You are on page 1of 9

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

1
Το πρωί της 14ης Ιουλίου του έτους 2020, ημέρα Τρίτη και φαρμακερή -όπως όλες οι ημέρες
της πανδημίας που έπληττε τον πλανήτη Γη- ο Α. Μ., φύλακας στον Εθνικό Κήπο,
παρουσιάστηκε στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και είπε στον αστυνομικό της
υποδοχής πως ο πρωθυπουργός έπρεπε να συλληφθεί διότι ήταν πίθηκος, τον έλεγαν
Παντελή και μέχρι πρότινος βρισκόταν στο κλουβί του, χωρίς να έχει δημιουργήσει το
παραμικρό πρόβλημα – εκτός από το συχνά ανατριχιαστικό βλέμμα του, που δεν άφηνε
καμιά αμφιβολία πως κάτι κακό σκεφτόταν και μάλιστα μ’ έναν πολύ ανθρώπινο τρόπο.
Συγκεκριμένα διαμείφθηκε ο παρακάτω διάλογος.
«Καλημέρα σας…»
«Ταυτότητα».
«Ορίστε».
«Εσύ είσαι αυτός».
«Μάλιστα. Να βγάλω τη μάσκα να δείτε…»
«Δεν χρειάζεται. Τι δουλειά κάνεις; »
«Φύλακας στον Εθνικό Κήπο. Αλλά σπούδασα…
«Εδώ, στην Αθήνα; »
«Όχι, στη Θεσσαλονίκη».
«Έχει Εθνικό Κήπο η Θεσσαλονίκη; »
«Όχι».
«Τότε; »
«Τι τότε; Στη Θεσσαλονίκη σπούδασα…»
«Δεν με νοιάζει που σπούδασες. Σε ρώτησα αν δουλεύεις στον Εθνικό Κήπο, εδώ στην
Αθήνα».
«Έχουμε άλλον; »
«Κόψε τις εξυπνάδες. Πάρε την ταυτότητά σου και λέγε τι θες».
«Να μιλήσω με τον Αρχηγό».
«Ποιον Αρχηγό».
«Της Αστυνομίας».
«Πλάκα μου κάνεις; Λέγε τι θες, γιατί έχουμε και δουλειές.
«Τον Αρχηγό θέλω».
«Άκου, για να τα πάμε καλά. Πες μου εμένα τι θες. Ο Αρχηγός είναι νευρικός άνθρωπος
κι έχει βαρύ χέρι».
«Έτσι πρέπει να είναι ο Αρχηγός της Αστυνομίας… εκεί πού πρέπει.
«Τι πάει να πει αυτό; »
«Πως θέλω τον Αρχηγό, γιατί είναι νευρικός κι έχει βαρύ χέρι. Οπότε, σίγουρα θα λύσει
αμέσως το πρόβλημα».
«Έχεις πρόβλημα; »
«Κι εγώ κι όλη η Ελλάδα».
«Καλά, αυτό το ξέρουμε».
«Δεν το ξέρετε. Γιατί αν το ξέρατε δεν θα καθόσαστε τώρα εδώ».
«Άντε φύγε, ρε. Άντε μη σε στείλω κατευθείαν στον τελευταίο».
«Ποιος είναι ο τελευταίος;»
«Ο τελευταίος όροφος. Ξέρεις τι γίνεται εκεί; Φύγε όσο είσαι ολόκληρος! »
«Εντάξει, εντάξει, μην εκνευρίζεστε. Λοιπόν, θέλω να πείτε στον Αρχηγό πως ο
πρωθυπουργός πρέπει να συλληφθεί, διότι είναι πίθηκος, τον λένε Παντελή κτλ.»
«Για περίμενε ρε παιδί μου. Κάτσε στην καρέκλα, ησύχασε και ξαναπές μου τι λες».
«Λέω πως ο πρωθυπουργός πρέπει να συλληφθεί, διότι είναι πίθηκος, τον λένε
Παντελή…»
«Πώς σου ήρθε τέτοιο πράγμα;»
«Δεν μου ήρθε - αν μ’ αυτό εννοείτε πως φαντάζομαι διάφορα πράγματα. Το ξέρω. Το
διασταύρωσα».
«Πώς το διασταύρωσες, δηλαδή; »
«Ο Παντελής δεν είναι στο κλουβί του και το βλέμμα του πρωθυπουργού είναι το
βλέμμα του Παντελή».
«Είσαι σίγουρος;
«Απολύτως. Γνωρίζω τον Παντελή δέκα χρόνια. Περνάω οχτώ ώρες τη μέρα μαζί του».
