You are on page 1of 97

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ


ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ


ΝΥΣΣΗΣ

ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΗ:
Χρήστος Κουλιάτσης

ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ:

Αναστάσιος Μαράς

ΟΝΟΜΑ Β΄ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ:

Κωνσταντίνος Μαντζανάρης

ΠΑΤΡΑ
ΙΟΥΝΙΟΣ 2018
Περιεχόμενα

1 Πίνακας Συντομογραφιών ................................................................................................. 4


2 Πρόλογος ........................................................................................................................... 5
3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................... 7
3.1 Γενικά .............................................................................................................. 7

3.2 Δομή και μεθοδολογία ................................................................................... 10

3.3 Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. ........................................................................... 11

3.3.1 Ο βίος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης .............................................................. 11


3.3.2 Το έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. ........................................................... 13
3.2.3 Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο, μεθοδολογία. ................................... 14
4 ΤΟ «ΜΥΣΤΗΡΙΟ» ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ............................... 18
4.1 Ο ανθρώπινος πόνος. Ετυμολογική και εννοιολογική αναφορά..................... 18

4.2 Η αντιμετώπιση του πόνου ............................................................................. 21

4.3 Ο Πόνος ως αφετηρία πνευματικής ζωής για το χριστιανό. ........................... 25

5 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ .............................................. 29


5.1 Ο πόνος στη Χριστολογία του αγ. Γρηγορίου Νύσσης .................................... 29

5.2 Η ευεργετική διάσταση του πόνου .................................................................. 31

5.2.1 Ο πόνος προκαλεί καθαρότητα ψυχής ........................................................... 31


5.2.2 Η πνευματική λύπη ως οδός προς τη μακαριότητα στον άγιο Γρηγόριο
Νύσσης……………………………………………………………………………………………………………………….33
5.2.3 Ο πόνος ως αφετηρία ταπείνωσης ................................................................. 35
5.2.4 Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας του πόνου ........................................................ 37
5.2.5 Μετατροπή του πόνου σε χαρά, παραμυθία.................................................. 39
5.3 Η διάκριση, η προέλευση και η αιτία του πόνου κατά τον άγιο Γρηγόριο
Νύσσης. ..................................................................................................................... 41

5.3.1 Γενικά............................................................................................................... 41
5.3.2 Διάκριση του πόνου ........................................................................................ 44
5.3.3 Ο πόνος που πηγάζει από εξωτερικούς παράγοντες ...................................... 46
5.3.4 Ο πόνος που πηγάζει από εσωτερικούς παράγοντες ..................................... 52
5.4 Ο Πόνος στην κατάσταση της κόλασης κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. ...... 55

2
6 Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ ............................... 59
6.1 Αντιμετώπιση του πόνου με την προσευχή ..................................................... 59

6.2 Αντιμετώπιση του πόνου με τη σιωπή ............................................................ 62

6.3 Αντιμετώπιση του πόνου με τη χρησιμοποίηση της λογικής........................... 65

6.4 Αντιμετώπιση του πόνου με το «πένθος» ....................................................... 67

6.5 Με το έλεος .................................................................................................... 69

6.6 Με τη συνειδητοποίηση της ανωτερότητας της επουρανίου ζωής .................. 71

7 Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ .......................................................................................... 77


7.1 Ο πόνος στη μετά το θάνατο ζωή ................................................................... 77

7.2 Ο πόνος στην κατάσταση πριν την τελική κρίση ............................................. 79

7.3 Το οριστικό τέλος του πόνου στη Βασιλεία των ουρανών. ............................. 83

8 ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ................................................................................................................. 87
9 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................................................. 90
9.1 Πηγές ............................................................................................................. 90

9.1.1 Ἐργα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης ................................................................ 90


9.1.2 Λοιπές Πηγές ................................................................................................... 92
9.2 Δευρεύουσα Βιβλιογραφία ............................................................................. 94

3
1 Πίνακας Συντομογραφιών

GOTR (The) Greek Orthodox Theological Review (Boston, Mass: Hellenic


College Holly Cross)
PG Patrologia Graeca (Paris: J. P. Migne)
VC Vigiliae Cristianae (Leiden: Brill)

Αι. Αιώνας
Aʹ Θεσ. Προς Θεσσαλονικείς Αʹ επιστολή
Αφοί Αδελφοί
ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων
(Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Βʹ Κορ. Προς Κορινθίους Βʹ επιστολή
Γεν. Γένεσις
ΕΑΠ Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Πάτρα)
ΕΕΘΣΠΑ Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
(Αθήνα: Θεολογική Σχολή / Εθνικό και Καπποδιστριακό Πανεπιστήμιο)
Εισαγ. Εισαγωγή
Έκδ. Έκδοση
Εξ. Έξοδος
Επιμ. Επιμέλεια
ΕΦΕ Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση (Αθήνα: Ελληνική Φιλοσοφική
Εταιρεία)
Ησ. Ησαΐας
Ιω. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
κ.ά. Και άλλοι/α
Λκ. Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Ματθ. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
Ρωμ. Προς Ρωμαίους επιστολή
χ.ε Χωρίς όνομα εκδότη

4
2 Πρόλογος
Το ζήτημα του ανθρώπινου πόνου αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός της
ανθρώπινης ζωής σε όλες τις εποχές. Ο πόνος, αν και ξένος προς τη φύση του
ανθρώπου αποτελεί φαινόμενο καθολικό και πανανθρώπινο που συντροφεύει την
ανθρώπινη ζωή με διάφορες εκφράσεις και ποικίλες μορφές. Εξ ίσου πολλές είναι οι
ερμηνείες για την προέλευση του πόνου καθώς επίσης και οι στάσεις των ανθρώπων
κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας των θλίψεων. Στη χριστιανική διδασκαλία, τόσο στα
κείμενα της Αγίας Γραφής όσο και στη συγγραφικό έργο των πατέρων της Εκκλησίας
ο πόνος θεωρείται ως η κατʹ εξοχήν οδός του εξαγιασμού για το χριστιανό. Ο πόνος
αποκτά με την προσέγγιση αυτή μια ευεργετική διάσταση που τον καθιστά
«πνευματικό γεγονός». Ο Χριστιανός δεν επιζητά ο ίδιος τον πόνο αλλά γνωρίζει ότι,
όταν συμβεί η ανεπιθύμητη επίσκεψη, οφείλει να την αντιμετωπίσει με προοπτική
εσχατολογική και σωτηριολογική και όχι με κριτήρια που χαρακτηρίζουν την
κοσμική ζωή. Στη μελέτη που ακολουθεί θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια προσέγγισης
του ανθρώπινου πόνου μέσα από το έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ενός εκ των
κορυφαίων πατέρων της εποχής του.

Ο Γρηγόριος Νύσσης, υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, άριστος


χειριστής της ρητορικής τέχνης, αλλά και βαθύς γνώστης της θύραθεν παιδείας. Ο
ίδιος, βίωσε όπως κάθε ανθρώπινο όν, στη διάρκεια του βίου του, τη θλίψη τόσο εξ
αιτίας προσωπικών βιωμάτων και διώξεων που αντιμετώπισε, αλλά και λόγω
απώλειας αγαπημένων προσώπων που είχαν διατελέσει σημαντικό παιδευτικό ρόλο
στη ζωή του και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Επίσης ο ίδιος κλήθηκε
αρκετές φορές, λόγω της φημισμένης ρητορικής του δεινότητας να εκφράσει
παραμυθητικό λόγο προς ανθρώπους που βίωναν τη θλίψη εξ αιτίας τα επίσκεψης του
πόνου στη ζωή τους. Κυρίως θα μας απασχολήσουν: η εννοιολογική διερεύνηση του
πόνου και η αναζήτηση της προέλευσης και της αιτίας αυτού του γεγονότος που
αποτελεί πρόκληση για την ανθρώπινη ζωή. Επίσης μέσα από το σύνολο του
συγγραφικού του έργου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε την άποψή του για τη θέση του πόνου στη ζωή του χριστιανού και τις
ευεργετικές επιπτώσεις που μπορεί να λάβει. Επιπλέον θα ασχοληθούμε με το
σημαντικό θέμα της αντιμετώπισης του πόνου κατά τον άγιο Γρηγόριο και τα μέσα
που διαθέτει ο χριστιανός στον αγώνα του. Τέλος θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε
την έννοια του ανθρώπινου πόνου μέσα από την εσχατολογία του αγίου Γρηγορίου

5
προβάλλοντας κυρίως μέσα από τη διδασκαλία τη θέση του, σχετικά με το αγαθό και
το κακό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο το κακό δεν έχει υπόσταση και επομένως δεν
μπορεί να ευθύνεται ο Θεός για αυτό. Το κακό, και ως παράμετρος του κακού ο
ανθρώπινος πόνος, ορίζονται κατά τον άγιο Γρηγόριο ως απουσία του αγαθού και υπό
αυτή την οπτική γωνία πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ο χριστιανός έχοντας ως
προοπτική την αληθινή ζωή δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει τον πόνο υπό αυτή την
προοπτική.

6
3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

3.1 Γενικά
Ο πόνος είναι απόλυτα συνυφασμένος με την επίγεια ζωή του ανθρώπου.
Εισβάλλει απρόσκλητος και επηρεάζει την πορεία της ζωής προκαλώντας αισθήματα
φόβου και αγωνίας στον άνθρωπο και τους οικείους του. Αποτελεί αναμφισβήτητο
γεγονός σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης ζωής συντροφεύοντας τον άνθρωπο
κρυμμένος ή έκδηλος σαν ανεπιθύμητος επισκέπτης1. Η αναπόφευκτη εμπειρία του
πόνου και η καθολικότητά του επιβεβαιώνεται με την εκπεφρασμένη άποψη ότι
συνοδεύει τον άνθρωπο από την πρώτη του παρουσία, τη στιγμή της γέννησής του,
μέχρι την τελευταία πράξη της εγκόσμιας ζωής2. Ο πόνος αποτελεί για τον άνθρωπο
μια σκληρή δοκιμασία, η οποία σχετίζεται με τη βιολογική φθορά και την αποδόμησή
του. Πρόκειται για μια διαρκή πρόκληση καθώς παραμένει ως βιολογικό και
ψυχολογικό φαινόμενο ανερμήνευτος και παράδοξος3. Ο άνθρωπος άλλοτε βιώνει τον
πόνο σωματικά από ασθένειες, κακουχίες κ.ά., άλλοτε βιώνει ψυχικό πόνο, λόγω
έλλειψης αγάπης, ανεκπλήρωτων επιθυμιών, προστριβών με προσφιλή πρόσωπα κ.ά.,
ενώ μια άλλη μορφή πόνου είναι ο πνευματικός πόνος. Την τελευταία μορφή πόνου
αισθάνεται ο άνθρωπος που αγαπά το Θεό όταν κατανοήσει, ότι με τις πράξεις του
λυπεί το Θεό και την «εικόνα» του, δηλαδή τον συνάνθρωπό του4. Σε σχέση με τον
πνευματικό πόνο, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός σημειώνει ότι το ηθικό κακό αποτελεί
την αιτία του φυσικού κακού και επομένως η άρση του ανθρώπινου πόνου
προϋποθέτει την άρση της αμαρτίας5.

Στη μελέτη που ακολουθεί θα γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης του


«μυστήριου» του πόνου από άποψη χριστιανικής ηθικής, όπως αυτή προκύπτει από
την μελέτη των έργων ενός εκ των σημαντικότερων Πατέρων της Εκκλησίας, του
αγίου Γρηγορίου, επισκόπου Νύσσης. Το ζήτημα του ανθρώπινου πόνου απασχόλησε

1
Απόστολος Μπουρνέλης, Ο ανθρώπινος πόνος: βραχεία πατερική προσέγγιση, (Αθήνα: Νεκτάριος
Παναγόπουλος, 2010), 7.
2
Νικόλαος Μπερδιάγιεφ, Θείον και ανθρώπινον, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια, Πρόδρομος
Αντωνιάδης, (Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1971), 114.
3
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική ηθική II, 2η έκδ., (Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 2009), 615.
4
Γεώργιος Καψάνης, « Ο πόνος στη ζωή μας», Έκφραση 94 (Ιαν.-Φεβρ. 2006): 1-2.
5
Γεώργιος Μεταλληνός, «Θεολογική θεώρηση του πόνου», στο Δοκίμια ορθόδοξης μαρτυρίας,
(Αθήνα: Άθως, 2002), 217.

7
και απασχολεί πάντα την ανθρώπινη διανόηση και έχει μελετηθεί τόσο από τη
«θύραθεν παιδεία», όσο και από πολλές άλλες επιστήμες όπως η ψυχολογία. Στο
κείμενο που ακολουθεί όμως η μελέτη του θέματος του πόνου θα εξεταστεί μέσα στο
πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας και συγκεκριμένα μέσα από τα σωζόμενα έργα του
αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Σύμφωνα με τη χριστιανική σκέψη, ο πόνος, ο αχώριστος
αυτός σύντροφος της επίγειας ζωής δεν αποτελεί φυσική κατάσταση, ωστόσο
κατέληξε αν και παρείσακτος και ξένος να προστεθεί στη φύση του ανθρώπου6.
Μολονότι ξένος προς την ανθρώπινη φύση, αποτελεί τελικά μια πανανθρώπινη
πραγματικότητα, καθώς δεν έχει υπάρξει ανθρώπινη ζωή που δεν γνώρισε την
επίσκεψη του πόνου. Όπως σημειώνει ο Ι. Κορναράκης, η αναπόφευκτη αυτή
εξουθενωτική εμπειρία μπορεί να θεαθεί από τη χριστιανική σκέψη από μια άλλη
όψη, ευεργετική για τον άνθρωπο. Η ευεργετική αυτή θέαση του πόνου επιβάλλει
έναν διάλογο του ανθρώπου με τον ανεπιθύμητο επισκέπτη7.

Ο Γρηγόριος Νύσσης, άγιος, θεολόγος, φιλόσοφος, ρήτορας και θεωρητικός


του νηπτικού βίου συνιστά ιδιαίτερη θεία δωρεά και η σκέψη του βρίσκεται πάντα
στο επίκεντρο του θεολογικού ενδιαφέροντος. Σχετικά με τη διδασκαλία και την
εργογραφία του έχουν γραφτεί πολλά, τόσο στην ελληνική όσο και στη ξενόγλωσση
βιβλιογραφία. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το έργο του καθηγητή
Κωνσταντίνου Σκουτέρη σχετικά με την ανθρωπολογία του αγίου Γρηγορίου8, τη
μελέτη «Λόγος και πνεύμα του αγίου Γρηγορίου», του καθηγητή Στυλιανού
Παπαδόπουλου9, τη διδακτορική διατριβή του καθηγητή Αναστάσιου Μαρά σχετικά
με την εσχατολογία του αγ. Γρηγορίου10, τη διατριβή του Γάλλου ιερέα και θεολόγου
Jean Daniélou σχετικά με τη δογματική του Γρηγορίου Νύσσης11 κ.ά. Δεν έχει γραφεί
ίσως μια αυτοτελής μελέτη η οποία να περιλαμβάνει τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου
«περί πόνου». Αυτό ακριβώς αποτελεί το εγχείρημα της παρούσας διπλωματικής
εργασίας στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος του ΕΑΠ (Σπουδές στην
ορθόδοξη Θεολογία).

6
Θεόδωρος Ζήσης, Ηθικά κεφάλαια, (Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 2002), 221-222.
7
Ιωάννης Κορναράκης, Ψυχολογία και πνευματική ζωή, (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 2010), 94-
100.
8
Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Συνέπειαι της πτώσεως και λουτρόν παλιγγενεσίας: Εκ της ανθρωπολογίας
του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ( διατριβή επί υφηγεσία), ( Αθήνα, χ.ε., 1973).
9
Στυλιανός Παπαδόπουλος, Γρηγορίου Νύσσης, Πνεύμα και Λόγος, (Κατερίνη: Τέρτιος, 1997).
10
Αναστάσιος Μαράς, Η εσχατολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, (Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, 2002).
11
Jean Daniélou, Platonisme et théologie mystique. Essai sur la doctrine spirituelle de saint Grégoire
de Nysse, (Paris: Aubier, 1944).

8
Η μελέτη του θέματος οριοθετείται χρονικά στον 4ο. αι. μ.Χ. και
συγκεκριμένα στο δεύτερο μισό του αιώνα αυτού, χρονική περίοδος που αποτελεί το
βασικό χρόνο δράσης και διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου. Ωστόσο, o
προβληματισμός «περί πόνου» αποτέλεσε και αποτελεί διαρκές και ανεξάντλητο
ερώτημα που συνοδεύει σε κάθε εποχή την ανθρώπινη σκέψη και τη χριστιανική
σκέψη ειδικότερα. Για το λόγο αυτό οι απόψεις των μεγάλων Πατερών στους οποίους
συγκαταλέγεται ο Γρηγόριος Νύσσης προσφέρονται για συνεχή ανατροφοδότηση του
σχετικού προβληματισμού. Η περίοδος του βίου του αγίου Γρηγορίου πολιτικά
συμπίπτει με την αυτοκρατορία στο ανατολικό τμήμα, αρχικά του Ουάλη
(χαρακτηρίζεται ως περίοδος σφοδρών θρησκευτικών συγκρούσεων), ενώ από το 379
μέχρι το τέλος του βίου του, με την αυτοκρατορία του Μ. Θεοδοσίου και την
οριστική εδραίωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας ολόκληρης της
αυτοκρατορίας. Στη χρονική περίοδο αυτή ο Γρηγόριος συμμετείχε και επηρέασε
σημαντικά τη χριστιανική σκέψη στη Σύνοδο της Αντιόχειας (379), ενώ πολύ
περισσότερο επηρέασε τις αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381). Σε ότι
αφορά τον τόπο δράσης του αγίου Γρηγορίου η περιοχή με την οποία θα
ασχοληθούμε στη μελέτη αυτή είναι κυρίως η περιοχή της Καππαδοκίας, τόπος
καταγωγής και δράσης του Γρηγορίου Νύσσης, αλλά και το ευρύτερο ανατολικό
τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο οποίο η σκέψη του άσκησε μεγάλη
επίδραση. Θεωρούμε όμως δεδομένο ότι η διδασκαλία του είχε τεράστια απήχηση σε
όλο το χριστιανικό κόσμο. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία που
αφορά το έργο του Γρηγορίου Νύσσης, η σκέψη του τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής,
τόσο στην ορθόδοξη Εκκλησία όσο και στους ρωμαιοκαθολικούς, και τους
αγγλικανούς από τους οποίους τιμάται ως άγιος, ακόμα και από τους λουθηρανούς.
Επιπλέον, απόδειξη του ενδιαφέροντος σε παγκόσμια κλίμακα για το λόγο του αγίου
αποτελεί το πλήθος των δημοσιευμένων μελετών, καθώς και τα ειδικά για τον εν
λόγω Πατέρα διεθνή Συνέδρια12.

12
Ηλίας Μουτσούλας, «Γρηγόριος ο Νύσσης», Θεολογία 55 (1984): 257. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Chevetonge του Βελγίου 1969, Mainz της Γερμανίας 1982, Θ' διεθνές Συνέδριο περί του αγίου
Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2000.

9
3.2 Δομή και μεθοδολογία
Η εργασία δομείται από τρία συνολικά κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται
αναφορά περιληπτικά στη αντίληψη «περί πόνου» από άποψη χριστιανικής ηθικής.
Ειδικότερα στην πρώτη υποενότητά του θα παρατεθεί η ετυμολογική και
εννοιολογική προσέγγιση της έννοιας του πόνου, σύμφωνα πάντα με τη χριστιανική
θεολογική προοπτική. Στη δεύτερη υποενότητά του θα γίνει αναφορά στους τρόπους
αντιμετώπισης του πόνου, όπως αυτή προκύπτει από τη διδασκαλία των Πατέρων της
Εκκλησίας. Στην τρίτη υποενότητα θα αναδειχθούν ορισμένοι τρόποι με τους οποίους
ο πόνος σύμφωνα με τη χριστιανική προσέγγιση της έννοιάς του μπορεί να
αποτελέσει μια νέα αφετηρία πνευματικής ζωής για τον χριστιανό, να συμβάλει στην
επαφή του με το Θεό και κατ’ επέκταση να συμβάλει στην επίτευξη του υπαρκτικού
σκοπού της «θέωσης» του ανθρώπου. Θα γίνει επίσης προσπάθεια να δειχτεί, πως στο
χριστιανικό πλαίσιο ο πόνος και η αντιμετώπισή του μπορούν να χρησιμεύσουν ως
μέσο παιδαγωγίας και προετοιμασίας για την αιώνιο ζωή, την άλυπο ζωή που
ακολουθεί μετά το θάνατο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, μέσα από την έρευνα των έργων του αγίου Γρηγορίου
θα γίνει προσπάθεια διερεύνησης και προβολής των απόψεών του σχετικά με το
ζήτημα του πόνου στην επίγειο ζωή. Η ερευνητική προσπάθεια θα επικεντρωθεί στα
έργα του, τα οποία σχετίζονται με την παραμυθία ανθρώπων οι οποίοι έχουν βιώσει
το αίσθημα του πόνου και της οδύνης του θανάτου, αλλά και σε έργα στα οποία ο
ίδιος ο άγιος βιώνοντας το αίσθημα του πόνου ή της απώλειας προσφιλών προσώπων
εκφράζει την προσωπική στάση του σχετικά με το θέμα που μας απασχολεί. Στο τρίτο
κεφάλαιο μέσα από τη μελέτη κυρίως της εσχατολογίας του αγίου Γρηγορίου θα
ερευνήσουμε την άποψή του σχετικά με το ζήτημα του πόνου στη μετά θάνατο ζωή.
Ειδικότερα, θα διερευνήσουμε μέσα από την περί εσχάτων διδασκαλία του, την
άποψή του σχετικά με τον πόνο στο μεταβατικό στάδιο πριν την τελική Κρίση, αλλά
και τις απόψεις του για τον πόνο στην κόλαση.

Η μέθοδος που θα ακολουθηθεί βασίζεται στην ολοκληρωμένη μελέτη του


συνόλου των έργων του αγίου Γρηγορίου, με στόχο την επισήμανση των χωρίων τα
οποία θα μπορέσουν να συμβάλλουν στην προβολή της διδασκαλίας του σχετικά με
την έννοια του πόνου. Η επιλογή της εν λόγω μεθόδου βασίστηκε στη διαπίστωση ότι
δεν υπάρχει ένα αυτοτελές έργο του Γρηγορίου Νύσσης με θέμα τον ανθρώπινο πόνο.

10
Ωστόσο, οι αναφορές του στο θέμα είναι πολλές, κυρίως σε λόγους παρηγορητικούς
προς πενθούντες, στους οποίους μας δίνει τη θεολογική του προσέγγιση για το
ζήτημα του πόνου και της οδύνης μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Παράλληλα
με τη μελέτη των πηγών θα αναζητηθούν πληροφορίες για το θέμα μας, τόσο στην
ελληνική όσο και στην ξενόγλωσση δευτερογενή βιβλιογραφία, καθώς η θεολογία
του Γρηγορίου Νύσσης, του «Πατέρα των Πατέρων» σύμφωνα τον τίτλο που του
αποδόθηκε από τη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο13, απασχόλησε και απασχολεί διαχρονικά
τη χριστιανική θεολογική σκέψη. Πριν όμως ξεκινήσουμε την διερεύνηση του
θέματος του πόνου θεωρούμε αναγκαίο να προηγηθεί μια αναφορά, τόσο στο βίο του
αγίου Γρηγορίου όσο και στο φιλοσοφικό και θεολογικό του υπόβαθρο, καθώς
θεωρούμε ότι αυτό θα συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση της θεολογικής σκέψης
του.

3.3 Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

3.3.1 Ο βίος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανήκει στη χορεία των μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας. Γεννήθηκε το 335 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευσεβείς και
ευπαίδευτους, το ρήτορα Βασίλειο και τη λογία Εμμέλεια. Ήταν νεώτερος αδελφός
του Μ. Βασιλείου και της οσίας Μακρίνας, από τους οποίους διδάχθηκε τα πρώτα
γράμματα14. Έλαβε πολύπλευρη παιδεία, όχι μόνο εκκλησιαστική αλλά και θύραθεν,
παρόλο που δεν υπήρξε μαθητής διάσημων διδασκάλων15. Ωστόσο αναπλήρωσε την
έλλειψη συστηματικών σπουδών μελετώντας προσωπικά. Ο αγ. Γρηγόριος είχε το
προνόμιο να ζήσει σε μια εποχή που είχαν σταματήσει μεν οι σφοδροί διωγμοί,
ωστόσο ενδοεκκλησιαστικά η Εκκλησία δέχονταν πλήγματα από απανωτά κύματα
αιρέσεων. Ο ίδιος αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την καταστολή της

13
Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί πατέρες του τετάρτου αιώνα, μετάφρ. Π. Πάλλης
(Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς, 1991), 224-225.
14
Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, (Σπέτσες: Ιερά Μονή αγίων Πάντων, 1986),
13.
15
Jean Daniélou, «Le traité “sur les enfants morts prématurément” de Grégoire de Nysse», Vigiliae
Chrisianae 20 (1966): 159.

11
τρικυμίας των αιρέσεων καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες16. Ως χαρακτήρας
υπήρξε ενδοστρεφής αποφεύγοντας συστηματικά τη δημόσια δράση.

Ο άγιος Γρηγόριος για ένα μεγάλο διάστημα ταλαντεύτηκε σχετικά με τη


σταδιοδρομία του καθώς αρχικά στράφηκε στο επάγγελμα του ρήτορα. Η απόφασή
του να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά πράγματα, προέκυψε όταν ο αδελφός του
Βασίλειος έγινε επίσκοπος Καισαρείας το 370. Το 372 μετά από προτροπή του
αδελφού του χειροτονήθηκε επίσκοπος Νύσσης, εγκαταλείποντας την προηγούμενη
ενασχόλησή του με τη ρητορική17. Η πρώτη περίοδος της θητείας του ως επισκόπου
Νύσσης χαρακτηρίζεται από έντονες εκκλησιαστικές διαφωνίες, κυρίως εξαιτίας της
αίρεσης του αρειανισμού. Η πρώτη αυτή περίοδος υπήρξε για το Γρηγόριο εποχή
πολλών δεινών καθώς ήρθε σε σύγκρουση με το φιλικά διακείμενο στον αρειανισμό,
έπαρχο του Πόντου, Δημοσθένη18. Τότε κατηγορήθηκε ψευδώς για αντικανονική
εκλογή και χειροτονία, καθώς επίσης και για οικειοποίηση εκκλησιαστικών
χρημάτων. Καταδικάστηκε από σύνοδο αρειανών επισκόπων η οποία συγκλήθηκε
στην Άγκυρα το 375 και στη συνέχεια καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στη Σελεύκεια19.
Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα με πικρία την εμπειρία του για την αδικία την οποία
είχε υποστεί20. Το 378 αποκαταστάθηκε στη θέση του επισκόπου Νύσσης και το
επόμενο έτος έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αντιόχειας, στην οποία η παρουσία του
υπήρξε έντονα αισθητή. Τότε του ανατέθηκαν από τη σύνοδο αποστολές στον Πόντο
και την Αραβία. Στη διάρκεια αυτών των αποστολών εκπρόσωποι της Εκκλησίας της
Αρμενίας του ζήτησαν να λάβει μέρος στην εκλογή για την πλήρωση της κενής έδρας
της Σεβαστείας. Εκλέχθηκε χωρίς να το επιθυμεί και αποδέχτηκε την εκλογή του
μέχρι τη διευθέτηση των ποιμαντικών προβλημάτων της περιοχής κατά δική του
ομολογία21. Το 381 έλαβε μέρος στην Β' Οικουμενική Σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης, στην οποία έλαμψε ο λόγος και το πνεύμα του. Στη σύνοδο

16
Παγκράτιος Μπρούσαλης, «εισαγωγή», στο Γρηγόριος Νύσσης, Το όνομα χριστιανός, (Αθήνα: χ.ε,
1977), 8.
17
Κωνσταντίνος Λογοθέτης, Η φιλοσοφία των πατέρων και του μέσου αιώνος, τ. Α' (Αθήνα: χ.ε, 1933),
236.
18
Γρηγόριος Νύσσης, Λόγοι για το θάνατο και το πένθος παραμυθητικοί, εισαγωγή – μετάφραση-
σχόλια, Ιωάννης Πλεξίδας (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2004), 24.
19
Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία: περίοδος θεολογικής ακμής. Δ' και Ε' αιώνες, τ. Δ'
(Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1989), 162.
20
Προς Φλαβιανόν Αντιοχείας, Επιστολή Α', PG 46, 1008C: «Ποῖον συνέστη καθ' ἡμῶν ἐπὶ τοῖς
γενομένοις ἢ ὑπονοουμένοις κριτήριον; τίς ἀπόδειξις τὴν ἀδικίαν ἀπήλεγξεν; τίνες κανόνες καθ' ἡμῶν
ἀνεγνώσθησαν; ποία ἔννομος ἐπισκόπου ἀπόφασις τὴν καθ' ἡμῶν κρίσιν ἐκύρωσεν;».
21
Προς τινα Ιωάννην περί τινων υποθέσεων και περί της διαγωγής και καταστάσεως της τοιάυτης
αδελφής αυτού Μακρίνης, Επιστολή ΙΘ', PG 46, 1072Β-1077C.

12
αυτή αναγνωρίστηκε ως ο κυριότερος εκφραστής της διδασκαλίας των Πατέρων της
Καππαδοκίας. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος αναγνώρισε τον Γρηγόριο ως εγγυητή της
ορθόδοξης πίστης. Συγκεκριμένα με διάταγμα του αυτοκράτορα το 381
συγκαταλέχθηκε μεταξύ των επισκόπων που έπρεπε να θεωρούνται από τους
ορθοδόξους οι σπουδαιότερες αυθεντίες της εκκλησιαστικής κοινότητας 22. Οι
σύγχρονοί του αναγνώριζαν το Γρηγόριο, ως μεγάλο υπερασπιστή της πίστης στον
αγώνα εναντίον των αρειανών και απολλιναριστών, ενώ σύμφωνα με τον Ηλία
Μουτσούλα συγκαταλέγεται ανάμεσα σ' αυτούς που συνέβαλαν στην τελική μορφή
του Συμβόλου της πίστης23. Η ρητορική του δεινότητα υπήρξε ονομαστή και
απολάμβανε της εκτίμησης της αυτοκρατορικής αυλής. Για το λόγο αυτό κλήθηκε
από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να εκφωνήσει τους επικήδειους λόγους στην κόρη
του Πουλχερία και τη σύζυγό του Πλακίλλα24. Το 394 συμμετείχε για τελευταία φορά
σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη ενώ το ίδιο έτος τερματίστηκε ο εγκόσμιος βίος
του.

3.3.2 Το έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης.

Ο Γρηγόριος Νύσσης αναγνωρίζεται στην παράδοση της Εκκλησίας ως ο


κορυφαίος συγγραφέας της εποχής του. Υπήρξε παραγωγικός και πολυγραφότατος,
ενώ το έργο του χαρακτηρίζεται από μεγάλο πλούτο και ποικιλία στη θεματολογία
και τη μορφή, καθώς καλύπτει σχεδόν όλα τα θεολογικά θέματα. Χρησιμοποίησε
ποικιλία φιλολογικών τύπων, όπως της πραγματείας, του λόγου και της επιστολής 25.
Έχοντας εξασκηθεί στα νεανικά του χρόνια στη ρητορική τέχνη ήταν άριστος
χρήστης του λόγου. Χρησιμοποίησε την αττικίζουσα γλώσσα με μεγάλη ποικιλία
σχημάτων λόγου, σε συνδυασμό με στοιχεία της βιβλικής κοινής γλώσσας26. Ο λόγος
του όμως δεν χαρακτηρίζεται πάντοτε από σαφήνεια, γεγονός που δυσχεραίνει τη
μεταφορά του στη σύγχρονη γλώσσα.

22
Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί πατέρες του τέταρτου αιώνα, ό. π., 224-225.
23
Ηλίας Μουτσούλας, «Ο Ιησούς Χριστός εις την θεολογίαν του αγίου Γρηγορίου Νύσσης», Πρακτικά
Θ' διεθνούς συνεδρίου περί του Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα: 7-12 Σεπτεμβρίου 2000 (Θεσσαλονίκη:
Επτάλοφος, 2005), 101.
24
Γρηγόριος Νύσσης, Λόγοι για το θάνατο και το πένθος παρηγορητικοί, ό. π., 26.
25
Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β', 2η έκδ. (Αθήνα: Γρηγόρης, 1999), 617.
26
Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, ό. π., 166.

13
Σε ότι αφορά τη θεματολογία των έργων του θα μπορούσαν να ταξινομηθούν
στις εξής κατηγορίες: εξηγητικά27, αντιαιρετικά28, δογματικά29, ασκητικά30, λόγοι και
επιστολές. Τα εξηγητικά έργα του αναφέρονται κυρίως στην Π. Διαθήκη, με εξαίρεση
τους Μακαρισμούς και την Κυριακή Προσευχή, ακολουθώντας και συνεχίζοντας την
παράδοση του Μ. Βασιλείου. Τα αντιαιρετικά του έργα υπερασπίζονται τη
διδασκαλία περί Αγίας Τριάδας. Ακόμα, ασχολήθηκε με όλες τις αιρέσεις που
ταλάνιζαν την Εκκλησία στην εποχή του, όπως τον αρειανισμό, τον απολλιναρισμό,
το δόγμα των ανομοίων, το δόγμα των μακεδονιανών πνευματομάχων κ.ά.31. Στα
δογματικά έργα του, εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία περί πίστεως, Αγίας Τριάδας,
απολυτρώσεως, τελικής κρίσεως κ.ά. Οι λόγοι και οι ομιλίες του αναφέρονται σε όλες
τις μεγάλες εορτές, ενώ ορισμένοι λόγοι του είναι επιτάφιοι. Τέλος, οι επιστολές
περιλαμβάνουν ποικιλία θεμάτων, ενώ επίσης παρέχουν σημαντικές αυτοβιογραφικές
πληροφορίες. Το σύνολο των έργων του αγίου Γρηγορίου Νύσσης έχουν
συμπεριληφθεί στην έκδοση του J.P. Migne (PG, ελληνική πατρολογία) στους τόμους
44-46 και στη σειρά ΒΕΠΕΣ στους τόμους 65-70. Παλαιότερα είχαν προηγηθεί
προσπάθειες κριτικής έκδοσης των έργων του χωρίς όμως ολοκληρωμένα
αποτελέσματα. Σήμερα, ως πληρέστερη έκδοση θεωρείται εκείνη που έκανε ο Werner
Jaeger. Ο τελευταίος επιμελήθηκε την κριτική έκδοση των περισσοτέρων έργων του
Γρηγορίου Νύσσης στη σειρά «Gregorii Nysseni Opera» από το 1921 και εξής.

3.2.3 Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο, μεθοδολογία.

27
Αναφέρονται ενδεικτικά: Περί της του ανθρώπου κατασκευής, PG 44, 124D-256C, Εις τον βίον του
Μωϋσέως, PG 44, 297B-430D, Εξήγησις εις τα άσματα των ασμάτων, PG 44, 755A-1120A, Εξήγησις
ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, PG 44, 616B-754C, κ.ά.
28
Αναφέρονται ενδεικτικά: Αντιρρητικός προς τα Απολιναρίου, PG 45, 1123A-1270A. Προς Ευνόμιον
αντιρρητικός Λόγος, PG 45, 244A-1122B. Περί του αγίου Πνεύματος κατά Μακεδονιανών, PG 45,
1301C-1334C, κ.ά.
29
Αναφέρονται ενδεικτικά: Λόγος Κατηχητικός, ο μεγας, PG 45, 9A-106C, Περί ψυχής και Αναστάσεως
ο Λόγος, PG, 46, 12A-160C. Περί του μη οιεσθαι λέγειν τρεις θεούς, πρός Ἀβλάβιον, PG 45, 116A-
136A. Προς τους Έλληνας εκ των κοινών εννοιών, PG 45, 176A-186D, κ.ά.
30
Αναφέρονται ενδεικτικά: Περί Παρθενίας επιστολή προτρεπτική εις τον κατ' αρετήν βίον, PG 46,
317A-416B. Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, PG 46, 960A-1000B, Περί τελειότητος, προς Ολύμπιον
μοναχόν, PG 46, 252A-285D. Περί του κατά Θεόν σκοπού και της κατ' αληθείαν ασκήσεως, PG 46,
288A-305C, κ.ά.
31
Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα, ό. π., 230-231.

14
Ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρείται άριστος γνώστης των φιλοσοφικών ρευμάτων
της εποχής του και της παράδοσης που τα διαμόρφωσε32. Παράλληλα είχε
αφομοιώσει συστηματικά τη θεολογική σκέψη που είχε αναπτυχθεί πριν από την
εποχή του, κυρίως τη Μικρασιατική θεολογία, τον Ειρηναίο Λυώνος, την
αλεξανδρινή σχολή, την αντιοχειανή ερμηνευτική σχολή και τον Μαρκέλλο
Αγκύρας33. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή της διδασκαλίας του Μ.
Βασιλείου, αλλά και του Γρηγορίου του θεολόγου, ιδιαίτερα στο ζήτημα της
Τριαδολογίας.

Σε ότι αφορά το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, ο Γρηγόριος είχε σπουδάσει και


γνώριζε σε βάθος τη θύραθεν σκέψη. Χρησιμοποιούσε επιλεκτικά κατά περίπτωση τα
φιλοσοφικά συστήματα χωρίς να έχει δεχθεί ολοκληρωτικά την επίδραση κάποιου
από αυτά34. Διέθετε τη δημιουργική ικανότητα να χρησιμοποιεί, να δημιουργεί και να
θεμελιώνει τη σκέψη του μέσω της χρήσης ποικίλων φιλοσοφικών συστημάτων35. Ο
Μουτσούλας αναφέρει ότι ο Γρηγόριος θεωρούσε μεν τη φιλοσοφία ικανή να
οδηγήσει τον άνθρωπο στην αρετή, αλλά υπογράμμιζε την ατέλειά της σε σχέση με
τη χριστιανική διδασκαλία της θείας αποκάλυψης36. Ο Ματσούκας τονίζει την
ικανότητα του Γρηγορίου να προσαρμόζει τις φιλοσοφικές έννοιες στη χριστιανική
σκέψη37. Επιπλέον, ο Παναγιώτης Χρήστου συμπληρώνει ότι ο Γρηγόριος
χρησιμοποιούσε στη θεολογική σκέψη του τα φιλοσοφικά συστήματα, παραμένοντας
όμως σταθερά μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής Εκκλησίας38. Ο Γρηγόριος δέχτηκε
επιδράσεις από την ωριγενική διδασκαλία και ορολογία. Η υιοθέτηση της
αλληγορικής μεθόδου, η εφαρμογή της αλληγορίας στη μυστική Θεολογία, καθώς και
η καλή χρήση της φιλοσοφίας και των επιστημών για την κατανόηση της
χριστιανικής πίστης ανήκουν στις επιδράσεις που δέχτηκε από τον Ωριγένη39. Όπως
σημειώνει ο Αν. Μαράς, ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί την ωριγένεια ορολογία, αλλά

32
Αναστάσιος Μαράς, «Η περί εσχάτων διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης» (Δρ Θεολογίας,
Τμήμα Ποιμαντικής Θεολογίας, ΑΠΘ, 2000), 12.
33
Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β', ό.π., 591.
34
Στο ίδιο, 594.
35
Αικατερίνη Ρήγου, «Ο άνθρωπος ως υλικό δημιούργημα στο έργο του αγ. Γρηγορίου Νύσσης, “Περί
κατασκευής του ανθρώπου”: βιβλικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο» (Μεταπτυχιακή Διατριβή, ΕΑΠ,
2009), 17.
36
Ηλίας Μουτσούλας, «Γρηγόριος ο Νύσσης», Νέα Σιών 65 (1970): 151.
37
Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2001), 110-111.
38
Παναγιώτης Χρήστου, Πατρολογία , ό.π., 182.
39
Αναστάσιος Μαράς, ό. π., 29.

15
ταυτόχρονα υιοθετεί και μεταπλάθει μόνο τις έννοιες τις οποίες η Εκκλησία
αποδέχονταν αβίαστα40.

Σε ότι αφορά την επίδραση που είχε δεχτεί από τον πλατωνισμό, είναι βέβαιο
ότι ο Γρηγόριος είχε μελετήσει βαθύτατα την πλατωνική σκέψη και είχε την ευχέρεια
να χρησιμοποιεί πλατωνικές θέσεις με μεγάλη ευκολία. Επίσης από το ύφος του
προκύπτει ότι αναμφίβολα είχε δεχτεί επιδράσεις από τον Πλάτωνα41. Κατά τον
Αποστολόπουλο ο Γρηγόριος, όπως και οι άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της
εποχής του «κινείται στη μεθόριο Χριστιανισμού και πλατωνισμού»42. Επίσης, κατά
τον Σκουτέρη ο Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποίησε την επιχειρηματολογία του
Πλάτωνα ως εργαλείο για την κατανόηση της χριστιανικής διδασκαλίας, όχι όμως ως
σκοπό43. Στη σκέψη και το λόγο του Γρηγορίου δεν παρατηρείται μια σύνθεση
Χριστιανισμού και Ελληνισμού, αλλά αντίθετα, όπως υπογραμμίζει ο Ματσούκας,
υλοποιεί (όπως και οι άλλοι Πατέρες) μια μετάπλαση της φιλοσοφικής γλώσσας και
του πολιτιστικού περιεχομένου της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της εποχής του από
την οποία αναδεικνύεται τελικά η θεολογία της αποκάλυψης44. Όλα τα παραπάνω
οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Γρηγόριος ήταν πρωτίστως θεολόγος και
δευτερευόντως φιλόσοφος.

Η προσέγγιση της μεθοδολογίας του αγ. Γρηγορίου αποτέλεσε ένα δύσκολο


εγχείρημα για τους μελετητές του. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ανάλυση
που ακολουθεί δεν είναι συστηματική αλλά περιστασιακή, καθώς μεταβάλλονταν και
καθορίζονταν από τις προκλήσεις που ο ίδιος και η Εκκλησία καλούνταν να
αντιμετωπίσει. Η μεταβολή του λόγου του ήταν τέτοια, ώστε αρκετές φορές
χρησιμοποιούσε διαφορετική προσέγγιση για παρόμοια θέματα45. Ο ίδιος αναφέρει
ότι ο λόγος του συμμεταβάλλεται ανάλογα με τις διαθέσεις των ακροατών που
δέχονται το λόγο του46. Ο Σκαλτσάς, επίσης, αναφέρει τις μελετημένες από τον ίδιο

40
Αναστάσιος Μαράς, ό. π., 29.
41
J.P. Cavarnos, «Gregory of Nyssa on the nature of the soul», The Greek Orthodox Theological
Review 1 (1955): 137-139.
42
Χαράλαμπος Αποστολόπουλος, «Πλατωνισμός και Χριστιανισμός στην ύστερη αρχαιότητα»
Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 10 (1993): 241-259.
43
Κωνσταντίνος Σκουτέρης «“Malum private est”. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο ψευδο-Διονύσιος
δια την ύπαρξιν τόυ κακού (περαιτέρω σχόλια)», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών 26 (1984): 311-319.
44
Νίκος Ματσούκας, ό. π., 110-111.
45
Γεώργιος Κουννούσιης, «Άνθρωπος και κοινωνία στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης» (Δρ Θεολογίας,
Τμήμα Θεολογίας, ΑΠΘ, 2013), 16.
46
Θεωρία εις τον του Μωϋσέως βίον, PG 44, 344C.

16
μεθόδους της ρητορικής τέχνης, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή πρακτική
χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα47. Χρησιμοποιεί συχνά τη συλλογιστική
μέθοδο με στόχο να γίνεται κατανοητός, ωστόσο ο ίδιος επισημαίνει την
αναγκαιότητα της ιδιαίτερης προσοχής και ακόμα περισσότερο της συνεργίας του
αγίου Πνεύματος προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος παρερμηνείας του λόγου
του48.

47
Γεώργιος Σκαλτσάς, «Θεολογική σκέψη και γλώσσα κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Ιστορικοσυστηματική μελέτη στις σχέσεις της πατερικής σκέψεως με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία»
(Δρ Θεολογίας, Τμήμα Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2008), 14.
48
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων. Ομιλία Ι', PG 44, 764D.

17
4 ΤΟ «ΜΥΣΤΗΡΙΟ» ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ

4.1 Ο ανθρώπινος πόνος. Ετυμολογική και εννοιολογική


αναφορά.

Ο όρος πόνος προσεγγίζεται ετυμολογικά ως εξής: α. σωματικός μόχθος με


την έννοια της επίπονης εργασίας, β. έργο που αποτελεί προϊόν κοπιώδους
προσπάθειας, γ. πόνος ή κόπος του πνεύματος, δ. ψυχικό αίσθημα λύπης, θλίψης,
άλγους, κακοπάθειας49. Ο πόνος συνυφαίνεται με την ίδια την ανθρώπινη ζωή αφού
απλώνει τα δίχτυα του διαρκώς και εισβάλλει, άλλοτε φανερά και άλλοτε άδηλα,
παντού. Χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων σε όλες τις εποχές, σε όλα τα πλάτη της
γης, αποτελώντας ένα πανανθρώπινο φαινόμενο.

Ο ανθρώπινος νους αναζήτησε και προσπάθησε να δώσει εξηγήσεις και να


βρει απαντήσεις στο δυσερμήνευτο φαινόμενο του πόνου. Οι απαισιόδοξοι
εκπρόσωποι της φιλοσοφικής σκέψης αντιμετώπισαν τον πόνο ως ζήτημα χωρίς
διέξοδο συνιστώντας ή βλέποντας ως μόνη λύση το θάνατο50. Στον πλατωνισμό,
επίσης, αναφέρεται ότι το κακό υπάρχει εξ αρχής στον κόσμο, ενώ ο θεός δεν είναι
αίτιος της ύπαρξής του51. Ως αιτία του κακού και του πόνου θεωρείται η ύλη ενώ
αναφέρεται ότι ο θεός ενέπλεξε τις ψυχές στα σώματα για να πάσχουν και να
υποφέρουν52. Επίσης, ως λύτρωση από τον πόνο, αναφέρεται η απόθεση του σώματος
και ο θάνατος, μέσω του οποίου η ψυχή, εφόσον κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας
εξαγνισθεί, αποκτά τη δυνατότητα μετάβασης στο βασίλειο των ιδεών 53. Αντίθετες
φιλοσοφικές θεωρίες όπως ο Στωικισμός αναφέρονται στον πόνο και τις θλίψεις
υποστηρίζοντας ότι πηγάζουν από την «αδήριτο ανάγκη της ειμαρμένης, την αμάθεια

49
H. G. Lidell and R. Scott, A Greek - Eglish Lexicon, αναθεωρημένο από τον H.S. Jones, τ. 2 (Oxford:
Clarendon Press, 1940), 1448.
50
Παναγιώτης Δημητρόπουλος, Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική (Αθήνα: χ.ε., 1970), 49 κ.εξ.
51
Πλάτων, Φαίδρος, 246c.
52
Στο ίδιο, 246c.
53
Πλάτων, Φαίδων, 67c.

