Professional Documents
Culture Documents
1. Συμβολαιογράφος
Όταν πέθανε, έβρεχε. Δεν ξέρω. Λυπήθηκα πολύ που έβρεχε. Στη χώρα της
δεν βρέχει ποτέ, λοιπόν, μια διαθήκη, δεν είναι σαν τα πουλιά, μια διαθήκη,
ασφαλώς, ασφαλώς, είν’ άλλο πράμα. Παράξενο κι αλλόκοτο, αλλά αναγκαίο.
Θέλω να πω, αναγκαίο κακό.
Συγχωρήστε με.
1
2. Τελευταίες επιθυμίες
Το άνοιγμα της διαθήκης γίνεται παρουσία των δύο τέκνων της: της Ζαν
Μαρουάν και του Σιμόν Μαρουάν, αμφότεροι 22 ετών και γεννηθέντες,
αμφότεροι, στις 20 Αυγούστου 1980 στο νοσοκομείο Σαιν-Φρανσουά στο Βιλ-
Εμάρ, όχι πολύ μακριά από δω.
Πρέπει να σας πω ότι αυτό ήταν απόφαση της μητέρας σας. Εγώ ήμουν
προσωπικά αντίθετος, προσπάθησα να την αποτρέψω, αλλά εκείνη επέμεινε.
Θα μπορούσα ν’ αρνηθώ, αλλά δε μπόρεσα.
“ Όλα μου τα υπάρχοντα θα μοιραστούν εξίσου στη Ζαν και στον Σιμόν
Μαρουάν, δίδυμα παιδιά γεννημένα απ’ τα σπλάχνα μου. Τα χρήματα θα
κληροδοτηθούν εξίσου και στους δύο και τα έπιπλά μου θα μοιραστούν
ανάλογα με τις επιθυμίες τους και όπως εκείνοι συμφωνήσουν. Αν υπάρξει
αντιδικία ή ασυμφωνία, ο εκτελεστής της διαθήκης θα πρέπει να πουλήσει τα
έπιπλα, και τα χρήματα να μοιραστούν εξίσου στο δίδυμο και τη δίδυμη. Τα
ρούχα μου θα δοθούν σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο θα επιλέξει ο
εκτελεστής της διαθήκης.
Ταφή.
Στο συμβολαιογράφο Ερμίλ Λεμπέλ.
Συμβολαιογράφε και φίλε,
Ελάτε μαζί με τα δίδυμα.
Θάψτε με ολόγυμνη
Θάψτε με χωρίς φέρετρο
Χωρίς ρούχα, χωρίς σάβανο
Χωρίς προσευχή
Και με το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος.
Βάλτε με στο βάθος ενός λάκκου,
Πεσμένη με τα μούτρα ενάντια στον κόσμο.
Εν είδει αποχαιρετισμού,
Θα ρίξετε ο καθένας
Πάνω μου
Από ένα κανάτι δροσερό νερό.
Μετά θα ρίξετε χώμα και θα σφραγίσετε τον τάφο μου.
2
Πλάκα κι επιτύμβιο.
Στο συμβολαιογράφο Ερμίλ Λεμπέλ.
Συμβολαιογράφε και φίλε,
Καμία πλάκα να μη μπει πάνω στον τάφο μου
Και πουθενά να μη χαραχτεί τ’ όνομά μου.
Κανένα επιτύμβιο γι’ αυτούς που δεν κρατούν τις υποσχέσεις τους.
Και μια υπόσχεση δεν έχει κρατηθεί.
Κανένα επιτύμβιο γι’ αυτούς που τήρησαν σιωπή.
Και όντως τηρήθηκε σιωπή.
Καμία πλάκα
Κανένα όνομα πάνω στην πλάκα.
Κανένα επιτύμβιο για ένα όνομα απόν σε μια απούσα πλάκα.
Κανένα όνομα.
Ζαν,
Ο συμβολαιογράφος Λεμπέλ θα σου παραδώσει ένα φάκελο.
Αυτός ο φάκελος δεν είναι για σένα.
Απευθύνεται στον πατέρα σου,
Το δικό σου και του Σιμόν.
Βρες τον και παράδωσέ του αυτόν το φάκελο.
Σιμόν,
Ο συμβολαιογράφος Λεμπέλ θα σου παραδώσει ένα φάκελο.
Αυτός ο φάκελος δεν είναι για σένα.
Απευθύνεται στον αδερφό σου.
Το δικό σου και της Ζαν.
Βρες τον και παράδωσέ του αυτόν το φάκελο.
(Παρατεταμένη σιωπή)
(Σιωπή)
3
(Σιωπή)
Είναι νεκρή, και λίγο πριν πεθάνει σπάει το κεφάλι της να βρει πώς θα μας
γαμήσει λίγο ακόμα τη ζωή! Κάθισε, σκέφτηκε και το βρήκε! Να κάνει
διαθήκη! Διαθήκη, το Χριστό μου και την Παναγία μου!
ΕΡΜΙΛ Ακούστε! Είναι νεκρή! Η μητέρα σας είναι νεκρή! Θέλω να πω, ένας
άνθρωπος είναι νεκρός. Ένας άνθρωπος που κανείς μας δεν τον γνώριζε
πολύ καλά, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που
κάποτε ήταν νέος, μετά ενήλικος, μετά μεσήλικος, και τώρα είναι νεκρός!
Σίγουρα θα υπάρχει μια εξήγηση για όλα αυτά! Δεν είναι τίποτα! Θέλω να πω
πως έζησε μια ολόκληρη ζωή, γαμώτο μου, αυτή η γυναίκα, κι αυτό, δεν
μπορεί, κάτι αξίζει!
ΣΙΜΟΝ Δεν πρόκειται να κλάψω! Σας ορκίζομαι, δεν πρόκειται να κλάψω! Είναι
νεκρή! Έ! Στ’ αρχίδια μου που είναι νεκρή! Δεν της χρωστάω τίποτα αυτής
της γυναίκας. Ούτε ένα δάκρυ, τίποτα! Ας πει ο κόσμος ό,τι θέλει! Ότι δεν
έκλαψα που πέθανε η μάνα μου! Θα πω ότι δεν ήταν μάνα μου. Πως δεν μου
ήταν τίποτα! Χέστηκα τι θα σκεφτείς εσύ, χέστηκα! Δεν πρόκειται ν’ αρχίσω
να το παίζω τεθλιμμένος τώρα! Δε θ’ αρχίσω να κλαίω! Αυτή πότε έκλαψε για
μένα; Για τη Ζαν; Αυτή δεν είχε καρδιά στο στήθος της, ένα τούβλο είχε.
Ποιος κλαίει για ένα τούβλο, ε; Ποιος κλαίει. Στη θέση της καρδιάς, ένα
τούβλο, γαμώτο μου, ένα τούβλο! Δεν θέλω να ακούσω άλλη κουβέντα γι’
αυτήν! Δεν θέλω να ξέρω τίποτα πια!
ΕΡΜΙΛ Παρ’ όλα αυτά εξέφρασε μια επιθυμία που σας αφορά. Τα ονόματά σας είν’
εδώ, στις τελευταίες της επιθυμίες…
ΣΙΜΟΝ Χεστήκαμε! Είμαστε τα παιδιά της κι εσείς ξέρετε περισσότερα από μας γι’
αυτήν! Χεστήκαμε που είν’ εδώ τα ονόματά μας! Χεστήκαμε!
ΣΙΜΟΝ Δεν τα θέλω τα λεφτά της, δεν το θέλω το τετράδιό της… Αν νομίζει πως θα
με συγκινήσει μ’ αυτό το κωλοτετράδιο! Άσε και το καλύτερο! Οι τελευταίες
της επιθυμίες! Να ξαναβρούμε τον πατέρα μας και τον αδερφό μας! Γιατί δεν
τους βρήκε αυτή αν ήταν τόσο επείγον;! Γαμώτο! Γιατί δεν ασχολήθηκε λίγο
μαζί μας, η καργιόλα, αν της χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα παιδί κάπου στον
κόσμο;! Γιατί στην κωλοδιαθήκη της δεν λέει ούτε μια φορά τη λέξη τα παιδιά
μου όταν μιλάει για μας;! Τη λέξη γιος, τη λέξη κόρη! Δεν είμ’ ηλίθιος! Δεν
είμ’ ηλίθιος! Γιατί λέει τα δίδυμα; «Η δίδυμη ο δίδυμος, παιδιά που βγήκαν απ’
τα σπλάχνα μου», σαν να ήμασταν ξερατά, σκατά, που αναγκάστηκε να μας
χέσει! Γιατί;!
4
ΕΡΜΙΛ Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι αφού ακούσατε ό,τι ακούσατε μπορεί να σας
ήρθανε τα πάνω κάτω και να αναρωτιόσαστε τι ακριβώς συμβαίνει και γιατί σ’
εμάς! Καταλαβαίνω, θέλω να πω ότι καταλαβαίνω! Δεν συμβαίνει κάθε μέρα
να μαθαίνουμε πως ο πατέρας μας που τον θεωρούσαμε νεκρό είναι
ζωντανός κι ότι έχουμε έναν αδερφό κάπου στον κόσμο!
ΣΙΜΟΝ Δεν υπάρχει πατέρας και δεν υπάρχει αδερφός, ό,τι θέλει λέει!
ΕΡΜΙΛ Όχι σε μια διαθήκη! Δεν γίνονται τέτοια πράγματα σε μια διαθήκη!
ΣΙΜΟΝ Όπως και να ‘χει, δεν έχω καμία όρεξη να το κουβεντιάσω αυτό μαζί σας!
ΣΙΜΟΝ Δεν έχω καμία όρεξη να το κουβεντιάσω αυτό μαζί σας! Έχω αγώνα σε δέκα
μέρες, και δεν θέλω να ξέρω τίποτα! Θα τη θάψουμε κι αυτό είναι όλο! Θα
βρούμε ένα γραφείο κηδειών, θα αγοράσουμε ένα φέρετρο, θα τη βάλουμε
μέσα στο φέρετρο, θα βάλουμε το φέρετρο στο λάκκο, και μετά χώμα στο
λάκκο, μια πλάκα πάνω στο χώμα και τ’ όνομά της στην πλάκα, και θα
ξεμπερδέψουμε μια και καλή μ' όλα αυτά!
ΕΡΜΙΛ Αποκλείεται! Δεν είναι αυτές οι επιθυμίες της μητέρας σας και δεν θα
επιτρέψω να κάνετε κάτι ενάντια στις επιθυμίες της.
ΕΡΜΙΛ Δυστυχώς είμαι ο εκτελεστής της διαθήκης και δεν έχω την ίδια γνώμη μ’
εσάς γι’ αυτή τη γυναίκα!
ΣΙΜΟΝ Είναι δυνατόν να την παίρνετε στα σοβαρά; Θέλω να πω, για δέκα χρόνια
πέρναγε τις μέρες της στο Δικαστικό Μέγαρο παρακολουθώντας ατελείωτες
δίκες κάθε λογής διεστραμμένων, ανώμαλων και δολοφόνων, κι έπειτα, από
τη μια μέρα στην άλλη, σωπαίνει, δεν ξαναλέει λέξη! Πέντε χρόνια αμίλητη,
είναι πολύς καιρός, γαμώ το καντήλι μου! Ούτε μια λέξη, ούτε ένας ήχος,
τίποτα δεν βγαίνει από το στόμα της! Και ξαφνικά σκάει μια βόμβα, βγάζει απ’
το καπέλο ένα ζωντανό σύζυγο, που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, κι ένα γιο
που δεν υπήρξε ποτέ, το τέλειο παραμύθι για το παιδί που πάντοτε ήθελε να
έχει, για το παιδί που θα ήταν ικανή ν’ αγαπήσει, η βρώμα, κι από πάνω, θέλει
να πάω να τον ψάξω εγώ! Αν μετά απ’ όλα αυτά, εσείς μπορείτε να μιλάτε για
τελευταίες επιθυμίες…
ΕΡΜΙΛ Ηρεμήστε!
ΣΙΜΟΝ Αν μετά απ’ όλα αυτά εσείς μπορείτε να με πείσετε ότι πρόκειται για τις
τελευταίες επιθυμίες κάποιου που έχει ακόμα το μυαλό του στη θέση του…
5
ΕΡΜΙΛ Ηρεμήστε!
ΣΙΜΟΝ Γαμώτο μου! Γαμώ το Χριστό μου και την Παναγία μου, γαμώ!
(Σιωπή)
ΕΡΜΙΛ Ασφαλώς, ασφαλώς… Δεν ξέρω, δε μ’ αφορούν όλ’ αυτά, έχετε δίκιο, εκείνη
σώπασε χωρίς να καταλάβει κανείς γιατί για πολύ καιρό και ναι, ναι, σε μια
πρώτη ματιά, πρόκειται για τρέλα, αλλά μπορεί και όχι! Θέλω να πω, μπορεί να
είναι κάτι άλλο· δε θέλω να σας εκνευρίσω, αλλά αν ήταν τρέλα, δεν θα
ξαναμιλούσε.
