρόσωπα, αναζητώντας
πάντα το ιδανικό, κι ενδεχομένως ανύπαρκτο, όσο ο άνθρωπος ζει.
Αλλάζοντας πρόσωπα, πηγαίνοντας από πρόσωπο σε πρόσωπο,
αναζητώντας εκείνο που ίσως δεν είναι άλλο απ’ το δικό μας, γιατί μπορεί
ο έρωτας να είναι η προσπάθεια ο άνθρωπος με το δικό του πρόσωπο να
συμφιλιωθεί, τον εαυτό του να αγαπήσει. Όμως το πρόσωπο που αγαπάς
και χάνεται τίποτα δεν μπορεί να το αναγεννήσει, κι η ανάμνηση που
έρχεται από το παρελθόν όλο και αχνότερη, καθώς χάνεται ο τρόπος που ο
άλλος μιλούσε, της φωνής του η χροιά, ο τρόπος που βάδιζε, πεθαίνει κι η
ανάμνηση ακόμη, σβήνει με τον καιρό κι αυτή, και μένει ίσως μόνο το
χρέος της μνήμης. Κι η μνήμη, κι η αγάπη, μπορεί ακόμη και το
παρελθόν να επινοήσει, την πεθαμένη ζωή να την κάνει να ξαναζήσει, ένα
ψέμα ζωντανεύοντας. Όμως τίποτα δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω το
πρόσωπο που αγαπάς κι ο θάνατος παλεύει να το σβήσει κι ως μνήμη
ακόμη. Ενώ ο έρωτας έρχεται πάντοτε από το μέλλον, είναι η επιθυμία
που πάει πέρα από τον θάνατο, είναι η επιθυμία η μόνη που τον ξεπερνά, κι
ας τον θυμίζει, όταν δεν είναι αμοιβαίος, καθώς έρχεται από το μέλλον, το
μέλλον τον κυοφορεί, ενώ ο θάνατος, καίτοι έρχεται απ’ το μέλλον, καίτοι
είναι το μέλλον μας, είναι κυρίως παρελθόν, που σφραγίζει τη μνήμη, που
πασχίζει να πεθάνει και τη μνήμη, είναι ένα ποτάμι χώμα που γυρνάει
ανάστροφα και πάει να μπουκώσει τις πηγές της ζωής, τις πηγές της
μνήμης, θάβοντας αναμνήσεις και βιώματα. Όμως ο Αλέκος ήταν κοντά
στο να νιώσει πως η τέχνη θα ήταν το νερό που θα βλάσταινε τούτα τα
χώματα, το αμνιακό υγρό που θα επέστρεφε και θα ζωντάνευε μια μήτρα
ξερή, για να επιστρέψει σπίτι του, σ’ ένα ονειρικό εκεί. Δεν ήταν όλα αυτά
της Άννας ο θάνατος μέσα του, αλλά ένας άλλος, επικείμενος, απίστευτα
βαρύς, σαν ουρανός που θα κατέρρεε, σαν ναός που θα κατέρρεε.
Γυρνώντας σπίτι ένα βράδυ, συμμάζεψε ένα γατάκι απ’ τον δρόμο. Ήταν
άρρωστο και πάλεψε να το κρατήσει στη ζωή. Του έβαζε γάλα, του
έπαιρνε το κεφάλι και ακουμπούσε τα χείλη του στο χλιαρό υγρό, όμως
εκείνο δεν έγλειφε στιγμή. Ενεργήθηκε κάποια στιγμή κι έπειτα δεν
έβγαινε κάτω από το κρεβάτι, ακόμη και σε αυτές τις στιγμές τις προ του
θανάτου αυτό το πλάσμα που ήταν όσο η παλάμη του είχε την αξιοπρέπεια
να ντρέπεται για τις ανάγκες του. Ξεψύχησε ως το πρωί. Πήγε το έθαψε
στο γήπεδο, στον θάνατο σμίγουν ακόμη και οι εχθροί, γάτες και ποντίκια,
σαν να ’θαψε πλάι της τον εαυτό του ένιωσε, αυτός το ποντίκι που πάτησε
κι εκείνη το γατί. Στην Άννα και σε κάθε Άννα που θα γνώριζε μετά
χρωστούσε την αυτογνωσία του, την κυκλική συναισθηματική πορεία του,
γνωρίζοντας πως αυτό τον φαύλο κύκλο τον συναισθηματικό μόνο ο
θάνατος μπορεί να τον λύσει, ο θάνατος ο δικός σου, γιατί αυτός επρόκειτο
να βιώσει τον θάνατο μιας άλλης, κι όχι μιας οποιασδήποτε άλλης, αλλά
της πιο φιλημένης, της πιο σ’ αυτόν προσφιλούς.
4

Δεν μπορούσε να συμβιβάσει μέσα του τις δυο εικόνες. Ένα απόγευμα, στο
γυμνάσιο πήγαινε ακόμη, μπήκε στο δωμάτιο των γονιών του και βρήκε
τη μάνα του μπρος στον καθρέφτη, γυμνόστηθη. Εκείνη αυτομάτως
προσπάθησε να κρύψει με τους πήχεις των χεριών της το εκτεθειμένο
πλούσιο στήθος της και χαμογελώντας του ζήτησε να φύγει. Είχε κάτι το
συνωμοτικό εκείνο το χαμόγελο, σαν να έδειχνε κατανόηση για τις ορμές
του, για το βλέμμα της επιθυμίας που έριξε στα στήθη της, ίσως
νοσταλγία για μιαν άλλη ηλικία, όταν ο ερωτισμός εξαγιαζόταν
παντρεμένος με τη μητρότητα. Δεν υπήρχε τίποτα πονηρό, τίποτα που να
υπονοούσε από μέρους της εκείνο το χαμόγελο, μάλιστα έδειχνε μια
οικειότητα, αφού τα κορμιά τους αρκετά χρόνια πριν, όταν τον γέννησε,
έτσι, γυμνά ήταν ενωμένα, κι ακόμη πιο παλιά, γυμνή εκείνη γυμνό τον
είχε μέσα της, κατά την κύηση. Τούτη λοιπόν η εικόνα της ευρωστίας και
της νεότητας δεν μπορούσε να ταιριάξει, να ενωθεί μέσα του με κείνη την
άλλη, που αντίκρισε τα Χριστούγεννα της τρίτης χρονιάς του στο
πανεπιστήμιο. Εκείνος, το χείλος του να παγώνει σαν να φίλησε το
ομοίωμά της το φτιαγμένο από πάγο, σαν να φίλησε το είδωλό της στον
καθρέφτη. Μπρος του στεκόταν εκείνο το απομεσήμερο του 1988,
Δεκέμβρη μήνα, όταν τον παρακάλεσε να ξυριστεί – τον αγρίευαν, είπε.
Είχε πάει και στην αδερφή του την προηγουμένη και πήρε μια
καμπαρντίνα του πεθερού της, που του γυάλισε. Ήταν ντεμοντέ, αλλά τότε
οι νέοι τα κυνηγούσαν κάτι τέτοια, τα θεωρούσαν καλτ. Η μάνα μούτρωσε
σαν την είδε και έκανε σαν τρελή. Η απαίτησή της αυτή, να μην φορέσει
την καμπαρντίνα, καθώς και η παράκλησή της να ξυριστεί απέκτησαν εκ
των υστέρων μια διάσταση προμηνυμάτων και κάτι ιερό, σαν τις
τελευταίες επιθυμίες των μελλοθανάτων. Τα γένια τα άφησε, για την
καμπαρντίνα δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι, καθώς εξαφανίστηκε
μυστηριωδώς. Υποψιάστηκε ότι η μάνα του την πέταξε, για να μην λέει ο
κόσμος πως κυκλοφορεί αφρόντιστος, πως δεν νοιαζόταν για κείνον.
Θαρρείς κι ήξερε ότι θα πεθάνει και προκαταβολικά φρόντιζε για την
γκαρνταρόμπα του. Γνώριζε την παράνοια του κόσμου, την κακία που
μήτε προ του θανάτου ορρωδεί. Αφού θα έλεγαν πως ο πατέρας του δεν της
έφτιαξε τάφο από τσιγκουνιά, ενώ η αιτία ήταν το βαρύ ψύχος, πως
έκλεινε σφιχτά τα σπλάχνα της η γη, σαν να μην ήθελε να τη δεχτεί, σαν
να μην το πίστευε κι αυτή. Είχε βαρύνει τελευταία η μάνα του, δεν
μπορούσε να βαδίσει, και πολλές φορές, όπως του είπε ο γαμπρός του, του
είχε ζητήσει να την πάει κάπου ή να πάει να την πάρει με το αμάξι.
Πρήζονταν τα πόδια της, έλεγε ο πατέρας του, υπήρχαν τα σημάδια, όμως
δεν πήγαινε να εξεταστεί. Ο παππούς του, και πατέρας της, κάθε τόσο
σήκωνε το σάβανο, σαν για να πειστεί. Σαν σάβανο έμοιαζε και το λευκό
εργόχειρο με το οποίο σκέπασαν και τον καθρέφτη. Τα έθιμα αυτά τα
τηρούν ευλαβικά στην επαρχία, το συγκεκριμένο το επιτάσσει φόβος που
λέει πως η μορφή του νεκρού δεν πρέπει να καθρεφτιστεί, γιατί μπορεί στα
κοντά να πάρει κι άλλον μαζί. Σύνορο θαρρείς ο καθρέφτης, που ανακλά
τον κόσμο αυτόν ο άλλος για να κρυφτεί. Τη φανταζόταν τη μάνα του κει
μέσα να κυκλοφορεί, με την καμπαρντίνα ριγμένη στους ώμους, καθώς
έχει πάντα κρύο και σκοτάδι εκεί. Και τον χάρο σκεφτόταν να ρουφά, να
αδειάζει τους εύσαρκους μαστούς. Το βράδυ που την ξενυχτούσανε,
αναρωτήθηκε πώς θα ’ταν δυνατόν να υπάρξει νέα μέρα, πώς θα μπορούσε
ο κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει δίχως αυτή· και πράγματι την άλλη
μέρα, μικρή παρηγοριά, η καταχνιά ενός χιονιά σαν αχειροποίητο
εργόχειρο, σαν σάβανο ουράνιο σκέπασε τη λίμνη, για να μην καθρεφτιστεί
μέσα της ο ήλιος, ο νεκρός.
Αυτή, κάτω απ’ τον καθρέφτη, μέσα στον καθρέφτη, αναπόδραστα, κι η
αποκρουστική του θανάτου όψη, κάτω από τον πάγο, άλιωτη για πάντα
μέσα στη μνήμη, μέσα στην ψυχή. Με τα χέρια πάλι κάτω απ’ τα στήθη
της, να χαμογελά, όμως το χαμόγελο κατά κάτω να τραβά, το χαμόγελο
της προδομένης νιότης. Και τα μπαμπάκια στη μύτη θαρρείς να μην
μυρίζει τη ζωή κι η ψυχή της ραγίσει.
Χιονίζει, ποιο παιδί δεν το χαίρεται; Όμως εσύ περπατάς στο χιόνι κι
αφήνεις μαύρα ίχνη. Αγγίζεις το χιόνι και μαυρίζει, είσαι ο Μίδας του
πένθους. Ό,τι πιάνεις μαυρίζει: το φως. Να τι αισθανόταν καθώς την
οδηγούσαν στην εκκλησία μες στο λευκό της φέρετρο, μες στη λευκή της
νεκροφόρα. Έγινε ο Αλέκος σαν κάτι βροχερές μέρες. Σηκωνόταν απ’ το
πρωί κι έκλαιγε. Δεν ήξερε να πει γιατί δεν σταματούσε η βροχή. Ήξερε
μόνο ότι ερχόταν το κλάμα και τον κατέκλυζε. Α, και το σκοτάδι, αυτό
έπεφτε σαν κουρτίνα θεάτρου – τέλος, μέσα σου. Όλοι έτσι το περιγράφουν,
το σκοτάδι. Αυτό είναι νομίζω η αυτοκτονική τάση. Το σκοτάδι. Όταν
νιώθεις πως τελείωσαν όλα, όταν νιώθεις πως δεν τελειώνει τίποτα, το
μαρτύριο, ο κύκλος, το μηδέν. Αν δεν ξημερώνει, αυτοκτονείς. Αν και
υπάρχουν μέρες που είναι νύχτες. Ή σαν να είναι κούφιο το φως. Σαν να
έχει ξεραθεί κι από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσει και θα σηκώσει
κουρνιαχτό. Κι όταν ξεκαθαρίσει η ατμόσφαιρα, τι; Θα δεις τα κόκαλα της
μέρας; Ξυπνούσε κάθε νύχτα. Μα στις δύο, μα στις τρεις. Κι ο θυμός; Ένα
από τα καμπανάκια κινδύνου. Ο θυμός για τον θάνατο, που πάντα αόρατος.
Οι εντάσεις;
Η μάνα του αγόρασε ένα αρμόνιο για τον ανιψιό του, δώρο για κείνα τα
Χριστούγεννα. Τραγούδησε με τον παππού του ένα λυπητερό τραγούδι,
δάκρυζε όσο τραγουδούσε, ήταν το τραγούδι για την πεθαμένη του γιαγιά.
Είχε στα πόδια του το αρμόνιο, σβηστό, όσο το έλεγε. Θα ήταν το
μοναδικό πράγμα που θα επιβίωνε και θα είχε σχέση με κείνη. Δέκα
χρόνια, είκοσι, τριάντα μετά. Θα γινόταν γι’ αυτόν η τελευταία ελπίδα κάτι
να ’χε μείνει από κείνη, ή να ζωντάνευε μέσω αυτού. Θα μπορούσε και να
το ’χει μισήσει, την άφθαρτή του φύση, την εύθραυστη αιωνιότητα της
πλαστικής του υπόστασης. Μετά τον χαμό της, για να μην μείνει μόνος ο
πατέρας, η αδερφή του, μετά από προτροπή της Αύρας, μετακόμισε στο
σπίτι. Όσο να ’ναι, τα δυο εγγόνια θα ’καναν τον πόνο του πατέρα του πιο
υποφερτό, κάπως θα ξεχνιόταν. Ο ανιψιός του έπαιξε πολύ με το αρμόνιο,
το μοναδικό παιχνίδι του που επιβίωσε. Να το σεβάστηκε ως μοναδικό
ενθύμιο της αγαπημένης του γιαγιάς και δεν το ξεπάτωσε; Ίσως να νόμιζε
πως έτσι θα πέθαινε κι η μουσική. Με το αρμόνιο αυτό έπαιξε πολύ κι η
ανιψιά του, αλλά και τα δικά του τα παιδιά, μετά. Στα μεσοδιαστήματα
που τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και δεν ασχολούνταν μαζί του, όσο νέα
παιδιά να έρθουνε και να το ξυπνήσουνε, κοιμόταν στα ράφια της
βιβλιοθήκης του παιδικού του δωματίου, στον πάτο ενός μπαουλοντίβανου
με τις πεθαμένες φορεσιές, στο σκοτάδι της μικρής αποθήκης. Ένιωθε μια
τρυφερότητα κι έναν σεβασμό γι’ αυτό το παιχνίδι, επίσης ένιωθε ένα δέος,
καθώς παράλογα πίστευε πως μέσα του κρύβει κάτι πολύ σημαντικό: της
μάνας του τη φωνή. Αυτός δεν ήξερε καθόλου να παίζει, ίσως μπορέσει
κάποτε να το κάνει κάποιο παιδί, όχι απλά να βγάλει από μέσα του
μουσική! σκεφτόταν. Καθόταν και το κοιτούσε, ακίνητος, θαρρούσε πως
τα μαύρα πλήκτρα του ήταν κοτσύφια που κάθονταν στο χιόνι και πως αν
τα τρόμαζε θα πετούσαν μακριά και θα χανόταν για πάντα η ελπίδα να
ξανακούσει της μάνας του τη φωνή. Το φέρετρο της μάνας, ένα μεγάλο
λευκό πλήκτρο, βουβό πλήκτρο, σαν κι εκείνο του αρμονίου με τον καιρό.
Για να παίξει το αρμόνιο, αφού το βάλεις στην πρίζα, πρέπει να πιέσεις έναν
διακόπτη στο πίσω του μέρος, αρχίζει τότε να βγάζει ένα φύσημα
ατελεύτητο που μοιάζει με αναπνοή, με ατέλειωτη εκπνοή.
Όταν κατέβηκε στην Πάτρα, όλο σκεφτόταν από πού έρχεται η λύπη.
Από τον βορρά, έλεγε, θαρρείς και ήταν καιρικό φαινόμενο, σαν αέρας που
δεν κοπάζει, παγωμένος, κουφός. Είχε οπωσδήποτε ησυχία η λύπη, ένας
αέρας που αφυδάτωνε τα σπλάχνα, κι ένα φως σαν πριν τη δύση. Κάτω
υπήρχε νερό, βουνό στο βάθος, η Παλιοβούνα, από την κορφή της η λύπη
πρόβαλλε, θαρρείς για να σιγουρευτεί λίγο στεκόταν, να τον δει, κι έπειτα
χυνόταν να τον βρει. Είχε σχέση με τη μάνα του, σαν να ήταν η πνοή της,
που έμεινε στον κόσμο, η τελευταία της, εισπνοή ή εκπνοή, όπως και να
’χει μια ανάσα στοιχειωμένη. Με τι φεύγουμε αλήθεια, με εισπνοή ή μ’
εκπνοή; Η ίδια η ζωή μάς πνίγει; Ο αέρας σαν νερό στα πνευμόνια; Σαν
των πεθαμένων πνοή; Πήγαινε στην πλατεία Όλγας, καθόταν σ’ ένα καφέ
και κοιτώντας τους διαβάτες επιθυμούσε να την έβλεπε ανάμεσά τους, να
βάδιζαν σε αντίθετη κατεύθυνση, να τον κοίταζε σαν κάποιον ξένο, να μην
τον αναγνώριζε, σαν ο θάνατος να είχε σβήσει κάθε μνήμη, και τη μνήμη
του θανάτου, του θανάτου της, τη λύπη της. Κι αυτός να την ακολουθούσε
για λίγο, όμως να μην επιτρεπόταν να δει πού αυτή ζούσε. Αρκεί που ζούσε
κι ας τους είχε λησμονήσει. Μολαταύτα έπρεπε κι αυτός, όσο μπορούσε,
να τη λησμονήσει για να πονά λιγότερο για κείνη. Κι από την άλλη, τούτη
η λήθη γεννούσε ενοχή, έμοιαζε προδοσία αυτή. Όπως καθόταν στην
πλατεία μια μέρα, στην κάτω μεριά της, στην οδό Ρήγα Φεραίου ξεκινούσε
μια διαδήλωση. Στο τραπέζι του ήρθε ένας πιτσιρίκος που πουλούσε
λουλούδια. Έτεινε το μπουκέτο, φέρνοντάς το πολύ κοντά στο πρόσωπό
του, έμοιαζε με πυρσό, πυρσός με φλόγα παγωμένη. Αρνήθηκε. Έπειτα
ήρθε ένα κοριτσάκι, πού ξέρεις, μπορεί να είσαι εσύ το τυχερό μου, είπε και
της αγόρασε. Ο άντρας εμφανίστηκε έξαφνα, σαν ν’ αναδύθηκε απ’ το
οδόστρωμα, κατάργησε την απόσταση συνοπτικά, σκύβοντας, φέρνοντας
το πρόσωπό του μια παλάμη απ’ το δικό του, κοιτώντας τον κατάματα.
Δεν ήξερε γιατί ένιωσε πως μέσα από τα μάτια του τον κοίταζε εκείνη.
Ήταν ένας μαύρος. Τα μάτια του καστανά, όμως είχαν τέτοια θέρμη και
λαμπύριζαν, ιλύς χιλιάδων χρόνων θαρρείς μέσα τους χωνεμένη, χαλαζίες,
μαρμαρυγίες, ιλύς ποταμών πανάρχαιων, μπορεί βασιλιάς να ήταν στην
αρχαία Αίγυπτο ή δούλος απ’ αυτούς που έχτισαν τις πυραμίδες, η λάμψη
στα μάτια του μπορεί να ήταν ενός θηρίου που κάποτε τον έχαψε, θαρρείς
και του ζητούσε οβολό για να περάσει στον άλλο κόσμο, λες κι έμεινε
ανάμεσα σ’ αυτόν και στον άλλον, που ’γινε άγγελος, με φτερά καμένα και
δεν μπορούσε να πετάξει, μια ζέστη στα σπλάχνα το βλέμμα του, σαν χάδι,
σαν λάσπη τα σπλάχνα του, κι αυτός άφησε κει τα χνάρια των χεριών του·
του έδωσε περισσότερα απ’ όσα ζήτησε, τον ευχαρίστησε και χάθηκε όπως
ήρθε – τι ήταν αυτό, τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκε μόλις έφυγε. Έπειτα από
λίγο ξανάρθε το αγοράκι, τι στο καλό, με ξέχασε κιόλας; σκέφτηκε ο
Αλέκος. Άπλωσε πάλι το μπουκέτο, και κοίταζε το στήθος του, λες κι
έβλεπε κει μέσα ξεραμένα τα ίχνη κείνων των χεριών, όπως τ’ αφήνανε
παλιά, σαν ήτανε παιδιά, μες στο νωπό τσιμέντο, θαρρείς σ’ έναν τάφο να
τ’ αφήσει θέλοντας τα λουλούδια κοίταζε, ή δίνοντάς τα σε κάποιον που
τελειώνει από δίψα σε βαθύ και ξερό πηγάδι.