18
και την άγνοια του ανθρώπου»54. Για τους στωικούς ο πόνος είναι υποκειμενικός, δεν
υπάρχει πραγματικά και συμβάλλει στη συνειδητοποίηση του καλού, ενώ προτείνουν
απέναντι στον πόνο την απάθεια55.

Ο θεολογικός λόγος δεν θα μπορούσε να παραμείνει αμέτοχος στο


πανανθρώπινο μυστήριο του πόνου. Κατά τη χριστιανική αντίληψη ο πόνος προήλθε
μετά την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον παράδεισο. Ο άνθρωπος και η φύση
συνολικά δημιουργήθηκαν από το Θεό με τελειότητα, ενώ πριν την «πτώση» δεν
υπήρχε το κακό, οι θλίψεις και ο πόνος56. Ο Θεός ενέδυσε τους πρωτόπλαστους με
δερμάτινους χιτώνες, όπως η ασθένεια, η οδύνη και τελικά η θνητότητα και ο
θάνατος. Τα παραπάνω ενσωματώθηκαν στην ανθρώπινη φύση με συνέπεια να
διαχέονται στους ανθρώπους ως ψυχοσωματικές οντότητες57. Στην Π. Διαθήκη ο
πόνος αναφέρεται ως κατάρα, ενώ ως αιτία του πόνου αναφέρεται η ανυπακοή του
ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Η παρουσία του πόνου προκαλεί στον άνθρωπο
απόγνωση, με αποτέλεσμα την καταφυγή στο έλεος και την παραμυθία του Θεού58.
Ως αίτιο του πόνου και των θλίψεων ορίζεται η αμαρτία59, αλλά και η εχθρική προς
τον άνθρωπο ενέργεια του σατανά60. Ωστόσο, στους συγγραφείς της Π. Διαθήκης η
ελπίδα τελικά υπερισχύει του πόνου μέσα από την προσμονή της δόξας της
ανάστασης του Μεσσία που αναμένεται.

Στην Κ. Διαθήκη, οι θλίψεις και ο πόνος αποκτούν το νόημά τους στο


πρόσωπο του Χριστού. Ειδικότερα, το σταυρικό πάθος, δίνει στον πόνο το
πραγματικό του νόημα61. Στο πρόσωπο του Χριστού, μέσω της σταυρικής θυσίας
ενσαρκώνεται ο «πάσχων άνθρωπος». Ο Χριστός δεν έμεινε αμέτοχος στον
ανθρώπινο πόνο, ούτε τον προσέγγισε θεωρητικά. Αντίθετα, δέχτηκε τις
παρακλήσεις, προσέλκυσε κοντά Του τους πονεμένους ανθρώπους θαυματούργησε
και θεράπευσε τον πόνο62. Παράλληλα, βίωσε ο ίδιος τον ανθρώπινο πόνο, θρήνησε

54
Μάρκος Αυρήλιος, Eις εαυτόν, VIII, 48.
55
Θεόδωρος Ζήσης, Ηθικά Κεφάλαια, ό. π., 223-224.
56
Γεν. 1: 31.
57
Ολυμπία Παπαδοπούλου Τσανανά, Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου (Θεσσαλονίκη:
Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1994), 65.
58
M.-L. Ramlot και J. Gulliet, «Πόνος», στο Léon-Dufour, Xavier, κ.ά. (έκδ.), Λεξικό Βιβλικής
Θεολογίας, μετάφρ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος, 3η έκδ. (Αθήνα: Άρτος Ζωής, 1980), 844.
59
Ησ. 3: 11
60
Γεν. 3: 14-19.
61
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική ηθική (Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1991), 458.
62
Μτ. 4: 23-25.

19
μπροστά στην Ιερουσαλήμ63, δάκρυσε όταν πληροφορήθηκε ότι ο Λάζαρος ήταν
νεκρός64, ένιωσε «ταραχή» μπροστά στη σκέψη του πάθους Του65, αντιμετώπισε ο
ίδιος το σωματικό πόνο, ο οποίος του προκάλεσε θλίψη και φόβο. Όμως, μέσα από τη
σταυρική θυσία Του, έδωσε στον πόνο το πραγματικό νόημά του. Ο Χριστός δεν
κατήργησε ούτε αφαίρεσε τον ανθρώπινο πόνο, αλλά πρόσθεσε την αληθινή
παραμυθία προαναγγέλλοντας την ημέρα που ο Θεός θα αφαιρέσει τα δάκρυα από
κάθε ανθρώπινο πρόσωπο66, προοικονομώντας την τελική λύτρωση του ανθρώπου.

Στην πατερική θεολογία, η εμφάνιση του πόνου στον κόσμο και η αιτία του
συνδέονται αναμφίβολα με την απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό και την
αυτονόμησή του. Οι πρωτόπλαστοι καθίστανται θνητοί αφότου αυτονομούνται από
τον Θεό, καθώς με την απομάκρυνσή τους από την πηγή της ζωής, η κοινωνία με τον
Θεό κατέστη δυσχερής με αποτέλεσμα την προσέγγιση της φθαρτότητας και του
θανάτου67. Όπως τονίζει ο Γ. Μαντζαρίδης η Εκκλησία θεωρεί τον πόνο σύνδρομο
της απουσίας του Θεού68. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας αναφέρει ότι η παρακοή αποτελεί
την αιτία του πόνου, της οδύνης και της θλίψης του ανθρώπου 69. Μερικούς αιώνες
αργότερα ο Ιωάννης Δαμασκηνός, αναφέρει επίσης, ως αιτία του πόνου την
παράβαση η οποία απέτρεψε τον άνθρωπο από το Θεό με αποτέλεσμα να παραδοθεί
στη φθορά και να γίνει παθητός ενώ ήταν αθάνατος. Ο πόνος αποτελεί μέρος των
παθών τα οποία εισήλθαν στη ζωή ως αποτέλεσμα της παράβασης 70. Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδιδε επίσης τον πόνο στην παρακοή της θείας εντολής όπως
επίσης τις ασθένειες και τις κάθε είδους δοκιμασίες71. Επιπλέον, ο άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής, αναφέρει την οδύνη ως συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος72.

Η χριστιανική αντίληψη, παρόλο που συνδέει δικαιολογημένα τον πόνο με τις


απαρχές του, δηλαδή την αμαρτία και το κακό, δεν καταλήγει ωστόσο στην

63
Λκ. 19: 41.
64
Ιω. 11: 33.
65
Ιω. 12: 27.
66
Ησ. 25: 8.
67
Βασίλειος ο Μέγας, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 349.
68
Γεωργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική, ό. π., 459.
69
Θεόφιλος Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, βιβλίον II, PG 6, 1024: «Οὕτως καὶ τῷ πρωτοπλάστῳ ἡ
παρακοὴ περιεποιήσατο ἐκβληθῆναι αὐτὸν ἐκ τοῦ παραδείσου· οὐ μέντοι γε ὡς κακοῦ τι ἔχοντος τοῦ
ξύλου τῆς γνώσεως, διὰ δὲ τῆς παρακοῆς ὁ ἄνθρωπος ἐξήντλησεν πόνον, ὀδύνην, λύπην, καὶ τὸ τέλος
ὑπὸ θάνατον ἔπεσεν».
70
Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 789-1228.
71
Γρηγόριος ο Παλαμάς, Εν λιτή τελουμένη την πρώτην Αυγούστου, Ομιλία 31, PG 151, 388 BC.
72
Μάξιμος ο Ομολογητής, Ερωτήσεις και αποκρίσεις προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας
γραφής, PG 90, 632ΑΒ.

20
ενοχοποίηση των πάντων. Αντίθετα, προβάλλει συχνά το παράδειγμα του Ιώβ, αλλά
προπάντων το σταυρικό μαρτύριο και τα πάθη του Χριστού αποκλείοντας έτσι την
εσφαλμένη αντίληψη της θεοδικίας. Στον Χριστιανισμό, τα παθήματα και ο πόνος δεν
είναι δυνατό να αποτελούν θεοδικία και τιμωρία του ανθρώπου από το Θεό. Σύμφωνα
με τον Ζαν Κλώντ Λαρσέ, η άποψη, ότι ο άνθρωπος κληρονομεί με τη γέννησή του
την ενοχή, στην οποία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό τα παθήματά του και ο πόνος,
είναι ξένη προς την πατερική θεολογία73. Επίσης, ο ίδιος αναφέρει ότι οι Πατέρες,
θεωρούν ότι τα δεινά που καλείται να αντιμετωπίσει ο πεπτωκώς άνθρωπος
αποτελούν φυσικό επακόλουθο και αναπόφευκτη συνέπεια της αμαρτίας και όχι
τιμωρία74.

4.2 Η αντιμετώπιση του πόνου

Η εμφάνιση των θλίψεων και του πόνου είναι λογικό να οδηγεί τον άνθρωπο
στην αναζήτηση διεξόδων, λύσεων και οριστικής απαλλαγής. Ο Χριστιανισμός,
ιδιαίτερα ρεαλιστικός, αντιλαμβάνεται την έκταση των θλίψεων και θεωρεί τον
ανθρώπινο πόνο σημαντικό και αντικειμενικό ζήτημα που χρήζει αντιμετώπισης. Οι
Πατέρες της Εκκλησίας, συχνά, παρηγορούν πενθούντες και πονεμένους ανθρώπους
χρησιμοποιώντας μάλιστα και φιλοσοφικά επιχειρήματα75. Η χριστιανική διδασκαλία,
στην περίπτωση του πόνου, παραθέτει ορισμένα σωστικά πνευματικά φάρμακα για
την ίασή του. Ορισμένα από αυτά είναι η πίστη, η ελπίδα, η προσευχή και η
υπομονή76. Επιπλέον, η αντιμετώπιση του πόνου από το Χριστό με το σταυρικό
μαρτύριό Του και η αγάπη αποτελούν τρόπους αντιμετώπισης του πόνου κατά τη
χριστιανική αντίληψη.

Η πίστη στη θεϊκή πρόνοια, αποτελεί για τον άνθρωπο ίσως το πιο σημαντικό
εφόδιο αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου. Ο χριστιανός οφείλει να αντιμετωπίζει

73
Ζαν Κλώντ Λαρσέ, Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων, μετάφρ. Χρίστος Κούλας. (Αθήνα: Εν
πλω, 2016), 51-54.
74
Στο ίδιο, 51-54.
75
Θεόδωρος Ζήσης, Ηθικά κεφάλαια, ό. π., 225
76
Γεωργία Κουνάβη, Ο πόνος, (Αθήνα: Αποστολική Διακονία, 1994), 161.

21
τα κάθε είδους προβλήματα με γνώμονα τη σωτηριολογική προοπτική και επομένως
αυτή πρέπει να καθορίζει τη στάση του απέναντι στον πόνο. Όταν αδυνατεί να
τοποθετηθεί με πίστη στο Θεό, κινδυνεύει να αντιληφθεί τον πόνο ως μια οδυνηρή
πορεία προς την ανυπαρξία77. Ο χριστιανός, δια του Αγίου Πνεύματος,
συνειδητοποιεί την παρουσία του Θεού στον κόσμο και αντιπαραθέτει στις θλίψεις
και τις δοκιμασίες το θάρρος της πίστης στο Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης
υπογραμμίζει, ότι ο πόνος συνυφαίνεται με την πορεία της επίγειας ζωής και
προτείνει για την αντιμετώπισή του τη δύναμη του θάρρους που απορρέει από την
πίστη78. Η πίστη αυτή μεγαλώνει και πραγματώνεται μέσα στην Εκκλησία, με
αποτέλεσμα, οι κάθε είδους θλίψεις να απαλύνονται και να κατανοούνται. Μέσα στην
Εκκλησία ο άνθρωπος, ο οποίος έχει δεχθεί την επίσκεψη του πόνου, δέχεται τον
παρηγορητικό λόγο του Χριστού, ο οποίος μέσω της πίστης καθίσταται λυτρωτικός79.
Σύμφωνα με τον Μαντζαρίδη, η πίστη στο Χριστό δεν αποτελεί απλά ένα βάλσαμο
στον ανθρώπινο πόνο, αλλά τον μεταμορφώνει, αποτελώντας τη θύρα που οδηγεί σε
ατέρμονους ορίζοντες80. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την πίστη «ιερή
άγκυρα» και αναφέρει, ότι ο χριστιανός πρέπει να αντιμετωπίζει τον πόνο με πίστη
στη θεία πρόνοια χωρίς να αδημονεί81. Ο ίδιος, σε άλλο σημείο αναφέρει, ότι η πίστη
στο Θεό αποτελεί το μέσο για να αντιταχθεί ο άνθρωπος στα λυπηρά γεγονότα,
καθώς αυτά αφορούν την παρούσα ζωή και όχι τη μέλλουσα82.

Ο χριστιανός επιπλέον αντιπαραθέτει απέναντι στον πόνο την ελπίδα.


Σύμφωνα με τον Μαντζαρίδη, η ελπίδα διατηρεί ζωντανή την εσχατολογική
προοπτική και δύναται να μετασχηματίσει τον πόνο σε πνευματική ενέργεια83.
Αντιθέτως, η απουσία ελπίδας και η απόγνωση μπροστά στον πόνο, αποτελεί
αποστασία και αλλοτρίωση από το Θεό η οποία οδηγεί στην καταστροφή84. Η
απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στις θλίψεις συνιστά αυτονόμηση από το Θεό και
απομάκρυνση από την αληθινή ζωή. Ο χριστιανός, στη θέαση του πόνου, οφείλει να
αντιπαραθέτει την ελπίδα του ελέους του Θεού και να μη απογοητεύεται,

77
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστανική Ηθική II, ό. π., 617-618.
78
Ιω. 16: 33: « Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ νενίκησα τόν κόσμον».
79
Γεωργία Κουνάβη, Ο πόνος. ό. π., 167-168.
80
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Η εμπειρική θεολογία στην οικονομία και την πολιτική, (Θεσσαλονίκη: Π.
Πουρναράς, 1994), 75.
81
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Περί Άννης λόγοι 1-5, Ομιλία Α', PG 54, 638.
82
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ομιλία περί της των νεκρών αναστάσεως, PG 50, 419.
83
Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική ηθική II, ό. π.: 623
84
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις τον άγιον Ματθαίον τον ευαγγελιστήν, Ομιλία Θ', PG 57, 89.

22
αντιμετωπίζοντας τον πόνο στην προοπτική της αιωνιότητας. Ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος αναφέρει σχετικά, ότι η ελπίδα των μελλοντικών αγαθών και η
προαίρεση όσων αγωνίζονται απέναντι στις θλίψεις κάνει την αίσθησή τους
ελαφριά85.

Η υπομονή, επίσης, προστίθεται στα εφόδια αντιμετώπισης του πόνου


τελειοποιώντας το έργο της πίστης. Η έννοια της υπομονής κατά τη χριστιανική
αντίληψη δεν συνιστά μοιρολατρική ανοχή των θλίψεων, αλλά αποδοχή με
γενναιότητα της πίστης στο λόγο του Θεού86. Η υπομονή και η καρτερικότητα στις
θλίψεις, αποτελούν προαναγγελία ανταμοιβής, μακαριότητας και αιώνιας
παραδείσιας τρυφής87. Αντίθετα, η έλλειψη υπομονής πολλαπλασιάζει τον πόνο και
μπορεί να στρέψει τον άνθρωπο ενάντια στο Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
αναφέρει σχετικά με το ζήτημα, ότι όσο αφόρητες κι αν είναι οι θλίψεις, ο χριστιανός
οφείλει να προσμένει πάντα στη θεϊκή πρόνοια88. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
παρακινεί τους χριστιανούς να δείχνουν στις θλίψεις υπομονή, να μη γογγύζουν και
να μη απελπίζονται89. Ομοίως ο Ιωάννης Χρυσόστομος αναφέρει, ότι όταν η διάνοια
θωρακίζεται με την αρετή της υπομονής ο άνθρωπος απαλλάσσεται γρήγορα από τις
θλίψεις90. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει, ότι η υπομονή και η καρτερία,
ακόμα και στο σωματικό πόνο, διαφυλάττουν την ψυχή απαθή και εμποδίζουν την
καταβολή της από τους κλυδωνισμούς. Η διάσχιση με σταθερότητα της σκληρής
δίνης των πόνων μετατρέπει τους τραχείς δρόμους σε βατούς91.

Ανάμεσα στους τρόπους αντιμετώπισης του πόνου κατά το Χριστιανισμό,


εξέχουσα θέση κατέχει η προσευχή, η οποία συνδέεται με την πίστη και την ελπίδα.
Η προσευχή φέρει στον πάσχοντα άνθρωπο, την μνήμη του Χριστού, επιτυγχάνοντας
έτσι την ενοίκησή Του στην ψυχή του. Επιπλέον, ενισχύει την πίστη του ανθρώπου
προς Θεό, ενώ δια μέσου αυτής, ο άνθρωπος προσδοκά και αναμένει τη θεϊκή
βοήθεια92. Η προσευχή επιτρέπει στον άνθρωπο να ζητήσει και να λάβει τη βοήθεια
του Θεού, η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε είδους πόνο και δοκιμασία. Επιτρέπει

85
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις τον άγιον Μaτθαίον τον ευαγγελιστήν, Ομιλία Θ', PG 57, 314.
86
Γεωργία Κουνάβη, Ο πόνος, ό. π., 189.
87
Μωυσής Αγιορείτης, Ο άγιος πόνος, (Αθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005),
27.
88
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Περί Άννης λόγοι 1-5, Ομιλία Α', PG 54, 638.
89
Γρηγόριος ο Θεολόγος, Εις εαυτόν και περί επισκόπων, PG 37, 1169.
90
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την προς Φιλήμονα επιστολήν, Ομιλία Α', PG 62, 700.
91
Μάξιμος ο Ομολογητής, Επιστολή 5, PG 91,421B.
92
Μτ. 6: 13.

23
στο χριστιανό να στρέφει την προσοχή του στο Θεό και να ενώνεται μαζί Του. Έτσι,
ξεπερνάει την οδύνη του, ξεφεύγει από την κυριαρχία της και μένει ελεύθερος
απέναντί της93. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφερόμενος στην προσευχή αναφέρει, ότι
αποτελεί πηγή σωτηρίας και λιμάνι λύτρωσης από τις τρικυμίες, ενώ επίσης την
χαρακτηρίζει ως στήριγμα των ασθενών και βοήθεια στους πόνους και τις θλίψεις94.
O Ευάγριος Ποντικός αναφέρει, ότι η προσευχή αποτελεί παρηγορία, παραμυθία και
ανακούφιση των θλίψεων του ανθρώπου95. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει,
ότι ο άνθρωπος όταν υποφέρει και δοκιμάζεται, πρέπει να καταφεύγει καρτερώντας
βοήθεια, στην προσευχή. Η προσευχή της θλίψης και των δακρύων κάνει τον
άνθρωπο θεόμορφο, θεοειδή, απλό και απαθή στον πόνο96.

Στη χριστιανική παράδοση, καθοριστική και εξέχουσα θέση κατέχει η αγάπη


προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο και η ευθύνη να κινούμαστε προς ανακούφισή του.
Η έκφραση αγάπης δεν αποτελεί απλά συναισθηματική έκφραση στον πόνο του
άλλου αλλά μετοχή στον πόνο αυτό. Σύμφωνα με τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο, μετοχή
στον πόνο του άλλου, σημαίνει ανάληψη προσωπικά του βάρους του πόνου και
προϋποθέτει αναγνώριση της μετοχής κάθε ανθρώπου στην κοινή ουσία. Η
απορρόφηση του πόνου του συνανθρώπου συνεπάγεται την απώλεια της
ατομικότητας97. Ο Σωφρόνιος Σαχάρωφ αναφέρει, ότι η απορρόφηση του πόνου του
συνανθρώπου δεν αποτελεί απλή ενσυναίσθηση αλλά πλήρη βιωματική κατανόηση
της κατάστασής του, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αληθινή αγάπη, καθώς με
την αγάπη επιτυγχάνεται η αναγνώριση της οντολογικής ενότητας όλων των
ανθρώπων98. Αυτή η ελεύθερη αγαπητική σχέση με τον κάθε άνθρωπο συμβάλει στη
μείωση των δυσάρεστων καταστάσεων και επομένως και των θλίψεων. Η
αμοιβαιότητα και η επικοινωνία καταπραΰνει τις συνέπειες του ανθρώπινου πόνου.

93
Ζαν Κλώντ Λαρσέ, ό. π., 160.
94
Ισαάκ Σύρος, Άπαντα τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΚΑ', επιμ. Καλλίνικος Παντοκρατορινός
(Αθήνα: Άγγ. Καναριώτης και Ζ. Γρυπάρης, 1871), 100-101.
95
Ευάγριος Ποντικός, Ορισμοί διάφοροι εις Κεφάλαια ΛΓ', PG, 40, 1265.
96
Γρηγόριος ο Παλαμάς, Περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας, PG 150, 1120B.
97
Νικόλαος Λουδοβίκος, Ο μόχθος της μετοχής, (Αθήνα: Αρμός, 2010), 38.
98
Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (Αθήνα: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
2011), 132-133.

24
4.3 Ο Πόνος ως αφετηρία πνευματικής ζωής για το
χριστιανό.

Ο πόνος αποτελεί μια πραγματικότητα στη ζωή του ανθρώπου, την οποία με
δεδομένη την αδυναμία του να αποφύγει, καλείται να διαχειριστεί με ρεαλιστικό
τρόπο. Ο Χριστός, αν και δεν κατάργησε άμεσα τον πόνο στην καθημερινότητα του
ανθρώπου, έδωσε όμως τα εφόδια της αντιμετώπισής του σε πνευματικό επίπεδο.
Έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο, όχι μόνο να μη βλάπτεται, αλλά αντίθετα να
αποκομίζει όφελος από την πρόσληψη των θλίψεων, μετατρέποντας αυτές σε μια
αφετηρία πνευματικής ανάπτυξης. Η νίκη του Χριστού επί του πόνου άλλαξε ριζικά
τη σημασία του για τον χριστιανό. Ο πόνος έχασε την τυραννική εξουσία του και ο
άνθρωπος απέκτησε τη δυνατότητα αντίστασης και πνευματικής αξιοποίησής του99.
Σύμφωνα με τον Ματσούκα η ταύτιση του πόνου με τη σταυρική θυσία αποτελεί τη
βασική προϋπόθεση, ώστε να καταστεί για τον άνθρωπο δημιουργικός και όχι
καταστροφικός100. Απέναντι σε κάθε μορφή πόνου, η μίμηση του Χριστού, αποτελεί
για τον χριστιανό το εφόδιο, προκειμένου να φέρει το πάθος με αναστάσιμη
προοπτική.

Ο πόνος αναμφίβολα αποτελεί μια αυστηρή δοκιμασία για τον άνθρωπο.


Παρουσιάζει τον πειρασμό, o πάσχων άνθρωπος, να χάσει την πίστη και την ελπίδα
προς τον Θεό, να αισθανθεί την απειλή της θεοδικίας και τελικά να στραφεί εναντίον
του Θεού, ή ακόμα και να γίνει αρνητής Του. Ωστόσο, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
αναφέρει ότι, όταν υπάρχουν οι απαιτούμενες πνευματικές προδιαθέσεις πρόσληψης,
η δοκιμασία μπορεί να εξελιχθεί σε αιτία αγιασμού και οδό αγιότητας101. Η ανάληψη
του πόνου με πνευματικό τρόπο επιτρέπει στον χριστιανό την ανάπτυξη προόδου
στην εσωτερική ζωή του. Ο πόνος με τον τρόπο αυτό προσφέρει ευκαιρία κάθαρσης
από τις αμαρτίες και νέας πνευματικής αφόρμησης. Κατά τον Ιωάννη τον
Χρυσόστομο, οι θλίψεις και τα δεινά που υποφέρουμε σωματικά υπολογίζονται στην
κάθαρση από την αμαρτία λειτουργώντας ως καμίνι ή καθαρτική φωτιά102. Ο ίδιος
σχετικά με αυτή την καθαρτική διάσταση του πόνου αναφέρει, ότι «η αμαρτία γεννά

99
Ζαν Κλώντ Λαρσέ, ό. π., 144.
100
Νικόλαος Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, (Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1986), 107.
101
Γρηγόριος ο Θεολόγος, Περί φιλοπτωχείας, PG 35, 857- 910.
102
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τον παραλυτικόν τον δια της στέγης χαλασθέντα, PG, 51, 47-64.

25
την οδύνη και θανατώνει την αμαρτία»103. Επίσης, υπογραμμίζει, ότι όσοι υπέμειναν
τις θλίψεις με χαρά, εξάλειψαν τα σφάλματα και απέκτησαν παρρησία στο Θεό104. Ο
Μ. Βασίλειος, επίσης, υποστηρίζει, ότι μια από τις ευεργετικές ωφέλειες των πόνων,
όταν αναλαμβάνονται πνευματικά, είναι η διόρθωση του ανθρώπου από τα
σφάλματα105. Επιπλέον, ο πόνος εκτός από την καθαρτική του διάσταση μπορεί να
αποτελέσει ασπίδα προστασίας του ανθρώπου από την ανάπτυξη νέων παθών. Στην
περίπτωση αυτή όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λειτουργεί ως αντίβαρο
στην ηδονή προστατεύοντας τον άνθρωπο από τυχόν νέα πάθη που θα μπορούσε αυτή
να γεννήσει106.

Ο πόνος αποτελεί αναμφίβολα αφετηρία πνευματικής ζωής για τον χριστιανό,


καθώς μέσω αυτού αποκτά μια ευκαιρία προσέγγισης με το Θεό και ένωσης μαζί
Του. Αποτελεί εφαλτήριο για υψηλές πνευματικές αναβάσεις και ανατάσεις οι οποίες
οδηγούν στην ένωση με τον Θεό. Η σοφία του πόνου κάνει τον άνθρωπο βαθύ,
διαφανή, απέριττο και τον προετοιμάζει για την ένωση με τον Θεό 107. Μέσα από τις
δοκιμασίες, ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση της κυριαρχίας και της αυτάρκειας, η
οποία συχνά εκδηλώνεται όταν είναι υγιής. Αναγνωρίζει την ανεπάρκεια και τη
σχετικότητα της ύπαρξής του, αποφεύγοντας τον θανάσιμο κίνδυνο αυτονόμησης από
τον Θεό. Αντίθετα, οι δοκιμασίες και οι θλίψεις, στρέφουν τον άνθρωπο προς τον
Θεό, τον κάνουν να συνδεθεί μαζί Του, να επιζητά τη βοήθειά Του και να προσδοκά
τη χάρη Του. Η εγκαρτέρηση, η σταθερότητα και η πιστότητα της ψυχής απέναντι
στον πόνο εμποδίζουν τη στρέβλωση και τη διαστροφή της σχέσης με το Θεό.

Ωστόσο, όπως τονίζει ο Λαρσέ, η λυτρωτική διάσταση του πόνου οφείλεται


λιγότερο στον ίδιο τον πόνο και περισσότερο στη φιλεύσπλαχνη χάρη του Θεού.
Αυτή μαρτυρεί το έλεος του Θεού και κάνει τον άνθρωπο να μετανοεί μέσα στη
δοκιμασία της θλίψης108. Κατά τον άγιο Μάρκο τον ερημίτη, οι εκούσιοι πόνοι,
έλκουν προς τη μετάνοια όποιον τους υπομένει109. Ο πόνος, με τον τρόπο αυτό,
λειτουργεί «ως παιδαγωγός και ξεναγός μιας άλλης πραγματικότητας προσφέροντας

103
Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί μετανοίας λόγοι, 7, PG 49, 323-335.
104
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις Ψαλμόν ΡΜΑ' 1, PG 55, 443.
105
Μ. Βασίλειος, Εν λιμώ και αυχμώ 2, PG 31, 309: «Ὁ Θεὸς τὰς πληγὰς ἐνίησιν, οὐκ ἐκτρῖψαι ζητῶν,
ἀλλ' ἐπανορθῶσαι σπουδάζων, κατὰ τοὺς χρηστοὺς τῶν πατέρων».
106
Μάξιμος ο Ομολογητής, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 244-785.
107
Μωυσής Αγιορείτης, ό. π., 58.
108
Ζαν Κλώντ Λαρσέ, ό. π., 150-153.
109
Μάρκος ο ερημίτης, Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι, PG 65, 929-966.

26
τη γεύση μιας μυστικής χαράς»110. Η παιδαγωγία του πόνου μάς επιτρέπει, δια του
αυτεξουσίου μας, να επιστρέψουμε κοντά στο Θεό111. Οι εκούσιες θλίψεις
συμβάλλουν να αντιληφθεί ο άνθρωπος την εξορία του από τον Πατέρα και να
αξιοποιήσει τη δύναμη της επιθυμίας για να επιστρέψει κοντά Του. Όπως
υπογραμμίζει ο Αλέξανδρος Σμέμαν, «ο άνθρωπος που δεν ένιωσε ποτέ ότι είναι
εξόριστος, μακριά από το Θεό και την αληθινή ζωή, δεν θα καταλάβει ποτέ τι είναι
Χριστιανισμός»112. Οι δοκιμασίες και τα παθήματα αποκτούν έτσι παιδαγωγικό
χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, απομακρύνουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, τον οδηγούν
προς την αρετή και συμβάλουν στην επικοινωνία με το Θεό113.

Οι θλίψεις στη ζωή του χριστιανού αποτελούν επίσης αιτία και αφορμή
εκδήλωσης της αρετής της ταπείνωσης, αλλά και μέσο εκδήλωσης της αγάπης του
ανθρώπου προς το Θεό. Σε ότι αφορά την ταπείνωση, αυτή εκφράζεται με την
εμπιστοσύνη και την πίστη που δείχνει ο άνθρωπος στο Θεό, αποδεχόμενος με
υπομονή ό,τι ο Θεός επιτρέπει114. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξαίρει την ωφέλεια
όσων υπομένουν τα παθήματα με γενναιότητα115. Ταυτόχρονα βεβαιώνει ότι όσοι
υπομένουν τις δοκιμασίες με υπομονή, λαμβάνουν όλων των ειδών τα αγαθά116.
Συγχρόνως όμως ο δοκιμαζόμενος άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να αποδείξει τη
γνησιότητα της ψυχής του και της απόλυτης αγάπης και αφοσίωσης προς το Θεό. Ο
Μέγας Βασίλειος αναφέρει, ότι ο πόνος αποτελεί ένα μέσο με το οποίο δοκιμάζεται η
αγάπη του λογικού κτίσματος έναντι του Κτίστη, αλλά και μια ευκαιρία η οποία
μπορεί να κατατάξει τον πάσχοντα άνθρωπο που υπομένει στην τάξη των
μαρτύρων117.

Όλα τα παραπάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι καρποί των δοκιμασιών


ωφελούν εκείνο τον άνθρωπο ο οποίος τις εκλαμβάνει πνευματικά, όχι μόνο στην εδώ
ζωή, αλλά κυρίως η ωφέλεια επεκτείνεται και μετά θάνατον υπερβαίνοντας την
επίγεια πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, η κατά Θεόν λύπη

110
Μωυσής Αγιορείτης, ό. π., 66.
111
Dominique Beaufils, Ορθόδοξη προσέγγιση στην ασθένεια και το θάνατο, μετάφρ. Πολυξένη
Τσαλίκη-Κιοσόγλου (Αθήνα: Παρρησία, 2017), 132-133.
112
Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Μεγάλη Σαρακοστή, μετάφρ. Ελένη Γκανούρη, 3η έκδ. (Αθήνα: Ακρίτας,
1999), 13.
113
Κωνσταντίνος Παπαδάκης, Θεώρησις της θεοδικίας: Leibnitz- Ιώβ (Αθήνα: χ.ε., 1991), 50.
114
Μ. Βασίλειος, Περί του μη προσηλούσθαι τοις βιοτικοίς, PG 31, 557-561.
115
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Προς Ολυμπιάδα, PG 52, 459-480.
116
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις την πρώτην προς Κορινθίους επιστολήν, Ομιλία 44, PG 61, 382.
117
Μ. Βασίλειος, Προς την ομόζυγον του Νεκταρίου παραμυθητική επιστολή ΣΤ', 2, PG 32, 1049C-
1052C.

27
προκαλεί τη μετάνοια, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία118. Έσχατος καρπός
των δοκιμασιών είναι ή είσοδος στην αιώνια ζωή119. Σε διαφορετική περίπτωση ο
πόνος στον παρόντα βίο θα ήταν χωρίς νόημα και ο πάσχων άνθρωπος θα παρέμενε
χωρίς ελπίδα. Η προοπτική της Βασιλείας μπορεί να καταστήσει κατανοητό τον πόνο
σε κάθε εκδοχή του. Όπως αναφέρει ο π. Σταύρος Κοφινάς, δεν πρέπει να βλέπουμε
τον πόνο στη ζωή μας σαν μια μαύρη κατάρα. Αντίθετα, πρέπει να αποδεχτούμε την
φθαρτότητά μας και να δούμε τον πόνο, αλλά και τον θάνατο ως πύλη θείας χάριτος.
Αυτό προϋποθέτει την πίστη, ότι ο πόνος και ο θάνατος, όπως και ο σταυρός του
Χριστού, δεν είναι μια αποτυχία. Αντίθετα, «είναι μια πίστη που προσδοκά την
ανάσταση, μια πίστη η οποία δεν βλέπει τον πόνο μόνο ως φθορά, αλλά ως ζωή»120.
Ο πόνος με αυτή την έννοια ενδυναμώνει τον άνθρωπο και αποτελεί μέσο
μεταμόρφωσης, ανακαίνισης για την αιωνιότητα και αγιοποίησης121.

118
Β' Κορ. 7: 10.
119
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις την προς Εβραίους επιστολήν, Oμιλίαι, PG 63, 205.
120
Σταύρος Κοφινάς, «Ψυχολογικός και πνευματικός πόνος», Ορθοδοξία 13 (2006): 565.
121
Μωυσής Αγιορείτης, ό. π., 72.

28
5 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ

5.1 Ο πόνος στη Χριστολογία του αγ. Γρηγορίου Νύσσης

Από τον τέταρτο αιώνα και μετά, ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης εξέφραζε έντονα
μέσα στα έργα του τις αντιρρήσεις για τις αντιλήψεις που επικρατούσαν εκείνη την
εποχή γύρω από τη φύση του Χριστού. Στον αντιρρητικό του λόγο «Προς Ευνόμιον»
ασχολείται εκτεταμένα με το ζήτημα της αγέννητης ύπαρξης και της άκτιστης φύσης
του Θεού. Ο ίδιος έβλεπε στο πρόσωπο του Χριστού την ένωση των δύο τέλειων
φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης. Το σώμα του Χριστού σε όλη την επίγεια ζωή
του ήταν κατά πάντα όμοιο με το ανθρώπινο, όμως χωρίς τα πάθη.

Στο έργο του «Ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων», και συγκεκριμένα στον Λόγο
ΙΓ΄, αναφέρει πως η κυοφορία του Χριστού δεν προήλθε από την ένωση δύο, αλλά η
γέννησή Του ήταν αμόλυντη. Επίσης, δεν υπήρχαν πόνοι κατά τον τοκετό καθώς οι
ωδίνες ήταν ανώδυνες122. Στην προοπτική αυτή, όπως σε εμάς τους ανθρώπους
δόθηκε Υιός χωρίς Πατέρα, έτσι και ο Χριστός γεννήθηκε χωρίς γέννα. Ταυτόχρονα,
όπως η Παρθένος Μαρία δεν κατάλαβε πώς μέσα στο σώμα της συστήθηκε το ένθεο
σώμα, έτσι δεν ένοιωσε ούτε τους φυσικούς πόνους της τη γέννας123. Αυτό το
επιβεβαιώνει και ο προφήτης Ησαΐας ο οποίος αναφέρει ότι «προτού έλθουν οι πόνοι,
ελευθερώθηκε από τις ωδίνες και γέννησε αρσενικό»124.

Για το λόγο αυτό, τονίζει ο αγ. Γρηγόριος, ο Χριστός είναι τόκος ξεχωριστός
και διαφέρει και σε αμφότερα τα σημεία της φυσικής ακολουθίας: ούτε δηλαδή
άρχισε από την ηδονή, αλλά ούτε γεννήθηκε με πόνους. Συγκεκριμένα, όπως τονίζει,
αυτό είναι φυσικό και όχι παράλογο, γιατί η Εύα με την αμαρτία που διέπραξε στον
παράδεισο έβαλε το θάνατο στη ζωή των ανθρώπων και καταδικάστηκε από το Θεό

122
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙΓ΄, PG 44, 1053A: «οὗ ἀσυνδύαστος μέν ἡ
κυοφορία, ἀμόλυντος δέ ἡ λοχεία, ἀνώδυνος δέ ἡ ὠδίς…».
123
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙΓ΄, PG 44, 1053AΒ: «ὡς γάρ οὐκ ἔγνω ἡ
Παρθένος ὅπως ἐν τῷ σώματι αὐτῆς τό θεοδόχον συνέστη σώμα, οὓτως oὐδέ τοῦ τόκου ᾕσθετο,
μαρτυρούσης τῆς προφητείας αυτῇ τό ἀνώδυνον τῆς ὠδῖνος».
124
Ησ. 66:7.

29
να γεννά με λύπες και πόνους125. Αντίθετα, η Παναγία, εφοσον έφερε τη Ζωή, έπρεπε
να αρχίσει και να τελειώσει την κυοφορία της με χαρά 126. Μόνο λοιπόν ο Χριστός
γεννήθηκε με αυτόν τον τρόπο και κανείς άλλος, ενώ ο τόκος Του ήταν ξεχωριστός
από όλους τους άλλους εξαιτίας της ιδιότητας της αφθαρσίας και της απάθειας την
οποία έχει. Έτσι κατέστη ο πρωτότοκος ο οποίος κατήργησε την ωδίνη του θανάτου
και άνοιξε σε όλους το δρόμο της ανάστασης και της αναγέννησής τους από το
θάνατο127. Για αυτό και ονομάζεται «ξεχωριστός ως προς τη γέννα από μυριάδες»
γιατί δε δέχτηκε το πάθος της γέννας128.

Ο Χριστός κατά την ενανθρώπησή του ταπεινώθηκε και προσέλαβε όλη την
ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος. Και όπως συμβαίνει στους ανθρώπους, όταν
πονάει ένα μέλος υποφέρει όλο το σώμα129, έτσι και ο Χριστός επειδή ενώθηκε με
την ανθρώπινη φύση, ανέλαβε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις ασθένειές μας
υποφέροντας για χάρη των ανθρώπων το πάθος, ώστε με το δικό του μώλωπα να
θεραπευτεί το ανθρώπινο γένος130.

Ο αγ. Γρηγόριος στο έργο του «Αντιρρητικός προς τα Απολλιναρίου»


προσπαθεί να απορρίψει τις απόψεις του Απολλινάριου, σύμφωνα με τις οποίες ο
Χριστός όταν γεννήθηκε δεν προσέλαβε ακέραιη την ανθρώπινη φύση, αλλά
εγκατοίκησε μέσα στον άνθρωπο αντί της λογικής ψυχής του. Προσπαθώντας να
αντικρούσει αυτή την άποψη ο Νύσσης τονίζει ότι εάν η Παρθένος γέννησε Θεό, τότε
πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι ο Χριστός μεγάλωσε σωματικά από την ώρα που
γεννήθηκε, έλαβε τροφή, υποτάχτηκε στους γονείς του, κοπίασε και εν συνεχεία στα
Πάθη λυπήθηκε, πόνεσε από τα ραπίσματα, από τις πληγές, τις μάστιγες, το ακάνθινο
στεφάνι στο κεφάλι του, την περιβολή της κόκκινης χλαμύδας, ανέχτηκε την ύβρη
του καλάμου και γενικότερα υπέστη όλα τα Πάθη. Πώς λοιπόν ο Απολλινάριος

125
Γεν. 3:16.
126
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙΓ΄, PG 44, 1053Β: «Ἐπειδὴ γὰρ ἡ τὸν
θάνατον διὰ τῆς ἁμαρτίας ἐπεισαγαγοῦσα τῇ φύσει ἐν λύπαις καὶ πόνοις τίκτειν κατεδικάσθη, ἔδει
πάντως τὴν τῆς ζωῆς μητέρα ἀπὸ χαρᾶς τε τῆς κυοφορίας ἄρξασθαι καὶ διὰ χαρᾶς τελειῶσαι τὸν
τόκον».
127
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙΓ΄, PG 44, 1053C: «ὁ πρῶτος λύσας τὰς
ὠδῖνας τοῦ θανάτου καὶ πᾶσι τὸν ἐκ νεκρῶν τόκον ὁδοποιήσας διὰ τῆς ἀναστάσεως.».
128
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙΓ΄, PG 44, 1053D: «Διά τοῦτο φησίν
ἐκλελοχισμένος ἀπό μυριάδων».
129
Αντιρρητικός προς τα Απολλιναρίου, PG 45, 1165A: «Καὶ οὕτως ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν ἀτρέπτως
γενόμενος ἄνθρωπος. εἰ γὰρ ἀπ' ἀρχῆς τοῦτο ἦν, ἐν τίνι γέγονεν ἡ ταπείνωσις; νῦν δὲ ὁ ὕψιστος διὰ τῆς
πρὸς τὸ ταπεινὸν τῆς φύσεως ἡμῶν ἑνώσεως ἑαυτὸν ἐταπείνωσεν».
130
Αντιρρητικός προς τα Απολλιναρίου, PG 45, 1165AB: «οὕτως ὁ ἑνωθεὶς ἡμῶν τῇ φύσει οἰκειοῦται
τὰ ἡμέτερα πάθη, καθώς φησιν Ἠσαΐας ὅτι αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἀνέλαβε καὶ τὰς νόσους
ἐβάστασε τὴν ὑπὲρ ἡμῶν ὑποστὰς πληγήν, ἵνα τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰαθῶμεν».

30
μπορεί να συνδέσει όλα τα προαναφερθέντα με το Θεό; Ο Γρηγόριος στη συνέχεια
εκφράζει την απορία του, τονίζοντας πως εάν ο ένσαρκος Θεός του Απολλιναρίου
ήταν πάντοτε Θεός και όχι θεάνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής Του, τότε αυτό
θα οδηγούσε στην παράδοξη ανάγκη ο Θεός να υποφέρει πάθη τα οποία θα έπρεπε να
είναι οικεία και φυσικά για την προαιώνια θεότητα131.

Ο Νύσσης στο λόγο του «εις το άγιον και σωτήριον Πάσχα» κάνει αναφορά
στην επίπτωση που είχε η ανάσταση του Χριστού για το ανθρώπινο γένος. Τονίζει ότι
η ημέρα αυτή έφερε τη λήθη και, καλύτερα, την καταδίκη της απόφασης η οποία είχε
παρθεί εναντίον του ανθρώπου με το πρωπατορικό αμάρτημα. Με το γεγονός αυτό
έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη του ανθρώπινου γένους132. Στη
συνέχεια προχωρά σε αντιδιαστολή της προηγούμενης κατάστασης με την τωρινή.
Τότε λοιπόν ο τοκετός γινόταν με πόνους, αλλά τώρα γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε
γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. Τότε
γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, αλλά τώρα υιοί Θεού. Τότε με την παρακοή
διωχτήκαμε από τον παράδεισο, τώρα όμως μπαίνουμε μέσα σε αυτόν με την
πίστη133.

5.2 Η ευεργετική διάσταση του πόνου

5.2.1 Ο πόνος προκαλεί καθαρότητα ψυχής

Ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως η ψυχή αναζητάει διακαώς το Θείο.


Όμως για να υποδεχτεί κάποιος τον Λόγο, προϋπόθεση είναι η καθαρότητα. Με τον

131
Αντιρρητικός προς τα Απολλιναρίου, PG 45, 1176A: «Ἆρα συντίθεται οἰκεῖα καὶ κατὰ φύσιν εἶναι τῇ
προαιωνίᾳ θεότητι ταῦτα…Πῶς δὲ καὶ ἀγνοεῖ ὁ ἔνσαρκος αὐτοῦ θεὸς τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν
ἐκείνην;».
132
Εις το άγιον Πάσχα, Λόγος Δ´, PG 46, 681D: «Λήθην ἐποίησε τῆς πρώτης καθ' ἡμῶν ἀποφάσεως ἡ
ἡμέρα αὕτη, μᾶλλον δὲ ἀφανισμόν, οὐχὶ λήθην· ἐξήλειψε γὰρ καθόλου πᾶν μνημόσυνον τῆς καθ' ἡμῶν
κατακρίσεως».
133
Εις το άγιον Πάσχα, Λόγος Δ´, PG 46, 681D- 683A: «τότε ἐν λύπαις ὁ τοκετός, νῦν χωρὶς ὠδίνων ἡ
γέννησις· τότε ἐκ σαρκὸς ἐγεννήθημεν σάρκες, νῦν τὸ γεννηθὲν πνεῦμά ἐστιν ἐκ πνεύματος· τότε υἱοὶ
ἀνθρώπων, νῦν τέκνα θεοῦ ἐγεννήθημεν·… τότε διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ παραδείσου ἐξῳκίσθημεν, νῦν
διὰ πίστεως τοῦ παραδείσου εἴσω γινόμεθα».