«Καλά, έτσι, μόνο με δύο στοιχεία, που μπορεί να είναι σύμπτωση, παίρνεις τους
δρόμους και λες στον καθένα πως ο πρωθυπουργός είναι πίθηκος; Δεν είναι λίγο βιαστικό;
Και επικίνδυνο. Γιατί άλλο λες κι άλλο καταλαβαίνουν οι άνθρωποι».
«Δεν πήρα τους δρόμους και δεν το είπα σε κανέναν. Μόνο εσείς το ξέρετε τώρα και ο
Αρχηγός, που θα του το πείτε».
«Α! Καλό αυτό. Μόνο εγώ, ε; »
«Και ο Αρχηγός…»
«Ναι, βέβαια. Και ο Αρχηγός που θα του το πω εγώ. Κανένας άλλος».
«Κανένας».
«Μάλιστα. Πάντως εγώ λέω να το ξανασκεφτείς. Άνθρωποι είμαστε…»
«Προς το παρόν».
«Δηλαδή;»
«Εσείς τι λέτε, μας κυβερνάει ένας πίθηκος και δεν θα έχει συνέπειες αυτό; Εγώ νομίζω
πως υπάρχει σχέδιο».
«Αλήθεια; Τι σχέδιο;»
«Ο Παντελής δεν είναι μόνος του. Θα μας κάνουν όλους πιθήκους. Δεν ξέρω πώς, αλλά
θα μας κάνουν. Ήδη μερικοί στον δρόμο…»
«Τι κάνουν; »
«Περπατάνε με το κεφάλι κάτω και νομίζεις πως κάτι τους κρατάει να μην αρχίσουν να
τρέχουν και να τσιρίζουν και ν’ ανεβαίνουν στα δέντρα».
«Πότε το παρατήρησες αυτό; »
«Λίγο πριν την πανδημία».
«Λες να έχει σχέση;»
«Δεν ξέρω, δεν είμαι ειδικός. Αλλά…»
«Τι αλλά; Τι σκέφτεσαι; Και οι ειδικοί;»
«Μπορεί. Μπορεί να είναι στο σχέδιο. Μπορεί οι μάσκες να χρειάζονται για να μην
καταλαβαίνουμε ο ένας τη σταδιακή μεταμόρφωση του άλλου… Όχι, όχι, αυτό είναι
υπερβολικό».
«Είναι. Γι’ αυτό σου λέω να το ξανασκεφτείς. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα».
«Γίνονται. Έχουν ξαναγίνει».
«Πού, πότε; »
«Στη Ρωσία. Μετά την Επανάσταση».
«Και πού το έμαθες εσύ;»
«Το διάβασα σ’ ένα βιβλίο του Ζοστσένκο».
«Ποιος είναι αυτός ο Ζο…»
«Ζοστσένκο. Μιχαήλ Ζοστσένκο. Ρώσος συγγραφέας. Πέθανε το 1958».
«Και τι είπε;»
«Έγραψε μια ιστορία για έναν πίθηκο…»
«Που έγινε πρωθυπουργός;»
«Όχι. Εκείνος έγινε πολίτης. Αλλά τον είχαν όλοι για υπόδειγμα. Καταλαβαίνετε…»
«Καταλαβαίνω. Και δεν μου λες, κομμουνιστής ήτανε;»
«Ο πίθηκος;»
«Όχι, αυτός ο Ζο…»
«Ο Ζοστσένκο; Μπορεί. Δεν ξέρω. Με μπέρδεψε».
«Εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Είσαι κομμουνιστής;»
«Έχει σημασία;»
«Όχι, αλλά… λέω… να… μην σου βάλανε τίποτα ιδέες οι αριστεροί. Ξέρεις τι πάνε και
σκέφτονται, όταν είναι να δημιουργήσουν φασαρίες…»
«Δεν με πιστεύετε».
«Όχι βρε παιδί μου. Αμέσως, δεν με πιστεύετε! Λοιπόν, ξέρεις τι λέω εγώ; Μου είπες τι
να πω στον Αρχηγό. Και θα του το πω. Και θα το ερευνήσουμε. Θα επιληφθούμε, εντάξει;
Τώρα εσύ θα πας στη δουλειά σου και η υπόθεση θα μείνει μεταξύ μας. Χρειάζονται
προσεκτικές κινήσεις. Έτσι;»
«Δεν ξέρω αν μπορώ να πάω στη δουλειά μου».