(Ο Σιμόν βγαίνει)
ΖΑΝ Δεν μπορώ να σας πω σήμερα πόσοι από εσάς θα περάσουν τις δοκιμασίες
που σας περιμένουν. Τα μαθηματικά, έτσι όπως τα έχετε γνωρίσει μέχρι
τώρα, είχαν στόχο, εκκινώντας από συγκεκριμένα και αυστηρά διατυπωμένα
6
προβλήματα, να καταλήξουν σε μια συγκεκριμένη και αυστηρά διατυπωμένη
απάντηση.
Εσείς δεν θα έχετε κανένα επιχείρημα για να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας,
διότι ακόμα και τα επιχειρήματά σας θα είναι εντελώς θεωρητικά κι
εξαντλητικά πολύπλοκα.
Σας καλωσορίζω στα καθαρά μαθηματικά, δηλαδή στη χώρα της μοναξιάς.
ΡΑΛΦ Ξέρεις γιατί έχασες τον τελευταίο σου αγώνα, Σιμόν; Και ξέρεις γιατί έχασες
τον προτελευταίο σου αγώνα;
ΖΑΝ Παίρνουμε ένα απλό πολύγωνο με πέντε πλευρές που τις ονομάζουμε Α, Β, Γ,
Δ και Ε. Ονομάζουμε αυτό το πολύγωνο πολύγωνο Κ.
7
ΡΑΛΦ Δεν βλέπεις. Είσαι στραβός! Δεν βλέπεις πώς κινούνται τα πόδια του τύπου
που έχεις απέναντί σου! Δεν βλέπεις την άμυνά του… Αυτό το λέμε
πρόβλημα περιφερειακής όρασης.
ΖΑΝ Ονομάζουμε αυτή την εφαρμογή, θεωρητική εφαρμογή της οικογένειας που
ζει στο πολύγωνο Κ.
ΖΑΝ Τώρα, ας αφαιρέσουμε τους τοίχους του σπιτιού και ας χαράξουμε τις
διαγωνίους αποκλειστικά μεταξύ των μελών που βλέπουν το ένα το άλλο. Το
γράφημα στο οποίο καταλήγουμε αποκαλείται γράφημα ορατότητας του
πολυγώνου Κ.
ΖΑΝ Το πρόβλημα είναι το εξής: για κάθε απλό πολύγωνο, μπορώ εύκολα –όπως
έχουμε ήδη αποδείξει– να σχεδιάσω το γράφημα ορατότητάς του και τη
θεωρητική του εφαρμογή. Τώρα, πώς μπορώ, εκκινώντας από μια θεωρητική
εφαρμογή, αυτήν παραδείγματος χάρη, να σχεδιάσω το γράφημα ορατότητας
και να βρω έτσι τη μορφή του αντίστοιχου πολυγώνου; Ποια είναι η μορφή
του σπιτιού όπου ζουν τα μέλη αυτής της οικογένειας που απεικονίζεται απ’
αυτή την εφαρμογή; Προσπαθήστε να σχεδιάσετε το πολύγωνο.
8
4. Η προς απόδειξη εικασία
ΕΡΜΙΛ Ασφαλώς, ασφαλώς, υπάρχουν κάτι φορές στη ζωή, όπως τώρα, που πρέπει
κανείς να δράσει. Να πέσει στα βαθιά. Χαίρομαι που ξανάρθατε. Χαίρομαι για
τη μητέρα σας.
ΕΡΜΙΛ Να τος. Αυτός ο φάκελος δεν είναι για σας, αλλά για τον πατέρα σας.
ΖΑΝ Στα μαθηματικά, 1 + 1 δεν κάνει 1,9 ούτε 2,2. Κάνει 2. Είτε το πιστεύετε είτε
όχι, κάνει 2. Είτε έχετε τα κέφια σας είτε τις μαύρες σας, 1 και 1 κάνει 2.
Ανήκουμε όλοι σ’ ένα πολύγωνο, κύριε Λεμπέλ. Πίστευα πως ήξερα τη θέση
μου στο εσωτερικό του πολυγώνου στο οποίο ανήκω. Πίστευα πως ήμουν
αυτό το σημείο που βλέπει μόνο τον αδερφό μου, Σιμόν και τη μητέρα μου,
Ναουάλ. Σήμερα μαθαίνω πως είναι πιθανό, από το σημείο στο οποίο
βρίσκομαι, να μπορώ να δω και τον πατέρα μου· μαθαίνω επίσης πως υπάρχει
ένα άλλο μέλος σ’ αυτό το πολύγωνο, ένας άλλος αδερφός. Το γράφημα
ορατότητας που μέχρι τώρα σχεδίαζα είναι λάθος. Ποια είν’ η θέση μου στο
πολύγωνο;
Για να τη βρω, πρέπει να αποδείξω μια εικασία. Ο πατέρας μου είναι νεκρός.
Αυτή είναι η εικασία. Όλα με οδηγούν να πιστέψω πως είναι αληθινή. Τίποτα
όμως δεν την αποδεικνύει. Δεν έχω δει το πτώμα του, ούτε τον τάφο του.
Υπάρχουν λοιπόν πιθανότητες, από μία έως άπειρες, ο πατέρας μου να είναι
ζωντανός.
(Η Ζαν βγαίνει.
Ο Ερμίλ Λεμπέλ βγαίνει από το γραφείο του και φωνάζει από το διάδρομο)
ΕΡΜΙΛ Ζαν!
9
ΕΡΜΙΛ Ζαν! Ζαν!
ΕΡΜΙΛ Η μητέρα σας γνώρισε τον πατέρα σας όταν ήταν πολύ νέα.
ΝΑΟΥΑΛ Ουαχάμπ! Άκουσέ με. Μη λες τίποτα. Όχι. Μη μιλάς. Αν μου πεις μια λέξη, μία
μόνο, μπορεί να με σκοτώσεις. Δεν ξέρεις ακόμα, δεν ξέρεις την ευτυχία που
θα γίνει η δυστυχία μας. Ουαχάμπ, έχω την αίσθηση πως απ’ τη στιγμή που θ’
αφήσω να μου ξεφύγουν οι λέξεις που πρόκειται να βγουν απ’ το στόμα μου,
θα πεθάνεις κι εσύ. Θα σωπάσω, Ουαχάμπ, υποσχέσου μου πως δε θα πεις
τίποτα, σε παρακαλώ, είμαι κουρασμένη, σε παρακαλώ, ας μείνουμε στη
σιωπή. Θα σωπάσω. Μη λες τίποτα. Μη λες τίποτα.
Σε φώναζα όλη τη νύχτα. Έτρεχα όλη τη νύχτα. Ήξερα πως θα σ’ έβρισκα στο
βράχο με τα άσπρα δέντρα. Ήθελα να το ουρλιάξω για να τ’ ακούσει όλο το
χωριό, για να τ’ ακούσουν τα δέντρα, να τ’ ακούσει η νύχτα, να τ’ ακούσουν τ’
αστέρια και το φεγγάρι. Αλλά δεν μπορούσα. Πρέπει να σου το πω στ’ αυτί,
Ουαχάμπ, μετά, δε θα μπορώ να σου ζητήσω πια να μείνεις στην αγκαλιά μου,
κι ας το θέλω αυτό περισσότερο από καθετί στον κόσμο, μετά δε θα μπορώ
να σου ζητήσω τίποτα.
Έχω ένα παιδί στην κοιλιά μου, Ουαχάμπ! Η κοιλιά μου είναι γεμάτη από
σένα. Είναι σαν ζάλη, ε; Είναι υπέροχο και τρομερό, ε; Είν’ ένα βάραθρο κι
10
είναι σαν την ελευθερία για τ’ άγρια πουλιά, καταλαβαίνεις; Και δεν υπάρχουν
πια λέξεις! Μόνο ο άνεμος! Όταν άκουσα να μου το λέει η γριά Ελχάμ, ένας
ωκεανός έσκασε μες στο κεφάλι μου. Ένα κάψιμο.
ΝΑΟΥΑΛ Η Ελχάμ δεν κάνει λάθος. Τη ρώτησα: «Ελχάμ, είσαι σίγουρη;» Γέλασε. Μου
χάιδεψε το πρόσωπο. Μου είπε πως, εδώ και σαράντα χρόνια, έχει ξεγεννήσει
όλα τα παιδιά του χωριού. Έβγαλε ‘μένα απ’ την κοιλιά της μάνας μου και τη
μάνα μου απ’ την κοιλιά της μάνας της. Η Ελχάμ δεν κάνει λάθος. «Δεν με
αφορά», είπε, «αλλά μέσα σε δυο βδομάδες το αργότερο δε θα μπορείς πια
να το κρύβεις».
Βάλε το χέρι σου. Τι είν’ αυτό; Δεν ξέρω αν είν’ οργή, δεν ξέρω αν είναι
φόβος, δεν ξέρω αν είν’ ευτυχία. Πού θα είμαστε εσύ κι εγώ σε πενήντα
χρόνια;
ΟΥΑΧΑΜΠ Ναουάλ, άκουσέ με. Αυτή η νύχτα είν’ ένα δώρο. Μπορεί να ‘ναι τρελό αυτό
που λέω, αλλά έχω μια καρδιά, κι η καρδιά μου είναι σταθερή. Υπομονετική.
Θα φωνάξουν, θα τους αφήσουμε να φωνάξουν. Θα βρίσουν, θα τους
αφήσουμε να βρίσουν. Δεν έχει σημασία. Στο τέλος, ύστερα απ’ τις φωνές και
τις βρισιές, θα μείνεις εσύ, εγώ κι ένα παιδί δικό σου και δικό μου. Το
πρόσωπό σου και το πρόσωπό μου στο ίδιο πρόσωπο. Θέλω να γελάσω. Θα με
χτυπήσουν, μα εγώ θα ‘χω, πάντα, ένα παιδί μες στο κεφάλι μου.
ΟΥΑΧΑΜΠ Θα είμαστε πάντα μαζί. Γύρνα σπίτι σου, Ναουάλ. Περίμενε να ξυπνήσουν.
Όταν σε δουν, την αυγή, να κάθεσαι και να τους περιμένεις, θα σ’ ακούσουν
γιατί θα καταλάβουν πως κάτι σοβαρό έχει συμβεί. Αν φοβάσαι, σκέψου πως
την ίδια στιγμή θα ‘μαι κι εγώ στο σπίτι μου, και θα περιμένω μέχρι να
ξυπνήσουν όλοι. Και θα τους πω. Δεν είναι μακριά η αυγή. Να με σκέφτεσαι
όπως θα σε σκέφτομαι κι εγώ, και μη χαθείς μες στην ομίχλη. Μην το ξεχνάς:
τώρα που είμαστε μαζί, όλα είναι καλύτερα.
6. Σφαγή
11
ΝΑΟΥΑΛ Είναι μες στην κοιλιά μου.
ΤΖΙΧΑΝ Ξέχνα την κοιλιά σου! Αυτό το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με σένα. Δεν έχει
καμιά σχέση με την οικογένειά σου, καμιά σχέση με τη μητέρα σου, καμιά
σχέση με τη ζωή σου.
ΝΑΟΥΑΛ Βάζω το χέρι μου εδώ, και βλέπω ήδη το πρόσωπό του.
ΤΖΙΧΑΝ Αυτό το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με σένα. Δεν υπάρχει. Δεν είν’ εδώ.
ΝΑΟΥΑΛ Μαμά.
ΤΖΙΧΑΝ Μ’ αφήνεις, γυμνή, με την κοιλιά σου και τη ζωή που κλείνει μέσα της.
Ή μένεις εδώ και γονατίζεις, Ναουάλ.
Γονάτισε.
ΝΑΟΥΑΛ Μαμά.
(Η Ναουάλ γονατίζει)
Θα μείνεις κλεισμένη στο σπίτι όπως αυτή η ζωή είναι κλεισμένη μέσα σου. Η
Ελχάμ θα ‘ρθει να βγάλει το παιδί απ’ την κοιλιά σου. Θα το πάρει και θα το
δώσει σ’ όποιον θέλει.
7. Τα παιδικά χρόνια
ΝΑΟΥΑΛ Τώρα που είμαστε μαζί, όλα είναι καλύτερα. Τώρα που είμαστε μαζί, όλα είναι
καλύτερα. Τώρα που είμαστε μαζί, όλα είναι καλύτερα.
12
ΝΑΖΙΡΑ Υπομονή, Ναουάλ. Ένας μήνας σού ‘χει μείνει ακόμα.
ΝΑΖΙΡΑ Για όλα αυτά φταίει η μιζέρια, Ναουάλ. Καμιά ομορφιά γύρω μας. Μόνο οργή
για μια σκληρή και γεμάτη πόνο ζωή. Σημάδια του μίσους σε κάθε γωνία.
Κανείς δεν μιλάει γλυκά στα πράγματα.
Έχεις δίκιο, Ναουάλ, την αγάπη που ήτανε να ζήσεις, την έζησες, και το παιδί
που θ’ αποκτήσεις θα σ’ το πάρουν. Δεν σου ‘χει μείνει τίποτα. Να πολεμήσεις
ενάντια στη μιζέρια, ίσως, ή να πνιγείς μέσα της.
ΝΑΟΥΑΛ Ουαχάμπ!