31
τρόπο αυτό θα οδηγηθούμε στη μακαριότητα που είναι η ομοίωση με το Θείο 134.
Ερμηνεύοντας το «Άσμα Ασμάτων» κάνει έναν παραλληλισμό μεταξύ της νύφης135
και της οπτασίας που είχε ο Ησαΐας, ο οποίος κατά το όραμά του ένα Σεραφίμ του
έβαλε στο στόμα του κάρβουνο αναμμένο. Όμως, σε αντίθεση με όσα θα περίμενε
κανείς, το κάρβουνο αυτό, παρόλο που ήταν αναμμένο όχι μόνο δεν τον έκαψε και
δεν του προκάλεσε πόνο, αλλά και τα χείλη του και η ακοή του καθαρίστηκαν, ώστε
να υποδεχτούν το Λόγο136. Το ίδιο συμβαίνει και με τη νύφη, την οποία παρομοιάζει
ο άγ. Γρηγόριος ως την ψυχή του ανθρώπου, η οποία παρόλο που πόνεσε από τα
χτυπήματα που της προξένησαν οι φρουροί, αυτή δεν αναφέρει την οδύνη της αλλά,
αντίθετα, καυχιέται για το θάρρος το οποίο έδειξε, αλλά και για την αφαίρεση του
προκαλύμματος, που ο Λόγος ονόμασε πέπλο137. Τόσο η νύφη, οσο και ο προφήτης
Ησαΐας αποχτούν λάμψη και λαμπρύνονται μέσα από τον πόνο που προκαλείται σε
αυτούς και έτσι καταλήγουν στην καθαρότητα ώστε να υποδεχτούν τον Λόγο.

Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης τονίζει στο χωρίο αυτό ότι η ψυχή του ανθρώπου
ζητάει το ποθούμενο, αγαπάει το απρόσιτο και επιθυμεί το ακατάληπτο138.
Αισθάνεται πόνο και απελπισία γιατί πιστεύει ότι δεν θα πετύχει αυτό που επιθυμεί
και δεν θα απολαύσει το καλό. Όμως αυτό που της προκαλεί τελικά χαρά είναι η
αντίληψη πώς η συνεχής αναζήτηση του Θείου αποτελεί τελικά την πραγματική
απόλαυση του ποθουμένου. Σχετικά με τον πόνο που προκαλείται από εξωτερικούς
παράγοντες, εάν η ψυχή δεν τον λάβει υπόψη, δεν ασχοληθεί με αυτόν και δεν
απελπιστεί, τότε θα διαπιστώσει και θα δει το άπειρο και απερίγραπτο κάλλος του
Θείου και όλο και εντονότερα θα το αναζητά139. Ο άγ. Γρηγόριος αναφέρεται σχετικά
στη στάση της αδελφής του, οσίας Μακρίνας, η οποία ενώ ο πυρετός κατέκαιγε το

134
Εις την επιγραφήν των ψαλμών, Κεφ. Α΄, PG 44, 433C: «Οὐκοῦν ὅρος ἐστὶ τῆς ἀνθρωπίνης
μακαριότητος ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις».
135
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙB΄, PG 44, 1029A: «Εὕροσάν με οἱ φύλακες
οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει, ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με, ἦραν τὸ θέριστρον ἀπ' ἐμοῦ οἱ φύλακες τῶν
τειχέων».
136
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙB΄, PG 44, 1036D: «…καὶ δι' ἑνὸς τῶν
Σεραφὶμ ἐπεβλήθη τῷ στόματι τοῦ προφήτου διάπυρος ἄνθραξ, οὗ γενομένου οὐ τὰ χείλη μόνον ἀλλὰ
καὶ ἡ ἀκοὴ πρὸς τὴν τοῦ λόγου ὑποδοχὴν καθαρίζεται».
137
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙB΄, PG 44, 1037A: «Ὡς ὡς οὖν ὁ προφήτης
διὰ τοῦ ἄνθρακος οὐχὶ ἀλγύνεται καιόμενος, ἀλλὰ δοξάζεται λαμπρυνόμενος, οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἡ
νύμφη, οὐκ ὀδύνην ἐκ τῆς πληγῆς αἰτιᾶται, ἀλλ' ἐπικαυχᾶται τῇ τῆς παρρησίας προσθήκῃ ἐν τῇ
ἀφαιρέσει τοῦ προκαλύμματος, ὃ θέριστρον ὁ λόγος ὠνόμασεν».
138
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙB΄, PG 44, 103CB: «ἡ γὰρ ἐξελθοῦσα ψυχὴ ἐν
τῷ λόγῳ αὐτοῦ καὶ ζητοῦσα μὲν τὸν οὐχ εὑρισκό μενον, ἀνακαλοῦσα δὲ τὸν τῇ σημασίᾳ τῶν ὀνομάτων
ἀνέφικτον διδάσκεται παρὰ τῶν φυλάκων ὅτι τοῦ ἀνεφίκτου ἐρᾷ καὶ τοῦ ἀκαταλήπτου ἐφίεται».
139
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, Λόγος ΙB΄, PG 44, 1037C: «Ὡς οὖν περιείλετο τῆς
ἀνελπιστίας τὸ θέριστρον καὶ εἶδε τὸ ἀόριστόν τε καὶ ἀπερίγραπτον τοῦ ἀγαπωμένου κάλλος ἐν πάσῃ
τῇ ἀϊδιότητι τῶν αἰώνων κρεῖττον ἀεὶ εὑρισκόμενον, ἐν σφοδροτέρῳ τείνεται πόθῳ…».

32
σώμα της και την οδηγούσε προς το φυσικό θάνατο, η ίδια διατηρούσε το νου της
διαυγή χωρίς καθόλου να επηρεάζεται από μια τόσο βαριά ασθένεια140. Η οσία
Μακρίνα μηχανεύοταν τρόπους να σκορπίζει τον πόνο της ψυχής των οικείων
προσώπων της, αποβλέποντας στην αδυναμία της διάνοιάς τους να διώξουν τη
θλιβερή προσδοκία141. Ο πόνος αντί να λυγίσει την ανθρώπινη φύση της είχε επιφέρει
το αντίθετο αποτέλεσμα142.

5.2.2 Η πνευματική λύπη ως οδός προς τη μακαριότητα στον άγιο


Γρηγόριο Νύσσης.

Ο άγ. Γρηγόριος στον τρίτο λόγο του «εις τους μακαρισμούς», αναφέρεται
στην πνευματική λύπη και τη σημασία της στην οδό προς τη μακαριότητα του
ανθρώπου. Είναι εμφανές ότι κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στη λύπη, η οποία
συνδέεται με την απώλεια αγαθών που αφορούν τον παρόντα κόσμο. Όπως τονίζει
μια τέτοια λύπη εμπεριέχει τον κίνδυνο να αφομοιωθεί από ένα πονηρό πάθος 143. Η
λύπη που οδηγεί στη μακαριότητα είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, η θλίψη του
ανθρώπου ενώπιον του Θεού εξ αιτίας των αμαρτιών του. Η λύπη αυτή στην
ορολογία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι γνωστή ως «πένθος» και περιέχει τη
συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας και τη συντριβή, στοιχεία που την
χαρακτηρίζουν. Ακολούθως αναφερόμενος στη διδασκαλία του Απ. Παύλου ο οποίος
βεβαιώνει «ότι υπάρχει λύπη κατά κόσμο και λύπη κατά Θεό»144, υποστηρίζει ότι
«είναι δυνατό εύκολα να εκτιμήσουμε ως ευτυχείς εκείνους που κλαίνε για τις
εκτροπές και τις αμαρτίες τους, καθώς επίσης να ονομάσει κάποιος ευτυχισμένη μια

140
Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, PG, 46, 997C: «Τοιοῦτόν τι καὶ ἐπὶ τῆς μεγάλης ἑώρων ἐκείνης,
τοῦ πυρετοῦ πᾶσαν τὴν δύναμιν αὐτῆς κατα φρύγοντος καὶ πρὸς τὸν θάνατον συνελαύνοντος, καθάπερ
δρόσῳ τινὶ τὸ σῶμα ἑαυτῆς ἀναψύχουσα, οὕτως ἀπαραπόδιστον εἶχεν ἐν τῇ περὶ τῶν ὑψηλῶν θεωρίᾳ
τὸν νοῦν, οὐδὲν ὑπὸ τῆς τοσαύτης ἀρρωστίας παραβλαπτόμενον».
141
Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, PG, 46, 981C: «Ἡ δὲ πρὸς τὸ ἀσθενὲς ἡμῶν τῆς διανοίας
βλέπουσα παράγειν ἡμᾶς ἐκ τῆς κα τηφεστέρας ἐλπίδος ἐμηχανᾶτο, πάλιν τοῖς καλοῖς ἐκείνοις λόγοις
διαχέουσα τῆς ψυχῆς τὸ λυπούμενον ἐν λεπτῷ τὸ λοιπὸν καὶ συνεχομένῳ τῷ ἄσθματι».
142
Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, PG, 46, 981D- 984A: «Τὸ γὰρ μηδὲ ἐν ἐσχάταις ἀναπνοαῖς αὐτὴν
οὖσαν παθεῖν τινα ξενισμὸν ἐπὶ τῇ ἐλπίδι τῆς μεταστάσεως μηδὲ δειλιάσαι πρὸς τὸν χωρισμὸν τῆς
ζωῆς, ἀλλ' ὑψηλῇ τῇ διανοίᾳ τοῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῇ περὶ τοῦ τῇδε βίου κεκριμένοις μέχρι τῆς ἐσχάτης
ἐμφιλοσοφεῖν ἀναπνοῆς οὐκέτι μοι ἐδόκει τῶν ἀνθρωπίνων εἶναι, ἀλλ' οἷον ἀγγέλου τινὸς οἰκονομικῶς
ἀνθρωπίνην ὑπελθόντος μορφήν, ᾧ μηδεμιᾶς οὔσης πρὸς τὸν ἐν σαρκὶ βίον συγγενείας ἢ οἰκειώσεως
οὐδὲν ἀπεικὸς ἐν ἀπαθείᾳ τὴν διάνοιαν μένειν, μὴ καθελκούσης τῆς σαρκὸς πρὸς τὰ ἴδια πάθη».
143
Jean- Claude Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τ. 1, μετάφρ. Χρίστος Κούλας,
(Αθήνα: Αποστολική Διακονία, 2008), 199-214.
144
Β' Κορ. 7:10.

33
τέτοια διάθεση της καρδιάς, η οποία αναγνωρίζει το κακό και θρηνεί για την
αμαρτωλή ζωή»145. Είναι εμφανές ότι ο Γρηγόριος ταυτίζεται με την άποψη του Απ.
Παύλου ότι « η κατά κόσμον λύπη οδηγεί στο θάνατο, ενώ η κατά Θεόν οδηγεί στη
σωτηρία»146. Ο Χριστός αποκαλεί ευτυχισμένους, όχι όσους κλαίνε και πονούν
γενικά, αλλά όσους υποφέρουν λόγω επίγνωσης της αμαρτωλότητάς τους. Αντίθετα,
όσοι θρηνούν ή πονούν για τον παρόντα αιώνα και την τωρινή ζωή κινούνται
επικίνδυνα προς τον θάνατο.

Επιπλέον, ο Γρηγόριος σε ότι αφορά την πνευματική λύπη, όπως προκύπτει


από τη συνέχεια του σχολιασμού του στο ίδιο έργο του, δεν περιορίζει το μακαρισμό
μόνο σε όσους κλαίνε για τις αμαρτίες τους. Κάτι τέτοιο θα απέκλειε από τη
μακαριότητα όσους επειδή δεν αμάρτησαν, δεν πάσχουν, δεν πόνεσαν, δεν
αρρώστησαν και γι’ αυτό δεν κατέφυγαν στο πένθος της μετανοίας147. Το άτοπο εδώ
βρίσκεται στο γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή, θα ήταν προτιμότερο να αμαρτάνει
κάποιος παρά να μείνει αψεγάδιαστος, αν η χάρη του αγίου Πνεύματος αποτελούσε
αποκλειστικά προνόμιο όσων βιώνουν το «πένθος» της συναίσθησης της
αμαρτωλότητας148. Αναφέρει λοιπόν μια ακόμα σημασία του πόνου την οποία
συναντάμε σε εκείνον «ο οποίος έχει κατανοήσει τα πραγματικά αγαθά και
ταυτόχρονα έχει αντιληφθεί την αθλιότητά του»149. Αυτός ο άνθρωπος θεωρείται
βυθισμένος στη θλίψη διότι απώλεσε αυτό το αγαθό. Εδώ, ο άγ. Γρηγόριος
αναφέρεται στο αγαθό το οποίο συνέδεε τον άνθρωπο στον παράδεισο με την
αρχέγονη προπτωτική φύση του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το αγαθό
αυτό που είχε ο άνθρωπος στην κατοχή του, ακριβές αντίγραφο του θεϊκού
πρωτοτύπου, φαίνεται να έχει υποστεί κάποιον ακρωτηριασμό. Αυτό τα αγαθό
βρισκόταν στον άνθρωπο με την αφθαρσία και τη μακαριότητα. Υποστηρίζει ότι η
αυτονομία, η απουσία θλίψης και μόχθου και η οικειότητα με το Θεό υπήρξαν τα

145
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG, 44, 1220D. «τὴν δὲ ἑτέραν, σωτηρίαν ἐκ μετα νοίας τοῖς
λυπουμένοις ἐργάζεσθαι. Τῷ ὄντι γὰρ οὐκ ἔξω τοῦ μακαρίζεσθαι τὸ τοιοῦτον τῆς ψυχῆς πάθος ἐστὶν,
ὅταν ἐν αἰσθήσει γενομένη τοῦ χείρονος, τὸν ἐν κακίᾳ βίον ἀπολοφύρηται».
146
Β' Κορ. 7: 10.
147
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG 44, 1221D: «Ἆρα ἔξω τῆς μακα ριότητος εἶναι ὁ λόγος αὐτοὺς
ὑποθήσεται, τοὺς μήτε τὴν ἀρχὴν νενοσηκότας, μήτε τοῦ φαρμάκου τούτου, λέγω δὲ τοῦ ἐκ μετανοίας
πένθους, εἰς χρείαν ἐλθόν τας; Ἢ ἄτοπον εἴη τοὺς τοιούτους τῆς θείας μακαριότητος ἀποβλήτους
οἴεσθαι, ὅτι μήτε ἥμαρτον, μήτε πένθει τὴν ἁμαρτίαν ἰάσαντο;».
148
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG 44, 1221D- 1223A: «Ἢ οὕτω γ' ἂν εἴη τὸ ἁμαρτάνειν τοῦ
ἀναμαρτήτως ζῇν προτιμότερον, εἰ μόνοις τοῖς μετανοοῦσιν ἡ τοῦ Παρακλήτου χάρις
ἀποκεκλήρωται;».
149
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG 44, 1224D- 1225A: «ὁ τὸ ἀληθῶς ἀγαθὸν κατιδεῖν ἰσχύσας,
ἔπειτα τὴν πτωχείαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κατανοήσας, ἐν συμφορᾷ τὴν ψυχὴν πάντως ἕξει, τῷ μὴ
εἶναι ἐν τῷ ἀγαθῷ ἐκείνῳ τὸν παρόντα βίον, πένθος ποιούμενος».

34
κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του150. Καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα
ότι η λύπη δεν είναι μακάρια από μόνη της, αλλά γίνεται μακάρια εξαιτίας του
αποτελέσματος που επιφέρει σε εμάς. Αυτού του είδους η λύπη ενθαρρύνει την ψυχή
στην αναζήτηση του πραγματικού αγαθού χωρίς να πνίγεται στις απάτες της
παρούσας ζωής151. Η λύπη και τα δάκρυα που την εξωτερικεύουν οδηγούν προς τη
μακαριότητα, με την προϋπόθεση να αντιστοιχεί στο πένθος που βιώνει ο άνθρωπος ο
οποίος παραμένει μακριά από το Θεό και δεν είναι ολότελα ακόμα ενωμένος μαζί
Του, όπως υπογραμμίζει και ο Εφραίμ ο Σύρος152. Πρόκειται για το πένθος το οποίο
απορρέει από τη συνειδητοποίηση της απόστασης που μας χωρίζει από τη Βασιλεία
των Ουρανών153. Αυτό το πένθος ο Γρηγόριος το ονομάζει «σωτήριο», θεωρεί τη
λύπη που πηγάζει από αυτό ωφέλιμη και την αντιπαραβάλει με τα ανώφελα και
άσκοπα δάκρυα όσων πενθούν χωρίς να χρησιμοποιούν αυτό το λυπηρό συνάισθημα
«ως μέσο κάθαρσης από την από την κακία που μας έχει προκαταλάβει και και ως
εφόδιο για την μετουσία των αγαθών που ελπίζουμε»154.

5.2.3 Ο πόνος ως αφετηρία ταπείνωσης

Ο Νύσσης αναλύοντας τον πρώτο μακαρισμό του Κυρίου αναφέρει ότι η


ταπεινοφροσύνη είναι σύμφυτη και συντροφεύει αυτούς οι οποίοι θεωρούν ότι είναι
χοϊκοί άνθρωποι155. Για να επιτευχθεί δεν είναι καθόλου εύκολο και χρειάζεται πολύς
κόπος. Για το λόγο αυτό αποτελεί το πιο επίπονο κατόρθωμα από όλες τις άλλες
αρετές156. Αυτό συμβαίνει διότι ρίζωσε στον άνθρωπο το ζιζάνιο της υπερηφάνειας,
το οποίο είναι ο βασικός σπόρος του εχθρού εναντίον μας. Και επειδή με την
150
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG 44, 1225D: «καὶ τοσοῦτον ἦν ἐν τῇ φύσει ἡμῶν ἐκεῖνο τὸ
ἀγαθὸν τὸ ὑπὲρ πᾶν νόημα, ὡς ἄλλο ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινον εἶναι δοκεῖν, τῇ ἀκριβεστάτῃ ὁμοιώσει
κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου μεμορφωμένον. Ἃ γὰρ νῦν περὶ ἐκείνου στοχαστικῶς θεωροῦμεν,
ταῦτα πάντα καὶ περὶ τὸν ἄνθρωπον ἦν, ἀφθαρσίᾳ τε καὶ μακαριότητι· καὶ τὸ αὐτοκρατὲς καὶ τὸ
ἀδέσποτον, τό τε ἄλυπον καὶ ἀπραγμάτευτον τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἐν θειοτέροις διαγωγή».
151
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ´, PG 44, 1228C: «Τοῦτο οὖν ἔοικεν ἐν ἀποῤῥήτῳ διδάσκειν ὁ
μακαρίζων τὸ πένθος, τὸ πρὸς τὸ ἀληθινὸν ἀγαθὸν τὴν ψυχὴν βλέπειν, μηδὲ τῇ παρούσῃ ἀπάτῃ τοῦ
βίου καταβαπτίζεσθαι».
152
Εφραίμ Σύρος, Άπαντα, Ομιλίαι εις Ησαϊαν, PG 26, 10.
153
Λόγος προς Δημήτριον μονάζοντα περί κατανύξεως, PG 47, 393-410.
154
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 537BC.
155
Μτ. 5:1-3: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αυτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
156
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος A´, PG 44, 1200D-1201A: «…ἡ δὲ ταπεινότης συμφυής τις ἡμῖν ἐστι
καὶ σύντροφος τοῖς χαμαὶ ἐρχομένοις, καὶ ἐκ γῆς τὴν σύστασιν ἔχουσιν, καὶ εἰς γῆν καταῤῥέουσιν· ἐν
τῷ κατὰ φύσιν σὺ καὶ δυνατῷ τὸν Θεὸν μιμησάμενος, τὴν μακαρίαν αὐτὸς ὑπέδυς μορφήν. Καὶ μηδεὶς
ἄπονον οἰέσθω, καὶ μετὰ ῥᾳστώνης ἐκποριζόμενον τὸ τῆς ταπεινοφροσύνης κατόρθωμα. Τὸ ἐναντίον
μὲν οὖν παντὸς οὑτινοσοῦν τῶν κατ' ἀρετὴν ἐπιτηδευομένων, τὸ τοιοῦτόν ἐστιν ἐπιπονώτερον» .

35
υπερηφάνεια ο διάβολος γκρέμισε τον εαυτό του από την αγγελική του κατάσταση,
έτσι με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να πάρει μαζί στην πτώση του και το ανθρώπινο
γένος157.

Επειδή λοιπόν το πάθος αυτό της υπερηφάνειας είναι φυτεμένο σε καθένα που
μετέχει της ανθρώπινης φύσεως, ο Κύριος, θέλοντας να διώξει από τη φύση μας την
υπερηφάνεια, μας συμβουλεύει να μιμηθούμε τον Χριστό ο οποίος έγινε φτωχός
εκουσίως, που είναι αληθινά μακάριος158. Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης τονίζει ότι αυτό
πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι ο Ιησούς Χριστός, παρόλο που ήταν Θεός, δεν
θεώρησε την ισότητά του με το Θεό ως αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε
όλα και πήρε τη μορφή του δούλου159. Ο καθαρός και αμόλυντος καταδέχεται την
ακαθαρσία της ανθρωπίνης φύσης μας και περνώντας από όλη τη φτώχεια μας,
φτάνει στο σημείο να υποστεί και το θάνατο. Η Ζωή γεύεται το θάνατο, ο Κριτής
οδηγείται στην κρίση, ο Κύριος της ζωής των πάντων υπόκειται στην ψήφο του
δικαστή. Ο βασιλιάς όλης της υπερκόσμιας δύναμης δεν απωθεί τα χέρια των δημίων
του. Αυτά είναι τα μέτρα της ταπεινοφροσύνης160. Γιατί αν συμμεριστεί ο άνθρωπος
τη φτώχεια του Κυρίου, θα συμμεριστεί και τη βασιλεία του 161. Είναι εμφανές ότι ο
άγ. Γρηγόριος θεωρεί τα πάθη που συνοδεύουν τη ζωή κάθε ανθρώπου ως αφορμή
προσωπικής ταπείνωσης, ως μίμηση του τρόπου του ίδιου του Χριστού και, τελικά,
ως αφετηρία πνευματικής ανάβασης.

157
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος A´, PG 44, 1201A: «Ὅτι καθεύδοντος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ τὰ καλὰ
σπέρματα δεξαμένου, τὸ κεφάλαιον τῆς ἐναντίας σπορᾶς παρὰ τοῦ ἐχθροῦ τῆς ζωῆς ἡμῶν τὸ τῆς
ὑπερηφανίας ἐῤῥιζώθη ζιζάνιον. Δι' ὧν γὰρ ἐκεῖνος ἑαυτὸν εἰς γῆν κατέῤῥαξεν, τῷ αὐτῷ τρόπῳ τὸ
δείλαιον γένος τὸ ἀνθρώπινον πρὸς τὸ κοινὸν πτῶμα ἑαυτῷ συγκατέβαλεν· καὶ οὐδέν ἐστιν ἄλλο τῆς
φύσεως ἡμῶν τοιοῦτον κακὸν, ὡς τὸ δι' ὑπερηφανίας».
158
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α´, PG 44, 1201ΑΒ: «Ἐπεὶ οὖν ἐμπέφυκέ πως τὸ κατὰ τὴν ἔπαρσιν
πάθος παντὶ σχεδὸν τῷ κοινωνοῦντι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, …ἐν τῷ συμβουλεύειν μιμήσασθαι τὸν
ἑκουσίως πτωχεύσαντα, ὅς ἐστιν ἀληθῶς μακάριος».
159
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α´, PG 44, 1201B: «Τοῦτο γὰρ φρονείσθω, φησὶν, ἐν ὑμῖν, ὃ καὶ ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ· ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρ χων, οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ· ἀλλ' ἑαυτὸν
ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών».
160
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α´, PG 44, 1201C: «ὁ καθαρὸς καὶ ἀκήρατος, τὸν τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως καταδέχεται ῥύπον, καὶ διὰ πάσης τῆς πτωχείας ἡμῶν διεξελθὼν μέχρι τῆς τοῦ θανάτου
πρόεισι πείρας. Ὁρᾶτε τῆς ἑκουσίου πτωχείας τὸ μέτρον. Ἡ ζωὴ θανάτου γεύεται· ὁ Κριτὴς εἰς
κριτήριον ἄγεται· ὁ τῆς ζωῆς τῶν ὄντων Κύριος ἐπὶ τῇ ψήφῳ τοῦ δικάζοντος γίνεται· ὁ πάσης τῆς
ὑπερκοσμίου δυνάμεως Βασιλεὺς τὰς τῶν δημίων οὐκ ἀπωθεῖται χεῖρας. Πρὸς τοῦτό σοι, φησὶ, τὸ
ὑπόδειγμα, τὸ τῆς ταπεινοφροσύνης βλεπέτω μέτρον».
161
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α´, PG 44, 1208C: «Ἐὰν πτωχεύσαντι συμπτωχεύσῃς, καὶ
βασιλεύοντι συμβασιλεύσεις».

36
5.2.4 Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας του πόνου

Ο Γρηγόριος θέλοντας να παρουσιάσει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του πόνου


αρχικά παραθέτει ένα παράδειγμα από τη σχολική ζωή ενός παιδιού στο έργο του
«προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι». Συγκεκριμένα, αναφέρει πως ο μαθητής με
κάθε τρόπο, λόγο και έργο μιμείται ό,τι του παραδώσει ο δάσκαλός του. Και αν
κάπου τεμπελιάσει και τιμωρηθεί με τη βέργα, δεν εξεγείρεται για τα χτυπήματα,
ούτε εγκαταλείπει τον δάσκαλο σπάζοντας τις πλάκες και τα κοντύλια. Αυτό που
κάνει είναι να κλάψει λίγο εξαιτίας του πόνου και κατόπιν συνεχίζει τα μαθήματά
του. Αυτή όμως η τιμωρία του δεν τον αποθαρρύνει αλλά, αντίθετα, γίνεται
προθυμότερος στη μελέτη και όχι αμελέστερος. Βέβαια, εάν δείξει κάποια αδιαφορία,
του επιβάλλεται να μείνει νηστικός και καταδικάζεται σε νηστεία εξαιτίας της
οκνηρίας του. Άλλη τιμωρία που του επιβάλλεται είναι να μείνει μόνος του στο
σχολείο, ενώ οι συμμαθητές του φεύγουν για φαγητό. Και αυτή όμως την τιμωρία του
την εκτελεί με ευλάβεια, τηρώντας ό,τι του έχει επιβληθεί162.

Σε αντίθεση με τον μαθητή του παραδείγματος, ο χριστιανός ενεργεί εντελώς


διαφορετικά. Δηλαδή, όταν ο ιερέας του διορθώνει κάποιο λάθος με αυστηρότητα
που αποτυπώνεται στη φωνή και το πρόσωπό του, ο χριστιανός του αντιμιλά,
μουρμουρίζει και δυασανσχετεί τριγυρνώντας στην αγορά και στις πλατείες. Και σε
περίπτωση που αποκλειστεί από την Εκκλησία, περιφρονεί την προσευχή και
αποκόπτεται έτσι και από το λαό και από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Βέβαια,
μερικές φορές, ακόμα και εάν δεν αποκλειστεί, απομακρύνεται οικειοθελώς από την
Εκκλησία, ενώ εάν έχει οργιστεί και με τον επίσκοπο τότε αποστρέφεται και τον
Θεό163. Ο Νύσσης τονίζει ότι σε αυτούς τους χριστιανούς είναι ανάγκη να ειπωθεί το
ρητό του αποστόλου Παύλου όταν ονομαζόνταν ακόμα Σαύλος: «είναι σκληρό για

162
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 312Α: «…παντὶ δὲ τρόπῳ καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ
μιμεῖται τοῦ καθηγητοῦ τὴν παράδοσιν. Ἂν δέ που καὶ ῥᾳθυμῆσαν ἀποτυμπανισθῇ τῷ σκύτει, οὐ
θρασύνεται τῇ πληγῇ, οὐδὲ τὰς δέλτους τῷ διδασκάλῳ περιῤῥῆξαν ἀποφοιτᾷ· ἀλλ' ἐπ' ὀλίγον τῇ
ἀλγηδόνι πικρὸν ἐπιστάξαν τὸ δάκρυον, ἔχεται τῶν μαθημάτων, καὶ συντονώτερον περὶ τὴν μελέτην,
ἀλλ' οὐκ ἀμελέστερον γίνεται. Ἄλλοτε πάλιν ὀλιγωρήσας ὡς νέος, κελεύεται μένειν ἀπόσιτος, καὶ τῷ
λιμῷ τὴν ῥᾳθυμίαν καταδικάζεται. Παραμένει δὲ τῷ διδασκαλείῳ καὶ μόνος, τῶν ἄλλων παίδων
ἀναχωρησάντων ἐπ' ἄριστον, τηρῶν τὸ πρόσταγμα σὺν εὐλαβείᾳ πολλῇ».
163
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 312Α: «Ὁ Χριστιανός δέ οὐχ οὓτως ὁ
ἀκούσας…ἀλλ' ὅταν αὐστηρότερον ἴδῃ τὸν ἱερέα σχήματι καὶ φωνῇ διορθούμενον τὸ πλημμέλημα,
προφανῶς ἀντιλέγει, καὶ ὑπ' ὀδόντα γογγύζει, καὶ περινοστῶν τὴν ἀγορὰν καὶ τὰ ἄμφοδα λοιδορεῖται.
Κἂν τῆς ἐκκλησίας ἀπο κλεισθῇ, καταφρονεῖ τῆς εὐχῆς, ἀπροσποιήτως τοῦ λαοῦ καὶ τῶν μυστηρίων
ἀποτεμνόμενος· ἢ τυχὸν οὐδὲ ὑποβληθεὶς ταύτῃ τῇ τιμωρίᾳ, ἑαυτὸν τῆς ἐκκλησίας ἀπάγει, διὰ τὴν
ὀργὴν τὴν πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, καὶ τὸν Θεὸν καὶ Δεσπότην ἀποστρεφόμενος».

37
σένα άνθρωπε να κλωτσάς επάνω σε καρφιά»164. Ο Νύσσης συνεχίζει δίνοντας
συμβουλές προς αυτόν τον χριστιανό. Συγκεκριμένα, του λέει ότι όποιος χωρίζεται
από τον ήλιο ζει στο σκοτάδι και στο ζόφο. Γι’ αυτό πρέπει να επιστρέψει στην
αρχική του κατάσταση. Αυτό μπορεί να το επιτύχει ο άνθρωπος με τη μετάνοιά
του165. Συνεχίζοντας ο Γρηγόριος προτρέπει τον πιστό να λυγίσει τον τράχηλό του
και να σκύψει στις εντολές όπως στο ζυγό. Γιατί όποιος υποχωρεί και λυγίζει
ορθώνεται πάλι. Ο αγ. Γρηγόριος χρησιμοποιεί τη ρήση του Απ. Παύλου: «όποιον
αγαπά Κύριος τον παιδεύει και μαστιγώνει όποιον παραδέχεται ως γιο του»166. Κατά
προσομοίωση αυτής της ρήσης ο χριστιανός που κοπιάζει, πάσχει και πονά ομοιάζει
με τις ρίζες της παιδείας , οι οποίες ενώ είναι πικρές αποδίδουν καρπούς γλυκύτερους
από το μέλι167. Ομοίως μέσα από κάθε πόνο, θλίψη και πάθος ο χριστιανός αναμένει,
πιστεύει και ελπίζει στην τελική δικαίωση.

Για το λόγο αυτό για τον ασκούμενο απαραίτητος είναι ο μόχθος, ενώ ο
οδηγός του πρέπει να είναι τραχύς και να χτυπά168. Όμως, ο οδηγός δεν χτυπάει τον
μαθητή επειδή τον θεωρεί δούλο, αλλά επειδή τον θεωρεί ελεύθερο. Γιατί η γενιά του
βρίσκεται στις ρίζες της Σάρας, της ελεύθερης συζύγου και όχι στη δούλη Άγαρ. Και
ο οδηγός τον σέβεται σαν να ήταν υιός της ελεύθερης και δεν τον περιφρονεί σαν να
ήταν υιός της δούλης. Για το λόγο αυτό τον επιπλήτει όταν κάνει λάθος και δεν
βασανίζει το σώμα του, αλλά στενεχωρεί την ψυχή του. Στο σημείο αυτό ο Νύσσης
αναρωτιέται: εάν δεν χρησιμοποιήσει όλα τα προαναφερόμενα πώς θα ήταν δυνατόν
ο μαθητής να παιδευτεί; Γιατί ο λόγος του δασκάλου είναι δύσκολος καθώς και η
διδασκαλία της αρετής και αυτό που απαιτείται είναι να οικονομεί ο δάσκαλος τα
πράγματα με τέτοιους ποικίλλους τρόπους, ώστε αυτά να προσαρμόζονται στο
χαρακτήρα του κάθε χριστιανού169.

164
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 312Β: «Λεκτέον δὲ τῷ τοιούτῳ τὸ πρὸς Παῦλον
λεχθὲν, ἡνίκα ἔτι Σαῦλος ἐτύγχανε· «Σκληρόν σοι, ἄνθρωπε, πρὸς κέντρα λακτίζειν».
165
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 312BC: «λόγισαι ὅτι ὁ τοῦ ἡλίου χωριζόμενος, ἐν
σκότει καὶ ζόφῳ διάγει τὸν βίον· εἴτε ἀπεβλήθης τῶν εὐχῶν ὡς ἀνάξιος, ἀνακάλεσαι τῇ μετανοίᾳ τὴν
πρώτην κατάστασιν».
166
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 313Α: «Κάμψον οὖν τὸν αὐχένα, εἶξον ὡς ζυγῷ τοῖς
προστάγμασι· τὸ σκληρὸν ἀποῤῥήγνυται, τὸ εἶκον καὶ καμπτόμενον ὀρθοῦται».
167
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 313ΑB.
168
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 313B: «Καὶ διὰ τοῦτο χρεία τῷ μὲν ἀσκουμένῳ τοῦ
μοχθεῖν, τῷ δὲ ἀσκοῦντι καὶ πληγῆς καὶ τραχύτητος».
169
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 313BC: «Οὐ γὰρ τύπτομέν σε ὡς οἰκέτην, ἀλλὰ
παιδεύομέν σε ὡς ἐλεύθερον· σοὶ γὰρ ἐκ τῆς Σάῤῥας τῆς ἐλευθέρας τὸ γένος, οὐκ ἐκ τῆς Ἄγαρ τῆς
δούλης. Αἰδούμεθά σε ὡς υἱὸν τῆς ἐλευθέρας, οὐκ ἀτιμάζομεν ὡς γέννημα τῆς παιδίσκης. Διὰ τοῦτο
ταῖς ἐλευθερίοις ἐπιτιμήσεσι λυποῦμέν σε πλημμελοῦντα, οὐ σῶμα ξαίνοντες, ἀλλὰ ψυχὴν ἀνιῶντες.
Ἂν δὲ καὶ τούτου φειδώμεθα, πῶς σε παιδεύσομεν; Δυσμεταχείριστός ἐστιν ὁ διδασκαλικὸς λόγος, καὶ

38
Οι ποικίλλοι αυτοί τρόποι είναι πολλοί. Στον υπάκουο και ευάγωγο δηλαδή,
αρμόζει ο πράος και μαλακός λόγος. Και επειδή δεν μεταχειρίζεται ο δάσκαλος κατά
Θεόν βέργες και δεν είναι αδιάφορος προς αυτόν, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να
προσαρμόζει τον λόγο του με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι κατάλληλος προς τον
καθένα. Και όπως τα φαγητά με μικρές προσθήκες των αρτυμάτων μεταβάλλουν την
ποιότητά τους και από πικρά γίνονται γλυκά, ενώ από γλυκά πικρά, έτσι και ο λόγος
των διδασκάλων με την προσθήκη των διαφόρων τρόπων μεταμορφώνεται για τις
διάφορες ανάγκες, ώστε να βρεθεί ό, τι είναι κατάλληλο να θρέψει τον καθένα170.

Επίσης, ο άγ. Γρηγόριος στην ενδέκατη ομιλία του στο Άσμα Ασμάτων,
αναφέρεται στον παιδαγωγικό χαρακτήρα του πόνου. Επικαλόυμενος τη ρήση του
Ευαγγελιστή Λουκά «να έχετε ζωσμένη τη μέση σας και τα λυχνάρια σας
αναμμένα»171, ο Γρηγόριος υποστηρίζει ότι η αίσθηση του πόνου εμποδίζει από τη
βύθιση στο λήθαργο του μη όντος. Η έντονη αίσθηση του φωτός δεν επιτρέπει την
άνεση του ύπνου, ενώ η αίσθηση του πόνου που προκαλεί το σφίξιμο της ζώνης δεν
εμποδίζει το σώμα από το λήθαργο και τον ύπνο172. Η αλληγορική σημασία του
λόγου του προφανής, καθώς θέλει τονίσει ότι η αίσθηση του πόνου θεραπεύει τη
σχέση μας με το Θεό καθώς δεν επιτρέπει τη νοθρώτητα, το λήθαργο και την
αδράνεια που θα μας απομάκρυναν ενδεχομένως από αυτόν.

5.2.5 Μετατροπή του πόνου σε χαρά, παραμυθία

Ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης σε απάντηση της επιστολής που έστειλε ο Οτρηίος,


επίσκοπος Μελιτηνής αναφέρει πως οι επιστολές που του έχει στείλει τον
χαροποίησαν πολύ γιατί μέχρι τώρα στη ζωή του ταιριάζει ο λόγος του προφήτη ο

ἡ ἀγωγὴ τῆς ἀρετῆς, καὶ ποικίλην ἐπιζητεῖ τὴν τῆς ἐπιστασίας οἰκονομίαν, τοῖς ὑποκειμένοις ἤθεσιν
ἑαυτὴν προσαρμόζουσα».
170
Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι, PG 46, 313CD: «Ἔστι τις εὐπειθὴς καὶ τὴν γνώμην
εὐάγωγος; τούτῳ ὁ πρᾶος καὶ ἁπαλὸς ἁρμόζει λόγος. Ἄλλος σκληρὸς καὶ ἀνάγωγος; μαστίγων χρῄζει.
Τί οὖν ποιήσομεν, ἐπειδὴ ῥάβδους οὐ μεταχειριζόμεθα; καταλείψομεν αὐτὸν ἀπρονόητον; Οὐχ οὕτως.
Ἀλλὰ τὸν αὐτὸν λόγῳ μεταῤῥυθμίσομεν εἰς ἄλλο σχῆμα ὑποκειμένῃ χρείᾳ κατάλληλον· καὶ ὥσπερ τὰ
ὄψα τῇ μικρᾶ προσθέσει τῶν ἀρτυμάτων πρὸς τὰς ἐναντίας ποιότητας διαμείβεται, ἀπὸ τοῦ στύφοντος
εἰς τὸ γλυκὺ, καὶ ἀπὸ τοῦ γλυκέος εἰς τὸ στύφον μεταβαλλόμενα· οὕτως καὶ ὁ ἡμέτερος λόγος τῇ
προσθήκῃ τῶν σχημάτων πρὸς διαφόρους χρείας μετατυποῦται, ἵν' ἐπινοηθῇ ἑκάστου τὸ τρόφιμον».
171
Λκ. 12:35.
172
Εξήγησις ακριβής εις το Άσμα Ασμάτων, Λόγος IAʹ, PG 44, 996C: «τοῖς τε γὰρ ὀφθαλμοῖς τὸ φῶς
ἐμφαινόμενον ἀποσοβεῖ τῶν ὀμμάτων τὸν ὕπνον καὶ ἡ ὀσφῦς διεσφιγμένη διὰ τῆς ζώνης ἀπαράδεκτον
τοῦ ὕπνου παρασκευάζει τὸ σῶμα οὐ προσιεμένης τὴν ἐκ τοῦ ὕπνου ἄνεσιν τῆς τῶν πόνων
αἰσθήσεως».

39
οποίος λέει ότι «ανάλογα με το πλήθος των πόνων της καρδιάς μου εύφρανον την
ψυχή μου οι παρηγορίες του Θεού»173. Έτσι, η αναγγελία του ερχομού του Οτρήιου
έκανε τον Νύσσης να γράφει ότι όλα άλλαξαν και ο έσχατος πόνος μεταβλήθηκε σε
χαρά174.

Επίσης, για να μεταβληθεί η θλίψη σε παραμυθία, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης


προτείνει οι ακροατές του να κάνουν αυτό που κάνει και ένας γιατρός. Δηλαδή, όταν
ο γιατρός πηγαίνει σε έναν τραυματία, όχι απλώς αδιαφορεί για το πώς θα
ευχαριστήσει τον άρρωστο, αλλά με διάφορα φάρμακα καυστικά, κάνει τον άρρωστο
που πονά, να πονάει περισσότερο. Και ο Νύσσης συνεχίζει πώς αυτό που πρέπει να
κάνουν όσοι πενθούν, είναι αυτό που κάνει και η ιατρική του Ευαγγελίου, δηλαδή να
πάρουν το δοχείο του λαδιού από την Αγία Γραφή, δηλαδή τα ρήματά της, και
ακούγοντάς τα να μετατραπεί η θλίψη σε παρρηγορία175.

Το ίδιο προτείνει και στον παραμυθητικό του λόγο «στην Πουλχερία», καθώς
θεωρεί ότι ο πόνος που προέρχεται από το θάνατό της είναι ισχυρότερος από όλους
τους πόνους που έρχονται στη μνήμη. Γιατί όπως λένε οι σοφοί, αν συμπέσουν
ταυτόχρονα σε ένα σώμα δύο πόνοι, αισθητός γίνεται μόνο ο ισχυρότερος. Ο
Γρηγόριος ρωτάει εάν υπάρχει κάποιος με τόσο σιδερένιο ήθος που να μην μπορεί να
δεχτεί χωρίς πόνο αυτό το γεγονός176. Στη συνέχεια αναρωτιέται εάν θα ήταν ορθό να
σταθεί στην υπερβολή της λύπης ή να καταπραΰνει τον πόνο που αισθάνονται όλοι
από τον θάνατο της Πουλχερίας με το να τους εκφράσει κάποιες σκέψεις του. Γιατί
αν και οι γονείς της, ο βασιλιάς Θεοδόσιος και η βασίλισσα Πλακίλλα, αλλά και οι
λοιποί συγγενείς τους δεν ακούνε την εκφώνηση του παρηγορητικού λόγου, παρόλα
αυτά, όσοι θα ακούσουν το λόγο του θα τους τον μεταφέρουν177. Γιατί η ακοή είναι

173
Επιστολή Ι´, PG 46, 1040D: «Οὓτω γάρ ἡμῖν τάχα τό προφητικό ἀρμόζει, ὃτι «κατά τό πλῆθος τῶν
ὀδυνῶν τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ» αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις διά τῆς σῆς ἀγαθότητος τήν ψυχήν ἡμῶν
εὒφραναν…».
174
Επιστολή Ι´, PG 46, 1041A: «Καί εἰ μόνον εὐαγγελισάμενος ἡμῖν τήν παρουσίαν σου τοσοῦτον
ἐφαίδρυνας, ὥστε πάντα ἡμῖν ἐκ τῆς ἐσχάτης ἀλγηδόνος εἰς φαιδράν μεταβληθῆναι κατάστασιν…».
175
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 885CD: «ὥσπερ ἂν εἴ τις ἰατρὸς τραυματίαν
λαβὼν μὴ μόνον ἀμελοίη τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ βρωτικοῖς τισι φαρμάκοις προσεπιτρίβοι τὸν
ὀδυνώμενον. οὐκοῦν ἐπαντλητέον τὸν ἐλαιώδη λόγον τῇ διοιδούσῃ πληγῇ· οἶδε γὰρ καὶ ἡ εὐαγγελικὴ
ἰατρεία τῇ στύψει τοῦ οἴνου καταμιγνύειν τὸ ἔλαιον. Ἐπικλίνωμεν οὖν ὑμῖν παρὰ τῆς γραφῆς λαβόντες
τὸν τοῦ ἐλαίου καμψάκην, ὥς ἐστι δυνατόν, τὸ σκυθρωπὸν τῶν εἰρημένων εἰς παραμυθίαν
παλινῳδήσαντες».
176
Εις Πουλχερίαν Λόγος, PG 46, 865A: «τὸ γὰρ νέον τε καὶ ἡμέτερον ἄλγημα τῶν διὰ τῆς μνήμης
ἀλγυνόντων ἡμᾶς ἐστιν ἐπικρατέστερον. πῶς γὰρ οὐκ ἄν τις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι πάθοι; τίς οὕτως
ἀπαθὴς τὴν ψυχήν; Τίς οὕτω τὸν τρόπον σιδήρεος, ὡς ἀναλγητὶ τὸ συμβὰν δέξασθαι;».
177
Εις Πουλχερίαν Λόγος, PG 46, 864D: «Ἢ καλῶς ἔχει πρὸς τὸ ὑπερβάλλον τοῦ πάθους στῆναι καὶ
καταπραῧναι τῆς πόλεως τὴν ἰδίαν ἀλγηδόνα λογισμοῖς τισι καταφαρμάσσοντα; εἰ γὰρ καὶ μὴ πάντες οἱ

40
μια βασικότατη αίσθηση και όχι λιγότερο διδακτική από την όραση 178. Και από τους
γιατρούς σοφοί είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν την υπερβολή των πόνων με την
τέχνη τους και αναβάλλουν τη θεραπεία των λιγότερο οδυνηρών179. Έτσι, επειδή το
πένθος και ο πόνος νίκησε τόσο πολύ το λογισμό, πρέπει η διάνοια με την επίδραση
του λογικού να δράσει με αντίστροφο τρόπο. Αυτό διότι ελλοχεύει ο κλίνδυνος, εάν
παρακούσουν τη συμβουλή του απόστολου Παύλου να κατακριθούν μαζί με αυτούς
που έχουν απωλέσει την ελπίδα180.

5.3 Η διάκριση, η προέλευση και η αιτία του πόνου κατά


τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης.