«Πήγαινε σπίτι σου – ακόμα καλύτερα».
«Δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Μας κυβερνάει ένας πίθηκος.
Καταλαβαίνετε;»
«Καταλαβαίνω. Αλλά δεν βοηθάει αυτό. Στο τέλος-τέλος, πες πως έχουμε δημοκρατία.
Και κατσαρίδα να ήτανε ο πρωθυπουργός, αυτόν ψήφισαν οι Έλληνες».
«Οι Έλληνες ψήφισαν άνθρωπο, όχι πίθηκο. Ο Παντελής σκότωσε τον πρωθυπουργό και
πήρε τη θέση του. Αυτό έγινε…»
«Πες πώς έγινε. Δεν πρέπει να προδοθούμε. Κατάλαβες; Να τον πιάσουμε στα πράσα.
Άντε τώρα. Πήγαινε ξεκουράσου».
Ο Α. Μ. παρατήρησε πως ο αστυνομικός της υποδοχής, είχε περάσει μάλλον αλλόκοτα
από τον απολύτως φυσιολογικό αυταρχικό τόνο του οργάνου της τάξεως, στον εκνευρισμό ‫﮲‬
και από εκεί στην μειλίχια συγκατάβαση, σαν να ήθελε να ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα
τον πιεστικό επισκέπτη του. Η αλήθεια είναι πως παραήταν πιεστικός. Δεν είναι εύκολο να
λες πρωί πρωί σ’ έναν αστυνομικό πως μας κυβερνάει ένας πίθηκος. Προφανώς το μυαλό
του θα πάει στο κακό. Θα σχηματίσει την εντύπωση πως έχει να κάνει με τρελό. Και
ορισμένοι άνθρωποι, η μόνη εκδοχή επαφής με έναν τρελό, που μπορούν να φανταστούν,
καταλήγει σε άγρια κινηματογραφική σφαγή, από την οποία δεν μπορεί να τους γλυτώσει
ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ποιος θα αμφέβαλε σήμερα πως οι άνθρωποι μαθαίνουν την
ζωή από την τηλεόραση, με αποτέλεσμα να αγωνιούν συνεχώς πως θα βρεθούν με άλλο
σενάριο, σε άλλο έργο;
Μ’ αυτές τις σκέψεις, καλημέρισε, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ναι, ήταν υποχρεωμένος να ειδοποιήσει τους συμπολίτες του για τον πίθηκο που τους
κυβερνά, αλλά δεν ωφελούσε να τρομάζει άλλο έναν άνθρωπο, ο οποίος εν τέλει του
συμπεριφέρθηκε ανθρώπινα, έδειξε κατανόηση και διάθεση επίλυσης ενός σοβαρού
εθνικού προβλήματος – έστω και για να τον ξεφορτωθεί.
Γι’ αυτό, γύρισε να του ρίξει μια τελευταία ματιά, με την ελπίδα πως θα έβλεπε στο
πρόσωπό του κάποιο σημάδι ανακούφισης, για την αναίμακτη κατάληξη της αναπάντεχης
επίσκεψης που είχε δεχθεί.
Ο αστυνομικός βρισκόταν ήδη στο τηλέφωνο και μιλούσε σιγά, ρίχνοντας λοξές ματιές
προς το μέρος του. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να διακρίνει οποιοδήποτε σημάδι
ανακούφισης. Διέκρινε όμως κάτι που τον έκανε πρώτα να καταλάβει τι ήταν εκείνη η
μυρωδιά, που πλανιόταν στον χώρο, σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης και έπειτα να
μουδιάσει ολόκληρος. Το πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια του αστυνομικού, ήταν γεμάτο
μπανανόφλουδες!
Ο Α. Μ. συγκέντρωσε τα ράκη δύναμης που του είχαν απομείνει και προσπάθησε να
κινήσει τα μέλη του. Κι ενώ φάνηκε να μην τα καταφέρνει και ο αστυνομικός τον κοίταζε μ’
ένα βλέμμα τουλάχιστον άγριο, ξαφνικά ελευθερώθηκε, έτρεξε, τρέκλισε, σκόνταψε,
κατρακύλησε στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κτηρίου, έσκασε στο πεζοδρόμιο της
Λεωφόρου Αλεξάνδρας και έχασε τις αισθήσεις του.