ΟΥΑΧΑΜΠ Άκουσέ με, Ναουάλ. Δεν έχω πολύ χρόνο. Το ξημέρωμα με παίρνουν μακριά
από δω και μακριά από σένα. Έρχομαι απ’ το βράχο με τα άσπρα δέντρα.
Αποχαιρέτησα τον τόπο των παιδικών μου χρόνων, και τα παιδικά μου χρόνια
είναι γεμάτα από σένα, Ναουάλ. Ναουάλ, απόψε, τα παιδικά χρόνια είναι ένα
μαχαίρι που μόλις μου το κάρφωσαν στο λαιμό.
Όλοι μου λένε πως σ’ αγαπώ παραπάνω απ’ όσο πρέπει· εγώ, δεν ξέρω τι θα
πει ν’ αγαπάς παραπάνω απ’ όσο πρέπει, δεν ξέρω τι θα πει να ‘μαι μακριά από
σένα, δεν ξέρω τι σημαίνει να μην είσαι κοντά μου. Πρέπει να μάθω να ζω
χωρίς εσένα. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσες όταν με ρώτησες: «Πού θα
είμαστε μετά από πενήντα χρόνια;» Δεν ξέρω. Όπου κι αν είμαι όμως, θα
‘μαστε μαζί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο απ’ το να ‘μαστε μαζί.
ΟΥΑΧΑΜΠ Μη σκουπίζεις τα δάκρυά σου. Κι όταν φέρεις στον κόσμο το παιδί μας, πες
του πόσο πολύ το αγαπώ, πόσο πολύ αγαπώ εσένα. Πες του το.
ΝΑΟΥΑΛ Θα του το πω, σου ορκίζομαι ότι θα του το πω. Για σένα και για μένα. Θα του
ψιθυρίσω στ’ αυτί: «Ό,τι κι αν γίνει, θα σ’ αγαπάω πάντα». Θα ξαναπάω κι εγώ
στο βράχο με τα άσπρα δέντρα, θα αποχαιρετήσω, κι εγώ, τα παιδικά μου
χρόνια, και τα παιδικά χρόνια θα ‘ναι ένα μαχαίρι που θα το καρφώσω στο
λαιμό μου.
8. Υπόσχεση
13
ΝΑΟΥΑΛ Ό,τι κι αν γίνει, θα σ’ αγαπάω πάντα!
(Η Ναουάλ γλιστράει μια μύτη κλόουν ανάμεσα στις φασκιές του μωρού.
Της παίρνουν το παιδί. Η Ναουάλ ουρλιάζει. Η Ελχάμ φεύγει με το παιδί.)
ΝΑΖΙΡΑ Περνούν οι μέρες και οι μήνες φεύγουν. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει.
Περνούν οι εποχές. Η Ναουάλ δεν λέει τίποτα πια, σωπαίνει και τριγυρνάει
εδώ κι εκεί. Η κοιλιά της χάθηκε -
ΝΑΖΙΡΑ - κι εγώ νιώθω το κάλεσμα της γριάς γης. Εδώ και πολύ καιρό κουβαλάω
άπειρο πόνο.
ΝΑΖΙΡΑ Μαζί με το τέλος του χειμώνα, ακούω το βήμα του θανάτου μες στο
τρεχούμενο νερό των ρυακιών.
ΝΑΖΙΡΑ Ναουάλ!
Ναουάλ! Υπάρχουν πράγματα που νιώθουμε την ανάγκη να πούμε την ώρα
του θανάτου στους ανθρώπους που αγαπήσαμε. Να τους βοηθήσουμε για
τελευταία φορά… να τους οπλίσουμε για την ευτυχία.
Πριν από ένα χρόνο ένα παιδί βγήκε από την κοιλιά σου και από τότε
τριγυρνάς σαν ονειροπαρμένη. Μην πέσεις, Ναουάλ, μην πεις ναι. Πες όχι.
Αρνήσου. Η αγάπη σου έφυγε, το παιδί σου έφυγε. Έκλεισε χρόνο πια. Πριν
από λίγες μέρες. Μη λες ναι, Ναουάλ, ποτέ να μη λες ναι.
Αλλά για να μπορείς να λες όχι, πρέπει να μάθεις να μιλάς. Ναουάλ, μάθε να
γράφεις, μάθε να διαβάζεις, μάθε να μετράς, μάθε να μιλάς. Μάθε. Είναι η
μόνη σου ευκαιρία για να μη μας μοιάσεις. Θέλω να μου το υποσχεθείς.
ΝΑΟΥΑΛ Σ’ το υπόσχομαι.
Εσύ, Ναουάλ, όταν μάθεις, γύρισε πίσω και χάραξε το όνομά μου πάνω στην
πλάκα: «Ναζίρα». Χάραξε το όνομά μου γιατί κράτησα τις υποσχέσεις μου.
Φεύγω, Ναουάλ. Για μένα, όλα τελειώνουν. Εμείς οι γυναίκες της οικογένειάς
μας, είμαστε βουτηγμένες στο θυμό: εγώ ήμουνα θυμωμένη με τη μάνα μου
14
κι η μάνα σου είναι θυμωμένη μαζί μου, όπως κι εσύ είσαι θυμωμένη με τη
μάνα σου. Κι εσύ θα αφήσεις το θυμό κληρονομιά στην κόρη σου.
Πρέπει να σπάσει το νήμα. Γι’ αυτό μάθε. Και μετά φύγε. Πάρε τη νιότη σου
και κάθε πιθανότητα ευτυχίας και φύγε απ’ το χωριό. Είσαι το άνθος της
κοιλάδας, Ναουάλ. Ξεριζώσου από δω όπως σε ξεριζώσανε απ’ την κοιλιά της
μάνας σου.
(Η Ναζίρα πεθαίνει.)
Ναι σας κάλεσα· εδώ και δύο ώρες προσπαθώ να σας καλέσω.
Τι θα πει «ποιο είναι το πρόβλημα και δεν υπάρχει πρόβλημα» υπάρχει ένα
πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Σας λέω ότι έπρεπε να υπάρχουν τρία κανάτια νερό και δεν υπάρχουν.
Ήρθα μάλιστα ο ίδιος και ενημέρωσα τους πάντες: μια ιδιαίτερη κηδεία θα
χρειαστούμε μόνο αυτό, τρία κανάτια νερό· δεν ήταν και τίποτα περίπλοκο,
παρ’ όλα αυτά είπα στον υπεύθυνο του νεκροταφείου: «Θέλετε να φέρουμε
μαζί μας τα δικά μας κανάτια;» μου είπε: «Αν είναι δυνατόν, θα σας τα
ετοιμάσουμε εμείς, αρκετά περάσατε!» Είπα εντάξει· και τώρα είμαστε εδώ
στο νεκροταφείο και δεν υπάρχει κανένα κανάτι…
Ακούστε με! Κηδεία έχουμε, όχι καμιά παρτίδα μπόουλινγκ, το κέρατό μου!
Και, ακούστε με, δεν είναι και τόσο περίπλοκο: ούτε φέρετρο, ούτε πλάκα,
τίποτα, κάνουμε μια λιτή κηδεία και το μόνο που ζητάμε είναι τρία κακόμοιρα
κανάτια νερό, και η διοίκηση του νεκροταφείου δεν είναι ικανή να
ανταποκριθεί στην πρόκληση.
Δεν έχετε συνηθίσει να σας ζητούν κανάτια; Μόνο που εμείς δεν σας ζητάμε
να συνηθίσετε, σας ζητάμε τρία κανάτια νερό! Δεν σας ζητήσαμε να
ανακαλύψετε και τον τετράγωνο τροχό.
15
Ναι, τρία.
(Κλείνει το τηλέφωνο)
Θα κάνουν έρευνα.
ΣΙΜΟΝ Όλ’ αυτά. Την κηδεία, τις επιθυμίες. Γιατί τα κάνετε ‘σείς όλα αυτά;
ΕΡΜΙΛ Γιατί αυτή η γυναίκα που βρίσκεται στο βάθος του λάκκου, με το πρόσωπο
στραμμένο προς τη γη, αυτή που όλη μου τη ζωή την αποκαλούσα κυρία
Ναουάλ, είναι φίλη μου. Φίλη μου. Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει κάτι για σας,
αλλά εγώ δεν ήξερα πόσο σημαντικό ήταν για μένα.
Ναουάλ Μαρουάν.
11. Σιωπή
(Ζαν, Αντουάν)
ΖΑΝ Ο κύριος Αντουάν Ντυσάρμ; Ζαν Μαρουάν, είμαι η κόρη της Ναουάλ
Μαρουάν. Πέρασα απ' το νοσοκομείο και μου είπαν ότι δεν δουλεύετε πια ως
νοσοκόμος, μετά το θάνατο της μητέρας μου. Ήρθα. Ήθελα να μάθω μήπως
είπε τίποτ’ άλλο.
ΑΝΤΟΥΑΝ Η φωνή της μητέρας σας αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου: «Τώρα που είμαστε
μαζί, όλα είναι καλύτερα». Αυτά ακριβώς τα λόγια είπε. Σας τηλεφώνησα
αμέσως.
ΖΑΝ Το ξέρω.
16
ΑΝΤΟΥΑΝ Για πέντε χρόνια η ίδια σιωπή. Λυπάμαι.
ΑΝΤΟΥΑΝ Τι ψάχνετε;
ΖΑΝ Πάντα μας έλεγε πως ο πατέρας μας πέθανε στον πόλεμο στη χώρα του.
Ψάχνω μια απόδειξη του θανάτου του.
(Παύση)
ΑΝΤΟΥΑΝ Χαίρομαι πολύ που ήρθατε, Ζαν. Από τότε που πέθανε, ήθελα να σας
τηλεφωνήσω, σ’ εσάς και στον αδερφό σας. Ήθελα να σας πω, να σας
εξηγήσω. Αλλά δίσταζα. Σήμερα είστε εδώ και χαίρομαι γι’ αυτό.
Λοιπόν θα σας μιλήσω. Όλ’ αυτά τα χρόνια που πέρασα στο προσκεφάλι της,
κόντευα να τρελαθώ ακούγοντας τη σιωπή της μητέρας σας. Μια νύχτα
ξύπνησα με μια παράξενη ιδέα. Μήπως μιλάει όταν δεν είμ’ εκεί; Μήπως
μιλάει μόνη της;
Έφερα ένα κασετόφωνο. Δίστασα. Δεν είχα το δικαίωμα. Αν μιλάει μόνη της,
αυτό είν’ επιλογή της. Έτσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου ποτέ να μην ακούσω.
Να ηχογραφώ αλλά ποτέ να μη μάθω. Να ηχογραφώ.
ΑΝΤΟΥΑΝ Τη σιωπή, τη σιωπή της. Το βράδυ, πριν φύγω, έβαζα μπρος το κασετόφωνο.
Κάθε πλευρά της κασέτας ήταν μια ώρα. Την επομένη γύριζα την κασέτα και
πριν φύγω, έβαζα μπρος την ηχογράφηση. Έχω γράψει πάνω από πεντακόσιες
ώρες.
Όλες οι κασέτες είν’ εδώ. Πάρτε τες. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.
ΝΑΟΥΑΛ Νουν, άλεφ, ζάιν, γε, ρρά. Ναζίρα. Το όνομά σου φωτίζει τον τάφο σου.
Μπήκα στο χωριό περνώντας απ’ τον κάτω δρόμο. Εκεί, στη μέση του
μονοπατιού, βρισκόταν η μητέρα μου. Κοιταχτήκαμε σαν δυο ξένες.
Χάραξα τ’ όνομά σου, και τώρα φεύγω. Θα ξαναβρώ το γιο μου. Κράτησα την
υπόσχεσή μου σ’ εσένα, θα κρατήσω και την υπόσχεση που έδωσα σ’ εκείνον
τη μέρα που γεννήθηκε. Ό,τι κι αν γίνει, θα σ’ αγαπάω πάντα.
17
Σ’ ευχαριστώ, γιαγιά.
13. Σαουντά
Εδώ η φήμη κυκλοφόρησε από νωρίς το πρωί. Μετά από τρία χρόνια, γύρισες.
Στον καταυλισμό λέγανε: «Γύρισε η Ναουάλ, ξέρει να γράφει, ξέρει να
διαβάζει». Όλος ο κόσμος γέλαγε.
ΝΑΟΥΑΛ Τι θέλεις;
ΣΑΟΥΝΤΑ Ήξερα τον Ουαχάμπ. Είμαστε στον ίδιο καταυλισμό. Απ’ το ίδιο χωριό. Είναι
πρόσφυγας απ’ το Νότο, όπως κι εγώ.
ΣΑΟΥΝΤΑ Μη με κοροϊδεύεις.
Ξέρω πού πας, σ’ το είπα. Δε θες να ξαναβρείς τον Ουαχάμπ. Αλλά το παιδί
σου. Το γιο σου. Βλέπεις, δεν κάνω λάθος.
ΣΑΟΥΝΤΑ Οι γονείς μου δε μου ιστορούνε τίποτα. Τους ρωτάω: «Γιατί φύγαμε απ’ το
Νότο;» Μου λένε: «Ξέχνα. Μην το σκέφτεσαι πια. Δεν υπάρχει Νότος.