5.3.1 Γενικά

Ο άνθρωπος κατά τη δημιουργία του υπήρξε απεικόνισμα του αρχέτυπου


κάλλους, επομένως η φύση του ήταν απαθής καθώς αποτελούσε μίμηση του
απαθούς181. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο κατά την πρώτη ζωή, της οποίας
δημιουργός ήταν ο ίδιος ο Θεός, δεν υπήρχαν ούτε το γήρας, ούτε οι ασθένειες, ούτε
κανένα δείγμα σωματικής ταλαιπωρίας, εφόσον δεν ήταν φυσικό να δημιουργήσει
αυτά ο Θεός182. Ο άνθρωπος απολάμβανε την παρρησία και την ευλογία του Θεού,
την ομοτιμία με τους αγγέλους, τα υπεκόσμια αγαθά, ενώ τα πάθη και ο πόνος
εισήλθαν στη ζωή του μετά την πτώση183. Στην κατάσταση αυτή απουσίαζαν

τοῦ κακοῦ συμμετέχοντες τῷ συλλόγῳ πάρεισιν, ἀλλὰ διὰ τῶν παρόντων ἴσως καὶ εἰς τοὺς μὴ
παρόντας ὁ λόγος διαδοθήσεται.».
178
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 773B: «Ἡ ἀκοή μέρος καιριώτατόν
ἐστι τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὄψεως οὐχ ἧττον διδακτικόν».
179
Εις Πουλχερίαν Λόγος, PG 46, 865: «Καὶ γὰρ καὶ τῶν ἰατρῶν ἐκεῖνοι σοφοὶ οἱ πρὸς τὸ πλεονάζον
τῶν ἀλγηδόνων διὰ τῆς τέχνης ἱστάμενοι, τῶν δὲ ἧττον ὀδυνηρῶν τὴν θεραπείαν ὑπερτιθέμενοι».
180
Εις Πουλχερίαν Λόγος, PG 46, 868C: «Ἐπειδὴ τοίνυν τοσοῦτον ἡττήθη τοῦ πάθους ὁ λογισμός,
καιρὸς ἂν εἴη τὸ κεκμηκὸς τῆς διανοίας διὰ τῆς τῶν λογισμῶν συμβουλῆς ὡς ἔστι δυνατὸν
ἀναρρώννυσθαι. κίνδυνος γὰρ οὐ μικρὸς παρακούσαντας ἐν τούτῳ τῆς τοῦ Ἀποστόλου φωνῆς
συγκατακριθῆναι τοῖς ἀνελπίστοις».
181
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 29C.
182
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 148A. «Ἀλλ' ἐν τῇ πρώτῃ ζωῇ, ἧς αὐτὸς γέγονε
δημιουργὸς ὁ Θεὸς, οὔτε γῆρας ἦν, ὡς εἰκὸς, οὔτε νηπιότης, οὔτε κατὰ τὰς πολυτρόπους ἀῤῥωστίας
πάθη, οὔτε ἄλλο τῆς σωματικῆς ταλαιπωρίας οὐδὲν».
183
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία ΣΤʹ, PG 44, 708CD: «Πόθεν πλέον
τὴν φύσιν ἀπολοφυρεῖται, τὸ ὠκύμορον τῆς ζωῆς, τὸ ἐπίπονον, τὸ ἀπὸ δακρύων ἄρχεσθαι καὶ

41
διαταραχές συνδεδεμένες με αρρώστιες και κάθε είδους καταπόνηση του σώματος,
δεν υπήρχε επομένως κανένας πόνος. Πριν ορμήσει στην ανθρωπότητα το κακό η
ανθρώπινη φύση ήταν κάτι το θείο184.

Στην αρχική αυτή κατάσταση δεν υπήρχε κανένας πόνος, αλλά ο άνθρωπος
βίωνε μια ανέμελη μακαριότητα. Το αρχικό ανθρώπινο σώμα δεν είχε σχέση με τα
πάθη των δερμάτινων χιτώνων τους οποίους απέκτησε ο άνθρωπος μετά την
πτώση185. Η εξαπάτηση του ανθρώπου από τον σατανά και η ανάμειξη της
προαίρεσης του ανθρώπου με την κακία, οδήγησαν στην αμαύρωση της αρχικής
ευλογίας. Η έλλειψη αυτής της ευλογίας όμως κατ’ ανάγκη σήμανε την είσοδο του
ανθρώπου σε κατάσταση αντίθετη αυτής της δημιουργίας. Ο άνθρωπος κατέστη
πρόσφορος σε κάθε είδους παθημάτων. Μεταξύ των παθημάτων αυτών εισήλθε στη
ζωή των ανθρώπων η ασθένεια και ο πόνος αντικαθιστώντας την πρότερη δύναμή
του186. Εξαιτίας αυτής της αστοχίας ο άνθρωπος εξέπεσε από την κατάσταση της
ευτυχίας στην οποία δεν υπήρχαν πάθη, ούτε πόνος και θλίψεις187. Ο άνθρωπος
εξαπατημένος και παρασυρμένος από την πλάνη προκάλεσε με τη θέλησή του τη
δυστυχία, επιτρέποντας να φωλιάσει μέσα του, μετά την πρώτη δημιουργία, η παθητή
φύση του και επομένως ο πόνος188. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η
εγκατάλειψη του αγαθού είχε ως συνέπεια την εμφάνιση όλων των μορφών του
κακού. Η απουσία της αρετής οδήγησε στην εμφάνιση της κακίας, όλες οι μορφές του
αγαθού αντικαταστάθηκαν από μια σειρά αντίθετων κακών, όπως είναι ο σωματικός
και ψυχικός πόνος189. Για το λόγο αυτό ο άγ. Γρηγόριος θεωρεί την εμφάνιση της
οδύνης ως επακόλουθο της αμαρτίας, κατάσταση παντελώς αφύσικη σε σχέση με την
αρχέγονη φυσιολογική κατάσταση.

καταλήγειν εἰς δάκρυον, τὴν ἐλεεινὴν νηπιότητα, τὴν ἐν τῷ γήρᾳ παράνοιαν, τὸ ἀστατοῦν τῆς
νεότητος, τὸ πολύμοχθον τῶν τῇ ἡλικίᾳ καθεστηκότων, τοῦ γάμου τὸ φορτικόν, τῆς ἀγαμίας τὸ
ἔρημον, τῆς πολυπαιδίας τὸ ἐπαχθές, τῆς ἀπαιδίας τὸ ἄρριζον, τοῦ πλούτου τὸ ἐπίφθονον, τῆς πενίας τὸ
ἐπώδυνον;».
184
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 148A. «…ἀλλὰ θεῖόν τι χρῆμα ἦν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις
πρὶν ἐν ὁρμῇ γίνεσθαι τοῦ κακοῦ τὸ ἀνθρώπινον».
185
Αναστ. Μαράς, «Γρηγόριος Νύσσης», στο Χριστιανική Γραμματεία I, κείμενα – σημειώσεις,
https://openclass.teiwm.gr/modules/document/file.php (ημ. ανάκτησης: 2-5-2018).
186
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 37CD.
187
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 33D-35A.
188
Περί παρθενίας επιστολή προτρεπτική εις τον κατ´ αρετήν βίον, Κεφ. ΙΒ´, PG 46, 369C: «Τὴν δὲ
συμφορὰν ταύτην, ᾗ νῦν κεκράτηται τὸ ἀν θρώπινον, αὐτὸς ἐθελοντὴς ἀπάτῃ παρενεχθεὶς ἐπεσπάσατο,
αὐτὸς τῆς κακίας εὑρετὴς γενόμενος, οὐχὶ παρὰ θεοῦ γενομένην εὑρών».
189
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 40Β.

42
Ο άγ. Γρηγόριος αναφέρει ότι ο πόνος ως αποτέλεσμα του προπατορικού
αμαρτήματος έχει χαραχθεί στη φύση όλων των ανθρώπων. Ο Αδάμ, το πρωτότυπο
της ανθρώπινης φύσης περιελάμβανε αρχετυπικά την καθόλου ανθρώπινη φύση,
μεταδίδοντας την κατάσταση αυτή στους απογόνους του190. Η εν λόγω κατάσταση
επηρεάζει όλους τους ανθρώπους ακόμη και αν δεν έχουν αμαρτήσει προσωπικά. Ο
άγ. Γρηγόριος επεξηγεί αυτό ως εξής: «Είναι σαν οι άνθρωποι, οι οποίοι στην αρχή
με την παρακοή υποδέχτηκαν την αμαρτία και έβαλαν μέσα τους τη νόσο, να έχουν
υφάνει το κακό στη φύση τους. Η φύση θέλει κάθε ζωικό είδος να διαιωνίζεται
μεταφέροντας την κληρονομιά στα μικρά του. Με παρόμοιο τρόπο και οι άνθρωποι
γεννούν ανθρώπους και μεταφέρουν με τη γέννηση τις ελλείψεις των ανθρώπων191.
Από τα παραπάνω συνάδεται ότι ο άγ. Γρηγόριος αποκλείει τα πάθη του ανθρώπου
και ο πόνος να έχουν την αρχή τους στο θείο θέλημα. Ο Θεός δημιούργησε τον
άνθρωπο εκ της αγαθότητας και επομένως δεν είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς
Εκείνον ως υπεύθυνο για την ατέλεια της παρούσας κατάστασης του μεταπτωτικού
ανθρώπου192.

Ο άγ. Γρηγόριος αναφέρει ότι, το να θεωρηθεί ο Δημιουργός ως αίτιος των


πόνων οι οποίοι παρατηρούνται στη ρευστή ανθρώπινη φύση αποτελεί δείγμα
έσχατης μικροψυχίας, ενώ το να κρίνει το καλό ή το κακό δια μέσου των πόνων και
των ηδονών χαρακτηριστικό άλογων όντων τα οποία δεν μετέχουν στη διάνοια193. Ο
Θεός δεν θα μπορούσε να εισάγει στην ανθρώπινη φύση τα δεινά που εντοπίζονται
τώρα σ’ αυτή. Δεν θα ήταν δυνατό κάποιος σκεπτόμενος λογικά να υποπτευθεί ότι,
ενώ οφείλει την ύπαρξή του στην αγαθότητα του Δημιουργού, έχει βυθιστεί από τον
ίδιο μέσα στα δεινά194. Επομένως δεν είναι ο Θεός ο δημιουργός ή ο αίτιος του
ανθρώπινου πόνου. Κανένα κακό δεν υπάρχει καθεαυτό αλλά χαρακτηρίζεται ως
στέρηση του αγαθού. Όμως ο Θεός ως δημιουργός των όντων και όχι των μη όντων
δεν είναι δυνατό να ευθύνεται για τον πόνο195.

190
Περί κατασκευής ανθρώπου, Κεφ. ΚΓ´, PG 44, 204CD.
191
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος ΣΤ´, PG 44, 1273A: «Ὥσπερ δὲ τῇ δια δοχῇ τῶν ἐπιγινομένων καθ'
ἕκαστον εἶδος, τῶν ζώων ἡ φύσις συνδιεξέρχεται, ὡς ταὐτὸν εἶναι τὸ γενόμε νον κατὰ τὸν τῆς φύσεως
λόγον, τοῦ ἐξ οὗ γέγονεν· οὕτως ἐξ ἀνθρώπου ἅνθρωπος γίνεται, ἐξ ἐμπαθοῦς ἐμπαθὴς, ἐξ ἁμαρτωλοῦ
τοιοῦτος».
192
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 24ΑΒ.
193
Λόγος Κατηχητικός o Μέγας, PG 45, 37CD.
194
Λόγος Κατηχητικός o Μέγας, PG 45, 24ΑΒ.
195
Λόγος Κατηχητικός o Μέγας, PG 45, 32D: «Οὐκοῦν ἔξω τῆς τῶν κακῶν αἰτίας ὁ θεὸς ὁ τῶν ὄντων,
οὐχ ὁ τῶν μὴ ὄντων ποιητὴς ὤν· ὁ τὴν ὅρασιν, οὐ τὴν πήρωσιν δημιουργήσας· ὁ τὴν ἀρετήν, οὐ τὴν

43
5.3.2 Διάκριση του πόνου

Ο Νύσσης αναφέρει τη διάκριση που κάνει ο απόστολος Παύλος για τη λύπη.


Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι υπάρχουν δύο είδη λύπης: η κοσμική και η κατά Θεόν. Η
μεν κοσμική λύπη επιφέρει το θάνατο, ενώ αντίθετα η λύπη κατά Θεόν επιφέρει τη
σωτηρία του ανθρώπου γιατί εκείνοι που λυπούνται επιδίδονται στη μετάνοια196.
Αυτό το πένθος της ψυχής κατά Θεού είναι άξιο μακαρισμού, επειδή η ψυχή
συναισθάνεται το κακό και θρηνεί για τη ζωή της μέσα στην κακία197.

Ο Γρηγόριος για να γίνει αυτό πιο κατανοητό παραθέτει ένα παράδειγμα από
τις σωματικές αρρώστιες. Συγκεκριμένα, τονίζει πως εάν παραλύσει από οποιαδήποτε
αιτία κάποιο μέλος του σώματος, αυτό γίνεται αντιληπτό επειδή δεν υπάρχει αίσθηση
του πόνου πάνω σε αυτό το μέλος. Έτσι, όταν με ιατρική επέμβαση επανακτηθεί η
αίσθηση στο σώμα, παρόλο που ο άρρωστος εξακολουθεί να πονάει, χαίρεται τόσο
αυτός όσο και οι θεράποντές του ιατροί γιατί γίνεται κατανοητό ότι επέρχεται σιγά-
σιγά η υγεία στον άνθρωπο και ότι το μέλος άρχισε να αισθάνεται τον πόνο 198. Στη
συνέχεια επιχειρεί μια παραλληλία με τη ζωή. Συγκεκριμένα, αναφέρει την άποψη
του αποστόλου ότι, όταν ορισμένοι άνθρωποι χωρίς να αισθάνονται τον πόνο
παραδίδονται στη ζωή της αμαρτίας και με τον τρόπο αυτό καθίσταται πραγματικά
νεκροί και παράλυτοι για το βίο της αρετής, αυτοί δεν έχουν καμία αίσθηση του τι
ακριβώς διαπράττουν199. Όμως και αυτοί, εάν τους κάνουν να πονέσουν οι ζοφερές

στέρησιν αὐτῆς ἀναδείξας· ὁ ἆθλον τῆς προαιρέσεως τὸ τῶν ἀγαθῶν γέρας τοῖς κατ' ἀρετὴν
πολιτευομένοις προθείς, οὐκ ἀνάγκῃ τινὶ βιαίᾳ πρὸς τὸ ἑαυτῷ δοκοῦν ὑποζεύξας τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν, καθάπερ τι σκεῦος ἄψυχον ἀκουσίως πρὸς τὸ καλὸν ἐφελκόμενος».
196
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1220D: «κατὰ τὴν τοῦ Παύλου περὶ τῆς λύπης
διδασκαλίαν, τοῦ φήσαντος, μὴ ἒν εἶναι λύπης εἶδος, ἀλλὰ τὸ μὲν κοσμικὸν, τὸ δὲ κατὰ Θεὸν
ἐνεργούμενον. Καὶ τῆς μὲν κοσμικῆς λύπης, θάνατον εἶναι τὸ ἔργον· τὴν δὲ ἑτέραν, σωτηρίαν ἐκ
μετανοίας τοῖς λυπουμένοις ἐργάζεσθαι».
197
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1220D: «Τῷ ὄντι γὰρ οὐκ ἔξω τοῦ μακαρίζεσθαι τὸ
τοιοῦτον τῆς ψυχῆς πάθος ἐστὶν, ὅταν ἐν αἰσθήσει γενομένη τοῦ χείρονος, τὸν ἐν κακίᾳ βίον
ἀπολοφύρηται».
198
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1220D- 1221A: «Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν σωματικῶν
ἀῤῥωστημάτων, οἷς ἂν πάρετον ἐξ ἐπη ρείας τινὸς γένηταί τι μέρος τοῦ σώματος, σημεῖον τοῦ
νενεκρῶσθαι τὸ παρειμένον ἡ ἀναλγησία γίνεται· εἰ δὲ κατά τινα τέχνην ἰατρικὴν ἡ ζωτικὴ πάλιν
αἴσθησις ἐπαναχθείη τῷ σώματι, χαίρουσιν ἤδη πονοῦντος τοῦ μέρους, αὐτός τε ὁ κάμνων καὶ οἱ τὴν
θεραπείαν προσάγοντες, τεκμηρίῳ χρώμενοι τοῦ πρὸς ὑγίειαν τρέψαι τὸ πάθος, τὸ ἐν αἰσθήσει τῶν
δριμυσσόντων ἤδη γενέσθαι τὸ μέλος».
199
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221A: «…καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ἀπηλγηκότες τινὲς
παραδῶσι τῷ καθ' ἁμαρτίαν βίῳ ἑαυτοὺς, νεκροί τινες ὄντως καὶ πάρετοι τοῦ κατ' ἀρετὴν βίου
γενόμενοι, οὐδεμίαν ἔχουσιν ὧν ποιοῦσιν τὴν αἴσθησιν».

44
απειλές της μέλλουσας κρίσης και στο βάθος της καρδιάς τους πονέσουν εξαιτίας του
φόβου των δεινών που πρόκειται να αντιμετωπίσουν, τότε έρχονται σε συναίσθηση
της ζωής που ζούσαν μέχρι τότε. Με τον τρόπο αυτό προκαλώντας στην ψυχή την
αίσθηση του πόνου, ο άνθρωπος γίνεται άξιος για την μακαριότητα200. Αυτοί οι φόβοι
είναι ο φόβος της γέενας, η φωτιά που δεν σβήνει, το ασταμάτητο σκουλήκι, το
χτύπημα των δοντιών, το αδιάκοπο κλάμα, το σκότος το εξώτερο και όλα τα
παρόμοια201. Ο Νύσσης λέει ότι και ο Απ. Παύλος εκείνον που είχε ποθήσει μέχρι
μανίας το κρεβάτι του πατέρα του, τον μαστιγώνει με το λόγο του, όσο αυτός
παρέμενε αναίσθητος προς την αμαρτία. Όταν η θεραπεία της επίπληξης του
προκαλούσε πόνο επειδή πια με τη λύπη είχε γίνει μακάριος, άρχιζε να τον
ενθαρρύνει202, «ώστε να μην καταπιεί τον άνθρωπο αυτόν η υπερβολική λύπη»203.

Επίσης, ο Νύσσης κάνει λόγο και για τους σωματικούς πόνους. Αυτούς
μπορούν να τους αποτυπώνουν οι γλύπτες πάνω σε μέταλλο και να κάνουν
παραστάσεις αποδίδοντας με ακρίβεια, με τα σκαλίσματα της τέχνης τους τα
αισθήματα και τους χαρακτήρες. Έτσι αποτυπώνουν τον πόνο του πληγωμένου, όταν
κουλουριασμένος από την καίρια πληγή φαίνεται από το σχήμα ότι ουρλιάζει204.
Ακόμα, αναφέρεται με ένα παράδειγμα στα ανθρώπινα σώματα, στην αδυναμία που
έχει η ανθρώπινη φύση ως προς το αγαθό επειδή αποδυναμώθηκε από την κακία και
στο γεγονός ότι αυτή δεν μπορεί να επιστρέψει σε αυτό με την ίδια ευκολία με όση
έσπευσε προς το κακό. Αναφέρει λοιπόν ότι αυτός που έχει υγεία, και με ένα μόνο
χτύπημα συχνά αντιμετωπίζει τον έσχατο κίνδυνο. Ένας παροξυσμός πυρετού
παραλύει όλη τη δύναμη του σώματος και μια απλή γευση δηλητηρίου ή σκοτώνει

200
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221A: «Εἰ δέ καθάψαιτό τις αὐτῶν ὁ ἰατρεύων λόγος…
καὶ διὰ βάθους τὴν καρδίαν τῷ φόβῳ τῶν προσδο κωμένων δριμύξειεν, γεέννης φόβον, καὶ πῦρ μὴ
σβεννύμενον, καὶ ἀτελεύτητον σκώληκα, καὶ βρυγμὸν ὀδόντων, καὶ κλαυθμὸν ἀδιάλειπτον, καὶ σκότος
ἐξώ τερον, καὶ ἅπαντα τὰ τοιαῦτα, οἷόν τινα θερμὰ καὶ δριμέα φάρμακα τῷ νεναρκηκότι διὰ τῶν καθ'
ἡδονὴν παθημάτων ἐντρίβων καὶ ἀναθάλπων, εἰς αἴσθη σιν αὐτὸν ἀγάγοι τοῦ ἐν ᾧ ἦν βίου, μακαριστὸν
αὐτὸν ἀπεργάσηται, τὴν ὀδυνηρὰν αἴσθησιν τῇ ψυχῇ ἐμποιήσας».
201
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221AΒ: «…γεέννης φόβον, καὶ πῦρ μὴ σβεννύμενον, καὶ
ἀτελεύτητον σκώληκα, καὶ βρυγμὸν ὀδόντων, καὶ κλαυθμὸν ἀδιάλειπτον, καὶ σκότος ἐξώ τερον, καὶ
ἅπαντα τὰ τοιαῦτα …».
202
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221B: «Καθάπερ καὶ ὁ Παῦλος τὸν τῇ κοίτῃ τοῦ πατρὸς
ἐπιλυσσήσαντα, μέχρις ἐκείνου μαστίζει τῷ λόγῳ, ἕως ἂν ἀναισθήτως εἶχεν τῆς ἁμαρτίας· ἐπεὶ δὲ
καθίκετο τοῦ ἀνδρὸς ἡ τῆς ἐπιπλήξεως ἰατρεία, ὡς ἤδη μακάριον διὰ τοῦ πένθους γενόμενον…».
203
Β΄ Κορ. 2:7.
204
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Δ΄, PG 44, 1237D: «καὶ τοὺς χαλκευτὰς τῆς ὕλης ἀναζητεῖς· καὶ τὴν
ἱστορίαν τῶν ἐγγλυφομένων ταῖς ὕλαις εἰδώλων περιεργάζῃ, ὅπως ἂν δι' ἀκριβείας τοῖς γλύμμασι τὰ
πάθη τε καὶ τὰ ἤθη διὰ τῆς τέχνης εἰσενεχθείη· … καὶ τὴν ἀλγηδόνα τοῦ τραυματίου, ὅταν πρὸς τὴν
καιρίαν συνεσταλμένος οἰμώζειν δόξῃ διὰ τοῦ σχήματος».

45
τον άνθρωπο ή λίγο ακόμα και θα μπορούσε αυτό να συμβεί205. Η απαλλαγή από την
ασθένεια, εάν τελικά πραγματοποιηθεί, γίνεται με πολλή δυσκολία. Έτσι και όταν η
εσωτερική ορμή μας σπρώχνει προς το κακό, δεν έχουμε ανάγκη από συνεργό και
αυτόματα η κακία ολοκληρώνεται με μόνη τη θέληση του ανθρώπου. Όταν όμως η
τάση του ανθρώπου πηγαίνει προς το καλύτερο, τότε αυτός έχει ανάγκη από το Θεό
που οδηγεί την επιθυμία στην πραγμάτωσή της206.

5.3.3 Ο πόνος που πηγάζει από εξωτερικούς παράγοντες

Ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης στον Γ΄ Λόγο του «εις τους άγιους τεσσαράκοντα
μάρτυρες» κάνει μια διάκριση του πόνου ο οποίος προκαλείται από το κρύο και του
πόνου που προκαλείται από τη φωτιά. Ο πόνος που προέρχεται από το κρύο ξυλιάζει
τον άνθρωπο που τελικά πεθαίνει207. Αντίθετα, η φωτιά μοιάζει με το σίδηρο και
οδηγεί στο θάνατο κατευθείαν, ενώ η παγωνιά, παρόλο που είναι το ίδιο οδυνηρή με
τη φωτιά, παρατείνει το μαρτύριο και κατ’ επέκταση και το θάνατο208.

Θέλοντας να επισημάνει ακόμη περισσότερο τη σκληρότητα του μαρτυρίου


των τεσσαράκοντα μαρτύρων, καθώς και την αντοχή τους σε αυτόν τον πόνο, τονίζει
ότι αυτό δεν συγκρίνεται με πολλών άλλων μαρτύρων209. Για να τεκμηριώσει τα
γραφόμενά του αναφέρει σκηνές από τη φύση, κάνοντας μια αντιδιαστολή με τους
σαράντα μάρτυρες. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τα νερά στους πλωτούς ποταμούς το
χειμώνα παγώνουν, ώστε οι άνθρωποι να περνούν πεζοί από πάνω τους. Αλλά και τα

205
Εις την προσευχήν, Λόγος Δ΄, PG 44, 1164CD: «Ὅτι ἀσθενὴς ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς τὸ ἀγαθόν
ἐστιν, ἅπαξ διὰ κακίας ἐκνευρισθεῖσα. Οὐ γὰρ μετὰ τῆς αὐτῆς εὐκολίας πρός τε τὸ κακὸν ὁ ἄνθρωπος
ἔρχεται καὶ ἀπὸ τούτου πάλιν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν ἐπανέρχεται, ὥςπερ καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων ἔστι κατανοῆσαι
τὸν τοιοῦτον λόγον, ὅτι οὐχ ὁμοίως, οὐδὲ μετὰ τῆς ἴσης ῥᾳστώνης τό τε ὑγιαῖνον ἐν νόσῳ γίνεται καὶ
τὸ νενοσηκὸς ὑγιάζεται. Ὁ γὰρ ἐν ὑγείᾳ τέως διάγων καὶ δι' ἑνὸς πολλάκις τραύματος εἰς τὸν περὶ τῶν
ἐσχάτων κίνδυνον ἦλθεν, καὶ μία περίοδος ἢ καταβολὴ πυρε τοῦ πάντα τὸν τοῦ σώματος τόνον
διέλυσεν, καὶ βραχεῖα δηλητηρίου γεῦσις ἢ παντελῶς διέφθειρεν ἢ παρ' ὀλίγον τοῦτο ἐποίησεν».
206
Εις την προσευχήν, Λόγος Δ΄, PG 44, 1165A: «ἡ δὲ τοῦ ἀῤῥωστήματος ἀπαλλαγὴ πολλαῖς ἐπινοίαις
γίνεται καὶ δυσκολίαις καὶ τέχναις ἰατρικαῖς, ἐὰν ἄρα καὶ γένηται. Διὰ τοῦτο πρὸς μὲν τὸ κακὸν ἡμῖν
τῆς ὁρμῆς γινομένης οὐ χρεία τοῦ συνεργοῦντος, αὐτομάτως ἐν τῷ θελήματι ἡμῶν τῆς κακίας ἑαυτὴν
τελειούσης· εἰ δὲ πρὸς τὸ κρεῖττον γένοιτο ἡ ῥοπὴ, τοῦ θεοῦ χρεία τοῦ τὴν ἐπιθυμίαν εἰς ἔργον
ἄγοντος».
207
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 777B: «Οὐδὲν δὲ παρα πλήσιον εἰς
ἀλγηδόνα, πῦρ φλέγον, καὶ κρυμὸς συμπηγνὺς καὶ μαραίνων».
208
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 777B: «τὸ μὲν γὰρ τῷ σιδήρῳ
προσῆκεν, ὀξέως ἄγον ἐπὶ τὸν θάνατον· τὸ δὲ τὴν ὀδύνην ἔχον ἰσόῤῥοπον, παρατείνει τὴν τελευτήν».
209
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 777C-780A: «ἳνα τήν καρτερίαν τῶν
ἀνδρῶν καταμάθητε…ἵνα πρὸς τοὺς πολλοὺς τῶν μαρτύρων ἀσύγκριτον κτήσωνται τῆς εὐσεβείας τὴν
δόξαν».

46
ζώα που ζουν στο βουνό ξεχνούν ακόμη και αυτή την αγριότητά τους κατά τη
διάρκεια του ψύχους. Τα πουλιά μαζεύονται στα σπίτια και μένουν κάτω από τις
στέγες, ενώ οι άνθρωποι σκάβουν το πέλαγος και κόβουν το νερό για να πιούν με
πέτρινα όργανα και όσοι παρόλο που κατοικούν κοντά ο ένας από τον άλλο, δεν
επικοινωνούν μεταξύ τους210, εξαιτίας της σφοδρότητας του ψύχους. Κάτω από
τέτοιες συνθήκες πόνου, οι σαράντα μάρτυρες παρόλο που τα μέλη τους έτρεμαν,
άντεξαν, έχοντας ακλόνητη τη γνώμη τους 211. Γιατί ναι μεν ο πάγος κυριαρχούσε
πάνω στο σώμα τους, όμως η ψυχή τους έμεινε αδούλωτη. Ακόμη καλύτερα, η
ανθρώπινή φύση τους έπασχε τα ανθρώπινα, όμως το υψηλό φρόνημά τους
αγωνιζόνταν και προς αυτή τη φύση. Έτσι, η δύναμή τους παρέλυε λίγο λίγο, τη
μάραινε η πήξη και την εξαντλούσε, όμως το σθένος της ψυχής τους ολοένα και
δυνάμωνε212. Γιατί το μαρτύριό τους συνίστατο στο εξής: μαύριζε τα σώμα τους,
έσβηνε η ωραία λάμψη της σάρκας τους, έπεφταν τα δάχτυλα, φαγωμένα βαθμιαία
από το κρύο όλα τα μέλη και τα αισθητήριά τους θρύβονταν από τη δριμύτητα του
κρύου. Μελάνιαζε λίγο-λίγο η σάρκα τους, φούσκωνε και σκιζόταν σε διάφορα
σημεία, οπότε ξεκολλούσε από τα οστά τους και ένιωθε την επίδραση της
νεκρότητας213. Η τιμωρία αυτή που θα προκαλούσε οξύ πόνο και η διάρκειά της
επρόκειτο να είναι μακρά και παρατεταμένη214, και που τελικά κράτησε τρεις
ημέρες215, επιλέχθηκε από το βασιλιά των Ρωμαίων, ο οποίος ήταν ένας από τους
πολύθεους ειλωλολάτρες και οι δαίμονες του είχαν εισηγηθεί τη σκληρή εκείνη

210
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 777CD: «Χειμών ποιεῖ ποταμούς
ναυσιπόρους πεζεύεσαι…Ζῶα δὲ τὰ τὴν ὄρειον ζωὴν λαχόντα καὶ ὕπαιθρον, τὰ μὲν διόλλυται, τὰ δὲ τῇ
ὑπερβολῇ τοῦ κακοῦ ἐπιλανθάνεται καὶ τῆς ἀγριότητος…Ὄρνιθες δὲ παρ' ἀνθρώποις εἰσοικίζονται,
καὶ μένουσιν ὑπωρόφιοι. Ἄνθρωποι δὲ πόντον ὀρύττουσι, καὶ λιθουργοῖς ὀργάνοις τὸ ὕδωρ κόπτουσι·
καὶ οἱ πλησίον ἀλλήλοις οὐκ ἐπιμίγνυνται».
211
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 780A: «τὰ μέλη τρέμοντες, καὶ τὴν
γνώμην ἀκλόνητον ἔχοντες».
212
Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος Β΄ PG 46, 768C: «καὶ ἡ μὲν τῶν στοιχείων φύσις
κατεκρατεῖτο τῇ πήξει· ἡ δὲ τῶν μαρτύρων φύσις, ὡς ἀδούλωτος ἦν· μᾶλλον δὲ ἡ μὲν φύσις τὸ οἰκεῖον
ἔπασχε, καὶ τὰ ἀλγεινὰ παρ εδέχετο· ἡ δὲ μεγαλοφυΐα τῶν ἀθλητῶν, καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν φύσιν
διηγωνίζετο. Ἡ μὲν γὰρ δύναμις κατὰ μικρὸν διελύετο, μαραινομένη καὶ δαπανωμένη διὰ τῆς πήξεως».
213
Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος Β΄ PG 46, 768D: «ἐμελαίνετο μὲν ἡ ὥρα τοῦ
σώματος, καὶ ἀπήν θει τὸ κάλλος, καὶ τὸ τῆς σαρκὸς εὔχρουν κατεμαραίνετο· ἀπέῤῥεον δάκτυλοι, τῷ
κρυμῷ κατ' ὀλίγον περικοπτόμενοι, μέλη τε πάντα καὶ αἰσθητήρια τῇ πικρίᾳ τοῦ κρύους περιεθρύφετο.
Πελιδνουμένη γὰρ κατ' ὀλίγον ἡ σὰρξ, καὶ διοιδοῦσα καὶ περιλακιζουμένη τοῖς μέλεσι, τῶν ὀστέων
ἀπέῤῥεε, καὶ τὰ τῆς νεκρότητος πάθη ἐν αἰσθήσει ἐδέχετο. Καὶ οὕτως αὐ τοῖς κατὰ μικρὸν ὁ θάνατος
προϊὼν ἐμηκύνετο».
214
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 776D: «Διὸ προσῆκεν ἐξευρεθῆναι
τιμωρίαν, ἢ καὶ τὴν ἐνέργειαν ἕξει τῆς ἀλγηδόνος ὀδυνηρὰν, καὶ τὸν χρόνον μακρὸν, καὶ παρέλκοντα».
215
Εις τους αγιόυς τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος Β΄ PG 46, 768D: «τρισίν ἡμέραις παρατεινόμενος».

47
απόφαση216. Εκείνος διάλεξε αυτόν τον τρόπο βασανισμού γιατί εάν μεταχειριζόνταν
άλλα βασανιστήρια, τότε οι τεσσαράκοντα θα τα υπέφεραν με γενναιότητα, επειδή
ήταν πεπαιδευμένοι στα χτυπήματα και τα τραύματα. Γι’ αυτό ούτε και η φωτιά ήταν
φοβερή σε αυτούς που αντιστέκονταν σε τέτοια δύναμη217.

Αυτή την περιφρόνηση του θανάτου που έδειξαν φανερά πολλοί μάρτυρες οι
οποίοι εξαναγκάζονταν από τους τυράννους να αλαξοπιστήσουν, χωρίς να
υπολογίσουν τις κακοποιήσεις και την καταδίκη τους σε θάνατο, δεν θα ήταν δυνατόν
να τις αντέξουν εάν δεν είχαν σαφή και αναμφίβολη απόδειξη γύρω από τη θεία
ενσάρκωση218. Αυτή την περιφρόνηση δεν την παρατηρούμε μόνο στους μάρτυρες,
αλλά και στους συγγενείς τους. Συγκεκριμένα, ο Νύσσης κάνει μνεία της μητέρας
ενός από τους τεσσαράκοντα μαρτύρες, η οποία όταν αντιλήφθηκε ότι ο δήμιος
άφησε έξω από την άμαξα το παιδί της, επειδή ήταν ακόμα ζωντανό, και δεν το
συμπεριέλαβε μαζί με τους υπόλοιπους που τους πήγαινε για να καούν, τον
κακολόγησε και πήγε κοντά στο παιδί της. Αυτός ήταν πια ναρκωμένος και ακίνητος
από το πάγωμα και όταν τον είδε να αφήνει πνοή ψυχρή και αδύνατη και να ζει τόσο
μόνο, όσο να αισθάνεται τον πόνο, την παρηγορούσε προτρέποντάς την να υποφέρει
με γενναιότητα219. Έτσι, παρόλο που θα περίμενε κανείς η μητέρα να προσπαθήσει να
σώσει το παιδί της, αυτή έκανε το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή τον προέτρεπε να μην
εγκαταλείψει το μαρτύριο και να μη σκεφτεί ότι θα τη λυπήσει, αλλά ότι θα γίνει
νικητής, τροπαιούχος και θα στεφανωθεί. Στη συνέχεια η εν λόγω μητέρα έβαλε το

216
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 776Β: «Στρατιῶται μὲν οὖν οἱ
τεσσαράκοντα, τοῦ βίου τὴν τάξιν βασιλεῖ τῶν Ῥωμαίων ὁπλιτεύειν λαχόντες…εἷς ὣν τῶν πολυ θέων,
δαιμόνων αὐτῷ τὸ πικρὸν ὑποθεμένων ἐκεῖνο βούλευμα».
217
Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός, PG 46, 776D: «Ἐὰν ἄλλας αὐτοῖς
προσαγάγω κολάσεις, γενναίως ἐγκαρτερήσουσιν, οὐκ ἀπείρως ἔχοντες πληγῶν, καὶ τραυμάτων· οὐδὲ
τὸ πῦρ ἐστι φοβερὸν τοῖς ἐνστατικῶς, ὡς οὗτοι, διακειμένοις».
218
Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, Κεφ. ΙΗ΄ PG 45, 56Α: «καὶ τοῦ θανάτου τὴν καταφρόνησιν, ἣν οἱ
μεταστῆναι τῆς πίστεως παρὰ τῶν τυράννων ἀναγκαζόμενοι φανερῶς ἐπεδείξαντο, ἀντ' οὐδενὸς
δεξάμενοι τὰς τοῦ σώματος αἰκίας, καὶ τὴν ἐπὶ θανάτῳ ψῆφον, οὐκ ἂν ὑποστάντες δηλαδὴ ταῦτα, μὴ
σαφῆ τε καὶ ἀναμφίβολον τῆς θείας ἐπιδημίας ἔχοντες τὴν ἀπόδειξιν».
219
Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος Β΄ PG 46, 769A: «Τίς μοι διηγήσεται τὴν μητέρα
ἐκείνην τὴν ἀξίαν τοῦ μάρτυρος ῥίζαν, ἣ καταλειφθέντα ὑπὸ τοῦ δημίου τὸν ἐξ αὐτῆς, διότι ἔμπνους
ἦν, καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀναληφθέντα μετὰ τῶν ἄλλων ἐπὶ τὴν ἅμαξαν, ἐπειδὴ εἶδε τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ
δημίου ἐπὶ τὸν ἀριστέα, τὴν ὕβριν οὐκ ἤνεγκεν·…αὕτη δὲ παραστᾶσα τῷ μάρτυρι, ἤδη νεναρκηκότι
καὶ ἀκινήτως ὑπὸ τῆς πήξεως ἔχοντι, καὶ ἰδοῦσα ψυχρῷ καὶ ἀσθενεῖ τῷ ἄσθματι συνεχόμενον,
τοσοῦτον ζῶντα μόνον, ὅσον τῶν ἀλγεινῶν ἐπαισθάνεσθαι, ἀμυδρῷ καὶ μεμαρασμένῳ τῷ βλέμματι
τὴν μητέρα ἑαυτοῦ ὑποβλέποντα, … ὑποφέρειν γεναίως παρεγγυῶντα».

48
γιό της πάνω στην άμαξα μαζί με τους άλλους συναθλητές και στεκόταν μπροστά από
την άμαξα με χαρούμενο πρόσωπο220.

Ένα ακόμα σχετικό παράδειγμα το οποίο παραθέτει ο Γρηγόριος είναι εκείνο


του πρωτομάρτυρα Στέφανου. Ο τελευταίος αποδέχτηκε κάθε είδος βασανιστηρίου
με προθυμία, ως προϋπόθεση και βοήθεια για τη χαρά που τον περίμενε. Δέχτηκε τη
φωτιά επειδή αυτή καθάριζε την ύλη, το ξίφος επειδή διασπούσε τη συμφυΐα του νου
με τα υλικά και τα σαρκικά. Δέχτηκε πρόθυμα κάθε επινόηση λύπης και πόνου,
επειδή αποτελούσαν τα αντιφάρμακα για το ολέθριο δηλητήριο της ηδονής221.
Δέχτηκε να υποστεί τους λιθοβολισμούς για χάρη Εκείνου ο οποίος σπαργανώθηκε
για το ανθρώπινο γένος222. Δεν στράφηκε προς όσα έχει αφήσει, αλλά προς όσα
επεδίωκε. Ούτε έστρεψε τα μάτια του στο ευχάριστο που βρισκόταν πίσω του, αλλά
ορμησε προς το αγαθό που έχει μπροστά του223. Όποιος δε πονά δεν μπορεί να
ευχαριστηθεί και ο πόνος προάγεται για όσους τον υπομένουν σε τρόπο που οδηγεί
προς την τελέιωση και τελικά προς τη θέωση.

Ο αγ. Γρηγόριος αναφέρει πως επειδή η αμαρτία μπήκε στη ζωή μας με την
ηδονή, θα αποβληθεί οπωσδήποτε με το αντίθετό της224. Όποιοι λοιπόν διεξάγουν
διωγμό και επινοούν τα ανυπόφορα βασανιστήρια εναντίον όσων ομολογούν τον
Κύριο, αυτοί προσφέρουν στις ψυχές των μαρτύρων κάποια θεραπεία μέσω των
πόνων, θεραπεύοντας τη νόσο με την προσβολή από κάποιο αλγεινό. Με τον τρόπο
αυτό ο Παύλος δέχεται τη σταύρωση, ο Ιάκωβος το ξίφος, ο Στέφανος το
λιθοβολισμό, ο Πέτρος το κάρφωμα πάνω σε ξύλο. Αλλά και όλοι οι μετέπειτα
μάρτυρες αποδέχθηκαν όλα τα βασανιστήρια, όπως τα θηρία, τα βάραθρα, τη φωτιά,
τις παγωνιές, το γδάρσιμο των πλευρών, την περίσφιξη του κεφαλιού, την εξόρυξη

220
Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος Β΄ PG 46, 769C: «Δράμε πρὸς τὸν σὸν Πατέρα, μὴ
καταλειφθῇς παρὰ τῶν ὁμηλίκων, μὴ δεύτερος ἐπὶ τὸν στέφανον ἔλθῃς, μὴ ἀτελῆ ποιήσῃς μητρῴαν
εὐχήν· οὐ λυπήσεις μητέρα, στεφανίτης καὶ νικητὴς καὶ τροπαιοφόρος γενόμενος. Ταῦτα λέ γουσα, καὶ
ὑπὲρ τὴν φύσιν ἑαυτὴν τονώσασα, μᾶλλον δὲ τονωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὴ τὸν ἐξ αὐτῆς μετὰ
τῶν λοιπῶν ἐπὶ τὴν ἀπήνην ἀπέθετο, φαιδρῷ τῷ προσώπῳ τοῦ ἀθλητοῦ προπομπεύουσα».
221
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Η΄, PG 44, 1297C: «…διὰ τοῦτο πᾶν κολαστηρίων εἶδος, ὡς ἀφορμὴν
καὶ συνέργειαν τῆς προκειμένης χαρᾶς, ἑτοίμως δέ χεται· τὸ πῦρ, ὡς τῆς ὕλης καθάρσιον· τὸ ξίφος, ὡς
διαιρετικὸν τῆς πρὸς τὰ ὑλώδη καὶ σάρκινα τοῦ νοῦ συμφυΐας· πᾶσαν πόνων τε καὶ ἀλγημάτων
ἐπίνοιαν, ὡς τοῦ πονηροῦ δηλητηρίου τοῦ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀντιφάρμακον οὖσαν, προθύμως δέχεται».
222
Εις τον άγιον Στέφανον, τον πρωτομάρτυρα, PG 46, 704A: «Ἐκεῖνος ὑπέρ ἡμῶν σπαργανούμενος,
οὖτος ὑπέρ ἐκείνου καταλιθούμενος».
223
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Η΄, PG 44, 1297C: «Οὐ γὰρ ὅσα κατέλιπεν βλέπει, ἀλλ' ὅσα
μετέρχεται· οὐδὲ πρὸς τὸ κατό πιν ἡδὺ τὸν ὀφθαλμὸν ἐπιστρέφει, ἀλλὰ πρὸς τὸ προκείμενον ἀγαθὸν
ἴεται· οὐδὲ τῇ ζημίᾳ τῶν γηΐνων ἀλγύνεται, ἀλλὰ τῷ κέρδει τῶν ἐπουρανίων ἀγάλλεται».
224
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Η΄, PG 44, 1297C: «…οὐκ ἔστι γὰρ ἡσθῆναι τὸν ἀλγυνόμενον. Ἐπεὶ
οὖν δι' ἡδονῆς εἰσῆλθεν ἡ ἁμαρτία, διὰ τοῦτο ἐναντίου πάντως ἐξελαθήσεται».

49
των ματιών, την αποκοπή των δακτύλων, το σχίσιμο σε δύο του σώματος με το
τράβηγμα των σκελών, το λιώσιμο από την ασιτία κλπ. Όλους τους πόνους τους
αποδέχονταν με χαρά σαν να είναι καθάρσια της αμαρτίας. Αυτό το αποδέχονται για
να μην απομείνει στην καρδιά κανένα ίχνος που χάραξε η ηδονή, γιατί η οδυνηρή
αυτή και σκληρή αίσθηση εξαλείφει όλα τα σημάδια που προκλήθηκαν στην ψυχή
από την ηδονή225.

Επιπλέον, ως μια ακόμα εξωτερική πηγή πόνου αναφέρεται ο θάνατος. Ο


Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει στον παραμυθητικό του λόγο «εις την Πουλχερίαν» το
θάνατο, και μάλιστα ενός μικρού παιδιού. Διερωτάται ποιός μπορεί να περάσει έναν
τέτοιον μεγάλο πόνο χωρίς στεναγμό226. Περιγράφοντας τη σκηνή της μεταφοράς της
Πουλχερίας πάνω σε χρυσή κλίνη αναφέρει ότι όλων τα πρόσωπα ήταν σκυμμένα, τα
μάτια τους δακρυσμένα, χτυπούσαν τα χέρια τους και έβγαζαν στεναγμούς οι οποίοι
φανέρωναν την οδύνη τους από τα βάθη της καρδιάς τους227. Η λύπη για τους
νεκρούς γίνεται τραγικότερη λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την πραγματική
κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο. Η αβεβαιότητα αυτή συνεπάγεται προσήλωση
στον παρόντα κόσμο, απομάκρυνση από την αρετή και απόρριψη της ελπίδας για την
αιώνια ζωή228. Ο Γρηγόριος απορρίπτει τη λύπη και τον πόνο για τους νεκρούς,
καθώς θεωρεί ότι μόνο οι μη έχοντες ελπίδα παραδίδονται σε αυτό πάθος.

Ο ίδιος κάνει αναφορά στη μεγάλη θλίψη και τον πόνο που προξένησε στην
ψυχή του ο θάνατος του αδελφού του Μ. Βασιλείου. Στο έργο του «Διάλογος περί
ψυχής και αναστάσεως», αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η ψυχή του ήταν περίλυπη
εξαιτίας αυτής της μεγάλης απώλειας και αναζητούσε κάποιον που να αισθανόταν το
βάρος της λύπης όπως αυτός και που θα δάκρυζε μαζί του επειδή θα μπορούσε να τον

225
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Η΄, PG 44, 1297D: «Οὐκοῦν οἱ διώκοντες διὰ τὴν εἰς τὸν Κύριον
ὁμολογίαν, καὶ τὰ δυσβάστα κτα τῶν κολαστηρίων ἐπινοοῦντες, ἰατρείαν τινὰ ταῖς ψυχαῖς διὰ τῶν
πόνων προσάγουσι, ταῖς τῶν ἀλγεινῶν προσβολαῖς τὴν καθ' ἡδονὴν θεραπεύοντες νόσον. Οὕτω
δέχεται τὸν σταυρὸν ὁ Παῦλος· τὸ ξίφος Ἰάκωβος· τοὺς λίθους Στέφανος· τὸν ἐπὶ κεφαλὴν
ἀνασκολοπισμὸν ὁ μακάριος Πέτρος· πάντες οἱ μετὰ ταῦτα τῆς πίστεως ἀγωνισταὶ, τὰς πολυτρόπους
τῶν κολαστηρίων ἰδέας, θηρία, βάραθρα, πυρκαϊὰς, τὰς τῶν κρυμῶν πήξεις, τὰς τῶν πλευρῶν
ἀποσαρκώσεις, τὰς τῶν κεφαλῶν περικυκλώσεις, τὰς τῶν ὀμμάτων ἀποβολὰς, τὰς τῶν δακτύλων
ἀποκοπὰς, τὰς τῶν ἐφ' ἑκάτερα τοῦ σώματος διὰ τῶν σκελῶν ῥήξεις, τὰς διὰ τοῦ λιμοῦ τηκεδόνας,
πάντα ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ὡς καθάρσια τῆς ἁμαρτίας οἱ ἅγιοι μετ' εὐφροσύνης προσίεντο, ὡς ἂν
μηδὲν ἴχνος τῇ καρδίᾳ διὰ τῆς ἡδονῆς ἐγγινόμενον ὑπολειφθείη, τῆς ἀλγεινῆς ταύ της καὶ δριμείας
αἰσθήσεως πάντας τοὺς καθ' ἡδονὴν ἐγγινομένους τῇ ψυχῇ τύπους ἐξαλειφούσης».
226
Εις την Πουλχερίαν, Λόγος επικήδειος, PG 46, 865D: «Τίς ἀστενάκτως τό πάθος παρέδραμεν;».
227
Εις την Πουλχερίαν, Λόγος επικήδειος, PG 46, 868A: «Πῶς κατηφῆ πάντων ἦν τῶν προσορώντων τά
πρόσωπα, πῶς δεδακρυμένα τά ὄμματα, χεῖρες ἀλλήλαις συναρασσόμεναι, στεναγμοί πρός τούτοις τήν
ἐγκάρδιον ὀδύνην καταμηνύοντες».
228
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46,

50
αισθανθεί229. Αυτόν τον άνθρωπο τον βρήκε στο πρόσωπο της αδελφής του
Μακρίνας, αφού μόλις την αντίκρυσε αναταράχτηκε από τη θλίψη επειδή και αυτή
είχε την ίδια θανατηφόρο ασθένεια με τον άγιο Βασίλειο230.