Δυο γυναίκες αγάπησε σφοδρά ο Αλέκος και οι δυο τον πρόδωσαν, έτσι
έλεγε μετά, χαμογελώντας πικρά. Όμως βγαίνοντας το φέρετρο της μάνας
του από το σπίτι, όταν η μια γωνιά του χάραξε την πόρτα, και μέσα τους,
όπως θα έγραφε αργότερα, αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στο κακόγουστο
δαχτυλίδι ενός εκ των νεκροπομπών. Και το ένιωσε αυτό ως προσβολή και
προς εκείνον και προς τη νεκρή. Ύβρη αισθητική. Χρυσό, με μια κόκκινη
πετρούλα, που φεγγάρωνε τον αττικό ουρανό, πάνω από την Ακρόπολη τη
σκαλισμένη στο χρυσάφι. Σαν να ήθελε ν’ ασχημίσει το ξόδι της ο θάνατος,
σαν να ήθελε να τον προσβάλει ο θάνατος ο ίδιος. Να, μπορώ να ασχημίσω
ό,τι αγάπησες, ό,τι πιο όμορφο ένιωσες και είδες, σαν να του ’λεγε. Προς
ό,τι ομορφότερο, προς ό,τι αγαπητότερο θα αμολήσω τα σκουλήκια μου,
του έλεγε. Το χρυσάφι και οι πέτρες, που τόσο όσο έζησε τ’ αγάπησε, θα
τη λιώσουν, θα τη φάνε. Ο πατέρας του, που κοπανώντας να σπάσει τους
μηρούς του καταράστηκε τον Θεό, θύμωσε με τον άγιο, τον άγιο που
γιόρταζε ανήμερα· κι αυτός με τον θάνατο. Όμως γιατί; Αφού τον
απάλλαξε απ’ το παρελθόν του. Όπως ήλπιζε να κάνει ο έρωτας. Το
παρελθόν του, που το ένιωθε βάρος. Ή μήπως τον ανάγκασε να το
εκτιμήσει, έστω και με τη βία, έστω και με τόση βία, την αξία που θα
είχε, την αξία που θα αποκτούσε γι’ αυτόν το παρελθόν; Το παρελθόν θα
ήταν το μέλλον του, κυριολεκτικά. Ο θάνατος, που σαν να τον
ξαναγέννησε, σαν ειρωνεία, αφού μαύρισε το παρελθόν του που τον βάραινε,
όπως έλεγε, μαυρίζοντάς του και το μέλλον, όμως και δίνοντας αξία
τεράστια σ’ αυτό το παρελθόν, αναγκάζοντάς τον να μπει μες στη φωτιά
του θανάτου στο σπίτι της μνήμης που καιγόταν και να σώσει ό,τι ήταν γι’
αυτόν το πιο σημαντικό. Τα τιμαλφή της μνήμης, ό,τι στον τάφο δεν
έλιωνε, ό,τι ο θάνατος δεν έπιανε, ό,τι μέσ’ απ’ τα χέρια του έφευγε,
κύλαγε, το αμνιακό υγρό της μνήμης. Σαν να το ήξερε, γύρισε δυο μέρες
νωρίτερα, δυο μέρες νωρίτερα από τη μέρα που πέθανε εκείνη, σαν για να
την αποχαιρετήσει. Έμεινε μετά την κηδεία κάπου έναν μήνα και κάποτε
πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ήξερε πως αυτό δεν επρόκειτο να περάσει
εύκολα, δεν ήξερε όμως ακόμη τον τρόπο που μπορούσε να περιποιείται την
ανεπούλωτη πληγή. Ήξερε πως δεν επρόκειτο να κλείσει, ήξερε πως
έπρεπε να την περιποιηθεί, να την καλλιεργήσει, ήταν η σάρκα το χώμα κι
ήταν το αίμα το νερό, για να βλαστήσει η φαντασία και η μνήμη. Πως θα
μπορούσε να φυτέψει μέσα της λέξεις. Κι ένιωθε μια κάποια ανακούφιση
κοντά στον πατέρα και την αδερφή του, με τον θάνατο της μάνας είχαν
έρθει κοντά. Θα ’ταν χρονιά εξελίξεων αυτή. Θα μάθαινε ο πατέρας του ότι
είχε παρατήσει τη σχολή, αλλά κι η αδερφή του, που μοιραία θα
επιχειρούσε να υποκαταστήσει τη μάνα. Και θα ήταν μια μάνα λιγότερο
φιλελεύθερη, πιο απαιτητική, όσο κι αν τη λύγιζε η απαίτηση αυτή. Γιατί
κι εκείνη κι ο πατέρας του δεν επρόκειτο να αποδεχθούν την απόφασή του
και θα πίεζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όμως αυτός θα ήταν
αμετακίνητος και αυτό θα λάβωνε τη σχέση τους. Είχε πια πάρει την
απόφασή του. Ο πατέρας του θα είχε πάντα μια πίκρα με αυτή του την
απόφαση, ειδικά όταν θα έβλεπε τα βιβλία τα άσχετα με τις σπουδές του
που διάβαζε, εκείνες τις τόσες ζωές που έζησε πεινώντας τη δική του. Δεν
θα πήγαινε όμως ποτέ το μυαλό του γιατί διάβαζε τόσο πολλά, τέτοια
βιβλία. Κλείστηκε πάλι σπίτι όταν γύρισε στην Πάτρα και βεβαιώθηκε
πως ήθελε να γράψει. Πεζογραφία, αλλά δεν ήξερε τι, και για ποιον. Θα
αντιλαμβανόταν με τον καιρό πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να
διασώσει κάτι από τη μάνα του, στιγμές της ζωής της, ή και του θανάτου
της, αν μπορούσε δηλαδή απ’ τον θάνατο να βγάλει ζωή, τον θάνατο μήτρα
να τον κάνει. Θα αντιλαμβανόταν πως μάνα του ήταν η μνήμη, και κόρη κι
ερωμένη και γυναίκα του. Αυτός δεν πήγαινε στα μνήματα. Κάθε μνήμα κι
ένας κήπος που οι συγγενείς τον περιποιούνται. Θάβουν, φυτεύουν εκεί
μέσα κι αυτοί, μνήμες, αισθήματα, ποτίζουν με δάκρυα, τίποτα δεν
βλασταίνει. Ή μήπως το σημαντικότερο; Η αγάπη; Αυτός ήθελε να
αποδείξει ότι έζησε, ότι θα ζούσε κάθε φορά που κάποιος θα διάβαζε ό,τι θα
έγραφε, κάθε φορά που θα διάβαζε τα γραφτά του κάποιος η μάνα του θα
ανασταινόταν, με λέξεις. Μήτηρ, δεύρο έξω. Βάζοντας λέξεις στο λαρύγγι
των νεκρών. Μόνο τις λέξεις είχε πια, αλλά κι αυτές ήταν βαθιά κι έπρεπε
να σκάψει, με τον πόνο της μνήμης. Διαισθανόμενος τον κίνδυνο πως
περνώντας τα χρόνια οι μνήμες σβήνοντας ο νεκρός θα γίνονταν σαν να μην
είχε ποτέ γεννηθεί, κι αν ο νεκρός δεν υπήρξε, δεν υπήρχε μ’ έναν τρόπο κι
αυτός, γιατί η ζωή που έχουμε, η ζωή που ζήσαμε είναι η μνήμη και το
χάσιμο της ζωής είναι το χάσιμο της μνήμης του πεθαμένου, ως
ζωντανού, μες στον ζωντανό, να σβήσει αυτό το φως, ο πεθαμένος μες
στον ζωντανό. Γιατί ανάβει μέσα στον ζωντανό ο πεθαμένος, κι η μνήμη
είναι σαν τον πεθαμένο σπόρο μες στη γη, όπως το δέντρο επιστρέφει το
φως του στον ουρανό, ανθίζοντας, έτσι κι αυτός θα επέστρεφε στους
νεκρούς τη μαύρη λάμψη, ως φως. Ζωή είναι η μεταλαμπάδευση της
μνήμης, το ξαναένωμα των ζωών που χωρίζει ο θάνατος, το ένωμα των
μνημών. Ήθελε να κάνει τη μάνα του ανεξάντλητο μέλλον, και φανταζόταν
πως, όταν θα διάβαζαν τις ιστορίες του, η μάνα του αναστημένη εκ νεκρών
θα ανέβαινε στη σκηνή κι αυτός με κάποιο τρόπο θα στεκόταν στην
κουίντα και θα τη θαύμαζε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε κάποιους απ’
τους θεατές των πρώτων θέσεων. Στις πρώτες θέσεις φανταζόταν τα
παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών του ως τις θέσεις πίσω, ως τις θέσεις
πάνω, ως τον ουρανό, ως τον κάτω κόσμο, τον πάνω κόσμο ενώνοντας με
τον κάτω, τον άλλον με τούτον δω. Αυτό θα ήταν η γραφή, ένα αδιάκοπο
πηγαινέλα ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, στους κόσμους μας, στον
κόσμο μας. Σαν τα πετρώματα, αφού η καρδιά του θα γινόταν για να
αντέξει πέτρα, θα βούλιαζε από τα αισθήματα, θα έλιωνε, θα
μεταμορφωνόταν, κι η γραφή, κάνοντας μέλλον, κάνοντας παρόν τα
περασμένα στην επιφάνεια θα την έφερνε, και πάλι, και πάλι, την καρδιά
του, του κόσμου την καρδιά, αυτή που τον γέννησε, αυτή.
Ένα απόγευμα στο σπίτι του Σταμάτη γνώρισε την Ολυμπία. Ο
Σταμάτης ήταν ερωτευμένος μαζί της. Λίγες μέρες μετά ήρθε από το
σπίτι του η Ολυμπία και του είπε πως πήγε για να τον πάρει να βγούνε.
Ήρθα να σε πάρω να πάμε μια βόλτα, να ξεσκάσεις, του είπε, κι αυτό τον
συγκίνησε. Ανάμεσα στη γνωριμία και τη δεύτερη συνάντησή τους την
είχε πετύχει με μια φίλη της σε μια πιτσαρία στη γειτονιά του και κάθισε
λίγο μαζί τους. Η Ολυμπία είπε πως για να τις πλησιάσει αυτό το αγρίμι
μάλλον έκανε κέφι τη φίλη της, τη Χαρά. Η Χαρά είχε σχέση από τα
χρόνια του λυκείου με κάποιον. Εκείνος σπούδαζε στην Αθήνα. Έμενε
κοντά στο σπίτι του η Χαρά. Την πέτυχε μια μέρα έξω, μετά τη
συνάντηση στην πιτσαρία, κι ανάμεσα στις στιγμιαίες αμηχανίες που
γέμιζαν τα κενά της σιωπής ένιωσαν ότι, αν οι συνθήκες κι οι προϋποθέσεις
ήταν διαφορετικές, θα μπορούσαν να γίνονταν ζευγάρι. Κι έτσι έγιναν φίλοι
καλοί. Θεώρησε πως θα ήταν ανήθικο να προχωρήσει, όμως κι η Χαρά
έδειξε αυτοσυγκράτηση, γιατί τον αγαπούσε πραγματικά τον φίλο της.
Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα με την Ολυμπία ήταν σαν να έκαναν
έρωτα με το άγχος τους. Εκείνος, θυμούμενος την αποτυχία με τη Μάρθα,
την αποκαρδίωση του πορνείου, κι η Ολυμπία με τη δική της ανικανότητα.
Δεν τελείωσε η Ολυμπία. Δεν τελείωνε η Ολυμπία. Δεν είχε να κάνει μ’
αυτόν, μήτε με τους προηγούμενους έφτασε σε οργασμό η Ολυμπία.
Έκαναν σαν αγρίμια, έτρεχαν μέσα στο δωμάτιο, κυνηγιόνταν, στα όρθια
το ’καναν, στο πάτωμα, στο κρεβάτι. Δεν είχε δει ποτέ γυναίκα να
τελειώνει, δεν ήξερε πώς είναι αυτό. Με την Ολυμπία το βίωσε εν μέρει κι
ως δική του ανικανότητα, γι’ αυτό, έκτοτε, πρώτα απ’ όλα στη σχέση θα
τον ενδιέφερε να ικανοποιείται η σύντροφός του, και δι’ αυτού του τρόπου,
καθυστερώντας τη δική του ικανοποίηση, να κάνει την απόλαυσή του πιο
δυνατή. Η ψυχρότητα της Ολυμπίας σε συνδυασμό με την κατάθλιψή του
θα στέκονταν οι αιτίες που σιγά σιγά η σχέση τους ατρόφησε σεξουαλικά.
Εκείνος έμπαινε όλο και πιο βαθιά μες στην κατάθλιψη δίχως να το
γνωρίζει. Μοιραία, μέσα από τη σχέση κάλυπταν το αίσθημα της
συντροφικότητας, διώχνοντας τον τρόμο της μοναξιάς. Κυρίως αυτός. Και
συνήθισαν ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, εθίστηκαν ο ένας στην παρουσία
του άλλου, που στο τέλος δεν μπορούσαν να χωρίσουν· ένα πράγμα
άρρωστο, ενώ όλοι οι έξω έβλεπαν με τον καιρό πως η σχέση τους δεν είχε
μέλλον, αυτοί, τυφλοί. Ο καθένας από τους δυο τους είχε τους λόγους του
να τη διατηρεί. Αυτός φοβόταν την ελευθερία, φοβόταν πως θα έμενε
μόνος, σκεφτόταν πως θα μπορούσε να έμενε για πάντα μόνος, επίσης
σκεφτόταν ωφελιμιστικά, ότι η σχέση του ήταν ένας τρόπος να παρατείνει
την παραμονή του μακριά από τη γενέτειρα, αφού η εγκατάλειψη της
σχολής σε συνδυασμό με τον χωρισμό από την Ολυμπία θα τον ανάγκαζαν
να επιστρέψει, θα του στερούσαν κάθε δικαιολογία προκειμένου να
καθυστερήσει την επιστροφή. Όμως αυτό ήταν αναπόφευκτο, όλες του οι
επιλογές οδηγούσαν εκεί. Γιατί διαμόρφωνε πάλι το αδιέξοδό του, το
συναισθηματικό, που γινόταν κι υπαρξιακό. Σαν να προσπαθούσε να
ξεφύγει από τον εαυτό του, όμως ο εαυτός του ήταν η σωτηρία του, ο
εαυτός που είχε αφήσει πίσω, στη γενέτειρα, στο παρελθόν, ο εαυτός του ο
παιδικός, όταν θα συναντιόταν με τον άλλο του εαυτό, εαυτό που πλάστηκε
μες στη γνώση, στη μελέτη την ασταμάτητη. Ήταν ο άλλος του εαυτός, ο
εαυτός της μνήμης, ο γιος της μνήμης. Το γεγονός ότι η γενέτειρα θα
αποτελούσε τη μήτρα όσων θα έγραφε του διέφευγε τότε, ότι ο πατέρας
του είχε μπολιάσει μέσα του το σπέρμα του αφηγητή και πως θ’ άρχιζε να
βλασταίνει με την επιστροφή. Όταν η Ολυμπία επρόκειτο να πάει στη
γενέτειρά της την Αθήνα για να κάνει διδακτορικό, την ακολούθησε.
Πίστευε ότι στην Αθήνα θα ήταν ευκολότερο να γράψει, άλλωστε οι πιο
πολλοί συγγραφείς ζούσαν εκεί. Στο μεταξύ είχε ανακοινώσει τόσο στον
πατέρα του όσο και στην αδερφή του ότι δεν επρόκειτο να πάρει πτυχίο. Η
αδερφή του κατηγορούσε την Ολυμπία πως δεν νοιαζόταν, ότι έπρεπε να
τον πιέσει να πάρει το πτυχίο του όσο καιρό βρίσκονταν στην Πάτρα
ακόμη. Η κρίση ξεπεράστηκε χάρη στην αδερφή του. Όταν τους
ανακοίνωσε ότι θα πάει στην Αθήνα, ο πατέρας του του είπε πως θα
σταματούσε να του δίνει λεφτά. Τότε πρότεινε η αδερφή του να γραφτεί σε
μια σχολή, ιδιωτική. Κάτι έπρεπε να κάνει, να βρει ένα επάγγελμα, μια
προκοπή. Έτσι άρχισε πάλι να του δίνει λεφτά ο πατέρας του. Στη σχολή
σπούδασε γραφιστική. Ήταν διετούς φοίτησης, κι όταν την τελείωσε,
κατατάχθηκε στον στρατό. Προκειμένου να περάσει ευκολότερα,
μετατέθηκε στη γενέτειρα. Αποδείχθηκε εύκολο, καθώς, λόγω της
αποκόλλησης, δεν έφερε όπλο. Ήταν το στρατιωτικό, όπως κι η δεύτερη
σχολή, μια παράταση. Έμοιαζε σαν να είχε ξαναγυρίσει στην εφηβεία, σαν
να επέστρεψε για να μπορέσει να ξεκινήσει πραγματικά, αληθινά. Αυτός
ονειρευόταν να κάνει κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο, δεν ήταν κάτι που σου
το μάθαιναν, αλλά το μάθαινες μόνος σου, κανείς δεν μπορούσε να σου
εξασφαλίσει ότι θα τα καταφέρεις, γι’ αυτό δεν είπε στους δικούς του λέξη.
Η επιθυμία αυτή γεννήθηκε τις στιγμές που ο πατέρας του του έλεγε
ιστορίες. Ήταν τότε που ένιωσε πως λέγοντας ιστορίες μπορούσες να
αποσπάσεις των άλλων την προσοχή απ’ τη ζωή τους μιλώντας τους γι’
αυτή. Και μια φορά που ψέλλισε κάτι στον πατέρα του πως σκόπευε να
γράψει, εκείνος πολύ σοβαρά του είπε πως αν έκανε κάτι τέτοιο θα έδενε
μια πέτρα στον λαιμό και θα ριχνόταν στη λίμνη.
Με την Ολυμπία είχε πάει δυο τρεις φορές στη γενέτειρα, όμως έδειχνε
ότι δεν της άρεσε εκεί. Κι από τον πατέρα του και την αδερφή του
κρατούσε μια ευγενική απόσταση η Ολυμπία. Όταν απολύθηκε ο Αλέκος
επέστρεψε στην Αθήνα και έπιασε δουλειά σε ένα κατάστημα που
πουλούσε υλικά για ζωγράφους. Εγκλωβισμένος σε αυτή τη συμβατική
σχέση είχε λησμονήσει τη γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες. Δεν
πίστευε πια στον εαυτό του. Οπότε, όταν πήγε πρώτη μέρα στη δουλειά
και είδε τα κορίτσια πώς τον κοιτούσαν, ένιωσε την ανάγκη να σταθεί
μπρος σε έναν καθρέφτη και να κοιταχτεί. Αυτός πρόσεξε τη Νένα.
Ρώτησε μάλιστα με τρόπο έναν παλιό υπάλληλο γι’ αυτήν. Του είπε πως
ήταν παντρεμένη κι είχε δυο παιδιά. Την ξέχασε στη στιγμή. Όμως και το
δικό της βλέμμα είχε πέσει μέσα του σαν άνοιξη που κοιμάται στη
χειμωνιάτικη γη.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς πήγε διακοπές με την Ολυμπία σε ένα
νησί. Ένα βράδυ προσποιήθηκε τον κουρασμένο κι έφυγε λέγοντας ότι πάει
να κοιμηθεί, αλλά παραμόνεψε και την είδε να φιλιέται με κάποιον.
Πληγώθηκε, αλλά και σαν να απελευθερώθηκε ένιωσε. Άλλωστε καιρό
αυτό σκεφτόταν, να γνώριζε κάποιον η Ολυμπία και να τον άφηνε. Λίγο
καιρό πριν είχε κάνει πρόταση γάμου στην Ολυμπία. Δεν ήξερε τι τον
έπιασε. Πίστεψε απελπισμένα πως ο γάμος, επειδή θα ήταν ένα
προχώρημα, ίσως να ανανέωνε τη σχέση τους· ένα παιδί πως θα τη
στέριωνε. Παρότι κοιμόντουσαν πια πολύ σπάνια μαζί. Κι αυτό επειδή
πίεζε τον εαυτό του. Την πρόταση την έκανε παρουσία άλλων, σε ένα
κέντρο, όπου η εργοδοσία παρέθεσε γεύμα προς τιμήν των υπαλλήλων.
Ήταν κι η Νένα εκεί και μόλις το άκουσε σηκώθηκε τρελαμένη και βγήκε
απ’ το μαγαζί. Όταν έγιναν ζευγάρι και της θύμισε το περιστατικό, του
είπε πως, αν τον είχε γνωρίσει πρώτη, και δεν υπήρχαν εμπόδια, θα τον
παντρευόταν σε μια βδομάδα.
Συνήθιζε να βγαίνει με τα παιδιά από τη δουλειά, αυτό συντέλεσε στο να
δεθούν. Κι όταν πήραν μαζί ταξί ένα απόγευμα για να πάνε σπίτια τους,
καθόντουσαν βουβοί, ώσπου η Νένα γύρισε και τον ρώτησε με τρόμο τι θα
κάνανε. Τίποτα δεν είχαν πει μέχρι τότε, όλα κυοφορήθηκαν μέσα στη
σιωπή, μες στην ιερή των σωμάτων τους συγκράτηση. Κι αυτός της είπε
πως ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν, πως ήταν πια αναπόφευκτο, πως έκαναν
ό,τι μπορούσαν για να το αποφύγουν, όμως ήταν αδύνατο πια να
αποφευχθεί. Έπειτα από λίγες μέρες το ανακοίνωσε στην Ολυμπία. Δεν
της είπε ποια ήταν, της είπε μόνο πως ήταν ερωτευμένος, πως δεν είχε
κάνει έρωτα ακόμη, πράγμα που ήταν αλήθεια, κι ότι ήθελε να χωρίσουνε.
Όταν μάζευε τα πράγματά του για να μετακομίσει, η Ολυμπία τον έβριζε
και τον κλοτσούσε. Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα με τη Νένα ήταν
γι’ αυτόν μια αποκάλυψη. Ένιωσε την αποδοχή της, ένιωσε σαν εκείνο το
χωμάτινο ποτάμι που γυρνώντας στις πηγές έπνιγε μνήμες και αισθήματα
να κυλάει πάλι, ποτάμι γονιμότητας, ποτάμι ζωής, δεν πήγαινε πίσω πια,
αλλά μπρος. Όχι, δεν ήταν οι δυο τους περιστέρια που τρίβουν απαλά τα
ράμφη τους, τσακμακόπετρες του έρωτα, σκυλιά ήταν που ορμούσαν να
φαγωθούν, να σπάσουν απ’ το χτύπημα τα δόντια τους. Προτού τη
γνωρίσει, ήταν ένα ζώο λιμασμένο, σε κλουβί κλεισμένο, επικίνδυνο. Όταν
κάνανε έρωτα, στο βλέμμα της εναλλάσσονταν η λαχτάρα και η φρίκη,
γιατί –έτσι του είπε– πλάι στο πρόσωπό του έβλεπε εκείνο του μικρού της
γιου, τα μάτια του να την τρυπούν, λυπημένα.
Προγραμματίσανε να πάνε σε ένα νησί, δυο μέρες, πήγε στο καράβι νωρίς
– αν έμενε στο σπίτι, η ανυπομονησία θα τον σμπαράλιαζε, έτσι κάθε πρωί,
πριν τη δουλειά, ερχόταν στο διαμέρισμά του, έβγαινε στο μπαλκόνι και
κοίταζε στο πεζοδρόμιο, ήθελε να δει τις λευκές κνήμες της να το
φωτίζουν, όταν άκουγε το ασανσέρ ένιωθε την πολυκατοικία να ξεκολλά
απ’ τα θεμέλια και ν’ ανηφορίζει στα ουράνια. Στο καράβι βγήκε αμέσως
στο κατάστρωμα, ήθελε το φως των ποδιών της να δει να φωτίζει τη λερή
αποβάθρα. Την έφερε ο άντρας της, ήταν κι ο γιος τους μαζί του,
τραβήχτηκε πίσω, για να μην τον δουν, ένιωσε ενοχές, ο μικρός την
αγκάλιασε και δεν την άφηνε, εκείνον τον φίλησε ψυχρά, τυπικά, όμως ο
τρόπος που την κοίταξε εκείνος, σαν να της έλεγε πως εγώ πάντα θα σε
περιμένω, το ’νιωσε ότι την αγαπούσε περισσότερο από κείνον κι αυτό τον
διέλυσε, όμως το πάθος του σε λίγο τα έσβησε όλα. Στο σαλόνι του
καραβιού ήθελε να την αγκαλιάσει, αλλά ήταν αναγκασμένοι να παίζουνε
θέατρο, πως ήταν απλώς γνωστοί ή φίλοι, κι αυτό τον εξόργιζε πάντοτε,
όταν κάθε ίντσα του καραβιού δονήθηκε από το ανέβασμα της αλυσίδας
της άγκυρας κι ακούστηκε σαν βόγκος θυμήθηκε το αγκάλιασμα στην
αποβάθρα, πως μέσα της θα πόνεσε, θαρρείς και τον τράβαγαν για δεύτερη
φορά μέσα από τα σωθικά της, τον ξερίζωναν. Στο νησί νοικιάσανε δυο
δωμάτια, πλαγιάζαν στο δικό της και το πρωί, όταν επέστρεφε στο δικό
του, τσαλάκωνε τα σεντόνια και γρονθοκοπούσε τα μαξιλάρια για να
παραπλανήσει τη διεύθυνση και το προσωπικό. Μια μέρα πριν φύγουν,
είχαν κάνει έρωτα, ήταν να πάνε για πρωινό, ντύθηκε και βγήκε στο
μπαλκόνι να καπνίσει όσο εκείνη ντυνόταν, κοιτούσε τη θάλασσα, χρώμα
σαν το οινόπνευμα, να σκάει σ’ έναν βράχο κάθετο και λευκό, στην κορφή
του δυο μαυροντυμένες γριές κουβέντιαζαν, του ’μοιασαν σαν καμένοι από
κεραυνό κορμοί, έσκυβε η μια κι έλεγε κάτι στης άλλης το αυτί, κάποια
στιγμή νόμισε πως τον κοίταξαν, ότι γι’ αυτόν λέγαν, πως μαύρο μέλλον
γι’ αυτόν προλέγανε, και σκιάχτηκε, όμως ένιωσε κι ενοχή την καρδιά του
να σφίγγει, που πρώτη φορά τον εαυτό του στο μέλλον τον έβλεπε δίχως
εκείνη. Λίγο καιρό μετά, χωρίς να την προετοιμάσει, παραιτήθηκε από τη
δουλειά, κι έκλεισε εισιτήριο αεροπορικό, της επιστροφής στη γενέτειρα.
