Professional Documents
Culture Documents
Παπαμόσχος Η καταγωγή της λύπης
Παπαμόσχος Η καταγωγή της λύπης
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665, FAX: 210.36.50.069 • KΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16,
106 78 ΑΘΗΝΑ,
ΤΗΛ.: 210.38.31.078 • ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Ν. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, FAX: 2310.70.63.55 • Web site: http://www.patakis.gr
• e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr
Στον ποιητή Γιάννη Κοντό
What goes on in your mind?
I think that I am falling down
What goes on in your mind?
I think that I am upside down
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright
I’m going up, and I’m going down
I’m going to fly from side to side
See the bells up in the sky
Somebody’s cut their string in two
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright
One minute born, one minute doomed
One minute up and one minute down
What goes on in your mind?
I think that I am falling down
Baby, be good, do what you should
You know it will work alright
Baby, be good, do what you should
You know it will be alright
Νόμιζε ότι πήγαιναν βόλτα ο Αλέκος, αλλά πήγαιναν για κυνήγι και δεν
το ξέρανε, με τον πατέρα. Όπως και το ότι θ’ αλλάζανε ρόλους. Είχανε
περάσει τη μονή Μαυριωτίσσης και πλησιάζανε στη μεγάλη σπηλιά, την
Γκουλουμπίντσα όπως οι ντόπιοι τη λεν. Η είσοδός της είναι ντυμένη
κισσό, και τα καλοκαίρια θαρρείς πως ανασαίνει αυτό το γιγάντιο στόμα,
απ’ των κουνουπιών το βουητό. Τον είχε απορροφήσει της λίμνης το
απόκοσμο θέαμα, με την ομίχλη να σέρνεται πάνω της σαν το φάντασμα
γιγάντιας μπαλαρίνας. Ένα μικρό κοπάδι αγριόπαπιες ρίχτηκε στις ρόδες
τους, βούτηξαν απ’ το πρανές· είχαν ανέβει, φαίνεται, στο βουνό να
βοσκήσουν. Κοκάλωσε το αμάξι και κοίταξε με αγωνία απ’ το δεξί
παράθυρο, να δει αν κατάφεραν να ξεφύγουν· κι είδε τα νερά αλαφιασμένα,
απ’ το καρδιοχτύπι τους λες. Προτού βγάλει με ανακούφιση τον
αναστεναγμό που βαστούσε μέσα του, είδε από τον κεντρικό καθρέφτη μια
να σφαδάζει στην άσφαλτο. Το είπε στον πατέρα και βγήκε εκείνος, τη
μάζεψε. Κάθισε πίσω, με το πουλί στην αγκαλιά, σαν λαβωμένο παιδί το
βαστούσε. Αυτός, που τόσα πουλιά σκότωσε, σαν για να την εμψυχώσει,
να κάνει το τέλος της λιγότερο αγωνιώδες και σκληρό, με τόση
τρυφερότητα την αγκάλιαζε. Κι εκείνη η βαναυσότητα που έδειξε στα
ζωντανά ολόκληρη ζωή (κυνηγός δεινός ων) έκανε αυτή του την αφοσίωση
ακόμη πιο συγκλονιστική, κι όσο καμιά άλλη αληθινή. Αποφασίσανε να
την πάνε στον κτηνίατρο και άρχισε να τρέχει, όμως όσο να φτάσουνε στα
πρώτα σπίτια η ψυχή της πάπιας έσμιξε με την ομίχλη. Γυρνούσε κάθε
τόσο και την κοιτούσε, τον σφυγμό δεμένο με τον πόνο να δέρνει το στιλπνό
κορμί. Ήταν από τις άγριες, τις πρασινοκέφαλες, το κεφάλι της χυμένο
στον αγκώνα του πατέρα του, σμαράγδι που θάμπωσε. Όταν τέθηκε το
ζήτημα τι θα κάνανε το πουλί, είπαν οι γυναίκες να το μαγειρέψουν,
προσφέρθηκε η αδερφή του, και το τραπέζι να γινόταν στο σπίτι τους,
πράγμα που το ένιωσε σαν απονιά. Ήρθε πράγματι η αδερφή του νωρίς την
Κυριακή και μαγείρεψαν με τη γυναίκα του το πουλί, αφού πρώτα
συμβουλεύτηκαν έναν οδηγό μαγειρικής για τη συνταγή. Είπε ο πατέρας
ότι οι πρασινοκέφαλες ήταν ιδιαίτερα νόστιμες, κι αυτός σκεφτόταν πως θα
’ταν σαν να γευόσουνα τον θάνατο. Είχαν ετοιμάσει και κάτι άλλο, μιας κι
αυτός ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο μήτε να γλωσσιάσει το πουλί, όμως
από την ώρα που το έφεραν στο τραπέζι, για κείνον δεν θα κατέβαινε κάτω
τίποτα. Γι’ αυτό κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε προς την
κρεβατοκάμαρα, και στάθηκε εκεί, τους κοιτούσε, να τρων σιωπηλοί· σ’
εξαίρετο νεκρόδειπνο.
Ο πατέρας αγόραζε θάνατο από τη Γερμανία, με το κιλό. Οι ντόπιοι τον
θάνατο τον λένε χορδά. Έρχεται σε μεγάλες μπάλες από λινάτσα, τον
ξεφορτώνουν στα μαγαζιά, σαν ξεχειλωμένη κοιλιά καλοφαγά. Τούρκικη
λέξη, που σημαίνει παλιόπραμα, ψευτόπραμα, πράγμα σκάρτο, δηλαδή
σκουπίδι. Τον βγάζουν τον θάνατο απ’ το τσουβάλι, είναι μυριάδες
κομμάτια και οι ξεδιαλεχτάδες τον ρίχνουν χρώμα, ξεχωρίζουν μπροστινό
πισινό, έπειτα τον παίρνουν οι κόφτες και τον κομματιάζουν κι άλλο, και
ζευγαρώνουν τα κομμάτια πάνω σε σελίδες από εφημερίδα, για να τις
πάρουν αυτοί που θα τα ενώσουνε, στη μηχανή. Κομμάτι κομμάτι γίνονται
κάτι μακρινάρια, που κι αυτά ενώνονται μεταξύ τους για να φτιάξουν το
παλτό. Έπειτα το βρέχουν και το τεντώνουν πάνω σ’ ένα κομμάτι
ορθογώνιο ξύλο κι αρχίζουν το τραβάν από δω, το τραβάν από κει για να
πάρει τις επιθυμητές διαστάσεις και το καρφώνουνε στις άκρες για να
μείνει τεζαρισμένο και το βγάζουνε στον ήλιο για να ψηθεί. Είναι πράγματι
εντυπωσιακό πώς από κάτι άχρηστο καταφέρνουν να παράξουν κάτι τόσο
άρτιο αισθητικά, τόσο όμορφο που οι γυναίκες που το φορούν ξεχνούν πως
τους ζεσταίνει ο θάνατος. Υπό συνθήκες ανθυγιεινές οι εργάτες κόβουν,
ράβουν, γαζώνουν τον θάνατο, το χνούδι του, που υπερίπταται στα
μαγαζιά, μπαίνει απ’ τις αναπνευστικές οδούς και φτιάχνει τους ιστούς του
μέσα στα πνευμόνια. Θυμόταν τον έμπορο που ερχόταν ν’ αγοράσει, πώς
άπλωναν το ένα πάνω στ’ άλλο τα παλτά, πώς χάιδευε την τρίχα, πώς
χάιδευε με τα μάτια τη φορά της, τη στιλπνότητά της, σαν θυμωμένη
ζωή. Ο πατέρας του δούλευε απόκομμα, ό,τι πετιόταν από το
μονοκόμματο δέρμα του ζώου, που προοριζόταν για πιο παχουλά πουγκιά,
το στήθος δηλαδή, η ράχη και η κοιλιά. Έμεναν τα πόδια, το κεφάλι και η
ουρά. Τα πόδια έπαιρνε ο πατέρας του, μπροστινό και πισινό, κι έτσι απ’ τα
πόδια δεκάδων ζώων φτιαχνόταν ένα άλλο τομάρι, σαν δέρμα δεύτερο για
άνθρωπο. Εντύπωση του έκανε πάντοτε που το κυνηγόσκυλο του πατέρα
του μέσα σ’ αυτή την παραζάλη των οσμών παρέμενε ήρεμο, ήταν, λες,
από φόβο, κι εκείνες τις νύχτες που αλυχτούσε και έκλαιγε μην θρηνούσε
σαν χαμένα αδέρφια τα κρεμασμένα παλτά. Όμως κι ο πατέρας του, ίσως
εκείνο το απρόσιτο το μακρινό που είχανε τα μάτια του, άμα καθόταν μες
στο μαγαζί σιωπηλός, να ήταν που έραψε μια ζωή χιλιόμετρα θάνατο,
γέφυρες, θαρρείς, από κείνες που ταλαντεύονται στο παραμικρό πάτημα
ανάμεσα σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, αφήνοντας εδώ εκείνη την οσμή
που μια χάνεται, μια έρχεται, λες και πάσχει ο θάνατος από νοσταλγία και
δεν έχει, καθώς λένε, σιδερένια καρδιά.
Πίστευε ο Αλέκος ότι αιτία για την κλειστοφοβία του ήταν που τον
έκλεινε η μάνα του στην αποθήκη με σβηστό το φως μετά που έκανε
καμιά αταξία, όταν όμως σ’ αυτή του την παμπάλαια φοβία ήρθε να
προστεθεί και μια νέα, εκείνη του ύψους, η μνήμη τον γύρισε πίσω σ’
εκείνο το ταραχώδες απόγευμα της παιδικής του ηλικίας, όταν τους έβαλε
ο σατανάς να πυρπολήσουνε τα σωθικά του μιναρέ, του μοναδικού
σωζόμενου τζαμιού της γενέτειρας. Δίδυμες οι φοβίες του λοιπόν και
κυοφορήθηκαν σε μήτρα σπειροειδή, καθώς έτσι ελίσσεται ανεβαίνοντας
προς τα ουράνια του μιναρέ η σκάλα, που έμπνευση βέβηλη (του
Βελζεβούλ της παρέας) τους οδήγησε να τον μετατρέψουνε σε καμινάδα.
Ρίξανε κλήρο κι έτυχε να βάλουνε πρώτα αυτοί φωτιά, οι τρεις, κι ο άλλος,
αυτός που έριξε την ιδέα, κατόπιν. Ανέβηκε λοιπόν πρώτα εκείνος, ο
Παντελής, στην κορυφή του μιναρέ. Βάλανε μια φωτιά μικρή, να σβήσει
σύντομα. Άμα ανέλαβε ο άλλος, πετάχτηκε λάθρα σ’ ένα κοντινό μανάβικο
και παίρνοντας πεντέξι καφάσια τη μετέβαλε σε ολοκαύτωμα, και τον
μιναρέ σε υψικάμινο. Αφού επιχειρήσανε δυο τρεις φορές να κατεβούνε,
πνιγμένοι απ’ τον καπνό, βήχοντας να βγάλουν τα συκώτια τους, τρέξανε
πάλι πάνω κι ακροβολιστήκανε στου κύκλου του τα άκρα. «Κύριε Γιάννη,
κύριε Γιάννη, βοήθεια, βοήθεια, σώστε μας, σώστε μας!» άρχισε να
φωνάζει, ως έντρομος μουεζίνης, καθότι μελαμψός, ο Μιχάλης, προς
κάποιον διερχόμενο περίοικο. Έτσι έπαψε ο σατανάς να τροφοδοτεί την
πυρά και καταφέρανε να κατεβούνε. Την επόμενη μέρα η πυρπόληση έγινε
θέμα στο σχολείο. Θυμόταν ότι για μέρες η μυρωδιά του καπνού δεν έφευγε
απ’ τη μύτη του. Σπλαχνικός στάθηκε μαζί τους ο Αλλάχ, σπλαχνικός και
μεγαλόκαρδος καίτοι τον κακοποιήσανε, καίτοι τον μαγαρίσανε τον οίκο
του, γιατί ο Τάσος, θες από φόβο, θες από την παροιμιώδη ακηδία του,
αφόδευσε στου μνημείου την κορφή. Σκεφτόταν σαν βήσαλο, πως θα
ξεράθηκε, του Τάσου το σκατό· πόσο μπορεί να θυμώσει έναν Θεό ενός
παιδικού φόβου το απομεινάρι; αναρωτιόταν για να κατευνάσει τον φόβο
του. Κι έπειτα, λιώνοντας με τις βροχές, σαν λίπασμα εκλεκτό το
σκεφτόταν, σε κήπο κρεμαστό, πως φύτρωσε από την ακηδία τους, ως
έθνους τούτη τη φορά, ο τρούλος.
Στους εξώστες των κινηματογράφων οργίαζαν. Ανέβηκαν με τον Μιχάλη
στον εξώστη του κινηματογράφου Παλλάδιον, και τι του ήρθε να
κατουρήσει μια πολυθρόνα που την είχαν τοποθετήσει τέρμα ψηλά, στον
τοίχο που πίσω του ήταν η μηχανή προβολής; Και πήγε κάθισε ένας
εργάτης του πατέρα του εκεί, θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό που θα
παρακολουθούσε τόσο άνετα την ταινία. Ήταν ένας κακομοίρης, που,
μυρίζοντας το χέρι του να δει τι ήταν εκείνα τα υγρά, μονολόγησε: «Τι έχω
κάνει, Θεέ μου;». Δεν ήταν βέβαια σ’ όλους τους σινεμάδες έτσι τα
πράγματα, στο Όσκαρ ας πούμε, τον πιο πολυτελή, δεν τολμούσες να
κουνηθείς, ήταν τόσο αυστηρός ο ιδιοκτήτης, καθόντουσαν σαν νύφες,
νιώθανε πως τα μπράτσα των καθισμάτων ήταν χέρια και στην παραμικρή
ανοησία ζωντανεύοντας θα τους αιχμαλώτιζαν, πως ο ιδιοκτήτης τούς
κοίταζε συνέχεια, κρυμμένος πίσω απ’ την οθόνη. Στο Ολύμπιο κάναν
αίσχη: τι φτύνανε, τι χτυπούσανε τα αναψυκτικά ν’ αφρίσουν και ψεκάζανε
τον κόσμο στην πλατεία, τους ρίχνανε τα τρίμματα απ’ τα σνακ,
ρευόντουσαν και ξέσπαγαν σε ουρανομήκη γέλια. Θυμόταν μια φορά
ανέβηκε ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Ηρακλής, και πετυχαίνοντας τον Τάσο
μπρος του του έριξε κάτι ξεγυρισμένες, ενώ αυτοί τρέχανε να φύγουνε
πνιγμένοι απ’ τα γέλια. Μόνο όταν έπαιζε Ταρζάν παλουκωνόντουσαν.
