You are on page 1of 14

Προς τον κ.

Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

ΜΗΝΥΣΗ
α) Γ. Κ., ιδιωτικού υπαλλήλου, κάτοικου Πάτμου
β) Ν. Κ., μαθητή, κάτοικου ομοίως και
γ) Δ. Τ., μαθητή, κάτοικου Πάτμου.
ΚΑΤΑ
α) Α. Κ., δόκιμου Αστυνομικού,
β) Β. Κ., Αστυφύλακα,
γ) Τ. Γ., Αστυφύλακα
δ) Π. Μ., Αστυνομικού, Διοικητή Α.Τ. Πάτμου, υπηρετούντων
απάντων στο Α.Τ. Πάτμου και
ε) Παντός άλλου συμμετόχου αστυνομικού που θα προκύψει απ’ την
ανάκριση.

Κύριε Εισαγγελέα,
απευθυνόμαστε σ’ εσάς λόγω της σοβαρότητας των καταγγελλομένων
αλλά και της ιδιότητας των μηνυομένων προσώπων, ζητώντας τη
προστασία του Νόμου, καθόσον τα γεγονότα που ακολουθούν και των
οποίων υπήρξαμε θύματα, έχουν αναστατώσει ολοκληρωτικά τη ζωή
μας, εκμηδενίσει τον αυτοσεβασμό μας και συγκλονίσει τη μικρή και
φιλήσυχη κοινωνία της Πάτμου, για την οποία είναι πλέον μείζον
ζήτημα.
Οι β΄ και γ΄ εξ ημών είμαστε κατά τον επίμαχο χρόνο ανήλικοι
(17 ετών) κι ο α΄ στη μετεφηβική ηλικία, 20 ετών, ίσως και γι’ αυτό
οι μηνυόμενοι μας εξέλαβαν σαν εύκολα θύματα της εγκληματικής
και νοσηρής συμπεριφοράς τους.

1
Οι οικογένειές μας, είναι γνωστές στο μικρό νησί μας κι
ουδέποτε, εμπλακήκαμε στη παραμικρή παραβατική συμπεριφορά.
Για τις εγκληματικές πράξεις, που διέπραξαν σε βάρος μας οι
μηνυόμενοι αστυνομικοί, ταπεινό κίνητρό τους υπήρξε, όπως κατά
τη διάρκεια των σε βάρος μας πράξεων διαπιστώσαμε, οι φθορές που
είχαν προκληθεί στο μικρού κυβισμού μηχανάκι (΄΄παπάκι΄΄ !) του α΄
μηνυόμενου, δόκιμου αστυνομικού Α. Κ., το Σάββατο 12
Σεπτεμβρίου 2009.
Α. Την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009 και περί ώρα περίπου 18.30,
ο γ΄ εξ ημών, Δ. Τ., βρισκόμουν στην καφετέρια ΄΄ Mark΄΄, που
βρίσκεται στη Σκάλα Πάτμου, στον παραλιακό δρόμο, μαζί με τον
φίλο μου, Γ. Τ., μαθητή της Β΄ τάξης του Γυμνασίου (14 ετών),
Μολδαβό υπήκοο, μόνιμο κάτοικο Πάτμου. Εκείνη την ώρα, ένα Ι.Χ.,
παρκάρισε μπροστά απ’ το κατάστημα, σ’ ελάχιστη απόσταση απ’ το
τραπέζι που καθόμασταν, μ’ επιβαίνοντες τους α΄ και β΄
μηνυόμενους, Α. Κ. και Β. Κ. (ουδείς εκ των δύο φορούσε στολή) κι
όπισθεν αυτού ταυτόχρονα σταμάτησε, το περιπολικό του Α.Τ.
Πάτμου με επιβαίνοντες δυό άλλους αστυνομικούς. Τότε ο β΄
μηνυόμενος, Β. Κ., ρώτησε τον α΄ μηνυόμενο (Κ.), που στο μεταξύ
είχαν εξέλθει του αυτοκινήτου, δείχνοντας το φίλο μου Γ. Τ.: ΄΄ αυτός
είναι ο μικρός;΄΄ κι όταν έλαβε καταφατική απάντηση, έπιασε
απότομα απ’ το χέρι τον Γ. Τ. και τον έβαλε βίαια στο περιπολικό,
δίχως ν’ αναφέρει το λόγο. Αμέσως στράφηκε προς εμέ (γ΄ μηνυτή)
και μου είπε φανερά οργισμένος: ΄΄μπες μέσα τώρα΄΄, στην άρνησή
μου και την απορία μου, για ποιο λόγο θα ’πρεπε να το κάνω αυτό, με
απείλησε πως: ΄΄αν δε μπεις με το καλό, θα σου βάλω χειροπέδες ΄΄.
Κατόπιν μας μετέφεραν στο Α.Τ. Πάτμου, στο δωμάτιο που
χρησιμοποιούν ως χώρο αναμονής και μας έβαλαν να σταθούμε
όρθιοι, δίχως να μας πουν το λόγο, για τον οποίο είμαστε εκεί, παρά