Τη μέρα που ήταν να φύγει πήγανε για λίγη ώρα σ’ ένα καφέ όπου
βγήκανε κάποιες φορές ραντεβού, ν’ αποχαιρετιστούνε. Στις τουαλέτες την
αγκάλιασε, ένιωσε πως την έθαβε ζωντανή. Βγαίνοντας από το μαγαζί
αισθάνθηκε μετά από καιρό διαφορετικό το κορμί του, σαν και πάλι να το
όριζε, όμως ως βάρος μόνο. Πρωτύτερα είχε αγοράσει ένα ρολόι όμοιο με το
δικό της, εκείνης ήταν μαύρο, δεν βρήκε μαύρο και πήρε πράσινο. Λίγες
μέρες μετά θα ξεφορτωνόταν ό,τι του χάρισε, μια λάμπα γραφείου, που
έτσι κι αλλιώς έσπασε, αφού προτίμησε να τη δώσει ως αποσκευή στο
αεροδρόμιο, δίχως να την αμπαλάρει, μέσα σ’ έναν μαλακό σάκο, μια
μπλούζα κοντομάνικη, σε φίλο τη χάρισε, και την άδεια κολόνια της την
έσπασε στα σκαλοπάτια έξω από το σπίτι, εκεί που έριχνε η μάνα του νερό
από τα βήματά του πίσω όποτε για ταξίδι έφευγε. Το αεροπλάνο, ιπτάμενο
φέρετρο, σκεφτόταν ν’ ανοίξει η πόρτα και να τον πετάξουν, όπως ρίχνουν
τους πεθαμένους στα καράβια στη θάλασσα, κοιτούσε κάτω, ξεροβούνια,
ανεμογεννήτριες σαν κατάλευκοι σταυροί, Γολγοθάδες στη σειρά,
ερωτευμένοι στη σειρά.
Στην απόφασή του να επιστρέψει συνετέλεσε η αδερφή του, η οποία
ταξίδεψε στην Αθήνα και γνώρισε τη Νένα. Του είπε ότι η Νένα δεν
επρόκειτο να χωρίσει. Δεν το είχε πει στην αδερφή του η Νένα αυτό, αλλά
το είχε διαισθανθεί εκείνη. Ήθελε βέβαια και να τον σώσει, καθώς πίστευε
ότι δεν θα υποχωρούσε κι ότι θα κατέστρεφε τη ζωή του, ότι θα πήγαινε
πέρα το συναίσθημά του, μέχρι τον γκρεμό. Όμως ούτε κι αυτός ήταν
σίγουρος, όχι για τα αισθήματά του, αλλά για τις αντοχές του στα πολύ
πιθανά άσχημα πράγματα που θα έφερνε ο ενδεχόμενος της Νένας
χωρισμός. Γιατί και μια μέρα, ως πρόβα τζενεράλε, εκείνη του έφερε τη
μικρή της κόρη, ούτε δυο χρονών παιδί, κι ένιωσε άβολα, καθώς σκέφτηκε
τον εαυτό του σε ένα σπίτι με τα παιδιά ενός άλλου, και μάλιστα τόσο
μικρά. Κι ο μεγάλος ακόμη πήγαινε στο δημοτικό. Σκεφτόταν επίσης ότι
μπορεί να τον μισούσαν τα παιδιά τελικά. Κι ένα πρωί ήρθε η Νένα στη
δουλειά και του είπε πως την προηγουμένη έτρεχαν τον γιο της στα
επείγοντα, με ακατάσχετη αιμορραγία στη μύτη. Κι ότι ο γιατρός που τον
εξέτασε τους είπε πως κάτι τέτοιο γινόταν μετά από ένα ισχυρό
συναισθηματικό σοκ. Του είπε επίσης ότι είχε καθυστέρηση κι ότι, αν ήταν
έγκυος, θα το κρατούσε, για να ’χει κάτι απ’ αυτόν. Τον τρομοκράτησε
αυτό. Την επομένη του τηλεφώνησε για να του πει πως της είχε έρθει
περίοδος. Για κάποιο διάστημα συνέχισαν να επικοινωνούν τηλεφωνικά.
Τον παρακαλούσε να γυρίσει. Συνέχισε να του τηλεφωνεί, όμως από ένα
σημείο κι ύστερα είπε στην αδερφή του να απαντά. Έπειτα της είπε να πει
της Νένας ότι την παρακαλεί να μην τον ξαναενοχλήσει. Θα άκουγε τη
φωνή της ξανά κοντά δυο χρόνια μετά, όταν θα ’ταν παντρεμένος, ένα
μεσημέρι, μετά που είχε κάνει έρωτα με τη γυναίκα του, σήκωσε το
τηλέφωνο κι άκουσε έναν αναστεναγμό βαστηγμένο δυο χρόνια,
βαστηγμένο μια ζωή.
Αυτός, αφότου γύρισε, θεώρησε ότι έθαψε τα όνειρά του. Έβλεπε τους
δικούς του ως εμπόδιο. Επειδή έφυγε από την Αθήνα, σκεφτόταν πως όλα
τέλειωσαν. Εκεί ήταν η πηγή των ενδιαφερόντων του, των καλλιτεχνικών
επιθυμιών του ο ορίζοντας. Όμως, μένοντας στη γενέτειρα και περνώντας ο
καιρός, θα είχε την ευκαιρία, και την ευλογία, να διαπιστώσει πόσες
μνήμες του επιβίωναν, κι επίσης γιατί, γιατί είχε αυτό το πείσμα η μνήμη.
Μνήμες ξεκομμένες, σπαρμένες μες στο παρελθόν, μεταμορφωμένες σαν
τα πετρώματα ενώνονταν με άλλες, επινοημένες, καταργώντας του χρόνου
την αλληλουχία, καταργώντας του χρόνου την τυραννία, φτιάχνανε μέσα
του μια ζωή νέα, μισοφανταστική, μισοαληθινή, και πάντως μυθική.
Πολλές φορές σκέφτηκε ότι ενήργησε βεβιασμένα επιστρέφοντας, ότι
βλακωδώς πελάγωσε. Ότι έπρεπε να φύγει από κείνη τη δουλειά, να βρει
μιαν άλλη και να μείνει στην Αθήνα, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Γιατί πίστευε πως μόνον εκεί θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Την
πόλη που θα τροφοδοτούσε την ευαισθησία τη θεωρούσε πεθαμένη, γιατί
την είχε ταυτίσει με τη μάνα του. Όμως η πόλη μιλούσε μέσα από το
στόμα, απ’ την καρδιά και την ψυχή του πατέρα, κι ο πατέρας του ήταν
εκεί και θα τον τροφοδοτούσε με ιστορίες που δεν τις είχε ακούσει, αλλά θα
ανανέωνε και με καινούργιες λεπτομέρειες τις παλιές. Γιατί ο πατέρας
ήταν η μήτρα.
5

Στη γενέτειρα δούλεψε στην οικογενειακή επιχείρηση. Όταν δούλευε,


έλεγε από μέσα του στίχους του Σεφέρη κι αισθανόταν σαν να είχε
προδώσει την ίδια του την ψυχή. Κάθε φορά που έσκυβε πάνω από τη
μηχανή της γούνας ένιωθε πως έσκυβε πάνω απ’ τον τάφο των ονείρων
του, απ’ τον τάφο του ίδιου του του εαυτού. Δεν έκανε γι’ αυτό, δεν ήταν
αυτή η τέχνη του. Από την άλλη, όμως, το πένθος που βίωνε
προσπαθώντας να ξεριζώσει από μέσα του τη Νένα μόνο κοντά σε
ανθρώπους που τον αγαπάνε, έτσι του είχε πει κι η αδερφή του άλλωστε,
θα μπορούσε όσο πιο ανώδυνα γινόταν να το περάσει. Κι έτσι ήταν. Πολλές
φορές σκέφτηκε πως αν έμενε στην Αθήνα θα έχανε το μυαλό του, το
ένιωθε όταν καθόταν με τις ώρες ξαπλωμένος στο διαμέρισμά του στα
Εξάρχεια να κοιτά τις γωνίες του ταβανιού περιμένοντας τη Νένα. Τα
ταβάνια είναι λευκές σελίδες, έλεγε μετά, που πρέπει να τις γράψεις για να
μην τρελαθείς. Και θυμόταν τις γύψινες διακοσμήσεις του πατρικού
σπιτιού. Τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής, έλεγε ο Σεφέρης απηχώντας
τον αυτόχειρα ποιητή. Όμως ακόμη κι αυτό αποδείχτηκε λιγότερο οδυνηρό
από κείνα που επέπρωτο να βιώσει το επόμενο διάστημα. Και θαρρείς και
το ήξερε, μετά από μια σύντομη και ρηχή σχέση γνώρισε τη γυναίκα που
θα παντρευότανε. Για να αντέξει. Ήθελε να παντρευτεί, πάντα. Αγαπούσε
την οικογένεια, από παιδί. Ήταν άλλωστε μάρτυρας ενός ευτυχισμένου
γάμου, δίχως καβγάδες και ανούσιες αντεγκλήσεις. Η μάνα του ήξερε πώς
να καλμάρει τον δύσκολο πατέρα. Πριν παντρευτεί ακόμη, αρρώστησε ο
πατέρας του. Κι έτσι παρηγορήθηκε ότι, και να μην γυρνούσε από την
Αθήνα μετά που έφυγε από τη δουλειά, η ασθένεια του πατέρα του θα τον
έφερνε πίσω τελικά. Αν ζούσε η μητέρα, ίσως και να μην το έκανε, όμως
δίχως αυτή το ένιωσε σαν χρέος να είναι πλάι του, να είναι εκεί. Τώρα δεν
ήταν μόνος, είχε ακόμη έναν που τον αγαπούσε μαζί. Αλλά το κακό δεν θα
σταματούσε εκεί. Γιατί ενώ ήταν άρρωστος ο πατέρας του ήταν κι η
αδερφή του άρρωστη και δεν το ήξεραν. Και πέθανε πρώτη. Μια χρονιά
πριν πεθάνει, του είπε: «Φέτος θα κάνω παρέλαση, στα καρναβάλια». Η
κόρη της στο δημοτικό, τα σχολεία κάνουν παρέλαση κάθε χρόνο, μια φίλη
της θα σχεδίαζε τα κουστούμια, θα ντύνονταν ξωτικά. Η παρέλαση περνά
κάτω από το σπίτι τους, κόσμος μαζεύεται στο μπαλκόνι τους κάθε χρόνο
τέτοια μέρα. Το καταχάρηκε που συμμετείχε. Σταθήκανε και χορεύανε με
τον άντρα και την κόρη της κάτω απ’ το μπαλκόνι τους. Και τον κοιτούσε
τον Αλέκο και χόρευε. Είχαν αρχίσει οι πόνοι τότε. Ο υπέρηχος έδειξε μια
μάζα στη μήτρα μικρή σαν φακή. Ο γιατρός πρότεινε παρακέντηση,
ενημέρωσε αυτή κάποιον συγγενή της, γιατρό, στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος
την παρέπεμψε στην ιδιωτική κλινική που δούλευε. Ο γυναικολόγος της
κλινικής διέγνωσε ινομύωμα, δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί της είπε και
προγραμμάτισε χειρουργείο για το φθινόπωρο. Οι πόνοι δυνάμωναν, κοντά
στην εγχείρηση το χρώμα της έγινε σταχτί. Όλο και πιο δύσκολα άντεχε
να καθίσει και ξάπλωνε. Βλέποντας το χρώμα της, της είπε να πάνε στον
γιατρό που εγχείρισε τον πατέρα τους. Τινάχτηκε πάνω κι άρχισε να
ωρύεται, γιατί να πάει σ’ αυτόν, «τι δηλαδή, καρκίνο έχω;» του είπε.
Έφτασε η μέρα της εγχείρησης. Του τηλεφώνησε ο γαμπρός του απ’ την
κλινική. Όταν πήγε, τον είδε να μιλά με τον χειρουργό. Δεν της είπαν την
αλήθεια. Έγιναν τραγικά λάθη και τερατώδεις παραλείψεις. Ο γιατρός δεν
έκανε μια αξονική. Της έκανε τομή γυναικολογική, έκοψε τον όγκο, έκανε
διασπορά ο όγκος στην κοιλιά. Την εγχείρισε δεύτερος γιατρός. Την
καθάρισε. Της έκαναν ένα και μοναδικό ισχυρότατο σχήμα
χημειοθεραπείας, τόσο βαρύ που απειλούσε πως αν την άφηναν μόνη στον
θάλαμο θα πηδούσε από το μπαλκόνι. Ο ογκολόγος συνέστησε άκρα
προσοχή, αν το φάρμακο έπεφτε στο δέρμα θα προξενούσε βαρύ έγκαυμα.
Λίγες βδομάδες μετά την εγχείρηση γέμισε πάλι η κοιλιά της. «Να
παρακαλάτε να τελειώσει πριν τις γιορτές» είπε ο ογκολόγος, «πριν
εμφανιστεί το τέρας». Τα ογκίδια ξεπέρασαν το δέρμα, άσχημα, σαν
πέτρες σκληρά. Ευτυχώς της έδιναν μορφίνη. Μετά την παραμονή του
νέου χρόνου είναι τα καρναβάλια κι ένας φίλος της, περνώντας με τα
όργανα κάτω από το σπίτι της, είπε στους μουσικούς να παίξουν κάτι εις
μνήμην. Καθόταν στο παράθυρο του καθιστικού ο Αλέκος και τους είδε,
στο παράθυρο που στεκόταν και κοίταζε την κίνηση και την ταμπέλα του
απέναντι μαγαζιού όταν ήταν μικρός. Καθόταν στα σκοτεινά, εκείνοι δεν
μπορούσαν να τον δουν. Τον πήρανε τα κλάματα. Κατάλαβε γιατί τόσα
χρόνια, όταν περνούσαν τα όργανα κάτω από το σπίτι, ξημερώματα,
συγκινούνταν. Θαρρείς έπαιζαν για τους νεκρούς, θαρρείς οι νεκροί χόρευαν,
φορώντας τις στολές που τους κάνουν αόρατους. Έκανε ψοφόκρυο, τα
χνώτα των μουσικών στα σωθικά των πνευστών κυλώντας πάγωναν σαν
έφταναν στα χωνιά τους, σταγόνες σαν γλωσσίδια σε καμπάνες χρυσές
αναστάσιμες κολλημένα, παγωμένο αθάνατο νερό.
Ένα μεσημέρι ήρθε η ανιψιά του και του είπε ενθουσιασμένη ότι είδε τη
νεκρή στον ύπνο της. Ένα όνειρο κι εκείνο το σακατιλίκι της ψυχής και
των ενοχών της σ’ αφήνει, για λίγο έστω, ως το επόμενο πρωινό, που η
μνήμη απεργεί, όσο το όνειρο να σβήσει. Ήταν –είπε– μαζί με το αγόρι
της, που ντρεπόταν πολύ. Μπήκαν πιασμένοι αλά μπρατσέτα στην
εκκλησία, τον άφησε να στέκεται έμπλεος ανησυχίας κι αμηχανίας στο
κεντρικό κλίτος και την πλησίασε. Εκείνη σηκώθηκε από το φέρετρο κι
αγκαλιαστήκανε. Δεν μπορούσανε να αρθρώσουν λέξη στην αρχή,
βογκούσανε απ’ τη λαχτάρα, έπειτα κλάψανε. Άρχισε να της λέει τα
σώψυχά της. Σαν δυο καλές φίλες. Πιο πολύ απ’ όλα αυτό της έλειπε του
είπε, όχι ότι δεν είχε ανθρώπους να μοιραστεί τις έννοιες της, αλλά να, μ’
εκείνη θα ’ταν αλλιώς. Μια κουβέντα τής βάραινε την καρδιά, που της την
είπε η μάνα της όταν ήταν άρρωστη σαν βγήκε να παίξει: «Απόνετη!».
Κοτζάμ κοπέλα πια. Ευλογία μα και κατάρα η ομοιότητα. Δεν το ’χουνε
συζητήσει, αλλά πιστεύει πως θα συμφωνήσει μαζί του, ότι κι οι δυο τους
στο πρόσωπο του άλλου βλέπουνε εκείνη. Στην αρχή τον τρόμαζε αυτό.
Με τον καιρό άρχισε να συντονίζει τη φωνή της με την απουσία της μάνας
της. Μια συγγενής του, πρώτη ξαδέρφη της μάνας του, του είπε πως δεν
της άρεσε που τα παιδιά δεν μιλούσαν καθόλου για κείνη, στην αρχή είναι
αλήθεια απέφευγαν, ανησυχούσε κι αυτός, φορές φορές θύμωνε, ποτέ όμως
δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να την ξέχασαν ή ότι δεν πονούσαν. Κάνανε
λάθος, του είπε, που πήρανε την απόφαση να μην παν τα παιδιά στην
κηδεία! Το συζήτησε μ’ έναν ψυχολόγο, της είπε πως, αν τα παιδιά δεν
δουν, δεν πιστεύουν, κι ότι η στάση τους, μετά, είναι αλλοπρόσαλλη. Το
χαμόγελο του μεγάλου άδειο και φευγαλέο, το βροντερό γέλιο της μικρής,
ανερμάτιστο, άλλα μαρτυρούσαν. Το πένθος και η αξιοπρέπεια πάνε μαζί με
την πληγωμένη περηφάνια, ποιος είπε πως τα παιδιά δεν ξέρουν να
πενθούν, όχι για τα μάτια του κόσμου, πικρά, στα κρυφά. Αυτός είπε του
πατέρα τους πως τα παιδιά δεν πρέπει να τη δουν. Της ζητούσε μέσα του
συγγνώμη, αλλά αυτός έκανε όπως ένιωθε. Ποιος μπορούσε να τον
κατηγορήσει, το ’χε ζήσει και ήξερε. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ απ’ τη
νεκρική εικόνα της μάνας του, αυτή η άσβηστη στη μνήμη φθορά, που
μόνο να ξεχάσει επιζητούσε, αλλά μάταια. Την αδερφή του ο θάνατος την
είχε εν ζωή μουμιοποιήσει. Με τον πατέρα είδε ότι είναι και λύτρωση, το
γαλήνιο πρόσωπό του, ανθρώπου που ξεκουράζεται μετά από εξοντωτική
δοκιμασία, όταν έφυγε ήταν σαν ν’ άφησε κάτω το βάρος της μάνας και
της κόρης. Είδε τη γαλήνη, τούτο τον ευφημισμό της ανυπαρξίας στο
πρόσωπο του πατέρα του. Κατάλαβε λοιπόν ότι η γαλήνη είναι αυτό που
’χει ανάγκη ο ζωντανός και τη διαβάζει πάνω στο ανέκφραστο πρόσωπο
του νεκρού. Αυτό που βάρυνε πιο πολύ σ’ εκείνη την απόφαση λοιπόν ήταν
που ποτέ δεν έφυγε απ’ τα χείλη του η παγωμάρα του μετώπου της
μάνας, αλλά κι από τα αυτιά του εκείνος ο γδούπος της κάσας στον
λάκκο, σαν πρώτος χτύπος της νέας του καρδιάς.
Έπειτα έχασε τον πατέρα, τότε η ανάγκη της γραφής έγινε επιτακτική.
Ξεκαθάρισε η θεματική, αλλά και το πιο κρίσιμο, οι ήρωες. Θα ήταν αυτοί,
οι νεκροί.
Σκέψεις ανυπαρξίας για να παρηγορηθεί έκανε. Ο πατέρας θα μπορούσε
να μην είχε γεννηθεί, έλεγε, καθότι όγδοο παιδί, από μια εξασθενημένη
μάνα, θα μπορούσε μαζί με τη γιαγιά του να πεθάνει, στη γέννα. Έτσι είχε
πει στον παππού του ο γιατρός που την ξεγέννησε. Η μητέρα του δεύτερο
και στερνό παιδί γεννήθηκε το ’44, ο πατέρας το ’29. Παντρεύτηκαν το
’63. Το ’64 γεννήθηκε η αδερφή του, το ’67 αυτός. Αντέστρεφε την ηλικία
θανάτου της αδερφής του, 35, κι έβρισκε τη δική του, 53. Την ακολούθησε
ο πατέρας, δυο χρόνια αργότερα, στα 73 του. Είμαι 18 χρόνια μεγαλύτερος
από την αδερφή μου, έλεγε, εννιά από τη μάνα μου και είκοσι χρόνια
μικρότερος από τον πατέρα μου. Συνειδητοποιούσε πόσο νέες πέθαναν όταν
έλεγε πως, αν ήταν η μάνα του, θα ήταν εννιά χρόνια πεθαμένος, στην
αδερφή του σταματούσε το μυαλό. Δεν έπαψε ποτέ να νιώθει την ενοχή
της επιβίωσης, τον εξευτελισμό τού να συνεχίσεις να ζεις, ότι μπορείς. Το
ερώτημα αν θα ζήσει περισσότερο από τον πατέρα δεν τον απασχολούσε. Ο
πατέρας τον ατένιζε πεθαμένος απ’ το μέλλον· απ’ το μέλλον του. Ίσως
όμως θα ήταν και μια νίκη αυτό, κάτι που θα τους χαροποιούσε δηλαδή, το
να ζήσει περισσότερο απ’ όλους τους, σκεφτόταν. Αλλά μήπως το να μην
γεννηθεί θα ήταν προτιμότερο; Πριν πεθάνει ο πατέρας του του είπε να μην
κάνει παιδιά, προφανώς επειδή έζησε τον θάνατο ενός, θέλοντας να τον
προφυλάξει από αυτή την κατάρα.
Είδε το σκυλί του πατέρα του, κάτω στη λίμνη, το έβγαλε βόλτα ο
Χριστόδουλος, με το δικό του, το αρσενικό. Θυμόταν τότε που το έφερε ο
πατέρας στο σπίτι, μηνών ήταν, ένα λευκό τρελόσκυλο με κατάμαυρες
μπάρες, σαν περασμένες βερνίκι. Στιγμή δεν σταματούσε, πέρα δώθε στο
γουναράδικο, σαν λυσσασμένο. Κι όλη μέρα με τη μάπα και τον κουβά ο
πατέρας, γιατί δεν κατάφερε να τη μάθει να κρατιέται – του έβγαζε την
πίστη. Τον πίεσε η αδερφή του και την επέστρεψε όταν αρρώστησε, στον
Χριστόδουλο, αφού εκείνος του την είχε χαρίσει.
