You are on page 1of 36

O χρηματοπιστωτικός τομέας

Το χρήμα και τα χαρακτηριστικά του

Από τις πρώτες κι όλας οργανωμένες κοινωνίες, είχε γίνει κατανοητή ή ανάγκη
της εξειδίκευσης και του καταμερισμού των έργων ως τρόπος αύξησης της
ευημερίας των μελών της κοινωνίας. Κάποια μέλη λοιπόν θα εξειδικεύοντο
στην παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών και κάποια άλλα μέλη στην παραγωγή
κάποιων άλλων αγαθών τα οποία και θα μπορούσαν να ανταλλάξουν. Αμέσως
δημιουργήθηκαν κάποια πρακτικά προβλήματα για τους λόγους της αδυναμίας
αδιαιρετότητας των αγαθών και της ταύτισης των αναγκών των μελών της
κοινωνίας. Για παράδειγμα, εάν ο Χ παρήγαγε ψωμί ενώ ο Υ παρήγαγε ψυγεία,
είναι σαφές ότι ο Υ για να αποκτήσει μία μονάδα ψωμί θα έπρεπε να το
ανταλλάξει με ένα μικρό μέρος του ψυγείου που παράγει, κάτι φυσικά
αδύνατο. Ακόμα όμως και αν η διαιρετότητα του ψυγείου ήταν εφικτή, δεν
είναι απαραίτητο ότι ο Χ που παράγει ψωμί έχει την ανάγκη να αγοράσει
ψυγείο. Οι ανάγκες δηλαδή των ατόμων δεν συμπίπτουν.

Γι αυτούς τους λόγους δημιουργήθηκε η ανάγκη έκφρασης των αγαθών βάσει


μίας κοινής μονάδας αποτίμησης που ονομάζουμε χρήμα. Το χρήμα λοιπόν
αποτελεί την κοινά αποδεκτή μονάδα έκφρασης των αγαθών και υπηρεσιών
και έχει τις ακόλουθες ιδιότητες που ουσιαστικά επέβαλαν την εισαγωγή του :

1) Είναι διαιρετό. Αυτό σημαίνει ότι μέσω του χρήματος είναι δυνατό να
εκφραστεί μία πληθώρα αξιών, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη.
2) Είναι ευχερώς διατηρήσιμο
3) Είναι ευχερώς μεταφερτά
Το χρήμα λοιπόν ως μέτρο αξιών και μέσο των συναλλαγών διασπά την
ανταλλαγή σε δύο ξεχωριστές πράξεις, την πώληση και την αγορά.

Οι συνήθεις τύποι χρήματος σήμερα είναι οι παρακάτω

α) Τα κέρματα
β) Το χάρτινο χρήμα

γ) Το τραπεζικό ή λογιστικό χρήμα. : Πέρα από την κυκλοφορία των κερμάτων


και των νομισμάτων , οι συναλλασσόμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις
τραπεζικές τους καταθέσεις μέσω των μπλόκ επιταγών που εκδίδουν οι
τράπεζες. Η επιταγή λοιπόν μπορεί να υποκαταστήσει τις συναλλαγές μέσω
κερμάτων και χαρτονομισμάτων. Επίσης τελευταία είναι εφικτές οι
συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής όπως οι χρεωστικές κάρτες
(debit cards). Μέσω της χρήσης των καρτών αυτών, το ποσό της συναλλαγής
αφαιρείται αυτόματα από τον τραπεζικό λογαριασμό του αγοραστή και
αποδίδεται ηλεκτρονικά στον πωλητή. Οι χρεωστικές κάρτες αν και στην αρχή
τους μοιάζουν με τις πιστωτικές κάρτες, δεν αποτελούν μέσο πίστωσης.

Οι λειτουργίες του χρήματος

Το χρήμα επιτελεί τις παρακάτω λειτουργίες :

α) Μέσο των συναλλαγών.


β) Μέτρο αξιών.
γ) Μέσο διατήρησης αξιών και πλούτου.
δ) Μέσο εξόφλησης χρεών και μετρική μονάδα πιστωτικών συναλλαγών.
Αρχικά η κυκλοφορία του χρήματος ήταν παραστατική και δημιουργήθηκε
από τις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου. Η δυσκολία μεταφοράς χρημάτων
οδήγησε στην ανταλλαγή των αποδείξεων που εξέδιδαν οι τράπεζες για τις
καταθέσεις σε πολύτιμο μέταλλο. Αντί λοιπόν οι συναλλασσόμενοι να
ανταλλάσσουν το πολύτιμο μέταλλο , αντάλλασσαν την απόδειξη ύπαρξης
αυτού και το δικαίωμα είσπραξης του από την τράπεζα. Όταν οι συναλλαγές
πύκνωσαν δημιουργήθηκε η ανάγκη οι τράπεζες να εκδίδουν αποδείξεις όχι για
όλη την ποσότητα χρυσού που διέθετε κάποιος αλλά για μικρά χρηματικά
ποσά. Οι τίτλοι αυτοί άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως και έτσι είχαμε την
πρώτη κυκλοφορία παραστατικών τραπεζογραμματίων που είχαν πλήρη
κάλυψη σε χρυσό.

Καθώς όμως οι τράπεζες διαπίστωσαν ότι οι κομιστές των παραστατικών


τραπεζογραμματίων δεν τα παρουσίαζαν στις τράπεζες ώστε να ζητήσουν την
ανάληψη του αντικρίσματος σε νομίσματα, οι τράπεζες μπορούσαν να τα
χορηγούν σε τρίτους και στο κράτος, χωρίς να νοιάζονται οι καταθέτες. Έτσι,
κυκλοφορούσαν τα τραπεζογραμμάτια με μόνη την εμπιστοσύνη του κοινού
ότι όταν παρουσιαστούν στις τράπεζες θα λάβουν το αντίτιμο σε μεταλλικό
χρήμα. Η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων που στηρίζεται στην
εμπιστοσύνη του κοινού ότι θα λάβει χρήματα όταν τα ζητήσει ονομάζεται
πιστωτική κυκλοφορία.

Η έκδοση από μέρους τον τραπεζών τραπεζογραμματίων χωρίς να υπάρχει το


απόλυτο αντίκρισμα σε μεταλλικό νόμισμα (πιστωτική κυκλοφορία) προσέδιδε
στις τράπεζες αυτές πιστωτική δύναμη , αλλά είχε και το κίνδυνο για την
οικονομία από την πληθώρα των τραπεζογραμματίων που μπορούσαν να
τεθούν σε κυκλοφορία. Για το λόγο αυτό το κράτος επενέβη τόσο για την
προστασία του κοινού, όσο και για δικό του όφελος και επεφύλαξε για το ίδιο
το εκδοτικό προνόμιο. Έτσι προέκυψε η νόμιμη πιστωτική κυκλοφορία και
ίδρυση εκδοτικών τραπεζών. Παράλληλα τέθηκαν ποσοτικές όσο και ποιοτικές
παράμετροι για την προστασία του πιστωτικού συστήματος. Η ποσοτική
ρύθμιση αναφέρεται στον καθορισμό ενός ανώτατου ορίου κυκλοφορίας
πιστωτικών τραπεζογραμματίων και στο συσχετισμό αυτών με το συνολική
κάλυψη της τράπεζας σε μεταλλικό χρήμα. Η ποιοτική παράμετρος σχετίζεται
με τις προϋποθέσεις χορήγησης του πιστωτικού χρήματος στους ζητούντες
αυτό και τις εγγυήσεις που η τράπεζα έχει για την επανεισροή των πιστώσεων
στην τράπεζα.

Από την μακροχρόνια εφαρμογή του συστήματος αυτού, προέκυψε το ότι οι


τράπεζες πρέπει να έχουν ένα αντίκρισμα σε μετρητά που κυμαίνεται στο 8 με
10 %. Εάν δηλαδή κατατεθούν 1000 ευρώ σε μία τράπεζα, μπορούν να
δημιουργηθούν 10000 ευρώ ως λογιστικό χρήμα.

Με την πάροδο του χρόνου, ο χρυσός κανόνας, δηλαδή η ύπαρξη χρυσού ως


απόθεμα για την κάλυψη της νομισματικής κυκλοφορίες κρίθηκε
αναχρονιστική διότι η ποσότητα του χρυσού δεν μπορούσε σε καμία
περίπτωση να ακολουθήσει την αύξηση της αξίας των συναλλαγών. Γι αυτό το
λόγο αποδεσμεύτηκε η νομισματική κυκλοφορία από την απόθεμα του χρυσού
και το κράτος εγγυήθηκε την απρόσκοπτη λειτουργία του νομισματικού τομέα
της οικονομίας. Η κυκλοφορία αυτή ονομάστηκε αναγκαστική.

Η ζήτηση χρήματος

Με βάση λοιπόν την αναγκαστική κυκλοφορία, οι συναλλαγές διεξάγονται με


βάση το χρήμα και λόγο των λειτουργιών που επιτελεί, το χρήμα είναι
χρήσιμο. Το χρήμα ζητείται ως αγαθό για την απόκτηση αγορών και
υπηρεσιών. Οι παλαιότεροι οικονομολόγοι πίστευαν ότι το χρήμα λειτουργεί
μόνο ως μέσο των συναλλαγών και μετρική μονάδα αξίας των αγαθών. Ότι
δηλαδή, δεν έχει αυτοτελή ζήτηση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η λειτουργία
του είναι ουδέτερη, δεν μπορεί δηλαδή να επηρεάσει τα πραγματικά φαινόμενα
της οικονομίας.
Η άποψη περί ουδετερότητας του χρήματος αναιρέθηκε μετέπειτα από
νεώτερους οικονομολόγους οι οποίοι και δέχτηκαν ότι το κάθε οικονομικό
άτομο ζητάει και παρακρατεί καταθέσεις στην τράπεζα, κυρίως ωθούμενο από
τα παρακάτω κίνητρα.