2
τις επίμονες ερωτήσεις μας, κυρίως τις δικές μου. Εκεί βρίσκονταν
ακόμη ο δόκιμος αστυνομικός Σ., αγνώστων σ’ εμάς λοιπών
στοιχείων (τα οποία η ανάκριση πρέπει να διαπιστώσει), ένας
αστυφύλακας και μια γυναίκα, επίσης αστυνομικός. Στις έντονες
ερωτήσεις μας, περί του τι συνέβαινε, πήραμε τελικά την απάντηση
απ’ τον ανωτέρω δόκιμο αστυνομικό Σ....: ΄΄αδειάστε τις τσέπες στο
τραπέζι, μείνετε όρθιοι και μη μιλάτε΄΄. Υπακούσαμε, περιμένοντας
σιωπηλοί τη συνέχεια, ενώ άρχισαν να μας χλευάζουν οι άρρενες
αστυνομικοί με απαξιωτικά σχόλια, και παράλληλα δια νοημάτων ανά
πεντάλεπτο, μας έβαζαν ν’ αλλάζουμε ο ένας με τον άλλον θέση,
πάντοτε όρθιοι. Η ορθοστασία μας, διήρκεσε αρκετή ώρα εν μέσω
των εμπαιγμών, των προσταγών και της χλεύης τους.
Στο μεταξύ την ίδια μέρα και περί ώρα 19.00, οι πρώτος και δεύτερος
εξ ημών με διαφορά δέκα περίπου λεπτών, πήγαμε στην ίδια ως άνω
καφετέρια, καθόσον, είχαμε εκεί προγραμματισμένη συνάντηση.
Πρώτος έφθασε ο β΄ εξ ημών, όπου αμέσως πληροφορήθηκα τι
ακριβώς είχε συμβεί, απ’ τους παρευρισκόμενους εκεί, φίλους μας, Θ.
Κ. και Α. Κ. Προτού καν προλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε τον
λόγο του συμβάντος, κατέφθασαν οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι με το Ι.Χ.
τους. Εξήλθαν του αυτοκινήτου κι ο β΄ μηνυόμενος, εξαγριωμένος, με
πλησίασε κι αφού μ’ έπιασε βίαια απ’ τον ώμο, με τρόπο που μου
δημιουργούσε έντονο πόνο, με σήκωσε και με τράβηξε απόμερα κι
αναγκάζοντάς με να περπατήσω έξω απ’ το καφέ με ρώτησε: ΄΄πως σε
λένε;΄΄, στην ερώτησή μου, για τον αν είμαι αναγκασμένος ν’
απαντήσω, αφού δεν φορούσε στολή, απάντησε πως είναι
αστυνομικός κι’ είμαι υποχρεωμένος κι έτσι του ανέφερα τα στοιχεία
μου. Εκείνη την στιγμή έφτασα στο ανωτέρω καφέ κι ο α΄ εξ ημών,
όπου πριν καν κατέβω απ’ το μηχανάκι μου, με πλησίασε ο α΄
μηνυόμενος και πιάνοντάς με απ’ τον ώμο βίαια, μου είπε, άγρια:

3
΄΄δώσε μου τα κλειδιά(εννοούσε απ’ το μηχανάκι μου) και πάμε στο
τμήμα΄΄. Στην εύλογη απορία μου ΄΄γιατί΄΄, η απάντηση ήταν: ΄΄θα τα
πούμε όλα πάνω΄΄. Ωστόσο προφανώς συνειδητοποιώντας πως θα
ήταν αταίριαστο, μπροστά στους θαμώνες και περαστικούς, να μας
βάλουν στο Ι.Χ. τους, μας έδωσαν πίσω τα κλειδιά απ’ το μηχανάκι
του α΄ εξ ημών κι αξίωσαν να τους ακολουθήσουμε, μέχρι το Α.Τ.
Πάτμου, το οποίο απείχε διακόσια (200) περίπου μέτρα και πράγματι,
τους ακολουθήσαμε ανύποπτοι για τον λόγο που μας καλούσαν και
για το τι θα επακολουθούσε.
Φτάνοντας στο τμήμα, μας οδήγησαν στο δωμάτιο αναμονής,
που βρισκόταν ήδη ο τρίτος εξ ημών με τον Γ. Τ. Εκείνη τη στιγμή ο
δεύτερος μηνυτής Ν. Κ., εξέφρασα εκ νέου την απορία μου περί του
τι συμβαίνει κι εισέπραξα μια βίαιη σπρωξιά απ’ τον παριστάμενο
δόκιμο αστυνομικό, που τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του Σ., και
την προσταγή ΄΄κάτσε και σκάσε΄΄.
Πριν καν προλάβουμε ν’ ανταλλάξουμε οποιαδήποτε φράση
μεταξύ μας, εισήλθε ένας αστυνομικός και μ’ επιθετικό ύφος είπε:
΄΄ο μικρός μέσα΄΄ εννοώντας τον Γ. Τ. Τον οδήγησαν στη γραμματεία
του Α.Τ., ένα μικρό δωμάτιο, περίπου 12 τ.μ., όπου του ζήτησαν τα
χαρτιά του κι απάντησε πως τα κρατά η μητέρα του, Γ. Τ., την οποία
τότε κάλεσαν, να μεταβεί στο Τμήμα. Τον υπέβαλαν (Τ.) σε πιεστικές
ερωτήσεις σχετικά με το ποιος είχε προξενήσει τις φθορές στο
μηχανάκι (!), του α΄ μηνυόμενου, χωρίς ωστόσο να παίρνουν
απαντήσεις, αφού ουδέν σχετικό γνώριζε.
Μετ’ ολίγο, έφεραν τον Γ. Τ., στο χώρο αναμονής, όπου βρισκόμαστε
απ’ την αρχή εμείς, όπου και κρατήθηκε παράνομα μέχρι τα
μεσάνυχτα, οπότε αφέθηκε ελεύθερος.
Όταν έφεραν τον Τ. οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι απευθυνόμενοι
προς τον γ΄ εξ ημών μ’ απειλητικό ύφος, είπαν: ΄΄ήρθε η ώρα σου΄΄ κι

4
αφού απάντησα ΄΄επιτέλους΄΄, νομίζοντας πως θα φύγουμε, εισέπραξα
το ειρωνικό σχόλιο του ίδιου δόκιμου αστυνομικού Σ. ΄΄ δε νομίζω να
σ’ αρέσει και τόσο πολύ΄΄.
Με οδήγησαν στον ίδιο χώρο (γραμματεία Α.Τ.), όπου μαζί με
το γραφείο του Διοικητή του Α.Τ, δ΄ μηνυομένου, υπήρξαν οι χώροι
που εκτυλίχθηκαν οι καταγγελλόμενες παράνομες πράξεις. Εκεί,
παρουσία των β΄, γ΄ μηνυομένων και του δόκιμου Σ., ο πρώτος
μηνυόμενος Α. Κ., με μανιασμένο ύφος, ουρλιάζοντας σ’ απόσταση
αναπνοής από εμέ με ρώτησε: ΄΄πες μου τώρα μαλακισμένο ποιος το
έκανε, γιατί ξέρω ότι ξέρεις΄΄, στην απορία μου, σε ποιο γεγονός
αναφερόταν, επανήλθε εξοργισμένος: ΄΄λέγε, αποκλείεται να μη
γνωρίζεις, είναι μικρό το νησί΄΄. Πραγματικά ξαφνιασμένος, ρώτησα
για ποιο λόγο είμαι εκεί, οπότε ο ανωτέρω α΄ μηνυόμενος μου
απήντησε: ΄΄μη κάνεις τον ανήξερο, τον λόγο τον είδες κάτω, μιλάμε
για τις ζημιές στο μηχανάκι μου΄΄. Απάντησα πως δεν ξέρω απολύτως
τίποτε, αφού αυτή άλλωστε ήταν κι’ η αλήθεια. Όμως η υποτιθέμενη
ανάκρισή μου, συνεχίστηκε σε όλο και πιο άσχημο κλίμα και μ’
εντονότατη πίεση σε βάρος μου, μ’ ερωτήσεις, σχετικά με το που
βρισκόμουν, το βράδυ του Σαββάτου, ημέρα που κατά τα λεγόμενά
του, συνέβησαν οι εν λόγω φθορές. Μη πειθόμενοι απ’ τις απαντήσεις
μου, οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι εξεμάνησαν, μ’ εξύβρισαν με
χυδαιότατο τρόπο και φράσεις, όπως: ΄΄πες μας τι ξέρεις, καθίκι,
γαμώ τη μάνα σου΄΄, ΄΄αν δεν μας πεις θα σε γαμήσουμε΄΄, συνεχείς
βλασφημίες κατά των θείων (Χριστού και Παναγίας) κι άλλους
χυδαίους κι εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος εμού και της
οικογένειας μου. Κατόπιν της διαπίστωσής τους, πως δεν θα
μαρτυρούσα κάτι σχετικό, αφού ουδέν γνώριζα, ζήτησαν απ’ την
παριστάμενη εκεί γυναίκα αστυνομικό, να εξέλθει του δωματίου κι
αξίωσαν να γδυθώ. Συγκεκριμένα ο β΄ μηνυομένος μου είπε: ΄΄βγάλε