Έγινε μια πανέμορφη σκύλα, όμως έδειχνε θλιμμένη. Μπορεί κι ιδέα του
να ’ταν, έτσι να ήθελε. Πόσο να πρόλαβε να δεθεί με τον πατέρα;
σκέφτηκε. Και να θυμόταν, άραγε θα μπορούσε να εκτιμήσει τι τράβηξε ο
πατέρας κείνους τους μήνες και πόσο την καλόμαθε; αναρωτιόταν. Μήπως
ήταν ιδέα του λοιπόν, ότι την έβλεπε λυπημένη εκείνο το πρωινό, πλάι στη
λίμνη; Πάντως, σαν συγγενή του είναι βέβαιο πως την ένιωθε, σαν μια
μικρή αδερφή. Δεν είσαι με τα καλά σου, έλεγε από μέσα του, που
σκεφτόσουνα να πας να της μιλήσεις για τον πατέρα, να δεις αν θα τον
θυμόταν, αν δεν τον είχε ξεχάσει. Τη φαντάστηκε να τον κοιτά απορημένη,
μ’ εκείνη την εξερευνητική υπομονή που ’χουν οι σκύλοι σαν τους
απευθύνεσαι. Αν δεν θυμόταν, αυτό θα την έκανε να νιώθει καλύτερα από
κείνον, που δεν μπορούσε να ξεχάσει; Θα έπρεπε να τη ζηλεύει ή να τη
λυπάται γι’ αυτό; Όμως δεν ξέρουν να σιωπούν τα σκυλιά, όταν λυπούνται,
δεν έχουν σαν τους ανθρώπους εκείνη τη βουβή περηφάνια του πένθους,
εκείνη την πικρή υπεροχή; Ίσως ένα βλέμμα της να τον έπειθε ότι
θυμόταν. Όμως και κάτι άλλο σκεφτόταν, άλλο τον έκαιγε. Αν τη ζητούσε
απ’ τον Χριστόδουλο, για ένα πρωινό να τη ζήταγε. Κείνη η αίσθησή τους
η πολύ δυνατή, σκεφτόταν, πώς θα αντιδρούσε σ’ αυτή την περίπτωση;
Μπορεί να στύλωνε τα πόδια φοβισμένη. Αλλά αν την ξεχώριζε και την
ακολουθούσε κείνη την παραλλαγμένη, όση απ’ αυτή απέμεινε, μυρωδιά,
τη μυρωδιά του; Και φτάνοντας εκεί, τι θα έκανε; άραγε θα θρηνούσε τα
τρυφερά της χρόνια που τόσο αγαπήθηκαν και πρόωρα ορφάνεψαν,
σέρνοντας κραυγή και μοιρολόι; Ίσως σε κείνον τότε να ζητούσε ένα χάδι
για παρηγοριά, και την καρδιά του σαν πουλάκι ζωντανό μες στου στέρνου
τα κλαριά κρυμμένο βλέποντας η μνήμη να φέρμαρε, ισιάζοντας την ουρά
με την αγάπη.
Όταν βρισκόταν στο νοσοκομείο ο πατέρας, σαν να διέσχιζαν τα μάτια
του τ’ ατέλειωτα χιλιόμετρα των κάμπων και των υψωμάτων πάλι. Είχαν
έρθει δυο φίλοι του στο νοσοκομείο, να τους δουν, κυνηγοί κι αυτοί, και
στον έναν, επειδή τον έκανε τόσο να χαρεί, έδωσε την καραμπίνα του
πατέρα. Μια μέρα πριν, ακολούθησε τη γιατρό στον διάδρομο, και σαν
πιάνοντας κάποια κρόσσια μαύρα, που τα φανταζόταν να κρέμονται απ’
την άσπρη ρόμπα της, της ζήτησε έστω και για λίγο να τον ανατάξει· το
έκανε, κι ήταν αυτό ένα θαύμα. Όταν τον έφεραν στο σπίτι, σαν σφαχτάρι
από το ασθενοφόρο τον κατεβάσανε. Ο ένας νοσοκόμος τού είπε να τον
βάλουνε στο καθιστικό, όμως αυτός επέμεινε να τον πάνε στο δωμάτιό του.
Μέσα σε μια κουβέρτα τον κουβαλούσαν. Ξεφυσούσαν ανεβαίνοντας την
ξύλινη σκάλα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ανάψει τη φωτιά. Να
άκουσε άραγε το σκάσιμο των ξύλων; Κλεινόταν στην κουζίνα για να μην
ακούει την ανάσα του, ήταν η καρδιά του γερή, τρία μερόνυχτα χτυπούσε
σαν ρολόι σ’ έρημη σάλα. Ξημερώνοντας η τρίτη μέρα, διαλυμένος από τον
λιγοστό ύπνο κι από τον ρόγχο, ρώτησε μια γυναίκα, φίλη οικογενειακή
που τον συνέτρεχε, τι να κάνουνε. Πήρε τηλέφωνο σε μια γνωστή της, της
είπε εκείνη πως, για να βγει η ψυχή, πρέπει να τον διαβάσει παπάς.
Απέκλεισε το ενδεχόμενο. Όταν του είπε η γυναίκα για την ύπαρξη των
τριών ευχών εις ψυχορραγούντα, μέσα στην νεκρώσιμο ακολουθία,
αποφάσισε να τις διαβάσει αυτός. Θυμάται ότι κόντεψε στην αρχή της
ξύλινης εσωτερικής σκάλας και, σκύβοντας πριν το πρώτο σκαλί,
προσπάθησε να πει μια προσευχή. Ένιωσε τότε ένα άγγιγμα στον δεξί του
ώμο, σαν ένα χέρι να προσπαθούσε να τον εμψυχώσει, να τον ενδυναμώσει,
να τον καθοδηγήσει, γιατί, μόλις σηκώθηκε, πήγε ως τη βιβλιοθήκη και
ανέσυρε μέσα από τα χιλιάδες βιβλία το τομίδιο της ακολουθίας. Έπειτα
πήγε πάλι στην κουζίνα, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι κι έκανε καφέ. Το
πήρε, βρήκε τις τρεις ευχές και άρχισε να τις διαβάζει από μέσα του. Όταν
τέλειωσε, δεν πρόλαβε να πιει μια γουλιά καφέ και να τραβήξει μια
ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, όταν η γυναίκα μπήκε στην κουζίνα και είπε
ότι ο πατέρας είχε ξεψυχήσει. Του είπε πως είχε ανοίξει την
μπαλκονόπορτα, για να μπορέσει η ψυχή να φύγει. Τον λύτρωσε ο θάνατος
τον πατέρα του. Δεν ήθελε να έρχεται εκείνη η μέρα, έλεγε για την
παραμονή Πρωτοχρονιάς, ημέρα εκδημίας της αδερφής του. Του είπε ο
Χριστόδουλος, πήγαινε κάθε μέρα στο μαγαζί του ο πατέρας, «δεν θέλω να
ζήσω άλλο μετά που έχασα το κορίτσι, Χριστόδουλε» του έλεγε, «όμως
δεν θέλω να δώσω κι άλλη πίκρα στον γιο μου». Περιμένοντας το μοιραίο
δεν έμεινε άβουλος ο πατέρας. Πήγε βρήκε τον νεκροθάφτη και του
υπέδειξε το μέρος, με τον πατέρα του και τη μάνα του ήθελε να ταφεί.
Αγόρασε και τα ρούχα του – στόλιζε κι αυτά ο κόσμος, θρηνούσε, λες, την
πικρή τους μοίρα, των σωθικών τους τη σκληρή σοφία προσκύναγε. Ήταν
ζεστός στο φέρετρο ο πατέρας, το αίμα του βαστούσε φαίνεται κάποια
θέρμη σαν κάτω απ’ τη στάχτη το κάρβουνο, θυμήθηκε τη φωτιά, κείνους
τους ψίθυρους που βγάζουν τα στερνά κάρβουνα τα ντυμένα με στάχτη,
απόηχος θλιβερός θαρρείς κείνων των κρότων που κάνουν τα ξύλα μες στο
δάσος όταν ο βασιλιάς ήλιος τα ξυπνάει, ή μην είναι τούτα της χορτάτης
φωτιάς το μουρμούρισμα; Όχι, γιατί κι αυτή πεθαίνει, κι είναι οι ψίθυροι
των κάρβουνων και της φωτιάς λόγια ξεπικραμού κι ελπίδας κάτω απ’ της
στάχτης το γκρίζο νεκροσέντονο.
Στην πρώτη εγχείρηση, γιατί έκανε τρεις, ο γιατρός τον απέτρεψε: «Δεν
μπορείς να του προσφέρεις τίποτα, θα γίνεις χάλια, δίχως λόγο». Θα
κρατούσαν εκεί τις υπόλοιπες ώρες της μέρας κι όλη τη νύχτα τους
φρεσκοεγχειρισμένους, μέχρι να κρίνουν οι γιατροί ότι μπορούν να
επιστρέψουν στο δωμάτιό τους. Μια νοσοκόμα ήταν σε μόνιμη βάση έξω
από τον θάλαμο, καθισμένη πίσω από ένα τραπέζι γεμάτο φάρμακα.
Περίμενε να δει τον πατέρα κλινήρη και τον βρήκε καθισμένο· οι άλλοι
τέσσερις του θαλάμου, τρεις άντρες μέσης ηλικίας και μια υπερήλικη,
άλλοτε μουρμούριζαν λόγια ακατάληπτα κι άλλοτε μούγκριζαν κάνοντας
αργές κινήσεις σαν να επέπλεαν σε μια θάλασσα του πόνου. Ο πατέρας τον
αναγνώρισε αμέσως, μια παράκληση το βλέμμα του. Δεν μπορούσε να πει
ότι εξεπλάγη βλέποντάς τον καθιστό, ήξερε την κράση του. Η σκηνή τού
θύμισε μιαν άλλη της οποίας δεν υπήρξε μάρτυρας, του τη διηγήθηκε όμως
λεπτομερώς ένας φίλος παιδικός του πατέρα, κορυφαίος ογκολόγος, ο
οποίος (δυστυχώς) κλήθηκε και διά της επιστήμης του να υπηρετήσει
αυτή τη φιλία, παλιά. Ήταν όταν πρωτονόσησε από καρκίνο ο πατέρας
του, πράγμα που αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες του εκείνων των
χρόνων, όπου εικονίζεται με καταβεβλημένη όψη, με ζυγωματικά
προτεταμένα, μάγουλα ρουφηγμένα, και μια έκδηλη αδυναμία στο βλέμμα.
Ένα πρωινό, επιστρέφοντας στο σπίτι από τη λαϊκή αγορά, ένιωσε
αδυναμία. Στις εξετάσεις που ακολούθησαν ο αιματοκρίτης του είχε πέσει
στα τάρταρα. Ο φίλος του ο ογκολόγος τον παρέπεμψε σ’ έναν νεαρό
χειρουργό, που μεσουρανούσε τότε. Η μητέρα, ποιος ξέρει αντλώντας από
πού τέτοια δύναμη, απέκρυψε από τον πατέρα την αλήθεια, κρίνοντας πως
από αυτή θα κινδύνευε περισσότερο απ’ ό,τι από την αρρώστια την ίδια.
Του είπε ο ογκολόγος πως την ημέρα που επρόκειτο να εγχειριστεί ο
πατέρας (τον συνόδευσε ο ίδιος ο ογκολόγος στην κλινική), λόγω φόρτου
εργασίας τον λησμόνησε – είχε, φυσικά, στο μεταξύ ενημερωθεί από τον
χειρουργό για την εγχείρηση, για τα δυσοίωνα ευρήματά της, ευρήματα τα
οποία οδήγησαν τη μητέρα στην παραχάραξη της αλήθειας. Τις προάλλες
βρήκε μες στην αποθήκη κάτι εξετάσεις του πατέρα από κείνο τον καιρό,
κι ένιωσε την αγωνία της μάνας κάθε φορά που μυστικά επικοινωνούσε
τηλεφωνικώς με τον χειρουργό προκειμένου να τον ενημερώσει για να της
πει για τα επόμενα βήματα. Κατά τις εννιά το βράδυ ο ογκολόγος πήγε
στην κλινική να δει τον πατέρα. Πλησιάζοντας στον θάλαμο, αντιλήφθηκε
μια αναστάτωση, άκουσε φωνές, ανάμεσά τους ξεχώρισε εκείνη του
πατέρα του. Μπαίνοντας, τον είδε όρθιο, να λογομαχεί με τις νοσοκόμες, να
τις βρίζει, καθώς δεν εννοούσε να καταλάβει πως δεν χρειαζόταν να πάει
στην τουαλέτα για να ουρήσει, αφού στο χειρουργείο του είχε τοποθετηθεί
καθετήρας. Ο ογκολόγος σάστισε με την αντοχή του πατέρα του, καθώς
γνώριζε τι καταπόνηση για τον οργανισμό σήμαινε η εκτεταμένη
εγχείρηση στην οποία είχε υποβληθεί. Όμοια έκπληξη είχε αισθανθεί και ο
παθολόγος στη γενέτειρα, που βλέποντας τον αιματοκρίτη του πατέρα τού
είχε πει: «Το λογικό θα ήταν να μην μπορείς να κάνεις βήμα!». Ο πατέρας
είχε οργώσει τις πεδιάδες και τα βουνά κυνηγώντας, είχε κράση, και
αντοχές, κυνηγού, υπομονή και πείσμα. Κι εκεί, στον θάλαμο της
εντατικής παρακολούθησης, κυνηγός αμετανόητος παρέμεινε, κι έχοντας
για λαγωνικό τον πόνο στράφηκε κατά του υπέρτατου θηράματος,
ομοιώνοντας το δεξί του χέρι με πιστόλι, δείχνοντάς του πού να βαρέσει.
Έπαιρνε το όπλο ο πατέρας του και με απαλές κινήσεις το έλυνε, ωραία
ηχούσαν τα μέταλλα καθώς χωρίζονταν γλιστρώντας το ένα στο άλλο.
Εκείνος ο λαγαρός ήχος του λαδιού στο μέταλλο. Αυτός μπορεί να το
άκουγε σαν τις φωνούλες, τα γελάκια ενός βρέφους που το ξεντύνουν για
να το καθαρίσουν, ενώ ο γιος, σαν το ψυχρό, το δίχως αίσθημα γέλιο του
θανάτου. Άπλωνε πρώτα ένα πανί πάνω στο κρεβάτι και εκεί τοποθετούσε
ένα ένα του όπλου τα μέλη, τα λυμένα μέλη αυτού του σκληρού βρέφους.
Κι έπειτα, ένα ένα πάλι τα έπαιρνε, με κινήσεις απαλές, ήρεμα πιάνοντάς
τα, και πάνω στους μηρούς του ακουμπώντας τα τα καθάριζε, περνώντας
τα με μαλακό πανί, κοιτώντας τα λες και μπορούσαν να νιώσουν. Δεν
ήξερε αν εκείνον τον καθάρισε ποτέ όταν ήταν βρέφος, ή αν καθόταν
κοιτώντας στο πλάι της μάνας. Κι ύστερα, σαν έδενε πάλι τα κομμάτια,
γλιστρώντας τα μέταλλα βγάναν ένα ελαφρύ κελάηδισμα σαν να ’χανε
βαστήξει μέσα τους κείνες τις μικρούλες φωνές των πουλιών όταν
ξεψυχάνε, ένα γέλιο πονεμένο κι ειρωνικό για το ψέμα της ζωής. Έκλαιγε
όταν τον καθάριζε στο νοσοκομείο, τον κοιτούσε και έκλαιγε κι ήταν τα
μάτια του βαριά απ’ την ντροπή, «τι σου κάνω, τι σου κάνω!» του έλεγε
και κοιτούσε τα δικά του, που πλημμύριζαν απ’ της υπομονής τη στέγνια
κι απ’ της αγάπης την οφειλή. Κι ήταν τα πόδια του μετά καθαρά και
λαμπερά όπως δυο κάννες. Το όπλο το αγόρασε τελευταία, σαν παιδί που
έρχεται σε βαριά ηλικία. Πρόκειται πράγματι για κομψοτέχνημα. Ήξερε,
θα ’λεγες, τα χέρια του καλύτερα από κάθε άλλον, ίσως ακόμη κι απ’ τη
μάνα του, γιατί κει, στης μάνας του τα χέρια, μπλέκονταν τρυφεράδα και
σκληρότητα. Βαστάει πάνω του αυτά που χάθηκαν για πάντα, τα δικά του
αποτυπώματα. Στις λεπτοδουλεμένες σαν πουλιών ράμφη σκανδάλες.
Σκεφτόταν πως ήταν το μοναδικό πράγμα που έμεινε από κείνον. Αυτό που
είναι η μνήμη, δηλαδή η περασμένη ζωή, πρέπει να εξαχθεί από κάτι που
επινοήθηκε για την αφαίρεσή της, ίσως γι’ αυτό της μνήμης το μίλημα
μοιάζει με λυπητερό τραγούδι. Τώρα κοιμάται μέσα στη θήκη του.
Κοιμάται ή είναι νεκρό; Βάδισε μαζί του μέσα σε τόσα τοπία, πάνω σ’
αυτή που το γέννησε, μέταλλο και ξύλο βγαλμένα απ’ τα σωθικά της.
Δείχνουν σαν αγκαλιασμένα, το ένα μαλακώνει του άλλου τη σκληρότητα,
σαν θηλυκό που δέχεται με υπομονή και μ’ απόλαυση του αρσενικού την
αγριάδα. Δουλεύτηκαν χωριστά, για να γίνουν ζευγάρι, ποιο φτιάχτηκε
πρώτο δεν ξέρεις να πεις κοιτώντας τα, θαρρείς πως ήταν μαζί από πάντα
κοντάκι και κάννη, κι η μαύρη του θανάτου λάμψη στα δυο βαθιά μάτια,
που στον βυθό τους φωλιάζουν τα σπόρια του, που μες στην κάψα φέρνουν
την πάχνη στα μάτια του πουλιού.
Απ’ όλα τα εδέσματα που φρόντιζε να τους παρέχει διά του κυνηγιού ο
πατέρας περισσότερο τα καημένα τα ορτυκάκια θυμόταν με σπαραγμό.
Από κείνη την αρμαθιά δερμάτινες θηλιές στο ζωνάρι του κρεμασμένα,
τσαμπιά απ’ τον τρύγο του θανάτου κομμένα, μ’ εκείνη τη θλίψη του
ύπνου του αξύπνητου στην τοσοδούλα όψη τους, στον ύπνο τους τον
αξύπνητο θα ’λεγες μέσα ιδρωμένα, από την πρωινή δροσιά νοτισμένα, στο
κλάμα τους λες πνιγμένα. Και δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι έβρισκαν
στο κρέας τους, όχι πως δεν ήταν νόστιμα, αλλά έτσι λιανά πόσα έπρεπε
να φας για να χορτάσεις, γιατί σαν έμεναν γυμνά θύμιζαν σπουργίτια και
πολλές φορές φαίνονταν τα σκάγια μόλις κάτω απ’ την πέτσα τους, που
έμοιαζε σαν απ’ το ρίγος του θανάτου σηκωμένη, όλο βουναλάκια απ’ του
ξεπουπουλιάσματος τη βιαιότητα, μπιλάκια μολυβένια απ’ το ατέλειωτο
μολύβι της ανθρώπινης καρδιάς. Καμιά φορά, όταν δεν τα καταπίνανε, τα
δαγκώνανε και τα παίζανε ανάμεσα στα δόντια, ή στη γλώσσα, νιώθοντας
το ελαφρύ μούδιασμα. Τα αυγά τους μοιάζουν με χάρτη, κοιτώντας τα
θαρρείς πως είναι η γη ή πως αποτυπώθηκαν επάνω τους τα αποδημητικά
ταξίδια, σοφία που διαποτίζει το τσόφλι, των τόπων όπου αεροσεργιάνισαν
οι λιλιπούτειοι αυτοί φασιανοί. Γιατί σ’ αυτή την οικογένεια ανήκουν, δεν
διαφέρουν μόνο στο μέγεθος, αλλά και στο χρώμα, πλουμιστοί οι
μεγαλόσωμοι συγγενείς τους, καφέ ριγωτό αυτά, για να κρύβονται μες στις
φυλλωσιές, στα σπαρτά. Γι’ αυτό προτιμούν να περπατούν, όμως κάλυψη
για τη μυρωδιά τους δεν υπάρχει. Εκείνα της υγρασίας τα ίχνη θα
προέρχονταν απ’ τα σάλια του σκυλιού, λύσσα ξεραμένη, καθώς έφερνε
στον πατέρα του το άψυχο κορμάκι, κρεμασμένο θα ’λεγες απ’ το
χωμάτινο κορδόνι που ένωνε του πατέρα και του σκυλιού τα βλέμματα. Μ’
εκείνο το λευκό τους φρύδι πάνω απ’ το μάτι που ’χανε σιγά σιγά τη
γυαλάδα του, σαν να τ’ αραίωνε το δάκρυ του Θεού. Τότε, τις λιγοστές
φορές που το είδε, την καρδιά του σαν να δάγκωνε, βλέποντας το
εύθραυστο κορμάκι πιασμένο ανάμεσα στους μυτερούς κυνόδοντες.
Θυμάται τον πατέρα να σκοτώνει ένα, σ’ ένα χωράφι στάχυα θερισμένα.
Τινάχτηκε τρομαγμένο μέσα από το χρυσάφι, λες και σκοτείνιασε ξαφνικά
το φως, πέρα δώθε πηγαίνοντας τυφλό. Κάθε φορά που σήκωνε τα χέρια ο
πατέρας, σκότωνε κι ένα κομμάτι του ουρανού.
Ο πατέρας πέθανε στο ίδιο δωμάτιο που πέθανε κι η μάνα του, θαρρείς
για να μπορέσει να την ξαναβρεί, όταν σφράγισε το στόμα κοιτούσε έξω
περίλυπος, σαν να ’βλεπε τον εαυτό του σε μια φωτογραφία ζωντανό. Η
αδερφή του πέθανε στον κάτω όροφο, το επέβαλλε, θαρρείς, η
κοινωνικότητά της, να πεθάνει δηλαδή στο σαλόνι, όχι σε κρεβάτι, στον
καναπέ, ήταν όμως και που δεν μπορούσε ν’ ανέβει την εσωτερική σκάλα
πια. Ο πατέρας δεν άφησε το χέρι της όλη νύχτα, ενόσω εκείνη καλούσε
τη μάνα. Στον κήπο του απέναντι σπιτιού ένα αναρριχητικό έχει ζώσει ένα
ψηλό έλατο κι ανηφορίζουν πια μαζί, να κρύψουν τον άχαρο πλαϊνό τοίχο
μιας ψηλής οικοδομής. Είναι ψηλό το έλατο, όσο η μάνα του πεθαμένη,
γιατί, ρωτώντας τον γείτονα πότε το φύτεψε, του είπε τη χρονιά που
συγχωρέθηκε η μάνα. Είναι τριάντα χρονών το δέντρο και γίνεται, λέει,
ψηλό όσα χρόνια έζησε η αδερφή του, τριάντα πέντε δηλαδή – όλα είναι
αριθμητική: αφαιρέσεις. Την άνοιξη το έλατο μοιάζει με δέντρο
χριστουγεννιάτικο, στολισμένη η μάνα, έτσι πως τη ζώνει ο πατέρας
ανάβοντας εκείνα τα άνθη του τα πορτοκαλιά που θυμίζουν ανατολή – είδε
τέτοιες πάμπολλες ο πατέρας κυνηγώντας σε κάμπους και βουνά. Κι η
μάνα σαν το έλατο πάντα αειθαλής στο κέφι της, διψασμένη για ζωή
χειμώνα καλοκαίρι χλωρή. Είπαν ότι έσκασε η καρδιά της, κουκουνάρι η
καρδιά της και σκάζοντας βγήκε αυτό το έλατο, η πράσινη κρυφή της
θλίψη για την παλιά αρρώστια του πατέρα, που για να μην τον συντρίψει
του την κράτησε κρυφή, σαράκι που της έσκαψε την καρδιά. Κι η ψυχή
του πατέρα πετώντας μέσα από το κλουβί των σπλάχνων του, πουλί που
έβλεπε τα άλλα μια ζωή να γκρεμίζονται, σε κάμπους και αγρούς, σε
ρεματιές και σ’ όρη, βαστώντας στο ράμφος σκάγι στο χώμα το άφησε να
πέσει. Κι η αδερφή του, ανάμεσά τους, αναρριχητικό, όπως το βράδυ που
πέθανε, ο ορός θαρρείς κρεμασμένος απ’ τον ουρανό ν’ ανέβει η αδερφή του,
το βράδυ που ο πατέρας το χέρι της έπιανε ενώ εκείνη καλούσε συνεχώς
τη μάνα στου φόβου την κοιλάδα πλάι της να βαδίσει, μην είναι μόνη,
ανάμεσά τους, στις ρίζες τους τις πλεγμένες, στα κλαριά τους ανάμεσα,
χώμα κι ουρανός. Είπανε έσπασε η καρδιά της μάνας, χύθηκε μέσα της το
αίμα, μπλάβο, μελάνι για να γράφει αυτός θαρρείς.