Τους συνάρπαζαν οι περιπέτειές του, σε βαθμό που βγαίνοντας απ’ το
σινεμά δεν βλέπανε για λίγο δρόμους και σπίτια, μα δέντρα και ποτάμια,
καλύβες, οι γάτες μεταμορφώνονταν σε λιοντάρια και σε αγρίμια τα ήμερα
σκυλιά. Οι συναρπαστικές του πάλες με τα θηρία, οι αγωνιώδεις μάχες του
με τους κακούς, των οποίων τα όπλα πάντοτε αχρήστευε, οι ιπτάμενες
μετακινήσεις του μ’ εκείνα τα πλεγμένα απ’ τη φύση σκοινιά, που
κρέμονταν από δέντρα πανύψηλα, ο διάπλους της κινούμενης άμμου τούς
έκοβαν την ανάσα, κι όσο διαρκούσαν, προσεύχονταν, όλα τούτα τους
καθήλωναν, ιδανική προετοιμασία για την ανυπέρβλητη κορύφωση, για το
ηχητικό επιστέγασμα της κυριαρχίας του, την αμίμητή του κραυγή. Τότε,
λυτρωμένοι απ’ την αγωνία, σηκώνανε το κεφάλι και βλέπανε το φωτεινό
ποτάμι που έρεε από πάνω τους, βγαίνοντας απ’ την τρύπα του τοίχου του
θαλάμου προβολής, εκείνο το μαγικό θάλπος που τους έλουζε στο μαγικό
του ρευστό σαν άλλο αμνιακό υγρό, κι η αγκαλιά της Τζέην, της όμορφης
συντρόφου του αγαπημένου τους τιμωρού, πλημμύριζε το σινεμά μ’ έναν
ερωτισμό αγνό. Ένας ένας έκλεισαν οι σινεμάδες, όμως το Ολύμπιο
ξανάνοιξε, χωρίς τον κύριο Ηρακλή. Πράγματι, λινάτσες γκρίζες κρύβαν
για καιρό τα σωθικά του, μες στα οποία οι εργασίες, κάπως αργά, αλλά
και ανεπίστροφα προχωρούσαν, κι όπως κάθε πρωί έβλεπε τους εργάτες να
παραμερίζουν αυτά τα μουντά, τα πένθιμα παραπετάσματα, και να
μπαινοβγαίνουν σε τούτο το εργοτάξιο (το βαθύ σαν κόλπος γυναικείος),
σκεφτόταν πως σε υφάντρες στα βάθη του, στα άδυτά του
μεταμορφώνονται, όπου υφαίνουν υμέναιο μαγικό, παρθενικό, που, καίτοι το
πιο γρήγορο ον προσδεχόμενος, άρρηκτος παραμένει, φως, που τον κονιορτό
των αιώνων διαπερνώντας, φως που τους νεκρούς των αιώνων
ανασαλεύοντας, σπέρμα γίνεται που ζωή αθάνατη θα γεννήσει, που τους
παιδικούς τους εαυτούς θα αναστήσει.
Δεν πήγαινε ο νους τους πως όλα αυτά θα περάσουν. Αυτό το σκέφτηκε
ο Αλέκος όταν άκουσε πως πέθανε ο φωτογράφος των παρελάσεων. Ο
Μιχάλης τού το θύμισε. Τον έφερε στο μυαλό του σ’ εκείνο τον δρόμο όπου
γίνονταν παλιά οι παρελάσεις: η οδός Γράμμου, η παλιά είσοδος της πόλης,
με το μοναδικό φανάρι ρύθμισης της κυκλοφορίας, το κρεμαστό. Εκεί που
μια χρονιά τής έφυγε το τυμπανάκι της Μπέσσυς κι έτρεχε να το πιάσει
καθώς κυλούσε εκείνο στην άσφαλτο. Είχε δυο μηχανές ο φωτογράφος,
μια μεγάλη και μια μικρή, οι αορτήρες τους του ’κοβαν τον σβέρκο,
τραβούσαν κάτω το κεφάλι του, γκέμια σε δίποδο καματερό. Αυτοί, αν και
τον πετύχαιναν συχνά μες στην πόλη, ποτέ δεν φωτογραφηθήκανε, δεν
πήγαινε τότε το μυαλό τους πως κάποτε όλα αυτά μαζί με τον φωτογράφο
θα χαθούνε. Όμως σταματούσανε ό,τι κι αν κάνανε και τον κοιτούσανε
καθώς περνούσε. Να ’ταν άδεια εκείνα τα κουτιά; Φιλμ να μην είχαν; Αφού
ποτέ δεν τον είδανε να φωτογραφίζει, ούτε να παραδίδει φωτογραφίες σε
κανέναν. Κάποιοι έλεγαν πως είχε μεγάλη περιουσία, μύθος ίσως, που
πλάθει ο κόσμος για να δικαιολογήσει την αναλγησία του. Πόσες φορές
ακούσανε εκείνη τη φράση: «Ο φωτογράφος, μια φωτογραφία!», με κάτι
σαν απελπισία μέσα της, αλλά και μηχανική συνήθεια, δίχως πίστη ότι
κάποιος θα συγκινηθεί και θα σταθεί ν’ απαθανατιστεί. Όμως ήταν σαν να
τους φωτογράφιζε τις στιγμές που κοκαλώνανε και τον βλέπανε ανάμεσά
τους να περνά για να πάει να κάνει την ανάγκη του σε κάποιο μαγαζί. Και
κάπου μέσα του θα τυπώνονταν όλα αυτά. Άραγε οι εικόνες που δεν είναι
από ύλη τι γίνονται; Είναι μαζί του πια θαμμένοι εκείνοι οι ανεπανάληπτοι,
οι πιο πολύτιμοί τους εαυτοί; σκεφτόταν. Και το μελαχρινό του δέρμα
θυμόταν, ήρθε απ’ την απέναντι ακτή μετά την Καταστροφή,
Παπαδόπουλος γαρ. Μελαχρινός, μαύρος, μ’ εκείνες τις αργυρένιες τρίχες
στα πλαϊνά του κεφαλιού, σαν αρνητικό φωτογραφίας το κεφάλι του. Κι
είχαν τα μάτια του ένα παράξενο βλέμμα, απόκοσμο, σαν ξεκομμένο απ’
τον κόσμο, αλλά και σαν έννοια κρυφή να μην τα άφηνε σε ανθρώπους και
σε πράγματα να ρίξουν δίχτυα, μακριά όλο κοιτούσανε, αθώα σαν του ζώου
τα μάτια, βλέμμα φευγαλέο σαν ζώο που φοβάται και γυρεύει να ξεφύγει,
μάτια παιδιού, βλέμμα παιδιού που δεν το άφησαν στην ώρα του να παίξει.
Ο κερατοειδής του κάτασπρος, σαν δίχως αγγεία, σαν αίμα να μην κύλαγε
στις φλέβες του, σαν μέσα του να κύλαγαν εκείνα τα υγρά με τα οποία
εμφανίζουν, βαφτίζοντάς τες μέσα τους, τις πλάκες. Γκρίζα κουστούμια
φορούσε μόνιμα και μια καμπαρντίνα που του έπλεε και παπούτσια
μεγάλα, μαύρα και πλατιά. Κι όταν άκουσε ο Αλέκος ότι πέθανε,
σκεφτόταν πως θ’ ανέβει κει πάνω να τους περιμένει, να παίξουν μαζί,
αφού πρώτα ο Θεός το αρνητικό της όψης του εμφανίσει, γυρνώντας τον
γέρο πάλι σε παιδί.
Λίγες οι φωτογραφίες στις οποίες εικονίζεται ως παιδί ο Αλέκος, με την
οικογένεια κυρίως. Στις φωτογραφίες παλιά οι άνθρωποι δεν
χαμογελούσαν, κοιτούσαν τον χρόνο, κοιτούσαν τον θάνατο. Θαρρείς και
προσπαθούσανε να τον καλοπιάσουνε, προσφέροντάς του λουλούδια, μπρος
από το αλύπητο μάτι του, σ’ ένα βραχάκι, σαν ναυαγοί, την Πρωτομαγιά
του ’76. Είχανε πάει απ’ τη γιαγιά του πρώτα, να την πάρουνε, να πάνε
στις κουνιάδες της, στις αδερφές του παππού του, του άντρα της δηλαδή,
να πιάσουνε τον Μάη. Θυμόταν πως προτού φύγουν ήρθε μια γειτόνισσα
και τους είπε ότι σκοτώθηκε ο Παναγούλης. Θυμόταν τη λύπη στο
πρόσωπο του πατέρα. Στο σπίτι της γιαγιάς Ευδοξίας και της γιαγιάς
Δήμητρας δεν τον θυμόταν, όπως δεν θυμόταν και ποιος τους
φωτογράφισε. Το αγαπούσε εκείνο το σπίτι, και τώρα που ’χει μείνει έρημο
συχνά το σκέφτεται. Δωρήθηκε στο τεχνικό επιμελητήριο, αλλά άμα
πάψει να κατοικείται το σπίτι, βλασταίνουν τα θεμέλια, γιατί απ’ το
παράθυρο το πιο χαμηλό ξεχύνεται πια σαν χείμαρρος ενός φυτού η
ξεραμένη ρίζα. Βάψανε μαύρες τις πόρτες, τις κάσες και τα παράθυρα,
ξάσπρισαν τους τοίχους, στολισμένο σαν νεκρός. Έκανε να κοιτάξει μέσα
μια φορά, αλλά οι αντανακλάσεις τον εμπόδιζαν. Ενώ παλιά, ας φορούσε
εκείνα τα φθαρμένα, τα καθημερινά του το σπίτι, άνοιγαν οι πόρτες και τα
παράθυρα κι ο αέρας κυκλοφορούσε στα σωθικά του, ανάσαιναν οι σοβάδες
και οι ξυλοδεσιές, το δέρμα και οι φλέβες του. Πήγαινε κι έλεγε τα
κάλαντα στις γιαγιάδες, έτσι τις έλεγε τις αδερφάδες του παππού του, του
πατέρα της μάνας του. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε πρανές, ο κήπος του
παλιά έφτανε ως τη λίμνη. Η είσοδος ήταν από την πάνω μεριά, αγκαλιά
με το πευκοδάσος. Περνούσε μπρος της και κατηφόριζε κάτι σκαλάκια, κι
έβγαινε μετά σ’ εκείνο το πλάτωμα, στο οποίο έβγαινες από την κουζίνα.
Όποτε πήγαινε, εκεί τις πετύχαινε, με τα μανίκια ανασηκωμένα, τα χέρια
τους βρεγμένα, ν’ αχνίζουν, σαν μαμές, κι αυτός να σκέφτεται πως
ξεγεννούσαν τη νύχτα κάθε πρωί, φέρνοντας στον κόσμο τη μέρα. Είχε
έναν μακρόστενο καναπέ εκεί, απέναντι από τις μαρμαρένιες δίδυμες
γούρνες του νιπτήρα. Τότε ο κόσμος καθόταν πολύ στην κουζίνα, χώρος
ιδανικός για συζήτηση, ζεστός, κι όχι μόνο λόγω της μασίνας, τον
χειμώνα· το καλοκαίρι δροσερός. Ο πάνω όροφος είχε κάτι το μυστηριακό,
το μαγικό, ίσως επειδή δεν τον επισκεπτόταν συχνά, ίσως επειδή ποτέ δεν
του δόθηκε η ευκαιρία να τον εξερευνήσει. Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα
έβγαινες σε μια μεγάλη σάλα, με την τραπεζαρία, κι ακτινωτά ήταν τα
δωμάτια. Θυμόταν την αρκουδίσια προβιά στο σαλόνι με το μεγάλο τζάκι –
ήτανε πράγματι λευκή ή την άσπρισε η μνήμη; Το διπλανό δωμάτιο, το
καθιστικό, το έπλαθε μες στη φαντασία του ως το δωμάτιο της αναμονής,
την ξαδέρφη της μάνας του, την Αύρα, να κάθεται για ώρες κοιτώντας από
το παράθυρο, προσμένοντας κάποιον να ’ρθει, όπως τον ονειρευότανε. Στον
κάτω όροφο, εκτός από την κουζίνα, ήταν κι άλλο ένα δωμάτιο, λίγο
χαμηλότερα από εκείνην, εκεί φαντάστηκε πως τη ζήτησαν σε γάμο την
Αύρα κι ότι οι γονείς της, η γιαγιά Ευδοξία κι ο παππούς Φώτης, αφού
κοίταξαν πρώτα κατά τη λίμνη, έδωσαν την ευχή τους. Το ’76 που πήγανε
να πιάσουνε τον Μάη, η Ευδοξία και η Δήμητρα ήταν ήδη χήρες, η γιαγιά
του πενθούσε την πεθερά της, γι’ αυτό όλες φορούσαν μαύρα. Βλέποντας
πόσο απότομο ήταν το πρανές στο οποίο μαζέψανε τον Μάη και
φωτογραφηθήκανε, σκιάχτηκε, σε βαθμό τέτοιο που τον έκανε να
αναρωτηθεί πώς δεν φοβότανε να παίζει και να τρέχει εκεί. Ίσως η
θρασεμένη βλάστηση να επέτεινε αυτή την αίσθηση την κρημνώδη. Κάτω,
στην αρχή των σκαλιών που έβγαζαν στον κήπο, είδε μια υγιέστατη συκιά,
με κάτι σύκα σαν ζαφείρια, που άστραφταν. Κι αυτοί, εκεί έξω,
κρεμασμένοι θα ’λεγες στον γκρεμό, ναυαγοί που για μια στιγμή
ξαποσταίνουν σε βράχο, φωτεινοί και χαρούμενοι, μπρος στο αμείλικτο
μάτι του χρόνου, λουλούδια να του προσφέρουνε, κι η αλήθεια καλά
κρυμμένη μες στη μηχανή, στ’ αρνητικά, που πάντα φωτογραφίζουν το
μέλλον.