Είμαστε ζωντανοί και τρώμε κάθε μέρα. Αυτό μετράει». Λένε: «Εδώ δεν θα
μας βρει ο πόλεμος». Απαντάω: «Θα μας βρει. Η γη είναι τραυματισμένη από
18
έναν κόκκινο λύκο που την καταβροχθίζει». Γι’ αυτό δεν θέλω πια να μείνω
εδώ.
Ο Ουαχάμπ φώναζε τ’ όνομά σου κι ήταν σαν θαύμα μες στη νύχτα. Εμένα, αν
με παίρνανε, κανένα όνομα δε θα ‘ρχόταν στο λαιμό μου. Κανένα. Πώς ν’
αγαπήσεις εδώ;
ΖΑΝ Μη φωνάζεις.
ΣΙΜΟΝ Όχι! Αφορά κι εμένα. Μόνο εμένα έχεις κι εγώ έχω μόνο εσένα. Και κάνεις τα
ίδια μ’ εκείνη.
Γυρνάει μια μέρα και κλείνεται στο δωμάτιό της. Κάθεται εκεί. Μια μέρα. Δυο
μέρες. Τρεις μέρες. Δεν τρώει. Δεν πίνει. Το τηλέφωνό της χτυπάει και δεν
το σηκώνει. Το τηλέφωνό σου χτυπάει και δεν το σηκώνεις. Κλείνεται στον
εαυτό της. Κλείνεσαι στον εαυτό σου. Σωπαίνεις.
(Η Ζαν δίνει στον Σιμόν το ένα απ' τα ακουστικά της κι αυτός το βάζει στο
αυτί του. Η Ζαν φοράει το άλλο ακουστικό.)
19
Ακούγεται η ανάσα της.
ΖΑΝ Τι ξέρεις εσύ για μένα; Γι’ αυτήν; Τίποτα. Δεν ξέρεις τίποτα. Πώς θα
μπορέσουμε να ζήσουμε τώρα;
ΣΙΜΟΝ Πετάς τις κασέτες. Γυρνάς στο πανεπιστήμιο. Συνεχίζεις τα μαθήματά σου
και τελειώνεις το διδακτορικό σου.
ΖΑΝ Δεν έχει κανένα νόημα να σου εξηγήσω, δε θα καταλάβαινες. 1 και 1 κάνουν
2, ούτε καν αυτό δεν μπορείς να καταλάβεις!
ΣΙΜΟΝ Βέβαια, εσένα πρέπει να σου μιλάμε μ’ αριθμούς! Αν ο καθηγητής σου των
μαθηματικών σού έλεγε ότι τρελαίνεσαι, θα τον άκουγες. Όχι όμως και τον
αδερφό σου. Παραείναι χοντροκέφαλος, παραείναι βλάκας!
ΖΑΝ Σου είπα ότι το ‘χω γραμμένο το διδακτορικό μου! Υπάρχει κάτι στη σιωπή
της μητέρας μου που θέλω να το καταλάβω, που ΕΓΩ θέλω να το καταλάβω!
ΖΑΝ Φύγε, Σιμόν! Δε χρωστάμε τίποτα ο ένας στον άλλον! Είμαι η αδερφή σου, όχι
η μάνα σου, είσαι ο αδερφός μου, όχι ο πατέρας μου!
20
(Ο Σιμόν φεύγει.
ΣΑΟΥΝΤΑ Άλεφ, μπε, τα, ζα, τζιμ, χα, κα, νταλ, νταάλ, ρρα, ζα, σιν, σσιν, σαντ, ταά…
όχι…
ΖΑΝ
Γιατί δεν είπες τίποτα; Πες κάτι, μίλα
μου. Είσαι μόνη. Ο Αντουάν δεν είναι
μαζί σου. Ξέρεις πως σε ηχογραφεί. ΣΑΟΥΝΤΑ
Ξέρεις πως δεν θ’ ακούσει τίποτα. Άλεφ, μπε, τα, ζα, τζιμ, χα, κα, νταλ,
Ξέρεις πως θα μας δώσει τις κασέτες. νταάλ, ρρα, ζα, σιν, σσιν, σαντ, νταάντ,
Ξέρεις. Τα έχεις καταλάβει όλα. Μίλα ταά, αΐνν, ραΐνν, φα, καάφ, καφ, λαμ…
λοιπόν! Γιατί δεν μου λες τίποτα; Γιατί
δεν μου λες τίποτα;
ΝΑΟΥΑΛ Αυτό είναι το αλφάβητο. Είκοσι εννιά ήχοι. Είκοσι εννιά γράμματα. Τα
πυρομαχικά σου. Πρέπει πάντα να τα γνωρίζεις. Ο τρόπος που τα βάζεις το
ένα δίπλα στο άλλο, φτιάχνει τις λέξεις.
ΣΑΟΥΝΤΑ Κοίτα. Φτάνουμε στο πρώτο χωριό του Νότου. Είναι το Κφαρ Ραγιάτ. Εδώ,
υπάρχει ορφανοτροφείο. Πάμε να δούμε.
(Διασταυρώνονται με τη Ζαν)
(Ζαν, Αντουάν)
ΖΑΝ Το καλοκαίρι του ‘97. Τη μέρα των γενεθλίων μας. Γυρνάει σπίτι και σωπαίνει.
Τελεία.
21
ΖΑΝ Εκείνη την εποχή παρακολουθούσε μια σειρά από δίκες στο Διεθνές Ποινικό
Δικαστήριο.
ΑΝΤΟΥΑΝ Γιατί;
ΖΑΝ Είχε να κάνει με τον πόλεμο που ρήμαξε τη χώρα όπου γεννήθηκε.
ΖΑΝ Τίποτα. Τίποτα. Διάβασα και ξαναδιάβασα εκατό φορές τα πρακτικά της δίκης
προσπαθώντας να καταλάβω.
ΖΑΝ Τίποτα. Μια μικρή φωτογραφία. Μου την είχε δείξει και παλιότερα. Εκείνη, 40
χρονών, με μία από τις φίλες της. Κοιτάξτε.
ΝΑΟΥΑΛ Τι συνέβη;
(Χάνονται)
ΓΙΑΤΡΟΣ Ο πόλεμος.
Μια μέρα 500.000 πρόσφυγες έφτασαν απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων.
Είπαν: «Μας κυνηγήσανε από τον τόπο μας, αφήστε μας να ζήσουμε κοντά
σας». Κάποιοι απ’ τους εδώ είπαν ναι, κάποιοι απ’ τους εδώ είπαν όχι, κάποιοι
απ’ τους εδώ φύγανε. Και δεν ξέρουμε πια ποιος πυροβολεί ποιον και γιατί.
Αυτό είν’ ο πόλεμος.
22
ΝΑΟΥΑΛ Και τα παιδιά που ήταν εδώ, πού βρίσκονται;
ΓΙΑΤΡΟΣ Όλα γίνανε πολύ γρήγορα. Φτάσαν' οι πρόσφυγες. Τα πήραν όλα. Ακόμα και
τα νεογέννητα. Όλα.
ΓΙΑΤΡΟΣ Για να εκδικηθούν. Πριν από δυο μέρες, οι πολιτοφύλακες κρέμασαν τρεις
έφηβους πρόσφυγες που τριγυρνούσανε έξω απ’ τους καταυλισμούς. Γιατί
κρεμάσανε τους τρεις εφήβους οι πολιτοφύλακες; Γιατί δύο πρόσφυγες του
καταυλισμού βίασαν και σκότωσαν ένα κορίτσι απ’ το χωριό Κφαρ Σαμίρα.
Γιατί εκείνοι οι δυο τύποι βίασαν το κορίτσι; Γιατί οι πολιτοφύλακες
ξεκλήρισαν μια οικογένεια προσφύγων. Γιατί τους ξεκλήρισαν οι
πολιτοφύλακες; Γιατί οι πρόσφυγες είχαν κάψει ένα σπίτι κοντά στο λόφο με
το θυμάρι. Γιατί οι πρόσφυγες έκαψαν το σπίτι;
Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος, η μνήμη μου σταματά εδώ, δεν μπορώ να
πάω πιο μακριά, όμως η ιστορία μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, βήμα
βήμα, από θυμό σε θυμό, από πόνο σε πίκρα, από βιασμό σε φόνο, μέχρι τις
απαρχές του κόσμου.
ΝΑΟΥΑΛ Θα το βρω. Έν’ αγόρι τεσσάρων χρονών. Έφτασε εδώ λίγες μέρες μετά τη
γέννησή του. Το ‘βγαλε απ’ την κοιλιά μου η γριά Ελχάμ και το ‘φερε εδώ.
ΝΑΟΥΑΛ Ναι, αλλά δεν θα ‘φερε πολλά πριν από τέσσερα χρόνια, γύρω στην άνοιξη.
Ένα νεογέννητο. Αγόρι. Ερχόταν από το Βορρά.
ΓΙΑΤΡΟΣ Είμαι γιατρός, όχι διοικητικός. Γυρίζω όλα τα ορφανοτροφεία. Δεν μπορώ να
τα ξέρω όλα. Πηγαίνετε να δείτε στους καταυλισμούς. Στο Νότο.
23
ΖΑΝ Τι ήθελες να πεις μ’ αυτό;
(Η Ναουάλ βγαίνει)
ΑΝΤΟΥΑΝ Βρισκόμαστε στη χώρα της μητέρας σας. Είναι καλοκαίρι, το βλέπουμε απ’ τα
λουλούδια πίσω τους. Είναι αγριόχορτα που φυτρώνουν τον Ιούνιο και τον
Ιούλιο. Τα δέντρα είναι μεσογειακά πεύκα. Υπάρχουν παντού στην περιοχή.
Πάνω στο καμένο λεωφορείο, στο βάθος, είναι γραμμένο κάτι. Ρώτησα τον
μπακάλη της γειτονιάς μου που είν’ από κει, το διάβασε: Πρόσφυγες του
Κφαρ Ραγιάτ.
ΖΑΝ Έψαξα στα πρακτικά της δίκης. Ένα απ’ τα σημαντικότερα κεφάλαια αφορά
μια φυλακή που χτίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο Κφαρ Ραγιάτ.
ΑΝΤΟΥΑΝ Η λαβή ενός πιστολιού. Κι η φίλη της επίσης, εδώ, το διακρίνουμε κάτω απ’ το
πουκάμισό της.
ΑΝΤΟΥΑΝ Ωραία. Ξέρουμε ότι η μητέρα σας, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘70,
βρισκόταν στα περίχωρα του χωριού Κφαρ Ραγιάτ, όπου χτίστηκε μια
φυλακή. Είχε μια φίλη της οποίας δεν γνωρίζουμε τ’ όνομα και οι δυο τους
οπλοφορούσαν.
(Η Ζαν σωπαίνει)
24
Όλα καλά; Όλα καλά, Ζαν;
ΖΑΝ Τι θα βρω.
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ, ο γιατρός είπε πως θα 'ταν καλύτερα να περιμένουμε. Είπε ότι
σίγουρα θα υπάρξουν αντίποινα στους καταυλισμούς για τα παιδιά που
άρπαξαν.
ΝΑΟΥΑΛ Μια μέρα παραπάνω που θα τον κρατώ στην αγκαλιά μου.
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ!
ΕΡΜΙΛ Δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή, ασφαλώς, ασφαλώς, αλλά τέλος καλό, όλα
καλά. Φτάνω στο γραφείο, ο ιδιοκτήτης είν’ εκεί. Το παίρνω χαμπάρι αμέσως
πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Μου λέει: «Κύριε Λεμπέλ, δε μπορείτε να
μπείτε, σας φτιάχνουμε καινούργιο παρκέ, βγάζουμε τη μοκέτα». Του λέω:
«Θα έπρεπε να με έχετε ενημερώσει, έχω δουλειά, περιμένω πελάτες». Μου
λέει: «Ούτως ή άλλως, πάντα είστε απασχολημένος, τι σήμερα τι αύριο, και
πάλι θα γκρινιάζατε». «Δεν γκρινιάζω, το μόνο που θα ήθελα είναι να το
ξέρω, του λέω, ένα παραπάνω που είμαι σε περίοδο μεγάλης πίεσης». Κι εκεί,
με κοιτάζει, και μου λέει, σε μένα: «Φταίει που είστε ανοργάνωτος» Ε!
Ανοργάνωτος. Εγώ. «Εσείς είστε ο ανοργάνωτος, καταφθάνετε εδώ, φάντης
μπαστούνι, για να μου ανακοινώσετε: σας φτιάχνω το παρκέ!» «Εν πάση
25
περιπτώσει!» απαντά. Οπότε του λέω κι εγώ: «Εν πάση περιπτώσει!». Κι
έφυγα.
ΣΙΜΟΝ Ωραία λοιπόν, ας ξεμπερδεύουμε. Έχω αγώνα το βράδυ και έχω ήδη αργήσει.
ΖΑΝ Γιατί σκέφτεστε τη μητέρα μας κάθε φορά που σταματάει λεωφορείο;
ΕΡΜΙΛ Της φοβίας της για τα λεωφορεία. Όλα τα χαρτιά είναι εδώ, έτοιμα. Δεν το
ξέρατε;
ΖΑΝ Όχι!