Λίγο καιρό πριν πεθάνει ο πατέρας, ανεβήκανε στο πλυσταριό, εκεί ήταν
οι μπότες του για το κυνήγι, όρθιες πλάι στο παράθυρο που βγάζει στη
σκεπή. Με το ένα πόδι στα κεραμίδια, κοιτώντας τες του είπε: «Εσύ τι
λες ότι θα φορέσω φέτος, μπότες ή κάσα;». Τι του βάλανε κουστούμι του
πατέρα, τι δεν τον ντύσανε κυνηγό, με τις μπότες του και το όπλο του το
καλό, να πήγαινε κει κάτω, να βρει τα πεθαμένα του σκυλιά, να
κυνηγήσουνε πουλιά στους μαύρους κάμπους, στα βουνά του κάτω
κόσμου; έλεγε από μέσα του. Γιατί μαύροι θα ’ναι κει κάτω οι κάμποι και
μαύρα τα βουνά. Σαν έβλεπε τα καμένα ο πατέρας του, έβριζε τους
αγρότες, που ’καιγαν τα σπαρτά, τάχα ότι έτσι δυναμώνει η γη, και για να
ευκολύνουνε το όργωμα. Απέφευγαν τα πουλιά τα καμένα, γι’ αυτό ο
πατέρας τούς έβριζε. Όμως αυτόν τον μάγευε το θέαμα, ειδικά νύχτα άμα
γυρνούσανε από ταξίδι κι έλεγες πως έβρεξε φωτιά, τα χωράφια ζωσμένα
λες από πύρινο ποτάμι. Θυμάται που πηγαίνανε στη Σαλονίκη μια φορά κι
αναγκαστήκανε ν’ ακολουθήσουνε έναν παρακαμπτήριο δρόμο, που ένα
κομμάτι του περνούσε πλάι από ένα στρατόπεδο. Κοιτώντας ο πατέρας
την υπερυψωμένη σκοπιά, αφαιρέθηκε, και βγήκανε στα χώματα·
αλλάζοντας οι ρόδες σκοπό, βγήκε απ’ τον βύθο ο πατέρας κι άρχισε να
φρενάρει, κοκάλωσε λίγα μέτρα απ’ τα σπαρτά. Στάθηκε έπειτα και τα
κοίταζε, με τα χέρια στο τιμόνι, σαν να τον βαστούσε αυτό στον πάνω
κόσμο. Λαστιχένιες είναι οι μπότες του πατέρα και πράσινες, ως το γόνατο
ψηλές κι έχουν στο χείλος τους δίδυμες θηλιές. Κάθονται τώρα στο
κλιμακοστάσιο, στα σκοτάδια – αναρωτιέται αν νιώθουν τίποτα, αν
θυμούνται. Τη νύχτα, αφουγκράζονται –όρθιες οι θηλιές σαν αυτιά–,
μοιάζουν σκιαγμένοι λαγοί. Πήγε και ψώνισε μόνος του τα τελευταία του
ρούχα ο πατέρας. Και για την κηδεία του είπε να μην ξοδευτεί, ένα φέρετρο
φτηνό και σαράντα μόνο να του δώσει και τόσο να κάψει το καντήλι, κι όχι
πλάκα στον τάφο, μόνο ένα φιλέτο γύρω γύρω και μέσα χαλικάκι λευκό,
πλάκα τουφεκισμένη.
Ήθελε γιο για πρώτο παιδί ο πατέρας εξομολογείται η μητέρα του σε ένα
από τα ημερολόγιά της, ενώ εκείνη, κορίτσι. Η πραγματική αγάπη
μαθαίνεται μέσα στην απώλεια, καθότι ανέλπιδη, χωρίς αντάλλαγμα, σαν
έρωτας για μια σκιά, είναι αυτή η αγάπη που απλώνει με τον χρόνο,
απλώνει σαν χώμα, σαν γη, που θα σε σκεπάσει. Ο θάνατος του εξ αίματος
συγγενή είναι σαν μια ατομική έκρηξη, περιοχές μέσα σου ερημώνουν, ό,τι
υπήρχε εκεί πέθανε και τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί, το νερό που
τρέχει πάνω σου εκεί μέσα ποτέ δεν θα εισχωρήσει, ο πεθαμένος, στοιχείο
ραδιενεργό, έχει χρόνο ημίσειας ζωής που υπερβαίνει κατά πολύ τη δική
σου, σε πεθαίνει πριν σβήσει, είναι μη ιάσιμος καρκίνος ο πεθαμένος, ο
καρκίνος της μνήμης. Αυτά σκεφτόταν και αντιλαμβανόταν τον εαυτό του
με όρους κλιματολογικούς και γεωγραφικούς. Μια έρημος ήταν εν μέρει
που η άμμος της χώνευε ανωφέλευτα το κλάμα του. Έτσι αισθανόταν.
Όταν έμπαινε να κάνει μπάνιο εκεί, σκεφτόταν πως το νερό ποτέ δεν θα
μπορούσε να φτάσει, τίποτα δεν θα μπορούσε να τον απαλλάξει από τη
στειρότητα αυτή.
Οι ήλιοι των παιδικών χρόνων, σβηστοί πια, τότε που έλαμπαν σαν
ηλιαχτίδες οι πευκοβελόνες, και κάτω από το χώμα το νερό που άκουγες,
εκεί, στο παλιό υδραγωγείο, ξερό πια, κάτω από τη δεξαμενή, με τα
φουγάρα εξαερισμού απ’ όπου τον χειμώνα έβγαινε το χνώτο του νερού σαν
χνώτα των πεθαμένων· πώς χώρεσαν τόσα εκείνοι οι τόποι, και τα ρολόγια
τόση αιωνιότητα πώς βάστηξαν, όταν οι δείχτες τους ζυγώνανε στην έξοδο
φυτρώνανε στα πόδια του φτερά, κι η σκάλα έξω από το σπίτι οδηγούσε
στον ουρανό· ωστόσο η σκοτεινιά ολοένα κι αφεύγατα τους ζύγωνε, σε μια
αυλή πήρανε την ιδέα της, όλο ψηλά ξερόχορτα και μια μορφή χλωμή να
πηγαινόρχεται μέσα τους, μάσκα η όψη της, πασαλειμμένη μια κρέμα
λευκή, σαν πηλός σκασμένος, ποτέ δεν τους κοίταζε, λες και δεν υπήρχανε
τότε, δίχως τα βάσανά τους. Άρρωστος μια νύχτα θυμόταν, καιγόταν, η
μάνα στιγμή δεν τον άφηνε, βουτούσε ένα πανί σε μια λεκάνη και τον
δρόσιζε. Η αγάπη σαν ένας κήπος μυστικός τούς έκλεινε. Βήματα βαριά
ακούστηκαν στη σκάλα. Το χέρι της μητέρας λύθηκε απ’ τον καρπό του.
Τα βήματα επιτακτικά, σαν διαταγή. Η μάνα σηκώθηκε και τα
ακολούθησε, ένωσε τα βήματά της μ’ εκείνου, τα άκουσε να χάνονται στο
βάθος του διαδρόμου που βγάζει στην κρεβατοκάμαρα: μελλοντικοί
αρχαιολόγοι θ’ ανακαλύψουν τα ίχνη τους στο ξεραμένο δέλτα της ψυχής
του. Θυμόταν τα καλοκαίρια, που ήταν όλη μέρα έξω και το βράδυ που τον
έπλενε η μάνα κι η μέρα κυλούσε μαύρο ρυάκι στην μπανιέρα, θυμόταν ένα
καυτό καλοκαίρι, που αναζητήσανε δροσιά στην είσοδο μιας
πολυκατοικίας. Ήταν χτισμένη απέναντι από ένα διώροφο νεοκλασικό·
στον κήπο του μια καϊσιά. Κοιτούσανε τα ζουμερά, που ’φεγγαν σαν
λαμπιόνια καΐσια, γυροφέρνοντας στο στόμα τους την ανάμνηση γλύκας
μεθυστικής. Στο σπίτι εκείνο έμενε ένας άντρας ψηλός και ξερακιανός, δεν
χαμογελούσε ποτέ. Από τη χαύνωση τους έβγαλε το τρίξιμο ενός
παραθύρου στον δεύτερο όροφο κι είδανε τον άντρα να εμφανίζεται, γυμνός
από τη μέση και πάνω, μια να κοιτά δεξιά, μια αριστερά –αυτούς δεν τους
είδε–, κι έπειτα να δένει κόμπο κάτι που κρατούσε, και να το πετά· όμως
σκάλωσε τούτο σ’ ένα κλαρί, κι αιωρήθηκε για λίγο, κι έμεινε κει να
κρέμεται σαν παράδοξος καρπός. Εκείνος δεν έδωσε σημασία κι έκλεισε
πάλι το παράθυρο. Ήταν ένα διαφανές και μακρόστενο σακούλι, που η μια
του άκρη έδειχνε ανοιχτή, όμως ο κόμπος κάπου στη μέση του δεν άφηνε
να κυλήσει έξω ένα υγρό πηχτό, που γέμιζε την άλλη του άκρη· εκεί, μέσα
σε μια θηλή, ήταν ένα υγρό γαλακτώδες και παχύρρευστο σαν άπηχτο
μαργαριτάρι. Αυτοί δεν ξέρανε τι ήτανε: ζωή ξοδεμένη, που μάταια για λίγο
θα πάλευε ώσπου να τελειώσει μέσα στη λαστιχένια της ειρκτή. Και
καθώς περάσανε τα χρόνια, στη μνήμη του μέσα σμίξαν κείνες οι δύο
σκηνές, οι αυλές τους· σκέψη πικρή και συνάμα λυτρωτική τον
πλημμύριζε: μέσα κει, έλεγε, στο λαστιχένιο το σακούλι, από μιας αρχής
να είχανε κλειστεί οι παιδικοί οι φίλοι, κι αδελφωμένοι να χανόντουσαν. Κι
εκείνη η λευκή μορφή, που στον κήπο πήγαινε κι ερχόταν, μ’ άλλη
έμπλεκε, μ’ εκείνη τη θαμπή πίσω απ’ της λάβρας της την αχλή καθώς
τον ουράνιο δρόμο της τραβούσε, μορφή τυφλωτική, που όποτε ξεχασμένοι
απ’ τη δίψα της αιωνιότητας την κοιτούσανε, μια άλλη, δίδυμη, σκοτεινή,
πίσω απ’ τα μάτια τους, κάτω απ’ τον θόλο του μυαλού τους γραφόταν.
Ανάμεσα στους δυο αυτούς θανάτους, της αδερφής και του πατέρα του,
γεννήθηκε ο γιος του, το σωσίβιο που του πέταξε η ζωή. Και έβαλε
στοίχημα με τον εαυτό του πως ως ο γιος του να πάει στο σχολείο, αυτός
έπρεπε να γράψει το πρώτο του βιβλίο, ως δώρο στον γιο του που, όταν
γεννιόταν, τον φαντάστηκε να ανεβαίνει από βαθιά, μέσα σε έναν ωκεανό
αμνιακό υγρό, να ανεβαίνει προς το φως, με τις ευλογίες των πεθαμένων,
κει κάτω κι αυτοί, μετέωροι, να τον αγγίζουν, να τον κατευοδώνουν να βγει
στη ζωή. Κι έγραψε δύο βιβλία. Κι όταν έβγαλε και το τρίτο, αρρώστησε
κι αυτός. Αλλά, όταν σκεφτόταν πως μπορεί να πέθαινε, αισθανόταν
γεμάτος και το μόνο που τον ένοιαζε αν θα έφευγε ήταν τα παιδιά του.
Γιατί στο μεταξύ είχε γεννηθεί και το δεύτερό του παιδί. Όμως σκέφτηκε
τον εαυτό του όταν πέθανε η μάνα του. Και πώς επιβίωσε τότε. Την
Ολυμπία που ήρθε να τον βρει, να του σταθεί. Και την ευχαρίστησε μέσα
του. Κανείς δεν έμενε μόνος στη ζωή, κάποιος θα ’ρχόταν να του
παρασταθεί, σαν η μνήμη του ζωντανού τον πεθαμένο μες στην αφεύγατή
του μονιά. Αν πέθαινε, τα παιδιά θα μεγάλωναν, όπως μεγάλωσε κι
εκείνος, όπως μεγάλωναν και της αδερφής του τα παιδιά, μ’ έναν καημό
αλλά θα μεγάλωναν. Τότε είδε εκείνο το όνειρο που ίσως φανέρωνε ότι δεν
φοβόταν τον θάνατο, αλλά μπορεί να ήταν κι ένα προμήνυμα ότι θα ζήσει.
Είδε ότι ήταν πεσμένος στα τέσσερα, σαν μωρό μπουσουλούσε στο σοκάκι
ενός άγνωστου χωριού, θα πρέπει να ήταν ορεινό, χωριό πετρόχτιστο, γιατί
ένιωθε την παγερή ανάσα, το κοφτερό κρύο των κορφών που το κύκλωναν.
Αισθανόταν πως ήταν το ταπεινότερο ζωντανό, το πιο καλόβολο και το πιο
καρτερικό, κι ότι οι φίλοι του, που τον οδηγούσαν άγνωστο πού, σαδιστές
αγωγιάτες μιλούσαν υποτιμητικά γι’ αυτόν, τα λόγια τους πονούσαν κι απ’
τους πιο δυνατούς ραβδισμούς που θα μπορούσε να δεχτεί το ραχοκόκαλό
του περισσότερο. Είχε χιονίσει, αλλά το χιόνι έλιωνε, τα γόνατα κι οι
παλάμες του ήταν παγωμένα, κι άκουγε τα νερά να τρέχουν απ’ τις
αστραχιές, να κάνουν ρυάκια μες στο μισολιωμένο χιόνι σαν φλέβες
διάφανες, οι παλάμες και τα γόνατά του παγωμένα. Το σοκάκι ήταν τόσο
στενό που δεν χωρούσαν να περπατήσουν δυο άνθρωποι ο ένας στον άλλο
πλάι και τα σπίτια τόσο χαμηλά, στο ύψος ανθρώπου. Αχνό φως φώτιζε το
δρομάκι, έβγαινε κι απ’ το χιόνι το φως, ίσως κι από φεγγάρι, ή έσβησε
καθώς το δικό του φως ήταν το χιόνι, που έπεσε κάτω στη γη, και τα
σπίτια έμοιαζαν ακατοίκητα, αν και ένιωθε πως μες στο σκοτάδι τους
αδηφάγα μάτια και χαμογελαστά στόματα απολάμβαναν το μαρτύριό του
κρυμμένα πίσω από κεντημένα με το βελονάκι κουρτινάκια. Το μαρτύριό
του βαρύ, δεν θα ’χε τέλος, σκεφτόταν, πονούσε στην καρδιά, όμως η
αγωνία του κόπηκε απότομα, όπως στα όνειρα, και μεταφέρθηκε σε μια
βραχώδη πλαγιά, από πέτρωμα λευκό, επίπεδο και γεμάτο ρήγματα, όσο
φτάνει το μάτι πέτρα λευκή, θα είναι ασβεστόλιθος σκέφτηκε, όμως και
μάρμαρο μπορεί, σαν ένας γιγάντιος πέτρινος τύμβος. Αυτός κάπου στη
μέση της πλαγιάς. Μια κίνηση άρχιζε να γίνεται ορατή, χαμηλά, στου
λόφου το αρχίνημα, μια μικρή ομάδα από τετράποδα, που μήτε γρήγορα,
μήτε αργά ανεβαίναν, ήταν έξι αν μετρούσε σωστά, ένα στη μέση και τα
άλλα πλάι του και πίσω του, σαν να το συνοδεύανε, αισθητά μεγαλύτερο
από κείνα, ξεχώριζε κι από τόσο μακριά. Όσο πλησίαζαν, καταλάβαινε πως
ήταν λύκοι, όμως φόβο δεν ένιωθε, θαρρείς κι ήταν κάτι που το επιθυμούσε,
μαζί τους να συναντηθεί. Κάτι σαν λύτρωση. Ήταν λευκός αυτός ο
μεγάλος, αγέρωχος, προπορευόταν, η δύναμή του σαν δίχτυ παρέσερνε
τους άλλους. Πλησίαζαν: ανυπομονούσε. Όταν κατέφτασαν, οι άλλοι, που
ήταν γκρίζοι, αφού κάναν κινήσεις κυκλωτικές, κοκάλωσαν γύρω του, ενώ
αυτός κι ο λευκός κοιτιόντουσαν. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια κι άνοιξε τα
μπροστινά σαν χέρια, σαν για να τον αγκαλιάσει, έβλεπε το πυκνό τρίχωμα
της κοιλιάς του, πυκνό και λευκό, κύματα λευκά παγωμένα, λευκό σαν το
φως του φεγγαριού, κι όλο κοκκινωπά χωρίσματα ανάμεσα στις τρίχες,
υπέθετε ότι ήταν η σάρκα, νόμιζε ότι άκουγε το αίμα να βουίζει κει μέσα, ο
αχός του μπλεκόταν με των άλλων τις ανάσες, που του ζέσταιναν τη
ράχη, τον σβέρκο, ενώ άκουγε τα σάλια τους να κυλούν στα δόντια τους,
τον αέρα να σφυρίζει καθώς τα έγλυφε, καθώς τα δόντια τους τρόχιζε, κι
επιθυμούσε στη σάρκα του, στο αίμα του να βυθιστούν, με κοχλασμό μέσα
του την παγωμάρα τους να σβήσουν.
«Το στόμα μου: τόπος των νεκρών» έγραψε. «Το δυσβάστακτο βάρος
ενός μονοσήμαντου μέλλοντος, εννοώντας πέρα από το ανάλλαχτο της
απώλειας των δικών του, και το πλήρους αγωνίας μέλλον της δικής του
ζωής, κι όμως την άλλη στιγμή μπορεί να είναι εκείνη η φωτεινή
πορτοκαλιά μπάλα του γιου του αφημένη προσωρινά επάνω στο γυάλινο
τραπέζι, εκείνο το χρωματιστό φως. Και την παράλλη, ψήγμα αυτού του
σκοτεινού μέλλοντος όπως άμμος θα σκεπάζει τη ζοφερή στιγμή που σε
βυθίζει στη μελαγχολία, ένα ψήγμα που με τον ήλιο ιριδίζει, μέσα στο
δωμάτιο του παιδιού. Μέσα στην κλεψύδρα ο χρόνος γίνεται το πειθήνιο
ζώο του τσίρκου, ίσως επειδή οι παύσεις του υπακούν στην ανθρώπινη
θέληση και βούληση. Ισοδυναμεί ο σταματημένος χρόνος με τη
διαλείπουσα σκέψη μας; Κι ο βρυχηθμός του χρόνου πνιγμένος πίσω από
το χοντρό γυαλί, πίσω από την ονειρική σκέψη. Ένα εξημερωμένο θηρίο
που του ’χουν πάρει τη φωνή, άφησαν όμως άθικτα τα νύχια του, να γιατί
είναι από άμμο. Κι ένιωθε το στήθος του σαν το φρυγμένο χώμα ενός
παραμελημένου τάφου που από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να καταπέσει.
Και σπούδαζε με δέος το αβυσσαλέο βάθος του αναστεναγμού, που ’γινε
πια μόνο η ανάσα».
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι όταν ο ύπνος τον παρέσυρε σαν ακίνδυνο κύμα,
σκεφτόταν ότι η αθανασία είναι ένα χαμόγελο που ξεπέρασε το δέρμα, ένας
γιος που ξεπέρασε τον πατέρα, ή μια στιγμή που αντιλαμβάνεσαι τι είναι το
φως. Στην πρωινή ησυχία, κάθε που ένα ρόδι έσκαγε στο τσιμέντο στον
απέναντι κήπο σκιαζόταν. Κοιτώντας πάλευε να διακρίνει το σχήμα τους
στο σώμα της ροδιάς, τις φλόγες μες στα καταπράσινα φύλλα. Μαύρα,
στεγνά και φρυγμένα, όμως γεμάτα μέσα τους ζωή. Το πέσιμό του του
έφερε στον νου το πέσιμο ενός αστεριού, σαν λίπασμα νέων κόσμων μέσα
στο σύμπαν, το πέσιμο των δικών του μέσα στη γη. Όπως ενός παιδιού το
παιχνίδι σ’ ένα δωμάτιο, στον κόσμο.
6

Ο καρκίνος, ένας φλεγόμενος κομήτης που κουβαλάει όλη τη θλίψη, όλη


τη θλίψη απ’ την αρχή του κόσμου, έχει την όψη του Κάιν θαρρείς και του
διαβόλου την ουρά. Όμως γι’ αυτόν, που δεν του άρεσε να δαιμονοποιεί την
αρρώστια, γιατί ήταν δικιά του, γιατί ήταν της οικογένειάς του αρρώστια
ενδημική, την αγάπησε την αρρώστια του, γιατί, αν τη μισούσε, θα ’ταν
σαν να μισούσε τον πατέρα του, σαν να απαρνιόταν την αδερφή. Αλλά κι
ότι τον καταδίκασαν σε θάνατο ένιωσε, σαν τιμωρία δίχως έγκλημα
ακούστηκε, ή για το αμάρτημα το… προπατορικό. Ακούγοντας τον
γαστρεντερολόγο να του μιλά, έτσι αυτοσχεδίαζε μέσα του: Τρία εκατοστά
περίσσιας σάρκας κάπου μες στο σώμα σου, που αρχίζουν να μιμούνται
άναρχα την ανάπτυξη που είναι η ζωή, κι ο φόβος σαν πυροβολισμός και
σκορπάνε οι λέξεις, κι ο φόβος χίλιες εικόνες του άφατου, κι ο ύπνος γίνεται
θήραμα που σε εμπαίζει, σε χώρο όσο μια κυλισιά του σώματος και να μην
μπορείς να τον στριμώξεις και πάνω απ’ όλα η αγωνία όλες τις στιγμές και
πόσο εύκολα ξύνεται το φως για να δεις του σκοταδιού το σαρδόνιο
χαμόγελο, κι εσύ όπως κούτσουρο που κατεβάζει ορμητικού νερού ρεύμα,
για μια στιγμή στέκεσαι, σκαλώνεις στην όχθη, ας πιάσω το νήμα λες, και
σε βγάζει σ’ ουρανό που κοιλοπονάει βροχή κι απάνω σε μια κεραία
τηλεόρασης σαν ιστός με τη σημαία πια ολότελα φαγωμένη ένα κοράκι
ξεκουράζεται, κοιτά δεξιά κι αριστερά, κι εσύ μ’ όλη την αγωνία αρθρώνεις
ερώτηση: «Κοράκι, πες μου τι ξέρεις» – κι εκείνο, μην κοιτώντας σε και
τινάζοντας κάθε λίγο τα φτερά σαν ο χρόνος να ξεψυχά, απαντά: «Ξέρω να
πετώ». Θυμήθηκε τον μαντρότοιχο του νεοκλασικού, είχαν κυλήσει από
τότε χρόνια πολλά, δεν αισθανόταν τα φτερά του πια δυνατά, έπρεπε
μολαταύτα να πετάξει.