α) Το κίνητρο των συναλλαγών. (Για καταναλωτικούς ή και επιχειρηματικούς


σκοπούς)

β) Το χρήμα διακρατείται επίσης για λόγους ασφάλειας.

γ) Το κίνητρο της κερδοσκοπίας

Η ζήτηση του χρήματος για λόγους κερδοσκοπίας είναι γνωστή από την
ανάλυση του Κεϊνς για τη λειτουργία του χρήματος. Το χρήμα έχει την
ιδιότητα να είναι 100% ρευστό. Αποτελεί δηλαδή περιουσία η οποία μπορεί
άμεσα να χρησιμοποιηθεί , σε αντίθεση για παράδειγμα με ένα ακίνητο η
ρευστοποίηση του οποίου δύναται να είναι χρονοβόρα. Διακρατώντας χρήμα
έχουμε ένα ευκαιριακό κόστος, τον τόκο που θα απολαμβάναμε εάν τα
δανείζαμε. Αν το επιτόκιο είναι χαμηλό τότε διακρατούμε χρήμα διότι η
απώλεια σε τόκο είναι μικρότερη από την απώλεια σε ρευστότητα. Αν πάλι το
επιτόκιο είναι υψηλό , τότε είμαστε έτοιμοι να μετατρέψουμε τα ρευστά μας
διαθέσιμα σε ομολογίες ώστε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να έχουμε
ένα κέρδος.

Όταν οι τιμές των ομολογιών είναι υψηλές (χαμηλό επιτόκιο) τότε προτιμούμε
να διακρατούμε το χρήμα. Αντίθετα, όταν οι τιμές των ομολογιών είναι
χαμηλές (υψηλό επιτόκιο) τότε συμφέρει να μετατρέψουμε τα ρευστά μας
διαθέσιμα σε ομόλογα. Στην πρώτη περίπτωση αυξάνει η ζήτηση χρήματος για
λόγους κερδοσκοπίας ενώ στη δεύτερη μειώνεται.
δ) το χρηματοδοτικό κίνητρο

Στα παραπάνω κίνητρα θα πρέπει να προστεθεί και το χρηματοδοτικό κίνητρο


το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από το μεσολαβούμενο χρονικό διάστημα από
τον δανεισμό του επιχειρηματία ενός ποσού και την έναρξη πληρωμής για
επενδυτικούς σκοπούς. Το χρήμα σε αυτήν την μεταβατική περίοδο
διακρατείται.

Η Προσφορά Χρήματος

Η προσφορά χρήματος διαφέρει από την προσφορά οποιουδήποτε άλλου


αγαθού διότι αποτελεί απόθεμα και όχι ροή. Δηλαδή η ποσότητα χρήματος
παραμένει εντός της οικονομίας σε αντίθεση με ένα αγαθό που αργά η γρήγορα
θα καταναλωθεί.

Η προσφορά του χρήματος στην οικονομία ελέγχεται από τις νομισματικές


αρχές και η ποσότητα του χρήματος αποτελείται από τα παρακάτω μέσα :

α) Τα κέρματα . Είμαι μεταλλικά νομίσματα μικρής αξίας.


β) Τα τραπεζογραμμάτια ή χαρτονομίσματα που εκδίδει η κεντρική τράπεζα,
είναι αναγκαστικής κυκλοφορίας και ΔΕΝ είναι μετατρέψιμα σε χρυσό ή άλλο
νόμισμα
γ) Οι τραπεζικές επιταγές που εκδίδονται έναντι λογαριασμών όψεως.

Το σύνολο της νομισματικής κυκλοφορίας που εκφράζεται με τις παραπάνω


μορφές αποτελεί τη προσφορά χρήματος υπό την στενή έννοια ή αλλιώς Μ1.
Εάν σε αυτήν προσθέσουμε και τις καταθέσεις ταμιευτηρίου και προθεσμίας,
που μπορούν άμεσα να ρευστοποιηθούν και να αποτελέσουν μέσο πληρωμών
τότε έχουμε έναν ευρύτερο ορισμό της νομισματικής κυκλοφορίας που
ονομάζουμε Μ3

Κατά τον ίδιο τρόπο, στον ορισμό της ποσότητας χρήματος μπορούμε να
συμπεριλάβουμε και άλλα στοιχεία τα οποία επίσης μπορούν σχετικά εύκολα
να μετατραπούν σε μέσα πληρωμών όπως τις ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια
του δημοσίου κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν μπορούμε να καταλήξουμε σε έναν αρκετά
ευρύ ορισμό της ποσότητας χρήματος στην διαμόρφωση της οποίας παίζουν
ρόλο πέρα από τα κράτος και άλλοι ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί-πιστωτικοί
οργανισμοί.

Το αν θα προτιμήσουμε τον Μ1 τον Μ3 ορισμό ή κάποιον άλλον πιο


διευρυμένο1 ως εργαλείο ανάλυσης, εξαρτάται κυρίως από το ποιος από
αυτούς μπορεί να αποδειχθεί ότι επηρεάζει περισσότερο το μέγεθος της
συνολικής δαπάνης.

Η προσφορά χρήματος, η Μ3, αποτελείται από τη νομισματική κυκλοφορία


και τις καταθέσεις όψεως. Η μεν ελέγχεται από την κεντρική τράπεζα που έχει
και το εκδοτικό προνόμιο, η δε αποτελεί προνόμιο των χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων.

Ας δούμε όμως συνοπτικά πώς οι τράπεζες συμβάλλουν στη νομισματική


κυκλοφορία . Σε μία αρχική κατάθεση 1000 ευρώ η εμπορική τράπεζα δεν
υποχρεούται να κρατήσει ολόκληρο το ποσό στα ταμεία τη. Αντίθετα η
εποπτεύουσα αρχή (συνήθως η κεντρική τράπεζα) της επιβάλει να κρατήσει
ένα συγκεκριμένο ποσό (ας υποθέσουμε 250 ευρώ) και τα υπόλοιπα να τα
διαθέσει σε ένα άλλο άτομο προς πίστωση. Τα 750 ευρώ που λαμβάνει ως

1
Ο ορισμός Μ4 περιλαμβάνει πέραν αυτών που περιλαμβάνει ο Μ3 και το υπόλοιπο των εντόκων
γραμματειών του Δημοσίου και των ομολογιών του Δημοσίου (διάρκειας μέχρι δώδεκα μηνών) στα
χέρια του ιδιωτικού τομέα καθώς και τα repos)
πίστωση το άτομο αυτό, τα τοποθετεί εκ νέου στην τράπεζα, όχι αναγκαστικά
στην ίδια. Η τελευταία παίρνει πάλι το ¼ αυτών (562,5 ευρώ) και το χορηγεί
ως πίστωση στο νέο δανειζόμενο. Συνολικό λοιπόν δημιουργούνται καταθέσεις
που ισούνται με :

1000 + 750 + 562,5 + 421,85 + 316,4 + 237,3 + … = 4000 ευρώ.

Από το σύνολο λοιπόν των αρχικών 1000 δραχμών δημιουργήθηκαν


καταθέσεις-πιστώσεις της τάξης των 4000 ευρώ. Ο πολλαπλασιαστή
καταθέσεων λοιπόν ισούται με 4.

Εάν στο παραπάνω παράδειγμα ο δανειζόμενος δεν κατέθετε εξολοκλήρου το


ποσό που δανείστηκε στην τράπεζα αλλά παρακρατούσε ένα ποσοστό αυτού
(ας πούμε το 1/6) τότε ο πολλαπλασιαστής καταθέσεων θα δινόταν από τη
σχέση :

1
    

όπου χ η σχέση ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών (1/4 στο παράδειγμα)


και λ το ποσοστό παρακράτησης των ρευστών του κοινού (1/6 στο
παράδειγμα)

Άρα στο παράδειγμα παραπάνω ο πολλαπλασιαστής καταθέσεων θα ισούται με


2.666 και για μια αρχική κατάθεση 1000 ευρώ το σύνολο των καταθέσεων
ανέρχεται σε 2666 ευρώ.

Η αξία του χρήματος


Σε μια συναλλακτική οικονομία, η αξία ενός αγαθού μετριέται σχετικώς με την
ποσότητα των άλλων αγαθών με την οποία ανταλλάσσεται. Σε μια εγχρήματη
οικονομία , η αξία ενός αγαθού εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες που
αποτελούν την τιμή κάθε αγαθού. Και η τιμή ενός αγαθού εξαρτάται από την
προσφορά του και την ζήτησή του.

Η αξία του χρήματος όμως δεν μπορεί να μετρηθεί σε χρήμα. και λοιπόν
γεννιέται το ερώτημα, σε τι θα μετρηθεί η αξία της χρηματικής μονάδας ;

Η αξία της χρηματικής μονάδας μετριέται με την ποσότητα των αγαθών που
αυτή μπορεί να αγοράσει, γι αυτό μιλάμε για την αγοραστική δύναμη της
χρηματικής μονάδας. Μία ορισμένη ποσότητα χρήματος μπορεί να αγοράσει
μεγαλύτερη (μικρότερη) ποσότητα αγαθών όταν οι τιμές αυτών μειώνονται
(αυξάνονται).