Άλλος ένας εξωτερικός παράγοντας πόνου είναι ο πόλεμος, καθώς όταν συμβεί
ο άνθρωπος δεν νοιώθει καμία ανακούφιση. Γιατί ο πόλεμος είναι μια κοινή συμφορά
που πλήττει όλους τους ανθρώπους. Και αυτή η κοινή συμφορά ξεπερνά ως προς τον
πόνο τις ατομικές. Πράγματι, όπως οι γιατροί διδάσκουν για τους σωματικούς πόνους
πως όταν συμπέσουν δύο πόνοι σε ένα σώμα, γίνεται αντιληπτός ο ισχυρότερος, έτσι
και τα δεινά του πολέμου, επειδή υπερέχουν στον πόνο, κάνουν τον καθένα να μην
προσέχει τις ατομικές του συμφορές231. Όμως ο Νύσσης εκθέτει τον προβληματισμό
εάν αυτός που βρίσκεται μέσα σε μια τέτοια συμφορά θα μπορούσε να στρέψει τη
σκέψη του στη θύμηση κάποιου ευχάριστου πράγματος. Αναφέρει ότι εάν εισχωρήσει
κρυφά στην ψυχή κάποια θύμηση ενός πολύ ευχάριστου, αυτή επιδεινώνει την
υπάρχουσα συμφορά όταν στον καιρό των κινδύνων περάσει από το νου του
ανθρώπου η θύμηση πολύ αγαπημένων πραγμάτων232. Στη συνέχεια απαντά πώς
αυτός που ανταμείβει τον άνθρωπο, αν σταθεί μακριά από τα δεινά του πολέμου, του
κάνει δύο δωρεές, το έπαθλο και το ίδιο το αίσθημα233. Από αυτό γίνεται αντιληπτό
ότι τα αγαθά αντιδωρίσματα δεν μας τα χάρισε ο Θεός με κόπους και ιδρώτες, αλλά
κατά κάποιον τρόπο με απολαύσεις και ηδονές εάν το στεφάνωμα όσων μας
ευχαριστούν είναι η ειρήνη που θέλει να έχει ο καθένας σε τόσο μέτρο, ώστε να μην

229
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 12Α: «Καί μοι περιώδυνος ἦν ἡ ψυχὴ, πρὸς τοιαύτην
ζημίαν ὑπεραλγοῦσα, καί τινα τῶν δακρύων κοινωνὸν ἐπεζήτουν τὸν ἶσον ἔχοντά μοι τῆς λύπης
ἄχθος».
230
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 12A: «Ὡς δὲ ἐν ὀφθαλμοῖς ἦμεν ἀλλήλων, ἐμοὶ μὲν
ἀνεκίνει τὸ πάθος προφανεῖσα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡ δι δάσκαλος· καὶ γὰρ ἤδη καὶ αὐτὴ τῇ πρὸς θάνατον
ἀῤῥωστίᾳ συνείχετο».
231
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1281B: «…πολέμου δὲ τὴν ζωὴν συνέχοντος,
ἀναισθητοῦμεν τρόπον τινὰ πρὸς τὰς τοιαύτας τῶν λυπηρῶν ἀφορμάς. Ὑπερβάλλει γὰρ ταῖς ἀλγηδόσι
τὰ καθ' ἕκαστον ἡ κοινὴ συμφορά. Καὶ ὥσπερ οἱ ἰατροὶ περὶ τῶν σωματικῶν λέγουσι παθημάτων, εἰ
δύο κατ' αὐτὸν ἐν ἑνὶ σώματι πόνοι συμπέσοιεν, τοῦ ὑπερβάλλοντος μόνου τὴν αἴσθησιν γίνεσθαι· …
οὕτω τὰ τοῦ πολέμου κακὰ τοῖς ἀλγεινοῖς ὑπερβάλλοντα, πρὸς τὰς ἰδίας συμφορὰς ἀναισθήτως ἔχειν
τοὺς καθ' ἕκαστον παρασκευάζει».
232
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1281D: «ἆρα ὁ ἐν τούτοις ὢν σχέσει ποτὲ πρὸς τὴν τοῦ
εὐφραίνοντος μνήμην τὸν λογισμὸν ὑπο κλίναι; Εἰ δέ που καὶ ὑποδράμοι τὴν ψυχὴν μνήμη τῶν
ἡδίστων τινός· οὐχὶ προσθήκη γίνεται συμφορᾶς ἐν τῷ τῶν κινδύνων καιρῷ ἡ τῶν φιλτάτων ὑπόμνησις
τὸν λογισμὸν ὑπελθοῦσα;».
233
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1281D: «Οὐκοῦν ὁ μισθόν σοι διδοὺς, εἰ τῶν κατὰ
πόλεμον κακῶν χωρισθείης, δύο σοι κε χάρισται δωρεάς. Ἓν μὲν γάρ ἐστι δῶρον τὸ ἔπαθλον· ἕτερον
δὲ δῶρον αὐτὸς ὁ ἆθλος».

51
περιορίζεται σε αυτά μονάχα, αλλά με μεγάλη αφθονία να τη μεταδίδει και σε όσους
δεν την έχουν234.

5.3.4 Ο πόνος που πηγάζει από εσωτερικούς παράγοντες

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, σύμφωνος με την πατερική παράδοση σχετικά με


το προπατορικό αμάρτημα εντοπίζει την αιτία του πόνου στο αυτεξούσιο του
ανθρώπου. Ακριβέστερα το εντοπίζει στην πράξη με την οποία ο άνθρωπος
απορρίπτοντας τη θεία εντολή απομακρύνθηκε από το Θεό. Κατά συνέπεια, ο ίδιος
απέκλεισε τον εαυτό του από την παραδείσια κατάσταση και προκάλεσε την είσοδο
πλήθους δεινών μέσα του, μεταξύ των οποίων οι οδύνες και ο πόνος235. Αναφέρει ότι
ο άνθρωπος κάνοντας χρήση της ελεύθερης βούλησης σύναψε συμβόλαιο κοινωνίας
με το κακό, επιτρέποντάς του να εισέλθει στη φύση του236.

Ο Γρηγόριος στο έργο του «Διάλογος περί ψυχής και αναστάσεως», διάλογο
τον οποίο πραγματοποιεί με την αδελφή του Μακρίνα, τονίζει ότι τόσο το
επιθυμητό όσο και το θυμοειδές παρουσιάζονται εξίσου στην άλογη και λογική
φύση237. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να υπολογίζονται ως διακριτικά γνωρίσματα με τα
οποία χαρακτηρίζεται η ανθρώπινη φύση238. Βέβαια, διερωτάται πώς είναι δύσκολο
να κατανοήσει κανείς και να δεχτεί ως ξένα προς τη φύση μας εκείνα τα οποία
υπάρχουν μέσα μας239. Όμως, η Μακρίνα τονίζει ότι υφίσταται μία αντίθεση του
λογισμικού προς αυτά και μια προσπάθεια απομονώσεως της ψυχής από αυτά, όσο
βέβαια είναι δυνατόν240. Στην προοπτική αυτή, για να ενισχύσει αυτή της την άποψη
παραθέτει το παράδειγμα του Μωυσέως ο οποίος ήταν ανώτερος του θυμού και της
επιθυμίας, όπως το έχει καταγράψει η ιστορία, και πως αυτός εκυριάρχησε πάνω και

234
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1281D: «…ὅτι τὰς ἀγαθὰς ἀντιδόσεις, οὐ πόνοις καὶ
ἱδρῶσιν, ἀλλ' εὐπαθείαις τρόπον τινὰ καὶ θυμηδίαις κεχάρισται· εἴπερ τὸ κεφάλαιον τῶν εὐφραινόντων
ἡ εἰρήνη ἐστὶν, ἣν τοσαύτην ἑκάστῳ παρεῖναι βούλεται, ὡς μὴ μόνον αὐτὸν ἕκαστον ἔχειν, ἀλλ' ἐκ
πολλοῦ τοῦ περιόντος καὶ τοῖς μὴ ἔχουσι νέμειν».
235
Λόγος κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 24D-25A.
236
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 292
237
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53A: «Ἐπεὶ οὖν τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ θυμοειδὲς
κατὰ τὸ ἴσον καὶ ἐπὶ τῆς ἀλόγου τε καὶ λογικῆς φύσεως καθορᾶται».
238
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53A: «Ἀνάγκη ἄρα διὰ τούτων ἐστὶ, μὴ ἐν τούτοις
εἶναι ταῦτα λογίζεσθαι, ἐν οἷς κατεξαίρε τον ἡ ἀνθρωπίνη χαρακτηρίζεται φύσις».
239
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53BC: «Οὔπω γὰρ οἷός τέ εἰμι κατιδεῖν ὅπως
προσήκει τὰ ἐν ἡμῖν ὄντα, ὡς ἀλλότρια τῆς φύσεως ἡμῶν ἀποποιεῖσθαι».
240
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53 «Ὁρᾷς, φησὶν, ὅτι μάχη τίς ἐστι τοῦ λογισμοῦ πρὸς
ταῦτα, καὶ σπουδὴ τοῦ μονωθῆναι τὴν ψυχὴν τούτων, ὡς ἂν οἷόν τις ᾖ».

52
στα δύο αυτά241. Έτσι λοιπόν, δεν θα μπορούσε ο Μωυσής να το καταφέρει αυτό
εάν ο θυμός και η επιθυμία υπαγόνταν στην ουσία του ανθρώπου242. Ο ορισμός της
επιθυμίας είναι το να ζητάει κάποιος εκείνο που του λείπει, ή ο πόθος της ηδονικής
απόλαυσης, ή λύπη για το ότι δεν κατέχει αυτό που επιθυμεί. Βέβαια, όλα αυτά
καταδεικνύουν την επιθυμία, αλλά δεν αγγίζουν τον ορισμό της ψυχής243.

Αλλά και όσα άλλα παρατηρούνται γύρω από την ψυχή, αυτά που βρίσκονται
σε αντίθεση μεταξύ τους, όπως είναι η δειλία και το θράσος, η λύπη και η ηδονή, ο
φόβος, η περιφρόνηση και τα όμοια, το καθένα από αυτά που φαίνεται να έχει
συγγένεια με την επιθυμία και το θυμό, παρουσιάζουν τη φύση τους με ιδιαίτερο
ορισμό το καθένα. Γιατί το θράσος και η περιφρόνηση δηλώνει έμφαση της ορμής
του θυμού, αυτή δε που προέρχεται από τη σχέση με τη δειλία και το φόβο είναι
ελάττωση του θυμού, ενώ η λύπη έχει το περιεχόμενό της και από τα δύο. Γιατί η
ατονία του θυμού, όταν υπάρχει αδυναμία να εκδικηθούμε εκείνους που μας
λύπησαν, μετατρέπεται σε λύπη και η απόγνωση για αυτά που επιθυμούμε, καθώς
και η στέρηση όσων ποθούμε, δημιουργεί στη διάνοια αυτή τη λυπηρή
κατάσταση244.

Όλα αυτά και έχουν σχέση με την ψυχή, και δεν είναι ψυχή αλλά είναι σαν τις
μυρμηκίες οι οποίες φυτρώνουν στο διανοητικό μέρος της ψυχής. Αυτές, ναι μεν
θεωρούνται μέρη της ψυχής επειδή είναι σύμφυτα με αυτήν, όμως δεν είναι αυτό το
οποίο είναι η ψυχή στην ουσία της245. Όμως είναι κινήματα της ψυχής χωρίς τα
οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί η ανθρώπινη φύση. Αυτά όλα θεωρεί ο Νύσσης ότι

241
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53C: «Καί εἰσί γέ τινες οἷς κατώρθωται ἡ σπουδὴ,
καθάπερ ἐπὶ τοῦ Μωϋσέως ἀκούομεν, ὅτι κρείττων ἦν θυμοῦ τε καὶ ἐπιθυμίας ἐκεῖνος, ἀμφότερα
μαρτυρούσης αὐτῷ τῆς ἱστορίας».
242
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 53C: «Ἀλλὰ μὴν εἰ Μωσῆς καὶ ἐν τῷ εἶναι ἦν, καὶ ἐν
τούτοις οὐκ ἦν, ἄλλο τι ἄρα παρὰ τὴν φύσιν ἐστὶ ταῦτα, καὶ οὐχὶ φύσις».
243
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 56A: «Κἂν τὴν ἐπιθυμίαν ἐφ' ἑαυτῆς διορισώμεθα,
ἔφεσιν λέξομεν τοῦ ἐνδέοντος, ἢ πόθον τῆς καθ' ἡδονὴν ἀπολαύσεως, ἢ λύπην ἐπὶ τῷ μὴ κατ' ἐξουσίαν
ὄντι καταθυμητικῷ· ἤ τινα πρὸς τὸ ἡδὺ σχέσιν, οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις. Ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ
τοιαῦτα τὴν μὲν ἐπιθυμίαν ἐνδείκνυται, τοῦ δὲ ὁρισμοῦ τοῦ περὶ ψυχῆς οὐ προσάπτεται».
244
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 56B: «Ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄλλα περὶ ψυχὴν καθορᾶται, τὰ
ἐξ ἀντιθέτου ἀλλήλοις ὁρώμενα, οἷον δειλίαν καὶ θράσος, λύπην καὶ ἡδονὴν, φόβον καὶ καταφρόνησιν,
καὶ ὅσα τοιαῦτα, ὧν ἕκαστον συγγενῶς ἔχειν δοκεῖ πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ἢ θυμοειδὲς, ἰδιάζοντι δὲ ὅρῳ
τὴν ἰδίαν ἀνυπογράφει φύσιν. Τό τε γὰρ θράσος καὶ ἡ καταφρόνησις ἔμφασιν ὑποσημαίνει τινὰ τῆς
θυμώδους ὁρμῆς· ἐλάττωσιν δέ τινα καὶ ὕφεσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου ἡ κατὰ δειλίαν καὶ φόβον ἐγγινομένη
σχέσις. Ἡ δὲ λύπη ἐξ ἀμφοτέρων ἔχει τὰς ὕλας. Ἥ τε γὰρ τοῦ θυμοῦ ἀτονία, ἐν τῷ τοῦ ἀμύνασθαι τοὺς
προλελυπηκότας ἀδυνάτῳ λύπη γίνεται· καὶ ἡ ἀπόγνωσις τῶν ἐπιθυμουμένων, καὶ ἡ στέρησις τῶν
καταθυμίων, τὴν σκυθρωπὴν ταύτην ἐμποιεῖ τῇ διανοίᾳ διάθεσιν».
245
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 56C: «Ἃ πάντα καὶ περὶ τὴν ψυχήν ἐστι, καὶ ψυχὴ οὐκ
ἔστιν, ἀλλ' οἷον μυρμηκίαι τινὲς τοῦ διανοητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἐκφυόμεναι. Ἃ μέρη μὲν αὐτῆς
εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται, οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν, ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ' οὐσίαν».

53
μπήκαν από έξω στην ψυχή, γιατί το αρχέτυπο κάλλος δεν περιλαμβάνει αυτές τις
ιδιότητες246.

Ο Νύσσης δεν θεωρεί αυτά καθ’ εαυτά τα εν λόγω κινήματα της ψυχής ούτε
κακία ούτε αρετή. Αυτά ανάλογα με το πώς τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ενεργούν
είτε καλώς είτε κακώς. Όταν δηλαδή η κίνηση αυτή της ψυχής χρησιμοποιείται για
καλό σκοπό τότε επαινείται όπως για παράδειγμα η επιθυμία στον Δανιήλ, ο θυμός
στον Φινεές και η λύπη για αυτόν που λυπάται αξιοπρεπώς. Εάν δε η ροπή
χρησιμοποιείται για το κακό, τότε οι κινήσεις αυτές γίνονται και ονομάζονται
πάθη247.

Επιπρόσθετα, ο Νύσσης ορίζει την αθλιότητα ως την κακοπάθεια από λυπηρές


και ανεπιθύμητες ταλαιπωρίες248. Η ψυχική διάθεση ανάμεσα στη μακαριότητα και
την αθλιότητα διαφέρει, καθώς αυτός που μακαρίζεται νοιώθει χαρά και ευφροσύνη
για όσα έχει να απολαύσει. Αντίθετα, αυτός που ελεεινολογείται νοιώθει θλίψη και
πόνο για τα δεινά του249.

Επίσης, ο φθόνος είναι ακόμα ένα πάθος που οδηγεί τον άνθρωπο στο να
λυπάται. Η αιτία του κακού αυτού είναι το να υποστεί θλίψη στη ζωή του ο αδελφός,
ο συγγενής, ο γείτονας. Αυτός που φθονεί θεωρεί έγκλημα το ότι δεν δυστυχεί
εκείνος που η ευτυχία του τον λυπεί, χωρίς να του έχει κάνει κάποιο ιδιαίτερο κακό,
απλώς επειδή εκείνος έχει αυτά που επιθυμεί χωρίς να αδικεί σε τίποτα250. Με τον
τρόπο αυτό όλα όσα έχει ο συνάνθρωπος του φθονερού ανθρώπου του τρυπούν την
καρδιά σαν να είναι αιχμές από βέλη. Τότε χτυπά απελπισμένος τα χέρια του,

246
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 57C: «οἷον τὸν θυμὸν, ἢ τὸν φόβον, ἢ εἴ τι τὸ
τοιοῦτον τῶν ἐν τῇ ψυχῇ κινημάτων ἐστὶν, ὧν ἄνευ οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνην θεωρηθῆναι φύσιν· ταῦτα
ἔξωθεν ἐπιγενέσθαι αὐτῇ λογιζόμεθα, διὰ τὸ τῷ ἀρχετύπῳ κάλλει μηδένα τοιοῦ τον ἐνθεωρηθῆναι
χαρακτῆρα».
247
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 65C: «Εἰ δὲ ταῦτα τοῦτον ἔχει τὸν τρό πον, οὔτε
ἀρετὴν, οὔτε κακίαν ἐφ' ἑαυτῶν ταῦτα ἀποφανούμεθα… Ἀλλ' ὅταν μὲν αὐτοῖς πρὸς τὸ κρεῖττον ἡ
κίνησις ᾖ, ἐπαίνων γίνεσθαι ὕλην, ὡς τῷ Δανιὴλ τὴν ἐπιθυμίαν, καὶ τῷ Φινεὲς τὸν θυμὸν, καὶ τῷ καλῶς
πενθοῦντι τὴν λύπην. Εἰ δὲ πρὸς τὸ χεῖρον γένοιτο ἡ ῥοπὴ, τότε πάθη γίνεσθαι ταῦτα καὶ
ὀνομάζεσθαι».
248
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α΄, PG 44, 1197A: «Ἀθλιότης οὖν ἐστιν, ἡ ἐν τοῖς λυπηροῖς τε καὶ
ἀβουλήτοις πάθεσι ταλαιπωρία. Μεμέρισται δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἡ ἐφ' ἑκατέρου τῶν ἐν αὐτοῖς
γινομένων διάθεσις».
249
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Α΄, PG 44, 1297A: «Ὑπάρχει γὰρ τῷ μὲν μακαριζομένῳ τὸ
εὐφραίνεσθαι τοῖς προκειμένοις εἰς ἀπόλαυσιν αὐτῷ καὶ ἀγάλλεσθαι· τῷ δὲ ταλανιζομένῳ τὸ ἀνιᾶσθαι
τοῖς παροῦσιν αὐτῷ καὶ ἀλγύνεσθαι».
250
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1288Β: «Τὰ γὰρ ἐπιθανάτια τῶν ἀπεγνωσμένων σημεῖα,
ταῦτα τοῦ διὰ φθόνου ἐκτετηκότος πολλάκις γίνεται,… Ἡ δὲ αἰτία τῆς νόσου τίς; Τὸ ἐν ἀθυμίᾳ ζῇν
ἀδελφὸν, ἢ οἰκεῖον, ἢ γείτονα. Ὢ καινῶν ἀδικημάτων! Ἔγκλημα ποιεῖσθαι τὸ μὴ δυστυχεῖν ἐκεῖνον,
οὗ ταῖς εὐπραγίαις ἀλγύνεται· οὐκ ἐξ ὧν αὐτός τι πέπονθε παρ' αὐτοῦ κακὸν τὴν ἀδικίαν κρίνων, ἀλλ'
ἐξ ὧν ἐκεῖνος ἀδικῶν οὐδὲν, ἐν τοῖς καταθυμίοις ἐστί».

54
συμπλέκει τα δάχτυλά του, είναι όλος αδημονία, στενάζει με οδύνη από τα βάθη της
καρδιάς του, δεν τον ευχαριστεί η απόλαυση όλων αυτών που έχει. Το τραπέζι του
είναι πικρό και το σπίτι του σκοτεινό, το δε αυτί του είναι έτοιμο να ακούσει τη
συκοφαντία για αυτόν που ευτυχεί. Αντίθετα, κλείνει τα αυτιά του εάν ακούσει κάτι
καλό για τον άλλον. Έτσι ο φθονερός άνθρωπος γίνεται υποκριτής καθώς αντίθετα με
όσα αισθάνεται βάζοντας το προσωπείο της αγάπης, η φιλία του στην ουσία είναι
πλαστή και ενώ εύχεται πράγματα, στο βάθος της ψυχής του εύχεται τα αντίθετά
τους251. Στο σημείο αυτό ο Γρηγόριος φέρνει ως παράδειγμα τον Κάιν, ο οποίος
κυριεύθηκε από μανία επειδή ο αδελφός του ο Άβελ ευαρέστησε τον Θεό και έτσι
αυτό τον οδήγησε στο να γίνει αδελφοκτόνος252.

5.4 Ο Πόνος στην κατάσταση της κόλασης κατά τον άγιο


Γρηγόριο Νύσσης.

Η κόλαση στον άγ. Γρηγόριο Νύσσης χαρακτηρίζεται ως αποστασιοποίηση


του κολασμένου από το Θεό και ως βίωση μιας σειράς δεινών253. Κατά τον J.
Daniélou η σχετική διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης ερμηνεύεται ως ένας μη
υλικός τόπος254, ενώ κατά τον Αναστάσιο Μαρά ως μια κατάσταση στερούμενη
κοινωνίας με το Θεό255. Οι μη καθαρές ψυχές, αυτές δηλαδή που κατά τη διάρκεια
της επίγειας ζωής τους ήταν προσκολλημένες στις απολαύσεις, δεν μπορούν να
βιώσουν το αγαθό μετά το θάνατο256. Σε ορισμένα έργα του αγίου Γρηγορίου
συναντάμε επιλεκτικές αναφορές στα δεινά της Κόλασης. Για παράδειγμα, στο έργο

251
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1288D: «Διὰ τί σοι ταῦτα καθάπερ ἀκίδες βελῶν κατὰ τῆς
καρδίας ἐμπίπτουσι; Συγκροτεῖς τὰς παλάμας· τοὺς δακτύλους συμπλέκεις· ἀδημονεῖς τοῖς λογισμοῖς·
βύθιόν τι καὶ ὀδυνηρὸν ὑποστένεις· ἀηδής σοι ἡ τῶν προσόντων ἀπόλαυσις· πικρὰ ἡ τράπεζα· κατηφὴς
ἡ αἰτία· ἕτοιμον τὸ οὖς πρὸς τὴν τοῦ εὐπράττοντος διαβολήν. Εἰ δέ τι τῶν δεξιῶν λέγοιτο, βέβυσται ἡ
ἀκοὴ πρὸς τὸν λόγον. Καὶ οὕτω τὴν ψυχὴν διακείμενος, τί περιστέλλεις τῇ ὑποκρίσει τὴν νόσον; Πῶς
σοι τὸ τῆς φιλίας προσωπεῖον διὰ τῆς κατεσχηματισ μένης εὐνοίας ἐπιμορφίζεται; Τί δεξιοῖς ταῖς
εὐφήμοις προσηγορίαις, χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν ἐγκελευόμενος, τὰ ἐναντία δι' ἀποῤῥήτων κατὰ ψυχὴν
ἐπαρώμενος».
252
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ζ΄, PG 44, 1289A: «Τοιοῦτος ὁ Κάϊν, ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῦ Ἄβελ
ἐπιλυσσήσας· ὁ φθόνος μὲν ἔνδοθεν τὸν φόνον ἐνεκελεύετο, ἡ δὲ ὑπόθεσις δήμιος γίνεται».
253
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σαλομώντος, Ομιλία Δ', PG 44, 808Β.
254
J. Daniélou, «La résurrection des corps chez Grégoire de Nysse», Vigiliae Cristianae 7 (1953): 159.
255
Αναστ. Μαράς, ό.π., 162
256
Στο ίδιο, 162.

55
περί κατασκευής του ανθρώπου, ο Γρηγόριος αναφέρει ότι στην Κόλαση θα επικρατεί
«λιμός και δίψα, όχι άρτου και ύδατος αλλά λόγου»257. Σύμφωνα με τον Μαρά, στο
σημείο αυτό ο Γρηγόριος αναφέρεται όχι στην πείνα και τη δίψα κυριολεκτικά, αλλά
στην έλλειψη επικοινωνίας με το Θεό258. Σε άλλη αναφορά ο Γρηγόριος μιλά «για το
σκοτάδι της άφωτης, σκοτισμένης και καμένης από τον ήλιο- Θεό ψυχής»259, ενώ
επίσης με μια πολύ παραστατική εικόνα προσομοιάζει την Κόλαση με εικόνα
ανασυρόμενων σωμάτων, από κτίρια που κατέρρευσαν εξ αιτίας κάποιου σεισμού260.
Οι εν λόγω αναφορές του αγ. Γρηγορίου είναι προφανώς αλληγορικές και
υποδηλωτικές τής απομάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό και της αδυναμίας
επαναφοράς στην αρχέγονη κατάσταση. Η εικόνα με τα καταπλακωμένα από το
σεισμό σώματα προσομοιάζει με τον άνθρωπο ο οποίος όσο περισσότερο είναι
δεμένος με την ύλη τόσο η απομάκρυνσή του από αυτή του προκαλεί εντονότερο
πόνο261.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο η κύρια αιτία του πόνου στην Κόλαση είναι η
ανάμνηση και ο απολογισμός των πράξεων της περασμένης ζωής που τελικά τον
οδήγησαν εκεί262. Επιπλέον, η απουσία της θέασης του Θεού και μετοχής του στο
θείο, κάνει τον πόνο του ακόμα πιο βασανιστικό. Οι αμαρτωλοί στην Κόλαση
αισθάνονται ότι αιτία της κατάστασής τους είναι η οργή και ο θυμός του Θεού, χωρίς
όμως να είναι έτσι263. Σύμφωνα με τον Αναστ. Μαρά τα δεινά που υφίστανται οι
αμαρτωλοί έρχονται ως αποτέλεσμα της προσωπικής τους τοποθέτησης στην επίγεια
ζωή264. Επομένως, για την αποφυγή του πόνου της Κόλασης ο επίγειος βίος είναι ο
χρόνος κατά τον οποίο ο άνθρωπος αν δεν φροντίσει για τα μελλούμενα τον περιμένει

257
Περί κατασκευής ανθρώπου, Κεφάλαιο ΙΘ', PG 44, 196D.
258
Αναστάσιος Μαράς, ό.π., 164.
259
Εξήγησις ακριβής εις τα Άσματα των Ασμάτων, Λόγος ΙΑ', PG 44, 1001Α
260
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG 46, 97C: «ξανθήσεται γὰρ πάντως, καὶ σπαραχθήσεται,
καὶ πᾶν ὁτιοῦν τῶν χαλεπωτάτων πείσεται, τοῦ χώ ματος αὐτὰ καὶ τῶν ἥλων διὰ τὴν τῶν ἐφελκομένων
βίαν καταξαινόντων· τοιοῦτόν τί μοι δοκεῖ καὶ περὶ τὴν ψυχὴν γίνεσθαι πάθος, ὅταν ἡ θεία δύναμις ὑπὸ
φιλανθρωπίας ἐκ τῶν ἀλόγων τε καὶ ὑλικῶν συμπτωμάτων ἐφέλκηται τὸ ἴδιον».
261
Αναστ. Μαράς, ό.π., 166.
262
Εις το Άγιον Πάσχα, Λόγος Γʹ, PG 46, 661Α.
263
Εις την επιγραφήν των Ψαλμών, Δεύτερον Βιβλίον, Κεφάλαιον IE', PG 44, 596C-D: «Ἡ ὀργὴ
καταπίεται ὑμᾶς· καὶ ὥσπερ τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ ζωὴ οὐκ ἀληθῶς ἐστιν ὃ λέγεται, ἀλλ' ὀνομάζεται
μόνον (τὸ γὰρ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς διεζευγμένον, ζωὴ οὐκ ἔστιν)· οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ θεοῦ ἡ ὀργή, κἂν
τοῖς ἁμαρτωλοῖς τοῦτο καὶ φαίνηται καὶ παρ' αὐτῶν ὀνομάζηται, οὐδὲν μᾶλλόν ἐστιν ὀργή, ἀλλ' ὡς
ὀργὴ τοῖς οὕτω τὴν κατὰ τὸ δίκαιον τοῦ θεοῦ ἀντιδιδομένην ἀμοιβὴν ὀνομάζουσι».
264
Αναστ. Μαράς, ό.π., 167.

56
ο θάνατος και η απώλεια265. Το κυνήγι των απολαύσεων θα οδηγήσει τον άνθρωπο
στον πόνο της συνειδητοποίησης όσων έπραξε266.

Ο άγ. Γρηγόριος αναφερόμενος στα δεινά και τον πόνο της Κόλασης
προχωρά και σε πιο εκτεταμένες και λεπτομερείς αναφορές. Σε ορισμένα σημεία του
έργου του ταυτίζει την Κόλαση με τη γέενα267. Η γέενα ταυτίζεται αντίστοιχα με την
κατάσταση που περιμένει όλους τους αδίκους χωρίς καμία εξαίρεση268. Η κατάληξη
αυτή των αμαρτωλών ισοδυναμεί με θλίψη και διαρκή οδύνη. Η οδυνηρή αυτή
κατάσταση αφορά εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος έθεσε τον εαυτό του εκτός μετοχής
στο θείο κάνοντας χρήση του αυτεξούσιου που του χάρισε ο Θεός. Ο άγ. Γρηγόριος
περιγράφει αυτή την κατάσταση ως καταστροφή, εξολόθρευση, θάνατο269. Κύριο
χαρακτηριστικό της κατάστασης αυτής είναι ο πόνος και τα δεινά που βιώνουν οι
κολασμένοι. Στα δεινά αυτά συμπεριλαμβάνονται η θλίψη, η οργή και όλα τα
ονόματα της πικρής αντίδοσης270. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο η Κόλαση
περιλαμβάνει, επίσης, φοβερά βασανιστήρια για όσους έχουν πονηρή συνείδηση271.
Όσοι έχουν αυτό το τέλος της Κολάσεως θα ασφυκτιούν στην άβυσσο των κακών272.
Στον Γʹ λόγο Εις τους Μακαρισμούς, ο Γρηγόριος περιγράφει τις τιμωρίες, τις
δοκιμασίες, αλλά και γενικότερα τον πόνο που θα υποστούν στην Κόλαση οι άδικοι.
Οι αναφορές του για την «γέενα, το ατέλειωτο σκουλήκι, το χτύπημα των δοντιών, το
αδιάκοπο κλάμα, το εξωτερικό σκότος»273, σύμφωνα με τον Αναστ. Μαρά,
αποτελούν σχηματικά παραδείγματα, που θα πρέπει να ερμηνευτούν αλληγορικά με
σκοπό να βρεθεί η πνευματική έννοια που βρίσκεται πίσω από αυτούς274. Η
παράθεση των δεινών αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση των πιστών ώστε να
οδηγηθούν στη μετάνοια275. Ο Κ. Λογοθέτης επίσης, σε ότι αφορά τους παραπάνω

265
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία Δ', PG 44, 704Β.
266
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία Ε', PG 44, 689D.
267
Εξήγησις ακριβής εις τα άσματα των ασμάτων, PG 44, 765Β: «ἔστι μὲν γὰρ καὶ διὰ φόβου τισὶ
γινομένη ἡ σωτηρία, ὅταν πρὸς τὰς ἀπειλὰς τῆς ἐν τῇ γεέννῃ κολάσεως βλέποντες τοῦ κακοῦ
χωριζώμεθα».
268
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σαλομώντος, Ομιλία Δ', PG 44, 668Α: «οὐ μία κόνις οἱ
δύο μετὰ τὸν θάνατον; οὐχ ἓν τὸ κριτήριον; οὐ κοινὴ βασιλεία καὶ γέεννα κοινή; ὁ οὖν ἐν πᾶσι τὸ ἴσον
ἔχων ἐν τίνι τὸ πλέον ἔχεις, εἰπέ, ὥστε ἄνθρωπον ὄντα δεσπότην ἀνθρώπου σεαυτὸν οἴεσθαι».
269
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σαλομωντος, Ομιλία Η', PG 44, 741 Α.
270
Εις τους Μακαρισμους, Ομιλία Εʹ, PG 44, 1256C: «τοῖς δὲ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ
τῇ ἀδικίᾳ, ὀργὴν καὶ θλίψιν, καὶ πάντα ὅσα τῆς σκυθρωπῆς ἀντιδόσεώς ἐστιν ὀνόματα».
271
Εις τους Μακαρισμους, Λόγος E', PG 44, 1261 Β.
272
Περί φιλοπτωχίας και Ευποιίας, Λόγος Α', PG 46, 468D: «Καὶ ἀναγέγραπται μὲν βαρέα βρυχόμενος
καὶ στένων ὁ ἐν τῇ βύσσῳ τραφεὶς καὶ ἐν τῇ ἀβύσσῳ τῶν κακῶν συνεχόμενος».
273
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ, PG 44, 1221ΑΒ.
274
Αναστ. Μαράς, ό. π., 175-176
275
Στο ίδιο, 175.

57
χαρακτηρισμούς των δεινών, υποστηρίζει ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί έχουν λάβει
από το Γρηγόριο ηθικό χαρακτήρα, διαφορετικό από τη σημασιολογική εκδοχή
τους276.

Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο άγ. Γρηγόριος όταν


αναφέρεται στον πόνο της Κόλασης, εστιάζει σε δύο καταστάσεις πόνου: η πρώτη
αφορά την κατάσταση του διαχωρισμού του κακού από το αγαθό. Το κακό ως μη ον
θα πρέπει να πάψει να υφίσταται και θα διαχωριστεί από το αγαθό. Η κατάσταση
αυτή προκαλεί πόνο, διαβαθμισμένο και κλιμακούμενο αναλογικά με τις πράξεις της
παρούσας ζωής. Η δεύτερη κατάσταση πόνου για τους κολασμένους, χρονικά
ακολουθεί την πρώτη και σχετίζεται με τον ψυχικό πόνο που θα συνοδεύσει τους
κολασμένους μετά την οδυνηρή συνειδητοποίηση όσων έχουν πράξει και των
συνεπειών που επέφεραν οι πράξεις αυτές, δηλαδή τη διακοπή της επικοινωνίας με το
Θεό277. Οι κολασμένοι εξ αιτίας αυτής της συνειδητοποίησης θα βιώνουν τον
απαρηγόρητο αιώνιο θρήνο278. Η αιωνιότητα της κατάστασης αυτής λόγω των
τύψεων που τους οδήγησαν εκεί είναι η αιτία που θα καθιστά τον πόνο των αδίκων
απαρηγόρητο. Επομένως η ένταξη του ανθρώπου στην κατάσταση της Κόλασης δεν
προκύπτει από την διάθεση του Θεού να τιμωρήσει τον άνθρωπο αλλά ως
αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής της ζωής του279.

276
Κωνσταντίνος Λογοθέτης, Η φιλοσοφία…, 225.
277
Αναστ. Μαράς, ό.π., 176-177.
278
Προς τους αχθομένους ταις επιτημήσεσι, PG 46, 312D.
279
Αναστ. Μαράς, ό.π., 189.

58
6 Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ

6.1 Αντιμετώπιση του πόνου με την προσευχή

Για τον Γρηγόριο Νύσσης ο πόνος αντιμετωπίζεται με την προσευχή.


Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η προσευχή είναι ο συνήγορος για αυτόν που δικάζεται, η
άνεση του φυλακισμένου, η ανάπαυση του κουρασμένου, η παρηγοριά των
λυπημένων, το εντάφιο όσων πενθούν280. Αυτό γίνεται γιατί η προσευχή είναι η
συνομιλία με το Θεό, η θέαση των αθεάτων, η ομοτιμία με τους αγγέλους, η προκοπή
των καλών, η ανατροπή των κακών, η διόρθωση όσων αμαρτάνουν281. Μάλιστα
εντείνει αυτή την άποψή του παραθέτοντας παραδείγματα από την Π. Διαθήκη.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η προσευχή έκανε το κήτος για τον Ιωνά σπίτι, ενώ τον
Εζεκία τον επανάφερε στη ζωή από το θάνατο, για τους τρεις νέους μέσα στο καμίνι
άλλαξε τη φλόγα σε δροσερή αύρα, ύψωσε τρόπαιο των Εβραίων κατά των
Αμαληκιτών, ενώ έστρωσε νεκρούς σε μια νύχτα με την αόρατη ρομφαία τις εκατόν
ογδόντα πέντε χιλιάδες Ασσυρίους282.

Μέσω της προσευχής, ο άνθρωπος επιζητεί να έλθει η βασιλεία του Θεού. Γι’
αυτό ο Γρηγόριος τονίζει ότι πρέπει να ικετεύουμε το Θεό με όλη μας τη δύναμη.
Γιατί, μόνο τότε όλα όσα κυριαρχούν επάνω μας θα αφανιστούν283. Συγκεκριμένα,
αναφέρει ότι όταν αποκατασταθεί η υγεία δεν έχει πια θέση η αρρώστια. Επίσης, τα
πάθη δεν ενεργούν όταν έρθει η απάθεια, ενώ ο θάνατος και η φθορά εξαφανίζονται

280
Εις την Προσευχήν, Λόγος Α΄, PG 44, 1124B: «Προσευχή κρινομένων συνήγορος, δεδεμένων
ἄνεσις, κεκμηκότων ἀνάπαυσις, λυπουμένων παραμυθία, χαιρόντων θυμηδία, πεν θούντων
παράκλησις, γαμούντων στέφανος, γενεθλίων ἑορτὴ, ἀποθνησκόντων ἐντάφιον».
281
Εις την Προσευχήν, Λόγος Α΄, PG 44, 1124B: «Προσευχή θεοῦ ὁμιλία, τῶν ἀοράτων θεωρία, τῶν
ἐπιθυμουμένων πληροφορία, τῶν ἀγγέλων ὁμοτιμία, τῶν καλῶν προκοπὴ, τῶν κακῶν ἀποτροπὴ, τῶν
ἁμαρτανομένων διόρθωσις».
282
Εις την Προσευχήν, Λόγος Α΄, PG 44, 1124C: «Προσευχή τῷ μὲν Ἰωνᾷ τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, τὸν
δὲ Ἐζεκίαν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν ἐπανήγαγεν, τοῖς δὲ τρισὶ νέοις εἰς πνεῦμα
δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρε ψεν, καὶ τοῖς Ἰσραηλίταις κατὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν ἀνέστησε τρόπαιον, καὶ τὰς
ἑκατὸν ὀγδοήκοντα καὶ πέντε τῶν Ἀσσυρίων χιλιάδας μιᾷ νυκτὶ τῇ ἀοράτῳ ῥομφαίᾳ κατέστρωσεν.».
283
Εις την Προσευχήν, Λόγος Γ΄, PG 44, 1156D: «Ἐὰν οὖν ἐλθεῖν ἐφ' ἡμᾶς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ
αἰτήσωμεν, ταῦτα τῇ δυνάμει τὸν θεὸν ἱκετεύομεν·… ἐὰν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐφ' ἡμᾶς ἔλθῃ, πάντα τὰ
νῦν ἐπικρατοῦντα εἰς ἀφανισμὸν περιστήσεται».

59
όταν βασιλεύει η ζωή και κυριαρχεί η αφθαρσία284. Συνεπώς κατά τον Νύσσης, ο
άνθρωπος όταν μέσω της προσευχής του ζητάει τη βασιλεία του Θεού να κυριαρχεί
στη ζωή του, τότε όλα όσα τον βασανίζουν και ο επικείμενος εξ αυτών πόνος,
χάνεται, αφού στη ζωή της αφθαρσίας δεν μπορεί να κυριαρχεί ο πόνος και η φθορά.
Αναλύοντας την Κυριακή προσευχή ο Νύσσης τονίζει ότι η προσευχή αυτή θεραπεύει
την αρρώστια που κυριαρχεί στην ψυχή. Προσεύχεται λέει, σαν να καταθλίβουν τη
ψυχή του κάποιες οδύνες, αυτός που λέει «γεννηθήτω το θέλημά σου». Θέλημα δε
του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Ο άγ. Γρηγόριος θέλοντας να δείξει ότι η
δύναμη της προσευχής είναι ικανή να διαλύει ακόμα και τον πόνο και το φόβο που
αισθάνεται ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο, αναφέρεται στο παράδειγμα της
αδερφής του, οσίας Μακρίνας. Η Μακρίνα ως την τελευταία πνοή της ζωής της
προσεύχονταν και δοξολογούσε τον Θεό285. Αλλά κι όταν η φωνή της την
εγκατέλειψε, συνέχισε να προσεύχεται αδιάλειπτα, διαστέλοντας τα χείλη της και
κινώντας μόνο τα χέρια της286.

Όμως, η προσευχή μένει ατελέσφορη, ακόμα και αν φτάσει στο Θεό, αν μαζί
δεν φωνάξει και η συνείδηση του ανθρώπου, ότι νοιώθει ευσπλαχνία προς το
συνάνθρωπό του287. Δεν μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να ζητάει ο Θεός να γίνει
φιλεύσπλαχνος χωρίς πρώτα ο ίδιος ο άνθρωπος να δείξει την φιλανθρωπία του προς
το συνάνθρωπό του288. Γιατί, όπως τονίζει ο Νύσσης, δεν δύναται ο άνθρωπος να
ζητάει να αφεθούν οι αμαρτίες του ενώ αυτός πρώτος πνίγει τον οφειλέτη του.
Συνεχίζει λέγοντας ότι είναι αδύνατο να συμβεί αυτό, εάν ο συνάνθρωπος που του
οφείλει κάποιο χρεός, έχει καταλήξει στη φυλακή για τα χρέη του προς αυτόν, και ο
ίδιος βρίσκεται στην Εκκλησία και προσεύχεται. Μάλιστα, ο συνάνθρωπος πονάει
και οδύνεται κάτω από το βάρος της οφειλής, ενώ αυτός δεν παραιτείται από όσα του

284
Εις την Προσευχήν, Λόγος Γ΄, PG 44, 1157B: «…οὐ νόσος ὑγείας ἐπιλαβούσης ἵσταται, οὐκ ἐνεργεῖ
τὰ πάθη τῆς ἀπαθείας παρούσης, φροῦδος ὁ θάνατος, ἀφανὴς ἡ φθορὰ, ὅταν ἡ ζωὴ ἐν ἡμῖν βασιλεύῃ
καὶ ἀφθαρσία τὸ κράτος ἔχῃ».
285
Εις το βίον της οσίας Μακρίνας, PG 46, 984Β: «Πρὸς γὰρ ἀνατολὴν ἐτέτραπτο αὐτῇ τὸ χαμεύνιον,
καὶ ἀποστᾶσα τοῦ πρὸς ἡμᾶς διαλέ γεσθαι δι' εὐχῆς ὡμίλει τὸ λοιπὸν τῷ θεῷ χερσί τε ἱκε τεύουσα καὶ
ὑποφθεγγομένη λεπτῇ τῇ φωνῇ, ὥστε ἡμᾶς ἐπαΐειν μετρίως τῶν λεγομένων· τοιαύτη δὲ ἦν ἡ εὐχή, ὡς
μηδὲ ἀμφιβάλλειν, ὅτι καὶ πρὸς τὸν θεὸν ἐγίνετο καὶ παρ' ἐκείνου ἠκούετο».
286
Εις το βίον της οσίας Μακρίνας, PG 46, 985Β: «Καὶ ἐν τούτοις τῆς ἑσπέρας ἐπιλαβούσης καὶ φωτὸς
εἰσκομισθέντος ἀθρόον τὸν τῶν ὀμμάτων διαστείλασα κύκλον καὶ πρὸς τὴν αὐγὴν ἀπιδοῦσα ἔκδηλος
μὲν ἦν καὶ φθέγξασθαι τὴν ἐπιλύχνιον εὐχαριστίαν προθυμουμένη· τῆς δὲ φωνῆς ἐπιλειπούσης διὰ τῆς
καρδίας καὶ διὰ τῆς τῶν χειρῶν κινήσεως ἐπλήρου τὴν πρόθεσιν καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν ἔνδοθεν ὁρμὴν
συνεκινεῖτο».
287
Εις την Προσευχήν, Λόγος E΄, PG 44, 1188B: «Ἀλλ' ἄπρακτός ἐστι ἡ τοιαύτη φωνὴ, καὶ εἰς ἀκοὰς
θείας οὐ φθάνουσα, μὴ τῆς συνειδήσεως ἡμῖν συμβοώσης ὅτι καλόν ἐστιν ἡ τοῦ ἐλέους μετάδοσις».
288
Εις την Προσευχήν, Λόγος E΄, PG 44, 1188C: «ἐμὲ πρὸς φιλανθρωπίαν παρακαλεῖς, ἧς τοῖς πέλας
αὐτὸς οὐ μετέδωκας;».