2
Ένα κύμα καυτού αέρα τον σήκωσε και καθώς ξανάβρισκε -μάλλον κάπως απότομα- τις
αισθήσεις του, τον πέταξε πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό φορείο, που έτρεχε αφύσικα
γρήγορα. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, αλλά διαπίστωσε πως τα χέρια του ήταν δεμένα στο
πλαίσιο. Κοίταξε δεξιά-αριστερά. Βρισκόταν σε διάδρομο νοσοκομείου. Ύστερα,
προσπάθησε να σηκώσει όσο γινόταν το κεφάλι, για να δει μπροστά, όμως ένα
γαντοφορεμένο χέρι τον χτύπησε στο μέτωπο – ελαφρά, αλλά εκνευριστικά. Προφανώς
ανήκε σ’ αυτόν που έσπρωχνε το ιατρικό όχημα, με αλόγιστη ταχύτητα. Παρά το γεγονός
πως δεν έχει νόημα να δυσανασχετείς σε ελληνικό νοσοκομείο, θέλησε να διαμαρτυρηθεί
τόσο για την ταχύτητα, όσο και για το αγενές χτύπημα στο μέτωπο. Δεν πρόλαβε. Το φορείο
σταμάτησε απότομα, αν όχι βάρβαρα.
Η δεύτερη προσπάθειά του να σηκώσει το κεφάλι, για να δει τι συνέβη,
αντιμετωπίστηκε από το γάντι με τον ίδιο τρόπο. Ίσως λίγο πιο δυνατά αυτή την φορά.
«Τι έχουμε εδώ», άκουσε να λέει κάποιος από την πλευρά των ποδιών του.
«Κρούσμα, κύριε καθηγητά», απάντησε από πίσω του ο κάτοχος του γαντιού.
Η λέξη κρούσμα τον παραξένεψε.
«Χτύπημα», είπε, θέλοντας να διορθώσει…
«Πάψε εσύ», διέταξε αυτός που πρέπει να ήταν ο κύριος καθηγητής. «Τολμάς να
αμφισβητείς τον οδηγό σου, τον πρώτο που εισήγαγε την μεταμοντερνιστική γραφή στην
χώρα σου; Τον μόνο συγγραφέα επιπέδου Νόμπελ;
«Μα…»
«Τσιμουδιά!» διέταξε ο οδηγός, αυτή την φορά. «Όταν σου μιλά ένας σπουδαίος
καθηγητής, με θεσμική θέση και μακρόχρονη επιστημονική πείρα, πρέπει να σωπαίνεις!»
Ο ταλαιπωρημένος Α.Μ. νόμισε πως το χτύπημα στο κεφάλι από την πτώση και ο τρόμος
των γεγονότων, που προηγήθηκαν, είχαν επηρεάσει την ακοή του. Οδηγός, Γραφή,
Μεταμοντερνισμός, Νόμπελ! Αυτές οι λέξεις, ειπωμένες με τόση άνεση από γιατρούς,
ηχούσαν τόσο αλλόκοτα, που ακόμα και μια πιθανή σταδιακή μεταμόρφωση των
ανθρώπων σε πιθήκους, δεν θα μπορούσε να τις κάνει αληθινές. Όχι‫ ﮲‬είχε οπωσδήποτε
πρόβλημα ακοής.
«Έχει συμπτώματα;» ρώτησε αυτός που ήταν ο καθηγητής.
«Σαράντα δημιουργικό πυρετό», απάντησε το γάντι.
«Άλλο;»
«Ριζοσπαστική δύσπνοια».
«Φορούσε μάσκα, όταν τον πήρες;»
«Ναι. Μια… σαν χάρτινη. Φτηνόπραγμα, ρωσικής κατασκευής, νομίζω. Ζοτένκο,
Ζοσέντο…»
«Καλά, καλά, άφησέ τον σε μια γωνιά. Έχουμε σοβαρά εθνικά κρούσματα ν’
αντιμετωπίσουμε».
Έστω και με πρόβλημα ακοής, αυτό παραήταν εξωφρενικό, για τον Α.Μ.
«Για όνομα του θεού! Τρελαθήκατε; Θα με αφήσετε να πεθάνω;»
Ένιωσε τους δύο άντρες να πλησιάζουν στο καθηλωμένο κεφάλι του. Έσκυψαν πάνω
του. Μπόρεσε να δει πως φορούσαν λευκές ιατρικές μπλούζες, με ένα σωρό μολύβια και
στυλό στην τσέπη του στήθους. Και μπόρεσε, με φρίκη, να διαπιστώσει πως ο ένας ήταν ο
Αριστοτέλης και ο άλλος ο Τόμας Έλιοτ. Μέχρι την μύτη τουλάχιστον, γιατί το υπόλοιπο
πρόσωπο ήταν καλυμμένο με χειρουργική μάσκα.