Η αξία της νομισματικής μονάδας είναι το αντίστροφο του γενικού επιπέδου


των τιμών. Αν υποθέσουμε ότι V η αξία της νομ. μονάδας και P το γενικό
επίπεδο των τιμών ( ο τιμάριθμος) τότε η πρώτη δίνεται από τον τύπο V=1/P

Υποθέτοντας ότι μεταξύ 2007 και 2008 το γενικό επίπεδο των τιμών αυξήθηκε
κατά 10%, η αξία της νομισματικής μονάδας από 1 το 2007 (έτος βάσης)
πέφτει στο 0,91 το 2008.

Η νομισματική βάση

Η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος συνίσταται στη δυνατότητα των


εμπορικών τραπεζών να δημιουργούν καταθέσεις όψεως με βάση τα ρευστά
τους διαθέσιμα. Η νομισματική βάση συνίσταται στη νομισματική κυκλοφορία
και στα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών.
Δηλαδή η νομισματική βάση αναφέρεται στο μέγεθος των ρευστών διαθεσίμων
που βρίσκεται στα χέρια του κοινού και στα χρήματα που έχουν οι τράπεζες
στη διάθεσή τους. Στο παραπάνω παράδειγμα, η νομισματική βάση θα ήταν
4000 δραχμές.

Οικονομική Πίστη

Οικονομική πίστη είναι η λειτουργία του δανεισμού χρηματικού κεφαλαίου


από άτομα και ιδρύματα προς άτομα, επιχειρήσεις και ιδρύματα. Η πίστη αν
και απαντάται στους πολύ αρχαίους χρόνου με τη μορφή δανεισμού σε είδος,
σήμερα είναι οργανωμένη σε αυτό που ονομάζουμε πιστωτική αγορά.

Η πιστωτική αγορά διακρίνεται κυρίως στην χρηματαγορά και στην


κεφαλαιαγορά. Στην πρώτη περιλαμβάνεται η προσφορά και ζήτηση
βραχυπρόθεσμων χρηματικών τύλων και μέσων.

Η λειτουργία της χρηματαγοράς είναι συνήθως συνυφασμένη με τις ενέργειες


των εμπορικών τραπεζών και σκοπός της είναι η εξυπηρέτηση με ρευστότητα
των καταναλωτών, των μικρών επιχειρήσεων κ.τ.λ.

Αντίθετα, στην κεφαλαιαγορά συναντάται η προσφορά και ζήτηση


μακροπρόθεσμων τα οποία χρηματοδούν τη δημιουργία παγίου κεφαλαίου ,
δηλαδή την διενέργεια επενδύσεων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο
τομέα της οικονομίας.

Οι εμπορικές τράπεζες και η αλληλεξάρτηση με την κεντρική τράπεζα

Έχουμε ήδη δείξει τον τρόπο με τον οποίο οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να
επεκτείνουν την νομισματική βάση. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι οι τράπεζες
αυτές δρουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο το οποίο συνήθως
προσδιορίζει η κεντρική τράπεζα.

Η κεντρική τράπεζα είναι η τράπεζα των τραπεζών. Είναι η πηγή δημιουργίας


ρευστότητας από όπου αντλούν ρευστά διαθέσιμα οι εμπορικές τράπεζες. Οι
εμπορικές τράπεζες προσφεύγουν στην κεντρική τράπεζα αναπροεξοφλώντας
το χαρτοφυλάκιό τους με το ισχύον προεξοφλητικό επιτόκιο και έτσι αποκτούν
ρευστότητα που έχουν ανάγκη.

Οι εμπορικές τράπεζες επίσης συμμορφώνονται ως προς τη σχέση των


χορηγούμενων πιστώσεων προς το μέγεθος των διαθεσίμων τους. Ως
διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών θεωρούνται τα τραπεζογραμμάτια, τα
κέρματα και οι καταθέσεις τους στην Κεντρική τράπεζα.

Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι οι εμπορικές τράπεζες δεν δρουν , ή δεν


πρέπει να δρουν ανεξέλεγκτα ως προς την χορήγηση πιστώσεων. Αντιθέτως,
πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα
επανεισροής των κεφαλαίων και αποφυγής των επισφαλειών και της μη
πληρωμής τους. Συνήθως μία τράπεζα ζητά εγγυήσεις για να είναι βέβαιη ότι
την ημέρα της λήξεως του δανείου, αυτό θα πληρωθεί. Οι εγγυήσεις είναι
συνήθως εμπράγματες, δηλαδή ακίνητα και κινητά.

Φυσικά, η ευκολία με την οποία μία τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο, είναι ζήτημα
που αφορά μόνο την ίδια. Αλλά όμως η κεντρική τράπεζα είναι σε θέση να
ελέγξει την πίστη τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά με τα ακόλουθα μέσα :

α) Ο προεξοφλητικός τόκος

Αυτό είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες αναπροεξοφλούν το


χαρτοφυλάκιό τους στην Κεντρική τράπεζα. Οι πελάτες των τραπεζών που
ζητούν πιστώσεις από αυτές, προσκομίζουν συναλλαγματικές και εμπορικά
γραμμάτια τα οποία και οι τράπεζες προεξοφλούν με συγκεκριμένο επιτόκιο.
Στη συνέχεια, οι τράπεζες παρουσιάζουν τις συναλλαγματικές αυτές στην
κεντρική τράπεζα και τις ανταλλάσσουν με ρευστό βάσει ενός επιτοκίου που
είναι κατά τι μικρότερο ώστε να διασφαλίσουν και ένα περιθώριο κέρδους.
Όταν η κεντρική τράπεζα επιθυμεί να μειώσει την ρευστότητα στην οικονομία
τότε αυξάνει το προεξοφλητικό αυτό επιτόκιο ώστε να αποθαρρύνει τις
τράπεζες από την προεξόφληση. Αντίθετα όταν επιθυμεί να αυξήσει την
ρευστότητα στην οικονομία τότε μειώνει το προεξοφλητικό επιτόκιο έτσι ώστε
οι τράπεζες να θεωρήσουν συμφέρουσα την προεξόφληση , να εισρεύσουν
ρευστά διαθέσιμα στα ταμεία τους τα οποία και επαναπροωθούνται στην
αγορά βάσει του πολλαπλασιαστή που είδαμε παραπάνω.

β) Η πολιτική ανοικτής αγοράς

Η ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών μπορεί να επηρεαστεί και με την


πολιτική της ανοικτής αγοράς που συνίσταται στην πώληση και αγορά
κρατικών χρεογράφων από την κεντρική τράπεζα. Η πώληση χρεογράφων στο
κοινό έχει ως αποτέλεσμα της μείωσης των διαθεσίμων που αυτό έχει στις
εμπορικές τράπεζες και κατά συνέπεια της μείωσης της δυνατότητας των
τραπεζών για χορήγηση πιστώσεων.

γ) Το μεταβαλλόμενο ποσοστό υποχρεωτικών καταθέσεων στην κεντρική


τράπεζα

Η κεντρική τράπεζα υπαγορεύει σε κάθε εμπορική τράπεζα που βρίσκεται υπό


την εποπτεία της , την διατήρηση ενός σταθερού ποσού ως υποχρεωτική
κατάθεση στην κεντρική τράπεζα. Ένα μέρος αυτών μάλιστα προορίζεται και
για την αγορά εντόκων γραμματίων του Δημοσίου. Όταν η κεντρική τράπεζα
αυξάνει αυτό το ποσοστό αυτό , μειώνει τις δυνατότητες των τραπεζών για
χορήγηση πιστώσεων
δ) Ο καθορισμός ορίων αναπροεξοφλήσων.

Ο έλεγχος της πιστωτικής επέκτασης μπορεί να ελεγχθεί και με την επιβολή


ενός ανώτατου ποσού αναπροεξόφλησης τίτλων που καμία τράπεζα δεν μπορεί
να υπερβεί. Είναι εμφανές ότι αυτό το μέτρο είναι πολύ αποτελεσματικό

Ποιοτικοί έλεγχοι στην πιστωτική αγορά

Αν οι τράπεζες αφήνονταν ελεύθερες στο να χορηγούν πιστώσεις κατά το


δοκούν, είναι ευνόητο ότι θα επέλεγαν να κατευθύνουν τα διαθέσιμά τους προς
εκείνες τις χρήσεις που τους αποφέρουν και μεγαλύτερο τόκο. Όμως δεν είναι
βέβαιο ότι τέτοιες κινήσεις είναι και ωφέλιμες από άποψη οικονομικής
ανάπτυξης. Πέρα λοιπόν από τις εγγυήσεις που πρέπει να λαμβάνουν οι
τράπεζες για την επιστροφή των κεφαλαίων τους, οι κεντρικές αρχές δίνουν
κατευθύνσεις ώστε τα χορηγούμενα δάνεια να στηρίζουν περισσότερο
επενδυτικές επιλογές παρά την εξυπηρέτηση άμεσων καταναλωτικών
αναγκών.

Παράλληλες χρηματαγορές

Με την ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος εμφανίστηκαν και νέες πηγές


ρευστότητας όπως οι διατραπεζικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται όταν
μια τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα δανείζει κεφάλαια σε μια άλλη τράπεζα
ή σε ένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα.