Με τον καρκίνο είσαι το ποσοστό μιας στατιστικής, δεν είναι απολύτως
σίγουρο ούτε το πότε ούτε το αν θα εκτελεστείς· μήτε και το αν η σιωπηλή
σου προσευχή για χάρη θα εισακουστεί είναι σίγουρο, αν δηλαδή η ελπίδα,
μια λάμψη αχνή, πάνω απ’ το κεφάλι σου, είναι ήλιος ή αναγραμματισμένη
ελπίδα, δηλαδή της λαιμητόμου λεπίδα. Κι ο θάνατος, σαν τον χρόνο,
μικρό παιδί είναι, που κάνει λάθη στην αριθμητική, κάποιοι γλιτώνουν,
υπάρχουν και οι αστάθμητοι παράγοντες, τύχη, τύχη, τύχη, και φυσικά,
γνώση, γνώση, γνώση, επιστημονική. Δεν μπορούσε να πει ότι ένιωσε
έκπληξη όταν του το ανακοίνωσε ο γιατρός, κοιτώντας στην οθόνη,
μεγεθυμένο, τον επίπεδο πολύποδα που είχε εξαλλαχθεί – ένας
απωθημένος εφιάλτης αναδύθηκε στο συνειδητό, ένας ύφαλος στον οποίο
προσέκρουσε το κορμί. Τον είχε προειδοποιήσει αυτό, κι όχι μόνο διά του
αίματος. Είχε ξυπνήσει ένα πρωί τρομαγμένος έως θανάτου κι έψαυσε την
κοιλιά του να δει αν το βότσαλο που είδε πως φώλιαζε μέσα του υπήρχε
πραγματικά. Ανακουφίστηκε ψαύοντας τη μαλακή κοιλιά. Το τρομακτικό
είναι ότι ο ένας από τους δυο όγκους ήταν περίπου κει που έβλεπε το
βότσαλο στο όνειρο. Και βέβαια ήταν κακάσχημος ο πολύποδας, το
βότσαλο όμορφο, όμως σκληρός σαν κι αυτό, φαντάσου μια πέτρα σαν
βεντούζα στο σπλάχνο, σκέψου και τη λευκότητα του βότσαλου, ένα
λειασμένο θραύσμα απ’ την τουφεκισμένη ταφόπλακα του πατέρα του.
Από τόσους και τόσους θανάτους προειδοποιημένος, υποψιασμένος,
μολαταύτα έκλεισε τα μάτια στα συμπτώματα. Βαυκαλιζόταν
αποδίδοντας το αίμα σε αιτία καθησυχαστική. Και σκεφτόταν μην η
αρρώστια του ήταν η τιμωρία για την οίησή του στην αίθουσα αναμονής
του γαστρεντερολόγου, όταν, βλέποντας μια γυναίκα αναιμική, κορόιδεψε
από μέσα του την ασχετοσύνη της. Όμως αυτός, που ήξερε, που ήταν
υποψιασμένος, γιατί την πάτησε; Ο φόβος, αλλά κι ένα υπόρρητο αίσθημα
ότι ο θάνατος ήταν ο μεσάζων που θα τον ένωνε με τους δικούς του τον
κράτησαν μακριά από τη διάγνωση για καιρό. Η απώθησή του επίσης, για
την ασθένεια που σκότωσε την αδερφή του και τον πατέρα του. Μια
ανόητη ελπίδα στηριγμένη στη στατιστική, πόσο δηλαδή πιθανό ήταν να
αρρωστήσουν οι τρεις στους τρεις. Έφερε την ενοχή αυτού που συνεχίζει να
ζει ενώ οι δικοί του έχουν πεθάνει. Αργότερα θα ερχόντουσαν και οι σκέψεις
αυτοκτονίας, ως απότοκο αυτής της νοσηρής συμπάθειας, της
αυτοκαταστροφικής αγάπης. Κατά βάθος ένιωθε ότι δεν έπρεπε να ζει.
Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς, δεν απέφυγε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση,
την προληπτική εξέταση. Ο γιατρός του πατέρα του τους είχε πει
επιτακτικά πως κι αυτός κι η αδερφή του έπρεπε να εξεταστούν. Πήγε
λοιπόν και έκανε μια ενδοσκόπηση παχέος εντέρου, αυτό το όργανο-
ταμπού της οικογένειας, ντροπιαστικό θαρρείς οικόσημο. Λόγω του ότι
έκανε την εξέταση με μέθη κι όχι με νάρκωση, πόνεσε πολύ, κι η γιατρός,
όπως του είπε, τη σταμάτησε, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να δει τα
τελευταία είκοσι εκατοστά του οργάνου. Από την εξέταση αυτή είχαν
περάσει κοντά πέντε χρόνια όταν άρχισε να αιμορραγεί. Ένιωθε επίσης το
έντερό του σαν να κρεμόταν στον αέρα, την κοιλιά του μόνιμα πρησμένη,
μια τρικυμία μέσα της, όπως ο πατέρας επανειλημμένα είχε πει.
Χαριτολογώντας, έλεγε πως κατέστη απολύτως βέβαιος πια, όχι πως είχε
καμιά αμφιβολία, για να μην παρεξηγηθεί, ότι ήταν γιος του πατέρα του.
Το στοιχείο του κωμικού από την αρχή το ένιωσε, σαν τους ταλαίπωρους
ήρωες του κινηματογράφου, που, ενώ η μοίρα τούς χτυπά αλύπητα, εκείνοι
την υπομένουν με καρτερία, με στωικότητα, με απάθεια θα έλεγες (σαν να
πιστεύουν μέσα τους βαθιά πως δεν τους άξιζε τίποτα καλύτερο). Στιγμή
δεν σκέφτηκε γιατί να συμβεί σ’ εκείνον ο Αλέκος· «αν όχι σ’ εμένα, σε
ποιον;» έλεγε. Κι ετοιμάστηκε με την ευλάβεια πιστού, με την πειθαρχία
στρατιώτη και κρατούμενου υποδειγματικού ν’ ακολουθήσει τις επιταγές
της επιστήμης. Πόνος δολοφόνος μετά την εγχείρηση, έκανε όσο μπόρεσε
υπομονή και σηκώθηκε, βγήκε στον διάδρομο και πήγε στη στάση των
νοσοκόμων. Έβλεπε μες στους θαλάμους τους ασθενείς να κοιτούν με
απλανές βλέμμα το ταβάνι, τα μάτια τέρμα ανοιχτά, σαν πεθαμένοι, σαν
βυθισμένοι σε νάρκη, μάντευες από πάνω αόρατη αχλή, όπως εκείνη που
κρέμεται πάνω από βάλτους κι από έλη, ή σαν τη σκόνη που κατακλύζει
τον αέρα μετά του φουρνέλου την έκρηξη στα νταμάρια, με τις κοιλιές τους
ανοιχτές τούς έβλεπε, απ’ όπου είχε αφαιρεθεί η πέτρα η κακή. Είχαν τα
στόματα ανοιχτά σαν μέσα σε έκσταση, ή σε τρόμο, λες και δεν ήταν από
πάνω τους ταβάνι, αλλά ένα πανόραμα, ανοιχτά στόματα σαν πηγάδια
ξεραμένα όπου στέρεψε η κραυγή, τη νύχτα, όταν ο χρόνος πέφτει κι αυτός
σε νάρκη κι οι ώρες νηστεύουν, καθηλωμένες κοιτούν τους δείκτες να
κυλούν, να στρώνουν το λεπτό χώμα ενός τάφου θαρρείς, και τυραννούν τον
άρρωστο. Τίποτα δεν μπορεί να υπερνικήσει την υπνηλία που σε πιάνει
μέσα στα νοσοκομεία, που σε βυθίζει σε αβουλία και απάθεια. Ο χρόνος σαν
να σταματάει, ορός σε μπουκωμένη φλέβα. Φταίει κι αυτή η κουραστική
ασπρίλα που βγαίνει από παντού, απ’ τους τοίχους πρώτα πρώτα, απ’ του
προσωπικού τις στολές, απ’ τα σκεπάσματα, που ανεβαίνει και σε
σκεπάζει σαν παλίρροια απ’ τα σκεπάσματα, που πέφτει σαν σάβανο απ’
τα ταβάνια. Μόνο λίγο το απόγευμα, άμα έχει ήλιο, γλυκαίνουν αυτά τα
ψυχρά δωμάτια, σε ματωμένη δύση. Ένα απόγευμα έμπαινε φως τέτοιο
μες στον θάλαμο του Αλέκου κι όλα τα έκανε ροδαλά και χρυσά, θαρρείς κι
όλα τα ταπεινά, τα κρεβάτια που αποταμίευαν πόνο, οι τοίχοι που ήπιαν
βόγκους κι οιμωγές, τα τριμμένα σκεπάσματα που σκούπισαν μάτια
έμοιαζαν πολύτιμα, όμως τίποτα δεν μπορούσε να ξανοίξει κείνες τις ελιές,
τις μαύρες σαν το κάρβουνο, στη γαλατένια ωμοπλάτη του άντρα που ήταν
στο διπλανό κρεβάτι. Ούτε πώς τον λέγαν δεν ρώτησε ο Αλέκος. Έμοιαζε
να μην έχει τίποτα. Είπε πως έμενε σε ανηφοριά. Τελευταία λαχάνιαζε.
Έτσι πήγε στον γιατρό, που του είπε κι έβγαλε ακτίνα. Τσιγάρο δεν έβαλε
ποτέ στο στόμα του. Οι ελιές ήταν μετάσταση από καρκίνο του πνεύμονα.
Τις κοιτούσε ο Αλέκος, εκείνα τα κύτταρα τα ανυπότακτα, μαύρα
λουλούδια που οι ρίζες τους τραβάν βαθιά, στην καρδιά του Θεού. Ο
γιατρός τού είπε πως η γάζα έπρεπε να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο,
να απορροφήσει το αίμα. Όμως ώρες την ένιωθε ξερή να του ξεκολλά τη
σάρκα. Έτσι σηκώθηκε και πήγε ως τη στάση των νοσοκόμων. «Και δεν
μιλάς;» του είπε η νοσοκόμα. «Έχω τρεις μορφίνες για σένα». Μόλις του
έκανε την πρώτη, εκεί, στα όρθια, όσο να πάει να ξαπλώσει ένιωσε τη
γαλήνη, τον πόνο τον ένιωθε, όμως τον άφηνε αδιάφορο, ας πονάει, έλεγε
μέσα του. Τον πήρε ο ύπνος. Ύστερα από ώρα, δεν ήξερε πόση, ξύπνησε
πάλι. Με πόνο. Έκανε και τη δεύτερη. Την τρίτη τη δικαιούμαι, για όσα
τράβηξα, είπε μέσα του, γιατί ο πόνος είχε περάσει πια. «Τόσο νέος» του
έλεγαν σκύβοντας το βλέμμα οι νοσοκόμες, κι αυτός τους έλεγε ότι δεν
ήταν καρκίνος, πως ήταν στο ξεκίνημα, έτσι του είχαν πει άλλωστε κι οι
γιατροί, στάδιο μηδέν, άντε ένα. Όμως γιατί έδειχναν τόσο ανήσυχοι; Κι
εκείνη η κουβέντα του χειρουργού για το ότι αμέλησε. Αμέλησε, αλλά αφού
ήταν στο αρχίνημά του ο όγκος; Πού να πάει το μυαλό του ότι δεν ήξεραν
τι να κάνουν; Και μάλιστα δεν του το ’κρυβαν. Θάβονται αυτά κάτω από
την άγνοια του ασθενούς, από την αμυντική του απομάκρυνση απ’ ό,τι
συμβαίνει, σαν να κλείνει τα μάτια και τ’ αυτιά, όπως τα κατατρομαγμένα
σφάγια στις θυσίες. Θαρρείς και ήταν ένας φάκελος, ένα γράμμα
συστημένο τον πήγαν στα χειρουργεία, αφού τον πέρασαν από ένα άνοιγμα
στον τοίχο που έμοιαζε με θυρίδα κυριολεκτικά. Και ξύπνησε με τον
αφόρητο πόνο από τη γάζα. Και θα ’ταν ένα μαρτύριο τις επόμενες μέρες η
επίσκεψη στο μέρος. Μια καταματωμένη σάρκα ο όγκος, του θύμισε τα
εντόσθια των πουλιών που ξεκοίλιαζε ο πατέρας του μετά το κυνήγι. Όταν
επέστρεφαν, έβαλε στο cd player την 7η του Μπετόβεν, έξω από τη
Βέροια έπαιζε το allegretto. «Αυτό είναι» είπε, «ακριβώς αυτό. Όλη η
τραγικότητα, αλλά και το μεγαλείο, το γονάτισμα απ’ το χτύπημα της
μοίρας, αλλά και το σήκωμα, απ’ το χτύπημα το ψήλωμα». Συμφώνησε
μαζί του και τα μάτια της πάλι βούρκωσαν. Είχε πέσει στο πάτωμα όταν
γύρισαν στο σπίτι, μετά που διαγνώστηκε, κι έκλαιγε, της είπε να μην
κλαίει, της είπε να γελάει, γιατί όσα συνέβαιναν στον άνθρωπο, το ένα
χτύπημα πίσω από το άλλο, ήταν για γέλιο, σαν τους δύσμοιρους
κωμικούς ήρωες. Στο βάθος το Βέρμιο, χιονισμένο, μεταξύ ουρανού και
γης. Μεσολάβησε το καλοκαίρι. Άρχισε να προσέχει τη διατροφή του,
έτρωγε υγιεινά, ίνες, περιόρισε τα κρέατα, τη ζάχαρη, τους υδατάνθρακες.
Στις διακοπές κολύμπησε πολύ, το κορμί του έσφιξε. Όμως αδυνάτιζε. Το
απέδωσε στη διατροφή. Το έντερο του έκανε κολικούς, τους ένιωθε σαν
ηλεκτρική εκκένωση. Είχε χάσει αρκετά κιλά κι η όψη του πήρε να
γίνεται σταχτιά. Σημάδι αναιμίας. Η γυναίκα του ανήσυχη τον κοίταζε τη
νύχτα, το χρώμα του την τρόμαζε, όμως τι να σου κάνει κι αυτή, τα μάτια
της να πιστέψει ή όσα έλεγαν οι γιατροί; Για καλή του τύχη τού
τηλεφώνησε η Αύρα να δει τι κάνει, καθώς έμαθε για την περιπέτειά του.
Είχαν απομακρυνθεί και δεν της είχε πει τίποτα αυτός, καίτοι γυναίκα
γιατρού, με γνωριμίες πολλές και ουσιώδεις. Της μετέφερε περιληπτικά το
ιστορικό, της είπε ότι θα συναντιόταν με τον γιατρό. Έπεισε τον Αλέκο να
συναντήσει τον γιατρό στο σπίτι της, στη Θεσσαλονίκη. Όταν του ανέφερε
τους κολικούς ο Αλέκος, ο γιατρός άλλαξε χρώμα, δεν ήξερε τι να πει, τα
’χασε. Η Αύρα τον παρακάλεσε να επικοινωνήσει με κάποιον φίλο της
χειρουργό, να του εξιστορήσει τι είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και να
αποσυρθεί. Το άλλο πρωί θα έκανε εισαγωγή στην κλινική. Ό,τι
προηγήθηκε της δεύτερης εγχειρήσεως θα το έβλεπε σαν μέσα απ’ την
αχλή ονείρου. Να ήταν απ’ τη νάρκωση, να ήταν απ’ το σοκ; Ίσως επειδή
ήταν μια περίοδος που θα ήθελε να ξεχάσει, και θαμπή όπως την
ανακαλούσε έμοιαζε σαν να την είχε ζήσει κάποιος άλλος. Μα ήταν τότε
κάποιος άλλος, κι ο άνθρωπος είναι σαν το ποτάμι του Ηράκλειτου, δεν
μπορούμε να μπούμε και στον ίδιο άνθρωπο δυο φορές.
Πήγε στην κλινική. Πρωί φυσικά, αυτό θα το θυμόταν, γιατί μετά την
επέμβαση, η οποία έγινε την ίδια εκείνη μέρα, θα έχανε την αίσθηση του
χρόνου, αλλά και του χώρου. Τους εγκατέστησαν σε ένα δίκλινο δωμάτιο.
Όταν συνομιλούσε με τον γιατρό, έμπλεος ανησυχίας, του είπε πως στην
ενδοσκόπηση που θα έκαναν να κοιτούσαν όλο το έντερο κι όχι μόνο τη
βλάβη στο ορθό. Ο γιατρός τον καθησύχασε. Πρώτα πέρασε αξονικό. Όταν
τελείωσε, περίμενε μόνος σε έναν θάλαμο. Ήρθε ένας νεαρός, μάλλον
νοσοκόμος, και τον πήγε στην αίθουσα των ενδοσκοπήσεων, όπου τον
προετοίμασαν. Τον κοίμισαν. Θυμόταν τον χώρο, το πράσινο σκέπασμα του
φορείου, τα γαλανά ρούχα των γιατρών, πώς έσκυβαν από πάνω του. Και
μια φωνή. Όταν ξύπνησε, χαμένος μες στις αναθυμιάσεις της νάρκης,
κατάλαβε ότι δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Νόμισε πως ξύπνησε στον κάτω
κόσμο. Η αίθουσα της εντατικής θεραπείας, όπως και τα χειρουργεία,
στεγάζονταν στα υπόγεια του αχανούς κτιρίου της κλινικής. Όταν άνοιξε
λοιπόν τα μάτια, είδε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος μέσα σε μια μεγάλη
τετράγωνη αίθουσα στην οποία κυριαρχούσε ως χρώμα το λευκό.
Γυναικείες παρουσίες έκαναν ακαθόριστες εργασίες. Δίπλα του, κρυμμένος
από ένα παραπέτασμα, ένας νέος άνθρωπος δεν ησύχαζε. Βογκούσε.
Παρακαλούσε ευγενικά κι έπειτα έβριζε χυδαία τη νοσοκόμα να του δώσει
κάτι για τον πόνο. Η φωνή αυτή τον σύγχυζε, τον εκνεύριζε και τον
άγχωνε τον Αλέκο. Όμως αισθανόταν εντελώς ανήμπορος, στην αρχή
νόμιζε πως δεν είχε φωνή. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τη νοσηλεύτρια να
τον μετακινήσουν. Ο ασθενής πίσω από την αδιαφανή κουρτίνα, ο
καραγκιόζης υπό άλλες συνθήκες θα είχε πει, γιατί σαν ένα θέατρο σκιών
ήταν, με καραγκιοζοπαίχτη κάποιον σαδιστή καλλιτέχνη, αναστέναζε,
φώναζε κι έβριζε. Μόνο που οι φιγούρες ήταν από σάρκα και οστά, αληθινοί
άνθρωποι, που πονούσαν. «Κάνε λίγη υπομονή ακόμη, σε λίγο θα φύγεις
από δω» του είπε η νοσοκόμα. «Και δεν θα σε αφήσω να μην πας όμορφος
επάνω. Θα σε ξυρίσω». Όπως κι έκανε. Όμως τον έκοψε στην αρχή του
πιγουνιού, κι έπειτα έλεγε πως μια πασχαλίτσα είχε κουκουβίσει κει κάτω
απ’ το χείλος, μια πασχαλίτσα τρομαγμένη κείνη η μπαλίτσα το ξεραμένο
αίμα. «Πάρε κι αυτό» του είπε η νοσοκόμα και του έδωσε έναν σκούφο
χριστουγεννιάτικο. «Δεν είναι δικός μου» της είπε. «Πάρε τον, δικός σου
είναι» του είπε αφήνοντάς τον με την απορία. Λίγο μετά που είχε ανοίξει
τα μάτια αναρωτιόταν πώς ήξερε τι εγχείρηση είχε κάνει. Γιατί η
εγχείρηση που προτιμήθηκε ήταν διαφορετική από την προγραμματισμένη.
Ήξερε πως του είχαν βγάλει όλο το παχύ έντερο. Αλλά πώς; Μια φωνή
θυμόταν, μες στην ενδοσκόπηση. Μια φωνή. Ήταν του γιατρού η φωνή,
αλλά αυτός νόμιζε πως ήταν του Θεού. Κύλησε απ’ τ’ αυτί ως του εντέρου
την πληγή. «Αλέκο» του είπε, «υπάρχει πρόβλημα και ψηλότερα. Πρέπει
να προχωρήσω στη μεγάλη την εγχείρηση. Συμφωνείς;». Κι όποτε το
θυμόταν, νόμιζε πως, καθώς του τα έλεγε αυτά του χειρουργού η φωνή,
μπορούσε κι έβλεπε ο Αλέκος μέσα στον εαυτό του, μέσα στον αυλό του
εντέρου την εκτεταμένη βλάβη, μια ανώμαλη κι άσχημη πληγή, βδελυρή.
Όταν τον έβγαλαν από την εντατική, στάθηκε μια στιγμή ο νοσοκόμος που
κυλούσε το τροχήλατο κρεβάτι του. Η αγωνία στα πρόσωπα των δικών
του, ο φόβος, το αναπάντητο ερώτημα. Βέβαια αυτός δεν τα έβλεπε όλα
αυτά. Το μόνο για το οποίο νοιαζόταν ήταν να μάθει πώς βρέθηκε στα
χέρια του ο σκούφος. Του είπαν ότι στην εντατική μπήκε ο Μιχάλης.
Είχαν έρθει μαζί με τον Τάσο. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε εκείνη τη
στιγμή ν’ ακούσει. Είχε τον σκούφο πάνω στο στήθος του, τον χάιδεψε και
συνέχισαν. Τα μάτια του έτρεχαν. Τα ’κλεισε. Τον πήγαν στον θάλαμο. Ο
πόνος δεν άργησε να έρθει. Όταν δεν άντεχε άλλο, έκλαιγε βουβά και
παρακαλούσε να του δώσουν κάτι. Έβλεπε ότι ήταν στο απόλυτο σκοτάδι,
αυτό ήταν ο πόνος, το απόλυτο σκοτάδι, ο πόνος χειρότερος απ’ τον
θάνατο, γιατί στον πόνο οι αισθήσεις βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους, ο
πόνος είναι το σταύρωμα των αισθήσεων, οπότε, όταν κύλησε η πεθιδίνη
στη φλέβα, κατέβηκε απ’ τον σταυρό, είδε ότι ήταν καντηλανάφτης σε
ναό, μα διέταζε τον Θεό ν’ ανάψει τον πολυέλαιο. «Παιδί μου» έλεγε στον
Θεό, «άναψε, σε παρακαλώ, τον πολυέλαιο», και μ’ ένα τσαφ καιγόταν το
σκοτάδι κι η γαλήνη χυνόταν στη φλέβα, κυρίευε το κορμί, απ’ τον σβέρκο,
απ’ του νωτιαίου μυελού την αρχή, πότιζε το κορμί το φως της. Έλεγε στη
γυναίκα του ότι θέλει να παντρευτεί τη νοσοκόμα που του έκανε την ένεση.