Τον κοίταζαν επίμονα, σχεδόν σατανικά, μ’ ένα βλέμμα που το είχε δει αμέτρητες φορές
τόσο πίσω από τα κάγκελα ενός κλουβιού, όσο και στην τηλεόραση, τελευταία.
Πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, ο Αριστοτέλης και ο Έλιοτ, κατέβασαν τις μάσκες,
αποκαλύπτοντας στη θέση του κάτω μισού του προσώπου τους, ένα μισοτελειωμένο στόμα
γενειοφόρου μακάκου, με υπερβολικά μακρούς κυνόδοντες.
Επιχείρησε να ουρλιάξει, αλλά από το στόμα του βγήκε σιωπηλά ένα μακρόστενο
σύννεφο πυκνού σκοταδιού, που απλώθηκε γρήγορα, καλύπτοντας τα πάντα.
3
Το μεσημέρι της 14ης Ιουλίου του έτους 2020, ημέρα Τρίτη και φαρμακερή, όπως όλες οι
ημέρες της πανδημίας που έπληττε τον πλανήτη Γη, ο Α. Μ., γνωστός -καίτοι
αμφισβητούμενος από τους αρίστους των συντηρητικών Ελλήνων λογίων- μεταφραστής,
βγήκε με ορμή από το πυκνό σκοτάδι του ύπνου του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και
μάλλον άτακτα. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να δει και ν’ ακούσει.
Χρειάστηκε μερικά λεπτά, για να καταφέρει να σκεφτεί και άρα να υπάρξει ως γνωστός
κλπ. μεταφραστής. Στην συνέχεια, συγκέντρωσε όλα εκείνα τα υπερβατικά στοιχεία, που
χρειάζεται μια συνείδηση για ν’ αξίζει το όνομα συνείδηση – τουλάχιστον σύμφωνα με
τρεις χιλιετίες φιλοσοφικής λατρείας.
Βρισκόταν στον καναπέ του σαλονιού του‫ ﮲‬έκανε αφόρητη ζέστη‫ ﮲‬δεν είχε ανάψει τον
κλιματισμό, ακολουθώντας τις υποδείξεις των ειδικών λοιμοξιογράφων, σύμφωνα με τις
οποίες, οι συσκευές ψύξης εσωτερικών χώρων ενδέχεται να ευνοούν την μετάδοση του
SARS-CoV-2‫ ﮲‬σχεδόν κολυμπούσε στον ιδρώτα του και κρατούσε ακόμα στα χέρια του μια
εξαιρετική επανεκτύπωση σε έναν τόμο των τευχών για το 1945 του ρωσικού περιοδικού
МУРЗИЛКА, όπου βρισκόταν δημοσιευμένη η ιστορία Приключения обезьяны [Οι
Περιπέτειες ενός Πιθήκου] του Μιχαήλ Ζοστσένκο.
Χαμογέλασε, καθώς κατάλαβε αμέσως πως η ζέστη, η ανησυχία για την πανδημία και η
πιεστική κοινωνική κατάσταση την οποία είχε δημιουργήσει μια το λιγότερο αλλόκοτη
κυβέρνηση, συμμάχησαν για να μετατρέψουν την ευφυέστατη ιστορία του σπουδαίου
Ρώσου συγγραφέα σε εφιάλτη του.
Ανακάθισε στον καναπέ, άφησε τον τόμο του ρωσικού περιοδικού στην κορυφή της
μεγάλης στοίβας βιβλίων που βρισκόταν στο πάτωμα -προϊόν φιλομάθειας, αλλά και
τεμπελιάς- άναψε τσιγάρο και φυσώντας το πρώτο σύννεφο καπνού, έμεινε ακίνητος,
καθώς στο μυαλό του είχε γεννηθεί ένα μάλλον εύλογο ερώτημα: «Καλά ο πρωθυπουργός.
Είναι φυσικό να εμφανίζεται σ’ έναν εφιάλτη. Ο Αριστοτέλης και ο Έλιοτ;».
Ταλαιπώρησε λίγο το τσιγάρο στα δάχτυλά του και ξαφνικά χαμογέλασε πλατιά.
«Βέβαια», μουρμούρισε. «Λείπουν οι αλεπούδες του πνεύματος από το παζάρι της
εξουσίας;»
Και χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά, πήρε το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης και την
άνοιξε.