Η πιο παλιά του ανάμνηση ήταν η προγιαγιά του η Βηθλεέμ, έμενε με
τους παππούδες του, με την κόρη της, τη γιαγιά του την Εκάβη, και τον
γαμπρό της, τον παππού του τον Νίκο, της μάνας του τους γονείς. Αυτός
λίγο τη θυμόταν, περισσότερο της όψης της το φως, λες και στις φλέβες
της κυλούσε καλοσύνη. Θυμόταν όμως έντονα μια εικόνα πολύ από το
δωμάτιο που ήταν ανάμεσα στην κουζίνα και στο σαλόνι της γιαγιάς, όπου
την ξάπλωσαν την προγιαγιά του – είχε λιανίσει τα κόκαλά της κι ήρθε
ένας γείτονας της έβαλε κατάπλασμα από κρεμμύδια. Την είχαν βάλει σ’
ένα κρεβάτι με ψηλά πλαϊνά. Είναι η πιο παλιά του ανάμνηση, γι’ αυτό,
όταν τον ρωτούν πού γεννήθηκε, κρατιέται να μην πει εν Βηθλεέμ, γιατί
γεννιόμαστε κει που γεννιέται η πρώτη μας ανάμνηση, στη μέση του
δρόμου ανάμεσα καρδιά και μυαλό. Εκεί που τη βάλανε ήταν το δωμάτιο
που έπαιζε, μες στη μεγάλη την ντουλάπα που κυλιόταν ανάμεσα στα
κατάλευκα παπλώματα, σ’ εκείνη τη δροσιά τους που είχε κάτι το
αναζωογονητικό και ταυτόχρονα το πένθιμο. Γειτόνευε της ντουλάπας η
ράχη με την αποθήκη του σπιτιού, ένα αυτή με τον μεγάλο βράχο απ’ όπου
θαρρείς κρεμόταν το σπίτι· από εκείνον πέρναγε η κρυάδα στα
παπλώματα. Ήταν εκεί και το μεγάλο λευκό ντουλάπι όπου η γιαγιά
αποθήκευε του κόσμου τα καλά: τα μπαχαρικά της, τα ρύζια και τα
ζυμαρικά, τις κάτασπρες καραμέλες με γεύση μέντα που σου έκοβαν την
ανάσα κι εκείνα τα στραγάλια, τα λευκά, με ζάχαρη σαβανωμένα. Εκεί
είχε η γιαγιά και το εικονοστάσι, στον τοίχο του είδε στον ύπνο της την
Παναγία, καραβοκύρισσα μες στην τρικυμία, να της γνέφει να την
ακολουθήσει λίγο καιρό πριν συγχωρεθεί. Μέσα σε κείνο το δωμάτιο η
προγιαγιά του η Βηθλεέμ για την άλλη ζωή αναχώρησε, μήτε έναν βόγκο
δεν έβγαλε το στόμα της, καθόταν στο σκαλοπάτι που οδηγούσε απ’ την
κουζίνα στο δωμάτιο, διστακτικός, μέσ’ απ’ το κρεβάτι θυμάται ν’
ανηφορίζει ένα φως σαν σεντουκιού θησαυρός· δεν ήξερε τότε για του
Παναγίου Τάφου το Φως. Έχει την ταυτότητά της, Βηθλεέμ Ανθίμου
γράφει, γεννημένη εν Μικρά Ασία, εν έτει 1882. Και μια φωτογραφία της
έχει, από τον αρραβώνα του εγγονού της, της μάνας του τον αδερφό, περνά
η μάνα του στη νύφη δαχτυλίδι και βραχιόλι, σε δυο διαδοχικά ασπρόμαυρα
ενσταντανέ, φορά η προγιαγιά του μαύρα, φέγγει η όψη της και η παλάμη
της που σ’ ένα τραπέζι ξαποσταίνει, περιμένει να περάσει μετά από τη
μάνα του ή ξαποσταίνει από τη συγκίνηση και την κούραση μετά που
πέρασε στον αγαπημένο λαιμό το δώρο το νυφικό; Λόγω της όψης της
θαρρείς είναι της μάνας του το φουστάνι εκτυφλωτικό, το λευκό, τέσσερις
γενιές εκεί μεταλαμπαδευόμενο φως, της μάνας του η μάνα, η γιαγιά της,
η μάνα του κι αυτός, στο φως κρυμμένος, σαν το κρεμμύδι τυλιγμένος, με
σπλάχνα φασκιωμένος, που πρόωρα τα θρυμμάτισε η ζωή. Όλο νομίζει
πως με κείνο το κρεβάτι την παράχωσαν τη γιαγιά Βηθλεέμ και πως θα
ξυπνήσει.
Δώδεκα χρονών ο Αλέκος κόντεψε να χάσει το μάτι του. Τι το ’θελε κι
αυτός (ο αθεόφοβος) να ορκιστεί παραμονή Χριστουγέννων και για λόγο
τόσο ποταπό στην Παναγία, κι επί ματαίω να επικαλεστεί τη μαρτυρία
της, τις στιγμές μάλιστα που εκείνη στην πιο μεγάλη ελπίδα που γέννησε
ο ανθρώπινος νους θα κοιλοπονούσε; Και να τα επακόλουθα! Το 1979
ήταν, παραμονή Χριστουγέννων, να τρέχει πρωί πρωί στην πιο κεντρική
οδό της γενέτειρας, με το δεξί του μάτι φριχτά χτυπημένο. Πώς έγινε;
Λέγανε τα κάλαντα με τον Μιχάλη και τον Τάσο και σταθήκανε να
ξαποστάσουνε σ’ ένα πάρκο. Ήρθαν δυο μεγαλύτεροι, τους φώναξαν και
γυρίσανε να δούνε τι ήθελαν. Ο Αλέκος είδε τον έναν να σημαδεύει μ’ ένα
πιστόλι που ήταν τότε της μόδας, στην άκρη της κάννης του είχε μια
θήκη όπου έβαζες μια μικρή φωτοβολίδα. Ευτυχώς δεν είχε βάλει
φωτοβολίδα αυτός, αλλά ένα σκασμένο σφαιράκι, αυτά που τα λέγανε
βελανίδια, γιατί έτσι έμοιαζαν, σαν μικρογραφία του καρπού της
βελανιδιάς. Ένιωσε κάψιμο στο δεξί μάτι, κι όταν έβαλε το χέρι του εκεί,
γέμισε αίματα. Ο Μιχάλης και ο Τάσος τον κοιτούσαν κοκαλωμένοι κι
αυτός άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Όσο να φτάσει, η λευκή ζιβάγκο που
φορούσε είχε κοκκινίσει. Της μάνας του κόντεψε να της πέσει το ταψί με
τον μπακλαβά μόλις τον είδε κι ο πατέρας ανέβηκε απ’ το μαγαζί σαν
άκουσε την κραυγή. «Ποιος;» τον ρώτησε αλλόφρων. «Ο Κόκκινος» είπε.
«Ο Θεός τον φύλαξε!» έλεγε μετά ο πατέρας, γιατί τον Κόκκινο, ως
Κόκκινο, τον ήξεραν λίγοι – το κανονικό του όνομα ήταν Ζαχαρίας. Τον
πήρε αμέσως ο πατέρας και τον πήγε στον οφθαλμίατρο, ο οποίος, αφού
έβγαλε το μικρό βλήμα, που ήταν ακόμη καρφωμένο στο βλέφαρό του και
περιποιήθηκε το τραύμα, τους είπε να πάνε στη Θεσσαλονίκη, στο ΑΧΕΠΑ,
το οποίο εφημέρευε. Η μάνα τον είχε αγκαλιά στο πίσω κάθισμα και το
αμάξι να μουγκρίζει. Τον βάλανε αμέσως στο χειρουργείο. Η επέμβαση
πήγε καλά, το μάτι σώθηκε, ένα χιλιοστό πιο ψηλά να πήγαινε το βόλι θα
κατέστρεφε τον φακό, είπε ο γιατρός, κι ότι ήταν πολύ τυχερός, σαν να
έπεσε απ’ τον Λευκό Πύργο, είπε, και να στάθηκε όρθιος· έπρεπε όμως να
μείνει και μια βδομάδα ακίνητος. Εύκολο είναι να μείνει ακίνητος ένας
εντεκάχρονος; Άμα πέρασε η βδομάδα, τη μέρα που ήταν να φύγουνε, τον
εξέτασαν και διέγνωσαν αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, πράγμα που
σήμαινε πως έπρεπε να εγχειριστεί ξανά και να μείνει άλλες δεκαπέντε
μέρες μέσα. Με τον Μιχάλη και τον Τάσο έκτοτε, όσες φορές
αναφερθήκανε στο ατύχημά του, γι’ αυτό που προηγήθηκε δεν κάνανε λόγο
ποτέ. Όμως αυτός επί χρόνια θεωρούσε πως το ατύχημα ήταν απότοκο
εκείνου του όρκου. Την προηγούμενη απ’ το ατύχημα λέγανε πάλι τα
κάλαντα και, βγαίνοντας από μια πολυκατοικία, λογόφεραν με τον Μιχάλη
και τον Τάσο. Ο Αλέκος ισχυρίστηκε ότι τον ρίξανε στη μοιρασιά. Είπε ότι
μια ηλικιωμένη τούς έδωσε περισσότερα λεφτά απ’ όσα του είπανε. Αυτό
τους θύμωσε πολύ, κι επειδή τότε ορκίζονταν για ψύλλου πήδημα, οι φίλοι
του τον πίεσαν. «Μα την Παναγία!» είπε δίχως να διστάσει, «κι άμα λέω
ψέματα, να μου βγει το μάτι!». Όταν με το καλό πήρε εξιτήριο και
επέστρεψε στη γενέτειρα, όλη η τάξη τον επισκέφθηκε, η έκτη δημοτικού.
Συγκίνηση ένιωθε όποτε το θυμόταν. Πήγαν όλοι στο ψιλικατζίδικο του
Πίπη, που ήταν κάτω απ’ το σπίτι του, και πήραν τον ίδιο σταυρό, σε
διαφορετικά χρώματα. Ήταν μολυβένιος, χοντροκομμένος, όλο ατέλειες,
και στο σχήμα και στο βάψιμο. Αλλά η ευτέλειά του ήταν η προσήκουσα
στην ταπεινότητα που συμβόλιζε. Πώς τον κοίταζαν θυμόταν, με βλέμμα
γεμάτο συμπόνια, αλλά και θαυμασμό. Κάτι από ηρωισμό είχε το πάθημά
του. Όμως κορίτσια, όσο κι αν έστυβε τη μνήμη του, δεν θυμόταν, αγόρια
μόνο από πάνω του σκυμμένα έβλεπε, κι ίσως αυτός να ’ταν ο
μεγαλόψυχος, σαν κάθε μάνας, της μάταιης επικλήσεώς του, του θείου, ο
κολασμός, καθώς δίχως θηλυκό κάθε ηρωισμός μοιάζει (και είναι) λειψός.
Κάποιους απ’ τους συνοδοιπόρους τους σ’ εκείνα τα παιχνίδια τούς
λάβωσε νωρίς η ζωή. Σαν τον Λάμπρο, που η μάνα του όταν ήταν να βγει
να παίξει τον έντυνε, λες, για επίσκεψη, όμως δεν τον εμπόδιζε αυτό να
ρίχνεται στο παιχνίδι το ίδιο παθιασμένα με κείνους, άσχετο που πάντα
σοβαρό τον θυμούνταν, σπάνια να παραφέρεται, ακόμη και να γελά.
Έμοιαζε πολύ στον πατέρα του, μόνο που εκείνος ήταν μελαχρινός, ενώ ο
Λάμπρος ξανθός, σαν τη μάνα του. Όταν πέθανε εκείνη, ο Λάμπρος
υπηρετούσε τη θητεία του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε κι ακούστηκε
ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη μητριά του. Είχε σπουδάσει οικονομικά,
αλλά λόγω του ψυχικού κλονισμού δεν δούλεψε. Έλεγε πως οι γυναίκες
ήθελαν το κακό του. Έκανε βάρη και κοιτιόταν στους καθρέφτες, έσφιγγε
τα μπράτσα. «Σου αρέσει ο Μέντελσον;» ρώτησε τον Αλέκο ένα πρωί.
«Δεν έχω ακούσει» του είπε. «Τα κουαρτέτα του είναι φοβερά, πρέπει να
τ’ ακούσεις!» Έπειτα έβγαλε απ’ το τσεπάκι του πουκαμίσου του δυο τρεις
σελίδες χειρόγραφες. «Πάρ’ τες» είπε. Ήταν γεμάτες εξισώσεις. «Είναι η
μαθηματική απόδειξη του προπατορικού αμαρτήματος». «Έχω καιρό να
καταπιαστώ με τα μαθηματικά και τα έχω ξεχάσει» είπε ο Αλέκος.
Καλοκαίρι ήταν όταν τον ξαναείδε, κάτω στη λίμνη, με μια ομήγυρη
παράξενη, περασμένα σαράντα όλοι τους, όμως φέρονταν σαν παιδιά· μόνο
αυτός καθόταν σοβαρός. Γελούσαν δυνατά και κάπως φάλτσα οι άλλοι,
πετούσαν ψωμιά. Πήγε παρακάτω, έκατσε σε μια καφετέρια. Τελικά τον
έκλεισαν μέσα, σκέφτηκε. Η πιο κοντινή ψυχιατρική κλινική ήταν στην
Κοζάνη. Τους είχαν φέρει εκδρομή φαίνεται. Λίγη ώρα μετά πέρασαν από
μπροστά του. Η ίδια εικόνα. Σαν να φορούσε παρωπίδες ο Λάμπρος, δεν
κοίταζε μήτε δεξιά μήτε αριστερά. Περπατούσε μαζί τους, αλλά έμοιαζε
ξεκομμένος – ποιος ξέρει τι σκεφτόταν. Μήπως δεν άντεχε κι απέφευγε να
κοιτάξει; Το πρόσωπό του άδειο από οποιοδήποτε συναίσθημα, θαρρείς και
δεν είχε γεννηθεί εδώ, δεν είχε παίξει ως παιδί. Θυμήθηκε ο Αλέκος τις
εξαλλοσύνες και τα γέλια τους τότε, και τη δική του σοβαρότητα, τη
συγκράτηση, μην λερωθεί και την κουράσει, λες, τη μάνα του. Μπορεί η
εκδρομή εκείνα τα παιχνίδια να του θύμιζε. Θαρρείς κι ήταν από τότε
ώριμος κι εκείνοι είχανε παραμείνει παιδιά. Στο τραπέζι ήταν βλοσυρός,
σαν να τους είχε δασκαλέψει να κάτσουν σοβαροί και δεν τον άκουσαν, λες
και ελεύθερους θα τους αφήναν αν το έκαναν. Όμως ο Λάμπρος δεν έδειχνε
να νοιάζεται γι’ αυτό που τον περιέβαλλε, λες και σε ξένη πόλη
περπατούσε, σε πόλη μητριά.