60
οφείλονται. Με τον τρόπο αυτό όμως, η προσευχή του δεν εισακούεται γιατί αντηχεί
εντονότερη η φωνή εκείνου που υποφέρει. Μόνο εάν συγχωρήσεις θα συγχωρεθείς289,
όπως επίσης μόνο αν καταπραϋνεις τον πόνο του συνανθρώπου σου θα δικαιωθείς.

Βέβαια, ορισμένες φορές χαρακτηρίζεται ως ζημία η προσβολή που γίνεται


προς εμάς από κάποιον ή η απάτη κάποιου εναντίον μας ή και ακομη η επιβουλή της
ίδιας της ζωής. Έτσι ο άνθρωπος κάτω από αυτές τις προκλήσεις, προσπαθεί να βρει
κάθε τρόπο, ώστε να τιμωρήσει όσους τον λύπησαν290. Όμως, ο Γρηγόριος τονίζει ότι
ο άνθρωπος θα έπρεπε να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του και τη συμπεριφορά του
απέναντι στο Θεό που ενώ του έχει προσφέρει τα πάντα, εκείνος απομακρύνθηκε και
κατευθύνθηκε προς την αμαρτία291. Γιατί, ο Κύριος με την ενέργεια του Πνεύματος
μας ενισχύει σε κάθε θλίψη για να μας σώσει, καθώς επίσης για να μας μεταδώσει τα
πνευματικά αγαθά και τα χαρίσματά του. Γιατί όπως τονίζει και ο Απ. Παύλος
«Αυτός μας ενισχύει σε κάθε θλίψη μας, για να μπορούμε να παρηγορούμε όσους
περνούν κάθε είδους θλίψεις». Αυτό δείχνει με τρόπο αινιγματικό την αγαλλίαση και
την ενίσχυσή μας από το Πνεύμα292. Έτσι κάθε είδους πόνος ή θλίψη που μας
προκαλούν οργή ή μένος για τους άλλους θα μπορούσαν να αποτελέσουν την
αφετηρία της μεταστροφής μας προς την εντελώς αντίθετη κατέυθυνση.

Για να πραγματοποιηθεί η προσευχή σε περίοπτη θέση βρίσκονται οι ψαλμοί


του Δαυίδ. Γιατί όπως τονίζει ο Γρηγόριος, δεν υπάρχει δυνατή προσευχή που να μην
έχει σχέση με εκείνη ο Δαυίδ293. Αυτή γίνεται το όπλο των στρατιωτών, ο
προπονητής των αθλητών, η παλαίστρα όσων γυμνάζονται, το στεφάνι των νικητών,

289
Εις την Προσευχήν, Λόγος E΄, PG 44, 1188C: «Ἄφεσιν ὀφλημάτων αἰ τεῖς· πῶς οὖν κατάγχεις σὺ
τὸν ὑπόχρεων;... ὁ σὸς ὀφει λέτης ἐν δεσμωτηρίῳ, καὶ σὺ ἐν εὐκτηρίῳ; ἐκεῖνος τοῖς ὀφλήμασιν
ὀδυνᾶται, καὶ σὺ ἀφεθῆναί σοι τὴν ὀφειλὴν ἀξιοῖς; ἐάν συγχωρήσῃς, συγχωρηθήσεται».
290
Εις την Προσευχήν, Λόγος E΄, PG 44, 1189B: «Ζημία πάντως ἐστὶν ἢ ὕβρεως ἀφορμὴ παρά τινος
γεγενημένη, ἢ οἰκέτου κακία, ἢ καὶ εἰς σωματικὸν θάνατον ἐπιβουλή· εἶτα σὺ πρὸς τὴν ἄμυναν τούτων
ἐν φλεγμονῇ καρδίας ἐξερεθίζῃ, καὶ πᾶ σαν τὴν ἐπίνοιαν εἰς τὴν τῶν προλελυπηκότων τιμω ρίαν
ἀναζητεῖς».
291
Εις την Προσευχήν, Λόγος E΄, PG 44, 1188C: «…δέον πρὸς ἑαυτὸν βλέπειν, οἷος σὺ γέγονας τῷ
δεσπότῃ τῷ πλάσαντί σε… Οὐκ ἀπέστης τῆς δεσποτείας;».
292
Περί του κατά Θεόν σκοπού, PG 46, 304Α: «Παρακαλεῖ οὖν ἡμᾶς ὁ κύριος διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ
πνεύματος ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν εἰς τὸ σῶσαι καὶ μεταδοῦναι τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν
ἑαυτοῦ χαρισμάτων· Ὁ παρακαλῶν γάρ φησιν ἡμᾶς ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς
παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει».
293
Εις την του Χριστού Ανάληψιν, PG 46, 689C: «τίς προσευχῆς δύναμις, ἧς μὴ Δαβὶδ συνεφάπτεται;».

61
η χαρά του τραπεζιού, η παρηγοριά στις κηδείες. Τελικά, δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή
του ανθρώπου που να είναι αμέτοχο από αυτή τη χάρη294.

6.2 Αντιμετώπιση του πόνου με τη σιωπή

Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί πως για κάποιον που πενθεί η σιωπή είναι το
πιο κατάλληλο και πρόσφορο φάρμακο γιατί μέσα στην ησυχία ο σκληρός πόνος της
ψυχής σιγά σιγά μαλακώνει τη λύπη. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν αυτός
που πενθεί μιλάει συνέχεια για αυτό που τον λύπησε, επειδή ο πόνος της λύπης είναι
νωπός μέσα στην ψυχή του, η θεραπεία του γίνεται δυσκολότερη καθώς με το να
θυμάται αυτά που προξένησαν τον πόνο του είναι σαν να ξύνει τις πληγές που είναι
έτοιμες να κλείσουν295.

Για να δώσει έμφαση σε αυτό που λέει δίνει ένα παράδειγμα από τον ίδιο του
τον εαυτό. Ο δάσκαλος και αδελφός του Μ. Βασίλειος, του επέβαλε την ησυχία, ώστε
να μη λυπήσει την ακοή του ο λόγος που παρασύρθηκε από το πάθος. Γιατί ο χρόνος
που μεσολάβησε από τα γεγονότα που του προξένησαν μεγάλο πόνο, δεν ήταν
αρκετός, ώστε να μπορέσει ο νους του να εξοικειωθεί με τη συμφορά. Πράγματι,
όταν ο πόνος είναι πρόσφατος μέσα στην ψυχή, η καρδιά ταράσσεται, όπως
ταράσσεται μια θάλασσα όταν έχει τρικυμία και ανακατεύεται από το βυθό της. Έτσι
αναταράσσουν οι λογισμοί την καρδιά όταν ξαναθυμούνται τις συμφορές296. Μέσα σε
μια τέτοια ψυχική κατάσταση δεν μπορεί ο λόγος να είναι κανονικός, δηλαδή όχι

294
Εις την του Χριστού Ανάληψιν, PG 46, 689C: «…στρατιωτῶν ὅπλον, ἀθλητῶν παιδοτρίβης,
γυμναζομένων παλαίστρα, νικώντων στέφανος, ἐπιτραπέζιος εὐφροσύνη, ἐπικήδειος παραμυθία. Οὐκ
ἔστι τι τῶν κατὰ τὸν βίον ἡμῶν τῆς χάριτοςταύτης ἀμέτοχον».
295
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 877C- 880A: «Προσφυὲς γάρ μοι δοκεῖ καὶ
κατάλληλον εἶναι τοῖς πενθοῦσι φάρμακον ἡ σιγὴ τὸ διοιδοῦν τῆς ψυχῆς χρόνῳ καὶ κατηφείᾳ δι'
ἡσυχίας ἐκπέττουσα. ὡς εἴ γέ τις ἔτι τὴν ψυχὴν τοῦ πάθους ὑποθερμαίνοντος ἀνακινοίη τὸν λόγον,
δυσαλθέστερον τὸ τῆς λύπης τραῦμα γενήσεται τῇ μνήμῃ τῶν ἀλγεινῶν οἷόν τίσιν ἀκάνθαις
ἐπιξαινόμενον».
296
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 880A: «τάχα καλῶς ἔσχε μέχρι τοῦ νῦν
κατακρατεῖν ἡμῶν τὴν ἡσυχίαν, ὡς ἂν μὴ πρὸς τὸ πάθος ὁ λόγος καθελκυσθεὶς τὴν ἀκοὴν ἀνιάσειεν.
οὔπω γὰρ τοσοῦτος ὁ ἐν τῷ μέσῳ χρόνος ὥστε προσεθίσαι τῷ κακῷ τὴν διάνοιαν· ἔτι νέον ἐν τῇ ψυχῇ
τὸ πάθος,… ἔτι ταράσσεται ἡμῶν ἡ καρδία καὶ καθάπερ τις θάλασσα κυματουμένη τῇ λαίλαπι τῆς
συμφορᾶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφεται, ἔτι διοιδοῦσιν οἱ λογισμοὶ πρὸς τὴν μνήμην τῶν κακῶν
ἀναζέοντες».

62
λυπημένος, αφού δέρνεται από το πάθος της λύπης σαν να δέρνεται από καταιγίδα297.
Γιατί όπως το γέλιο είναι σημείο της χαράς που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο, έτσι
και ο πόνος της καρδιάς εκφράζεται με τους θρήνους298.

Παράλληλα με τη σιωπή ο άγ. Γρηγόριος παραθέτει ως μέσο υπέρβασης των


αντίξοων συνθηκών της ζωής την αρετή της υπομονής, όχι βέβαια ως φαινόμενο
περιστασιακής συμπεριφοράς, αλλά ως τρόπο ζωής. Με τον όρο υπομονή δεν εννοεί
τη μοιρολατρική αποδοχή ή την απλή ανοχή των θλίψεων, αλλά την έκφραση
κατάφασης του λογισμού στη βίωση της θυσίας και του πάθους. Η υπομονή στην
περίπτωση αυτή εκφράζεται ως χριστοήθεια και φανέρωση της εμπιστοσύνης στο
Θεό. Έτσι, η υπομονή μας καθιστά «σύμμορφους του Χριστού», όπως αναφέρει και ο
Απ. Παύλος299. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Νύσσης το παράδειγμα μίμησης στις
κάθε είδους δοκιμασίες είναι ο ίδιος ο Χριστός. Στο έργο του προς Ολύμπιον
αναφέρει χαρακτηριστικά: «όλα εκείνα τα υπέμεινε με πραότητα και μακροθυμία
Εκείνος, που με τη δική Του συμπεριφορά έθεσε νόμο για εμάς τη μακροθυμία»300.
Κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος «πρέπει να προσβλέπει στο Χριστό, στην
πρωτότυπη δηλαδή εικόνα του Θεού. Σ’ αυτή την εικόνα να ατενίζει και κατά το
παράδειγμά της να καλλωπίζει τη δική του μορφή. Έτσι θα γίνει και αυτός εικόνα του
αόρατου Θεού, η οποία θα έχει ζωγραφιστεί με το πινέλο της υπομονής»301.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο η υπομονή του πονεμένου ανθρώπου προϋποθέτει


την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Τότε ο άνθρωπος που υφίσταται την επίσκεψη
του πόνου αποκτά όλα τα εφόδια για την -με καρτερία- αντιμετώπιση κάθε είδους
δεινών. Στην προοπτική αυτή ο πειρασμός των θλίψεων καθίσταται ευκαιρία
ανακάλυψης της πνευματικής κατάστασης της ψυχής. Αν ο άνθρωπος παραμείνει
ειρηνικός στην αναμέτρηση με τον πόνο κάνει φανερή την ύπαρξη της πίστης του και
καταδεικνύει τη γνησιότητά της. Στο έργο του Περί Παρθενίας αναφέρεται στη

297
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 880B: «πῶς ἔστι προαγαγεῖν ἐπ' εὐθείας τὸν
λόγον οἷόν τινι καταιγίδι τῷ πάθει τῆς λύπης ἐγχειμαζόμενον;».
298
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 880C: «ὥσπερ γὰρ ὁ γέλως σημεῖον τῆς ἔνδον
φαιδρότητος γίνεται, οὕτω καὶ ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ πόνος ὑπὸ τῶν θρήνων διερμηνεύεται καὶ γίνεται τῶν
τῆς ψυχῆς τραυμάτων ὥσπερ αἷμα τὸ δάκρυον».
299
Φιλ. 3:10.
300
Περί τελειότητος και οποίον χρη είναι τον χριστιανόν, PG 46, 272D: «ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἢνεγκεν ἐν
πρᾳότητι καὶ μακροθυμίᾳ ὁ τῷ σῷ βίῳ δι' ἑαυτοῦ νομοθετῶν τὸ μακρόθυμον».
301
Περί τελειότητος και οποίον χρη είναι τον χριστιανόν, PG 46, 272D: «οὒτω καὶ τὰ ἄλλα πάντα περὶ
τὴν πρωτότυπον τοῦ θεοῦ εἰκόνα ἐστιν ἰδεῖν, πρὸς ἥν βλέπων καὶ κατ' ἐκείνην ἐναργῶς τὴν ἑαυτοῦ
καλλωπίζων μορφὴν εἰκὼν καὶ αὐτὸς γίνεται τοῦ θεοῦ τοῦ ἀοράτου διὰ τῆς ὑπομονῆς
ζωγραφούμενος».

63
σημασία της υπομονής στην αντιμετώπιση του πειρασμού των θλίψεων302. Θέλοντας
να τονίσει την αξία της υπομονής στις δοκιμασίες μας, ο Γρηγόριος Νύσσης κάνει
ειδική μνεία στον Μωυσή. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο Μωυσής οδηγώντας το λαό
του Θεού ανάμεσα σε τόσους πειρασμούς και βάσανα προς τη γη της επαγγελίας
άντεξε τα δεινά της έρημης γης και τις τόσες άλλες δοκιμασίες, υπομένοντας και
προσβλέποντας στο πρόσωπο Εκείνου, ο οποίος τον κατεύθυνε. Γιατί εκείνος που
υπομένει με ελπίδα δεν είναι ποτέ μόνος, αλλά επόπτης των αγώνων του είναι ο
Θεός303. Επίσης, στο εγκώμιο προς το μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, κάνει αναφορά στην
υπομονή που χρωστά κάθε μέλος του σώματος στον Δημιουργό. Συγκεκριμένα,
αναφέρει ότι ο πονεμένος και βασανισμένος άνθρωπος, ως άλλος Μάρτυς αναβοά
αποφασιστικά: «Ας με σουβλίσει αυτός που με τρυπάει, ας με καταξεσχίσει εκείνος
που με χτυπάει, ας πλησιάσει πάνω μου τη φλόγα εκείνος που με καίει, ας μου βγάλει
τη γλώσσα εκείνος που ενοχλείται από τα λόγια μου γιατί κάθε μέλος του σώματος
χρωστά στο Δημιουργό του την υπομονή»304. Η πάσχουσα αγάπη είναι η μόνη
δοκιμασμένη και γνήσια, γιατί αυτή μονάχα παραμένει αναλλοίωτη, με συνεργό την
«εξ ύψους δύναμη»305. Ο άγ. Γρηγόριος εξαίροντας τη σημασία της υπομονής
απέναντι στο παράδοξο του ανθρωπίνου πόνου αναφέρεται και στο κορυφαίο
παράδειγμα, αλλά και πρότυπο υπομονής, τον Ιώβ. Ο Ιώβ ήρθε αντιμέτωπος με τον
πόνο όταν βίωσε την απώλεια των παιδιών του. Ωστόσο, αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος,
δεν βαρυγκώμησε κατά του Θεού, ούτε θεώρησε θεοδικία το θάνατο των παιδιών
του. Ο Ιωβ «δεν ξέσπασε με ταπεινότητα και μικροψυχία, δεν γρατσούνισε με τα
νύχια τα μάγουλά του, δεν ξερίζωσε τα μαλλιά του κεφαλιού του, δεν μαστίγωσε με
τα χέρια του το στήθος, δεν ξάπλωσε κάτω στο χώμα, δεν μάζεψε γύρω
μοιρολογητές, ούτε φώναζε τα ονόματα των νεκρών παιδιών του»306. Αντίθετα,
παραδομένος στη βούληση του Θεού, η διάνοιά του λειτούργησε με απόλυτη

302
Περί Παρθενίας επιστολή προτρεπτική εις τον κατ' αρετήν βίον, Κεφ. ΙΗ PG 46,389D- 392A:
«Ἐλπίδι δὲ καὶ ὑπομονῇ ἀντὶ βακτηρίας, εἴποτε τοῖς πειρασμοῖς κάμοι, ὑπoστηρίζεσθαι».
303
Εις τον βιον του Μωϋσέως, PG 44, 297-430.
304
Εγκώμιον εις τον μέγαν μάρτυρα Θεόδωρον, PG 46, 741BC: «Ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τοίνυν καὶ τῆς
ὁμολογίας τῆς εἰς ἐκεῖνον, καὶ ὁ τιτρώσκων τεμνέτω, καὶ ὁ μαστίζων ξαινέτω, καὶ ὁ καίων προσαγέτω
τὴν φλόγα, καὶ ὁ ταῖς φωναῖς μου ταύταις ἀχθόμενος ἐξαιρέτω τὴν γλῶσσαν· καθ' ἕκαστον γὰρ μέλος,
τὸ σῶμα τῷ κτίσαντι χρεωστεῖ τὴν ὑπομονήν».
305
Λκ. 24:49.
306
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876A: «τί οὖν ἐποίησεν ὁ ἀνήρ; ἆρά τι δυσγενὲς καὶ
μικρόψυχον ἢ εἶπε τῷ ῥήματι ἢ διὰ σχήματος ἐνεδείξατο ἢ παρειὰν ἀμύξας τοῖς ὄνυξιν ἢ τρίχας τῆς
κεφαλῆς ἀποτίλας ἢ κόνιν καταπασάμενος ἢ τὰ στήθη ταῖς χερσὶ μαστιγώσας ἢ ἐπὶ γῆν ἑαυτὸν ῥίψας ἢ
θρηνῳδοὺς ἑαυτῷ περιστήσας ἢ ἀνακαλῶν τὰ τῶν κατοιχομένων ὀνόματα καὶ ἐποιμώζων τῇ μνήμῃ;».

64
εμπιστοσύνη προς τον Δημιουργό307. Ο Ιώβ αντιμετώπισε τον καιρό των θλίψεων με
την υπομονή, μετατρέποντάς τον σε αφορμή για ανάλυση της φιλοσοφίας των όντων.

6.3 Αντιμετώπιση του πόνου με τη χρησιμοποίηση της


λογικής

Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης στο έργο του «διάλογος περί ψυχής και αναστάσεως»
αναφέρεται στη δύναμη της λογικής στην αντιμετώπιση του πόνου τον οποίο βίωσε
εξ αιτίας του θανάτου του Μ. Βασιλείου, η αδελφή του Μακρίνα. Αρχικά δηλαδή η
αδελφή του μόλις συνάντησε τον Γρηγόριο Νύσσης υποχώρησε στη θλίψη, όπως
κάνουν οι έμπειροι της ιππικής τέχνης και έκλαψε μαζί του λίγο, αλλά όχι πολύ. Στη
συνέχεια επιχείρησε να τον συγκρατήσει με τα λόγια της, χρησιμοποιώντας τη σκέψη
της, όπως το χαλινάρι συγκρατεί το άλογο, ώστε να ηρεμήσει την ταραγμένη του
ψυχή. Αυτό που του τόνισε είναι ένα ευαγγελικό ρητό του Απ. Παύλου, ότι δηλαδή οι
χριστιανοί δεν πρέπει να λυπούνται, γιατί μόνο αυτοί που δεν έχουν ελπίδα
παραδίδονται σε αυτό το πάθος308.

Όμως, ο Γρηγόριος Νύσσης, όντας περίλυπος, αισθανόμενος τη λύπη να καίει


μέσα του αναρωτιόταν πώς μπορούν οι άνθρωποι να το εφαρμόσουν αυτό, αφού όλοι
αισθάνονται φυσική αποστροφή προς το θάνατο309. Η απάντηση της Μακρίνας
στηρίζεται στη λογική διαπίστωση ότι αυτό που του προξενεί τελικά τόσο μεγάλη
λύπη δεν είναι όντως ο θάνατος, αλλά ίσως ο φόβος που προέρχεται από αυτόν και η
δυσπιστία ότι η ψυχή δεν ζει πάντοτε αλλά διαλύεται μαζί με το σώμα310. Ο

307
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876B: «Ὁ κύριος ἔδωκεν, ὁ κύριος ἀφείλετο. ἐκ Θεοῦ,
φησί, τοῖς ἀνθρώποις ἡ γένεσις, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ ἀνάλυσις».
308
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 12A: «Ἡ δὲ κατὰ τοὺς τῆς ἱππικῆς ἐπιστήμονας
ἐνδοῦσά μοι πρὸς ὀλίγον παρενεχθῆναι τῇ ῥύμῃ τοῦ πάθους, ἀναστομοῦν ἐπεχείρει μετὰ ταῦτα τῷ
λόγῳ, καθάπερ χαλινῷ τινι τῷ ἰδίῳ λογισμῷ τὸ ἀτακτοῦν τῆς ψυχῆς ἀπευθύνουσα, καὶ ἦν αὐτῇ τὸ
ἀποστολικὸν λόγιον προφερόμενον, τὸ μὴ δεῖν ἐπὶ τῶν κεκοιμημένων λυπεῖσθαι· μόνων γὰρ τοῦτο τῶν
οὐκ ἐχόντων ἐλπίδα τὸ πάθος εἶναι».
309
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 13Α: «Κἀγὼ περιζεούσης ἔτι μοι τῆς καρδίας τῇ λύπῃ
Πῶς ἔστιν, εἶπον, ἐν ἀνθρώποις τοῦτο κατορθωθῆ ναι, οὕτως ἐν ἑκάστῳ φυσικοῦ τινος πρὸς τὸν
θάνατον τῆς διαβολῆς ὑπαρχούσης».
310
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 16A- 17A: «τί σοι μάλιστα λυπηρὸν αὐτὸ ἐφ' ἑαυτοῦ,
τὸ τοῦ θανάτου δοκεῖ;…Μή τίς σε τοιοῦτος, φησὶ, φόβος ὑποταράσσει καὶ συνέχει τὴν διάνοιαν, ὡς οὐ
διαμενούσης εἰς ἀεὶ τῆς ψυ χῆς, ἀλλὰ συγκαταληγούσης τῇ διαλύσει τοῦ σώματος;».

65
Γρηγόριος Νύσσης κυριευμένος από τη θλίψη του αναφέρει ότι η λύπη για τους
νεκρούς γίνεται μεγαλύτερη γιατί δεν γνωρίζουμε ακριβώς ούτε εάν υπάρχει η ψυχή
μετά το θάνατο, ούτε πού είναι, ούτε πώς είναι, ούτε εάν δεν υπάρχει καθόλου311.
Έτσι λοιπόν αυτή η αβεβαιότητα που υπάρχει γύρω από αυτό το ζήτημα δημιουργεί
διαφορετικές απόψεις312. Τελικά όμως από το έργο του προκύπτει ότι εάν δεν
αντιληφθούμε και δεν κατανοήσουμε βαθιά μέσα μας ότι η ψυχή είναι αθάνατη, τότε
η ζωή των ανθρώπων χάνει το μεγαλύτερό προσόν της που είναι η αρετή.
Συγκεκριμένα, ο Γρηγόριος Νύσσης υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει
αρετή εκεί όπου η ύπαρξη περιορίζεται μόνο στην παρούσα ζωή και δεν έχουμε
καμία ελπίδα μετά από αυτήν313.

Η χρήση της λογικής ως μέσο αντιμετώπισης του πόνου αποτελεί το πιο


εξαιρετικό προσόν που διαθέτει ο άνθρωπος. Εάν λοιπόν η λογική μας δεν
κυριαρχήσει σε όλα όσα εισχωρούν από τους εξωτερικούς παράγοντες προς τα μέσα
μας, τότε καμία από τις κινήσεις αυτές, δηλαδή η λύπη, ο πόνος, ο φόβος κλπ. δεν θα
ενεργούσε εσωτερικά με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί την κακία314. Όμως, εάν η
λογική χάσει τα ηνία της κυριαρχίας, όπως ο αμαξηλάτης, ο οποίος εμπλέκεται στο
άρμα και σύρεται από αυτό μεταφερόμενος εκεί όπου η άλογος κίνηση των
ζευγμένων ζώων φέρει, τότε οι ορμές καταντούν πάθος315. Έτσι λοιπόν, εάν οι
κινήσεις αυτές δεν οδηγούνται από τη λογική εκεί που πρέπει, αλλά αντίθετα, στην
κυριαρχία του νου επικρατούν τα πάθη, τότε ο άνθρωπος από το διανοητικό και το
θεοειδές μεταβαίνει στο άλογο και το ανόητο, υποκινούμενος από την ορμή αυτών
των παθών316. Μεταξύ των εν λόγω παθών συγκαταλέγονται ασφαλώς ο πόνος και οι

311
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 17A: «Ἐγὼ δὲ (καὶ γὰρ οὔπω τοῦ πάθους τὸν
λογισμὸν ἀνεδεξάμην) θρασύτερόν πως ἀπεκρινάμην, οὐ πάνυ περισκεψάμενος τὸ λεγόμενον».
312
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 17AB: «Ὅθεν καὶ βαρύτεραι ἡμῖν ἐπὶ τῶν
κατοιχουμένων αἱ λύπαι γίνονται [οὐκ] ἀκριβῶς ἐπισταμένων ἡμῶν, εἴτ' ἔτι ἐστὶ καθ' αὑτὸ τοῦτο τὸ
ζωοποιὸν αἴτιον, καὶ ὅπη, καὶ ὅπως, εἴτε οὐκ ἔστιν οὐδαμῆ οὐδαμῶς... Καὶπολλοῖς μὲν τοῦτο, πολλοῖς
δὲ τὸ ἐναντίον δοκεῖ».
313
«Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 20A: «Αἰσθάνομαι γὰρ καὶ αὐτὸς, ὅτι τοῦ καλλίστου
τῶν κατὰ τὴν ζωὴν (τῆς ἀρετῆς λέγω) ὁ τῶν ἀνθρώπων χηρεύσει βίος, εἰ μή τις ἀναμφίβολος ἡ περὶ
τούτου πίστις ἐν ἡμῖν κρατυνθείη. Πῶς γὰρ ἔστι τὴν ἀρετὴν χώραν ἔχειν ἐφ' ὧν ἡ παροῦσα ζωὴ
περιγράφειν τὸ εἶναι ὑπείληπται, καὶ πλέον ἐλπίζεται μετὰ ταύτην οὐδέν;».
314
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 61Β: «Οὐκοῦν εἰ μὲν ὁ λόγος, ὃ δὴ τῆς φύσεώς ἐστιν
ἐξαίρετον, τῶν ἔξωθεν ἐπεισκριθέντων τὴν ἡγεμονίαν ἔχοι…οὐκ ἄν τι πρὸς κακίας ὑπηρεσίαν τῶν
τοιούτων κινημάτων ἡμῖν ἐνεργήσειε».
315
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 61BC: «Εἰ δὲἀποβάλοι τὰς ἡνίας ὁ λόγος, καὶ οἷόν τις
ἡνίοχος ἐμπλακεὶς τῷ ἅρματι κατόπιν ὑπ' αὐτοῦ σύροιτο, ἐκεῖ ἀπαγόμενος ὅπουπερ ἂν ἡ ἄλογος
κίνησις τῶν ὑπεζευγμένων φέρει, τότε εἰς πάθος αἱ ὁρμαὶ καταστρέφονται, οἷον δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀλόγοις
ἔστιν ἰδεῖν».
316
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, «Οὕτω καὶ ἐν ἡμῖν εἰ μὴ πρὸς τὸ δέον ἄγοιτο ταῦτα
διὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλ' ἐπικρατοίη τῆς τοῦ νοῦ δυναστείας τὰ πάθη, πρὸς τὸ ἄλογόν τε καὶ ἀνόητον

66
θλίψεις. Έτσι λοιπόν, οι προαναφερόμενες κινήσεις της ψυχής γίνονται όργανα της
αρετής ή της κακίας ανάλογα με τη χρήση της ελευθερίας μας, όπως ακριβώς ο
σίδηρος λαμβάνει το σχήμα που συνέλαβε η φαντασία του τεχνίτη και γίνεται ή ξίφος
ή γεωργικό εργαλείο317.

6.4 Αντιμετώπιση του πόνου με το «πένθος»

Πένθος είναι μια σκοτεινή διάθεση της ψυχής318, ένα οδυνηρό συναίσθημα το
οποίο προκαλείται από τη στέρηση όσων ευχαριστούν τον άνθρωπο319. Όμως, δεν
μπορεί κάποιος να πενθεί για κάτι που δεν έχει γνωρίσει320. Ο Νύσσης για να
ενισχύσει την άποψή του αυτή δίνει ένα παράδειγμα ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που
έχει γεννηθεί τυφλός και σε έναν που έγινε στη συνέχεια τυφλός. Ανάμεσα σε αυτούς
τους δύο υπάρχει μεγάλη διαφορά καθώς αυτός που γνωρίζει τι έχει χάσει θεωρεί
ανυπόφορη την τύφλωσή του, ενώ αντίθετα ο άλλος που δεν γνωρίζει καν αυτή τη
δωρεά του Θεού, δεν θα σκέφτεται ότι έχει εκπέσει από κάποιο αγαθό321. Σε
αντιδιαστολή, όποιος πέτυχε και γνώρισε το αληθινό αγαθό και αντιλήφθηκε στη
συνέχεια την πτωχεία της ανθρωπίνης φύσης, αυτού η ψυχή θα υποφέρει, θεωρώντας
ως πένθος το ότι η ζωή αυτή δεν βρίσκεται κοντά σε αυτό το αγαθό. Επειδή στη φύση
των ανθρώπων υπερτερεί κατά κάποιο τρόπο η αμαρτία, για αυτό το φάρμακό της
είναι το πένθος της μετάνοιας322. Έτσι, λοιπόν, τονίζει ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Λόγος

μεταβαίνων ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τοῦ δια νοητικοῦ καὶ θεοειδοῦς τῇ ὁρμῇ τῶν τοιούτων παθημάτων
ἀποκτηνούμενος».
317
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, «ἀλλὰ τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ
κακίας ὄργανα τὰ τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται. Καθάπερ ὁ σίδηρος κατὰ γνώμην τοῦ τεχνίτου
τυπούμενος,… πρὸς τοῦτο καὶ σχηματίζεται, ἢ ξίφος, ἤ τι γεωργικὸν ἐργαλεῖον γινόμενος».
318
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1224A: «ὅτι πένθος ἐστί σκοτεινή διάθεσις τῆς ψυχῆς…».
319
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1224C: «πένθος ἐστίν αἰσθησίς τις ἀλγεινή τῆς τῶν
εὐφραινόντων στερήσεως».
320
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1224C: «οὐκ ἂν δέ τις τοῦ ἀγνοουμένου τὴν ζημίαν
ἀπολοφύραιτο».
321
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1224CD: «Οἷον γάρ ἐστιν ἐπὶ τῶν ἐν σκότῳ βιοτευόντων,
ὅταν ὁ μὲν ἐν τεχθῇ τῷ ζόφῳ, ὁ δὲ τῇ ἀπολαύσει τοῦ ἔξω φωτὸς συνειθισμένος, ἐξ ἐπηρείας τινὸς
κατάκλειστος γένη, οὐχ ὁμοίως ἀμφοτέρων ἡ τῶν παρόντων καθά πτεται συμφορὰ (ὁ μὲν γὰρ εἰδὼς οὗ
ἐστέρηται, βαρεῖαν ποιεῖται τοῦ φωτὸς τὴν ζημίαν· ὁ δὲ μηδὲ ὅλως ἐγνωκὼς τὴν τοιαύτην χάριν,
ἀλύπως διαβιώσε, διὰ τὴν τροφίαν τοῦ ζόφου μηδενὸς ἐκπεπτωκέναι τῶν ἀγαθῶν λογιζόμενος».
322
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221BC: «…διὰ τὸ πλεονάζειν πως ἐν τῇ φύσει τῶν
ἀνθρώπων τὴν ἁμαρτίαν· ταύτης δὲ φάρμακον τὸ ἐκ μετανοίας πένθος ἀποδέδεικται».

67
δε μακαρίζει τη λύπη αυτή καθ’ εαυτή, αλλά τη γνώση του αγαθού στην οποία
επισυμβαίνει το πάθος της λύπης γιατί στη ζωή απουσιάζει αυτό που είναι το
ζητούμενο323.

Φυσικά ο Γρηγόριος Νύσσης επισημαίνει ότι όσο ανώτερη από την


αντιληπτική μας δύναμη πιστεύουμε πως είναι η φύση του αγαθού, τόσο περισσότερο
επιτείνουμε μέσα μας το πένθος324. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της συνάισθησης ότι οι
άνθρωποι παλιότερα μετείχαν σε αυτό. Δηλαδή, μετείχαν στην αφθαρσία και τη
μακαριότητα, στο αυτεξούσιο και ανεξάρτητο, στην απουσία λύπης και δυσκολιών
κατά τη ζωή τους, καθώς βίωναν χωρίς δυσκολίες με θείες συνθήκες και
προσανατολιζόνταν προς το αγαθό με γυμνή διάνοια καθαρή από κάθε
προκάλυμμα325.

Ο Λόγος, όπως αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης, μακαρίζει το πένθος, όχι γιατί


κρίνει πως είναι αυτό καθαυτό μακάριο, αλλά για τις συνέπειες που αυτό έχει.
Επομένως, είναι μακάριο εξαιτίας της σχέσης του με την παρηγορία326, όπως
αναφέρεται στο μακαρισμό: «μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν γιατί αυτοί θα
παρηγορηθούν»327. Ο Γρηγόριος υποστηρίζει ότι η πρόσληψη αυτή του πένθους με το
σωστό τρόπο το τοποθετεί ανάμεσα στα σωτήρια πάθη, καθώς η εξάντληση της
λύπης στον επίγειο κόσμο θα εξασφαλίσει την ευφροσύνη στο βίο της αιωνιότητας328.
Το επίγειο κλάμα και η κατήφεια του πένθους θα γίνουν η μελλούμενη χαρά του329. Η
πνευματική κατήφεια, τα δάκρυα αποτελούν μια δραματική κατάσταση του
ανθρώπου που οφείλεται στην ανάμνηση των αμαρτιών του, παράλληλα όμως
προσφέρουν μια δύναμη θεραπείας στον πεπτωκότα άνθρωπο. Πρόκειται για την ίδια
κατάσταση που ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει «συντριβή καρδίας»330.

323
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1224D- 1225A: «ὁ τὸ ἀληθῶς ἀγαθὸν κατιδεῖν ἰσχύσας,
ἔπειτα 44.1225 τὴν πτωχείαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κατανοήσας, ἐν συμφορᾷ τὴν ψυχὴν πάντως
ἕξει, τῷ μὴ εἶναι ἐν τῷ ἀγαθῷ ἐκείνῳ τὸν παρόντα βίον, πένθος ποιού μενος. Οὐκοῦν οὐ τὴν λύπην μοι
δοκεῖ μακαρίζειν ὁ Λόγος, ἀλλὰ τὴν εἴδησιν τοῦ ἀγαθοῦ, ᾗ τὸ τῆς λύπης πάθος ἐπισυμβαίνει, διὰ τὸ μὴ
παρεῖναι τῷ βίῳ τὸ ζητούμενον».
324
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄ , PG 44, 1225CD: «Ὅσῳ δὲ τῆς γνώσεως ἡμῶν ὑψηλότερον εἶναι
τὸ ἀγαθὸν τῇ φύσει πιστεύομεν, τοσούτῳ μᾶλ λον τὸ πένθος ἐν αὐτοῖς ἐπιτείνωμεν».
325
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1225D- 1228A: «…ταῦτα πάντα καὶ περὶ τὸν ἄνθρωπον
ἦν, ἀφθαρσίᾳ τε καὶ μακαριότητι· καὶ τὸ αὐτοκρατὲς καὶ τὸ ἀδέσποτον, τό τε ἄλυπον καὶ
ἀπραγμάτευτον τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἐν θειοτέροις δια γωγή· καὶ τὸ γυμνῇ τε καὶ καθαρᾷ παντὸς
προκαλύμματος τῇ διανοίᾳ πρὸς τὸ ἀγαθὸν βλέπειν».
326
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1229AB: «Οὐκοῦν διὰ τοῦτο ὁ Λόγος μα καρίζει τὸ
πένθος, οὐ δι' ἑαυτὸ κρίνων εἶναι μακάριον, ἀλλὰ διὰ τὸ ἐξ ἐκείνου παραγενόμενον».
327
Εξ. 12:8.
328
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1221BC.
329
Εξήγησις ακριβής εις το Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία ΣΤʹ, PG 44, 780BC.
330
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την προς Κορινθίους δευτέραν επιστολήν, PG 61, 426A.

68
Τα δάκρυα από τη συντριβή αυτή της καρδιάς αποτελούν τον σταθερότερο
παράγοντα σωτηρίας και φύλακα όσων σώζονται με την καλλιέργεια της αρετής331.
Επίσης, αναφέρει ότι ο Μωυσής αυτό είχε κατανοήσει και για το λόγο αυτό είχε
νομοθετήσει να χρησιμοποιούν κατά τις εορτές άζυμο ψωμί και μαζί με το ψωμί να
τρώνε πικρίδες, σκοπεύοντας να μάθει ο άνθρωπος ότι δεν μπορεί να μετάσχει στη
μυστική εκείνη εορτή με άλλο τρόπο, αν δεν αναμειχθούν εκούσια στην απλή και
άζυμη ζωή τα πικρά χόρτα της ζωής αυτής332.

6.5 Με το έλεος

Ο Νύσσης ορίζει το έλεος ότι είναι μία συμμετοχή αγάπης του ανθρώπου προς
το αίσθημα της λύπης που βιώνουν όλοι όσοι υποφέρουν από τα δεινά 333 και είναι
επακόλουθο του μακάριου πένθους334. Όπως η σκληρότητα και η θηριωδία ξεκινούν
από το μίσος, έτσι από την αγάπη ξεφυτρώνει κατά κάποιο τρόπο το έλεος και αυτό
αποτελεί την προϋπόθεση της εκδήλωσής της335. Το δε ιδιαίτερο γνώρισμα του
ελέους είναι η επίταση της αγαπητικής διάθεσης αναμειγμένης με το συναίσθημα της
λύπης336. Έτσι γεννιέται μια βαθιά συμπόνοια στη ψυχή του ανθρώπου όταν
συμβαίνουν συμφορές στους άλλους που μέχρι εκείνη τη στιγμή ευτυχούσαν στη ζωή
τους, όπως όταν μερικοί γνωστοί βρεθούν σε αθέλητες λύπες ή χάσουν το πατρικό
τους σπίτι ή σωθούν γυμνοί από ναυάγιο ή πέσουν στα χέρια πειρατών και ληστών, ή
καταντήσουν δούλοι από ελεύθεροι ή αιχμάλωτοι από ευτυχισμένοι ή πάθουν κανένα

331
Θεωρίαν εις τον βίον του Μωυσεως, PG 44, 329B.
332
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1229B: «Ὅ μοι δοκεῖ προκατανενοηκὼς ὁ μέγας Μωϋσῆς
(μᾶλλον δὲ, ὁ ἐν ἐκείνῳ ταῦτα δια τάσσων Λόγος, ἐν ταῖς μυστικαῖς τοῦ Πάσχα παρατηρήσεσιν)·
ἄζυμον μὲν αὐτοῖς ἄρτον ἐν ταῖς ἑορτασί μοις ἡμέραις νομοθετῆσαι· ὄψον δὲ τῇ βρώσει πικρίδας
ποιήσασθαι, ὡς ἂν διὰ τῶν τοιούτων μάθοιμεν αἰνιγμάτων, ὅτι οὐκ ἔστι τῆς μυστικῆς ἐκείνης ἑορτῆς
μετασχεῖν ἄλλως, εἰ μὴ αἱ πικρίδες τοῦ βίου τούτου τῇ ἁπλῇ καὶ ἀζύμῳ ζωῇ ἑκουσίως
καταμιγνύοιντο».
333
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1252C: «Ἔλεός ἐστιν ἐπὶ τῶν δυσφορούντων ἐπί τισιν
ἀνιαροῖς ἀγαπητικὴ συνδιάθεσις».
334
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1257B: «ὡς ἀκολουθεῖν τῷ μακαρίῳ πένθει τήν τοῦ
ἐλέους διάνοιαν».
335
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1252C: «Ὥσπερ γὰρ τὸ ἀπηνές τε καὶ θηριῶδες, ἀπὸ τοῦ
μίσους τὰς ἀφορμὰς ἔχει· οὕτως ἐκφύεταί πως τῆς ἀγάπης ὁ ἔλεος, οὐκ ἂν γενόμενος, εἰ μὴ ἐκ ταύτης».
336
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1252C: «Καὶ εἴ τις ἀκριβῶς ἐξετάσειε τὸ τοῦ ἐλέου ἰδίωμα,
ἐπίτασιν εὑρήσει τῆς ἀγαπητικῆς διαθέσεως, τῷ κατὰ τὴν λύπην πάθει συμμεμιγμένην».

69
άλλο κακό337. Ο Γρηγόριος στο έργο του Περί Ευποιΐας αναφέρει σχετικά ότι θα
πρέπει να περιπτυχθείς τον ταλαίπωρο σαν να ήταν χρυσός·να αγκαλιάσεις τον
κατατρυχόμενο σαν να επρόκειτο για την υγεία σου, σαν να επρόκειτο να σώσεις τη
γυναίκα σου, τα παιδιά σου, όλο το σπίτι338.

Βέβαια, όλοι θέλουν να συμμετάσχουν στη χαρά των άλλων. Όμως το να


θέλουν να συμμετάσχουν στη λύπη τους, αυτό είναι γνώρισμα μόνο όσων το
κυρίαρχο γνώρισμά τους είναι η αγάπη προς το συνάνθρωπο, καθώς το έλεος είναι η
επίταση της αγάπης. Έτσι λοιπόν είναι άξιος μακαρισμού εκείνος που η ψυχή του
κατέχεται από το έλεος, επειδή αγγίζει το ακρότατο σημείο της αρετής339. Ο
Γρηγόριος Νύσσης συνεχίζει διατυπώνοντας μία υπόθεση σχετική με το πώς θα ήταν
ο κόσμος εάν η διάθεση της ψυχής κατεχόταν από το έλεος. Ως συνεπακόλουθο
αυτού αναφέρει δεν θα υπήρχε ανώτερο και κατώτερο, η ζωή δεν θα μοιραζόταν σε
αντίθετες καταστάσεις, η φτώχεια δεν θα στεναχωρούσε τον άνθρωπο, η δουλεία δεν
θα τον ταπείνωνε, η περιφρόνηση δεν θα τον λυπούσε. Αλλά αντίθετα όλα θα ήταν
κοινά σε όλους. Στην περίπτωση αυτή θα κυριαρχούσε στη ζωή των ανθρώπων η
ισότητα απέναντι στο νόμο και όλοι θα είχαν ίσο δικαίωμα λόγου. Έτσι, όταν αυτό θα
πραγματοποιούνταν τότε δεν θα υπήρχε καμία βάση για εχθρότητα. Ο φθόνος θα
αδρανούσε, το μίσος θα νεκρώνονταν, η μνησικακία θα εξοριζόταν, όπως επίσης το
ψέμα, η απάτη και ο πόλεμος340. Τυατόχρονα με αυτή την εξάλειψη των κακών στη
θέση τους μπαίνουν τα αγαθά, δηλαδή η ειρήνη και η δικαιοσύνη και όλα όσα

337
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1252: «Ὡς γὰρ ἐπὶ τῶν ἀλλοτρίων διατιθέμεθα συμφορῶν,
ὅταν τινὲς τῶν ἐπιτηδείων ἡμῖν ἀβουλήτοις τισὶ συνενεχθῶσι λύπαις, ἢ πατρῴας οἰκίας ἐκπεπτωκότες,
ἢ ναυαγίου περισωθέντες γυμνοὶ, ἢ πειραταῖς, ἢ λῃσταῖς ὑποχείριοι γεγονότες, ἢ δοῦλοι ἐξ ἐλευθέρων,
ἣ αἰχμάλωτοι ἐξ εὐδαιμόνων, ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ἀντιλαβόντες κακὸν, οἱ τέως ἐν εὐκληρίᾳ τινὶ τὸν βίον
ἐξεταζόμενοι. Ὡς τοίνυν ἐπὶ τούτων ἀλγεινή τις γίνε ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἡ συνδιάθεσις».
338
Περί Φιλοπτωχίας κα Ευποιΐας, PG 46, 457D: «περίπτυξαι τὸν κακούμενον ὡς χρυσόν· ἐναγκάλισαι
τὸν κεκακωμένον ὡς σὴν ὑγίειαν, ὡς σωτηρίαν γυναικός, τέκνων, οἰκετῶν καὶ πάσης τῆς οἰκίας».
339
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1252CD: «Ἡ μὲν γὰρ τῶν καλῶν κοινωνία πᾶσιν ὁμοίως,
καὶ ἐχθροῖς, καὶ φίλοις σπουδά ζεται· τὸ δὲ τῶν ἀνιαρῶν κοινωνεῖν ἐθέλειν, μόνον ἴδιον τῶν τῇ ἀγάπῃ
κεκρατημένων ἐστίν. Ἀλλὰ μὴν πάντων ὡμολόγηται τῶν κατὰ τὸν βίον τοῦτον ἐπιτηδευομένων ἡ
ἀγάπη τὸ κράτιστον εἶναι. Ἐπίτασις δὲ ἀγάπης ὁ ἔλεος. Κυρίως ἄρα μακαριστὸς, ὁ ἐν τῇ τοιαύτῃ
διαθέσει τὴν ψυχὴν ἔχων, ὡς τοῦ ἀκρο τάτου κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐφαπτόμενος».
340
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1253A: «Εἰ γὰρ πᾶσι καθ' ὑπόθεσιν ἡ τοιαύτη τῆς ψυχῆς
ἐγγένοιτο πρὸς τὸ ἐλαττούμενον σχέσις, οὐκέτ' ἂν εἴη τὸ ὑπερέχον, καὶ ἐλαττούμενον· οὐκέτι πρὸς τὰ
ἐναντία τῶν ὀνομάτων ὁ βίος διενεχθήσεται· οὐκ ἀνιάσει πενία τὸν ἄνθρωπον· οὐ ταπεινώσει δουλεία·
οὐ λυπήσει ἀτιμία· πάντα γὰρ ἔσται πᾶσι κοινά· καὶ ἰσονομία καὶ ἰσηγορία τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἐμπο
λιτεύεται· ἑκουσίως τοῦ πολιτεύοντος πρὸς τὸ λεῖ πον ἐξισουμένου. Εἰ δὲ τοῦτο γένοιτο, οὐκέτ' ἂν ὑπο
λειφθείη τις ἀπεχθείας ὑπόθεσις· ἀργὸς ὁ φθόνος· νεκρὸν τὸ μῖσος· ὑπερόριος ἡ μνησικακία, τὸ
ψεῦδος, ἡ ἀπάτη, ὁ πόλεμος».

