Professional Documents
Culture Documents
Βαρβάρα Ψαροπούλου
Ποιητική αδεία
Βαρβάρα Ψαροπούλου 7
Περιεχόµενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 9
ΜΕΡΟΣ 1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΕΡΟΣ Β΄
Α΄ ΜΕΡΟΣ
1Ο Παράδειγµα
Κωστής Παλαµάς, «Το πανηγύρι στα σπάρτα»
(Κ.Ν.Λ.Α΄Λυκείου) «Ασάλευτη Ζωή», 1904
λογώντας την αδυναµία του: «νιώθω εντός µου τη µοίρα του γυµνού και του ανή-
µπορου κόσµου».Ο παρενθετικός στίχος «Ω! που είσαι αγάπη και κυρά µου», γίνεται
πικρό άλλοθι της ανηµπόριας του. Θα µπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα για χάρη
της αγαπηµένης του. Εφόσον όµως αυτή δεν υπάρχει, ο στόχος εξασθενεί. Τι να τα
κάνει τα ξανθολούλουδα, αφού δε δύναται να τα αποθέσει στα πόδια της «κυράς»
του. Πολλές φορές και η οµορφιά γίνεται βάρος, αν δε µπορείς να τη µοιραστείς µε
αυτούς που αγαπάς. Ο όµορφος κόσµος µένει απόµακρος, όνειρο ξένο.
Εν τούτοις η επιθυµία να τον γευτεί υπάρχει: «βούλοµαι» λέει ο ποιητής στον 5ο
στίχο, αλλά ο ίδιος τελικά µένει θεατής, αδυνατεί να υπακούσει στο προσκλητήριο της
χαράς και της ζωής. Παραµένει ένας άνθρωπος του ανικανοποίητου πόθου, που «ξο-
δεύεται στο αγνάντεµα». ∆εν είναι ο δυνατός άνθρωπος της δράσης, «βγήκε ποιητής»
και ως ποιητής δικαιούται να συµπεραίνει µε πίκρα ηρωική πόσο ανήµπορο ον είναι ο
άνθρωπος χωρίς την «αρµατωσιά µιας αγάπης»…. Έµεινε πεσµένος να αναλογίζεται
την τραγικά µεγάλη απόσταση µεταξύ επιθυµίας και πράξης. Ένας ασθµαίνων δροµέας
του ανεκπλήρωτου «θέλω».
Στη «µπαλάντα του πάρκου» η ατµόσφαιρα είναι ανάλογη: Κι εδώ ο ήρωας είναι
παγιδευµένος στη µοναχική, απρόσωπη και περιχαρακωµένη ζωή της µεγαλούπολης,
στην οποία κατέφυγε εγκαταλείποντας το «στενό» χωριό του, χωρίς ωστόσο να µπο-
ρεί να απολαύσει τις χαρές που υπόσχονταν η µεγάλη πολιτεία. Τα όνειρα που τον
έφεραν στην πόλη αυτή δεν εκπληρώθηκαν. Ξεκίνησε «κατακτητής ονειροπαρµέ-
νος», αλλά βρήκε καρδιές και πόρτες κλειστές. Έτσι περιφέρεται µόνος ανάµεσα σε
άγνωστους ανθρώπους και αγοράζει τις χαρές που δικαιούται. Βρήκε ληστές, τεχνο-
κράτες, πειρατές, απατεώνες (ανάλογα εµπόδια µε αυτά που δυσκόλευαν το δρόµο
στον Παλαµά). Είδε τους θεούς να πουλιούνται στο µοναστηράκι, τις «αξίες» να
βγαίνουν στο σφυρί, σωτήρες «δήθεν», ανθρώπους µε τσέπες βαθιές αλλά ρηχές
καρδιές. Και τι δεν είδε! Οι απατεώνες «ποιοτικά εξελιγµένοι» πια, µη αναγνωρίσι-
µοι παραµονεύουν παντού, πουλούν γη, µε αντάλλαγµα την ίδια τη ζωή που έγινε κι
αυτή ενέχυρο στα χέρια των επιτήδειων:
«πουλήσου να αγοράσεις γη από πολύ καιρό χαµένη»
Κι ο έρωτας ακόµα, έγινε αντικείµενο συναλλαγής:
«Οι υποσχεµένες ηδονές γίνονται πρόστυχα παζάρια»
Σε τέτοιες συνθήκες ζωής µπορεί ο άνθρωπος να… ονειρεύεται! Το όνειρο ανα-
πληρώνει το κενό ζωής. Αυτό µπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην αθλιότητα.