Έπειτα ήταν ο Νώντας, που την έκλωθε την πόλη, πάνω κάτω όλη
μέρα. Κι ο Νώντας έμενε, σαν τον Λάμπρο, στο τζαμί. Και χάθηκε κι
αυτός σαν τον Λάμπρο. Τον θυμόταν ο Αλέκος πώς ανέβαινε τις σκάλες
της οδού Κιλκίς κάθε πρωί, σίφουνας, σαν παιδί, αλλά και σαν γέρος
διπλωμένος. Κι όταν τέλειωνε τα σκαλιά κι έβγαινε στη Μητροπόλεως,
κοίταζε μια πάνω, μια κάτω, κι άμα ήταν να πάει για καφέ, τραβούσε
δεξιά, άμα όμως ήταν να πάει στην αγορά, κατηφόριζε. Και καθώς βάδιζε,
όλο θα χαιρετούσε κάναν περαστικό, ή θα ’πιανε το τραγούδι, ή, άμα
έβλεπε καμιά αλλαγή, έμπλεος έκπληξης, θα την επισήμαινε, όπως τότε
που, αφού χαιρέτησε τον περιπτερά, σταμάτησε λίγα βήματα πιο κάτω
και, κοιτώντας τον ξανά, φώναξε: «Α! Άλλαξε ο περιπτεράς!». Οι κινήσεις
του Νώντα ήταν κάπως κοριτσίστικες, κι ο τρόπος που μιλούσε επίσης. Η
φωνή του, καίτοι μπάσα, φάλτσαρε πρίμα. Ο Νώντας έδινε στον δρόμο
ζωή, ειδικά τα τελευταία χρόνια, που είχε ερημώσει, αλλά και παλιά, τα
καλοκαίρια ειδικά, στα μεσημέρια τους. Ο Νώντας σύχναζε σε μια
καφετέρια επί της Μητροπόλεως, εκεί απολάμβανε τον φραπέ του και
κάπνιζε το τσιγαράκι του, αμφότερα δε τα εξασφάλιζε κάνοντας θελήματα
τόσο για τον ιδιοκτήτη της καφετέριας όσο και για τους πελάτες. Ο έρμος
έβγαινε με τέτοια αδημονία το μεσημέρι να δει αν η καφετέρια ήταν
ανοιχτή, τότε ανέβαινε πιο αργά τα σκαλοπάτια της οδού Κιλκίς, θαρρείς
θέλοντας να καθυστερήσει τη στιγμή που κινδύνευε να απογοητευτεί.
Ανέβαινε πάλι διπλωμένος, κι όταν έφτανε πάνω, κοιτούσε μόνο προς τη
μεριά της καφετέριας κι έπαιρνε τον δρόμο προς τα κει. Στην αρχή
περπατούσε πάνω στο πεζοδρόμιο, όταν όμως πλησίαζε στην πρώτη
κάθετο που έκοβε τη Μητροπόλεως, μ’ ένα σκερτσόζικο και πολύ
ναζιάρικο, χορευτικό θα ’λεγες πηδηματάκι, άφηνε το πεζοδρόμιο και
κατέβαινε στον δρόμο, κι άρχιζε να γέρνει το κορμί του αριστερά
προκειμένου να διαπιστώσει αν η καφετέρια ήταν ανοιχτή. Πολλοί τον
βοηθούσαν τον Νώντα, ήταν όμως και κάποιοι που εκμεταλλευόμενοι την
αγαθοσύνη του τον πείραζαν, τον πείραζαν χυδαία, με αποτέλεσμα να τον
εξαγριώνουν· τότε ο Νώντας έβριζε. Ένα μεσημέρι τον είδε ο Αλέκος να
κατηφορίζει πυρ και μανία, κοπανούσε τα πόδια κι έβριζε. Λίγη ώρα μετά
ένας άλλος Νώντας ανέβαινε: «Τι σου ’κανα, πατερούλη μου, τι σου ’κανα!
Θα με συγχωρέσεις; Θα με συγχωρέσεις;» λέγοντας. Ο Νώντας ήταν
υιοθετημένος, όμως ζούσαν οι φυσικοί του γονείς. Τον έδωσε ο πατέρας του
στον αδερφό του επειδή ήταν άκληρος. Το γνώριζε ο Νώντας αυτό. Όταν
τον άκουσε ο Αλέκος να λέει εκείνα τα σπαρακτικά λόγια, αναρωτήθηκε
από ποιον ζητούσε συγχώρεση· αλλά και τι μπορεί να ’χε κάνει, ειδικά
αυτός; Εκείνη τη στιγμή μια άδεια νεκροφόρα ανηφόρισε την οδό, λες και
κήδευαν τη μοναξιά. Μήτε απ’ τον φυσικό του πατέρα ζητούσε συγγνώμη
ο Νώντας, μήτε απ’ τον θετό, αλλά απ’ τον Θεό.
Αλώνιζαν τότε, γυρνούσαν όλη την πόλη, ανέβαιναν μέχρι και στις γύρω
κορφές. Έπαιζαν πολύ και πάνω στη δεξαμενή του υδραγωγείου. Ο
υπεύθυνος του υδραγωγείου είχε ένα μεγάλο κλειδί, μ’ αυτό ανοιγόκλεινε το
νερό. Ακούγανε τη μηχανή του να έρχεται, σαν γιγάντιος μπάμπουρας· κι
εξαφανιζόντουσαν. Κι όταν απορροφημένοι καθώς ήταν απ’ το παιχνίδι δεν
τον ακούγανε και ξαφνιάζονταν, ποτέ δεν τους απηύθυνε τον λόγο:
αυστηρότητα απέπνεε η μορφή του, κι αρκούσε αυτή για να χαθούνε μες
στα πεύκα. Μια ιερουργία συνέβαινε εκεί μέσα, στης πόλης το υδραγωγείο,
κι αυτός κάτοχος του μυστικού, της ζωής. Και χορηγός της. Φορούσε
κουστούμια. Το μαλλί του λευκό. Αν η πόλη ήταν εκκλησία, το
υδραγωγείο ήταν το ιερό της. Κι αυτός ιεροφάντης. Στη δεξαμενή, που
ήταν ενωμένη μ’ αυτό, δυο αεραγωγοί, που ’μοιαζαν με μιναρέδες,
εστεμμένοι με καλυμμαύκια θαρρείς, έτσι έμοιαζαν τα καπάκια τους. Όταν
παίζανε μπάλα, έπρεπε να τους ντριπλάρουνε, τούτους τους πανύψηλους κι
επικίνδυνους παίχτες. Μια επιγραφή σε μάρμαρο σκαλισμένη πάνω από τη
σιδερένια πόρτα του υδραγωγείου, δυσανάγνωστη πια. Κάποιος έγραψε με
σπρέι πάνω στις πέτρες που επενδύουν την πρόσοψή του: bones. Της ζωής
ο κραδασμός απ’ τα πόδια τους στο νερό περνούσε. Κολλούσανε το αυτί
στον σωλήνα του αεραγωγού να το ακούσουνε. Και τώρα, ο χώρος που
παίζανε μπάλα, πάνω απ’ το πόσιμο νερό, σαν τάφος απεριποίητος της
παιδικής τους ηλικίας, με το καγκελάκι του να τον κυκλώνει, με τα
θεριεμένα φυτά. Κι ο θάνατος του Νίκου, του γιου του κλειδοκράτορα της
ζωής, να δίνει στο νερό γεύση από αγίασμα. Πιο κοντά στον ουρανό παρά
στη γη η δεξαμενή μες στη μνήμη. Ήταν τότε όλα πιο ψηλά και
χαμήλωσαν τώρα, σαν ουρανός κάτω απ’ τα χώματα; Δεν λένε πως, όταν
επισκέπτεσαι τους τόπους της παιδικής ηλικίας, φαίνονται όλα μικρότερα
από τότε, χαμηλά; Το λεν κι ας μην αναρωτιούνται γιατί αυτό συμβαίνει,
δεν θέλοντας να παν πιο κάτω τη δυσάρεστη σκέψη. Είναι που τότε μας
φαίνονταν όλα μεγάλα, τρανά (επειδή ήμασταν εμείς μικρά), ή με τον
χρόνο που πέρασε ψήλωσαν μέσα μας, όπως καθετί που ’χει αληθινή αξία;
Είναι κλειστή πια η δεξαμενή, όμως κι ανοιχτή να ήταν, θα δίσταζε, δεν θα
μπορούσε εκεί να πατήσει, θαρρείς κι είναι κάτω από κείνο το χώμα
θαμμένοι, παιδιά. Τον χειμώνα ατμός ανεβαίνει απ’ τις καμινάδες, τούτος
ίσως σκεπάζει και το νερό, τον ρευστό καθρέφτη, για να μην
καθρεφτιστούν, λες, οι νεκροί, γιατί οι ψυχές θα έρχονται εδώ,
επιθυμώντας ζωή, κι όχι όπως παλιά, με αίμα, μα με νερό σαν πιουν θα
μιλούνε. Του νερού η ανάσα απ’ τις καμινάδες βγαίνει, των νεκρών οι
αναστεναγμοί. Όταν το νερό της πόλης κόβεται κι ανοίγεις τη βρύση,
ακούγεται σαν ανάσα που τραβιέται μέσα, όπως παιδικός αναστεναγμός,
της ζωής θαρρείς ο αναστεναγμός, στήνει αυτί στης βρύσης το στόμιο, κει
που κολλούσανε τα χείλη ξεθεωμένοι απ’ το παιχνίδι, ν’ ακούσει τρεχαλητό
και χτυποκάρδι θέλει, μυρίζει, ρετσίνι θέλει να μυρίσει, η παιδική τους
ηλικία μες στη ρητίνη της μνήμης και πρώτη σταγόνα της ζωής.
Άμα τον έπλενε η μάνα κι έτρωγε, πήγαινε και στεκόταν πίσω από το
μεγάλο παράθυρο του καθιστικού, και κοίταζε τον δρόμο· όποτε αραίωνε η
κίνηση, τα μάτια του έπεφταν στην επιγραφή του καταστήματος
απέναντι· έπειτα κατέβαιναν στη βιτρίνα, ήταν σαν μια μαρκίζα η πρώτη
κι η δεύτερη του θεάτρου η σκηνή. Ανάμεσα από τα καλοντυμένα
ανδρείκελα έβλεπε τον πελάτη να προβάρει κάποιο ρούχο, όταν όμως έραβε
κουστούμι, τον ράφτη να λυγάει και να σπάει το κορμί, και με κινήσεις
ακριβείας με τη μεζούρα να μετράει και να σημαδεύει το ύφασμα μ’ εκείνη
την κιμωλία τη λευκή, που ’μοιαζε με σαπουνιού απολειφάδι, και με
καρφίτσες να κυνηγά την τέλεια εφαρμογή. Ο ιδιοκτήτης έμοιαζε με τον
Γάλλο κωμικό Λουί ντε Φινές, μόνο που ήταν πάντα σοβαρός και το
πρόσωπό του το κατείχε μια ελαφριά θλίψη. Πιο κάτω βρισκόταν η αιτία
της, μια μαύρη γραβάτα, πένθος για την πρόωρα χαμένη σύζυγο. Έπειτα,
τα μάτια του ανηφόριζαν ξανά στην ταμπέλα, έπεφταν σ’ εκείνη την
αινιγματική λέξη: «Εμποροραφείον». Χρόνια μετά, με τα μαβιά σε γκρίζο
φόντο γράμματά της θα έμοιαζε με επιτύμβια επιγραφή, με τα ανδρείκελα
γυμνά πια στη σκηνή σαν ηθοποιοί που τους βρήκε καταστροφή. Ένας
τάφος γυάλινος. Γέμισε τέτοιους ο δρόμος, κι επειδή ήταν άδειοι, μοιάζαν
με συλημένους τάφους. Κι όποτε αναρωτιέται τι απέγιναν όλοι αυτοί οι
άνθρωποι, τι απέγιναν τα μαγαζιά και τα εμπορεύματά τους, σκέφτεται
πως όπως υπάρχουν νεκροταφεία για τους ανθρώπους θα ’πρεπε να
υπάρχουν και νεκροταφεία για τις επιχειρήσεις τις εμπορικές, να ’ταν εκεί
θαμμένες οι παλιές, στο χέρι οι ζωγραφισμένες ταμπέλες τους, ανδρείκελα
ντυμένα. Και μέσα εκεί θα υπήρχαν και αντικείμενα που συνδέονταν με
τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, το τελευταίο γαρύφαλλο που
καρφίτσωσε στο πέτο του ο λευκοφορεμένος χειμώνα καλοκαίρι κύριος
Ρουβάς, που διατηρούσε κατάστημα με είδη λευκά, ή το μολυβάκι με το
οποίο έκανε τον λογαριασμό ο κύριος Τσακαλίδης, και το τελευταίο του
αποτσίγαρο, που λιβάνιζε το μάτι του κι έκανε μια στάχτη τσιγκελωτή,
που δεν έπεφτε. Έτσι τα φανταζόταν, τις πινακίδες κι όλα εκείνα τα μικρά
κι ευτελή αντικείμενα τη μέρα το φως εκείνου του ανελέητου ματιού άπονα
να τα φωτίζει και τη νύχτα των άστρων και της σελήνης το φως να
απαλαίνει τον πόνο τους. Και καθώς πέρασε ο καιρός κι έφερε η πρόοδος
κείνες τις άλλες πινακίδες, τις ηλεκτρικές, με τα χρώματα τα έντονα και
τα εντυπωσιακά, θαμμένες κι αυτές τις φανταζόταν σε νεκροπόλεις σαν τη
δική τους σε λόφους απλωμένες, να φεγγοβολούν τις νύχτες σαν τόξα
ουράνια, κλάμα των νεκρών, του κάτω κόσμου βροχή.
Όταν πήγαινε στη δευτέρα γυμνασίου, άρχισαν τα επικίνδυνα παιχνίδια,
το μπανιστήρι στο ξενοδοχείο Ξενία, το κάπνισμα. Τότε κόλλησαν και το
μικρόβιο της κλεπτομανίας. Πήγαιναν στο πρακτορείο των περιοδικών και
σήκωναν έντυπα για αυτοκίνητα, για μηχανές, εγγλέζικα, που τότε
στοίχιζαν μια μικρή περιουσία. Έκαναν επιδρομές και σ’ ένα κατάστημα με
αθλητικά. Ο Αλέκος έκλεψε μια στολή ποδοσφαίρου. Επαίρονταν γι’ αυτό,
πώς έπαιρναν το φως απ’ τα μάτια των εμπόρων. Ένας απ’ την παρέα, ο
πιο αετονύχης, βούτηξε μια φουσκωμένη μπάλα ποδοσφαίρου, ενώ ο
μαγαζάτορας τον έβλεπε. Άρχισε να τη χτυπά κάτω και βγήκε από το
μαγαζί. Θαρρείς κι ήταν δική του η μπάλα και είχε μπει στο μαγαζί μ’
αυτή. Μια φορά, μαζί με τον φίλο του τον Μάκη έκλεψαν κάτι κασέτες
από ένα δισκάδικο. Μόλις βγήκαν, πήγαν πίσω από ένα φορτηγάκι κι
έβγαλαν τη λεία. Τότε εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης. Τους πήρε μέσα στο
μαγαζί. Ρώτησε τα ονόματά τους. Τους είπε ότι δεν θα ειδοποιούσε την
αστυνομία, αλλά θα ενημέρωνε τους γονείς τους. Όταν γύρισε στο σπίτι ο
Αλέκος, βρήκε τη μάνα του σκασμένη. Του υποσχέθηκε να μην πει στον
πατέρα του τίποτα. Θα τον σκότωνε αν το μάθαινε. Τον έβαλε να της
υποσχεθεί ότι δεν θα το ξανάκανε. Τη χρονιά εκείνη είχε αναλάβει το
ταμείο της τάξης. Μάζευαν λεφτά για την εκδρομή. Το ταμείο είχε 3.000
δραχμές. Ο καιρός που θα πήγαιναν εκδρομή πλησίαζε και τα λεφτά
έλειπαν. Τα είχε παίξει στα ηλεκτρονικά. Πήγαν ταξίδι στη Θεσσαλονίκη,
στον ξάδερφό του. Βρήκε στο σπίτι του τέσσερα χιλιάρικα και τα έκλεψε.