Αναφέραμε παραπάνω ότι διακρίνουμε την πιστωτική αγορά σε αγορά


χρήματος και αγορά κεφαλαίου. Η τελευταία συνίσταται στην χορήγηση
πιστώσεων για την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων.
Αν και υπάρχουν αρκετοί οργανισμοί που διαθέτουν τέτοια κεφάλαια (π.χ.
τράπεζες βιομηχανικής ανάπτυξης, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων ,
ασφαλιστικά ταμεία κοκ) εμείς θα ασχοληθούμε συνοπτικά με την πλέον
προβεβλημένη μορφή άντλησης κεφαλαίων που είναι τα χρηματιστήρια αξιών.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία ιδρύθηκε το 1998 συνιστά έναν από


τους βασικότερους άξονες εφαρμογής της νομισματικής ενοποίησης καθώς
από το 1999 και έπειτα αποτελεί τον μοναδικό εκφραστή της νομισματικής
πολιτικής των χωρών της ευρωζώνης αφού οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των
χωρών που συμμετέχουν στο ευρώ έχουν πλέον απολέσει το εκδοτικό τους
προνόμιο και την δυνατότητα να ασκούν νομισματική πολιτική.
Βασικός σκοπός της ΕΚΤ είναι η διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού στις χώρες
μέλη, κάτω από το 2% αλλά πολύ κοντά σε αυτό. Η ΕΚΤ διεξάγει επίσης
διεθνείς συναλλαγματικές πράξεις (αγοραπωλησίες συναλλάγματος) ,
διασφαλίζει την επάρκεια με συναλλαγματικά αποθέματα του συστήματος των
ευρωπαϊκών κρατικών τραπεζών και προάγει την ασφαλή λειτουργία των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των χωρών της ευρωζώνης. Αυτό γίνεται μέσω
της δανειοδότησής τους για την εξασφάλιση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Η ΕΚΤ δεν δανείζει κράτη μέλη της ευρωζώνης.

Η ΕΚΤ αφού αποτελεί ένα μέσο παροχής ρευστότητας προς τα τραπεζικά


ιδρύματα καθορίζει και το σχετικό επιτόκιο το μέγεθος του οποίου εξαρτάται
κάθε φορά από τον στόχο που καλείται να εξυπηρετήσει. Για παράδειγμα
χαμηλά επιτόκια θεωρούνται αναγκαία για την αναπτυξιακή προοπτική της
ευρωζώνης και της ανταγωνιστικότητας του ευρώ έναντι των λοιπών
νομισμάτων όμως συχνά ο αυξημένος πληθωρισμός αναγκάζει την ΕΚΤ να
αυξήσει το επιτόκιο.
Η ΕΚΤ εδρεύει στην Φρανκφούρτη και ο κανονισμός λειτουργίας της είναι
έτσι δομημένος ώστε να εγγυάται την ανεξάρτητη από πολιτικές επιρροές
λειτουργία της. Ο πρόεδρός της εκλέγεται για μία μόνο θητεία 5 ετών ενώ τα
μέλη του ΔΣ της για 8 ετή, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Τωρινός πρόεδρος
είναι Μάριο Ντράγκι.

Η πολιτική και οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Καθώς η ευρωζώνη δεν είναι μια ομοσπονδιακή ένωση, η συνθήκη για την
λειτουργία της ευρωπαϊκής ένωσης (TFEU) περιλαμβάνει μια σειρά από
διατάξεις ώστε να μην υπάρχουν κίνητρα για δημοσιονομική απειθαρχία που
ένα κοινό νόμισμα θα δημιουργούσε. Αυτές οι διατάξεις περιλαμβάνουν
• την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης της κυβέρνησης από
την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας .
• Την απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης της κυβέρνησης σε
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν
μπορεί να δώσει καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης προς κρατικά
ιδρύματα (π.χ. αναπτυξιακές τράπεζες) από ότι σε χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα.
• Την ρήτρα μη διάσωσης
• Τις δημοσιονομικές προβλέψεις για την αποφυγή υψηλών ελλειμμάτων
• Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (Αν και είναι ξεχωριστό από
την καθεαυτή συνθήκη)

Η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης αποτρέπει την ΕΚΤ από


την αγορά κρατικών ομολογιών στην πρωτογενή αγορά (όταν εκδίδεται)
ομολόγων και περιορίζει την παρέμβασή της στην δευτερογενή αγορά
(αγοραπωλησίες μετά την πρώτη έκδοση) μόνο κατά το ύψος αυτό που
διασφαλίζει την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων νομισματικής πολιτικής
και είναι συνεπής με τον πρωταρχικό σκοπό της ΕΚΤ, αυτόν της διασφάλισης
της σταθερότητας των τιμών. Με άλλα λόγια η παρέμβαση στην δευτερογενή
αγορά δεν πρέπει να γίνεται ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας αγοράς στην
πρωτογενή αγορά.
Όπως η TFEU δίνει την ευθύνη στα κράτη μέλη για την άσκηση της
δημοσιονομικής τους πολιτικής, έτσι τους δίνει και την ευθύνη για την
διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην οικονομία .
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι “δίχως να παραβλέπεται ό πρωταρχικός
σκοπός της ΕΚΤ, αυτός της σταθερότητας των τιμών, η ΕΚΤ διεξάγει
αναλύσεις για την χρηματοοικονομική σταθερότητα.” Περαιτέρω, οι
διαδικασίες χρηματοδότησης του μηχανισμού EFSF απαιτούν όπως η ΕΚΤ σε
ορισμένες περιπτώσεις συνηγορεί για την παρέμβαση του EFSF προκειμένου
να διασφαλιστεί η σταθερότητα στην ευρωζώνη.
Σε κάθε περίπτωση και όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την συνθήκη της
ΕΕ, το κάθε μέλος ξεχωριστά είναι υπεύθυνο για την διασφάλιση των
συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα του. Παρά ταύτα όμως,
η οικονομική κρίση ανέδειξε την έννοια της συλλογικής ευθύνης και την
ανάγκη για αντιμετώπιση της ευρωζώνης στο σύνολό της. Αυτή η έννοια
πρωταρχικά διατυπώθηκε από τον πρόεδρο της ΕΕ τον Φεβρουάριο του 2010
και εφαρμόστηκε μέσω των συμφωνιών για την στήριξη της Ελλάδας και την
θέσπιση τους EFSF τον Μάιο του 2010.
Συνοπτικά λοιπόν, η ευθύνη για σταθερότητα των τιμών ανήκει στην ΕΚΤ, η
ευθύνη για δημοσιονομική πειθαρχία ανήκει στα μεμονωμένα κράτη μέλη υπό
ένα καθεστώς όμως αυξημένης εποπτείας και η χρηματοπιστωτική
σταθερότητα αποτελεί τόσο μεμονωμένη όσο και κοινή ευθύνη,

Η χρηματοδότηση στην ευρωζώνη


Η χρηματοοικονομική δομή της ευρωζώνης διαφέρει από αυτή των άλλων
μεγάλων οικονομιών . Οι χρηματοοικονομικοί ενδιάμεσοι (κυρίως οι
τράπεζες) είναι οι βασικοί άξονες για την διάχυση ρευστότητας από τους
δανειστές προς τους δανειζόμενους. Οι τράπεζες αποτελούν την πρωταρχική
πηγή χρηματοδότησης της οικονομίας, κάτι που για παράδειγμα είναι
προφανές στην περίπτωση των νοικοκυριών. Όσο για τις επιχειρήσεις,
περισσότερο από το 70% του εξωτερικού δανεισμού προέρχεται από τις
τράπεζες (δηλαδή χρηματοδότηση εκτός αυτής που προέρχεται από
παρακρατηθέντα έσοδα) και λιγότερο από 30% προέρχεται από τις
χρηματοπιστωτικές αγορές και άλλα μέσα χρηματοδότησης. Στις ΗΠΑ,
συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν και αυτή η αναλογία δανεισμού στην
Ευρώπη είναι χαρακτηριστική, οι επιχειρήσεις μπορούν σε κάποιο βαθμό να
υποκαταστήσουν τον τραπεζικό δανεισμό με άλλες μορφές δανεισμού. Μετά
την κατάρρευση της Lehman Brothers, ο τραπεζικός δανεισμός άρχισε να
συρρικνώνεται σε αντίθεση με την προ της κρίσης ραγδαία επέκταση. Μέρος
φυσικά του τραπεζικού δανεισμού υποκαταστάθηκε με αύξηση του δανεισμού
των επιχειρήσεων από τις αγορές μέσω της έκδοσης χρεογράφων αλλά και
μετοχών. Τέτοια υποκατάσταση είναι εφικτή για μεγάλες επιχειρήσεις αλλά όχι
τόσο εύκολη για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν το
μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού στην ευρωζώνη.
Η χρηματοδότηση λοιπόν της Ευρωζώνης βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος
στις τράπεζες μέσω των οποίων η ΕΚΤ υλοποιεί τη νομισματικής της πολιτική.
Η χρηματοδότηση εκ μέρους της ΕΚΤ γίνεται με δάνεια τα οποία δίνουν οι
επιμέρους κεντρικές τράπεζες προς τις τράπεζες που το χρειάζονται για
συγκεκριμένη περίοδο, με την παροχή εγγυήσεων και με όρους ταυτόσημους
για όλη την ευρωζώνη. Αν δηλαδή μια τράπεζα στο τέλος της ημέρας βρεθεί με
αρνητική ταμειακή θέση, μπορεί να δανειστεί από την διατραπεζική αγορά με
τους ίδιους όρους που θα μπορούσε να δανειστεί οποιαδήποτε τράπεζα στην
ευρωζώνη.
Η λογική πίσω από την χρηματοπιστωτική αυτή ολοκλήρωση σχετίζεται με την
άρση των χρηματοδοτικών περιορισμών στην ευρωζώνη. Όμως, καθώς οι
οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές παρέμειναν στην δικαιοδοσία του
κάθε κράτους μέλους, οι ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού είναι δυνατό, όπως
αποδείχτηκε, να δημιουργήσουν προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της
οικονομίας. Με άλλα λόγια , καθώς τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών
μπορούσαν να καλυφθούν εύκολα με διατραπεζικό δανεισμό και όχι με άλλους
τρόπους όπως για παράδειγμα ξένες άμεσες επενδύσεις, το κίνητρο για
μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
εξασθενεί.