ΕΡΜΙΛ Ναι. Όταν ήταν νέα, είχε δει ένα λεωφορείο με αμάχους να γαζώνεται από
σφαίρες μπροστά στα μάτια της. Φρικτή ιστορία.
(Ο Ερμίλ τους δίνει τα χαρτιά. Η Ζαν και ο Σιμόν υπογράφουν εκεί που τους
υποδεικνύει)
26
ΣΙΜΟΝ Γιατί για μένα;
ΕΡΜΙΛ Γιατί εσείς δεν έχετε πάρει ακόμη το φάκελο που προορίζεται για τον αδερφό
σας.
ΣΙΜΟΝ Άσε ήσυχο το λεωφορείο κι απάντησέ μου! Πού θα πας να τον βρεις;
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ!
27
ΣΑΟΥΝΤΑ (Στη Ζαν) Μήπως είδατε μια κοπέλα που τη λένε Ναουάλ;
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ!
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ!
Η Ζαν φεύγει)
ΝΑΟΥΑΛ Σαουντά!
(Η Σαουντά έρχεται τρέχοντας και πέφτει στην αγκαλιά της Ναουάλ -19-)
ΝΑΟΥΑΛ Ήμουν μέσα στο λεωφορείο, Σαουντά, ήμουν μαζί τους! Όταν μας
περιέλουσαν με βενζίνη, ούρλιαξα: «Δεν είμ’ απ’ τον καταυλισμό. Δεν είμαι
απ’ τους πρόσφυγες του καταυλισμού, είμαι σαν κι εσάς, ψάχνω το παιδί μου
που μου το πήρανε!» Τότε μ’ άφησαν να κατέβω, και μετά, μετά, άρχισαν να
πυροβολούν, και σε μια στιγμή, το λεωφορείο άρπαξε φωτιά με όλους όσους
είχε μέσα, άρπαξε φωτιά με τους γέρους, τα παιδιά, τις γυναίκες, όλους!
Δεν υπάρχει πια χρόνος, Σαουντά. Δεν υπάρχει πια χρόνος. Ο χρόνος είναι
μια κότα που της κόψαμε το κεφάλι, ο χρόνος τρέχει σαν τρελός, δεξιά κι
αριστερά, κι απ’ τον κομμένο του λαιμό μάς πλημμυρίζει το αίμα και μας
πνίγει.
ΖΑΝ Σιμόν. Η Ζαν είμαι. Είμαι στ’ αεροδρόμιο. Σιμόν, σε παίρνω για να σου πω ότι
φεύγω για τη χώρα. Θα προσπαθήσω να ξαναβρώ αυτόν τον πατέρα, και αν
τον βρω, αν είν’ ακόμα ζωντανός, θα του δώσω το φάκελο. Δεν το κάνω για
28
κείνη, αλλά για μένα. Για σένα. Για το μέλλον. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει
πρώτα να ξαναβρώ εκείνη, τη μαμά, στην προηγούμενη ζωή της, αυτήν που
μας έκρυβε όλα αυτά τα χρόνια…
(Ο αγώνας του Σιμόν. Η τεράστια σκιά μιας γροθιάς τον ρίχνει νοκ-άουτ.)
ΝΑΟΥΑΛ Στην καρδιά του πολυγώνου, Ζαν, στην καρδιά του πολυγώνου.
(Η ανάσα του Σιμόν σβήνει καθώς η Ζαν βάζει τα ακουστικά στ’ αυτιά της,
αλλάζει κασέτα και ξαναρχίζει να ακούει τη σιωπή της μητέρας της.
Σκοτάδι.)
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
29
ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΑΝ
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ!
ΝΑΟΥΑΛ Σκότωσαν τον Εκάλ και τον Φαρίντ. Σκότωσαν τη Ζαν, τη Μίρα, τον Αμπιέλ.
Στου Μαντελουάντ, ψάξανε παντού, δεν τον βρήκαν, και σφάξανε όλη την
οικογένεια. Τη μεγάλη του κόρη, την κάψανε ζωντανή.
ΣΑΟΥΝΤΑ Έρχομαι από το σπίτι του Χαλάμ. Πήραν την κόρη του και τη γυναίκα του.
ΝΑΟΥΑΛ Τα βιβλία, το λένε, αλλά τα βιβλία έρχονται πάντα ή πολύ αργά ή πολύ νωρίς.
ΣΑΟΥΝΤΑ Ο Εκάλ είναι νεκρός. Μένει η φωτογραφική του μηχανή. Σπασμένες εικόνες.
Μια ζωή κατεστραμμένη. Τι κόσμος είναι αυτός που τα πράγματα έχουν
περισσότερες ελπίδες απ’ τους ανθρώπους;
20. Αμπντεσσαμάντ
ΖΑΝ Είστε ο Αμπντεσσαμάντ Νταραζία; Μου είπαν να έρθω να σας βρω επειδή
γνωρίζετε όλες τις ιστορίες του χωριού.
ΑΜΠ/ΝΤ Υπάρχει μια Ναουάλ που έφυγε μαζί με τη Σαουντά. Αλλά αυτό είναι θρύλος.
ΑΜΠ/ΝΤ Λέει πως μια νύχτα χωρίσανε τη Ναουάλ και τον Ουαχάμπ.
ΑΜΠ/ΝΤ Ένας θρύλος! Λένε πως αν χασομερήσεις στο δάσος, εκεί κοντά στο βράχο
με τ’ άσπρα δέντρα, ακούς τα γέλια τους.
ΟΥΑΧΑΜΠ Αυτή που είδαμε όταν πέρασε από δω το πλανόδιο τσίρκο. Γέλαγες
ασταμάτητα και μου ‘λεγες: «Τη μύτη του! Τη μύτη του! Κοίτα τη μύτη του!».
Κι εμένα μ’ άρεσε τόσο να σ’ ακούω να γελάς. Πήγα λοιπόν μέχρι τον
καταυλισμό τους, λίγο έλειψε να με καταβροχθίσει το λιοντάρι, πώς δε με
ποδοπάτησε ο ελέφαντας, μετά από διαπραγματεύσεις με τις τίγρεις, μπήκα
στη σκηνή του κλόουν, αυτός κοιμόταν, κι η μύτη ήταν στο τραπέζι του, τη
βούτηξα και το ‘βαλα στα πόδια!
(Η Ζαν τηλεφωνεί)
ΖΑΝ Εμπρός, Σιμόν, η Ζαν είμαι. Σε παίρνω από το χωριό όπου γεννήθηκε η μαμά.
Άκου. Άκου τους ήχους του χωριού.
31
ΠΟΛ/ΚΑΣ Ποιες είστε εσείς; Οι δρόμοι είναι κλειστοί για τους ταξιδιώτες.
ΠΟΛ/ΚΑΣ Θα πρέπει να είστε οι δυο γυναίκες που ψάχνουμε δυο μέρες τώρα! Όλη η
πολιτοφυλακή τις ψάχνει, μαζί κι οι στρατιώτες που έχουν έρθει απ’ το Νότο:
γράφουν και βάζουν ιδέες στα μυαλά των ανθρώπων.
(Σιωπή)
Στην αρχή το χέρι μου έτρεμε. Έτσι συμβαίνει πάντα. Την πρώτη φορά είσαι
διστακτικός. Δεν ξέρεις πόσο σκληρό μπορεί να είν’ ένα κρανίο. Κι έτσι δεν
ξέρεις πόσο δυνατά πρέπει να χτυπήσεις. Δεν ξέρεις πού να καρφώσεις το
μαχαίρι. Δεν ξέρεις.
Θα σας σφάξω και τότε θα δούμε αν αυτή που τραγουδά έχει ωραία φωνή κι
αν αυτή που σκέφτεται έχει ακόμα ιδέες…
ΣΑΟΥΝΤΑ Ναουάλ, φοβάμαι πως ο στρατιώτης είχε δίκιο. «Η πρώτη φορά είναι
δύσκολη, μετά είναι πιο εύκολο».
ΞΕΝΑΓΟΣ Για την ενίσχυση του τουρισμού, το 2000 αυτή η φυλακή έγινε μουσείο. Εγώ
παλιά ήμουν ξεναγός στο Βορρά, έκανα τα ρωμαϊκά ερείπια. Η ειδικότητά
μου. Τώρα κάνω τη φυλακή του Κφαρ Ραγιάτ.
32
(Η Ζαν του δείχνει τη φωτογραφία της Ναουάλ και της Σαουντά)
Αυτό είναι το πιο διάσημο κελί της φυλακής του Κφαρ Ραγιάτ. Το κελί
νούμερο 7. Ο κόσμος έρχεται για προσκύνημα. Ήταν το κελί της γυναίκας
που τραγουδά. Ήταν φυλακισμένη επί πέντε χρόνια. Όταν οι άλλοι
βασανίζονταν, εκείνη τραγουδούσε.
ΞΕΝΑΓΟΣ Δεν ξέρανε τ’ όνομά της. Είχαν όλοι τους ένα νούμερο. Η γυναίκα που
τραγουδούσε ήταν το νούμερο 72. Είν’ ένας αριθμός διάσημος εδώ.
ΖΑΝ 72 είπατε;!
ΞΕΝΑΓΟΣ Το θυρωρό του σχολείου. Την εποχή εκείνη ήταν φύλακας εδώ.
(Χάνονται.
ΣΑΟΥΝΤΑ Το χέρι τους δεν έτρεμε. Βύθισαν τ’ όπλο τους και σκότωσαν τον ύπνο των
παιδιών, των γυναικών, των ανδρών που κοιμούνταν στη μεγάλη νύχτα του
κόσμου!
ΝΑΟΥΑΛ Τι θα κάνεις;
33
ΝΑΟΥΑΛ Τώρα θα αρχίσεις κι εσύ να σκοτώνεις παιδιά, γυναίκες, άντρες!
ΣΑΟΥΝΤΑ Σκότωσαν τους γονείς μου, σκότωσαν τα ξαδέρφια μου, τους γείτονές μου.
ΣΑΟΥΝΤΑ Τι νόημα έχει να σκεφτώ! Κανένας δεν γυρνάει στη ζωή επειδή σκεφτόμαστε!
ΝΑΟΥΑΛ Σαουντά! Είσαι θύμα και θα σκοτώσεις όλους αυτούς που θα βρεθούν στο
δρόμο σου, άρα θα γίνεις δήμιος, και μετά πάλι, με τη σειρά σου, θα
ξαναγίνεις θύμα! Εσύ ξέρεις να τραγουδάς, Σαουντά, ξέρεις να τραγουδάς!
ΣΑΟΥΝΤΑ Δεν θέλω! Δεν θέλω πια παρηγοριά, Ναουάλ. Δεν θέλω οι ιδέες σου, τα λόγια
σου, η φιλία σου, ολόκληρη η ζωή μας πλάι πλάι, δεν θέλω όλα αυτά να με
παρηγορούν για όλα όσα είδα κι άκουσα!
Η μητέρα σηκώθηκε και στην καρδιά της πόλης που καιγόταν, άρχισε να
ουρλιάζει πως εκείνη ήταν ο δολοφόνος των παιδιών της!
ΝΑΟΥΑΛ Καταλαβαίνω, Σαουντά, αλλά άκουσέ με. Σε τέτοιες συνθήκες ο πόνος μιας
μάνας μετράει λιγότερο απ’ τη φρικτή μηχανή που μας συνθλίβει. Ο πόνος
όλων αυτών που πέθαναν εκείνη τη νύχτα δεν είναι πλέον σκάνδαλο αλλά μια
τερατώδης πρόσθεση, που το άθροισμά της δεν μπορούμε να το
υπολογίσουμε καν.
Όμως, εσύ, εσύ Σαουντά, εσύ που απάγγελλες μαζί μου το αλφάβητο όταν
πηγαίναμε πλάι πλάι να ξαναβρούμε το γιο μου –σ’ αυτόν εδώ το δρόμο, να
και το καμένο λεωφορείο, πάντα εκεί– εσύ, δεν είναι δυνατόν να
συμμετέχεις σ’ αυτό το τερατώδες άθροισμα του πόνου. Δεν είναι δυνατόν.
Σαουντά, όταν ξερίζωσαν το παιδί μου απ’ τα σπλάχνα μου κι ύστερα απ’ την
αγκαλιά μου, κατάλαβα πως έπρεπε να διαλέξω: ή να καταστρέψω τον κόσμο
ή να κάνω τα πάντα για να το ξαναβρώ.
34
Μη νομίζεις πως δεν νιώθω τον πόνο εκείνης της γυναίκας. Σου ορκίζομαι,
Σαουντά, ότι εγώ πρώτη θα έπαιρνα χειροβομβίδες, θα τις έζωνα γύρω μου,
και θα πήγαινα κατευθείαν ανάμεσα στους ηλίθιους ανθρώπους και θα
τιναζόμουν στον αέρα με μια χαρά που εσύ δεν μπορείς ούτε να υποψιαστείς.
Θα το έκανα, σ’ το ορκίζομαι, γιατί εγώ δεν έχω τίποτα να χάσω, και το μίσος
μου είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο.