Το βράδυ θα κοιμόντουσαν στο σπίτι που είχε ο πατέρας της μάνας του.
Τους τηλεφώνησε ο ξάδερφος και τους είπε ότι έλειπαν τα λεφτά. Πέρασε
ώρα μέχρι να το ομολογήσει. Τους είπε και για την υπεξαίρεση. Ο πατέρας
του του έδωσε κι έβαλε πίσω τα λεφτά. Μετά από αυτό δεν ξανάκλεψε.
Όμως κάναν κι άλλα. Ένα διάστημα τους είχε πιάσει μανία κι έσπαγαν τα
σήματα των Μερσεντές. Κι έπειτα ανακάλυψαν το τσιγάρο. Το πάθος με
τον καπνό έμοιαζε με ερωτικό, σου ’κοβε κι αυτό τα γόνατα και σ’ άφηνε
αδύναμο και ζαβλακωμένο. Κι όπως κάθε παράνομο πάθος, αποδείχθηκε
δυνατό, ακόμη κι όταν αποκαλύφθηκε, αφού είχε πια ριζώσει στον εθισμό,
που όλο λες θα το κόψεις και βαθύτερα κυλάς. Πρώτη φορά το δοκίμασε
στο δασάκι της Έλλης. Ο Στηβ, που τους περνούσε έναν χρόνο, τους
μύησε· ρουφούσε ηδονικά κι ηχηρά τον καπνό και τον κατέβαζε βαθιά,
τόσο που νόμιζες ότι δεν θα ξανάβγαινε – είχε χείλη σαρκώδη και μάτια
πράσινα, έμοιαζε στη μάνα του, με την οποία ήταν ερωτευμένοι όλοι. Τα
πρώτα τσιγάρα τα καπνίσανε στην Ψαλίδα, το βουνό. Είχε ο παππούς του
Τάσου περίπτερο, τον είχανε ρημάξει. Τότε δεν τον έπαιρνε ακόμη μέσα τον
καπνό ο Αλέκος. Ένα βράδυ, είχε πια αρχίσει να καπνίζει κανονικά, δηλαδή
ν’ αγοράζει ανελλιπώς πακέτο, ήρθαν να τον μαζέψουν οι δικοί του και, με
το που μπήκε στο αμάξι και κάθισε, η μάνα του, μυρίζοντάς τον, είπε στον
πατέρα του ότι καπνίζει. Το μόνο που είπε ο πατέρας του ήταν ότι, αν
αρρώσταινε, δεν θα πήγαινε στο νοσοκομείο. Χρόνια καπνιστής κι αυτός,
μανιακός, πέντε πακέτα τη μέρα. Έβαλε ανάποδα το τσιγάρο στα χείλη
μια φορά και τα ’καψε. Έτσι το πέταξε. Μακάρι να του ’μοιαζα στη
δύναμη του χαρακτήρα, σκεφτόταν. Κάπνιζε και στο σπίτι, όταν λείπανε οι
δικοί του, ανέβαινε στη σκεπή. Τα τσιγάρα τα έκρυβε ανάμεσα στον τοίχο
και μια επιτοίχια βιβλιοθήκη-γραφείο στο δωμάτιό του. Θυμάται μια φορά
ξέχασε μια ξαδέρφη του ένα πακέτο Καρέλια κασετίνα. Τα έβαλε η μάνα
πάνω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Ένα μεσημέρι σκαρφάλωσε και τα
πήρε. Ανέβηκε στη σκεπή, άναψε ένα, είχε ξεραθεί εντελώς και τον ζάλισε,
έτρεμαν τα πόδια του καθώς κατέβαινε. Πηγαίνανε καπνίζανε και στα
θεμέλια του βυζαντινού μουσείου, όταν το έχτιζαν. Άμα δεν είχανε τσιγάρα,
καπνίζανε γόπες ή ανάβανε εκείνα τα κούφια ξερόκλαδα και πνιγόντουσαν.
Με τον Παντελή είχανε τέτοια μανία που έγινε η αιτία να μην ταξιδέψει
στο εξωτερικό ούτε μια φορά, αφού, όποτε του έλεγε η μάνα να τους
ακολουθήσει, αυτός προτιμούσε να μένει πίσω. Η μάνα του πατέρα του
ζούσε μαζί τους. Κατέβαινε μετά τη μεσημεριάτική της κατάκλιση και
καθόταν στο σαλόνι, της ζέσταινε ο ήλιος τα πονεμένα της τα κόκαλα. Ο
Παντελής, κρυμμένος πίσω από την πολυθρόνα, ενώ αυτός της μιλούσε,
φυσούσε πλάι στο αυτί της τον καπνό, έκανε κυκλάκια. Τον έβλεπε εκείνη
να περνά και ρωτούσε: «Τι ’ν’ τούτο, μπρε;». Τον θάνατο κοιτούσε, που
απ’ τα φυλλοκάρδια της νιότης κοσκινισμένος, αριόπλεχτο μηδενικό
καταντημένος, πήγαινε στις ηλιαχτίδες του καθιστικού να σβήσει.
2
Δεν μπορούσε να συμβιβάσει μέσα του τις δυο εικόνες. Ένα απόγευμα, στο
γυμνάσιο πήγαινε ακόμη, μπήκε στο δωμάτιο των γονιών του και βρήκε
τη μάνα του μπρος στον καθρέφτη, γυμνόστηθη. Εκείνη αυτομάτως
προσπάθησε να κρύψει με τους πήχεις των χεριών της το εκτεθειμένο
πλούσιο στήθος της και χαμογελώντας του ζήτησε να φύγει. Είχε κάτι το
συνωμοτικό εκείνο το χαμόγελο, σαν να έδειχνε κατανόηση για τις ορμές
του, για το βλέμμα της επιθυμίας που έριξε στα στήθη της, ίσως
νοσταλγία για μιαν άλλη ηλικία, όταν ο ερωτισμός εξαγιαζόταν
παντρεμένος με τη μητρότητα. Δεν υπήρχε τίποτα πονηρό, τίποτα που να
υπονοούσε από μέρους της εκείνο το χαμόγελο, μάλιστα έδειχνε μια
οικειότητα, αφού τα κορμιά τους αρκετά χρόνια πριν, όταν τον γέννησε,
έτσι, γυμνά ήταν ενωμένα, κι ακόμη πιο παλιά, γυμνή εκείνη γυμνό τον
είχε μέσα της, κατά την κύηση. Τούτη λοιπόν η εικόνα της ευρωστίας και
της νεότητας δεν μπορούσε να ταιριάξει, να ενωθεί μέσα του με κείνη την
άλλη, που αντίκρισε τα Χριστούγεννα της τρίτης χρονιάς του στο
πανεπιστήμιο. Εκείνος, το χείλος του να παγώνει σαν να φίλησε το
ομοίωμά της το φτιαγμένο από πάγο, σαν να φίλησε το είδωλό της στον
καθρέφτη. Μπρος του στεκόταν εκείνο το απομεσήμερο του 1988,
Δεκέμβρη μήνα, όταν τον παρακάλεσε να ξυριστεί – τον αγρίευαν, είπε.
Είχε πάει και στην αδερφή του την προηγουμένη και πήρε μια
καμπαρντίνα του πεθερού της, που του γυάλισε. Ήταν ντεμοντέ, αλλά τότε
οι νέοι τα κυνηγούσαν κάτι τέτοια, τα θεωρούσαν καλτ. Η μάνα μούτρωσε
σαν την είδε και έκανε σαν τρελή. Η απαίτησή της αυτή, να μην φορέσει
την καμπαρντίνα, καθώς και η παράκλησή της να ξυριστεί απέκτησαν εκ
των υστέρων μια διάσταση προμηνυμάτων και κάτι ιερό, σαν τις
τελευταίες επιθυμίες των μελλοθανάτων. Τα γένια τα άφησε, για την
καμπαρντίνα δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι, καθώς εξαφανίστηκε
μυστηριωδώς. Υποψιάστηκε ότι η μάνα του την πέταξε, για να μην λέει ο
κόσμος πως κυκλοφορεί αφρόντιστος, πως δεν νοιαζόταν για κείνον.
Θαρρείς κι ήξερε ότι θα πεθάνει και προκαταβολικά φρόντιζε για την
γκαρνταρόμπα του. Γνώριζε την παράνοια του κόσμου, την κακία που
μήτε προ του θανάτου ορρωδεί. Αφού θα έλεγαν πως ο πατέρας του δεν της
έφτιαξε τάφο από τσιγκουνιά, ενώ η αιτία ήταν το βαρύ ψύχος, πως
έκλεινε σφιχτά τα σπλάχνα της η γη, σαν να μην ήθελε να τη δεχτεί, σαν
να μην το πίστευε κι αυτή. Είχε βαρύνει τελευταία η μάνα του, δεν
μπορούσε να βαδίσει, και πολλές φορές, όπως του είπε ο γαμπρός του, του
είχε ζητήσει να την πάει κάπου ή να πάει να την πάρει με το αμάξι.
Πρήζονταν τα πόδια της, έλεγε ο πατέρας του, υπήρχαν τα σημάδια, όμως
δεν πήγαινε να εξεταστεί. Ο παππούς του, και πατέρας της, κάθε τόσο
σήκωνε το σάβανο, σαν για να πειστεί. Σαν σάβανο έμοιαζε και το λευκό
εργόχειρο με το οποίο σκέπασαν και τον καθρέφτη. Τα έθιμα αυτά τα
τηρούν ευλαβικά στην επαρχία, το συγκεκριμένο το επιτάσσει φόβος που
λέει πως η μορφή του νεκρού δεν πρέπει να καθρεφτιστεί, γιατί μπορεί στα
κοντά να πάρει κι άλλον μαζί. Σύνορο θαρρείς ο καθρέφτης, που ανακλά
τον κόσμο αυτόν ο άλλος για να κρυφτεί. Τη φανταζόταν τη μάνα του κει
μέσα να κυκλοφορεί, με την καμπαρντίνα ριγμένη στους ώμους, καθώς
έχει πάντα κρύο και σκοτάδι εκεί. Και τον χάρο σκεφτόταν να ρουφά, να
αδειάζει τους εύσαρκους μαστούς. Το βράδυ που την ξενυχτούσανε,
αναρωτήθηκε πώς θα ’ταν δυνατόν να υπάρξει νέα μέρα, πώς θα μπορούσε
ο κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει δίχως αυτή· και πράγματι την άλλη
μέρα, μικρή παρηγοριά, η καταχνιά ενός χιονιά σαν αχειροποίητο
εργόχειρο, σαν σάβανο ουράνιο σκέπασε τη λίμνη, για να μην καθρεφτιστεί
μέσα της ο ήλιος, ο νεκρός.
Αυτή, κάτω απ’ τον καθρέφτη, μέσα στον καθρέφτη, αναπόδραστα, κι η
αποκρουστική του θανάτου όψη, κάτω από τον πάγο, άλιωτη για πάντα
μέσα στη μνήμη, μέσα στην ψυχή. Με τα χέρια πάλι κάτω απ’ τα στήθη
της, να χαμογελά, όμως το χαμόγελο κατά κάτω να τραβά, το χαμόγελο
της προδομένης νιότης. Και τα μπαμπάκια στη μύτη θαρρείς να μην
μυρίζει τη ζωή κι η ψυχή της ραγίσει.
Χιονίζει, ποιο παιδί δεν το χαίρεται; Όμως εσύ περπατάς στο χιόνι κι
αφήνεις μαύρα ίχνη. Αγγίζεις το χιόνι και μαυρίζει, είσαι ο Μίδας του
πένθους. Ό,τι πιάνεις μαυρίζει: το φως. Να τι αισθανόταν καθώς την
οδηγούσαν στην εκκλησία μες στο λευκό της φέρετρο, μες στη λευκή της
νεκροφόρα. Έγινε ο Αλέκος σαν κάτι βροχερές μέρες. Σηκωνόταν απ’ το
πρωί κι έκλαιγε. Δεν ήξερε να πει γιατί δεν σταματούσε η βροχή. Ήξερε
μόνο ότι ερχόταν το κλάμα και τον κατέκλυζε. Α, και το σκοτάδι, αυτό
έπεφτε σαν κουρτίνα θεάτρου – τέλος, μέσα σου. Όλοι έτσι το περιγράφουν,
το σκοτάδι. Αυτό είναι νομίζω η αυτοκτονική τάση. Το σκοτάδι. Όταν
νιώθεις πως τελείωσαν όλα, όταν νιώθεις πως δεν τελειώνει τίποτα, το
μαρτύριο, ο κύκλος, το μηδέν. Αν δεν ξημερώνει, αυτοκτονείς. Αν και
υπάρχουν μέρες που είναι νύχτες. Ή σαν να είναι κούφιο το φως. Σαν να
έχει ξεραθεί κι από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσει και θα σηκώσει
κουρνιαχτό. Κι όταν ξεκαθαρίσει η ατμόσφαιρα, τι; Θα δεις τα κόκαλα της
μέρας; Ξυπνούσε κάθε νύχτα. Μα στις δύο, μα στις τρεις. Κι ο θυμός; Ένα
από τα καμπανάκια κινδύνου. Ο θυμός για τον θάνατο, που πάντα αόρατος.
Οι εντάσεις;
Η μάνα του αγόρασε ένα αρμόνιο για τον ανιψιό του, δώρο για κείνα τα
Χριστούγεννα. Τραγούδησε με τον παππού του ένα λυπητερό τραγούδι,
δάκρυζε όσο τραγουδούσε, ήταν το τραγούδι για την πεθαμένη του γιαγιά.