Βασική μέριμνα της ΕΚΤ σε περιόδους κρίσεων όπου ο διατραπεζικό


δανεισμός μειώνεται δραστικά είναι η διατήρηση της ρευστότητας στην
οικονομία και η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Αυτό
μπορεί να επιτευχθεί με :

• Δραστική μείωση του επιτοκίου δανεισμού ( Ιστορικό χαμηλό το 1% το


2009 )
• Αύξηση της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες μέσω αύξησης των
χρόνων λήξεων (από 3 μηνες σε 6 ή 12 μήνες)
• Αύξηση της λίστας των εγγυήσεων που οι τράπεζες μπορούν να
χρησιμοποιήσουν για να πάρουν δάνειο.

Η ελληνική κρίση και η ΕΚΤ


Το 2010 ξεκίνησε η κρίση χρέους στην Ελλάδα και ο κίνδυνος διάδοσης της σε
άλλες ευάλωτες χώρες (π.χ. Ιρλανδία, Πορτογαλία , Ισπανία ή ακόμα και
Ιταλία) ήταν ορατός. Τα επιτόκια δανεισμού αυξήθηκαν σημαντικά για την
Ελλάδα όπως επίσης και για τις λοιπές χώρες της ευρωζώνης. Τα επιτόκια
δανεισμού της Κυβέρνησης μια χώρας επηρεάζουν και τον συνολικό δανεισμό
της χώρας, δηλαδή και το κόστος με το οποίο δανείζονται τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και οι επιχειρήσεις. Όσο όμως το κόστος
δανεισμού αυξάνεται τόσο πιο δύσκολο γίνεται να μεταδοθεί στην οικονομία η
πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ με συνέπειες τόσο την μείωση της
ανταγωνιστικότητας των οικονομιών όσο και της αύξησης των τιμών. Για τους
λόγους αυτούς, και με στόχο να καθησυχαστούν οι αγορές, η ΕΚΤ προχώρησε
στην εφαρμογή ενός προγράμματος αγοράς χρεογράφων από την δευτερογενή
αγορά ώστε να μειωθεί η τιμή τους. Πράγματι, το πρόγραμμα αυτό είχε
επιτυχία καθώς οδήγησε στην σταθεροποίηση των αγορών και περεταίρω στην
σημαντική μείωση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων (όχι φυσικά της
Ελλάδας).

Συμπερασματικά λοιπόν η ΕΚΤ:

• Διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο ώστε η νομισματική πολιτική να


συμβάλει στην σταθερότητα των τιμών, στην σταθερότητα του κοινού
νομίσματος αλλά και στην διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης στην
ευρωζώνη.
• Είναι υπεύθυνη για την έκδοση των τραπεζογραμματίων , σε
συνεργασία με τις εθνικές τράπεζες.
• Παρεμβαίνει στις αγορές συναλλάγματος μέσω αγοραπωλησιών τίτλων
• Διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της. Αυτό προϋποθέτει ότι
η ΕΚΤ διαθέτει επαρκή συναλλαγματικά αποθέματα ώστε να ασκεί
πράξεις συναλλάγματος όταν χρειαστεί. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι
εθνικές τράπεζες μπορούν να ασκούν και αυτές συναλλαγματικές
πράξεις εκ μέρους της ΕΚΤ αλλά και να διαχειρίζονται τα δικά τους
διαθέσιμα μέσα σε ένα προκαθορισμένο εύρος πάντα ώστε να υπάρχει
συμβατότητα με την συνολική νομισματική και συναλλαγματική
πολική.
• Εποπτεύει την λειτουργία του συστημικού πυλώνα του τραπεζικού
συστήματος μέσω των αυξημένων πλέων δυνατοτήτων εποπτείας και
διευθέτησης που της παρέχει η τραπεζική ένωση.
• Ασκεί ουσιαστική αναπτυξιακή πολιτική μέσω του καθορισμού του
βασικού της επιτοκίου δανεισμού, του επιτοκίου δηλαδή με το οποίο τα
οι τράπεζες αντλούν πιστώσεις από την ΕΚΤ. Όσο χαμηλότερο το
επιτόκιο τόσο πιο ευνοϊκές είναι οι αναπτυξιακές προοπτικές αφού και
οι επιχειρήσεις αντλούν ρευστότητα με μικρότερο κόστος.
• Διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του συστήματος εκκαθάρισης
διασυνοριακών συναλλαγών (TARGET2). Οι διασυνοριακές
συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω της ΕΚΤ. Για παράδειγμα, ένας
γερμανός εισαγωγέας που θέλει να αγοράσει ελληνικά φρούτα θα
αποστείλει την πληρωμή του μέσω της τράπεζας του. Η τράπεζα του
Έλληνα λαμβάνει την πίστωση από την τράπεζα της Ελλάδος της
οποίας βέβαια της χρωστάει η ΕΚΤ. Η τράπεζα του γερμανού τώρα
χρωστάει (αφού έχει λάβει την πληρωμή από τον Γερμανό) στην
κεντρική τράπεζα της Γερμανίας , η οποία φυσικά χρωστάει στην ΕΚΤ.

Η τραπεζική ένωση

Σύντομο Ιστορικό

Τον Ιούνιο 2012 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για


λήψη μέτρων ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα της ΟΝΕ, κάλεσε τους
προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του
Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αναπτύξουν
συγκεκριμένο και χρονικά δεσμευτικό οδικό χάρτη για την υλοποίηση μιας
πραγματικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Oι τέσσερις πρόεδροι
υπέβαλαν την τελική τους έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το
Δεκέμβριο του 2012. Η έκθεση εισηγείται ένα χρονοδιάγραμμα και μια
σταδιακή διαδικασία για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Ο οδικός χάρτης για μια
πραγματική Οικονομική και Νομισματική Ένωση περιλαμβάνει τέσσερα
συστατικά στοιχεία:

• Ενοποιημένο χρηματοοικονομικό πλαίσιο H τραπεζική ένωση που


διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ
κυρίως και ελαχιστοποιεί το κόστος ενδεχόμενης τραπεζικής
χρεοκοπίας για τους ευρωπαίους πολίτες. Ένα τέτοιο πλαίσιο προάγει
την ευθύνη για εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και προβλέπει κοινούς
μηχανισμούς για την εξυγίανση των τραπεζών και την εγγύηση των
καταθέσεων των πελατών.

• Ενοποιημένο δημοσιονομικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη χάραξη


υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο
και θα περιλαμβάνει τον συντονισμό, την από κοινού λήψη αποφάσεων,
περισσότερη επιβολή και ανάλογα μέτρα ενόψει της έκδοσης κοινών
χρεογράφων. Το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει
διάφορες μορφές δημοσιονομικής αλληλεγγύης.

• Ενοποιημένο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής το οποίο διαθέτει


επαρκείς μηχανισμούς ώστε να διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται εθνικές
και ευρωπαϊκές πολιτικές οι οποίες προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη, την
απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα και είναι συμβατές με την
ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ.

• Βελτιωμένη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία στο πλαίσιο


της ΟΝΕ, η οποία θα βασίζεται στην από κοινού άσκηση της κυριαρχίας
για τις κοινές πολιτικές και την αλληλεγγύη.

Τραπεζική Ένωση

Η τραπεζική ένωση αποβλέπει στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου


χρηματοπιστωτικού πλαισίου, για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας και την ελαχιστοποίηση του κόστους που προκαλείται από τη
διευθέτηση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι πρώτες κινήσεις
προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ενοποίησης αφορούσαν τη δημιουργία
της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority - EBA) και,
παράλληλα, τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού
Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB). Προκειμένου να
δημιουργηθεί μια αποτελεσματική τραπεζική ένωση, απαιτείται κοινή
ρυθμιστική πολιτική, κοινή πολιτική εξυγίανσης και κοινό σύστημα
ασφάλισης. Το προβλεπόμενο πλαίσιο για την Τραπεζική Ένωση περιλαμβάνει
ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, ενιαίο εγχειρίδιο εποπτείας, ενιαίο εποπτικό
μηχανισμό, ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, και προτάσεις σχετικά με
συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Τα βασικά στοιχεία που προβλέπεται να
περιλαμβάνει η τραπεζική ένωση αφορούν:

1) την επίβλεψη του τραπεζικού συστήματος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της


ίδρυσης ενός Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism
- SSM),
2) τη θέσπιση ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (Single Resolution
Mechanism) ο οποίος θα εφαρμόζει τους κανόνες για την ανάκαμψη και την
εξυγίανση των τραπεζών, στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης και τη
λειτουργία του ενιαίου ταμείου εξυγίανσης
3) τη λειτουργία ενός Ενιαίου Μηχανισμού Προστασίας των Καταθέσεων.

Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) είναι ένα σύστημα τραπεζικής


εποπτείας που περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ)
και είναι επιφορτισμένο με την προληπτική εποπτεία στις συμμετέχουσες
χώρες. Η ΕΚΤ θα ασκεί εποπτεία στις σημαντικές τράπεζες και οι ΕΑΑ στις
λιγότερο σημαντικές τράπεζες, η δε ΕΚΤ θα είναι υπεύθυνη για την
αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ.