Έδωσα όμως μια υπόσχεση σε μια γριά γυναίκα ότι θα μάθω να διαβάζω και
να γράφω και να μιλάω, για να ξεφύγω απ’ τη μιζέρια, για να ξεφύγω απ’ το
μίσος. Και θα κρατήσω την υπόσχεσή μου.
ΣΑΟΥΝΤΑ Τι σκέφτεσαι;
ΝΑΟΥΑΛ Θα χτυπήσουμε. Αλλά θα χτυπήσουμε σ' ένα στόχο. Μόνο έναν. Και θα
κάνουμε ζημιά. Δεν θα πειράξουμε παιδί, γυναίκα, άντρα, εκτός από έναν.
Μόνο έναν.
ΣΑΟΥΝΤΑ Αυτός είναι ο αρχηγός όλης της πολιτοφυλακής. Δεν θα τον βρούμε.
ΝΑΟΥΑΛ Το κορίτσι που κάνει μάθημα στα παιδιά του ήταν μαθήτριά μου. Θα με
βοηθήσει. Εγώ θα την αντικαταστήσω για μια βδομάδα.
ΝΑΟΥΑΛ Τις πρώτες μέρες, τίποτα. Θα κάνω μάθημα στις κόρες του.
ΝΑΟΥΑΛ Την τελευταία μέρα, πριν φύγω, θα του φυτέψω δύο σφαίρες. Μία για σένα,
μία για μένα. Μια για τους πρόσφυγες, και μια για τους συμπατριώτες μου.
Δυο δίδυμες σφαίρες.
(Σιωπή)
ΝΑΟΥΑΛ Γιατί λες πως θα τα κάνουμε όλα αυτά; Για να εκδικηθούμε; Όχι. Αλλά επειδή
θέλουμε ακόμα ν’ αγαπάμε με πάθος. Και σε τέτοιες καταστάσεις, υπάρχουν
κάποιοι που πεθαίνουν κι άλλοι που δεν πεθαίνουν. Όσοι λοιπόν αγάπησαν με
πάθος πρέπει να πεθάνουν πριν από κείνους που δεν αγάπησαν ακόμα.
35
Εγώ, την αγάπη που ήταν να ζήσω, την έζησα, το παιδί που ήταν ν’ αποκτήσω,
το απέκτησα. Τώρα το μόνο που μου μένει είν’ ο θάνατος, τον διαλέγω και θα
‘ναι ακέραιος.
(Η Ζαν με το Θυρωρό)
ΘΥΡΩΡΟΣ Έβλεπα αυτή τη γυναίκα πάνω από πέντε χρόνια. Στο κελί της. Η γυναίκα που
τραγουδά. Είμ’ ένας απ’ τους λίγους που έχουν δει το πρόσωπό της.
ΖΑΝ Ακούστε με καλά! Με διαβεβαιώνετε πως αυτή η γυναίκα, αυτή εδώ, που
χαμογελά, είν’ η γυναίκα που τραγουδά!
36
ΖΑΝ Η Σαουντά. Τη λένε Σαουντά. Αυτή είναι η γυναίκα που τραγουδά! Όλος ο
κόσμος μου το ‘πε.
ΘΥΡΩΡΟΣ Τότε, σας είπαν ψέματα. Η γυναίκα που τραγουδά είν’ αυτή.
ΘΥΡΩΡΟΣ Δεν λέγαμε ποτέ το όνομά της. Ήταν η γυναίκα που τραγουδά.
Το νούμερο 72. Κελί νούμερο 7. Αυτή που δολοφόνησε τον αρχηγό της
πολιτοφυλακής. Τη βάλανε στο Κφαρ Ραγιάτ. Συλλάβανε και σκότωσαν όλους
τους φίλους της. Μια φίλη της πήγε μέχρι το καφενείο όπου μαζεύονταν οι
πολιτοφύλακες κι ανατινάχτηκε. Μόνο η γυναίκα που τραγουδά έμεινε
ζωντανή.
(κάπου εδώ να ξεκινήσει το Τραγούδι “Προσευχή” της Σαουντά
-βλ. σκηνή 19- από τη Ναουάλ όμως αυτή τη φορά;)
Την ανέλαβε ο Αμπού Τάρεκ. Τις νύχτες που τη βίαζε οι φωνές τους
μπερδεύονταν.
ΘΥΡΩΡΟΣ Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εδώ. Στο τέλος, έμειν’ έγκυος.
ΖΑΝ Τι;
ΘΥΡΩΡΟΣ Τη νύχτα που γέννησε, όλη η φυλακή τήρησε απόλυτη σιγή. Γέννησε μόνη,
ολομόναχη, ανακούρκουδα σε μια γωνιά του κελιού της. Την ακούγαμε να
ουρλιάζει, και τα ουρλιαχτά της ηχούσαν σαν κατάρα πάνω σε όλους μας.
Όταν τέλειωσαν όλα, μπήκα μέσα. Παντού σκοτάδι. Είχε βάλει το παιδί σ’ ένα
καλάθι και το ‘χε σκεπάσει με μια πετσέτα. Εγώ συνήθως πέταγα τα παιδιά
στο ποτάμι.
Πήρα το καλάθι, δεν τόλμησα να κοιτάξω μέσα και βγήκα. Η νύχτα ήταν κρύα.
Χωρίς φεγγάρι. Το ποτάμι ήταν παγωμένο. Πήγα μέχρι την τάφρο και τ'
άφησα εκεί. Άκουγα όμως τις φωνούλες του παιδιού, άκουγα τα τραγούδια
της γυναίκας που τραγουδάει.
Τότε, σταμάτησα, η συνείδησή μου ήταν κρύα και σκοτεινή σαν τη νύχτα. Οι
φωνές ήταν σαν ρυάκια από χιόνι μές στην ψυχή μου.
(Μακριά παύση)
37
ΖΑΝ Τη βίασε λοιπόν ο Αμπού Τάρεκ.
ΘΥΡΩΡΟΣ Ναι.
ΘΥΡΩΡΟΣ Ναι.
ΖΑΝ Κι εσείς πήρατε αυτό το παιδί και για να μην το σκοτώσετε σαν όλα τ’ άλλα,
το δώσατε σ’ ένα χωρικό. Έτσι έγινε;
ΘΥΡΩΡΟΣ Λίγο πιο δυτικά. Ένα κατάλευκο χωριό. Ζητήστε τον άντρα που μεγάλωσε το
παιδί της γυναίκας που τραγουδά. Θα τον γνωρίζουν σίγουρα.
Με λένε Φαχίμ. Πέταξα πολλά παιδιά στο ποτάμι. Εκείνο όμως δεν το πέταξα.
Αν βρείτε εκείνο το παιδί, πείτε του τ' όνομά μου, Φαχίμ.
ΖΑΝ Γιατί δεν μας είπες τίποτα; Πόσο περήφανοι θα ήμασταν για σένα. Πόσο θα σ’
είχαμε υπερασπιστεί. Γιατί δεν μας είπες τίποτα! Γιατί δεν σ’ άκουσα ποτέ να
τραγουδάς, μαμά;
24. Τηλέφωνα
ΖΑΝ ΣΙΜΟΝ
Σιμόν, άκου. / Τον έχω γραμμένο! Τον Όχι… όχι! Ο αγώνας μου! / Τελεία και
έχω γραμμένο τον αγώνα σου! / παύλα! / Ναι, τελεία και παύλα! / Δεν
Βούλωσ’ το!… Σιμόν! / Την κλείσανε θέλω να μάθω! / Όχι, δεν μ’
στη φυλακή! Τη βασάνισαν! Τη βίασαν! ενδιαφέρει να μάθω την ιστορία της!
/ Μ’ ακούς! / Τη βίασαν! Ακούς αυτό Δεν μ’ ενδιαφέρει! / Ξέρω ποιος είμαι
που σου λέω; / Και τον αδερφό μας σήμερα κι αυτό μου φτάνει! / Εσύ θα μ’
τον γέννησε στη φυλακή. / Όχι! ακούσεις τώρα! Γύρνα πίσω! Γύρνα
Γαμώτο, Σιμόν, σου τηλεφωνώ από πίσω, γαμώτο, γύρνα! Γύρνα πίσω,
την άλλη άκρη του κόσμου, μας Ζαν!… Εμπρός! Εμπρός!… Γαμώτο!…
χωρίζουν μια θάλασσα και δυο Δεν έχεις έναν αριθμό σ’ αυτόν τον
ωκεανοί, γι’ αυτό βούλωσ’ το και κωλοθάλαμο να σου τηλεφωνήσω;
άκουσέ με! Όχι, δεν θα μου
τηλεφωνήσεις, θα πας να βρεις το
συμβολαιογράφο, θα του ζητήσεις το
κόκκινο τετράδιο και θα δεις τι
υπάρχει εκεί μέσα. Τελεία και παύλα.
(Κλείνει το τηλέφωνο)
38
25. Τα αληθινά ονόματα
(Η Ζαν με το Χωρικό)
ΖΑΝ Με έστειλε σ’ εσάς ένας βοσκός. Μου είπε: «Ανέβα μέχρι το τελευταίο σπίτι,
εκεί θα βρεις τον Αμπντελμάλακ, θα σου ανοίξει την πόρτα του». Κι έτσι
ήρθα.
ΜΑΛΑΚ Ο Μανσούρ. Αυτό είναι τ' όνομά του. Και γιατί πήγες να δεις τον Μανσούρ;
ΖΑΝ Ο Αμπντεσσαμάντ, ένας πρόσφυγας που ζει σ’ ένα χωριό του Βορρά μ’
έστειλε στη φυλακή του Κφαρ Ραγιάτ.
ΜΑΛΑΚ Ποιος ξέρει; Ίσως να βρούμε εκεί μια όμορφη ιστορία αγάπης. Ο χρόνος
είναι παράξενο ζώο.
Λοιπόν;
ΖΑΝ Σ’ ένα παιδί που σας εμπιστεύτηκε μια μέρα ο Φαχίμ εκ μέρους της μητέρας
μου.
39
ΜΑΛΑΚ Γιατί μου μιλάς εσύ για τη γυναίκα που τραγουδά; Την ξέρεις; Μήπως γύρισε;
ΖΑΝ Η γυναίκα που τραγουδά είναι νεκρή. Η Ναουάλ Μαρουάν είναι η γυναίκα που
τραγουδά. Το όνομά της είναι Ναουάλ Μαρουάν. Κι είν’ η μητέρα μου.
ΝΑΟΥΑΛ Τι με θέλεις;
ΜΑΛΑΚ Να σου δώσω πίσω τα παιδιά σου. Τα φρόντισα σαν να ‘ταν δικά μου.
ΜΑΛΑΚ Όχι! Είναι δικά σου! Πάρ’ τα. Δεν ξέρεις τι θα φέρουν στη ζωή σου.
Χρειάστηκαν θαύματα για να ξαναβρεθούν σήμερα στα χέρια σου, και
θαύματα για να ‘σαι εσύ ακόμα στη ζωή. Σωθήκατε κι οι τρεις. Τρία θαύματα
που κοιτάζουν το ένα το άλλο. Δεν συναντάμε κάθε μέρα τέτοια πράγματα.
(Η Ναουάλ χάνεται)
ΖΑΝ Όχι! Όχι! Δεν είναι έτσι! Δεν είμαστε εμείς! Με λένε Ζαν και τον αδερφό μου,
Σιμόν.
ΖΑΝ Ο πατέρας μου είναι νεκρός, έδωσε τη ζωή του για τη χώρα σας, δεν είναι
βασανιστής, αγάπησε τη μητέρα μου και η μητέρα μου τον αγάπησε τρελά!
ΜΑΛΑΚ Αυτά σας έλεγε; Εντάξει, πρέπει πάντα να διηγείσαι παραμύθια στα παιδιά
πριν κοιμηθούν.
40
Άκου με τώρα: ο Φαχίμ μου έδωσε το καλάθι και ξανάφυγε τρέχοντας.
Σήκωσα το πανί που προστάτευε το παιδί κι εκεί… είδα δύο μωρά, δύο,
νεογέννητα, αγκιστρωμένα το ένα στ’ άλλο.
Σας πήρα και σας τάισα και σας βάφτισα: Γιαννάαν και Σαρουάν.
Και να. Έρχεσαι ξανά σε μένα μετά το θάνατο της μητέρας σου, και βλέπω,
στα δάκρυα που κυλάνε από τα μάτια σου, ότι δεν κάνω λάθος. Οι καρποί της
γυναίκας που τραγουδά γεννήθηκαν απ’ το βιασμό και τη φρίκη, στο τέλος
όμως θα γλυκάνουν τις απελπισμένες κραυγές των παιδιών που πνίγηκαν στο
ποτάμι.
Η Ναουάλ - 60 χρονών)
ΝΑΟΥΑΛ Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι ένορκοι. Θα καταθέσω τη μαρτυρία μου
όρθια, με τα μάτια ανοιχτά, διότι συχνά με ανάγκασαν να τα κρατώ κλειστά.
Θα καταθέσω τη μαρτυρία μου ενώπιον του βασανιστή μου.
Αμπού Τάρεκ. Προφέρω το όνομά σας για τελευταία φορά στη ζωή μου. Το
προφέρω για να ξέρετε πως σας αναγνωρίζω. Για να μην τρέφετε καμιά
αμφιβολία επ’ αυτού. Πολλοί νεκροί, αν ξυπνούσαν από την κλίνη των
βασάνων τους, θα μπορούσαν κι αυτοί να σας αναγνωρίσουν.