Είχε στα πόδια του το αρμόνιο, σβηστό, όσο το έλεγε. Θα ήταν το
μοναδικό πράγμα που θα επιβίωνε και θα είχε σχέση με κείνη. Δέκα
χρόνια, είκοσι, τριάντα μετά. Θα γινόταν γι’ αυτόν η τελευταία ελπίδα κάτι
να ’χε μείνει από κείνη, ή να ζωντάνευε μέσω αυτού. Θα μπορούσε και να
το ’χει μισήσει, την άφθαρτή του φύση, την εύθραυστη αιωνιότητα της
πλαστικής του υπόστασης. Μετά τον χαμό της, για να μην μείνει μόνος ο
πατέρας, η αδερφή του, μετά από προτροπή της Αύρας, μετακόμισε στο
σπίτι. Όσο να ’ναι, τα δυο εγγόνια θα ’καναν τον πόνο του πατέρα του πιο
υποφερτό, κάπως θα ξεχνιόταν. Ο ανιψιός του έπαιξε πολύ με το αρμόνιο,
το μοναδικό παιχνίδι του που επιβίωσε. Να το σεβάστηκε ως μοναδικό
ενθύμιο της αγαπημένης του γιαγιάς και δεν το ξεπάτωσε; Ίσως να νόμιζε
πως έτσι θα πέθαινε κι η μουσική. Με το αρμόνιο αυτό έπαιξε πολύ κι η
ανιψιά του, αλλά και τα δικά του τα παιδιά, μετά. Στα μεσοδιαστήματα
που τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και δεν ασχολούνταν μαζί του, όσο νέα
παιδιά να έρθουνε και να το ξυπνήσουνε, κοιμόταν στα ράφια της
βιβλιοθήκης του παιδικού του δωματίου, στον πάτο ενός μπαουλοντίβανου
με τις πεθαμένες φορεσιές, στο σκοτάδι της μικρής αποθήκης. Ένιωθε μια
τρυφερότητα κι έναν σεβασμό γι’ αυτό το παιχνίδι, επίσης ένιωθε ένα δέος,
καθώς παράλογα πίστευε πως μέσα του κρύβει κάτι πολύ σημαντικό: της
μάνας του τη φωνή. Αυτός δεν ήξερε καθόλου να παίζει, ίσως μπορέσει
κάποτε να το κάνει κάποιο παιδί, όχι απλά να βγάλει από μέσα του
μουσική! σκεφτόταν. Καθόταν και το κοιτούσε, ακίνητος, θαρρούσε πως
τα μαύρα πλήκτρα του ήταν κοτσύφια που κάθονταν στο χιόνι και πως αν
τα τρόμαζε θα πετούσαν μακριά και θα χανόταν για πάντα η ελπίδα να
ξανακούσει της μάνας του τη φωνή. Το φέρετρο της μάνας, ένα μεγάλο
λευκό πλήκτρο, βουβό πλήκτρο, σαν κι εκείνο του αρμονίου με τον καιρό.
Για να παίξει το αρμόνιο, αφού το βάλεις στην πρίζα, πρέπει να πιέσεις έναν
διακόπτη στο πίσω του μέρος, αρχίζει τότε να βγάζει ένα φύσημα
ατελεύτητο που μοιάζει με αναπνοή, με ατέλειωτη εκπνοή.
Όταν κατέβηκε στην Πάτρα, όλο σκεφτόταν από πού έρχεται η λύπη.
Από τον βορρά, έλεγε, θαρρείς και ήταν καιρικό φαινόμενο, σαν αέρας που
δεν κοπάζει, παγωμένος, κουφός. Είχε οπωσδήποτε ησυχία η λύπη, ένας
αέρας που αφυδάτωνε τα σπλάχνα, κι ένα φως σαν πριν τη δύση. Κάτω
υπήρχε νερό, βουνό στο βάθος, η Παλιοβούνα, από την κορφή της η λύπη
πρόβαλλε, θαρρείς για να σιγουρευτεί λίγο στεκόταν, να τον δει, κι έπειτα
χυνόταν να τον βρει. Είχε σχέση με τη μάνα του, σαν να ήταν η πνοή της,
που έμεινε στον κόσμο, η τελευταία της, εισπνοή ή εκπνοή, όπως και να
’χει μια ανάσα στοιχειωμένη. Με τι φεύγουμε αλήθεια, με εισπνοή ή μ’
εκπνοή; Η ίδια η ζωή μάς πνίγει; Ο αέρας σαν νερό στα πνευμόνια; Σαν
των πεθαμένων πνοή; Πήγαινε στην πλατεία Όλγας, καθόταν σ’ ένα καφέ
και κοιτώντας τους διαβάτες επιθυμούσε να την έβλεπε ανάμεσά τους, να
βάδιζαν σε αντίθετη κατεύθυνση, να τον κοίταζε σαν κάποιον ξένο, να μην
τον αναγνώριζε, σαν ο θάνατος να είχε σβήσει κάθε μνήμη, και τη μνήμη
του θανάτου, του θανάτου της, τη λύπη της. Κι αυτός να την ακολουθούσε
για λίγο, όμως να μην επιτρεπόταν να δει πού αυτή ζούσε. Αρκεί που ζούσε
κι ας τους είχε λησμονήσει. Μολαταύτα έπρεπε κι αυτός, όσο μπορούσε,
να τη λησμονήσει για να πονά λιγότερο για κείνη. Κι από την άλλη, τούτη
η λήθη γεννούσε ενοχή, έμοιαζε προδοσία αυτή. Όπως καθόταν στην
πλατεία μια μέρα, στην κάτω μεριά της, στην οδό Ρήγα Φεραίου ξεκινούσε
μια διαδήλωση. Στο τραπέζι του ήρθε ένας πιτσιρίκος που πουλούσε
λουλούδια. Έτεινε το μπουκέτο, φέρνοντάς το πολύ κοντά στο πρόσωπό
του, έμοιαζε με πυρσό, πυρσός με φλόγα παγωμένη. Αρνήθηκε. Έπειτα
ήρθε ένα κοριτσάκι, πού ξέρεις, μπορεί να είσαι εσύ το τυχερό μου, είπε και
της αγόρασε. Ο άντρας εμφανίστηκε έξαφνα, σαν ν’ αναδύθηκε απ’ το
οδόστρωμα, κατάργησε την απόσταση συνοπτικά, σκύβοντας, φέρνοντας
το πρόσωπό του μια παλάμη απ’ το δικό του, κοιτώντας τον κατάματα.
Δεν ήξερε γιατί ένιωσε πως μέσα από τα μάτια του τον κοίταζε εκείνη.
Ήταν ένας μαύρος. Τα μάτια του καστανά, όμως είχαν τέτοια θέρμη και
λαμπύριζαν, ιλύς χιλιάδων χρόνων θαρρείς μέσα τους χωνεμένη, χαλαζίες,
μαρμαρυγίες, ιλύς ποταμών πανάρχαιων, μπορεί βασιλιάς να ήταν στην
αρχαία Αίγυπτο ή δούλος απ’ αυτούς που έχτισαν τις πυραμίδες, η λάμψη
στα μάτια του μπορεί να ήταν ενός θηρίου που κάποτε τον έχαψε, θαρρείς
και του ζητούσε οβολό για να περάσει στον άλλο κόσμο, λες κι έμεινε
ανάμεσα σ’ αυτόν και στον άλλον, που ’γινε άγγελος, με φτερά καμένα και
δεν μπορούσε να πετάξει, μια ζέστη στα σπλάχνα το βλέμμα του, σαν χάδι,
σαν λάσπη τα σπλάχνα του, κι αυτός άφησε κει τα χνάρια των χεριών του·
του έδωσε περισσότερα απ’ όσα ζήτησε, τον ευχαρίστησε και χάθηκε όπως
ήρθε – τι ήταν αυτό, τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκε μόλις έφυγε. Έπειτα από
λίγο ξανάρθε το αγοράκι, τι στο καλό, με ξέχασε κιόλας; σκέφτηκε ο
Αλέκος. Άπλωσε πάλι το μπουκέτο, και κοίταζε το στήθος του, λες κι
έβλεπε κει μέσα ξεραμένα τα ίχνη κείνων των χεριών, όπως τ’ αφήνανε
παλιά, σαν ήτανε παιδιά, μες στο νωπό τσιμέντο, θαρρείς σ’ έναν τάφο να
τ’ αφήσει θέλοντας τα λουλούδια κοίταζε, ή δίνοντάς τα σε κάποιον που
τελειώνει από δίψα σε βαθύ και ξερό πηγάδι.
Δυο γυναίκες αγάπησε σφοδρά ο Αλέκος και οι δυο τον πρόδωσαν, έτσι
έλεγε μετά, χαμογελώντας πικρά. Όμως βγαίνοντας το φέρετρο της μάνας
του από το σπίτι, όταν η μια γωνιά του χάραξε την πόρτα, και μέσα τους,
όπως θα έγραφε αργότερα, αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στο κακόγουστο
δαχτυλίδι ενός εκ των νεκροπομπών. Και το ένιωσε αυτό ως προσβολή και
προς εκείνον και προς τη νεκρή. Ύβρη αισθητική. Χρυσό, με μια κόκκινη
πετρούλα, που φεγγάρωνε τον αττικό ουρανό, πάνω από την Ακρόπολη τη
σκαλισμένη στο χρυσάφι. Σαν να ήθελε ν’ ασχημίσει το ξόδι της ο θάνατος,
σαν να ήθελε να τον προσβάλει ο θάνατος ο ίδιος. Να, μπορώ να ασχημίσω
ό,τι αγάπησες, ό,τι πιο όμορφο ένιωσες και είδες, σαν να του ’λεγε. Προς
ό,τι ομορφότερο, προς ό,τι αγαπητότερο θα αμολήσω τα σκουλήκια μου,
του έλεγε. Το χρυσάφι και οι πέτρες, που τόσο όσο έζησε τ’ αγάπησε, θα
τη λιώσουν, θα τη φάνε. Ο πατέρας του, που κοπανώντας να σπάσει τους
μηρούς του καταράστηκε τον Θεό, θύμωσε με τον άγιο, τον άγιο που
γιόρταζε ανήμερα· κι αυτός με τον θάνατο. Όμως γιατί; Αφού τον
απάλλαξε απ’ το παρελθόν του. Όπως ήλπιζε να κάνει ο έρωτας. Το
παρελθόν του, που το ένιωθε βάρος. Ή μήπως τον ανάγκασε να το
εκτιμήσει, έστω και με τη βία, έστω και με τόση βία, την αξία που θα
είχε, την αξία που θα αποκτούσε γι’ αυτόν το παρελθόν; Το παρελθόν θα
ήταν το μέλλον του, κυριολεκτικά. Ο θάνατος, που σαν να τον
ξαναγέννησε, σαν ειρωνεία, αφού μαύρισε το παρελθόν του που τον βάραινε,
όπως έλεγε, μαυρίζοντάς του και το μέλλον, όμως και δίνοντας αξία
τεράστια σ’ αυτό το παρελθόν, αναγκάζοντάς τον να μπει μες στη φωτιά
του θανάτου στο σπίτι της μνήμης που καιγόταν και να σώσει ό,τι ήταν γι’
αυτόν το πιο σημαντικό. Τα τιμαλφή της μνήμης, ό,τι στον τάφο δεν
έλιωνε, ό,τι ο θάνατος δεν έπιανε, ό,τι μέσ’ απ’ τα χέρια του έφευγε,
κύλαγε, το αμνιακό υγρό της μνήμης. Σαν να το ήξερε, γύρισε δυο μέρες
νωρίτερα, δυο μέρες νωρίτερα από τη μέρα που πέθανε εκείνη, σαν για να
την αποχαιρετήσει. Έμεινε μετά την κηδεία κάπου έναν μήνα και κάποτε
πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ήξερε πως αυτό δεν επρόκειτο να περάσει
εύκολα, δεν ήξερε όμως ακόμη τον τρόπο που μπορούσε να περιποιείται την
ανεπούλωτη πληγή. Ήξερε πως δεν επρόκειτο να κλείσει, ήξερε πως
έπρεπε να την περιποιηθεί, να την καλλιεργήσει, ήταν η σάρκα το χώμα κι
ήταν το αίμα το νερό, για να βλαστήσει η φαντασία και η μνήμη. Πως θα
μπορούσε να φυτέψει μέσα της λέξεις. Κι ένιωθε μια κάποια ανακούφιση
κοντά στον πατέρα και την αδερφή του, με τον θάνατο της μάνας είχαν
έρθει κοντά. Θα ’ταν χρονιά εξελίξεων αυτή. Θα μάθαινε ο πατέρας του ότι
είχε παρατήσει τη σχολή, αλλά κι η αδερφή του, που μοιραία θα
επιχειρούσε να υποκαταστήσει τη μάνα. Και θα ήταν μια μάνα λιγότερο
φιλελεύθερη, πιο απαιτητική, όσο κι αν τη λύγιζε η απαίτηση αυτή. Γιατί
κι εκείνη κι ο πατέρας του δεν επρόκειτο να αποδεχθούν την απόφασή του
και θα πίεζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όμως αυτός θα ήταν
αμετακίνητος και αυτό θα λάβωνε τη σχέση τους. Είχε πια πάρει την
απόφασή του. Ο πατέρας του θα είχε πάντα μια πίκρα με αυτή του την
απόφαση, ειδικά όταν θα έβλεπε τα βιβλία τα άσχετα με τις σπουδές του
που διάβαζε, εκείνες τις τόσες ζωές που έζησε πεινώντας τη δική του. Δεν
θα πήγαινε όμως ποτέ το μυαλό του γιατί διάβαζε τόσο πολλά, τέτοια
βιβλία. Κλείστηκε πάλι σπίτι όταν γύρισε στην Πάτρα και βεβαιώθηκε
πως ήθελε να γράψει. Πεζογραφία, αλλά δεν ήξερε τι, και για ποιον. Θα
αντιλαμβανόταν με τον καιρό πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να
διασώσει κάτι από τη μάνα του, στιγμές της ζωής της, ή και του θανάτου
της, αν μπορούσε δηλαδή απ’ τον θάνατο να βγάλει ζωή, τον θάνατο μήτρα
να τον κάνει. Θα αντιλαμβανόταν πως μάνα του ήταν η μνήμη, και κόρη κι
ερωμένη και γυναίκα του. Αυτός δεν πήγαινε στα μνήματα. Κάθε μνήμα κι
ένας κήπος που οι συγγενείς τον περιποιούνται. Θάβουν, φυτεύουν εκεί
μέσα κι αυτοί, μνήμες, αισθήματα, ποτίζουν με δάκρυα, τίποτα δεν
βλασταίνει. Ή μήπως το σημαντικότερο; Η αγάπη; Αυτός ήθελε να
αποδείξει ότι έζησε, ότι θα ζούσε κάθε φορά που κάποιος θα διάβαζε ό,τι θα
έγραφε, κάθε φορά που θα διάβαζε τα γραφτά του κάποιος η μάνα του θα
ανασταινόταν, με λέξεις. Μήτηρ, δεύρο έξω. Βάζοντας λέξεις στο λαρύγγι
των νεκρών. Μόνο τις λέξεις είχε πια, αλλά κι αυτές ήταν βαθιά κι έπρεπε
να σκάψει, με τον πόνο της μνήμης. Διαισθανόμενος τον κίνδυνο πως
περνώντας τα χρόνια οι μνήμες σβήνοντας ο νεκρός θα γίνονταν σαν να μην
είχε ποτέ γεννηθεί, κι αν ο νεκρός δεν υπήρξε, δεν υπήρχε μ’ έναν τρόπο κι
αυτός, γιατί η ζωή που έχουμε, η ζωή που ζήσαμε είναι η μνήμη και το
χάσιμο της ζωής είναι το χάσιμο της μνήμης του πεθαμένου, ως
ζωντανού, μες στον ζωντανό, να σβήσει αυτό το φως, ο πεθαμένος μες
στον ζωντανό. Γιατί ανάβει μέσα στον ζωντανό ο πεθαμένος, κι η μνήμη
είναι σαν τον πεθαμένο σπόρο μες στη γη, όπως το δέντρο επιστρέφει το
φως του στον ουρανό, ανθίζοντας, έτσι κι αυτός θα επέστρεφε στους
νεκρούς τη μαύρη λάμψη, ως φως. Ζωή είναι η μεταλαμπάδευση της
μνήμης, το ξαναένωμα των ζωών που χωρίζει ο θάνατος, το ένωμα των
μνημών. Ήθελε να κάνει τη μάνα του ανεξάντλητο μέλλον, και φανταζόταν
πως, όταν θα διάβαζαν τις ιστορίες του, η μάνα του αναστημένη εκ νεκρών
θα ανέβαινε στη σκηνή κι αυτός με κάποιο τρόπο θα στεκόταν στην
κουίντα και θα τη θαύμαζε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε κάποιους απ’
τους θεατές των πρώτων θέσεων. Στις πρώτες θέσεις φανταζόταν τα
παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών του ως τις θέσεις πίσω, ως τις θέσεις
πάνω, ως τον ουρανό, ως τον κάτω κόσμο, τον πάνω κόσμο ενώνοντας με
τον κάτω, τον άλλον με τούτον δω. Αυτό θα ήταν η γραφή, ένα αδιάκοπο
πηγαινέλα ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, στους κόσμους μας, στον
κόσμο μας. Σαν τα πετρώματα, αφού η καρδιά του θα γινόταν για να
αντέξει πέτρα, θα βούλιαζε από τα αισθήματα, θα έλιωνε, θα
μεταμορφωνόταν, κι η γραφή, κάνοντας μέλλον, κάνοντας παρόν τα
περασμένα στην επιφάνεια θα την έφερνε, και πάλι, και πάλι, την καρδιά
του, του κόσμου την καρδιά, αυτή που τον γέννησε, αυτή.