5
τώρα τα ρούχα σου΄΄. Στην άρνησή μου να το πράξω, ο β΄
μηνυόμενος, είπε πως ΄΄αν ήμουν ένοχος, θα υπήρχαν ίχνη μπογιάς
στα άκρα μου, καθόσον μεταξύ των φθορών, ήταν κι η βαφή με
μπογιά της ανωτέρω μηχανής του΄΄. Ουρλιάζοντας όλοι μαζί μ’
εξανάγκασαν να γδυθώ κι ενώ ήμουν με το εσώρουχο, ήλεγξαν τα
χέρια μου, αλλά και τα ρούχα μου. Αφού δεν διαπίστωσαν κάτι
επιβαρυντικό, μου επέτρεψαν να ντυθώ κι εξοργισμένοι,
εξυβρίζοντάς με, με οδήγησαν εκ νέου στο δωμάτιο αναμονής.
Περαιτέρω, περί ώρα 22.30 περίπου, ο α΄ μηνυόμενος, επανήλθε στο
δωμάτιο αναμονής όπου μας κρατούσαν παρανόμως και μου είπε
επακριβώς τα εξής: ΄΄τι κοιτάς ρε μαλάκα;΄΄, πιάνοντάς με, με βία απ’
το γιακά και τραντάζοντάς με βάρβαρα, συνέχισε ουρλιάζοντας :
΄΄λέγε ποιος το έκανε κωλόπαιδο, θα σε γαμήσω΄΄.
Εν συνεχεία, οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι, οδήγησαν τον α΄ εξ ημών
στο ίδιο ως άνω δωμάτιο (γραμματεία), με την εξής φράση: ΄΄ ο ψηλός
να μπει μέσα τώρα΄΄. Εκεί, ο τρίτος μηνυόμενος με ύφος υπαινιχτικό
μου είπε: ΄΄ψηλέ, ξέρεις γιατί είσαι εδώ ε;΄΄, απήντησα ότι, προφανώς
για το μηχανάκι, αφού άλλωστε τα υπόλοιπα παιδιά, μου είχαν
αναφέρει πως γι’ αυτό ερευνούσαν. Κατόπιν ο ίδιος μηνυόμενος, με
ρώτησε από που το γνωρίζω κι εγώ του ανέφερα, πως το άκουσα, απ’
τ’ άλλα παιδιά, αλλά πέραν τούτου, τίποτε άλλο δεν γνωρίζω. Τότε ο
α΄ μηνυόμενος, καταφανώς εξοργισμένος, με ρώτησε με τις κάτωθι
φράσεις: ΄΄από ποιον το άκουσες; λέγε γαμώ τη μάνα σου κωλόπαιδο,
θα σε γαμήσω, εσύ το έκανες΄΄ κι άλλες άθλιες κι εξυβριστικές
φράσεις όπως και χυδαίες βλασφημίες. Ασκώντας πάνω μου αφόρητη
ψυχολογική βία, ουρλιάζοντας ομαδικά μου αξίωσαν να γδυθώ. Στην
άρνησή μου και την απορία μου, για ποιο λόγο θα ’πρεπε να το κάνω,
απάντησε ο Α. Κ., πως όφειλα να το πράξω, προκειμένου να
ερευνήσουν, μήπως κατέχω ναρκωτικές ουσίες (!). Κάτω απ’ την