Όμως δεν ήταν πάντοτε αστείες οι στιγμές. Διψούσε αφόρητα. Πότιζε η
γυναίκα του το βαμβάκι και του ύγραινε τα χείλη. Ο πόνος τού έδινε
μαχαιριές, σαν όταν σου έρχεται κόψιμο, αλλά δίχως ο πόνος να μειώνεται,
εκεί, να σε διαπερνάει σαν σπαθί. Έβγαινε η γυναίκα του να πάρει λίγο αέρα
στον διάδρομο, κι από το τζάμι της πόρτας κοιτούσε μην ήθελε κάτι, κι
αυτός την κοίταζε κι έγλειφε τα χείλη. Από την επόμενη μέρα της
εγχείρησης άρχισε να περπατά στον διάδρομο, με το κεφάλι γυρτό δεξιά,
καθώς του είχαν βάλει τον ορό στη σφαγίτιδα φλέβα. Στην πρώτη
επίσκεψη των γιατρών, ο χειρουργός μπέρδεψε την περίπτωσή του με
άλλη, δυσμενέστερη. Τον κοιτούσε άφωνος ο Αλέκος. Τον διόρθωσε ο
βοηθός. Του εξήγησε ότι ο όγκος στο εγκάρσιο ήταν μεγάλος, ότι
αφαιρέθηκε πλήρως, ότι είχε διηθήσει δυο λεμφαδένες, που φυσικά
αφαιρέθηκαν κι αυτοί. Για τη συνέχεια θα τον ενημέρωναν κι οι ογκολόγοι.
Θα έπρεπε να κάνει χημειοθεραπεία. Προληπτική. Άρχιζε ο τρόμος των
διαφυγόντων κυττάρων. Τα έβλεπε να πηγαίνουν και να κολλάν στο
συκώτι, στο πνευμόνι του, να κάνουν αποικίες, την ύπαρξή του να
πλημμυρίζουν, να την αφανίζουν. Σκεφτόταν ότι κάποια από τα κύτταρα
ήταν σαν μικρογραφίες ανθρώπων, σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά τους
απέναντι στο σύνολο. Κάποια κύτταρα δεν σέβονται τα γειτονικά τους, ενώ
θα έπρεπε να πάψουν να διαιρούνται (κάτι σαν σεβασμός της συνύπαρξης)
συνεχίζουν, κι έτσι δημιουργείται ο όγκος. Εξ επαφής αναστολή
κυτταρικής κινητικότητας και πολλαπλασιασμού λέγεται ο μηχανισμός
διά του οποίου εξασφαλίζεται ο αλληλοσεβασμός. Σαν ένα λάθος μέσα στο
γονίδιο, σ’ αυτή τη γραφή, που αναπαράγεται αενάως, ιστορία παλιά, αφού
έχουν βρεθεί ακόμη και δεινόσαυροι πάσχοντες, γραμμένος θαρρείς στο DNA
του Αδάμ και της Εύας ο καρκίνος, ο Κάιν εναντίον του Άβελ, ή μάλλον
δισεκατομμύρια ομοιώματά του εναντίον της ανθρωπότητας. Ο ογκολόγος
τού είπε πως σε έναν μήνα από την εγχείρηση θα ξεκινούσε το σχήμα, το
οποίο θα περιλάμβανε την έγχυση κάθε τρεις βδομάδες οξαλιπλατίνης, ενώ,
παράλληλα, για μια βδομάδα θα έπαιρνε ένα χάπι, μετά θα έκανε παύση
δυο εβδομάδων και πάλι απ’ την αρχή. Το σχήμα. Το μοναχικό σχήμα. Η
χημειοθεραπεία θα γινόταν η Θεία Κοινωνία του. Με την υποταγή και την
υπομονή του μοναχού το ενδύθηκε. Τα χάπια που θα έπαιρνε ήταν 3500
mg ημερησίως. Προς το τέλος έφτασε και μόνο που τα έβλεπε να τρέχει
στην τουαλέτα για να ξεράσει. Μετά την εγχείρηση, όταν γύρισε στο σπίτι,
πίστευε ότι δεν θα ζήσει. Ήταν τόσο αδύναμος που το απέκλειε ότι θα
έπαιρνε τα πάνω του. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει, να ξαπλώσει
και μετά ας πέθαινε. Σκέφτηκε να ξαπλώσει σαν εκείνο το γατάκι, κάτω
απ’ το κρεβάτι και για πάντα ν’ αναπαυθεί. Αυτό μόνο ήθελε, να
ξεκουραστεί. Κι όμως, σιγά σιγά ξανάνιωσε, με τα μελάτα αυγά, με το
φαγητό, με τη φροντίδα και την αγάπη της γυναίκας του, με τη χαρά των
παιδιών.
Η χημειοθεραπεία ήταν μεγάλη φθορά, οι εικόνες κυρίως που έβλεπε
κάθε τρεις βδομάδες. Οι άλλοι ασθενείς. Κυρίως οι γυναίκες. Την πρώτη
θεραπεία την έκανε συνοδευόμενος, για τις άλλες πήγαινε μόνος. Με το
αμάξι. Έμενε στην Αύρα. Είχε βρεθεί και παλιά σ’ αυτό τον χώρο, στη
μονάδα βραχείας νοσηλείας του νοσοκομείου, αφού εκεί έκανε την πρώτη
επέμβαση. Τον ογκολόγο που θα τον κούραρε τότε τον είχε γνωρίσει. Τότε
που του είχε πει ότι δεν χρειαζόταν να κάνει οποιαδήποτε θεραπεία, ότι
έφτανε που αφαιρέθηκε ο όγκος. Δεν είπαν τίποτα για το παρελθόν.
Κανένας τους δεν έκανε οποιοδήποτε σχόλιο. Περιμένοντας με τη γυναίκα
του να τους δεχτεί ο γιατρός, κάθονταν όρθιοι έξω από το γραφείο του.
Κάθε τόσο άνοιγε μια πόρτα πίσω τους που οδηγούσε σε κάτι ντουζιέρες.
Φανταζόταν τους καρκινοπαθείς, υποβασταζόμενους, να τους πλένουν οι
νοσοκόμες. Άρχισε να μαθαίνει και να ζει με την αγωνία των
αιματολογικών εξετάσεων: λευκά, ουδετερόφιλα, ηωσινόφιλα, αιμοπετάλια.
Μια δυο φορές δεν μπόρεσε να κάνει θεραπεία, τα αιμοπετάλιά του στα
τάρταρα. Και γύρισε σκιαγμένος. Αν στο μεταξύ ξεθάρρευε ο καρκίνος;
Και τον γιατρό φοβόταν να τον ρωτήσει. Όμως καταλάβαινε ότι ήθελε
ξεκούραση και το κορμί, κι ότι το ζήτημα ήταν να του κάνει καλό η
θεραπεία, όχι να τον ξεκάνει. Άλλωστε, γι’ αυτό τον λόγο την τελευταία
την παρέλειψαν, διότι η προτελευταία αποδείχθηκε ιδιαίτερα τοξική. Του
άφησε ένα μούδιασμα στα πόδια, που σε άλλους έφευγε και σ’ άλλους έμενε
μόνιμο. Αυτός ανήκε στους δεύτερους, κι έκτοτε δεν μπορούσε να πατήσει
με γυμνό πέλμα κάτω. Το αίσθημα ήταν αποκρουστικό, νόμιζε ότι δεν
πατούσε σταθερά. Περιφερική νευροπάθεια λέγεται η πάθηση. Ξεκινά από
τον εγκέφαλο, προκαλείται απ’ την οξαλιπλατίνη. Μουδιασμένος, αλλά
ζωντανός. Όμως και τα χάπια τού δημιουργούσαν πρόβλημα. Τα πόδια του
έκαναν πληγές που γέμιζαν πύον. Τη χημειοθεραπεία τη συνδύασε με τις
τουαλέτες που βρίσκονταν πλάι στην αίθουσα που γίνονταν. Με το
απορρυπαντικό που χρησιμοποιούσαν εκεί, αυτός νόμιζε πως μύριζαν έτσι
τα φάρμακα. Τα φάρμακα τους τα διοχέτευε στη φλέβα ένα μηχάνημα,
προφανώς έπρεπε να πέφτουν με συγκεκριμένο ρυθμό στο σώμα. Σαν
ελεγχόμενος βομβαρδισμός. Σαν μικροσκοπικά ανθρωπάκια που έμπαιναν
απ’ τη φλέβα και κλοτσούσαν κάθε ίνα του κορμιού σου. Έτσι ένιωθες
μετά, σαν να σε είχαν δείρει από μέσα. Τα φάρμακα ήταν σκεπασμένα με
κάτι σαν αλουμινόχαρτο, μια μόνωση, γιατί φαίνεται πως ήταν
φωτοευαίσθητα, φωτοευαίσθητο σκοτάδι. Πήγαινε στης Αύρας μετά κι
έπεφτε κατευθείαν να κοιμηθεί. Στη χημειοθεραπεία σκεφτόταν κυρίως τις
γυναίκες, τις παρατηρούσε στη μονάδα βραχείας νοσηλείας, τις λυπόταν
περισσότερο απ’ τους άντρες. Τη θλίψη στο βλέμμα τους πρόσεχε
συνεχώς. Τη σιωπή τους. Την απαντοχή τους. Το νοιάσιμό τους για τους
δικούς τους, η σκέψη πως τις ώρες της θεραπείας τις στερούνταν οι δικοί
τους, τα παιδιά τους, που γυρνούσαν από το σχολείο, τρώγοντας στο σπίτι,
πλάι σε μια καρέκλα αδειανή. Το ένιωθε πως αυτά σκέφτονταν όταν το
βλέμμα τους ξεστράτιζε κατά την απόγνωση. Τις έβλεπε να συναντιούνται
για τη θεραπεία τους το πρωί, χαμογελαστές, να ρωτούν πώς πέρασε η
καθεμιά τις τρεις βδομάδες που έκαναν να ιδωθούν. Και θυμούνταν καμιά
που δεν τα κατάφερε. Τότε τα μάτια τους γίνονταν εύφορα λιβάδια λύπης
όπου η καρτερία χοροπηδούσε εδώ κι εκεί, αδύνατο μικρό πουλί, ενώ τα
στόματά τους γίνονταν κόμποι στο δίχτυ της σιωπής, στο δίχτυ της
λύπης. Εκείνη τη γυναίκα που έβλεπε στην αίθουσα αναμονής, όπου
περιμένανε ν’ ακούσουνε το όνομά τους. Πρώτα δίνανε αίμα, κι έπειτα, με
τα αποτελέσματα ανά χείρας, ο γιατρός έκρινε αν μπορούσαν να κάνουν το
σχήμα. Μια φορά την είχε δει να περιμένει με τον άντρα της. Μπούχτισε
εκείνος κι ήθελε να πάει να καπνίσει, να πιει καφέ, και την πίεζε να τον
ακολουθήσει. Προσπάθησε εκείνη να του εξηγήσει ότι δεν μπορούσε να
πάει μαζί του, διότι, αν ακουγόταν το όνομά της όσο έλειπε, θα έχανε τη
σειρά της. Όταν έφυγε χολωμένος, εκείνη δάκρυσε. Φαινόταν ότι φορούσε
περούκα, γιατί με το αναφιλητό τα μαλλιά κινιόνταν όλα μαζί. Ήταν μια
μάχη, ίσως γι’ αυτό η εικόνα αυτή του θύμισε μιαν άλλη, από ταινίες
πολεμικές, που πάνω στον τάφο του στρατιώτη έχουν στήσει όρθιο το όπλο
του με φορεμένη τη λόγχη κι αυτή να στηρίζει το κράνος του, το κράνος
του, σαν δίχως βάρος, σαν έτοιμο να θρυμματιστεί κρανίο. Αυτό το κράνος
τού θύμιζε η περούκα της γυναίκας. Μιαν άλλη που έλεγε πως μια
Κυριακή που έτρωγε με τον γιο της και τη νύφη της, ο εγγονός της τη
ρώταγε τι έχουν τα μαλλιά της, κι όταν δεν τον πρόσεχαν, πήγε και της
τα τράβηξε. Τον συγκινούσαν οι γυναίκες περισσότερο απ’ τους άντρες
εκεί, στην αναμονή της βραχείας ογκολογικής, οι άντρες σκέπαζαν τη
λύπη τους, μιλούσαν σαν να συναντιούνταν μέσα σε κάνα λεωφορείο ή σε
κάποιο καφενείο, εκείνη η ηλικιωμένη φουρνάρισσα, η κοκεταρία της, που
πήγε στο κομμωτήριο να χτενίσει και να βάψει το μαλλί μια μέρα πριν τη
θεραπεία, και καθισμένη στο τροχήλατο καροτσάκι καμάρωνε τα βαμμένα
νύχια των χεριών και των ποδιών της, των πρησμένων απ’ τη θεραπεία
ποδιών της με το δέρμα τους σαν της χελώνας μες στα ολοκαίνουργιά της
πέδιλα. Μια μέρα κάποια καθισμένη σε καροτσάκι, μπρος από ένα κάδρο
με την αναπαραγωγή του έργου ενός περίφημου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου,
στον οποίο εικονίζονταν σταροχώραφα που ένας δρόμος τα διέσχιζε, όπου
βάδιζαν, απομακρύνονταν κατά το βάθος του πίνακα, δυο αντρικές
φιγούρες· θαρρείς κείνες την έφεραν τη γυναίκα κι ήταν σαν να πέρασε από
μια χώρα του φωτός στο ψυχρό κι άψυχο της αίθουσας. Και δεν θα
ξεχνούσε ποτέ μιαν άλλη, στη βοηθητική αίθουσα της χημειοθεραπείας,
στην οποία τον έβαλαν μια φορά, καθώς η κύρια είχε γεμίσει. Το πρόσωπό
της δεν το είδε. Ήταν πίσω από ένα παραβάν, όταν τραβήχτηκε λίγο, για
μια στιγμή, είδε την κοιλιά της, φριχτό αγκομαχητό ακουγόταν, υπομονή
που έκανε, σαν να ήταν παιδί ο θάνατός της και να τον γεννούσε. Όμως δεν
θα ξεχνούσε κι εκείνον τον ασθενή, στο Θεαγένειο, όταν περίμεναν με τον
πατέρα του. Τότε που ο πατέρας του, σηκώνοντας το κεφάλι και
κοιτώντας γύρω του, βλέποντας τα πρόσωπα των νέων τού είπε πως δεν
έπρεπε να στενοχωριέται για κείνον. Τότε, άνοιξε η μεγάλη πόρτα, που
οδηγούσε στους θαλάμους και στα γραφεία των γιατρών, κι είδαν σε
αναπηρικό καροτσάκι εκείνον τον άνθρωπο. Το κεφάλι του απ’ τις
χημειοθεραπείες γυμνό, κι αυτό κι η όψη του σαν στάχτη, έτσι που έκαναν
αντίθεση μεγάλη τα καταγάλανά του μάτια· μεγάλα αυτά, σαν έξω απ’ τις
κόγχες, απ’ την καχεξία αλλά και θέλοντας να φύγουν απ’ το κλάμα
θαρρείς. Απ’ τη μια νόμιζες πως κοιτούσε ο θάνατος από μέσα τους, μ’
εκείνη την αδιακρισία, τη βουλιμία, τη βρόμικη λαγνεία του, όταν υποτιμά,
όταν λιμπίζεται τη ζωή. Το στόμα του ανθρώπου ήταν σουφρωμένο, σαν
πριν να ήταν σφιγμένο γύρω από κάτι. Κι επειδή ήταν άτριχο το κεφάλι
του και σωμένο το κορμί του, έμοιαζε και με μωρό, απορημένο κι
απογοητευμένο, άωρα λες τραβηγμένο απ’ το βυζί, να κοιτά με απέραντη
θλίψη τον κόσμο, μ’ ένα σπαρακτικό στο στόμα γιατί. Ήταν όμως σαν να
κοίταζε κι η ζωή μέσα απ’ τα μάτια του, που την τράβηξαν κι αυτήν άωρα
απ’ το βυζί, απ’ του φωτός τη θηλή, και κοιτούσε σαν μωρό απορημένο,
σαν μωρό αποκαρδιωμένο, που το ανάγκαζαν το μαύρο γάλα του θανάτου
να πιει. Η ζωή ήταν εκείνο το φως, εκείνο το τρομαγμένο φως μες στα
μάτια. Θα το ’νιωθε ένα απόγευμα, πως είναι το φως, η δίψα για το φως η
ζωή, η επιθυμία για το φως η ζωή, όταν θα ’χαν τελειώσει όλα, η δεύτερη
εγχείρηση, που του έδωσε πίσω το έντερό του, που σφράγισε στην κοιλιά
του εκείνη την τρύπα θα ’λεγες την Προμηθεϊκή. Καθόταν στο μαγαζί του
Μιχάλη. Είχε μείνει μόνος για λίγο κι έβλεπε τα νερά της λίμνης, το φως
που τα καβαλίκευε και μαζί τους πήγαινε, σαν ράχη τεράστιου ζώου, σαν
φολίδες ερπετού τεράστιου, ζώου που ανασαίνει, οξυγόνο το φως, ανάσα
της ζωής. Κι ένας πελεκάνος άνοιγε το ράμφος του, θαρρείς και μετρούσε,
θαρρείς μετρούσε τη ζωή. Ήταν εκεί έξω αυτό το φως, έμπαινε όμως απ’
τα μάτια του, κατέβαινε τις φλέβες, ανέβαινε τις αρτηρίες του, κυλούσε
στο κορμί, το επέστρεφε η καρδιά του στον Κόσμο, του Κόσμου η καρδιά
το έστελνε το αίμα της σε κάθε ζωή. Και θυμήθηκε τη λάμψη που είχαν
τα μάτια εκείνου του ανθρώπου, εκείνο το παγωμένο, το τρομαγμένο φως.
Μήνες πριν είχε παγώσει η λίμνη. «Το κρύο θέλω να προσέξεις» του είχε
πει ο ογκολόγος. Είχε γελάσει τότε. «Γιατί γελάς;» τον ρώτησε. «Ξέρετε
εκεί που μένω πόσο δύσκολο είναι αυτό;» Μπορούσε να πάθει σπασμό του
λάρυγγα από τον κρύο αέρα, ζέσταινε το νερό στο τζάκι για να το πιει, σαν
να ’χυνε η βρύση καρφίτσες ένιωθε που καρφώνονταν στον λαιμό, άμα
ξεχνιόταν απ’ τη δίψα. Πήγαιναν με τον Μιχάλη και κοιτούσαν την
παγωμένη επικράτεια από ψηλά. Μια μέρα είδε μια γάτα πάνω στον πάγο,
έσκυβε τον μύριζε, τον κοιτούσε μαγεμένη, σαν να ’βλεπε κει κάτω τις
λάμψεις της ζωής. Εκείνες τις μέρες είδε κι έναν γλάρο να προσπαθεί να
αποσπάσει απ’ τον πάγο ένα άλλο πουλί, νεκρό, για να τραφεί. Το μισό
ήταν ακόμη κάτω από τον πάγο. Ήταν ζήτημα επιβίωσης, ρυθμού
λιωσίματος του πάγου, ο γλάρος τον κοιτούσε με μια βιασύνη, να
σιγουρευτεί πως δεν κινδυνεύει, κι έπειτα ριχνόταν πάλι στον αγώνα του
τον μάταιο, να ξεκολλήσει απ’ τον πάγο το πουλί, σαν τον άνθρωπο στο
Θεαγένειο κοιτούσε, μ’ εκείνη τη δίψα για ζωή, μ’ εκείνη την απόγνωση
και τον φόβο στο βλέμμα κοιτούσε, μ’ εκείνη την αγωνία τον κόσμο
ρουφούσε, αν θα προλάβει, για πόσο θα προλάβει ακόμη τη ζωή, για πόσο
ακόμη θα προλάβει να βυζάξει φως, ζωή. Θα τρεφόταν απ’ τον θάνατο, ο
θάνατος θα έθρεφε, θα συντηρούσε τη ζωή. Κι αυτός τόσο καιρό θα ζούσε
με τον φόβο, με τον φόβο που γινόταν κάποιες στιγμές σιγουριά ότι θα
πεθάνει. Θα ζούσε με τον θάνατο, μέσα του, θα τον καλόπιανε, ίσως να του
’λεγε για το φως ιστορίες, για να τον αφήνει να ζει. Κατάλαβε πως η ζωή
εμπεριέχει τον θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή, πως είμαστε φτιαγμένοι από
θάνατο και ζωή, μπορεί για κάποιο διάστημα ο θάνατος να κυριαρχεί και
γι’ άλλο η ζωή, όπως μέσα στα μάτια εκείνου του ανθρώπου, ο φόβος του
θανάτου κι η αγάπη γι’ αυτή, ο θρίαμβος του θανάτου κι η πίκρα για τη
ζωή, όπως στα μάτια εκείνου του γλάρου και κάθε ζωντανού, άλλοτε το
φως κι άλλοτε το σκοτάδι κυριαρχεί, άλλοτε η ανάσα κι άλλοτε η
πνιγμονή, και σκεφτόταν πως αυτά σε ισορροπία βρίσκονται μόνο μέσα στο
φιλί, πως παίρνεις ανάσα και την κρατάς, ή τη μεταγγίζεις στον άλλον κι
εκείνος σ’ εσένα τη δική του ζωή, όταν δίνεται το φιλί, γι’ αυτό ένιωσε
κατάβαθα, και το έζησε κατάβαθα, πως η αγάπη είναι ζωή, η αγάπη της
γυναίκας, του παιδιού, του φίλου η αγάπη, κι η κατανόηση για το σκοτάδι,
όπως για ένα λυπημένο παιδί, κι η συγκίνηση για το φως, όπως για
χαρούμενο παιδί, για το φως και για τη σκιά κατανόηση είναι η αγάπη, για
τον θάνατο και τη δίδυμη αδερφή του, τη ζωή. Σαν κι εκείνο τον γλάρο κι
αυτός, σαν κι εκείνον τον άνθρωπο, τον έτρεφε ο θάνατος για να μπορέσει
να αγαπήσει, να εκτιμήσει, να επιθυμήσει τη ζωή, πρέπει ν’ αγαπήσεις τον
θάνατο για ν’ αγαπήσεις τη ζωή, ίσως πιο πολύ απ’ το να ζήσεις έχει
σημασία να αγαπήσεις, και πάνω απ’ όλα να την αγαπήσεις τη ζωή, όμως
και τον δίδυμο τον αδερφό της, μαζί, γιατί δικός σου είναι κι αυτός κι αυτή.