Σ’ αυτό λοιπόν καταφεύγει ο ανήµπορος άνθρωπος, για να καλύψει το κενό του, και
ανακτά τις ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Φαίνεται όµως πως ούτε και αυτό το
δικαιούται, γιατί,
«αν πάει κάτι να ανεβεί, αν πάει κάτι να πετάξει,
έχουνε δόντια και οι ουρανοί και ξόβεργες1 από µετάξι».
Οι παγίδες είναι µεταξωτές-ονειροπαγίδες. Με αυτή την οξύµωρη διατύπωση α-
ποδίδεται η αδυναµία του ήρωα να λυτρωθεί µε το όνειρο, αφού δε µπορεί να ζήσει
όπως ονειρεύτηκε. Οι δυο εκπληκτικές λέξεις (ξόβεργα-ξόβεργες) συνειρµικά οδη-
γούν στη σύνδεση των δυο ποιηµάτων. Στον Παλαµά:
«σαν τα ξόβεργα το χώµα παγιδεύει»,
ενώ στην Αρλέτα:
«έχουνε δόντια και οι ουρανοί και ξόβεργες από µετάξι».
1
Η ξόβεργα είναι πτηνοπαγίδα που κατασκευάζεται από ευλύγιστη ξύλινη βέργα επικαλυµµένη µε
κολλώδη ουσία και τοποθετείται σε περάσµατα πουλιών.
Βαρβάρα Ψαροπούλου 17
Οι ήρωες στα δυο ποιήµατα καθηλώνονται ο ένας στη γήινη φύση του (τον πα-
γιδεύει το χώµα) κι ο άλλος στην απόπειρα φυγής-πετάγµατος (οι ουρανοί έχουν
δόντια και ξόβεργες).
Στην τελευταία στροφή του ποιήµατος της Αρλέτας ο µοναχικός περπατητής «χω-
ρίς τη χάρη του ποιητή» κουβαλά την πόλη µέσα του. Στο τελευταίο αυτό δίστιχο
άλλοι δυο ποιητές υποδηλώνονται στον ενηµερωµένο αναγνώστη της ποίησής µας.
Ο ένας είναι ο Καβάφης της «Πόλης». Ο ποιητής σε β΄ πρόσωπο µιλά για τη
µάταιη απόπειρα ενός ανθρώπου να ξεφύγει από την πόλη, όπου ρήµαξε και χάλασε
τη ζωή του, όπως ο ίδιος ο ήρωας παραδέχεται µιλώντας σε α΄ πρόσωπο. Ο ποιητής
Καβάφης επισηµαίνει την αδυναµία φυγής:
Όπου και αν πάς «η πόλις θα σε ακολουθεί
Για τα αλλού µην ελπίζεις
∆εν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό».
Κι αν καταφέρεις να φύγεις, η πόλη θα σε ακολουθεί, γιατί
«µέσα σου κουβαλάς την πόλη».
Έτσι σχεδόν ταυτίζεται ο Καβαφικός ήρωας µε το µοναχικό αγόρι της « µπαλά-
ντας του πάρκου», που βιώνει το ανάλογο δράµα του αδιεξόδου της δικής του πόλης,
της δικής του σπαταλεµένης ζωής.
Με την έκφραση «µοναχικέ περπατητή» αισθητοποιείται η παρουσία του δεύ-
τερου µεγάλου ποιητή µας, του Άγγελου Σικελιανού. Ο Α. Σικελιανός στο ποίηµα
«Ιερά Οδός» περιγράφει τη δική του πορεία:
«σαν άρρωστος καιρό που πρωτοβγαίνει
ν’ αρµέξει τη ζωή απ’ τον έξω κόσµο,
ήµουν περπατητής µοναχικός στο δρόµο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σηµάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για µένα αυτός ο δρόµος πάντα
σα δρόµος της Ψυχής»
Από τους στοχασµούς του βγαίνει ο ποιητής, όταν ένας Γύφτος σέρνοντας µε βία
δυο αλυσοδεµένες αρκούδες (µάνα µε παιδί), τις εξαναγκάζει να χορέψουν. Στα µά-
τια του ποιητή η µάνα αρκούδα φαντάζει σαν ξόανο της αιώνιας Μάνας, που λεγό-
ταν ∆ήµητρα, ή Αλκµήνη, ή Παναγία και το µικρό αρκούδι «σα µεγάλο παιχνίδι σαν
ανίδεο µικρό παιδί», ανυποψίαστο για τον πόνο και το µάκρος της σκλαβιάς του.
Καθώς η αρκούδα «οκνούσε να χορέψει», ο Γύφτος τραβούσε την αλυσίδα στο ρου-
θούνι του παιδιού της και την ανάγκαζε έτσι να υπακούει, βρίσκοντας δυνάµεις στην
ανεξάντλητη πηγή της αγάπης για το παιδί της.