6
συνεχή κι’ αφόρητη ψυχολογική βία που μου ασκούσαν, αφού
τέσσερις αγριεμένοι αστυνομικοί, μ’ εξύβριζαν διαρκώς χυδαιότατα
και μ’ απειλούσαν με διάφορες φανταστικές κατηγορίες και
φυλάκιση, γδύθηκα και παρέμεινα με το εσώρουχο. Ωστόσο,
επιθυμώντας να ολοκληρώσουν τον βασανιστικό εξευτελισμό μου,
αξίωσαν να γδυθώ ολοκληρωτικά με τα κάτωθι λόγια απ’ τον γ΄
μηνυόμενο, Γ. Τ.: ΄΄ξεβρακώσου και σκύψε να δω τι κρύβεις στον
κώλο σου΄΄. Το έπραξα, νιώθοντας ένα μηδενικό, κυριολεκτικά
ψυχικό ράκος και παραδομένος απ’ την αφόρητη πίεση που ασκούσαν
πάνω μου.
Μετά ταύτα, μου επέτρεψαν να ντυθώ κι επανήλθαν μ’ ερωτήσεις –
συνοδευόμενες πάντοτε απ’ τις ίδιες ύβρεις, βλασφημίες και
χυδαιότητες - περί του τι έκανα το προηγούμενο Σάββατο, 12
Σεπτεμβρίου, (χρόνο που το μηχανάκι του α΄ μηνυόμενου, κατά τους
ισχυρισμούς του, έπαθε τις φθορές), πού ακριβώς βρισκόμουν, με
ποιον κ.τ.λ.. Απαντούσα, σ’ όσα θυμόμουν, καθόσον ζητούσαν
λεπτομερέστατη αναφορά. Τέλος, τους ανέφερα έναν φίλο μου, που
βρισκόταν μαζί μου το Σάββατο, τον οποίο μετέπειτα έφεραν στο
Α.Τ., προκειμένου να βεβαιώσει όσα τους είχα πει. Ωστόσο τ’
ανωτέρω, ήταν τα προεόρτια, καθόσον λίγο αργότερα, όπως
κατωτέρω αναλυτικά αναφέρω, με υπέβαλαν σε άλλου είδους
βασανιστήρια.
Κατόπιν ήλθε η σειρά του δευτέρου εξ ημών, να οδηγηθώ στο
ανωτέρω δωμάτιο. Πράγματι οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι, με οδήγησαν
εκεί, όπου διημείφθη ο εξής διάλογος μεταξύ εμού και του β΄
μηνυόμενου: ΄΄Νικολάκη, θέλω ξεκάθαρες απαντήσεις, για να μην
έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Ποιος το έκανε;΄΄, απάντησα ΄΄Δεν ξέρω
αλλά και να ήξερα δεν θα σου έλεγα΄΄. Εκείνη τη στιγμή, εισέρχεται
στον εν λόγω χώρο ο δ΄ μηνυόμενος, Π. Μ., ο οποίος εκτελούσε χρέη

7
Διοικητή στο Α.Τ. Πάτμου. Ακούγοντας, την απάντησή μου και
προφανώς ενημερωμένος και συμμέτοχος για ότι συνέβαινε μέχρι
εκείνη τη στιγμή στο Τμήμα του, εξοργισμένος μου λέει: ΄΄ γιατί δεν
θα έλεγες ρε κωλόπαιδο;΄΄ και στην απάντηση, ότι ΄΄δεν μου άρεσε ο
τρόπος που με πήρατε κι όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ΄΄ είπε: ΄΄τι
ήθελες, λουλούδια και χαρές, από που κλάσαμε και βγήκατε εσείς
κουραδόμαγκες, αν είχαν χαλάσει το μηχανάκι του πατέρα σου κι εσύ
τα ίδια δεν θα έκανες;΄΄. Έπειτα εξήλθε του δωματίου, φωνάζοντας
και βρίζοντάς με. Τότε οι α΄ και β΄ μηνυόμενοι, ξεκίνησαν,
κυριολεκτικά μανιωδώς και προφανώς ενθαρρυμένοι, απ’ τη στάση
του προϊσταμένου τους, να μ’ εξυβρίζουν με φράσεις όπως:
΄΄κωλόπαιδο, αλήτη, θα σε γαμήσουμε αν δε τα πεις όλα, μάθε ποιος το
έκανε κι έλα να μας το πεις για να μη σας γαμήσουμε όλους ΄΄ κ.τ.τ.
Κάποια στιγμή, που οι άλλοι είχαν βγει απ’ το δωμάτιο, έτερος
αστυνομικός, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με ιδιαίτερη σωματική
διάπλαση, κάθισε απέναντί μου κι αφού ξεκούμπωσε το πουκάμισο
της στολής του, με δήθεν φιλικό ύφος προσπάθησε να μου αποσπάσει
κάποια μαρτυρία λέγοντάς μου ΄΄τώρα μιλάς μ’ έναν πολίτη, πες μου
ποιος το έκανε΄΄. Αφού διαπίστωσε, πως πράγματι ουδέν γνώριζα, με
οδήγησε εκ νέου στο δωμάτιο αναμονής.
Μετ’ ολίγο, ο δ΄ μηνυόμενος, Μ., που έφερε πάντα πολιτική
περιβολή, εισήλθε στο δωμάτιο αναμονής κι απευθυνόμενος με ύφος
προστακτικό, προς τον α΄ εξ ημών είπε: ΄΄ να δω τα χέρια σου΄΄ κι
αφού τα έδειξα μου είπε ΄΄πέρνα μέσα στο γραφείο μου΄΄. Εκεί μαζί με
τον α΄ μηνυόμενο, προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν ομολογία μου για
τις φθορές στο ΄΄παπάκι΄΄. Στην επίμονη άρνησή μου, καθόσον
ουδεμία σχέση είχα, αλλά κι ουδέν γνώριζα, ο α΄ μηνυόμενος,
ξεκίνησε εκ νέου να μ’ εξυβρίζει με χυδαίες εκφράσεις, βλασφημίες
κι απειλές –παρουσία πάντοτε και του προϊσταμένου του- κι’ άρχισε