Θα σας θυμίσω ευθύς αμέσως την ύπαρξή μου, θα σας θυμίσω το πρόσωπό
μου αφού το πρόσωπό μου ήταν αυτό που σας απασχόλησε λιγότερο.
Θυμάστε βέβαια με μεγαλύτερη ακρίβεια το δέρμα μου, τη μυρωδιά μου,
ακόμη και τα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού μου. Το κορμί μου, μια χώρα
που έπρεπε σιγά σιγά να τη ρημάξετε.
Το όνομά μου ίσως να μη σας λέει τίποτα, γιατί όλες εκείνες οι γυναίκες ήταν
για σας απλώς πουτάνες. Λέγατε η πουτάνα 45, η πουτάνα 63. Αυτή η λέξη
σάς έδινε έναν αέρα, εξουσία. Κι οι γυναίκες, μία προς μία, ένιωθαν να
ξυπνάει μέσα τους ο φόβος και το μίσος.
Δε θα σας λέει κάτι το όνομά μου, ίσως ούτε κι ο αριθμός μου ως πουτάνας,
αλλά ένα πράγμα που δεν έχετε ξεχάσει, όσες προσπάθειες κι αν κάνατε για
να το εμποδίσετε να πνίξει την καρδιά σας, θ’ ανοίξει σίγουρα κάποια ρωγμή
στη λήθη σας.
41
Γνωρίζετε τ’ αδιάσειστα τεκμήρια της οργής σας εναντίον μου, το κρέμασμα
απ’ τα πόδια, το ηλεκτροσόκ μες στο νερό, τα καρφιά κάτω απ’ τα νύχια, το
πιστόλι με τ’ άσφαιρα πυρά που με σημάδευε. Η εκπυρσοκρότηση του
πιστολιού, τα ούρα στο σώμα μου, τα δικά σας, στο στόμα μου, στο φύλο μου,
το φύλο σας μέσα στο φύλο μου, μία φορά, δύο, τρεις, τόσες φορές που
κατακερματίστηκε ο χρόνος.
Η κοιλιά μου, φουσκωμένη εξαιτίας σας, το μιαρό βασανιστήριό σας μες στην
κοιλιά μου και μόνη, θελήσατε να μείνω μόνη, ολομόναχη για να γεννήσω.
Ο χρόνος θα περάσει, όμως εσείς δεν θα ξεφύγετε από μια δικαιοσύνη που
είναι πάνω απ’ όλους εμάς: αυτά τα παιδιά που φέραμε στον κόσμο, εσείς κι
εγώ, είναι ζωντανά, είναι όμορφα, έξυπνα, ευαίσθητα, κουβαλάνε ήδη το δικό
τους μερίδιο από νίκες και ήττες, πασχίζουν ήδη να δώσουν ένα νόημα στη
ζωή τους, στην ύπαρξή τους, σας υπόσχομαι πως κάποια μέρα θα ‘ρθουν και
θα σταθούν όρθια μπροστά σας, στο κελί σας, και θα βρεθείτε μόνος μαζί
τους όπως εγώ βρέθηκα μόνη μαζί τους και, όπως κι εγώ, θα χάσετε μια για
πάντα την αίσθηση πως είστε ζωντανός. Ένας βράχος θα νιώθει πιο ζωντανός
απ’ ό,τι εσείς. Σας μιλάω εκ πείρας.
Σας υπόσχομαι επίσης πως όταν παρουσιαστούν μπροστά σας, θα ξέρουν και
οι δυο ποιος είστε.
Ερχόμαστε κι οι δυο απ’ τον ίδιο τόπο, απ' την ίδια γλώσσα, απ’ την ίδια
ιστορία, και κάθε τόπος, κάθε γλώσσα, κάθε ιστορία είναι υπεύθυνη για το
λαό της και κάθε λαός είναι υπεύθυνος για τους προδότες και τους ήρωές
του. Υπεύθυνος για τους δημίους και τα θύματά του, υπεύθυνος για τις νίκες
και τις ήττες του. Μ’ αυτή την έννοια, εγώ είμαι υπεύθυνη για σας, κι εσείς,
υπεύθυνος για μένα. Δεν αγαπούσαμε ούτε τον πόλεμο ούτε τη βία, κι όμως
κάναμε πόλεμο και ασκήσαμε βία.
Τώρα μας μένει ακόμα μια πιθανότητα αξιοπρέπειας. Σε όλα αποτύχαμε, ίσως
όμως μπορούμε ακόμα να διασώσουμε την αξιοπρέπεια. Μιλώντας έτσι όπως
σας μιλάω, επιβεβαιώνω την υπόσχεση που κράτησα απέναντι σε μια γυναίκα
που κάποια μέρα μ’ έκανε να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι να ξεφύγουμε
απ’ τη μιζέρια: «Μάθε να διαβάζεις, να μιλάς, να γράφεις, να μετράς, μάθε να
σκέφτεσαι».
(Κλείνει το τετράδιο)
42
27. Οι κόκκινοι λύκοι
(Σιμόν, Ερμίλ)
ΕΡΜΙΛ Θα σας βοηθήσω, θα ετοιμάσουμε μαζί τα διαβατήριά μας, θα ‘ρθω μαζί σας,
δεν θα σας αφήσω μόνο. Θα τον ξαναβρούμε τον αδελφό σας! Είμαι
σίγουρος!
(Ο Ερμίλ φεύγει.
ΣΙΜΟΝ Είναι σαν ένας λύκος που πλησιάζει. Κόκκινος. Κι έχει αίμα στο στόμα του.
ΝΑΟΥΑΛ Έχω ανάγκη τις γροθιές σου για να σπάσω τη σιωπή. Το αληθινό σου όνομα
είναι Σαρουάν. Το αληθινό όνομα της αδερφής σου, Γιανναάν. Αμπού Τάρεκ
είναι το όνομα του πατέρα σου.
43
ΝΑΟΥΑΛ Ο αδερφός σου! Το αίμα σου!
Την κουρδίζει και στη συνέχεια τραγουδάει με τσιριχτή φωνή και πάθος τα
πρώτα ακόρντα του The Logical Song των Supertramp)
But then they send me away to teach me how to be sensible, logical, responsible,
practical.
(Σταματάει ξαφνικά.
ΦΩΤ/ΦΟΣ Σας παρακαλώ, αφήστε με να φύγω! Δεν είμ’ από δω. Είμαι φωτογράφος.
44
ΝΙΧΑΝΤ Φωτογράφος;
ΝΙΧΑΝΤ Όχι! Δεν είναι ωραίες. Τις περισσότερες φορές σκέφτεσαι πως κοιμούνται.
Όχι όμως. Είναι νεκροί. Εγώ τους σκότωσα.
Τι κάνετε…
Τι κάνετε!; Μη με σκοτώσετε!
- A love song!
45
- You know, well, I wrote this song when it was war. War on my country. Yes, one
day a woman that I loved died. Yes. Shouting by a sniper. I feel a big crash in my
hart. My hart colaps. Yes, I cray. And I wrote this song.
- No problema, Kurk.
(Παίζει την εισαγωγή κρουστών του Roxanne των Police κάνοντας Νιν, νιν,
νιν, νιν, νιν… και μετά τραγουδάει το τραγούδι αλλοιώνοντας τα λόγια)
Roxanne
You don't have to shoot all the red lights…
Those days are over…
29. Έρημος
ΕΡΜΙΛ Ο πολιτοφύλακας μας είπε να πάμε να βρούμε κάποιον Χαμσεντίν. Μας είπε
να ‘ρθουμε από δω, ερχόμαστε από δω.
ΕΡΜΙΛ Εντάξει, υπάρχουν τόσοι Χαρμάννι όσοι και Τραμπλαί στον τηλεφωνικό
κατάλογο, αλλά όπως και να ‘χει είναι λίγο σαν να τον έχουμε βρει!
ΣΙΜΟΝ Και πού θα τον βρούμε τον κύριο Χαμσεντίν; Εδώ είν’ η έρημος!
46
Θέλω να πω ότι αυτός ο κύριος Χαμσεντίν, μάλλον δεν θα είναι γραμμένος
στο βιντεοκλάμπ της γωνίας, ούτε θα τηλεφωνεί για πίτσες ντηλίβερι! Όχι!
Κρύβεται! Μας παρατηρεί ίσως, και στο τέλος βέβαια θα ‘ρθει να μας ρωτήσει
τι δουλειά έχουμε στα χωράφια του!
- Yeah! It is an artistic job. Because a good sniper, don’t shoot whatever, no, no, no!
I have lot of principle, Kirk!
First: When you shot, you have to kill, immediate, for not… make the other suffer.
Sure!
Second: You shoot all the person! Is equitable with… all the world!
But for me, Kirk, my gun is like my life. You know, Kirk,
every… every ball that put in the rifle, is like a poema. And I shoot a poema to the
people and it is the… the… precise of my poema that… that… kills the peoples and
because my photos is fantastic.
- So?
47
- No I don’t shoot women like Elizabeth Taylor. Elizabeth Taylor is a strong actοra. I
like her very much and I don’t want to kill Elizabeth Taylor. So, when I see a women
like her, I don’t shoot her…
- Welcome, Kirk.
(Ο Νιχάντ σηκώνεται, βάζει στον ώμο το τουφέκι του και πυροβολεί και πάλι)
31. Χαμσεντίν
ΕΡΜΙΛ Γυρίσαμε τον κόσμο πάνω κάτω! Εδώ ο κύριος Χαμσεντίν, εκεί ο κύριος
Χαμσεντίν! Δεν είναι εύκολο να σας βρει κανείς.
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Όταν έμαθα ότι η αδερφή σου ήταν στην περιοχή, είπα: «Αν η Γιανναάν δεν
έρχεται να με δει, θα ‘ρθει ο Σαρουάν».
Όταν έμαθα πως μ’ έψαχνε ο γιος της γυναίκας που τραγουδά, κατάλαβα πως
εκείνη έχει πεθάνει.
ΝΑΟΥΑΛ Όταν θα ξανακούσεις να μιλούν για μένα, δε θα ‘μαι πια σ’ αυτόν τον κόσμο.
ΝΑΟΥΑΛ Είναι ζωντανός και χαμένος. Ο Ουαχάμπ είναι ζωντανός και χαμένος. Κι εγώ
είμαι ζωντανή και χαμένη.
48
ΣΙΜΟΝ Ένας πολιτοφύλακας τον γνώρισε παιδί. Μπήκαν μαζί στην πολιτοφυλακή,
ύστερα έχασε τα ίχνη του. Μας είπε: «Ο Χαμσεντίν θα πρέπει να τον έπιασε
και να τον σκότωσε». Μας είπε πως γδέρνατε όποιον πολιτοφύλακα έπιαναν
οι άντρες σας.
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Σου είπε πως ο Νιχάντ Χαρμάννι είν’ ο γιος της γυναίκας που τραγουδάει,
αυτός που γεννήθηκε από τη σχέση της με τον Ουαχάμπ;
ΣΙΜΟΝ Όχι. Μου είπε μόνο πως ο Νιχάντ Χαρμάννι πέρασε από τα μέρη σας.
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Πώς λες τότε πως είν’ ο γιος της γυναίκας που τραγουδάει;
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Λέγε!
Ο Τόνι Μουμπάρακ, αλλά δεν είν’ αυτός, ξαναβρήκε τους γονείς του μετά το
τέλος του πολέμου, πρόσωπο αρκετά δυσάρεστο και καθόλου ευπροσήγορο.
Ο Τουφίκ Χάλαμπι, αλλά ούτε αυτός είναι, φτιάχνει πολύ ωραία σις κεμπάμπ
στο Βορρά, κοντά στα ρωμαϊκά ερείπια, οι γονείς του είναι νεκροί, η αδερφή
του τον έβαλε στ' ορφανοτροφείο του Κφαρ Ραγιάτ.
Ο μπακάλης μάς μίλησε για το παιδί που υιοθέτησαν. Μας είπε τ’ όνομά του.
Είχε πράγματι καταγράψει ότι ο Ροζέ και η Σουχάιλα Χαρμάννι, που δεν
μπορούσαν να κάνουν παιδιά, υιοθέτησαν, περνώντας απ’ το Κφαρ Ραγιάτ,
ένα αγόρι που τ’ ονόμασαν Νιχάντ. Η ηλικία του παιδιού κι η άφιξή του στο
ορφανοτροφείο ταίριαζαν τέλεια μ’ αυτά που ξέραμε από την κυρία Ναουάλ.
Αλλά κυρίως αυτό το αγόρι ήταν ο μόνος από τους υποψηφίους μας που τον
είχε πάει στο ορφανοτροφείο εκείνη που ξεγένναγε τις γυναίκες στο χωριό
της κυρίας Ναουάλ. Κάποια Ελχάμ Αμπντάλλα.
49
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Αν η γυναίκα που τραγουδά διάλεξε να σ’ εμπιστευτεί, τότε θα είσαι τίμιος
και ευγενής.