«Μα µπροστά µου ορθωµένη από τη βία
του χαλκά και της άµοιρης στοργής της
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανή αρκούδα
µε τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
µαρτυρικό τεράστιο σύµβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόµα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής…»
Ο ποιητής µε σκυµµένο το κεφάλι ρίχνει στο ντέφι µια δραχµή «σκλάβος του
κόσµου» κι αυτός.
Ας ξαναθυµηθούµε εδώ τον Παλαµά: «νιώθω εντός µου τη µοίρα του γυµνού
και του ανήµπορου κόσµου». Το θέµα της αδυναµίας του ανθρώπου να νικήσει τα
εµπόδια, να σπάσει τα δεσµά του, είναι διαχρονικό, είναι η κοινή µοίρα του µεγάλου
πλήθους των ανθρώπων, όµως ο Σικελιανός, ως οραµατιστής ποιητής, δε µένει στη
18 Ποιητική Αδεία
θλίψη, στο τέλµα και στην ενοχή του παρόντος, αλλά προβλέπει πως στο µέλλον η
ανθρώπινη µοίρα θα αλλάξει:
«Θά ’ρτει τάχα ποτέ η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου
κι η ψυχή µου που Μυηµένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν µαζί; (αναρωτιέται ο ποιητής)
Κι ως προχωρούσα κι εβράδιαζε
ένα µούρµουρο απλώθη απάνωθέ µου
κι έµοιαζε έλεε: «Θα ρτει»
Ποια λύτρωση προβλέπει ο ποιητής;
Μήπως το θάνατο ως επανένταξη της ψυχής στο άπειρο;
Μήπως τη Γνώση; (ως Μύηση)
Μήπως τον έρωτα;
Μήπως τον αέναο αγώνα του ανθρώπου
για κατάκτηση της Λευτεριάς του;
Ωστόσο, η ζωή είναι λίγη, για να µπορέσει ο άνθρωπος να εκπληρώσει όλες τις
επιθυµίες του. Πάντα θα υπάρχει εκεί στο βάθος ένα απάτητο λιβάδι –και καλώς
υπάρχει– έστω κι αν ο ίδιος δεν δύναται να φτάσει σ’ αυτό. Αν όλα ήταν κατορθωτά
δε θα υπήρχε χώρος για όνειρο για ποίηση.
Ως ενισχυτικό της δύναµης του έρωτα και του αγώνα του ανθρώπου, µπορεί να
διαβαστεί το µικρό αισιόδοξο (µελοποιηµένο από τον Θωµά Μπακαλάκο) ποίηµα
του Φώτη Αγγουλέ:
«Μην καρτεράτε να λυγίσουµε
µήτε για µια στιγµή
µηδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουµε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.»
Κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, µε αφορµή την απορία κάποιου µαθητή για τη
σηµασία της λέξης ανδρείκελο στη «µπαλάντα του πάρκου», παρέπεµψα στο οµό-
τιτλο ποίηµα του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη «Ανδρείκελα».
Ανδρείκελα
Σα να µην ήρθαµε ποτέ σ’ αυτή τη γη,
σα να µένουµε ακόµα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως µια µαρµαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων µόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασµένα κι από δισταγµό
ανδρείκελα, στης µοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουµε, δεχόµαστε τον εµπαιγµό,
άτονα κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για µας κάθε χαρά
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρηµένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόµαστε, παρά
όποιος πατάει απάνω µας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια πέρασε ο καιρός
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώµα,
ω!- κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγµατικός
πόνος µας, για να λέει ότι υπάρχουµε ακόµα …
«Ελεγεία και σάτιρες» 1928
Βαρβάρα Ψαροπούλου 19
2
Το καλοκαίρι του 2004 επικοινώνησα τηλεφωνικά µαζί της, για να της ζητήσω την άδειά της για
εκπαιδευτική χρήση και αξιοποίηση των στίχων της. Θυµάµαι µε πόσο σεβασµό µου µίλησε για
τους δασκάλους της. Τελικά µόρφωση είναι ό,τι αποµένει, όταν κλείσουν τα βιβλία. Αυτό διαπί-
στωσα από την ολιγόλεπτη τηλεφωνική συνοµιλία. Η σοβαρή ενασχόλησή της µε την ποίηση και µε
την τέχνη ευρύτερα γέννησε τη δική της τέχνη. Αν θυµάµαι καλά, µου είχε πει πως το ποίηµα, «η
µπαλάντα του πάρκου», είναι γραµµένο για τον λογοτέχνη Γιώργο Ιωάννου.