Ένα απόγευμα στο σπίτι του Σταμάτη γνώρισε την Ολυμπία. Ο
Σταμάτης ήταν ερωτευμένος μαζί της. Λίγες μέρες μετά ήρθε από το
σπίτι του η Ολυμπία και του είπε πως πήγε για να τον πάρει να βγούνε.
Ήρθα να σε πάρω να πάμε μια βόλτα, να ξεσκάσεις, του είπε, κι αυτό τον
συγκίνησε. Ανάμεσα στη γνωριμία και τη δεύτερη συνάντησή τους την
είχε πετύχει με μια φίλη της σε μια πιτσαρία στη γειτονιά του και κάθισε
λίγο μαζί τους. Η Ολυμπία είπε πως για να τις πλησιάσει αυτό το αγρίμι
μάλλον έκανε κέφι τη φίλη της, τη Χαρά. Η Χαρά είχε σχέση από τα
χρόνια του λυκείου με κάποιον. Εκείνος σπούδαζε στην Αθήνα. Έμενε
κοντά στο σπίτι του η Χαρά. Την πέτυχε μια μέρα έξω, μετά τη
συνάντηση στην πιτσαρία, κι ανάμεσα στις στιγμιαίες αμηχανίες που
γέμιζαν τα κενά της σιωπής ένιωσαν ότι, αν οι συνθήκες κι οι προϋποθέσεις
ήταν διαφορετικές, θα μπορούσαν να γίνονταν ζευγάρι. Κι έτσι έγιναν φίλοι
καλοί. Θεώρησε πως θα ήταν ανήθικο να προχωρήσει, όμως κι η Χαρά
έδειξε αυτοσυγκράτηση, γιατί τον αγαπούσε πραγματικά τον φίλο της.
Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα με την Ολυμπία ήταν σαν να έκαναν
έρωτα με το άγχος τους. Εκείνος, θυμούμενος την αποτυχία με τη Μάρθα,
την αποκαρδίωση του πορνείου, κι η Ολυμπία με τη δική της ανικανότητα.
Δεν τελείωσε η Ολυμπία. Δεν τελείωνε η Ολυμπία. Δεν είχε να κάνει μ’
αυτόν, μήτε με τους προηγούμενους έφτασε σε οργασμό η Ολυμπία.
Έκαναν σαν αγρίμια, έτρεχαν μέσα στο δωμάτιο, κυνηγιόνταν, στα όρθια
το ’καναν, στο πάτωμα, στο κρεβάτι. Δεν είχε δει ποτέ γυναίκα να
τελειώνει, δεν ήξερε πώς είναι αυτό. Με την Ολυμπία το βίωσε εν μέρει κι
ως δική του ανικανότητα, γι’ αυτό, έκτοτε, πρώτα απ’ όλα στη σχέση θα
τον ενδιέφερε να ικανοποιείται η σύντροφός του, και δι’ αυτού του τρόπου,
καθυστερώντας τη δική του ικανοποίηση, να κάνει την απόλαυσή του πιο
δυνατή. Η ψυχρότητα της Ολυμπίας σε συνδυασμό με την κατάθλιψή του
θα στέκονταν οι αιτίες που σιγά σιγά η σχέση τους ατρόφησε σεξουαλικά.
Εκείνος έμπαινε όλο και πιο βαθιά μες στην κατάθλιψη δίχως να το
γνωρίζει. Μοιραία, μέσα από τη σχέση κάλυπταν το αίσθημα της
συντροφικότητας, διώχνοντας τον τρόμο της μοναξιάς. Κυρίως αυτός. Και
συνήθισαν ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, εθίστηκαν ο ένας στην παρουσία
του άλλου, που στο τέλος δεν μπορούσαν να χωρίσουν· ένα πράγμα
άρρωστο, ενώ όλοι οι έξω έβλεπαν με τον καιρό πως η σχέση τους δεν είχε
μέλλον, αυτοί, τυφλοί. Ο καθένας από τους δυο τους είχε τους λόγους του
να τη διατηρεί. Αυτός φοβόταν την ελευθερία, φοβόταν πως θα έμενε
μόνος, σκεφτόταν πως θα μπορούσε να έμενε για πάντα μόνος, επίσης
σκεφτόταν ωφελιμιστικά, ότι η σχέση του ήταν ένας τρόπος να παρατείνει
την παραμονή του μακριά από τη γενέτειρα, αφού η εγκατάλειψη της
σχολής σε συνδυασμό με τον χωρισμό από την Ολυμπία θα τον ανάγκαζαν
να επιστρέψει, θα του στερούσαν κάθε δικαιολογία προκειμένου να
καθυστερήσει την επιστροφή. Όμως αυτό ήταν αναπόφευκτο, όλες του οι
επιλογές οδηγούσαν εκεί. Γιατί διαμόρφωνε πάλι το αδιέξοδό του, το
συναισθηματικό, που γινόταν κι υπαρξιακό. Σαν να προσπαθούσε να
ξεφύγει από τον εαυτό του, όμως ο εαυτός του ήταν η σωτηρία του, ο
εαυτός που είχε αφήσει πίσω, στη γενέτειρα, στο παρελθόν, ο εαυτός του ο
παιδικός, όταν θα συναντιόταν με τον άλλο του εαυτό, εαυτό που πλάστηκε
μες στη γνώση, στη μελέτη την ασταμάτητη. Ήταν ο άλλος του εαυτός, ο
εαυτός της μνήμης, ο γιος της μνήμης. Το γεγονός ότι η γενέτειρα θα
αποτελούσε τη μήτρα όσων θα έγραφε του διέφευγε τότε, ότι ο πατέρας
του είχε μπολιάσει μέσα του το σπέρμα του αφηγητή και πως θ’ άρχιζε να
βλασταίνει με την επιστροφή. Όταν η Ολυμπία επρόκειτο να πάει στη
γενέτειρά της την Αθήνα για να κάνει διδακτορικό, την ακολούθησε.
Πίστευε ότι στην Αθήνα θα ήταν ευκολότερο να γράψει, άλλωστε οι πιο
πολλοί συγγραφείς ζούσαν εκεί. Στο μεταξύ είχε ανακοινώσει τόσο στον
πατέρα του όσο και στην αδερφή του ότι δεν επρόκειτο να πάρει πτυχίο. Η
αδερφή του κατηγορούσε την Ολυμπία πως δεν νοιαζόταν, ότι έπρεπε να
τον πιέσει να πάρει το πτυχίο του όσο καιρό βρίσκονταν στην Πάτρα
ακόμη. Η κρίση ξεπεράστηκε χάρη στην αδερφή του. Όταν τους
ανακοίνωσε ότι θα πάει στην Αθήνα, ο πατέρας του του είπε πως θα
σταματούσε να του δίνει λεφτά. Τότε πρότεινε η αδερφή του να γραφτεί σε
μια σχολή, ιδιωτική. Κάτι έπρεπε να κάνει, να βρει ένα επάγγελμα, μια
προκοπή. Έτσι άρχισε πάλι να του δίνει λεφτά ο πατέρας του. Στη σχολή
σπούδασε γραφιστική. Ήταν διετούς φοίτησης, κι όταν την τελείωσε,
κατατάχθηκε στον στρατό. Προκειμένου να περάσει ευκολότερα,
μετατέθηκε στη γενέτειρα. Αποδείχθηκε εύκολο, καθώς, λόγω της
αποκόλλησης, δεν έφερε όπλο. Ήταν το στρατιωτικό, όπως κι η δεύτερη
σχολή, μια παράταση. Έμοιαζε σαν να είχε ξαναγυρίσει στην εφηβεία, σαν
να επέστρεψε για να μπορέσει να ξεκινήσει πραγματικά, αληθινά. Αυτός
ονειρευόταν να κάνει κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο, δεν ήταν κάτι που σου
το μάθαιναν, αλλά το μάθαινες μόνος σου, κανείς δεν μπορούσε να σου
εξασφαλίσει ότι θα τα καταφέρεις, γι’ αυτό δεν είπε στους δικούς του λέξη.
Η επιθυμία αυτή γεννήθηκε τις στιγμές που ο πατέρας του του έλεγε
ιστορίες. Ήταν τότε που ένιωσε πως λέγοντας ιστορίες μπορούσες να
αποσπάσεις των άλλων την προσοχή απ’ τη ζωή τους μιλώντας τους γι’
αυτή. Και μια φορά που ψέλλισε κάτι στον πατέρα του πως σκόπευε να
γράψει, εκείνος πολύ σοβαρά του είπε πως αν έκανε κάτι τέτοιο θα έδενε
μια πέτρα στον λαιμό και θα ριχνόταν στη λίμνη.
Με την Ολυμπία είχε πάει δυο τρεις φορές στη γενέτειρα, όμως έδειχνε
ότι δεν της άρεσε εκεί. Κι από τον πατέρα του και την αδερφή του
κρατούσε μια ευγενική απόσταση η Ολυμπία. Όταν απολύθηκε ο Αλέκος
επέστρεψε στην Αθήνα και έπιασε δουλειά σε ένα κατάστημα που
πουλούσε υλικά για ζωγράφους. Εγκλωβισμένος σε αυτή τη συμβατική
σχέση είχε λησμονήσει τη γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες. Δεν
πίστευε πια στον εαυτό του. Οπότε, όταν πήγε πρώτη μέρα στη δουλειά
και είδε τα κορίτσια πώς τον κοιτούσαν, ένιωσε την ανάγκη να σταθεί
μπρος σε έναν καθρέφτη και να κοιταχτεί. Αυτός πρόσεξε τη Νένα.
Ρώτησε μάλιστα με τρόπο έναν παλιό υπάλληλο γι’ αυτήν. Του είπε πως
ήταν παντρεμένη κι είχε δυο παιδιά. Την ξέχασε στη στιγμή. Όμως και το
δικό της βλέμμα είχε πέσει μέσα του σαν άνοιξη που κοιμάται στη
χειμωνιάτικη γη.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς πήγε διακοπές με την Ολυμπία σε ένα
νησί. Ένα βράδυ προσποιήθηκε τον κουρασμένο κι έφυγε λέγοντας ότι πάει
να κοιμηθεί, αλλά παραμόνεψε και την είδε να φιλιέται με κάποιον.
Πληγώθηκε, αλλά και σαν να απελευθερώθηκε ένιωσε. Άλλωστε καιρό
αυτό σκεφτόταν, να γνώριζε κάποιον η Ολυμπία και να τον άφηνε. Λίγο
καιρό πριν είχε κάνει πρόταση γάμου στην Ολυμπία. Δεν ήξερε τι τον
έπιασε. Πίστεψε απελπισμένα πως ο γάμος, επειδή θα ήταν ένα
προχώρημα, ίσως να ανανέωνε τη σχέση τους· ένα παιδί πως θα τη
στέριωνε. Παρότι κοιμόντουσαν πια πολύ σπάνια μαζί. Κι αυτό επειδή
πίεζε τον εαυτό του. Την πρόταση την έκανε παρουσία άλλων, σε ένα
κέντρο, όπου η εργοδοσία παρέθεσε γεύμα προς τιμήν των υπαλλήλων.
Ήταν κι η Νένα εκεί και μόλις το άκουσε σηκώθηκε τρελαμένη και βγήκε
απ’ το μαγαζί. Όταν έγιναν ζευγάρι και της θύμισε το περιστατικό, του
είπε πως, αν τον είχε γνωρίσει πρώτη, και δεν υπήρχαν εμπόδια, θα τον
παντρευόταν σε μια βδομάδα.
Συνήθιζε να βγαίνει με τα παιδιά από τη δουλειά, αυτό συντέλεσε στο να
δεθούν. Κι όταν πήραν μαζί ταξί ένα απόγευμα για να πάνε σπίτια τους,
καθόντουσαν βουβοί, ώσπου η Νένα γύρισε και τον ρώτησε με τρόμο τι θα
κάνανε. Τίποτα δεν είχαν πει μέχρι τότε, όλα κυοφορήθηκαν μέσα στη
σιωπή, μες στην ιερή των σωμάτων τους συγκράτηση. Κι αυτός της είπε
πως ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν, πως ήταν πια αναπόφευκτο, πως έκαναν
ό,τι μπορούσαν για να το αποφύγουν, όμως ήταν αδύνατο πια να
αποφευχθεί. Έπειτα από λίγες μέρες το ανακοίνωσε στην Ολυμπία. Δεν
της είπε ποια ήταν, της είπε μόνο πως ήταν ερωτευμένος, πως δεν είχε
κάνει έρωτα ακόμη, πράγμα που ήταν αλήθεια, κι ότι ήθελε να χωρίσουνε.