7

Για χρόνια έβλεπε το ίδιο όνειρο, εκείνη την επαπειλούμενη πτώση –


γαντζωμένος στο χείλος ενός γκρεμού, που ο πάτος του ήταν χαμένος στο
σκοτάδι, γυμνός. Κι έπειτα ήταν που άρχισε να βλέπει, πάλι επί έτη
πολλά, πως επισκεπτόταν, πάντα συνοδευόμενος από την ίδια γυναίκα, ένα
άγνωστό του εστιατόριο. Είχανε φάει από ώρα, είχε ζητήσει τον
λογαριασμό, όταν συνειδητοποιούσε ότι ήταν γυμνός. Κατόπιν τούτου η
αναχώρησή του αποκλειόταν. Μόνο μια φορά επιχείρησε την έξοδο, όμως
στάθηκε αδύνατο να την εντοπίσει. Ήταν ενσαρκωμένη η ανατροπή της
προπατορικής αμαρτίας – σε αντίθεση με τους πρωτόπλαστους, στη δική
του περίπτωση η πτώση προηγήθηκε της συνειδητοποίησης της
γυμνότητας. Όμως το όνειρο που βλέπει τα τελευταία χρόνια είναι πιο
αγωνιώδες και βασανιστικό. Πάει πιο πέρα από τον τυπικό για τους
ανθρώπους φόβο του θανάτου – πρόκειται για τον τρόμο ενός θνητού που
σκέφτεται πως θα ξυπνήσει ζωντανός μέσα στον τάφο. Γι’ αυτό,
χαριτολογώντας μακάβρια, ζητά απ’ τους δικούς του, όταν πεθάνει, να τον
πυροβολήσουν καλού κακού. Έπαψε πια να υπνοβατεί. Εκείνη η αγωνία,
του να προσπαθείς να εξέλθεις απ’ το δωμάτιο, ψαύοντας τα ντουβάρια, για
να εντοπίσεις το περιπόθητο άνοιγμα, που δεν είναι άλλο από το άνοιγμα
του τάφου, νιώθοντας μες στο κορμί σου κλεισμένος, ψαύοντας των
σπλάχνων τον αδιέξοδο λαβύρινθο. Όμως είναι η τελευταία εκδοχή του
ονείρου τούτου που τον ανησυχεί, καθότι μετά την εγχείρηση και τις
χημειοθεραπείες, θαρρείς κι έχει στον θάνατο ψηθεί, το αίσθημα της
κλειστοφοβίας έχει εξαφανιστεί. Βλέπει ότι είναι για διακοπές σε κάποιο
νησί, και λόγω ελλείψεως χώρου κοιμούνται σ’ ένα δωμάτιο όλοι μαζί.
Πρόσωπα κοντινά, αγαπημένα. Βλέπει ότι σηκώνεται λοιπόν μέσα στον
ύπνο κι αρχίζει να περιφέρεται στον χώρο, όλα έχουν τη γαλήνη και την
υπνωτιστική ηρεμία ενός βυθού. Πλησιάζει στα δωμάτια και βλέπει τα
κορμιά ναυαγισμένα στον βυθό του ύπνου, αραιά και πού να σαλεύουν στο
ρεύμα των ονείρων. Τώρα πήγαινε πιο πέρα, καθώς είχε συνείδηση ότι από
κει μέσα δεν θα βγει, όμως μ’ αυτή την αγωνία ενωνόταν μια άλλη, πιο
πικρή: κανείς απ’ όλους αυτούς με τους οποίους κοιμάται δεν του είναι
γνωστός, σκύβει πάνω από τα πρόσωπά τους και τους παρατηρεί, εις
μάτην, νιώθει πως πλησιάζει η στιγμή που θα ξυπνήσουν κι αγωνιά τι θα
του κάνουν διαπιστώνοντας πως κάποιος άγνωστος μπήκε στο σπίτι τους,
όμως κι αυτός ο φόβος αποδεικνύεται μικρός, καθώς ο τρομερότερος φόβος
έρχεται για να τον διαλύσει, πως ποτέ δεν θα ξυπνήσουν, κι ότι αυτός, ένας
ζωντανός, θα περιφέρεται σ’ έναν κόσμο άγνωστο, σκυμμένος αιώνια πάνω
από τον ύπνο άγνωστων νεκρών.
Άπλωνε τα ρούχα στο μπαλκόνι, ο στενός δρόμος σαν φαράγγι ξερό
κατέβαζε ζέστη. Κι ο χρόνος σαν να είχε σταθεί για λίγο και
μεταμορφωμένος σ’ ένα ξύλινο τσέρκι που μια παιδούλα, δίχως ήχο, στον
δρόμο τον κυλά. Ένας ηλικιωμένος άντρας φάνηκε μετά από λίγο,
ανηφόριζε τον δρόμο, φορώντας μια φαρδιά καμπαρντίνα που τόνιζε την
ισχνότητα του κορμιού του, κι έκανε να ξεχωρίζει το γυμνό του κεφάλι,
που σπίθιζε. Όταν έφτασε σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, σταμάτησε, άνοιξε το
καπάκι του κι άρχισε να ψαχουλεύει μέσα του. Όποτε έβρισκε κανένα
αποφάγι, το έχωνε βιαστικά στο στόμα και με βουλιμία το μάσαγε.
Θαύμασε το ένστικτο της επιβίωσης, που γκρεμίζει κάθε αίσθημα
ντροπής, την ευπρέπεια. Ο άνθρωπος άρχισε ν’ ανηφορίζει πάλι, είχε στο
μεταξύ διασχίσει τον δρόμο, επειδή ο επόμενος κάδος ήταν απέναντι, στη
δική του μεριά. Τα μπαλκόνια τον έκρυβαν κάθε τόσο, αλλά τον έβλεπε στο
ενδιάμεσό τους, κι όσο πλησίαζε, ένα έντονο αίσθημα ανησυχίας άρχισε να
τον καταλαμβάνει, κι όταν το πρόσωπο του ανθρώπου φάνηκε καθαρά, ένα
αίσθημα τρόμου τον παρέλυσε. Θυμήθηκε ότι ευχήθηκε, στην Πάτρα, να
δει στον δρόμο τη μάνα, κι ας μην τον αναγνώριζε, κι ας τους είχε ξεχάσει,
κι ας τους είχε απαρνηθεί, αρκεί να ζούσε. Στάθηκε κάτω από το σπίτι του
ο άντρας, εκεί ήταν ο επόμενος κάδος, τον άνοιξε, ψαχούλεψε μέσα του για
λίγο, κι έπειτα τον έκλεισε. Ο πάταγος του καπακιού μεγεθύνθηκε
χτυπώντας στους τοίχους των σπιτιών, σαν χτύπο της καρδιάς του τον
ένιωσε, το κενό ως τον επόμενο χτύπο της του φάνηκε αιώνας, την ένιωσε
να ασφυκτιά μες στο στήθος του, έτοιμη να εκραγεί. Νιώθοντας την έλξη
του κενού που απλωνόταν κάτω από το κορμί του, έκανε λίγο πίσω. Ο
άνθρωπος, αφού έκλεισε το καπάκι, στάθηκε και κοίταξε επίμονα τα
πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο του σπιτιού τους. Τότε,
στιγμιαία, νόμισε πως το κορμί του έκανε μια ακαριαία κίνηση, σαν να
εκδήλωσε την πρόθεση ν’ ανηφορίσει, δεν ήταν ακριβώς κίνηση, θα ήταν
πιο ακριβές αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για νεύμα ή για υπαινιγμό.
Ένιωσε την καρδιά του να σταματά, στις φλέβες του δεν κυκλοφορούσε
αίμα λες, αλλά εκατομμύρια καρφίτσες, που ζητούσαν τρυπώντας το κορμί
του να βγουν έξω, πιο έντονα τις αισθανόταν να διαπερνούν το κρανίο του,
να του καίνε τα χέρια, την καρδιά. Ο άνθρωπος έκανε μεταβολή και
περνώντας τον δρόμο ανέβηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και συνέχισε για
τον επόμενο κάδο. «Ο πατέρας μου» είπε «γύρισε κακοντυμένος και
πεινασμένος, σαν να ’ταν αυτό το τίμημα της επιστροφής, να στερηθεί δυο
απ’ τις αγαπημένες του συνήθειες. Όμως και κάτι τρίτο δέχτηκε, απ’ όλα
το πιο σκληρό, να στερηθεί: τη μνήμη». Ή μην ήταν τούτο ευλογία; Σ’
αντίθεση με τους ζωντανούς, που η μνήμη είναι ό,τι τους έμεινε, και κείνο
το αίσθημα σαν περάσουν πολλά χρόνια από την απώλεια, που μοιάζουν
όλα σαν να τα φαντάστηκες, σαν να μην υπήρξανε ποτέ, και που γινόμαστε
νεκροί και ζωντανοί σαν άγνωστοι που κάποτε συναντήθηκαν σ’ ένα όνειρο.
Υπήρξαν και δεν υπήρξαν θα έλεγε για τους νεκρούς, σαν τον παππού του
πατέρα του, που δεν τον πρόλαβε, που πέθανε έντεκα χρόνια πριν αυτός
γεννηθεί. Τον είχε κι εκείνος κατευοδώσει σαν ανέβαινε το αμνιακό υγρό
για ν’ αναπνεύσει σε τούτο τον κόσμο. Ο παππούς του άλλαζε πεζοδρόμια
όταν ήταν μεθυσμένος, του είπε μια φίλη της μάνας του. Πλιάκος ήταν το
παρατσούκλι του, που σημαίνει γέρος στα αλβανικά. Του άρεσε του
παππού και το πιοτό και το φαΐ. Ένας ξάδερφος του Αλέκου (κι εγγονός
του Πλιάκου) τού είπε ότι μια μέρα πριν πεθάνει πήγαν μαζί για ψάρεμα.
Τράβηξαν κατά το Δισπηλιό, στα καλάμια, κι έπιασαν τσουκάνια. «Είδες
που σου ’λεγα;» είπε ο παππούς του στον ξάδερφό του, που αμφισβητούσε
πως θα έβρισκαν ψάρια εκεί. Τα τηγάνισε την επομένη ο παππούς,
λαίμαργος όμως καθώς ήταν, λιμπίστηκε και μια κότα. Την έσφαξε και
την έφαγε κι αυτήν. Τον έπιασαν οι πόνοι. Η γιαγιά έλειπε μ’ έναν απ’ τους
γιους τους στη Σαλονίκη. Ο παππούς πέθανε από ειλεό. Ήταν μεγάλος
γλεντζές, εργαζόταν ως γραμματέας στο πρωτοδικείο, κοντά στα
δικαστήρια ήταν μια ταβέρνα, κι όποτε ξελάσκαρε λίγο, πεταγόταν εκεί κι
έπινε καμιά δροσερή μπίρα. Στο σπίτι ήταν ακριβοθώρητος, μνημειώδης
έμεινε η ατάκα του, όταν τον ρώτησε η γιαγιά πού γύριζε: «Εκεί, εκεί,
εκεί, και… πολλά αλλού» της είπε. «Αχ, άμα ζούσε τώρα!...» όλο του
έλεγε η γιαγιά, υπαινισσόμενη τα τυχερά που θα ’χε· και φρόντιζε να τον
χαρτζιλικώνει απ’ τη σύνταξη του παππού, την οποία, αφότου
αντιλήφθηκε τη θολούρα της γιαγιάς, φρόντιζε συστηματικά να
αποψιλώνει. Όλο της ζητούσε να μετρήσουνε τα λεφτά, εκείνα τα ωραία
χιλιάρικα με τον Απόλλωνα στη μια όψη. Είχε ένα πορτοφόλι μαύρο
δερμάτινο με σωθικά άλικα και καθρεφτάκι. Το κόλπο ήταν να μετρήσεις
δυο φορές τον ίδιο αριθμό, εκμεταλλευόμενος την αφηρημάδα ή το αδύναμο
μνημονικό της γιαγιάς. Είχε και λίρες η γιαγιά, του τις έδινε κι εκείνες και
τις μετρούσε, πιο αραιά, «γιατί άμα τρίβεται ο χρυσός, χαλνά» έλεγε. Τις
φύλαγε σ’ ένα υφασμάτινο πουγκί, που το ’χε χωμένο μέσα σ’ ένα
μεγαλύτερο, όπου έβαζε και κάτι βραχιόλια και το μαλαματένιο ρολόι του
παππού. Θυμάται πώς γυάλιζε εκείνο, σαν ένας μικρός ήλιος. Είχε ένα ριγέ
ανάγλυφο στις δυο επιφάνειές του, και σε κείνη που άνοιγε είχε ένα οβάλ
ανάγλυφο, λείο, όπου μπορούσε ο ιδιοκτήτης να χαράξει τα αρχικά του. Το
ρολόι είχε και μια διακοσμητική καδένα, με κάτι μαιάνδρους, πιασμένη απ’
τη στεφάνη που περιέβαλλε το κουρδιστήρι. Μια φορά, δίχως να τον
αντιληφθεί η γιαγιά, έξυσε με μια καρφίτσα το εσωτερικό του καπακιού
του, και τον έραινε, πίστευε, ο ανέσπερος μονάρχης με λίγη απ’ την
πολύτιμη σκόνη του κάθε φορά που άνοιγε το καπάκι. Πατούσες ένα
κουμπί που ’χε το κουρδιστήρι, κι άνοιγε το καπάκι, γινόταν το ρολόι μια
μαλαματένια πεταλούδα, και τον έραινε ο χρόνος με σκόνη χρυσή, πεσμένη
απ’ το σύμβολό του, σκαλισμένο εκεί, στο κέντρο του καπακιού, ένα
στέμμα μικροσκοπικό. Είναι μια φωτογραφία του παππού, του παππού
τρόπος του λέγειν, ο τάφος του είναι, είναι κάπως θολή, σαν να φυσάει εκεί
μέσα μοιάζει, ωστόσο φαίνεται στην πλάκα το όνομά του, ίδιο με το δικό
του· αλεσμένο μαρμαράκι τού ραίνει την καρδιά όποτε την κοιτά. Διαβάζει
εκεί το όνομά του. Εκείνο το χρυσό ρολόι σκέφτεται να είναι ο οβολός του,
στο στόμα του να το βάλουνε ή, πατώντας το κουμπί, ν’ ανοίξουν τα χρυσά
του τα φτερά, τα μάτια του να σκεπάσουν. Κι όταν θα τους μνημονεύουν
και κρασί θα ρίχνουν στον τάφο τους, ο πατέρας του θα κοιτάει να το
αποφύγει, γιατί πολύ τον πίκραναν εδώ λέγοντάς του πως ήταν το παιδί
αυτού που έπινε, οπότε θα τραβιέται καμιά σταγόνα να μην τον βρει, στου
πατέρα του την αγκαλιά να κρυφτεί, ενώ θα ευφραίνεται του παππού του η
ψυχή, εκεί, εκεί, εκεί.
Κατεβαίνοντας την εσωτερική σκάλα του σπιτιού του μια μέρα, κάθισε
σ’ ένα της σκαλί. Σκάλα του σπιτιού του, ξύλο ξενιτεμένο, αφρικάνικη
καρυδιά. Κάτω από το βερνίκι της θαμμένο το τραγούδι των πουλιών,
έσκυβε ν’ ακούσει το σκαρφάλωμα των παιδιών, τις δονήσεις των κορμιών
τους στο χώμα που το έθρεψε, όταν χόρευαν, όταν ερωτεύονταν. Ίσως είναι
στο ξύλο της αρχικά χαραγμένα, ερωτήματα ερωτικά – σκάλα:
τεμαχισμένη ευχή. Ξυλεία, που στο μυαλό ενός ανθρώπου απόκτησε και
πάλι προορισμό, ενότητα, ταυτότητα μουσική, των συναισθημάτων, κλαβιέ
με μόνο μαύρα πλήκτρα κι ανάμεσα κενά. Στα βαλσαμωμένα απ’ το
βερνίκι νεύρα της, στα παγωμένα σκοτεινά νερά της, τις ώρες της ησυχίας
γεννά τριξίματα, ένας διάλογος σταματημένος στο ξεκίνημά του, αφού είναι
μονόλογος η απώλεια, τη λεν σωστότερα τα πράγματα, κράζοντας
μονότονα, με τον τρόπο, τον κακόηχο, των σοφών πουλιών. Να θυμάται
άραγε τα σώματα που την περπάτησαν, που δεν θα επιστρέψουν ξανά; Να
είναι άραγε αυτός πόθος θαμμένος του ξύλου κι επιθυμία που ξεπέρασε του
θανάτου τη στίλβη; Των γυναικών το ανέβασμα για τον έρωτα, των
γυναικών το κατέβασμα μετά τον ύπνο τον απογευματινό, με τις φλόγες
των νυχιών τους να γλείφουν το σκοτεινό της ξύλο. Το βροντερό ανέβασμα
των παιδιών σαν έτρεχαν να γλιτώσουν απ’ τον πόνο, απ’ των γονιών το
φρενιασμένο χέρι, με την καρδιά, απ’ τον φόβο, κενή, όπως ο χώρος κάτω
από τα μεγάλα της πλατύσκαλα, κι ειδικά κάτω από κείνο που των
γιατρών τα νυσταλέα χέρια υπέγραψαν ληξιαρχικές πράξεις θανάτου. Σ’
ένα από αυτά κάθισε ο γέρος πατέρας του και κοίταξε το σπίτι,
φαντάστηκε του εγγονού του το παιχνίδι όταν αυτός δεν θα ήταν εκεί,
αυτόν που βαστώντας τον στην αγκαλιά του του είπε μ’ όλο πόνο φωνή:
«Δεν θα τον χαρώ!» κι η λύπη τού βερνίκωσε τα μάτια. Κάποτε γινόταν
προδότρια, μαρτυρούσε τις αποδράσεις τους, κι έπαιζε έπειτα τις
φρενιασμένες νότες του πανικού τους. Την κατεβαίνανε σαν γάτες τα
μεσημέρια, την ώρα της γονεϊκής σιέστας, τότε που άναβε μέσα τους ο
πολυέλαιος του παιχνιδιού. Σκάλα, αμφίβιο ουρανού και γης, κάθοδος και
άνοδος, στον παράδεισο του παιχνιδιού, στην κόλαση της τιμωρίας, δέντρο
της γνώσης. Η απόσταση ανάμεσα στα σκαλοπάτια της μια παγίδα ήτανε
για τις κνήμες, η απόσταση ανάμεσα στα κάγκελα της κουπαστής της
μια παραχώρηση στο κενό, για να νιώθουν τα κορμιά την επιθυμία να
πετάξουν. Ως λύση ασφαλείας επιλέχθηκε η ζεύξη των κάγκελων με
πετονιά χοντρή, διάφανο προστατευτικό δίχτυ, κι η σκάλα έγινε γιγάντιο
έγχορδο. Αραχνιασμένος σκελετός μετά από καιρό, ραχοκοκαλιά ζώου που
ρίχτηκε κατά τον ουρανό, πηγάδι μνήμης ξεραμένο κι εξαρθρωμένο
αρχίγραμμα οικογένειας που ’σβησε.
Πατέρα, προσπαθούσες να μαντέψεις τα σχήματα των χαμένων, ένα
ανεπαίσθητο ρυτίδωμα στον κλειστό αέρα. Σε τρόμαζαν οι ημερομηνίες:
δωμάτια δίχως παράθυρα και φως. Κάθε γέρος μοιάζει με αποκαμωμένο
Θεό. Έκλαιγες μέσα σου το μέλλον, σαν παιδί που το γνώρισες, αλλά δεν
θα το χαρείς. Όσο μειώνονταν οι δυνάμεις σου, συνήθιζες να κατεβαίνεις
την ξύλινη εσωτερική σκάλα, να κόβεις στη μέση το κατέβασμα, λύγιζες
τα γόνατα, καθόσουν σ’ ένα σκαλί, σαν από εξώστη θεάτρου κοιτούσες
εμάς (τη ζωή), ή μια άδεια σκηνή, ακούγοντας το τρίξιμο των άψυχων
(την ώρα που θυμούνται τα σώματα), ερμηνεύοντάς το σωστά, ως πόθο
ένωσης των ψυχών.
ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟ
Το σπίτι

Αυτό που χάθηκε γίνεται ίδιο μ’ αυτό που ουδέποτε υπήρξε; Σπίτι με τη
μεγάλη σάλα, και στη μνήμη έτσι παραμένεις: μνήμη φιλόξενο καταφύγιο,
μνήμη φιλόξενο κοιμητήριο. Γιατί διαλέξαμε αυτό και μάλιστα το βράδυ
εκείνο; Περνώντας από κει σταθήκαμε και το κοιτάξαμε, να ’ταν η μοναξιά
του που μας κάλεσε, σαν άνθρωπος που τον γονάτισε η ερημιά κι ένα
προαίσθημα χαμού και ζητάει την επαφή έστω και τη βίαιη του κλέφτη;
Παιδικά κορμιά ν’ ανακατώσουν τον αέρα του μπορεί να επιθύμησε, έστω
κι αν ο αποχωρισμός, μετά, την αναμονή του μαρτυρίου πιο αβάσταχτη θα
την έκανε. Μάρτυρες της θανατικής του καταδίκης ζητούσε, παρέα στις
τελευταίες του ώρες. Μόλις μπήκαμε μέσα, αναρωτήθηκα γιατί έπαψαν να
το κατοικούν. Άμα κοιτούσες ολόγυρά του, θα καταλάβαινες, χαμήλωναν
οι άνθρωποι και ψήλωναν τα σπίτια.
Φωτεινό ήταν μέσα, απ’ έξω ερχόταν το φως, λάμπα της ΔΕΗ έξω στον
δρόμο δεν θυμάμαι, μήτε φεγγάρι κείνη τη βραδιά. Όμως θυμάμαι πως
πίσω απ’ τη ράχη μου τοίχο δεν ένιωθα, σαν να γειτόνευε η ράχη μου με τ’
άστρα. Η σάλα ήταν η πλατεία και σκηνή ρημαγμένου θεάτρου η κουζίνα
μού θύμισε μόλις την αντίκρισα, χώρος ένας. Οι άλλοι ξαμολήθηκαν να
ψάχνουν, πήγαν επάνω, τίποτα δεν βρήκαν, το είχαν αδειάσει οι ιδιοκτήτες,
όπως αφαιρούν τα σπλάχνα του νεκρού πριν τον ταριχέψουν – στεγνό πιο
εύκολα θα ’πεφτε.
Η κουζίνα, στο βάθος της σάλας, δεν ξέρω γιατί μου θύμισε τέμπλο
εκκλησιάς, την κύκλωνε η σκάλα, η σκάλα που ανέβαινε πάνω κι απ’ τις
δυο μεριές της, η σκάλα που δεν οδηγούσε πια πουθενά. Πως ήταν ανοιχτά
δυο ντουλάπια κι από πάνω της κουπαστής τα κάγκελα, σαν μάτια τα
ντουλάπια, σαν δόντια τα κάγκελα, σαν πρόσωπο νεκρού η σκάλα με την
κουζίνα, που τα μάτια δεν του κλείσανε – όμως πού ακούστηκε φονιάς να
κλείνει τα μάτια του νεκρού; Κι εκείνο το θέαμα, χιλιάδες βιβλία ριγμένα
στη σάλα, πεταγμένα απ’ την κουπαστή, και που δεν πήρα μήτε ένα από
κείνο το κοπάδι τουφεκισμένα πουλιά.
Περάσανε σαράντα χρόνια από τότε, απ’ όταν γκρέμισαν κείνο το σπίτι,
ένα άλλο είναι χτισμένο τώρα εκεί, όμως εκείνο που ήταν ενωμένο μαζί του
σώζεται εν μέρει, ο τοίχος τους ο κοινός, πάνω του τα σημάδια της κάποτε
ζωής, σκιές σκιών, ένα τζάκι, μια εταζέρα κι ένα ράφι, σε φόντο λουλακί,
σαν ειρωνεία, σαν του κάτω κόσμου αιθρία.

You might also like