8
να με χτυπά με κλωτσιές, στο σώμα μου απ’ τη μέση και κάτω. Ο δε
προϊστάμενος του, ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής: ΄΄τι ρόλο βαράς
μαλακισμένο, αύριο θα κολλήσουμε αφίσες σ’ όλο το νησί ότι είσαστε,
κωλόπαιδα, γαμώ τη μάνα σου΄΄ κ.τ.τ. Όσο περνούσε η ώρα και δεν
κατάφερναν να μου αποσπάσουν ομολογία, τόσο πιο αφόρητη γινόταν
η σωματική και ψυχολογική βία που ασκούσαν πάνω μου. Ο Μ., κατά
τη διάρκεια του ξυλοδαρμού μου, κοπανούσε διαρκώς το
πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού του υπολογιστή, επάνω στο γραφείο
του. Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο α΄ μηνυόμενος, μου κόλλησε
κυριολεκτικά το κεφάλι στον τοίχο κι ενώ με έσφιγγε στο λαιμό, με
χτυπούσε ανηλεώς στο σώμα με τις γροθιές του. Υπογραμμίζω πως ο
διαρκώς παρών προϊστάμενός του, όπως δίχως καμμιά αμφιβολία
αποδείχνεται, ήταν ο εμπνευστής κι ο ενορχηστρωτής των ανωτέρω
νοσηρών και εγκληματικών συμπεριφορών. Όσο ο υφιστάμενός του
Κ. με χτυπούσε, ο προϊστάμενός του τον παρότρυνε κι όταν είδε, πως
παρά τη σωματική βία που μου ασκούσε, δεν ομολογούσα κάτι που να
τους ικανοποιεί, επανερχόταν, απειλώντας με κι εξυβρίζοντάς με, με
πεζοδρομιακές φράσεις και συγκεκριμένα: ΄΄θα σε γαμήσω, θα σε
κάνω ρεζίλι σ’ όλο το νησί, κωλόπαιδο έπρεπε να τρέμεις μέσα στο
γραφείο μου, οι άλλοι έφυγαν κλαίγοντας..., υπάρχει μάρτυρας πως το
΄έκανες εσύ μπαστάρδι και μας πήρε τηλέφωνο..., γιατί κάνεις παρέα
με το 14χρονο, μήπως είσαι παιδεραστής...΄΄ κι άλλες τέτοιες
αθλιότητες, που δεν ταιριάζουν όχι σε Διοικητή Αστυνομικού
Τμήματος, αλλ’ ούτε σ’ εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου.
Λίγο αργότερα, έφεραν στο γραφείο που με κρατούσαν τον Γ. Τ. και
ο α΄ μηνυόμενος, τον εκβίασε ωμά επιχειρώντας να τον καταστήσει
ψευδοκατήγορό μου με τη φράση: ΄΄θες να φύγεις από εδώ; Αν θες,
πες ότι το έκανε ο Κ.΄΄. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας που είχαν

9
δημιουργήσει, ο Γ. Τ., παρ’ ότι παιδί ακόμη, επέδειξε περισσή
γενναιότητα και ήθος κι αρνήθηκε να πει κάτι αναληθές.
Κατόπιν τούτων, διέκοψαν τα βασανιστήριά μου και μ’ άφησαν
πάντοτε σ’ ορθοστασία, ν’ αναμένω, πρώτα στο γραφείο του Διοικητή
μόνος κι έπειτα στο δωμάτιο αναμονής του τμήματος.
Την επόμενη μέρα, μάθαμε από τους συνομήλικους μας, Γιώργο Φ.
και Αντώνη Μ., πως όταν διέκοψαν τα σε βάρος μου βασανιστήρια,
αναζήτησαν κι’ έφεραν τους ιδίους πλέον στο αστυνομικό τμήμα,
όπου σε παρακείμενο γραφείο, διαδραματίστηκαν παρόμοια γεγονότα
εναντίον τους, με αυτά που διέπραξαν σε βάρος μας.
Τα μεσάνυχτα περίπου, επέστρεψαν οι ίδιοι μηνυόμενοι στο
δωμάτιο αναμονής όπου μας κρατούσαν παρανόμως κι αφού
επέτρεψαν στα υπόλοιπα παιδιά ν’ αποχωρήσουν, κράτησαν τον α΄
εξ’ ημών και με οδήγησαν εκ νέου στη γραμματεία, όπου παρίσταντο
όλοι οι μηνυόμενοι και συνέχισαν να με ΄΄ανακρίνουν΄΄, κατά τον
ίδιο τρόπο και με φράσεις όπως ΄΄εγώ θα σε γαμήσω στην κυριολεξία΄΄
κ.ο.κ., αφού κατά τα λεγόμενά τους, οι ΄΄καταθέσεις΄΄ των φίλων μου
είχαν κενό, ως προς το που βρισκόμουν κάποια συγκεκριμένη ώρα
του Σαββάτου κι ως εκ τούτου, ήταν βέβαιο, πως ήμουν ένοχος για
τις φθορές. Ο δε δ΄ μηνυόμενος (Μ.), περιέγραψε επακριβώς τον
τρόπο που δήθεν είχα κάνει τις φθορές και βλέποντας την άρνησή μου
να ομολογήσω τις φαντασιώσεις του, μου είπε: ΄΄ομολόγησε
κωλόπαιδο, αλλιώς θα σε βάλω κάτω με τους πακιστανούς και να
δούμε αν αύριο θα ομολογήσεις ή όχι΄΄. Τελικά, αποχώρησαν όλοι απ’
το δωμάτιο αφήνοντάς με, μ’ έτερο αστυνομικό, αγνώστων λοιπών
στοιχείων (ιδιαίτερης σωματικής διάπλασης), ο οποίος σηκώνοντας
τα μανίκια του, επιδεικτικά και προειδοποιητικά, μου είπε: ΄΄μίλα΄΄,
του αντέτεινα, ΄΄πριν λίγο έφαγα ξύλο, θα ξαναφάω;΄΄ κι απάντησε
΄΄δεν έχεις φάει ακόμη ξύλο΄΄. Τελικά στις 00.30, αφού ήμουν πλέον