(Βγαίνει ο Ερμίλ)
(Τραγούδι “Προσευχή” -βλ. προηγούμενες σκηνές- τώρα και από τις δύο
γυναίκες, Ναουάλ 2 και Σαουντά. Ίσως και από τις άλλες Ναουάλ, θα δούμε.
Δυνατό, να γεμίσει το χώρο, να οδηγήσει στην επόμενη σκηνή)
ΖΑΝ Σιμόν!
ΣΙΜΟΝ Πάντα μου έλεγες πως ένα κι ένα κάνουν δύο. Είν’ αλήθεια;
ΖΑΝ Ναι.
ΖΑΝ Σιμόν.
ΖΑΝ Δεν είναι ώρα να σου εξηγώ μαθηματικά, πες μου τι βρήκες.
ΣΙΜΟΝ Εξήγησέ μου πώς ένα συν ένα μπορούν να κάνουν ένα, πάντα μου έλεγες
πως δεν καταλαβαίνω τίποτα, λοιπόν τώρα ήρθε η ώρα! Εξήγησέ μου!
ΖΑΝ Σύμφωνοι! Υπάρχει μια πολύ παράξενη εικασία στα μαθηματικά. Μια εικασία
που ακόμη δεν έχει αποδειχτεί.
50
Θα μου πεις έναν αριθμό, όποιον να ‘ναι. Αν ο αριθμός είναι ζυγός, τον
διαιρούμε διά δύο. Αν είναι μονός, τον πολλαπλασιάζουμε επί τρία και
προσθέτουμε ένα. Κάνουμε το ίδιο με τον αριθμό που προκύπτει.
Αυτή η εικασία λέει πως δεν έχει σημασία από ποιον αριθμό ξεκινάμε, στο
τέλος το αποτέλεσμα θα είναι πάντα ένα. Δώσ’ μου έναν αριθμό.
ΣΙΜΟΝ Επτά.
ΖΑΝ Ωραία. Το επτά είναι μονό. Το πολλαπλασιάζουμε επί τρία και προσθέτουμε
ένα, αυτό μας δίνει…
ΣΙΜΟΝ Έντεκα.
ΖΑΝ Το έντεκα είναι μονό, το πολλαπλασιάζουμε επί τρία, και προσθέτουμε ένα:
Όχι!
Ήμουν στη σκηνή του Χαμσεντίν, και μέσα στη σκηνή είδα τη σιωπή να
έρχεται και να τα πνίγει όλα. Ο Ερμίλ Λεμπέλ είχε βγει. Ο Χαμσεντίν με
πλησίασε.
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Σαρουάν, δεν σ’ έφερε ως εδώ η τύχη. Εδώ, υπάρχει το πνεύμα της μητέρας
σου, το πνεύμα της Σαουντά. Η φιλία των δύο γυναικών σαν έν’ αστέρι στον
ουρανό.
Μια μέρα ένας άντρας ήρθε σε μένα. Ήταν νέος και περήφανος. Φαντάσου
τον. Τον βλέπεις; Είν’ ο αδερφός σου. Ο Νιχάντ.
Έψαχνε ένα νόημα στη ζωή του. Του είπα να πολεμήσει για μένα. Δέχτηκε.
Έμαθε να χειρίζεται τα όπλα. Σπουδαίος σκοπευτής. Τρομερός.
51
Μια μέρα, έφυγε.
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Κι ο αγώνας των ανθρώπων εδώ; Οι πρόσφυγες; Το νόημα της ζωής σου;
Τότε άρχισε να τα χλευάζει όλα. Ούτε αγώνας, ούτε νόημα, έγινε ελεύθερος
σκοπευτής. Έκανε συλλογή από φωτογραφίες. Νιχάντ Χαρμάννι. Είχε φήμη
αληθινού καλλιτέχνη. Τον άκουγαν να τραγουδάει. Μια φονική μηχανή.
Ύστερα έγινε η εισβολή στη χώρα από τον ξένο στρατό. Ανέβηκαν μέχρι το
Βορρά. Ένα πρωί τον έπιασαν. Είχε σκοτώσει επτά από τους σκοπευτές τους.
Τους είχε σημαδέψει στο μάτι. Η σφαίρα μέσα απ’ τα γυαλιά τους.
Δεν τον σκότωσαν. Τον κράτησαν, τον εκπαίδευσαν, του έδωσαν δουλειά.
ΣΙΜΟΝ Τι δουλειά;
ΧΑΜ/ΝΤΙΝ Σε μια φυλακή που είχαν μόλις φτιάξει, στο Νότο, στο Κφαρ Ραγιάτ. Έψαχναν
κάποιον να αναλάβει τις ανακρίσεις.
ΣΙΜΟΝ Άρα δούλεψε μαζί με τον Αμπού Τάρεκ, τον πατέρα μου;
Εκείνη έψαξε το γιο της, τον βρήκε και δεν τον αναγνώρισε.
Ακούς τη φωνή μου, Σαρουάν; Θα ‘λεγε κανείς πως είναι η φωνή των αρχαίων
αιώνων. Αλλά όχι, Σαρουάν, είναι του σήμερα η φωνή μου.
52
Και τ’ αστέρια σώπασαν μέσα μου για ένα δευτερόλεπτο, όταν πρόφερες το
όνομα του Νιχάντ Χαρμάννι πριν από λίγο. Και βλέπω ότι τ’ αστέρια σώπασαν
με τη σειρά τους και μέσα σε σένα.
Μέσα σου, η σιωπή, Σαρουάν, η σιωπή των άστρων κι η σιωπή της μητέρας
σου. Μέσα σου.
ΝΙΧΑΝΤ Δεν αρνούμαι τίποτα απ’ όσα ειπώθηκαν στη δίκη μου κατά τη διάρκεια αυτών
των χρόνων. Τους ανθρώπους που είπαν ότι τους βασάνισα, ναι, τους
βασάνισα. Κι αυτούς που με κατηγορούν ότι σκότωσα, τους σκότωσα. Θέλω
εξάλλου να ευχαριστήσω αυτούς που μου επέτρεψαν να βγάλω τόσο
όμορφες φωτογραφίες. Αυτοί που χαστούκισα κι εκείνες που βίασα είχαν
πάντα ένα πρόσωπο πιο συγκινητικό ύστερα απ’ το χαστούκι ή το βιασμό, απ’
ό,τι πριν απ’ το χαστούκι ή το βιασμό.
Αλλά το ουσιώδες, αυτό που θέλω να πω, είναι πως η δίκη που μου κάνατε
ήταν θανάσιμα πληκτική. Δεν είχε λίγη μουσική. Γι’ αυτό και θα σας
τραγουδήσω ένα τραγούδι. Το λέω αυτό γιατί πρέπει να διασώσω την
αξιοπρέπειά μου.
Δεν το λέω εγώ αυτό, το λέει μια γυναίκα, αυτή που αποκαλούν η γυναίκα
που τραγουδά. Χτες ήρθε, στάθηκε απέναντί μου, μού μίλησε για
αξιοπρέπεια. Να διασώσουμε ό,τι μας έχει μείνει από αξιοπρέπεια. Σκέφτηκα,
κι είπα μέσα μου ότι δεν είχ’ εντελώς άδικο. Ότι αυτή η δίκη ήταν σκέτη
πλήξη! Χωρίς ρυθμό, χωρίς καμιά αίσθηση του θεάματος. Το θέαμα, αυτό είν’
η δική μου αξιοπρέπεια.
Και μάλιστα απ’ την αρχή. Γεννήθηκα μ’ αυτό. Το βρήκανε, απ’ ό,τι φαίνεται
μες στο καλάθι όπου με βάλανε μετά τη γέννησή μου. Οι άνθρωποι που με
είδαν να μεγαλώνω πάντα μου έλεγαν πως αυτό το αντικείμενο ήταν ένα
χνάρι από τις ρίζες μου, απ’ την αξιοπρέπειά μου με μιαν έννοια, αφού η
ιστορία λέει πως μου το ‘χε δώσει η μητέρα μου.
Τι πάει να πει αυτό; Η δική μου αξιοπρέπεια είναι μια γκριμάτσα που μου
‘δωσε αυτή που μου ‘δωσε και τη ζωή. Αυτή η γκριμάτσα δεν με εγκατέλειψε
ποτέ. Αφήστε με να τη φορέσω κι εδώ μέσα και να σας τραγουδήσω ένα δικό
μου τραγούδι, για να διασώσω την αξιοπρέπεια απ’ τη φρίκη της πλήξης.
Τραγουδάει και “δίνει την τελευταία παράσταση” βωβά. Δηλ. αντί για μουσική
και τραγούδι, σε όλο αυτό ακούμε την ανάσα-σιωπή της Ναουάλ. )
(Η ανάσα παύει. Ζαν, Σιμόν και Νιχάντ μαζί στον ίδιο χώρο.
Η Ζαν δίνει το φάκελο στον Νιχάντ.
53
Ο Νιχάντ ανοίγει το φάκελο)
54
Και τι πιο μόνο από ένα πουλί,
Ένα πουλί μονάχο του μέσα στις καταιγίδες
Που οδηγεί την αλλόκοτη μοίρα του στο τέλος της ημέρας;
Αυτές είν’ οι αρχαίες λέξεις που έρχονται απ’ τα τρίσβαθα των αναμνήσεών
μου.
Λέξεις που σου μουρμούρισα τόσες φορές
Μες στο κελί μου,
Σου μιλούσα για τον πατέρα σου,
Σου μιλούσα για το πρόσωπό του,
Σου μιλούσα για την υπόσχεση που έδωσα τη μέρα της γέννησής σου.
Ό,τι κι αν γίνει θα σ’ αγαπάω πάντα,
Ό,τι κι αν γίνει θα σ’ αγαπάω πάντα.
Χωρίς να ξέρω πως την ίδια στιγμή, μοιραζόμασταν εσύ κι εγώ την ίδια ήττα
Γιατί σε μισούσα με όλη την ψυχή μου.
Αλλά εκεί που υπάρχει αγάπη, δεν μπορεί να υπάρχει μίσος.
Και για να διασώσω την αγάπη, με τα μάτια κλειστά διάλεξα να σωπάσω.
Μια λύκαινα πάντα υπερασπίζεται τα μικρά της.
Έχεις μπροστά σου τη Ζαν και τον Σιμόν.
Είναι ο αδερφός κι η αδερφή σου
Κι αφού εσύ γεννήθηκες από αγάπη,
Είναι αδερφός και αδερφή σου στην αγάπη.
Άκου
Αυτό το γράμμα το έγραψα μες στη δροσιά του σούρουπου.
Θα μάθεις απ’ αυτό πως η γυναίκα που τραγουδά είν’ η μητέρα σου
Ίσως κι εσύ να σωπάσεις.
Όμως κάνε υπομονή.
Μιλάω στο γιο, γιατί δεν μιλάω στο βασανιστή.
Κάνε υπομονή.
Πέρα απ’ τη σιωπή,
Υπάρχει η ευτυχία του να είμαστε μαζί.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είμαστε μαζί.
Γιατί αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα σου.
Η μητέρα σου.
55
35. Γράμμα στα δίδυμα
(Ο Ερμίλ στην ίδια θέση που τον είδαμε και στην αρχή του έργου. Κρατάει
έναν τρίτο φάκελο.)
Στη διαθήκη της η μητέρα σας προόριζε ένα γράμμα και για εσάς αν
καταφέρνατε όσα σας ζητούσε. Τα καταφέρατε περίφημα.
Θα βρέξει. Στη χώρα της, δεν βρέχει ποτέ. Έχει ένα ωραίο πάρκο κάπου εδώ.
Θα δροσιστούμε λίγο. Να το γράμμα.
ΝΑΟΥΑΛ Σιμόν,
Κλαις;
Αν κλαίς μη σκουπίσεις τα δάκρυά σου
Γιατί εγώ δεν σκουπίζω τα δικά μου.
Τα παιδικά χρόνια είναι ένα μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό
Κι εσύ κατάφερες να το τραβήξεις.
Τώρα, πρέπει να ξαναμάθεις να καταπίνεις το σάλιο σου.
Καμιά φορά αυτό είναι μια πολύ γενναία πράξη.
Να καταπίνεις το σάλιο σου.
Ζαν,
Χαμογελάς;
Αν χαμογελάς, μη συγκρατείς το γέλιο σου
Γιατί εγώ δεν συγκρατώ το δικό μου.
Είναι το γέλιο της οργής
Των γυναικών που περπατάνε πλάι πλάι
56
Ζαν, Σιμόν,
Πού αρχίζει η ιστορία σας;
Έτσι λοιπόν,
Όταν κάποιος θα σας ρωτά για την ιστορία σας,
Πείτε ότι η ιστορία σας, η πρώτη αρχή της,
Φτάνει στη μέρα που ένα κορίτσι
Γυρίζει στο χωριό όπου γεννήθηκε για να χαράξει τ’ όνομα
Της γιαγιάς του, της Ναζίρα, πάνω στον τάφο της.
Ζαν, Σιμόν,
Γιατί δεν σας μίλησα;
Υπάρχουν αλήθειες που ο μόνος τρόπος ν’ αποκαλυφθούν
Είναι να τις ανακαλύψεις μόνος.
Η μητέρα σας.
Σκοτάδι)
57