«Κατά φωνή», σκέφτηκε, καθώς είδε πως οι μεσημβρινές ειδήσεις μετέδιδαν σε
επανάληψη το χθεσινό διάγγελμα του πρωθυπουργού.
«Η χώρα μας, μέχρι σήμερα, δεν χτυπήθηκε όσο άλλες», έλεγε. «Όμως, ας μην έχουμε
αυταπάτες. Τα δυσκολότερα είναι ακόμα μπροστά μας. Οποιοσδήποτε εφησυχασμός είναι
ανεπίτρεπτος, ιδίως τώρα, που έχουμε πάρει την απόφαση να μεταμορφώσουμε την
πατρίδα μας, να εξελιχθούμε ως έθνος. Τώρα είναι η στιγμή να κοιταχτούμε στα μάτια…»
Ο Α.Μ. έκλεισε απότομα την τηλεόραση.
«Να λείπει», μουρμούρισε. Και ύστερα, σαν να απευθυνόταν στον ίδιο του τον εαυτό:
«Ποτέ μην κοιτάζεις στα μάτια έναν πολιτικό. Καταντά εφιάλτης – και όχι εντελώς
άδικα».
Καθώς ο εφιάλτης που είχε δει ξανάρθε στο μυαλό του, αποσυντονίστηκε και άρχισε να
περιφέρει μηχανικά το χέρι του με το τηλεκοντρόλ, καταλήγοντας να το αφήσει στην
κορυφή της στοίβας με τα βιβλία, η οποία κατέρρευσε, σκορπίζοντας την αφρόκρεμα της
ανθρώπινης γνώσης παντού.
Ο Α.Μ. έσκυψε και μάζεψε ένα μικρό βιβλίο με ιαπωνικά χαϊκού, το οποίο είχε
καταλήξει στο δεξί του πόδι.
Για την μετάφραση αυτού του βιβλίου είχε δεχθεί αρκετές επιθέσεις από τους αρίστους
των ριζοσπαστών -αυτή την φορά- Ελλήνων λογίων.
Το άνοιξε στην τύχη και διάβασε πάνω-πάνω:
Όταν γεράσει ο πίθηκος, φοράει μάσκα πιθήκου.

«Ποτέ, ποτέ στα μάτια», σκέφτηκε. «Καταντά εφιάλτης – και καθόλου, μα καθόλου άδικα.
Άσε που εδώ που φτάσαμε, τίποτα δεν είναι απίθανο».
4
«Τίποτα δεν είναι απίθανο», επανέλαβε μέσα του. «Μεγάλη αλήθεια – από εκείνες που
περιφρονούν οι ειδικοί επιστήμονες, διότι δεν είναι αποτέλεσμα ειδικής έρευνας με ειδικές
επιστημονικές μεθόδους στο πλαίσιο ειδικών επιστημονικών θεωριών. Σαν να λέμε πως δεν
μπορεί ο καθένας να καταλήγει σε μιαν αλήθεια και να την διαδίδει…»
Και να ’τη πάλι η φωνή του Έλιοτ: ««Τσιμουδιά! Όταν σου μιλά ένας σπουδαίος
καθηγητής, με θεσμική θέση και μακρόχρονη επιστημονική πείρα, πρέπει να σωπαίνεις!» -
εννοώντας τον Αριστοτέλη.
«Να πάρει ο διάολος», μουρμούρισε ο μεταφραστής μας. «Όλη μέρα μ’ αυτό το όνειρο
θ’ ασχολούμαι;»
Έψαξε το τηλεκοντρόλ. Το βρήκε, σαν τεράστια αναποδογυρισμένη κατσαρίδα, κάτω
από τον καναπέ. Άπλωσε το χέρι να το πιάσει. Την επόμενη στιγμή, η γλώσσα του μούδιασε
και μάλλον πρήστηκε, γεμίζοντας το στόμα του, γιατί η τεράστια κατσαρίδα -αυτό τέλος
πάντων που ήταν ένα τηλεκοντρόλ, που έμοιαζε με τεράστιας αναποδογυρισμένη
κατσαρίδα- γέμισε πόδια κατσαρίδας και άρχισε να τα κουνάει σαν κατσαρίδα. Τράβηξε
απότομα το χέρι του, αλλά συνέχισε να κοιτάζει το αδιανόητο έντομο. Ήταν φανερό πως
πάλευε μάταια να γυρίσει. Ο Α. Μ. πήρε το βλέμμα του, το περίφερε στο δωμάτιο και
ξανακοίταξε κάτω από τον καναπέ.

You might also like