10
εξουθενωμένος κι ημιλιπόθυμος, με άφησαν να φύγω, λέγοντάς μου
πως θα με ξανακαλέσουν, γεγονός, που δε συνέβη ποτέ.
Σημειώνουμε, πως καθ’ όλη τη διάρκεια των ανωτέρω,
επανειλημμένα ζητήσαμε να πάρουμε τηλέφωνο τους γονείς μας,
αλλά δεν μας το επέτρεψαν.
Αμέσως κατευθύνθηκα στο Κέντρο Υγείας του Νησιού, με τη
βοήθεια του β΄ μηνυτή, σ’ εξαθλιωμένη κατάσταση, όπου ο γιατρός
που εφημέρευε, αρνήθηκε να μ’ εξετάσει, μόλις του αναφέραμε, ότι
με κακοποίησαν οι αστυνομικοί κι ο Διοικητής του Α.Τ, λέγοντας,
πως ΄΄δεν θέλει να μπλέξει΄΄. Με ρώτησε μόνον αν αιμορραγώ κι’ αν
είμαι τραυματίας κι’ όταν του απάντησα ΄΄όχι΄΄ μου είπε ΄΄τότε
φύγε΄΄.

Β. Απ’ τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ανωτέρω αστυνομικοί με την


΄΄προσαγωγή΄΄ μας και τις απάνθρωπες, εγκληματικές κι
εξευτελιστικές ΄΄ανακριτικές΄΄ μεθόδους τους, σαν μόνο στόχο είχαν,
να μας εξαναγκάσουν σε ψευδή ομολογία για τις φθορές στο
΄΄παπάκι΄΄ ενός εξ’ αυτών, (που τελικά άγνωστο, ποιος
αγανακτισμένος πολίτης απ’ τη συμπεριφορά του κατόχου του, τις
προξένησε).
Οι ανωτέρω ανάξιοι κι επίορκοι αστυνομικοί, εγκλημάτησαν
εναντίον μας με ποταπό και ιδιοτελές κίνητρο, για ασήμαντες φθορές
σε μικρής αξίας αντικείμενο ιδιοκτησίας τους, χωρίς να έχουν σε
βάρος μας την παραμικρή βάσιμη υποψία, αλλά και να είχαν ποιος
Νόμος και ποιο υπηρεσιακό καθήκον θα τους επέτρεπε τέτοια
απάνθρωπη και βάρβαρη συμπεριφορά και μάλιστα σε βάρος
ανηλίκων; Παρέλκει βέβαια ν’ αντιδιαστείλουμε τα σε βάρος μας, με
τον ανύπαρκτο ΄΄ζήλο΄΄, που επιδεικνύεται σ’ ανάλογες περιπτώσεις