Το νομοθετικό πλαίσιο για τον ΕΕΜ δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο 2013 και
περιλαμβάνει:
α) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου «για την ανάθεση
ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σχετικά με τη
χρηματοοικονομική σταθερότητα και την εποπτεία των τραπεζών» και

β) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και


του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010
σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή
Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του
Συμβουλίου. Ο κανονισμός ΕΕΜ τέθηκε σε ισχύ στις 3 Νοεμβρίου 2013.

Οι βασικοί σκοποί του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού είναι η διαφύλαξη της


ασφάλειας και της ευρωστίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και η
ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης και σταθερότητας στην
Ευρώπη. Στο πλαίσιο του νέου συστήματος, η ΕΚΤ θα εποπτεύει άμεσα τα
σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, ενώ θα συνεργάζεται στενά με τις εθνικές
αρμόδιες αρχές για την εποπτεία όλων των υπόλοιπων πιστωτικών ιδρυμάτων
που βρίσκονται υπό τη γενική επίβλεψη της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί να
αποφασίσει ανά πάσα στιγμή να αναλάβει την ευθύνη εποπτείας λιγότερο
σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΚΤ θα εποπτεύει άμεσα περίπου 130
πιστωτικά ιδρύματα, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν 85% του συνολικού
ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ. Ο χαρακτηρισμός
ορισμένης τράπεζας ως σημαντικής συναρτάται προς τους ακόλουθους
παράγοντες:

• τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του,

• τη σημασία του για την οικονομία της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένο
ή της ΕΕ συνολικά,

• το φάσμα των διασυνοριακών του συναλλαγών,


• το αν έχει ζητήσει ή λάβει δημόσια χρηματοδοτική στήριξη από τον ΕΜΣ ή
την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΔΧΣ) και

• το αν ανήκει στις τρεις σημαντικότερες τράπεζες της οικείας χώρας.

Μια τράπεζα θα χαρακτηρίζεται σημαντική, εφόσον πληροί οποιοδήποτε από


τα πέντε αυτά κριτήρια.

Συνολική αξιολόγηση των ευρωπαϊκών τραπεζών από την ΕΚΤ


(Comprehensive assessment)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε στις 23 Οκτωβρίου 2013


λεπτομέρειες της συνολικής αξιολόγησης που θα διενεργηθεί ενόψει της
προετοιμασίας για την ανάληψη πλήρους εποπτικής αρμοδιότητας στο πλαίσιο
του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού. Η αξιολόγηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του
2013 και θα ολοκληρωθεί σε δώδεκα μήνες. Η άσκηση επιδιώκει τρεις
βασικούς στόχους:

• Διαφάνεια, προκειμένου να ενισχυθεί η ποιότητα της διαθέσιμης


πληροφόρησης για την κατάσταση των τραπεζών

• Εξυγίανση των ισολογισμών, προκειμένου να καθοριστούν και να


εφαρμοστούν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, αν και όπου χρειάζονται

• Οικοδόμηση εμπιστοσύνης, προκειμένου να διαβεβαιωθούν όλα τα


ενδιαφερόμενα μέρη ότι οι τράπεζες είναι κατ' ουσία εύρωστες και αξιόπιστες.

Η αξιολόγηση περιλαμβάνει τρία στοιχεία:


i) την αξιολόγηση των κινδύνων για σκοπούς εποπτείας (Supervisory Risk
Assessment), προκειμένου να εξεταστούν από ποιοτική και ποσοτική άποψη
βασικοί κίνδυνοι που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη ρευστότητα, τη μόχλευση
και τη χρηματοδότηση

ii) έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού (Asset Quality
Review), προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια όσον αφορά τα ανοίγματα των
τραπεζών μέσω του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού
τους, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας της αποτίμησης των εν λόγω
στοιχείων και των ασφαλειών, καθώς και των σχετικών προβλέψεων και

iii) άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), προκειμένου να


εξεταστεί η ανθεκτικότητα των ισολογισμών των τραπεζών σε σενάρια
ακραίων καταστάσεων. Η συνολική αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί με τη
συγκεντρωτική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της, σε επίπεδο χώρας και
τράπεζας, και τυχόν συστάσεων για τη λήψη εποπτικών μέτρων.

Ενιαίος Mηχανισμός Εξυγίανσης

Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (Single Resolution Mechanism - SRM)


παρουσιάστηκε από την Επιτροπή με την ανακοίνωσή της σχετικά με τον
Χάρτη Πορείας προς την Τραπεζική Ένωση (Σεπτέμβριος 2012) και το Σχέδιο
στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική Οικονομική και Νομισματική
Ένωση (Νοέμβριος 2012). Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ)
αποτελεί το 2ο πυλώνα που θα συμπληρώνει τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό
(ΕΕΜ) στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης.

Στο Ecofin του Δεκεμβρίου 2013 οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ


συμφωνήσαν στο γενικό πλαίσιο για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης ο
οποίος θα λειτουργήσει μαζί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό για την
ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την
ανακοίνωση του Συμβουλίου, ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης θα
αποτελέσει ένα από τα βασικά στοιχεία της τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης,
μαζί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό. Η δημιουργία τραπεζικής ένωσης
είναι ουσιαστική προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός της
αγοράς και να διαρραγεί η σχέση μεταξύ κρατικού χρέους και τραπεζών.

Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης συνοδευόμενος από μηχανισμό


χρηματοδότησης θα διασφαλίσει ότι αν, παρά την αυστηρότερη εποπτεία, μια
τράπεζα που υπάγεται στον ΕΜΕ αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες, η
εξυγίανσή της θα μπορεί να αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικό τρόπο και με
ελάχιστο κόστος για τους φορολογουμένους και την πραγματική οικονομία. H
δημιουργία ΕΜΕ θα εξασφαλίσει την άσκηση εποπτείας και εξυγίανσης στο
ίδιο επίπεδο για τις χώρες που συμμετέχουν στην επιτήρηση των τραπεζών στο
πλαίσιο του ΕΕΜ. Αυτό θα αποτρέψει την εμφάνιση εντάσεων μεταξύ
εποπτείας σε επίπεδο ΕΕ και εθνικών καθεστώτων εξυγίανσης. Ο ΕΜΕ θα
καλύπτει όλες τις χώρες που συμμετέχουν στον ΕΕΜ και συγκεκριμένα τα
κράτη μέλη της ευρωζώνης καθώς και τις χώρες εκείνες εκτός ευρωζώνης που
θα αποφασίσουν να συμμετάσχουν μέσω συμφωνιών
στενής συνεργασίας.

Συμφωνία για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης

Σε συμφωνία επί της αρχής για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης κατέληξαν
Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20
Μαρτίου, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε. Βάσει της
συμφωνίας, καθίσταται δυνατή η δημιουργία ενός Ενιαίου Συμβουλίου
Εξυγίανσης με ευρείες αρμοδιότητες σε περιπτώσεις εξυγίανσης τραπεζών,
καθώς και η δημιουργία ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης. Η έγκριση του
συμφωνηθέντος κειμένου από τα κράτη- μέλη θα επιτρέψει την ολοκλήρωση
της διακυβερνητικής συμφωνίας για τη λειτουργία του ταμείου αυτού.
Πεδίο εφαρμογής: ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης θα καλύπτει όλες τις
τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας. Το Ενιαίο
Συμβούλιο Εξυγίανσης θα προετοιμάζει σχέδια εξυγίανσης και θα προχωρά
στην απευθείας εξυγίανση όλων των τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ
και διασυνοριακές τράπεζες. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα προετοιμάζουν
σχέδια εξυγίανσης και θα εξυγιαίνουν τράπεζες οι οποίες λειτουργούν σε
εθνικό επίπεδο και δεν υπόκεινται στην πλήρη και άμεση εποπτεία της ΕΚΤ,
με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα περιλαμβάνει τη χρήση του Ενιαίου
Ταμείου. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να έχουν το Ενιαίο Συμβούλιο
Εξυγίανσης άμεσα υπεύθυνο για όλες τις τράπεζες. Το Ενιαίο Συμβούλιο
Εξυγίανσης θα αποφασίζει σε κάθε περίπτωση για όλες τις τράπεζες,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο και δεν
υπόκεινται σε πλήρη και άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, εάν η εξυγίανση
περιλαμβάνει τη χρήση του Ταμείου.

Λήψη αποφάσεων: Θα υπάρχει μια συγκεντρωτική διαδικασία λήψης


αποφάσεων γύρω από ένα ισχυρό Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης και θα
περιλαμβάνει τα μόνιμα μέλη καθώς και την Επιτροπή, το Συμβούλιο, την
ΕΚΤ και τις εθνικές αρχές εξυγίανσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ΕΚΤ
θα επισημαίνει στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, την Επιτροπή και τις
εθνικές αρχές ότι μια τράπεζα βρίσκεται σε κίνδυνο. Το Ενιαίο Συμβούλιο
Εξυγίανσης τότε θα αξιολογεί εάν υπάρχει συστημική απειλή και οποιαδήποτε
λύση από τον ιδιωτικό τομέα. Εάν όχι, θα υιοθετεί ένα σχέδιο εξυγίανσης που
θα περιλαμβάνει και τα σχετικά εργαλεία εξυγίανσης και πιθανή χρήση του
Ταμείου. Τα κύρια εργαλεία εξυγίανσης είναι τα εξής:

– πώληση (μέρους των) δραστηριοτήτων,

– καθιέρωση μεταβατικού ιδρύματος (προσωρινή μεταβίβαση των καλών


τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων σε οντότητα υπό κρατικό έλεγχο),
– διαχωρισμός περιουσιακών στοιχείων (μεταβίβαση απομειωμένων
περιουσιακών στοιχείων σε φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων),

– μέτρα διάσωσης με ίδια μέσα (bail-in) - επιβολή ζημιών, με σειρά


προτεραιότητας, στους μετόχους και τους ανασφάλιστους πιστωτές.