70
θεωρούμε ότι αποτελούν αγαθά341. Αντίθετα, εάν ο άνθρωπος δεν δείχνει έλεος θα
θερίσει αυτό που έσπειρε. Δηλαδή, έσπειρε την πίκρα, θα μαζέψει τους καρπούς,
τίμησε τη σκληρότητα, θα έχει αυτό που αγάπησε, δεν έριξε βλέμμα συμπόνιας, δεν
θα λάβει συμπόνοια. Έδειξε αδιαφορία για τη θλίψη των άλλων, θα εισπράξει
αδιαφορία για την καταστροφή του. Απέφυγε το έλεος, θα τον αποφύγει και εκείνο.
Αποστράφηκε τον φτωχό, θα τον αποστραφεί και αυτός342.

6.6 Με τη συνειδητοποίηση της ανωτερότητας της


επουρανίου ζωής

Ο Γρηγόριος Νύσσης, προσπαθώντας να παρηγορήσει τους πενθούντες, στον


παραμυθητικό του λόγο «εις την Πουλχερίαν» αντικρούει τα αγαθά που στερήθηκε
εγκαταλείποντας τη ζωή της σάρκας με τα αγαθά που απέκτησε στον ουρανό. Ο
Νύσσης για να δώσει έμφαση ανάμεσα στην αντίθεση των καλών της ζωής και του
παραδείσου αναφέρει ότι τα καλά της ζωής είναι οι λύπες και οι ηδονές, οι θυμοί, οι
φόβοι, οι ελπίδες και οι επιθυμίες. Με αυτά και με τα όμοιά τους οι άνθρωποι
εμπλέκονται στη ζωή τους. Αλλά η Πουλχερία απελευθερώθηκε από αυτά τα
τυραννικά πράγματα. Γιατί, όπως τονίζει, κάθε πάθος γίνεται τύραννος στον άνθρωπο
όταν αυτό κυριαρχεί την ψυχή του και υποδουλώνει το λογικό του343.

Τονίζει, επίσης, ότι είναι μακάρια η Πουλχερία γιατί δεν ταλαιπωρήθηκε από
τις ωδίνες του τοκετού, δεν την τσάκισαν οι φροντίδες της ανατροφής των παιδιών
και δεν υπέφερε τους ίδιους πόνους που οι γονείς της υπέφεραν για αυτήν. Για το

341
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1253B: «Τῇ δὲ τῶν πονηρῶν ὑπεξαιρέσει ὁ τῶν ἀγαθῶν
κατά λογος ἀντεισέρχεται, εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη, καὶ πᾶσα τῶν πρὸς τὸ κρεῖττον νοουμένων
ἀκολουθία».
342
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Ε΄, PG 44, 1261D- 1264A: «…ἄξιόν σοι τῆς σπορᾶς τὸ θέρος·
πικρίαν ἔσπειρας, δρέπου τὰ δράγματα· τὸ ἀνηλεὲς ἐτίμη σας, ἔχε ὅπερ ἠγάπησας· οὐκ εἶδες
συμπαθῶς· οὐκ ὀφθήσῃ ἐλεεινῶς. Περιεῖδες θλιβόμενον, περιοφθήσῃ ἀπολλύμενος. Ἔφυγες τὸν
ἔλεον, φεύξεταί σε ὁ ἔλεος· ἐβδελύξω τὸν πτωχὸν, βδελύξεταί σε ὁ διὰ σὲ πτωχεύσας».
343
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 872D: «εἴπω σοι τὰ τοῦ βίου καλά; λῦπαι καὶ ἡδοναί,
θυμοὶ καὶ φόβοι, ἐλπίδες καὶ ἐπιθυμίαι. ταῦτά ἐστι καὶ τὰ τοιαῦτα, οἷς κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν
συμπεπλέγμεθα. τί οὖν κακὸν πέπονθεν ἡ τοσούτων ἀπαλλαγεῖσα τυράννων; ἕκαστον γὰρ πάθος, ὅταν
ἐπικρατῇ τῆς ψυχῆς, τύραννος ἡμῶν γίνεται τοὺς λογισμοὺς δουλωσάμενος».

71
λόγο αυτό δεν πρέπει κάποιος να θρηνεί344. Γιατί το να μην δοκιμάσει ο άνθρωπος
κανένα κακό, αυτό ξεπερνά την ανθρώπινη φύση, όπως καλοτυχίζει και ο σοφός
Σολομώντας αυτόν που πέθανε περισσότερο από αυτόν που έμεινε. Επίσης και ο
Δαυίδ λέει ότι οι θρήνοι και οι κοπετοί αξίζουν για τη ζωή και όχι για το θάνατο345.

Ενισχύει αυτή του την άποψη φέρνοντας ως παράδειγμα τον δίκαιο Αβραάμ
στον οποίο ο Θεός είχε υποσχεθεί ότι θα αποκτήσει έναν υιό, πράγμα που έγινε όταν
ο Αβραάμ ήταν αρκετά μεγάλος ηλικιακά. Παρόλα αυτά, αφού πέρασε ο ανάλογος
χρόνος και το παιδί μεγάλωνε και κραταιούνταν ήλθε ο καιρός που ο Αβραάμ
δοκιμάστηκε και βασανίστηκε ψυχικά, ώστε να διαπιστωθεί εάν διακρίνει το
καλύτερο στη φύση των όντων και δεν αποβλέπει στην παρούσα ζωή 346. Αυτό που
του ζητήθηκε ήταν να θυσιάσει το γιο του στο Θεό ως θυσία ολοκαύτωσης347. Γίνεται
αντιληπτό τι ήταν φυσικό να αισθανθεί ο Αβραάμ εάν απέβλεπε μόνο στην παρούσα
ζωή, εάν ήταν δούλος της φύσης και εάν αναζητούσε τη γλυκύτητα της ζωής στην
παρούσα ζωή348. Αλλά και η σύζυγός του Σάρα, εάν δεν είχε διδαχθεί από το σύζυγό
της τα θεία καθήκοντα και εάν δεν είχε συνειδοτοποιήσει ότι η κρυμμένη ζωή είναι
ανώτερη από εκείνη που φαίνεται349, θα τον εμπόδιζε και θα τον θερμοπαρακαλούσε
να μην το κάνει και όλα αυτά τα παρόμοια, ώστε να τον μεταπείσει. Όμως ήξερε ότι
το τέλος της ένσαρκης ζωής γίνεται για τους νεκρούς αρχή της θεϊκής ζωής. Έτσι ο
νεκρός αφήνει σκιές και συναντά την αλήθεια, αφήνει απάτη, πλάνη, θορύβους και
βρίσκει εκείνα τα αγαθά τα οποία ξεπερνούν τα μάτια, την ακοή και την καρδιά. Ούτε
έρωτας θα τον στεναχωρήσει, ούτε βρώμικη επιθυμία θα τον παραμορφώσει, ούτε η
υπερηφάνεια θα τον κάνει να ατονήσει, ούτε κανένα άλλο πάθος της ψυχής θα τον

344
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 870D-872A: «ἢ λυπεῖ ἡμᾶς, ὅτι μὴ κατεπονήθη διὰ
ὠδίνων, ὅτι μὴ συνετρίβη διὰ φροντίδων παιδοτροφίας, ὅτι μὴ τὰς ὁμοίας ἀλγηδόνας ἐδέξατο, ἃς ἐπ'
αὐτῆς οἱ γεγεννηκότες ὑπέμειναν; ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα μακαρισμῶν οὐκ ὀδυρμῶν ἐστιν ἄξια».
345
Εις Πουλχερίαν Λόγο επικήδειος, PG 46, 872A: «τὸ γὰρ ἐν μηδενὶ γενέσθαι κακῷ κρεῖττον ἢ κατὰ
τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐστίν. οὕτως καὶ ὁ σοφὸς Σολομὼν ἐν τῇ ἰδίᾳ γραφῇ μακαρίζει πρὸ τοῦ
περιόντος τὸν κατοιχόμενον καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ θρήνου καὶ οἰμωγῆς ἀξίαν τὴν ἐν σαρκὶ διαγωγὴν εἶναί
φησιν».
346
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 872C: «ὅτι νέῳ μὲν ὄντι τῷ Ἀβραὰμ θεόθεν περὶ τοῦ
παιδὸς ἐπαγγελία γίνεται, παρεληλυθότι δὲ τὴν ἀκμὴν… ὑπόσχεσις ἄγεται, καὶ τίκτεται παῖς ὁ
Ἰσαάκ·… τότε προσάγεται τῷ Ἀβραὰμ ἡ τῆς ψυχῆς δοκιμασία καὶ βάσανος, εἰ ἀκριβῶς ἐν τῇ τῶν
ὄντων φύσει διαγιγνώσκει τὸ κάλλιον, εἰ μὴ πρὸς τὴν παροῦσαν βλέπει ζωήν».
347
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 872C: «καί φησι πρὸς αὐτὸν ὁ θεός· ἀνένεγκε τὸν υἱόν
σου διὰ θυσίας εἰς ὁλοκάρπωσιν».
348
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 872D: «ὅπως εἰκὸς διατεθῆναι τὸν Ἀβραάμ, εἰ πρὸς τὴν
παροῦσαν μόνην ἀφεώρα ζωήν, εἰ δοῦλος τῆς φύσεως ἦν, εἰ ἐν τῷ παρόντι βίῳ τὸ γλυκὺ τῆς ζωῆς
ἐλογίζετο».
349
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 872D: «Εἰ μὴ πεπαίδευτο κἀκείνη ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς τὰ
θειότερα, εἰ μὴ ἠπίστατο τὴν κεκρυμμένην ζωὴν εἶναι τῆς φαινομένης ἀμείνονα, οὐκ ἂν ἐπέτρεπε τῷ
ἀνδρὶ τοιαῦτα κατὰ τοῦ παιδὸς ἐνεργῆσαι».

72
ενοχλήσει. Αλλά όλα αυτά γίνονται για τον Αβραάμ Θεός και αποφασίζει να θυσιάσει
τον υιό του στο Θεό350.

Είναι εμφανές ότι ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί τον πόνο και τις θλίψεις της
παρούσας ζωής, ακόμα και τον πόνο εξ αιτίας του θανάτου, υπό το πρίσμα της
μετάβασης στην αληθινή ζωή. Η προοπτική αυτής της μεταστασης προς τη ζωή χωρίς
πάθη τον οδηγεί στη σκέψη ότι δεν υφίσταται λόγος βύθισης στο πένθος για τη
μετάσταση των οικείων μας, εφόσον η μετάσταση αυτή συνοδεύεται από ζωή « χωρίς
πάθη και ταλαιπωρίες, η οποία δεν δέχεται πόνους από χτυπήματα, ούτε φοβάται την
απειλή της φωτιάς, ούτε τα τραύματα από το ξίφος, ούτε τις συμφορές από σεισμούς,
ναυάγια και αιχμαλωσίες, ούτε τις επιθέσεις των σαρκοβόρων θηρίων, ούτε των
ερπετών και των φαρμακερών φιδιών τα κεντρίσματα και τα δαγκώματα.»351. Ο
Γρηγόριος Νύσσης, εναποθέτει την ελπίδα του ανθρώπου στην ανωτερότητα της
αληθινής ζωής. Η προσδοκία αυτή απαλλάσσει τον άνθρωπο από από τις κακουχίες
της παρούσας ζωής και γίνεται εφόδιο απέναντι σε κάθε δοκιμασία. Αναφερόμενος
στην ανωτερότητα της άλλης ζωής και την απαλλαγή του ανθρώπου από τον πόνο,
τονίζει ότι στην αληθινή ζωή δεν έχουν θέση τα δεινά της χηρείας, καθώς μένουν
αδρανείς οι ασθένειες του σώματος, ενώ ο φθόνος και η περιφρόνηση έχουν
εξορισθεί352. Ο Γρηγόριος Νύσσης θέλοντας να υπογραμμίζει την ανωτερότητα της
αληθινής ζωής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσοι βγήκαν από τη φυλακή της
παρούσας ζωής θα ήταν φυσικό να θρηνούν και να κλαίνε εκείνους των οποίων η ζωή
παρατείνεται εμποδίζοντάς τους να δουν τις υπερκόσμιες και άυλες ομορφιές353.

Ο άγ. Γρηγόριος στον επιτάφιο λόγο του προς τον επίσκοπο Αντιοχείας
Μελέτιο αντιλαμβάνεται την αστοχία των δακρύων για το τέλος της παρούσας ζωής

350
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 873BC: «ᾔδει γὰρ ὅτι τὸ τέλος τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς ἀρχὴ
τοῦ θειοτέρου βίου τοῖς μεταστᾶσι γίνεται· καταλείπει σκιάς, καταλαμβάνει ἀλήθειαν, ἀφίησιν ἀπάτας
καὶ πλάνας καὶ θορύβους, καὶ εὑρίσκει ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ἃ ὑπὲρ ὀφθαλμόν τε καὶ ἀκοὴν καὶ καρδίαν
ἐστίν· οὔτε ἔρως αὐτὸν ἀνιάσει οὔτε ἐπιθυμία ῥυπαρὰ διαστρέψει, οὐχ ὑπερηφανία χαυνώσει, οὐκ
ἄλλο τι πάθος τῶν λυπούντων τὴν ψυχὴν ἐνοχλήσει, ἀλλὰ πάντα γίνεται αὐτῷ ὁ θεός. Διὰ τοῦτο
προθύμως δίδωσι τῷ θεῷ τὸν παῖδα».
351
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 505Β:
«…εἰ μὴ τοῦτό τις ἄρα λυπηρὸν ἡγεῖται ὅτι πρὸς τὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἀνενόχλη τον βίον αὐτοῖς ἡ
μετάστασις γίνεται, ὃς οὔτε πληγῶν ὀδύνας προσίεται οὐ πυρὸς δέδοικεν ἀπειλὴν οὐ τὰ διὰ σιδήρου
τραύματα οὐ τὰς ἀπὸ σεισμῶν καὶ ναυαγιῶν καὶ αἰχμαλωσιῶν συμφορὰς οὐ τὰς τῶν ὠμοβόρων θηρίων
προσβολὰς οὐ τὰ τῶν ἑρπυστικῶν τε καὶ ἰοβόλων κέντρα καὶ δήγματα».
352
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 505C:
«ὀρφανίας τε γὰρ τὸ σκυθρωπὸν οὐ λυπεῖ τὴν ζωὴν ἐκείνην, τὰ ἐκ χηρείας κακὰ χώραν οὐκ ἔχει,
ἀργοῦσι δὲ καὶ αἱ πολύτροποι τοῦ σώματος ἀρρωστίαι».
353
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 505C:
«τυχὸν κἀκεῖνοι τοῖς τῆς φυλακῆς ἐκβαλλομένοις ἐπιστυγνά ζουσιν ἀγνοίᾳ τῆς φαιδρότητος τῆς
ἐκδεχομένης τοὺς ἀπαλλάγεντας τοῦ ζόφου».

73
σε σχέση με ελπίδα και την προσδοκία που γεννά η μετάβαση στην αιώνια ζωή.
Αναφέρει σχετικά ότι ο πόνος και τα δάκρυα για το τέλος της σαρκικής ζωής δεν
έχουν θέση στη νόηση του χριστιανού, καθώς αυτό το τέλος σηματοδοτεί μια
καινούρια ζωή. Με ορίζοντα την αιώνια ζωή ο Γρηγόριος αντιπαραθέτει απέναντι
στον πόνο για την απώλεια του Μελέτιου, την ελπίδα της νέας ζωής. Αναφέρει
σχετικά ότι η συνειδητοποίηση της ανωτερότητας της αιώνιας ζωής, ελαττώνει και
εξαλείφει την έννοια του πόνου για το σαρκικό θάνατο. Σηματοδοτεί την
εγκατάλειψη του παραπετάσματος της σάρκας, την αληθινή θέαση των επουρανίων,
την έκδυση των δερμάτινων χιτώνων, το σπάσιμο και την απελευθέρωση από τα
σωματικά δεσμά, τη μετάβαση στη γη της επαγγελίας354. Τελικά καταλήγει
χρησιμοποιώντας τα λόγια του Παύλου: «να μη λυπάσθε όπως οι άλλοι που δεν έχουν
ελπίδα»355. Αυτό το κάνει θέλοντας να τονίσει ότι ο πόνος δεν έχει θέση στη σκέψη
του χριστιανού, εφόσον αυτός ελπίζει και προσδοκά την αληθινή ζωή.

Η θέαση των θλίψεων και του πόνου, υπό την οπτική της ματάβασης στην
αληθινή ζωή αποτελεί για τον άγιο Γρηγόριο το σημαντικότερο μέσο αντιμετώπισης
της πιο δύσκολης μορφής πόνου που προέρχεται από την απώλεια αγαπημένων
προσώπων. Στον επικήδειο λόγο του προς την Πουλχερία τονίζοντας την προοπτική
της αιώνιας ζωής παρηγορεί τους συγγενείς της Πουλχερίας χρησιμοποιώντας για την
αποθανούσα χαρακτηρισμούς όπως: «απέδραμε στο Δεσπότη», «προσέγγισε το
αιωνίο φως», «προσετέθη στο αγγελικό τραπέζι», «ενεφυτέφθη στον παράδεισο»,
«ενεδυσατο την στολή της ουράνιας βασιλείας», «μετέβη στην πανήγυρη των
ουρανίων» κλπ.356. Γίνεται έτσι εμφανές ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν αναγνωρίζει
κανένα πόνο ως άξιο ψυχικής κατάπτωσης όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει
υπομονετικά, με πίστη και ελπίδα τον πόνο έχοντας κατά νου τη θέαση της αληθινής
ζωής. Με παρόμοιο τρόπο αναφέρεται στον επιτάφιο λόγο του προς τη βασίλισσα
Πλακίλλα. Αφού πρώτα αναγνωρίζει τη βαθιά θλίψη που έχει κυριεύσει τόσο το
ακροατήριό του όσο και την ίδια του την ψυχή, διαισθάνεται ότι ο πόνος που
προέρχεται από την απώλεια της ενθάδε ζωής είναι παράδοξος. Αυτό συμβαίνει γιατί
ο χριστιανός αποβλέπει στην αληθινή ζωή. Η «νεκρή» βασίλισσα αναφέρει ο

354
Επιτάφιος Λόγος εις τον μέαν Μελέτιον επίσκοπον Αντιοχείας, PG 46, 861BC: «Κατέλιπε τὸ τῆς
σαρκὸς παραπέτασμα…οὐκέτι δι' ἐσόπτρου καὶ δι' αἰνίγματος, ἀλλ' αὐτοπροσώπως ἐντυγχάνει τῷ θεῷ,
ἐντυγχάνει δὲ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. ἀπέθετο τοὺς δερματίνους χιτῶνας·
…ἠλευθερώθη τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος…εἰσῆλθεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας».
355
Α΄ Θεσ. 4:13.
356
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 869A.

74
Γρηγόριος «διαμένει στα ανάκτορα», «κατοικεί στα άδυτα» και η θέασή της θα είναι
εφικτή από όλους όταν διαχωριστούμε από το παραπέτασμα της σάρκας 357. Μάλιστα
επικαλούμενος τα λόγια του Παύλου «Δυστυχυχισμένος εγώ. Ποιος θα με λυτρώσει
από το σώμα αυτό το υποταγμένο στο θάνατο;»358, ο Γρηγόριος Νύσσης καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να δυασνασχετούμε για τους πόνους, τα πάθη και το
θάνατο που αφορούν τη σαρκική ζωή, αλλά να προσβλέπουμε στο πραγματικά
ποθούμενο που είναι η ένωση με το Χριστό.

Την ανάλογη στάση όμως έναντι της ζωής και του πόνου που προκαλείται από
διάφορα γεγονότα, παρατηρούμε και στην ιστορία του Ιώβ. Συγκεκριμένα, όταν του
ανακοίνωσαν τη μεγάλη συμφορά που τον βρήκε, δηλαδή ότι έχασε και τα δέκα
παιδιά του λόγω πτώσης της σκεπής του σπιτιού359, ο Ιώβ άρχισε να φιλοσοφεί για τη
φύση των πραγμάτων λέγοντας από πού έρχονται όσα έχουμε, ποιος τα έφερε στο
φως και ποιος είναι φυσικό να επιστατεί σε αυτά360. Συγκεκριμένα, λέει ότι «ο Κύριος
τα έδωσε, ο Κύριος τα πήρε»361. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο Ιώβ στη μεγάλη αυτή
θλίψη του αναλύει τη φιλοσοφία των όντων γιατί γνώριζε ότι η πραγματική ζωή
βρίσκεται στην ελπίδα που έχει, ενώ η παρούσα ζωή είναι ένα είδος σπόρου της
μελλοντικής ζωής. Όσα προσδοκά ο άνθρωπος διαφέρουν κατά πολύ από τα παρόντα,
όσο διαφέρει το στάχυ από το σπειρί από το οποίο φυτρώνει362. Ο Γρηγόριος Νύσσης
τονίζει ότι αυτά είχε στο νου του ο Ιώβ και χαίρεται μαζί με τα παιδιά του για την
καλή τους μοίρα, γιατί απαλλάχτηκαν γρήγορα από τα δεσμά του βίου επειδή ο
θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθάρσιο της κακίας363, ενώ η ανάσταση είναι η
αναστοιχείωση της φύσης μας στην αρχική της κατάσταση 364. Έτσι εάν είναι αδύνατο
να αναστοιχειωθεί η ανθρώπινη φύση χωρίς την ανάσταση και εάν χωρίς να

357
Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν, PG 46, 888B.
358
Ρωμ. 7:24.
359
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 873D: «ἐπισεισθέντος αὐτοῖς τοῦ ὀρόφου τάφος τῶν δέκα
παίδων τὸ συμπόσιον γίνεται».
360
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876A: «…καὶ εὐθὺς περὶ τῆς τῶν ὄντων ἐφιλοσόφει
φύσεως, πόθεν τὰ ὄντα λέγων καὶ παρὰ τίνος εἰς γένεσιν ἄγεται καὶ τίνα εἰκὸς τῶν ὄντων ἐπιστατεῖν».
361
Ιώβ 1:21.
362
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876C: «…τὸν τῆς θλίψεως καιρὸν εἰς ἐπίσκεψιν τῆς περὶ
τῶν ὄντων φιλοσοφίας μετέστησεν. ᾔδει γὰρ ἀκριβῶς, ὅτι ἡ ὄντως ζωὴ δι' ἐλπίδος ἀπόκειται, ἡ δὲ
παροῦσα ζωὴ οἱονεὶ σπέρμα τῆς μελλούσης ἐστίν. πολὺ δὲ διενήνοχε τῶν παρόντων τὰ προσδοκώμενα,
ὅσον διαφέρει ὁ στάχυς τοῦ κόκκου ὅθεν ἐκφύεται».
363
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876D: «οὐδὲ γὰρ ἄλλο τί ἐστιν ἐπ' ἀνθρώπων ὁ θάνατος,
εἰ μὴ κακίας καθάρσιον».
364
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 877A: «Τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ ἀνάστασις, ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον
τῆς φύσεως ἡμῶν ἀναστοιχείωσις».

75
προηγηθεί ο θάνατος δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η ανάσταση, ο θάνατος
είναι αγαθό και γίνεται η αρχή και ο δρόμος της μεταβολής μας προς το καλύτερο365.

365
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 877A: «Eἰ οὖν ἀμήχανόν ἐστιν ἀναστοιχειωθῆναι πρὸς τὸ
κρεῖττον τὴν φύσιν χωρὶς ἀναστάσεως, θανάτου δὲ μὴ προηγησαμένου ἀνάστασις γενέσθαι οὐ
δύναται, ἀγαθὸν ἂν εἴη ὁ θάνατος, ἀρχὴ καὶ ὁδὸς τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον μεταβολῆς ἡμῖν γενόμενος».

76
7 Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

7.1 Ο πόνος στη μετά το θάνατο ζωή

Αναφερόμενος ο Γρηγόριος Νύσσης στο έργο του «Διάλογος περί ψυχής και
αναστάσεως» αναφέρει ότι η ζωή του ανθρώπου καταρχάς ήταν ζυμωμένη με μόνο το
αγαθό, ενώ απουσίαζε το κακό. Για να ενισχύσει αυτή του τη θέση, αναφέρει τον
πρώτο νόμο του Θεού, ο οποίος όριζε για τον άνθρωπο την απόλαυση των καλών του
παραδείσου χωρίς μέτρο. Το μόνο που απαγόρευε ο Θεός στον άνθρωπο ήταν εκείνο
που κατά τη φύση του ήταν μεικτό, αποτελούμενο από το καλό και το κακό. Η
τιμωρία του Θεού προς τον άνθρωπο που θα καταπατούσε αυτή την εντολή ήταν ο
θάνατος366.

Ο άνθρωπος όμως επειδή ο Θεός τον είχε πλάσει με ελεύθερη βούληση, με


την αυτεξούσιο θέλησή του, αφού εγκατέλειψε αυτή την άθικτη από το κακό
κατάσταση, απέκτησε, παρακούοντας τη θεϊκή εντολή, μια ζωή η οποία πλέον
αποτελείται από το καλό και το κακό. Παρόλα αυτά η θεία πρόνοια δεν άφησε την
ανοησία του ανθρώπου αδιόρθωτη. Επειδή όμως για τους παραβάτες κατ’ ανάγκη
επακόλουθο ήταν ο θάνατος, ο Θεός χώρισε στα δύο την ανθρώπινη φύση: σε αυτή
μέσα στη σάρκα, και σε εκείνη εκτός του σώματος. Τη διάρκειά και των δύο ζωών
την όρισε ίση, αλλά τη ζωή εντός της σαρκός την περιόρισε μέσα σε ένα βραχύ
χρονικό περιθώριο, ενώ αντίθετα τη ζωή εκτός του σώματος την παρέτεινε αϊδίως367.

Επειδή όμως το αγαθό και το κακό είναι ομότιμα και το καθένα από αυτά
χωρίζεται σε δύο έννοιες, τη νοητική και την αισθητική, μερικοί θεωρούν ως αγαθό
ό,τι φαίνεται ευχάριστο στις αισθήσεις τους. Άλλοι πάλι θεωρούν και πιστεύουν ότι

366
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, «Τὸ δὲ δόγμα, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, τοιοῦτόν
ἐστι· Μονοειδὲς ἦν ἡ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ, μονοειδὲς δὲ λέγω τὴν ἐν μόνῳ τῷ ἀγαθῷ ὁρωμένην, καὶ
πρὸς τὸ κακὸν ἀνεπίμικτον. Τὸν δὲ τοιοῦτον λόγον ὁ πρῶτος τοῦ Θεοῦ νόμος μαρτυρεῖται, ὁ τοῦ
παντὸς μὲν δοὺς τῶν ἐν τῷ παρα δείσῳ καλῶν ἄφθονον τῷ ἀνθρώπῳ τὴν μετουσίαν, ἀπείργων δὲ
μόνου ἐκείνου ᾧ σύμμικτος ἦν ἐκ τῶν ἐναντίων ἡ φύσις, τοῦ κακοῦ πρὸς τὸ καλὸν συγκεκραμένου,
θάνατον ἐπιθεὶς τῷ παρανομήσαντι τὴν ζημίαν».
367
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 81BC: «Ἀλλ' ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος ἐν τῷ αὐτεξουσίῳ
κινήματι καταλιπὼν τὴν ἀμιγῆ τοῦ χείρονος μοῖραν, τὴν ἐκ τῶν ἐναντίων σύγκρατον ζωὴν ἐπ
εσπάσατο. Οὐ μὴν ἀφῆκεν ἡ θεία προμήθεια τὴν ἀβουλίαν ἡμῶν ἀδιόρθωτον. Ἀλλ' ἐπειδὴ τοῖς
παραβεβηκόσι τὸν νόμον ὁ κριθεὶς ἐπ' αὐτῷ θάνατος ἀναγκαίως ἐπηκολούθησε, διχῆ μερίσας
τὴνἀνθρωπίνην ζωὴν, εἴς τε τὴν διὰ σαρκὸς ταύτην, καὶ εἰς τὴν ἔξω τοῦ σώματος μετὰταύτην, οὐ κατὰ
τὸ ἶσον μέτρον τοῦ διαστήματος, ἀλλὰ τὴν μὲν βραχυτάτῳ τινὶ τῷχρονικῷ περιγράψας ὅρῳ· τὴν δὲ
παρατείνας εἰς τὸ ἀΐδιον».

77
αγαθό είναι αυτό το οποίο μόνο ο νους αντιλαμβάνεται. Έτσι λοιπόν εκείνοι που ο
λογισμός τους είναι αγύμναστος και δεν μελετούν το αγαθό, αυτοί ξοδεύουν το
ανάλογο στη φύση τους αγαθό, και δεν φυλάσσουν τίποτα για τη ζωή μετά το θάνατο.
Αντίθετα, εκείνοι που οικονομούν τη ζωή τους με διακριτικό και σώφρονα λογισμό,
ενοχλούνται στη μικρή ζωή τους από λυπηρές καταστάσεις των αισθήσεων, όμως
φυλάσσουν το αγαθό για τη μέλλουσα ζωή, ώστε για αυτούς να παρατείνεται η
καλύτερη τύχη στην αΐδιο ζωή368.

Ο Γρηγόριος Νύσσης στη συνέχεια αναλύει την παραβολή του φτωχού


Λαζάρου και του πλουσίου. Στην ερμηνεία ότι ο κόλπος του Αβραάμ είναι η αγαθή
κατάσταση της ψυχής στην οποία ο λόγος αναπαύει τον αθλητή της υπομονής369. Ο
Γρηγόριος θεωρεί ότι με το όνομα «κόλπος του Αβραάμ» στη Γραφή υπονοούνται τα
αμέτρητα αγαθά τα οποία θα βιώσουν μετά θάνατον οι ενάρετοι. Δηλαδή, η
κατάσταση που θα βιώσουν όταν θα πεθάνουν παρομοιάζεται με ένα ήσυχο λιμάνι,
τον αγαθόν κόλπον. Αντίθετα, για τους υπόλοιπους, η στέρηση των θεωρουμένων
από αυτούς αγαθών θα γίνει φλόγα η οποία θα καίει την ψυχή τους. Αυτή η ψυχή θα
έχει ανάγκη από την παρηγοριά έστω μιας σταγόνας από το πέλαγος των αγαθών, που
θα κατακλύζουν τους οσίους, αλλά οι κακοί δεν θα μπορούν να τη λάβουν370.
Επομένως, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, η θεία κρίση δεν τιμωρεί τους
αμαρτήσαντες, αλλά αυτή ενεργεί μόνο για να ξεχωρίσει το αγαθό από το κακό και
να προσελκύσει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητας. Όμως η διάσπαση του
οικείου και του ξένου, τα οποία συμφέρονται γίνεται αιτία πόνου για την ελκόμενη
ψυχή371. Πρόκειται για μια καθαρά ανατολική θεώρηση των εσχάτων η οποία

368
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 81D- 84A: «Ὁμωνύμως δὲ λεγομένου τοῦ τε ἀγαθοῦ
καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ ἑκατέρου τούτων πρὸς διπλῆν ἔννοιαν μερι ζομένου (πρὸς νοῦν τε λέγω καὶ
αἴσθησιν), καὶ τῶν μὲν τοῦτο ἐν ἀγαθοῦ μοίρᾳ κρινόντων ὅπερ ἂν ἡδὺ τῇ αἰσθήσει δόξῃ· τῶν δὲ μόνον
τὸ κατὰ διάνοιαν θεωρούμενον πεπιστευκότων ἀγαθὸν εἶναι καὶ ὀνο μάζεσθαι. Οἷς μὲν ἀγύμναστός
ἐστιν ὁ λογισμὸς, καὶ τοῦ βελτίονος ἀνεπίσκεπτος, οὗτοι ὑπὸ λαιμαργίαν ἐν τῷ σαρκίνῳ βίῳ τὴν
χρεωστουμένην τῇ φύσει τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν προαναλίσκουσιν, οὐδὲν τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ
ταμιευόμενοι· οἱ δὲ λογισμῷ διακριτικῷ τε καὶ σώφρονι τὴν ἑαυτῶν οἰκονομοῦντες ζωὴν, ἐν τῷ βραχεῖ
τούτῳ βίῳ, διὰ τῶν τὴν αἴσθησιν λυπούν των ἀνιαθέντες, τῷ ἐφεξῆς αἰῶνι τὸ ἀγαθὸν ταμιεύον, ὥστε
αὐτοῖς τῇ ἀϊδίῳ ζωῇ τὴν κρείττω λῆξιν συμπαρατείνεσθαι».
369
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 84B: «Διό μοι δοκεῖ καὶ τὴν ἀγαθὴν τῆς ψυχῆς
κατάστασιν, ἐν ᾗ τὸν τῆς ὑπομονῆς ἀθλητὴν ἀναπαύει ὁ λόγος, κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ὀνομάσαι».
370
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 84C: «…οὕτω δοκεῖ τῶν ἀμε τρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν
τὴν ἔνδειξιν ὁ λόγος τῷ τοῦ κόλπου διασημαίνειν ὀνόματι, ᾧ πάντες οἱ δι' ἀρετῆς τὸν παρόντα
διαπλέοντες βίον, ὅταν ἐντεῦθεν ἀπαί ρωσιν, ὥσπερ ἐν ἀκατακλύστῳ λιμένι τῷ ἀγαθῷ κόλπῳ τὰς
ψυχὰς ἐνορμίζονται, τοῖς δὲ λοιποῖς ἡ τῶν φαινομένων αὐτοῖς ἀγαθῶν στέρησις φλὸξ γίνεται τὴν
ψυχὴν διασμύχουσα, ῥανίδος τι νὸς ἐκ τοῦ πελάγους τῶν τοὺς ὁσίους περικλυζόντων ἀγαθῶν εἰς
παραμυθίαν προσδεομένη, καὶ οὐ τυγχάνουσα».
371
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 100BC: «Οὐκοῦν, εἶπον, οὐχ ἡ θεία κρίσις, ὡς ἔοικε,
κατὰ τὸ προηγούμενον, τοῖς ἐξημαρτηκόσιν ἐπάγει τὴν κόλασιν, ἀλλὰ τὸ μὲν ὡς ὁ λόγος ἀπέδειξεν,

78
βασίζεται στην αγάπη του Θεού. Η εν λόγω θεώρηση έρχεται σε αντίθεση με τις
σχετικές διδασκαλίες της Δύσης, κατά την οποία ο Θεός απονέμει ποινές που
επιβάλονται στους αμαρτωλούς ως αποτέλεσμα της δίκαιης κρίσης τους.

Ο προβληματισμός του αγίου Γρηγορίου εκτείνεται επίσης και στο ζήτημα της
μέτρησης του πόνου. Ως μέτρο αναφέρεται η ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον
κάθε άνθρωπο. Γιατί δεν είναι εύλογο αυτός που πράττει τόσες απαγορευμένες
πράξεις κακίας και εκείνος που πέφτει σε πάρα πολλά πλημμελήματα να υποστούν
ίση οδύνη για τις λυπηρές πράξεις τους. Αναφέρει σχετικά ότι η οδυνηρή εκείνη
φωτιά θα εξαφθεί με αναλογία ως προς την ποσότητα της ύλης, είτε περισσότερη είτε
λιγότερη, μέχρι να υπάρχει υλικό που να τρέφει τη φλόγα. Έτσι, σε όποιον είναι πολύ
το φορτίο της υλοφροσύνης, κατ’ αντιστοιχία θα είναι και πολλή και διαρκής η φλόγα
που θα τον κατατρώει. Αντίθετα, σε όποιον η ποσότητα της κακίας είναι λιγότερη,
εξίσου λιγότερη θα είναι η σφοδρότητα και η δριμύτητα της ενέργειας της
κολάσεως372.

7.2 Ο πόνος στην κατάσταση πριν την τελική κρίση

Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα του πόνου στη μετά
θάνατο ζωή στο έργο του «Περί Ψυχής και Αναστάσεως». Συγκεκριμένα, ειδικότερη
είναι η αναφορά του στο στάδιο πριν την τελική κρίση των ψυχών, όταν η ψυχή έχει
αποχωριστεί από το σώμα. Μετά το θάνατο του ανθρώπου παύει να υφίσταται ο
δεσμός της ψυχής με το σώμα. Το σύνθετο σώμα δυαλύεται στα στοιχεία που το
αποτελούσαν373, ενώ η ασύνθετη ψυχή παραμένει αδιάλυτη μέχρι την μετάκλησή της

ἀγαθὸν ἐνεργεῖ μόνον τοῦ κακοῦ ἀποκρίνουσα, καὶ πρὸς τὴν τῆς μακαριότητος κοινωνίαν ἐπισπωμένη·
ὁ δὲ τῆς συμφυΐας διασπασμὸς ὀδύνη τῷ ἑλκομένῳ γίνεται».
372
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 100CD-101A: « …μέτρον τῆς ἀλγηδόνος ἡ τῆς
κακίας ἐν ἑκάστῳ ποσότης ἐστίν. Οὐ γὰρ εἰκὸς ἐκ τοῦ ἴσου τὸν εἰς τοσοῦτον ἐν ἀπηγορευμένοις
γεγονότα κακοῖς, καὶ τὸν μετρίοις συνενεχθέντα πλημμελήμασιν, ἐν τῇ κρίσει τῆς μοχθηρᾶς ἕξεως
ἀνιαθῆναι. Ἀλλὰ παρὰ τὸ ποσὸν τῆς ὕλης, ἢ πλεῖον ἢ ἔλαττον ἡ ὀδυνηρὰ ἐκείνη φλὸξ ἐξαφθήσεται, ὡς
ἂν τὸ ὑποτρέφον ᾖ. Ὧ τοίνυν πολὺς ὁ ὑλώδης ἔπεστι φόρτος, πολλὴν ἀνάγκη καὶ διαρκεστέραν ἐπ᾿
αὐτῷ γίνεσθαι τὴν ἀναλίσκουσαν φλόγα· ᾧ δὲ ἐπ᾿ ἔλαττον ἡ τοῦ πυρὸς δαπάνη ἐγκαταμέμικται,
τοσοῦτον ὑποκαταβαίνει τῆς σφοδροτέρας τε καὶ δριμυτέρας ἐνεργείας ἡ κόλασις,ὅσον ἠλάττωται τῷ
τῆς κακίας μέτρῳ τὸ ὑποκείμενον».
373
Αντιρρητικός προς τα Απολλιναρίου, PG 45, 1248B: «Οὐδέ γάρ ἕτερον ἐστίν ἐπ’ ἀνθρώπου θάνατος,
εἰ μή τοῦ συνθέτου διάλυσις. Οὐδέ γάρ ἐν ἡμῖν τοῦ σώματος εἰς τά ἐξ ὧν σύγκειται λυομένου, καί ἡ

79
από τον παράδεισο, ή την κόλαση όπου βρίσκεται, σε αυτό το μεταβατικό στάδιο πριν
την τελική κρίση374. Τον θάνατο του ανθρώπου θα διαδεχθεί η Δευτέρα Παρουσία και
η ανάστασή του 375
, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσει η κρίση των πράξεων του
επίγειου βίου376.

Στη θεολογική σκέψη τού Γρηγορίου Νύσσης η μεταθανάτια κατάσταση δεν


είναι αμετακίνητη, δεδομένου ότι ο άνθρωπος, ως κτίσμα, χαρακτηρίζεται από τα
στοιχεία της τρεπτότητας και της κτιστότητας πρίν, αλλά και μετά το θάνατό του.
Αυτό σημαίνει ότι στη μεταθανατια μορφή της ζωής μπορεί να επεκτείνεται προς το
Θεό377. Δηλαδή, ο Γρηγόριος διδάσκει ότι η μετά θάνατον θέση είναι δυναμική και
επιδεκτική βελτίωσης. Στην προοπτική αυτή είναι δυνατό να προοδεύει και να
βελτιώνεται, ώσπου δυναμώνοντας με τη θεωρία του όντος, να μπορέσει να χωρέσει
περισσότερο, απολαμβάνοντας πλούσια και ελεύθερα το αληθινό ον 378. Η πορεία
προς την τελείωση εξελίσσεται στον παρόντα, αλλά συνεχίζεται και στον μέλλοντα
κόσμο379. Αναφέρει ότι μετά το θάνατο, όσοι είχαν ζήσει ενάρετη ζωή καταφεύγουν
στους κόλπους του Αβραάμ380, ενώ όσοι έζησαν ως αμαρτωλοί, λόγω του ότι δεν
φέρουν το ένδυμα των αρετών μεταβαίνουν στον Άδη που αποτελεί κατάσταση
«αειδή και ασώματο»381. Μετά στο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, όσοι υπήρξαν
προσκολλημένοι στη σαρκική ζωή, δεν απαλλάσσονται ούτε μετά το θάνατο από τη
σαρκική φροντίδα. Αυτό σημαίνει ότι στην παρούσα ζωή ο άνθρωπος οφείλει με την
ενάρετη διαγωγή του, να ελευθερώνεται από τη σχέση της σάρκας, ώστε μετά το
θάνατο «να μην έχει ανάγκη άλλου θανάτου ο οποίος θα αποκαθάρει τα απομεινάρια
της σαρκικής κόλλας», αλλά να μη τον ελκύει καθόλου καμιά σωματική αγωνία382.

ψυχή συνδιαπίπτει τῇ διαλύσει τοῦ σώματος, ἀλλά τό μέν σύνθετον διαλύεται, τό δε ἀσύνθετον
ἀδιάλυτον μένει».
374
Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, στ. 68Β. «Οὐδὲν ἄλλο τί μοι δοκεῖ παρά τε τῶν ἔξωθεν
καὶ παρὰ τῆς θείας Γραφῆς τὸ ὄνομα τοῦτο διασημαίνειν, ἐν ᾧ τὰς ψυχὰς γίνεσθαι λέγουσι, πλὴν εἰς τὸ
ἀειδὲς καὶ ἀφανὲς μετέχουσιν».
375
Αναστ. Μαράς, «Η περί εσχάτων διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης» (Δρ Θεολογίας, Τμήμα
Ποιμαντικής Θεολογίας, ΑΠΘ, 2000), 77 κ.εξ.
376
Στο ίδιο, 50.
377
Στο ίδιο, 151-152.
378
Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων, PG 46, 180D: «ἡ δὲ ἄγευστος τῆς ἀρετῆς ψυχὴ τῶν
μὲν ἐκ πονηρίας κακῶν, ἅτε μηδὲ τὴν ἀρχὴν συνενεχθεῖσα τῇ τῆς κακίας νόσῳ, διαμένει ἀμέτοχος, τῆς
δὲ ζωῆς ἐκείνης, ἣν θεοῦ γνῶσίν τε καὶ μετουσίαν ὁ πρὸ τούτων λόγος ὡρίσατο, τοσοῦτον μετέχει
παρὰ τὴν πρώτην, ὅσον χωρεῖ τὸ τρεφόμενον, ἕως ἂν καθάπερ τινὶ τροφῇ καταλλήλῳ τῇ θεωρίᾳ τοῦ
ὄντος ἐναδρυνθεῖσα χωρητικὴ τοῦ πλείονος γένηται, ἐν δαψιλείᾳ τοῦ ὄντος κατ' ἐξουσίαν μετέχουσα».
379
Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, ό.π., 197-198.
380
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 84Β
381
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 84C
382
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος , PG, 46, 88C: «ἵνα μετὰ τὸν θάνατον μὴ πάλιν ἄλλου
θανάτου δεώμεθα, τὰ λείψανα τῆς σαρκώδους κόλλης ἀποκαθαίροντος».

80
Αν ο άνθρωπος δεν καθαρθεί στην επίγεια ζωή του από την κακία, τότε μετά θάνατον
θα χρειαστεί την καθαρτήρια φλόγα για να αποκαθαρθεί από το ρύπο που έχει
αναμειχθεί στην ψυχή του383. Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός κατά τη σκέψη του,
αυτός ακόμη κι όταν εξέλθει από τη σάρκα δεν αποχωρίζεται από τη σαρκική
επίδραση384. Όταν η μεταβολή στρέφεται προς τον υλικό βίο, οι φιλόσαρκοι
εξακολουθούν να ελκύονται από τη σαρκική δυσωδία. Η προσκολλημένη πέραν του
δέοντος ψυχή ακόμα κι όταν εξέλθει από τη σάρκα, παραμένει ακόμα συνδεδεμένη με
την υλική μορφή του σώματος, κι ενώ είναι πλέον εκτός αυτού, ποθεί να
συναναστρέφεται με την ύλη385. Εξ αιτίας αυτού, οι ψυχές όσων βρίσκονται σε αυτή
την κατάσταση, ενοχλούνται από τον πόνο και την οδύνη διότι η ψυχή τους
καθίσταται εξαρτημένη από την ύλη386. Όταν η ψυχή είναι απέριττη και απίεστη από
σωματικά βάρη, τότε η προσχώρησή της προς το αρχέτυπο γίνεται ευχάριστη και
εύκολη. Αντίθετα, όταν είναι ενωμένη με τα υλικά πάσχει περίπου ό,τι και τα
σώματα. Στη συνέχεια όταν η ψυχή προσελκύεται από το Θεό με σκοπό τη μετάβαση
στη μακαριότητα, συμβαίνει σ’ αυτή μια οδυνηρή διάθεση387. Η ψυχή στην
περίπτωση αυτή, περιτυλιγμένη στα υλικά και τα γήινα, υποφέρει καθώς ο Θεός
ελκύει ό,τι είναι δικό Του, ενώ το ξένο καθώς συνευρίσκεται με αυτή αποξύνεται και
δημιουργεί σ’ αυτή δριμείς και αφόρητους πόνους388. Τα πάθη αυτά κατά τον
Γρηγόριο Νύσσης είναι ο θυμός, ο φόβος, η δειλία, η θρασύτητα, το πάθος της λύπης
και της ηδονής, το μίσος, η εριστικότητα, η ασπλαχνία, η σκληρότητα, ο φθόνος, η
κολακεία, η μνησικακία και η αναλγησία. Αυτά όλα υποτάσσουν στην εξουσία τους
την ψυχή όπως έναν αιχμάλωτο389.