Όταν μάζευε τα πράγματά του για να μετακομίσει, η Ολυμπία τον έβριζε
και τον κλοτσούσε. Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα με τη Νένα ήταν
γι’ αυτόν μια αποκάλυψη. Ένιωσε την αποδοχή της, ένιωσε σαν εκείνο το
χωμάτινο ποτάμι που γυρνώντας στις πηγές έπνιγε μνήμες και αισθήματα
να κυλάει πάλι, ποτάμι γονιμότητας, ποτάμι ζωής, δεν πήγαινε πίσω πια,
αλλά μπρος. Όχι, δεν ήταν οι δυο τους περιστέρια που τρίβουν απαλά τα
ράμφη τους, τσακμακόπετρες του έρωτα, σκυλιά ήταν που ορμούσαν να
φαγωθούν, να σπάσουν απ’ το χτύπημα τα δόντια τους. Προτού τη
γνωρίσει, ήταν ένα ζώο λιμασμένο, σε κλουβί κλεισμένο, επικίνδυνο. Όταν
κάνανε έρωτα, στο βλέμμα της εναλλάσσονταν η λαχτάρα και η φρίκη,
γιατί –έτσι του είπε– πλάι στο πρόσωπό του έβλεπε εκείνο του μικρού της
γιου, τα μάτια του να την τρυπούν, λυπημένα.
Προγραμματίσανε να πάνε σε ένα νησί, δυο μέρες, πήγε στο καράβι νωρίς
– αν έμενε στο σπίτι, η ανυπομονησία θα τον σμπαράλιαζε, έτσι κάθε πρωί,
πριν τη δουλειά, ερχόταν στο διαμέρισμά του, έβγαινε στο μπαλκόνι και
κοίταζε στο πεζοδρόμιο, ήθελε να δει τις λευκές κνήμες της να το
φωτίζουν, όταν άκουγε το ασανσέρ ένιωθε την πολυκατοικία να ξεκολλά
απ’ τα θεμέλια και ν’ ανηφορίζει στα ουράνια. Στο καράβι βγήκε αμέσως
στο κατάστρωμα, ήθελε το φως των ποδιών της να δει να φωτίζει τη λερή
αποβάθρα. Την έφερε ο άντρας της, ήταν κι ο γιος τους μαζί του,
τραβήχτηκε πίσω, για να μην τον δουν, ένιωσε ενοχές, ο μικρός την
αγκάλιασε και δεν την άφηνε, εκείνον τον φίλησε ψυχρά, τυπικά, όμως ο
τρόπος που την κοίταξε εκείνος, σαν να της έλεγε πως εγώ πάντα θα σε
περιμένω, το ’νιωσε ότι την αγαπούσε περισσότερο από κείνον κι αυτό τον
διέλυσε, όμως το πάθος του σε λίγο τα έσβησε όλα. Στο σαλόνι του
καραβιού ήθελε να την αγκαλιάσει, αλλά ήταν αναγκασμένοι να παίζουνε
θέατρο, πως ήταν απλώς γνωστοί ή φίλοι, κι αυτό τον εξόργιζε πάντοτε,
όταν κάθε ίντσα του καραβιού δονήθηκε από το ανέβασμα της αλυσίδας
της άγκυρας κι ακούστηκε σαν βόγκος θυμήθηκε το αγκάλιασμα στην
αποβάθρα, πως μέσα της θα πόνεσε, θαρρείς και τον τράβαγαν για δεύτερη
φορά μέσα από τα σωθικά της, τον ξερίζωναν. Στο νησί νοικιάσανε δυο
δωμάτια, πλαγιάζαν στο δικό της και το πρωί, όταν επέστρεφε στο δικό
του, τσαλάκωνε τα σεντόνια και γρονθοκοπούσε τα μαξιλάρια για να
παραπλανήσει τη διεύθυνση και το προσωπικό. Μια μέρα πριν φύγουν,
είχαν κάνει έρωτα, ήταν να πάνε για πρωινό, ντύθηκε και βγήκε στο
μπαλκόνι να καπνίσει όσο εκείνη ντυνόταν, κοιτούσε τη θάλασσα, χρώμα
σαν το οινόπνευμα, να σκάει σ’ έναν βράχο κάθετο και λευκό, στην κορφή
του δυο μαυροντυμένες γριές κουβέντιαζαν, του ’μοιασαν σαν καμένοι από
κεραυνό κορμοί, έσκυβε η μια κι έλεγε κάτι στης άλλης το αυτί, κάποια
στιγμή νόμισε πως τον κοίταξαν, ότι γι’ αυτόν λέγαν, πως μαύρο μέλλον
γι’ αυτόν προλέγανε, και σκιάχτηκε, όμως ένιωσε κι ενοχή την καρδιά του
να σφίγγει, που πρώτη φορά τον εαυτό του στο μέλλον τον έβλεπε δίχως
εκείνη. Λίγο καιρό μετά, χωρίς να την προετοιμάσει, παραιτήθηκε από τη
δουλειά, κι έκλεισε εισιτήριο αεροπορικό, της επιστροφής στη γενέτειρα.
Τη μέρα που ήταν να φύγει πήγανε για λίγη ώρα σ’ ένα καφέ όπου
βγήκανε κάποιες φορές ραντεβού, ν’ αποχαιρετιστούνε. Στις τουαλέτες την
αγκάλιασε, ένιωσε πως την έθαβε ζωντανή. Βγαίνοντας από το μαγαζί
αισθάνθηκε μετά από καιρό διαφορετικό το κορμί του, σαν και πάλι να το
όριζε, όμως ως βάρος μόνο. Πρωτύτερα είχε αγοράσει ένα ρολόι όμοιο με το
δικό της, εκείνης ήταν μαύρο, δεν βρήκε μαύρο και πήρε πράσινο. Λίγες
μέρες μετά θα ξεφορτωνόταν ό,τι του χάρισε, μια λάμπα γραφείου, που
έτσι κι αλλιώς έσπασε, αφού προτίμησε να τη δώσει ως αποσκευή στο
αεροδρόμιο, δίχως να την αμπαλάρει, μέσα σ’ έναν μαλακό σάκο, μια
μπλούζα κοντομάνικη, σε φίλο τη χάρισε, και την άδεια κολόνια της την
έσπασε στα σκαλοπάτια έξω από το σπίτι, εκεί που έριχνε η μάνα του νερό
από τα βήματά του πίσω όποτε για ταξίδι έφευγε. Το αεροπλάνο, ιπτάμενο
φέρετρο, σκεφτόταν ν’ ανοίξει η πόρτα και να τον πετάξουν, όπως ρίχνουν
τους πεθαμένους στα καράβια στη θάλασσα, κοιτούσε κάτω, ξεροβούνια,
ανεμογεννήτριες σαν κατάλευκοι σταυροί, Γολγοθάδες στη σειρά,
ερωτευμένοι στη σειρά.
Στην απόφασή του να επιστρέψει συνετέλεσε η αδερφή του, η οποία
ταξίδεψε στην Αθήνα και γνώρισε τη Νένα. Του είπε ότι η Νένα δεν
επρόκειτο να χωρίσει. Δεν το είχε πει στην αδερφή του η Νένα αυτό, αλλά
το είχε διαισθανθεί εκείνη. Ήθελε βέβαια και να τον σώσει, καθώς πίστευε
ότι δεν θα υποχωρούσε κι ότι θα κατέστρεφε τη ζωή του, ότι θα πήγαινε
πέρα το συναίσθημά του, μέχρι τον γκρεμό. Όμως ούτε κι αυτός ήταν
σίγουρος, όχι για τα αισθήματά του, αλλά για τις αντοχές του στα πολύ
πιθανά άσχημα πράγματα που θα έφερνε ο ενδεχόμενος της Νένας
χωρισμός. Γιατί και μια μέρα, ως πρόβα τζενεράλε, εκείνη του έφερε τη
μικρή της κόρη, ούτε δυο χρονών παιδί, κι ένιωσε άβολα, καθώς σκέφτηκε
τον εαυτό του σε ένα σπίτι με τα παιδιά ενός άλλου, και μάλιστα τόσο
μικρά. Κι ο μεγάλος ακόμη πήγαινε στο δημοτικό. Σκεφτόταν επίσης ότι
μπορεί να τον μισούσαν τα παιδιά τελικά. Κι ένα πρωί ήρθε η Νένα στη
δουλειά και του είπε πως την προηγουμένη έτρεχαν τον γιο της στα
επείγοντα, με ακατάσχετη αιμορραγία στη μύτη. Κι ότι ο γιατρός που τον
εξέτασε τους είπε πως κάτι τέτοιο γινόταν μετά από ένα ισχυρό
συναισθηματικό σοκ. Του είπε επίσης ότι είχε καθυστέρηση κι ότι, αν ήταν
έγκυος, θα το κρατούσε, για να ’χει κάτι απ’ αυτόν. Τον τρομοκράτησε
αυτό. Την επομένη του τηλεφώνησε για να του πει πως της είχε έρθει
περίοδος. Για κάποιο διάστημα συνέχισαν να επικοινωνούν τηλεφωνικά.
Τον παρακαλούσε να γυρίσει. Συνέχισε να του τηλεφωνεί, όμως από ένα
σημείο κι ύστερα είπε στην αδερφή του να απαντά. Έπειτα της είπε να πει
της Νένας ότι την παρακαλεί να μην τον ξαναενοχλήσει. Θα άκουγε τη
φωνή της ξανά κοντά δυο χρόνια μετά, όταν θα ’ταν παντρεμένος, ένα
μεσημέρι, μετά που είχε κάνει έρωτα με τη γυναίκα του, σήκωσε το
τηλέφωνο κι άκουσε έναν αναστεναγμό βαστηγμένο δυο χρόνια,
βαστηγμένο μια ζωή.
Αυτός, αφότου γύρισε, θεώρησε ότι έθαψε τα όνειρά του. Έβλεπε τους
δικούς του ως εμπόδιο. Επειδή έφυγε από την Αθήνα, σκεφτόταν πως όλα
τέλειωσαν. Εκεί ήταν η πηγή των ενδιαφερόντων του, των καλλιτεχνικών
επιθυμιών του ο ορίζοντας. Όμως, μένοντας στη γενέτειρα και περνώντας ο
καιρός, θα είχε την ευκαιρία, και την ευλογία, να διαπιστώσει πόσες
μνήμες του επιβίωναν, κι επίσης γιατί, γιατί είχε αυτό το πείσμα η μνήμη.
Μνήμες ξεκομμένες, σπαρμένες μες στο παρελθόν, μεταμορφωμένες σαν
τα πετρώματα ενώνονταν με άλλες, επινοημένες, καταργώντας του χρόνου
την αλληλουχία, καταργώντας του χρόνου την τυραννία, φτιάχνανε μέσα
του μια ζωή νέα, μισοφανταστική, μισοαληθινή, και πάντως μυθική.
Πολλές φορές σκέφτηκε ότι ενήργησε βεβιασμένα επιστρέφοντας, ότι
βλακωδώς πελάγωσε. Ότι έπρεπε να φύγει από κείνη τη δουλειά, να βρει
μιαν άλλη και να μείνει στην Αθήνα, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Γιατί πίστευε πως μόνον εκεί θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Την
πόλη που θα τροφοδοτούσε την ευαισθησία τη θεωρούσε πεθαμένη, γιατί
την είχε ταυτίσει με τη μάνα του. Όμως η πόλη μιλούσε μέσα από το
στόμα, απ’ την καρδιά και την ψυχή του πατέρα, κι ο πατέρας του ήταν
εκεί και θα τον τροφοδοτούσε με ιστορίες που δεν τις είχε ακούσει, αλλά θα
ανανέωνε και με καινούργιες λεπτομέρειες τις παλιές. Γιατί ο πατέρας
ήταν η μήτρα.
5
Αυτό που χάθηκε γίνεται ίδιο μ’ αυτό που ουδέποτε υπήρξε; Σπίτι με τη
μεγάλη σάλα, και στη μνήμη έτσι παραμένεις: μνήμη φιλόξενο καταφύγιο,
μνήμη φιλόξενο κοιμητήριο. Γιατί διαλέξαμε αυτό και μάλιστα το βράδυ
εκείνο; Περνώντας από κει σταθήκαμε και το κοιτάξαμε, να ’ταν η μοναξιά
του που μας κάλεσε, σαν άνθρωπος που τον γονάτισε η ερημιά κι ένα
προαίσθημα χαμού και ζητάει την επαφή έστω και τη βίαιη του κλέφτη;
Παιδικά κορμιά ν’ ανακατώσουν τον αέρα του μπορεί να επιθύμησε, έστω
κι αν ο αποχωρισμός, μετά, την αναμονή του μαρτυρίου πιο αβάσταχτη θα
την έκανε. Μάρτυρες της θανατικής του καταδίκης ζητούσε, παρέα στις
τελευταίες του ώρες. Μόλις μπήκαμε μέσα, αναρωτήθηκα γιατί έπαψαν να
το κατοικούν. Άμα κοιτούσες ολόγυρά του, θα καταλάβαινες, χαμήλωναν
οι άνθρωποι και ψήλωναν τα σπίτια.
Φωτεινό ήταν μέσα, απ’ έξω ερχόταν το φως, λάμπα της ΔΕΗ έξω στον
δρόμο δεν θυμάμαι, μήτε φεγγάρι κείνη τη βραδιά. Όμως θυμάμαι πως
πίσω απ’ τη ράχη μου τοίχο δεν ένιωθα, σαν να γειτόνευε η ράχη μου με τ’
άστρα. Η σάλα ήταν η πλατεία και σκηνή ρημαγμένου θεάτρου η κουζίνα
μού θύμισε μόλις την αντίκρισα, χώρος ένας. Οι άλλοι ξαμολήθηκαν να
ψάχνουν, πήγαν επάνω, τίποτα δεν βρήκαν, το είχαν αδειάσει οι ιδιοκτήτες,
όπως αφαιρούν τα σπλάχνα του νεκρού πριν τον ταριχέψουν – στεγνό πιο
εύκολα θα ’πεφτε.
Η κουζίνα, στο βάθος της σάλας, δεν ξέρω γιατί μου θύμισε τέμπλο
εκκλησιάς, την κύκλωνε η σκάλα, η σκάλα που ανέβαινε πάνω κι απ’ τις
δυο μεριές της, η σκάλα που δεν οδηγούσε πια πουθενά. Πως ήταν ανοιχτά
δυο ντουλάπια κι από πάνω της κουπαστής τα κάγκελα, σαν μάτια τα
ντουλάπια, σαν δόντια τα κάγκελα, σαν πρόσωπο νεκρού η σκάλα με την
κουζίνα, που τα μάτια δεν του κλείσανε – όμως πού ακούστηκε φονιάς να
κλείνει τα μάτια του νεκρού; Κι εκείνο το θέαμα, χιλιάδες βιβλία ριγμένα
στη σάλα, πεταγμένα απ’ την κουπαστή, και που δεν πήρα μήτε ένα από
κείνο το κοπάδι τουφεκισμένα πουλιά.
Περάσανε σαράντα χρόνια από τότε, απ’ όταν γκρέμισαν κείνο το σπίτι,
ένα άλλο είναι χτισμένο τώρα εκεί, όμως εκείνο που ήταν ενωμένο μαζί του
σώζεται εν μέρει, ο τοίχος τους ο κοινός, πάνω του τα σημάδια της κάποτε
ζωής, σκιές σκιών, ένα τζάκι, μια εταζέρα κι ένα ράφι, σε φόντο λουλακί,
σαν ειρωνεία, σαν του κάτω κόσμου αιθρία.