Η Επιτροπή, είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση των διακριτικών πτυχών της
απόφασης του συμβουλίου και θα εγκρίνει ή θα φέρει ενστάσεις στο σχέδιο
εξυγίανσης. Η απόφαση της Επιτροπής υπόκειται στην έγκριση ή απόρριψη
του Συμβουλίου (silence procedure) μόνο όταν τα κεφάλαια που εκταμιεύονται
από το Ενιαίο Ταμείο είναι τροποποιημένα ή εάν δεν υπάρχει δημόσιο
συμφέρον για την εξυγίανση της τράπεζας. Εκεί όπου το Συμβούλιο ή η
Επιτροπή αντιδρούν στο σχήμα εξυγίανσης, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης
θα πρέπει να τροποποιεί το εν λόγω σχήμα, το οποίο τότε θα τίθεται σε
εφαρμογή από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης. Εάν η εξυγίανση περιλαμβάνει
και κρατική βοήθεια, η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει την βοήθεια πριν από
την έγκριση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης στο σχήμα.

Ταμείο: θα συγκροτηθεί ένα Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης στο οποίο θα


συνεισφέρουν όλες οι τράπεζες των χωρών-μελών που συμμετέχουν. Το
Ταμείο έχει στόχο ένα επίπεδο 55 δισ. ευρώ και μπορεί να δανειστεί από τις
αγορές εάν το αποφασίσει το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης στην ολομέλειά
του. Το ταμείο θα ανήκει και θα διοικείται από το Ενιαίο Συμβούλιο
Εξυγίανσης. Το Ενιαίο Ταμείο θα φτάσει στο στόχο-επίπεδο του 1%
καλυμμένων καταθέσεων σε περίοδο οκτώ ετών. Στη διάρκεια αυτής της
μεταβατικής περιόδου, το Ενιαίο Ταμείο, θα αποτελείται από εθνικά τμήματα
που θα αντιστοιχούν σε κάθε συμμετέχον κράτος- μέλος.
Οι πόροι που θα συσσωρεύονται σε αυτά τα τμήματα, θα αποκτούν αμοιβαίο
χαρακτήρα σταδιακά, σε διάστημα 8 ετών, ξεκινώντας με το 40% αυτών των
πόρων στο πρώτο έτος, 20% το δεύτερο έτος και το υπόλοιπο εξίσου για
επιπλέον 6 έτη. Η σύσταση του Ενιαίου Ταμείου και των εθνικών τμημάτων
και του σχήματος λήψης αποφάσεων, θα ρυθμίζεται από τον Κανονισμό, ενώ η
μεταβίβαση των εθνικών κεφαλαίων προς το Ενιαίο Ταμείο και η
ενεργοποίηση της αμοιβαιοποίησης των εθνικών τμημάτων θα προβλέπονται
σε μια διακρατική συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων στο SRM κρατών-
μελών.

Συστήματα Εγγύησης Καταθέσεων

Η τελευταία αναγκαία προϋπόθεση για την Τραπεζική Ένωση, ο ενιαίος


μηχανισμός προστασίας καταθέσεων, σχήμα από κοινού εγγύησης καταθέσεων
φαίνεται ότι δεν αποτελεί στην παρούσα φάση προτεραιότητα. Μολονότι το
πλαίσιο περί Τραπεζικής Ένωσης προέβλεπε αρχικά «κοινό» σύστημα
εγγύησης των καταθέσεων, η συζήτηση για το αν είναι αναγκαίο κάτι τέτοιο
συνεχίζεται, επικεντρωμένη στο αν πρέπει να επιλεγεί η εναρμόνιση εθνικών
συστημάτων ή ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα. Το 2010 η Επιτροπή κατέθεσε
πρόταση αναδιατύπωσης της υπάρχουσας οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης
των καταθέσεων.

Η νέα πρόταση οδηγίας παγιώνει την ασφάλιση των καταθέσεων έως του
ποσού των 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά τράπεζα και επιβάλλει την
υποχρεωτική συμμετοχή όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων στο Σύστημα
Εγγύησης Καταθέσεων. Στόχος να αποτραπεί το αρμπιτράζ των καταθέσεων
μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και η μεταφορά κεφαλαίων από χώρα σε
χώρα.
Στη συνεδρίαση της 18 Φεβρουαρίου 2014, το ECOFIN επιβεβαίωσε την
πολιτική συμφωνία η οποία επετεύχθη στις 17 Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών μελών της Ε.Ε. για το σχέδιο
οδηγίας αναδιατύπωσης των κανόνων οι οποίοι αφορούν στα Συστήματα
Εγγύησης Καταθέσεων (DGS). Διατηρεί το επίπεδο κάλυψης των 100.000
ευρώ ανά καταθέτη και τράπεζα, εναρμονίζοντας το πλαίσιο λειτουργίας των
(DGS) ανά την Ε.Ε. διασφαλίζοντας ένα ομοιόμορφο, υψηλό επίπεδο εγγύησης
καταθέσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Η εγγύηση θα συνεχίσει να παρέχεται υπό
τη μορφή επιστροφής των χρημάτων σε περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας.
Οι καταθέτες θα αποκτήσουν επίσης ευκολότερη και ταχύτερη πρόσβαση στο
εγγυημένο ποσό και θα τους παρέχεται καλύτερη πληροφόρηση όσον αφορά
την προστασία των καταθέσεών τους από τα συστήματα εγγυήσεων. Όπως
ανακοίνωσε το ECOFIN το προσχέδιο της οδηγίας αναδιατυπώνει ορισμένες
προβλέψεις προκειμένου να βελτιώσει την προστασία των καταθετών με
"καλυμμένες" καταθέσεις έως €100.000.

Τραπεζική Ένωση και Τράπεζες

Η τραπεζική ένωση θεωρείται ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον


ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο. Η σημαντικές αλλαγές της ευρωπαϊκής
τραπεζικής νομοθεσίας οι νέοι κανόνες λειτουργίας και τα μέτρα ρυθμιστικής
παρέμβασης μεταβάλουν σημαντικά τη στρατηγική των ευρωπαϊκών
τραπεζών. Παρότι διαπιστώνεται διόγκωση της ευρωπαϊκής ρυθμιστικής
παρέμβασης, με βασικό επιχείρημα από ότι η υπερβολική ρύθμιση μπορεί να
έχει αρνητικές επιπτώσεις κυρίως στη χορήγηση δανείων προς τα νοικοκυριά
και τις επιχειρήσεις, οι εμπειρία από τις κρίσεις των τελευταίων ετών καθιστά
επιβεβλημένη την παρέμβαση και τη λήψη μέτρων.

Τα μέτρα ενίσχυσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών η αλλαγή


της διάρθρωσή τους, και η διατήρηση κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας
προβλέπουν σε υψηλότερα και ποιοτικότερα ίδια κεφάλαια, καλύτερη κάλυψη
των κινδύνων, την καθιέρωση ενός δείκτη μόχλευσης και μια νέα προσέγγιση
για τη ρευστότητα. Τα μέτρα αυτά είναι πιθανό να έχουν αντίκτυπο στους
ισολογισμούς των τραπεζών, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της κερδοφορίας
και των αποδόσεων των ιδίων κεφαλαίων. Οι περιορισμένες αποδόσεις των
τραπεζών ενδέχεται να έχουν επίπτωση στην κεφαλαιοποίηση τους, δεδομένου
ότι περιορίζεται το ενδιαφέρον των επενδυτών για τον τραπεζικό τομέα και
είναι σε μειονεκτική θέση προς τις επιχειρήσεις άλλων κλάδων της οικονομίας.
Επίσης, οι υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις ενδέχεται να έχουν αρνητικές
συνέπειες κυρίως σε ότι αφορά τη δανειακή δραστηριότητα των μικρών και
εξειδικευμένων τραπεζών (στεγαστικών, αποταμιευτικών και
συνεταιριστικών). Εάν οι τράπεζες αυτές αντιμετωπίσουν δυσκολίες άντλησης
κεφαλαίων προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις του νέου
ρυθμιστικού πλαισίου, θα πρέπει είτε να μειώσουν το ενεργητικό τους είτε να
αναδιαρθρωθούνε, γεγονός που θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση της
συγκέντρωσης του κλάδου. Επιπλέον, η επιβάρυνση με επιπλέον κόστη που
σχετίζονται με τους λογιστικούς ελέγχους και την υποβολή εκθέσεων
προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες ρυθμίσεις και στις απαιτήσεις των
εθνικών και διεθνών εποπτικών αρχών, ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην
οργάνωση μιας τράπεζας και να προκαλέσει διαρθρωτικές αλλαγές.
Παράλληλα, η ανάγκη περιορισμού του κόστους το οποίο συνεπάγεται για τις
τράπεζες η εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου μπορεί να οδηγήσει στη
μετατόπιση δραστηριοτήτων σε τμήματα του, τα οποία δεν υπόκεινται στα ίδια
πλαίσια εποπτείας (shadow banking system).

Κεφαλαιακή Ένωση (Capital Markets Union)

Για την ενίσχυση των επενδύσεων σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα,


χρειαζόμαστε ισχυρές αγορές κεφαλαίου. Αυτές οι αγορές είναι απαραίτητες
ώστε να μπορούν να παρέχουν νέες πηγές εταιρικής χρηματοδότησης και να
βοηθήσουν στην αύξηση των επενδυτικών επιλογών , ξεκλειδώνοντας κατά
τον τρόπο αυτά τα οφέλη από τη λειτουργία της κοινής αγοράς τόσο για τις
επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (από τις
νεοφυείς μέχρι τις αναπτυσσόμενες και τις πολυεθνικές) χρειάζονται πρόσβαση
σε ένα ευρύ πεδίο χρηματοδοτικών επιλογών ώστε να επενδύσουν σε
τεχνολογία και εταιρική επέκταση.

Τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες που χρειάζονται μπορούν να


προσφερθούν υπό πιο ανταγωνιστικούς όρους από τα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα , τις τράπεζές και τις επενδυτικές επιχειρήσεις. Οι κεφαλαιακές
αγορές έχουν επίσης την δυναμική να κατευθύνουν τα ιδιωτικά κεφάλαια σε
πιο βιώσιμες επενδύσεις.

Οι προκλήσεις :

• Οι επενδύσεις στην Ευρώπη βασίζονται σημαντικά στον τραπεζικό


τομέα. Ο τραπεζικός τομέας , καθώς η Ευρώπη αφήνει πίσω της την
κρίση, είναι όλο και πιο διστακτικές για την παροχή ρευστότητας σε
επιχειρήσεις που την χρειάζονται. Σύμφωνα με στοιχεία του 2013, το
1/3 των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο απέτυχαν να
λάβουν από τον τραπεζικό τομέα την χρηματοδότηση που αιτήθηκαν.
• Υπάρχουν σημαντικές διαφορετικές χρηματοοικονομικές συνθήκες
μεταξύ των μελών της ΕΕ
• Υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες και πρακτικές για διάφορα
χρηματοοικονομικά προϊόντα
• Οι μέτοχοι και οι αγοραστές εταιρικού χρέους σπάνια επεκτείνονται
πέραν των εθνικών συνόρων όταν επενδύουν
• Πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν περιορισμένη πρόσβαση
στην χρηματοδότηση

Οι στόχοι :
• Η ανάπτυξη ενός περισσότερο διαφοροποιημένου χρηματοοικονομικού
πλαισίου το οποίο θα συμπληρώνει τον τραπεζικό δανεισμό με βαθιές
και αναπτυγμένες αγορές κεφαλαίων.
• Το ξεκλείδωμα των κεφαλαίων στην Ευρώπη , δίνοντας στους
αποταμιευτές περισσότερο επιλογές και προσφέροντας στις επιχειρήσεις
μεγαλύτερη επιλογή χρηματοδότησης σε χαμηλότερο κόστος
• Η εγκαθίδρυση μιας ενιαίας αγοράς κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
όπου οι επενδυτές θα μπορούν να επενδύουν τα κεφάλαια τους χωρίς
διασυνοριακά προσκόμματα

Συμπεράσματα

Ένα ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό πλαίσιο, αποτελεί ουσιαστικό μέρος


των μέτρων για την επιστροφή της ΕΕ στην οικονομική ανάκαμψη και
μεγέθυνση. Η Τραπεζική Ένωση είναι η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στην ΕΕ
από την εισαγωγή του ευρώ. Η Τραπεζική Ένωση αποτελεί βασική
προτεραιότητα, με δεδομένη τη συμβολή που μπορεί να έχει τόσο στην
αναγκαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των
επιχειρήσεων όσο και στην χρηματοδότηση της οικονομίας. Θα μειώσει το
σημερινό κατακερματισμό στην ενιαία αγορά, θα συμβάλει στην εξασφάλιση
ίσων όρων ανταγωνισμού στην ΕΕ και θα ενισχύσει, επίσης, το ευρωπαϊκό
τραπεζικό σύστημα, περιορίζοντας, παράλληλα, τον κίνδυνο μετάδοσης της
κρίσης. Η εφαρμογή της Τραπεζικής Ένωσης, ως προς τις πτυχές της εποπτείας
και της εξυγίανσης, θα αποτελέσει καίριο στοιχείο για την εύρυθμη λειτουργία
των τραπεζών, την ανάκαμψη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Στην
αρχιτεκτονική αυτή καθοριστικός είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, με σαφή διαχωρισμό μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και των
εποπτικών καθηκόντων της. Είναι σαφές ότι η θεσμοθέτηση ενός κεντρικού
εποπτικού φορέα μέσω του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού θα προάγει τη
διαφάνεια στη λειτουργία των τραπεζών αλλά και θα αποτρέψει το εποπτικό
και ρυθμιστικό arbitrage. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους νέους
δημοσιονομικούς κανόνες αναμένεται να αποσυνδέσουν την αλληλεπίδραση
μεταξύ των τραπεζικών κινδύνων και των κινδύνων που προκύπτουν από τις
χώρες-μέλη (sovereign risk). Η τραπεζική ένωση μπορεί να δημιουργήσει έναν
μηχανισμό ασφαλείας ενάντια στις κρίσεις για ολόκληρη την ευρωζώνη.
Κρίσιμο στοιχείο για την ομαλή πορεία προς την τραπεζική ένωση είναι η
ταχεία ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων σχετικά με το πλαίσιο που θα διέπει
τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, ως μείζον εργαλείο για τη διαχείριση
μελλοντικών τραπεζικών κρίσεων. Η τραπεζική ένωση θεωρείται συνεπώς ως
απαραίτητη και βασική προτεραιότητα για τον επιμερισμό των κινδύνων, την
προστασία των καταθετών (και μέσω της "διαδικασίας εκκαθάρισης"), την
αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο σύστημα, και την εκ νέου χορήγηση
πιστώσεων στις επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη μέλη.

Χρηματιστήρια Αξιών

Το χρηματιστήριο αξιών είναι μια αγορά, όπως κάθε αγορά, όπου


προσφέρονται και ζητούνται χρεόγραφα. Στο χρηματιστήριο αντλούν κεφάλαια
τόσο εταιρείες του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα μέσω τοποθετήσεων
μετοχών και ομολογιών με δημόσια εγγραφή. Τους τίτλους αυτούς τους
αγοράζει το κοινό ( ή θεσμικοί επενδυτές, αμοιβαία κεφάλαια, άλλες εταιρείες
κ.ο.κ.) και είτε τους παρακρατεί ως επένδυση με την μορφή είσπραξης
μερισμάτων είτε προχωράει σε αγοραπωλησίες κερδοσκοπώντας.

Για την πραγματοποίηση των συναλλαγών αυτών, υπάρχουν ειδικές εταιρείες


που αναλαμβάνουν την έκδοση κωδικών πελάτη και την πραγματοποίηση των
συναλλαγών που επιθυμούν οι πελάτες τους. Οι εταιρείες αυτές ονομάζονται
γενικά brokers (μεσίτες)
Η κερδοσκοπία όπως είπαμε έχει ως άμεσο σκοπό το κέρδος μέσω της
αγοραπωλησίας τίτλων. Τα άτομα που παίρνουν μέρος στην κερδοσκοπία
αναφέρονται είτε ως ανατιμητές (Bulls) είτε ως υποτιμητές (Bears) . Οι πρώτοι
αγοράζουν με σκοπό την ανατίμηση ενώ οι δεύτεροι πωλούν ελπίζοντας σε
υποτίμηση. Αυτή η διαδικασία πολλές φορές ενεργεί σαν σταθεροποιητικός
παράγοντας, οδηγώντας τις αποκλίνουσες τάσεις των τιμών προς
συγκλίνουσες.

Οι πράξεις στο χρηματιστήριο γίνονται είτε μετρητοίς ή επί προθεσμία. Οι


προθεσμιακές πράξεις είναι αυτές που τροφοδοτούν την κερδοσκοπία

Η χρησιμότητα της χρηματιστηριακής αγοράς έγκειται στους παρακάτω


λόγους :

α) Αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ αυτών που επιθυμούν να αγοράσουν


και εκείνων που επιθυμούν να πωλήσουν

β) Μέσω των χρηματιστών, το χρηματιστήριο βοηθά στην εξομάλυνση των


βραχυχρόνιων διακυμάνσεων των τιμών χρηματιστηριακών τίτλων. Ο λόγος
είναι ότι οι χρηματιστές διατηρούν αποθέματα τίτλων τα οποία και πωλούν
όταν η ζήτηση είναι μεγάλη και αγοράζουν όταν η ζήτηση είναι μικρή,
συμβάλλοντας έτσι στην εξομάλυνση των τιμών.

γ) Το κλείσιμο του χρηματιστηρίου που ανακοινώνεται κάθε μέρα δίνει την


ένδειξη των επιθυμητών τίτλων από μέρους του κοινού και αυτό βοηθά στην
καλύτερη κατανομή και κατεύθυνση των αποταμιεύσεων προς κερδοφόρους
κλάδους της οικονομίας και συνεπώς σε αύξηση της παραγωγής

δ) Το χρηματιστήριο προστατεύει τους επενδυτές διότι οι τίτλοι που εισάγονται


σε αυτό με αυστηρές προϋποθέσεις θεωρούνται ότι είναι τίμιοι και όχι προϊόν
απάτης των εκδοτών τους. Η επιτροπή κεφαλαιαγοράς παρακολουθεί τα
χρηματιστηριακά πράγματα από κοντά και παίρνει αποφάσεις για την καλή
λειτουργία του χρηματιστηρίου και την αποφυγή απάτης

ε) Το χρηματιστήριο είναι βαρόμετρο της οικονομικής ευημερίας και


ευστάθειας στη χώρα. Οι οικονομικές κρίσεις και υφέσεις και οι πολιτικές
αστάθειες και αναστατώσεις εκδηλώνονται αμέσως στις τιμές των
χρηματιστηριακών τίτλων.

You might also like