11
περιουσιακών φθορών, που καταγγέλλει ο οποιοσδήποτε Έλληνας
πολίτης.
Προδήλως, οι προπεριγραφείσες άθλιες ενέργειες των
μηνυομένων συνιστούν βαρύτατη εγκληματική συμπεριφορά και
συγκεκριμένα:
Η εγκληματική και νοσηρή σε βάρος μας συμπεριφορά, προδήλως δεν
αποτελεί ΄΄προσαγωγή΄΄, σύλληψη ή ανάκριση ανηλίκων για υπαρκτό
ή ανύπαρκτο συμβάν, αλλά στοιχειοθετεί τη διάπραξη των
αδικημάτων της παρ. 3, του αρ. 137Α Π.Κ. (βασανιστήρια κι άλλες
προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), σε συνδυασμό με τις
παραγράφους 1, περ. γ΄ και 2 του άρθρου 137Β Π.Κ., της παράβασης
καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ), της έργω και λόγω απρόκλητης
εξύβρισης (αρ. 361Α παρ. 2 ΠΚ. και της κακόβουλης βλασφημίας
(αρ.198 ΠΚ). Η βαρύτητα των πράξεών τους, η όλη μεθόδευση κι η
επανειλημμένη διάπραξη σε βάρος διαφορετικών προσώπων, η
προμελέτη κι οι περιστάσεις υπό τις οποίες έδρασαν, κύρια το
γεγονός πως είμαστε ανήλικοι, τους καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνους
κι ως εκ τούτου χρήζει εφαρμογής η διάταξη του άρ. 137Β Π.Κ. (παρ.
1,εδ. γ΄), σε συνδυασμό με τη παρ. 2 του ίδιου άρθρου και το αρ. 13
Π.Κ., περ. στ΄, ζ΄, αφού προκύπτει, πως οι ανωτέρω δράστες,
επιδεικνύοντας τέτοιες συμπεριφορές, για ανάξιο λόγου περιστατικό,
έχουν ενσωματωμένη στην προσωπικότητά τους, σταθερή ροπή, προς
διάπραξη αντίστοιχων εγκληματικών πράξεων. Άλλωστε ενήργησαν
συντονισμένα και δόλια σαν ομάδα κακοποιών.
Η κακοποίηση σε βάρος μας, έχει δημιουργήσει σοβαρότατη
αναστάτωση, κι αγανάκτηση στη μικρή κοινωνία της Πάτμου κι ως εκ
τούτου πρέπει να διαταχθεί άμεσα και παράλληλα με την ποινική
ανάκριση, η λήψη όλων των διοικητικών ενεργειών προκειμένου οι

12
μηνυόμενοι ν’ απομακρυνθούν απ’ το Σώμα, το οποίο ντροπιάζουν
κι’ εκθέτουν.
Επιπροσθέτως, απ’ την ανάκριση πρέπει ν’ ανευρεθούν τα πλήρη
στοιχεία των υπολοίπων παρευρισκομένων αστυνομικών, που είτε
είχαν ενεργό συμμετοχή (π.χ Σ.), είτε με την παρουσία τους στήριξαν
ψυχικά τις εγκληματικές πράξεις των συναδέλφων τους.

Επειδή τα προπεριγραφέντα έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη


συνείδησή μας και μας έχουν επηρεάσει βαθύτατα, με βαρύτατες
ψυχολογικές συνέπειες που επιδεινώνονται και λόγω της ηλικίας μας
και λόγω της απειρίας μας και παρά τη πάροδο κάποιου χρόνου,
αδυνατούμε απολύτως να συνέλθουμε.
Επειδή η χυδαιότητα του ύφους, των φράσεων και κυρίως η
βαρβαρότητα των πράξεων των μηνυόμενων, εκδηλώθηκε σε βάρος
ανήλικων κι’ αποκτά έτσι ιδιαίτερη βαρύτητα κι’ απαξία η
συμπεριφορά τους, καθώς επίσης κι απ’ τον τρόπο και τις συνθήκες
όπου τελέσθηκαν τ’ ανωτέρω, καθιστά τους ανωτέρω ιδιαίτερα
επικίνδυνους για τη Δημόσια τάξη και την τήρηση του Νόμου, αφού
ενήργησαν οργανωμένα σε συναυτουργία.
Επειδή οι ανωτέρω μηνυόμενοι, επίορκοι κι άνανδροι
αστυνομικοί, γνώριζαν καλώς ότι και η συμπεριφορά τους ήταν
εγκληματική και ουδεμία σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων
τους είχε, ενεργώντας έτσι με πλήρη δόλο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΑΜΕ
Την κατά νόμο παραδειγματική τιμωρία των μηνυομένων για τα
διαπραχθέντα αδικήματα, όπως αυτά στοιχειοθετούνται στα άρθρα
259, 198, 361Α , 137Α Π.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 262 Π.Κ.

13
Η παρούσα να συσχετιστεί με την από 26.11.2009 μήνυση, με
στοιχεία
Δηλώνουμε παράσταση πολιτικής αγωγής για την
αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μας για τα ανωτέρω αδικήματα, για
χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ έκαστος, με την επιφύλαξη παντός
άλλου νομίμου δικαιώματός μας.
Πληρεξούσιο κι αντίκλητό μας ορίζουμε τον δικηγόρο Αθήνας
Διονύση Γκούσκο….
Μάρτυρες προτείνουμε:
Οι μηνυτές

14

You might also like