383
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αίδιον μεθισταμένοις, PG 46, 525A.
384
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 88C: «ὡς μηδὲ ἐξωσθεῖσαν τῆς σαρκὸς καθαρῶς
αὐτὴν ἐθέλειν ἀφίπτασθαι, μηδὲ συγχωρεῖν τὴν παντελῆ γίνεσθαι πρὸς τὸ ἀειδὲς τοῦ σχήματος
μεταποίησιν».
385
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 301
386
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 88Β: «δι' ὧν πλέον αὐτοῖς ἡ ὀδύνη βαρύνεται,
ὑλωδεστέρας ἐκ τοιαύτης περιστάσεως τῆς ψυ χῆς γινομένης».
387
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 97BC.
388
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 100Β: «τί μοι δοκεῖ καὶ τὸ περὶ τὴν ψυχὴν ἐννοεῖν
ταῖς ὑλικαῖς τε καὶ γεώδεσι προσπαθείαις ἐνειληθεῖσαν, κάμνειν καὶ διατείνεσθαι, τοῦ μὲν Θεοῦ τὸ
ἴδιον πρὸς ἑαυτὸν ἕλκοντος· τοῦ δ' ἀλλοτρίου, διὰ τὸ συμφυῆναί πως αὐτῇ, βιαίως ἀποξυρομένου, καὶ
τὰς δριμείας αὐτῇ καὶ ἀνυποστάτους ἀλγηδόνας ἐπάγοντος».
389
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ΄, PG 44, 1228B: «οὕτως ὁ θυμὸς, οὕτως ὁ φόβος, ἡ δειλία, τὸ
θράσος, τὸ κατὰ λύπην τε καὶ τὸ καθ' ἡδονὴν πάθος, μῖσος, ἔρις, ἀνέλεος, ἀπήνεια, φθόνος, κολακεία,
μνησικακία τε καὶ ἀναλγησία, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸ ἐναντίον ἐν ἡμῖν νοούμενα πάθη, τυράννων ἐστί
τινων καὶ δεσποτῶν ἀπαρίθμησις, τῶν πρὸς τὸ ἴδιον κράτος τὴν ψυχὴν οἷόν τινα δορυάλωτον
καταδουλούντων».

81
Στο έργο του «Εις τους Μακαρισμούς» γίνεται αναφορά στα δεινά και τις
οδύνες αυτές με χαρακτηρισμούς όπως: γέεννα, άσβεστη φλόγα, αδιάκοπο κλάμα,
εξωτερικό σκότος κ.ά.390. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Μαρά, ο άγ. Γρηγόριος με την
αναφορά του στα αναφερθέντα δεινά δεν κυριολεκτεί, αλλά θα πρέπει να ερευνηθεί η
αλληγορική ερμηνεία τους391. Όσο διάστημα χρειαστεί για τον αποχωρισμό του
κακού, η κατάσταση αυτή παραμένει επίπονη392. Ο άγ. Γρηγόριος τονίζει ότι η θεία
κρίση δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά ενεργεί μόνο για νε ξεχωρίσει το καλό
από το κακό και να προσελκύσει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητας. Ο
Τσιρπανλής, επίσης, ερμηνεύοντας τις απόψεις του Γρηγορίου Νύσσης υποστηρίζει
ότι τα δεινά και ο πόνος που υπομένει ο άνθρωπος στην κατάσταση αυτή έχουν
φαρμακευτικό, παιδευτικό και καθαρτικό χαρακτήρα393. Η διάσπαση όμως του
οικείου προς το Θεό γίνεται αιτία πόνου για την ελκυόμενη ψυχή. Οι «τιμωρίες»
παρουσιάζονται έτσι με ιαματικό χαρακτήρα. Σκοπός τους να οδηγήσουν τον
φιλήδονο άνθρωπο σε αποχή από τα πάθη. Ο άδικος θα κατανοήσει έτσι τη
ματαιότητα της επίγειας ζωής και θα νιώσει απέχθεια γι’ αυτή. Η αηδία αυτή θα
προκύψει από τη θεώρηση των πράξεών του, ως φαρμακερό δηλητήριο. Η
συνειδητοποίηση των πεπραγμένων του θα του προκαλεί έντονη δυσφορία και
πόνο394. Όσοι συνέδεσαν τον εγκόσμιο βίο τους με λυπηρές πράξεις, θα βρεθούν
μακριά από τον Θεό και αναπόφευκτα αντιμέτωποι με το σκοτάδι, την καταστροφή,
την εξολόθρευση και τον θάνατο395.

Αυτή η επίπονη κατάσταση των αδίκων είναι δεδομένη καθώς γίνονται


αμέσως αντιληπτοί και διαχωρίζονται από τους δίκαιους. Μάλιστα ακόμα και στη
περίπτωση που κάποιος κατά λάθος βρεθεί με τους δικαίους, θα αποβληθεί ως ξένο
σώμα από τη σύναξη του Χριστού και των πιστών396. Με τη σκέψη αυτής της
κατάστασης ο πιστός προσεύχεται στο Θεό να διαγράψει τα εμπόδια που τον
απομακρύνουν από Αυτόν και τον οδηγούν προς την ανυπαρξία397. Στο μεταβατικό
αυτό στάδιο, όποιος χάσει την πίστη του στο Θεό θα καταστραφεί, καθώς

390
Εις τους Μακαρισμούς, Λόγος Γ', PG 44, 1221ΑΒ.
391
Αναστ. Μαράς, «Η περί εσχάτων διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης» (Δρ Θεολογίας, Τμήμα
Ποιμαντικής Θεολογίας, ΑΠΘ, 2000), 90.
392
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία Δ', PG 44, 629A.
393
Const. N. Tsirpanlis, «The concept of Universal Salvation in Saint Gregory of Nyssa», Κληρονομιά
12 (1980): 27-28
394
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία Δ', PG 44, 629A.
395
Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, Ομιλία Η', PG 44, 741A.
396
Περί τελειότητος, και οποίον χρη είναι τον χριστιανόν, προς Ολύμπιο μοναχόν, PG 46, 280C.
397
Εις την επιγραφή των ψαλμών, Δεύτερον Βιβλίον, Κεφ. ΙΒ', PG 44, 560B.

82
απομακρύνεται οριστικά από το Θεό και οδηγείται στη μη ον, δηλαδή στην
ανυπαρξία398. Στην κατάσταση αυτή προ της κρίσεως μέτρο του πόνου, αποτελεί η
ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον καθένα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είναι
εύλογο να υποστούν όλοι την ίδια οδύνη, αλλά κατά αναλογία περισσότερη ή
λιγότερη399. Όσο λιγότερο έχει αναμειχθεί το αγαθό με το κακό τόσο ελαττώνεται η
σφοδρότητα του πόνου, καθώς πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να εκβληθεί το κακό
από την ύπαρξη, ώστε το όντως μη ον να μη υπάρχει καθόλου400. Για το λόγο αυτό ο
άγιος Γρηγόριος αναφέρει ότι ο άνθρωπος πρέπει να προνοήσει να προφυλάξει τη
ζωή του καθαρή, κι αν αυτό δεν είναι εφικτό καθ’ ολοκληρία λόγω της ροπής προς τα
πάθη, τουλάχιστον να αγωνιστεί, ώστε τα λάθη της απομάκρυνσής του από το Θεό να
είναι μέτρια και ευκολοθεράπευτα και κατ’ επέκταση ο πόνος της θεραπείας αυτής
αντίστοιχα ελαφρύτερος401.

7.3 Το οριστικό τέλος του πόνου στη Βασιλεία των


ουρανών.

Ο άγιος Γρηγόριος κάνει ειδική αναφορά στο οριστικό τέλος του ανθρώπινου
πόνου συνδέοντας αυτό με τη ανάσταση. Η ανάσταση αναφέρει, θα χαρίσει την
αιώνια μακαριότητα η οποία αποτελεί για τον άνθρωπο επιστροφή στην αρχέγονη
χάρη402. Η ανάσταση θεωρείται ως συνέπεια της κτίσης του ανθρώπου και ως κύριο
μέσο δια του οποίου πραγματοποιείται η εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου. Η
αποκατάσταση του ανθρώπου νοείται ως εσχατολογική ανώτερη μεταμόρφωση με
την ανάσταση να αποτελεί απαρχή για την μετοχή των δικαίων στη θεία
μακαριότητα403. «Ο δε θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονο καθάρσιο της

398
Εις την επιγραφή των ψαλμών, Δεύτερον Βιβλίον, Κεφ. ΙΓ', PG 44, 565B.
399
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 100C.
400
Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο Λόγος, PG, 46, 100C.
401
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 101B: «Ὥστε προνοητέον ἢ καθόλου τῶν τῆς κακίας
μολυσμάτων φυλάξαι τὴν ψυχὴν ἀμιγῆ τε καὶ ἀκοινώνητον· ἢ εἰ τοῦτο πάντη ἀμήχανον διὰ τὸ ἔμπαθες
τῆς φύσεως ἡμῶν, ὡς ὅτι μάλιστα ἐν μετρίοις τισὶ καὶ εὐθεραπεύτοις εἶναι τὰ τῆς ἀρετῆς
ἀποτεύγματα».
402
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 156D: « τὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ἀναβλαστήσουσαν
ἡμῖν μακαριότητα, πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἐπανιέναι χάριν».
403
Ιωάννης Πλεξίδας, ό.π., 236-237.

83
κακίας»404. « Για να μη μείνει αιώνια μέσα μας η κακία που φυτεύτηκε, το σκεύος
διαλύεται προσωρινά ώστε να αναπλαστεί η ανθρώπινη φύση και να επανέλθει στην
αρχέγονη κατάστασή της»405. Σε ότι αφορά το σώμα, μετά την ανάσταση, ο Θεός θα
το κάνει άφθαρτο και αθάνατο. Το ανθρώπινο σώμα θα απαλλαγεί οριστικά από τις
ατέλειες, τις αδυναμίες, την παθητότητα και τη φθαρτότητα που χαρακτηρίζουν την
παρούσα φύση του. Δεν θα υπάρχει στην παρούσα μορφή του, δεν θα υπόκειται σε
καθορισμούς και αναγκαιότητες, ούτε περιορισμούς κάθε είδους που αποτελούν
συχνά γι’ αυτό πηγή του πόνου406. Στην καινούρια αυτή κατάσταση δεν θα υπόκειται
σε καμιάς μορφής φθορά, δεν θα γνωρίζει πια ούτε αρρώστια ούτε πόνο, ούτε
αλλοίωση οποιουδήποτε είδους407. Το ανθρώπινο σώμα στη νέα του κατάσταση είναι
όμοιο με του αναστημένου Χριστού.

Σε ότι αφορά την ψυχή και τον πόνο που αυτή βιώνει, ο άγιος Γρηγόριος
αναφέρει, ότι και αυτή θα γνωρίσει αλλαγή της κατάστασής της. Η ψυχή αφού
εναπόθεσε στο θάνατο όλες τις ιδιαιτερότητες που την περιέβαλλαν και που είχε
αποκτήσει στην κατάσταση της υποταγής της στα πάθη, αλλαγμένη θα φτάσει στην
αφθαρσία, τη δόξα, τη δύναμη, την τελειότητα στα πάντα, τη μετάβαση προς μια
πνευματική κατάσταση, ξένη προς τα πάθη και επομένως τον πόνο και τις οδύνες408.
Εκεί, στη Βασιλεία των ουρανών, η ενωμένη με το Χριστό ψυχή, δεν θα γνωρίζει
πλέον ούτε πόνο, ούτε θλίψεις, ούτε λύπη. Αντιθέτως, η μακαριότητα της σωσμένης
ψυχής θα είναι καθ’ ολοκληρίαν «απαθής», απαλλαγμένη από κάθε οδύνη την οποία
θα υπερβαίνει409.

Σύμφωνα με τη θεολογία του αγ. Γρηγορίου η ανάσταση είναι απαραίτητη


γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει, εφόσον γιʹ αυτό το σκοπό δημιουργήθηκε από το
Θεό. Έτσι, με την ανάσταση ο άνθρωπος, αναμορφωμένος θα επανασυνδεθεί με το

404
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 876D: «οὐδὲ γὰρ ἄλλο τί ἐστιν ἐπ' ἀνθρώπων ὁ θάνατος,
εἰ μὴ κακίας καθάρσιον».
405
Εις Πουλχερίαν Λόγος επικήδειος, PG 46, 877A: «…τούτου ἕνεκεν, ὡς ἂν μὴ διαιωνίζοι ἡμῖν ἡ
ἐμφυεῖσα κακία, προνοίᾳ κρείττονι θανάτῳ τὸ σκεῦος πρὸς καιρὸν διαλύεται, ἵνα τῆς κακίας ἐκρυείσης
ἀναπλασθῇ τὸ ἀνθρώπινον καὶ ἀμιγὲς κακίας τῷ ἐξ ἀρχῆς ἀποκαταστῇ βίῳ. τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ
ἀνάστασις, ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν ἀναστοιχείωσις».
406
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532.
407
Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532.
408
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 148B: «κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἀνθρωπίνη
φύσις ἐναφεῖσα τῷ θανάτῳ πάντα τὰ περὶ αὐτὴν ἰδιώματα, ὅσα διὰ τῆς ἐμπαθοῦς διαθέσεως
ἐπεκτήσατο […] ἑαυτὴν οὐκ ἀφίησιν, ἀλλ' ὥσπερ εἰς στάχυν τινὰ πρὸς τὴν ἀφθαρσίαν μεθίσταται, καὶ
τὴν δόξαν, καὶ τὴν τιμὴν, καὶ τὴν δύναμιν, καὶ τὴν ἐν παντὶ τελειότητα, καὶ τὸ μηκέτι τὴν ζωὴν αὐτῆς
οἰκονομεῖσθαι τοῖς φυσικοῖς ἰδιώμασιν, ἀλλ' εἰς πνευματικήν τινα καὶ ἀπαθῆ μεταβῆναι κατάστασιν».
409
Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος, PG, 46, 148B.

84
Θεό και θα παραμείνει για πάντα ενωμένος με το Χριστό410. Οι θεολογικές θέσεις του
αγ. Γρηγορίου χαρακτηρίζονται από τον παιγαγωγικό χαρακτήρα της τιμωρίας, τον
οποίο ασπάζεται, αναφέροντας ως παράδειγμα τον αναμειγμένο χρυσό με την
κίβδηλη ύλη411. Η αποκατάσταση κατά τον Νύσσης επιτυγχάνεται από τη στιγμή της
ενανθρώπισης του Χριστού για την ολοκλήρωση της θείας οικονομίας. Η σωτηρία
του ανθρώπου είναι βέβαιη με την ενανθρώπηση και την ανάληψη του Χριστού, αφού
στη θεία και ανθρώπινη φύση του Χριστού ενώθηκαν η ψυχή και το σώμα412. Η
αποκατάσταση εξαρτάται από την προσωπική προσπάθεια του καθενός, έτσι ώστε να
θεωρείται ότι ο ευρισκόμενος σε παρθενική κατάσταση άνθρωπος αποκαθίσταται ήδη
αποκτώντας μετά το φυσικό θάνατο τη δυνατότητα πρόγευσης των εσχάτων413.
Όμως η ενότητα της ανθρώπινης φύσης έχει ως προϋπόθεση την δυνατότητα της
ελέυθερης επιλογής, η οποία καθορίζει τελικά αναλόγως τη μεταβολή, «είτε προς το
πρότερο κάλλος, είτε προς την απώλεια»414.

Ο άγ. Γρηγόριος απάντησε και στο ερώτημα, γιατί η μετάβαση στην


ποθούμενη ζωή δεν συμβαίνει άμεσα, αλλά παρατείνεται στην οδύνη της σάρκας
μέσα στους καθορισμένους χρόνους και αναμένει το τέλος της ολοκλήρωσης της
υφηλίου για να οδηγηθεί στην απόλυτη ελευθερία της μακάριας και απαθούς ζωής415.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «ο Θεός που κυβερνά με ακρίβεια και κατευθύνει τα
πάντα με τάξη και συνοχή, καθορίζει προγνωστικά τον αναγκαίο για την κατασκευή
της ανθρωπότητας χρόνο, έτσι ώστε η επίτευξη του αριθμού των ψυχών να
προσδιορίσει τη διάρκεια και η ροή του χρόνου να σταματήσει όταν αυτός δεν θα
είναι πλέον καθόλου χρήσιμος στην ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους»416. Επομένως

410
Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, λόγος Γ’, PG 46, 665AB: «Ὁ αὐτός τεχνίτης ἐστί καί τῆς πρώτης κτίσεως, καί
τῆς δευτέρας μετακοσμήσεως. Οἶδεν ὅπως τό ἴδιον ἔργον διάλυσιν ὑπομεῖναν συναρμόσει πάλιν εἰς
τήν ἀρχαίαν κατάστασιν».
411
Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 100A-101C: «Καὶ ὥσπερ τὴν ἐμμιχθεῖσαν τῷ χρυσίῳ
ὕλην οἱ διὰ πυρὸς ἐκκαθαροῦντες οὐ μόνον τὸ νόθον τῷ πυρὶ τήκουσιν, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην καὶ
τὸ καθαρὸν τῷ κιβδήλῳ συγκατατήκεται, κἀκείνου δὲ δαπανωμένου τοῦτο μένει· οὕτω καὶ τῆς κακίας
τῷ ἀκοιμήτῳ πυρὶ δαπανωμένης, ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν ἑνωθεῖσαν αὐτῇ ψυχὴν ἐν τῷ πυρὶ εἶναι, ὡς ἂν
τὸ κατεσπαρμένον νόθον καὶ ὑλῶδες, καὶ κί βδηλον ἀπαναλωθῇ τῷ αἰωνίῳ πυρὶ δαπανώμενον».
412
Αναστ. Μαράς, ό.π., 227.
413
Στο ίδιο, 227.
414
Alden Mosshammer, «Non-Being and Evil in Gregory of Nyssa», Vigiliae Christianae 44, 2,
(1990): 137.
415
Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 204BC: «ἡ βαρεῖα καὶ σωματώδης αὕτη παραταθεῖσα ζωὴ,
ἀναμένει τὸ πέρας τῆς τοῦ παντὸς συμπληρώ σεως, ἵνα τὸ τηνικαῦτα καθάπερ χαλινοῦ τινος ἐλευ
θερωθεῖσα ἡ ἀνθρωπίνη ζωὴ, πάλιν ἄνετός τε καὶ ἐλευθέρα πρὸς τὸν μακάριον καὶ ἀπαθῆ βίον
ἐπαναδράμοι».
416
Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 204BC: «ὁ ἐπίσης τῷ ἐνεστῶτι τὸ μέλλον βλέπων, διὰ τοῦτο
καὶ τὸν σύμμετρον τῇ κατασκευῇ τῶν ἀνθρώπων χρόνον προκατενόησεν· ὥστε τῇ παρόδῳ τῶν

85
η συντέλεια των αιώνων θα επέλθει «αφού η ανθρωπότητα αναγεννηθεί και η γήινη
κατάστασή της περάσει σε μια αιώνια και απαθή κατάσταση»417.

περιορισθεισῶν ψυχῶν συναπαρτισθῆναι τὴν τοῦ χρόνου παράτασιν, καὶ τότε στῆναι τὴν ῥοώδη τοῦ
χρόνου κίνησιν, ὅταν μηκέτι φύηται δι' αὐτοῦ τὸ ἀνθρώπινον».
417
Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 204C: «Τελεσθείσης δὲ τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως, τῷ τέλει
ταύτης συγκαταλῆξαι τὸν χρόνον, καὶ οὕτω τὴν τοῦ παντὸς ἀναστοιχείωσιν γενέσθαι, καὶ τῇ μεταβολῇ
τοῦ ὄλου συναμειφθῆναι καὶ τὸ ἀνθρώπινον, ἀπὸ τοῦ φθαρτοῦ καὶ γεώδους ἐπὶ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀΐδιον».

86
8 ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο άγιος Γρηγόριος αναμφίβολα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους
συγγραφείς της εποχής του. Υπήρξε άριστος θεολόγος, δεινός χρήστης της ρητορικής
τέχνης, αλλά και πολύ καλός γνώστης της θύραθεν σκέψης. Η μεθοδολογία του
υπήρξε σύμφωνη με την παράδοση των Πατέρων της Καππαδοκίας. Ο ανθρώπινος
πόνος απασχόλησε εκτεταμένα το θεολογικό του λόγο. Άλλωστε, ως προβληματισμός
αποτέλεσε και αποτελεί πανανθρώπινο, διαχρονικό ζήτημα, το οποίο απασχόλησε
σχεδόν όλα τα φιλοσοφικά συστήματα και όπως προκύπτει από τη χριστιανική
γραμματεία τη χριστιανική θεολογική σκέψη.

Σε ότι αφορά την προέλευση του ανθρώπινου πόνου ο άγιος Γρηγόριος


Νύσσης με σαφήνεια αναφέρει ότι αποτελεί γνώρισμα της μεταπτωτικής κατάστασης
του ανθρώπου. Στην αρχική δημιουργία απουσιάζει εντελώς κάθε μορφή σωματικού
ή ψυχικού πόνου. Εξ αιτίας της αστοχίας του, ο άνθρωπος κατέστη πρόσφορος των
παθημάτων. Ο Θεός δεν ευθύνεται για τον ανθρώπινο πόνο, ούτε θα μπορούσε να
είναι δημιουργός ή αίτιός του. Άλλωστε, για τον άγιο Γρηγόριο το κακό δεν έχει καν
υπόσταση, εφόσον ο Δημιουργός με αγαπητική διάθεση των πάντων, δηλαδή ο Θεός
δεν θα μπορόυσε να δημιουργήσει τον πόνο. Η βασική θεολογική σκέψη του αγίου
Γρηγορίου θεωρεί γενικότερα το κακό όχι δημιούργημα του Θεού, αλλά ως απουσία
του αγαθού. Υποστηρίζει επομένως ότι και στην περίπτωση του ανθρώπινου πόνου,
δεν ευθύνεται ο Θεός αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος λόγω του προπατορικού
αμαρτήματος ενδύθηκε τους δερμάτινους χιτώνες και εισήγαγε τον πόνο στη ζωή του.

Ο άγιος Γρηγόριος πιστός στην παράδοση του Απ. Παύλου διακρίνει την
ανθρώπινη λύπη σε «λύπη κατά Θεό και λύπη κατά κόσμο». Ειδικότερα σχετικά με
τον πνευματικό πόνο ή «πένθος», αναφέρει ότι πηγάζει από τη συνειδητοποίηση και
επίγνωση της αμαρτωλότητας, τονίζοντας την ευεργετική επίπτωση που έχει για τον
άνθρωπο καθώς αποτελεί αφετηρία στην οδό προς τη μακαριότητα. Γενικότερα ο
άγιος Γρηγόριος διακρίνει στον ανθρώπινο πόνο ευεργετικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα, θεωρεί τον πόνο αφετηρία ταπείνωσης μπροστά στο Θεό, εκφέροντας
ως παράδειγμα μίμησης τον ίδιο το Χριστό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο ο Χριστός
πόνεσε και υπέμεινε εκουσίως τις δοκιμασίες και το σταυρικό μαρτύριο,
φανερώνοντας στον άνθρωπο τον αληθινό δρόμο της πνευματικής ανάβασης.

87
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει ο άγιος Γρηγόριος στον παιδαγωγικό χαρακτήρα
του ανθρώπινου πόνου. Χρησιμοποιώντας αλληγορικά παραδείγματα από την
καθημερινή ζωή υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος πόνος μπορεί να επενεργήσει
ευεργετικά καθώς αποτρέπει τον άνθρωπο από την αδράνεια και το λήθαργο που
μπορεί τον οδηγήσουν στο θάνατο. Παρομοιάζει τον πόνο με δυσάρεστο φάρμακο, το
οποίο εφόσον το υποστούμε και το υπομείνουμε μας εξασφαλίζει τη θεραπεία και τη
λύτρωση. Με τον τρόπο αυτό κατά τον άγιο Γρηγόριο η παραμυθία ενώπιον της
επίσκεψης του πόνου στη ζωή μας μπορεί να μετατραπεί σε χαρά, εφόσον η διάνοια
με τη χρήση της λογικής, δράσει έναντι του πόνου με αντίστροφο τρόπο.

Ο άγιος Γρηγόριος στο συγγραφικό του έργο τονίζει και υποδεικνύει τρόπους
αντιμετώπισης του πόνου για το χριστιανό. Ο ίδιος κλήθηκε να εκφωνήσει
παραμυθητικούς λόγους, αλλά και να αντιμετωπίσει την απώλεια αγαπημένων
προσώπων, γεγονότα τα οποία έκαναν την ανθρώπινη φύση του να κλονισθεί και να
δοκιμαστεί. Ανάμεσα στους τρόπους αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου εξέχουσα
θέση κατέχει η προσευχή. Η προσευχή ως μέσο συνομιλίας του ανθρώπου με το Θεό
είναι ικανή να θεραπεύσει τον ανθρώπινο πόνο και να τον αφανίσει. Συστήνει λοιπόν
την προσευχή απέναντι στον πόνο ως τον τρόπο που μπορεί, όχι μόνο να τον
υπερνικήσει, αλλά και να αποτελέσει την αφετηρία μιας εντελώς αντίθετης
κατεύθυνσης.

Επίσης, η σιωπή και η υπομονή προβάλλονται στο έργο του αγίου Γρηγορίου
ως θεραπευτικά μέσα του ανθρώπινου πόνου. Αυτό που προτείνει δεν είναι απλά
στωική ανοχή απέναντι στον πόνο ή κατά κάποιον τρόπο μια μοιρολατρική αποδοχή
των θλίψεων. Αντίθετα για το Γρηγόριο σιωπή και η υπομονή αποτελούν πρότυπα
χρηστοήθειας και φανέρωσης της απόλυτης εμπιστοσύνης προς το Θεό. Η υπομονή
με την έννοια αυτή καθιστά τον άνθρωπο σύμμορφο του Χριστού. Οι παραπάνω
αρετές ως μέσα έναντι του πόνου κατά τον άγιο Γρηγόριο πρέπει να συνοδεύονται
από την ελπίδα και την αγάπη, που επίσης καθίστανται για τον πονεμένο άνθρωπο
εφόδια έναντι του πόνου. Όλα τα παραπάνω δεικνύουν τη στάση του χριστιανού
έναντι του πόνου και προϋποθέτουν απόλυτη πίστη στο Δημιουργό και απουσία κάθε
δισταγμού ή αβεβαιότητας που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν την εμπιστοσύνη μας
προς Αυτόν.

88
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας που πρέπει να καθορίζει τη στάση μας
έναντι του πόνου και των θλίψεων κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης είναι η
συνειδητοποίηση της ανωτερότητας της επουράνιας ζωής. Με τη χρήση
παραδειγμάτων από την Αγία Γραφή, όπως αυτά του Αβραάμ και του Ιώβ, ο
Γρηγόριος υποστηρίζει ότι η στροφή της σκέψης του ανθρώπου στην αληθινή ζωή,
σπάζει τα σωματικά δεσμά, εξαλείφει την αίσθηση του πόνου και ανοίγει τη δίοδο για
τη μετάβαση στη γη της επαγγελίας. Ο άνθρωπος ο οποίος αναγνωρίζει την αληθινή
ζωή, δεν λυγίζει μπροστά σε κανενός είδους πόνο αλλά πορεύεται προσδοκώντας την
αναστοιχείωση της φύσης του στην αρχέγονη κατάσταση.

Σε ότι αφορά την εσχατολογική θεώρηση του ανθρώπινου πόνου ο άγιος


Γρηγόριος κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην κατάσταση προ της τελικής κρίσης
και σε αυτή μετά την ανάσταση. Προ της τελικής κρίσης η ανθρώπινη ψυχή βιώνει
την πρόγευση όσων θα ακολουθήσουν. Το βίωμα του πόνου είναι ανάλογο με τον βίο
τον οποίο διήγαγε ο άνθρωπος στην κοσμική του ζωή. Οι δίκαιοι θα βιώσουν την
πρόγευση του Παραδείσου, ενώ οι άδικοι της Κόλασης. Ο πόνος στην κατάσταση
αυτή συσχετίζεται εξ ολοκλήρου με την προσπάθεια αποκόλλησης της κακίας και της
προσέλκυσης του αγαθού από το Θεό. Η κατάσταση αυτή δεν αντικαθιστά ούτε
αναιρεί την τελική κρίση, αλλά πρόκειται για μια πνευματική κατάσταση με
προσωρινό χαρακτήρα. Ο άγιος Γρηγόριος σε ότι αφορά τον πόνο των κολασμένων
στην κατάσταση της Κόλασης δεν αποδέχεται σε καμιά περίπτωση τον τιμωρητικό
του χαρακτήρα. Αντίθετα, αποδίδει στα δεινά αυτά και τον πόνο που θα προκαλέσουν
χαρακτήρα ιαματικό, εφόσον σκοπός τους είναι η εξαφάνιση της κακίας και της
αμαρτίας και όχι ο εκμηδενισμός των αμαρτωλών. Τελικός σκοπός είναι η επάνοδος
στην αρχέγονη κατάσταση, στο αρχαίο κάλλος, στο οποίο ο πόνος, σωματικός ή
ψυχικός δεν θα υφίσταται. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν
υποστηρίζει την πλήρη αποκατάσταση των αμαρτωλών. Οι αμαρτωλοί δεν είναι
δυνατό να αποκατασταθούν πλήρως όχι λόγω έλλειψης αγάπης ή συγχωρητικής
διάθεσης του Θεού απέναντί τους, αλλά διότι εξαιτίας των ελεύθερων επιλογών του
εγκόσμιου βίου τους θα βιώσουν αιώνια αδυναμία θέασης του Θεού και μετοχής τους
στο Θεό. Η αιτία του απέραντου πόνου θα οφείλεται στη συνειδητοποίηση αυτής της
κατάστασης και της προσωπικής ευθύνης του ανθρώπου που τον οδήγησε σε αυτή.

89
9 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

9.1 Πηγές
9.1.1 Ἐργα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης

Αντιρρητικός προς τα Ἀπολλιναρίου. PG 45, 1123A-1270A.

Εγκώμιον εις τον μέγαν μάρτυρα Θεόδωρον. PG 46, 736A-746D.

Εις Πουλχερίαν, Λόγος επικήδειος. PG 46, 864C - 877B.

Εις την επιγραφήν των ψαλμών. PG 44, 433A- 573B.

Εις την Προσευχήν. PG 44, 1120B-1193A.

Εις την του Χριστού Ανάληψιν. PG 46, 689C-693D.

Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης. PG 46, 960A-1000B.

Εις τον βίον του Μωϋσέως. PG 44, 297B-430D.

Εις τον άγιον Στέφανον, τον πρωτομάρτυρα. PG 46, 701C-721A.

Εις το άγιον Πάσχα, Λόγος Δ´. PG 46, 681B-684C.

Εις τους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος εγκωμιαστικός. PG 46, 749A- 772C.

Εις τους Μακαρισμούς. PG 44, 1193B-1301B.

Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος. PG 44, 616Α-753C.

Επιστολή Ι´. PG 46, 1040C-1041B.

Επιτάφιος Λόγος εις Πλακίλλαν Βασίλισσαν. PG 46, 877C- 892D.

Επιτάφιος Λόγος εις τον μέγαν Μελέτιον επίσκοπον Αντιοχείας. PG 46, 851A-864B.

Λόγος εις τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ. PG 46, 1128A-1149C.

Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας. PG 45, 9A-106C.

90
Περί της του ανθρώπου κατασκευής. PG 44, 124D-256C.

Περί Παρθενίας επιστολή προτρεπτική εις τον κατ' αρετήν βίον. PG 46, 317A-416B.

Περί τελειότητος, και οποίον χρη είναι τον χριστιανόν, προς Ολύμπιο μοναχόν. PG 46,
252A- 285D.

Περί του κατά Θεόν σκοπού και της κατ' αληθείαν ασκήσεως. PG 46, 288A-305C.

Περί του αγίου Πνεύματος κατά Μακεδονιανών. PG 45, 1301C-1334C.

Περί του μη οιεσθαι λέγειν τρεις θεούς, πρός Ἀβλάβιον. PG 45, 115A-136A.

Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων. PG 46, 161Α- 192C.

Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι. PG 46, 308A-316D.

Περί Φιλοπτωχίας κα Ευποιΐας. PG46, 453Α-469D.

Περί ψυχής και Αναστάσεως ο Λόγος. PG, 46, 12A-160C.

Προς Ευνόμιον αντιρρητικός Λόγος. PG 45, 243B-1122B.

Προς τους αχθομένους ταις επιτιμήσεσι. PG 46, 307A-316D.

Προς τινα Ιωάννην περί τινων υποθέσεων και περί της διαγωγής και καταστάσεως της
τοιαύτης αδελφής αυτού Μακρίνης, Επιστολή ΙΘ'. PG 46, 1072B- 1080A.

Προς τους Έλληνας εκ των κοινών εννοιών. PG 45, 176A-186D.

Προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις.
PG 46, 497A- 537D.

Προς Φλαβιανόν Αντιοχείας, Επιστολή Α'. PG 46, 1000C-1009A.

Θεωρία εις τον του Μωϋσέως βίον. PG 44, 297B - 326D.

Γρηγόριος, Νύσσης. Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης. 2η έκδ. Σπέτσες: Ιερά Μονή
αγίων Πάντων, 1986.

Γρηγόριος, Νύσσης Λόγοι για το θάνατο και το πένθος παραμυθητικοί. Εισαγωγή –


μετάφραση- σχόλια, Πλεξίδας, Ιωάννης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2004.

91
9.1.2 Λοιπές Πηγές
Βασίλειος, Μέγας. Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός. PG 31, 329-354.

Βασίλειος, Μέγας. Περί του μη προσηλούσθαι τοις βιοτικοίς. PG 31, 539-564.

Βασίλειος, Μέγας. Ομιλία ρηθείσα εν λιμώ και αυχμώ. PG 31, 303-328.

Βασίλειος, Μέγας. Προς την ομόζυγον του Νεκταρίου παραμυθητική επιστολή, ΣΤ', 2.

PG 32, 1049C-1052C.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Εις εαυτόν και περί επισκόπων. PG 37, 195-1198.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Περί φιλοπτωχείας. PG 35, 857- 910.

Γρηγόριος Παλαμάς. Εν λιτή τελουμένη την πρώτην Αυγούστου. PG 151, 387-400.

Γρηγόριος Παλαμάς. Περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας. PG 150, 1117-1122.

Ευάγριος Ποντικός. Ορισμοί διάφοροι εις Κεφάλαια ΛΓ'. PG, 40, 1263-1268.

Θεόφιλος, Αντιοχείας. Προς Αυτόλυκον. PG 6, 1023-1168.

Ισαάκ, Σύρος. Άπαντα τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΚΑ'. Επιμ. Καλλίνικος,


Παντοκρατορινός. Αθήνα: Άγγ. Καναριώτης και Ζ. Γρυπάρης, 1871.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως. PG 94, 781-1228.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Προς Ολυμπιάδα. PG 52, 549-623.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Περί Άννης λόγοι 1-5, Ομιλία Α'. PG 54, 631-643.

Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία περί της των νεκρών αναστάσεως, PG 50, 417-432.

92
Ιωάννης Χρυσόστομος. Υπόμνημα εις τον άγιον Μτθαίον τον ευαγγελιστήν. PG 57, 13-

472.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Υπόμνημα εις την προς Φιλήμονα επιστολήν. PG 62, 701-720.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Εις τον παραλυτικόν τον δια της στέγης χαλασθέντα. PG, 51,

47-64.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Περί μετανοίας λόγοι, 7. PG 49, 323- 336.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Εις Ψαλμόν ΡΜΑ' 1. PG 55, 35-498.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Εις την Αʹ προς Κορινθίους επιστολήν, Ομιλίαι 1-44. PG 61, 1-

382.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Εις την προς Εβραίους επιστολήν, Oμιλίαι. PG 63, 13-236.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Λόγος προς Δημήτριον μονάζοντα περί κατανύξεως. PG 47,

393-410.

Μάρκος Αυρήλιος. Eις εαυτόν. Των εις εαυτόν βιβλία ΙΒʹ. Lipsiae: Sumtibus et typis

Caroli Tauchnitii, 1829.

Μάρκος Ερημίτης. Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι. PG 65, 929-966.

Μάξιμος Ομολογητής. Επιστολαί 1-45. PG 91, 363-650.

Μάξιμος Ομολογητής. Ερωτήσεις και αποκρίσεις προς Θαλάσσιον περί διαφόρων

απόρων της θείας γραφής. PG 90, 243-786.

Πλάτων. «Φαίδων». Στο Platonis opera. Recognovit Bevique Andotatione Critica

Instruxit, ed. J. Burnet. τ. 1. 1901. Επανέκδ., 2η έκδ. Oxford: Clarendon Press,

1967.

93
Πλάτων. «Φαίδρος». Platonis opera. Recognovit Bevique Andotatione Critica

Instruxit, ed. J. Burnet. τ. 1. 1901. Επανέκδ., 2η έκδ. Oxford: Clarendon Press,

1967.

9.2 Δευρεύουσα Βιβλιογραφία

Αποστολόπουλος, Χαράλαμπος. «Πλατωνισμός και Χριστιανισμός στην ύστερη


αρχαιότητα». ΕΦΕ 10 (1993): 241-259.

Beaufils, Dominique. Ορθόδοξη προσέγγιση στην ασθένεια και το θάνατο. Μετάφρ.


Κιοσόγλου Τσαλίκη, Πολυξένη. Αθήνα: Παρρησία, 2017.

Cavarnos, P. «Gregory of Nyssa on the nature of the soul». GOTR 1 (1955): 133-141.

Daniélou, Jean. Platonisme et théologie mystique. Essai sur la doctrine spirituelle de


saint Grégoire de Nysse. Paris: Aubier, 1944.

Daniélou, Jean. «La résurrection des corps chez Grégoire de Nysse». Vigiliae
Cristianae 7 (1953): 154-170.

Daniélou, Jean. «Le traité “sur les enfants morts prématurément” de Grégoire de
Nysse». Vigiliae Cristianae 20 (1966): 159-182.

Δημητρόπουλος, Παναγιώτης. Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική. Αθήνα: χ.ε., 1970.

Ζήσης, Θεόδωρος. Ηθικά κεφάλαια. Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 2002.

Καψάνης, Γεώργιος. «Ο πόνος στη ζωή μας». Έκφραση 94 ( 2006): 1-2.

Κορναράκης, Ιωάννης. Ψυχολογία και πνευματική ζωή. Θεσσαλονίκη: Αφοί


Κυριακίδη, 2010.

Κουνάβη, Γεωργία. Ο πόνος. Αθήνα: Αποστολική Διακονία, 1994.

94
Κουννούσιης, Γεώργιος .«Άνθρωπος και κοινωνία στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης».
Δρ Θεολογίας, Τμήμα Θεολογίας, ΑΠΘ, 2013.

Κοφινάς, Σταύρος. «Ψυχολογικός και πνευματικός πόνος». Ορθοδοξία 13 (2006):


553-565.

Larchet, Jean- Claude Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων. τ. 1. Μετάφρ.


Κούλας, Χρήστος. Αθήνα: Αποστολική Διακονία, 2008.

Λαρσέ, Ζαν Κλώντ. Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων. Μετάφρ. Κούλας,
Χρήστος. Αθήνα: Εν πλω, 2016.

Λογοθέτης, Κωνσταντίνος. Η φιλοσοφία των πατέρων και του μέσου αιώνος, τ. Α'.
Αθήνα: χ.ε, 1933.

Λουδοβίκος, Νικόλαος. Ο μόχθος της μετοχής. Αθήνα: Αρμός, 2010.

Μαντζαρίδης, Γεώργιος. Χριστιανική ηθική. Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1991.

Μαντζαρίδης, Γεώργιος. Χριστιανική ηθική II. 2η έκδ. Θεσσαλονίκη: Παν.


Πουρναράς, 2009.

Μαράς, Αναστάσιος. «Η περί εσχάτων διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης».


Δρ Θεολογίας, Τμήμα Ποιμαντικής Θεολογίας, ΑΠΘ, 2000.

Μαράς, Αναστάσιος. Η εσχατολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Θεσσαλονίκη:


Ηρόδοτος, 2002.

Μαράς, Αναστάσιος «Γρηγόριος Νύσσης». Στο Χριστιανική Γραμματεία I, κείμενα –


σημειώσεις. https://openclass.teiwm.gr/modules/document/file.php (Ημ.
ανάκτησης: 2-5-2018).

Ματσούκας, Νίκος. Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2001.

Ματσούκας, Νίκος. Το πρόβλημα του κακού. Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1986.

Μεταλληνός, Γεώργιος. «Θεολογική θεώρηση του πόνου», στο Δοκίμια ορθόδοξης


μαρτυρίας. Αθήνα: Άθως, 2002.

Mosshammer, Αlden. «Non-eing and Evil in Gregory of Nyssa». Vigiliae Christianae


44, τεύχ. 2, (1990): 136-167.

95
Μουτσούλας, Ηλίας. «Γρηγόριος ο Νύσσης». Νέα Σιών 65 (1970): 141-194.

Μουτσούλας, Ηλίας. «Γρηγόριος ο Νύσσης. Βιβλιογραφία». Θεολογία 55 (1984):


257-303.

Μουτσούλας, Ηλίας. «Ο Ιησούς Χριστός εις την θεολογίαν του αγίου Γρηγορίου
Νύσσης». Πρακτικά Θ' διεθνούς συνεδρίου περί του Γρηγορίου Νύσσης,
Αθήνα: 7-12 Σεπτεμβρίου 2000. Θεσσαλονίκη: Επτάλοφος, 2005.

Μπερδιάγιεφ, Νικόλαος. Θείον και ανθρώπινον. Μετάφρ.-εισαγωγή-σχόλια,


Αντωνιάδης, Πρόδρομος. Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1971.

Μπουρνέλης, Απόστολος. Ο ανθρώπινος πόνος: βραχεία πατερική προσέγγιση.


Αθήνα: Νεκτάριος Παναγόπουλος, 2010.

Μπρούσαλης, Παγκράτιος. «Εισαγωγή». Στο Γρηγόριος, Νύσσης. Το όνομα


χριστιανός. Μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Μπρούσαλης, Παγκράτιος. Αθήνα:
χ.ε, 1977: 7-11.

Μωυσής, Αγιορείτης. Ο άγιος πόνος. Αθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και


Δεοντολογίας, 2005.

Παπαδάκης, Κωνσταντίνος. Θεώρησις της θεοδικίας: Leibnitz- Ιώβ. Αθήνα, χ.ε.,


1991.

Παπαδόπουλος, Στυλιανός. Γρηγορίου Νύσσης, Πνεύμα και Λόγος. Κατερίνη: Τέρτιος,


1997.

Παπαδόπουλος, Στυλιανός. Πατρολογία Β΄. 2η έκδ. Αθήνα: Γρηγόρης, 1999.

Παπαδοπούλου - Τσανανά, Ολυμπία. Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου


Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1994.

Πλεξίδας, Ιωάννης. «Η ανθρωπολογία του κακού, το πρόβλημα της θεοδικίας και οι


ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του στη σκέψη του Γρηγορίου Νύσσης». Δρ.
Φιλοσοφίας, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, ΑΠΘ, 2010.

Ramlot, Marie-Léon και Jacques Gulliet. «Πόνος». Στο Léon-Dufour, Xavier, κ.ά.
(έκδ.) Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας. Μετάφραση Ιωάννης Καραβιδόπουλος. 3η
έκδ. Αθήνα: Άρτος Ζωής, 1980, 844-848.

96
Ρήγου, Αικατερίνη. «Ο άνθρωπος ως υλικό δημιούργημα στο έργο του αγ. Γρηγορίου
Νύσσης, “Περί κατασκευής του ανθρώπου”: βιβλικό και φιλοσοφικό
υπόβαθρο». Μεταπτυχιακή Διατριβή, ΕΑΠ, 2009.

Σαχάρωφ, Σωφρόνιος. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Αθήνα: Ιερά Μονή Τιμίου


Προδρόμου, 2011.

Σκαλτσάς, Γεώργιος. «Θεολογική σκέψη και γλώσσα κατά τον άγιο Γρηγόριο
Νύσσης. Ιστορικοσυστηματική μελέτη στις σχέσεις της πατερικής σκέψεως με
την αρχαιοελληνική φιλοσοφία». Δρ Θεολογίας, Τμήμα Θεολογίας, ΑΠΘ,
2008.

Σκουτέρης, Κωνσταντίνος. Συνέπειαι της πτώσεως και λουτρόν παλιγγενεσίας: Εκ της


ανθρωπολογίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Διατριβή επί υφηγεσία. Αθήνα,
χ.ε., 1973.

Σκουτέρης, Κωνσταντίνος. «“Malum private est”. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο


ψευδο-Διονύσιος δια την ύπαρξιν τόυ κακού (περαιτέρω σχόλια)». ΕΕΘΣΠΑ
26 (1984): 311-319.

Σμέμαν, Αλέξανδρος. Η Μεγάλη Σαρακοστή. Μετάφρ. Ελένη Γκανούρη. 3η έκδ.


Αθήνα: Ακρίτας, 1999.

Tsirpanlis, Constantine N. «The concept of Universal Salvation in Saint Gregory of


Nyssa», Κληρονομιά 12 (1980): 27-28.

Φλωρόφσκυ, Γεώργιος. Οι ανατολικοί πατέρες του τετάρτου αιώνα. Μετάφρ. Πάλλης,


Π. Θεσσαλονίκη: Παν. Πουρναράς, 1991.

Χρήστου, Παναγιώτης. Ελληνική Πατρολογία. τ. Δ'. Περίοδος θεολογικής ακμής, Δ'


και Ε' αιώνες. Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1989.

97

You might also like